ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
ΟΟΡΥΠΙΟΗΤ: ΑΦΟΙ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΙ & ΣΙΑ Ε.Ε. ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ 24 106 81 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 3836482 - ...
403 downloads
1596 Views
14MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
ΟΟΡΥΠΙΟΗΤ: ΑΦΟΙ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΙ & ΣΙΑ Ε.Ε. ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ 24 106 81 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 3836482 - 3805451 Ρ ΑΧ: 3807608
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
ΤΟΜΟΣ Δ' Μπέρκλευ - σκάντα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Κ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ Α Θ Η Ν Α
1995
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΠΡΟΛΟΓΙΖΕΙ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ Ακαδημαϊκός
Χιωτάκης Τάκης Δ ρ Φιλοσοφίας
ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΕΣ Χωραφάς Ευστράτιος Φ ι λ ό λ ο γ ο ς , πρώην εκπαιδευτικός σ ύ μ β ο υ λ ο ς
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ • ΑγουρΙδης Σάββας Ομ. Καθηγητής Παν. Αθηνών • Αναπολιτάνος Διονύσιος Καθηγητής του Τμήματος Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών • Αλατζόγλου - Θέμελη Γραμματική Επίκουρος Καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο • Βασιλείου Αθανάσιος Πολιτικός Επιστήμων - Κοινωνιολόγος • Βελισσαρόπουλος Δημήτριος Πρέσβυς ε.τ. • Βιτσαξής Βασίλειος Πρέσβυς ε.τ. • Βώρος Φανούριος Δρ Φιλοσοφίας, Σύμβουλος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου • ΔελλήςΙ. Γ. Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Πατρών • Ζιάκας Γρηγόριος Καθηγητής Ιστορίας Θρησκειών Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης • Θεοτοκάς Νίκος Κοινωνιολόγος • Ιέλο Μαριάντζελα Φιλόλογος, Πανεπιστήμιο Αθηνών • Καράς Γιάννης Δρ Φιλοσοφίας, Ερευνητής του ΚΝΕ του Ε Ι Ε • Καριώτογλου Αλέξανδρος Δρ Θεολογίας • Κασσωτάκη - Μαριδάκη Αθανασία Δρ Ψυχολογίας, ειδική συνεργότις στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών • Κεσίσογλου Αλέξανδρος Αναπληρωτής καθηγητής κλασικής φιλολογίας Πανεπ. Ιωαννίνων • ΚεσσΙδης Θεοχάρης Καθηγητής Φιλοσοφίας, αντεπ. μέλος της Ακαδημίας Αθηνών • ΚιτρομηλΙδης Πασχάλης Καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης Πανεπ. Αθηνών • Κοκάλας Θεόδωρος Φιλόλογος • Κοκολόγος Αθανάσιος Φιλόλογος, Ερευνητής • Κουκής Αναστάσιος Δρ. Φιλοσοφίας, Ακαδημία Αθηνών
• Κράλλης Χάρης υπ. Δρ Φιλοσοφίας • Κρητικός Γιάννης Κοινωνιολόγος • Κύρκος Βασίλης Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων • Κωσταράς Γρηγόριος Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών • ΛεοντσΙνη - Γλυκοφρύδη Αθανασία Επίκουρος Καθηγήτρια Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών • Μαμούρης Ζήσης Βιολόγος, Δρ Γενετικής, Λέκτωρ του Γενικού Τμήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας • Μανουράς Ευάγγελος Ψυχολόγος • Μαρκής Δημήτριος Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Μακεδονίας • Μπάλιας Ευστάθιος Δρ Πολιτικής Επιστήμης • Μπαρτζελιώτης Λεωνίδας Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών • Μπέγζος Μάριος Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας της Θρησκείας Πανεπιστημίου Αθηνών • Μπιτσάκης Ευτύχης Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Υφηγητής Θεωρίας της Φυσικής Πανεπιστημίου Αθηνών • Νάτσης Αθανάσιος Φιλόλογος, Πανεπιστήμιο Αθηνών • Νόβα - Καλτσούνη Χριστίνα Επίκ. Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας Παν. Πατρών • Οικονομίδης Νικόλαος Φιλόλογος, Ερευνητής • Οικονόμου Αντώνιος Οικονομολόγος - Μηχανικός • Οικονόμου Γεώργιος Φυσικός • Πάκος Παναγιώτης Φιλόλογος - Ερευνητής • Παπά Βασιλική Ψυχολόγος • Πατέλης Δημήτριος Δρ Φιλοσοφίας • Πολίτης Νικόλαος Αναπληρωτής Καθηγητής Βυζαντινής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών • Ρούσσος Ευάγγελος Δρ Φιλοσοφίας • Σκιαδοπούλου Ν. Σταυρούλα Φιλόλογος - Ερευνήτρια • Τερέζης Χρήστος Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Πατρών • Τζαφερόπουλος Απόστολος Φιλόλογος, πρώην Σύμβουλος Εκπαίδευσης Ε Ε • Τζαφεροπούλου Μαρία Δρ. Φιλοσοφίας • Τσατσούλης Δημήτριος Κοινωνιολόγος - Σημειολόγος • Φαραντάκης Πέτρος Δρ Φιλοσοφίας . Φσσουλάκης Στέριος Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας Παν. Αθηνών • Χρόνης Νικόλαος Καθηγητής Φιλοσοφίας Παν. Αθηνών • Χωραφάς Ευστράτιος Φιλόλογος
Οι κυριότερες συντομογραφίες αγγλ. ανατ. Ακαδ. Επ. αποσπ. βιβ· βιβλιογρ. βλ. γεν. εκδ. ΕΚΚΕ
εξ. επαν. επιμ. ετυμ. θιβ. κ.ά. κεφ. κ.ο.κ. λ. λ.χ. μαρτ. μερ. ΜΙΕΤ
- αγγλικά - ανατύπωση
-
Ακαδημία Επιστημών απόσπασμα βιβλίο βιβλιογραφία βλέπε γέννηση έκδοση Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών - και εξής - επανέκδοση -
επιμέλεια ετυμολογία θιβετιανά και άλλα κεφάλαιο και ούτω καθεξής λήμμα λόγου χάρη μαρτυρία μέρος Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης - μετάφραση
μτφ.
ΟΕΔΒ ό.π. παράγρ. π.χ. πρβλ. Σ.Ε. στερ. σ.σ. στο ίδιο τ. του ίδιου Χ·Χ·
Βό
ΗΓ39 ΡΟ
ρυρ
- Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων - όπου παραπάνω - παράγραφος - παραδείγματος χάρη - παράβαλε - Σύγχρονη Εποχή - στερητικό - σελίδες - στο προαναφερόμενο έργο - τόμος - του ίδιου συγγραφέα - χωρίς χρονολογία έκδοσης - τόμος - εκδότης
- Ρ3ΐΓ0ΐ09ί3 6Γ3ΘΙ« - ΡΓΘ33Θ3
υηίνβΓ3ίί3ίΓΘ3
ΆΘ ΡΓ3Π08
Αθ. ίΡΖ. Ν.Υ. Φρανκ.
-
Αθήνα Λιψία Νέα Υόρκη Φρανκφούρτη
Σημείωση: • Οι χρονολογίες, που αναγράφονται μετά το όνομα του προσώπου στο οποίο αναφέρεται το λήμμα, σημαίνουν τον χρόνο γέννησης και θανάτου του [π.χ. Αβελάρδος (Νάντη, 1079 - ΟΙυηγ, 1142)].
• Ο αστερίσκος που συνοδεύει μια λέξη (π.χ. Αριστοτέλης 4 , υλισμός* κ.ά.) δείχνει ότι για τη συγκεκριμένη λέξη υπάρχει στο Λεξικό ειδικό λήμμα. • Ο μικρός αριθμός που βρίσκεται στο τέλος μιας χρονολογίας δείχνει τη σειρά έκδοσης (π.χ. το "1966 : " υποδηλώνει ότι πρόκειται για τη 2η έκδοση του έργου στο οποίο αναφέρεται το κείμενο). • Οι τίτλοι των βιβλίων, και γενικά των έργων, γράφονται στο κείμενο με πλάγια στοιχεία (π.χ. Πολιτεία του Πλάτωνα, Τα Μετά τα φυσικά του Αριστοτέλη).
Μ Μ π έ ρ κ λ ε ϋ (ΒΘΓΚΘΙΘΥ) Τ ζ ω ρ τ ζ ( 1 6 8 5 - 1 7 5 3 ) . Επί-
σκοπος του ΟΙογά, φιλόσοφος. Υπήρξε εισηγητής του απόλυτου ιδεαλισμού*, της αύλοκρατίας (ιμματεριαλισμός), καθώς επεξέτεινε, εμπνεόμενος και από τον νεοπλατωνισμό*, τις καρτεσιανές επιφυλάξεις και στις "πρωτεύουσες ιδιότητες"" των σωμάτων, και αρνήθηκε στον κόσμο κάθε είδους υλική πραγματικότητα, αντικαθιστώντας τον ρεαλιστικό δυϊσμό με την αποδοχή της ύπαρξης δύο αρχών: μιας που νοεί, δηλαδή του πνεύματος, και μιας που δημιουργεί, δηλαδή του απόλυτου, του θείου. Ο Μπέρκλεϋ συνέχισε κατά τρόπο αυτοτελή τη φιλοσοφία του Λοκ*. Όπως ο Λοκ κατεύθυνε την έρευνά του στις παραστάσεις της ανθρώπινης συνείδησης και όχι στα ίδια τα αντικείμενα, όμοια και ο Μπέρκλεϋ εκκινούσε από την προϋπόθεση ότι η γνώση δεν αναφέρεται στα πράγματα αλλά στις παραστάσεις της συνείδησης. Προσπαθούσε λοιπόν να προσδιορίσει τη φύση, την πηγή και τα είδη των παραστάσεων με μεγαλύτερη ακρίβεια. Δεχόταν καταρχήν ότι και οι πρωταρχικές ιδιότητες των πραγμάτων, και όχι μόνο οι δευτερογενείς όπως υποστήριζε ο Λοκ, είναι απλώς υποκειμενικές παραστάσεις. Από τα δύο στοιχεία του σχήματος του Λοκ -εξωτερική εμπειρία και εσωτερική αντίληψη- εξήρε το δεύτερο, οδηγούμενος σε έναν απόλυτο υποκειμενισμό, σύμφωνα με τον οποίο είναι αδύνατη η αυτοτελής ύπαρξη του κόσμου εκτός του ανθρώπινου πνεύματος. Για τον Μπέρκλεϋ ο κόσμος χάνει την αυτοτέλειά του, καθώς θεωρεί ότι υπάρχουν μόνο νοούντα πνευματικά όντα. Τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου υπάρχουν μόνο μέσα σε αυτά τα πνευματικά όντα, από τα οποία εξαρτώνται και τα οποία είναι φορείς τους. Η πολεμική του Μπέρκλεϋ στρεφόταν κυρίως εναντίον της υπάρξεως γενικών παραστάσεων. Ενώ κατά τον Λοκ τα πραγματικά αντικείμενα που είναι συγκεκριμένα μόνο, ατομικά. κατατάσσονται σε γένη* και είδη* σύμ-
φωνα με τις μεταξύ τους ομοιότητες και χαρακτηρίζονται με ονόματα, στα οποία κατά συνέπεια ανταποκρίνεται κάποια γενική παράσταση ή έννοια, ο Μπέρκλεϋ υποστήριζε ότι τέτοιες παραστάσεις δεν υπάρχουν σε καμιά περίπτωση, επικαλούμενος ως απόδειξη την αυτοπαρατηρηαία, η οποία, σύμφωνα με τον Μπέρκλεϋ, διδάσκει ότι είναι αδύνατον να παραστήσουμε εντός μας το τρίγωνο, για παράδειγμα, καθ" εαυτό, χωρίς συγκεκριμένες πλευρές και γωνίες. Έτσι κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αποκτούμε μόνο συγκεκριμένες παραστάσεις (αισθησιαρχία). Στην ανθρώπινη διάνοια ούτε αφηρημένες ιδέες ούτε εποπτείες υπάρχουν, παρά μόνο επί μέρους ιδέες των όντων, που αποκτούν εκ των υστέρων σημασία γενική. Κατά τον Μπέρκλεϋ, παραστάσεις γενικών αντικειμένων και ιδιοτήτων (όπως λ.χ. κίνηση, άνθρωπος, χρώμα) δεν υφίστανται και έτσι οι επί μέρους παραστάσεις ανάγονται στις καθ' έκαστον αισθήσεις. Ωστόσο οι συγκεκριμένες αυτές παραστάσεις των επί μέρους πολύ απέχουν από του να είναι είδωλα, αποτυπώματα αντικειμένων που υπάρχουν έξω από εμάς. Διότι το ανόμοιο δεν είναι δυνατόν να ασκεί επίδραση στο ανόμοιο, παρά μια παράσταση μόνο με μια παράσταση μπορεί να μοιάζει, ένα χρώμα με ένα χρώμα, ένα σχήμα με ένα σχήμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Μπέρκλεϋ αρνείται οποιαδήποτε ύπαρξη στα φαινόμενα. Η καθορισμένη διαδοχή και αλληλουχία των παραστάσεων τον εμποδίζει να πράξει κάτι τέτοιο. Ο,τι κυρίως απορρίπτει είναι η προσπάθεια να αναζητούμε την πραγματικότητα των παραστάσεων στη συμφωνία τους με τα εξωτερικά αντικείμενα. Βάση της γνωσιολογίας του, και συνάμα όλης της φιλοσοφίας του, είναι η ισοδυναμία του "είναι" και του "αντιλαμβάνεσθαΓ. Μόνο ό,τι σχετίζεται με την αντίληψη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ον, ως υπάρχον (θδδθ - ρβΓοίρί). Κατά τον Μπέρκλεϋ, όμως, η ύπαρξη δεν περιορίζεται μόνο σε ό,τι
9
Μπέρναλ παριστάνεται πραγματικά, αλλά επεκτείνεται και σε ό,τι μπορεί καθόλου να παρασταθεί. Ο Μπέρκλεϋ είναι λοιπόν ένας από τους σημαντικότερους διαμορφωτές του υποκειμενικού ιδεαλισμού*, περιοριζόμενος στην πραγματικότητα των περιεχομένων της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία αποκτά έτσι το πλεονέκτημα του αδιαφιλονικήτως βέβαιου. Ολόκληρος λοιπόν ο υλικός κόσμος είναι περιεχόμενο της συνειδήσεώς μας, αφού η ύπαρξη των αντικειμένων συνίσταται στην παράσταση τους από εμάς. Τα αντικείμενα συνεπώς δεν είναι παρά μόνο συμπλέγματα αισθημάτων. Υλη ως φορέας αυτών των αισθημάτων ή ως αιτία τους δεν είναι ουσία που νοείται ως κάτι που υπάρχει πραγματικά και έξω από την ανθρώπινη συνείδηση. Στην πραγματικότητα, ο Μπέρκλεϋ βρίσκει ακριβώς μέσα στις ιδιότητες των αντικειμένων τη λαβή που προσφέρουν στο εγώ: αναγνωρίζοντας μέσα στις ιδιότητες -που απομακρύνουν, είναι αλήθεια, πιο πολύ τα πράγματα από εμάς- τη βιωμένη ουσία τους, διατρέχει την απόσταση που χωρίζει το υποκείμενο από το αντικείμενο. Η σύμπτωση του βιώματος με τον εαυτό του εμφανίζεται έτσι σαν σύμπτωση της σκέψης με το ον. Το έργο της κατανόησης βρίσκεται σ" αυτή τη σύμπτωση. Αρα ο Μπέρκλεύ εντάσσει εκ νέου όλες τις αισθητές ιδιότητες μέσα στη βίωση της υποκειμενικής διάθεσης. Οι ιδιότητες των πραγμάτων, όχι μόνο οι δευτερογενείς (χρώματα, τόνοι, μυρωδιές κ.τ.ο.) αλλά και οι πρωταρχικές (έκταση, αριθμοί, σχήμα, κίνηση κ.τ.ο.) είναι κάτι το υποκειμενικό. Εάν τα αφαιρέσουμε όλα αυτά, δεν μένει κανένας φορέας γι' αυτές τις ιδιότητες, καμιά ουσία, καμιά ύλη (αϋλία). Ετσι η φυσική επιστήμη δεν συνίσταται στην απλή απόκτηση παραστάσεων, αλλά στον καθορισμό των αντικειμενικών και διεπομένων από νόμους σχέσεών τους. Αρα προϋποθέτει ενέργεια της νόησης, επειδή οι αισθήσεις από μόνες τους δεν οδηγούν στη γνώση, αλλά παρέχουν στον νου το προς επεξεργασία υλικό. Η ιδιοτυπία της θεωρίας του συνίσταται έτσι στον πρωτεύοντα ρόλο που αναγνωρίζει στο "ενεργητικό" στοιχείο της έννοιας της ιδέας, η οποία διαμορφώνεται χάρη στις αισθήσεις και τη νοητική τους επεξεργασία. Εντέλει, στο έργο του χώρος και αίσθηση, ύλη και μορφή ταυτίζονται. Έτσι συντελείται μετάβαση από μια αρχική ονοματοκρατία* σε μια τελική πραγματοκρατία*. Το οντολογικό πρόβλημα αποκτά άλλη διάσταση καθώς η εμπειρία καθίσταται η ευκαιρία της ε-
10
πιβεβαίωσης της ύπαρξης τόσο ημών των ιδίων όσο και του κόσμου: "Εεδθ βδΐ βυΐ ρβΓοίρί 3υί ρβΓοίρθΓβ" (Πραγματεία περί των αρχών της ανθρώπινης γνώσης, 3-4, Τρεις διάλογοι μεταξύ Υλα και Φιλονόου, διάλ. α'). Για το εγώ, κατά τον Μπέρκλεϋ, δεν αποκτούμε καμιά παράσταση, αλλά μια άμεση και δι' ενοράσεως βεβαιότητα, με την οποία μαθαίνουμε όχι μόνο ότι υπάρχουμε, αλλά και ότι είμαστε άυλα και ενεργά όντα. Η φιλοσοφία του άμεσου είναι μια φιλοσοφία της αίσθησης βέβαια, χωρίς μεσολαβήσεις και τρίτους όρους. Οπως όμως επισημάνθηκε, κατά τον Μπέρκλεϋ, δεν υφίσταται αυτονομία του εξωτερικού κόσμου. Η αντίληψη συνιστά τα πράγματα και αυτά υπάρχουν επειδή υπάρχει η συνείδηση. Πρόκειται ασφαλώς για μια αμεσότητα μεταφυσική και όχι υλική, καθόσον ο κόσμος υπάρχει ως πληρών τη συνείδηση. Η αντίληψη" ως όρος της ύπαρξης, αλλά και ως απόδειξη τόσο του αντιληπτού όσο και της συνείδησης που το αντιλαμβάνεται, καταφέρνει, με τη θέση που κατέχει στη φιλοσοφία του Μπέρκλεϋ, να φέρει την αϋλοκρατία κοντά στον ρεαλισμό*: το να λεχθεί ότι η ύπαρξη των πραγμάτων συνίσταται στο ότι είναι αντιληπτά, ισοδυναμεί σχεδόν προς τη θέση των ρεαλιστών σύμφωνα με την οποία τα πράγματα υπάρχουν επειδή είναι αντιληπτά. Τα κυριότερα έργα του: Η θεωρία περί της οράσεως (1709), Πραγματεία περί των αρχών της ανθρώπινης γνώσεως (1710), Τρεις διάλογοι μεταξύ Υλα και Φιλονόου (1713), Αλκίφρων( 1732). Βιβλιογρ.: Ε. Μουτσόπουλου, Φιλοσοφία της καιρικότητας, Αθήνα, 1984 - Κ. Βουδούρη. Μεταφυσική, Αθήνα, 1989.
Νικ. Οικονομίδης
Μπέρναλ (ΒΒΓΗΒΙ) Τζων Ντέσμοντ (ΙΓΘΙ3Π£), 1901-1971). Βρετανός φυσικός επιστήμονας, μαρξιστής. Πρωτοπόρος στον τομέα της κρυσταλλογραφίας και της χρήσης ακτινών Χ για τη χαρτογράφηση ανόργανων και οργανικών μορίων. Ο Μπέρναλ διατύπωσε την άποψη ότι σε ερωτήματα για την προέλευση και τη διαιώνιση της ζωής, η απάντηση βρίσκεται στη φυσική δομή και στερεομετρική διάταξη των μακρομορίων. Η ανακάλυψη του ϋ Ν Α και η διαπίστωση της σημασίας που έχει η διάταξη των πρωτεϊνών στο μόριο αυτό δικαίωσαν τον Μπέρναλ, ο οποίος μπορεί να χαρακτηρισθεί θεμελιωτής της μοριακής βιολογίας. Ως θεωρητικός της επιστήμης, ο Μπέρναλ επισήμανε τους κινδύνους που διατρέχει η επι-
Μπερντιάγεφ στήμη από την κακή χρήση της, από τη στιγμή που τίθεται στην υπηρεσία των καπιταλιστικών κοινωνιών αντιστρόφως, και η κοινωνία διατρέχει κίνδυνο από μια τέτοια κακή επιστήμη, που, αγνοώντας πλέον τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της και τον αληθινό της στόχο, τη βελτίωση δηλαδή της ανθρώπινης ζωής, γίνεται προμηθεύτρια δυστυχίας και παρασκευάστρια μέσων εξόντωσης. Προσκείμενος στον κομμουνισμό* και μαρξιστής ο ίδιος, εναντιώθηκε σθεναρά στην άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη. Εργα του: ΑερββΙε ο1 ΟίβΙβοϋοθΙ ΜβΙθήαΙίεηη (με άλλους) Ιοπάοη, \Λ/3Μδ, 1935.Τίιβ
8οά3ΐ
ΡουΙΙθάςβ,
ΡυηοΙίοη
οί
5άβηοβ,
1939.- Τίιβ ΓΓββάοιν
οί
Ιοηάοη,
Νβ€β55ΐ1γ,
ΒουΙΙβάςβ, 1949.- 5άβηοβ ίη ΗϊεΙοιγ, \Λ/3Η5, 1954.- 77ΪΘ Οποίη οί ϋίβ, ΟΙβνθΙθηά, \Νθΐ\ά, 1967. Πανογ. Πάκος
Μπερνάρ ντε Κλαιρβώ, βλ. Βερνάρδος Κλαιρβώ
του
Μπερνστάιν (ΒθΓηεΙθίη) Έντουαρντ. Γερμανός ρεβιοζιονιστής, ηγέτης των οπορτουνιστών της Β' Διεθνούς (1850-1932). Οπαδός του Οϋπης* αρχικά, αξίωσε την ευθυγράμμιση της σοσιαλιστικής πολιτικής στη Γερμανία με τα σχέδια του Βίσμαρκ και παραίτηση από την επαναστατική πάλη, την οποία εννοούσε ως πρακτική και όχι ως θεμελιώδη όρο της κομμουνιστικής θεωρίας. Η μετά το 1890 ρήξη του με τον μαρξισμό* συνοδεύτηκε από τη δημοσιοποίηση της αναθεωρητικής στάσης του απέναντι σε μαρξιστικές θέσεις ουσίας, τις οποίες παρουσίασε ως πεπαλαιωμένες και ανεπίκαιρες. Ταυτόχρονα με την αποκήρυξη της επαναστατικής πάλης, υπερασπίσθηκε στους κόλπους του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος την ιδέα της ειρηνικής μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, επιφυλάσσοντας στον τελευταίο μια μορφή που λίγο απείχε από την αστική δημοκρατία. Υστερα από την καταδίκη του ρεφορμισμού του από τον Λένιν*, τη Ρ. Λούξεμπουργκ* και τον Λαφάργκ', ο Μπερνστάιν τάχθηκε, το 1919, με την παραδοσιακή δεξιά παράταξη, διαδηλώνοντας πλέον την αποστροφή του απέναντι στο σοβιετικό καθεστώς και στην Κομμουνιστική Διεθνή. Κύριο έργο του: Προβλήματα του σοσιαλισμού και καθήκοντα της Σοσιαλδημοκρατίας (1899). Βιβλιογρ.: Γ. Β. Πλεχάνοφ, Ο Μπερνστάιν και ο Υλισμός.
στο "Επιλεγμένα Φιλοσοφικά Εργα", Μόσχα. 1956.- Ρ. Λούξεμπουργκ, Κοινωνική μεταρρύθμιση και επανάσταση. 1899. Πανογ. Πόκσς
Μπερντιάγεφ Νικολάι Αλεξάντροβιτς (1874, Κίεβο - 1948, Κλαμάρ, Γαλλία). Ρώσος θρησκευτικός φιλόσοφος, εκπρόσωπος του περσοναλισμού*. Χαρακτηρίστηκε "προφήτης του 20ού αιώνα" και θεωρείται ως ένας από τους μεγάλους φιλοσόφους της εποχής μας. Το 1922 εξορίσθηκε από τη Ρωσία με την κατηγορία ότι δεν συμφωνούσε με τη σοβιετική ιδεολογία. Τα βασικά του έργα, που εκδόθηκαν στο Παρίσι ( Ένας νέος Μεσαίωνας, Φιλοσοφία του ελεύθερου πνεύματος, Η εμπειρία της εσχατολογικής μεταφυσικής, Το νόημα της Ιστορίας κ.ά.), τον έκαναν παγκόσμια γνωστό. Την πνευματική εξέλιξη του Μπερντιάγεφ χαρακτηρίζει η μετάβαση από τον μαρξισμό*, που τον επηρέαζε αρχικά, σε θέσεις της θρησκευτικής φιλοσοφίας και συγκεκριμένα στη φιλοσοφία της προσωπικότητας και της ελευθερίας, στον θρησκευτικό υπαρξισμό*, τον περσοναλισμό* και τη χριστιανική εσχατολογία*. Βάση της φιλοσοφίας του Μπερντιάγεφ αποτελεί η ιδέα της δυαδικής εικόνας της πραγματικότητας: από τη μια μεριά, υπάρχει ο απατηλός, ο πλασματικός, ο εμπειρικός κόσμος των φαινομένων και των αντικειμένων, όπου βασιλεύει η αποσύνδεση, η κατάτμηση, η εχθρότητα και η δουλεία, και από την άλλη ο αληθινός κόσμος των "νοούμενων"*, του πνεύματος*, του ιδανικού Είναι και του ιδανικού υποκειμένου, όπου βασιλεύουν η ολικότητα, η αγάπη και η ελευθερία*. Ο άνθρωπος, το σώμα και το πνεύμα του, βρίσκονται αιχμάλωτα του απατηλού κόσμου εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος. Και το καθήκον του ανθρώπου συνίσταται στο ν' απελευθερώσει το πνεύμα απ' αυτή την αιχμαλωσία, να περάσει από τη σκλαβιά στην ελευθερία*, από την εχθρότητα στη συμπαντική αγάπη. Και αυτό είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί χάρη στη δημιουργική ικανότητα με την οποία είναι προικισμένος ο άνθρωπος, δεδομένου ότι είναι πλασμένος "κατ' εικόνα και ομοίωσιν" του Θεού - δημιουργού. Υποστηρίζοντας πως η ελευθερία* και η δημιουργία είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένες, ο Μπερντιάγεφ διατυπώνει την ιδέα ότι μεταξύ ελευθερίας και Είναι*, πρωτεύον είναι η ελευθερία. Αυτό σημαίνει ότι η ελευθερία δεν καθορίζεται από τίποτε και από κανέναν. Ακόμα ούτε και από τον Θεό. Η ελευθερία δεν έχει ούτε βάση
11
Μπέρνχαμ ούτε αρχή στη δημιουργία της, είναι αδημιούργητη, άναρχη και αιώνια- γεννιέται σ' ένα ιδιόμορφο μη-ον, σε κάποιο "τίποτε". Απ" αυτό συνάγεται ότι ο Θεός - δημιουργός εξουσιάζει μόνο τον κόσμο που αυτός δημιούργησε και όχι και την αδημιούργητη ελευθερία. Αν ο Θεός ήταν δημιουργός της ελευθερίας, τότε θα έφερε αυτός την ευθύνη για το κακό που υπάρχει στο Σύμπαν. Ο άνθρωπος, λοιπον, δεν έχει το δικαίωμα να μετατοπίζει στον Θεό την ευθύνη για τα γενόμενα στη Γη. Ελευθερία σημαίνει ευθύνη*. Στο πρόβλημα της αλλοτρίωσης*, που απασχόλησε τον Χέγκελ" και τον Μαρξ*, ο Μπερντιάγεφ διατυπώνει την ιδέα της υπεροχής του ατομικού-προσωπικού στοιχείου έναντι του απρόσωπου-γενικού (συλλογικού, ομαδικού, φυλετικού). Από την άποψη αυτή, στην ελεύθερη ένωση αντιπαρατίθεται η καταναγκαστική κοινωνικότητα, που υποδουλώνει το άτομο και κυρίως επιβουλεύεται τη συνείδησή του. Η συνείδηση* όμως είναι η ουσία της ψυχής, εκφράζει τα μύχια της προσωπικότητας, όταν "ο άνθρωπος αγγίζει τον Θεό"· η συνείδηση είναι ο αισθητός, ο απτός "υποβολέας του καλού". Ορισμένες φορές φαίνεται ότι είναι αρκετός ο εξωτερικός καταναγκασμός για να μετατραπεί ο άνθρωπος σε σκλάβο και να του στερηθεί η συνείδηση. Ο Μπερντιάγεφ όμως πιστεύει ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι: η τρομοκρατία και η βία δεν μπορούν να διεισδύσουν στα βάθη της προσωπικότητας. Πολύ πιο "αποδοτικός" από την άποψη αυτή είναι ο στραγγαλισμός της συνείδησης με βάση την αρχή: "Γίνε κι εσύ όπως όλοι οι άλλοι", κάνε, δηλαδή, ό,τι επιθυμεί και ό,τι κάνει η "κολεκτίβα", το κράτος, το κόμμα. Ετσι ο άνθρωπος παρακάμπτει το βασανιστικό ηθικό δίλημμα και μεταθέτει την ευθύνη της εκλογής στην ομάδα. Καταργείται, δηλαδή, το πεδίο εκείνο της ψυχής όπου διασταυρώνουν τα ξίφη τους οι φωτεινές δυνάμεις με τις σκοτεινές. Αξιοπρόσεκτη επίσης είναι η ιδέα του Μπερντιάγεφ για το έθνος, που το θεωρεί ως ιδιόμορφη ατομικότητα, καθώς και για τον αποφασιστικό ρόλο που παίζει ο χαρακτήρας ενός λαού στη διαμόρφωση της μοίρας του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κριτική που ασκεί στην αστική κοινωνία και στον κομμουνισμό". Ο Μπερντιάγεφ θεωρούσε τον εαυτό του οπαδό του "περσοναλιστικού σοσιαλισμού". Στιγμάτιζε το "ψέμα" του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού. μιλούσε για τη "σχετική αλήθεια" του
12
κομμουνισμού, αλλά σιωπούσε όταν γινόταν λόγος για την "αλήθεια" του καπιταλισμού. Έργα του: Η πολιτική και φιλοσοφική αλήθεια (1918)" Το νόημα της ιστορίας (1925)· Ένας νέος Μεσαίωνας (1930) • Πνεύμα και ελευθερία (1933)" Χριστιανισμός και κοινωνική πραγματικότητα (1934)· Περί του προορισμού του ανθρώπου (1935)" Βασιλεία του Καίσαρα και βασιλεία του Θεού (1951) κ.ά. Στην ελληνική μεταφράστηκαν τα: Περί προορισμού του ανθρώπου (1950) και Πνεύμα και ελευθερία (1952) από τον Μητροπολίτη Σάμου Ειρηναίο, καθώς και τα Αλήθεια και Αποκάλυψη (1967, Χ. Μαλεβίτσης), Θείον και ανθρώπινον{ 1971, Π. Αντωνιάδης). θεοχ.
Κεοσίδης
Μπέρνχαμ (ΒυΓηήααι) Τζαίημς. Αμερικανός κοινωνιολόγος, φιλόσοφος και δημοσιογράφος (1905). Οπαδός του Τρότσκι* στη νεότητά του, δοκίμασε την απογοήτευση που προκάλεσε η απομυθοποίηση του σοβιετικού καθεστώτος. Εχθρός του σταλινισμού, δεν έκρυβε την καχυποψία του προς τα λαοκρατικά καθεστώτα και θεωρούσε την αμερικανική (μεταπολεμική) πολιτική ως αμυντική και περιορισμένης αντίδρασης απέναντι σε ένα άριστα οργανωμένο σοβιετικό σχέδιο παγκόσμιας κυριαρχίας. Το όνομα του Μπέρνχαμ συνδέθηκε επί πολλές δεκαετίες με την καθιέρωση του ψυχροπολεμικού κλίματος στον αμερικανικό τύπο και στη συνακόλουθη αντικομμουνισπκή νοοτροπία της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ. Έργα του: 77ιβ ΜβηβςβπβΙ ΠβνοΙυΙιοπ: νν/?3ί ίε ήβρρβπίπς ίπ //ιβ ννοιίά, Ν. Υ., ϋβγ 1941.- Τήβ ΟοΓπίπβ Ωβίββΐ οΙ ΟοΓηπιυηϊΒΓη, Ν. Υ., ϋβγ, 1950.- 5υίάόβ οΙΙΙιβ ννβεΐ, Ν. Υ.. Οβγ, 1964. Παναγ. Πάκος
Μπερξόν (ΒβΓ9$οη) Ανρί-Λουί (18/10/1859, Παρίσι - 4/1/1941, Παρίσι). Πρωτοπόρος Γαλλοεβραίος φιλόσοφος, που υπήρξε ο θεμελιωτής της φιλοσοφίας της ζωής*. Γεννήθηκε και σπούδασε στο Παρίσι. Εργάστηκε ως καθηγητής αρχικά σε διάφορα λύκεια όπως το ϋ' ΑπςβΓδ και το ΒΙβίδβ Ρ3803Ι και αργότερα στο Κολλέγιο της Γαλλίας. Από το 1901 διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών επιστημών και από το 1914 μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Προσωπικότητα πολυσχιδής, νεωτεριστής και οραματιστής καθώς ήταν ο Ββτςδοη, σύντομα απέκτησε πλήθος φανατικών υποστηρικτών αλλά και άσπονδων πολεμίων.
Μπερταλάνφυ Σε πείσμα των επικριτών του, τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1927, που υπήρξε και το επισφράγισμα της πολυεπίπεδης προσφοράς του. Αυτοκτόνησε σε ηλικία 81 ετών, στις 4 Ιανουαρίου του 1941,μετά την εισβολή των Γερμανών στη Γαλλία. Προκειμένου να κατανοηθούν οι αναζητήσεις και να εκτιμηθούν οι στόχοι του Γάλλου στοχαστή, επιβάλλεται να προηγηθεί ο προσδιορισμός των κοινωνικών και επιστημονικών ιδιαιτεροτήτων της εποχής που γέννησε τη φιλοσοφία του. Σε μια περίοδο που τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνικής κατέστησαν ισχυρό ένα ρεύμα υλισμού" και αυστηρής αιτιοκρατίας", καθόλου δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι και το πρελούδιο της μπερξονικής διανόησης χαρακτηρίζεται από εμφανείς θετικιστικές τάσεις και μια σαφή προτίμηση προς τον εξελικτισμό* του δρθηοβΓ*. Σύντομα, ωστόσο, ο Ββίςεοη αφενός οριστικοποίησε την αποστασιοποίησή του από τον ακραιφνή ορθολογισμό" και αφετέρου υπαναχώρησε ακόμα και ως προς τις αρχικά δογματικές θετικιστικές του απόψεις, υποστηρίζοντας παράλληλα πως η ζωή, που αποτελεί τη μόνη γνήσια έκφανση της πραγματικότητας, είναι αυτόνομη και δεν μπορεί να αναχθεί σε αιτιοκρατικές εξηγήσεις και τυποποιημένα λογικά σχήματα. Η ζωή για τον Ββιτιεοη είναι αδιάκοπη κίνηση, αέναο γίγνεσθαι και διηνεκής δραστηριότητα, κύριο συστατικό της οποίας αποτελεί η "ζωτική ορμή" (όΐβπ νίΐβΐ). Ως τέτοια ορίζεται μια ιδιόρρυθμη ενδοκοσμική δύναμη, που υπερβαίνει κάθε νομοτέλεια, εδράζεται στο πραγματικό και καθορίζει τη σύσταση και εξέλιξή του. Με κατευθυντήριο γνώμονα τη βασική αυτή παραδοχή, ο ΒβΓ95οη επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει το σύνολο των εννοιών που έθεσε η Δυτική φιλοσοφία. Πιο συγκεκριμένα, στον μηχανιστικό χρόνο, που είναι αφηρημένο θεωρητικό σχήμα, προϊόν της νόησης κενό περιεχομένου, αντιπαραθέτει τη "διάρκεια" (άυΓέβ), την ακατάπαυστη δηλαδή επαλληλία καθαρών ποιοτικών μεταβολών, που συνιστά όρο δίπβ ςυ3 ΠΟΓΊ της ψυχικής ζωής (πρβ. ί' ΕνοΙυϋοη ΟίέβΙπεβ). Και στην έννοια ενός ακίνητου, στατικού, άπειρα διαιρετού χώρου (βδρβοβ), που αποτελεί αφαίρεση και γεωμετρική κατασκευή, αντιπαραβάλλει την "έκταση" (61ΘΠ<3υβ), μια αυθεντική, οργανικά συγκροτημένη δομή (πρβ. ΜθίίέΓβ βΙ ΜέΓηοίΓβ). Το μυστήριο, συνεπώς, και η βαθύτερη ουσία
της
ζωής,
όπως
αυτή
ορίζεται
από
τον
ΒΘΓ95ΟΠ, δεν θα μπορούσε να προσπελαστεί
μέσω της αφηρημένης νόησης με την ακαμψία και τις ελλιπείς δυνατότητές της, που νοθεύει και συσκοτίζει την πραγματικότητα με συμβατικές εννοιολογικές κατασκευές και αυθαίρετες συλλήψεις. Μόνο η "ενόραση"" (ίηΐυίΐίοη), η ανθρώπινη δηλαδή διαίσθηση, είναι ικανή να διεισδύει στα πράγματα χωρίς να τα παραμορφώνει, γιατί ούτε τις ιδιομορφίες τους ισοπεδώνει ούτε και την εξέλιξή τους ακινητοποιεί, προκειμένου να τα μελετήσει με μεγαλύτερη ευχέρεια. Η αντιπαράθεση μεταξύ νόησης και ενόρασης, που σημάδεψε την κοσμοθεωρία του ΒΘΓ9$οη, επεκτάθηκε και στη θεωρία του περί Ηθικής και περί Θρησκείας. Στην πρώτη περίπτωση, εκφράστηκε ως αντίθεση ανάμεσα στην "κλειστή" ηθική, που υπαγορεύεται από τις απαιτήσεις του κοινωνικού συνόλου, και στην "ανοικτή" ηθική, που αποτελεί προϊόν ελεύθερης προσωπικής επιλογής. Στη δεύτερη, πήρε τη μορφή διάκρισης ανάμεσα στη "στατική" και τη "δυναμική" θρησκεία (βλ. Ωβε Οβυχ Βουκβε όβ ΙΘ ΜΟΓΒΙΘ β( όβ 13 ΠβΙίςίοη). Οι φιλοσοφικές απόψεις του ΒβΓ9δοη, αν και διατυπωμένες με πρωτοτυπία, απηχούν παλαιότερες απόψεις των Πλάτωνα", 8οΙιορβηΙΐ3υβι·*, ΒβίΚεΙβγ" και Μβίηβ άβ ΒΪΓβη". Ωστόσο η μπερξονική διανόηση άσκησε καθοριστική επιρροή στον πραγματισμό του ϋβιηβδ*. στον υπαρξισμό* και στην πολιτική και κοινωνική σκέψη του 5θΓβΙ*. Έργα του: £553/ ευΓ Ιβε Ωοηηόβε ΐΓηπιΜιβΙβε όβ Ιβ Οοηεάβηεβ, Ρ3Π5, 1_Ϊ6Γ3ΪΓΘ ΡόΙίχ ΑΙοβη, 1889.- ΜΑΙΊΈΊΒ Β( Μ&ΓΠΟΙΓΘ: £353/ ευί Ιβ ΠβΙβΙϊοη όυ Οοφε έ Γ Ε$ρπΙ, Ρβιϊδ, ϋ&ΓβίΓβ ΡέΙίχ ΑΙοβη, 1896.- ί ' ένοΐυΐίοη ΟίόβΙποβ, Ρ3Π5, ϋ&ΓβίΓβ ΡέΙίχ ΑΙοβη, 1907.- Ωυίόθ βΐ 5ίΓηυΙ(3ηόί(ό:
Ά ρωροε
όβ 13 ίΐιόοήβ ό'
ΕϊηεΙβϊη,
Ρ3Π3, ϋ&ΓβίΓβ ΡόΙϊχ ΑΙοβη, 1922.- Ζ.3 Ρβηεέθ βΐ Ιβ Μουνβηί: £553/5 βΐ ΟοηίόΓβηεβε, Ρβιϊδ, ϋ&ΓβίΓβ ΡέΙίχ ΑΙοβη, 1941. Βιβλιογρ.: ΑΰοΙρίΐθ Ιγΰίθ, ίζ ΡΝΙο$ορΝβ ΠβΙί()ΐβυ$θ όβ ΒθΓ9$0η, Ρ3ΙΊ5. ΡΓΘ55Θ5 υηΐν6Γ3ΐΐ3ΙΓΘ$ όβ ΡΓ3Π06. 1946.ΟΙιβνβΙίβΓ ϋβοηυθϊ, Ηβηή Ββίρ$οη. Ρβπ®. ϋΙ>Γ3ίπθ ΡΙοη. 1926 - ΟουήιβΓ ΗΘΠΓΙ. ΒΘΓ9$ΟΠ βί Ιβ ΟΛ/ϊδΊ άβε ΕνβηρίΙβε. Ρ3ΙΪ5. ΙιϋίβίΓίθ ΑιΊίιόΓΠΘ Ρ3γ3Γ<1 1961- ΜβήΙβίη ϋ3ςςυθ£. ΒβΓ0$οηιβη ΡΝΙοβορ/Ίγ βηά Τί\οπ)ϊεπ). ΝΒΝΝ ΥΟΓΚ. ΡίιίΙοϊορίιϊοβΙ 1_ιόΓ3Γγ, 1955.- Ρυ55θΙΙ ΒΘΓ1Γ3Π(1 Όιβ ΡήϊΙοεορΗγ οI ΒβΓβζοη. Οίιϊοβςο. Ορβη ΟουΓ1 ΡυΜϊΙιίης Οο.. 1912.
Σταυρούλα Ν. Σκιαδοπούλου
Μπερταλάνφυ Λούντβιχ (ΒβΓίβΙβηΗγ, 19011972). Αυστριακός θεωρητικός βιολόγος, ένας
13
Μπερτελό σίας του 17ου αι., διαμόρφωσε την κοσμοθεωαπό τους πρωτεργάτες της "Γενικής θεωρίας ρία του, που συνίσταται στον θρησκευτικό και των συστημάτων". Προσπάθησε να αναλύσει φιλοσοφικό σκεπτικισμό*. Αμφέβαλλε για τη τις αντιφάσεις ανάμεσα στον μηχανισμό και δυνατότητα ορθολογικής θεμελίωσης των τον βιταλισμό. Έθεσε τις βάσεις της οργανιθρησκευτικών δογμάτων και υποστήριξε την ασμικής προσέγγισης των βιολογικών οντοτήνεξαρτησία της ηθικής* από τη θρησκεία*. Δυτων ως οργανωμένων δυναμικών συστημάτων. σπιστούσε επίσης στην αξιοπιστία της παραΔιατύπωσε τη θεωρία των ανοιχτών βιολογιδοσιακής φιλοσοφίας* και επιστήμης* και θεωκών συστημάτων, που έχουν την ιδιότητα της ρούσε τη γνώση μόνον ως πιθανή. Με το σύγισοτελικότητας, και προς τον σκοπό αυτό χρηγραμμά του ΒγεΙέπιβ άβ 13 ρΝΙοεορήϊβ έγινε σιμοποίησε ευρύτατα τον τυπικό μηχανισμό πρόδρομος της Κριτικής σχολής, ενώ με το λετης θερμοδυναμικής και της φυσικής χημείας. Η συμβολή του στο πρόγραμμα δόμησης της ξικό του 'ΌίοΙίοηηβίΓβ ΙιίδΙοπςυβ θΐ επίίςυθ" (1695-97) έφερε σε αντίθεση την πίστη με το γενικής θεωρίας των συστημάτων έγκειται λογικό. Με τον τρόπο αυτό ο Μπεύλ ανατρέπει στην προσπάθεια διατύπωσης γενικών αρχών τη μεταφυσική σκέψη και καλλιεργεί το έδακαι νόμων συμπεριφοράς αυτών, στον καθοριφος για τη διάδοση των υλιστικών ιδεών και σμό συγκεκριμένων και αυστηρών νόμων την ανάπτυξη της ελεύθερης σκέψης στην Ευστους μη φυσικούς τομείς της γνώσης και στη ρώπη, ασκώντας ισχυρή επίδραση στους Γάλδημιουργία βάσης για τη σύνθεση της επιστηλους διαφωτιστές και Εγκυκλοπαιδιστές*. μονικής γνώσης και την ανακάλυψη των μέσων για την ολοκλήρωση των επιστημών. Βιβλιογρ.: Σάχοφ Α.. Ο Βολταίρος και η εποχή του Ε ρ γ α του: ΚπΙίεοήβ Τήβοήβ 6ΘΓ ΡοΓΓηϋίΙάυης, (1912).- Πίκοφ Β.. Πιερ Μπεύλ (1933). 1928.- Ωίβ ΟΓβϋδΰήθ ΒίοΙος/ίβ, 1932-42.- Οεε Απ. Τζ. όίοΙος7/50/76 ννβϋΰίΙΙ, 1949.- ΒίορήγείΙ< άβε ΡΙίβεΒςΙβίοήςθννίοΜε, 1953.- ΟΓςβηίειτιίο ρεγοΙιοΙος/γ Μπέχτερεφ Βλαντιμίρ Μιχαήλοβιτς (18573ΗΌ εγεΙθΓη Ιήβοτγ, 1968.- ΘβηβΓθΙ εγείβπη ΙΙΙΘ1927). Ρώσος φυσιολόγος, ψυχίατρος και ψυοίγ..., 1968. χολόγος, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροΑπ. Τζ. σώπους της επιστήμης σχετικά με τη δομή και τις λειτουργίες του εγκεφάλου. Απορρίπτοντας την υποκειμενική ψυχολογία σαν ιδεαλιΜπερτελό (ΒβΓΝιβΙοΙ) Ρ ε ν έ (1872-1960). Σύγστική χαρακτήρισε το δικό του ψυχολογικό σύχρονος Γάλλος φιλόσοφος, μέλος της Ακαδηστημα Αντικειμενική Ψυχολογία (1907). Στη μίας του Βελγίου και κατόπιν καθηγητής στο βάση της βρισκόταν η ιδέα του Σετσένοφ για Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών. την αντανακλαστική προέλευση της ψυχής. Παρά τη μακρά πνευματική του πορεία, ο Στο έργο αυτό ο Μπέχτερεφ χαρακτήρισε "καΜπερτελό δεν διαθέτει στο ενεργητικό του τη θαρά μεταφυσική" την ορολογία της υποκειμεδιάρθρωση κάποιου πρωτότυπου φιλοσοφικού νικής ψυχολογίας και αντί των εννοιών συστήματος. Ε ν τούτοις είδε τη φήμη του να υ"μνήμη", "συγκινήσεις", "προσοχή" χρησιμοποίπερβαίνει τα στενά σύνορα της πατρίδας του, ησε τις έννοιες "ίχνη", "γενικός τόνος", "συεξαιτίας κυρίως της συστηματικής θεώρησης γκέντρωση". Ενώ όμως αντετίθετο στις ψυχοκαι του συνακόλουθου εμπεριστατωμένου λογικές έννοιες, αγνοούσε ότι τα πραγματικά σχολιασμού που επιχείρησε σε ό,τι αφορά ψυχικά φαινόμενα αντανακλώνται μέσα σ' πολλά φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του αυτές τις έννοιες. Οι αντιλήψεις του Μπέχτεκαι ειδικότερα αυτά του Μπερξόν* και του ρεφ χρησιμοποιήθηκαν αργότερα με κριτικό Νίτσε*. Από τα έργα του ιδιαίτερης μνείας αξίτρόπο στον μπιχειβιορισμό* του \Λ/3ίεοη. Η βαζουν τα: ΕνοΙυΙϊοηϊ5Γπβ βΐ ΡΙβΙοηίεπίθ, ΡβΙίχ σική θέση της "Αντικειμενικής Ψυχολογίας", ΑΙ03Π ΕόίΙβυΓ, Ρ3Π5, 1908.- ίΐπ ΠοηΊΒπΙϊειηβ που βεβαίωνε ότι σκοπός της επιστημονικής έυΙιΙιΙβίΓθ, Ι-Ϊ6Γ3ΪΓ6 ΡβΙίχ ΑΙοβπ, Ρβιϊδ, 1911. ρευνας δεν ήταν μόνο η απλή καταγραφή των Σταυρούλα Ν. Σκιαδοπούλου εξωτερικών αντιδράσεων αλλά ο ταυτόχρονος συσχετισμός τους με τους εξωτερικούς ερεθιΜπεϋλ Πιερ (ΒβγΙβ ΡΙΘΓΓΘ, 1647-1706). Γάλλος σμούς που προκαλούν αυτές τις αντιδράσεις, φιλόσοφος, πρώιμος εκπρόσωπος του Διαφωδιατηρήθηκε και στο επόμενο έργο του Γενιτισμού*. Κάτω από την επίδραση του σκεπτικικές βάσεις της ανθρώπινης ρεφλεξολογίας. Ο σμού του Μονταίν', της φιλοσοφίας του ΚαρΜπέχτερεφ χαρακτηρίζει τη ρεφλεξολογία τέσιου' και των ανακαλύψεων της φυσιογνω-
14
Μπιρούνι, αλσαν έναν νέο επιστημονικό κλάδο που ερμηνεύει την ανθρώπινη προσωπικότητα από μια "βιοκοινωνική" σκοπιά, ενώ ταυτόχρονα προτείνει την απομάκρυνση της συνείδησης σαν έννοιας "μεταφυσικής". Ερμηνεύει τον ανόργανο, οργανικό και υπεροργανικό κόσμο με όρους του ενεργισμού και αντικαθιστά την έννοια του "πνεύματος" με την έννοια της "ενέργειας". Επιπλέον ερμήνευε τις ψυχικές δραστηριότητες σε σχέση με τις νευρικές διαδικασίες του εγκεφάλου. Η ρεφλεζολογία είχε μηχανιστικό χαρακτήρα, διότι, όπως απέδειξαν οι μεγάλοι ψυχολόγοι Βιγκότσκι', Ρουμπινστάιν* και Λεόντιεφ*, η προφανής εξάρτηση των ψυχικών φαινομένων από τις εξωτερικές επιδράσεις καθώς και η προφανής εξάρτησή τους από τις εσωτερικές εγκεφαλικές διαδικασίες αδυνατούν να δείξουν τον δρόμο για την ορθή λύση των ψυχικών φαινομένων. Ο Βιγκότσκι κρίνοντας την υποκειμενική ψυχολογία και τη ρεφλεξολογία του Μπέχτερεφ τονίζει ότι στη μεν πρώτη έχουμε ψυχή χωρίς συμπεριφορά και στη δεύτερη συμπεριφορά χωρίς ψυχή. Και στις δύο περιπτώσεις ψυχή και συμπεριφορά νοούνται λαθεμένα σαν δύο διαφορετικά φαινόμενα. Εργα του: Αντικειμενική ψυχολογία.Γενικές βάσεις της ανθρώπινης ρεφλεξολογίας.- Συλλογική ρεφλεξολογία. Βιβλιογρ.: ΑΓΙΙΜΙΓ ΡθίΓΟνεΚγ, ΡεγοΜοςγ
ίπ ί/ιβ δονίβΙ
υηίοη. Θεόδ.
Κοκάλας
Μπιελίνσκι Βησσαρίων Γκριγκόριεβιτς (18111848). Ρώσος κριτικός λογοτεχνίας, φιλόσοφος, δημοσιολόγος. Οπαδός αρχικά του ιδεαλισμού του Σέλλινγκ* και ιδιαίτερα του Χέγκελ', και κατόπιν του υλισμού του Φόυερμπαχ". Στηριζόμενος στο απόφθεγμα του Χέγκελ ότι: "κάθε πραγματικό είναι λογικό, και κάθε λογικό είναι πραγματικό", ανακήρυξε την απολυταρχία ως έκφραση του "γενικού" και υποστήριξε ότι γενικό είναι το πρωτεύον έναντι του μερικού, όπως και η κοινωνία είναι το πρωτεύον έναντι του ατόμου.Σύντομα ωστόσο απογοητεύθηκε από τη φιλοσοφία του Χέγκελ και προχώρησε στην αναγνώριση της ανθρώπινης προσωπικότητας ως της ύψιστης αξίας. Στον τομέα της φιλοσοφίας της Ιστορίας ο Μπιελίνσκι θεωρούσε τη μόρφωση και το ανθρώπινο λογικό ως τους αποφασιστικούς παράγοντες που καθορίζουν τη διαδικασία της ανάπτυξης και την κοινωνική πρόοδο. Θεωρούσε ότι το εθνικό αποτελεί έκφραση του παναν-
θρώπινου και ότι το πανανθρώπινο μπορεί να πραγματωθεί μόνο μέσω του εθνικού. Ασκησε κριτική στους σλαβόφιλους που αντιπαρέθεταν τη Ρωσία στη Δυτική Ευρώπη. Στη σφαίρα της αισθητικής* υποστήριζε τις παραδόσεις του ρεαλισμού*. Για την Τέχνη πίστευε ότι ειδικός προορισμός της είναι η απόδοση της πραγματικότητας με εικονιστικές μορφές. Είναι γνωστό ένα σχετικό απόφθεγμά του: η τέχνη "δείχνει", η επιστήμη "αποδείχνει" και οι δύο "καταδείχνουν" ("πείθουν"). Ως προικισμένος λογοτεχνικός κριτικός, διέθετε έντονο καλλιτεχνικό γούστο και αίσθηση του ωραίου*. Η επίδραση του Μπιελίνσκι στη ρωσική κουλτούρα υπήρξε τεράστια. Βιβλιογρ.: Οτμαν Γ. Γκ.. Χρονικό
της ζωής και της δημι-
ουργίας του Β. Γκ. Μπιελίνσκι, Μόσχα, 1958 - Γκαλακτιό-
ν ο φ Α. Α. - ΝΙκαντροφ Π. Φ.. Η ρωσική φιλοσοφία
11ου- 19ου αιώνων, Λένινγκραντ, 1970.
Θεοχ
των
Κεσσίδης
Μπιρούνι, αλ- (3ΐ - ΒΙΓΟΠΙ, Α5ΰ I - ΗβίΙιέη ΜυΙΐ3ΓΠΓΠ3ά ό. Αίιιτιβά, 973-1051). Ενας από τους πιο σπουδαίους και πολυμαθείς μουσουλμάνους φυσικούς επιστήμονες, αστρονόμους και λόγιους του καιρού του. Γεννήθηκε στο Μπιρούν της Χορασμίας (Χοναρίτζμ, ανατολικά της Κασπίας) και είχε την τύχη να έχει ως δάσκαλο και προστάτη του τον ηγέτη (σουλτάνο) της μικρής χώρας του Αμπού Νασρ ίμπν Ιράκ (πέθ. 1018 περίπου), ο οποίος ήταν και σπουδαίος μαθηματικός και αστρονόμος. Πολιτικές συνθήκες τον ανάγκασαν να ταξιδεύσει σε διάφορα κρατίδια (σουλτανάτα) της κεντρικής και νότιας Ασίας, όπου βρήκε ισχυρούς προστάτες, απέκτησε γνώσεις και έγραψε σπουδαία έργα. Το 1017, όταν ο ισχυρός σουλτάνος της Γάζνα (Αφγανιστάν) Μαχμούτ κατέλαβε τη χώρα του, ο αλ - Μπιρούνι αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει στην αυλή του και να τον συνοδεύσει έπειτα στην εκστρατεία του στην Ινδία, όπου έμεινε αρκετά χρόνια και είχε την ευκαιρία να μελετήσει από κοντά τον πολιτισμό και τις επιστήμες των Ινδών. Πέθανε στη Γάζνα το 1051. Ο αλ - Μπιρούνι ανήκει στα πιο λαμπρά και πολύπλευρα πνεύματα του ισλαμικού πολιτισμού. Φυσικός, μαθηματικός και αστρονόμος, και ανόμη φιλόσοφος, ιστορικός του πολιτισμού και γλωσσολόγος, ασχολήθηκε με όλες τις επιστήμες του καιρού του και έγραψε πολυάριθμα βιβλία τόσο για την αστρονομία, τα μαθηματικά, τη γεωλογία, τη φαρμακολογία και τη γεωγραφία, όσο και για την αραβική ποί-
15
μπιχεϊβιορισμός ηση, την ιστορία, τη φιλοσοφία και τη θρησκεία. Τα έργα του τα έγραψε στην αραβική και λίγα μόνο στη μητρική του περσική. Μετέφρασε και έργα από τα σανσκριτικά. Σύμφωνα με δική του μαρτυρία, (βιβλίο για την Ινδία, α. 106, έκδ. Ε. δβοΝβγ) μετέφρασε αντιστρόφως από τα αραβικά στα σανσκριτικά το έργο του Πτολεμαίου του μαθηματικού (100170) ΑΙηιαςβεΙ (Μεγίστη μαθηματική σύνταξις;) και τα Στοιχεία του Ευκλείδη. Από τα είκοσι δύο σωζόμενα έργα του τα πιο σπουδαία είναι: 1) Η Χρονολογία των ανατολικών λαών, με σπουδαίες πληροφορίες για τις χρονολογίες, τα ημερολόγια και τις εορτές των Ελλήνων, Ρωμαίων, Περσών, Σογδιανών, Χορασμίων, Χαρρανίων, Κοπτών, Χριστιανών, Ιουδαίων, προίσλαμικών Αράβων και της ισλαμικής θρησκείας. 2) Πιο ενδιαφέρον είναι το έργο του για τις Ινδίες, στο οποίο δίνει μια αξιόλογη περιγραφή των ινδικών θρησκειών, φιλοσοφιών και επιστημών. 3) Από τα πολλά αστρονομικά του βιβλία, το σπουδαιότερο μεταξύ των σωζομένων, είναι ο Μασούδειος Κανόνας. Τόσο στον Κανόνα όσο και στα άλλα αστρονομικά του έργα χρησιμοποιεί ανώτερα μαθηματικά, και ιδίως τους κανόνες της σφαιρικής τριγωνομετρίας που είχαν έως τότε γίνει γνωστοί. Με βάση της γνώσεις αυτές μέτρησε την απόσταση του απογαίου από το εαρινό σημείο και ως τιμή του κατά τον χρόνο του υπολογισμού βρήκε 84° 59' 51" 9". 4) Ιδιαίτερο τέλος ενδιαφέρον έχει το έργο του για τον Αστρολάβο. Βιβλιογρ.:
Ρ.
δθζςίη.
ΟβεοΝεΜβ
όθ$
3Γ3ύϊχΙ)θη
&Ηήηΐυπ>$, Ι θ ύ θ η - ΒπΙΙ. 1978. τόμ. VI. σ. 261-276 (πλήρης
κατάλογος
βιβλιογραφίας).
Βλ.
επίσης
ΤΪΙΘ
ΕηεγεΙορβάϊα οΙ ΡΙθΙιςιοη βύ. Μ. ΕΙίβύθ, τόμ. 2 (1987) λήμμα: ΒΪΓύπί.
Γρηγ. Ζιάκας
μπιχείβιορισμός, βλ. συμπεριφορισμός Μπλοντέλ Μωρίς (ΒΙοηάβΙ Μβυηοβ, 18611949). Γάλλος φιλόσοφος, εκπρόσωπος της πνευματοκρατίας* (δρίπΐυβίίδίτιυδ), πολέμιος του ορθολογισμού* και του θετικισμού*. Απέναντι στις αντίπαλες αυτές θωριές αντιπαρέθεσε τη δική του θεωρία περί "φιλοσοφίας της δράσεως". Κατά τον Μπλοντέλ, με τη δραστηριότητα, την ενέργεια της νόησης (βοΐίοπ), που την εκλαμβάνει ως μιαν εσωτερική πνευματική κίνηση υπέρβασης του κόσμου των φαινομένων, ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τη μεταφυσική πραγματικότητα. Αυτή την επαφή, που αποκαλύπτει το νόημα της ζωής και των α-
16
νωτέρων αξιών και, συγχρόνως, θεμελιώνει την υπόσταση της ανθρώπινης διανόησης, του την εξασφαλίζει ο μοναδικός δημιουργός, ο Θεός*. Η θεωρία αυτή ανέδειξε τον Μπλοντέλ ως έναν από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους φιλοσόφους της θρησκείας*. Εργα του: ί.3 Ρβηεόβ, τόμ. 1-2, Ρβπδ, 1934.- 13 ρΝΙοεορΝβ
βΙ Γ βερήί οήΓέίίβπ, τ ό μ . 1-2, Ρ β π δ , 1944-
46.- Γ βοΐϊοη, Ρ3Π5, 1950.- ί' έ<Γβ β! Ιθ5 έΐίβε, Ρ3ΓΪ8, 1963.- ΟβΓΠβΙε
1961-66.
ίηΐίιτιβε, τ ό μ . 1-2, Ρ3Π5,
Βιβλιογρ.: ΙβΟΌίχ ϋ.. Μ. ΒΙοηάβΙ, Ρβπε, 1963.- ΤΓΘΒπΊΟΠίβηΙ Ο.. ΙηΙίοάυοΙιοη έ Ιβ /ηέίΒρίιγείςυβ ϋβ ΒΙοηύβΙ. Ρ3ΓΪ5. 1963.- ΡϊΙΚίΠθΙοη Α. Ε., θβίςεοη βηά ϊηΙΙυβηοβ. Α ΓΘ355655ΠΙθΙ. 03ΓΤΐΙ)., 1976. Απ. Τζ.
Μπλοχ (ΒΙΟΟΙΊ) Ερνστ (1885-1977). Γερμανός φιλόσοφος. Εφυγε στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του ναζισμού και επέστρεψε στη Γερμανία μετά το τέλος του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου. Το 1948 έγινε καθηγητής της φιλοσοφίας στη Λιψία της τότε Ανατολικής Γερμανίας και, στη συνέχεια, διευθυντής του περιοδικού "ΟθυΙδοΐιβ ΖβίΙδεΙιιϊΗ ίϋτ ΡΐΊίΙοεορίΊϊβ". Το 1957 καταδικάζεται επίσημα από την κυβέρνηση της Αν. Γερμανίας για αναθεωρητισμό* και του απαγορεύεται ακόμα και να γράφει στο περιοδικό. Από το 1961 δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Τύμπινγκεν στη Δυτ. Γερμανία. Οι φιλοσοφικές ιδέες του διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση του Σέλλινγκ", του Χέγκελ' και του Μαρξ*. Σημαντικό μέρος της συγγραφικής του δραστηριότητας αφιερώθηκε στην κριτική του "μεταφυσικού υλισμού" και των διαφόρων σύγχρονων ρευμάτων του ιδεαλισμού* (υπαρξισμού*, φιλοσοφίας της ζωής* κ.ά.). Στο έργο του έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην έρευνα της επίγειας ανθρώπινης ύπαρξης, στην ανάλυση της ελευθερίας", στη σχέση ανάμεσα στο αντικείμενο και το υποκείμενο, προσπαθώντας να διατυπώσει μια θεωρία για το νόημα και τη θέση της "ελπίδας" μέσα στην αφανή και ακαταμάχητη διαδικασία της προόδου, καθώς και μια μεσσιανική άποψη για το νόημα της "ουτοπίας" και της ουτοπιστικής σκέψης στην κοινωνικοπολιτική ζωή, στη φιλοσοφία κ.λπ. μέσα στην ιστορία. Κεντρική θέση στο έργο του Μπλοχ έχει η ανάπτυξη των σημασιών της "πράξης" (της πρακτικής, υλικής δραστηριότητας του ανθρώπου, βλ. λ.), κατηγορία που αποτελεί τη βάση για την εκπόνηση της ιδέας του ανθρώπου ως διαδικασίας, καθώς και για την ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στο παρελθόν,
Μποζανκέ το παρόν και το μέλλον. Οι θεμελιακές κατηγορίες του διαλεκτικού υλισμού* είναι, κατ' αυτόν, το "νέο" και η "ύλη", εννοώντας με την τελευταία την πραγματική υπόσταση της διαλεκτικής διαδικασίας, τη δυνατότητα, τη δυνητικότητα, τον όρο εκείνου που μπορεί να εκδηλωθεί ιστορικά. Η θεωρία του Μπλοχ για την ύλη επικρίθηκε ως μια μορφή του τελεολογικού ιδεαλισμού και η αντίληψή του για τον άνθρωπο και τη ζωή ότι αγνοεί το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό στοιχείο και ότι προτείνει ένα γίγνεσθαι του ανθρώπου πέρα από τις "κοινωνικές σχέσεις". Στα τελευταία του έργα, ο Μπλοχ αρνήθηκε την ανάγκη μιας μαρξιστικής ανθρωπολογίας, υποστηρίζοντας μιαν "ουμανιστική κοσμολογία". Κύρια έργα του: Το πνεύμα της ουτοπίας (ΟβίεΙ ΟΙΘΓ υίορίθ, 1918).Η αρχή της ελπίδας (ϋβδ Ρπηζίρ Ηοίίηυης, 1938).- Υποκείμενο - Αντικείμενο (5υ&)βΙ<1 06|θΜ, 1951).- Το πρόβλημα του υλισμού (ϋ3δ Μ3ΐβπ3ΐί5Γηυ5ρΓ0&Ιθπι, 1936-37). Η αθεΐα στον Χριστιανισμό (ΑΜιβίδπιυδ ίπτι ΟπδΙβηΙυιτι, 1968). θιβλιογρ : ΟθΙΙθΙ ΗΟΓ51ΘΓ,
ΒΙΟ€)Ί
ΖΊΐΊ
ΕΙΗΙΥΉΩΗΟ
(1980).
Γι αν. Κρητικός
Μπόας (Βοβδ) Φραντς. Αμερικανός ανθρωπολόγος και γλωσσολόγος (1858-1942). Ασχολήθηκε με τη φυσική ανθρωπολογία και αρχαιολογία της Βόρ. Αμερικής, καθώς και με τη συγκριτική μελέτη και ταξινόμηση των γλωσσών των Αμερινδών και των Εσκιμώων της αμερικανικής ηπείρου. Ιδρυτής της περιγραφικής γλωσσολογίας, συμμετείχε στη σύσταση της αμερικανικής εταιρείας γλωσσολόγων, στην οποία χρημάτισε και πρόεδρος (1928). Αυστηρός απέναντι στις εύκολες, όσο και επικίνδυνες τάσεις της αστικής εθνογραφίας, στηλίτευσε τον ρατσισμό* και συμμετείχε σε πλήθος αντιρατσιστικών οργανώσεων και κινήσεων. Εργα του: ΑπΙΙιηροΙοβΥ 3πό πιοάθΓη Ιίίθ, Λονδίνο, 1929.- Π306, ί3ηςιυ3<}β 3ηό ΟυΙΙυΓβ, β" έκδ., Ν. Υόρκη, 1948.- Π3ββ 3ηά άβΓποοΓβΙϊε $οαβΙγ, Ν. Υόρκη, 1946. Παναγ. Πακος
οργανωτές του ρεύματος του "Προλεταριακού πολιτισμού" ("Προλετκουλτ"). Αρχικά υιοθέτησε μιαν αυθόρμητη "φυσικο-ιστορική" υλιστική φιλοσοφία ( Βασικά στοιχεία της ιστορικής θεώρησης της φύσης, 1899). Αργότερα δέχθηκε ισχυρή επίδραση από τον ενεργητισμό του Β. Φ. Οστβαλντ* (Η γνωστική διαδικασία από ιστορική άποψη, 1901) και από τον εμπειριοκριτικισμό* (βλ. Μαχ). Επιχειρώντας να υπερβεί τις αντιφάσεις του μαχισμού οδηγείται στον εμπειριομονισμό* (βιβλ. 1-3, 1904-6). Τελικά απορρίπτει τη φιλοσοφία με την παραδοσιακή της έννοια θεωρώντας τις φιλοσοφικές κατηγορίες και έννοιες παρωχημένα "είδωλα και φετίχ της γνώσης", απότοκα ιστορικά συγκεκριμένων εργασιακών σχέσεων. Αργότερα επιχειρεί τη συγκρότηση της "τεκτολογίας" του, μιας καθολικής οργανωτικής επιστήμης που αποσκοπεί στη συστηματοποίηση των μορφών και των τύπων κάθε οργάνωσης. Στο έργο αυτό διατυπώνει σειρά ιδεών (περί συστημάτων, μοντέλων, ανατροφοδότησης κ.λπ.), οι οποίες αναπτύχθηκαν στη συνέχεια στην κυβερνητική*, στη θεωρία των συστημάτων και στις δομικές-λειτουργικές προσεγγίσεις. Ωστόσο ο Μπογκντάνοφ προέβαλε την τεκτολογία του με αξιώσεις διεπιστημονικής καθολικότητας ("καθολική φυσική επιστήμη") αλλά και ως πεδίο, η ανάπτυξη του οποίου θα καθιστά βαθμιαία περιτή τη φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήμες. Στο έργο του εκδηλώνονται έντονα στοιχεία σχετικοκρατίας*, μηχανικισμού", τεχνοκρατίας* και θετικιστικού επιστημονισμού* (π.χ. η "θεωρία" της ισορροπίας). Οι μελλοντολογικές - ουτοπικές του απόψεις διατυπώνονται στα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας Ερυθρός Αστέρας (1908) και Ο μηχανολόγος Μένι (1912). Πέθανε κατά τη διάρκεια πειράματος μετάγγισης αίματος που έκανε στον εαυτό του (βλ. επίσης: Θετικισμός, "υλισμός και εμπειριοκριτικισμός"). Εργα του: Ζητήματα σοσιαλισμού (Εργα διαφόρων ετών), Μόσχα, 1990.- Τεκτολογία, καθολική οργανωτική επιστήμη, τομ. 1-2, Μόσχα, 1989. Δ. Πατέλης
Μπογκντάνοφ (ψευδώνυμο του Μαλινόφσκι) Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς (1873-1928). Ρώσος φιλόσοφος, οικονομολόγος, δημοσιολόγος και επιστήμονας - φυσιοδίφης με πολύπλευρη δραστηριότητα στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα της εποχής του. Το 1903 προσχώρησε στους μπολσεβίκους και το 1909 διαγράφηκε από το κόμμα τους. Ηταν ένας από τους ηγέτες και
Φ.Λ., Δ-2
Μποζανκέ Μπέρναρντ (ΒθίτοΓϋ ΒοδβηςυβΙ). Βρετανός νεοεγελιανός* φιλόσοφος και πολιτειολόγος (1848-1923). Ο πολιτικός στοχασμός, στα πλαίσια της άνθησης του εγελιανού ιδεαλισμού στη Βρετανία, βρήκε στην προσωπικότητα του Μποζανκέ έναν άξιο θεράποντα. Κατά το παράδειγμα του Χέγκελ*, ο Μποζανκέ
17
Μπολτσάνο φθάνει στην τεκμηρίωση της ορθότητας του αστικού κράτους τόσο μέσα από τον δρόμο της λογικής, όσο και της μεταφυσικής*. Το κράτος αποτελεί την ύψιστη ανυπέρβλητη αξία, σύμφωνη προς την έννοια του Απολύτου, της οποίας συνιστά πραγμάτωση. Ο Μποζανκέ υπερθεματίζει τη νομιμότητα της κρατικής βίας, εφόσον αυτό καθίσταται αναγκαίο για την επιβολή της κρατικής θέλησης και οράματος στις εξατομικευμένες υπάρξεις. Εκτός από την πολιτειολογία, ασχολήθηκε και με τη λογική*, την ηθική* και την αισθητική*. Έργα του: Ιο§ίε, 2 τ., ΟχίοΓό, 1911.- ΤΙιβ ρήηαρίβ οί ίηάίνίάυβίίΐγ βηό νθΐυβ, Ι_οηάοη, 1912.- ΤΓιβ ρΜοεορΜοβΙ ίήβΟΓγ οίίήβ 5(3ΐβ, Ι_οπόοη, 1920. Παναγ. Πάκος
Μπολτσάνο Μπέρναρντ (ΒβΓπΙιβΓά ΒοΙζβηο). Βοημός φιλόσοφος και μαθηματικός (Πράγα, 1781-1848). Καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Πράγας από το 1805 ως το 1820, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την έδρα ύστερα από τις πιέσεις που του άσκησαν οι επίσημοι θεολόγοι. Κληρικός ο ίδιος, εισήγαγε νεωτερισμούς στα πλαίσια της εκκλησιαστικής δογματικής και ηθικής, οι οποίοι ευθυγραμμίζονταν με το ρασιοναλιστικό πνεύμα των φυσικών επιστημών και που, όπως ήταν φυσικό, θεωρήθηκαν ανάρμοστοι στον χώρο της θρησκείας*. Υποστηρίζοντας την αντικειμενικότητα της ανθρώπινης γνώσης, ο Μπολτσάνο αναγνώριζε αυτή την αντικειμενικότητα τόσο στο περιεχόμενο της σκέψης (ιδέες, προτάσεις), όσο και στις λειτουργίες της (αρχές, λογικές διεργασίες και πράξεις). Η λογική*, κατ' αυτόν, εξετάζει την αλήθεια και τη νομιμότητα των σχέσεων των προτάσεων και αποτελεί θεωρία της τάξεως των "προτάσεων καθεαυτές". Τούτες οι κατ' εξοχήν αλήθειες δεν έχουν πραγματική ύπαρξη, ωστόσο δεν στερούνται ουσίας: συνιστούν αφηρημένα, γενικευτικά σχήματα που μετέχουν στις επιμέρους σχέσεις των όντων μεταξύ τους. Πρόδρομος της θεωρίας των διατακτικών και άπειρων πληθαρίθμων, ο Μπολτσάνο προηγήθηκε του Κάντορ* στη μελέτη των συνόλων και στην ανακάλυψη των αντινομιών που απαντώνται σε σύνολα με άπειρο αριθμό στοιχείων. Απέδειξε ότι η αριστοτελική αρχή "το όλον είναι μεγαλύτερο του μέρους" δεν ισχύει για τα απειροσύνολα, καθώς είναι δυνατόν να υπάρξει αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία ανάμεσα
18
σ' ένα τέτοιο σύνολο και σ' ένα οποιοδήποτε υποσύνολο του. Έργα του: \ΝίεεβηεοΙΐ3ηεΙβΙΐΓ6, 1837.- Ρ3Γ3άοχίθη όβε ίΐηβηάΐίοήθη, 1851. Παναγ. Πάκος
Μποναθεντούρα (ΒοπβνβπΙυΓθ) Ιωάννης - Ευστάθιος. Ιταλικής καταγωγής μεσαιωνικός φιλόσοφος του 13ου αι., που ηγήθηκε του αυγουστινισμού* και αντιπολιτεύθηκε μεταφυσικά τον επικρατούντα θωμισμό* του καιρού του. Γεννήθηκε το 1221 στην Τοσκάνη και πέθανε 15 Ιουλίου 1274 στη Λυών, έχοντας αναγορευθεί, από το 1257, επικεφαλής του τάγματος των φραγκισκανών μοναχών. Θεμελιώδης είναι η άποψή του για τη σχέση πίστης και λόγου* ή φιλοσοφίας* - θεολογίας". Αφετηρία του είναι η ύπαρξη του φωτός (Ιυππβη) μέσα στον άνθρωπο, που ισοδυναμεί με τον λόγο (ΓβΙίο) και σχετίζεται με την πίστη (Ιίάβ8). Δεν χρειάζεται να θυσιασθεί ο λόγος στον βωμό της πίστης, αλλά δεν επιτρέπεται να υπερεκτιμηθεί η γνωσιολογική επάρκεια της φιλοσοφίας", εφόσον πρόκειται για τα ουσιώδη ερωτήματα της ύπαρξης. "Οποιος εμπιστεύεται τη φιλοσοφική γνώση μοιάζει με τον παράφρονα που νομίζει ότι χάρη σε αυτήν κατέχει κάθε γνώση χωρίς να έχει ανάγκη από το φως του Δημιουργού, όπως θα συνέβαινε με όποιον θάθελε να δει τον ουρανό ή τα αστέρια μόνο με το φως ενός κεριού" (ΟοΙΙβϋοηβε, IV, 5). Γι' αυτό τον λόγο θα ισχυρισθεί πως "κάθε περί Θεού λόγος χωρίς την πίστη είναι παραφροσύνη και όχι αληθινή γνώση" (ΟοιτίΓηβηΙβπϊ, III, 24). Η πίστη καθοδηγεί τον λόγο ιδίως μάλιστα στα κεφαλαιώδη θέματα, "όπου η αλήθεια των φιλοσόφων παραμένει κρυμμένη, δηλαδή στα ερωτήματα για τη δημιουργία του κόσμου και για την ισχύ και τη σοφία του Θεού" (ΟΟΠΊηβη(3πί, III, 24). Αυτό δεν συνεπάγεται την κατάλυση της φιλοσοφίας, αλλά την υπέρβαση της, όταν δεν ενδείκνυται η χρήση της ως θεραπαινίδας της θεολογίας, όπως διατείνεται πάλι ο ίδιος: "Οχι πως δεν πρέπει να γίνεται λόγος για τη φιλοσοφία, αλλά δεν μπορούμε να βασιζόμαστε πάνω σε αυτήν" (Ωοπιίηίοβ, I). Η τελεσίδικη θετική άποψή του έχει ως ακολούθως: "Αρχίζουμε με τη σταθερότητα της πίστης και προχωρούμε με τη σαφήνεια του λόγου" ( ΒβΓΠΊοηβε, IV, 15). Η αυγουστίνεια γνωσιολογία κληροδοτείται στον Μποναβεντούρα, ο οποίος τονίζει: 'Ό,τι πιστεύουμε το οφείλουμε στην αυθεντία και ό,τι κατανοούμε το χρωστάμε στον λόγο" (ΒΓβνίΙοηυίυΓπ, 1,1). Γι'
Μπορ αυτό τον λόγο, εξαιτίας της αυγουστίνειας ανθρωπομονιστικής παράδοσης, ο Μποναβεντούρα τρέπεται στον μυστικισμό* και φθάνει στο σημείο να θέσει και αυτήν την πίστη ακόμα, μαζί με τον λόγο βέβαια, κάτω από την αποφασιστική δικαιοδοσία της μυστικής εσωτερικής εμπειρίας. Ετσι αναδεικνύεται σε επιφανή εκπρόσωπο του ρωμαιοκαθολικού μυστικισμού στον 13ο αι., που αντιπολιτεύεται τον θωμιστικό σχολαστικισμό της ίδιας εκείνης περιόδου. Βιβλιογρ.: I. ΟιΙίοη. 13 ρΗιΙοεορήιβ βυ πιογβη άςβ, Ρβιϊϊ, 1944 (19867).- Κ. ΡΙ350ΙΊ, θ 3 ί ρΝίΙοεορ/Ίί«Λθ ΟβηΚβη /πι ΜιΙΙβΙβΙΙβΓ, δΙυΚςβΓί. 1986.- Ν. Νθΐ50ήθ<3θΙ. Οθί βοΗ όθί ΡήϋοίορΝθη. 2 τόμοι. ΜυηοΙίθη. 1971/1972. Από την ελληνική βιβλιογραφία βλ. Κ. Λογοθέτης, Η φιλοσοφία των Πατέρων και του Μέσου Αιώνος. 2 τόμοι, Αθήναι, 1930/1935 - Μ. Μπέγζος, Ελευθερία ή θρησκεία: Αθήνα. 1991.
Μάριος Π. Μπέγζος
Μποντέν (Βοάίπ) Ζαν. Γάλλος φιλόσοφος, ο οποίος γεννήθηκε στην Ανζέρ το 1530 και πέθανε στη Λαόν το 1596. Υπήρξε νομικός σύμβουλος στο Κοινοβούλιο του Παρισιού και αντιπρόσωπος του Βερμαντουά στη Συνέλευση των Γενικών Τάξεων το 1576. Σύμφωνα με τον Μποντέν, η ιστορία* είναι ο κατ" εξοχήν οδηγός της πολιτικής, διότι σε αυτήν μπορούμε να ανακαλύψουμε τα θεμέλια του δικαίου*. Συγκεκριμένα, στο έργο του Μέθοδος για την ευχερέστερη γνώση της ιστορίας (1566), υποστηρίζει ότι μέσω της ιστορίας μπορούμε να ανακαλύψουμε τους διεσπαρμένους νόμους* των προγόνων και να επιτύχουμε τη σύνθεση τους. Το σημαντικότερο έργο του είναι τα Έξι βιβλία για την Πολιτεία (1576), όπου εκτίθεται για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο η θεωρία περί κυριαρχίας. Σύμφωνα με τον Μποντέν το κράτος είναι μια κοινότητα οργανωμένη από μια κυρίαρχη δύναμη, η οποία της εξασφαλίζει τη συνοχή και η οποία είναι εξ ορισμού απόλυτη. Με τη διατύπωση της ιδέας της κυριαρχίας γίνεται ένα σημαντικό βήμα στη διαδικασία συγκρότησης της έννοιας του σύγχρονου κράτους. Μεταξύ των τριών μορφών Πολιτείας που διακρίνει ο Μποντέν, δηλαδή της δημοκρατίας, της αριστοκρατίας και της μοναρχίας, οι προτιμήσεις του είναι σαφώς υπέρ της τελευταίας. Θεωρεί ότι είναι περισσότερο σύμφωνη με τη φύση και τους νόμους της. Η απόλυτη μοναρχία, όπως την αντιλαμβάνεται ο Μποντέν, δεν είναι αυταρχική, διότι η φορολόγηση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων
μπορεί να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί από το κοινοβούλιο (όπως συνέβαινε στην πράξη με τις Γενικές Τάξεις). Ασχολήθηκε επίσης με οικονομικά θέματα, όπως ο πληθωρισμός, και ήταν υπέρμαχος της ελευθερίας των συναλλαγών. Βιβλιογρ.: Ο. Ρθ5(, 5(1/4/85 ιπ ΜθάίθνβΙ ίβςβΙ
ΤΗου(}Μ.
ΡΓίποθΙοπ, ΡπποθΙοη υηινθΓϊιΙγ ΡΓΘ55. 1964.- Μ. ϋ. \Λ/ϊΙΚ3. 77ιβ ΡίΟόΙθπι οΙ 5ονβΓβί§πΙγ ίη Ιήβ ίβίβί
ΜιΜΙβ
Α(/β$.
03ΓΗΙ}ΓΚ)9Β. 03ΓΗ&ΓΚΙΣΘ υηίνβΓ$ίΙγ ΡΓΘ35, 1966.
Ευστάθ.
Μπάλιας
μπόντι. Πρόκειται για το δένδρο, ένα είδος συκομορέας, κάτω από το οποίο διαλογίσθηκε ο Σιντάρτα Γκαουτάμα και έγινε Βούδας, δηλαδή "φωτισμένος". Το δένδρο αυτό θεωρείται μέχρι σήμερα ιερό για τους πιστούς του Βουδισμού*. Κατ' επέκταση, στη βουδιστική μαχαγιάνα* το μπόντι συνδέεται άμεσα με τη νιρβάνα* (σοφία, γνώση) και πράζνα (ανάβλεψη) και δηλώνει τη φώτιση, το τελευταίο στάδιο της μυητικής πορείας του Βουδισμού, στον οποίο όμως υπάρχουν πολλές καταστάσεις - διαβαθμίσεις του μπόντι (καταστάσεις ύπαρξης του μποντισάττβα). Αλέξ.
Καριώτογλου
Μπορ Νηλς (ΝίβΙδ ΗΘΠΠΚ Οβνίύ ΒΟΙΊΓ, 18851962). Δανός φυσικός και ένας από τους πιο διαπρεπείς επιστήμονες του 20ού αιώνα. Ηταν ένας από τους κυριότερους υποστηρικτές της Κβαντικής θεωρίας και ο πρώτος που την εφάρμοσε για την επίλυση προβλημάτων σχετικά με την ατομική και μοριακή δομή της ύλης. Ο ΒΟΙΊΓ, όπως και άλλοι φυσικοί, κατανόησε την πλήρη αδυναμία της κλασικής φυσικής να περιγράψει και να ερμηνεύσει τα υποατομικά φαινόμενα και αντιπρότεινε μια σειρά θέσεων ικανών να εξηγήσουν αρκετά από αυτά. Οι "αρχές" της "αντιστοιχίας" και κυρίως της "συμπληρωματικότητας" ήταν, σύμφωνα με τον ΒΟΙΊΓ, τα κύρια χαρακτηριστικά της Κβαντικής θεωρίας. Σύμφωνα με τη δεύτερη "αρχή", δεν είναι δυνατόν να γίνει ακριβής διαχωρισμός μεταξύ της συμπεριφοράς των ατομικών ειδών και της αλληλεπίδρασής τους με τα πειραματικά όργανα που χρησιμοποιούνται για να καθορίσουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εμφανίζονται τα σχετικά φαινόμενα. Οι αντιλήψεις του ΒΟΪΊΓ ήταν η απαρχή μιας εντονότατης διαμάχης που διχάζει την επιστημονική κοινότητα μέχρι και τις μέρες μας. Κύριος αντίπαλος του ΒΟΙΊΓ υπήρξε ο Α. ΕίηδΙθίπ*, ο οποίος γενικότερα αντιτάχθηκε στην ερμηνεία της Φύσης με βάση την Κβαντική Φυσική, όπως
19
Μπόσκοθιτς αυτή συνεπαγόταν από τη λογική γενίκευση της κλασικής φυσικής που επιχειρούσαν ο ΒοίΐΓ και οι άλλοι επιστήμονες της εποχής. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο ΒΟΪΙΓ καταπιάστηκε με την εμβάθυνση της έννοιας της συμπληρωματικότητας και αποπειράθηκε να την εφαρμόσει και σε άλλους τομείς, ακόμη και σε αυτό το φαινόμενο της ζωής, όπου ο άνθρωπος ενεργεί και ταυτόχρονα παρακολουθεί τα αποτελέσματα των ενεργειών του. Ο ΒΟΙΊΓ για την πλούσια συνεισφορά του στην Επιστήμη τιμήθηκε με το βραβείο ΝοόθΙ Φυσικής, ενώ ιστορικής σημασίας είναι και η προσφορά του στον αγώνα ενάντια στην κατασκευή πυρηνικών όπλων. Προσπάθησε να μεταπείσει τους νν. ΟήυΓΟίιί Ρ. ΡοοδβνβΙΙ τονίζοντάς τους την ανάγκι " εθνούς συνεργασίας για ζητήματα σχετι· με την παγκόσμια ειρήνη, ενώ το 1950 σε ανοικτή επιστολή προς τον Ο Η Ε επικαλέστηκε την ιδέα ενός "ανοικτού κόσμου" προκειμένου να διασφαλιστεί η ειρήνη μεταξύ των λαών. Γιώργος Οικονόμου
Μπόσκοβιτς (Βοεοονϊςίι) Ρογήρος Ιωσήφ (17111787). Δαλματός μαθηματικός, φιλόσοφος και αστρονόμος. Σπούδασε στο "Ρωμαϊκό Κολλέγιο", στο οποίο δίδαξε αργότερα (1740) μαθηματικά. Πήρε τη γαλλική υπηκοότητα (1773) και τέθηκε σχεδόν αμέσως στην υπηρεσία του Γαλλικού Ναυτικού ως διευθυντής του οπτικού τομέα. Ως φυσικός και μαθηματικός ανέπτυξε την αρχή της σχετικότητας* στις μετρήσεις χώρου και χρόνου. Ως αστρονόμος μελέτησε θεωρητικά προβλήματα σχετικά με το σχήμα της γης και τους κομήτες. Είναι, επίσης, ο ιδρυτής του Αστεροσκοπείου του Μιλάνου. Ε ρ γ α τ ο υ : Οβ ΓηβουΙίε εοΐβπΰυε
ηβΙυΓβΙίε
(1736).-
ΡΜοεορΜββ
Ιήβοπβ ΓθόυοίΒ 3ό υηίοβιτ) Ιβςβπ) νίπυπι
ίη ηβίυτβ βχίεΙβηΙίυΓΓ), Βιέννη, 1758-59.
Βιβλιογρ.: Ε. Κόλμαν, Η ζωή και το έργο του Ρ. I. Μπόοκοβιτς, στη συλλογή "Ζητήματα ιστορίας φυσιογνωσίας και ιεχνικής", τεύχος 2. Μόσχα, 1956.- Γκοντίτσκι Τσβιρκό. Οι επιστημονικές ιδέες του Ρ. I. Μπόσκοβιτς. Μόσχα. 1959. Παναγ. Πάκος
Μποσσυέ Ζακ Μπενίν (ϋβοςυβδ Βέπίςηβ Βοδδυβί). Γάλλος πολιτικός στοχαστής, θρησκευτικός συγγραφέας και κληρικός (Ντιζόν, 1627 Παρίσι, 1704). Το 1652 χειροτονείται ιερέας και αργότερα επίσκοπος, για να εγκαταλείψει σχεδόν αμέσως την επισκοπή για χάρη του διαδόχου του γαλλικού θρόνου. Για δέκα περί-
20
που χρόνια αφιερώθηκε στη μόρφωση του Δελφίνου, για τον οποίο προορίζονταν πολλά από τα συγγράμματα αυτής της περιόδου. Στο έργο Πολιτική επί τη βάσει της Αγίας Γοαφής, εξυμνείται η ελέω Θεού μοναρχία, η οποία, ωστόσο, οφείλει να δεχθεί ορισμένες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις. Ο απολυταρχισμός μετριάζεται από το πνεύμα ελευθερίας, κοιτίδα και θεματοφύλακα του οποίου συνιστά η επίσημη καθολική εκκλησία. Αρχικά προοδευτικός, όσον αφορά στις σχέσεις Εκκλησίας - μονάρχη, αντιτάχθηκε με πείσμα στο ρεύμα των Ησυχαστών* (ςυίέΐίδίβδ), για να αποδειχθεί, τέλος, αμείλικτος διώκτης των αποσχισθεισών από τον Παπισμό προτεσταντικών Εκκλησιών. Δεν έκρυβε, ωστόσο, την πίστη του στην επανένωση των καλβινιστών και λουθηρανών στο σώμα της επίσημης Γαλλικής Εκκλησίας -όπως μαρτυρεί η αλληλογραφία του με τον Λάιμπνιτς'. Αναφορικά προς το ζήτημα του νοήματος της Ιστορίας* και της ιστορικής διάστασης των ανθρωπίνων πράξεων, ο Μποσσυέ, στον Λόγο περί της Παγκόσμιας Ιστορίας, προβαίνει σε μια ερμηνεία εσχατολογική, χωρίς ωστόσο να συγκεκριμενοποιεί το "έσχατον"· γι' αυτόν, η Ιστορία είναι προϊόν και σταδιακή αποκάλυψη της Θείας Οικονομίας. Η Ιστορία, της οποίας κύριος είναι ο Χριστός, δεν αποκαλύπτει τον χαρακτήρα που της προσδίδει το γεγονός ότι διαπνέεται από τη Θεία Βούληση και Πρόνοια, παρά φαντάζει, με μια πρώτη ματιά, σαν θέατρο στο οποίο εκδηλώνονται και συγκρούονται ανθρώπινα πάθη και σκοπιμότητες με χαρακτήρα εφήμερο και αδιάφορο. Έργα του: Λόγος περί της Παγκόσμιας Ιστορίας (ϋίδοουτδ δυτ Γ ΝδΙοίΓθ υηίνβΓδβΙΙθ), 1681.- Πολιτική με βάση την Αγία Γραφή (ΡοΙίΙίςυβ Ιίτέθ άθε ρτορτοδ ρβΓοΙβδ άβ Γ ΕαίΙυΓβ δβίηΐβ), δημοσιεύθηκε το 1709.- Ιστορία των διαφορών των προτεσταντικών εκκλησιών (ΗίδΙοίΓβ άβδ νβπβΐίοηδ <36$ έςΐίδβδ ρτοΐβδίβηίβδ), 1688. Εκδοση απάντων: Όβυντθδ οοπηρΙέΐΘδ άθ ϋ. Β. ΒοδβυβΓ, 31 τόμοι, 1862-1866. Βιβλιογρ.: ϋ. ί θ ΒΓυπ. ί3 βρίπΙυβΙΙΙέ όε ΒοεευθΙ, Ρθπε, 1973.
Παναγ. Πάκος
Μπότομορ (ΒΟΗΟΓΠΟΓΘ) Τόμας Μπάρτον (γεν. το 1920). Αγγλος κοινωνιολόγος νεομαρξιστικού προσανατολισμού. Έργα του: Ελίτ και κοινωνία, Αθήνα, 1970.- Κοινωνιολογία, Αθήνα. ΟυΙβπ6βΓ9, 1974.- Κοινωνιολογία και μαρξι-
Μπουλγκάκοφ σμός, Πύλη, Αθήνα, 1976.- Ο Κ. Μαρξ σε θέματα κοινωνιολογίας και κοινωνικής φιλοσοφίας, Παπαζήσης, Αθήνα, 1976 κ.ά. δ. π. Μττουαλώ Νικόλαος (ΝίοοΙβδ ΒοίΙθβυ). Γάλλος ποιητής και κριτικός, ο κυριότερος θεωρητικός και εκλαϊκευτής του κλασικισμού (Παρίσι, 1636-1711). Η αστική ανατροφή που του παρέσχε η εύπορη οικογένειά του, οι σπουδές του στο Κολλέζ ντ' Αρκούρ και η γενικά εύθυμη και καλοζωιστική ιδιοσυγκρασία του αποτελούν μάλλον τυπικό δείγμα παριζιάνου αστού της εποχής του Λουδοβίκου ΙΔ'. Αναζητώντας τη βασιλική υποστήριξη, ο Μπουαλώ κατάφερε να αποσπάσει μια γενναία επιχορήγηση, αλλά η καριέρα του στην αυλή έμελλε να συνεχιστεί: το 1677 διορίζεται ιστοριογράφος του βασιλιά, ενώ λίγο νωρίτερα, με τη βασιλική χρηματοδότηση, εξέδωσε μέρος από τις Επιστολές και τις Σάτιρες. Στο ίθ ίυΐππ (1674-1683), η έριδα για το αν πρέπει ή όχι να τοποθετηθεί αναλόγιο για τα βιβλία των ψαλτών γίνεται αφορμή για να στηλιτευθεί με διασκεδαστικό τρόπο η επιπολαιότητα και η ασημαντότητα των ανθρώπινων δρωμένων, καθώς και το εξεζητημένο ύφος της ποίησης της εποχής του (Ρακίνας, Λαφονταίν, Μολιέρος). Με την Αή ροέΐίηυβ (1674), ο Μπουαλώ παρουσιάζει την εμπνευσμένη από τον Οράτιο αισθητική θεωρία του, στην οποία αναδεικνύει το αειθαλές ιδεώδες του κλασικισμού και τη λατρεία της φύσεως, στοιχεία τα οποία υπερασπίστηκε απέναντι στους οπαδούς της νέας τέχνης που επιζητούσαν την κατάλυση των αρχαίων αισθητικών προτύπων (ΡΙθίΙθοΙίοηε ευί ίοη@ϊη, 1692-1694). Τους νεωτεριστές έθεσε ξανά ως στόχο της σατιρικής του πένας, όταν φαινομενικώς στρεφόταν "εναντίον των γυναικών" (ΟΟΠΙΓΘ Ιβε (ΘΠΊΓΠ63,1694), οι οποίες διαδήλωναν υπέρ της νέας μόδας. Προς το τέλος της ζωής του έπεσε σε δυσμένεια, λόγω της προσχώρησής του στον διωκόμενο από την επίσημη εκκλησία και τους ιησουίτες γιανσενισμό*. Παναγ. Πάκος
Μπούγιεθα Λιουντμίλα Παντελέγιεβνα (1926). Ειδική στα φιλοσοφικά προβλήματα του ανθρώπου και της διαμόρφωσης της προσωπικότητας". Μέλος της Ακαδημίας παιδαγωγικών επιστημών. Στα έργα της εξετάζει την επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος στη δημιουργία και την ανάπτυξη της προσωπικότητας, την α-
μοιβαία σχέση ατομικής και κοινωνικής συνείδησης", καθώς και τα ορθολογικά και ανορθολογικά (ασύνειδα) αίτια της συμπεριφοράς της προσωπικότητας. Ασχολείται επίσης με τη φιλοσοφική ανθρωπολογία. Έργα: Κοινωνικό περιβάλλον και ατομική συνείδηση, Μόσχα, 1968' Ο άνθρωπος ως η ανώτατη αξία και πλούτος της κοινωνίας, Μόσχα, 1991" Καταστροφή του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος και το φαινόμενο της αποδιοργανωμένης προσωπικότητας. Βιοπολιτική, Αθήνα, 1992 (στα αγγλικά). Θεοχ.
Κεσσίδης
Μπουλ (ΒοοΙθ) Τζωρτζ (2.11.1815, Λίνκολν 8.12.1864, Μπαλιντέμπλ, κοντά στο Κορκ). Αγγλος μαθηματικός, ο οποίος θεωρείται ως ένας εκ των βασικών πρωτεργατών της σύγχρονης μαθηματικής λογικής", οι βάσεις της οποίας τέθηκαν σε μια σειρά έργων του, όπως Μαθηματική Ανάλυση ττις λογικής ("Πιθ ΓΠ3{ήθΓΠ3ϋθ3ΐ βηβΙγείε οί Ιοςίο, 1847), Ο λογισμός της Λογικής (Τίΐθ 03ΐαιΙυΓ οί Ιοςίο, 1848) και Ερευνα των νόμων της σκέψης (Αη ίηνβδίίςβίίοη οί ΙΙΊΘ Ιβννε οί ΙίιουςΜ. 1854). Προσπάθησε και πέτυχε, ως έναν περιορισμένο βαθμό, την αλγεβρική έκφραση των νόμων της σκέψης και ιδιαίτερα των χρησιμοποιουμένων, κατά τη διαδικασία της σκέψης και της γλωσσικής της έκφρασης, λογικών συνδέσμων, όπως αυτών της συζευξης και της διάζευξης, των οποίων τα συνολοθεωρητικά ανάλογα είναι οι πράξεις της Τομής και της Ενωσης. Το όνομα του Μπουλ φέρουν συγκεκριμένες άλγεβρες, οι οποίες ονομάζονται "άλγεβρες του Μπουλ" και οι οποίες αναφέρονται σε αλγεβρικές δομές στο εσωτερικό των οποίων ορίζονται δύο διμελείς πράξεις με ιδιότητες εντελώς ανάλογες αυτών που διαθέτουν η σύζευξη και η διάζευξη (ή η τομή και η ένωση στη θεωρία των συνόλων). Διον.
ΑναπολιτΟνος
Μπουλγκάκοφ Σεργκέι Νικολάγιεβιτς (18711944). Ρώσος θρησκευτικός φιλόσοφος, θεολόγος, οικονομολόγος. Η ιδεολογική του εξέλιξη χαρακτηρίζεται από το πέρασμα από τον "νόμιμο μαρξισμό"* στη φιλοσοφία της "πανενότητας" του Σαλαβιόφ και τη θρησκευτική διδασκαλία της "θεϊκής Σοφίας". Στη συλλογή άρθρων του Από τον μαρξισμό στον ιδεαλισμό (1903) υποστηρίζει ότι ο ιδεαλισμός* αποτελεί σταθερότερο θεμέλιο για τον προσδιορισμό των προοπτικών ανάπτυξης της κοινωνίας, απ' ό,τι ο μαρξιστικός "οικονομικός υλισμός". Στο
21
Μπούλτμαν βιβλίο του Χριστιανισμός και σοσιαλισμός (1917) ασκεί κριτική στον μαρξισμό γιατί προβάλλει το "αστικό" ιδανικό της υλικής ευημερίας και γιατί εκμηδενίζει την ανθρώπινη προσωπικότητα*, διαλύοντάς την μέσα στην ομάδα και τις τάξεις. Παρ' όλα αυτά, βλέπει τον αληθινό σοσιαλισμό στην υπεράσπιση των καταπιεζόμενων και των στερημένων εργατικών μαζών στις συνθήκες του καπιταλισμού*, που η ιστορία του αποτελεί "μια θλιβερή και φοβερή αφήγηση για την ανθρώπινη σκληρότητα και φιλαυτία" ( Χριστιανικός σοσιαλισμός, Νοβοσιμπίρσκ, 1991, σ. 225). Θεωρεί ότι ο "Χριστιανικός σοσιαλισμός" είναι απόλυτα πραγματοποιήσιμος, γιατί "ο Χριστιανισμός προσφέρει στον σοσιαλισμό την πραγματική βάση που εκείνος στερείται", ενώ ο σοσιαλισμός* αρό την πλευρά του "εισάγει στη σφαίρα της οικονομίας την αλήθεια του Χριστιανισμού"* (ο.π. σ. 227). Θεωρώντας ότι μόνο σε θρησκευτική βάση μπορούν να λυθούν τα κοινωνικά, εθνικά και πολιτισμικά προβλήματα, ο Μπουλγκάκοφ ανάπτυξε τη λεγόμενη "σοφιολογία", σύμφωνα με την οποία η "θεϊκή Σοφία" εμπεριέχει ολοκληρωτικά τη θεϊκή αγάπη και καταυγάζει μ' αυτή τον κόσμο. Διαθέτοντας διττό χαρακτήρα, επουράνιο - θεϊκό και ταυτόχρονα δημιουργικό - ανθρώπινο, η Σοφία εξασφαλίζει έτσι την εσωτερική σύνδεση του Θεού με τον κόσμο που αυτός δημιουργεί. Θεοχ
Κεσσίδης
Μπούλτμαν Ρούντολφ (ΒυΙΐπιβη, 1884-1976). Γερμανός φιλόσοφος και θρησκειολόγος. Εθεσε τις βάσεις της μορφολογικής - ιστορικής σχολής στη θρησκειολογία*. Πρότεινε την απομύθωση της χριστιανικής πίστης, με τον διαχωρισμό μεταξύ του παροδικού μυθολογικού συστήματος των συμβόλων της χριστιανικής παραδόσεως και του μη παροδικού και ουσιαστικού μηνύματος της, το οποίο απευθύνεται στην ανθρώπινη συνείδηση, κάτω από το φως της σύγχρονης υπαρξιακής φιλοσοφίας. Και υποστήριζε ότι μόνον έτσι μπορεί να έχει κατά την εποχή μας απήχηση η πίστη στον άνθρωπο. Με τον τρόπο αυτό επιχείρησε την κριτική του θρησκευτικού μύθου*, με μέσα καθαρά ορθολογικά, και την υποβολή της χριστιανικής πίστης και του μηνύματος της σε υπαρξιακή ερμηνεία. Ο αποκλεισμός όμως από το θρησκευτικό δόγμα ενός τεράστιου τμήματος του περιεχομένου του δυσαρέστησε τους οπαδούς της παράδοσης και προκάλεσε την έντονη κρι-
22
τική τους, καθώς και την κριτική των ιστορικών της θρησκείας* για τον αυθαίρετο, όπως έλεγαν, τρόπο με τον οποίο ο Μπούλτμαν αντιμετώπιζε τα ιστορικά φαινόμενα. Μεταξύ αυτών ο Γιάσπερς* τον επέκρινε, με το επιχείρημα ότι ανέμιξε τη θεολογία* με την υπαρξιακή φιλοσοφία και ότι συνέδεσε τη χριστιανική πίστη προς το μεταφυσικό πρόσωπο του Χριστού μάλλον παρά προς το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού. Έργα του: Ιστορία της συνοπτικής παράδοσης (1921 ),Ον και Χρόνος (1927), Η ιδέα της αποκάλυψης στην Καινή Διαθήκη (1929), Η ιστορικότητα του ανθρώπου και της πίστης (1955), Κήρυγμα και μύθος (1958), Το ευαγγέλιο του Ιωάννου (1962). Απ.
Τζαφερόπουλος
Μπούμπερ (ΒυβθΓ) Μάρτιν (Βιέννη, 1878 - Ιερουσαλήμ, 1965). Γερμανός φιλόσοφος της θρησκείας*, θεολόγος και κοινωνιολόγος. Μαζί με τον Ρ. Ρθ5βηζν»βί9, ο Βυ&βΓ ανήκει στους διαπρεπέστερους σύγχρονους θεμελιωτές του υπαρξισμού* στην εβραϊκή θεολογία. ΣΤΟ σημαντικότερο από τα έργα του, το Εγώ και Συ, θέτει το πρόβλημα του Είναι* μέσα από την αντιθετική, φαινομενικά, σχέση του "εγώ", δηλαδή του γνωστικού και βιωματικού υποκειμένου, και του "σύ", το οποίο ως αντικείμενο του "εγώ" προσδίδει στο τελευταίο ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο. Η επικοινωνία ανάμεσα στις δύο αυτές έννοιες βεβαιώνει την εμφάνιση του αληθινού Είναΐ' η σχέση αυτή αποκτά τον ύψιστο βαθμό ολοκλήρωσής της μέσα από τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τον Θεό, το αιώνιο και απόλυτο Είναι. Έργα του: /οΛ υπό Ου, Ιη5θΙ, 1922, κ.ά. Βιβλιογρ.: Μβυποθ ΡΓίθύιηβη. Μ. Βυΰβί'Ε ίίΐββηά \ΝΟΓΚ. Ν. Υ.. ΟυΙΙοη, 1982-84 (3 τομοι).
Παναγ. Πάκος
Μπουριντάν Ιωάννης (Βυπύβη ϋοϊιβηηβε, περίπ. 1300-1358). Γάλλος σχολαστικός φιλόσοφος και θεολόγος, εκπρόσωπος της ονοματοκρατίας* (ποπιίηβΐίδπιυδ). Υπήρξε μαθητής και οπαδός του Όκκαμ* και συνέβαλε στη διάδοση της φιλοσοφίας του δασκάλου του στη Γαλλία. Επίσης υπομνημάτισε τα Μεταφυσικά* του Αριστοτέλη*. Ιδιαίτερα όμως ασχολήθηκε με το πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης*. Κατά τον Μπουριντάν, η βούληση βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με τη νόηση", η κρίση της οποίας επιδρά αποφασιστικά στην εκδήλωση της βούλησης. Στην επίδραση αυτή αποδίδει
Μπουτρού και τη δυσκολία της βούλησης να εκδηλωθεί, όταν πρόκειται η νόηση να αποφασίσει για αγαθά τα οποία κρίνονται ισοδύναμα μεταξύ τους, τόσο από άποψη μεγέθους όσο και ποιότητας. Συνέπεια της δυσκολίας αυτής είναι η αδράνεια της βούλησης, καθώς αυτή αδυνατεί να εκδηλωθεί στην επιλογή του ενός ή του άλλου. Η θεωρία αυτή έδωσε λαβή στους αντιπάλους του Μπουριντάν να διαπλάσουν και να αποδώσουν σ' αυτόν την παραδοξολογία περί του "φιλοσοφικού όνου" (το "γαϊδούρι του Μπουριντάν"): Η βούληση ενός όνου, εάν αυτός βρεθεί σε ίση απόσταση από δύο όμοια δέματα χόρτου, θα αδρανήσει, δεν θα μπορέσει να αποφασίσει για κανένα από τα δύο και θα πεθάνει από την πείνα! Ωστόσο, το παράδειγμα αυτό δεν εντοπίζεται σε κανένα από τα σωζόμενα συγγράμματα του Μπουριντάν. Απ Τζ.
Μπούρκχαρτ (ΒυΓοΚΙιβΓάΙ) Γιάκομπ (18181897). Ο ϋ. ΒυΓοΚΙιβΓάΙ καταγόταν από οικογένεια λογίων και κληρικών της ελβετικής Βασιλείας. Σπούδασε θεολογία* στη Βασιλεία και Ιστορία Τέχνης και Ιστορία στο Βερολίνο. Κατόπιν ακολούθησε η υφηγεσία του στη Βασιλεία. Παρέμεινε πολλές φορές στην Ιταλία και από το 1858 έγινε καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Εισήγαγε μια νέα αντίληψη για την Ιστορία* και την Ιστορία της Τέχνης, οριοθετώντας την αρνητικά απέναντι στη Φιλοσοφία της Ιστορίας του Εγέλου". Επέλεγε οριακές ιστορικές εποχές, όπως στο έργο Ο/β ΖβίΙ
ΟοηείβηΙίη'ε
άβε Οίοββη
άβΓ Πβηβίεεβηοβ
ίη ΙΙβΙίβη
(1860),
όπου χάραξε μια νέα αντιμετώπιση του πολυδιάστατου αυτού φαινομένου. Η ιστορική του οκέψη προσφέρεται σε αντιδιαστολή προς αυτή του Εγέλου στο έργο του ίΐόβί άβε 8ΙυόϊυΓπ όβί ΟβεοΝεΜβ (1868-73), που εξεδόθη από τα κατάλοιπά του. Αντιλαμβάνεται την Ιστορία ως πεδίο ανάπτυξης των τριών παραγόντων, δηλαδή του κράτους, της θρησκείας και του πολιτισμού. Επίσης μετά τον θάνατο του δ η μ ο σ ι ε ύ τ η κ ε η ΟπβοΝεοΙιβ
οΜβ (1898-1902).
Βιβλιογρ.: Κ3ΓΙ ίοννίΙΙι,
Χάρης Κρόλλης
ΚυΙΙϋΓββεοήί-
ϋβοού ΒυΓΜβΓάΙ,
5ΐΜΙβη 7. δΙυΙΙςβΠ. 1984.
π ο λ ι τ ι σ μ ό (Ζ.3 ΓβρτοάυοΙίοπ,
ΙΜοήθ
όυ εγεΙόΓηβ
όΐθπίθηΐε
ό' βηεβίςηβΓηβηΙ,
ρουΓ
υηβ
1970). Σ"
αυτόν ανήκει, επίσης, η έννοια του "πεδίου", η οποία υπονοεί τους σχετικά αυτόνομους κοινωνικούς μικρόκοσμους που αποθεμελιώνουν την κενή έννοια της κοινωνίας* ( Μικρόκοσμοι/ Τρεις
μελέτες
πεδίου,
ελλ. έκδ. με πρόλογο
του ίδιου στις εκδ. Δελφίνι, 1992). Λιγότερη γνωστή στην Ελλάδα, αλλά ιδιαίτερα σημαντική, η θεωρητική και εμπειρική του προσέγγιση σε τομείς πολιτισμού, μεταξύ των οποίων, ήδη από τη δεκαετία του "60, η συστηματική ενασχόλησή του με τη φωτογραφία. Στο βιβλίο τ ο υ ίΐη 3ή Γηογβη.
Εε53/ ευί Ιβε υεβοβε
εοοίαυχ
άβ ΙΘ ρΗοΙο§Γ3ρΝβ (1965) θα αποδείξει, μετά από εμπειρική έρευνα, τις κοινωνικές συνιστώσες και προεκτάσεις της φωτογραφικής πράξης και των ερασιτεχνικών φωτογραφιών, οι οποίες δεν προκύπτουν από μια αναρχία αυθόρμητης δημιουργίας αλλά από συγκεκριμένες αισθητικές αξίες της εποχής, που άπτονται τόσο της φωτογραφικής πράξης όσο και των φωτογραφούμενων αντικειμένων. Δημ. Τσατσοϋλης
(1853),
και προσπαθεί να συλλάβει τον μεταβατικό χαρακτήρα του πολιτισμού στο πέρασμα από την αρχαιότητα στη χριστιανική εποχή. Μετά το έργο αοβίοηβ (1855), έγραψε το μνημειώδες Ο/β ΚυΙΙυί
Μπουρντιέ (Βουτάίθυ) Πιερ, (γεν. 1930). Γάλλος κοινωνιολόγος, καθηγητής στο ΟοΙΙέςβ όθ ΡΓβηοβ. Το έργο του είναι πολύμορφο και πολυποίκιλο. Ασχολήθηκε με την Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς στον τομέα αυτόν. Μεταξύ των άλλων διατύπωσε την έννοια του "πολιτιστικού κεφαλαίου" και υποστήριξε πως η παιδεία αναπαράγει τον κυρίαρχο
53/ηΙΙκΙΐθ
Μπουτρού Αιμίλιος (ΒουΙωυχ ΕΠΊΜΘ, 18451921). Γάλλος ιδεαλιστής φιλόσοφος, δάσκαλος του Μπερξόν' και πρόδρομος αυτού στην καταπολέμηση του υλισμού". Την προσοχή του την επικέντρωσε στα προβλήματα της αιτιοκρατίας* (άθΙβΓΓπίπίδηιυδ) και της ελευθερίας της δημιουργίας. Προσπάθησε να ανασκευάσει τις μηχανιστικές αντιλήψεις της θετικιστικής αιτιοκρατίας, που κυριαρχούσε τον 19ο αιώνα, και στη θέση της να εδραιώσει μιαν αυθορμητική και ενδεχομενική φιλοσοφία. Στόχος του λοιπόν υπήρξε η καταπολέμηση του αυστηρού επιστημονισμού και γΓ αυτό έστρεψε τα βέλη του ενάντια στην αιτιώδη σχέση των φαινομένων*, της οποίας σχέσεως ήθελε να περιορίσει την έκταση, διότι υποστήριζε ότι η αιτιατή εξίσωση δεν είναι απόλυτη και ότι οι φυσικοί νόμοι εκφράζουν την ιδεατή και ανέφικτη τάση για καθυπόταξη των φυσικών φαινο-
23
Μπουχάριν μένων. Υπογράμμιζε ότι οι ανώτερες μορφές ζωής δεν μπορούν να εξηγηθούν με τους νόμους της ύλης* και τη μηχανιστική τους ορολογία, ενώ η συνείδηση* είναι δημιουργική και παράγει διαρκώς κάτι νέο, και ως εκ τούτου δεν πρέπει να υπαχθεί στους σταθερούς και αναλλοίωτους επιστημονικούς όρους της βιολογίας. Και κατέληγε λέγοντας ότι την ικανότητα για δημιουργία και ελευθερία*, που ο Θεός την έχει στον ανώτατο βαθμό, την διαθέτει και ο άνθρωπος. Εργα του: Περί της ενδεχομενικότητας των νόμων της φύσεως (1874).- Περί της ιδέας τσυ φυσικού νόμου στην επιστήμη της φιλοσοφίας (1895).- Ζητήματα ηθικής και εκπαίδευσης ( 1895) κ.ά. Απ. Τζ.
Μπουχάριν Νικολάι Ιβάνοβιτς (1888-1938). Πολιτικός, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, Ακαδημαϊκός. Διετέλεσε μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κ Ε του ΚΚΣΕ (1924-29), διαγράφτηκε από το κόμμα το 1937 και το 1938 τουφεκίστηκε. Το 1988 αποκαταστάθηκε μετά θάνατον πολιτικά και του επαναποδόθηκε ο τίτλος του ακαδημαϊκού. Ο Μπουχάριν εθεωρείτο ο θεωρητικός του κόμματος των μπολσεβίκων. Το βιβλίο του Θεωρία του Ιστορικού Υλισμού (1923) ήταν μια προσπάθεια να συλλάβει, από θέσεις του μαρξισμού* εκείνης της εποχής, την παγκόσμια ιστορική διαδικασία και τους δρόμους ανάπτυξης της κοινωνίας. Η συμβολή του στον τομέα αυτόν συνίσταται στην επεξεργασία της "θεωρίας της ισορροπίας", ιδιαίτερα στη νέα αντίληψη του νόμου της ενότητας και πάλης των αντιθέτων*, στην εφαρμογή του στα κοινωνικά φαινόμενα. Υποστήριζε ότι στην περίοδο οικοδόμησης του σοσιαλισμού, δεν πρέπει η κοινωνία να προσεγγίζεται ως στίβος αντιπαλότητας των τάξεων. Σε διάκριση από τον Στάλιν, που διακήρυσσε ότι στην περίοδο οικοδόμησης του σοσιαλισμού* οξύνεται η ταξική πάλη, ο Μπουχάριν υποστήριζε ότι, μετά την εξάλειψη των βασικών εκμεταλλευτριών τάξεων (των κουλάκων και των καπιταλιστών), πρέπει να εφαρμόζεται πολιτική κατασίγασης της πάλης των τάξεων, ειρήνης των πολιτών και διεύρυνσης της κοινωνικής βάσης της σοβιετικής εξουσίας. Στη σύγκρουση των δύο γραμμών, επικράτησε εκείνη του Στάλιν, που εκδηλώθηκε με την εξόντωση των κουλάκων ως τάξης, την επιτάχυνση της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής οικονομίας και τη βεβιασμένη εκβιομηχάνιση της
24
χώρας. Κατά την άποψη του Μπουχάριν, κάθε υλικό και κοινωνικό σύστημα τείνει προς την ισορροπία. Ωστόσο, μεταξύ των αντιθετικών δυνάμεων, ακόμα και στις περιπτώσεις που ισορροπούν μεταξύ τους, διεξάγεται μια κρυφή πάλη. Το αποτέλεσμα είναι να διαταράσσεται η ισορροπία και να εξασφαλίζεται η αυτοκίνηση του συστήματος με βάση τη φόρμουλα: αρχική ισορροπία -διατάραξη της ισορροπίας- αποκατάσταση της ισορροπίας σε νέα βάση. Απορρίπτοντας την ιδέα της "τέλειας αρμονίας", ο Μπουχάριν θεωρεί ότι η ανάπτυξη προϋποθέτει "ισορροπία δυναμική και όχι στατική". Θεοχ.
Κεσσίδης
Μποχένσκι (ΒοοϊίθηεΚϊ) Γιόζεφ Μαρία. Ελβετός φιλόσοφος πολωνικής καταγωγής (Πολωνία, 1902-). Από τις πλέον εξέχουσες φυσιογνωμίες που έχει να επιδείξει ο στοχασμός του αιώνα μας, ο Μποχένσκι κατάφερε να συνυφάνει την εγελιανή διαλεκτική με την τυπική λογική* και τη θωμιστική παράδοση. Σπούδασε για πολλά χρόνια οικονομικά στο Πόλεν, από το 1920 ως το 1936, συνδυάζοντάς τα παράλληλα με φιλοσοφικές σπουδές στο Φράιμπουργκ (1928-31) και σπουδές θεολογίας (1932-34), ενώ την ίδια περίοδο προσχώρησε στο μοναχικό τάγμα των Δομηνικανών. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ από το τέλος του πολέμου, εξέλεγη Κοσμήτωρ του πανεπιστημίου το 1950, ενώ λίγο αργότερα απέκτησε τον τίτλο του επισκέπτη καθηγητή στο πανεπιστήμιο ΝΟΙΓΘ ΟΗΠΊΘ
της Ιντιάνα στις ΗΠΑ. Σύστηνε τον εαυτό του ως λογικό φιλόσοφο, παρόλο που δεν υστερούσε σε εμβρίθεια επιστημονική και πρωτοτυπία ούτε ως διαλεκτικός ούτε ως θεολόγος· πιστός στο χρέος της γεφύρωσης του χάσματος ανάμεσα στο 9ΐ3υΙ>6η (πίστη) και στο ννίδββη (γνώση) και στην ενότητα της διδακτικής μεθόδου, ο Μποχένσκι συνέγραψε έργα ποικίλα σε περιεχόμενο και σε ερμηνευτικές μεθόδους: ΕυΓορβίεοΐΊβ ΡΝΙοεορΝβ όβτ Θβςβπνι/βιΐ (Βέρνη, 1 9 5 1 ) , ΓΟΓΓΠΒΙΘ ΊΟ§ΊΙ< (Φράιμπουργκ, 1 9 5 6 ) , Μβ§β ζυΓπ ρΜΙοεορΚεοΐΊβη ΩβηΙ<βη (Φράιμπουργκ, 1961), Ιθ9ίΙ< άβΓ ΒβΙίςίοη (Κολωνία, 1968).
Παναγ.
Πόκος
Μπράντλεϋ
(ΒΤΒΆΙΒΓ)
ΡΓΒΗΟΊΕ
ΗΘΓ6ΘΓ(
(1846-
1924). Αγγλος φιλόσοφος, θιασώτης της βρετανικής στροφής στον ηπειρωτικό ιδεαλισμό*. Ενθερμος υποστηρικτής του νεοεγελιανού ρεύματος, συνεχίζει την παράδοση των ΙΟΙΖΘ* και δίςννδίΐ τόσο με το έργο του Αρχές της λο-
Μπρούνο
γικής (1883) -με το οποίο καταφέρνει ισχυρό πλήγμα στη Συνειρμική Ψυχολογία"- όσο και με το Φαινόμενο και Πραγματικότητα (1893). Στο έργο αυτό ο Μπράντλεϋ καταδικάζει τον εμπειρισμό* ως απαράδεκτη ατραπό προς τον δυϊσμό ανάμεσα στο απόλυτο και στο φαινόμενο. Το αριστοτελικό "δόγμα των εσωτερικών σχέσεων" δεν αφήνει περιθώρια για εξωτερικές σχέσεις ανάμεσα σε ανεξάρτητα μεταξύ τους πεδία της πραγματικότητας. Συνεπώς, για τον Μπράντλεύ, η πραγματικότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται ολιστικά και, καθώς τα επιμέρους όντα υπάρχουν σε διαρκή επικοινωνία και σχέση αναφοράς προς άλληλα, ως μόνη λύση αναγνωρίζεται ο μονισμός*. Η προσήλωση του στον Εγελο* και ο λογικός σκεπτικισμός του έδωσαν στον Β. ΠυδδθΙΓ και στον 3 . Ε<± ΜΟΟΓΘ* (αναλυτική σχολή του Καίμπριτζ) μεγάλο περιθώριο ανασκευής και κριτικής, τόσο του δικού του έργου όσο και, μέσω αυτού, της εγελιανής διαλεκτικής.
συνείδησης, την αναφορικότητα* (ΙπίθπΙίοηβΙίΙβΙ) δανείζεται ο ΗυδδβΓΐ για να στηρίξει αργότερα τη "Μεταφυσική της Ουσίας". Προσανατολισμένος περισσότερο στον εμπειρισμό* παρά στον ιδεαλισμό*, συνδέει το προφανές (Ενίάθηζ) με το αληθές των κρίσεων" και ανάγει σε αυτό, μέσω της εμπειρικής αποδεικτικής μεθόδου, τις 3 ριϊοπ γνώσεις. Αντίθετα όμως προς τον ΗυδδβΓΐ, δεν αναγνωρίζει ότι αυτές οι 3 ριϊοπ γνώσεις είναι γνώσεις ουσίας και συνδέει τα υπερ-εμπειρικά περιεχόμενα των σημασιών (νοήματα) με τα φαινόμενα των ψυχικών ενεργειών (αισθήματα). Εργα του: ΡεγείιοΙοςίβ
νοΓΠ
ίβίρδίς, 1874.- νοΓΠ ηίηίε, Ιβϊρείς, 1889.
βΓηρίπεοήβη ΫΓΕΡΩΠΡ
ΒΙβηάρυηΜβ, είΚΙίοήβη
ΕΓΚΘΠ-
Παναγ. Πάκος
ΜπρΙτζμαν Πέρσυ Γουίλιαμς (Βπάςιτιβη ΡβΓογ \Λ/ίΙΙί3ΐπδ, 1882-1961). Αμερικανός πειραματικός φυσικός και φιλόσοφος. Για τη συνεισφοΒιβλιογρ.: Τ. 3. ΕΙίοΙ, Κηογι/Ιθό^β 3πϋ Εχρβήθποβ ιπ ΙΙιβ ρά του στον χώρο της Πειραματικής Φυσικής τιμήθηκε το 1946 με το βραβείο Νο&βΙ Φυσικής. ΡΜοεορΙιγ οί Ρ. Η. ΒίβόΙβγ. Παναγ. Πάκος ΣΤΟ πρώτο του φιλοσοφικό βιβλίο, ίοςίε οί ΜοόβΓπ Ρήγείεε (1927), ανέπτυξε τη θέση του Μπρεγιέ (ΒΓ6(ΙΪΘΓ) Εμίλ (ΒΘΓ - |_β - ϋυο, 1876 - λειτουργικού προσδιορισμού των εννοιών της Ρ3Π5.1952). Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός. επιστήμης*. Σύμφωνα με τη θέση αυτή, η ανάΑπόφοιτος της Σορβόννης, δίδαξε φιλοσοφία πτυξη των διαφόρων εννοιών πρέπει να γίνεστα πανεπιστήμια της Βθηπβδ, του ΒοΓάββυχ ται στη βάση όχι αφηρημένων εννοιών, αλλά και του Παρισιού. Εξέδωσε πολλά βιβλία με με ορολογία των πράξεων της εμπειρίας. θέμα τους τη φιλοσοφία της αρχαίας Ελλάδας Όπως ο ίδιος σημειώνει, "... Με κάθε έννοια* και του Μεσαίωνα κατά τη διάρκεια της μακράς γενικά δεν εννοούμε τίποτα περισσότερο από θητείας του ως καθηγητή της ιστορίας της φιμια σειρά παρατηρήσεων. Η έννοια είναι συνώλοσοφίας* στη Σορβόννη. Ανάμεσά τους δενυμη με το αντίστοιχο σύνολο διαδικασιών...". σπόζει η εφτάτομη Ιστορία της Φιλοσοφίας, Επίσης σημαντική είναι η επισήμανση που την οποία και εξέδιδε από το 1926 έως το έκανε για τη σχετικότητα όλων των μετρήσε1932. Από το 1940 διετέλεσε και διευθυντής ων και την εξάρτηση των αποτελεσμάτων τους του "Ββνυβ ΡΙιίΙοδορϊιίρυβ" και υπήρξε για από το σύστημα του παρατηρητή, θέσεις παραπολλά χρόνια μέλος του ΙηδϋΙυΙ άβ ΡΓβηοθ. πλήσιες με αυτές του Αυστριακού θετικιστή Ε. Μβοϊι', των Αμερικανών θετικιστών Ο. ΡβίΐΌβ* Βιβλιογρ : "ΟΓ3ΠΙ3 Ι_3Γθυ536 ΕηςγοΙορβάιςυθ". τόμ. 2. και νν. ϋ3Γτιβδ* και των θετικιστών της Σχολής 1960.· "ΕηογεΙορβ<3ί3 Αΐϊΐθποθηβ". τόμ. 4. 1965. Νικ. Οικονομίδης της Βιέννης. Όλη του η ζωή χαρακτηριζόταν από τη συνεχή αναζήτηση μιας διανοητικής τεΜπρεντάνο (ΒΓβηΙβηο) Φραντς (1858-1917). λειότητας σε όλα τα επίπεδα έκφρασης της Αυστριακός φιλόσοφος, από τα λαμπρότερα ανθρώπινης δραστηριότητας, γεγονός που τον πνεύματα της αυγής της Φαινομενολογίας*. οδήγησε, από τη μια, σε μια υποτίμηση του Δημιούργησε κύκλο μαθητών, μέσα από τον πραγματικού ρόλου της αφηρημένης νόησης οποίο αναδείχθηκε ο ΗυδδβΓΐ*. Ο Μπρεντάνο και, από την άλλη, σε μια υπερτίμηση της εεισηγήθηκε πρώτος την άποψη ότι δεν υπάρχει μπειρικής ικανότητας της Επιστήμης. συνείδηση άνευ περιεχομένου, το οποίο (πεΓι ωργος Οικονόμου ριεχόμενο) συνιστά το "αντικείμενο" της συνείδησης και προς το οποίο στρέφεται ("αναΜπρούνο Τζιορντάνο (ΒΙΌΠΟ Οί0Γ03Π0, κατά φέρεται") η συνείδηση. Αυτή την ιδιότητα της κόσμον ΡίΙίρρο, Νοΐ3, 1548 - Ρώμη, 1600). Ιτα-
25
Μπρουσλίνσκι λον μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, λός φιλόσοφος. Σε ηλικία 18 ετών κατετάγη διευθυντής του Ινστιτούτου Ψυχολογίας και στο Τάγμα των Δομινικανών. Από το 1566, και του "Ψυχολογικού περιοδικού". Αντικείμενο αφότου κρίθηκε ύποπτος αιρετικός, άρχισε τις των ερευνών του είναι η ψυχολογία*, η φιλοσοπεριηγήσεις του ανά την Ευρώπη. Εμεινε στο φία*, η κυβερνητική*. Πρότεινε νέα μέθοδο μεΠαρίσι, όπου δημοσίευσε τα πρώτα έργα του σχετικά με την τεχνική της απομνημόνευσης, λέτης του ανθρώπου* και του ψυχισμού του. Με εμπνευσμένα από τις θεωρίες του Λουλ*. Στην τη βοήθεια αυτής της μεθόδου γίνεται, στα Οξφόρδη, αντίθετα, δημοσίευσε τους διαλόέργα του, επεξεργασία της θεωρίας για την γους του γραμμένους στην ιταλική: 13 οβηβ πνευματική και ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου. όβΙΙβ οβηβή, Ωβ 13 03υ33 ρπηάρίο β υηο, Οβ Γ Ο Μπρουσλίνσκι είναι ένας από τους επικριτές ίηίίηϋο υηίνβΓ30 β Γηοηόί, Βρβοάο όβ ΙΒ ϋβεϋβ της πολιτισμικής-ιστορικής θεωρίας του ΒιγκόΙήοηΙβηίβ, Οβ ςΐί βίοίά (υπή. Στη Βιτεμβέργη τσκι* και του Λούρια*. Η θεωρία αυτή, εκκινώκαι στη Φρανκφούρτη δημοσίευσε, γραμμένο ντας από τον κοινωνικοίστορικό προσδιορισμό στα λατινικά, το ποίημα Οβ ίσιβρίηυΐΏ οοπιρο- των ανώτερων ψυχικών λειτουργιών και ικανοείϋοηβ. Στη Βενετία, μετά από καταγγελία του τήτων του ανθρώπου (έλλογη σκέψη, στοχοθέμαθητή του ευγενούς Μοποβπίςο, καταδικάτουσα βούληση κ.λπ.), αρνείται στην ουσία τον στηκε από την Ιερά Εξέταση σε θάνατο στην ρόλο της κληρονομικότητας*. Κατά τον Μπρουπυρά ως αιρετικός. σλίνσκι, όμως, ο άνθρωπος γεννιέται ως δυνάΗ φιλοσοφία του ΒΙΌΠΟ πρέπει να θεωρηθεί στα πλαίσια δυο σημαντικών γεγονότων: της κοπερνίκειας επανάστασης και της εκκλησιαστικής Μεταρρύθμισης*. Ο συνεκτικός κρίκος των διαφόρων φάσεων του στοχασμού του είναι η ιδέα της απεραντοσύνης του κόσμου και ως εκ τούτου η άρνηση της πτολεμαίκής και αριστοτελικής κοσμολογίας. Στη θεώρηση του πεπερασμένου και διηρημένου αριστοτελικού σύμπαντος ο ΒΙΌΠΟ αντέταξε την άποψη ενός σύμπαντος απείρου και συνεκτικού, άποψη που εκτίθεται στο έργο του Οβ 13 03ΐ133..., όπου και ανασκευάζεται η αριστοτελική έννοια των τεσσάρων αρχών. Για τούτο ο ΒΙΌΠΟ ενστερνίστηκε τις θεωρίες του Κοπέρνικου* και του Τύχωνος Βραχίου (Τγςβ ΒΓΘΙΊΘ), που του προσέφεραν την εικόνα ενός ανοικτού σύμπαντος. Κατά τον ΒΙΌΠΟ, Ο φιλόσοφος οφείλει να αναζητεί την αλήθεια λογικά, αντιλαμβανόμενος τη φύση ως ένα ενιαίο και άπειρο όλον και ταυτιζόμενος με αυτή. Οι περί θρησκείας απόψεις του, τέλος, σαφώς ορθολογιστικές (η θρησκεία αποβλέπει στο να θεοποιήσει τον άνθρωπο φέρνοντάς τον σε επαφή με τις δυνάμεις της φύσης), τον οδηγούν στην ταύτιση αυτής της "φυσικής θρησκείας" με τη φιλοσοφία*, από την οποία ο φιλόσοφος ανέμενε τη διόρθωση των κακώς κειμένων της εποχής του. Βιβλιογρ.: Α<3ΟΓΠΟ Ρ.. ΟΓΒΣΟΓΓ Τ.. νβιΤ3 V.. 5 Ιοήβ ϋβΙΙβ
ΡίΙοεοΙί3. βό. ΙβΓΖ3. Ββπ. 1979 - ΡβϋϊβΙΙϊ υ.. ΡίΙσεοΙίβ β $οαβΐ3. εό. ΖβπίοΐΊβΙΙί. ΒοΙοςηβ. 1978 - 03πη Ε . .
Βωηο.
Οθί. ΒΟΓΠ3 - ΜΪΙ3Π0. 1966.
Μαριάντζελα
Ιέλο
Μπρουσλίνσκι Αντρέι Βλαντίμιροβιτς (1933). Ρώσος ψυχολόγος και φιλόσοφος, αντεπιστέλ-
26
μει ενεργό και ηθικό ον, που η διαμόρφωση των ικανοτήτων του συντελείται με βάση την κληρονομικότητα και την επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος* (δραστηριότητα και αγωγή), (βλ. Οι κληρονομικές προϋποθέσεις της ψυχικής ανάπτυξης του ανθρώπου, "Βαπρόσι Φιλοσόφιι", 1970, αρ. 9). Εργα: Νόηση και πρόγνωση, Μόσχα, 1979' Ψυχολογία της νόησης και η προβληματική μάθηση, Μόσχα, 1983 κ.ά. Θεοχ.
Κεσσίδης
Μπρυνσβίκ (ΒΓυηδοΙινίος)) Λεόν. Γάλλος ιδεαλιστής φιλόσοφος (1869-1944). Οπαδός του καντιανού λογικοκριτικισμού, αντιμετωπίζει την επιστήμη" ως ιδιότητα της διάνοιας, ανεξάρτητη από τα φαινόμενα τα οποία καλείται να εξηγήσει. Οι ρυθμιστικοί παράγοντες, οι κανονιστικές αρχές και η εν γένει εξέλιξη των επιστημών ανήκουν στη δικαιοδοσία του λόγου", όχι της αντικειμενικής πραγματικότητας (Εισαγωγή στη ζωή του Πνεύματος, 1900). Αυτή η θέση του Μπρυνσβίκ εξηγεί και το ενδιαφέρον του για την ιστορία των επιστημών, υπεράνω των οποίων θέτει τη φιλοσοφία" ως "γνώση των γνώσεων"· την τελευταία, ωστόσο, την ορίζει όχι ως φιλοσοφία των εννοιών", αλλά ως λογική - μαθηματική φιλοσοφία. Ως προς το ζήτημα της ηθικής", ο Μπρυνσβίκ με οπτιμισμό διαβλέπει στην πρόοδο της επιστήμης τον καθαρμό της συνείδησης* και συνακόλουθα την ηθική βελτίωση του ανθρώπου. Ιδρυσε το περιοδικό "Πθνυθ ύθ ηπ6ΐ3ρΙιγδίςυβ 61 άθ ΓποΓ3ΐβ". Εργα του: Ιβ ρη§Γέ$ όβ ΙΒ οοηεάβηοβ όβηε 13 ΡΙιίΙοεορίΊίβ οοάόβηΐβΐβ, Πα-
Μυθολογία ρίσι, 1927.- ί.3 Γ3ί5οη θΐ 13 ΓβΙίρίοη, Παρίσι, 1939. Βιβλιογρ.:
Οθίοήουχ
Μ..
13
ρΝΙοεορΜβ
ϋθ 1.6οη
βΓυηεοίιηϊοο. Παρίσι. 1949.
Παναγ. Πάκος
Μπυντέ (Βυάό, λατ. Βυάββυε) Γκυγιώμ (14681540). Γάλλος ουμανιστής, αρχαιογνώστης, νομομαθής και διπλωμάτης, πρωτεργάτης της γαλλικής Αναγέννησης, σύγχρονος και φίλος του Ερασμου* και του Ρόυχλιν", αλλά με διαφορετική κατεύθυνση από αυτούς, ιδρυτής του περίφημου ΟοΙΙέςβ άβ ΡΓΘΠΟΘ. Σ ε εποχή που το Παρίσι ήταν ακόμα κέντρο των σχολαστικών*, ο Μπυντέ υπεράσπισε με νέο πνεύμα τα Ελληνικά γράμματα και την καλλιέργειά τους, αντιμετωπίζοντας τις σχετικές επιφυλάξεις της Εκκλησίας και της Σορβόννης. Εξάλλου ενδιαφέρθηκε έντονα για τα θέματα του πρακτικού βίου, όπως η οικονομία, η πολιτική* και το δίκαιο*. Με το έργο του Σημειώσεις στους Πανδέκτες {Αππο(3ΐίοηβε 3ό ΡθηάβοΙβε, 1508) υπερέβαλε τους προδρόμους του Βάλλα", Πολιτσιάνο και Ζάσιο και εγκαινίασε την εποχή που ανέδειξε τους μεγάλους νομομαθείς της Γαλλίας. Το έργο του Υπομνήματα στην ελληνική γλώσσα {ΟοιηινβηΐΒπί Ιϊηςυββ ΟΓ3603Θ, 1529) αποτέλεσε κατά κάποιον τρόπο τον πρόδρομο του Θησαυρού της ελληνικής γλώσσας (Τήβ53υω5 Ιίηου36 Βιβλιογρ.:
θΓ3β03β).
ΡΙ3113Γ(1 β.
Βυά6 βΙ Ιβ$ οήοίπβε άβ Ι'
ίιυπΐ3ηΐ5ΐηβ ΐΓΒηςβίΒ. Ρ3Π5. 1966. Ε. Ν. Ρούσσος
Μπυφφόν Γεώργιος Λουδοβίκος (ΟβΟΓςβδ ίουίδ ΙΘΟΙΘΓΟ άβ Βυίίοπ). Γάλλος φυσιοδίφης, γεωλόγος και φιλόσοφος (Μονμπάρ, 1707 - Παρίσι, 1788). Πολυδιάσταση προσωπικότητα, με ευρύτατη ερευνητική και συγγραφική δραστηριότητα, ο Μπυφφόν εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Επιστημών το 1733' διετέλεσε διευθυντής επί πεντηκονταετία του "ϋβιάίπ άβ5 ΡΙβπΙβδ" του Παρισιού, το οποίο ανέδειξε σε έναν από τους μεγαλύτερους και πλέον ενημερωμένους βοτανικούς κήπους της Ευρώπης. Η αναγνωρισμένη επιστημονική του προσφορά χάρισε στον Μπυφφόν τον τίτλο του κόμητος στα 1771. Στη Φυσική Ιστορία (ΗίδΙοίΓθ ηβΙυΓθΙΙθ ςόηόΓθΙβ βΙ ρβιΙίουΙίέΓβ, 1749-1804), ένα μνημειώδες έργο 36 τόμων, ο Μπυφφόν εξέθεσε συνολικά τα πορίσματα στον χώρο της βοτανικής, γεωλογίας, εντομολογίας, καθώς και πλήθος εργασιών με θέμα τη γεωλογική δομή και συμπε-
ριφορά της Γης. Κατά τον Μπυφφόν, η Γ η είναι θραύσμα του Ηλιου, που αποκόπηκε από αυτόν ύστερα από πρόσκρουση κομήτη στην επιφάνειά του. Υποστηρίζει εξάλλου πολλές νεωτεριστικές ιδέες, όπως αυτή της μεταβλητότητας (εξέλιξης) των ειδών λόγω περιβαλλοντικών εν γένει συνθηκών. Εισηγήθηκε την ένιαία ερμηνεία των φυσικών φαινομένων μέσα από την ιστορική διαδρομή της εξέλιξής τους. Ε ρ γ α του: ΤήόΟΓϊβ άβ 13 ΤβΓΓβ.- ΩίΒβουΓΒ 51ΙΓ 13 πβΐυίβ άβ$ βπϊΓπβυχ. - Ηοπιπιβ. Παναγ. Πάκος
Μπύχνερ (ΒυεΙιηβΓ) Λούντβιχ (Οβπηδίοάΐ, 18241899). Γιατρός και σημαντικός εκπρόσωπος του απλοϊκού υλισμού στη Γερμανία. Σπούδασε στο Οίβββη και στο Στρασβούργο. Υποστήριξε ένθερμα την επανάσταση του 1848/49. Το 1855 δημοσίευσε το έργο του Κγ3Η υπό 51ο!1. Το βιβλίο αυτό του κόστισε πολλά, διότι μετά την έκδοσή του έχασε τη θέση του στο Πανεπιστήμιο. Αργότερα συνέδεσε την πλατιά εκλαϊκευτική δημοσίευση με την ιατρική πρακτική. Η εκλαϊκευτική του δραστηριότητα είχε μεγάλη απήχηση, έκανε μάλιστα και πολλά ταξίδια. Τις υλιστι-_ κές, δαρβινιστικές απόψεις συνέδεε με ευρύτερες πρωτοβουλίες για την αλλαγή της κοινωνικής κατάστασης στη Γερμανία. Τα κείμενά του είχαν μεγάλη κυκλοφορία, μόνο το ΚΓΒΙΙ υπό 81οίίέκανε, μέχρι το 1904, είκοσι μία εκδόσεις. Οι Μ3ΓΧ*, ΕπςθΙδ', οι οποίοι υπήρξαν σύγχρονοι του, χαρακτήριζαν τον υλισμό* του Μπύχνερ ως "χυδαίο υλισμό"*. Χάρης Κράλλης
μπχάβα. Κατά λέξη σημαίνει "φυσική διεργασία" και χρησιμοποιείται ως όρος που σηματοδοτεί τον τρόπο με τον οποίο ο γιόγκι αποκτά τη λύτρωση. Κατά τον Βισνάνα Μπίκσου η τελική λύτρωση του γιόγκι είναι επίτευγμα της γέννησης (μπχάβα) όσων την αποκτούν, δηλαδή της γέννησης σε κατάλληλη ώρα, που οφείλεται στην εφαρμογή της γιόγκα σε κάποια προηγούμενη ύπαρξη. Ο Βυάσα και ο Βακασπάτι Μίκρα θεωρούν ότι ο όρος μπχάβα αναφέρεται στον "κόσμο" και στην "κοσμική, βέβηλη ζωή". Βιβλιογρ.: Μ. ΕΙίβύε, Γιόγκα. εκδ. I. Χατζηνικολή. Αθήνα. 1980.
Αλέξ. Καριώτογλου
Μυθολογία. Σύνολο κοσμογονικών παραδόσεων* και μύθων* κάθε λαού. Μυθολογία έχει δη-
27
Μύθος μιουργηθεί στο πέρασμα του χρόνου σε κάθε λαό από τη στιγμή που μέσα από παραδόσεις και διηγήσεις καταβάλλεται προσπάθεια να ερμηνευθεί η αιτία ύπαρξης του κόσμου, ο τρόπος δημιουργίας του και η παρουσία πραγμάτων και καταστάσεων γνωστών από το παρελθόν στον κάθε λαό. Ο τρόπος σκέψης και ψυχοσύνθεσης κάθε λαού, φυλής ή έθνους απεικονίζεται μέσα στη μυθολογία του, η οποία κατ' αυτό τον τρόπο δίνει το στίγμα της φιλοσοφίας της ζωής που διαμόρφωσε. Η φιλοσοφική σκέψη πολλές φορές στηρίχτηκε στη μυθολογία, η οποία αποτέλεσε κατ' αυτό τον τρόπο την αφετηρία για τη δημιουργία συγκεκριμένου στοχασμού. Βιβλιογρ.: ϋ. £)θ
νπθί.
ΡΘΓ$0ΊΪΥΓ>Ί}$§Θ$0Ν0ΝΘ
(/ΘΓ
βιθ. ΡΓθιϋϋΓθ. 1961.-0. Ι-3η&ζΚονν$Κί. Νθυθίθ
ΜγΙΜο-
ΡοκοΐΊυη-
ββη ζυΓ ΜγΗιοΙοςιβ. δβΘΟυΙυσι, 19 (1968), 282-309. Αλέξ.
Καριώτογλου
Βιβλιογρ.:
Μύθος. Ο λόγος ή η ομιλία που περιγράφει την παραδοσιακή εφαρμοσμένη αφήγηση με περιεχόμενο συνήθως θρησκευτικο-ιδεολογικό. Στην πραγματικότητα η έννοια του όρου μύθος διαφοροποιείται ανάλογα με το περιεχόμενο κάθε κειμένου και του συνόλου της σκέψης μέσα στην οποία χρησιμοποιείται. Η αντίθεση μεταξύ μύθου και λόγου έγινε αντικείμενο έρευνας και ευρύτερου στοχασμού από την αρχαιότητα. Η έκφραση αυτής της αντίθεσης περιγράφεται ήδη στους σοφιστές*, ενώ λείπει στον Ομηρο*. Στον Πλάτωνα* φαίνεται ότι ο μύθος έχει τη θέση του προ-λογικού στοιχείου. Η μεταμόρφωση του μύθου σε λόγο εκτελείται σε δύο επίπεδα: α) σε βαθύτερο επίπεδο, ο μύθος μεταμορφώνεται στον χώρο της φυσικής, μεταφυσικής και κοσμολογίας (κυκλικός χαρακτήρας των γεγονότων)· β) σε επιφανειακό επίπεδο, με την αλληγορική ερμηνεία του μύθου. Στους Έλληνες πατέρες ο μύθος θεωρείται ως προστάδιο προς τον σπερματικό λόγο, ο οποίος ενυπάρχει στην προ Χριστού εποχή και οδηγεί στην "αληθή φιλοσοφία", που είναι η Χριστιανική Αποκάλυψη. Ο μύθος κατά τον φιλόσοφο
Ε Γ Π 5 1 ΟΒΔΔΊΓΒΓ* σ υ ν δ υ ά ζ ε ι
ένα
θεωρητικό στοιχείο κι ένα στοιχείο καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο μύθος είναι η μάζα, από την οποία βγήκε σιγά σιγά η σύγχρονη ποίηση. Τόσο η μυθική σκέψη όσο και η επιστημονική ακολουθούν τον ίδιο δρόμο, εφ' όσον αναζητούν το ίδιο: την πραγματικότητα. Ο μύθος δεν είναι σύστημα δογματικών ομολογιών. Αποτελείται από πράξεις παρά από αμιγείς εικόνες ή αναπαραστάσεις. Κατά τον ΕΙίθάθ* ο μύθος, α-
28
νεξάρτητα από τη φύση του, αποτελεί πάντα ένα προηγούμενο και ένα παράδειγμα, όχι μόνο όσον αφορά στις πράξεις (ιερές ή ανθρώπινες) του ανθρώπου*, αλλά περισσότερο στην αληθινή του φύση. Αποτελεί ακόμα προηγούμενο για τις μορφές της ύπαρξης γενικά. Θα έλεγε κανείς ότι ο μύθος καταργεί την ιστορία. Ομως πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι μύθοι, από το γεγονός και μόνο ότι εξαγγέλλουν αυτό που συνέβηκε σε "αλλοτινούς καιρούς", συνιστούν οι ίδιοι μια υποδειγματική ιστορία της ανθρώπινης ομάδας που τους διατήρησε και του Κόσμου αυτής της ομάδας. Αυτή η υποδειγματική ιστορία εκφράζει την βαθιά επιθυμία του ανθρώπου να ζει εμπειρικά την αιωνιότητα από εδώ κάτω ακόμη. Ο μύθος σ1 ένα υποβιβασμένο επίπεδο εκφράζεται ως θρύλος, μπαλάντα, μυθιστόρημα ή πρόληψη, συνήθεια, νοσταλγία. ϋ. όθ νπθϊ. ΡοκοίιυηςΒββεεΜοήΙθ όθί ΜγΙΗοΙοςιβ. ΡίθίϋυΓς. 1961.- Ε. 03$5ίΓ6Γ. Δοκίμιο για τον άνθρωπο, εκδ. Κάλβος, Αθήνα. 1972 - Μ. ΕΙίβόθ. Πραγματεία πάνω στην Ιστορία των θρησκειών, εκδ. I. Χατζηνικολή. Αθήνα. 1981. Αλέξ Καριώτογλου
Μύθος και Λόγος. "Μύθος" σημαίνει διήγηση, θρύλος, επινόηση· αφήγηση για θεούς και ήρωες. Ο όρος "Λόγος" είναι πολυσήμαντος. Δεδομένου ότι καθήκον μας είναι να διευκρινίσουμε τα γενικά χαρακτηριστικά του περάσματος από τον μύθο στον λόγο, από την αισθησιακή (και από την άποψη αυτή την ασυνείδητη) αντίληψη της πραγματικότητας στην ορθολογική (συνειδητή, λογική) αντίληψή της, τότε με τον "λόγο" εννοείται κυρίως το "λογικό", η "νόηση", η "κατανόηση". Η μυθολογία ως συλλογή μύθων είναι τρόπος κοσμοαντίληψης, τύπος κοσμοθεωρίας των λαών στην αρχαιότατη βαθμίδα ανάπτυξής τους. Ο μύθος ως πρωτόγονος τρόπος πνευματικής κατάκτησης της πραγματικότητας συνενώνει τη φαντασία, την πίστη και τη γνώση. Στην πορεία της ιστορικής - κοινωνικής εξέλιξης συντελείται η διαφοροποίηση, η διάσπαση αυτών των στοιχείων, η οποία συνοδεύεται συνήθως από τον ανταγωνισμό των διαχωρισμένων στοιχείων. Έτσι, όταν ο ακκαδοβαβυλώνιος μυθολογικός ήρωας Αδάπα κόβει τα φτερά του νότιου ανέμου, γιατί αυτός ο άνεμος ανέτρεψε τη βάρκα του, όταν ο Βελλερεφόντης στην ελληνική μυθολογία προσπαθεί να πετάξει στον ουρανό, ιππεύοντας τον Πήγασο, ή όταν ο Ηρακλής καθαρίζει τους στάβλους του Αυγείου, αλλάζοντας την κοίτη του
Μύθος και Λόγος ποταμού, σε όλους αυτούς του μύθους φαίνεται ο διαχωρισμός και ο ανταγωνισμός που είχε αρχίσει στον μύθο ανάμεσα στη φαντασία και τη γνώση. Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα αυτού του ανταγωνισμού είναι ο μύθος του Προμηθέα, η μορφή του οποίου έγινε σύμβολο της πάλης του ανθρώπου κατά των θεών (εξωτερικών δυνάμεων), σύμβολο της τεχνικής και γενικά της πολιτιστικής προόδου. Οι μυθολογικές εικόνες, σε διάκριση από τις ποιητικές, παραμυθένιες και λοιπές καλλιτεχνικές εικόνες, δεν είναι υποθετικές και αλληγορικές. Οταν, ας πούμε, το άλογο του Αχιλλέα, αποκτώντας το χάρισμα του λόγου, προμηνύει τον σύντομο θάνατο του, για τη μυθολογική φαντασία η προφητεία του αλόγου είναι πραγματική μεταμόρφωση, η οποία δεν εμπεριέχει κάτι το υποθετικό - ποιητικό, παραμυθένιο ή αλληγορικό. Ο μύθος ταυτίζει την εικόνα του αντικειμένου με το ίδιο το αντικείμενο, το ιδεατό και το υλικό. Ετσι, ο Δίας δεν συμβολίζει απλώς τον κεραυνό και την αστραπή, αλλά είναι ο κεραυνός και η αστραπή. Η μυθολογική συνείδηση, σύμφωνα με την οποία "όλα είναι όλα" ή "όλα σε όλα", προσφέρει απεριόριστη ελευθερία στη φαντασία, τη μεταφορά των ιδιοτήτων ορισμένων πραγμάτων σε άλλα, σε οποιεσδήποτε μεταμορφώσεις και κατορθώματα. ΓΓ αυτό, στον μύθο δεν υπάρχει τίποτα το καθορισμένο, το σταθερό, το οριοθετημένο ή το διαμορφωμένο, αυτό δηλαδή που αποτελεί τη βάση της λογικής σκέψης. Ο "μηχανισμός" διαχωρισμού της σκέψης (του λόγου) από τον μύθο σαν αισθησιακής αντίληψης, που ζωογονεί και εμψυχώνει τα πάντα, αποτέλεσε τη διαδικασία περάσματος από τη μυθολογική ταύτιση της μορφής του πράγματος με το ίδιο το πράγμα στην καλλιτεχνική παρομοίωση και από την καλλιτεχνική παρομοίωση στην επιστημονική αναλογία και την αφηρημένη έννοια. Η επική "καλλιτεχνική" σύγκριση είναι εκείνο το νέο που εισήγαγε ο Ομηρος στους μύθους και θρύλους της αρχαιότητας. Σ' αυτούς φάνηκε η κοσμοαντίληψή του. Το γεγονός ότι ο Ομηρος επίτηδες παρομοιάζει ετερογενή φαινόμενα (για παράδειγμα, τη μανία και την ορμητικότητα του Αχιλλέα με την πυρκαγιά στο δάσος, τον μαινόμενο άνεμο, το λιοντάρι κ.λπ.) προϋποθέτει ήδη την κατανόηση της διαφοράς ανάμεσα στα συγκρινόμενα αντικείμενα, δηλαδή η διαδικασία της παρομοίωσης δεν μπορεί να αντεπεξέλθει χωρίς τις διανοη-
τικές πράξεις. Στη βάση των λογοτεχνικών συγκρίσεων εμφανίστηκαν αργότερα οι πρώτες επιστημονικές αναλογίες. Στη Θεογονία του Ησιόδου* οι σχέσεις ανάμεσα στα φυσικά φαινόμενα, που προσωποποιούνται στις μορφές των θεών, παρομοιάζονται με τις σχέσεις (φύλων και ηλικίας) ανάμεσα στους ανθρώπους μέσα στον σύλλογο των γενών. Ταυτόχρονα στη Θεογονία του Ησιόδου σημειώθηκε στροφή από τις αντιλήψεις για τις σχέσεις των φύλων στις αντιλήψεις φυσικής φιλοσοφικής τάξης, ειδικότερα διατυπώνεται θολά η ιδέα του γενικού και πρωταρχικού, κάτι του ουσιαστικού, που αποκλήθηκε "Χάος". Οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι, που εγκατάλειψαν τη μυθολογική προσωποποίηση των δυνάμεων της φύσης στις μορφές των θεών, μπήκαν στον δρόμο της επιστημονικής γνώσης των φαινομένων, καθώς και της αναζήτησης της "αρχής" όλων των πραγμάτων και της γενικής τάξης πραγμάτων στον κόσμο. Ο Θαλής*, που παρομοίασε τη Γη μ' έναν επίπεδο δίσκο (με δοκάρι που πλέει στο νερό), και ο Αναξίμανδρος*, που παρομοίασε τη Γη με δίσκο και διατύπωσε την "τρελή" ιδέα ότι η Γη δεν στηρίζεται πουθενά, αιωρείται, υπήρξαν οι πρώτοι Ελληνες επιστήμονες οι οποίοι χρησιμοποίησαν τις τροπικές αντιλήψεις, οι οποίες βασίζονται στις συγκρίσεις και τις αναλογίες. Στις διδασκαλίες των Μιλήσιων παρατηρείται η στροφή από το ζήτημα του πώς εμφανίστηκε ο κόσμος και η τάξη πραγμάτων στον κόσμο στο ζήτημα του τι είδους είναι η τάξη πραγμάτων στον κόσμο. Με τη διδασκαλία του για τον μοναδικό, αιώνιο και ξένο προς τον ανθρωπομορφισμό "Θεό", ο Ξενοφάνης* συνέβαλε στη μεταφορά της προσοχής από το ζήτημα της προέλευσης του κόσμου στο ζήτημα της ύπαρξής του. Ο Ηράκλειτος* διατυπώνει το αξίωμα της αιωνιότητας της τάξης πραγμάτων στον κόσμο και της πρώτης βάσης του -του αιώνιου ζωντανού πυρός, το οποίο αναβοσβήνοντας ρυθμικά καθορίζει την αλλαγή των πραγμάτων και γενεών. Η ιδέα του περί "Λόγου" ήταν αποτέλεσμα της κριτικής του "Μύθου". Σε αντιδιαστολή με το αεικίνητο πυρ του Ηράκλειτου, ο Παρμενίδης* κατέληξε στην ιδέα της ενιαίας, αμετάβλητης και ταυτόσημης ύπαρξης (ουσίας), η οποία είναι προσιτή μόνο στην ορθολογική σκέψη, καθώς και της πολυμορφίας του κόσμου των αεικίνητων και ευμετάβλητων πραγμάτων που ξεφεύ-
29
Μύλλερ γουν από τη σκέψη. Οι Ελεάτες', που ακολούθησαν τον δρόμο της ορθολογικής θεώρησης του κόσμου και ανακάλυψαν τον καθαρό λόγο, συνάντησαν δυσκολίες που εκφράζονται στις απορίες του Ζήνωνα*. Θεοχ
Κεσσίδης
Μύλλερ ( Μ Ϋ Ι Ι Β Γ ) Φρειδερίκος Μαξ (Ντεσσάου, 1823 - Οξφόρδη, 1910). Αγγλος γλωσσολόγος, καθηγητής στην Οξφόρδη και ειδικός στη μυθολογία* και την ινδική φιλοσοφία". Εκτός από τα άλλα έργα του, μετέφρασε τη Ριγκβέντα, σε έξι τόμους (1849-1874) και έχει εκδώσει τα Ιερά βιβλία της Ανατολής σε πενήντα πέντε τόμους (1879-1924). Παρά την τεράστια προσφορά του στη μελέτη της ινδικής φιλοσοφίας, ο Μαξ Μύλλερ ήταν δέσμιος των δυτικών προκαταλήψεων και της ιστορικής μεθόδου. Βιβλίο γρ.: ΜυΙΙβΓ Ο. Μ.. ΓΛβ Λ/β 3πά ΙθΙΙθΓε ο/Ρ. Μ. ΜυΙΙθί. ν. 1-2. 1. 1902.
Ε. Χ.
τικός της χριστιανικής πληβειακής πτέρυγας της Μεταρρύθμισης*. Η κοσμοθεωρία του είχε πανθειστικό χαρακτήρα. Θεός*· κατά τον Μύντσερ, είναι ο κόσμος στην ολότητά του και θεϊκό είναι οτιδήποτε γήινο που υψώνεται στην κατάσταση ιδανικής τελείωσης. Κήρυσσε την άρση της διαφοράς μεταξύ Ουρανού και Γης και μαζί με τους οπαδούς του αγωνίστηκε να πραγματωθεί η "Βασιλεία του Θεού" στη Γη. Στην τέλεια αυτή κοινωνία δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία. "Οππηίβ ευ η! οοιτιπιυηίβ", έγραφε, "και τα αγαθά θα κατανέμονται στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του". Στην έννοια της πίστης ο Μύντσερ έδινε διαφορετικό περιεχόμενο απο τον μετριοπαθή Λούθηρο*. Για τον Μύντσερ πιστός είναι αυτός που υποτάσσει το ατομικό του συμφέρον στο γενικό και αγωνίζεται για την κατάργηση των ταξικών διαφορών, ενώ για τον Λούθηρο πίστη είναι η παθητική αναμονή της επίδρασης της Θείας Χάριτος με την υποταγή του ανθρώπου στην κρατική εξουσία. "Η εξουσία", έγραφε ο Μύντσερ στι 22 του Ιούλη το 1524, "θα πρέπει σε σύντομο χρονικό διάστημα να δοθεί στον λαό". Η Βίβλος* για τον Λούθηρο ήταν συλλογή αποφθεγμάτων που τα χρησιμοποιούσαν οι ηγεμόνες και οι κυρίαρχοι για τη δικαίωση της κοινωνικής τους θέσης, ενώ για τον Μύντσερ η Βίβλος ήταν η θεωρία της κοινωνικής επανάστασης. Διαφορετικές ήταν και οι αντιλήψεις τους για τον άνθρωπο*. Ο Λούθηρος βλέπει τον άνθρωπο σαν ον που αιώνια θα υποφέρει στη Γη, και κηρύσσει: "πόνος, πόνος, Σταυρός, Σταυρός, είναι η μοίρα των χριστιανών", ενώ ο Μύντσερ θεωρούσε πραγματικό άνθρωπο τον υπεύθυνο επαναστάτη.
Μύνστερμπεργκ Χούγκο (Ηυςο ΜϋπδΙβΓ&ΒΓΣ). Γερμανός φιλόσοφος και ψυχολόγος (Γκντανσκ, Πολωνία, 1863 - Καίμπριτζ, Μασαχουσέτη, 1916). Στη Γενεύη και στη Λιψία επιδόθηκε σε ιατρικές σπουδές, όπου δέχθηκε την επίδραση του \Λ/υπάΓ, ενώ παράλληλα συνδέθηκε με τον ΡίςΚβιΙ* και τη σχολή της Βάδης*. Αποτέλεσμα της επίδρασης του ΗίοΚβΠ και του ννίπΰβίΓπβπ* ήταν η προσχώρηση του Μύνστερμπεργκ στον νεοκαντιανό κριτικισμό*· στο έργο του ΡΝΙοεορΙιίθ άθΓ IΝβάβ (1908), αποπειράθηκε να συνθέσει όλους τους επιστημονικούς τομείς σ' ένα ενιαίο σύστημα που θα θεμελιώνεται σε αυστηρούς αξιολογικούς άξονες. Ο μεγάλος αυτός θεολόγος της επανάστασης Καθηγητής στο Φράιμπουργκ, ιδρυτής και διαποκαλούσε τους πτωχούς επαναστάτες "εευθυντής του εκεί ψυχολογικού εργαστηρίου, κλεκτούς", στηριζόμενος στο Κατά Ματθαίον έθεσε τις βάσεις για τη σύγχρονη πειραματική Ευαγγέλιο 5-7 και στο Κατά Λουκάν(β). "Εκλεψυχολογία (ΒβίΐΓάςβ ΖΙΙΓ βχρβππιβηΙθΙΙβη Ρεγκτοί" ήταν και οι πνευματικοί άνθρωποι που οήοΐοβίβ, 1889-1892), την ψυχολογία του Διδεν διάβαζαν τη Βίβλο κατά γράμμα αλλά την καίου, την ψυχολογία της διδασκαλίας και την ερμήνευαν με την καρδιά τους, "αφού ο Θεός εφαρμοσμένη ψυχολογία στη βιομηχανική ερτην ορθή Αγία Γραφή δεν την έγραψε με μελάγασία. Με πρωτοβουλία του \ΛΛ ϋ3ΐτιβ$* προνι αλλά με το ζωντανό του δάχτυλο". Ο σκλήθηκε στο Χάρβαρντ, το 1892, για να αναΕνγκελς* γράφει: "Οπως η θρησκευτική φιλολάβει τη δημιουργία του Ινστιτούτου Πειραμασοφία του Μύντσερ πλησίαζε τον αθεϊσμό, τικής Ψυχολογίας. Αλλα έργα του: ΡεγοΜοςγ έτσι και το πολιτικό του πρόγραμμα πλησίαζε 3ηά ΙηάυεΙήβΙ ΕΗίάβηογ, 1913.- ΟΓυηόζϋςβ άβτ τον κομμουνισμό". Ο Μύντσερ εκτελέστηκε ΡεγβΐΊοΙβοΙιηίΚ, 1914. μετά την ήττα των επαναστατικών δυνάμεων Παναγ. Πάχος των οποίων ηγείτο. Μύντσερ Τόμας (1490-1525). Ηγέτης του "πολέμου των χωρικών" στη Γερμανία και θεωρη-
30
Βιβλιογρ.: Μ. Μ. δπιϊπη, Ο/β νοΙΗεΓβ1οητ\3ΐίοη ύβ$ Τ!ιοπΐΒ$ ΜυηΙζβί υηά άθΓ βίο$εβ ΒβυθΓηΚπββ. ΒΘΓΙΪΠ. 1952.- ΡυΟοΙΙ ΗΘΓΓΠΔΙΒΎΙ, ΕηΙάβοΙίυης όβί Κΐ35$βη. ΒβΓίϊη. 1965.- ΕΓΠΪΙ
Μυστικισμός ΒΙοοΜ, ΓΛο/7735 ΜυηΙζβτ βίε ΤΗβοΙοςβ <3ΘΓ ΗβνοΙυΙίοη.0ΘΓΓΙ3Γ(1 \Λ/Θ(ΙΓ, ΓΛο/ηβϊ ΜυηΙζθί. Θεόδ
Κοκάλας
Μυστήρια. Σύνολο απόκρυφων δογμάτων και τελετουργικών δρωμένων, με σαφή -στην πλειοψηφία τους- ανιμιστικό και μυστικιστικό χαρακτήρα. Στις λατρευτικές τους πράξεις συμπεριλαμβάνονταν ενδεχομένως συμβολικές αναπαραστάσεις, θυσίες και τελετές καθαρμού. Η δυνατότητα, ωστόσο, πρόσβασης ήταν αποκλειστικό και απαραβίαστο προνόμιο των μεμυημένων, οι οποίοι με τη συμμετοχή τους επιζητούσαν πρώτιστα την ταύτιση με το θείο, ελπίζοντας παράλληλα να αποσπάσουν το πλεονέκτημα της θεϊκής συνδρομής στην επίγεια όσο και στη μεταθανάτια ζωή τους. Οι ετυμολογικές καταβολές του όρου εντοπίζονται πιθανότητα στο αρχαιοελληνικό ρήμα "μύω" (=διατηρώ στόμα και μάτια ερμητικά κλειστά). Πλήθος λατρευτικών μυστηρίων, κυρίως ελληνικής και ανατολικής προέλευσης, αναδύθηκαν και εν συνεχεία ανδρώθηκαν μέσα σε κλίμα απόλυτης μυστικότητας και καθ' όλη τη διάρκεια της αρχαίας και της ελληνιστικής περιόδου. Ανάμεσα σε αυτά ιδιαίτερης μνείας αξίζουν τα Ελευσίνια μυστήρια, τα επικρατέστερα ενός ευρύτερου κύκλου λατρευτικών εκδηλώσεων, προς τιμήν της Θεάς Δήμητρας και της Περσεφόνης. Ακολουθούν τα Ορφικά, τα μυστήρια των Καβείρων στη Σαμοθράκη, τα αιγυπτιακά του Οσίριδος και της Ίσιδος, το φρυγικά της Κυβέλης, τα περσικά του Μίθρα και πλήθος άλλα. Σταυρούλα Ν.
Σκιαδοπούλου
Μυστικισμός. Φιλοσοφικοθεολογική πρακτική, με σκόπιμες αποκρυφιστικές και ανορθολογιστικές τάσεις, που επιδιώκει την άμεση και άνευ έξωθεν μεσιτείας προσέγγιση (ή ακόμα και ταύτιση) με μια Υπερβατική Πραγματικότητα, η οποία, ανάλογα με τις επιμέρους θρησκευτικές ιδιομορφίες, ενδέχεται να προσλάβει τη μορφή προσωπικής θεότητας ή απρόσωπης Υπέρτατης Αρχής. Η μυστικιστική εμπειρία αφορμάται από μια άνευ όρων εγκατάλειψη του ανθρώπινου λογιστικού* και θυμοειδούς* στη διάθεση της Θεϊκής βουλήσεως και συνεπάγεται την διά της εκστάσεως αποκόλληση του μεμυημένου από τον επίγειο κόσμο και τη συνακόλουθη προσήλωση και κοινωνία του με το Απόλυτο". Προϋποθέτει δε, για την επίτευξη του σκοπού αυτού, μια εκτενή τελετουργική διαδικασία που, παρά την ποικιλία των μορφών
της, περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο την ασκητική δίαιτα, πλείστες ψυχοσωματικές δοκιμασίες και τεχνικές, πρακτικές διαλογισμού καθώς και αδιάλειπτη πνευματική καθοδήγηση. Οι καταβολές του διαπολιτισπκού φαινομένου του μυστικισμού τοποθετούνται ιστορικά στα απώτερα κιόλας βάθη της Αρχαιότητας, στις παρυφές της ανθρώπινης Ιστορίας. Στην Αρχαία Ελλάδα, η καθιέρωση μυστικιστικών λατρευτικών δρωμένων αποδίδεται κυριότατα στις ιεροπραξίες των Ελευσίνιων, Διονυσιακών και Ορφικών μυστηρίων. Στην Ανατολή, και ειδικότερα στην Κίνα, οι θιασώτες του Ταοισμού* επιζητούσαν τη συγχώνευση με την απρόσωπη δύναμη του Τάο, ενώ στην Ινδία, οι ιερές Βέδες* και Ουπανισάδες*, στα πλαίσια της δικής τους ιδιαίτερης κοσμολογικής θεώρησης, εξαρτούσαν το σύνολο των όντων από το Βράχμαν* και απέβλεπαν στη μέθεξη του Ατμαν* (ψυχής) με την υπερβατική αυτή αρχή. Ο μυστικισμός, ωστόσο, καλλιεργήθηκε ιδιαιτέρως και μέσα στους κόλπους του Χριστιανισμού, όπου και ανέδειξε πλήθος επιφανών μυστικών, με κυριότερους τους Ιγνάτιο Αντιοχείας, Κλήμη Αλεξανδρέα*, Ιωάννη της Κλίμακος* στην Ανατολή και τους Μάιστερ Έκκαρτ', Νικόλαο Κουζάνο", Μποναβεντούρα* και Αγία Θηρεσία στη Δύση. Συνδέθηκε δε άρρηκτα με τον ασκητικό βίο, κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του οποίου συνιστούν η απάρνηση των εγκόσμιων καθώς και μια ενδιάθετη τάση ενδοσκοπήσεως και εμβριθούς αυτοκριτικής, που συχνά απολήγει σε καταστάσεις μόνιμης αυτοτιμωρίας. Στο Ισλάμ*, τέλος, ο μυστικισμός αναδύθηκε μέσα από τον κύκλο του σουφισμού" και των θιασωτών του, οι οποίοι διεκοίνωσαν την απόλυτη παραίτησή τους από οποιεσδήποτε ενδοκοσμικές αξιώσεις και την πλήρη αφοσίωση και εμπιστοσύνη τους στη θεϊκή μέριμνα. Τον εναγκαλισμό, εξάλλου, του μυστικού ενστερνίστηκε και ο φιλοσοφικός στοχασμός και δη κατά την αγωνιώδη αναζήτηση απαντήσεων σε ερωτήματα εσχατολογικού περιεχομένου. Η δ η από τη διδασκαλία των Πυθαγορείων* καθώς και του Ηράκλειτου* και μέσα στα πλαίσια κοσμολογικών και οντολογικών ερμηνειών, παρατηρείται μια σύντονη προσπάθεια σύζευξης του μυστικού με μεταφυσικά στοιχεία, η οποία προσλαμβάνει μια περαιτέρω συστηματοποιημένη μορφή στη διδασκαλία των Στωικών* και Νεοπλατωνικών*. Οι τελευταίοι μάλιστα επισήμαναν με έμφαση τη δυνατότητα
31
Μωαμεθανισμός ως προς τη διάσταση μεταξύ κοινωνιολογίας* και ψυχολογίας*, θεωρώντας πως τα κοινωνικά φαινόμενα πρέπει να ερευνώνται στην ολότητά τους και ότι οι ψυχολογικές όσο και κοινωνιολογικές προσεγγίσεις έχουν εξίσου τη θέση τους στο πλαίσιο της καθολικής επιστήμης που μελετά τον άνθρωπο, δηλαδή της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Δίδαξε ιστορία των θρησκειών και ερεύνησε ιδιαίτερα την εθνολοΒιβλιογρ.: Ρ. νοπ ΗυςθΙ, Τίΐθ ΜγεΙϊεβΙ ΕΙβπιβηΙ οί γία των Εσκιμώων και των πληθυσμών της ΠοΠβΙιςίοη. ΙοΓΚίοπ 3Π(1 Ν θ « ΥΟΓΚ, 1908.· Ρ . 011ο, ΟΒε λυνησίας, Μελανησίας κ.λπ. Θεωρείται πρόΗβιΙιςβ. ΒΓθ5ΐ3υ. 1917.- νν. Η. Ιπςβ. ΟΛπίί/βπ Μγεϋάεπι. δρομος της στρουκτουραλιστικής μεθόδου ΙοΓχΙοη. 1899.- νν. Τ. 5(306. ΜγεΙίάεπι βηό ΡΝΙοεορ(\γ. στην ανθρωπολογία, επηρεάζοντας με τις απόΡίιίΐ3<3βΙρίιΐ3, 1960. • ψεις του τόσο τον Γκυρβίτς* όσο και τον ΛεβίΣταυρούλα Ν. Ικιαδοπούλου Στρως*. Στα πλαίσια της μελέτης του των αμ : χάίκών και παραδοσιακών κοινωνιών, σημαντιΜωαμεθανισμός, βλ. Ισλάμ κότερη συμβολή του θεωρείται εκείνη πάνω στο Δώρο. Μορφές και λειτουργίες της ανταλΜως (Μβυεε) Μαρσέλ (Επινάλ, ίθ72 - Παρίσι, λαγής (1925 - ελλ. μτφρ. εκδ. Καστανιώτη, 1950). Γάλλος εθνολόγος και κοινωνιολόγος, 1979). Εξετάζοντας το δώρο ως παροχή, δώμαθητής και ανηψιός του Εμίλ Ντυρκαίμ*. Μερημα και Πότλατς, αποκάλυψε ότι η φαινομενιλέτησε τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα κά προαιρετική μορφή του δώρου στις παραδοσανσκριτικά, τα εβραϊκά και τα περσικά, ασχοσιακές κοινωνίες, όπου λειτουργούσε ως βασιλήθηκε με τις γλώσσες της Αφρικής και της κό μέσον ανταλλαγής πριν από την ανάπτυξη Αυστραλίας και μιλούσε όλες τις σημαντικές σύγχρονες γλώσσες. Ιδρυσε μαζί με τον θείο των εμπορευματικών σχέσεων, στην πραγματικότητα ακολουθούσε μια απόλυτα υποχρεωτου το περιοδικό "Αηπόθ δοοιοίοςίςυβ", γύρω από το οποίο συσπειρώθηκε η Γαλλική κοινωτική λειτουργία. Σημαντική επίσης παραμένει η νιολογική Σχολή. Συνεργάσθηκε στην ίδρυση συμβολή του στη μελέτη της μαγείας* και στη της "ΙΙιτοηίΙό". Υποστήριξε και συνέχισε τη θε- φύση και λειτουργία της θυσίας. ωρία του Ντυρκαίμ, αν και διαφοροποιήθηκε Δημ. Τοατσουλης
της ψυχής" να εκδύεται την ενσαρκωμένη, επίγεια υπόσταση της και να επιστρέφει μέσω του πνεύματος στην πρωταρχική οντολογική πηγή του Ενός*. Αργότερα, το μυστικό στοιχείο τροφοδότησε τη σκέψη των Σχολαστικών* και δη του Σκώτου Εριγένη*, ενώ σαφείς ενδείξεις φιλοσοφικού μυστικισμού ανιχνεύονται στα συγγράμματα των Σπινόζα*, Λάιμπνιτς*, Χέγκελ*, Μαρσέλ", Μπερξόν* και πλήθος άλλων.
32
Ν νάβα-νυάγια. Με τον όρο αυτό, ο οποίος στη σανσκριτική σημαίνει "νέα λογική", φέρεται μια μεταγενέστερη παραλλαγή της ινδικής φιλοσοφικής σχολής "νυάγια"*. Την ίδρυσε ο φιλόσοφος Γκανγκέσσα ή Γκανγκεσσοπαντιάγια (13ος αι.), χρησιμοποιώντας τον όρο αυτό στο έργο του Τάτβα-τσινταμάνι. Κύριο χαρακτηριστικό της νάβα-νυάγια είναι ότι επεξεργάζεται μια λογική* τυπική και αφηρημένη. Δεν γίνεται γλωσσική ανάλυση των φιλοσοφικών όρων, αλλά διείσδυση στη σχέση μεταξύ των ίδιων των πραγμάτων. Οι οπαδοί της σχολής αυτής δεν αρκούνται στην τυπική ορθότητα της αποδεικτικής διαδικασίας, αλλά θεωρούν το αποτέλεσμά της άκυρο, αν σε ένα από τα προηγούμενα στάδια της απόδειξης αποκαλυφθεί κάποια ψευδής "γνώση". Η λογική της "νάβα-νυάγια" προσεγγίζει την αριστοτελική λογική και πολλές φορές την ξεπερνάει, συνδέοντας το ενδιαφέρον της με μια σειρά σύγχρονων προβλημάτων της "λογικής μαθηματικής"* και επιστημολογίας", αν και πολλές φορές η διαπραγμάτευση των θεμάτων γίνεται με βάση ένα πρωτόγονο σύστημα κατηγοριών. Αλέξ.
Καριώτογλου
Ναθίλ (ΝβνίΙΙβ) Ερνέστος - Ιούλιος (18161909). Ελβετός φιλόσοφος και δημοσιολόγος. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στη Γενεύη και έγινε καθηγητής φιλοσοφίας στην Ακαδημία της Γενεύης το 1844. Ο στοχασμός του στράφηκε σε πολιτειακά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα σε σχέση και με τη θέση των μειονοτήτων μέσα σε κάθε κράτος. Ιδρυσε στη Γενεύη τον "Μεταρρυθμιστικό Σύνδεσμο", με στόχο να προωθήσει την αρχή της αντιπροσώπευσης των μειονοτήτων στα κοινοβούλια των διαφόρων κρατών. Από τα έργα του ξεχωρίζουν: Βιογραφία του Μαιν ντε Μπιράν, Το εκλογικό ζήτημα στην Ευρώπη και στην Αμερική (1868). Η πατρίδα και τα κόμματα (1883), Η α-
Φ.Λ., Δ-3
ντιπροσωπευτική δημοκρατία, Το πρόβλημα του κακού, Η αιώνια ζωή. Ν. Οικ.
Ναγκαρτζούνα. Μεγάλος ινδός στοχαστής, δημιουργός του βουδιστικού φιλοσοφικού "συστήματος του μέσου" ή, όπως είναι γνωστό, της Μαντυαμίκα*. Εζησε περίπου μεταξύ 150 και 250 μ.Χ. Ο Ναγκαρτζούνα αντιμετώπισε με σκεπτικισμό όλες τις παραδοσιακές φιλοσοφικές απόψεις ασκώντας μια κριτική του παραλόγου. Αρνήθηκε την έννοια της "ουσίας"* και διακήρυξε ότι όλα τα πράγματα στερούνται μιας ξεχωριστής ουσίας και, κατά συνέπεια, υπάρχει μόνο το "κενό"* (δυηγβ). Κάθε βεβαίωση για τη φύση της πραγματικότητας είναι αναπόδεικτη. Η διαλεκτική μεθοδολογία του ώθησε ιδιαίτερα τη φιλοσοφική σκέψη στην Ινδία. Οι επεξεργασμένες από τον Ναγκαρτζούνα βάσεις της ηθικής* έγιναν αργότερα αντικείμενο ιδιαίτερης έρευνας από τον ταντρισμό* και τον Ζ εν* Βουδισμό. Βιβλιογρ.: Μ. \Λ/3ΐΙεεβΓ. 77ΐΘ ΙίΙβ οί Ν3§3ηυπ3. Αϊί3 Μ3]ΟΓ, ίΟΓΚίοη, 1923.
Αλέξ.
Καριώτογλου
Ναζιανζηνός, βλ. Γοηγόριος Θεολόγος ο Ναζιανζηνός Ναΐτες (ΤβπιρΙίβΓδ, ΚπίςΜδ ΤβπιρίΒΓ). Τάγμα μοναχών - στρατιωτών της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, που ιδρύθηκε από εννέα ιππότες το 1118 με σκοπό την προστασία των Χριστιανών προσκυνητών στους Αγίους Τόπους από τις επιθέσεις των Μωαμεθανών. Το τάγμα περιελάμβανε τρεις τάξεις (ιππότες, εφημέριοι, υπηρέτες αδελφοί) με επικεφαλής τον Μέγα Μάγιστρο και είχε διαιρεθεί σε δεκαπέντε επαρχίες (Ιερορόλυμα, Κύπρος, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία κ.λπ.). Μετά τη διάλυση του φραγκικού κράτους στη Συρία, οι Ναίτες με έδρα την Κύπρο στράφηκαν τώρα προς άλλες ενα-
33
Ναλμπατιάν σχολήσεις, απέκτησαν πολύ πλούτο και έπαυσαν πλέον να είναι οι "πτωχοί στρατιώτες του Χριστού", έγιναν δε πανίσχυροι και εκίνησαν τον φθόνο πολλών. Το Τάγμα διαλύθηκε από τον φιλοχρήματο βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο των Ωραίο, συνεπικουρούμενο από τον πάπα Κλήμεντα Ε", μετά από ψευδείς κατηγορίες (αίρεση, ανηθικότητα) και πολύχρονες δίκες (1307-1314)· ο τελευταίος Μέγας Μάγιστρος ϋβοςυβδ άθ ΜοΙβγ κάηκε στην πυρά σ' ένα νησί του Σηκουάνα. Απ' όσα αναφέρθηκαν στις δίκες είναι πιθανό το συμπέρασμα ότι οι Ναίτες είχαν έλθει σε επαφή με την ισλαμική εσωτερική παράδοση (Σουφί κ.λπ.) και άλλες συναφείς δοξασίες του μεσανατολικού χώρου και έτσι σι θρησκευτικές τους αντιλήψεις είχαν υποστεί αυτή την επίδραση. Βιβλιογρ.: ΙΓΒΟΜΙΘ.
ΒοΓΰοηονθ
ΓΠ3Γ3ΐκ>υΙ.
<3.. ίβε
Ρ3Π5. 1977.
ΤβπιρΙιβπ.
ΗίείοϊΓθ θΙ
Ε. Χ.
Ναλμπαντιάν Μικαέλ Λαζάρεβιτς (1829-1866). Διακεκριμένος φιλόσοφος από την Αρμενία, οπαδός του υλισμού* και του ρεαλισμού, συμμετείχε ενεργά στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα του 19ου αιώνα. Το όνομά του συνδέθηκε με τους αγώνες σπουδαίων Ρώσων δημοκρατών της εποχής (Χέρτσεν*, Ντομπρολιούμποφ* κ.ά.) ενάντια στον τσάρο, τις κοινωνικές αντιθέσεις και αδικίες, τους αποικιοκρατικούς πολέμους, την πολιτική συνεργασίας με τον σουλτάνο για την εξόντωση του αρμενικού λαού. Το τίμημα της επαναστατικής του δράσης ήταν ο εγκλεισμός του σε φυλακές. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι φιλοσοφικές του απόψεις που τον κατατάσσουν στον χώρο του υλισμού. Θεωρούσε την ύλη πρωταρχική, αιώνια και άφθαρτη. Για τον Ναλμπαντιάν η ύλη περιέχει μέσα της την αιτία της ύπαρξής της. ΓΓ αυτό και η εμπειρία* έχει μεγάλη σημασία στην κοσμοθεωρία του. Υποστήριζε με συνέπεια τη μέθοδο της επαγωγής* για την κατανόηση της φύσης αλλά και τη σύλληψη των ιδεών, τις οποίες θεωρούσε αντανάκλαση του κόσμου των αντικειμένων. Η αέναη κίνηση που χαρακτηρίζει τον φυσικό κόσμο οδηγούσε τον Ναλμπαντιάν σε κατ' αναλογία προς τη φύση αναγωγές και στην κοινωνία*. Διέκρινε λοιπόν μια συνεχή πάλη ανάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις της αντίδρασης και της προόδου, και καθώς διαπίστωνε την εξέλιξη και την πρόοδο στον φυσικό κόσμο, πίστευε ότι και στην κοινωνία νικά πάντοτε η πρόοδος. Σαν υλιστής α-
34
ντιτάχθηκε στον γερμανικό ιδεαλισμό των Καντ*, Χέγκελ* και Φίχτε* και κυρίως στις εγελιανές απόψεις ενάντια στις ιδέες της εξέλιξης. Από τα έργα του, που διακρίνονταν για την αντίθεσή τους στο καθεστώς της δουλοπαροικίας, ξεχωρίζουμε τα εξής: ίοε και Βαρτφέρ, Η γεωργία είναι ο ορθός δρόμος, Δύο γραμμές. Νικ. Οικονομίδης
νάμα - ρούπα. Σανσκριτικοί όροι, που μπορούν ν' αποδοθούν με τους ελληνικούς "όνομα" και "μορφή" και αναλογούν σε ό,τι ο Αριστοτέλης* ονόμαζε "μορφή", το νάμα, και "ύλη", το ρούπα, ή στους όρους "ουσία" και "υπόστασις" αντίστοιχα. Κάθε συγκεκριμένο ανθρώπινο ον είναι σύνθεση αυτών των δύο στοιχείων: του ρούπα, της υλικής δηλαδή υποστάσεώς του, και του νάμα, του συνόλου των κατηγορημάτων του, που απαρτίζεται από τη "ναμίκα" (= τις αποκλειστικά δικές του ιδιότητες) και τη "γκοτρίκα" (= τις ιδιότητες από κληρονομικότητα). Η γέννηση ("ζάτι"), ως συνισταμένη της ναμίκα και της γκοτρίκα, καθορίζει την ατομική φύση κάθε ανθρώπου, επομένως και το όνομά του και το λειτούργημα που θα αναλάβει στην κοινωνία, άρα και την τάξη ("ζάτι" ή "βάρνα") στην οποία θα ανήκει. Βιβλιογρ.: Ρ . Θυ&ηοη, ΙηΙίοόυοΙίοπ ςέη6ί3ΐθ Α Ι' έΐυόβ ϋβ$
άοοίήηβε ΝηάουβΒ. ελλ. μετάφρ. Α. Δεληγιάννη, βιβλιοθ. "Σφιγγός". Αθήναι. 1968. μέρ. Γ . ο. 45 κ.ε.
Ε. Χ.
Νανσί (Νβηογ) Ζαν Λουκ (γεν. 1940). Γάλλος φιλόσοφος με επιδράσεις από τους Καντ", Χάιντεγκερ" και Ντερριντά". Εργα του: ία οοιπΓηυηαυΙέ άέεοβυνίόβ, Ρ3Π$, 1986' ί'βχρέήβηοβ άβ 13 Ιίύβήέ,
Ρ3Π5, 1988.
Δ. Π.
Ναούμενκο Λεβ Κωνσταντίνοβιτς (γεν. 1933). Διακεκριμένος σοβιετικός φιλόσοφος, συνερ γάτης του Ε . Β. Ιλιένκοφ", ειδικευμένος σε ζητήματα θεωρίας της γνώσης*, διαλεκτικής", λογικής" και μεθοδολογίας" των επιστημών. Ε ρ γ α του: Ο μονισμός ως αρχή της διαλεκτικής λογικής, Αλμα-Ατα, 1968' Το "Κεφάλαιο" του Κ. Μαρξ και η μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας (συσυγγρ. με τον Γκ. Α. Γιουγκάι), Μόσχα, 1968' Ο άνθρωπος και ο κόσμος του ανθρώπου, Μόσχα, 1989 κ.ά. Δ. π.
ναρκισσισμός (ηβΓαεδίεπι). Εννοια της ψυχα-
Νάτορπ ναλυτικής θεωρίας. Δηλώνει τη στάση" η οποία εκδηλώνεται με συμπτώματα αυταρέσκειας και λατρείας του εαυτού. Την κοινωνιολογική και φιλοσοφική διάσταση του όρου τη δίνει ο Χ. Μαρκούζε*. Αντιπαραθέτει την αισθητικότητα, το ονειροπόλημα, το "παράλογο" των ηρώων της ορφικής μυθολογίας στον "λόγο" και την αρχή της αποδοτικότητας των προμηθεικών ηρώων. Τοποθετεί τον Νάρκισσο ως αντίποδα του Προμηθέα. Η αέναη αναζήτηση της ομορφιάς πάνω από το ποτάμι του χρόνου εναντιώνεται στην ακατάπαυστη παραγωγικότητα, στην ευλογία και κατάρα της προόδου. Ο Νάρκισσος είναι μη πραγματικός. Υποδηλώνει μιαν "αδύνατη" στάση και ύπαρξη. Ο Σ. Φρόυντ", ακολουθώντας την παράδοση της μυθολογίας, εισάγει τη διάκριση μεταξύ πρωτογενούς και δευτερογενούς ναρκισσισμού. Ο πρωτογενής δηλώνει την αδυναμία του βρέφους να προβεί στη στοιχειώδη διάκριση του εγώ* και της πραγματικότητας. Ο δευτερογενής ναρκισσισμός εκδηλώνεται ως νευρωτικό σύμπτωμα. Στον "νάρκισσο" υπάρχει μια μόνο πραγματικότητα, οι δικές του σκέψεις, τα αισθήματα και οι ανάγκες. Νιώθει τον κόσμο με τους δικούς του όρους. Κατά τον Ε. Φρομ', ο ναρκισσισμός αποτελεί τον αντίθετο πόλο της αντικειμενικότητας, της λογικής και της αγάπης". Βιβλιογρ.: Η. Μ3Γςυ56. Ερως και Πολιτισμός, μτφ. I. Αρζογλου, εκδ. Κάλβος. Αθήνα. 1981.- 8. ΡΓθυύ. Βασικές αρχές Γΐς ψυχανάλυσης, μτφ. Τ. Κοσμά. εκδ. Μ. Αβραάμ. Αθήνα, χ.χ.- Ε. Φρομ. Η υγιής Κοινωνία, μτφ. Δ. Θεοδωρακάτος. εκδ. Μπουκουμάνη. Αθήνα. 1973. Θαν. Α. Βασιλείου
ναροντνικισμός. Είναι η ιδεολογία και το κίνημα της διανόησης των "ραζνοτσίντσι" στη Ρωσία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Συνένωνε τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού" με το αίτημα των ριζικών αγροτικών μετασχηματισμών - κατάργηση των τσιφλικιών, διανομή γης στους αγρότες κ.ά. Τασσόταν κατά της δουλοπαροικίας και της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Ρωσία, υπέρ της ανατροπής της απολυταρχίας και της εγκαθίδρυσης σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων. Οι εκπρόσωποι της ρωσικής διανόησης με τον κατά προτίμηση προσανατολισμό τους στις πνευματικές αξίες είχαν απογοητευτεί από τον αστικό δρόμο ανάπτυξης. Ακουλούθησαν τη γραμμή αναζήτησης "ιδιαίτερων δρόμων" κοινωνικής αναδιοργάνωσης της Ρωσίας, αποδεχόμενοι γι' αυτή τη μη καπιταλιστική ανάπτυξη. Η δυνατότητα της άμεσης μετάβασης στον σοσιαλι-
σμό", δηλαδή παρακάμπτοντας τον καπιταλισμό", εννοούνταν μέσω της αγροτικής κοινότητας. Ο αποφασιστικός ρόλος που αποδιδόταν στην αγροτική κοινότητα αποτελεί το βασικό περιεχόμενο του ρωσικού ουτοπικού σοσιαλισμού. Για τον ναροντνικισμό είναι χαρακτηριστικά δύο ρεύματα: το επαναστατικό και το φιλελεύθερο. Οι επαναστάτες προσανατολίζονταν στην οργανωτική προετοιμασία αγροτικής επανάστασης και την επιδίωκαν με διάφορους τρόπους, ενώ ο φιλελεύθερος νατοντνικισμός, που δρούσε νόμιμα, αναζητούσε ειρηνικές μορφές μετάβασης στον σοσιαλισμό. Ιδρυτές του ναροντνικισμού ήταν ο Α. I. Χέρτσεν* και ο Ν. Γκ. Τσερνισέφσκι". Ο Χέρτσεν φρονούσε ότι η Ρωσία δεν θα επαναλάβει όλα τα στάδια ανάπτυξης της Δυτικής Ευρώπης, ενώ ο Τσερνισέφσκι πρότεινε μετά την ανατροπή της απολυταρχίας να συνενωθεί η κοινοτική κατοχή της γης με την κοινοτική βιομηχανική παραγωγή. Στις αρχές της δεκαετίας του "70 στον επαναστατικό ναροντνικισμό σημειώθηκε στροφή προς τη "δραστικότητα" (επαναστατικότητα), με κύριους ιδεολόγους τους Μ. Μπακούνιν", Π. Λαβρόφ" και Π. Τκατσόφ. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του 1880 η κατάσταση άλλαξε: κυρίαρχο ρεύμα έγινε ο φιλελεύθερος ναροντνικισμός. Στις αρχές του 20ού αιώνα διάδοχοι του ναροντνικισμού έγιναν οι "σοσιαλιστές επαναστάτες" -το κόμμα των "εσέρων". Σήμερα, με το πέρασμα της Ρωσίας στις σχέσεις της αγοράς, ανάμεσα σε μερικά πολιτικά ρεύματα αναβιώθηκε η ιδέα του "ιδιαίτερου δρόμου" ιστορικής ανάπτυξης της Ρωσίας. Θεοχ. Κεσσίδης
ναστίκα. Ορος της σανσκριτικής, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα μη ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας: Βουδισμό", Τζαινισμό (βλ. γιανισμός), Τσαρβάκα ή Λοκαγιάτα" κ.ά. Τα ορθόδοξα ονομάζονται αστίκα (βλ. λ.). Ε Χ. Νάτορπ (ΝδΙοτρ) Πάουλ (Ντύσελντορφ, 1854 Μαρβούργο, 1924). Γερμανός φιλόσοφος και παιδαγωγός. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της νεοκαντιανής φιλοσοφικής σχολής του Μαρβούργου", μετά τον δάσκαλο του Κοέν". Σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία στο Βερολίνο, στη Βόννη και στο Στρασβούρ-
35
νατούρα νατούρανς γο. Αρχικά εργάστηκε ως δάσκαλος. Το 1893 έγινε καθηγητής της φιλοσοφίας και της παιδαγωγικής. Ως φιλόσοφος, επέμεινε στη λογική διάσταση του κανπανισμού, δεν δεχόταν τον ρόλο της εμπειρίας* στη διαμόρφωση της έννοιας*. Εντονα λογικός, θεωρούσε πως το "Είναι" είναι η σκέψη εκφραζόμενη λογικά. Κατά τον Νάτορπ, το περιεχόμενο της επιστημονικής γνώσης καθορίζεται από την πρωταρχική πράξη της νόησης με τη σύνδεση της διαφοροποίησης και της ενοποίησης. Υποστήριζε ότι το "πράγμα καθαυτό" δεν είναι παρά ένα ερέθισμα για επιστημονική γνώση. Την επιβεβαίωση των απόψεών του έβλεπε στη μαθηματική ανάλυση και γενικότερα στην επιστήμη των μαθηματικών, όπου κυριαρχούν οι καθαρά νοητικές κατασκευές. Προσπάθησε να ερμηνεύσει την αρχαία φιλοσοφία και ιδιαίτερα τον Πλάτωνα* υπό το φως των αρχών του Καντ*, επισημαίνοντας κυρίως την ομοιότητα που παρουσίαζε η μέθοδος του Πλάτωνα με την υπερβατική μέθοδο του Καντ, όπως την ερμήνευε η σχολή του Μαρβούργου* (αν και αργότερα προχώρησε σε "μυστικές" θέσεις και παραχώρησε δικαιώματα και στην ενόραση*). Ως παιδαγωγός, άσκησε κριτική εναντίον του νοησιαρχικού σχολείου του Ερβάρτου (Χέρμπαρτ'), ενώ έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για το σχολείο εργασίας. Τέλος, υποστήριζε ότι αρχή και πηγή της γλώσσας είναι η συνείδηση και ότι η ορμή, η βούληση και η λογική βούληση συνιστούν τις τρεις βαθμίδες της ανθρώπινης και παιδικής κυρίως ενεργητικότητας. Βιβλιογρ.: Ο Καντ και η σχολή του Μαρβούργου. συλλ. "Νέες ιδέες στη φιλοσοφία", συλ. 5. 1913.
Ευτυχία Ξυδιά ν α τ ο ύ ρ α ν α τ ο ύ ρ α ν ς . Ο ό ρ ο ς "Π3ΐυτ3 π3ΐυΓ3π$" (=
φυσιώσα φύσις) εμφανίζεται στη σχολαστική φιλοσοφία κατά τον 12ο αι. και χρησιμοποιείται από τον Θωμά Ακινάτη*, Εκχαρτ* κ.ά., και αργότερα από τον Σπινόζα*. Δεν πρόκειται εδώ μάλλον για τον Θεό* αλλά για τη γυναικεία θεότητα-αρχή, την αρχαιοελληνική "Μητέρα θεών", τη Δυάδα, την παθητική αρχή του κόσμου -σε αντιθετική και συμπληρωματική σχέση με την άρρενα αρχή, την Μονάδα-, την αρχή της διάκρισης, διαίρεσης και ποσότητας, από την οποία απορρέει η όλη κοσμική εκδήλωση, η δηλούμενη, στους σχολαστικούς πάλι, με τον όρο "πβΐυτβ Π3ΐυΓ3ί3" (= φυσιουμένη, γεννημένη φύση)! Βλ. και λ. Δυάδα, Πρακρίτι. Ε. Χ.
36
νατουραλισμός. Είδος φιλοσοφικού μονισμού', σύμφωνα με τον οποίο ο,τιδήποτε υπάρχει ή συμβαίνει είναι φυσικό (π3ΐυΓ3ΐ). Για τους εκπροσώπους αυτής της θεωρίας δεν είναι αποδεκτή καμιά άλλη πραγματικότητα παρά η φύση. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον νατουραλισμό, κάθε προσπάθεια ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων αλλά και των ανθρώπινων πράξεων πρέπει να γίνεται με την αρωγή των φυσικών νόμων (κλίμα, γεωγραφία, βιολογία). Μάλιστα, κατά τον νατουραλισμό, οι κανόνες της ηθικής - πρακτικής ζωής όχι μόνο είναι αυτοί που διέπουν την οργανική ζωή, αλλά βρίσκονται και μέσα στη φύση του ίδιου του ανθρώπου. Με αυτή την έννοια ο νατουραλισμός προσεγγίζει τον υλισμό* αλλά κυρίως το οργανικό σύστημα του Σπένσερ* (βλ. λ. ολοκλήρωση). Στα αμερικανικά πανεπιστήμια της δεκαετίας του 1940 ο νατουραλισμός ήταν η κοσμοθεωρία εκείνη που αποδεχόταν ως υπαρκτό και ως γνώση μόνον ό,τι οι φυσικές επιστήμες αποκάλυπταν για τον κόσμο. Μόνο στις φυσικές επιστήμες αναγνωριζόταν η γνωστική εμπειρία και συνεπώς ήταν απορριπτέο καθετί το μεταφυσικό. Στην αισθητική*, τέλος, ο νατουραλισμός προσδιορίζεται ως η θεωρία, σύμφωνα με την οποία η τέχνη* έχει ως θεμελιώδη κανόνα τη μίμηση της φύσης, την αποτύπωση των πραγμάτων και των ανθρώπων όπως ακριβώς είναι. Αυτή η άποψη οδηγεί σε μια ανούσια καταγραφή και παρουσίαση επουσιωδών λεπτομερειών που υποβαθμίζει το έργο τέχνης. Ν. Οικ.
Ναυσιφάνης ο Τήιος (4ος-3ος αι. π.Χ.). Ατομικός φιλόσοφος, τον οποίο όμως ενωτικές γραμμές τον συνδέουν με τη Σκεπτική και την Επικουρική Σχολή ως εξής: Αρχικά υπήρξε μαθητής του σκεπτικού Πύρρωνα του Ηλείου* και μετά του δημοκρπικού Μητρόδωρου του Χίου*, αλλά και ο ίδιος χρημάτισε δάσκαλος του Επίκουρου* στην Τέω, κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο* (II, 482), και τον δίδαξε τα δόγματα του Δημοκρίτου*. Ο Λαέρτιος λέγει ακόμη (II, 542) ότι στον Βίο Επικούρου του Αρίστωνα* αναγράφεται η πληροφορία ότι ο Επίκουρος έγραψε τον Κανόνα του αντλώντας από τον Τρίποδα του Ναυσιφάνη. Ο Τρίπους περιείχε τις θεωρίες του Δημόκριτου περί γνώσεως. Ο Ναυσιφάνης, πρώτος αυτός, καθόρισε τη διαφορά ανάμεσα στη δημηγορία ή αγόρευση και την επιστημονική διάλεξη ή παράδοση. Απ. Τζ.
"Νέα δοκίμια για την ανθρώπινη νόηση" Νέα Αριστερά. Κίνημα ετερογενών ριζοσπαστικών ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων, που ανέκυψε στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 και διαδόθηκε ιδιαίτερα στο περιβάλλον της φοιτητικής νεολαίας και της διανόησης. Κοινό στοιχείο αυτών των ρευμάτων ήταν η έντονη κριτική που ασκούσαν τόσο στην κεφαλαιοκρατική αλλοτρίωση*, όσο και στην "παραδοσιακή και παλαιά Αριστερά" (ιδιαίτερα στο ζήτημα της υποτίμησης του ρόλου της ένοπλης βίας και στην αντίληψή της περί των κινητήριων δυνάμεων του σύγχρονου επαναστατικού κινήματος). Ορισμένοι θεωρούσαν ότι κινητήρια δύναμη της επανάστασης δεν είναι πλέον η "εργατική τάξη"*, αλλά η νεολαία (0(ι. Β. ΜίΙΙδ). Αλλοι πάλι, υπό την επίδραση των ανερχόμενων εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων στις πρώην αποικίες, ανακήρυξαν τους αγρότες* αυτών των χωρών πρωτοπορία της επανάστασης, "πυροκροτητής" της οποίας θα είναι η εξεγερμένη φοιτητική νεολαία και η διανόηση των πόλεων (Φ. Φανόν, Ρ. Ντεμπρέ, Ζ. Π. Σαρτρ* κ.ά.). Πέρα από τις αναρχικές και τροτσκιστικής αναφοράς τάσεις, οι ιδέες της αγροτικής εξέγερσης προβάλλονται και από ομάδες που ανακηρύσσουν την "κινεζική εμπειρία" σε καθολικής ισχύος μοντέλο. Τα ρεύματα αυτά στηρίζονται και σε πολλές θέσεις του νεομαρξισμού*: στην ιδέα της "ήττας" του δυτικού πολιτισμού και της "δυτικού τύπου ορθολογικότητας", στην ιδέα της "φασιστοειδούς" ουσίας της κεφαλαιοκρατίας (Μαρκούζε*), στον πρωτοπόρο ρόλο των περιθωριακών δυνάμεων της "ύστερης κεφαλαιοκρατίας". Μετά την εκτόνωση του νεολαιίστικου κινήματος (και ιδιαίτερα των τρομοκρατικών οργανώσεων όπως οι "Ερυθρές ταξιαρχίες") παρατηρήθηκε απότομη πτώση του εν λόγω κινήματος, που συνοδεύτηκε από την πλήρη ενσωμάτωση σε κυρίαρχους θεσμούς πολλών επιφανών στελεχών του (π.χ. της περίφημης "γενιάς του Πολυτεχνείου" στην Ελλάδα). Η αναβίωση ορισμένων ιδεολογημάτων των "νέων αριστερών" ρευμάτων με την κρίση που επέφερε η αστική αντεπανάσταση* στην τ. ΕΣΣΔ και αλλού (με στοιχεία αφηρημένου αντικαπιταλισμού, τεχνοφοβίας, ανορθολογισμού, βουλησιαρχίας κ.λπ.), είναι μάλλον θνησιγενής, λόγω της εγγενούς θεωρητικής άδυναμίας τους και λόγω του ετεροπροσδιορισμού* τους (του αρνητικού "κριτικού" αυτοπροσδιορισμού τους έναντι της κεφαλαιοκρατίας και της ιστορικά παρωχημέ-
νης Αριστεράς). Βλ. επίσης: μαρξισμός, σοσιαλισμός, κομμουνισμός. Δ. Πατέλης
"Νέα δοκίμια για την ανθρώπινη νόηση" (Νουνβ3υχ 655318 5υΓ Γ θηΙθηάθΓτίθηΙ Ιιυπίδίηθ). Το σημαντικότερο από τα φιλοσοφικά γραπτά του ΟοΗΙπβά ννίΙΗθΙπι Ιθίβηίζ*. Εάν η Μοναδολογία είναι το δημοφιλέστερο, τα Νέα Δοκίμια είναι το πλέον εμπεριστατωμένο και προσφέρει διεξοδική διαπραγμάτευση των κυριότερων εννοιών και αρχών της λειβνίτιας γνωσιοθεωρίας. Επιπλέον, στα Νέα Δοκίμια ο Ι_βϊ6πιζ επεξεργάζεται τη θεωρία των "μονάδων" και της "προδιατεταγμένης αρμονίας", θέματα που στα μελλοντικά του έργα θα απασχολήσουν σχεδόν αποκλειστικά το ενδιαφέρον του. Κατά κύριο λόγο, ωστόσο, το έργο αυτό αποβλέπει σε μία εις βάθος κριτική της θεωρίας της γνώσης του Τζων Λοκ*. Λόγω του θανάτου του Λοκ, ο Ιβί&ηίζ, που δεν θέλησε να δημοσιεύσει την κριτική του ενάντια σ' έναν άνθρωπο που δεν θα μπορούσε να υπερασπισθεί τον εαυτό του, άφησε ανέκδοτα τα Νέα Δοκίμια, τα οποία δημοσιεύθηκαν μόλις το 1765, πενήντα σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα τους. Το έργο έχει διαλογική μορφή, καθώς ο Θεόφιλος (η ρθΓ80Π3 του Ιβίόπίζ) θέτει ερωτήματα στον "Φιλαλήθη" (τον "συνήγορο" του ίοοΚβ) και σχολιάζει τις απαντήσεις του. Απαριθμώντας τις βασικές διαφωνίες ανάμεσα στη φιλοσοφία του μετριοπαθούς ορθολογισμού* (τον οποίο εισηγείται ο ίθί&πίζ και ο οποίος σηματοδοτεί την εκεχειρία ανάμεσα στον πλατωνικό ιδεαλισμό* και τον σχολαστικό νομιναλισμό*) και στην εμπειριοκρατία* του Ι_ο<:Ι<6, ο ίβίβηίζ προσβάλλει την υπόθεση της "Ι3όυΐ3 Γ333" (αγράφου πίνακος) και αντιπροτείνει τη φυσική αυτοδυναμία της ψυχής, η οποία δεν συγχέεται ούτε με την ενέργεια ή όρεξη (οοηβΐυε) ούτε με το γνωστικό της περιεχόμενο, τις ευκρινείς αντιλήψεις (ρβΓοβρΙίοηβδ)· το "έμφυτον" (ίηηόίΐό) των πρώτων γνωστικών σχημάτων και η παρουσία των "ελάχιστων αντιλήψεων" οδηγούν τον ίβίόπίζ στη συμπλήρωση της περίφημης ρήσης του Ι-00Ι<Θ: "ουδέν εν τη νοήσει, ο μη πρότερον εν τη αισθήσει" (ηίίιίΙ οδΐ ίη ίηΙθΙΙβοΙυ, ςυοά ηοη ίυβπΐ ίη δβπδυ), με την προσθήκη "ουδέν... πλην αυτής της νοήσεως"». Για πρώτη φορά, τα Νέα Δοκίμια για την ανθρώπινη νόηση εμφανίζονται το 1765 στην έκδοση των "Απάντων" του Ιβί&ηίζ, που επιμελήθηκε ο Π. Ε. Ηβερβ. Παναγ. Πάκος
37
Νέιγκελ Νέιγκελ (ΝαςβΙ) Ερνεστ (γεν. 9/11/1901). Διαπρεπής Αμερικανοτσεχοσλοβάκος στοχαστής, θεωρητικός της Λογικής* και της φιλοσοφίας της Επιστήμης*. Καταφάσκοντας από πολύ νωρίς τις πάγιες θέσεις του νατουραλισμού*, ο Νέιγκελ εξήρτησε την ποικιλία τόσο των σωματικών όσο και των ψυχικών εκφάνσεων από μορφές οργάνωσης της ανθρώπινης σωματικότητας, άποψη που συμπυκνώνει κατά τρόπο σαφή το καθοριστικό δόγμα της υλιστικής κοσμοθεωρίας. Με αφορμή δε την απερίφραστη αυτή δήλωση, αφ' ενός υποχρεώθηκε σε απόρριψη της αθανασίας της ψυχής καθώς και του ενδεχόμενου δράσης άλλων πνευματικών, υπερεμπειρικών δυνάμεων στη φύση και, αφ' ετέρου, κλήθηκε να υπερασπιστεί τις βασικές θέσεις της αιτιοκρατίας* και του υποβαστάζοντος αυτήν υλισμού* μπροστά στην προοπτική επικείμενης υπερκέρασής τους από τα πορίσματα της κβαντομηχανικής των Πλανκ* και Χάιζενμπεργκ*. Παρά ταύτα, ο Νέιγκελ συνέδεσε το όνομά του πρωτίστως με την ταξινόμηση και συστηματοποίηση των κυριότερων λογικών αρχών, μολονότι η θητεία του στον ερευνητικό χώρο της Λογικής -λόγω κυρίως του ευκαιριακού της χαρακτήρα- υπολείπεται εμφανώς της αντίστοιχης εντρύφησής του στον τομέα της φιλοσοφίας των επιστημών. Ο στοχασμός του, που σε εύθετο χρόνο υπερακόντισε τα επικρατούντα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του, αποκρυσταλλώθηκε κυριότατα στην οριοθέτηση, μορφοποίηση και προβολή των καταστατικών αρχών του "λογικού εμπειρισμού". Πρόκειται για σύνολο επιστημολογικών αρχών που αναβάθμισαν τη συμβολή των θεωρητικών εννοιών στη διαδικασία αναζήτησης της επιστημονικής αλήθειας, επισημαίνοντας πως κάθε θεωρία που αξιώνει εσωτερική συνέπεια και εγκυρότητα οφείλει να αφορμάται από γενικού κύρους παραδοχές και αξιώματα, στα οποία θεμελιώνονται και εκ των οποίων απορρέουν σταδιακά μερικότερα εμπειρικά συμπεράσματα. Εργα: Αη ίηΐίοάυοίίοη
(ο ίοςϊε
από ΒάβηΙίΙίε
Ν . Υ . , 1934.- Τήβ 5ΙωοίυΓθ
ίη Ιήβ Ιοςίο οίδάβηΐίΐίε
ο(8άβηοβ:
βχρίβηβΐίοη,
ΜβΙήοΰ, ΡωόΙβΓπε
Ν . Υ . , 1961.
Σταυρούλα Ν. Σκιαδοποΰλου
νείκος, το. Μία από τις δύο δυνάμεις (η άλλη είναι η "φιλότης") που κινούν τον κόσμο των υλικών σωμάτων, κατά τον Εμπεδοκλή*, τον προσωκρατικό φιλόσοφο από τον Ακράγαντα της Κ. Ιταλίας. Ο Εμπεδοκλής, για να εξηγήσει την
38
ένωση ("μίξιν") και τον χωρισμό ("διάλλαξιν") των στοιχείων που συναντάμε στα υλικά σώματα (πυρ, ύδωρ, αήρ, γη), δέχεται και προτείνει τις δύο αυτές δυνάμεις: η φιλότης (φιλία, αγάπη, ενωτικό στοιχείο μέσα στην ύλη) συνενώνει τα ανόμοια και διαχωρίζει τα όμοια, ενώ το νείκος (ή "κότος", δηλαδή το μίσος ή το διαλυτικό στοιχείο μέσα στην ύλη) διαχωρίζει τα ανόμοια. Ολα τα υλικά σώματα υπόκεινται στην επίδραση αυτών των δύο αντίθετων δυνάμεων. Από την επίδρασή τους δημιουργείται ο κόσμος των υλικών σωμάτων. Ο κόσμος παριστάνεται από τον Εμπεδοκλή ως σφαιρικό σύνολο (σφαίρος)· όταν μέσα σ' αυτή τη σφαίρα επικρατεί το νείκος, επέρχεται ο χωρισμός και η διάσπαση και ο κόσμος οδηγείται στην ακαταστασία και τη σύγχυση, στην ακοσμία (πβ. Πλούτ., Περίαμφ. 926θ ϋΚ). Η επικράτηση του νείκους ή της φιλότητος δεν έχει κανονικότητα χρονική. Ο κόσμος, όπου ζούμε, είναι αποτέλεσμα της επικράτησης του νείκους. Βιβλιογρ.: Ο. 8. ΚίΜ< - ϋ. Ε. Ρβνβη • Μ. δοΜοΙίθΜ, Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, μτφ. Δημοσθ. Κούρτοβικ. εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1988.- Ιω. Τζαβάρας. Η ποίηση του Εμπεδοκλή. κείμ., μετ., σχόλ.. Αθήνα. 1988.- ϋ. ΒοΙΙβςΚ, Επιρ6άοεΙβ ί: ΙηίΓΟϋυοΙίοη ά Γ Βηαβηηβ ρΗγείςυβ. 2: ίβ$ Οηςίηβε. Εά. β! Ττβό. όβε ΙίβαπΊβηΙε βΙ άβε Ι6π>οί9ηβςθε. 3: Οοπνηθηΐβίτβε, Ρ3Γί$. 1965-69. Βασ. Κύρκος
Νείλος ο μοναχός. Γεννήθηκε γύρω στο 400 στην Αγκυρα ή στην Κωνσταντινούπολη και υπήρξε μαθητής του αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου*. Υπηρέτησε ως υπάλληλος του κράτους στην Κωνσταντινούπολη και ως έπαρχος. Αργότερα αποσύρθηκε στη Μονή Σινά και ασχολήθηκε με τον ασκητικό βίο και τη συγγραφή. Εγραψε κείμενα θεωρητικό για τον πνευματικό βίο, όπως ο Λόγος ασκητικός πολύ αναγκαίος και πάρα πολύ ωφέλιμος, Κεφάλαια περί προσευχής και άλλα. Εχουν διασωθεί ακόμη πάνω από χίλιες επιστολές, μέσα στις οποίες περιλαμβάνονται σκέψεις και συμβουλές για τη χριστιανική ζωή. Κατά τον Νείλο, "ο Χριστός πρώτος χάραξε με τη ζωή του τον δρόμο της φιλοσοφίας, παρουσιάζοντας καθαρή ζωή και πολιτεία και διατηρώντας πάντα ανώτερη την ψυχή από τα σωματικά πάθη... Αυτός που διαλέγει τη σωστή φιλοσοφία πρέπει να απαρνηθεί όλα τα ευχάριστα της ζωής, να είναι κύριος σε βαθμό εξαιρετικό του κόπου και των παθών του, περιφρονώντας το σώμα". Βιβλιογρ.: Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών. τ. 1. εκδ. Αστήρ. Εν Αθήναις. 1957.
Αλέξ. Καριώτογλου
Νεντονσέλ Νεμέσιος (ακμή, περ. 400 μ.Χ.). Επίσκοπος στην Εμεσα της Κοίλης Συρίας στον Ορόντη ποταμό (σημ. Χεμς), έγινε γνωστός κυρίως από το σύγγραμμά του Περί φύσειος ανθρώπου, που είναι η πρώτη πραγματεία χριστιανικής φιλοσοφικής ανθρωπολογίας. Ο τίτλος του έργου (ημιτελές) μας παραπέμπει σε ανάλογη πραγματεία του ιπποκρατικού Οοφυδ και φανερώνει την ελληνική φιλοσοφική παιδεία του χριστιανού αυτού επισκόπου. Ο Νεμέσιος αντλεί κυρίως από ελληνικές πηγές, αλλά δεν πρέπει να παραβλέψουμε και το έργο του Γρηγορίου Νύσσης* Περί κατασκευής ανθρώπου, το οποίο ασφαλώς είχε διαβάσει. Ωστόσο ο χριστιανός συγγραφέας αφορμάται κυρίως από τις ανθρωπολογικές αντιλήψεις της ελληνικής αρχαιότητας, ότι δηλαδή ο άνθρωπος, ως δημιούργημα του θεού, έχει την καλύτερη δυνατή σύσταση. Με βάση αυτή την αντίληψη προχωρεί στην ανάδειξη των βασικών γνωρισμάτων του ανθρώπου, ως πνευματικού όντος. Ως προς την ουσία της ψυχής, ο Νεμέσιος δέχεται τη γνώμη του Πλάτωνα*, που θεωρεί την ψυχή ασώματη ουσία ("ουσία αυτοτελής ασώματος") και απορρίπτει την αριστοτελική εκδοχή, που θέλει την ψυχή ως "εντελέχεια σώματος". Επίσης δέχεται ότι η ψυχή δεν δημιουργείται κατά την ώρα της συλλήψεως του εμβρύου, αλλά προϋπάρχει και ότι δημιουργήθηκε εξαρχής από τον Θεό. Η αντίληψη αυτή ανάγεται βέβαια στην πλατωνική θεωρία της αναμνήσεως. Τον απασχολεί ακόμα η σχέση της ψυχής με το σώμα· στο σημείο αυτό φαίνεται ότι ακολουθεί μάλλον τον Αμμώνιο Σακκά', τον δάσκαλο του Πλωτίνου*. Ως κύριο χαρακτηριστικό εξάλλου της ψυχής αναγνωρίζει ο Νεμέσιος τη ζωή ("τη μεν γαρ ψυχή σύμφυτος εστίν η ζωή"). Αλλα θέματα φιλοσοφικής ανθρωπολογίας που τον απασχολούν είναι τα περί λειτουργίας των αισθήσεων, τα ψυχικά πάθη, τα βουλητικά φαινόμενα, η ειμαρμένη, η θεία πρόνοια κ.ά. Πιστεύουμε σήμερα ότι για όλα αυτά δέχτηκε επιδράσεις (και αντλεί) τόσο από τους Ελληνες μεταγενέστερους φιλοσόφους, τον Ποσειδώνιο* και τον Γαληνό*, καθώς και τους νεοπλατωνικούς*, όσο και από τους κλασικούς, ενώ ο ίδιος επηρέασε τον Ιωάννη Δαμασκηνό* (πβ. το σύγγραμμά του: Πηγή γνώσεως). Το έργο του Νεμεσίου μεταφράστηκε στα λατινικά από τον Αλφάνο (11ος αι.) και από τον Ιωάννη της Βουργουνδίας (12ος αι.). Βιβλιογρ.: Ο. ΒβηάθΓ.
υηΐβπυο^υηρβπ
ζυ
ΝβΓηβείοε.
1898.- νν. ϋβββθΓ. Νβπιβειοε νοη Επιβεεβ,
Κοοϊι, ΟυβΙΙβηυηΙβίευοήυηοβη
1914.- Η. Α.
ζυ Νβπιβειοε. στο: "δίβικί.
δγπΛ. ΟδΙ.". 1936. 1937. 1938, 1939 και 1942 - νν. ΤβΙΙβΓ. άρθρο στο περ. Μοικη. οΙ ΤΙιβοΙ. 51υ<1ίθ$" 13 (1962). σ. 347-354.
Βαο.
Κύρκος
Νέμεσις (από το "νέμω": μοιράζω, αποδίδω, εξοφλώ" παράγωγα: νέμεσις, νομή, απονομή, νόμος). Θεότητα της αρχαίας Ελλάδας, προσωποποίηση της θείας οργής που επιφέρει την τιμωρία των ασεβών. Η Νέμεσις προσέλαβε τον χαρακτήρα προκοσμικής δύναμης, θεότητας που υπερασπίζεται την κοσμική τάξη και ισορροπία ανάμεσα στις φυσικές και ιστορικές δυνάμεις. Οι "νόμοι", όπως ονομάζονταν αρχικά τα ιερά της, κατέληξαν από τόποι λατρείας να σημαίνουν τον χώρο της δικαιοδοσίας της, το σύστημα, δηλαδή, των κανόνων που διέπουν τη φύση και τις σχέσεις των όντων. Ειδικότερα, η δράση της Νεμέσεως εστιάζεται στη μέτρηση και αποκατάσταση της αδικίας που διαπράττει ο άνθρωπος τόσο απέναντι στον συνάνθρωπό του, όσο και, κυρίως, απέναντι στα θεία. Γι' αυτό και στις λατρευτικές απεικονίσεις της παρουσιάζεται ως κόρη φτερωτή που κρατά στα χέρια της πήχυ, για να μετρά το μέγεθος της αδικίας και της ύβρεως. Η προβολή της Νεμέσεως και το αίτημα της αναγκαίας της ύπαρξης ήταν τόσο έντονα στον αρχαίο κόσμο, ώστε ο Ηρόδοτος* και ο Αισχύλος να είναι απόλυτα πεπεισμένοι ότι η καταστροφή των βαρβάρων στους Μηδικούς πολέμους οφείλεται στην τιμωρητική επέμβαση της Νεμέσεως. Κυριότερο κέντρο λατρείας της θεότητας υπήρξε ο ναός της στον Ραμνούντα Αττικής, που χρονολογείται από τον 5ο π.Χ. αιώνα. Βιβλιογρ.: ΟοπηΙΟΓά Ρ. Μ.. Ρωπι ΗθΙιςιοη Ιο ΡΙιιΙοεορΙιγ.
51υάγ ίη Ιήβ Οηςίηε οΙ I νβείθτη 3ρβουΙβΙίοη,
Α
Λονδίνο,
1912.- ΝίΙΙ$οπ Μ. Ρ., βτββΚ ρορυΐθί ΡβΙιςιοη. Νέα Υόρκη, 1940.-
ΟΓΘβπβ νν. Ο..
Μ0ΙΓ3.
ΡβΙβ. βοοό βηά ΕνϊΙ ϊη βίθβΐι
ΤήουοΜ. 03ΓΠΐ]ΓΚΐ9β. Μβ5$. 1944.
Παναγ.
Πάκος
Νεντονσέλ (ΝόάοποθΙΙβ) Μωρίς (Ρουμπέ, 1905-). Γάλλος φιλόσοφος και καθολικός ιερέας. Εκπρόσωπος του ιδεαλισμού* και του περσοναλισμού*. Η βασική αρχή των φιλοσοφικών του απόψεων είναι η έννοια της "αμοιβαιότητας". Ο Νεντονσέλ πρέσβευε ότι υπάρχει αμοιβαίος δεσμός ανάμεσα στη συνείδηση του "εγώ" και τοϋ "εσύ". Το ζευγάρι των συνειδήσεων αυτών στην αμοιβαιότητά τους καθιστούν δυνατή την εμφάνιση της προσωπικότητας*. Η προσωπικότητα από την ίδια της τη
39
" Ν έ ο Όργανο φύση συνδέεται με τον θεό*, αφού η ύπαρξή της είναι αποτέλεσμα της αμοιβαιότητας του ανθρώπου και του θεού. Για να ολοκληρωθεί, επομένως, η προσωπικότητα του ανθρώπου πρέπει αυτός να στραφεί προς τον θεό, εφόσον μόνον ο θεός μπορεί να εξαλείψει τη διαρχία της φύσης και της προσωπικότητας και να άρει τις εσωτερικές αντιθέσεις της λογικής. Μαρία Ντόλκα
"Νέο Όργανο". Στην Ιστορία της Φιλοσοφίας της Επιστήμης έχει εγγραφεί με αυτό τον τίτλο (Νονυπι ΟΓςβηυπι) έργο του ΡΓ3πά5 Ββοοη* που κυκλοφόρησε το 1620. Η επιλογή του τίτλου είναι σαφής αντιδιαστολή προς τον τίτλο "Οργανον"*, με τον οποίο είναι γνωστά στην Ιστορία της Φιλοσοφίας όλα μαζί τα "λογικά" λεγόμενα συγγράμματα του Αριστοτέλη* (Κατηγορίαι', Περί Ερμηνείας', Αναλυτικά Πρότερα' - Υστερα', Τοπικά*, Σοφιστικοί Έλεγχοι). Ομως ο Αριστοτέλης, ο πατέρας της Λογικής*, ανέλυσε τον παραγωγικό τρόπο σκέψης (παραγωγικό* συλλογισμό*). Η νεότερη επιστήμη, που βασίστηκε στην παρατήρηση* και το πείραμα*, χρειαζόταν να αναλύσει και να εφαρμόσει τον επαγωγικό τρόπο σκέψης (επαγωγικό* συλλογισμό). Αυτήν ακριβώς τη στροφή της επιστημονικής σκέψης εκφράζει το Νονυπι 0Γ93πυιπ. Οι βασικές ιδέες του έργου συνοψίζονται στα εξής: Για να γνωρίσουμε τον κόσμο οφείλουμε πρώτα να ερμηνεύσουμε - κατανοήσουμε τα επιμέρους στοιχεία που μας φέρνουν οι αισθήσεις μας (δβηδβ άβΐβ, δεδομένα των αισθήσεων). Αλλά ποικίλες απατηλές ιδέες και μέθοδοι έχουν επί πολλούς αιώνες εμποδίσει τον άνθρωπο στις προσπάθειές του να σπουδάσει τη φύση αμερόληπτα. Τα εμπόδια αυτά είναι οι ποικίλες προκαταλήψεις ή (στη γλώσσα του ΡΓ. Ββοοη) "είδωλα*": φυλής, σπηλαίου, αγοράς, θεάτρου. Η ανακάλυψη, η έρευνα και η ερμηνεία των ιδιοτήτων της πραγματικότητας με ελεγμένη και ελεγχόμενη παρατήρηση και πειραματισμό και με συλλογιστική γενίκευση* (επαγωγικό* συλλογισμό), αυτές οι γνωσιακές ενέργειες είναι που συνθέτουν τη θεμελίωση όλης της γνώσης, της επιστήμης*. Ετσι, το Νονυπ ΟΓβΒπυπι του ΡΓ. Ββοοη και το αριστοτελικό "Οργανον", που απέχουν χρονικά περίπου 2000 χρόνια, συναποτελούν τα θεμέλια του επιστημονικού στοχασμού, του επαγωγικού* και του παραγωγικού* συλλογισμού. Ειδικότερα,
40
πάντως, το Νονυιν ΟΓςβηυιτι (τμήμα ευρύτερης συγγραφής που σχεδιάστηκε αλλά δεν πραγματοποιήθηκε) αποτελεί την έκφραση του νεότερου επιστημονικού πνεύματος, που έχει βασικές αρχές και αφετηρία την παρατήρηση και το πείραμα. Φ. Κ. Βώρος
νεοελληνική φιλοσοφία. Η συστηματική σπουδή της νεοελληνικής φιλοσοφίας άρχισε ου-σιαστικά τις τελευταίες δεκαετίες ή, ακριβέστερα, το β' μισό του αιώνα μας. Κατά τη δεκαετία του 1950 ο Ε. Π. Παπανούτσος* παρουσίασε δυο τόμους με αυτό τον τίτλο στη σειρά της "Βασικής Βιβλιοθήκης"· επρόκειτο για ανθολόγηση κειμένων των κυριότερων εκπροσώπων του νεοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού. Ε ρ γ ο υποδομής και ενθάρρυνσης. Δεν είχαν όμως ακόμη επιλυθεί μερικά βασικά προβλήματα: από πότε αρχίζει ο νεοελληνικός φιλοσοφικός στοχασμός, ποιο είναι το περιεχόμενο του σε σχέση προς τα προβλήματα της νεοελληνικής κοινωνίας και παιδείας, κατά πόσο ήταν πηγαίος και αυτοφυής ή δάνειος (από δυτική Ευρώπη) ή συνεχιστής αρχαίων και βυζαντινών παραδόσεων και τι εξέφραζε σε κάθε περίσταση. Εκκρεμούσαν ακόμη δυο ζητήματα αφετηριακά: έκδοση των βασικών συγγραμμάτων και κάποια ταξινόμηση κατά περιόδους. Τις εκκρεμότητες αυτές κατέγραψε στις αρχές ακόμη της δεκαετίας του 1980 ο Παν. Νούτσος στο βιβλίο του: Νεοελληνική Φιλοσοφία: οι ιδεολογικές διαστάσεις των ευρωπαϊκών της προσεγγίσεων. Στο μεταξύ είχαν δει το φως της δημοσιότητας μελέτες που φώτιζαν μια ξεχωριστή περίοδο της νεοελληνικής παιδείας και φιλοσοφικής σκέψης· η πιο συστηματική μελέτη αυτής της κατηγορίας ήταν βέβαια του Κ. Θ. Δημαρά, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Ο ίδιος ερευνητής είχε επιμεληθεί την έκδοση κειμένων του Κοραή* στη σειρά της "Βασικής Βιβλιοθήκης" και είχε δώσει την πρώτη συστηματική Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, που έμμεσα αποτέλεσε και κριτήριο περιοδολόγησης για τη νεοελληνική παιδεία και φιλοσοφία. Τις δυο τελευταίες δεκαετίες είδαμε και επιμέρους μελέτες, που φωτίζουν έμμεσα την πορεία της φιλοσοφικής σκέψης (άμεσα αναφέρονται στην ιστορία της επιστημονικής σκέψης οι μελέτες του Γιάννη Καρά, του Δημ. Αποστολόπουλου). Αλλά για το θέμα που μας απασχολεί ιδιαίτερα καταγράφουμε δυο ενδιαφέρου-
νεοελληνική φιλοσοφία σες μελέτες: Θ. Παπαδόπουλου, Η Νεοελληνική Φιλοσοφία, και Ν. Ψημμένου, Η Ελληνική Φιλοσοφία (από το 1453 ως το 1821): ανθολογία κειμένων με εισαγωγή και σχόλια, σε δύο τόμους- ο πρώτος έχει υπότιτλο: "Η κυριαρχία του Αριστοτελισμού" (προκορυδαλική και κορυδαλική περίοδος) και ο δεύτερος τόμος έχει τον υπότιτλο: "Η επικράτηση της νεωτερικής φιλοσοφίας" (μετακορυδαλική περίοδος). Δυο δεκαετίες νωρίτερα -με αφετηρία κυρίως τα έργα του Παπανούτσου και του Δημαρά, αυτά που προαναφέραμε- ο ελληνομαθής βρετανός καθηγητής φιλοσοφίας 6 . Ρ. ΗβηάβΓδοη είχε δημοσιεύσει ένα συνθετικό έργο με τον τίτλο: Τ/ιβ Πβνίνβΐ οί ΟίββΚ ΤΗουςΜ (16201830) και με υπότιτλο: "Η ελληνική Φιλοσοφία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας". (Το έργο μεταφράστηκε από τον υποφαινόμενο για λογαριασμό της Ακαδημίας Αθηνών και κυκλοφόρησε το 1977 με τίτλο: Η Αναβίωση του Ελληνικού Στοχασμού (ανατύπωση το 1994). Είναι ευδιάκριτη όλων των ερευνητών η προσπάθεια να καταγράψουν τα βήματα του νεοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού, ειδικότερα της περιόδου πριν από το 1821, και να προτείνουν κάποια περιοδολόγηση. Και -ανεξάρτητα από τις επιμέρους αξιολογήσεις προσώπων και ρευμάτων (ο Παπαδόπουλος χρησιμοποιεί όρους της ευρωπ. ιστορίας των ιδεών: αναγέννηση, μεταρρύθμιση - αντιμεταρρύθμιση, ο Ψημμένος αξιοποιεί κυρίως το φαινόμενο του αριστοτελισμού*, ο Νούτσος και ο Ηβπάβτδοπ περιοδολογούν αναλύοντας έργα συγκεκριμένα και προβάλλοντας πρόσωπα)- όλοι οι ερευνητές επισημαίνουν ότι: - Πριν από το 1453 η φιλοσοφία αξιοποιείται κυρίως μέσα σε πλαίσια θεολογικών συζητήσεων αλλά και προσφέρει αναλαμπές ελληνικότητας (π.χ. περίπτωση Γ. Γεμιστού - Πλήθωνα'). - Μετά την άλωση ο φιλοσοφικός στοχασμός απελευθερώνεται σταδιακά από το θεολογικό κλίμα και εκφράζεται αυτόνομα (αριστοτελισμός* -κορυδαλισμός, από το όνομα του πιο σημαντικού σχολιαστή, του Θ. Κορυδαλέα*). - Τον 18ο αιώνα η ελληνική παιδεία, γενικότερα, και η φιλοσοφική παιδεία, ειδικότερα, δέχονται επιδράσεις από τον δυτικοευρωπαϊκό Διαφωτισμό*, γίνονται έκδηλα τα συμπτώματα επικράτησης της "νεωτερικής" επιστήμης και φιλοσοφίας. Ομως μέσα στο κλίμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού* διαπλέκονται, και κάποτε συγκρούονται, διάφορα ρεύματα: "παραδοσιακή παιδεία" (που πρόσφερε κυρίως η
εκκλησία ως επίσημος θεσμός στη βυζαντινή εποχή και αργότερα στην οθωμανική), "νεωτερική παιδεία" (επιστήμη και φιλοσοφία, που εκπορευόταν κυρίως από την Ευρώπη της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού). Και οι δυο αντίπαλες τάσεις επικαλούνταν ή επιστράτευαν υπέρ τους τη μεγάλη φιλοσοφική κληρονομιά της αρχαιότητας, μόνο που η εκκλησιαστική πλευρά έμενε κυρίως στους εξωτερικούς τύπους (τεκμήριο αμάχητο η εγκύκλιος Γρηγορίου Ε" το 1819), ενώ η άλλη αναζητούσε το περιεχόμενο της αρχαίας σοφίας ως μορφωτικό αγαθό. Με αυτό το νόημα ο Κοραής είδε τους σοφούς της Αρχαιότητας ως "πηγή ανθρωπισμού" (ΗβηάβΓδοπ, κεφ. 14). Η προβληματική που σκιαγραφήσαμε επρόκειτο να συνοδεύει τη νεοελληνική παιδεία (και φιλοσοφία) και ύστερα από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, με επικράτηση περισσότερο της λατρείας των γλωσσικών τύπων παρά της φιλοσοφίας. Η Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας τροφοδότησε ως σήμερα περισσότερο ή κυριότατα με φιλολόγους εραστές των τυπικών μορφών του λόγου παρά με φιλοσόφους εραστές της αλήθειας. Δεν έλειψαν βέβαια διανοούμενοι, εκφραστές φιλοσοφικού λόγου, όπως ο Πέτρος Βράιλας* Αρμένης, ο Δημ. Γληνός*, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, που συνδύασαν την ελληνική φιλοσοφική κληρονομιά με την ευρωπαϊκή παιδεία και πλούτισαν τον νεοελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό. Αλλά από τις αρχές του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα από την τρίτη ως την όγδοη δεκαετία του λειτούργησε ανασχετικά για τη φιλοσοφική παιδεία στη χώρα η διαπλοκή του φιλοσοφικού λόγου προς τη διωκόμενη από την επίσημη Πολιτεία ιδεολογία (κοινωνιολογία και φιλοσοφία και πολιτική σκέψη) του Μαρξισμού*, με συνέπεια να αυτοπεριορίζεται και να φυτοζωεί η πανεπιστημιακή φιλοσοφική παιδεία, ενώ άνδρες όπως ο Ε. Π. Παπανούτσος δεν μπορούσαν να έχουν μια έδρα φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια. Μια αρνητική συνέπεια των δυσμενών παραγόντων που περιγράψαμε ήταν και τούτο το γεγονός: δεν αξιοποιήθηκαν ούτε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κλασικά έργα της ελληνικής φιλοσοφικής γραμματείας· τα Πολιτικά του Αριστοτέλη (το πιο ώριμο, κατά τη γνώμη του υποφαινομένου, δοκίμιο πολιτικής φιλοσοφίας που έχει ιδεί η ανθρωπότητα) δεν έχουν διδαχτεί στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών! Και τα έργα του Σέξτου Εμπειρικού* δεν έχουν μεταφραστεί στη νεοελληνική! Βιβλιογρ.: Εκτός από τις ερευνητικές και συνθετικές ερ·
41
νεοεξελικτική θεωρία γασίες που μνημονεύσαμε μέθα στο κείμενο ( Ε . Π. Παπανούτσου. Κ. Θ. Δημαρά. 6 . Ρ . ΗβΓκΙβΓίοη. θ . Παπαδόπουλου. Ν. Ψημμένου, Π. Νούτσου): Αθανασία Γλυκοφρυδη - Λεοντσίνη. Νεοελληνική Φιλοσοφία: Πρόσωπα και Θέματα (1993).- Στο ενεργητικό της νεοελληνικής φιλοσοφικής προσπάθειας πρέπει να εγγραφούν και τα ακόλουθα: α. Συγγραφές βιβλίων "Εισαγωγής στη Φιλοσοφία" (π.χ. Θεόφιλου Βορέα, Χαρ. Θεοδωρίδη, I. Ν. Θεοδωρακόπουλου). β. Συγγράμματα "Ιστορίας της Φιλοσοφίας" (π.χ. Κων. Γεωργούλη για την Αρχαία Φιλοσοφία και Βυζαντινή, Β . Ν. Τατάκη για τη Βυζαντινή Φιλοσοφία. Κων. Λ ο γ ο θ έ τ η για τη φιλοσοφία της Αναγέννησης), γ. Μονογραφίες για επιμέρους φιλοσοφικά θέματα (π.χ. Ε . Π. Παπανούτσου. Αισθητική. Ηθική. Γνωσιολογία. Φιλοσοφία και Παιδεία), δ. Ειδικές εκδόσεις (με εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια) φιλοσοφικών κειμένων κλασικών (π.χ. I. Συκουτρή. Συμπόσιον' του Πλάτωνος". Δημ. Γληνού. Σοφιστής' του Πλάτωνος, Βασίλη Μοοκόβη. Πολιτικά" του Αριστοτέλη). Φ. Κ. Βώρος
νεοεξελικτική θεωρία (νεοεξελικτισμός, πβοβνοΙυϋοπίδΓτι). Κατεύθυνση της κοινωνιολογικής σκέψης στα μέσα του 20ού αιώνα. Τον 19ο αιώνα μελετητές όπως ο Ε. Μπ. Ταίηλορ', ο Λ. Χ. Μόργκαν*, ο Ε. Ντυρκαίμ", ο Χ. Σπένσερ* κ.ά. έδωσαν μια σφαιρική εικόνα της εξέλιξης του πολιτισμού*, τα στοιχεία της οποίας ήταν προοδευτικά, συσσωρευτικά, συνεχή και απεριόριστα. ΣΤΟ πλαίσιο του νεοεξελικτισμού επανατοποθετείται το ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής" και αναπροσδιορίζονται οι νόμοι αρχές που διέπουν την κίνηση και μεταβολή των ανθρώπινων κοινωνιών. Πρόκειται ουσιαστικά για μια προσπάθεια αναθεώρησης των ιδεών της εξελικτικής θεωρίας του 19ου αιώνα από τη δυτική, μη μαρξιστική κοινωνιολογία*. Ο νεοεξελικτισμός, ωστόσο, δεν εμφανίστηκε ως ενιαία θεωρία. Η εξέλιξη ερμηνεύθηκε σαν εμπειρική γενίκευση του τρόπου ανάπτυξης από τις απλές στις συνθετότερες μορφές κοινωνικής δράσης. Μεταξύ των ρευμάτων της νεοεξελικτικής θεωρίας τα πιο γνωστά είναι: α) ο "ανθρωπολογικός" εξελικτισμός της αμερικανικής ανθρωπολογίας, όπως εκφράστηκε στα έργα των Β. Γκόρντον Τσάιλντ*, Λέσλι Ουάιτ*, Γκέρχαρντ και Τζην Λένσκι* κ.ά. β) ο "λειτουργικός" εξελικτισμός του Τ. Πάρσονς* και, γ) ο "διαλεκτικός" εξελικτισμός της τυπολογίας του Ου. Ροστόου*. Ο ανθρωπολογικός νεοεξελικτισμός δίνει έμφαση στην ανάπτυξη της τεχνικοοικονομικής βάσης του πολιτισμού. Ετσι για τον Γκ. Τσάιλντ η ανθρωπότητα πέρασε από τη θηρευτική, τροφοσυλλεκτική, αλιευτική περίοδο, στην περίοδο των αγροτικών κοινωνιών (μετά τη νεολιθική επανάσταση), για να καταλήξει στις πολεομορφικές κοινωνίες.
42
Σύμφωνα με τους Γκ. και Τζην Λένσκι, οι κοινωνίες κατατάσσονται σε εφτά βασικούς τύπους: τις θηρευτικές-συλλεκτικές, τις αλιευτικές, τις κηπευτικές, τις ναυτικές, τις αγροτικές, τις κτηνοτροφικές και τις βιομηχανικές (οι οποίες υποδιαιρούνται σε υποτύπους). Στον Ουάιτ ο πολιτισμός υποδιαιρείται σε τρία συστήματα: το τεχνολογικό, το κοινωνικό και το ιδεολογικό (όπου το κοινωνικό και το ιδεολογικό είναι παράγωγα του τεχνολογικού). Ο λειτουργικός εξελικτισμός έλαβε την ολοκληρωμένη έκφρασή του στις εργασίες του Τ. Πάρσονς. Τα κείμενα - κλειδιά αντιπροσωπεύουν εδώ μια συστηματική προσπάθεια να αποδειχθεί ότι ο λειτουργισμός* θα μπορούσε να δώσει μια επαρκή περιγραφή της κοινωνικής αλλαγής· να ξεπεραστούν -κατά το δυνατόνορισμένες ατέλειες των πρωτοπόρων του 19ου αιώνα' να εξηγηθούν τα ενδιάμεσα στάδια ανάπτυξης μεταξύ απλών και σύνθετων κοινωνιών και, τέλος, να δοθεί μια πληρέστερη και σαφέστερη άποψη της προόδου (ευαίσθητο σημείο της λειτουργικής σχολής*). Ο λειτουργικός νεοεξελικτισμός των Πάρσονς, Π. Μπέλα, Ν. Σμέλσερ κ.ά. κληρονόμησε από τον Ε. Ντυρκαίμ την εικόνα της εξέλιξης ως διαδικασίας αύξησης της διαφοροποίησης και της πολυπλοκότητας στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής. Στη διαλεκτική τυπολογία του Ου. Ροστόου διακρίνονται πέντε βασικοί κοινωνιακοί τύποι, που αντιστοιχούν σε διάφορες ιστορικές αναπτυξιακές φάσεις: η παραδοσιακή κοινωνία, η μεταβατική κοινωνία, η απογείωση, η πορεία προς την ωριμότητα και η κοινωνία της μαζικής κατανάλωσης. Βιβλιογρ.: Ε . ΟΘΙΙΙΘΓ, ΤΜουςΜ 3πά Οίιβηρβ. ΝΥΘΚΙΘΠΗΒΜ 3ηά ΝίοοΙβοη, Ιοηάοη. 1964.- Δ. Γ. Τσαούσης, Η Κοινωνία
του Ανθρώπου, εκδ. ΟυΙθηϋβΓς. Αθήνα. 1983. Θαν. Α.
Βασιλείου
νεοθετικισμός (ΝβοροβίΙίνίειτιυδ) ή "λογικός θετικισμός" ή "νεοεμπειρισμός" ή "λογικός εμπειρισμός". Εξελιγμένη μορφή του θετικισμού*, μία από τις πλέον σημαντικές κατευθύνσεις του φιλοσοφικού στοχασμού κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα. Το κοινό στοιχείο του νεοθετικισμού με τα άλλα μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα (φαινομενολογία", νεοκαντιανισμός*), που στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας ανανεώνουν την ευρωπαϊκή πολιτισμική σκηνή, είναι η αντίληψη της φιλοσοφίας ως προσπάθειας εννοιολογικής αποσαφήνισης μάλλον παρά ως επεξεργασία "κοσμοθεωριών".
νεοκαντιανισμός Στις αρχές της κριτικής τούτης συνείδησης των ορίων της νόησης, καθαρά θεωρητικής, βρίσκεται η ανατροπή της παραδοσιακής εννοιολογικής τάξης που προκάλεσε η μεγάλη επιστημονική επανάσταση στα μαθηματικά και στη φυσική. Η ριζική αναθεώρηση των μηχανιστικών προτύπων του 19ου αιώνα για την ερμηνεία της φύσης και το άνοιγμα του νέου γόνιμου πεδίου έρευνας ως προς τα θεμέλια των μαθηματικών φαίνεται να προσφέρουν ανεξάντλητο υλικό σε μια μορφή φιλοσοφικού στοχασμού, όπως ο νεοθετικισμός, που αναδεικνύει "επιστημονικότητα" και "ακρίβεια" σε ύψιστες διανοητικές αξίες. Το σπουδαιότερο ωστόσο χαρακτηριστικό του νεοεμπειρικού προσανατολισμού είναι η εφαρμογή της λογικής - φορμαλιστικής μεθόδου ανάλυσης της γλώσσας, της μαθηματικοποιημένης φιλοσοφίας της γλώσσας, που επεξεργάσθηκαν οι ΡΓΘ9Θ", ννηίΐθίιββά" και ΡυδδθΓ, στους διάφορους τομείς επιστημονικής έρευνας (φυσική, αλλά και κοινωνιολογία, νομική κ.λπ.). Η χρήση αυτών των μεθόδων περιορίζεται κατ' αρχήν σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επαναθεμελίωσης της γνώσης σε αμιγώς εμπειρικές βάσεις που πραγματώνεται μέσω της δημιουργίας μιας ενιαίας επιστημονικής γλώσσας. Η προσπάθεια εφαρμογής αυτού του προγράμματος οδηγεί αφ" εαυτής σε μια προοδευτική αποσαφήνιση των σχετικών προς τη φύση της σημασίας των εν γένει προτάσεων θεμελιωδών φιλοσοφικών αξιωμάτων.
ρουμε την ίδρυση του περιοδικού "ΟίνίΙΙβ 03Μ0ΐί03" ("Καθολικός Πολιτισμός") και την εγκύκλιο του Πάπα Λέοντα XIII "ΑβΙθΓπί ΡβΙπε" (4 Αυγούστου 1879), στην οποία διακηρύσσεται ότι ο θωμισμός είναι ο φιλοσοφικός στοχασμός που καλύτερα εναρμονίζεται προς τη χριστιανική θεώρηση του κόσμου. Ο νεοσχολαστικισμός συνέβαλε σημαντικά στην αναβίωση της μελέτης και των εκδόσεων μεσαιωνικών κειμένων, ενώ σε θεωρητικό επίπεδο τροφοδότησε τη διαμάχη σχετικά με ορισμένες θέσεις της κλασικής φιλοσοφίας, όπως η θεωρία περί του Οντος ως θεμελιώδους στοιχείου, η λογική αφαίρεση, ο υλομορφισμός και η ανθρώπινη ψυχή ως μορφή του σώματος. Εναντίον των προκαταλήψεων της θετικιστικής παράδοσης, που αρνούνταν κάθε επιστημονική αξιοπιστία στη μεταφυσική και στη θεολογία, οι νεοσχολαστικοί προσπάθησαν να αποδείξουν την πλήρη νομιμότητα της πίστης για τον σύγχρονο άνθρωπο- για τον σκοπό αυτό ίδρυσαν ειδικά κέντρα έρευνας, τα οποία και απετέλεσαν τους πυρήνες των μετέπειτα Καθολικών Πανεπιστημίων: στην Ιταλία (ΜίΙβπο), στον Καναδά (Ουβ&βο), στις Ηνωμένες Πολιτείες (ΝοίΓθ-ϋβΓΠθ της Ιηάίβηβ, ννβεΐιίη^οη), στην Ελβετία (ΡΓθί6υΓ9). Μεταξύ των σπουδαιοτέρων εκπροσώπων του σύγχρονου νεοσχολαστικισμού συγκαταλέγονται οι: ϋ. Μ3γθο(ι3Ι, ϋ. Μ3(ϊΐ3ΐη*, Ε. ΟίΙεοη, Μ. ΒοηΙβάϊηί, Α. Μβδηονο, 5. νβηηί ΠονίςΙιί και Ο. ΡΒ&ΙΌ. Γρηγ. Φ. Κωσταράς
Γρηγ. Φ. Κωσταράς
νεοθωμισμός ή νεοσχολαστικισμός. Φιλοσοφική - θεολογική κατεύθυνση που σκοπεύει στην αναβίωση - πραγμάτωση της φιλοσοφίας του σχολαστικισμού* και υποστηρίζει την πληρότητα του θεωρητικού στοχασμού του Θωμά Ακινάτη* εν συγκρίσει προς τους άλλους δασκάλους του Μεσαίωνα. Γι' αυτό και οι όροι "νεοσχολαστικισμός" και "νεοθωμισμός" χρησιμοποιούνται συχνά ως συνώνυμοι. Οι ιστορικές καταβολές του κινήματος ανάγονται στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα: πρωτεργάτες του υπήρξαν στην Ιταλία οι V. ΒυζζβΗί, 5. 5θΓ<3ί, Ι . Τ3ρ3Γ6ΐΙί ά' ΑζβςΙϊο και Ο. Ρβοα' στη Γερμανία οι ϋ. ΟΟΓΓ65, Β. ϋβϋβπτιβηη, Ο. νοη ΚΘΗΘΙΘΓ και Ε . Ρΐ355ΓΠ3ΗΗ· σ τ η ν Αυστρία ο Ρ .
Ουίάί- στην Ισπανία οι Ρ. ΡυίςεβΓνβΓ και Ζ. Οοηζ3ΐβζ.
Μεταξύ των παραγόντων που συνέβαλαν στην ανάπτυξη και διάδοση του κινήματος αναφέ-
νέοι χεγκελιανοΙ, βλ. νεο χεγκελιανισμός, εγελιανισμός νεοκαντιανισμός. Ορος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει έναν ευρύ κύκλο σχολών της φιλοσοφίας με ορισμένη συνάφεια μεταξύ τους, η οποία επικεντρώνεται στο κριτικό έργο του Ιμμ. Καντ*. Η πολυμορφία, το βάθος και η πολυπλοκότητα του καντιανού συστήματος τροφοδότησε αναρίθμητες τάσεις μέσα στους κύκλους των καντιανών "επιγόνων", που έμειναν πιστοί, ωστόσο, στο πνεύμα και όχι στο γράμμα της φιλοσοφίας του Καντ. Με αφετηρία το έργο του Λίμπμαν* Ο Καντ και οι Επίγονοι (Στουτγάρδη, 1865) και το μνημειώδες σύνθημα "Πίσω στον Καντ", στήθηκε ένα νέο φιλοσοφικό εΐβΐυε, τόσο σε ιδέες όσο και σε φυσιογνωμίες, στη Γερμανία, που στηριζόταν στη συλλογικότητα των επιμέρους σχολών, οι οποίες έδιναν το όνομά τους στη φιλοσοφική
43
νεοκομφουκιανισμός τους κατεύθυνση (σχολή του Μάρμπουργκ', του Μπάντεν, του Γκαίτινγκεν), και από τις οποίες "μπαινόβγαιναν" πολλές και σημαντικές διάνοιες, αυστηρά όμως ευθυγραμμισμένες με τις τάσεις της κάθε σχολής. Αξιοσημείωτος σταθμός στη νεοκαντιανή βιβλιογραφία είναι
αναβίωση της κομφουκιανικής φιλοσοφίας στην Κίνα από τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Η αναβίωση του κομφουκιανισμού* προέκυψε μετά από την κυριαρχία και προβολή της βουδιστικής σκέψης στην Κίνα επί οκτώ σχεδόν αιώνες (220 μ.Χ. - 960 μ.Χ ). Η αντίδραση των κομφουκιακαι τ ο βιβλίο τ ο υ Κ υ π ο ΡΪ3ΟΙΊΘΓ ΚβηΙε ίβΰβη υπό νών άρχισε από την εποχή του Ηβη Υιί και του άίβ 0Γυηάΐ39βη εβίηβΓ ί.βί)Γβ (1860), σε συνερϋ Αο. Οι κομφουκιανοί αισθάνθηκαν την ανάγασία με τους νοΙΚοΙΓ και ννίπάθΐόβηό*, καθώς γκη να επανεξετάσουν τη διδασκαλία τους, και η μελέτη του \Λ/υπάΓ Κβηί βίε Γηθΐ3ρήγείΙ<θΓ γιατί η αρχαία μορφή του κομφουκιανισμού (1924). δεν επαρκούσε πια ως πλήρες δόγμα σε έναν "ωριμότερο" αιώνα. Έλειπε η κοσμολογία. Οσο προσηλωμένοι κι αν ήταν οι νεοκαντιανοί στα διδάγματα του Καντ, δεν έλειψαν οι περι- Στοιχεία κοσμολογικά και ιδιαίτερα τμήματα της ταοίστικής μεταφυσικής βοήθησαν την πτώσεις όπου η πρωτοτυπία τους, ξεπερνώκομφουκιανή ηθική να ανανεώσει τη δημοτικόντας τον δάσκαλο, απέρριπτε κάποιες σταθερές· ο Ι_3ηςθ* διεκήρυττε την ποιητική προέ- τητά της. Αποφασιστική ήταν η συμβολή του μεγάλου φιλοσόφου Τσου Χσι* (1130-1200). Ο λευση των απόψεών μας για τον κόσμο, αρνούμενος την ορθολογιστική δομή του σύμπα- Τσου Χσι θεμελίωσε μεταφυσικά την παραδοντος που, κατά τον Καντ, προσπορίζει γνώση σιακή ηθική με τη θεωρία του για τον δυαλισμό του Αι, της ρυθμιστικής αρχής, και του Τσι, που του κόσμου και εγγύηση για την εγκυρότητα είναι η ουσία ή η πρώτη ύλη της ζωής: "στο Σύτης γνώσης αυτής. Ο ίίθόιτοη, αναφερόμενος μπαν", γράφει, "δεν υπήρξε ποτέ το Τσι χωρίς στη "λογική των γεγονότων", έβαλε πλάι-πλάι τον Καντ με τον δρίποζβ*· στο θέμα του "πράγ- το Αι ούτε και το Λι χωρίς το Τσι". Καθώς τα αντικείμενα ως προς τη μορφή τους είναι το αματος καθ' εαυτό" (ϋίης 3η 5ίεϊι),οι ΡίβίιΙ και ΟοΐΊβη* παρουσίασαν δύο διαμετρικά αντίθε- ποτέλεσμα της συμπύκνωσης του Τσι και κατες απόψεις: η "παντοδυναμία"*· που αναγνώ- θορίζονται ως προς την ουσία τους από το Λι, η φύση του ανθρώπου προκύπτει από το Τσι, ριζε ο πρώτος στο "πράγμα καθ' εαυτό", στον ενώ την ηθική του ποιότητα λαμβάνει από το δεύτερο γίνεται "ανυπαρξία". ΟΟοίιβη, μάλιΛι. Αντίθετα, από τον ρασιοναλισμό του Τσου στα, μεταβιβάζοντας τη βαρύτητα από το Χσι και άλλων της σχολής του, στους κόλπους "πράγμα" στο "ον", απομακρύνθηκε τόσο από του νεοκομφουκιανισμού κυριάρχησε και ο ιτον Καντ προς τον Έγελο", που κάλλιστα μποδεαλισμός", με κύριο εκπρόσωπο τον Γουάνγκ ρεί κανείς να συγκαταλέγει στιγμές της φιλοΓιανγκ - Μινγκ (1472-1529), ο οποίος αντιμεσοφίας του στις ευτυχέστερες του νεοεγελιατωπίζει την ηθική διαίσθηση ως τον πυρήνα νισμού*. Στη σχολή της Χαϊδελβέργης, γνωστή κάθε τελείωσης. και ως σχολή της Βάδης* (Ββάβη), ο ΒίοΚβτΙ* δημιουργεί την "τρίτη οντολογική περιοχή", Βιβλιογρ.: Δ. Βελιοσαρόπουλου. Ιστορία της Κινεζικής εκτός από τη "φυσική επικράτεια" και την "επιΦιλοσοφίας, τ. 2. εκδ. Δωδώνη. Αθήνα-Γιάννινα, 1981, κράτεια των θεσμών και πολιτισμικών φαινοσσ 201-233. μένων": αυτή η "τρίτη οντολογική επικράτεια" Αλέξ Καριώτογλου κατοικείται από το καντιανό "υπερβατικό Εγώ" και το εγελιανό "υποκειμενικό πνεύμα". Η νεοκυνισμός. Με τον όρο αυτό εννοούμε στην επαφή που στερήθηκαν και στέρησαν, το ένα Ιστορία της Φιλοσοφίας την αναβίωση της κυαπό το άλλο, τα συστήματα του Καντ και του νικής φιλοσοφίας ή τουλάχιστον μερικών βαΈγελου αποκαταστάθηκε μέσα από τη συνομισικών θέσεων των παλαιών κυνικών φιλοσόλία νεοκαντιανών και νεοεγελιανών. φων (Αντισθένη*, Διογένη* κ.ά.), η οποία εκδηλώνεται κατά την αυτοκρατορική εποχή, δηλαΒιβλιογρ.: Πϊΐ2θΙ \Λ/.. 5ίυάίβη ζυιτι \Ν3ηόβΙη ϋβί Καηΐ3υΙδή τον 1ο και 2ο αι. μ.Χ. κυρίως στην ελληνική Ιβεβυης (Μύιζενχαιμ, 1952).- Ν3ΐθφ Ρ.. ΚβηΙ υπό άίβ Ανατολή. Τα αίτια αυτής της επιστροφής στα ΜβΦυίοβΓ 3οίιυΙθ (Βερολίνο. 1912).- ΗΪΟΚΘΓΙ Η.. Οίβ κηρύγματα των παλαιών κυνικών φιλοσόφων η ΗβιάβΙόβίς ΤΓ&ΜΙΙΟΠ υηά Κ3ηΙ$ ΚηΙίζιΒτηυβ (Βερολίνο. 1934).- ΚΓΟΠΘΓ Β., ΚΒΠΙ'Β ΜθΙΐ2η$€ΐ)3υυη<ι (ΤυβΙγγη. 1914). έρευνα τα εντοπίζει στην αντίδραση των διανοουμένων και των σκεπτομένων ανθρώπων Παναγ. Πάκος αυτής της εποχής εναντίον της κοινωνικής φαυλότητας και της πολιτικής διαφθοράς που νεοκομφουκιανισμός. Ορος καθιερωμένος επικρατούσε στη ρωμαϊκή κοινωνία και αυτοστη δυτική επιστήμη για να χαρακτηρίσει την
44
νεοορθολογισμός κρατορία. Η αναβίωση αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τις ηδονιστικές θέσεις των παλαιών κυνικών οι κυνικοί φιλόσοφοι τώρα εμφανίζονται ως δημόσιοι κήρυκες, παροτρύνοντας τους ανθρώπους στην ενάρετη ζωή και καυτηριάζοντας την επικρατούσα εξαχρείωση. Την κατάσταση αυτή πρώτος καταπολέμησε ο Ρωμαίος φιλόσοφος Ουάρρων*(ν3ΐτο) με τις Μενίππειες σάτιρές του, ενώ οι λεγόμενες Επιστολές των Κυνικών συνέχισαν αυτό το πνεύμα της αυστηρής καταδίκης των φαινομένων κοινωνικής εξαχρείωσης. Ο Δημήτριος* ανεφέρεται από τον Σενέκα* ως ο πρώτος κυνικός φιλόσοφος αυτή την εποχή (πρώιμη αυτοκρατορική). Διάσημος υπήρξε κατά την εποχή του Αδριανού ο Οινόμαος* από τα Γάδαρα της Συρίας, ενώ μεγάλη υπόληψη επίσης έχαιρε ο Δημώναξ* (50-150 μ.Χ.) στην Αθήνα κατά την ίδια εποχή. Εντύπωση έκανε ο Περεγρίνος*. που τον αποκαλούσαν και Πρωτέα, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε στην Ολυμπία διαμαρτυρόμενος (το 165 μ.Χ.) μπροστά στους θεατές. Μερικοί ερευνητές συναριθμούν στους εκπροσώπους του νεοκυνισμού τον έξοχο ρήτορα και "σοφιστή" Δίωνα Χρυσόστομο* από την Προύσα της Βιθυνίας, έναν από τους πιο ευαίσθητους διανοητές αυτής της εποχής, καθώς επίσης και τον Λουκιανό* για τις καυστικές σάτιρές του εναντίον της θρησκείας* και της φιλοσοφίας*, αλλά και των κοινωνικών ηθών. Βιβλιογρ.: Ε . ΖΘΙΙΘΓ. Οίβ ΡΜοεορΗβ
ύθί Οπβοίιβη. III 2.
03ΓΠ)3ΐ3(ίΙ. 1963*.- Ο. Ρ . ΟυάΙβγ. Α ΗϊεΙοιγοΙ
Ογηιειπ, Ιωηι
Οιοςβηεε Ιο ΙΜβ 61ίι ΟβηΙ. Α. Ο., ΙΟΓΚΙΟΠ. 1937 (ανατ. Ι967).- Μ. ΒΙΙΙΟΓ&ΘΟΚ. ίβ ΐοηεβρίιοη
ϋυ ογηιεσιβ ά Ποιτιβ.
στο V βηϋςυ. 01355." 41 (1964), σ. 151-173 - Κ. Δ. Γεωρ· γούλης. Ιστορία της Ελληνικής (1975).
Βασ. Κύρκος
Φιλοσοφίας. Αθήνα. 1994
ΡΓΟΟΙΒ Ο( (ΗΘ ΡππάρΙβ οί ΡορυΙβΙίοπ. Σε αντίθεση, ωστόσο, με τις θέσεις του Μάλθους, ο οποίος πρότεινε για τη λύση του προβλήματος τον "ηθικό καταναγκασμό", που μεταφράζεται σε αποχή από τη σεξουαλική πράξη και εγκράτεια, ο ΡΙβοβ αντιπροτείνει τα αντισυλληπτικά μέσα (το προφυλακτικό χρησιμοποιόταν στο Λονδίνο, ήδη, από το 1717). Γι' αυτό και θεωρείται ότι εκδημοκρατικοποίησε τον περιορισμό της οικογενειακής αύξησης. Η σύνδεση περιορισμού των γεννήσεων και οικονομικής ανάπτυξης βρήκε γρήγορα πολλούς οπαδούς, οδήγησε σταδιακά στη δημιουργία Κέντρων Οικογενειακού Προγραμματισμού και ενημέρωσης των γυναικών για τα μέτρα αντισύλληψης, αντιμετώπισε την αντίδραση της Καθολικής κυρίως Εκκλησίας, αλλά παραμένει προβληματική στις μουσουλμανικές χώρες. Οι Παγκόσμιες Συνδιασκέψεις για το Πληθυσμιακό Πρόβλημα έχουν αποσυνδέσει την οικονομική ανάπτυξη από την πληθυσμιακή αύξηση και έχουν απορρίψει την ιδεολογία του νεομαλθουσιανισμού. Δημ.
Τσατοούλης
νεομαρξισμός, ή δυτικός μαρξισμός. Συμβατικός και αμφιλεγόμενος όρος που υποδηλώνει πληθώρα ερμηνειών του μαρξισμού* και μαρξιστικής ή μαρξίζουσας αναφοράς τάσεων, οι οποίες ανέκυψαν στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική από την περίοδο του μεσοπολέμου μέχρι σήμερα και αυτοπροσδιορίζονται ως διαφορετικές και αντίθετες του "ορθόδοξου" μαρξισμού και της επίσημης ιδεολογίας της τέως ΕΣΣΔ. Κοινό χαρακτηριστικό των εν λόγω τάσεων είναι οι απόπειρες ανάμιξης στοιχείων του μαρξισμού με ποικίλες θέσεις της αστικής φιλοσοφίας, π.χ. της νεοχεγκελιανής "αρνητικής διαλεκτικής" και της φιλοσοφίας της ζωής* (Φρανκφούρτης σχολή"), του φρούδισμού* και νεοφρουδισμού* (φρουδομαρξισμός, Β. Ράιχ, Ε. Φρομ κ.ά.), του υπαρξισμού" (Ζ. Π. Σαρτρ", Μερλό-Ποντύ* κ.ά.), του δομισμού" (Λ. Αλτουσέρ" κ.ά.), της αναλυτικής φιλοσοφίας ("αναλυτικός μαρξισμός") κ.λπ. Κατά κανόνα πρόκειται για μονομερή και εκλεκτικίστικα εγχειρήματα αναθεώρησης του μαρξισμού. Βλ. επίσης: δογματισμός και αναθεωρητισμός.
νεομαλθουσιανισμός. Ο νεο-μαλθουσιανισμός δέχεται, όπως και ο Μάλθους, ότι η κύρια αιτία της ένδειας των πληθυσμών, και πρώτιστα των λαϊκών τάξεων, οφείλεται στον υπερπληθυσμό. Παρ" όλο που σήμερα ο νεο-μαλθουσιανισμός βρίσκει πολλούς υποστηρικτές, τουλάχιστον όσον αφορά στην πληθυσμιακή έκρηξη των υπανάπτυκτων χωρών και το περίφημο Β3&γ 6οοπι, το οποίο απειλεί, στη σκέψη των νεο-μαλθουσιανών, κατά τις τελευταίες δεκαΔ. Πατέλης ετίες την ανάπτυξη της ανθρωπότητας μέχρι το έτος 2000, τα επιχειρήματα έχουν ήδη διατυπωθεί από το 1823 από τον Ρτβηοίδ ΡΙβοβ, ο νεοορθολογισμός. Στη θεωρία της γνώσης ένα οποίος, ενθουσιασμένος από το σύγγραμμα φιλοσοφικό ρεύμα στη Γαλλία - Ελβετία επιτου Μάλθους, δημοσιεύει το ΙΙΙυείΓβϋοπε 3πά χείρησε να ανανεώσει τον κλασικό ορθολογι-
45
νεοπλατωνισμός σμό* σε νέες βάσεις, όπως απαιτούσαν οι νέοι καιροί (α' μισό του 20ού αιώνα). Βάση της γνώσης και της επιστήμης οι νεοορθολογιστές δεν θεωρούν τις έμφυτες* ιδέες (0θ503ΐ1β5*) ή τις 3 ρποπ μορφές της σκέψης (χώρο, χρόνο, αιτία, κατά τον ΚβηΓ) αλλά τις ιστορικά διαμορφούμενες συνθήκες αντίληψης της πραγματικότητας. Με αυτή τη στροφή τους έτειναν να αποδεχτούν αρχές της διαλεκτικής* σκέψης. Η θεωρία του νεοορθολογισμού για την κατανόηση της γνώσης και τη θεμελίωση της επιστήμης προϋποθέτει ανάλυση των ιστορικών - πολιτισμικών όρων όπου διαμορφώνεται η αντιληπτική εμβέλεια του ανθρώπου. Οι "ενώσεις" νεοορθολογιστών διατύπωσαν τις απόψεις τους μέσα από τα περιοδικά: "ίθδ 03)ΐίθΓ3 Γ3(ίθη3ϋ8(68" (1930), "ΌίβΙβΟίίΟθ" (1947, Ζυρίχη). Φ. Κ. Βώρος
νεοπλατωνισμός. Φιλοσοφική και θρησκευτική κίνηση των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων και της πρώτης περιόδου της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εμφανίζεται ως η αναγέννηση του πλατωνισμού*, αλλά αυτή η άποψη δεν πρέπει να μας παρασύρει αβίαστα στις εκτιμήσεις μας. Δεν προέκυψε από τον πλατωνισμό', υπό τον τύπο της λογικής απορροής και της ιστορικής εξέλιξης ή διαδοχής. Αντιπροσωπεύει έναν τρόπο σκέψης και μια προοπτική ζωής σαφέστατα διαφορετικών από την προβληματική του Πλάτωνα*. Αναμφιβόλως οι εκπρόσωποι του χρησιμοποιούν κατά κόρον τη φρασεολογία και τις λογικές αρχές της πλατωνικής παραγωγής*. Στοχεύουν ωστόσο να λύσουν προβλήματα που κατά βάσιν ήσαν ξένα προς το φιλοσοφικό σύστημα του Αθηναίου στοχαστή. Για παράδειγμα, η πρόθεσή τους να ενώσουν σ' ένα ενιαίο σύστημα σκέψης τη φιλοσοφική διαλεκτική με τις θρησκευτικές ανατάσεις ή τις οντολογικές αρχές με τον κόσμο των θεών αποτελεί ένα γεγονός που δεν προσήκει στον αυθεντικό πλατωνισμό. Αντικαθιστούν εν πολλοίς τις φιλοσοφικές κατηγορίες με θρησκευτικά μορφώματα και μετασχηματίζουν τη γνήσια διαλεκτική* σε θεογονία. Παρά ταύτα, οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι δεν στερούνται πρωτότυπων ιδεών. Για να τις κατανοήσουμε όμως, πρέπει να τις θέσουμε στο ιστορικό περιβάλλον εντός του οποίου διατυπώνονται. Καταρχάς είναι αναγκαίο να σημειώσουμε ότι ο νεοπλατωνισμός, ως φιλοσοφικο-θεολογική ερμηνεία της πραγματικότητας, προκύπτει ως
46
ιστορική, κοινωνική και ευρύτερη πολιτιστική αναγκαιότητα. Ήδη πριν από τον 2ον αιώνα μ.Χ. έχει επικρατήσει μια περίοδος πνευματικής εσωστρέφειας, κάτι που είχε ως συνέπεια την παρακμή του κοινωνικού λόγου και της γόνιμης κοινωνικής πρακτικής. Τα αυτοκρατορικά σχήματα που έχουν καθιερωθεί στον χώρο της πολιτικής λειτουργίας έχουν αναπτύξει, υπό τον τύπο της εκ των πραγμάτων επιβολής, νέες υπαρξιακές αναγκαιότητες. Η αλήθεια και η προσωπική ευδαιμονία αναζητώνται ή στα έσχατα βάθη του ψυχικού κόσμου ή στις υπερθετικές σφαίρες του θείου "όντως όντος". Η αυτοαναφορά και ο μεταφυσικός προσδιορισμός του "είναι" έχουν αποτελέσει τους κυρίαρχους παράγοντες. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτό, φιλόσοφοι όπως ο Πλωτίνος*, ο Πορφύριος*, ο Πρόκλος* και, κυρίως, ο Δαμάσκιος* διατηρούν ευάριθμα αυθεντικά στοιχεία του φιλοσοφικού στοχασμού -στους τομείς της Κοσμολογίας* και της Γνωσιολογίας*- σε τέτοιο βαθμό, ώστε το έργο τους να κεντρίζει το έντονο ενδιαφέρον της διεθνούς βιβλιογραφίας ακόμη και στην εποχή μας. Αν επιχειρήσει κάποιος να παρουσιάσει συστηματικά τις φιλοσοφικές θεωρίες του νεοπλατωνισμού, θα αντιμετωπίσει ιδιαίτερες δυσκολίες εκ του ότι οι εκπρόσωποι του είναι πολλοί, τόσο στην Αθήνα όσο και στην Αλεξάνδρεια, με διαφορετικές πολλές φορές μεταξύ τους εκτιμήσεις. Παρά ταύτα, υπάρχουν ορισμένες σταθερές που διήκουν ως βασικές αρχές σε όλη την εξέλιξή του. Συγκεκριμένα: 1) "Θεωρία περί του Ενός ή του Αγαθού": υποστηρίζεται ότι υπάρχει μια ανώτατη αρχή του παντός, η οποία βρίσκεται σε απόλυτη ταυτότητα με τον εαυτό της, μονίμως αναλλοίωτη, ανεξάρτητη από τις αλλαγές του χώρου και χρόνου και απρόσιτη για τις γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπου. Είναι αυτοαιτία και αυτοτελειότητα, ανενδεής και συμπεριληπτική εν σπέρμασι όλων των μεταφυσικών και των φυσικών οντοτήτων και δυνάμεων. 2) "Σχέση του Εκείθεν με το Εντεύθεν": ο μεταφυσικός κόσμος στο σύνολο του θεωρείται ότι αποτελεί μια ενότητα σε δυναμική κατάσταση και ότι είναι η ποιητική και η τελική αιτία του κόσμου της εμπειρίας*. Σε όλα τα αισθητά όντα χορηγεί τους όρους για να αναπτυχθούν και να συντηρηθούν. Ετσι, ό,τι αποτελεί αισθητό φαινόμενο δεν έχει αυταξία, αλλά αντλεί το νόημά του από μια αρχή που το υπερβαίνει. Κατά τον πρώιμο νεοπλατωνισμό (κυρίως στον
νεοπλατωνισμός Πλωτίνο) ισχύει η άποψη ότι η ύλη αποτελεί μια εκτροπή από το καλό και ότι εκφράζει με την παρουσία της πτυχές του κακού. Βαθμιαία η άποψη αυτή περιορίστηκε αισθητά και η ύλη θεωρήθηκε ως η τελική αντανάκλαση του όντως καλού ή αγαθού (κυρίως στον Πρόκλο, στον Δαμάσκιο και στους νεοπλατωνικούς της Αλεξάνδρειας). 3) "Θεωρία περί διαμέσων": προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον μεταφυσικό και στον εμπειρικό κόσμο και να προβληθεί αξιόπιστα η παραγωγή του δεύτερου από τον πρώτο, επινοείται η ανάπτυξη μιας σειράς διαμεσολαβητικών παραγωγικών οντοτήτων. Πρόκειται για μεταφυσικές δυνάμεις, που αναπτύσσονται διαδοχικά και με ιεραρχικές διαβαθμίσεις και εκφράζουν τον οντολογικό υποβιβασμό του θείου και την αρθρωτή μετάβασή του προς τη συγκρότηση των αναγκαίων προϋποθέσεων για την εμφάνιση των αισθητών οντοτήτων και για την έλλογη λειτουργία τους. 4) "Ορθολογική αναδόμηση της Μεταφυσικής"": επιχειρείται, με τη χρήση κυρίως των πλατωνικών και των αριστοτελικών κατηγοριών", να θεμελιωθεί σε έσχατες οντολογικές αρχές ο μεταφυσικός κόσμος. Έτσι, δεν εμφανίζεται ως ένας κόσμος που τίθεται απλώς απρουπόθετα και αξιωματικά, αλλά επισημαίνεται, άμεσα ή έμμεσα, ότι είναι σε κάποιο βαθμό επιδεκτικός έλλογης προσέγγισης αποδεικτικού χαρακτήρα. Παράλληλα, θεωρείται ότι αποτελεί και την προϋπόθεση για οποιαδήποτε αποδεικτική διαδικασία επί του φυσικού κόσμου. 5) "Μερικός μετασχηματισμός των φιλοσοφικών κατηγοριών σε θεογονικές διαδικασίες": προβάλλεται η αντίληψη ότι οι φιλοσοφικές έννοιες δεν αποτελούν απλά λογικά σχήματα περιγραφής της πραγματικότητας, αλλά σημάνσεις του τρόπου εμφάνισης των θεών, τόσο ως παραγόμενων όσο και ως παραγωγικών οντοτήτων. Η λογική διαπλοκή των εννοιών αντανακλά τις σχηματοποιήσεις που αρθρωτά επιτελούνται στη μεταφυσική περιοχή. Έτσι, η διαλεκτική" δεν αντιπροσωπεύει ένα απλό λογικό "παιγνίδι", αλλά είναι ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο επιτελούνται οι, θείας υφής, οντολογικές διαδικασίες. 6) "Προσδιορισμός της Γνωσιολογίας" από την Οντολογία"": διατυπώνεται η εκτίμηση ότι, για να αληθεύει στις αποφάνσεις της η ανθρώπινη συνείδηση, είναι υποχρεωμένη να παρακολουθεί και να ανιχνεύει αυστηρά τον τρόπο δόμη-
σης, την ουσία και τις λειτουργικές εκφάνσεις του υπαρκτού. Το επιστημολογικό κριτήριο της επαληθευσιμότητας ορίζει εδώ ότι οι λογικές αρχές πρέπει να αποτελούν ευθεία αντανάκλαση των οντολογικών δεδομένων από τα οποία αντλούν το επικυρωτικό υλικό τους. 7) "Αρρηκτη σχέση του ανθρώπου με το θείον": επισημαίνεται ότι η ανθρώπινη ύπαρξη αποκτά ουσιαστικό νόημα, όταν διατηρεί μια μόνιμη προθεσιακότητα επικοινωνίας με τις υπερθετικές σφαίρες του θείου. Η ζωή των ανθρώπων ορίζεται και αξιολογείται εσχατολογικά, υπό την έννοια μιας εντελεχειακής πορείας προς την ολοκλήρωση. Τούτο θα επιτελεσθεί, εάν το θείο ορισθεί ως το απόλυτο αγαθό και ως η πηγή των αγαθών διαθέσεων μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση. 8) "Διαλεκτική αντίθεση καλού - κακού": αποτελεί πάγια θέση ότι το θείον εκπορεύει πάντοτε, ως έκφραση της αγαθότητάς του, το καλόν. Αντίθετα, στα επίπεδα των ανθρώπινων πράξεων και του φυσικού κόσμου εμφανίζονται παρεκκλίσεις από το καλόν και μια, κατά το μάλλον ή ήττον, επικράτηση του κακού. Παρά κάποιες τάσεις, ορισμένως έντονες, του πρώιμου νεοπλατωνισμού να δοθεί οντολογική αιτιολόγηση στο κακόν, με τον Πρόκλο και τον Δαμάσκιο κάτι τέτοιο, αν δεν ανατρέπεται ριζικά, τουλάχιστον υποχωρεί εντυπωσιακά. Το κακόν εντοπίζεται σε ατομικές παρεκκλίσεις, που οφείλονται στις καταστάσεις του γίγνεσθαι και της αλλαγής. Το υπαρκτό κατά την ολότητά του θεωρείται ως καλόν. 9) "Σύνθεση της πλατωνικής με την αριστοτελική φιλοσοφία": στο πλαίσιο μιας απόπειρας συνθετικής παρουσίασης του Πλάτωνα* και του Αριστοτέλη" προβάλλονται απόψεις στους τομείς της Οντολογίας" και της Γνωσιολογίας που εμπεριέχουν στοιχεία και των δύο στοχαστών. Στο κύριο φιλοσοφικό ζήτημα για τον τρόπο ύπαρξης των αρχετύπων "ειδών" του κόσμου της εμπειρίας διαμορφώνεται μια μετριοπαθής πρόταση. Τα "είδη" αρχικά βρίσκονται στον μεταφυσικό κόσμο, ακολούθως αποτελούν τα παραγωγικά αίτια των αισθητών όντων και υπό τη δεύτερη αυτή εγγενή παρουσία τους καθίστανται εννοιολογικό περιεχόμενο της ανθρώπινης συνείδησης". Η υπερβατικότητα, λοιπόν, των "ειδών" δεν αποκλείει την εκδοχή τους και ως μορφικών τρόπων εμφάνισης της ύλης. 10) "Συνάφεια της θεολογικής πίστης με τη φιλοσοφική προβληματική και την επιστημονική
47
νεοποζιτιβισμός έρευνα": στην περίοδο του ύστερου νεοπλατωνισμού αναιττύσσεται συστηματικά μια τάση επικύρωσης των θεολογικών αρχών με βάση τη φιλοσοφική διαλεκτική και τα στοιχεία της φυσικής επιστήμης. Η διασύνδεση αυτή επιχειρείται στον κλάδο της Κοσμολογίας, όπου αναπτύσσεται ευρύτατα μια συνεκτική θεωρία περί της δημιουργίας του κόσμου. Κύρια θέματα πραγμάτευσης είναι η σύσταση της ύλης, η σχέση της ουσίας με την ενέργεια, ο χρόνος*, ο χώρος* και εν μέρει ο παρεμβατικός χαρακτήρας των φυσικών νόμων* στη λειτουργία των αισθητών φαινομένων*. Όλα τα ανωτέρω αναπτύσσονται μέσα σ' ένα θρησκειοφιλοσοφικό πλαίσιο, από το οποίο απουσιάζει σχεδόν παντελώς το ενδιαφέρον για το ιστορικό γίγνεσθαι. Η αναφορά του ανθρώπινου στοχασμού έχει στραφεί σε χώρους που εμφανίζονται ως ξένοι απέναντι στην ιστορική δράση. Με τον νεοπλατωνισμό η έννοια του δρώντος ιστορικού υποκειμένου αποτελεί ουσιαστικά κενό ήχο. Ιστορικά οι απαρχές της φιλοσοφικής αυτής σχολής τοποθετούνται στις διδασκαλίες του Αμμώνιου του Σακκά* (175-242), αλλά αυτός που θεμελίωσε στέρεα τις κατευθύνσεις της είναι ο μαθητής του Πλωτίνος (205-270). Βιβλιογρ.: ΟΘΓ5ΙΊ δ.. Ρίοπι ΙθπιύΙκΗυε Ιο ΕηηςβηβΡ..
ΡοφΗγίβ
βΐ
νιείοήηυε.-
ΜουΙδορουΙοϊ
Εν.,
ΗβύοΙ ίβί
είτυοίυτβε όβ Γ ίπΐ3<}ιη3ίίθ ό3η$ Ιβ ρΜΙοεορΜβ άβ ΡίοεΙυε.-
ΤΓθυιΙΐ3Γ€ΐ Ϋ.. Ί ' υπ βΙ Γ έιτιβ ΒβΙοη ΡΛΟΟ/05 - ΜΘΓΘ3Υ Ϋ..
ΡΙοΙίη ου ΙΒ βΙοίτβ όβ Ιβ ΡΜοεορίιίβ
Χρ.
Τερέζης
ΒηΙϊςυβ.
νεοποζιτιθισμός, βλ. νεοθετικισμός νεοπυθαγορισμός (νεοπυθαγόρειοι). Η πυθαγόρεια φιλοσοφική "σχολή", που είχε περιπέσει σε αφάνεια από τον 4ο π.Χ. αιώνα, αναβιώνει κατά τον 1ον μ.Χ. αιώνα με νέο περιεχόμενο, αφού ο Αλέξανδρος ο Πολυΐστωρ* (70 π.Χ.), κατά τη μαρτυρία Διογένους του Λαέρτιου* (VIII, 24), μελέτησε και έφερε στο φως βιβλία όπου υπήρχαν πυθαγορικές δοξασίες. Πρώτος θιασώτης του νεοπυθαγορισμού αναφέρεται ο λατίνος Νιγίδιος Φίγουλος*. Κύριος όμως θεμελιωτής και κήρυκας του νεοπυθαγορισμού κατά το δεύτερο μισό του πρώτου μ.Χ. αιώνα υπήρξε ο Απολλώνιος ο Τυανεύς*, του οποίου τη ζωή και διδασκαλία εξιστόρησε ο Φιλόστρατος* κατά το 200 π.Χ. Σημαντικός επίσης δάσκαλος των νεοπυθαγορείων αντιλήψεων αναδείχθηκε και ο Νικόμαχος ο Γερασηνός" (140 π.Χ.)· από ένα σημαντικό του σύγ-
48
γραμμα μας διασώθηκαν δύο αποσπάσματα: το ένα με τίτλο Αριθμητική εισαγωγή και το άλλο με την επιγραφή Εγχειρίδιο Μουσικής. Στους παραπάνω πρέπει να προστεθεί ως βασικός εκπρόσωπος του νεοπυθαγορισμού ο Νουμήνιος* από την Απάμεια της Συρίας (2ο μισό του β' μ.Χ. αιώνα), ο οποίος ήταν κάτοχος της ελληνοΐουδαικής φιλοσοφίας, που άκμαζε στην Αλεξάνδρεια. Στους νεοπυθαγορικούς κύκλους αποδίδονται α) το μικρό σύγγραμμα Πίναξ Κέβητος και β) τα λεγόμενα Ερμητικά κείμενα και οι Χαλδαικοί Χρησμοί. Παρά το πλήθος των ιδεολογικών αποκλίσεων και διαφοροποιήσεων, η έρευνα δέχεται ότι ο νεοπυθαγορισμός έχει κυρίως ηθικοθρησκευτικό περιεχόμενο. Οι νεοπυθαγόρειοι αποδέχονται την αθανασία της ψυχής και διδάσκουν την ηθική διαβίωση. Αναβιώνουν ακόμα την παλαιά αριθμολογική ερμηνεία του κόσμου, αφού υποστηρίζουν πως τα πάντα έχουν παραχθεί από μία "μονάδα" ή από "ένα σημείο". Το "σημείο" γεννά τη γραμμή, αυτή την επιφάνεια και από αυτή γεννώνται τα τρισδιάστατα σώματα. Αλλοι νεοπυθαγόρειοι μαζί με την "μονάδα" δέχονται την "αόριστη δυάδα", δηλαδή δύο αρχές που έχουν πλατωνική χροιά. Από το αρχικό "εν" γεννάται το "νοητό εν", που ταυτίζεται με τις ιδέες. Από το νοητό "εν" παράγεται το "τρίτο εν", το οποίο μετέχει στις ιδέες. Στην κατώτερη από το τριαδικό αυτό "εν" θέση υπάρχει η ύλη, που ταυτίζεται με την "αόριστη δυάδα". Η ύλη δεν μετέχει στις ιδέες, αλλά παίρνει σχήμα ανάλογο προς αυτές. Αυτές οι αντιλήψεις παραπέμπουν στη θεωρία των νεοπλατωνικών περί "απορροών". Ο νεοπυθαγορισμός προτείνει μια δυιστική θεωρία όσον αφορά στο πρόβλημα της ψυχής. Διδάσκει πως στον άνθρωπο υπάρχει μία λογική και μία άλογη ψυχή. Η είσοδος της ψυχής στο σώμα είναι "πτώση". Από αυτή την "πτώση" μπορεί να σώσει τον άνθρωπο η φιλοσοφία ως ηθικοδιδασκαλία, αφού θα τον οδηγήσει στην αγνή ζωή και τη λατρεία των θεών. Ετσι με την περί σωτηρίας της ψυχής διδασκαλία του ο νεοπυθαγορισμός φτάνει στην ταύτιση με τη θρησκεία, αφού ο φιλόσοφος αναδεικνύεται υπηρέτης των θεών, θαυματουργός προφήτης, μύστης και καθοδηγητής ψυχών. Βιβλιογρ.: Γεωργούλη Κ. Δ.. Ιστορία της Ελληνικής
σοφίας,
Αθήναι.
1975 - ΟΟΓΓΤ)3Π
φιλο-
ΡΘΙΘΓ, ΡγΙΙ~ι3(;0Γ35.
Βουΐΐθάςθ - Κ893Π. 1_οη<3οη. 1979.
/. Γ.
Δελλής
νεορεαλισμός. Φιλοσοφικό ρεύμα των αρχών
νεοτεριστικά ρεύματα του 20ού αι., που εμφανίστηκε στην Αγγλία και πς ΗΠΑ, με ιδρυτή τον Τζωρτζ Εντγκαρτ Μουρ', ως μία αντίδραση στον υποκειμενικό ιδεαλισμό* του Μπέρκλεϋ* και στον ρεαλισμό*, καθώς και στον απόλυτο ιδεαλισμό του νεοχεγκελιανισμού*. Ο νεορεαλισμός διαφωνεί με την ταύτιση πραγματικότητας* και εμπειρίας*, που υποστήριζαν οι ανωτέρω φιλοσοφικές κατευθύνσεις, και υποστηρίζει τη διαφορά μεταξύ αντικειμένου και εμπειρίας. Στη γνωσιολογία" υποστηρίζει την άποψη της "άμεσης γνώσης", ότι δηλαδή το αντικείμενο μπορεί άμεσα να εισχωρήσει στη συνείδηση και ταυτόχρονα να μην είναι εξαρτημένο από αυτήν σε ό,τι αφορά στην ύπαρξη και τη φύση του ("ενύπαρκτη ανεξαρτησία"). Στην οντολογία* αναπτύσσει τον ουδέτερο μονισμό", ο οποίος ανάγεται στην ιδέα των ουδέτερων στοιχείων της εμπειρίας του Μαχ", και την ιδέα αυτή τη συμπληρώνει με την αναγνώριση των λογικών σχέσεων και ουσιών από τα πραγματικά στοιχεία του κόσμου. Με τον τρόπο αυτό κλίνει προς τον αντικειμενικό ιδεαλισμό*. Οι ιδέες του νεορεαλισμού αναπτύχθηκαν στο Πρόγραμμα και
ΗυΙΙ και ο Βθπάυτβ, τόνισαν τη σημασία των ενδιάμεσων μεταβλητών (ανάμεσα στο ερέθισμα και στην αντίδραση) στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς, η οποία αποτελεί τη συνισταμένη αντιληπτικών, γνωστικών, συναισθηματικών και βιολογικών λειτουργιών του ανθρώπου, βρίσκεται δε σε συνεχή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον (κοινωνικό, φυσικό, τεχνητό). Σύμφωνα με τον νεοσυμπεριφορισμό, οι σχέσεις του ατόμου με το περιβάλλον* είναι δυναμικές. Βασιλική Παππά νεοσχολαστικισμός, βλ.
νεοθωμιαμός
νεοταοϊσμός. Η επίδραση του ταοισμού* πάνω στην κομφουκιανή ορθοδοξία τον 3ο αι. μ.Χ. συνιστά το βασικότερο στοιχείο που ανέδειξε τη λεγόμενη νεοταοίστική φιλοσοφία και τους εκπροσώπους της, όπως ο \Λ/3Π9 Ρί και Κυο Ηδίβπς. Η οντολογία της σχολής αυτής χρησιμοποιεί την τυπική λογική για να θεωρήσει το μη-ον* ως το λογικό σημείο από το οποίο ξεκινά ο φιλόσοφος για να ορίσει το ον, το οποίο πρώτη πλατφόρμα τ ω ν έξι ρ ε α λ ι σ τ ώ ν ( 1 9 1 0 · Ρ . κατανοεί ως το αντίθετο του μη όντος. Το μηΠέρρυ, Ου. Μάρβιν, Ε. Χολτ, Ου. Μόντεγκιου', ον είναι η "ουσία". Ο Κυο Ηδίβπς προχωρεί πιο Ου. Πίτκιν, Ε. Σπόλντιγκ), στο βιβλίο τους 77ιβ πέρα από τον ννβης Ρί, για να καταργήσει την πβνι/ ΓββΙίεπΊ (Ο νέος ρεαλισμός). Σημαντική εέννοια του Τάο ως λογική ιδέα και να το ταυτίπίσης υπήρξε η ώθηση που έδωσε στην κίνηση σει με το μαθηματικό μηδέν*. Ετσι οι νεοταοιαυτή ο Μπέρτραν Ράσσελ* με τις διάφορες φιλοσοφικές και λογικές εργασίες του, με τις ο- στές δεν δέχονται την ιδέα ενός δημιουργού του κόσμου, εφ' όσον, κατ' αυτούς, υπάρχει ποίες διατύπωσε τη θεωρία των εξωτερικών αυθόρμητος χαρακτήρας στη δημιουργία. σχέσεων, που απολυτοποιεί την ανεξαρτησία Σε θέματα ηθικής και κοινωνιολογίας οι νεοτατων πραγμάτων από τις αμοιβαίες σχέσεις οιστές παραμένουν περισσότερο προσκολημτους. Αξιόλογη επίσης υπήρξε η συμβολή των μένοι στη διδασκαλία του ορθόδοξου κινέζικου Σ. Αλεξάντερ* και Ουάιτχεντ*, με την προώθηστοχασμού και του κομφουκιανού τρόπου αση της "θεωρητικής κοσμολογίας", που υποστηρίζει την ανεξαρτησία του αντικειμένου ντίληψης. από τη γνώση.
Βιβλιογρ.: Δ. Βελισσαρόπουλου. Ιστορία της κινεζικής
νεοσυμπεριφορισμός. Η μετεξέλιξη του συμπεριφορισμού* στη δεκαετία του 1950 από αμερικανούς ψυχολόγους, οι οποίοι έπαψαν να θεωρούν τη συμπεριφορά ως επιγενόμενο των αντιδράσεων του οργανισμού που υπόκειται σε εξωτερικά ερεθίσματα και άρχισαν να χρησιμοποιούν όρους όπως "προσδοκία", "νοημοσύνη", "μνήμη" κ.λπ. Ψυχολόγοι, όπως ο Ο.
τεχνική και φιλοσοφική τάση του 19ου αι., που διαμορφώθηκε ιστορικά σαν εξέγερση κατά της κληρονομιάς της κλασικής εποχής και της Αναγέννησης. Εκδηλώθηκε αρχικά στις πιο αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες (Αμερική), οδηγώντας σε παρακμή την αστική τέχνη και κουλτούρα (βλ. μαρξιστικά συγγράμματα 19ου αι.). Είναι η εποχή της γαλλικής παρακμής (ντεκαντάνς, 1860-1880), του κυβισμού*
φιλοσοφίας, τ. 2. εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα. 1981. Βιβλιογρ.: Εν3Π3 Ο. I . . Νβνν τβ3ΐί$π 3Πό οΗί ίββίϊΐγ. Αλέξ. Καριώτογλου Ριηςβίοπ. 1928 - ΜΟΟΓ Ο. Ε.. Τίιβ ΓβΙυΙβΙϊοπ οί ίόββίίεπι. 1930.- Ηαγ Β.. Οοη5είου5ηβ55 ϊη ηβο-τββίϊεηι. 1935νεοτεριστικά ρεύματα ή νεοτερισμός (μοντερΒΟΓΠ3Π I., ΟπΙκίεπ) 3πά ςοπείωοίίοπ ϊη II>β ρήιΙοεορΗγ οί ν ι σ μ ό ς , γ α λ . ΓποάβΓπίδπΐθ, α π ό τ ο ΓποάβΓπβ = Ιήβ Αωβήΐβη ηβν/ τβαϋεπ). δΙοεΚΚ. 1955. σύγχρονος, νεοτερικός). Καλλιτεχνική, λογοΑπ. Τζαψερόπουλος
Φ.Λ., Δ-4
49
νεοφροϋδισμός (1907-1914) και της "αντιτέχνης" του 1960 (βλ. κίνημα νταντάισμός', που προετοίμασε τον υπερρεαλισμό*)· η εποχή της αμφισβήτησης του κοινωνικού κατεστημένου, όταν ο παρακμιακός αμοραλισμός* και ο σχετικισμός* (ρελατιβισμός) αντικαθιστούν τις αξίες του παρελθόντος ως απαρχαιωμένες. Εκτός από τις διάφορες μορφές τέχνης (βλ. επίσης φουτουρισμό, ιμπρεσσιονισμό*, αφηρημένη τέχνη, ποπ-αρτ, ον-αρτ κ.λπ.), ο νεοτερισμός επιδρά και στη μουσική. Χαρακτηριστική είναι η εμφάνιση του μοντερνισμού στην Αμερική ως κινήματος "πνευματικής ανεξαρτησίας", που αποβλέπει στη διαμόρφωση του νέου "αμερικανισμού", ενώ στη Ισπανία (από το 1925) συντείνει στην αναζήτηση των μυστηρίων της ζωής. Ως φιλοσοφικό ρεύμα ο μοντερνισμός εκδηλώθηκε γύρω στα 1890-1910, με αίτημα την επανερμηνεία της παραδοσιακής καθολικής διδασκαλίας υπό το πρίσμα των φιλοσοφικών, ιστορικών και ψυχολογικών θεωριών του 19ου αι. και με κύριο στόχο την ελευθερία της συνείδησης. Επειδή, όμως, αποτέλεσε αντίδραση κατά του παπικού και εκκλησιαστικού κατεστημένου, τα συγγράμματα υπέρ του μοντερνισμού αναγράφηκαν στον "Πίνακα" των απαγορευμένων βιβλίων και οι εκπρόσωποι του, ιερείς και λόγιοι, αφορίστηκαν ή απομακρύνθηκαν, οπότε το κίνημα γρήγορα άρχισε να φθίνει. Ως φαινόμενο της αστικής ιδεολογίας, τα νεοτεριστικά ρεύματα εκφράζουν τις διαθέσεις των μικροαστικών κοινωνικών στρωμάτων, που καταπιέζονται υλικά και πνευματικά (εποχή του ιμπεριαλισμού). Μέσα στο όλο πνεύμα του νεοτερισμού παρατηρείται σήμερα μια τάση για επιβολή της μόδας και για μαζική διαφήμιση. Βιβλιογρ.: Λίφσιτς Μ. Α., Η τέχνη και ο σύγχρονος κόσμος. 1978.- Νεστεριστικό ρεύμα. Ανάλυση και κριτική των κυριοτέρων κατευθύνσεων του. 1980 - Π λ ε χ ό ν ο φ Γκ. Β.. Αισθητική και κοινωνιολογία της Τέχνης, τ. 1-2, 1978.
Ευτυχία
Ξυδιά
νεοφροϋδισμός. Κατεύθυνση της σύγχρονης φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών που ανέκυψε στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ως απόπειρα κριτικής διαφοροποίησης από τον βιολογισμό του κλασικού φροϋδισμού* (Κ. Χόρνευ, Ε. Φρομ*, Χ. Σ. Σάλλιβαν κ.ά.). Η απόπειρα ένταξης των βασικών θέσεων της ψυχανάλυσης* σε κοινωνικό πλαίσιο συνδέεται με τις αμερικανικές κοινωνιολογικές εθνολογικές
50
και ανθρωπολογικές τάσεις. Ο νεοφρούδισμός προτάσσει τις διαπροσωπικές σχέσεις έναντι των εσωτερικών ψυχικών διαδικασιών, διατηρώντας τα κυριότερα σχήματα της κλασικής ψυχανάλυσης, συμπεριλαμβανομένης της θέσης περί δήθεν ενδογενών και εξυπαρχής χαρακτηριστικών για το κάθε άτομο ανορθολογικών κινήτρων της συμπεριφοράς, αλλά και της ίδιας της ψυχαναλυτικής μεθόδου διερεύνησης ατομικών, διαπροσωπικών και κοινωνικών δομών. Οι περισσότεροι εκπρόσωποι του νεοφρουδισμού υιοθετούν μια κριτική στάση απέναντι στη σύγχρονη "δυτική" κοινωνία, στην οποία ο άνθρωπος χάνει τη μοναδικότητά του, αλλοτριώνεται από τον περίγυρό του και από τον ίδιο τον εαυτό του, χάνει την καθαυτό ανθρώπινη διάστασή του, χωρίς να είναι σε θέση να αποκαλύψουν τα βαθύτερα αίτια υποβάθμισης της προσωπικότητας, τη διάσταση μεταξύ ατομικών, ομαδικών και κοινωνικών συμφερόντων στην ανταγωνιστική κοινωνία. Αρνούμενοι την ύπαρξη κοινωνικής νομοτέλειας*, προβαίνουν σε ιδιότυπη "κοινωνιολογικοποίηση" της ψυχολογίας και "ψυχολογικοποίηση" της κοινωνιολογίας. Ο Σάλλιβαν ανάγει τον ψυχισμό στις σχέσεις με άλλα πρόσωπα και αντικείμενα είτε στην αλλαγή διαπροσωπικών καταστάσεων, θεωρώντας την προσωπικότητα* μύθο ή αυταπάτη. Η Χόρνευ θεωρεί αίτιο των νευρώσεων τη σύγκρουση του παιδιού με τον εξ υπαρχής εχθρικό κόσμο και την ανεπάρκεια αγάπης και προσοχής. Ο Φρομ συνδέει τις νευρώσεις με την αδυναμία του ατόμου να επιτύχει αρμονία με τη δομή της σύγχρονης κοινωνίας. Παρά την προσοχή που δείχνει σε παράγοντες της κοινωνικής ζωής, ο νεοφρούδισμός θεωρεί το άτομο με τις ασυνείδητες παρωθήσεις του εξυπαρχής ανεξάρτητο από την κοινωνία και αντιπαρατιθέμενο σε αυτήν. Ωστόσο η προτεινόμενη από τον νεοφρουδισμό θεραπεία της κοινωνίας, μέσω της θεραπείας του ατόμου (με τη βοήθεια της "ανθρωπιστικής ψυχανάλυσης", που εγείρει τα κριτικά στοιχεία της προσωπικότητας) αποβαίνει ουτοπικός δεοντολογισμός. Βιβλιογρ.: ΡΓΟΓΤΙΓΤΙ Ε., βτβαίπβ55
ΤίιουβΜ.
Ηυπιβη
Νθνν ΥΟΓ*.
βωννίή,
3πό ϋΓπιΙ$
οΙ Ρτβυά'5
1980.- Ηοιτιβγ Κ.. Νβυτοείε 3πό
Νθνν ΥΟΓΚ. 1950.- ΒΊΓΠΊΟΟΊΙ Μ.. Νβο·
Ρτβυάίβη 50031 ρΝΙοεορΓιγ, δΙβπΙΟΓά, 1961.
Δ.
Πατέλης
νεοχεγκελιανισμός, εγελιανισμός. Ο όρος αρχικά περιλαμβάνει φιλοσόφους που μεγάλωσαν, έδρασαν και ωρίμασαν γύρω και σε σχέση
Νεστόριος με τον ΗβςβΓ περίπου από το 1805 έως το 1841, ιδιαίτερα στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Πολύ σύντομα, μετά την καθιέρωσή του ως ηγετικής πνευματικής μορφής στον ακαδημαϊκό και πνευματικό γερμανικό χώρο, εγγενείς αντιφάσεις του φιλοσοφικού του συστήματος, παράλληλα με κοινωνικές και πνευματικές αντιθέσεις και ρεύματα ιδεών, οδήγησαν στη σταθεροποίηση στρατοπέδων ανάμεσά σε αντιθετικές ερμηνείες, κυρίως για τους τρόπους συνέχισης της φιλοσοφικής σκέψης και της σχέσης της με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ο ξαφνικός θάνατος του ΗβςβΙ το 1831 πάγωσε καίρια και αυτόματα τη γερμανική σκέψη. Οι εγελιανοί χωρίζονται σε τρεις τάσεις: τους δεξιούς, τους κεντρώους και τους αριστερούς. Οι πιο ονομαστοί ανάμεσά τους ήταν: ϋ. δοΜυΙζβ, ΙβοροΙά Ηβπηίπς, Ρ. Ο. ΡόΓβΙβΓ, Ρ. νν. θ3Γονβ, ΗθίηπείΊ Ι β ο . ΕάυβΓά 03Π5, ΡΙί. Κ. ΜθΓϊΐθίηθοΚθ, Κ. ΡοβθηΚΓβηζ', Ι_. ΡθυθΓΐιβοή*, 0. δίΓβυεδ, ΒΙΌΠΟ ΒβυθΓ', Μ. δϋΓΠθΓ, Μ3Χ δΙίτηβΓ, Α. Πυςβ, Κ. ΜΘΓΧ*, ΡΓ. ΕηςβΙδ* κ.λπ. Μεγάλοι σταθμοί στην εξέλιξή του ως ρεύματος ήταν το 1827 η ίδρυση των "ϋβ&Γ&ϋοήβΓ ΚΙΓ ννίδδβηδεΙιβΗΙίοΙίθ ΚπΙίΚ", η ίδρυση του "Ομίλου για την επιστημονική κριτική" υπό τον Οβπδ, η δημοσίευση του έργου του Ι . Ρθυθίϋβοίι (3βόβηΚβη ϋόβΓ Τοά υπό υηείβΓΰΙίοΜβίΙ, καθώς και του έργου του 0. δίΓβυδδ Οβε ί,βόβη ϋβευ (1835/36). Η εμφάνιση του έργου Ωαε Μβεβη όθε οΜεΙθηΙυΓηε βάθυνε τα εσωτερικά ρήγματα, όπως και η ακόλουθη βιβλική κριτική του Β. ΒβυβΓ. Οργάνωσαν τη ζωηρή συζήτηση τρία περιοδικά: Ό ϊ β ΗβΙΝδο^βη ύβΙΐΓ&υαίΊθΓ" (18381841), "ΟβυΙδοίίθη ϋ3ίιιΐ)υοηβΓ" (1841-1843), "Βήβίηίδοήβ ΖβίΙυης". Πολύ σύντομα η λογοκρισία τερμάτισε τη σύντομη ζωή τους. Η προετοιμαζόμενη ήδη τότε Επανάσταση του 1848 με τη γρήγορή της αποτυχία οδήγησε στην περαιτέρω διαφοροποίηση, ακόμη και μέσα στους αριστερούς εγελιανούς. Το σύντομο τέλος κάθε ακαδημαϊκής καριέρας για τους περισσότερούς τους οδήγησε στον βαθμιαίο αποκλεισμό από την πνευματική κίνηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στη Γερμανία κυριαρχεί πια ο απολυταρχισμός ο Μ3ΓΧ και ο ΕηρβΙδ απογοητευμένοι φεύγουν για το εξωτερικό. Βλέπουμε λοιπόν ότι σταδιακά ο εγελιανισμός μεταλλάσσεται σε Μαρξισμό*. Πολύ σημαντικός σταθμός σ' αυτή την διαμόρφωση είναι τα Οικονομικά-Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844 που έγραψε ο ΜΒΓΧ και που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στις αρχές του 20ού αι.
Ο εγελιανισμός διαδόθηκε πολύ σύντομα από ξένους φοιτητές και δόκτορες φιλοσοφίας και σε άλλες χώρες, κοντινές ή μακρινότερες από τη Γερμανία. Σημαντική επίδραση παρουσιάσθηκε στις Σκανδιναβικές χώρες, την Ολλανδία, την Γαλλία, την Ιταλία, τις Σλαβικές χώρες, την Αγγλία, την Ελλάδα, μέχρι και την Αμερική, όπου μάλιστα επιχειρήθηκε από θερμούς οπαδούς του και η διαπαιδαγώγηση μελών Ινδιανικών φυλών στο πνεύμα του! Σημαντικά είναι τα παρακάτω ονόματα: Ε ΟΒΊΓΆ, Τ.
Η.
ΟΓΘΘΠ,
Ρ.
Η.
ΒΓ3άΙθγ,
Α.
ΔΒΐΉ, Ϋ.
Ε.
ΜεΤ3993Π*, Β. ΒοδβπςυβΓ, Β. δρβνβηίβ, Α. \/βΓ3, ΡΓ. ϋ β δβποΐίδ, I. Μενάγιας*, ΒθΚυπίη* κ.ά. Σημαντικό φιλοσοφικό ρεύμα που υπάρχει ακόμη σήμερα στην ακαδημαϊκή ζωή αποτελεί και ο "νεοεγελιανισμός", που αποτελεί μία ριζική αναθεώρηση και κριτική νεοτέρων ρευμάτων, υπό το πνεύμα του ΗβςβΙ αλλά σε τελείως διαφορετικές συνθήκες και πλαίσια. Σημαντικότερες είναι οι εθνικές σχολές εγελιανισμού της Γερμανίας (ΟίΙΐηβγ*, ΜβΓευδβ*, ΙυΙοοε*, ΒΙοοΙι*), της Ιταλίας (Β. ΟΓΟΟΘ', Ο. ΟθπΙίΙβ', Α. ΟΓβπίδα*), της Γαλλίας (Κθ)ένβ) και της Αγγλίας (Π. ΟοΙΙίποννοοά"). Βιβλιογρ.: Κ. ΙοννίΙΙι, Οίβ ΗβββΙεοήβ ΙίηΚθ, 51υΙ)93Γΐ-Β3(3 Οοηη5ΐ3ΐΙ. 1988.- Κ. Λέβιτ, Από τον Χέγκελ στον Νίτσε. Το επαναστατικό ρήγμα στη σκέψη του δέκατου ένατου αιώνα. 2 τόμ.. μτφ. Γ. Αποστολοπούλου. Αθήνα. 1987. Χάρης Κράλλης
νεποτισμός (πβροΐίδπιυδ από το λατ. ηβροδ οΐίδ: ανεψιός, εγγονός). Ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει το κοινωνικοπολιτικό σύστημα οργάνωσης μιας κοινωνίας, όπου τις σημαντικές κοινωνικές θέσεις* και τα αξιώματα καταλαμβάνουν προνομιακά οι συγγενείς των ισχυρών: γιοι, κόρες, εγγονοί, ανεψιοί κ.λπ. Η έννοια αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όταν το φαινόμενο εκδηλώνεται, με μεγάλη ή μικρότερη ένταση, σε σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες, όπου οι ελίτ* -πολιτικές, πολιτιστικές, στρατιωτικές και οικονομικές- είναι αξιωματικά "κλειστές", με αποτέλεσμα η κοινωνική ισχύς να μεταβιβάζεται σκανδαλωδώς, σχεδόν κληρονομικά, γεγονός που συνεπάγεται χαμηλούς βαθμούς έως εξάλειψη φαινομένων κοινωνικής κινητικότητας*. θαν. Α. Βασιλείου
Νεστόριος. Πρεσβύτερος και μοναχός περσικής καταγωγής. Εζησε τον 5ο αι. Ηταν μοναχός της μονής Ευπρεπίου κοντά στην Αντιό-
51
νευματική χεια και διακρίθηκε ως ρήτορας και συγγραφέας. Το 428 εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Υπήρξε από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα στη διατύπωση του χριστολογικού δόγματος και περιέπεσε σε πλάνη, γιατί ενόησε υπό ένα πρόσωπο όχι τον θείο Λόγο, αλλά την ενιαία πνευματική ενέργεια δύο εν Χριστώ προσώπων, του θείου Λόγου και του προσώπου της ανθρώπινης φύσης. Κάθε φορά που ήθελε να ονομάσει την ενιαία αυτή πνευματική ενέργεια (το φαινομενικό πρόσωπο) μεταχειριζόταν το όνομα Χριστός ή Υιός. Γι' αυτό κατά τον Νεστόριο δεν μπορεί κανείς να πει ότι ο Θεός (ο θείος Λόγος) γεννήθηκε, σταυρώθηκε και έπαθε, αλλά ότι ο Χριστός (το φαινόμενο πρόσωπο) γεννήθηκε, ο Λ ζώθηκε και έπαθε (φαινομενική μετάδοστ ι ωμάτων). Έτσι η Παρθένος ονομαζόταν ' ;ι Θεοτόκος, αλλά Χριστοτόκος. Εξ αιτίας της χρήσης αυτής της τελευταίας λέξης ξεκίνησε ο αγώνας εναντίον του νεστοριανισμού, που κατέληξε στην καταδίκη του από την Γ" Οικουμενική Σύνοδο το 431. Νεστοριανική Εκκλησία υφίσταται μέχρι σήμερα στα μέρη της Μέσης Ανατολής. Αλέξ. Καριώτογλου
νευματική. Πρόκειται για τη σημειωτική έρευνα που ασχολείται γενικότερα με τα σημεία που παράγονται από το σώμα και το πρόσωπο του ανθρώπου. Τα νεύματα συνιστούν κινησιακά σημεία, τα οποία διακρίνουμε σε δύο ευρύτερες και συναφείς κατηγορίες: 1. τα σημεία χειρονομιών και μιμικά σημεία και 2. τα γειτνιαστικά σημεία. Τα πρώτα αφορούν στις κινήσεις του σώματος και του προσώπου και αποτελούν έναν, εξίσου σημαντικό με τον γλωσσικό, κώδικα επικοινωνίας. Σύμφωνα με τον Β. ΚοβοίιΙϊη οι ελάχιστες διακριτικές μονάδες του κώδικα χειρονομιών, τις οποίες μπορούμε να αποκαλέσουμε "κινήματα", είναι τα ανάλογα των ελάχιστων διακριτικών μονάδων της γλώσσας, των φωνημάτων. Με μόνη τη διαφορά ότι ενώ τα φωνήματα μπορούν και έχουν σημασίες από μόνα τους, τα "κινήματα" αποκτούν σημασία μόνο σε συνδυασμούς και σε σχέση με τα συμφραζόμενά τους. Σύμφωνα με τον Γκρεμός*, υπάρχουν χειρονομίες που έχουν κάποια πρακτική σημασία και σκοπιμότητα και χειρονομίες επικοινωνίας, δηλαδή σημεία που συνοδεύουν ή υποκαθιστούν την ομιλία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η χειρονομία λειτουργεί ως μεταγλώσσα της "γλώσσας". Μιμικά σημεία είναι αυτά τα οποία εκ-
52
φράζονται από το πρόσωπο. Η διαφορά μεταξύ σημείων χειρονομιών και μιμικής έγκειται στο γεγονός ότι η πρώτη κινείται στον χώρο του ζωώδους, ενώ η δεύτερη στον ανθρώπινο. Τα γειτνιαστικά σημεία αφορούν στην κίνηση μέσα στον χώρο, στην απόσταση / εγγύτητα π.χ. κατά τις συναλλαγές κ.λπ. Δημ. Τσατσουλης
Νεύτων Ισαάκ (ΝβννΙοπ Ι5330, 1642-1727). Ένας από τους σπουδαιότερους επιστήμονες όλων των εποχών. Γεννήθηκε στο χωριό \Λ/οοΙδΙΗοΓρβ της επαρχίας ϋποοίη στην Αγγλία την ίδια χρονιά που πέθανε ο ΟβΙΙίΙβο. Θεωρείται ο θεμελιωτής της νεότερης φυσικής επιστήμης, ενώ εξίσου σημαντικής αξίας ήταν και η προσφορά του στην Αστρονομία, τα Μαθηματικά, τη Φιλοσοφία, ακόμη και στη Θεολογία. Το 1664, και ενώ ήταν φοιτητής στο Οβπν βιϊάςβ, συντάσσει μια σειρά σημειώσεων με τίτλο ΟυΒβεΙίοπβε ηυθβάβπι ρΜΙοεορΜίερβ (Ορισμένες φιλοσοφικές ερωτήσεις), με τις οποίες τάσσεται και αυτός ενάντια στο αριστοτελικό οικοδόμημα, που είχε ήδη αρχίσει να κλονίζεται με τις εργασίες των ΚθρΙβΓ", ϋθεοβΓίβε*, ΟβΙΝΙθο* και άλλων. Το έτος 1687 ο ΝβννΙοπ παρέδωσε στην ανθρωπότητα ίσως το σπουδαιότερο έργο που έχει γραφεί ποτέ: ΜβΙίιβπιβΰοβΙ ΡπηάρΙβε οί ΝβΙυίβΙ ΡΜΙοεορΗγ (Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας), το οποίο, μαζί με το επίσης τεράστιας αξίας δεύτερο βιβλίο του Ο ρ Μ ε (Οπτικά), έθεσαν τις βάσεις της φυσικής επιστήμης. Στο πρώτο από αυτά τα δύο βιβλία ο ΝβννΙοπ έδωσε τους τρεις νόμους της κίνησης των υλικών σωμάτων, που μαζί με τον νόμο της παγκόσμιας βαρύτητας αποτέλεσαν το θεωρητικό υπόβαθρο για την ερμηνεία των φυσικών φαινομένων και άνοιξαν τον δρόμο της Ουράνιας Μηχανικής. Στα ΟρΙίοΚε ο Νθν/Ιοη βαθιά επηρεασμένος -όπως ο ίδιος ομολόγησε- από την αρχαία ατομική φιλοσοφία, όπως τη γνώρισε μέσα από τα έργα του Λουκρήτιου* και του Ρ. Οβδδβηάί', υποστήριξε την ατομική δομή της ύλης και τη σωματιδιακή υφή του φωτός. Ειδικά, η τελευταία αυτή άποψή του για τη φύση του φωτός στάθηκε η αφορμή για να συγκρουστεί με δύο επίσης σπουδαίους επιστήμονες της εποχής του, τον Ηυγςβηδ και τον Β. ΗοοΚβ, που ο μεν πρώτος ήταν υποστηρικτής της κυματικής θεωρίας του φωτός, ο δε ΗοοΚβ εθεωρείτο αυθεντία στα θέματα Οπτικής και διεφώνησε γενικότερα με τις απόψεις του ΝβννΙοπ περί φωτός.
Νικήτας Στηθάτος ο ΣτουδΙτης Ο ΝθννΙοη ενεπλάκη επίσης σε μία διαμάχη, τη σημαντικότερη ίσως σε όλη την ιστορία της επιστήμης, με αντίπαλο του τον εξίσου σπουδαίο φιλόσοφο Ιθί&πίζ*· διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του την πατρότητα του "απειροστικού λογισμού", του σπουδαιότερου ίσως κλάδου των Μαθηματικών. Ο ΝβνιΛοπ αντιτάχθηκε στην καρτεσιανή μέθοδο παραγωγής των βασικών φυσικών νόμων από μεταφυσικές αρχές και ισχυρίστηκε ότι ο φυσικός φιλόσοφος πρέπει να στηρίζει τις γενικεύσεις του σε μια προσεκτική εξέταση των φαινομένων. Αν και αντιτάχθηκε στην αριστοτέλεια θεωρία, εξήρε τη σημασία της επιστημονικής μεθόδου του Αριστοτέλη*, ονομάζοντας αυτή την επαγωγικο-απαγωγική διαδικασία ως "Μέθοδο ανάλυσης και σύνθεσης". Ο ΝΘΜΟΠ εφάρμοσε τη μέθοδο αυτή για τις έρευνές του στον χώρο της Οπτικής, ενώ, όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος, οι τρεις νόμοι της κίνησης ήταν απόρροια αυτής της μεθόδου, αν και μια πολύ προσεχτική μελέτη καταδεικνύει ότι χρησιμοποίησε περισσότερο μια αξιωματική μέθοδο παρά τη μέθοδο της ανάλυσης και σύνθεσης. Η αξιωματική μέθοδος* του ΝβννΙοη συνίσταται σε τρία στάδια: αρχικά διατυπώνει ένα αξιωματικό σύστημα το οποίο αποτελείται από μία απαγωγικά οργανωμένη ομάδα αξιωμάτων, ορισμών και θεωρημάτων στη συνέχεια, στο δεύτερο στάδιο, αναζητά τον καθορισμό μιας διαδικασίας για τον συσχετισμό των θεωρημάτων του αξιωματικού συστήματος με τις παρατηρήσεις -στο σημείο αυτό απαιτούσε τη σύνδεση του συστήματος αξιωμάτων- με τα γεγονότα του φυσικού κόσμου και, τέλος, στο τρίτο στάδιο της αξιωματικής μεθόδου, επιχειρεί την επιβεβαίωση των απαγωγικών συνεπειών του εμπειρικά ερμηνευόμενου συστήματος αξιών. Η μέθοδος της ανάλυσης και της σύνθεσης μαζί με την αξιωματική μέθοδο αποτέλεσαν τα κύρια εργαλεία σκέψης του Νβννίοη, με τα οποία προσέγγισε τη Φύση και τα φαινόμενα που εκτυλίσσονται μέσα σε αυτήν. Η συμβολή του Νβν/Ιοπ στη φυσική φιλοσοφία υπήρξε καταλυτική, χάρη στην έρευνα που έκανε τόσο σε μικροσκοπικό όσο και μακροσκοπικό επίπεδο. Παρέδωσε όχι μόνο τα εργαλεία αλλά ταυτόχρονα κατέδειξε και τον δρόμο στις επόμενες γενεές των επιστημόνων για τη βαθύτερη γνώση των φαινομένων και κατά συνέπεια την πληρέστερη ερμηνεία της Φύσης. Γιωργος Κ.
Οικονόμου
Νιγίδιος Φίγουλος (+45 π.Χ.). Το πλήρες λατινικό όνομά του είναι: ΡορΙίυδ Νίρίάϊυδ ΡίςυΙυδ. Ρωμαίος από την τάξη των πληβείων, φίλος και συνεργάτης του Κικέρωνα', είναι ο πρώτος οπαδός του νεοπυθαγορισμού* που ξέρουμε σ' αυτά τα χρόνια. Τις πληροφορίες για τη ζωή του αντλούμε, στο μεγαλύτερο μέρος, από τα έργα του Κικέρωνα. Στη λατινική γραμματεία είναι γνωστός κυρίως ως ερευνητής της φύσεως και γραμματικός. Αλλη γνωστική περιοχή που απασχόλησε τον Νιγίδιο ήταν τα μαθημα> τικά, η Αστρονομία και η μαντική (ερμηνεία ονείρων κ.λπ.). Υπήρξε πολυμαθής και σοφός, από τους πρώτους διακεκριμένους λογίους στη λατινική γραμματεία. Έργα του, από τα οποία διασώθηκαν αποσπάσματα: Περί θεών, Περί φύσεως ανθρώπου, Περί ζώων, Περί ανέμων, Περί οικείας προφητείας, Περί ονείρων κ.ά. Βιβλιογρ.: Ε . ΖΘΙΙΘΓ. ΡΝΙοεορΝβ άθΓ ΟηβεΐΊβη, III 2. 03Γτη$ΐ3ύΙ, 19364. ο. 109 κ.έ.- Α. (&ΙΙ3 0353, Νιβιάιυε ΡίςυΙυε. 1962.- Η. ΤήθϊΙθΙΙ, στον Όποιηοη· (1965), σ. 44 κ.έ.
Βασ.
Κύρκος
Νικήτας (11ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός λόγιος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως. Δίδαξε ρητορική και γραμματική, που περιλάμβανε όλη τη φιλολογία, κατά το πρότυπο της διδασκαλίας των γραμματικών της Αλεξάνδρειας. Οι πληροφορίες μας γι' αυτόν προέρχονται κυρίως από τον επιτάφιο λόγο που έγραψε γι' αυτόν ο φίλος και συνεργάτης του στο πανεπιστήμιο Μιχαήλ Ψελλός. Ο Νικήτας ξεκινούσε από την ιδέα ότι οι Έλληνες συχνά έκρυβαν την αλήθεια κάτω από ένα περικάλυμμα και γι' αυτό προσπαθούσε, κατά την ερμηνεία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, να αφαιρέσει το περικάλυμμα αυτό και να παρουσιάσει γυμνή την αλήθεια- χρησιμοποιούσε δηλαδή την αλληγορική μέθοδο, όπως οι Στωικοί*, οι Πατέρες της Εκκλησίας*, αλλά και ο Φελλός*. Βιβλιογρ.: Κ. Σάθας. Μεσαιωνική
Βιβλιοθήκη.
V 92-93-
ΟΙΙΓ. ΖθΓνοε. υπ ρΝ1ο$ορΙ7Β πέορίΒίοπίείθη όυ ΧΙβ είόεΙθ,
ΜίεΐΊθΙ Ρ$θΙ1ο$. Ρ3ΙΪ5, 1920. 92.- Τατάκης Β . Ν.. Η Βυζαντινή φιλοσοφία. 161 κ.ε. Απ. Τζ.
Νικήτας Στηθάτος ο ΣτουδΙτης (11ος αι. μ.Χ.). Θεολόγος, οπαδός του μυστικισμού*. Πνευματικός πατέρας του ήταν ο ανανεωτής της μυστικής εμπειρίας Συμεών ο Νεότερος (9501022), αλλά φαίνεται να πλησιάζει περισσότε-
53
Νικηφόρος Βλεμμύδης ρο προς τους εκπροσώπους του θεωρητικού μυστικισμού ψευδο-Διονύσιο* και Μάξιμο τον Ομολογητή*, χωρίς όμως να διαθέτει το φιλοσοφικό βάθος αυτών. Πιστεύει ότι η γνώση πρέπει να έρχεται μόνο από το πνεύμα. Η επιστήμη, κατ' αυτόν, ή είναι εμπνευσμένη ή δεν είναι επιστήμη. Κάθε γνώση που είναι καρπός μελέτης είναι ψευδογνώση. Έργα: Περί νοητού παραδείσου, Περί ουρανίου και Εκκλησιαστικής ιεραρχίας, Τρεις εκατοντάδες κεφαλαίων. Βιβλιογρ.:
ηουνββυ
Η3Υ5ΐΐΘΓΓ • Ο. ΗΟΓΠ. νίβ όβ 5γπ>έοπ Ιβ
ΙΜοΙοοιβη.
ρβί
Νίο6(35 5ΙθΙΙιβΙο5
(Οπθη(3ΐί3
οΠΜϊϋβηβ, 12). 1928.- Μίςηβ, Ρ . Ο., 120. 851-1010 - Μ. Τή. 0Ϊ5<]ΪΘΓ. άρθρο στο ΟΤΟ, XI, 481-3.- Π. Χρήστου, Στη-
θάτου Μυστικά Συγγράμματα,
Θεσ/νίκη, 1957.- Β. Ν. Τα-
τάκη. Η Βυζαντινή φιλοσοφία. 150 κ.ε., κ.ά.
Απ. Τζ.
Νικηφόρος Βλεμμύδης, βλ. Βλεμμύδης Νικηφόρος Νικηφόρος Γρηγοράς, βλ. Γοηγοράς Νικηφόρος Νικηφόρος ο μοναχός (14ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός μοναχός του κλίματος των Ησυχαστών, που επαγγελλόταν προς τους ομοίους του μιαν επιστημονική μέθοδο προσευχής, ικανής να οδηγήσει στην απόκτηση της αιώνιας ζωής. Η μέθοδος όμως αυτή προσέκρουσε σε αντιδράσεις, επειδή έγινε αντιληπτό ότι έτεινε σε έναν εσφαλμένο μυστικισμό, καθώς με τη μηχανοποίηση της προσευχής οδηγούσε στην υλοποίηση της πίστης, αφαιρώντας από τη μεταφυσική ενατένιση κάθε πνευματικότητα και καθιστώντας την μια καθαρά σωματική διαδικασία. Βιβλιογρ.: Μιςηθ. Ρ . 0 . 945-6.- Β. Ν. Τατάκης, Η βυζαντι-
νή φιλοσοφία. 245. Απ. Τζ.
Νικηφόρος πατριάρχης Κων/πόλεως (758829). Υπήρξε σφοδρός πολέμιος των εικονομάχων και υπερασπίστηκε με σθένος την ορθοδοξία επί των εικονομάχων αυτοκρατόρων Μιχαήλ Α' Ραγκαβέ και Λέοντα Ε' Αρμενίου. Έγραψε κείμενα αντιρρητικά, στα οποία υποστηρίζει ότι η εικονολατρία δεν είναι ειδωλολατρία, αλλά σεβασμός προς την παράδοση της Εκκλησίας, η οποία, όπως ο λόγος του Χριστού, επικάθηται στις ψυχές των ανθρώπων. Η παράδοση, κατά τον Νικηφόρο, αποτελεί το στερεότερο θεμέλιο για ό,τι μας είναι ωφέλιμο
54
στη ζωή, καθώς μετατρέπεται με την εφαρμογή της από έξη σε δύναμη φύσεως. Και η φύση είναι το ισχυρότερο πράγμα. Εκείνο όμως που προσδίδει δύναμη στην παράδοση είναι η πίστη. Η λατρεία των εικόνων ανταποκρίνεται επί πλέον στην ορθή χριστολογία και αποτελεί το μέσο που ενώνει το θείο και το ανθρώπινο στοιχείο του Ιησού. Εργα: Σύντομος Βυζαντινή Ιστορία από του 603-769.- Χρονικόν σύντομον (Χρονογραφία από του Αδάμ μέχρι του 829)^ Βιβλιογρ.: ΜίθΠθ, Ρ . Ο . 380 Α - 381 0 - Β . Ν. Τατάκης, Η
Βυζαντινή φιλοσοφία,
128-130.
Απ. Τζ.
Νικηφόρος Χούμνος, βλ. Χούμνος Νικηφόρος Νικολάι Φρειδερίκος (1733-1811). Γερμανός φιλόσοφος και συγγραφέας. Ανήκε στους λεγόμενους λαϊκούς φιλοσόφους (ρορυΙθτρΝΙοδορϊιβπ), που έδρασαν στη Γερμανία την εποχή του Διαφωτισμού*. Ο Νικολάι, χωρίς να ακολουθήσει τον συστηματικό τρόπο επιστημονικής έρευνας που ακολουθούσαν οι σύγχρονοι του, προσπάθησε να εκλαϊκεύσει και να απλουστεύσει τις ιδέες του διαφωτισμού, ώστε να είναι προσιτές σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό αναγνωστών. Εγραψε τη λογοτεχνική επιθεώρηση "Γερμανική Γενική Βιβλιοθήκη". Στράφηκε κατά του ΚβηΓ με το έργο του Ιστορία ενός χονδρού ανθρώπου (1794) και κατά του Γκαίτε* (Οι χάρες του νεαρού Βερθέρου), ο οποίος τον διακωμώδησε στον Φάουστ. Μαρία Ντόλκα
Νικόλαος Κουζάνος (ΝίΚοΙβυε Κυεβπυε, 14011464). Γερμανός μυστικιστής φιλόσοφος και θεολόγος, θεμελιωτής της γερμανικής φιλοσοφίας. Είχε επηρεασθεί από τη νεοπλατωνική φιλοσοφία μέσω των συγγραμμάτων του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη" (1ος αι. μ.Χ.), ο οποίος εκπροσωπούσε έναν πνευματικό μυστικισμό* που ευνοούσε τη διείσδυση της νεοπλατωνικής σκέψεως στον Χριστιανισμό". Επίδραση επίσης άσκησε στο πνεύμα του ο Γερμανός μυστικιστής - πανθειστής του γερμανικού μεσαίωνα Μάιστερ Εκχαρτ* (1260-1328), που κι αυτός ήταν επηρεασμένος από τον ελληνικό νεοπλατωνισμό*. Η βασική φιλοσοφική θεωρία του Κουζάνου συνοψίζεται ως εξής: Σκοπός του ανθρώπου πρέπει να είναι η ανύψωσή του, μέσω της ενοράσεως, υπεράνω της περιοχής των αισθητών όντων, να δει με το φως του λόγου το σύμπαν και να προχωρήσει μέχρι την
Νικουλίτζας αρχή των όντων, που είναι ο Θεός*. Οργανο για την επιδίωξη αυτή είναι η "άοοίβ ίςηοΓβηΙίβ" (σοφή άγνοια) και όχι η γνώση. Διότι η γνώση θέτει όρια και μ' αυτά καθορίζει τα διάφορα αντικείμενα, τα συγκρίνει και τα αντιπαραβάλλει μεταξύ τους. Ο θεός όμως είναι άπειρο ον και συνεπώς η μέθοδος των ορίων, που εφαρμόζει η γνώση, δεν είναι δυνατόν να ισχύσει προκειμένου γΓ αυτόν. Ούτε είναι νοητή η σύγκριση και αντιπαράθεση του θεού προς άλλα όντα, αφού αυτός περιέχει εντός του τα πάντα. Τα σπουδαιότερα από τα συγγράμματά του είναι: Περίτης σοφής άγνοιας (1440), Περί της ενοράσεως του θεού (1443), Περί του ροεεβί, δηλαδή περί της συμπτώσεως στον θεό του είναι και του δύνασθαι. Το σύνολο του συγγραφικού του έργου εκδόθηκε από την Ακαδημία Επιστημών της Αιδελβέργης το 1932.
για διδακτική χρήση, η Αριθμητική εισαγωγή και το Αρμονικόν εγχειρίδιον. Η Αριθμητική εισαγωγή είναι το πρώτο γνωστό αρχαίο ελληνικό βιβλίο Αριθμητικής, που νοείται ανεξάρτητη από τη Γεωμετρία. Με την Αριθμητική εισαγωγή ο Νικόμαχος, εξηγώντας μαθηματικά χωρία των πλατωνικών και των νεοπυθαγορικών κειμένων, απηχεί τον πλατωνισμό* της εποχής του Πλούταρχου*. Ετσι θεωρεί τους αριθμούς ως ανώτατη αρχή, δεδομένους κατά το πρότυπο του πλατωνικού δημιουργού και, χωρίζοντάς τους σε άρτιους και περιττούς, διακρίνει τους συνδυασμούς τους: άρτιος - άρτιος (2"), άρτιος - περιττός (2 (2π+Ι) και περιττός - άρτιος (2™+' (2η+Ι). Στο Αρμονικόν εγχειρίδιον εκθέτει την ιστορική εξέλιξη του τονικού συστήματος και εξετάζει τα μουσικά προβλήματα στο πνεύμα του πυθαγορισμού* και με τα κριτήρια του Αριστόξενου*.
Βιβλιογρ.: ΡβΙοΚθη&θΓς. ΰτυπόζυςβ άθίρήιΙοεορΝβ άβί Ν. Κυεβηυε. 1680.- ΡβίΓοηηίθΓ ΰθ 03ΓΚΙΙΙΙ30, Μβυποθ. 13 Ρίιι1ο8ορί)ϊθ όβ Ν. ά. Κυεβηυε. 1942.· Ρ ο Ι Ι β Ρ.. Ν. Ουεβηο. 1942.
Ε. Ν.
Απ. Τζαφερόπουλος
Νικόλαος Μεθώνης (12ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός λόγιος και θεολόγος, ένθερμος οπαδός του χριστιανικού ρεαλισμού και ένας από τους τελευταίους μεγάλους εκπροσώπους της ορθόδοξης θεολογίας. Αντιτάχθηκε στη διείσδυση του ιδεαλιστικού νομιναλισμού' των νεοπλατωνικών στο χριστιανικό δόγμα. Προς τον σκοπό αυτό ανέλαβε μιαν Ανάπτυξιν της θεολογικής στσιχειώσεως του Πρόκλου', ο οποίος. μετά τον Ψελλό", ήταν η κύρια πηγή της αναγέννησης του νεοπλατωνισμού'. Καταγγέλλει ιδιαίτερα τον ακραίο νομιναλισμό του Σωτήριχου, ο οποίος χρησιμοποιούσε τον όρο θεότητα αντί του όρου λόγος, επειδή έτσι αναφερόταν στη φύση και όχι στην υπόσταση, και του θυμίζει σχετικά ότι και ο ίδιος ο Πλάτων" δεν θεωρεί τις ιδέες αποστερημένες από την υπόσταση. Από το έργο του μαθαίνουμε για τις εκκλησιαστικές ροπές και κάποιες άλλες θεολογικές έριδες της εποχής του. Βιβλιογρ.: 0. ΟΓυπιΙιβοίΐθΓ. Ιστορία Βυζαντινής
Λογοτε-
χνίας. τόμ. Α1. 1974. σελ. 112-114.- Β . Ν. Τατάκη. Η Βυζαντινή φιλοσοφία. σελ.209·211. Απ Τζ.
Νικόμαχος ο Γερασηνός (Γέρασα Ιορδανίας, περ. 50-120 μ.Χ.). Μαθηματικός με πλατωνική κατεύθυνση. Από τη συγγραφική δραστηριότητά του έχουν διασωθεί δύο έργα, προορισμένα
Ρούσσος
Νικόστρατος ο Μακεδών (2ος αι. μ.Χ ). Ρήτορας, σοφιστής και συγγραφέας, που ακμάζει κατά τα χρόνια της βασιλείας του Μάρκου Αυρηλίου* (161-180). Κατά τη Σούδα*, ως ρήτορας είχε περιληφθεί στον Αλεξανδρινό "κανόνα" των δέκα καλυτέρων ρητόρων της αρχαιότητας. Κατά την ίδια πηγή, έγραψε: Δεκαμυθία, Εικόνες, Πολυμυθία, Θαλαττουργοί κ.ά., καθώς και εγκώμια στον Μάρκο Αυρήλιο και άλλους. Χαρακτηριστικό της νοοτροπίας του είναι το απόσπασμα που διασώζει ο Στοβαίος ("Ανθολόγιον", Περί αδολεσχίας 8) και που σε μετάφραση έχει ως εξής: "Αν η φλυαρία η ασυγκράτητη ήταν σημάδι της φρονήσεως, θα έπρεπε τα χελιδόνια να είναι πολύ φρονιμότερα από εμάς". Φέρεται επίσης ότι μεταξύ 160170 έκαμε ενστάσεις εναντίον των αριστοτελικών αποριών. Απ. Τζ.
ΝικουλΙτζας (11ος αι. μ.Χ ). Βυζαντινός λόγιος, γνωστός κυρίως από μια μικρή πραγματεία έντεκα σελίδων, με τίτλο: Λόγος νουθετικός προς βασιλέα, η οποία αναφέρεται στα καθήκοντα του βασιλιά. Σ" αυτήν υποστηρίζει ότι ο βασιλιάς δεν υπόκειται στον νόμο, διότι αυτός είναι ο νόμος". Η υπακοή όμως σ' αυτόν έχει τα όριά της, τα οποία καθορίζονται από την ψυχική ανδρεία, τη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη και τη φρόνηση, που πρέπει να διέπουν τον βασιλιά, ώστε να διασφαλίζονται τα όρια αυτά. Το ηθικό αυτό βάθος που προσδίδει ο Νι-
55
Νιλ Σόρσκι κουλίτζας στη βασιλεία σκιαγραφεί τον χρισπανό-βασιλιά, κατά το προηγούμενο του φιλόσοφου-βασιλιά του Πλάτωνα*, καθώς προσθέτει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά του Αδάμ και συνεπώς δεν είναι η συγκυρία καταγωγής ούτε η κοινωνική θέση, αλλά η ηθική ποιότητα που ξεχωρίζει τον βασιλιά από το σύνολο. νβΜθη&θΓς. ΝιΚουΜζβ βΙ Ιθ5 ήί$Ιοηβη$ ΒγζβηΙίηε εοηΙβωροΓβίηε. Β 3. 1926 - Β. Ν. Τατάκης, Η Βυζαντινή φιλοσοφία, σελ. 156-7. Απ. Τζ.
Βιβλιογρ.:
Νιλ Σόρσκι (Νικολάι Μάικοφ, 1433-1508). Ρώσος στοχαστής με έντονη εκκλησιαστική και κοινωνική δράση, υπήρξε αρχηγός των Αδέκαστων. Διαφοροποιήθηκε από τις αυστηρές τελετουργικές αρχές της επίσημης Ρωσικής Εκκλησίας, καθώς υπεστήριξε με θέρμη τον μυστικισμό* και τις ασκητικές αρχές του "ησυχασμού"* του Βυζαντίου. Σύμφωνα μ' αυτό το σημαντικό ιστορικό κίνημα, ο Σόρσκι απαιτούσε προσαρμογή του μοναστικού βίου στις αρχές του ασκητισμού με συγκέντρωση στον εσωτερικό κόσμο αλλά και συμμετοχή στην παραγωγική εργασία. Ήταν εναντίον της βίας και των διωγμών κατά των αιρέσεων και γι' αυτό πρότεινε την ανεκτικότητα, αντίθετα με τον Ιωσήφ Βολότσκι, εκπρόσωπο της μαχόμενης εκκλησίας. Στα έργα του τον απασχόλησε η ψυχολογία των ανθρώπινων παθών. Νικ. Οικονομίδης
Νιμπούρ Ράινχολντ. Αμερικανός προτεστάντης θεολόγος, εκπρόσωπος της διαλεκτικής θεολογίας*. Γεννήθηκε στο ΜπςΜ ΟίΙγ του Μίδδουπ το 1892 και πέθανε στο δΙοοΚ&πύςΘ της Μασσαχουσέτης το 1971. Υπηρέτησε ως πάστορας στο Ντητρόιτ από το 1915 μέχρι το 1928. Από το 1928 υπηρέτησε ως καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Νέας Υόρκης. Μαθητής του ΚβΓΐ ΒΘΓΙΙΊ εκπροσώπησε τη διαλεκτική θεολογία*, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με προβλήματα του κόσμου των εργατών και του συνδικαλισμού και στρατεύτηκε στο τότε σοσιαλιστικό κόμμα της Αμερικής. Πίστευε και δίδασκε ότι υπήρχε αναγκαιότητα ζύμωσης των χριστιανών με τα κοινωνικά προβλήματα και ότι το "κοινωνικό ευαγγέλιο" θα ευθυγράμμιζε την κοινωνία με τις απαιτήσεις της χριστιανικής ηθικής. Κυριότερα έργα του: ΜΟΓΘΙ Μαπ
από
ρΓβ(3(ίοπ
56
ΙΓΠΠΊΟΓΘΙ βοαβίγ, οΙ
Οήπεΰβη
ΕΙήίο5.
1932, 1936,
Απ
ΙΠΙΘΓΟΜεΙίβη
ΡθβΙίεΓη
βηά
ΡοΙίΙίοΒΐ
ΡΓοόΙβπιε,
1954.
Βιβλιογρ.: Ο. Η3ΓΙ3ΓΚ). 77)0 ΙήβυβΜ οΙ Ρ. Νίθύυ^Γ, Ν θ » ΥΟΓΚ, 1960.
Αλέξ. Καριώτογλου
Νιούμαν (ΝβννΓπβπ) Τζον Χένρυ (Λονδίνο, 1801 - Μπίρμιγχαμ, 1890). Περιώνυμος Βρετανός φιλοσοφών θεολόγος, καθηγητής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου (18511858) και μετέπειτα Καρδινάλιος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (1879). Στα συγγράμματά του επιθυμεί να άρει τις παρωχημένες θρησκευτικές μεθόδους ζήτησης της αλήθειας, που στερούνται και της στοιχειώδους ακόμη αποδεικτικής σκοπιμότητας και οι οποίες καταδίκασαν τις θεολογικές αναζητήσεις σε αποτελμάτωση και μόνιμη κάθειρξη από την υπόλοιπη φιλοσοφική και επιστημονική προβληματική. και εισηγείται μια λογικώς θεμελιωμένη προσέγγιση των θρησκευτικών ζητημάτων, ακόμη δε και αυτής της έννοιας της πίστεως*. Παραλείπει, ωστόσο, να καταξιώσει πλήρως τη συμβολή των τυποποιημένων λογικών και γλωσσικών σχημάτων στην επίτευξη της ασφαλούς γνώσεως, κυρίως κατά την ενασχόληση με προβλήματα ηθικού περιεχομένου, εκεί όπου πλέον απαιτείται η επικουρία μιας απόλυτα προσωπικής και ευέλικτης ανθρώπινης κρίσης που, υπερβαίνοντας την ακαμψία των λογικών αρχών, επιζητεί την προσαρμογή τους στους όρους της εκάστοτε συγκεκριμένης πραγματικότητας. Εργα: Οι Αρειανοί του 4ου αι.. 1833.- Η Απολογία της ζωής μου, 1864.- Η Γραμματική της Συναίνεσης. 1870. Σταυρούλα Ν. Σκιαδοπούλου
Νιούτον Ισαάκ, βλ. Νεύτων Ισαάκ Νιρβάνα. Η άρρητη κατάσταση του φωτισμένου. Κατά λέξη σημαίνει "σβήσιμο" ή "εξάλειψη", αλλ' όμως η ετυμολογία της σανσκριτικής λέξης παραμένει αβέβαιη. Οπωσδήποτε είναι μια κατάσταση στον Βουδισμό", η οποία αντιτίθεται στον κύκλο των μετενσαρκώσεων, τη σαμσάρα*. Αυτό σημαίνει ότι η Νιρβάνα χαρακτηρίζει τη διακοπή όλων εκείνων των στοιχείων που συνθέτουν τον κόσμο των φαινομένων, και γι' αυτό δεν μπορεί να περιγραφεί θετικά. Είναι δυνατόν να την πετύχει κανείς σ' αυτή τη ζωή, αφού εξαφανιστεί η επιθυμία και η άγνοια. Η μετά τον θάνατο κατάσταση της Νιρβάνα ονομάζεται "Παρινιρβάνα". Για τον Χιναγιάνα* Βουδισμό η Νιρβάνα αποτελεί τον
Νίτσε ένα και μοναδικό τελικό στόχο λύτρωσης, ενώ στον Μαχαγιάνα* υπάρχουν ενδιάμεσοι στόχοι του Μποντισάτβα", της προσωρινής παραίτησης από τη λύτρωση προς όφελος της απελευθέρωσης των πλασμάτων. Και στον Μαχαγιάνα Βουδισμό όμως η Νιρβάνα παραμένει τελικός στόχος λύτρωσης. Βιβλιογρ.: Εύννβιϋ Οοηζβ. ΒυΜίιίιπι.
11$ Εςεβηοβ βηό
ΟβνβΙορηηβηΙ, Ν θ « ΥΟΓΚ, 1959. Αλέξ. Καριώτογλου
Νισίντα Κιτάρο (Καναζάβα, 1870 - Καμακούρα, 1945). Ιάπωνας φιλόσοφος. Ιδρυσε μαζί με τον φιλόσοφο Τανάμπε τη φιλοσοφική σχολή του Κυότο ή σχολή Νισίντα - Τανάμπε. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Κυότο. Θεωρείται ιδεαλιστής φιλόσοφος. Κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταδείξει τη διαφορά ανάμεσα στη Δυτική φιλοσοφία και αυτή της Απω Ανατολής. Επηρεασμένος από τις βουδιστικές φιλοσοφικές αρχές προσπάθησε να ερμηνεύσει το "μη Είναι" ως την αντίληψη του σύμπαντος που περιέχει τα πάντα και "ενώ είναι τα πάντα, το ίδιο είναι το μηδέν", "ενεργεί χωρίς ενεργούντα" και "ορίζει χωρίς να υπάρχει κάποιος που να ορίζει". Από πολλούς θεωρήθηκε η φιλοσοφία του Νισίντα ως συγγενής με την ιδεαλιστική φιλοσοφία της δυτικής σκέψης και πολύ κοντά στον υπαρξισμό*. Το πραγματικό "Είναι" κατ' αυτόν γίνεται προσιτό με την ενόραση και είναι αποτέλεσμα ενός "ειδικού τρόπου να βλέπει κανείς τα πράγματα" ή "τρόπου που αντιλαμβάνεται κανείς τον εαυτό του". Ετσι ξεπερνιέται αυτόματα η αντίθεση ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό. Κυριότερα έργα του είναι: Αυτοσυνείδητο σύστημα τσυ σύμπαντος (1929), Ο καθορισμός του μη Είναι στην αυτοσυνειδησία (1931), Το βασικό ερώτημα της φιλοσοφίας (1933). Αλέξ. Καριώτογλου
Νίσμπετ (ΝίεόβΙ) Ρόμπερτ (γεν. 1913). Αμερικανός νεοσυντηρητικός κοινωνιολόγος. Εργα του: ΤΙΊΘ εοάοΙοςίεβΙ
ΙίβάίΙίοπ, ΝΘΝΝ ΥΟΓΚ, 1961 •
ΟοηεβινβίίεΓη, 0γ63γπ από ΓβΒίίΙγ, δίΓβΙίοτά, 1986. Δ. π. Νίτσε Φρειδερίκος Γουλιέλμος (ΡπβάπεΙι \Λ/ΪΙΙΊ6ΙΠΊ ΝίβΙζδεΙιβ, Ραίκεν, Νάουμπουργκ αμ Ζάαλε, 1844 - Βαιμάρη, 1900). Γερμανός φιλόσοφος, κορυφαία συγγραφική και φιλοσοφική φυσιογνωμία της Δύσης του 19ου αιώνα. Γιος
και εγγονός παστόρων, ανατράφηκε σε βαθιά θρησκευόμενο περιβάλλον που τον προόριζε για κληρικό. Ωστόσο, στο Πφόρτα, κολλέγιο από το οποίο αποφοίτησαν ο Φίχτε*, οι αδελφοί Σλέγκελ* και ο Νοβάλις*, ο νεαρός Φρειδερίκος έδειξε τη φιλολογική του κλίση. Το 1862, στη Βόννη, γνωρίζεται με τον καθηγητή Ριτσλ, που θα πιστέψει στην ιδιοφυία του νεαρού φοιτητή. Το 1863 ακολουθεί τον Ριτσλ στη Λιψία και εκεί συνδέεται με τον Ερβιν Ρόντε και τον Οβερμπεκ (τον μεν κατοπινό Ελληνιστή, τον δε θεολόγο και φιλόσοφο), και έμειναν φίλοι ισόβιοι και οι τρεις. Την ίδια περίοδο, διαβάζει το Ο κόσμος ως θέληση και ως παράσταση του Σοπενάουερ"· η σφραγίδα του τελευταίου θα μείνει για καιρό στον στοχασμό του Νίτσε. Μια σειρά άρθρων και δοκιμίων του Νίτσε δημοσιεύονται στο "ΡβίπίδοΙίΘδ Μυδβυηι", περιοδικό του οποίου την έκδοση επιμελείται ο Ριτσλ. Ο Νίτσε αρχίζει να γίνεται γνωστός. Δύο χρόνια μετά τις πρώτες δημοσιεύσεις, ο Ριτσλ μεσολαβεί ώστε να του εμπιστευθούν οι πανεπιστημιακοί της Βασιλείας την έδρα της κλασικής φιλολογίας (1868). Στην Ελβετία διαμένει ο δεύτερος και σημαντικότερος από τους Μέντορές του: ο Ριχάρδος Βάγκνερ". Ο Νίτσε ποτέ δεν θα ξεχάσει τη θυελλώδη σχέση τους, ούτε θα συνέλθει ποτέ τελείως από τη ρήξη μεταξύ τους, αποτέλεσμα ενός ανόητου πείσματος και μιας μόνιμης αποστροφής από μέρους του Νίτσε όλων εκείνων των ινδαλμάτων του συρμού, που επαγγέλλονταν την πολιτική ή την κοινωνική ή την καλλιτεχνική αναγέννηση των Γερμανών. Ωστόσο, ο Βάγκνερ, παρόλη την αλαζονική περηφάνια, τον αφόρητο μεγαλόιδεατισμό και επιπόλαιο ενθουσιασμό του, υπήρξε πάντοτε μεγάλος. Κοντά του ο Νίτσε γράφει το πρώτο του μεγάλο έργο· επιστρέφοντας από την Καρλσρούη, όπου υπηρετούσε ως τραυματιοφορέας στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο, δημοσίευσε το 1872 τη Γέννηση της Τραγωδίας υπό το πνεύμα της Μουσικής. Ο συμμαθητής του στο Πφόρτα και νέος προστατευόμενος του Ριτσλ, ο Βιλαμόβιτς', ο μετέπειτα σπουδαίος κλασικός φιλόλογος, απαντά με λίβελλο' ο ίδιος ο Ριτσλ μέμφεται τον "παραλογισμό" και τις αντιεπιστημονικές μεθόδους του μαθητή του. Το έργο είναι μια ρομαντική εξύμνηση του απολλώνιου και διονυσιακού πνεύματος· ο Βάγκνερ είναι κατενθουσιασμένος, σχεδόν παραληρεί. Αρχές του 1873, ο Νίτσε γράφει το Περί Αληθείας και Ψεύδους εξωηθικώς νοουμένων επιχειρεί, με ύφος που
57
Νίτσε προμηνύει τη Γενεαλογία και το Λυκόφως, την πρώτη του απόπειρα για "μετατίμηση αξιών". Η αντισωκρατική του πολεμική ρίχνει τις πρώτες προειδοποιητικές βολές. Το 1874, ο Βάγκνερ, ιυτός ο "Καλιόστρο των Ηχων", και ο Νίτσε απογοητεύονται αμοιβαία- το ρήγμα στις σχέσεις τους ολοένα θα βαθαίνει, ενώ η γενναιοφροσύνη του Βάγκνερ δεν θα υστερήσει ποτέ μπροστά στον αγαπημένο οπαδό. Λίγο νωρίτερα, στα τέλη του 1873, ο Νίτσε έχει διακηρύξει την αποδέσμευση του από τα πνευματικά δεκανίκια του Βάγκνερ, τα οποία δεν τα είχε, άλλωστε, ανάγκη" οι πρώτοι Ανεπίκαιροι Στοχασμοί βλέπουν το φως της δημοσιότητας, έργο που θα ολοκληρωθεί μέχρι το 1876. Ούτε μία λέξη για τον Βάγκνερ. Το 1878 το Ανθρώπινο, πολύ Ανθρώπινο, βιβλίο με χαμηλούς τόνους και νηφάλιο ύφος. Πουθενά ο Βάγκνερ. Ο Νίτσε θέλει να το εκδώσει ανώνυμα' ο εκδότης θέλει να εκμεταλλευθεί το όνομα του "αιρετικού". Τώρα τον μέμφεται κι ο Ρόντε, όμως ο Μπρούνο Μπάουερ* γράφει μια ενθουσιώδη κριτική υποδοχής του Ανθρώπινου. Η εντεινόμενη ψυχική αγωνία, η ανησυχαστική σκέψη του και η καταρρακωμένη υγεία του κάνουν τον κόσμο να τον αποφεύγει. Οι φίλοι του, συγκινημένοι, συσπειρώνονται γύρω του" ο Νίτσε δεν πρέπει να αφεθεί στη μοναξιά που ο ίδιος έχει επιβάλει στον εαυτό του. Το β' μέρος του Ανθρώπινου, ο Ταξιδιώτης χωρίς τον ίσκιο του, αποσπά τον συγκινητικό θαυμασμό και την εκδήλωση ισόβιας αφοσίωσης σ' έναν άνθρωπο που κατοικεί "μέσα στο ίδιο του το πνεύμα" (κατά τη ρητή μαρτυρία του Ρόντε). Το 1881 γράφεται η Ροδαυγή, το 1882 η Χαρούμενη Επιστήμη. Η υγεία του σε κατάσταση χειρότερη από ποτέ' συνεχείς περιπλανήσεις από το Σαιν Μόριτς στο Ενγκαντίν, στη Γένοβα, στη Λιψία. Το 1883 ο Νίτσε γράφει το αριστούργημά του: το α' μέρος του Τάδε έφη Ζαρατούστρα τελειώνει στο Ράπαλο. Αμέσως μετά καταφεύγει στη Γένοβα, στη Ρώμη και στο Σιλς Μαρία, όπου ολοκληρώνει το β' μέρος. Ο Βάγκνερ, πεθαμένος από καιρό μέσα στα γραφτά του Νίτσε, κηδεύεται στο Μπαυρόυτ. Το 1884 γράφεται το γ' μέρος του Ζαρατούστρα• το 1885 το δ' μέρος. Το 1886 το Πέραν του Καλού και του Κακού. Το 1887 η Γ ενεαλογία της Ηθικής. Το 1888 η Περίπτωση Βάγκνερ και Νίτσε εναντίον Βάγκνερ, το Εοοβ Ηοιτιο, ο Αντίχριστος και το Λυκόφως των Ειδώλων. Λίγες θερμές φωνές αναγνώρισης σπάζουν την απομόνωση του: ο Μπραντές', ο Ιππ. Ταιν'. Το 1889
58
ο Νίτσε καταρρέει στο Τορίνο. Μπαίνει σε άσυλο, βγαίνει με φροντίδες του Όβερμπεκ και της μητέρας του Νίτσε. Το 1890 ήρεμος, νηφάλιος δεν θα ξαναμιλήσει πια για φιλοσοφία" το πνεύμα του έχει πια σιγήσει. Το 1900 θα σβήσει, κάπου στη Βαϊμάρη, μέσα στην αγκαλιά της αδελφής του. Το όνομά του είναι πια πασίγνωστο" πανεπιστημιακές παραδόσεις αφορούν στο έργο του, τα βιβλία του γίνονται ανάρπαστα. Χρειάστηκε το προσωπικό του δράμα, για να στραφεί η ευρωπαϊκή διανόηση στο μεγαλειώδες έργο του. Ολάκερη η ζωή του Νίτσε, μέχρι την κατάρρευση της πνευματικής του διαύγειας, υπήρξε μια αγωνιώδης και μοναχική αναζήτηση της χαμένης ομορφιάς και απλότητας" μέσα στη φτιασιδωμένη θηλυπρέπεια, στο διεστραμμένο γούστο και στην ανυπόφορη συμβατικότητα των ανθρώπινων σχέσεων, έβλεπε να διασύρεται κάθε ανθρώπινη αξία, ακόμα κι απ' αυτόν τον άμβωνα των ιεροκηρύκων ( Αντίχριστος, αφορ. 38). "ΡβτββΙ νβπ(35, ΙΙΒΙ νίΐ3", έγινε το πιστεύω του, κι ένα εμπνευσμένο εγκώμιο της κλασικής τέχνης, παιδείας και ζωής κάθε του γραπτό. Μα στον κλασικό τύπο ανθρώπου διέκρινε αυτό που πραγματικά τον έκανε μεγαλειώδη και που, μέχρι την εποχή του, αλλά κι αργότερα, οι φιλόλογοι αρνήθηκαν να παραδεχθούν: τη συνύπαρξη του απολλώνιου και του διονυσιακού*, όχι όμως με την αρμονική εκείνη ανάπτυξη των δύο στοιχείων, αλλά με την ασίγαστη μεταξύ τους πάλη. Ο Ζαρατούστρα, πιο κοντά από κάθε άλλον στα κλασικά πρότυπα, απογοητευμένος από καθετί ανθρώπινο -ακόμα κι από την ίδια την ανθρωπινότητα (Αντίχριστος, αφορ. 4)- στρέφεται ενάντια στον εαυτό του προς χάριν του ίδιου του του εαυτού, της αυτούπέρβααής του. Ο Ζαρατούστρα δεν είναι ο ασκητικός τύπος που καταδικάζεται στη Γενεαλογία της Ηθικής και που αναζητά τη λύτρωση για τον εαυτό του" δεν πνίγει τα πάθη του: τα αφήνει ελεύθερα για να μπορεί να τα τιθασεύει. Δεν κρατά τίποτε για τον εαυτό του και χαρίζει απλόχερα την αλήθεια του σε όποιον "αντέχει" να τη δεχθεί. Και η αλήθεια αυτή δεν είναι άλλη από τον Υπεράνθρωπο, τον υιό, και γι" αυτό αρνητή -κατά μία φροϋδική ερμηνεία- του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, "ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και στον Υπεράνθρωπο", μοιάζει μάλλον με μια ανόητη θεία φάρσα, αν υποτεθεί πως αποτελεί το πέρας και την ευτυχή κατάληξη μιας οντολογικής εξελικτικής πορείας. Απεναντίας, είναι "κάτι που θα
Νοβγκορόντσεφ πρέπει να ξεπεραστεί", και τούτο το ξεπέρασμα του εαυτού του είναι που εντέλει δικαιώνει την ύπαρξη και τον αγώνα του μέσα στον κόσμο (βλ. Υπεράνθρωπος, Τάδε έφη Ζαρατούστρα). "Ιεί νβΓθόΙυπς ΓΤΐ09ΐί0(ι?" Είναι δυνατή η εξευγένιση του ανθρώπου; Ακατάπαυστη ήταν η αναζήτηση του στη λύση τούτου του ερωτήματος- οι αλήθειες με την αποσπασματικότητα και το ευκαιριακό τους κύρος δεν μπορούν να υπηρετήσουν τη ζωή, που είναι και η μόνη πραγματική αλήθεια, μαζί με τον θάνατο (ΑΠΊΟΓ <3ΐί - εμπιστοσύνη στη νομοτέλεια του πεπρωμένου). Παρεξηγημένος, ίσως, περισσότερο από κάθε άλλον στοχαστή, ο Νίτσε έγινε ο ίδιος, πέραν του έργου του, αντικείμενο φιλολογικών διαξιφισμών. Πολέμιος του παγγερμανισμού, οικτρά απογοητευμένος από την ανοησία και τον "υδροκεφαλισμό" της γερμανικής κουλτούρας ( Πέραν του Καλού και του Κακού, αφορ. 241), είναι άξιο απορίας πώς κατέληξε, στα χέρια των θιασωτών του εθνικοσοσιαλισμού, να αναγνωρίζεται ως ο εμπνευστής και ο απολογητής της ναζιστικής ιδεολογίας. ΓΓ αυτή τη διαστρέβλωση που υπέστη η πνευματική του παρακαταθήκη, ο Νίτσε είναι άμοιρος ευθυνών. Παρερμηνεύθηκε και διασύρθηκε· ωστόσο, αναμφίβολα, υπήρξε η πιο μαχητική και πιο απελπισμένη φωνή διαμαρτυρίας για την "απαξίωση" όλων των ανθρώπινων ιδανικών και αξιών.
στούν ένα ενιστικό σχήμα, το οποίο όμως εξαρτά δύο αντιθετικές μεταξύ τους μορφές, διαλεκτικά αλληλοπροσδιοριζόμενες: το Εγώ και το μη-Εγώ, το βιωματικό - γνωσιολογικό υποκείμενο και το αντίστοιχο αντικείμενό του, τον Κόσμο. Ο "μαγικός ιδεαλισμός" του Νοβάλις δέχεται το απρόσκοπτο πέρασμα από το Είναι στο Νοείν, από το Ονομα (ή την Ιδέα) στο Πράγμα και αντίστροφα, βασίζοντας αυτή τη διαδικασία κατανόησης σε μια σύντονη λειτουργία λόγου και ενόρασης. Ως συγγραφέας ρομαντικός και πρόδρομος του συμβολισμού, ο Νοβάλις επέδειξε μια απαράμιλλη σε ατμόσφαιρα και ύφος δημιουργία" θρησκευτική αγωνία, πλούσια πανθειστικά στοιχεία κι ένας μυστικισμός σπρωγμένος στα όρια ενός συμβολιστικού μανιερισμού είναι τα κύρια γνωρίσματα ενός έργου που σήμανε την άφιξη του ρομαντισμού στη Γερμανία (Ηγπιηβη 3η άίβ Ν3οΜ, 1800). Φιλοσοφικό και κριτικό ύφος χαρακτηρίζει τα Ο/θ ίβΜίηββ ζυ 53/5 (1798), Ο/θ αιπείβηήβίΐ οάβΓ Ευωρβ (1799) και ΗβίηήοΙ? νοη οηβίάίηςβη (1802), (το τελευταίο εκδόθηκε από τον ΤίβοΚ). Τα "Απαντά" του:
Βιβλιογρ.: Τα "Απαντά" του: ΙΛ/ΘΓΚΘ ΪΠ (3ΓΘΙ Βαηΰβπ". επι-
Νοβγκορόντσεφ Πάβελ Ιβάνοβιτς (18661924). Ρώσος νομομαθής, φιλόσοφος, κοινωνιολόγος. Καθηγητής σε εκπαιδευτικά ιδρύματα της Μόσχας και άλλων πόλεων της Ρωσίας. Μετά την Επανάσταση του Οκτώβρη μετανάστευσε στην Ευρώπη. Κέντρο των φιλοσοφικών απόψεων του Νοβγκορόντσεφ είναι ο άνθρωπος, η προσωπικότητά του, που κατά τη γνώμη του δεν μπορεί να προσφερθεί θυσία στην κοινωνία εν ονόματι της γενικής "αρμονίας". Αυτό σημαίνει ότι η απόλυτη "αρμονία" που διψά ο άνθρωπος είναι αδύνατον να επιτευχθεί στη σφαίρα της σχετικής ιστορικής πραγματικότητας. Γιατί αποτελεί ηθικό αίτημα, ιδανικό που η πραγματοποίηση του είναι δυνατή μόνο πέρα από τα όρια των πεπερασμένων φαινομένων. (Για το κοινωνικό ιδανικό, Κίεβο, 1919, σ. 149). ΓΓ αυτό και ο Νοβγκορόντσεφ πρέσβευε ότι οι θεωρίες (τόσο οι σοσιαλιστικές, όσο και οι αναρχικές), που υπόσχονται τη λύση όλων των κοινωνικών αντιθέσεων, είναι ουτοπικές και οδηγούν την
μέλεια Κ3ΓΙ 5οΐΊΐ&οήΐ3, Μόναχο.
ΡιΐθάκΙι
1966 - \Λ/. ΚβυΙπιβηπ.
ΝιβΙζ5ϋ/ιβ. ΓΛβ ^^ϊβ ο< Μβ^ηβΓ
ΙοννίΙΙι. νοη ΗβςθΙζυ
Παναγ. Πακος
Ν. Υ., 1967.- Κ.
ΝιβΙζεοίιε - 0. ΗβΙβνγ.
ΝίθΙζίΐϊιε
νιχιλισμός, βλ. μηδενισμός Νοβάλις (ΝονβΙίδ: ψευδώνυμο του Ρπβάποή νοη Η3Γάβηό6Γ9). Γερμανός συγγραφέας, ποιητής και στοχαστής (Μάνσφελντ, 1772 - Βάισενφελς, 1801). Σπούδασε νομικά στην Ιένα και γνωρίστηκε προσωπικά με τους ΡίοΙΜβ", δΙιβΙΙίης*, 5ο(ιίΙΙβΓ* και τους αδελφούς δοΜΙβςθΓ. Η φιχτεανή διαλεκτική μέσα από τον στοχασμό του Νοβάλις προάγεται σε αντικειμενική διαλεκτική, μια αληθινή φιλοσοφία της φύσης" το πολυσχιδές των κοσμικών φαινομένων, ενώ αβασάνιστα παραπέμπει σε πολυαρχικά οντολογικά και γνωσιολογικά μοντέλα, εντούτοις στην πραγματικότητα αποτελεί έκφραση της πολλαπλότητας που προσιδιάζει στην αρχική ενότητα. Τα στοιχεία του σύμπαντος συνι-
Ό ί β \Λ/ΘΓΚΘ Ρ π β ά ι ϊ ο Ι ι ν ο η Η Β Γ Ά Β Η Β Θ Γ Σ Ε " , ε π ι μ . Ρ .
ΚΙυοΙΦοϊιη και 0. δβΓηυβΙ, 3 τόμοι (β' έκδ. δΙυ«93Γί, 1969).
Βιβλιογρ.: Τίι. Ηβθπης, ΝονβΙϊε 3/5 ΡΜοεορίΊ. 1954 - Η. ΗίΗθΓ. ΟΘΓυηύβίοηηΐθ
Παναγ.
51υ|(03ΐ1
ΝονβΙίε. ΟοΟιηςθη. 1967.
Πάκος
59
νόημα κοινωνία σε αδιέξοδα. Η θετική λύση του προβλήματος του υπαρκτού και του δέοντος, του απόλυτου και του σχετικού, που προτείνει είναι η εξής: αν και το ιδανικό της ηθικής τελείωσης είναι απόλυτο και ανέφικτο, ωστόσο πρέπει να τείνουμε προς αυτό γιατί η επιδίωξη της επίτευξης του συμβάλλει στη συνεχή ανάπτυξη του ανθρώπου. Θεοχ. Κεσσίδης
νόημα (αγγλ. πιβαηίης). Εκείνο που συλλαμβάνει ο νους, το νοούμενο. Στην παραδοσιακή φιλοσοφία* και λογική* είναι συνώνυμο της σημασίας". Κατά τη σύγχρονη περί σημασιών ονομάτων θεωρία της λογικής (Γκ. Φρέγκε* και Α. Τσερτς') σημασία (αναφορική σημασία, καταδήλωση) ορισμένου ονόματος καλείται το υποδηλούμενο με αυτό αντικείμενο ή τάξη αντικειμένων (το πλάτος της έννοιας), ενώ νόημα του ονόματος (βάθος της καταδήλωσής του) είναι το περιεχόμενο της έννοιας*, η κατανόηση του οποίου αποτελεί όρο της κατάλληλης πρόσληψης*, της αφομοίωσης του ονόματος. Αποτελεί ανώτερο επίπεδο σημασιολογικής άρθρωσης στο οποίο συγκεκριμενοποιούνται οι σημασίες των λέξεων και μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η επικοινωνιακή πράξη. Στα εννοιολογικά συστήματα της θεωρητικής νόησης, το νόημα των εννοιών δηλώνεται και συλλαμβάνεται μέσω του συστήματος εννοιών (βλ. ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο). Βιβλιογρ.:
Η.
ΡθνιΙιοπιε.
Μθβπιης
3ηό
ΟοπεβρΙυβΙ
5γεΙβιηε. Μοδοονί, 1990. Δ. Πατέλης
νόηση (ίηΙοΙΙβοΙυδ, υπΰθΓδΙθπόϊης). Με την πιο γενική σημασία "νόηση" είναι η ικανότητα να καταλαβαίνουμε. Ο ίοεΚβ* θεωρεί ότι "νόηση" είναι η ικανότητα της σκέψεως (Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση, βιβλ. II, Κεφ. 6). Με μια λιγότερο γενική έννοια, "νόηση" είναι η συσχέτιση των παραστάσεων και η εύρεση ομοιοτήτων και διαφορών που υπάρχουν ανάμεσά τους. Αυτή η λειτουργία γίνεται αυτόματα και στην περίπτωση της κατ' αίσθηση αντίληψης των παραστάσεων και στον συνειρμό* τους. Με την πιο στενή σημασία, νόηση είναι η συνειδητή συσχέτιση των παραστάσεων, που αποτελούν στοιχεία μιας ανώτερης ιδέας, η οποία λειτουργεί ως ενοποιητική δύναμη. Η νόηση, από τη μια μεριά, διακρίνεται και δεν ταυτίζεται με την κατ' αίσθηση αντίληψη, από
60
την άλλη, διαφέρει από τον συνειρμό των παραστάσεων. Το πρώτο συμβαίνει, διότι η νόηση είναι αυτοτελής σύνδεση των παραστάσεων για την επίλυση ορισμένων θεωρητικών προβλημάτων. Η διάκριση αυτή της νόησης από την αισθητηριακή αντίληψη εισάγεται στη φιλοσοφία* από τον Πυθαγόρειο* Αλκμαίωνα* τον Κροτωνιάτη (ϋ-Κ 24ΒΙ3). Από τότε συνεχίζει να είναι παρούσα στην ιστορία της φιλοσοφίας και δημιουργεί την αντίθεση των δύο γνωσιολογικών συστημάτων α) της αισθησιαρχίας* (δθΠδυβΙίδιπυδ), σύμφωνα με την οποία η νόηση και η αίσθηση ταυτίζονται, και πιο γενικά ότι οι αισθήσεις είναι πρωταγωνιστές της γνωστικής διαδικασίας, β) του ορθολογισμού* (Γ3(ίοη3ΐίδΐτιυδ, ίηΙβΙΙθοΙυβΙίδίτιυδ), σύμφωνα με τον οποίο η νόηση δημιουργεί γνώση που ισχύει γενικά. Η "νόηση" διαφέρει από τον συνειρμό των παραστάσεων στα εξής σημεία: α) κατά τη λογική σύνδεση των παραστάσεων, β) κατά τα στοιχεία της προσοχής* και του διαφέροντος με τα οποία παρακολουθούμε με τη θέλησή μας, συγκεντρώνοντας τον νου μας όχι μόνο στο περιεχόμενο των παραστάσεων, αλλά και στις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ τους, γ) ως προς τα αποτελέσματα. Ενώ ο μηχανικός συνειρμός των παραστάσεων ως ακούσιος δεν μας προσφέρει τίποτε το θετικό, αντίθετα η νόηση, που είναι σκόπιμη σύνδεση των παραστάσεων, λύνει πολλαπλά προβλήματα της φύσης και του πνεύματος και καταλήγει σε αποτέλεσμα, που είναι ο σχηματισμός των γνώσεων. Αυτές οι γνώσεις, από τη μια μεριά, είναι αληθείς όταν συμφωνούν με τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε, από την άλλη, είναι πλάνες, αν δεν συμφωνούν. Ο ϋθδοβΓΐβδ* (Αρχές της φιλοσοφίας, 1, 9) βλέπει ευρύτερα το περιεχόμενο της "νόησης" και συγκεφαλαιώνει σ' αυτόν τον όρο πολλές ψυχικές λειτουργίες: "Με τον όρο νόηση, υποδηλώνω ο,τιδήποτε του οποίου είμαστε γνώστες, τόσο όταν αυτό συμβαίνει σε μας, όσο κι όταν απλώς το γνωρίζουμε. Γι' αυτό η νόηση δεν ταυτίζεται απλά με τη γνώση, τη βούληση και τη φαντασία, αλλά στον ίδιο βαθμό με την ελεγχόμενη αίσθηση". Η νόηση με την καντιανή σημασία είναι η λειτουργία του πνεύματος που συνίσταται στη σύνδεση των αισθημάτων σε σειρές και συστήματα συνεχόμενα δια μέσου των "κατηγοριών"*. Ο ΚβπΓ κάνει εκτενή λόγο για τη διαφορά νόησης (ίηΙβΙΙβοΙυδ) και του λόγου*
νοησιαρχία (Γβΐίο). Η νόηση είναι η ικανότητα των κανόνων με βάση τους οποίους οργανώνεται το υλικό των αισθήσεων, ενώ ο λόγος (Γ3(ϊο) είναι η ικανότητα των "αρχών". Η νόηση σχηματίζει "κρίσεις" (: κατά ποσόν: καθολικές, μερικές, ατομικές· κατά ποιόν: καταφατικές, αποφατικές, αόριστες· κατά την αναφορά: κατηγορικές, υποθετικές, διαζευτικές κατά τον τρόπο: προβληματικές, βεβαιωτικές, αποδεικτικές). Μορφές της νόησης είναι η "έννοια", η "κρίση" και ο "συλλογισμός". Στην πρώτη περίπτωση, η νόηση νοείται ως "ορμή" σύνθεσης μιας καθολικής εικόνας ή παράστασης που περιλαμβάνει τα γνωρίσματα ενός ή περισσοτέρων ομοειδών αντικειμένων. Στη δεύτερη μορφή, η νόηση εκδηλώνεται ως προσδιορισμός σχέσεων ανάμεσα σε δύο έννοιες και, στην τρίτη, η νόηση εκδηλώνεται ως συναγωγή συμπεράσματος από προκείμενες κρίσεις. Η νόηση έχει πολλαπλές σχέσεις και με άλλες ψυχικές λειτουργίες. Πρώτα συνδέεται με την προσοχή*. Η σταθερότητα και η ευκινησία της προσοχής επηρεάζει θετικά τη νόηση. Η μνήμη παρέχει στη νόηση την αφετηρία της δραστηριότητάς της, ενώ η φαντασία διευρύνει τη λειτουργία της νόησης. Από την ψυχολογία γίνεται λόγος και για "βαθμούς νόησης", οι οποίοι κλιμακώνονται από την αφυία μέχρι τη μεγαλοφυία. Ενας άνθρωπος είναι μεγαλοφυής, όταν έχει εξέχουσα δύναμη έμπνευσης, επινόησης, σύλληψης και παράστασης των πραγμάτων. Χαρακτηριστικά του μεγαλοφυούς είναι ακόμα η διορατικότητα και η πρωτοτυπία της σκέψης. Η ιδιοφυία είναι χαρισματική ικανότητα εκ φύσεως, μια δηλαδή κατάλληλη διάθεση η οποία με την άσκηση και τη διδαχή αναπτύσσεται και εξελίσσεται. Η νόηση ασφαλώς δεν είναι μια ορατή διαδικασία, αλλά δεν είναι μια λειτουργία αδιαχώριστη από τον εγκέφαλο. Υπήρξε βέβαια και μια μεταφυσικής απόχρωσης αντίληψη, ότι οι εμφανίσεις της νόησης είναι σχεδόν ανεξάρτητες από το σώμα. Χωρίς φυσιολογικό εγκέφαλο δεν υπάρχει νόηση. Ο καρτεσιανός δυϊσμός επηρέασε σημαντικά τις διάφορες θεωρίες που διατυπώθηκαν πάνω στο πρόβλημα: νουςσώμα (πιίηά/ίχχΐγ). Όλες αυτές μπορούν να συγκεφαλαιωθούν στις παρακάτω: α) ο υλιστικός μονισμός* ή θεωρία της ταυτότητας: τα νοητικά φαινόμενα και τα φυσικά εγκεφαλικά φαινόμενα είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. Στην ακραία της μορφή η θεωρία υποστηρίζει ότι η σκέψη και το συναίσθημα δεν είναι παρά εκκρί-
σεις του εγκεφάλου. Η άποψη αυτή χαρακτηρίστηκε ως "χυδαίος υλισμός"* • β) η θεωρία της αναγωγής των νοητικών λειτουργιών - συμβάντων στις αντίστοιχες εγκεφαλικές λειτουργίες ή καταστάσεις. Η σύγχρονη "θεωρία της ταυτότητας" θα γίνει πλατιά γνωστή ως "υλισμός της κεντρικής κατάστασης" και με τις διάφορες εκδοχές της φαίνεται ότι συμφωνεί το μεγαλύτερο μέρος των νευροβιολόγων γ) η φρενολογία του Ρ. ϋ. 6311. Αυτός διαμορφώνει την πρώτη σύγχρονη εντοπιστική θεωρία των ανώτερων εγκεφαλικών λειτουργιών, αναγνωρίζει δηλαδή πάνω στον εγκεφαλικό φλοιό την έδρα πολυάριθμων κέντρων για την παραγωγή των ανθρώπινων ψυχονοητικών ικανοτήτων. Παρά το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες πολλές επιστήμες, όπως νευρολογία, νευρογλωσσολογία, ψυχογλωσσολογία, η τεχνητή νοημοσύνη, γνωσιολογία και άλλες σε συνεργασία μεταξύ τους ερευνούν θεμελιώδη ερωτήματα για τη σχέση εγκεφάλου και νόησης, ωστόσο αυτά παραμένουν χωρίς απάντηση. Αν υποθέσει κανείς ότι όλα τα νοητικά συμβάντα συνοδεύονται από τελικά φυσικά συμβάντα δεν χρειάζεται να θεωρήσουμε ως αναγκαία την ύπαρξη μιας ξεχωριστής οντότητας με το όνομα νόηση. Το γεγονός αυτό έχουν τονίσει πολλοί στοχαστές. Ο Α. ΑγβΓ* πρόσφατα έγραφε: "Δεν χρειάζεται να συλλαμβάνουμε τη νόηση ως ουσία, αλλά ούτε και ως οντότητα οποιουδήποτε είδους. Οπως και ο Ηυπίθ' και ο \Λ/. ϋ3πΐθ5* δεν αισθάνονται καθόλου την ανάγκη να υποθέσουν την ύπαρξη αυτού που ονομάζεται με διάφορους τρόπους είτε καθαρό εγώ είτε ψυχή είτε νοητική ουσία". Τελικά τις εκδηλώσεις της νόησης όλοι τις κατανοούμε ωστόσο με πληρότητα και οριστικά δεν μπορούμε να ορίσουμε, γιατί αυτό που ορίζει δεν αυτοορίζεται. Βιβλιογρ.: Αγθί Α.. ΡήίΙοεορΗγ ίη ίήβ ΤινβηΙϊβΙίι ΟβηΙυΓγ. υπννϊπ ρϊ>. ίοηύοη. ανατ. 1987.- ΗβηύΰοοΙι
οΙ Ηυιηβη ΙηΙβΙΙίςβηεβ. β ό . Ρ . δΙθΓΠϋβΓθ, ΟβπιΙχά. υηίν. ρΓ„ 1982ΟυίΙΙΟΓά ϋ. - Ρ . ΗοβρΙηβΓ. ΓΛρ ΑηβΙγειε οΙ ιηίβΙΙίββηοβ. ΜΟ6Γ3«Ι ΗίΙΙ. 1971.- ΟίΙ&ΒΓΐ ΒγΙθ. Γ/ιβ ΟοηοβρΙ οΙ πιίηύ. 1949 - ΜβΙοοΙιτι Ν.. ΡηύΙβπκ οΙ ηιϊηά. υηίν. ϊη Ιοηάοη. 1971.- Μουτσόπουλος Ε . . Νόησις και Πλάνη. Αθήναι, χ χ - Υουπς ϋ.. ΡΝΙοεορίιγ βηό (Λβ θίβίη. ελ. μτφ. Σ. Μανουσέλης, εκδ. Κάτοπτρο. Αθήνα, 1991. /. Γ. Δελλης
νοησιαρχία. Ο όρος αυτός είναι μεταφορά στην ελληνική γλώσσα του ίηΐβΐΐβοΐυβίίδπιυδ (από το λατ. ϊηΐβΐίθοίυε: νους, νόηση, διάνοια) και σημαίνει τη φιλοσοφική άποψη που δίνει προτεραιότητα στη νόηση κατά τη διαδικασία
61
νόησις και νόημα του γιγνώακειν, της γνώσης. Οι άλλες δύο αντίθετες απόψεις εκφράζονται με τον σενσουαλισμό (δβηδυβίίδίπυδ: δθΠδυδ: αίσθηση) ή αισθησιοκρατία* και τον βολονταρισμό (νοίυηΐβπδίπυδ: βούληση) ή βουλησιοκρατία ή βουλησιαρχία*. Με τη νοησιαρχία θέλησαν να δηλώσουν την ικανότητα που έχει ο νους* του ανθρώπου, η ψυχή με τη φιλοσοφική έννοια, να αντιλαμβάνεται άμεσα τα γνωστικά γεγονότα, σ' αντίθεση προς τον λόγο* (Γ3ίδοπ), που δηλώνει την ικανότητα να σκεφτόμαστε με συλλογισμούς, δηλαδή διάμεσα ή διασκεπτικά. Με τον ίδιο αυτόν όρο υποστηρίζουν ορισμένοι φιλόσοφοι ότι η ουσία της γνώσης αλλά και του ανθρώπου, ως νοούντος υποκειμένου, έγκειται στη νόηση, δηλαδή στο νοητικό και στο λογικό του στοιχείο. Κυρίως όμως με τον όρο αυτό τονίζουμε, από την πλευρά πάντοτε της φιλοσοφίας* και ειδικότερα της γνωσιολογίας*, τον ρόλο και τη σημασία της νόησης για τη γνώση των πραγμάτων, των όντων. Από την άποψη αυτή η νοησιαρχία αντιτίθεται στον ενορατισμό* ή ιντουισιονισμό (ίηΐυίΐίοπ: ενόραση, διαίσθηση, ίηΐυίΐίοηίδππυδ), με σπουδαιότερο εκπρόσωπο στα νεότερα χρόνια τον Η. ΒθΓ98οη', και στον καθαρό ή άκρατο εμπειρισμό* (θχρβπθηΐίβ: εμπειρία, θχρέπβποβ - ΘχρβπιτιβηΙβΙίδΓπυδ). Οι νοησιαρχικοί δηλαδή φιλόσοφοι έθεταν πάνω από την εμπειρία, (την άμεση "γνώση" που μας προσφέρουν οι αισθήσεις) τη νοητική δύναμη του ανθρώπου: για να συντελεστεί το γνωστικό γεγονός, η γνώση, πίστευαν ότι όχι μόνο δεν επαρκεί η εμπειρία, αλλά τον κυρίαρχο ρόλο παίζει η νόηση. ΓΓ αυτό οι φιλόσοφοι αυτοί αποκλείουν το συναίσθημα, καθώς και την ενόραση ή το βίωμα. Συνεπώς οι νοησιαρχικοί φιλόσοφοι βρίσκονται κοντά στους ορθολογιστές ή ρασιοναλιστές, ενώ δέχονται ότι πηγή της ολοκληρωμένης γνώσης είναι το λογικό, ο λόγος (Γ3ΐίο - ΓβΙίοπβΙίδπιυδ· ορθολογισμός"). Τέτοιοι φιλόσοφοι ήταν ο Αριστοτέλης*, ο Θωμάς Ακινάτης*, ο Καντ' κ.ά. Υπάρχει ακόμα μια παρέκβαση της νοησιαρχίας: η μεταφυσική νοησιαρχία. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, μερικοί φιλόσοφοι δέχονται ότι μια άπειρη νόηση (ίπΙβΙΙβοΙυδ ίπίίπίΐυδ), που ταυτίζεται με τον θεό, επιδρά και διαμορφώνει στη συνείδηση του ανθρώπου τα πνευματικά φαινόμενα. Παρόμοιες απόψεις συναντούμε στον Σπινόζα", στον Ιθίβπίζ* κ.α. Βιβλιογρ.: Χαρ. Θεοδωρίδη. Εισαγωγή στη Φιλοσοφία. Αθήνα. 1955.· I. Ν. Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία. τόμ. Α'. Αθήναι. 1975 - Θεόφ. Βορέα. Εισαγωγή εις την Φιλοσοφίαν. Ε ν Αθήναις. 1972- (1935).- Η.
62
\Λ/39Π8Γ, ΡΜοβορΝβ
υπό
ΗθΙΙθχιοη.
1980.- Ε . Π. Παπανούτσος, Γνωσιολογία.
Βασ.
Μυποίΐθη/Β35θΙ Αθήνα. 1976*.
Κύρκος
νόησις και νόημα. Με τον όρο νόηση εννοούμε την αντίληψη μέσω του νου (αντίθετο: αίσθηση) και με το νόημα το προϊόν της νόησης ή μια συγκεκριμένη σκέψη, ακόμα και τον σκοπό που συναρτάται με την ουσία ενός πράγματος ή μιας ενέργειας. Επίσης με τη νόηση σχετίζεται και η ικανότητα του ανθρώπου να κατανοεί και να ταξινομεί τα πράγματα και τον κόσμο. Ηδη ο Πλάτων* τοποθετεί τη νόηση στην υψηλότερη και την πρώτη ιεραρχικά θέση στην κλίμακα ψυχικών λειτουργιών για την κατάκτηση της γνώσης: "νόησις", "διάνοια", "πίσπς", "εικασία" (Πολ.' 511ά-θ). Στη νόηση αντιστοιχείται ο νους καθώς και στη διάνοια, ενώ στην πίστη φαίνεται να ισορροπείται η υποκειμενική αντίληψη ("δόξα"). Εξάλλου η διάνοια (πολλές φορές συνώνυμο της νόησης) τοποθετείται στο μεταξύ διάστημα της υποκειμενικής γνώμης και του νου ("μεταξύ τι δόξης τε και νου την διάνοιαν", ό.π.). Ολη η διαδικασία βέβαια συναρτάται με τη θεωρία των "ιδεών", αφού οποιαδήποτε γνωστική ενέργεια του νου ή της ψυχής ανάγεται στις ιδέες. Το νόημα των όντων γίνεται εφικτό μόνο σε στενή συνάρτηση προς τις ιδέες. Στον Αριστοτέλη* η γνώση είναι αντικείμενο της νόησης. Αντικείμενο της φιλοσοφικής νόησης είναι να βρίσκει ερμηνείες, να εξηγεί τα πράγματα. Αλλά και η ίδια η νοητική ενέργεια μπορεί να είναι αντικείμενο της φιλοσοφικής νόησης. Ο Αριστοτέλης αφορμάται από τα απλά δεδομένα της εμπειρίας* όταν θέλει να μιλήσει ακόμα και για τις πιο αφηρημένες έννοιες ή θεωρίες. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της θεωρίας του για τη "νόηση νοήσεως", που τόσο πολύ παρανοήθηκε. Ο φιλόσοφος δεν επιδιώκει απλώς να ερμηνεύσει τα φαινόμενα αλλά θέλει να κατανοήσει και να εξηγήσει- η καθαρή νόηση είναι και αυτή ένας στόχος, ύψιστη επιδίωξη, που ταυτίζεται σχεδόν με τη φιλοσοφία. Αυτή είναι η "νόηση νοήσεως" της αριστοτελικής θεωρίας. Είναι δηλαδή περισσότερο ενέργεια και δραστηριότητα του νου παρά απλά θέαση. Σ' αυτή την κλίμακα βέβαια των αναβαθμών της γνωστικής και φιλοσοφικής λειτουργίας η νόηση νοήσεως κατέχει το ύψιστο σημείο και ο θεός βέβαια θα βρίσκεται πάντοτε υψηλότερα από τον φιλόσοφο, αλλά, όπως έλεγε ο Πλάτων, "θεών ουδείς φιλοσοφεί" {Συμπ. 203β). Βιβλιογρ.: Ρ . Ε. ΑΙΙΘΠ. 5(υόιβ$ ίη ΡΙβΙο'3
ΜθΙβρίιγείεβ.
"νόμιμος μαρξισμός" ΙΟΓΚΊΟΗ,
1965-
Ρ.
Μ.
ΟΟΓΗΙΟΓΫ.
ΡΙβΙο'ε
Τίιβοτγ
οί
Κηον/Ιθάςβ. Ιοηΰοη, 1935.- Κ. ννβηδοο, Η έννοια της αι-
οβήσεως στη φιλοσοφία του Πλάτωνος. Αθήνα, 1981-1. •υπης, Αριστοτέλης,
μτφ. Π. Κοτζιά - Παντελή, Μ Ι Ε Τ ,
Αθήνα, 1991.-νν. ϋ3&ςβΓ, ΑπεΙοΙβΙβε.
ΟβεεΝοΜθ Βασ.
εβίηβί ΕηΙηίΜυης.
Κύρκος
ΟωίκΙΙβςυπς
βίηβτ
ΒβΓίίπ. 1923 (ανατ. 1955).
νοητό (ίηΙθΙΙβςίόϋίε). Το συλλαμβανόμενο μόνο από τον νου ή τη νόηση, σε αντίθεση με το "αισθητό", που το αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις. Οι αριθμοί και τα σχήματα στα μαθηματικά είναι νοητά' το ίδιο και όλες οι λεγόμενες αφηρημένες έννοιες, οι αρχές και ο νους του ανθρώπου. Οι σχολαστικοί του Μεσαίωνα κάνουν διάκριση μεταξύ "ουσιακού" νοητού, του άμεσα δηλαδή από τον νου γνωριζόμενου, και "κατά συμβεβηκός νοητού", που γνωρίζεται έμμεσα από τις ιδιότητές του. Νοητό κατά τον Καντ* είναι ό,τι γίνεται αντιληπτό από τον νου αλλά όχι και από τις αισθήσεις. Τέλος για τον Πλάτωνα", και σε επίπεδο πλέον μεταφυσικής*, νοητό είναι ο κόσμος των Ιδεών*. ε. χ. νομενκλατούρα (ποιτίθηοΙβΙυΓβ από το λατ. ηοπιβηοΙβΙΟΓ: ονοματοκλήτωρ). Οι ονοματοκλήτορες ήσαν ιδιωτικοί ή δημόσιοι υπηρέτες αυτοκρατόρων, αξιωματούχων και δημοσίων ανδρών στην αρχαία Ρώμη, που είχαν ως καθήκον να υπενθυμίζουν χαμηλόφωνα στους κυρίους τους το όνομα ή άλλες απαραίτητες πληροφορίες για τα πρόσωπα με τα οποία έρχονταν σε επαφή. Με τις υπηρεσίες των ονοματοκλητόρων, οι πολιτικοί που επιζητούσαν ψήφους εμφανίζονταν σαν να εγνώριζαν και ενδιαφέρονταν για τους πάντες. Ο Κικέρων*, ο Κάτων, ο Πλίνιος κ.ά., είχαν ονοματοκλήτορες που, εξαιτίας των πολύτιμων γνώσεών τους, είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη, αποτελώντας μια προνομιούχα κοινωνική κατηγορία. Στη σύγχρονη πολιτική ορολογία, ο όρος καθιερώθηκε με το ομότιτλο βιβλίο του Μιχ. Βοσλένσκι, για να δηλώσει την κομματική αριστοκρατία, το νέο ιερατείο, την άρχουσα τάξη στην πρώην σοσιαλιστική σοβιετική κοινωνία, που απολάμβανε προνομιακά όλα τα αγαθά και τις ευκαιρίες της ζωής σε βάρος του λαού.
στον αγώνα της εναντίον της φεουδαρχίας* και του απολυταρχισμού, κατά το οποίο το δίκαιο* και το κράτος* θεωρούνταν ως θεμελιώδεις και κινητήριες δυνάμεις της κοινωνικής ανάπτυξης. Οι αντιλήψεις αυτές, στα πλαίσια των οποίων η απολυτοποίηση και υποστασιοποίηση των φετιχιστικά εξιδανικευμένων νομικών και πολιτειακών μορφών πρόβαλλε ως παντοδυναμία των νόμων (Ελβέτιος*), ανέκυψαν ως ιδεολογική έκφραση της διεύρυνσης, της εμβάθυνσης και της εδραίωσης των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, της τυπικής ισονομίας των κοινωνικά και οικονομικά ανισότιμων και ανταγωνιστικών υποκειμένων (βλ. εγωισμός, ατομισμός). Οι νομικές μορφές της απλής εμπορευματικής παραγωγής (ρωμαϊκό δίκαιο), που αποδεικνύονται αναγκαίες για την ανερχόμενη κεφαλαιοκρατία, εκλαμβάνονται (και λόγω της διαχρονικής βιωσιμότητάς τους) ως το ιδεατό, υπεριστορικό, το πλέον σταθερό και τέλειο υπόβαθρο της κοινωνίας. Η αντιφεουδαρχική αξίωση της "αντικατάστασης της διακυβέρνησης που ασκείται από ανθρώπους από τη διακυβέρνηση που ασκείται από νόμους" διαδραμάτισε αρχικά προοδευτικό-επαναστατικό ρόλο, για να μετατραπεί μετά την εδραίωση της εξουσίας της αστικής τάξης σε φενακισμένο ιδεολόγημα. Βιβλιογρ.: Μ. Ε . ΤίςβΓ - Μ. Η. ίθνγ. Το δίκαιο και η άνοδος
του καπιταλισμού. Αθήνα. 1981. Δ.
Πατέλης
νομική συνείδηση, βλ. συνείδηση περί δικαίου ή δικανική
3ονίθΙ βυΐιης 01355, ΒοΰΙθγ ΗΘ3<1 Ιοηόοη, 1984.
νομικισμός. Συνδεόμενος με την έννοια του δικαίου δηλώνει την τυπική προσκόλληση στους ισχύοντες νόμους, συμπεριφορά που καθίσταται αυτοσκοπός και συνοδεύεται από σχολαστική διάθεση. Πολλοί νομικοί ακολουθούν τη στείρα υπακοή στους υπάρχοντες νόμους, χωρίς να υπολογίζουν τον φυσικό νόμο. Επιστημολογικά χαρακτηρίζεται ως το δόγμα σύμφωνα με το οποίο η επιστήμη οφείλει να έχει ως αντικείμενο της την εγκαθίδρυση νόμων που θα εφαρμόζονται επιτυχώς. Στη θρησκευτική ζωή εκφράζεται ως περιπτωσιολογία (βλ. όψιμο ιουδαϊσμό και αρκετούς σχολαστικούς).
θαν. Α.
Ευτυχία
Βιβλιογρ.: Μ. νοεΙβπεΚγ, ΝοτηβηΜαΙυη:
ΑηβΙοπιγ οί (Ιιβ
Βασίλειου
νομική (λεγκαλιστική) κοσμοθεωρία. Σύστημα αντιλήψεων της ανερχόμενης αστικής τάξης"
Ξυδιά
"νόμιμος μαρξισμός". Ιστορικά ιδιότυπη μορφή χρήσης του μαρξισμού από μέρους της
63
νομιμότητα και ηθικότητα ρωσικής αστικής διανόησης, που διαμορφώθηκε ως ρεύμα κατό τη δεκαετία του 1890. Μέσω των νόμιμων περιοδικών "Νέος Λόγος" (189497), "Ζωή" (1897-1901), "Αρχή" (1899) κ.ά. οι εκπρόσωποι του εν λόγω ρεύματος επιχειρούσαν την αντικατάσταση του μαρξισμού* από μια φιλελεύθερη θεωρία μεταρρύθμισης της αστικής κοινωνίας. Χρησιμοποιώντας ορισμένες θέσεις κυρίως από τη μαρξιστική πολιτική οικονομία για τη θεμελίωση της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας στη Ρωσία, επέκριναν τον ναροντνικισμό* και διατύπωναν αιτήματα υπέρ της θέσπισης αστικών δημοκρατικών ελευθεριών. Όντας αρχικά συνοδοιπόροι της σοσιαλδημοκρατίας, οι "νόμιμοι μαρξιστές" από τα τέλη της δεκαετίας του 1900 υιοθέτησαν πλήρως αστικές φιλελεύθερες απόψεις και οι ηγέτες τους συγκρότησαν τον ηγετικό πυρήνα του κόμματος της "Συνταγματικής Δημοκρατίας" (Καντέτοι). Δ. π. νομιμότητα και ηθικότητα. Η συμπεριφορά των μελών της κοινωνίας προσδιορίζεται από δύο κατηγορίες κανόνων: τους κανόνες ηθικής - ηθικότητας, που έχουν διαμορφωθεί από την κοινωνία και δεσμεύουν τις συνειδήσεις (βλέπε ηθική, ηθικότητα), και τους κανόνες δικαίου, που έχουν θεσπιστεί και ισχύουν ως "νόμοι" γραπτοί και αναγκάζουν σε συμμόρφωση με την απειλή τιμωρίας. Πράξεις σύμφωνες με τους νόμους εγκλείουν νομιμότητα ανεξάρτητα από την πρόθεση των δρώντων (εκούσια ή ακούσια συμμόρφωση)1 και δικαιώματα που βασίζονται στους νόμους περιβάλλονται νομιμότητα ανεξάρτητα από τον βαθμό δικαίου που εγκλείει ο νόμος*. Ειδικά στη φιλοσοφία του ΚΘΠΓ, ηθκότητα* υπάρχει στην πράξη μόνο που απορρέει από το ήθος των δρώντων αν όμως η πράξη απορρέει μόνο από διάθεση συμμόρφωσης, υπακοής στον νόμο, τότε περιβάλλεται από τυπική μόνο νομιμότητα. Στην πολιτική οργάνωση των κοινωνιών νομιμότητα έχουν όλες οι πράξεις και επιδιώξεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από το διαμορφωμένο πλέγμα νόμων, το οποίο ισχύει ωσότου νόμιμα αντικατασταθεί ή βίαια ανατραπεί (με πράξη επαναστατική κατά την άβ ίβείο αρχή ότι η Επανάσταση δημιουργεί δίκαιο, νέα νομιμότητα). Φ. Κ. Βωρος
νομιναλισμός, βλ. ονοματοκρατία
64
νομοθετική μέθοδος. Όρος με τον οποίο, κατά τους Βίντελμπαντ* και Ρίκκερτ*, διακρίνεται η μέθοδος των φυσικών επιστημών, η ουσία της οποίας συνίσταται στη γενίκευση και στη θέσπιση νόμων. Οι νόμοι αυτοί θεωρούνται αποτέλεσμα της δραστηριότητας του λόγου, ο οποίος είναι ακατάλληλος για τη σύλληψη της μοναδικής συγκεκριμένης ύπαρξης. Η πολυμορφία της τελευταίας, που είναι χαρακτηριστική για τις "επιστήμες του πολιτισμού", είναι προσπελάσιμη, κατά τον Βίντελμπαντ, μόνο μέσω της (αντίθετης με τη νομοθετική) "ιδιογραφικής μεθόδου"*. Η νομοθετική μέθοδος διατυπώνει τελικά φτωχές αφαιρέσεις, που μαρτυρούν την "αδυναμία του ανθρώπινου λόγου" να συλλάβει την ποικιλομορφία της πραγματικότητας σ" όλη την πληρότητά της. Η μεταφυσική αντιπαράθεση μεταξύ νομοθετικής και ιδιογραφικής μεθόδου απορρέει από την αδυναμία υπέρβασης της προδιαλεκτικής νόησης (βλ. διάνοια και λόγος) και επιχειρεί τη θεμελίωση της θέσης περί απουσίας "νομοτέλειας κοινωνικής"*, που χαρακτηρίζει τη "Βάδης σχολή"* και άλλα ρεύματα. Δ. Πατέλης
"Νόμοι" του Πλάτωνα. Οι Νόμοι θεωρούνται, και είναι, ο τελευταίος πλατωνικός διάλογος, το κύκνειον άσμα του φιλοσόφου. Αποτελούν το μεγαλύτερο σε έκταση έργο του Πλάτωνα*, και μαζί με την Πολιτεία' συναπαρτίζουν τα κατεξοχήν πολιτικά έργα του, αυτά που τον καθιέρωσαν ως τον πρώτο και ίσως τον μεγαλύτερο πολιτικό στοχαστή. Πρόσωπα του διαλόγου είναι ο Κλεινίας από την Κρήτη, ο Σπαρτιάτης Μέγιλλος και ο ανώνυμος Αθηναίος, που πρωταγωνιστεί και διευθύνει τη συζήτηση, αφού οι Νόμοι είναι ο μοναδικός πλατωνικός διάλογος από τον οποίο απουσιάζει τελείως ο Σωκράτης*. Οπως και ο τίτλος του έργου δείχνει, θέμα του διαλόγου είναι οι Νόμοι, το πρόβλημα της νομοθεσίας. Από πολλούς μελετητές του Πλάτωνα οι Νόμοι θεωρούνται ως συμπλήρωμα της Πολιτείας, στην οποία περιγράφεται το ιδανικό κράτος, ενώ από άλλους θεωρούνται ως άρνηση της Πολιτείας ή και γεροντικός συμβιβασμός του Πλάτωνα με την ωμή πραγματικότητα. Ολοι πάντως δέχονται ότι υπάρχει αρκετή απόσταση ανάμεσα στα δύο έργα: στην Πολιτεία, που είναι έργο της ώριμης ηλικίας, έχουμε τον οραματιστή και ενθουσιώδη Πλάτωνα, στους Νόμους έχουμε έναν Πλάτωνα προσγει-
νομοκανονική σχολή στην Κίνα ωμένο ή ίσως πικραμένο από τις περιπέτειες και τις αποτυχίες, και πάντως, στην καλύτερη περίπτωση, τον ρεαλιστή Πλάτωνα, που με το έργο αυτό απευθύνει στους συμπολίτες του τις τελευταίες πολιτικές του υποθήκες (βλ. λ. Πλάτων). Βιβλιογρ.: Β. Μοοκάβη, Πλάτωνος Νόμοι και Επινομίς. Εισαγωγή και μετάφραση, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.
XX
Γοαμμ. Αλατζόγλου
• Θέμελη
νομοκανονική σχολή (Ρ 3 Ο(ΊΪ3) στην Κίνα (καλύτερα: νομοκρατική σχολή). Η εμφάνιση της σχολής και η διδασκαλία της είναι γέννημα του 4ου και 3ου π.Χ. αι., της ταραγμένης εποχής των "μαχομένων βασιλείων" (403-221 π.Χ.), όταν η Κίνα είχε διασπασθεί σε επτά αντιμαχόμενα βασίλεια. Τότε εγκαταλείφθηκαν οι διδασκόμενες από τους παλαιότερους σοφούς (Κομφούκιο*, Μέγκιο" κ.ά.), αρετές της "ανθρωπιάς" (ϋβη), "ορθότητας" (I) και της "καλής συμπεριφοράς" (ϋ), που δεν ανταποκρίνονταν πλέον στις ανάγκες των καιρών. Ετσι, κυριαρχούν τώρα τρεις αρχές διακυβέρνησης: τέχνη διακυβέρνησης, ισχύς του άρχοντος και άσκηση της εξουσίας δια του Ρ3 (= θετικού νόμου), και όχι με την αρετή και τις παραδόσεις. Φιλόσοφοι της νομοκανονικής σχολής είναι ο 5Ηβη Τβο και ο δίιβη Ρυ Η3ί και, κυρίως, ο δίιβπς Υ3Π9 και ο Ηβη Ρβί Τδβ- θ' ασχοληθούμε εδώ με τους δύο τελευταίους. Κοινές αντιλήψεις και στους δύο ότι ο άνθρωπος είναι κακός και πρέπει βίαια να κοινωνικοποιηθεί, καθώς και ότι οικογένεια και κράτος είναι πράγματα ξεχωριστά. Ο Σανγκ Γιανγκ (4ος αι. π.Χ.), συντάκτης νόμων στο κράτος ΟΗ 'ίη, φέρεται ως συγγραφέας ομώνυμου έργου από είκοσι τέσσερα κεφάλαια σε πέντε βιβλία. Οι ιδέες του: ο βασιλιάς πρέπει να είναι αποφασιστικός και να αλλάζει τους νόμους, ο ηγεμόνας πρέπει να συγκεντρώνει την εξουσία στα χέρια του και να μη την αφήνει στον λαό, γιατί κράτος και λαός είναι στοιχεία ανταγωνιστικά· η μεγάλη οικογένεια πρέπει να καταμερισθεί σε τόσα νοικοκυριά όσοι και οι γιοι" οι δουλοπάροικοι γίνονται επίσημα κύριοι των αγρών του άρχοντα· η γεωργία και ο στρατός είναι τα μόνα επαγγέλματα που ενθαρρύνονται" η μόρφωση πρέπει να καταργηθεί και να ενθαρρυνθούν οι πρακτικές γνώσεις" η χώρα θα διοικείται με τον νόμο και όχι με την ανθρωπιά' οι αξιωματούχοι πρέπει να είναι σκληροί- η αρετή είναι συμμόρφωση προς τον νόμο" για την τήρηση του νόμου πρέπει να επιβάλλονται τιμωρίες και να απονέμονται αμοιβές· η ισχύς και η ικα-
Φ.Λ.. Δ-5
νότητα του ηγεμόνα είναι εγγύηση τήρησης των νόμων. Γενικά, ο Σιανγκ Γιανγκ αντικατέστησε την ιδέα της ηθικής στη διοίκηση με την ιδέα του νόμου, ο οποίος αποτελεί και το μόνο αποτελεσματικό μέσον διακυβέρνησης. Ο Χαν Φέι Τσε (280-233 π.Χ.), από τη βασιλική γενιά των Ηβη, στο ομώνυμο και αυτός βιβλίο του από πενήντα πέντε κεφάλαια σε είκοσι βιβλία, συνδυάζει τις ιδέες των δϊιβη Ρυ Ηβί, δ&βπ Τβο και 5ή3ης Υβης. Αυτός θεωρεί ότι ο άρχοντας δεν πρέπει να έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν αλλά να στηρίζει την εξουσία του σε αυστηρούς νόμους, που θα εφαρμόζονται με σωστή μέθοδο, πολιτική· κριτήριο του ηγεμόνα θα είναι το μακροχρόνιο συμφέρον του λαού. Εκείνο που χρειάζεται πάνω απ' όλα είναι μια ισχυρή εξουσία, κάτι το αντίθετο προς την κομφουκιανή μέθοδο διοίκησης με την αρετή· όμως η αρχή της ισχύος συμπληρώνεται με δύο άλλες, των ορθών μεθόδων διοίκησης και του νόμου (Ρβ). Ο Ηβη Ρβί Τδβ υπεισέρχεται και σε λεπτομερειακές παρατηρήσεις: οι πέντε τρόποι δολιοφθοράς κατά του άρχοντα (κωλυσιεργία, κατάχρηση κ.λπ.), τα οκτώ άτιμα μέσα των αξιωματούχων (δωροδοκία, προβολή εαυτού τους ...), οι δέκα εσφαλμένες ενέργειες του άρχοντα (ενασχόληση σε λεπτομέρειες, πλεονεξία, παραμέληση άμυνας κ.λπ.), τα σαράντα επτά σφάλματα του ηγεμόνα, οι τρεις προφυλάξεις κ.ά. Ακόμη, ο Χαν Φέι Τσε στρέφεται κατά των λογίων, που δεν τους θεωρεί ικανούς για αξιώματα, διδάσκει ότι οι τίτλοι των αξιωματούχων πρέπει να αντιστοιχούν στο πραγματικό τους περιεχόμενο και οι αξιωματούχοι αυτοί πρέπει να ελέγχονται από επιθεωρητές διορισμένους από τον άρχοντα. Επίσης, κατ' αυτόν, ηθικό είναι μόνον ό,τι εξυπηρετεί την κρατική σκοπιμότητα. Γενικά, πρόκειται για ιδέες που το αντίστοιχό τους θα βρούμε, αλλού και αργότερα, στον Μακιαβέλλι. Κατά παράδοξο τρόπο, ο Η3π Ρβί Τδβ είναι Ταοιστής και σε πολλά κεφάλαια του βιβλίου του εκφράζει ενδιαφέρουσες απόψεις για το αορατο και σιωπηλό Τάο, μέσα στο οποίο συγχωνεύονται οι αρχές όλων των πραγμάτων (ϋ). Η άτεγκτη αυστηρότητα του άρχοντα και του νόμου που διδάσκει η νομοκρατική σχολή, προϊόν άλλωστε της τότε ιστορικής συγκυρίας, δεν ανταποκρινόταν στη φιλοσοφική και πολιτισμική παράδοση του κινεζικού λαού" έτσι η σχολή αυτή έσβησε και δεν έχει δώσει άλλα έργα από τότε. Βιβλιογρ : Δημ. Βελισσαρόπουλου. Ιστορία της κινεζικής
65
νόμος φιλοσοφίας, τ. 2. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα. 1981. τ. Α' θορισμένα, αλλά υπάρχει πεδίο "απροσδιορισσ 453-496.· ν3Γκ)θΓΠΊββΓ5<:Ιι Ι., ίβ ΙοτπιβΙίοη όυ ίός/ίεπιβ. στίας" (π.χ. στη μικροφυσική) και "τύχης-τυχαιΡβΓίϊ, 1965. Ε. Χ.
νόμος (από το νέμω [διανέμω, απονέμω, κατανέμω] = αποδίδω σε κάποιον κάτι που του ανήκει ως γνώρισμα σύμφυτο ή επίκτητο, συμβατικό). Η έννοια του νόμου είναι πολυσήμαντη και διαφοροποιείται ανάλογα με τον τομέα χρήσης του όρου αυτού. Βασικά πεδία αξιοποίησης του όρου είναι τα ακόλουθα: α. νόμοι της νόησης. Μερικές βασικές αρχές της σκέψης που φαίνονται σαν έμφυτες, κατά τη γνώμη των ιδεαλιστών, ή επίκτητες διαμορφωμένες από την εμπειρία των ανθρώπων διαμέσου των αιώνων της ιστορίας τους (κατά τους οπαδούς του εμπειρισμού* και του φιλοσοφικού υλισμού*). Οι αρχές αυτές είναι διατυπωμένες από τον καιρό του Αριστοτέλη* και είναι τέσσερεις: αρχή της ταυτότητας, αρχή της μη αντίφασης, αρχή αποκλεισμού τρίτης εκδοχής ως λογικά αδύνατης και αρχή του επαρκούς (ή αποχρώντος) λόγου (βλ. λ. Λογική). Οι νόμοι (αρχές της σκέψης) εγκλείουν και εκφράζουν "λογική αναγκαιότητα", β. νόμοι της επιστήμης. Η σταθερή και πάντα διαπιστώσιμη σχέση, που ισχύει ανάμεσα σε οποιοδήποτε φυσικό φαινόμενο και το αίτιο του ή το αποτέλεσμά του (αιτιατό), εφόσον έχει παρατηρηθεί και μετρηθεί από επιστήμονες, διατυπώνεται συνήθως με μια μαθηματική εξίσωση ή με μια ακριβή περιγραφή: τα σώματα θερμαινόμενα διαστέλλονται (και έχει μετρηθεί κατά περίπτωση ο δείκτης διαστολής) ή σώμα που αφήνεται στο κενό πέφτει κατακόρυφα με κατεύθυνση το κέντρο της γης και με επιτάχυνση 9=9-81. Τέτοιες διατυπώσεις λέγονται "νόμοι φυσικοί" και εγκλείουν "φυσική αναγκαιότητα". Τους νόμους αυτούς δεν έδωσε η φύση στον άνθρωπο αλλά ο άνθρωπος τους έχει διατυπώσει διαβάζοντας τη φύση. Δεν αποκλείεται και να έχει κάνει λάθος· άλλωστε, συχνά νεότερες έρευνες οδήγησαν σε διόρθωση ή αναθεώρηση φυσικών νόμων, όπως διατυπώνονται από τους επιστήμονες. Επειδή δεν έχουμε μάθει διά της επιστήμης όλους τους νόμους που ισχύουν στη φύση ή επειδή συχνά οι άνθρωποι πλανήθηκαν και παρατηρείται κάποια ρευστότητα στη γνώση του ανθρώπου για τη φύση, εμφανίστηκαν πολλοί κατά καιρούς στοχαστές που υποστήριζαν ότι δεν βασιλεύει "αναγκαιότητα" στη φύση, όσα συμβαίνουν δεν είναι αναγκαία, κα-
66
ότητας" φαινομένων. Σ' αυτή την άποψη αντιπαρατίθεται η άποψη εκείνων που αρνούνται την απροσδιοριστία και την τύχη· θυμίζω τον Δημόκριτο* (ίτ. 119: "άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο...") και του νοΙΙβίΓθ" (: "φτιάξαμε τη λέξη τύχη για να εκφράζουμε το γνωστό αποτέλεσμα κάθε άγνωστης -σε μας- αιτίας"), γ. Στις κοινωνικές σχέσεις τους οι άνθρωποι και στις πολιτικές σχέσεις τους οι πολίτες διαμορφώνουν κανόνες συμπεριφοράς, λιγότερο ή περισσότερο αυστηρούς, αλλά πάντα με κάποια μορφή "αναγκασμού" ("αναγκαστικότητας"), που ασκείται στο άτομο από την κοινή γνώμη ή από την οργανωμένη πολιτική εξουσία. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για "ηθικό" νόμο, στη δεύτερη για νόμο "της Πολιτείας", του κράτους. Οι νόμοι αυτοί δεν έχουν εσωτερική ή φυσική αναγκαιότητα ούτε αιωνιότητα, διαμορφώνονται μέσα στις ιστορικές περιστάσεις και είναι αναγκαστικοί για το άτομο στον βαθμό που επιβάλλονται από το κοινωνικό σύνολο ή την κοινωνική ομάδα που κυβερνά· κατ' αρχήν απευθύνονται στην ελεύθερη κρίση και αποδοχή του ατόμου.
δ. Για "νόμους" μιλούν και οι ιστορικές και κοινωνικές επιστήμες (η παραγωγική διαδικασία επηρεάζει τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και αυτές την ιδεολογία τους κ.λπ. κ.λπ.· βλ. ιστορική εποχή, υλισμός ιστορικός), αλλά οι νόμοι αυτοί -στον βαθμό που τους έχουμε ως σήμερα προσεγγίσει- δεν φαίνονται να ενσαρκώνουν την αναγκαιότητα και κανονικότητα που είδαμε στους φυσικούς νόμους. Βιβλιογρ.: Θ. Βορέας. Λογική (κεφ. "νόμοι της νοήσεως").- ϋοίιπ 1_οδθθ, Φιλοσοφία της Επιστήμης, μετ. Θ. Χρηστίδης. εκδ. "Βάνιας". 1991.· Φ. Κ. Βώρος, Τρόποι Σπουδής και Διδασκαλίας της Ιστορίας (όπου κεφάλαια για τη φιλοσοφία της Ιστορίας).- \ΛΛ Η. ννβΙδίι. Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, μετ. Φ. Κ. Βώρου. Φ. Κ. Βώρος
νόμος και φύσις (ή νόμω-φύσει). Η προέλευση του σχήματος αυτού, που εκφράζει την προβληματική μιας ολόκληρης εποχής, ανάγεται μάλλον στα αρχαιότερα κείμενα του ιπποκρατικού οοτρυδ, όπως δέχεται σήμερα η έρευνα. Προς το τέλος του 5ου π.Χ. ήταν ήδη "τόπος" το σχήμα αυτό για την εξέταση ή τον έλεγχο των κοινωνικών καταστάσεων. Επηρεάζει ολόκληρο το πεδίο της σκέψης και κατευθύνεται η κριτική που εκπορεύεται απ' αυτό κυρίως προς
νομοτέλεια προς το περιεχόμενό τους αιτιωδών συναρτήσεων και νόμων, που διασφαλίζουν τη σταθερή τάση είτε την κατεύθυνση των μεταβολών ενός συστήματος. Ο χαρακτήρας και ο βαθμός περιπλοκότητας της κάθε νομοτέλειας εξαρτάται από την ιδιοτυπία της αιτιότητας και των νόμων που διέπουν το κάθε αντικείμενο, από το είδος των αλληλεπιδράσεων και της συνάφειας των μερών του. Η ιδιοτυπία της νομοτέλειας που διέπει κάθε αντικείμενο καθορίζει, σε τελική ανάλυση, τη μέθοδο* επιστημονικής διερεύνησης του, αλλά και τον τρόπο πρακτικής* και μετασχηματιστικής επενέργειας του ανθρώπου σε αυτό (βλ. εργασία). 2. Κοινωνική νομοτέλεια είναι η νομοτέλεια που διέπει την πλέον περίπλοκη βαθμίδα αλληλεπίδρασης, συγκρότησης και ανάπτυξης της πραγματικότητας, την ανθρώπινη κοινωνία*. Είναι η ουσιώδης, αντικειμενικά υπαρκτή (και εν μέρει επαναλαμβανόμενη) συνάφεια των φαινομένων της κοινωνικής ζωής από την άποψη της διάρθρωσης και της ιστορικής τους ανάπτυξης. Η συνειδητοποίηση της ισχύος και η θεωρητική σύλληψη της κοινωνικής νομοτέλειας συνδέεται άμεσα με τα προβλήματα της διατήρησης ή της μεταβολής του εκάστοτε "κοινωνικοοικονομικού συστήματος"*, της ελευθερίας* και της αναγκαιότητας* και με τον ρόλο του (ατομικού και συλλογικού) υποκειμένου* στην ιστορία. Η παραίτηση από τη διερεύνηση των κοινωνικών νομοτελειών, η απόρριψη της ιστορικής νομοτέλειας, συνδέεται οργανικά με την κοινωνική στάση εκείνων που θεωρούν το εκάστοτε κοινωνικοοικονομικό καθεστώς ως αιώνιο (ακόμα και αν φραστικά ισχυρίζονται το αντίθετο). Η πολυμορφία, το περίπλοκο και η πολλαπλότητα της κοινωνικής πραγματικότητας (στοιχεία που όλο και περισσότερο χαρακτηρίζουν την κοινωνική ανάπτυξη) δεν συνιστούν απόδειξη της απουσίας νόμων και νομοτελειών στην κοινωνία. Χαρακτηριστικό των εΒιβλιογρ.: Ρ. ΗθιηΐΓΤοπη, Νοπιο5 υπό ΡΗγείε. ΗθίΚυηΙΙ υπό ΒθάβυΙυηο βίηβί ΑηΙίΙΜβεβ ΙΓΠ βήθοΚίεοΗβη ΟβηΗβη ιπ> 5 πιστημών είναι ότι αποκαλύπτουν διαρκώς νόΜ. Διατρ.. ΒβϊβΙ. 1949 (ανατ. 1965).- Μ. ΡοϊιΙβηζ. Νοηηοε μους και νομοτέλειες που διέπουν όλο και πιο υηύ Ρίιγείε. στο Ήβππβ$· 81 (1953). σ. 418-38.- \Λί. Κ. Ο. περίπλοκα και απόμακρα από την άμεση ανΟυΙίιπβ. Α ΗίεΙοτγ οί ΟΓΘΘ!< ΡΝΙοεορΗγ. τόμ. 3. ΟβΓτι&πάςθ. θρώπινη εμπειρία* αντικείμενα, διακρίνοντας 1969 - ίου ίδιου. Οι σοφιστές, μτφ. Δαμ. Τοεκουράκη. νομοτέλειες όχι μόνο δυναμικού χαρακτήρα, εκδ. ΜΙΕΤ. Αθήνα. 1989 - Βαο. Α. Κύρκος. Αρχαίος ελληαλλά και νομοτέλειες στατιστικού - πιθανοκρανικός Διαφωτισμός και Σοφιστική. Αθήνα. 1994·. τικού χαρακτήρα, νόμους της ενδεχομενικότηΒασ. Κύρκος τας, του τυχαίου, ακόμα και του χάους. Οι κοινωνικές νομοτέλειες έχουν τον χαρανομοτέλεια. 1. Συγγενής με την αιτιότητα", την κτήρα τάσεων, δεδομένου ότι συγκροτούνται αιτιοκρατία* και τον νόμο έννοια, η οποία υποαπό τη διαπλοκή πληθώρας αντιφατικών μεταδηλώνει το σύνολο των αλληλένδετων ως
τα κοινωνικο-πολιτικά προβλήματα και τους θεσμούς. Μια πρώτη υποτύπωση του δίδυμου αυτού όρου επισημαίνουμε στο ιπποκρατικό έργο Περί αέρων, υδάτων, τόπων (κεφ. 14), το οποίο η έρευνα χρονολογεί λίγο μετά το 440 π.Χ. Από το έδαφος της ιατρικής μεταφέρεται από τους σοφιστές* στην περιοχή των κοινωνικών ιδεών και επιδρά σ' όλο το φάσμα της κοινωνικής προβληματικής. Με τον όρο "νόμος" ή "νόμω" σημαίνεται ό,τι είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας ή επέμβαση στην περιοχή του κοινωνικού γίγνεσθαι: οι κοινωνικοί θεσμοί, η θρησκεία, η γλώσσα, οι νόμοι βέβαια, η ίδια η πολιτεία και η συγκρότηση της κ.λπ. Η "φύσις" είναι μια έννοια με πολύ μεγάλο εύρος στην ελληνική φιλοσοφία, στην περίπτωση μας όμως σημαίνει την κανονικότητα, τους "νόμους" που διέπουν τα πράγματα, την "αλήθεια" επομένως των πραγμάτων (φύσει= τη αλήθεια)· ακόμα "φύσει" σημαίνει τη σύμφυτη με τα πράγματα τάξη που η διατάραξή της συνεπάγεται την αυτόματη και αυτονόητη (ποινή ή) τιμωρία. Με το ίδιο αυτό νόημα θεωρούμε και την "ελεύθερη", δηλαδή έξω από κοινωνικές συμβάσεις, έκφραση των επιθυμιών μας, την αδέσμευτη βούληση. Με το μέτρο του "νόμω - φύσει" θα μετρηθούν από τους σοφιστές και οι κοινωνικές διακρίσεις, τόσο μέσα στο σώμα της πόλεως (ευγενείς δυσγενείς) όσο και οι φυλετικές διακρίσεις (Έλληνες - βάρβαροι). Το σύνολο των παλαιών κοινωνικών αξιών επαναπροσδιορίζεται με μέτρο το νόμω - φύσει: τι είναι συμβατικό, άρα ύποπτο συμφερόντων ή κοινωνικών σκοπιμοτήτων, και τι είναι σύμφωνο με τη φύση των πραγμάτων, επομένως πιο κοντά στην αλήθεια. Αυτή η "κίνηση" σε μερικές περιπτώσεις βέβαια έφθασε σε υπερβολές, δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι ανανέωσε τους θεσμούς, ανακίνησε τα πνεύματα και διεύρυνε τον προβληματισμό.
67
νοολογική ψυχολογία ξύ τους τυχαιοτήτων, οι οποίες σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία προβάλλουν ως αντικειμενικά οριοθετημένο φάσμα δυνατοτήτων, ως πλήθος εναλλακτικών λύσεων. Οι κοινωνικές νομοτέλειες προωθούνται ως δεσπόζουσα τάση μέσα από το εν λόγω φάσμα δυνατοτήτων, ως φυσικοιστορική διαδικασία υλοποιούμενη από τη δραστηριότητα των ανθρώπων (ακριβέστερα: από τη συνισταμένη των δραστηριοτήτων τους) ως υποκειμένων. Στην εποχή μας λ.χ. υπάρχουν τάσεις, δυνατότητες προόδου, δημιουργικότητας* κ.λπ. αλλά και τάσεις καταστροφής και αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας (οικολογικής, πολεμικής κ.λπ.)· τάσεις "επανάστασης κοινωνικής"* αλλά και αντεπανάστασης*. Η μεταφυσική και θετικιστική νόηση (εσωτερικά συνδεόμενη με τη στάση της παραδοχής της αιωνιότητας της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων) αδυνατεί να συλλάβει την ενότητα αυτής της κατάστασης, τη νομοτέλεια που τη διέπει, δεδομένου ότι ως ενότητα και νομοτέλεια θεωρεί μόνο τη μονότονη ομοιομορφία και ομοιογένεια της εμπειρικής πραγματικότητας (βλ. π.χ. τη "νομοθετική μέθοδο" είτε τους ιδεότυπους). Η διάγνωση της κοινωνικής νομοτέλειας προύποθέτει κριτική-επαναστατική στάση προς την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, αλλά και τα κατάλληλα γνωστικά εφόδια: τη "διαλεκτική λογική"* και μεθοδολογία. Από τη σκοπιά της διαλεκτικής, νομοτέλεια δεν είναι η επιφανειακή ομοιότητα και η τυπολογικά σχηματοποιημένη ομοιομορφία των δεδομένων της εμπειρίας (βλ. εμπειρικό και θεωρητικό), αλλά η ενδότερη αμοιβαία συνάφεια, η ενότητα μέσα στη διαφορά, η ενότητα μέσω της πολλαπλότητας και του εσωτερικού δεσμού των αντιφατικών διαδικασιών (βλ. αντίφαση). Ιδιότυπη μορφή άρνησης της κοινωνικής νομοτέλειας είναι η (συνδεόμενη με τη γραμμική μηχανιστική αιτιοκρατία είτε με μυστικιστικές ιδεοκρατικές απόψεις) μοιρολατρία* και η τελεολογία*. Ορισμένα ρεύματα της εποχής μας, με εντόνες θετικιστικές επιδράσεις, θεωρούν την παραδοχή της κοινωνικής νομοτέλειας ως ταυτόσημη με την τελεολογία, τον "μεσιανισμό" και τον "ολοκληρωτισμό"* (π.χ. Πόππερ'). Σε περιόδους κρίσης (της κοινωνίας και της κοινωνικής θεωρίας) προβάλλουν με ιδιαίτερη ένταση οι τάσεις απόρριψης της κοινωνικής νομοτέλειας, που συνδέονται με τον (ντετερμινισμό*, τον υποκειμενικό ιδεαλισμό*, τη βουλησιαρχία* και τον ανορθολογισμό*. Θεωρητι-
68
κοποίηση της προσκόλλησης στη χαώδη αντίληψη περί της κοινωνίας είναι και η άρνηση της νομοτέλειας που επιχειρείται μέσω της "παραγόντων θεωρίας"*. Καθοριστική για την κοινωνική θεωρία ήταν η αντίληψη της νομοτέλειας που επεξεργάσθηκε ο μαρξισμός* και ανέπτυξε στην εποχή μας η "λογική της ιστορίας"* (βλ. επίσης: άνθρωπος, κοινωνία, διάνοια και λόγος, ιστορικό και λογικό, κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, υποκειμενικός παράγοντας στην ιστορία και τη βιβλιογραφία σε αυτά). Δ. Πατέλης
νοολογική ψυχολογία (νθΓδΙθΓιβηύθ Ρεγο&οΙοςίβ). Είναι η ψυχολογία η οποία έχει ως αρχή της ότι η ψυχή του ατόμου αποτελεί μια οργανικώς διαρθρωμένη ενότητα, μια δομή. Κύριος εκπρόσωπος της νοολογικής ψυχολογίας είναι ο Εό. δρτβηςθΓ*, ο οποίος υπήρξε μαθητής του ΟίΙΗιβγ*. Η νοολογική ψυχολογία έχει ως έργο της την κατανόηση της δομής της ψυχής. Η κατανόηση της δομής της ψυχής του ατόμου πρέπει να προϋποθέτει όμως την κατανόηση της δομής του υπερατομικού πνεύματος, όπως αυτό εκφράζεται στις περιοχές της επιστήμης*. της τέχνης*, της θρησκείας" κ.λπ. Οι αρχές και οι μέθοδοι της νοολογικής ψυχολογίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη δομική ψυχολογία*, την τυπολογία κ.ά. Οι συμπεριφοριστές (\Λ/3ί3οη, ΤήθΓπάίί<θ) απορρίπτουν τις μεθόδους της νοολογικής ψυχολογίας στη μελέτη της συμπεριφοράς, διότι θεωρούν την υποκειμενική κατάσταση και την αυτοπαρατήρηση αντιεπιστημονικές. Ωστόσο, οι διαγνωστικές μέθοδοι της νοολογικής ψυχολογίας αποδεικνύονται συχνά πολύ χρήσιμες, π.χ. ανάλυση ατομικού ιστορικού, ικανοτήτων κ.ά. Βασιλική Παππά
νοοσφαΐρα. Όρος με τον οποίο υποδηλώνεται το μέρος εκείνο του πλανήτη μας και του εγγύς χώρου του, το οποίο φέρει τη σφραγίδα της έλλογης δραστηριότητας του ανθρώπου", της ανθρώπινης νόησης. Εισηγητές του όρου είναι ο Λ. Τεγιάρ ντε Σαρντέν" και Ε. Λερουά". Ο Βερνάτσκι* εξετάζει τη νοοσφαίρα ως ανώτερο στάδιο της βιόσφαιρας. Τα αποτελέσματα της επιστημονικής και ερευνητικής δραστηριότητας του ανθρώπου ασκούν μια διαρκώς διευρυνόμενη και εντατικοποιούμενη επίδραση στην κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι έκδηλα π.χ. στη σύνθεση της ατμό-
Νορντάου σφαίρας και των υδάτων, στο έδαφος και στο υπέδαφος της γης, στις ποικίλες ακτινοβολίες που εκπέμπονται από αυτήν κ.λπ. Η διευρυνόμενη παρουσία της νοοσφαίρας μετατρέπεται σε ιδιότυπο δομικό στοιχείο του Σύμπαντος. Με τον όρο αυτό επισημαίνεται και η μελλοντική προοπτική της "εκπολιτιζόμενης" φύσης, κατά την οποία ο τεράστιος βαθμός (κατά κανόνα ληστρικής και καταστροφικής στην εποχή μας) επενέργειας του ανθρώπου στο πλανητικό και διαστημικό περιβάλλον θα μετεξελιχθεί σε αρμονική ενότητα και αλληλεπίδραση, στα πλαίσια ενός ενιαίου, οργανικά αναπτυσσόμενου και ορθολογικά διοικούμενου συστήματος (βλ. επίσης: άνθρωπος, κοινωνία). Δ. Πατέλης \
νοοτροπία (αγγλ. πιβηΐβΐίΐγ). Η ιδιάζουσα τροπή του νου, τρόπος νοητικής σύλληψης της πραγματικότητας χαρακτηριστικός για ορισμένα άτομα, ομάδες, κοινωνικά συστήματα κ.λπ. Με τον όρο αυτόν υποδηλώνονται οι (συνειδητές και ασυνείδητες) νοητικές δομές (αρχές, κανόνες, πίστεις, δοξασίες, στερεότυπα, μύθοι, σύμβολα, αξίες", γνώσεις, πεποιθήσεις κ.λπ.), οι οποίες συγκροτούν ιστορικά συγκεκριμένους τύπους, συστήματα κοινωνικής συνείδησης*. Η ιδιοτυπία της νοοτροπίας καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση από το εκάστοτε ιστορικά διαμορφωμένο σύστημα κοινωνικοοικονομικών και ιδεολογικών σχέσεων και ορίζει με τη σειρά της το πλαίσιο των (προδιαθέσεων, των στάσεων και των συμπεριφορών ατόμων, ομάδων, τάξεων, εθνών κ.λπ. Η νοοτροπία εξετάζεται από πολλές κοινωνικές επιστήμες (ψυχολογία, κοινωνιολογία, κοινωνική ψυχολογία, εθνολογία, εθνογλωσσολογία, ιστορική κοινωνιολογία κ.λπ.). Υπάρχει πληθώρα τυπολογιών και ταξινομήσεων των νοοτροπιών.
σκαλία. Στον Καντ* νοούμενο είναι το "πράγμα καθαυτό", ουσία και έννοια πέραν των γνωστικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. ε. χ.
νόρμα (από το λατ. ΠΟΙΊΤΟ = κατευθυντήρια αρχή, κανόνας, πρότυπο). 1. Με την ευρεία έννοια ο κανόνας στον οποίο υπάγεται ορισμένη διαδικασία είτε το αποτέλεσμά της. 2. Από την άποψη της θεωρίας των πιθανοτήτων και της μαθηματικής στατιστικής είναι το μέσο μέγεθος (είτε εύρος τιμών) που χαρακτηρίζει ένα σύνολο τυχαίων γεγονότων και φαινομένων. 3. Νόρμα κοινωνική: γενικά αναγνωρισμένος ρυθμιστικός κανόνας (πρότυπο) συμπεριφοράς ή δραστηριότητας, στον οποίο υπάγονται άτομα, κοινωνικές ομάδες, κοινωνικοί θεσμοί είτε το κοινωνικό σύνολο. Εχει τον χαρακτήρα θεσπίσματος, διάταξης, που εμφανίζεται ως αξίωση κοινωνικής υπακοής, σύμφωνα με την οποία δομείται η δραστηριότητα και η συμπεριφορά των ανθρώπων, ώστε να συμβάλλει στην εξασφάλιση της τάξης και της αρμονικής συμβίωσης ατόμων και ομάδων. Το εύρος και το βάθος ισχύος της κάθε κοινωνικής νόρμας καθορίζεται από τη θέση και τον ρόλο που διαδραματίζει στις εκάστοτε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες η ομάδα είτε η οργάνωση που την αναγνωρίζει και από τον τρόπο που θεσμοποιείται (οργανώνεται, επιβάλλεται, ελέγχεται η τήρησή της κ.λπ.). Οι κοινωνικές νόρμες συγκροτούν ευρύτερα συστήματα κανονιστικής ρύθμισης, τα κυριότερα από τα οποία είναι η ηθική*, η πολιτική* (διοίκηση*, εξουσία πολιτική*) και το δίκαιο*. Οι κοινωνικές νόρμες εξετάζονται από την οπτική διαφόρων κοινωνικών επιστημών, από τις οποίες και ταξινομούνται τυποποιούνται σύμφωνα με διάφορα γνωρίσματά τους. Δ. Πατέλης
Δ. Πατελης
νοούμενο. Ο,τι συλλαμβάνεται από τον νου, η πνευματική ουσία, σε αντιδιαστολή με το "φαινόμενο", που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις. Ορος του ιδεαλισμού* και, ειδικότερα, του "αντικειμενικού ιδεαλισμού"*. Στον Πλάτωνα" ο όρος νοούμενο αναφέρεται στις Ιδέες*. Παρόμοια είναι η χρήση του όρου στον Μεσαίωνα και στους νεότερους χρόνους με τον λεγόμενο "νοούμενο κόσμο", σημαντική θεωρητική σύλληψη της εποχής, που έλκει την καταγωγή της κυρίως από τη νεοπλατωνική διδα-
Νορντάου Μαξ - Σίμον (Μαχ Νοτύαυ, 18491923). Εβραϊκής καταγωγής αυστριακός γιατρός και κοινωνικός στοχαστής. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Πέστης στο οποίο αναγορεύθηκε διδάκτωρ το 1873. Από το 1873 ως το 1878 ταξίδεψε στη Ρωσία, Σκανδιναβία, Αγγλία, Ισπανία, Ιταλία. Μετά την επιστροφή του άσκησε την ιατρική στην Πέστη. Λόγω των δυσχερειών που προξενούσε η εβραϊκή του καταγωγή στην άσκηση του επαγγέλματος του, το 1880 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Από το 1890 ασχολήθηκε με το σιωνιστικό εθνικι-
69
Νουμήνιος στικό κίνημα και υπήρξε από τους πρωτεργάτες του. Διετέλεσε πρόεδρος του Σιωνιστικού Συνεδρίου μετά τον θάνατο του Τέοντορ Χερτσλ. Αργότερα, όμως, διαφώνησε με τις εξτρεμιστικές τάσεις του σιωνιστικού κινήματος και αποχώρησε απ' αυτό. Τιμήθηκε από πολλές επιστημονικές εταιρείες. Αναγορεύθηκε δε επίτιμος διδάκτωρ από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Μαξ Νορντάου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και υπήρξε γνωστός σαν ένας οξύς κοινωνικός κριτικός. Παγκόσμια φήμη, ωστόσο, γνώρισε με το έργο του Τα κατά συνθήκην ψεύδη, που, αν και απαγορεύθηκε στην Αυστρία και τη Ρωσία, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, σημειώνοντας εκδοτική επιτυχία. Στο έργο αυτό στηλιτεύει "μεγαλόφωνα και ανεπιφύλακτα", όπως ο ίδιο" σημειώνει, την υποκρισία, την ανηθικότητα και το ψεύδος: το θρησκευτικό ψεύδος, το μοναρχικό και το αριστοκρατικό ψεύδος, το πολιτικό, το οικονομικό, το ψεύδος του γάμου κ.λπ. Ο Νορντάου υπήρξε πολυγραφότατος. Ασχολήθηκε μ' όλους τους τομείς της λογοτεχνίας, έγραψε ταξιδιωτικά, ποίηση, θέατρο, κριτικά κείμενα, αλλά και κοινωνιολογικά, αισθητικά κείμενα και φιλοσοφικά δοκίμια. Η κρίση του πάνω σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της εποχής του υπήρξε διεισδυτική, πάντα οξεία, εκλαϊκευτική, χωρίς ν' απομακρύνεται από επιστημονικές απόψεις, αλλά και δίχως ν' αποφεύγει ορισμένες ακρότητες. Σ' ότι αφορά στην ανάλυση των πνευματικών ανθρώπινων λειτουργιών, βασισμένος στη φυσιολογία, διατυπώνει μια σκέψη πρωτότυπη, ακριβόλογη και μεθοδική. Πέθανε στο Παρίσι. Αλλα έργα του: Το Παρίσι κάτω από την Τρίτη Δημοκρατία (Ρβπδ υπΙθΓ ΟΙΘΓ ϋιϊΗβη Ββρυ&ΙίΚ, 1880)· Η κοινωνική λειτουργία της τέχνης (1.3 Ρυοοίοηβ εοάβΐβ άβΙΙ' 3ΐ1β, 1887)· Ψυχολογικά και Κοινωνιολογικά παράδοξα (ΡβΓβάοχβ, 1885)· Ο Εκφυλισμός (ΕηΙβίάυης, 1893) κ.ά. Ελλην. έκδ. έργων του: Τα κατά συνθήκην ψεύδη του πολιτισμού μας, μτφρ. Κ. 8. Παπαλεξάνδρου, οίκος Γ. I. Βασιλείου, Αθήναι, 1923.- Τα κοινωνικά φαινόμενα, μτφρ. Γεωργίας Αλεξίου - Πρωταίου, πρλγ. και σχόλια Στ. Πρωταίος, εκδ. Οικονόμου, Αθήνα, 1988. Βιβλιογρ.: Μεγ. Ε λ λ η ν . Εγκυκλοπαίδεια. "Πυρσός", τ. 18ος. λήμ.
θαν
Α.
Νορντάου.
Βασιλείου
Νουμήνιος (δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ., περ. 160) από την Απάμεια της Συρίας. Από τους
70
σημαντικότερους λογίους άνδρες του 2ου αι. μ.Χ. και τους εκπροσώπους της φιλοσοφίας, ιδιαίτερα του Νεοπυθαγορισμού*, με έντονες επιδράσεις πλατωνικές. Πάντως χάρη στον Νουμήνιο η πλατωνική φιλοσοφία διευρύνθηκε, ώστε να "χωρέσει" όλες τις φιλοσοφικές ιδέες της εποχής του. Ο Νουμήνιος έγραψε πολλά έργα: Περί ταγαθού (σε έξι βιβλία), όπου αντικρούει τις θέσεις του εκλεκτικού φιλοσόφου Αντίοχου του Ασκαλωνίτη', επειδή επιχείρησε να ταυτίσει τις πλατωνικές με τις στωικές θέσεις. Επίσης, στο έργο του Περί της των ακαδημαϊκών προς Πλάτωνα διαστάσεως, συνεχίζει την ίδια πολεμική κατά του Αντιόχου. Ο Πλάτων* χαρακτηρίζεται ως το μέσον μεταξύ Πυθαγόρα* και Σωκράτη" ("μεσεύων Πυθαγόρου και Σωκράτους"). Ενα ακόμη έργο του, με τον τίτλο: Περί των παρά Πλάτωνι απορρήτων, έχει ως θέμα τη "θεολογία" του Πλάτωνα. Οι φιλοσοφικές θέσεις του Νουμηνίου έχουν ως βάση τον δυϊσμό* των Πυθαγορείων* αλλά είναι επηρεασμένος πολύ από τις απόψεις των γνωστικών*. Τον θεό αντιλαμβάνεται ως "αυτοαγαθόν". Το έργο του και οι ιδέες του επηρέασαν τους Νεοπλατωνικούς*. Βιβλιογρ.: Η. Ο ι . Ρυθοή, ΝυΓηβπιυε ό' Αρβπιόβ βΙ Ιβε
ΙΙιόοΙοςίβε ά' οήβηΐ. στο "ΜβΙ. ϋ. Βίύβζ". 1934, σ. 745-78.-
Ε . Η. ϋο<Μ$, Νυπιβηίυε βηά Απιπιοηίοε. στο "Επ|Γβ(ϊβπ5 ΰθ 13 ΙΟΓΚΙ. Η3Γ<31" 5 (1957). σ. 1-61.
Βασ.
Κύρκος
Νόυρατ Οττο (ΝβυίβΗι ΟΗο, 1882-1945). Αυστριακός κοινωνιολόγος, φιλόσοφος και οικονομολόγος, θεμελιωτής του λογικού εμπειρισμού*. Ηταν ένας από τους ιδρυτές του κύκλου της Βιέννης*. Επηρεασμένος από τις σοσιαλιστικές απόψεις, τις οποίες υπηρέτησε στη Βαβαρική σοβιετική δημοκρατία το 1919 για τον ελάχιστο καιρό της ύπαρξής της, προσπάθησε να συνδυάσει τον φυσιογνωστικό υλισμό με τις θέσεις του λογικού θετικισμού*. Ο Νόυρατ προσπάθησε να εξαλείψει την ασαφή και απρόσεκτη ορολογία στον χώρο των επιστημών. Ήθελε να απαγορεύσει στους θεωρητικούς κοινωνιολόγους να χρησιμοποιούν λέξεις που έχουν πολλαπλά νοήματα και οδηγούν σε ασάφειες και μεταφυσικές προεκτάσεις. Ο ίδιος, για παράδειγμα, δεν χρησιμοποιούσε ποτέ τη λέξη "κεφάλαιο". Θεώρησε, λοιπόν, πρωταρχικό μέλημα της φιλοσοφίας των επιστημών την ενοποίηση των γνώσεων μέσω μιας νέας ενοποιημένης γλώσσας των επιστημών, η οποία θα χρησιμοποιούσε όρους των
Νταλαμπέρ μαθηματικών και της φυσικής. Ο Νόυρατ ασχολήθηκε με τη μετάφραση των προτάσεων της κοινωνιολογίας* και της ψυχολογίας* σε μια τέτοια γλώσσα. Μαζί με τον ΒυάοΙί ΟβΓπβρ* ανέπτυξαν τον φυσικαλισμό* και υπήρξαν από τους συγγραφείς της "Διεθνούς Εγκυκλοπαίδειας της ενοποιημένης επιστήμης" (19301940). Εγραψε πολλά οικονομικά, κοινωνιολογικά, επιστημονικά συγγράμματα και ανέπτυξε τη "μέθοδο της Βιέννης", μια παιδαγωγική μέθοδο που στηριζόταν στην οπτική εκπαίδευση, όπου απλουστευμένες εικόνες χρησιμοποιούνταν ως σύμβολα που βοηθούσαν για μια ευκολότερη και ουσιαστικότερη μάθηση. Βιβλιογρ.: ΤΙΊΘ θπογοΙορβ<)ΐ3 οί ΡΙιϊΙοίορΙιγ, νοΙ 5.- Νάρσκι I. Σ.. Ο σύγχρονος
Η σύγχρονη
θετικισμός. Μόσχα. 1961.- του ίδιου.
αστική φιλοσοφία. Μόσχα. 1978, κεφ. 2.
Μαρία Ντόλκα
νους. Κεντρική έννοια της αρχαίας φιλοσοφίας· χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τον Αναξαγόρα* ως δημιουργική, κοσμοποιητική δύναμη που βρίσκεται έξω από τον κόσμο και δρα πάνω σ' αυτόν. Εγραψε χαρακτηριστικά: "πάντα χρήματα ην ομού" είτα νους ελθών αυτά διεκόσμησε' παρό και νους απεκλήθη" (Διογένης Λαέρτιος*, Βίοι... 2.6). Και θεώρησε τον "νουν αρχήν κινήσεως" (Διογένης, 2. 8). Τις ιδιότητες και δυνατότητες του νου ("νους εστίν άπειρον και αυτοκρατές ... πάντων νους κρατεί..."), κατά τον Αναξαγόρα, βρίσκουμε σε διάφορα αποσπάσματα και μαρτυρίες που σώζονται από το έργο του και για το έργο του (Η. Ϋ Ϊ 6 ΐ 5 - ΝΝ. Κ Γ 3 Π Ζ , Ο / β ΡΓ3ςΠΊΘΠΐβ
0ΘΓ
ν0Γ30ΐ<Γ3-
στική κατεύθυνση βέβαια, αλλά πάντα ως θεμελιακά φιλοσοφικό όρο. Ειδικά ο Αριστοτέλης αγωνίστηκε πολύ και επίμονα να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες αυτής της μοναδικής -μη ορατής αλλά με τα έργα της παντού παρούσαςδύναμης, που εγγράφει τις εικόνες της πραγματικότητας (ως "παθητικός νους") και δημιουργεί νέες, θαυμαστές (ως "ποιητικός νους"). Είναι από τις πιο ωραίες σελίδες που βρίσκουμε στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού αυτές που συνθέτει ο Αριστοτέλης προσπαθώντας να αναλύσει τις έννοιες νους - νόηση νοούμενο - νοητό. (Περί Ψυχής, 429 ά 10 κ.π., Ηθικά Νικομάχεια, 1177 α 12 κ.π.). Η παραπέρα σταδιοδρομία του νου στο μεταφυσικό πεδίο φαίνεται ότι αναχαιτίστηκε από την ακάθεκτη πορεία του συναθλητή όρου λόγος - Λόγος'. Φ. Κ. Βώρος
ΝουτσουμπΙτζε Σάλβα Ισάκοβιτς (1888-1969). Γεωργιανός-σοβιετικός φιλόσοφος, ακαδημαϊκός, καθηγητής, ειδικός στη θεωρία της γνώσης, στη μεθοδολογία της επιστήμης και στην ιστορία του πολιτισμού. Τέλειωσε το Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Εργάστηκε στη Λιψία με την καθοδήγηση του Βουντ* και με άλλους γερμανούς επιστήμονες. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Τιφλίδας, έγραψε εισαγωγή στη Φιλοσοφία και την Αισθητική. Δημιούργησε ολοκληρωμένη διδασκαλία για τη γνήσια αληθολογία (από τη λέξη "αλήθεια") (τον "αληθολογικό ρεαλισμό"). Βαθύς γνώστης της Ιστορίας της φιλοσοφικής σκέψης της Γεωργίας. Βασικά έργα του: Οι βάσεις της αληθολογίας, Τιφλίς, 1922.- ΡΝΙοεορΝβ υπό Iνβίεϊιβίΐ, Βερολίνο, 1931 κ.ά.
ΜΘΓ, 59 Α 1 και Β 12-14). Πόσο βαθιά εντύπωση προκάλεσε τότε αυτή η γλωσσοφιλοσοφική πρωτοβουλία διαφαίνεται από τα παρακάτω διαπιστούμενα φιλοσοφικά γεγονότα: θεοχ. Κεσσίδης α. Ενας στίχος του Ευριπίδη ((Γ. 1014 στην έκδοση ΝαυοΚ, ΡτβςιτιβηΙβ ΤΓ3ς)ίοοηΐΓη <3Γ3Θ€0Νταλαμπέρ (Ο' ΑΙΘΠΊ06Γ1, ΫΘΒΗ Ι_Θ Ποπό, 1717ηιτη) συνδέει την ανθρώπινη ύπαρξη με τη θεό1783). Διάσημος γάλλος μαθηματικός (γεωμέτητα (όποιο νόημα και αν έχει για τον "σκηνικό τρης) της εποχής του Διαφωτισμού*. Για ένα φιλόσοφο") διαμέσου του νου: "Ο νους ημών διάστημα υπήρξε άμεσος συνεργάτης του Ντιεν εκάστω θεός". ντερό* για την προπαρασκευαστική εργασία β. Παράγωγα ή ομόρριζα της λέξης νους χρητης "Εγκυκλοπαίδειας" και έγραψε τις "Προοισιμοποιήθηκαν από τους στοχαστές για να δημιακές Σκέψεις" (ϋίδοουΓδ ΡΓόΙίπιϊηβίΓθδ). Ο λώσουν τις πιο λεπτές και σεβαστές ιδιότητες του ανθρώπου ως σκεπτόμενου - λογικού υπο- Νταλαμπέρ ανάπτυξε μια εμπειρική θεωρία για τη γένεση των μαθηματικών εννοιών, σε αντικειμένου: νόηση, επινόηση, επίνοια, διανόηση, διαστολή προς την ιδεαλιστική άποψη του διάνοια, νοητά όντα (αντιδιαστολή προς τα αισθητά) κ.λπ. Πλάτωνα* ("θεωρία των ιδεών") και του ϋβε03ΓΐΒ5* ("θεωρία περί των έμφυτων ιδεών"). γ. Οι μεγάλοι φιλόσοφοι του επόμενου αιώνα Παρ" όλο που μεγάλωσε χωρίς τη φροντίδα γοαξιοποίησαν τον όρο (Πλάτων*, Αριστοτέλης*, νέων (ως έκθετο βρέφος άγνωστων γονέων) νεοπλατωνικοί* πολύ αργότερα), προς ιδεαλι-
71
Νταμιάνι Πιερ στα 24 χρόνια του είχε κιόλας δημοσιεύσει έργα σημαντικά για τη μηχανική, την ισορροπία και την κίνηση των υγρών και των αερίων και ήταν μέλος της γαλλικής "Ακαδημίας των Επιστημών". Με αυτά τα προσόντα τον επέλεξε ο Ντιντερό ως συνδιευθυντή για την ετοιμαζόμενη έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας*. Στις επιστημονικές θέσεις του είχε επηρεαστεί από τον ΡΓ. Ββοοπ*. Ασκησε έντονη και μεθοδική κριτική στην οργανωμένη Καθολική Εκκλησία. Και υπήρξε σκεπτικιστής σχετικά με την ύπαρξη και τη φύση του θεού*. Οι αντιλήψεις του περί ηθικής βασίζονται σε ό,τι εκείνος αποκαλούσε "μαρτυρία της καρδιάς", δηλαδή συνέδεε την ηθική με το συναίσθημα της συμπάθειας.
τύπος έχει διπλή βάση και θεωρείται ως πολιτικός πολιτισμός, που έχει επίσης επιστημονικό και βιομηχανικό χαρακτήρα. Ως ποιοτικά νέο, που καλείται να εισαγάγει ένα γνήσιο νόημα στη μελλοντική ιστορία της ανθρωπότητας, ο Ντανιλέφσκι θεωρούσε τον "σλαβικό τύπο". Αυτός ο τύπος πολιτισμού έχει "τέσσερεις βάσεις", δηλαδή: ορθοδοξοθρησκευτική, επιστημονικοκαλλιτεχνική, τεχνολογικοβιομηχανική και οικονομικοπολιτική. Προς το τέλος της ζωής του ο Ντανιλέφσκι ανέπτυξε τελολογικές-εξελικτικές ιδέες, από τη θέση των'οποίων επέκρινε τον δαρβινισμό*. Οι ιδέες του επηρέασαν την πολιτισμολογία του Κ. Λεόντιεφ" και προηγήθηκαν της ανάλογης αντίληψης του Σπένγκλερ*.
Φ. Κ. Βώρος
θεοχ.
Νταμιάνι Πιερ, βλ. Δαμιανός Πέτρος
ντανταϊσμός. Πρόκειται για το καλλιτεχνικό εκείνο κίνημα των αρχών του αιώνα, και συγκεκριμένα κατά την διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, που πολύ γρήγορα έλαβε τη μορφή μιας επανάστασης που αφορούσε όχι μόνο σε όλους τους καλλιτεχνικούς τομείς αλλά και στον γενικότερο τρόπο ζωής και σκέψης. Ξεκινώντας ως περιθωριακό κίνημα, ως μια απάντηση στις παραδοσιακές μορφές τέχνης, ως μια αντι-τέχνη με τη βαθύτερη έννοια της αντι-κουλτούρας που αντιτίθεται στις κυρίαρχες αξίες, επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, εκφράζοντας μια εσώτερη δυσαρέσκεια των νέων στην κυρίαρχη ιδεολογία που είχε οδηγήσει στον πόλεμο. Ως κίνημα εξέπνευσε σχετικά σύντομα, παραχωρώντας τη θέση του στον σουρρεαλιομό*, στον οποίο οι βασικότεροι πρωτεργάτες προσχώρησαν. Το πού και πότε ακριβώς ξεκίνησε το Νταντά αμφισβητείται ακόμη και σήμερα, αφού για άλλους γεννήτοράς του υπήρξε ο αρχηγός του νταντά στο Βερολίνο Ραούλ Χάουσμαν, για άλλους ο Πικαμπιά, ήδη από το 1913 κ.λπ. Πάντως, μεταξύ των πρωτεργατών του θα πρέπει να θεωρηθεί ο ελβετός Χούγκο Μπαλ, ενώ άλλα σημαντικά ονόματα του κινήματος στις διάφορες τέχνες είναι εκείνα των Τριστάν Τζαρά, Χανς Αρπ, Μαρσέλ Ντυσάν, Μαξ Ερνστ, Χανς Ρίχτερ, ή των Σβίτερς, Χύλζενμπεκ, Γιανκό, Σέρνερ κ.ά. Πάντως, με την οργανωμένη μορφή του το νταντά είναι συνυφασμένο με το περίφημο Καμπαρέ Βολταίρ της Ζυρίχης, όπου λαμβάνουν χώρα οι πρώτες ντανταιστικές εκδηλώσεις.
Ντανιλέφσκι (1822-1885). Ρώσος δημοσιολόγος, κοινωνιολόγος και φυσιοδίφης, ιδεολόγος του πανσλαβισμού. Συμμετείχε σε μια σειρά επιστημονικές αποστολές για τη μελέτη του φυσικού πλούτου της Ρωσίας. Ο Ντανιλέφσκι ήταν οπαδός της κυκλικής αντίληψης για την ιστορική εξέλιξη. Με γνώμονα το γεγονός της ανεπανάληπτης ιδιομορφίας του πολιτισμού κάθε λαού, υιοθέτησε τη θέση της άρνησης της ύπαρξης πανανθρώπινης ιστορίας και πανανθρώπινων ιδανικών. ΓΓ αυτόν η ανθρωπότητα είναι αφηρημένη ιδέα και όχι ένα ζωντανό σύνολο. Στο βασικό του έργο Ρωσία και Ευρώπη (1869) διατύπωσε τη θεωρία των μεμονωμένων "πολιτισμικών-ιστορικών τύπων" (πολιτισμών). Ξεχώριζε τους εξής τύπους πολιτισμού: αιγυπτιακό, ασσυριο-βαβυλωνιο-φοινικικό, εβραϊκό, ελληνικό, ρωμαϊκό. Το βασικό περιεχόμενο των πολιτισμικών-ιστορικών τύπων δεν μεταδίδεται στον πολιτισμό άλλου τύπου. Οπως και ο βιολογικός οργανισμός, οι πολιτισμικοί-ιστορικοί τύποι βρίσκονται σε μια διαδικασία αδιάκοπης πάλης με το εξωτερικό περιβάλλον και μεταξύ τους. Κάθε τύπος περνάει τρία στάδια: νεότητα, ωριμότητα, γερατιά (παραγέρασμα και χαμός). Η πρωτότυπη πλευρά της πολιτισμικής τυπολογίας του Ντανιλέφσκι συνίσταται στην ιδέα των βάσεων των πολιτισμικών-ιστορικών τύπων. Σύμφωνα με την ιδέα αυτή, πολλοί πολιτισμοί έχουν μια βάση (έτσι, ο εβραϊκός έχει θρησκευτική βάση, ο ελληνικός καλλιτεχνική, ο ρωμαϊκός πολιτική). Ο γερμανορωμανικός
72
Κεοσίδης
Δημ. Τσατσούλης
νταρσάνας Ντάρεντορφ Σερ Ραλφ (ΫΒΙΐΓΘΓΚΙΟΓΊ, 5ΙΓ ΡβΙρΜ, 1929). Γερμανός κοινωνιολόγος, ιδιαίτερα γνωστός στον αγγλοσαξονικό χώρο. Διευθυντής του "ίοπάοπ δοήοοΙ οΙ Εοοηοιτιίοδ" από το 1974, με έντονη ακαδημαϊκή δραστηριότητα και επίτροπος της Ε Ο Κ για ένα διάστημα, υπήρξε ένας από τους επικριτές της αμερικανικής λειτουργικής σχολής*. Προς διόρθωση του μοντέλου της ισορροπίας", ο Ντάρεντορφ πρότεινε το μοντέλο των διαλεκτικών συγκρούσεων, επαναδιατυπώνοντας το ζήτημα των ταξικών ανταγωνισμών* στη βιομηχανική κοινωνία*. Εφόσον υπάρχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα μεταξύ των φορέων ρόλων* μέσα σε ιεραρχικές, τυπικές ή άτυπες, συσσωματώσεις*, οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες όψεις των εξουσιαστικών δομών και όχι κατ' ανάγκη των ταξικών αντιθέσεων. Αντιπαραθέτει στην καπιταλιστική κοινωνία του Κ. Μαρξ* τη βιομηχανική κοινωνία θεωρώντας τη ως πιο περιεκτικό όρο για την κατανόηση του σύγχρονου κόσμου. Η κεφαλαιοκρατία*, υποστηρίζει ο Ντάρεντορφ, δεν είναι παρά μια υποδεέστερη μορφή βιομηχανικής κοινωνίας, ίσως μια πρώιμη φάση της, δεδομένου ότι ο βιομηχανισμός δεν είναι, όπως ο καπιταλισμός, ένας απλός επισκέπτης στην ιστορία, αλλά θα μείνει μαζί μας με τη μία ή με την άλλη μορφή. Βλέπει, μάλιστα, τη διαδικασία της κοινωνικής εξέλιξης* να κινείται ομαλά, κυρίως μέσα από τις οικονομικές αλλαγές που συμβαδίζουν με την επέκταση της βιομηχανοποίησης. Κύρια έργα του: Τάξη και ταξική σύγκρουση στη βιομηχανική κοινωνία, 1959 (0Ι385 3ηά 0Ι355 ΟοηίΙίοΙ ίπ ΙηάυδΙιϊβΙ 8οαβΙγ)· Σύγκρουση μετά την τάξη, 1969 (ΟοηίΙίοΙ 3ί1βΓ 01335)· Κοινωνία και δημοκρατία στη Γερμανία, 1967 (δοοίβΐγ 3ηά ϋθΓτιοοΓβογ ίη Οβππβηγ)· Η νέα ελευθερία, 1975 ("Πιθ Νβνν ϋ&βΓίγ) κ.ά. Βιβλιογρ.: ΑηΙΙιοηγ ΟΗΜΘΓΙΪ. Εισαγωγή στην κοινωνιολο-
γία. μτφ. Ντϊνα Τριανταφυλλοπούλου. εκδ. Οδυσσέας.
Αθήνα. 1989.- Ν. ΤίΓΠ35ΐΐθΙ( & Ο. ΤΙίθοάΟΓδΟΠ, Ιστορία κοι-
νωνιολογικών
θεωριών,
μτφ.
Δ.
Γ.
Τσαούσης,
εκδ.
ΟυΙθηϋβΐΏ. Αθήνα. 1980.
Θαν. Α. Βασιλείου
ντάρμα (άΐιβπτιβ). Ο ινδουιστικός αυτός όρος αποδίδεται, με σχετική πληρότητα, ως "νόμος", "τάξη". Παράγεται από τη ρίζα άΐιιϊ-, που σημαίνει φέρω, υποβαστάζω, συγκρατώπρόκειται δηλαδή για αρχή διατήρησης των όντων, σταθερότητας, που φυσικά αναφέρεται μόνο στην Εκδήλωση, με τη διατήρηση κάποιας σταθερότητας στην όλη Υπαρξη, στο γίγνεσθαι. Συγγενική είναι και η ρίζα άήαι-, από
όπου η λέξη άΐιαινβ = πόλος (= "πόλος" ή "Άξονας του Κόσμου"), δηλαδή το αμετάβλητο στο κέντρο όλων των πραγμάτων, που ρυθμίζει τη μεταβολή με τη μη συμμετοχή του. Ακόμη, το ντάρμα βρίσκεται σε σχέση με την έννοια "ρίτα", που δηλώνει την "ορθότητα" και θυμίζει και αυτή πάλι τον άξονα. Η έννοια του ντάρμα δεν περιορίζεται μόνο στον άνθρωπο, αλλά επεκτείνεται και σε όλα τα όντα και καταστάσεις της Υπάρξεως. Γενικά, το ντάρμα μπορεί να ορισθεί ως συμμόρφωση προς την κοσμική (και ανθρώπινη) τάξη. Υπάρχει και ιδιαίτερο ντάρμα κάθε όντος (5νν3άΙΐ3πτΐ3) ή συνόλου όντων, π.χ. ανθρώπων, που θα πρέπει να νοηθεί ως μερικό και κατ' αναλογίαν προς τη γενική του αρχή, το Ντάρμα της όλης Υπάρξεως. Πρόκειται, λοιπόν, για οντολογική αρχή χωρίς οποιαδήποτε αρχικά "ηθική" χροιά, που φαίνεται ότι προσλαμβάνει στις μερικότερες, ανθρώπινες, εφαρμογές του (δικαιοσύνη, αρετή, νομιμότητα) και βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον θεσμό της κάστας. Το ντάρμα περιλαμβάνεται στους σκοπούς της ζωής, που είναι τέσσερεις: "3ΐ11ΐ3" (= υλικά αγαθά), "ΚέΓΠ3" (= επιθυμία του καλού), "άή3ΓΓΠ3" και "ΓΤΙΟΙ<$&3"· αυτή η τελευταία, η "απελευθέρωση" (= ένωση με το ΒΓβίιπιβη) δεν υπάγεται βέβαια στην περιοχή της εκδηλώσεως και είναι πέραν όλων των άλλων. Το ντάρμα ασφαλώς είναι ο ανώτερος και πνευματικότερος από τους δύο άλλους σκοπούς. Βιβλιογρ.: Ουέποπ Β.. Εΐυόβ$ ευί Γ Ηιηόουίεπίθ. Εόίΐίοπε ΤίίκΙίΙίοηηβΙΙβϊ. Ρ3Π5 ν β . 1983, σο 69-74.
Ε.
Χωραφός
ΝταρμακΙρτι. Ινδός βουδιστής φιλόσοφος και ποιητής, εκπρόσωπος της σχολής "Γιογκασάρα"*. Βασιζόμενος στη διδασκαλία του παλαιότερου φιλόσοφου Ντιγκνάγκα', προσπάθησε να αναπτύξει το θέμα της γνώσεως ως αποτέλεσμα της σχέσης των πραγμάτων. Ετσι συνέδεσε τη θεωρία της γνώσης* με την οντολογική προβληματική και υπογράμμισε τη σημασία της συνείδησης*, η οποία κατ' αυτόν δίνει μορφή στο αντικείμενο. Οι φιλοσοφικές απόψεις του Νταρμακίρτι επηρέασαν τις θέσεις ορισμένων φιλοσοφικών σχολών, όπως της βαισέσικα', της νυάγια' και της βεντάντα*. Βιβλιογρ.: Τ. νβΗθΓ. ΕΓΗβηηΙηιερωόΙβΓΏβ όβϊ ΟΙιβηνβΙίίίΙι. 1984.
Αλέξ.
Καριώτογλου
νταρσάνας (ό3Γ5ΐΐ3η35). Ο ινδουιστικός όρος
73
ντβάνι "νταρσάνα" σημαίνει "άποψη", "σκοπιά"· επομένως, δεν πρόκειται εδώ για διαφορετικές σχολές ή ανταγωνιστικά φιλοσοφικά συστήματα, όπως διατείνονται πολλοί δυτικοί "ανατολιστές", αλλά η καθεμιά νταρσάνα συνιστά και διαφορετικό τρόπο θέασης, επισκόπησης της μιας και ενιαίας στο βάθος της διδασκαλίας του ινδουισμού*. Οι νταρσάνας είναι έξι και κατατάσσονται κατά ζεύγη ως εξής: "Νυάγια"* και "Βαισέσικα"*, "Σανκύα"* και "Γιόγκα"*, Μιμάμσα"* και "Βεντάντα"*· οι δύο τελευταίες είναι οι άμεσες ερμηνείες των Βεδών" και απ' αυτές προήλθαν οι τέσσερεις πρώτες. Η Νυάγια ασχολείται με τη "λογική", η Βαισέσικα με την "κοσμολογία", η Σανκύα είναι η "απαρίθμηση" των διαφόρων βαθμίδων της Εκδήλωσης, ενώ η Γιόγκα (= ένωση) παρέχει τα μέσα και αποσκοπεί στην ένωση του ανθρώπινου όντος με την Παγκοσμιότητα" τέλος η Μιμάμσα (= βαθύς διαλογισμός), ως ρυπ/3 Μίσιβιτίδβ, ασχολείται με το πραγματικό νόημα των Ουπανισάδων*· και Βεντάντα σημαίνει το τέλος των Βεδών, και έτσι εισάγει στην καθαρή μεταφυσική, οδηγεί μέχρι το ΒΓ3ΜΓΠ3Π. Ας σημειωθεί ότι οι έξι νταρσάνας θεωρούνται αστίκα*. ανήκουν δηλαδή στην ορθόδοξη ινδουιστική παράδοση. (Βλ. και τα λ. για κάθε νταρσάνα).
Βιβλιογρ.: Ουόποπ Η., ΙηΙίοάυοΙιοη ς6ηέΓ3ΐθ ά Γ 61υάβ άβε Λ κ ΐ η η β ί Νηόουβ5. ελλην. μετάφρ. Α. Δεληγιάννη, βι-
βλιοθ. της "Σφιγγός". Αθήναι, 1968, μέρ. Γ . οσ 61-122.Δ.
Βελισσαράπουλος.
Ιστορία
της ινδικής φιλοσο-
φίας. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1992*. σο 179-226. Ε. Χωραφάς
ντβάνι. Στη σανσκριτική σημαίνει "ηχώ". Πρόκειται για ένα είδος μεσαιωνικής ποίησης στην Ινδία, όπου η αισθητική ομορφιά των λογοτεχνικών έργων δεν προέρχεται από τις εικόνες που σχηματίζουν οι λέξεις με το νόημά τους, αλλά από τις συσχετίσεις και τις ιδέες που προκαλούν οι εικόνες. Οι πρώτες άμεσες εικόνες ονομάζονται νβοΐιγβ (ορισμένες), ενώ οι έμμεσες ονομάζονται ρΓβΙγβΓηβηβ (συνεπαγόμενες) και γίνονται αντιληπτές από αυτούς που γνωρίζουν το νόημα της ποίησης. Το άνβπί αποτελεί μέρος της ποίησης της ινδικής εθνικής λογοτεχνίας. Αλέξ. Καριώτογλου
ντεϊσμός, βλ. δεισμός Ντεκάρτ (Ρθπό ΟΘ503Γ1Θ5, 1596-1650). Γάλλος φιλόσοφος που γεννήθηκε κοντά στην πόλη Τουρ και σπούδασε σχολαστική φιλοσοφία,
74
φυσική και μαθηματικά, σε κολλέγιο των Ιησουιτών. Τα κύρια έργα του είναι: Οίεοουίε άβ 13 ΜέΜοάβ (1637), ΜβάίΐΒΐίοηβ5 άβ ρπιτιβ ρΛ/'ΙοεορΝβ (1641), Ρηπάρίβ ρΝΙοεορΝββ (1644) και ί.θ$ ρ33$ϊοπ$ άβ Γ έιτιβ (1649). Το έργο του ΡβςυΙββ
Βά άίΓβεΙίοπβπι ϊηςθπϊ ( 1 7 0 1 ) ( Κ α ν ό ν ε ς
για την καθοδήγηση του πνεύματος) εγράφη πιθανώς στο 1631, αλλά δεν δημοσιεύτηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ο φιλοσοφικός στοχασμός του Ντεκάρτ κινείται μέσα στα πλαίσια του αναγεννησιακού ορθολογισμού", του οποίου κύριος στόχος παραμένει η αναζήτηση της βεβαιότητας. Από μιαν άλλη όμως άποψη ο Ντεκάρτ είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος των νέων χρόνων, αφού η μεθοδολογία του και η στάση του έναντι της επιστημονικής γνώσης θέτουν την ανακάλυψη στο κέντρο της πνευματικής ανησυχίας του ανθρώπου. Η νέα επιστημονική μέθοδος την οποία ο ίδιος ανακάλυψε και χρησιμοποίησε δεν εκφράζει μόνο την περιφρόνησή του προς τη γνώση του παρελθόντος, αλλά και την εμπιστοσύνη του στην ικανότητα του ανθρώπου να δίδει απαντήσεις σε όλα τα προβλήματα που τον απασχολούν. Η σαφής και ευκρινής ιδέα, ό,τι αρχικά είχε ονομάσει ενόραση, δεν είναι παρά η αναμφίβολη σύλληψη ενός καθαρού και προσεκτικού πνεύματος, μια νοητική διεργασία, η οποία, σε αντίθεση προς τις αναξιόπιστες μαρτυρίες των αισθήσεων ή προς την παραπλανητική κρίση που προέρχεται από τις απατηλές κατασκευές της φαντασίας, μας απαλλάσσει "εξ ολοκλήρου" από την αμφιβολία για ό,τι προσπαθούμε να κατανοήσουμε, θεμελιώνοντας έτσι τη γνώση στις εκ των προτέρων (3 ρποπ) αρχές της νόησης. Κατά τον Ντεκάρτ, δύο είναι οι κινήσεις του ανθρώπινου πνεύματος για να επιτύχει τη βέβαιη γνώση: η ενορατική και η παραγωγική. Η πρώτη παρέχει το ευκρινώς γνωστό, είναι δηλαδή η ίδια η ενόραση. Η δεύτερη αποτελεί την κίνηση από τη μια ενόραση στην άλλη. Οι δύο αυτές κινήσεις συνιστούν την επιστήμη, που είναι και αυτή αληθής και προφανής γνώση. Στόχος της νέας μεθόδου είναι η δημιουργία μιας ενοποιημένης επιστήμης υπό την αιγίδα των μαθηματικών, των "καθολικών μαθηματικών", όπως αποκαλούσε την εν λόγω επιστήμη, υπό την έννοια ότι κάθε τμήμα της θα είχε την ίδια "καθαρότητα" και "σαφήνεια" και, συνεπώς, "εγκυρότητα" με την αριθμητική και τη γεωμετρία. Ετσι ο Ντεκάρτ θέτει τις βάσεις για μια νέα γνωσιολογική θεωρία (0091(0) και
Ντεκάρτ τη γνώση του θεού* με την ίδια σαφήνεια και καθαρότητα που ομιλεί για τη γεωμετρία και την αριθμητική. Οι επιστήμες, παρά τη διάκριση τους από την ποικιλία των αντικειμένων που έχουν, στο σύνολό τους δεν είναι τίποτε άλλο από την ανθρώπινη γνώση που παραμένει πάντα η ίδια, κι αν ακόμη αναφέρεται σε διαφορετικά αντικείμενα. Μ' αυτή την έννοια ταυτίζεται με το φυσικό φως του λόγου. Οι επιστήμες δεν είναι παρά η καθολική γνώση που εφαρμόζεται σε διαφορετικές περιοχές. Ολες, συνεπώς, οι επιστήμες δένονται μεταξύ τους τόσο στενά, ώστε πραγματική γνώση του επιμέρους μπορούμε να αποκτήσουμε σε σχέση πάντα με την καθολική γνώση, με ολόκληρο το σύστημα της αλήθειας. Ετσι ο Ντεκάρτ στρέφει το ενδιαφέρον του στο πρόβλημα του καθορισμού των βασικών όρων που οφείλει να ικανοποιεί η ανθρώπινη γνώση. Θα πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι η κατευθείαν μετάβαση από βεβαιότητα σε βεβαιότητα, από τη μια ευκρινή ιδέα στην άλλη, αποτελεί στην πραγματικότητα τροχοπέδη στην ανάπτυξη της έρευνας και την ανανέωση της γνώσης. Είναι αδιανόητο, σύμφωνα με τη μετάβαση από τη μια ευκρινή και καθαρή ιδέα σε μιαν άλλη, δύο λογικοί άνθρωποι να διαφωνήσουν μεταξύ τους. Αντίθετα, η μέθοδος, την οποία ο Ντεκάρτ ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε, και η βεβαιότητα, την οποία, υποτίθεται, ότι είχε θέσει ως θεμέλιο των αναζητήσεών του, θα πρέπει να ανασκευαστούν αν θέλουμε να έχουμε τη "σταθερή και μόνιμη" δομή των επιστημών.
Μια άλλη δυσκολία του φιλοσοφικού συστήματος του Ντεκάρτ είναι οι αντιφατικές θέσεις που προκύπτουν από τη μεθοδική αμφιβολία που χρησιμοποιεί και από τον απόλυτο δυϊσμό σώματος και ψυχής που εισηγείται. Συγκεκριμένα, η αμφιβολία για την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου υποχρεώνει τον φιλόσοφο να στραφεί προς την αρχική βεβαιότητα, το "οοςίΐο 6Γ90 5υπι", το οποίο είναι αληθές κατ' ανάγκη, όταν προφέρεται ή συλλαμβάνεται από το πνεύμα μας. Τούτο δεν μπορεί να είναι απατηλό και αυτό είναι ό,τι κυριολεκτικά καλείται "αισθάνεσθαι" (δβπΙίΓθ), δηλαδή αυτό τούτο το "στοχάζεσθαι". Κατά τον Ντεκάρτ, η αλήθεια την οποία εκφράζει το "σκέπτομαι, άρα υπάρχω" είναι τόσο σαφής και βέβαιη, ώστε όλες οι εξωφρενικές υποθέσεις των σκεπτικών φιλοσόφων δεν είναι σε θέση να κλονίσουν τη βεβαιότητά της. Πρόκειται, συνεπώς, για το υπο-
κείμενο το οποίο, ως φορέας των εμπειρικών καταστάσεων και των συνειδησιακών λειτουργιών, αποτελεί τη συνείδηση της υπάρξεως, αποτελεί δηλαδή μια μοναχική οντότητα. Από την υποκειμενική εμπειρία, το "αρχικό δεδομένο" της συνείδησης, προήλθε σταδιακά η συγκρότηση του φιλοσοφικού συστήματος του Ντεκάρτ, το οποίο υποτίθεται ότι αναλύει και εκφράζει την πρωταρχική μορφή γνώσεως. Οι αδυναμίες της "αντικειμενικής πραγματικότητας" στο λογοκρατικό σύστημα του Ντεκάρτ είναι έκδηλες στην έκφραση των "αισθητών ποιοτήτων" των εμπειρικών καταστάσεων του υποκειμένου. Παρ" όλον όμως τον προβληθέντα υποκειμενισμό, ο Ντεκάρτ εξακολουθούσε να αντιλαμβάνεται τις εμπειρικές καταστάσεις των υποκειμένων ως "ατομικές ουσίες", που καθεμιά έχει τον δικό της κόσμο ποιοτήτων και αισθημάτων. Αποτέλεσμα τούτων υπήρξαν οι πλάνες της "κενής πραγματικότητας" (νβουουδ 3οίυ3ϋΙγ) και του "εσφαλμένου εντοπισμού του συγκεκριμένου" (ΓηίερΙβοθά οοηοΓβΙθΠθδδ). Κατά την πρώτη πλάνη, οι οντότητες δεν είναι "πραγματικές" -αφού πρόκειται για σύζευξη που δεν προέρχεται από την "εμπειρική ενότητα"- αλλά νοούνται "ως πραγματικές". Κατά τη δεύτερη πλάνη, παρόλο ότι οι νοητές οντότητες προήλθαν "εκ συναγωγής" από τα συγκεκριμένα συμβάντα και τις εντυπώσεις της αισθητηριακής εμπειρίας, αγνοείται ο βαθμός αφαιρέσεώς των και νοούνται ως συνιστώσες των συγκεκριμένων γεγονότων. Εξ άλλου, κατά τον απόλυτο δυϊσμό, υπάρχει η απόλυτη νοητική ουσία, για την οποία μας διαβεβαιώνει η φιλοσοφία*- και υπάρχει η αναζήτηση των σχέσεων της νοητικής ουσίας προς τον απόλυτο χαρακτήρα της ύλης*. Υπάρχουν, δηλαδή, δύο οντότητες, η νόηση και το σώμα, που είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους. Το ανθρώπινο σώμα ευρίσκεται στον χώρο και υπόκειται στους μηχανικούς νόμους, οι οποίοι ρυθμίζουν την κίνηση και τη λειτουργία όλων των άλλων σωμάτων μέσα στον χώρο. Η νόηση όμως δεν περιορίζεται στον χώρο, ούτε οι λειτουργίες της υπόκεινται στους μηχανικούς νόμους. Εξετάζοντας ο ίδιος φιλόσοφος προσεκτικά τον εαυτό του αποφαίνεται ότι θα μπορούσε να υποθέσει πως δεν έχει σώμα και πως ούτε κόσμος υπάρχει ούτε τόπος όπου θα μπορούσε να ευρίσκεται, αλλά δεν μπορούσε να υποθέσει ότι δεν υπάρχει. Ετσι το εγώ, δηλαδή η νόηση, διακρίνεται εντελώς από το σώμα και μπορεί να την γνωρί-
75
Ντεμπφ σει κανείς ευκολότερα από εκείνο. Ακόμη και αν το τελευταίο αυτό δεν υπήρχε καθόλου, εκείνη δεν θα έπαυε να είναι ό,τι είναι. Η διάκριση αυτή απορρέει από τις δύο βασικές αρχές του φιλοσόφου, σύμφωνα με τις οποίες κάθε γνώρισμα προϋποθέτει μιαν ουσία, και οι ουσίες, που τα γνωρίσματά τους μπορούν να νοηθούν χωρίς να δανείζονται τίποτε το ένα από το άλλο, είναι χωριστές. Ενώ λοιπόν ο Ντεκάρτ θέτει ως αφετηρία της έρευνάς του την άμεση υποκειμενική εμπειρία, την ενορατική βεβαιότητα, το καθοριστικό γι' αυτόν στοιχείο είναι η συλλογιστική και διασκεππκή δραστηριότητα, πράγμα που αποτελεί αντίφαση. Ο δυιστικός και ορθολογικός χαρακτήρας του φιλοσοφικού συστήματος του Ντεκάρτ επηρεάζουν αναπόφευκτα και τη γνωσιοθεωρία του. Το μεγαλύτερο βάρος στο σύστημα αυτό είναι, ασφαλώς, οι ιδέες, οι οποίες, ως απλές και έμφυτες (ίηηβΙβθ), επιτελούν ως επί το πλείστον το έργο των αισθήσεων και, επιπλέον, απαιτούν την αυθεντική και παντοδύναμη θεία επικύρωση. Αντίθετα, ο ρόλος των αισθήσεων ελαχιστοποιείται, αφού αυτές χρησιμεύουν μόνο στην ανάκληση των μαθηματικών οντοτήτων και των απλών φύσεων. Τα αντικείμενά τους, που είναι οι περιστασιακές ιδέες (3άνβπΙιΙί3θ), ως λιγότερο πραγματικά, δημιουργούν και λιγότερα προβλήματα. Ε ρ γ α του: ΡΙβςυΐ36 3ό όίΓβοίίοηβΓΠ ίηςβηϋ (ΒυΙβδ 1 ΟΓ ΙΙΊΘ άϊΓβοΙιοπ οί ΙΙηβ Γπίπά) μετάφρ. Ε. 8. ΗβΙάβπβ 3ηά Ο. Ρ . Τ. Πθ53.- "ΤΙΊΘ ρΜοδορΜίςβΙ \Λ/ΟΓΙ<5 ΟΙ Οβδεβίΐθδ", Οβηηόπάςβ υηίνβΓδίΙγ ΡΓβδδ, 1931.Κανόνες
για την καθοδήγηση
του
πνεύματος,
μετάφρ. Γ. Δαρδιώτη, έκδ. Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη, 1974.- ΜβόϊΐΒίϊοηβε άβ ρππίθ ρΜοεορΝβ, έκδ. Ο. Αάβπι - Ρ. Τβπηβιγ"Οβυνίβε άβ ΩβΒΟβΓίβε", τόμ. 13, Ρβιϊδ, 18971913. Βιβλιογρ.: Μ. ΟΓββηβ. 77ίθ ΚηοηβΓ 3ηά ίήβ Κηονγη. Νβνν ΥΟΓΙ(, Β38Ι0 ΒοοΚε. 1966 - Ν. Αυγέλη. Μαθήματα φιλοσο-
φίας.
Ορθολογισμός
και
Εμπειρισμός,
1974.- Α. Ν. ννΐιίΙβΙΐΘ3<1. ΡίΟ&εε
Θεσσαλονίκη,
3Πό ΓβεΙίΙγ, Νβν» ΥΟΓΚ
ΤΛβ Μ30ΓΠΙΙΙ3Π Οο.. 1929. ΤΉΟ ΐΓβθ ρΓθ58 ( Ν β » ΥΟΓΚ) 1969.
Λεων.
Μπαρτζελιώτης
Ντεμπφ (ΟβιτιρΙ) Αλόις (1891, Αλτομύνστερ). Γερμανός καθολικός φιλόσοφος. Δέχτηκε επιδράσεις από τον Χέγκελ', τον Σπένγκλερ* και τον Μ. Βέμπερ", τις οποίες συνδύασε με τον καθολικισμό και τις γενικές αρχές της οικουμενικότητας. Κάτω απ" αυτές τις επιρροές προσπάθησε να φτάσει στη φιλοσοφία της ανθρωπολογίας, στη γενική "κριτική του ιστορικού
76
λόγου" και τέλος στη "φιλοσοφία της φιλοσοφίας". Στη φιλοσοφία της φιλοσοφίας ο Ντεμπφ υποστηρίζει ότι όλες οι επιμέρους έννοιες και απόψεις, καθώς και οι ζωτικές δυναμικότητες που βρίσκονται πίσω απ' αυτές (π.χ. οι αρχές του "κράτους" και του "πνεύματος"), φαίνονται νοητικά εξισορροπημένες εν ονόματι του "όλου". Ο Ντεμπφ μελέτησε κυρίως τα προβλήματα της ιστορίας του πολιτισμού, στα οποία αναφέρονται πολυάριθμες εργασίες του. Ασχολήθηκε επίσης με τη φιλοσοφία της ιστορίας και με την κοινωνιολογία της γνώσης. Μαρία Ντόλκα
Ντερριντά Ζακ (ϋθΓπάβ ϋ3εςυβδ,1930-). Γάλλος φιλόσοφος, που θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του αποδομισμού*. Καθηγητής στην ΕοοΙθ ΡΓβΙίςυβ άθδ ΗβυΙθδ ΕΙυάβδ του Παρισιού, επισκέπτεται συχνά τις ΗΠΑ, όπου διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του ΥβΙβ. Η αποδομιστική θεωρία του γνώρισε πρώτα επιτυχία στην Αμερική και στη συνέχεια βρήκε πολλούς οπαδούς στην Ευρώπη, μεταξύ των διαπρεπέστερων σημειολόγων, αφού ο αποδομισμός θεωρείται μία εκ των έσω και με τα εργαλεία της σημειωτικής κριτική της. Εισήγαγε τον όρο της "διαφωράς" (άίΚόΓβποθ) στο πλαίσιο του σημαίνοντος μέσα στο έργο του ί' όοήΙυΓβ β( 13 άίίίύΓβηοβ και ολοκλήρωσε τη θεωρία του με τα γνωστότερα Περί Γοαμματολογίας (μεταφρασμένο στα ελληνικά) Ιβ άίεεόιηίηβΐίοη, Πλάτωνος φαρμακεία (επίσης μεταφρασμένο στα ελληνικά) κ.ά. Με το τελευταίο του αυτό βιβλίο, ο Ντερριντά επιχειρεί μια ανάγνωση του Φαιδρού" και του μύθου για την καταγωγή της γραφής και προβαίνει σε μια κριτική αποδόμηση του πλατωνισμού*. Ο Ντερριντά, παρ" όλο που έχει επηρεάσει σημαντικά τη σύγχρονη σκέψη και θεωρητικές προσεγγίσεις των κοινωνικών και καλλιτεχνικών φαινομένων και κυρίως την προσέγγιση της ίδιας της γραφής, έχει δεχτεί και πολλές επιθέσεις, αντιρρήσεις στις θεωρητικές κατασκευές του και έντονη κριτική από εκπροσώπους περισσότερο παραδοσιακών κατευθύνσεων. Παραμένει, ωστόσο, γεγονός πως η σκέψη του συνεχίζει να εξελίσσεται και απόδειξη αποτελεί η πρόσφατη ενασχόλησή του με τη μαρξιστική θεωρία στο τελευταίο του βιβλίο. Δημ.
Τσατσοΰλης
Ντεσάν Λεζέ Μαρί (ϋθδοΐιβπιρδ ΙβςθΓ Μβιϊβ, 1716-1774). Γάλλος υλιστής φιλόσοφος και
Ντιλς άθεος, αν και ήταν Βενεδικτίνος μοναχός. Υπήρξε φίλος του Ρουσσώ*, του Βολταίρου* και των Εγκυκλοπαιδιστών. Ήταν θιασώτης της κατάργησης νόμων, ιδιοκτησίας και οικογένειας, και της εγκαθίδρυσης κομμουνισμού*. Στην ιστορία της κοινωνίας διέκρινε τρεις καταστάσεις: τη φυσική, την πολιτική (με μειονέκτημα την ατομική ιδιοκτησία) και την ιδανική (καθεστώς της ηθικής τάξης), τη μόνη ικανή να πραγματώσει κοινωνική ισότητα και γενική ευημερία. Ως τελικό αξίωμα του κόσμου υποστήριζε την ύπαρξη ενός "συμπαντικού όλου", η απόλυτη γνώση του οποίου είναι δυνατή μόνο στο πνευματικό επίπεδο, ενώ οι αισθήσεις μπορούν να γνωρίσουν μόνον ένα μέρος αυτού του όλου. Βασικό του έργο ήταν η Αλήθεια ή ένα αξιοπιστο σύστημα.
δρυτής της σχολής "Γιογκασάρα"*. Γεννήθηκε το 480 και πέθανε γύρω στο 540 μ.Χ. Στο κυριότερο έργο του το Πραμάνασα-μουτσάγκα (Η σύσταση των μέσων της ορθής γνώσης), διαχώρισε την "θεωρία της γνώσης"* και τη λογική* από τη φιλοσοφία* και ανέπτυξε τη θεωρία της αντίληψης και του συλλογισμού*. Οι οπαδοί της λογικής που ανέπτυξαν οι βραχμάνοι άσκησαν οξεία κριτική στο έργο του. Γενικά θεωρείται ότι γενίκευσε τη θεωρία των "Πράζνα-παραμίτα-σούτρα", δηλαδή των σούτρα της Υπερβατικής Γνώσης, που τις απαρχές της θα πρέπει να τοποθετήσουμε γύρω στο 100 μ.Χ. Αλέξ.
Καριώτογλου
Ντιλς (ϋίβΙδ) Χέρμαν (1848-1922). Γερμανός ελληνιστής, κορυφαίος αρχαιογνώστης και ορ(1957).- Βθ3υ52ΐ!θ Ε.. ΑηΙβοΜβπΙε ϋθ Γ Π6β61ί3πίεπ>θ άβπε γανωτής των φιλολογικών σπουδών. Η επιστηΙβρήιΐοεορίιΐβ ΐΓβηςΒϊεβ. ΟοπΙ ΟοεεΙίΒπφε.... Ρ3Π£, 1865. μονική δραστηριότητά του στο Βερολίνο επί Απ Τζ. 45 χρόνια (1877-1922) συμπίπτει με τη μεγαλύτερη άνθηση και τη μεθοδικότερη οργάνωση Ντεστύτ ντε Τρασύ Αντουάν Λουί Κλωντ των κλασικών σπουδών στη Γερμανία. Διαθέ(ϋθδίυίί άθ ΤΓ3ογ, 1754-1836). Γάλλος φιλόσοτοντας ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων, ο Ντιλς φος, οπαδός της αισθησιαρχίας*, οικονομολόασχολήθηκε μεθοδικά όχι μόνο με την ποίηση, γος και πολιτικός. Επηρεασμένος από τον ριτη θρησκεία και τη φιλοσοφία των αρχαίων, ζοσπαστικό αισθησιοκρατισμό του φίλου του αλλά και με την αρχαία ιατρική και τεχνολογία. Κοντιγιάκ*, υποστηρίζει ότι τα αισθήματα προΕπίσης ενδιαφέρθηκε για το πρόβλημα μιας έρχονται από την άμεση αντίληψη, την ανάπαγκόσμιας γλώσσας, που θα μπορούσε να διμνηση, τη σύγκριση και την επιθυμία, στα ευκολύνει τη συνεννόηση και τη συνεργασία οποία αντιστοιχούν η αισθητικότητα, η μνήμη, των λαών στα θέματα της επιστήμης. Μ ε αυτό η κρίση και η βούληση. Τις φιλοσοφικές, ηθικές το πνεύμα και με τις παραπάνω προϋποθέσεις και οικονομικές του ιδέες, οι οποίες απηχούν εξελίχθηκε σε ιδιοφυία στην οργάνωση των απόψεις του άλλου του φίλου, του Καμπανίς*, τις εξέθεσε στο βιβλίο του ΕΙόΓηβηΙε ά' ίόέοΐο- ανθρωπιστικών επιστημών, προκαλώντας το ενδιαφέρον και τη συνεργασία πνευματικών ιςίβ (1817-1818) (Στοιχεία ιδεολογίας). Σ' αυτό δρυμάτων και μεμονωμένων ερευνητών όχι υποστηρίζει ότι η ηθική είναι υποκειμενική, μόνο πέρα από τα όρια του Βερολίνου αλλά διότι δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο του καλού και του κακού, εφόσον το κάθε άτομο και πέρα από τα όρια της Γερμανίας. Επαιξε έχει τις δικές του επιθυμίες, που αντιστοιχούν πρώτο ρόλο κατά τον σχεδιασμό και την εκτέστις ανάγκες του. Στην οικονομία εκφράζεται λεση των μεγαλύτερων έργων υποδομής των κατά της κρατικής παρέμβασης και θεωρεί την φιλολογικών σπουδών, όπως είναι ο "Θησαυκαπιταλιστική τάξη ως τη μόνη παραγωγική και ρός της λατινικής γλώσσας" (ΤΛβεβυτυε κοινωνικά χρήσιμη τάξη, η οποία παρέχει ερΙίηςυαβ Ι3(ίη3β), το "Σώμα των Ελλήνων ιαγασία και βιοπορισμό στους εργάτες. Αλλα τρών" (Οοίρυε ΜθάίεοΓυπι Οίθαεοτυτη), τα του έργα: Πραγματεία περί βουλήσεως, Γενική "Αποσπάσματα των Ελλήνων ποιητών" (ΡοβίΒΓοαμματική. Λογική κ.ά. Γυτη θΓ3βοοωηη ΡΓβςπιβηίΒ), τα "Αρχαία ελληνικά σχόλια στον Αριστοτέλη" (ΟοΓηπηθηΙβηΒ ίη Βιβλιογρ.: Μαρξ Κ.. Η θεωρία της υπεραξίας (4ος τόμ. ΑήεΙοΙβΙβπι ΟτββοΒ) κ.ά. συλλογικά έργα και Κεφαλαίοι/).- δίθρβηονβ V.. ΟβεΙυΙΙύβ Ττβεγ. 1908. σειρές από κριτικές και ερμηνευτικές εκδόσεις Απ. Τζ. αρχαίων κειμένων, που αποτελούν ως σήμερα αναντικατάστατα εργαλεία σε κάθε φιλολογιντετερμινισμός, βλ. αιτιοκρατία κή έρευνα, ιδιαίτερα για όσους ασχολούνται Ντιγκνάγκα. Ινδός βουδιστής φιλόσοφος, ιειδικότερα με την Ιστορία της Φιλοσοφίας και Βιβλιογρ.: Βόλκιν Β. Π.. Το "αληθινό"σύστημα
τουΝτεσάν
77
Ντιλτάι των επιστημών της ελληνικής αρχαιότητας. ΣΤΟ πλαίσιο της ερευνητικής και οργανωτικής δραστηριότητάς του ο Ντιλς εξέδωσε ο ίδιος πολλά αρχαία κείμενα, μεταξύ των οποίων τους "Ελληνες δοξογράφους" (ΟοχοςΓβρήί ΟΓΒθοί, 1879,1965*), το ερμηνευτικό υπόμνημα του Σιμπλίκιου* στο έργο του Αριστοτέλη Φυσική ακρόασις (2 τόμοι, 1882-1895 = ΟΟΓΠ-
υπό τον ενιαίο όρο "ζωή" (ΙΘ&ΘΓΊ). Η τελευταία συνιστά την αφετηρία και το τέρμα της γνώσης. Πέραν αυτής τίποτε δεν υφίσταται- ούτε εγελιανά κοσμικά πνεύματα, ούτε υπερεμπειρικές ουσίες, ούτε πλατωνικά αιώνια αρχέτυπα με αυτόνομο οντολογικό δίβΐυδ. Η Φιλοσοφία, συνεπώς, όπως και οι λοιπές "Επιστήμες του Πνεύματος" (Οβίείβεννίεεθηδοί-οίίθη). τις οποίες ο Ντιλτάι θεώρησε σκόπιμο -κατά το πρότυιτ)θπΐ3ή3 ίη ΑπεΙοίβΙβπι ΟΓΒΘΟΒ, 9 και 10), τα πο του νεοκαντιανισμού*- να αντιδιαστείλει "Αποσπάσματα των φιλοσόφων ποιητών" (Ροβίβωπ) ρήίΙοεορήοΓυΓη ίΓ3ςιτιβηΐ3, 1901), τα σαφώς προς τις "Φυσικές Επιστήμες" (ΝβΙυΓ"Αποσπάσματα των Προσωκρατικών" (Ο/β «ίδδβπδοίιβίΐθπ), οφείλουν να εκπονήσουν μέΡΓΒΣΗΠΘΗΙΒ άθΓ \/0Γ30ΐ<Γ3ΐίΙ<6Γ, 3 τόμοι, 1903, θοδο συστηματικής καταγραφής, ταξινόμησης και αξιολόγησης των ανθρώπινων βιωμάτων 1972"), και το Οβ Γβωπι ηβΙυΓβ του Λουκρήτιστο σύνολό τους και να αποποιηθούν κάθε ου* (που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του, 1923πρόθεση εμπλοκής σε αδιέξοδες θεωρητικές 1924, με προλεγόμενα του Αϊνστάιν*). περιπλανήσεις, που με τη ρευστή σκοποθεσία Ε. Ν. Ρούσσος τους στομώνουν και νοθεύουν τον γνήσιο φιλοσοφικό και επιστημονικό εν γένει στοχαΝτιλτάι (ΟίΙ(ΐΊβν) Βίλχελμ (Μπίμπριχ, 1833 σμό. Ζάις, 1911). Εξέχων γερμανός φιλόσοφοςΣτην αποστολή τους πολύτιμη αποδεικνύεται η από τους πλέον μεθοδικούς υπερασπιστές της συνδρομή της Περιγραφικής ή "Κατανοούσας "φιλοσοφίας της Ζωής"* (Ιθ&βηερΜΝοδορϊιίθ), Ψυχολογίας"*, η οποία δια της μεθόδου του θεωρητικός της Μεθοδολογίας των "Πνευματι"κατανοείν" (νβΓδΙβΙΐθπ) επισημαίνει την ανεκών Επιστημών" (ΟθίδΙθδννίδδβηδοίιβΚβη), διαπάρκεια της επιφανειακής θεώρησης και επιμορφωτής και θεμελιωτής των καταστατικών θυμεί τη βαθύτερη εξοικείωση του μελετητή αρχών της "Κατανοούσας Ψυχολογίας"* τόσο με το ίδιο το εξεταζόμενο όσο και με τον (νβδίβίιβηάβ ΡεγεήοΙοςίβ). Σπούδασε στη Χαϊευρύτερο γλωσσικό, κοινωνικό και πολιτισμικό δελβέργη και Βερολίνο και ακολούθως διετέχώρο στα πλαίσια του οποίου αυτό εντάσσελεσε καθηγητής στη μέση εκπαίδευση. Από το ται. Η μεθοδολογική αρχή του "εξηγείν" 1864 (έτος ολοκλήρωσης της διδακτορικής (ΘΓΚΙΗΓΘΠ), αντίθετα, οι επιδόσεις της οποίας ετου διατριβής) και εξής επιδόθηκε σε προσπάξαίρονται από τους θεράποντες των φυσικοθεια αποσαφήνισης και συστηματοποίησης μαθηματικών επιστημών και δη κατά την ενατων κυριότερων επιστημονικών του θέσεων. σχόλησή τους με την μελέτη των φυσικών φαιΤο 1882 κατέλαβε την έδρα του απερχόμενου νομένων και των αιτιωδών σχέσεων που τα καΛότζε" στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, θέση θορίζουν, ατονεί κατά τη διαδικασία διερεύνηπου διατήρησε έως και το 1905. σης και ερμηνείας του ανθρώπινου πολιτισμιΑν και το πρελούδιο της ντιλταικής φιλοσοφικοιστορικού βίου. κής προβληματικής εγκλείει ευκρινή δείγματα Η προαναφερθείσα συλλογιστική του Ντιλτάι, ρομαντικών και ιδεαλιστικών κυριότατα επιρπου εφαρμόστηκε από τον ίδιο και στον τομέα ροών, εν τούτοις σύντομα και υπό την επενέρτης Λογοτεχνικής Ερμηνευτικής, διατρέχει μια γεια των κατευθυντήριων αρχών του θετικιπληθώρα σύγχρονων φιλοσοφικών (Η6Κ)β9σμού*, ο γερμανός φιλόσοφος έσπευσε να κα9βΓ*. ϋ35ρβΓ5', ΟΓΐβςβ γ ΟβδδβΙ') και παιδαγωγιταγγείλει τις αλλόκοτες και αυθαίρετες συλκών (δρΓβπςβΓ*, ΙίΗ) συστημάτων ένας κάθε λήψεις των μεταφυσικά προσανατολισμένων άλλο παρά πενιχρός απολογισμός για τον πρωφιλοσοφικών συστημάτων. Για τον εκ πεποιθήτοπόρο γερμανό στοχαστή. Εργα: "Οβδβπισεως εμπειριστή και δεδηλωμένο πολέμιο των ΓΠθΙΙβ δοϊιπΚβη", Ι_6ίρδί9, 1919-1936, 12 τόμοι. υπερβατικών θεωριών Ντιλτάι, καμμιά εννοιοΒιβλιογρ.: 5ρΓ3Π96Γ Ε . IV. ΟιΙΙΙίβγ. ίθίρεις. 1912 - Ηού^ββ λογική κατασκευή, συμβατική επινόηση ή τυΗ. Α.. IV. ΟίΙΙΙΐθγ: Αη ΙηΙίοόυοΙίοη, ίοηΟοη. 1944.- ΤυΙΙΙβ Η ποποιημένο λογικό σχήμα δεν δύναται να υποΝ.. IV. ΟιΙΙΓιβγ'ε ΡΝΙοεορΗγ οΙ ΗϊεΙοήβΙ υηύβείΓβηόίηρ. Α καταστήσει την ίδια την ψυχολογική συνείδησιΙΚ3ΐ 3Π3ΐγεΐ5. ίβιείβη. 1969. ση με το περιεχόμενο της, το σύνολο των ανΣταυρούλα Ν. Σκιαδοπούλου θρώπινων "βιωμάτων" (ΕΜβ&πίδ), ό,τι με άλλα λόγια ο γερμανός στοχαστής συμπεριέλαβε Ντιντερό (ϋβηίδ ΡίάβΓοΙ, 1713-1784). Γάλλος
78
Ντιούι φιλόσοφος και διαφωτιστής*, αρχισυντάκτης και εκδότης της Εγκυκλοπαίδειαςπου άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη της κοινωνικής - πολιτικής σκέψης κατά τον 18ο αιώνα στη Γαλλία. Στη φιλοσοφία ο Ντιντερό πέρασε από τον ντείσμό* και τον ηθικό ιδεαλισμό στον φιλοσοφικό υλισμό* και την αθεΐα. Στη μηχανιστική - υλιστική αντίληψή του για τη φύση -που συμμερίζονταν και άλλοι εκφραστές του Διαφωτισμού*, όπως ο Ι_3ΓΠΘΗΠΘ* και ο ΗοΙ&βοίι'- ο Ντιντερό πρόσθεσε κάποια στοιχεία διαλεκτικής*, λ.χ. για τη σχέση "ύλης"* και "κίνησης"*. Έκανε λόγο για μια καθολική (γενικευμένη) αισθητικότητα της ύλης, για να εξηγήσει πώς η μηχανική κίνηση μορίων της ύλης προκαλεί και δίνει περιεχόμενο στις "αισθήσεις"*. Αναπτύσσοντας μια υλιστική θεωρία για τις ψυχικές λειτουργίες, έγινε πρόδρομος της θεωρίας της "αντανάκλασης"* (των ανακλαστικών). Κατά την άποψή του, ο άνθρωπος και όλα τα ζώα έχουν την ικανότητα να αισθάνονται και να απομνημονεύουν τις πληροφορίες των αισθήσεων. Στην επιστημολογία* ο Ντιντερό, απορρίπτοντας κάθε ιδεαλιστική ερμηνεία για αυτόματη γένεση ιδεών και σκέψης, υποστήριζε ότι η νόηση είναι επεξεργασία και οργάνωση των δεδομένων της εμπειρίας*, τα οποία έχουν μεταξύ τους σχέση αιτιακή* ή συμβατική - συνειρμική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι εικόνες που κομίζουν οι αισθήσεις* είναι απλά αντίγραφα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Προώθησε ο Ντιντερό τις αντιλήψεις του ΡΓ. Ββεοπ" περί γνώμης και γνώσης, ότι παράγονται από τις αισθήσεις αλλά υπερβαίνουν την εμπειρία", γιατί παρεμβαίνει η δημιουργική δραστηριότητα της νόησης (δβπδβΐίοη ρΐυδ ΓέίΙβοΙϊοη). Ο Ντιντερό δημοσίευσε πολλά έργα επικριτικά για τη θρησκεία" και ιδιαίτερα για την καθολική εκκλησία και ήταν σε μόνιμη σύγκρουση προς τη φεουδαρχική εξουσία και την ιδεολογία της. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς του διέθεσε για την έκδοση των τόμων της Εγκυκλοπαίδειας, για την οποία γνώρισε συχνά και τη φυλακή. Η συμβολή του δεν περιορίζεται μόνο ή κυρίως στη στρατολόγηση ή ενθάρρυνση συνεργατών, των πιο φημισμένων πνευμάτων της εποχής του, αλλά εκτείνεται και στο γεγονός ότι ο ίδιος έγραφε και όλα τα λήμματα που δεν έπαιρναν άλλοι συνεργάτες· έτσι έγραψε και για όλα τα "ταπεινά" επαγγέλματα· και έγραψε γι' αυτά με
σεβασμό και ζήλο, γιατί πρέσβευε ότι ο άνθρωπος με τα χέρια του παράγει θαυμάσια πράγματα, προάγει και τη σκέψη του και βελτιώνει τον κόσμο του. Ο Ντιντερό για τον λόγο αυτό σύχναζε στα βιοτεχνικά εργαστήρια και δούλευε μαζί με τους χειρώνακτες, για να καταλάβει πώς χειρίζονται τα εργαλεία που δημιουργεί το ανθρώπινο χέρι. Το πρώτο βιβλίο του Ντιντερό είχε τίτλο Φιλοσοφικές Σκέψεις, κυκλοφόρησε με ψευδώνυμο, αλλά κατασχέθηκε γιατί θεωρήθηκε αντιχριστιανικό, αφού ο συγγραφέας του αρνείται τα θαύματα, την αποκάλυψη και ό,τι άλλο μη αληθοφανές (άρα, όλα τα ιερά βιβλία). Το πιο χαρακτηριστικό έργο του έχει τίτλο: Επιστολή για τους τυφλούς προς χρήση εκείνων που βλέπουν. Θέμα του: η ιστορία ενός άγγλου τυφλού, που με τη βοήθεια των χεριών του έμαθε γεωμετρία και έγινε καθηγητής μαθηματικών στο ...ΟβπΊ&ποΙςβ! Πώς μπόρεσε; με τις αισθήσεις. Το συμπέρασμα όπου οδηγεί ο συγγραφέας: δεν αληθεύει το καρτεσιανό "σκέπτομαι, άρα υπάρχω", αλλά "αισθάνομαι, άρα υπάρχω", με όλες τις συνέπειες που συνεπάγεται αυτή η τροποποίηση για τη γνωσιολογία*, την αισθητική*, τη μεταφυσική*, την αθεμελίωτη πια θρησκευτική πίστη, τον γενικό φιλοσοφικό προσανατολισμό από τον ατεκμηρίωτο ιδεαλισμό* προς τον φιλοσοφικό υλισμό*. Βιβλιογρ.: Κ. Θεοφάνους. Ντιντερό (στη σειρά "Οι Μεγά-
λοι Αμφισβητίες", εκδ. Χ. Χριστακόπουλος. 1990).
Φ. Κ. Βώρος
Ντιούι Τζων (ϋβννβγ, 1859-1952). Αμερικανός ιδεαλιστής φιλόσοφος και παιδαγωγός. Ηταν οπαδός του "πραγματισμού"" (ρΓβςΓτιβΙίδίτιυδ), τον οποίο θεμελίωσε ο ΡίβΓοβ" (1839-1914) και ανέπτυξε ο ϋβπίΘδ* (1842-1910), και κατά τον οποίο αληθινό είναι καθετί το οποίο αποδεικνύεται ωφέλιμο για τη σκέψη μας. Ο Ντιούι, ξεκινώντας από την άποψη ότι οι έννοιες και οι σκέψεις γενικά λαμβάνονται όχι ως απόλυτες και αμετάβλητες αλήθειες αλλά απλά ως όργανα για την επιτέλεση κάποιων μελλοντικών πραγμάτων, ανέπτυξε μια νέα παραλλαγή του πραγματισμού", τον "οργανικισμό"* (ίηδίτυΓΠΘηΐ3ΐίδΐηυδ), καθώς και τον "λειτουργισμό"" (ίοηοΐίοηβΐίδίπυδ), με βάση την αρχή ότι, για να καταστούν αληθινές οι γνωστικές αξίες, πρέπει αυτές να λειτουργήσουν με επιτυχία στη ζωή. Διότι αξία έχει μόνον ό,τι προάγει τη ζωή μας. Ως εκ τούτου κάθε γνώση πρέπει να εκτιμάται σύμφωνα με τα πρακτικά της αποτελέ-
79
Ντίσγκεν σματα, με τη χρησιμότητά της. Με τον τρόπο αυτό ο πραγματισμός και ο οργανικισμός του Ντιούι παίρνουν χαρακτήρα κοινωνικό και ανθρωπολογικό, ενώ η φιλοσοφία συνδέεται με την παιδεία, διότι ο άνθρωπος δεν επιδιώκει μέσω αυτής να αποκτήσει θεωρητικές γνώσεις για το σύμπαν, αλλά να καλυτερεύσει τις συνθήκες διαβίωσής του, δημιουργώντας μια νέα κοινωνική τάξη. Γενικότερα, ο Ντιούι κατακρίνει τόσο τον υλισμό*, όσο και τον ιδεαλισμό", διότι οι κοσμοθεωρίες αυτές αντιμετωπίζουν με μονομέρεια την πραγματικότητα του κόσμου. Επίσης απορρίπτει τον μονισμό" (υπαγωγή των πάντων σε μιαν αρχή) και δέχεται τον πλουραλισμό* (ύπαρξη πολλών αρχών). Έργα του: Εεεβγε ίη βχρβηΓηβηΙβΙ, 1918.-
δημοσιολόγος, βοηθός και οπαδός του Τσερνισέφσκι*. Στη φιλοσοφία υιοθετούσε τις ανθρωπολογικές θέσεις του υλισμού του Φόυερμπαχ*. Υποστήριζε τη θέση της ενότητας σώματος και ψυχής στον άνθρωπο, θεωρούσε τη συνείδηση προϊόν της σωματικότητας. Ωστόσο, θεωρούσε επίσης ότι η ψυχή είναι η δύναμη που ζωντανεύει όλο το σωματικό στοιχείο στον άνθρωπο:"... η ψυχή δεν ενώνεται με εξωτερική σύνδεση με το σώμα..., αλλά συγχωνεύεται μ' αυτό αναγκαστικά, σταθερά και άρρηκτα, το διαπερνάει όλο και παντού έτσι, ώστε χωρίς αυτή την εμψυχωτική δύναμη δεν είναι δυνατόν να φανταστεί τον εαυτό του ένας ζωντανός ανθρώπινος οργανισμός" ("Διαλεχτά φιλοσοφικά έργα", τ. 2, Μόσχα, Ηαπηβη ηβΐυτβ ζηά οοηάυοΐ, 1930.- ΡίοόΙβΓηε ο( 1958, σ. 237). Στο ζήτημα του συσχετισμού υωβη, 1946.- ΠθοοηείΓυεΙίοη ίη ρΝΙοεορϊιγ, ποκειμένου και αντικειμένου υποστήριζε την 1957.- Εχρβήβηοβ αηό ΠΒΐυΓβ, 1958. άποψη, σύμφωνα με την οποία το περιεχόμενο της συνείδησης καθορίζεται από τον εξωτεριΒιβλιογρ.: ΟΘΊΣΒΓ Ο. η., Λ. Οβν/βγ ιη ρβτερβοΐίνβ. 1958.0έΙΜ3ΐΙβ 6.. ί'ιά6βά'βχρέήβηοβάβηε 13ρΜοεορΙιϊβάβ κό κόσμο των πραγμάτων:"... ο άνθρωπος δεν Οβηβγ. 1966 - ΒθΓη3(θίη Β.. Λ. Οβν/θγ. 1967.- 3θΓΤΐ|βθ Α. αναπτύσσει από μέσα του τις έννοιες, αλλά τις Η.. 77)β ροΙιίίοβΙ Ιήβοτγ ο! Οβ\νβγ. 1968 - 0ΐ3ρ3Γ&<)θ Εό.. λαμβάνει από τον εξωτερικό κόσμο" (στο ίδιο, 13 ρββάΒςοςιβ άβ Ωβν/βγ, 1913 - Βιρρβ Ρ.. Ο/β σ. 251). Ρ3θά39<χ;ιΙ< Λ. Οβηβγε .... 1934 - 3ΓΠΙΙΙΙ Μ., υ. Οβν/βγ 3ηά Στις κοινωνιολογικές αντιλήψεις (άρθρο Η ζωή π)0Γ3ΐ θόυϋ3ΐίοη. 1939 κ.ά. του Μωάμεθ} κριτικάρει την αντίληψη για τον Αη. Τζαφερόπουλος αποφασιστικό ρόλο της εξέχουσας προσωπικότητας στην ιστορία. Σε ό,τι αφορά το μέλλον ΝτΙτσγκεν Ιωσήφ (ΟιΙζςβη, 1828-1888). Γερματης Ρωσίας, ο Ντομπρολιούμποφ, όπως και ο νός υλιστής φιλόσοφος. Κάτω από την επίδραΤσερνισέφσκι, υπολόγιζε στην αγροτική επαση του Φόυερμπαχ" εξελίχθηκε σε πολέμιο της νάσταση. φιλοσοφικής μεταφυσικής* και της θρησκεί-
ας*, αλλά με αυτοτέλεια, μέσω των συμπερασμάτων των ερευνών του, οδηγήθηκε στην υλιστική διαλεκτική*, προηγούμενος στον τομέα αυτό του Μαρξ*, και μόνον αργότερα δέχθηκε την επίδραση του μαρξισμού*. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη θεωρία της γνώσεως* και, με την υπερβολή που επέδειξε στον βαθμό της σχετικότητας της γνώσης, έφθασε στον "αγνωστικισμό"". Από τις θεωρίες του λείπει συχνά η συνέπεια και παρατηρούνται ορισμένα λάθη, καθώς και ανακρίβειες στην ορολογία, όπως λ.χ. η ταύτιση συνείδησης και ύλης. Εργα του: Η ουσία της πνευματικής εργασίας του ανθρώπου (1859).- Περίπατος ενός σοσιαλιστή στην περιοχή της γνωσιοθεωρίας (1887).
Βιβλιογρ.: Αντρέγεφ Ν.. Ο διαλεκτικός υλισμός και η φιλοσοφία του Ιωσήφ Ντίτσγκεν (1907).- Βόλκοβα Β.. Ιωσήφ Λ/πΤσγκεν(1961). Απ. Τζ.
Ντομπρολιούμποφ Νικολάι Αλεξάντροβιτς (1836-1861). Ρώσος λογοτεχνικός κριτικός,
80
Θεοχ. Κεσσίδης
Ντοντς (ϋοάάδ) Ερικ Ρόμπερτσον (18931979). Βρετανός αρχαιοελληνιστής. Με ευρύ πνευματικόν ορίζοντα και πεδίο γνώσεων, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την επική και την τραγική ποίηση των αρχαίων, με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία των κλασικών και των μετακλασικών χρόνων, ιδιαίτερα με τον Νεοπλατωνισμό*' μελέτησε κυρίως το εξω-λογικό στοιχείο στη ζωή των αρχαίων, και ειδικά το φαινόμενο του λεγόμενου Απολλώνιου* και Διονυσιακού* πνεύματος, παίρνοντας υπόψη του τις σχετικές θεωρίες από τον Νίτσε* και έπειτα ως τις πιο σύγχρονες ανθρωπολογικές και ψυχολογικές έρευνες. Κυριότερα έργα του: Ανθρωπισμός και τεχνοκρατία στις ελληνικές σπουδές (ΗυΓΠ3ηί5ΓΠΘ 3πά Τβοίιπίςυθ ίη ΟΓΘΘΚ δΐυάίβε), Οι Έλληνες και το παράλογο (Τήθ ΟΓθβΚδ 3ηά ΙΜΘ ΐΓΓβΙίοηβΙ), Η αρχαία έννοια της προόδου (Τϊιβ Αηάβηί ΟοηοβρΙ ο( ΡΓοςΓθδε). Ε. Ν. Ρούσσος
Ντρις Ντοστογιέφσκι Φιόντορ Μιχάηλοβιτς (18211881). Ρώσος συγγραφέας, στοχαστής, δημοσιολόγος. Η κοσμοθεωρία του διαμορφώθηκε στη δεκαετία του 1840 υπό την επίδραση του Μπιελίνσκι και του γάλλου ουτοπιστή σοσιαλιστή Σαρλ Φουριέ*. Το 1849 ο Ντοστογιέφσκι, για τη συμμετοχή στον όμιλο του ουτοπιστή σοσιαλιστή Μ. Β. Πετρασέφοκι', παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε μαζί με άλλα είκοσι δύο άτομα σε θάνατο. Την τελευταία στιγμή, πριν από την εκτέλεση, η θανατική ποινή μετατράπηκε σε κάτεργα στη Σιβηρία. Η γνώση της "εμπειρίας του τέλους" κατά την εικονική εκτέλεση και η άμεση επαφή στα κάτεργα με το αλογικό στοιχείο του κόσμου του εγκλήματος προκάλεσε στον Ντοστογιέφσκι, σύμφωνα με τα λόγια του, "αλλαγή των πεποιθήσεων". Στο επίκεντρο των αντιλήψεων του συγγραφέα βρίσκεται ο άνθρωπος, η αξία της ελευθερίας του και της προσωπικότητας, τα μύχια της ανθρώπινης ψυχολογίας και των ανθρώπινων βασάνων. Στη λογοτεχνική απεικόνιση των τελευταίων, ο Ντοστογιέφσκι είναι απαράμμιλος. "Μάλλον δεν υπάρχει άλλος τέτοιος συγγραφέας, που να βασανίζει τόσο ανελέητα τους αναγνώστες του ... με το ότι διεισδύει ως το βάθος του χάους της ανθρώπινης ψυχής και αφηγείται για τα πάντα που εκεί βλέπει" (Α. ΙυΙΐΊΘΓ, Οβε&ίοΜβ άθΓ ίυεείβεοήβη ίί(βΓ3ΐυΓ. 1924). Αναζητώντας τις ανθρωπολογικές ρίζες του κακού, ο Ντοστογιέφσκι καταλήγει στο συμπέρασμα ότι"... το κακό κρύβεται στην ανθρωπότητα βαθύτερα απ' ό,τι νομίζουν οι ιατροί-σοσιαλιστές", ότι σε "κανένα κοινωνικό σύστημα δεν θα αποφευχθεί το κακό ..." (Απαντα, τ. 12, 1929, σ.210). Ταυτόχρονα, δεν θέλει να πιστεύει πως το κακό είναι "φυσιολογική κατάσταση των ανθρώπων" (στο ίδιο, σ. 122). Ο Ντοστογιέφσκι βλέπει τη διέξοδο από τις αντιφάσεις της ζωής στην ηθική τελειοποίηση του ανθρώπου. Για να διερευνήσει τα μύχια της ανθρώπινης φύσης και να λύσει τα αινίγματα του κόσμου, ο Ντοστογιέφσκι υποβάλλει σε "σκληρά" πειράματα τους ήρωες, περιγράφει οριακές καταστάσεις, στις οποίες βρίσκεται ο άνθρωπος και στις οποίες η προσωπικότητά του παθαίνει πλήρη αποτυχία. Το κακό αποδεικνύεται αναπότρεπτο. Έτσι, το "τα πάντα επιτρέπονται" του Καραμάζοφ εμπεριέχει όχι μόνο ένα θρησκευτικό-ηθικό πρόβλημα, αλλά, όπως και στο "παρεκτρέπομαι" του Ρασκόλνικοφ, κρύβεται η
Φ.Α., Δ-6
δίψα για αυτοαποκάλυψη, αυταπόδειξη της ελευθερίας βούλησης, θέλησης, ιδιοτροπίας. Αυτό αποδεικνύεται με το να παραβιάζονται οι κοινωνικοί κανόνες (σκεπτόμενος το φόνο, ο Ρασκόλνικοφ, μεταξύ άλλων, λύνει το πρόβλημα: "θα μπορέσω ή δεν θα μπορέσω", δηλαδή ο φόνος πρέπει να γίνει η λυδία λίθος της ανεξαρτησίας της σκέψης του, της ελευθερίας, της "αυτοτέλειας" της απόφασης, της ενέργειας). Ωστόσο, αν η αυθαιρεσία είναι πράγματι το πολυτιμότερο στον άνθρωπο, τότε, για να είναι αναμφισβήτητη αυτή η απόδειξη για τον ίδιο, οφείλει να θυσιάσει κάτι το μεγαλύτερο από την ευημερία ή τη ζωή άλλου ανθρώπου. Ολη η ζωή πρέπει να παιχτεί όλα για όλα. Επιχείρημα εδώ αποτελεί το θύμα και κριτήριο της αλήθειας ο θάνατός του. Η ελευθερία επιτυγχάνεται (και κατανοείται) τη στιγμή που η θέληση κατευθύνεται συνειδητά προς την αυτοκτονία, και αυτή τη στιγμή ανάμεσα στη ζωή ο άνθρωπος πρέπει να νιώσει, με όλη την ύπαρξή του, ότι "τόλμησε", αποφάσισε για την πιο σημαντική απόδειξη της ελευθερίας του. Αφού αποφάσισε να αυτοκτονήσει χωρίς καμία εξωτερική αιτία και ξένα επιχειρήματα, σημαίνει ότι πράγματι είναι ελεύθερος. Ο Ντοστογιέφσκι επέκρινε δριμύτατα τις σοσιαλιστικές θεωρίες (μυθιστόρημα Οι δαιμοννισμένοι). Σε αντιδιαστολή με τον υλισμό* και τον θετικισμό*, φρονούσε ότι ο άνθρωπος δεν είναι μηχανική "βίδα", που διευθύνεται από εξωτερικές δυνάμεις, αλλά ανεξάρτητο ελεύθερο ον, το οποίο ακόμα και στις πιο δυσμενείς συνθήκες έχει την ευθύνη για τις πράξεις του. Οι ιδέες του Ντοστογιέφσκι, εκφρασμένες σε καλλιτεχνικές εικόνες, αποτέλεσαν μια από τις πηγές του υπαρξισμού*. θεοχ. Κεσοίδης
Ντουνς Σκώτος Εριγένης, βλ. Εριγένης Σκώτος Ντρις Χανς ρπββείι, 1867-1941). Γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος και βιολόγος. Βιολογικά του πειράματα κλόνισαν την πίστη του στην γνωστική αξία της πειραματικοαναλυτικής προσέγγισης και στη δαρβίνειο θεωρία, την οποία είχε διδαχθεί από τον Χαίκελ*. Με την πεποίθηση πλέον ότι είναι αδύνατη η ερμηνεία της ζωής με τη μηχανική θεωρία και ότι ο σχηματισμός της μορφής στους οργανισμούς δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί από φυσικοχημικές αιτίες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρέπει
81
ντυάνα να αναζητηθεί άλλος παράγοντας, μη υλικός, μη αισθητός, τον οποίο ονόμασε με τον αριστοτελικό όρο "εντελέχεια"* και έτσι έγινε ένας από τους κυριότερους ιδρυτές του νεοβιταλισμού (νεοζωισμού). Η νέα αυτή άποψή του τον οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας μεταφυσικής, με αντικείμενο της έρευνάς του την έννοια του θεού, τον θάνατο, την αθανασία και την ελευθερία της βουλήσεως. Κυριότερα έργα του: Η μαθηματικομηχανική θεωρία μορφολογικών προβλημάτων της βιολογίας (1891).- Η βιολογία ως αυτοτελής θεμελιώδης επιστήμη.- Ο βιταλισμός ως ιστορία και ως θεωρία.- Μεταφυσική κ.ά. Βιβλιογρ.: ΜοοθΚ Η.. Μ/Λθ/ΊΤ) Πουχ. Η3Π$ Ωηθ$οΚ, ΫΘΠ3, 1974.
Απ. Τζ.
ντυάνα. Ορος του γιογκικού μυστικισμού, ο οποίος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την κατάσταση του διαλογισμού, ένα στάδιο πριν από την τελική κατάσταση του "αυτοβυθισμού" (σαμάντι). Η κατάσταση της ντυάνα, δηλαδή του διαλογισμού, είναι μια ενδιάμεση δραστηριότητα της εσωτερικής αίσθησης. Πρόκειται για έναν ψυχικό κραδασμό που κινείται με τη μορφή ενός ρεύματος, σταματά και συνεχίζει έπειτα να διαπερνά την ύπαρξη. Το εγώ αποκαλύπτεται προς στιγμή και εξαφανίζεται μετά πάλι παρά την αυτοσυγκέντρωση της εσωτερικής αίσθησης. Μετά από αυτό ακολουθεί η ολοκλήρωση με την είσοδο στην κατάσταση του αυτοβυθισμού. Βιβλιογρ.: Η. ΖίπΊΠΊβΓ, Ρ/?//050ρΛ/β υπό ΡθΙιςιοη
Ιηάίβηε,
ΡΓβηΚΙυιΙ 3Γη Μβϊη. 1973.
Αλέξ.
Καριώτογλου
Ντυέμ Πιερ Μωρίς (Ουίΐθπη ΡΙΘΓΓΘ Μβυποθ, Παρίσι, 1861 - Καμπρεσπίν, 1916). Γάλλος φυσικός, μαθηματικός και φιλόσοφος της Επιστήμης, ο οποίος τόνισε την ιδιαίτερη σημασία της ιστορίας της νεότερης επιστήμης. Ο Ντυέμ βάσιζε την ιστορία της Επιστήμης στην εξελικτική παρουσίαση μεταφυσικών εννοιών υποστήριζε επίσης ότι ο ρόλος της θεωρίας στην επιστήμη έγκειται στη συστηματοποίηση σχέσεων ή αλληλεξαρτήσεων παρά στην ερμηνεία των ίδιων των φαινομένων. Σπουδαίο ήταν το συγγραφικό του έργο. Δημοσίευσε τρία ογκώδη έργα: Μελέτες για τον Λεονάρντο ντα Βίντσι (ΕΙυάθδ δυτ Ιθοηβι-ά <3Θ νίηα)· Φυσική θεωρία: Ο αντικειμενικός της σκοπός και η δομή της (Ι_3 Νιόοπθ ρΓιγδίςυβ, δοη ο&ζβΐ θΐ 83
62
δίτυοίυτβ) και Το κοσμολογικό σύστημα: Ιστορία των κοσμολογικών θεωριών από τον Πλάτωνα ως τον Κοπέρνικο ( ί ο δγείόΓπβ εοδΓποΙοςίςυβ: ΗίδΙοίτβ άβδ άοοίπηβδ οοεπηοίοςίςυβδ, άβ Ρΐ3(οη ά Οορβτηίο). Γ.
Οικονόμου
Ντυμπουά Ραιυμόν ( ϋ υ Βοίε ΡβγηιοηοΙ, 18181895). Γερμανός φυσιολόγος, ένας από τους ιδρυτές της πειραματικής φυσιολογίας. Συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που είχαν εξεγερθεί στη Γερμανία κατά των υλιστικών θεωριών, οι οποίες υποστήριζαν τη στενή και μονόπλευρη υλιστική εξήγηση της ζωής και του κόσμου. Απέναντι στη θεωρία του Δαρβίνου*, περί της εξελίξεως των ειδών, διατύπωσε μεγάλες επιφυλάξεις, λέγοντας ότι αυτή παρουσιάζει πολλά κενά και αβεβαιότητες. Ο Ντυμπουά όμως έμεινε κυρίως γνωστός με τη διατύπωση των "επτά αινιγμάτων του κόσμου" (1882). Πρόκειται για τα προβλήματα που τότε έμεναν άλυτα από την επιστήμη και τη φιλοσοφία και ήταν τα εξής: της αρχής της κινήσεως, της ουσίας και της δυνάμεως, της συστάσεως του αισθήματος, της ελευθερίας της βουλήσεως, της αρχής της ζωής, της σκοπιμότητας των έμβιων όντων, της συστάσεως του νοείν και της αρχής της γνώσεως. Από τα προβλήματα αυτά έλεγε ότι άλλα επιδέχονται λύση και άλλα όχι. Αλυτα κατ' αυτόν είναι τα τέσσερα πρώτα, τα οποία αγνοούμε και θα τα αγνοούμε (ίςηοΓβιπυδ βΐ ίςποΓβόίπυδ). Ε ρ γ α του: Περί του ζωικού ηλεκτρισμού, Περιγραφή μερικών μεθόδων ηλεκτροφυσιολογιών ερευνών, Οι ιδέες του Λάιμπνιτς στις σύγχρονες επιστήμες κ.ά. Απ Τζ.
Ντύρινγκ (Ούίιπης) Ευγένιος (1833-1921). Γερμανός καθηγητής της μηχανικής, φιλόσοφος και οικονομολόγος. Οι φιλοσοφικές του απόψεις αποτελούν ιδιότυπο συνονθύλευμα θέσεων του θετικισμού*, του μηχανιστικού και χυδαίου υλισμού* και του καντιανισμού. Κατά τη φιλοσοφία του, ως απριόρι διδασκαλία περί των υπέρτατων ή τελικών αληθειών, ο κόσμος δεν έχει τέλος αλλά μόνο αρχή στον ανεξάρτητο από την ύλη χρόνο, η οποία συνίσταται στη μετάβαση από την απόλυτη ηρεμία στην κίνηση, μέσω της ενυπάρχουσας στην ύλη "μηχανικής δύναμης". Ερμηνεύει ιδεαλιστικά την κοινωνία", θεωρώντας ως αιτία της κοινωνικής ανισότητας και της εκμετάλλευσης τη βία. Η σοσιαλιστική προοπτική της κοινωνίας θα πρέ-
Ντυρκαίμ πει, κατά τον Ντύρινγκ, να αποκλείει τις επαναστατικές μεθόδους και να ακολουθεί το πρότυπο της οργάνωσης συνεταιρισμών των μικρών παραγωγών (κατά τον μικροαστικό σοσιαλισμό του Προυντόν'). Εναντιώθηκε στην οικονομική, φιλοσοφική και πολιτική θεωρία του μαρξισμού* και τελικά προσχώρησε σε αντισημιτικές και ρατσιστικές θέσεις. Η υστεροφημία του οφείλεται κατά πολύ στο γεγονός ότι αποτέλεσε την αφορμή για τη συγγραφή του κλασικού έργου του Φ. Ένγκελς* Αντι-Ντύρινγκ'. Έργα του: ΝθΙυίΙϊεήβ ΩΪ3ΐθΜίΚ, ΒβΓίίπ, 1865.- ΟυΓευε άβΓ ΡΝΙοεορήίβ ..., Ιβίρζϊς, 1875.- ΙοςίΚ υπό ννίεεβηεοήβηεΙΗβοπβ, Ι_βϊρζϊ9, 1905. Δ. Πατελης
Ντυρκαίμ Εμίλ (ΟυΓΚϊΐθίΓΠ ΕιτιίΙβ, 1858-1917). Γάλλος κοινωνιολόγος. Είναι ο πρώτος κοινωνιολόγος που απέκτησε πανεπιστημιακή έδρα (Μπορντώ, 1887). Η επιρροή του στην Κοινωνιολογία* σφραγίστηκε με την ίδρυση "σχολής", που εδραίωσε την κοινωνιολογική σκέψη σε παγκόσμια κλίμακα. Ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η σκέψη και το έργο του ϋυΓίΦβίπι είναι η σχέση ατόμου και κοινωνίας. Το ερώτημα που κυριαρχεί είναι "πώς ένα αθροισμα ατόμων καταφέρνει να συνυπάρχει και να συγκροτεί κοινωνίες". Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει τις ρίζες της στην αντίληψη του ΟυτΜιβίιτι για την κοινωνία: την αντιλαμβάνεται ως μια ηθική κοινότητα. Πάνω από τα άτομα υπάρχει μια δύναμη, η οποία χάρη στον καταναγκασμό που ασκεί στα κοινωνικά υποκείμενα εξασφαλίζει την κοινωνική ισορροπία και συνοχή. Πρόκειται για την έννοια της "συλλογικής συνείδησης", δηλαδή το σύνολο των πίστεων και συναισθημάτων μιας κοινωνίας, που κάθε άτομο μαθαίνει στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης και αποτελεί την πυξίδα της συμπεριφοράς του. Η συλλογική αυτή συνείδηση δεν είναι απλά το άθροισμα των ατομικών συνειδήσεων, αλλά η ψυχή ολόκληρης της κοινωνίας που συνδέει μεταξύ τους όχι μόνο μεμονωμένα υποκείμενα, αλλά και διαδοχικές γενιές. Η σύλληψη αυτή του ϋυτΙΦβίΓτι για τη συλλογική συνείδηση τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως το πρότερο είναι η κοινωνία και όχι το άτομο. Το τελευταίο καθορίζεται από τη συλλογική πραγματικότητα και δεν είναι παρά η έκφραση της ίδιας της κοινότητας στην οποία το κοινωνικό υποκείμενο ανήκει. Οσο πιο αδιαφοροποίητες οι κοινωνίες, τόσο
είναι μεγαλύτερη η ταύτιση ατόμου και κοινωνίας. Στις λεγόμενες πρωτόγονες κοινωνίες η έννοια του ατόμου είναι ανύπαρκτη, η διαφοροποίηση μεταξύ των κοινωνικών υποκειμένων μηδαμινή. Αυτά μοιράζονται κοινές πίστεις και αξίες. Αντίθετα, στις σύγχρονες κοινωνίες διαπιστώνει κανείς, κατά τον ΟυΓΚήθϊΓΠ, μια διαταραχή στις σχέσεις ατόμου και κοινωνίας. Κι αυτό, γιατί οι κοινωνίες αυτές, με την προώθηση και τον υπερτονισμό του ατομισμού*, δεν είναι πλέον σε θέση να μεταδώσουν στα άτομα κοινές πίστεις και αξίες, με αποτέλεσμα να διαρηγνύεται ο κοινωνικός ιστός, να χαλαρώνουν οι δεσμοί ατόμου και κοινωνίας και το άτομο να χάνει τον προσανατολισμό του. Πρόκειται για φαινόμενα που ο ϋυΓΚΓΐθϊΓΓ) απέδωσε με την έννοια της ανομίας*. Ως κλασικός θετικιστής, ο ΟυτΚΙιβίπι αντιλαμβάνεται την Κοινωνιολογία ως "πρακτική" επιστήμη. Μια επιστήμη που θα είναι σε θέση να παρατηρεί τα κοινωνικά γεγονότα και φαινόμενα ως "πράγματα", σύμφωνα με το υπόδειγμα των θετικών επιστημών, και θα εξαγάγει συμπεράσματα εφαρμόσιμα και ικανά να συμβάλλουν στη λύση των κοινωνικών προβλημάτων και τη βελτίωση των όρων ζωής των ανθρώπων. Η ταραγμένη κοινωνικά εποχή του (έντονες κοινωνικές ανακατατάξεις και ταραχές) καθιστά κατανοητή την αγωνία του ΟυτΚ&ΘίΓη για την κοινωνική συναίνεση και συνοχή, καθώς και την προσπάθειά του να διατυπώσει υποδείγματα υπέρβασης ανομικών καταστάσεων (χαλάρωση του κοινωνικού ιστού και της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων), που χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες της εποχής του και ιδιαίτερα τη γαλλική κοινωνία. Η προσπάθεια αυτή οδηγεί στη σφυρηλάτηση μιας άλλης, κυρίαρχης στο έργο του ΟυιΊΦβίπι, έννοιας, εκείνης της "αλληλεγγύης". Η αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας μπορεί να συντελεστεί μόνο αν ορισμένα "παθολογικά" φαινόμενα, όπως ο άκρατος εγωισμός και ο κοινωνικός ανταγωνισμός, εκλείψουν. Κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτά, κατά τον ΟυτΚήβίπΊ, στο πλαίσιο των επαγγελματικών ενώσεων (συντεχνιών). Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που θα μπορούσε να συμβάλει στην ενδυνάμωση της συλλογικής συνείδησης και της αλληλεγγύης θα ήταν η θρησκεία, όχι στην παραδοσιακή της μορφή, αλλά με τη μορφή μιας ιδεολογίας, έκφραση της "οργανικής" συλλογικής πραγματικότητας, ένα είδος κοινωνικής συνείδησης. Κι αυτό, γιατί κατά τον ΟυτΚΙιβίΓη ο,τιδήποτε λα-
83
Νυάγια τρεύεται σε μια κοινωνία δεν είναι παρά η ίδια η κοινωνία μεταμφιεσμένη. Κυριότερα έργα του: 77ιβ Οίνίείοη οαβόουτίη 5οαβίγ, Τϊιβ ΡΓΘΘ Ρ Γ Θ 5 $ , ί ο π ά ο η , 1 9 6 0 . - Η αυτοκτονία,
γνωστίδη, Αθήνα, χ.χ.
ε κ δ . Ανα-
Βιβλιογρ.: Αντωνοπούλου Μ., θεωρία και ιδεολογία στη σκέψη των κλασικών της κοινωνιολογίας, εκδ. Παπαζήοη. Αθήνα, 1991' - ΑΓΟΠ Ρ . , Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης. 2 τομοι (2ος), εκδ. Γνώση. Αθήνα. 1991.ΑΙρβΓΐ Η.. ΕπιιΙε ΟυτΜιβ/π) βηύ ή/5 ΒοοίοΙοςγ, Νθνν ΥΟΓΚ, 1939.
Χρ. Νόβα - Καλτσοϋνη
Νυάγια. Ενα από τα έξι φιλοσοφικά συστήματα/μεθόδους/οδούς του ινδουισμού*. Το αντιπροσωπευτικότερο βιβλίο της Νυάγια είναι η "Νγθγβ - 8υΐΓ3", που πισι ·αι ότι γράφτηκε γύρω στο 150 π.Χ., πιθαν .ρα όμως μεταξύ 200 και 450 μ.Χ. ΠεριέχΓ £'έματα που συγγενεύουν με διδασκαλίες του άλλου φιλοσοφικού συστήματος, της "Βαισέσικα", για τα άτομα, για κοσμολογικά και ψυχολογικά θέματα, αλλά κυρίως απασχολείται με την επιστήμη της λογικής". Αναγνωρίζονται τέσσερεις πηγές της αληθινής γνώσεως: 1. η παρατήρηση, 2. το συμπέρασμα, 3. η αναλογία και 4. η α-
84
ξιόπιστη μαρτυρία. Το τελικό συμπέρασμα ως μοναδικό αξιόπιστο μέσο φιλοσοφικής γνώσεως είναι τριών ειδών: 1. το αποτέλεσμα του αιτίου μιας ενέργειας, 2. το αποτέλεσμα της ενέργειας ενός αιτίου και 3. η τελική σκέψη της παρατήρησης μιας αφηρημένης έννοιας. Αναγνωρίζονται τρία είδη αιτίων: 1. Η ύλη, 2. η διαμορφωμένη αιτία, 3. η οργανική αιτία. Ο συλλογισμός της Νυάγια περιλαμβάνει πέντε συστατικά μέλη: 1. το "πρατίζνα", δηλαδή την πρόταση ή θέση, 2. το "χετού", το αίτιο, 3. το "ντριστάντα", το παράδειγμα, που υποστηρίζει το αίτιο, 4. το "ουπανάγια", την εφαρμογή της αρχικής πρότασης και 5. το "νιγκαμάνα", δηλαδή το αποτέλεσμα ή το συμπέρασμα. Η θεωρία αυτή αποδίδεται σε κάποιο φιλόσοφο με το όνομα Γκοτάμα*. Με βάση την παραπάνω λογική θεωρία το τελευταίο μέρος της Νγβγβ 5υ(Γ3 περιγράφει το ιδεώδες της λύτρωσης του ανθρώπου, το οποίο είναι η ασκητική απομάκρυνση από τον κόσμο, και κορυφώνεται σε μια κατάσταση απόλυτης ασυνειδητότητας. Στο σημείο αυτό θυμίζει τις μεταγενέστερες διδασκαλίες του Τζαϊνισμού*. Αλέξ.
Καριώτογλου
Ξανθόπουλος Νικηφόρος Κάλλιστος (12561317). Βυζαντινός λόγιος και σημαντικός συγγραφέας. Είναι ο πρώτος που συνέλαβε και πραγματοποίησε μερικώς την ιδέα γενικής ιστορίας, η οποία να περιλαμβάνει τη ζωή της Εκκλησίας. Εργα του: Εκκλησιαστική Ιστορία βιβλία ιγ'. Διήγησις περί των επισκόπων Βυζαντίου και των πατριαρχών πάντων της Κωνσταντινουπόλεως, Βίος Ευφροσύνης κ.ά. Βιβλιογρ.: 0. ΚωπιΙ}3εΙιβΓ. Ιστορία Βυζαντινής Λογοτεχνίας. τ. Α-. 1974, σελ. 588-589.- ϋ. Μίςηβ, 'ΡθίΓΟίοςιβ 0ί3Θΐ3'. τ. 145, 557-1332 - Καραγιαννόπουλος I.. Πηγαί Βυζαντινής Ιστορίας. Θεσ/νίκη. 1975. σελ. 198-199. Απ. Τζ.
Ξέναρχος ο Σελευκεύς (Σελεύκεια Κιλικίας, περ. 75 π.Χ. -18 μ.Χ.). Φιλόσοφος με στωική επίδραση, που όμως αναφέρεται σαν αριστοτελικός, παρά την άτεγκτη κριτική του στην κοσμολογία του Αριστοτέλη*. Πηγές γνωριμίας με το έργο του αποτελούν κυρίως ο Σιμπλίκιος', ο Αλέξανδρος" ο Αφροδισιεύς και ο Ιουλιανός*, οι οποίοι ασχολήθηκαν με αυτό θετικά ή αρνητικά. Στη μόνη γνωστή πραγματεία του, Προς την πέμπτην ουσίαν, από την οποία διασώθηκαν αποσπάσματα, ο Ξέναρχος αναιρεί την αριστοτελική "πέμπτην ουσίαν", δηλαδή αποκρούει την ύπαρξη του "αιθέρα"" ως πέμπτου συστατικού στοιχείου του κόσμου. Συνεπής με τον αντιαριστοτελισμό του, ο Ξέναρχος κατά τη γενικότερη θεώρηση των πραγμάτων προτιμά τις μηχανιστικές εξηγήσεις από την αναγωγή σε υπερβατικές αιτίες. Ε. Ν. Ρούσσος
Ξενιάδης ο Κορίνθιος (5ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος, γνωστός μόνο από μαρτυρίες του Σέξτου" του Εμπειρικού, ο οποίος τον παρουσιάζει ως εκπρόσωπο ενός ριζικού γνωσιολογικού Σκεπτικισμού" και τον παραλληλίζει με τον Ξενοφάνη", τον Πρωταγόρα* και τον Γοργία*. Σύμφωνα με τις παραπάνω μαρτυρίες, ο Ξενιάδης θεωρούσε τα πάντα "ψευδή" και δίδασκε
ότι όλα τα πράγματα προέρχονται "εκ του μη όντος" και καταλήγουν "εις το μη ον". Ε. Ν. Ρούσσος
Ξενοκράτης (Χαλκηδών, 396 - Αθήνα, 314). Ανήκε στους αυτήκοους μαθητές του Πλάτωνα* και στον κύκλο της αρχαιότερης Ακαδημίας*. Μετά τον θάνατο του Σπευσίππου", ανεψιού και άμεσου διαδόχου του Πλάτωνα, ανέλαβε τη διεύθυνση της Ακαδημίας ως τον θάνατό του (339-314), δηλαδή επί είκοσι πέντε χρόνια. Είχε επηρεαστεί από τους Πυθαγορείους", κυρίως στην αντίληψη των ιδεών, τις οποίες εταύτιζε με τους αριθμούς, κάτι που επισημαίνουμε ήδη στον Πλάτωνα (τελευταία περίοδος της φιλοσοφίας του). Επίσης σε επιδράσεις των Πυθαγορείων αποδίδομε την τάση του Ξενοκράτη να ταυτίζει το "εν" ή τον περιττό αριθμό με το αρσενικό (τον "πατέρα") και τον άρτιο με το θηλυκό (τη "μητέρα"). Ίσως μια ακόμη πλευρά του πυθαγορισμού του αποτελεί και η γνώμη του ότι ο χώρος δεν συνίσταται από σημεία αλλά από άτμητες γραμμές (ατόμους γραμμάς). Τη θεωρία αυτή αντέκρουσε ο Αριστοτέλης" με το έργο που του αποδίδει η παράδοση Περί ατόμων γραμμών. Σύμφωνα με τον Σέξτο Εμπειρικό" ( Μαθημ. 7, 16), στον Ξενοκράτη οφείλεται η διαίρεση της Φιλοσοφίας σε τρεις βασικούς κλάδους: Λογική (ή Διαλεκτική), Φυσική και Ηθική. Επίσης αναγνώριζε τρία είδη γνώσης: την αίσθηση, την παράσταση και την αληθινή γνώση ή σκέψη. Καθεμιά απ" αυτές αντιστοιχούσε σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο του επιστητού: η αίσθηση στον αισθητό υποσελήνιο κόσμο, η παράσταση στην περιοχή του ουρανού και η σκέψη ή γνώση στον υπερσελήνιο κόσμο των αντικειμένων. Η ενότητα του κόσμου, κατά την αντίληψη του Ξενοκράτη, ταυτιζόταν με την ύψιστη θεότητα, δηλαδή με τον Δία ή τον νου, ενώ ο θεός εκτείνεται μέσα σ' όλο τον κόσμο. Εβλεπε όμως τον κόσμο πλήρη δαιμόνων η
85
ξένος γνώμη του αυτή έγινε αιτία να αναπτυχθεί μια δαιμονολογία που επηρέασε τη λαϊκή θρησκεία. Τέλος, στις ηθικές αντιλήψεις του ακολουθεί τον Σωκράτη* μάλλον, δηλαδή θεωρεί την αρετή ως γνώση· εξαρτά την ευτυχία (ευδαιμονία) από την αρετή αλλά και από υλικά αγαθά και την καλή σωματική κατάσταση. Βιβλιογρ.: δεΙιννθίΙζβΓ, ΧθηοοταΙβε,
1932.- Η. ϋ. ΚΙΌΠΊΘΓ.
ΡΙβΙοηίεπιυε υηά ΗβΙΙβηϊεΙίεςΙΐθ ΡΜοεορΜβ.
ΒβΓίίπ/Ν. ΥΟΓΚ,
1971.- Ρ . ΜΘΓΙ3Π, ΓΓΟΠΙ ΡΙβΙοηίεπ) Ιο ΝβορΙβΙοηίεπ).
Τίιβ
Η3θυβ, 1953.
Βαο.
Κύρκος
ξένος (δΐΓ3Π9βΓ). Το άτομο που ζει με την ομάδα/κοινωνία, δίχως ν' ανήκει σ' αυτήν. Ο ξένος είναι μια πανταχού παρούσα μορφή που αποτελεί οργανικό τμήμα της ομάδας παρότι από την ομάδα θεωρείται "ξένο σώμα". Ο Γκ. Ζίμμελ* στις κοινωνιολογικές του τυποποιήσεις ανέπτυξε τον ρόλο του ξένου προτείνοντας τρεις κοινωνικούς τύπους: τον οριακό άνθρωπο", τον ξένο που κρατά απόσταση από ένα μέρος της ομάδας ενώ ταυτίζεται με το άλλο και, τέλος, εκείνον που με τον ρόλο και την ανάμειξη του στην ομάδα γίνεται πρόξενος ποικίλων διαπλοκών κατέχοντας μάλλον μια ενδιαφέρουσα θέση, άλλοτε ως πρόσωπο πλήρους αποδοχής και άλλοτε ως εχθρός ή απόκληρος. Ο ξένος ως φορέας άλλων παραδόσεων, ιδιοτήτων, γνωρισμάτων, γίνεται αντικειμενικός κριτής της ομάδας. Λειτουργεί ως μοχλός συσπείρωσης όταν θεωρείται πως απειλεί την ομάδα, γίνεται αιτία διάσπασής της όταν είναι αποδεκτός από ένα μέρος της, καθίσταται, τέλος, ο φορέας επαναπροσδιορισμού της συλλογικής ταυτότητας της ομάδας. Πώς θα υπήρχαν, λόγου χάρη, οι "Έλληνες" δίχως τους "Βαρβάρους" ή οι "άρειοι" δίχως τους "εβραίους"; Βιβλιογρ.: Δ. Γ. Τσαούσης. Η Κοινωνία του εκδ. ΟυΙβηββΓς. Αθήνα, 1983 - Ν. Τάτοης.
• Ιστορική Επαγωγή και Στοχαστικές
Ανθρώπου.
Κοινωνιολογία
θεμελιώσεις,
εκδ.
Οδυσσέας. Αθήνα. 1989, τ. 1ος.
Θαν. Α.
Βασιλείου
Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (Κολοφών, περ. 570-470 π.Χ.). Ποιητής, θεολόγος και φιλόσοφος. Δεν ήταν και αρχηγός της Ελεατικής* σχολής, όπως πίστευαν στην αρχαιότητα. Για τα έργα του Ξενοφάνη είναι γνωστό ότι είχε γράψει έπη, ελεγείες, ιάμβους και σίλλους, δηλαδή σκωπτικά ποιήματα, και ότι "δια ποιημάτων φιλοσοφεί". Από όλα τα παραπάνω έχουν περισωθεί συνολικά λίγες δεκάδες στί-
86
χοι. Για τη φιλοσοφία, ας σημειωθεί ότι ο Ξενοφάνης είναι ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος, από του οποίου το έργο έχομε σήμερα "αυτολεξεί" διατηρημένα αποσπάσματα. Περιπλανώμενος από τόπο σε τόπο, ο Ξενοφάνης είχε την ευκαιρία να γνωρίσει πολλές κοινωνίες, με ποικίλους τρόπους ζωής, ήθη και αντιλήψεις, να σκεφτεί πάνω σ' αυτά, να διευρύνει τον ορίζοντα των γνώσεών του, να αποκτήσει με τη σύγκριση των διαφορετικών φαινομένων κριτική σκέψη, να κατανοήσει τη σχετικότητα του κύρους των αξιών και έτσι να απαλλαγεί από τη μυθική εικόνα του κόσμου και από τον δογματισμό*. Φαίνεται ότι διέθετε κάποια ιδιαίτερη δεκτικότητα στο να εξοικειώνεται με τις νέες ιδέες και ότι τον χαρακτήριζε η τόλμη για θεωρητικότερες συλλήψεις και γενικεύσεις. Με αυτές τις προϋποθέσεις ήταν επόμενο να ασπαστεί τη σύγχρονή του επαναστατική σκέψη της πρώιμης Ιωνικής κοσμολογίας, να προσδιοριστεί από τη γενικότερη τάση για απομύθωση, να απορρίψει τα "πλάσματα των προτέρων", να αντιμετωπίσει με ειρωνεία τις δοξασίες του σύγχρονού του Πυθαγόρα* για τις "μετενσωματώσεις" και να αναδειχτεί σε έναν από τους πρωτοπόρους του λεγόμενου ελληνικού Διαφωτισμού*. Ο θετικός και θερμός τόνος της θεολογίας του και η πίστη του στην έννοια της προόδου ("χρόνω ζητούντες εφευρίσκουσιν άμεινον") δεν αφήνουν περιθώρια στην υπόθεση των αρχαίων ότι ο Ξενοφάνης μπορούσε να είναι αρχηγός του σκεπτικισμού* και του αγνωστικισμού". Αφού το φυσιοκρατικό κριτήριο της λεγόμενης σχολής της Μιλήτου" είχε αφήσει μετέωρες τις κρατούσες θρησκευτικές αντιλήψεις, ο Ξενοφάνης ανταποκρίθηκε στην ανάγκη να ελεγχθεί η σχετική μυθοκρατική παράδοση και να αναζητηθεί μια άλλη έννοια θεού, η οποία θα άντεχε στα νέα δεδομένα. Ετσι, αυτός επέκρινε κυρίως τον ανθρωπομορφισμό" στην αντίληψη του θείου, θεμελιώνοντας την κριτική του πάνω σε μια διπλή ανθρωπολογική βάση, δηλαδή στην Ηθική" και στην Εθνολογία. Συγκεκριμένα επεσήμανε ότι οι άνθρωποι από τη μια αποδίδουν στους θεούς όσα για τους ίδιους θεωρούνται "ψόγος", δηλαδή "κλέπτειν, μοιχεύειν τε και αλλήλους απατεύειν", και από την άλλη τους απεικονίζουν με εντελώς σχετικά γνωρίσματα, δηλαδή οι Αιθίοπες παριστάνουν τους θεούς μαύρους και οι Θράκες ξανθούς. Αφού απέρριψε τις ανθρωπομορφικές αντιλήψεις του θείου, ο Ξενοφάνης εισηγήθηκε
ζενοφών μια δική του έννοια θεού, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μόνο ένας θεός* και αυτός είναι απαλλαγμένος από τα ανθρώπινα γνωρίσματα και πάθη, δρα όχι με όργανα αλλά με το σύνολο της ουσίας του ("ούλος ορά, ούλος δε νοεί, ούλος δε τ' ακούει") και κυβερνά τον κόσμο με μόνη την πνευματική ενέργειά του ("νόου φρενί"). Βιβλιογρ.:
Ε.
ΗΘΙΙΪΟΙΙ.
Χβηορήβηβε.
Μυηςίιβπ/Ζυποίι, οΙ Χθηορϊιβηβε οΙ ΟοΙορΙιοη. ϋι$$. υηίν. οΙ Τβχ35 3( ΑυεΙίη, 1970.- ϋ ΒβϋυΙ. ΧόηορΙϊβηβ ΐηΐιηυβ ύβε ρούΐββ. " ί ' ΑηΙιςυίΙέ 0ΐ35$Κ)υθ*. 43 (1974).- του ίδιου, 3υτ 13 ΊΓιέοΙοςϊθ' άβ Χόηορήβηβ. ' Ρ θ ν υ θ Ρ(ιίΐ050ρ)ιίςυθ", 1974.- Κ. ΖίβςΙθΓ. Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος. Ένας επαναστάτης του πνεύματος. "Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης·. 19(1965). Ε. Ν. Ρούσσος 1983.- Μ. Εΐ5θΠ5ΐ3<3Ι, ΓΛβ ΡΝΙοεορήγ
Ξενόφιλος ο Χαλκιδεύς (5ος-4ος αι. π.Χ.). Πυθαγόρειος* φιλόσοφος, από τους τελευταίους που είδε ο Αριστόξενος*. Μετέφερε τη διδασκαλία του Πυθαγόρα* από τον Τάραντα, όπου ήταν εγκαταστημένη η νεότερη γενιά των Πυθαγορείων, στην Αθήνα, και εκεί ίδρυσε πυθαγορική κοινότητα. Σ' αυτόν αποδίδεται ένα σύγγραμμα, περίληψη του οποίου είχε κάμει ο Αλέξανδρος ο Πολυίστωρ" και διασώθηκε από τον Διογένη τον Λαέρτιο* (Λ. VIII, 24). Σύμφωνα μ' αυτήν, ο Ξενόφιλος ως αρχή των όντων θεωρούσε τη μονάδα. Από αυτήν έβγαζε τη δυάδα, από αυτήν τους αριθμούς, από αυτούς τα σημεία, από αυτά τις γραμμές, από αυτές τις επιφάνειες ("επίπεδα σχήματα") και από αυτές τα σώματα. Το σύμπαν και τη γη στο κέντρο αυτού τα φανταζόταν σφαιρικά. Τον Ηλιο, τη Σελήνη και τους αστέρες τα θεωρούσε θεϊκά έμψυχα όντα. Η κοσμική αυτή εικόνα συμφωνεί με τον πλατωνικό Φαίδωνα*. Χωρίζει επίσης την ψυχή σε τρία μέρη, όπως αργότερα και ο Πλάτων*: νους, θυμός και φρένες, αλλά τα δύο πρώτα τα αποδίδει και στα ζώα. Η ουσία του κόσμου και της θεότητας, κατ" αυτόν, είναι η αρμονία. Β ι β λ ι ο γ ρ . : ϋ ι θ ί ε . ΡπιοπιβηΙθ
άθτ νοπ0/<Γ3ΐιΙ<θί.
I. Χ 1.11 κ . ε .
Απ. Τζ.
Ξενοφών ο Αθηναίος (430-425, Αθήνα - μετά το 355 π.Χ., Κόρινθος). Ιστορικός συγγραφέας και σωκρατικός φιλόσοφος. Κοινωνικά ανήκε στην τάξη των ιππέων και πολιτικά έδρασε ως ολιγαρχικός και φιλολάκων. Μετά το 410 γνωρίστηκε με τον Σωκράτη". Το 401 ακολούθησε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην εκστρα-
τεία του Κύρου κατά του αδελφού του Αρταξέρξη ( Κύρου ανάβασις) και μετά τη δολοφονία των ελλήνων αξιωματικών αυτός πέτυχε να οδηγήσει τους έλληνες σώους έξω από την περσική επικράτεια ("κάθοδος των μυρίων"). Το 399 παρέδωσε το ελληνικό σώμα στον σπαρτιάτη στρατηγό Θίβρωνα και ακολούθησε τον βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο στις πολεμικές επιχειρήσεις του εναντίον των Περσών στη δυτική Μ. Ασία. Επέστρεψε στη μητροπολιτική Ελλάδα μαζί με τον Αγησίλαο και κατά τη μάχη της Κορώνειας (394) ήταν στο πλευρό του εναντίον των αντιπάλων της Σπάρτης, και βέβαια και εναντίον της ιδιαίτερης πατρίδας του Αθήνας. Γι' αυτό τον λόγο, και όχι για τη συμμετοχή του στην "ανάβασιν" του Κύρου, οι Αθηναίοι αποφάσισαν την εξορία του. Τότε ο Ξενοφών δέχτηκε από τη Σπάρτη την προσφορά ενός αγροκτήματος κοντά στον Σκιλλούντα της Τριφυλίας, όπου και συνέχισε να εργάζεται για την πολιτική της Σπάρτης. Μετά την κατάλυση της Σπαρτιατικής ηγεμονίας (371), ο Ξενοφών έχασε το κτήμα του στην Τριφυλία και αποσύρθηκε στην Κόρινθο, όπου και πέθανε. Με εξαίρεση τον Πλάτωνα", ο Ξενοφών είναι ο μόνος από τους άμεσους μαθητές του Σωκράτη που το συγγραφικό τους έργο έχει διασωθεί στο σύνολο του. Στον τομέα της φιλοσοφίας ανήκουν τα Απομνημονεύματα, σε 4 βιβλία, όπου ο Ξενοφών εξετάζει τη διδασκαλία του Σωκράτη* σε σχέση με την εναντίον του κατηγορία της ασέβειας και της διαφθοράς και τη θανάτωσή του- το Συμπόσιον, όπου παρουσιάζει τον δάσκαλο του μεταξύ "σπουδής" και "παιδιάς" να αναπτύσσει έναν "ερωτικόν λόγον", και η Απολογία Σωκράτους, όπου παρουσιάζει τον φιλόσοφο μπροστά στο δικαστήριο, αμετακίνητο στις θέσεις του και αποφασισμένο να πεθάνει. Γενικότερη σημασία για την πολιτική φιλοσοφία έχουν η Κύρου παιδεία, όπου, στο πνεύμα της σοφιστικής" και της σωκρατικής ιδεολογίας, ο Ξενοφών συνθέτει την εικόνα του ιδανικού ηγεμόνα' ο Ιέρων, φανταστικός διάλογος του τυράννου Ιέρωνα Α' και του ποιητή Σιμωνίδη με θέμα το πώς μια άδικη τυραννίδα μπορεί να μεταβληθεί σε δίκαιη δεσποτεία, και η Λακεδαιμονίων πολιτεία, όπου ο Ξενοφών ταυτίζει τις συντηρητικές ιδέες του με την παλαιά νομοθεσία του Λυκούργου". Ο Ξενοφών ως ιστορικός δεν διέθετε ούτε την κρίση του Θουκυδίδη" ούτε την ικανότητά του
87
ξεχωριστό να θεωρεί την πραγματικότητα πέρα από τα μεμονωμένα ιστορικά φαινόμενα- και ως φιλόσοφος δεν διέθετε ούτε τον εννοιολογικό εξοπλισμό του Πλάτωνα, ούτε την αναλυτική και συνθετική ικανότητά του- γι' αυτό και δεν καταπιάστηκε με τα κεντρικά προβλήματα της φιλοσοφίας*. Επηρεασμένος από την παλαιότερή του περιηγητική φιλολογία, έκανε χρήσιμες παρατηρήσεις για τις χώρες και τους λαούς που γνώρισε, για τα ήθη και τα έθιμά τους και είχε "αυτοψία" της περσικής δύναμης. Είχε ακόμα τεχνικές γνώσεις γύρω από τα στρατιωτικά πράγματα, το ιππικό, το κυνήγι, τη γεωργία, την οικιακή και την εθνική οικονομία, γνώσεις που φαίνονται μέσα στις ειδικές πραγματείες του. Δεν του έλειπε βέβαια η ικανότητα να κατανοεί ως ένα βαθμό την ιστορική αναγκαιότητα και την πολιτική της δύναμης, δεν ήταν όμως συστηματικός και θεωρούσε τα ιστορικά φαινόμενα περισσότερο προσωποκεντρικά. Εξάλλου, στα λεγόμενα "σωκρατικά βιβλία" του, οι αναμνήσεις του από τη μαθητεία του κοντά στον Σωκράτη είναι ανακατεμένες με τις δικές του ηθικές αντιλήψεις και με ερε-
88
θίσματα από τη φιλολογία. Ετσι, η εικόνα του Σωκράτη που προσφέρει ο Ξενοφών δεν είναι λιγότερο πλασματική από όσο η εικόνα του Σωκράτη στο έργο του Πλάτωνα και των λοιπών σωκρατικών. Ωστόσο, ο Ξενοφών ως συγγραφέας ήταν από τους πιο αγαπητούς στην Αρχαιότητα και στους νεότερους χρόνους. Κύριος εκπρόσωπος του απλού ύφους ("αφέλεια"), έγινε το υπόδειγμα του αττικού πεζού λόγου, ιδιαίτερα στο κίνημα του Αττικισμού (πρβλ. την Ανάβασιντου Αρριανού*). Πολύ τον τιμούσαν ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Κικέρων*. Από τον 19ο αιώνα άρχισε η αυστηρή κριτική του έργου του Ξενοφώντα. Βιβλιογρ.:
Η.
Η.
ΒΓθϋθη&3<:ίι.
Χβηορίτοη
νοη
ΑΙίιβη.
51υΗς3ί1. ϋΓυοΚθΠΓπυΙΙβΓ. 1966 (ανάτυπο από τη " Ρ θ β Ι θηογοίορβΰίθ"
ΑΜβηίβη.
IX
Α').- νν.
Ε.
Ηί99ίΠ5, Χβηορίιοη
ίήβ ΡοΙι$. ΑΙ&βπγ, Ν. Υ.. 1977.- Ρ . ΝκΚβΙ.
Χβηορήοη.
03ΓΓΠ5ΐ3ΰΙ. ννί53βη£ε!ΐ3ΗΙιεΙΐθ ΒυοΐΊ9β£βΙί5<:ΐΊ3ΐΙ. 1979.
Ε. Ν.
Ιήβ
Τήβ ΡίΟόΙβπ) οΙ Ιίΐθ ΙηϋινκΙυ3ΐ 3Πό ίΛβ 5οαβΙγ οΙ
Ρούσσος
ξεχωριστό, βλ. ενικό Ξιφιλίνος, βλ. Ιωάννης Ξιφιλίνος
ο Ο ρόλος της προσωπικότητας στην Ιστορία. Ο λησης* και σχετική ανεξαρτησία από το περιβάλλον. Είναι ελεύθεροι στην εκλογή των αξιαΓ. Β. Πλεχάνοφ*, στο βιβλίο του Για τον ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία (1Θ98), προ- κών προσανατολισμών τους και στο είδος της δραστηριότητάς τους στα πλαίσια των διαμορσπάθησε να αποδείξει ότι ο μαρξισμός* είναι το φωμένων καταστάσεων. Η ιστορική μοίρα των ίδιο ξένος τόσο προς τη μοιρολατρική αντίληανθρώπων καθορίζεται (αν οι άλλοι όροι είναι ψη για την εξέλιξη της Ιστορίας, που βλέπει τον ίσοι) από τον εθνικό τους χαρακτήρα, από την άνθρωπο ως εργαλείο της τυφλής αναγκαιότηεκλογή των αξιακών τους προσανατολισμών τας, όσο και προς τον βολονταρισμό', που δεν και προτιμήσεων, από τις παραδόσεις και την ιπαραδέχεται ότι υπάρχουν νομοτέλειες* στην στορική τους εμπειρία. Ιστορία* και που αφήνει την πορεία των γεγοΒιβλιογρ.: Πλεχάνοφ Γ. Β.. Για την υλιστική αντίληψη νότων στην αυθαίρετη δράση ή ακόμη και στα της Ιστορίας.· ΡορρβΓ Κ.. 77ιβ ρονβτΐγ ο! Μί$Ιοήά$ιπ. "καπρίτσια" των μεγάλων προσωπικοτήτων, Ιοπύοη. 1957. των "ηρώων" (των βασιλέων, των στρατηλατών Θεοχ. Κεσσίδης κ.ά.)· Σύμφωνα με τον μαρξισμό, έγραφε ο Πλεχάνοφ, οι άνθρωποι κάνουν μόνοι τους την Όγκμπορν (Οςβυτη) Ουίλιαμ Φίλντινγκ (1886ιστορία τους, όχι όμως "όπως τους κατέβει", 1959). Αμερικανός κοινωνιολόγος. Θεωρούσε αλλά σύμφωνα με τα ώριμα αιτήματα της Ιστοτον μη υλικό πολιτισμό βραδυπορούντα έναντι ρίας, δηλαδή με βάση την ιστορική αναγκαιότη • του ραγδαία αναπτυσσόμενου τεχνικού πολιτιτα', η οποία ανοίγει τον δρόμο της μέσα από σμού. Εργα του: 5οάοΙο§γ (συσυγγρ. με τον Μ. σωρεία τυχαίων γεγονότων. Αυτό σημαίνει ότι Ρ. ΝΪΓΠΚΟΗ), 1964·ΤβοΙιηοΙοςγ εηά Ιήβ δεν είναι οι ήρωες που δημιουργούν την ΙστοΟιαηςίηβ ΡβΓηίΙγ (συσυγγρ. με τον Μ. I. ρία, αλλά η Ιστορία δημιουργεί τους ήρωες, ΝίπιΚοΗ), 1955. αυτή κάνει να εμφανιστούν οι μεγάλες προσωΔ. π. πικότητες. Ετσι, αν δεν υπήρχε η Γαλλική επανάσταση του 1789 δεν θα υπήρχε και ο Ναποοικογένεια. Ενα βασικό ερώτημα που ανακύλέων (που θα μπορούσε να υπηρετούσε σ' έναν πτει, όταν κανείς προσεγγίζει τον θεσμό της οποιοδήποτε στρατό και να γινόταν στρατηγός οικογένειας, είναι το περιεχόμενο της ίδιας του). της έννοιας "οικογένεια". Τι ακριβώς εννοούμε Η μεγάλη προσωπικότητα καθορίζει, όπως ση- με την έννοια αυτή; Μπορεί να χρησιμοποιείται μειώνει ο Πλεχάνοφ, τη "φυσιογνωμία" της κοιως συνώνυμο της συγγένειας, όπως συχνά νωνίας, επιδρά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συμβαίνει, ή να αποδίδουμε με τον ίδιο όρο στην πορεία των γεγονότων, αλλά δεν καθορί- τόσο το έγγαμο ζευγάρι με παιδιά όσο και το ζει τη νομοτέλειά τους, τη λογική της ανάπτυέγγαμο αλλά άτεκνο; Ακόμη, είναι σωστό να ξης τους. Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι ταξινομούμε κάτω από τον ίδιο όρο όλους κανείς ακόμη δεν κατόρθωσε να ανακαλύψει τους τρόπους οργάνωσης του ιδιωτικού βίου, τις νομοτέλειες της Ιστορίας και να προβλέψει όπως τους συναντάμε σε διάφορες εποχές και το μέλλον των λαών και των κρατών με την αδιάφορους τύπους κοινωνικής οργάνωσης; Δηλαδή, μπορεί ο όρος "οικογένεια" να διατηκρίβεια που προβλέπουμε, λόγου χάρη, τα απορεί ακόμη σήμερα το ίδιο περιεχόμενο που τελέσματα μιας χημικής αντίδρασης. Η Ιστορία παρουσιάζει πολλές παραλλαγές, ε- είχε στις προβιομηχανικές - προκαπιταλιστικές κοινωνίες; νυπάρχουν σ' αυτήν διάφορες δυνατότητες και τάσεις. Οι άνθρωποι διαθέτουν ελευθερία βού-
Στην προκαπιταλιστική κοινωνία δεν μπορεί να
89
οικογένεια γίνεται λόγος για οικογένεια με τη σημερινή έννοια του όρου. Η οικογένεια εκείνης της εποχής δεν αποτελεί μόνο μια κοινότητα συνύπαρξης, κοινωνικοποίησης, ελεύθερου χρόνου* και κατανάλωσης, αλλά αποτελεί πάνω απ' όλα τη βασικότερη μονάδα παραγωγής. Στην προκαπιταλιστική κοινωνία η παραγωγή είναι αδιανόητη χωρίς αυτό το οικογενειακό πλαίσιο. Και τα δύο. οικογένεια και παραγωγή, αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα. Οικογενειακές σχέσεις και σχέσεις παραγωγής είναι έννοιες ταυτόσημες. Αυτό ισχύει τόσο για την αγροτική οικογένεια, όσο και για την οικογένεια του τεχνίτη, με μικρές μόνο παραλλαγές. Ο τρόπος ζωής των αγροτών και τεχνιτών αποτελούσε μια συνένωση παραγωγής και "οικογενειακής ζωής". Πρόκειται εδώ για έναν τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται σαν "κοινωνική ζωή ολόκληρου του οίκου". Η εξάπλωση του καπιταλισμού* σήμαινε εξορθολογισμό της παραγωγής και προσανατολισμό της προς τη μισθωτή εργασία. Η εργασία δεν συντελείται πλέον μέσα στα πλαίσια της οικογενειακής μονάδας, αλλά υπάρχει ο διαχωρισμός της από αυτή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες διαχωρίζεται η οικογένεια από το μη οικογενειακό, κοινωνικό επίπεδο (παραγωγή), ξεπροβάλλει αυτό που ονομάζουμε ιδιωτική σφαίρα και συνδέεται στενά με το σχήμα που σήμερα αποτελεί την οικογένεια. Γυναίκες και παιδιά βγαίνουν από την παραγωγή και ακολουθεί ένας χωροταξικός και κοινωνικός διαχωρισμός των κλάδων εργασίας των συζύγων (εργοστάσιο-σπίτι). Χαρακτηριστικό της παραδοσιακής κοινωνίας ήταν η οργάνωσή της με άξονα την ομάδα, ενώ αντίθετα ο εκσυγχρονισμός συνετέλεσε στη μετατόπιση του άξονα αυτού από την ομάδα στο άτομο. Σήμερα δεν μπορεί πλέον να γίνεται λόγος για την "οικογένεια", αλλά για τις "οικογένειες". Η εμμονή, εντούτοις, στην αδιάκριτη χρησιμοποίηση του όρου "οικογένεια" υποδηλώνει πως ο θεσμός της οικογένειας, στη συμβατική του μορφή, παρέμεινε αδιαφοροποίητος στον χρόνο, παρά τις μεταβολές των παραγόντων που τον προσδιορίζουν, και εξακολουθεί να ισχύει όχι μόνον ως το κυρίαρχο, αλλά προπάντων ως το μοναδικό σχήμα οργάνωσης της ιδιωτικής ζωής. Υποδηλώνει ακόμη την προσπάθεια να αποδώσουμε με αυτόν διαφορετικούς μεταξύ τους τρόπους οργάνωσης της ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων, από την παραδοσιακή αγροτική οικογένεια μέχρι την οικογέ-
90
νεια-πυρήνα και τα σημερινά υποκατάστατα ή εναλλακτικά σχήματα στη συμβατική οικογένεια (οικογένειες χωρίς γάμο ή μονογαμικές, οικογένειες διπλής σταδιοδρομίας κ.λπ.). Μια τέτοια όμως προσέγγιση ενισχύει την αντίληψη περί οικογένειας ως αυτόνομης ομάδας και έχει ως αφετηρία τη λεγόμενη "ίδια δυναμική" της οικογένειας. Η θέση αυτή, όχι μόνον είναι ανιστορική, αλλά εξαιρεί από κάθε προσπάθεια μελέτης θεμάτων της οικογένειας ή της οικογενειακής πολιτικής τις λοιπές μορφές συμβίωσης ή οργάνωσης της ιδιωτικής ζωής, από τη μοναχικότητα μέχρι τη μονογονεική οικογένεια ή την οικογένεια χωρίς γάμο. Στα πλαίσια αυτής της θεώρησης γίνεται κατανοητή η ανησυχία που εκφράζεται σήμερα για την "κρίση" ή τη "διάλυση" της οικογένειας. Με τον τρόπο όμως αυτόν αποσιωπάται το γεγονός ότι η οικογενειακή ζωή, σχεδόν στο σύνολό της, προσδιορίζεται από οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, που μεταβάλλονται στον χρόνο, μεταβάλλοντας συγχρόνως και εκείνην. Επομένως, όταν γίνεται λόγος για κρίση της οικογένειας, πρόκειται για κρίση που χαρακτηρίζει γενικότερα το κοινωνικό σύστημα. Τόσο ο γάμος, ως διαβατήριο λειτουργίας για τη δημιουργία οικογένειας, όσο και η οικογένεια ως θεσμός ή ομάδα αποτελούν αντικείμενα μελέτης ενός ιδιαίτερου κλάδου της Κοινωνιολογίας*, της Κοινωνιολογίας της Οικογένειας. Η ανάγκη για συστηματική μελέτη του γάμου και της οικογένειας προβάλλει τον 19ο αιώνα και προσανατολίζεται περισσότερο προς τη διερεύνηση της "καταγωγής" και της "εξέλιξης" των θεσμών αυτών. Το ενδιαφέρον αυτό και η μέθοδος προσέγγισης συνδέονται άμεσα με τις κοινωνικές ανακατατάξεις που σημειώνονται αυτή την περίοδο και ιδιαίτερα με την πληθυσμιακή έκρηξη. Ενας εξίσου σημαντικός λόγος ήταν η αμφισβήτηση των θεολογικών αντιλήψεων για τη φύση και την αποστολή της οικογένειας. Το τελευταίο ήταν απόρροια τόσο της γνώσης που αποκτήθηκε γύρω από το θέμα αυτό από την επαφή με άλλους πολιτισμούς με διαφορετικά "οικογενειακά" συστήματα όσο και της επικράτησης του επιστημονικού "ορθού" λόγου που συνέβαλε στο "ξεμάγεμα" του κόσμου. Χαρακτηριστικά της εποχής αυτής είναι τα έργα των Ι_. ΜοΓςβη' Η αρχαϊκή κοινωνία και του Ρ. ΕηςβΙε* Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους'.
οικολογικός πεσιμισμός Στο τέλος του 19ου αιώνα και αρχές του 20ού το ενδιαφέρον της επιστήμης στράφηκε σε δημογραφικές έρευνες και στη συλλογή στοιχείων που αφορούσαν αυτό που αποκαλούμε "νοικοκυριό" (π.χ. ύψος εισοδήματος, είδος απασχόλησης των συζύγων και επιπτώσεις στην εξέλιξη των παιδιών και τη σταθερότητα του γάμου, εξασθένηση της ανδρικής αυθεντίας στα πλαίσια της οικογένειας κ.λπ.). Μετά τον Α" Παγκόσμιο πόλεμο το ενδιαφέρον εστιάζεται περισσότερο σε θέματα ηθικών αξιών, καθώς και στις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται ανά κοινωνικό στρώμα και εθνότητα. Από τη δεκαετία του 1950 το ενδιαφέρον των επιστημών κεντρίζουν θέματα που αναφέρονται στις διαπροσωπικές σχέσεις των μελών της οικογένειας, καθώς και στις μεθόδους αγωγής που οι γονείς ακολουθούν στην ανατροφή των παιδιών τους. Βιβλιογρ.: Μισέλ Α.. Κοινωνιολογία
της οικογένειας
και
του γάμου. εκδ. ΟυΙβηϋβΓς. Αθήνα. 1981.· Μουοούρου Α.. Κοινωνιολογία 0υΙβη6θΓ9· Αθήνα.
της σύγχρονης 1989.- Κοβπις
οικογένειας, Β..
βοζιοίοςιβ
εκδ.
ϋβτ
ΡβπιίΙιβ. στο ΉβπύϋυεΙι άβι θΓπρίπ$οΙιβη δοζιβΙΙΟΓεεήυης", τόμ. 7. $ΙυΙΙς3Γΐ.
1976.- ΡΙοΐβηϋαυΓΤ) Η.. Ροηπβη
άβί
ΡβιηίΙίβ. ΡΓβηΜυΓΐ/Μ.. 1982. Χρ. Νοβα - Καλτσοϋνη
οικολογία, κοινωνική (δοοίβΙ βοοίοςγ). Ο όρος γενικά χρησιμοποιήθηκε για να προωθήσει μιαν οικολογική θεώρηση της οργάνωσης της ζωής και των παραγωγικών σχέσεων. Η κοινωνική οικολογία μελετά τις σχέσεις που δημιουργούν οι ανθρώπινες κοινότητες* με το φυσικό περιβάλλον*, την άμεση επίδραση της παραγωγικής δραστηριότητας στη σύνθεση και τις ιδιότητες του περιβάλλοντος στις κατοικημένες περιοχές -κάτι που αποτελεί το ειδικότερο αντικείμενο της "αστεακής οικολογίας" (υιΐ)3η 600Ι09Υ) της σχολής του Σικάγου"- και, τέλος, τους εναλλακτικούς τρόπους σκέψης και δράσης στο πλαίσιο ενός οικουμενικού περιβαλλοντισμού. Ως πλαίσιο αναφοράς, ο όρος "κοινωνική οικολογία" είναι γενικότερος και χρησιμοποιείται σε διάκριση του κοινωνιολογικού όρου "οικολογία του ανθρώπου" (Ιιυπιβη βεοίοςγ), όπως αυτός αναπτύχθηκε με τις εργασίες των Ρ. Παρκ", Ε. Ου. Μπάρτζες" και Ρ. Ντ. Μακένζυ" στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Το αντικείμενο της κοινωνικής οικολογίας μπορεί να γίνει κατανοητό με βάση τα προβλήματα που προσεγγίζει προσπαθώντας να δώσει απαντήσεις, άλλοτε στη συστημική κατανόηση του περιβάλλοντος, άλλοτε στους
κοινωνικούς μηχανισμούς οργάνωσης των ανθρώπινων σχέσεων και άλλοτε μελετώντας τον άνθρωπο ως βιολογικό είδος. Ανοίγοντας νέους θεωρητικούς και μεθοδολογικούς προσανατολισμούς, η κοινωνική οικολογία τοποθετεί τον ανθρώπινο νου και την ίδια την ανθρωπότητα μέσα σ' ένα γενικό φυσικό πλαίσιο, που το διερευνά με τους όρους της ίδιας της φυσικής του ιστορίας, έτσι ώστε οι βίαιοι διαχωρισμοί μεταξύ σκέψης και φύσης, υποκειμένου και αντικειμένου, νου και σώματος να υπερπηδηθούν. Η κοινωνική οικολογία, κυρίως μέσα από το ομότιτλο έργο του Μίλα Αλιχαν (1938), αποκάλυψε το λογικό σφάλμα της διάκρισης μεταξύ πολιτιστικού και βιοτικού επιπέδου και επέκρινε την παραδοχή της "Οικολογικής Σχολής του Σικάγου" ότι ο ανταγωνισμός είναι η βασική διαδικασία των ανθρώπινων σχέσεων. Καθιερώνει νέα πλαίσια ορθολογικής δράσης και αναπροσανατολισμού της ηθικής, της επιστήμης και της τεχνολογίας, που δεν αρνούνται ποιοτικότερους τρόπους γνώσης και παραγωγής. Τα σχέδια ανασυγκρότησης της τεχνολογίας, η προσπάθεια για μείωση των αναπόφευκτων "αρνητικών αγαθών" (ρύποι, μόλυνση, λύματα κ.ά.), τα προγράμματα εναλλακτικής επιστήμης, τα πρότυπα των κλειστών παραγωγικών κύκλων, το Ινστιτούτο της Κοινωνικής Οικολογίας κ.λπ. είναι ορισμένες κατακτήσεις της κοινωνικής οικολογίας που βρίσκουν την έκφρασή τους τόσο στην οργάνωση των σχέσεων, όσο και στην οργάνωση της παραγωγής. Βιβλιογρ.: Μύρει Μπούκτσιν. Τι είναι κοινωνική
γία. μτφ. Μ. Κορακιανϊτης. εκδ. Βιβλιοπολις.
οικολοΑθήνα.
1992.- Ν. ΤίΓΠ35ΐΐθ(Ι και (3. Α. Τίΐθ0<ΐ0Γ80η. Ιστορία Κοινω-
νιολογικών
Θεωριών,
μτφ.
Δ.
Γ.
Τσαούσης,
εκδ.
ΟυΙβηϋθΓΟ. Αθήνα. 1980.
Θα ν. Α
Βασιλείου
οικολογικός πεοιμισμός. Εκφραση της κοινωνικής οικολογίας* και ρεύμα των κοινωνικών επιστημών, κυρίως της Πολιτικής Οικονομίας* και της Κοινωνιολογίας*, που, στο πλαίσιο ενός οικουμενικού περιβαλλοντισμού, τονίζει την οξύτητα του οικονομικού προβλήματος που προκαλεί η δυσανάλογη σχέση μεταξύ απεριόριστων αναγκών και περιορισμένων μέσων ικανοποίησης τους μαζί με τον διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό. Το πρόβλημα της διατήρησης και βελτίωσης του περιβάλλοντος δεν αποτελούσε θέμα προς συζήτηση μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Σήμερα, σύμφωνα με τις απόψεις των θεωρητικών του οικολογικού πε-
91
"Οικονομικά · φιλοσοφικά χειρόγραφα" σιμισμού, είναι το μείζον πρόβλημα της ανθρωπότητας. Οι βασικότερες από τις αιτίες που το προκαλούν είναι οι εξής: α) η συνεχής αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού* και οι μεγάλες μετακινήσεις του, β) η καταπόνηση του περιβάλλοντος με ανορθολογικές ενέργειες και η εξάντληση των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πόρων και γ) η αδυναμία των κρατών να θέσουν υπό έλεγχο την περιβαλλοντική καταστροφή και η αδυναμία της αγοράς να τιμολογήσει σωστά το κόστος της μόλυνσης και καταστροφής του περιβάλλοντος. Το ρεύμα αυτό διαμορφώθηκε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970 με σημαντικότερους εκπροσώπους του τους Τζ. Φόρεστερ, Ντ. Μέντοουζ, Ρ. Χειλμπρόνερ, Λ. Θάροου κ.ά. Βιβλιογρ.: ΊΒΔΙΘΓ ΤΙιυΓονν, Ο επερχομενος οικονομικός πόλεμος μεταξύ Ιαπωνίας, Ευρώπης και Αμερικής, μτφ. Α. Σοκοδήμος, εκδ. "Νέα Σύνορα" - Λιβάνης. Αθήνα. 1995.
Θαν. Α.
Βασιλείου
"Οικονομικά - φιλοσοφικά χειρόγραφα". Τίτλος με τον οποίο έγινε γνωστή αδημοσίευτη (μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930) μελέτη του Κ. Μαρξ* (Παρίσι, 1844). Είναι το πρώτο έργο στο οποίο ο νεαρός Μαρξ αναπτύσσει συνθετικά τις φιλοσοφικές, οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές του ιδέες ως ενιαίο όλο. Εχοντας καταλήξει στον καθοριστικό ρόλο της "κοινωνίας των ιδιωτών" έναντι του κράτους (Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου, 1844), εδώ προβαίνει στην ανατομία της τελευταίας, παράλληλα με την κριτική της αστικής πολιτικής οικονομίας, και ιδιαίτερα των απόψεων του Α. Σμιθ" περί των τριών πηγών εισοδήματος (μισθός, κέρδος, γαιοπρόσοδος). Εξετάζει τη βάση της αστικής κοινωνίας, την ιδιωτική ιδιοκτησία" ως προϊόν της αλλοτριωμένης εργασίας του εργάτη (βλ. αλλοτρίωση). Η τελευταία, την οποία ο Μαρξ διακρίνει από την εξαντικειμένωση (βλ. εξαντικειμένωση και απαντικειμένωση), είναι αποξένωση από το προϊόν της εργασίας, από την εργασιακή διαδικασία, από τη γενολογική ουσία του ανθρώπου και από τον ίδιο τον άνθρωπο ("αυτοαλλοτρίωση"). Εδώ εκδηλώνεται ορισμένη αντιφατικότητα: ο Μαρξ, αφ" ενός μεν αναφέρεται στην αυτοαλλοτρίωση του ανθρώπου (παρόμοια με την ανθρωπολογική προβληματική του Φόυερμπαχ'), αφ' ετέρου δε (σε αντιδιαστολή με τον Φόυερμπαχ) αναλύει αντικειμενικές σχέσεις της εργασιακής διαδικασίας, σχέσεις μεταξύ τάξεων, Ο Μαρξ σκόπευε τότε
92
να αναπτύξει το σύστημα των κατηγοριών της πολιτικής οικονομίας στη βάση των εννοιών της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της αλλοτριωμένης εργασίας (αργότερα παραιτήθηκε από αυτό το σχέδιο συνειδητοποιώντας την ανεπάρκεια και τον εξαιρετικά αφηρημένο χαρακτήρα της κατηγορίας της αλλοτριωμένης εργασίας). Ο πλούτος του φιλοσοφικού στοχασμού του εν λόγω έργου τροφοδοτεί μέχρι σήμερα διχογνωμίες και πολεμικές φιλοσοφικού και πολιτικού χαρακτήρα (βλ. Μαρξ, μαρξισμός). Βιβλιογρ.: Μ3ΓΧ - Επ9θΙ$. "<3Θ53ΠΊ|3υε93ΐ>β\ Α&1. I. Βά 2, ΒΘΓΙΙΠ. 1975 (ελλην. έκδ.: Οικονομικά και φιλοσοφικά χει-
ρόγραφα, Γλάρος, Αθήνα. 1975 - Χειρόγραφα λιτική
οικονομία
και
φιλοσοφία.
Διεθν.
1844 (Πο-
βιβλιοθήκη.
Αθήνα, 1974).
Δ.
Πατέλης
"Οικονομικά χειρόγραφα", βλ. Κεφάλαιο οικονομικός υλισμός. Μονομερής, απλουστευτική αντίληψη για την ιστορική διαδικασία. Σύμφωνα με αυτήν, η ανάπτυξη της παραγωγής (ο "οικονομικός παράγων") καθορίζει άμεσα και αυτόματα όλες τις άλλες πλευρές της κοινωνικής ζωής, είτε για την πολιτική δομή πρόκειται είτε για τα πνευματικά φαινόμενα (την επιστήμη, τη φιλοσοφία, την τέχνη κ.λπ.). Ο οικονομικός υλισμός, που ονομάζεται και "οικονομικός ντετερμινισμός", εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αι. Υποστηριζόταν κυρίως από ορισμένους (Λαφάργκ', Μέρινγκ* και εν μέρει από τον Λαμπριόλα") και από τους λεγόμενους "νόμιμους μαρξιστές" στη Ρωσία, καθώς και από τον Β. Σουλιάτκοφ, έναν ιδιόμορφο τύπο στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα, ο οποίος συνέδεε όλα χωρίς εξαίρεση τα φαινόμενα της πνευματικής ζωής με τις μορφές της παραγωγής και τα "ταξικά συμφέροντα". Ο Μαρξ και ο Ενγκελς διαμαρτύρονταν για την ερμηνεία της διδασκαλίας τους με το πνεύμα του οικονομικού υλισμού. Βιβλιογρ.: Γοάμμα του Ενγκελς
στον Μπλοχ. στο "Μαρξ
και Ε ν γ κ ε λ ς , Επίλεκτα γράμματα", Μόσχα. 1948.- Πλεχάνοφ Γ. Β.. "Επίλεκτα φιλοσοφικά έργα", τ. 2. Μόσχα, 1956.0. 216 κ.έ.
Θεοχ.
Κεσσίδης
"οικονομισμός". Παραλλαγή του αγγλικού τρειντγιουνιονισμού στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία του τέλους του 19ου - αρχές του 20ού αιώνα. Από τις τρεις μορφές της ταξικής πάλης του προλεταριάτου* -την οικονομική,
Οινόμαος ο Γαδαρηνός την πολιτική και την ιδεολογική- για τον "οικονομισμό" κύρια έγινε η οικονομική (για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την αύξηση των αμοιβών κ.λπ.)· Ο Λένιν* κατέκρινε τον "οικονομισμό", γιατί περιόριζε τον αγώνα της εργατικής τάξης σε οικονομικούς στόχους, υποτιμούσε τον πολιτικό αγώνα, έκλινε προς τον οππορτουνισμό* και τον ρεφορμισμό. Οι "οικονομιστές" όμως απαντούσαν με την παροιμία "κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει", για να μην αναφέρουμε και το γεγονός ότι στις συνθήκες της τσαρικής απολυταρχίας η οικονομική πάλη αποκτά πολιτικό χαρακτήρα και όχι σπάνια μετεξελίσσεται σε πολιτική. Θεοχ. Κεσσίδης
οικουμενικά προβλήματα. Ορος στον οποίο συνοψίζονται τα προβλήματα που η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει καθημερινά και καλείται να επιλύσει, προκειμένου να εξασφαλίσει τους όρους για την πρόοδο και το μέλλον της κοινωνίας*. Το απειλητικό φάσμα μιας νέας παγκόσμιας σύρραξης, αλλά και η χειροπιαστή τραγική πραγματικότητα των τοπικών αλλά μακροχρόνιων πολέμων, υπενθυμίζουν διαρκώς την επιτακτική ανάγκη της επικράτησης συνθηκών ειρήνης. Οι τεράστιες οικονομικές διαφορές που υφίστανται ανάμεσα στο αναπτυγμένο βόρειο ημισφαίριο και στο αναπτυσσόμενο νότιο, η πείνα, η φτώχεια, ο αναλφαβητισμός, η "δημογραφική έκρηξη" που ταλαιπωρούν τον Νότο, η ανεργία, η οικονομική εξαθλίωση, η έλλειψη στέγης και η περιθωριοποίηση μεγάλων μαζών στον βιομηχανικό Βορρά, η περιβαλλοντική ρύπανση, η ανάγκη διασφάλισης των λεγόμενων φυσικών πόρων (τρόφιμα), η καταπολέμηση ασθενειών καινοφανών, η επίδοση στην παιδεία, η επένδυση στον άνθρωπο ως αξία, όλες αυτές οι ανάγκες συνιστούν τα λεγόμενα οικουμενικά - παγκόσμια προβλήματα. Αυτά τα προβλήματα, που από τη μια προκλήθηκαν εξαιτίας της ανεξέλεγκτης και υπερβολικά δυναμικής επέμβασης του ανθρώπου στο περιβάλλον και, από την άλλη, εξαιτίας της εκμετάλλευσης την οποία οι εκάστοτε ισχυροί επέβαλαν σε βάρος των εκάστοτε αδυνάτων, προβλήματα που προϋπήρχαν βέβαια, ωστόσο η σε βάθος θεωρητική ενασχόληση με αυτά μεγιστοποιήθηκε στη διάρκεια του 20ού αι. Η υπέρμετρη ανάπτυξη της τεχνολογίας και η διαιώνιση του καθεστώτος του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας -στις μέρες μας διαμέσου του οικονομικού ελέγχου που ασκεί-
ται σε βάρος των χωρών της Ασίας, της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής, ταυτόχρονα με την εγγενή τεχνολογική τους αδυναμία αλλά και τις απαγορευτικές, εκ μέρους των ισχυρών του Βορρά δημιουργημένες, συνθήκες για μια πορεία οικονομικής αυτοδυναμίας- είναι, σύμφωνα με τους περισσότερους θεωρητικούς, οι ρίζες του κακού. Παρά το ότι τα προβλήματα αυτά φαίνεται να είναι συγκεντρωμένα σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη μας, ωστόσο αφορούν την ανθρωπότητα συνολικά. Για τούτο κατά καιρούς, είτε από την πλευρά των θεωρητικών του φιλελευθερισμού*, οι οποίοι εξετάζουν τα προβλήματα από τη σκοπιά του αφηρημένου ουμανισμού*, είτε από την πλευρά των θεωρητικών του μαρξισμού*, που τα αντιμετωπίζουν από την ταξική τους σκοπιά, έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται προσπάθειες θεωρητικής οργάνωσης και στη συνέχεια πρακτικής εφαρμογής και συγκεκριμένης πολιτικής για την επίλυση τους. Στα πλαίσια τέτοιων προσπαθειών σημαντική θέση κατείχε η δράση του Ινστιτούτου Κοινωνικής Ερευνας της Φραγκφούρτης, στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ο Μβχ ΗοΓΚίΐθίΓΠΘΓ* και ο Τίιβοάοτ ΑάοΓηο*, με την ανάπτυξη της "κριτικής θεωρίας" και την έμφαση στη λεγόμενη κοινωνική φιλοσοφία, επεχείρησαν να στρέψουν τη θεωρητική μελέτη και γνώση σε πρακτικούς σκοπούς, έχοντας σαν στόχο τους την "ευτυχία όλων των ατόμων μέσα σε μια ελεύθερη κοινωνία". Οι συνθήκες ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, στα τέλη πλέον του 20ού αιώνα, απαρτίζουν σίγουρα ένα βασίλειο αθλιότητας, όμοιο με εκείνο που γνώρισε στην εποχή του ο ΗοΓΚΚιβίπτιβΓ. Η ανάγκη διεθνούς συνεργασίας αλλά και συνεργασίας των επιστημόνων όλων των ειδικοτήτων, ώστε οι προσπάθειες του ενός να μην αναιρούν εκείνες των υπολοίπων, είναι ζωτικά αναγκαία. Βιβλιογρ.: Τζ. Φόρεστερ, Παγκόσμια δυναμική. 1978 ΜΒΧ ΗΟΓΚίΐθίιτιβΓ. ΚήΙίβεΐιβ Τήβοπθ, 1937.- Αντόρνο Τ. Χορκχάιμερ Μ.. Κοινωνιολογία, Εισαγωγικά δοκίμια. Αθήνα, 1987. Νικ. Οικονομιδης
Οινόμαος ο Γαδαρηνός (Γάδαρα, σημ. υπτίΓη Ιορδανίας, 2ος αι. μ.Χ.). Νεοκυνικός φιλόσοφος. Παραδίδεται ότι είχε γράψει τραγωδίες και πραγματείες, από τις οποίες είναι γνωστοί οι τίτλοι Περί κυνισμού, Πολιτεία, Περί της καθ' Ομηρον φιλοσοφίας. Περί Κράτητος" και Διογένους' και των λοιπών και Γοή-
93
Οινοπίδης ο Χίος
Οινοπίδης ο Χίος (Χίος, δεύτερο μισό 5ου αι. π.Χ.). Φυσικός φιλόσοφος, αστρονόμος και μαθηματικός με ιδιαίτερη προσέγγιση στις ιδέες των Πυθαγορείων*. Παραδίδεται ότι σπούδασε κοντά σε ιερείς της Αιγύπτου. Δεχόταν ως κοσμολογικές αρχές το "πυρ" και τον "αέρα" και ως θεό την "κόσμου ψυχήν". Ασχολήθηκε κυρίως με ημερολογιακά και γεωμετρικά προβλήματα και λέγεται ότι ιδιοποιήθηκε τη θεωρία του Πυθαγόρα* για την "λόξωσιν του ζωδιακού κύκλου". Το φούσκωμα του Νείλου κατά το καλοκαίρι το απέδιδε στο ότι η Γη κατά τον χειμώνα με το ψύχος συστέλλεται και κατακρατεί νερό στο εσωτερικό της. Προσδιόρισε ακόμα τις έννοιες "θεώρημα" και "πρόβλημα", οι οποίες από τότε χρακτηρίζουν τα Μαθηματικά.
σιαρχία (οοοβείοηβΙΙθδ οβυδβε). Φιλοσοφικό ρεύμα του 17ου αι. που εξηγούσε ιδεαλιστικά την αλληλεπίδραση σώματος και ψυχής (δυϊσμός που έθεσε ο Καρτέσιος*) και την οποία κήρυξε αδύνατη. Υποστήριζε ότι η αλληλεπίδραση αυτή είναι το αποτέλεσμα της παρέμβασης του θεού σε κάθε περίπτωση. Τη θεωρία του οκκαζιοναλισμού ανέπτυξε κυρίως ο Μαλμπράνς', ο οποίος αρνήθηκε την ύπαρξη φυσικών αιτίων που προκαλούν την κίνηση και τις μεταβολές των όντων. Κατά τον Μαλμπράνς, όλες οι αιτίες είναι περιπτωσιακές, ευκαιριακές και δημιουργούνται από τον θεό. Ο θεός είναι η μόνη αληθινή αιτία. Στον κόσμο των ανθρώπων δεν υπάρχουν παρά συμπτωματικές αιτίες (αφορμές), που εξασφαλίζουν κατά κάποιον τρόπον τη θέληση του θεού. Χάρη σ' αυτές της περιστάσεις (συνθήκες) ο θεός "ενεργεί" στην ψυχή των ανθρώπων επιφέροντας ψυχικές και σωματικές αλλαγές, βάσει όμως πάντοτε των γενικών νόμων (δηλαδή της θέλησης) του Δημιουργού. Περαιτέρω, ο Μαλμπράνς θεωρεί αδύνατη τη φυσική επίδραση του σώματος στην ψυχή ή ακόμα και του σώματος στο σώμα. Στον Λάιμπνιτς* ο οκκαζιοναλισμός γίνεται διδασκαλία για "προκαθορισμένη αρμονία". Τον όρο "περιπτωσιαρχία" χρησιμοποιεί και ο Κλ. Μπερνάρ, ο οποίος δηλώνει ότι οι επιδρώσες περιστάσεις διαφέρουν από άτομο σε άτομο και τονίζει τη σημασία της προδιάθεσης. Αλλοι εκπρόσωποι του οκκαζιοναλισμού είναι οι I. Κλάουμπεργκ, Α. Γκέυλινεζ κ.ά.
Ε. Ν. Ρούσσος
Ευτυχία Ξυδιά
Όκ(κ)ελ(λ)ος ο Λευκανός (Λευκανία, περιοχή Τάραντα Κ. Ιταλίας, 6ος αι. π.Χ.;). Πυθαγόρειος φιλόσοφος, κατά την παράδοση μαθητής του ίδιου του Πυθαγόρα* και συγγραφέας έργων Περί νόμου, Περί βασιληίας και Περί της του παντός φύσεως. Ωστόσο τα σωζόμενα αποσπάσματα του τελευταίου φανερώνουν ότι αυτό το έργο, που περιέχει επιχειρήματα για την αφθαρσία του κόσμου, γράφτηκε κατά τον 2ο αι. π.Χ. και στηρίζεται στις κοσμολογικές θεωρίες του Φιλολάου* και του Αριστοτέλη*. Έτσι θεωρείται βέβαιο ότι το όνομα του Όκ(κ)ελ(λ)ου χρησιμοποιήθηκε από νεότερους πυθαγορείους, που επιδίωκαν να παρουσιάσουν ως πυθαγορικές ορισμένες ευρύτατα ισχύουσες κοσμολογικές θέσεις του αριστοτελισμού*.
Όκκαμ (εκ του) Γουίλλιαμ (περ. 1285-1349). Γεννήθηκε στο ΟοΚΙιβτη, κοντά στο Λονδίνο. Υπήρξε ο σπουδαιότερος φιλόσοφος του Μου αιώνα και της ύστερης περιόδου της σχολαστικής φιλοσοφίας. Εισήλθε νέος στο τάγμα των Φραγκισκανών και σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Θεωρήθηκε ανανεωτής της ονοματοκρατίας*. Διεκδίκησε τον τίτλο του διδάκτορα με τις διαλέξεις του πάνω στο ΒοοΚ ο1 ΒβηίβποβΞ του Πέτρου Λομβαρδού*. Επειδή με αυτές τις διαλέξεις εισήγαγε έναν νέο τρόπο αντιμετώπισης των φιλοσοφικών και θεολογικών ζητημάτων, είδε πολλά μέλη της θεολογικής σχολής να αντιδρούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον καταγγείλουν στην παπική αυλή της Ανίςποπ. Εκεί βρέθηκε και ο ίδιος ο Γουίλλιαμ για να υπερασπιστεί τις θέσεις του και τελικά η διαμάχη του με τον πάπα οδήγησε στον αφορισμό του.
των φώρα (= Αποκάλυψη απατεώνων). Το τελευταίο από τα παραπάνω έργα, σωζόμενο κατά ένα μέρος από παραθέματα του Ευσέβιου*. αναφέρεται στη δραστηριότητα των μαντείων και ελέγχει την απάτη γύρω από τους χρησμούς. Με τις τραγωδίες του ο Οινόμαος έδειξε την ανηθικότητα των θεών, όπως αυτή εξάγεται από τις ανθρώπινες αντιλήψεις γι' αυτούς. Σε εποχή που το κίνημα του κυνισμού* είχε μετριάσει τις ακρότητές του ο Οινόμαος έδωσε σ' αυτό νέα οξύτητα. Χαρακτηρίστηκε ως "αναιδής", "αναίσχυντος" και "υπερόπτης" και επικρίθηκε ιδιαίτερα από τον Ιουλιανό* και τον Πορφύριο'. Ε. Ν. Ρούσσος
Ε. Ν. Ρούσσος
οκκαζιοναλισμός (οοοββίοηβΙίδίτΐΘ) ή περιπτω-
94
οκκαμισμός Τα έργα του χωρίζονται σε δύο διακεκριμένες ομάδες, που συνδέονται με τις δύο διαφορετικές περιόδους της καριέρας του. Μέχρι και τη χρονική στιγμή διαφυγής του από την Ανίδηοη, έχουμε τα φιλοσοφικά - θεολογικά έργα του, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα εξής: ΒυΓηΓηβ
ΙοΙϊυε
ΡϊιγείοοΓυπι, εϊοοΓυπι,
Ιος/ίσββ, ΕχροείΙϊο ΟυΒβεΙίοηβε
3υπΊΓηυΐ3θ
ευρβΓ
ίη Ιίόηε
ευρβΓ
Ιίόίοε
Ιίόίοε
ΡΙιγ-
ΡήγείοοηίΓη.
Επι-
πλέον κατά την ίδια περίοδο έγραψε υπομνήματα στα έργα του Αριστοτέλη* Κατηγορίαι και Περί ερμηνείας
και σ τ η ν Εισαγωγή
του Πορφυ-
ρίου*. Κατά την παραμονή του στο Μόναχο, μετά τη φυγή του από την Ανίςηοπ, ο Γουΐλλιαμ έγραψε, καταφερόμενος κυρίως εναντίον της κοσμικής εξουσίας και του αυταρχισμού του πάπα, τα εξής έργα: ΟϊθΙοςυε ίηΐβί Μεςίείωπι βΙ ΟίεάρυΙυΓη, (Διάλογος ανάμεσα σε μαθητή και δ ά σ κ α λ ο ) , θείο ηυαβείίοηβε
30 άί§ηίΐ3ΐβ ρβρβίί και ΤΓβοΙβΙυε
ευρβΓροίβείβΐβ
άβ
ΙηιρβΓΒίοΓυπι
βΙ ΡοηίίίίουΓη ροίβείβΐβ (Δοκίμιο περί της εξουσίας αυτοκρατόρων και παπών). Η σπουδαιότητα του Όκκαμ στον χώρο της φιλοσοφίας* έγκειται στην απόρριψη από μέρους του των μεταφυσικών και επιστημολογικών προϋποθέσεων του μεσαιωνικού ρεαλισμού", καθώς και στην ανακατασκευή που επεχείρησε σε όλο το οικοδόμημα της φιλοσοφίας στη βάση ενός ριζικού εμπειρισμού", στον οποίο η προφανής αρχή κάθε γνώσης είναι η άμεση εμπειρία* των ατομικών πραγμάτων, των ιδιαίτερων γεγονότων. Απόδοση αυτού του επιστημολογικού εμπειρισμού ήταν η ονοματοκρατική ανάλυση της σημασιολογικής δομής και η οντολογική παραδοχή της γνωσιολογικής γλώσσας, που ο Όκκαμ ανέπτυξε μέσα στα έργα του. Ο εμπειρισμός του Οκκαμ δεν ήταν φαινομενολογικός ή υποκειμενικός, αλλά προϋπέθετε και βασιζόταν στην αρχή ότι ο ανθρώπινος νους μπορεί απευθείας να αντιλαμβάνεται υπάρχοντα πράγματα και τις αισθητές ποιότητές τους, καθώς και τις ίδιες του τις λειτουργίες. Για τον Όκκαμ, λοιπόν, το καθ' έκαστον αποτελεί την αληθινή ουσία και τα καθόλου (γενικές έννοιες, υηίνβΓδ3ϋ3) οφείλουν την ύπαρξή τους σε νοητικές διεργασίες. Είναι δημιούργημα του νου, δεν υπάρχουν έξω απ' αυτόν. Είναι όροι, σημεία, ονόματα. Δεν προϋπάρχουν από τα καθ' έκαστα, υπάρχουν "ρβΓ δίςηίίίοβΙίοπβιτΓ. Αρα δεν είναι αυθαίρετα τα καθόλου. Αποτελούν σημεία, λέξεις που υπάρχουν αναφορικά με τα πράγματα τα οποία ονο-
μάζουν. Ο Οκκαμ, για να στηρίξει αυτές τις θέσεις του, χρησιμοποίησε την έννοια "ευρροδίίίο". Δηλαδή την αποδοχή της συνάφειας των πραγμάτων και των όρων τους και συνεπώς ταυτόχρονα την αποδοχή ότι οι όροι δύνανται να δηλώνουν τα πράγματα. Οι πιο πάνω θέσεις του Οκκαμ καταδεικνύουν ότι η θεωρία του δεν ήταν μια απόρριψη οποιουδήποτε οντολογικού προσδιορισμού σημασιολογικού και αληθούς, αλλά μάλλον μια ακραία οικονομία οντολογικής δέσμευσης, στην οποία αφηρημένες υπεργλωσσικές οντότητες εξαλείφονται από μια λογική ανάλυση της γλώσσας. Η αρχή της "οικονομίας της νόησης" (Ιβνν οί ρβΓδίπιοηγ) διέπει τη φιλοσοφία του Οκκαμ και συνοψίζεται επαρκώς σε μία πρόταση που αποδίδεται στον Όκκαμ και η οποία έμεινε γνωστή ως το "ξυράφι του Όκκαμ" (ΟεΚηβπ'δ ΓΒΖΟΓ = διαγραφή): "Δεν πρέπει να πολλαπλασιάζουμε τα όντα χωρίς ανάγκη". Δηλαδή οι ερμηνευτικές μας αρχές πρέπει να είναι όσο το δυνατόν λιγότερες σε αριθμό, καταργώντας έτσι τις ψευδό - εξηγητικές οντότητες καθώς, σύμφωνα με τον Οκκαμ, τίποτε δεν πρέπει να προϋποτίθεται ως αναγκαίο σχετικά με οποιοδήποτε γεγονός, αν δεν υποστηρίζεται από προφανή εμπειρία ή προφανή αιτιολογία ή αν δεν απαιτείται από τα άρθρα της πίστεως. Βιβλιογρ.: ΜθΓΐϊη Ο . IV. ν. ΟοΜβπι, ΒβΜιη. 1949.
Νικ. Οικονομίδης
οκκαμισμός. Ορος που χρησιμοποιείται από μερικούς ιστορικούς της μεσαιωνικής φιλοσοφίας για να χαρακτηρίσει την κριτική στάση και τον σκεπτικισμό που εκδηλώθηκαν κατά τον 14ο αιώνα κάτω από την επίδραση του Γουΐλλιαμ του Οκκαμ*, σχετικά με τη θεολογία* και την παραδοσιακή μεταφυσική*. Γύρω από τον Οκκαμ αναπτύχθηκε τότε μια πνευματική κίνηση που σήμανε το τέλος για το μεσαιωνικό κίνημα της σύνθεσης της αριστοτελικής φιλοσοφίας με τη χριστιανική θεολογία, και συνάμα την αρχή για μια νέα κατεύθυνση στη φιλοσοφία που οδήγησε στον επιστημονικό εμπειρισμό* του 17ου αιώνα. Η ονοματοκρατική κίνηση του Όκκαμ ήταν τον 14ο και τον 15ο αιώνα ο νέος άνεμος στη φιλοσοφία, η ανανέωση, η νί3 ΓΠοάβΓηβ. Δύο κύριες φάσεις διακρίνονται σ' αυτή την πνευματική κίνηση. Η πρώτη εκτυλίσσεται ανάμεσα στο 1330 και το 1350, όταν διαδόθηκαν σε όλους του θεολόγους και τους φιλοσόφους των πανεπιστημίων της Οξφόρ-
95
ολιγαρχία δης και του Παρισιού οι θεωρίες και η μέθοδος του Όκκαμ, στα πλαίσια μιας κριτικής στάσης απέναντι στον σχολαστικισμό*. Η δεύτερη φάση που εκδηλώθηκε μετά το 1350, είχε να κάνει με τη γενικότερη αναδιάρθρωση της φιλοσοφίας* και της θεολογίας* με βάση αρχές που συμβάδιζαν με τον εμπειρισμό και την ονοματοκρατία* του Όκκαμ. Η πρώτη φάση του οκκαμισμού είναι εξαιρετικής σημασίας καθώς τότε, για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, επιχειρήθηκε η αποσύνδεση φιλοσοφίας και θεολογίας χάρη στα έργα των Α03ΓΠ \Λ/οάΙΐ3ΐπ και ΡΟ&ΘΓΙ ΗοΙΚοΙ. Η αρχή για την ανανέωση της θρησκείας, την οποία επεδίωκε και ο ίδιος ο Όκκαμ, έγινε με την έκθεση της επιχειρηματολογίας του ΗοΙΚοΙ ότι η θεολογία δεν είναι επιστήμη και ότι τα δόγματά της δεν μπορεί ούτε να τα αποδείξει ούτε να τα κατανοήσει η ανθρώπινη λογική. Αργότερα στο Παρίσι ιδρύθηκε μια φιλοσοφική σχολή, στους κόλπους της οποίας, και κατά τα τέλη του 14ου και τις αρχές του 15ου αιώνα, αναπτύχθηκαν και έδρασαν κάτω από την επιρροή των θεωριών του Όκκαμ πνεύματα αξιόλογα, όπως ο ύβ3η άβ ΜίΓβοουΓΐ, ο ΝίοοΙβδ άβ ΑυΐΓβοουΓΐ και ο ϋβ3π Βυπάβη*. Αλλοι υποστηρίζοντας και άλλοι αντικρούοντας τις θέσεις του Όκκαμ κατόρθωσαν τελικά να οριστικοποιήσουν την αποσύνδεση που ο Οκκαμ επεθύμησε ανάμεσα στη χριστιανική θεολογία και την αριστοτελική μεταφυσική και να δώσουν έμφαση στη θρησκευτική πίστη και την παράδοση των Εκκλησιαστικών Πατέρων, ως στοιχεία θεμελίωσης του χριστιανικού δόγματος. Αν και ο οκκαμισμός ξεπεράστηκε από τη Μεταρρύθμιση* αλλά και την ανθρωπιστική κίνηση, η απελευθέρωση της χριστιανικής πίστης και της επιστήμης από τον δογματικό αριστοτελισμό την οποία προσέφερε συνέβαλε στην εξέλιξη των επιστημών μεταγενέστερα. Νικ. Οικονομιδης
ολιγαρχία. Πολιτικό σύστημα κατά το οποίο η εξουσία βρίσκεται στα χέρια ενός μικρού αριθμού ατόμων ή οικογενειών και την ασκούν με γνώμονα το προσωπικό συμφέρον. Ο Ηρόδοτος* συνέχεε την ολιγαρχία με την αριστοκρατία. Σύμφωνα με τον ορισμό που της απέδιδε, ήταν το πολίτευμα στο οποίο η εξουσία ανήκε στους διαλεχτούς, τους άριστους (Γ', 80-83). Η αρνητική σημασία της λέξεως ολιγαρχία, η οποία υφίσταται μέχρι τις ημέρες μας, οφείλεται μάλλον στον Αριστοτέλη", ο οποίος θεω-
96
ρούσε την ολιγαρχία παρέκβαση της αριστοκρατίας. Η παρέκβαση αυτή που εκδηλωνόταν προς "ίδιον συμφέρον", ήταν εξίσου καθοριστική, όπως και οι παρεκβάσεις από τα άλλα, ορθά κατά τον Αριστοτέλη, πολιτεύματα, τη βασιλεία και την πολιτεία (= δημοκρατία), (Πολιτ. Γ', ε'). Μάλιστα ο Αριστοτέλης είχε επισημάνει στην αρχαιότητα διάφορα είδη ολιγαρχίας, που διαμορφώνονταν όμως όλα με βάση το "τίμημα", δηλαδή το ύψος και την προέλευση του εισοδήματος -αντίθετα προς την αριστοκρατία, όπου ως κριτήριο συμμετοχής στην εξουσία λαμβανόταν η "ευγένεια", η ευγενική καταγωγή. Τέλος, και ο ΜοηδΙβδςυίθυ* θεωρεί ότι η ολιγαρχία πηγάζει από μια παρέκκλιση της αριστοκρατίας. Βιβλιογρ.: Μοηΐθϊςίθυ. Το πνεύμα των νόμων.
Νικ. Οικονομϊδης
ολισμός (από το αρχ. ελλ. "όλος"). Θεωρία, σύμφωνα με την οποία το όλο διαθέτει ιδιότητες που απουσιάζουν από τα στοιχεία - μέλη που το αποτελούν. Η ολιστική θεωρία αναπτύχθηκε σε αντιδιαστολή προς τη θεωρία του ατομισμού σχετικά με την ερμηνεία των κοινωνικών γεγονότων. Κατά τη θεωρία της ολοκρατίας, όπως αλλιώς αποκαλείται, τα κοινωνικά γεγονότα δεν είναι δυνατόν να αναχθούν σε ατομικά προκειμένου να ερμηνευθούν. Για να καταστήσουν σαφέστερη τη θέση τους αυτή, οι πρεσβευτές του ολισμού στηρίζουν τη θεωρία τους σε βιολογικές - οργανικές αναλογίες. Καθώς ένας οργανισμός είναι ανώτερος από τα μέλη που τον απαρτίζουν -με την έννοια ότι η κατανόηση της φύσης και της λειτουργίας αυτών προϋποθέτει την κατανόηση ολόκληρου του οργανισμούκαθώς κάθε οργανισμός δεν είναι απλώς η πρόσθεση των μελών του, όμοια και το κοινωνικό "όλο" είναι ανώτερο από τα άτομα που το αποτελούν και ως "όλο" πρέπει να μελετηθεί. Οι Εγελιανοί, όπως ο ΒοδβηςυβΓ, υποστήριζαν ότι δεν μπορούμε να αναγάγουμε κοινωνικά γεγονότα σε ατομικά, εφόσον το ίδιο το άτομο πρέπει να ερμηνευθεί ως έκφραση του συγκεκριμένου κοινωνικού σύμπαντος, ακριβώς όπως τα φύλλα, τα κλαδιά και ο κορμός της βελανιδιάς, αν και είναι τόσο διαφορετικά το ένα από το άλλο, ωστόσο ενώνονται κάτω από την "ιδέα" της βελανιδιάς και συλλήβδην διαφοροποιούνται από τα αντίστοιχα μέρη της λεύκας. Αυτός ο ολιστικός οργανισμός που μόλις αναφέρθηκε προσέδωσε μεγάλη βαρύτητα στην ι-
ολότητα στόρια. Ο ϋβνίςηγ διαφοροποιούσε σύμφωνα μ' αυτή τη θεωρία τα κοινωνικά σύνολα από τα μηχανικά σύνολα. Κι αυτό γιατί τα κοινωνικά σύνολα, σε αντίθεση με τα μηχανικά, δεν είναι δυνατόν να γίνουν κατανοητά με την ανάλυσή τους στα μέρη τους και τους κανόνες που τα διέπουν ή τα συνδέουν, αλλά μόνο με τη μελέτη τους ως ολότητες, ως εξελισσόμενα "όλα". Κατά συνέπεια δεν μπορεί να διατυπωθεί γι' αυτά μια γενική θεωρία, και η ιστορία καθίσταται το μόνο μέσον κοινωνιολογικής έρευνας. Η ολιστική θεωρία λοιπόν συνδέθηκε με την εξέλιξη, όπως ήδη φάνηκε, και μάλιστα στο έργο του διτιυίδ ΗοΙίεπι από ΕηόυΙίοη διατυπώθηκε η θέση της ολοκλήρωσης των μελών σε σύνολα. Τελικά, οι μεθοδολόγοι ολιστές υποστηρίζουν μάλλον ότι τα κοινωνικά φαινόμενα μπορεί να μελετηθούν στο δικό τους αυτόνομο, μακροσκοπικό επίπεδο ανάλυσης. Ετσι, και καθώς δεν μπορούν να αναχθούν σε ατομικά γεγονότα, καθίστανται τα κοινωνικά σύνολα, αυτά τα ίδια, τα αληθινά ιστορικά άτομα και όχι οι ανθρώπινοι παράγοντές τους. Νικ. Οικονσμίδης
όλο, βλ. μέρος και όλο ολοκλήρωση (Ιη(θς]Γ3ΐίοη). Η πράξη της σύναψης και της επανασύνδεσης των μελών με στόχο τη διαμόρφωση ενός οργανικού συνόλου, το οποίο κατ' αυτή την έννοια ολοκληρώνεται. Στη διαδικασία της ολοκλήρωσης είναι δυνατόν, επίσης, να συμβάλλει και η εισαγωγή ενός ιδιαίτερου στοιχείου μέσα στο σύνολο, ώστε εντέλει να αποκαθίστανται οι σχέσεις εξάρτησης που διέπουν τα μέρη ενός ζωντανού οργανισμού ή τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου. Κατά τον ΗβτόβτΙ δροπεοτ*, ο οποίος συνέδεε την έννοια της ολοκλήρωσης με την έννοια της εξέλιξης (ΕνοΙυΙίοη) στο έργο του ΡΙΓΒΙ ΡππάρΙβε, "η εξέλιξη είναι μια ολοκλήρωση ύλης και μια συνακόλουθη σπατάλη κίνησης, κατά τη διάρκεια της οποίας (της ολοκλήρωσης δηλαδή) η ύλη περνά από μια σχετικά απροσδιόριστη και ασυνάρτητη ομοιογένεια σε μια σχετικά προσδιορισμένη, αντιληπτή ετερογένεια και κατά τη διάρκεια της οποίας η διατηρημένη κίνηση υφίσταται μια παράλληλη μεταμόρφωση" {ΡίΓ5( ΡππάρΙβε, παρ. 144, 6η έκδοση). Νικ. Οικονομίδης
Φ.Λ., Δ-7
ολοκληρωτισμός. Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό πολιτικών καθεστώτων του 20ού αιώνα, τα οποία, στηριζόμενα στη μονοπωλιακή εξουσία ενός κόμματος, ασκούν ολοκληρωτικό έλεγχο σ' όλες τις σφαίρες της ζωής και της δράσης της κοινωνίας. Η "ορθότητα" της κυριαρχίας του κόμματος και της ιδεολογίας του υποστηρίζεται με όλα τα μέσα πειθούς και βίας που διαθέτει το κράτος. Χαρακτηριστικό του ολοκληρωτισμού είναι η ψευδοδημοκρατική ιδεολογία και η ψευδοδημοκρατική αρχή της κυριαρχίας του λαού, που εμφανίζεται ως δήθεν πηγή της εξουσίας και δικαίωσή της. Ο ολοκληρωτισμός συνδέεται με τη λατρεία του "ηγέτη", στον οποίο αποδίδονται υπερφυσικές ικανότητες, καθώς και με την άσκηση συνεχούς τρομοκράτησης των μαζών. Ιδεολογικές πηγές του ολοκληρωτισμού αποτελούν οι ουτοπικές ή ημιουτοπικές αντιλήψεις, που θεωρούν ότι με την εφαρμογή καθαρά νοητικών δομών και με τη βοήθεια του καταπιεστικού μηχανισμού και διοικητικών εντολών είναι δυνατόν η αυθόρμητη ανάπτυξη της κοινωνίας να αντικατασταθεί με τη συνειδητή ανάπτυξη και να οδηγηθεί έτσι το κοινωνικό σύνολο σ' ένα ευτυχισμένο μέλλον. Ο ολοκληρωτισμός διαφέρει από τον αυταρχισμό κατά το ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας που επιβάλλει ο τελευταίος έχουν κυρίως χαρακτήρα απαγορεύσεων και δεν θίγουν τη σφαίρα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Μπορούμε να πούμε ότι στα αυταρχικά (μοναρχικά) καθεστώτα οι απαγορεύσεις αφορούν κυρίως στα πολιτικά δικαιώματα, αλλά όχι στην προσωπική ζωή των υπηκόων τους. Εκτός αυτού, στα παραδοσιακά αυταρχικά συστήματα ανώτατες ηθικές αρχές αποτελούν οι αξίες της εθνικής θρησκείας, δηλαδή ανώτατη ηθική αρχή για όλους (και για τον μονάρχη και για τον απλό πολίτη) είναι ο Θεός. Ενώ στον ολοκληρωτισμό, η επίσημη ιδεολογία αποτελεί παραλλαγή της "κοσμικής θρησκείας", υποκαθιστά τη θρησκεία και, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, την υποτάσσει. Ο δικτάτωρ (αρχηγός, φύρερ κ.ά.) ή οι συνεργάτες του, ως ανώτατοι ερμηνευτές της ιδεολογίας, γίνονται τελικά διαιτητές για όλα τα ζητήματα και περιβάλλονται με απεριόριστη εξουσία επί της κοινωνίας. Θεοχ. Κεοσίδης
ολοκρατία (υηΙνθΓββΙΙβπιυβ), βλ. ολισμός ολότητα. Η εσωτερική ενότητα ενός αντικειμέ-
97
Ολυμπιόδωρος νου και οι νομοτέλειές του. Η ολότητα χαρακτηρίζει την ιδιαιτερότητα του αντικειμένου, την εσωτερική του κινητικότητα και την ιδιομορφία της ανάπτυξής του, τη σχετική αυτοτέλειά του έναντι του εξωτερικού περιβάλλοντος. Στα ολικά αντικείμενα περιλαμβάνονται και σύνθετοι σχηματισμοί, όπως η κοινωνία, ο οργανισμός, η προσωπικότητα, το κύτταρο κ.ά. Ετσι, η κοινωνία ως ολότητα είναι αυτόνομη έναντι του εξωτερικού περιβάλλοντος, ωστόσο η αυτονομία αυτή είναι σχετική, διότι δεν υπάρχει κοινωνία έξω και ανεξάρτητα από την πολυμορφία των συνδέσεων με το εξωτερικό περιβάλλον. Η έννοια ενότητα εξαρτάται και από το επίπεδο ανάπτυξης των επιστημονικών γνώσεων. Η ανάπτυξη, λόγου χάρη, των βιολογικών γνώσεων οδήγησε στο γεγονός ότι η έννοια του οργανισμού ως ολότητας αποδείχθηκε ανεπαρκής, με αποτέλεσμα να εισαχθούν οι έννοιες πληθυσμός* και βιοκοινότητα. Σε ορισμένες περιπτώσεις η έννοια ολότητα χρησιμοποιείται ως συνώνυμη της έννοιας "όλο". Ωστόσο το όλο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άθροισμα μερών. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη*, το όλο είναι κάτι περισσότερο από ένα άθροισμα συστατικών μερών. Αυτό σημαίνει ότι η ιδιότητα των μερών δεν είναι σε θέση να εξηγήσει τη γενική κατάσταση και τις γενικές νομοτέλειες του αντικειμένου. Η μεθοδολογική σημασία της αντίληψης της ολότητας συνίσταται στο ότι υποδεικνύει την ανάγκη να διευκρινιστεί ο εσωτερικός προσδιορισμός της λειτουργικότητας του αντικειμένου απ" έξω, είτε πρόκειται για τις συνθήκες του περιβάλλοντος είτε για τις ιδιότητες των συστατικών μερών του αντικειμένου. Θεοχ. Κεσσίδης
Ολυμπιόδωρος (δεύτερο μισό του 6ου αι. μ.Χ.). Καταγόταν από ή έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μαθητής του Αμμωνίου του Ερμείου* (πλατωνικού φιλοσόφου στην Αλεξάνδρεια επίσης). Δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για τη ζωή του. Εζησε κατά το 550 μ.Χ. και είχε τη φήμη καλού φιλοσόφου, κυρίως για τα υπομνήματα (οοιτιπιβηΐβπβ) που έγραψε σε διάφορα έργα του Πλάτωνα* και του Αριστοτέλη*. Οι μελετητές της αρχαίας φιλοσοφίας τον συναριθμούν στους μεγάλους υπομνηματιστές φιλοσοφικών έργων. Τα υπομνήματα που σώζονται με το όνομά του είναι σημειώσεις από τα μαθήματά του (από φωνής Ολυμπιοδώρου του μεγάλου φιλοσόφου). Σώ-
98
ζονται σήμερα: Α' Υπομνήματα στα εξής πλατωνικά έργα: 1. Στον Φαίδωνα* (εκδ. νν. Νοινίπ, 1913). Μερικά μέρη του έργου αυτού ανήκουν στον Δαμάσκιο', όπως πιστεύει η έρευνα (τα μέρη: Β, 0, 0) 2. Στον Γοργία', (εκδ. \ΛΛ Νοτνίπ, 1936, ανατ. 1966) και 3. Στον Αλκιβιάδη /*(εκδ. ί . Ο. ννβδΙθΓηίοΚ, 1956). Παλαιότερα απέδιδαν στον Ολυμπιόδωρο και το υπόμνημα στον πλατωνικό Φίληβο', σήμερα πιστεύουμε ότι το έγραψε ο Δαμάσκιος (\Λ/θδΙβΓπίοΙ<). Β' Υπομνήματα στον Αριστοτέλη: 1. Εις τα Προλεγόμενα της Λογικής (εκδ. Α. Βυδδβ, 1902) 2. Υπόμνημα στις Κατηγορίες" (εκδ. Α. Βυβδβ, 1902) και 3. Ε ν α ακόμα υπόμνημα στα Μετεωρολογικά' του Αριστοτέλη (εκδ. νν. δΐϋτβ, 1900). Βιβλιογρ.: Ρ. ΜθΓ3υχ. ΟθΓ ΑπεΙοΙθΙιε/πυε ύθίόβη Οηβοίιβπ, Ι-ΙΙ, ΒβίΙίη, 1973.- Οι. Β. δοΙιπιιΜ, (έκδ.). Τήβ βηείοίθΐίβπ
Τί3όίΙιοη από Ηόηβίεεβηεβ, υπίνβΓ5ί(ίθ5, 1984. Βασ. Κύρκος
ομάδα. Ορος της κοινωνιολογίας και της κοινωνικής ψυχολογίας*. Ομάδα είναι ένα σύνολο ατόμων που συνεργάζονται για την επίτευξη ενός σκοπού. Χαρακτηριστικά στοιχεία της ομάδας είναι η εσωτερική οργάνωση (άλλοτε χαλαρή, άλλοτε αυστηρή), η εσωτερική δομή (ο ρόλος που το κάθε μέλος της διαδραματίζει) και οι κανόνες που ρυθμίζουν τη δράση των μελών της. Υπάρχουν πολλές μορφές ομάδας: φυσικές και τεχνητές, οργανωμένες και χαλαρές, μόνιμες και προσωρινές. Επίσης, ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, οι ομάδες διακρίνονται σε πολλά είδη. Υπάρχουν θρησκευτικές, πολιτικές, οικονομικές, επαγγελματικές, αθλητικές ομάδες. Και ο αριθμός των μελών μιας ομάδας ποικίλλει· μπορεί να αποτελείται από δύο αλλά και από πολλά εκατομμύρια μέλη. Η ένταξη σε μια ομάδα επηρεάζει τη συμπεριφορά των ατόμων. Συχνά υπάρχει το συναίσθημα της συνοχής και η συμπεριφορά των μελών μπορεί να είναι ενιαία. Ετσι μέσα σε μια ομάδα αναπτύσσεται η ομαδική συμπεριφορά, η οποία καθορίζεται από μια διαρκή αλληλεπίδραση και συχνά οδηγεί σε έντονες συγκινησιακές καταστάσεις. Μαρία Ντόλκα
ομάδα αναφοράς (ΓβίβΓβηοβ 9 ΓΟϋ Ρ)· Ο όρος "ομάδα αναφοράς" εισήχθη το 1942 από τον Η. ΗγΓΓίθη. Υιοθετήθηκε από τον Μυζβίβτ δίιβπί το 1948 στη μελέτη του για τα Ορια της Κοινωνικής Ψυχολογίας. Χρησιμοποιήθηκε σε αντιδιαστολή προς τον όρο "ομάδα συμμετοχής"
ομαδική δυναμική (ΓΠΘΐτιΙ)ΘΓ5ίιίρ ςΓουρ). Τα άτομα πολλές φορές συγκρίνουν τις δραστηριότητές τους, τους ρόλους που ασκούν, τις θέσεις τους, τους στόχους και τις κοινωνικές τους προοπτικές με τις αντίστοιχες δραστηριότητες, ρόλους, θέσεις κ.λπ. των μελών άλλων κοινωνικών ομάδων. Οι ομάδες στα μέλη των οποίων το άτομο αναγνωρίζει τον εαυτό του ονομάζονται "ομάδες αναφοράς". Η ομάδα λαμβάνεται ως σημείο αφετηρίας, ως μέτρο σύγκρισης, ως δείκτης ισοτιμίας ή ανισότητας του ατόμου με τα μέλη της ομάδας αναφοράς, αλλά και ως πλαίσιο κατανόησης της ταυτότητας και προσδιορισμού του εγώ του. Η ομάδα αναφοράς λειτουργεί επίσης ως καθοδηγητικό πρότυπο δράσης, όταν τα άτομα προσδοκούν ν' αποκτήσουν την ιδιότητα του μέλους της και να ενταχθούν σ' αυτήν. Σ ε μια τέτοια περίπτωση η ομάδα αναφοράς λειτουργεί σαν κανονιστικό πρότυπο συμπεριφοράς. Βιβλιογρ.: 01Ί3ΓΙΘ5 Η. ΑΓΚ)ΘΓ50Π, Προς μια Νέα Κοινωνιολογία. μτφ. Ε. Κακοοαϊου. Επιμ.-Εισαγ. Η. Π. Νικολούδης. εκδ. Παπαζήοη, Αθήνα. 1986 - \ΛΛ Ο. Ηυηςϊπιβπ, ΠβΙβΙινβ ΟερηνβΙιοη βηά 3οείβΙ ,Λ/5Λΰθ. ΡουΙΙθάθθ & Κβ93Π ΡβυΙ. ίΟΓΚίοη, 1966. Θαν. Α. Βασιλείου ομάδα π ί ε σ η ς (ρΓθ5$υΓβ ς Γ ο υ ρ ) . Θ ε σ μ ο θ ε τ η μ έ -
νη, ή όχι, ομάδα που λειτουργεί είτε σε επίπεδο ολόκληρης της κοινωνίας είτε στο πλαίσιο κάποιου επιμέρους πεδίου οργάνωσης των κοινωνικών δομών: τοπικό επίπεδο, οργανισμοί κ.λπ. Η ομάδα σε επίπεδο κοινωνίας* ασκεί πίεση στην εκάστοτε κυβέρνηση προκειμένου να αρθούν αντιλαϊκά μέτρα ή να ληφθούν μέτρα σχετικά με κάποιο ζήτημα ή να τροποποιηθούν νόμοι και εξαγγελίες πάνω σε θέματα που αφορούν στην ολότητα ή ειδικές κοινωνικές κατηγορίες. Οι ομάδες πίεσης, μέσω της δράσης των μελών τους και της πληροφόρησης με ανακοινώσεις τους, ασκούν μια δυναμική επιρροή στην κοινή γνώμη* σχετικά με κάποιο θέμα. Έτσι η πίεση ασκείται άλλοτε διαμέσου της κοινής γνώμης και άλλοτε κατευθείαν από την ομάδα προς τα κέντρα λήψης των αποφάσεων και άσκησης της εξουσίας, έως ότου πραγματοποιηθούν οι επιδιωκόμενοι στόχοι της ομάδας. Ειδικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μέσα της πίεσης και οι κλιμακώσεις τους: ανακοινώσεις, προειδοποιήσεις, απειλές, απεργίες κ.λπ. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, επιστημονικοί σύλλογοι και φορείς, ενώσεις εργοδοτών, εργατικά σωματεία και συνδικάτα, θρησκευτικές οργανώσεις, φοι-
τητικές και μαθητικές ενώσεις, φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, ινστιτούτα καταναλωτών κ.ά. λειτουργούν συνήθως ως ομάδες πίεσης. Θαν. Α. Βασιλείου ο μ ά δ ε ς κ ο ι ν ω ν ι κ έ ς , β λ . κοινωνικές
ομάδες
ομαδική δυναμική ή δυναμική της ομάδας (9ωυρ (ΙγηβπΊίοδ) ονομάζεται, γενικά, η αλληλεπίδραση (ίη(θΓ30ϋ0η) που εκδηλώνεται μεταξύ ομάδας και ατόμου, αλλά και οι τροποποιήσεις που συντελούνται δυνάμει της αλληλεπίδρασης, τόσο στην ομάδα καθαυτή, όσο και στην υφή των ατόμων - μελών της. Το ενδιαφέρον των μελετών γύρω από την ομαδική δυναμική επικεντρώνεται αφενός στις επιδράσεις που δέχεται η ομάδα από το ευρύτερο περιβάλλον και αφετέρου στη διερεύνηση των επιδράσεων που ασκεί η ομάδα στα μέλη της. Ειδικότερα, σε μικρο-λειτουργικό επίπεδο μελετώνται: η δομή της ομάδας και ο βαθμός συνοχής της, το είδος των σχέσεων και το κλίμα που διαμορφώνεται σ' αυτήν, οι κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις των μελών της, οι ψυχολογικές τάσεις και οι επιρροές, οι συγκρούσεις, τα πρότυπα της εξουσίας κ.λπ. Οι πλέον γνωστές θεωρητικές και πειραματικές προσεγγίσεις της δυναμικής των ομάδων συνδέονται με τη ΟβδΙβΙί - ψυχολογία* (ψυχολογία των μορφών). Μεγάλη επιρροή στις ΗΠΑ υπήρξε αυτή του γερμανού ψυχολόγου Κουρτ Λιούιν, ο οποίος ανέπτυξε τη "θεωρία του πεδίου" (ίίβΙά ΙΐΊβΟΓγ). Σύμφωνα μ' αυτή, η ομάδα λειτουργεί σαν ένα ιδιαίτερο ψυχολογικό πεδίο, όπου το κάθε άτομο - μέλος της εκδηλώνει συναισθήματα συμπάθειας και αντιπάθειας. Οι ερευνητές που ασχολούνται με αυτόν τον τομέα είναι σχεδόν αποκλειστικά μαθητές της σχολής του Κουρτ Λιούιν, όπως οι Β . ϋρρίΐ, ϋ. ΟβΓΐννπςΐη, Ι_. ΡθεΙίηςβΓ κ.λπ. Στα έργα που δημοσιεύθηκαν διακρίνονται οι επιτόπιες έρευνες που διεξάγονται σε πραγματικό περιβάλλον και οι εργαστηριακές έρευνες που διεξάγονται σε ειδικά - τεχνητά διαμορφωμένα περιβάλλοντα περιορισμένης διάρκειας. Στη σύγχρονη κοινωνική ψυχολογία*, οι έρευνες αυτές σκοπό τους έχουν να φωτίσουν ορισμένες θεμελιακές πλευρές των κοινωνικών και ψυχολογικών εκδηλώσεων, όπως το πώς διαμορφώνεται το ιδιαίτερο ψυχολογικό κλίμα που κυριαρχεί στην κάθε ομάδα, το πώς η κάθε ομάδα επηρεάζει τα μέλη της, τους βαθμούς προσαρμογής και απόκλισης των ατό-
99
Ομηρος μων στους κανόνες της ομάδας, τα δίκτυα των εκδηλώσεων της συμπάθειας - αντιπάθειας κ.λπ. Μολονότι τέτοιου είδους δυναμικές προσέγγισης οφείλουν να ισχύουν για ομάδες ανεξαρτήτως μεγέθους, εφόσον εκπληρώνεται η συνθήκη της αμοιβαίας εξάρτησης του όλου από τα μέρη και των μερών μεταξύ τους, στις εργασίες αυτού του είδους κυριαρχούν οι μικρές ομάδες, περιορίζοντας τη, σπουδαία ωστόσο, συμβολή τους σε μικρο-κοινωνιολογικό μάλλον, παρά σε μακρο-κοινωνιολογικό επίπεδο. Βιβλιογρ.: ϋθβη Μβίεοηηβυνθ. Κοινωνική Ψυχολογία, εκδ. I. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, χ.χ.- Τ. Αντόρνο και Μ. Χορκχάιμερ, Κοινωνιολογία. Εισαγωγικά Δοκίμια, μτφ. Διον. Γράβαρης, εκδ. Κριτική. Αθήνα. 1987. θαν. Α. Βασιλείου
Όμηρος. Ο ποιητής της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, τον 8ο αιώνα π.Χ., υπήρξε όχι μόνο αυτός που εξιστόρησε τόσο εντυπωσιακά τους άθλους των θαυμαστών ηρώων της μυκηναϊκής παράδοσης, αλλά και ο μάρτυρας της ιστορικής και της καθημερινής πραγματικότητας της εποχής του ο στοχαστής συνάμα που, "εκών - άκων", έπλασε μια κοσμοθεωρία, μια φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου, των ανθρώπων και των θεών. Έστησε με τα έργα του ένα υπόβαθρο στον χώρο του στοχασμού, πάνω στο οποίο, κατά τη γνώμη πολλών μελετητών, στηρίχθηκε η εκτόξευση της ελληνικής φιλοσοφίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του Ομήρου για τη μορφή, την εικόνα του κόσμου. Θεωρούσε ότι ο κόσμος είναι μια επίπεδη, σε σχήμα δίσκου, γη, που καλύπτεται από τον ημισφαιρικό ουρανό και έχει, σε συμμετρική σχέση προς αυτόν, από κάτω της τον Αδη. Ο ήλιος, η σελήνη και τα αστέρια κινούνται πάνω στον ουράνιο θόλο ακολουθώντας μια συγκεκριμένη πορεία από την ανατολή προς τη δύση, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται από τον Ομηρο το πώς επανέρχονται κάθε μέρα στην ανατολή. Το διάστημα ανάμεσα στη γη και τον ουρανό πληρώνουν ο "αήρ" και ο "αιθήρ". Η γη περιτριγυρίζεται από τον ποταμό Ωκεανό, που, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη", ταυτίζεται με το κοσμογονικό ύδωρ του Θαλή*. Σχετικά με τον άνθρωπο", ο Ομηρος διαφοροποιείται από μεταγενέστερες θεωρίες. Γι' αυτόν δεν υπήρχε ενιαία ψυχή αντιδιαστελλόμενη προς το σώμα, όπως για παράδειγμα στον Πλάτωνα*. Οι ψυχικές λειτουργίες ήταν κατανεμημένες σε διάφορες ουσίες. Κατ'
100
αρχήν η "ψυχή" δεν ήταν παρά η ζωή του ανθρώπου- δεν συμμετείχε στις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις πράξεις του. Η ψυχή επιζούσε μετά τον θάνατο, αλλά απλώς ως σκιά. Τα "φρένα" έλεγχαν τις σκέψεις και τα αισθήματα των ανθρώπων μαζί με τον "θυμό". Ο "νους" ήταν απλώς επιφορτισμένος με την κατανόηση των καταστάσεων και ήταν συνδεδεμένος με την παρατήρηση μέσω των αισθήσεων, αντίθετα με τις πλατωνικές του διαστάσεις. Όσον αφορά στους θεούς, από τον Ηρόδοτο* είχε ήδη αναγνωριστεί η τεράστια συνεισφορά του Ομήρου, μαζί βεβαίως με του Ησίοδου*, στην καταξίωση του δωδεκάθεου. Κατά τον Όμηρο, οι θεοί του Ολύμπου δεν ήταν σκοτεινοί, χθόνιοι θεοί, προσιτοί μόνο στους μυημένους, αλλά λογικοί και κατ' εξοχήν ανθρώπινοι. Ο ανθρωπομορφισμός με τον οποίο ο Όμηρος παρουσίασε τους θεούς είχε να κάνει τόσο με την εξωτερική τους όψη, όσο και με τα εσωτερικά τους χαρίσματα, αδυναμίες ή πάθη. Είχαν τη δύναμη να επεμβαίνουν στα ανθρώπινα πράγματα και η κοινότητά τους ήταν αυστηρά ιεραρχημένη, μια μικρογραφία του τακτικού "κόσμου" μεταγενέστερων θεωριών. Το σημαντικό είναι ότι εκείνοι οι ομηρικοί θεοί επεβλήθησαν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο καθώς επιπλέον τα ομηρικά έπη ήταν η βάση της ηθικής και της θρησκευτικής παιδείας. Το ανώτατο ηθικό ιδεώδες του ομηρικού κόσμου είναι η αρετή, που κυρίως όμως ταυτίζεται με την ανδρεία. Η καθημερινή πρακτική, η ηθική, σύμφωνα με τον Ομηρο, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη βούληση των θεών ή με ό,τι η Μοίρα είχε προδιαγράψει. Οι ανθρώπινες πράξεις, όχι μόνο επηρεάζονταν, αλλά και πολύ συχνά κατευθύνονταν, καθοδηγούνταν από τους θεούς. Ολες οι εκδηλώσεις υπεράνθρωπων προσπαθειών, η σωτηρία ή ο χαμός ενός ήρωα, αποδίδονταν αιτιακά στους θεούς. Φαίνεται ότι τον Ομηρο, καθόσον δεν ήταν ένας φιλόσοφος, δεν τον απασχολούσε το πρόβλημα της ανθρώπινης ελεύθερης βούλησης, σε βαθμό ώστε -πέρα από τις δυνατότητες που της προσφέρει για να εκδηλωθεί και να αναπτυχθεί μέσα από το πρόσωπο του Οδυσσέα, ήρωα του Ομήρου στα χρόνια της ωριμότητάς του- να καταλήξει στη διαμόρφωση μιας ντετερμινιστικής θεωρίας. Εκτός από κάποιες περιστασιακές εξαιρέσεις (π.χ. Ιλιάδας Ζ, οι ευθύνες του Πάρη απέναντι στον λαό της Τροίας), ο Ομηρος δεν πρόσφερε θεωρίες για
ομοιόσταση τα κίνητρα και την υπευθυνότητα των ανθρώπων. Τελικά, στα ομηρικά έπη υπήρχε μια περιορισμένη αίσθηση ηθικής ευθύνης, καθώς εξάλλου εκείνη την εποχή η "αιδώς", και όχι η "ενοχή", ήταν η κινητήρια δύναμη για τις ανθρώπινες πράξεις. Βιβλιογρ.: Ομήρου, Ιλιάς και Οδύσσεια.· Ρ. Μ. ΟΟΓΠΙΟΓ<3,
Ρίοπι τβΐίςίοη Ιο ΡΜοεορΙιγ,
Ιοηόοπ, 1912 - Β ω η ο 5ηβΙΙ,
Τίιβ Οίεοονβτγ οI <Λβ τηίηά, ΟχΙοΓό. 1953. Νικ. Οικονομίδης
ομιλία (λόγος - ομιλία). Διάκριση που εισήγαγε στη γλωσσολογία ο Ρ. άβ δβυεευΓβ*: σε αυτήν συγκλίνουν η διάκριση μεταξύ κοινωνικού και ατομικού, αφηρημένου και συγκεκριμένου. Ο λόγος (Ιβηρυβ) νοείται από τον Ελβετό γλωσσολόγο ως "σύνολο αναγκαίων συμβάσεων" ή "κώδικας" ή "σύστημα σημείων"· η ομιλία (ρβΓΟΙΘ) ως πράξη του ατόμου, ως ατομικό μέρος της γλώσσας, ως ατομική χρήση του κώδικα. Εν όψει της ετερογένειας της γλώσσας (Ι3Π939Θ) ο 33υ$5υΓβ με τη γλωσσολογία του λόγου και τη γλωσσολογία της ομιλίας προτείνει δυο πεδία βασισμένα σε δυο μεθοδολογικά διακεκριμένα "αντικείμενα", που αμοιβαία προϋποθέτουν το ένα το άλλο. Οπως υποστηρίζει στα Μαθήματα του ο δβυβευτθ, υφίσταται "αλληλεξάρτηση μεταξύ λόγου και ομιλίας· ο πρώτος είναι ταυτόχρονα όργανο και προϊόν της δεύτερης". Η χρήση του κώδικα, η ομιλία, είναι αυτή η οποία συντελεί στην "εξέλιξη" του κώδικα, του λόγου, που παρουσιάζεται από τον δβυδδυΓΘ ως άξονας προσεταιριστικών σχέσεων, δηλαδή παραδειγματικός, απέναντι στον συνταγματικό άξονα της ομιλίας, στον οποίο αποδίδεται η δημιουργική πλευρά της γλώσσας. Η θεώρηση του λόγου ως παραδειγματικού άξονα δεν αποκλείει την αντίληψή του ως συστήματος συνταγματικών τύπων ή δυνατοτήτων. Η σωσσυρική αντιπαράθεση λόγου ομιλίας ερμηνεύεται στα πλαίσια των διακρίσεων "κώδικας - μήνυμα" και "γλωσσική ικανότητα - γλωσσική πλήρωση". Βιβλιογρ.: Μπαμπινιώτης Γ., θεωρητική
Εισαγωγή στη σύγχρονη
γλωσσολογία.
γλωσσολογία. Αθήνα, 19867.
(1980).- 83υ$5υΓθ άβ Ρ., Μαθήματα γενικής
γλωσσολο-
Αποσιολοπούλου)
Οουτε
γίας. Αθήνα. 1979 (Μετάφραση από τα γαλλικό Φ. Δ. (Τίτλος
πρωτοτύπου:
ΙιηςυίεΙκιυθ 36Π6Γ3ΙΘ. ΡΒΓΙΪ. 1916).
άβ
Αθαν. Νάτσης
όμιλος Καππαδοκίας, βλ. Καππαδοκίας όμιλος όμιλος Πετρασέφσκι, βλ. Πετρασέψσκι όμιλος
ομοιομέρεια (ή ομοιομερή, ένν. χρήματα = πράγματα). Ο όρος "ομοιομέρεια" απαντάται πρώτη φορά στον Επίκουρο* και αργότερα στον Λουκρήτιο*, ο οποίος ερμηνεύει τη φυσική φιλοσοφία του Αναξαγόρα*. Ο Λουκρήτιος, όπως φαίνεται από το γράμμα και το πνεύμα των συμφραζομένων του, πιστεύει ότι ο Αναξαγόρας χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο και μάλιστα στον ενικό: "ομοιομέρεια πραγμάτων". Κατά τον Λουκρήτιο η ομοιομέρεια στη φυσική φιλοσοφία του Αναξαγόρα σήμαινε τη δημιουργία των οστών από μικρότατα και λεπτότατα "μέρη" (σαρκία), όπως και τα άλλα σώματα παράγονται από μόρια της ίδιας ουσίας. Ο Αριστοτέλης* στο Α" βιβλίο του έργου του Μετά τα Φυσικά και Φυσικά (Α4, 187α 23 κ.ε.), όπου εκθέτει και κρίνει τη φιλοσοφία του Αναξαγόρα, χρησιμοποιεί τη λέξη "ομοιομερή" (χρήματα), πιθανότατα αυτός πρώτος, για να ερμηνεύσει τη φυσική φιλοσοφία του Αναξαγόρα. Δεν είναι όμως σαφές, αν αποδίδει τον όρο στον Κλαζομένιο φιλόσοφο ή αυτός επινόησε τη λέξη για να αποδώσει το νόημα της θεωρίας του Αναξαγόρα. Κατά τον Αριστοτέλη, λοιπόν, ο Αναξαγόρας θεωρούσε ως πρωτογενή στοιχεία τόσο τα αντίθετα όσο και "ομοιομερή", τα πράγματα δηλαδή που αποτελούνται από όμοια μέρη. Είναι απίθανο, κατά τη γνώμη των εγκυρότερων ερευνητών σήμερα, να χρησιμοποίησε ο Αναξαγόρας τη λέξη "ομοιομερή" ή "ομοιομέρεια"· καμιά από τις μαρτυρίες δεν μας επιτρέπει να αποδώσουμε αυτόν τον όρο στον φιλόσοφο, ούτε οι εκδότες των αποσπασμάτων των Προσωκρατικών φιλοσόφων ή του ίδιου του Αναξαγόρα του προσγράφουν αυτή τη λέξη. Βιβλιογρ.: 6 . δ. ΚΙΓΚ - ϋ. Ε . Ηθνθπ - Μ. δοΙιοΙιθΜ, Οι Προ-
σωκρατικοί φιλόσοφοι,
μτφ. Δημοοθ. Κούρτοβικ, Μ Ι Ε Τ ,
Αθήνα. 1988.- Μυρτώ Δραγώνα - Μονόχου, Το πρόβλημα
των ομοιομερειών
του Αναξαγόρα και η ιστορία του, στο:
"Φιλοσοφία·. 7 (1977), σ. 162-231.- Θεόφ. Βέικος, Οι
Προσωκρατικοί, Αθήνα, 1985. Βασ.
Κύρκος
ομοιόσταση. Η αυτόματη τάση των ζωντανών οργανισμών να διατηρούν μια κατάσταση ισορροπίας στο εσωτερικό τους, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος. Ο όρος αποδίδεται στον ννβΐίοτ Β. ϋβηηοπ (1871-1945), από τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι διάφορες λειτουργίες που επιτελούνται στο εσωτερικό όλων των έμβιων όντων ρυθμίζονται συνεχώς, προκειμένου να προσφέρουν
101
ομοιότητα
ένα σταθερό περιβάλλον, κατάλληλο για την επιβίωση του κάθε οργανισμού. Η ρύθμιση αυτή προϋποθέτει διαρκή επικοινωνία και τέλειο συντονισμό ανάμεσα στα διάφορα όργανα του οργανισμού. Η επικοινωνία και ο συντονισμός στο εσωτερικό του σώματος επιτυγχάνεται μέσω του νευρικού συστήματος και των ορμονών. Νεύρα και ορμόνες συνθέτουν ένα περίπλοκο σύστημα που διατρέχει όλο το σώμα, συλλέγοντας και διαβιβάζοντας πληροφορίες και μηνύματα από το εσωτερικό και το εξωτερικό περιβάλλον του οργανισμού. Οι ομοιοστατικοί μηχανισμοί μπορούν να κατανεμηθούν σε διάφορα ομοιοστατικά συστήματα, ορισμένα από τα οποία είναι: το κυκλοφορικό σύστημα, που ρυθμίίει την κυκλοφορία του αίματος και γενικότερα των σωματικών υγρών, το λεμφαδενικό σύστημα, που συμβάλλει στην άμυνα του οργανισμού, το αναπνευστικό σύστημα, που διατηρεί την ισορροπία 02002, το πεπτικό σύστημα, που είναι υπεύθυνο για την αποσύνθεση των τροφών και την απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών, το οσμωρυθμισπκό σύστημα, που ρυθμίζει τα επίπεδα ανιόντων και κατιόντων στα σωματικά υγρά, το απεκκριτικό σύστημα, που ρυθμίζει την απέκκριση των μεταβολικών αποβλήτων από τον οργανισμό, και το θερμορυθμιστικό σύστημα που ρυθμίζει τη θερμοκρασία του οργανισμού. Σύμφωνα με τον ΝοιΐιβδΙ νΥίβπβΓ (1894-1964), η ανάπτυξη της Κυβερνητικής* βασίστηκε, εν μέρει, στην παρατήρηση των ομοιοστατικών συστημάτων των ζωντανών οργανισμών. ΖήσηςΜαμούρης
ομοιότητα. 1. Εννοιες ή αντικείμενα επιστημονικής έρευνας ενδέχεται να έχουν "όμοια" γνωρίσματα ή ιδιότητες ή λειτουργίες. Η σχέση τους ως προς τα όμοια στοιχεία τους (γνωρίσματα, ιδιότητες, λειτουργίες) λέγεται ομοιότητα. Και ο "βαθμός" ομοιότητας είναι ανάλογος προς το πλήθος των όμοιων στοιχείων και τη σπουδαιότητα που έχουν τα όμοια στοιχεία· αν τα όμοια στοιχεία (γνωρίσματα, ιδιότητες, λειτουργίες) αποτελούν το σύνολο των γνωρισμάτων (ιδιοτήτων, λειτουργιών), τότε η ομοιότητα φτάνει στα όρια της "ταυτότητας"*. Παραδείγματα: δυο τρίγωνα με γωνίες ίσες μία προς μία είναι όμοια (αλλά ενδέχεται το ένα να έχει πλευρές πολλαπλάσιου μήκους από το άλλο)· το ισόπλευρο τρίγωνο και το ισογώνιο έχουν τόσα όμοια στοιχεία ώστε ταυτίζονται (το ισόπλευρο είναι και ισογώνιο).
102
Η ομοιότητα όντων ή εννοιών είναι ιδιότητα ή σχέση που προκαλεί μνημονικούς "συνειρμούς"*. Από πολύ παλιά διατυπώθηκαν "νόμοι" συνειρμού* (στην Ψυχολογία)· ένας απ' αυτούς λέγεται "νόμος της ομοιότητας". Αυτόν και δύο ακόμη (της αντίθεσης και της συνάφειας) είχε καταγράψει πρώτος ο Αριστοτέλης* (Περί μνήμης και αναμνήσεως, 4516 18-20). Ο Ηυπίθ* (Απ Επηυίιγ εοηοβΓηίης ήυΓηβη υηάθί3Ιβηόίης, § 3) πρόσθεσε τον νόμο της "αιτιακής σχέσης ή συνάφειας", ως τέταρτο νόμο συνειρμού των παραστάσεων ή εννοιών. Φ. Κ. Βώρος
ομοιότητα (δίπιίΐβπΐγ). 2. Ένας από τους νόμους της μορφής της Μορφολογικής Ψυχολογίας (ΟθδΙβΙΙ ΡδγοίιοΙοςγ*), σύμφωνα με τον οποίο τα ερεθίσματα που παρουσιάζουν ομοιότητα τείνουν να εκλαμβάνονται ως σύνολα. Έτσι ερεθίσματα γίνονται αντιληπτά και ξεχωρίζουν από άλλα ανόμοια ως προς το μέγεθος, το σχήμα, τη φωτεινότητα κ.λπ. Ο μορφολογικός νόμος της ομοιότητας είναι ένας νόμος αντιληπτικής οργάνωσης. Βασιλική Παππά
ομοίωσις. Η πρωταρχική σημασία και χρήση του όρου "ομοίωσις" πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή των θρησκευτικών τελετών και των μυστηρίων, έχει δηλαδή θρησκευτική καταγωγή και περιεχόμενο η λέξη. Αρχικά η ομοίωσις απέβλεπε στην εξομοίωση με τον θεό ή τη μίμηση του θεού ("ομοίωσις θεώ")· αυτή άλλωστε τη σημασία τη βρίσκουμε και στις μυστηριακές τελετές: οι μυούμενοι συμπεριφέρονται, με κινήσεις χορού ή φορώντας μάσκες, όπως ο θεός τους, και συμμορφούμενοι βέβαια με τις υποδείξεις των ιερέων του θεού ("ομοιούσθαι"), φθάνουν σε ένα είδος έκστασης, ώστε να "αποβάλουν" τα γήινα και φθαρτά και να μετάσχουν της θεϊκής χάρης. Από την περιοχή των μυστηρίων και της θρησκείας ο όρος μεταφέρεται στον χώρο της φιλοσοφίας και της τέχνης. Ο Πλάτων* στον διάλογο Θεαίτητος" (Μ6α) δίνει τη φιλοσοφική πολιτογράφηση της "ομοιώσεως", αλλά συγχρόνως διαγράφει και τον μέγιστο σκοπό του φιλοσοφείν, που συνίσταται στην τάση του ανθρώπου να "διαφύγει" προς τον κόσμο των θεών και των ιδεών αυτή η "φυγή" σημαίνει την προσπάθειά του να εξομοιωθεί με τον θεό όσο είναι δυνατόν ("φυγή δε ομοίωσις θεώ κατά το δυνατόν", ό.π.). Μ' αυτή την προσπάθεια ο άνθρωπος τεί-
Ονησίκριτος νει προς την αθανασία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως "φυγή" και "ομοίωσις" δεν σημαίνει απόδραση από τα εγκόσμια και καταφυγή σ' έναν άλλο κόσμο, αλλά, όπως σπεύδει να εξηγήσει ο ίδιος ο Πλάτων: ομοίωσις με τον θεό σημαίνει να γίνει κανείς δίκαιος και όσιος και συγχρόνως ν' αποκτήσει φρόνηση ("ομοίωσις δε δίκαιον και όσιον μετά φρονήσεως γενέσθαι", Θεαίτητος 176α). Μ' αυτά μετέχει κανείς στην αθανασία, δηλαδή όταν κατακτήσει την αρετή και τη δικαιοσύνη ή, όπως λέγει ο Αριστοτέλης": "προς το ζην κατά το κράτιστον των εν αυτώ" (δηλαδή τω ανθρώπω), Ηθ. Νικ. 117713 34. Βιβλιογρ.: Η. ΜΘΓΚΙ. Ομοίωοις θεώ. νοη άβτ ρΐβίοπίεοΐιβπ ΑηςΙβιεΙιυηζΐ 3η βοΗ ζυτ ΟοΙΐ3ΐΊηΙκΙίΙ<βιΙ ΰβί ΟΓΘ^ΟΓ νοη Νγίεβ. ΡΓθι&υΓς (5οίι« ), 1952.- Ε . ΜίΙο6θηδΚί. ΟβτΝβίόίη άβτβήβςΝεοί)θη ΡΛι/οϊορΛ/β. ννϊθ5ΐ>3(]θη, 1964.-1. Ν. Θεοδωρακόπουλος. Πλάτωνος. Φαιδρός. Αθήναι. 197 Γ , ο. 199.
Βασ.
Κύρκος
ομομομορφισμός, βλ. ισομορφισμός και ομομορφισμός ομφαλοσκόποι, βλ. ησυχασμός ομφαλοψυχίτης, βλ. ησυχασμός Ον, βλ. Είναι Ον καθ* εαυτό και δι' εαυτό, βλ. Σαρτρ όνειρο. Ψυχοφυσιολογικό φαινόμενο το οποίο εκδηλώνεται στο υποκείμενο με τη μορφή κυρίως οπτικής παράστασης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του ύπνου. Από τις παρατηρήσεις έχει καταγραφεί ότι τα όνειρα δεν εμφανίζονται σε όλη την περίοδο του ύπνου αλλά στη φάση εκείνη που ονομάζεται "γρήγορος ύπνος" και συνοδεύεται με την ενεργοποίηση κυρίως του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου, το οποίο αντιστοιχεί στην υπεροχή των χωρο-οπτικών παραστάσεων στα όνειρα. Χαρακτηριστικά στοιχεία του ονείρου -πέραν της κυριαρχίας των οπτικών παραστάσεων- είναι ο συγκινησιακός χρωματισμός και η παροδική "συμμετοχή" του υποκειμένου σε αυτά. Η έλλειψη συστήματος αναφοράς κατά τη διάρκεια του ύπνου για την αντίληψη του ονείρου οδηγεί στο γεγονός της μη κριτικής στάσης του υποκειμένου ως προς τα δρώμενα και το περιεχόμενο του ονείρου. Το περιεχόμενο του ονείρου, σε οπτική-παραστατική συμβολική μορφή,
αντανακλά τα βασικά κίνητρα και ψυχολογικές δομές της προσωπικότητας του ατόμου. Η βίωση, η "ζωντάνια" και ο βαθμός εναπόμνησης του ονείρου εξαρτάται από τις ιδιομορφίες της κάθε προσωπικότητας, αλλά και τη συγκινησιακή κατάσταση του ατόμου πριν από τον ύπνο. Μια από τις βασικές λειτουργίες του ονείρου είναι η συναισθηματική σταθερότητα. Τα όνειρα αποτελούν έναν σημαντικό κρίκο στο σύστημα των αμυντικών μηχανισμών της προσωπικότητας, αποφορτίζουν την ένταση των εσωτερικών ψυχικών συγκρούσεων και σε ορισμένες περιπτώσεις ενεργοποιούν το υποκείμενο. Το όνειρο αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα πεδία έρευνας και αναφοράς στα πλαίσια της ψυχανάλυσης*. Για την ψυχανάλυση το όνειρο είναι ένα σημαντικό πλαίσιο εκδήλωσης και έκφρασης των απωθημένων από τη συνείδηση έλξεων και επιθυμιών σε συμβολική μορφή. Ο συμβολισμός ως δομικό στοιχείο του ονείρου αποτελεί ανάλογο των απωθημένων θελήσεων, σκέψεων ή συναισθημάτων, η αφετηρία των οποίων βρίσκεται στην πρωτογενή σύγκρουση ανάμεσα στο "αυτό" και το "υπερεγώ". Η ανάλυση και η ερμηνεία του ονείρου αποτέλεσε για την ψυχανάλυση σημαντικό μεθοδολογικό εργαλείο για την αποκάλυψη των αφετηριακών συγκρουσιακών καταστάσεων του ατόμου στην κατεύθυνση της θεραπείας του. Βιβλιογρ.: ΡΓθυε) 8., ΤΙ)β ίπίβφτβίβΐϊοη οΙ όΓθβιηε. ιπ ΙΙΊΘ 5Ι3ΓΚΙ3ΙΧΙ βύϊΐίοπ 01 ΙΙίθ ΟΟΓηρΙθΙθ ρ5γθΐΊθΙθθίθ3ΐ ννΟΓΚΚ 01 8. ΡΓβυε). ίοΓΚίοπ, ΗοςβΙΜ ΡΓΘ$5, 1962 νοΙ. V - Βόλπερτ I. Ε..
Τα όνειρα κατά τη διάρκεια του συνήθους ύπνου και την
ύπνωση, Λένιγκραντ, 1966.- Ματβέεφ Β . Σ., Περίεργα και
απόκρυφα στην ανθρώπινη ψυχή. Πανεπιστήμιο Ουράλία. 1990.
Ευάγγ.
Μανουράς
ΟνησΙκριτος από την Αστυπάλαια (4ος αι. π.Χ.). Μαθητής του κυνικού φιλοσόφου Διογένη*, ακολούθησε, κατά την παράδοση, τον Μ. Αλέξανδρο στην εκστρατεία του. Έλαβε μέρος μάλιστα στην ινδική εκστρατεία του Αλεξάνδρου, στην αρχή ως κυβερνήτης του βασιλικού πλοίου και αργότερα στον περίπλου του Νεάρχου. Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου έγραψε μια ιστορία της εκστρατείας του ( Πώς Αλέξανδρος ήχθη). Από λιγοστά αποσπάσματα που σώζονται (Ρ. ΟΓ. 3 . 125, ϋ) επρόκειτο για μια συγγραφή ανάμεσα στην ιστορία και στη βιογραφία, προσφιλές είδος κατά την εποχή αυτή. Ο Διογένης Λαέρτιος" (VI 84) πιστεύει ότι ο Ονησίκριτος μιμήθηκε την Κύρου Παιδεία
103
όνομα του ζενοφώντα*, κατά τα πρότυπα και τις ιδέες των Κυνικών* (Στράβ. 15, 715 11, 517). Στον Ονησίκριτο επίσης οφείλουμε μερικές πληροφορίες για τους Ινδούς γυμνοσοφιστές, που τους γνώρισε, όπως εξιστορεί, σε μια αποστολή. Ό,τι σώζεται από τα έργα του κινείται μεταξύ φαντασίας και ουτοπίας, γι' αυτό αντιμετώπισε την κατακραυγή πολλών αρχαίων δοξογράφων (ο Στράβων, 15, 698, τον αποκαλεί "παραδόξων αρχικυβερνήτην"). Παρά ταύτα χρησιμοποίησαν το έργο του ιστορικοί, γεωγράφοι, εθνογράφοι κ.λπ. και συνέβαλε στη δημιουργία της ιστορικής προσωπογραφίας του Αλεξάνδρου. Βιβλιογρ.: Τ. 3. ΒΓΟ»Π. ΟηβείαίΙυε. ΒβίΙίθΙθγ - 1.05 ΑΠ0ΘΙΘ5. 1949.- Ρ. ΡΐΊθΙί3<1θ3. άρθρο στο "Μυϊ. ΗθΙν." 16 (1959), σ. 116 κ.έ.- Ο. Ο. Η3£βπ. άρθρο στο περ. "ΚΙίο" 43/45(1965). σ. 351 κ.έ. Βασ. Κύρκος
όνομα, στη Λογική. Ο Αριστοτέλης*, για να αναλύσει την πρόταση* στα συνθετικά στοιχεία της (Περί Ερμηνείας 16α - 16&5), έθεσε το ζήτημα τι είναι το όνομα (και το ρήμα)· η πρώτη πρόταση του έργου είναι: "Πρώτον δε θέσθαι τι όνομα και τι ρήμα". Και λίγο παρακάτω (16α 20) προτείνει τον ορισμό: "Ονομα μεν ουν εστί φωνή σημαντική κατά συνθήκην άνευ χρόνου" (έχει σημασία για τον χρήστη και τον συνομιλητή του, σημασία συμβατική γι' αυτούς, και δε δηλώνει χρόνο). Και προσθέτει (16α 30): "Το δε ουκ άνθρωπος ουκ όνομα" (το όνομα είναι μόνο θετικό συμβατικό μέσο επικοινωνίας· η άρνηση δεν υπάρχει στα ονόματα αλλά στις αποφάνσεις, όταν παίρνουν μορφή αποφατικής κρίσης"). Ετσι οικοδομεί τη θεωρία περί προτάσεων - κρίσεων. Βιβλιογρ.: Θ. Βορέα. Λογική, ο. 66. Φ. Κ. Βώρος
ονοματοκρατία (λατινικό ποπιίη3ΐίδΓτιυδ). Από την αρχαιότητα διατυπώθηκε το ερώτημα: αν οι γενικές έννοιες (ονόματα) υπάρχουν πραγματικά (άποψη ρεαλιστική, βλ. πραγματοκρατία) ή έχουν υπόσταση μόνο νοητή, είναι απλά ονόματα (ονοματοκρατία, ηοΓτιϊηβΙϊδΓτιυδ). Ειδικότερα, ο Πορφύριος" (233-304 μ.Χ.), γράφοντας Εισαγωγή στις Κατηγορίες' του Αριστοτέλη", διατύπωσε το ερώτημα: αν έπρεπε να αποδώσει ή όχι στον αρχαίο φιλόσοφο την άποψη ότι οι γενικές έννοιες (οι κατηγορίες) έχουν υπόσταση πραγματική, αντικειμενική, ή μόνο ονομαστική, υπάρχουν στη νόηση και διατυπώνονται με απλά ονόματα· ο ίδιος απά-
104
ντησε αποδεχόμενος ως άποψη του Αριστοτέλη τη δεύτερη εκδοχή, που αργότερα ονομάστηκε από τους σχολαστικούς* "ονοματοκρατία" (ηοΓΓίίηθΙίδίτιυδ). Κατά τον 6ο αι. μ.Χ. ο Βοήθιος*, μεταφράζοντας το έργο του Πορφύριου στα λατινικά, εισηγήθηκε τον όρο ηοιπίηβΐίδπιυδ, με το νόημα ότι οι γενικές έννοιες δεν έχουν καμιά αντικειμενική υπόσταση στον κόσμο της πραγματικότητας, είναι απλές φωνητικές εκφράσεις (ίΐ3ίυδ νοοίδ), υπάρχουν ύστερα από τα πράγματα (ροεί Γθδ). Κατά την αντίθετη άποψη, τα "γένη"* υπάρχουν πριν από τα πράγματα (βπίβ Γθδ), έχουν υπόσταση πραγματική (ρεαλισμός*). Η ονοματοκρατία δεν είχε ιδιαίτερη σπουδαιότητα στη φιλοσοφία* ή στη θεολογία ως την ώρα που ο ΒβΓβηςβτ της Τουρ εφάρμοσε τη σκέψη αυτή στη "θεία ευχαριστία". Ηταν ο πρώτος σχολαστικός που υποστήριξε ότι οι αισθήσεις του αποτελούν πηγή μαρτυρίας, όταν αυτός εξετάζει τη φύση της ιεροτελεστίας αυτής, της "ευχαριστίας" (άρα το μυστήριο είναι ό,τι πληροφορούν οι αιρθήσεις γΓ αυτό). Λίγο μετά ο Ροσελίνος" (Ποδοθΐίπυδ) επέκτεινε την ιδέα του νομιναλισμού ως το σημείο να αρνηθεί ότι έχουν πραγματική ύπαρξη οι γενικές έννοιες (όλες) και να δεχτεί ότι υπάρχουν μόνο τα επιμέρους φυσικά αντικείμενα (αλλά έτσι ξεθεμέλιωνε όλα τα θρησκευτικά δόγματα). Η σύνοδος της δοίδδοπδ (Σουασόν, 1092) τον υποχρέωσε να ανακαλέσει τη διδασκαλία αυτή ως αιρετική. Ο Αβελάρδος* προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα προτείνοντας μια ενδιάμεση παραλλαγή μεταξύ νομιναλισμού και ρεαλισμού: οι γενικές έννοιες υπάρχουν μέσα στα πράγματα (ίπ Γθόυδ), ούτε πριν ούτε μετά αλλά μαζί με αυτά. Περίπου δύο αιώνες αργότερα υπεράσπισε τον νομιναλισμό ο Γουλιέλμος του ΟΟΟ3ΓΠ* (1280-1349), αλλά μέσα στα όρια που επιτρέπονταν από το εκκλησιαστικό δόγμα- συγκεκριμένα, επιχείρησε μια διάκριση ανάμεσα στις δύο σημασίες των γενικών εννοιών: την πραγματική και τη γραμματική. Αναγνώρισε ότι οι γενικές έννοιες (τα υπίνβΓδ3ΐί3) έχουν πραγματική υπόσταση μέσα στη σκέψη, στη νόηση, και έτσι υπήρξε ο πρώτος που είδε ότι ο νομιναλισμός μπορεί να έχει δυο όψεις: υποκειμενική και αντικειμενική. Όμως εκείνος πίστευε ότι στην ανθρώπινη διάνοια οτιδήποτε είναι πραγματικό πρέπει να είναι εικόνα κάποιου συγκεκριμένου πράγματος (όχι αφηρημένη έννοια). Μετά τον Οοοβπι
οντολογία ο νομιναλισμός εκλείπει ως την εποχή μας· επανεμφανίζεται σε άλλο πεδίο, στον λογικό θετικισμό*. Σύγχρονες έρευνες στη λογική των επιστημών (νεοθετικισμός*) και στη θεωρία των μαθηματικών ξανάφεραν στο προσκήνιο -από άλλη αφετηρία και για άλλον λόγο- την παλιά αντιδικία των νομιναλιστών - ρεαλιστών. Το ερώτημα συνοψίζεται ως εξής: τα προϊόντα της "λογικής αφαίρεσης", που καταλήγουν σε όρους σύμβολα, "συμβολικά πλάσματα της φαντασίας", και αξιοποιούνται ως σημεία συνεννόησης, έχουν αντικειμενική υπόσταση (όπως θα έλεγαν οι ρεαλιστές) ή είναι απλά "ονόματα", μάλιστα μειωμένης ονοματικής αξίας, αφού δεν ονομάζουν κάτι υπαρκτό και δεν κατανοούνται ούτε ως ονόματα αλλά μόνο ως σύμβολα, που αποκτούν νόημα από τα συμφραζόμενά τους; Ευνόητο ότι οι νομιναλιστές αποδέχονται μόνο την εκδοχή πως οι "αφαιρέσεις" γενικά αποτελούν απομάκρυνση από την πραγματικότητα και δηλώνονται με σημεία, σύμβολα, "ονόματα", που υπάρχουν μόνο στη νόηση - φαντασία των χρηστών. Φ. Κ. Βώρος
οντογένεση. Το σύνολο των αναπτυξιακών διαδικασιών που συμβαίνουν σε έναν οργανισμό, από τη στιγμή της γονιμοποίησης και της δημιουργίας του ζυγωτού έως το τέλος της ζωής του. Στο πέρασμα των αιώνων, προτάθηκαν διάφορες οντογενετικές θεωρίες, που προσπάθησαν να εξηγήσουν τη δημιουργία ενός νέου οργανισμού. Από τη θεωρία της αυτόματης γένεσης έως τη θεωρία της επιγένεσης*, περνώντας από τις θεωρίες του προσχηματισμού και της παγγένεσης, όλες τους εμπεριείχαν, λιγότερο ή περισσότερο, στοιχεία βιταλισμού*. Η ανάπτυξη της συγκριτικής εμβρυολογίας στις αρχές του 19ου αιώνα και κατόπιν της πειραματικής εμβρυολογίας στις αρχές του 20ού αιώνα διαλεύκαναν αρκετές πτυχές της αναπτυξιακής πορείας των οργανισμών. Η σύντηξη των γαμετών και η δημιουργία του ζυγωτού δίνει το έναυσμα για μια σειρά από προοδευτικές και μη αντιστρέψιμες τροποποιήσεις, με σαφή χωροχρονικό προσδιορισμό, οι οποίες μέσω της κυτταρικής διαίρεσης, της κυτταρικής διαφοροποίησης, του κυτταρικού μετασχηματισμού και της μορφογένεσης, μετατρέπουν άμορφες μάζες κυττάρων σε ιστούς, όργανα, συστήματα οργάνων, έως την τελική μορφο-
ποίηση του οργανισμού. Σε γενικές γραμμές, όλες αυτές οι μετατροπές είναι το αποτέλεσμα αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στο γενετικό υλικό του αρχικού ζυγωτού και του εσωτερικού και εξωτερικού περιβάλλοντος του υπό ανάπτυξη οργανισμού. Κατά καιρούς έγιναν προσπάθειες να συνδεθεί η οντογένεση με τη φυλογένεση*, που αναφέρεται στα στάδια της εξελικτικής πορείας του είδους. Ο ΗββοΚθΓ, το 1866, στον βιογενετικό του νόμο, παρουσίασε τη λανθασμένη άποψη ότι "η οντογένεση ανακεφαλαιώνει τη φυλογένεση", δηλαδή ότι κάθε οντογενετικό στάδιο αναπαριστά το ενήλικο στάδιο ενός από τα προγονικά είδη. Ο νοπ Β3ΘΓ, από τους ιδρυτές της εμβρυολογίας, το 1828, υποστήριξε, με αρκετή δόση αλήθειας, ότι τα πρώιμα αναπτυξιακά στάδια ενός χαρακτήρα τείνουν να μοιάζουν περισσότερο μεταξύ συγγενικών ειδών από ό,τι τα όψιμα στάδια. ΖήσηςΜαμούρης
οντολογία. Διδασκαλία για την ύπαρξη αυτή καθεαυτή. Ως ειδική θεωρία για το Είναι η οντολογία αποτελεί τμήμα της φιλοσοφίας, το οποίο μελετά τις βασικές αρχές του Είναι και τις γενικότερες κατηγορίες του όντος. Από την άποψη αυτή η οντολογία είναι ισοδύναμη με τη μεταφυσική* - το σύστημα καθολικών αφηρημένων ορισμών του Είναι. Ο όρος "οντολογία" εισήχθη από τον Ρ. Γοκλήνιο* (1613). Στον Κ. Βολφ* η οντολογία πήρε ολοκληρωμένη έκφραση ως γενική εικοτολογική θεωρία για το Είναι. Ο Παρμενίδης* ήταν ο πρώτος στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία*, ο οποίος διατύπωσε την ιδέα του ενιαίου Είναι ως αυτού καθεαυτό. Θεωρούσε αληθινό Είναι το λογικά καταληπτό Είναι. Γνωρίσματα της πραγματικής ύπαρξης είναι η αιωνιότητα, το αμετάβλητο, η αυτοταυτότητα. Ο Παρμενίδης αντίκριζε την πολυμορφία των ευκίνητων και ευμετάβλητων πραγμάτων ως έναν μη πραγματικό, απατηλό κόσμο φαινομένων. Τη δημιουργηθείσα ως αποτέλεσμα της ελεατικής* φιλοσοφίας διάσπαση ανάμεσα στο καταληπτό Είναι και την πολυμορφία των αισθητά προσλαμβανόμενων πραγμάτων, οι μεταγενέστεροι έλληνες φιλόσοφοι την υπερνίκησαν με την αναγωγή του Είναι σε ποιοτικά καθορισμένες αρχές. Πρόκειται για τα τέσσερα "στοιχεία" ή "ριζώματα των πάντων" του Εμπεδοκλή*, τα "μόρια" του Αναξαγόρα* και τα "άτομα" του Δημόκριτου*. Με τη συνέ-
105
οντολογία νωση και τη διάσπαση των ανέκαθεν κινούμενων (αλλά αμετάβλητων) ατόμων ο Δημόκριτος κατόρθωσε να διατηρήσει και να εξηγήσει και τις δυο πλευρές του κόσμου: το αιώνιο και το παροδικό, το σταθερό και το μεταβλητό, το Είναι και το γίγνεσθαι. Αν και οι "Ιδέες" του Πλάτωνα* ως αμετάβλητα πρότυπα των πραγμάτων από μια άποψη θυμίζουν τα άτομα του Δημόκριτου, ωστόσο, ο κόσμος των ιδεών του Πλάτωνα, ως αληθινό Είναι, υψώνεται πάνω από τον "αναληθή" κόσμο των υλικών πραγμάτων και αντανακλάται στον τελευταίο όπως ο ήλιος σε θολό χείμαρρο. Οι δυο κόσμοι, που αναφέρει ο Πλάτων, ήταν αποτέλεσμα της γνωσιολογίας* του, η οποία συνιστά τη νοητική αναγωγή από τον αισθητό κόσμο του γίγνεσθαι στον υπεραισθητό (νοητό) κόσμο των ιδεών και την ανώτατη ιδέα του Αγαθού - "αρχή χωρίς αρχή" του Είναι. Ο Αριστοτέλης* υπερνίκησε την οντολογική διαρχία του Πλάτωνα, αναζητώντας την ουσία στον ίδιο τον υλικό κόσμο. Σε σχέση μ' αυτό, μιλάει για την "πρώτη φιλοσοφία", αντικείμενο της οποίας είναι "οι αρχές και οι αιτίες" της ύπαρξης. Ωστόσο, αναζητώντας την "αρχική" αιτία όλων των υπαρχόντων πραγμάτων, καταλήγει στην ιδέα της υπεραισθητής "μορφής των μορφών" - της θεϊκής "εντελέχειας". Στον μεσαιωνικό σχολαστικισμό* το οντολογικό πρόβλημα σχετιζόταν με τις θρησκευτικές αντιλήψεις για το απόλυτο Είναι (με την ύπαρξη του θεού*), αποτελώντας έτσι παραλλαγή του θεολογικού προβλήματος. Την περίοδο του ύστερου σχολαστικισμού (ιδίως στον Θωμά Ακινάτη*) η οντολογία αποκτά τον χαρακτήρα αφηρημένων κατηγοριών* για το "καθαρό" Είναι και τα επίπεδά του. Οι διάφορες ερμηνείες του οντολογικού προβλήματος φάνηκαν στη διαμάχη των σχολαστικών για τις "καθολικές έννοιες"* (υπίνθΓ53ΐί3). Στη φιλοσοφία των νέων χρόνων τα προβλήματα της γνωσιολογίας, που γίνονται κεντρικά, προσδίδουν στα οντολογικά προβλήματα τον χαρακτήρα παράγωγων. Ετσι, η φόρμουλα του Ντεκάρτ* "οοςίίο 6Γςο $υιπ", θεωρώντας τα φαινόμενα της συνείδησης και της γνώσης (αμφιβολία και σκέψη) ως αφετηριακές αρχές τους, έκανε την οντολογία συστατικό μέρος της γνωσιολογίας*. Οι εμπειρικοί φιλόσοφοι (για παράδειγμα, ο Χιουμ*) τοποθετούν τα οντολογικά προβλήματα σε δεύτερο πλάνο ή τα διαγράφουν εντελώς.
106
Η κριτική από τον Καντ* της παραδοσιακής ("δογματικής") μεταφυσικής* από τις θέσεις της δραστηριότητας του γνωρίζοντος υποκειμένου σηματοδότησε ένα νέο στάδιο στη θεωρία για το Είναι και τη γνώση. Ο Καντ διατύπωνε την άποψη ότι το λογικό που γνωρίζει πρέπει να αναγκάσει τη φύση να απαντήσει στα ερωτήματά του και όχι να σέρνεται από το χαλινάρι της. Από την άποψη αυτή, δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει οντολογία έξω από τις 3 ρποπ μορφές του γνωρίζοντος υποκειμένου, που τακτοποιεί τα δεδομένα της πείρας* σύμφωνα με τις αρχές της νόησης*. Ο Χέγκελ" επανήλθε στην προκαντιανή ερμηνεία του οντολογικού προβλήματος, λαμβάνοντας υπόψη τη δραστηριότητα του υποκειμένου. Εξετάζοντας τη νόηση ως ιστορικά αναπτυσσόμενη δραστηριότητα, ο Χέγκελ επισήμανε ότι η νόηση αυτή σ' ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξής της εκδηλώνει την ταυτότητά της με το Είναι. Από δω και η θέση του Χέγκελ για την ταυτότητα της λογικής, της θεωρίας για το Είναι, και της γνώσης. Από τη σκοπιά της χεγκελιανής φιλοσοφίας της ταυτότητας νόησης και Είναι, η παραδοσιακή φιλοσοφία έκανε λάθος όχι στο ότι προσπαθούσε να αποκαλύψει τα βασικά χαρακτηριστικά του Είναι, αλλά στο ότι δεν ερευνούσε τη δημιουργική φύση της νόησης. Στον 20ό αιώνα, λόγω της απομάκρυνσης από τον νεοκαντιανισμό* και της επανεξέτασης των προηγούμενων δυτικοευρωπαϊκών φιλοσοφικών αντιλήψεων, η οντολογία αναγεννιέται. Ο Ν. Χάρτμαν* με την "κριτική οντολογία" του ανέπτυξε τη θεωρία για τα στρώματα της ύπαρξης: ανόργανη, οργανική και πνευματική. Ο Χάρτμαν θεωρούσε εντελώς λανθασμένη τη θεμελιώδη οντολογία του Χάιντεγκερ*, που θέτει το ζήτημα του νοήματος της ύπαρξης. Ο Χάιντεγκερ προσπάθησε να αναδομήσει την οντολογία και να θέσει το ζήτημα του Είναι εξετάζοντας την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ανθρώπινη ύπαρξη σημαίνει τέλος, βραχύτητα, προσωρινότητα. Κανένα ον, εκτός από τον άνθρωπο, δεν γνωρίζει ότι έχει τέλος, ότι είναι προσωρινή η ύπαρξη του. Αυτό σημαίνει ότι μόνο στον άνθρωπο είναι ανέκαθεν προσιτή η κατανόηση της ύπαρξης· με άλλα λόγια, μόνο μέσω του "εδώ = είναι" (Οβδβίπ), "το οποίο ... μπορεί να θέσει το ζήτημα του Είναι", ακριβώς διότι είναι οριακό. Το "εδώ Είναι" το ανακαλύψαμε άμεσα εμείς, διότι αυτό "είμαστε εμείς οι ίδιοι" (3βίη υηάΖθίί,
Τ υ 6 „ 1960, σ. 7).
Ο νεοθετικισμός* και ο "αντιμεταφυσικός" προ-
οντολογικό επιχείρημα ή οντολογική απόδειξη σανατολιαμός του χαρακτηρίζει τα οντολογικά προβλήματα ως "ψευδοπροβλήματα", που εμφανίστηκαν στο έδαφος της πλάνης της φιλοσοφίας του παρελθόντος. Από την άποψη αυτή, όλα τα "μεταφυσικά" ζητήματα λύνονται από την επιστήμη ή απαλείφονται με τη διερεύνηση του περιεχομένου των λέξεων, με την ανάλυση της δομής της γλώσσας και της λογικής και γραμματικής διάρθρωσης της. Η μαρξιστικολενινιστική φιλοσοφία επιστρέφει πάνω σε υλιστική βάση στη χεγκελιανή αρχή της ενότητας της οντολογίας και της γνωσιολογίας, δηλαδή της σύμπτωσης της διαλεκτικής, της λογικής και της γνωσιοθεωρίας. Οι νόμοι της νόησης και οι νόμοι του Είναι συμπίπτουν ως προς το περιεχόμενό τους: η διαλεκτική των εννοιών είναι αντανάκλαση της διαλεκτικής του Είναι (βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, "Εργα", τ. 21, σ. 302. Βλ, επίσης, διαλεκτικός υλισμός). Βιβλιογρ.: Ε . Β . Ιλιένκοφ. Το ζήτημα της ταυτότητας νόη-
σης και Είναι στην προμαρξιστική φιλοσοφία, στο βιβλ.:
"Διαλεκτική - γνωσιοθεωρϊα. Ιστορικοφιλοσοφικό δοκίμια. Μόσχα.
ΟπΙοΙοςίθ.
ΑηβΙγΙιεεΗβ ΗϊίΙοτγ οί Θεοχ
1964 - Ν. ΗΒΓίπιβη. Ζυτ βωπάΐβΐυπβ
ΜθΙίθΠήθίΓΠ
ΟηΙοΙοςιβ.
ΜΘ$ΙΘΓΠ
Κεσαίδης
3ΓΠ Ρι7Μ..
ΟΙ3Π.
1948.-
1976 - Ρ .
0ηί0ΐ09γ. 1978.
Η.
ϋβτ
ΤΓ3ρρ.
ΑίιυΓπ«ΐ3.
Α
οντολογικό επιχείρημα ή οντολογική απόδειξη. Ενα από τα τέσσερα επιχειρήματα για την απόδειξη ύπαρξης του θεού* (: κοσμολογικό, ηθικό, ιστορικό). Στην απλούστερη διατύπωση του το επιχείρημα αυτό συνάγει την ύπαρξη του Θεού από την έννοιά του και διατυπώνεται με τον συλλογισμό: Καθετί για το οποίο ο άνθρωπος έχει κάποια ιδέα στο νου του υπάρχει. Ο άνθρωπος έχει στο νου του την ιδέα ενός υπερτέλειου όντος. Αρα το υπερτέλειο αυτό ον υπάρχει και είναι ο θεός. Σπέρματα του επιχειρήματος αυτού ανιχνεύει κανείς πρώτα στον ιερό Αυγουστίνο* (354430) και τον Βοήθιο' (480-525). Συστηματικά όμως διατύπωσε το επιχείρημα αυτό ο Άνσελμος* (1033-1109), αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας, επηρεασμένος οπωσδήποτε από τις απόψεις του Αυγουστίνου. Ο Ανσελμος δίδασκε πως, όταν δεχθούμε την ύπαρξη του θεού, υποχρεωτικά δεχόμαστε και την αιωνιότητα, διότι στην έννοια για την ύπαρξη του θεού εμπεριέχεται και η έννοια της αιωνιότητας. Εκθέτει αναλυτικά τις απόψεις του για το οντολογικό επιχείρημα στο τρίτο κεφάλαιο του έργου του ΡίοεΙοςίυΓη, το οποίο αποτελεί την
πιο σημαντική μελέτη με την οποία γίνεται προσπάθεια διανοητικής θεμελίωσης της πίστης (ΟΓβάο υΐ ίηΙβΙΙί93πι) (Μίςπβ, ΟΙΛ/ III, σ. 223). Ο ορισμός σύμφωνα με τον οποίο ως θεός νοείται το ύψιστο ον υποχρεώνει τη νόησή μας να συλλάβει τον θεό ως το μέγιστο από τα όντα που μπορεί ο άνθρωπος να σκεφθεί. Αυτό όμως το μέγιστο ον δεν είναι δυνατόν να υπάρχει μόνο στη διάνοια, γιατί τότε θα μπορούσε να υπάρχει έξω από τη διάνοια, στην εξωτερική πραγματικότητα, κάτι που θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο. Ετσι το μέγιστο ον, για να είναι μέγιστο, θα πρέπει να υπάρχει και στη διάνοια και στην εξωτερική πραγματικότητα. Γι' αυτό συμπερασματικά αποδεικνύεται ότι ο θεός, ως το μέγιστο από τα όντα, υπάρχει και στη διάνοια και στην πραγματικότητα. Ο συλλογισμός αυτός του Άνσελμου κατεκρίθη από τον σύγχρονό του Βενεδικτίνο μοναχό ΟβυπίΙο (+ 1083) ως σόφισμα, στο οποίο συγχέεται η νοητική περί θεού παράσταση, που έχουμε στη διάνοιά μας, με την ύπαρξή του έξω από την ανθρώπινη διάνοια. Ο συλλογισμός πάσχει, γιατί έχουμε μετάβαση από νοητά σε πραγματικά, δηλαδή σε διαφορετικό "γένος". Επιπλέον στον συλλογισμό αυτό η έννοια "ύπαρξη" νοείται διπλά: από τη μία μεριά ως απλή παράσταση του θεού, από την άλλη ως πραγματική ύπαρξή του. Η μετάβαση από την έννοια στην πραγματικότητα, από τη νόηση στην ύπαρξη είναι απαράδεκτη. Αργότερα ο ΚΘΠΓ ( Κριτική της καθαρής λογικής': "Υπερβατική διαλεκτική", βιβλ. IV, Κεφ. III, τμ 4ο) διατηρεί έντονες επιφυλάξεις για το επιχείρημα αυτό και διαφωνεί. Αποδεικνύει πως όταν έχουμε ως αφετηρία μια λογική έννοια δεν μπορούμε να συμπεράνουμε τίποτα για την ύπαρξη του νοουμένου υπ' αυτής. Δεν είναι δυνατόν να έχω στον νου μου την έννοια πέντε τάλληρα και από αυτό να συνάγεται ότι υπάρχουν στην πραγματικότητα τα νοούμενα από μένα πέντε τάλληρα. Παρατηρεί ακόμα ο Κ»η{ πως η ύπαρξη δεν μπορεί να νοηθεί ως χαρακτηριστικό που αποδίδεται σ' ένα ον, αλλά είναι αυτή η ίδια η θέση του αντικειμένου, δηλαδή το θετικό γεγονός της διαπίστωσης της ύπαρξης ενός όντος. Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποίησε ο ϋβδ03Γΐβ5* για να αποδείξει την ύπαρξη του θεού. Το δεδομένο για τον ΟβεοβΓΐβε είναι ότι ο θεός εμφανίζεται στην ανθρώπινη σκέψη με την ιδέα του τελειότερου από τον άνθρωπο όντος.
107
οντολογισμός "Κι επειδή δεν υπάρχει λιγότερη αντίφαση στο να είναι το πιο τέλειο συνέχεια και εξάρτημα του λιγότερου τέλειου από όση υπάρχει στο να βγαίνει από το τίποτα κάτι, δεν ήταν δυνατόν την ιδέα του τελειότερου να την έχω από μένα τον ίδιο. Έτσι απόμεινε να την έχει θέσει μέσα μου μια φύση που είναι αληθινά τελειότερή μου και μάλιστα που να έχει μέσα της όλες τις τελειότητες, των οποίων μπορούσα να έχω κάποια ιδέα, δηλαδή, για να εξηγηθώ με μία λέξη, ο Θεός" (Λόγος περί της Μεθόδου IV, 39). Στο οντολογικό επειχείρημα, εκτός των άλλων, το σφάλμα προκύπτει από τη σύγχυση της κατηγορίας της "ουσίας"* (5υΙ)3ΐ3ηΙί3) με την κατηγορία της υπάρξεως (βχίείβηΐίβ). Γ/ΙΘ ΗίεΙΟΓγ οI ίβίβί ΟΓΘΘΗ £ ΜβάίβνβΙ ΡΝΙοεορίιγ. β<1 Α. ΑΓΓίιείΓοης. ΟβπιϋΓ. υηϊν. ρΓ., αν. 1970. σο 611-639.- ΜορΙΐθΓβοη ΤΙν, ΡήίΙοεορίιγ βηά ΡβΙιςιου5 ΒβΙϊβΙ, ΗυΙοΙιίη$οη υη. Ϋ&Γ.. ΙΟΓΚΙΟΠ, 1974.- ΗΟΗΤΘ Ι.. ΝΝ·ΙΙΊ3ΓΗ. ΡΜοεορΗγ οΙ ΠβΙίςίοη, Αη ΙηΙίοάυοΙιοη, 03ΐΫ0ΓΗΊ3. 1978.- ΟορΙθδΙοη, Ρ. Ο., Α ΗίεΙΟΓγ οΙ ΜθύίθνβΙ ΡΜοεορίιγ, ΜθΙίιυβπγ ίοηΰοη. αν. 1980.- Κυριαζόπουλος Σ.. Προλεγόμενα εις την Ερώτησιν περί Θεού. Αθήναι. 1960. /. Γ. Δελλής Βιβλιογρ.:
οντολογισμός (ΟηίοΙοςϊδΓτι). Λέγεται και οντισμός. Αρχικά με τον όρο αυτό δηλώνεται η ευνοϊκή τάση του πνεύματος για την οντολογία*, που εννοείται σαν μια αναζήτηση των ιδιοτήτων και της φύσεως του όντος ή των όντων καθ" εαυτών. Από μια άλλη, πιο αναλυτική άποψη, οντολογισμός είναι η φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει και ωθεί την οντολογική έρευνα μέχρι του σημείου που να παρουσιάζει την ιδέα του όντος ως απαραίτητη 3 ριϊοιϊ προϋπόθεση για την κατάκτηση γνώσης κάθε μορφής. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μια θεολογικο-φιλοσοφική κίνηση πολύ διαδεδομένη στους καθολικούς κύκλους κατά τον 19ο αιώνα. Ο οντισμός συνδυάζει πλατωνικές, καντιανές και εγελιανές ιδέες και έχει ως βασικό αξίωμα: "το πρώτο οντολογικό είναι συνάμα και το πρώτο λογικό". Έτσι, κάθε γνώση της ουσίας των πεπερασμένων πραγμάτων οφείλει να έχει ως αφετηρία την άμεση ενοραματική αντίληψη του απείρου όντος, του θεού*, που είναι το οντολογικό πρώτο (ρππιυπι οπίοίοςίουπι). Υποστηρικτές του οντολογισμού στην Ιταλία ήταν ο Ποδπιίηί (1797-1855), ο Οοηρβιΐί (1801-1852) και στη Γαλλία ο ΜβΙθ&ΓβΠΟΐΐβ*.
/. Γ.
Δελλής
όντως ον. Οι δύο αυτές λέξεις, στην ορολογία
108
της πλατωνικής φιλοσοφίας και ακριβέστερα της πλατωνικής οντολογίας, σημαίνουν κυριολεκτικά: το πραγματικό, το αληθινό ον. Ο Πλάτων* μεταχειρίζεται αυτές τις δύο λέξεις σαν ένα είδος λογότυπου, για να εκφράσει την ουσία των όντων. Αυτό το εκφραστικό σχήμα εξάλλου συναρτάται με τη θεωρία των ιδεών*. Οπως είναι γνωστό οι ιδέες είναι εκείνες που παριστάνουν το πραγματικό Είναι, την ουσία των όντων, άρα το "όντως ον", κατά τη φιλοσοφική ορολογία του Πλάτωνα. Αυτό το νόημα του σχήματος "όντως ον" έχει άμεση σχέση με την οντολογική σημασία των ιδεών. Δηλαδή οι ιδέες παρευρίσκονται μέσα στα πράγματα, στα αισθητά, και έτσι μόνον αυτά είναι αυτό που είναι, αποκτούν την πραγματική τους υπόσταση, είναι "πράγματα"- αυτό λέγεται "παρουσία" (Φαίδ. 100ά) και ενισχύει την πραγματικότητα των όντων. Επίσης κάθε ον, κάθε αισθητό αντικείμενο δηλαδή, μπορεί να συμμετέχει στις ιδέες (κάθε ον-πράγμα στη δική του, την αντίστοιχη σ' αυτό ιδέα). Ο Πλάτων ονομάζει αυτή τη διαδικασία "μέθεξιν" ή "κοινωνία" ή "μετοχή" (Παρμ. 151ό: "μέθεξις ουσίας" = "κοινωνία", επίσης: 132ά). Για να εκφράσει ο Πλάτων την παρουσία των ιδεών στα πράγματα, στα όντα ή την αληθινή φύση των όντων (τα "όντως όντα"), μεταχειρίζεται και άλλες παραπλήσιες εκφράσεις ή όρους: "παντελώς ον" (Πολ. 477α) ή "ειλικρινώς ον", "όντως ούσα", δηλαδή η ουσία (Πολ. 597ά). Ακόμα το "όντως ον" θα το ονομάσει: "μονοειδές ον αυτό καθ' αυτό" (Φαίδ. 78ά), ή την άρνηση της ουσίας των όντων: "μηδαμή ον" (Πολ. 477α). Η σημασία, λοιπόν, του "όντος" είναι αυτή που διέσωσε η γλώσσα και στα νέα ελληνικά: πραγματικά, αληθινά, σωστά κ.λπ. Η σύναψη της λέξης με το "ον" μας παραπέμπει στην πλατωνική οντολογία και συναρτάται με τη θεωρία των ιδεών. Βιβλιογρ.: Ε . ΖΘΙΙΘΓ. Ωίβ ΡΜοεορίιίβ
άθί βπβοΐιβη.
III.
03ΓΓΠ3ΐ3<ΙΙ, 1963'. ο. 658 κ.έ.- Κ. Δ. Γεωργούλης. Ιστορία
της ελληνικής
φιλοσοφίας.
Αθήνα.
1994'.- νν. Κ. 0.
ΘυΙίιιϊθ, Α ΗίεΙΟΓγ οΙ ΘΓΘΘΚ ΡΜοεορΚγ.
τόμ. 4. Ο3ΠΊ0Π006.
1969.- Μ. ΡΓ
ΟΟΓΠΙΟΓΙ). ΡΙβΙο'ε
ΤΜβωγ οΙ
ΚηοηΙβόςε.
Ιοηύοη, 1935.
Βασ.
Κύρκος
Οξφόρδης σχολή. Ανανεωτικό κίνημα στην εκκλησία της Αγγλίας, που ξεκίνησε από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και ζητούσε την αναβίωση μιας μυστηριακής ευλάβειας και την επιστροφή στη θεολογία της Υψηλής Εκκλησίας του 17ου αι. Για πολλούς η εκκλησία της
οπερασιοναλισμός Αγγλίας είχε καταντήσει ένας τομέας της κυβέρνησης. Τα μεγαλύτερα αξιώματα καταλαμβάνονταν από την αριστοκρατία των Τόρυς, ενώ οι πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων συχνά παραμελούνταν. Τα θεολογικά δόγματα της αγγλικανικής εκκλησίας κρίνονταν από τους Εραστιανούς, οι οποίοι ήθελαν να μειώσουν την κυριαρχία του κράτους στα εκκλησιαστικά θέματα, και από τον φιλελευθερισμό που γέννησε η Γαλλική επανάσταση, η οποία έδωσε έμφαση στη λογική και στον ανθρωπισμό θέτοντάς τα πάνω από το δόγμα. Οι θεολόγοι της Οξφόρδης, που βασίζονταν στην παράδοση και στη θεολογία της Υψηλής Εκκλησίας, υποστήριζαν ότι η εκκλησία της Αγγλίας είναι ένα παρακλάδι της παγκόσμιας εκκλησίας, που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, και ότι η παρακμή της οφείλεται στην απομάκρυνση από την ουσιαστική της φύση. Για να αναγεννηθεί η εκκλησία της Αγγλίας ήταν αναγκαίο να δεχτεί την καθολική φύση της εκκλησίας, να κηρύττει την αποστολική διαδοχή των επισκόπων της, το δόγμα της αληθινής παρουσίας στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας και την ουσιαστική αυτονομία και ανεξαρτησία της εκκλησίας από την πολιτεία. Οι πιο σημαντικοί εκπρόσωποι του κινήματος αυτού ήταν οι Τζον Κέιμπλ, Τ. Ρόουζ, Ε. Πάσεύ, Τ. Χ. Νιούμαν, Γ. Πάλμερ, I. Γουίλιαμς, Ρ. Γ. Τσερτς, Τ. Μάρριοτ. Οι "συνωμότες", όπως οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους, έγραψαν μια σειρά συγγραμμάτων καθώς και άρθρα σε διάφορα περιοδικά. Το κίνημα της Οξφόρδης συνάντησε αντιδράσεις από πολλούς θεολόγους της Αγγλικανικής εκκλησίας. Βέβαια η επίδραση των απόψεων των θεολόγων της Οξφόρδης υπήρξε σημαντική στην εξάπλωση της χρήσης της τελετουργικής μουσικής και των ύμνων δόθηκε μεγαλύτερη προσοχή στα εκκλησιαστικά κτίρι· και έπιπλα- θεμελιώθηκε η αποστολική και ευαγγελική εργασία στις βιομηχανικές περιοχές της Αγγλίας και στις αποικίες και, τέλος, οδήγησε στην εγκαθίδρυση του κινήματος της Υψηλής Εκκλησίας, που σήμερα ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή στην Αγγλικανική εκκλησία. Μαρία Ντόλκα
Όουεν Ρόμπερτ (ΠοβθΓΐ Οννβη) (1771-1858). Αγγλος βιομήχανος, κοινωνικός φιλόσοφος και οικονομικός μεταρρυθμιστής. Γεννήθηκε στην Ουαλία από φτωχούς γονείς, αλλά αργότερα αγόρασε τα βαμβακοκλωστήρια του Νιου
Λάναρκ. Ως άνθρωπος των ιδεών είδε το Νιου Λάναρκ σαν ευκαιρία να πραγματώσει τις θεωρίες του περί προόδου της ανθρωπότητας. Υπήρξε υποστηρικτής του δεκάωρου εργασίας, της κατάργησης της εργασίας των παιδιών και της ανάγκης να μορφωθούν, της αύξησης των ημερομισθίων και της πολιτικής της πρόνοιας. Υποστήριξε τη δημιουργία "χωριών συνεργασίας", που λειτούργησαν ως αυτάρκεις οικονομικές μονάδες δίχως χρήμα. Πίστευε ότι οι άνθρωποι μπορούν να παράγουν πλούτο εάν είχαν την ευκαιρία να εργάζονται σε αξιοπρεπείς και ανθρώπινες συνθήκες. Το 1824 πούλησε το μερίδιό του στο Νιου Λάναρκ κι αφοσιώθηκε στη δημιουργία μιας κοινότητας του μέλλοντος στην Αμερική, αγοράζοντας μιαν έκταση 30 χιλιάδων ακρ στην Ινδιάνα. Το 1826 εγκαινίασε την κοινότητα "Νέα Αρμονία" -πείραμα που, ωστόσο, απέτυχε. Ο ανθρωπιστής και φιλάνθρωπος Οουεν γύρισε το 1828 στην Αγγλία. Η διδασκαλία του είχε εντυπωθεί στην εργατική τάξη, τα συνδικάτα της οποίας τον αναγνώριζαν ως φυσικό ηγέτη τους. Τα φυλλάδιά του κυκλοφορούσαν σ' όλη την Αγγλία κι έξω απ' αυτήν. Συγκέντρωσε γύρω του τους αρχηγούς του εργατικού κινήματος και χάρη σ' αυτόν δημιουργήθηκε ο προάγγελος των μεγάλων εργατικών συνδικάτων με το όνομα "Μεγάλη Εθνική Ηθική Ενωση των Παραγωγικών και Χρήσιμων Τάξεων", που έμελλε να γίνει όργανο βαθιάς κοινωνικής αλλαγής, προκαλώντας διώξεις -σύμφωνα με τους τότε αντιεργατικούς νόμους. Οπως όλοι οι ουτοπιστές σοσιαλιστές*, ήθελε ν" αλλάξει τον κόσμο και, πέρα από τα κείμενα, προχώρησε στην υλοποίηση της προσπάθειας για αλλαγή, αφήνοντας πίσω του μιαν ελπίδα δυνατότερη από τις παράδοξες για την εποχή του ιδέες του. Εκτός από την υπέροχη Αυτοβιογραφία του (1857-1858), κύρια έργα του: Α Νβνν νίβνν οΙ 5οάβίγ, 1813.- Οΰεβη/βΙίοηε οη ΙΗβ βίΐβοίε οί Ιήβ Μ3ηυί30(υπης ΒγεΙθπι, 1819.Πβροή ίο Ιίιβ οουηΐγ ο1 ΙΒΠΒΓΚ 1821 κ.ά. Βιβλιογρ.: ΒΟ&ΘΓΙ Ί . ΗβίΙ&ΓΟΠθΓ. ΓΛβ \ΝθίΰΙγ ΡήιΙΟΣΟρΗβΓε. διπιοπ & 5οΜυ5(θΓ, Ιησ. Νθνν ΥΟΓΙ(. 1989.
θαν. Α.
Βασιλείου
οπερασιοναλισμός. Φιλοσοφική τάση στη μεθοδολογία και τη φιλοσοφία της επιστήμης*, που στηρίζεται στον υποκειμενικό ιδεαλισμό* και ανάγει τη θεωρητική γνώση σε εμπειρικές διαδικασίες μέτρησης. Θεμελιωτής της τάσεως αυτής υπήρξε ο Αμερικανός φυσικός και φι-
109
οπισθοδρόμηση λόσοφος Ρ. \Ν. Βπάςπηθη* (1882-1961) με το έργο του ^09^^ οί ΓηοάβΓΠ ρήγεϊοε (Η λογική της μοντέρνας φυσικής, 1927). Κατά τον οπερασιοναλισμό, τα νοήματα των εννοιών είναι συνώνυμα με τα αντίστοιχα σύνολα πράξεων, οι οποίες μπορεί να είναι φυσικές και μετρήσιμες με τη χρήση οργάνων, αλλά και νοητικές, δηλαδή προφορικές πράξεις και χειρισμοί με σύμβολα. Ακμή του οπερασιοναλισμού σημειώθηκε στα μέσα περίπου του 20ού αιώνα και άσκησε επίδραση σε ρεύματα και σχολές της φυσικής, της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας. Βιβλιογρ.: Χιλ Τ. I.. Η σύγχρονη θεωρία της γνώσης, 1965.
Απ. Τζ.
οπισθοδρόμηση. Η καθοδική εξέλιξη από το ανώτερο στο κατώτερο, από το σύνθετο στο απλό. Πρόκειται για μια φάση της θεωρίας περί της κυκλικής επανάληψης της ιστορίας, κατά την οποία η κοινωνία επανέρχεται στην πρωτόγονη κατάσταση. Εκπρόσωπος της θεωρίας της οπισθοδρόμησης μπορεί να θεωρηθεί ο Γερμανός ιστορικός της φιλοσοφίας Ο. δρβηςΙβΓ" (1888-1946), ο οποίος στο κύριο έργο του Η παρακμή της Δύσεως υποστηρίζει ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός, ακολουθώντας την αναπόφευκτη ιστορική αναγκαιότητα, αναπτύσσεται, ωριμάζει, παρακμάζει και νεκρώνεται ως ενιαίος οργανισμός. Ακολουθεί δηλαδή τον αιώνιο νόμο της φθοράς, που οδηγεί στη χρεωκοπία και τη μοιιαία καταστροφή της ανθρώπινης κοινωνίας, στον εκφυλισμό του ανθρώπινου είδους και στον θάνατο ολόκληρης της ανθρωπότητας. Με τις θέσεις αυτές η οπισθοδρόμηση βρίσκεται στον αντίποδα της "προόδου", που υποστηρίζει ο μαρξισμός", κατά τον οποίο η πορεία της ανθρώπινης ιστορίας γίνεται προς τα εμπρός και προς τα επάνω και ο πολιτισμός μεταβαίνει από μια βαθμίδα σε μιαν άλλη όλο και ανώτερη. Απ. Τζ.
Οππενχάιμερ (ΟρρθπΓιβίπΊθΓ) Φραντς (30.3. 1864 - 30.9.1943). Γερμανός οικονομολόγος και κοινωνιολόγος. Στα χρόνια 1919-29 διετέλεσε καθηγητής της κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στις ΗΠΑ. Ο Οππενχάιμερ διατηρεί έναν άμεσο δεσμό με την παράδοση του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα με τον Κοντ" και τον Μαρξ". Στο δεκατετράτομο
110
βασικό έργο του Σύστημα Κοινωνιολογίας (1922-1935) ορίζει την κοινωνιολογία ως φιλοσοφική - ιστορική γενική επιστήμη. Αντικείμενό της είναι η ιστορική διαδικασία (ΡΓΟΖΘ5$) στην ολότητά της και στη νομοτελειακή της πορεία. Η μη - ελευθερία, ο ετεροκαθορισμός της βούλησης είναι, κατά τον Οππενχάιμερ, αξίωμα της κοινωνιολογίας, η οποία γίνεται έτσι επιστήμη. Η κοινωνία είναι το σύνολο των ομάδων που βρίσκονται σε απευθείας σχέσεις μεταξύ τους, δηλαδή αγωνίζονται μεταξύ τους για την εξουσία. Η γέννηση του κράτους οφείλεται στην ύπαρξη κάποιου κοινωνικού υπερστρώματος. Ο Οππενχάιμερ, θέτοντας την ομάδα στο επίκεντρο της κοινωνιολογικής σκέψης του, το κάνει όχι για να ερευνήσει την εσωτερική δομή της ομάδας, αλλά για να περιγράψει την κοινωνία ως σχέσεις μεταξύ ομάδων. Σκοπός των οικονομικών και κοινωνιολογικών μελετών του Οππενχάιμερ είναι η θεμελίωση του "φιλελεύθερου σοσιαλισμού". Στο προαναφερόμενο έργο του αντιπαραθέτει, μεταφυσικά, οικονομία και πολιτική, ξεχωρίζοντας την καθαρή οικονομολογία από την πολιτική. Η ουσία της οικονομικής δραστηριότητας είναι, κατά τη γνώμη του, η εργασία και η ανταλλαγή των προϊόντων της, ενώ η ουσία της πολιτικής είναι η εκμετάλλευση της ξένης εργασίας. Βασική κοινωνιολογική και οικονομική αρχή θεωρούσε ο Οππενχάιμερ την "αρχή του ήσσονος μέσου". Υποστήριζε ότι βάση της ορθολογικής ανθρώπινης δραστηριότητας είναι το ενεργειακό πρόσταγμα του Όστβαλντ "Μη σπαταλάς ενέργεια!". Τη ρίζα όλων των κακών του καπιταλισμού" ο Οππενχάιμερ την έβλεπε στην ύπαρξη της μεγάλης γαιοκτησίας, στο μονοπώλιο της γης. Το κράτος, κατά την άποψή του, είναι ένας νομικός θεσμός που επιβλήθηκε με τη βία από μιαν ομάδα ανθρώπων -τους κατακτητές- σε μιαν άλλη ομάδα -τους κατακτημένους- με σκοπό την οικονομική εκμετάλλευση. Όρος για το ξεπέρασμα της κακοδαιμονίας του καπιταλισμού είναι να γίνει ο κάθε άνθρωπος ιδιοκτήτης γης και να καταργηθεί βαθμιαία η μεγάλη γαιοκτησία. Ο "φιλελεύθερος σοσιαλισμός" επιδιώκει τη σύνθεση των αρχών της ελευθερίας (ατομική ιδιοκτησία, ελεύθερος ανταγωνισμός) και της ισότητας (απουσία εκμετάλλευσης, εισόδημα σύμφωνα με την παρεχόμενη εργασία). Στόχος της κοινωνικής ανάπτυξης είναι η δίχως αφεντικά τάξη των ελεύθερων
οργανισμική σ χ ο λ ή πολιτών, όπου η πολιτική και οικονομική καταπίεση του ανθρώπου εξαφανίζεται. Από τις θέσεις αυτές ο Οππενχάιμερ αντιτάχθηκε στον μαρξισμό*. Σε τελική ανάλυση, η θεωρία του είναι μια απόπειρα αναμόρφωσης του καπιταλισμού, με διατήρηση της βάσης του. Θετικό σημείο στο έργο του είναι ο αγώνας του κατά του μαλθουσιανισμού*, της γεωπολιτικής θεωρίας και του κοινωνικού δαρβινισμού*. Έργα του: 3γε(βΓΠ 0ΘΓ βοείοΙος/ίβ, τ. 1-14, ϋ β η β , 1 9 2 2 3 5 Ο/θ εοζΐβΙβ
ΚπΙίεοήθ εήβη
ΡΓεςβ
υπό άβτ βοζίθΐϊεηιυε.
ΑυεβίηβηάβΓεΙζυης
ΤήβΟΓίβ, ϋ β η β , 1925'
υπό εοζίβΙβ ΡΓβςβ, ΚβρίΙαΙίεηιυε
πηίΐ άβτ
Είηβ
ΓΠβΓχίεϋε-
ΟωόςωπόθίςβηΙυΓη
2 η , έ κ δ . , ϋθΠ3, 1 9 2 2 ' I Ν β ά β τ
ηοοΗ ΚοΓηΓηυηίεπιυε,
ϋ β η β , 1932.
Γιόν. Κρητικός
οπορτουνισμός (από το λατ. ορροιίυηυε = ευνοϊκός, επωφελής) στο εργατικό κίνημα. Θεωρία και πρακτική η οποία (αν και συχνά προβάλλει ως εργατική) αντιστρατεύεται τα πραγματικά συμφέροντα της εργατικής τάξης*, ωθώντας το εργατικό κίνημα σε κατευθύνσεις συναίνεσης και τελικά υποταγής στην αστική τάξη*. Ως προς την ταξική υφή του συνιστά εκδήλωση της μικροαστικής ιδεολογίας και πολιτικής. Κοινό χαρακτηριστικό κάθε είδους οπορτουνισμού είναι η απουσία θεωρητικής θεμελίωσης της πρακτικής (πρακτικισμός), που εκφράζεται ως δογματισμός είτε ως αναθεωρητισμός. Διακρίνεται ο δεξιός οπορτουνισμός (που ξεκίνησε με τους Ε. Μπερνστάιν* και Κ. Κάουτσκι* και διαδόθηκε με τη Β' Διεθνή και τον ρεφορμισμό*) και ο αριστερός οπορτουνισμός (αριστερίστικος τυχοδιωκτισμός, αγνόηση των σταδίων ανάπτυξης της κοινωνίας κ.λπ.)· (βλ. επίσης: δογματισμός και αναθεωρητισμός, ρεφορμισμός, μαρξισμός). Δ. Πατέλης
οπτιμισμός, βλ. αισιοδοξία και απαισιοδοξία ο ρ γ α ν ι κ ή α ν α λ ο γ ί α (ΟΓΣΒΠΊΟ 3Π3ΐ09Υ)· Η ταύτι-
ση της κοινωνίας ή του κοινωνικού σώματος με τον βιολογικό οργανισμό. Πρόκειται για την αφετηριακή αρχή της οργανισμικής σχολής* και των αντίστοιχων συγγενικών κοινωνιολογικών θεωριών. Πρωτοδιατυπώθηκε από τον Χ. Σπένσερ* στο έργο του Αρχές της Κοινωνιολογίας, όπου, παράλληλα με τη θεωρία της εξέλιξης", επεσήμανε τις ομοιότητες μεταξύ βιολογικών και κοινωνικών οργανισμών. Οι άξονες της οργανικής αναλογίας είναι οι εξής: α) Οπως ένας
ζωντανός οργανισμός μπορεί να θεωρηθεί σαν κοινωνία ανθρώπων, έτσι και μια κοινωνία ανθρώπων, π.χ. ένα έθνος, μπορεί να νοηθεί σαν ένας οργανισμός, β) Η ανάπτυξη είναι το στοιχείο που κάνει να ξεχωρίζουν οι ζώντες οργανισμοί από την ανόργανη ύλη. Οπως μεγαλώνει ένα μωρό και γίνεται ενήλικας, έτσι και μια κοινότητα μπορεί να γίνει μεγαλούπολη, γ) Η αύξηση και η συνθετότητα στη δομή* που προκαλείται από την ανάπτυξη εκδηλώνεται τόσο στους έμβιους όσο και στους κοινωνικούς οργανισμούς. δ) Τόσο στους βιολογικούς όσο και στους κοινωνικούς οργανισμούς, η διαφοροποίηση των δομών τους συνοδεύεται από διαφοροποίηση των λειτουργιών* και των επιδιωκόμενων σκοπών. Λόγου χάρη, αν ένας οργανισμός έχει σύνθετα όργανα, αυτό οφείλεται σε εξειδικευμένες λειτουργίες που επιτελούν τα όργανα αυτά και για εξειδικευμένους σκοπούς. ε) Η εξέλιξη επιφέρει διαφοροποιήσεις τόσο στους βιολογικούς, όσο και στους κοινωνικούς οργανισμούς. Βιβλιογρ.: Λ. Ο. Υ. ΡθΙΙ. ΗβΦβτΙ ΒρβηοθΓ: Γήβ βνοΐυΐϊοη οί 3 εοαοΙοςίεΙ. ΗβϊηβπΊβηη ΕύυοβΙϊοηβΙ ΒοοΚε. ίοηύοη, 1971.- Ν. ΤίπηβίΙίθΙΙ & Ο. Τ(ΐθο<1θΓ5οη. Ιστορία κοινωνιολογικών θεωριών, μτφ. Δ. Γ. Τσαούσης, εκδ. ΟυΙθη&θτς. Αθήνα. 1980. θαν. Α. Βασιλείου
οργανισμική σχολή (οτς^ηίάΒίτι) στην κοινωνιολογία. Πρόκειται για το μοντέλο που, έχοντας φυσιοκρατική καταγωγή και αναλογικές συγγένειες με τον εξελικτισμό*, επηρεασμένο δε βαθύτατα από τις κατακτήσεις της βιολογίας του 18ου και του 19ου αιώνα, περιλαμβάνει τις θεωρίες που έχουν μια "βιολογική κατεύθυνση"* και χρησιμοποιούν ως εξηγητικό πρότυπο της κοινωνίας τον οργανισμό. Πολλοί είδαν την κοινωνία σαν έναν οργανισμό που υπακούει, όπως όλοι οι οργανισμοί, στους ίδιους θεμελιακούς νόμους. Χρησιμοποίησαν αναλογικά αρχές βιολογικών νόμων ή προσέφυγαν σε βιολογικούς όρους για να ερμηνεύσουν και να περιγράψουν τα κοινωνικά φαινόμενα. Το οργανισμένο μοντέλο συλλαμβάνει τη δομή* και τη λειτουργία* της κοινωνίας* με τη λογική που ένας γιατρός κατανοεί τη λειτουργία ενός ανθρώπινου σώματος ως όλου και ως επί μέρους οργάνων. Στην κοινωνιολογική παράδοση, η "οργανισμική θεώρηση" ή η οργανική αναλογία* έχει μια σημαντική παρουσία. Η επιρροή της υπήρξε φανερή σε κλασικούς στοχαστές, όπως ο Α. Κοντ", ο Ε. Ντυρκαίμ', σε νεότερους, όπως ο Τ. Πάρσονς" κ.ά., καθώς
111
οργανισμική φιλοσοφία και στη διαμόρφωση της δομολειτουργικής ανάλυσης* και της λειτουργικής σχολής*. Ο κατεξοχήν εκφραστής της οργανισμικής αντίληψης, στην πρώτη περίοδο της κοινωνιολογίας, υπήρξε ο Αγγλος κοινωνιολόγος Χ. Σπένσερ*. Σύμφωνα μ' αυτόν, η κοινωνία έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τους άλλους οργανισμούς. Αναπτύσσεται και, στη διάρκεια της ανάπτυξης, τα μέρη που την αποτελούν διαφοροποιούνται και επιτελούν -όπως τα όργανα ενός ιδιαίτερου οργανισμού- ξεχωριστές και αμοιβαία εξαρτημένες μεταξύ τους λειτουργίες. Μετά τον Σπένσερ, θιασώτες του οργανικισμού υπήρξαν ο Αμερικανός Α. Γκ. Σέφλε, που αναζητούσε λεπτομερείς οργανισμικές αναλογίες, ο Τσ. Χ. Κούλεύ*, που ανεπιφύλακτα χαρακτήρισε τη θεωρία του για τη σχέση ατόμου - κοινωνίας ως οργανική, ο Παρέτο*. που βλέπει από μηχανιστική σκοπιά την κοινωνία ως σύστημα σε κατάσταση ισορροπίας κ.ά. Πρέπει πάντως να τονιστεί ότι, παρόλο που η εικόνα του κοινωνικού συνόλου "σαν οργανισμού" αποτέλεσε κοινό σημείο σε μια πλειάδα παλαιότερων και νεότερων στοχαστών και προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, επικρίσεις, προβληματισμούς από άλλους, η οργανι(σμι)κή σύλληψη της κοινωνίας παραμένει μια επαναλαμβανόμενη τοποθέτηση και θεώρηση. Βιβλιογρ.:
0. Υ. ΡθΙΙ, Ηβόθή Βρβηοθί: ΤΙίβ βνοΐυΐιοη οίθ
3ΧίοΙο§ι$Ι. ΗθίηβπΊβηη Εΰυ03)ΐ0Π3ΐ ΒοοΚϊ, Ι_οη<3οη. 1971 Ν. Τϊιτΐ33ΐΊθί( & Ο. ΤίιβοόΟΓϊοη, Ιστορία
κοινωνιολογικών
θεωριών, μτφ. Δ. Γ. Τσαούσης, εκδ. 0υ(βηΙ>6Γς, Αθήνα. 1980.·
03νϊα
Ρορβποβ.
5οαοΙοςγ.
ΡΓβηΙίοβ
ΗβΙΙ,
Εη0ΐβννθ3<3 ΟΙίΙΙϊ. Νθν» ϋβΓ5βγ. 1971.
θαν. Α.
βασιλείου
οργανισμική φιλοσοφία (ΡίιίΙοεορίιγ οί ΟςβπϊεπΓΐ). Η οργανισμική φιλοσοφία, όπως διατυπώθηκε, κυρίως, από τον Α. Ν. ννίιίΙβίιβΒά", προέκυψε από την ανάγκη ενοποίησης των διαφόρων δυϊσμών* και της επαρκούς ερμηνείας των εμπειρικών καταστάσεων βάσει ενός "συναφούς, λογικού και αναγκαίου συστήματος γενικών ιδέων". Η στοχοθεσία της οργανισμικής φιλοσοφίας συνίσταται στην άρση του αδιεξόδου και των συνεπειών των διχοτομήσεων, από το ένα μέρος, και στην ενοποίηση των διχοτομήσεων αυτών, από το άλλο μέρος. Δυϊσμοί όπως φιλοσοφία και επιστήμη, άνθρωπος και φύση (υποκείμενο και αντικείμενο), ψυχή και σώμα, φαινομενικότητα και πραγματικότητα, είναι μερικές από τις "αντιθέσεις" και τα "παράδοξα" που κατέστησαν τον κόσμο θύμα της διαιρετικής μεθόδου.
112
Συγκεκριμένα, η επιστήμη, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την οργανισμική φιλοσοφία, προϋποθέτει την ερμηνεία του κόσμου της εμπειρίας*, η οποία συνδυάζει τα δύο επίπεδα αυτής, το θεωρητικό και το πειραματικό. Τούτο σημαίνει ότι τα γεγονότα που περιγράφει ή παρατηρεί ένας ερευνητής τα εξετάζει υπό το πρίσμα των γενικών ιδεών και θεωριών, των λογικών αρχών και συλλογιστικής διαδικασίας. Τα γεγονότα δηλαδή ποτέ δεν κατανοούνται επαρκώς, αν δεν προσδιορισθεί με ακρίβεια η θέση που αυτά έχουν μέσα στον κόσμο. Το πραγματικό έργο της φιλοσοφίας είναι ακριβώς η γενικευμένη και συστηματική ερμηνεία των γεγονότων και της εμπειρίας που η ίδια διαθέτει, ο συντονισμός των μικρότερων αληθειών των επιμέρους επιστημών που επιχειρεί και, γενικά, η δημιουργία των προϋποθέσεων για την αποτίμηση της εγκυρότητας της γνώσης. Η επιμέρους επιστήμη, από μόνη της, εξετάζει τα γεγονότα "εν αφαιρέσει" και είναι περιορισμένη ως προς την εμβέλειά της. Το έργο διατύπωσης αρχών που να έχουν εφαρμογή πάνω σε όλα τα γεγονότα ανήκει στη φιλοσοφία*. Κατ' αντίθεση προς τον καρτεσιανό δυϊσμό ψυχής και σώματος, η οργανισμική φιλοσοφία συνυφαίνει την ψυχή με το σώμα έτσι, ώστε τα δύο αυτά στοιχεία να σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους και να συνδέονται οργανικά με τον εξωτερικό κόσμο. Ο εξωτερικός κόσμος είναι τόσο στενά συνυφασμένος με τη φύση μας, ώστε ασυνείδητα ταυτίζουμε τα ζωηρά βιώματα του σώματος με τους εαυτούς μας. Θεωρούμε, δηλαδή, τους εαυτούς μας τόσο στενά συνυφασμένους με τη σωματική ζωή, ώστε ν' αποτελούν μια δυναμική ενότητα σώματος και ψυχής. Το σώμα, όμως, αποτελεί μέρος του εξωτερικού κόσμου, είναι συνέχεια αυτού. Η σχέση αυτή αποσαφηνίζεται καλλίτερα με τον συσχετισμό του οργανισμού προς το όλον ή του ζωντανού οργάνου προς τον ζωντανό οργανισμό. Κάτι ανάλογο συμβαίνει ανάμεσα στη σχέση σώματος και συνείδησης, σώματος και νοητικής λειτουργίας. Οι δύο παράγοντες, σώμα και νόηση, συνιστούν ένα συνεχές λειτουργικό σύνολο. Από την άποψη αυτή, η ζωή ενός οργανισμού εξαρτάται από την προσαρμογή του προς το περιβάλλον. Ο οργανισμός, για να είναι ζωντανός και να επιβιώσει, χρειάζεται την προστασία του υπόλοιπου κοινωνικού περίγυρου. Η οργανισμική φιλοσοφία εκφράζεται καλύτερα μέσα από τη "θεωρία του αισθήματος".
οργανισμική φιλοσοφία Σύμφωνα με τη θεωρία του αισθήματος, ο κόσμος νοείται ως μια τεράστια πολυσύνθετη ενότητα του αισθήματος, συντελούμενη μέσω της δημιουργικής σύνθεσης ή "ολοκλήρωσης" του αισθήματος. Στο πλαίσιο της θεωρίας αυτής, κάθε πραγματική οντότητα αποτελεί αντικείμενο μιας άλλης οντότητας, συμβάλλοντας, έτσι, στην αυτοδημιουργία της και επιτυγχάνοντας την "αντικειμενική αθανασία". Η πραγματική όμως οντότητα είναι και "υποκείμενο", δημιουργώντας το περιεχόμενό του και "συλλαμβάνοντας" τον κόσμο από τη δική του προοπτική. Ωστόσο, η ύπαρξη του "αντικειμένου" έχει την έννοια ότι αποτελεί μιαν οντότητα που είναι δυνατόν να καταστεί μέρος του αισθήματος, και η ύπαρξη ενός "υποκειμένου" έχει την έννοια ότι αποτελεί μιαν οντότητα η οποία περιλαμβάνεται στο γίγνεσθαι του αισθήματος. Στην πολυειδή τούτη συνύφανση των υποκειμένων και αντικειμένων θεμελιώνεται ο "δομοκρατικός" τύπος της οργανισμικής φιλοσοφίας που έχει ως αφετηρία τη συγκίνηση (βιτιοΐίοη). Η συγκίνηση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη γνώση. Αν δεν αρχίσει κανείς τη γνώση του με το συγκινησιακό στοιχείο, είτε πρόκειται για επιστήμονα, για φιλόσοφο, ή για οποιονδήποτε κοινό άνθρωπο, αυτός δεν θα μπορέσει ποτέ να διατυπώσει μια σοβαρή και επαρκή θεωρία για την τέχνη. Η σπουδαιότητα του αισθήματος είναι κυρίως έκδηλη στις διαβαθμίσεις του τόνου κατά την ικανοποίηση (83ϋ5ί3εΙίοπ) των πραγματικών οντοτήτων. Η βαθμίδα του τόνου εξαρτάται από την εναρμόνιση των αντιθέτων συστατικών του αισθήματος. Η εναρμόνιση όμως των πολλαπλών αντιθέσεων εξαρτάται από τον υποκειμενικό σκοπό (δυ&ίβοΐίνβ βίιτι) της πραγματικής οντότητας, που στοχεύει πάντοτε στη μεγιστοποίηση του τόνου. Ο υποκειμενικός σκοπός, ωστόσο, δεν θα πρέπει να νοηθεί ως αποτέλεσμα της νοητικής διεργασίας ή του λόγου, αλλά ως "δέλεαρ" του αισθήματος. Ο τόνος της ικανοποίησης ενισχύεται περαιτέρω από τη διάταξη που υπάρχει στην κίνηση του γίγνεσθαι και από τον εναρμονισμένο συσχετισμό μεταξύ των αντιθέσεων. Συνεπώς, η εμπειρία συνίσταται από συγκινησιακά αισθήματα, που βιώνονται κατά τον συσχετισμό τους προς τον υπερβατικό κόσμο. Στο αφετηριακό τούτο σημείο, το αίσθημα είναι "τυφλό" και ο συσχετισμός "ασαφής". Η σπουδαιότητα, τέλος, του αισθήματος είναι έκδηλη κατά τον συσχετισμό των κρίσεων" και
Φ.Λ., Δ-8
των προτάσεων*. Κρίση δεν είναι παρά η απόφανση του αισθήματος κατά το "γίγνεσθαι" του κρίνοντος υποκειμένου, ενώ η πρόταση είναι το δεδομένο του αισθήματος, αναμένοντας κάποιο υποκείμενο να το "αισθανθεί". Το "δέλεαρ του αισθήματος" μεταφέρεται εδώ στον συσχετισμό της πρότασης προς τον πραγματικό κόσμο και συντελείται μέσω των λογικών υποκειμένων. Πράγματι, πολλά υποκείμενα είναι δυνατόν να "αισθανθούν" την πρόταση με διάφορα και αντίθετα ακόμη αισθήματα. Εδώ έχει την αφετηρία της η επαναστατική θεωρία του ννήίΐβϊΐθβά, κατ' εξοχήν εκπροσώπου της οργανισμικής φιλοσοφίας, ότι στον πραγματικό κόσμο είναι σημαντικότερο για μια πρόταση να προκαλεί ενδιαφέρον παρά να είναι αληθής. Η σπουδαιότητα της αλήθειας ευρίσκεται στο ότι "προσθέτει κάτι στο ενδιαφέρον". Ανακεφαλαίωση και επιστέγασμα της οργανισμικής φιλοσοφίας αποτελεί ο συσχετισμός φαινομενικότητας και πραγματικότητας από τον οποίο συνάγεται ο ορισμός της αλήθειας*. Η πραγματικότητα, η οποία θεμελιώνεται στο αυτοδημιουργούμενο γίγνεσθαι των πραγματικών οντοτήτων, αποτελεί το αντικειμενικό περιεχόμενο και το δεδομένο για κάθε οντότητα. Εξ άλλου η φαινομενικότητα είναι το αποτέλεσμα της δραστηριότητας του νοητικού επιπέδου με το οποίο οι ποιότητες και οι συντελεστές του φυσικού επιπέδου υφίστανται τη μεταλλαγή. Είναι το αποτέλεσμα της συνύφανσης του ιδεατού και του πραγματικού. "Είναι το φως που ποτέ δεν ήταν στη θάλασσα η τη στεριά". Η πραγματικότητα δηλαδή μιας δεδομένης πραγματικής οντότητας είναι ο παρωχημένος κόσμος, ο οποίος αποτελεί το "δεδομένο" της υπό τη μορφή της αιτιώδους αποτελεσματικότητας. Εξ άλλου, η "φαινομενικότητα" είναι ο κόσμος όπως διαμορφώνεται για την ίδια πραγματικότητα ως αποτέλεσμα της δραστηριότητάς της. Από τον συσχετισμό φαινομενικότητας και πραγματικότητας συνάγεται ο όρισμος της αλήθειας. Αλήθεια είναι όρος που αναφέρεται μόνο στη φαινομενικότητα. Η πραγματικότητα ταυτίζεται με τον εαυτό της και δεν έχει νόημα να ερωτά κανείς αν αυτή είναι αληθής ή ψευδής. "Αλήθεια είναι η συμφωνία της φαινομενικότητας προς την πραγματικότητα". Βιβλιογρ.: Α. Ν. \Λ/ΝΙθίΐθ3<1. ΑόνβηΙυΓθΒ Οί Ιάθ35. Νθνν ΥθΓ(<. Τίΐθ Μ30ΓΤ)ίΙΐ3Π Οθ·, και 03ΓΤ|ΐ3ΓΐΫ9Θ υπινθΓ3ί(γ ΡΓΘ55. 1933 - του ίδιου, Μοϋβε οΙ ΤΙιουβΜ. Ν Β * ΥΟΓΚ, ΤΙΙΒ Μ30ΓΗΙΙΐ3Π Οο.. και ΟΘΓΗ&ΓΊΌΣΒ υηίνβΓ5ί(γ ΡΓΘ53. 1938.Ρ/)//050ρή/03/ Ε$εθγ$ ίη ΟοπιπιβΓηοίθΙίοη οΙ ΙΙίθ ΟβηΙβη?Γγ
113
"Όργανον" 0/ ΙΛβ Βίίΐη ΟΙ ΑΙΙίβό
Νοήή
ΜΝίβίιβ3<3, έκδ. I. ΙθΟίΘΓΟ.
ίοηύοη. Ο. ΑΙΙβη & υηννίη, ΤΙιβ ΜΒΟΓΠΙΙΙΘΠ ΟΟ.. 1961.- Λ. Κ. Μπαρτζελιώτης. Φιλοσοφία
και επιστημονική
έρευνα.
Γνωσιοθεωρία. Αθήνα. 1989. Λεων.
Μπαρτζελιώτης
"Όργανον" (δηλαδή της επιστήμης). Με τον όρο αυτό ονόμασε ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος*, ο πρώτος εκδότης των αριστοτελικών έργων (περ. 40 π.Χ. στη Ρώμη), σαν μια ενότητα, τα συγγράμματα του Αριστοτέλη* που εμείς σήμερα τα χαρακτηρίζουμε συνολικά ως λογικά. Ο Αριστοτέλης βέβαια δεν ονόμασε "λογικά" τα έργα που στεγάζονται σήμερα υπό την ονομασία "όργανον". Τα έργα αυτά είναι τα εξής: 1. Κατηγορίαι (αναλύει τις λέξεις ως φορείς εννοιών), 2. Περί ερμηνείας (αναλύει την απλή πρόταση), 3. Τοπικά (αντικείμενο έχει τη διαλεκτική*· το έργο αυτό αναφέρεται από τον Αριστοτέλη και ως Μεθοδική ή Διαλεκτική), 4. Αναλυτικά {Πρότερα και Υστερα) (στα Αναλ. Πρότ. ερευνά τη διαδικασία διεξαγωγής συμπερασμάτων και στα Αναλ. Υστ. τη διαδικασία για την επιστημονική απόδειξη) και 5. Σοφιστικοί έλεγχοι (ήταν αρχικά το 9ο βιβλίο των Τοπικών). Η κατάταξη των πέντε αυτών λογικών συγγραμμάτων του Αριστοτέλη αποδίδεται σήμερα από τους ερευνητές στον Ανδρόνικο (βλ. Οϋιϊης, 116), που πίστευε ότι τα έργα του φιλοσόφου έπρεπε να ταξινομηθούν σύμφωνα με το περιεχόμενο τους. Ο ίδιος ο φιλόσοφος όμως δεν μεταχειρίσθηκε τη λέξη όργανον, όπως την εννοούμε εμείς σήμερα, στα έργα του, δηλαδή ως προπαιδεία και αναγκαία προϋπόθεση του φιλοσοφείν. Ούτε άλλωστε η λέξη "λογική" έχει την ίδια σημασία στα έργα του, όπως την εννοούμε και τη μεταχειριζόμαστε εμείς. Και οι δύο αυτοί όροι (λογική και όργανον) υπάρχουν στα συγγράμματά του ( Τοπ. 1086 32: όργανα, Περί ουρ. 2756 12, λογική κ.λπ.). Η άσκηση της λογικής δύναμης ή ικανότητας του ανθρώπου θεωρείται βέβαια επιβεβλημένη και αναγκαία για τη φιλοσοφία· κάτι περισσότερο: η λογική ανήκει στη φιλοσοφία*. Η ανάγκη να καταρτισθεί ένα εργαλείο, μια πειθαρχία διανοητική για τη σπουδή της φιλοσοφίας προέκυψε από την πολεμική των Περιπατητικών / αριστοτελικών* φιλοσόφων εναντίον των Στωικών* κατά την ελληνιστική εποχή. Επιπλέον οι υπομνηματιστές των αριστοτελικών έργων στήριξαν και ενίσχυσαν αυτή την τάση. Το "Οργανον" με τα πέντε συγγράμματα του Αριστοτέλη αποτέλεσε βασικά έργο / εργαλείο μεθοδικής σκέψης και επιστη-
114
μονικής έρευνας καθ' όλη τη μεσαιωνική εποχή, στην Ανατολή και στη Δύση ιδιαίτερα. Κατ' αντίθεση προς το αριστοτελικό "Οργανον", ο Αγγλος εμπειριστής φιλόσοφος ΡΓβηά5 Ββοοη* (1561-1626) έγραψε το έργο Νονυπι ΟΓςβηυΓΠ ΒαβηΙίβΓυηη (Νέον Οργανον επιστημών). Βιβλιογρ.: I. ϋυπης. Ο Αριστοτέλης,
μτφ. Π. Κοτζιά - Πα-
τέλη, εκδ. Μ Ι Ε Τ , Αθήνα, 1991, τόμ Α\- \Ν.
στοτέλης,
Βο$5, Αρι-
μτφ. Μαριλίζα Μήτσου, εκδ. Μ Ι Ε Τ , Αθήνα.
1991.- Ο . ΟοΙΙί, ΑΓΪΒΙΟΙΘΙΘ.
ΟΓ^ΒΠΟΠ
όβΓ
ΒπεΙοΙθΙίεεΗβη
ΙοςίΚ, ΒΘΓΫΗ, 1936. Βασ.
Κύρκος
οργάνωση. 1. Με τη γενικότερη έννοια είναι η διάταξη, η διευθέτηση, ο καταρτισμός, η συστηματοποίηση, η συγκρότηση των στοιχείων και των λειτουργιών υλικών ή ιδεατών, φυσικών ή κοινωνικών συστημάτων. Είναι η διάρθρωση, η εσωτερική τάξη, η αμοιβαία συνάφεια, η αλληλεπίδραση και η συσχέτιση των μερών είτε των πλευρών οποιουδήποτε αντικειμένου. 2. Οι διαδικασίες και οι ενέργειες που οδηγούν στην εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη της συσχέτισης των μερών και του όλου ενός αντικειμένου σε ένα σύνολο συναρμοσμένων στοιχείων με ορισμένη δομή και λειτουργίες. Ανώτερη μορφή των εν λόγω διαδικασιών συνιστά η αυτοοργάνωση*.
3. Κοινωνική οργάνωση: μια λίγο-πολύ σταθερή διάρθρωση σχέσεων και δραστηριοτήτων* ανθρώπων, επιμέρους κοινωνικών συνόλων, ιδρυμάτων, κοινωνικών θεσμών, είτε του συνόλου της κοινωνίας*. Προϋποθέσεις της οργάνωσης βρίσκουμε στην αγελαια συγκρότηση και στις σχέσεις για τη συνέχιση του ανθρώπινου γένους. Ωστόσο η καθ' αυτό οργάνωση ως κοινωνικό φαινόμενο συνδέεται με την εργασία*. Ο καταμερισμός της εργασίας (μέσων, αντικειμένων και προϊόντων της εργασίας) από τεχνολογικής πλευράς (βάσει του χαρακτήρα των αντικειμένων και των μέσων εργασίας) και από οργανωτικής πλευράς (βάσει των ιδιοτήτων των ανθρώπων ως υποκειμένων της εργασίας) συνιστά τη βάση κάθε οργανωτικού μορφώματος. Ακόμα και στην περίπτωση που αυτό δεν συγκροτείται βάσει άμεσα εργασιακής δραστηριότητας, διέπεται από ορισμένον εσωτερικό καταμερισμό εργασίας μεταξύ στοχοθεσίας και υλοποίησης των στόχων, από κάποια βαθμίδα της "αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας"*, το επίπεδο διευθέτησης της οποίας καθορίζει και τον χαρακτή-
Όργουελ ρα των σχέσεων που διέπουν την κάθε οργάνωση. Στο πεδίο του εποικοδομήματος (βλ.
του ναζισμού και του σταλινισμού να επικρατούν και να συνθλίβουν τον άνθρωπο. Γι' αυτό βάση και εποικοδόμημα) η ο ρ γ ά ν ω σ η και τ α με τα έργα του επιχείρησε να προειδοποιήσει υλικά μέσα της αποτελούν αναγκαία στοιχεία για τους κινδύνους του ολοκληρωτισμού της αλληλεπίδρασης μεταξύ "κοινωνικής συ(ΑηίΓηβΙ Ϊ3ΓΓΠ, 1984). Μέσα στα έργα του, λοινείδησης"* (γνώσεων, πράξεων, αισθημάτων, πόν, ανέπτυξε μια θεωρία σχετικά με τον ολοσκέψεων) και οικονομικής βάσης. Η ύπαρξη κληρωτισμό προεκτείνοντάς τον μέχρι την διαφορών, αντιθέσεων και αντιφάσεων μεταξύ πλήρη αστυνόμευση, τη διαφθορά και την εξάτων συμφερόντων ατόμων, ομάδων και της λειψη κάθε ανθρώπινης αρετής. Ήταν η εποχή κοινωνίας συνολικά δημιουργεί πληθώρα ορκατά την οποία το άτομο έπαυε να έχει την αυγανώσεων, μέσω των οποίων προωθούνται τα ταπάτη ότι είναι αυτόνομο. Με βάση αυτή τη παραπάνω συμφέροντα, και εισάγει στο εσωδιαπίστωση ο Όργουελ προσδιόριζε τον ρόλο τερικό αυτών των οργανώσεων σχέσεις κυαλλά και τη γενεσιουργό αιτία του ολοκληρωριαρχίας - υποταγής (βλ. πολιτική, εξουσία πο- τισμού. Κατά τη φιλοσοφία του, το ολοκληρωλιτική, διοίκηση, γραφειοκρατία, ιεραρχία). Σε τικό κράτος δεν μπορεί και δεν επιθυμεί να ααυτή τη βάση, ως αποτέλεσμα της διάστασης φήσει στο άτομο οποιαδήποτε ελευθερία -αμεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού βίου στις ταξιντίθετα με τα όσα υποστήριζαν οι διανοούμεκές κοινωνίες, οι κοινωνικές οργανώσεις διανοι του σταλινισμού. Απαρχή του ολοκληρωτικρίνονται σε τυπικές (διέπονται από τυπικούς σμού είναι η εμφάνιση της συγκεντρωτικής οικανόνες συμπεριφοράς και σχέσεων) και άτυκονομίας μετά το τέλος του καπιταλισμού. πες (διέπονται από άτυπες προσωπικές κ.λπ. Αυτή η μορφή οικονομίας καθιστά κάποια στιγσχέσεις). Αποφασιστικό κριτήριο για τον χαραμή αδύνατη την οικονομική ελευθερία και κατά κτήρα, τη θέση και τον ρόλο κάθε οργάνωσης συνέπεια κάθε ελευθερία ενέργειας, επαγγελδεν είναι οι εκάστοτε επίσημες διακηρύξεις ματικής επιλογής ή μετακίνησης. Έτσι η εξατης (βλ. ιδεολογία) αλλά η πρακτική* που αναφάνιση της οικονομικής ελευθερίας έχει επιπτύσσει (συντηρητική, χειραγωγική, προοδευπτώσεις σε κάθε μορφή ελευθερίας*, και δη τική, επαναστατική κ.λπ.). στην ελευθερία της διανόησης. Ο ολοκληρωτιΔ. Πατέλης σμός καταστρατηγεί την ελευθερία της σκέψης, καθώς, όπως πρεσβεύει ο Οργουελ, δεν απαγορεύει μόνο αλλά και υπαγορεύει, καταΌργουελ Τζωρτζ (πραγματικό όνομα Έρικ σκευάζει ιδεολογίες, επιβάλλει κώδικες συΑρθουρ Μπλαιρ. Μοτιχάρι Βεγγάλης, 1903 μπεριφοράς, κατευθύνει ευαισθησίες, απομοΛονδίνο, 1950). Διάσημος Αγγλος συγγραφένώνει τον άνθρωπο σε ένα τεχνητό περιβάλας και στοχαστής που εναντιώθηκε σε κάθε λον. Ο Οργουελ θεωρούσε τον ολοκληρωτιμορφή ολοκληρωτισμού*. Με σπουδές στο σμό, έτσι όπως είχε ήδη αναφανεί και έτσι κολλέγιο του Ητον και σταδιοδρομία αξιωμαόπως ο ίδιος διέβλεπε την εξέλιξη του, πιο επιτούχου της δημόσιας διοίκησης στη Βιρμανία, κίνδυνο από τις ορθοδοξίες του παρελθόντος. γρήγορα βρέθηκε στην αντίπερα όχθη να υπηΕνώ εκείνες παρέμεναν αμετάβλητες ή έστω ρετεί με πάθος την ελευθερία του ανθρώπου, συμμετέχοντας ενεργά στον Ισπανικό εμφύ- αργά μεταβαλλόμενες, όπως επί παραδείγματι η Εκκλησία του Μεσαίωνα, που υπαγόρευε μία λιο. πίστη, αλλά την ίδια συνεχώς, ο ολοκληρωτιΑλλά τη μάχη του για την ανθρώπινη ελευθεσμός κυβερνά τη σκέψη, για να τη ρυθμίζει κιόρία και αξιοπρέπεια, για μια κοινωνία δίκαιη, λας. Επεξεργάζεται και διαμορφώνει καθημεγια την αυτονομία και το δικαίωμα στην προρινά δόγματα προσαρμοσμένα στις ανάγκες σωπική ιδιωτική ζωή και, κυρίως, ενάντια στην καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο, ο Οργου- της πολιτικής των σχέσεων της εξουσίας και κατασκευάζει συναισθήματα. Οδηγεί έτσι σε ελ την έδινε μέσα από τα πολλά έργα και δοκίμια ιδεοληπτική σύγχυση και καταργεί την εμια του. Υποστήριζε ότι η τέχνη πρέπει να εξυλευθερία ή, καλύτερα, νεκρώνει τις δυνάμεις πηρετεί έναν κοινωνικό σκοπό" να διαφωτίζει που μπορούν να την ενεργοποιήσουν, καθώς και να κρατά ζωντανό και ακοίμητο το πνεύμα για τον Οργουελ "ελευθερία σημαίνει να μη διτου φιλελευθερισμού*. Έχοντας γνωρίσει στάζει κανείς να δηλώσει εκείνο που οι άλλοι όλες τις ιδεολογίες της εποχής του και διαδεν θέλουν να καταλάβουν". βλέποντας το τέλος του καπιταλισμού*, ο Από τα έργα του ξεχωρίζουν για τον πολιτικοΟργουελ έβλεπε τα ολοκληρωτικά καθεστώτα
115
ορθοδοξία φιλοσοφικό προβληματισμό τους το Βγαίνοντας για λίγο καθαρό αέρα (1939), η Φάρμα των ζώων (1945) και το 1984 (1949), που αντιπροσωπεύουν και αυτά μία περίοδο της πολιτικής του σκέψης, καθώς και 700 άρθρα - δοκίμια, που έγραψε σε διάστημα είκοσι περίπου χρόνων. Νικ.
Οικονομίδης
ορθοδοξία. Δηλώνει την ορθή δόξα, την ορθή γνώμη για οποιοδήποτε γεγονός ή φαινόμενο. Γενικότερα, είναι η συμφωνία, η σύμπλευση, η αναλογία -σε οποιονδήποτε χώρο της ανθρώπινης διανόησης- προς την κλασική θεωρία ή τις αρχές μιας σχολής θεωρητικής ή μιας ένωσης δογματικού χαρακτήρα όπως για παράδειγμα η ορθοδοξία του >: λελευθερισμού" ή του μαρξισμού" κ.λπ. Για τη θεολογία η ορθοδοξία δηλώνει τη συμφωνία με το θρησκευτικό δόγμα έτσι όπως έχει προσδιοριστεί από την Εκκλησία ή το οποίο θεωρείται ως αληθινό. Από αυτή τη διάσταση προκύπτει και η έννοια της ορθοδοξίας μιας διδασκαλίας εν γένει. Τέλος, η Ορθοδοξία, με τη συγκεκριμένη έννοια του όρου, είναι το σύνολο των ορθόδοξων Εκκλησιών, των Εκκλησιών, δηλαδή, της Ανατολής, που διαχωρίζονται έτσι από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Νικ.
Οικονομίδης
ορθολογισμός (ΐΏΐίοηβϋεπΊ). Στη θεωρία της γνώσης* η άποψη του ορθολογισμού είναι η ακόλουθη: η γενική γνώση (γνώση των γενικών εννοιών) δεν μπορεί λογικά - συλλογιστικά να προκύψει με τρόπο γενικευτικό (επαγωγικό) από τις αισθήσεις, από τα δεδομένα των αισθήσεων. Μπορεί να προκύψει μόνο με παραγωγικό συλλογισμό από την ίδια τη νόηση, από τις "έμφυτες"" έννοιες (ίάθβθ ιηπβίββ, κατά τη διδασκαλία του ϋβδοβιΐΘδ*) ή από έννοιες που υπάρχουν στη νόηση με τη μορφή νοητικής προδιάθεσης. Η εμπειρία* διαμέσου των αισθήσεων ασκεί κάποια αφυπνιστική επίδραση για την εμφάνιση των γενικών (και αφηρημένων) εννοιών, αλλά η γενικότητα - καθολικότητα των εννοιών προκύπτει από "προεμπειρική" κρίση του νου ή από "προεμπειρικές μορφές" (όπως οι έννοιες χρόνου - χώρου) απόλυτα ανεξάρτητες από την εμπειρία των ανθρώπων. Με αυτό το νόημα ο ορθολογισμός είναι αντίθετος προς τον εμπειρισμό". Ο ορθολογισμός (προήλθε) γεννήθηκε από την προσπάθεια να ερμηνευτεί η λογική υφή των μαθηματικών α-
116
ληθειών και της φυσικο-μαθηματικής επιστήμης. Εκφραστές - εκπρόσωποι του ορθολογισμού κατά τον 17ο αιώνα υπήρξαν οι: ΟβδοβΓ1Θ5, δρίποζβ", ίβίόπίζ"· κατά τον 18ο αιώνα οι: ΚβπΓ, ΡίοΜβ", δοΗθΙΙίης*, ΗβςθΙ'. Η αδυναμία του ορθολογισμού βρίσκεται στην άρνηση του ότι η γενική γνώση (οι γενικές έννοιες) μπορεί να προέλθει από τη γενίκευση επιμέρους εμπειρικών αληθειών. Οι ορθολογιστές απολυτοποιούν ως αναμφισβήτητη τη λογική φύση της γνώσης και αρνούνται τη διαλεκτική κίνηση της γνώσης από λιγότερο αφηρημένα επίπεδα σε περισσότερο αφηρημένα (από τα είδη προς τα γένη). Τελικά ο ορθολογισμός εκδηλώνεται ως πίστη στο λογικό, στις λογικές κρίσεις*, στο λογικό επιχείρημα. Αλλά αυτή ακριβώς η εμμονή στη μονομέρεια αποτελεί το ασθενές σημείο της θεωρίας, γιατί η κοινή αντίληψη των ανθρώπων οδηγεί στην παραδοχή ότι οι γνώσεις μας αρχίζουν από τις αισθήσεις ως εικόνες της πραγματικότητας, περνούν από την επεξεργασία της νόησης και γενικεύονται ως έννοιες, για να δοκιμαστούν τελικά στην πράξη, όπου επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται· παραλλαγές αυτής της θέσης βρίσκουμε σε πολλούς στοχαστές από την αρχαιότητα ως σήμερα. Μερικοί μελετητές επισημαίνουν τα πρώτα βήματα του ορθολογισμού στον Παρμενίδη* ("Οδός της Αληθείας" είναι το ένα τμήμα του έργου του) και τον Πλάτωνα* (εισηγητή της "θεωρίας των ιδεών"). Αλλοι όμως στοχαστές μίλησαν για τον "ορθό λόγο" ως μέσο της ανθρώπινης σκέψης, που έχει αφετηρία της τα δεδομένα των αισθήσεων, τον πραγματικό κόσμο διαμέσου των αισθήσεων. 0 Πλούταρχος* στον Περικλέους Βίον (κεφ. 36) παρουσιάζει τον μεγάλο πολιτικό να συζητεί με τον μεγάλο σοφιστή Πρωταγόρα* κατά τον "ορθότατον λόγον" ( Η . Ϋ Ί Β Ι Δ - \ΛΛ Κ Γ Β Π Ζ , Ο/Θ ΡΓ3§ΓΠ6π(β άβΓ \/0Γ80ΐ<Γ3ΐίΙ<βΓ, 8 0 Α 1 0 ) . 0
Αναξαγόρας*
σχεδόν θεοποίησε τον νου* και αμφισβήτησε την αξιοπιστία των αισθήσεων ("υπό αφαυρότητος αυτών ου δυνατοί εσμεν κρίνειν το αληθές", βλ. λ. κρίση), αλλά δεν αρνήθηκε τη συμβολή τους στην επικοινωνία του ανθρώπου με την πραγματικότητα. Μια σειρά αποσπάσματα του Δημόκριτου" (118, 125, 155) δείχνουν ότι κατά τον Αβδηρίτη φιλόσοφο: α) ο ανθρώπινος λόγος τέρπεται ερευνώντας τη φύση για την εύρεση των "αιτίων" των φαινομένων, β) ερευνά τη δική του γνωσιακή λειτουργία και αποδέχεται τη συνερ-
ορισμός γασία των αισθήσεων και της νόησης, γ) ερευνά μια αφηρημένη μαθηματική σχέση (στα όρια του απειροστικού λογισμού). Ο Σωκράτης* ορθολογικοποίησε την ηθική συμπεριφορά και διακήρυξε: "ουδενί άλλω πείθομαι ή τω λόγω" (Πλάτων, Κρίτων', κεφ. 6). Αλλά κανείς δεν αρνήθηκε τη συμβολή των αισθήσεων στη γνωσιακή διαδικασία. Ο ελληνικός ορθολογισμός εκδηλώθηκε κυρίως μέσα στα πλαίσια του "Ελληνικού Διαφωτισμού" (με τους Σοφιστές*. τον Θουκυδίδη*, τους στοχαστές που προαναφέραμε, άλλους που ακολούθησαν). Τους νόμους του ορθού λόγου κατέγραψε ο Αριστοτέλης* με τα έργα του που είναι γνωστά ως "Οργανον"" (Κατηγορίαι, Περί Ερμηνείας, Αναλυτικά Πρότερα και Υστερα, Τοπικά, Σοφιστικοί Έλεγχοι). Ομως ο "ορθολογισμός" από τα χρόνια του "Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού"* και ύστερα σημαίνει και κάτι άλλο: πεποίθηση του ανθρώπου ότι μπορεί με το "λογικό" του να κατανοήσει τον κόσμο του και να λύσει ορθολογικά όλα τα προβλήματά του. Κύριος εκφραστής αυτής της αισιοδοξίας ο ΟοηάοτοβΓ, που έγραψε το Διάγραμμα της ιστορικής εικόνας της Προόδου του Ανθρώπινου Πνεύματος (1795). Ομως οι δυο αιώνες που ακολούθησαν τραυμάτισαν επικίνδυνα αυτή την αισιοδοξία, αυτοπεποίθηση και προσδοκία· ο τραυματισμός προήλθε από την επιστήμη* (π.χ. Ψυχανάλυση*) και από την πολιτική (οικονομική, κοινωνική, ιδεολογική) δραστηριότητα του ανθρώπου, η οποία οδήγησε συχνά έξω από κάθε ορθολογική παραδοχή. Στο γνωσιολογικό πεδίο όρος συγγενής προς τον ορθολογισμό είναι η νοησιαρχία*.
Αριστοτέλης, λοιπόν, παραλαμβάνει μια προσπάθεια και τη συνεχίζει. Για τον ίδιο ο ορισμός αφορά στην ουσία των πραγμάτων: "λόγος έστίν ο το τι ην ή έστι δηλών", διακρίνει όμως μεταξύ του "λόγου (= ορισμού) του τι έστιν" και του "λόγου διά τι έστιν" (άθίίπίίίο 03υ33ϋ3,δηλαδή ςθηβΐίοβ). Στον Αριστοτέλη επίσης επισημαίνουμε έναν "όρον" ως "λόγον του τι έστιν" να διακρίνεται από έναν "όρον ονοματώδη", δηλαδή έναν ορισμό της ουσίας και έναν ορισμό του ονόματος (τι είναι ή πώς λέγεται ένα πράγμα). Κάθε ορισμός κατά τον Σταγιρίτη φιλόσοφο περιλαμβάνει την αναφορά στα χαρακτηριστικά του γένους και του είδους (ο ορισμός εκ γένους και διαφορών, Τοπ., 1036 15 κ.έ.). Αυτή η διάκριση ή καλύτερα ο προσδιορισμός του περιεχομένου και της έννοιας του ορισμού πέρασε και στη φιλοσοφία του Μεσαίωνα (Μ. νίοίοπηυε", Θωμάς Ακινάτης*) και στους νεότερους φιλοσόφους (Αβερρόης*, Μελάγχθων*. Γαλιλαίος*, στον ίβί&πίζ* κ.λπ.).
Φ. Κ. Βώρος
ορισμός, δυνατότητα. Βασική έννοια της δομής και της μεθοδολογίας των παραγωγικών επιστημών. Αποτελεί τη θεμελιώδη μέθοδο και οδό εισαγωγής ή αποκάλυψης εννοιών στα πλαίσια της περιγραφής και τυποποίησης θεωριών. Οι δυνατότητες και οι ιδιαιτερότητες του ορισμού εξαρτώνται από τις αντίστοιχες δυνατότητες και ιδιαιτερότητες του γλωσσικού συστήματος στο οποίο ανήκει. Είναι δυνατή η διάκριση δύο ειδών ορισμού, του "συντακτικού" ορισμού και του "σημαντικού" ή "σημασιολογικού" ορισμού. Ενας συντακτικός ορισμός είναι μια καταφατική δήλωση ότι κάποιο νέο σύμβολο ή κάποιος νέος συνδυασμός συμβόλων, που εισάγεται με τον ορισμό, σημαίνει το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο συνδυασμό συμβόλων του οποίου το νόημα είναι ήδη γνω-
ορισμός (λατ. άβΐίηίΐίο). Αρχικά "ορισμός" σήμαινε την τοποθέτηση ή αποδοχή ορισμένων, συγκεκριμένων όρων, "σημείων", για να συζητήσει ή να ερευνήσει κανείς ένα θέμα. ΓΓ αυτό στον Πλάτωνα* και στον Ευκλείδη (Γεωμετρία) ο "όρος" ταυτίζεται με την "υπόθεσιν". Από τον Αριστοτέλη* και εξής η χρήση του "όρου" στη φιλοσοφία αναφέρεται στην ουσία των αντικειμένων, ενώ η "υπόθεσις" αφορά στην έννοια της υπάρξεως. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Σωκράτης* πρώτος προσπάθησε να δώσει ορισμούς των πραγμάτων, δηλαδή να ορίσει την ουσία τους: "εζήτει το τι έστιν" (Μεταφ., 10781) 23) ή σε άλλο σημείο: "το ορίζεσθαι καθόλου ζητούντος" ενν. Σωκράτους. Ο
Η κοινή χρήση του ορισμού σημαίνει μια κρίση ή απόφανση, που συμπυκνώνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά και τα γνωρίσματα ενός όντος (ζώου, πράγματος, έννοιας κ.λπ.). Από καθαρά λογική άποψη, ο ορισμός αποτελείται από την έννοια που ορίζεται, το προσεχές γένος και την ειδοποιό διαφορά. Τέλος η έννοια της μεταφοράς είναι αντίθετη με τον ορισμό. Βιβλιογρ.: Η. ΡίοΚβιΙ ΖυίίθΐΊίβ
νοπ ϋβί Οθίίηίΐϊοη. 1929\-
Β. V/. 0υϋΐ5ΐ3ν. Οιβ άβίιηιΐιοη. στο Αηπ. ΜΘΝΙΘΓΤΙ. ρυίθϊ θΙ
3ρρΙ. 9 (1918) 23 κ.έ.- Η. Ρο&ϊηίοη, ΟβΙίπίΙ/οπ. ΟχΙοίΰ, 1950.· \Λ/. Κ. Ε$$ΙβΓ. ννι$εβη&Η3ΐΙ$Ιίΐθθήβ. ΗθάυΜιοη. 1970. Βασ. Κύρκος
1 ΟεΙιηιΙίοη υπό
117
ορισμός μη-κατηγορικός στό. Το νέο σύμβολο ή ο νέος συνδυασμός συμβόλων παριστάνει την οριζόμενη, μέσω του ορισμού, έννοια. Από πλευράς δομής ο ορισμός έχει τη συντακτική μορφή της ισοδυναμίας. Βασικό χαρακτηριστικό του ορισμού είναι η δυνατότητα αντικατάστασης, στα πλαίσια οποιασδήποτε έκφρασης της γλώσσας του ορισμού, του ορίζοντος με το οριζόμενο και αντιστρόφως. Η δυνατότητα ορισμού στα πλαίσια μιας θεωρίας δεν συνδέεται με την απλή γλωσσική εισαγωγή μιας έννοιας ή ενός αντικειμένου, αλλά με τη δυνατότητα απόδειξης της ύπαρξής της ή της ύπαρξής του από τα αξιώματα της θεωρίας. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι στην κατά Ζερμέλο - Φρένκελ θεωρία των συνόλων ορίζεται η έννοια του απρόσιτου πληθαρίθμου χωρίς να είναι δυνατόν να αποδειχθεί η ύπαρξή του. Ο σημασιολογικός ή σημαντικός ορισμός είναι μια μέθοδος εισαγωγής ή αποκάλυψης αντικειμένων και εννοιών στα πλαίσια της σημαντικής ή σημασιολογίας των θεωριών. Αν και οι δυνατότητες σημαντικού και συντακτικού ορισμού διαφέρουν, είναι δυνατόν να συνδεθούν μεταγλωσσικά. Διον. Αναπολιτάνος
ορισμός μη-κατηγορικός. Είδος ορισμού στον οποίο το οριστέο ορίζεται σε σχέση με μια ολότητα αντικειμένων η οποία, κατά κάποιον τρόπο, προϋποτίθεται ως υπάρχουσα και στην οποία ανήκει ήδη το οριστέο. Στον μη-κατηγορικό ορισμό αυτό που είναι βασικό είναι ο ορισμός του μέρους ή του στοιχείου από το όλο, το οποίο θεωρείται ότι είναι πρωταρχικό ως προς τα μέρη του ή τα στοιχεία του. Αυτό όμως είναι δυνατόν να δημιουργεί συνθήκες φαύλου κύκλου με την έννοια ότι τέτοιοι ορισμοί είναι δυνατόν να οδηγούν σε αντιφάσεις. Για παράδειγμα, ο μη-κατηγορικός ορισμός του συνόλου όλων των συνόλων οδηγεί στον μη-κατηγορικό ορισμό του συνόλου όλων των συνόλων, τα οποία δεν είναι στοιχεία του εαυτού τους, και τελικώς στο παράδοξο του Ράσσελ'. Μη-κατηγορικός επίσης ορισμός είναι ο ορισμός του συνόλου όλων των υποσυνόλων ενός συνόλου με την έννοια ότι το σύνολο αυτό ορίζεται ως μια ολότητα αντικειμένων που, στις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, δεν είναι δυνατόν όλα τους να ορισθούν. Τα προβλήματα που σχετίζονται με τους μη-κατηγορικούς ορισμούς, και τα οποία είναι στην ουσία τους προβλήματα αυτοαναφορικότητας, οδήγησαν διανοητές όπως ο Α. Πουανκαρέ', ο Χ.
118
Βέιλ* και ο Μπ. Ράσσελ (ο οποίος και εισήγαγε τον όρο "μη-κατηγορικός ορισμός") στην απόρριψή τους και στην άποψη ότι είναι άχρηστοι για την επιστήμη. Κάτι τέτοιο αποδείχθηκε δραστικότερο αυτού που πράγματι χρειαζόταν. Ετσι, στα κλασικά μαθηματικά (καθώς και στις ανθρωπιστικές επιστήμες) οι ορισμοί αυτοί διατηρήθηκαν και προτάθηκαν συγχρόνως αποτελεσματικοί συνολοθεωρητικοί τρόποι ελέγχου των παραδόξων που πιθανώς προκύπτουν. Διον. Αναπολιτάνος
"ορίων ανάπτυξης" θεωρία ή θεωρία μηδενικής ανάπτυξης. Απαισιόδοξη θεωρία που διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 στις ΗΠΑ από θιασώτες του ρεύματος του οικολογικού πεσιμισμού*. Σύμφωνα με τις απόψεις των θεωρητικών της "μηδενικής ανάπτυξης" -όπως αλλιώς ονομάζεται-, οι παγκόσμιες δυνατότητες για μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη έχουν πλέον εξαντληθεί, όχι εξαιτίας της πλήρους αξιοποίησης των δεδομένων παραγωγικών πόρων, αλλά εξαιτίας της ανορθολογικής και σπάταλης χρήσης τους, των διεθνών ανταγωνισμών, της υπερκαταναλωτικής νοοτροπίας του δυτικού κόσμου, των μεγάλων οικολογικών καταστροφών και της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού*. Σύμφωνα με τα απλοποιημένα υποδείγματα των ορίων των παραγωγικών δυνατοτήτων, που απεικονίζουν οι σχετικές καμπύλες των παραγωγικών δυνατοτήτων, μια οικονομία αναπτύσσεται όταν διευρύνονται σι δυνατότητές της. Αυτό επιτυγχάνεται σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης των συντελεστών, όταν επιτευχθούν διαδικασίες φυσικής ή μηχανικής αύξησης του πληθυσμού, συσσώρευσης κεφαλαίου ή αύξηση των καθαρών επενδύσεων, εγγειοβελτιωτικά έργα και ανάπτυξη της τεχνολογίας παραγωγής. Η συνεχής τάση για οικονομική ανάπτυξη -υποστηρίζουν οι οπαδοί του οικολογικού πεσιμισμούθα οδηγήσει τον κόσμο του 21ου αιώνα σε ολοκληρωτική καταστροφή. Στη θέση της ανάπτυξης προτείνουν την απλή αναπαραγωγή του πληθυσμού με προγραμματισμούς και ελέγχους των γεννήσεων, τη μηδενική αύξηση του κεφαλαίου με καταβολή μόνον των αποσβέσεων, αναθεώρηση της παραγωγικής διαδικασίας στη βάση μιας περιβαλλοντικής πολιτικής που στηρίζεται στην αξιοποίηση των ήπιων μορφών ενέργειας, οι οποίες δεν πλήττουν το φυσικό περιβάλλον. Η άποψη αυτή
όρος περί "μηδενικής ανάπτυξης" προκάλεσε έντονες επικρίσεις και κατηγορήθηκε ως ανεδαφική και απραγματοποίητη. Το γεγονός αυτό οδήγησε στη διατύπωση μιας αμβλυμένης άποψης περί "περιορισμένης" ή "ελεγχόμενης ανάπτυξης", που από αρκετούς περιγράφεται και σαν "πράσινη ανάπτυξη". Βιβλιογρ.: 53ΠΊΙΙΘΙ ΒοννΙθ$ & ΒΊΟΜΒΚΙ Εΰννβιϋ:. Κατανοώ-
ντας τον καπιταλισμό, μτφ. Ν. Σταματάκης & θ . Αθανασίου, τ. 2.
εκδ.
ΟυΙβπϋβΓΟ.
Αθήνα.
1994-1995-
Ρ.
$3ΓΗΥΒΙ$οη. Οικονομική, μτφ. Δ. Καράγιωργας & Θ. Παπαμάργαρης. τ. 2. εκδ. Παπαζήση. Αθήνα, 1975 - 0 . Ι.. Μβ3όﻣ. κ.ά.. Τήβ ϋπιίΐε Ιο ΟΓΟνΛΗ. υπίνβΓϊίΙγ ΒοοΙ<5. ΝΘ»ΥΟΓΚ, 1972.
Θαν. Α. Βασιλείου
ορμή ("Οπνβ" στα αγγλικά, "ΤιϊΘό" στα γερμανικά). Ονομάζεται και ενόρμηση και χαρακτηρίζει την ώθηση του οργανισμού, την ψυχική ενέργεια, η οποία προκαλείται από κάποια εσωτερική βιολογική διέγερση (π.χ. αποστέρηση τροφής). Η ώθηση αυτή είναι συνήθως πολύ ισχυρή. Ο ΡΓβυά* χρησιμοποίησε για την ορμή τη λέξη "Τπβό", λέξη που σημαίνει ορμή ακάθεκτη, η οποία παρατηρείται στα φαινόμενα της πείνας, της σεξουαλικότητας κ.λπ. Για τον Ρίβυά, οι ορμές αποτελούν κινητήριους παράγοντες της προσωπικότητας*. Οι εσωτερικές ανάγκες του οργανισμού είναι άλλωστε άμεσης προτεραιότητας σε σχέση με τις εξωτερικές απαιτήσεις του περιβάλλοντος και κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει απ' αυτές. Ο ΡΓβυά τελικά διέκρινε δύο είδη ορμών: τις ορμές της ζωής (σεξουαλικές ορμές και ορμές αυτοσυντήρησης) και ορμές του θανάτου. Σιγά σιγά η έννοια της ορμής επεκτάθηκε για να περιλάβει και άλλου είδους ορμές, όπως μαθημένες, κοινωνικές ορμές κ.λπ. Ο ΗυΙΙ, στη θεωρία του για τις ορμές, χρησιμοποίησε εκτός από τον όρο "ορμή" και τον όρο "έναυσμα" (ίπςβηΐίνβ), ο οποίος χαρακτηρίζει τη "μαθημένη" ορμή. Βασιλική Παππά
"Όροι", του Πλάτωνα*. Θεωρείται νόθο έργο του Πλάτωνα και προϊόν της πρώτης περιόδου της Ακαδημίας" του, στο οποίο αντικατοπτρίζεται η ορολογία που ίσχυε στην Ακαδημία την εποχή του Ξενοκράτη" και του Αριστοτέλη". Πρόκειται για συλλογή ορισμών. Ορίζονται έννοιες τόσο της ηθικής όσο και της φυσικής φιλοσοφίας, όπως χρόνος, ήλιος, αήρ, αλλά και ελευθερία", αιδώς, αυτάρκεια, ανδρεία, σωφροσύνη κ.λπ. (βλ. λ. Πλάτων). Γοαμμ Αλατζόγλου
- Θέμελη
όρος (Ιβπτιίηυδ, ίβπη). 1. Σε όλους τους τομείς των επιστημών, των τεχνών, της τεχνολογίας, της φιλοσοφίας, σε όλους τους τομείς οργανωμένης επικοινωνίας, κάποιες λέξεις χρησιμοποιούνται με ορισμένη και σταθερή σημασία, με σαφήνεια ως προς το περιεχόμενό τους και ευκρίνεια ως προς το πλάτος τους· αυτές οι λέξεις αποτελούν "όρους" της επιστήμης (ή οποιουδήποτε άλλου τομέα γνώσης ή δράσης) που τους αξιοποιεί- και αντιδιαστέλλονται προς τις ίδιες λέξεις, που ενδεχόμενα χρησιμοποιούνται στην καθημερινή γλώσσα με σημασία ίδια ή παραπλήσια και συχνά ρευστή. 2. Στη Λογική* υπάρχουν και πιο ειδικές χρήσεις της λέξης όρος- "όροι" ονομάζονται τα συστατικά στοιχεία της λογικής πρότασης (κρίσης*), δηλαδή το "υποκείμενο" και το "κατηγόρημα". Επίσης, στον αριστοτελικό συλλογισμό* (τον παραγωγικό*), για να εξαχθεί "συμπέρασμα" διαπλέκονται στις "προκείμενες"* κρίσεις τρεις όροι- απ' αυτούς οι δύο απαντώνται από μία φορά στις προκείμενες, είναι κύριοι όροι και εμφανίζονται στο συμπέρασμα ως υποκείμενο και κατηγόρημα· ο τρίτος περιέχεται και στις δυο προκείμενες και χρησιμεύει λογικά ως γέφυρα μετάβασης από τον έναν κύριο όρο στον άλλο- αυτός ονομάζεται "μέσος όρος", επειδή παίζει ρόλο μεσολαβητή. Παράδειγμα: Όλα τα τρίγωνα έχουν άθροισμα γωνιών 180° (πρώτη προκείμενη κρίση)· το σχήμα Α Β Γ είναι τρίγωνο (δεύτερη προκείμενη)· άρα, το Α Β Γ έχει άθροισμα γωνιών 180°. Η λέξη τρίγωνο λειτουργεί λογικά ως μέσος όρος· οι άλλοι δυο όροι του συλλογισμού είναι: το Α Β Γ και το "άθροισμα γωνιών 180°". Στους παραλογισμούς* ή στα σοφίσματα* παραβιάζεται ο κανόνας των "τριών όρων" (που είδαμε) και χρησιμοποιείται ως μέσος όρος μια λέξη με διαφορετικό νόημα στις δυο προκείμενες κρίσεις, οπότε λογικά απουσιάζει ο μέσος όρος και έτσι προκύπτει ο παραλογισμός ή το σόφισμα. Αυτή η περίπτωση φαινομενικά σωστού συλλογισμού με "αμφίσημο" μέσον όρο ονομάζεται "όρων τετράδα". 3. Σε ποικίλα πεδία επιστημονικής έρευνας ή πρακτικής δραστηριότητας δηλώνονται με τη λέξη όρος (ή όροι) οι "προϋποθέσεις" για την εμφάνιση ενός φαινομένου ή την πραγματοποίηση κάποιας δραστηριότητας διευκρινίζεται ότι στις περιπτώσεις αυτές ο όρος (ή οι όροι) δεν είναι η "αιτία" που προκαλεί το φαινόμενο ή τη δράση αλλά μόνο "συνθήκη" (ή συνθήκες) όπου αυτό εκδηλώνεται· λογουχά-
119
Ορούντζιεφ ρη, η παρουσία νερού και μια ελάχιστη θερμοκρασία 15 0 ° είναι όροι αναγκαίοι για την ανάπτυξη των ενοχλητικών εντόμων που ονομάζουμε κουνούπια, αλλά δεν αποτελούν αίτια αυτού του φαινομένου. 4. Τέλος, στα μαθηματικά η λέξη όρος (όροι) δηλώνει τα ποσοτικά στοιχεία που συναποτελούν ένα άθροισμα ή που παράγουν ένα γινόμενο και ονομάζονται, αντίστοιχα, "όροι του αθροίσματος" (προσθετέοι) ή "όροι γινομένου" (παράγοντες). Φ. Κ. Βωρος
Ορούντζιεφ Ζαίντ Μέλικοβιτς (γεν. 1932). Σοβιετικός φιλόσοφος με σημαντική συμβολή στη "διαλεκτική λογική"" και μεθοδολογία. Ε ρ γ α του: Ο Κ. Μαρξ και η διαλεκτική λογική, Μπακού, 1964· Η διαλεκτική ως σύστημα, Μόσχα, 1973' Η ενότητα διαλεκτικής, λογικής και θεωρίας της γνώσης στο "Κεφάλαιο" του Κ. Μαρξ, Μπακού, 1968 κ.ά. Δ. π.
Ορτέγκα υ Γκασσέτ (0Γ1Θ93 γ 0353θΙ) Χοσέ. Εξέχουσα φυσιογνωμία της ισπανικής διανόησης με πλούσια φιλοσοφική, δημοσιογραφική και πολιτική δράση (Μαδρίτη, 1883 - Μαδρίτη, 1955). 0 συγχρωτισμός του με τον Γερμανό φιλόσοφο Ηβπτιβη Οοίιβη", κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πανεπιστήμιο του Μαρβούργου, δικαιώνει τους μελετητές εκείνους που καταμαρτυρούν σαφώς επαναλαμβανόμενα μοτίβα νεοκαντιανισμού* στις πρωταρχές της φιλοσοφικής του προβληματικής. Σύντομα, ωστόσο, ο Ισπανός στοχαστής απεξαρτώντας την έσχατη οντολογική αφετηρία της πραγματικότητας από την αδιέξοδη τακτική αντιπαράθεσης ιδεαλισμού" - αισθησιαρχίας", ενδίδει στον φιλοσοφικό βιταλισμό* (θεωρία που επιθυμεί να ψαύσει το νόημα της πραγματικότητας αναζητώντας τη ζωτική αρχή που την κατευθύνει), όχι όμως και στον κατά κανόνα απορρέοντα απ' αυτόν αντιορθολογισμό, επικαλούμενος την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός συνόλου εναργών, αμιγώς θεωρητικών υποθέσεων που διασφαλίζουν την ομαλή και απρόσκοπτη εξαγωγή περαιτέρω γνωστικών ισχυρισμών. Και φυσικά, η εγγενής κατασκευαστική ικανότητα του νου να συγκροτεί αυταπόδεικτες θεωρητικές αρχές, χωρίς να χρήζει προσφυγής στα δεδομένα της αισθητηριακής εμπειρίας, δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει προνό-
120
μιο μιας ολιγάριθμης και αυστηρά καθορισμένης πνευματικής αριστοκρατίας, που συνιστά και τον πλέον αξιόπιστο φορέα πολιτιστικής ανανέωσης. Στα χέρια της ο Ορτέγκα εμπιστεύεται την ευημερία και διαιώνιση της κοινωνικής πραγματικότητας· από τη σαφώς πολυπληθέστερη μάζα, και δεδομένου ότι ο ολοκληρωτικός της εξοβελισμός από το κοινωνικό φαινόμενο δεν είναι μέσα στις προθέσεις του, επιζητεί τον περιορισμό της συνδρομής της σε επίπεδο συνεργασίας και αρωγής για την τελεσφόρηση του υπέρτατου προαναφερθέντος στόχου. Επιχειρηματολογώντας, εξάλλου, σθεναρά υπέρ του άδηλου και απροκαθόριστου χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης καθώς και υπέρ της δυνατότητας της τελευταίας για αυτοδιάθεση και πλήρη ενεργοποίηση της αναπτυξιακής της δυναμικής, ο Ορτέγκα υπεραμύνεται εμφανώς των αρχών της υπαρξιακής κοσμοθεωρίας. Στον τομέα της αισθητικής* επιθυμεί να αποκαθάρει την Τέχνη από τα συμβατικά στερεότυπα του ρεαλισμού", που νοθεύουν και δυσχεραίνουν την αυτόβουλη καλλιτεχνική έκφραση, προσπορίζοντας παράλληλα θεωρητικό άλλοθι στα ανατρεπτικά -κατά κανόνα- κινήματα της Μοντέρνας Τέχνης. Έργα του: Μβάϋβαοηβδ άβΙ Ουί/οίβ, Μβάπά, 1914.- ί 3 όβεήυπιζηίζβάοη άβΙ βήβ, Μβάιϊά, 1925.- ία ΓβΰβΙίοη άβ 13$ ΓΠ3335, Μαάπό, 1929. Σταυρούλα Ν. Σκιαδοπούλου
Ορφισμός. Αρχαιοελληνικό θρησκευτικο-φιλοσοφικό σύστημα. Εμφανίστηκε τον 6ο π.Χ. αι. Ως ιδεολογική κατεύθυνση είναι, σε πολλά, αντίθετη με τις επιστημονικές παραδόσεις της φιλοσοφικής σχολής της Μιλήτου. Συνδέεται με το όνομα του μυθικού Ορφέα, που μεταρρύθμισε τη λατρεία του Διονύσου. Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ της θρησκείας του Διονύσου και εκείνης των Ολυμπίων θεών συνίσταται στο ότι η τελευταία, χωρίς να υπόσχεται ανταμοιβή ή τιμωρία στη μεταθανάτια ζωή, παρουσίαζε τη ζωή εκείνη ως το βασίλειο σκιών χωρίς αίμα, ενώ την ψυχή δεν τη θεωρούσε υποχρεωτικά αθάνατη. Αντίθετα, η πρώτη την είχε ανακηρύξει αθάνατη: η ψυχή "μετακομίζει" (ως τιμωρία) σε άλλα ζωντανά όντα ή απελευθερώνεται (ως ανταμοιβή) από τον κύκλο των γεννήσεων, τον "τροχό της ζωής". Στην τελευταία περίπτωση η ψυχή ανυψούται ως το επίπεδο της θείας κατάστασης και της απόλυτης μακαριότητας. Γι' αυτό και στη μεταρρυθ-
Ο υ τσζιν μισμένη από τον Ορφέα (και εν μέρει από τον Πυθαγόρα*) θρησκεία του Διονύσου, πρωταρχικό ρόλο παίζουν οι τελετές της κάθαρσης, της άσκησης και οι διάφοροι ασκητικοί περιορισμοί, όπως η αποφυγή της κρεωφαγίας, και γενικά η συμμόρφωση προς τον "ορφικό βίο", που είχε περισσότερο θρησκευτικό παρά φιλοσοφικό χαρακτήρα. Η τελετή της κάθαρσης αποτελούσε εγγύηση για τη σωτηρία της ψυχής από τον "τροχό των γεννήσεων" και μέσο κατάκτησης της αιώνιας ευδαιμονίας. Σύμφωνα με τη διδασκαλία των Ορφικών (και αργότερα και των Πυθαγορείων*), η επίγεια ζωή δεν ταιριάζει στην ψυχή, η οποία είναι θεϊκή· το σώμα είναι το κέλυφος της ψυχής, τα δεσμά και ο τάφος της (Πλάτωνα, Γσργίας, 492-493). Αυτές οι αντιλήψεις αναπτύσσονταν επί μία χιλιετία και στη διαμόρφωσή τους αντανακλώνταν τα διάφορα στάδια της ελληνικής θρησκείας καθώς και οι επιδράσεις διαφόρων φιλοσοφικών σχολών.
'Οττο Ροδόλφος (ΟΗο ΒυάοΙί, 1869-1937). Γερμανός θεολόγος, φιλόσοφος και ιστορικός, συγγραφέας πολλών θρησκευτικών έργων και φιλοσοφικών μελετών, όπως: Περί θρησκείας (1899), Οι ποικιλίες της θρησκευτικής εμπειρίας (1902), Η ιδέα του ιερού. Ανατολικός και Δυτικός μυστικισμός (1926), Η ινδική θρησκεία της χάρης και ο Χριστιανισμός (1934) κ.ά. Στις θρησκευτικές του αντιλήψεις ο 'Οττο είχε επηρεαστεί από τον δοΝβίβππβοήθΓ*, ο οποίος έλεγε ότι θρησκεία είναι το συναίσθημα εξαρτήσεως, που ξεχωρίζει όμως από όλα τα άλλα συναισθήματα ως προς το ότι είναι απόλυτο. Τον απόλυτο όμως αυτό χαρακτήρα ο Όττο τον υποκατέστησε με το αίσθημα του πλάσματος, το οποίο έχει άμεση σχέση και πρωταρχική αναφορά σε αντικείμενο που βρίσκεται έξω από αυτό και είναι υπερκόσμιο, δηλαδή ο ίδιος ο θεός. Τα χαρακτηριστικά αυτά του θρησκευτικού συναισθήματος οδήγησαν τον Οττο να το ονομάσει ππγδίθπυιτι ΐΓβττιοηΙυιτι.
Βιβλιογρ.: ΚΘΓΙΊ Ο., ΟφΝεοωπι
Απ Τζ.
ΐΓθςωβηΙβ. ΒΘΓΟΙΙΠΙ, 1922 -
ΟυΙΙιπθ \Λ/. Κ. Ο., ΟψίίβυεβηόΟΓΘΘΚΓβΙίβίοη. ΒΟΙΙΓΠΘ Η.. ΟφΙίθυΒ.
Ωβί ΒιηβθΓ
Ν. Υ., 1966 -
υπό 5θίηθ ΖβίΙ, ΒΒΓΠ,
1970.- Κεσσίδης Θ.. Από τον μύθο στον Λόγο.
Μόσχα.
1972. Σ. 151-163.
Θεοχ.
Κεσσίδης
Οσόφσκα (θ5$ονν$Ι<3) Μαρία (1896-1974). Πολωνή φιλόσοφος και κοινωνιολόγος της ηθικής*. Εργα: Αστική ήθική, Βαρσοβία, 19852' Το ιπποτικό ήθος, Βαρσοβία, 1973" Σχεδίασμα κοινωνιολογίας της ηθικής, Βαρσοβία, 1963. Δ. Π.
Όστβαλντ (ΟδΙννβΙά) Βίλχελμ Φρίντριχ (18531932). Γερμανός φυσικός, χημικός και φιλόσοφος. Πήρε το βραβείο Νομπέλ (1909). Προώθησε τις ιδέες του "ενεργητισμού"* (μιας παραλλαγής του φυσικού ιδεαλισμού), κατά τον οποίο το σύνολο των υλικών και πνευματικών φαινομένων ανάγεται στην ενέργεια. Έργα του: I/οίίβευπςβπ υΰβΓ ΝβΙυτρΝΙοεορΝβ, Ιθίρζίς, 1901.- βίυηάήβ άβΓ ΝβίυφΜοεορΙιίβ, ίβίρζίς, 1908.- ΜοηίεΙίεοήβ δοηηΐβίερκάίβίβη, Ρβίϊιβ 1-5, Ι-βίρζίς, 1911-16.- Ο/β ΡΝΙοεορΝβ άβΓ ν\/βήβ. Ι_βίρζί9. 1913, κ.ά. Δ. π.
Ου Τσεν - εν. Κινέζος λόγιος γνωστός ως συγγραφέας του μυθιστορήματος Ταξίδι στη Δύση. Γεννήθηκε το 1500 και πέθανε το 1582. Το μυθιστόρημά του βασίζεται στις αφηγήσεις του μοναχού Σιουάν Τσαν και των βοηθών του γύρω από ένα ταξίδι τους στην Ινδία και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1592. Μέσα στα γραπτά του, που απηχούν βουδιστικές φιλοσοφικο-κοινωνικές αντιλήψεις, ο Ου Τσεν - εν υποστήριξε τη βουδιστική θεωρία για την ισότητα των ανθρώπων. Αλέξ.
Καριώτογλου
Ου τσζιν. Πρόκειται για τη συλλογή πέντε κειμένων του κομφουκιανισμού που στηρίζονται στα αρχαία κινεζικά βιβλία: I Οήίπς ( Βιβλίο των αλλαγών), 3ήυ Οιίπς (Βιβλίο της ιστορίας), 3Νίι ΟΝης (Βιβλίο των Ωδών), Ι_ί Οήίπς (Πραγματεία για τους κανόνες συμπεριφοράς) και ΟΙι'ίυη Οϊιϊυ ( Τα χρονικά του φθινοπώρου και της άνοιξης). Δεν πρόκειται για συστηματικές πραγματείες, αλλ" όμως αποτελούσαν τη βάση της διαπαιδαγώγησης της κινεζικής νεολαίας σύμφωνα με τις αρχές του κομφουκιανισμού*. Ηταν η γνώση τους υποχρεωτική και για τη Όστιν (Αυδ(ίη) Τζον (1911-1960). Βρετανός αμόρφωση των υπαλλήλων. Θεωρούνται ως θεμελιώδης πηγή για τη μελέτη της ιστορίας της ναλυτικός φιλόσοφος. Έργα του: 5βηεβ 3ηά 5θπείόίΙί3, ΟχίοΓά, 1962· Ηονν Ιο Οο ΤΝηςε ιν/'ίΛ Κίνας, εφ' όσον παρέχουν τις βασικές γνώσεις για την εξέλιξη του κινεζικού πολιτισμού. Αναννοίόε, ΟχίΟΓά, 1962. κηρύχθηκαν ως ιερά βιβλία στα τέλη του 2ου Δ . π.
121
Ουάιτ και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. (βλ. και λ. Δεκατριόβιβλος).
Βιβλιογρ.: Δ. Βελισσαρόπουλου. Ιστορία της Κινεζικής
Φιλοσοφίας, τ. 1. εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιόννινα, 1981. Αλέξ. Καριώτογλου
Ουάιτ Λέαλι Άλβιν (\Λ/ΠίΙ, 1900-1975). Αμερικανός πολιτισμολόγος. Ο Ουάιτ πρεσβεύει τον αντικειμενικό χαρακτήρα του πολιτισμού, που έχει δικές του νομοτέλειες λειτουργίας και ανάπτυξης. Τον πολιτισμό τον διαιρεί σε τρία υποσυστήματα: α) τεχνολογικό (εργαλεία παραγωγής, μέσα επιβίωσης, οικοδομικά υλικά, μέσα επίθεσης και άμυνας κ.λπ.), β) κοινωνικό (τύποι ατομικής και συλλογικής συμπεριφοράς) και γ) ιδεολογικό (ιδέες, πεποιθήσεις, γνώσεις). Πρωτεύον και καθοριστικό υποσύστημα για τον Ουάιτ είναι το τεχνολογικό, διότι εκπροσωπεί τα πιο αναγκαία για τον άνθρωπο στοιχεία ύπαρξης και επιβίωσης. Τα άλλα δύο υποσυστήματα τα θεωρεί δευτερεύοντα και παράγωγα του πρώτου. Με τις απόψεις του αυτές ο Ουάιτ τοποθετεί τον εαυτό του στους θεωρητικούς της τεχνολογικής αιτιοκρατίας. Εργα του: 77?β 5αβποβ οίευΙΙυΓβ, Ν. Υ., 1940.- ΤήββνοίυΙίοπ ο( ουΙΙυΓβ, Ν. Υ., 1959.77?Θ εοποβρΙ οί ουΙΙυίβ, ΜίηηββροΙίδ, 1973.- Τήβ βοποβρί ο( ουΙΙυΓθΙ εγείβπιε:
3 Ηβγ (ο
υπόβΓεΙβπ-
άίπο Ιπύβε 3πό πβΐϊοπε, Ν . Υ . , 1975. Βιβλιογρ.: Μαρκαριάν Ε. Σ.. Η γένεση της ανθρώπινης δραστηριότητας και του πολιτισμού. Ερ.. 1973.- Αβερκίγεβα Γ. Π.. Η ιστορία της θεωρητικής σκέψης στην αμερικανική εθνογραφία. Μόσχα. 1979. Απ. Τζ.
Ουάιτχεντ Α. - Ν. (ΑΙίΓβά ΝΟΓΙΚΙ \Λ/ίιίΙβΐΊ83ά 1861-1947). Δίδαξε διαδοχικά στα Πανεπιστήμια του Οβππ&πάςθ, του Λονδίνου και του ΗβΓνβΓά. Η φήμη του ως του πλέον πρωτότυπου επιστήμονα και φιλόσοφου του αιώνα μας οφείλεται στην προσφορά του στα μαθηματικά και τη μαθηματική φυσική, στη μαθηματική λογική* και στη μεταφυσική". Συγκεκριμένα, ο \Λ/ηίΙβϊιβ3ά αρχικά επεχείρησε να συνδυάσει τις μαθηματικές γενικεύσεις προς το φυσικό γίγνεσθαι στα έργα του: υπίνβίεβΙ ΑΙςεόΓΒ (1898) και ΡππαρίΒ ΜβΙΙίθΓΠΒϋοβ (με τη συνεργασία του Β. Πυ$5βΙΙ" εξέδωκε τους τρεις πρώτους τόμους 1900-1913), και, αργότερα, πιο συστηματικά, στα έργα του που αναφέρονται στη φιλοσοφία της φύσης: Οπ Μ3ΐΐΊ6Γη3ΐΪ03ΐ ΟοποβρΙε οί Ιήβ ΜβίβπβΙ Iνοτίό (1906), Απ Επηυίίγ Οοποβίηίπς /Λβ ΡήηαρΙβε οί Ν3ΐυΓ3ΐ
122
ΚηοΗΐβάςβ
( 1 9 1 9 ) . 77ιβ ΟοηοβρΙ
οί Νβ-
ΙιΐΓβ ( 1 9 2 0 ) και ΤίΊβ ΡπηάρΙβ
οί ΠθΙβίίνίίγ
(1923).
Κοινό γνώρισμα όλων αυτών των έργων είναι η προσπάθεια αναίρεσης των θεωριών του ΝθννΙοπ* και του Ηυιτιβ" για τον "ατομισμό", αντιτάσσοντας τις δικές του θεωρίες για τα συμβάντα και το χωροχρονικό συνεχές αντίστοιχα. Κατά τη μεταβατική περίοδο (1925-1927) ο φιλόσοφος επεδίωξε να διευρύνει και να συστηματοποιήσει τις θέσεις του αυτές με τις μελέτ ε ς τ ο υ : 3άβηοβ
ΠθΙίςίοη
3ηό Ιήβ ΜοόβΓΠ
ΙΛ/ΟΛ/£/ ( 1 9 2 5 ) ,
ίπ ίήθ ΜβΙ<ϊηζ) ( 1 9 2 6 ) και ΒγπιόοΙίεΓη,
ίίε
ΜβΒηίης 3πό ΕίίβεΙ (1927). Οι μελέτες αυτές, που αναφέρονται στις έννοιες της ολότητας" και της αλληλεξάρτησης του μέρους προς το όλον", της ενδοκοσμικότητας των αξιών, της διάκρισης των δύο επιπέδων της εμπειρίας", το φυσικό και το νοητικό, κ.λπ., θέτουν τις βάσεις της νέας ορολογίας και της ριζικής αναθεώρησης της φιλοσοφίας, που διαπιστώνονται στις μελέτες της τρίτης περιόδου, της "οργανιομικής φιλοσοφίας"*, όπως είναι: ΡΓΟΟβεε βηά ΠββΙίΙγ
( 1 9 2 7 ) , Τήβ ΡυηοΙίοη
ΑάνεηΙυΓβε
οί
ίόββε
οί Ηββεοη
(1933)
και
(1929),
Μοόβε
οί
7/ιουρ/ϊί (1938). Κατά την περίοδο της οργανισμικής φιλοσοφίας ο \Λ/ηϋ6ή63ά χρησιμοποιεί τις έννοιες "πραγματική οντότητα" και "αιώνιο αντικείμενο", σε αντίθεση προς τις αντίστοιχες έννοιες "συμβάν" και "αντικείμενο" των δύο προηγουμένων περιόδων. Η πραγματική οντότητα (βοΐυβί βπΐίΐγ) νοείται ως η έσχατη μονάδα της πραγματικότητας από την οποία συνίσταται ο κόσμος, αλλά και ως "κοινωνία" ή "σύνδεσμος" των πραγματικών οντοτήτων. Δεν υπάρχει περίπτωση να προχωρήσει κανείς πέρα από τις πραγματικές οντότητες για να βρει κάτι το πραγματικότερο. Κάθε οντολογικού χαρακτήρα διαπίστωση, άμεση ή έμμεση, συνεπάγεται την έννοια της πραγματικής οντότητας. Πρόκειται για τη βασική καινοτομία του φιλοσόφου, κατά την οποία η πραγματική οντότητα, νοούμενη ως η αρχική έγχρονη μονάδα της φύσεως του Είναι, ευρίσκεται σε διαρκή "μεταβατικότητα" (ρΐΌοβδδ) ή "γίγνεσθαι" (βΘοοπιίης). Τούτο σημαίνει εγκατάλειψη των απόψεών του για τη συνέχεια των συμβάντων, για να υποστηρίξει ότι η πραγματικότητα είναι "αθεράπευτα ατομική", ενώ η συνέχεια αποτελεί γνώρισμα της "δυνατότητας". Η καινοτομία αυτή σημαίνει, επίσης, έμφαση στην κβαντική ενέργεια ή, καλύτερα, στη δημιουργικότητα του γίγνεσθαι, έτσι ώστε να υπάρχει το "γίγνεσθαι της συνέχειας" και όχι η
Ουάρρων "συνέχεια του γίγνεσθαι". Η ατομική δηλαδή πραγματικότητα, ως μεταβολή του γίγνεσθαι, είναι εκτατή, η μεταβολή όμως του γίγνεσθαι, νοούμενη καθεαυτή ως δημιουργική ενέργεια του γίγνεσθαι, δεν είναι εκτατή. Αν η πραγματική οντότητα αποτελεί την έσχατη μονάδα του φυσικού συμβάντος, ο συσχετισμός των συμβάντων επιτυγχάνεται μέσω των αιωνίων αντικειμένων. Η επιλογή του όρου "αιώνιο αντικείμενο" αποτελεί τη δεύτερη, μετά την πραγματική οντότητα, καινοτομία του ννΜβΙΐΘβά. Με την καινοτομία αυτή, από το ένα μέρος αποφεύγονται οι παρανοήσεις που συνδέονται με τους όρους "πλατωνικά είδη", "ιδέα" και "ουσία" και, από το άλλο μέρος, ανταποκρίνεται στο βασικό αίτημα της οργανιομικής φιλοσοφίας, στην ανεύρεση δηλαδή των "επαρκών" εννοιών προς αποφυγή των ατελειών που εμφανίζουν οι διάφορες μορφές υποκειμενισμού. Το έργο του αιωνίου αντικειμένου συνίσταται στην "εισβολή" του στον πραγματικό κόσμο. Από την άποψη αυτή, το πραγματικό απαιτεί αναφορά στο ιδεατό ή, κατά μιαν άλλη διατύπωση, ο αισθητός κόσμος προέρχεται εκ της μετοχής του στον κόσμο που είναι αιώνιος. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το γίγνεσθαι έχει ανάγκη των προσδιοριστικών μορφών ή των αιωνίων αντικειμένων. 0 συσχετισμός και η σύνδεση των δύο κόσμων, του δυνατού και του πραγματικού, εκφράζεται καλύτερα με τη θεωρία του "αισθήματος", με τη μετάβαση δηλαδή από την αντικειμενικότητα των δεδομένων προς την υποκειμενικότητα της πραγματικής οντότητας. Ο συγκεκριμένος δεσμός τον οποίο μια πραγματική οντότητα έχει με μιαν άλλη αποτελεί τον τρόπο κατά τον οποίο η οντότητα αυτή αισθάνεται μιαν άλλη οντότητα. Ετσι, η θεωρία για το αίσθημα εξηγεί τον τρόπο κατά τον οποίο ολόκληρος ο κόσμος αποβαίνει μια τεράστια πολυσύνθετη ενότητα του αισθήματος, συντελούμενη μέσω της δημιουργικής σύνθεσης ή "ολοκλήρωσης" του αισθήματος. Η σπουδαιότητα της θεωρίας για το αίσθημα δεν περιορίζεται στον συσχετισμό και στην εναρμόνιση των πολλαπλών αντιθέσεων, αλλά επεκτείνεται και στον συσχετισμό των κρίσεων και των προτάσεων. Ετσι επιτυγχάνεται η ενοποίηση των διαφόρων δυϊσμών και διχοτομήσεων, όπως είναι λ.χ. οι επιστημονικές αφαιρέσεις και οι συγκινήσεις της ανθρώπινης εμπειρίας. Η οργανισμική φιλοσοφία (βλ. σχετικό λήμμα) δεν είναι παρά η ενοποίηση των γνωστικών ε-
νεργειών του πνεύματος και του νοητικού πόλου με τις λειτουργίες των αισθημάτων και του φυσικού πόλου. Βιβλιογρ.:
I.
1_θθΙθΓθ,
ΜΙιίΙβΙΐθβά'ί
ΜβΙβρΗγείας:
ΙηΙτοάυοΙοΓγ ΕχροεϊΙϊοη, ΙΟΓΚΙΟΠ, 6 . ΑΙΙΘΠ
Ν. ΙΑΝΝΓΘΠΣΒ. I Ι/ΜθΙίθαό'ε ΡΜοεορΙιίεβΙ
ΟήϋΜΐ ΗίεΙοΓγ οί IIιβ ΒΐΐΚςίουηό
& υηννίη.
Απ 1958.-
ΟβνβΙορωβηΙ.
ΒβΓΚθΙθγ. υηίνβΓ5ίΙγ οί 03ΐϋ0Γηι3 ΡΓΘ55. 1956 - Λ. Μπαρτζελιώτη. Ο αναθεωρημένος
Α. Ν. ΜΜθΙΐθβό. Λεων.
Α
οI Ρτοεβ$$ 3ηά βββίίΐγ, υποκειμενισμός
Κ.
του
Αθήνα. 1984.
Μπαρτζελιώτης
Ουάρρων Μάρκος Τερέντιος (Μβιτυε ΤβΓβπίίυε ν«ΐΓΓο, 116-27 π.Χ.). Ρωμαίος λόγιος, που αποκλήθηκε "ΡοιτιβηοΓυπΊ θΓυάί55ίπιυδ" (σοφότατος των Ρωμαίων, Κοιντ. 10, 1, 95). Στη Ρώμη δάσκαλο είχε τον Λεύκιο Αίλιο Στίλωνα και στην Αθήνα τον Ελληνα πλατωνικό φιλόσοφο Αντίοχο τον Ασκαλωνίτη", του οποίου και ακολούθησε τις φιλοσοφικές αντιλήψεις, κυρίως στην ηθική· γι' αυτό η ζωή και η δράση του είχε τη συνέπεια ενός οπαδού της νεότερης πλατωνικής Ακαδημίας". Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ασχολήθηκε με τις επιστήμες. Τα πολυάριθμα του πολυγράφου αυτού συγγράμματα, σύμφωνα με έναν κατάλογο του Αγίου Ιερωνύμου, αναφέρονταν σε 74 κλάδους επιστημών, αναπτυγμένα σε 620 βιβλία, και περιλάμβαναν γλώσσα, φιλολογία, γεωγραφία, ιστορία, αρχαιολογία, θρησκευτικό και πολιτικό δίκαιο, στρατιωτικά, γεωργία, εγκυκλοπαίδεια των επιστημών. Από τα πεζά του έργα τα πιο α ξ ι ό λ ο γ α ε ί ν α ι : ΑπΙίςυίΙαΙβε,
IX,
Οβ
Ιίηρυβ
Ι3(ίπ3,
Ωβ
ΟίεάρΙίπβΓυιτι ίυκ
οίνίΐί,
Ιίύπ
Ιο<}ϊεΙοήά
(λόγοι, ιστορίες), Οβ Γβ ΓυεΙίοβ κ.λπ. Από τα ποιητικά
είναι:
5βΙυΓ3β
Μβηίρρβαβ,
Ερίς/ΓΒΗ)-
πί3(3 κ.ά. Από όλα αυτά περισώθηκαν μόνο το Ο β Γβ ΓυεΙίοβ
και τ ο 5 ο
μέρος του
Οβ
Ιίηβυα
ΙβΙίηβ. Από το σύνολο των έργων του το κατεξοχήν μεγάλο και κύριο ήταν το ΑηϋςυίΙβΙβε, στο οποίο περιέγραφε τους πολιτικούς και θρησκευτικούς θεσμούς της Ρώμης και από το οποίο αργότερα άντλησε ο Αυγουστίνος", κατά τη συγγραφή του έργου του Οβ άνίΐβΐβ όβί. Το πιο αντιπροσωπευτικό όμως των φιλοσοφικών του απόψεων είναι το έργο του ΙοβίεΙίοοΓυΓΠ Ιίΰη IX. Πρόκειται για συζητήσεις (λόγους) επάνω σε διάφορα θέματα, όπως η ανατροφή των παιδιών, η ευσέβεια, η υγεία κ.λπ. Ο κάθε "λόγος" είχε διπλό τίτλο, πρώτα το όνομα ενός προσώπου, προς το οποίο απευθυνόταν, και έπειτα το θέμα, όπως: ΟΓΘείβε, Απ.
νβΙ όβ ίη$3ηΐ3.
Ρίυε
ευ!
όβ ρβοβ
κ.λπ.
Τζαφερόπουλος
123
Ουάρτε Ουάρτε Χουάν (Ηυβιΐθ, περ. 1530-1592). Ισπανός γιατρός και υλιστής φιλόσοφος. Στο βασικό του έργο, Έρευνες της ικανότητας στις επιστήμες (1575), ακολουθώντας το αναγεννησιακό πνεύμα της φιλοσοφίας της φύσης, εξαρτά την ικανότητα της ψυχής από τις σωματικές ιδιομορφίες του ανθρώπου, από την ιδιοσυγκρασία του, που καθορίζεται από την υπερίσχυση στον εγκέφαλο ενός από τα τέσσερα πρωταρχικά στοιχεία της φύσης (φωτιά, αέρας, γη, νερό), καθώς και από τις κλιματολογικές συνθήκες και την τροφή. Όσο για τις αλλαγές στη φύση και στον ανθρώπινο οργανισμό, αυτές έχουν ως βάση τους το ενεργό στοιχείο της φωτιάς. Ο Ουάρτε ανήκει στην πρωτοπορία εκείνων που προσπάθησαν να ταξινομήσουν τις επιστήμες με βάση τις ικανότητες του ανθρώπου: μνήμη, λογική, φαντασία. Στη γνωσιολογία* δίνει έμφαση στον ρόλο της παρατήρησης. Οι απόψεις του Ουάρτε άσκησαν μεγάλη επίδραση στον ισπανικό ουμανισμό του 16ου και 17ου αι. Βιβλιογρ.: ΙΓΙ3ΠΙ8 Μ. ύθ. ΕΙ όχΙοί Ηυβίΐε άβ 5ζη ϋυαπ γ ευ
Εχβνηεη άβ ίηςβηίοε. Μβύπΰ. 1948.
Απ. Τζ.
Ουάτσον Τζων Μπρόντες (\Λ/3ΐ8θπ, 18781958). Αμερικανός ψυχολογός. Υπήρξε ο θεμελιωτής της θεωρίας του "συμπεριφορισμού'", την οποία βάσισε επάνω στη συμπεριφορά των ζώων και απετέλεσε αντίδραση στην ατομικιστική ψυχολογία του ννυηάΐ" και στην επιστημονική του μέθοδο της "αυτοπαρατήρησης". Ο Ουάτσον έβλεπε την ψυχολογία ως μια φυσική επιστήμη και γΓ αυτό υπεστήριζε ότι αυτή πρέπει να χρησιμοποιεί αντικειμενικές πειραματικές μεθόδους και όχι την ενδοσκόπηση. Κατ' αυτόν, η όλη ψυχική δραστηριότητα είναι μια συμπεριφορά, που προκύπτει από τη σύνδεση ερεθίσματος - αντίδρασης. Η επίδραση της θεωρίας του Ουάτσον στην ανάπτυξη της επιστήμης της ψυχολογίας υπήρξε παροδική, καθόσον η μηχανιστική και συνεπώς στενή αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων ξεπεράστηκε με την πάροδο του χρόνου από νέες απόψεις και μεθόδους. Εργα του: ΒβΙ73νΐοΓ: 3η ίηΐίοόυοίίοη
Ν. Υ., 1914.
Ιο οοπιρβΓβΙινθ
ρεγεήοίοςιγ,
Βιβλιογρ.: Γιαροζέφσκι Μ. Γκ.. Ιστορία της ψυχολογίας. Μόσχα. 1976.
Απ. Τζ.
Ουαχντάτ αλ-Ουουτζούντ (\Λ/3ίιά3ΐ 3ΐ-\Λ/υ]ύά),
124
"ενότης του Όντος ή της υπάρξεως". Όρος του ισλαμικού μυστικισμού* (βΰίΤ ή ΐ353«τννΝί) με τον οποίον εκφράζεται η εμπειρία του μυστικού ότι ο θ ε ό ς είναι η μόνη αλήθεια και ύπαρξη του παντός. Ο κόσμος και όλη η πολλαπλότητά του δεν είναι παρά η φανέρωση των ιδιοτήτων της ουσίας του. Πρόκειται για έναν υπαρξιακό μονισμό του όντος, σύμφωνα με τον οποίο ο μυστικός που ζει μέσα στην καρδιά του την άμεση κοινωνία και ένωση με τον Θεό καταργεί τις αποστάσεις μεταξύ εγώ και συ, μεταξύ ανθρώπου και Θεού και ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό. Έτσι ο άνθρωπος βγαίνει από τα όρια της πεπερασμένης ατομικής του ύπαρξης και εισέρχεται στα όρια της άπειρης θείας ζωής. Δεν μιλά πια για εγώ και συ, αλλά για ένωση του εγώ του με το απόλυτο εγώ της θεότητας. Στο τέλος της υπαρξιακής του αναζήτησης ο μυστικός αντιλαμβάνεται ότι το μόνο που υπάρχει στο παν είναι το θείον, που αποτελεί την απόλυτη μεταφυσική ενότητα (νν3Γκ)3(). Κύριος εισηγητής της διδασκαλίας αυτής είναι ο μεγάλος συστηματικός του ισλαμικού μυστικισμού Ιόπ 3Ι-ΑΓ3&Τ" (1165-1240). Την εκπροσώπησαν όμως και άλλοι μεγάλοι μυστικοί του Ισλάμ από τον 12ο αιώνα και ύστερα, όπως οι ϋ3ΐδΙ-3άύϊπ ΠύπΊί (1207-1273) και Ιόη 3ΐ-Ρδπά (θ. 1235). Ολοι αυτοί εκφράζουν την εμπειρία της μυστικής με τον Θεό ενότητας με την ποίηση και τον μυστικό έρωτα. Ήδη ο Ι&π 3ΐ-Ρέιϊά, ο "ποιητής της αγάπης" όπως τον είπαν, εκφράζει ως εξής την εμπειρία του προς το θείο στο άριστο ποιητικό του έργο: Ο χαιρετισμός που σου στέλνω είναι απλή εικόνα. Στην πραγματικότητα ο χαιρετισμός πηγαίνει από εμένα προς εμένα. Κατά τη διδασκαλία αυτή η απόλυτη πραγματικότητα έχει δύο όψεις· μιαν εσωτερική και μιαν εξωτερική. Η εσωτερική παριστά το ον καθ' εαυτό ως απόλυτη μεταφυσική ενότητα, πέρα από κάθε σχέση και περιγραφή. Μοιάζει με το νεοπλατωνικό Έ ν α " -σκέψη που είχε εισχωρήσει στο Ισλάμ*- αδιανόητο και ανέκφραστο. Η εξωτερική όψη παριστάνει μια εξωτερίκευση του όντος, που γίνεται με τη φανέρωση των ωραίων ιδιοτήτων της θείας ουσίας στο κενό. Η εξωτερίκευση αυτή συνιστά τον κόσμο, ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αντανάκλαση (Ι3)3ΐΐί) των ιδιοτήτων της θείας ουσίας. Ετσι ο κόσμος δεν είναι παρά ο άλλος εαυτός του Θεού. Ο Θεός δημιούργησε έτσι τον κόσμο για
Ουέλς να βλέπει σ' αυτόν την αντανάκλαση της ωραιότητάς του και να παίζει το παιχνίδι της αγάπης μαζί του. Γι' αυτό κάθε ωραιότητα στον κόσμο, όπως αυτή των λουλουδιών και των ωραίων ανθρώπων, είναι μια αντανάκλαση της απόλυτης ωραιότητας του Θεού. Μέσω των ωραίων όντων κάθε εραστής αγαπά στην ουσία την ωραιότητα του Θεού. Ακριβέστερα, ο Θεός αγαπά μέσω αυτών τον εαυτό του. Ο Θεός τοποθετείται απέναντι στον εαυτό του με ποικίλα ενδύματα, έτσι ακριβώς όπως ένας βασιλιάς παρουσιάζεται στον λαό του με διάφορα ενδύματα. ΤΗ καλύτερα· ο Θεός κρύβεται πίσω από τα διάφορα πέπλα της φαινομενικής του ύπαρ-
ξης·
Ο ισλαμικός αυτός μονισμός του όντος βρήκε την τέλεια έκφρασή του στη διδασκαλία περί Τελείου Ανθρώπου (Ιπδδπ 3ΐ-ΚέπιίΙ). Το περιεχόμενο της θείας γνώσης, καθώς εκχύνεται ως θείες ιδιότητες προς τα έξω, παίρνει την άριστη έκφρασή του στον Τέλειο Ανθρωπο, ο οποίος ενώνει τις δημιουργικές και δημιουργημένες ενότητες της ουσίας και αποτελεί συγχρόνως την εικόνα του Θεού και το αρχέτυπο του σύμπαντος. Είναι ο μικρόκοσμος* που περικλείει μέσα του τον μακρόκοσμο. Το ιδεώδες λοιπόν του μυστικού είναι να διαλύσει με έναν ηθικό θάνατο (ίθηηβ) τον εαυτό του στον Θεό, για να ζήσει την αιώνια και διαρκή παρουσία του θείου (&3ςδ'). Η εμπειρία αυτή είναι, κατά τους θιασώτες του ισλαμικού μυστικισμού, ακατανόητη και ανέκφραστη· είναι ένας τρόπος ζωής. Όταν όμως εκφρασθεί με λόγια της φιλοσοφίας ή της θεολογίας μοιάζει με πανθεισμό. Εν πάση περιπτώσει, από τη στιγμή που ο μονισμός αυτός του όντος γίνει θεωρία ζωής, υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί η ελευθερία του ανθρώπου και η προσωπική του ύπαρξη στο πέλαγος της θείας υπάρξεως. Γοηγ. Ζιάκας
Ούγος Αγίου ΒΙκτωρος (Ηυςυβδ άβ δβϊηίνίοΙοΓ, 1096-1141). Γάλλος μοναχός, θεολόγος και σχολαστικός φιλόσοφος με μεγάλη φήμη κατά τον Μεσαίωνα. Μετά από σύντομη παραμονή στη Σαξονία έγινε μοναχός, ήρθε στη Μασσαλία και από εκεί στο Παρίσι, όπου και εισήλθε στο περίφημο μοναστήρι του Αγίου Βίκτωρος. Ήδη από νεαρή ηλικία αφιερώθηκε στα γράμματα και δίδαξε θεολογία στο μοναστήρι. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του μυστικιστικού κινήματος που αναπτύχθηκε στους κόλπους της Σχο-
λής της Σαρτρ. Ο μυστικισμός* του είναι θρησκευτικός και αισθηματικός (όχι θεωρητικός), είναι κανόνας ζωής για την ψυχή και όχι κάποια φιλοσοφική θεωρία για το σύμπαν. Διαφοροποιείται, όμως, από τους σαρτρικούς, καθώς στηρίζεται σε μια παραδοσιακή αντίληψη για την παιδεία, η οποία συνενώνει τις θετικές επιστήμες (μαθηματικά, φυσική και μηχανική) με τις θεωρητικές (γραμματική, θεολογία, φιλοσοφία), διότι μόνο έτσι επιτυγχάνεται η πληρέστερη πνευματική παιδεία. Χαρακτηριστικά, ως προς αυτό, είναι τα έξι βιβλία του Ωίάβεοβίίεοη (με την ΕρίΙοπιβ ίη ΡΜοεορΜυπι), τα οποία περιλαμβάνουν από κοινού τις ελεύθερες τέχνες και τη θεολογία. Ο Ούγος, αν και μυστικιστής, συμβίβαζε έξοχα τον μυστικισμό με τη λογική* αποφεύγοντας κάθε υπερβολή, γι' αυτό ίσως του αποδόθηκαν πολλά έργα που ανήκουν σε άλλους συγγραφείς, όπως έδειξαν νεότερες σχετικές μελέτες. Το σημαντικότερο έργο του είναι το περίφημο Περί των μυστηρίων της χριστιανικής πίστης (ϋθ 530Γ3Πβηίίδ 0(ΐΓίδΙί3Π3θ ίίάθί). Αλλα έργα του είναι: Μια εισαγωγή στην Αγία Γραφή, Ομιλίες επί του εκκλησιαστου κ.ά. Το έργο του Ούγου συνεχίζει ο Ριχάρδος του Αγίου Βίκτωρος, του οποίου ο μυστικισμός σφραγίζεται ακόμη περισσότερο από τον ορθολογισμό και τον διανοητισμό. Ευτυχία Ξυδιά
Ουέλς (ννβΙΙδ) Ερβαρτος Γεώργιος (18661946). Κορυφαίος Αγγλος μυθιστοριογράφος. Διακρίθηκε με τη συγγραφή έργων επιστημονικής φαντασίας, όπως: Η μηχανή που τρέχει μέσα στον χρόνο (1895), Το νησί του δόκτορα Μορό (1896), Ο αόρατος άνθρωπος (1897), Οταν ο κοιμώμενος ξυπνήσει κ.ά. Στην κατηγορία των έργων του αυτών υπάρχει έντονα μια κλίση προφητική, που τον κατατάσσει μεταξύ των μελλοντολόγων συγγραφέων. Μια άλλη σειρά έργων του αναφέρεται σε θέματα κοινωνικής ουτοπίας, όπως: Η σύγχρονη ουτοπία (1905), Νέοι κόσμοι στη θέση των παλαιών (1908) κ.ά., με τα οποία παρουσιάζεται ως κοινωνικός αναμορφωτής. Ο Ουέλς οραματίζεται στα έργα του αυτά μια παγκόσμια δημοκρατία, προσαρμοσμένη στις αξιώσεις του μηχανικού και επιστημονικού σοσιαλισμού και με χαρακτηριστικό της τον κρατισμό, αλλά με ανοχή στην ανάπτυξη των ιδιωτικών επιχειρήσεων και με κυβερνήτες ανθρώπους που θα προέρχονται από την αριστοκρατία του πνεύματος. Παράλληλα ασκεί κριτική της παγκόσμιας ι-
125
Ουίσντομ επιδίωκε να αυτονομηθεί από τη Φιλοσοφία και τη φιλοσοφική παιδαγωγική. Τον νεολογισμό αυτό χρησιμοποίησαν έπειτα σε μια πρώτη Βιβλιογρ.: θθΓςοηζι Β.. 77)6 Θ3άγ Η. β. ΙΥθ/5. Μβυϊή., φάση για να δηλώσουν την πολιτιστική κίνηση 1961.- ΗβΚιπβη ϋ.. Η. Ο. ΙΎβ/5 3ηό Λ/5 α/7/05. θ5ΐο. 1962. που αναπτύχθηκε και ήταν αντίθετη προς τον Απ. Τζ. "σχολαστικισμό"* και στη συνέχεια ο φιλόλοΟυίσντομ Τζων (\Λ/ΊΔΆΘΓΤΐ, 1904-). Αγγλος φιλόγος Οβοτς ν/οίςΐ (1885) για τη συγκεκριμένη σοφος εκπρόσωπος της αναλυτικής φιλοσοπερίοδο της αναβίωσης των κλασικών σπουφίας, δηλαδή της κριτικής της γλώσσας και της δών, που αρχίζει από τον 14ο αι. με τον ποιητή θεωρίας των σημείων, ιδίως των συμβολικών Πετράρχη* και άλλους. συστημάτων των ακριβολογικών επιστημών. Ουμανισμός τώρα σημαίνει όλα όσα συμβάλΜε βάση τη φιλοσοφία της γλώσσας* εξετάζει λουν στην ανάπτυξη και διαμόρφωση της ανώτο πρόβλημα της φιλοσοφικής έρευνας στα τερης φύσεως του ανθρώπου, στην πνευματιπλαίσια των καθημερινών φράσεων και προεκή και πολιτιστική του καλλιέργεια. Θεμέλιο κτείνει τις απόψεις του στην περιοχή της ψυκαι ουσία του ουμανισμού θεωρήθηκε ευθύς εχανάλυσης*. Ασχολείται επίσης με τη μελέτη ξαρχής το ανθρωπιστικό πνεύμα, η ιδέα του των παραδόξων που συνδέονται με το πρόβληανθρώπου δηλαδή ως όντος πολιτικού και αμα της γνώσης των γεγονότων του παρελθόνωτέρου, όπως παραδειγματικά αναδεικνύεται ντος, αλλά και αυτών που πρόκειται να συμαπό τον πολιτισμό των Ελλήνων και των Ρωβούν στο μέλλον. Εργα του: ΟΙήβτ Γπίηάε, Οχί., μαίων, από την ελληνορρωμαική πολιτική και 1952.- ΡΝΙοεορϊιγ 3ηά ρεγοίιβηβΙγείε, Οχί., πνευματική παράδοση. Αυτή την παράδοση 1953.- ΓΛΘ υηοοηείυε οηςϊη οί ΒβτΚθΙβγ'ε ΡΝίοτην ανιχνεύουμε στις ευρωπαϊκές γλώσσες εορϊιγ, ίοηάοπ, 1953. και στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Στην ιστορία των κλασικών Γραμμάτων και του Απ. Τζ. ευρωπαϊκού πολιτισμού διακρίνουμε τρεις πεΟυκεν (ΕυοΚβη) Ρούντολφ (1846-1926). Γερριόδους του ουμανισμού: 1) Την περίοδο του μανός θρησκευτικός φιλόσοφος, συγγραφέας, πρώτου ή του ουμανισμού της Αναγέννησης κάτοχος βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας με τον Πετράρχη και τους άλλους ουμανιστές, (1908). Εύρισκε διέξοδο από τους περιορι2) Την περίοδο του νέου ουμανισμού, που τον σμούς ιδεαλισμού* και υλισμού* στην υπερφυκαθιέρωσε ως όρο ο γερμανός φιλόλογος Ρ. σική σφαίρα της πνευματικής ύπαρξης. Έργα ΡβυΙδθη (1885). Λίγο αργότερα (το 1896) έτου: Οίβ ΟΓυηόΙβςυης όβτ Θθςθηννβή ΗίεΙοπεοίι χουμε ακόμη έναν όρο: τον γερμανο-ελληνικό υηά ΗήΙίεοί) βηΙννίοΚβΙΙ, Ι-θίρζίς, 1896.- Ο/θ ουμανισμό, για να δηλώσει την αντίθεση προς ννβίΐΓΐιβίΙεβθϊίθΗ όθΓ ΠβΙίςίοη, Ιβίρζίς, 1901.τον ιταλικο-ρωμαϊκό ουμανισμό της ΑναγέννηΟβΓ 5ϊηη υπό I Νβύ όβε ίβΰβηε, Ι-βίρζίς, 1908.σης. Αυτός ο ουμανισμός λέγεται και νέος σε ΕίηΙυίίΓυης ίη βϊηβ ΡΝΙοεορήίβ όβε ΟβίείβεΙβαντίθεση με τον πρώτο και παλαιό ουμανισμό όβηε, ίβίρζίς, 1908. της Αναγέννησης, 3) Την τρίτη περίοδο του Δ. π. ουμανισμού (ίσως τον όρο: τρίτος ουμανισμός χρησιμοποίησε πρώτος ο Ι . ΗβΙόίπς, 1932), που αναφέρεται κυρίως στην προσπάθεια του ουμανισμός (ΗυσιβηίδΓτιυδ). Στην ελληνική μεμεγάλου Γερμανού φιλόλογου νν. ϋβθςβτ* και τάφραση είναι γνωστός ο ουμανισμός ως "αντου κύκλου του στο Βερολίνο, ο οποίος με το θρωπισμός". Ο όρος προέρχεται από τη λατ. μεγάλο έργο Ρβίάβίζ (Παιδεία) σε τρεις τόμους λέξη ΐΊοπτιο-ήοΓηϊηβΕ (άνθρωπος, -οι) και το ίιυαναβίωσε και επέβαλε διεθνώς την αντίληψη, ιπ3ηίί35 (= ανθρωπιστικά αισθήματα). Είναι νεότι η κλασική αρχαιότητα (ελληνική και ρωμαϊολογισμός στη νεότερη ιστορία των ανθρωπική) συνιστά την αποφασιστική και δεσπόζουσα στικών επιστημών (δΐυάίβ ίιυππβηίΟΓβ) και προπαιδευτική και διαμορφωτική δύναμη του ανέρχεται κυρίως από τον χώρο της κλασικής φιθρώπινου ήθους. Παράλληλα έχουμε την τάση, λολογίας. Η πρώτη χρήση του όρου Ηυππβηίδήδη από τον 19ο αι., κυρίως με την επέμβαση πηυδ οφείλεται στον Ρ. ΝίβίήθπηιηβΓ σ' ένα βιτου Κ. Μ3ΓΧ', να κατακερματίζουμε το περιεβλίο του για τη διαμάχη φιλανθρωπίας και ουχόμενο του ουμανισμού σε επιμέρους μορφές μανισμού (ανθρωπισμού) στην Αγωγή (1808), ουμανιστικές: τον χριστιανικό ανθρωπισμό, δηλαδή για να δηλώσει μια εκπαιδευτική θεωτον μαρξιστικό βέβαια και τον υπαρξιακό ανρία της εποχής του (αρχές του 19ου αι.), που στορίας, αναπτύσσοντας τη δική του θεωρία, κυρίως στο έργο του Περίγραμμα ιστορίας.
126
Ουναμούνο θρωπισμό / ουμανισμό στον αιώνα μας (ϋ. Ρ. δβιΐΓβ', ΜβΓίθβυ - Ροπάγ* κ.λπ.). Στην πρώτη περίοδο του ανθρωπισμού κυριαρχεί το αίσθημα του θαυμασμού για τον αποκαλυφθέντα κλασικό κόσμο της ελληνορρωμαικής εποχής. Η τάση είναι να μιμηθούμε τις αξίες και τα ανθρωπιστικά πρότυπα των Αρχαίων. Προηγήθηκαν βέβαια τα κείμενα των Λατίνων συγγραφέων (Κικέρων*, Κουίντιλιανός κ.λπ.) και ακολούθησε η ελληνική γραμματεία. Οι μεγάλοι φιλόλογοι και ανθρωπιστές της Αναγέννησης και των νεοτέρων χρόνων (Ο. Ρίοο άθΙΙβ ΜίΓαηάοΙα*, Μ. Ρίοίηυε*, Ι_. Βίυηί, ο Ερασμος* στις Κ. Χώρες, ο ΒββΙυδ Ρβηβηυε, ο Λούθηρος*, ο Μελάγχθων* κ.λπ.), που δέσποσαν κατά την εποχή της Μεταρρύθμισης και Αντιμεταρρύθμισης και δημιούργησαν την παράδοση του νεότερου ευρωπαϊκού ουμανιστικού πνεύματος. Στον νεότερο ευρωπαϊκό ουμανισμό βρίσκουμε βέβαια την αγάπη για την κλασική αρχαιότητα και τον θαυμασμό για τα ανθρώπινα πρότυπα που δημιούργησε, διαφέρει ωστόσο από την πρώτη περίοδο στο ότι τώρα έχουμε μια φιλοσοφική θεώρηση και ένα βάθος θεωρητικό που δεν το συναντούμε στον πρώτο. Μέσα στο ευρύ πλαίσιο αυτής της περιόδου εντάσσουμε τον ίθί&πίζ*, τον ΚβηΓ, τον ΡίοΜβ', τους μεγάλους αυτούς Γερμανούς φιλοσόφους, τον ΜηΚβίΓπβηη* (ανακάλυψη του ιδεώδους της τέχνης), τον Ρου$5β3υ* εκτός Γερμανίας στην Ελβετία, τον ΗθΓάθΓ* από την πλευρά της γλώσσας και τον μεγάλο ουμανιστή \ΛΛ νοπ Ηυιτι&οΙάΓ, τους ποιητές ΟοθΙϊιβ', ΗόΙάβΜίη, δοίιϊΙΙβΓ* κ.λπ. Και ως συνέχεια και αναβίωση του πνεύματος και των ιδανικών αυτού του ουμανισμού πρέπει να δούμε στον αιώνα μας τον τρίτο ανθρωπισμό. ΝϊθΙΐΊβΓηυΐθΓ. Οθ' 51ίθιΙ άβτ ΡΗίΙβηΙΗίορϊηιεπιυε υηά Ηυπΐ3ηιεηιυε ίη ύβτ ΤΜβοήβ όβε Είζίβηυηβε υηΙβπϊοΜε υηεβΓβί ΖβίΙ. 1808.- 6 . νοί0ΐ. Ο/β IΝ\β· άβιύβίβύυηο άβε Μβεείε&βη ΑΙΙθήυπιε οάθΓ άβε ΘΓΒΙΘ ΛΛΓ Κυηάβή άβε Ηυπιβηίεπιυε. ΒβΓίιη. 1960' (1η έκδ. 1859).- \Λ/. ΒυΒ9ς, ΟΟΘΓΟ υηά άθΓ Ηυπιαηϊεπιυε. 1946.- Η. ΟυάιςβΓ, I ν β ε β η υηά ΜβηάΙυης άθ$ Ηυηιβηίεπιυε. 1937.Η. 0ρρθΓΓΠ3πη (εκδ ). Ηυπίβηίεηηυε. 1970. βασ. Κύρκος Βιβλιογρ.: Γ
Ουναμούνο Μιγκέλ (ΜίςυβΙ άβ ΙΙηβπ-ιυηο, 18641936). Ισπανός ελληνιστής φιλόσοφος, θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και ποιητής. Ενας από τους ηγέτες του κινήματος των προοδευτικών στην Ισπανία. Ο Ουναμούνο υπήρξε εκφραστής του καθολικού υπαρξισμού
και τα κείμενά του διαπνέονται από έντονο ισπανικό μυστικισμό*. Το κατεξοχήν ζήτημα που απασχόλησε τη φιλοσοφική σκέψη του Σαλμαντινού φιλοσόφου είναι το τραγικό αίσθημα της ζωής. Το μοναδικό αυθεντικό πρόβλημα του ανθρώπου είναι το πρόβλημα της αθανασίας, της διαιώνισης, όχι του ανθρώπινου είδους γενικά, αλλά του εκάστοτε συγκεκριμένου ανθρώπου. Ετσι, το κύριο αίτημα του ανθρώπου είναι να γνωρίσει την αρχή και το τέλος του, δηλαδή το "προς τί;" (ρβι-3 ςυβ?). "Θέλουμε να μάθουμε από πού ερχόμαστε, για να μπορέσουμε να διαπιστώσουμε καλύτερα πού πηγαίνουμε". Ομως, επειδή ο άνθρωπος δε μπορεί να απαντήσει ουσιαστικά και με βεβαιότητα στα ερωτήματα που τον απασχολούν, ακολουθεί τον δρόμο της απελπισμένης αποδοχής της αβεβαιότητας και του συνεχούς αγώνα. Ο αέναος αγώνας και η οδύνη του ανθρώπου συνιστούν την τραγικότητά του, καθώς ο άνθρωπος, αρνούμενος τη μελλοντική του εκμηδένιση, αγωνίζεται να διαιωνιστεί. Ετσι εξηγεί ο Ουναμούνο το γεγονός ότι ο άνθρωπος φυλάττει τους νεκρούς του, ότι είναι δηλαδή ένας "ζωο-φύλακας των νεκρών" (3ΠΪΠΊ3Ι 9υ3Γά3ΓηυθΓΐθ5), αποδεικνύοντας ότι είναι λάτρης της αιωνιότητας και της αθανασίας. Επίσης, τον αγώνα του ανθρώπου για αιωνιότητα επιβεβαιώνει και η ενασχόλησή του με έργα που δεν αποσκοπούν στην εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης. Η υπογραφή ενός καλλιτέχνη, η φιλοδοξία, η ματαιοδοξία, η υπερηφάνεια μαρτυρούν πείνα για ύπαρξη, αγωνία για αιωνιότητα. Ακόμη και η επιδίωξη της κακοφημίας είναι αγώνας για υστεροφημία. Από την αγάπη του ανθρώπου για το "εγώ" πηγάζει και η αγάπη για τους άλλους. Το άτομο που αγαπά τον εαυτό του προσπαθεί να τον επεκτείνει μέσα στον χώρο και να υπάρξει μέσα στους άλλους. Επομένως, η αγάπη για τους άλλους μαρτυρεί την επιθυμία διείσδυσης στο παν, άρα την επιθυμία να μείνει αθάνατος. Επίσης και η τεκνοποιία εξηγείται από τον Ουναμούνο με βάση την εναγώνια αναζήτηση της αθανασίας. Η πίστη για αθανασία είναι εξωλογική. Παρ' όλα αυτά, "πίστη, ζωή και λόγος έχουν ανάγκη το ένα από το άλλο", υποστηρίζει ο Ουναμούνο. Αυτή η διαπίστωση γεννά στον άνθρωπο το αίσθημα του τραγικού. Η σύγκρουση λογικήςπίστης, επιστήμης-θρησκείας, η αντίφαση συναισθηματικών αξιών (της καρδιάς) και λογικών αξιών (του νου) αποκαλύπτει τη ζωή ως
127
ουνιβερσάλια τραγωδία, δηλαδή ως αγώνα χωρίς νίκη, χωρίς ελπίδα για μια τελική και οριστική βεβαιότητα. Πάνω απ' αυτό το χάσμα συναντώνται ο λογικός θετικισμός* και η συναισθηματική απελπισία. Ωστόσο, η τραγικότητα συνίσταται και στο ίδιο το πνεύμα της θρησκείας. Οι άνθρωποι ζουν το κωμικό αλλά πιστοποιούν ότι είναι τραγικό1 αυτό εκφράζει ο Δον Κιχώτης. "Οσοι θέτουν την πίστη πάνω από τον λόγο, πεθαίνουν τραγικά", ενώ όσοι θέτουν τον λόγο πάνω από την πίστη πεθαίνουν κωμικά. Το αντικείμενο της φιλοσοφίας για τον Ουναμούνο είναι το ίδιο το υποκείμενο του φιλοσοφικού στοχασμού. Η στάση του έναντι των ορθολογικών συστημάτων είναι επιθετική. Τα καταγγέλλει, α) για επιβολή της νόησης πάνω στην ανθρώπινη ζωή, με τον παράλληλο εξοστρακισμό των άλλων δυνατοτήτων της και, β) για την αποσύνδεση της αλήθειας από τη ζωντανή πραγματικότητα, με την επινόηση ιδεών περί καθαρού στοχασμού, αθανασίας του σύμπαντος, καθαρού λόγου κ.λπ. Ο Ουναμούνο πίστευε πως η φιλοσοφία, όπως ακριβώς και η ποίηση, είναι εγχείρημα ολοκλήρωσης- διαφορετικά, αν δεν βιωθεί η φιλοσοφία, τότε γίνεται ψευδοφιλοσοφική ενασχόληση (ίίΙθ3θ(6Π3). Κύρια έργα του Ισπανού φιλοσόφου είναι: Το τραγικό της ζωής, Η ζωή του Δον Κιχώτη και του Σάνταο Πάντοα, Καταχνιά, Η αγωνία του Χριστιανισμού. Μαρία Ντόλκα
ουνιβερσάλια, βλ. καθολικές έννοιες Ουόρνερ (ν\/3ΓηθΓ) Ουίλλιαμ Λόουντ (18981970). Αμερικανός κοινωνιολόγος. Ερεύνησε την ταξική δομή των ΗΠΑ και κατέταξε τον πληθυσμό σε έξι κοινωνικές τάξεις, εφαρμόζοντας τα εξής κριτήρια: μόρφωση, απασχόληση, εισόδημα, οικογένεια, φίλοι, ένταξη σε λέσχες και κύκλους-συνήθειες, τρόπος ομιλίας-συμπεριφορά. Την κατάταξη αυτή ο Ουόρνερ τη θεωρεί απαραίτητη, προκειμένου να τακτοποιηθούν οι αμοιβαίες σχέσεις των διαφόρων ατόμων και ομάδων. Για την κοινωνική ανισότητα έχει τη γνώμη ότι αυτή είναι λειτουργικά αναγκαία για τη διατήρηση της κοινωνίας" και την εξασφάλιση της ισορροπίας του συστήματος. Παράλληλα μελέτησε τα προβλήματα των σχέσεων μεταξύ των εθνικών ομάδων που συμβιώνουν σε μικτές κοινωνίες (ΗΠΑ, Αυστραλία), τον ρόλο και την επιρροή των μέσων μαζικής ενημέρωσης κ.λπ. Ε ρ γ α του: 8οά3ΐ
128
είβεεβε ίπ ΑΓΠθήοβ, Ν. Υ., 1960.- Τήβ οοτροΓβΙίοπ ίπ ΟΊΘ ΘΓΠΘΓΣΒΗΙ ΑΓΠΘΠΟΘΠ εοάθΐγ, Ν. Υ., 1962.- ΑΓΠΘΓΪ03Π Ιί(β: άΓθβΓη βηά ΓββΙίΙγ,
ίοπόοπ, 1965.
ΟΙΊΪ.-
Απ. Τζ.
Ουόρντ (\Ν&τά) Λέστερ Φρανκ (1841-1913). Αμερικανός κοινωνιολόγος, γεωλόγος και παλαιοντολόγος. Κατά τον Ουόρντ, η κοινωνική εξίλιξη έχει χαρακτήρα ενεργητικό και όχι βιολογικό (Σπένσερ") και κατευθύνεται από τις ψυχικές δυνάμεις, όπως είναι οι επιθυμίες, τις οποίες διακρίνει σε ικανοποίηση του αισθήματος της πείνας και τάση για τη διαιώνιση του είδους. Τις επιθυμίες αυτές τις θεωρεί καθοριστικές της συμπεριφοράς του ανθρώπου και των ενεργειών του για τη μεταβολή του φυσικού περιβάλλοντος. Ως κινητήρια όμως δύναμη της ιστορικής ανάπτυξης θεωρεί το λογικό, με το οποίο ο άνθρωπος, ως μοναδικός κάτοχός του μέσα στη φύση, κατορθώνει να ελέγχει τις τυφλές εξελικτικές δυνάμεις του ζωικού κόσμου και να τις μεταβάλλει. Ο Ουόρντ εμφανίζεται επίσης ως υπέρμαχος της ισότητας των φυλών, των τάξεων και των φύλων, καθώς και έντονα κριτικός απέναντι στο φαινόμενο της θρησκείας, την οποία θεωρεί εμπόδιο στην επιστήμη και την πρόοδο, χωρίς ωστόσο να συμμερίζεται τις μαρξιστικές αντιλήψεις, τις οποίες επίσης μάχεται. Ε ρ γ α του: ΤβχίόοοΗ οί εοάοΐοβγ, Ν. Υ., 1920.- Τήβ \Νβτά - Ποεε ΟοΓΓβεροηάβηοβ, Ν. Υ., 1946.- Ογηασιίο εοείοΙοςγ, Ν. Υ., 1968.- Ρυτβ εοάοίοςγ, Ν. Υ., 1970. κ.ά. Απ. Τζ.
Ουόρντ (\Λ/3Γά ϋ.) Τζέιμς (1843-1925). Αγγλος ιδεαλιστής φιλόσοφος και ψυχολόγος. Οπαδός του θεισμού' και του σπιριτουαλιστικού μονισμού". Πραγματικός κόσμος, κατ' αυτόν, είναι το σύνολο των πνευμάτων, μονάδων που αλληλοεπιδρούν. Προσπαθεί να αποδείξει το αβάσιμο του επιστημονικού κριτικού υλισμού, του νατουραλισμού* και του ατομισμού*. Τις σχετικές αντιλήψεις χαρακτηρίζει μηχανιστικές θεωρίες περί κόσμου. Οι ψυχολογικές του απόψεις αντιπαρατίθενται στον εξελικτισμό, τον ψυχοφυσικό παραλληλισμό και τον συνειρμισμό. Κύριες μορφές της ψυχικής δράσης. κατ' αυτόν, είναι η βούληση" και η προσοχή*. Και ως προς αυτό ακολουθεί τον Ουίλλιαμς Τζέιμς*. Ε ρ γ α του: ΝβίυΓβΙίειν βηά 3§ηοεϋάειτ), ίοηάοπ, 1899.- Τήβ ΓΘΒΙΓΠ οί βηάε
ουπανισάδες
ΟΓ ΡΙυΓβΙίΒΓη 3πά ίΙΐθίεΓη, Ν. Υ., 1911.- ΡεγεΐΊΟίοςίοβΙ ΡήηάρΙβε, 03ΓΗΡΠΣΐ96, 1918. Βιβλιογρ.: ΜυΓΓ3γ Α. Η..
ΓΛθ ρήίΙοεορίιγ
οΙ
\Η3Γ<3,
03ΠΙ6Π<1ΒΒ. 1937.
Απ. Τζ.
ουπανισάδες. Πρόκειται για εκατόν οκτώ κείμενα σε ρυθμικό πεζό λόγο, από τα οποία γνήσια θεωρούνται, κατά τον Σάνκαρα', τα δέκα έξι. Ονομάζονται και Βεντάντα (= τέλος των Βεδών), έπονται των ΒΓ3ήηπ3η35 και ΑτβηγβΚβδ και αποτελούν, όπως και τα δύο προηγούμενα, ερμηνεία και ανάπτυξη των βεδικών κειμένων. Υποτίθεται ότι οι ουπανισάδες (η λέξη άγνωστης ετυμολογίας και σημασίας) μορφοποιήθηκαν κατά τον 8ο π.Χ. αι. και καταγράφηκαν αργότερα, ενώ θεωρούνται το επιστέγασμα της ινδικής σοφίας. Γλώσσα τους η σανσκριτική. Να σημειωθεί ότι οι εν λόγω διδαχές αναφέρονται και είναι προνόμιο της τάξης των βραχμάνων. Συνήθως, ανατολικοί στοχαστές και δυτικοί μελετητές αναφέρονται σε δέκα ουπανισάδες: Ιδ3, Κ3ΙΙ13, ΡΓ38Π3, ΜυπάβΙο, Μ3ΠάυΙ<γ3, ΟίΊ3Πάθ9γ3, ΒπΐΊ3ά3Γ3ηγΙ<3, Αίί3Γβγ3 και ΤβίΗίΓγβ - υρβπίδίΐβά. Βασική μεταφυσική διδασκαλία των ουπανισάδων είναι η ταυτότητα του ΑΙΓΤΟΠ (= ατομικού πνεύματος) με το παγκόσμιο Βτβήιτιβη (ΤβΙ ΙνβΓη 33ί = Αυτο είσαι), δηλαδή η μέσα μας άφθαρτη ουσία είναι και η ουσία του κόσμου. Τα πνεύματα όλων των πλασμάτων και όλων των πραγμάτων ταυτίζονται με το συμπαντικό πνεύμα. Τα σχετικά ουπανισαδικά χωρία είναι σαφέστατα: "Το Βτβΐιιτιβη είναι η κατοικία όλων των πλασμάτων και κατοικεί μέσα σε όλα τα πλάσματα". "Πράγματι, πρέπει να ερευνήσεις να γνωρίσεις την αρχή, απ' όπου όλα τα όντα γεννιούνται, από την οποία ζουν όταν γεννηθούν και στην οποία πηγαίνουν όταν πεθαίνουν: είναι το Βράχμαν". "Το υπέρτατο ΒΓβίΐΓπβη, η ψυχή των πάντων, η αρχή του Σύμπαντος ..., αυτό είναι εσύ, αυτό είσαι εσύ". Αυτό το ΒΓβίιιτιβη είναι το Μη Ον (= Μη Εκδεδηλωμένο), η επέκεινα του Οντος αρχή της Παγκοσμιότητας (βλ. λ. ινδουισμός. Μη Ον). Ο άνθρωπος μπορεί, από αυτή εδώ ακόμη τη ζωή και ανερχόμενος την κλίμακα των πολλαπλών καταστάσεων του Οντος, να φθάσει στο Βράχμαν, στη λύτρωση (ΠΊΟΙ<33), και να γίνει "εν ζωή απελευθερωμένος" ()ίν3η ΓπυΚΙί)· αυτό θα το επιτύχει με το ξερίζωμα όλων των επιθυμιών, με λεπτομερειακά καθοριζόμενες ασκήσεις, με την απομάκρυνση από ετούτο τον κόσμο (γιό-
Φ.Λ., Δ-9
γκι, παλαιότερα: κεστίν = μακρυμάλλης, μούνι = ασκητής, παραβρατζάκα = ταξιδιώτης, προσκυνητής κ.ά.), με τον διαλογισμό- έτσι το ανθρώπινο ον φθάνει στη γνώση (]η3Π3), όχι βέβαια στη δυτική, και θεωρητική, εκδοχή της, αλλά στη βιωματική - εμπειρική γνώση, που συνιστά τη βίωση του Απόλυτου, την έλευση στον χώρο της καθαρής μεταφυσικής. Εδώ πλέον πρόκειται για "λύτρωση", και όχι για σωτηρία, όπου η ανθρώπινη συνειδητότητα, κατά τις ΙΙρ3ηί3Γΐ3ά3, προχωρεί διαδοχικά σε καταστάσεις που αναλογούν σ' αυτές α) της εγρήγορσης (νί3γ3) β) του ονείρου (Ι3ί(383) γ) του βαθέος ύπνου (ρΓ3]Π3) και δ) της υπερβατικότητας (1υτγ3), σε αντιστοιχία με τις πολλαπλές καταστάσεις του Όντος (οι τρεις πρώτες) και του Μη Οντος (η τέταρτη). Αλλωστε, από αυτό το "πίΓςυπβ (= χωρίς ιδιότητες) ΒΓβίΐΓτοη" προέρχεται ο ΙβΙιννβΓβ, ο θεός στη σχέση του με τον κόσμο, και στη συνέχεια η όλη Εκδήλωση (βλ. ινδουισμός). Ας παρατηρηθεί, τέλος, ότι αυτή η καθαρά γνωστική (και βιωματική) προσέγγιση του Βράχμαν αποκλείει κάθε υπόνοια θρησκευτικότητας στις ουπανισαδικές, και γενικότερα ινδουιστικές, διδασκαλίες- πρόκειται μάλλον για φιλοσοφία στην πρώτη εκδοχή του όρου, και όχι βέβαια απλά θεωρητική. Και μετά από αυτή τη θεμελιώδη διδασκαλία των υρ3ηί5ή3ό5 για την ταύτιση ΒΓ3ήπη3η Ατμαν και τις συμπαρομαρτούσες θεωρήσεις, θα πρέπει να ολοκληρώσουμε με τις δευτερεύουσες διδαχές που απορρέουν από αυτήν: την άρνηση του κόσμου, που όμως δεν φθάνει ως την απόρριψή του, αφού άλλωστε και οι βραχμάνοι, στην πρώτη τουλάχιστον περίοδο της ζωής τους, τελούν τα κοσμικά τους καθήκοντα (γάμο, ανατροφή παιδιών κ.λπ.)- την απουσία ηθικής, μια και ολόκληρος ο μεταφυσικός προσανατολισμός των ουπανισάδων οδηγεί πέραν του καλού και του κακού, με εξαίρεση την αποδοχή της "φιλαλήθειας"- την αρχή της "μη-δράσης", ως συναπτόμενη άμεσα προς το μη εκδεδηλωμένο ΒΓ3ίΐΓΠ3η, αλλά και πάλι με την εξαίρεση της εκτέλεσης των καθηκόντων που τελεί η τάξη των Βραχμάνων. Οσον αφορά στην αντίληψη περί επαναγέννησης' (μετανσάρκωσης, μετεμψύχωσης), στηριζόμενη σε ασαφή χωρία μεταγενέστερων ουπανισαδικών κειμένων και αντικείμενη στην όλη περί Βράχμαν και τις συναφείς διδασκαλίες, πολλοί έγκυροι νεότεροι μελετητες (Κουμαρασουάμι*. Γκενόν* κ.ά.) δέχονται ότι μια τέτοια μεταγενέστερη θέση οφείλεται απλά και μόνον σε πα-
129
ουρμπανισμός ρεξήγηση της ινδουίστικής διδασκαλίας περί πολλαπλών καταστάσεων του όντος. Κλείνοντας το θέμα για τις ουπανισαδικές διδαχές, θα πρέπει να προσθέσουμε πως, όταν μιλάμε για τις ουπανισάδες, ουσιαστικά αναφερόμαστε και σε ολόκληρο τον ινδουισμό. Βιβλιογρ.: Δ. Βελισσαρώπουλος. Ιστορία της ινδικής φι-
λοσοφίας, Δωδώνη. Αθήνα-Γιάννινα, 1992", σσ 99-121.Ουόποπ Ρ.. Ζ.Θ5 6ΐ3ΐε πιυΙΙίρΙβε άβ Γ ΕΙτβ, βύ. νέςβ. Ρ3Π5, 1984.- Γκλάζεναπ Χ., Η φιλοσοφία των Ινδών, ελλην. μετάφρ. Ειρ. Παπαγεωργίου. Γνώση, Αθήνα, 1993. σσ 4757.- 3οίι»θίΙζθΓ Α.. Ιστορία της ινδικής
φιλοσοφίας.
ελλην. μετάφρ. Μ. Βερέττας, Ωράρα. Αθήνα, 1994, σσ 65-113.
Ε. Χωραφός
ουρμπανισμός, βλ. αστυφιλία ουσία (βεδθπΐίβ). Στην αρχαία ελληνική γλώσσα απαντάται με πολλές σημασίες, πριν καταλήξει σε καθαρά τεχνικό φιλοσοφικό όρο, όπως περιουσία, ιδιοκτησία, το νόημα, το βασικό στοιχείο κάποιου πράγματος. Στη φυσική και τη χημεία φανερώνει κάτι το υλικό, όπως φυσικό σώμα, συμπαγής ουσία. Ακόμα με τη λέξη "ουσία" δηλώνεται η βαθύτερη έννοια, η βασική σημασία που έχει κάτι ή ενυπάρχει σ' αυτό, π.χ. η ουσία του ζητήματος. Επιπλέον σημαίνει ανάλογα με το εκφραστικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί: τη σπουδαιότητα, τη σοβαρότητα, π.χ. λόγια χωρίς ουσία. Από φιλοσοφική άποψη ο όρος "ουσία" είναι πολυσήμαντος. Αρχικά, και κυρίως στην προσωκρατική φιλοσοφία, εξομοιώθηκε με τη φύση, επειδή αυτή, όπως πιστευόταν, είχε υλική κυρίως υπόσταση. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει κατά περίπτωση την οντολογική αρχή με βάση την οποία κάθε φιλόσοφος ερμήνευε τη γένεση του φαινομενικού κόσμου, π.χ. ο Πυθαγόρας" εξέλαβε ως "ουσία" τον αριθμό. Ο όρος "ουσία" σημαίνει κάτι το σταθερό, την αμετάβλητη πραγματικότητα, εκείνο που υπάρχει στην πραγματικότητα σε αντίθεση προς το φαινόμενο*. Ο λόγος περί της "ουσίας" οδηγεί στο οντολογικό πρόβλημα και στο ερώτημα "το τι εστίν", "το τι ην είναι", ποια δηλαδή είναι η αληθής φύση του φαινομενικού κόσμου. Δηλώνει τον σταθερό φορέα των εναλλασσόμενων ιδιοτήτων των όντων με τις διάφορες στις λεπτομέρειές τους παραλλαγές. "Ουσία" είναι κάτι που υπάρχει αφ' εαυτού και δεν προσδιορίζεται από κάτι άλλο, δηλαδή το "αυθύπαρκτο", "ουσία ουν εστίν η απλώς των όντων ύπαρξις" [Σούδα).
130
Στους πλατωνικούς διαλόγους ο όρος "ουσία" απαντάται με διάφορες σημασίες. Μερικές φορές σημαίνει "ύπαρξη", σε αντίθεση προς τη "μη ύπαρξη" ( Θεαίτ. 185ε). Επίσης "ουσία" είναι η ύπαρξη των αισθητών πραγμάτων. Σε άλλες περιπτώσεις ο όρος αντιτίθεται προς την έννοια της "γενέσεως" και της δημιουργίας του κόσμου ( Σοφιστής ' 232ο, Τίμαιος' 29ς). Στον Φαίδρο' (245Θ) η σημασία του όρου είναι ταυτόσημη με τον ορισμό. Στα αριστοτελικά κείμενα βρίσκουμε πλήθος χρήσεων και σημασιών του όρου, ενώ πολλές φορές η σημαντική διάκριση και νοηματική διαφοροποίηση είναι δυσδιάκριτη και λεπτή. Στα Μετά τα φυσικά (Η 1. 1042α 6) ο Αριστοτέλης* κάνει μια συνοπτική ανακεφαλαίωση των βασικών σημασιών με τις οποίες χρησιμοποιεί τον όρο. Πρώτον, "ουσία" είναι κάτι που ομολογείται και γίνεται αποδεκτό "υπό πάντων". Τέτοιες ομολογούμενες φυσικές ουσίες είναι η "φωτιά, η γη, το νερό, ο αέρας και τα άλλα απλά σώματα- στη συνέχεια είναι τα φυτά και τα μέρη τους, τα ζώα και τα μέρη τους και τέλος ο ουρανός και τα μόρια του ουρανού". Αναφέρει ακόμη ότι μερικοί θεωρούν ως "ίδια ουσίας" "τα τ' είδη και τα μαθηματικά". Τέλος, μνημονεύει "τους εκ των λόγων ουσίας", θεωρώντας ως τέτοιες το "τι ην είναι και το υποκείμενον". Στο έργο του Κατηγορίαι (2α 11-13) προσδιορίζει από λογική άποψη την κατηγορία της "ουσίας" με αρνητικό τρόπο: "ουσία εστίν η κυριώτατά τε και πρώτως και μάλιστα λεγομένη, η μήτε καθ' υποκείμενον τινός λέγεται μήτε εν υποκειμένω τινί εστίν". Η "ουσία" στο σημείο αυτό δεν είναι κάτι που λέγεται για το υποκείμενο, μήτε αυτό που υπάρχει και νοείται με το υποκείμενο, δηλαδή ουσία δεν είναι ούτε κατηγορούμενο ούτε "συμβεβηκός". Από τον αρνητικό αυτό ορισμό συνάγεται ότι "ουσία" είναι εκείνο για το οποίο τα άλλα λέγονται. Αυτό είναι το υποκείμενον διότι "το υποκείμενον εστί καθ' ου τα άλλα λέγεται, εκείνο δε αυτό μηκέτι κατ" άλλον" (Μετά τα φυσικά Ζ3, 10281) 36-37). Τον όρο "ουσία" απέδωσε στη λατινική γλώσσα ο Βοήθιος* με τις λέξεις: "5υό5ΐ3π1ί3", αλλά και "β55θπΙί3". Η πρώτη έχει λογική σημασία, ενώ η δεύτερη οντολογική. Έτσι με βάση τις αριστοτελικές αναφορές μπορούμε σ' ένα βαθμό να αναγάγουμε την πολυσημία του όρου "ουσία" σε τρεις επί μέρους σημασίες: α) λογική: από την άποψη αυτή "ουσία" είναι το σύνολο των γνωρισμάτων κάποιου όντος που συνθέτουν την ιδιαίτερη φύση του και τα οποία
ουσία και φαινόμενο είναι αρκετά να το υποδηλώσουν με σαφήνειαβ) οντολογική: στην περίπτωση αυτή δηλώνει το επί μέρους ον. Με αυτή τη σημασία γίνεται λόγος για πολλά ομοειδή όντα- γ) το υποκείμενο ή τον μόνιμο αυτοτελή φορέα των μεταβαλλομένων ιδιοτήτων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο όρος εξισώνεται νοηματικά με την έννοια "υπόστασις". Η τρίτη αυτή σημασία ποικίλλει ανάλογα με το φιλοσοφικό σύστημα (υλιστικό - ιδεαλιστικό) ή τη σκέψη κάποιου φιλοσόφου. Ο 0β503Γίθ5* θεωρεί ως "ουσία" "το ον που υπάρχει κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην έχει από τίποτα άλλο ανάγκη για να υπάρξει" (Αρχές φιλοσοφίας, 1,51), δηλαδή αυτοπροσδιορίζεται. Αρα μία "ουσία" υπάρχει και είναι ο θεός, διότι αυτός δεν έχει ανάγκη από τίποτα για να υπάρξει. Ο θεός* είναι "απόλυτη ουσία". Ολα τα υπόλοιπα δεν μπορούν να υπάρξουν αφ' εαυτών, γΓ αυτό και δεν είναι "ουσίαι", αλλά καταχρηστικά τα αποκαλούμε με αυτό τον τρόπο. Αυτά είναι δημιουργημένα και προσδιορίζονται από άλλα. Σ' αυτές τις καταχρηστικά αποκαλούμενες "ουσίες" διακρίνουμε μια κύρια και προέχουσα ιδιότητα (ρΐΌρπβΐ35), που δείχνει τη φύση της "ουσίας" και λέγεται "κατηγόρημα" (3Κπ&υΙυπη) και άλλες δευτερεύουσες προσδιοριστικές ιδιότητες, που λέγονται "τρόποι" (ιτιοάί) ή "συμβεβηκότα" (3οαάβηϋ3), ( Α ρ χ έ ς φιλ., 1, 22, & 1, 23). Διακρίνει ακόμα ο ϋβεοβΓίθδ την εκτεταμένη "ουσία" (ΘΧΙΘΠ33), δηλαδή την υλική, και τη νοούσα (οοςίΐβπδ) "ουσία", ή σώμα - πνεύμα. Ο ίβίόηίΐζ* ως "ουσία" θεωρεί τη "μονάδα"*, ε ν ώ ο Ο . ΒΘΓΚΘΙΘΥ* τ α " π ν ε ύ μ α τ α " . Ο Κ Β Η Γ δι-
δάσκει πως η "ουσία" είναι μια ειδολογική έννοια, κατηγορία (ιδιότητα) του νου αναγκαία για την αντίληψη των πραγμάτων, που φανερώνει κάτι το μόνιμο στα φαινόμενα. Στη φιλοσοφία του Ο. ΗβςβΙ' η "ουσία" ταυτίζεται με την "ιδέα". Η "ιδέα" καθεαυτή εξισώνεται με τον θεό. Η "ιδέα" αλλοτριώνεται και γίνεται "φύση". Η "ιδέα" καθεαυτή αντιστοιχεί προς το "Είναι", ενώ ως "φύση" προς το "γίγνεσθαι"· εσωτερική "ουσία" της "φύσης" είναι η "ιδέα". Αλλοτριωμένες εκφάνσεις της "ιδέας = ουσίας" είναι τα φαινόμενα και τα δημιουργήματα του κόσμου και του ανθρώπου. Βιβλιογρ.: Δ ε λ λ ή I. Γ.. Μαθήματα φιλοσοφίας της Ιστορίας και του Πολιτισμού, Πάτρα. 1990.- Θ3γϋ5 ΟΙι., ΜβΙβρΜγείεε. Μ30ΓΠΙΙΙ3Π. Ιοηάοη. 1965.- ΝΝΒΐΪΊΙ ΝΝ.. Μεΐ3ρΗγ$ιο>. ΗυΙοΙι. υηϊν. Ϋ&Γ.. 1970\- Ο. ΚΙΓΚ - Ϋ. ΗΒΝΘΗ - Μ. 3Ο(ΙΟ(ΙΘΜ. 77ιβ Ρίθ30ςΓ3ΐκ ΡηίΙο$ορΜβπ, μτφ. Δ. Κούτροβικ. Μ Ι Ε Τ . Αθήνα. 1988 - Ι3ΐ3ΗΌΕ Α.. Λεξικόν της Φι-
λοσοφίας,
μτφ. Ε . Φικιώρη, τομ. 3.- Χ ρ ό ν η Ν., Το Πρό-
βλημα των Κατηγοριών παρ' Αριστοτέλει, I. Γ.
Αθήναι, 1975.
Δελλής
ουσία, βλ. ύλη με τη στενή έννοια ουσία και φαινόμενο. Θεμελιώδεις αμοιβαία προσδιοριζόμενες φιλοσοφικές κατηγορίες, οι οποίες υποδηλώνουν δύο διαφορετικά στην ενότητά τους επίπεδα συγκρότησης και ανάπτυξης του αντικειμένου που συνιστά οργανικό όλο, αλλά και τα αντίστοιχα επίπεδα-βαθμίδες νοητής ανασύστασης του εν λόγω αντικειμένου μέσα στην αντιφατική γνωστική διαδικασία. Η συστηματική εξέταση των εν λόγω κατηγοριών είναι εφικτή κατ' εξοχήν κατά τη συστηματική λογική νοητή αναπαράσταση του ανεπτυγμένου (ώριμου) οργανικού όλου. Εδώ, μετά την εξέταση της αμεσότητας του Είναι του αντικειμένου (μέσω των κατηγοριών: "ποιότητα και ποσότητα"*, "μέτρο"), η νόηση εμβαθύνει τη γνώση της μέσω των κατηγοριών του επιπέδου της ουσίας. Η ουσία επισημαίνει την ιδιαιτερότητα του αντικειμένου προσδιορίζοντάς την βαθύτερα απ' ό,τι η κατηγορία της ποιότητας. Ως "ουσία" το αντικείμενο δεν είναι πλέον κάτι το άμεσα δεδομένο, αλλά το ίδιο σχετίζεται με τον εαυτό του κατά τρόπο που οι πλευρές αυτής της σχέσης είναι μόνο συσχετικές και συγκροτούν την εσωτερική αμοιβαία αιτιώδη και αναγκαία συνάφεια των μερών, την ενδότερη νομοτελειακή (βλ. νομοτέλεια) αυτοανάπτυξή του μέσω της κλιμάκωσης της βασικής αντιφατικότητάς του (ταυτότητα, διάκριση, αντίθεση, αντίφαση*). Το ώριμο αντικείμενο είναι ταυτόχρονα ποιότητα (δεδομένου ότι υφίσταται δίπλα σε άλλα αντικείμενα) και ουσία (εφ' όσον είναι αυτό που είναι μόνο σχετιζόμενο με τον εαυτό του ως διάφορο από τον εαυτό του). Μετά την εξέταση της ουσίας αφ' εαυτής η γνωρίζουσα νόηση "επανέρχεται" κατά κάποιο τρόπο στην επιφάνεια και με αυτή την κίνησή της μας παρέχει τη γνώση του "φαινομένου" και της "πραγματικότητας" του αντικειμένου. Η "διαυγασμένη" από τους προσδιορισμούς της ουσίας επιφάνεια δεν είναι πλέον η αφετηριακή αμεσότητα του Είναι, αλλά συνιστά μια διαμεσολαβημένη (βλ. διαμεσολάβηση) αμεσότητα ή το "φαινόμενο", η διάγνωση του οποίου χωρίς τη γνώση της ουσίας είναι ανέφικτη. Η ενότητα φαινομένου και (βαθύτερα πλέον εγνωσμένης) ουσίας συνιστά την πραγματικότητα του αντικειμένου. Στην ουσία το αντικεί-
131
ουσία του Χριστιανισμού μενο προβάλλει ως ενιαία (στην αντιφατικότητά της) τυπική μονάδα του αντικειμένου. Στο φαινόμενο η ουσία εκδηλώνεται μέσω διαφόρων παράλληλα συνυπαρχουσών μορφών εκδήλωσης (εκφάνσεων). Στην πραγματικότητα "αποκαθίσταται" η ενότητα του αντικειμένου στη συγκεκριμένη καθολικότητά της. Η παραπάνω κίνηση νοητικής ανασύστασης της συσχέτισης ουσίας και φαινόμενου πραγματοποιείται μέσω της "ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο"*, μέσω της επιστημονικής θεωρητικής γνώσης (βλ. εμπειρικό και θεωρητικό). Η αντιφατικότητα της εν λόγω κίνησης της γνώσης εκδηλώνεται στο πρόβλημα της αντικειμενικής φαινομενικότητας* και του συνακόλουθου φετιχισμού* του πράγματος*. Η συσχέτιση των εν λόγω κατηγοριών απασχόλησε πληθώρα φιλοσόφων. Κατά τον Αναξαγόρα*, "όψις αδήλων τα φαινόμενα", ενώ ο Ηράκλειτος* δηλώνει ότι "φύσις κρύπτεσθαι φιλεί". Ο Δημόκριτος" πιστεύει ότι: "Ετεή δε ουδέν ίδμεν εν βυθώ γαρ η αλήθεια". Κατά τον Πλάτωνα", η ουσία (ιδέα) είναι υπεραισθητή, άυλη, αιώνια και άπειρη. Ο Αριστοτέλης* στρέφεται κατά της απόσπασης της ουσίας από τα πράγματα και συνδέει το πρόβλημα με την έννοια της "εντελέχειας". Η μεσαιωνική φιλοσοφία ανάγει το ζεύγος ουσία-φαινόμενο στο δίπολο "θείο" - "γήινο", "απατηλό". Στους Νέους Χρόνους το πρόβλημα ανάγεται στη συσχέτιση κυρίων και δευτερευουσών ιδ,οτήτων ή ποιοτήτων*. Ο Καντ* διακηρύσσει το γνωσεολογικά απροσπέλαστο της ουσίας (πράγμα καθαυτό 1). Στον Χέγκελ* (Φαινομενολογία του πνεύματος" και Επιστήμη της λογικής") οφείλεται η πρώτη κατηγοριακού επιπέδου διαπραγμάτευση του ζητήματος σε ιδεοκρατική βάση. Ο Μαρξ*, ο οποίος πρώτος εξέτασε το ζήτημα στο πεδίο μιας συγκεκριμένης επιστήμης (βλ. Κεφάλαιο), δηλώνει ότι "κάθε επιστήμη θα ήταν περιττή, αν η μορφή εμφάνισης και η ουσία των πραγμάτων συνέπιπταν άμεσα". Ο θετικισμός* και ο νεοθετικισμός* θεωρούν το ζήτημα ψευδοπρόβλημα, δεδομένου ότι υπερβαίνει τα δεδομένα των αισθήσεων. Η λογική της ιστορίας" συγκεκριμενοποιεί το πρόβλημα στη δομή της κοινωνίας. Δ. Πατέλης
ουσία του Χριστιανισμού. Εκείνο που διαφοροποιεί σημαντικά τον Χριστιανισμό από οποιαδήποτε λογοκρατία είναι ότι ο πρώτος θεωρεί ως πραγματική γνώση ό,τι οικοδομείται μέσα
132
στην ασκητική βιοτή απωθώντας καθετί που συντελεί στη διαιώνιση χρησιμοθηρικών συμβάσεων. Με τον τρόπο αυτό, αναγόμαστε στις ουσιαστικές απαρχές του χριστιανικού στοχασμού που είναι ο μυστικισμός*, όπως τον συνέλαβε η πατερική θεολογία της Ανατολής. Τούτος ολοένα καταγγέλλει τον εξανδραποδισμό της αυθεντικής ζωής από τις επιστρατευμένες ανάγκες, προτείνοντας την αμεριμνησία αντί για το πολυμέριμνο, τη χρήση αντί για την κατάχρηση, την αγωνιστική παιδεία αντί για τον επαγγελματισμό και τον πλούτο της πενίας αντί για την πενία του πλούτου. Εκείνο δηλαδή που χαρακτηρίζει το στίγμα ενός αληθινού "σκέπτεσθαι εν Χριστώ" είναι η κραυγαλέα αποστασιοποίηση του σε κοινωνικές αντιλήψεις που προβάλλουν την ανθρωπαρέσκεια και ότι το ίδιο αποκαλύπτει τις αθέατες πλευρές μιας δοκιμασμένης συμπεριφοράς που εμπαίζει αθόρυβα την κατά συνθήκην σοφία και εμμένει στο "παράλογο" της ευαγγελικής υπακοής. Η χριστιανική, λοιπόν, βιοθεωρία, εμφανιζόμενη με τη μορφή του παραδοσιακού μοναχισμού ή με το σχήμα του επισήμου εκκλησιαστικού σώματος, διατηρεί την πρωτοτυπία του πατρώου κηρύγματος εξαιτίας αυτού που κυρίως υποβόσκει πίσω απ' τα ρητορικά δρώμενα και δευτερευόντως εξαφορμής εκείνου που σπλώς φαίνεται στο προσκήνιο των επί σκηνής συντελούμενων. Βιβλιογρ.: Χ. Γιανναράς, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων. Δάμος. Αθήνα. 1990.- Π. Φαραντάκης, Καταβολές και διαστάσεις των εννοιών "Σοφία" και "φιλοσοφία" στον Ιωάννη τηςΚλίμακος. Παρνασσός, τ. 36 (1994), σ.σ. 132156.
Π. Φαραντάκης
"Ουσία του Χριστιανισμού" ("ϋβδ \Λ/θ5βη άβ$ ΟίιπδΙβηίυτπδ", ίβϊρζίς, 1841). Ε ν α από τα θεμελιώδη έργα του Λ. Φόυερμπαχ*. Στο έργο αυτό εξετάζει την ουσία του ανθρώπου, την ικανότητά του για αυτοσυνείδηση μέσω της σχέσης εαυτού - άλλου, ως συνείδηση του γένους. Οι ανθρώπινες ικανότητες (ορθός λόγος, αγάπη, δύναμη της θέλησης) ως καθολικές και απόλυτες, η ουσία του ανθρώπου προβάλλει ως αντικείμενο και αντιτάσσεται σε αυτόν ως ιδιαίτερο πρόσωπο χωρίς ο ίδιος ο άνθρωπος να έχει επίγνωση της προβολής και της αλλοτρίωσης της φύσης του. Απ' εδώ απορρέει, κατά τον Φόυερμπαχ, (εν πολλοίς ψυχολογικά ερμηνευόμενη) η θρησκεία, η πρώτη και άμεση αυτογνωσία του ανθρώπου. Ο θεός είναι η γενική φύση του ανθρώπου θεωρούμενη και τι-
ουτοπικός σοσιαλισμός μώμενη ως διαφορετικό και αυτοτελές ον με υπερφυσικές δυνάμεις, ως υπερατομικό "είδωλο". Σε αυτή τη βάση ο Φόυερμπαχ επιχειρεί μιαν ανθρωπολογική ερμηνεία των κατηγορημάτων της θρησκείας και των βασικών χριστιανικών δογμάτων. Βάσει του συμεπράσματος ότι "ο άνθρωπος είναι το απόλυτο ον - η ουσία του θεού", ο Φόυερμπαχ προβάλλει την ιδέα της "θρησκείας της αγάπης", η οποία προτάσσει ως "υπέρτατη πρακτική αρχή" την αγάπη όχι του θεού αλλά του ανθρώπου, δεδομένου ότι "ΙΊΟΓΠΟ ίΊΟΓπίπί άβυδ βδΓ. Το εν λόγω έργο του Φόυερμπαχ άσκησε σοβαρή επίδραση σε πολλούς μετέπειτα στοχαστές, μεταξύ των οποίων και στους Κ. Μαρξ* και Φ. Ένγκελς". Ελληνική έκδοση σε μετάφραση Γ. Ν. Βιστάκη, εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα [χ.χ.]. Δ. Πατέλης
ουτοπία. (Η ετυμολογία της λέξης από το "ου" και "τόπος", ένας τόπος δηλαδή που δεν υπάρχει). Νοητική κατασκευή της ιδανικής κοινωνίας που στηρίζεται σε απραγματοποίητα όνειρα, σε ανεδαφικά σχέδια κοινωνικών μετασχηματισμών. Πρότυπο όλων των ουτοπιών αποτελεί η Πολιτεία τ ου Πλάτωνα*. Ο όρος ουτοπία εισήχθη από τον άγγλο στοχαστή Τόμας Μορ*, συγγραφέα του έργου Ουτοπία (1516). Κάνοντας κριτική στην υπάρχουσα εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα, υψώνοντας φωνή διαμαρτυρίας εναντίον της και απορρίπτοντάς την ως παράλογη και άδικη, η ουτοπική συνείδηση δημιουργεί σχέδια για μια ιδανική, τέλεια κοινωνία την οποία ονειρεύεται. Σε μια τέτοια κοινωνία έχουν εξαλειφθεί όλες οι κοινωνικές προστριβές και διενέξεις, έχει επιτευχθεί ο συνδυασμός των συμφερόντων των διαφόρων ομάδων, έχει επικρατήσει η "αιώνια ειρήνη" μεταξύ ανθρώπων, τάξεων και λαών. Το κομμουνιστικό ιδανικό και η επιδίωξή του για την οριστική επίλυση των κοινωνικών αντιθέσεων και την ολοκλήρωση της Ιστορίας αποτελεί παραλλαγή ουτοπίας. Η ανθρώπινη φύση χαρακτηρίζεται από την ακατανίκητη τάση να υπερβεί τα όρια της εποχής της και να υψωθεί πάνω από την πραγματικότητα. Έτσι, ασφαλώς, εξηγείται το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα δεν έπαψαν οι κοινωνικο-ουτοπιστικές διαθέσεις. Και αυτές σι διαθέσεις δεν πρόκειται βέβαια να εξαλειφθούν όσο θα υπάρχουν οι συνθήκες της σημερινής διαστρωμάτωσης της κοινωνίας, των οξύτατων κοινωνικών αντιθέσεων και της καταπάτησης του αισθήματος της δικαιοσύνης.
Η πηγή των ουτοπικών αντιλήψεων για τον κόσμο είναι η δραματική διάσταση μεταξύ του επιθυμητού και του πράγματι εφικτού, μεταξύ του δέοντος και του υπαρκτού. Θεοχ.
Κεσσίδης
ουτοπικός σοσιαλισμός. Γενάρχης όλων των κοινωνικών ουτοπιών υπήρξε ο Πλάτων*. Είναι ο πρώτος που έθεσε ερωτήματα στα οποία προσπάθησαν ν' απαντήσουν οι μεγάλοι ουτοπιστές των μετέπειτα αιώνων: πώς θα συνδυαστεί το προσωπικό με το γενικό συμφέρον; πώς θα ξεπεραστούν οι περιουσιακές αντιθέσεις; πώς θα καλλιεργηθούν στους πολίτες κοινωνικά αισθήματα, θα μπει φραγμός στον καταστροφικό εγωισμό και στον άφρονα ατομικισμό; Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές (Φουριέ", Σαιν-Σιμόν*, Όουεν* κ.ά.) ξεκινούσαν από το γεγονός ότι ο άνθρωπος από τη φύση του είναι κοινωνικό ον και η ανάπτυξη της ηθικής του ποιότητας καθορίζεται ιστορικά από τις κοινωνικές σχέσεις, το κοινωνικό σύστημα και την αγωγή. Πίστευαν, λοιπόν, ότι η αλλαγή της ηθικής διάστασης του ανθρώπου προϋποθέτει τη ριζική αλλαγή όλων των κοινωνικών σχέσεων, των θεσμών και του συστήματος αγωγής του. Γι' αυτό αποδιδόταν προτεραιότητα στο κοινωνικό έναντι του ατομικού, απολυτοποιόταν το γενικό σε βάρος του ιδιωτικού και υπήρχε η τάση ολοκληρωτισμού και καταπίεσης της προσωπικότητας. Η ανεδαφικότητα των θεωριών των σοσιαλιστών-ουτοπιστών συνίστατο στο ότι πίστευαν ότι είναι δυνατόν να εκριζώσουν το κοινωνικό κακό αντί να το περιορίσουν. Αγνοούσαν επίσης τη βιολογική πλευρά του ανθρώπου. Δεν έπαιρναν υπόψη ότι η βιοκοινωνική φύση του ανθρώπου διαμορφώθηκε στη διάρκεια εκατοντάδων χιλιάδων ετών, ότι αποτελεί κάτι το ολικό, το αυτόνομο έναντι της κοινωνικής οργάνωσης, ότι υπάρχουν σ' αυτήν αναλλοίωτες πτυχές και πλευρές. Τέλος, οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές όλων των αιώνων δεν κατόρθωσαν να απαντήσουν ικανοποιητικά στο ερώτημα: "Με ποιο τρόπο είναι δυνατόν να δημιουργηθεί αφθονία προϊόντων, όταν ο καθένας θα αποφεύγει τη δουλειά, μιας και δεν τον υποχρεώνει κανένας υπολογισμός για προσωπικό κέρδος, ενώ, από την άλλη μεριά, ο υπολογισμός στη δουλειά του άλλου δίνει τη δυνατότητα να ζει κανείς χωρίς κόπο;" Οι σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες θα υπάρχουν όσο θριαμβεύουν η κατάφωρη αδι-
133
όχλος κία και οι μεγάλες περιουσιακές αντιθέσεις. (Βλ. επίσης: ουτοπία, ολοκληρωτισμός). Βιβλιογρ.: Τσίπκο Α.. Η ιδέα του σοσιαλισμού, Μόσχα. 1976.- ΟοΙβ Ο. ϋ. Η.. Α ΗίεΙοιγ οίεοαβΙιεΙ ΙΗουςΜ. V, 1-2,
Ιοηόοη. 1953-54.
Θεοχ
Κεσσίδης
όχλος (ιηοό). Ως έννοια διαφοροποιείται από τη μάζα*, το πλήθος* και το κοινό. Ο όχλος δηλώνει περιστασιακές συγκεντρώσεις πολλών ατόμων, κυρίως σε περιόδους έντονων ταραχών, κοινωνικών συγκρούσεων, φανατισμού και αδιαλλαξίας. Ενα πλήθος ή ένα κοινό, με την επίδραση έντονων ερεθισμάτων* ή κάτω από την επιρροή προπαγάνδας* και δημαγωγίας*, αποκτά έναν ιδιαίτερο ψυχολογικό χαρακτήρα και μεταμορφώνεται σε όχλο που δρα ανορθολογικά, ανεξέλεγκτα, δίχως οργάνωση
134
και προγραμματικούς σκοπούς. Κατά τον Ο. |_β Βοη*, ο όχλος είναι ένα προσωρινό ον. Ηρωικός ή παρεκκλίνων, συντίθεται από ετερογενή ή ομοιογενή -πάντως στιγμιαία μεταξύ τους συγκολλημένα- στοιχεία και εκδηλώνει χαρακτήρες τελείως διαφορετικούς από εκείνους των ατόμων που τον απαρτίζουν. Ο άνθρωπος στον όχλο κατεβαίνει πολλά σκαλιά στην κλίμακα του πολιτισμού. Γίνεται ενστικτώδες ον και κατά συνέπεια βάρβαρος. Έχει τον αυθορμητισμό, τη βιαιότητα και τον ηρωισμό των πρωτόγονων όντων. Γίνεται ένας κόκκος άμμου, μέσα σε τόσους άλλους, που ο άνεμος τους οδηγεί όπου φυσάει. Βιβλιογρ.: Γουσταύος Λ ε Μπον, Ψυχολογία μτφ. Κ. Μεραναίος. εκδ. Μαρή, Αθήνα, χ.χ.
θ. Α. Βασιλείου
των όχλων,
π Παθλόφ Ιβάν Πέτροβιτς. Ρώσος φυσιολόγος. Τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1904. Γιος κληρικού, γεννήθηκε το 1849 στο χωριό Ριαζόν της κεντρικής Ρωσίας και πέθανε στο Λένινγκραντ το 1936. Σπούδασε χημεία και φυσιολογία στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης και αποφοίτησε από την Αυτοκρατορική Ακαδημία το 1879. Το 1886 ολοκλήρωσε τις διδακτορικές και μεταδιδακτορικές του σπουδές, αρχικά στη Ρωσία και κατόπιν στη Γερμανία. Το 1890 έγινε καθηγητής Φυσιολογίας στην Αυτοκρατορική Ιατρική Ακαδημία, από την οποία παραιτήθηκε το 1924. Στην επιστημονική του σταδιοδρομία ασχολήθηκε αρχικά με τη φυσιολογία του κυκλοφορικού συστήματος και εν συνεχεία με τη φυσιολογία της εκκριτικής δραστηριότητας του πεπτικού συστήματος, στην οποία αφιέρωσε έρευνες 30 περίπου ετών. Χάρη στη χειρουργική του επιδεξιότητα, κατάφερνε με λεπτές επεμβάσεις να μελετά τις αντιδράσεις των πειραματόζωων σε φυσιολογικές συνθήκες. Έγινε ευρύτερα γνωστός με τη διατύπωση των νόμων των εξαρτημένων αντανακλαστικών. Σε ένα κλασικό πείραμα, μέτρησε τα επίπεδα σιελόρροιας ενός πεινασμένου σκύλου παρουσία φαγητού. Οταν ένα ουδέτερο ερέθισμα, όπως ο ήχος ενός κουδουνιού, προηγείτο της εμφάνισης του φαγητού, ο σκύλος συνέδεε το ουδέτερο ερέθισμα με το φαγητό. Υστερα από πολλές επαναλήψεις του συνδυασμού ήχος κουδουνιού-φαγητό, ο σκύλος κατέληγε να έχει αυξημένα επίπεδα σιελόρροιας μόνο με τον ήχο του κουδουνιού. Αν και υπήρξε πολέμιος του κομμουνιστικού καθεστώτος και διετύπωνε ανοιχτά και, ορισμένες φορές, προκλητικά την αντίθεση του, μπόρεσε μέχρι το τέλος της ζωής του να εργαστεί απερίσπαστος σε εργαστήρια χρηματοδοτούμενα από τον κρατικό μηχανισμό. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει ασχολήθηκε με την ερμηνεία των ανθρώπινων ψυχώσεων. Ζήσης Μαμοίιρης
Πόδουας σχολή. Την ονομασία χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ηβηβπ* στο Ανβποέε βΐ Γ 3νθΓΓθΐεπΐθ, Παρίσι, 1852, για να σκιαγραφήσει σε αδρές γραμμές την ομάδα των φιλοσόφων και καθηγητών του Πανεπιστημίου της Πάδουας, οι οποίοι, διακρινόμενοι από τον συγγραφέα σε αβερροίστές και αλεξανδριστές, είχαν εμβαθύνει τη διάκριση μεταξύ πίστης και λογικού, με ένα ανεξάρτητο πνεύμα, προπομπό της ελεύθερης σκέψης του Διαφωτισμού* και του θετικισμού*. Σύμφωνα με τον Αποίπίηο Ρορρί, σημαντικό μελετητή του νεοαριστοτελισμού της Πάδουας, είναι, ίσως, παρακινδυνευμένο να ομιλούμε για "Σχολή", ειδικά για τον 14ο αιώνα, δεδομένου ότι μόνο προς τα μισά του 1400 η Πάδουα τοποθετείται στην κορυφή των ιταλικών και αργότερα των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων. Το πανεπιστήμιο της Πάδουας γεννήθηκε με τη μορφή της Νομικής Σχολής το 1222, ενώ μόνο στα μέσα του 15ου αι. συγκροτήθηκαν οι έδρες της Μεταφυσικής* και Θεολογίας* "ίπ νί3 ΤΙΊΟΓΠ36 β ίπ νΪ3 δοοίί". Φιλοσοφικά, η Πάδουα εμφανίζεται με μια αδιάκοπη παραδοσιακή προσήλωση στον στοχασμό του Αριστοτέλη*, τον οποίο κατανοούσε και εμβάθυνε συν τω χρόνω όλο και περισσότερο, υπό το φως των καλύτερων Λατίνων, Αράβων και Ελλήνων σχολιαστών του. Ο αριστοτελισμός*, όμως, ο οποίος αναπτύχθηκε στις Τέχνες (ΑΓΪΙ). είναι ένας αριστοτελισμός με έντονες τις επιδράσεις της Οξφόρδης και του Παρισιού και με σαφή φυσικο-πειραματικό και λογικό προσανατολισμό, ο οποίος αγνοεί τη Μεταφυσική* και παραμένει κλειστός στα θεολογικά προβλήματα. Οι περίοδοι της ακμής της Σχολής της Πάδουας και τα προβλήματα που απασχόλησαν τους φιλοσόφους: α) 14ος αι. "Συνάντηση των πιο διάφορων ρευμάτων, δίχως κανένα να υπερισχύει". Εκπρόσωποι: ΡίβίΓΟ ό' Αόβπο, γιατρός και φιλόσοφος,
135
πάθος Βί39·ο ΡθΙδοβηί ά3 Ρ3ΓΠ3. β) 15ος αι. "Ψυχολογία - Λογική" (η ενότητα της ανθρώπινης διάνοιας - αθανασία της ψυχής). Εκπρόσωποι: ΡβοΙο νβηβίο, ΟββΙβηο ΆΒ ΤΙΊΪΘΠΘ. γ) 16ος αι. "Λογική - Μέθοδος της Επιστήμης" (Αρχίζει η νέα Φυσική, δηλαδή η μελέτη της φύσεως, όχι πια επαγωγική και απριοριστική, βασισμένη στα κείμενα του Αριστοτέλη, αλλά ως έρευνα της φύσεως ίυχΐ3 ρΓορπβ ρπηοίρίβ). Εκπρόσωποι: Ο. Οοη(3πηί, Μ. Α. Ζίπΐ3Γ3, I. Ζ3&3ΓΘΙΙ3, Ο. ΟΓβιποηίηί. Βιβλιογρ.: Ε. Ηθηβη, Ανβπούε θΐ Γ βνβσοίειηθ. Ρ3Π0ί, 1852.- Β. Ν3Γ£)Ί. 5βορί ευΙΙ' βπεΙοΙθΙίεπιο ρβόονβηο όβΙ εβο. XIV 31 XVI. ΡίΓβηζθ. 1958.- ϋ. Η. Ρ3ΓΧ13ΙΙ, Γήβ 5οΛοο/ οΙ Ρβάυβ βηό ΙΙιβ Εωβίςβηεβ οΙ Μοόβίη 5αβηοβ. Ρ3<1ον3. 1961.- Ρ. Ο. Κπ5ΐθΙΙ«Γ, ίβ ΙιΒάϊζϊοηβ 3Π$ΙοΙθΙΐ€3 ηβΙ ΠιηβΒάίηβηΙο. ΡζϋονΒ. 1962. Βαο. Κύρκος
πάθος (λατ. ρ355ίο). Ο όρος αυτός έχει μεγάλο νοηματικό εύρος στην ελληνική φιλοσοφία*, στην οποία άλλωστε οφείλουμε τη φιλοσοφική χρήση του (πάθος - πάσχειν). Η λέξη αρχικά σήμαινε τη μεταβολή, αυτό που συμβαίνει σε κάποιον και έχει εξωτερικά αίτια, αυτό που παθαίνεις, κυρίως λύπη και πόνο. Στη φιλοσοφία* η έννοια "πάθος" δηλώνει καταρχήν την κατάσταση του συναισθήματος που δέχεται τους εξωτερικούς ερεθισμούς, επιδράσεις. Κατά τον Αριστοτέλη* το "πάθος" είναι μία από τις δέκα κατηγορίες του όντος* (Κατηγ. 4,1). Τα πρώτα στοιχεία ωστόσο της φιλοσοφικής σημασίας του όρου πάθος ανιχνεύουμε ήδη στους Προσωκρατικούς*, όπου ο όρος έχει αρνητική απόχρωση (η μόρφωση/γνώση ελευθερώνει τον άνθρωπο από τα πάθη, Δημόκριτος* Β31). Στον Πλάτωνα* επισημαίνουμε επιδράσεις των Ορφικών* στη διδασκαλία του για τα πάθη (παθήματα ψυχής), όπως ηδονή, λύπη, φόβος, θάρρος, ελπίδα κ.λπ. Οι αιτίες των παθών βρίσκονται, κατά τον Πλάτωνα, στο σώμα, είναι σωματικές. Στον Αριστοτέλη για πρώτη φορά βρίσκουμε μια πειστική σχετικά ψυχολογική προσέγγιση των παθών. Οι αιτίες των παθών αντιμετωπίζονται εντούτοις διαφορετικά από έναν "διαλεκτικό", δηλαδή φιλόσοφο, και από έναν "φυσικό", ερευνητή της φύσεως. Ο πρώτος αντιλαμβάνεται τα πάθη (οργή, όρεξη, θυμός κ.λπ.) "κατά τον λόγον", δηλαδή καθ" αυτά, ο φυσικός όμως ως συνδεόμενα πάντοτε με το σώμα ("τα της ψυχής πάθη πάντα είναι μετά σώματος", Περί ψυχής 403α 29 κ.έ.). Την ηθική αξία των παθών ο Αριστοτέλης την αντιμετωπίζει με το πρόβλημα αποφυγής των
136
άκρων ή, με άλλη διατύπωση, προτείνει το μέτρο μεταξύ των άκρων είναι η περίφημη θεωρία της μεσότητος. Στην τήρηση ακριβώς του μέτρου έγκειται η αρετή (Ηθ. Νικ. 11046 24 κ.έ.). Αντίθετα η διδασκαλία των Στωικών* για τα πάθη χαρακτηρίζεται από την ακραία θέση τους- πρεσβεύουν δηλαδή την εκρίζωση των παθών ("απάθεια") και θεωρούν γενικώς τα πάθη ως κατάσταση της ψυχής που δεν κυριαρχείται από τον λόγο ("άλογος και παρά φύσιν ψυχής κίνησις"). Στη λατινική γραμματεία γίνεται διάκριση μεταξύ ρβδδίο και βΗβοΙυε (= διάθεση). Η σημασία και η έννοια του πάθους στη νεότερη εποχή έχει ως θεμέλιό της την αρχαία φιλοσοφική παράδοση, κυρίως των Στωικών. Στην ψυχολογία* όμως η έρευνα άνοιξε νέους ορίζοντες. Βιβλιογρ.: Ι . βυρΓβΙ, ίβ ρεγοΗο-ρήγείοΙοςίβ όβε ρβεείοηε ϋβηε Ιβ ρΜοεορΝβ βηαβηηβ. στο ΑΟΡίι 18 (1905), σ. 396-412.- Μ. \Μ((ΠΊ3ηη, Οίβ ΕΙΜ όβε ΑπεΙοΙβΙβε, 1920.Α. ϋγίοίΐ, Οίβ ΕΗιίΚ άβί βΙΙβη 5/03. 1897 (ανατ.). Βασ. Κύρκος
παιδεία, βλ. φιλοσοφία της εκπαίδευσης παιχνίδι. Ελεύθερη δραστηριότητα, που αποτελεί πηγή ευχαρίστησης και διασκέδασης για τον άνθρωπο σε κάθε ηλικία, ιδίως όμως κατά την παιδική. Το παιχνίδι σχετίζεται άμεσα με τη συναισθηματική, διανοητική, γλωσσική και κοινωνική ανάπτυξη του ανθρώπου. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημών: της λαογραφίας, της κοινωνιολογίας*, της φιλοσοφίας*, της εθνολογίας, της βιολογίας· ιδίως όμως της ψυχολογίας* και της παιδαγωγικής. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του παιχνιδιού είναι ότι κινείται σε δικό του χρόνο και χώρο, διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες και χαρακτηρίζεται από την επανάληψη. Το παιχνίδι εντάσσεται στο πλαίσιο της "μεταεπικοινωνίας": δηλώνει εξαρχής ότι "δεν" συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλά σε δικό του, φανταστικό πλαίσιο (ΝΝ. Ρ. ΡΓΥ). Κατά τον δ. Ρτθυΰ (1905) το παιχνίδι επιτρέπει την απελευθέρωση του ανθρώπου από τις αναστολές· γι' αυτό τον λόγο και αποτελεί πηγή ευχαρίστησης γι' αυτόν. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα "γιατί παίζει το παιδί;", διατυπώθηκαν ποικίλες θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες το παιδί καταφεύγει στο παιχνίδι για (α) να διασκεδάσει, (β) να διοχετεύσει το πλεόνασμα της ενεργητικότητάς του, (γ) να προετοιμαστεί για τη ζωή του ενηλίκου, καθώς αποκτά δεξιότητες, εμπειρίες
παμψυχισμός και γνώσεις μέσα από αυτό, (δ) να βιώσει τα στάδια εξέλιξης της ανθρωπότητας (θεωρία του αταβισμού) και / ή (ε) για όλους αυτούς τους λόγους. Με την ανάπτυξη της παιδαγωγικής επιστήμης (17ος αι. κ.ε.) και της (εξελικτικής) ψυχολογίας* αναγνωρίσθηκε και τονίσθηκε ιδιαίτερα η ψυχοπαιδαγωγική διάσταση του παιχνιδιού. Ενδεικτικό είναι το θέμα της διατριβής του Γ. Β ι ζ υ η ν ο ύ Ωεε ΚϊηάβΓερίθΙ
ίη Ββζυς
βυί
Ρεγοίιο-
Ιοςίβ υηά ΡββάβςοςίΚ (Το παιδικό παιχνίδι σε σχέση με την ψυχολογία και την παιδαγωγική, 1881), στην οποία ο Ελληνας λόγιος εξέτασε την προέλευση, τις μορφές και την παιδαγωγική του αξία. Αργότερα, ο ϋ. ΡίβςθΓ (1963) μελέτησε τα διάφορα είδη παιχνιδιού στα οποία επιδίδεται το παιδί σε κάθε φάση εξέλιξής του: τόσο τα ατομικά και τα ομαδικά παιχνίδια όσο και το συμβολικό παιχνίδι και το παιχνίδι κατασκευών συμβάλλουν στη διανοητική, γλωσσική, συναισθηματική, σωματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Η πολλαπλή προσφορά του παιχνιδιού στην εξέλιξη του παιδιού οδήγησε στην ένταξή του στο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Η αναζήτηση παιδαγωγών και ψυχολόγων, προκειμένου να εξεύρουν νέες χρήσεις του παιχνιδιού που θα εξυπηρετούν συγκεκριμένους στόχους, είναι διαρκής: το θεατρικό παιχνίδι και η δραματοθεραπεία αποτελούν καρπό αυτών των προσπαθειών. Βιβλιογρ.: Βιζυηνός Γ.. 03$ ΚίηάβίερίΒΐ ίη Ββζυα βυΙ ΡεγεήοΙοςίβ υηά ΡαβάίβοςίΚ, Ιθΐρζίς. Η. Μ3(ΙΙ"ΙΘ5, 1881ΡΓθυό 3., ΟΘΓ Iνίί2 υηά εβίηβ ΒθΖίβΜυπς ζυτη υηύβν/υεείβη, ίθιρζις: ϋθυΐίςΐίθ. 1905.- Ριγ νν. Ρ.. 5ννβθί Μαάηί,εε, 03ΙΙΙ.. Ρβαίιο ΒοοΚε, 1963.- Ρϊ39β( ϋ., ΓΛε ΡεγείιοΙοςγ οί ΙηΙβΙΙίςβηοβ, ΡβΙθΓϊοη: Αά3πι$, 1963.- Χουιζίνγκα Γ.. Ο άνθρωπος και το παιχνίδι, Αθήνα, Γνώση. 1989.
Μαρία Τζαφεροπουλου
παλιγγενεσία. Η νέα γένεση, η αναγέννηση. Αν και στα διασωθέντα αποσπάσματα του Ηράκλειτου* δεν υπάρχει ο όρος παλιγγενεσία, ωστόσο το πνεύμα αυτού του όρου περιέχεται στη διδασκαλία του για την ανανέωση παντός του υπαρκτού, του κόσμου ολόκληρου, τον οποίο θεωρεί ως "πυρ αείζωον" που "μέτρω άπτεται και μέτρω σβέννυταΓ (22 Β 30, ϋίβΙδΚΓ3ΠΖ). Στον Πλάτωνα* η παλιγγενεσία σημαίνει την ανανέωση των ανθρώπινων ψυχών κατά τη διαδικασία της μεταμόρφωσης και της μέθεξής τους (Μένων', 81 β, Απολογία Σωκρά-
τους' 40 ά). Οι Στωικοί* ερμήνευαν την παλιγγενεσία ως αναγέννηση του κόσμου μετά την παγκόσμια πυρκάιά (εκπύρωση) κατά το μεγάλο έτος, όταν όλοι οι πλανήτες θα επανέλθουν στην ίδια θέση που κατείχαν κατά την αρχή της δημιουργίας του κόσμου. Κατόπιν θ' αρχίσει ένας νέος σχηματισμός του Κόσμου, που θα αποτελεί ακριβές αντίγραφο του προηγούμενου. Για την παλιγγενεσία ως "αιώνια επιστροφή" (αποκατάσταση) μίλησε και ο Μάρκος Αυρήλιος*: "Οποιος είδε το παρόν, είδε ήδη τα πάντα στη διάρκεια της αιωνιότητας, καθώς και όλα όσα θα συμβούν στη διάρκεια του ατέρμονα χρόνου. Γιατί τα πάντα είναι του ίδιου γένους και ομοιόμορφα", (VI, 37). Στους ύστερους πυθαγόρειους η "παλιγγενεσία" έχει την ίδια σημασία με τη μετεμψύχωση*, τη μεταφορά της ψυχής σε άλλο σώμα. Στη χριστιανική διδασκαλία ο όρος προσεγγίζεται ως αναγέννηση του Αγίου Πνεύματος με την Ανάσταση ("Καινή Διαθήκη", Επιστολή προς Τίτον, 3, 5). Στην εποχή της Αναγέννησης η παλιγγενεσία έγινε όπλο για την αναβίωση της Αρχαιότητας, της ζωής της, της επιστήμης και της τέχνης, γενικά του πολιτισμού της και των αξιών της. θεοχ. Κεσσιδης
παμψυχισμός. Διδασκαλία που πρεσβεύει ότι όλα τα πράγματα, και ο κόσμος στο σύνολο του, είναι έμψυχος. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο νεκρό, τίποτε που να μην έχει ψυχή και συνείδηση. Και η διάκριση ζωντανού ή νεκρού, οργανικού ή ανόργανου, αφορά μόνο στον βαθμό του εμψυχισμού ενός αντικειμένου. Η πρωταρχική, η όχι φιλοσοφική μορφή του παμψυχισμού είναι ο ανιμισμός', η ιδέα ότι η ψυχή (ή το πνεύμα) είναι η αιτία και η αρχή της ζωής. Στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία παμψυχισμός χαρακτήριζε τον Θαλή*, που πίστευε ότι τα πάντα είναι "πλήρη θεών", δηλαδή ψυχής, ενώ ο υλοζωισμός ήταν γνώρισμα των πρώιμων ελλήνων φιλοσόφων, όπως ο Ηράκλειτος", που ονόμαζε το πυρ "αείζωον". Στην ιδεαλιστική φιλοσοφία ο παμψυχισμός εκφράζεται με τον σπιριτουαλισμό, σύμφωνα με τον οποίο η ουσία του κόσμου είναι το πνεύμα, η παγκόσμια ψυχή κ.λπ. Ο παμψυχισμός υπάρχει και στις μονάδες του Λάιμπνιτς", στη διδασκαλία του Σέλλινγκ* και στην ψυχοφυσική του Φέχνερ", στον περσοναλισμό* του Ουάιτχεντ', στην αναλυτική ψυχολογία του Γιουνγκ* κ.ά. (βλ. και υλοζωισμός, ιδεαλισμός), θεοχ. Κεασίδης
137
Παναίτιος ο Ρόδιος Παναίτιος ο Ρόδιος (περ. 185-109 π.Χ.). Ένας από τους δύο μεγάλους φιλοσόφους της Μέσης Στοάς, όπως αποκαλούμε στην ιστορία της Φιλοσοφίας* την περίοδο της στωικής φιλοσοφίας των δύο τελευταίων αιώνων π.Χ. (ο άλλος είναι ο Ποσειδώνιος'). Από αριστοκρατική οικογένεια της Ρόδου (γιος του Νικαγόρα) μαθήτευσε κοντά στον στωικό φιλόσοφο Κράτη τον Μαλλώτη" (στην Πέργαμο) και στη συνέχεια άκουσε στην Αθήνα τους στωικούς επίσης φιλοσόφους Διογένη τον Βαβυλώνιο* και Αντίπατρο από την Ταρσό*. Κατά την παράδοση έγινε για ένα διάστημα ιερέας του ιππείου Απόλλωνος στη Λίνδο. Μετά το 150 π.Χ. επισκέφθηκε τη Ρώμη, όπου παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα, γνωρίστηκε με προσωπικότητες της ρωμαϊκής κοινωνίας και εισήλθε στον κύκλο των εμπίστων και φίλων του Σκιπίωνος του νεωτέρου, του πορθητού της Καρχηδόνας. Το 129 π.Χ. ανέλαβε τη διεύθυνση της Στοάς στην Αθήνα μετά τον θάνατο του Αντιπάτρου και παρέμεινε στη θέση αυτή ως τον θάνατό του. Ο Παναίτιος απομακρύνθηκε από την παράδοση της παλαιάς στωικής φιλοσοφίας σε πολλά σημεία και προσπάθησε να συνδεθεί περισσότερο με την αττική φιλοσοφία* (Πλάτωνα* και Αριστοτέλη*). Χαρακτηριστικά μάλιστα αποκαλούσε τον Πλάτωνα "Ομηρο των φιλοσόφων"! Δεχόταν τη διδασκαλία του Αριστοτέλη για τον κόσμο, που τον θεωρούσε άφθαρτο και αγέννητο*, απέρριπτε δηλαδή τη στωική θεωρία της εκπύρωσης*. Πίστευε ότι η ψυχή αποτελείται από θερμότητα (πυρ) και αέρα, γι' αυτό είχε τη δύναμη να επικοινωνεί με τον παγκόσμιο λόγο, ως θερμότητα, και με την άλογο φύση, ως αέρας. Η "φύσις" είναι το κατεξοχήν άλογο στοιχείο στον άνθρωπο, ενώ το λογικό μέρος της ψυχής είναι το "ηγεμονικόν", που καθοδηγεί το άλογο τμήμα της. Με τις αντιλήψεις αυτές βέβαια ο Παναίτιος επανέρχεται στον πλατωνικό και αριστοτελικό δυϊσμό σώματος και ψυχής, ωστόσο όμως δεν παύει να θεωρεί την ψυχή ως σωματική (πυρ - αέρας) και επομένως φθαρτή (στωική αντίληψη). Από το άλλο μέρος απορρίπτει την πολυθεία και δεν δέχεται την ύπαρξη του θεού ως πνευματικού όντος· αποδίδει στον θεό "ευεργετική φύση" και παραδέχεται ότι ερρύθμισε με την "πρόνοιαν" τα πάντα κατά τον άριστον τρόπο, απορρίπτει όμως το περί "συμπαθείας" δόγμα της Στοάς. Ως προς την ηθική ο Παναίτιος απομακρύνθηκε από την άκαμπτη αυστηρότητα των παλαιότερων Στωικών*. Τις αντιλήψεις του περί ηθικής πληρο-
138
φορούμαστε κυρίως από τον Κικέρωνα* και ειδικά από το έργο του ϋθ οίίίοϋδ, στο οποίο μεταφέρει την ηθική φιλοσοφία του Παναίτιου. Πίστευε, λοιπόν, ο Παναίτιος ότι οι ορμές είναι φυσική καταβολή και προίκα της ψυχής και γι' αυτό δεν πρέπει να εκριζωθούν. Ιδανικό της ζωής δεν είναι η "απάθεια", όπως ήθελαν οι παλαιότεροι Στωικοί, αλλά η "ευθυμία", δηλαδή η ευχρίατηση της ψυχής που προκύπτει από τη συνειδητή επιτέλεση του καλού, καλών πράξεων. Γι' αυτό ακριβώς σκοπός της ζωής (τέλος) δεν είναι, κατά τον Παναίτιο, ο θεωρητικός αλλά ο πρακτικός βίος, η ευπραξία. Το ηθικό ιδεώδες της ζωής έβλεπε στη σύμφωνη με τη φύση διαβίωση, όπως μας πληροφορεί ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός*: "Παναίτιος το ζην κατά τας δεδομένας ημίν εκ φύσεως αφορμάς τέλος απεφήνατο" (Στρωμ. 2,129). Με τον όρο "αφορμή", εννοεί τις προδιαθέσεις της ψυχής. Ο άνθρωπος οφείλει να συμμορφωθεί προς την τάξη του κόσμου (τον λόγον), αφού στηριχθεί βέβαια στις ατομικές του προδιαθέσεις. Στον πρακτικό βίο έδινε προτεραιότητα έναντι του θεωρητικού, όπως ήδη τονίσαμε, και αναγνώριζε, σύμφωνα μ' αυτά, τρεις βασικές αρετές: τη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη και την ανδρεία, ενώ για τη σοφία (αρετή κατά τους παλαιούς) πίστευε ότι είναι "επιστήμη θείων τε και ανθρωπίνων πραγμάτων". Ο άνθρωπος έχει πλασθεί όχι μόνο να σκέφτεται αλλά και να πράττει, γι' αυτό έχει καθήκοντα προς τους θεούς και προς τους ανθρώπους. Έγραψε, λοιπόν, ειδικό σύγγραμμα Περί καθηκόντων, επειδή θεωρούσε τον άνθρωπο "ζώον φύσει πολιτικόν" και έβλεπε την τελείωσή του μόνο μέσα στην ανθρώπινη κοινότητα και στη συνεργασία. Κανόνας της πολιτικής ζωής του ανθρώπου είναι να αποφεύγει να βλάψει την πολιτεία όπου ζει. Δεν δεχόταν το μεσοπολιτικό ιδεώδες των παλαιοτέρων Στωικών και παρέμεινε πιστός στο πολιτικό ιδεώδες της πόλεως. Η πολιτική του φιλοσοφία τείνει προς έναν πολιτικό ανθρωπισμό, όπως αυτός απορρέει από τα ιδεώδη της αρχαίας πόλεως. Βιβλιογρ.: Μ. ΡΟΜΘΠΖ. Ο/β 5(03. Οβε&ίεΜβ θιηβί 9θί$Ιΐ9βη Βθηβςυης, τόμ. Ι-ΙΙ. ΟοΚίηββπ 1984* (1964').ίουιβθ 1_3ΐχ>»5ΐ<ί, Ο/β ΕΙΜΗ άβΒ ΡβηβίΙίΟί, 1934.- Μ. ΡοΛΙβηζ. ΑηΙίΙιβε ΡυήΓθΓίυπι. Οίεβιο, άβ οΙΙίαίε υηά άβ$ ίβύβηΒίάββΙ άβε ΡβηβίΙίοε. 1934.- Μ. δοΙιοΙίθΜ, ΓΛβ 5/0/0 Ιάβα οΙ IIιβ αίγ, 03Γηΐ3Γκΐ38. 1991.- Α. Α. Ι ο η ς . Η ελληνιστική φιλοσοφία, μτφ. Στυλ. Δημόπουλος - Μυρτώ Δραγώνα - Μονάχου, εκδ. Μ Ι Ε Τ , Αθήνα, 1987.- Β . Ν. ΤβΙβΚϊβ. ΡΒηύΙίυ5 άβ Ηηοάβί, Ιβ ΙοηάβΙβυτάυ Γηογβη 8Ιοιάεπιβ. 83 νίβ βΐ εοη οβυνίβ, Ρβιϊε, 1931. Βασ. Κύρκος
Πάνινι πανενθεϊσμός (παν εν θεώ). Φιλοσοφική θεωρία, κράμα θεισμού' και πανθείσμού*. Κατά τη θεωρία αυτή ο κόσμος* περιέχεται μέσα στον θεό, χωρίς αυτός να εξαντλείται μέσα στον κόσμο (όπως δέχεται ο πανθεισμός), καθότι ως υπερβατική αρχή δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον κόσμο. Εισηγητής του όρου υπήρξε ο Γερμανός φιλόσοφος Κράουζε* το 1928. Από τους αρχαίους φιλοσόφους πανενθείστής ήταν ο Πλωτίνος*, ο οποίος δίδασκε ότι ο θεός ως απόλυτο και τέλειο ον, περιλαμβάνει στον εαυτό του τα πάντα και από αυτόν εκπέμπεται και απορρέει κάθε ύπαρξη. Αλλοι πανενθεϊστές ήταν οι: Αυγουστίνος*, Διονύσιος Αρεοπαγίτης*, Κουζάνος* (1401-1464: ο κόσμος είναι θεός αποκεκαλυμμένος και ως τέτοιος συμμετέχει στην απειρότητα του θεού), Μαλεμπράνς* (1638-1715: Νόμος αιτιότητας δεν υπάρχει- ο θεός είναι παντοτινή αιτία όλων των πραγμάτων, όλων των φαινομένων και όλων των αληθειών, καθότι υπάρχει σε όλα τα αντικείμενα και όλες τις ιδέες), Φέχνερ*, Βουντ', Ουκεν', Σπράνγκερ* κ.ά. Απ. Τζ.
πανθεϊσμός. Μορφή φιλοσοφικής και θρησκευτικής συνείδησης* που δεν κάνει αυστηρή διάκριση μεταξύ Θεού* και κόσμου*. Στις αρχές του 18ου αι. ο άγγλος φιλόσοφος Τόλαντ* χρησιμοποίησε τον όρο "πανθείστής", ο δε ιδεολογικός του αντίπαλος, Ολλανδός θεολόγος Φάι, τον όρο "πανθείσμός", που σύντομα κατέστη συνώνυμος της ελευθεροφροσύνης. Υπάρχουν διάφορα είδη πανθείσμού: φυσικός (νατουραλιστικός) πανθεισμός, ο οποίος διαχέει τον Θεό μέσα στη φύση με βάση τη φόρμουλα: "Θεός είναι η Φύση". Εάν τη φόρμουλα την αναστρέψουμε, "Φύση είναι ο Θεός", τότε προκύπτει ο ιδεαλιστικός πανθεισμός. Και αν το συνδετικό "είναι" το εννοήσουμε ως ταυτότητα, τότε έχουμε τον πανθεισμό που πρέσβευε ο Σπινόζα* (Όθυε δίνβ ηβΙυΓβ"). Ο πανθεισμός έχει μακρά ιστορία. Στοιχεία του περιείχε η ινδική φιλοσοφία (ιδιαίτερα ο βραχμανισμός', ο ινδουισμός* και η βεδάντα*), η κινεζική* φιλοσοφία (ο Ταοισμός') και η ελληνική*, ιδιαίτερα η πρώιμη: ο Ξενοφάνης* ταύτιζε τον έναν (ενιαίο και μοναδικό) Θεό με παν το υπαρκτό, με τον κόσμο στο σύνολο του (21 Β 23-26 0ΪΘΙ5-ΚΓ3ΓΊΖ). Εκτός αυτού ο Θεός του Ξενοφάνη δεν ήταν ανθρωπόμορφος (Β 15). Στη μετέπειτα περίοδο του αρχαίου κόσμου πανθειστικό χαρακτήρα, στον ένα ή τον άλλο
βαθμό, είχαν οι φιλοσοφίες των στωικών* και νεοπλατωνικών*. Στον Μεσαίωνα αποκρυσταλλώθηκαν δύο είδη πανθείσμού: ο νατουραλιστικός και ο μυστικιστικός, δηλαδή πανθείσμός που συγχώνευε τη φύση και τον άνθρωπο στον Θεό. Ο μυστικιστικός πανθείσμός, που έδινε τη δυνατότητα στον κάθε άνθρωπο χωρίς επίσημη διαμεσολάβηση να γνωρίσει τον Θεό, αποτέλεσε τη βάση πολλών λαϊκών αιρετικών κινημάτων. Κυριότερος εκπρόσωπος του μυστικιστικού πανθείσμού ήταν στα τέλη του 16ου αι. ο Θωμάς Μύντσερ'. Ο νατουραλιστικός πανθεισμός έφτασε στην ακμή του την εποχή της Αναγέννησης, με εκπρόσωπο τον Νικόλαο Κουζάνο*, που στη διδασκαλία του υπήρχαν, εξάλλου, και μυστικιστικά στοιχεία. Η διδασκαλία του ιταλού στοχαστή Τζιορντάνο Μπρούνο* για τον άπειρο Θεό, που ταυτιζόταν με τη φύση, έγινε διδασκαλία για την άπειρη φύση ("Η φύση δεν είναι τίποτε άλλο από τον αιώνιο Θεό"). Ακόμα ριζοσπαστικότερος ήταν ο πανθείσμός του Σπινόζα* (18ος αι.), καθώς και των γερμανών στοχαστών του 18ου αι. Γκαίτε*, Σλαιερμάχερ* κ.ά. Η σύνοδος του Βατικανού του 186970 αφόρισε τους πανθεϊστές ως αιρετικούς και άθεους. Βιβλιογρ.: Σόκολοφ Β. Β., Ιστορικός χαρακτηρισμός του πανθείσμού στη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία. "Φιλ. ναούκι", Μόσχα, 1960, Νο 4.- ΡΙυπιρίΓθ Ο. Ε . βθπβΓΒΐ εΚβΙςΙι οί Ιήβ ΝεΙοτγ ο! ΡαπΙβίεπι,ν. 1-2, Ιοηΰοη, 1882. θεοχ. Κεσσίδης
Πάνινι. Περίφημος ινδός γλωσσολόγος και γραμματικός, που έζησε μεταξύ 5ου και 4ου π.Χ. αι. Καταγόταν από τη Β.Δ. Ινδία και σπούδασε στην Ταξίλα. Θεωρείται θεμελιωτής της γλωσσολογίας, της σημασιολογίας και της λογικής. Εγραψε την πρώτη στην ιστορία της Ινδίας γραμματική με κανόνες της αρχαίας ινδικής γλώσσας (Οκτάβιβλος γραμματικών κανόνων). Χρησιμοποίησε τις έννοιες "μέρη του λόγου", "ρίζα", "πρόσφυμα". Η γραμματική του θεωρείται ως ένα από τα πρώτα δείγματα συστηματικής περιγραφής της σανσκριτικής γλώσσας. Ο Παταντζάλι* και ο Κατιαιάνα, γνωστοί επίσης ως μεγάλοι ινδοί γλωσσολόγοι, στηρίχτηκαν στο έργο του Πάνινι και έγραψαν κριτικά σχόλια πάνω στη γραμματική του. Οι σύγχρονοι ερευνητές έχουν ασχοληθεί και με το κατά πόσον ο Πάνινι ήταν γνώστης της ελληνικής γλώσσας, εξ αιτίας του γεγονότος ότι αναφέρει τους Ελληνες με αφορμή τη χρησιμοποίηση παραδειγμάτων εφαρμογής ορισμέ -
139
πανλογισμός νων γραμματικών κανόνων της σανσκριτικής. Βιβλιογρ.: I . Ββηβυ. ίβ ΟτβηηπΐΒίίβ άβ Ρβηίηί, τ. 1-3, Ρ3Π5. 1948.- Δ. Βελιοοαρόπουλου, Ελληνες και Ινδοί. Η
συνάντηση δύο κόσμων, τ. 1, εκδ. Εστία. Αθήνα, 1990. Αλέξ. Καριώτογλου
πανλογισμός. Ορθολογική και ιδεαλιστική διδασκαλία ότι τα πάντα είναι Λόγος, λογικό, ότι ο Κόσμος είναι ενσάρκωση του λογικού και ότι οι λογικοί κανόνες καθορίζουν την ανάπτυξη του Είναι*. Ο όρος πανλογισμός εισήχθη στα μέσα του περασμένου αιώνα από τον I. Ε. Έ ρ ν τ μ α ν ( β λ . νβτευοΚ
ΩβΓεΙθΙΙυπς
βίπβΓ
όβΓ ΟβεΜοΜβ
ννίεεβηεσήβΜκΙιβη άβΓ ηβυβΓβη
ΡΜο-
εοΐίβ, Βά3 Ιρζ., 1853), για να χαρακτηρίσει τη διδασκαλία του Χέγκελ*. Δυνάμει ο πανλογισμός περιέχεται και στο φιλοσοφικό σύστημα του Σπινόζα*, στο οποίο η νόηση αποτελεί κατηγόρημα της ενιαίας ουσίας. Ωστόσο, την πιο σαφή του έκφραση ο πανλογισμός βρήκε στη φιλοσοφία του Χέγκελ, για τον οποίο η αληθινή πραγματικότητα δεν είναι παρά "το λογικό που γνωρίζει τον ίδιο τον εαυτό του", αποτελεί δηλαδή την αυτοσυνείδηση του παγκόσμιου πνεύματος, τη λογική αυτοαποκάλυψη της απόλυτης Ιδέας. Απ' εδώ και η θέση του Χέγκελ ότι το παγκόσμιο πνεύμα, η απόλυτη πραγματικότητα μπορούν να αποκαλυφθούν στο σύστημα των λογικών κατηγοριών και ένα από τα κύρια έργα του φέρει τον τίτλο Η επιστήμη της Λογικής. Η Σχολή του Μάρμπουργκ', των νεοκαντιανών* (Κοέν' κ.ά.), τάσσεται υπέρ της απολυτοποίησης των εννοιών και των γεγονότων της επιστήμης, ταυτίζει το Είναι με τις μορφές γνώσης του, αντικαθιστώντας έτσι την πραγματικότητα με τη λογική διδασκαλία γι' αυτή. θεοχ. Κεσσιδης
Πάνταινος. Στωικός* φιλόσοφος και θεολόγος του 2ου μ.Χ. αιώνα από την Αθήνα ή, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, από τη Σικελία. Ορμώμενος από τη στωική φιλοσοφία προσήλθε στον χριστιανισμό* εγκαινιάζοντας συγχρόνως τη φιλοσοφική, τρόπον τινά, θεώρηση των εκκλησιαστικών κειμένων. Τιμήθηκε ιδιαίτερα στην Αλεξάνδρεια, όπου και έγινε διάσημος δάσκαλος της χριστιανικής πίστης και διακρίθηκε για την ερμηνεία του στις Γραφές. Επέδειξε μάλιστα τόσο ζήλο ώστε λέγεται ότι πήγε μέχρι τις Ινδίες, όπου βρήκε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο στα εβραϊκά. Επί του αυτοκράτορα Κομμόδου (180-192) ανύψωσε το κατηχητικό διδα-
140
σκαλείο της Αλεξάνδρειας σε θεολογική Σχολή, στην οποία δίδαξε από το 180, θεμελιώνοντας έτσι την περίφημη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Μαθητές του και διάδοχοι στη διεύθυνση της σχολής μετά τον θάνατο του υπήρξαν ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς* και κυρίως ο Ωριγένης*, οι οποίοι όρισαν τις βασικές αρχές της Σχολής ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξε ο δάσκαλος τους (αποπνευματοποίηση και ελευθερία στην έρευνα, αναγωγή της πίστης σε γνώση με τη βοήθεια της φιλοσοφίας και χρησιμοποίηση της αλληγορικής μεθόδου στην ερμηνεία των Γραφών). Δυστυχώς, κανένα έργο του Πανταίνου δεν σώθηκε. Ευτυχία Ξυδιά
Πάουλσεν Φρειδερίκος (ΡευΙεβη, 1846-1908). Γερμανός φιλόσοφος, οπαδός του πανθεισμού' και θεμελιωτής του "ιδανικού μονισμού", κατά τον οποίο ο κόσμος είναι η αποκάλυψη "του ενιαίου πνευματικού υπαρκτού" ή του θεού*. Βλέπει στη φύση γνωρίσματα της ψυχικής ζωής, της οποίας κυρίαρχη αρχή θεωρεί τη βούληση, καθώς έχει δεχθεί την επίδραση του Σοπεγχάουερ* και του Φέχνερ', οι οποίοι υποστήριζαν τη βουλησιαρχία* (νοίυηΐβιϊδπιυε), κατά την οποία η προτεραιότητα ανήκει στη βούληση και όχι στο πνεύμα*. Βασικός του στόχος είναι να συμβιβάσει τη γνώση προς την πίστη*. Στην ηθική ως ιδεώδες θεωρεί τον ενεργητισμό, δηλαδή την ανάπτυξη όλων των αγαθοποιών δυνάμεων του ανθρώπου, και το ιδεώδες αυτό το αντιπαραθέτει στον ηδονισμό. Εργα του: ΡήϊΙοεορίιϊβ ΓπίΙϊΙθηε, Εισαγωγή στη φιλοσοφία. Παιδαγωγική, Ηθική κ.ά. Βιβλιογρ.: δρβοΚ ϋ. Ρ . ΡβυΙεβπ ί3πρβη$3ΐΖ3. 1926.- ΙβυΙβ Ο.. Ρ3υΙεβπ Ρ., Ρ3ό3ςοςίΙ< ίη ίΜτθί ΒβύβυΙυης Ιυί άίβ Οθ9θην/βτΙ, 1958. Απ. Τζ.
Παπαθασιλόπουλος (ή Παπαβασιλείου) Αναστάσιος. Επιφανής λόγιος των αρχών του 18ου αιώνα. Από τους "μεταφορείς" της ευρωπαϊκής φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης στον ελληνικό χώρο. Σπούδασε φιλοσοφία* στην Πάδοβα της Ιταλίας και στη συνέχεια χρημάτισε σχολάρχης και δάσκαλος των επιστημών και της φιλοσοφίας στον Τύρναβο και στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας και κατόπιν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Γιάννινα. Από τον Παπαβασιλόπουλο μας έχουν διασωθεί, σε μορφή χειρογράφου, δύο εγχειρίδια ρητορικής και δύο επίσης κείμενα της επιστη-
Παπανούτσος μονικής - φιλοσοφικής σκέψης, σε μετάφραση από τα λατινικά: μία Εισαγωγή μαθηματικής (1695) και ένα Εγχειρίδιο της αναζησάσης φυσικής φιλοσοφίας (1701) στο οποίο, όπως ο ίδιος τονίζει, "η αληθής της φύσεως αρμονία αναπτύσσεται και πλείστα της αρχαίας φιλοσοφίας αμαρτήματα, δια κανόνων και άλλων τινών αποδείξεων, φανερούνται". Γ\άννης Καράς
Παπαδόπουλος Χρήστος (1835, Αδριανούπολη - 1906, Αθήνα). Σπούδασε φιλοσοφία στην Ελλάδα και τη Γερμανία, όπου υπήρξε μαθητής και οπαδός του ΗθΓββιΙ*. Δίδαξε σε ελληνικά γυμνάσια της Αδριανούπολης και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1878 έγινε υφητητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1880 διορίσθηκε έκτακτος καθηγητής, ως διάδοχος του Φιλίππου Ιωάννου. Τον επόμενο χρόνο έγινε τακτικός καθηγητής και δίδαξε ως τον θάνατό του. Τα βιβλία του είναι απλά εγκειρίδια χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις. Έγραψε: Εμπειρική Ψυχολογία, Αθήνα, 1887· Στοιχεία λογικής, Αθήνα, 1881' Φιλοσοφική ηθική, Αθήνα, 1901 κ.ά. Βιβλιογρ.: Βασική Βιβλιοθήκη 36, Β'. "Νεοελληνική φιλοσοφία* (Επιμελεια Σ. Παπανούτσου), σελ. 19.- Ντίμη Αποστολόπουλου. Σύντομη ιστορία της Νεοελληνικής φιλοσοφίας. Αθήνα. 1950 (;), σελ. 15. Γραμμ. Αλατζόγλου - Θέμελη
Παπαλεξάνδρου Κ. (1891). Δημοσιογράφος και λόγιος. Ασχολήθηκε με την ιστορία και τη θεωρία του τύπου. Μετέφρασε φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά και λογοτεχνικά έργα ξένων συγγραφέων, όπως: Μπερξόν Δημιουργός εξέλιξις. με εκτεταμένη εισαγωγή περί του Μπερξόν* και του φιλοσοφικού του έργου, Σπινόζα Πολιτεία, Ουίλλιαμ Τζαίημς Ο πραγματισμός, Σαρλ Λαλό Αισθητική, Νορντάου Τα κατά συνθήκην ψεύδη, Βολταίρου Φιλοσοφικά έργα, Μπαλζάκ Ευγενία Γκραντέ, Ταγκόρ Η θρησκεία του ποιητού κ.ά. Επίσης συνέγραψε Συνοπτική Ιστορία της φιλοσοφίας (1964, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), στην οποία διαφαίνεται ότι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί την αρχική αφετηρία της αναπτύξεως των προβλημάτων, αλλά και βάση για τον συσχετισμό και την αξιολόγηση της φιλοσοφίας στο σύνολο της. Απ. Τζ.
Παπανούτσος Ευάγγελος Π. (27.7.1900, Πειραιάς - 2.5.1982, Αθήνα). Σπούδασε θεολογία",
φιλολογία, φιλοσοφία* και παιδαγωγική στα πανεπιστήμια Αθηνών, Βερολίνου και Τϋ&ίηςβπ (παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας για ένα διάστημα και στο Παρίσι). Αρχισε την εκπαιδευτική του σταδιοδρομία ως καθηγητής γυμνασίου στην Αλεξάνδρεια (1921-31). Το 1927 ανακηρύσσεται διδάκτωρ της φιλοσοφίας στο Τϋ&ίηςθη (διδακτορική διατριβή με θέμα Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα). Χρημάτισε κατά καιρούς γενικός διευθυντής και γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας (1944-66). Δύο φορές είχε την κύρια ευθύνη για την εκπαιδευτική νομοθεσία της χώρας μας (1964-65 και 1975-76). Στη φιλοσοφία εμφανίζεται το 1921 με δύο μικρές μελέτες: Ελεγχος του μονισμού και Το πρόβλημα της ελευθερίας της βουλήσεως (Αλεξάνδρεια). Τρία χρόνια αργότερα δημοσιεύει την πρώτη μεγάλη συνθετική του εργασία: Ο πραγματισμός ή ουμανισμός. Ανάπτυξη και κριτική των θεωριών ενός μεγάλου ρεύματος της σύγχρονης φιλοσοφίας (Αλεξάνδρεια, 1924). Τον φιλοσοφικό του προβληματισμό αυτής της περιόδου και της εμπειρίας του από τα μεγάλα κέντρα φιλοσοφικής παιδείας στη Δυτική Ευρώπη θα τα διατυπώσει σε μια πρώτη μορφή στην Τριλογία του πνεύματος (1928). Λίγα χρόνια αργότερα, το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού θα "διασπαστεί" σε τρεις επιμέρους αυτόνομες ενότητες: Περί τέχνης (1930), Περί ηθικής (1932), Περί επιστήμης (1937). Την ίδια περίοδο φιλοτεχνεί τη μετάφραση του πλατωνικού Φαίδωνα' με εισαγωγή και ερμηνευτικά σχόλια. Οσο ωριμάζει ο φιλόσοφος Παπανούτσος, τόσο πιο κοντά οδηγείται στην παιδευτική πράξη και αποκτά την αίσθηση του κοινωνικού χρέους με τη θεραπεία της παιδείας του λαού. Τα έργα της ώριμης περιόδου του Παπανούτσου είναι φιλοσοφικά και ευρύτερα παιδευτικά. Το πρώτο από τα έργα αυτά είναι η Αισθητική (1948), το δεύτερο η Ηθική (1949) και το τρίτο (πολυσέλιδο και συνθετικό έργο) είναι η Γνωσιολογία (1954, αγγλική μετάφραση 1968). Ολα αυτά τα μεγάλα, καθώς και τα μικρότερα έργα του γνώρισαν πολλές ανατυπώσεις. Σταθμό στα νεοελληνικά γράμματα αποτελούν οι δύο τόμοι (εισαγωγή και ανθολόγηση κειμένων) για τη Νεοε\ληνική φιλοσοφία (1ος τόμος 1953,2ος 1956, στη σειρά της "Βασικής Βιβλιοθήκης"). Με τους δύο αυτούς τόμους πρώτη φορά η νεοελληνική φιλοσοφία" αποκτά επιστημονική θεμελίωση και μεθοδο-
141
Παπανούτσος λογική σαφήνεια. Οι τέσσερεις μεγάλες ενότητες που διέκρινε ο Παπανούτσος στην περίοδο από την άλωση της Πόλης ως το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, καθόρισαν τα όρια του ερευνητικού χώρου της νεοελληνικής φιλοσοφίας. Για τη λύση της οντολογικής απορίας, ο Παπανούτσος διατυπώνει δύο θεμελιώδεις προτάσεις: α) η πραγματικότητα, φυσική και κοινωνική, είναι αυθύπαρκτη, δηλαδή διατηρεί την αυθυπαρξία της απέναντι στο υποκείμενο που επιζητεί να την κάνει αντικείμενο γνώσης· β) η πραγματικότητα υπάρχει όσο κατακτάται από το πνεύμα, δηλαδή υπάρχει εάν και όσο γνωρίζεται από τον άνθρωπο, και γνωρίζεται κατά τον βαθμό που μετουσιώνεται σ' ένα σύμφωνα με τους νόμους της έλλογης συνείδησης πειθαρχημένο σύστημα εννοιών (Γ νωσιολογία, 140). Ο Παπανούτσος επεξηγεί ότι δεν πρόκειται για το οποιοδήποτε υποκείμενο, αλλά για τον θεωρητικό άνθρωπο, δηλαδή για τον επιστήμονα. Αυτός ακριβώς αποφαίνεται κάθε φορά ότι είναι υπαρκτό το Είναι*, το αντικείμενο - "υπαρκτό", λέει ο φιλόσοφος, και όχι "υπάρχον", ότι δηλαδή πληροί τους όρους της ύπαρξης, μπορεί να υπάρχει. Ο Παπανούτσος, βέβαια, δεν εννοεί ότι ο αντικειμενικός κόσμος έρχεται στην ύπαρξη από το μηδέν* μέσω του υποκειμένου, αλλά ότι το αντικείμενο γίνεται "πιο γνωστό", όχι "πιο υπάρχον", στον βαθμό που κατακτάται από το γνωρίζον υποκείμενο, τον άνθρωπο· δεν δέχεται, δηλαδή, βαθμίδες ύπαρξης, αλλά βαθμίδες γνώσης. Η προσφορά του Παπανούτσου γενικά στη νεοελληνική πνευματική ζωή και την παιδεία, και ειδικότερα στη φιλοσοφία, τον αναδεικνύει κορυφαία προσωπικότητα των νεοελληνικών γραμμάτων. Με το έργο του και τις ιδέες του βοήθησε αποφασιστικά την κοινωνική πρόοδο της Ελλάδας. Σημαντικότερα έργα του: Ο πραγματισμός ή ουμανισμός. Ανάπτυξις και κριτική των θεωριών ενός μεγάλου ρεύματος της συγχρόνου φιλοσοφίας, Αλεξάνδρεια, 1924' ϋ38 ΓβΙϊ9·03θ ΕΓΙΘ&ΘΠ βθί ΡΙβΙοη (διδακτ. διατρ. Τϋ&ίηςβη), Αλεξάνδρεια, 1927 (= Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, μτφ. του συγγραφέα, Αθήνα, 1971)· Η τριλογία του πνεύματος, Τέχνη, Ηθική, Επιστήμη, Αλεξάνδρεια - Αθήνα, 1930- Περί Τέχνης, Αθήνα, 1930" Περί Ηθικής, Αθήνα 1932" Περί Επιστήμης, Αθήνα, 1937· Πλάτωνος "Φαίδων", αρχ. κείμ., εισαγ., μτφ. σημ., Αθήνα, 1939' Ο κόσμος του πνεύματος Α' Αισθητική, Αθήνα,
142
1948- Ο κόσμος του πνεύματος Β' Ηθική, Αθήναι,
1949'
Ζ.3 03(ή3Γ5ί3
άβε
Ρ355Ϊ0Π5
0'
3ρίέ3
ΑΠ3(Ο(Θ, ΑΙϊιόπθδ, 1953· Νεοελληνική Φιλοσοφία, τ. Α', Αθήνα, 1953 (2η έκδ. 1959, τ. Β' 1956)· Ο κόσμος του πνεύματος Γ Γνωσιολογία, Αθήνα, 1954· Παλαμάς - Καβάφης - Σικελιανός, 4η έκδ. 1977 (1955)" Φιλοσοφία και Παιδεία, Αθήνα, 1958 (2η έκδ. 1977)· Φιλοσοφικά προβλήματα, Αθήνα, 1964 (2η έκδ. 1978)· Ο Λόγος και ο άνθρωπος, Αθήνα, 1971· ΐΓπιτιβηυθΙ ΚβηΙ, Δοκίμια, Εισαγ., μτφ., σχολ., Αθήνα, 1971' Πρακτική φιλοσοφία, Αθήνα, 1973 (3η έκδ. 1980)· Οζνίά Ηυηπθ, Δοκίμια, Εισαγ., μτφ., σχόλ., Αθήνα, 1924" Αλ. Δελμούζος, η ζωή του, επιλογή από το έργο του, Αθήνα, 1978 (έκδ. Μορφ. Ιδρ. Εθν. Τρ.)' Ωενίά Ηυπίθ, Δοκίμια, τ. Β' Αθήνα, 1980. Βιβλιογρ.: "Αφιέρωμα στον Ε . Παπανούτσο", τ. Α', Αθήνα, 1980: Ο φιλόσοφος ( Β . Α. Κύρκου), Ο παιδαγωγός (Δημοσθ. Γεωργοβασίλη). Ο μεταρρυθμιστής της εκπαίδευσης (Φαν. Κ. Βώρου).- Π. Νούτσος. Η μορφολογία της ιστορίας του Ο. ερβη&θΓ στο έργο του Ε. Π. Παπανούτσου. "Δωδώνη" 9 (1980) 34-35.- ϋ. Απίοπ, ΟηΙίοβΙ Ηυπιβηίεπι 3$ α ΡΜοεορύγ οΙ ΟυΙΙυω: Τήβ Οβεβ οί Ε. Ρ. Ρίρβηούΐεοε. Α ΤΘΙΚ: ΤΉΟ ΝΟΓΙΙΊ ΟΘΠΙΓΒΙ ΡυϋΙίεΜϊης ΟΟΓηρβηγ. υη. οΙ Μίηηθ50(8 ϋΙΧ3Πθ5, Μϊηηβ3ροΙί5, 1981"Μνήμη Ε υ . Παπανούτσου", Αθήνα, 1983.- "Μελετήματα για τον Ε . Π. Παπανούτσο", Τετράδια Ευθύνης. 13. Αθήνα, 1981.- 6 . Ρ . ΗΘΓΚ)6Γ50Π, Ε . Ρ . Ρ3ρ3Π0υΐ505. Τννβγηβ ΡυΙ)Ιϊ5ΐιβΓ5, ΒΟ5ΙΟΠ. 1983.- "Μνήμη Ε υ . Παπανούτσου", Αθήνα. 1983.- Β . Α. Κύρκος, Εύ. Π. Παπανούτσος: ο φιλόσοφος και οι γνωσιοθεωρητικές απόψεις του. Ελλην. Φιλοσ. Επιθ. 1 (1984) 12-18.- Ε . Μσυτσάπουλος. Ο Παπανούτσος ως ιστορικός της νεοελληνικής φιλοσοφίας, Ελλην. Φιλοσ. Επιθ. 1 (1984) 9-11.- Συνέδριο για τον Ε υ . Π. Παπανούτσο. Γιάννενα. 1985. "Πρακτικά". Γιάννενα. 1986. Βασ. Κύρκος
Ο Ε. Π. Παπανούτσος ως "παιδαγωγός" και "μεταρρυθμιστής" της εκπαίδευσης. Ο Παπανούτσος άρχισε τη σταδιοδρομία του ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (192131). Μελέτησε τα γενικά ζητήματα της παιδαγωγικής και τα ειδικά προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης και προσπάθησε να επιλύσει μερικά από τα χρόνια προβλήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Επανειλημμένα ανέλαβε ανώτατη διοικητική υπηρεσία στο Υπουργείο Παιδείας (1944-45, 1950-52, 1963-65), αλλά συνήθως για μικρά χρονικά διαστήματα και μέσα σε περιστάσεις αντίξοες, με έντονη κριτική από τις συντηρητικές δυνάμεις. Η πιο γόνιμη θητεία του στο Υπουργείο ήταν η τελευταία- τότε ο Παπανούτσος επωμίστηκε -για λογαριασμό των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων εκείνου του και-
παραγωγή ρού- τη μεθόδευση μιας μετριοπαθούς μεταρρύθμισης για την ικανοποίηση παλαιών αιτημάτων και νέων αναγκών. Συγκεκριμένα, επιδίωξε τότε: 1) να νομιμοποιήσει για την εκπαίδευση τη "δημοτική γλώσσα"· 2) να απαλλάξει τους μαθητές του γυμνασίου από την καταδυνάστευση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματικής- 3) να ανανεώσει τα σχολικά βιβλία με άλλα εύληπτα, εκσυγχρονισμένα σε περιεχόμενο, καλαίσθητα στη μορφή" 4) να δώσει στους μαθητές τη δυνατότητα να στρέφονται προς επαγγελματική και τεχνική κατεύθυνση σπουδών, ανάλογα με τις κλίσεις τους και τις ανάγκες της σταδιοδρομίας τους. Πολιτικές περιπέτειες της χώρας (ιουλιανή εκτροπή, 1965) ανέκοψαν εκείνη τη δημιουργική μεταρρυθμιστική κίνηση. Οι θεωρητικές αναζητήσεις στον τομέα της παιδαγωγικής και οι πρακτικές προσπάθειές του για την εκπαίδευση έχουν αποτυπωθεί στα έργα του: Φιλοσοφία και παιδεία (1957), Αγώνες και αγωνία για την παιδεία (1965), Παιδεία: το μεγάλο μας πρόβλημα (1976). Κρίσεις για το παιδαγωγικό - εκπαιδευτικό έργο του έχουν περιληφθεί στα βιβλία: "Αφιέρωμα στον Ε. Παπανούτσο", Αθήνα, 1980, σελ. 55-118" "Μελετήματα για τον Ε. Παπανούτσο", "Τετράδια Ευθύνης", αριθ. 13, σελ. 52-100, 122-128" "Πρακτικά Συνεδρίου για το έργο του Ε. Π. Παπανούτσου" (Γιάννενα, Οκτώβρης Νοέμβρης, 1985). Φ. Κ. Βώρος
παραγόντων θεωρία ή κοινωνιολογία των παραγόντων. Ορος που χρησιμοποιείται κατά παράδοση για να δείξει μια σειρά από σχολές που κύριο μέλημά τους είχαν την αναζήτηση των παραγόντων που επηρεάζουν -νομοτελειακά θα έλεγε κανείς- τους μηχανισμούς κίνησης και μεταβολής της κοινωνίας* και τα επιμέρους φαινόμενα*. Μετά τα μεγάλα κοινωνιολογικά συστήματα και τη γενική θεώρηση του κόσμου, οι θεωρίες των παραγόντων, αν και ατελείς ή ακραίες, χαρακτηριστικές για τον μονισμό που τις διέπνεε, πιστεύεται ότι προώθησαν αρκετά τις αναζητήσεις γύρω από το ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής και εμπλούτισαν τους γνωστικούς ορίζοντες της κοινωνιολογίας*, αντιμετωπίζοντας αφενός το ζήτημα των παραγόντων που προκαλούν την κοινωνική αλλαγή και αφετέρου το ζήτημα της κατεύθυνσης με την οποία κινείται η αλλαγή μέσα στον χρόνο.
Ο Π. Σορόκιν* τις ονόμασε "μονόπλευρες θεωρίες". Γιατί οι συγγραφείς τους, ενώ αναμφίβολα παίρνουν υπόψη τους τους πολύπλοκους παράγοντες και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις στα φαινόμενα της κίνησης και μεταβολής, στρέφουν τις αναζητήσεις τους στα όρια της επίδρασης των παραγόντων δηλαδή στη δοσολόγησή τους. Κοινά σημεία των θεωριών αυτών είναι η αναζήτηση του κύριου παράγοντα και η εμμονή σ' αυτόν. Οι κύριες θεωρίες υπήρξαν οι εξής: Η "δημογραφική θεωρία" του Μάλθους* περί προσαρμογής του πληθυσμού στα μέσα για τη συντήρηση του -γνωστή ως μαλθουσιανισμός*. Η "θρησκευτική θεωρία" του Φ. ντε Κουλάνζ και του Μπένζαμιν Κιντ, που βεβαίωναν ότι η θρησκεία" αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα της ιστορίας" και την πηγή κάθε εξέλιξης. Η "γεωγραφική θεωρία" του Χ. Μιλς που συνδέει την κοινωνική εξέλιξη με περιβαλλοντικές, κλιματολογικές, εδαφολογικές κ.λπ. συνθήκες. Η "φυλετική θεωρία" του Α. ντε Γκομπινώ* και του Πολωνού κοινωνιολόγου Λ. Γκούμπλοβιτς', που ως κύριο παράγοντα του πολιτισμού* θεωρούσαν την κληρονομική καθαρότητα και την ανωτερότητα της λευκής φυλής -μια καθαρά ρατσιστική άποψη. Η "τεχνολογική θεωρία" του Βρετανού ανθρωπολόγου Ε. Μπ. Τάιλορ* και του Αμερικανού Χ. Λ. Μόργκαν', που ως κριτήριο ανάπτυξης θεωρούσαν τις μεθόδους μεταποίησης, την έκταση των επιστημονικών γνώσεων, τις μεγάλες εφευρέσεις και την τεχνολογία. Η "ψυχολογική σχολή" του Γκ. ντε Ταρντ*, που ως βάση της είχε τη μίμηση*, και άλλες. Αρκετοί είναι εκείνοι που επικρίνουν τον νομετελειακό χαρακτήρα του μαρξισμού*, θεωρώντας τον έναν μονοδιάστατο οικονομικό ντετερμινισμό* και κατατάσσοντάς τον έτσι στις "μονοπαραγοντικές θεωρίες". Παρότι οι θεωρίες αυτές εξηγούσαν το κοινωνικό γίγνεσθαι με βάση την εκτύλιξη ενός συγκεκριμένου παράγοντα, θα πρέπει να τονισθεί ότι μια συστηματική κι επεξεργασμένη "θεωρία παραγόντων" δεν υφίσταται. Βιβλιογρ.: θ3£ΐοπ ΒοιιΙήουΙ. Ιστορία της
Κοινωνιολογίας.
μτφ. Η. Παπαγεωργίου. εκδ. I. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα. 1989.- Ν. ΤίΓπαείΊθΠ & Ο. ΤΙΐΜκΙοΓδοη, Ιστορία Κοινωνιο-
λογικών θεωριών, μτφ. Δ. Γ. Τσαούσης, εκδ. ΟυΙβη&θΓς, Αθήνα. 1980 - Ρ . δΟΓΟΚίη, ΒοαοΙοςιςαΙ
Ιΐίθοπθε οί Ιοόζγ.
Η3φθΓ. Ν β « ΥΟΓΚ. 1966.
Θα ν. Α.
Βασιλείου
παραγωγή (απαγωγή). Η βασική μέθοδος μετάβασης από το γενικό στο εξ ίσου γενικό ή
143
παραγωγή στο μερικό. Ειδικότερα, ο όρος παραγωγή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμος του όρου λογική παραγωγή. Στην περίπτωση αυτή σημαίνει τη μετάβαση από το γενικό στο εξ ίσου γενικό ή στο μερικό, με την έννοια της παραγωγής προτάσεων οι οποίες καλούνται "συμπεράσματα" από σύνολα δεδομένων προτάσεων, που καλούνται "προκείμενες", μέσω συγκεκριμένων λογικών, μηχανικών κανόνων, οι οποίοι καλούνται παραγωγικοί (συμπερασματικοί) κανόνες. Ο όρος "παραγωγή" χρησιμοποιείται αρκετές φορές για να σημάνει (να δηλώσει) το αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, και ως συνώνυμο του όρου "συμπέρασμα". Οι επιστήμες, οι προτάσεις των οποίων προκύπτουν παραγωγικά ως θεωρήματα (συμπεράσματα), δηλαδή ως συνέπειες γενικών αρχών, αιτημάτων και αξιωμάτων, ονομάζονται συνήθως παραγωγικές. Παραδείγματα τέτοιων επιστημών είναι τα μαθηματικά, η θεωρητική μηχανική, ορισμένοι θεωρητικοί τομείς της φυσικής κ.λπ. Η μελέτη της παραγωγής καθώς και η χρήση της αποτελεί το κύριο στοιχείο της παραγωγικής λογικής. Σε επίπεδο θεωρίας της γνώσης η παραγωγή είναι μία από τις βασικές διαδικασίες πορισμού νέας γνώσης. Στον αντίποδά της ως μέθοδος πορισμού νέας γνώσης βρίσκεται η "επαγωγή", η οποία αποτελεί μέθοδο μετάβασης από το μερικό στο γενικό ή από το γενικό στο γενικότερο. Ο όρος "παραγωγή" χρησιμοποιείται, ως φαίνεται, για πρώτη φορά στον Βοήθιο*, αν και η έννοια της παραγωγής υπάρχει ήδη στον Αριστοτέλη* (Αναλυτικά πρότερα). Στη φιλοσοφία του Μεσαίωνα και των Νέων Χρόνων υπήρχαν διάφορες συζητήσεις και απόψεις για τον πορισμό νέας γνώσης. Σύμφωνα με τον Ντεκάρτ*, στη βασική ενόραση" (εποπτεία), με την οποία το έλλογο ον συλλαμβάνει άμεσα στοιχειώδεις αλήθειες, αντιπαρατίθεται η παραγωγή ως μέθοδος έμμεσης αλλά βέβαιας πρόσληψης συνθετότερων αληθειών. Ο Φ. Μπέικον", καθώς και άλλοι άγγλοι θιασώτες της επαγωγικής λογικής, θεωρούσαν την παραγωγή ως δευτερεύουσα μέθοδο, γιατί αληθή γνώση παράγει μόνον η επαγωγή. Ο Λαιμπνιτς", ξεκινώντας από τη βάση ότι η παραγωγή δεν παρέχει στοιχεία που δεν υπάρχουν ήδη στις προκείμενες, κατέληγε ότι οι γνώσεις που προκύπτουν με την παραγωγή είναι αληθείς σε κάθε δυνατό κόσμο. Πολλές φορές με τον όρο "παραγωγή" εννοείται και η εκάστοτε συγκεκριμένη απόδειξη, με την έν-
144
νοια της εκάστοτε συγκεκριμένης λογικής ακολουθίας μετάβασης από κάποιες διατακτικά προηγούμενες προτάσεις σε κάποιες διατακτικά επόμενες. Διον. Αναπολιτόνος
παραγωγή (λογική). Διαδικασία μετάβασης από το γενικό στο εξ ίσου γενικό ή στο μερικό με χρήση λογικών κανόνων που καλούνται παραγωγικοί (συμπερασματικοί). Πρόκειται ουσιαστικά για συμπερασματική διαδικασία κατάληξης από κάποιες αρχικές προτάσεις (κρίσεις), οι οποίες ονομάζονται και "προκείμενες" ή "προϋποθέσεις" της (λογικής) παραγωγής, σε κάποια πρόταση (κρίση), η οποία καλείται και "συμπέρασμα" της (λογικής) παραγωγής. Η (λογική) παραγωγή χαρακτηρίζει κάθε καλά οργανωμένο γλωσσικό σύστημα, ιδιαίτερα δε αυτά των τυπικών γλωσσών. Στα πλαίσια αυτά η (λογική) παραγωγή αποτελεί μια καθαρά συντακτική και, επομένως, μηχανική διαδικασία μετάβασης από ένα σύνολο προτάσεων σε κάποια πρόταση η οποία θεωρείται ως το συμπέρασμα της διαδικασίας. Η (λογική) παραγωγή, μέσω των θεωρημάτων πληρότητας του Κ. Γκέντελ* για τον λογισμό των κατηγορημάτων, είναι ισοδύναμη με τη μοντελοθεωρητική διαδικασία της επαλήθευσης. Ως μηχανισμός είναι αποτελεσματικότερος του μι,χανισμού της επαλήθευσης, ο οποίος είναι περισσότερο ρευστός από πλευράς ύπαρξης αποτελεσματικών κανόνων εφαρμογής του. Η (λογική) παραγωγή έχει, στα πλαίσια ενός καλά οργανωμένου γλωσσικού συστήματος, ως πρώτη ύλη της τα αξιώματα* και ως προϊόν της τα θεωρήματα, αποτελεί δε την ασφαλέστερη μέθοδο μεταφοράς αλήθειας από τις προκείμενες στο συμπέρασμα, με την έννοια ότι μια σωστά εκτελεσμένη (λογική) παραγωγή οδηγεί από αληθείς προκείμενες σε αληθές συμπέρασμα. Διον. Αναπολιτάνος
παραγωγικές δυνάμεις. Με τον όρο αποδίδεται το σύνολο των στοιχείων που συμπράττουν στη διαδικασία της παραγωγής και ειδικότερα τα μέσα παραγωγής και η ανθρώπινη εργασία. Στην έννοια των παραγωγικών δυνάμεων εμπεριέχεται ακόμη και η επιστημονική γνώση, αφού αυτή συμβάλλει στην κατασκευή και εξέλιξη των μέσων παραγωγής (μηχανήματα, εργαλεία κ.λπ.), όσο και στη βελτίωση της ανθρώπινης εργασίας. Οι παραγωγικές δυνάμεις είναι στοιχεία αποφασιστικής σημασίας στη
παράδοξο διαμόρφωση του "τρόπου παραγωγής". Εξέλιξη και βελτίωση των παραγωγικών δυνάμεων συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και αποτελούν κριτήριο οικονομικής ανάπτυξης. Ακόμη, οποιαδήποτε εξέλιξή τους συνεπάγεται αλλαγές μιρκότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας στις παραγωγικές σχέσεις. Χρ. Νόβα - Καλτσούνη
παραγωγικές σχέσεις, βλ. σχέσεις παραγωγής
παράδειγμα. Η βασική σημασία του παραδείγματος είναι αυτή του θεμελιώδους προτύπου. Ετσι είναι δυνατόν να διακρίνουμε τουλάχιστον δύο χρήσεις του όρου: (α) Στην αρχαία και μεσαιωνική φιλοσοφία, όπου χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη σχέση προτύπου και εικόνας μεταξύ του πνευματικού και του πραγματικού κόσμου και (β) στη σύγχρονη φιλοσοφία, όπου χρησιμοποιείται για να εκφράσει την κυριαρχούσα θεωρία ή το κυριαρχούν μοντέλο τοποθέτησης και επίλυσης προβλημάτων. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα*, οι ιδέες ήταν οι προεικόνες, τα ιδεατά πρότυπα των πραγμάτων. Η άποψη αυτή μέσω του νεοπλατωνισμού* μεταφέρθηκε στη μεσαιωνική φιλοσοφία, όπου εκφράσθηκε ως θεωρία απορροής της δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό* κατ' εικόνα και ομοίωοή του. Στη σύγχρονη φιλοσοφία της επιστήμης* την έννοια του παραδείγματος εισήγαγε ο θετικιστής Τζ. Μπέργκμαν. Ε ν τούτοις η έννοια αυτή ετέθη στο κέντρο της προσοχής της φιλοσοφικής κοινότητας μετά τις εργασίες του ιστορικού και φιλοσόφου της επιστήμης (και ιδιαίτερα της φυσικής) Τ. Κουν. Κατά τον Κουν* παράδειγμα είναι "το σύνολο των αναγνωρισμένων από όλους επιστημονικών επιτεύξεων "... οι οποίες στη διάρκεια ορισμένου χρόνου παρέχουν ένα μοντέλο διατύπωσης προβλημάτων και των λύσεών τους στην επιστημονική κοινότητα" (Κουν Τ., Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, μετφ. από τα αγγλικά, 1975, σελ. 11). Η αντικατάσταση του παραδείγματος αποτελεί το προϊόν επιστημονικής επανάστασης. Η κριτική που ασκήθηκε στον Κουν (Κ. Πόππερ*, I. Λάκατος* κ.ά.) οδήγησε στη διαπίστωση της πολυσημίας του όρου "παράδειγμα" στα πλαίσια της βασικής εργασίας του Κουν και στην περαιτέρω λεπτομερέστερη εννοιολογική του ανάλυση. Σύμφωνα μ' αυτήν ως παράδειγμα νοείται και η θεωρία που αναγνωρίζεται από την επιστημονική
Φ.Λ., Δ-10
κοινότητα και οι κανόνες και τα κριτήρια της επιστημονικής πρακτικής και το τυπικό και ουσιαστικό σύστημα των χρησιμοποιουμένων μεθόδων. Δι ον. Αναπολιτάνος
παραδειγματικός και συνταγματικός άξονας. Οι σχέσεις των σημείων μεταξύ τους καθορίζονται με βάση δύο άξονες: τον οριζόντιο ή συνταγματικό και τον κάθετο ή παραδειγματικό. Ο συνταγματικός άξονας καθορίζει τις σχέσεις των σημείων που διέπονται από την αρχή της συνάφειας μέσα στον χώρο ή τον χρόνο, ακολουθούν δηλαδή μια γραμματική και μια σύνταξη. Ετσι, όταν συντάσσουμε ένα μήνυμα, βάζουμε τις λέξεις σε μια δεδομένη σειρά και ακολουθώντας ορισμένους κανόνες, σύμφωνους με τον κώδικα της δεδομένης γλώσσας που χρησιμοποιούμε. Το σύνταγμα επομένως εκδηλώνεται ως συνεχής ροή λόγου με σημασία. Ο παραδειγματικός άξονας καθορίζει τις σχέσεις των σημείων που βασίζονται στην αρχή της ομοιότητας ή της διαφοράς, είτε στο επίπεδο του σημαίνοντος είτε στο επίπεδο του σημαινομένου. Ετσι, το λευκό, σε επίπεδο σημαίνοντος ανήκει σε ένα "παράδειγμα" στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η λεύκα, το λεύκωμα κ.λπ. Ενώ στο επίπεδο του σημαινομένου ανήκει σε ένα παράδειγμα (σχέσεις ομοιότητας), όπου ανήκει το αγνό, καθαρό κ.λπ. ή (σχέσεις αντίθεσης) το μαύρο, το χρωματιστό κ.λπ. Οι γλωσσικές αυτές διαδικασίες ισχύουν για κάθε γλωσσική δομή (φράση, πρόταση, λέξη, φώνημα κ.λπ.) αλλά και για μη γλωσσικές δομές (π.χ. στην κινητική). Ετσι, οι μεν συνταγματικές σχέσεις παραπέμπουν στη συνδυαστικότητα, ενώ οι παραδειγματικές στην υποκαταστασιμότητα και επιλογή. Περαιτέρω, οι γλωσσολόγοι έχουν επιδιώξει να συνδυάσουν τους δύο αυτούς άξονες με τις έννοιες της μεταφοράς και της μετωνυμίας. Ετσι, ο συνταγματικός παραπέμπει στη μετωνυμία ενώ ο παραδειγματικός στη μεταφορά. Ο ρώσος φορμαλιστής και γλωσσολόγος Ρομάν Γιάκομπσον* προχώρησε ακόμη περισσότερο και, σε άρθρο του για την αφασία, υπέδειξε πως οι δύο αυτοί γλωσσικοί τύποι αντιστοιχούν σε δύο τύπους αφασίας (£553/5 όβ ΙίηςυίεΙίαυβ 9όπ6Γ3ΐβ, θά. άβ ΜίπυίΙ, 1963). Δημ. Τοατσουλης
παράδοξο. Το ενάντιο προς την κοινώς παρα-
145
παράδοση δεκτή γνώμη, το οποίο μάλιστα μοιάζει κατ" παράδοση (ΐΓβάίΙίοη). Η αντίρροπη δύναμη της αρχήν άτοπο, αν και ως επί το πλείστον είναι πολιτιστικής αλλαγής* και της σύμμιξης και δυνατόν να είναι αληθές, έστω και εν μέρει. ΓΓ ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε πολιαυτό, το παράδοξο δεν μπορεί να χαρακτηριτισμού*. Διαδικασία με την οποία τα ήθη, τα σθεί πλάνη. Αλλοτε, αντιτιθέμενο προς τις αέθιμα, οι αξίες, οι πρακτικές και οι συνήθειες ντιλήψεις που επικρατούν, εκφράζει αλήθειες μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά στα άτομα μη αποδεκτές. Κατ" αυτή την έννοια το παράκαι στις ομάδες, με σκοπό την προσαρμογή δοξο αναδεικνύει μια οπτική γωνία κοινώς πατους στο φυσικό και κυρίως στο κοινωνικό περαμελημένη και μπορεί μελλοντικά να καταριβάλλον μέσα από μηχανισμούς κοινωνικοστεί η επικρατούσα αλήθεια (π.χ. για την ποίησης* και έλέγχου. Οι τρόποι μάλιστα με εποχή του η θεωρία του Γαλιλαίου ότι η γη κιτους οποίους διαφυλάσσεται και εξασφαλίζενείται ήταν ένα παράδοξο, ενώ στις μέρες μας ται ένα σύστημα αξιών και πρακτικών δείχνουν είναι μια αναμφισβήτητη αλήθεια). το πόσο "κλειστή" και άκαμπτη ή, αντίθετα, το Αλλοτε πάλι το παράδοξο εμφανίζεται ασυμβίπόσο ελαστική -ακόμη και το πόσο δυναμικήβαστο προς μία αποδεδειγμένη βεβαιότητα, είναι μια κοινωνία. Τα κινήματα για τη λειτουρκαθώς ο δημιουργός του επιχειρεί να προκαλέγική ένταξη του "νέου" και του "καινοτόμου" σει σύγχυση χρησιμοποιώντας επί μέρους αλήστο παλιό ερμηνεύονται ως εγγενή φαινόμενα θειες και το παρουσιάζει αντίθετο προς μία γενιομαλής κι όχι απότομης κοινωνικής κίνησης κή αλήθεια. Σ' αυτό το είδος ανήκουν παράδοξα και αλλαγής. Η διαδικασία αυτή είναι συσσωδιανοητικά, τα οποία εξέφραζαν συχνά οι Ελεάρευτική, ακριβώς γιατί στα παλιά στοιχεία ορτες* και οι Στωικοί* και τα οποία είναι αδύνατον γάνωσης της ζωής προστίθενται τα καινούρια, να έχουν λογική λύση. Τέτοια παράδοξα είναι για που με τη σειρά τους αφομοιώνονται για να γίπαράδειγμα οι "απορίες" του Ζήνωνα* του Ελεάνουν κι αυτά "παράδοση". Ως ειδικότερη έντη, όπως ο "Αχιλλέας και η χελώνα", η "Διχοτονοια η "παράδοση" χρησιμοποιείται για να δημία" κ.τ.ο. Παράδοξα επίσης είναι και τα ερωτήλώσει τους ιδιαίτερους (άγραφους) κανόνες ματα των οπαδών του Ευκλείδη* του Μεγαρέα, και τις ιδιαίτερες πρακτικές που ακολουθούτων ονομαζόμενων Μεγαρικών* (χαρακτηριστικό νται στα πλαίσια επιμέρους ομάδων ή τομέων είναι το μεγαρικό ερώτημα που έχει τίτλο "ο ψευσυλλογικής δράσης. Οι φράσεις π.χ. θρησκευδόμενος" και σύμφωνα με το οποίο ο Επιμενίδης τική παράδοση, επιστημονική παράδοση κ.λπ. είχε πει: "όλοι οι Κρήτε ψεύδονται", τη στιγμή έχουν μια τέτοια σημασία. Τους άγραφους επου και ο ίδιος ήταν από την Κρήτη· το παράδοξο κείνους κανόνες που αναγνωρίζονται και τηείναι προφανές). Ε ν γένει όλα αυτά τα παράδοξα ρούνται από τα μέλη των επιμέρους ομάδων επιχείρησαν να στηρίξουν τη θέση ότι το ον είναι και τομέων δράσης η κοινωνιολογία* τους θεακίνητο, άφθαρτο και αναλλοίτωτο. ωρεί ως πρότυπα συμπεριφοράς (ηοπτι$), στον Ο ΜβγβΓδοη*, τέλος, εξέφρασε στο έργο του βαθμό που συνιστούν μια κοινωνική ηθική και Οβ Γ βχρίίοβίίοη 03Π5 Ιβε 3άβηεβ5 το γνωστό ως αναγνωρισμένη, συνειδητά ή όχι, δεοντολο"επιστημολογικό παράδοξο". Η εξήγηση, κατά γία, η παραβίαση της οποίας προκαλεί την κοιτον ΜβγβΓδοη, είναι η συνταύτιση της διαφορινωνική αποδοκιμασία, ελέγχους και κοινωνικότητας της πραγματικότητας. Αρα αυτή η συκές κυρώσεις*. νταύτιση κατέληγε στην ολική έλλειψη διαφοθαν. Α. Βασιλείου ροποίησης, στην αναίρεση και εξαφάνιση δηλαδή των διαφορετικών δεδομένων από τα παραδοσιαρχία ή παραδοσιοκρατία (ΐΓβάίΙίοηβοποία ξεκινούσε η επιστημονική εξήγηση, και ΙίδΓΠ από το λατ. (Γ3άί(ίοη3ΐίδΐτιυδ). Ακραίο σύτελικά στον εκμηδενισμό της σκέψης. Μετά στημα ιδεών και πεποιθήσεων, που βασίζεται από όλα αυτά, -τα οποία λογικώς δεν μπορούν στην παράδοση* και το παρελθόν. Ως φιλοσονα αναιρεθούν όσο αφορά στην αντιφατικότηφική κατεύθυνση η παραδοσιαρχία εκδηλώθητα που εμφανίζουν, αλλά στην πραγματικότητα κε προς το τέλος του 18ου αιώνα στη Γαλλία δεν υφίστανται- ο ΜβγβΓδοη κατέληγε στο συως αντίποδας της άκρατης προόδου που διαμπέρασμα (λογικό, όχι πραγματικό) ότι δεν υκήρυξε ο διαφωτισμός*. Οι λεγόμενοι "παραπάρχει συνολική και επιστημονική εξήγηση. δοσιακοί" (ΐΓ3άί(ίοη3ϋδ(βδ) διαφοροποιήθηκαν Βιβλιογρ.: ΜβγβΓδοη Ε., Οθ Ι' Θχρ1ι03ΐΐ0η 03Π5 Ιθ$ από την ιστορική κατανόηση της παράδοσης, 3αβηεβε. αντιτάχτηκαν στους Εγκυκλοπαιδιστές*, υποΝικ. Οικονομίύης τίμησαν το "μέλλον", ακόμα και το "παρόν".
146
παρακμιακό ρεύμα Αρνήθηκαν όλες τις θετικές ηθικές και πολιτικές αξίες των διακηρύξεων της Γαλλικής Επανάστασης, βλέποντας την ιστορία*, το παρελθόν και τις παραδόσεις σαν τη μοναδική ή κύρια πηγή των αιώνιων και παγιωμένων παραδοσιακών αξιών της γλώσσας και της θρησκείας*. Κύριος εκφραστής της παραδοσιαρχίας στη Γαλλία υπήρξε ο φιλόσοφος Ζοζέφ ντε Μαιστρ* που με τη θεωρία του -υπέρ μιας αυστηρά συντηρητικής πολιτικής βασισμένης στη μοναρχία και το Βατικανό- άσκησε μεγάλη επιρροή κατά την περίοδο της "Παλινόρθωσης". Τις ιδέες αυτές υποστήριξαν οι Μπονάλ, Μπωνταίν, Μπονετύ, Λαμεναί* κ.ά. Ως φιλοσοφικό και πολιτικοθρησκευτικό σύστημα, η παραδοσιαρχία καταδικάστηκε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην Α' Σύνοδο του Βατικανού το 1870. Αντίθετή της έννοια είναι ο "προοδευτισμός" (ρΓοςΓβδδίδΓτιυδ). Βιβλιογρ.: Παν. Κανελλόπουλος. Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, τ. 7ος & 8ος, εκδ. Δ. Γιαλλέλης, Αθήνα. 1976.
Θαν. Α. Βασιλείου
παραίσθηση (ίΙΙυδίοπ). Αντιληπτική πλάνη κατά την οποία η πραγματικότητα τροποποιείται ανάλογα με την υποκειμενική αντίληψη. Η παραίσθηση επισυμβαίνει όταν το άτομο ερμηνεύει λανθασμένα τα δεδομένα των αισθήσεων. Ως όρος, η παραίσθηση χρησιμοποιείται συνήθως για τις οφθαλμαπάτες, πρέπει δε να διακρίνεται από την ψευδαίσθηση, στην οποία δεν έχουμε αλλοιωμένη αντίληψη του υπάρχοντος αντικειμένου, αλλά αντίληψη ενός ανύπαρκτου αντικειμένου. Η παραίσθηση μπορεί να δημιουργηθεί και από διάφορες τοξικές ουσίες που ονομάζονται παραισθησιογόνα, όπως το χασίς και η μαριχουάνα. Η ψυχιατρική ασχολείται με τις ψυχολογικές διαταραχές που συνδέονται με τη χρήση χημικών ουσιών οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν διαταραχές συμπεριφοράς ή προσωπικότητας. Βασιλική Παππά
Πσράκελσος (πραγματικό όνομα Φίλιππος Αυρήλιος Θεόφραστος Βομβάστος φον Χόχενχαιμ, Αινζίντελν Ελβετίας, 1493 - Σάλτσμπουργκ, 1541). Φιλόσοφος, φυσιοδίφης και γιατρός. Οπαδός της Ιπποκρατικής διδασκαλίας στην ιατρική, όπου και ανέπτυξε καινοφανείς για την εποχή του πρακτικές, διαμόρφωσε γενικά μια θεωρία με επίκεντρο τη φύση, την οποία έβλεπε σαν ένα ζωντανό σύνολο που
κυριαρχείται ολοκληρωτικά από την παγκόσμια, την "αστρική" ψυχή. Αυτός ο ιδιόμορφος νατουραλισμός, επηρεασμένος σαφώς από την πλατωνική και την πυθαγορική παράδοση καθώς και από τον ερμητισμό", συγχώνευσε στην έννοια της παγκόσμιας ψυχής (το ΟβδϋΓΠ, το αστρικό σώμα του αποκρυφισμού που, αόρατο καθώς είναι, επιδρά παντού χωρίς να ταυτίζεται με κάποιο χώρο) την έννοια του αιθέρα, της πεμπτουσίας* του Αριστοτέλη* και τη νεοπλατωνική έννοια του χώρου. Ο Παράκελσος διαπίστωσε ομοιότητα ανάμεσα στον μικρόκοσμο του ανθρώπου και τον μακρόκοσμο της φύσης, αποδίδοντας έτσι στον άνθρωπο τη δυνατότητα, μέσω της γνώσης της ψυχής του, να γνωρίσει, να κατανοήσει και να υποτάξει τη φύση. ΓΓ αυτό και θεωρούσε ότι η σκέψη του ανθρώπου είναι η πρακτική τάση, η βούληση της ψυχής να επέμβει στη φύση (βλ. και γερμανικό ιδεαλισμό). Το κόσμικο σώμα, κατά τον Παράκελσο, αποτελείται από τον ουρανό, τον αέρα, τη γη και το νερό. Κάθε κοσμικό σώμα -και ο άνθρωπος· οργανώνεται χάρη σε τρεις ουσίες αρχές ("άρχον" ή 3Γοϊΐ3Θυδ): θείο, υδράργυρο και αλάτι. Η καθεμία ξεχωριστά και όλες μαζί συμβάλλουν στην οργάνωση σε σώμα (αλάτι), τη μεταβολή (υδράργυρος) και την αύξηση (θείο) κάθε ζωντανού οργανισμού. Η διάκριση αυτών των αρχών καταδεικνύει ότι ο Παράκελσος έδινε μεγάλη σημασία σε αυτά τα πνευματικά στοιχεία και για τούτο, ως γιατρός, υποτιμούσε τη σημασία της ανατομίας. ΓΓ αυτό απέδιδε τόσο την εκδήλωση των νόσων όσο και την ίασή τους στη λειτουργία των διαφόρων πνευματικών παραγόντων, είτε εξωτερικών, ξένων προς το κάθε έμβιο ον, είτε του ίδιου του πνεύματος που κατευθύνει το κάθε ον. Στον Παράκελσο αποδίδονται τριακόσια έργα, αναγνωρίζονται όμως ως γνήσια μόλις περί τα δεκαπέντε. Η διδασκαλία του επέδρασε στον Ιάκ. Μπαίμε', τον Φ. Μ. Χέλμοντ κ.ά. Νικ. Οικονομίδης
παρακμιακό ρεύμα. Όρος που προσδιορίζει τα φαινόμενα παρακμής που στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα σημάδεψαν την κοινωνική αλλά κυρίως την πολιτιστική πορεία του αστικού καθεστώτος. Χαρακτηριστικά αυτού του ρεύματος: η απελπισία, ο ατομικισμός*, ο αμοραλισμός*. Ενάντια σε κάθε μορφή αγώνα, με έντονη την εκδήλωση παραίτησης από κάθε προσπάθεια για τη ζωή, οι καλ-
147
παραλληλισμός λιτέχνες που εκπροσώπησαν τον παρνασσισμό και τον συμβολισμό* στη Γαλλία του τέλους του 19ου αιώνα -Σ. Μπωντλαίρ, Π. Βερλαίν, Αντ. Ρεμπώ- όχι μόνο με τα έργα τους (βλ. τα Άνθη του κακού του Μπωντλαίρ), αλλά και με τη ζωή τους, εξήραν τον ατομικισμό και αναλώθηκαν σε πράξεις αυτοκαταστροφής. Η εγκατάλειψη που τους χαρακτήριζε ήταν γι' αυτούς εκδήλωση ελευθερίας σκέψης και δημιουργίας. Νικ. Οικονομιδης
παραλληλισμός (λογικός και φυσικοψυχικός). Θεωρία κατά την οποία δύο ή περισσότερες ακολουθίες γεγονότων είναι αυστηρώς παράλληλες, με τρόπο ώστε οποιαδήποτε μεταβολή της μιας έχει την αντίστοιχη της στην άλλη και μάλιστα εξίσου σημαντικη. Ο παραλληλισμός είναι είτε αιτιακός είτε μη αιτιακός. Αιτιακός" είναι ο λογικογραμματικός παραλληλισμός, που αποδέχεται την ύπαρξη μιας ακριβούς αντιστοιχίας ανάμεσα στη γλώσσα και τη νόηση. Μη αιτιακός είναι ο αποκαλούμενος φυσικοψυχικός παραλληλισμός μέσα στη φιλοσοφία του Ιθίόηίζ*, λόγου χάρη. Σύμφωνα μ' αυτόν δεν υπάρχει καμιά επίδραση της φυσιολογίας στο ψυχικό ούτε του ψυχικού στη φυσιολογία. Αντίθετα ο Τβίπβ* στο έργο του Οβ /' ϊπΙβΙΙϊςβπεβ (1,329) διαπίστωνε ότι "το διανοητικό γεγονός και το εγκεφαλικό γεγονός δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου γεγονότος, οι δύο εκφάνσεις του σε νοητικό και φυσιολογικό επίπεδο αντίστοιχα". Αυτή η θέση αποτελεί και την κοινή αρχή όλων όσων, εκτός του ί©ίΙ)ηίζ, αναφέρθηκαν στον φυσικοψυχικό παραλληλισμό. Νικ. Οικονομίδης
παραλογισμοί ή σοφίσματα. Οταν δεν τηρούνται οι κανόνες του συλλογισμού* (βλέπε και λ. όρος), εύκολα προκύπτουν παράλογα συμπεράσματα, που έχουν τυπική ορθότητα και αληθοφάνεια, αλλά είναι λαθεμένα και παραπλανητικά· τέτοια συλλογιστικά άτοπα ονομάζονται "παραλογισμοί", αν είναι ακούσια ολισθήματα της σκέψης - γλώσσας, και "σοφίσματα", αν είναι εκούσια πλάσματα με στόχο την παραπλάνηση ή τον εμπαιγμό του συνομιλητή - ακροατή - διάδικου. Υπάρχουν πολλές μορφές παραλογισμών - σοφισμάτων, που επέσυραν την προσοχή των μελετητών από παλαιούς χρόνους· και δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος συστηματικός μελετητής της Λογικής*, ο Αρι-
148
στοτέλης*. συμπλήρωσε τη σχετική συγγραφική δράση του με το δοκίμιο που έχει το χαρακτηριστικό τίτλο Περί σοφιστικών ελέγχων. Από τους παραλογισμούς οι πιο πολλοί προκύπτουν από απρόσεκτη χρήση της γλώσσας ως προς τη σημασία των λέξεων και τη συντακτική δομή - οργάνωση του λόγου. Καταγράφουμε πρώτα δύο δείγματα, που είναι πιθανά για κάθε χρήστη του λόγου αλλά δεν εγγράφονται συνήθως ως παραλογισμοί: α. Οι επαγωγικές "γενικεύσεις" σε όλους τους τομείς της γνώσης εγκλείουν τον κίνδυνο ενός "λογικού άλματος" προς το συμπέρασμα, χωρίς να έχουν ελεγχθεί όλες οι περιπτώσεις. Ιδιαίτερα οι γενικεύσεις σε τομείς ανθρώπινης (ατομικής ή συλλογικής) συμπεριφοράς είναι ολισθηρές προς παραλογισμούς (όλοι οι Κρήτες είναι ψεύτες, οι Κεφαλονίτες βλάσφημοι, οι Αγγλοι διπλοπρόσωποι κ.λπ.), β. Ο κ. Χ., μέλος συλλογικού σώματος, πρόκειται να απουσιάσει για κάποιο λόγο (π.χ. ατύχημα προσφιλούς προσώπου) και αφήνει στους συναδέλφους του γραπτό σημείωμα: "Αγαπητοί φίλοι, άλλο "καθήκον θλιβερό" με καλεί αλλού". Εμμεσα και αδιόρατα χαρακτηρίζει θλιβερό καθήκον τη συνεργασία με τους συναδέλφους του, ενώ δεν είχε τέτοια πρόθεση. Το ολίσθημα θεραπεύεται αν η λέξη "θλιβερό" τεθεί μέσα σε κόμματα ή και ενισχυθεί για αντιδιαστολή με την αντωνυμία "αυτό". Τότε το σημείωμα διαμορφώνεται έτσι: "άλλο καθήκον, θλιβερό αυτό, με καλεί αλλού". γ. Αλλες συνήθεις μορφές παραλογισμών: - Η χρησιμοποίηση ως μέσου όρου* μιας λέξης με διαφορετικές σημασίες: ο χρυσός είναι πολύτιμο μέταλλο, ο φίλος είναι χρυσός, άρα, ο φίλος μου είναι πολύτιμο μέταλλο. Η μορφή αυτή λέγεται "τετράδα όρων" (ο συλλογισμός* κανονικά έχει όρους* τρεις). - Η "πλαστή (άσχετη προς την πραγματικότητα) γενίκευση": Οποιος χρησιμοποιεί μαχαίρι σε συνάνθρωπό του είναι κακούργος, ο χειρούργος χρησιμοποιεί μαχαίρι ... άρα, ο χειρούργος είναι κακούργος! (παρασιωπάται η "πρόθεση", έτσι μένει ανοιχτή η δυνατότητα για πλαστή γενίκευση). - Ο χαρακτηρισμός τυχαίου φαινομένου ή περιστατικού ως "αιτίου", επειδή τυχαία προηγήθηκε ενός άλλου φαινομένου ή περιστατικού. Παράδειγμα: μόλις έφτασε κάποιος κάπου, εκδηλώθηκε πυρκαιά" είναι παράλογο να θεωρηθεί ύθ ί3οΙο εμπρηστής σύμφωνα με την αρχή: ροδί Ηοο, 6Γ93 ρτορΙθΓ Ιιοο (= μετά απ' αυτό, άρα
παρατήρηση εξ αιτίας του- μετά την άφιξή του, άρα εξ αιτίας αυτής της άφιξης κάηκε το σπίτι). - Περιπτώσεις "αποδεικτικού κενού" (λήψη του ζητουμένου): Ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος δυνατός· αν αυτό δεν αλήθευε, τότε ο θεός δεν θα μπορούσε ή δεν θα ήθελε, αλλά αυτές οι υποθέσεις είναι απαράδεκτες, αφού ο θεός είναι παντοδύναμος και πανάγαθος· εδώ χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία διάφορες αναπόδεικτες θέσεις (ύπαρξη θεού, παντοδυναμία, αγαθότητα), ενώ είναι και αυτές ζητούμενες. - Παραπλήσιο "αποδεικτικό κενό" σε ανθρώπινο επίπεδο: ο δικηγόρος βεβαιώνει τον πελάτη του: "θα κερδίσουμε, γιατί έχουμε δίκιο". Λανθάνουν αναπόδεικτες οι θέσεις: όποιος έχει δίκιο αναγκαία κερδίζει και ότι πραγματικά αυτοί που συνομιλούν έχουν δίκιο (αλλά με ποιο κριτήριο;). - "Αγνοια του ελέγχου" και "μετάβαση σε άλλο ζήτημα": ο δικηγόρος υπέρ του πελάτη του προς το δικαστήριο: "Πώς είναι δυνατόν να καταδικάσετε έναν αφοσιωμένο οικογενειάρχη, πιστό στρατιώτη, που τίμησε την Πατρίδα με χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς αγώνες;" Ο δικαστής: "όλα αυτά αληθεύουν και είναι ελαφρυντικά, αλλά ο πελάτης σας, κ. συνήγορε, κατηγορείται για κατάχρηση χρημάτων του δημοσίου κατά τη διαχείριση των δαπανών του αεροδρομίου· παρακαλώ στο θέμα". Βιβλιογρ : Θ. Βορέας. Λογική - Ε. Π. Παπανούτσος, Λογική.
Φ. Κ. Βώρος
παραμνησία. Διαταραχή της μνήμης κατά την οποία προσβάλλεται η ανάκληση μνημονικών ιχνών. Κατά την παραμνησία παρατηρείται μυθοπλασία, η οποία καλύπτει τα κενά της μνήμης. Το χαρακτηριστικό των ατόμων που παρουσιάζουν παραμνησία είναι η ψευδής αναγνώριση, η οποία μπορεί να είναι: α) παραληρητική αναγνώριση και β) άρνηση αναγνώρισης. Η παραληρητική ή ψευδής αναγνώριση αναφέρεται σε πρόσωπα ή αντικείμενα τα οποία το άτομο έχει την αίσθηση ότι έχει ξαναδεί στο παρελθόν, κάτι που παρατηρείται συχνά σε επιληπτικούς (αίσθημα του "άβ]έι νυ"), σε άτομα με οργανικές παθήσεις, σχιζοφρένεια κ.λπ. Στην άρνηση αναγνώρισης συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: το άτομο νομίζει ότι βιώνει για πρώτη φορά καταστάσεις οι οποίες του είναι γνωστές. Βασιλική Παππό
παράσταση (νοητική ή αντιληπτική - ΜβπΙβΙ ίπΐ39θΓγ). Είναι ο νοητικός υποκειμενικός συνδυασμός αποσπασμάτων προηγούμενων αισθητηριακών αντιλήψεων. Με την παράσταση το άτομο μπορεί να χρησιμοποιεί τις μορφές των αντικειμένων όταν τα ίδια τα αντικείμενα είναι απόντα, κάτι που συντελεί σημαντικά στη δημιουργική δραστηριότητα. Οι παραστάσεις διαιρούνται σε: 1) οπτικές, 2) ακουστικές, 3) κινητικές, 4) παραστάσεις αφής, όσφρησης, γεύσης κ.λπ. Αντίθετα με τις εντυπώσεις που προέρχονται από αισθητηριακές αντιλήψεις, οι νοητικές εικόνες είναι συνήθως αόριστες και λιγότερο λεπτομερείς. Όταν πολλά αισθητήρια όργανα συνδυάζονται για μια νοητική εικόνα, τότε η νοητική αυτή εικόνα ονομάζεται "σύνθετη". βασιλική Παππά
παρατήρηση. Μία από τις σημαντικότερες μεθόδους της επιστήμης, η οποία συνίσταται στην από τα πριν προγραμματισμένη, στοχοκατευθυνόμενη και συστηματική περιγραφή, με τη βοήθεια των διαδικασιών της αντίληψης του υπό εξέταση φαινομένου. Η παρατήρηση ως μέθοδος περιλαμβάνει αφενός στοιχεία θεωρίας, με την έννοια της από τα πριν επεξεργασίας και επιλογής μεθόδων ελέγχου και επεξεργασίας των προσδοκώμενων από την παρατήρηση αποτελεσμάτων, και αφετέρου στοιχεία πρακτικής, με την έννοια της χρήσης αξιολογικών κλιμάκων, παραγοντοποίησης ή άλλων μηχανισμών και μεθόδων ποσοτικής αξιολόγησης. Τα όρια και η αξιοπιστία της παρατήρησης εξαρτώνται από τη φύση του υπό παρατήρηση φαινομένου, από τον θεωρητικό και εν γένει κοσμοθεωρητικό προσανατολισμό του παρατηρητή-ερευνητή, καθώς επίσης και από το επίπεδο ειδίκευσής του. Κριτήριο αποτελεσματικότητας, αντικειμενικότητας και αξιοπιστίας της παρατήρησης είναι η δυνατότητα αναπαραγωγής των αυτών αποτελεσμάτων κατά την επανάληψη της παρατήρησης από τον ίδιο ή άλλο ερευνητή. Η παρατήρηση ως μέθοδος παρουσιάζει πρόσθετες δυσκολίες κατά τη χρήση της στις κοινωνικές επιστήμες, και ιδιαίτερα στην ψυχολογία, λόγω της πολυπλοκότητας του αντικειμένου. Αυτό έχει σχέση με το ότι ο ψυχισμός εκδηλώνεται με έμμεσο τρόπο -δηλαδή στην εξωτερική δραστηριότητα του ατόμου και τη συμπεριφοράπαράγοντας που καθιστά αδύνατη την άμεση παρατήρησή του. Η οργάνωση της παρατήρη-
149
παραψυχολογία σης στην ψυχολογία σχετίζεται άμεσα με την προσωπικότητα και τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς του ερευνητή. Για τη μεγιστοποίηση του αποτελέσματος η παρατήρηση συνηθίζεται να συνοδεύεται και με άλλες αντικειμενικότερες μεθόδους, και κυρίως το πείραμα. Στην ψυχολογική επιστήμη η παρατήρηση χρησιμοποιείται και με τη μορφή της προγραμματισμένης αυτοπαρατήρησης, όπου αντικείμενο ανάλυσης του ερευνητή είναι οι δικές του εσωτερικές ψυχικές διαδικασίες και φαινόμενα, όπως αυτές εκδηλώνονται στη συνείδηση ως άμεσα δοσμένη εμπειρία. Βιβλιογρ.: Βιγκότοκι Λ. Σ., "Συλλογή έργων" σε 6 τόμους. Μόσχα, 1982.· Ρουμπενστέιν Σ. Λ.. Αρχές και δρόμοι ανάπτυξης της ψυχολογίας, Μόσχα. 1959.- Ζαμπρόντιν Γ. Μ.. Οι βάσεις του ψυχολογικού πειράματος, Μόσχα, 1982.
Ευάγγ.
Μανουράς
παραψυχολογία (ΡθΓβρεγείιοΙοςγ). Ασχολείται με τη μελέτη παραψυχολογικών φαινομένων, δηλαδή ψυχολογικών φαινομένων τα οποία δεν αναγνωρίζονται ως επιστημονικά, όπως π.χ. η τηλεπάθεια, η πρόγνωση κ.ά. Η παραψυχολογία είναι γνωστή και ως "ψυχική έρευνα". Οι ψυχολόγοι είναι διχασμένοι όσον αφορά στην αποδοχή ή μη της επιστημονικής εγκυρότητας της παραψυχολογίας. Μια μερίδα ψυχολόγων πιστεύει ότι η παραψυχολογία συμβάλλει ουσιαστικά στην πληρέστερη κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, ενώ άλλοι αρνούνται την οποιαδήποτε συμβολή της στον χώρο αυτό. Οι καταβολές της παραψυχολογίας βρίσκονται στη μαγεία* και στον αποκρυφισμό*. Το υπερφυσικό στοιχείο μελετάται για πρώτη φορά επιστημονικά από την "Εταιρεία για την Ψυχική Ερευνα" στο Λονδίνο το 1882. Εως το 1930 έχουν κυριαρχήσει οι ψυχικοί διάμεσοι (μέντιουμ), ενώ ο ψυχολόγος ΜοϋουςβΙΓ δημιουργεί ένα παραψυχολογικό εργαστήριο το 1927. Η προσοχή ψυχολόγων και παραψυχολόγων επικεντρώνεται στη μελέτη της εξωαισθητηριακής αντίληψης και λίγα χρόνια αργότερα στη μελέτη του φαινομένου της "ψυχοκίνησης". Στη σύγχρονη εποχή υπήρξε μια αναβίωση ενδιαφέροντος για θέματα όπως η ύπνωση, η μετενσάρκωση κ.ά., δίχως όμως συνέχεια. Βασιλική Παππά
παρεμβολή (ΙηΙβτροΙαΙίοη). Η ενέργεια του παρεμβάλλειν μέσα στις δύο σημασίες μιας λέξης. Η εγκατάσταση των καμπυλών, που
150
συμβολίζουν ένα φαινόμενο, συμβαίνει με την παρεμβολή. Γενικότερα δε η εισαγωγή σε ένα σύστημα, συντακτικό, μαθηματικό, εννοιολογικό, στοιχείων που πριν δεν του ανήκαν. Κατ" αυτό τον τρόπο επεκτείνουμε αυτό το οποίο είχαμε παρατηρήσει για ορισμένες αξίες μιας λειτουργίας σε αξίες ενδιάμεσες, κάτω από το πρίσμα των οποίων δεν την είχαμε πρωτύτερα παρατηρήσει. Μια τέτοια επέκταση πραγματοποιείται στα μαθηματικά, αν μεταξύ δύο αριθμών α και β γράψουμε άλλους αριθμούς, με τρόπο ώστε όλοι μαζί να συνιστούν μια αριθμητική ή μια γεωμετρική πρόοδο, που πριν από την παρεμβολή των νέων αριθμών δεν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε. Με τον όρο παρεμβολή αποδίδεται στην ελληνική και ο όρος ίηΐτοίθοίίοη, τον οποίο είχε δημιουργήσει ο Ριχάρδος Αβενάριους* στο έργο το Η ανθρώπινη αντίληψη περί του κόσμου. Η παρεμβολή, στηριζόμενη στο ψυχολογικό φαινόμενο της αφομοίωσης, με βάση το οποίο αντιλαμβανόμαστε τα εξωτερικά αντικείμενα ως έμψυχα, έγκειται, κατά τον Αβενάριους", στο γεγονός ότι ο άνθρωπος ενθέτει, παρεμβάλλει συστατικά του εξωτερικού κόσμου ως εσωτερικές καταστάσεις. Έτσι όμως διπλασιάζεται ο κόσμος, διασπάται ο εμπειρικός κόσμος σε εσωτερικό και εξωτερικό, σε υποκείμενο και αντικείμενο, πράγμα που νοθεύει την πραγματικότητα· και γΓ αυτό μια τέτοια εξέλιξη από τον Αβενάριους είναι απορριπτέα. Νικ.
Οικονομιδης
Παρέτο Βιλφρέντο (νί»Γ3άο ΡΒΓΘΙΟ, 1848-1923).
Επιφανής μηχανικός, κυρίως όμως οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, γεννημένος στο Παρίσι από ιταλό πατέρα και γαλλίδα μητέρα. Έζησε στην Ιταλία, δίδαξε οικονομικά στη Λωζάνη και άσκησε μεγάλη επιρροή στη νεοκλασική πολιτική οικονομία*, στην κοινωνιολογία* αλλά και στον τομέα της πολιτικής επιστήμης. Μετά τις πρώτες του σπουδές στα μαθηματικά και τη φυσική στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, εργάστηκε ως στέλεχος σε εταιρεία σιδηροδρόμων, εν συνεχεία δε σπούδασε φιλοσοφία* στη Φλωρεντία. Το 1893, διεδέχθη τον Α. Βαλράς στην έδρα της Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης. Χρησιμοποίησε και αυτός τις μαθηματικές μεθόδους της Ελβετικής Σχολής. Χωρίς, όμως, να περιορίσει τις αναλύσεις του στο ιδεατό πλαίσιο του τέλειου ανταγωνισμού, εφάρμοσε τους βασικούς συλλογισμούς του και στη περίπτωση των μονοπωλιακών τιμών. Πρωτότυ-
Παρμενίδης ο Ελεάτης πη και σημαντική υπήρξε η συνεισφορά του στη στατιστική θεωρία. Το όνομά του, ωστόσο, είναι συνδεδεμένο με την "άριστη κατανομή των παραγωγικών πόρων". Σύμφωνα με τον Παρέτο, οι πόροι μιας οικονομίας χρησιμοποιούνται άριστα, όταν έχουν κατανεμηθεί με τέτοιο τρόπο στις εναλλακτικές τους χρήσεις, ώστε να παράγονται τα αγαθά που προτιμούν οι καταναλωτές στις ποσότητες που τα επιθυμούν και με το ελάχιστο δυνατό κόστος παραγωγής. Αρκετοί οικονομολόγοι ορίζουν την άριστη αναδιανομή ως διαδικασία που βελτιώνει τη θέση ορισμένων, χωρίς να χειροτερεύει τη θέση κανενός. Από την οικονομική ο Παρέτο στράφηκε στην κοινωνιολογία προκειμένου να συνδυάσει τις αδυναμίες της μιας με την ευρύτητα και τις δυνατότητες της άλλης. Η προσοχή του στράφηκε στη μελέτη των ατομικών και ομαδικών εκδηλώσεων που δεν υποκινούνται -όπως στην οικονομική- από ορθολογικά στοιχεία, αλλά και από ανορθολογικά, στα οποία απέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα. Ασκησε κριτική στον εξελικτισμό* του Σπένσερ* και στη μαρξιστική οπτική της κοινωνικής αλλαγής. Είδε την κοινωνία σαν ένα σύστημα - μηχανισμό που αποτελείται από αλληλεξαρτώμενα μέρη και από εσωτερικές δυνάμεις που εργάζονται για την ανασύσταση της ισορροπίας. Επηρέασε τον Τ. Πάρσονς* και τη λειτουργική σχολή*. Από τις σημαντικές του, ωστόσο, συνεισφορές στην κοινωνιολογία -κάτι που επανακινητοποίησε το ερευνητικό ενδιαφέρον για το έργο του- υπήρξε η θεωρία του για τον σχηματισμό, τον ρόλο και την κυκλοφορία των ελίτ*. Ο Ρ. Αρόν* κρίνει θετικά τη συνολική συνεισφορά του Παρέτο στην προαγωγή των κοινωνικών επιστημών. Αλλοι, όμως, τον επέκριναν με βαρείς χαρακτηρισμούς "ως γέροντα που φιλοδόξησε να γίνει ο Μακιαβέλλι* της μεσοαστικής τάξης" (ΕΙΙδννοΓίΙι Ρ3ΓΠ5) και "ως Καρλ Μαρξ του φασισμού" (\Λ/ίΙΙί3πι Μβο ΟουςβΙΙ), επειδή ο Παρέτο ευνοήθηκε από τον Μουσολίνι -δίχως όμως ποτέ να κάνει χρήση της εύνοιας αυτής. Εκτός από τα οικονομικά του έργα Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας (1896-1897) και Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας (1906), το κυριότερο έργο του υπήρξε το ΤίθΗβΙο άί 5οαοΙοςίβ ςβπβΓβΙθ (Πραγματεία Γενικής Κοινωνιολογίας), που εκδόθηκε στα ιταλικά και στα γαλλικά το 1916 και επαναδημοσιεύθηκε στα αγγλικά το 1936, με τίτλο: Τήβ Μίηά 3ηά 3οαβίγ: Α ΤΓβ3ΐί$β οί ΟβηβΓβΙ ΒοαοΙοςγ. Βιβλιογρ.: Ρειμόν Αρόν. Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής
σκέψης, 2 τ., μτφ. Μπάμπης Λυκούδης, εκδ. Γνώση, Αθήνα, 1984.- Ν. Τίπΐ3$ί)βΙί & Ο. ΤΙΐΘΘ()θΓ5θη, Ιστορία κοινωνιολογικών θεωριών, μτφ. Δ. Γ. Τσαούσης, εκδ. ΟυΙθΠϋβΓΟ. Αθήνα, 1980.- Τίι. ΒΟΜΟΓΠΟΓΘ, Ελίτ και Κοινωνία, μτφ. θ . Μπανούσης, εκδ. "70", Αθήνα. 1970.- ΗίΙζβΓ ΟβθΓ9β, 8οαοΙοβιε3ΐ ΤήβΟΓγ. Νβνν ΥοιΚ "ΜοθΓ3ν»-ΗίΙΙ ΡυόΙιϊΙιιης Οοπιρβηγ". 1988. θαν. Α. Βασιλείου
Παρκ (Ρ3ΓΚ) Ρόμπερτ Έζρα (1864-1944). Αμερικανός κοινωνιολόγος, από τους ιδρυτές της Σχολής του Σικάγου, δημιουργός της "κοινωνικο-οικολογικής" θεωρίας. Εργα του: "Τϊιβ ΟοΙΙβοΙβά ΡβρβΓδ οΙ Ο. Ε. Ρ3ΓΚ", 3 τόμοι, 19501955. Δ. Π.
Παρμενίδης ο Ελεάτης (Ελέα Κάτω Ιταλίας, ρωμ. νθΐί3, σημ. 0381ΘΙΙ3ΠΊ3ΓΘ άί νβςΐίβ, περ. 515-440 π.Χ.). Προσωκρατικός φιλόσοφος, αρχηγός της λεγόμενης Ελεατικής* σχολής και θεμελιωτής της αρχαίας Οντολογίας* και Γνωσιολογίας*. Στον προβληματισμό του ο Παρμενίδης στηρίχτηκε γενικά στα ως την εποχή του επιτεύγματα της ελληνικής κοσμογνωσίας, τόσο στην επιστημονική όσο και στη μυστικιστική έκφρασή της. Πέρα όμως από αυτό το γενικό κλίμα, αμεσότερους προδρόμους του είχε τους Πυθαγορείους*, τον Ξενοφάνη* και τον Ηράκλειτο*, οι οποίοι συντέλεσαν στη διαμόρφωση της σκέψης του, άλλος περισσότερο θετικά και άλλος περισσότερο αρνητικά. Συγκεκριμένα, οι Πυθαγόρειοι τον επηρέασαν από τη μια με τη μαθηματική σκέψη τους και από την άλλη με τη δαιμονοκρατία τους, ενώ ο Ξενοφάνης τον επηρέασε με τον υλοζωιστικό και απρόσωπο θεό του και ο Ηράκλειτος με το δυναμικό του σύμπαν και το κοσμικό "πυρ", το "πάντων κεχωρισμένον". Ετσι ο Παρμενίδης προβληματίζεται και μεθοδεύεται, προεκτείνοντας την επαναστατική θεολογία του Ξενοφάνη και τη μαθηματική σκέψη των Πυθαγορείων, αλλά η θεωρία του εκδηλώνεται κυρίως ως αντίδραση στο γεμάτο κινητικότητα κοσμολογικό σύστημα του Ηράκλειτου. Αφού ο Ηράκλειτος είχε αναγνωρίσει ως ανώτατη πραγματικότητα το "αείζωον πυρ" του κόσμου, αποδίδοντας σ' αυτό την ιδιότητα να μεταμορφώνεται διαρκώς και έτσι να παίρνει διαδοχικά όλες τις εμπειρικά γνωστές φυσικές μορφές, ο Παρμενίδης αποδέχεται βέβαια τη μοναδικότητα, την ενότητα και την αιωνιότητα του ηρακλειτικού όντος, αδυνατώντας όμως να κατανοήσει την κινητικο-
ί 51
Παρμενίδης ο Ελεάτης τητα και τη μεταβλητότητά του, προσδιορίζει το ον ως "αγένητον, ανώλεθρον, ούλον, μουνογενές, ατρεμές, ομού παν, εν, συνεχές, τετελεσμένον, ομοίον, έμπλεον, ακίνητον, άναρχον, άπαυτον, ταυτόν, έμπεδον, ίσον, ισοπαλές". Εισηγούμενος εξάλλου μια αρχέγονη συλλογιστική, ο Παρμενίδης αποκλείει την αρχή και το τέλος, τη γένεση και τον θάνατο, την αύξηση και τη φθορά, την κίνηση και τη μεταβολή, τη διαιρετότητα και την ασυνέχεια του όντος. Από αυτή τη θέση ο Παρμενίδης εξηγεί τον φυσικό κόσμο σαν φαινομενικό, και στη συνέχεια εκθέτει τη δική του φυσική θεωρία, που βάζει σαν κοσμολογικές αρχές το φως και τη νύχτα. Το ον του Παρμενίδη, στη σύλληψή του γενικά σαν έννοια υπερβατικής αρχής, έχει ρίζες στη γενικότερη μυστικιστική, θεοκρατική, μοναρχική και μονιστική παράδοση· ακόμα στον αντιμυθικό και αντιλατρειακό θεό του Ξενοφάνη και στον "σοφόν" του Ηράκλειτου, που είναι υπερεμπειρικά, όχι όμως ακόμα και υπερβατικά ("πάντων κεχωρισμένον"). Στα ειδικά γνωρίσματά του το ον του Παρμενίδη κατάγεται, ως περιγραφόμενο με έννοιες χώρου, χρόνου, όγκου, δομής, από την Ιωνική* φυσική' ως τέλειο σφαιρικό σχήμα, ομοιόμορφο, "όμοιον, ίσον, ισοπαλές, τετελεσμένον, συνεχές, έμπλεον", από τους Πυθαγορείους· ως "εν, μουνογενές" και "ανώλεθρον" από τους υλοζωιστές, με την "ανώλεθρον", ενιαία υλοζωιστική ουσία' ως "άναρχον, άπαυτον, αγέννητον, ανώλεθρον, ούλον" και "ταυτόν" από τον ηρακλειτικό κόσμο και το αλλοιούμενο "πυρ"· ως "εν, ούλον, ακίνητον" και "έμπεδον" από τον ξενοφανικό θεό, τον "ένα" και "μέγιστον", που ενεργεί "ούλος" και που "αιεί δ' εν ταυτώ μίμνει κινούμενος ουδέν". Με τη θεωρία του για το ον ο Παρμενίδης προκάλεσε πολλαπλές αντιδράσεις σε διαφορετικά πεδία έρευνας, που από τότε ακριβώς αυτονομήθηκαν και εξελίχθηκαν σε ειδικούς τομείς της Φιλοσοφίας* και της Επιστήμης*: στο γνωσιοθεωρητικό και το λογικό, στο οντολογικό και το μεταφυσικό, στο φυσικό και το μαθηματικό. Ύστερα από τον Ηράκλειτο, που με τη θεωρία του για τον λόγο είχε ανοίξει τον δρόμο για να μελετηθούν η ταυτότητα και η ετερότητα, ο χώρος και ο χρόνος, η κίνηση και η σχέση, το συνεχές και η διαιρετότητα της ύλης, ο Παρμενίδης, εισηγούμενος μια υποτυπώδη αλλά οπωσδήποτε άγνωστη ως την εποχή του συλλογιστική, με την οποία επιχει-
Ι 52
ρούσε να καταδείξει λογικά αδύνατη την αρχή και το τέλος, τη γένεση και τον θάνατο, την αύξηση και τη φθορά, την κίνηση και τη μεταβολή, τη διαιρετότητα και την ασυνέχεια του όντος, έφερε στην επιφάνεια όλα τα παραπάνω ειδικά προβλήματα, όξυνε τη φύση τους στο έπακρο και έκανε επιτακτική την ανάγκη για ανταπόκριση σ' αυτά, αν η ελληνική σκέψη, φυσιοκρατική ή υπερβατική, δεν ήθελε να επιστρέψει στον μύθο, από όπου είχε ξεκινήσει. Από τους συνεχιστές του έργου του Παρμενίδη πρώτοι ο Ζήνων* και ο Μέλισσος* υπερασπίστηκαν και συμπλήρωσαν τη θεωρία του για το ον στην επιμέρους προβληματική της, αναπτύσσοντας κυρίως την αρχέγονη συλλογιστική του δασκάλου τους. Στο πεδίο της Γνωσιολογίας* και της Λογικής*, ο Γοργίας* εγκαινίασε τον αντίλογο στη θεωρία του Παρμενίδη για το ον, και με την ίδια την παρμενίδεια συλλογιστική, αντιστρέφοντας τα επιχειρήματά της, κατέληξε στο γενικό συμπέρασμα ότι το ον ούτε υπάρχει ούτε νοείται ούτε ανακοινώνεται. Στο πεδίο της Φυσικής εξάλλου οι Ατομικοί* φιλόσοφοι δέχτηκαν την παρμενίδεια θέση ότι το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, αρνούμενοι όμως ότι αυτό είναι και ακίνητο και αδιαίρετο- και, επεξεργαζόμενοι την παρμενίδεια επιχειρηματολογία, έφτασαν στην έννοια του ατόμου, δηλαδή του άτμητου μορίου της ύλης. Υστερα από αυτά ο Δημόκριτος* δεν δυσκολεύτηκε να αποδώσει στο άτομο τα γνωρίσματα που ο Παρμενίδης είχε αποδώσει στο ον: αγέννητο, ακατάλυτο, αμετάβλητο, απλό και με καθορισμένα όρια. Αυτό όμως σήμαινε ότι το άτομο είχε μόνο όγκο, όχι άλλη ιδιότητα. Ετσι, με βάση τη θεωρία του Παρμενίδη για το ον οι ατομικοί έφτασαν στην έννοια της αποίου ύλης και εξήγησαν τις ποιότητες από τους τρόπους συμπλοκής των ατόμων κατά τη σύνθεση των σωμάτων. Ωστόσο ο Παρμενίδης, χωρίζοντας τον κόσμο σε πραγματικό και σε φαινομενικό, ευθύνεται ιστορικά για τη διάσπαση της ενιαίας υλοζωιστικής ουσίας, όπως την εννοούσε ως τότε η ιωνική κοσμολογία, και στην προέκταση για τη γένεση της Πνευματοκρατίας* και του Υλισμού*. Ο Εμπεδοκλής" και ο Αναξαγόρας" εργάστηκαν με τα δεδομένα της θεωρίας του Παρμενίδη, προσπαθώντας να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στο ιωνικό και στο δωρικό πνεύμα. Λίγο αργότερα ο Πλάτων" θεμελίωσε την Οντολογία του πάνω στην παρμενίδεια θέση. Ετσι η διδασκαλία του Παρμενίδη για το ον διαπέρασε ο-
Πάρσονς λόκληρη την πλατωνική παράδοση και, με άξονα τον Πλάτωνα, τον Πλωτίνο* και τον Πρόκλο*, έφτασε κυρίαρχη ως το κατώφλι των Νέων χρόνων. Βιβλιογρ.: Τα σωζόμενα αποσπάσματα του έργου του Παρμενίδη, καθώς και τα σχετικά με αυτό αποσπάσματα των έργων του Ζήνωνα, του Μέλισσου και του Γοργία, σε κριτική έκδοση και μετάφραση του Ε. Ν. Ρούσσου, συνοδευόμενα από ιστορική εισαγωγή και ευρύτερη επιλογή βιβλιογραφίας, έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Δευκαλίων33/34 (1981). άπου περιέχονται και άλλες, ειδικότερες μελέτες για τον Παρμενίδη. Επίσης βλ. Γ. Τζαβάρας. Το ποίημα του Παρμενίδη. Αθήνα. 1980. Ε. Ν. Ρούσσος
"Παρμενίδης" του Πλάτωνα. Διάλογος της ώριμης ηλικίας του Πλάτωνα*, στον οποίο ο νεαρός ακόμα Σωκράτης συνδιαλέγεται με τον σοφό και γηραιό Παρμενίδη* και τον μαθητή του Ζήνωνα*. Τη συζήτηση πλαισιώνουν ο Κέφαλος, ο Αντιφών, ο Γλαύκος και ο Αδείμαντος, ο Πυθόδωρος και ο νεαρός Αριστοτέλης -άλλος από τον γνωστό φιλόσοφο. Αποτελεί αναδιήγηση, εκ μέρους του Αντιφώντα, του διαλόγου του Σωκράτη με τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα. Κεντρικό θέμα είναι η πραγματεία του Ζήνωνα, στην οποία αυτός υπερασπίζεται με διάφορα επιχειρήματα τη θεωρία του δασκάλου του Παρμενίδη ότι "το ον είναι ένα και όχι πολλά". Ο Σωκράτης* κάνει κριτική στην επιχειρηματολογία του Ζήνωνα για το "εν" και τα "πολλά", και εισάγει δειλά τη θεωρία των "Ιδεών"* ή "Ειδών" ως τη μόνη εξηγητική θεωρία των απόψεων του Παρμενίδη. Στην ουσία ο Πλάτων προσπαθεί να διαπιστώσει πώς θα φαινόταν σ' έναν ελεάτη φιλόσοφο η θεωρία του, προκαλεί δηλαδή ένα είδος δοκιμής της θεωρίας. Και πράγματι, επεμβαίνει ο Παρμενίδης κάνοντας κριτική στη θεωρία των "Ιδεών" και εκθέτοντας τη δική του μέθοδο στήριξης της θεωρίας του, που συνίσταται σε επιχειρηματολογία με αλλεπάλληλους υποθετικούς συλλογισμούς. Στον διάλογο δηλαδή αυτόν έχουμε κριτική της θεωρίας των Ιδεών από ελεατική άποψη και αντικριτική της ελεατικής οντολογίας από πλατωνική άποψη (βλ και λ. Πλάτων). Γραμμ. Αλατζόγλου - Θέμελη
Παρσισμός, βλ. Ζωροαστρισμός Πάρσονς Τάλκοτ (ΤβΙΙωΗ ΡβΓβοηε, 1902-1979). Αμερικανός κοινωνιολόγος, του οποίου η θεωρία βρήκε μεγάλη απήχηση στην Αμερική και επέδρασε γενικότερα στην κοινωνιολογική
σκέψη. Σπούδασε στο Λονδίνο και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ από το 1931. Επηρεασμένος από την ευρωπαϊκή κοινωνιολογία, διαμόρφωσε τη θεωρία του από τις μελέτες των έργων του Μαξ Βέμπερ*, τον οποίο μετέφρασε στα αγγλικά, του Ντυρκαίμ*, του Παρέτο* αλλά και του Αλφρεντ Μάρσαλ. Ως βασικό αντικείμενο της κοινωνιολογίας, ο Πάρσονς θεωρεί την "κοινωνική δράση" και την έννοια του "κοινωνικού συστήματος". Γύρω από αυτές τις δύο έννοιες κινήθηκε μεγάλο μέρος των θεωρητικών κατασκευών του και των διαφόρων βιβλίων του που τροποποιούσε από τη μια έκδοση στην άλλη. Η έννοια της κοινωνικής δράσης οφείλεται στη βεμπεριανή θεωρία και αναπτύσσεται από τον Πάρσονς ως βάση για την ανάλυση και την ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων. Η δομή της κοινωνικής δράσης (1937), Δοκίμια καθαρής και εφαρμοσμένης κοινωνιολογίας (1949), Προς μια γενική θεωρία της δράσεως (1951) αποτελούν προσπάθειες συνεχούς αναδιατύπωσης μιας θεωρίας η οποία εμφανίζεται αρκετά περίπλοκη και με ιδιάζοντες νεολογισμούς. Ακόμη και στο βιβλίο του Το κοινωνικό σύστημα (1951) επανέρχεται σ' αυτή την έννοια. Το πλαίσιο αναφοράς της "δράσης" προϋποθέτει ένα δρων πρόσωπο, μια κατάσταση και τον προσανατολισμό του δρώντος προσώπου προς την κατάσταση αυτή. Ο προσανατολισμός του προσώπου μπορεί να εξαρτάται είτε από τα κίνητρα είτε από τις αξίες. Ανάγκες και αξίες επομένως είναι οι δύο παράγοντες που επιδρούν στον προσανατολισμό του ατόμου προς μια δράση. Από την άλλη μεριά, διακρίνει τρία είδη αναλυτικών συστημάτων: το κοινωνικό, το σύστημα της προσωπικότητας και το πολιτιστικό σύστημα. Ολα τα παραπάνω έχουν υποστεί έκτοτε έντονη κριτική, μια και οι διακρίσεις του Πάρσονς δεν έχουν πρακτικό αντίκρισμα. Ο Πάρσονς θεωρείται επίσης ότι ανήκει στους λειτουργιστές, αφού επέδρασε με τη θεωρία του στην γενικότερη δομολειτουργική ανάλυση. Ακόμη, ιδιαίτερα αισθητή υπήρξε η ανάλυση που έκανε για τα θεσμικά πλαίσια και την κοινωνική στρωμάτωση: αντιπαρερχόμενος τις κοινωνικές συγκρούσεις και την κοινωνική μεταβολή, συνέπεια της κοινωνικής εξέλιξης, υποστήριξε πως η υπάρχουσα κοινωνική διαστρωμάτωση εξυπηρετεί την κοινωνική ανάγκη και επομένως τα ικανότερα και αποτελεσματικότερα μέλη μιας κοινωνίας αναλαμβάνουν ανώτερους ρόλους και δικαίως αμείβονται καλύτερα.
153
Πασκάλ Ακόμη, επέδρασε ιδιαίτερα στην αμερικάνικη κοινωνιολογία της οικογένειας με τη στατική μελέτη της τυπικής αμερικάνικης οικογένειας και τα πορίσματα στα οποία κατέληξε από αυτήν. Δημ.
Τσατσούλης
Πασκάλ (ΡβδοβΙ) Μπλαιζ. Ισως, το τελευταίο λαμπρό καθολικό πνεύμα που ανέδειξε η παγκόσμια ιστορία των Επιστημών. Γάλλος φιλόσοφος, θεολόγος, φυσικός, μαθηματικός και εφευρέτης (Κλερμόν, 1623 - Παρίσι, 1662). Από την ηλικία των δώδεκα ετών μελέτησε τον Ευκλείδη*. Στα δέκα οχτώ του είχε κιόλας εφεύρει μια υποτυπώδη υπολογιστική μηχανή. Εν συνεχεία επιδόθηκε σε σειρά εμπεριστατωμένων πειραμάτων και μελετών, που επιστρατεύθηκαν στην υπηρεσία αποσαφήνισης και εμπλουτισμού των προγενέστερων πορισμάτων του Τορριτσέλλι (βλ. κενό), επιθυμώντας πρωτίστως να αποσοβήσει το ενδεχόμενο υπεραξίωσης μιας ευρύτατα ήδη διαδεδομένης άποψης, υπέρ της οποίας είχε αποφανθεί η πλειοψηφία των στοχαστών της εποχής του και η οποία, στο όνομα ενός πεισματικού και επιστημονικά μετέωρου "ΜΟΓΓΟΓ νβουϊ", διαβεβαίωνε πως η ίδια η φύση αποστέργει την έννοια του κενού. Η προσχώρηση του Πασκάλ στον γιανσενισμό* (1654 και εξής) και η υπαγορευόμενη απ' αυτόν πολιτική υπονόμευσης των αντιλήψεων των Ιησουιτών, τους οποίους μέμφθηκε για παραχάραξη των χριστιανικών δογμάτων και ηθικό αποπροσανατολισμό, σηματοδότησε τη θεωρητική του αναδίπλωση και μεταστροφή από τις μαθηματικές μελέτες σε ζητήματα αμιγώς φιλοσοφικοθεολογικής υφής. Πιο συγκεκριμένα και μέσα από μια πληθώρα συγγραμμάτων (πολλά εκ των οποίων αιφνιδιάζουν με τον αποσπασματικό χαρακτήρα τους), ο Πασκάλ απέφασκε την κατάφωρη στην εποχή του πρόθεση υπερεκτίμησης του ρόλου της λογικής* κατά τη διαδικασία αναζήτησης επιστημονικών αληθειών (πρβ. Ντεκάρτ) και απογύμνωσε τη νόηση από το αποκλειστικό της προνόμιο να προσπορίζει ίρδο ίβοΐο αξιοπιστία και εγκυρότητα στα ίδια της τα θεωρητικά κατασκευάσματα. Με αφετηρία την προαναφερθείσα δήλωση και με δεδομένη την πρόθεσή του να εξουδετερώσει και τις ενδεχόμενες σκεπτικιστικές της προέκτασης, ο Γάλλος στοχαστής εξαναγκάστηκε να ομολογήσει ένα σύνολο ενορατικών, διαισθητικά θεμελιωμένων, πρώ-
154
των αρχών, επί τη βάσει των οποίων θα μπορούσε να οικοδομηθεί με σχετική ασφάλεια το σύνολο της επιστημονικής γνώσεως, προλειαίνοντας κατ" αυτόν τον τρόπο το έδαφος για το επερχόμενο κίνημα του αντιορθολογισμού, την ενορασιοκρατία του Μπερξόν* και τη θεωρία περί απροσπέλαστης από τη νόηση βιωματικής εμπειρίας της υπαρξιακής φιλοσοφίας. Καταφάσκοντας παράλληλα μια μέθοδο θεώρησης του κόσμου και της επιστήμης με εμφανή θεοκεντρικό χαρακτήρα, ο Πασκάλ επεδίωξε να νομιμοποιήσει και αυτήν ακόμα την αξιοπιστία των επιστημονικών ισχυρισμών με την αναγωγή της στην απόλυτη τελειότητα της Υπερβατικής Ουσίας. Εργα: ΟβυντβΒ εοΓηρΙόΙθ$, Ρ3ΓΪ5, 1904-1914, 14 τόμοι. Βιβλιογρ.: ΒουίΓουχ ΕΓΤΗΙΘ. ΡβεεβΙ, Ηυςίι. 5 ΒΕΓΘΙ οί ΡβχβΙ,
Σταυρούλα
Ν.
Ρ3Π5. 1900.- δίβνοίΐ
Ν. Υ., 1941.
Σκιαδοπούλου
Πάσμορ (Ρ35ΠΊΟΓΘ) Τζον Αρτουρ (γεν. 1914). Αυστραλός φιλόσοφος, ιστορικός της φιλοσοφίας*. Προωθεί την ιδέα ενός "οικολογικά φωτισμένου" ανθρωποκεντρισμού. Εργα του: Μβη'ε ΠβεροηείόίΙίΙγ (ΟΓ ΝαΙυτβ: ΕοοΙορϊββΙ ΡΓΟόΙβΓηε βηά ννβεΙβηΓ ΤταάίΙίοηε, 1974- ΡβοβηΙ ΡΝΙοεορήβίε, ίοπάοπ, 1985. Δ. π.
Παταντζάλι. Ινδός φιλόλογος και φιλόσοφος του 2ου αι. π.Χ. Για τη ζωή του και το έργο του γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα, και μάλιστα ανάμεικτα με μύθους και γεμάτα από αντιφάσεις. Ταυτίζεται με τον συγγραφέα του Μεγάλου Υπομνήματος (ΜβΙιβ&ΙιβδΙιγβ), το οποίο περιέχει σχόλια στη Γραμματική του Πάνινι*. Πρόκειται για μια ταύτιση την οποία δέχονται οι ϋβόίεΙι, 03Γόβ και ϋβδςυρίβ, ενώ την αρνούνται οι ννοοάδ, ϋβοοβί και Α. Β. ΚβίΙίι. Θεωρείται επίσης συγγραφέας των Υοςβ βυΐίε. Επεξεργάστηκε προβλήματα της φιλοσοφίας, όπως π.χ. του δυαλιστικού συστήματος της 33ηΚΚγΒ'. Συνέταξε οδηγό για τους ηθοποιούς (ΝΒΙΘ 5υΙίέ). Απεικονίστηκε ως μυθολογική μορφή 5(166^3, κατά το μισό άνθρωπος και κατά το άλλο μισό ως φίδι. Στο κεφάλι υπάρχει κορόνα, που αποτελείται από πέντε φίδια. Από τους σιβαιστές λατρεύεται ως ενσάρκωση των θεών Αναντισβάρα και Σίβα*. Βιβλιογρ.: Μ. ΕΙώύβ. Γιόγκα, εκδ. I. Χατζηνικολή. Αθήνα. 1980.
Αλεξ.
Καριώτογλου
Πατέρες της Εκκλησίας, βλ. Πατρολογία
Πατρολογία Πάτναμ (ΡυίηβΓπ) Χίλαρι (γεν. 1926). Αμερικανός λογικός και φιλόσοφος, από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της "αναλυτικής φιλοσοφίας"*. Έργα του: Μίπά, ίβηςυθςβ βηό ΒβαΙίϊγ, ΟθΓΓί&πόςβ, ΜβδδβεΙιυδβΗδ, 1975" ΡββΙίΒΓη από Πθβεοη, Οβπι&πύςβ, Μ355., 1983 κ.ά. Δ. π.
Πατριαρχέας Π. Καθηγητής της ιστορίας της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Έργα του: Αρχή και γένεσις της φιλοσοφίας, Οντολογική αρχή και παράγοντες διαφοροποιήσεως κατά τον Πλωτίνον, Ιστορία της θεωρίας του περιβάλλοντος, Η κατηγορηματική προσταγή της εργασίας κατά τον Ησίοδον και αποκορύφωσις αυτής κατά τον Πλάτωνα. Θεμελίωσις και ολοκλήρωσις του ανθρωπισμού, Φαινομενολογία της διαγωγής κ.ά. Απ. Τζ.
πατριωτισμός, βλ. εθνική ιδέα Πατρολογία. Ένας από τους πιο σημαντικούς κλάδους της θεολογικής σκέψης του Χριστιανισμού*. Ασχολείται με το σύνολο των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, από τη στιγμή που διατυπώθηκαν για πρώτη φορά γραπτώς οι αλήθειες της έως και την εποχή μας. ΓΓ αυτό κάθε κείμενο που εμπλουτίζει τη χριστιανική δογματική διδασκαλία ανήκει στα ενδιαφέροντά της. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι περιλαμβάνει στην έρευνά της και τα κείμενα των αιρετικών ή ακόμη και των αντιθέτων απέναντι στον Χριστιανισμό συγγραφέων, διότι το περιεχόμενο τους έθεσε σε διαδικασία καίριες θεολογικές συζητήσεις. Ετσι, δεν θα ήταν άστοχο αν υποστηρίζαμε ότι η Πατρολογία ουσιαστικά καταγράφει την ιστορική και πνευματική πορεία του Χριστιανισμού για τη συγκρότηση σε ολοκληρωμένα κατά το δυνατόν εννοιακά πλαίσια του συνόλου των αληθειών του. Ως θεολογικός κλάδος αφετηριακής υφής αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα: στο ιστορικό και στο συστηματικό. Στο ιστορικό επίπεδο εξετάζει τα θέματα της κατά τη χρονολογική παρουσία τους. κυρίως υπό το πρίσμα των εκκλησιαστικών συγγραφέων που τα διατύπωσαν. Εδώ το ερευνητικό κριτήριο της είναι η χρονική περίοδος συγγραφικής δράσης ενός Πατέρα της Εκκλησίας και η συμβολή του στη διαμόρφωση του χριστιανικού δόγματος. Ιδιαίτερη σημασία δίδεται και στο συγκεκριμένο ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου
εμφανίζονται τα διάφορα πατερικά κείμενα. Στόχος είναι να δειχθεί ότι η χριστιανική σκέψη συνάπτεται άμεσα με τους αντικειμενικούς όρους που την περιβάλλουν, κάτι που σημαίνει ότι ο θεολογικός στοχασμός δεν είναι ανεξάρτητος, παρά τις αυστηρά μεταφυσικές καταβολές του, από την τρέχουσα πράξη και ζωή. Στο συστηματικό επίπεδο ακολουθεί την πάγια τακτική της οιονεί εννοιολογικής αναδόμησης της ιστορικής διαδρομής. Χωρίς να καταργεί τον ιστορικό χαρακτήρα των θεολογικών εννοιών, επιχειρεί μια ερμηνεία του μυστικού βάθους τους. Αναζητά δηλαδή τους πνευματικούς εκείνους παράγοντες ή τα υποστρωματικά στοιχεία που συντελούν ώστε να καταστεί εμφανής μ' έναν συγκεκριμένο τρόπο ο θεολογικός στοχασμός. Φυσικά δεν πρέπει να ταυτίσουμε την Πατρολογία με τη Δογματική, η οποία αναφέρεται στη χριστιανική διδασκαλία, χωρίς να πραγματεύεται πάντοτε τα θέματά της με τη συνοδεία μιας αναγκαίας επισήμανσης των ιστορικών προσδιορισμών της. Η Πατρολογία δεν αποκόβει τη θεολογική σκέψη από το πλαίσιο ανάπτυξής της και τους εκφραστές της. Θα λέγαμε ότι στρέφει την προσοχή της στο να προβάλλει έναν ευέλικτο συνδυασμό ανάμεσα στην πνευματική έκφανση των χριστιανικών αρχών και στους καιρικούς όρους τους. ΓΓ αυτό ακριβώς ενέχει το ιδίωμα της αντικειμενικής παρουσίασης του υλικού της, στοιχείο που εξασφαλίζει στον αναγνώστη τα εχέγγυα για μια σφαιρική κατανόηση της χριστιανικής διαδρομής ανά τους αιώνες. Έτσι, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως μια εξαντλητικά αναλυτική θεολογική εγκυκλοπαίδεια. Η Πατρολογία, ως συστηματικός κλάδος, καθορίζει και έναν ειδικό μεθοδολογικό τρόπο προσέγγισης του αντικειμένου της. Δεν παραμένει σε μια επιφανειακή παρουσίαση των θεμάτων της, αλλά παρουσιάζει ως αναγκαίο να αναζητάται η αμοιβαία διαπλοκή τους, η ακολουθία τους και ο βαθμός της εξέλιξής τους. Η παρουσίαση, λοιπόν, της θεματικής της δεν είναι τόσο παραθετική, αλλά κυρίως διαλεκτική και συνθετική. ΓΓ αυτό και αποκλείει μια ανάλυσή της υπό όρους που συνάδουν προς εξωτερικούς ως προς το περιεχόμενο της προσανατολισμούς. Τηρεί αδιαπραγμάτευτη την αυστηρή θεολογική ανάλυση, αφού θεωρεί ως δεδομένο ότι τα κείμενα των Πατέρων έχουν έναν θεοκεντρικό και όχι έναν εγκόσμιο προσδιορισμό. Το κριτήριο, επομένως, της επαλη-
155
ΠαυλικιανοΙ θευσιμότητας και της διαψευσιμότητας* ορίζεται εδώ ως η πιστή αυταπόκριαη ή ως η παράβαση αντιστοίχως απέναντι σε ό,τι αποτελεί θεοδίδακτη αρχή. Σ' ένα τέτοιο πλαίσιο ο ακραίος θεολογικός ρεαλισμός είναι δεδομένος, στοιχείο που αποκλείει την προτεραιότητα των εννοιολογικών σχημάτων του ερευνητή απέναντι στο βαθύτερο περιεχόμενο των κειμένων. Χρ. Τερέζης
ΠαυλικιανοΙ. Αιρετική ομάδα που παρουσιάστηκε στα μέσα της ζ' εκατονταετηρίδας στην Αρμενία, στην πόλη Κίβωσσα. Τιμούσαν ιδιαίτερα τον Απ. Παύλο", τον οποίο θεωρούσαν αρχηγό. Ιδρυτής του Παυλικιανισμού ήταν ο Κωνσταντίνος ο εκ Μανανάλεως (κοντά στα Σαμόσατα). Οι Παυλικιανοί προέκυψαν από τους οπαδούς του αιρετικού Μαρκίωνα (2ος αι.) και από τους Μασσαλιανούς* (4ος αι.). Δέχονταν δύο θεούς (αγαθό και κακό) και διέκριναν δημιουργό του αόρατου και δημιουργό του ορατού κόσμου. Πίστευαν στη φαινομενική ενανθρώπιση του Χριστού (δοκητισμός), εμφορούνταν από αντιιουδαικό πνεύμα και είχαν ασκητικές τάσεις. Απέρριπταν την Π. Διαθήκη και τα ιουδαίζοντα στοιχεία της Κ. Διαθήκης. Απέρριπταν ακόμα τις ιεροτελεστίες και όλα τα μυστήρια. Ιστορική συνέχεια των Παυλικιανών ήταν οι Ευχίτες" και οι Βογόμιλοι* στη Θράκη. Αλέξ. Καριώτογλου
Παύλος. Από τους μεγαλύτερους αποστόλους και πρώτους θεολόγους του Χριστιανισμού". Γε-νήθηκε στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. και πέθανε μαρτυρικά το 64 μ.Χ. Ρωμαίος πολίτης, έλαβε ελληνική και ιουδαϊκή μόρφωση στην Ταρσό και στα Ιεροσόλυμα. Αρχικά πολέμιος του Χριστιανισμού, γνώρισε με θαυμάσιο τρόπο τη χριστιανική πίστη και έγινε ένθερμος κήρυκας των διδαχών του Χριστού και των Αποστόλων του. Οι ποικίλες και περιπετειώδεις περιοδείες του στα μέρη της Παλαιστίνης, Μ. Ασίας, Ελλάδας και Ρώμης στέφθηκαν από επιτυχείς συνομιλίες με διαφόρων επιπέδων ανθρώπους (φιλοσόφους, νομικούς, στρατιωτικούς, πολιτικούς, απλούς και αγράμματους ανθρώπους), στις οποίες κύριος στόχος του ήταν να δείξει την κοινότητα του χριστιανικού μηνύματος και την πρακτική ζωή, η οποία έθετε τις βάσεις για έναν αληθινό βίο. Κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια να πείσει
156
τους ανθρώπους ότι κέντρο του ανθρώπινου προβλήματος ήταν ο θάνατος, ο οποίος μπορούσε να ξεπεραστεί με την αποδοχή του προσώπου του Χριστού, που ξεπέρασε τον θάνατο ως θεός με την ανάσταση του. Κάθε είδους φιλοσοφία έπεφτε σαν χάρτινος πύργος μπροστά στη "μωρία του σταυρού", κάτω από τον οποίο επερχόταν η εξίσωση των ανθρώπων και η αποδοχή της σταυρωμένης αγάπης ως μοναδικού μοχλού υπέρβασης κάθε κοινωνικού, ηθικού, θρησκευτικού και πολιτικού προβλήματος πάνω στη γη. Η πρακτική της αγάπης θεωρείται από τον Παύλο ως η μόνη φιλοσοφία, η οποία με αφετηρία την πίστη και οδηγό την ελπίδα μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στη διάσωση του προσώπου του. Αλέξ. Καριώτογλου
Παχυμέρης Γεώργιος (1242-1310). Βυζαντινός λόγιος και ιστοριογράφος. Ο μεγαλύτερος και πολυγραφότερος συγγραφέας του 13ου αι. και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της παλαιολόγειας φιλολογικής Αναγέννησης. Πανεπιστήμονας και χαρακτηριστικός τύπος εγκυκλοπαιδιστή, θαυμαστής της κλασικής ελληνικής παραδόσεως και συγχρόνως μυστικός, γεμάτος αγάπη για τον Θεό", αγάπη που επιτρέπει στον άνθρωπο να ξεφύγει από την πολλαπλότητα και να αναχθεί στο Εν". Το σπουδαιότερο από τα έργα του είναι η Ιστορία του (13 βιβλ.), όπου συνεχίζει την ιστορία του δασκάλου του Γ. Ακροπολίτη* και καλύπτει την περίοδο 1255-1308. Σημαντικό μέρος σ' αυτήν κατέχουν οι δογματικές έριδες, οι οποίες συγκλόνισαν την εποχή των Παλαιολόγων, καθώς και η θέση του κατά της πολιτικής της ενώσεως των Εκκλησιών. Σημαντικό επίσης είναι το έργο του Φιλοσοφία, το οποίο στους καταλόγους των χειρογράφων φέρει τον τίτλο: ΡβΓβρύΓβεί5 ίη υηϊνβΓεθΓη ρΜοεορήίβιτι ΑηεΙοίβΙϊε. Σ' αυτό σχολιάζει το αριστοτελικό έργο στο σύνολο του και παράλληλα προσθέτει και δικές του παρεμβάσεις και ερμηνείες. Αλλα έργα του: ρητορικά Προγυμνάσματα, όπου μιμείται τους αρχαίους Ελληνες ρήτορες, Σύνταγμα περί των τεσσάρων μαθημάτων (Ουβάπνίυπι): αριθμητικής, γεωμετρίας, αστρονομίας, μουσικής, έργο που απετέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη των θετικών επιστημών στο Βυζάντιο και όπου χρησιμοποίησε και μια δική του παράφραση του α' βιβλίου του μαθηματικού Διοφάντου. Βιβλιογρ.: ΡβίΙΙβΓ Α.. ΟΗτοποΙοςιβ βΙ εοπιροείΐίοπ ϋιη$ Ι'
Πέιν ΗίεΙοιίβ άβ Οβοίςβε ΡθοΙιγπιόΓβ (1980).- Κ3Γ3γ3Π0ρ0υΐ05 ϋ. - ννβί£5 Ο . ΟυβΙΙβηΚυηόθ ζυτ ΟβεοΙικΜθ νοη Βγζβηε (1982). Απ.
Τζαφερόπουλος
Πεδιάσιμος Ιωάννης, βλ. Ιωάννης Πεδιάσιμος πεδίο συνείδησης (ΡίθΙά ο( οοηδάουδηθδδ). Ονομάζεται το σύνολο των φαινομένων τα οποία επισυμβαίνουν την ίδια στιγμή σε μια ατομική συνείδηση. Έχουμε δύο πεδία συνείδησης: α) το παρόν πεδίο συνείδησης, κατά το οποίο τα φαινόμενα γίνονται άμεσα "αντιληπτά" και β) το εν δυνάμει ή δυνητικό πεδίο συνείδησης, κατά το οποίο τα φαινόμενα δεν είναι άμεσα παρόντα, μπορούν όμως εύκολα να ανακληθούν από τον χώρο της μνήμης· σ' αυτό το πεδίο τα φαινόμενα είναι έμμεσα παρόντα. Το πεδίο συνείδησης δεν αφορυ φαινόμενα τα οποία βρίσκονται στον χώρο του υποσυνειδήτου. Όλα δε τα φαινόμενα σταδιακά περνούν από το παρόν στο δυνητικό πεδίο συνείδησης. Το πεδίο συνείδησης διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο, καθώς και σε άτομα που εμφανίζουν κάποια σοβαρή ασθένεια ή ψύχωση. Βασιλική Παππά
πεδίο υπό μελέτη αντικειμένων. Είναι το σύνολο των αντικειμένων που μελετώνται ή πρόκειται να μελετηθούν στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης γνωσιακής περιοχής. Η περιοχή καθορίζεται (και αντιστρόφως τα καθορίζει) και από τα προς μελέτη αντικείμενά της. Τα αντικείμενα αυτά μπορεί να είναι είτε εμπειρικά είτε νοητικά. Η φύση τους συγκαθορίζει και τη μεθοδολογία μελέτης τους. Στα μαθηματικά συναντά κανείς πολλά παραδείγματα πεδίων υπό μελέτην αντικειμένων. Έτσι, για παράδειγμα, στη θεωρία αριθμών τέτοιο πεδίο είναι οι καλούμενοι "φυσικοί αριθμοί", δηλαδή οι ακέραιοι μη-αρνητικοί αριθμοί στους οποίους επισυνάπτουμε και το μηδέν. Επίσης, στον απειροστικό λογισμό ένα τέτοιο πεδίο είναι το σύνολο των καλουμένων πραγματικών αριθμών. Στη ζωολογία αντίστοιχο πεδίο είναι το σύνολο των ζώων, στη βοτανική το σύνολο των φυτών κ.λπ. Στη θεωρία συναρτήσεων το πεδίο υπό μελέτη αντικειμένων λέγεται και "πεδίο ορισμού" της συνάρτησης, ενώ στη θεωρία συνόλων "βασικό σύνολο", συμπλήρωμα του οποίου είναι το κενό σύνολο. Διον.
Αναπολιτάνος
πειθαρχία κοινωνική. Πτυχή της ανθρώπινης
συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από ορισμένη τάξη (ιεραρχία, διάταξη), από την αφομοίωση (υπακοή, ευπείθεια) και εκτέλεση ιστορικά δημιουργημένων κανόνων (ηθικών, δικαιικών, πολιτικών), από την υποταγή στις αποφάσεις (υποδείξεις, εντολές) υπερκείμενων οργάνων ή προσώπων και από ορισμένους τρόπους (μέσα, μεθόδους) επιβολής αυτής της τάξης. Ως μέσο κοινωνικού ελέγχου της καθημερινής συμπεριφοράς των ανθρώπων αντανακλά τις κυρίαρχες στη δεδομένη κοινωνία κοινωνικοοικονομικές σχέσεις την υποστήριξη των οποίων υπηρετεί: Ο χαρακτήρας της πειθαρχίας και τα μέσα επιβολής της εξαρτώνται σε τελευταία ανάλυση από τον χαρακτήρα της παραγωγικής επίδρασης του ανθρώπου στη φύση (βλ. εργασία) σε συνδυασμό με τις "σχέσεις παραγωγής"*. Αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζει στη ζωή των ανθρώπων ο εκάστοτε κυρίαρχος τύπος εργασιακής πειθαρχίας και ο αντίστοιχος με αυτόν τύπος προσωπικότητας*. Τα μέσα επιβολής της πειθαρχίας ποικίλλουν: συνήθειες, ήθη, παραδόσεις, κανόνες, νόρμες*, κοινωνικές συνήθειες, γούστα, κύρος*, αυθεντία", γόητρο*, καταστολή, καταπίεση, πειθαναγκασμός, βία, οικονομική εξάρτηση, πνευματική (ιδεολογική) χειραγώγηση κ.λπ. Στις ανταγωνιστικές κοινωνίες η κοινωνική πειθαρχία προβάλλει ως ποικιλόμορφος συνδυασμός πειθαναγκασμού (πειθαρχίας του κνούτου και της πείνας) και συναίνεσης (αφομοίωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας και υποταγής σε αυτήν). Η αρνητική σχέση προς την ανελευθερία και την καταπίεση της έξωθεν και άνωθεν επιβεβλημένης τυπικής πειθαρχίας αυξάνει μαζί με την αναβάθμιση του ανθρώπου ως υποκειμένου όλο και δημιουργικότερων εργασιακών διαδικασιών (βλ. δημιουργικότητα) και κοινωνικών σχέσεων. Ανώτερη μορφή πειθαρχίας είναι η συνειδητή και εθελοντικού χαρακτήρα προώθηση των πανανθρώπινων συμφερόντων ως εσωτερική παρόρμηση και αυτοπειθαρχία της ολόπλευρα ανεπτυγμένης προσωπικότητας του μέλλοντος (βλ. επίσης: εξουσία, διοίκηση). Δ. Πατέλης
Πέιν Τόμας (Ρβίπβ ΤΜοιηβδ, 1737-1809). Αγγλοαμερικανός πολιτικός στοχαστής και φιλόσοφος. Οι πολιτικές του ιδέες ήταν ριζοσπαστικές. Με το φυλλάδιό του Κοινός νους (1776), που το κυκλοφόρησε ανώνυμα, στρεφόταν κατά της αγγλικής μοναρχίας και κα-
157
πείραμα λούσε σε αγώνα για την απελευθέρωση της Αμερικής από την αποικιακή εξάρτηση. Με το φυλλάδιό του αυτό άνοιξε τον δρόμο για τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (4 Ιουλίου 1776). Τις επαναστατικές του ιδέες τις ανέπτυξε στην πραγματεία του Τα δικαιώματα του ανθρώπου (1791). Διακηρύσσει την πολιτική ισονομία των πολιτών, την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και την υπεροχή της αστικής δημοκρατίας. Το κυριότερο φιλοσοφικό του έργο είναι Ο αιώνας του λογικού (1794-6). Με αυτό στρέφεται κατά των προνομίων και των θρησκευτικών προλήψεων. Στη θρησκευτική πλάνη αντιπαραθέτει την απεριόριστη δύναμη του ανθρώπινου λογικού και στην πίστη τη γνώση. ΓΓ αυτό κατηγορήθηκε ως άθεος, αν και ήταν φανερό ότι πίστευε σε ένα ανώτατο Ον και η αντίθεσή του περιοριζόταν μόνο προς την οργανωμένη θρησκεία. Βιβλιογρ.: Ρθ3Γ$οπ Η., Τοπ ΡΒΪΠΘ. Ιπβά οΙΠΟΠΚΐΠΆ, Ν. Υ. - ΙΟΓΚΙΟΠ, 1937.- \Λ/ΟΟ<1»3Γ() \Λ/. Ρ.. Τοπι ΡΒΪΠΘ, Ν. Υ., 1945.- ΑΜπόβθ Α. Ο..
ΜΒΠ
ννϋϋβίτίδοπ Α.. ΓΛο/7135
ΟΙ ΓΘ350Π.
ΡΒΪΠΘ.
ΗΪ$
ΙϊΙβ,
ΡΛίΙ. - Ν. Υ., 1959.ΗΟΓΚ
3Γ>ά Ιϊπίθε. ί . ,
1973.
Απ.
Τζαφερόπουλος
πείραμα. Βασική γνωστική μέθοδος ελέγχου των θεωρητικών μας κατασκευών. Με το πείραμα σε συνθήκες διευθυνόμενες και ελεγχόμενες επιδιώκεται η έρευνα της εμπειρικής κυρίως πραγματικότητας. Το πείραμα δεν λαμβάνει χώρα σε κενό θεωρίας αλλά αντίθετα πραγματοποιείται στα πλαίσια ενός θεωρητικού πλαισίου, το οποίο καθορίζει τη διατύπωση των προβλημάτων, την αξιολόγηση των παρατηρουμένων και την ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Μαζί με τη θεωρία αποτελεί το δίπολο πάνω στο οποίο στηρίζεται η σύγχρονη επιστήμη*. Ο κυριότερος ρόλος του πειράματος είναι η επαλήθευση της θεωρίας, και μάλιστα η επαλήθευση υποθέσεων και προβλέψεών της που έχουν θεμελιώδη σημασία. Ορισμένες φορές τα αποτελέσματα των πειραμάτων δεν είναι ευνοϊκά για το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διενεργούνται. Στις περιπτώσεις αυτές, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από το Τ. Κουν* ως έχουσες χαρακτήρα επαναστατικό για την εξέλιξη της επιστήμης, η επιστημονική κοινότητα είτε προσπαθεί να επιδιορθώσει το θεωρητικό πλαίσιο, ώστε αυτό να περιλάβει ως προβλέψιμα τα νέα πειραματικά δεδομένα, είτε προσπαθεί να αντικαταστήσει το παλιό θεωρητικό πλαίσιο με ένα νέο, στο οποίο επίσης να είναι δυνατόν να περιληφθούν ως προβλέ-
158
ψιμα τα νέα πειραματικά δεδομένα. Από πλευράς φιλοσοφικής μπορεί να διακρίνει κανείς τουλάχιστον δύο απόψεις για τον ρόλο του πειράματος ως γνωστικής διαδικασίας. Σύμφωνα με την πρώτη, το πείραμα αποτελεί το θεμελιώδες μεθοδολογικό εργαλείο επαλήθευσης της θεωρίας. Σύμφωνα με τη δεύτερη, ο ρόλος του πειράματος οφείλει να είναι όχι απλά επαληθευτικός αλλά ανιχνευτικός πιθανής εμπειρικής διάψευσης της θεωρίας. Η πρώτη άποψη τονίσθηκε ιδιαίτερα από τους Λογικοθετικιστές, ενώ η δεύτερη προτάθηκε από τον Κ. Πόππερ*. Τα πραγματικά πειράματα, τα οποία λαμβάνουν χώρα συνήθως σε συνθήκες εργαστηρίου και τα οποία, εν πάσει περιπτώσει, αποσκοπούν στην ανίχνευση συγκεκριμένων εμπειρικών δεδομένων, αντιδιαστέλλονται προς τα νοητικά πειράματα. Στο πεδίο της θεωρητικής γνώσης, όπου και συναντώνται, τα νοητικά πειράματα αποτελούν συστήματα νοητικών διαδικασιών (με προεξάρχον το στοιχείο του θεωρητικού ερωτήματος), που εφαρμόζονται σε νοητικά και, κατά μια έννοια, εξιδανικευμένα αντικείμενα. Τα νοητικά πειράματα είναι κυρίως θεωρητικά μοντέλα που εκτελούνται και κατασκευάζονται με σκοπό τον έλεγχο της εσωτερικής συμφωνίας και συνέπειας των βασικών αρχών και νόμων της θεωρίας. Στοιχειώδης τύπος πραγματικού πειράματος είναι το ποιοτικό πείραμα, σκοπός του οποίου είναι η κατάδειξη της ύπαρξης ή ανυπαρξίας ενός φαινομένου προβλεπόμενου από τη θεωρία, χωρίς ποσοτικούς προσδιορισμούς μεγεθών. Συνθετότερος τύπος πειράματος είναι αυτός που αποσκοπεί στον ποσοτικό προσδιορισμό μεγεθών και στην πειραματική ποσοτική συσχέτισή τους στα πλαίσια της κατάδειξης ύπαρξης του υπό συζήτηση φαινομένου. Από τις αρχές του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα μετά το 1920 αναπτύσσονται και πειράματα στις κοινωνικές επιστήμες, όπου βέβαια οι δυσκολίες είναι σημαντικά μεγαλύτερες για την εξασφάλιση συνθηκών διεύθυνσης και ελέγχου τους. Ιστορικά η πειραματική μέθοδος έρευνας εμφανίσθηκε στις φυσικές επιστήμες των Νέων Χρόνων (Ου. Γκίλμπερτ*, Γ. Γαλιλαίος*). Η φιλοσοφική καταξίωσή της ουσιαστικά ξεκινά με το έργο του Φ. Μπέικον*, ο οποίος επιχείρησε την πρώτη ταξινόμηση πραγματικών πειραμάτων. Από πλευράς θεωρίας της γνώσης*, το πείραμα και η πειραματική μέθοδος βρέθηκε στο επίκεντρο των φιλοσοφικών διαφορών
πεπερασμένο των ορθολογιστών (ρασιοναλιστών) με τους εμπειριστές.
Διον. Αναπολιτάνος
πειραματική ψυχολογία, βλ. ψυχολογία ΠελαγιανοΙ. Αιρετικοί του 5ου αι. Αρχηγός τους ήταν ο Πελόγιος, Βρετανός μοναχός. Αρνούμενοι την προπατορική αμαρτία και εξαρτώντας την σωτηρία των ανθρώπων από την ελεύθερη βούλησή τους ήλθαν σε αντίθεση με την Εκκλησία. Ο Πελάγιος απέδιδε την αμαρτία στον πειρασμό και παραδεχόταν ότι η θεία χάρις διευκόλυνε μόνο τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Η εξηγητική μέθοδος του Πελάγιου, η περί αμαρτίας διδασκαλία του και η αποδοχή του θανάτου ως φυσικού φαινομένου θυμίζουν τις αντίστοιχες διδασκαλίες του Θεοδώρου Μοψουεστίας. Η Γ" Οικουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τις θέσεις του πελαγιανισμού. ΑΑίί. Καριώτογλου
πεμπτουσία (ςυίπΐβ β55θηΙΐ3). Η λέξη/όρος προήλθε από τον χαρακτηρισμό "πέμπτον σώμα" ή πέμπτο στοιχείο. Η λέξη έχει την καταγωγή της στη μεσαιωνική ερμηνεία της αριστοτελικής κοσμολογίας κι αυτή με τη σειρά της ανάγεται στην αντίληψη του Αριστοτέλη* για τη σύσταση του ουρανού. Συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης (κατά μία εκδοχή όταν ήδη βρισκόταν στην Ακαδημία*) είχε ασχοληθεί με το πρόβλημα της σύστασης του κόσμου και του ουρανού. Ολη αυτή την προβληματική εκθέτει στο έργο του αρχικά Περί φιλοσοφίας και αργότερα και πληρέστερα στο Περί ουρανού. Στα γνωστά τέσσερα στοιχεία (Εμπεδοκλής*), δηλαδή αέρας, ύδωρ, χώμα (γη) και πυρ, εκείνος δέχεται και ένα ακόμα στοιχείο ή σώμα, που το ονόμασε με διάφορα ονόματα: το "πρώτον σώμα" ( Περί ουρ. 270ό 21), το "πρώτον των σωμάτων", το "κύκλω σώμα", το "εγκύκλιον σώμα", "το του παντός σώμα" κ.λπ. Στην ελληνική φιλοσοφία βέβαια και πριν από τον Αριστοτέλη και άλλοι μίλησαν (ή έκαναν υπαινιγμούς) για ένα ακόμη σώμα/στοιχείο, εκτός από τα τέσσερα γνωστά από τον Εμπεδοκλή, όπως π.χ. ο προσωκρατικός, πυθαγόρειος φιλόσοφος Φιλόλαος* ( Β 12: "σώματα πέντε"), καθώς επίσης ο Φίλιππος ο Οπούντιος*, και ο Ξενοκράτης* (συμμαθητής του Αριστοτέλη στην Ακαδημία). Ο Αριστοτέλης όμως συνέλαβε την έννοια του "πέμπτου" σώματος και την ανέπτυ-
ξε εκτενώς στο έργο του Περί ουρανού (269α 30: "εκ δη τούτων φανερόν ότι πέφυκέ τις ουσία σώματος άλλη παρά τας ενταύθα συστάσεις, θειοτέρα και προτέρα τούτων απάντων", δηλαδή των σωμάτων). Στο έργο αυτό ο φιλόσοφος περιγράφει τον ουρανό (ή τον κόσμον κατά τους Αρχαίους) ως συνιστάμενον από δύο περιοχές: τον υποσελήνιο και τον υπερσελήνιο κόσμο (5υ&Ιυη3Π8 και 5υρΓ3ΐυη3Π5). Στον υπερσελήνιο κόσμο υπάρχουν τα τέσσερα στοιχεία, αλλά τη βασική υλική του σύσταση αποτελεί το "πρώτον σώμα" ή το "κύκλω σώμα" κ.λπ. (ή πέμπτη ουσία κατά τους σχολιαστές). 0 Σιμπλίκιος* πρώτος μίλησε για την "πέμπτην ουσίαν" και οι μεσαιωνικοί μελετητές στη λατινική Δύση για "ςυίπΐβ βδδβπΐίβ" Ο Αριστοτέλης με τον όρο "πρώτον σώμα" εννοεί τον "αιθέρα", που είναι άφθαρτος και αιώνιος (270α 13: "αγένητον, άφθαρτον, αναυξές, αναλλοίωτον"). Από την έκφραση πέμπτη ουσία έχουμε το σύνθετο "πεμπτουσία", που σημαίνει τη συμπύκνωση της ουσίας, την καθαρή και έσχατη κατάληξη μιας διαδικασίας στη χημεία. Βιβλιογρ.: Η. ϋ. Ε35ΐβΓϋης. ΟυϊηΐΒ η3ΐυί3, στο Μυ$. ΗθΙν. 21 (1964), 73-85.- Β. ΕΙΙΘ, 31υάϊβη ζυτ ΚοεπιοΙοςιβ υηά ΤίιβοΙοςίθ άβτ βήείοί. ΒεϊιηΙΙ, "υ&θΓ ύίθ ΡίιίΙοεορίιίβ", 1970.- Ε. Ρ. Βοί, Οη ΙΗβ ΕΙβΓηβηΙε. Αη$ΙοΙΙβ'$ ΕβτΙγ ΟοεηηοΙοογ. Α$$ΘΠ, 1973 - VI. ΡβςθΙ. ΡβτβοβΙευε, Β3$ΘΙ, 1982.
Βαο. Κύρκος
πεπερασμένο (μετοχή παθ. παρακειμένου του περαίνω). Φιλοσοφική κατηγορία η οποία επισημαίνει την ύπαρξη ορίου φραγμού πέρατος (συνεπώς και αρχής) σε κάθε προσδιορισμένο, μεταβλητό και παροδικό αντικείμενο* (πράγμα*, διαδικασία, φαινόμενο, κατάσταση κ.λπ.). Θεμελιώδες γνώρισμα του ποιοτικού και ποσοτικού προσδιορισμού των μη αυθυπόστατων όντων, της ασυνέχειας* της πραγματικότητας (βλ. "ασυνέχεια και συνέχεια"*), της συσχέτισης μεταξύ αυτοπροσδιορισμού* και ετεροπροσδιορισμού κάθε ανταπτυξιακής διαδικασίας. Συνιστά το αντίθετο του άπειρου*, του ανεξάντλητου, του απεριόριστου, της απεραντοσύνης και του διηνεκούς. Το άπειρο αποτελεί τον αρνητικό προσδιορισμό του πεπερασμένου. Το ποιόν συνιστά κάτι το πεπερασμένο μέσα στην άπειρη πολλαπλότητα της πραγματικότητας. Οι ποσοτικοί προσδιορισμοί ορισμένης ποιότητας συνιστούν απειρία μέσα στο πεπερασμένο αυτής της ποιότητας. Δεδομένου όμως ότι η τελευταία εκφράζεται μέσω πληθώρας ιδιοτήτων (σχέσεων με άλλα αντι-
159
πεπρωμένο κείμενα), το ποιόν προβάλλει ως άπειρο μέσα στο ποσοτικά πεπερασμένο. Συνεπώς το πεπερασμένο συνδέεται με την κατηγορία "μέτρο" και ορίζεται ως η εκάστοτε αλλοιώσιμη και εξαφανιζόμενη στιγμή, ως υπό αναίρεση (βλ. άρση) παροδική κατάσταση* του αντικειμένου. Η μεταβολή (κίνηση*, ανάπτυξη*) του τελευταίου συνιστά μια διαρκή υπέρβαση ορίων, διαφορών κ.λπ. και συνεπώς άρση της ασυνέχειας στη συνεχή ανάπτυξη του αντικειμένου και στη μετατροπή του σε κάτι άλλο (ποιοτικά και ουσιωδώς πεπερασμένο) μέσω της εσωτερικής αντιφατικότητάς του, της αλληλεπίδρασης του με το εξωτερικό του και της "άρνησης της άρνησης"*. Η προσκόλληση της νόησης στην εξωτερική πλευρά της συσχέτισης πεπερασμένου και άπειρου οδηγεί στη μεταφυσική αντίληψη της "κακής απειρίας", η οποία εννοείται ως απεριόριστη και αδιάκοπη επανάληψη ορισμένων χαρακτηριστικών στον χώρο και στον χρόνο. Η διατύπωση των ορίων της προδιαλεκτικής αντιπαράθεσης πεπερασμένου και άπειρου συνδέεται με την 1 η κοσμολογική αντινομία" του Καντ". Ο Χέγκελ* εισάγει τη διαλεκτική αντίληψη της συνάρτησης πεπερασμένου και άπειρου, συνδέοντας ωστόσο το τελευταίο με την "απόλυτη ιδέα" και ανάγοντας το πρώτο σε ανταύγεια αυτής της ιδέας. Ο Εγκελς* επισημαίνει την αντιφατικότητα του άπειρου ως "συνένωσης πολλών πεπερασμένων πραγμάτων". Ο Μαρξ* στο Κεφάλαιο* δεν περιορίζεται στους ποιοτικούς και ποσοτικούς προσδιορισμούς της συσχέτισης πεπερασμένου και άπειρου, αλλά θέτει την προβληματική του πεπερασμένου της ουσίας του αντικειμένου, των ορίων της ύπαρξής του και της άρνησής του από τον ίδιο τον εαυτό του, των ορίων εντατικής και εκτατικής ανάπτυξης του, καθώς και της συσχέτισης εξωτερικού και εσωτερικού πεπερασμένου. Η εν λόγω προβληματική αναπτύσσεται περαιτέρω στη "Λογική της Ιστορίας"*. Ο διαρκής επαναπροσδιορισμός του πεπερασμένου (των ορίων εφαρμοσιμότητας) των εκάστοτε θεωρητικών κεκτημένων των επιστημών πραγματοποιείται μέσω αλλεπάλληλων τάσεων προεκβολής στο άπειρο πεπερασμένης εμβέλειας γνώσεων και άρσης αυτής της προεκβολής από πλέον συγκεκριμένες θεωρίες, οι οποίες εισάγουν νέες πεπερασμένες παραμέτρους. Βλ. επίσης: "ποιότητα και ποσότητα", μέτρο,
"πέρασμα
γών σε ποιοτικές", Δ. Πατέλης
160
των ποσοτικών
"διαλεκτική
λογική".
αλλα-
πεπρωμένο, βλ. προκαθορισμός πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές. Μια από τις βασικές μορφές καθολικής συνάφειας και αλληλεπίδρασης, ένας από τους κύριους τρόπους (τύπους, "μηχανισμούς") ανάπτυξης* και αυτοανάπτυξης των αντικειμένων εκείνων της πραγματικότητας που συνιστούν οργανικό όλο. Δεδομένου δε ότι η καθολική συνάφεια του αναπτυσσόμενου οργανικού όλου συνιστά το αντικείμενο της διαλεκτικής* (ως επιστημονικής φιλοσοφίας), το πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές είναι ένας από τους τρεις βασικούς νόμους* της διαλεκτικής (μαζί με την ενότητα και πάλη των αντιθέτων* -βλ. αντίφαση- και τον "άρνησης της άρνησης νόμο"*). Ο νόμος αυτός (όχι ως δογματικά και σχηματικά εννοούμενη 3 ρποπ νοητική κατασκευή, "καλούπι", αλλά ως ενότητα καθολικών και ειδικών στιγμών, δηλαδή ως νόμος σχετικά τροποποιούμενος από την ιδιοτυπία της εκάστοτε υπό εξέταση αναπτυξιακής διαδικασίας, από τη συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα) διέπει τα αντικείμενα της πραγματικότητας που δυνάμει ή ενεργεία συνιστούν το κοινωνικό είναι, υπό το πρίσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ κοινωνικού είναι και κοινωνικής συνείδησης. Δεν συνιστά δηλαδή νόμο που διέπει "τον κόσμο στο σύνολο του", είτε "γενικό νόμο της φύσης, της κοινωνίας και της συνείδησης" (όπως θα διακήρυσσε μια μεταφυσική περί του "καθ' όλου" φυσική φιλοσοφία προμαρξικού τύπου, μια "επιστήμη των επιστημών", είτε μια φιλοσοφική θεώρηση η οποία δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει την διαφορά της από τις υπόλοιπες μορφές κοινωνικής συνείδησης), δεδομένου ότι η αντανάκλαση του μη-κοινωνικού είναι καθίσταται εφικτή μόνον υπό το πρίσμα του κοινωνικού είναι. Συνεπώς, ο νόμος αυτός εκφράζει τη νοητική σύλληψη των πτυχών της ανάπτυξης του οργανικού όλου κυρίως μέσω της συνάφειας των φιλοσοφικών κατηγοριών (δηλαδή των ιστορικά συγκεκριμένων καθολικών μορφών πρακτικής και νοητικής δραστηριότητας*): ποσότητας*, ποιότητας* και μέτρου*. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορούμε να επισημάνουμε τη σχετική (και επ' ουδενί λόγω απόλυτη) διάκριση μεταξύ "οντολογικής", "γνωσιοθεωρητικής" και "λογικής" εμβέλειας του εν λόγω νόμου της διαλεκτικής, δεδομένου ότι ο νόμος αυτός διέπει αντικειμενικές αναπτυξιακές διαδικασίες (ανεξάρτητα από το γνωστικό
Κασσίρερ ή πρακτικό υποκείμενο), την ανάπτυξη της •γνωστικής διαδικασίας"* και τη νοητική ανασύσταση του αναπτυσσόμενου οργανικού όλου (βλ. διαλεκτική λογική). Ο νόμος αυτός υπερτερεί κατά τον ιστορικό τρόπο προσέγγισης, ενώ κατά τον λογικό τρόπο προσέγγισης προβάλλει ως υποταγμένη στιγμή της εξέτασης της ουσίας του αντικειμένου, ιδιαίτερα κατά την κίνηση της γνώσης από την επιφάνεια στην ουσία (βλ. ιστορικό και λογικό). Ο νόμος της μετάβασης (μετάπτωσης, αναβάθμισης, υποβάθμισης κ.λπ.) των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές επισημαίνει ότι οι ποσοτικές αλλαγές ποιοτικά καθορισμένων αντικειμένων, φαινομένων και διαδικασιών οδηγούν σ' ένα ορισμένο σημείο στην αλματώδη μετάπτωση της παλαιάς σε μια νέα ποιότητα, σε καταστροφή είτε σε ουσιώδη αλλαγή του αντικειμένου (βλ. άλμα). Η πρώτη συστηματική φιλοσοφική ανάπτυξη αυτού του νόμου απαντάται στην Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ* ως μορφή αυτοανάπτυξης της νόησης στην πορεία προς την απόλυτη ιδέα. Ο Κ. Μαρξ* στο Κεφάλαιο* εξετάζει αυτόν τον νόμο ως νόμο της αυτοανάπτυξης ιστορικά συγκεκριμένων σχέσεων παραγωγής, χωρίς μάλιστα να περιορίζει την ισχύ του στο επίπεδο της επιφάνειας, του είναι (όπως κάνει ο Χέγκελ). Εδώ αποδεικνύεται ότι η ποιότητα της σφαίρας του είναι αίρεται (βλ. άρση) στην ταυτότητα της σφαίρας της ουσίας, η ποσότητα στη διάκριση (διαφορά, αντίθεση) και το μέτρο στην αντίφαση. Δεδομένου μάλιστα ότι η καθαυτή αντίφαση συνιστά την ώριμη μορφή άρνησης της ουσίας του αντικειμένου από τον ίδιο τον εαυτό του, ο εν λόγω νόμος προβάλλει κατά τον Μαρξ στη σφαίρα της ουσίας ως αυτοάρνηση της ουσίας, συγκεκριμενοποιώντας την ιστορική συσχέτιση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος του αντικειμένου. (Βλ. επίσης: ανάπτυξη, Κεφάλαιο, ιστορικό και λογικό, λογική της ιστορίας και τη βιβλιογραφία σε αυτά). Δ. Πατέλης
Περεγρίνος ο Πρωτεύς (Πάριο Ελλησπόντου,
σημ. ΚΘΓΓΙ6Γ, ;-167 μ.Χ.). Νεοκυνικός φιλόσο-
φος. Κατά την παράδοση διακρίθηκε ως αγύρτης και παθολογικά ενδιαφερόμενος για την αυτοπροβολή του. Δείγματα αυτού του ήθους αποτελούν η κατά τη διάρκεια φυλάκισής του προσχώρηση στον χριστιανισμό*, η οποία του απέφερε πλούσιες προσφορές της αγάπης των χριστιανών, και η αυτοπυρπόλησή του
Φ.Λ., Δ-11
στους Ολυμπιακούς αγώνες του 167, με την οποία έκανε τον θάνατό του θέμα των Πανελλήνων. ΓΓ αυτό το γεγονός ο Λουκιανός* έγραψε το έργο του Περί της Περεγρίνου τελευτής. Ε. Ν.
Ρούσσος
περένις φιλοζόφια, βλ. φιλοσοφία αιωνία "Περί αρετής". Νόθος διάλογος του Πλάτωνα*, στον οποίο ο Σωκράτης* συζητά με κάποιον άγνωστο από άλλους διάλογους φίλο του, τον Ιππότροφο. Θέμα τους είναι το πολυσυζητημένο πρόβλημα της αρετής*, αν αυτή διδάσκεται ή είναι φυσικό χάρισμα. Ούτε η μία ούτε η άλλη άποψη επικρατεί, ενώ η αρετή θεωρείται τελικά ως "θεία μοίρα" (βλ. λ. Πλάτων). Γοαμμ. Αλατζόγλου
• Θέμελη
"Περί δικαίου". Νόθος διάλογος του Πλάτωνα", στον οποίο ο Σωκράτης* συνομιλεί με κάποιον ανώνυμο φίλο του για τη φύση του δικαίου. Η τέχνη του δικαίου, σύμφωνα με την οποία δικάζει ο δικαστής, προϋποθέτει, όπως όλες οι τέχνες, γνώσεις, και άρα η αδικία οφείλεται σε άγνοια. Γοαμμ. Αλατζόγλου
- Θέμελη
"Περί ερμηνείας". Ένα από τα λογικά συγγράμματα του Αριστοτέλη* και ένα από τα πέντε έργα που συναποτελούν το "Οργανον"*, δηλαδή το σώμα των λογικών συγγραφών του φιλοσόφου. Ο τίτλος του έργου δεν ανήκει στον Αριστοτέλη, αλλά πιθανότατα στον πρώτο εκδότη των έργων του, τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο* (περ. 40-30 π.Χ.). Η λέξη "ερμηνεία" δεν έχει τη σημασία που ξέρουμε σήμερα, αλλά σημαίνει τη γλωσσική μορφή της εξωτερικευμένης σκέψης, τη γλωσσική αποτύπωση της σκέψης μας. Αντικείμενο του έργου είναι η δομή και η εκφορά του λόγου με τη μορφή της πρότασης, η σπουδαιότητα και η σωστή αποτίμηση των προτάσεων, ενώ το υπόβαθρο του έργου αποτελούν οι συζητήσεις που αναπτύσσονται στα έργα του Πλάτωνα" Κρατύλο', Θεαίτητο' και Σοφιστή', για την "πραγματική" σημασία των λέξεων, αν δηλαδή είναι "φύσει" ή "θέσει" ("συνθήκη" ή "ομολογία"). Η διαπραγμάτευση του θέματος της σημασίας των λέξεων μέσα στην πρόταση έχει διαφορές απ' αυτήν που κάνει ο Πλάτων στα έργα που αναφέραμε, αλλά και από τα άλλα έργα του Οργάνου ο Αριστοτέλης συνεξετάζει στο Περί ερ-
161
"Περί κόσμου"
μηνείας γνωσιολογικά και ψυχολογικά θέματα που διαπλέκονται στη σύνθεση των λέξεων μέσα στην πρόταση. Περίφημη είναι η αρχή του έργου, ότι οι λέξεις είναι συμβολικά σημάδια για ψυχικά συμβαίνοντα και η γραφή "αποτύπωση" της γλώσσας (16α 3: "έστι μεν ουν τα εν τη φωνή των εν τη ψυχή παθημάτων σύμβολα"). Ο Αριστοτέλης πιστεύει (και αναπτύσσει στο έργο του αυτό) ότι μια λέξη από τη φύση της και σύμφωνα με τη μουσική εκφορά της ("φωνή") δεν σημαίνει τίποτε, αλλά η σημασία της συναρτάται από το αν συμβολίζει κάτι. ΓΓ αυτό η σύνθεση των λέξεων μέσα στην πρόταση προσδίδει σ' αυτήν την πρόταση (αλλά και στις λέξις-σύμβολα) οντότητα και εκφράζει την αλήθεια ή το ψεύδος (16α 12: "περί σύνθεσιν και διαίρεσίν εστι το ψεύδός τε και το αληθές"). Στον Αριστοτέλη η λέξη "σημαίνειν" αποτυπώνει καταστάσεις και μας παραπέμπει σε ψυχικά γεγονότα αλλά πάντοτε μέσα στη συνοχή της πρότασης. Στο σημείο αυτό επισημαίνουν οι μελετητές και τη διαφορά Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Βιβλιογρ.:
Η.
ΒΓ3Π(1Ι,
Οϊβ
3ή$ΙοΙβΙί50/)β
ίΐΓΐθίΙςΙθήίθ.
υπΙβΓϊυςίιυηςβπ 2. ΗΘΓΠΊΘ$, ΜΒΛΗΚΟ, 1966.- ϋ. I.. ΑςΚπΙΙ.
Ατ1ί$ΙοΙΙβ'ϊ ΟβΙβοοήβΒ
3ηά Οθ ΙηΙβφίβΙϊοηβ.
ΤΓ3Π5Ι. ννίΙΙ)
ποΙθ3 3ΓΚ) ςΙο853Γγ.. ΟχΙοΓΰ. 1963 - ί . Ουπης. Ο Αριστοτέ-
λης, μτφ. Π. Κοτζιά - Παντελή, εκδ. Μ Ι Ε Τ , Αθήνα. 1991. Βασ.
Κύρκος
"Περί κόσμου". Πρόκειται για ένα έργο κοσμολογίας με πολλές προσμίξεις θεολογικές, αστρονομικές και μεταφυσικές, κατά πάσα πιθανότητα από τα μέσα του 1ου αι. π.Χ., το οποίο απασχόλησε την έρευνα πάνω από έναν αιώνα τώρα χωρίς ομόφωνη γνώμη έως σήμερα. Το έργο απέδωσαν στον Αριστοτέλη* ήδη από την αρχαιότητα. Συγκεκριμένα, ο Λατίνος συγγραφέας Απουλήιος* πρώτος διατύπωσε τη γνώμη αυτή, που δεν έχει κανένα πραγματικό έρεισμα. Την εκδοχή αυτή αποκλείουν πολλοί λόγοι, και πρώτα απ' όλα βέβαια το ίδιο το περιεχόμενο του βιβλίου: είναι κατάφορτο από στωικές αντιλήψεις περί κόσμου και όλο το "πνεύμα" που το διέπει προδίδει τον εκλεκτικισμό του 1ου αι. π.Χ. Σποραδικά βέβαια ο άγνωστος συγγραφέας αναμειγνύει μερικά στοιχεία αριστοτελικής κοσμολογίας, τόσο λίγα όμως και τόσο ασθενικά, που δεν μας επιτρέπουν σε καμιά περίπτωση όχι μόνο να το προσγράψουμε στον Αριστοτέλη, αλλά ούτε να το χρονολογήσουμε πριν από το τέλος του 2ου ούτε τις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Πολλά στοιχεία αντλεί κυρίως από τις κοσμολογικές απόψεις
162
του Ποσειδωνίου* (άρα είναι μεταγενέστερο από τον μεγάλο αυτό στωικό φιλόσοφο, 13551 π.Χ.), χωρίς ασφαλώς να είναι έργο του Ποσειδωνίου. Η αυστηρή γλώσσα του κειμένου μαρτυρεί καλλιεργημένο λόγιο, οι πολλές και από ποικίλες πηγές αντλούμενες κοσμολογικές γνώσεις φανερώνουν άνθρωπο με φιλοσοφική παιδεία και εξειδικευμένη γνώση. Από το άλλο μέρος όμως σ' όλο το βιβλίο είναι διάσπαρτες απόψεις που δεν μπορούμε να τις εντάξουμε σε καμιά από τις γνωστές φιλοσοφικές αιρέσεις ή ρεύματα ή δεν εντάσσονται στο μεταφυσικό σύστημα του Αριστοτέλη και των Στωικών*, π.χ. οι απόψεις του άγνωστου συγγραφέα για τα χαρακτηριστικά του θεού*. Ο συγγραφέας του έργου αυτού άλλοτε φαίνεται να αντλεί από την παράδοση του Περιπάτου*, άλλοτε από τη Στοά, χωρίς ωστόσο να είναι ούτε περιπατητικός ούτε στωικός φιλόσοφος. Έτσι π.χ. ο ορισμός του κόσμου βρίσκεται πιο κοντά στις απόψεις του Χρυσίππου*, καθώς επίσης και οι έννοιες της συμπάθειας και του πνεύματος. Επίσης τα χαρακτηριστικά ή κατηγορούμενα του Δία (Ζευς), γνωστά από τη θεολογία των Στωικών, περνούν και στο περιεχόμενο του έργου αυτού (π.χ. ανάγκη, ειμαρμένη, μοίρα, πεπρωμένον, νέμεσις κ.λπ.). Φαίνεται εξάλλου καθαρά ότι ο συγγραφέας του θέλει να παραμείνει πιστός στην παράδοση του Περιπάτου, αλλά συγχρόνως επιμένει να επαναλαμβάνει όλα τα στωικά στοιχεία που δεν αντιτίθενται στην αριστοτελική φιλοσοφία και παράδοση. ΓΓ αυτό φαίνεται ότι το έργο αυτό Περί κόσμου είναι προϊόν του εκλεκτικισμού του 1ου αι. π.Χ. Βιβλιογρ.: Ε . ΖΘΙΙΘΓ, Οίθ ΡΝΙοεορΜίβ άθί Οάβο^θΠ. τόμ. III 1. 03ΓΓΗ$ΐ301, 1963'' (σ. 653-670).- Η. δίΓΟίιπτ), 81υάιβη ζυί
3οΜΚ
νοπ άθΓ Μ/βΙΙ, στο περ. "Μυε. ΗθΙν." 9 (1952). Α.- ϋ.
Ρθ3ΐυ0ΐ6ΓΘ. ί.3 ί6νέΐ3ΐιοπ ά' Ηθτπι6$ Τπ$πι6ςί$Ιβ. II. 'Ι-β Οϊβυ οοδΓτιίςυβ" 137. Ρ31Ϊ3. 1949. σ. 460.
Βασ.
Κύρκος
"Περί ποιητικής". Το έργο αυτό του Αριστοτέλη* ανήκει στην πρώιμη συγγραφική του περίοδο, όπως πιστεύει σήμερα η έρευνα. Είναι ένα από τα δύο έργα του που διασώθηκαν σχεδόν στην αρχική τους μορφή και αφορούν στην αισθητική φιλοσοφία του (η Ποιητική δεν σώθηκε ολόκληρη, το άλλο έργο είναι το Περί ρητορικής). Στο έργο αυτό ο φιλόσοφος αντιμετωπίζει την ποίηση, καταδικασμένη από τον δάσκαλο του τον Πλάτωνα* ως "μίμηση ειδώλων", και την αποκαθιστά στο βάθρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της υψηλής τέχνης·
"Περί του ανθρώπου" κάτι περισσότερο, ισχυρίζεται και προσπαθεί ν' αποδείξει ότι η ποίηση είναι πολύ κοντά στη φιλοσοφία, και μάλιστα πιο κοντά από ότι η ιστορία ("φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον" 14516 1-7). Σύμφωνα με την αντίληψη των Αρχαίων γενικά οι καλές τέχνες (εικαστικές τέχνες), η μουσική και η ποίηση θεωρούνται και είναι μίμηση ("μιμήσεις το σύνολον"). Στον Πλάτωνα όμως η λέξη αυτή έχει σαφώς αρνητική σημασία, σημαίνει δηλαδή την απομίμηση των πραγμάτων (= ειδώλων), που είναι απεικάσματα (είδωλα) της ιδέας. Αντίθετα στον Αριστοτέλη η μίμηση έχει θετικό νόημα και σημαίνει τη δημιουργική αναπαράσταση της μορφής ή της "ιδέας" του έργου που βρίσκεται μέσα στην ψυχή του καλλιτέχνη/δημιουργού. Όλη η Ποιητική του Αριστοτέλη στηρίζεται πάνω σ' αυτή τη θεωρία. Η διάρθρωση του έργου έχει ως εξής: Στην αρχή προτάσσονται πέντε εισαγωγικά κεφάλαια1 ακολουθούν τα κεφάλαια 622, όπου πραγματεύεται τα περί τραγωδίας· στα κεφάλαια 23-24 την επική ποίηση και στα 25-26 αναφέρεται και στα δύο μέρη. Το μέρος το σχετικό με την κωμωδία χάθηκε. Ειδικότερα τώρα και αναλυτικότερα θα διαιρούσαμε την Ποιητική σε τέσσερα μέρη: Α", κεφ. 1-5, πραγματεύεται γενικά περί ποιήσεως (τι είναι μίμηση, μέσα και αντικείμενο της μίμησης, τρόποι μίμησης κ.λπ., γένεση και ιστορική εξέλιξη της ποίησης, εξέλιξη της τραγωδίας και κωμωδίας, σύντομη αναφορά). Β', κεφ. 5-22: περί τραγωδίας, ορισμός και μέρη της τραγωδίας, ο μύθος (ιδιότητες, είδη, μέρη του μύθου), το έργο της τραγωδίας, η διάνοια (το περιεχόμενο, το λέγειν) και η λέξη, δηλαδή το ήθος και η φρασεολογία. Γ", κεφ. 23-24, περί του έπους και Δ', κριτική της ποίησης, σύγκριση τραγωδίας και έπους. Βιβλιογρ.: Ιω. Συκουτρή. Αριστοτέλους. Περί Ποιητικής. μτφ. Σ. Μενΰρδου. Αθήνα. 1937 (εκδ. Ακαδ. Αθηνών).- Α. ΟιχΙθΓΠθηη. ΑτίεΙοΙβΙβε. Περί ποιητικής, θθΓΐίη. 1934 - Ευ. Παπανούτσος, "Παθημάτων κάθαρσις". στο έργο Φιλοσοφικά Προβλήματα. Αθήνα. 1964. σ. 219-298 - Μ. Κ. ϋβπ(ΐ3π1 Ζυτ ΕπΙεΙθΗυπρ υπό ΟβδεΛ/ο/ιίβ νοπ ΑτίεΙοίθΙθε ΡοβΙΟί. Διατρ.. ΖυποΙι. 1950 - Β. Α. ΚγΓΚοί. Ο/β ΟίεΜυπβ 315 ννίειβηερΓοΰΙθΓπ ύβί ΑήεΙοΙβΙβε. Διατρ. (ΗΘΚΙΘΙΙΙΘΓΘ). ΑΙΙΙΘΓ). 1979. Βασ. Κύρκος
"Περί Ρητορικής". Το έργο ανήκει μάλλον στην πρώιμη συγγραφική παραγωγή του Αριστοτέλη", όταν ακόμη βρισκόταν στην Ακαδημία"· τουλάχιστον σ' αυτή την περίοδο ανήκει ο πυρήνας, τα βασικά κεφάλαια του έργου, στα οποία αργότερα έγιναν διάφορες προσθήκες
και συμπληρώσεις. Οπως είναι γνωστό, ο φιλόσοφος αντιμετώπισε τα προβλήματα της ρητορικής τέχνης και της αισθητικής του λόγου όταν βρισκόταν ακόμα στους κόλπους της πλατωνικής Ακαδημίας. Σύμφωνα με την παράδοση μάλιστα είχε διδάξει σχετικά στους τροφίμους της Σχολής. Η έρευνα έχει επισημάνει μια κάποια "ανισότητα" ή ανισομέρεια στη σύνθεση και στη διάταξη του έργου. Μερικά κεφάλαια π.χ. είναι μεταγενέστερη προσθήκη, όπως το II 26 ή τα κεφ. II 23-24. Το 3ο βιβλίο προστέθηκε αργότερα στα άλλα δύο και αποτέλεσαν το έργο στη μορφή που το έχουμε σήμερα και είναι κατά πάσα πιθανότητα αποτέλεσμα της διάταξης των αριστοτελικών έργων που έκανε ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος* (40-30 π.Χ.). Αντικείμενο της ρητορικής, κατά τον Αριστοτέλη, δεν είναι να πείσει αλλά να διερευνήσει για ποια πράγματα, σε δεδομένη στιγμή, ο ρήτορας μπορεί να συγκροτεί επιχειρήματα πειστικά, και εφόσον τα θέματα αυτά δεν εμπίπτουν στο πεδίο άλλων, συγκεκριμένων τεχνών ή επιστημών ("ου το πείσαι έργον αυτής, αλλά το ιδεών τα υπάρχοντα πιθανά περί έκαστον", 1355ό 10-11). Το περιεχόμενο του έργου διαρθρώνεται στα τρία βιβλία ως εξής: Στο 1 ο βιβλίο (κεφ. 1 -8) γίνεται μια επισκόπηση του έργου και διαγράφονται τα θέματα και τα όρια της Ρητορικής: ο συμβουλετικός (= πολιτικός) λόγος (κεφ. 4-8), ο επιδεικτικός (κεφ. 9) και ο δικανικός λόγος (κεφ. 10-15). Στο 2ο βιβλίο (κεφ. 1 -26) αναπτύσσεται η διδασκαλία για τα πάθη (= συναισθήματα) (κεφ. 2-11), την ψυχολογία του ακροατή (κεφ. 12-17), οι τεχνικοί κανόνες (τόποι) (κεφ. 20-26), το ενθύμημα (= ελλιπής ρητορικός συλλογισμός) και η αναίρεση (κεφ. 23-26). Στο 3ο βιβλίο, τέλος, εκτίθενται τα σχετικά με το ύφος του λόγου (την "λέξιν"), την υποκριτική και την "τάξιν" (διάταξη) του ρητορικού λόγου. Βιβλιογρ.: Ε . Μ. Οορθ. ΤΙΊΘ ΠίίθΙοηΚ ο! Αή$ΙοΙΙβ. Ο3ΓΠ6ΓΙ(30Θ. 1877.- του ίδιου, ΙηΙίοάυοΙϊοη Ιο ΑήεΙοΙΙβ'ε Π Μ ο η Κ ννϊΙΐΊ 3Π3ΐγ5ί5, ηοίθδ 3πό 3ρρθΓκ1ιθθ$, Ιοηύοη. 1867.- Μ. ΟυίουΓ. ΠΜΙοπηυβ, /-//. Ρ3Π5. Βυΰ6. 1932-35 Μ3Γ<ίη, ΑηΙίΙιβ ΠΜβΙοήΙ(. ΤθεΚπίΚ υπό ΜβΟιοάθ, Μυποΐίθη. 1974 - νν. Μ. Α. ΟππιβΜί, 51υάιβ$ ίπ Ιίΐθ ΡΝΙοεορΗγ ο! Αη$ΙοΙΙβ'$ ΗΛβίοπε. ννΐ5&3άβη, 1974.- ΚΙ. ΟΒοΚήοΓη, ΜβοΙιΐ υπό ΜίΛυπρ ύθτ ΒΛβίοπ*. ΒβΓίίη/ΖυποΙι. 1968.
Βασ.
Κύρκος
"Περί του ανθρώπου" (ϋβ Γ Ηοιτιπιβ). Ε ρ γ ο του Γάλλου υλιστή φιλοσόφου και οπαδού του Διαφωτισμού* Ελβέτιου* (1715-1771), που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του (1772). Οπως
163
"Περί του πνεύματος" και στην πραγματεία του Περί του πνεύματος" (1772), έτσι κι εδώ, ξεκινάει από τη μελέτη των ατομικών και κοινωνικών γεγονότων και αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο θρησκευτικό πρόβλημα μέσα στις κοινωνικές σχέσεις. Συγκεκριμένα: καταγγέλλει τη συμμαχία κλήρουκράτους, διότι η συμμαχία αυτή αποβλέπει στην διατήρησή τους στην εξουσία, υπηρετείται από την ανόητη ευπιστία των λαών και αποτελεί το κύριο εμπόδιο στην επίτευξη της ευτυχίας των ανθρώπων. Καταδικάζει όλες γενικά τις θρησκείες, διότι θέτουν φραγμούς στη χρήση της λογικής και ευνοούν την υποδούλωση του ανθρώπου. Επιτίθεται ιδιαίτερα κατά του Καθολικισμού, διότι με τον ασκητισμό παραμορφώνει τη ζωή και η ηθική του στηρίζεται στη δίψα του πλούτου (συγχωροχάρτια), στο ψέμα και στην υποκρισία. Για την παρεμπόδιση της βλαβερής επίδρασης των θρησκειών προτείνει: χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, ελευθερία λατρείας, αγωγή επί της αρχής της ενότητας του προσωπικού και κοινωνικού συμφέροντος, συνένωση της πνευματικής και κοσμικής εξουσίας στο ίδιο πρόσωπο (φωτισμένη δεσποτεία). Ο ίδιος οραματίζεται μια παγκόσμια θρησκεία, θεμελιωμένη στην αληθινή φύση του ανθρώπου, διατυπωμένη από τη νομοθετική εξουσία επάνω στη βασική ιδέα ότι η θέληση ενός δίκαιου και αγαθού θεού είναι: τα παιδιά του επάνω στη γη να ζουν ευτυχισμένα και να χαίρονται τις απολαύσεις, οι οποίες εναρμονίζονται στο κοινό καλό, που καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τη λογική. Απ. Τζαφερόπουλος
"Περί του πνεύματος", βλ. Ελβέτιος "Περί του Πνεύματος των Νόμων" (Οβ Γ ΕερπΙ 085 Ι_ΟΪΞ). Τίτλος συγγράμματος του γάλλου πολιτικού στοχαστή της εποχής του Διαφωτισμού* ΜοπΙβεςυίθυ*· ως θέμα απασχόλησε τον συγγραφέα πάνω από είκοσι χρόνια και εκδόθηκε ως βιβλίο το 1748, τη μεγάλη ώρα του Διαφωτισμού. Για να συλλάβουμε το νόημα αυτού του τίτλου προσφεύγουμε σε διευκρινήσεις που έχει δώσει ο ίδιος ο ΜοηΙβεςυίθυ μέσα στη συγγραφή του: "Νόμοι είναι οι αναγκαίες σχέσεις που πηγάζουν από τη φύση των πραγμάτων..., όλα τα όντα έχουν τους νόμους τους: ο υλικός κόσμος, τα ζώα, οι άνθρωποι" (πρώτο μέρος του έργου, πρώτο κεφάλαιο). Τι αξία έχουν οι νόμοι για την κοινωνία των αν-
164
θρώπων προκύπτει από την ακόλουθη παρατήρηση του Μοντεσκιέ: "Στη φυσική τους κατάσταση οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι αλλά η κοινωνία τους οδηγεί να χάσουν αυτή την ισότητα και δεν την ξανακερδίζουν παρά μόνο όταν δημιουργούν καλούς νόμους και τους τηρούν" (έβδομο κεφάλαιο του πρώτου μέρους). Σε άλλο σημείο του πρώτου κεφαλαίου παρατηρεί: "Ο νόμος γενικά είναι ο ανθρώπινος λόγος ... οι πολιτικοί και αστικοί νόμοι κάθε έθνους δεν μπορεί να είναι παρά οι ιδιαίτερες περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται ο ανθρώπινος λόγος". Εδώ διακρίνουμε την αισιοδοξία του Διαφωτισμού για τον ανθρώπινο λόγο, τον οποίο συχνά παραμερίζει στην ιστορική πορεία η λογική του συμφέροντος ... Πάντως, ο Μοντεσκιέ συνεχίζει (στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου): "Θα ερευνήσω όλες τις σχέσεις που σχηματίζουν αυτό που λέμε "Πνεύμα των Νόμων". Δεν έχω χωρίσει τους πολιτικούς νόμους από τους αστικούς, γιατί δεν πραγματεύομαι τους νόμους αλλά το πνεύμα των νόμων". Στο πέμπτο κεφάλαιο του τρίτου μέρους του βιβλίου του ο Μοντεσκιέ διευκρινίζει τι εννοεί με τον όρο "γενικό πνεύμα": "Πολλά πράγματα (δυνάμεις) κυβερνούν τους ανθρώπους: το κλίμα, η θρησκεία, οι νόμοι, τα αξιώματα [βασικές αρχές σκέψης, βασικές επιλογές] της κυβέρνησης, τα παραδείγματα από παλαιότερα γεγονότα, τα ήθη, οι τρόποι. Έτσι διαμορφώνεται το "γενικό πνεύμα" που προκύπτει απ' όλα αυτά...". Αυτό το γενικό πνεύμα και οι ποικίλες ιστορικές περιστάσεις στη ζωή των εθνών είναι οι παράγοντες που διαμορφώνουν τα πολιτεύματα: δημοκρατία, αριστοκρατία, απολυταρχία· αυτά εκφράζονται με κάποιο χωριστό "αξίωμα" το καθένα, με κάποιο χωριστό τρόπο σκέψης και δράσης, όπου βέβαια εδρεύει μια αντίληψη ζωής, μια βιοθεωρία. Το αξίωμα της δημοκρατίας λ.χ. είναι η "αρετή" (και ανάλογη είναι η καθημερινή λειτουργία της). Αυτή εκδηλώνεται με την προσήλωση των πολιτών στο γενικό συμφέρον πρώτα και ύστερα στο ιδιωτικό. Γιατί "όταν η αρετή παύει να υπάρχει, τότε η φιλοδοξία μπαίνει στις καρδιές εκείνων που μπορούν να τη δεχτούν, ενώ η φιλαργυρία μπαίνει στις καρδιές όλων ... (τότε) οι άνθρωποι που ήταν ελεύθεροι με τους νόμους επιδιώκουν να γίνουν ελεύθεροι ενάντια στους νόμους ..." (τρίτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους). Οι στοχασμοί αυτοί, που μερικοί θυμίζουν αρχαίο ελληνικό πολιτικό στοχασμό (π.χ. "ο
περιβάλλον κοινωνικό νόμος συνθήκη και εγγυητής αλλήλοις των δικαίων", κατά τον Λυκόφρονα τον σοφιστή, όπως μας πληροφορεί στα Πολιτικά'του ο Αριστοτέλης*) και άλλοι φαίνονται κοινοτοπίες σήμερα, αποτέλεσαν όμως ένα μοναδικό δοκίμιο πολιτικού στοχασμού όταν διατυπώθηκαν σε ενιαία σύνθεση με το γλαφυρό ύφος του Μοντεσκιέ και με πλούσια ιστορική θεμελίωση, την οποία εκείνος μόνο μπορούσε να προσφέρει- θυμίζουμε ότι είχε πλούσια κλασική παιδεία και πλατιά ιστορική γνώση και είχε γράψει άλλο φημισμένο έργο, ιστορικό αυτό: Σκέψεις για τα αίτια του μεγαλείου και της κατάρρευσης της Ρώμης, έργο που επηρέασε βαθιά τον τρόπο σπουδής και ερμηνείας της ιστορίας μεταγενέστερα. Φ. Κ. Βώρος
εύρος στην έννοια της ψυχής και του ψυχικού φαινομένου* δεύτερον, εισάγει την έννοια των ψυχικών λειτουργιών και τρίτον, κάνει μια συστηματική ταξινόμηση και ανάλυση των ψυχικών λειτουργιών. Από την άποψη της δομής το Περί ψυχής έχει τρία βιβλία: στο Α' βιβλίο (κεφ. 5) θέτει τα προβλήματα και ανασκοπεί τις γνώμες των προγενέστερων στο Β' (κεφ. 12) δίνει τον ορισμό της ψυχής, προσδιορίζει τις ιδιότητες και τις ικανότητές της, εξετάζει τι είναι τα αισθητά και τα αισθητήρια/αισθήσεις. Στο Γ' βιβλίο (κεφ. 12) συνεχίζει την εξέταση των πέντε αισθήσεων, ερευνά τον νου και τα νοητά (κεφ. 4), τη νόηση (κεφ. 6), τη γνώση (κεφ. 7), και τέλος διατυπώνει γενικές παρατηρήσεις (κεφ. 12). Βιβλιογρ.: I. Ουπηβ. Ο Αρτιστοτέλης,
τομ. Β ' μτφ. Α. Γε-
ωργίου - Κατσιβέλη, εκδ. Μ Ι Ε Τ , Αθήνα. 1994.- νν. ϋ .
"Περί ψυχής". Το έργο αυτό του Αριστοτέλη* ανήκει στα ακροαματικά έργα του ή στους "κατά φιλοσοφίαν λόγους", δηλαδή σ' εκείνα που προορίζονταν για ορισμένο αριθμό ακροατών, κυρίως για τους μαθητές του Λυκείου, της σχολής του. Πιστεύουμε ότι χρονολογικά κατατάσσεται στα συγγράμματα που έγραψε ο φιλόσοφος κατά τη δεύτερη διαμονή του στην Αθήνα (δηλαδή από το 335/4-323 π.Χ.). Το έργο Περί ψυχής μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί τον κορμό της αριστοτελικής ψυχολογίας, την οποία συμπληρώνουν σε πολλά σημεία άλλα έργα του (Μικρά Φυσικά, Ηθικά Νικομάχεια', Ποιητική', Ρητορική* κ.λπ.). Αυτό αφορά κυρίως στα συναισθήματα και άλλες σημαντικές λειτουργίες της ψυχής. Από τη σκοπιά της σημερινής ψυχολογίας πολλές παρατηρήσεις του Αριστοτέλη είναι βέβαια παρωχημένες, ως προς τους προδρόμους του όμως (και τον Πλάτωνα*) συνιστούν σαφή πρόοδο. Πρώτος ο Αριστοτέλης θέτει τα ερωτήματα για τη ψυχή με βιολογικό πρίσμα και προπάντων μ" αυτόν η μελέτη της ψυχής και του ψυχικού βίου του ανθρώπου γίνεται αυτοτελής επιστήμη, η ψυχολογία*. Ο χαρακτήρας του έργου Περί ψυχής διαφέρει από τα σημερινά έργα περί ψυχολογίας· είναι μια φυσικο-επιστημονική μελέτη των ψυχοφυσικών διεργασιών. Από το 4ο κεφ. όμως του 3ου βιβλίου εγκαταλείπει αυτή τη μέθοδο, διότι η νοητική ικανότητα (ο νους* και η νόηση*) δεν μπορούν να εξετασθούν με τη μέθοδο της φυσικής επιστήμης. Τρία είναι τα σημαντικότερα στοιχεία που προφέρει ο Αριστοτέλης σ' αυτό το έργο του: πρώτον, δίνει εντελώς άλλη διάσταση και
Β θ 5 ί , Αριστοτέλης,
μτφ. Μαριλίζα Μήτσου, εκδ. Μ Ι Ε Τ ,
Αθήνα. 1991- Β. Τατάκης, Αριστοτέλης.
Περί ψυχής -
Μικρά Φυσικά, Αθήνα, 1978.- νν. ΤΙΙΘΙΙΘΓ, ΟύβτΦθ
υθθΓ5. Ββιϊίπ.
5ββΙβ.
1959.- Ε ΰ . ΖΘΙΙΘΓ, Ο/θ ΡήίΙοεορ/ιίβ άβτ
Οπβοήβπ. II 2, ΟβΓΓηεΙβύΙ. 1963®.
Βαο
Κύρκος
Περίανδρος ο Κορίνθιος (Κόρινθος, περ. 667587 π.Χ.). Τύραννος της Κορίνθου (περ. 627587), γιος και διάδοχος του τυράννου της Κορίνθου Κύψελου*, θεωρούμενος και ως ένας από τους Εφτά σοφούς* της αρχαίας Ελλάδας. Η αρχαία παράδοση για το πρόσωπο του Περίανδρου είναι διττή, δηλαδή θετική και αρνητική. Οπωσδήποτε διέθετε αρκετή φρόνηση και πρακτική ευφυία, και ορισμένα πολιτικά μέτρα του τον φέρνουν κοντά στους μεγάλους σύγχρονούς του νομοθέτες· γι' αυτό και βρήκαν ευρύτερη επιδοκιμασία και οδήγησαν άμεσα στη γενική ακμή της αρχαϊκής Κορίνθου. Από νωρίς ο Περίανδρος κατατάχτηκε στους Εφτά σοφούς και του αποδόθηκαν ορισμένα αποφθέγματα, όπως το "Μελέτα το παν", το "Καλόν ησυχία" και το "Δημοκρατία κρείττον τυραννίδος". Ε. Ν.
Ρούσσος
περιβάλλον κοινωνικό. Το σύνολο των κοινωνικών (ανθρωπογενών, τεχνικών, πολιτισμικών) υλικών και πνευματικών όρων στα πλαίσια των οποίων εμφανίζεται, διαμορφώνεται και αναπτύσσεται ο άνθρωπος*. Διακρίνεται το μακροπεριβάλλον (βλ. κοινωνικο-οικονομική δομή, παραγωγικές δυνάμεις, σχέσεις παραγωγής, συνείδηση κοινωνική, πολιτισμός, κράτος, θεσμοί κ.λπ.) και το μικροπεριβάλλον (ο ά-
165
περιβάλλον φυσικό μέσος κοινωνικός περίγυρος του ανθρώπου, η οικογένεια*, η ομάδα κ.λπ.)· Οι ατομοκεντρικές θεωρίες (βλ. ατομισμός, εγωισμός) και ο κοινωνιοκεντρικός αντίποδάς τους (π.χ. δομολειτουργισμός) εξετάζουν (συχνά απόλυτα) διαζευκτικά τη συσχέτιση ατόμου - κοινωνικού περιβάλλοντος και αδυνατούν να συλλάβουν τη διαλεκτική ενότητα του ανθρώπου με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον του μέσω της εργασίας* και ευρύτερα της δραστηριότητάς* του (βλ. επίσης: κοινωνία, εγώ, εξωτερικό και εσωτερικό, προσωπικότητα και τη βιβλιογραφία σε αυτά). Δ. Πατέλης
περιβάλλον φυσικό. Ο χω^ος που περιβάλλει τα έμβια όντα και διακρίνεται σε φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Το φυσικό περιβάλλον είναι η ίδια η φύση και προσδιορίζει την κοινωνία και τα άτομα. Ήδη από την αρχαιότητα είχε αναγνωριστεί ο ρόλος του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση των κοινωνιών και του χαρακτήρα των ανθρώπων. Επιστήμονες και φιλόσοφοι όπως ο Ιπποκράτης*, ο Πλάτων* και ο Αριστοτέλης* διέκριναν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που αφορούσαν ανθρώπους που ζούσαν σε συγκεκριμένες κλιματολογικές συνθήκες. Ανάλογες απόψεις έχει αναπτύξει και η θεωρία του γεωγραφικού ντετερμινισμού, που υποστηρίζει πως ο χαρακτήρας ενός πολιτισμού καθώς και η ψυχοπνευματική ιδιοτυπία ενός λαού εξαρτώνται από τη μορφή του φυσικού περιβάλλοντος. Οι επιδράσεις όμως του φυσικού περιβάλλοντος στη δημιουργία ιδιαίτερων χαρακτηριστικών δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια ούτε να απολυτοποιηθούν. Υπάρχουν περιπτώσεις λαών που ενώ ζούσαν σε παρόμοιο φυσικό περιβάλλον δεν ανέπτυξαν ίδια χαρακτηριστικά. Οι επιδράσεις όμως ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον και τον άνθρωπο είναι αμφίδρομες. Και ο άνθρωπος με τη σειρά του επεμβαίνει και επηρεάζει το φυσικό περιβάλλον, ιδιαίτερα σήμερα που έχουμε φτάσει στο σημείο να μιλάμε για κυριαρχία του ανθρώπου στη φύση. Μαρία Ντόλκα
περιγραφή, α. Μία φάση της επιστημονικής έρευνας κατά την οποία ο ερευνητής οφείλει να αναφέρει τα δεδομένα μιας "παρατήρησης"* ή ενός "πειράματος"* με ακριβή περιγραφή αποδεκτή ή καθιερωμένη στην επιστημονική κοινότητα. Η γλώσσα της επιστημονικής περιγρα-
166
φής απαρτίζεται από στοιχεία της κοινής γλώσσας και από ειδικά "σύμβολα"* που χρησιμοποιεί η επιστήμη. Η περιγραφή πάντως αποτελεί μεταβατική φάση της επιστημονικής έρευνας, είναι προετοιμασία για τη φάση της επιστημονικής "εξήγησης"* (ή "ερμηνείας"*), με την οποία συνδέεται άρρηκτα· χωρίς περιγραφή των δεδομένων δεν μπορεί να επιχειρηθεί εξήγηση (ερμηνεία) και χωρίς εξήγηση (ερμηνεία) δεν αποκτούν επιστημονική αξία τα δεδομένα με μόνη την περιγραφή, β. Στη Μεθοδολογία* των Επιστημών* όρος αναγκαίος είναι ο ορισμός* των όντων, των φαινομένων, των εννοιών. Ο σαφής ορισμός απαρτίζεται από προσεχές γένος* και ειδοποιό* διαφορά (π.χ. το τρίγωνο είναι: ευθύγραμμο σχήμα που περικλείεται από τρεις πλευρές). Οταν δεν είναι δυνατός ένας τέτοιος ορισμός καταφεύγουμε σε περιγραφή της έννοιας (ή του αντικειμένου ή του φαινομένου)· η περιγραφή πρέπει να είναι σαφής, ακριβής και πλήρης ως προς τα βασικά γνωρίσματα της περιγραφόμενης έννοιας. γ. Ορος της Γνωσιολογίας. Ο ΒβιΐΓβηά ΡυδδβΙΓ (ΗυπΊ3π ΚηοΗΐβάςβ: ί(ε 5οορβ βηά ίΐΓπϊίε, ρρ. 103 Η.) πρότεινε διάκριση ανάμεσα σε: γνώση από άμεση και προσωπική αντίληψη του αντικειμένου της γνώσης (ΚποννΙβάςβ 6γ βεςυβίηΐ3ηοβ) και γνώση από περιγραφή, που προσφέρεται στον γνώστη έμμεσα, από ειδήσεις, περιγραφές άλλων, πληροφορίες (ΚποννΙβάςβ 6γ άθδεπρ(ίοη). Φ. Κ. Βώρος
περιεχόμενο και μορφή ("ύλη" και "είδος", τύπος). 1. Φιλοσοφικές κατηγορίες, η αντιφατική ενότητα των οποίων χαρακτηρίζει ουσιώδεις προσδιορισμούς της "πραγματικότητας αντικειμενικής"* και της νόησης*. Περιεχόμενο ενός αντικειμένου (φαινομένου, πράγματος, διαδικασίας) είναι η ενότητα των συστατικών στοιχείων, των μερών, των εσωτερικών διεργασιών, των σχέσεων των ιδιοτήτων και των αντιφάσεών" του στην αλληλεπίδρασή τους. Μορφή είναι ο τρόπος ύπαρξης και έκφρασης του περιεχομένου, η εσωτερική οργάνωση" (ιεραρχία*, διάταξη, διάρθρωση, σύζευξη) των στοιχείων του, μέσω της οποίας το αντικείμενο αποκτά σχετική σταθερότητα. Συχνά η μορφή εννοείται ως η εξωτερική όψη, η ορατή επιφάνεια, ως το επουσιώδες (τυπικό στα κοινωνικά φαινόμενα), το δευτερεύον σε αντιδιαστολή με το ουσιώδες (δηλαδή η εξωτερική
περιεχόμενο και μορφή μορφή). Η μορφή συνδέεται με την έννοια της "δομής"* χωρίς ωστόσο να ανάγεται σε αυτήν. Η αντιφατική ενότητα περιεχομένου και μορφής χαρακτηρίζει κάθε αναπτυξιακή διαδικασία και τα εκάστοτε αποτελέσματά της. Το περιεχόμενο αποτελεί τη δυναμική, ευκίνητη και καθοριστική πλευρά του όλου, ενώ η μορφή είναι το σύστημα των σχετικά σταθερών δεσμών του, σε μια διαδικασία αναντιστοιχίας αντιστοιχίας, κατά την οποία παρωχημένες μορφές αντικαθίστανται από νέες, εφ" όσον εξαντλήσουν τα όρια συμβατότητάς τους με τη δυναμική του περιεχομένου, αλλά και τις δυνατότητες αντεπίδρασης σε αυτό. Οι Ιωνες θεωρούν την "ύλη" εμπράγματη πρώτη αρχή του κόσμου (Θαλής*, Αναξίμανδρος*), ενώ οι Εμπεδοκλής*, και Αναξαγόρας* αντιπαραθέτουν "ύλη" και "είδος". Ο Πλάτων* απέδιδε καθοριστικό ρόλο στις αυθυπόστατες ιδέες*, στα πρότυπα είδη. Ο Αριστοτέλης* διέκρινε σε όλα τα όντα "ύλη" και "είδος" (τρόπο εμφάνισης της ύλης), π.χ. σε κάποιο άγαλμα ύλη είναι το μάρμαρο και είδος η μορφή που του προσδίδει ο γλύπτης. Ανάγει έτσι τη μορφή, το "είδος" σε αυτόνομη ιδεατή οντότητα, σε δημιουργική αρχή ("Π ουσία και το τι ην είναι") επί της άμορφης και αδρανούς ύλης. Ο Θωμάς ο Ακινάτης* διακρίνει τα αυθυπόστατα, ανεξάρτητα από κάθε ύλη είδη (ίπΙβΙΙίςβηΙίββ) από τα είδη που αυτοπραγματώντονται μέσω της σύνθεσής τους με την ύλη. Ο Καντ* θεωρούσε ότι η γνωστική δραστηριότητα καθορίζεται από τις "καθαρές" προεμπειρικές (3 ριϊοιϊ) μορφές της εποπτείας (χώρος και χρόνος) και της διάνοιας (κατηγορίες), επιχειρώντας κατ' αυτό τον τρόπο να αρθεί υπεράνω του εμπειρισμού* (Χιουμ', Λοκ'). Κατά τον Χέγκελ* μορφή και περιεχόμενο αποτελούν σημαντικές κατηγορίες της περί της ουσίας διδασκαλίας της "Επιστήμης της Λογικής"*, η αμοιβαία μεταστροφή των οποίων συνιστά όρο της "απόλυτης σχέσης" ως σχέσης υποστασιακότητας, αιτιότητας και αλληλεπίδρασης. Η διαλεκτική μορφής και περιεχομένου αναπτύσσεται και συγκεκριμενοποιείται ως πλευρά της αντιφατικής κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης στη φιλοσοφία* και στην οικονομική θεωρία του Μαρξ* (βλ. μαρξισμός"). Η μεταφυσική αντιπαράθεση μορφής και περιεχομένου χαρακτηρίζει με διάφορους τρόπους πολλά ρεύματα της νεότερης και σύγχρονης φιλοσοφίας (πραγματισμός", νεοθωμισμός", νεοθετικισμός", λογικός θετικισμός" κ.ά.).
2. Θεμελιώδεις έννοιες των λογικών επιστημών (τυπικής λογικής*, "διαλεκτικής λογικής"*) και της θεωρίας της γνώσης*, οι οποίες αφορούν πτυχές της νοητικής δραστηριότητας σε διαφορετικά επίπεδα της ανάπτυξής της (βλ. διάνοια και λόγος). Κατά την προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης (διάνοια), πραγματοποιείται μέσω της ανάλυσης, της αφαίρεσης κ.λπ. βαθμιαία απόσπαση των αφαιρετικών νοητικών μορφών από το αισθητηριακό περιεχόμενο. Το περιεχόμενο της διάνοιας υφίσταται θετικά μόνο με τη μορφή του εκάστοτε εναπομένοντος αισθητηριακού δεδομένου. Η καθαυτό αφηρημένη νόηση, σε αντιδιαστολή με τα αισθήματα. αποβαίνει μόνο μορφή, αποκλειστικά τυπική νόηση, απόμακρη από τα αισθητηριακά δεδομένα χωρίς ωστόσο να αποσπάται πλήρως από αυτά. Εδώ η συνάφεια εμπειρικής πραγματικότητας και νόησης εντοπίζεται αρνητικά: ο βαθμός αφαίρεσης της σκέψης είναι αντιστρόφως ανάλογος της εγγύτητάς της προς τα εμπειρικά δεδομένα (και από το αντλούμενο από αυτά περιεχόμενο). Αυτό εκδηλώνεται ρητά στον νόμο της τυπικής λογικής* περί αντιστρόφως ανάλογης σχέσης μεταξύ του "βάθους" (του συνόλου των γνωρισμάτων) και του "πλάτους" (του συνόλου των περιλαμβανόμενων -βάσει των γνωρισμάτων που αναφέρονται στο βάθος- αντικειμένων) της έννοιας. Η έννοια της διάνοιας προβάλλει εδώ ως κενό περιεχομένου σχήμα, μορφή, τύπος, με ορισμένη χωρητικότητα, η οποία πληρώνεται από το αντίστοιχο μέρος των αισθητηριακών δεδομένων ("ύλης") το οποίο διατηρείται μετά την αφαίρεση*. Ο θετικός προσδιορισμός της συνάφειας εμπειρικής πραγματικότητας και νόησης μέσω της διαλεκτικής ενότητας της μορφής και του περιεχόμενου της τελευταίας προβάλλει στη βαθμίδα του λόγου*. Η μορφή του λόγου δεν είναι κάτι το σχηματιζόμενο ως αφαίρεση από το περιεχόμενο, αλλά είναι το ίδιο το μεταβαλλόμενο περιεχόμενο της νόησης, γεγονός που καθιστά τον αναπτυγμένο λόγο περιεκτική μορφή και μορφοποιημένο περιεχόμενο. Εδώ η νόηση (επανα-)προσεγγίζει την αισθητηριακή πραγματικότητα, αλλά διαμεσολαβημένα πλέον και χωρίς την αισθητηριακή ενάργεια της ζωντανής εποπτείας. Αντικείμενο της τυπικής λογικής είναι η διάνοια σε καθαρή μορφή, καθώς και η άμεση σχέση της διάνοιας με τον λόγο, γεγονός που επιτυγχάνεται μεταξύ άλλων και μέσω της αναγωγής της μορφής της νόησης
167
περιθωριοποίηση στη συντακτική δομή της κρίσης (πρότασης, συνόλου προτάσεων, θεωρίας) και του περιεχομένου της στις πιοκίλες συγκεκριμένες ερμηνείες των παραπάνω. Αντικείμενο της "διαλεκτικής λογικής"* είναι οι περί του αναπτυσσόμενου οργανικού όλου περιεκτικές μορφές, η κατηγοριακή νοητική ανασύσταση του γνωστικού αντικειμένου, ο λόγος στην ενότητά του με τη διάνοια (βλ. ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ιστορικό και λογικό). 3. Αλληλένδετες και αμοιβαία προσδιοριζόμενες πλευρές της αισθητικής μορφής της συνείδησης και της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Η σύγχρονη ιδεοκρατική αισθητική, αρνούμενη τη σύνδεση της τέχνης* με την πραγματικότητα, προτάσσει συχνά τη μορφή ως στερούμενη περιεχομένου (πραγματικής βάσης, αναπαραστατικότητας κ.λπ.), ανάγοντας κατ" αυτό τον τρόπο την τέχνη σε παίγνιο "καθαρών μορφών" (βλ. φορμαλισμός). Αλλοτε πάλι ανάγει το περιεχόμενο στο υποκειμενικό βίωμα του καλλιτέχνη (υποκειμενισμός*), είτε ταυτίζει τη μορφή με το περιεχόμενο (νατουραλισμός*). Στον αντίποδα των παραπάνω βρίσκονται οι αισθητικές αντιλήψεις που ανάγουν την οργανική ενότητα καλλιτεχνικής μορφής και περιεχομένου σε ένα από τα πλέον σημαντικά κριτήρια της αυθεντικής αισθητικής δημιουργίας (βλ. Χέγκελ, Μαρξισμός, Λούκατς, Λίφσιτς κ.ά.). Δ. Πατέλης
περιθωριοποίηση. Η ένταξη των ατόμων μέσα σε μια κοινωνία ή κοινωνική ομάδα επιτυγχάνεται μέσω των μηχανισμών κοινωνικοποίησης και κοινωνικού ελέγχου. Τα άτομα που εσωτερικεύουν τις αξίες, κανόνες και συμπεριφορές που επιβάλλει μια κοινωνία συμβάλλουν, έστω και με τον κίνδυνο της ομοιομορφοποίησης, στην εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Οσα αποκλίνουν από τα παραπάνω υφίστανται τις διαφορετικές μορφές κοινωνικού ελέγχου, που αρχίζουν από τις απλές υποδείξεις και φθάνουν μέχρι τον εξευτελισμό και τη θανατική ποινή. Η εφαρμογή του κοινωνικού ελέγχου πάνω σε κάθε είδους συμπεριφορά έχει ως αποτέλεσμα είτε τον αποκλεισμό είτε την περιθωριοποίηση κάποιων ατόμων ή ομάδων. Η περιθωριοποίηση, ωστόσο, δεν αφορά μόνο σε άτομα που υιοθετούν κάποια αξιόποινη συμπεριφορά αλλά και σε εκείνα που για οποιονδήποτε λόγο δεν θέλουν ή δεν μπορούν να ακολουθήσουν τα καθιερωμένα πρότυπα συμπεριφοράς, με άλλα
168
λόγια είναι απλά διαφορετικά. Σήμερα π.χ. φθάνουν να περιθωριοποιούνται άτομα που δεν ανταποκρίνονται στα καθιερωμένα πρότυπα ομορφιάς (χοντροί, αγύμναστοι κ.λπ.), τα οποία δέχονται μια μορφή περιθωριοποίησης με την απόρριψη που διακρίνουν στα μάτια των άλλων. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η περιθωριοποίηση μπορεί να πάρει πολλές μορφές και ο ορισμός της εξαρτάται κυρίως από το τι θα προσδιορίσει η κάθε κοινωνία ως "διαφορετικό" και, άρα, θα το περιθωριοποιήσει. Αποκλεισμός και περιθωριοποίηση συμπίπτουν με την έννοια ότι και τα δυο αποβλέπουν στη διαφύλαξη της κοινωνικής ομοιομορφίας και συνο-
χής·
Η περιθωριοποίηση είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο και ως τέτοιο διαφοροποιείται τόσο ιστορικά όσο και κοινωνικά. Με άλλα λόγια διαφέρει από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία. Διαφοροποιούνται δηλαδή τα κριτήρια χαρακτηρισμού κάποιας συμπεριφοράς ως περιθωριακής. Τα κριτήρια αυτά είναι αυθαίρετα. Από την Αντιγόνη του Σοφοκλή μέχρι τις σύγχρονες πρακτικές κατά των καπνιστών (παλαιότερα το κάπνισμα εθεωρείτο δείγμα ανδρισμού αλλά και γυναικείας χειραφέτησης και με αυτές τις αξίες κοινωνικοποιήθηκαν οι σύγχρονοι καπνιστές) διαθέτουμε πλείστα παραδείγματα όπου η περιθωριοποίηση μιας συμπεριφοράς αποτελεί απόρροια αλλαγής των κοινωνικών κανόνων και νοοτροπιών. Έτσι, θα λέγαμε πως ο περιθωριακός προσδιορίζεται κάθε φορά από το πώς αξιολογεί η κοινωνία τη δεδομένη συμπεριφορά του και όχι από τη μεταβολή της δικής του συμπεριφοράς. Ο περιθωριακός, ως άτομο που βρίσκεται στα άκρα ενός συγκροτημένου κέντρου, της κοινωνίας, είτε απομακρύνεται ηθελημένα από αυτήν είτε η ίδια η κοινωνία τον τοποθετεί στην άκρη. Και στις δύο περιπτώσεις, η κατάστασή του είναι προσωρινή, αφού η κοινωνία, που διαρκώς τον ελέγχει, αργά ή γρήγορα, είτε θα τον αφομοιώσει είτε θα τον απομονώσει ολοκληρωτικά. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για μηχανισμούς ενσωμάτωσης, ενώ στη δεύτερη για αποκλεισμό. Ο αποκλεισμός λειτουργεί ως μηχανισμός ελέγχου και κατασκευής περιθωριακών, ενώ οι εμφανέστερες μορφές του είναι η ιδρυματοποίηση και η γκετοποίηση. Η περιθωριακότητα, είτε ηθελημένη είτε επιβεβλημένη, εκφράζει μια σύγκρουση με τις κυ-
Περιπατητική σχολή / Περίπατος ρίαρχες αξίες, μια αμφισβήτηση των τρόπων κοινωνικής οργάνωσης. Ωστόσο, η ιστορία τουλάχιστον των διαφόρων κοινωνικών κινημάτων δείχνει ότι η κοινωνία, διαθέτοντας μεγάλη ικανότητα απορρόφησης, παρ' όλο που ενσωματώνοντας ιδεολογίες και πρακτικές τις κατέστησε ακίνδυνες, παράλληλα, η ίδια επέδειξε μια δυναμική εμπλουτιζόμενη από τις ενσωματώσεις αυτές. Ένα από τα πολλά παραδείγματα αποτελεί το περιθωριακό οικολογικό κίνημα της δεκαετίας του '60, που σήμερα η ιδεολογία του έχει ευαισθητοποιήσει αν όχι τις κυβερνήσεις τουλάχιστον ένα μέγιστο μέρος του πληθυσμού, ενώ πήρε μορφή πολιτικής κοινοβουλευτικής δύναμης σε διάφορες χώρες. Δημ. Τσατσούλης
περιορισμός. Συνειδητοποίηση ότι διάφορες λειτουργίες ή δραστηριότητες ή τα δηλούμενα από τη χρήση διαφόρων εννοιών έχουν ή νοούνται ότι έχουν κάποιους περιορισμούς. Συνήθως οι περιορισμοί μνημονεύονται ή δηλώνονται με τους ορισμούς. Δείγμα: ελευθερία είναι ... η ελευθερία καθενός εκτείνεται ως εκεί όπου αρχίζει το δικαίωμα ελευθερίας του άλλου. Φ. κ. βώρος Περιπατητική σχολή / Περίπατος. Με την ονομασία αυτή (Περιπατητική σχολή ή απλώς Περίπατος) είναι γνωστή η "φιλοσοφική" σχολή, το "Λύκειον", που ίδρυσε ο Αριστοτέλης* στην Αθήνα, μόλις επέστρεψε σ' αυτή το 336/5 π.Χ. μετά τη μακροχρόνια αποδημία του στα παράλια της Μικράς Ασίας (περιοχή Τρωάδας), τη Μυτιλήνη και τη Μακεδονία. Οι μαθητές και διάδοχοι του Αριστοτέλη ονομάστηκαν επίσης Περιπατητικοί (δηλαδή φιλόσοφοι) ή περιφραστικά "οι από του Περιπάτου", και "οι από του Λυκείου" (σπανιότερα) φιλόσοφοι. Η ονομασία/χαρακτηρισμός ανάγεται βέβαια στο ρ. περιπατώ και οφείλεται, κατά την παράδοση, στον τρόπο διδασκαλίας του Αριστοτέλη, ότι δίδασκε δηλαδή περπατώντας πάνω - κάτω. Υπάρχουν ωστόσο αμφιβολίες αν μπορούσε με τον τρόπο αυτό να συμβουλεύεται τις σημειώσεις του. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή ή ανάγνωση της παράδοσης, ο Αριστοτέλης δίδασκε σε ένα στεγασμένο χώρο/υπόστεγο ("περίπατος"), όπου οι μαθητές του μπορούσαν να περπατούν και να συζητούν μετά τη διδασκαλία. Αυτό ήταν σύνηθες στην ελληνική φι-
λοσοφική παράδοση, δηλαδή οι φιλοσοφικές σχολές να παίρνουν την ονομασία τους είτε από τον τόπο είτε από τον χώρο, όπου δίδασκαν οι ιδρυτές και πρώτοι σχολάρχες (Ακαδημία, Λύκειον, Κήπος ή Επικούρειοι, Στοά κ.λπ.). Περίπατος, λοιπόν, και Περιπατητική Σχολή ονόμασαν τη σχολή του Αριστοτέλη μετά τον θάνατο του. Ο χαρακτηρισμός βέβαια αυτός ("περιπατητικοί") αφορά κυρίως και προπάντων τους άμεσους διαδόχους και τους διευθυντές (τους σχολάρχες) του Περιπάτου, και έμμεσα τους αριστοτελικούς φιλοσόφους. Μετά το θάνατο του Αριστοτέλη, ιδρυτή της Περιπατητικής σχολής, που όσο ζούσε λεγόταν Λύκειο, τη διεύυθυνση της σχολής ανέλαβε ο μαθητής και φίλος του Θεόφραστος* από την Ερεσό της Λέσβου (322-276 π.Χ.). Ο Θεόφραστος όμως εν μέρει μόνο συνέχισε τη φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη1 ήταν ο ίδιος ισχυρή προσωπικότητα και έδωσε νέες κατευθύνσεις στη διδασκαλία της σχολής. Διατήρησε βέβαια τον σεβασμό προς τον μεγάλο δάσκαλο του, αλλά θα δώσει ο ίδιος προσωπική σφραγίδα στη φιλοσοφική έκφραση της Σχολής, στον Περίπατο. Στους αυτήκοους μαθητές του Αριστοτέλη συναριθμείται και ένας άλλος αξιόλογος φιλόσοφος, ο Εύδημος ο Ρόδιος* (είχε ακούσει μαθήματα και στην Ακαδημία" του Πλάτωνα"). Μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη ίδρυσε σχολή στην πατρίδα του τη Ρόδο, όπου συνέχισε την αριστοτελική φιλοσοφική παράδοση. Και οι δύο αυτοί μαθητές του Αριστοτέλη, δηλαδή ο Θεόφραστος και ο Εύδημος, αναφέρονται ως οι πρώτοι περιπατητικοί από την παράδοση. Μολονότι ο Εύδημος χαρακτηρίζεται ως "ο γνησιώτατος των Αριστοτέλους εταίρων" και εξέδωκε το σύγγραμμα του Αριστοτέλη Ηθικά Ευδήμεια, καθώς επίσης υπήρξε συγγραφέας αξιόλογων, κυρίως μαθηματικών, έργων, οι ερευνητές αρχίζουν τον κατάλογο των περιπατητικών φιλοσόφων είτε με τον Αριστοτέλη τον Ταραντίνο* ή με τον Δικαίαρχο τον Μεσσήνιο*. Περιπατητικοί ωστόσο δεν είναι μόνον όσοι διετέλεσαν διευθυντές στη σχολή αλλά και άλλοι διάσημοι και ονομαστοί αριστοτελικοί φιλόσοφοι. Ο Αριστόξενος ασχολήθηκε κυρίως με τη μουσική (τον αποκαλούσαν και "μουσικόν"), και σώθηκαν αποσπάσματα από το έργο του Περί αρμονικών στοιχείων ο ίδιος επίσης μετέφερε στη σχολή, στον Περίπατο, τη διδασκαλία των Πυθαγορείων*, προπάντων τη σχετική με την αριθμητική και μουσική. Πυθαγορικές επιδρά-
169
Περίπατος σεις στη σκέψη του Αριστόξενου επισημαίνουμε και στη διδασκαλία του περί της ψυχής, την οποία θεωρούσε ως αρμονία του σώματος (μαθηματική αντίληψη ασφαλώς) και γι' αυτό αμφισβητούσε την αθανασία της. Συμμαθητής του Αριστόξενου ήταν ο Δικαίαρχος* από τη Μεσσήνη της Σικελίας, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος ίσως ιστορικός του πολιτισμού (έργο του Βίος Ελλάδος). Ονομαστός περιπατητικός ήταν επίσης ο μαθητής του Θεόφραστου Δημήτριος ο Φαληρεύς*, που από το 317 ως το 307 ήταν ο κυβερνήτης της Αθήνας. Με δεσμούς μαθητείας στον Αριστοτέλη γνωστοί περιπατητικοί ήταν ακόμα ο Φανίας* (ή Φαινίας), συμμαθητής και συμπατριώτης του Θεοφράστου από την Ερεσό (ασχολήθηκε με τη βοτανική), καθώς και ο Κλέαρχος* από τους Σόλους της Κύπρου (έργο του Περί βίων). Διάδοχος του Θεοφράστου στη σχολή ήταν ο διάσημος για τις επιδόσεις του στη Φυσική Στράτων ο Λαμψακηνός* (288-269 περ.). Στο μακρό αυτό χρονικό διάστημα που είχε τη διεύθυνση της Σχολής έδωσε αίγλη στον Περίπατο με τις προσωπικές του αντιλήψεις και θεωρίες, αν και δεν ήταν πάντοτε σύμφωνες με την παράδοση του Αριστοτέλη. Διάδοχος του Στράτωνα ήταν ο Λύκων* από την Τρωάδα (269-225 π.Χ.) κι αυτόν διαδέχτηκε ο Αρίστων* από την Κέα (Τζια). Τέλος ο Σωτίων* από την Αλεξάνδρεια υπήρξε ο δέκατος στη σειρά των σχολαρχών του Περιπάτου (2ος αι.). Αλλοι επώνυμοι περιπατητικοί υπήρξαν ο Κριτόλαος* από τη Φασήλιδα της Λυδίας (περ. 190-155), ο πρώτος που έκανε γνωστή την αριστοτελική φιλοσοφία στους Ρωμαίους, ο Ερμιππος* ο Σμυρναίος (περ. 200 π.Χ.) και ο πρώτος εκδότης των έργων του Αριστοτέλη, ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος* (ακμή περ. 40 π.Χ.). Ο Περίπατος κατά την ελληνιστική εποχή δεν είχε ασκήσει μεγάλη επίδραση στα δόγματα των άλλων φιλοσοφικών σχολών. Οι παλαιότεροι Στωικοί* μάλιστα αντιτάχθηκαν φανερά προς την αριστοτελική Λογική* και Φυσική. Στον Επίκουρο* επισημαίνουμε μερικά στοιχεία αριστοτελικών επιδράσεων, κυρίως στη Φυσική και την Ηθική του. Οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι της Μέσης Στοάς όμως, ο Παναίτιος* και ο Ποσειδώνιος* θα μελετήσουν τα έργα του Αριστοτέλη και κατά τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. ο Αντίοχος Ασκαλωνίτης* θα επιχειρήσει να συγκεράσει τη διδασκαλία του Περιπάτου με εκείνη της Ακαδημίας. Ετσι θα προκύψει ο εκλεκτισμός της εποχής αυτής, που θα γνωρί-
170
σει την κορύφωσή του με τους εκπροσώπους του Νεοπλατωνισμού', προπάντων με τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πορφύριο*, σπουδαίο μελετητή των αριστοτελικών έργων και από τους σημαντικότερους υπομνηματιστές. Μετά την πρώτη ουσιαστικά έκδοση των έργων του Αριστοτέλη από τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο αρχίζει η μεγάλη σειρά των υπομνηματιστών και των σχολιαστών των έργων του. Δεν μπορούμε να πούμε όμως ότι οι Σχολιαστές των έργων του φιλοσόφου είναι περιπατητικοί, ανήκουν μάλλον στην νεοπλατωνική παράδοση. Σειρά ολόκληρη σπουδαίων ανδρών μελέτησαν και υπομνημάτισαν τα περισσότερα έργα του Αριστοτέλη: Ασπάσιος*, Αλέξανδρος Αφροδισιεύς*, Πορφύριος*, Δέξιππος*, Θεμίστιος*, Συριανός, Αμμώνιος*, Φιλόπονος*, Σιμπλίκιος* κ.λπ. Ο Θεμίστιος όμως (μέσα του 4ου αι. μ.Χ.) είναι μάλλον ο τελευταίος εκπρόσωπος της Περιπατητικής Σχολής. Μετά τον θάνατο του (περ. 388) δεν έχουμε πια αναφορά στη δραστηριότητα του Περιπάτου. Βιβλιογρ.: I. ϋυπης, Απ$ΙοΙΙθ ίη IIΐθ βηαβηΙ όιοςίβρήιεβΙ
ΤίβάιΙιοη, ΟοΙθ&ΟΓς, 1957.- Ρ. νι/θΜί, Οίβ 3ΐΜθ ΑπεΙοΙβΙβε, ίδιου.
Ωβί
άθε
τόμοι 10, Β3$ΘΙ, 1944-1959 (επανέκδ.).- του
ΡβήριΙοε
Ί>ίε ζυπι Ββςϊπη
<3ΘΓ
τοπνεα^βη
ΚβίεβίΖβίΙ, στον τόμο: Ό ί θ Ρίιίΐ050ρΝβ όθΓ ΑηΙίΙίθ" 3, έκδ. Η. Ρΐ35Ίΐ3Γ. Β35ΘΙ/51υ(ΐ93Γΐ. 1983, σ. 462-464.- Κ. Ο. ΒπηΚ. Αρθρο "Ρβπρ3<0ϊ- στην Η . Ε 5υρρΙ. 7 (1940). σ. 899-949Α. Βυε5θ, ΡβήρβΙοε
υηό ΡβηρβΙβΙϊΙίβΓ.
στο "Ηβπτίθβ' 61
(1926), σ. 335-342.
Βασ.
Κύρκος
Περίπατος, βλ. Περιπατητική σχολή περιτττωσιαρχία, βλ. οκκαζιοναλισμός Περσαίος από το Κίτιον της Κύπρου (ακμή μέσα του 3ου αι. π.Χ.). Ένας από τους σημαντικότερους μαθητές του Ζήνωνα*, ιδρυτή της στωικής φιλοσοφίας. Υπολογίζουμε ότι γεννήθηκε περίπου το 307/6. Ανέπτυξε τη φιλοσοφική δραστηριότητά του στην Αθήνα και στην αυλή του φιλοπρόοδου βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονου Γονατά. Μαθητής του υπήρξε επίσης ο Αρατος* από τους Σόλους, ο συγγραφέας των Φαινομένων. Ο Αντίγονος του ανέθεσε τη φρούρηση του Ακροκορίνθου και όταν ο στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας Αρατος εκπόρθησε το φρούριο το 243 π.Χ. ο Περσαίος αυτοκτόνησε (ή διέφυγε, σύμφωνα με μια άλλη ασθενέστερη εκδοχή). Στην ιστορία της Φιλοσοφίας* ο Περσαίος είναι γνωστός ως μαθητής του ιδρυτή της Στοάς Ζήνωνα και από τις λίγες φιλοσοφικές εργασίες που του προσ-
περσοναλισμός γράφει η παράδοση. Κανένα έργο του δεν αναφέρεται στα βασικά προβλήματα της στωικής φιλοσοφίας ή στις φιλοσοφικές τάσεις της εποχής του. Μερικές ασθενείς απόψεις του παραδίδονται για τη στωική έννοια του σοφού ("υπό της τύχης αήττητος και αδούλωτος και ακέραιος και απαθής"). Αναφέρεται επίσης η θέση που πήρε για το πρόβλημα των θεών, ακολουθώντας τον σοφιστή Πρόδικο* (σταδιακή ανάπτυξη της θρησκευτικής πίστης κ.λπ.), για ύπαρξη των θεών ως μέρος του πολιτισμού. Αυτά όλα, υποτίθεται, τα ανέπτυσσε ο Περσαίος σ' ένα έργο του Περί θεών, που μαρτυρείται μόνο από τον Φιλόδημο*. Ισως πιο βέβαιο θεωρείται ότι έγραψε για το πολίτευμα της Σπάρτης και με το όνομά του επίσης παραδίδεται ένα έργο με τον τίτλο Συμποτικοί διάλογοι ή Συμποτικά υπομνήματα (Αθήναιος XIII 607α και Διογ. Λαέρτ. VII 1). Βιβλιογρ.:
Η.
ΗΙΓΖΘΙ.
υπΙθΓευοήυηςθη
ζυ
ΟίΟθΓΟδ
ρΜΙΟΕορΙιϊεοΐΊθη δοήπΗθη. τόμ. II 1. 1877/83. ο. 59 κ.έ.- Β . Α. Κύρκος, Ο Μενέδημος
και η ερετρική σχολή,
1980.- Ε ϋ . ΖβΙΙβΓ, Ο/β ΡΜοεορϊιιθ
Αθήνα.
άβτ βηβούθη,τόμ.
III 1.
•3ΓΓΠ8ΐ3<31. 1963". ο. 38 κ.έ.
Βασ. Κύρκος
περσοναλισμός (προσωποκρατία). Φιλοσοφικό σύστημα των νεοτέρων χρόνων, του οποίου οι θεμελιώδεις καταβολές ανάγονται στην ελληνική αρχαιότητα (Πρωταγόρας*: "πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος", Ηράκλειτος*: "ήθος ανθρώπω δαίμων" κ.λπ.). Ο περσοναλισμός θεωρεί το πρόσωπο (ρβΓεοηο) ως την πρωταρχική δημιουργική πραγματικότητα και ως την ύψιστη πνευματική αξία, ενώ τον κόσμο ως εκδήλωση της δημιουργικής ενεργητικότητας της υπέρτατης προσωπικότητας, του θεού*. Τη φιλοσοφική αυτή κατεύθυνση τη διαμόρφωσε πρώτος, κατά τον 19ο αι. ο Γερμανός φιλόσοφος Γουσταύος Ταιχμύλλερ* (1832-1888) με χριστιανικό προσανατολισμό, στην προσπάθειά του να δώσει απάντηση στα μεταφυσικά προβλήματα. Μόνη πηγή αλήθειας είναι, κατ" αυτόν, η ανθρώπινη προσωπικότητα. Το προσωπικό εγώ είναι αιώνιο και ανώλεθρο και από αυτό αντλεί το κύρος του ο φαινομενικός εξωτερικός κόσμος, μέσα στον οποίο υπάρχει μια ιεραρχική τάξη προσώπων: μεμονωμένος άνθρωπος, οικογένεια, λαός, θεός, ως ύψιστη προσωπικότητα, ως άπειρη και μοναδική αρχή, από την οποία πηγάζει η ανθρώπινη προσωπικότητα. Οπαδοί του οι Λουτοσλάβκι, Ουκεν* κ.ά. Στη Γαλλία μεταξύ των πρώτων υποστηρικτών του περσοναλισμού είναι ο Κάρολος Ρε-
νουβιέ* (1818-1903), κατά τον οποίο ο αντικειμενικός κόσμος γίνεται σε μας αντιληπτός με τα ενεργήματα της συνειδήσεώς μας και συνεπώς η προτεραιότητα ανήκει στην προσωπικότητα* και όχι στην αντικειμενικότητα ( Νέα μοναδολογία, 1898, Ο περσοναλισμός, 1901). Στις αρχές του 20ού αι. ο Γ. Στερν (1871-1938) διατυπώνει τον "κριτικό περσοναλισμό", σύμφωνα με τον οποίο η έννοια της προσωπικότητας δεν είναι αυτοτελής, αλλά προκύπτει από την αντίθεση που υπάρχει μεταξύ προσώπων και πραγμάτων. Ο Μαξ Σέλερ* (1874-1928) διαμόρφωσε τον "ηθικό περσοναλισμό": πρόσωπο γίνεται το ανθρώπινο εγώ, εφόσον οι πράξεις του τείνουν στην πραγματοποίηση των ιδεών του ωφέλιμου, του αληθινού, του ωραίου, του θείου, οπότε καθίσταται πνευματική οντότητα, καθώς απαλλάσσεται από τις ενστικτώδεις βιολογικές ορμές. Περσοναλιστές επίσης θεωρούνται οι Εδ. Σπράνγκερ* (18821962) και ο Μακ Τάγκαρτ* (1866-1925). Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο Γάλλος Εμμ. Μουνιέ* (1905-1950), αντιδρώντας στις υλιστικές και αντιπνευματικές τάσεις της εποχής του και έχοντας ως αφετηρία τον περσοναλισμό του Ρενουβιέ, προβάλλει τη χριστιανική διδασκαλία ως βάση για τη δημιουργία μιας κοινωνίας προσωπικοτήτων και εξαίρει το πνευματικό περιεχόμενο του περσοναλισμού, τον οποίο διαστέλλει από τις αφηρημένες θεωρίες τις αναφερόμενες στα δικαιώματα του ανθρώπου. Στο Μανιφέστο στην υπηρεσία της προσωπικότητας (1936) κηρύσσει ότι ο άνθρωπος, παρ" όλη την πνευματικότητά του, είναι και συγκεκριμένο πλάσμα με σωματική ύπαρξη, τα δικαιώματα της οποίας πρέπει να είναι σεβαστά, όπως και τα δικαιώματα του πνεύματος*. Ομοϊδεάτες του είναι οι Ζ. Λακρουά*, Π. Λαντσμπέργκ, Μ. Νεντονσέλ*, Π. Ρικέρ* κ.ά. Στη Ρωσία, κατά την ίδια περίοδο, ο Μπερντιάγεφ* (1874-1948), ευρισκόμενος σε αντιπαράθεση προς την κοινωνική θεωρία του Μαρξ*, θεωρεί την προσωπικότητα ως το μοναδικό υποκείμενο της ιστορίας* και φορέα του πολιτισμού* και την αντιπαραθέτει στην κοινωνία και στις αξιώσεις της να καθορίζει όλη τη ζωή. Βιβλιογρ.: Κ η υ & ο η Α. Ο., 77ϊβ ρΜοεορΙιγ
οί ρβίεοπΒΐίεπ),
Βο$1οη. 1949.- ίθ5(3νθΙ Χ , ΙπίΓοόυσΙϊοπ βυχ
ρβίεοπηβ-
Ιίεπίθε. Ρ3ΓΙ3, 1961.- δίθΐβπίπι Ι_., ΡβΓεοηβΙίεσιο ρήίΐοεο-
ρΝεο,
ΒΓΘ50ι3, 1962.- Ι β α ο ί χ ϋ., Μβίχίεηηβ. βχίείβηΐιβ-
Ιί$ΓΠθ. ρβίεοηηΒΐίεπιβ,
Ρ3Π$.
ρβίεοηηβΐιεηΐθ. ΡΒΓΪΪ, 1971. Απ.
1966.-
ΜουπίθΓ
Ε.,
ίβ
Τζαφερόπουλος
171
περφεξιονισμός περφεξιονισμός, βλ. τελειοκρατία περσττεκτιθισμός (αποψιοκρατία). Φιλοσοφική άποψη, συγγενική με τον υποκειμενισμό, που βασικά δέχεται δύο πράγματα: α) ότι η πραγματικότητα έχει πολλές όψεις και β) ότι ο κάθε άνθρωπος "βλέπει" μόνο μία από τις όψεις αυτές και έτσι σχηματίζει τη δική του κοσμοαντίληψη, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν τόσες θεωρήσεις του κόσμου όσοι και οι άνθρωποι" έτσι άλλωστε εξηγείται και η πληθώρα των διαφορών ανάμεσα στις πολλές φιλοσοφικές κοσμοθεωρίες. ε. χ. π ε σ σ ι μ ι σ μ ό ς , β λ . αισιοδοξία
και
απαισιοδοξία
Πετράρχης Φραγκίσκος (ΑΓΘΖΖΟ, 1304 - Ατςυί, 1374). Ιταλός στοχαστής και ποιητής. Εγραψε πολλές ποιητικές συλλογές εκ των οποίων η πιο σημαντική είναι η ΟβηζίοηβΓβ, γραμμένη στην ιταλική γλώσσα, μία συλλογή λυρικών ποιημάτων αφιερωμένη στην αγαπημένη του Λάουρα. Εκτός από ποιητής ο Πετράρχης ήταν ένας πολύ αξιόλογος φιλόλογος. Ε γ ρ α ψ ε στα λατινικά πολλά έργα και σχολίασε σύμφωνα με τα ιδανικά του ανθρωπισμού της εποχής του πολλά ποιήματα αρχαίων Λατίνων. Από φιλοσοφικής απόψεως ενδιαφέρον είναι το έργο του ΒθΟΓβΙυηι, που ο Πετράρχης ολοκλήρωσε το 1358. Βαθιά θρησκευόμενος ο ποιητής φαντάζεται έναν διάλογο, όπου εμφανίζεται μια πανέμορφη γυναίκα, η οποία μ' αλληγορικό τρόπο παριστάνει την Αλήθεια και καλεί τον Αγιο Αυγουστίνο να βοηθήσει τον ποιητή ν' απαλλάξει τη ζωή του από καθετί το μη αληθές. Ο διάλογος μεταξύ του Αυγουστίνου* και του Πετράρχη διαρκεί τρεις ημέρες, όσα και τα βιβλία του έργου αυτού. Αποτελεί, δηλαδή, μια ομολογία του ποιητή της προσωπικής του κρίσης, η οποία, όμως, αντικατοπτρίζει την κρίση αξιών της δύσκολης εποχής της μεταβατικής περιόδου από τον Μεσαίωνα στον ανθρωπισμό, στην οποία ζει. Μπορούμε ακόμα να θυμηθούμε το Οβ νίΐβ 5οΙϊΐ3Π3, 1346, ένα ασκητικό έργο στο οποίο ο ποιητής εξαίρει την ενασχόληση με τη φιλολογία και τη μοναξιά, που συμβάλλει στο διάβασμα, και τη σκέψη που δίνει τη δυνατότητα για πνευματική ηρεμία. Ο Πετράρχης έγραψε τέσσερεις λιβέλλους με φιλοσοφικά και πολιτικά θέματα, στους οποίους δέχεται δογματικώς τον θωμισμό* και τον αριστοτελισμό*. Σ' ένα άλλο έργο του στρέφε-
172
ται εναντίον των γιατρών, οι οποίοι βασίζουν το επάγγελμά τους στις γνώσεις των Αράβων στοχαστών, και υπερασπίζεται την ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη* κατά της επιστήμης του Αβερρόη*. Βιβλιογρ.: ϋ. ί θ Οοίί, II0Β550 Μθόΐοβνο, $(0Π3 υπβνθΓ53ΐθ ΡθΙΙππθΙΙί.- Ε. Οβϊίη, ί ' ϋιηβηβίϊιηο ΙΙβΙιβηο, Ι_3(ΘΓΖ3, 1952 - Ο. ΡθίΓοηίο. 5Ιθίίβ όεΙΙβ ΟήΙίοβ, ΡοΙυπι&ο, ΡβΙθΓηηο.Ε. ΡαϊΓΠΟΓκίί - Ρ. ΒοΗοπί, Τίιβοήβ άβΙΙβ ΙθΜβίβΙυίθ, ΒοΙοςηβ ίΙ ΜυΙίηο, 1975 - Μ3ή3ηςβΐ3 ΙβΙο. ΝίοοΙβ Οθορίβηο: υη βίθοο ΙίβάυΙΙΟΓθ ΡΓΘ550 ΙΒ εοήβ όϊ Ποόβ/ΐο Ά' Αηςιο. στον ΛΓ' τόμο του περιοδικού "Παρνασσός". Αθήνα, 1991. Μαριύντζελα Ιέλο
"Πετρασέφσκι όμιλος". Ομάδα προοδευτικών Ρώσων διανοουμένων - επαναστατών. Εδρασε στη δεκαετία του 1840. Ονομάστηκε έτσι γιατί οι συνελεύσεις των μελών του γίνονταν στο σπίτι του Μ. Β. Μουτασέβιτς - Πετρασέφσκι. Κατά τη διάρκεια της ύπαρξης και της δράσης του, διαμορφώθηκαν δύο κυρίως πτέρυγες, η αριστερά και η δεξιά. Επικεφαλής της πρώτης, και πιο δραστήριος, ήταν ο Πετρασέφσκι, με συνεργάτες τους Β. Μάικοφ, Ν. Σπέσνεφ και Ν. Μόμπελλι. Στη δεξιά ανήκαν οι Ν. Ντανίλοφσκι, Κ. Τιμκόφσκι, Α. Χάνικοφ. Ολα τα μέλη του ομίλου τα συνέδεε, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, η κριτική στάση απέναντι στο δουλοπαροικιακό καθεστώς. Στον πολιτικο-ιδεολογικό τομέα ακολουθούσαν σοσιαλιστική γραμμή στα πλαίσια της κοσμοθεωρίας του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού*" αποδέχονταν το πρόγραμμα του ουτοπιστή Φουριέ*, υπεράσπιζαν την ελευθερία της σκέψης, την ανεξιθρησκεία και τα δικαιώματα του ατόμου. Ορισμένοι τάσσονταν κατά της ατομικής ιδιοκτησίας. Η δράση του ομίλου εκδηλωνόταν κυρίως με την προπαγάνδιση των ιδεών του και με τις εβδομαδιαίες συνελεύσεις τους. Ιδιαίτερη σημασία από την άποψη αυτή είχε η έκδοση "Λεξικού τσέπης ξένων λέξεων" (τ. 1-2, 184546). Ο όμιλος διαλύθηκε το 1849 ύστερα από κατάδοση προβοκάτορα. Τα μέλη του ομίλου καταδικάστηκαν, αλλά μετά αμνηστεύθηκαν. Η σημασία του ομίλου ήταν μεγάλη. Ο Λένιν* έλεγε ότι η ιστορία της σοσιαλιστικής διανόησης στη Ρωσία άρχισε με τον όμιλο Πετρασέφσκι. Ν. Σι.
Πέτρος Λομβαρδός (ΡβΙτυβ ΙοπΊόβΓάυδ, 11 ΟΟΙ Ι 60). Θεολόγος και σχολαστικός φιλόσοφος του Μεσαίωνα, επίσκοπος Παρισιού (11591160). Συγγραφέας τεσσάρων Βιβλίων αξιω-
πιθανοκρατία
μάτων (δθηΙβηίίβΓυΓη Ιίόπ). Το έργο αυτό ήταν ένας κώδικας του χριστιανικού δόγματος, χρησιμοποιήθηκε ως εγχειρίδιο της θεολογίας και συνέβαλε ουσιαστικά στην ανάπτυξη της μεσαιωνικής φιλοσοφίας* στην Ευρώπη. Περιέχει αποσπάσματα πατερικών κειμένων, ιδιαιτέρως του Αυγουστίνου*. Το έργο σχολιάστηκε από όλους τους μεγάλους στοχαστές του Μεσαίωνα. Βιβλιογρ.: ΟθΙΐΊϋγ Ρ|1.. ΡΐβΓΓΘ ίθΠ)ί>3Γ0, ΜΘΠ(Γ03ΐ - Ρ3Π5,
1961.
Απ. Τζ.
Πέτρος Νταμιάνι, βλ. Δαμιανός Πέτρος Πηρς Τσαρλς Σάντερς (Ο. δ. ΡΘΪΓΟΘ, ΗΠΑ, 1839-1914). Αμερικανός φιλόσοφος και σημειωτικός. Θεωρείται, μαζί με τον Σωσσύρ*, δημιουργός της επιστήμης της σημειολογίας*, της οποίας το αντικείμενο είναι τα διάφορα λεκτικά ή μη λεκτικά συστήματα που αποτελούν διαδικασίες επικοινωνίας. Ο Πηρς κατασκεύασε τη θεωρία του με βάση τις αρχές της λογικής*. Πρότεινε την ονομασία "σημειωτική" για την έρευνα πάνω στη "φύση καθαυτή και τις θεμελιώδεις παραλλαγές των δυνατών σημειώσεων", με δυνατότητα να αναχθούν, χάρη στη λογική, όλα τα συστήματα σημείων σε ένα τυποποιημένο σύστημα. Η θεωρία του Πηρς χαρακτηρίζεται από μια σειρά τριαδικών σχημάτων: η σύσταση του σημείου αναλύεται στο ίδιο το σημείο ή αναπαριστών (ΓβρΓθδβηΙβπίΘη), στο αντικείμενο (αναφοράς του) και στο ερμηνεύον (ΤΟ οποίο αντιστοιχεί σε ένα άλλο σημείο, που είναι το αποτέλεσμα της δράσης του πρώτου σημείου πάνω στον δέκτη). Σημαντικότερη. όμως, από αυτή την "οικουμενική άλγεβρα των σχέσεων" που εισάγει ο Πηρς, είναι η περίφημη τριμερής διάκριση των σημείων που προτείνει. Διάκριση που στηρίζεται στις σχέσεις ανάμεσα στο σημείο και στο αντικείμενο αναφοράς του, κατατάσσοντας έτσι τα σημεία σε "εικόνες" ή "ομοιώματα" (ίοοπ), "δείκτες" (ιηάθχ) και "σύμβολα". Εργοβιογραφία: "ΟοΙΙθΟίβά ΡβρβΓδ", Η3Π/3Γ0 ΙΙηίνΘΓδίίγ ΡΓ635, 5 τόμοι, 1958-1960.- "ΕαϊΙε δυΓ Ιβ δίςηβ", Ρβιϊδ, δβυίΙ, 1978. Στα ελληνικά το απόσπασμα με τίτλο: Η λογική ως σημειωτική: Η θεωρία των σημείων στο "Κείμενα σημειολογίας" (πρόλ.- μετάφρ.: Κωστής Παπαγιώργης), Νεφέλη, 1981. Δημ. Τσατσούλης
Πιαζέ Ζαν (Ρίβςβΐ ϋββπ). Ελβετός, γνωστός σε
όλο τον κόσμο περισσότερο με την ιδιότητα του παιδαγωγού και ψυχολόγου και λιγότερο με εκείνη του βιολόγου και του φιλοσόφου. Γεννήθηκε το 1890 στο ΝβυοΜβΙβΙ της Ελβετίας. Στην προσπάθειά του να ανακαλύψει νόμους που συνδέουν τη βιολογία με την ψυχολογία*, ανακάλυψε νόμους που διέπουν τη νοητική ανάπτυξη του παιδιού από τη γέννησή του μέχρι την εφηβεία, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο τα θεμέλια της γενετικής Ψυχολογίας. Μετά από μελέτη των απαντήσεων που τα παιδιά δίνουν σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, ανακαλύπτει τους νόμους που διέπουν την παιδική σκέψη και την ανάπτυξη των αντιληπτικών λειτουργιών. Ως "πειραματόζωα" χρησιμοποιεί κυρίως τα τρία του παιδιά. Η αναπτυξιακή του θεωρία αποτέλεσε επανάσταση για την Παιδαγωγική και έδωσε το έναυσμα για μια ριζική αναθεώρηση τόσο των αντιλήψεων όσο και των μεθόδων που χαρακτήριζαν την εκπαιδευτική διαδικασία. Η βασική θέση της θεωρίας αυτής είναι ότι οι νοητικές λειτουργίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη βιολογική οργάνωση του ατόμου, δηλαδή η νοητική ανάπτυξη ακολουθεί πορεία παράλληλη με τη σωματική. Βιβλιογρ.: Παπαμιχαήλ Γ.. Μάθηση και Κοινωνία, εκδ.
Οδυσσέας, Αθήνα χ.χ- Ρϊτσμοντ Π.. Εισαγωγή στον
Πιαζέ. εκδ. Υποδομή. Αθήνα χ.χ. Χρ. Νόβα • Καλτσούνη
πιετισμός (ρίβΐίδίτιυδ = ευσεβισμός - λατ. ρίβ(3δ = ευσέβεια). Προτεσταντική θρησκευτική κίνηση του 17ου και 18ου αι., που επεδίωκε την αναζωογόνηση της ευσέβειας και την ανανέωση του θρησκευτικού αισθήματος. Εμφανίστηκε ως αντίδραση προς τη δογματική τυποκρατία της επίσημης προτεσταντικής Εκκλησίας. Είχε χαρακτήρα μυστικιστικό και θεωρούσε τα θρησκευτικά συναισθήματα πιο σημαντικά από το θρησκευτικό δόγμα. Στην κίνηση πρωτοστάτησε ο Ρ. ϋ. δρθηβΓ (1635-1705). Τις αντιλήψεις του περί πιετισμού τις διατύπωσε στο έργο του ΡΪ3 όβείόβπ3 (Ευσεβείς πόθοι, 1675). Ο πιετισμός επηρέασε τους Γκαίτε*, Χέρντερ*, Νοβάλις* κ.ά. και επέδρασε στη διαμόρφωση του γερμανικού ρομαντισμού*. Βιβλιογρ.: ΠίΙϊοΜ Α., ΟβχΜκήΙβ 1880-1886.
όβ$ ΡιβΙί$πιυ$. Βοππ.
Απ. Τζ.
πιθανοκρατία (ρΐΌ&βόίΙίΙγ). Η έννοια της πιθανοκρατίας στη φιλοσοφία προσδιορίζεται ως η αποδοχή ότι όλα είναι πιθανά και ως εκ τούτου τίποτε δεν είναι βέβαιο. Κατά συνέπεια, μη δε-
173
πιθανολογία χόμενοι από τη μια τίποτε ως δεδομένο, μπορούμε αυτό την όλλη να αποδίδουμε στα διάφορα γεγονότα ή φαινόμενα σοβαρούς λόγους να τα δεχθούμε ως αληθινά ή να τα θεωρήσουμε ως ενδεχόμενα να συμβούν. Αραγε για τη λογική το πιθανό είναι δυνατόν να γίνει βέβαιο. Στα πλαίσια της πιθανοκρατίας κινείται και ο νόμος των πιθανοτήτων στα μαθηματικά και τη στατιστική. Ιδιαίτερη συμβολή στην επικράτηση της πιθανοκρατίας στον χώρο της νόησης είχε η επιμονή των εκπροσώπων της Νέας Ακαδημίας να προσδώσουν καταλυτική αξία στην έννοια του πιθανού και του δυνατού στη γνώση, αντικαθιστώντας κατ' αυτό τον τρόπο το βέβαιο των δογματικών. Βιβλιογρ.: Μπαρτζελιώτη Λ., Αίσθηση και επιστήμη.
Νικ. Οικονομίδης
πιθανολογία. Ο λόγος περί του πιθανού. Θεωρία που αναπτύχθηκε από τους εκπροσώπους της Νέας Ακαδημίας στην προσπάθειά τους να σταθούν ανάμεσα στον δογματισμό των Αριστοτελικών, των Επικούρειων* και των Στωικών* και στον σκεπτικισμό του Πύρρωνος* του Ηλείου, του Τίμωνος* του Φλιασίου και του Αινησίδημου*. Σύμφωνα με την πιθανολογία, το ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να κατακτήσει την απόλυτη βεβαιότητα αλλά είναι ικανό να καταλήξει σε γνώμες πιθανές. Οι Ακαδημεικοί της Νέας Ακαδημίας με τα επιχειρήματά τους υπέρ της πιθανολογίας επεχείρησαν τόσο να ανασκευάσουν τις απόψεις των δογματικών για το κριτήριο της αλήθειας όσο και να αντιμετωπίσουν κριτικά τον σκεπτικισμό*. Ο Αρκεσίλαος' και ο Καρνεάδης", αν και υπεστήριξαν ότι η γνώση είναι αδύνατη, άφησαν περιθώρια ο μεν Αρκεσίλαος στη δυνατότητα διάκρισης των δοξασιών ανάλογα με το πόσο πειστικές είναι, ο δε Καρνεάδης στο πιθανό της γνώσης και στο δυνατόν της επιλογής. Μάλιστα στο ζήτημα της ηθικής", του πρακτικού βίου, ο Καρνεάδης υποστήριζε ότι οι άνθρωποι πρέπει να επιλέγουν μια δοξασία και συνεπώς να καταλήγουν στη δοξασία εκείνη που φαίνεται ως η πιο πιθανή. Βιβλιογρ.: Μπαρτζελιώτη Λ.. Αίσθηση και επιστήμη.
Νικ. Οικονομίδης
πιθανότητα. 1. Ορος της φιλοσοφίας (της γνωσιολογίας) των αρχαίων Σκεπτικών*. Αυτοί για πολλούς λόγους υποστήριζαν ότι δεν είναι εφικτή η εύρεση της αλήθειας, γιατί: "των πραγμάτων διαφωνούντων των δε λόγων ισο-
174
σθενούντων αγνωσία της αληθείας επακολουθεί" (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι και Γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων, IX 76, όπου ο λόγος για τον Πύρρωνα*). Και κατέληγαν στην άποψη ότι οι άνθρωποι μπορούν μόνο να σχηματίζουν γνώμη (δόξα) περί των πραγμάτων με βαθμούς πιθανότητας που δεν αγγίζουν τη βεβαιότητα για την αλήθεια των γνωμών. Η κλίμακα πιθανότητας που πρότειναν περιλαμβάνει τρεις βαθμίδες: α. γνώμη υποκειμενική, καθεαυτή πιθανή ("φαντασία πιθανή"), β. γνώμη πιθανή και απερίσπαστη ("φαντασία πιθανή και απερίσπαστος"), γ. γνώμη πιθανή και απερίσπαστη και διεξοδικά ελεγμένη ("φαντασία πιθανή και απερίσπαστος και διεξωδευμένη"). (Θεόφιλου Βορέα, Λογική, σελ. 62). 2. Στον νεότερο φιλοσοφικό στοχασμό η έννοια της πιθανότητας αντιμετωπίζεται από διάφορες οπτικές γωνίες: Θεμέλια και μορφές της πιθανότητας. Εχει η πιθανότητα αντικειμενική βάση και είναι "αντικειμενική πιθανότητα" ή εκφράζει αδυναμία του υποκειμένου να προβλέψει κάποιο αποτέλεσμα, οπότε η ενδιαφερόμενη "υποκειμενική γνώμη" διατυπώνεται ως "υποκειμενική πιθανότητα", υποκειμενική εκδοχή; Η επιχειρηματολία των Σκεπτικών, που περιγράψαμε πιο πάνω, ευνόητο ότι θεμελιώνει την εκδοχή της υποκειμενικής πιθανότητας. Οταν τα στοιχεία της πραγματικότητας γεννούν "αμφιβολία"" (που οδηγεί σε αδράνεια), ενώ η ζωή απαιτεί απόφαση και δράση, τότε ο νους αποδέχεται ως μία πραγματικότητα την "πιθανότητα" να αληθεύει κάτι ή να επισυμβαίνει ως ενδεχόμενο· τότε ο "βαθμός πιθανότητας" σταθμίζεται ανάλογα με τους ορατούς παράγοντες, τις ορατές και σταθμίσιμες προσδιοριστικές συνθήκες· και ο βαθμός πιθανότητας σταθμίζεται υποκειμενικά. Ανεξάρτητα από την αντικειμενικότητα των προσδιοριστικών συνθηκών, η "υποκειμενική εικόνα πιθανότητας" που αναλύουμε επηρεάζεται από τη συνολική νοοτροπία του παρατηρητή (αισιοδοξία που διευρύνει την "αντίληψη πιθανότητας", απαισιοδοξία που τη συρρικνώνει, υποκειμενικά). ΓΓ αυτό γίνεται λόγος για "πιθανότητα προσωποκεντρική". Σε άλλες περιπτώσεις η πιθανότητα να εμφανιστεί ένα ενδεχόμενο μπορεί να είναι προβλέψιμη μέσα από "αντικειμενικά δεδομένα", με τρόπο συλλογιστικό: παραγωγικό ή επαγωγικό ή αναλογικό. Λογουχάρη, αν κάποιος παίζει ρίχνοντας τα κέρματα (κορώνα ή γράμματα), έχει πιθανότητα να "φέρει κορώνα" 50%. Αν
ΠΙκκολος παίζει με ζάρια έχει πιθανότητα να "φέρει εξάρι" ίση με το 1/6 των ρίψεων, των δοκιμών ("μαθηματική πιθανότητα", προβλέψιμη με καθηματική ακρίβεια, που έχει πολύ μικρά περιθώρια απόκλισης από το προσδοκώμενο, την προβλεπόμενη πιθανότητα). Επαγωγικά "προβλέψιμη πιθανότητα" να εμφανιστεί κάποιο φυσικό φαινόμενο (π.χ. βροχόπτωση) συνθέτουν άλλα φυσικά φαινόμενα, που προηγούνται ως αίτια, αλλά δεν επιτρέπουν στον παρατηρητή να προβλέψει με βεβαιότητα το αναμενόμενο φαινόμενο και την έντασή του" έτσι, εκφράζεται η πρόβλεψη με "πιθανότητα επαγωγική". Σε άλλες περιπτώσεις, κοινωνικών κυρίως φαινομένων και ατομικών συμπεριφορών, η πρόβλεψη να συμβεί κάτι διατυπώνεται ως "πιθανότητα κατ' αναλογία" προς όμοια ή παραπλήσια γεγονότα, που είναι γνωστά στον παρατηρητή. Παράδειγμα: οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες ζωής και η κακοδιοίκηση ωθούν ένα τμήμα του πληθυσμού σε μετανάστευση, ανάλογα βέβαια και με τις συνθήκες υποδοχής σε άλλες χώρες. Αυτή είναι διατύπωση πιθανότητας κατ' αναλογία. Συχνά οι κοινωνίες και οι επιμέρους επιστήμες ενδιαφέρονται να "περιγράψουν" την πιθανότητα όσο γίνεται ακριβέστερα" και χρησιμοποιούν στατιστικές μεθόδους. Τα "στατιστικά στοιχεία" των τελευταίων χρόνων σε σχέση με τον τουρισμό (σε συνάρτηση προς: τις καιρικές συνθήκες, την οικονομική ζωή των χωρών προέλευσης, τις συνθήκες που επικρατούν σε γειτονικές χώρες υποδοχής κ.λπ. κ.λπ.) μας επιτρέπουν να προβλέψουμε μια πιθανή αύξηση ή μείωση του τουριστικού ρεύματος στη χώρα μας τούτη την περίοδο" αυτή η "στατιστικά τεκμηριούμενη πιθανότητα", ανάλογα με τα αντικειμενικά δεδομένα, μπορεί να είναι προβλέψιμη με μεγάλη προσέγγιση. Πάντα όμως υπάρχει περιθώριο απόκλισης, ιδιαίτερα εκεί όπου υπεισέρχεται ο αστάθμητος παράγων της ανθρώπινης βούλησης, της Ελευθερίας* βούλησης. Από γνωσιολογική άποψη η πιθανότητα: - Είναι προσπάθεια προσέγγισης της αλήθειας για κάτι που υπάρχει (αλλά δεν είναι προσιτό) ή αναμένεται να εμφανιστεί (αλλά δεν είναι προβλέψιμο). - Εχει αντικειμενική αφετηρία (ανεπαρκή δεδομένα ή αδυναμία προσέγγισής τους) αλλά ενισχύεται και από παράγοντες υποκειμενικούς.
- Παρουσιάζει ποικιλία εκφάνσεων και ξεπερνιέται σε ορισμένους τομείς με μεθόδους που τείνουν να οδηγήσουν τον παρατηρητή προς υψηλά ποσοστά πιθανότητας ή μεγάλη προσέγγιση της βεβαιότητας (μαθηματική και στατιστική πιθανότητα). Φ. Κ. Βώρος
ΠΙκκολος Νικόλαος (15.11.1792, Τύρνοβο -16. 3.1865, Παρίσι). Λογοτέχνης, γιατρός και φιλόσοφος. Γεννήθηκε στο Τύρνοβο της Βουλγαρίας και μαθήτευσε στο Βουκουρέστι (181 ΟΙ 815), κοντά στον Κ. Βαρδαλάχο*, τον οποίο και ακολούθησε στη Χίο και μετά στην Οδησσό. Αργότερα πήγε για σπουδές στη Γερμανία και τη Γαλλία. Στο Παρίσι (1818) γνώρισε τον Αδ. Κοραή*, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά και συνεργάστηκε. Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης ταξίδεψε στο Λονδίνο για να ενεργήσει υπέρ των επαναστατών και το 1822 κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Ασυμβίβαστος, όπως και άλλοι λόγιοι, με το κλίμα της Επανάστασης, έφυγε στο Αργοστόλι και μετά στην Κέρκυρα, όπου διορίστηκε καθηγητής της φιλοσοφίας στην Ιόνια Ακαδημία (1823-1829). Αφού ξαναπέρασε από το Παρίσι, κατέληξε στο Βουκουρέστι, όπου άσκησε το ιατρικό επάγγελμα από το 1830 ως το 1839. Ώριμος πια και οικονομικά ανεξάρτητος, καταστάλαξε στο Παρίσι, ασχολούμενος με τη λογοτεχνία και την κλασική φιλολογία. Απομονωμένος και μισάνθρωπος στα τελευταία χρόνια της ζωής του, πέθανε εκεί το 1865. Ο Πίκκολος παρουσιάστηκε στα γράμματα με το ανέβασμα στη σκηνή (Βουκουρέστι, 1818) δύο θεατρικών έργων -μιας παράφρασης του Φιλοκτήτη του Σοφοκλή και του έργου του Ο θάνατος του Δημοσθένους. Εγραψε ακόμη ποιήματα και μετέφρασε στα νέα ελληνικά ΒΒΓΠ3ΓΆΊΗ ά β δ β ί π ΐ - ΡΙΘΙΎΘ και α ρ χ α ί α ε λ λ η ν ι κ ά
κείμενα. Εξέδωσε, ακόμη, και σχολίασε έλληνες συγγραφείς. Περισσότερο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία έχει η μετάφρασή του στα νέα ελληνικά του 0/5οουτε όβ Ιβ πιόΐίιοάβ του ϋΘ503ΐΐΘ5 (Ντεκάρτ, Λόγος περί μεθόδου του οδηγείν καλώς τον νουν και ζητείν την αλήθειανεις τας επιστήμας, Κέρκυρα, 1824). Οι φιλοσοφικές απόψεις του Πίκκολου ιχνηλατούνται τόσο από δύο εκθέσεις του ΡΓ. ΟυίΚοΓά, σύμφωνα με τις οποίες ο Πίκκολος "έστρεψε την προσοχήν αυτού ιδία εις την φιλοσοφίαν, παραδεχθείς τας αρχάς της Σκωτικής σχολής*" και "διδάσκει μεταφυσικήν ακολου-
175
Πίκο Ντέλλα Μιράντολα θών το σύστημα του ϋυςβΙά δΐυβτΐ", όσο και, κυρίως, από την επιλογή του για τον Ντεκάρτ και τον πρόλογο της μετάφρασης του Λόγου περί μεθόδου... . Θρεμμένος με τα διδάγματα του Διαφωτισμού*, ο Πίκκολος επέλεξε να μεταδώσει έργο που συνδύαζε τον ορθολογισμό* με τη γλαφυρότητα της μορφής. Το θεωρούσε ως την πιο κατάλληλη πρόσβαση στη φιλοσοφία και συγχρόνως κώδικα κανόνων για τη ζήτηση της αλήθειας. Ετσι, έγινε εισηγητής μιας φιλοσοφίας αντίθετης στο σχολαστικισμό που κυριαρχούσε πριν στον ελληνικό χώρο. Βιβλιογρ.: Ε . Γ. Πρωτοψάλτης, Ο Νικόλαος Πίκκολος και το έργον του. Αθήνα. ΞΗ' (1965), σελ. 81-114.- V. ΒβςβνΙίβν. Ν. ΤούοΓον και Τ. Ε . ΚίίΚονβ (εκδ.). Οτ. ΝίςοΙβε 5. ΡίιχοΙοε: ΕΙυάβε βΙ άοουτηβηΐε ίηόάίίε ρυύΐίόι ά Γ οα&είοη άυ οβηίβηβιίβ άβ εβ π>οΠ (1865-1965). Σόφια, 1968.
ΙΠΟΘΠΙ, στο οποίο, υπό την επίδραση του Σαβοναρόλα, υποστηρίζει τη θέση ότι η αστρολογία δεν δύναται να ερμηνεύσει την ποικιλία των κοσμικών φαινομένων και ότι, νοούμενη αυτή ως μαντική επιστήμη, αναιρεί την ανθρώπινη ελευθερία εξαρτώντας την από τις κινήσεις των πλανητών. Αντίθετα, ο Πίκο ήταν δεκτικός ως προς τη μαγεία*, θεωρώντας ότι αυτή επιτρέπει στον άνθρωπο να ενισχύσει τους φυσικούς δεσμούς του με τον κόσμο, ενώ ταυτόχρονα του γεννά αγάπη και θαυμασμό προς τον Δημιουργό.
Βιβλιογρ.: ΡβϋίβΚί υ., ΡίΙοεοΙίθ θ 5οαβ(3. νοΙ. II. ΖβηκίίθΙΙί, ΒοΙοοΠ3,
1978 - ΟεγιτιοηβΙ
|_„
5 Ιοήα
άβΙ
ρβηείβΓΟ
εαβηΙίΙία) β ΙϊΙοεοΙίοο. υ Τ Ε Τ , Τοπηο, 1978. Μαριόντζελα
Ιέλο
Πίσαρεφ Ιβάν Ντμίτριεβιτς (1840-1868). Δημοσιολόγος, κριτικός της λογοτεχνίας. Γόνος πλούσιου γαιοκτήμονα, σπούδασε ιστορία και Πίκο Ντέλλα Μιράντολα (Οίονβηπί Ρίοο ΟβΙΙα φιλολογία στην Πετρούπολη. Στα 1862-66 ήταν ΜίΓβηόοΙθ, Μιράντολα, Μόντενα, 1463 - Φλωρεντία, 1494). Ιταλός φιλόσοφος. Εντρύφησε έγκλειστος στο φρούριο Πετροπαυλόσκ, γιατί στον αραβικό και εβραϊκό αριστοτελισμό" στην δημοσίευσε ένα άρθρο κατά της συκοφάντη σης Πάντοβα κατ' αρχήν και κατόπιν στο Παρίσι. του Γκέρτσεν', στο οποίο προέβλεπε την καταστροφή της τσαρικής δυναστείας των Ρομανόφ. Υπήρξε φίλος των Μαρσίλιο Φιτσίνο* και Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα. Υποστηρικτής της βαθύ- Στη φυλακή έγραψε πολλά έργα. Οι ιδεολογικές τητας του στοχασμού των φιλοσόφων του Με- του κατευθύνσεις διαμορφώθηκαν κάτω από την σαίωνα, στην επιστολή του με τίτλο Οβ ββπβΓβ επίδραση του χυδαίου υλισμού* των Μπύχνερ*, άίοβπόί ρΝΙοεορϊίοωιτι τους υπερασπίζεται από Φοχτ, Μολεσότ', της κοινωνιολογίας του Κοντ* και των κοινωνικο-πολιτικών θεωριών του τις κατηγορίες της τραχύτητας και απρέπειας που είχε εξαπολύσει εναντίον τους ο ανθρωπιΡουσώ*- σ' αυτό οφείλεται και ο "ωφελιμισμός"* στής Ερμόλαος Βάρβαρος. Κατά τον Πίκο οι και ο "μηδενισμός"* του, η κριτική της ιδεαλιστιστοχαστές όλων των εποχών εκφράζουν ο κακής φιλοσοφίας, στην οποία έβλεπε μόνο διαλεθένας με τον τρόπο του μιαν άποψη της αλήκτικά τεχνάσματα και ανεδαφικές ονειροπολήθειας που, όντας μοναδική, συνιστά τελικά τον σεις, που αποσκοπούσαν, κατά την άποψή του, συνδετικό μεταξύ τους κρίκο. Τούτο προϋπο- στη δικαίωση της εκμετάλλευσης. Τον όρο "διαθέτει τη συμφιλίωση όλων των φιλοσοφικών, λεκτική" τον εξομοίωνε με τον όρο "αερολογία" πολιτισμικών και θεολογικών συστημάτων, και "σχολαστικότητα". Μόνο τις φυσικές επιστήπου ο Ντέλλα Μιράντολα προσπαθεί να επιτύμες, και ιδιαίτερα τη θεωρία του Δαρβίνου*, θεωχει με τον εναρμονισμό 900 θέσεων από εντερούσε ως πραγματική επιστήμη. Από τις θέσεις λώς διαφορετικές μεταξύ τους φιλοσοφικές του ωφελιμισμού και του μηδενισμού απέρριπτε θεωρίες, όπως πλατωνισμό', αριστοτελισμό*, την αισθητική* (την "καθαρή τέχνη") και πίστευε αβερροισμό*, θωμισμό* και καβαλιστικές* θεωότι η συμπεριφορά των ανθρώπων καθορίζεται ρίες. Το γεγονός προκάλεσε τη δυσαρέσκεια από εγωιστικά κίνητρα. του Πάπα Ιννοκέντιου VIII ενάντια στις κατηγοΣτα έργα του θεμελίωνε την αναγκαιότητα των ρίες του οποίου ο Πίκο αμύνθηκε γράφοντας επαναστατικών ανατροπών και με τον Μπακούτην Απολογία του (1487), όπου υποστηρίζει ότι νιν* κήρυττε την καταστροφή κάθε παλιού και ξεο άνθρωπος ευνοήθηκε από τον Θεό, αφού περασμένου. Πίστευε ότι η κοινωνική πρόοδος μπορεί να λάβει κάθε μορφή, από αγγελική θα επιτευχθεί με τη σημαντική αύξηση του αριθμέχρι κτηνώδη. Κατά τα τελευταία έτη της μού των "ρεαλιστικά σκεπτόμενων" ανθρώπων, ζωής του ο Πίκο συνέγραψε έργο κατά της απου στη δόμηση της ζωής θα καθοδηγούνται από στρολογίας σε δώδεκα βιβλία με τίτλο τα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών. Στέριος
0/5ρυ(3(Ϊ0
176
Φασουλάκης
ΓΘ5
3άνβΓ$υ$
3$ΐΓ0ΐ00ί3ΓΠ
όίνίΠΒ-
Θεοχ.
Κεασίδης
πλάνη πίστη. Με τον όρο γίνεται αναφορά σε ό,τι δεν αποτελεί θεωρητικό αντικείμενο μιας αυστηρής επιστημονικής έρευνας και μεθόδου. Σε ό,τι δηλαδή δεν υπόκειται στον έλεγχο των επιστημολογικών κριτηρίων και δεν εντάσσεται σε απαραίτητα για μια ορθολογική ζήτηση εννοιακά περιγράμματα. Γι' αυτό και δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται στις ίδιες αρχές ούτε να επιδιώκει τους ίδιους στόχους συγκριτικά με τη γνώση. Και τούτο, διότι, ενώ η γνώση αναφέρεται και έχει νομιμότητα εφαρμογής μόνον σε ό,τι ανήκει στον αισθητό κόσμο και είναι εμπειρικά προσλήψιμο και νοητικά "αλώσιμο", η πίστη προσβλέπει βασικά προς το υπεραισθητό και το απρούπόθετο. Ως εκ τούτου, όριο χαρακτηριστικό της είναι η υπέρβαση, δηλαδή η αναγωγή της σε μεταφυσικές περιοχές, από τις οποίες τροφοδοτείται και νοηματοδοτείται. Ετσι, θέση της είναι ότι το σύνολο των αισθητών όντων και ανάμεσα σε αυτά και ο άνθρωπος δεν αυτοδημιουργούνται ούτε αυτοπροσδιορίζονται, αλλά οφείλουν την ύπαρξή τους και τη λειτουργική αρμονία τους σε μια μεταφυσική αιτία που τα υπερβαίνει και η οποία δεν είναι δυνατόν να προσπελασθεί και να αποδειχθεί από οποιοδήποτε γνωστικό σχήμα. Προβάλλει, λοιπόν, έναν μυστηριακό χαρακτήρα, που είναι ανιχνεύσιμος από ανθρώπους βαθιάς εσωτερικότητας και εκλεκτών βιωμάτων. Και εδώ ακριβώς τοποθετείται η αρμοδιότητα των επικοινωνιακών αναφορών της ψυχής. Ο πιστός βρίσκεται πάντοτε σε έντονη διέγερση της υπαρξιακής ετοιμότητάς του. Διαισθάνεται και ενοράται καταστάσεις που δεν υπόκεινται στην αιτιοκρατία* και τη νομοτέλεια* φυσικών φαινομένων, αλλά είναι προϊόντα των θείων αποκαλύψεων και έχουν τα ιδιώματα του εξαίφνης, του θαύματος και του απροσδιόριστου. Και με τα δεδομένα αυτά αναπτύσσει μια άρρητη διαλεκτική σχέση με το θείον. Συνεπώς, η πίστη έχει έναν έντονο υποκειμενικό χαρακτήρα και αντανακλά μια προσωπική περιπέτεια και διαδρομή σε περιοχές μη αντικειμενικά ανιχνεύσιμες. Υπό τους όρους αυτούς, ο στόχος του πιστού στις πρακτικές δραστηριότητές του είναι η κάθαρσή του και η ηθική τελειότητά του. Με τα δύο αυτά εφόδια θα αποκτήσει τα εχέγγυα για να οδηγηθεί στην κατάσταση της αγιότητας, η οποία ως ύψιστο υπαρξιακό κατόρθωμα θα αποτελέσει το εφαλτήριο για να αναχθεί σωστά στη μεταφυσική περιοχή. Χρ. Τερέζης
Πιττακός ο Μυτιληναίος (Μυτιλήνη Λέσβου,
Φ.Α., Δ-12
περ. 650-570 π.Χ.). Πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της πόλης της Μυτιλήνης, συμπολίτης και σύγχρονος του Αλκαίου και της Σαπφώς, "αισυμνήτης" (περ. 590-580), δηλαδή εκλεγμένος κυβερνήτης με έκτακτες εξουσίες και συνδιαλλακτής των αντιμαχόμενων πολιτικών παρατάξεων στη Μυτιλήνη, θεωρούμενος και ως ένας από τους Επτά σοφούς* της αρχαίας Ελλάδας. Ως αισυμνήτης (περ. 590-580), ο Πιττακός δεν υπήρξε ούτε λαϊκός ηγέτης ούτε αναμορφωτής του πολιτεύματος, αλλά εργάστηκε για την εξομάλυνση των αντιθέσεων και την αποκατάσταση της προηγούμενης νομιμότητας. Όταν αυτή η αποστολή είχε επιτευχθεί, ο Πιττακός έδωσε γενική αμνηστεία και παραιτήθηκε οικειοθελώς από το αξίωμά του. Ετσι φαίνεται ότι μιμήθηκε τον Σόλωνα*, που ήταν επίσης ελεύθερος από προσωπικές φιλοδοξίες, όταν επρόκειτο για τη σωτηρία της πολιτείας. Από το νομοθετικό έργο του είναι γνωστά ορισμένα μέτρα, που συνήθως έπαιρναν οι τύραννοι και οι νομοθέτες της εποχής του, δηλαδή η περιστολή της πολυτέλειας των ευγενών, η αυστηρότερη αντιμετώπιση των αδικημάτων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αυτοδικίας σε κατάσταση μέθης, και η κύρωση συμβολαίων με την παρουσία των αρχόντων, ώστε να προστατεύονται οι μάλλον ανίσχυροι πολίτες. Ο Πιττακός πέρασε από νωρίς στην παράδοση ως ένας από τους Επτά σοφούς και του αποδόθηκαν αποφθέγματα, όπως το "Καιρόν γνώθι" και το "Δύσκολο να 'σαι καλός". Ε. Ν. Ρούσσος
πλάνη. Απατηλή μορφή συνειδητοποίησης της πραγματικότητας, αναντιστοιχία της γνώσης με την ουσία του αντικειμένου, συνδεόμενη με το ζήτημα της αντικειμενικής φαινομενικότητας* της ουσίας* των περίπλοκων αντικειμένων (και ιδιαίτερα όσων συνιστούν οργανικό όλο). Πλάνη συνιστά η πρόσληψη της ουσίας του αντικειμένου ως άμεσα αισθητηριακά αντιληπτής, ως αυτοτελώς υφιστάμενης ιδιότητας, που χαρακτηρίζει τα ξεχωριστά πράγματα στην αμεσότητά τους. Ο φετιχισμός* των πραγμάτων συνιστά την κοινή γνωσεολογική ρίζα του πρωτόγονου φετιχισμού, της θρησκείας*, του ιδεαλισμού* και της επιστημονικής πλάνης. Η τελευταία, σε αντιδιαστολή με τις παραπάνω ιστορικά παροδικές μορφές πλάνης, συνιστά νομοτελειακά αναγκαίο στοιχείο της αναπτυσσόμενης επιστημονικής γνώσης, διαλεκτικά συνδεόμενο με την αλήθεια*, στην
177
Πλανκ αντιφατική πορεία διεύρυνσης, εμβάθυνσης και θεωρητικής θεμελίωσης της γνώσης. Η πλάνη διαφέρει από το λάθος (σφάλμα) και το ψεύδος (απάτη).
πλασματικό, βλ. μη πραγματικό πλάτος έννοιας, βλ. έννοια
Δ. Πατέλης
Πλάτων (427-347 π.Χ.).
Πλανκ Μαξ (Ρΐ3πΚ ΜΘΧ, 1858, ΚίθΙ - ΟθΜίηςθη, 1947). Γερμανός θεωρητικός Φυσικός από τους σημαντικότερους του 20ού αιώνα. Οι αρχικές εργασίες του στράφηκαν στον χώρο της Θερμοδυναμικής, όπου, επηρεασμένος από τα κείμενα του Ρ. ΟΙβυδίυδ, ασχολήθηκε με την ερμηνεία της ευτροπίας, της αναστρεψιμότητας και του δεύτερου θερμοδυναμικού νόμου. Η ασχολία του όμως με το μείζον επιστημονικό πρόβλημα της εποχής του, αυτό του "μέλανος σώματος", και οι λύσεις που πρότεινε για την ερμηνεία του ήταν ο κύριος λόγος καταξίωσης του στον επιστημονικό κόσμο. Ο ΡΙβηΚ, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει τους λόγους για τους οποίους η κλασική Μηχανική αδυνατούσε να περιγράψει το φαινόμενο της θερμοδυναμικής ανταλλαγής ενέργειας ανάμεσα στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο και στην ύλη (φαινόμενο ακτινοβολίας του "Μέλανος Σώματος"), πρότεινε στις 19 Οκτωβρίου του 1900, σε μια συνάντηση της Ένωσης Γερμανών Φυσικών, την υπόθεση ότι η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία εκπέμπεται κατά ασυνεχή τρόπο σε "πακέτα" ενέργειας, τα οποία και ονόμασε "κβάντα". Το έτος 1900 θεωρείται η ιστορική χρονολογία γένεσης της Κβαντικής Φυσικής και ο Μ. ΡΙθπΚ ο θεμελιωτής της. Η Κβαντική Φυσική έμελλε να αλλάξει ριζικά την εικόνα της Φυσικής για τον κόσμο και τα φαινόμενα που εκτυλίσσονται μέσα σε αυτόν. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι θεωρίες που στηρίχθηκαν πάνω σε αυτή την αρχική υπόθεση του ΡΙβπΚ ξεπέρασαν τις όποιες προσδοκίες του εισηγητή της. Ο ΡΙβηΚ εκτός των άλλων ασχολήθηκε με τη μελέτη φιλοσοφικών και μεθοδολογικών προβλημάτων των Φυσικών Επιστημών, ενώ κατά το έτος 1895 άσκησε οξεία κριτική στις θετικιστικές απόψεις των \Λ/. 0$ίνν3ΐό*, Ε. Μβοίι* κ.ά. Ηρθε αντιμέτωπος με τον ιντετερμινισμό', επιμένοντας ότι η αναγνώριση της αντικειμενικότητας των φυσικών νόμων και το αξίωμα της αιτιότητας είναι οι προϋποθέσεις για την επιστημονική γνώση.
ΓΙΣΗΣ. Ο Πλάτων ισχύει για όλους, τους φίλους και τους εχθρούς του, ως ο μεγαλύτερος φιλόσοφος όλων των εποχών. Η ζωή και το έργο του αποτελούν ύψιστο πολιτιστικό γεγονός, το οποίο προσδιορίζει αποφασιστικά την πνευματική φυσιογνωμία της Ευρώπης ως τις μέρες μας. Στις μέρες μας γίνεται πολύς λόγος για το τέλος της φιλοσοφίας, τον εκθρονισμό της από την επί μέρους Επιστήμη ως την ερμηνεύτρια του Απόλυτου Πνεύματος. Η φιλοσοφία του Πλάτωνα ως καθοδηγητής της επιστημονικής και πολιτικής δραστηριότητας του ανθρώπου, ως "θριγκός" του επιστημονικού οικοδομήματος και ως "εγγυητής" της πολιτικής "σωτηρίας" αμφισβητείται απ' όλες τις πλευρές. Τα σημεία των καιρών προδίδουν ένα αντιπλατωνικό πνεύμα: η ισχύς της ιδέας εκτοπίζεται από τη διάδοση της πληροφόρησης, ο λόγος της πειθούς απωθείται από τον αντίλογο της Δύναμης, η φιλοσοφική βούληση για ενοποίηση της πολλότητας παραλύεται από τη "μεταμοντέρνα" ερωτοτροπία του θρυμματισμού του κόσμου. Τέλος, η φιλοσοφικά ελεγμένη λαχτάρα για το Πρωτοέν, την αέναη πηγή της ομορφιάς, της καλοσύνης και της Σοφίας επαφίεται σ' ένα αντιφιλοσοφικό πνεύμα παραίτησης, στον ανατολίτικο μυστικισμό της μοντέρνας ΕδοΙβιϊΚ μας. Σε μια τέτοια κρίσιμη ερμηνευτική συγκυρία, που προκύπτει από την "κρίσιμη κατάσταση" της φιλοσοφίας στις μέρες μας, είναι προφανές ότι η ερμηνευτική προσέγγιση σ' αυτό το κοσμοϊστορικό φαινόμενο που λέγεται Πλάτων είναι προβληματική. Ο Πλάτων ορθώνεται μπροστά μας ως φιλοσοφικός, θρυλικός ήρωας, που άλλους ελκύει προς μίμησιν κι άλλους τους απωθεί προς "απομυθοποίησή" του. Αλλά ούτε η μίμηση ούτε η απομυθοποίηση του Πλάτωνα είναι ο σωστός δρόμος για μας. Ως μία διέξοδος απ' αυτή την κρίσιμη "ερμηνευτική συγκυρία" προσφέρεται "κατ' αρχήν" η φιλολογική Ερμηνευτική και Κριτική του φιλοσοφικού κειμένου του Πλάτωνα. Ο Πλάτων υπήρξε ανέκαθεν από την εποχή της αρχαίας Γραμματικής και της σύγχρονης "κλασικής" Φιλολογίας, από τον Κράτη* ως τον ννίΙΙβιτιοννίΙζ". ούτως ειπείν, "αντικείμενο" φιλολογικής έρευ-
Α". Η Δ Ι Α Μ Α Χ Η Τ Η Σ Ε Ρ Μ Η Ν Ε Υ Τ Ι Κ Η ! Π Ρ Ο Σ Ε Γ -
Γ. Οικονόμου
Πλανούδης Μάξιμος, βλ. Μάξιμος Πλανούδης
178
Πλάτων νας. Ο φιλόλογος δεν βασανίζεται από τις απορίες συγκρότησης της φιλοσοφίας στις μέρες του, ούτε και μπερδεύει τη φιλολογική ενασχόληση του με τον Πλάτωνα με φιλοσοφικούς αναστοχασμούς πάνω στη σπουδαιότητα του Πλάτωνα για τη θεμελίωση της φιλοσοφίας στις μέρες του φιλολόγου. Η φιλολογία "διαχειρίζεται" τον Πλάτωνα ως πολιτιστικό Αγαθό. Η ερμηνεία, η κριτική, ο σχολιασμός και υπομνηματισμός των κειμένων του Πλάτωνα στοχεύουν στην αποκατάσταση του "πράγματος καθ' αυτό", που λέγεται Πλάτων. Αλλά και η μετάφραση του Πλάτωνα σε όλες τις ευρωπαϊκές και λοιπές γλώσσες έχει ως στόχο τη "μετάδοση" αυτού του πολιτισμικού Αγαθού σ' ένα ευρύτερο κοινό, πέραν του στενού κύκλου των φιλοσοφικών αναγνωστών του Πλάτωνα. Η έκθεση της ζωής και των έργων του Πλάτωνα στο τρίτο βιβλίο του Διογένη Λαέρτιου* αποτελεί ένα παράδειγμα αυτού του τύπου "αντικειμενικής" ή "απεικονίζουσας" ερμηνευτικής προσέγγισης. Στόχο του έχει να φέρει τη λογική και διαφωτιστική φιλοσοφία του Πλάτωνα κοντά σ' ένα ευρύτερο "αναγνωστικό" κοινό μορφωμένων που "χαίρεται" και αξιοποιεί τον Πλάτωνα για τις πολιτιστικές ανάγκες της εποχής του Διογένη, και κυρίως χρησιμοποιεί τον Πλάτωνα ως διορθωτικό ενός κύματος μυστικισμού*, που απειλεί να πλημμυρίσει τον αρχαίο ορθό λόγο με τον ανατολίτικο ωκεανό του ανορθολογισμού* και του μυστικισμού. Ο καθηγητής ΒΘΙΟΙΙ, που είναι και ο εκδότης του Διογένη στα γερμανικά, δήλωσε στον συγγράφοντα το άρθρο αυτό ότι δικό του όνειρο είναι, με τη βοήθεια των αρχαίων ρητόρων, ιστορικών, ποιητών κ.λπ., να συλλάβει και εκθέσει μια εικόνα του Πλάτωνα αυτού καθ' αυτόν, χωρίς το βάσανο της μοντερνίζουσας ακαδημαϊκής σκέψης του 1968 στη Γερμανία, που ζητούσε και από μια φιλοσοφική ενασχόληση με τον Πλάτωνα να δώσει μιαν ανάλογη "νομιμοποίηση". Ετσι, η φιλολογική ενασχόληση με τον Πλάτωνα, σε καιρούς αμφισβήτησης της φιλοσοφικής μας παράδοσης, όπως είναι οι σημερινοί, παίζει τον "ιδεολογικό" ρόλο διατήρησης και διάσωσης μιας πολύτιμης πολιτιστικής κληρονομιάς, που αξίζει να διασωθεί ακριβώς χάριν της δικιάς μας γενιάς και των μελλοντικών γενεών. Μ' αυτή τη διάσωση του "πολιτιστικού περιβάλλοντος" μας ασχολούνται όλοι οι ερμηνευτές του Πλάτωνα, όπως ο ννίΙΙβπιοννίΙζ, ο ΤβγΙοΓ, ο ΟΟΠΊ&ΘΓΖ, που ασχολούνται πράγματι για τη διάσωση του
πολιτιστικού αγαθού που λέγεται Πλάτων. Ως μια "δεύτερη" διέξοδος απ' αυτή την κρίσιμη "ερμηνευτική συγκυρία" της πρόσβασης στον Πλάτωνα προσφέρεται και στις μέρες μας, όπως άλλωστε σ' όλες τις κρίσιμες φάσεις της ιστορίας επίδρασης του Πλάτωνα, η "φιλοσοφική" ερμηνεία και κριτική του Πλάτωνα. Ενώ ο φιλόλογος μιλάει "για" τον Πλάτωνα, με απώτερο στόχο να υπηρετήσει διά του μεσολαβητικού του ρόλου στη διάδοση της ομιλίας του "ίδιου" του Πλάτωνα, ο φιλόσοφος μιλάει "με" τον Πλάτωνα, με απώτερο στόχο να αξιοποιήσει τη φωνή του Πλάτωνα για την αναδιοργάνωση του ίδιου του φιλοσοφικού Λόγου του παρόντος του. Ενώ ο φιλόλογος "ταριχεύει" το σώμα (ή τη μούμια) του Πλάτωνα, ο φιλόσοφος ζητά να "αναστήσει" το νεκρό σώμα, να ξαναδώσει ζωή στον ταριχευμένο Πλάτωνα. Οι διάφοροι τύποι αρχαίου, μεσαιωνικού, σύγχρονου και μοντέρνου νεοπλατωνισμού (βλ. πλατωνισμός), θα πρέπει έτσι να εκληφθούν ως ερμηνευτικές προσπάθειες δημιουργικής αξιοποίησης του Πλάτωνα για την αέναη "ανασυγκρότηση" του ίδιου του φιλοσοφικού Λόγου. Φυσικά όλες αυτές οι προσπάθειες περνούν μέσα από έναν ανάλογο "εκσυγχρονισμό" του Πλάτωνα, μια και η ερμηνευτική συγκυρία ενός Πλωτίνου*, ενός ϋυπ5 δοοίυε*, ενός Ιθί&πίΙζ*, ενός ΚβπΓ, ενός ΗθςβΙ" ή ενός ΝδΙοφ* δεν είναι πάντα η ίδια. Αλλά αυτές οι φάσεις της ιστορίας επίδρασης, μέσα στις οποίες "εκδηλώνεται" και "συγκεκριμενοποιείται" ιστορικά η "ουσία" του Πλάτωνα, συνδέονται παρ' όλα αυτά μεταξύ τους, αφού όλες αυτές οι ερμηνείες είναι η εις το διηνεκές διευρυμένη επιψαύουσα (ΤθηςβπΙβ) του πλατωνικού Κύκλου, για να μιλήσουμε μ' αυτή τη μεταφορά του \Λ/3ΙΙΘΓ Βθη]3Γπίπ για τη σχέση μεταξύ του πρωτοτύπου και των ερμηνευτικών μεταφράσεων του κειμένου του Πλάτωνα. Η ιδρυτική, δημιουργική "πρωτο-πράξη" του πλατωνικού Ιδεαλισμού δεν αποτελεί με άλλα λόγια μια ξεπερασμένη μορφή της φιλοσοφικής μας παιδείας, αλλά είναι πηγή θεσμοθέτησης του φιλοσοφικού Λόγου και για μας, που ζούμε σε μια διαφορετική εποχή και οι θεωρητικές καθώς και πρακτικές ανάγκες μας ασφαλώς δεν μπορούν να καλυφθούν άμεσα και αποτελεσματικά από μια μιμητική νεκρανάσταση του Πλάτωνα, αλλά από έναν δημιουργικό διάλογο μαζί του με βάση πάντα τη δική μας "ερμηνευτική συγκυρία". Φυσικά, η "φιλοσοφική" ερμηνεία εμπλέκει τον
179
Πλάτων Πλάτωνα ακόμη πιο πολύ στη διαμάχη της ερμηνευτικής προσέγγισης, αφού δεν είναι ποτέ εκ των προτέρων ξεκαθαρισμένο τι είδος Ιδεαλισμού* αποτελεί η φιλοσοφία του Πλάτωνα. Για τον "μεταφυσικό" Ιδεαλισμό ενός Πλωτίνου* η πλατωνική φιλοσοφία αποτελεί μια θεωρία της συνεχούς συγκρότησης όλων των υποστάσεων του Κόσμου, της Ψυχής, της Διάνοιας, του Νου και του Πρωτοενός από τις ίδιες συγκροτησιακές αρχές. Η οντο-θεολογική σύνταξη της Μεταφυσικής* είναι το κοινό σημείο αναφοράς του ιστορικού Πλάτωνα και του "ερμηνευτού" του Πλωτίνου. Στη νεο-νεοπλατωνική φιλοσοφία του γερμανικού Ιδεαλισμού έχουμε εκ νέου μια προσπάθεια δημιουργικής προσέγγισης του Πλάτωνα. Αλλά και τώρα παρατηρείται μια συ.ττημική δισημία του πλατωνικού Ιδεαλισμού υ<:ό τη μορφή του "υπερβατολογικού" Ιδεαλισμού ενός ΚΘΠΓ και του "διαλεκτικού" Ιδεαλισμού ενός ΗβςβΓ. Από τη μια μεριά, η υπερβατολογική και η διαλεκτική εκδοχή του πλατωνικού ιδεαλισμού έχουν κοινά σημεία, όσον αφορά στον αναγκαίο "εκσυγχρονισμό" του Πλάτωνα: απώθηση της διαλογικής και μυθικής έκφρασης, επικέντρωση στην υποκειμενικότητα του υποκειμένου, εκτοπισμός του Θεού* από το κέντρο του φιλοσοφικού Λόγου και επαναφορά του θεού από την "πίσω πόρτα", μέσω της εξιδανίκευσης του Θεού σε υπερβατολογικό "ιδανικόν" ή μέσω της επαναφοράς της Αγίας Τριάδος στη "θεωρησιακή ουσία" της "απόλυτης Έννοιας" στον ΚβπΙ και ΗβςβΙ αντίστοιχα. Από την άλλη μεριά όμως υπάρχουν "αποφασιστικές" διαφορές στη θετική αξιολόγηση και αξιοποίηση της πλατωνικής φιλοσοφίας και της "καρδιάς" αυτής της φιλοσοφίας, δηλαδή της θεωρίας των Ιδεών. Για τον ΚβηΙ και τους νεοκαντιανούς φιλοσόφους τύπου ΝβΙοφ', οι ιδέες του Πλάτωνα ερμηνεύονται ως "όροι δυνατότητας της θεωρίας της εμπειρίας" ή / και κανονιστικές αρχές της συστηματοποίησης της κατακερματισμένης εμπειρίας*. Για τον Ηβ9βΙ και νεοεγελιανούς όπως ο ϋβόόυοΚε ή ο δίπποη, η πλατωνική ΙΔΕΑ αποτελεί προϊόν διαμεσολάβησης ουσίας και φαινομένων, υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας σ' όλες τις φάσεις του υποκειμενικού, αντικειμενικού και απόλυτου Πνεύματος. Ειδικά ο ΗβςβΙ αξιοποίησε μ' αυτόν τον δημιουργικό τρόπο τον "διάλογο" του με τον Πλάτωνα, για να "διαμορφώσει" μια διαλεκτική μέθοδο και θεωρία ιδεών που θα του επέτρεπαν μια "υπέρβαση" των "ρηγμά-
180
των" και "διχασμών" του υπερβατολογικού φιλοσοφικού Λόγου. Αλλά και στη σημερινή μας "κρίσιμη ερμηνευτική συγκυρία" εξακολουθούμε να καλλιεργούμε έναν τέτοιο δημιουργικό διάλογο με τον Πλάτωνα. Η φαινομενολογία ενός ΗυβδθΓΓ αλλά και η αναλυτική φιλοσοφία* της γλώσσας αναπαράγουν στοιχεία μιας "υπερλογολογικής" φιλοσοφικής ερμηνείας του Πλάτωνα, ενώ η θεμελιώδης οντολογία του Ηθίάθ99θΓ (και του ΟβάβπίΘΓ*) και η Κριτική θεωρία ενός ΗοΓΚΜοίποΓ* και ΑάοΓπο' αναπαράγουν, κάθε σχολή με το ιδιότυπο ύφος της, στοιχεία μιας "διαλεκτικής" ερμηνείας του Πλάτωνα. Στις διάφορες "μεταφιλοσοφικές" προσπάθειες υπέρβασης ενός απολιθωμένου φιλοσοφικού Λόγου και "αποδόμησης" των διακρίσεων λογικής, φυσικής και ηθικής ως "αναλλοίωτων κλάδων" της φιλοσοφίας, αποτελεί η πρωταρχικότητα του πλατωνικού φιλοσοφείν "πηγή έμπνευσης" για το ξανακέρδισμα της χαμένης ολότητας του φιλοσοφικού Λόγου. Αλλά και για επί μέρους θέματα που μας απασχολούν σήμερα, όπως "Γλώσσα", "Παιδεία", "Πολιτισμός", "Πολιτική", "Θρησκεία", "Τέχνη" και "Ιστορία" προσφέρεται και σήμερα ο Πλάτων ως "εταίρος" ενός "φιλοσοφικού διαλόγου". Η υπερβατολογική ερμηνεία δημιουργεί ένα ηγεμονικό μοντέλο επικοινωνίας με το Αλλο, πράγμα που σημαίνει ότι και στην περίπτωση του Πλάτωνα δεν λαβαίνει χώρα σωστός διάλογος αλλά αφ' υψηλού "έλλογη ανασυγκρότηση" του. Αντιθέτως προς αυτό το μοντέλο, η διαλεκτική ερμηνεία αφήνει και στους δύο συνομιλητές ευκαιρίες για συνεννόηση. Μια διαλεκτική ερμηνεία του Πλάτωνα επιτρέπει σε μας τους μοντέρνους όχι μόνο να καθοδηγήσουμε τον Πλάτωνα με μια ερμηνευτική του "εμείς τα ξέρουμε όλα καλύτερα από τον Πλάτωνα". Αντιθέτως μας επιτρέπει να μάθουμε κάτι από τον Πλάτωνα. Η δική μας "ερμηνευτική προκατανόηση" γύρω από τα προαναφερθέντα θέματα θα μπορούσε ενδεχομένως ν' αναθεωρηθεί, εάν λάβουμε υπόψη τις απαντήσεις του Πλάτωνα στα ερωτήματα που του θέτουμε. Μια τέτοια διαλεκτική, επικοινωνιακή ερμηνευτική προσδιόρισε τις μέχρι τώρα εργασίες μας για τον Πλάτωνα και προσδιορίζει όλες τις φάσεις του παρόντος ερμηνευτικού εγχειρήματος. Β'. Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ.
Η
διαλεκτική σχέση μεταξύ ζωής και έργου αποτελεί το κλειδί της ερμηνευτικής, ανεξάρτητα αν αυτή η ερμηνευτική είναι καθαρά φιλολογι-
Πλάτων κή ή και φιλοσοφική. Μια φιλοσοφική ερμηνεία του Πλάτωνα πρέπει συνεπώς να θεματοποιήσει αυτή τη διαλεκτική σχέση μεταξύ της ζωής και του έργου του Πλάτωνα. Είναι προφανές ότι η εξέλιξη της βιογραφίας και του έργου του Πλάτωνα βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση. Οι εμπειρίες της ζωής του μεταφράζονται, διαθλασμένες μέσα από το πρίσμα του λογοτεχνικού "είδους", του διαλόγου ή του Μύθου, μέσα στο φιλοσοφικό έργο του Πλάτωνα. Αλλά και οι φιλοσοφικές απόψεις, τις οποίες ο Πλάτων κερδίζει μέσα από το έργο του, παρεμβαίνουν στην περαιτέρω εξέλιξη της ίδιας της βιογραφίας του. Ο Πλάτων, όπως και κάθε άλλος δημιουργικός φιλόσοφος, είναι ένα "αμφίβιο" ον: ζει μεταξύ δύο κόσμων, δύο τάξεων, της βιογραφίας και του έργου του, διαμεσολαβώντας μεταξύ των δύο αυτών κόσμων συνεχώς ως το τέλος της ζωής του, που είναι και το τέλος του συγγραφικού του έργου. Σύμφωνα με αυτή τη διαλεκτική σχέση μεταξύ ζωής και έργου, θα πρέπει να αναμένουμε ότι οι ενδεχόμενες τομές, τα ρήγματα της βιογραφίας του Πλάτωνα βρίσκουν την κατάλληλη έκφρασή τους μέσα στο αυτοεξελισσόμενο έργο του, όπως επίσης οι ενδεχόμενες "αλλαγές παραδείγματος" μέσα στο φιλοσοφικό του έργο τον ωθούν σε μια αλλαγή πορείας της ίδιας της ζωής του. Φυσικά, αυτή η διαλεκτική μεταξύ ζωής και έργου στον Πλάτωνα δεν σημαίνει ότι επαφίεται η ιδιοφυία του σε μια "σολιψιστική" αντιστοιχία υπαρξιακών "βιωμάτων" και συγγραφικών "μοτίβων". Πίσω από τη ζωή και το έργο του κρύβεται η "εποχή" του και το "πνεύμα" της. Ο ΗθςβΙ ορίζει τη φιλοσοφία" ως "εννοιολογική" έκφραση του "πνεύματος" της εποχής της. Αυτό ισχύει και για τον Πλάτωνα, τον ιδρυτή του φιλοσοφικού Λόγου. Μόνο που το πνεύμα της εποχής "φιλτράρεται" πρώτον μέσω της βιωματικής έκφρασης της ζωής και δεύτερον μέσω της εννοιολογικής έκφρασης του έργου. Ο φιλοσοφικός χαρακτηρισμός του Πλάτωνα θα πρέπει να εστιασθεί στο ερώτημα κατά πόσον ο Πλάτων κατάφερε να προσδώσει "μορφή", "είδος" στην πολλότητα των βιωμάτων και των μοτίβων, και προπαντός κατά πόσον ο Πλάτωνα εξεφρασε μέσω αυτής της διπλής διάθλασης μέσω της ζωής και του έργου του το "πνεύμα της εποχής" του. Η θέση μας είναι ότι ο Πλάτων επετέλεσε αυτό το κατόρθωμα να συνθέσει ζωή, έργο και εποχή σε ένα "ανεπανάληπτο πολιτιστικό μόρφωμα", που εξακολουθεί ως τις μέρες μας να ασκεί τη
γοητεία του σ' ένα μοντέρνο κόσμο, που διακυβερνιέται από ένα αντιπλατωνικό "πνεύμα εποχής", που απεχθάνεται τη μορφή και λατρεύει το χάος. Για τη ζωή του Πλάτωνα (428-347 π.Χ.) βασική πηγή για όλους τους μεταγενέστερους μελετητές του παραμένει το τρίτο βιβλίο του έργου του Διογένη του Λαέρτιου* Βίοι φιλοσόφων και η "αυτοβιογραφία" του Πλάτωνα στην Τ επιστολή του. Ο Πλάτων είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, με ρίζες που φθάνουν ως τον Σόλωνα και τον Κόδρο. Γεννιέτεαι όμως και μεγαλώνει μέσα σε μια "δημοκρατούμενη" Αθήνα, που δεν έχει πια θέση για ευπατρίδες, αλλά για δημαγωγούς και λαοπλάνους. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος σημαδεύει τη νεότητά του. Έχει στενούς συγγενείς, όπως ο Κριτίας και ο Χαρμίδης, που αντιπολιτεύονται τη "μαζική" δημοκρατία κατά αριστοκρατικό, δηλαδή τυραννικό τρόπο. Η αποτυχία του τυραννικού πραξικοπήματος τους και η συνεχιζόμενη αδυναμία της αθηναϊκής αποκαταστημένης Δημοκρατίας να υλοποιήσει το "σολώνειο" πρότυπο αριστοκρατικής Δημοκρατίας εμποδίζουν τον Πλάτωνα ν' ασχοληθεί με την πολιτική. Παρ" όλα αυτά, το πολιτικό ενδιαφέρον παραμένει μία βασική εστία της βιογραφίας του. Ως ώριμος πια φιλόσοφος θα κάνει τα τρία γνωστά εκείνα ταξίδια του στη Σικελία για να οδηγήσει τη φιλοσοφία του σε μια ιδιότυπη ενότητα φιλοσοφικής θεωρίας και "ηγεμονικής" πολιτικής πράξης. Το αποφασιστικό "βίωμα" της ζωής του είναι ασφαλώς η συνάντησή του με τον Σωκράτη*, που τον στρέφει από την ενθουσιαστική Ποίηση στη "Λογική" φιλοσοφία και το ηθικό - πρακτικό ενδιαφέρον της. Η καταδίκη και ο θάνατος του Σωκράτη είναι η μεγάλη "τομή" του βίου του. Στα χρόνια της περιπλάνησης μετά τον θάνατο του Σωκράτη επισκέπτεται πολλούς τόπους, όπου διευρύνει τον σωκρατικό "ηθικό" ορίζοντά του με ελεατική οντολογία στα Μέγαρα, Γεωμετρία και Μαθηματικά στην Αφρική και Πυθαγορική φιλοσοφία στην Κάτω Ιταλία. Με την ίδρυση της Ακαδημίας*, το 387 π.Χ., αρχίζουν τα χρόνια διδασκαλίας. Η διαμάχη μεταξύ Φιλοσοφίας = Διαλεκτικής και Ρητορικής προσδιορίζει τον στόχο και το πρόγραμμα της Ακαδημίας. Η διαμάχη του Σωκράτη με την πρώιμη Σοφιστική* ανανεώνεται ως διαμάχη του Πλάτωνα ενάντια στον Ισοκράτη. Το σωκρατικό ιδανικό της ενότητας αρετής και γνώσης, θεμελιωμένο μέσα από μια Μεταφυσική του Αγαθού και μια
181
Πλάτων διαλεκτική Επιστημολογίας, αποτελεί τη βάση του πλατωνικού προγράμματος ενάντια σε μια ρητορική αντίληψη περί "γενικής Παιδείας", που χωρίς να νοιάζεται για επιστήμη* και Διαλεκτική*, υπόσχεται μια πιο εύκολη και εύχρηστη πολιτική καριέρα. Η σχέση του Πλάτωνα με τον Δίωνα, που κι αυτός τελικά δολοφονείται όπως και ο Σωκράτης, αποτελεί το δεύτερο αποφασιστικό "βίωμα" του βίου του. Η μακροχρόνια ερωτική φιλία τους και η σύνδεση του Δίωνα με το πλατωνικό όραμα της πολιτικής παρέμβασης αποτελούν ένα διαχρονικό "βίωμα" της ζωής του. Ο Πλάτων δεν απέκτησε οικογένεια και παιδιά, αλλά βρήκε ένα υπέροχο "υποκατάστατό" τους μέσα στη συμβίωση της Ακαδημίας, όπου το ερωτικό πάθος και η ερωτική επικοινωνία μεταξύ δάσκαλου και μαθητή ενέπνευσαν την τεχνομορφική Παιδεία και την εμπόδισαν να ξεπέσει σε βαρετή ρουτίνα ενός ακαδημαϊκού ουπϊουΙυΓη. Για τον φιλοσοφικό χαρακτηρισμό του Πλάτωνα είναι αναγκαίο να εξετάσουμε κατά πόσον υπάρχει μια "εξέλιξη" από το νεανικό στο ώριμο και το "γεροντικό" έργο του, αλλά και κατά πόσον επικρατεί μια "ενότητα" μέσα σ' αυτή την εξέλιξη. Πρόκειται με άλλα λόγια για έναν προσδιορισμό των "σταθερών" και των "μεταβλητών" σημείων του πλατωνικού έργου ή για μια εφαρμογή της πλατωνικής διαλεκτικής του ενός και των πολλών πάνω στο ίδιο το έργο του. Πολλοί "αντΓ-διαλεκτικοί ερμηνευτές πιστεύουν ότι δεν υπάρχει καμία εξέλιξη, μια και η πλατωνική σύλληψη της ιδέας είναι κάτι το ποιοτικό και μη "εξελίξιμο". Αλλοι πάλι "ηρακλείτειοι" ερμηνευτές πιστεύουν ότι υπάρχει μια συνεχής εξέλιξη, αλλαγή του πλατωνικού έργου χωρίς μια διατηρούμενη ενότητα. Αντιθέτως πιστεύουμε ότι υπάρχουν ορισμένες σταθερές και ορισμένες μεταβλητές του έργου του Πλάτωνα, που το αναδεικνύουν σε ένα "αυτοεξελισσόμενο σύστημα", το οποίο, ενώ από τη μια μεριά διασώζει την ενότητα της οπτικής γωνίας της ΙΔΕΑΣ, από την άλλη χρησιμοποιεί ακριβώς αυτή την Ιδέα, τη ματιά για να συλλάβει και να διασώσει όλο και περισσότερα "φαινόμενα" της ψυχής, της Πολιτείας, του κόσμου εν γένει. Η διαλεκτική του ενός και των πολλών, της έννοιας και της πραγματικότητας είναι πράγματι ένα σταθερό σημείο αναφοράς, ενώ η περαιτέρω εμβάθυνση στον χαρακτήρα και τη φιλοσοφική θεμελίωση αυτής της έννοιας χαρακτηρίζονται από μια συνεπή εξελικτική πορεία. Ενα άλλο στα-
182
θερό σημείο είναι η προσήλωση του Πλάτωνα στη σωκρατική ταύτιση αρετής και γνώσης, ανεξάρτητα από το ότι ο χαρακτήρας αυτής της Γνώσης αλλάζει από την αρνητική Διαλεκτική του Σωκράτη στη "θετική", μεταφυσική Διαλεκτική του Πλάτωνα. Ε ν α άλλο σταθερό σημείο του πλατωνικού έργου είναι η ενότητα φιλοσοφικής = πολιτικής θεωρίας και πολιτικής πράξης, ανεξάρτητα από το ότι η ενότητα αυτή στην αρχή συλλαμβάνεται ως ατομική συμβουλευτική του Ηγεμόνα, ενώ αργότερα θεωρείται ως συγκεκριμένη πολιτική πράξη μιας θεσμοθέτησης της Πολιτείας με βάση τη φιλοσοφική Γνώση του Αγαθού. Μια άλλη σταθερή του έργου του είναι η "Κριτική" θεωρία του Πλάτωνα, η οποία φέρνει τη φιλοσοφία σε αντιπαλότητα με τον "ψεύτικο κόσμο" του παρόντος της και δεν της επιτρέπει να κλείσει ειρήνη με τον κόσμο αυτό. Από εδώ προκύπτει και η αέναη διαμάχη της πλατωνικής διαλεκτικής με τη Σοφιστική, η οποία λειτουργεί ως ιδεολογία της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Ε ν α άλλο βασικό σταθερό σημείο παραμένει η ιδιότυπη σύνθεση ορθολογικής φιλοσοφίας, μεθοδολογικά και διαδικαστικά ελεγμένης και καθοδηγούμενης, και θεολογικής αναστοχαστικότητας, που τελικά χρησιμοποιεί όλη τη διαλεκτική διαδικασία μόνο ως έναν ενδιάμεσο σταθμό για την ανάβαση της ψυχής στην Ιδέα του Αγαθού. Δίπλα στην εμμενή "λογική" αντίκρουση της Σοφιστικής, ο Πλάτωνα κινητοποιεί και μια μεταφυσική, θεολογική σοφία, που αντιπαραθέτει στο ανθρώπινο μέτρο της Σοφιστικής το θεϊκό μέτρο της θεολογίας του. Ενας φιλοσοφικός χαρακτηρισμός του Πλάτωνα θα πρέπει να θεματοποιήσει μια "συστηματική" δισημία της ζωής και του έργου του. Στο επίπεδο της ζωής η μυθοποιούσα βιογραφία του τον θέλει ως γιο του Απόλλωνα. Προφανώς ο φιλοσοφικός ήρωας Πλάτων εκλαμβάνεται από τους μεταγενέστερους ως η ενσωμάτωση της απολλώνιας αρχής της μορφής, της ιδέας και του μέτρου, που τιθασεύει το Χάος. Αλλά εάν δούμε τη ζωή του πιο κοντά, και τη γνώση της ανθρώπινης ψυχής μέσα στο έργο του, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει και μία άλλη παράλογη "πλευρά", που πάντα απειλεί τη δήθεν απολλώνια "γαλήνη" της Ψυχής. Ο ύμνος της Μανίας, της Τρέλας, δεν είναι μόνο κατάλοιπο μιας σωκρατικά δαμασμένης πλατωνικής "ποιητικής" ψυχής, αλλά και εκδήλωση ενός διονυσιακού στοιχείου, που επικρατεί στη ζωή, και διαμεσολαβημένα, "και" στο έργο του. Αλλά
Πλάτων και στο ίδιο το έργο του υπάρχει μια ανάλογη συστηματική δισημία: ενώ από τη μια μεριά υπάρχει μια απολλώνια διαλεκτική με μέτρο την Ιδέα και στόχο της την εννοιολογική σύλληψη και διάσωση της πολλότητας του φαινομενικού κόσμου, έχουμε από την άλλη μεριά μια φιλοσοφική ερωτική τέχνη που υψώνει, δίπλα στον "Λόγο" της ψυχής, τον "Έρωτα" της ψυχής ως κινητήρια δύναμη του φιλοσοφείν. Ενώ η αποδοχή της Ιδέας εκλαμβάνεται ως η εγγύηση της "δύναμης του διαλέγεσθαι", έχουμε παράλληλα με αυτή τη "λογική" επικοινωνία και μια ερωτική επικοινωνία μεταξύ δασκάλου και μαθητή, που είναι εξ ίσου αναγκαία για την επιτυχία της φιλοσοφικής επικοινωνίας. Φαίνεται ότι τόσο στη ζωή όσο και στο έργο του Πλάτωνα επικρατεί μια διαλεκτική σύνθεση των αντιθέσεων, μια ελευθερία του λογικού και του παράλογου, του ορθολογισμού" και του ανορθολογισμού* εν γένει. Αυτή η συστηματική δισημία του Πλάτωνα σκανδάλισε πολλούς από τους φιλοσοφικούς ερμηνευτές του. Είναι γνωστό το παράδειγμα του ΗβςβΙ, που αντιστάθηκε στην προσπάθεια του "μυστικιστή" ΔΟΉΒΙΙΊΠΣ* να αναδείξει τον Πλάτωνα ως "Προστάτη Αγιο του Ενθουσιασμού"· επειδή, κατά τον ΗβςβΙ, τίποτε δεν μπορεί να "αντισταθεί" στη δύναμη του Λόγου, πρέπει και ο Πλάτων, ο θεμελιωτής της Λογικής Φιλοσοφίας, να "απομυθοποιηθεί" πλήρως. Αλλά και γνωστές παλινωδίες δύο νεοκαντιανών φιλοσόφων, του ΝβΙοτρ και του Θεοδωρακόπουλου*, είναι πολύ ενδεικτικές: ενώ σε πρώτη φάση και οι δυο τους "ανασυγκροτούν" την πλατωνική "διαλεκτική του Είναι", αποκαθαίροντας τα "μυστικιστικά" στοιχεία της, στις μεταγενέστερες ερμηνείες της αποκαθιστούν τη χαμένη ενότητα της συστηματικής δισημίας του πλατωνικού έργου. Ο πρώτος γράφει ένα Μετακριτικό Παράρτημα: Λόγος, Ψυχή, Έρως, και ο δεύτερος προχωρεί, στην Εισαγωγή στον Πλάτωνα, σε μια αποκατάσταση της ενότητας φιλοσοφίας και ποίησης, Λόγου και Μύθου, Λόγου και Ερωτα στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, κάτι που χρησιμοποιεί τον Πλάτωνα ως "διορθωτικό" του λογικού νεοκαντιανισμού*. Γ'. Η ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ. Μια ερμηνεία και κριτική της φιλοσοφίας του Πλάτωνα οφείλει να θεματοποιήσει τη μορφή έκθεσης του φιλοσοφικού κειμένου του. Η μορφή έκθεσης και το περιεχόμενο αλήθειας είναι σε κάθε φιλοσοφικό κείμενο, άρα και στο πλατωνικό, άμεσα συνδεδεμένα
και αποτελούν μια διαλεκτική ενότητα. Η μορφή έκθεσης συγκροτεί την "αισθητικότητα" ή "λογοτεχνικότητα" του φιλοσοφικού κειμένου, το περιεχόμενο αλήθειας συγκροτεί τη "λογικότητα" ή "επιστημονικότητά" του. Συνήθως οι ερμηνευτές ενός φιλοσοφικού κειμένου ενδιαφέρονται για το περιεχόμενο, τη σημασία ή την αλήθεια του, αδιαφορώντας πλήρως για τη μορφή έκθεσης, την οποία θεωρούν ως κάτι το διακοσμητικό. Παράδειγμα είναι ο ΗθςβΙ, ο οποίος αδιαφορεί πλήρως για τη διαλογική και μυθική μορφή έκθεσης της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, πολτοποιεί τους πλατωνικούς διαλόγους και κερδίζει έτσι την άμορφη μάζα, που τη "μεταμορφώνει" μέσα στο δικό του σχήμα. Η μορφή έκθεσης αποτελεί την "αρχή εξατομίκευσης" του φιλοσοφικού κειμένου- το περιεχόμενο των σκέψεων θα αποτελούσε μια άμορφη μάζα, εάν δεν ελάμβανε σάρκα και οστά μέσα στο προσωπικό ύφος και το λογοτεχνικό είδος του φιλοσοφικού κειμένου του Πλάτωνα. Οποιος ερμηνευτής, όπως π.χ. ο ΗΘΟΘΙ, προσπαθεί να διυλίζει τη "διαλεκτική ουσία" του Πλάτωνα, αυτός είναι σαν να θέλει να "ξεσχίσει" την καρδιά από το σώμα του Πλάτωνα και να θέλει μετά να "μεταμοσχεύσει" αυτή την καρδιά σε ένα ξένο σώμα. Η φιλοσοφία του Πλάτωνα δέχτηκε πολλές τέτοιες "μετεμψυχώσεις" (βλ. πλατωνισμός), αλλά μια ορθή ερμηνεία και κριτική του πλατωνικού κειμένου πρέπει πάντοτε να αντιστέκεται σε τέτοιες ερμηνευτικές εγχειρήσεις, που δεν σέβονται την "ατομικότητα" και την "ιδιαιτερότητα" του Πλάτωνα. Για τη μορφή έκθεσης του Πλάτωνα έχουν ασχοληθεί πολλοί σχολιαστές και ερμηνευτές του ήδη από την εποχή του Διογένη Λαέρτιου, όπου επιχειρείται η ταξινόμηση των διαλόγων σε "υφηγητικούς" και "ζητητικούς" με τις ανάλογες υποδιαιρέσεις. Αλλά και νεότεροι ερμηνευτές της γερμανικής κυρίως φιλοσοφίας, όπως ο ΗθςβΙ, ο ΖΘΙΙΘΓ', Ο 0303ΓΠΘΓ* και ο ϋ35ρβΓ3', έχουν εκφράσει ενδιαφέρουσες απόψεις. Ενώ οι ΗβςβΙ και ΖβΙΙβτ παραμελούν τη μορφή έκθεσης για χάρη της ανασυγκρότησης της "συστηματικής έκθεσης" του Πλάτωνα, οι ΟβάβιτιβΓ και ϋ3$ρβΓ5 τονίζουν τη σπουδαιότητα της μορφής έκθεσης: ο πρώτος ερμηνεύει τον Πλάτωνα υπό το πρίσμα μιας "διαλογικο-υπαρξιακής" φιλοσοφίας, ο δεύτερος με την "προοπτική μιας φιλοσοφίας της επικοινωνίας". Η "διαλογική" μορφή έκθεσης δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ποιητικό ένδυμα, που συνδέεται
183
Πλάτων με την ποιητικότητα της πλατωνικής ψυχής, αλλά ως συγκροτησιακή αρχή για το ίδιο το περιεχόμενο αλήθειας της πλατωνιικής φιλοσοφίας, η οποία πηγάζει σ' όλες τις εκφάνσεις από τη διαλογικότητα του Εγώ και του Εσύ. Ο Πλάτωνας αποκλείει τον τύπο του σύγχρονου φιλοσοφείν, που ξεκινά από τον "μονήρη βίο" μιας σολιψιστικά απομονωμένης υποκειμενικότητας, η οποία προσπαθεί "υβριστικά" να παράγει τον κόσμο και τους άλλους μέσα από δικές της πράξεις αυτόνομης παραγωγής. Όλοι οι εκπρόσωποι της υπερβατολογικής φιλοσοφίας, από τον ΚΘΠΙ και τον ΡϊοΜβ' ως τον ΒίεΚβιΙ* και τον Νβίοηρ, κακώς επικαλούνται τον Πλάτωνα ως τον "πρόγονό" τους. Η φιλοσοφία είναι στο Πλάτωνα "κοινή" υπόθεση του δασκάλου και του μαθητή, η φιλοσοφική δραστηριότητα είναι επικοινωνιακή, παιδαγωγική και "ερωτική" δραστηριότητα κατά την οποία δεν μεταδίδονται παθητικά γνώσεις από έναν "πομπό" σε έναν "δέκτη", αλλά συμπαράγονται σκέψεις μέσα από κοινή προσπάθεια. Αυτός ο γνήσια επικοινωνιακός χαρακτήρας της πλατωνικής φιλοσοφίας βρίσκει την κατάλληλη "λογοτεχνική" έκφρασή του στον πλατωνικό Διάλογο. Αλλά και οι διάφοροι τύποι διαλόγων, όπως τους εκθέτει ο Διογένης Λαέρτιος και οι σύγχρονοι συνεχιστές του δοίιΐθίθτΓπβοίΐθΓ* και ΗβΓΓΠβηη, εκφράζουν τις διάφορες πτυχές της φιλοσοφικής επικοινωνίας. Η επικοινωνία του δασκάλου με τον μαθητή είναι προπαιδευτική ή γυμναστική, η επικοινωνία του φιλόσοφου με τον αντι-φιλόσοφο, τον Σοφιστή, είναι αγωνιστική, ανατρεπτική, η επικοινωνία μεταξύ ίσων, φίλων και ομοϊδεατών είναι θετική και περιάγει την ψυχή από τον αισθητό κόσμο στον νοητό κόσμο. Πίσω από τις επιπόλαιες "ταξινομήσεις" των διαφόρων τύπων διαλόγων κρύπτεται η πολυμορφία της φιλοσοφικής επικοινωνίας εν γένει. Ο Πλάτων δείχνει με την "ανεπανάληπτη ιδιοφυία" του το πολυδιάστατο της επικοινωνίας. Ο ρόλος του Αλλου είναι αποφασιστικός για την "ποιότητα" και το "ύφος" του Διαλόγου. Ο διάλογος του Διαλεκτικού με τον Σοφιστή δεν μπορεί να καρποφορήσει, γιατί ο Σοφιστής διαστρέφει την επικοινωνία για να επιβάλει εξουσιαστικούς στόχους στον συνομιλητή του. Ο διάλογος του διαλεκτικού με τον αμύητο μαθητή πρέπει πρώτα να ανατρέψει τις βέβαιες προκαταλήψεις του κοινού νου, τις οποίες κουβαλάει ο μαθητής μαζί του. Ο διάλογος ματαξύ ίσων και φίλων μπορεί αντιθέτως να εξασφαλίσει
184
τους όρους δυνατότητας πλήρους αξιοποίησης του Λόγου για την από κοινού εξύψωση προς την Πρωταρχή του Παντός, το έσχατο τέλος και την αφετηρία του διαλόγου. Δίπλα στη "διαλογική" μορφή έκθεσης ο Πλάτων κάνει εκτενή χρήση της "μυθικής μορφής" έκθεσης. Σε αποφαστιστικά σημεία του φιλοσοφείν ο Πλάτων εγκαταλείπει τη δύναμη του διαλέγεσθαι, όπου οι συνομιλητές αξιοποιούν "συγχρονικά" τη δυναμική του ισχύοντος Λόγου, και προσφεύγει στην πλασματικότητα του μύθου, προκειμένου να εκθέσει τη "διαχρονική" πορεία γένεσης της ισχύουσας δομής του Λόγου. Η χρησιμοποίηση του μύθου έχει μια συγκεκριμένη λειτουργικότητα, να εξηγήσει την ιστορική γένεση της ιδέας, της ισχύος, κάτι που η συγχρονική θεωρία των ιδεών δεν μπορεί από μόνη της να εξηγήσει. Ολα τα προβλήματα που αφορούν στη φιλοσοφία της ιστορικής γένεσης, της ψυχής, της πολιτείας, του κόσμου, της γλώσσας, της γραφής, καθώς και της μοίρας της ψυχής στη μεταθανάτια ζωή της γίνονται θέμα της μυθικής μορφής έκθεσης. Είναι προφανές ότι και στην περίπτωση του μύθου ισχύει η ίδια διαλεκτική μορφής και περιεχομένου, την οποία διαπιστώσαμε και στην περίπτωση του διαλόγου. Η Διαλεκτική δεν μπορεί με τα μέσα του Λόγου να εξηγήσει π.χ. πώς δημιουργήθηκε η γλώσσα και όλα τα προαναφερθέντα θέματα ιστορικής γένεσης. Ο Μύθος καλύπτει προφανώς μια "μεταλογική" διάσταση, προσπαθώντας να γεφυρώσει μεταξύ της ιστορικής αβύσσου της προϊστορίας του Λόγου και της τέχνης του Λόγου, μια απορία που αντιμετωπίζουν όλοι οι υποστηρικτές του απόλυτου Λόγου. Οπως το "λογικό περιεχόμενο" εκφράζεται μέσω της "διαλογικής" μορφής έκθεσης, έτσι και το "μυθικό - προϊστορικό" περιεχόμενο εκφράζεται μέσω τη μυθικής μορφής έκθεσης. Αυτή η διαλεκτική σχέση Λόγου και Μύθου αποτελεί την "πρωτοτυπία" του Πλάτωνα, ο οποίος από τη μια εξαντλεί το δυναμικό του Λόγου, αλλά από την άλλη γνωρίζει τα όρια του Λόγου. Στον Πλάτωνα δεν πρόκειται για μια ασυνέπεια ή αδυναμία του Λόγου, αλλά για επίγνωση των αληθινών δυνατοτήτων του. Γι' αυτό και πρέπει ν' απορριφθεί η ερμηνευτική προσπάθεια του ΗβςβΙ να συλλάβει τον Μύθο ως μια "προλογική" μορφή του φιλοσοφείν, που μια μέρα, δηλαδή στις δικές μας μοντέρνες μέρες, πρέπει να μεταφρασθεί σε Λόγο και συνεπώς να εκμηδενισθεί ο Μύθος ως τέτοιος. Από τη σκοπιά του
Πλάτων πανλογιστή ΗβςβΙ όλες οι πτυχές της ζωής, τόσο σπό συγχρονική όσο και από διαχρονική άποψη, πρέπει να γίνουν κατανοητές με τα μέσα της απόλυτης έννοιας, του απόλυτου Λόγου. Σήμερα, που αυτό το πρόγραμμα του μοντέρνου Διαφωτισμού έχει φθάσει στην οδυνηρή αυτοκαταστροφή του, ξανακερδίζουμε μια νέα "ερμηνευτική συγκυρία", για να επαναξιολογήσουμε τον πλατωνικό Μύθο, χωρίς να φοβούμαστε την εύκολη κατηγορία της αναβίωσης μιας μυθολογίας. Ο Πλάτων διακατέχεται από μια δυσπιστία για τη δυνατότητα "γραπτής" επικοινωνίας και προτιμά τον προφορικό παρά τον γραπτό λόγο, για να προωθήσει τη φιλοσοφική παιδεία και επιστήμη. Το γραπτό κείμενο είναι ένα απλό υπόμνημα, που πρέπει να ξαναζωντανέψει μέσα από τον ζωντανό διάλογο των συνομιλητών. Απηχώντας και την εκπαιδευτική πράξη της Ακαδημίας, υποβιβάζει τη σημασία των γραπτών σημειώσεων και προτιμά τη διαλογική συζήτηση ως στοιχείο του αληθινού συμφιλοσοφείν. Παρ' όλη την κριτική της γραφής, ο Πλάτων συγγράφει διάλογους, που ξεπερνούν την αμεσότητα της ζωντανής επικοινωνίας και καθιστούν δυνατή την ιστορία επίδρασης του Πλάτωνα (και του πλατωνισμού). Πολλοί ερμηνευτές διαβλέπουν στο σημείο αυτό μια πλατωνική αντίφαση μεταξύ κριτικής της γραφής και συγγραφικής δραστηριότητας. Αλλά η έξυπνη εκδοχή του 3είιΙβίθΓΓΠ3θΜθΓ φαίνεται πειστική: ο πλατωνικός διάλογος ως μορφή έκφρασης στηρίζεται πάνω στην κριτική της γραφής, αφού ο διάλογος εκθέτει τη ζωντανή πορεία Λόγου και Αντίλογου και εκθέτει οιονεί μια "εικόνα" του ζωντανού προφορικού Λόγου. Ο πλατωνικός διάλογος αναπαριστάνει τη διαλογική πορεία της γένεσης της σκέψης, εκθέτοντας τα υπέρ και τα κατά, ενσωματώνοντας οιονεί την απάντηση του αναγνώστη του γραπτού κειμένου μέσα στο ίδιο το κείμενο. Αλλά στον Πλάτωνα υπάρχει μια ευρύτερη δυσπιστία απέναντι στη δυνατότητα και της "προφορικής" επικοινωνίας. Δίπλα στον "συγγραφικό" υπεισέρχεται και ένας "προφορικός" σκεπτικισμός, κατά πόσον η φιλοσοφική σκέψη μπορεί να ανακοινωθεί με λόγια, με λέξεις εν γένει. Πολλοί ερμηνευτές της Ζ' επιστολής καταλήγουν στο απαιδιόδοξο συμπέρασμα ότι η "αληθινή" φιλοσοφία του Πλάτωνα δεν ανακοινώθηκε ποτέ ούτε και μπορεί ποτέ να ανακοινωθεί. Γι" αυτό και κυκλοφορούν πολλοί μύθοι γύρω από τη διάκριση μεταξύ "εσωτερικής" και
"εξωτερικής" φιλοσοφίας του Πλάτωνα. Ενάντια σε μια "μυστικιστική" εκδοχή θα πρέπει να τονισθεί ότι ο Πλάτων έχει απλώς επίγνωση των ορίων της γραπτής και προφορικής φιλοσοφικής επικοινωνίας. Δεν υπάρχει κανένας εξαναγκασμός, καμία λογική ανάγκη που υποχρεώνει τον Αλλο να κατανοήσει το νόημα της πλατωνικής φιλοσοφίας. Καθένας είναι ελεύθερος να αποδεχθεί ή να απορρίψει τις ενδιάμεσες φάσεις της ανακοίνωσης. Η επιτυχία της επικοινωνίας είναι κάτι το αναπάντεχο, κάτι που έρχεται "εξαίφνης" μετά από μακροχρόνια ενασχόληση με προφορικά λόγια και γραπτές λέξεις. Ο ΗβςβΙ αποσιωπά την "απορία" της γραπτής και προφορικής ανακοίνωσης στον Πλάτωνα, γιατί ο ίδιο πιστεύει ότι η φιλοσοφία μπορεί να εκθέσει όλα τα "μυστήρια" της Αγίας Τριάδος βάσει της διαλεκτικής έννοιας, προσπαθώντας έτσι να αποπαραδοξοποιήσει την "παραδοξία" του φιλοσοφικού Λόγου στον Πλάτωνα, να προσπαθεί να μιλήσει γι' αυτό που δεν μπορεί να μιλήσει: το Άρρητον, το Ανυπόθετον, το Απόλυτον. Δ'. Η ΑΠΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ. Η διάκριση μεταξύ μορφής έκθεσης και συστηματικής έκθεσης είναι θεμελιώθης για τη συγκρότηση και ερμηνεία κάθε φιλοσοφικού κειμένου, άρα και του πλατωνικού. Ανεξάρτητα από τη μορφή έκθεσης που επιλέγει ο φιλόσοφος για να επικοινωνήσει με τους άλλους, καλλιεργεί ο ίδιος την "ολότητα" των σκέψεών του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προκύπτει μια "συστηματική" συνοχή μεταξύ των επί μέρους πτυχών των σκέψεων αυτών. Η συστηματική έκθεση μπορεί να μην είναι συνειδητή στον συγγραφέα, αλλά να προκύπτει για μας εκ των υστέρων, όταν τον ερμηνεύουμε από τη δική μας "οπτική γωνία". Αλλωστε η συστηματική έκθεση είναι συνειδητό επίτευγμα του φιλοσόφου, οπότε διαπιστώνουμε ότι ο συγγραφέας του φιλοσοφικού κειμένου δεν κινήθηκε ευκαιριακά και κατά συμβεβηκός, αλλά υπόταξε την εξελικτική συγγραφική του δράση στην υλοποίηση μιας "συστηματικής ενότητας". Η μεγάλη φιλοσοφική παράδοσή μας αξιολόγησε τους φιλοσόφους θετικά ή αρνητικά, ανάλογα με το εάν αυτοί ήταν "συστηματικοί" ή "ραψωδικοί". Η συστηματικότητα, ως μεθοδευμένη καλλιέργεια της ορθότητας του Λόγου, υπήρξε η ύψιστη αρετή της φιλοσοφικής δραστηριότητας. Σήμερα ζούμε σε μια "μεταμοντέρνα" κατάσταση, όπου το "απόσπασμα" υψώνεται σε νόρμα του φιλοσοφικού Λόγου και η δυ-
185
Πλάτων απιστία απέναντι στο σύστημα και η "φυγή" από την ανάγκη του συστήματος προβάλλονται ως ύψιστες αρετές του "μεταφιλοσοφικού Λόγου". Ανάλογα με τη θετική ή αρνητική αποτίμηση της ιδέας του "συστήματος" διαμορφώνεται και η "ερμηνευτική συγκυρία" για την ανασυγκρότηση της συστημικής έκθεσης της πλατωνικής φιλοσοφίας. Σε εποχές "συστημικής" απολίθωσης του φιλοσοφικού Λόγου, οι ερμηνευτές του Πλάτωνα διαπιστώνουν "μετακριτικά" την έλλειψη "συστηματικότητας" των πλατωνικών διαλόγων και επιδίδονται στην εκ των υστέρων ανασυγκρότηση μιας συστηματικής ενότητας: ο Διογένης Λαέρτιος ανατρέχει στο τρίπτυχο: Λογική, Φυσική, Ηθική, ο ΗβςβΙ στην ανάλογη τριχοτόμηση: Διαλεκτική, φιλοσοφία της Φύσεως και φιλοσοφία του Πνεύματος. Σε εποχές αντισυστηματικής φιλοσοφίας, όπου αμφισβητούνται οι "απολιθωτικές" διακρίσεις μεταξύ των μερών του φιλοσοφικού Λόγου, όπως οι σημερινές, η έλλειψη συστηματικής έκθεσης αποτιμάται μάλλον ως αρετή του πρωταρχικού φιλοσοφείν στον Πλάτωνα: ο Νοίοφ διαπιστώνει ότι η πρωταρχική ενότητα του πλατωνικού φιλοσοφείν θα πρέπει να αναζητηθεί στην αυτοδιαφοροποίηση του πρωταρχικού Λόγου και όχι στην ταξινομική "διάρθρωση" των κλάδων της φιλοσοφίας. Αλλά και ο Ηβίάβ99ΘΓ διαβλέπει στην έλλειψη συστηματικής έκθεσης στον Πλάτωνα μια αρετή του πρωταρχικού φιλοσοφείν, που δεν γίνεται έτσι δέσμια "απολιθωτικών" διακρίσεων, αλλά κρατά ακόμη την αυθεντικότητα της φιλοσοφικής εμπειρίας, που δεν θέτει και σέβεται, αλλά αίρει και περιφρονεί τέτοιες διακρίσεις, οι οποίες σκοπό έχουν να διαλύσουν την πρωταρχική "δύναμη" του φιλοσοφείν. Η πολλότητα των πλατωνικών διαλόγων μας εκθέτει ένα πανόραμα φιλοσοφικών θεμάτων, μοτίβων, προβλημάτων, που είναι αδύνατον να "συστηματοποιηθούν" εκ των υστέρων. Το να κατατάξεις τους διαλόγους σύμφωνα με το "περιεχόμενο" τους, κατά πόσον εμπίπτουν σε ένα από τα "συρτάρια" της Λογικής, της φυσικής ή της Ηθικής, δεν μας λέγει τίποτα για το περιεχόμενο αλήθειας του εκάστοτε διαλόγου. Το ότι ο Παρμενίδης' εμπίπτει στην κατηγορία της Λογικής*, ο Τίμαιος'στην κατηγορία της Φυσικής ή η Πολιτεία" στην κατηγορία της Ηθικής* δεν μας λέγει τίποτε γι' αυτούς τους διαλόγους. Στον Πλάτωνα δεν υπάρχει διαμορφωμένη μία Λογική ώστε να αποτιμήσουμε τη συμβολή του Παρμενίδη στη θεμελίωση της
186
Λογικής αυτής. Τα θέματα που θέτει ο Παρμενίδης αφορούν στη θεμελίωση του κόσμου Ιδεών εν γένει, στη σχέση των Ιδεών με τα επί μέρους πράγματα και σε άλλα προβλήματα που αφορούν την πλατωνική φιλοσοφία στο σύνολο της. Ο Τίμαιος δεν αποτελεί μέρος του φιλοσοφικού συστήματος, της Φυσικής, αφού δεν έχει το στοιχείο της διαλεκτικής βεβαιότητας, αλλά του "εικότος μύθου", άρα εκπίπτει από τη λογική συνοχή οποιασδήποτε συστηματικότητας. Αλλά και η Πολιτεία δεν εμπίπτει στην κατηγορία της Ηθικής: ο διάλογος περί πολιτικής Δικαιοσύνης εκθέτει θέματα ατομικής ψυχολογίας και πολιτικής φιλοσοφίας, φιλοσοφικής Παιδείας και φιλοσοφίας της Τέχνης και Θρησκείας και αποτελεί ο ίδιος οιονεί ένα σύστημα του πλατωνικού συστήματος "στον πυρήνα" του. Το ίδιο ισχύει και για όλους τους άλλους διαλόγους, οι οποίοι έχουν να κάνουν, όσο απλοί και μονοσήμαντοι κι αν φαίνονται, με μια πληθώρα φιλοσοφικών μοτίβων, που αποτελούν πηγή αποπροσανατολισμού για έναν μοντέρνο αναγνώστη, που είναι εθισμένος στη "μονοδιάστατη σκέψη" και αδυνατεί να παρακολουθήσει την πολυδιάστατη πορεία της φιλοσοφικής έκθεσης στον Πλάτωνα. Η επίκληση του συστήματος είναι κάτω από τους όρους αυτούς προϊόν της αδυναμίας του αναγνώστη, που, αντί να περάσει διεξοδικά τον λαβύρινθο της πλατωνικής φιλοσοφίας, ζητά να στηριχθεί σε επιπόλαιες "χαρτογραφήσεις", ώστε να μπορεί να μιλά για μια πολύπλοκη πόλη, που δεν την περιηγήθηκε ποτέ από μέσα. Το "συστημικό" σωσίβιο δεν λειτουργεί στο πέλαγος της πλατωνικής φιλοσοφίας, που θα πρέπει ο αναγνώστης να το κολυμπήσει, εάν θέλει να μάθει τι θα πει Πλάτωνας. Μια πιο κατάλληλη προσέγγιση στον Πλάτωνα θα ήταν η βούληση του αναγνώστη για διάλογος μαζί του. Ξεκινώντας από τη δική του "ερμηνευτική συγκυρία", ο αναγνώστης μπορεί να επιλέξει θέματα που είναι σημαντικά για τον ίδιο και να τα θέσει υπό μορφήν ερωτήματος στον Πλάτωνα. Με αυτόν τον "διαλεκτικό" τρόπο προσέγγισης θα είχε ο αναγνώστης μια κατάλληλη ευκαιρία να συνομιλήσει με τον Πλάτωνα και όχι να τον "απολιθώσει" εντάσσοντάς τον σε κάποιο "σύστηματικό" σχήμα. Ενώ ο Πλάτων κάτω από τη συστηματική σκοπιά εμφανίζεται πάντα ως ένας αρχάριος, που δεν μπόρεσε ακόμη να προωθήσει στη συστηματοποίηση και ανεξαρτητοποίηση των επί μέρους "κλάδων" της φιλοσοφίας, κάτω από τη "διαλε-
Πλάτων κτική" σκοπιά ο Πλάτων παρουσιάζεται ως ισάξιος συνομιλητής, που μπορεί να μας διδάξει πολλά για τις δικές μας "συστηματικές" προκαταλήψεις. Η Λογική οδήγησε σε μια τυποποίηση του Λόγου και απώθησε τον ζωντανό Λόγο, από τον οποίο αυτή προέκυψε δι' αφαιρέσεως και απολιθώσεως· η πλατωνική εμπειρία με τον Λόγο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως διορθωτικό αυτής της απολίθωσης, αποκαθιστώντας τις αληθινές σχέσεις μεταξύ "πραγματικής" και "σημαντικής" του φιλοσοφικού Λόγου. Η σύγχρονη Φυσική έχει προχωρήσει σε μια τυποποίηση και μαθηματικοποίηση της φύσεως, απωθώντας το γεγονός ότι η Φύση είναι ένας ζωντανός οργανισμός με τη δική του τελεολογία και αισθητική τελειότητα. Ενας διάλογος με τον Πλάτωνα, όπως τον επιχειρεί ο ννβίζδϋοΚθΓ και άλλοι φιλόσοφοι της οικολογικής κρίσης, μπορεί να φέρει πάλι στο προσκήνιο μια εμπειρία περί φύσεως που απωθήθηκε αλλά και μας είναι αναγκαία για να "υπερβούμε" την οικολογική κρίση. Η σύγχρονη Ηθική και Πολιτική απομονώνει το επί μέρους άτομο από την κοινωνική και πολιτική ολότητα και ζητά επί ματαίω ν' αναστηλώσει τη "χαμένη" ολότητα της πόλης μέσα από μια "δευτεροφυσική" συναίνεση των προσωπικών Εγωισμών. Αντιθέτως προς αυτή τη χαοτική κατάσταση του φιλελευθερισμού, ο πλατωνικός "ολισμός" προσφέρεται όχι ως ολοκληρωτική ιδεολογία (α λα ΡορρβΓ*), αλλά ως "διορθωτικόν" του χαοτικού φιλελευθερισμού μας. Στις περιπτώσεις του Λόγου, της Φύσης και της Πόλης, αλλά και σε πολλές άλλες, όπως της γλώσσας, της γραφής, της παιδείας και του πολιτισμού, ο "ραψωδικός" Πλάτων προσφέρεται για μας ως ένας πολύ πιο πρόσφατος συνομιλητής παρά οι διάφοροι "συστημικοί" στοχαστές, που εκτός από τον φορμαλισμό της συστημικής συνέπειάς τους δεν έχουν να μας πουν τίποτε στη δική μας απορητική συγκυρία. Η ερμηνευτική "διύλιση" του συστήματος από τους πλατωνικούς διάλογους, όπως την επιχείρησε ο Ηβ9βΙ και ο μαθητής του ΖβΙΙβΓ, καθώς και άλλοι ερμηνευτές του Πλάτωνα, ενέχει έναν κίνδυνο: να πολτοποιηθούν τα ατομικά έργα τέχνης, οι διάλογοι, και να συμπυκνωθεί μια "συνθετική" διανοητική μάζα, που θα χρησιμεύσει ως "υλικό" για κάποια φιλοσοφική Αρχιτεκτονική. Είναι σαν να θέλαμε να γκρεμίσουμε τον Παρθενώνα και να χρησιμοποιήσουμε τους κίονές του για την ανοικοδόμηση κάποιου χριστιανικού καθεδρικού ναού ή
κάποιου σύγχρονου υποκατάστατου του ναού, του μοντέρνου πολυκαταστήματος, όπως τελετουργούνται σήμερα σε "εκκοσμικευμένη" εκδοχή τα μυστήρια του άρτου και του οίνου. Αλλά και εάν επιχειρούσαμε μια τέτοια "συστηματική" ανασυγκρότηση του Πλάτωνα, και τότε θα είχαμε να κάνουμε με την απορία από πού να αρχίσουμε και πού να τελειώσουμε. Ο ΗβςβΙ ερμηνεύει τη φιλοσοφία του Πλάτωνα ως ένα "σύστημα συστημάτων" ή ως έναν "κύκλο κύκλων". Τα επί μέρους συστήματα του συνολικού συστήματος, το λογικό, το φυσικό και το ηθικό υποσύστημα, ευρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση αλληλοεξάρτησης. Μπορούμε να αρχίσουμε από τον ανθρώπινο Λόγο, ως αρχή του φιλοσοφείν, αλλά ο Λόγος προϋποθέτει τη δημιουργία του κόσμου και την εξέλιξη του ως το σημείο όπου ο ανθρώπινος Λόγος "αναδύεται" ως επιγέννημα της εξέλιξης της Φύσης. Αλλά ο ανθρώπινος Λόγος ως αυτοσυνειδητοποιημένος Λόγος της φιλοσοφίας προϋποθέτει και την ανάλογη γένεση και εξέλιξη της ηθικής Πόλης, μέσα στην οποία η φιλοσοφία αναδεικνύεται φορέας διαφωτισμού. Ο Λόγος έχει συνεπώς μια φυσική και μια πολιτική βάση. Το ίδιο ισχύει εάν αρχίζαμε με τη Φυσική: Η θεωρία περί φύσεως προϋποθέτει την αυτοσυνειδητοποίηση του ανθρώπινου Λόγου καθώς και τη διαφοροποίηση θεωρητικής δραστηριότητας στα πλαίσια μιας έλλογα οργανωμένης Πόλης. Το ίδιο θα ίσχυε τέλος εάν αρχίζαμε με την Ηθική. Η ανασυγκρότηση της ηθικής και πολιτικής διάστασης της ανθρώπινης συμπεριφοράς βασίζεται πάνω σε μια ανάλογη εξέλιξη της Φύσης και του Λόγου, που είναι με τη σειρά τους όροι δυνατότητας της Πολιτικής. Ο Ηβ998ΐ τονίζει γΓ αυτό ότι το φιλοσοφικό σύστημα μπορεί ν' ανασυγκροτηθεί ως μια αλλεπάλληλη σειρά τριών θεωρησιακών συλλογισμών, όπου οι τρεις όροι: Λογική, Φυσική, Ηθική λειτουργούν ως προκείμενες και συμπέρασμα του συλλογισμού του συστήματος. Μπροστά σε μια τέτοια "συστηματική" αυτογνωσία του ώριμου και ενηλικιωμένου ΗΘ^ΘΙ, Ο Πλάτων εμφανίζεται ως οιονεί αφελής νεανίας, που φιλοσοφεί χωρίς τη "συστηματική" προοπτική. Αλλά τα φαινόμενα απατούν και στην περίπτωση αυτή: μπορεί ίσως να λείπει στον Πλάτωνα η "συστημική έκθεση" στο κείμενο του, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στον Πλάτωνα λείπει η "συστηματικότητα" της ίδιας της πραγματικότητας, που παραμένει ο στόχος της προσπάθειας, του φιλοσοφείν και της
187
Πλάτων Διαλεκτικής της μεταφυσικής φιλοσοφίας του. Ε'. Η ΠΡΟΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΕΙΝ. Ε ν α
μεγάλο μέρος του έργου του Πλάτωνα έχει τον χαρακτήρα της Προπαιδευτικής του φιλοσοφείν. Πολλοί διάλογοι, όπως ο Φαίδων*, το Συμπόσιον' ή ο Φαίδρος', αλλά και ο πυρήνας της Πολιτείας" θα μπορούσαν να εκληφθούν ως μία "Εισαγωγή" στο φιλοσοφείν. Στις μέρες μας επικρατεί η αντιπλατωνική αντίληψη ότι η εισαγωγή αυτή είναι κάτι το βοηθητικό, το δευτερεύον, αφού εκείνο που προέχει είναι η φιλοσοφία που κρύβεται πίσω από την εισαγωγή και αποτελεί ούτως ειπείν τον ανώτερο στόχο αυτής της εισαγωγής. Η εισαγωγή εκλαμβάνεται ως ένα ταξίδι, που πρέπει να διανύσει ο "μαθητευόμενος" της φιλοσοφίας, αλλά στόχος του ταξιδιού είναι η άφιξη σε κάποιο επιδιωκόμενο τέλος, όπου θα αρχίσει ουσιαστικά η φιλοσοφία. Ενάντια σ' αυτή την αντιδιαλεκτική αντίληψη για τη σχέση μεταξύ εισαγωγής στο φιλοσοφείν και κατοχής της φιλοσοφίας, ο Πλάτων φαίνεται να θεωρεί το ταξίδι τόσο σημαντικό όσο και το τέλος του. Η δραστηριότητα του φιλοσοφείν αποτελεί από την πρώτη στιγμή της ένα αναπόσπαστο μέρος της φιλοσοφίας, αφού δεν νοείται η κατοχή της φιλοσοφίας ανεξάρτητα από τη δραστηριότητα του φιλοσοφείν. Ο Πλάτων αντιστέκεται στην απολιθωτική αντίληψη που διαχωρίζει αφηρημένα μεταξύ της "υπαρξιακής" πράξης επιτέλεσης του φιλοσοφείν και της "δογματικής" πραγματοποίησης ενός δήθεν "συστήματος" της φιλοσοφίας. Μεταξύ του "προαυλίου" και του "ιερού" του φιλοσοφικού Ναού υπάρχει μια διαλεκτική ενότητα: η μύηση ως πορεία και ως τέλος είναι πάντα το ίδιο. Οχι μόνο το αποτέλεσμα αλλά και η πορεία της επίτευξής του είναι αναγκαίες στιγμές της φιλοσοφικής εμπειρίας. Στο σημείο αυτό ο Πλάτων είναι προάγγελος του ΗοςθΙ, αφού και εκείνος ο πλατωνιστής προσπάθησε να διαμεσολαβήσει το "σύστημα" της υπερβατολογικής φιλοσοφίας του Κβηί με την πορεία εμπειρίας του συνειδότος, που αρχίζει από τη θεωρητική και πρακτική βεβαιότητα του ομιλείν για να καταλήξει -μέσω των ενδιάμεσων σταθμών του αντικειμενικού πνεύματος, των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών και του απολύτου πνεύματος της Θρησκείας και της Τέχνης- στην "απόλυτη Γνώση" της Φιλοσοφίας, που διαμεσολαβεί την αντίθεση του συνειδότος και του αντικειμένου ή του υποκειμένου και της ουσίας. Στον Πλάτωνα έχουμε ήδη μια τέτοια πρώτη προσπά-
188
θεια ανασυγκρότησης της φιλοσοφικής εμπειρίας της ψυχής, που ξεκινά από την απολιθωμένη ζωή της στον κόσμο της θεωρητικής και πρακτικής "δόξας" και μέσω αναστοχασμού και ανάμνησης επανοδηγείται, μέσω ενδιάμεσων σταθμών της "οδύσσειάς" της, στην επιστροφή της στην επουράνια πατρίδα της, στον κόσμο των Ιδεών και στην ιδέα του Αγαθού, όπου δηλαδή η ψυχή οδηγείται σε μια "απόλυτη Γνώση", αφού μαθαίνει να βλέπει και να βιώνει τη ζωή και τον κόσμο της με τα "μάτια" του Θεού. Στο κέντρο του φιλοσοφείν βρίσκεται η ψυχή του ανθρώπου. Η ψυχή είναι το Μεταξύ των δύο κόσμων, του αισθητού και του νοητού κόσμου. Η ψυχή στον Πλάτωνα δεν δημιουργεί τις ιδέες αλλά τις ανακαλύπτει με "αφορμή" τον αισθητό κόσμο. Η εμπειρία της ψυχής βασίζεται πάνω στη θεωρία της "ανάμνησης": η ψυχή δεν ανακαλύπτει τις ιδέες ούτε τις "παράγει" αλλά τις ξαναθυμάται όταν βλέπει τα αισθητά πράγματα. Πίσω από το μυθικό ένδυμα κρύβεται η έλλογη αντίληψη ότι η ψυχή δεν είναι ένα "δεμάτι" από εντυπώσεις, αλλά "κατέχει" 3 ρποπ προσλήψεις, βάσει των οποίων ερμηνεύει τα "ίχνη" των αισθητών εντυπώσεων. Η φιλοσοφική παιδεία της ψυχής καλλιεργεί την "αναμνηστική" επαναφορά της από τον εγκλωβισμό της στον "σκιώδη" κόσμο των αισθητών όντων στον πραγματικό, αληθινό κόσμο των ιδεών. Χρησιμοποιώντας τις δύο συμβολικές εικόνες του Πλωτίνου*, στην εννεάδα του "Περί του καλού", που είναι μια επιτυχημένη σύνοψη της πλατωνικής εισαγωγής στο φιλοσοφείν, θα μπορούσαμε να εκφράσουμε τη δισημία και τον διαμεσολαβητικό ρόλο της ψυχής ως εξής: εάν η ψυχή παραμένει δέσμια του κόσμου των σκιών, απειλείται με τη μοίρα του Νάρκισσου: να ερωτευθεί τη σκιά του και να πνιγεί. Εάν όμως η ψυχή αποκτήσει τη δύναμη του φιλοσοφείν, αποκοπεί από τον εγκλωβισμό της στις "σκιές" του αισθητού κόσμου και ξαναπάρει τον δρόμο της επιστροφής στον κόσμο των ιδεών και της ιδέας του Αγαθού, τότε η ψυχή μετατρέπεται στον "μεταφυσικό" τώρα πια Οδυσσέα, που αντιστέκεται στους πειρασμούς της Κίρκης και της Καλυψώς και επιστρέφει στην αληθινή πατρίδα και τον πατέρα του. Η υποκειμενικότητα της μοντέρνας φιλοσοφίας, αντίθετα με την ψυχή, κατατρέχεται από τη μοίρα του Ναρκίσσου: ο Κβηί, αλλά και ο ΗβςβΙ, ζητούν να χτίσουν τον "κόσμο" από τις εντυπώσεις και εικό-
Πλάτων νες του υποκειμένου, γι' αυτό και αποκόβονται από τον αληθινό κόσμο της φύσης και της ιστορίας. Αντιθέτως, ο Πλάτων πασχίζει ν' απελευθερώσει την ψυχή από την "τυφλότητα" και την "αυτοκαταστροφή" της μέσα στον κόσμο των σκιών και να οδηγήσει στην "αναγωγή" της στον "αληθινό κόσμο", που δεν υπόκειται στην ανθρώπινη αυθαιρεσία της ψυχής, αλλά αποτελεί το "επέκεινά" της. Η φιλοσοφική καλλιέργεια της ψυχής δεν συνίσταται στην "υβριστική" αυτοεξύψωση και απολυτοποίηση της ψυχής ως της δήθεν παντοδύναμης αρχής των πάντων, αλλά στην αναμνηστική και αναστοχαστική αυτουπέρβασή της σε μια απόλυτη αρχή που είναι επέκεινα του διαχωρισμού συνείδησης και συνειδητού, γνώσης και γνωστού. Ενώ στον γερμανικό ιδεαλισμό ενός ΗβςθΙ η ταύτιση αυτή λαβαίνει χώρα μέσα στη διαλεκτική αυτοεξέλιξη της ίδιας της υποκειμενικότητας, στον Πλάτωνα αυτή η διαλεκτική χρησιμοποιεί την ψυχή ως "ενδιάμεσο" σταθμό, για να καταλήξει σε μια υπερυποκειμενική αρχή, την ιδέα του Αγαθού. Αυτή η φαινομενική αδυναμία της ψυχής αποτελεί τον κινητήριο μοχλό του φιλοσοφείν στον Πλάτωνα, όπου η φιλοσοφία παραμένει πράγματι φιλία, έρωτας για τη σοφία, αντιθέτως προς τον υβριστικό ΗθςβΙ, που μέσα στον "εκκοσμικευμένο" πλατωνισμό του ζητά η φιλοσοφία να αποβάλει τον "ζητητικό" ερωτικό της χαρακτήρα και να γίνει τελικά κατάκτηση της ίδιας της Σοφίας. Σ' αυτή την πορεία της επιστροφής στην αληθινή πατρίδα της, η ψυχή είναι "στρατευμένη" με όλες τις δυνάμεις της: τη θεωρητική περιέργεια, την πρακτική βούληση και τον ερωτικό ενθουσιασμό της. Οι διαφορετικές δραστηριότητες της ψυχής γίνονται παράλληλοι δρόμοι "επικοινωνίας" της Ψυχής με το Απόλυτο. Η φιλοσοφική δραστηριότητα δεν είναι στον Πλάτωνα μόνο μια θεωρητική δραστηριότητα όπως στις δικές μας μέρες ενός άκριτου επιστημονισμού: η ψυχή δεν φιλοσοφεί μόνο με ένα "μέρος" της. Η φιλοσοφική δραστηριότητα δεν είναι μόνο υπόθεση θεωρητικής ενασχόλησης: η επιστημολογική ανακάλυψη της ιδέας, που κρύβεται πίσω από τη θεωρητική δόξα της ψυχής, είναι μόνο μια πτυχή, μια "τροχιά" της φιλοσοφικής δραστηριότητας. Αλλά και η "πρακτική" δραστηριότητα της ψυχής δεν μπορεί να μονοπωλήσει το πρωτείο στη φιλοσοφική δραστηριότητα. Η "ηθικο-πολιτική" ανακάλυψη της Αρετής και του Αγαθού πίσω από την πρακτική δόξα της ψυχής είναι
μια άλλη "πτυχή" και μια "άλλη" τροχιά της επικοινωνίας της ψυχής με το Απόλυτο. Δεν μπορεί γι' αυτό ούτε κι αυτή ν' απολυτοποιηθεί, όπως το επιχειρούν διάφορες εκδοχές του μοντέρνου "πραγματισμού". Η θεωρητική και η πρακτική δραστηριότητα της ψυχής διαμεσολαβούνται με τον ανθρώπινο Λόγο: η μετάβαση από τη θεωρητική εντύπωση της ψυχής στην επιστήμη και από την πρακτική εντύπωση της ψυχής στην Ηθική περνούν μέσα από τη διυποκειμενικότητα του Λόγου, ο οποίος προσφέρει το στοιχείο της επικοινωνίας μεταξύ του Εγώ και του Συ, και καθιστά έτσι δυνατή την κοινωνική καθολικοποίηση της θεωρητικής γνώσης και πρακτικής αρετής, καθώς και τη διαλογική επικύρωσή της. Γι' αυτό καταφεύγει η ψυχή στους "λόγους", για την ανεύρεση της αλήθειας των όντων και της αγαθότητας των πραγμάτων. Αλλά στον Πλάτωνα δεν έχουμε να κάνουμε "μόνο" με μια φιλοσοφική μεθοδολογία των λόγων της επιστήμης και της Αρετής. Αυτό παρατηρούμε στη μοντέρνα υπερβατολογική φιλοσοφία του Κ3ηΙ, που η φιλοσοφία βασίζεται στη διχοτομία του θεωρητικού και πρακτικού Λόγου. Στον Πλάτωνα λειτουργεί ως "τρίτη" κινητήρια δύναμη του φιλοσοφείν ο ερωτικός ενθουσιασμός της ψυχής, που λείπει ή μάλλον εκτοπίζεται στην πουριτανική και προτεστάντικη φιλοσοφία του ΚβπΙ και του ΗβςβΙ. Ενώ το αντικείμενο της θεωρίας είναι η αλήθεια των όντων και εκείνο της Πράξης είναι η Αρετή και το Αγαθόν, το αντικείμενο του Ερωτα είναι το Κάλλος, η ομορφιά. Η σχέση της ψυχής με το κάλλος δεν είναι θεωρητική, όπως αυτό γίνεται στη μοντέρνα αισθητική θεωρία, αλλά ερωτική. Οταν η ψυχή βρίσκεται μπροστά στο κάλλος, του σώματος, της ψυχής, της επιστήμης, των θεσμών, της ιδέας του Αγαθού, σύμφωνα με την κλίμακα του Συμποσίου (ή του Πλωτίνου στο Περί κάλλους), δεν θεάται ως αμέτοχος θεατής ένα αντικείμενο, αλλά συναρπάζεται από τον πόθο και τον ενθουσιασμό να γίνει ένα, να εξομοιωθεί μ' αυτό το κάλλος.
Ο χριστιανικός και μοντέρνος πλατωνισμός έχει δυσκολίες κυρίως μ' αυτή την "τρίτη" διάσταση της φιλοσοφικής δραστηριότητας της ψυχής, την ερωτική. Αλλά η ιδιομορφία και η ατομική πρωτοτυπία του Πλάτωνα συνίσταται ακριβώς στο ότι προσπαθεί να επιστρατεύσει την ολότητα της ψυχής προκειμένου να συλλάβει την ολότητα του κόσμου. Και στην περίπτωση της προπαιδευτικής του φιλοσοφείν
189
Πλάτων φαίνεται ότι ο Πλάτων, ως αληθινός Ελληνας και όχι ως ουμανιστικό "έκτυπο" του μοντέρνου φιλελληνισμού της Ευρώπης, διαμεσολαβεί τα δύο αντιφατικά στοιχεία, το "απολλώνιο" και το "διονυσιακό", για να μιλήσουμε όχι μόνο με τον φιλόσοφο της ελληνικότητας ΝίβΙζδοίιβ αλλά και τον ποιητή της ελληνικότητας ΗόΙάβΓίίπ. Η λογική και η ερωτική διάσταση της ψυχής αποτελούν τους δύο "άξονες" του πλατωνικού φιλοσοφείν ή τους δύο "κόμπους" της φιλοσοφικής επικοινωνίας. Ο Πλάτων είναι ο πρώτος φιλόσοφος του Ερωτα, αυτού του δαίμονα, παιδιού του "Πόρου" και της "Πενίας", που αποτελεί τον κατ' εξοχήν μεσολαβητή των δύο κόσμων και εγγυητή της "ευκοσμίας" του Κόσμου. Φυσικά, στον Πλάτωνα δεν πρόκειται για την ερωτική ϋ&ίάο της ψυχανάλυσης, η οποία χρησιμοποιεί την ερωτική διάσταση της ψυχής, για να αποκωδικοποιήσει τα "πολιτισμικά" επιτεύγματα ως προϊόντα μετασχηματισμού και εξύψωσης της. Αντιθέτως, στον Πλάτωνα ο έρωτας γίνεται η "κινητήρια δύναμη", ο μοχλός εξύψωσης της ψυχής από την αισθητή παρουσία του ωραίου κορμιού στη μεταφυσική παρουσία του "ανέκφραστου" Κάλλους της Πρωταρχής των Πάντων. Ετσι, η φιλοσοφική Παιδεία στον Πλάτωνα δεν περιορίζεται στη γυμναστική εξάσκηση των "διανοητικών" και "νοητικών" δυνάμεων της ψυχής· ούτε και αρκείται στην πρακτική εξάσκηση των ηθικών και πολιτικών "αρετών" της ψυχής. Αντιθέτως, αναλαμβάνει τον ρόλο της καθοδήγησης της "ερωτικής" διάστασης της ψυχής, που δεν περιορίζεται τεχνομορφικά στη "σεξουαλική" διαπαιδαγώγηση, αλλά προσπαθεί να αξιοποιήσει τον Ερωτα ως διαμεσολαβητική δύναμη, που θα γεφυρώσει πρώτα το χάσμα μεταξύ του αισθητού και του νοητού κόσμου και, δεύτερο, θα υπερπηδήσει το χάσμα μεταξύ των δύο αυτών κόσμων και της απόλυτης αρχής, από την οποία αυτοί συνεχώς παράγονται. ΣΤ'. Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ. Πίσω από το
ταξίδι της επιστροφής στέκεται ένα γραφείο ταξιδιού, ένα πρακτορείο, που οργανώνει αυτό το ταξίδι. Εάν το ταξίδι της ψυχής είναι το φιλοσοφείν, τότε το πρακτορείο είναι η οργανωμένη φιλοσοφία. Η σχέση μεταξύ του φιλοσοφείν και της φιλοσοφίας ενέχει το στοιχείο της "παραδοξίας": για να κάνεις το ταξίδι, να φιλοσοφήσεις, πρέπει πρώτα να το έχεις οργανώσει- αλλά για να το οργανώσεις, πρέπει πρώτα να το έχεις κάνει. Η λύση αυτής της παραδοξίας έγκειται στο ότι κάποιος πρωτοπο-
190
ρος, κάποιος Κολόμβος της φιλοσοφίας, θα τολμήσει και θα κάνει για πρώτη φορά αυτό το ταξίδι χωρίς δρομολόγιο, χωρίς πυξίδα και χωρίς οργανωμένο ταξιδιωτικό γραφείο πίσω του. Μια τέτοια "ιδιοφυία" είναι ασφαλώς ο Πλάτων, που κάνει πρωτοποριακό για τον εαυτό του, με στοιχείο τη δικιά του φιλοσοφική εμπειρία, το ταξίδι αυτό, και μετά οργανώνει το δρομολόγιο για τους μεταγενέστερους ταξιδιώτες. Το στοιχείο της οργάνωσης της φιλοσοφίας είναι ο Λόγος. Η παράδοξη σχέση μεταξύ του φιλοσοφείν και της φιλοσοφίας εκδηλώνεται με τα μέσα του Λόγου ως παράδοξη σχέση γλωσσικής δομής και ομιλιακού ενεργήματος: για να μιλήσει κανείς σε μια συγκεκριμένη συγκυρία και να επιτελέσει έτσι ένα ομιλιακό ενέργημα χρειάζεται μια προϊσχύουσα γλωσσική δομή" αλλά για να ισχύσει αυτή η δομή, είναι αναγκαία τα ομιλιακά ενεργήματα, τα οποία αυτή η δομή οργανώνει. Το μυστικό του Λόγου βρίσκεται μέσα σ' αυτή τη διαλεκτική μεταξύ ενέργειας και έργου, όπως λέγει ο ΗυπΊ&οΙΓ, κάτι που μας οδηγεί στην αντίληψη του Λόγου ως "αυτοποιητικού συστήματος". Ο Πλάτων οργανώνει τη φιλοσοφία με την "ενάρθρωση" του Λόγου της φιλοσοφίας. Το πρόβλημα του Λόγου της φιλοσοφίας είναι ότι αυτός συνιστά μια παράδοξη "ενότητα εν τη διαφορά", που είναι δύσκολο να τη συλλάβουμε και να την εκθέσουμε. Η "θεμελίωση" της φιλοσοφίας έχει να κάνει με την αποσαφήνιση αυτής της "διαφορικής" ενότητας. Ο λόγος της φιλοσοφίας είναι κατ' αρχήν "θεωρητικός": η επιστήμη*, η Λογική*, τα Μαθηματικά και η φυσική θεωρία έχουν το στοιχείο του θεωρητικού Λόγου. Ο Λόγος της φιλοσοφίας είναι πέραν τούτων και "πρακτικός": η ηθική και πολιτική πράξη βασίζονται πάνω σε έναν πρακτικό Λόγο. Ο λόγος της φιλοσοφίας είναι, τέλος, "ποιητικός" ή "αισθητικός": αυτός ρυθμίζει την αισθητική, ποιητική και καλλιτεχνική δραστηριότητα του ανθρώπου. Στον Πλάτωνα έχουμε αυτές τις "τροχιές" ή "δρόμους" επικοινωνίας του φιλοσοφικού Λόγου. Η πρόσβαση στον κόσμο των ιδεών και η οργάνωση του κόσμου των ιδεών μέσω του φιλοσοφικού Λόγου γίνεται μέσω του πολυδιάστατου "μέσου" του Λόγου, που από τη μια επιτρέπει τη "διαφοροποίηση" των "τροχιών" αυτών, αλλά από την άλλη δεν τις αφήνει να "πορεύονται" άσχετα, αλλά τις "συντονίζει" κατά έναν "παράδοξο" τρόπο. Η Γλώσσα ως ανθρώπινος Λόγος αποτελεί μια
Πλάτων τέτοια "ενότητα μέσα στη διαφορά" της λογικής, της πρακτικής και της "αισθητικής" ορθολογικότητας. Η γλώσσα δεν εκφράζει μόνο τη διανοητική, αλλά και την ηθική και την αισθητική δραστηριότητα του ανθρώπου, εκφράζει ολόκληρο τον άνθρωπο. ΓΓ αυτό και στο επίπεδο της "δομικής οργάνωσής" της η γλώσσα δεν εκφράζει μόνο τη γνώση για τον κόσμο, αλλά και τη διυποκειμενική πράξη και την εκφραστική αισθητικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας* εν γένει. Η γλώσσα αποτελεί μια διαλεκτική ενότητα των "στιγμών" της ορθολογικότητας σε "συμπεριφορικό" και σε δομικό επίπεδο. Ο Πλάτων ξεκινά τη φιλοσοφία πάντοτε από την ανάλυση της γλώσσας. Στόχος του παραμένει βέβαια η "υπέρβαση" της ιστορικής, εξελίξιμης, εθνικής γλώσσας προς μια "καθολική γλώσσα" των Ιδεών, η οποία όμως διατηρεί την τριχοτομία της οντο-λογικής, της ηθικοπολιτικής και της αισθητικο-ποιητικής ορθολογικότητας. Η πρόσβαση του Πλάτωνα στον κόσμο των Ιδεών γίνεται από μια τέτοια περιεκτικότερη σκοπιά, που καλύπτει όλες τις πτυχές του Λόγου. Στον Κρατύλο έχουμε μια λογική πρόσβαση στην ιδέα: από την επίσκεψη των ονομάτων αναζητείται η ιδέα που κρύβεται πίσω από το όνομα. Στην Ζ επιστολή η πρόσβαση προς την ιδέα είναι "μαθηματική": από το σχήμα αναζητείται η "ιδέα" που το προσδιορίζει. Στην Πολιτεία και στον Γοργία' παρατηρούμε μια "ιατρική" πρόσβαση στην Ιδέα: η "υγεία" της ψυχής και η "ευταξία" της Πόλης εκφράζουν τη "λειτουργική" εκδοχή της ηθικοπολιτικής ΠβΙίο. Στο Συμπόσιο και τον Φαιδρό ο Πλάτων επιχειρεί, τέλος, μια "ερωτική" και "καλλιτεχνική" πρόσβαση στην Ιδέα. Μέσα από τη φυσική ή καλλιτεχνική ομορφιά, αρμονία, ευταξία εκδηλώνεται η Ιδέα. Λέξεις και σχήματα, σώματα και πολιτικοί οργανισμοί, φυσικά και καλλιτεχνικά δημιουργήματα αποτελούν το "σημειωτικό" υλικό, μέσα στο οποίο εκφράζεται η σημασία της Ιδέας. Ο λόγος της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι πολύ πιο ευρύς για να περιοριστεί σε μια "λογική" ανάλυση της γλώσσας, καλύπτει και άλλα σημειωτικά μέσα που δεν έχουν "γλωσσικό" χαρακτήρα, αλλά παρ" όλα αυτά συνιστούν μια διαλεκτική σχέση "σημασίας" και "έκφρασης". Στον Πλάτωνα ισχύει η προτεραιότητα του "αισθητικού" Λόγου: η ηθική και πολιτική Οβϋο ανάγεται στην ασθητική, η ευκοσμία της ψυχής και της πόλης θεωρούνται ως "καλλιτεχνιικά" δημιουργήματα της μορφοποίησης του ψυχικού και πο-
λιτικού χάους. Η "λεκτική" έκφραση της Ιδέας υστερεί απέναντι στην "αισθητική" έκφρασή της: Η "ακοή" των λέξεων και η αίσθηση της όρασης της "μορφής" είναι δύο σημειωτικοί τρόποι έκφανσης της Ιδέας, αλλά η "αισθητική" έκφραση υπερτερεί απέναντι στη "λεκτικο-λογική" έκφραση. Ο έλληνας Πλάτων τονίζει το πρωτείο του αισθητικού απέναντι στον λογικολεκτικό Λόγο, ενώ ο μοντέρνος ΗβςβΙ θα ανατρέψει αυτή τη σημειωτική προτεραιότητα χάριν του πρωτείου της γλώσσας. Ο Πλάτων δεν περιορίζεται μόνο σε μια "φαινομενολογία" των διαφόρων εκφάνσεων της ιδέας στο λογικό, το πρακτικό και ποιητικό επίπεδο της ανθρώπινης εμπειρίας. Ο ανθρώπινος Λόγος ως στοιχείο αυτής της εμπειρίας της ψυχής οδηγείται μέσα από τη συστηματική συνέπεια του Πλάτωνα στις παρυφές του θείου Λόγου, ενώ η φαινομενολογία της ανθρώπινης εμπειρίας "αίρεται" μέσα στη "Μεταφυσική" "Θεολογία" της ύψιστης Αρχής του Παντός. Ολες οι τροχιές που διανοίγει ο ανθρώπινος Λόγος οδηγούν σ' αυτή την "πρωτοπηγή" του "Αυτοενός", όπως σχολιάζει ο πλατωνιστής Πλωτίνος. Η οντο-λογική ορθολογικότητα οδηγεί στην τελευταία αρχή της ουσίας και της αλήθειας των Πάντων η ηθικο-πολιτική ορθολογικότητα οδηγεί στο ύψιστο Αγαθό ως το τέλος όλης της φυσικής και πρακτικής δραστηριότητας εν γένει. Η αισθητικο-ποιητική ορθολογικότητα οδηγεί στο ύψιστο κάλλος της ιδέας αυτής. Ολοι οι παραπόταμοι της ανθρώπινης εμπειρίας ανάγονται στην "κοινή" πηγή τους, που είναι η ύψιστη ιδέα του Αγαθού. Εάν δούμε τη σχέση συγκρότησης από τη σκοπιά του ανθρώπινου Λόγου, τότε ακολουθούμε την πορεία της ανόδου από τις "εκβολές" στην "πρωτοπηγή" του ποταμού. Εάν αντιθέτως προσποιηθούμε ότι είμαστε σε θέση να δούμε τη σχέση συγκρότησης αρχής και αρχομένου από τη "σκοπιά" του "θείου" Λόγου, τότε ακολουθούμε την πορεία της εξέλιξης από την πηγή στις εκβολές. Κάτω από μια τέτοια μεταφυσική = θεολογική σκοπιά, ο θείος Λόγος αυτοδιαφοροποιείται σε θεωρητικό, πρακτικό και ποιητικό Λόγο, ενώ ο ανθρώπινος Λόγος δεν είναι παρά ένα αδύναμο "έκτυπο" του θείου Λόγου. Εκείνο που έχει σημασία και για την ιστορία επίδρασης του Πλάτωνα (βλ. πλατωνισμός) είναι το πώς αυτός προσδιορίζει τη σχέση του ΑΛΗΘΙΝΟΥ, του ΑΓΑΘΟΥ και του ΚΑΛΟΥ στο μεταφυσικό επίπεδο της κατηγοριοποιήσεως του Θεού*. Προφανώς ο Πλάτων
191
Πλάτων θ ε ω ρ ε ί ό τ ι ο ι ό ρ ο ι α υ τ ο ί ε ί ν α ι σ υ ν ώ ν υ μ ο ι : η αλήθεια, η αγαθοσύνη και η "καλλοσύνη" = ομορφιά είναι σαν να έχουν την ίδια σημασία. Σύμφωνα μ" αυτή την υπερβατολογική εξίσωση
του ΕΝ5, του ΒΟΝυΜ και του ΡΙΙΙ,ΟΗΗυΜ,
ό,τι υπάρχει είναι αγαθό και ωραίο, ενώ το μη ον, το κακό και το άσχημο είναι πάλι συνώνυμα. Η ταύτιση του αγαθού και του καλού, που γίνεται στη γλώσσα μας σήμερα, απηχεί μια τέτοια μεταφυσική εξίσωση της ηθικής αγαθοσύνης και της αισθητικής "ομορφιάς", από την οποία αντλεί και η παιδαγωγική της καλοκαγαθίας το αριστοκρατικό "δέον" της. Πίσω από το πρωτείο του "αισθητικού" Λόγου στον Πλάτωνα, και στον ελληνικό πολιτισμό γενικά, εμφωλεύει ο κίνδυνος ενός αισθητικού ρατσισμού, που ταυτίζει τον αισθητικά άσχημο και τον ηθικά κακό. Πόσο μακριά απ" αυτό είναι ο προτεστάντης Κβπί, που κηρρύσσει το πρωτείο του πρακτικού Ηθικού Λόγου, που αφορά στην ηθική συνείδηση και όχι στην εμφάνιση του ατόμου, και ερμηνεύει το φυσικό κάλλος ως "σύμβολο" του ηθικού! Ο λόγος της φιλοσοφίας στον Πλάτωνα τελικά συγκροτείται απ' αυτή τη σχέση ανθρώπινου και θείου Λόγου. Η σύνταξη της φιλοσοφίας του Πλάτωνα είναι "οντο-θεο-λογική", για να μιλήσουμε με τον Ηβίάβροθτ. Όλη η ιστορία επίδρασης του Πλάτωνα (βλ. πλατωνισμός) έχει να κάνει με αυτή την εκδοχή σύνταξης του φιλοσοφικού Λόγου. Με τον Πλάτωνα εγκαινιάζεται η φιλοσοφία ως Μεταφυσική και Θεολογία. Σήμερα φιλοσοφούμε σε μια καινούρια φιλοσοφική "κατάσταση", όπου όλοι αποδεχόμαστε ως "αυτονόητο" το μήνυμα του μοντέρνου σοφιστή ΝίβΙζεοΙιβ' ότι ο "θεός έχει πεθάνει" και ότι ο πλατωνισμός στην αρχαιοελληνική και χριστιανική εκδοχή του δεν μπορεί να μας βγάλει από την "κρίση" της εποχής μας. Σε σχέση με τον φιλοσοφικό Λόγο ζούμε επίσης σε μια εποχή της "γλωσσικής στροφής", όπου επικρατεί η "αστική" αντίληψη της γλώσσας (Βθπ]3Γπίη), ότι η γλώσσα είναι κάτι το "δημιουργημένο" από την ανθρώπινη αυθαιρεσία. Μέσα σ' αυτή την "εκκοσμικευμένη" αντίληψη περί γλώσσας, η πλατωνική ή νεοπλατωνική φιλοσοφία της γλώσσας ηχεί ως "υβριστική" εκδοχή, αφού δεν αρκείται με την "ανθρώπινη" παραγωγή της γλώσσας, αλλά επιδιώκει και μια οιονεί θεολογική παραγωγή της. Φυσικά, υπάρχουν άλλες φωνές και σήμερα, όπως εκείνη του ΗθίάοςοβΓ αλλά και εκείνη του πρώιμου Βθηϊ3ΓΠίη, που αντιστέκονται στη θετικιστική α-
192
πολίθωση της γλώσσας και προσπαθούν να οργανώσουν και σήμερα τη φιλοσοφία από μια "ανταπόκριση" (ΕηΙερτθοίιυπς) του θείου και του ανθρώπινου Λόγου. Συνεπώς, ο Πλάτων εξακολουθεί ως τις μέρες μας να σηματοδοτεί μια "ιστορία" επίδρασης, που δεν έχει ακόμη κλείσει, όπως θα το ήθελαν μερικοί αφελείς εκπρόσωποι του φιλοσοφικού εξορθολογισμού μας. Η "παραδοξία" του φιλοσοφικού λόγου στον Πλάτωνα επικεντρώνεται στο κρίσιμο σημείο, ότι μας αυθυποβάλλει τη δυνατότητά του να μιλήσουμε για τον θείο Λόγο με τα μέσα του ανθρώπινου Λόγου. Ο Πλάτων δεν σέβεται αρχαία "σοφιστικά" και μοντέρνα "αστικά" ταμπού, που απαγορεύουν στη φιλοσοφία να μιλήσει γι' αυτό που δεν μπορεί τάχα να μιλήσει. Ο Πλάτων δίνει μια μάχη ενάντια στην "απολιθωμένη" καθημερινή γλώσσα μας, αλλά είναι βαθιά πεπεισμένος, μέσα από την "κριτκή" αυτής της απολιθωμένης γλώσσας, που είναι και το "κρησφύγετο" της Σοφιστικής, ότι θα επέλθει μια διεύρυνση του γλωσσικού ορίζοντα μας, που θα επιτρέψει στη φιλοσοφία ως "διαλεκτική" να υπερβεί τα σύνορα του ανθρώπινου Λόγου και να προσεγγίσει τον απορητικό και αινιγματικό για μας θείο Λόγο. Το ότι ο θεός και όχι ο άνθρωπος είναι το μέτρο των πάντων ως πλατωνικό πρόγραμμα κριτικής του αρχαίου Διαφωτισμού βρίσκει την εφαρμογή του στην ερμηνεία και κριτική όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, άρα και στη γλώσσα ως τον θεμελιώδη και πρωταρχικό θεσμό όλων των θεσμών. Ζ . Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Μ Ε Θ Ο Δ Ο Σ . Σ τ η ν κ α ρ δ ι ά της
πλατωνικής φιλοσοφίας αλλά και στο επίκεντρο του πλατωνισμού βρίσκεται η περίφημη διαλεκτική μέθοδος ή τέχνη. Στη μυθική επένδυση στην παρέκκλιση του Φίληβου' ο Πλάτων αποδίδει στον μυθικό ήρωα Προμηθέα τη δωρεά στους θνητούς της φωτιάς και της διαλέκτου. Η πρωταρχή του πολιτισμού συνδέεται με τη φωτιά ως στοιχείο της ΖίνίΙίεβΙίοπ και τη διάλεκτο ως στοιχείο της ΚυΙΙυτ. Στόχος του Πλάτωνα είναι να καλλιεργήσει αυτό το θείο δώρο και να αναπτύξει μια γενική θεωρία των όρων δυνατότητας της ανθρώπινης επικοινωνίας. Η διαλεκτική μέθοδος ή τέχνη είναι ο καρπός της καλλιέργειας αυτής της διαλέκτου από τον Πλάτωνα. Η διαλεκτική είναι μια τέχνη του Λόγου, ο οποίος, όπως είδαμε, αποτελεί το στοιχείο της φιλοσοφίας. Η διαλεκτική τέχνη συνδέεται με τον διάλογο, κάτι που εμείς σήμερα συνήθως το αγνοούμε, κυρίως
Πλάτων στην ευρωπαϊκή φιλοσοφική γλώσσα, όπου ϋίβΙβΚΜ έχει από καιρό απολέσει τη συγκροτησιακή σχέση της με τον διάλογο. Σχετικά παραδείγματα αυτής της "α-διαλογικής" διαλεκτικής είναι ο ΗβςβΙ και ο Αύοτπο (βλ. πλατωνισμός). Αντιθέτως, ο ΟβάβπτιβΓ είναι εκείνος που τονίζει ότι "η συνεννόηση επί της ουσίας" στον διάλογο είναι το" πρωταρχικό μοτίβο" της διαλεκτικής.Με τη διαλεκτική μέθοδο / τέχνη ως όρο δυνατότητας της διαλογικής συνεννόησης ο Πλάτων δίνει μια απάντηση στη Σοφιστική, η οποία καταστρέφει με τον επικοινωνιακό σκεπτικισμό της τη "δύναμη του διαλέγεσθαι" και διαστρέφει τη διαλεκτική σε αγωνιστική τέχνη της αναίρεσης του αντιπάλου, χωρίς να νοιάζεται για την αλήθεια των λόγων της. Ο Πλάτων θεωρεί τον διάλογο ως ταύτιση άποψης των συνομιλητών και όχι ως σύγκρουση δύο "αλληλοσυγκρουομένων" απόψεων. Η διαλεκτική του τέχνη δεν έχει τον "αγωνιστικό" χαρακτήρα "αντιπάλων", που μάχονται για την αλληλοεξόντωσή τους, αλλά τον "ερωτικό" χαρακτήρα φίλων, που διαλέγονται για την εξεύρεση της κοινής "άποψης", δηλαδή της Ιδέας, που θα τους βοηθήσει να οργανώσουν την εμπειρία τους, όπως και την επιστήμη και τη φιλοσοφία, σύμφωνα με την κοινή προοπτική της Ιδέας. Με σύγχρονους όρους, ο Πλάτων θεωρεί την επικοινωνία σύμφωνα με το μοντέλο της "ατελούς τελειότητας", ενώ η Σοφιστική ακολουθεί μάλλον το μοντέλο της "απίθανης κανονικότητας" (ΙυΙιπιβηη). Η σύσταση της ιδέας ως όρου δυνατότητας διαλογικής συνεννόησης αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει μια καθολική συναίνεση μεταξύ των συνομιλητών, καταπολεμώντας ταυτοχρόνως τη "διαστροφή" της επικοινωνίας, όπως την επιτηδεύεται η Σοφιστική". Η διαλεκτική μέθοδος ή τέχνη εμφανίζεται κατ' αρχήν ως αρνητική ή ελεγκτική και στη συνέχεια παίρνει έναν θετικό ή συστηματικό χαρακτήρα. Πολλοί συνδύασαν αυτές τις δύο μορφές διαλεκτικής με την "εξέλιξη" της ίδιας της πλατωνικής φιλοσοφίας από την πρώτη σωκρατική φάση στη δεύτερη αυθεντική πλατωνική φάση. Αλλοι, όπως ο ΗβςβΙ, ερμήνευσαν αυτή τη δισημία ως αναγκαία μετάβαση της πλατωνικής διαλεκτικής από την αρνητική στη θετική "στιγμή" της. Το πρόβλημα του μεθοδολογικού πλουραλισμού ή μονισμού παραμένει όμως. εάν λάβουμε υπόψη μας ότι η διαλεκτική μέθοδος μεταμορφώνεται από έλεγχο σε "υπόθεση", σε διαίρεση και συναγωγή και
Φ.Λ.. Δ-13
σε "κοινωνία των γενών". Πειστική είναι όμως η ερμηνευτική πρόταση του ΟβάβπίΘΓ να ξεκινήσουμε από την "ευπορία" της διαλεκτικής θεωρίας στον Φίληβο και από εκεί να ανασυγκροτήσουμε τις προγενέστερες φάσεις της. Με την πρόταση αυτή καταδείχνεται η "ενότητα" της διαλεκτικής μεθόδου και γίνονται κατανοητές οι προηγούμενες φάσεις της. Η πλατωνική διαλεκτική μέθοδος κινείται σ' "όλες" τις φάσεις της γύρω από τη διαλεκτική σχέση του "Εν και Πολλά". Η σχέση αυτή δεν θα πρέπει να συγχέεται με το πρόβλημα της "μέθεξης" του ατομικού στο γενικό, αφού στον Πλάτωνα εξακολουθεί να ισχύει ο χωρισμός των δύο κόσμων, και δεν τίθεται ζήτημα εξατομίκευσης της Ιδέας ούτε στο οντο-λογικό ούτε στο ηθικο-πολιτικό επίπεδο (βλ. πλατωνισμός). Στη διαλεκτική του "Εν και Πολλά" η ιδέα δεν εκλαμβάνεται "οντολογικά" ως ουσία, αλλά "λειτουργικά" ως "σκοπιά", άποψη της σύλληψης των πολλών. Η διαλεκτική μέθοδος του ενός και των πολλών οργανώνει και ρυθμίζει δύο φαινομενικά αντιφατικές πορείες: από τη μια τη "σύνοψη" της πολλότητας της εμπειρίας κάτω από την ενότητα της ιδέας, από την άλλη τη "διακριτική" διαφοροποίηση της πολλότητας αυτής. Οι όροι του Πλάτωνα γι' αυτά είναι "συναγωγή" και "διαίρεση". Η διαλεκτική δραστηριότητα είναι συνοπτική, συναγωγική και διαιρετική, διακριτική "ταυτοχρόνως", αφού αυτά αποτελούν "στιγμές" μιας διαλεκτικής διαδικασίας. Ο Πλάτων είναι πολύ πιο κοντά στον ΚβηΙ, ο οποίος εκλαμβάνει την υπερβατολογική μέθοδο ως σύνθεση μιας πολλαπλότητας με βάση την ενότητα της έννοιας. Αντιθέτως, η εκδοχή του Ηθ9βΙ της διαλεκτικής μεθόδου ως διαμεσολάβησης των "δύο" αντιφάσεων φαίνεται να απομακρύνεται από την πλατωνική διαλεκτική. Στην ουσία ο ΗΘ^ΘΙ "δουλεύει" με τη σοφιστική άποψη της διαλεκτικής ως διαμάχης θέσης και αντίθεσης, υπερβαίνοντάς την φυσικά στα πλαίσια της διαμεσολάβησης των αντιθέσεων, που δεν έχουν καμιά σχέση με τις "διακρίσεις" του Πλάτωνα. Η διαλεκτική τέχνη ως "δώρο" του Προμηθέα είναι μια προμήθεια (ή μια "μηχανή", όπως λέγει ο Πλωτίνος), ένας τρόπος "άποψης" της ανθρώπινης εμπειρίας εν γένει. Όπως και κάθε άλλη τέχνη, η διαλεκτική εξασφαλίζει μια "προκαταρκτική" γνώση, που την προϋποθέτουμε όταν κάνουμε προσωπική, εκ των υστέρων εμπειρία. Η διαλεκτική μέθοδος της διαίρεσης και της συναγωγής, του ενός και των
193
Πλάτων πολλών, προϋποθέτει την "κοινωνία των γενών" ως "οντολογική" βάση της. Η "ενότητα" της σύνοψης προϋποθέτει την ουσία, την ταυτότητα και τη στάση- η "διάκριση" της πολλότητας προϋποθέτει αντιθέτως το μη ον, το έτερον, την κίνηση. Η διαλεκτική μέθοδος έχει τον χαρακτήρα της "εξήγησης" και όχι της "έρευνας"· και στον Πλάτωνα ισχύει λοιπόν ο "ερμηνευτικός" χαρακτήρας της φιλοσοφικής δραστηριότητας (Αύοιπο). Φυσικά η διαλεκτική εξήγηση αρχίζει από τις λέξεις, π.χ. Έρωτας, Αγαθόν, Επιστήμη. Αλλά η επεξήγηση δεν έχει τον χαρακτήρα "λεκτικής" ανάλυσης. Εκεί που σκοπεύει η διαλεκτική "επεξήγηση" είναι η εξασφάλιση της ενότητας της "ιδέας" και ταυτοχρόνως η "διάκριση" όλων των ειδών εκείνων που μπορούν να "συνοψισθούν" κάτω από την προοπτική της Ιδέας. Η αδυναμία της καθημερινής ή "σοφιστικής" ανάλυσης είναι ότι αυτή προσκολλάται στην "απατηλή" ενότητα, που μας αυθυποβάλλει η λέξη των προαναφερθέντων όρων, χωρίς τη συγκεκριμένη "διάκριση" των ειδών της πολλότητας που μπορεί να "συνοψισθούν" από την ιδέα. Αλλά ούτε και "αριθμητική" είναι η διαλεκτική επεξήγηση. Η "ενότητα" είναι εννοιολογικός προσδιορισμός μιας "διακριτέας" πολλότητας και όχι η αριθμητική ενότητα κάτω από την οποία συνοψίζονται "μονοειδή" άτομα. Αλλά και η πολλότητα των "διακεκριμένων" ειδών δεν είναι ο μετρημένος αριθμός μιας σειράς ομοειδών ατόμων. Η διαλεκτική επεξήγηση είναι "γνωστική": με την εξασφάλιση μιας εννοιολογικής ενότητας και την εφαρμογή της πάνω σε μια πολλότητα διακεκριμένων ειδών επιδιώκεται η γνώση της αλήθειας των όντων. Η σχέση μεταξύ λέξεως, ιδέας και αριθμού αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα σημεία της πλατωνικής φιλοσοφίας. Ιδιαιτέρως η θεωρία συγκρότησης του όψιμου Πλάτωνα, με βάση τις αρχές του ενός και της αόριστης δυάδας, φουντώνει κατά καιρούς τα μοντέρνα "θετικιστικά" οράματα της αναγωγής της ιδέας σε αριθμό. Αλλά εάν λάβουμε υπόψη τα αποτελέσματα της ερμηνείας (στους ΝβΙοιρ και ΤβγΙοΓ, καθώς και στον δΙβηζΘΐ) μάλλον πρόκειται για το "λογικιστικό" εγχείρημα αναγωγής της Αριθμητικής σε Λογική. Ε ν πάση περιπτώσει, η διαλεκτική επεξήγηση έχει γνωστικό και όχι γλωσσικό ή αριθμητικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην εξασφάλιση των όρων δυνατότητας "διαλογικής" επικοινωνίας και όχι επιστημονικής εμπειρίας. Η διαλεκτική επεξηγηματική μέθοδος έχει "κα-
194
θολική" χρήση, δεν αφορά μόνο στην εσωτερική δραστηριότητα ορισμένων μεμυημένων φιλοσόφων που δημιουργούν έναν δικό τους κόσμο και μιλούν γι' αυτόν μεταξύ τους εκτός δημοσιότητος. Κατ' αρχήν ισχύει για την ανθρώπινη εμπειρία εν γένει. Η θεωρία των όρων δυνατότητας επικοινωνίας αφορά σε όλους μας, που τις περισσότερες φορές πέφτουμε θύματα "συνθημάτων", τα οποία καθυποβάλλουν την "ενότητα" μιας δήθεν έγκυρης "άποψης", χωρίς να μπορεί ο καθένας μας να προχωρήσει στη διαλεκτική εξάσκηση της συναγωγής και της διαίρεσης. Όλοι ονειρεύονται σήμερα τον "κριτικό πολίτη", χωρίς να γνωρίζουν ότι η κριτική περνά μέσα απ' αυτή τη "διαλεκτική" διαδικασία που προτείνει ο Πλάτων. Η "διαστροφή" της ανθρώπινης επικοινωνίας μπορεί να θεραπευθεί μόνο με το "θείο δώρο" του Προμηθέα / Πλάτωνα. Αλλά η διαλεκτική μέθοδος είναι η βάση και όλων των άλλων τεχνών. Ο Πλάτων αναφέρει τα παραδείγματα της Μουσικής, της Γραμματικής και της Ρητορικής, οι οποίες εφαρμόζουν τη διαλεκτική του ενός και των πολλών στο σύστημα των τόνων, των στοιχείων και του πολιτικού Λόγου. Η καλή τέχνη εξαντλεί τις δυνατότητες της διαλεκτικής τέχνης συνδυάζοντας κατάλληλα τη μαξίμα της σύνοψης και της διαίρεσης, προσδιορίζοντας εντέχνως όλο το φάσμα μουσικού, γλωσσικού ή ρητορικού σύμπαντος. Ειδικότερα ο πολιτικός Λόγος θα μπορούσε να "επιτύχει" πολλά, εάν εφάρμοζε τις μαξίμες της διαλεκτικής μεθόδου. Όλοι φλυαρούν περί "δημοκρατίας", αλλά πόσο θα προχωρούσε ως "πολιτική παιδεία" των πολιτικών και του πολίτη εάν κάναμε τον κόπο να διακρίνουμε τα πολλά είδη της άμεσης και αντιπροσωπευτικής, της ατομικής και μαζικής, της ομόφωνης και πλειοψηφικής, της λαϊκής και κομματικής, της φορμαλιστικής και ουσιαστικής. Αλλά και όλη η πολιτική συζήτηση πάσχει από απουσία της "φλόγας" του Προμηθέα. Τέλος, η διαλεκτική μέθοδος βρίσκει τη χρήση της στην "οντο-θεολογία" της πλατωνικής φιλοσοφίας. Τόσο η "θεωρία των Ιδεών" όσο και η "θεολογία" κάνουν χρήση της διαλεκτικής μεθόδου. Στόχος της διαλεκτικής μεθόδου είναι η ιδέα του Αγαθού και η φιλοσοφική κατηγοριοποίησή της: η σχέση "εν και πολλά" αφορά στη σχέση της απόλυτης αρχής και του νοητού καθώς και του αισθητού κόσμου. Αρχίζοντας "αναζητητικά" από τη βάση του εμπειρικού κόσμου ως πολλότητας και προχωρώντας την
Πλάτων πορεία της συναγωγής - σύνοψης καταλήγουμε στον θεό. Αρχίζοντας "εκθετικά" από την κορυφή της ύψιστης ενότητας προχωρούμε μέσω "διακριτικών" βημάτων της διαίρεσης διάκρισης στην πολλότητα των όντων. Αλλά και στη μεταφυσική περίπτωση ισχύει το ίδιο: η μέθοδος προς άνω και προς κάτω είναι η ίδια, η διαλεκτική. Η'. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ. Η θεωρία των Ιδεών είναι ο "θεωρησιακός πυρήνας" της πλατωνικής φιλοσοφίας (ΝεΙοφ) ή η "θεωρησιακή ουσία" της (ΗβςβΙ). Όλη η ένδοξη ιστορία επίδρασης του Πλάτωνα (βλ. πλατωνισμός) έχει ως κύριο άξονά της αυτή τη θεωρία των Ιδεών. Η θεωρία των Ιδεών είναι "συναφειακή" και "προοπτική", αφού ο Πλάτων αλλάζει κατά καιρούς τον "τόπο" θεματοποίησης, ανάλογα με το σε ποια βαθμίδα της γνωστικής και οντολογικής "κλίμακας" "πατάει" ο θεωρός της Ιδέας. Εάν κανείς θεωρήσει τις ιδέες όπως αυτές "πραγματοποιούνται" στα "αισθητά" όντα, τότε η θεωρία είναι "αισθητική"· εάν κανείς τις θεωρήσει όπως παραμορφώνονται μέσα στην "απεικόνιση" των αισθητών, τότε η θεωρία είναι "φαινομενολογική". Αντιθέτως, εάν κανείς θεωρήσει τις ιδέες όπως αυτές πραγματοποιούνται στα αισθητά αλλά επεξηγούνται μέσα από την "ορίζουσα" διαλεκτική δραστηριότητα, τότε η θεωρία είναι λεκτική, γλωσσική και "λογική"· εάν όμως οι ιδέες θεωρηθούν "αυτές καθ' αυτές" χωρίς την ανάμειξή τους με τα αισθητά, τις εικόνες ή τους λόγους, όρους τους, τότε η θεωρία γίνεται "θεωρησιακή", με την προαναφερθείσα έννοια του όρου. Τέλος, εάν θελήσουμε να θεωρήσουμε εποπτικά και συστηματικά αυτές τις βαθμίδες της γνωστικής και οντολογικής κλίμακας, η θεωρία γίνεται "μυστικιστική", αφού δεν μπορούμε ούτε να θεαθούμε ούτε να διανοηθούμε ούτε να αισθανθούμε ούτε να "αντανακλάσουμε" σε εικόνες, πώς από την πρωτοπηγή του Παντός, την ιδέα του Αγαθού, παράγεται και γνωρίζεται αυτή η κλίμακα. Το αντικείμενο της θεωρίας αυτής, οι ιδέες, διαφοροποιούνται επίσης, αφού δεν υπάρχει μόνο μία Ιδέα, αλλά και πολλές άλλες επί μέρους ιδέες, των οποίων αυτή αποτελεί την ύψιστη αρχή. Ο Πλάτωνας καλύπτει με τη θεωρία των Ιδεών "όλες" τις πτυχές του ανθρώπινου πολιτισμού: τη θεωρητική, την πρακτική και την ποιητική. Η θεωρία των Ιδεών είναι "συναφειακή" και "προοπτική" ως θεωρία, αλλά "καθολική" και "απόλυτη" όσον αφορά στο θέμα της, τις ιδέες. Δεν υπάρχει τίποτα
από την ανθρώπινη δραστηριότητα που να μη γίνεται δικό τους θέμα. Επομένως, η θεωρία του Πλάτωνα για τις ιδέες έχει μέσα της τη λογικο-γνωστική, την ηθικο-πολιτική και την ποιητικο-καλλιτεχνική διάσταση. Το μεγαλείο της θεωρίας των Ιδεών είναι ότι αυτή προσφέρεται ως "όρος δυνατότητας" διαφοροποιήσεως και ενοποιήσεως όλων των πτυχών της ζωής μας από μία "κοινή" Αρχή, τις Ιδέες και την ΙΔΕΑ. Η προσέγγιση του Πλάτωνα στις Ιδέες είναι, με όρους της μεσαιωνικής διαμάχης περί Ιδεών (βλ. πλατωνισμός), "ρεαλιστική". Σε όλες τις συνάφειες του κειμένου του ο Πλάτων τονίζει το "αυτό καθ' αυτό" της Ιδέας. Ο νους του ανθρώπου δεν "δημιουργεί", δεν παράγει ιδέες, αλλά απλώς τις "θεάται". Η έλλειψη δημιουργικότητας του Νου είναι το θεμελιώδες γνώρισμα του πλατωνικού φιλοσοφείν. Η "πρωταρχή", η "ανάδυση" (ΙίΓδρΓυης) της Ιδέας δεν γίνεται με την παραγωγή του Νου, αλλά από μια ανώτερη, υπεράνθρωπη αρχή, που τελικά είναι ο ίηίβΙΙβοΙυδ βΓοήθΙγρυε του Θεού. Ο Πλάτων προεκτείνει την ανθρώπινη "ποιητικότητα" των Ιδέων στον Θεό, ο οποίος γίνεται έτσι ο κατ' εξοχήν "Ποιητής" της Ιδέας, ενώ ο ανθρώπινος Νους "υποβιβάζεται" σε ταπεινό και υπάκουο "θεωρό" της θεϊκής ενέργειας. Σήμερα είμαστε έτοιμοι, εμπλουτισμένοι με τη "διαφωτιστική" εμπειρία της "νεωτερικότητάς" μας, να αναφωνήσουμε: Στοπ! εδώ γίνεται "πραγμοποίηση" και "υποστασιοποίηση" των Ιδεών. Ερωτάται όμως από ποια σκοπιά θα κάνουμε αυτή την κριτική. Μα απλούστατα, από τη σκοπιά του "νομιναλισμού"*, του αιώνιου αντίπαλου του "ρεαλισμού"* των Ιδεών. Αν όμως όλα είναι ηοππίηβ, λέξεις, χωρίς σημασία και νόημα, τότε πώς θα ανασυγκροτήσουμε τις προαναφερθείσες πτυχές του πολιτισμού μας; Η αρχαία ελληνική σκέψη δεν "έβγαλε" μόνο τον ρεαλισμό της ιδέας, αλλά και τη νομιναλιστική κριτική της στον αντιπλατωνιστή Αντισθένη*. Ετούτος ενίσταται, ότι εγώ βλέπω κρεβάτι, αλλά δεν βλέπω "ιδέα" του κρεβατιού. Και ο Πλάτων του απαντά μη "επικοινωνιακά", και μάλλον αυταρχικά: μα δεν έχεις το μάτι -του νου- γι' αυτό. Πράγματι, δεν υπάρχει εξαναγκασμός στην κατανόηση ή παραδοχή της Ιδέας: διάλογος δεν γίνεται για τις Ιδέες, αλλά με την "προύπόθεση" της ιδέας. Μια λειτουργική "κονσεπτουαλίστικη" εκδοχή της Ιδέας είναι να τη θεωρήσουμε ως "άποψη", "σκοπιά", "σημείο" παρατήρησης (ΟβδίοΗίδρυηΜ). Υπάρχουν επίσης πολλές αναφορές στον Πλάτωνα. Η νε-
195
Πλάτων οκαντιανή ερμηνεία από τον ΝβΙοφ προσπάθησε να "περάσει" αυτή την εκδοχή: το "αυτό καθ' αυτό" αφορά όχι σε μια "αναλλοίωτη" ουσία, που μας απομακρύνει από τη θεώρηση του κόσμου, αλλά σε μια σταθερή "προοπτική" θεώρησης, χωρίς άλλη επιλογή. Ο Πλάτων, όπως και ο "λειτουργικός" πλατωνιστής ΚβπΙ, πιστεύουν ότι τελικά πρέπει να παραδεχτούμε μια σταθερή και αναλλοίωτη "προοπτική", για να διασώσουμε τα φαινόμενα. Το κακό είναι μόνο πως, όταν εκλάβουμε την Ιδέα ως προοπτική, τότε ανοίγουμε τον "ασκό του Αιόλου" για πολλές άλλες "προοπτικές". Αυτό είναι και το σημείο όπου ο ΝίβΙζεοίιβ προχωρεί σε μια "αποδόμηση" του πλατωνισμού εναντιούμενος, όπως και ο Αντισθένης, στο: "Εγώ, ο Πλάτων, είμαι η Αλήθεια". Ο Πλάτων δεν είναι όμως "δογματικός" φιλόσοφος, που επιδιώκει να επιβάλει την "άποψη" της Ιδέας χωρίς συζήτηση. Αντιθέτως, όπως δείχνει στο έργο του και κυρίως στον Παρμενίδη, έχει επίγνωση των "αποριών" που προκύπτουν από τον "χωρισμό και τη μέθεξη" μεταξύ των δύο κόσμων, του αισθητού και του νοητού. Τελικά, όμως, πιστεύει ότι, εάν δεν αποδεχτούμε τις ιδέες, τότε δεν θα μπορέσουμε να "καταλάβουμε" κάτι από τον κόσμο, αλλά θα παραμείνουμε δέσμιοι της γλώσσας και του νομιναλισμού ως της κατάλληλης προς τούτο κοσμοθεωρίας. Σ' αυτό βοηθάει ότι ο Πλάτων έχει μια "δυσπιστία" στη γλώσσα, το στοιχείο της Σοφιστικής, την οποία θεωρεί γι' αυτό όχι όργανο συνεννόησης, αλλά μάλλον "παραπλάνησης". Στον Πλάτωνα υπάρχει ένας πολλαπλός "χωρισμός" και μια πολλαπλή "μέθεξη", ανάλογα εάν πρόκειται για το "γεφύρωμα" του αισθητού και της εικόνας του, του διανοητικού και της ιδέας, ή όλων αυτών και της ιδέας του Αγαθού. Η "διαλεκτική" του Ενός και των πολλών προσφέρεται εδώ ως γεφυροποιός, όπως επίσης η "σημειωτική" του πρωτότυπου και της εικόνας. Η "μέθεξη" εκλαμβάνεται ως "μίμησις" αλλά και ως "απεικόνιση" ενός πρωτοτύπου. Το εν και τα πολλά διαμεσολαβούνται "διαλεκτικά" δια της συναγωγής και της διαίρεσης, αλλά και "σημειωτικά" δια της απεικονιστικής αναπαράστασης του ενός πρωτοτύπου στα πολλά αντίγραφα. Αυτές οι δύο εκδοχές της διαμεσολάβησης των δύο κόσμων και των κόσμων αυτών και της ιδέας του Αγαθού συζητιούνται. αλλά τελικά φαίνεται να επικρατεί η "γνωσιοθεωρητική" εκδοχή της σαφούς και διακεκριμένης σύνοψης. Αντιθέτως, με τη δια-
196
μεσολάβηση κυρίως του νεοπλατωνισμού φαίνεται να έχει επικρατήσει η "σημειωτική" εκδοχή: ενώ η "γνωσιοθεωρητική" εκδοχή συνδέεται, όπως είδαμε, με τη "διαλογική" αφετηρία της πλατωνικής διαλεκτικής, η σημειωτική εκδοχή, της απεικόνισης του αρχέτυπου στο έκτυπο, είναι μια προ-γλωσσική, "αδιαλογική" μορφή διαμεσολάβησης. Το μοναδικό Εγώ του παρατηρητή, του μοναχού της "εκχριστιανισμένης" ψυχής, θεάται τον κόσμο ως ένα πελώριο σύστημα καθρεπτισμού και απεικόνισης. Ολόκληρος ο κόσμος των πέντε υποστάσεων της ύλης, της φύσης, της ψυχής, του νου και του Αυτοενός "συνδέεται" μεταξύ του και εξασφαλίζει τη συνοχή και ευταξία του μέσω αυτού του μηχανισμού της απεικόνισης. Ο Λόγος του Θεού και του κόσμου δεν είναι η γλώσσα ως λέξη, αλλά η εικονική αναπαράσταση, όπου το πρωτότυπο, οι ιδέες στον αρχέτυπο Νου του Θεού "απεικονίζονται" στις ιδέες του ανθρώπινου νου' αυτές "απεικονίζονται" στα αισθητά όντα, και αυτά απεικονίζονται στις "σκιές" της φαινομενικότητας, στη γνώση, την πράξη και την ποίηση της "απεικονιστικής" ψυχής μας. Οι απορίες του ταυτόχρονου χωρισμού και μέθεξης μεταξύ του ενός και των πολλών ως πρωτοτύπου και εικόνας βρίσκουν τελικά τη λύση τους, εάν τις εντάξουμε στη γνωστική, σημειωτική και οντολογική "κλίμακα", όπως την εκθέτει ο Πλάτων και την τελειοποιούν οι μεταγενέστεροι ερμηνευτές του του ελληνικού και χριστιανικού νεοπλατωνισμού στον Αυγουστίνο* και τον Πλωτίνο. Ο Πλάτων συζητά την άποψη οι ιδέες να είναι μέσα στα πράγματα, έξω από τα πράγματα ή και σε κάποιο άλλο τόπο, που ξεπερνά τον "πρώτο κόσμο" των αισθητών και τον δεύτερο κόσμο της ψυχής, χωρίς να τον προσδιορίζει τελικά. Η δημιουργική ερμηνεία του Πλάτωνα από τους έλληνες και χριστιανούς μαθητές του προτείνει λύσεις: οι ιδέες είναι "μέσα στα πράγματα", "μετά από τα πράγματα" στην ανθρώπινη σκέψη και "πριν από τα πράγματα" ως σκέψεις στο πνεύμα του Θεού. Ολες οι εκδοχές γίνονται αποδεκτές, αλλά εντάσσονται μέσα στην "εννοιολογική πυραμίδα" (ίβίεβςβπς) της μεσαιωνικής χριστιανικής ΟΓόο. Η θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα εντάσσεται έτσι σε ένα νέο κοσμοείδωλο, που συνδυάζει τη χριστιανική πίστη στον Θεό δημιουργό και την ελληνική φιλοσοφία, των πέντε υποστάσεων του Πλωτίνου και των "πέντε φωνών" του Αριστοτέλη.
Πλάτων Με αυτή την εκχριστιανισμένη και θεολογικοποιημένη εκδοχή της, η θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα θα χρησιμεύσει ως βάση για την ενάρθρωση της χριστιανικής κοσμοθεωρίας της Ευρώπης. Ιδιαίτερα η τρίτη εκδοχή, ότι οι ιδέες είναι οι "σκέψεις του Θεού πριν από τη δημιουργία του Κόσμου", θα δεσπόσει σ' όλη την ιστορία επίδρασης του Πλάτωνα, μέσω του "χριστιανικού", του "αναγεννησιακού" και "μπαρόκου" πλατωνισμού ως τις μέρες του Διαφωτισμού*, όπου αρχίζει και ο εξορθολογισμένος και απομυθοποιημένος πλατωνισμός στον ΚβπΙ και ΗβςβΙ. Με τον ΚβπΙ οι "ιδέες" απελευθερώνονται από την κυριαρχία του Θεού και γίνονται πάλι κανονιστικές αρχές του ανθρώπινου Νου ως Λόγου. Η αναμνηστική αναδρομή του ΚβπΙ στην πλατωνική Ιδέα γίνεται με την πεποίθηση ότι ο Πλάτων ενέχει ένα ορθολογικό δυναμικό, το οποίο σκεπάζεται από την "ποιητική" έκφραση και απο την πλατωνική παράδοση. Αλλά εκείνος που εκλογικεύει και εκκοσμικεύει πλήρως τη θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα είναι ο ΗβςβΙ, ο οποίος την αποκαθαίρει από το ποιητικό, μυθικό και "μυστικιστικό" ένδυμά της και την επενδύει για μια "ανασυγκρότηση του φιλοσοφικού Λόγου", όπου ο Πλάτων γίνεται ο κύριος συνομιλητής του ΗβςβΙ την ώρα που αυτός αναλαμβάνει τον παράδοξο και "υβριστικό" ρόλο να αποδομήσει και να σώσει φιλοσοφικά τη Θεολογία*. Βιβλιογρ.: ΑΙΙΘΠ Η. Ε . (θ<1). 51υάιβε ιη Ρΐ3ΐο'εΜθΙβρήγείεε. 1968.- ΒΓΟΟΚΘΓ \Λ/., Ρ/3/05 ββερτβεΜθ. 1964 - ΟβιϋοΙβν Ϋ . ΡΙβΙοι15 δρίβεΙιρΝΙοεορΜίβ. 1972.- 0ιοςβηβ5 1_3θΓΐιυ$. ϋύβίίθίζυηρ ΑρβΙΙ. 1967.- ΡΊΒΜ Ο. Ο.. 77ιβ ρΝΙοεορΜγ ο! ΡΙζΙΟ. 1956.- 03ύ3ΐτιβΓ <3.. Ρ/3/05 ϋΐ3ΐθΙ<Ιι$0^β ΕΙΜΗ. 1968·.- ΟοΓπρβΓΖ ΤΙν. ΟήβεΙιιεείιβ ΟβηΗβί II. 1925.- ΗΒ^ΒΙ Ο.. ΟβεεΙιίεΜβ όβτ ΡΜοεορΝθ 2. 1959 - ΗΘΊ£)699ΘΓ Μ.. ΡΙδΙοηε ίεήίβ νοη άετ ΐν3/7/·ήβ/(. 1947 - ΗοΙίΓηβηπ Ε.. ΡΙβΙοη. ΕιηΙυύωης ϊη εβίη ΡήίΙοεορΗβΓβη, 1961.ϋθδΓυοΙίϊ Θ.. Ρΐ3ΐοηε Επίν/κΜυηρ ζυτ Ο/β/βΜΛ. 1949 Μ3ΓΚΙ8 0.. ΡΙβΙοη υηϋ ϋβε ΡίοΰΙβΓη ϋβί ΒρτΒεΗρΝΙοεορΝβ. 1978.- του ίδιου. 3βυεευίβ ςβ^βη ΡΙβΙοη. 1980 - Ν Β Ι Ο Φ Ρ.. ΡΙβΙοηε ΙόθβηΙβ^Γβ. 1961.- του ίδιου. Η περι των Ιδεών θεωρία του Πλάτωνος, 1929.- Πλάτων. "ΡΙβΙοηίϊ ορβΓ3". βύ. ΒυτΚθΙ, 1902 - ΡορρβΓ Κ.. ΟΘΓ Ζβυύθτ ΡΙβΙοηε. 1957 Βΐ|ΐ33Γ5(Ί3ΓΗ ϋ.. ΡΙβΙοη υόβΓ όιβ 8ρΓ3ε!>β. 197850ΜΘΙΘΓΓΓΙ30/ΙΘΓ Ο., ΡΙβΙοηε I νβτΚβ. υ6βΓ56ΐζυης. 1957 ΤβγΙΟΓ Α. Ε.. ΡΙ3/0. ΓΛβ ΜΒΠ βηό ή/5 \ΝθίΗ. 1957.Τίΐ6θ<3θΓ3ΐ(ορουΙθ5 ϋ., Ρΐ3ΐοηε ΟίβΙβΜϊΙί άβε 3βίηε. 1927.του ίδιου. Εισαγωγή στον Πλάτωνα, 1975'.- \Λ/ΘΙΖ$3ΟΚΘΓ Ο.. Ο/β ΕΙΠΙΊΘΙΙ άθί ΝαΙυτ. 1974.- ΖβΙΙθΓ Ε.. Οίβ ΡΜοεορΙιϊθ άβί ΰήβοήβη ίη Οΐίβτ ςβεο^ίεΐΊΐΙιοΙίθη ΕηΜΜυηρ II β. 1963.
Δημ.
Μαρκής
(Προσθήκη στο λ. Πλάτων) Πλάτων (427-347 π.Χ.). (α) ΠΗΓΕΣ. Ο Πλάτων
είναι από τους λίγους φιλοσόφους της ελληνικής αρχαιότητας για τον οποίο διαθέτουμε πληθώρα βιογραφικών και άλλων πληροφοριών για τη ζωή του. Αλλά, βέβαια, ούτε όλες οι πληροφορίες μας είναι αξιόπιστες ούτε έχουν πληρότητα. Κατά την παράδοση, λοιπόν, τρεις φιλόσοφοι από τον κύκλο των μαθητών του έγραψαν "βιογραφίες" ή καλύτερα κατέγραψαν πληροφορίες και εντυπώσεις για τη ζωή και από τη διδασκαλία του Πλάτωνα. Ο Ξενοκράτης* είχε γράψει ένα έργο, βιογραφικού χαρακτήρα, Περί Πλάτωνος βίου, καθώς επίσης και ο ανηψιός του φιλοσόφου, ο Σπεύσιππος*, έγραψε Εγκώμιον Πλάτωνος. Κατά το λεξικό της Σούδας*, τέλος, ο Φίλιππος ο Οπούντιος* έγραψε κι αυτός ένα έργο Περί Πλάτωνος. Απ' αυτές τις αρχαίες πηγές ελάχιστα διασώζονται, πληροφορίες και αναφορές. Αντίθετα, πληθώρα βιογραφικών στοιχείων του Πλάτωνα μας διασώθηκαν από την ελληνιστική εποχή, χωρίς μεγάλη αξιοπιστία πάντως. Η καλύτερη πηγή πληροφοριών μας παραμένει το τρίτο βιβλίο του έργου Βίοι φιλοσόφων, που το αφιερώνει ολόκληρο ο Διογένης Λαέρτιος* στον Πλάτωνα (3ος αι. μ.Χ.). Στις πηγές συγκαταλέγεται τέλος η 7η επιστολή του φιλοσόφου που έχει χαρακτήρα απολογίας, (β) Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ. Ο Πλάτων ήταν γόνος μιας από τις αριστοκρατικότερες οικογένειες της Αθήνας. Από την πλευρά του πατέρα του Αρίστωνα η γενιά του έφθανε ως τον (μυθικό) βασιλιά της Αθήνας Κόδρο και από τη μητέρα του Περικτιόνη ως τον Σόλωνα. Ο πατέρας του πέθανε νωρίς και η μητέρα του από τον δεύτερο γάμο της συγγένεψε με την αριστοκρατική επίσης οικογένεια του Κριτία (συναρχηγού των τριάκοντα τυράννων). Αδελφός της μητέρας του ήταν ο Χαρμίδης. Είχε δύο ακόμα αδελφούς: τον Αδείμαντο και τον Αρίστωνα και ίσως μία αδελφή, την Πωτώνη (μητέρα του Σπεύσιππου*), κατά τον Διογένη Λαέρτιο (3,4). Όπως ήταν επόμενο, ο Πλάτων έλαβε άριστη παιδεία, μολονότι η τρυφερή νεότητά του συμπίπτει με την ταραγμένη εποχή / εικοσαετία του Πελοποννησιακού πολέμου. Οπως συνηθιζόταν στα αριστοκρατικά γένη, η ποίηση, η φιλοσοφία, η πολιτική, η γυμναστική και η μουσική παιδεία αποτελούσαν παράδοση και προτεραιότητα. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ιππικό, στο αριστοκρατικό σώμα δηλαδή του αθηναϊκού στρατού. Πριν γνωρίσει τον Σωκράτη* φαίνεται ότι είχε ακούσει ή διαβάσει μερικούς διάσημους για την
197
Πλάτων εποχή δασκάλους της φιλοσοφίας: τον Αναξαγόρα* τον Κλαζομένιο, από τον οποίο έμαθε τη φιλοσοφία των Στωικών* φιλοσόφων, και τον ηρακλειτικό Κρατύλο*. Επίσης γνώρισε τις απόψεις των μεγάλων σοφιστών* και ως ένα βαθμό των Ελεατών από τον φίλο του Ευκλείδη* τον Μεγαρέα και των Πυθαγορείων* από τον Κέβητα* και τον Σιμμία* τους Θηβαίους. Η παιδεία του και η παράδοση της οικογενείας του τον οδηγούσαν προς την πολιτική και όχι προς τη φιλοσοφία*. Εγραψε ποίηση και τραγωδίες" ίσως και αυτό να ήταν μέσα στα ήθη της αθηναϊκής αριστοκρατίας. Αλλά η αποφασιστική στιγμή της ζωής του ήτανε η γνωριμία του με τον Σωκράτη, όταν ήταν περίπου 20 ετών, δηλαδή το 407 π Χ Η αινιγματική και συγχρόνως άκρως γοητευ. :κή προσωπικότητα του Αθηναίου αυτού φιλοσόφου άσκησε στην ψυχή του προικισμένου νεαρού αριστοκράτη, του Πλάτωνα, βαθύτατη επίδραση. Έκαψε, λέγεται, τις τραγωδίες και τα ποιήματά του και ακολούθησε τον παράξενο φιλόσοφο, έγινε ο αφοσιωμένος μαθητής του ως το θάνατό του" στο πρόσωπο του Σωκράτη ο Πλάτων δεν είδε μόνο τον γνήσιο φιλόσοφο και τον απαράμιλλο διαλεκτικό, αλλά και το πρότυπο του Αθηναίου πολίτη. Ο σωκρατικός λόγος διαπότισε βαθύτατα τη φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα και μαζί με την άλλη φιλοσοφική του παιδεία, που θα προσλάβει αργότερα, θα διαμορφώσει τελικά την προσωπική του φιλοσοφία. Μετά τον θάνατο του Σωκράτη, το 399 π.Χ., ο Πλάτων, μαζί με τους περισσότερους μαθητές του δασκάλου, κατέφυγε στα Μέγαρα, στην οικία του φίλου και συμμαθητή του, του Ευκλείδη. Δεν ξέρουμε πόσον καιρό έμεινε στα Μέγαρα" μάλλον σχετικά σύντομα επέστρεψε στην Αθήνα και ένα διάστημα μεταξύ των ετών 398 και 388 παρέμεινε στην Αθήνα και έγραψε τους πρώιμους διαλόγους του" έκανε όμως και ένα μακροχρόνιο εκπαιδευτικό ταξίδι, το πρώτο της ζωής του. Κατά την παράδοση επισκέφθηκε την Αίγυπτο, όπου θαύμασε την πολιτειακή σταθερότητα, τους πολιτικούς θεσμούς δηλαδή και τη σοφία των πνευματικών ηγετών τους" στη συνέχεια επισκέφθηκε την Κυρήνη, όπου γνώρισε τον διάσημο μαθηματικό Θεόδωρο*, και κατέληξε στη Σικελία της Κάτω Ιταλίας. Εδώ τώρα γνώρισε σε βάθος και σπούδασε τη σκέψη των Πυθαγορείων, ενώ ανέπτυξε φιλία στενή και βαθιά με τον πυθαγόρειο Αρχύτα τον Ταραντίνο', κυβερνήτη και φιλόσοφο δοκιμότατο. Παράλληλα όμως δοκίμα-
198
σε και την πρώτη απογοήτευση από τον κυβερνήτη (= τύραννο) των Συρακουσίων τον Διονύσιο Α'. Από τους πυθαγόρειους ο Πλάτων δέχτηκε τη φιλοσοφία των αριθμών και τη δύναμη της φιλοσοφικής κοινότητας (θιάσου). Δεν είναι σαφές πως κατέληξε στην Αίγινα (αντίπαλη πόλη των Αθήνας), όπου τον πούλησαν ως δούλο! Τον αναγνώρισε όμως, για καλή του τύχη, και τον εξαγόρασε ένας γνωστός του από το ταξίδι τόυ στην Κυρήνη ο Αννίκερης, με 30 μνες. Με τα χρήματα αυτά, που ο Αννίκερις δεν δέχτηκε να τα επιστρέψει, ο Πλάτων στην Αθήνα, κατά την παράδοση, αγόρασε τελικά το κτήμα της Ακαδημίας, όπου ίδρυσε τη σχολή του ή μάλλον έναν χώρο κοινοβιακής συμβίωσης και διδασκαλίας κατά το πρότυπο των πυθαγορικών "θιάσων". Εκεί σ' αυτό τον ιερό χώρο του ήρωα Ακάδημου, ο Πλάτων θα θεμελιώσει την υποδειγματική φιλοσοφική του κοινότητα και θα διδάξει (με δύο μόνο διακοπές, για να ταξιδέψει και πάλι στη Σικελία) ως τον θάνατό του (το 347 π.Χ.). Η Ακαδημία* ήταν η πρώτη φιλοσοφική "σχολή" στην Ιστορία της Φιλοσοφίας, και στους κόλπους της μαθήτευσαν άνδρες (ίσως και γυναίκες) από όλο τον ελληνικό κόσμο (και από ξένες χώρες), που προορισμό και σκοπό τους είχαν όχι ακριβώς τη διακονία της Φιλοσοφίας καθαυτήν, αλλά τη φιλοσοφική παιδεία για να ασκήσουν πολιτική εξουσία και να αναπτύξουν πολιτική δραστηριότητα. Ο Πλάτων δεν εγκατέλειψε ποτέ τη φιλοδοξία του να επηρεάσει με τη φιλοσοφία την άσκηση της πολιτικής και να αλλάξει τον κόσμο. Βαθιά απογοητευμένος από τα πολιτικά πράγματα της πατρίδας του, πίστεψε ότι θα μπορούσε να εκπαιδεύσει έναν φιλόσοφο ηγεμόνα και επομένως να διαμορφώσει την πολιτική της συγκεκριμένης πόλεως, δηλαδή των Συρακουσών. Αυτός ο πολιτικός ηγέτης ήταν ο Διονύσιος Β', που διαδέχτηκε τον πατέρα του Διονύσιο Α'. Με πρόσκλησή του τώρα (το 366-65), επισκέπτεται για δεύτερη φορά τη Σικελία" δεν άργησε όμως και στην απόπειρά του αυτή να διαπιστώσει την άρνηση του νεαρού Διονυσίου να δεχθεί φιλοσοφική παιδεία αληθινή και να φύγει απογοητευμένος. Θα επιχειρήσει και ένα τρίτο ταξίδι στη Σικελία (το 361-360), με την παράκληση του φίλου του Δίωνα (τον είχε γνωρίσει κατά το πρώτο ταξίδι του), για να τον συμφιλιώσει με τον Διονύσιο. Το ταξίδι αυτό ήταν το πιο επικίνδυνο για τον Πλάτωνα: ο τύ-
Πλατωνικοί του ΚαΙμπριτζ ραννος τον φυλάκισε και γλύτωσε τελικά με τη μεσολάβηση και την επέμβαση του παλαιού φίλου, πυθαγόρειου φιλοσόφου, του Αρχύτα. Μετά τις αλλεπάλληλες πικρίες και απογοητεύσεις του, ο Πλάτων δεν επιχείρησε πλέον να παρέμβει στην πολιτική ζωή είτε των Αθηνών είτε άλλης πόλεως. Περιορίσθηκε στη διδασκαλία και στη συγγραφή επί 13 έτη. Μόνο η δολοφονία του αγαπημένου μαθητή και φίλου του Δίωνα (το 353) τον συγκλόνισε και τον ελύπησε βαθύτατα. Εξι χρόνια μετά την οδύνη για τον θάνατο του Δίωνα, ο Πλάτων θα πεθάνει έρημος και θα ταφεί στον κήπο της Ακαδημίας το 347 π.Χ. (γ) ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ. Τα έργα του Πλάτωνα διασώθηκαν σχεδόν στο σύνολο τους σε μια διάταξη που ανάγεται ήδη στον 1ο αι. π.Χ. ή και αρχαιότερα. Την προσγράψουμε στον πυθαγόρειο φιλόσοφο Θράσυλλο" (1ος αι. π.Χ.), εκδότη του έργου του Πλάτωνα, αλλά ίσως προϋπήρχε αυτού. Τα έργα (όλα σε μορφή διαλόγου εκτός από την Απολογία και τις Επιστολές) παραδόθηκαν σε τετραλογίες, οι οποίες αντιστοιχούν σε μια εσωτερική ενότητα ή θεματικά, π.χ. τα έργα της πρώτης τετραλογίας συνδέονται με τις τελευταίες φάσεις της ζωής του Σωκράτη, δηλαδή ο Ευθύφρων, η Απολογία, ο Κρίτων και ο Φαίδων. Πιστεύουμε σήμερα ότι ο ίδιος ο Πλάτων είχε δώσει κατά κάποιο τρόπο τις βασικές κατευθύνσεις για τη διάταξη των έργων του σε τετραλογίες με την υπαγωγή τους σε μεγάλες, ξεχωριστές θεωρητικές ενότητες. Κάποιος, άγνωστος σε μας, εκδότης των έργων του φιλοσόφου, προς το τέλος του 1ου αι. π.Χ., παρατήρησε αυτές τις "συγγένειες" και προχώρησε στον σχηματισμό των τετραλογιών (9 τετραλογίες). Οι Νόμοι και ο επίλογος που συνοδεύει το μεγάλο αυτό έργο, η Επινομίς, ταξινομήθηκαν και εκδόθηκαν από τον μαθητή του Πλάτωνα, τον Φίλιππο Οπούντιο, μετά τον θάνατο του δασκάλου (Η Επινομίς, ίσως, είναι έργο του Φιλίππου). Διασώθηκαν και 36 μικρά έργα, που συνοδεύουν τις εννέα τετραλογίες του Πλάτωνα, αυτά όμως η έρευνα σήμερα δεν τα θεωρεί γνήσια Πλατωνικά (π.χ. Ιππαρχος, Αλκιβιάδης Β', Αντερασταί, Θεά γης, Κλειτοφών, Ερυξίας, Αξίοχος, Σίσυφος, Δημόδοκος κ.λπ.). Επίσης μεγάλη αμφισβήτηση επικρατεί και για τις λεγόμενες πλατωνικές επιστολές, εκτός από την 6η και 7η επιστολή. Η χρονολόγηση των πλατωνικών διαλόγων ήταν για τους ιστορικούς της Φιλοσοφίας έργο δυσχερές. Οι ερευνητές στηρίχτηκαν κυρίως
σε εσωτερικά και γλωσσικά στοιχεία (λεξιλόγιο, έκφραση, ύφος, αποχρώσεις του λόγου και χρήσεως των προθέσεων κ.λπ.), για να προσεγγίσουν με κάποια ακρίβεια τη χρονολογία των διαλόγων. Οι μεγάλες θεματικές ενότητες πάντως, που ξεχωρίζουν αλλά και απασχόλησαν τη σκέψη του φιλοσόφου, ίσως είναι το καλύτερο κριτήριο για τη χονδρική τουλάχιστον χρονολόγηση των πλατωνικών έργων. Ετσι π.χ. οι πρώιμοι διάλογοι (οι λεγόμενοι και σωκρατικοί) διακρίνονται σαφώς από τους αντίστοιχους της ωριμότητας. Σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά διακρίνουμε τρεις μεγάλες ενότητες ή περιόδους συγγραφής των έργων του Πλάτωνα: I. Τα έργα / διάλογοι της πρώιμης ή σωκρατικής περιόδου (398-387 ως την ίδρυση της Ακαδημίας) με κύριο χαρακτηριστικό τις σωκρατικές επιδράσεις και την υπεράσπιση του σωκρατικού ήθους: (α) "σωκρατικοί" διάλογοι: Απολογία, Κρίτων, Ίων, Ιππίας ελάττων, (β) διάλογοι "περί αρετής": Θρασύβουλος, Λάχης, Χαρμίδης, (μακρινή και ασθενής αίσθηση των ιδεών), Ευθύφρων, (γ) "αντισοφιστικοί" διάλογοι: Πρωταγόρας, Ευθύδημος και κυρίως ο Γοργιάς και ο Μενέξενος. II. Στη δεύτερη (387-367) συγγραφική περίοδο της ωριμότητας του φιλοσόφου κατατάσσουμε τους διάλογους (εκτός από τον Ευθύδημο): τον Κρατύλο (φιλοσοφία της γλώσσας), τον Μένωνα (πρώτη σαφής υποδήλωση της θεωρίας των ιδεών με τη θεωρία της αναμνήσεως), τον Λύσιν, το Συμπόσιο, τον Φαίδωνα και την Πολιτεία (εκτός από τα δύο πρώτα βιβλία, που ανήκουν μάλλον στην πρώιμη περίοδο του φιλοσόφου). III. Η τρίτη συγγραφική περίοδος του Πλάτωνα (367-347, ως τον θάνατό του) χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της θεωρίας των Ιδεών* και την προβληματική της, τη διαλεκτική*: Θεαίτητος (η θεωρία της γνώσης), Παρμενίδης (οι ιδέες, το εν, διαλεκτική και οντολογία), Φαιδρός (η θεωρία των ιδεών και τη ψυχής), Σοφιστής (το Είναι"), Πολιτικός (μεθοδολογία και θεωρία της πολιτείας), Φίληβος (ηθική και ψυχολογία), Τίμαιος (η φυσική φιλοσοφία του Πλάτωνα), Κριτίας (φιλοσοφία της Ιστορίας) και Νόμοι (πολιτική φιλοσοφία). (Για τον καθένα από τους πλατωνικούς διαλόγους βλ. τα ομώνυμα λήμματα, καθώς και το λ. Ιδέα). της Σύνταξης
Πλατωνικοί του ΚαΙμπριτζ. Αγγλοι θεολόγοι
199
πλατωνισμός και φιλόσοφοι που έδρασαν τον 17ο αιώνα στο πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Επηρεασμένοι από την πλατωνική θεωρία (χωρίς όμως να έχουν πλήρη κατάρτιση στις κλασικές σπουδές) προσπάθησαν να επαναπροσδιορίσουν τη χριστιανική θεολογία και ηθική. Σε αντίθεση με τις ορθόδοξες θέσεις της εκκλησίας υποστήριξαν ότι η αμαρτία δεν έχει εξαλείψει από τον άνθρωπο το "φυσικό φως" αλλά στο πνεύμα του κάθε ανθρώπου το "κερί του Θεού" εξακολουθεί να φέγγει και να οδηγεί στην αλήθεια, την οποία οι ευγενέστεροι άνδρες, όπως ο Πλάτων*, βλέπουν με μεγάλη διαύγεια. Οι Αγγλοι αυτοί θεολόγοι, ως γνήσιοι νεοπλατωνικοί, υποστήριζαν ότι ο θεός "εισήγαγε" τις ιδέες στις αθάνατες ψυχές και η επανενεργοποίηση αυτών των ιδεών οδηγεί στη γνώση, συνδυάζοντας έτσι τις ιδέες για τη δημιουργία του κόσμου με τη διδασκαλία για την "απόρροια" των νεοπλατωνικών*. Πίστευαν στην "παγκόσμια ψυχή", τη μόνιμη παρουσία και επίδραση του θεού στον κόσμο, άποψη που αντιπαρέθεταν στην καρτεσιανή μηχανιστική φυσική. Οι Πλατωνικοί του Καίμπριτζ οδηγήθηκαν, δηλαδή, σε μια μυστική θεολογία. Ομως οι Πλατωνικοί του Καίμπριτζ διακρίνονται περισσότερο για τη ρητορική δεινότητα και το λεκτικό εντυπωσιασμό και λιγότερο για τη διαύγεια των φιλοσοφικών τους διανοημάτων. Τα έργα τους είναι γραμμένα με τη μορφή θρησκευτικών κηρυγμάτων ή φιλοσοφικών - ποιητικών συνθέσεων. Οι πιο επιφανείς εκπρόσωποι του κινήματος αυτού ήταν οι Ραλφ Κέντγουορθ (1617-88), Μπέντζαμιν Ουίτσκοτ, Τζον Σμιθ, Χ. Μορ. Η σκέψη τους άσκησε επίδραση στους βρετανούς θεωρητικούς της ηθικής* Α. Σάφτσμπερυ* και Ρ. Πράις, καθώς και στον ρομαντικό ποιητή Σ. Τ. Κόλριτζ. Μαρία Ντόλκα
πλατωνισμός. Ο όρος πλατωνισμός προσδιορίζει την ένδοξη ιστορία επίδρασης της πλατωνικής φιλοσοφίας κατά τη διαδρομή της "ευρωπαϊκής" φιλοσοφίας μέχρι σήμερα. Ο όρος αυτός δεν αφορά τόσο στην ερμηνεία του Πλάτωνα* από τους μεταγενεστέρους όσο στην παραγωγική εφαρμογή της πλατωνικής φιλοσοφίας στην εκάστοτε συγκυρία, προκειμένου να αρθρώσουν οι ίδιοι δικό τους φιλοσοφικό Λόγο. Η πλατωνική φιλοσοφία λειτουργεί έτσι ως "πρωτοφαινόμενο" του φιλοσοφείν, το οποίο μεταμορφώνεται εξελικτικά στις διάφορες φάσεις της ιστορικής πορείας της φιλοσο-
200
φίας από την Αρχαιότητα μέσω του Μεσαίωνα ως τη νεωτερικότητά μας. Η σημασία του πλατωνικού κειμένου δεν είναι ένα "πράγμα καθ" αυτό", αλλά αυτή εκδηλώνεται και "ενσαρκώνεται" μέσα από τον δημιουργικό διάλογο των μεταγενέστερων φιλοσόφων με τη "σημασία" αυτή. Χρησιμοποιώντας τον μοντέρνο όρο της "διακειμενικότητας"*, μπορούμε να πούμε ότι ο πλατωνισμός αποτελεί "μέρος" της ίδιας της πλατωνικής φιλοσοφίας και όχι μια τυχαία παρενέργειά της. Η ΗθςβΓ τονίζει ότι η "ουσία" πρέπει να περάσει στην "εμφάνεια" για να πραγματοποιηθεί· στην περίπτωση του Πλάτωνα αυτό σημαίνει ότι η πλατωνική φιλοσοφία πρέπει να "εμφανισθεί" στον ιστορικό χωροχρόνο του ευρωπαϊκού φιλοσοφείν, για να πραγματοποιήσει τις δυνατότητες όλων των μοτίβων που αυτή εμπεριέχει. Ζούμε σε μια εποχή η οποία φαίνεται ότι επιθυμεί να διακόψει τον "διάλογο" αυτό με τον Πλάτωνα, δηλαδή να θέσει τέλος στην ένδοξη αυτή ιστορία του πλατωνισμού. Ειδικότερα, η εμφάνιση του "ιστορικού συνειδότος" στον ρομαντισμό*, τον μαρξισμό* και στη φιλοσοφία της ζωής* στρέφεται ενάντια στην "ανιστορική" θεωρία των Ιδεών και αντιστρατεύεται στον σύγχρονο πλατωνισμό. Εάν όμως δούμε λίγο πιο προσεκτικά, τότε θα διαπιστώσουμε ότι σε όλες τις φάσεις του ο πλατωνισμός συνοδευόταν από έναν ανάλογο "αντι-πλατωνισμό". Ανέκαθεν υπήρχε μια έντονη διαμάχη αυτών των δύο "αντιμαχόμενων" κοσμοθεωριών. Ο ΟίΙΙίιβγ* τις χαρακτηρίζει ως κοσμοθεωρίες του θετικιστικού ματεριαλισμού και του πρακτικού ιδεαλισμού. Αυτή η διαμάχη συνεχίζεται ως τις μέρες μας, και θα συνεχιστεί και στο μέλλον, αφού και οι δύο εκφράζουν "πτυχές" της "ζωής". Επομένως, ο πλατωνισμός ως "ιστορική" κατηγορία δεν σταματά σε μας, αλλά θα συνεχιστεί και στο μέλλον, ανοίγοντας ίσως νέους ορίζοντες στην περαιτέρω εξέλιξη μιας φιλοσοφίας του πρακτικού Ιδεαλισμού, όπως τη συνέλαβε ο Πλάτων στο "αττικό" περιβάλλον του.
Ο όρος πλατωνισμός είναι συνεπώς μία "ιστορική" κατηγορία, όπως ο ίδιος είναι επίσης δημιούργημα του μοντέρνου "ιστορικού" συνειδότος. Μόνον εκ των υστέρων μπορούμε να διαπιστώσουμε την ιστορία επίδρασης του Πλάτωνα, αλλά και την ιστορική "μεταμόρφωση" και αλλαγή αυτής της επίδρασης ανά τους αιώνες. Ενώ το "κείμενο" του Πλάτωνα παραμένει σταθερό ανά τους αιώνες, αλλάζει συνε-
πλατωνισμός χώς η "ερμηνευτική συγκυρία" του. Ενώ ο "τύπος" του πλατωνικού φιλοσοφείν, όπως αυτός εκφράζεται στο πλατωνικό κείμενο, παραμένει αναλλοίωτος, μεταβάλλεται ανελλιπώς η "ερμηνευτική εφαρμογή" αυτού του τύπου στην εκάστοτε "συγκυρία" του δημιουργικού διαλόγου μεταξύ του πλατωνιστή και του Πλάτωνα. Οι ανάγκες του φιλοσοφείν, οι στόχοι του φιλοσοφικού αναστοχασμού, τα ενδιαφέροντα της φιλοσοφικής δραστηριότητας προκύπτουν από τη συγκεκριμένη πολιτικο-κοινωνικο-οικονομική και πολιτιστική συγκυρία του πλατωνιστή, και δεν είναι προϊόντα μιας "αιώνιας" φιλοσοφίας του Πλάτωνα. Οταν επομένως ο πλατωνιστής "δανειστεί" τον "τύπο" του φιλοσοφείν από τον Πλάτωνα, τότε αυτός είναι υποχρεωμένος να μεταποιήσει έτσι αυτόν τον τύπο, για να εκφράσει τη δική του "ζωή". Ενώ όλοι οι πλατωνιστές αναφέρονται στον Πλάτωνα ως κοινό σημείο αναφοράς, εν τούτοις αυτοί είναι υποχρεωμένοι "χωρίς καν να το συνειδητοποιούν", να μεταποιήσουν τον τύπο αυτό, για να εκφράσουν τη δική τους, ιστορικά διαμεσολαβημένη ζωή, που απέχει πολύ από τη ζωή του ήρωά τους Πλάτωνα. Έτσι, στην ιστορία του πλατωνισμού λαβαίνει χώρα μια ιδιότυπη διαλεκτική του "γένεσις εις ουσίαν", αφού οι ιστορικές ανάγκες του φιλοσοφείν "μετουσιώνονται" σε τύπο, σε δομή της φιλοσοφίας. Ετσι, ο πλατωνισμός φαίνεται να έρχεται σε αντίφαση με το πρωταρχικό πνεύμα του Πλάτωνα, αφού ο τελευταίος πιστεύει στο αγέννητο της ιδέας", ενώ ο πλατωνισμός καταδείχνει, ενάντια προς αυτή τη βασική πεποίθηση του Πλάτωνα, ότι η πλατωνική ιδέα της φιλοσοφίας "μεταμορφώνεται" και μετεξελίσσεται ανά τους αιώνες. Η εκάστοτε "ερμηνευτική συγκυρία" διαμορφώνεται από μια "ερμηνευτική προκατανόηση" και μια σύμφωνα μ' αυτή διενεργούμενη επιλογή των "μοτίβων" της πλατωνικής φιλοσοφίας. Μέσα από αυτή τη διαλεκτική φιλτράρεται πάντα το "πνεύμα" της πλατωνικής φιλοσοφίας, προκειμένου να "επενδυθεί" με τη μορφή και τις θέσεις που επιλέγει ο πλατωνιστής. Είναι όμως προφανές ότι κανείς δεν μπορεί να θέσει όρια και να προσδιορίσει την κατεύθυνση του "διαλόγου" αυτού. Η απροσδιοριστία της επικοινωνίας μας με τον Πλάτωνα εγγυάται κατά κάποιον τρόπο και τη μελλοντική συνέχιση της. Ο όρος "πλατωνισμός" ως ιστορία επίδρασης της πλατωνικής φιλοσοφίας δεν είναι μόνο ι-
στορικός, αλλά και συστημικά "δίσημος". Η δισημία του όρου είναι καρπός της ιστορικότητάς του. Ερωτάται κατά πόσον ο πλατωνισμός αποτελεί "πραγματοποίηση" ή "διαστροφή" της φιλοσοφίας του Πλάτωνα. Για μια αισιόδοξη "διαφωτισμική" φιλοσοφία της Ιστορίας, όπως την εκφράζει π.χ. ο ΗβςβΙ, η ιστορική πορεία "εμφάνειας" της "ουσίας" του Πλάτωνα μέσα στον ιστορικό χωροχρόνο της Ευρώπης είναι σαφώς μια πορεία βαθμιαίας και προοδευτικής "πραγματοποίησης" της "πρωταρχικής" φιλοσοφίας του Πλάτωνα από τους μεταγενέστερους. Πράγματι, ο Ηβ9βΙ θεωρεί εαυτόν ως τον τελειωτή της πλατωνικής φιλοσοφίας του Λόγου: η ενδιάμεση πορεία του αρχαιοελληνικού και του χριστιανικού πλατωνισμού είναι "αναγκαία βήματα" στην πραγματοποίηση του Πλάτωνα. Για μια απαισιόδοξη ρομαντική φιλοσοφία της Ιστορίας", όπως την εκφράζει ο Ηβίόθςςβ'·*, αλλά και ο ΝίβΙζεοΙιβ", η ιστορία επίδρασης του Πλάτωνα είναι μία συνεχής πορεία "διαστροφής" της πρωταρχικής φιλοσοφίας του από τη μεταγενέστερη "νεοπλατωνική" και χριστιανική εκδοχή της. Ειδικότερα ο ΝίθΙζεοήβ ανασυγκροτεί την ιστορία επίδρασης του πλατωνισμού ως μια πορεία συνεχούς και επαυξανόμενης "απομάκρυνσης" της φιλοσοφίας από την κλασική φάση της "τραγικής" φιλοσοφίας των Ελλήνων. Αλλά και ο Ηθίάθ996Γ εξιδανικεύει "ρομαντικά" την προσωκρατική φιλοσοφία ως "πρωτοπηγή" της αυθεντικής φιλοσοφίας του Είναι και ανασυγκροτεί την ιστορία του πλατωνισμού. με μεθοδικό πρότυπο τον ίδιο τον ΝίβΙζ50ίιβ, ως ιστορία βαθμιαίας διαστροφής της φιλοσοφίας ως οργάνου της "λησμονιάς του Είναι". Η κλασική φιλολογία είχε στην ηρωική φάση της τέτοια "ρομαντική" χροιά: να θέσει σε παρένθεση την ιστορία επίδρασης του πλατωνισμού και να "ξαναανακαλύψει" τον πρωταρχικό, "αυθεντικό" Πλάτωνα, παρακάμπτοντας όλες τις διαθλασμένες ερμηνείες του ανά τους αιώνες. Η φιλολογία κάνει την εμπειρία αυτής της διαστροφής όταν θέλει να "αποκαταστήσει" το πρωταρχικό κείμενο του Πλάτωνα από τη "διαστροφή" του στην αλυσίδα των αντιγραφών του πρωτότυπου. Αυτό το ιδανικό της αποκαταστάσεως το μεταφέρει μετά και στην ερμηνεία του "πνεύματος" του κειμένου του Πλάτωνα. Έτσι, οι "δημιουργικές παραποιήσεις" απορρίπτονται κάπως θετικιστικά, αφού αυτές συμβάλλουν τελικά στην αλλοίωση του "πράγματος καθεαυτό", του Πλάτωνα ως τέτοιου,
201
πλατωνισμός που επιλέγουν ως θέμα της φιλοσοφικής τους ενασχόλησης. Η κλασική ερμηνευτική του ΝίβΙζεοίΐθ και η προτεστάντικη ερμηνευτική του Ηθίόθ99θΓ συμφωνούν σε τούτο: η ιστορία επίδρασης του ελληνισμού και του χριστιανισμού είναι μια "αποδομήσιμη" ιστορία διαστροφής. Ο "αρχαιοελληνικός" πλατωνισμός αντανακλά την ιστορία επίδρασης του Πλάτωνα στο πλαίσιο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η ελληνική γλώσσα παραμένει το στοιχείο του, αφού όλοι οι πλατωνιστές ως τον Πλωτίνο* και τον Πρόκλο* φιλοσοφούν στα ελληνικά. Οι ιστορικές αλλαγές των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων δημιουργούν μια άλλη "συγκυρία" πρόσληψης της πλατωνικής φιλοσοφίας. Η έκπτωση της πόλης και της "ωραίας ηθικότητάς" της, ο ξεριζωμός της ψυχής από την πολιτική της ένταξη δημιουργούν άλλες "λυτρωτικές" ανάγκες της ψυχής. Το "επιστημονικό" στοιχείο του Πλάτωνα δεν άξιζε πια, αλλά αυτό και το "κριτικοθεωρητικό" εγχείρημά του της συγκρότησης έλλογης πολιτείας με τα μέσα της φιλοσοφίας βρίσκει τώρα αποδέκτες μέσα σε έναν αφηρημένο οικουμενισμό. Αλλά και το "διαλογικό" μοτίβο τώρα δεν βρίσκει ανταπόκριση, αφού τα άτομα απομονώνονται, ζητώντας τη "σωτηρία" τους όχι από την Πολιτική, αλλά την πολιτική Θεολογία, η οποία διαγράφει το αυθεντικό πολιτικό στοιχείο και έτσι γίνεται σωτηριολογικός μηχανισμός της ψυχής χωρίς και ενάντια στις συγκεκριμένες κοινωνικο-πολιτικές διαμεσολαβήσεις της. Ο πλατωνισμός στην αρχαιότητα οδηγεί σε μια τέτοια απαλλαγή της φιλοσοφίας του Πλάτωνα από το "αττικό" - δημοκρατικό περιβάλλον της και σε μια μετατροπή της "λογικής" και "επιστημονικής" πλευράς της σε Μεταφυσική του εσωτερικού, εξιδανικευμένου Διαλόγου μεταξύ της Ψυχής* και του Θεού*. Ετσι, ο πλατωνισμός ως "Οδύσσεια" της ψυχής λαβαίνει "οικουμενικό" χαρακτήρα και μπορεί να βρει την εφαρμογή του σε όλα τα πολιτιστικά περιβάλλοντα, όπου ο Πλάτων εξακολουθεί να δρα, στην Αθήνα και στην Αλεξάνδρεια, στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη, στο Παρίσι και στην Κολωνία ως το βορεινό Κόπί93ΐ)βΓ9. Η "απώθηση" του πρακτικού - πολιτικού λόγου, η αναγωγή του "ποιητικού" λόγου σε μια Μεταφυσική του Καλού της φύσης, η υποκατάσταση της επιστημονικής θεωρίας από μια "μυστικιστική" θεωρία ομοίωσης της ψυχής με τον Θεό είναι οι όροι μεταμόρφωσης της πλατωνικής
202
φιλοσοφίας σε έναν "λυτρωτικό" και "μυστικιστικό" πλατωνισμό. Η ελευθερία του ατόμου, η ευδαιμονία του μέσα στην Πολιτεία, οι πολιτικές αρετές εν γένει "μετουσιώνονται" σε ιδιωτικές αρετές της σχέσης του ατόμου με τον θεό. Αλλωστε, μέσα στην "κλίμακα" των υποστάσεων της Ύλης, του Κόσμου, της Ψυχής, του Νου και του Ενός, το άτομο μετατρέπεται σε μια "στιγμή" της Ολότητας, αφού το πλατωνικό σύστημα εμπεριέχει ένα πανθειστικό κοσμοείδωλο, όπου ακόμη και αυτές οι "σκέψεις" του ατόμου απαλλοτριώνονται από τον θεϊκό Λόγο, ο οποίος δημιουργεί πρωταρχικά αυτές τις σκέψεις. Μέσα στο πανθειστικό αυτό σύστημα δεν χωρά "γνωστική" κριτική περί του δήθεν κακού, αφού όλα γίνονται με τη βούληση του αληθινού, αγαθού και ωραίου Θεού, ώστε ο πλατωνισμός να λειτουργεί πολιτικά ως ιδεολογία της καθεστηκυίας τάξης. Ο "χριστιανισμός" πλατωνισμός αντανακλά την ιστορία επίδρασης του Πλάτωνα από τον Αυγουστίνο* ως τον Κουζάνο*, στα πλαίσια του χριστιανικού πολιτισμού της Ευρώπης. Η "συγκυρία" υποδοχής του Πλάτωνα αλλάζει ριζικά, αφού το χριστιανικό κοσμοείδωλο είναι η κυρίαρχη "ερμηνευτική προκατανόηση" για την αξιοποίηση του Πλάτωνα ή, μάλλον καλύτερα, του νεοπλατωνισμού*, αφού δεν δρα ο Πλάτων ως τέτοιος, αλλά ο "οικουμενικός" του "διερμηνέας" Πλωτίνος*. Στον θεμελιωτή του χριστιανικού πλατωνισμού, τον Αυγουστίνο, έχουμε μια σύνθεση του νεοπλατωνισμού και της χριστιανικής θεολογίας, που "αποβάλλει" τα "πανθειστικά" στοιχεία του πρώτου και εμβαθύνει στα "υπαρξιακά" στοιχεία της δεύτερης. Στην εξέλιξη της "σχολαστικής" θεολογίας του Μεσαίωνα έχουμε μια "υποδοχή" της αριστοτελικής φιλοσοφίας, με ανάλογες "τροποποιήσεις" της για τις ανάγκες της "εκχριστιανισμένης" Ψυχής, όπως εξασφάλιση της αρχής της εξατομίκευσης του "είδους", αφού τον Χριστιανό δεν τον ενδιαφέρει η διαιώνιση του "γένους", αλλά η σωτηρία της ψυχής του. Αλλά και η διαμάχη μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη για το 5ΐ3ίυε της Ιδέας "επαναλαμβάνεται" όχι ως οντολογικό πρόβλημα στη σχέση των δύο κόσμων, αλλά ως "θεολογικό" πρόβλημα της σχέσης μεταξύ Θεού και σκέψεων του ανθρώπου. Κατά τη διάρκεια του αριστοτελικού - θωμιστικού Σχολαστικισμού* ο χριστιανικός πλατωνισμός περιέρχεται στην "υπόγεια" αντιπολίτευση, αφού η "αισθητική" Μεταφυσική του "αξιοποιείται" από "μυστικιστικές"
πλατωνισμός και "θεωρηαιακές" τάσεις, που αντιπολιτεύονται τον στενό ορθολογισμό της θωμιστικής θεολογίας. Αλλωστε είναι γνωστό ότι η πορεία οικοδόμησης του σχολαστικισμού* συνδέεται με μια "ανανέωση" της αυγουστίνειας - πλατωνικής παράδοσης στον Κουζάνο, που ονειρεύεται μια "συνένωση των θρησκειών" με τα μέσα της πλατωνικής διαλεκτικής ως "σύνθεση των αντιθέτων". Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ακόμα και ο Λούθηρος*, που καταπολεμά τον ορθολογικό, σχολαστικό θωμισμό, απορρίπτει τον Αριστοτέλη ως "κύριο ιδεολόγο" αυτής της "καθολικής" θεολογίας, αλλά υπεισέρχεται στην αυγουστίνεια - πλατωνική παράδοση, υποστηρίζοντας τον (φυσικά "νεοπλατωνιστή") Πλάτωνα ενάντια στον Αριστοτέλη. Η ιστορία επίδρασης του "χριστιανικού" πλατωνισμού δεν άφησε κείμενα από την αναγέννηση και τη μεταρρύθμιση*, αλλά εξακολουθεί να βρίσκει ανταπόκριση ανάμεσα στην "καθολική" και την "προτεσταντική" θεολογία ως τις μέρες μας (Ηβδδβπ). Ετσι, ο Πλάτων με τη διαμεσολάβηση του Πλωτίνου και του Αυγουστίνου συνεχίζει ως τις μέρες μας την ένδοξη ιστορία επίδρασής του. Βέβαια, το επιτακτικό ερώτημα για την ελευθερία και την εξατομίκευση της ψυχής, για τη φύση του "ριζικού κακού" και για τον ρόλο του "Αντίχριστου" στη χριστιανική Μεταφυσική της Ιστορίας εξακολουθούν να αποτελούν "σκάνδαλο" για έναν "χριστιανικό" πλατωνισμό, ο οποίος καλείται και σήμερα, όπως και στην αρχή, να αντιπαλέψει τη "Γνώση". 0 "εκκοσμικευμένος" πλατωνισμός αντανακλά την ιστορία επίδρασης του Πλάτωνα στον δικό μας σύγχρονο κόσμο του Διαφωτισμού* και της απο-μυθοποίησης, του εξορθολογισμού και της εκ-κοσμίκευσης του "χριστιανικού" κοσμοειδώλου μας. Θα περίμενε κανείς ότι ο Πλάτων θα γινόταν κι αυτός "θύμα" αυτής της πορείας της εκκοσμίκευσης, αλλά τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Ενώ ο χριστιανικός πλατωνισμός "αποδομείται", ο Πλάτων "επιβιώνει" στην αποδόμηση αυτή, αφού εκείνο που επιβιώνει είναι ένας ιστορικά "διεστραμμένος" Πλάτων, ο οποίος αξίζει τώρα μια πιο προσεκτική εκτίμηση μετά τη εξάλειψη των ιστορικών προκαταλήψεων. Αυτή η νέα, διαφωτιστική προσέγγιση αρχίζει με τον ίβί&πίΐζ*, συνεχίζεται με τον ΚβπΓ και αποκορυφώνεται στον ΗβςβΓ. Τα "μυστικιστικά" και "πανθειστικά" μοτίβα του νεοπλατωνικού πλατωνισμού εκτοπίζονται, η λογική και επιστημολογική διάσταση
του πλατωνικού φιλοσοφείν ξαναανακαλύτττονται, η πολιτική - ηθική διάσταση της πλατωνικής φιλοσοφίας κερδίζει νέα επικαιρότητα, σε μια εποχή που προσπαθεί να "σχεδιάσει" και "ελέγξει" ουτοπικά την πολιτική της ύπαρξη, αλλά και η όλη φιλοσοφία του λόγου μεταφράζεται τώρα σε μια διαφωτιστική φιλοσοφία του "ανθρώπινου" λόγου, ο οποίος "αίρει" τη μέχρι τούδε αλλοτρίωση των "σκέψεών" του από ένα παντοδύναμο Ον. Η μοντέρνα "συγκυρία" του Διαφωτισμού εκείνου φέρει στο προσκήνιο την "αυτονομία" του ανθρώπινου λόγου. Στο πού μπορεί να φτάσει μια πορεία υποδοχής του Πλάτωνα στον επιστημονικό διαφωτισμό μας το δείχνει καλά ο νεοκαντιανισμός*, που ανακαλύπτει τον Πλάτωνα ως επιστημολόγο. Αλλά είναι προς τιμήν του ΟΙΙΘΠ και του ΝβΙοηρ* ότι διείδαν το σφάλμα τους και το εγκατέλειψαν, ξανακερδίζοντας μια άλλη διάσταση του πλατωνικού φιλοσοφείν, του "επέκεινα της ουσίας". Στην ίδια γραμμή ενός εκκοσμικευμένου πλατωνισμού εντάσσεται και η ερμηνεία του Πλάτωνα από τον Ηθίάβ99θΓ, ο οποίος "αποκωδικοποιεί" μετακριτικά τον Πλάτωνα ως αρχηγέτη του "υποκειμενικού" επιστημονισμού, που μετατρέπει την οντολογική αλήθεια σε λογική "ορθότητα", εγκαινιάζοντας έτσι την ιστορία της επιστημονικής "λησμονιάς" της αλήθειας του Είναι. Ενώ οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού προσπαθούν να "διασώσουν" τον Πλάτωνα ως φορέα ενός τέτοιου Διαφωτισμού, οι εκπρόσωποι του αντι-διαφωτιστικού ρομαντισμού, όπως ο ΗβίάβςςβΓ, προσπαθούν να τον αποκωδικοποιήσουν ως την απαρχή του κακού και της συμφοράς που μαστίζει την Ευρώπη και τον πλανήτη ως τις μέρες μας. Ο Πλάτων, ως εφευρέτης της "ευρωπαϊκής Γ3<ίο", φορτώνεται έτσι όλες τις αμαρτίες αυτής της τβΐίο, που αντί να εγκαταστήσει την ιδανική πολιτεία πάνω στη γη διαιωνίζει την καταστροφή υπό τη μορφή της προόδου. Ο "μοντέρνος" πλατωνισμός αντανακλά την ιστορία επίδρασης του Πλάτωνα στην τωρινή, "μετα-μεταφυσική" κατάστασή μας. Σε έναν κόσμο ο οποίος προσδιορίζεται από την επιστημονική ΓβΙίο, όπου η "πρακτική" και η "ποιοτική" ορθολογικότητα "εκτοπίζονται" από το προσκήνιο του στοχασμού, η επίκληση, ο εξορκισμός του Πλάτωνα καλείται να λειτουργήσει ως "αντιδραστικό", "παλινορθωτικό" διορθωτικό της επιστημονικής μονοπώλησης της Ορθολογικότητας. Μια τέτοια "παλινορθωτική" στάση τηρεί η μοντέρνα φαινομενολο-
203
Πλατωνόπολις για*, η οποία προσπαθεί να διασώσει τον "τρίτο κόσμο" των Ιδεών και Αξιών σε αντιδιαστολή με τον "φυσικό" και "ψυχολογικό" κόσμο. Ο δικός της ιδεατός και αξιακός πλατωνισμός είναι προϊόν "απολίθωσης" της φιλοσοφικής σκέψης, που ζητά ως πηγή της δεσμευτικότητας τα δικά της παράγωγα, απωθώντας τη συγκεκριμένη ιστορική πορεία γέννησής τους. Αλλά και ο "αναλυτικός" πλατωνισμός προδίδει μια αφελή, κατά βάθος "αφιλοσόφητη", στάση, αφού ο όρος πλατωνισμός λειτουργεί ως "σανίδα σωτηρίας" της αποδοχής ιδεατών αντικειμένων, αριθμών, συνόλων, εννοιών και σημασιών, που υπάρχουν αυτά καθ' αυτά κατά έναν μυστηριώδη για μας τρόπο. Ο όρος πλατωνισμός χρησιμοποιείται κατ' επίφαση και καταχρηστικά, αφού δεν γίνεται η ερμηνευτική προσπάθεια να συνδεθεί η τωρινή αλήθεια γύρω από αυτές τις ουτοπίες με την ιστορία του πλατωνισμού στην κυριολεξία του. Η κριτική θεωρία, συνεχίζοντας τη μαρξιστική, "αντιπλατωνική" παράδοση μιας μοντέρνας Γνώσης ως θεωρίας του κακού, αντιπαλεύει τον λογικό, πολιτικό και φιλοσοφικό ιστορικό πλατωνισμό. Από την άλλη, στην κριτική του επιστημονικού θετικισμού, που ετούτη εξασκεί, προσπαθεί να διασώσει την "ιδέα" απέναντι στον νομιναλισμό' και τον νατουραλισμό. Ο ΑάοΓΠΟ* και ο Βθη)3πιίη" επιζητούν μια "υλιστική θεωρία των Ιδεών", όπου οι ιδέες δεν υπάρχουν ως αυτές καθ' αυτές, αλλά αναδύονται από την εκάστοτε ιστορική συγκυρία. Έτσι, κατά βάθος η κριτική θεωρία είναι πολύ πιο κοντά στον Πλάτωνα απ' ότι η φαινομενολογία και η αναλυτική φιλοσοφία, αφού αυτή υλοποιεί μετακριτικά το πλατωνικό ιδεώδες του "γένεσις εις ουσίαν". Αλλά η πεποίθηση της κριτικής θεωρίας για την ενότητα θεωρίας και πράξης, για την οργάνωση της πολιτείας με έλλογα μέσα και το διαφωτιστικό πιστεύω της στην ταυτότητα Αρετής και Γνώσης δείχνουν "ίχνη" πλατωνισμού σε μια αντιπλατωνική εποχή. Τέλος, η επικοινωνιακή στροφή της κριτικής θεωρίας από τον Η3&ΘΠΤΙ35* επαναφέρει στο προσκήνιο ένα "πρωταρχικό" μοτίβο της πλατωνικής φιλοσοφίας, τον "Διάλογο". Τελικά, η κριτική θεωρία οδηγείται σε έναν πλατωνικό ή, μάλλον, σωκρατικό "διαλογισμό": όπως και στο "αττικό" περιβάλλον του Πλάτωνα έτσι και στο "πλατωνικό" περιβάλλον του σήμερα, ένας δρόμος είναι ακόμη ανοιχτός, πέραν του επιστημονικού δογματισμού και του "μεταμοντέρνου" Σκεπτικισμού: ο διάλογος μεταξύ
204
ίσων, ελεύθερων και αυτόνομων Ατόμων. Βιβλιογρ.: Αύοιτιο Τ. νν.. Νβξ/βΙιν ΟίβΙβοΙίΗ, 1966.0&<ΐ3ΐΠ8Γ Ο . ννβίινίιβίΙ ΜβΙΜοάβ. 1973.- ΟΙοεΚηθΓ Η., Ο/β βι πορβϊίοήβ ΡΜΙοΒορύϊβ, 1958.- ΗβοβΙ Ο.. Ρίι«πο/πβηοίοςίβ άβε Οβίίίββ. 1952.- ΗθίΰΘοςθΓ Μ., ΝίβΙζεοΗβ /-//, 1961.- Ηθεεβη ϋ „ Ο/β ΡΝΙοεορΜβ άβε 20 ϋβΜυηάβήε, 1951.- ΗοίίΓηβηη Ε . , ΡΙβΙοηι$Γηυ$ υηά Μγ$ΙιΗ ϊη ΑΙΙΘΓΙυπι, 1935.- του ίδιου. ΡΙβΙοηίεπιυε υηά Μ/Ηβ/β/ίβη.1924.ϋ35ρβΓ5 Κ.. ΡΙβΙο • ΑυρυεΙίηυι - ΚβηΙ, 1957.- Ι.θί5θβ3ης Η., ΩβηΜοττηβη. 1951ΜΒΓΚΪΪ Ο., ΡΙβΙοη υηά άίβ ΡΙβΙοηϊηΙβφτβΙβΙίοη ΗβςβΙε. 1967.- Πλωτίνος, Κείμενο και γερμανική μετάφραση, τόμ. I - VI. 1956-1971.- δΙθβΓηυΙΙθΓ \Ν., 085 ί)ηίνβΓ53ΐιβηρΓ0ϋΙβπι βίηεΙ ι ιηόϋβΜ, 1965.- ννίΙΙπι$ Η., ΕίΙίοη. Είηβ όθςηίΙε§θεσηιεηΐΙιεήθ ΟβηΙβηυοήυηρ ζυπι ΡΙβΙοηίεπιυε. 1935. Δημ. Μαρκής
Πλατωνόπολις, βλ. Πλωτίνος Πλείστα ι νος (ή Πλείστανος. μέσα 4ου αι. π.Χ.). Ο φιλόσοφος αυτός, από τους ήσσονες της σωκρατικής παράδοσης, αναφέρεται ως μαθητής του Φαίδωνα του Ηλείου*, μαθητή του Σωκράτη*. Ο Διογένης Λαέρτιος (II 105), στον οποίο οφείλουμε τις πληροφορίες μας για τον φιλόσοφο αυτόν, τον αναφέρει ως μαθητή και διάδοχο του Φαίδωνα στην ηλειακή "σχολή" φιλοσοφίας, ("διάδοχος δ' αυτού [δηλαδή του Φαίδωνος] Πλείσταινος η Ηλείος"). Δεν έχουμε αναφορές συγκεκριμένες για τη φιλοσοφική δραστηριότητα ή για φιλοσοφικά έργα του Πλείσταινου. Η πληροφορία, που διασώζει ο Διογένης Λαέρτιος (II 105), ότι στην ηλειακή "σχολή" φοίτησε ο ιδρυτής της ερετρικής σχολής Μενέδημος*, δεν ευσταθεί. Έτσι δεν έχουμε δεσμούς του Πλείσταινου με την ερετρική σχολή και επομένως η ζωή και δραστηριότητά του εξαντλούνται στα πλαίσια της μικρής ηλειακής φιλοσοφικής κοινότητας. Βιβλιογρ.: VI/. ΝΘΪΙΙΦ. Ο/Θ 5οΑΓ3ί/*ΒΛ ϋθΠ3. 1922 (ανατ. Α3(ΐ8π. 1968 - Β. Α. Κύρκος. Ο Μενέδημος
και η ερετρική
σχολή. Αθήνα. 1982. Βασ.
Κύρκος
Πλέσνερ Χέλμουτ (ΡΙθδδΠθΓ, 1892-). Γερμανός φιλόσοφος. Μαζί με τον Σέλερ* θεμελίωσε τη φιλοσοφική ανθρωπολογία* ως ιδιαίτερο κλάδο. Ξεκινώντας από τα πορίσματα της βιολογικής και εθνολογικής ανθρωπολογίας, προχωρεί στην επεξεργασία των αποτελεσμάτων όλων των επιστημών (ψυχολογία, κοινωνιολογία, αρχαιολογία, γλωσσολογία κ.λπ.), που σχετίζονται με τον άνθρωπο και τις πράξεις του, με σκοπό να ανακαλύψει και να καθορίσει την ουσία του ανθρώπου και να φωτίσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ύπαρξής του. Με
πληθυσμός την έρευνά του αυτή ο Πλέσνερ διαπιστώνει στον άνθρωπο στοιχεία αυτο-αλλοτρίωσης και διάφορους πνευματικούς και ψυχικούς μετασχηματισμούς, καθώς βρίσκεται σε μια συνεχή αναζήτηση εξόδου από τα πλαίσια της άμεσης ύπαρξης και σε μιαν αδιάκοπη αυτο-αλλαγή· και έτσι βρίσκεται διαρκώς "εκτός τόπου" και "στο τίποτε". Στην ανθρώπινη αυτή εκκεντρικότητα ο Πλέσνερ προσδίδει καθολική σημασία καθοριστικού γνωρίσματος, που εκφράζεται σε διανοητικές, ηθικές και συναισθηματικές
κλά το Είναι, ο Πλεχάνοφ τις απέρριπτε και στη θεωρία της γνώσης θεωρούσε ότι τα αισθήματα είναι ένα είδος ιερογλυφικών που μας επιτρέπουν να προσανατολιζόμαστε στην πραγματικότητα, αν και δεν είναι όμοια με τα γεγονότα που μεταδίνουν. Επίσης ο Πλεχάνοφ είχε πλανηθεί· είχε δεχθεί και αυτός τη λαθεμένη άποψη ότι από τη στιγμή που οι άνθρωποι θα υποτάξουν στη βούλησή τους τις σχέσεις παραγωγής το βασίλειο της αναγκαιότητας θα εκλείψει και θα βασιλέψει η ελευθεπράξεις. Έ ρ γ α του: Ο/θ 51υ(βη όβδ ΟτςαπίεοΗβη ρία. Ωστόσο, το κύριο χαρακτηριστικό του υπό όβΓ Μβηεείι (1928, Οι βαθμίδες του οργανι- ήταν η τεράστια μόρφωσή του, οι απέραντες κ ο ύ και ο ά ν θ ρ ω π ο ς ) , ΙβοΗβη υπό \νβίπβη γνώσεις του σε όλους τους τομείς, το λεπτό (1941, Γέλια και κλάμα), Ο/β ΕίηήβίΙ άβΓ 5ίηηβ κριτικό του αισθητήριο και το μεγάλο λογοτε(1965), 0/θ55β/Ϊ5 ϋβΓ υίορίβ (1974), ΘΘ33ΠΊ- χνικά του ταλέντο. "Ηταν ένας συναρπαστικός ΓπβΙΙβ (1980). και ενδιαφέρων συγγραφέας, που η πίστη του στον μαρξισμό δεν επεσκίασε ούτε την αληθιΒιβλιογρ.: ΗΘΓΠΘΓ Ρ.. Ο/β βχζθπίηεείιβ ρο$ίΙϊοη άβε νή ηθική του ευγένεια ούτε το ενδιαφέρον του Μβπεήβη. Βοππ, 1967. για την αλήθεια και την πρόοδο", έγραφε ο Απ. Τζαφερόπουλος Ζενκόφσκι*. Τα έργα του κατακυρώθηκαν για πάντα στη μαρξιστική σκέψη. Εργα του: ΣχετιΠλεχάνοφ Γκεόργκι θασίλιεβιτς (1856-1918). κά με το ζήτημα της ανάπτυξης της μονιστικής Διακεκριμένος παράγων του διεθνούς εργατιαντίληψης για την Ιστορία (1895)· Δοκίμια για κού κινήματος και στοχαστής, από τους κυριότην ιστορία του υλισμού (1896)· Σχετικά με το τερους θεωρητικούς του μαρξισμού*, δημοσιοζήτημα του ρόλου της προσωπικότητας στην λόγος. Μέχρι το 1880 ήταν ηγέτης των ναρόΙστορία (1898). ντνικων'. Γνώρισε όμως τον μαρξισμό και τον θεοχ. Κεοοίδης θεώρηοε αληθινότερο και επιστημονικά πιο θεμελιωμενο από τον ναροντνικισμό και την ιδεολογία του. Τρία χρόνια αργότερα δημιούργηπλήθος (οτοννά). Στους τύπους των κοινωνικών σε στη Γενεύη την ομαδα "Απελευθέρωση της ομαδοποιήσεων το πλήθος διακρίνεται από τη δουλειάς", που αποτέλεσε τον πυρήνα της μάζα", τον όχλο* και το κοινό*. Ο όρος "πλήμελλοντικής σοσιαλδημοκρατίας στη Ρωσία θος" αναφέρεται σ' ένα μάλλον μεγάλο σύνοκαι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση του λο ατόμων που βρίσκεται προσωρινά στον μαρξισμού στο ρωσικό απελευθερωτικό κίνηίδιος χώρο, την ίδια χρονική στιγμή, δίχως τα μα. άτομα αυτά να έχουν κάποιο κοινό ενδιαφέρον Ο Πλεχάνοφ συμμεριζόταν τις αφετηριακές ή κοινό σκοπό. Στο πλήθος απουσιάζει επιπλέθέσεις του Μαρξ*, ότι το "κοινωνικό Είναι καον κάποιο διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό, θορίζει την κοινωνική συνείδηση". Κατέληξε όπως η ηλικία, η μόρφωση, το φύλο. το επάγστο συμπέρασμα ότι υπό ορισμένες προϋποθέγελμα κ.λπ. Το πλήθος είναι "αποχρωματισμέσεις η συνείδηση (οι ιδέες, οι θεωρίες) παίζουν νο" και ουδέτερο. Κατά τον Ο. Ι_β Βοπ", όταν το ηγετικό ρόλο στην ιστορική διαδικασία και διαπλήθος αποχτήσει "ομαδική ψυχή" ύστερα από τύπωσε τη γνωστή θέση ότι "χωρίς επαναστακάποιο έντονο ερέθισμα, τότε μετατρέπεται τική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνη- -υπό προϋποθέσεις- σε ψυχολογικό πλήθος, μα". Κάνοντας κριτική στους εκχυδαιστές του δηλαδή σε όχλο. μαρξισμού (που δεν αναγνώριζαν τη σχετική Βιβλιογρ.: Δ. Γ. Τσαούσης. Η Κοινωνία του Ανθρώπου. αυτονομία των μορφών της κοινωνικής συνείεκδ. ΟυΙβπϋβΓΟ. Αθήνα, 1983. δησης έναντι του κοινωνικού Είναι), έγραφε: θα ν. Α. Βασιλείου "Στον τομέα της ιδεολογίας πολλά φαινόμενα μπορούν να εξηγηθούν μόνο έμμεσα, μέσω πληθυσμός (ρορυΐαΐίοη). Το "υλικό" με το οποίο της επίδρασης της οικονομικής ανάπτυξης". συγκροτείται η κοινωνία* και το αντικείμενο Τις αφελείς - υλιστικές αντιλήψεις, που θεωτης δημογραφίας. Ο όρος προσδιορίζει το σύρούσαν τη συνείδηση καθρέφτη που αντανανολο των κατοίκων μιας κοινωνίας, μιας χώρας
205
Πλήθων ή Γεώργιος Γεμιστός ή μιας περιοχής σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, ανεξάρτητα από το αν είναι πολίτες της ή αλλοδαποί. Ο πληθυσμός βρίσκεται κάτω από τη συνεχή και ταυτόχρονη επίδραση τριών βασικών δημογραφικών διαδικασιών: της "γεννητικότητας" και της "θνησιμότητας" (που επηρεάζουν τη φυσική αύξηση και φθορά του) και της "μετανάστευσης" (που προκαλεί τεχνητές - μηχανικές αυξομοιώσεις του μεγέθους και της δομής του). Ως προς το μέγεθός του, ο πληθυσμός που εξασφαλίζει στο κατά κεφαλή εισόδημα τη μέγιστη τιμή του θεωρείται "άριστος" (ορΙϊπιυΓη ρορυΐβΐίοη) από οικονομική άποψη. Οταν το μέγεθος του πληθυσμού είναι μικρότερο από το άριστο, το εργατικό δυναμικό της χώρας δεν επαρκεί για να λειτουργήσει η οικονομία με τη μέγιστη αποδοτικότητά της. Οταν υπάρχει "υπερπληθυσμός", δηλαδή το μέγεθος του πληθυσμού είναι μεγαλύτερο από το άριστο, το εργατικό δυναμικό είναι πολύ μεγάλο, με αποτέλεσμα η οικονομία να λειτουργεί με φθίνουσες αποδόσεις. Το μέρος του πληθυσμού μιας χώρας που εργάζεται ή που ζητάει εργασία αποτελεί τον "ενεργό πληθυσμό" (30<ίνβ ρορυΐβΐίοπ), τα ηλικιακά όρια του οποίου στην Ελλάδα είναι τα 15 και τα 65 χρόνια. Ο "μη-ενεργός πληθυσμός" (ποη-βοΐίνβ ρορυΐβΐίοπ) μιας χώρας είναι το μέρος εκείνο του πληθυσμού που δεν εργάζεται και δε ζητάει εργασία. Στον μη-ενεργό πληθυσμό ανήκουν οι ομάδες του παιδικού πληθυσμού κάτω των 15 χρόνων, οι μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, οι στρατευμένοι και οι συνταξιούχοι. Στον μη-ενεργό οικονομικά πληθυσμό υπολογίζονται και οι νοικοκυρές -παρά το γεγονός ότι προσφέρουν χρήσιμη και επίπονη εργασία. Από δημογραφική άποψη, ο πληθυσμός διακρίνεται σε νόμιμο και σε πραγματικό. Ο "νόμιμος πληθυσμός" (άθ ]υΓβ οβπδυδ) αφορά το σύνολο των ατόμων που είναι εγγεγραμμένα στα δημοτολόγια ή στα μητρώα των δήμων και κοινοτήτων την ημέρα της απογραφής. Ο "πραγματικός πληθυσμός" (άθ ίβοίο οβπδυδ) είναι το σύνολο των κατοίκων μιας συγκεκριμένης περιοχής κατά τη στιγμή* της απογραφής -ανεξάρτητα από το αν είναι εγγεγραμμένοι στα δημοτολόγια ή στα μητρώα του δήμου όπου κατοικούν.
Η δημογραφική δομή, δηλαδή η κατανομή του πληθυσμού κατά φύλο, κατά μείζονες ομάδες ηλικιών, η δημογραφική ιστορία του πληθυσμού και οι δημογραφικές του προοπτικές, οι τάσεις της φυσικής κίνησης, της γήρανσης ή
206
της ανανέωσης κ.λπ. απεικονίζονται σ' ένα διάγραμμα που ονομάζεται "δημογραφική πυραμίδα" (ρορυΐ3(ίοπ ργΓ3Γπϊά). Βιβλιογρ.: Δ. Γ. Τσαούση, Κοινωνική Δημογραφία, εκδ. Ου(θπ|}θΓ9, Αθήνα. 1986.- ϋβοηυθε νβΙΙίπ. Ο πληθυσμός της Γης, μτφ. Γ. Σερελέα. εκδ. ΟυΙθη&θΓς, Αθήνα, 1989.Νότα Κυριαζή, Αναπαραγωγή του πληθυσμού, εκδ. ΟυΙβηϋθΓθ. Αθήνα. 1992. θαν. Α. Βασιλείου
Πλήθων ή Γεώργιος Γεμιστός. Κατά την επικρατέστερη μαρτυρία, ο Πλήθων γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1355 και πέθανε στον Μυστρά το 1452. Το 1380 ο Πλήθων μετέβη στην Αδριανούπολη, όπου έγινε μαθητής του Ιουδαίου Ελισαίου από τον οποίο διδάχθηκε, μεταξύ άλλων, τους "χρησμούς" του Ζωροάστρη. Μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη (περ. 1393), χρημάτισε πολιτικός σύμβουλος του Μανουήλ Β' του Παλαιολόγου (1391-1425). Προφανώς, οι δυσκκολίες που κατά την εποχή εκείνη αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία και αντιθέσεις που υφίσταντο μεταξύ του ιδίου και της εκκλησίας τον οδήγησαν στον Μυστρά προς αναζήτηση "ελληνικωτέρου" εδάφους. Στον Μυστρά ο Πλήθων ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, της οποίας οι φιλελεύθερες και νεωτερικές τάσεις είχαν ως αποτέλεσμα την απόκλιση του ίδιου, και μερικών από τους μαθητές του, τόσο από τη συντηρητική βυζαντινή παράδοση όσο και από τη σχολαστική διανόηση. Η μετάβασή του στην Ιταλία προκειμένου να λάβει μέρος στη σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439) του έδωσε την ευκαιρία, με διαλέξεις και τη συγγραφή πραγματειών, από το ένα μέρος να βοηθήσει στην αποκατάσταση του Πλάτωνα* και του πλατωνισμού* και από το άλλο μέρος να συντελέσει στην αναχαίτιση της επιβολής του Αριστοτέλη* και του αριστοτελισμού* στη Δύση -και στην Ανατολή. Το άμεσο αποτέλεσμα του ενθουσιασμού που οι δραστηριότητες αυτές προκάλεσαν για τον Πλάτωνα ήταν η μελέτη των πρωτοτύπων κειμένων του φιλοσόφου και η ίδρυση της Πλατωνικής Ακαδημίας (1459) από τον άρχοντα της Φλωρεντίας ΟοδίΓπο άθ'Μβάίά. Ο Πλήθων έζησε στην πλέον απογοητευτική για τον ελληνισμό περίοδο. Η βυζαντινή αυτοκρατορία, έχοντας την Κωνσταντινούπολη ως το πολιτικό και πνευματικό της κέντρο, οδηγείτο βαθμιαία στο τέλος της που συνέπεσε σχεδόν με το τέλος της ζωής του φιλοσόφου. Εσωτερικά, η αυτοκρατορία μαστιζόταν από τα
Πλήθων ή Γεώργιος Γεμιστός στρατιωτικά κινήματα και αντικινήματα, την οικονομική εξαθλίωση, τις κοινωνικές και θρησκευτικές αντιθέσεις και τους δυναστικούς και εμφυλίους πολέμους. Η εξωτερική κατάσταση της αυτοκρατορίας δεν ήταν καλύτερη. Τον "εκ γης και θαλάσσης" μεγάλο γΓ αυτήν κίνδυνο συνιστούσαν, μεταξύ άλλων, Τούρκοι και Σέρβοι, Βούλγαροι και Καταλανοί. Οι προσπάθειες των Παλαιολόγων να επιβάλουν πολιτική ενότητα και να εξασφαλίσουν τη βοήθεια της Δύσης, με αντάλλαγμα την ένωση των εκκλησιών, απέβησαν μάταιες. Για την αντιμετώπιση των εσωτερικών δυσκολιών και των εξωτερικών κινδύνων της αυτοκρατορίας ο Πλήθων εισηγήθηκε σειρά μεταρρυθμιστικών και αμυντικών μέτρων, που απέβλεπαν στην αναδιοργάνωση της κρατικής μηχανής, στην αναμόρφωση της πολιτείας και την εσωτερική της οργάνωση. Το ότι κύριο μέλημα του φιλοσόφου του Μυστρά ήταν η οργάνωση της πολιτείας διαπιστώνεται από τις πραγματείες του: Συμβουλευτικός προς τον Δεσπότην Θεόδωρον περί της Πελοποννήσου, Λόγος προς τον βασιλέα Εμμανουήλ περί των εν Πελοποννήσω πραγμάτων και Νόμων συγγραφή. Στις πραγματείες αυτές τίθενται τα θεμέλια της ιδανικής του πολιτείας, η οποία πρέπει να είναι δημοκρατική, στη βάση πλατωνική, και οργανωμένη κατά το πρότυπο της αρχαίας Σπάρτης. Ειδικότερα, στην πραγματεία του Νόμων συγγραφή εκτίθενται συστηματικά οι φιλοσοφικές και θεολογικές αντιλήψεις του Πλήθωνα και η όλη του προσπάθεια για την υποκατάσταση της χριστιανικής θρησκείας με τις νεοπλατωνικές του αντιλήψεις καταλλήλως προσαρμοσμένες προς την παγανιστική ελληνική θρησκεία. Της πραγματείας αυτής μόνον αποσπάσματα σώζονται. Ο Γεώργιος Σχολάριος", αυστηρός επικριτής του Πλήθωνα, κινούμενος, προφανώς, από πνεύμα φανατισμού και εκδίκησης για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του αντιπάλου του, παρέδωσε την πραγματεία στο πυρ. Η πραγματεία του Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται, την οποία ο Πλήθων συνέγραψε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία, είναι σημαντική κατά τούτο, ότι δηλαδή απετέλεσε το επίκεντρο της διαμάχης μεταξύ πλατωνιζόντων και αριστοτελιζόντων. Η πραγματεία του Πλήθωνα Προς τας υπέρ του Αριστοτέλους Γ. Σχολαρίου αντιλήψεις έχει ακριβώς ως αντικείμενο την αναίρεση των αριστοτελικοσχολαστικών επιχειρημάτων του Σχολαρίου.
Ο Νεοπλατωνισμός* του Πλήθωνα αποτελεί συνέχεια των Νεοπλατωνικών Σχολών της Αλεξάνδρειας και των Αθηνών. Ο Πλήθων πίστευε ότι η μεταφυσική του είναι η αληθινή διδασκαλία του Πλάτωνα* και ότι προέρχεται από τη μυστική διδασκαλία των Πυθαγορείων*, των Ορφικών* και του Ζωροάστρου. Τα δόγματα αυτά υπερτερούν σε αυθεντικότητα όλες τις άλλες δοξασίες και, ταυτόχρονα, αποτελούν την παραδοσιακή θρησκεία των Ελλήνων. Τις ελληνικές αντιλήψεις για τις θεότητες ο Πλήθων τις ενσωματώνει στο ιεραρχικά διαρθρωμένο νεοπλατωνικό σύστημα και τις προσαρμόζει στην αντίστοιχη οντολογική βαθμίδα. Κατά το πληθωνικό σύστημα, το σύμπαν ολόκληρο απορρέει κατά φθίνουσα τάξη από τον παμμέγιστο βασιλέα, τον Δία, ο οποίος είναι αγέννητος και των "άλλων απάντων πατήρ τε και δημιουργός πρεσβύτερος". Ο Ποσειδών ή Νους, η δεύτερη υπόσταση ή ουσία, αποτελεί την άμεση δημιουργική αιτία, καταλαμβάνοντας έτσι τη θέση μεταξύ του υπερτάτου Διός και του δημιουργήματος. Από τον Νου απορρέει η ψυχή και το γίγνεσθαι του αισθητού κόσμου. Ο άνθρωπος αποτελεί τον δεσμό των δύο κόσμων: του αθανάτου, θείου και νοητού, μετά του αισθητού. Από την ένωση των δύο τούτων στοιχείων προέρχεται η μεθόριος φύση του ανθρώπου, του αθανάτου αυτού ζώου γεννημένου να μετέχει "θνητής φύσεως". Το σύστημα αρετών, το οποίο ο Πλήθων εισηγείται, κυρίως, στην Περί αρετών πραγματεία του, νοείται ως μέσον προς επίτευξη της ευδαιμονίας, αλλά και ως αυτοσκοπός, με την έννοια ότι η επίτευξη της αρετής ενυπάρχει δυνάμει στην ανθρώπινη φύση. Κατά το ίδιο σύστημα, οι λατρευτικές και τελετουργικές σχέσεις του ανθρώπου προς το θείο εκφράζονται και ρυθμίζονται μέσω των αρετών της "οσιότητας" και της "θεοσέβειας". Η επικοινωνία αυτή εκδηλώνεται στις προσευχές και στους ύμνους και, γενικά, στη λατρεία. Ο Πλήθων συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της νέας εθνικής συνειδήσεως των Ελλήνων και έθεσε ως επίκεντρο των αναζητήσεών του την επίτευξη της συνειδησιακής ενότητας και αυτοδυναμίας του Γένους των Ελλήνων. Η κοινωνικοπολιτική δομή της πολιτείας που ο ίδιος εισηγήθηκε επιβεβαιώνει τη συμβολή του αυτή. Οπως η πρώτη Αρχή ή το καθεαυτό Ον προΐσταται του ιεραρχικά διαρ-
207
πληρότητα θρωμένου κόσμου των ιδεών, έτσι και η πολιτειακή δομή έχει επικεφαλής τον μονάρχη, τον Βασιλέα. Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες τάξεις, όπως είναι οι υπάλληλοι, οι υπηρέτες και οι παραγωγοί. Ο Βασιλέας, όμως, δεν διοικεί απολυταρχικά. Αντίθετα, κατά την προτεινόμενη πολιτεία, αυτός είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το συμβουλευτικό σώμα αποτελούμενο από συμβούλους με επαρκή μόρφωση. Ο απώτερος, ωστόσο, στόχος του ιεραρχικά διαρθρωμένου νεοπλατωνικού συστήματος και της κοινωνικοπολιτικής δομής της πολιτείας ήταν η αποκατάσταση του Γένους των Ελλήνων, της φωνής και της πατρίου παιδείας. Από την άποψη αυτή, οι κοινωνικοπολιτικές ιδέες του φιλοσόφου αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για τον Νεοελληνισμό, γιατί είναι ο πρώτος "νεοέλλην" φιλόσοφος και πολιτικός που είχε στρέψει τα μάτια του στο απώτερο ελληνικό παρελθόν αλλά και στο μέλλον, ξεπερνώντας το βυζαντινό παρόν. Βιβλιογρ.: Β. ΐ393Γΰβ, Οβοτςβε ΟόηηίεΙβ ΡΙβΙΐΊοη. Οβε
άίΙΙβτβηοβε βηΐίβ ΡΙβΙοη θΙ ΑπεΙοίβ. ΕΰίΙίοη. ΐΓ3όυο(ιοη θ!
ΟΟΓΠΙΤΙΘηΙβΙΓΘ. Ρ3ΓΙ5 (Τή65β). υηινθΓ5ΐ(ό ύθ Ρ3ΓΙ5. 1976 (πολυγρ. τ. 1-2).- ΡΓ. Μ353Ϊ, ΡΙβΙίιοη βί Ιθ ρΐΒΙοηίειπβ άβ
Μίεΐίβ. Ρ3ΓΪ5. 1966 - Ο. ννοο4ίιου56, Οβοφβ Οβπιί$Ιο$ ΡΙεΙήοη.
7/ιβ £.351 οί ί/ιβ ΗβΙΙβηβε. ΟχΙοκ). ΟΙβΓβηάοη
ΡΓ655. 1988 - Θ. Νικολάου. Αι περί πολιτείας και δικαίου
ιδέαι του Γ. Πλήθωνος Γεμιστού, Θεσσαλονίκη. 1974 - Λ.
Κ. Μπαρτζελιώτη. Ελληνοκεντρική 1973.
φιλοσοφία, Αθήνα.
Λεων. Μπαρτζελιώτης
πληρότητα. Όρος της λογικής των αξιωματικών συστημάτων, όπου μόνος λειτουργικός συλλογισμός είναι ο παραγωγικός". Αφετηρία των συστημάτων αυτών (π.χ. της Ευκλείδειας Γεωμετρίας ή της αξιωματικής θεωρίας των συνόλων) είναι ένα σύνολο αξιωμάτων* ή αρχών ή ορισμών, που επαρκούν για την επίλυση των θεωρημάτων* (και προβλημάτων) του πεδίου όπου απλώνεται το δεδομένο αξιωματικό σύστημα, π.χ. του ευκλείδειου χώρου. Το σύστημα έχει "πληρότητα" όχι μόνο αν επιλύονται με συλλογιστική συνέπεια (οοηΐί9θηογ) τα θεωρήματα - προβλήματα του πεδίου, αλλά και αν δεν μένουν προβλήματα του πεδίου άλυτα (με βάση τα αξιώματα - θεωρήματα του συστήματος). Περιορισμός των αξιωματικών συστημάτων και της "πληρότητάς" τους είναι η αυθαίρετη παραδοχή των αρχικών αξιωμάτων - ορισμών, που δεν έχουν λογικά προηγούμενη αποδεικτική αφετηρία· είναι απλώς αξιώματα, αξίωση του νου να αληθεύουν. Φ. Κ. θωρος
208
πληροφόρηση (λατ. ϊηίοΓΓΠβΙίο). Αναφορά, είδηση, μήνυμα, κατατόπιση, μεταβίβαση του συνόλου ορισμένων δεδομένων γνώσεων. Βασική έννοια της κυβερνητικής* και της πληροφορικής, η οποία έχει αποκτήσει διεπιστημονική εμβέλεια. Χρησιμοποιείται στη βιολογία, στη νευροφυσιολογία, στην ψυχολογία*, στην τεχνική της διοίκησης*, στις οικονομικές επιστήμες, στην κοινωνιολογία* και στη φιλοσοφία* (θεωρία της γνώσης*). Η επιστημονική έννοια της πληροφόρησης πραγματοποιεί αφαίρεση* από την περιεκτική πλευρά των μηνυμάτων δίνοντας έμφαση στη δομική - ποσοτική πτυχή τους. Η ποσότητα πληροφόρησης ορίζεται ως μέγεθος αντιστρόφως ανάλογο του βαθμού πιθανότητας του συμβάντος στο οποίο αναφέρεται το διαβιβαζόμενο μήνυμα. Η επεξεργασία της επιστημονικής έννοιας της πληροφόρησης αναδεικνύει μια νέα (οντολογική κατά ορισμένους φιλόσοφους) πτυχή - ιδιότητα της ύλης, την πληροφοριακή πλευρά της αλληλεπίδρασης αντικειμένων, διαδικασιών και συστημάτων. Η έννοια αυτή επιτρέπει την ενιαία προσέγγιση ποικίλων, εκ πρώτης όψεως εντελώς διαφορετικών, φαινομένων (βιολογικών, νευροφυσιολογικών, ηλεκτρονικών, τηλεπικοινωνιακών, διοικητικών κ.λπ.) και από αυτή την άποψη εμπλουτίζει με νέα δεδομένα τη θεωρία της αντανάκλασης*, παρέχοντας τη δυνατότητα εξέτασης των αλληλεπιδράσεων και ως διαδικασιών μετάδοσης, φύλαξης και επεξεργασίας πληροφόρησης. Διακρίνονται δύο πτυχές της πληροφόρησης: 1. η πληροφόρηση ως μέτρο οργανωτικότητας ενός συστήματος. Η μαθηματική έκφρασή της ταυτίζεται με την έκφραση της αρνητικής εντροπίας (χαρακτηρίζει όχι τον βαθμό αταξίας αλλά τον βαθμό τάξης, συγκρότησης ενός συστήματος). Συνιστά δυναμικού χαρακτήρα εσωτερικό δομικό στοιχείο των συστημάτων και των διαδικασιών. 2. η πληροφόρηση που συνδέεται με τη συσχέτιση, με την αλληλεπίδραση δύο τουλάχιστον διαδικασιών (αντικειμένων), η μία από τις οποίες γίνεται φορέας πληροφόρησης περί της άλλης. Στα κυβερνητικά συστήματα οι μεταβολές ενός αντικειμένου (Β) που προκαλούνται υπό την επίδραση άλλου αντικειμένου (Α) δεν συνιστούν απλώς κάποια γνωρίσματα του Β, αλλά μετατρέπονται σε παράγοντα λειτουργίας του κυβερνητικού συστήματος με την ιδιότητα των φορέων πληροφορήσης. Η σχετική πληροφορία μετατρέπεται από πληροφορία "δυνάμει" σε πληροφορία "ενεργεία", από πα-
Πλούταρχος θητική σε ενεργητική, σηματοδοτώντας τη μετάβαση από προκυβερνητικά σε κυβερνητικά (αυτορρυθμιζόμενα) συστήματα. Η μαθηματική θεωρία της πληροφόρησης δημιουργήθηκε το 1949 (Κ. 3ΐΊ3πηοη - \Λ/. νΥθβνβχ, Τήβ σΐθΐήθιπβϋοβΙ ΙΙΙΘΟΓΥ οί οοιππΊυηίοΒϋοη, 1949). Ιδιαίτερη ανάπτυξη των ερευνών της πληροφόρησης παρατηρείται στη σύγχρονη επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της τεχνητής νοημοσύνης. Στον χώρο της φιλοσοφικής ερμηνείας της πληροφορίας παρατηρούνται υλιστικές και ιδεαλιστικές (αντικειμενικές και υποκειμενικές), ορθολογικές και ανορθολογικές τάσεις (βλ. επίσης: κυβερνητική, αντανάκλαση, οργάνωση, διοίκηση, επικοινωνία). Δ. Πατέλης
πλήρωμα, Γνωστικών. Έννοια που αντιπροσωπεύει έναν ακραίο οντολογικό, αξιολογικό και ηθικό δυϊσμό. Υπό μια γενική οπτική, εκφράζει την οξύτατη και ασυμφιλίωτη διαλεκτική αντίθεση ανάμεσα στο μεταφυσικό Εκείθεν και στο φυσικό Εντεύθεν. Τούτο οδηγεί σε μια ριζική απαξίωση της τάξης του φυσικού κόσμου, η οποία θεωρείται ότι λειτουργεί δεσμευτικά και εκβιαστικά για τα πνευματικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης, ότι τους στερεί την ελευθερία επιλογών και ότι τους θέτει εμπόδια για τις μεταφυσικές αναγωγές τους προς τον αγαθό Θεό", ο οποίος υποστηρίζεται ότι αποτελεί τη μοναδική πραγματικότητα οντολογικής καθαρότητας και αυθεντικότητας. Κατ" επέκταση, η ύλη ερμηνεύεται ως έσχατο κακό, που αντιτίθεται στην κατάσταση του πληρώματος, δηλαδή προς την ύπαρξη και την κίνηση του Θεού ή του αληθινού όντος. Πιο συγκεκριμένα. το πλήρωμα αποτελεί μια θεία δυναμική κατάσταση, που προβαίνει σε ιδιότυπες κινήσεις με πολυδαίδαλα και αξιολογικώς πολύσημα αποτελέσματα. Πρόκειται για μια διαδικασία, εντός της οποίας συναρθρώνεται η απορροή με την ανέλιξη και εμφανίζονται συγκεκριμένες οντολογικές μορφές και καταστάσεις. Σ' ένα πρώτο επίπεδο, από την απόλυτα υπερβατική θεία περιοχή εκδηλώθηκαν ορισμένες συζυγίες οντοτήτων, που ονομάζονται "αιώνες" και αντανακλούν το πλήρωμα κατά την ανάπτυξή του. Από την έκπτωση ενός αιώνα προέκυψε ο δημιουργός Θεός που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, ο οποίος αποτελεί την οντότητα που παρεμβάλλεται μεταξύ της πληρωματικής ανώτερης θείας κατάστασης και των έσχατων όντων του υπαρκτού. Ο εν λόγω Θεός
Φ.Λ., Δ-14
δημιουργεί τον φυσικό κόσμο και τους ανθρώπους, αλλά επειδή είναι κατώτερος στην κλίμακα των αξιών η πράξη του δεν έχει θετικό νόημα. Τούτο έχει ως συνέπεια να ζουν οι άνθρωποι καταστάσεις αρνητικές και υποταγμένες στην αμαρτία. Παρά ταύτα, δεν οδηγούνται στην οριστική απώλεια. Παρεμβαίνει ο Ιησούς, ο οποίος ως ύψιστος αιώνας τους προσφέρει τη λύτρωση. Πιο ειδικά, ο σκοπός του εδράζεται στο να επαναφέρει όλα τα πνευματικά στοιχεία της ζωής στο οντολογικό πλήρωμα, υπό μια μορφή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως αποκατάσταση. Για να κατορθώσει όμως να επαναφέρει τις δυνάμεις του πνεύματος ολοκληρωτικά στην προπτωτική κατάστασή τους, είναι απαραίτητο να τις απαλλάξει από τον υλικό κόσμο και γι' αυτό θα τον καταστρέψει. Χρ. Τερέζης
πλουραλισμός (ρΙυΓβΙίδπι από το λατ. ρΙυΓ3ΙΪ3Γπυ5: ποικιλία, πολυαρχία). Στη φιλοσοφία είναι η μεταφυσική θεωρία η οποία αποδέχεται ότι η πραγματικότητα συνίσταται από πολλά πνευματικά ή υλικά στοιχεία, που αποτελούν τις τελικές αιτίες ενός συστήματος θέασης του κόσμου. Στην πολιτική δηλώνει την άσκηση εξουσίας από πολλά κόμματα ή αρχές. Γενικά στις κοινωνικές επιστήμες ο πλουραλισμός τονίζει την ανάγκη προσφυγής σε πολλές μεθόδους, την παραδοχή πολλών προτύπων και θεωρήσεων, ώστε η όποια προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων να είναι πολυπρισματική και πολυπαραδειγματική (ιτιυΙΙίρβΓβάίςιτοΐίο). Τ ο να συγκεντρωθούμε αποκλειστικά σε ένα μόνο εννοιολογικό σχήμα απ' το οποίο θ' απορρέει η κάθε θεωρία", τονίζει ο Π. ΜΘΓΙΟΠ', "σημαίνει ότι κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε στον 20ό αιώνα ομοιώματα των μεγάλων φιλοσοφικών συστημάτων του παρελθόντος". Ο πλουραλισμός" αντιτίθεται στον ενισμό* και βρίσκεται πιο κοντά στον δυϊσμό*. Βιβλιογρ.: Ιωάννα Λαμπίρη - Δημάκη. Η Κοινωνιολογία
και η Μεθοδολογία της. εκδ. Σάκκουλα. Αθήνα. 1990. Θαν. Α. Βασιλείου
Πλούταρχος (περίπου 46-127 μ.Χ.). Έλληνας συγγραφέας και φιλόσοφος, ηθικολόγος. Γεννήθηκε στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, έζησε και σπούδασε στην Αθήνα, που αργότερα έγινε επίτιμος πολίτης της. Ταξίδεψε αρκετές φορές στη Ρώμη και στην Αλεξάνδρεια, εκμεταλλευόμενος μια κάποια επιρροή που ασκούσε στην αυλή των αυτοκρατόρων.
209
Πλούταρχος Χαρακτηριστικό της κοσμοθεωρίας του Πλουτάρχου, που διαμορφώθηκε σε συνθήκες επιρροής της Ακαδημίας*, αποτελεί ο μυστικιστικής χροιάς πλατωνισμός*, συνδυασμένος με στοιχεία της φιλοσοφίας των στωικών*. Στην πολιτική ακολουθούσε επαμφοτερίζουσα γραμμή: παρέμενε Έλληνας πατριώτης και ταυτόχρονα νομοταγής στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία· θεωρούσε παράλογη την αντίσταση κατά των Ρωμαίων και κήρυττε ως ρεαλιστική πολιτική την υποταγή, χωρίς όμως αυτοταπείνωση, γιατί τότε οι εξουσιαστές γίνονται πιο δεσποτικοί ακόμη και από ό,τι οι ίδιοι θα ήθελαν. Ο Πλούταρχος πίστευε ότι η ηθική τελείωση των ανθρώπων θα οδηγούσε στην επίλυση των κοινωνικών αντιθέσεων και τους καλούσε να άγουν βίο (τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον κοινωνικό τομέα) λογικό και αρμονικό. Κήρυττε τη φιλανθρωπία, την καλοσύνη, την πίστη στον άνθρωπο και την κοινωνική αλληλεγγύη. Συνδύαζε την ηθική διδασκαλία των πλατωνικών με εκείνη των περιπατητικών και προσπαθούσε να καταλάβει ενδιάμεση θέση μεταξύ της ηθικής διδασκαλίας των στωικών και της επικούρειας ηθικής. Ο σεβασμός προς τις θετικές επιστήμες και η τεράστια επιστημονική του μόρφωση συνυφαίνονται με ένα βαθύ θρησκευτικό αίσθημα και μια τάση προς τον μυστικισμό: καταδίκη των ακραίων δεισιδαιμονιών και ταυτόχρονα προσπάθεια προσέγγισης των διαφόρων θρησκευμάτων μέσω της αλληγορικής ερμηνείας των μύθων. Εκλινε προς τον δυϊσμό* και αναγνώριζε δυο κοσμικές αρχές: τη θεία, ως την αρχή του καλού, και την ύλη, ως όρο ύπαρξης του κακού. Η ύλη χαρακτηρίζεται από την ενυπάρχουσα σ' αυτή άτακτη κίνηση και ταυτόχρονα από την έλξη προς το θείο. Η ψυχή του ανθρώπου, ως μέρος της θεότητας, διαθέτει ελευθερία σκέψης και βούλησης και μπορεί να υψωθεί ως το θείο με τη βοήθεια των θεών, των δαιμόνων (δαιμονίων) και των ηρώων, που είναι έμψυχες ουσίες και μεσολαβούν μεταξύ της ύψιστης θεότητας και του ανθρώπου. Σκοπός της ζωής κατά την άποψή του είναι η απόκτηση της αρετής μέσω της πάλης κατά των παθών και της κατανίκησης τους. Και προορισμός της φιλοσοφίας είναι ακριβώς να βοηθήσει τους ανθρώπους να κατανικήσουν τα πάθη τους και να τους γιατρέψει από τις ασθένειες της ψυχής. Η φιλοσοφία είναι κυρίως ηθική και πρακτική βοήθεια. Αυτή είναι και η γραμμή που εκφρά-
210
ζουν πολλές πραγματείες του, που συγκεντρώθηκαν υπό τον τίτλο Ηθικά, καθώς και του περίφημου έργου του Βίοι παράλληλοι, το οποίο απαθανάτισε το όνομά του. Η επίδραση του Πλουτάρχου υπήρξε τεράστια, ιδιαίτερα κατά τους Νέους Χρόνους. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα γεμάτα ανθρωπισμό και ειλικρίνεια έργα του παραμένει και σήμερα ζωηρό. Βιβλιογρ.: ΖϊβςΙθΓ Κ., ΡΙυΙβκΙιοε
νοπ Οΐ3ίωηί3.
1949.- ννθ&θΓ Η.. Οιβ 5 Ι β 3 ΐ ε - υπό ββεοΜεΙβΙΐΓθ
51υ(1ς..
ΡΙυΙβκΙιε
νοπ ΟΛβ/ΓΟΠβι, Βοππ. 1959. θεοχ.
Κεσοίδης
Πλούταρχος ο Αθηναίος (Αθήνα, περ. 350-432 μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος, διευθυντής της πλατωνικής Ακαδημίας* στην Αθήνα, δάσκαλος του Πρόκλου", του Ιεροκλή του Αλεξανδρέα* και του Συριανού*, ο οποίος τον διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Ακαδημίας. Επιφυλακτικός απέναντι στις μυστικιστικές τάσεις του λεγόμενου ανατολικού Νεοπλατωνισμού* (από τον Ιάμβλιχο* και εξής), στήριξε τη διδασκαλία του, όπως και οι άλλοι παραδοσιακοί πλατωνικοί, στην εξήγηση των έργων του Πλάτωνα* και του Αριστοτέλη*, εισήγαγε όμως στην Ακαδημία τα νεοπλατωνικά κριτήρια του Πλωτίνου* και του Πορφύριου*, ιδιαίτερα στη θεώρηση του απόλυτου Ενός ως πηγής του Είναι. Ε. Ν.
Ρούσσος
Πλωτίνος (Λυκόπολη Αιγύπτου, 205 - Κομπανία Ιταλίας, 270 μ.Χ.). Κορυφαίος νεοπλατωνικός φιλόσοφος, διαμορφωτής των κριτηρίων και των τάσεων του "ανατολικού" και του "δυτικού" Νεοπλατωνισμού*, με τεράστια απήχηση στη φιλοσοφία του μεσαιωνικού κόσμου γενικά. Ο Πλωτίνος έχει σκιαγραφήσει το σύστημά του με τη θεωρία του για τις τρεις πρώτες υποστάσεις του όντος. Έτσι διαβαθμίζει το ον,διακρίνοντάς το σε απόλυτο "εν", σε "νουν" και σε "ψυχήν". Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, ο Πλωτίνος εννοεί το εν ως απόλυτη πραγματικότητα, ταυτόσημη με το απόλυτο αγαθό, τον νουν ως απόρροια του ενός, ταυτόσημη με τον νοητό κόσμο και την ουσία των πραγμάτων, και την ψυχήν ως απόρροια του νου, την οποία και θεωρεί δημιουργό όλων των μορφών του αισθητού κόσμου και του ίδιου του κόσμου γενικά. Πάνω σ' αυτό το οντολογικό σχήμα ο Πλωτίνος βλέπει μια αμφίδρομη κίνηση από το ένα στα πολλά και από τα πολλά στο ένα. Ετσι επι-
Πλωτίνος σημαίνει ότι στον δρόμο της γένεσης ή της καθόδου των όντων από τις ανώτερες στις κατώτερες μορφές τους αντιστοιχεί ο δρόμος της επιστροφής ή της ανόδου των όντων από τις κατώτερες στις ανώτερες μορφές τους, πράγμα που σημαίνει ότι όλα κατάγονται από το απόλυτο εν και κατατείνουν σ' αυτό. Με τον δεύτερο δρόμο της κίνησης του όντος ο Πλωτίνος περνά στον μυστικισμό, τον οποίο δέχεται ως προσπάθεια, με άσκηση ή έκσταση, για την ένωση του ανθρώπου με την πηγή του όντος, που γι' αυτόν είναι το απόλυτο εν. Ο Πλωτίνος θεωρεί το απόλυτο εν ως απλό, ξεχωριστό από όλα τα όντα και μη ταυτίσιμο με το σύμπαν ή τον νοητό κόσμο ή την ουσία των πραγμάτων. Αντίθετα τον νουν τον κατανοεί ως απλό και ταυτόχρονα διπλό, ως υποκείμενο και αντικείμενο της νόησης, ως αυτοθεωρία και αυτοστοχασμό, ως ταυτόσημο με τις ιδέες και ως πρότυπο του αισθητού κόσμου. Τέλος, την ψυχή την προσδιορίζει ως θεϊκή ουσία, αθάνατη και απλή, απλωμένη παντού, χωρίς όμως να κομματιάζεται, φορέα ζωής, οργανωτική αρχή του ζωντανού οργανισμού, αιτία της ζωής και της κίνησης, της μορφής και της ενότητας του σώματος, του αισθητού κόσμου στο σύνολο του και του κάθε σώματος χωριστά. Με τις τρεις υποστάσεις υποδηλώθηκε ήδη ότι ο Πλωτίνος εντοπίζει την αρχή του αισθητού κόσμου στην τρίτη υπόσταση του όντος, δηλαδή στην ψυχή, εφόσον αυτή τη θεωρεί ως παρούσα σε όλες τις βαθμίδες της φυσικής γένεσης και ως εκπροσωπούμενη σ' αυτό ακριβώς που η ίδια επιδιώκει κάθε φορά να δημιουργήσει. Ετσι, με αναγωγή στο τριαδικό σχήμα του ο Πλωτίνος εξηγεί το αισθητό σύμπαν σαν απομίμηση του νοητού. Στο ερώτημα πώς η απόλυτη πραγματικότητα του νοητού κόσμου μεταμορφώνεται στη σχετική του αισθητού, ο Πλωτίνος απάντησε με μια δική του θεωρία της ύλης. Ετσι, αυτός δέχτηκε την ύλη με δυο έννοιες, δηλαδή ως νοητή και ως αισθητή: ως νοητή τη θεώρησε απροσδιόριστη και σύνθετη, αλλά αμετάβλητη, κρίνοντας την ύπαρξή της αναγκαία, επειδή, κατά την άποψή του, οι μορφές του νοητού κόσμου χρειάζονται ένα υποκείμενο, και η ύλη του αισθητού κόσμου χρειάζεται αντίστοιχα ένα πρότυπο μέσα στον νοητό κόσμο- ως αισθητή κρίνει επίσης απαραίτητη την ύπαρξή της, αρνείται όμως να την ταυτίσει με τις κοσμολογικές αρχές της παλαιότερης φυσικής
φιλοσοφίας, δηλαδή το "άπειρον", το "μίγμα" ή τα "άτομα", τη θεωρεί και αυτή ασώματη, χωρίς ποσότητα και ποιότητα, δηλαδή ως απλή υποδοχή των μορφών, απαραίτητη για τη δομή των σωμάτων, και την αντιπαραθέτει στο καλό ως απόλυτο κακό. Ο Πλωτίνος πιστεύει ότι η ψυχή κατεβαίνει από τον νοητό κόσμο στον αισθητό, για να πάρει μέρος στο καλό, και η ύλη καθαυτήν είναι νοητή από αυτόν ως στέρηση και άρνηση του καλού. Με αυτό τον τρόπο ο Πλωτίνος δέχεται ότι η ψυχή γεφυρώνει τον νοητό με τον αισθητό κόσμο, ότι ανήκει και στον ένα κόσμο και στον άλλο, γι' αυτό και τη χαρακτηρίζει ως "αμφίβιον". Διαφορετικά ο Πλωτίνος παρουσιάζει την κάθοδο της ψυχής στον κόσμο των σωμάτων ως μετάβαση από το όλο στο μέρος, θεωρώντας ως όλο τον νοητό κόσμο, όπου η ψυχή είναι μία και αδιαίρετη, και ως μέρος τα σώματα, όπου η ψυχή μοιράζεται και γίνεται πολλά, δηλαδή πλήθος ατομικές ψυχές. Ο Πλωτίνος τελικά διδάσκει ότι μόνο η ψυχή είναι η αληθινή ταυτότητα του ανθρώπου. Σημαντική θέση στη σκέψη του, κατά το υπόδειγμα των Πυθαγορείων* και του Πλάτωνα*, έδωσε ο Πλωτίνος στην ορφική διδασκαλία για τη μετενσωμάτωση*, σύμφωνα με την οποία η ψυχή, ως απόσπασμα της θείας ουσίας, δεν χάνεται με τον θάνατο, αλλά υποχρεώνεται να περάσει μια σειρά από γεννήσεις και θανάτους μέσα σε σώματα ανθρώπων, ζώων ή φυτών, ώσπου να καθαριστεί τέλεια από την επικοινωνία της με την ύλη και να επιστρέψει οριστικά στον Θεό. Ως προς τη λειτουργική σχέση της ψυχής με το σώμα, ο Πλωτίνος πιστεύει ότι μόνο η νόηση ανήκει στην ψυχή- έτσι ερμηνεύει τα πάθη από τη γειτνίαση της ψυχής με το σώμα και υποστηρίζει ότι, παρά τη λειτουργική σχέση της με το σώμα, η ψυχή δεν δεσμεύεται από τα πάθη.
Ο Πλωτίνος αναιρεί τη στωική θεωρία ότι η ομορφιά έχει την αρχή της στη "συμμετρία των μερών προς άλληλα και προς το όλον", παρατηρώντας ότι έτσι μόνο τα σύνθετα πράγματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν όμορφα, και δείχνει ότι η ομορφιά είναι κάτι που η ψυχή το νιώθει συγγενικό και ότι αυτό πηγάζει από τον νουν, ο οποίος το αντλεί από το απόλυτο αγαθό, δηλαδή από το απόλυτο εν, όπου η καλοσύνη και η ομορφιά συμπίπτουν: "Τα όντα η καλλονή εσπ". Έτσι η μεταφυσική θεώρηση της ομορφιάς διευκόλυνε τον Πλωτίνο να δεχτεί την πλατωνική θέση ότι τα πράγματα του
211
πνεύμα αισθητού κόσμου φαίνονται όμορφα από τη συμμετοχή τους στην ομορφιά του νοητού κόσμου. Με έκδηλα ερωτική γλώσσα ο Πλωτίνος περιγράφει πώς η ομορφιά προκαλεί στην ψυχή τον έρωτα: η ψυχή νιώθει έκπληξη, χαρά, φόβο, σαστίζει, ποθεί, επιθυμεί, θυμάται τον εαυτό της και ό,τι είναι συγγενικό με αυτήν, αναφέρει την ομορφιά στον εαυτό της ή πέφτει σε βακχεία. Ο Πλωτίνος βλέπει ότι ο δρόμος προς την ομορφιά αρχίζει με την αναγνώριση του ότι η ομορφιά του αισθητού κόσμου είναι απαύγασμα της ομορφιάς του νοητού κόσμου. Ετσι, πιστεύει ότι για την προσπέλασή της πρέπει κανείς να αφήσει πίσω του όχι μόνο την αισθητή αλλά και τη νοητ : ομορφιά και να δοκιμάσει να κάνει όμορψ· την ίδια την ψυχή του, πράγμα που σημαίνΓ; να την κάνει όμοια με τον Θεό, γιατί μόνο τότε ο άνθρωπος μπορεί, κατά τον Πλωτίνο, να δει και το όμορφο και το καλό και τον Θεό. Η ομοίωση με τον Θεό, όπως υποστηρίζει ο Πλωτίνος, πραγματώνεται με τις αρετές, οι οποίες, κατ' αυτόν, έχουν το πρότυπο τους στον νοητό κόσμο. Ωστόσο, το αίτημα για κάθαρση της ψυχής, εξηγεί ο Πλωτίνος, δεν σημαίνει ότι η ίδια η ψυχή έχει καταντήσει ακάθαρτη, αλλά μόνο ότι αυτή με την κάθοδο της στον κόσμο των σωμάτων έχει πέσει σε ακάθαρτο περιβάλλον. Εξάλλου ο Πλωτίνος ταυτίζει την ευτυχία με την τέλεια ζωή μέσα στο πνεύμα. Ετσι, γι" αυτόν η ηθική θεωρία δεν προετοιμάζει τον άνθρωπο για την πράξη, αλλά αποβλέπει στην πνευματοποίησή του, δηλαδή στη θέωση του ανθρώπου. Με άλλα λόγια ο Πλωτίνος απαξιώνει την πράξη, βρίσκεται μακριά από την κοινωνικοπολιτική σκέψη και ενδιαφέρεται μόνο για την εσωτερική εμπειρία του όντος. Ο Πλωτίνος πιστεύει ότι όλα τα όντα όχι μόνο προέρχονται από το απόλυτο εν, αλλά και επιστρέφουν σ' αυτό. Ετσι, διδάσκει ότι όλα τα όντα, ξεκινώντας από το εν, απομακρύνονται από αυτό, το καθένα σύμφωνα με τις αρχές του, αλλά ξαναγυρίζουν πίσω στην πηγή τους, σαγηνευμένα από κάποια νοσταλγία, που προκλήθηκε από την ίδια την απομάκρυνση τους. Με αυτή τη διαδικασία επιστροφής στο απόλυτο εν και της ταύτισης των πάντων με αυτό ο Πλωτίνος αποδέχεται τη λεγόμενη μυστική ένωση (υπίο ΓηγδΙίοβ). Για την επιστροφή του ανθρώπου στο απόλυτο εν ο Πλωτίνος διδάσκει ότι γίνεται με την
212
άνοδο της ψυχής στον νοητό κόσμο, στην περιοχή του νου, και από εκεί, με την απλούστευση του νου και το ξεπέρασμα της ουσίας του, στο απόλυτο εν, που βέβαια θεωρείται ως επέκεινα της ουσίας. Όμως αυτός ο σκοπός, τονίζει ο Πλωτίνος, δεν πραγματώνεται ίσως μόνο με την έκσταση, αλλά κυρίως με την έλλογη κάθαρση της ψυχής από κάθε πράγμα και κάθε κατάσταση που την αλλοτριώνει. Βιβλιογρ.: Ε . ΘΓ6ΙΙΙΘΓ. ΙΒ ρΜοίορΚθ άβ ΡΙοΙιη. Ρ Β Π Ϊ . 1968.- ϋ. Μ. ΒίίΙ. ΡΙοΙιηυε. Ιοπάοπ, 1967 - Ε . Ν. Ρούσσος, Νεοπλατωνισμός στο "Ιστορία του Ελληνικού Εθνους' της Εκδοτικής Αθηνών. 6. 1976.- Ε . Ν. Ρούσσος. Ο Ηράκλειτος στις Εννεάδες του Πλωτίνου. Αθήνα. 1968.- V. δείιυϋθΓΐ. ΡΙοΙιη. ΡΓθί&υΓζΐ/ΜυηςΙίθη. 1973Η.-Ρ. δοίιννγζθΓ. ΡΙοΙίηοε. ΜυηοΙίθη. 1978 ( ΠββΙβηεγεΙορΒΰίβ 21).
Ε. Ν.
Ρούσσος
πνεύμα. 1. Ο όρος αυτός από φιλοσοφική άποψη, όταν χρησιμοποιείται ειδικά στη θεώρηση του οντολογικού προβλήματος της Μεταφυσικής*, σημαίνει την άυλη αρχή από την οποία προέκυψαν τα πάντα σε αντίθεση προς την υλική αρχή. Το πρόβλημα της συσχέτισης πνεύματος και ύλης αποτελεί κυρίαρχο ζήτημα της φιλοσοφίας, γιατί δημιουργεί και διατηρεί τη διαμετρική αντίθεση: ιδεαλισμός - υλισμός, που είναι οι δύο αποχρώσεις της θεωρίας του ενισμού σύμφωνα με την οποία η "πρώτη αρχή" (ρπιπυιτι ρπηαρίυιτι) είναι μία, ή η ιδέα, το "πνεύμα", ή η ύλη. Η παραδοχή ότι "πρώτη αρχή" είναι η ύλη, π.χ. το νερό. και ότι το πνεύμα ή η ιδέα είναι παράγωγο της είναι γενικευτικά ο υλισμός* (ιτΐ3ΐ6Π3ΐίδΓτιυδ). Ο Ρ. ΕηςβΙε* έγραφε χαρακτηριστικά πως το "πνεύμα" είναι το "ανώτατο χρώμα" της ύλης, ενώ παραπλήσια ο Ι . ΒύοίιπθΓ* δίδασκε πως το "πνεύμα" και η ψυχή είναι πλάσματα, ενώ τα πάντα είναι ύλη και δύναμη, που είναι αιώνιες. Η παραδοχή πως στον κόσμο πρωταρχικό είναι το "πνεύμα", είναι ο ιδεαλισμός" (ίάββΙίδΓπυβ) ή η πνευματοκρατία (δρίιϊΙυβΙίδΠΊυδ) ή η νοησιοκρατία (ϊηΐβΐΙβοΙυαΙίδπτυδ) ή αυλία (ίπΊΓΠ3(βη3ΐίδΠΊυδ). Στην ιστορία της φιλοσοφίας ο σπιριτουαλισμός' πήρε διάφορες μορφές ανάλογα με το ειδικότερο περιεχόμενο και τις ιδιότητες τις οποίες απέδιδαν οι φιλόσοφοι στην έννοια "πνεύμα" (δρίπΐυδ). Οταν το "πνεύμα" θεωρηθεί ως λογική αρχή (λόγος=Γθ3δοη), ως αιτία ερμηνευτική, όπως στη φιλοσοφία του ΗεςβΓ, τότε ομιλούμε για παν-λογία (παλλογισμός). Οταν το "πνεύμα" εκλαμβάνεται ως "ουσία", τότε ως θεωρία ερμηνευτική λέγεται "πανθει-
πνεύμα σμός"*. Ο Πλούταρχος" γράφει ότι ο θεός είναι πανταχού παρών ως "πνεύμα πυροειδές, διήκον δι' όλου του κόσμου". Όταν το "πνεύμα" προσωποποιείται, τότε ο σπιριτουαλισμός γίνεται Πανθείσμός ή περσοναλισμός (: Σωκράτης", Πλάτων", Πατέρες της Εκκλησίας"). Στον χώρο της γνωσιολογίας το "πνεύμα" εκλαμβάνεται ως ορθός λόγος (τβΐίο ΓΘΟ13), Ο οποίος αποτελεί αποκλειστική πηγή και μέσο απόκτησης της γνώσης. Στην περίπτωση αυτή ο σπιριτουαλισμός γίνεται ορθολογισμός* (ΓΘΙΪΟΠ3ΐί5ίτιυ5) και το "πνεύμα" εξισώνεται με τη νόηση*. Αντίθετα, όταν το "πνεύμα" ως άυλη αρχή δεν θεωρηθεί ως εκδήλωση, του λογικού (Γ3ίίο), αλλά ως εξωνοητική εκδήλωση, δηλαδή βούληση, αίσθημα, φαντασία κ.λπ., γίνεται βουλησιαρχία* (νοίυπίβπεπιυδ) κ.λπ. Στην Ινδική φιλοσοφία η έννοια "πνεύμα" διερευνάται από την άποψη του "βράχμαν"*, δηλαδή της ανώτερης, αντικειμενικής και απρόσωπης πνευματικής αρχής, από του οποίου τη "συμπύκνωση" εμφανίζεται όλος ο κόσμος του "άτμαν"*, δηλαδή η υποκειμενική πνευματική αρχή, το ατομικό "εγώ". Οι διανοητικές πλευρές του "πνεύματος" εκφράζονται με τις έννοιες: "μάνας"*, "τσίττα", "βούδι'". Το Βράχμαν κείται έξω από τις κατηγορίες της νοήσεώς* μας. Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η έννοια "πνεύμα" νοείται ως λεπτότατο υπόστρωμα με ορισμένες ιδιότητες ύλης. Στη σκέψη των Πλάτωνα* και Αριστοτέλη* ο νους αποτελεί την πρωτοκινητήρια δύναμη του κόσμου, το "πρώτο κινούν". Για συστηματική χρήση της έννοιας "πνεύμα" (βλ. Εννεάδες, 5.2.1-5.1. 6 κ.α.). Το πρώτο ον είναι άπειρο, ασώματο. Εξ αυτού δι' "απορροών" γεννώνται τα πάντα. Αντίθετα προς την κοσμολογική, διανοητική απρόσωπη πρόσληψη της έννοιας του "πνεύματος", που ανιχνεύουμε στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, στη χριστιανική παράδοση το "πνεύμα" είναι το προσωποιημένο απόλυτο, εξισώνεται με τον θεό* (= "πνεύμα ο Θεός") και σαν προσωπική θεϊκή βούληση δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν. Στη νεότερη φιλοσοφία αναπτύσσεται η ορθολογική αντίληψη περί "πνεύματος" ως λογικού και νόησης (ϋβε03Γΐβ5"). Στην κλασική γερμανική φιλοσοφία" τονίζεται η διανοητική εκδήλωση του "πνεύματος". Ο Ρ. δοίιβΙΝπς" κατανοούσε τη φύση ως μια στιγμή του "πνεύματος", ενώ ο ΗβςβΓ οικοδομεί τη φιλοσοφία του στην "ιδέα", που είναι μια πνευματική κατηγορία. Στο πλαίσιο των ανορθολογικών ερμηνειών του "πνεύμα-
τος", ο δοίιορβηίιβυβΓ* εισάγει την πανθελησία, ο ΒβΓ95οη* τη "ζωτική ορμή" (όΐβπ νίίβΙ) και τη διαίσθηση. Ο νεοθετικισμός* απορρίπτει τη μεταφυσική έννοια του "πνεύματος", διότι δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας. Στον μαρξιστικό στοχασμό η έννοια "πνεύμα" χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της συνείδησης. της Φιλοσοφίας. οI ΡήίΙοεορΙιγ. ίΟΓΜίοη, 1980.- Ενηης Α. Ο., 77>β ΡυηάβπιβηΙαΙ ΟυβεΙίοηε οί ΡΜοεορΙιγ, Ιοηόοη, 1980.- Βελισσαροπούλου Δ.. Ιστορία της Ινδικής Φιλοσοφίας. Δωδώνη. Αθήνα, 1975.- Χάις Ρόμπερτ, Οι μεγάλοι διαλεκτικοί, ελ. μτφ. Λ . Αναγνώστου. Αθήνα, 1980.- ΜΒΓΙΙΠ Ο.. ΟΘΓΙΘΓΒΙ ΜβΙβρήγειεε. 6 . ΑΙΙβπ & υπήνϊπ. 1968. I. Γ. Δελλής Βιβλιογρ.: Ανδρούτσου
Χ., Λεξικόν
θεσ/νίκη, 1965'.- Ιβοβγ Α.. Α ΟκΙίοηβιγ
πνεύμα. 2. (βηίπιβ, ερίπΐυε). Από το "πνέω" = φυσώ, κινούμαι ορμητικά. Επομένως σημαίνει την ψυχή, τη ζωή, την ύπαρξη. Αρχικά με τη σημασία του αέρα ή της αναπνοής, γιατί κι αυτή είναι αέρας, χρησιμοποιήθηκε από όλους σχεδόν τους προσωκρατικούς* φιλοσόφους και ίσως πρώτα από τον Φερεκύδη* τον Σύριο, Α8. Το "πνεύμα" ή ο αήρ, διδάσκει ο Αναξιμένης*, συνενώνει τον κόσμο, όπως η ψυχή, που είναι αέρας, ενώνει σε ολότητα το σώμα μας (ϋ-Κ, 82). Ο όρος "πνεύμα" = αέρας = πνοή άρχισε πολύ ενωρίς να ταυτίζεται με την ουσία της ψυχής. Ο Διογένης" Απολλωνιάτης θεμελιώνει την άποψη ότι το "πνεύμα" = αέρας είναι ζωική πνοή (64Β4). Η άποψη αυτή πέρασε στη συνέχεια στην ιπποκρατική σχολή, που υποστήριζε ότι έδρα του "πνεύματος" είναι ο εγκέφαλος, ενώ η σχολή της Σικελίας εντόπιζε την πηγή του "πνεύματος" στην καρδιά. Με τον γιατρό Φιλιστίωνα από τους Επιζεφυρίους Λοκρούς αυτή η αντίληψη πέρασε στον Πλάτωνα* και τον Αριστοτέλη*. Ο δεύτερος που γνωρίζει την άποψη αυτή περισσότερο από τον Δημόκριτο" ( Περί νεότητος και γήρως, 10) διακρίνει δύο μορφές "πνεύματος": α) το "πνεύμα" ως εισπνεόμενο αέρα που ρυθμίζει τη θερμοκρασία του σώματος β) το ψυχικό "πνεύμα", ως συνεχή αναθυμίαση του αίματος. Η ίδια αντίληψη αναπτύχθηκε από τον Ερασίστρατο" (3ος π.Χ. αι.) και δια μέσου της σχολής των "πνευματικών-γιατρών" του 1ου π.Χ αι. (: η ζωική δραστηριότητα εξηγείται με τις ροές του πνεύματος που πηγάζουν από την καρδιά) και του Γαληνού", ο οποίος θεωρούσε το "πνεύμα" ως διάμεση ουσία μεταξύ ψυχής και σώματος, μεταφέρθηκε στη νέα εποχή με τη μορφή της
213
πνεύμα απόλυτο θεωρίας των "ζωϊκών πνευμάτων", που βρίσκονται στο αίμα και τα νεύρα (ΟβεοθΓίβδ*). Οι στωικοί* θεωρούσαν το "πνεύμα" ως μείγμα φωτιάς και αέρα, μια ευκίνητη ουσία, που ταυτίζεται με τον κοσμικό θεό. Ο αέρας του Διογένη Απολλωνιάτη παίζει στους στωικούς τον ίδιο βιολογικό και ψυχολογικό ρόλο με το στωικό πυρ ή πνεύμα (: πύρινη πνοή). Το "πνεύμα" δίνει συνεκτικότητα στα στοιχεία: γη και νερό (5\/Ρ 2, 439). Το ίδιο διαπερνά όλη την κοσμική σφαίρα και ενώνει το κέντρο με την περιφέρεια. Κάθε πνευματικό σύστημα έχει δικό του κέντρο διεύθυνσης, το οποίο συνδέεται με την περιφέρεια του σώματος με ροές πνεύματος και το οποίο σε μικροκοσμική διάσταση τοποθετείται στην καρδιά του ανθρώπου, ενώ σε μακροκοσμική στον αιθέρα ή τον ήλιο ( 8 ν Ρ , 2, 642-644- 8\/Ρ, 1, 499): "Ολα οφείλουν τις διότιμές τους στο πνεύμα". Στον κύκλο του ελληνιστικού Ιουδαϊσμού (1ος π.Χ. - 1ος μ.Χ. αι.) διαμορφώνεται η σημερινή σημασία του όρου "πνεύμα", που εκφράζει την άμεση παρέμβαση του θεού στην παγκόσμια Ιστορία*. Στο "πνεύμα" οφείλεται η προφητική γνώση, είναι η αιτία των υπερβατικών ικανοτήτων της ψυχής και σ' αυτό οφείλεται η μαντική. Ετσι διαμορφώνεται το σημασιολογικό πλαίσιο όπου η αναφορά του όρου "πνεύμα" παραπέμπει από τη μια μεριά σε μια υπερβατική δύναμη, στον θεό, από την άλλη στη λογικο-πνευματική ιδιότητα του ανθρώπου, αποκλειστικό προνόμιο που επιβεβαιώνει την ανωτερότητά του. Στη μυστική φιλοσοφία (οοουΐίβ ρίιίΐοδορίιίβ, Αγρίππας*), το πνεύμα θεωρήθηκε ως η αιτία που προκαλεί τις "απόκρυφες ιδιότητες" (οοουΙΙθΘ ςυ3ΐίΐ3ΐθδ), που δεν εξηγούνται, διότι έχουν μεταφυσική προέλευση. Στη χριστιανική θεολογία* το "πνεύμα το Αγιον" είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Βιβλιογρ.: ίσης. Α., Η ελληνιστική φιλοσοφία, μτφ. Σ. Δημόπουλος • Μ. Δραγώνα - Μονάχου. ΜΙΕΤ. Αθήνα. 1987 - υογΰ. Ο . Ε . Ρ . ΓΛβ ΗθνοΙυΙίοπε οί Μεόοσι. υηϊν. οί 03Ι. ΡΓ. 1989.- Ι_3ΐ3ηύθ Α.. Λεξικό της φιλοσοφίας, ελ. μτφ. Ε. Φικιωρη, Πάπυρος. Αθήνα. 1955 - Σαμοθράκη Α., Αι Ιατρικοί αχολαί της Αρχαιότητος. Θεο/νίκη, 1938. /. Γ. Δελλής
πνεύμα απόλυτο, βλ. Χέγκελ πνεύμα αντικειμενικό, βλ. Χέγκελ πνεύμα υποκειμενικό, βλ. Χέγκελ πνευματικές
214
επιστήμες
(γερμ.
ΟβίδΙβδννίδ-
δθπδοηβίίβη)· άλλως καλούμενες επιστήμες του ανθρώπου. Είναι το σύνολο εκείνων των επιστημών που έχουν ως αντικείμενο μελέτης τους τον άνθρωπο σε όλες τις πτυχές και τις εκδηλώσεις του: στη διανόησή του, στην ατομική και στην κοινωνική του συμπεριφορά, στα έργα του, στην ιστορία του. Το σύνολο αυτό περιλαμβάνει την ψυχολογία*, την ιστορία γενικά και ειδικά την ιστορία της λογοτεχνίας, την ιστορία της τέχνης, την ιστορία της φιλοσοφίας*, καθώς και την κοινωνιολογία*, την ανθρωπολογική γεωγραφία, την εθνολογία, τη θεολογία*, τη φιλοσοφία*. Ο άνθρωπος είναι, λοιπόν, για όλες αυτές τις επιστήμες το κέντρο του ενδιαφέροντος, καθόσον αποτελεί, κατ' αυτές, τον πιο σημαντικό παράγοντα των φαινομένων (\Λ/υηάΙ). Αρα οι πνευματικές επιστήμες, ακριβώς λόγω του αντικειμένου τους, διαχωρίζονται από τις φυσικές επιστήμες (\Λ/ίηάβΙό3ηά*, ϋίΙΙϊιβγ', ΟίεΚβΓΐ', ΑάΙβΓ*), αν και σύμφωνα με τους υποστηρικτές υλιστικών θεωριών, ο άνθρωπος είναι φυσικό ον και συνεπώς οι επιστήμες δεν πρέπει να διακρίνονται σε φυσικές και πνευματικές, αλλά να θεωρούνται όλες φυσικές. Βιβλιογρ.: ΟϊεΙίοηπβϊΓθ άβ 13 Ι3ηςυε ρΐυίοςορίιίςυβ.
Νικ. Οικονομίδης
πνευματοκρατία (βρίπΐυβίίδπιυδ). Ορος που εξαρτά δύο συναφείς φιλοσοφικές θεωρίες, μία δυϊστική και μία μονιστική: η δυιστική εισηγείται την αυτονομία της πνευματικής φύσης και την ανεξαρτησία της από την υλική - εμπειριοκρατική πραγματικότητα, ενώ η μονιστική αντίληψη θέτει το πνεύμα ως αφετηρία οντολογική, από την οποία παράγονται οι υλικές μορφές. Η γνωστικιστική πνευματοκρατία και ο ιδεαλισμός των νεοπλατωνικών (Πλωτίνος*, Πρόκλος") ανέπτυξαν αυτή τη μονιστική θεωρία, η οποία επιβίωσε κατά τη σχολαστική περίοδο, μέσα από τις διδασκαλίες των "ρεαλιστών"· αναδιατυπώνεται, μάλιστα, στην μετά την Αναγέννηση φιλοσοφία από τον ίβί&πίζ', κατά τον οποίο το σώμα (: υλική υπόσταση) είναι, στην πραγματικότητα, "υπνώττον" ή "στιγμιαίο" πνεύμα. Ο αντικειμενικός αύλιαμός (ίπΊΠΊ3ΐβη3ΐί5ΠΊυ3) του ΒβτΚβΙβγ*, αφορμώμενος από την απόλυτη υποκειμενικότητα των αισθήσεων, απορρίπτει τόσο την ύλη, όσο και την ιδέα της ύλης· ο εξωτερικός κόσμος καταβαραθρώνεται, καθώς μοναδικό καταφύγιο και εγγύηση για την πραγματικότητά του αποδεικνύεται η σολιψιστική διάνοια. Στη φιλοσοφία
ποιότητα, ποιόν του Οβ θίΓ3Π* και του ΟβΙΙυρρϊ. η πνευματοκρατία παρουσιάζεται με τη δυιστική της σημασία" στον ΟβΙΙυρρί, ιδιαίτερα, ο οποίος έθεσε ως κέντρο της φιλοσοφικής του έρευνας την πραγματικότητα της συνειδήσεως, η διάκριση ανάμεσα στο "Εγώ" και στο "εκτός εμού ον" συστοιχεί με μια ιδεαλιστική απόδοση της έννοιας του "κοινού νου" των σκωτσέζων φιλοσόφων (Τ(ιοπ35 Ρβίά*)" στον ΒβΓςδοπ* πλέον, η γνώση του κόσμου είναι δυνατή μόνο χάρη στην αδιαμφισβήτητη μεσολάβηση της "ενόρασης"", η οποία αποκαλύπτει τη βαθύτατη όψη της πραγματικότητας, το Είναι, υπερβαίνοντας τις ευκαιριακές και πλασματικές παραστάσεις του Γίγνεσθαι. Παναγ. Πάκος
ποζιτιβισμός, βλ. θετικισμός ποιητικός και παθητικός νους. Στην αριστοτελική ψυχολογία συναντάμε αυτούς τους όρους. Οπως είναι γνωστό, η ψυχολογία* συναρτάται με την οντολογία", κατά τον Αριστοτέλη". Οι κατώτερες ψυχικές δυνάμεις (το θρεπτικόν, αισθητικόν, ορεκτικόν και κινητικόν) είναι κοινές στα άλλα ζώα και στον άνθρωπο. Η δύναμη εκείνη που χαρακτηρίζει αποκλειστικά τον άνθρωπο είναι ο νους, στοιχείο θεϊκό και αθάνατο της ψυχής. Έρχεται στην ψυχή "απέξω", έχει υπόσταση ανεξάρτητη από την ύλη και ζωή αθάνατη συνεπώς. Ο Αριστοτέλης, σύμφωνα με τη γενική θεωρία του "δυνάμει και ενεργεία", διακρίνει και στην περίπτωση του νου έναν "ενεργεία ποιητικόν" ή απλώς "ποιητικόν" και έναν "παθητικόν νουν". Ο παθητικός νους, που πεθαίνει μαζί με το σώμα, παρέχει στον άνθρωπο την ικανότητα να δέχεται στην ψυχή του την απεικόνιση της μορφής των αντικειμένων ("δυνάμει πως εστι τα νοητά ο νους", Περί ψυχής, 4291) 30). Δεν παρέχει μόνο την ικανότητα αλλά είναι ο ίδιος αυτή η ικανότητα που κατέχει η ψυχή ν' αποδέχεται τα είδωλα, τις "εικόνες" των αισθητών όντων, είναι δηλαδή ένα είδος εποπτικής δεκτικότητας της νόησης. Ο ποιητικός νους είναι αθάνατος, ο αντίποδας του παθητικού. Ο Αριστοτέλης δεν χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη (ποιητικός νους), αλλά "ποιούν - πάσχον" ( Περί ψυχής, 430α 10). Μιλάει επίσης για "ποιητικόν αίτιον" ( Περί ψυχ. ό.π.). Ο ποιητικός νους (τον διέκριναν οι Σχολιαστές του Αριστοτέλη, και πρώτος ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς") είναι η δύναμη, η ενεργητικότη-
τα που προωθεί τη νοητική λειτουργία, ώστε να συλλαμβάνει τις νοητικές μορφές αυτενεργώντας. Η λειτουργία αυτή γίνεται και απολήγει σε δύο μορφές: καθιστά εναργή τα νοητικά είδη και κατορθώνει να τα προσοικειωθεί η ψυχή. Είναι καθαρή ενέργεια του νου και δεν μετέχει στις λειτουργίες της μνήμης και της ανάμνησης, που προσιδιάζουν στον παθητικό νου. Οι σχολιαστές των έργων του Αριστοτέλη καθώς και οι νεότεροι μελετητές (από τον Αραβα Αβερρόη", τον Θωμά Ακινάτη* ως τον ΡΓ. ΒΓθπίθηο* κ.λπ.) πρσπάθησαν επίμονα να προσδιορίσουν την ουσία και τη λειτουργία του ποιητικού κυρίως νου. Βιβλιογρ.:
Εά
ΖΘΙΙΘΓ.
Οίο
ΡΝΙοεορΗίβ
άβΓ
βήβ&ιβη,
03Γ(Τ)3(3<]Ι. Ι963''. τόμ. II2, σ. 570 κ.έ.- Κ. Δ. Γεωργούλης,
Αριστοτέλης ο Σταγιρίτης, Θεσσαλονίκη, 1962.- ΡΓ. ΒΓΘΠ(3Γ>Ο. ΑήείοΙβΙβ$ Ιβίιτβ νοη υτερηιηρ άβε τηβηεοΝϊςΐιβη ΟβίεΙβε, Ιθίρζϊς, 1911.- Κ. Θ. Γιαννακόπουλος, Αριστοτελική Ψυχολογία. Θεσσαλονίκη, 1961.- Ρ . Ρο&ίη$οη. ΑπεΙοΙΙβ'ε ΡεγεΜοβγ. Ν. ΥΟΓΚ, 1989. Βασ. Κύρκος
Ποιμάνδρης ή Ποιμάντωρ (= ο καλός βοσκός). Φέρεται ως ιδρυτής μιας κοινότητας εσωτερικού μυστικισμού, στην οποία το άτομο με τις δικές του δυνάμεις μόνο μπορεί να επιτύχει την τελειότητα και τη μυστικιστική ένωση με τον υπέρτατο νου. Ο Ποιμάνδρης δεν είναι πρόσωπο υπαρκτό, αλλά μια προσωποποίηση της διδακτικής δύναμης, το φωτισμένο πνεύμα, που οδηγεί τον αποφασισμένο άνθρωπο στην τέλεια γνώση. Η μορφή του υπερφυσικού αυτού όντος παρουσιάζεται στα Ερμητικά Κείμενα του μυθολογούμενου Ερμού του Τρισμεγίστου, που διαμορφώθηκαν στην Αίγυπτο, στα χρόνια των Πτολεμαίων (4ος-1ος αι. π.Χ.). Τα κείμενα αυτά διαιρούνται σε 18 Λόγους, από τους οποίους ο πρώτος φέρει τον τίτλο Ποιμάνδρης, γι' αυτό και το σύνολο του έργου ονομάζεται επίσης και Ποιμάνδρης. Ο πρώτος Λόγος μπορεί να λεχθεί ότι είναι και το κυρίως ευαγγέλιο της ερμητικής κοινότητας, διότι κάνει αποκαλύψεις και υμνεί τον άνθρωπο στα θέματα της γνώσης: δημιουργία και φύση του ανθρώπου, περί του τέλους του κόσμου (εσχατολογία") κ.λπ., και κλείνει με μισ προσευχή προς το υπέρτατο ον. Βιβλιογρ.: ΗΘΙΠΓΊΑ Ο. Ρ. Ο.. Οίβ ΗβττπβειηγεΙίΗ υηά άβε
Νβυβ ΤβεΙβπιβηΙ (Ο μυστικισμός του Ε ρ μ ο ύ και η Καινή Διαθήκη).
1918.- Ροδάκης Π. - Τζαφερόπουλος
Ερμητικά Κείμενα (εισαγ.. κείμ., μετάφρ.). 1990.
Απ.
Απ..
Τζαφερόπουλος
ποιότητα, ποιόν, βλ. ποιότητα και ποσότητα
215
ποιότητα ζωής ποιότητα ζωής. Με τον όρο "ποιότητα ζωής" αποδόθηκε στην αρχή της βιομηχανικής κοινωνίας η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του ανθρώπου και ειδικότερα η κάλυψη βασικών αναγκών του, όπως η τροφή, ένδυση, περίθαλψη. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 επικρατούσε η αντίληψη ότι η αύξηση της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών και του δείκτη κατανάλωσης από τα πλατιά στρώματα της κοινωνίας είναι στοιχείο κοινωνικής ευημερίας και ποιότητας ζωής. Στη δεκαετία αυτή αρχίζει να γίνεται ολοένα και πιο εμφανές το κόστος αυτής της εξέλιξης, ιδιαίτερα στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος και στην άνιση κατανομή των αγαθών της εργασίας και του πολιτισμού. Ποιότητα ζωής παύει πλέον να θεωρείται ως ταυτόσημο της αύξησης της παραγωγής και της κατανάλωσης υλικών αγαθών. Αντίθετα, ο όρος γίνεται συνώνυμο της λογικής χρήσης των φυσικών πόρων και της εξασφάλισης συνθηκών αξιοπρεπούς (από κάθε άποψη) διαβίωσης, καθώς και στις ίσες ευκαιρίες που παρέχονται στα άτομα για την απόκτηση εργασίας και μόρφωσης. Χρ. Νόβα - Καλτσούνη
ποιότητα (ή ποιόν) και ποσότητα (ή ποσόν). Κατηγορίες της φιλοσοφίας οι οποίες επισημαίνουν σημαντικές πλευρές της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ο κόσμος δεν συνιστά μια παγιωμένη κατάσταση έτοιμων, δεδομένων πραγμάτων, αλλά συγκροτεί ένα σύνολο διαδικασιών στις οποίες τα πράγματα* (αντικείμενα*) διαρκώς εμφανίζονται, μεταβάλλονται και καταστρέφονται. Αυτό όμως επ' ουδενί λόγω σημαίνει ότι τα πράγματα στερούνται ορισμένης μορφής ύπαρξης, ότι είναι απόλυτα ασταθή και μη διακριτά μεταξύ τους (όπως ισχυρίζεται η σχετικοκρατία'). Παρά τις όποιες μεταβολές του μέχρις ορισμένου σημείου, το κάθε πράγμα παραμένει το αυτό, και όχι άλλο, ποιοτικά προσδιορισμένο αντικείμενο. Ποιοτικός προσδιορισμός των αντικειμένων και των φαινομένων είναι εκείνο που τα καθιστά σταθερά, που τα οριοθετεί και δημιουργεί την απέραντη ποικιλομορφία του κόσμου. Ποιόν είναι ο ουσιώδης προσδιορισμός ορισμένου αντικειμένου (πράγματος) χάριν του οποίου αυτό είναι το δεδομένο, και όχι άλλο, αντικείμενο, και διαφέρει από άλλα αντικείμενα. Το ποιόν του αντικειμένου κατά κανόνα δεν ανάγεται σε ξεχωριστές ιδιότητές του (οι οποίες συνιστούν αντανάκλαση της ποιότητας του
216
πράγματος στην ποιότητα άλλου ή άλλων πραγμάτων). Το ποιόν συνδέεται με το αντικείμενο ως όλο (ολότητα), το περικλείει πλήρως και είναι αναπόσπαστο από αυτό, γεγονός που συνδέει την κατηγορία "ποιότητα" με το Είναι*, με την ύπαρξη του αντικειμένου, αλλά και με την άμεσα αισθητηριακή - εμπειρική βαθμίδα της γνώσης περί του αντικειμένου. Ένα αντικείμενο δεν μπορεί να παραμένει ένα και το αυτό έχοντας απολέσει το ποιόν του. Δεδομένου ότι οι διάφορες ιδιότητες (είτε ομάδες ιδιοτήτων) ενός αντικειμένου εκδηλώνονται στις σχέσεις του με άλλα αντικείμενα, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει πληθώρα ποιοτήτων σε κάθε αντικείμενο ή φαινόμενο. Ολα τα αντικείμενα διαθέτουν (εκτός από τον ποιοτικό) και ποσοτικό προσδιορισμό: ορισμένο μέγεθος, αριθμό, έκταση, όγκο, ρυθμό εκτύλιξης των διαδικασιών, βαθμό ανάπτυξης των ιδιοτήτων τους, χωρο-χρονικές πτυχές κ.λπ. Ποσότητα είναι ο προσδιορισμός εκείνος του πράγματος χάριν του οποίου αυτό μπορεί να διαιρεθεί (πραγματικά ή νοητά) σε ομοιογενή μέρη, που μπορούν με τη σειρά τους να ενοποιηθούν. Η ομοιογένεια (ομοιότητα, ομοιομορφία, ποιοτική ταυτότητα κ.λπ.) πραγμάτων είτε μερών είναι το απαραίτητο διακριτικό γνώρισμα της ποσότητας και αναγκαίος όρος της συγκρισιμότητας, της αντιπαραβολής που χαρακτηρίζει την ποσοτική προσέγγιση. Οι διαφορές μεταξύ ανομοιογενών (ανόμοιων κ.λπ.) πραγμάτων είναι ποιοτικού χαρκτήρα (ως προς το ποιόν), ενώ οι διαφορές μεταξύ ομοιογενών πραγμάτων είναι ποσοτικού (ως προς το ποσόν). Σε αντιδιαστολή με την ποιότητα, η ποσότητα δεν συνδέεται και τόσο στενά με το είναι του πράγματος. Οι ποσοτικές αλλαγές δεν οδηγούν αμέσως σε καταστροφή είτε σε ουσιώδη αλλαγή του αντικειμένου. Οι ποσοτικές αλλαγές προκαλούν ποιοτικές μόνον εφ' όσον φτάσουν ένα ορισμένο για κάθε αντικείμενο όριο. Με αυτή την έννοια ο ποσοτικός προσδιορισμός (σε αντιδιαστολή με τον ποιοτικό) χαρακτηρίζεται από μιαν εξωτερική σχέση προς την υφή, προς τη φύση των αντικειμένων. ΓΓ αυτό και μπορεί κατά τη "γνωστική διαδικασία"* να αποσπασθεί μέσω αφαίρεσης* από το περιεχόμενο* (από το ποιόν κ.λπ.) σαν να πρόκειται για αδιάφορη (γΓ αυτή τη διαδικασία) υπόθεση (π.χ. στα μαθηματικά). Η εξαιρετικά ευρείας κλίμακας χρήση των μαθηματικών θεωριών σε διαφορετικούς ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο τους τομείς της
Πολέμων ο Αθηναίος φυσιογνωσίας και της τεχνικής εξηγείται από το γεγονός ότι τα μαθηματικά εξετάζουν κατ" εξοχήν ποσοτικές σχέσεις και συσχετίσεις. Η επιστημονική διάγνωση των τελευταίων είναι απαραίτητος όρος της γνώσης και του σκόπιμου πρακτικού μετασχηματισμού της πραγματικότητας. Ωστόσο η γνώση δεν εξαντλείται με την ποσοτική προσέγγιση της πραγματικότητας. Ο μονόπλευρος προσανατολισμός της γνώσης στην εξέταση της ποσότητας συνδέεται με την προσκόλληση της νόησης στην προδιαλεκτική βαθμίδα της (βλ. διάνοια και λόγος), με μια μηχανιστική -φορμαλιστική κοσμοαντίληψη (π.χ. μηχανιστικός υλισμός, υποκειμενικός ιδεαλισμός*, θετικισμός* κ.λπ.). Η ποιότητα επ' ουδενί λόγω μπορεί να αναχθεί στην ποσότητα, παρά τις όποιες απόπειρες των μεταφυσικών. Οι απόπειρες μάλιστα βαθμολογικής αξιολόγησης (βλ. αξία) ποικιλόμορφων στην ιδιοτυπία τους προσωπικοτήτων, μόνο ως μέσα συμβατικού (και εν πολλοίς χειραγωγικού - πειθαναγκαστικού) χαρακτήρα και ως λειτουργίες αναπαραγωγής αλλοτριωτικών κοινωνικών σχέσεων έχουν νόημα. Κανένα αντικείμενο (είτε υποκείμενο) δεν διαθέτει μόνο ποιοτικό είτε μόνο ποσοτικό προσδιορισμό. Κάθε αντικείμενο συνιστά ενότητα ορισμένης ποιότητας και ποσότητας (βλ. μέτρο), αποτελεί ποιοτικό μέγεθος (ποσόν) και ποσοτικά προσδιορισμένο ποιόν. Η παραβίαση (υπέρβαση) του μέτρου οδηγεί σε αλλαγή του δεδομένου αντικειμένου είτε φαινομένου, στη μετατροπή του σε άλλο αντικείμενο είτε φαινόμενο (πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές*). Βλ. επίσης: ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ουσία και φαινόμενο, ανάπτυξη. Βιβλιογρ.: Β . Α. Βαζιούλιν. Ποσότητα και ποιότητα, στο: ΡιΙοςοΙΐΚί £ΐον3Γ. Μόσχα.
1986 - Α. Καοιμζανοφ - Ν.
Ιτσκοβιτς. Ποιότητα, στο: ΡίΙθ5θΐ5ΐ<3{3 βηοΐΊίΚΙορβ<)ϊ3. τόμ.
2. Μόσχα. 1962.- Ε . Β. Ιλιένκοφ. Ποσότητα, ό.π.
ξεων και εθνών (λαών) για την επιβολή πολιτικών στόχων και οικονομικών συμφερόντων. Συνιστά συνέχιση της πολιτικής* με άλλα μέσα (Κ. Κλαούζεβιτς, Β. I. Λένιν*). Κύριο μέσο διεξαγωγής του πολέμου είναι οι ένοπλες δυνάμεις, ενώ χρησιμοποιούνται επίσης οικονομικά, διπλωματικά, ιδεολογικά, ψυχολογικά κ.ά. μέσα αγώνα. Ο πόλεμος δεν συνιστά προϊόν κάποιας ανορθολογικής και ενστικτώδους βιαίας τάσης της ανθρώπινης φύσης. Είναι ιστορικό φαινόμενο που συνδέεται με την "ιδιωτική ιδιοκτησία"* και τους ταξικούς ανταγωνισμούς, με τη χρήση ένοπλης βίας για τη διασφάλιση και εδραίωση της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας των εκμεταλλευτών. Επί κεφαλαιοκρατίας*, και ιδιαίτερα στο ιμπεριαλιστικό της στάδιο (βλ. ιμπεριαλισμός), οι πόλεμοι λειτουργούν ως μέσο εδραίωσης και αναδιαμόρφωσης συσχετισμών δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο (π.χ. παγκόσμιοι πόλεμοι και "νέες παγκόσμιες τάξεις") ως μέσο διανομής και αναδιανομής του κόσμου (αγορών, πρώτων υλών, σφαιρών επιρροής) και αναπαραγωγής του παρασιτισμού των πολυεθνικών μονοπωλίων και των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών εις βάρος των λιγότερο ανεπτυγμένων. Η βαθμιαία απόσπαση χωρών από το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα (μέσω σοσιαλιστικών επαναστάσεων) και η συνακόλουθη συρρίκνωση των ορίων εκτατικής ύπαρξης της κεφαλαιοκρατίας επαναπροσδιορίζει διαρκώς τους διεθνείς συσχετισμούς, εισάγοντας και το στοιχείο του στρατιωτικού ανταγωνισμού κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων (π.χ. "ψυχρός πόλεμος"). Η πολεμική δυνατότητα μαζικής αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας συνιστά αντεστραμμένη (αρνητική) μορφή των υφιστάμενων και μελλοντικών δημιουργικών δυνάμεων της ανθρωπότητας. Βλ. επίσης: επανάσταση κοινωνική, εμφύλιος πόλεμος.
Δ. Πατέλης
Δ. Πατέλης
Πόλανι (Ροΐ3ηί) Μάικλ (1891-1976). Αυστριακός χημικός, φιλόσοφος της επιστήμης και κοινωνιολόγος, εκπρόσωπος του "μετακριτικού ορθολογισμού". Εργα του: Τήβ Ιος/ίο οί ϋόβήγ, Ιοπΰοη, 1951' Κποννίης 3ηά Βθίηβ, Ιοηάοη, 1969.
Πολέμων ο Αθηναίος (Αθήνα, 4ος- 3ος αι. π.Χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος, μαθητής και διάδοχος του Ξενοκράτη* στη διεύθυνση της Ακαδημίας του Πλάτωνα* στην Αθήνα (315/4266/5). Από τον κύκλο των μαθητών του είναι γνωστοί ο θεμελιωτής της στωικής φιλοσοφίας Ζήνων* ο Κιτιεύς και οι πλατωνικοί Κράντωρ* και Κράτης', από τους οποίους ο δεύτερος τον διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Ακαδημίας. Η θέση του ότι οι "κατ" αρετήν" πράξεις πρέπει να είναι και "κατά φύσιν" επηρέασε τη
Δ. Π.
πόλεμος. Κοινωνικό πολιτικό φαινόμενο κατά το οποίο ασκείται οργανωμένη ένοπλη βία (σύρραξη) μεταξύ κρατών, ανταγωνιστικών τά-
217
πολιτεία διαμόρφωση του ηθικού αιτήματος των στωικών για το "ομολογουμένως τη φύσει ζην". Ε. Ν. Ρούσσος
πολιτεία, βλ. κράτος "Πολιτεία" του Πλάτωνα. Η Πολιτεία είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο έργο του Πλάτωνα- είναι το έργο στο οποίο συνοψίζεται όλη η φιλοσοφία του. Ανήκει στους λεγόμενους μέσους διαλόγους, δηλαδή ο Πλάτων* πρέπει να τον έγραψε στην ηλικία περίπου των σαράντα ετών, και μαζί με άλλα του έργα, όπως ο Πρωταγόρας', ο Φαίδων* ή το Συμπόσιο', ξεχωρίζει για την έξοχη δραματική ζωηρότητά του, πιστοποιώντας έτσι ότι ανήκει στην κορυφαία περίοδο της λογοτεχνικής ακμής του Πλάτωνα και ότι βρισκόμαστε σε μια απάνια στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας, όπου ένας μεγάλος φιλόσοφος είναι ταυτόχρονα και μοναδικός δραματουργός. Η Πολιτεία είναι πολυπρόσωπος διάλογος. Παίρνουν μέρος, εκτός απ' τον Σωκράτη*, οι αδελφοί του Πλάτωνα, Γλαύκων και Αδείμαντος, ο Κέφαλος, ένας ηλικιωμένος μέτοικος εγκαταστημένος στον Πειραιά, πατέρας του γνωστού ρήτορα Λυσία, καθώς και ο γιος του Πολέμαρχος -στο σπίτι του οποίου πραγματοποιείται η συζήτηση- τέλος, παίρνει μέρος ο σοφιστής Θρασύμαχος από τη Χαλκηδόνα και ο Κλειτοφών, γνωστός μόνο από τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο. Η συνάντηση πραγματοποιείται στον Πειραιά, όπου ο Σωκράτης με τον Γλαύκωνα είχαν "κατέβει" για να παρακολουθήσουν τη γιορτή προς τιμήν της νεοφερμένης από τη Θράκη θεάς Βενδίδος. Μόλις τέλειωσε η γιορτή, και ενώ είχαν πάρει το δρόμο "προς το άστυ", τους σταμάτησε ένας υπηρέτης του Πολέμαρχου, ενώ ο ίδιος ο Πολέμαρχος έφθασε με την παρέα του και τους έπεισε να μείνουν. Κεντρικό θέμα της Πολιτείας, όπως και ο υπότιτλος -περί δικαίου, πολιτικός- δείχνει, είναι η Δικαιοσύνη* στην πολύ ευρεία της έννοια. Ο Πλάτων σκιαγραφεί τον ιδανικόν άνθρωπο και την ιδανική κοινωνία, προβάλλοντας έμμεσα την άποψη ότι Ηθική* και Πολιτική*, γι' αυτόν και τους ομοϊδεάτες του, συμπίπτουν. Οπως συχνά και σε άλλους διάλογους συμβαίνει, η συζήτηση ξεκινάει με τη γνώμη κάποιας γνωστής αυθεντίας, εδώ του ποιητή Σιμωνίδη, και συνεχίζεται με κριτική της άποψής του και με τη διατύπωση της γνώμης των παρόντων. Ο
218
Θρασύμαχος παρουσιάζει και υποστηρίζει την περίφημη έκτοτε άποψη, που αποδίδεται σε σοφιστές, ρήτορες και πολιτικούς, ότι η "Δικαιοσύνη είναι το συμφέρον του ισχυροτέρου"· ο Γλαύκων παρουσιάζει τη Δικαιοσύνη ως ένα είδος σύμβασης μεταξύ των ανθρώπων, ώστε να προστατεύονται οι αδύναμοι, ενώ ο Αδείμαντος συμπληρώνει ότι τη Δικαιοσύνη την επικαλούνται οι άνθρωποι για να κερδίσουν κάποια οφέλη, που αυτή τους εξασφαλίζει· τέλος, ο Σωκράτης προτείνει να εξετάσουν πρώτα τη Δικαιοσύνη μέσα στην πόλη και στα άτομα που την συγκροτούν, μήπως και φωτίσουν καλύτερα για το τι πράγμα είναι η Δικαιοσύνη. Πράγματι, αρχίζουν να συζητούν πώς και από ποιες ανάγκες συγκροτείται μια πόληκράτος, πώς δημιουργείται η τάξη των "φυλάκων", πώς πρέπει να εκπαιδεύονται οι φύλακες -με μουσική και γυμναστική- και πώς πρέπει να ζουν γενικά. Ξαναγυρίζοντας στο θέμα της Δικαιοσύνης αναγνωρίζουν, οι συνομιλητές του Σωκράτη, ότι αρετές της ιδανικής πολιτείας είναι η σοφία, η ανδρεία και η σωφροσύνη, ενώ ως δικαιοσύνη -μέσα στην πόλη- ορίζεται το να καταγίνεται καθένας μόνο με τη δουλειά του και να μην "ανακατεύονται" όλοι ,με όλες τις δουλειές. Ορίζεται επίσης ο δίκαιος άνθρωπος και ο άδικος. Καθορίζεται ο τρόπος τεκνοποίησης και ο τρόπος ανατροφής των παιδιών των φυλάκων, και ομολογείται ότι πρέπει και μπορούν τα δύο φύλα, άνδρες και γυναίκες, να έχουν τις ίδιες ασχολίες και επιδόσεις. Ακολουθεί συζήτηση για την κοινοκτημοσύνη γυναικών και παιδιών στην τάξη των φυλάκων και τον προγραμματισμό συνεύρεσης των καλύτερων με τις καλύτερες· ο Σωκράτης φτάνει, τέλος, στη διατύπωση της περίφημης έκτοτε ρήσης ότι "αν δεν γίνουν βασιλείς οι φιλόσοφοι ή αν δεν φιλοσοφήσουν αληθινά οι βασιλείς" δεν πρόκειται να σταματήσουν οι δυστυχίες των ανθρώπων, γιατί μόνο οι αληθινοί φιλόσοφοι μπορούν να γίνουν σωτήρες της πολιτείας τους. Ακολουθεί συζήτηση για το τι είναι ο αληθινός φιλόσοφος και ποιοι αξίζει να ονομάζονται έτσι, ενώ μ' αυτή την αφορμή έρχεται στην επιφάνεια το πρόβλημα της γνώσης -την οποία πρέπει οι αληθινοί φιλόσοφοι και φύλακες-βασιλείς να κατέχουν-, πώς αυτή αποκτάται απ' τους ανθρώπους και ποια είναι η διαφορά της αληθινής γνώσης από την απλή δοξασία. Ακολουθεί η περίφημη εικόνα του σπηλαίου και των δεσμωτών, με την οποία ο Πλάτων εξηγεί
πολιτική μεταφορικά τους λόγους για τους οποίους δημιουργείται η "στρεβλή" γνώση ή δοξασία, ενώ αναγνωρίζεται η φιλοσοφική παιδεία ως στροφή της ψυχής προς το φως, δηλαδή προς την ιδέα του αγαθού. Στη συνέχεια συζητιούνται τα μαθήματα που αποτελούν την αληθινή παιδεία: η Αριθμητική, η Γεωμετρία, η Αστρονομία, η Μουσική και τέλος η Διαλεκτική*, που αποτελεί και την κορύφωση. Παρατηρούμε ότι, ενώ η Πολιτεία είναι διάλογος κατεξοχήν πολιτικός και ηθικός, συζητάει και θέματα θεωρίας της γνώσης, αποδεικνύοντας έτσι πόσο, για τον Πλάτωνα, όλα συνδέονται με όλα και πόσο απαραίτητο είναι για τον φιλόσοφο να έχει γενική θεώρηση των προβλημάτων. Μετά από μια ανακεφαλαίωση της μέχρι τώρα έρευνας, η συζήτηση προχωρεί στην εξέταση των διαφόρων πολιτευμάτων και τη μεταξύ τους σχέση, καθώς και στον τύπο του πολίτη που κάθε πολίτευμα διαμορφώνει. Αναφέρονται ως πολιτεύματα (της εποχής) η τιμοκρατια, η αριστοκρατία, η ολιγαρχία, η δημοκρατία" και η τυραννίδα και, αντίστοιχα, ο τύπος του ολιγαρχικού πολίτη, του δημοκρατικού και του πολίτη της τιμοκρατίας, της τυραννίδας και της αριστοκρατίας. Η συζήτηση επανέρχεται στο θέμα της Δικαιοσύνης και της αδικίας, του φιλοσόφου και, άρα, δίκαιου πολίτη, της ψυχής", που είναι αθάνατη και ανταμείβεται ανάλογα με τις πράξεις της, και, τέλος, η συζήτηση φθάνει σ' ένα θέμα με προκλητικές εκ μέρους του Πλάτωνα απόψεις: Η Τέχνη* σε όλες της τις μορφές και οι καλλιτέχνες καταδικάζονται και εξορίζονται από την ιδανική πολιτεία, με την αιτιολογία ότι παράγουν έργα μίμησης και όχι αλήθειας και ότι μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τους πολίτες, γιατί η δύναμη της τέχνης τους είναι μεγάλη! Βιβλιογρ.:
Ρ.
Μ.
ΟΟΓΠΙΟΚ),
Τί\β ΠερυϋΙιε
οΙ
ΡΙβΙο.
ΙπίΓΟϋυοΙίοη. ΐ3Π3ΐ3ΐϊοη 3η<) ηο(θ5. Ο χ Ι ο π Ι 1941- ϋ. ΑΎ3ΓΠ. 77ιβ ΡβρυΰΙϊε
ΟI
ΡΙΒΙΟ.
ΤβχΙ,
ηοΐβϊ
ΒΗΆ
3ρρβηάίθθ$.
03ηηΙ)ΐϊ<ΐ£β. 1963 (Γβνίββά 1)γ ϋ . Α. Βββϊ).- Κ. Δ. Γεωργούλη. Πλάτωνος Πολιτεία. Εισαγωή. Ερμηνεία και Σημειώσεις (εκδ. Αλεξίου). Αθήναι-Θεσσαλονίκη. 1939.
Γοαμμ. Αλατζόγλου
• Θέμελη
"Πολιτικά". Εργο του Αριστοτέλη* (αποτελείται από οκτώ βιβλία), το οποίο θεωρείται ως ένα από τα πιο σημαντικά δόκιμα πολιτικής φιλοσοφίας που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα. Το προοίμιο του έργου υποδηλώνει ευρύτατη ερευνητική προετοιμασία του φιλοσόφου και ταυτόχρονα θέτει τα δυο βασικότερα ζητήμα-
τα του πολιτικού στοχασμού. Γράφει (Πολιτικά,, 1253 α 1-5): "Επειδή παρατηρούμε ότι όλες οι πόλεις είναι κοινωνίες και όλες οι κοινωνίες έχουν συσταθεί για την πραγματοποίηση κάποιου αγαθού για τα μέλη τους (γιατί όλοι οι άνθρωποι όλα όσα πράττουν τα πράττουν με την προσδοκία αυτού του αγαθού), γι' αυτό είναι φανερό ότι όλες οι πόλεις ένα στόχο έχουν: πώς να πραγματοποιήσουν αυτό το αγαθό για τα μέλη τους ...". Με την ίδια πρακτική νοοτροπία του ο σοφός διατυπώνει την αποφθεγματική διάγνωση ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του "ζώον πολιτικόν" με πρώτο μέλημά του την οικονομική του υπόσταση-επιβίωση. Στο σημείο αυτό μπαίνει και το περίφημο ζήτημα της ύπαρξης δούλων, που ο Αριστοτέλης το αντιμετωπίζει ως φυσική πραγματικότητα, αλλά παραθέτει και τη γνώμη εκείνων που διαφωνούσαν (των Σοφιστών") και θεωρούσαν ότι είναι αφύσικη κατάσταση η δεσποτεία ανθρώπων πάνω σε άνθρωπο και ότι μόνο οι κοινωνικές περιστάσεις είναι που δημιουργούν τη διάκριση ελεύθερου και δούλου (Πολιτικά, 1253 6 21:... "παρά φύσιν το δεσπόζειν, νόμω γαρ τον μεν δούλον τον δε ελεύθερον, φύσει δε ουδέν διαφέρειν ..."). Γενικά, ο Αριστοτέλης εξετάζει το πολιτικό φαινόμενο σε συνάρτηση προς το οικονομικό (μέσα στα Πολτικά μπορεί κανείς να ανιχνεύσει στοιχεία μιας πρώτης Πολιτικής Οικονομίας), αναλύει τις μορφές πολιτευμάτων (αναζητώντας το άριστο) και καταλήγει σε μια πρώτη επίσης "Φιλοσοφία της εκπαίδευσης". Γιατί θεωρεί ότι ο θεσμός της Εκπαίδευσης συμβάλλει στη διαμόρφωση του ανθρώπου πολίτη (Πολιτικά 1332 α 39: "αγαθοί και σπουδαίοι γίγνονται οι άνθρωποι δια τριών έστι δε ταύτα: φύσις, έθος, λόγος ... το δε λοιπόν έργον παιδείας"). Και το πιο σημαντικό: η εκπαίδευση εθίζει τους νέους στους δυο σημαντικούς ρόλους, όπου τους καλεί η πολιτική ζωή: ρόλο αρχόντων και αρχομένων με διαδικασία διαρκούς εναλλαγής. Με αυτές τις παρατηρήσεις καταλήγει στο ότι είναι ανάγκη η πολιτεία να προσφέρει δημόσια παιδεία σε όλους (Πολιτικά. 1333 α 1: "ώστε την παιδείαν έστιν ως την αυτήν αναγκαίον"). Φ. κ.
Βώρος
πολιτική. Ο όρος προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη "πολιτεία", που σημαίνει το καθεστώς της πόλεως στα πλαίσια του οποίου οργανώνεται η διακυβέρνηση της συλλογικό-
219
πολιτική επιστήμη τητας. Ως τέτοια, η πολιτική ήταν μια δραστηριότητα που συνδεόταν με την επιδίωξη συλλογικών ηθικών σκοπών: ο Πλάτων* αντιλαμβανόταν την πολιτική σαν μια τέχνη, αντικείμενο της οποίας είναι η ψυχή, "διότι σκοπός της τέχνης αυτής είναι το κάλλιστον" (Γ οργιάς), ενώ ο Αριστοτέλης* ταύτιζε τον σκοπό της πολιτικής με την ηθική τελείωση του ανθρώπου, το ευ ζην. Η πολιτική είναι γΓ αυτούς τους στοχαστές μια κατ' εξοχήν θεωρητική ενασχόληση, που έχει σκοπό την επινόηση του καλύτερου καθεστώτος, προκειμένου να πραγματωθεί η ευδαιμονία των ανθρώπων. Υπ' αυτή την έννοια, η πολιτική είναι μια δραστηριότητα αυτόνομη από τα συμφέροντα ή τους ανταγωνισμούς που διαπερνούν την κοινωνία, αντίληψη η οποία θα ανατραπεί ριζικά από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη. Η πρώτη σημαντική ρήξη με την αρχαιοελληνική αντίληψη της πολιτικής πραγματοποιείται με τον Μακιαβέλλι', σύμφωνα με τον οποίο "πολιτική είναι το σύνολο των μέσων που απαιτούνται για να εξασφαλίσει κανείς την εξουσία, να τη διατηρήσει και να επωφεληθεί από αυτή". Η πολιτική κατανοείται εδώ ως "η τέχνη του εφικτού", γεγονός που την εντάσσει στο ρεύμα του πολιτικού ρεαλισμού. Η νέα αυτή αντίληψη, παρά τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων θεωριών, βρίσκεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην καρδιά κάθε σύγχρονης προσέγγισης της πολιτικής. Σηματοδοτεί κυρίως τον ωφελιμιστικό και ατομικιστικό χαρακτήρα της νεοτερικής-αστικής σύλληψης της κοινωνικής ζωής και τη συνακόλουθη υποβάθμιση της ηθικής ως κριτηρίου της πολιτικής δράσης. Η πολιτική δράση δεν αποσκοπεί πρωτίστως στην επίτευξη κάποιου ανώτερου συλλογικού ηθικού σκοπού, αλλά είναι αγώνας για την εξουσία και, μέσω αυτής, προσπάθεια για τον έλεγχο και τη διανομή του παραγόμενου πλούτου μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων. Η λεγόμενη "φυσιοκρατική" οκέψη διατύπωσε την άποψη ότι η πολιτική ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από μια μεταφορά στην κοινωνία του αγώνα για επιβίωση που παρατηρείται στο ζωικό βασίλειο και, συνεπώς, εμπεριέχει αναγκαία, όπως συμβαίνει και σ' αυτό, το στοιχείο της βίας*. Η άποψη αυτή συγχέει προφανώς την απειλή ή τη δυνατότητα χρήσης βίας που χαρακτηρίζει τις πολιτικές συγκρούσεις με την ίδια τη χρήση βίας, η οποία δεν είναι στοιχείο της έννοιας της πολιτικής αλλά ένα ενδεχόμενο μέσο άσκησής της.
220
Η σύγχρονη σημασία της πολιτικής ως ωφελιμιστικής χρήσης της εξουσίας ενυπάρχει από μια διαφορετική οπτική στη μαρξιστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία η πολιτική καθορίζεται άμεσα από τις ταξικές αντιθέσεις της κοινωνίας και αποκρυσταλλώνεται στην οικοδόμηση ενός κράτους που εκφράζει κατά πρώτο και κύριο λόγο τα οικονομικά συμφέροντα της αστικής τάξης*. Η πρώτη συνέπεια αυτής της οπτικής είναι ότι η πολιτική κατανοείται πλέον όχι απλώς ως μη αυτόνομη από την κοινωνία και τα οικονομικά συμφέροντα, αλλά ως άμεση αντανάκλαση και ως αναγκαίο αποτέλεσμά τους. Ακολούθως, η πολιτική προσλαμβάνει τη σημασία του επαναστατικού αγώνα για την αλλαγή του κοινωνικο-πολιτικού καθεστώτος και τη μετάβαση σε μια κοινωνία αταξική και, συνεπώς, σε μια κοινωνία όπου η πολιτική παύει να υφίσταται. Η μαρξιστική αντίληψη της πολιτικής ως κοινωνικής-ταξικής σύγκρουσης επέδρασε καταλυτικά στο περιεχόμενο της, με αποτέλεσμα η πολιτική να θεωρείται σήμερα όσο ποτέ συνυφασμένη με τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς και τη διανεμητική λειτουργία του κράτους. Στην πραγματικότητα, όμως, ακόμα και στον μαρξισμό*, η πολτική δραστηριότητα συνδέεται με τα συλλογικά ιδανικά και τους ηθικούς σκοπούς με τους οποίους την ταύτισαν οι αρχαίοι Ελληνες φιλόσοφοι και οι οποίοι συνιστούν την ουσία της. Στη σημερινή εποχή, η πολιτική προσέλαβε διάφορες δευτερογενείς σημασίες. Σημαίνει συνήθως τα προγράμματα και τις κρατικές δραστηριότητες στους διάφορους τομείς (π.χ. ενεργειακή πολιτική), τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και τις στρατηγικές των πολιτικών ομάδων, αλλά και την ενότητά τους σε ένα ορισμένο επίπεδο (πολιτικοί θεσμοί), χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να υπάρχει πολιτική κοινωνία (κράτος*). Σημαίνει, όμως, και το παιχνίδι των πολιτικών, οι οποίοι συχνά χρησιμοποιούν για ίδιο όφελος τη δημόσια εξουσία που τους παραχωρήθηκε, δημιουργώντας έτσι ένα κλίμα αναξιοπιστίας για την πολιτική συνολικά. Βιβλιογρ.: Κυιΐ ΙΘΠΚ. Πολιτική κοινωνιολογία.
Παρατηρη-
τής. Θεσ/νίκη. 1990. ο. 21-29 - Ρ . ΑΓΟΠ, ΟόπιοοτβΙιθ βΙ
Ιο(3ίίΐ3ή$πιβ. ΟΐΙΙίποΓΰ. Ρ3ΓΪ8. 1965. κεφ. 1.- Καρλ Σμιτ. Η
έννοια του πολιτικού. Κριτική. Αθήνα. 1988. Ευστάθ.
Μπάλιας
πολιτική επιστήμη. Η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης το εξουσιαστικό φαινόμενο, τις κοινωνικές συνθήκες που καθορίζουν
Πολιτική Οικονομία τις ιδιαίτερες ιστορικές μορφές του, καθώς και τις αλληλεπιδράσεις τους. Το ακριβές αντικείμενο, οι μέθοδοι και οι σκοποί της πολιτικής επιστήμης προσδιορίζονται κάθε φορά από τις ιστορικές συνθήκες στις οποίες αναπτύσσεται γενικά η σκέψη. Στον αρχαίο κόσμο, η πολιτική επιστήμη ταυτιζόταν με τη φιλοσοφία, η οποία δεν επιδίωκε να εξηγήσει τα πραγματικά πολιτικά φαινόμενα, αλλά να ανακαλύψει ένα ιδεατό καθεστώς που θα εφαρμοζόταν εκ των υστέρων. Η εξέλιξή της στον ευρωπαϊκό χώρο συνδέθηκε με την ανάδυση του αστικού κράτους και τις επιδράσεις της αστικής πολιτικής φιλοσοφίας και της νομικής σκέψης, με την οποία ταυτίστηκε σε σημαντικό βαθμό στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η πολιτική επιστήμη διαμορφώθηκε ως αυτόνομος κλάδος των κοινωνικών επιστημών μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και παράλληλα με την ανάπτυξη της κοινωνιολογίας, από την οποία δέχτηκε σημαντικές επιδράσεις, με αποτέλεσμα να ορίζεται συχνά ως "πολιτική κοινωνιολογία". Παρά τις διαφορές στις αντιλήψεις που υφίστανται από χώρα σε χώρα, τα αντικείμενα της πολιτικής επιστήμης, που είναι γενικά παραδεκτά, είναι: ιστορία των ιδεών και πολιτική θεωρία, διεθνείς σχέσεις, πολιτικοί θεσμοί, κουλτούρα, πολιτικά κόμματα και κοινή γνώμη. Μετά από μια φάση εγγενών δυσκολιών αλλά και αντιδράσεων, ιδίως από τις συντηρητικές δυνάμεις, η πολιτική επιστήμη ενισχύθηκε και ρίζωσε σήμερα σε όλες τις δημοκρατικές χώρες- και η ένταξή της στα εκπαιδευτικά τους προγράμματα θεωρείται βασική προϋπόθεση για τη στερέωση της ίδιας της δημοκρατίας. Ωστόσο, ο εμπειρικός της χαρακτήρας την ανάγει συχνά σε απολογητή της εξουσίας ή της κατεστημένης τάξης, καθότι η διατεινόμενη "ουδετερότητά" της ισοδυναμεί με παραίτηση από την εξήγηση των κοινωνικών αιτίων του εξουσιαστικού φαινομένου και με φαλκίδευση της πολιτικής συνείδησης των πολιτών. Γι' αυτό, ένα σημαντικό ρεύμα της πολιτικής επιστήμης θεωρεί την υιοθέτηση από αυτή του κριτικού λόγου ως μία από τις βασικές προϋποθέσεις για τη βελτίωση της δημοκρατίας. Βιβλιογρ.: VI/. Α&βηόίοΙϊι · Κ. ίβηΚ Εισαγωγή
στην πολι-
τική επιστήμη. Παρατηρπτης. Θεσ/νίκη. 1983 - Γ. Κ. Βλά-
χου.
Πολιτική. Αθήνα.
1978.
τ.
Β ' - Α.
ΒΠΓΠΟ.
ίβε
ΓπέΙΗοάβε ϋβ$ $αβποβ3 5θα3ΐβ5. ΜοηΙοΙίΓββΙιβη, Ρβπδ. 1972. Σ . 75-89.
Ευστάθ. Μπάλιας
Πολιτική Οικονομία (ΡοΙΪΙίοβΙ Εοοηοππγ). Από
τους φιλοσόφους της αρχαιότητας Πλάτωνα" και Αριστοτέλη* ως τον μεσαίωνα με τον Θωμά Ακινάτη*, η Πολιτική Οικονομία υπήρξε προσανατολισμένη ως φιλοσοφία καλύτερης διαχείρισης του πλούτου μιας πολιτείας μέσα από μια στατική μελέτη των ανταλλαγών, του εμπορίου, της διανομής. Με την έννοια αυτή πρωτοχρησιμοποιήθηκε ο όρος "πολιτική οικονομία" το 1615 από τον Γάλλο Αντουάν ντε Μονκρετιέν (1575-1621), στο έργο του Πραγματεία Πολιτικής Οικονομίας, που ήταν αφιερωμένο στον γάλλο Βασιλιά. Ως επιστήμη η Πολιτική Οικονομία οργανώνεται στον άξονα των φυσιοκρατών* κατά τον 18ο αιώνα. Το πρώτο μνημειώδες έργο της νέας επιστήμης, Μια έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών του Α. Σμιθ*, είδε το φως της δημοσιότητας το 1776, λίγο πριν τη Γαλλική Επανάσταση και κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης στην Αγγλία. Ο Α. Σμιθ έδειξε για πρώτη φορά το πώς οι αγορές μπορούν να λειτουργήσουν ως αυτορρυθμιζόμενο σύστημα συντονισμού των οικονομικών αποφάσεων, μέσα σ' ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, ώστε τελικά το "αόρατο χέρι" να προάγει το συλλογικό συμφέρον διαμέσου του καταμερισμού της εργασίας και των αλληλεξαρτήσεων των ατομικών οικονομικών μονάδων. Η ονομασία της νέας αυτής επιστήμης καθορίστηκε από το περιεχόμενο των έργων των κλασικών οικονομικών στοχαστών, ιδίως του Τ. Μάλθους, του Ντ. Ρικάρντο* και του Τζ. Σ. Μιλλ* που έγραψαν σημαντικά έργα με όμοιο βασικό τίτλο: Αρχές Πολιτικής Οικονομίας. Οι κλασικοί οικονομολόγοι επιχειρούσαν να αναδιαμορφώσουν την κοινωνική επιστήμη, δίχως να διακρίνουν την "οικονομία" σαν κάτι το ξεχωριστό από την "κοινωνία". Το περιεχόμενο της Πολιτικής Οικονομίας, όπως ορίστηκε από τους κλασικούς, αφορά στη διανομή και συσσώρευση του οικονομικού πλεονάσματος, το πρόβλημα καθορισμού των τιμών, των μισθών και της προσόδου, την απασχόληση και την αποδοτικότητα ή διαφορετικά τις κοινωνικές ρυθμίσεις που προάγουν τη συσσώρευση. Ο άξονας στον οποίο κινήθηκαν οι οικονομολόγοι της Κλασικής Σχολής σχετικά με το αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας υπήρξε ο εξής: η νέα επιστήμη μελετά τις λειτουργίες των θεσμών που ρυθμίζουν την οικονομική οργάνωση της ζωής μέσα σ' ένα σύστημα. Με κοινή αφετηρία την Κλασική Σχολή, τρεις μεγάλες σχολές κυριάρχησαν κατά τον 19ο
221
πολιτική οργάνωση της κοινωνίας αιώνα: η μαρξιστική, η ιστορική και η νεοκλασική (οριακή ή μαρτζιναλιστική). Ο Κ. Μαρξ*, αφιερώνοντας το μισό της ζωής του στη μελέτη και κατανόηση της πολιτικής οικονομίας, άσκησε τη μεγαλύτερη κριτική που έγινε ποτέ στο καπιταλιστικό σύστημα*. Οι αντίπαλες κοινωνικές τάξεις*, που υπάρχουν σε όλους τους γνωστούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς*, οδηγούνται αναπόφευκτα σε σύγκρουση, ώστε συνεχώς να υποκινείται η κίνηση και η κοινωνική μεταβολή. Το έργο του -κυρίως το Κεφάλαιο"- διαβάστηκε από πολλούς και εξακολουθεί ν' αποτελεί αντικείμενο ζωηρού ενδιαφέροντος και συζητήσεων. Στις αρχές του 20ού αιώνα το έργο δύο μεγάλων κοινωνικών στοχαστών, του Β. Ζόμπαρτ* και του Μ. Βέμπερ*, άνοιξε έναν διάλογο μεγάλης σημασίας για τις κοινωνικές επιστήμες με τη μαρξιστική οικονομική. Μέσα από τη μελέτη του παρελθόντος θέλησαν να ευρύνουν το πεδίο για τους οικονομολόγους και να φωτίσουν με ακριβέστερο τρόπο τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων. Από την εποχή που δημοσιεύθηκε το βιβλίο του Α. Μάρσαλ Αρχές της Οικονομικής, άρχισε να χρησιμοποιείται, αντί του όρου "πολιτική οικονομία", ο όρος "οικονομική". Σήμερα έχει επικρατήσει ο όρος "οικονομική", που δηλώνει την επιστήμη με το περιεχόμενο που της έδωσε η Νεοκλασική Σχολή. Κατά τους νεοκλασικούς, η οικονομική μελετά την ορθολογική συμπεριφορά, σε μια συνεχή προσπάθεια να ικανοποιηθούν οι απεριόριστες ανάγκες των ανθρώπων με τα περιορισμένα μέσα που υπάρχουν για τον σκοπό αυτό. Μετά την οικονομική κρίση του 19291932, σημαντική υπήρξε η συμβολή του Αγγλου Τζ. Μ. Κέυνς στην ανανέωση της μακρο-οικονομικής θεωρίας και στη διαμόρφωση των εθνικών λογαριασμών -κάτι που έδωσε νέα πνοή και απεριόριστες δυνατότητες στην οικονομική επιστήμη. Κατά τον Κέυνς, το σύστημα της αγοράς δεν είναι αυτορρυθμιζόμενο, εφόσον αδυνατεί να χρησιμοποιεί συνετά τις παραγωγικές δυνατότητές του. Η ανεργία, κατά συνέπεια, είναι ένα μόνιμο πρόβλημα του κεφαλαιοκρατικού συστήματος που, μαζί με την οικονομική αστάθεια, μπορούν να μειωθούν με τον κρατικό παρεμβατισμό. Σήμερα, μετά την κατάρρευση των συστημάτων της σχεδιασμένης ή σοσιαλιστικής οικονομίας, η οικονομική εξελίσσεται σε επιστήμη που μελετά την οικονομική δυναμική του καπιταλισμού* όπως εκτυλίσσεται στον σύγχρονο βιομηχανι-
222
κό κόσμο, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στην κατανόηση των διεθνών οικονομικών ανταγωνισμών, στους εξοπλισμούς και τις διεθνείς κρίσεις, στα οικολογικά προβλήματα, στις μεγάλες ανισότητες, την ανεργία, τον πληθωρισμό και τον ρόλο του κράτους, στη βελτίωση των συνθηκών και όρων ζωής του ανθρώπου κ.λπ. Την εξέλιξη της οικονομικής σκέψης προωθεί -μαζί με την παλιότερη κληρονομιά- ένα πλουσιότατο έργο οικονομικών στοχαστών, όπως της Τζ. Ρόμπινσον, του Τζ. Κ. Γκαλμπραίηθ*, του Π. Σάμουελσον, του Μ. Αμπράμοβιτς, του Ρ. Χαιλμπρόνερ, του Λ. Θόρροου, των Τζ. Νας, Τζ. Χασράνι και Ρ. Σέλτεν -που χρησιμοποίησαν τη θεωρία των παιγνίων στην οικονομική- κ.ά. Βιβλιογρ.: Ο. ίβπςβ, ΥΥ. Βαΐί. κ.ά.. Οικονομική
Επιστήμη.
ειοαγ. Σπ. Παπασπηλιόπουλος, μτφ. Φλ. Κυριακοπούλου, εκδ. Ι Ι Ν Ε δ Ο Ο . ελλην. εκδ. - Κ Ε Ν Τ Α Υ Ρ Ο Σ · , Αθήνα, 1986.ϋ. Ηο6ίη$οη & Τ. ΕβίννθΙΙ, Εισαγωγή
στη Σύγχρονη
Οικο-
νομική. επιμ. Κ. Σοφούλης, μτφ. Κ. Σοφούλης & Νικ. Σταματάκης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1977.- δ. ΒΟ\ΝΙΘ3 &
Ρϊο1ΐ3Γ<3 Εύν/3Γύ$. Κατανοώντας
τον καπιταλισμό, μτφ. Ν.
Σταματόκης & θ . Αθανασίου, εκδ. 0υ(βηί>ΘΓ9. Αθήνα. 1994-1995.
Θα ν. Α.
Βασιλείου
πολιτική οργάνωση της κοινωνίας, βλ. πολιτικό σύστημα της κοινωνίας πολιτική φιλοσοφία. Δευτερογενής κλάδος της φιλοσοφίας* που ασχολείται με τα θέματα της πολιτικής. Προσεγγίζει συστηματικά τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, αποσκοπώντας στη διασάφησή τους. Με την ιστορική διερεύνηση των προβλημάτων αυτών επιτυγχάνει την αποκάλυψη των πραγματικοτήτων της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του παρελθόντος, η οποία συντείνει στη βαθύτερη κατανόηση των σημερινών πολιτικών πραγμάτων. Την ερμηνεία των πολιτικών φαινομένων επιδιώκει με αρχές λογικές, γνωσιολογικές, μεταφυσικές και ηθικές, οι οποίες βρίσκονται σε στενή συνάφεια με τις συγκεκριμένες πολιτικές καταστάσεις. Η αξία της πολιτικής φιλοσοφίας έγκειται στο ότι διευρύνει και ουσιαστικοποιεί τη γενικότερη πολιτική μας παιδεία, που είναι απαραίτητη για την ορθή πολιτική πράξη και συμμετοχή στη ζωή της πολιτικής κοινωνίας. Μέσα από τη σπουδή των πολιτικών φαινομένων (τα οποία δημιουργούνται από τις σχέσεις των ανθρώπων που διαβιούν μέσα σε μια συγκεκριμένη και οργανωμένη κοινωνία) προκύπτουν συμπεράσματα που δύνανται να κατευθύνουν την πολιτική ζωή. Επικουρικό
πολιτικό σύστημα της κοινωνίας έργο στην πολιτική φιλοσοφία προσφέρουν τικά σε θεμελιώδη ερωτήματα, όπως "τι είναι διάφορες επιστήμες και θεωρίες, κοινωνικοποδικαιοσύνη", "τι είναι ελευθερία, ισότητα", "Ποια είναι η βάση της εξουσίας" κ.ο.κ. λιτικού περιεχομένου, όπως είναι η πολιτειοΗ ιστορική της αφετηρία συμπίπτει με τη δημιλογία, ο κλάδος εκείνος της πολιτικής επιστήουργία των πρώτων κοινωνιών, τότε που οι άνμης που εξετάζει τις μορφές διακυβέρνησης θρωποι εντάχθηκαν σ' αυτές ορίζοντας κανόκαι τα υπάρχοντα πολιτικά συστήματα (βλ. νες και νόμους συνύπαρξης. Βέβαια, η εμφάνιΒβςβίιοΙ & ΤοοςυβνίΙΙβ). Η πολιτική θεωρία σή της περιορίζεται στη μορφή της θεωρητικής αφορά στη διατύπωση θέσεων σχετικά με τη σύλληψης του πολιτικού τρόπου ζωής, ωστόσο μορφή των πολιτειών και των πολιτευμάτων, πίσω από τον πέπλο του μύθου", και από την ενώ η πολιτική κοινωνιολογία μελετά τις πολιτικές όψεις των κοινωνικών φαινομένων. Γενι- προσωκρατική ήδη περίοδο, συναντάμε βασικές θέσεις και πολιτική εννοιολογία που θα κυκά, υπάρχουν πολλοί τρόποι του φιλοσοφείν ριαρχήσουν και θ' αποτελέσουν το έδαφος περί της πολιτικής, γι' αυτό και ο φιλοσοφικός πάνω στο οποίο θα καλλιεργηθούν οι κοινωνιλόγος ποικίλλει. Έργα της πολιτικής φιλοσοκοί και πολιτικοί προβληματισμοί. Η ελληνική φίας που προωθούν μια συγκεκριμένη πολιτική αρχαιότητα έχει να επιδείξει καίριες πολιτικές και των οποίων ο λόγος είναι παραινετικός, πειστικός ή επιτακτικός, είναι: Τα Αρεοπαγιτι- αντιλήψεις, που απορρέουν από τις εμπειρίες κά του Μίλτωνος*, Τα δικαιώματα του ανθρώ- της πολιτικής ζωής. Από τα ομηρικά ακόμη έπη, τους Ορφικούς", τον Ησίοδο* (βλ. Θεογονία και που του Ρβίηβ, το Κομμουνιστικό μανιφέστο* κυρίως Εργα και Ημέραι), τους λυρικούς ποιητου Μαρξ*, Τι πρέπει να γίνει του Λένιν κ.λπ. Ο τές, ως τον Σόλωνα, που προβάλλει ένα ολοφιλοσοφικός πολιτικός λόγος άλλοτε αποκτά κληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα (με μεταρρυθχαρακτήρα θεωρητικό - επεξηγηματικό, όπως μιστικό χαρακτήρα), η ελληνική πολιτική πραγστην περίπτωση του Πλάτωνα" (βλ. Πολιτεία) ματικότητα προσφέρεται προς μελέτη, βάσει και του Ηοβ&θδ*. Ειδικά ο Πλάτων οικοδομεί της οποίας η πολιτική φιλοσοφία θα προχωρήτην ιδανική του πολιτεία, κάτι που θα επαναλάσει σε μια καλύτερη αντιμετώπιση του σημεριβει αργότερα (με διαφορετικό βέβαια τρόπο) ο νού "ζην πολιτικώς". ΓΓ αυτό και το έργο της Τ. Μαν στην Ουτοπία του. Αλλά και το έργο πολιτικής φιλοσοφίας δεν είναι μόνο εξηγητιτου Αριστοτέλη*, των σοφιστών (από την κλακό, αλλά οφείλει να είναι και εποικοδομητικό, σική αρχαιότητα), του Κικέρωνα* (εκφραστής κατασκευαστικό και συνθετικό. Πρέπει δηλαδή του ρωμαϊκού πνεύματος), των μεσαιωνικών να προβάλλει πρότυπα και να εισηγείται προτάφιλοσόφων (βλ. Θωμάς Ακινάτης), των διαφωσεις για την πορεία των συγκεκριμένης μορφής τιστών (βλ. Βολταίρος, Ρουσσώ, Μοντεσκιέ) πολιτειών, να προβαίνει σε διαγνώσεις για την των άγγλων φιλοσόφων (βλ. Λοκ, Μπέικον), υφή των πολιτικών καταστάσεων και πραγμάτων εκπροσώπων του θετικισμού* και του νεοτων (βλ. 3ΐΓ3υ$5). Ετσι, μέσα από γενικότερες θετικισμού* (ΟοπιΙβ', ΒΘ<Χ3Π3*, Αυ$1ίπ) είναι ασυλλήψεις του πολιτικού φαινομένου της ξιομνημόνευτο ως πολιτικό φιλοσοφικό έργο. ζωής, θα οδηγηθούμε ευκολότερα στην ορθόΙδιαίτερη μνεία αξίζει το έργο του Μακιαβέλλι* τερη πολιτική πράξη. Ο Ηγεμόνας, που όχι μόνο συγκλόνισε την ποΒιβλιογρ.: Βλάχου Γ. Κ.. Εισαγωγή στην ιστορία της πολιτική πραγματικότητα της εποχής της Αναλιτικής σκέψεως, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα. 1975.- Βουδούγέννησης, αλλά επηρέασε σημαντικά την όλη ρη Κ.. Μαθήματα πολιτικής φιλοσοφίας, 1984 - ϋββςβΓ πορεία της πολιτικής σκέψης. Πιο πρόσφατα οι V»/.. Παιδεία, μτφ. Βέρροιου. Αθήνα, 1968 - ίβϊΚγ Α.. μαρξιστές με τις πολιτικές θεωρίες τους έθεΙστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μτφ. Τσοσαν εκ νέου τα προβλήματα της πολιτικής φιπανάκη. Θεσσαλονίκη. 1978.- δβϋίηβ Ο.. Ιστορία των πολιτικών Θεωριών, μτφ. Κρϊσπη. εκδ. Πεχλιβανίδη, Αθήνα, λοσοφίας. Η πολιτική φιλοσοφία, λοιπόν, κρίνει τις πολι- α.ε.- 5ΙΠΟΙ3ΙΓ Τ. Α., Ιστορία της ελληνικής πολιτικής σκέψης. εκδ. Παπαζήση. Αθήνα. 1969 - Τσάτσου Κ., Η κοιτικές ιδέες, τις πίστεις, τις καθιερωμένες πρανωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων. Αθήνα. 1962. κτικές και τις επιδιώξεις της εκάστοτε πολιτιΕυτυχία Ξυδιά κής κοινωνίας με τα κριτήρια της συνέπειας, της σαφήνειας και της κατανόησης. Φέρει πολιτικό σύστημα της κοινωνίας. Αναγκαίο στην επιφάνεια τις υποδηλώσεις των διαφόστις ταξικές κοινωνίες σύστημα σχέσεων κραρων αντιλήψεων και επιχειρεί να καταστήσει τικών (πολιτειακών) και μη κρατικών θεσμών* τον πολιτικό βίο περισσότερο έλλογο και διαμέσω των οποίων ασκείται η πολιτική. Συμπερισαφητικό. Προσπαθεί ν' απαντήσει ικανοποιηλαμβάνει το κράτος, τα πολιτικά κόμματα
223
"Πολιτικός" καθώς και ποικίλους θεσμούς* και οργανώσεις κοινωνικές*. Ως κατευθυνόμενη από την πολιτική συνείδηση πολιτική δραστηριότητα των ανθρώπων, η οποία υλοποιείται με τη βοήθεια ορισμένης σωσσωμάτωσης - οργάνωσης και υλικών μέσων (υλική θεσμικότητα), το πολιτικό σύστημα συνιστά το πολιτικό εποικοδόμημα (βλ. βάση και εποικοδόμημα της κοινωνίας*). Το πολιτικό σύστημα διαμορφώνεται στην πορεία διαμόρφωσης της κοινωνίας, στις ταξικές βαθμίδες του γίγνεσθαι της, αποκτά όμως την πλέον ανεπτυγμένη μορφή του επί κεφαλαιοκρατίας". Διασφαλίζει την εξουσία της κυρίαρχης τάξης*, τη ρύθμιση και τη διοίκηση όλων των τομέων και επιπέδων της κοινωνικοοικονομικής ζωής προς όφελος αυτής της τάξης. Δεν είναι όμως σταθερή και αμετάβλητη δομή, δεδομένου ότι συγκροτεί το πολιτικό συγκρουσιακό πεδίο της ταξικής διαπάλης. Δεν συμπεριλαμβάνει μόνο το σύστημα προπαντός κρατικών θεσμών, ιδρυμάτων και οργανώσεων που διασφαλίζουν την εξουσία και την πολιτική κυριαρχία της οικονομικά κυρίαρχης τάξης, αλλά και οργανώσεις και θεσμούς που εκφράζουν τα συμφέροντα των τάξεων που υφίστανται την εκμετάλλευση και την καταπίεση (νόμιμες και μη), που μετατρέπονται συχνά σε όργανα αγώνα εναντίον της εκάστοτε κατεστημένης εξουσίας και κυριαρχίας. Η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στο συγκρουσιακό πεδίο του πολιτικού συστήματος οδηγεί είτε σε επιμέρους αλλαγές, τροποποιήσεις της λειτουργίας του (μέσω μεταρρυθμίσεων"), είτε σε συντριβή του και σε εδραίωση νέου συστήματος (μέσω επανάστασης κοινωνικής"). Βλ. επίσης: κοινωνία, κράτος, πολιτική, εξουσία πολιτική, διοίκηση. δικτατορία, δημοκρατία. Δ. ΓΙατέλης
"Πολιτικός" (του Πλάτωνα) Ο διάλογος αυτός είναι το δεύτερο κατεξοχήν πολιτικό σύγγραμμα του Πλάτωνα", ανάμεσα στην Πολιτεία* και τους Νόμους'. Ανήκει, κατά κοινή ομολογία, στη λεγόμενη γεροντική ηλικία του Πλάτωνα και τοποθετείται μετά τον Σοφιστή', του οποίου αποτελεί συνέχεια και με τον οποίο συναποτελεί ένα ενιαίο όλο, ενώ και οι δύο είναι υποδείγματα διαλεκτικής μεθόδου. Ακόμα και τα πρόσωπα είναι περίπου τα ίδια και στους δύο διάλογους: ο Σωκράτης", ο Θεόδωρος, ο Ξένος (ελεάτης) και ο νεαρός Σωκράτης, που παίρνει τη θέση του Θεαίτητου", ο οποίος παραμένει πρόσωπο βωβό.
224
Σκοπός του διαλόγου είναι ο ορισμός του πολιτικού (ανδρός). Αρχίζει με μια προσπάθεια χαρακτηρισμού της τέχνης* ή της επιστήμης* του πολιτικού ή του βασιλιά. Συνεχίζει διαιρώντας τις τέχνες και ορίζοντας τον πολιτικό ως ένα είδος ποιμένα -όχι βέβαια προβάτων αλλάμιας ανθρώπινης αγέλης. Προχωρεί περιγράφοντας μια τέχνη, την υφαντική, που την παίρνει ως παράδειγμα της πολιτικής τέχνης, και τελειώνει δίνοντας ακριβέστερον ορισμό του πολιτικού ως βασιλικού υφαντή, που συνυφαίνει ή συμπλέκει τα αντίθετα. Ανάμεσα στα κύρια μέρη του διαλόγου υπάρχουν δυο παρεκβάσεις, η πρώτη αναφέρεται στον μύθο των κοσμικών περιόδων και η δεύτερη στα διάφορα πολιτεύματα, υπαρκτά ή πιθανά, ορθά ή εσφαλμένα. Βλ. λ. Πλάτων. Γοαμμ. Αλατζόγλου - Θέμελη
πολιτισμική επανάσταση σοσιαλιστική. Ο επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνικής συνείδησης και της πνευματικής ανάπτυξης των χωρών στις οποίες εδραιώνεται η σοσιαλιστική επανάσταση και απαραίτητο συστατικό στοιχείο των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών. Συμπεριλαμβάνει τη δημιουργία σοσιαλιστικού εκπαιδευτικού - παιδαγωγικού συστήματος, την εξάλειψη του αναλφαβητισμού, την προώθηση της δια βίου εκπαίδευσης, την αναδιαπαιδαγώγηση - αξιοποίηση της αστικής διανόησης" και τη δημιουργία σοσιαλιστικής διανόησης, την άμβλυνση (προοπτικά την εξάλειψη) των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων προσπέλασης στην εκπαίδευση, την εμπέδωση αρχών συλλογικότητας, συνεργατικότητας και αλληλεγγύης, την αλλαγή των καθημερινών συνθηκών ζωής, τη σχεδιοποιημένη προώθηση των επιστημών και της τεχνικής κ.λπ. Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η πολιτισμική επανάσταση στις χώρες με ασθενές ή μέσο επίπεδο ανάπτυξης ως σημαντικός παράγοντας άρσης των ανισομερειών και ως προϋπόθεση της ολόπλευρης ανάπτυξης των προσωπικοτήτων του μέλλοντος. Βλ. επίσης: σοσιαλισμός, κομμουνισμός. Δ. Πατέλης
πολιτισμικό πλέγμα (κουλτούρα). Με τον όρο "κουλτούρα" εννοείται κατά έναν γενικό τρόπο ό,τι σχετίζεται με τα φαινόμενα ή τα προϊόντα του πολιτισμού. Η "κουλτούρα" είναι μία από τις πλέον συζητημένες έννοιες των κοινωνικών επιστημών, ο ορισμός της οποίας γέννησε
πολιτισμός έντονες θεωρητικές διαμάχες. Το περιεχόμενο και οι χρήσεις του όρου είναι συνάρτηση των γενικότερων κοινωνικών συνθηκών και των διαφορετικών θεωρητικών παραδόσεων και μεθοδολογιών. Στην επιστημονική, αλλά και την καθημερινή γλώσσα ταυτίζεται ή χρησιμοποιείται εναλλακτικά με τον "πολιτισμό", χωρίς να παραπέμπει πάντα στα ίδια νοήματα με αυτόν. Συνήθως, σημαίνει την καλλιέργεια ή την παιδεία, αλλά και την ιδεολογία, τις αξίες, την επιστήμη ή τα συστήματα νοημάτων. Λόγω έλλειψης ενός καθολικά παραδεκτού ορισμού, η κατανόηση της καθιστά αναγκαία τη σύγκριση των κυριοτέρων συλλήψεων και χρήσεών της. Στην κλασική φιλοσοφία σήμαινε κυρίως την ηθική τελειοποίηση του ανθρώπου, ενώ στη δυτική σκέψη του 18ου και του 19ου αιώνα ταυτιζόταν με την πνευματική ανάπτυξη της κοινωνίας νοούμενης ως ξεχωριστής από τα τεχνολογικά και τα οικονομικά επιτεύγματα, τα οποία αποδίδονταν με τον όρο "πολιτισμός", σηματοδοτώντας συγχρόνως έναν δυϊσμό που χαρακτήρισε ειδικά τη γερμανική σκέψη. Στον 20ό αιώνα η κουλτούρα γίνεται αντιληπτή με έναν περισσότερο "σφαιρικό" τρόπο, συγκροτούμενη όχι απλώς από τις πνευματικές δημιουργίες, αλλά και από τις πρακτικές τους εκδηλώσεις στο επίπεδο της κοινωνικής ζωής και των θεσμών. Η αντίληψη αυτή, η οποία ενέπνευσε μια ισχυρή τάση εμπειρικών και περιγραφικών προσεγγίσεων, προέρχεται από τον ορισμό του Ε. ΤβγΙοτ', ο οποίος συνέλαβε την κουλτούρα ως "σύνολο" που "συντίθεται από τις γνώσεις, τα πιστεύω, την τέχνη, το δίκαιο, την ηθική, τα έθιμα και όλες τις άλλες δεξιότητες και συνήθειες που αποκτά ο άνθρωπος ως μέλος μιας κοινωνίας". Τα σημαντικότερα προβλήματα που τέθηκαν σε σχέση με αυτή την αντίληψη στρέφονται γύρω από την έννοια της "συνάφειας", δηλαδή την ύπαρξη μιας ελάχιστης συνεκτικότητας των μερών της κοινωνικής ολότητας, η οποία αποτελεί βασική ιδιότητα της κουλτούρας. Η συνάφεια αυτή συνιστά την ενοποιητική αρχή των πολιτισμικών συστημάτων που τα καθιστά ενιαία και τα διακρίνει το ένα από το άλλο. Οι διάφοροι ορισμοί που προτάθηκαν κατά καιρούς από τους κοινωνιολόγους και τους ανθρωπολόγους δεν έδωσαν πειστικές απαντήσεις στο ζήτημα αυτό αλλά, αντίθετα, ενέτειναν τη σύγχυση. Οδήγησαν κυρίως σε θεωρητικά αδιέξοδα, εφόσον η αντίληψη μιας πολιτι-
Φ.Λ., Δ-15
σμικά κατακερματισμένης κοινωνίας, που συγκροτείται είτε από υποκουλτούρες είτε, όπως στον μαρξισμό*, από μια κυρίαρχη ιδεολογία*, δεν εξηγεί τη συναίνεση και την ενσωμάτωση της κοινωνίας, που υφίστανται παρά τη διαφοροποίηση σε τάξεις και την ποικιλομορφία των τρόπων ζωής και των αξιών. Μια σειρά ορισμών "ιστορικού" τύπου έδωσαν κάποιες πρώτες απαντήσεις στο πρόβλημα της συνάφειας μέσα από τη σύλληψη της κουλτούρας ως συνόλου επίκτητων συμπεριφορών που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά, συνδέοντας έτσι την κουλτούρα με την κοινωνικοποίηση και την αναπαραγωγή του συστήματος. Οι ορισμοί αυτοί δεν εξηγούν ωστόσο ούτε την παραγωγή ούτε την ανακαίνιση της κουλτούρας μέσω της δράσης των ατόμων από την οποία την αποσυνδέουν. Η αξιολόγηση της ατομικής δράσης επανέρχεται στο προσκήνιο με τους ορισμούς "ψυχολογικού" τύπου, οι οποίοι όμως αντιπαρέρχονται το πρόβλημα της συνάφειας. Σημαντικό βήμα συνιστούν οι "δομικοί" ορισμοί, οι οποίοι αναπαριστούν την κουλτούρα ως συνεκτικό σύστημα μέσω του οποίου εξηγείται η ελάχιστη συμβατότητα που χαρακτηρίζει τις πράξεις με διαφορετικό ή ακόμα και αντιθετικό προσανατολισμό. Στην ίδια κατεύθυνση πρέπει να εκτιμηθεί και η συνεισφορά της "σημειωτικής" προσέγγισης, η οποία, σε μια βεμπεριανή προοπτική, θεωρεί την κουλτούρα ως πλέγμα νοημάτων, "μέσω των οποίων οι άνθρωποι επικοινωνούν, αναπτύσσουν και διαιωνίζουν τη γνώση και τις στάσεις τους απέναντι στη ζωή" (Ο. ΟΘΘΓΙΖ). Η προσέγγιση αυτή στηρίζει την ύπαρξη της κουλτούρας στην κοινή κατανόηση της σχέσης σημαίνοντος-σημαινομένου, η οποία παραπέμπει στον ίδιο τύπο αναφορών και οργανώνει τόσο τη συναίνεση, όσο και την αντίθεση των δρώντων υποκειμένων. Επιπλέον, είναι συμβατή με την ελεύθερη ατομική δράση στον βαθμό που το σύστημα των νοημάτων παρεμβαίνει στην οργάνωση της δράσης καθορίζοντας τις δυνατές επιλογές, άρα και τους όρους της πολιτισμικής ανακαίνισης. Βιβλιογρ.: Ζ. Βαυιτιβη. Ο πολιτισμός ως πράξη, Πατάκης. Αθήνα. 1995 - Β. Ββΰΐθ. Κουλτούρα και πολιτική, Πατάκης. Αθήνα. 1995.- Ν. Δεμερτζής. Κουλτούρα - νεωτερικότητα - πολιτική κουλτούρα, Παπαζήσης, Αθήνα. 1989. Ευστάθ. Μπάλιας
πολιτισμός (άνίΙί33ΐίοπ). (α) Στην ελληνική γλώσσα με τον όρο "πολιτισμός" αποδίδονται οι διαφοροποιημένες σε άλλες γλώσσες λέ-
225
πολιτιστική αλλαγή ξεις ανίΐίδβϋοη και ουΙΙυΓβ. Αυτή είναι μια γερμανική επιρροή, όσον αφορά στη διάκριση του "πολιτισμού" και της "κουλτούρας". Κατά τον Α. Βέμπερ*, ο όρος "κουλτούρα" υποδηλώνει την πνευματική καλλιέργεια που συνδέεται με την ανθρώπινη δραστηριότητα και τη συμμετοχή των ατόμων στην πολιτισμική και ιστορική δημιουργία. Αφορά στις ιδέες και τις πεποιθήσεις των μελών ενός κοινωνικού συνόλου. Τον βαθμό, όμως, και τον χαρακτήρα αυτής της συμμετοχής τους, τον υποδηλώνει ο "πολιτισμός". Ο πολιτισμός αναφέρεται στα τεχνήματα και τις γνώσεις για την κατασκευή τους. Η διάκριση αυτή υπαγορεύει στη γλώσσα μας τη χρήση των επιθετικών προσδιορισμών "πολιτισμικός" και "πολιτιστικός". Ο πρώτος αποδίδει ίσως καλύτερα την αξιολογική ουδετερότητα του ουΙΙυΓβΙ στη σύγχρονη ανθρωπολογική εκδοχή του όρου, ενώ ο δεύτερος, συναφής με το "εκπολιτιστικός", υποβάλλει έντονα την ιδέα της ιεράρχησης, της συσσώρευσης, και προσιδιάζει περισσότερο στο άνίΐίζβίίοπ. Σύμφωνα, όμως, με άλλες συγκλίνουσες απόψεις στον χώρο των κοινωνικών σπουδών, οι όροι πολιτισμός και κουλτούρα" χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι, γιατί επικράτησε η αντίληψη ότι αυτό που ονομάζεται "πολιτισμός" δεν είναι παρά ένα επιφαινόμενο της κουλτούρας. Ο Βρετανός ανθρωπολόγος Ε. Μπ. Τάιλορ' στο έργο του Πρωτόγονος Πολιτισμός θεωρεί τον πολιτισμό (...) "ως το σύνθετο εκείνο σύνολο που περιλαμβάνει γνώσεις, πεποιθήσεις, τέχνες, ήθη, νόμους, έθιμα και άλλες ικανότητες και συνήθειες που αποκτά ο άνθρωπος ως μέλος μιας κοινωνίας". (β) Γενικά, ο πολιτισμός μπορεί να ορισθεί ως ο βαθμός ανάπτυξης και οργάνωσης της κοινωνικής και διανοητικής ζωής της ανθρωπότητας. Στην κάθε κοινωνία ο βαθμός ανάπτυξης βασίζεται στην αλληλεπίδραση φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος και στη συνειδητή δράση του ανθρώπου, που εκφράζεται ως φορέας του συνόλου των πνευματικών και υλικών αξιών που δημιουργούνται μέσα από την ιστορικο-κοινωνική εξέλιξη. Κύρια χαρακτηριστικά του πολιτισμού είναι ο "δυναμισμός" αλλά και η "παράδοση"*, η "σύμμιξη" αλλά και η "πολιτιστική συνέχεια". (γ) Κατά τον Λ. X. Μόργκαν*, ο πολιτισμός είναι το τρίτο στάδιο εξέλιξης των κοινωνιών στο ταξινομικό του σχήμα. Διαδέχεται τα στάδια της "αγριότητας" και της "βαρβαρότητας". Χαρακτηρίζεται από την ανακάλυψη της γρα-
226
φής και τη χρήση της στη φιλολογική δημιουργία. Σχολιάζοντας το στάδιο αυτό του πολιτισμού, ο Φ. Ενγκελς* το περιγράφει "ως την περίοδο όπου οι άνθρωποι μαθαίνουν να επεξεργάζονται καλύτερα τα φυσικά προϊόντα, καθώς δημιουργούν και την καθαυτό βιμηχανία και την τέχνη". Η χρήση του όρου στους κλασικούς του μαρξισμού* έχει επίσης πολλές διαστάσεις. Σε άλλο σημείο, πάλι, ο Ενγκελς όρισε τον πολιτισμό "εκείνη τη βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας, όπου ο καταμερισμός της εργασίας, η ανταλλαγή που ξεπηδά απ' αυτόν και η εμπορευματική παραγωγή που τα περιλαμβάνει φτάνουν σε πλήρη ανάπτυξη και ανατρέπουν όλη την προηγούμενη κοινωνία", (δ) Πολλές φορές ο όρος "πολιτισμός" χρησιμοποιείται για να δηλώσει μείζονες χώρους πολιτιστικής ομοιογένειας, ιστορικής ή κοινωνικής κληρονομιάς και παράδοσης. Οι φράσεις, λόγου χάρη, αφρικανικός πολιτισμός, ασιατικός πολιτισμός, δυτικός πολιτισμός κ.λπ. εκφράζουν πλέγματα ηθών και εθίμων, αξιών κ.λπ. των πολιτισμών αυτών. Αλλοτε πάλι χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες επιμέρους κοινωνικών συνόλων ή ομάδων και έχει τη σημασία του "μερικού πολιτισμού", που αποδίδεται και με τους όρους "υποπολιτισμός" ή "υποκουλτούρα"*. Βιβλιογρ.: Τσαρλς Αντερσον. Προς μια νέα κοινωνιολο-
γία. μτφ. Ε . Κακοοαίου, επιμ. - ειο. Η. Π. Νικολούδης.
εκδ. Παπαζήση. Αθήνα. 1986 - Δ. Γ. Τσαούσης, Η κοινω-
νία του ανθρώπου,
εκδ. ΟυΙθηϋθΓς. Αθήνα. 1983.- Ν.
ΤΙΠΊ3$ΙΊΘΙΙ & Ο. ΤΙΊΘΟΆΟΓΐΟΗ. Ιστορία κοινωνιολογικών
θεωριών. μτφ. Δ. Γ. Τσαούσης, εκδ. ΟυΙθη&βΓς, Αθήνα. 1980 - θ . Βασιλείου & Ν. Σταματάκης, Λεξικό Επιστημών του Ανθρώπου, εκδ. ΟιιΙθη&θΓς. Αθήνα, 1992 - Χ. Λ. Μόργκαν. Η αρχαία κοινωνία, μτφ. Γ. Λιόνης, εκδ. Αναγνωστίδη. Αθήνα, χ.χ.· Φ. Έ ν γ κ ε λ ς , Η καταγωγή της οικογένειας. της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, μτφ. Λ. Κυριακοπούλου, εκδ. Θεμέλιο. Αθήνα. 1975. Θαν. Α. Βασιλείου
πολιτιστική αλλαγή (ευΙΙυΐΏΐ οΐιβηςθ). Ο όρος χρησιμοποιείται για να δείξει τις διαχρονικές μεταβολές και τις απότομες ή σταδιακές δυναμικές διεργασίες αλλαγών ή τροποποιήσεων που εκδηλώνονται σ' έναν πολιτισμό* και γενικότερα τις διαδικασίες κίνησης και μεταβολής μιας κοινωνίας*. Πολλές φορές ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει -όχι κατανάγκην τον μετασχηματισμό ενός κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού* ως πολιτισμικού προτύπου αλλά- τις μεταβολές σε επιμέρους επίπεδα της κοινωνικής οργάνωσης, π.χ. στην οικογένεια, στις συνήθειες και τα έθιμα, στην παρα-
Πολύβιος γωγή και την οικονομία, στο πολιτικό σύστημα και τις δομές της εξουσίας, στις θρησκευτικές στάσεις και πεποιθήσεις κ.λπ. Ο όρος "πολιτιστική αλλαγή" χρησιμοποιείται από τους Αμερικανούς ανθρωπολόγους σαν λίγο - πολύ ταυτόσημος με τον αντίστοιχο αγγλοσαξωνικό "κοινωνική αλλαγή" (8θά3ΐ οΐιβπςβ) ή τον όρο "πολιτιστική δυναμική" (ουΙΙυτβΙ άγηθπιίοδ). Το πρόβλημα της κοινωνικής αλλαγής ως κίνησης μέσα στον χρόνο, οι θεωρίες περί των παραγόντων" που την προκαλούν, οι νόμοι που διατυπώθηκαν για την εξέλιξη" των κοινωνιών και των συστημάτων γονιμοποίησαν την κοινωνιολογική, την ανθρωπολογική και την ψυχολογική σκέψη καταλαμβάνοντας το σημαντικότερο ίσως μέρος των αντίστοιχων εργασιών. Κι αυτό, γιατί οι κοινωνικές επιστήμες και οι επιστήμες του ανθρώπου (ΐΊυιπβηίΙίβδ) ουδέποτε είδαν τις συλλογικές μορφές δράσης σαν αμετακίνητες, παγιωμένες και στατικές ρυθμίσεις ή πραγματικότητες. Το ζήτημα της πολιτιστικής αλλαγής, από διαφορετικές αφετηρίες, απασχόλησε τους ιδρυτές Σαιν-Σιμόν" και Α. Κοντ", τους κλασικούς Κ. Μαρξ", Ε. Ντυρκαίμ", Μ. Βέμπερ", Χ. Σπένσερ", Λ. Μόργκαν", Ε. Μπ. Τάιλορ", Φ. Ταίνις", τους νεότερους Γκ. Τσάιλντ", Λ. Ουάιτ", Τ. Πάρσονς", Ου. Ροστόου' κ.ά. Το ίδιο θεμελιώδες ζήτημα της αλλαγής απασχολεί εξίσου την επιστημονική σκέψη τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Τα στάδια της αλλαγής, οι αιτίες, οι όροι, οι στόχοι, τα αποτελέσματα, αλλά και η σχετική ορολογία με την οποία περιέγραψαν τα σχετικά φαινόμενα οι πρωτοπόροι των επιστημών του ανθρώπου, αποτελούν πολύτιμα "εργαλεία" ανάλυσης, κατανόησης και σχεδιασμού της πολιτιστικής αλλαγής σήμερα, θακ·. Α. Βασιλείου
Πολιτσέρ (ΡΟΝΙΖΘΓ) Ζωρζ (1903-1942). Γάλλος μαρξιστής φιλόσοφος, από τους ιδρυτές του Εργατικού Πανεπιστήμιου του Παρισιού. Εκτελέσθηκε από τους ναζί κατακτητές για την αντιστασιακή του δράση. Τα έργα του αφορούν στην εκλαΐκευση κυρίως ζητημάτων της φιλοσοφίας" και της πολιτικής οικονομίας* του μαρξισμού", καθώς και στην κριτική της ανορθολογικής φιλοσοφίας του Μπερξόν* και του φρουδισμού*. Προωθεί την ιδέα της δημιουργίας της "συγκεκριμένης ψυχολογίας", αντικείμενο της οποίας δεν είναι η "εσωτερική ζωή" της ενδοσκοπικής ψυχολογίας (Βουντ'), αλλά η ενεργητική πλευρά της ψυχικής ζωής του α-
τόμου, το "δράμα της ζωής". Εργα του: Από τη φιλοσοφία της Αναγέννησης στον ιστορικό και διαλεκτικό υλισμό, Αθήνα, 1977 Βασικές αρχές της φιλοσοφίας, Αθήνα, [χ.χ.]' Στοιχειώδεις αρχές της φιλοσοφίας, Αθήνα, 1975' Οι βάσεις της ψυχολογίας, Αθήνα, 1977· Ο Μαρξισμός και η ψυχανάλυση, Αθήνα, 1976 κ.ά. Δ. π.
Πολύαινος ο Επικούρειος (Λάμψακος, 4ος-3ος αι. π.Χ.). Ελληνας φιλόσοφος και μαθηματικός. Υπήρξε ένας από τους αμεσότερους μαθητές του Επικούρου* (341-270) και "καθηγεμών" (δάσκαλος) της Σχολής, όπως και οι συμμαθητές του Μητρόδωρος* καιΕρμαρχος*. Πέθανε πριν από τον δάσκαλό του, αφήνοντας τα εξής έργα του: Περί φιλοσοφίας, Τα προς τον Αρίστωνα, Περί όρων. Τον αναφέρει ο Πλούταρχος* (Ηθικά XIV), ενώ ο Στοβαίος* (Παρηγορικά ΡΚΔ731) διασώζει ένα απόφθεγμά του, από το οποίο διαφαίνεται ο τρόπος της σκέψης του: "Επί τοις αποθνήσκουσι μη λυπού, αναγκαίον γαρ, αλλ" επί τοις αισχρώς τελευτώσι" (:Να μη λυπάσαι για εκείνους που πεθαίνουν, γιατί ο θάνατος είναι φυσικός νόμος· να λυπάσαι για εκείνους που επαίσχυντα πεθαίνουν). Απ. Τζ.
πολυαρχία ή πολυκρατία (αγγλ. ρΙυΓθϋεπΊ - από το λατ. ρΙυΓ3ΐίδ: πολλαπλός). Φιλοσοφική αντίληψη αντίθετη του μονισμού', κατά την οποία ό,τι υπάρχει αποτελείται από πληθώρα ισότιμων, ανεξάρτητων και μη-αναγώγιμων μεταξύ τους αρχών, μορφών του Είναι ή ουσιών (οντολογική πολυαρχία). Η αντίληψη αυτή συνοδεύεται και από ανάλογες γνωσεοθεωρητικές και μεθοδολογικές απόψεις (π.χ. θεωρία των παραγόντων, "θεωρητικός πλουραλισμός", ιδέες περί ποικιλίας αληθειών για ένα και το αυτό αντικείμενο κ.λπ.). Ποικίλες είναι οι μορφές πολυαρχίας στην ιστορία της φιλοσοφίας; από τη φυσική φιλοσοφία της αρχαιότητας μέχρι τη "μοναδολογία" του ίβϊβηίζ', τον περσοναλισμό', τον πραγματισμό* και τον υπαρξι σμό*. Η συνεπής υιοθέτηση της πολυαρχίας στη φιλοσοφία και στην επιστήμη καθιστά αδύνατη την ανάδειξη της νομοτέλειας" και υποσκάπτει την εγκυρότητα και τη σκοπιμότητα της γνώσης. Βλ. επίσης: σχετικοκρατία, συμβατισμός. Δ. Πατέλης
Πολύβιος (περ. 200-120 π.Χ.). Ο μεγαλύτερος
227
Πολύστρατος ο Επικούρειος ιστορικός της ελληνιστικής εποχής και συνεχιστής της μεγάλης παράδοσης των Ελλήνων ιστορικών (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών). Γεννήθηκε στη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας, γόνος παλαιάς και πλούσιας οικογένειας της τοπικής αριστοκρατίας. Ο πατέρας του ήταν ο στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτας. Θαύμαζε τον διάσημο στρατηγό Φιλοποίμενα και από νωρίς έλαβε άριστη παιδεία και εξοικειώθηκε με θέματα στρατιωτικά και πολιτικά. Μετά τη μάχη της Πύδνας οδηγήθηκε ως όμηρος στη Ρώμη, όπου και παρέμεινε. Το συγγραφικό έργο του Πολύβιου είναι ουσιαστικά η μεγάλη ιστορική του σύνθεση, με την αξίωση μιας παγκόσμιας Ιστορίας ( Ιστορίαι ). Το κεντρικό ερώτημα που θέτει ο ίδιος και διαπερνά την ιστορική του σύνθεση αφορά στη ραγδαία επικράτηση των Ρωμαίων και την ανάδειξή τους σε παγκόσμια δύναμη μέσα σε 53 σχεδόν χρόνια. Θέλησε δηλαδή να ερμηνεύσει ορθολογικά/επιστημονικά ένα ιστορικό φαινόμενο, που συνιστά ουσιαστικά έκφραση της δύναμης (κατά το παράδειγμα του Θουκυδίδη*). Ο ίδιος πιστεύει ότι εγκαινιάζει ένα νέο είδος συγγραφής της Ιστορίας, την "πραγματική ιστορία", δηλαδή την πολιτική και στρατιωτική ιστορία της εποχής του. Ακολουθώντας την ιστορική παράδοση των Ελλήνων επιχειρεί κι αυτός να ανιχνεύσει τις αιτίες των ανθρώπινων πράξεων και των ιστορικών γεγονότων ("αποδεικτική ιστορία"). Οι παράγοντες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τα ιστορικά γεγονότα είναι, κατά τη γνώμη του, τέσσερεις: τα άτομα, δηλαδή οι ικανοί ή ανίκανοι ηγέτες, η πολιτική κατάσταση και η στρατιωτική οργάνωση, το γεωγραφικό περιβάλλον/η τοπογραφία και η τύχη. Επηρεασμένος από την ελληνική φιλοσοφία (Πλάτων*, Αριστοτέλης*, Στωικοί*) τονίζει τον σκοπό της Ιστορίας, ταυτίζει σχεδόν την τύχη με τη στωική "πρόνοια", αποστασιοποιείται από το θείον και υιοθετεί την ανακύκλωση των "πολιτειών" (Πλάτων) κυρίαρχο μοτίβο της πολιτικής του θεωρίας. Η άποψή του για το μικτό πολίτευμα, χάρη στο οποίο οι Ρωμαίοι μεγαλούργησαν, παρουσιάζει αντιφάσεις. Παρά την ευφυία του και την επίπονη προσπάθειά του, πιστεύουμε εν μέρει πως ο Πολύβιος μάλλον δεν κατόρθωσε να επισημάνει τους ουσιαστικούς λόγους της επικράτησης των Ρωμαίων. Βιβλιογρ.: Ρ. ΚοβΓΠθΓ. ΡοΙγύιοε 31ε ληί/λβΓ ΙιυΜβίβί ΗίεΙοηΙίβτ. Διατρ.. Ιβπβ. 1957 - Ρ. Ρόόβοίι, ί β πιόΙΙιοάβ ΙίίεΙοηηυβ άβ ΡοΙγύιοε. Ρβπϊ. 1964.- Ρ. Ειεβη. ΡοΙγύιοε ΙηΙβφίβίΒΐιοηβη. ΗβιάθΙ&βΓΟ. 1966 - Ο. Α. ίβ(ιιτΐ3ηη.
228
υηΙθΓΒυ&υηοβη ζυτ ΝεΙοπεςύβπ ΟΙβυύνηιιϋβ^βιΙ άβε ΡοΙγύιοε. ΜυηεΙβΓ, 1967 - Κ. Ε . ΡθΙζοΜ. ΒΙυάίβη ζυΓ ΜβΙύοάβ άβε ΡοΙγύιυε υηά ΙΙΙΓΘΓ ύίεΙοήεούβη Αυεννβήυηβ. Μυηοίιβη. 1959.- Ν. I. Τριανταφυλλόπουλος, Πολυβίου Ιστορίαι, Εισαγ.. μετάφρ.. σημ., Αθήνα. εκδ. Γαλαξίας.Ρ. \Ν. ννβΙ&βηΚ, ΡοΙγύιυε, ΒθΓΚθΙθγ/ίοϊ ΑηςθΙβΐ, 1972.του ίδιου, Α ΗίεΙοήίβΙ ΟοπΜπβηΙβτγ οη ΡοΙγύιυε, τ. 1. ΟχΙΟΓό. 1957, τόμ. 2, 1967. Βαο. Κύρκος
Πολύστρατος ο Επικούρειος (3ος αι. π.Χ.). Έλληνας φιλόσοφος. Κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο* (Βίοι φιλοσόφων II), διαδέχθηκε τον Έρμαρχο* στη διεύθυνση της Επικούρειας Σχολής. Με το έργο του Περί αλόγου καταφρονήσεως αναφερόταν στην παράλογη περιφρόνηση των λαϊκών δοξασιών και πολεμούσε τη σοφιστική άποψη περί συμβατικής προελεύσεως των ηθικών εννοιών, αντίληψη η οποία οδηγούσε στο άμεσο συμπέρασμα ότι η τήρηση των ηθικών κανόνων δεν πρέπει να θεωρείται υποχρεωτική. Αποσπάσματα του περίεργου αυτού συγγράμματος, που γράφτηκε το 230 π.Χ. περίπου, διασώθηκαν ως εμάς με τους ηρακλειωτικούς κυλίνδρους (Ργ39πί. Ο. ννίΙΚβ, 1905). Μας σώθηκαν επίσης αποσπάσματα από ένα άλλο του έργο, με τίτλο Περί φιλοσοφίας (ΡΓ30ΠΙ. ΟΓΟΠΘΓΙ 36). Απ. Τζ.
πολυσυλλογισμός (ή σύνθετος συλλογισμός). Πολλές φορές η εύρεση λύσης κάποιου προβλήματος απαιτεί διαδοχικούς απλούς συλλογισμούς*, όπου ο κάθε επόμενος έχει ως μία προκείμενη* κρίση του το συμπέρασμα του προηγούμενου. Παράδειγμα: να δειχθεί ότι η γωνία των διχοτόμων των εσωτερικών γωνιών τριγώνου είναι πάντοτε αμβλεία, δηλαδή μεγαλύτερη από 90".
1. Το άθροισμα των γωνιών οποιουδήποτε τριγώνου είναι 180" (έχει γίνει δεκτό από πολλά θεωρήματα της Ευκλείδειας Γεωμετρίας). - Το Α Β Γ είναι τρίγωνο Άρα, ισχύει και γι' αυτό η παραπάνω πρόταση (Α+Β+Γ = 180°). 2. Σύμφωνα με την αρχή της ταυτότητας (και τα πορίσματά της) το μέρος ενός όλου είναι μικρότερο από το όλο. - Οι γωνίες Β+Γ είναι μέρος του όλου Α+Β+Γ, - άρα, οι γωνίες Β+Γ είναι λιγότερο από 180°. 3 . 0 ίδιος συλλογισμός ισχύει και για το τρίγωνο Β Γ Δ, ισχύει όμως και κάτι άλλο ειδικό. 4. Οι γωνίες Β+Γ είναι λιγότερο από 180°. - Οι αντίστοιχες γωνίες του εσωτερικού τριγώνου είναι (σύμφωνα με τον ορισμό της διχοτόμου) τα μισά των γωνιών Β+Γ
Πόππερ - άρα, οι γωνίες Β:2+Γ:2 είναι λιγότερο από 180°:2, λιγότερο από 90°. 5. Ισχύει και για το μικρό τρίγωνο η πρώτη προκείμενη του συλλογισμού 1 (γωνίες Β+Γ+Δ = 180°)
- γωνίες Β+Γ:2 είναι λιγότερο από 90° - άρα, η γωνία Δ είναι μεγαλύτερη από 90" (καθότι παραπληρωματική για τις δύο άλλες). Διευκρίνηση: οι παρενθέσεις που χρησιμοποιήσαμε ("σύμφωνα με ..." και "καθότι...") εγκλείουν δυο ακόμη βραχυλογικούς συλλογισμούς*. Παρατηρούμε ότι η απόδειξη βασίστηκε σε πολυσυλλογισμό, που συνήθως τον αποφεύγουμε κρατώντας μόνο τις απαραίτητες προτάσεις: Επειδή η γωνία Δ είναι παραπληρωματική των γωνιών Β+Γ:2 (οι οποίες έχουν άθροισμα μικρότερο των 90°, καθότι είναι τα μισά των Β+Γ που το άθροισμά τους είναι μικρότερο των 180°), έπεται ότι είναι μεγαλύτερη από 90°, αμβλεία πάντοτε.
Οι πολυσυλλογισμοί είναι "αναλυτικοί"* ή "συνθετικοί"*, ανάλογα με την πορεία που ακολουθούν από το όλο προς μέρη του (ανάλυση) ή από μέρη του προς το όλο (σύνθεση). Και ανάλογα προς τη δομή των προκείμενων κρίσεων μπορεί ο πολυσυλλογισμός να είναι κατηγορικός*, υποθετικός*. Βιβλιογρ.: Θ. Βορέα. Λογική, α. 128-132.
Φ. Κ. βώρος
Πομπονάτσι Πέτρος (Ροπτιροηβζζί ΡΙΘΙΓΟ, Μάντοβα, 1462 - Μπολόνια, 1525). Ιταλός φιλόσοφος. Έλαβε το πτυχίο της Ιατρικής στην Πάντοβα το 1487 και κατέλαβε την έδρα της Φιλοσοφίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Οταν, λόγω της πολιτικής κατάστασης, το Πανεπιστήμιο έκλεισε (1509), ο Πομπονάτσι μετέβη στη Φερράρα και κατόπιν στη Μπολόνια, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα και στο Πανεπιστήμιο της οποίας άρχισε εκ νέου να διδάσκει Φιλοσοφία. Το 1516 εξέδωσε την πραγματεία του ΤΓΒοΙβΙυε άβ ϊπίΓηοιΙθΙϊΙβΙβ βηίηΐΒβ, όπου, ακολουθώντας την υλιστική ερμηνεία του αριστοτελικού στοχασμού από τον Αλέξανδρο τον Αφροδισιέα', αρνούνταν την αθανασία της ψυχής και καυτηρίαζε την άγνοια των κληρικών. Η πραγματεία του καταδικάστηκε, όπως ήταν φυσικό, από την Καθολική Εκκλησία και κάηκε δημόσια στη Βενετία. Σε μια αδιάκοπη αναζήτηση της αλήθειας ο Πομπονάτσι, αν και στο έργο του Οβ ΙβΙο, Ιίόβω βιύίίπο. ρΓββόβεΙί-
ηβϋοηβ β( ΡΓονίάβηΙίβ Οβί υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι προικισμένος με περιορισμένη νόηση και ότι τα πάντα υπόκεινται σε ένα φυσικό πεπρωμένο, αρνείται ωστόσο την εξάρτηση ηθικής και αρετής από τη θρησκεία και απορρίπτει τις θεολογικές αρχές του Θωμά του Ακινάτη*. Βιβλιογρ.: ΡβϋϊθΜϊ υ., ΡίΙοβοΙίβ β 5οοίθΐβ, ΖβηίοήθΙΙί, 1978.- Ο θ γ Γ η ο η 3 ( Ι... 5/οήβ άθΙ ρβηβίβίο βαβηΐίΐϊοο β ΙιΙοεοΙίεο. νοΙ. III. υΤΕΤ, Τοπηο, 1978. Μαριάντζελα Ιέλο ΒΟΙΟ0Π3,
πόνος. Είναι η δυσάρεστη αίσθηση η οποία προκαλείται στο άτομο όταν ερεθιστούν κάποιες νευρικές απολήξεις ή αισθητικά νεύρα. Το ερέθισμα που προκαλεί τον πόνο ξεκινά από αυτές τις νευρικές απολήξεις και στη συνέχεια, μέσω των θαλαμοφλοιωδών ινών, φτάνει στον νωτιαίο μυελό. Από οπουδήποτε κι αν προέρχεται το ερέθισμα, ο πόνος εδράζεται στον εγκεφαλικό φλοιό. Η αίσθηση του πόνου είναι συνήθως υποκειμενική. Παρ" όλ' αυτά, ο πόνος εκδηλώνεται σχεδόν με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα άτομα τα οποία παρουσιάζουν είτε μυϊκές εκδηλώσεις (συνοφρύωση του προσώπου, χειρονομίες κ.λπ.) ή εκκριτικές και κυκλοφορικές εκδηλώσεις (δάκρυα, ιδρώτας, ταχυπαλμία) κ.λπ. Ο πόνος αποτελεί ένα μέσο άμυνας του οργανισμού. Η εκδήλωση και έκφραση του πόνου είναι πιο έντονη σε κάποιες εθνικότητες απ" ό,τι σε άλλες, κάτι που δεν φαίνεται να συνδέεται με την αντοχή στον πόνο. Επίσης, πολλές φορές, ο πόνος μπορεί να αποτελεί μια σωματόμορφη διαταραχή χωρίς ενδείξεις για την ύπαρξη φυσικών αιτίων. Βασιλική Παππά
ποπουλισμός, βλ. λαϊκισμός Πόππερ σερ Καρλ Ράιμοντ (3ίτ ΚβτΙ ΡβίΓπυπά ΡορρβΓ, 1902-1994). Κοινωνικός στοχαστής αυστριακής καταγωγής, με σημαντική επιρροή στη φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών. Υποστηρικτής της ενότητας της επιστημονικής μεθόδου, του κριτικού ελέγχου των θεωριών και της "ανοικτής" κοινωνίας. Το 1938 αυτοεξορίστηκε εξαιτίας της προσάρτησης της χώρας του στην τότε χιτλερική Γερμανία. Δίδαξε φιλοσοφία στη Νέα Ζηλανδία μέχρι το 1945. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου και μετά δίδαξε στο ίοπόοπ δοίιοοΙ οί Εοοποιτιίοδ και το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Τιμήθηκε από πολλές Ακαδημίες και επιστημο-
229
πόρισμα νικές εταιρείες. Αρχικά ο Πόππερ προσέγγισε τις απόψεις του Κύκλου της Βιέννης", δίχως ποτέ να είναι μέλος του. Αντίθετα, πήρε αποστάσεις από τον λογικό θετικισμό", αμφισβητώντας αφενός τα όρια του διαχωρισμού μεταξύ "επιστήμης" και "μεταφυσικής", που πρότειναν οι θιασώτες του, και αφετέρου την επαγωγική πορεία των επιστημονικών θεμελιώσεων του Ρ. Κάρναπ*. Κατά τον Πόππερ, η επιστημονική έρευνα κινείται με δοκιμές, εικασίες, αυτοδιαψεύσεις και όχι με την επαγωγή* και τον μονόπλευρο εμπειρισμό*. Χαρακτηριστικό μιας επιστημονικής θεωρίας είναι η "αρχή της διαψευσιμότητάς" της (ίβίαίίοβίίοηίεηι) και όχι το επιβεβαιώσιμο, δηλαδή η εμπειρική και λογική επαλήθευση της. Οι επιστημονικές γενικεύσεις ποτέ δεν είναι ήδη αποδεδειγμένες στη βάση της παρατήρησης που προηγήθηκε, αλλά ελέγχονται εκ των υστέρων. Οι επιστημονικές θεωρίες, φυσικά, δεν επαληθεύονται απόλυτα. Είναι, ωστόσο, έγκυρες -και για όσο διάστημα δεν διαψεύδονται- μόνον όταν είναι "ανοικτές" και εμπεριέχουν τη δυνατότητα της διαψευσιμότητάς τους. Εξαιρετική υπήρξε η συμβολή του στη μελέτη της φύσης και της λειτουργίας των κοινωνιολογικών και των πολιτικών θεωριών διαμέσου της υποθετικο-απαγωγικής μεθόδου, που βασίζεται στη δοκιμή και στην πλάνη (ίιϊβΙ βπά ΘΓΓΟΓ). Υπήρξε πολέμιος του ινστρουμενταλισμού" και του ιστορικισμού*. Ασκησε κριτική στον νεομαρξισμό της Σχολής της Φρανκφούρτης*. Η διαμάχη του με τους εκπροσώπους της κριτικής θεωρίας*, ειδικότερα με τους Τ. Αντόρνο" και Γ Χάμπερμας*. υπήρξε γνωστή ως "ροείΙίνίδίτιυδδίΓβίΓ (διαμάχη γύρω από τον θετικισμό"). Στη σχετική επιχειρηματολογία, ενώ στην ποππεριανή επιστημολογία του κριτικού ορθολογισμού (οιϊΐίεβΐ ΓβίίοηβΙίδΓτι) ο καλύτερος τρόπος για τον έλεγχο των ψευδοθεωριών είναι η υποβολή τους στη δημόσια "κριτική", οι οπαδοί της κριτικής θεωρίας αμφισβητούν την εγκυρότητα των λογικών κριτηρίων που νομιμοποιούν τη διάψευση των εσφαλμένων θεωριών. Υποστήριξε τον φιλελευθερισμό κι επικρίθηκε για συντηρητισμό, επειδή θεωρούσε μηδαμινά τα αποτελέσματα των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών και σχεδιασμένων μεταρρυθμίσεων. Η ακαδημαϊκή του, όμως, δραστηριότητα και η εμβέλεια του έργου του γύρω από τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου έχουν γονιμοποιήσει την ανθρωπιστική σκέψη με ουσιαστικές ηθικές και
230
πολιτικές προεκτάσεις. Κύρια έργα του: Η λογική της επιστημονικής έρευνας (ΙοςίΚ άθΓ ΡοΓεοϊιυπς, 1934)· Εικασίες και διαψεύσεις (ΟοπίθοΙυΓβδ βηά ΠβίυΙβΙίοπδ, 1963)· Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της (Τήβ Ορβη 3οάβΙγ 3πά ίΐδ Εηβίτιίβδ. 1945)· Η αθλιότητα του Ιστορικισμού (ΤΠ© ΡοΓβτΙγ οί ΗίδΙοΓίοίδΓη, 1957)· Αντικειμενική γνώση (ΟόίβοΙίνε ΚηοννΙβάςβ, 1972)· Υστερόγραφο... (ΡοδΙδεπρΙ 4ο Ιίιβ ίοςίο οί δαβηΐίίίο Οίδοονβιγ, 1982, 1983, 3 τ.τ.) κ.ά. Βιβλιογρ.:
βοΐίοΙοςκβΙ
Τ.
ΒΟΗΟΓΠΟΓΘ
&
Ρ.
Νι$6β1.
Α
ΗίεΙοίγ
οί
Αη3ΐγειε. ΗθΐηθΓΠ3ηη, 1_οι*3οη. 1979 - Ρ . Α.
δοΙ-ιίΙρρ. β<1. ΤΠβ ΡήίΙοεορ^Υ οί ΚβγΙ ΡορρβΓ. "ΤΙιβ ϋΙ)Γ3Γγ οί ϋνιης ΡίιίΙθ5θρίΐΘΓ5'. 13 δβΙΙθ, ΙΙΙιηοιδ. 1974.
Θαν. Α.
Βασίλειου
πόρισμα. Είναι όρος της αρχαίας γεωμετρίας, του οποίου δεν είναι γνωστή η ακριβής σημασία ή, ακριβέστερα, οι ακριβείς σημασίες. Είχε χρησιμεύσει ως τίτλος σε ένα από τα χαμένα έργα του Ευκλείδη* (Τα πορίσματα). Υπάρχουν επαρκείς λόγοι να υποθέσουμε ότι το συγκεκριμένο έργο διαπραγματευόταν μη επαρκώς αποδεδειγμένες προτάσεις ή προτάσεις των οποίων επρόκειτο να αναζητηθεί η απόδειξη. Στη σύγχρονη μαθηματική γλώσσα ο όρος πόρισμα έχει ακριβή σημασία. Πόρισμα είναι ένα θεώρημα του οποίου η απόδειξη είναι εξαιρετιικά εύκολη και το ίδιο προκύπτει ως άμεση συνέπεια προηγουμένως αποδειχθέντος θεωρήματος ή αποδειχθέντων θεωρημάτων. Διον.
Αναπολιτΰνος
Πόρσνεφ Μπορίς Φεόντορεβιτς (1905-1972). Σοβιετικός ιστορικός, κοινωνιολόγος και φιλόσοφος με σημαντικό έργο σε ζητήματα ιστορικής κοινωνιολογίας, ανθρωπολογίας, κοινωνικής ψυχολογίας και οικονομικής ιστορίας. Έργα του: Κοινωνική ψυχολογία και ιστορία, Μόσχα, 1966', 1979? (ελλην. εκδ. Αναξίμανδρος, Αθήνα, 1975)· Φεουδαρχία και λαϊκές μάζες, Μόσχα, 1964· Περί της αρχής της ανθρώπινης ιστορίας, Μόσχα, 1974, κ.ά. Δ. π.
Πορφύριος ο Τύριος (Τύρος, 232 - Ρώμη, 304 μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Μαθητής του Λογγίνου* στην Αθήνα και του Πλωτίνου* στη Ρώμη, όπου υπήρξε και διευθυντής φιλοσοφικής σχολής. Υπήρξε σχολιαστής έργων του Πλάτωνα" και του Αριστοτέλη* και επεχείρησε να αποδείξει σε ιδιαίτερο σύγγραμμα τη συμφωνία της αριστοτελικής με την πλατωνική διδασκαλία. Μεγάλη φήμη εξασφάλισε με την
Ποσειδώνιος πραγματεία του Εισαγωγή εις τας Αριστοτέλους κατηγορίας ή Περί των πέντε φωνών, που διασώθηκε ολόκληρο. Σ' αυτήν πραγματεύεται τις πέντε έννοιες: γένος*, είδος*, διαφορά*, ίδιον, συμβεβηκός. Το έργο του αυτό χρησίμευσε κατά τον Μεσαίωνα ως το βασικό συνοπτικό εγχειρίδιο της Λογικής* και η κύρια πηγή γνωριμίας με τη Λογική του Αριστοτέλη, τόσο στην Ανατολή (Λεόντιος ο Βυζαντινός, Φώτιος*, Ιωάννης ο Ιταλός*, Νικηφόρος Βλεμμύδης*, Ιωάννης Πεδιάσιμος" κ.ά.), όσο και στη Δύση (Αυγουστίνος*, Μάριος Βικτωρίνος" κ.ά.). 0 Πορφύριος όμως ασχολήθηκε κυρίως με την ερμηνεία, την υπεράσπιση και τη σαφέστερη ανάπτυξη του συστήματος του δασκάλου του Πλωτίνου, το αναφερόμενο ιδίως στο ηθικό και θρησκευτικό του μέρος. Προς τον σκοπό αυτό έγραψε και το Περί του Πλωτίνου βίου και της τάξεως των βιβλίων αυτού, που είναι η μοναδική έγκυρη πηγή πληροφοριών περί Πλωτίνου, όπου επίσης χωρίζεται το έργο του σε έξι "εννεάδες", δηλαδή ομάδες από εννέα πραγματείες η καθεμία. Κύριο ωστόσο έργο του Πορφυρίου είναι: Αι αφορμαί προς τα νοητά, μια επιτομή της μεταφυσικής*, όπου ιδιαίτερη σημασία δίνει στη διάκριση του νοητού και του σωματικού. Κατά τον Πορφύριο, η σωτηρία της ψυχής* επιτυγχάνεται με την αποστροφή από το σώμα, με την κάθαρση της ψυχής, την επιστροφή στον νου και την εξομοίωση προς το θείο. Αναγνωρίζει δημιουργικές λειτουργίες όχι στον νου, αλλά στο ανώτερο τμήμα της ψυχής, η οποία κατέχει ενδιάμεση θέση μεταξύ θεού* και σώματος. Ο σύνδεσμος της ψυχής με το σώμα είναι τέλεια ένωση, χωρίς όμως ανάμιξη ή αλλαγή. Σκοπός της φιλοσοφίας είναι η "λύτρωση της ψυχής", που επιτυγχάνεται με την αποκόλλησή της από το σώμα, για την οποία απαιτούνται μερικές ασκητικές πράξεις, όπως η αποχή από κρεοφαγία (ιδιαίτερο λόγο περί αυτής κάνει στο σύγγραμμά του: Περί αποχής εμψύχωή, η αγαμία, η αποφυγή διασκεδάσεων. Για τη λαϊκή θρησκεία της εποχής του πιστεύει ότι αυτή νοθεύτηκε από πονηρούς δαίμονες και ότι χρειάζεται το ξεκαθάρισμά της και η αποκατάσταση της αρχικής ουσίας. Οι μύθοι γι' αυτόν είναι αλληγορικές παραστάσεις φιλοσοφικών αληθειών, τα αγάλματα των θεών και τα ιερά ζώα-σύμβολα του αόρατου κόσμου, η μαντική εξήγηση από φυσικά προμηνύματα, η μαγεία" και η θεουργία* μια ενέργεια
επάνω στις κατώτερες ψυχικές και φυσικές δυνάμεις και τους δαίμονες. Ως υπερασπιστής της λαϊκής αυτής θρησκείας ήταν φυσικό να έρθει σε αντίθεση με τον χριστιανισμό*, εναντίον του οποίου στράφηκε με σφοδρότητα, γράφοντας 15 βιβλία Κατά των Χριστιανών. Τα βιβλία αυτά καταστράφηκαν κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Θεοδοσίου Β' και Ουαλεντιανού, οι οποίοι είχαν διατάξει να καούν όλα τα έργα τα στρεφόμενα κατά του χριστιανισμού. Ο,τι γνωρίζουμε γι' αυτά οφείλεται σε σχετικές αναφορές των Πατέρων της Εκκλησίας και σε μερικά αποσπάσματα που σώθηκαν. Ο Πορφύριος έγραψε και άλλα πολλά έργα, όπως: Πυθαγόρειος βίος. Περί της εκ λογίων φιλοσοφίας, Η προς Μαρκέλλαν και η προς Ανεβύ επιστολή, Ζητήματα ομηρικά κ.λπ. νίβ άβ Ροφίιγτβ, ρΝΙοε. η6ο·ρΐ3ΐ. του νεοπλατωνικού φιλοσόφου).· Η3ΓΠ3Κ Α., ΡΣ/ρΛγπΟί "Οβοβπ άίβ ΟΜβΙβπ" 15 Β. ΖβυρηίΒεβ, ΡΤ39ΓΠΘΠΙΘ υπό ΠΘΙΒΓΒΙΘ (1916. Πορφυρίου των "Κατά Χριστιανών" 15 βιβλία. Μαρτυρίες. Αποσπάσματα, Παραπομπές). Απ. Τζαφερόπουλος Βιβλιογρ.: ΒιόθΖ ϋ „
(1913, Ζωή του Πορφυρίου
Ποσειδώνιος (135-51 π.Χ.). Ενας από τους δύο μεγάλους φιλοσόφους της Μέσης Στοάς (ο άλλος είναι ο δάσκαλος του, Παναίτιος ο Ρόδιος*). Γεννήθηκε στην Απάμεια της Συρίας, μαθήτευσε κοντά στον Παναίτιο και από τη νεότητά του ακόμα ταξίδεψε πολύ και μελέτησε λαούς και πολιτισμούς. Κατά την παράδοση περιηγήθηκε όλες τις χώρες της Μεσογείου και τέλος ίδρυσε δική του Σχολή στη Ρόδο κατά το 97 π.Χ. Εκεί τον άκουσε ο Κικέρων* το 78 π.Χ. και τον επισκέφθηκε δυο φορές ο ισχυρός πολιτικός άνδρας της εποχής, ο Ρωμαίος Πομπήιος. Επισκέφθηκε βέβαια τη Ρώμη πολλές φορές και εγνώρισε πολλούς εξέχοντες Ρωμαίους. Ο Ποσειδώνιος υπήρξε ΙΊΟΓΓΙΟ υηίνθΓ83ΐίδ, νους καθολικός και πολύπλευρος· με τη συγγραφική δραστηριότητά του εκάλυψε σχεδόν όλους τους κλάδους του επιστητού, και όπως λέγει ο μεγάλος ιστορικός της ελληνικής φιλοσοφίας Εά. ΖΘΙΙΘΓ* ήταν "το καθολικότερο μετά τον Αριστοτέλη* πνεύμα που παρήγαγε η Ελλάδα". Υπήρξε από τους πολυγραφότερους Έλληνες φιλοσόφους, από το τεράστιο έργο του όμως σώζονται μόνο αποσπάσματα και ούτε ένα ολόκλητο έργο. Εγραψε τίτλοι έργων του: Περί θεών, Περί μαντικής. Περί ειμαρμένης, Περί ηρώων και δαιμόνων. Φυσικοί λόγοι, Εξήγηση του Πλάτωνος Τιμαίου, Περί κενού κ.λπ. Πολλά από τα έργα του
231
ποσοδείκτης παράφρασε σχεδόν και δημοσίευσε με το όνομά του ο Κικέρων, όπως π.χ. το Περί μαντικής ή το Περί θεών (= ϋθ πβΐυτβ ύβΟΓυιτι). Από τον Κικέρωνα, λοιπόν, τον Γαληνό* (2ο μ.Χ.) και τον Σενέκα*, εκτός βέβαια από τα αποσπάσματα που διασώθηκαν, προσπαθούμε να αναστηλώσουμε τη φιλοσοφία του Ποσειδώνιου και να δούμε την επίδραση που άσκησε στους μεταγενέστερους. Η πολυμέρεια του Ποσειδωνίου αφορά σε τρεις κυρίως επιστημονικούς κλάδους: την Ιστορία, τη Γεωγραφία και Κοσμογραφία και τη Φιλοσοφία. Ως ιστορικός υπήρξε ο συνεχιστής του Πολυβίου*, ως γεωγράφος έκανε σπουδαίες και πρωτότυπες παρατηρήσεις ωκεανογραφίας και φυσικής γεωγραφίας. Πρώτος αυτός ερμήνευσε το φαινόμενο της παλίρροιας ως αποτέλεσμα της μαγνητικής έλξης της σελήνης και μίλησε για τη σφαιρικότητα της γης (πλέοντος κανείς προς δυσμάς από τις Ηράκλειες στήλες θα έφθανε στις Ινδίες, διέσωσε την πληροφορία ο Σενέκας). Στο έργο του Προτρεπτικός, ορίζει τη Φιλοσοφία ως γνώση των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων και των αιτίων τους' το σύμπαν το εννοεί ως ενότητα, που περιέχει με μια αδιάσπαστη συνοχή τα θεία και τα ανθρώπινα. Όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο συνέχονται με δεσμούς ακατάλυτους από τη "συμπάθεια" και σχηματίζουν ένα ενιαίο σύνολο από ιεραρχικές βαθμίδες. Στη Φυσική των παλαιοτέρων Στωικών* ο Ποσειδώνιος θα προσθέσει ακόμη την έννοια της γενικής δύναμης (νίδ νίΐβϋε), που έχει ως πηγή της τον ήλιο και διαχέεται με τη θερμογόνο πνοή της σ' όλο τον κόσμο. Όλα τα πράγματα στον κόσμο, από τα μικρότερα ως τα μεγαλύτερα, διέπονται από άψογη τάξη και σοφία" ο ορατός και αόρατος αισθητός κόσμος άλλωστε διαιρείται σε δύο μεγάλες ενότητες: τον υπερσελήνιο (άφθαρτο) και τον υποσελήνιο (φθαρτό) κόσμο (η διαίρεση πηγή της έχει τον Αριστοτέλη) και ο άνθρωπος είναι η γέφυρα, το διάμεσο μεταξύ των δύο αυτών κόσμων, είναι ο "δεσμός" (λέξη/όρος από τον πλατωνικό Τίμαιο"). Ο ίδιος ο θεός είναι μια νοούσα πνοή, πνεύμα πανταχού παρόν μέσα στη φύση, στο τεράστιο όλον του κόσμου, που αποτελεί ένα είδος ζώντος οργανισμού ("συγκίνησις"). Μέσα σ' αυτόν τον κόσμο έχει θέση και η μαντική, δηλαδή η ιδιαίτερη εκείνη ικανότητα της ψυχής, όπως πίστευε ο Ποσειδώνιος, που εκδηλώνεται κυρίως στον ύπνο, στην έκσταση ή στις οριακές καταστάσεις της ζωής (θάνατος κ.λπ.),
232
να δια-βλέπει μέσα από τη συνάρτηση των πραγμάτων την εξέλιξη μιας κατάστασης ή τις απολήξεις γεγονότων στο μέλλον. Η μαντική συναρτάται ασφαλώς με την έννοια της "συμπαθείας", όπως επίσης η αίσθηση και η γνώση. Και στην ψυχολογία ο Ποσειδώνιος παρέκκλινε από τη διδασκαλία των αρχαιοτέρων Στωικών και πλησίαζε μάλλον τον Πλάτωνα, μια και δεχόταν την τριμερή διαίρεση της ψυχής ή καλύτερα τρεις δυνάμεις της ψυχής στην Περί παθών πραγματεία του: την επιθυμητική, τη θυμοειδή και τη λογιστική, δηλαδή ορμές, συναίσθημα και λογικό. Για τον πολιτισμό ο Ποσειδώνιος διατύπωσε μια θεωρία που επιστρέφει στη ρομαντική άποψη για την αθωότητα των πρώτων ανθρώπων και την κατιούσα τάση μετέπειτα. Θεωρεί ως σκοπό της ζωής "το ζην θεωρούντο την των όλων αλήθειαν και τάξιν και συγκατασκευάζοντα αυτήν κατά το δυνατόν", σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κλήμεντα του Αλεξανδρέα* (Στρωμ. II, 92, 10). Ανέπτυξε επίσης προσωπικές απόψεις για την προέλευση της θρησκείας: παραδεχόταν μια κοινή σε όλους τους ανθρώπους αρχικά θρησκεία. Στους φιλοσόφους, τέλος, ανέθετε ειδική αποστολή: να ασχοληθούν με την ηθική ανύψωση και τη βελτίωση της ανθρώπινης κοινωνίας. Οφείλουν, προς τούτο, να αναπτύξουν πολιτική και πρακτική δραστηριότητα και να γίνουν οι ίδιοι πρότυπα αφοσίωσης στη θεωρητική μελέτη της φιλοσοφίας και την αναζήτηση της αλήθειας. Βιβλιογρ.: I . Ε(3θΐ5(θΐπ - I. Ο. ΚιεΜ, Ρο$ιϋοηιυ$ /-//. ΤΗβ
ΡίβριπβηΙε. 03Γηΐ5Γΐε)9θ. 1972 - Μ. Ι_3ΐΐΓ3ηςυθ. Ροεκίοπϊοε ά' Αρβπιύθ, Ρ3ΓΪ5, 1964.- Α. 0 . ΝοοΚ. Ροείάοηίυε, στο ϋ.Ρ.5. 49 (1959). σ. 1-15.- Μ. ΡοΝβπζ. Ο/β 3103. ΟβεοΝΜβ βιηβΓ ρβίεΙιρβη Βθηβςυηρ. Ι-ΙΙ. ΟοΙΙιηςθπ. 1984' (1964 ).- Κ. Ηθΐη(ΐ3Γ£)Ι, Κοεσιοε υηά ΒγΓηρβΙΝβ. ΜυηοΐΊβη. 1926. Βαο. Κύρκος
ποσοδείκτης. Πρόκειται για τελεστή της λογικής των κατηγορημάτων, ο οποίος στο συντακτικό επίπεδο, όταν λειτουργήσει επί τύπου με μία ελεύθερη μεταβλητή (και η μεταβλητή παγιδεύεται καταλληλα από τον ποσοδείκτη), τον καθιστά πρόταση. Η δυνατότητα χρήσης ποσοδεικτών είναι ανοικτού τέλους. Παρά ταύτα, οι συνήθως χρησιμοποιούμενοι ποσοδείκτες είναι μόνον δύο: ο "καθολικός", ο οποίος συμβολίζεται με το σύμβολο V (ανεστραμμένο Α από το αγγλικό "ΑΙΓ' που σημαίνει "Όλα"), και ο "υπαρκτικός", ο οποίος συμβολίζεται με το σύμβολο Ξ (αντιθετικό του Ε από
ποτσβενίτσεστβο το αγγλικό Έ χ ί β Γ που σημαίνει "υπάρχω"). Το Λ/χΡ(χ)" σημαίνει "για όλα τα χ ισχύει η ιδιότητα Ρ" και το ΞχΡ(χ) σημαίνει "υπάρχει χ τέτοιο ώστε να ισχύει γι' αυτό η ιδιότητα Ρ". Αν το πεδίο ορισμού των ποσοδεικτών είναι πεπερασμένο, τότε το νχΡ(χ) είναι λογικά ισοδύναμο με τη σύζευξη όλων των τύπων Ρ(α), όπου α είναι σύμβολο που αντιστοιχεί σε αντικείμενο του πεδίου, ενώ το ΞχΡ(χ) είναι ισοδύναμο με τη διάζευξη όλων των τύπων του είδους Ρ(α). Αν το πεδίο ορισμού των ποσοδεικτών είναι άπειρο, τότε τα \/χΡ(χ) και 3χΡ(χ) μπορούν να ερμηνευθούν ως άπειρη σύζευξη ή αντίστοιχα ως άπειρη διάζευξη. Ο καθολικός ποσοδείκτης και ο υπαρκτικός συνδέονται λογικά έτσι, ώστε οι τύποι \/χΡ(χ) και ι ΗιΡ(χ) να είναι λογικά ισοδύναμοι. Το ίδιο ισχύει και για τους τύπους 3χΡ(χ) και ινχιΡ(χ). Δίον. Αναπολιτάνος
ποσότητα ή ποσόν, βλ. ποιότητα και ποσότητα Ποστέλ (ΡοείβΙ) Γουλιέλμος (1510-1581). Περίφημος Γάλλος διανοούμενος απολογητής και εν πολλοίς ανακαινιστής της χριστιανικής διδασκαλίας. Οι περιπλανήσεις του σε Ελλάδα, Συρία και Μ. Ασία, που πραγματοποίησε στα πλαίσια μιας ευρύτερης προσπάθειας ανεύρεσης αρχαίων χειρογράφων, καθώς και οι μεταγενέστερες περιηγήσεις του σε Ρώμη, Βιέννη, Βενετία και Πάδουα, κατέστησαν τον Γάλλο λόγιο κοινωνό τόσο της ανατολικής όσο και της δυτικής νοοτροπίας και πιστοποίησαν τη δυνατότητα σύμφυρσης ή έστω συμφιλίωσης των δύο αντιτιθέμενων κοσμοθεωριών, πράγμα εξάλλου που επεδίωξε και ο ίδιος, αφ' ενός μέσω της προβολής της ανατολικής διανόησης και αφ' ετέρου δια της επιχειρήσεως προσέλκυσης των αλλόθρησκων της Ανατολής (και δη των ισλαμιστών) στη δυτική Καθολική Εκκλησία. Ο συγχρωτισμός του με την Ιταλίδα μοναχή Οίονβηηβ, που διεκήρυττε τον αδιάλειπτο πνευματικό της διαφωτισμό από το Αγιο Πνεύμα και την υποτιθέμενη αποστολή της να ανασυγκροτήσει εκ βάθρων την εικόνα της ανθρωπότητας, σε συνδυασμό με την αμετάκλητη πεποίθησή του, που αφορούσε στην ανάγκη υποβολής των μυστηρίων της πίστεως σε μια διαδικασία γνωστικής αποκωδικοποίησης δια της πολύτιμης συνδρομής του λογικού, πυροδότησαν -όπως ήταν αναμενόμενοεντονότατες αντιδράσεις μέοα στους κόλπους του Επίσημου Καθολικισμού. Εργα: Το πρω-
τευαγγέλιο του Ιακώβου' Οι πιο θαυμάσιες νίκες των γυναικών Περί των λογικών αρχών του Αγίου Πνεύματος, 2 τόμοι. Σταυρούλα Ν. Σκιαδοποϋλου
Ποτάμων ο Αλεξανδρεύς. Εκλεκτικός φιλόσοφος. Κατά τη Σούδα, έζησε "προ του Αυγούστου και μετ' αυτόν". Ιδρυσε φιλοσοφική σχολή στην Αλεξάνδρεια, που την ονόμασε "Εκλεκτικήν αίρεσιν". Τα μόνα στοιχεία που έχουμε περί αυτού βρίσκονται στους Βίους φιλοσόφων (I, 20) του Διογένη του Λαέρτιου": "Εκλεκτική τις αίρεσις εισήχθη υπό Ποτάμωνος του Αλεξανδρέως, εκλεξαμένου τα αρέσκοντα εξ εκάστης των αιρέσεων". Σύμφωνα με μια γενικότερη τάση που παρατηρείται την εποχή αυτή, προσπαθούσε να συνδυάσει τα πλατωνικά και περιπατητικά δόγματα με τα στωικά. Ο,τι μας παραδόθηκε για τη διδασκαλία του είναι μια επιπόλαιη συναρμογή ξένων διανοημάτων, που θυμίζει πολύ τον Αντίοχο τον Ασκαλωνίτη* (πέθ. 68 π.Χ.), ο οποίος προηγήθηκε αυτού στη διατύπωση της αντιλήψεως ότι η αλήθεια πρέπει να αναζητηθεί σε ό,τι συμφωνούν όλοι οι αξιοπρόσεκτοι φιλόσοφοι. Απ. Τζ.
Ποτέμπνια Αλεξάντρ Αφανάσιεβιτς (18351891). Ουκρανορώσος γλωσσολόγος, φιλόσοφος και πολιτισμολόγος. Ολη η ζωή και η επιστημονική δημιουργία του κύλησαν μέσα στο Πανεπιστήμιο του Χαρκόβου, απ' όπου αποφοίτησε το 1856. Το βασικό επιστημονικό ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στον τομέα μελέτης του συσχετισμού γλώσσας και νόησης. Σύμφωνα με την αντίληψη του, εκτός από το σημειακό περίβλημα και την αφηρημένη έννοια, η λέξη έχει και "εσωτερική μορφή", δηλαδή εικόνα (παράσταση) αυτής της σημασίας. Στο πλαίσιο της φιλοσοφικής-γλωσσολογικής αντίληψής του ο Ποτέμπνια ερμήνευε τον μύθο", τη λαογραφία και τη λογοτεχνία ως διάφορα σημειακά-συμβολικά συστήματα, που συνδέονται με τη γλώσσα. Θεωρούσε όμως την ίδια τη γλώσσα ως δημιούργημα του "λαϊκού πνεύματος". Από την άποψη αυτή η γλώσσα προσδιορίζει την εθνική ιδιομορφία ενός δοσμένου λαού. Εργα: Σημειώσεις για τη ρωσική γραμματική, 2η έκδ., τ. 3, Μόσχα, 1968' Αισθητική και ποιητική, Μόσχα, 1976' Λόγος και μύθος, Μόσχα, 1989. Θεοχ.
Κεσοίδης
ποτσβενίτσεστβο ("εδαφισμός", από το ρωσι-
233
Πουανκαρέ κό "πότσβα" = έδαφος). Ρεύμα της ρωσικής κοινής γνώμης στη δεκαετία του 1860. Κύριοι εκπρόσωποι: Α. Α. Γκριγκόριεφ, οι αδελφοί Μ. Μ. και Φ. Μ. Ντοστογέφσκι και Ν. Ν. Στράχοφ. Ο όρος εμφανίστηκε με βάση τα δημοσιολογικά άρθρα του Φ. Ντοστογέφσκι, στα οποία διατυπώνει τις χαρακτηριστικές του εκφράσεις "ξεκοπήκαμε από το έδαφος μας", "οφείλουμε να βρούμε το έδαφος μας", καθώς και τις εκκλήσεις του για επιστροφή στις λαϊκές ρίζες, στο εθνικό "έδαφος". Οι πότσβενικοι υποστήριζαν την ιδέα της υπεροχής της τέχνης έναντι της επιστήμης στον τομέα γνώσης της ζωής, της καλλιτεχνικής εικόνας έναντι της επιστημονικής έννοιας. Απ' αυτή τη σκοπιά, η καλλιτεχνική εικόνα περιλαμβάνει τα φαινόμενα της ζωής μονομιάς, πλήρως και απόλυτα, ενώ η επιστημονική έννοια, με την κατάτμηση του ζωντανού όλου, το σκοτώνει. Οι πότσβενικοι απέρριπταν και τη δουλοπαροικία ("ΤΟ εφιαλτικό παρελθόν") και την αστική δημοκρατία ("την αστική πανούκλα") της "σάπιας" Δύσης. Ήταν αντίπαλοι των "ακροτητών" της απολυταρχίας, φοβούνταν όμως και τις "ακρότητες" των αριστερών επαναστατικο-δημοκρατικών θέσεων του Τσερνισέφσκι" και Πίσαρεφ*. Από δω απορρέει η τάση τους να υπερνικήσουν τη χαρακτηριστική για τη ρωσική ιστορία απόσπαση του μορφωμένου τμήματος της κοινωνίας από το λαϊκό "έδαφος". Η υπερνίκηση αυτή εννοούνταν με βάση την πνευματική συνένωση των κοινωνικών στρωμάτων σαν βέλτιστου τρόπου διατήρησης της πρωτοτυπίας της Ρωσίας και του ιδιαίτερου δρόμου ανάπτυξής της. Υποστήριζαν επίσης την ιδέα της ιδιαίτερης αποστολής του ρωσικού λαού, ο οποίος καλείται "να σώσει την ανθρωπότητα", πρώτ' απ' όλα τη Δύση, που είχε μπλεχτεί, κατά τη γνώμη τους, στα δίχτυα του "χρυσού μπεζαχτά", και όπου δεν υπάρχει πνευματικότητα. Τίποτα το παράξενο που η φιλοσοφία τους της ιστορίας οικοδομούνταν στην αντιπαράθεση Ανατολής και Δύσης σαν θεμελιακά διαφορετικών πολιτισμών, που ο καθένας τους ακολουθεί τον ιδιαίτερο δρόμο του.
και έκλεισε με τον σχετικά πρόωρο θάνατό του, το 1912, και ενώ, όπως ο ίδιος δήλωνε, βρισκόταν στην αποκορύφωση της δημιουργικής του δραστηριότητας. Εγραψε περί τα πεντακόσια δοκίμια σχετικά με τα νέα Μαθηματικά και περισσότερα από τριάντα βιβλία που κάλυπταν όλους τους κλάδους της Μαθηματικής Φυσικής, της θεωρητικής Φυσικής και της θεωρητικής Αστρονομίας, ενώ σπουδαίες ήταν οι κλασικές μελέτες που έκανε για τη Φιλοσοφία της Επιστήμης. Ο ΡοίηοβΓό ήταν προικισμένος με το χάρισμα της φιλοσοφικής ενατένισης -ελάχιστοι σπουδαίοι μαθηματικοί είχαν παρόμοιο χάρισμα και σε τέτοιο βαθμό- που, σε συνδυασμό με την ικανότητα της σαφούς έκθεσης των σκέψεών του, τον έκανε προσιτό σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Αξιοσημείωτη ήταν επίσης η ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τις ανακαλύψεις που συντελούνταν στον χώρο της Φυσικής και να αναλαμβάνει τον μαθηματικό φορμαλισμό τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραπάνω ικανότητάς του αποτελεί η Ειδική θεωρία της Σχετικότητας, όπου ο ΡοίηοβΓό, αφού ασχολήθηκε αρχικά με τα μαθηματικά της νέας θεωρίας, πρότεινε στη συνέχεια να δοθεί μεγάλη προσοχή από τους επιστήμονες στον άνθρωπο που τη διατύπωσε. Σημαντική είναι και η άποψη που θέλει τον ΡοίηοβΓό να φτάνει παράλληλα και ανεξάρτητα από τον Αϊνστάιν σε πολλά συμπεράσματα της Ειδικής Θεωρία της Σχετικότητας. Ο ΡοίηοβΓό αφιέρωσε πολύ χρόνο για την κατανόηση της λογικής της Μαθηματικής δημιουργίας. Σύμφωνα με τις απόψεις του, που δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά το 1908 και αναδημοσιεύθηκαν στο βιβλίο του 5άβπεβ β( ιτιόϋιοάθ, η γένεση της μαθηματικής δημιουργίας είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να απασχολεί συστηματικά τους ψυχολόγους, γιατί αυτή είναι η δραστηριότητα στην οποία η ανθρώπινη σκέψη φαίνεται να δανείζεται ελάχιστα πράγματα από τον εξωτερικό κόσμο και με την κατανόηση της διαδικασίας της μαθηματικής σκέψης μπορούμε να ελπίζουμε σε ό,τι πιο ουσιαστικό για την ανθρώπινη σκέψη.
Θεοχ Κεσσιδης
Γεώργ. Οικονόμου
Πουανκαρέ Ερρίκος (Ροίηοβτό ΗΘΠΠ, 18541912). Γάλλος φιλόσοφος, αστρονόμος και ο τελευταίος ίσως καθολικός μαθηματικός. Το ερευνητικό του έργο είναι απίστευτα μεγάλο. Η δημιουργική περίοδος του άνοιξε το 1878 με την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής του
Πουλαντζάς Νίκος Α. (21.9.1936, Αθήνα 3.10.1979, Παρίσι). Κοινωνιολόγος μαρξιστής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Μεταπτυχιακές σπουδές γενικής φιλοσοφίας και φιλοσοφίας του δικαίου στο Μόναχο και στη Χαϊδελβέργη. Διδακτορικό δίπλωμα της Σχολής Δικαίου και
234
Πούρουσα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Παρισιού (1964), όπου δίδαξε κοινωνιολογία στο 8ο Πανεπιστήμιο. Στη θεωρητική σκέψη του Ν. Πουλαντζά είναι αισθητές οι επιδράσεις -κυρίως στην πρώτη περίοδο- της γαλλικής επιστημολογίας και του "μαρξιστικού δομισμού" του Λ. Αλτουσέρ", της γερμανικής νομικής επιστήμης και του ιταλικού πολιτικού στοχασμού (Γκράμσι*, Γκ. ντελλα Βόλπε), πάντοτε με πλαίσιο αναφοράς τη θεωρία και μεθοδολογία και τον διαλεκτικό κριτικισμό του Κ. Μαρξ*. Βασικές θέσεις που υποστηρίζει ο Ν. Πουλαντζάς στο έργο του είναι οι ακόλουθες: Το κράτος δεν είναι, όπως το παρουσιάζει μια απλουστευτική, εργαλειοκρατική ερμηνεία της μαρξικής θεωρίας του κράτους, ένα εργαλείο στα χέρια μιας μόνο τάξης, αλλά "ο τόπος στρατηγικής οργάνωσης της κυρίαρχης τάξης στη σχέση της με τις κυριαρχούμενες τάξεις. Είναι ένας τόπος και ένα κέντρο άσκησης της εξουσίας, αλλά που δεν κατέχει δική του εξουσία" (Το Κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, ελλ. έκδ., σελ. 212). Ο θεσμός του κράτους, όπως και οι άλλοι κοινωνικοί θεσμοί, δεν έχει, στην κυριολεξία, εξουσία. Ο "ταξικός αγώνας" της εργατικής τάξης και των συμμάχων της πρέπει να επιδιώξει όχι απλώς την κατάκτηση του κράτους, αλλά και την πραγματοποίηση των ριζικών εκείνων μετασχηματισμών του κρατικού μηχανισμού που θα στοχεύουν στη δημιουργία των κατάλληλων θεσμικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Η οικονομία θα είναι, κατά τον Ν. Πουλαντζά, για αρκετό διάστημα καπιταλιστική· η υπέρβαση ορισμένων ορίων και η απότομη ανατροπή του πυρήνα των σχέσεων παραγωγής θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάρρευση της οικονομίας. Είναι αναγκαία η συνάρθρωση των δύο διαδικασιών: των μετασχηματισμών του κράτους, από το ένα μέρος, και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (πολιτικός και ιδεολογικός πλουραλισμός) και της αυτοδιαχειριστικής κίνησης και ανάπτυξης νέων μορφών άμεσης δημοκρατίας, από το άλλο. Ο Ν. Πουλαντζάς απέκρουσε σθεναρά την επιχειρηματολογία του Ρ. Αρόν", του Κ. Καστοριάδη", των "Νέων φιλοσόφων", που υποστήριζαν ότι ο μαρξισμός" ξεπεράστηκε από τη "σημερινή" οικονομική πραγματικότητα του καπιταλισμού". Εργα του: ΝβΙυτβ άβε εήοεβε βί όωιΙ. Εε$3ί ευΓ 13 όιβίβοϋηυβ άυ ΙβίΙ βί άβ Ια
νΒίβυΓ, ϋόΓ3ίπ6 9όηόΓ3ΐβ άβ άτοίΐ ΘΙ άβ ΙυπβρΓυάβηοβ, Ρβτίδ, 1965' Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, τ. 1 -2, Θεμέλιο, Αθήνα, 1975 (γαλ. πρωτότυπο 1968)· ίβε οίβεεβε εοάβΙβε, "Ι_' Ηοιτίίπβ βί 13 δοοϊόΐό", τεύχος 2425, 1972- Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό. Θεμέλιο, Αθήνα, 1981 (γαλ. πρωτότυπο 1974) κ.ά. Βιβλιογρ.: "Αντί". ειδικό τεύχος αφιερωμένο στον Ν. Πουλαντζά με άρθρα των Γ. Βέλτσου. Βοά ϋβ$$ορ. Φ. Οι-
κονομίδη. Θ. Κονιαβίτη.
Γιάν. Κρητικός
πούντγκαλα. Ορος της ινδικής και της βουδιστικής φιλοσοφίας φορτισμένος με διάφορες σημασίες. Στον Τζαινισμό* κατανοείται ως ένα από τα είδη της ατζίβα, δηλαδή της αιώνιας, αδημιούργητης, άφθαρτης και μη πνευματικής ουσίας. Στον Βουδισμό" Χιναγιάνα σημαίνει πρόσωπο ή ακόμα την ορισμένη ψυχική ενότητα με μια ιδιόμορφη "υλικότητα", που παίζει τον ρόλο του "Εγώ". Αντιπροσωπεύει τα "βιώματα του παρελθόντος" και επεξηγεί τη θέση: "δεν υπάρχει ον που να θυμάται, όμως οι αναμνήσεις αποτελούν οι ίδιες το ον". Πρόκειται για μια αιθερική ουσία που μεταναστεύει από σώμα σε σώμα. Αυτή ήταν βασική θέση των Βασιπουτρίγια, μαθητών του Βασιπούτρα, άποψη για την οποία κατηγορήθηκαν από αντιπάλους τους ότι είχαν υιοθετήσει την παλιά βραχμανική αντίληψη του άτμαν (ψυχή), που ο Βούδας είχε αρνηθεί. Αλέξ. Καριώτογλου
ττούρβα - μιμάμσα, βλ. μιμάμσα Πούρουσα ή Πούμα. Η εικοστή πέμπτη και τελευταία από τις "τάτβας" (αρχές, αληθή στοιχεία της όλης Υπαρξης) στην ινδουιστική οντολογία, που όμως είναι ανεξάρτητη από τις άλλες. Η όλη Εκδήλωση προέρχεται βέβαια από την Πρακρίτι", την πρώτη τάτβα, αλλά με την επενέργεια σ' αυτήν του Πούρουσα, γιατί διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να υπάρξουν τα εκδεδηλωμένα όντα. Και οι δύο αυτές αρχές, Πούρουσα και Πρακρίτι, προέρχονται από την αρχή της Υπαρξης, από το Παγκόσμιο Ον, μέσα στο οποίο αποτελούν και την πρώτη από όλες τις διακρίσεις· ο Πούρουσα αποτελεί ό,τι θα ονομάζαμε "ουσία" και η Πρακρίτι είναι η "υπόστασις" ("βδδβηΐίβ" και "δυόδίβηΐίβ"), χωρίς αυτές οι δύο αρχές να ταυτίζονται με ό,τι ονομάζουμε στη Δύση "πνεύμα" και "ύλη",
235
Πράγας σχολή που άλλωστε είναι μία από τις μερικότερες εφαρμογές αυτών των εννοιών. Πούρουσα σημαίνει ακόμη το χωρίς κατηγορήματα ατομικό πνεύμα, το σύμπαν με μορφή γιγαντιαίου ανθρώπου, καθώς και τον πρώτο άνθρωπο· και όλα αυτά με την έννοια της πρώτης εκδήλωσης, της έναρξης της υπάρξεως, όπως αναφέρονται στη νταρσάνα* Σανκύα*. Βιβλιογρ.: η. Ουήηοη, ΙηΙίοόυεΙϊοη ςέηέίβΙβ ά Γ όίυάβ όβε άοοίήηβε Νηάουβε. μετάφρ. Α. Δεληγιάννη, βιβλιοθ. "Σφιγγός", Αθήνα. 1968, μέρ. Γ . σα 90-96.
ε. χ.
Πράγας σχολή, γλωσσολογική. Ο ηγέτης του Γλωσσολογικού Κύκλου της Μόσχας (που ιδρύθηκε το 1915) Ρόμαν Γιάκομπσον*, μεταναστεύοντας από τη Σοβιετική Ενωση στα 1920 έφθασε στην Πράγα, όπου και μετέφερε τις ιδέες των ρώσων φορμαλιστών. Έγινε ένας από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς της ιδρυθείσας το 1926 Σχολής της Πράγας, η οποία επέζησε μέχρι το ξέσπασμα του 2ου Παγκοσμίου πολέμου. Άλλοι βασικοί εκπρόσωποι της Σχολής θεωρούνται οι Τρουμπετσκόι, Μουκαρόφσκι, Βοντίσκα. Εδώ, με βάση τον ρώσικο φορμαλισμό, διαμορφώνονται οι ιδέες του γλωσσικού δομισμού και της σημειολογίας, οι οποίες, κατά τη δεκαετία του "60, θα αποτελέσουν τη βάση του καθ' αυτό δομισμού, που αναπτύσσεται στη Γαλλία και από κει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Με τη Σχολή της Πράγας θα δοθεί νέα ώθηση στην αντίληψη των φορμαλιστών για τη γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας και την προσέγγιση της ποίησης τελεολογικά, αφού η ποίηση δεν έχει στόχο της να διδάξει ή να πληροφορήσει αλλά να επικοινωνήσει. Τέλος, στο ερώτημα: "τι είναι εκείνο που μεταβάλλει ένα γλωσσικό μήνυμα σε έργο τέχνης", ο Γιάκομπσον έδωσε την απάντηση που μέχρι τώρα θεωρείται η επικρατέστερη, πως: αντικείμενο της επιστήμης της λογοτεχνίας δεν είναι η λογοτεχνία αλλά η λογοτεχνικότητα, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στη μελέτη της δομής και των σημείων αλλά και στην αναζήτηση των νόμων που διέπουν ένα έργο τέχνης. Δημ.
Τααισούλης
πράγμα. 1. Το πεπραγμένο, ό,τι έγινε ή υπάρχει ή νοείται ως υπάρχον, σε αντιδιαστολή προς τον λόγο (π.χ. διάσταση λόγων και έργων) είτε προς το όνομα. 2. Υλικό σώμα, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα, το αντικείμενο*, σε αντιδιαστολή προς το
236
υποκείμενο* (ιδιαίτερα στην προμαρξική φιλοσοφία, βλ. π.χ. πράγμα καθαυτό). 3. Σχετικά αυτοτελές αντικείμενο της πραγματικότητας με σταθερή ύπαρξη, δομικά, λειτουργικά, ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες. Συστηματική λογική - φιλοσοφική διαπραγμάτευση της κατηγορίας "πράγμα" βρίσκουμε στην περί ουσίας διδασκαλία της Επιστήμης της λογικής" του Χέγκελ*. Εδώ το Είναι εξετάζεται ως "μη διακεκριμένη ενότητα της ουσίας με την αμεσότητά της" και κατ" αρχήν προβάλλει ως "καθ' εαυτό"· ύστερα δεικνύεται ως "ανάκλαση - εντός - άλλου" και αποκτά ιδιότητες (μέσω της σχέσης του "έχειν"), οι οποίες κατ' αίσθησην προσλαμβάνονται ως ανήκουσες στο πράγμα ως φορέα. Οι ιδιότητες λαμβάνονται ως "ύλες" - στοιχεία, και το πράγμα όχι απλώς ως φορέας, αλλά ως σύμπλεγμα ιδιοτήτων ("ανακλασμένων ποιοτήτων"). Οι αμοιβαίοι προσδιορισμοί των "υλών" και οι εξωτερικές σχέσεις αποτελούν τη μορφή. Το πράγμα διασπάται σε ύλη* (θετικό και απροσδιόριστο) και μορφή (αρνητικό και προσδιοριστικό στοιχείο), και τελικά αυτή "η ουσιώδης ύπαρξη ως εντός εαυτής αυτοαναιρούμενη" είναι το "φαινόμενο". Συγκεκριμένη επιστημονική ανάπτυξη της εν λόγω κατηγορίας βρίσκουμε στην ανάλυση του φετιχισμού* του εμπορεύματος του Κ. Μαρξ* (στο Κεφάλαιο"), όπου η αμεσότητα του πράγματος προβάλλει ως "αισθητή υπεραισθητή" ουσιώδης αμεσότητα. Εδώ η ουσία του πράγματος (αξία του εμπορεύματος) προβάλλει ως άμεσα υπάρχουσα (απορρέουσα από τις φυσικές ιδιότητες του πράγματος) και όχι ως υπάρχουσα μέσω της ενότητας των πραγμάτων που απαρτίζουν το αντικείμενο (κεφάλαιο). Οι κατηγορίες "πράγμα" και "πραγματοποίηση" εξετάζονται και κατά την ανάλυση των διαδικασιών της "εξαντικειμένωσης και απαντικειμένωσης"' και της αλλοτρίωσης*. Δ. Πατέλης
πράγμα καθ' εαυτό, βλ. Καντ και Κριτική της καθαρής λογικής "Πραγματεία περί της ανθρωπΙνης φύσεως . Ενα από τα βασικά έργα του Σκώτου φιλοσόφου Δαυίδ Χιουμ' (1711-1776), που γράφτηκε όταν αυτός βρισκόταν στη Γαλλία (1734-37). Η πραγματεία αυτή περιλαμβάνει τρία βιβλία. Το πρώτο, και σημαντικότερο, έχει τίτλο η "Κρίση". Σ' αυτό διαιρεί όλες τις έννοιες του
πραγματικότητα πνεύματος σε δύο κατηγορίες, τις εντυπώσεις και τις ιδέες, και υποστηρίζει ότι κάθε απλή ιδέα είναι μια εξασθενημένη εικόνα εντυπώσεως. Κατ' αυτόν, ολόκληρη η δραστηριότητα του πνεύματος περιορίζεται στο να συνδέει και να γενικεύει τα δεδομένα της εμπειρίας*. Στη σύνδεση αυτή θεωρεί ότι σημαντικός είναι ο ρόλος που παίζει το τυχαίο, σύμβολο μιας τάξεως, της οποίας αγνοούμε την ουσία. Στο δεύτερο βιβλίο: "Τα πάθη", εξετάζει το πρόβλημα της "συμπαθείας" και της "ευμένειας", που υπάρχουν στην ψυχή κάθε ανθρώπου. Επίσης θεωρεί προφανές ότι μόνη της η λογική* ποτέ δεν μπορεί να είναι το κίνητρο καμιάς πράξεως της θελήσεως, κατά συνέπεια τίποτε δεν μπορεί να αντιταχθεί στην παρόρμηση ενός πάθους, εκτός εάν πρόκειται για μιαν αντίθετη παρόρμηση. Στο τρίτο βιβλίο: "Ηθική", αρνείται ότι οι ηθικές κατηγορίες έχουν την πηγή τους στο λογικό* και βεβαιώνει την ύπαρξη ενός ηθικού συναισθήματος, που μας αναγκάζει να επιθυμούμε εκείνο που είναι χρήσιμο σε μας και συγχρόνως στον πλησίον μας. Τις αρχές αυτές τις ανέπτυξε διεξοδικότερα στο έργο του Ερευνα επί των αρχών της ηθικής (1751). Απ. Τζοφεμοπουλος
"Πραγματεία περί της τελειοποιήσεως της διανοίας". Ε ρ γ ο του Ολλανδού φιλοσόφου Σπινόζα* (1632-1677), που γράφτηκε το 1661 και δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του. Πραγματεύεται ορθολογιστικά το ζήτημα της "κάθαρσης" της γνωστικής ικανότητας του ανθρώπου, η οποία επιτυγχάνεται με τη φυσική δυνατότητά του να ξεχωρίζει την αλήθεια από την ασάφεια και την πολυσημαντικότητα. Κατ' αυτόν, το ανώτατο είδος αντίληψης, που είναι η αντίληψη της ουσίας του πράγματος, οδηγεί τον άνθρωπο σε ορθές ιδέες, οι οποίες είναι σαφείς και ευκρινείς και καθορίζονται στη διαμόρφωσή τους ανεξάρτητα από λέξεις και εικόνες. Η ίδια η αληθινή ιδέα, χωρίς να απαιτείται κανένα άλλο γνώρισμα, είναι η αξιόπιστη αλήθεια. Ως αρχή της γνωστικής διαδικασίας θεωρεί τη σύλληψη του τελείου όντος. Ενώ ως πηγή όλων των ιδεών ορίζει τη φαντασία, που φέρνει στην παθητική ψυχή σκόρπιες εντυπώσεις από τον εξωτερικό κόσμο. Απ. Τζ.
"Πραγματεία γι' αρχές ανθρώπ. γνώσης", βλ. Μπέρκλεϋ
πραγματικό, βλ. πραγματικότητα αντικειμενική πραγματικότητα. 1. (γερμ. ΡββΙΗέίΙ). Η αντικειμενική πραγματικότητα νοούμενη ως πραγματικό Είναι. Κατά τον Καντ*, είναι η καταφατική κατηγορία στην τριάδα των κατηγοριών της ποιότητας": πραγματικότητα - άρνηση (αποφατική κατηγορία) - περιορισμός (απειροδύναμη κατηγορία ως σύνθεση). Ο Χέγκελ" τη θεωρεί "έννοια εν εαυτή", κατάφαση στο πραγμοειδές (δβο^βίΐ) ενός πράγματος*. Είναι η ποιότητα "ως ων προσδιορισμός σε αντιδιαστολή προς την άρνηση". Σε αυτή τη βάση ο Χέγκελ γενικεύει μέσω του δίπολου: πραγματικότητα - ιδεατότητα (ίάββϋίβΐ), (προσδιορισμένο είναι - "δι' εαυτό - Είναι" ως αυτοσυσχέτιση, ως "αλήθεια της πραγματικότητας) την αντίθεση ύλης* πνεύματος*, "ρεαλισμού"* - "ιδεαλισμού"* κ.λπ. (βλ. αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, που συνιστά τη βάση αυτού του κατή γοριακού δίπολου). 2. (γερμ. ννίΓΚΙίςΜβίΙ). Η ταυτότητα του (ειλημμένου σε όλη την πληρότητά του) φαινόμενου με την (ειλημμένη σε όλη την πληρότητά της) ουσία, είτε η ταυτότητα εκδήλωσης (έκφανσης) της ουσίας και εκδηλούμενης (εκφαινόμενης) ουσίας στη διαλεκτική φιλοσοφία. Συνιστά το επιστέγασμα, τη σύνθεση της περί της ουσίας διδασκαλίας του Χέγκελ* ως ενότητα εσωτερικού και εξωτερικού, ουσίας και ύπαρξης, στην πορεία του πνεύματος προς την απόλυτη ιδέα (βλ. Επιστήμη της λογικής). Ο Μαρξ* αναπτύσσει οργανικά την εν λόγω προβληματική ως "διαλεκτική λογική"* και μεθοδολογία της πολιτικής οικονομίας: α) στη σχετικά αυτοτελή εξέταση του εμπορεύματος και του χρήματος (ως είναι του Κεφαλαίου"), την πραγματικότητα του οποίου συνιστά η διαδικασία της ανταλλαγής συνολικά, η ολότητα της κυκλοφορίας (το χρήμα ή η κυκλοφορία των εμπορευμάτων) β) κατά την εξέταση των μορφών που απορρέουν από την ενότητα παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου ως όλου (3ος τόμος). Ο Βαζιούλιν' συγκεκριμενοποιεί την κατηγορία της πραγματικότητας ως εποικοδόμημα της δομής της κοινωνίας και μέσω της εξέτασης των ανθρώπων ωο προσωπικοτήτων. Βλ. επίσης: άνθρωπος, κοινωνία, βάση και εποικοδόμημα, ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ουσία και φαινόμενο, Λογική της ιστορίας και τη βιβλιογραφία σε αυτά. Δ. Πατέλης
237
πραγματικότητα αντικειμενική πραγματικότητα αντικειμενική. Ο,τι υπάρχει στην πραγματικότητα ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση· καταρχήν το σύνολο των υλικών αντικειμένων που είναι διάφορα προς τα φαινόμενα της ανθρώπινης συνείδησης, τα οποία και συνιστούν την υποκειμενική πραγματικότητα. Συνακόλουθα η αντικειμενική πραγματικότητα δεν είναι μόνο τα υλικά πραγματικά αντικείμενα αλλά και οι ιδιότητές τους, η μορφή τους, η θέση αλλά και η κίνησή τους στον χώρο και τον χρόνο, καθώς και όλα τα στοιχεία που συνάπτονται προς αυτά και προσδιορίζουν τους κανόνες που διέπουν την ύπαρξή τους, εφόσον η ύλη δεν νοείται, δεν υπάρχει χωρίς όλα τούτα τα στοιχεία. Τελικώς, αντικειμενική πραγματικότητα είναι η πραγματικότητα του εξωτερικού, ως προς την κάθε ανθρώπινη συνείδηση, κόσμου. Νικ. Οικονομιδης
πραγματισμός. Φιλοσοφικό δόγμα συγγενές με τον σχετικισμό*, τον ωφελιμισμό* και τον θετικισμό", το οποίο αρνείται την αντικειμενικότητα της αλήθειας*. Ιστορικά ο όρος συνδέεται με τη λεγόμενη "πραγματική ιστορία" (ιστορία των γεγονότων - πράξεων), έκφραση που αποδίδεται στον Πολύβιο*, παράλληλα με τη λέξη "πραγματικός", που συναντάται πολύ αργότερα στον Καντ*. Αρχικά, ο πραγματισμός εκλαμβάνεται είτε με τη μορφή της ιστορίας που ασχολείται με την επιστημονική εξέλιξη αιτίων και αποτελεσμάτων είτε ως ιστορικός ατομισμός, ως εξήγηση ατομικών αιτίων (όπως ο χαρακτήρας και τα πάθη των πολιτικών ανδρών, βλ. δρίϋΙβΓ, ΡΙαποΗ': μέθοδος υποκειμενικού πραγματισμού). Από τα τέλη του 18ου έως τις αρχές του 19ου αι. η λέξη "πραγματισμός" χρησιμοποιείται πολύ στη Γερμανία. Από τις πρώτες ήδη χρήσεις του όρου παρατηρούμε τη διττή σημασία που παρουσιάζει, πότε για να δηλώσει μια χρήσιμη γνώση ή μια ωφελιμιστική άποψη και πότε για να εκφράσει μια πραγματική γνώση. Ο Μ. Μπλωντέλ* χρησιμοποίησε τον όρο στο έργο του Η πράξη (Ι_' ΑοΙίοη) διαφοροποιώντας τον από την "πραξεολογία" (διακρίνοντας δηλ.'το πράγμα από την πράξη). Ο Εά. Ι_β Βογ*, στα πλαίσια μιας θεωρίας του πραγματισμού, επισημαίνει ότι η αλήθεια μιας ιδέας στηρίζεται στη γονιμότητά της, στην ιδιότητά της "να αποδίδει, να εργάζεται αποτελεσματικά". Κυρίως, όμως, ο πραγματισμός εμφανίστηκε -ως φιλοσοφικό κίνημα- στη δεκαετία του
238
1870 στις ΗΠΑ, ασκώντας μεγάλη επιρροή στην πνευματική ζωή του τόπου. Διαδόθηκε ευρύτερα στις αρχές του 20ού αι. οπότε έγινε γνωστό και στην Ευρώπη. Τις βασικές αρχές της πραγματιστικής θεωρίας διατύπωσε ο Πηρς*, γι" αυτό και θεωρείται πατέρας της φιλοσοφικής αυτής σχολής, ενώ γνωστότερος εκφραστής της είναι ο Τζαίημς*. Συνέχεια του πραγματισμού είναι ο νεοπραγματισμός του Ντιούι* και του Μηντ". Στην Αγγλία ο πραγματισμός εκπροσωπήθηκε από τον Φρίντριχ Κάνινγκ Σίλλερ*. Καταρχήν, ο πραγματισμός υποστήριξε ότι το νόημα των φιλοσοφικών προβλημάτων βρίσκεται στην πρακτική τους σχέση με τη ζωή των ανθρώπων, γι' αυτό και η φιλοσοφία πρέπει να μελετάει τα ανθρώπινα προβλήματα. Απέρριψε τον απόλυτο ιδεαλισμό των Φ. Μπράντλυ* και Τζ. Ρόις* και διακήρυξε ότι ο θεωρητικός στοχασμός δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα και η λειτουργία του συνίσταται ακριβώς στη δυνατότητά του να παράγει για τον άνθρωπο τρόπους δράσης. Επειδή, όμως, ο κόσμος συνεχώς μεταβάλλεται, απαιτείται κάθε φορά και διαφορετική προσέγγιση της πραγματικότητας. Γι' αυτό και, κατά τον πραγματισμό, δεν υπάρχει μία αλήθεια*, αλλά πλήθος αληθειών που το κύρος τους κρίνεται και ελέγχεται από την απόδοσή τους. ΣΤΟ σημείο αυτό ο πραγματισμός αναπτύσσει, τρόπον τινά, μια θεωρία της αλήθειας ταυτίζοντας όλη την πραγματικότητα που περιβάλλει τον άνθρωπο με την εμπειρία*, η οποία αποτελεί το περιεχόμενο της συνείδησης και δεν ανάγεται στα αισθήματα. Ο κόσμος μας, διατείνεται ο πραγματισμός, οικοδομείται αλάνθαστα στην εμπειρική του σχέση με τα πράγματα, αυτοοικοδομείται και καθορίζει κριτήρια αλήθειας. Οι αποκτημένες γνώσεις βοηθούν τον άνθρωπο ν' αντιμετωπίσει τη ζωή με τρόπο αποτελεσματικό. Ετσι, μια γνώση χωρίς πρακτικό όφελος δεν έχει νόημα. Για τους πραγματιστές αλήθεια και χρησιμότητα συμπίπτουν. Εισάγεται η έννοια της σκοπιμότητας που κατευθύνει την όποια δράση και δικαιολογεί την όποια πεποίθηση. Μ" αυτό τον τρόπο δικαιολογείται και η θρησκευτική πίστη, διότι είναι αληθής εφόσον είναι εποικοδομητική για τη ζωή του ανθρώπου (Τζαίημς). Ωστόσο, ο πραγματισμός παρουσίασε αρκετές αδυναμίες και ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 άρχισε να χάνει τη δύναμη της επιρ-
πραγμοττοίηση ροής του. Η πραγματιστική μέθοδος συχνά περιπλέκει τα πράγματα, καθώς υπάρχουν αληθείς προτάσεις που αντιβαίνουν στις απαιτήσεις, τους στόχους ή τις ωφέλειες του ατόμου και ψευδείς υποθέσεις που αποβαίνουν χρήσιμες, ή μη χρήσιμες που είναι αληθείς. Κατ' επέκταση. ο καθορισμός της αλήθειας βάσει της χρησιμότητας αποδείχτηκε αυθαίρετος, ενώ σε καμιά περίπτωση δεν εξασφαλίζεται η νοητική οικονομία (αίτημα Οκκαμ*), εφόσον υπάρχει πληθώρα αληθινών επιλογών σε κάθε κατάσταση. Παρόλ" αυτά, ο πραγματισμός συνέχισε να επηρεάζει στην επίλυση πολλών μεθοδολογικών και λογικών προβλημάτων (Ου. Κουάιν', Ν. Γκούντμαν*, κ.ά.).
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 το ενδιαφέρον για τον πραγματισμό αναζωπυρώθηκε. Σήμερα, οι αδυναμίες του αποσιωπούνται και επιχειρείται η προσέγγιση του με τη σύγχρονη λογική* και τη μεθοδολογία της επιστήμης. Τέλος, η νοοτροπία για πρακτική χρησιμότητα των ιδεών και η σκοπιμότητα της δράσης υιοθετείται αβίαστα στην καθημερινή ζωή, προσωπική και κοινωνική. Βιβλιογρ.: Μέλβιλ Γ. Κ., Τοαρλς Πηρς και πραγματισμός. 1968 - Παγκόσμια Ιστορία της Φιλοσοφίας, Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, τόμ. 2, Αναγνωστίδης.- Κ. Παπαλεξάνδρου. Συνοπτική Ιστορία της φιλοσοφίας. Αθήνα. 1965.ΤΙιβ ΕηογεΙορβϋΐ3 ο!ρΜοεορΗγ. 6ος τόμ.. ΤΙΊΘ Μ30ΓπιΙΐ3η
ΟΟΓΓίρβηγ 3ΓΚ) ΙΙΊΘ Ευτυχία Ξυδιά
ΙΓΘΘ
ρΓΘ85.
ΝΘ»
ΥΟΓΚ.
πραγματοκρατ(α, βλ. ρεαλισμός πραγματολογία (ρΓβςιτοίίοδ). Τομέας της σημειολογίας (εβιπίοίίεδ) που αφορά στις σχέσεις μεταξύ των σημείων (μηνύματα, κώδικες) και των χρηστών / ερμηνευτών τους. Η πραγματολογία εξετάζει κίνητρα, προθέσεις, απόψεις, προσδοκίες, αντιδράσεις και συνθήκες (επικοινωνιακές) των χρηστών των γλωσσικών και μη γλωσσικών κωδίκων τόσο σε επίπεδο κωδικοποίησης όσο και σε επίπεδο αποκωδικοποίησης (= κώδικας - μήνυμα). Στη βάση της πραγματολογικής ανάλυσης της επικοινωνίας τίθεται η προϋπόθεση ότι η τελευταία αποτελεί αλληλεπίδραση μεταξύ οργανισμών, πραγματοποιούμενη μέσω σημειακών συστημάτων (= γλώσσα). Μετά τις απόψεις που διατυπώθηκαν κατά τη δεκαετία του '30 από τους ΟΙν Μοπϊε (ο οποίος θεωρούσε την πραγματολογία ως μελέτη της πραγματικής διάστασης της σημείωσης) και Β . Οβιπβρ,
σήμερα διακρίνουμε μια "τυπολογική" πραγματολογία (θέση που εκκινεί από τις μελέτες του Ρ. ΜοπΙβςυβ), μια "γλωσσολογική" πραγματολογία και, σε ευρύτερη θεώρηση, μια "κοινωνιοπραγματολογία" ως μελέτη της πραγματικής ικανότητας (ρΓβςπιβΙίο οοΓπρβΙβποβ), της κοινωνικής κατανομής της, των κοινωνικών τύπων λόγου ή λεκτικής συμπεριφοράς κ.λπ. Στα πλαίσια της θεωρίας των γλωσσικών πράξεων (δρθβείι 30(8) (ΑυεΙίη, 1962 - 8Β3ΓΐΘ, 1969) και με τη στροφή του γλωσσολογικού ενδιαφέροντος από την πρόταση στο "εκφώνημα", από το γλωσσικό σύστημα στη γλωσσική δραστηριότητα, επαναπροσδιορίζεται το πεδίο της πραγματολογίας και τίθενται υπό αμφισβήτηση τα στεγανά παρομοίων διακρίσεων. Βιβλιογρ.: Αυδίίπ ϋ. ί., Ηοιν Ιο όο ΙΝπςε ηϊίίι ινοτόε, ΟβΓπίΐΓΚΙςθ, Μ358-. 1962.- ΜΟΓΠ5 Ο.. ΡουηάβΙίοηε οί 3 ΙΙΊΘΟΓΥ οί εϊοηε. ΟΜιεβςο. 1938.- Παυλίδου θ.. Επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης. (ΑΠΘ). Θεσσαλονίκη, 1991δβΒΓίθ ϋ. Η.. 8ρββεή βείε. Απ β$$3γ ίη Ιίϊβ ρΜοεορΗγ οί Ι3Π9υββθ. 03ΓηΙ)Γκίς6. 1969. Αθαν. Νάτσης
πραγμοποίηση (ΓθίίίοβΙίοη). Ορος που εισήχθη από τον Λούκατς', αντικαθιστώντας τον μαρξικό όρο του "φετιχισμού του εμπορεύματος", όπως αναλύθηκε από τον Μαρξ* στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου. Ο Λούκατς, στηριζόμενος στον όρο της πραγματοποίησης, ανέπτυξε μια γενική θεωρία για την ψευδή συνείδηση, με την οποία αποδεικνύει ότι η πραγμοποίηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παραγωγή για την αγορά και, κατά συνέπεια, με την ανταλλακτική αξία και όχι με την αξία χρήσης των αγαθών, υλικών και, κατ' επέκταση, πνευματικών. Η αναγωγή των πάντων σε καθαρά ανταλλάξιμα πράγματα οδηγεί τον εξωτερικό κόσμο σε πράγμα, όπως και τις ιδέες, τις αφηρημένες έννοιες και ανθρώπινες σχέσεις. Ο Λυσιέν Γκολντμάν', αναλύοντας περαιτέρω το έργο του Λούκατς Ιστορία και ταξική συνείδηση (1923), θεώρησε την έννοια της πραγμοποίησης ως μία από τις βασικότερες συνεισφορές του στο επίπεδο των συγκεκριμένων ερευνών. Ο ίδιος θεωρητικός της κοινωνιολογίας της λογοτεχνίας χρησιμοποίησε την έννοια αυτή στις δικές του αναλύσεις για το μυθιστόρημα μέσα στα πλαίσια του γενετικού δομισμού* που ο ίδιος ίδρυσε. Για τον Γκολντμάν, "το μυθιστορηματικό είδος γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στο μέτρο όπου μια συναισθηματική ή μια μη ιδεολογικοποιημένη δυσαρέσκεια, μια αντίλη-
239
Πρακρίτι ψη άμεσα στραμμένη προς τις ποιοτικές αξίες εξελίχθηκαν είτε μέσα στο σύνολο της κοινωνίας είτε αποκλειστικά ανάμεσα στα μεσαία στρώματα απ' όπου στρατολογήθηκαν οι περισσότεροι μυθιστοριογράφοι" (Για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος, 1964). Με άλλα λόγια, ως μια διάχυτη αντίσταση στον πραγμοποιημένο κόσμο. Για τον Ρ . ννίΙΙίβπΐδ, η έννοια της πραγμοποίησης όπως την ανέλυσαν οι Λούκατς και Γκολντμάν υπήρξε αποκαλυπτική για μια ιστορική ερμηνεία της κυριαρχίας της οικονομικής δραστηριότητας πάνω σε όλες τις άλλες μορφές ανθρώπινης δραστηριότητας.Η πραγμοποίηση, η ψεύτικη αντικειμενικότητα έχει, στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας, εισχωρήσει και υπερκαθορίσει κατά τρόπο ολοκληρωτικό κάθε άλλη μορφή ζωής και συνείδησης. Ο όρος έχει αποδοθεί στα ελληνικά, ατυχώς, και ως "υποστασιοποίηση". Δημ.
Τσατσουλης
Πρακρίτι ή Πραντχάνα. Αρχή της ινδουίστικής φιλοσοφίας που δηλώνει την παγκόσμια "υπόσταση", είναι η αδιαφοροποίητη υπόσταση της παγκοσμιότητας, που με την επήρεια της συμπληρωματικής της αρχής, του Πούρουσα* (= ουσία) δημιουργεί τις υπόλοιπες αρχές και βαθμίδες ("τάτβας") της όλης Υπαρξης· και οι δύο αυτές αρχές προέρχονται από το παγκόσμιο Ον, μέσα στο οποίο αποτελούν την πρώτη διαφοροποίηση. Έτσι από την Πρακρίτι, όπως διδάσκει η νταρσάνα* Σανκύα*, από αυτή τη ρίζα της Εκδήλωσης, προέρχονται σε καθοδική σειρά: 1) το "Βουδδί" ή "Μαχάτ" (= Μεγάλη Αρχή), ο καθαρός νους, 2) η "αχανκάρα", προερχόμενη από την πνευματική αρχή με προσδιορισμό, 3) τα πέντε "ταντμάτρας", στοιχειώδεις ασώματοι προσδιορισμοί, σι αρχές 4) των πέντε "μπχούτας", των ενσώματων στοιχείων (με τα οποία ασχολείται η νταρσάνα "Βαισέσικα"*)· ακολουθούν οι έντεκα ικανότητες, δέκα εξωτερικές (πέντε γνώσης και πέντε δράσης) και μία εσωτερική, το "μάνας", ικανότητα γνώσης και πράξης ταυτόχρονα, που προσαρτάται στην ατομική συνείδηση στην όλη καθοδική εκπόρευση θα βρούμε πάλι και τα πέντε σωματικά στοιχεία, που είναι κατά σειράν: αιθήρ, αήρ, πυρ, ύδωρ, γη. Αυτά είναι τα είκοσι τέσσερα "τάτβας", μαζί με την Πρακρίτι και προερχόμενα απ' αυτήν το εικοστό πέμπτο είναι ο Πούρουσα, με την επενέργεια του οποίου επί της Προκρίτι αναφαίνονται όλες οι βαθμίδες της Εκδήλωσης. Και όσα αναφέραμε πιο πάνω.
240
αποτελούν, σε πολύ γενικές γραμμές, την οντολογία του ινδουισμού* (βλ. Πούρουσα, Δυάδα, ινδουισμός). Βιβλιογρ.: Ουέποπ Η.. ΙπΐΓθόυ€ΐίοπ ςύηίΓβΙβ ά Ι' έΐυόβ Οβε
άθ€ίήηβ$ Ιιιηύουθε. ελλην. μετάφρ. Α. Δεληγιάννη, βι-
βλιοθ. "Σφιγγός'. Αθήνα, 1968, μέρ. Γ . σσ 90-96.
Ε. Χαφαφάς
πρακτική. Η ιδιότυπα ανθρώπινη, συνειδητή, στοχοθετούσα, σκόπιμη και υλική (αισθητηριακά εμπράγματη) δραστηριότητα κατά την οποία το υποκείμενο (ατομικό ή συλλογικό) αφομοιώνει και αλλάζει (αναδιαρθρώνει, μετασχηματίζει) την αντικειμενική πραγματικότητα (φυσική και κοινωνική). Υπό την ευρεία έννοια συμπεριλαμβάνει όλα τα είδη της ανθρώπινης δραστηριότητας*. Υπό τη στενή της έννοια είναι η υλική εμπράγματη δραστηριότητα (με ενδότερο πυρήνα την εργασία*) η οποία συνιστά την καθολική βάση της ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας*, του ψυχισμού* και της γνώσης*. Περιλαμβάνει και τον μετασχηματισμό της κοινωνίας από τους ανθρώπους (βλ. μεταρρύθμιση, επανάσταση κοινωνική, ταξική πάλη). Αποτελεί την αφετηρία, τη βάση, την κινητήρια δύναμη, τον τελικό προορισμό (άμεσα ή έμμεσα) και το κριτήριο της αλήθειας της γνώσης. Τροφοδοτεί την επιστήμη με πραγματολογικό - εμπειρικό υλικό, καθορίζει τη διάρθρωση, το αντικειμενικό περιεχόμενο και την κατεύθυνση της ανθρώπινης νόησης. Ο υλισμός* μέχρι τους νέους χρόνους ανήγαγε την πρακτική στο αποτέλεσμα της επενέργειας του εξωτερικού κόσμου στα αισθητήρια όργανα. Οι διαλεκτικοί ιδεαλιστές (Φίχτε*, Χέγκελ") ανέπτυξαν ιδιοφυείς εικασίες αναφορικά με τον καθοριστικό ρόλο της πρακτικής ανάγοντάς την, σε τελευταία ανάλυση, στην πνευματική δραστηριότητα. Ο μαρξισμός* αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο της πρακτικής, τη σχετική ανεξαρτησία του αντικειμένου της πρακτικής από τη συνείδηση του υποκειμένου, τη διαλεκτική ενότητα "εξαντικειμένωσης και απαντικειμένωσης"" και θεωρίας και πρακτικής και εισάγει την πρακτική στη θεωρία της γνώσης ως κριτήριο της αλήθειας (βλ. Μαρξ, Αένιν). Ο V. ΡΒΓΘΙΟ" χωρίζει τις πράξεις σε λογικές και μηλογικές. Ο Μ. Βέμπερ" διακρίνει "έλλογα σκόπιμες" και "συγκινησιακές" πράξεις των ανθρώπων. Ιδιότυπες βουλησιαρχικές και ανορθολογικές τάσεις ερμηνείας της πρακτικής διατυπώνονται από τις αρχές του 20ού αι. (Σοπενχάουερ*, Νίτσε*, πραγματισμός", υπαρξισμός*). Δ. Πατέλης
Πρίστλεϋ πρακτικός λόγος, βλ. Καντ, Κριτική της πρακτικής λογικής ττράνα. Φιλοσοφικός όρος του γιογκικού μυστικισμού και του βουδιστικού μαχαγυανικού συστήματος. Σημαίνει κατά λέξη τη σοφία και τη γνώση, της οποίας αποκτά κανείς εμπειρία με τον φωτισμό, και υποβοηθεί στη γνώση και κατανόηση της αλήθειας. Κατά τον φιλόσοφο Βυάσα, η σοφία (ρΓ3|Π3) του γιογκίν γνωρίζει όλα τα πράγματα όπως όντως είναι (Υ093 0/735/3, II, 4 5 ) .
Αλέξ.
Καριώτογλου
πράξη, βλ. πρακτική Πράξης σχολή, βλ. σχολή της Πράξης Πρατ Ιάκωβος Μπίσσετ (1875-1934). Αμερικανός φιλόσοφος, διετέλεσε καθηγητής φιλοσοφίας στο κολλέγιο \Λ/ίΙΙί3ΐτι, αντιπρόεδρος της Φιλοσοφικής Εταιρείας της Αμερικής. Συνεργάστηκε με τα κυριότερα αμερικανικά περιοδικά της φιλοσοφίας. Υπήρξε πολυγραφότατος και το ενδιαφέρον του στρεφόταν στον χώρο της φιλοσοφίας της θρησκείας* αλλά και του ρεαλισμού*. Εργα του ήταν τα εξής: Η ηθική στον Άγιο Αυγουστίνο (1903), Τι είναι πραγματισμός (1909), Η θρησκευτική φιλοσοφία του ΜϊΙΙϊθγπ ϋθπιβΒ (1912), Η ψυχολογία της θρησκείας \(1913). Νικ. Οικονομίδης
Πράτιτνα-σάμουτ-πάντα. Πρόκειται για τη δωδεκαπλή αλυσιδωτή σειρά καταστάσεων αιτίου και αποτελέσματος, η οποία, κατά τον χιναγιανικό βουδισμό, αποτελείται από τα εξής στοιχεία: 1. άγνοια, 2. δραστηριότητα, 3. συνειδητοποίηση, 4. όνομα και μορφή, 5. αίσθηση, 6. επικοινωνία, 7. αίσθημα, 8. προσπάθεια, 9. σύλληψη, 10. γίγνεσθαι, 11. γέννηση, 12. γηρατειά, ασθένεια και θάνατος. Σύμφωνα με τον μαχαγιανικό βουδισμό αυτή η αλυσίδα δεν υπάρχει. Βιβλιογρ.: Η ΖΪΙΠΙΤΙΘΓ. ΡήίΙοεορΜίε
υπύ ΗβΙίρίοη
Ιηάίβηί.
ΡΓ3ΠΜΥΓΐ 3ΠΊ ΜΘΙΠ. 1973.
Αλέξ.
Καριώτογλου
Πριέτο Λούις (1_υϊ3 ϋ. ΡπβΙο). Σύγχρονος αργεντινός γλωσσολόγος και σημειολόγος. Γεννήθηκε στην Κόρντομπα της Αργεντινής όπου και δίδαξε πριν εγκατασταθεί στην Ευρώπη. Δίδαξε σημειολογία στην σχολή Ανωτάτων Σπου-
Φ.Λ., Δ-16
δών στις Κοινωνικές Επιστήμες και στο Πανεπιστήμιο Ρ3ΓΪ5 VIII του Παρισιού, ενώ συνεχίζει τη διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Εχοντας μαθητεύσει δίπλα στον γάλλο γλωσσολόγο Απάτό ΜβτΙίηβΙ και στον βέλγο σημειολόγο Επο Βυγ55θη$, αναμόρφωσε τη σημειολογική θεωρία του Σωσσύρ*. Παρεμβαίνοντας στις αντιπαρατιθέμενες θέσεις για την έννοια της σημειολογίας μεταξύ Ρολάν Μπαρτ* και Ερίκ Μπυσένς, διευκρινίζει πως αντικείμενο της σημειολογίας για τη μπαρτιανή τάση είναι η σημασία, ενώ για τον δεύτερο είναι η επικοινωνία (στο κείμενό του Η σημειολογία, 1965, στο συλλογικό "Ι_β Ιβηςβςβ", ΕηογοΙορβάίθ άβ 13 ΡΙβίβάβ, Ρβπε, Ν.Ρ.Ρ., 1968). Με το έργο του Μηνύματα και σήματα (το οποίο θεωρείται το σημαντικότερο και πιο κατανοητό, το μόνο που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά - Νεφέλη, 1986), ο Πριέτο εγκαινιάζει μια "πειραματική" σημειολογία και υποστηρίζει πως η σημειολογία οφείλει να έχει ως αντικείμενο τα επικοινωνιακά εργαλεία που μεταχειρίζονται οι γλωσσικές κοινότητες. Η έννοια του εργαλείου παίζει σημαντικό ρόλο στο έργο του με την υιοθέτηση των θέσεων του γάλλου ανθρωπολόγου ΙβΓοί-ΟουΓίιβη, ο οποίος υποστήριξε πως "σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας η τεχνική πρόοδος συνδέεται με την πρόοδο των συμβόλων της γλώσσας". Ετσι, ο Πριέτο θα καταλήξει στο ότι η αναγνώριση της ταυτότητας ή της διαφοράς των εργαλείων, με αφετηρία τις εργασίες που μπορούν να πραγματοποιήσουν, ισοδυναμεί με τη χρησιμοποίηση εννοιών και με την "εννοιολόγηση" του κόσμου. Ο Πριέτο θα ασχοληθεί επίσης συστηματικά με την έννοια και λειτουργία των κωδίκων. Αλλα σημαντικά βιβλία του: Ρήπάρβε όβ Π00ΐ09ίβ (1964), ΡβΓίίηβηεβ βΐ ρτθϋςυβ (1975). Δημ.
Τοατσούλης
Πρίσκος (4ος αι. π.Χ.). Ελληνας νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Ο Ιουλιανός, που εκτιμούσε τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις, τον κάλεσε στην αυτοκρατορική αυλή. Υπήρξε όμως μετριοπαθής απέναντι στους Χριστιανούς, γι' αυτό και δεν καταδιώχθηκε μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα. Απ. Τζ.
Πρίστλεϋ Τζόζεφ (ΡΙίδΙΙβγ, 1733-1804). Αγγλος υλιστής φιλόσοφος, φυσιοδίφης και κληρικός. Οι υλιστικές του αντιλήψεις, οι οποίες διαμορφώθηκαν κάτω από την επίδραση της
241
προαίρεσις ενασχόλησης του με την φυσικοχημεία και τις σχετικές του μελέτες (ηλεκτρισμός) και ανακαλύψεις (οξυγόνο), μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Η φύση είναι υλική. Το πνεύμα αποτελεί ιδιότητα της ύλης. Η ύλη κινείται σύμφωνα με τους ακαταμάχητους νόμους που ενυπάρχουν εξ αρχής σ' αυτήν και την διέπουν. Η ύλη είναι δημιούργημα του θείου λόγου. Ολα τα φαινόμενα υπόκεινται στους αυστηρότατους κανόνες του αιτιατού. Ολες οι ψυχικές διαδικασίες είναι κι αυτές υλικές, διότι συντελούνται σύμφωνα με τους κανόνες του συνειρμού, που βρίσκονται ριζωμένοι στο νευρικό σύστημα. Ο Πρίστλεύ ασχολήθηκε επίσης με θρησκευτικά και θεολογικά θέματα και απέρριψε πολλά από τα θεμελιώδη δόγματα του χριστιανισμού". Στον τομέα αυτής του της επιδόσεως ανήκουν και τα έργα του: Ιστορία των καταχρήσεων του Χριστιανισμού και Ιστορία των πρώτων αντιλήψεων περί Ιησού Χριστού. Βιβλιογρ.: ΗοΜ Α. Ο.. Α ΙιΙβ ου. ΡήεΙΙβγ. Ιοπόοπ. 1931.
Απ. Τζ.
προαίρεσις. Η λέξη "προαίρεσις" βρίσκεται ήδη στον Παρμενίδη" του Πλάτωνα". Ανάλυση όμως της έννοιας "προαίρεση" υπάρχει στα Ηθικά Νικομάχεια'του Αριστοτέλη". Και υπήρξε η προαίρεση καίρια έννοια της Ηθικής του Αριστοτέλη, αλλά ύστερα και της Ηθικής των Στωικών*. Η αξία της προαιρέσεως για την ηθική* μαρτυρείται ρητά σε χωρία όπως το 1163α 22-23: "της αρετής γαρ και του ήθους εν τη προαιρέση το κύριον" (πρβλ. 11110 5-6, 1144α 17-20). Αλλωστε και ο περίφημος αριστοτέλειος ορισμός της αρετής ενέχει το επίθετο "προαιρετική": "έστιν άρα η αρετή έξις προαιρετική, εν μεσότητι ούσα τη προς ημάς, ωρισμένη λόγω και ω αν ο φρόνιμος ορίσειεν" (11060 361107α 2). Ο διαφορισμός της προαιρέσεως από την ευρύτερη έννοια "εκούσιον" επιτελείται με την προσθήκη του "προβεβουλευμένου" (1112α 14-15), ώστε και να επακολουθήσει ο άρτιος ορισμός: "η προαίρεσις αν είη βουλευτική όρεξις των εφ" ημίν" (1113α 10-11), καθώς και ανάλυση κάπως του πρακτικού λογισμού (1112ό 15 - 1113α 2), περιεκτική σημαντικών στοιχείων πραξιολογίας. Ο άρτιος αυτός ορισμός της προαιρέσεως επιχειρήθηκε, αφού προηγήθηκε διαδοχικά διάκρισή της από έννοιες, όπως "επιθυμία", "θυμός", "βούλησις", "δόξα" (11110 10 - 1112ό 12). Η "επιθυμία" και ο "θυμός" χα-
242
ρακτηρίζονται ως "άλογα", ώστε και μη ταυτιστέα προς την προαίρεση, την και διαλογισπκή πάντοτε. Προβάλλεται μάλιστα και η διαφορά του αντικειμένου της "επιθυμίας" από το αντικείμενο της προαιρέσεως: "και η μεν επιθυμία ηδέος και επιλύπου, η προαίρεσις δ" ούτε λυπηρού ούθ' ηδέος". Από την "βούλησιν" εμφανίζεται να διαφέρει διττά η προαίρεσις: "η μεν βούλησίς εστί και περί τα μηδαμώς δι' αυτού πραχθέντα αν, οίον υποκριτήν τινά νικάν ή αθλητήν προαιρείται δε τα τοιαύτα ουδείς, αλλ' όσα οίεται γενέσθαι αν δι' αυτού"· "έτι δ' η μεν βούλησις του τέλους εστίν μάλλον, η δε προαίρεσις τών προς το τέλος". Τονίζεται, λοιπόν, ότι αντικείμενο της προαιρέσεως είναι τα δυνατά μόνο, και μάλιστα όχι απλώς, αλλά τα δυνατά για το υποκείμενό της, "όσα οίεται γενέσθαι αν δι' αυτού", δηλαδή ό,τι σημαίνει η έκφραση "τα εφ' ημίν", η ενταγμένη στον ορισμό της προαιρέσεως. Ριζικότερη παρουσιάζεται η διαφορά της προαιρέσεως από την "δόξαν": αντικείμενο της προαιρέσεως είναι μόνο τα "εφ' ημίν", ενώ της "δόξης" αντικείμενο είναι τα "πάντα", δηλαδή ακόμη και τα "αίδια" και τα "αδύνατα", όπως και τα "εφ' ημίν" (είναι η ως προς αυτό υπεροχή της γνωσιακής προς την πραξιακή λειτουργία του ανθρώπου). Η προαίρεσις διέπεται από το ζεύγος των αξιών αγαθόν - κακόν, ενώ η "δόξα" διέπεται από το ζεύγος των αξιών αλήθεια - ψεύδος. Και άρα η προαίρεσις και όχι η "δόξα" προσδιορίζει το ποιόν της ανθρώπινης προσωπικότητας. Εξ άλλου, καθώς στην προαίρεση ενυπάρχει, ενώ δεν ενυπάρχει στην "δόξαν", η "όρεξις", κάτι ψυχορμητικό, συνέπεται και η διαφορά "προαιρούμεθα μεν λαβείν ή φυγείν τι των τοιούτων ..., λαβείν δ' ή φυγείν ου πάνυ δοξάζομεν". Ο Αριστοτέλης έχει επίγνωση ότι, αν και ταυτισμένη σχεδόν με τη νόηση, ως υπερνικήτρια του ενστίκτου, η ελευθερία του ανθρώπου δεν παύει να είναι ριζωμένη στον βιοδυναμισμό, απαραίτητο για την ύπαρξη του ανθρώπου, ως ζώου πάντοτε, μάλιστα και να τρέφεται από αυτόν, εκδηλωμένον με τη μορφή της ψυχορμησίας, ό,τι δηλώνει ακριβώς η λέξη "όρεξις". Γνωρίζει ο Σταγιρίτης φιλόσοφος ότι δίχως την "όρεξιν", με τη νόηση μόνο, δεν γεννιέται προαίρεσις. Αυτό δηλώνεται με τη ρήση "διάνοια δ' αυτή ουδέν κινεί, αλλ' η ένεκά του και πρακτική" (1139α 35-36), εκφραστική της ριζικής διαφοράς μεταξύ απλώς γνωσιακής λειτουργίας του ανθρώπου ("διάνοια δ' αυτή") και πρακτικής λειτουργίας του, προσανατολισμέ-
πρόβλημα νης πάντοτε προς κάποιο σκοπό ("ένεκά του"), και άρα συνυφασμένης με την προς αυτόν ψυχική ορμή, τη λεγόμενη "όρεξιν". Εξ άλλου, όμως, διστάζει ο Αριστοτέλης να δεχθεί προβάδισμα στη σύσταση της προαιρέσεως, είτε της ψυχορμησίας, λειτουργίας βιοδυναμικής, είτε του "βουλεύεσθαι", λειτουργίας νοητικής. Αυτό δείχνει ο διαζευκτικός ορισμός: "ή ορεκτικός νους η προαίρεσις ή όρεξις διανοητική" (1134ό 4-5). Ο συνετός Σχολάρχης του Λυκείου αποφεύγει τη μονομέρεια και του ίηΙβΙΙβεΙυαΙίδΠΊυδ και του νοΙυηΙβπδΓπυδ. Σημαντικότατο είναι το κάπως συγκεφαλαιωτικό χωρίο: "πράξεως μεν ουν αρχή προαίρεσις -όθεν η κίνησις αλλ' ουχ ου ένεκα- προαιρέσεως δε όρεξις και λόγος ο ένεκά τίνος" (1189α 31-33). Μάλιστα, κατά συνερμηνεία του προς τα χωρία "η τοιαύτη αρχή άνθρωπος" (11395 5) και "έοικε δή ... άνθρωπος είναι αρχή των πράξεων" (1112ό 31-32 πρβλ. 1112 ό 28, 1113α 5-7, 1113ό 17-18), επιβεβαιώνεται η αυθεντική σχέση της προαιρέσεως προς την ουσία του ανθρώπου. Βιβλιογρ.: Κ
Δεσποτοπουλου. Περί
κατ'Αριστοτέλη. ματα
της
προαιρέσεως
(" Εράνιον Μαριδακη', 1963, "Μελετή-
Φιλοσοφίας"
II.
ρίΟύΙόίΏβ άβ 13 ρωίΐΓβειε
1980).-
ΟουΙουΓη&3πΙ$ΐ5.
εύβζ ΑπεΙοΙβ.
ίβ
("ΑπηβΙβϊ άβ Γ
ΙηεΙιΙυΙ ϋβ ΡΙΊΙΙ030ΡΙΊΪΘ ΆΒ Γ υηΙνβΓϊΐΙέ ΙΙ&ΓΘ 4Θ ΒΓυχθΙΙθϊ". 1972) - Μυρτώς Δραγώνα. Η προαιρεσις στον Αριστοτέ-
λη και στον Επίκτητο. ("Φιλοσοφία - . 1978-1979). Κωνστ.
Δεσποτόπουλος
πρόβλεψη επιστημονική: Επιστημονικές υποθέσεις ή εικασίες, οι οποίες βασίζονται στη γενίκευση πειραματικού και θεωρητικών δεδομένων και στη γνώση των αντικειμενικών νομοτελειών* της ανάπτυξης*, και αφορούν μη παρατηρούμενα, εμπειρικά μη εντοπισμένα προς το παρόν φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα. Κάποιες επιστημονικές προβλέψεις αναφέρονται σε άγνωστα, εμπειρικά μη καταχωρημένα πλην όμως υπαρκτά φαινόμενα (π.χ. η πρόρρηση των αντισωματίων, νέων χημικών στοιχείων, κοιτασμάτων ορυκτών κ.λπ.). Αλλες επιστημονικές προβλέψεις αφορούν φαινόμενα τα οποία υπό ορισμένες προϋποθέσεις (όρους) θα ανακύψουν στο μέλλον (π.χ. η πρόβλεψη των δυνατοτήτων διεξόδου του ανθρώπου στο διάστημα, των δυνατοτήτων αποκωδικοποίησης του ϋ Ν Α , της αταξικής κοινωνίας του Μαρξ" και Έ ν γ κ ε λ ς ' κ.λπ.). Η επιστημονική πρόβλεψη εδράζεται συνήθως στην επέκταση (βλ. προεκβολή) εγνωσμένων νόμων και νομοτελειών της φύσης και της κοινωνίας σ' ένα πεδίο φαι-
νομένων τα οποία είτε είναι άγνωστα είτε δεν έχουν ανακύψει ακόμα. Εμπεριέχει αναπόφευκτα και πιθανολογικά στοιχεία ενδεχομενικότητας, η αναγκαιότητα των οποίων πρέπει να συνειδητοποιείται, ώστε οι αρχικές υποθέσεις να μετασχηματίζονται ανάλογα στην πορεία θεωρητικής διακρίβωσης και θεμελίωσής τους. Η άρνηση των αντικειμενικών νομοτελειών (αγνωστικισμός*, σκεπτικισμός") οδηγεί στην απόρριψη της επιστημονικής πρόβλεψης. Βλ. επίσης: πρόγνωση, ευρετική, θεωρία. Δ. Πατέλης
πρόβλημα. Ορος που εκφράζει ερώτημα ή ομάδα συναφών ερωτημάτων που ανακύπτουν κατά τη γνωστική διαδικασία και που η απάντηση σ' αυτό ή σ' αυτά έχει ουσιαστικό, από πρακτικής ή θεωρητικής πλευράς, γνωστικό περιεχόμενο. Η γνωστική διαδικασία, η διαδικασία ανάπτυξης της ανθρώπινης γνώσης παρουσιάζει το χαρακτηριστικό της μετάβασης από τη διατύπωση προβλημάτων στην επίλυσή τους και εν συνεχεία στη διατύπωση νέων προβλημάτων και ούτω καθεξής. Η επίλυση των προβλημάτων αυτών είναι δυνατόν να λαμβάνει χώρα στα πλαίσια ενός ήδη υπάρχοντος θεωρητικού πλαισίου ή να σημαίνει τη βελτίωση ή πιθανόν και την πλήρη αντικατάσταση του ήδη υπάρχοντος με ένα νέο. Μέσα στα όρια του νέου αυτού πλαισίου συντελείται η επίλυση των προβλημάτων, των οποίων η επίλυση ήταν, πιθανώς, αδύνατη στα πλαίσια του παλαιού. Τα προβλήματα διαχωρίζονται από τα επονομαζόμενα "ψευδοπροβλήματα", δηλαδή τα ερωτήματα εκείνα των οποίων ο ζωτικός ή εποικοδομητικός χαρακτήρας είναι απών και τα οποία δεν είναι δυνατόν να τεθούν εντός των καλώς προσδιορισμένων ορίων μιας επιστημονικής περιοχής. Ιδιάζουσα μορφή λύσης ενός προβλήματος είναι δυνατόν να αποτελεί η απόδειξη της μη-επιλυσιμότητάς του. Συνήθως, αποδείξεις τέτοιας υφής επιτυγχάνονται σε μεταθεωρητικό επίπεδο, δηλαδή όχι στα πλαίσια της συγκεκριμένης θεωρίας για την οποία αποδεικνύεται ότι δεν είναι επιλύσιμο το πρόβλημα, αλλά στα πλαίσια μιας μεταθεωρίας, όπου και η συγκεκριμένη θεωρία και το συγκεκριμένο πρόβλημα αποτελούν ιδιάζοντα αντικείμενα μελέτης. Παραδείγματα τέτοιων μη-επιλύσιμων προβλημάτων έχουμε αρκετά στην περιοχή των μαθηματικών, ιδιαιτέρως μετά την απόδειξη από τον Κ. Γκέντελ* των θεωρημάτων μη-πληρότητας για τη λογική των
243
προβληματική κατηγορημάτων. Ένα τέτοιο είναι η μεταθεωρητική απόδειξη της μη-αποδειξιμότητας του αξιώματος της επιλογής καθώς και της άρνησής του στα πλαίσια της κατά Ζερμέλο - Φρένκελ θεωρίας των συνόλων. Στα συνήθη πλαίσια των γνωστών σήμερα επιστημονικών περιοχών οι γενικές μέθοδοι και τεχνικές έρευνας που έχουν αναπτυχθεί προκύπτουν συνήθως ως τρόποι επίλυσης προβλημάτων. Στη μεθοδολογία επίλυσης των προβλημάτων ουσιώδη ρόλο παίζει η συστημική προσέγγιση. Πολλές φορές η μέθοδος αυτή οδηγεί με τη σειρά της στην ανάδειξη προβλημάτων των οποίων η επίλυση απαιτεί τη συστημική υπέρβαση, τη μετάβαση δηλαδή σε επίπεδο θεώρησης μετασυστημικού χαρακτήρα. Διον.
Αναπολιτάνος
προβληματική. Ως επίθετο ο όρος σημαίνει την ιδιότητα μιας κρίσεως ή μιας προτάσεως η οποία είναι δυνατόν να είναι αληθής χωρίς αυτός που τη διατυπώνει να το βεβαιώνει ρητά. Επίσης σημαίνει την ύπαρξη αμφιβολιών ή προβλημάτων, όταν ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει πρόσωπα και ιδιότητές τους, καθώς και δεδομένες ή προβλεπόμενες καταστάσεις. Ως ουσιαστικό, ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το σύνολο των όρων και των συνθηκών διατύπωσης ή και επίλυσης προβλημάτων. Διον.
Αναπολιτάνος
προβολή. Διαδικασία η οποία συνίσταται στη μεταφορά, από μέρους του ατόμου, των δικών του υποκειμενικών καταστάσεων, συναισθημάτων ή σκέψεων σε εξωτερικά αντικείμενα ή πρόσωπα. Η μεταφορά αυτή έχει την αφετηρία της στις βαθύτερες εσωτερικευμένες αξίες, ανάγκες και προσανατολισμούς της προσωπικότητας και για τον λόγο αυτό έχει άμεση σχέση με τη δομή της προσωπικότητας. Στην ψυχολογία η προβολή προσεγγίζεται κυρίως ως υποσυνείδητος μηχανισμός άμυνας του εγώ και μελετήθηκε για πρώτη φορά από τον Ζ. Φρόυντ*. Για την ψυχανάλυση η προβολή, ως ένας από τους μηχανισμούς άμυνας, συνδέεται με συναισθήματα και σκέψεις του υποκειμένου, οι οποίες δεν είναι αποδεκτές στο συνειδητό επίπεδο και μέσω της διαδικασίας της προβολής εξωτερικεύονται, μεταφέρονται και προσάπτονται σε κάποιο αντικείμενο, πρόσωπο ή ομάδα. Στην ουσία της η προβολή είναι απόρροια εσωτερικών υποσυνείδητων άλυτων συγκρούσεων ανάμεσα στο "αυτό", στο οποίο συμπυκνώνο-
244
νται οι απωθημένες από τον χώρο της συνείδησης έλξεις, θελήσεις και ανάγκες του υποκειμένου, και στο "υπερεγώ" ως δομικό στοιχείο του ανθρώπινου ψυχισμού, στο οποίο συμπυκνώνονται οι εσωτερικευμένες κοινωνικές επιταγές, οι οποίες λειτουργούν απαγορευτικά για τις έλξεις αυτές. Μέσω της προβολής το άτομο διαμορφώνει τη δική του θεώρηση για το αντικείμενο, το άτομο ή την ομάδα στην οποία προβάλλεται, κατακτώντας έτσι την αίσθηση της ισορροπίας. Παράλληλα εξωτερικεύει τις δικές του υποσυνείδητες θελήσεις και έλξεις, τις οποίες προσάπτει στο αντικείμενο ή το άτομο που προβάλλεται, εκδηλώνοντας με τη διαδικασία αυτή τις εσωτερικές του υποσυνείδητες συγκρούσεις. Με την έννοια αυτή, η προβολή αποκτά σημαντική ψυχοδιαγνωστική και ψυχοδιορθωτική σημασία. Βιβλιογρ.: ΡΓΘΙΚ) 5.. Γ/ιβ βςο 3ηά ΙΛβ σιβςΐΊβηίβπΐΒ ος
άβΙβηοβ. Ν. Υ., ΙηΙθΓη3ΐιοπ3ΐ υπίνθΓ5ΐ1ίβε ρΓθ55 (ελληνική μετάφρ.: Το εγώ και οι μηχανισμοί άμυνας, εκδ. Καστανιώτη.
Αθήνα.
1978.-
Κον
Σ.,
Η
αποκάλυψη
του
Εγώ, Μόσχα, 1978. Ευάγγ.
Μανουράς
πρόγνωση. Η εκ των προτέρων γνώση, ο κατά το δυνατόν προσδιορισμός της κατεύθυνσης, της διάρκειας, της έκβασης, του περιεχόμενου, των σχέσεων κ.λπ. ορισμένου φαινομένου στο μέλλον. Το είδος εκείνο επιστημονικής πρόβλεψης* που αφορά την ειδική διερεύνηση των προοπτικών ανάπτυξης κάποιου φαινομένου. Διατυπώνεται σε πιθανολογικές κρίσεις και επιστημονικά θεμελιωμένες προτάσεις, βάσει της γνώσης των νόμων που διέπουν την αφετηρία ή την εκάστοτε κατάσταση του αντικειμένου, βάσει των τάσεων που διαφαίνονται στο παρελθόν και το παρόν του και βάσει των όρων του περίγυρού του. Η πρόγνωση συνιστά οργανική πλευρά και λειτουργία της επιστημονικής γνώσης*, η οποία προωθεί την ίδια τη "γνωστική διαδικασία"* αλλά και την αποτελεσματικότητα της πρακτικής* παρέμβασης στις διαδικασίες της ανάπτυξης. Συχνά συνδέεται με ποσοτικές εκτιμήσεις και με εκτιμήσεις αναφορικά με τις προθεσμίες αλλαγών του υπό εξέταση φαινομένου (τυπικό παράδειγμα: η μετεωρολογική πρόγνωση). Ιδιαίτερη σημασία για τη δραστηριότητα των ανθρώπων έχουν οι κοινωνικές προγνώσεις, οι οποίες, βάσει των εγνωσμένων κοινωνικών νομοτελειών* - τάσεων και του εκάστοτε επιπέδου της κοινωνικής ανάπτυξης, αναβαθμίζουν την επιστημονική θεμελίωση και την αποτελεσματι-
πρόθεση κότητα της κοινωνικής πρακτικής, της διατήρησης ή του μετασχηματισμού της κοινωνίας (μέσω του προγραμματισμού, της σχεδιοποίησης, της διοίκησης*, της κοινωνικής επανάστασης* κ.λπ.). Η κοινωνική πρόγνωση συνιστά ένα από τα πλέον περίπλοκα προβλήματα της επιστήμης. Εδώ η πρόγνωση πραγματοποιείται ως διάκριση της πλέον πιθανής προοπτικής από το εκάστοτε φάσμα εναλλακτικών δυνατοτήτων που αναδεικνύει νομοτελειακά η ιστορική συγκυρία. Η άγνοια αυτής της ιδιαιτερότητας της κοινωνικής πρόγνωσης οδηγεί σε αντιεπιστημονικές πλάνες (π.χ. η επαγγελία περί δημιουργίας της υλικοτεχνικής βάσης του κομμουνισμού από την ηγεσία της πρώην ΕΣΣΔ εντός 20ετίας το 1961, είτε η αναγγελία του "τέλους της ιστορίας" το 1989 μετά τη νίκη των αστικών αντεπαναστάσεων από τον Φουκουγιάμα'). Δ. Πατέλης
Πρόδικος ο Κείος (Κέα, περ. 470/460 π.Χ. - ;). Σοφιστής και ρήτορας. Εκπροσωπώντας το δημόσιο συμφέρον της ιδιαίτερης πατρίδας του Ιουλίδας της Κέας, επισκέφθηκε επανειλημμένα την Αθήνα και κατά τα διαστήματα της παραμονής του σ' αυτήν έκανε ομιλίες σε δημόσιες εκδηλώσεις και μαθήματα σε ιδιωτικούς κύκλους. Θα πρέπει να είχε γίνει αρκετά γνωστός στον αθηναϊκό λαό, ώστε ο Αριστοφάνης να τον διακωμωδεί σε έργα του που παίχτηκαν μετξαύ του 423 και του 414. Οτι ο Πρόδικος θανατώθηκε από τους Αθηναίους, όπως ο Σωκράτης", αποτελεί βέβαια μύθευμα. Φαίνεται ότι τον Πρόδικο τον είχε απασχολήσει ιδιαίτερα το πρόβλημα της δομής του λόγου και κυρίως της ορθής χρήσης των λέξεων, γι' αυτό και τον εκτιμούσαν για "την επί τοις ονόμασιν ακριβολογίαν". Ως ρήτορας και δάσκαλος της ρητορικής άσκησε μεγάλη επίδραση, η οποία εξηγείται από την ευκολία που πρόσφεραν οι συντηρητικές γλωσσικές θέσεις του. Από τα έργα του πολύ γνωστό ήταν το βιβλίο του Ωραι, που έδειχνε τον Ηρακλή έφηβο στο σταυροδρόμι ανάμεσα στην αρετή και στην κακία. Περίληψη αυτού του βιβλίου έχει διασώσει ο Ξενοφών" (Απομνημονεύματα 2,1,21 επ.). Και τα υπόλοιπα έργα του είναι γνωστά μόνο από μαρτυρίες μεταγενέστερων συγγραφέων, από τους οποίους αρχαιότεροι είναι ο Ξενοφών και ο Πλάτων", που ενδέχεται να τον είχαν γνωρίσει και προσωπικά. Βιβλιογρ.: Ρ. Πθ53ϋ. (1972).
Ε. Ν. Ρούσσος
ΙΠΙΟΓΠΟ
3
Ρτοάιοο
<16
Οβο. "Ι_οβο$" 3
προεκβολή. Η επέκταση (προέκταση) των συμπερασμάτων που αφορούν ένα μέρος του γνωστικού αντικειμένου σε άλλο τμήμα του, στο σύνολο του αντικειμένου, σε άλλα αντικείμενα, στο μέλλον κ.λπ. Στα μαθηματικά και στη στατιστική πραγματοποιείται με καθορισμένους τύπους (π.χ. η πρόβλεψη της εξέλιξης δημογραφικών φαινομένων βάσει των τάσεων του παρελθόντος και του παρόντος). Στην κοινωνιολογία προβάλλει ως επέκταση της . ισχύος δεδομένων ορισμένου δείγματος σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες κ.λπ. Η προεκβολή συνιστά σημαντικό τρόπο ανάπτυξης της εκάστοτε κεκτημένης γνώσης μέσω της επέκτασης της σε άγνωστα πεδία της πραγματικότητας και του περαιτέρω μετασχηματισμού αυτής της γνώσης, εφ' όσον διακριβωθούν τα όρια ισχύος (εφαρμοσιμότητάς) της. Οι προεκβολές (ιδιαίτερα στην εμπειρική βαθμίδα της γνώσης) αισθητηριακά άμεσων και επιμέρους γνώσεων οδηγούν σε νομοτελειακές πλάνες*. Δ. Πατέλης
πρόθεση, Σχολαστικών. Με τον όρο γίνεται αναφορά σε μια αυστηρά συγκεκριμένη κίνηση της ανθρώπινης βούλησης*, η οποία τείνει προς την πραγμάτωση του τέλους της, του προσήκοντος προς την υφή της σκοπού. Πρόκειται για μια οιονεί οριοθετημένη διάθεση, που σε κάθε περίπτωση εκδήλωσής της καθιστά προφανές ότι αντανακλά μια ενεργό κατάσταση της βούλησης. Μια τέτοια συνειδητοποίηση του "τέλους" είναι σαφώς αναγκαία για μια έλλογη δόμηση της συμπεριφοράς, διότι είναι δυνατόν η ανθρώπινη κίνηση να τείνει και προς σκοπούς ασαφείς ή ακόμη και χαώδεις. Η κάθε έκφανση της πρόθεσης παρουσιάζεται να έχει συλλάβει τη θέση που κατέχει μέσα στην όλη δομή της δραστηριοποιημένης βούλησης και έτσι εντοπίζει ποιον προσδιοριστικό ρόλο διαδραματίζει. Μέσα σ' ένα τέτοιο πλαίσιο αυτοοργάνωσης είναι δυνατή και η επιλογή των κατάλληλων μέσων για την πραγμάτωση του σκοπού. Αυτή η επιλογή προϋποθέτει και μια έλλογη απελευθέρωση των παραγόντων που συνδέονται μαζί της. Πρόκειται για μια αναγκαία ρήτρα, διότι η ποιότητα της ανθρώπινης ενέργειας εξαρτάται από την πρόθεση που τη διευθύνει. Και αυτού του είδους η πρόθεση δεν αποκαλύπτεται παρά μόνο στο πλαίσιο της βούλησης εκείνης που είναι απεγκλωβισμένη από τις άλογες δυνάμεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Εάν ισχύουν αυτοί οι όροι, τότε τίθε-
245
προθετικότητα ται νόμιμα το ζήτημα της ηθικής ποιότητας της πρόθεσης, το οποίο αναμφιβόλως συνάπτεται με τον έλλογο αυτοπροσδιορισμό της. Η όλη αυτή ατμόσφαιρα εισάγει την έννοια της ηθκής γνώσης, δηλαδή της συνειδητοποίησης των κριτηρίων που καθιστούν αξιόπιστα και ουσιώδη τα ηθικά ενεργήματα. Το ήθος, ωστόσο, της πρόθεσης δεν οδηγείται στην πληρότητά του μόνο με μια συνειδητή βούληση. Είναι απαραίτητο να συνάπτεται και με μια βούληση αγαθή. Εδώ γίνεται αναφορά στη βούληση εκείνη που ενεργεί με σεβασμό απέναντι στον ηθικό νόμο και που βρίσκεται σε, άμεση ή έμμεση, σύνδεση με το χριστιανικό δόγμα. Απο το σημείο αυτό και ύστερα δεν αντιμετωπίζουμε απλά με σεβασμό ό,τι ορίζει η ηθική καθηκοντολογία, αλλά προσεγγίζουμε με αγάπη. Έτσι, η πρόθεση μεταφέρεται από μια γενικού χαρακτήρα τήρηση των ηθικών κανόνων σε μια βαθύτατη εσωτερική επικοινωνία με τις αξίες και σε μια προσωπική αναφορά προς τα πρότυπα ζωής που ευαγγελίζονται. Χρ. Τερέζης
προθετικότητα, βλ. αναφορικότητα προθετικότητα, Σχολαστικών. Με τον όρο γίνεται αναφορά στην κίνηση της συνείδησης να κατακτήσει, στο μέτρο του δυνατού, την αλήθεια" για τον κόσμο. Πρόκειται για μια έλλογη προσπάθεια για βαθύτερη κατανόηση του υπαρκτού, μέσω της απόδοσης στα στοιχεία και στα φαινόμενά του συγκεκριμένων νοημάτων. Τα νοήματα αυτά. ως σχήματα και μορφές της σκέψης, δεν αποτελούν αυθαίρετες προτάσεις του νοουντος υποκειμένου, αλλά είναι αυθεντικά προιοντα μιας συνείδησης κατά την προσπάθειά της να γεφυρώσει τα όποια χάσματα υπάρχουν ανάμεσα στην ίδια και στον κόσμο των αντικειμένων. Εδώ βρισκόμαστε απέναντι στο γνήσιο ενδιαφερον του επιστημονικού πνεύματος να συμπεριλάβει θεωρητικά στην περιοχή του υπό την μορφή εννοιακών υποκαταστάτων ή κατηγοριών" τα αισθητα φαινόμενα. Η συμπερίληψη αυτή επιχειρείται να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην προκύπτουν αντιφάσεις ανάμεσα στα σημαίνοντα και στα σημαινόμενα. Στο γνωσιοθεωρητικό αυτο πλαίσιο διαμορφώνεται, έξω από το αντικειμενικό δεδομένο της υλικής πραγματικότητας, και μια πνευματική. Η υλική αποτελεί το 3 ρτίοπ" υπάρχον. Η πνευματική το 3 ροδίθποπ' αναδομούν. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι
246
ανάμεσα στις δύο αυτές πραγματικότητες υπάρχει μια αλληλοσυμπλήρωση. Τούτο φυσικά δεν σημαίνει ότι ο υλικός κόσμος διαμορφώνεται και λειτουργεί σύμφωνα με την ανθρώπινη σκέψη. Δηλώνει όμως σαφέστατα ότι ο κόσμος αυτός δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο έρευνας και αξιοποίησης από τον άνθρωπο, εάν δεν καταστεί, σ' ένα άλλο επίπεδο, συνεκτικό σύστημα εννοιών. Υπό τους όρους αυτούς, η ανθρώπινη λογική αναζητά να καταθέσει κατά τη γνωστική διαδικασία* τα προνόμια, το βαθμό ευθύνης και τις δυνατότητές της. Έτσι, συλλαμβάνει τον εαυτό της ως αυθεντική δημιουργική πραγματικότητα. Εάν η εμπρόθετη αυτή αναφορά της συνείδησης αναχθεί στο θεολογικό επίπεδο, τότε στοχεύει να συλλάβει με νοητικούς όρους, που δεν θα προσβάλλουν όμως το μυστήριο της πίστης, το σύνολο των θείων αποκαλύψεων και την οντολογική υποδομή που τις κατέστησε δυνατές. Εδώ επιχειρείται ένας συντονισμός της νόησης" με τον βιωματικό χαρακτήρα της πίστης", μ" έναν τρόπο που να διασώζει και των δύο την αρμοδιότητα. Χωρίς αμφιβολία, ένα τέτοιο εγχείρημα αποτελεί τη βάση για μια έλλογη συγκρότηση της θεολογικής Μεταφυσικής", η οποία υπό την οπτική αυτή μπορεί να προσλάβει και έναν επιστημολογικό χαρακτήρα. Χρ. Τερεζης
προκαθορισμένη αρμονία, βλ. Λάιμπνιτς προκαθορισμός. Εννοια με την οποία δηλώνουμε τον καθορισμό ενός γεγονότος ή μιας πράξεως από αιτίες ή λόγους προγενέστερους. Στη θεολογική σκέψη ο προκαθορισμός έχει αρκετα κοινά στοιχεία με τον προορισμό*. Δηλαδή, η ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου καθορίζεται εκ των προτέρων από τη θεία βούληση και συνεπώς καθορίζεται έτσι και η αιώνια σωτηρία ή καταδίκη του. Αυτός ο θεολογικός προκαθορισμός έρχεται σε φανερή αντίθεση με τη διδασκαλία της ελεύθερης βούλησης" του ανθρώπου αλλά και το ζήτημα της ευθύνης" που έχει ο άνθρωπος για τα σφάλματά του. Το ζήτημα του προκαθορισμού υπήρξε αιτία για πολλές διαμάχες και στις τρεις μεγάλες θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό", τον Ισλαμισμό" και τον Χριστιανισμό". Ο ι. Αυγουστίνος", για παραδειγμα. στη μάχη με τον πελαγιανισμό αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η ευλογία δεν μπορεί να έρχεται σαν ανταμοιβή και καθορίζεται μόνο από την ελεύθερη βούληση του Θεού.
Πρόκλος ο Λύκιος 485). Νεοπλατωνικός* φιλόσοφος και μαθηματικός. Ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους του εθνισμού που κατέρρεε. Διακρίθηκε για τη συγκροτημένη του σκέψη, την πολυμάθεια, τη διαλεκτική του ικανότητα και τη μεγάλη διδακτική και συγγραφική του δράση. Την εισαγωγή του στην αριστοτελική φιλοσοφία την οφείλει στον δάσκαλό του Ολυμπιόδωρο*, στην Αλεξάνδρεια, ενώ την πλατωνική φιλοσοφία τη διδάχθηκε στην Αθήνα από τον μαθητή του Αθηναίου Πλουτάρχου", τον Συριανό*, τον οποίο και διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Πλατωνικής Ακαδημίας· γι' αυτό και επωνομάσθηκε "Διάδοχος". Βιογραφία του έγραψε ο μαθητής του Μαρίνος*, ο οποίος με τη σειρά του τον διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Σχολής. Ο Πρόκλος όμως στην Αθήνα δέχθηκε και την επίδραση των πυθαγορείων δοξασιών, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να θεωρεί τον εαυτό του μετενσάρκωση του νεοπυθαγόρειου Νικομάχου. Επίσης επηρεάστηκε από τις θρησκευτικές παραδόσεις και τον μυστικισμό της Ανατολής και προσπάθησε να περιλάβει στις φιλοσοφικές του θεωρίες όλες τις τότε γνωστές Αθαν Κοκολογος πολυθεικές θρησκείες, τον Ορφισμό* κ.λπ. Αγωνίστηκε με σταθερότητα και συνέπεια να προκατάληψη, βλ. στάσεις και προκαταλήψεις ανορθώσει και να αναζωογονήσει την αρχαία θρησκεία, επαναφέροντας τα θρησκευτικά προκείμενες κρίσεις. Στον απλό κατηγορικό έθιμα που είχαν από καιρό εγκαταλειφθεί. Χασυλλογισμό* υπάρχουν τρεις κρίσεις· απ' ρακτηριστικό της προσπάθειας αυτής είναι η αυτές οι δύο είναι, ή θεωρούνται, γνωστές και σύνθεση έξη Υμνων, αφιερωμένων στις ειδωπροτάσσονται, ώστε σύμφωνα με τους κανόλολατρικές θεότητες: Ηλιος, Αφροδίτη, Μούνες συλλογισμού να προκύψει η τρίτη ως συσες, Ιανός, Αθηνά, που περιλαμβάνουν ο καθέμπέρασμα. Αυτές οι δυο πρώτες (που λέγονταν και "λήμματα" από τον Αριστοτέλη*, Τοπι- νας τους εγκώμιο της θεότητας που υμνείται και μια προσευχή, στην οποία ο ποιητής ζητάει κά Θ. 1., 156 α 21, και τους Στωικούς", όπως από τη θεότητα να τον βοηθήσει να είναι αμαθαίνουμε από τον Σέξτο Εμπειρικό", Πυρρώνειοι Υποτυπώσεις Β 135), ονομάζονται "κρί- παλλαγμένος από τα σφάλματα και από τα πάθη, σε τρόπο ώστε να γίνει δεκτός στη "θεσεις προκείμενες". Παράδειγμα: Σε ισοσκελές ωρία" του θείου. Ο προσανατολισμός του όμως τρίγωνο η διχοτόμος της γωνίας της κορυφής είχε ως φυσικό επόμενο να τον φέρει σε αντιτέμνει τη βάση σε δύο ίσα τμήματα. Στο τρίγωπαράθεση προς τους χριστιανούς. Εναντίον νο Α Β Γ η Α Δ είναι διχοτόμος της γωνίας Α. τους μάλιστα έγραψε και Επιχειρήματα ιη' Αρα, Δ Β = Δ Γ. κατά χριστιανών. Αποτέλεσμα όμως αυτών Οι δυο προκείμενες έχουν (δηλαδή επιλέγοήταν να αναγκασθεί για κάποιο διάστημα να νται από τον δημιουργό του συλλογισμού να φύγει στη Μ. Ασία. έχουν) μια εσωτερική λογική σχέση: η δεύτερη προκείμενη δηλώνει μία περίπτωση που εντάσΜε τον όγκο των φιλοσοφικών και θρησκευτισεται στο πλάτος της πρώτης. Αυτή η σχέση κών θεωριών, που είχε συγκεντρώσει, ο Πρόεκφράζεται με τον "μέσον όρο" και επιτρέπει κλος απέβλεπε στο να πλάσει ένα δικο του ετη λογική εξαγωγή συμπεράσματος. νιαίο και μεθοδικά επεξεργασμένο φιλοσοφικό Φ. Κ. Βωρος σύστημα. Ο γενικότερος νόμος που διέπει το σύστημα αυτό είναι οι νόμοι της τριαδικής ανάπτυξης. Ο Πρόκλος διδάσκει ότι το παράγωΠρόκλος ο Λύκιος (Κων/πολη, 410 - Αθήνα, ενώ ο Λούθηρος* και ο Καλβίνος* προχώρησαν στην πιο ακραία λύση του απόλυτου προκαθορισμού ή προορισμού. Πολλές φορές η έννοια του προκαθορισμού ταυτίζεται με αυτήν του πεπρωμένου, ενώ στη φιλοσοφία παίρνει τη μορφή μιας αναγκαίας και αυστηρής αιτιοκρατίας. Σύμφωνα μ' αυτή την άποψη, υπάρχει στον κόσμο μια αυστηρή παγκόσμια τάξη που διέπει τα φαινόμενα και τις ανθρώπινες πράξεις ανεξάρτητα από την ανθρώπινη επιθυμία και βούληση. Πολλές φορές αυτή η παγκόσμια τάξη είναι μια ηθική τάξη ή στην επιστήμη μια λογική τάξη. Αυτή αποτελεί έναν κοσμικό προκαθορισμό, μια εκ των προτέρων καθορισμένη πορεία του κόσμου προς έναν ορισμένο στόχο, ανεπηρέαστη από την ανθρώπινη βούληση και επιθυμία. Αυτή η τάξη εκφράζεται με τους καθολικούς νόμους της φύσεως, που σύμφωνα με τον Σπινόζα', για παράδειγμα, αποτελούν αποφάσεις του Θεού που πηγάζουν από την ανάγκη και από την τελειότητα της φύσης Του. Ετσι χαρακτηριστικά της είναι η αναγκαιότητα* και η αυστηρότητά της ως προς την εκπλήρωση του στόχου της.
247
Προκόπιος ο Γαζαίος γο είναι όμοιο προς το παράγον, διότι το παράγον μεταδίδει τον εαυτό του στο παραγόμενο. Συγχρόνως όμως είναι και διαφορετικό, όπως το διαιρεμένο από το ενιαίο, το παράγωγο από το αρχικό. Το παράγωγο κατά την πρώτη σχέση (ομοιότητα) παραμένει στο παράγον, κατά τη δεύτερη (ανομοιότητα) βγαίνει έξω από αυτό. Επειδή όμως το παραγόμενο εξαρτάται από το παράγον και είναι συγγενικό προς αυτό, στρέφεται προς εκείνο, παρά τον χωρισμό, και ζητάει, σε χαμηλότερη βαθμίδα, να το μιμηθεί και να ενωθεί μαζί του. Η παραμονή του παραγόμενου στο παράγον, η έξοδος του από αυτό και η επάνοδος σ' αυτό (μονάς, πρόοδος, επιστροφή) είναι τα τρία κίνητρα από την εξακολουθητική επανάληψη των οποίων αναπτύσσεται το σύνολο των όντων από την πρώτη αρχή, η οποία φυσικά είναι το πρώτο ον, που βρίσκεται απόλυτα υψωμένο επάνω από κάθε ον και γνώση, ψηλότερα από το Εν, αιτία, χωρίς να είναι αιτία, ούτε κάτι που είναι ούτε που δεν είναι κάτι. Από το πρώτο ον ("αυτοέν") προέρχονται οι "αυτοτελείς ενάδες", τις οποίες ο Πρόκλος ονομάζει θεότητες, και αποτελούν τον ενιαίο υπερούσιο αριθμό. Ακολουθεί η διαίρεση σε τρεις σφαίρες 1) το νοητό (ον), 2) το νοητόνοερό (ζωή) και 3) το νοερό (νόηση). Με τον προχωρητικό, τριαδικό αυτό διαμερισμό ο Πρόκλος διαμορφώνει το σύστημά του. Η ψυχή περιέχει τρεις τάξεις από μερικές ψυχές: θεϊκή, δαιμονική και ανθρώπινη. Με τη διαδικασία αυτή, που εφαρμόζεται διαλεκτικά, κατορθώνει ο Πρόκλος να περιλάβει στο σύστημά του τους θεούς (ηγεμονικούς, ανεξάρτητους από τον κόσμο, εγκόσμιους, θεούς των άστρων και των στοιχείων), αγγέλους, δαίμονες, ήρωες και ψυχές, που για κάποιο διάστημα μπαίνουν σε υλικά σώματα (ατομικές ψυχές) καθώς επίσης και τα άψυχα σώματα στην κατώτερη βαθμίδα. Ενώ η ηθική του καταλήγει στην απαίτηση, με μέσο τις αρετές, για μια βαθμιαία ανύψωση στον αόρατο κόσμο, που για τέρμα της έχει τη μυστική ένωση με την θεότητα.
Η φιλοσοφία του Πρόκλου άσκησε τεράστια επίδραση στη φιλοσοφία του Μεσαίωνα, σε Ανατολή και Δύση, καθώς και στη διαμόρφωση της φιλοσοφικής σκέψης της Αναγεννήσεως στην Ευρώπη. Τεράστιο σε έκταση είναι και το συγγραφικό του έργο. Με τα σχόλιά του σε πλήθος διαλόγων του Πλάτωνα*, όπου διαπιστώνεται παρατηρητικότητα, σύνεση και
248
βάθος, ανέπτυξε το φιλοσοφικό σύστημα του Πλάτωνα. Εγραψε σχόλια επίσης στις Εννεάδες' του Πλωτίνου* και στα Έργα και Ημέραι του Ησιόδου", ενώ το έργο του Στοιχείωσις φυσική στηρίζεται στα Φυσικά του Αριστοτέλη*. Επίσης: Πραγματεία καθαρτική των δογμάτων του Πλάτωνος, Εις Πλάτωνος θεολογία ν, Περί της προνοίας και της ειμαρμένης και του εφ' ημίν, Περί των παρ' Ομήρω θεών κ.λπ. Αλλά και μαθηματικές πραγματείες, όπως: Εις πρώτην Ευκλείδου στοιχείων βίβλον, Εξήγησις εις το πρώτον της Νικομάχου αριθμητικής εισαγωγής, καθώς και αστρονομικά έργα: Υποτύπωσις των αστρονομικών υποθέσεων, Οβ βεΐίρείΰυε, Σφαίρα κ.ά. Βιβλιογρ.: ΑΙΙθηϋυίς Μ.. Οίβ ΜβΙίιοάθ όθΓ ΗγροΙήβείε όβί
ΡΙβΙοπ. Αηείοίθίβε υηά ΡίοΜυ5 (1905).- ΗβΓίΓΠβηη Ν., Οθ5 ΡηΜυε Οίβάοείιυε ΡΝΙοεορηίεείιβ ΑπίΒηρερωπάθ άβί ΜθΙθπιβΜ ΡήίΙοε. ΑίΰβίΙβη (1909).- Ηο$3η I . ϋ.. Τίιβ ΡηίΙοεορήγ οί ΡίοεΙυε (1949).- ΒβυΙΙθΓ Β.. ΡίοΜοε άβ< ΝβορΙβΙοηϊΗθΓ (1957). - ΒΘΙΘΠ«3ΙΙΘ3 VI/.. ΡίοΜοε. βηιηάζυρβ εβϊηβΓ ΜβΙβρΙιγεϊΚ (1965). Απ. Τζαφερόπουλος
Προκόπιος ο Γαζαίος (Γάζα Παλαιστίνης, 465529). Ελληνας ρήτορας και θεολόγος. Ερμηνευτής της Παλαιάς Διαθήκης. Η ερμηνεία του γίνεται με κριτήρια καθαρά ορθολογιστικά και πνευματικά. Στο υπόμνημά του Εις τον προφήτην Ησαίαν, αναφερόμενος στην έκσταση αυτού, λέει ότι ο προφήτης κατά την ώρα της έκστασης δέχεται την επίσκεψη του θεϊκού πνεύματος, χωρίς όμως να παύει να είναι ένα έλλογο και σκεπτόμενο υποκείμενο, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ένα ανθρώπινο ον, το οποίο εγγίζει την τελειότητα. Σε ένα άλλο υπόμνημά του, στο Εις την Γένεσιν, ανασκευάζει τη διδασκαλία τη σχετική με την αιωνιότητα του κόσμου. Αν, λέει, η ύλη* είναι αιώνια, είναι και αναλλοίωτη. Διότι αν υποστεί αλλοίωση, αυτή θα αφορά μόνο στην αιωνιότητα, πράγμα που εξ ορισμού είναι αδύνατο. Η ύλη δεν έχει ποιότητα, ποσότητα και μορφή και δεν είναι δυνατόν να υποστεί μεταβολές σε ανύπαρκτες ιδιότητες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψή του η σχετική με τις ιδιότητες του Θεού": ο Θεός, λέει, πρέπει να ονομάζεται πατέρας μάλλον του κόσμου παρά δημιουργός του, διότι μοιάζει με τον ήλιο που γεννάει την αυγή και όχι με τον κατασκευαστή πόλεως. Βιβλιογρ.: ΑΙγ ΥΥ.. ΡΓοΚορϊοε νοη Οβζβ (1957).- 0Γ3Θ$ΘΙ<Θ ϋ „ ΡωΙίορ νοη ββζβ ν/ίάβάθςυηο άβε ΡηΜοε (1897).3ΙϊςΐΓΠ3γΓ ϋ.. Οίε δίΓβιίεεηηΙΙ άβε ΡηΚορε νοη 03Ζ3 ρβρβη άθη ηβορΙβΙοηίΙίθΓ ΡίοΜοε (1899).- νΥββΙθππς ί . . ΡΙοεΙυε. Ρίοεορίυε. ΡεβΙΙυε (1942).- Ρ ο ύ σ σ ο ς Δ.. Τρεις Γαζαίοι
πρόοδος (1893).-Τατάκης Β. Ν.. Η βυζαντινή φιλοσοφία, οελ. 5153.
Απ. Τζ.
Προλεγόμενα. Δοκίμιο γραμμένο σε πρώιμο στάδιο ή ως πρώτη προσέγγιση με σκοπό να συνδράμει με την εισαγωγική μορφή του στην περαιτέρω διεξοδική ανάπτυξη μιας επιστήμης, μιας θεωρίας, ενός συστήματος ιδεών. Περίοπτη θέση σ' αυτό το είδος δοκιμίου κατέχει το έργο του ΙπίΓηβηυβΙ ΚβηΓ Προλεγόμενα για κάθε μελλοντική μεταφυσική (ΡΓοΙβςοΓηβη3 ζυ ΒΐΗΘΓ )βάβη ΚύηΚίςβη Μβ&ρΙιγείΚ, άίθ 3ΐ3 ίιί88βη50ή3ίΙ ννίιά βυί (ΓβΙβη Κόπηβη", που αποτελούσε περίληψη ουσιαστικά της Κριτικής του Καθαρού Λόγου"), γραμμένο το 1783. Γνωστά επίσης τα Προλεγόμενα στην ηθική του ΟΓΘΘΠ* (1883). Νικ. Οικονομίδης
προλεταριάτο, βλ. εργατική τάξη πρόληψη. Θεμελιώδης όρος των Στωικών* και των Επικούρειων", που δηλώνει την "έννοια φυσική των καθόλου", δηλαδή την έννοια του γενικού που σχηματίζεται ύστερα από μια σειρά μερικών αντιλήψεων. Ο Επίκουρος", συγκεκριμένα, χαρακτήριζε ως πρόληψη την προκαταβολική γνώση του αντικειμένου μέσα στο πνεύμα, βάσει της οποίας προχωρούμε σε αναζητήσεις. Στον Φ. Μπέικον" οι "προλήψεις", ή αλλιώς "προλήψεις της φύσης", είναι οι βιαστικές γενικεύσεις που κάνουμε, στηριζόμενοι σ' έναν μικρό αριθμό γεγονότων, για τις οποίες μάλιστα δεν χωρεί σχεδόν καμία αμφιβολία. Ο Λάιμπνιτς" ερμήνευσε την πρόληψη με τη σημασία των λογικών ιδεών, ενώ οι "προλήψεις των εντυπώσεων" του Καντ* συνιστούν το απριορικό περιεχόμενο των υλικών και εμπειρικών φαινομένων, δηλαδή τον βαθμό του πραγματικού στα φαινόμενα (ΓββΙίΙβδ ρήβθηοιτίθηοη). Στην ψυχολογία" ο όρος σημαίνει την αναμονή από τον οργανισμό μιας ορισμένης κατάστασης και στη Λογική* την αναπόδεικτη πρόταση. Τέλος, η έννοια της πρόληψης χρησιμοποιείται καθημερινά ως η ικανότητα να προλαμβάνονται, με τη μια ή την άλλη μορφή, τα διάφορα γεγονότα και οι καταστάσεις. Ευτυχία Ξυδιά
Πρόνοια. Η θεία ενέργεια που συντηρεί και κατευθύνει τον κόσμο προς τον τελικό του σκοπό, που είναι η σωτηρία και η ευδαιμονία
του ανθρώπου* και η δόξα του Θεού*. Η πρόνοια του Θεού για τον κόσμο και τον άνθρωπο, ως ένα θεϊκό σχέδιο σωτηρίας του, είναι άμεσα συνδεδεμένη με το ζήτημα της θεοδικίας*, δηλαδή της υπεράσπισης του Θεού έναντι των επιχειρημάτων που εγείρονται από την ύπαρξη του κακού στον κόσμο. Στη σωκρατική διδασκαλία αποτελεί το έσχατο στάδιο στο οποίο πρέπει να έχει εμπιστοσύνη ο άνθρωπος, όταν δεν μπορεί να τον βοηθήσει η νόησή του στην εξήγηση των φαινομένων του κόσμου. Οι Στωικοί* την θεωρούν ως απάντηση στο ζήτημα της ύπαρξης του κακού στον κόσμο εγκαινιάζοντας το ζήτημα της θεοδικίας και επιδρώντας σημαντικά στην επιχειρηματολογία πολλών μετέπειτα στοχαστών. Στη συνέχεια, κάθε στοχαστής που ασχολείται με παρόμοια ζητήματα θεωρεί την θεϊκή πρόνοια ως το μέσον που βοηθά τον άνθρωπο να κατανοήσει και να ερμηνεύσει εκείνα τα φαινόμενα που, φαινομενικά τουλάχιστον, δεν συμβιβάζονται με την αγαθότητα και την παντοδυναμία του Θεού. Σημαντικές είναι οι αναλύσεις του Ιερού Αυγουστίνου* ή του ΒοβδυβΓ, αποκορύφωμα όμως της σχετικής διδασκαλίας αποτελεί η διαπραγμάτευση του ζητήματος από τον (3. \Λ/. Ιβίβπϊζ" στο περίφημο έργο του Θεοδικία'. Αθαν.
Κοκολόγος
Πρόξενος ο Βοιώτιος (πέθ. 401 π.Χ.). Μαθητής του σοφιστή Γοργία*, φίλος του Ξενοφώντα" του Αθηναίου και του Κύρου του νεότερου, τους οποίους ακολούθησε στην εκστρατεία κατά του Αρταξέρξη και αποκεφαλίστηκε από τον Τισσαφέρνη μαζί με τους άλλους έλληνες στρατηγούς. Από τις δύο εντελώς αντίθετες θεωρίες περί φυσικού δικαίου, που είχαν αναπτυχθεί στους κύκλους της σχολής του δασκάλου του Γοργία, απορρίπτει εκείνην που πρεσβεύει την ανενδοίαστη βούληση για επικράτηση, τη βασιζόμενη στο δίκαιο του ισχυροτέρου και υποστηριζόμενη από τον συμμαθητή του Μένωνα. Αυτός ασπάζεται την άποψη ότι είναι θεμιτή η απόκτηση δύναμης και τιμής με δίκαια όμως μέσα και μεθόδους (Ξενοφ. Κύρ. Ανάβ., βιβλ. I και II). Απ. Τζ.
πρόοδος. Η βαθμιαία ανάπτυξη της κοινωνίας, το πέρασμα από κατώτερες και λιγότερο τέλειες μορφές σε ανώτερες και τελειότερες. Η ιδέα της προόδου, δηλαδή της συνεχούς βελ-
249
προοδευτισμός τίωσης του κόσμου ή τουλάχιστον των συνεχών αλλαγών που γίνονται προς μια ορισμένη κατεύθυνση, μπορεί να εντοπιστεί στην Αρχαιότητα. Έτσι η ιστορία" εκλαμβάνεται ως κυκλική επανάληψη των ιδίων σταδίων, ενώ στον Χριστιανισμό" ως μία διαδικασία που ωθείται προς μία ορισμένη κατεύθυνση, προς έναν στόχο που είναι προκαθορισμένος. Με το κίνημα του Διαφωτισμού* η έννοια της προόδου μεταφέρεται από τον χώρο των φυσικών επιστημών στις κοινωνικές σχέσεις. Πρόοδος είναι η μεταβολή της κοινωνικής διάρθρωσης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του λογικού και την τάση του ανθρώπου για την ευτυχία και την τελειότητα. Αιτία και κριτήριο της προόδου είναι η εξέλιξη της λογικής δύναμης του ανθρώπου. Για τον Χέγκελ" η ιστορική πρόοδος είναι αυτοανάπτυξη του παγκοσμίου πνεύματος, ενώ η ανάπτυξη της κοινωνίας θεωρείται ως πρόοδος στη γνώση της ελευθερίας. Στον 19ο αιώνα θ' αναπτυχθεί και η θεωρία του κοινωνικού δαρβινισμού (η πρόοδος πηγάζει από την πάλη για τη ζωή και είναι η επιβίωση των πιο προσαρμοσμένων ατόμων και πολιτισμών). Αθαν
Κοκολογος
προοδευτισμός (ρΓοςΓΘδδίδπιυδ). Παλαιό φιλοσοφικό ρεύμα, απότοκο του διαφωτισμού". Γεννήθηκε τον 18ο αιώνα, παράλληλα με τις αλλαγές που ολοκληρώνονταν σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Η άκρατη πίστη ότι το παρελθόν είναι ξεπερασμένο, ολέθριο και άξιο καταδίκης, οδήγησε στην αισιόδοξη πεποίθηση ότι η "πρόοδος" θα τα σβήσει όλα. Σε αντίθεση με τους οπαδούς της παραδοσιαρχίας", οι εκφραστές του προοδευτιομού είδαν στο παρελθόν μονάχα το "σκότος" και στον ορθολογισμό" τον παντοδύναμο κριτή που θα καταργούσε τους μύθους, τις δοξασίες και τα είδωλα της παλιάς κοινωνίας. Σφραγίδα στον αιώνα των Φώτων ύπηρξε το έργο του Κοντορσέ" Σχέδιο ενός ιστορικού πίνακα των προόδων του ανθρώπινου πνεύματος (Ε$ςυΐ55θ ά' υπ Ϊ3όΙβ3υ Ηίδίοπςυβ ΰθ5 Ρτοςτόδ όβ Γ Εερπί Ηυηιβίη, 1795). Το έργο αυτό, προϊόν ανεπιφύλακτης πίστης στη θετική τροχιά του ανθρώπινου μέλλοντος, απετέλεσε συνδετικό κρίκο μεταξύ διαφωτισμού" και θετικισμού* και επηρέασε τα οράματα του Σαιν-Σιμόν" και την προσπάθεια του Α. Κοντ' να θεμελιώσει τον νόμο των σταδίων της προοδου της ανθρωπότητας. Στην κοινωνιολογία, ο προοδευτισμός εκδηλώθηκε ως ιδιαίτερο κλίμα στις ΗΠΑ στα τέλη του
250
19ου αιώνα από στοχαστές όπως οι Λ. Ουώρντ*, Α. Σμωλ, Φράγκλιν Γκίντινγκς* κ.ά., που σπάνια αμφισβήτησαν την πίστη για τη συνεχή πρόοδο της ανθρώπινης κοινωνίας. Βιβλιογρ.: Παν. Κανελλόπουλος. Ιστορία του Ευρωπαϊ-
κού Πνεύματος,
τ. 7ος. εκδ. Δ. Γιαλλέλη. Αθήνα. 1976-
Ν. Τίιτΐ35ΐΊθΙΙ & Ο. ΤΙίθοόΟΓδΟΠ. Ιστορία
κοινωνιολογικών
θεωριών, μτφρ. Δ. Γ. Τσαούσης, εκδ. ΟυΙβπόθΓς. Αθήνα. 1980. Θαν. Α.
Βασιλείου
προορισμός. Εννοια προερχόμενη κυρίως από τη διδασκαλία της Καλβινικής εκκλησίας και του Καλβίνου*, που αναφέρεται στην εκ των προτέρων καταδίκη ή σωτηρία του ανθρώπου* από τον Θεό*. Πιο συγκεκριμένα ο προορισμός μπορεί να διακριθεί στον απόλυτο και τον σχετικό. Σύμφωνα με τους οπαδούς του απόλυτου προορισμού ο Θεός, άσχετα από την αξία ή την απαξία των ανθρώπων, έχει προορίσει άλλους για την αιώνια ζωή και άλλους για την αιώνια καταδίκη. Σύμφωνα με τον σχετικό προορισμό, ο Θεός απλώς γνωρίζει εκ των προτέρων ποιοι από τους ανθρώπους θα γίνουν αγαθοί και ποιοι κακοί, προορίζοντας τους πρώτους για την αιώνια ζωή και τους δεύτερους για την αιώνια κόλαση. Συνεπώς ο σχετικός προορισμός δεν είναι τόσο αυστηρός όσο ο απόλυτος, που έρχεται σε φανερή αντίθεση τόσο με την εικόνα του Θεού ως πανάγαθου όντος, που κρίνει πάντοτε με δικαιοσύνη, όσο και με την ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου, που, σύμφωνα με τις διδασκαλίες της Αγίας Γραφής, αυτή είναι που τον σώζει ή τον καταστρέφει. Αντίθετα ο σχετικός προορισμός περιορίζεται στην εκ των προτέρων γνώση του χαρακτήρα των ανθρώπων, μια γνώση που τις περισσότερες όμως φορές επιβεβαιώνουν οι άνθρωποι με τις πράξεις τους. Αθαν
Κοκολόγος
προπαγάνδα. Η συστηματική διάδοση πολιτικών, φιλοσοφικών, επιστημονικών, τεχνικών γνώσεων, καλλιτεχνικών, θρησκευτικών κ.ά. ιδεών, με σκοπό να κατακτηθεί η συνείδηση ατόμων, ομάδων ή και της κοινωνίας στο σύνολό της. Με τη στενότερη έννοια γίνεται λόγος και για πολιτική ή ιδεολογική προπαγάνδα, που στοχεύει σε ένα εκ των προτέρων καθορισμένο αποτέλεσμα στον πολιτικό τομέα. Οι ιθύνοντες κύκλοι, που κατέχουν την εξουσία, και τα διάφορα πολιτικά κόμματα και κινήματα, που επιδιώκουν την ανατροπή τους, υπερασπίζονται τα δικά τους συμφέροντα, τα οποία παρουσιά-
προσαρμογή ζουν ως συμφέροντα γενικά, ενώ ταυτόχρονα προβάλλουν τον εαυτό τους ως τους πραγματικούς ή δυνητικούς ηγέτες της κοινωνίας που "ενδιαφέρονται για τις τύχες του έθνους και του λαού". Ετσι, η πολιτική προπαγάνδα, που αποβλέπει στη διαμόρφωση και τη χειραγώγηση της συνείδησης των μαζών, καθίσταται γενικός θεσμός πολιτικής επίδρασης, που η σημασία του αυξαίνει στις περιόδους καμπής της ιστορίας των λαών και των κρατών. Και δεν είναι εκπληκτικό που η πολιτική προπαγάνδα γίνεται σήμερα αντικείμενο μελέτης στις ΗΠΑ και στην πρώην ΕΣΣΔ. Διαπιστώνεται ότι η έννοια "προπαγάνδα" καθιερώθηκε από τον Πάπα. ο οποίος δημιούργησε ιδιαίτερο μηχανισμό (ένωση) που σκοπό του είχε τη διάδοση της πίστης με τη βοήθεια ιεραποστόλων. Θεοχ. Κεσσίδης π ρ ο π α τ ο ρ ι κ ό α μ ά ρ τ η μ α . Σ ύ μ φ ω ν α μ ε τ η ν ορ-
θόδοξη πατερική θεολογία, το ανθρωπολογικό θέμα στηρίζεται πάνω στην κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση δημιουργία των πρωτοπλάστων. Εκφραση και εκδήλωση και αποτέλεσμα του κατ' εικόνα ήταν η αρχέγονη δικαιοσύνη του ανθρώπου, που περιλαμβάνει την κυριαρχία πάνω στην κτίση και τη δυνατότητα αθανασίας και αναμαρτησίας. Ο άνθρωπος, κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του, θέτει ως τέρμα και σκοπό του τον εαυτό του ("αυτοείδωλον εγενόμην") και διακόπτει αυθαίρετα την εικονική σχέση και κίνησή του προς τον Θεό', αυτονομείται, αυτοπεριορίζεται στον ενδόκτιστο χώρο και χρόνο, στην ενδόκτιστη φύση του. με φυσιολογικό αποτέλεσμα να ενσκήψει μέσα του πνευματικός λιμός. Αυτό ακριβώς συνιστά το λεγόμενο προπατορικό αμάρτημα με τραγική συνέπεια τον θάνατο*. Κατά τον Μ. Βασίλειο", "αρχή και ρίζα της αμαρτίας το εφ' ημίν και το αυτεξούσιον... Μη τοίνυν έξωθεν το κακόν περισκοπει, μήτε ιδίαν υπόστασιν του κακού είναι φαντάζου, μηδέ αρχέγονον τινα φύσιν πονηρίας φαντάζου ... μήτε Θεόν αίτιον ηγού της υπάρξεως του κακού ... αλλά της εν εαυτώ κακίας έκαστος εαυτόν αρχηγόν γνωριζέτω" ( Οτι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, Ρ.Ο. 3, σ. 332 και 345). Βιβλιογρ.: Π. Νελλα. Ζώον θεούμενον. Προοπτικές για
μια ορθοδοξη κατανόηση του άνθρωπου, εκδ. Εποπτεία. Αθήνα. 1979 Αλέξ. Καριώτογλου π ρ ο σ α ρ μ ο γ ή κ ο ι ν ω ν ι κ ή . Μ ε τ ο ν ό ρ ο α υ τ ό ν α-
ποδίδεται εκείνη η διαδικασία κατά την οποία το άτομο προσπαθεί να διαμορφώσει ανάγκες, αντιλήψεις, τρόπους συμπεριφοράς προς μια κοινωνικά επιθυμητή κατεύθυνση, με στόχο την αποδοχή και την ένταξή του σε ομάδες των οποίων είναι αναγκαστικά ή επιλέγει να είναι μέλος. Τέτοιες ομάδες είναι η οικογένεια, οι ομάδες ομηλίκων, διάφορες οργανώσεις, η κοινότητα ή η κοινωνία. Ωστόσο, η έννοια της κοινωνικής προσαρμογής δεν αναφέρεται πάντα σε κοινωνικά αποδεκτές μορφές συμπεριφοράς, αλλά και σε αποκλίνουσες. Για παράδειγμα, προκειμένου το άτομο να γίνει δεκτό σε μια ομάδα παραβατικών, θα καταβάλει προσπάθεια να υιοθετήσει αξίες και πρότυπα συμπεριφοράς της συγκεκριμένης ομάδας με στόχο την ένταξή του σ' αυτή. Κοινωνική προσαρμογή με τη στενή έννοια του όρου σημαίνει περιορισμό στο ελάχιστο των διαφορών μεταξύ των ατόμων (σε αξίες και πρότυπα συμπεριφοράς) και προσανατολισμό προς αυτό που το κοινωνικό σύστημα προβάλλει ως το "κανονικό". Μια τέτοια διαδικασία προϋποθέτει δυνατότητα αποτελεσματικής επιρροής από την πλευρά του συστήματος και κατά συνέπεια συρρίκνωση της σφαίρας της πραγματικής ελευθερίας των υποκειμένων. Θα ήταν ωστόσο λάθος να θεωρήσει κανείς την κοινωνική προσαρμογή ως μια μονόπλευρη και καταπιεστική διαδικασία που εκπορεύεται από την κοινωνία και τους μηχανισμούς της και κατευθύνεται προς τα άτομα, με στόχο να τα οδηγησει στην προσαρμογή με γνώμονα την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος. Αντίθετα, η κοινωνική αυτή επιρροή, που αποτελεί στόχο και έργο της κοινωνικοποιητικής διαδικασίας, βοηθάει το άτομο στον προσανατολισμό του και την κοινωνική του ένταξη και αποτελεί ένα μέσον για την επίτευξη όχι μόνο κοινωνικών αλλά και ατομικών στόχων. Η χρήση της κοινωνικής προσαρμογής ως ταυτόσημης της προσαρμογής σε κανόνες δεν αποδίδει το πραγματικό περιεχόμενο της έννοιας. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η προσαρμογή στους κανόνες είναι απόρροια της επιβράβευσης (με οποιαδήποτε μορφή) ή του φόβου της τιμωρίας, ή αν πρόκειται για πραγματική αφομοίωση και εσωτερίκευση των κανόνων της ομάδας. Χρ. Νόβα • Καλτσουνη
προσαρμογή
στην
ψυχολογία.
Διαδικασία
251
προσδοκίες κοινωνικές μέσω της οποίας κάθε ζωντανός οργανισμός συμμορφώνεται με τις συνθήκες του περιβάλλοντός του. Με την έννοια αυτή η προσαρμογή είναι διαδικασία που στοχεύει στη διατήρηση της ομοιόστασης και πραγματώνεται ως διαρκής ενεργητική σχέση αλληλεπίδρασης και ανταλλαγής του ζώντος και αυτενεργού οργανισμού με το περιβάλλον. Η προσαρμογή αποτελεί μια από τις βασικές κατηγορίες της επιστήμης της βιολογίας, στα πλαίσια της οποίας αναπτύχθηκαν οι περισσότερες έρευνες και αναδείχθηκε η καθοριστική σημασία της στη διατήρηση των οργανισμών στη ζωή. Αργότερα η προσαρμογή ως φαινόμενο μελετήθηκε στα πλαίσια και άλλων φυσιογνωστικών επιστημών αλλά και στην ψυχολογία", αποκτώντας διεπιστημονικό χαρακτήρα. Στα πλαίσια της ψυχολογικής επιστήμης η προσαρμογή χρησιμοποιείται ως έννοια αναφορικά με τη σχέση ατόμου-κοινωνίας και περιγράφεται ως δυναμική διαδικασία συμμόρφωσης του ατόμου προς το περιβάλλον μέσω συμπεριφορικών και ψυχικών μεταβολών που προάγουν τον μέγιστο βαθμό λειτουργικότητάς του. Η προσαρμογή, ως διαδικασία, αναλύθηκε και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μέσα από το θεωρητικό σύστημα του Ζ. Πιαζέ* για τη φύση και τον χαρακτήρα της νόησης και απετέλεσε την κεντρική κατηγορία στο θεωρητικό του σύστημα. Σήμερα, με τη βοήθεια και της τεχνολογίας, πραγματοποιούνται σημαντικές έρευνες για τις δυνατότητες και την ικανότητα του οργανισμού (ή των διαφόρων συστημάτων του, όπως το οπτικό, το ακουστικό κ.λπ.) να προσαρμόζεται στις αλλαγές του περιβάλλοντος και των ερεθισμάτων του. με τεράστια σημασία στην εφαρμογή σε τομείς όπως η ψυχοφυσιολογία, η κλινική και η θεραπεία, η εργονομική κ.ά. Ευάγγ. Μανουράς
προσδοκίες κοινωνικές. Πρόκειται για την κοινωνική άνοδο των ατόμων που αποβλέπουν στο πέρασμα από τη μια κοινωνική θέση, τάξη ή στρώμα, στα οποία ανήκουν, σε κάποια άλλα, ανώτερα. Αυτό επιτυγχάνεται στις σύγχρονες κοινωνίες μέσω της κοινωνικής κινητικότητας". Ιδιαίτερα, η ενδογενεακή και διαγενεακή κοινωνική κινητικότητα δείχνουν το κατά πόσο μια κοινωνία επιτρέπει την υλοποίηση ή μη των κοινωνικών προσδοκιών των μελών της για κοινωνική άνοδο. Υπάρχουν, ωστόσο, κοινωνίες που απαγορεύουν την οποιαδήποτε κοινωνική κινητικότητα και άρα δεν υπάρχουν κοι-
252
νωνικές προσδοκίες ανόδου των μελών της. Μιλάμε για κατά προσδοκίαν κοινωνικοποίηση όταν τα άτομα κοινωνικοποιούνται σύμφωνα με πρότυπα, αξίες και κανόνες που δεν αντιστοιχούν στην κοινωνική τάξη ή θέση στην οποία ανήκουν, αλλά με εκείνα μιας άλλης τάξης στην οποία προσβλέπουν να ενταχθούν. Στην περίπτωση αυτή, τα άτομα υιοθετούν τρόπους συμπεριφοράς σύμφωνους με την κατά την προσδοκία κοινωνική θέση ή τάξη. Δημ. Τσατσούλης
προσθετικότητα. Με τον όρο χαρακτηρίζεται ο τύπος εκείνος των σχέσεων μεταξύ ενός όλου και των μερών του, σύμφωνα με τον οποίο οι ιδιότητες του όλου καθορίζονται πλήρως από τις ιδιότητες των μερών του, αποτελώντας κατά κάποιον τρόπον το "άθροισμα" των ιδιοτήτων αυτών. Στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιείται η έκφραση "το όλον ισούται με το άθροισμα των μερών του". Ενα όλον του οποίου όλες οι ιδιότητες έχουν ως χαρακτηριστικό τους την προσθετικότητα ονομάζεται "αθροιστικόν όλον". Παραδείγματα προσθετικότητας ιδιοτήτων έχουμε στην περίπτωση της μάζας ενός υλικού συστήματος, του βάρους ενός υλικού συστήματος, της εργασιακής αμοιβής ενός συνόλου εργαζομένων κ.λπ. Μη-προσθετικές ιδιότητες, ιδιότητες δηλαδή που έχει ένα όλο χωρίς αυτές να εμφανίζονται στα μέρη του, λέγονται "αναδυόμενες". Η εμφάνιση μη-προσθετικών ιδιοτήτων καθορίζεται από συνδέσεις ιδιαιτερότητας δομικής υφής και αλληλοεξαρτήσεις του όλου. Ετσι, ένα όλον το οποίο χαρακτηρίζεται και από μη-προσθετικές ή αναδυόμενες ιδιότητες δεν είναι δυνατόν να γνωσθεί στη βάση των γνώσεων των ιδιοτήτων των μερών του. Οι αναδυόμενες ιδιότητες αποτελούν ιδιάζον χαρακτηριστικό της οργάνωσης ενός τέτοιου όλου, αποτελώντας το βασικό στοιχείο του ενιαίου χαρακτήρα του. Από γνωστική άποψη, η μεθοδολογία σύμφωνα με την οποία αναγορεύεται η προσθετικότητα σε κριτή όλων των ιδιοτήτων του όλου, ακόμη και των αναδυομένων, χαρακτηρίζεται ως μηχανιστική και ακραία αναγωγιστική. Αντ' αυτής της μεθοδολογίας, στη σύγχρονη επιστημονική και φιλοσοφική κοινότητα χρησιμοποιείται η μεθοδολογία της συστημικής προσέγγισης, δηλαδή της προσέγγισης του συστήματος ως ενιαίου και ιδιάζοντος όλου. Διον. Αναπολιτάνος
πρόσληψη. Διαδικασία κατά την οποία τα διά-
προσοχή φορα ερεθίσματα του περιβάλλοντος λαμβάνονται από τα αισθητήρια όργανά μας και μεταφέρονται στη μνήμη για περαιτέρω επεξεργασία σ' αυτή. Βλ. και συγκράτηση. αθ. κ. Μ.
πρόσληψη, βλ. θεωρία της πρόσληψης προσοχή. Με τον όρο προσοχή εννοούμε τη γνωστική εκείνη διεργασία, κατά την οποία επιτυγχάνεται εστίαση του ενδιαφέροντος σε ορισμένα από τα ερεθίσματα που προσβάλλουν τα αισθητήρια όργανά μας. με αποτέλεσμα την επιλογή τους για μεταβίβαση στη μνήμη, όπου θα υποστούν περαιτέρω επεξεργασία. Η διεργασία αυτή επιτελείται κατά το πρώτο στάδιο επεξεργασίας των πληροφοριών στη μνήμη, το οποίο είναι γνωστό ως στάδιο αισθητηριακής συγκράτησης, και επηρεάζεται από ενδογενείς παράγοντες (π.χ. νοητική ικανότητα, προσδοκίες, επιθυμίες κ.λπ.) καθώς και από τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες των πληροφοριακών στοιχείων (π.χ. χρώμα, μέγεθος, ένταση κ.λπ.). Οι διάφορες θεωρίες, οι οποίες έχουν διατυπωθεί για να ερμηνεύσουν τους ψυχολογικούς μηχανισμούς με βάση τους οποίους λαμβάνουν χώρα οι διεργασίες της προσοχής, εκπροσωπούν δυο τάσεις. Την πρώτη εκφράζουν οι θεωρίες εκείνες οι οποίες υποστηρίζουν ότι οι πληροφορίες που γίνονται αντικείμενο "προσοχής" διοχετεύονται από τους αισθητηριακούς υποδοχείς στη βραχυπρόθεσμη μνήμη μέσω διόδων ή καναλιών καθένα από τα οποία επιτελεί συγκεκριμένη και πολύ περιορισμένη λειτουργία. Η δεύτερη τάση εκπροσωπείται από τις θεωρητικές εκείνες απόψεις που υπογραμμίζουν ότι η μεταβίβαση πληροφοριών από το αισθητηριακό στάδιο στη βραχυπρόθεσμη μνήμη γίνεται μέσω συγκεκριμένων νοητικών διεργασιών. Κύριοι εκπρόσωποι της πρώτης θεωρητικής τάσης είναι ο ΒΐΌ3άόβηΙ και η Ττοίβιτοη. Σύμφωνα με τον ΒίοβύόβηΙ (1958), η διαδικασία της προσοχής ολοκληρώνεται σε τρεις φάσεις. Κατά την πρώτη γίνεται επιλογή των πληροφοριών με βάση τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά γνωρίσματα με τη βοήθεια ενός φίλτρου, το οποίο ονομάζεται "φίλτρο επιλογής". Το φίλτρο αυτό επιτρέπει τη μεταφορά των πληροφοριών που επιλέχτηκαν μέσα από μια δίοδο στον τελικό μηχανισμό αναγνώρισης των πληροφοριών. Ο μηχανισμός αυτός είναι
γνωστός ως ανιχνευτικός μηχανισμός γιατί ως κύριο ρόλο έχει την αναγνώριση του εννοιολογικού περιεχομένου των πληροφοριακών στοιχείων. Οι δυνατότητες των διόδων μεταφοράς των πληροφοριών είναι περιορισμένες. Δεν μπορούν, για παράδειγμα, να διοχετεύσουν στον ανιχνευτικό μηχανισμό όλες τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται σε δυο ερεθίσματα που ταυτόχρονα προσβάλλουν τις αισθήσεις μας. Για τον λόγο αυτό ο ρόλος τους είναι καθοριστικός στη συγκέντρωση του είδους των πληροφοριών που θα μεταφερθούν στον ανιχνευτικό μηχανισμό. Ανάλογες με τις θέσεις του ΒτοβάόοπΙ είναι και εκείνες της Ττβίειτοη. Κυρίαρχη θέση στη θεωρία της ΤΓθίδΓπβπ (1964, 1964α, 1964β) αποτελεί η άποψη ότι τα πληροφοριακά στοιχεία υπόκεινται σε τρεις διαφορετικούς ελέγχους μέχρι να μεταφερθούν στη βραχυπρόθεσμη μνήμη. Ο πρώτος έλεγχος γίνεται με βάση τα εξωτερικά τους γνωρίσματα (π.χ. τα ακουστικά ερεθίσματα επιλέγονται με βάση την ένταση του ήχου, τα οπτικά με βάση το χρώμα κ.λπ.). Κατά τον δεύτερο έλεγχο εντοπίζονται τα λεκτικά ερεθίσματα και γίνεται ο διαχωρισμός τους σε συλλαβές και λέξεις. Τέλος, κατά τον τρίτο έλεγχο αναγνωρίζονται οι λέξεις και το εννοιολογικό τους περιεχόμενο. Κύριος εκπρόσωπος της δεύτερης θεωρητικής τάσης για την ερμηνεία του φαινομένου της προσοχής είναι ο Κβίιπβπιβη (1973), ο οποίος υποστηρίζει ότι η συγκέντρωση του ενδιαφέροντος σ' ένα ερέθισμα και κατά συνέπεια ο βαθμός προσοχής εξαρτάται από το γνωστικό δυναμικό που διαθέτει ο κάθε οργανισμός. Το διαθέσιμο ανά άτομο γνωστικό δυναμικό ελέγχει τη ροή των ερεθισμάτων στη μνήμη. Σε περίπτωση που εισρέουν ταυτόχρονα στον μνημονικό χώρο διαφορετικά ερεθίσματα και το διαθέσιμο γνωστικό δυναμικό δεν επαρκεί για να επεξεργαστεί όλες τις πληροφορίες που συνδέονται με αυτά, τότε ένα μέρος από τις πληροφορίες αυτές χάνεται. Η ικανότητα προσοχής εξαρτάται από τη φύση και τον τρόπο παρουσίασης των πληροφοριακών στοιχείων. Σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι τα άτομα αδυνατούν να κατανοήσουν το περιεχόμενο του μηνύματος στο οποίο δεν έχουν εκούσια επικεντρώσει την προσοχή τους. Οι πληροφορίες τις οποίες μπορούν να αποκτήσουν όταν εκτίθενται ταυτόχρονα σε διαφορετικά ερεθίσματα αφορούν σε εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ερεθισμά-
253
προσταγή κατηγορική των αυτών (π.χ. φύλο και ένταση φωνής του ατόμου που μεταφέρει ένα μήνυμα κ.ά.) και όχι στο εννοιολογικό τους περιεχόμενο. Εντοπισμός του εννοιολογικού περιεχομένου ενός ερεθίσματος γίνεται μόνο όταν το άτομο εστιάσει εκούσια το ενδιαφέρον του σ' αυτό. Σημαντική θεωρείται η επίδραση στη σχολική μάθηση και τη διδασκαλία των διαπιστώσεων που προέκυψαν από τις έρευνες που αναφέρονται στην προσοχή. Οι δάσκαλοι, για πράδειγμα, οφείλουν να γνωρίζουν ότι οι δυνατότητες συγκέντρωσης του ενδιαφέροντος των μαθητών είναι περιορισμένες και να μη ζητούν από τους μαθητές να ασχολούνται συγχρόνως με πολλά διαφορετικά θέματα. Παράλληλα πρέπει να επιδιώκουν να δημιουργούν κατάλληλα κίνητρα στους μαθητές για να διεγείρουν το ενδιαφέρον τους για τα μαθήματα, στοιχείο το οποίο αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εκούσια συγκέντρωση της προσοχής στα διδασκόμενα αντικείμενα και την καλύτερη, κατά συνέπεια, μάθηση των πληροφοριών. Βιβλιογρ.: Β θ ϊ Ι ϋ. Β.. ΟοςηιΙινε ρεγεΙιοΙοςγ. 51 ΡβυΙ. ννβϊΐ
ΡβτςβρΙίοη 3ηά οοιτιιτιυηκβίϊοη. Ι,οηΰοη. ΡθΓςβΓηοη ΡΓΘ55. 1958ΕγεβηοΚ Μ. νν.. Α Η3ηϋύοοΙ< οΙ ΟοςηιΙινβ Ρ&γΟιοΙοςγ. ΙΟΓΚΙΟΠ. Ι Ε Α , 1984.- ΚβΙιπβπιβη 0.. ΑΙΙβηΙίοη 3Πό βΙΙοιΙ. ΕηςΙθηοοά 0ΙίΙ(3. Νϋ. ΡΓβηΙιοβ-ΗβΙΙ. 1973.- ΤίβίΒίτιβη Α. Μ.. ΟοηΙβχΙυβΙ «/Θ5 ιη ιβίβοΐϊνβ ΙιζΙβηιης, Ου3Γ(θΙγ ϋουπΊ3ΐ οΙ Ε*ρθΓΐΓΠθηΐ3ΐ Ρ$γε!ΐ0ΐ09Υ. 1960. 12, 242-248.- ΤΓθϊ5ΐτΐ3η Α. Μ.. νβΦβΙ αιβ5. Ι3ηρυ39β. 3ηά πΐθ3ηιης ιη 5βίβοΐϊνβ 3<ΙβηΙιοη. Απιβήοβη ϋΟίίΓηβΙ οΙ ΡϊγοΙιοΙοογ. 19643. 77. 206-219 - ΤΓβίϊΓΠβη Α. Μ.. Τήβ βΙΙβεΙ οΙ ϊπβΙθνβηΙ ιτ>3(ΘΠ3Ι οη ΙΙιβ βΙΙίαβηογ οίεβίκΐϊνβ Ιι$Ιβηιης Αιτιβήοβη ϋουΓηβΙ οΙ Ρ$γοΠοΙθ9γ. 19646. 77. 533-546. Αθαν. Καοσωτακη • Μαριδακη Ρυ&Ιΐϊϊιιπς Οοπφβπγ. 1986 - ΒΓ03ό6βηΙ 0. Ε . .
προσταγή κατηγορική. Τον όρο αυτό χρησιμοποίησε ο Καντ* στα έργα του Κριτική της πρακτικής λογικής και Μεταφυσική των ηθών, για να δηλώσει την προσταγή εκείνη που αξιώνει απόλυτα το πώς πρέπει ο άνθρωπος να ρυθμίζει την ηθική του πράξη. Αλλωστε ο Καντ ονομάζει την προσταγή αυτή νόμο. Και είναι η κατηγορική προσταγή νόμος του "καθαρού λόγου" του ανθρώπου, που δεν απορρέει από την εμπειρία*, στοχεύει όμως στον πρακτικό βίο του ανθρώπου. Η κατηγορική προσταγή αναφέρεται στην πράξη ως σκοπό, σε αυτή ακριβώς την ηθική ουσία της πράξης, δηλαδή στον τρόπο και τη μορφή του πράττειν ηθικώς. Κατηγορική προσταγή είναι, σύμφωνα με τον Καντ, αυτή που λέει: "Πράττε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το αίτημα της πράξης σου να μπορεί πάντοτε να ισχύ-
254
ει ως απαραίτητο αξίωμα, ως απαραίτητη αρχή μιας γενικής ηθικής νομοθεσίας". Καθίσταται λοιπόν μια πράξη ηθική, όταν η αρχή που τη διέπει μπορεί να εξελιχθεί σε γενικό νόμο. Βιβλιογρ.: Καντ Ιμμ.. Κριτική της πρακτικής Λογικής. - του ίδιου. Μεταφυσική
Νικ.
των ηθών.
Οικονομιδης
προστατευτικοί μηχανισμοί. Ονομάζονται και "μηχανισμοί άμυνας του Εγώ" και είναι οι τρόποι ψυχικής προστασίας του Εγώ. Σύμφωνα με την Αηπ3 Ρτβυά (1946) οι μηχανισμοί αυτοί είναι: α) Η απώθηση: Μ ε τον μηχανισμό αυτόν, κάθε δυσάρεστο ή τραυματικό γεγονός απωθείται στο "ασυνείδητο", κάτι που μπορεί να έχει συνέπειες στον οργανισμό (π.χ. ψυχογενείς ασθένειες), β) Η προβολή: Το άτομο μεταθέτει τις δικές του αρνητικές σκέψεις στους άλλους, γ) Η αντιδραστική διαμόρφωση: Εδώ συναισθήματα αντικαθιστούνται από τα αντίθετά τους. δ) Η καθήλωση: Το άτομο παραμένει συναισθηματικά σ' ένα προηγούμενο στάδιο. ε) Η παλινδρόμηση: Το άτομο παλινδρομεί σε προηγούμενα αναπτυξιακά στάδια, δηλαδή υιοθετεί ανώριμες μορφές συμπεριφοράς, στ) Η άρνηση: Το άτομο αρνείται να δεχτεί γεγονότα που του δημιουργούν άγχος, ζ) Η ταύτιση: Το άτομο υιοθετεί τη συμπεριφορά κάποιου άλλου ατόμου, την οποία θεωρεί ως περισσότερο επιτυχή, νομίζοντας ότι έτσι αποφεύγει τη δική του ανεπάρκεια, η) Η υπεραναπλήρωση: Σύμφωνα με τον μηχανισμό αυτόν το άτομο θέλει να συγκαλύψει μια απαράδεκτη συμπεριφορά του, υιοθετώντας μια εντελώς αντίθετη συμπεριφορά. Βασιλική Παππά
προσχηματισμός. Βιολογική θεωρία που αναπτύχθηκε τον 17ο αιώνα και προσπάθησε να εξηγήσει τον τρόπο δημιουργίας (οντογένεσης) των ζωντανών οργανισμών. Οι φυσιογνώστες του 17ου αιώνα, έχοντας ήδη παρατηρήσει την ύπαρξη των ωαρίων και των σπερματοζωαρίων και αρνούμενοι να πιστέψουν ότι τόσο περίπλοκες δομές, όπως τα ζώα, μπορούν να προκύψουν εκ του μηδενός, ανέπτυξαν τη θεωρία του προσχηματισμού. Σύμφωνα με αυτή, τα ωάρια ή τα σπερματοζωάρια των ζωικών οργανισμών περιείχαν μια προσχηματισμένη μικρογραφία του μελλοντικού απογόνου, της οποίας η δομή έμοιαζε με αυτή των γονέων. Η γονιμοποίηση έδινε απλά το έναυσμα για την ανάπτυξη του μικροσκοπι-
Προσωκρατικοί κού οργανισμού, προκειμένου αυτός να αποκτήσει το τελικό του μέγεθος. Η θεωρία αυτή κέρδισε γρήγορα έδαφος και σε μικρό χρονικό διάστημα επεκτάθηκε και στα φυτά. Περί τα τέλη του 17ου αιώνα δημιουργήθηκαν δύο αντίπαλες ομάδες προσχηματιστών. Η μία (σπερματιστές) πίστευε ότι ο προσχηματισμένος οργανισμός βρισκόταν στην κεφαλή του σπερματοζωαρίου, ενώ η άλλη (οβιστές) τον τοποθετούσε στο ωάριο. Η ανακάλυψη της παρθενογένεσης ευνόησε σημαντικά τη δεύτερη άποψη. Ο προσχηματισμός ως ιδέα δεν ήταν κάτι νέο. Αναφορές σ' αυτήν υπήρχαν σε κείμενα του ΑνβΓΓΟόδ* από τον 12ο αιώνα. Πήρε ωστόσο την τελική της μορφή τον 17ο αιώνα, ως διάδοχος της ιδέας της αυτόματης γένεσης*. Επιφανείς σοφοί της εποχής, όπως οι ΜβΙθότβποΐιβ*, ΜθΙρίςΝ, 5νν3ΐΠΓηβι·ά3ΐτι, Η3Γ150ΘΙ<ΘΓ, Ι_ββυννθηίιοβΚ, ΟΘΟΗΓΟΥ, Ί-βί&ηίΐζ' την ασπάσθηκαν και τη διέδωσαν. Για περισσότερο από δύο αιώνες υπήρξε μία από τις κυρίαρχες βιολογικές θεωρίες και απασχόλησε βιολόγους και φιλόσοφους. Ορισμένοι έφτασαν στα άκρα, πιστεύοντας ότι κάθε γυναίκα περιέχει στο σώμα της κάθε άτομο που θα φέρουν στον κόσμο αυτή και οι απόγονοι της, ενώ άλλοι υπολόγισαν ακόμη και τον αριθμό των απογόνων που θα μπορούσε να περιέχει στο σώμα της η Εύα, θεωρώντας ότι η έξοδος και του τελευταίου θα σημάνει το τέλος του ανθρώπινου είδους. Η αδυναμία των πρώτων μικροσκόπων να δουν τους προσχηματισμένους οργανισμούς στα μικροσκόπιά τους και οι παρατηρήσεις των λΛ/οΙίί και νοη Β3ΘΓ ότι οι νέοι οργανισμοί δημιουργούνται σταδιακά από άμορφες, απροσχημάτιστες κυτταρικές μάζες, αντικατέστησαν σταδιακά τη θεωρία του προσχηματισμού με τη θεωρία της επιγένεσης'. ΖήσηςΜαμούρης
Προσωκρατικοί. Συμβατικός ορος στην περιοδολόγηση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας*. Καθιερώθηκε μετά την έκδοση (το 1903) από τον γερμανό φιλόσοφο Γκέρμαν Ντιλς" μιας συλλογής με αποσπάσματα από χαμένα έργα αρχαίων συγγραφέων (που είχαν διασωθεί με τη μορφή τσιτάτων από μεταγενέστερους συγγραφείς), καθώς και με δοξογραφικά και βιογραφικά στοιχεία για τη ζωή και το έργο των δημιουργών τους. Στους "προσωκρατικούς" ο Ντιλς κατέταξε τους φιλόσοφους που
είχαν ζήσει πριν από τον Σωκράτη* καθώς και πολλούς συγχρόνους του, όπως και ορισμένους που έζησαν μετά τον Σωκράτη, τον 4ο αιώνα π.Χ., που το έργο τους όμως δεν είχε επηρεαστεί από τις σωκρατικές ιδέες. Ο όρος "προσωκρατικοί", που επεκράτησε στη διεθνή ιστορικο-φιλοσοφική πρακτική, πρανατολίζει στην ερμηνεία της διδασκαλίας των προσωκρατικών κυρίως (αν όχι απόλυτα) ως διδασκαλιών για τη φύση, για τον κόσμο, σε αντίθεση με τις διδασκαλίες για τον άνθρωπο, που αρχίζουν με τους Σοφιστές* και τον Σωκράτη. Από την άποψη αυτή, ορισμένοι ιστορικοί της φιλοσοφίας προτιμούν τον όρο "προσοφιστική" φιλοσοφία και όχι "προσωκρατική". Φιλοσοφία χωρίς τον άνθρωπο ή αγνοώντας τον άνθρωπο δεν υπάρχει. Δεν ήταν χωρίς τον άνθρωπο η κοσμοθεωρία του Θαλή. που κατατάσσεται τόσο στους Επτά σοφούς, όσο και στους πρώτους φυσικούς φιλοσόφους. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον Αναξίμανδρο", που η κεντρική του ιδέα για την κοσμική "δίκη" αποτελούσε μεταφορά των νομικών σχέσεων της "πόλεως" στον κόσμο. Εκτός αυτού, η διδασκαλία του Αναξίμανδρου για την προέλευση των "πρώτων ανθρώπων" από ζώα τυπου ιχθύων, που τον κάνει μακρυνό πρόδρομο του Δαρβίνου*, δείχνει ότι τον ενδιέφεραν τόσο τα ανθρωπολογικά όσο και τα κοινωνικά προβλήματα. Τον Ξενοφάνη" απασχολούσαν κυρίως θεολογικά (οι λαϊκές δοξασίες για τον Θεό) και γνωσιολογικά προβλήματα (πώς αποκτούν οι άνθρωποι τις γνώσεις τους) και όχι η φιλοσοφία της φύσης. Ο δε Ηράκλειτος", που η προσοχή του ήταν στραμμένη κυρίως στα ηθικά και κοινωνικοπολιτικά προβλήματα, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να καταταχθεί στους φυσιογνωστικούς. Ηδη, ορισμένοι αρχαίοι σχολιαστές υπέθεταν ότι το έργο του Ηράκλειτου ασχολούνταν "όχι με τη φύση αλλά με το κράτος, και οι αναφορές του στη φύση αποτελούσαν απλώς παραδείγματα" (22 ΑΙ, 15 ΟΚ). Η προτεραιότητα που απέδιδαν ο Πυθαγόρας* και οι οπαδοί του στην ορθολογική αρχή επί της αισθητηριακής, το ενδιαφέρον τους για το τυπικό, το αριθμητικό και γενικά το δομικό μέρος του Κόσμου και όλων των πραγμάτων συνδέεται με τις ανθρωπολογικές και θρησκευτικές-εσχατολογικές αντιλήψεις για τη μοίρα και τον προορισμό του ανθρώπου. Τις σκέψεις αυτές οι Πυθαγόρειοι" τις εκφράζουν στο πνεύμα της καθαρά ελληνικής (ειδολωλατρικής) κοσμοαντίληψης, προσανατολισμένοι
255
προσωπικότητα δηλαδή προς τον κόσμο και την κοσμική αρμονία και όχι προς τον Θεό*. Μπορούμε να πούμε ότι οι Πυθαγόρειοι έθεσαν ένα γιγόντειο πρόβλημα: τον κοσμολογικό προορισμό του ανθρώπου. Ιδιαίτερη θέση μεταξύ των προσωκρατικών κατέχει ο Παρμενίδης* και η σχολή του, οι γενάρχες της "μεταφυσικής" με την έννοια του καθαρά λογικού διαλογισμού για το πραγματικό ον (για το Είναι). Επιμένοντας στην ενότητα νόησης και Είναι, ο Παρμενίδης ξεπέρασε οριστικά τον μύθο, τη μυθική αντίληψη της πραγματικότητας. Το πάθος της φιλοσοφίας του συνίσταται στην έκκληση στους ανθρώπους να προσανατολίζονται προς την πραγματικότητα, προς αυτό που μπορεί να προσεγγίσει το μυαλό του ανθρώπου. Θεοχ. Κεσσίδης
προσωπικότητα. 1. (ΡβΓδοηβΝΙγ, ΡθΓδοηηβΙίΙό). Η έννοια της προσωπικότητας είναι μια έννοια πολυσύνθετη και γι' αυτό είναι δύσκολο να οριστεί με σαφήνεια. Ετυμολογικά, προέρχεται από τη λέξη "πρόσωπο", το οποίο στα λατινικά ονομάζεται "ρβΓδοπβ". Η λέξη "ρβτδοπβ" αρχικά σήμαινε "μάσκα του θεάτρου", στη συνέχεια "πρόσωπο του θεάτρου" και εν τέλει "άτομο". Στην ψυχολογία, προσωπικότητα είναι το σύνολο των χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν ένα άτομο και το διαφοροποιούν απ" όλα τα άλλα άτομα. Κατά καιρούς πολλοί ψυχολόγοι έχουν διατυπώσει διάφορους ορισμούς για την προσωπικότητα (μόνο ο ΑΙΙροιΙ πρότεινε περίπου πενήντα ορισμού). Όλοι πάντως οι ορισμοί -αν και διαφορετικά διατυπωμένοι- συμφωνούν στο ότι η προσωπικότητα αφορά α) μόνιμα χαρακτηριστικά, β) τις γνωστικές και συναισθηματικές λειτουργίες του ατόμου. Η προσωπικότητα είναι το σύνολο των συναισθηματικών και γνωστικών λειτουργιών του ατόμου που συντελούν στην περιβαλλοντική του προσαρμογή, αφορά δε τόσο έμφυτα όσο και επίκτητα στοιχεία. Η προσωπικότητα δεν είναι άκαμπτη· μεταβάλλεται συνέχεια, αφού διάφοροι παράγοντες ευθύνονται για τη διαμόρφωσή της. Οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η προσωπικότητα είναι οι εξής: α) Βιολογικοί παράγοντες (γενετικοί παράγοντες, νευρικό σύστημα, ενδοκρινολογικό σύστημα κ.λπ.). Οι γενετικοί παράγοντες ή η κληρονομικότητα είναι ο βιολογικός παράγοντας ο οποίος έχει περισσότερο ερευνηθεί, αν και η διερεύνησή του παρουσιάζει πολλές τεχνικές δυσκολίες. Για να μελετήσει την κληρονομικό-
256
τητα η επιστήμη έχει διεξαγάγει πειράματα σε ζώα ή έχει χρησιμοποιήσει ως αντικείμενό της δίδυμα αδέρφια, β) Ο παράγοντας της ωρίμασης και γ) Περιβαλλοντικοί παράγοντες (πολιτισμικοί παράγοντες, οικογένεια, εκπαίδευση, φυσικό περιβάλλον κ.ά.). Η προσωπικότητα ανέκαθεν ύπηρξε αντικείμενο μελέτης της επιστήμης της ψυχολογίας. Η γενική ψυχολογία αρχικά, ενδιαφέρθηκε για όλες τις λειτουργίες που μεσολαβούν στη διαδικασία της συμπεριφοράς. Υπέθεσε ότι λειτουργίες όπως η μνήμη, η αντίληψη κτλ. συντελούν στην οικοδόμηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ομως οι λειτουργίες που μεσολαβούν για τη συμπεριφορά δεν θα πρέπει να μελετούνται όπως οι φυσιολογικές διαδικασίες, διότι έτσι εξοβελίζεται ο παράγοντας της ατομικότητας, ο οποίος είναι απαραίτητος και αναγκαίος για τη μελέτη της συμπεριφοράς. Η ιατρική ψυχολογία, επίσης, υπήρξε ο κλάδος ο οποίος εισήγαγε την κλινική μέθοδο μελέτης της συμπεριφοράς, κατά την οποία δίνεται σημασία σε όλο τον ψυχισμό του ατόμου, σε αντίθεση με την πειραματική μέθοδο της γενικής ψυχολογίας. Μια τρίτη προσέγγιση, η οποία συνέβαλε ουσιαστικά στη θεμελίωση της ψυχολογίας της προσωπικότητας ως επιστήμης της συμπεριφοράς, ήταν η "ατομική ψυχολογία" ή η "ψυχολογία των ατομικών διαφορών". Αντικείμενο μελέτης της ψυχολογίας των ατομικών διαφορών είναι το άτομο στο σύνολο του και οι ικανότητές του σε σχέση με τα άλλα άτομα. Τέλος, η επιστήμη της ανθρωπολογίας, με τις μελέτες της, συνέβαλε αποφασιστικά στη μελέτη της προσωπικότητας μέσα σε πολιτισμικά πλαίσια, στις αρχές του αιώνα. Οι έρευνες της Μ3Γ93Γ61 Μββά έδειξαν τις διαφορές ανάμεσα σε προσωπικότητες διαφόρων πολιτισμών. Η προσωπικότητα, σύμφωνα με την ανθρωπολογία, διαμορφώνεται και μέσα από στάσεις, αξίες, εμπειρίες κ.λπ. Κατά καιρούς έχουν επίσης διατυπωθεί διάφορες θεωρίες για την προσωπικότητα: α) ψυχοκοινωνικές θεωρίες, β) θεωρίες μάθησης, γ) τυπολογικές θεωρίες, δ) θεωρίες παραγόντων, ε) ψυχαναλυτικές θεωρίες, στ) συστημική προσέγγιση της προσωπικότητας κ.ά. Με τον Ρτβυά* και την ψυχανάλυση*, η μελέτη της προσωπικότητας δεν σταματά στον χώρο του συνειδητού, αλλά προχωρεί κυρίως στη μελέτη του ασυνειδήτου*. Σύμφωνα με τον Ρτβυά, η προσωπικότητα είναι ένα σύστημα το οποίο αποτελείται από τρία επιμέρους συστήματα: το Εκείνο (Ε$), το Εγώ (ΙΟΙΊ.
προσωπικότητα και λαϊκές μάζες Ε ς ο ) και το Υπερεγώ (υ&βΓ - Ιοή, δυρβΓβςο). Τ ο
Εκείνο είναι το ασυνείδητο στοιχείο της προσωπικότητας. Αυτό περιέχει τη Ιίόίάο και λειτουργεί με βάση την αρχή της ηδονής. Το Εγώ εκπροσωπεί τη συνειδητή πλευρά της προσωπικότητας και λειτουργεί με βάση την αρχή της πραγματικότητας. Το Υπερεγώ, τέλος, εκπροσωπεί τις ηθικές και κοινωνικές αξίες, τις ηθικές και κοινωνικές απαγορεύσεις. Από τα τρία αυτά στοιχεία, σύμφωνα με τον ΡΓβυά, το Εγώ αποτελεί τον οργανωτή και εξισορροπιστή της προσωπικότητας του ατόμου. Βιβλιογρ.: ϋπύζθγ Ο.. Τίιβοήβ$ οίρβτεοηβΐίΐγ. Ν θ » ΥΟΓΚ.
ϋ. ννιΐθγ & δ ο η ϊ . 1978.- Νασιάκου Μ., Η ψυχολογία
ρα: Κλινική ψυχολογία. Παραακευόπουλος
σήμε-
Αθήνα. εκδ. Παπαζήση. 1982.-
I.. Ψυχολογία
ατομικών
διαφορών,
Αθήνα. 1982.
Βασιλική Παππά
προσωπικότητα. 2. Η έννοια της προσωπικότητας στη φιλοσοφία εμφανίζεται κυρίως υπό τη μορφή του προβλήματος για τη θέση που κατέχει ο άνθρωπος στον κόσμο. Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία*, το πρόσωπο (έννοια που προέρχεται από το "προσωπείο" που χρησιμοποιούσε ο υποκριτής στο θέατρο) δεν μπορεί να νοηθεί έξω από την πόλη, από τη συλλογική δράση και ζωή της κοινότητας. Στους σοφιστές* μπορούμε να εντοπίσουμε για πρώτη φορά την έννοια της προσωπικότητας ως αυτόνομης και ξεχωριστής οντότητας, που θεωρεί όμως το προσωπικό συμφέρον ως μοναδικό κριτήριο για τη διατύπωση και τήρηση κάθε νόμου. Για πρώτη φορά όμως η προσωπικότητα γίνεται προσδιοριστική αρχή με τους Στωικούς*. Απ" αυτούς τονίζεται κυρίως η αυτάρκεια, η υπέρβαση του κόσμου μέσα στον άνθρωπο, η ενότητα και η αυτοτέλεια της ατομικής ψυχής. Αργότερα η ατομική, αλλά και η θεϊκή, προσωπικότητα θα οριστεί με βασικό γνώρισμα την αρχή του πνεύματος. Ο Πλωτίνος* πιστεύει ότι η ατομικά προσδιορισμένη προσωπικότητα είναι μια κατώτερη έκφραση του πνεύματος, που στην ένωσή της με το "Εν" προορίζεται να χαθεί μέσα σε μια καθολικά πνευματική ζωή. Ο χριστιανισμός" εισάγει την έννοια της πνευματικής προσωπικότητας, δηλαδή του Θεού". Ετσι, δίνοντας μια πνευματική εσωτερικότητα στην έννοια της προσωπικότητας, κατόρθωσε να θεμελιώσει μια προσωπική σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του ανωτάτου προσώπου, δηλαδή του Θεού. Δίνοντας αυτή την έννοια στο "πρόσωπο" και στην ελεύθερη βούλησή του, θεωρεί συνεπώς την ιστο-
Φ.Λ., Δ-17
ρία ως περιοχή μοναδικών πράξεων και προσώπων. Ο Αυγουστίνος*, επίσης, θεωρεί την ψυχή ως ενιαία ζωντανή ολότητα της προσωπικότητας, που βασίζεται στην αυτοσυνείδηση της για να υποστηρίξει τη δική της πραγματικότητα ως την πιο αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Στους νεότερους χρόνους η έννοια της προσωπικότητας συγχωνεύεται ουσιαστικά με την έννοια του "εγώ", με κύριο πρόβλημα αυτό της αυτοσυνείδησης. Σύμφωνα με τον Καντ*, ο άνθρωπος γίνεται προσωπικότητα χάρη στην αυτοσυνείδηση του που τον κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα όντα και του δίνει τη δυνατότητα να δημιουργεί και να υποτάσσεται στον ηθικό νόμο. Αθαν.
Κοκολόγος
προσωπικότητα και λαϊκές μάζες. Ο όρος "προσωπικότητα" χρησιμοποιείται σε καθημερινό επίπεδο για να δηλώσει τον άνθρωπο ως ηθικό ή νομικό πρόσωπο που έχει συνείδηση του εαυτού του, την κοινωνική και ψυχολογική του φυσιογνωσία. Επιστημονικά έγινε προσπάθεια για έναν εννοιολογικό καθορισμό της προσωπικότητας σε σχέση με τον εαυτό της, τη φύση και την κοινωνία, ειδωμένη μέσα από αξίες βιολογικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και ηθικές. Στην ιστορία της φιλοσοφίας, το πρόβλημα εστιάζεται στο ποια θέση κατέχει ο άνθρωπος στον κόσμο, στο τι πραγματικά είναι και τι μπορεί να γίνει. Παρά το γεγονός ότι η προσωπικότητα προσέλαβε διάφορο περιεχόμενο (από τον Ηράκλειτο* ως τον Βοήθιο*. τον Λοκ* και γενικά τη φιλοσοφία των Νέων Χρόνων), θεωρείται πλέον βέβαιο ότι αφορά στην προσωπική ζωή του καθενός και την κοινωνική του δραστηριότητα (βλ. υπαρξισμός και περσοναλισμός). Η προσωπικότητα είναι προϊόν του κοινωνικού περιβάλλοντος (βλ. μαρξιστική φιλοσοφία), αποτελεί συγκεκριμένη έκφραση των ψυχικών διεργασιών του ατόμου με τη μορφή της συμπεριφοράς (βλ. διάφορες ψυχολογικές θεωρίες), αναφέρεται στις κοινωνικές λειτουργίες και τους ρόλους που εκπληρώνει ο άνθρωπος μέσα στο επικρατούν κοινωνικό σύστημα (κοινωνιολογική προσέγγιση του όρου). Εδώ ακριβώς εισάγεται η έννοια της μάζας. Ως μάζα χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα (κοινωνικό σύνολο) που καθορίζεται ποικιλοτρόπως και διαμορφώνει λίγο - πολύ τη συνείδηση και συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Στην κοινωνική ψυχολογία διαχωρί-
257
προσωποκρατία ζεται από την έννοια του πλήθους* και αντιμετωπίζεται είτε θετικό, ως πρώτη στοιχειώδης εκδήλωση κοινωνικότητας του "εμείς" (βλ. Γκυρβίτς"), είτε αρνητικά, οπότε γίνεται λόγος για "χαλαρές", με συγκεχυμένη δομή και ανοργάνωτες λαϊκές μάζες. Στην τελευταία αυτή περίπτωση παρατηρείται εκμηδένιση της προσωπικότητας, τόσο του κάθε ατόμου χωριστά όσο και της ίδιας της μάζας. Στο πολιτικό επίπεδο η έννοια της μάζας χρησιμοποιείται, επίσης, διττώς: για να τονίσει την υπεροχή της ολότητας πάνω στο άτομο (βλ. Λένιν και σοβιετικούς θεωρητικούς) και για να εξάρει τον ρόλο της μεμονωμένης προσωπικότητας. Κατά την είσοδό τους στη μάζα, οι άνθρωποι, είτε χάνουν την προσωπικότητά τους και αφομοιώνονται απ' αυτήν είτε κατορθώνουν να τη διατηρήσουν και, έχοντας την ικανότητα να καταρτίζουν σχέδιο ζωής και να το επιβάλλουν, γίνονται ηγέτες και την κατευθύνουν είναι οι λεγόμενες "χαρισματικές προσωπικότητες" (βλ. Μαξ Βέμπερ). Οταν η μάζα απαιτήσει ηγετικό ρόλο, τότε επέρχεται η κρίση (βλ. Ορτέγκα υ Γκασσέτ, Η εξέγερση των μαζών). Σήμερα, η έννοια της μάζας χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον αρνητικά (βλ. Γκάιγκερ) ως δύναμη καταστροφική της προσωπικότητας. Τελευταία, μάλιστα, έγινε προσπάθεια για μια "ψυχολογία του πλήθους" και πιο πρόσφατα για μια θεωρία "παρατηρήσεως της μάζας" και αναλύσεως της κοινής γνώμης.
θοδο (της προσωποποίησης δηλαδή) τα διάφορα φαινόμενα αποκτούν διαρκώς νέες σημασίες και νέα χαρακτηριστικά, φτάνοντας στο σημείο να αναπαριστάνουν συγκεκριμένα άτομα- όπως, για παράδειγμα, έλεγε ο ΡΙουτηογ στο ίδιο αυτό έργο, ο αριθμός 6 δίνει την εντύπωση ότι είναι ένας καλοαναθρεμμένος νέος. Νικ. Οικονομίδης
πρόταση. Είναι όρος της γλωσσικής θεωρίας διδασκαλίας. Ανάλογα με τη σχέση που εκφράζει η πρόταση ανάμεσα στο υποκείμενο και την πραγματικότητα (απορία, βούληση - επιθυμία, γνωσιακή προσέγγιση-γνώμη) εντάσσεται σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες: ερωτηματική, επιθυμίας-προσταγής, γνώμη ή κρίση για μια πραγματικότητα: φυσική, κοινωνική, συνειδησιακή, αντικειμενικά υπαρκτή ή νοητή και υποθετική ή φανταστική. Η "κρίση" δηλώνει συμμετοχή του νου, προσπάθεια εύρεσης της αλήθειας· και μπορεί να επιβεβαιωθεί ή να αποδειχτεί η κρίση* αληθινή ή ψευδής. Με αυτήν ακριβώς την ιδιαιτερότητα από όλες τις προτάσεις που μνημονεύσαμε μόνο η κρίση είναι αντικείμενο της Λογικής*, της Επιστήμης*, της Φιλοσοφίας* (βλέπε το λήμμα κρίση). Φ. Κ. Βώρος
Προυντόν Πιερ-Ζοζέφ (Ρίβττβ - ϋοδβρίι ΡτουάΙιοη, 1809-1865). Γάλλος κοινωνικός στοχαστής, ουτοπιστής, θεμελιωτής της αναρχικής Βιβλιογρ.: Ζαμόοκιν Γ. Α.. Η κρίση του αστικού ατομικι- σκέψης. Γεννήθηκε στη Μπενζανσόν από φτωσμού και η προσωπικότητα. 1966.- Κον I. Σ.. Κοινωνιολοχούς γονείς και σε νεαρή ηλικία εργάστηκε γία της προσωπικότητας. 1967 - του ίδιου, Η ανακάλυψη στη γαλλική ύπαιθρο ως γελαδοβοσκός. Ευτου Εγώ. 1978 - Λεόντιεφ Α. Ν.. Δραστηριότητα - Συνείφυής και αφοσιωμένος στη γνώση, σπούδασε δηση - Προσωπικότητα. 1977. στο Κολλέγιο της Μπενζανσόν, εργαζόμενος Ευτυχία Ξύδια ταυτόχρονα ως μαθητευόμενος τυπογράφος. Εκεί έμαθε Λατινικά, Ελληνικά και Εβραϊκά κάι προσωποκρατία, βλ. περσοναλισμός γνωρίστηκε με τον ουτοπιστή σοσιαλιστή* Σαρλ Φουριέ". Το 1839, πηγαίνει στο Παρίσι προσωποποίηση. Παράσταση μιας αφηρημέγια σπουδές με υποτροφία από τη Μπενζαννης ιδέας ως προσώπου. Στους αρχαίους σόν. Εκεί γράφει το Τι είναι η ιδιοκτησία; {Ου' Ελληνες ήταν συχνότατη η προσωποποίηση των ηθικών ιδιοτήτων, της δύναμης, του κάλβεΐ-οβ ςυβ 13 ρΓορπέίέΤ), το πρώτο του έργο, λους, της σοφίας, της ειρήνης, του πολέμου, που τον έκανε αμέσως γνωστό προσελκύοτου έρωτα, του πλούτου (βλ. κωμωδίες Αριντας την προσοχή της κοινής γνώμης. Με την στοφάνους, Κρίτωνα* Πλάτωνος*, όπου ο Σωπεριβόητη, ωστόσο, φράση "η ιδιοκτησία είναι κράτης* προσωποποιεί τους νόμους, Ολυνθιακλοπή", δεν κατέκρινε την ιδιοκτησία γενικά, κό Α Δημοσθένους, όπου προσωποποιείται ο αλλά εκείνη τη μορφή της που επιτρέπει σε κάκαιρός κ.ά.). ποιον να εκμεταλλεύεται έναν άλλον. Για τις ιδέες του, που υποστήριζε με πάθος, διώχθηκε Το 1893 στο έργο του Οβε ρΜηοΓπέηβε όβ εγηορίιίβ. ο Τίι. ΡΙουτηογ έπλασε τον όρο προ- από την αντιδραστική Μοναρχία του 1840. Το σωποποίηση για να δηλώσει μία απ' τις μορφές 1842, για μικρό διάστημα, οδηγήθηκε στη φυαυτών των φαινομένων. Με βάση αυτή τη μέλακή. Συνδέθηκε με το εργατικό κίνημα της ε-
258
Πρωταγόρας ποχής του, προωθώντας την ιδέα της "εργατικής αμοιβαιότητας" (ιηυΐυβίίειτίθ), που την έβλεπε σαν μια μορφή φεντεραλιστικού αναρχισμού. Στο Παρίσι, ο Προυντόν γνωρίστηκε με τους Κ. Μαρξ*, Μ. Μπακούνιν* τον Λουί Μπλαν κ.ά. Παρ' ότι με τον Μαρξ εργάστηκαν για την οργάνωση του σοσιαλιστικού κινήματος, οι διαφορετικές τους θέσεις τους οδήγησαν σε ρήξη, με αποτέλεσμα (μετά τον θάνατο του Προυντόν) τη μεγάλη διάσπαση της Α' Διεθνούς και τη διαμάχη μεταξύ Μαρξ - Μπακούνιν -διάσπαση που, σήμερα ακόμα, είναι ζώσα. Μάλιστα, όταν το 1846 ο Προυντόν δημοσίευσε το έργο του για το Σύστημα των οικονομικών αντιθέσεων ή Η Φιλοσοφία της αθλιότητας, ο Μαρξ το 1847 του επιτέθηκε με το δικό του Η αθλιότητα της φιλοσοφίας, υποβάλλοντάς τον σε μια ανελέητη κριτική, κατηγορώντας τον για μικροαστισμό, αντιδραστικό ουτοπισμό και φαρισαϊσμό. Ο Προυντόν, σε αντίθεση με τους Μαρξ - Ένγκελς, θεωρούσε την ατομική ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων και την ανταλλαγή ως ακλόνητα θεμέλια της κάθε κοινωνίας, θεσμούς δικαιοσύνης και ελευθερίας*. Υποστήριζε ότι μέσω Λαϊκών Τραπεζών θα μπορούσε να δοθεί τέλος στην αθλιότητα και να εξασφαλισθεί η γενική ευημερία, χωρίς βία και δίχως κατάργηση της αγοράς και της ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων*. Αρκετοί υποστηρίζουν, σήμερα, ότι η ιστορική εμπειρία δικαίωσε τον Προυντόν και διάψευσε τον Μαρξ, αφού επιβεβαιώθηκε η προυντονική θεωρία περί στενής σχέσης ελευθερίας και αγοράς. Το 1849 ο Προυντόν φυλακίστηκε από τον Λουδοβίκο-Ναπολέοντα. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του έγραψε τα σημαντικότερα έργα του. Το 1852 αποφυλακίστηκε. Οι συνεχείς, όμως, διώξεις τον υποχρέωσαν να αυτοεξοριστεί στο Βέλγιο. Επέστρεψε στο Παρίσι όπου, μέχρι τον θάνατό του, διακήρυσσε την ανάγκη απελευθέρωσης των εργατών, ασκώντας μεγάλη επιρροή στο εργατικό κίνημα του 19ου αιώνα. Καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Προυντόν υπεράσπισε την ελευθερία απέναντι στην εξουσία, αντιτάχτηκε στον κρατικό σοσιαλισμό", δήλωνε αναρχικός και, σε πείσμα του θεισμού" ή του πανθεισμού* της εποχής του, υποστήριξε τον αθεϊσμό", τα ηθικά συμφέροντα της κοινωνίας και τον φεντεραλισμό έναντι του κράτους. Αλλα έργα του: Ανβήίεεβπιβπί βυχ ρΓορήέίθίΓβε (Προειδοποίηση στους ιδιοκτήτες, 1842)· Οβ Ιβ ϋυείίοβ άβπε 13 ΠόνοΙυΙίοη βί όαηε Γ ΕςΙίεβ (Περί Δικαιοσύ-
νης στην Επανάσταση και στην Εκκλησία, 3 τ., 1858)· Οβ 13 εβρΒάίό ροϋΰηυβ άβε ο/βεεβε ουνπόΓβε (Περί της πολιτικής ικανότητας των εργατικών τάξεων, 1865) κ.ά.
Βιβλιογρ.: Ρο6βΓ< ΗΘΙΙ&ΓΟΠΘΓ. ΤΉβ ΜοΜΙγ
ΡΜοεορήβίε,
διιτιοη & δοΙιυεΙθΓ Ιηο., Ν β » ΥΟΓΚ, 1992.- Λουτσιάνο Πελικάνι. Ποιος Σοσιαλισμός,
άρθρο στο περ. "Σοσιαλισμός
του Μέλλοντος", μτφ. Θ. Βασιλείου - Α. Γεωργαλή, εκδ. ΟυΙθη&θΓς. 1991, τ. 1ος.- Μπακούνιν. Σειρά: "Πρόσωπα και Ιδέες / Φιλοσοφία" Ν ο 2, μτφ. Πόλυ Γκέκα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα. 1984.
θα ν. Α.
Βασιλείου
προΰπαρξη. Ορος και δόγμα των ιδεοκρατικών και θρησκευτικών φιλοσοφικών συστημάτων, που σημαίνει ύπαρξη άυλης αρχής πριν από την ενσωμάτωση της στην ύλη. Συνήθως όμως δηλώνει την υποτιθέμενη ζωή της ψυχής πριν από την ενσάρκωσή της στο συγκεκριμένο σώμα. Η προΰπαρξη της ψυχής είναι κοινός τόπος σε όλες τις θεωρίες της μετεμψύχωσης*, όπως στον πυθαγορισμό" και τον βουδισμό*. Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές η ψυχή ενσαρκώνεται και μετενσαρκώνεται επανειλημμένα, ενώ κατά τα μεσοδιαστήματα πλανάται σε κάποιους υπερβατικούς τόπους, όπου συντελείται η κάθαρση. Την προύπαρξη την αποδέχεται και ο Πλάτων", όταν λέει ότι, κατά την παραμονή της ψυχής σε έναν υπερβατικό κόσμο, αυτή "θεάται" τις ιδέες και έχει "ανάμνησιν" αυτών κατά την επίγεια ζωή της (Φαίδων 249 ο). Αλλά και στα πρώιμα χριστιανικά χρόνια κάποιοι στοχαστές, όπως ο Ωριγένης", έδιναν ένα παρόμοιο περιεχόμενο σε χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, όπως: "ήλθον εις σώμα αμίαντον" ( Σοφ. Σολώμ. 8, 20). Τις ερμηνείες αυτές τις καταδίκασε αργότερα ο Χριστιανισμός* και την μόνη προΰπαρξη που αποδέχεται είναι αυτή του Ιησού Χριστού, πριν από την ενσάρκωσή του ως θεού-λόγου. Απ. Τζ.
Πρόχορος Κυδώνης, βλ. Κυδώνης Πρόχορος Πρωταγόρας (περ. 485-415 π.Χ.).Γεννήθηκε και έζησε την πρώτη νεότητά του στα Αβδηρα της Θράκης, γόνος εύπορης και μεγάλης οικογένειας κατά την παράδοση (Φιλόστρ. Βίοι σοφ., I 10, 1). Δεν διαθέτουμε, ωστόσο, πολλές πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Κάπως αιφνίδια εμφανίζεται στο προσκήνιο της κοινωνικής και πνευματικής ζωής στην Αθήνα το 443. Τότε ακριβώς ο Περικλής του αναθέτει να γράψει το "σύνταγμα"
259
"Πρωταγόρας"
(Πολιτεία) της αθηναϊκής αποικίας Θούριοι στην Κ. Ιταλία. Αυτό το γεγονός μας επιτρέπει να υποθέσουμε βάσιμα ότι ο Πρωταγόρας ήταν ήδη γνωστός στην Αθήνα και έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως, ώστε να του αναθέσουν ένα τόσο σοβαρό έργο, όπως είναι η σύνταξη της νομοθεσίας μιας πόλεως - κλειδί για τα συμφέροντα των Αθηναίων στην Κ. Ιταλία. Φαίνεται μάλιστα ότι συνδεόταν με προσωπική φιλία με τον Περικλή (Πλούτ. Περικλής, 36). Στην Αθήνα βέβαια πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του (εκτός από τις πόλεις της Κ. Ιταλίας) και αντιμετώπισε, σε μια τουλάχιστον περίπτωση, την κατηγορία για αθεΐα ("γραφή ασεβείας", Δ. Λαέρτιος, 54) από κάποιον Εύαθλο (ή κατ' άλλους Πυθόδωρο). Ο Πρωταγόρας είναι ο αρχαιότερος και ασφαλώς ο σπουδαιότερος από τους μεγάλους σοφιστές του 5ου αι. π.Χ. Πρώτος αυτός παραδέχτηκε ότι είναι σοφιστής (Πρωτ. 3176: "ομολογώ σοφιστής είναι") και ότι διδάσκει μια νέα εντελώς "τέχνη", την "πολιτική τέχνη" ή αρετή (Πρωτ., 318β - 319α). Την πολιτική του θεωρία αναπτύσσει ο Πρωταγόρας πάλι στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα* (320ο - 328 ά) και στον περίφημο πολιτιστικό μύθο που εκθέτει εκεί. Επίσης στον Θεαίτητο του Πλάτωνα συμπληρώνει τις πολιτικές του ιδέες με την έξοχη θέση του για την πηγή του δικαίου: "το κοινή δόξαν" 1726). Περίφημη είναι η γνωσιοθεωρητική αποστροφή του (Θεαίτ. 152α: "πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, των μην όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν"), η οποία προκάλεσε ήδη από την Αρχαιότητα και ως την εποχή μας ατελείωτες συζητήσεις. Αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές του επιστητού ο Πρωταγόρας υπήρξε τολμηρός και ρηξικέλευθος διανοητής: στη γλώσσα* (πρώτος διέκρινε τα γένη των ουσιαστικών και επιθέτων), στο δίκαιο* και τον νόμο*, στην πολιτική φιλοσοφία", την κοινωνιολογία* (εισηγητής του κοινωνικού συμβολαίου"), την παιδεία, τη λογοτεχνική ανάλυση· ακόμη και στα Μαθηματικά αναγνωρίζουν τη συμβολή του. Από τις πιο ανθρώπινες και συγχρόνως ευφυείς απαντήσεις κρίνεται και η απόκριση του στο περί θεού* ερώτημα (Ευσέβ., Ευαγ. Προπ. XIV 3,7): "περί μεν θεών ουκ έχω ειδέναι ούθ' ως εισίν ούθ' ως ουκ εισίν ουθ' οποίοι τίνες ιδέαν. Πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι, ή τ' αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου". Βιβλιογρ.: ϋ. Μθ«3|3|. ΚυΙΙυτΙοιπρΙ ΆΘΓ 3ορίιί$Ιβπ. Τυ&ιπςθπ. 1928 - Ρ . Α. Νβυίηβηη. Ο/β ΡτοΰΙβποΙίΙί ΰβ$ Ι\0Π)0Γηβη$υί3 - ΒθΙζβε. στο 01 ΡΙΊ. (1938). σ. 368-79.-
260
Γραμματική Αλατζόγλου - Θέμελη. Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος. Διατρ.. Αθήνα. 1976.- Κ. Μ. ΟίβΙζ. Ρί0ΐ390Γ3$ νοπ Αύόβίβ. Διατρ.. Βοπη, 1976.- ΚΙ. Οοηης. Ο/β ροί/ΛδοΛβ ΓΛβοπβ άθ3 ΡτοΙβςοΓΒΒ. στον τόμο: Τίιβ 5ορί1ί$ΐ3 3ΙΚ) ΙΙΙΘΙΓ Ι_θ530γ. \Λ'ΊΘ3ΐ)3(ΐΘη. 1980, ο. 109-115.Βασ. Α. Κύρκος. Αρχαίος ελληνικός Διαφωτισμός και Σοφιστική, Αθήνα, 1992ί.- Ιω. Πανέρης, Ο Πρωταγόρας ως θεωρητικός θεμελιωτής της δημοκρατίας, στην Ηπειρ. Εστία 29 (1981), σ. 47-57. Βασ. Α. Κύρκος
"Πρωταγόρας" του Πλάτωνα. Πλατωνικός διάλογος από τους πιο γοητευτικούς, που τοποθετείται στις αρχές της ωριμότητας του Πλάτωνα*, όταν δηλαδή ο Πλάτων ήταν γύρω στα σαράντα του χρόνια. Ανήκει στους διαλόγους όπου ο Σωκράτης* αναδιηγείται τη συζήτηση που είχε πραγματοποιηθεί κάποια προηγούμενη μέρα- στην προκειμένη περίπτωση μια συζήτηση στο σπίτι του πλούσιου Αθηναίου Καλλία, ανάμεσα στον ίδιον και τρεις φημισμένους Σοφιστές, που είχαν βρεθεί στην Αθήνα, τον Πρωταγόρα*, τον Πρόδικο* και τον Ιππία*· τη συζήτηση παρακολουθούν παρεμβαίνοντας και πλαισιώνοντάς την ο νεαρός Ιπποκράτης", ο έφηβος Αλκιβιάδης, ο οικοδεσπότης Καλλίας κ.ά. Θέμα του διαλόγου είναι το αν η αρετή, και μάλιστα η πολιτική αρετή, διδάσκεται ή όχι. Υποστηρίζονται και οι δύο αντίθετες απόψεις, άλλοτε από τη μία πλευρά άλλοτε από την άλλη, με ισχυρά εκατέρωθεν επιχειρήματα και με αναφορές σε παλιούς ποιητές, τους οποίους οι συνομιλητές χρησιμοποιούν για να υποστηρίξουν τις απόψεις τους· ακούγεται και ο περίφημος μύθος του Πρωταγόρα, που προσπαθεί να εξηγήσει μυθικά, αλλά όχι μυθολογικά, τη δημιουργία του ανθρώπινου πολιτισμού και της πολιτικής τέχνης· παρ" όλ' αυτά ο διάλογος τελειώνει χωρίς οι συνομιλητές να έχουν καταλήξει σε μία από τις δύο απόψεις. (Βλ. λ. Πλάτων), Γοαμμ. Αλατζόγλου
- Θέμελη
πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ποιότητες (ςυ3ΐί(3(6£ ΡΠΓΠ36 Θΐ 860υΠ03β, ρΠΠΊ3Γγ 3Π0 δβοοπάβΓγ ςυβίίίίβδ). Φιλοσοφικός όρος μεταφυσικού και γνωσιολογικού περιεχομένου. Στη θέση του όρου "ποιότητα" τίθεται συχνά η λέξη "ιδιότητα" με την ίδια σημασία. Ο όρος "ποιότητα" είναι μια θεμελιώδης "κατηγορία" που προτάθηκε τόσο από τον Αριστοτέλη* (βλ. Κατηγ. 3613-21 ΜτΦ Δ14, 1020α 33 κ.ε.) όσο και από τον I. ΚβηΓ. Ο Πλάτων" είναι αυτός που ομιλεί πρώτος περί "ποιότητος" με
πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ποιότητες ξεκάθαρη γνωσιολογική σημασία (βλ. Θεαιτ. 182α1 κ.ε.). Ο όρος "πρωτεύουσες - δευτερεύουσες ποιότητες" είναι μια μεταφυσική διάκριση ανάμεσα στις ιδιότητες που ανήκουν πραγματικά στα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου και σε ιδιότητες οι οποίες εμφανίζονται μόνον ότι ανήκουν σ' αυτά, ή για τις οποίες ο άνθρωπος μόνο πιστεύει ότι ανήκουν σ' αυτά, εξαιτίας των επιδράσεων που τα αντικείμενα αυτά ασκούν στην ανθρώπινη διάνοια τυπικά μόνο δια μέσου των αισθητηρίων οργάνων. Ειδικότερα, οι "ποιότητες" είναι αυτό που πράγματι υπάρχει και αυτό που εμφανίζεται στη γιγνώσκουσα συνείδηση, που αποτελεί σύνθεση στοιχειωδών εντυπώσεων οι οποίες προκλήθηκαν από τις επιδράσεις των σωμάτων στις αισθήσεις του ανθρώπου. Σαφής διάκριση ανάμεσα στις "πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ιδιότητες" κάνει πρώτος ο Δημόκριτος*, (ϋ-Κ 68Β 117, Β125), ενώ επίσημα εισάγεται ως "τεχνικός" φιλοσοφικός όρος από τον αγγλικό εμπειρισμό* και κυρίως τον ϋ. Ι_οοΚβ*. Ο Δημόκριτος διδάσκει παις το "χρώμα", το "γλυκύ", το "πικρό" είναι "νόμω"· αλήθεια "ετεή" είναι μόνο τα άτομα και το κενό. Αυτό σημαίνει ότι αυτές οι ιδιότητες του χρώματος, της γλυκύτητας ή της πικρότητας δεν υπάρχουν πραγματικά και εκ φύσεως στα αντικείμενα, αλλά παράγονται στην ανθρώπινη σκέψη και στη συνέχεια αποδίδονται σ' αυτά από τις επιδράσεις που ασκούν τα ίδια στον άνθρωπο. Τα άτομα κινούνται στο κενό και από τις συνθέσεις τους (συγκρίματα) δημιουργούνται διάφορα αντικείμενα του φυσικού κόσμου. Τα άτομα έχουν πρωτεύουσες (ή πρωταρχικές) ιδιότητες, που είναι το σχήμα, το μέγεθος και η κίνηση. Οι "νόμω" ποιότητες (οι δευτερεύουσες) δεν προσδιορίζουν τα πράγματα, αφού σε κάθε περίπτωση είναι μεταβλητές και εξαρτώνται από τις αισθήσεις μας. Στην αριστοτελική σκέψη ως δευτερεύουσες ποιότητες θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι παθητικές ιδιότητες, τα "συμβεβηκότα" (βλ. Κατηγορίες 10α 10-25). Ο άνθρωπος γνωρίζει αυτές τις ποιότητες μέσα στη μεταβλητότητά τους. δηλαδή τα φαινόμενα των πραγμάτων, γιατί την αλήθεια, κατά τη δημοκρίτεια άποψη, δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει, διότι είναι "εν βυθώ". Ετσι, ενώ ο όρος έχει αρχικά μεταφυσικό περιεχόμενο, η αποδοχή του ως ιδέας έχει γνωσιολογικές συνέπειες, γιατί ο άνθρωπος κατανοεί ότι η γνώση του για κάτι συνίσταται στη διαδοχική προσέγγισή του και στον προσδιορισμό δευτερευουσών ποιοτήτων (ιδιοτήτων).
Η διδασκαλία αυτή για τις "πρωτεύουσες και δευτερεύουσες" ιδιότητες δια μέσου της σχολαστικής φιλοσοφίας πέρασε στη νεότερη σκέψη με μικρές διαφοροποιήσεις, ανάλογα με την ερμηνεία που της έδινε κάθε φιλόσοφος και τον τρόπο που την χρησιμοποιούσε. Ο Γαλιλαίος* στο έργο του II 83β9ί3ΐθΓβ( 1623) και στο ερώτημα 48 κάνει αντιδιαστολή ανάμεσα στις πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ιδιότητες. Οι πρωτεύουσες ιδιότητες είναι απαραίτητες για τον προσδιορισμό και την κατανόηση ενός υλικού στοιχείου. Τέτοιες είναι το "σχήμα", η "σχέση" ενός σώματος με άλλα σώματα, το "μέγεθος", η "θέση", ο "χρόνος", ο "αριθμός" (ένα - πολλά), η "κίνηση" ή η ακινησία. Αντίθετα θεωρεί ότι δεν είναι αναγκαίο για την κατανόηση ενός πράγματος να γνωρίζει κανείς "συνθήκες", όπως άσπρο - κόκκινο (χρώμα), πικρό ή γλυκό (γεύση), ηχηρό ή άηχο (ήχος), νόστιμο ή άνοστο. Αυτές οι ιδιότητες είναι προϊόν των αισθήσεων χωρίς τη μεσολάβηση των οποίων το λογικό και η φαντασία δεν θα τις είχε συλλάβει ποτέ. Αυτές φαίνεται ότι εδράζονται στα αντικείμενα, ωστόσο υπάρχουν στον βαθμό που επιδρούν στις αισθήσεις. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε οι ιδιότητες αυτές είναι σαν να μην υπάρχουν. Ωστόσο προσπαθούμε κάθε φορά να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι υπάρχουν. Για την καρτεσιανή σκέψη μία είναι η πρωτεύουσα ιδιότητα, η "ουσία". Η γνώση της "ουσίας" μας γίνεται κατορθωτή με τους προσδιορισμούς της, που είναι οι δευτερεύουσες ιδιότητες, τις οποίες ο ϋβ303ΐ1θ5* αποκαλεί "τρόπους" (πιοάβδ) ή "συμβεβηκότα" (3οαάβηΙί3). Πιο σημαντική είναι η διδασκαλία για τις πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ιδιότητες των άγγλων εμπειρικών του 17ου αιώνα και κυρίως των Π. ΒογΙβ', ϋ. Ι_οοΙ<β*, Τϊι. Ηβίά', του Ο. ΒβΓΚθΙβγ* και άλλων. Ο ΒογΙθ συνδέει τη θεωρία για τις πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ιδιότητες με την αναβιωμένη θεωρία του ατομισμού. Η ύλη* είναι μια μόνη κοινή και καθολική σ' όλα τα σώματα. Η ύλη είναι εκτατή και αδιαχώρητος. Ο Θεός δίδει την κίνηση σ' αυτήν και γεννιούνται τα σωμάτια (άτομα). Αυτά έχουν μέγεθος, σχήμα, κίνηση, που είναι οι πρωτεύουσες ιδιότητές τους. Αυτές οι τρεις ιδιότητες είναι αρκετές για την εξήγηση όλων των φαινομένων και για την παραγωγή των κατ' αίσθηση ιδιοτήτων, δηλαδή του χρώματος, της γεύσεως και των άλλων που είναι δευτερεύουσες και υποκειμε-
261
πρώτη ύλη νικές, διότι υπάρχουν μόνο ως αισθήματα. Πιο διεξοδική για τις "ποιότητες" είναι η διδασκαλία του ΙοοΚθ. Οι απλές παραστάσεις που αποτελούν το υλικό της γνώσης απεικονίζουν ποιότητες από τις οποίες άλλες είναι πραγματικές και άλλες όχι. Πραγματικές είναι αυτές που προκύπτουν από τη συνεργασία πολλών αισθήσεων. Τέτοιες παραστάσεις είναι της έκτασης, της κίνησης, θέσης, αριθμού, σχήματος, αδιαχώρητου. Αυτές οι παραστάσεις φανερώνουν πρωτότυπες ή πρωτεύουσες ποιότητες, δηλαδή ιδιότητες που είναι πραγματικές και αχώριστες από τα πράγματα σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν αυτά ευρίσκονται, δηλαδή ανήκουν στο πράγμα "καθ' εαυτό" (Ιίιβ ίΐιϊης ίη ίΐδθΐί). Όλες οι άλλες ιδιότητες που φέρνουν οι αισθήσεις απεικονίζουν ΌΓ.υτερεύουσες ιδιότητες. Αυτές τις αποδίδουμε στα σώματα του εξωτερικού κόσμου, αλλά δεν ανήκουν σ' αυτά, αλλά στους ίδιους τους εαυτούς μας. Τα χρώματα, οι ήχοι, οι οσμές δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα στα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, αλλά σ' εμάς που τα αισθανόμαστε, τα αντιλαμβανόμαστε με τη μεσολάβηση των αισθήσεων, όταν αυτά ενεργούν πάνω σ' αυτές. Τα ερεθίσματα που προκαλούν τα αντικείμενα παράγουν τις δευτερεύουσες ποιότητες. Ο ΒθΓΚβΙβγ συμφωνεί με τον ΙοοΚβ στην άποψη ότι οι δευτερεύουσες ιδιότητες δεν είναι αντικειμενικές, αλλά διαφωνώντας στη συνέχεια προς τον ΙοοΚβ υποστηρίζει ότι και οι πρωτεύουσες δεν διαφέρουν στην υποκειμενικότητα από τις άλλες. Η έκταση, κίνηση, στερεότητα είναι εξίσου υποκειμενικές καταστάσεις, όπως το χρώμα, η θερμότητα, η γλυκύτητα κ.λπ. Οι πρωτεύουσες ποιότητες είναι αφηρημένες ανύπαρκτες έννοιες και κενές λέξεις, γιατί καμιά παράσταση δεν αντιστοιχεί σ' αυτές. Δεν βλέπουμε ούτε τις αποστάσεις ούτε τα μεγέθη, αλλά όλα αυτά τα συμπεραίνουμε από τις αισθητηριακές δευτερεύουσες ποιότητες. Τη διδασκαλία αυτή εντοπίζουμε και στον σκεπτικισμό*. Συνδέθηκε με τη θεωρία της κριτικής πραγματοκρατίας και τον σύγχρονο επιστημονικό ρεαλισμό. Υπάρχει ο εξωτερικός κόσμος και τον προσεγγίζουμε διαδοχικά προσδιορίζοντας συνεχώς και περισσότερες "δευτερεύουσες ποιότητες" των φαινομένων του. Βιβλιογρ.: Α. Οοιτιρβοίοπ. ΕριεΙβωοΙοςγ. θό. ϋ. ϋβηογ ιηά Ε . $088. ΒΙβοΙονβΙΙ. 1994- Ρ . 3. \Λ/οοΙΙιου$β. ΓΛβ ΕπριηαεΙε. 0*1. υη. ΡΓ.. 1990.- ΜΟΓΓΪΪ νΥθϊΙζ, ΓΛβοπβί οΙ ΟοηεβρΙε. ΡουΙΙβύββ. ίοηόοη, 1988 - Ο. ΒθίΚθΙθγ. Πραγματεία πάνω στις αρχές της ανθρώπινης γνώσης, μτφ. Δ.
262
Σφενδόνη.
Θεσσαλονίκη,
χ.χ-
ΟοηεβΓΠίηβ Ηυπιβη υηάβηίβηάίηβ.
ϋ.
ίοεΚβ.
Αη
Ε$εβγ
βά. ΡβΙβΓ Η. ΝκΜϋοίι.
ΟΧΙΟΓΟ. 1975.
I. Γ.
Δελλής
πρώτη ύλη, βλ. μορφή και ύλη πρώτη φιλοσοφία (ρτίπιβ ρήίίοδορίιίβ). Τον όρο "πρώτη φιλοσοφία" μεταχειρίζεται για πρώτη φορά ο Αριστοτέλης* στο έργο του Μετά τα Φυσικά (1026α 24), παράλληλα προς τους όρους "σοφία" και "θεολογική επιστήμη" (έρευνα για το πρόβλημα του θείου), για να χαρακτηρίσει την επιστήμη περί το ον, δηλαδή την Οντολογία* ή Μεταφυσική*. Η πρώτη πρόταση στην αρχή του Γ' βιβλίου του Μετά τα Φυσικά οριοθετεί το αντικείμενο της "πρώτης φιλοσοφίας" (1003α 21): "έστιν επιστήμη τις η θεωρεί το ον η ον και τα τούτω υπάρχοντα καθ' αυτό" (δηλαδή υπάρχει μία επιστήμη που ερευνά το ον, καθόσον αυτό είναι πραγματικό, και όλα όσα προσιδιάζουν στην ουσία του). Στο ον καθ' αυτό προσιδιάζουν μερικά χαρακτηριστικά, που διαπερνούν το όλον του όντος, π.χ. η "ύλη" και η "μορφή" (είδος) χαρακτηρίζει οποιαδήποτε εκδοχή του όντος, όπως επίσης οι έννοιες "δύναμις" και "ενέργεια", "ενότης και ολότης" κ.ά. Πρόκειται δηλαδή για μια καθολική επιστήμη (= φιλοσοφία*), η οποία έχει ως σκοπό και αντικείμενο της να ερευνήσει τις βασικές αρχές που διέπουν την ουσία των όντων ως όντων και όχι τις επιμέρους εκφάνσεις των όντων, τη γνώση καθ' αυτήν και όχι ως συγκεκριμένο επιστημονικό κλάδο, π.χ. ως Μαθηματική, Ιατρική κ.λπ. Έχει προτεραιότητα η επιστήμη αυτή. επειδή ενδιαφέρεται και εξετάζει το ον ως ολότητα και αδιάσπαστη ενότητα, το "ον η ον", όπως πολλές φορές τονίζει ο Αριστοτέλης, δηλαδή τι είναι εκείνο που δίνει στα πράγματα τη δυνατότητα να είναι πραγματικά, αυτό που έχουν τα πράγματα / τα όντα ώστε να μπορούμε να λέμε ότι υπάρχουν ως πραγματικές / αντικειμενικές οντότητες. Αυτή η γνώση / επιστήμη αναζητεί τις πρώτες αρχές και τα αίτια που κάνουν το ον να είναι ον ("σκεπτέον δε του όντος αυτού τα αίτια και τας αρχάς η ον", 1028α 2). Η έρευνα αυτή για τις πρώτες αρχές (= τα βασικά χαρακτηριστικά) και τις αιτίες (= και για ποιο λόγο είναι όπως είναι και όχι αλλιώς) μας οδηγεί στις έσχατες απολήξεις του ερωτήματος για το ον, στην Οντολογία*, που προσεγγίζει τη θεολογία*, εφόσον δεχτούμε ως έσχατη απόληξη ή αρχή των όντων τον Θεό".
πρώτον κινούν Ο όρος ρηπΊ3 ρΝΙθ5θρίιί3, μεταφορά, βέβαια, του αριστοτελικού πρωτοτύπου, χρησιμοποιείται από τον Μεσαίωνα και τη σχολαστιική φιλοσοφία, για να δηλώσει τη Μεταφυσική* και ενίοτε την Οντολογία γενικά (θετικός ή αρνητικός χαρακτηρισμός). Ο Θωμάς Ακινάτης* παραλαμβάνει τον όρο αυτό από τους μεγάλους υπομνηματιστές του Αριστοτέλη και εννοεί κι αυτός την έρευνα των αρχών κάθε άλλης επιστήμης*. Από τους Σχολαστικούς* του Μεσαίωνα πέρασε στη νεότερη εποχή (ϋΘδοβΓίβδ*, ΡΓ. Ββοοπ*, ΤΙΙ. Ηοόόβδ*, ΚβπΓ) και τους σύγχρονους, χαρακτηρίζοντας πάντοτε, σταθερά τη Μεταφυσική και την Οντολογία. Βιβλιογρ.: Η. ννοςπθΓ. Ζυιπ ΡτούΙβτη άβτ βήίΐοίθΐίεεΐιβη
Μβΐ3ρΜγ$ίΙ<ϋθ3πΙΙί, στο: ΡίιϊΙοδ. ΡυηόϊοΙι. 7/2 (1959). σ. 129 148.· Ο.
Ρ3ΙΖ19.
Μβΐ3ρΙιγ$ϊΙ< άβε
ΤΗβοΙοςιβ υηά ΟηΙοΙοςιβ
ΑήεΙοΙβΙβε.
στο:
(1960/61), ο. 185-205.· Ρ. Ρ . ΗβςβΓ (εκδ)..
ΤήβοΙορίβ άβε ΑήεΙοΙβΙβε.
ίη άβτ
"Κ3ηΐ5ΐυ<3ιβη
52
ΜβΙβρΗγείΚυηά
ΥΥ. Β. ννβςβ ύβΓ ΡοΓβεΙιυηβ,
03ΓΓΤ)5(3ϋΙ. 1969 - Κ. Α. Γεωργούλης. Αριστοτέλης ο Στα-
γιρίτης. Θεσ/νίκη. 1962 - I. Ουπης. Ο Αριστοτέλης,
τόμ.
Α'. μτφ. Π. Κοτζιά - Παντελή. Μ Ι Ε Τ . Αθήνα. 1991.
Βαο
Κύρκος
πρωτόγονος κοινοτικός σχηματισμός. Ιστορικά, αποτελεί τον αρχαιότερο οικονομικοκοινωνικό σχηματισμό και αποτελεί με την έννοια αυτή την "προϊστορία" των ανθρώπινων κοινωνιών. ΣΤΟ στάδιο αυτό οι παραγωγικές δυνάμεις είναι σχεδόν αδιαμόρφωτες, σε μια κατάσταση φυσική, η δε εξέλιξη τους συντελείται με ιδιαίτερα αργό ρυθμό. Η ανακάλυψη και χρησιμοποίηση της φωτιάς είναι εδώ η σημαντικότερη εξέλιξη που σημειώνεται και συμβάλλει στην παραγωγή αποδοτικότερων μέσων παραγωγής (εργαλεία), πράγμα που συμβάλλει με τη σειρά του στη μεγαλύτερης έκτασης σύλληψη και εκτροφή ζώων, καθώς και στην καλλιέργεια της γης. Ο χαμηλός βαθμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων έχει ως συνέπεια τη χαμηλή παραγωγή και τη διαμόρφωση παραγωγικών σχέσεων που ανταποκρίνονται στο συγκεκριμένο αυτό επίπεδο ανάπτυξης των μέσων παραγωγής και της χαμηλής παραγωγικότητας. Οι σχέσεις αυτές είναι κοινοτικού χαρακτήρα. Δηλαδή οι κοινωνικές ομαδώσεις στη βάση συγγενικών δεσμών (γένη) κατέχουν συλλογικά τα μέσα παραγωγής (γη και εργαλεία), το δε περιορισμένης ποσότητας προϊόν που παράγεται είναι επίσης κοινό και διενέμεται στα μέλη του γένους για την κάλυψη βασικών τους αναγκών. Η εργασία προβάλλει ως συνεργατική διαδικασία στα πλαίσια ενός "φυσικού" καταμερισμού εργα-
σίας με βάση το φύλο και την ηλικία. Στη φάση αυτή η χαμηλή παραγωγικότητα δεν επιτρέπει τη δημιουργία περισσεύματος, δηλαδή "υπερπροιόντος", γεγονός που καθιστά αδύνατη τη δημιουργία τάξεων ή άλλων προνομιούχων ομάδων στα πλαίσια του γένους. Με τη μετάβαση από την εκτροφή ζώων στη γεωργική παραγωγή και τη χειροτεχνία προβάλλει η κοινωνική κατανομή της εργασίας και η ανταλλαγή προϊόντων. Η εξέλιξη αυτή είχε ως συνέπεια την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας, και στη συνέχεια την υποβάθμιση της οργάνωσης του γένους. Τα γένη αντικαθίστανται από κοινοτικούς σχηματισμούς, στα πλαίσια των οποίων σιγά - σιγά εγκαταλείπεται το σύστημα κοινής παραγωγής και κατανάλωσης. Η βελτίωση της παραγωγής και η δημιουργία υπερ-προιόντος οδηγεί στην ιδιοποίησή του από άτομα ή ομάδες ατόμων στα πλαίσια του κοινοτικού σχηματισμού, γεγονός που συνεπάγεται την εμφάνιση της κοινωνικής ανισότητας και των τάξεων. Χριστ. Νόβα - Καλτσουνη
πρώτον κινούν. Η έννοια του πρώτου κινούντος αποτελεί την κατάληξη της αριστοτελικής διδασκαλίας περί κινήσεως. Κίνηση, κατά τον Αριστοτέλη*, είναι η ολοκληρωμένη ύπαρξη του δυνάμει όντος ως δυνάμει όντος [ Φυσ., 200α 11: "η του δυνάμει όντος εντελέχεια, η τοιούτον, κίνησίς εστίν", δηλαδή η διαδικασία να πραγματωθεί ή ολοκληρωθεί ένα πράγμα που έχει μέσα την εξελικτική δύναμη ("δυνάμει ον", "η τοιούτον") να γίνει κάτι, αυτή η διαδικασία (ο Αριστοτέλης την ονομάζει "μεταβολή") είναι και λέγεται "κίνησις"]. Κάθε μεταβολή, λοιπόν, την εννοούμε ως μεταβολή από το δυνάμει ον στο ενεργεία ον και καταλήγει στην "εντελέχεια", στην πραγμάτωση ή ολοκλήρωση της διαδικασίας· και η μεταβολή είναι κίνηση, υπό πολλές μορφές (αλλοίωση, φορά, φθίση κ.λπ.). Ετσι είναι φανερό ότι κάθε κίνηση προϋποθέτει ένα ον δυνάμει και χρονικώς ένα ον ενεργεία, ώστε ν' αρχίσει η διαδικασία της μεταβολής. Η κίνηση τώρα έχει δύο αιτίες, δηλαδή για να κινηθεί κάτι πρέπει να δεχθούμε δύο αιτίες: είτε ότι έχει μέσα του την αιτία της κίνησης και κινείται μόνο του, είτε το κινεί κάποιος άλλος, δηλαδή έχει μια άλλη αιτία έξω απ' αυτό (Φυσ. 243α 11 κ.έ.: "άπαν δη το φερόμενον ή υφ' εαυτού κινείται ή υπ' άλλου. Οσα μεν ουν αυτά υφ' αυτών κινείται, φανερόν εν τούτοις ότι άμα το κινούμενον και το κινούν ε-
263
Πτολεμαίος Κλαύδιος σ π ν ενυπάρχει γαρ αυτοίς το πρώτον κινούν). Ετσι στα πράγματα που έχουν μέσα τους την αιτία της κίνησης (το να γίνουν κάτι άλλο -"ενεργεία ον "- απ" αυτό που είναι ή "δυνάμει ον", να υποστούν μια "μεταβολή" δηλαδή), "αυτά υφ' αυτών κινείται"· σ' αυτά, λοιπόν, το πράγμα που κινείται (το κινούμενον) και η αιτία που το κινεί (το κινούν) συνυπάρχουν εν ταυτώ (άμα), διότι αυτά τα πράγματα έχουν μέσα τους την πρωταρχική αιτία της κίνησής τους ("το πρώτον κινούν"), δηλαδή μια αρχή αμετάβλητη και σταθερή, συνυφασμένη με το Είναι αυτών των πραγμάτων. Αυτή την αρχή ονομάζει ο Αριστοτέλης "πρώτον κινούν" ή "κινούν ακίνητον", και λέγει ότι αυτή η αρχή ταυτίζεται για μερικούς με τον θεό*. νν. \Λ/ίθ(3Πί). Οίβ βπείοίθΐίεοήβ ΡήγείΚ. υηΐθίευεύυηοβη υϋβί Λβ ΟωηόΙβςυηο άθΓ ΝβΙυινήεεβηεεϊοΙΙ υηά άίβ ερί3εΝιαήβ Ββόίηρυηοβη όβί ΡήηζίρίβηΙοΓεείχυηρ ύβί ΑηεΙοΙβΙβε, ΟοΗίηςθπ, 1962.- Μ. Κβρρθδ. Οίβ βήείοΐβΐί5<ΛΘ ίβϊΐΓβ υύβί ΒβςήΙΙ υπό ΙΙίεβΐΚθ ϋθΓ Κιηβ5/5. Διατρ. ΡΤΕΙΒΥΤΣ. 1887.-Μ. 8ΟΙΙΓ3ΙΤΙΓΤ). Οίβ ΒθάβυΙυηο όθί Ββνι/βςυηβε - ΙΘΗΓΘ όβε ΑηεΙοΙβΙβε Ιυί $βίηβ ΰβκΐβη ίοευηςβη ϋβΓ ζβηοηίεείιβη Ρ3Γβόοχιβ. 1962.Ρ. ΜβηυνοΜ. ΒΙυόίβη ζυη> ί/ηϋβννβαΐβη Ββηβςβί ίη άβ! Ν3ίυΓρΜοεορΙϊΐθ άβε ΑηεΙοΙβΙβε, Δ(ΥΙ(93Γΐ / ννίθδΐ330βπ. 1989 - Ο. - Α. δοοοΚ (εκδ ). Ο/β ΝαΙυτρύίΙοεορΝβ άβε ΑηεΙοΙβΙβε. 03ΓΓΤ)5(3<ΙΙ. νν. Β., 1975. Βασ. Κύρκος Βιβλιογρ.:
Πτολεμαίος Κλαύδιος (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, 108-168 μ.Χ.). Ενας από τους μεγαλύτερους αστρονόμους όλων των αιώνων, καθώς επίσης γεωγράφος και χαρτογράφος, ο μεγαλύτερος της αρχαιότητας. Συνέγραψε πλήθος έργων, μεταξύ των οποίων την περίφημη Μαθηματικήν Σύνταξιν (13 βιβλ.), που οι Αραβες την μετονόμασαν σε Αλμαγέστη και που μέχρι σήμερα θεωρείται θεμελιακό έργο της αστρονομίας. Ο Πτολεμαίος είναι ο επινοητής του γεωκεντρικού συστήματος, που είναι γνωστό και ως "πτολεμαικό". Αυτό είναι τελείως αντίθετο προς το ηλιοκεντρικό σύστημα του Αριστάρχου του Σαμίου (3ος αι. π.Χ.). Κατά τον Πτολεμαίο, κέντρο του σύμπαντος, παρά την μικρότητά της, είναι η Γη και γύρω από αυτήν κινούνται ο Ήλιος, τα άστρα και γενικά ολόκληρος ο ουρανός. Το σύστημα αυτό έγινε παραδεκτό και υποστηριζόταν μέχρι και τον 16ο αι., οπότε ο Κοπέρνικος* (1473-1543) βρήκε και δημοσιοποίησε τη θεωρία του Αριστάρχου (ως δική του βέβαια). Κατ' αυτήν κέντρο του κόσμου δεν είναι η Γη, αλλά ο Ηλιος. Το αποτέλεσμα ήταν να ανατραπεί το γεωκεντρικό σύστημα, που
264
επί 15 αιώνες επηρέαζε όχι μόνον την αστρονομική επιστήμη αλλά και τη φιλοσοφική και θεολογική σκέψη. Είχε αναπτυχθεί φιλοσοφική περί κόσμου θεωρία, ο "γεωκεντρισμός", επάνω στην οποία στηριζόμενη η χριστιανική κοσμολογία οικοδόμησε την δική της ανθρωποκεντρική θεωρία: εφόσον η Γη αποτελεί το κέντρο του κόσμου, τότε και ο άνθρωπος, που η Γραφή τον θέλει κύριο της Γης, πρέπει να τοποθετηθεί στο κέντρο του κόσμου. ΓΓ αυτό και η διατύπωση του ηλιοκεντρικού συστήματος από τον Κοπέρνικο συγκλόνισε την Καθολική Εκκλησία, διότι ανέτρεπε εκ θεμελίων την ανθρωποκεντρική της θεωρία, που επί αιώνες δίδασκε,,με συνέπεια να διωχθούν ως "άθειοι" οι υποστηρικτές της νέας θεωρίας, ώσπου με τον καιρό η δυτική Εκκλησία να αναπροσαρμόσει τις αρχικές της κοσμολογικές αντιλήψεις. Απ.
Τζαφερόπουλος
Πυθαγόρας ο Σάμιος (Σάμος, 580 - Μεταπόντιο, 490 π.Χ.). Μεγάλος Ελληνας μαθηματικός και φιλόσοφος. Αρχηγέτης μεγάλου θρησκευτικο-πολιτικού κινήματος. Ιδρυτής της ονομαστής Ιταλικής σχολής του Κρότωνος, που θεωρείται ως το πρώτο πανεπιστήμιο του κόσμου. Οι βιογραφικές πληροφορίες περί Πυθαγόρα προέρχονται κυρίως από μεταγενέστερους Ελληνες συγγραφείς: Διογένης ο Λαέρτιος", Πορφύριος*, Ιάμβλιχος*, Ανώνυμος (περίληψη Φωτίου*). Αυτοί αντλούν από πραγματείες των περιπατητικών φιλοσόφων Αριστόξενου* και Δικαιάρχου*, οι οποίοι έζησαν 200 χρόνια μετά τον θάνατο του Πυθαγόρα, καθώς και από τους νεοπυθαγόρειους: Απολλώνιος ο Τυανεύς', Νικόμαχος Γερασηνός*, Αλέξανδρος ο Πολυίστωρ" κ.λπ. Το γεγονός λοιπόν ότι οι πληροφορίες όλων αυτών στερούνται αμεσότητας, ότι κατά τις διαδοχικές αναπαραγωγές οι συγγραφείς επηρεάζονταν από τον θρύλο του θαυματοποιού, που είχε δημιουργηθεί με την πάροδο του χρόνου γύρω από την προσωπικότητα του Πυθαγόρα, είναι φυσικό να δημιουργούν αμφιβολίες σχετικά με την ακρίβεια και την αυθεντικότητα των πληροφοριών αυτών. ΓΓ αυτό και η ανασυγκρότηση της αρχικής διδασκαλίας του μεγάλου φιλοσόφου είναι ένα από τα πολυπλοκότερα προβλήματα της ιστορίας της αρχαίας φιλοσοφίας. Παρ' όλα αυτά, με βάση τις πιο αξιόπιστες μαρτυρίες, είναι δυνατή κάποια, μάλλον αξιόπιστη, σκιαγράφηση της προσωπικότητας και της φιλοσοφικής του διδασκαλίας.
πυθαγόρειοι Ο Πυθαγόρας υπήρξε μαθητής του Φερεκύδη* οτη Λέσβο, του Ερμοδάμαντα στη Σάμο, του Θαλή* και του Αναξίμανδρου* στη Μίλητο. Μετά ταξίδεψε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε 22 χρόνια, και στην Βαβυλώνα άλλα 12 χρόνια. Κοντά στους ιερείς και τους σοφούς των χωρών αυτών σπούδασε μαθηματικά και αστρονομία και μελέτησε τις θρησκευτικές παραδόσεις και λατρείες τους. Σε ηλικία 56 ετών επέστρεψε στη Σάμο, αλλά, μην υποφέροντας την τυραννία του Πολυκράτη, εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και εγκαταστάθηκε στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας. Εκεί ίδρυσε μιαν ηθικοθρησκευτική αδελφότητα με λατρευτικό τυπικό και κοινοκτημοσύνη, κατά το πρότυπο των Ορφικών", και με τον καιρό δημιούργησε παραρτήματα και σε άλλες πόλεις της Κάτω Ιταλίας. Υστερα όμως από μια αντιπυθαγορική εξέγερση, με επικεφαλής τον Κύλωνα, εγκατέλειψε τον Κρότωνα και κατέφυγε στο Μεταπόνπο, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στην αδελφότητα γίνονταν δεκτοί μαθητές από όλη την Ελλάδα, ύστερα από εξονυχιστική εξέταση καταλληλότητας των υποψηφίων, ενώ η ζωή μέσα σ' αυτήν καθοριζόταν από αυστηρούς κανόνες ("πυθαγόρειος τρόπος ζωής"). Ο μαθητής κατά το πρώτο στάδιο μαθητείας υποχρεωνόταν σε πενταετή περίοδο σιωπής. Η σιγή ήταν ο υπέρτατος νόμος στην τάξη αυτή και οι μαθητές μόνον άκουαν ("ακουσματικοί") και δεν ρωτούσαν. Οι "ακουσματικοί" μαθητές αποτελούσαν το "ομακόειον", δηλαδή το πλήθος των ακουόγτων μαζί. Ακουαν μαθήματα ηθικής και, όταν κρινόταν επιτυχής η φοίτησή τους, ανακηρύσσονταν εσωτερικοί μαθητές και γίνονταν δεκτοί μέσα στη Σχολή. Υποχρεώσεις των μαθητών: τυφλή υπακοή στην αυθεντία του Πυθαγόρα ("αυτός έφα"), καθημερινή αυτοκριτική με βάση τα ερωτήματα: "Τι παρέβην; τι δ' έρεξα: τι μοι δέον ουκ ετελέσθη;", συμμετοχή στα μυστήρια, που ήταν το κέντρο του πυθαγορείου συστήματος. Οι μαθητές στο δεύτερο στάδιο, οι "εσωτερικοί", ως αντικείμενο της έρευνάς τους είχαν κυρίως τους αριθμούς και τα γεωμετρικά σχήματα. Οι αριθμοί δεν αντιμετωπίζονταν ως απλά σύμβολα ποσοτικών σχέσεων, αλλά ως η ίδια η ουσία των όντων. Ετσι λ.χ. ο Πυθαγόρας δίδασκε ότι η "μονάς" ταυτίζεται με το πνεύμα, τον αιθέρα, την ενέργεια, τη δύναμη, από την οποία γίνονται τα πάντα· η "δυάς" με την ύλη, δηλαδή τη γη και το ύδωρ, η "τριάς" με τον
χρόνο, που εκλαμβάνεται ως θεότητα, η "τετράς" με τον χώρο και την τάξη του κόσμου κ.λπ. Οι τέσσερεις πρώτοι αριθμοί σχηματίζουν την ιερή "τετρακτύν"· το ίδιο ιερό είναι και το άθροισμα τους: 1+2+3+4= 10=Σύμπαν και σ' αυτό ορκίζονταν. Η αριθμολογία, η γεωμετρία και η μουσική οδηγούσαν τον εσωτερικό μαθητή στην κατανόηση των κοσμικών φαινομένων. Βέβαιο επίσης θεωρείται ότι ο Πυθαγόρας δίδασκε ακόμη ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ότι υπόκειται σε μετενσαρκώσεις*. Η ψυχή του ανθρώπου μετά θάνατον, αν είναι τέλεια, μεταβαίνει κοντά στον θεό και ενώνεται μαζί του, αν όμως έχει διαπράξει αμαρτήματα, μεταβαίνει σε νέο ανθρώπινο σώμα καθώς επίσης σε φυτά ή σε ζώα για τιμωρία και εξαγνισμό. Γι' αυτό απαγορεύει την κρεωφαγία και καταφεύγει στην αναίμακτη θυσία. Δικοί του είναι και οι θρησκευτικοί και ηθικοί αφορισμοί περί καθόρσεως, που επιτυγχάνεται, προκειμένου για το σώμα, με τη χορτοφαγία, και για την ψυχή με τη γνώση της μουσικής - αριθμητικής δομής του κόσμου. Επίσης δίδασκε την αρμονία των ουρανίων σφαιρών. Το σύμπαν, έλεγε, προήλθε από το χάος με το μέτρο και την αρμονία. Πρώτος αυτός ονόμασε το σύμπαν "κόσμο", δηλαδή τάξη, εξαιτίας της αρμονίας που επικρατεί σ' αυτόν. Η διδασκαλία του Πυθαγόρα επέζησε και μετά τον θάνατο του ως πυθαγορισμός', και επί πολλούς αιώνες διαδιδόταν με τους αποκαλούμενους νεοπυθαγορείους*, επηρεάζοντας τη φιλοσοφική σκέψη. Βιβλιογρ.: ΟΙΐ3ΐ9Γϊ0ΐ Α. Ε.. ΡγΙΙοροίβ βΙ 13 ρΜοεορϊιε ΡγΙΙιββοήάβηηβ. Ρ3Π3, 1874.- δεΙΊυΙΙζ νν.. ΡγΙΙΐ390Γ3$ υπό ΗβτβεΙίΙΙ), Ι-βιρζις. 1905.- Πθ5ΐ39ηί Α., II νβίύο όϊ Ρίΐ3ρθί3, ΤΟΙΊΠΟ. 1924.- ΡπΙζ Κ. ν.. ΡγΙΠββ0Γ3ε. Η.Ε. 47. 1963ΡΙιίΙίρ ϋ. Α.. ΡγΙΙί330Γ35 3Πά Β3Γΐγ ΡγΙΙΐ3ςθΓβ3ηιεπι. ΤΟΓΟΠΙΟ. 1966.- δΙοίιΙ Ε.. ΡγΙΐΊβςοτβ. ΡβίβηηίΙέ άβ 33 ρΜοεορΙιιε. Ρβιϊϊ. 1968.· Χιώνης Δ.. Πυθαγόρας ο μεγάλος Σάμιος φιλόσοφος. Αθήνα, 1983 - Σκελλαριου Γ.. Πυθαγόρας ο δάσκαλος των αιώνων. Αθήνα. 1993.- Δάκογλου I.. Λεξαριθμϊα. Η υπεράσπιση της. Περιοδ. "Δαυλός-. Αθήνα. 1995. Απ. Τζαφερόπουλος
πυθαγόρειοι. Οι μαθητές και οι οπαδοί του φιλοσόφου Πυθαγόρα", οι οποίοι έζησαν κατά την πρώτη περίοδο του πυθαγορισμού, δηλαδή από την άφιξη του Πυθαγόρα στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας (530 π.Χ.) μέχρι τον θάνατο του Πλάτωνα* (347 π.Χ ). Οι πρώτοι πυθαγόρειοι ήταν κυρίως γιατροί, οι οποίοι έγραψαν και δημοσίευσαν τις γνώμες τους, ενώ τα άλλα
265
πυθαγορισμός δόγματα των πυθαγορείων, όπως της μετεμψύχωσης", εξακολουθούσαν να παραμένουν στον χώρο της μυστικής διδασκαλίας. Ο πρώτος από αυτούς τους γιατρούς ήταν ο Δημοκήδης ο Κροτωνιάτης* και ο πρώτος που έγραψε σύγγραμμα ο Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης*. Αλλοι ήταν ο Ιππασος ο Μεταποντίνος", ο Φιλόλαος ο Κροτωνιάτης· και οι μαθητές του στη Θήβα, όπου κατέφυγε, Σιμμίας* και Κέβης", που τους αναφέρει στον Φαίδωνα' ο Πλάτων", κ.ά. Οι πυθαγόρειοι τηρούσαν συμμετρικά το διπλό ιδανικό ενός τρόπου ζωής, που στηριζόταν σε θρησκευτική και μυστική βάση, και μιας έντονης επιστημονικής έρευνας. Εφάρμοζαν τα "ακούσματα" (κανόνες ζωής), δηλαδή την αποχή από το κρέας, το ψάρι, το κρασί, τα κουκιά και τα παρόμοια. Ζούσαν με νερό, σύκα και λαχανικά, παραμελούσαν την εξωτερική τους εμφάνιση, περπατούσαν ξυπόλυτοι, φορούσαν τον "τρίβωνα" (φτωχικό επανωφόρι) και δεν έπαιρναν μέρος στις συνηθισμένες θυσίες. Τον γνήσιο αυτό πυθαγορισμό εφάρμοσαν και οι μαθηματικοί,με πρώτον τον Φιλόλαο και τον μαθητή του Εύρυτο και συνεχιστές τον Αρχύτα τον Ταραντίνο* και τους Συρακούσιους Ικέτα", Εκφαντο* κ.ά., οι οποίοι με την κοσμοθεωρία και τις μαθηματικές και αστρονομικές τους ανακαλύψεις επέδρασαν στον Πλάτωνα και μέσω αυτού στα επόμενα χρόνια μέχρι την Αναγέννηση και μετά από αυτήν. Βιβλιογρ.:
Κ3ΙΙΓ$ΙΘ4Ι
υ..
ΟίοεερήβεΙιβηίΒηά
ιπι
5.
ϋαητηυηάβτ! (1918, Μεγάλη Ελλάδα τον 5ο αιώνα).-
Ηθίϋ6Γ9 ϋ I.. ΝΒΐυηνιεεβηεεΙίβΚ.
ΜαΙΗβπιβΙϊΚ υηά Μβάίζίη
ιγπ ΚΙ. ΑΙΙ (1920. Φυσικές επιστήμες. Μαθηματικά και ιατρική στην κλασική αρχαιότητα).- ΡΓΒΠΚ Ε . . ΡΙβΙοη υηάάίβ
εοββηαηηΐβη
ΡγΙΜβΙοίεβη
(1923. Ο Πλάτων και οι λεγό-
μενοι πυθαγόρειοι).
ΑΠ
Τζαφερόπουλος
πυθαγορισμός. Το σύνολο των θεωριών του Πυθαγόρα", όπως αυτές αναπτύχθηκαν στη Σχολή του μεγάλου αυτού Ελληνα φιλοσόφου στον Κρότωνα και τα παραρτήματά της, στις άλλες πόλεις της Κάτω Ιταλίας. Συνίσταται στον αυστηρό και ασκητικό τρόπο ζωής της θρησκευτικοφιλοσοφικής πυθαγόρειας αδελφότητας ή κοινότητας, στον λυτρωτικό χαρακτήρα της διδασκαλίας του Πυθαγόρα, στο περιεχόμενο των επιστημονικών - φιλοσοφικών αντιλήψεών του, στο πολιτικοκοινωνικό μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα. Η περίοδος αυτή του πυθαγορισμού χαρακτηρίζεται ως πρώιμη, διότι ακολουθούν άλλες τρεις περίοδοι, κατά τις οποίες καλλιεργήθηκαν και διαδό-
266
θηκαν οι ιδέες του Πυθαγόρα σε ολόκληρο τον ελληνισμό και επηρέασαν βαθιά τη φιλοσοφική σκέψη της αρχαιότητας: 1) Πυθαγορισμός της Αρχαίας Ακαδημίας (πλατωνίζων, 4ος αι. π.Χ.), 2) ελληνιστικός πυθαγορισμός (τέλη 4ου-1ος αι. π.Χ.) και 3) νεοπυθαγορισμός* (1ος αι. π.Χ. και μετά). Οι "Πυθαγόρειοι", δηλαδή οι μαθητές του Πυθαγόρα, αλλά και οι συνεχιστές της φιλοσοφίας του, και ιδίως οι τελευταίοι, περιέσωσαν το περιεχόμενο της διδασκαλίας του φιλοσόφου με τους Βίους Πυθαγόρου που συνέγραψαν, έστω και αν αυτοί υστερούν σε αυθεντικότητα, διότι ο ίδιος ο Πυθαγόρας δεν άφησε κανένα γραπτό, αλλά και η διδασκαλία του ήταν μυστική και απαγορευόταν η δημοσιοποίησή της. Βιβλιογρ.: Ιάμβλιχος, Περί Πυθαγορικού μπροπούλου.
1993 -
ΒαυθΓ
\ΛΛ.
βίου. μτφ. Σ. Λα-
ΟΘΓ
3/ΙΘΓΘ Ργΐηβ-
βοτθίεπιβε. ΒΘΓΠ, 1897 - ΟβΙΙΐΓγ Κ.. Οι διδασκαλίες Πυθαγορείων,
Ο Πυθαγόρας
και η μυστική διδασκαλία
σμού.- ΡΠ.Ιίρ ϋ., ΡγΙΙ)3§0Γ3ε
Απ.
του Πυθαγορι-
3πά ββτΐγ ΡγίΙΐΒςοΓθβπίεπι.
ΤΟΓΟΠΙΟ, 1966.- 16νγ I.. ΡβοΙιβκΙιβε
ςοηαβηηεε.
των
εκδ. Πύρινος Κόσμος. Αθήνα.- ΟΓβνίςβΓ Ρ..
βεεΒηίβηηβε
θΐργίήβ-
Οθηβνβ - Ρβηε, 1965.
Τζαφερόπουλος
Πυλαρινός Φραγκίσκος (Ληξούρι Κεφαλληνίας, 1802 - Αθήνα, 1882). Σπούδασε φιλοσοφία στη Γαλλία. Οταν γύρισε στην πατρίδα του, προσπάθησε να διαδώσει τις δημοκρατικές ιδέες της εποχής που είχε γνωρίσει και αγαπήσει στη Γαλλία. Αναμίχθηκε στην πολιτική ζωή της Επτανήσου και πήρε ενεργό μέρος σε όλα τα στασιαστικά κινήματα εναντίον της αγγλικής προστασίας και υπέρ της ενώσεως με την Ελλάδα. Το 1839 εξορίστηκε από τα Επτάνησα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου συνέχισε τον αγώνα εναντίον των Αγγλων, κυρίως μέσω της δημοσιογραφίας. Προκάλεσε όμως τη δυσαρέσκεια και τις διαμαρτυρίες του άγγλου πρεσβευτή, ο οποίος τελικά κατάφερε να τον στείλει στις φυλακές του Ναυπλίου στο Παλαμήδι. Με τη μεταπολίτευση του 1843 διορίσθηκε τακτικός καθηγητής "των ελληνικών φιλοσοφημάτων και της ιστορίας της φιλοσοφίας" στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τον απέλυσαν και τον ξαναδιόρισαν αρκετές φορές έκτοτε και μέχρι το 1881, πάντοτε "λόγω των ανατρεπτικών ιδεών που εδίδασκε". Θεωρείται, μάλιστα, ηθικός αυτουργός ταραχών που προκλήθηκαν από φοιτητές στις 15 Φεβρουαρίου 1845, ταραχές που έγιναν γνωστές ως "πυλαρινά". Κατά τον Ε. Παπανούτσο" και τον Γ. Γρατσιά-
Πύρρων το, ήταν, ως φιλόσοφος, βαθιά επηρεασμένος από τον ΗβςβΓ. Κάτι τέτοιο όμως μόνο από μαρτυρίες συγχρόνων του μπορεί να διαπιστωθεί, γιατί ο ίδιος δεν άφησε κανένα γραπτό συστηματκό έργο. Τα μόνα κείμενά του που έχουμε είναι: ο εναρκτήριος λόγος του στο Πανεπιστήμιο με τον τίτλο: Εισαγωγή εις την φιλοσοφίαν, μία νεκρολογία στον ριζοσπάστη αγωνιστή συμπατριώτη του Τυπάλδο Πρόντζα και διάφορα κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου άρθρα του σε εφημερίδες, και κυρίως στην εφημερίδα "Αιών". Βιβλιογρ.: Γ. Κ. Γραταιότου. Εγελιανοί εν Ελλάδι. "Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών", τεύχος 3ο. έτος Γ'. Αθήναι. 1932.- "Νεοελληνική Φιλοσοφία Β™ (επιμελεια Ε. Παπανούτσου). Βασική Βιβλιοθήκη 36, Αθήναι. Γοαμμ. Αλατζόγλου • Θέμελη
Πύρρων. Φιλόσοφος από την Ηλιδα. Οι αρχαίες μαρτυρίες δεν συμφωνούν στη χρονολόγηση του βίου του (περ. 365-270 π.Χ.). Υιός του Πλειστάρχου. Στην αρχή ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. Υπήρξε μαθητής του Βρύσωνος, υιού του Στίλπωνος από τα Μέγαρα. Ο δεύτερος μαθήτευσε κοντά στον Ευκλείδη*. Ο τελευταίος φιλοξένησε στα Μέγαρα τον Πλάτωνα* και άλλους μαθητές του Σωκράτη* μετά τον θάνατο του δασκάλου τους. (Διογ. Λ. II, 106). Ετσι έμμεσα ο Πύρρων μπορεί να ήλθε σε επαφή αρχικά με τη σωκρατική παράδοση. Ακολούθησε την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου με τον φίλο του Ανάξαρχο*, ο οποίος υπήρξε μαθητής ή "ακουστής" του Δημοκρίτου". Ετσι γνώρισε την ατομική θεωρία δια μέσου του Αναξάρχου, αλλά και τη βιοθεωρία και τη φιλοσοφία των Ινδών Γυμνοσοφιστών και των Μάγων. Όταν επανήλθε στην Ηλιδα εξίδαξε δημιουργώντας σχολή και έζησε μονήρη βίον. Ο ίδιος, όπως ο Σωκράτης, "ουδέν εν γραφή καταλέλοιπεν" (Ευσ., Ευαγγ. Προπ. XIV, 18, 1-4). Βασική πηγή για τις αντιλήψεις και τη διδασκαλία του Πύρρωνα αποτελεί το σατιρικό ποίημα του Τίμωνα από τον Φλιούντα "ΣίλλοΓ. Διαφωτιστικές πληροφορίες αντλούμε και από τους Διογ. Λαέρτιο", Σέξτο Εμπειρικό", Σενέκα*, Κικέρωνα* κ.ά. Ο Πύρρων είναι επίσημα ο εισηγητής του Σκεπτικισμού" στην αρχαία φιλοσοφία*. Πριν από το ταξίδι του στην Ινδία φαίνεται ότι είχε σωκρατικές αντιλήψεις. Η μεταστροφή του στον ακραίο Σκεπτικισμό, για την οποία διαμαρτύρεται ο μαθητής του ο Τίμων (Διογ. Λ. IX, 65), συντελέστηκε μετά την επάνοδο του. Οι βασικές αρχές της γνωσιοθεωρίας του Πύρρωνα εκφράζονται με
τους πολυσυζητημένους όρους: "αρρεψία = α + ρέπειν", "αφασία = α + φημί", "εποχή". Επειδή δεν γνωρίζουμε τη φύση των πραγμάτων, "οποία πέφυκε τα πράγματα", διότι οι αισθήσεις μας δεν αληθεύουν ούτε ψεύδονται σχετικά με τις πληροφορίες που μας προσκομίζουν, είναι σωστά να μην αποφαινόμαστε γι' αυτά (αφασία) και να μην παίρνουμε θέση ή να μην αποκλίνουμε ούτε προς το ένα ούτε προς το άλλο. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να "επέχουμε", διότι τα πράγματα είναι "αδιάφορα και αστάθμητα και ανεπίκριτα" (Ευσ. Ευαγ. Προπ. XIV, 18, 1-4). Η πυρρώνεια αυτή διδαχή περί "αγνωσίας" επιφέρει τον θάνατο της γνωστικής προσπάθειας του ανθρώπου, γι' αυτό χαρακτηρίσθηκε ως "θεωρητικός μηδενισμός" (ηίΝΙίδπιυδ) ή αρνητικός δογματισμός. Ο Πύρρων οδηγείται έτσι σε μια αναπόδεικτη άρνηση της γνωστικής ικανότητας του ανθρώπου. Αυτή η άρνηση αυτοαναιρείται, γιατί, αν τίποτα δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, ούτε και γι' αυτό μπορούμε να είμαστε βέβαιοι. Ο Πύρρων οδηγείται σ' αυτή την αφύσικη και αντιιστορική θέση, γιατί με τον θάνατο κάθε αγωνιώδους προσπάθειας για την κατάκτηση της γνώσης πραγματώνεται η ελπίδα της φυσικής αταραξίας (Σ. Εμπειρ. ΠΥ, 1, 12), που ήταν το ζητούμενο "τέλος" του βίου εκείνης της παρακμιακής εποχής, κατά την οποία γινόταν η αποδιοργάνωση της πόλεως - κράτους, η οποία λειτουργούσε παλαιότερα ως πνευματική και ηθική κοινότητα. Με την "α+αφασία" και την "εποχή" απαλλάσσεται ο άνθρωπος από τις πνευματικές ταραχές και τη βασανιστική αμφιβολία που προκαλεί η γνωστική αβεβαιότητα, όπως είχε δείξει μέχρι τότε η γνωσιολογική αντιπαράθεση. Η αρχική αυτή αντίληψη του Πύρρωνα είχε ως συνέπεια "ουδέν γαρ έφασκεν ούτε καλόν ούτε αισχρόν ούτε δίκαιον ούτε άδικον και ομοίως επί πάντων μηδέν είναι τη αλήθεια, νόμω δε και έθει πάντα τους ανθρώπους πράττειν ου γαρ μάλλον τόδε ή τόδε είναι έκαστον" (Διογ. Λ. IX, 61). Η άποψή του αυτή κλιμακώνεται μέχρι του σημείου ώστε ο ίδιος "ουδέν ώριζεν", αφού είχε φθάσει στο σημείο να πιστεύει "μηδέν διαφέρειν ζην ή τεθνάναι" και διότι σε καθετί το οποίο ορίζει ο άνθρωπος ισχύει και το αντίθετο. Αυτή την αρχική αδιέξοδη θέση του, αφού διαψεύδεται από την ίδια τη ζωή, ο Πύρρων μετριάζει και γίνεται διαλλακτικός. Μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τα "φαινόμενα" των πραγμάτων, "το μέλι ότι εστί γλυκύ ου τίθημι τόδ' ότι φαίνεται ομολογώ" (Διογ. Λ. IX, 105). Η πυρρώνεια αγνω-
267
πυρρωνισμός σία ήταν οποιοδήποτε μια ακραία θέση που σε πολλές περιπτώσεις μετριάσθηκε και διαμορφώθηκε. Ωστόσο υπήρξε το πρώτο έντονο ξύπνημα από τον λήθαργο του αφελούς δογματισμού. Η θεωρία του Πύρρωνα διαφοροποιημένη αναβίωσε έντονα τον 16ο και 17ο αιώνα και επηρέασε τη σκέψη μεγάλων στοχαστών, όπως του Ο. ΟΘ803ΓΪΘ3*, Ρ. 0335ΘΓΚ)ί·, Β. ΒθγΙθ*, Ρ. ΒθγΙθ', ΡΙΙ.
ΡΘΚΓ,
6.
ΒΘΓΚΘΙΘΥ*,
I. Νβννίοπ* κ . ά .
Ολοι
αυτοί στις έρευνές τους οιστρηλατημένοι από τη γόνιμη αμφιβολία έγιναν πρωτεργάτες της "νέας Επιστήμης" και της "φυσικής φιλοσοφίας". Η θεωρία του Πύρρωνος, όπως μετεξελίχθη στη Μέση και Νεότερη Ακαδημία*, έγινε η πηγή από την οποία ξεπήγασαν διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, όπως η φαινομενολογία", ο επιστημονικός ρεαλισμός και η υποκειμενική πιθανοθεωρία κ.ά. Βιβλιογρ.: Από έναν αριθμό εξειδικευμένων μελετών μας
πανω στον αρχαίο Σκεπτικισμό ενδεικτικό: 1) Δ ε λ λ ή I. Γ..
Η πυρρώνειος Γνωσιολογία και οι παράγοντες διαμορφώσεως αυτής, " Π λ ό τ ω ν . 29 (1977), σσ. 118-130.· Δ ε λ λ ή I. Γ., Ένας σωκρατικός και πυρρώνειος ορισμός της φιλοσοφίας, "Ελλ. Φιλ. Επιθ.· 10 (1987). σσ. 36-44 (εκτενής βιβλιογραφία).- 031221 Ρ ΟβοΙβν3. Ριποπβ ΤβεΙίπκιηίβηζβ. Ο.Ν.Ο., Βϊ&ΙίοροΙίε, 1981 (αρτια συλλογή μαρτυριών για τον Πύρρωνα).- Μυ£0Γ3νβ 5.. Οοπισιοπ εβπεβ. Βαβηεβ 3Πά 3εβρΙίαεπι. ΟΒΓΠ&Γ υπίν. ρτ„ 1995 - ΒΟΓΚΙΙΘ Μ.. ΡγπΙιοη ου Ι' βρρΒΓβηεβ. Ρ υ Ρ . 1994 - ΒΓΟΟΙΊ3Γ<] V.. ί β ί 3<χρΙκιυβε βτθεε. Ρ3Π5. δ. νιίη ανατ. 1986 - ΡορΚίη Ρ., 77ιβ Η/ρή τοβά Ιο ΡγπΙκ>ηίεπ), Αυ$1ίη ΗίΙΙ ΡΓ.. 1980.- ΡορΚίη Η., ΊΉβ ΗίεΙοτγ οί 8θθρΙία$σι Ιωπι ΕτβεΓηυε Ιο 8ριηοζ3. υηϊν. ΟβΙ. ρ Γ. 1979. I. Γ. Δελλής
πυρρωνισμός (Α. Ργπ+ιοηί5πι). Ενώ στα κείμενα του Σέξτου Εμπειρικού* (βλ. Ιηάβχ, ϋ. ϋβηβοβΚ) και του Διογ. Λαέρτιου", όπως και στο Λεξικό της Σούδας", απαντάται η λέξη "πυρρώνειος" (π.χ. πυρρώνειος αγωγή), δεν διαπιστώνουμε το ίδιο για τη λέξη "πυρρωνισμός". Αυτό σημαίνει ότι είναι νεολογικό πλάσμα λατινικής προέλευσης, που διαμορφώθηκε στη Δύση. "Πυρρωνισμός" είναι η γνωσιολογία του Πύρρωνος* του Ηλείου (365-270 π.Χ. περίπου). Η γνωστική ικανότητα του ανθρώπου είναι από περιορισμένη μέχρι ανύπαρκτη, γιατί οι αισθήσεις εξαπατούν τον άνθρωπο, ενώ η μεταβλητότητα της φύσης αναιρεί κάθε δυνατότητα αισθητηριακής προσέγγισης της. Ο "πυρρωνισμός" με την ακραία του μορφή επιφέρει τον θάνατο της γνώσης, αλλά με το κήρυγμά του αυτό περί αγνωσίας υπόσχεται την εξασφάλιση της αταραξίας, που ήταν το ύψιστο αγαθό (ευπτιπιυπι όοηυπΊ) του ευδαίμονος βίου την εποχή εκείνη. Η επιμονή για την απόκτηση της αληθούς γνώσης ταλαιπωρεί τον άνθρωπο, διότι η συνεχής γνωστική αβεβαιότητα και η αμ-
268
φιβολία διασαλεύει την ανθρώπινη ηρεμία. Ο Πύρρων αργότεα μετατοπίσθηκε από τον "θεωρητικό μηδενισμό" του, γιατί διαψευδόταν από την ίδια τη ζωή, και δίδαξε ότι ο άνθρωπος μπορεί να έχει γνώση των φαινομένων των πραγμάτων. Αυτός ο αρνητικός δογματισμός του Πύρρωνα εξηγείται, αν λάβουμε υπόψη μας την πνευματική παρακμιακή κατάσταση της εποχής του, την απογοήτευση από τις ατελείωτες γνωσιολογικές διαμάχες ανάμεσα στις διάφορες φιλοσοφικές σχολές. Με την αναβίωση (16ος17ος μ.Χ. αιών.) του Σκεπτικισμού* στη Δύση με τις διάφορες μορφές του ανιχνεύουμε ότι ο όρος χρησιμοποιείται συχνά και με αυτόν αποδίδεται κυρίως η θεωρία του Πύρρωνα. Ο Β. Ρ3503Ι* (Σκέψεις, 7-432) γράφει: Ό πυρρωνισμός είναι αλήθεια". Ο Ο. Ηυιτιβ* (: Μια πραγματεία για την ανθρώπινη φύση) αναφέρει: "η φιλοσοφία θα μας έκανε εντελώς πυρρωνιστές, αν η φύση δεν ήταν παρά πολύ δυνατή", παίρνοντας έτσι επιφυλακτική στάση απέναντι στον ακραίο "πυρρωνισμό". Ο όρος αναφέρεται επίσης από τον Ρ. ΒβγΙβ* στο γνωστό "ΟίοΙίοηηβίΓβ", όπως και από τους 6. ΒΘΓΚΘΙΘΥ*, Τΐι. ΡβκΓ κ.ά. Βιβλιογρ.: Δ ε λ λ ή I. Γ.. Ο πρώτος 'Πυρρωνισμός'
ως έκφραση μιας ηθικο-κοινωνικής ιδεολογίας, Παρνασσός Λ Δ (1992). 93-100.- του ίδιου. Η θέση του 'Πυρρωνισμού'και του αρχαίου Σκεπτικισμού στη θεωρία της γνώσης του Ο. Ηυπιβ, Ε λ λ . Φιλ. Επιθεώρηση 6 (1989), σσ. 12-22.ΗοοΙ<νν3γ ΟΠΓ., 3οβρΙϊΙ<ίεπι, ΗουΙΙθΟςθ. Ι,οηάοπ, 1990 ΡορΚϊηΡ).. ΤΙιβ Ηίρη Ηοβά Ιοργποηίεπι. Αυβϋη ΗϊΙΙ ΡΓ. 1980. /. Γ. Δελλής
Πφαίντερ Αλέξανδρος (ΡίβηάθΓ, 1870-1941). Γερμανός φιλόσοφος και ψυχολόγος. Προσπάθησε να θεμελιώσει τη λογική" και την ψυχολογία" με τη μέθοδο της φαινομενολογικής υπερβατικής αναγωγής και με μόνο κριτήριο τα ίδια τα πράγματα και τη σύλληψη της αρχικής ουσίας με τη νοητική εποπτεία. Απ. Τζ.
Πώλος ο Ακραγαντίνος (5ος αι. π.Χ.). Σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος. Υπήρξε μαθητής και οπαδός του διάσημου σοφιστή Γοργία*. Ο Πλάτων* τον αναφέρει συχνά στους διάλογους του (Γοργιάς. 448ο, 4626,463β, Φαιδρός κ.λπ.). Ο Αριστοτέλης" επίσης τον αναφέρει στα Μεταφυσικά και του αποδίδει την γνωμική φράση: "Η μεν γαρ εμπειρία τέχνην εποίησεν, η δ" απειρία τύχην". Κατά την Σούδα έγραψε Γ ενεαλογίαν των επί Ιλιον στρατευσάντων Ελλήνων και βαρβάρων και πώς έκαστος απήλλαξε. Απ. Τζ.
Ρ Ραθοισσόν - Μολλιέν Φελίξ (Ρβνβίεεοη ΜοΙΙίβη, 1813-1900). Γάλλος φιλόσοφος και αρχαιολόγος, οπαδός της πνευματοκρατίας* (8ρίΓί1υ3ΐί5Γηυ5) και αντίπαλος του θετικισμού* και του υλισμού*, εναντίον των οποίων η αντιπαράθεση του υπήρξε επιθετική και βίαιη. Κατ' αυτόν πηγή και κριτήριο της γνώσης είναι μόνο το πνεύμα, ο νους*' ενώ την ιστορία την αντιλαμβάνεται ως απόσπαση του ανθρώπου από τον Θεό και τάση για επιστροφή προς αυτόν, με την πραγματοποίηση της οποίας θα επέλθει η αποκατάσταση της ισορροπίας του σύμπαντος. Ε ρ γ α του: Έκθεση περί της φιλοσοφίας της Γαλλίας του 19ου αι. (1867), Δοκίμιο επί της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη κ.ά. Το 1933 ο Ντιβερζιέ εξέδωσε συγκεντρωμένες τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Ραβαισσόν, με τίτλο "Φιλοσοφική Διαθήκη". Απ. Τζ.
Ράζη, αλ - (3ΐ - Ρδζί). Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί δύο σπουδαίοι μουσουλμάνοι λόγιοι. Ο ένας είναι ο περίφημος γιατρός και φιλόσοφος Αβύ Β3Κγ ΜυΐΊ3ΠΊΠΊ3ά Ϊ6η Ζ3Κ3ΐϊγγδ'3ΐ-Ρέζί (865-925 ή 932) ο άλλος είναι ο σπουδαίος θεολόγος Ρ3Μ1Γ 31-ϋΐη 3ΐ-Ρέζΐ (1149/50-1209/10). 1. Ο Αμπού Μπακρ Μουχάμμαντ ιμπν Ζακαρίγια αλ-Ράζη, ο γνωστός στη λατινική Δύση ως Π1ΐ3Ζβδ, ανήκει στις μεγάλες και πολύπλευρες λόγιες προσωπικότητες του Ισλάμ. Συνεδύαζε την ιατρική με τη φιλοσοφία και πέρα από αυτά ασχολήθηκε με τη φαρμακολογία, τα μαθηματικά, την αστρολογία και την αλχημεία (= την αραβική χημεία). Για τη ζωή του δεν γνωρίζομε πολλά. Γεννήθηκε στα 865 στην περσική πόλη Ρ έ υ (Ρβίγ), αξιόλογο από τη χριστιανική ακόμη εποχή (5ος αι.) εκπαιδευτικό κέντρο κοντά στη σημερινή Τεχεράνη, όπου κατά την παράδοση σπούδασε μουσική, φιλοσοφία, αλχημεία, μαθηματικά, αστρονομία και αραβική φιλολογία. Ως γιατρός εργάστηκε στη γενέτειρά του και στη Βαγδάτη
και απέκτησε τέτοια φήμη, που έγινε περιζήτητος μεταξύ των ισχυρών της εποχής του. Πέθανε στη γενέτειρά του στα 925 ή 932. Τα φιλοσοφικά του έργα περιλαμβάνουν λογική, μεταφυσική, ηθική, κριτική σε θεολογικές θέσεις και απαντήσεις σε κριτικές. Τα περισσότερα από τα φιλοσοφικά του έργα χάθηκαν. Σώζεται όμως μια σειρά από παραθέσεις, ειδήσεις και κριτικές σε έργα σπουδαίων και μή μουσουλμάνων λογίων (Ι&π 3ΐ-Ν3ίάΐπ, 31-ΒίΓθπΡ κ.ά.), που μαζί με τα σωζόμενα έργα του βοηθούν να σχηματίσουμε μιαν ιδέα για τις φιλοσοφικές του θέσεις. Από τα σωζόμενα φιλοσοφικά του έργα (εκδόθηκαν όλα από τον Ρ. ΚΓ3υ5, "ΑΙ-Ρέζί'5 0ρβΓ3 ΡΙιίΙο8ορίιίο3", Κάιρο, 1939) σπουδαία είναι: το Βιβλίο της πνευματικής θεραπευτικής, που σκοπεύει στην υγεία του πνεύματος και της ψυχής, και η απολογία του με τον τίτλο Ο φιλόσοφος βίος. Επηρεασμένος από τον Τίμαιο* του Πλάτωνα* (τον οποίο γνώρισε από περιλήψεις του Γαληνού*) και τους Ελληνες ατομικούς φιλοσόφους, ο αλ-Ράζη αναπτύσσει το κοσμολογικό του φιλοσοφικό σύστημα με βάση τη μεταφυσική διδασκαλία για "πέντε αιώνιες αρχές" (3ΐςυά3ΓΓΐέ' 3Ι-ΚΙΊ3ΠΊ83). Οι πέντε αιώνιες αρχές είναι η ύλη, ο χώρος, ο χρόνος, η ψυχή και ο Δημιουργός. Στηριζόμενος στον Δημόκριτο" και τους επικουρείους* δέχεται ότι η πρώτη ύλη είναι αιώνια και αποτελείται από αιώνια άτομα. Η ύλη αυτή είναι άμορφη. Πήρε μορφή, διότι επενέβη σε μια στιγμή του χρόνου η θεία δημιουργική πράξη και έβαλε τάξη στα άτομα. Ετσι οργανώθηκε η ύλη και δημιουργήθηκε το γνωστό σε μας σύμπαν, το οποίο, αν και πεπερασμένο, δεν είναι ωστόσο δημιουργία "εκ του μηδενός". Τα άτομα χωρίζονται μεταξύ τους με το κενό και οι μορφές και οι ιδιότητες που παίρνουν (πυκνότητα, βαρύτητα, σταθερότητα κ.λπ.) καθορίζονται από την έκταση του κενού χώρου που καταλαμβάνουν. Αφού λοιπόν η ύλη καταλαμβάνει χώρο, πρέπει να υπάρχει
269
Φαχρ αλ-Ντιν αλ-Ράζη ένας χώρος ανεξάρτητος της ύλης. Ο χώρος είναι ο απόλυτος χώρος, που συνιστά μία από τις πέντε αιώνιες αρχές, και ο ιδιαίτερος συμβατικός χώρος. Εξω από το δικό μας σύμπαν υπάρχει ο αιώνιος, κενός και ασώματος χώρος (3ΐ-ί3άέ'). Αντίθετα ο ιδιαίτερος χώρος δεν μπορεί να υπάρξει δίχως σώμα (και εδώ υπάρχει συγγένεια με την αριστοτελική περί χώρου αντίληψη). Η ύλη έχει λόγω της κατασκευής της έκταση, και γι' αυτό είναι χωρική. Με ανάλογον τρόπο ο αλ-Ράζη διακρίνει μεταξύ αιώνιου και συμβατικού χρόνου. Ο αιώνιος χρόνος είναι άπειρος και ανεξάρτητος από την κίνηση και την αρίθμηση. Αντίθετα ο συμβατικός χρόνος είναι πεπερασμένος, εξαρτάται από την κίνηση των σωμάτων και υπόκειται στην αρίθμηση. Οι δύο επόμενες αιώνιες αρχές, η ψυχή και ο δημιουργός, έχουν σχέση με τον περί δημιουργίας μύθο του αλ-Ράζη, του οποίου τις ρίζες τις βρίσκομε ήδη στον Τίμαιο. Η ψυχή, που δεν έχει από μόνη της γνώση, επιθύμησε να ενωθεί με την ύλη και φυλακίσθηκε σ' αυτήν. Ο δημιουργός επενέβη και έσωσε την ψυχή. Δημιούργησε δηλαδή από ελεύθερη βούληση και όχι από εσωτερική ανάγκη τον κόσμο (αν η αιτία του κόσμου κινούνταν από εσωτερική ανάγκη, θα ήταν πεπερασμένη) και προίκισε τα λογικά όντα με νούν, ο οποίος είναι εκπόρευση της ουσίας του. Με τον νου η ψυχή αφυπνίζεται από τον σωματικό της ύπνο και αναζητεί την αιώνια πατρίδα της. Ετσι η λύτρωση της ψυχής και του ανθρώπου επιτυγχάνεται μόνο με την φιλοσοφία". Γι' αυτό ο αλΡάζη αμφισβήτησε την αξία της θρησκευτικής αποκάλυψης και της προφητείας. Η θέση του αυτή προκάλεσε τη σφοδρή κριτική συγχρόνων του και μεταγενεστέρων μουσουλμάνων θεολόγων και λογίων. Ρ. ΚΓ3ΙΙ5. "31-ΡΑΖΪ 3 ΟρβΓ3 ΡΝΙΟδορΙιίΟΒ". Κάιρο. 1939. 114 κ. εξ - 8. Ρίηβδ. ΒθιΐΓ30θ ζυτ ΐ5ΐ3Γηΐ5θΙΐ6η ΑΙΟΓΠΙΘΜΓΘ. Βερολίνο. 1936
Γρηγ. Ζιάκας
2. Φαχρ αλ-Ντιν αλ-Ράζη. Περίφημος μουσουλμάνος θεολόγος, συγγραφέας και φιλόσοφος της θρησκείας. Γεννήθηκε και αυτός στο Ρέυ (Ρ3ίγ) της Περσί&ς το 1148 από ξακουστή για την παιδεία και την ευσέβειά της οικογένεια. Πήρε τέλεια παιδεία στη γενέτειρά του και σε άλλα κέντρα γραμμάτων και έγινε σπουδαίος θεολόγος και συγγραφέας. Δίδαξε σε πολλές ανατολικές ισλαμικές χώρες προστατευόμενος διαφόρων πριγκίπων και σουλτάνων και απέκτησε μεγάλη φήμη και πολλούς
270
μαθητές, αλλά και αντιπάλους. Πέθανε στο Χεράτ το 1210. Η ζωή του Φαχρ αλ-Ντιν αλ-Ράζη αναλώθηκε στην προσπάθειά του να συμβιβάσει τη θεολογία" με τη φιλοσοφία*. Στα περισσότερα από τα βιβλία του ασχολείται με τη θεολογία και τη φιλοσοφία. Ωστόσο έγραψε και νομικά, γλωσσικά, φυσιογνωμικά, ηθικά και ιατρικά έργα. Τα έργα του που αφορούν στη θεολογία, τη φιλοσοφία και τον υπομνηματισμό του Κορανίου* (ΐ3ίδΪΓ) αντανακλούν τα δύο αντιμαχόμενα ρεύματα σκέψης της εποχής του1 την ισλαμική διδασκαλία από τη μια και την ελληνική φιλοσοφία από την άλλη. Επειδή αγάπησε και υπηρέτησε και τα δύο είδη γνώσης, γι' αυτό κατακρίθηκε από συγχρόνους του, αλλά και κατοπινούς, ζηλωτές μουσουλμάνους. Στην πραγματικότητα η μεγάλη του θεολογική δραστηριότητα καταναλώθηκε για να υπερασπίσει, από τις τάξεις της ασαριτικής σχολής στην οποία ανήκε, την παράδοση του Ισλάμ". Στην προσπάθειά του πάντως να βρει έναν θετικό θεολογικό συμβιβασμό μεταξύ των διαφόρων ιδεολογικών τάσεων, δεν ικανοποίησε ούτε τους αυστηρούς της ισλαμικής παράδοσης θεολόγους (όπως ο Ιβπ ΤβγπιίγθΙι), ούτε τους φιλοσόφους (όπως ο Τΰδΐ). Και από τις δύο πλευρές δέχτηκε αυστηρές κριτικές. Ωστόσο για τους θεολόγους της σχολής του ΑδΙι'βΓί ο Ράζη άνοιξε τον δρόμο για νέο θεολογικό σύστημα, στο οποίο η θεολογία έγινε λογική φιλοσοφία και μια κατ' εξοχήν επιστήμη. Το νέο αυτό σύστημα θεολογίας απευθύνεται προς τον λόγιο και μορφωμένο μουσουλμάνο της εποχής του ως νέα φιλοσοφία, η οποία συνδυάζει τις αρχές του λόγου και της αποκάλυψης. Εισήγαγε στο θεολογικό αυτό σύστημα την περιπατητική σκέψη και, θιασώτης του Αβικέννα", υιοθέτησε πολλά από τη θεωρία του για το Ον". Στα χέρια του τα δύο συστήματα, θεολογία και φιλοσοφία, ταυτίστηκαν τόσο, που από τότε και στο εξής ο σουννίτης θεολόγος έγινε και μουσουλμάνος φιλόσοφος. Ακολουθώντας τη μέθοδο αυτή ο Φαχρ αλΝτιν αλ-Ράζη έγραψε σπουδαία ερμηνεία στο Κοράνιο. Η προσπάθειά του όμως να διαβάσει ορισμένα κορανικά χωρία υπό το φως της αριστοτελικής φιλοσοφίας παραβλάπτει τον αποκαλυπτικό και προφητικό χαρακτήρα του Ισλάμ. Βαθύς βέβαια είναι ο σεβασμός του προς την κορανική διδασκαλία, την οποία θεωρεί θείο χειροτέχνημα, αλλά βασίζει τη διδασκαλία του περί υπάρξεως του θεού και ιδιοτή-
Ραίχενμπαχ των του σε μια θεωρία περί όντος η οποία είναι απολύτως αριστοτελική. Ο Φαχρ αλ-Ντιν αλΡάζη διακρίθηκε επίσης και ως συγγραφέας και έγραψε φιλοσοφικά έργα σχετικά με την ιατρική, στα οποία, επηρεασμένος από τον Αριστοτέλη,* προσπάθησε να συνδέσει την ιατρική σκέψη με τον ορθό λόγο και τις φυσικές επιστήμες. Βιβλιογρ.: '3Ι-Ρ4ζί, ΡΒΜΙΓ 3ΐ-0ίπ". άρθρο στην
Επογ-
οΙορ36άί3 οί |£|3ΠΊ, Νβνν ΕόίΙίοπ - Βλ. επίσης άρθρο στο ΉΒΓΚΙΝΝΟΓΐΘΓΫΥΕΙΙ ΰΒ5 ΙΒΙΑΠΙ". β<1. ννβηβίηοΚ - ΚΓΒΓΠΘΓΪ. ΙΘΚΙΘΠ, ΒΓΪΙΙ, 1976. 612.
Γρηγ. Ζιακας
Ράιλ Γκίλμπερτ (ΗγΙβ, 1900-1976). Αγγλος φιλόσοφος, εκπρόσωπος της γλωσσολογικής φιλοσοφίας. Κατά τον Ράιλ, καθήκον της φιλοσοφίας είναι να εξαλείψει τα προβλήματα που δημιούργουνται εξαιτίας των "κατηγοριακών" λαθών, δηλαδή εξαιτίας της αδικαιολόγητης κατάταξης σε μια κατηγορία κάποιων γεγονότων, τα οποία όμως ανστιστοιχούν σε μιαν άλλη κατηγορία. Στη διδασκαλία του Ράιλ ο όρος κατηγορία δεν έχει τον παραδοσιακό αριστοτελικό χαρακτήρα της γενικής και βασικής έννοιας, αλλά περιγράφει μόνο τους τρόπους χρησιμοποιήσεως των λέξεων στη γλώσσα. Τα διλήμματα: ντετερμινισμός" - (ντετερμινισμός", ηδονή - οδύνη και τα παρόμοια, με τα οποία εκφράζονται συχνά τα φιλοσοφικά προβλήματα, είναι δυνατόν να λυθούν με την ακριβή γλωσσική ανάλυση και την προσεκτική εξακρίβωση της σημασίας των λέξεων και των εκφράσεων. Εργα του: ΡήίΙοεορΝεβΙ βΓςυπτιβηΙδ, ΟχΙοτά, 1945.- ΟϊΙβΓΠΓηβε. ΟβΓπ&πάςθ, 1945.Τήβ εοηεβρί οί ΠΊίηά, ΗυΙοΝηδοη - Ιοηάοη, 1959. Απ. Τζ.
Ράιναχ Αδόλφος (ΡΘΙΠΗΟΜ, 1883-1917). Γερμανός φιλόσοφος, μαθητής του Χούσσερλ" και οπαδός της φαινομενολογίας* του. Ασχολήθηκε με την έρευνα που αναφέρεται στις 3 ρποιϊ βάσεις του αστικού δικαίου. Ξεκινώντας από τα ίδια τα πράγματα, κατά τη φαινομενολογική μέθοδο, και ζητώντας να συλλάβει την αρχική ουσία με τη νοητή εποπτεία, δημιούργησε μιαν απριορική θεωρία του δικαίου. Απ. Τζ.
Ράιχ Βίλχελμ (ΗβίοΙι, Αυστρία, 1897 - Ηνωμένες Πολιτείες, φυλακή του Λίβεσμπουργκ, 1957). Ενας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς που, μαζί με τους Μαρκούζε*, Φρομ',
Μπράουν και Ρήσμαν* αντιτάχθηκε στους καταπιεστικούς μηχανισμούς της σύγχρονης κοινωνίας και επέδρασε στη διαμόρφωση των επαναστατικών κινημάτων των νέων σε Αμερική και Ευρώπη. Απορρίπτοντας τη φροϋδική έννοια της "μετουσίωσης" και τη σεξουαλική καταπίεση, υποστηρίζει πως η σεξουαλική αθλιότητα του προλεταριάτου θα συνεχίζεται όσο οι σεξουαλικές ορμές δεν θα βρίσκουν τη φυσιολογική τους διέξοδο. Εξάλλου, γΓ αυτόν οι νευρώσεις είναι απότελεσμα του κοινωνικού συστήματος που καταπιέζει τη σεξουαλικότητα μέσω των διαφόρων θεσμών του: γάμο, αυταρχική οικογένεια, εκκλησία κ.λπ. Ο Ράιχ δέχεται μόνο έναν ριζικό μετασχηματισμό μέσω μιας κοινωνικής επανάστασης που θα καταργήσει την καταπίεση και θα φέρει την ευτυχία του ατόμου. Είναι δηλαδή ο πρώτος που "πολιτικοποιεί" το δικαίωμα στην ευτυχία. Έργα του: Η λειτουργία του οργασμού (1927).- Διαλεκτικός υλισμός και ψυχανάλυση (1929).- Η σεξουαλική επανάσταση. Δημ.
Τσατσοϋλης
Ράιχενμπαχ (Πβίοίιβπ&βοίι) Χανς (1891-1953). Γερμανο-αμερικανός φιλόσοφος και λογικός, από τους εκπροσώπους του "λογικού θετικισμού"*. Μέχρι τη μετανάστευση του από τη Γερμανία λόγω του φασισμού (1933), ήταν από τα πλέον επιφανή μέλη του "Κύκλου του Βερολίνου" (μαζί με τους Κ. ΗβαιρβΙ, Β. Ντουμπισλάβ κ.ά.). Από το 1938 δίδασκε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα φιλοσοφικά προβλήματα της κβαντικής μηχανικής και της θεωρίας της σχετικότητας*. Η συμβολή του στην επεξεργασία της πλειότιμης λογικής", στα πλαίσια της λογικής των πιθανοτήτων", συνδέεται με την ανάλυση των φιλοσοφικών θεμελίων της κβαντικής μηχανικής. Διερευνώντας φιλοσοφικά τη θεωρία της σχετικότητας, συγκρότησε την ειδική μεθοδολογία των λεγόμενων "συντεταγμένων ορισμών", ως τρόπο καθορισμού της σημαντικής των αφηρημένων μαθηματικών χώρων. Εισήγαγε τη διάκριση μεταξύ "περίγυρου (οοηΐβχΐ) της ανακάλυψης" και "περίγυρου της θεμελίωσης" της γνώσης. Εθεσε ως στόχο του την αποκάλυψη της σημασίας των επιτευγμάτων των φυσικών επιστημών του 20ού αι., ώστε να συγκροτήσει την αντίστοιχη φιλοσοφία της φύσης ως επιστημονική φιλοσοφία. Η τελευταία έχει ως κύριο σκοπό τον ορισμό της έννοιας της αντικειμενικής αλήθειας ως ύψι-
271
Ρακίτοφ στου κριτηρίου της φιλοσοφικής γνώσης. Έργα του: Εχρθήθηεβ από ΡίβάϊοΙίοη, Οήίοβςο, 1938.- ΡΜο$ορΜο Γουηάβίίοηε οί Ουβηίυπτι ΜβοΐΊΒηίοδ, ΒβΓΚΙβγ, 1944.- 77?β Ρίεβ οί ΒάβηΙί(ίο ΡΜοεορήγ, ΒθτΚΙβγ, Ιθ8 ΑπςβΙβδ, 1951. Δ. Πατέλης
ΡακΙτοφ Ανατόλι Ιλίτς (γεν. 1928). Καθηγητής φιλοσοφίας. Το 1966 υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή Λογική ανάλυση των συστημάτων της επιστημονικής γνώσης. Βασικές κατευθύνσεις των επιστημονικών ερευνών του: λογική, μεθοδολογία, ιστορία της επιστήμης, μεθοδολογία της ιστορικής γνώσης, κοινωνικά και φιλοσοφικά προβλήματα της πληροφορικής. Σε μια από τις τελευταίες εργασίες του, στην οποία διερευνάται το πρόβλημα της πληροφοριοποίησης του πολιτισμού και ο ρόλος του στην ιστορική ανάπτυξη της Ρωσίας και της παγκόσμιας κοινότητας, ο Ρακίτοφ γράφει: "Η πληροφοριοποίηση του πολιτισμού είναι ένα από τα καίρια προβλήματα, τα οποία, ίσως, είναι σε θέση να δώσουν απάντηση σε πολλά όχι μόνο άλυτα προβλήματα, αλλά ακόμα και σε προβλήματα που δεν έχουν τεθεί ή διατυπωθεί". Από τις πολυάριθμες μελέτες του Ρακίτοφ αναφέρουμε τις εξής: Οι αρχές της επιστημονικής σκέψης, Μόσχα, 1975.- Φιλοσοφικά προβλήματα της επιστήμης. Συστηματική προσέγγιση, Μόσχα, 1977.- Ιστορική γνώση, Μόσχα, 1982 - Η πληροφορική τεχνολογία και η πληροφοριοποίηση της σύγχρονης κοινωνίας, Μόσχα, 1989 κ.ά. Θεοχ.
Κεσσίδης
ΡαμακρΙσνα. Ινδουιστής μυστικιστής και φιλόσοφος από τη Βεγγάλη των Ινδιών. Γεννήθηκε το 1834 ή 1836 και πέθανε το 1886. Ήταν λάτρης (μπάκτα) της Μεγάλης Μητέρας και θιασώτης της ενότητας όλων των θρησκειών, που βασίζεται στη μυστική εμπειρία. Βαθιά επηρεασμένος από τη φιλοσοφία των Βεδών* άσκησε μεγάλη επιρροή στην εποχή του. Πίστευε ότι σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί ο άνθρωπος να περιέλθει σε κατάσταση έκστασης και ότι η λύτρωση είναι σκοπός που μπορεί να επιτευχθεί όσο ζει. Οι ιδέες του διαδόθηκαν στην Ινδία και στο εξωτερικό από τον μαθητή του Βιβεκανάντα*. Ιδρυσε στο ΒβΙΟτ, κοντά στην Καλκούτα, ένα θρησκευτικό ινδουιστικό τάγμα που έφερε το όνομά του και μέχρι σήμερα διατηρεί παραρτήματα σ' όλο τον κόσμο. Αν και δεν έγρα-
272
ψε τίποτε, οι προφορικές του διδασκαλίες καταγράφηκαν και εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Τη μυστική του παράδοση συνέχισε μέχρι τον θάνατό του ο Πβπιβηβ Μβήβ-ιϊδί. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που συχνά επανελάμβανε: "θεέ, είσαι ο Κύριος και είμαι ο υπηρέτης Σου. Είσαι η Μητέρα και είμαι το παιδί Σου. Είσαι ο Πατέρας μου και η Μητέρα μου. Είσαι το όλον και εγώ είμαι το μέρος". Βιβλιογρ.: Δ. Βελισσαρόπουλου, Ιστορία της ινδικής φι-
λοσοφίας. Αθήνα-Γιάννινα, 1992*, σσ. 385-389. Αλέξ.
Καριώτογλου
Ραμανούτζα. Ινδουιστής φιλόσοφος του 11ου αι. (1050-1137). Με υψηλού επιπέδου σχολαστική τεχνική έθεσε μαζί με τον Σάνκαρα* τις βάσεις της ορθόδοξης βενταντικής θεολογίας και φιλοσοφίας. Πρόκειται για συστηματικό υπομνηματισμό των Ουπανισαδών', που θεωρείται και ο τελευταίος λόγος γύρω από τα ιερά βιβλία του ινδουισμού*, τις Βέδες*. Κατά τον Ραμανούτζα οι ατομικές ψυχές δεν ταυτίζονται με τον Θεό, αλλά είναι ξεχωριστές και διαφέρουν όπως αυτό πιστεύεται από τη 83πΙ<ίιγ3-Υο93. Αίτιο της επίγειας ύπαρξής τους δεν είναι η άγνοια αλλά η απιστία. Η λύτρωση συνίσταται στην ένωση με τον Θεό και επιτυγχάνεται όχι με τη γνώση αλλά με την αγάπη του πιστού στον Θεό (μπάκτι). Ανήκει στην ομάδα των βισνουιτών θεολόγων και έγραψε πολυάριθμα υπομνήματα και δοκίμια πάνω στις Ουπανισάδες, θεμελιώνοντας τη λεγόμενη φιλοσοφία του "μη-δυαλισμού". Βιβλιογρ.: Η. ΖιπΊΐτίθΓ, ΡΙιιΙο$ορΙιίθ υπό ΠβΙιςιοη Ιηύίβη$. ΡΓΒΠΜΙΙΓΙ 3ΠΊ Μβίπ, 1973.
Αλέξ
Καριώτογλου
Ραμέ Πιερ (ΡΙΘΓΓΘ άβ 13 Ρ3ΓΠ6Θ, λατ. ΡβΙαιε ΡβΓπυε, 1515-1572). Γάλλος φιλόσοφος και λογικός. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και στο Κολλέγιο της Γαλλίας. Οπαδός του καλβινισμού, αυτοεξορίστηκε και μετά την επιστροφή του στο Παρίσι σκοτώθηκε, λίγες μέρες μετά τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Με τα συγγράμματά του, σπουδαιότερο από τα οποία είναι η Διαλεκτική (Οί3ΐ6οΙϊήυβ, 1955), ο Ραμέ κατεπολέμησε τον Αριστοτέλη" και τον αριστοτελισμό* των σχολαστικών, υποστηρίζοντας ότι κριτήριο των αληθειών δεν μπορεί να είναι η αυθεντία των φιλοσόφων αλλά μόνον η λογική. Τη λογική* θέλει τεκμηριωμένη, μεθοδική, με πεδίο ενασχόλησης της την πρακτική έρευνα. Προβάλλει το αίτημα για μια
Ράντμπρουχ "νέα λογική", που θ' ασχοληθεί με τη φυσική διαδικασία της νόησης. Αυτές οι θέσεις του επηρέασαν αργότερα τον Λάιμπνιτς' και τον Ντεκάρτ". Β ι β λ ι ο γ ρ . : 0Θ5ΓΤ13ΖΘ 0(1.. Ρ.
Ρ3ΓΤ)ΙΙ$.
8β
ΐΏΟΉ. Ρ3Π5. 1864.- Οη9 νν. ϋ.. Πβηυε.
νίθ, 5 6 5 6ΐΠ<$. 53
ΜβΙΗΟά βπά Ιίιβ
άβεβγ οΙ άίβΙοςυβ. θ3πΛ>ι\όοβ, 1958. Ε. Χ.
Ραντακρίσναν Σαρβαπάλι. Ινδός φιλόσοφος και ηγέτης του ινδικού κράτους. Γεννήθηκε το 1898 και υπηρέτησε ως πρέσβυς. Έγινε αντιπρόεδρος της Ινδίας και το 1962 εξελέγη πρόεδρος της χώρας του μέχρι το 1967. Από το 1936 μέχρι το 1952 είχε διατελέσει καθηγητής των ανατολικών θρησκειών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Μετέφρασε στην αγγλική πλήθος θρησκευτικών ινδουιστικών κειμένων και έγραψε πολυάριθμα έργα πάνω στην ινδική φιλοσοφία. Από τα πιο γνωστά του έργα είναι τα: ΓΛΘ Ηίηόυ IΝ3γ οί ίίίβ, Ιοηάοη. 1961.- Ιηόίαη ΡΝΙοεορίιγ
( τ . 2 ) , Μ ε Μ ί Ι Ο η , Ν β ν ν ΥΟΓΚ,
ΕβεΙβΓπ ΠβΙίςίοηε 3ηό ννβεΙβίη ΤϊιουςΜ
Βιβλιογρ.: Δ. Βελισσαρόπουλου. Έλληνες
1958.-
και Ινδοί. Η
συνάντηση δύο κόσμων, εκδ. Εστίας. Αθήνα. 1990. Αλέξ.
Καριώτογλου
ΡαντΙστσεφ Αλεξάντρ Νικολάγεβιτς (17491802). Συγγραφέας, φιλόσοφος, θεμελιωτής της επαναστατικής παράδοσης στη Ρωσία. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Λιψίας. Ανέπτυξε της ιδέες του Μαμπλί*. Ρουσό", Ελβέτιου* και άλλων δυτικοευρωπαίων στοχαστών και υποστήριζε τη θεωρία του φυσικού δικαίου. Στις "Σημειώσεις" του στη μετάφραση του βιβλίου του Μαμπλί Σκέψεις για την ελληνική ιστορία και τις αιτίες της ευδαιμονίας και της δυστυχίας των Ελλήνων (1773), ο Ραντίστσεφ θεωρεί την απολυταρχία ως την "αποκρουστικότερη για την ανθρώπινη φύση κατάσταση". Το βιβλίο Ταξίδι από την Πετρούπολη στη Μόσχα {1790), στο οποίο καταδίκαζε την "υπόδουλη" κατάσταση του λαού (τη δουλοπαροικία) και στηλίτευε την απολυταρχία, είχε κατασχεθεί και ως το 1905 κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα. Ο ίδιος ο Ραντίστσεφ καταδικάστηκε σε θάνατο, που μετατράπηκε σε εξορία στη Σιβηρία. Αυτοκτόνησε το 1802. Στην πρωτότυπη φιλοσοφική πραγματεία Για τον άνθρωπο, τη θνητότητα και την αθανασία του, που έγραψε στην εξορία (1792, δημοσιεύθηκε το 1809), ο Ραντίστσεφ αντιπαραθέτει τους αντιπάλους (υλιστές) και τους υπερασπιστές (ιδεαλιστές) της ατομικής αθανασίας. Το
Φ . Λ . , Δ-18
ζήτημα προς το μέρος τίνος κλίνουν οι συμπάθειες του Ραντίστσεφ, ο οποίος άφηνε στον ίδιο τον αναγνώστη να καθορίζει ποια συμπεράσματα είναι πιο πειστικά, παραμένει ως αντικείμενο συζήτησης. Βιβλιογρ.: Β . Β . Ζενκόφοκι, Ιστορία τι/ς ρωσικής φιλοσοφίας, τ. 1, μέρος 1, Λένινγκραντ. 1991, α. 96-104.- Γ. Φ. Καριακιν - Ε . Γκ. Πλίμακ, Η απαγορευμένη σκέψη αποκτάει ελευθερία. 175 χρόνια πάλης γύρω από την ιδεολογική κληρονομιά του Ραντίστσεφ. Μόσχα, 1966 - Ο Μ. Ι,βης. 7"Λβ ΙιτεΙ βυεείΒΠ Γβάι&Ι Α. Ν. ΠβάίεεΙιβν. ίοπόοπ. 1958.
θεσχ.
Κεσσίδης
Ράντκλιφ - Μπράουν Αλφρεντ Ρέτζιναλντ (ΡβύοΙίΜβ - Βτοννη, 1881-1955). Αγγλος ανθρωπολόγος και εθνολόγος. Ένας από τους ιδρυτές της σχολής "κοινωνικής ανθρωπολογίας"* στην αγγλική εθνογραφία, βασικός σκοπός της οποίας είναι η μελέτη της δομής και των λειτουργιών των πρωτόγονων κοινωνικών θεσμών. Οι επιτόπιες έρευνες και εργασίες του στα νησιά Ανταμάν (1906), την Αυστραλία (1910) και την Αφρική (1916) του προσέφεραν άφθονο υλικό για τη διαμόρφωση και υποστήριξη των απόψεών του. Αφετηρία του υπήρξε η άποψη ότι στην πρωτόγονη κοινωνία η δομή των κοινωνικών σχέσεων εκφράζεται άμεσα και καθαρά στην ορολογία των ιθαγενών για τη συγγένεια, για τις κατά ηλικία τάξεις κ.λπ. και ότι η δομή αυτή συνδέεται στενά με το σύστημα των αμοιβαίων προσδοκιών και υποχρεώσεων. Μ ε τη μέθοδο αυτή έγινε ο θεωρητικός της δομολειτουργικής ανάλυσης* και της λειτουργικής κατεύθυνσης της εθνογραφίας και προσπάθησε να εξηγήσει τις ιδιομορφίες της λειτουργίας του συστήματος της πρωτόγονης κοινωνίας. Οι μελέτες του επηρέασαν και βοήθησαν τους κοινωνιολόγους Μέρτον* και Πάρσονς', εκπροσώπους της δομολειτουργικής' κατεύθυνσης στην αστική κοινωνιολογία, στην έρευνα των σύνθετων σύγχρονων κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων. Εργα του: ΤΙΊΘ ΑΠ03ΓΠ3Π πβίυΓβΙ ΜβΙήοά ΒίΓυοΙυτθ
ίείβηόβίε, εοίβηεβ ίπ
οί
500/3/
3πό
Ι_οηάοη, 1959.
ΟΘΓΤΊΒΠΟΙΣΘ,
εοαβίγ.
3πίήΓ0ρ0ί09Υ,
ίυηείίοπ
ίπ
1933.-
ΘΙβπεοβ, ΟΙΊΙ.,
ρήιηιΐινβ
Α
1957 1958.-
εοαβίγ,
Απ. Τζ.
Ράντμπρουχ Γουσταύος (Ρβά&τυοΙι, 18781949). Γερμανός νομομαθής, θεμελιωτής του σχετικισμού" (τθΐβϋνίειτιυε) στη φιλοσοφία του Δικαίου". Κατά τον Ράντμπρουχ, το δίκαιο υ-
273
ρασιοναλισμός πάγεται στην περιοχή που κυριαρχείται από τις αξίες. Ο φιλόσοφος αναγνωρίζει ως ύψιστες αξίες του θετικού Δικαίου τη δικαιοσύνη, τη σκοπιμότητα και τη νομική σταθερότητα. Η μελέτη των αξιών αυτών αποτελεί σκοπό της φιλοσοφίας του Δικαίου, την οποία διακρίνει από τη θεωρία του Δικαίου, που εκτελεί πρακτικά καθήκοντα ερμηνείας, συστηματοποιήσεως κ.λπ. του δικαίου που ισχύει. Για την αξιολόγηση της ιδέας του δικαίου, καθώς και όλων των πολιτικών και νομικών θεσμών, θεωρούσε απαραίτητο όρο τον σχετικισμό, διότι δεχόταν ότι δεν υπάρχει για τον άνθρωπο μία απόλυτη, αντικειμενική αλήθεια και, κατά συνέπεια, μία δικαιοσύνη με απόλυτο κύρος. Η άποψη αυτή τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η φιλοσοφία του Δικαίου έχει περιορισμένη αποστολή, τη διερεύνηση των ορθών μέσων για την πραγματοποίηση των σκοπών τους οποίους κάθε φορά θέτει το Δίκαιο. Εργα του: ΠβοΜερΜΙο-
κριση από τα στοιχεία της "εμπειρίας", είναι αντικειμενικά. Οι φιλοσοφικές αλλαγές του επηρέασαν το περιεχόμενο του προγράμματος εφαρμογής της μαθηματικής λογικής* στις γνωσιοθεωρητικές έρευνές του. Ο Ράσσελ είναι ο θμελιωτής της θεωρίας του "λογικού ατομισμού", η οποία είναι μια φιλοσοφική θεωρία θεμελιοκρατικού χαρακτήρα. Το όνομα, όμως, κυρίως του Ράσσελ συνδέεται με την ανακάλυψη του περίφημου συνολοθεωρητικού παραδόξου, που φέρει το όνομά του -παράδοξο του Ράσσελ- και το οποίο, μαζί με τα υπόλοιπα συνολοθεωρητικά παράδοξα, οδήγησαν στην κρίση στα θεμέλια των μαθηματικών στις αρχές του 20ού αιώνα και στην ουσιώδη τροποποίηση της καντοριανής συνολοθεωρίας. Είναι επίσης το όνομά του συνδεδεμένο με την κατασκευή μιας πρωτότυπης θεωρίας, γνωστής ως "θεωρίας των τύπων", για την αποφυγή των συνολοθεωρητικών παραδόξων, εορΜβ , 1914.- ΠθΙίβίοπΒρίΊίΙοεορΙιίθ όβΓ ΚυΙΙυΓ, καθώς και την απόδειξη της φιλοσοφικής του 1921.- ΟβΛ Μθηεοϊι ΪΓΠ ΡΙβοΜ, 1961.ΡήΟΓεεϊιυΙβ άποψης -Λογικισμός*- σύμφωνα με την οποία όβΓ ΡβοΜερήίΙοεορήίβ, 1965.- ΚυΙΙυΓίβήΓβ άβε τα μαθηματικά είναι αναγώγιμα στη λογική. ΒοζϊβΙϊεΓηυε, 1970. Μαζί με τον μαθηματικό και φιλόσοφο Α. συνέγραψε το τρίτομο έργο Βιβλιογρ.: Β0Π5ΠΊ3ηη Ρ., Ο/β ΡΙβεΜε - υηά 5ΐ33ΐερΜϊΙο- Ουάιτχεντ Ρπηάρίβ ΜβίήβΓηβΙίοΒ, στο οποίο συστηματο5θρΛ/θ Ο. ββάύηιείιε. Βοππ. 1970. ποίησε την αξιωματική κατασκευή της λογικής Απ. Τζαφερόπουλος στη βάση της αναγωγής των μαθηματικών σ' αυτήν. Το τρίτομο αυτό έργο απετέλεσε για ρασιοναλισμός, βλ. ορθολογισμός περισσότερο από 50 χρόνια το βασικό βιβλίο λογικής ανά τον κόσμο. Στις κοινωνιολογικές Ράσσελ (ΠυδδθΙΙ) Μπέρτραν (1872, Τρέλλεκ του απόψεις προσέγγιζε τον ψυχολογισμό. Ως Ουαλλίας - 1970, Πενρινταιντράιτ Ουαλλίας). προς την ιστορία πίστευε ότι είναι αδύνατον Προσωπικότητα με παγκόσμια ακτινοβολία. να διακριθεί και απομονωθεί ο βασικός ή οι βαΑσχολήθηκε άκρως επιτυχώς με τη φιλοσοσικοί παράγοντες διαμόρφωσής της και επομέφία", τη λογική", τα μαθηματικά και λιγότερο ενως είναι αδύνατη η περιγραφή αντικειμενικών πιτυχώς με την κοινωνιολογία*. Στη φιλοσοφία ιστορικών νόμων. Σε επίπεδο ηθικής και πολιτιείχε μια σύνθετη εξέλιξη που, κατά τον ίδιο, κής ο Ράσσελ πίστευε στις αρχές του αστικού τον οδήγησε από την πλατωνική ερμηνεία του φιλελευθερισμού. Αγωνίστηκε εναντίον του πυθαγορισμού στον χιουμισμό. Αρχικά επηρεφασισμού*, του πολέμου* καθώς και εναντίον άστηκε και για βραχύ χρονικό διάστημα από των βίαιων και επιθετικών μεθόδων στη διεθνή τον νεοχεγκελιανισμό* στην αγγλική του εκπολιτική. Τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ λογοτεδοχή. Στη συνέχεια προσχώρησε στον πλατωχνίας (1950). νισμό* με πυθαγόρειες αποχρώσεις και υπό Διον. Αναπολιτάνος την επίδραση του Τζ. Μουρ* και του Α. Ουάιτχεντ* στον νεορεαλισμό*. Στη δεκαετία του 1920-1930 επηρεάστηκε από τον λογικοθετικιρατσισμός. Διδασκαλία, σύμφωνα με την σμό και τον Κύκλο της Βιέννης* και πίστεψε οποία οι ανθρώπινες φυλές είναι μεταξύ τους, στην πραγματικότητα των "αισθητηριακών δεβιολογικά και ψυχολογικά, άνισες και διαφορεδομένων", από τα οποία κατά τη γνώμη του και τικές· και αυτό επιδρά αποφασιστικά στην ικατά κυριολεξίαν συνίσταται ο κόσμος. Στις στορία και την κουλτούρα της κοινωνίας. Θεωδεκαετίες του 1940-50 στρέφεται προς τις ρητική βάση της αποτελεί η φυλετική - ανθρωιδέες του Χιουμ* και επιτρέπει στην οντολογία πολογική σχέση (Γκομπινό', Τσάμπερλεν). Ο του την ύπαρξη γεγονότων τα οποία, σε διάρατσισμός υποστηρίζει ότι υπάρχουν "ανώτε-
274
ρεαλισμός ρες" και "κατώτερες" φυλές και κατ' αντιστοιχία ανώτερες και κατώτερες μορφές πολιτισμού. Οι αντιλήψεις αυτές υποκινούν φυλετικές και εθνικές διχόνοιες και προστριβές. Σήμερα η πλειονότητα των επιστημόνων θεωρεί ότι οι "λαοί της Γης διαθέτουν βιολογικές δυνατότητες να επιτύχουν οποιοδήποτε πολιτιστικό επίπεδο και ότι η διαφορά στις επιτεύξεις των λαών πρέπει να ερμηνευθεί εξ ολοκλήρου από την ιστορία τους και την κουλτούρα τους". Αυτό σημαίνει ότι η κουλτούρα των λαών και των φυλών είναι προϊόντα μόνο των κοινωνικών συνθηκών και δεν έχουν καμιά σχέση με τις κληρονομικές (βιολογικές) ιδιαιτερότητες. Επίσης, αν και ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, η πνευματική του διάσταση καθορίζεται από το κοινωνικό του περιβάλλον και την αγωγή, ωστόσο γίνεται δεκτό ότι υπάρχουν ορισμένες θεμελιακές παράμετροι του ψυχισμού του ανθρώπου (ενστικτώδεις αντιδράσεις, διέγερση νευρικών διαδικασιών, ερεθιστικότητα, μνήμη κ.λπ.) που εκδηλώνονται πιο σταθερά σ' ένα ευρύ φάσμα των συνθηκών του περιβάλλοντος (Ασταούροφ Μπ.). Βιβλιογρ.: Ηαεβε 3ηύ ρβορΙβ$. ΟοηΙβιτιροΓβΓγ θΐίικ: 3ΐκί Γ3α3ΐ ρΓΟ&ΙθΓπε. Μόσχα. 1974.- Κεσσίδης Θ.. Φιλοσοφικά και ηθικά προβλήματα της γενετικής του ανθρώπου. Μόσχα. 1994, σ. 75-86. Θεοχ. Κεσσίδης
ρατσιστική - ανθρωπολογική σχολή. Αντιδραστικό ρεύμα στην κοινωνιολογία* (από τα μέσα του 19ου αι.) με κύριους εκπρόσωπους τους: Γκομπινό*, Χ. Τσάμπερλεν* (Η. 3. 0ΙΊ3ΓΤΙΙ)ΘΓΙ3ϊη), Λ. Βόλτμαν* (Ι_. ννοΙΙπιβηη) κ.ά. Βασικές θέσεις του είναι οι εξής: 1) η κοινωνική ζωή και ο πολιτισμός* είναι αποτέλεσμα φυλετικών ανθρωπολογικών παραγόντων 2) τα βασικά υποκείμενα των κοινωνικών και ιστορικών διαδικασιών είναι οι φυλές, δηλαδή σύνολα ανθρώπων που τους ενώνουν κοινά κληρονομικά φυσικά - ανθρωπολογικά γνωρίσματα· 3) οι φυλές είναι άνισες μεταξύ τους ως προς τις "προκαθορισμένες" διανοητικές, δημιουργικές κ.λπ. ικανότητές* τους· 4) οι φυλετικές επιμιξίες είναι επιβλαβείς για την κοινωνική και πολιτισμική ανάπτυξη* 5) η κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου καθορίζεται κατ' εξοχήν (αν όχι πλήρως) από τη βιολογική κληρονομικότητα. Συχνά οι λαθροχειρίες με τις δοκιμασίες νοημοσύνης επιστρατεύονται για να προσδώσουν επίφαση επιστημονικότητας στους αυθαίρετους και αντιεπιστημονικούς ισχυρισμούς του εν λόγω ρεύματος (π.χ. Α. ϋβπδβη), το οποίο
συνιστά απόπειρα εξορθολογισμού ρατσιστικών και εθνικιστικών προκαταλήψεων και μυθευμάτων. Βλ. επίσης: αναγωγισμός', βιολογική
κατεύθυνσηενστικτισμός'.
Δ. Πατέλης
Ραϋνάλ Γκυγιώμ Τομά (1713-1796). Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός. Έλαβε παιδεία στο κολλέγιο των Ιησουϊτών στο Πεζενά, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας. Από νωρίς εξεδήλωσε την προτίμηση του για τη μελέτη της πολιτικής γενικά και ιδίως για την πολιτική της αποικιοκρατίας, την οποία στηλίτευσε με τα έργα του, επιχειρώντας να καταδείξει την απανθρωπία των αποικιοκρατών. Το σημαντικότερο έργο του, με το οποίο θεμελίωσε ηθικά και φιλοσοφικά την πολεμική του ενάντια στην αποικιοκρατία, την Ιερή Εξέταση, τη δουλεία, ήταν το ΗίείοίΓθ
ρΝΙοεορ^υβ
εβΓπβπίε
βί ροΙίΙίηυβ
άβε
έίαύΐίε-
βί όυ οοσιιτιβΓΟβ άβε Ευωρόβπε
ό3πε
Ιβε όβυχ Ιπόβε ("Φιλοσοφική και πολιτική ιστορία της εγκαθίδρυσης και του εμπορίου των Ευρωπαίων στις δύο Ινδίες"). Το έργο αυτό ξεσήκωσε θύελλα ενθουσιασμού αλλά και θύελλα αντιδράσεων στην προεπαναστατική Γαλλία, καταλήγοντας μάλιστα σε πολλαπλές απαγορεύσεις της κυκλοφορίας του αλλά και καύση του, σύμφωνα με δικαστική απόφαση. Ο Ραϋνάλ είχε όμως ήδη καταξιωθεί ως ένας από τους πιο δημοφιλείς και προοδευτικούς διαφωτιστές με αποτέλεσμα, μετά την Επανάσταση του 1789, να εκλεγεί από το Διευθυντήριο μέλος του Ινστιτούτου για την τάξη της ιστορίας. Αλλα σηματικά έργα του ήταν: ΗίεΙοίτβ όυ ρ3Γΐβιτιβη{
ΝεΙοπηυβε,
(1754).
ό'
ΑπςΙβίβΓΓβ
(1748),
ΓηίΙίΙβίΓβε βί ροΐίΐϊηυβε
Αηβοόοίβε
όβ Γ
Ευτορβ
Νικ. Οικονομίδης
ρεαλισμός, στη λογοτεχνία και την τέχνη. Όρος της ιστορίας της τέχνης, της κριτικής και της θεωρίας της τέχνης που χρησιμοποιείται με διαφορετικά νοήματα για να δηλώσει ποιότητα ενός λογοτεχνικού κειμένου, που το συνδέει άμεσα με την καθημερινή ζωή, ή τη συγκεκριμένη ποιότητα μιας απεικόνισης που επιτρέπει στον θεατή τη γρήγορη και εύκολη αναγνώριση του αναπαριστανόμενου αντικειμένου- δηλώνει συνάμα και ένα συγκεκριμένο κίνημα της ζωγραφικής και της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, του οποίου οι εκπρόσωποι, αντιδρώντας στον άκρατο υποκειμενισμό του ρομαντισμού*, επιδίωξαν με τη θεματογραφία, το
275
ρεαλισμός ύφος και τη δομή των έργων τους την απεικόνιση της καθημερινής ζωής. Κατά μια γενική και πλέον ασαφή έννοια, ο όρος "ρεαλισμός" χρησιμοποιείται για έργα τέχνης, κυρίως των εικαστικών τεχνών και της λογοτεχνίας, τα οποία σκοπίμως έχουν επιλέξει ως θέμα απεικόνισης αντί του ωραίου το άσχημο ή τις πλέον άσχημες όψεις της καθημερινής ζωής· ενώ, κατά μία πλέον εξειδικευμένη έννοια, το ρεαλιστικό είναι δυνατόν να αντιταχθεί στο αφηρημένο (π.χ. τα μήλα του Οόζβπηβ θεωρούνται περίσσοτερο "αφηρημένα" και λιγότερο "ρεαλιστικά" απ' αυτά του ΟήβΓύίπ). Υπ' αυτή την έννοια πολλοί ζωγραφικοί πίνακες του ϋβΐί θα θεωρούνται ρεαλιστικοί από την άποψη της μεθόδου αναπαράστασ-ς της εξωτερικής πραγματικότητας και ταυτόχρονα ως μη ρεαλιστικοί εξ αιτίας της σκόπυης παραμόρφωσης αυτής. Η ολλανδική ζωγραφική του 17ου αιώνα θεωρείται ότι ακολουθεί τη ρεαλιστική παράδοση, όπως αυτή εκφράζεται με τις προσωπογραφίες του Ργ3Π5 ΗβΙδ, τις νεκρές φύσεις του \Λ/Νΐ8ΓΤΐ Κ3ΐ(, τα τοπία του ϋβη νβη Οογβη και τα εσωτερικά του ΡΪΘΙΘΓ 53βηΚβά3ητι. Η ρεαλιστική απεικόνιση αντικειμένων του υλικού κόσμου, η οποία συχνά γεννά την οφθαλμαπάτη, συνιστά κύριο χαρακτηριστικό της ζωγραφικής από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και γίνεται ιδιαίτερα φανερή αν έργα ρεαλιστικά συγκριθούν με έργα μη ρεαλιστικά, όπως η "Μπλε γυμνή" του Μβϋδδβ ή οι "Δεσποινίδες της Ανίςποπ" του Ρίοβδδο, πράγμα που αναδεικνύει τον αληθοφανεια ως κύριο γνώρισμα της ρεαλιστικής απεικόνισης. Στον 19ο αιώνα η προσπάθεια του Οουιί>β1 να αναπαραστήσει ακόμη και τα πλέον ταπεινά από τα ορατά αντικείμενα με ακρίβεια, να καταγράψει τα χρώματα και την υφή τους, θεωρήθηκε ως καλλιέργεια της ασχήμιας, χαρακτηρισμός που αποδόθηκε και στον ΜΘΠΘΙ και τους ιμπρεσιονιστές που θέλησαν να αποδώσουν πιστά τα φαινόμενα. Το ΟχίοΓά ΟίοΙίοπβΓγ ορίζει τον ρεαλισμό "ως πιστή ομοιότητα προς ό,τι είναι πραγματικό, ακριβή αναπαράσταση, απόδοση και της παραμικρής λεπτομέρειας πραγμάτων ή σκηνών της πραγματικότητας", ορισμός που έχει ως αφετηρία μιαν απόλυτη έννοια της πραγματικότητας, που φαίνεται να παραβλέπει τη συνεχώς μεταβαλλόμενη έννοια του πραγματικού, που καθιστά τον ρεαλισμό έννοια σχετική. Οπωσδήποτε ο ρεαλισμός, εκτός από μέθοδος ή σύνολο μεθόδων, εκτός από θεωρία αισθητική,
276
ως όρος δανεισμένος από τον 19ο αιώνα, είναι κυρίως τρόπος θέασης που στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης της τέχνης λαμβάνει συγκεκριμένες μορφές, επιτρέποντας την πιστή απόδοση της πραγματικότητας. Η φιλοσοφία χρησιμοποιεί τον όρο "ρεαλισμός" σταθερά από τον Μεσαίωνα (στη γνωστή διαμάχη ρεαλιστών και νομιναλιστών για την αντικειμενική ύπαρξη των καθόλου) μέχρι σήμερα. Σε φιλοσόφους του Διαφωτισμού*, όπως ο Κ3πί* και ο ΤΪΙΟΓΠ35 Ρβϊά*, ο ρεαλισμός αντιτίθεται στον ιδεαλισμό*. Οπωσδήποτε, απλοϊκοί ρεαλιστές, νεορεαλιστές και κριτικοί ρεαλιστές, ισχυρίσθηκαν πως ο ρεαλισμός ορίζει την εξωτερική πραγματικότητα, που υπάρχει ανεξάρτητα από τη νόηση και την αισθητηριακή εμπειρία*. Ως όρος της κριτικής* ο ρεαλισμός χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τη γερμανική αισθητική* (δοήίΙΙθΓ*, ΡΓ. 3οΝθξ)θΓ, δεΙιβΙΙίπ9*), έλαβε όμως υπόσταση στον 19ο αιώνα, όταν δημιουργήθηκε στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία ένα συγκεκριμένο κίνημα ως επακόλουθο της ιδιωτικής έκθεσης των πινάκων του ΟουιΐιβΙ, που οργανώθηκε υπό τον τίτλο "Ο ρεαλισμός". Ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία, αποτέλεσμα των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αλλαγών που επέφερε ο 19ος αιώνας στη ζωή των καλλιτεχνών και των κοινωνικών τάξεων, εκφράζει έναν γενικότερο προβληματισμό για τη σχέση της τέχνης με τον καλλιτέχνη και τους συνανθρώπους του. Υπό την επίδραση των αντιλήψεων του Τβίηβ* και του θετικισμού" του Α. ΟοπιΙθ', ελέγχεται πλέον ο ρόλος της φαντασίας και το έργο τέχνης θεωρείται προϊόν του κοινωνικού περιβάλλοντος. Ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία εκφράζεται με τα μυθιστορήματα των Θ3ΙΖ30, 8(θπά(ΐ3ΐ, ΡΙουόβιΙ, ΟίςΚβηδ και ΤοΙδΙογ*. Υποδειγματικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα θεωρείται η Μβάβπιβ Βονβιγ του ΡΙβυββΓί. Ο ρεαλισμός του 19ου αιώνα, μολονότι υποστηρίζει την ελευθερία του καλλιτέχνη, αποβαίνει τελικά σύστημα λογοτεχνικών αρχών, κανόνων και συμβάσεων, που αποτυπώνονται στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα από το 1830. Πράγματι οι εκπρόσωποι του λογοτεχνικού ρεαλισμού επιδιώκουν τη λεπτομερειακή περιγραφή των ηθών, το τοπικό χρώμα της εποχής, τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις της ζωής, αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως "περιστασιακός ρεαλισμός". Ως κριτήρια επισήμανσης του ρεαλισμού προβάλλονται από τους θεωρητικούς και κριτικούς της λογοτε-
Ρέμκε χνίας η αλήθεια, η ειλικρίνεια, η ακρίβεια, η εμμονή στη λεπτομέρεια. Η αλήθεια των ρεαλιστικών έργων επισημαίνεται από τον 5(θηόΓΐ3ΐ, Μόπιτιέθ, ΒβΙζβο, ενώ ο Ε. Ζοΐ3 επισημαίνει ότι "όλη η κριτική, από τον Αριστοτέλη* ως τον Μπουαλώ, υποστήριξε πάντα την αρχή ότι ένα έργο πρέπει να βασίζεται στην αλήθεια". Το κριτήριο της αληθοφάνειας υποστηρίζει ο ρώσος θεωρητικός Β. ΒβΙίη$Ι<ί* και το θέμα της αναπαραγωγής της πραγματικότητας ο ΤδβΓηίδβίεΚί*. Ρεαλιστικά κριτήρια, όπως η παρατήρηση και η απεικόνιση καθημερινών γεγονότων, χαρακτήρων και τοπίων, χαρακτηρίζουν τη βικτωριανή κριτική, ενώ στην Αμερική ο Ηβητγ ϋ3ΓΠβε συνιστούσε "το περίφημο ρεαλιστικό σύστημα". Ο όρος "νατουραλισμός", φιλοσοφικός όρος που χρησιμοποιείται αντί του υλισμού*, αντιτίθεται στον "ρεαλισμό" και συχνά ταυτίζεται μ' αυτόν. Ως όρος της κριτικής χρησιμοποιείται από τον δεηίΙΙβΓ* και κυρίως από τη γαλλική κριτική του 19ου αιώνα (ΖοΙβ, Τβίπβ). Η σύγχρονη κριτική χρησιμοποιεί τον όρο "ρεαλισμός" είτε με την σημασία που του αποδόθηκε κατά τον 19ο αιώνα, δηλαδή "αντικειμενική περιγραφή της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας", είτε με ευρύτερο ή πλέον εξειδικευμένο νόημα. Ενώ ο μαρξισμός θεωρεί τον ρεαλισμό ως την ορθή προσέγγιση της τέχνης, οι θεωρητικοί της τέχνης στη Δύση βλέπουν τον ρεαλισμό ως μια τάση της σύγχρονης λογοτεχνίας παράλληλα προς τον κλασικισμό*, τον ρομαντισμό*, τον συμβολισμό*. Η χρόνια αστάθεια του όρου ρεαλισμός και ο δυναμισμός που ενέχει αποδεικνύονται από την τάση προσεταιρισμού ενός ή πολλών επιθέτων. Εκτός από "μεταφυσικός" ή "πολιτικός", ο ρεαλισμός χαρακτηρίζεται ως "κριτικός", "κοινωνικός", "σοσιαλιστικός", "υποκειμενικός", "αντικειμενικός", "συνειδητός", "ευσυνείδητος" κ.ά. Ο όρος "κοινωνικός ρεαλισμός" έχει ειδικότερα χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την ζωγραφική και τη γλυπτική του 19ου αιώνα και ιδίως του 20ού αιώνα, που θεωρείται ρεαλιστική ως αντίθετη στην "αφηρημένη", ενέχει όμως πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Ο κοινωνικός ρεαλισμός διακρίνεται από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ο οποίος αποδίδεται σε εκπροσώπους της μαρξιστικής αισθητικής και συνιστά σύνθεση υποκειμενικού και αντικειμενικού, που αποβλέπει στην κατάδειξη ενός πολιτικού ιδανικού. Κατά τον 0.1_υΚόο5', η έλλει-
ψη οποιουδήποτε σκοπού κατεβάζει την τέχνη στο επίπεδο της νατουραλιστικής περιγραφής, γι' αυτό και προτείνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τον ρεαλισμό η ορθή αισθητική αντίληψη της κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας. Ο νεορεαλισμός, τέλος, χρησιμοποιήθηκε από λογοτέχνες και ζωγράφους ως αντίδραση στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Οπωσδήποτε ο ρεαλισμός είτε ως συγκεκριμένη, ιστορικά και τυπολογικά, μορφή της καλλιτεχνικής δημιουργίας θεωρηθεί είτε ως τρόπος θέασης της πραγματικότητας, που λαμβάνει μια ποικιλία υφολογικών μορφών και μεθόδων, θέτει το πρόβλημα των σχέσεων της τέχνης με την πραγματικότητα, το θέμα της αναπαράστασης ή εξεικόνισης της πραγματικότητας, υπαρκτής ή φαντασιακής. Βιβλιογρ.: Μ. Ο. Βθ3νύ£ΐθγ, Ιστορία των Αισθητικών θεω-
ριών. μετάφρ. Δ. Κούρτοβικ - Π. ΧριοτοδουλΙδη, εκδ. Νεφέλη. Αθήνα. 1989.- Η. ΥΥβΙΙβΚ, 77)θ ΟοηοβρΙ οί ΗθδΙίεπι ίη ίϊΙθΓβιγ 3οήοΙβηΙιϊρ, στο "ΟοηοβρΙδ οί ΟπΙίαβΓπ", Νθν» Ηανβπ, 1963. σα 222-255.- 6. ϋ. ΒΘΟΚΘΓ (θύ). "ΟοουιπβηΙς οί ΙϋθΓ3Γγ Βθ3ΐΐ5ΠΊ". Ρπηεβίοπ. 1963.-
0Γ3ηΙ, Ρεαλι-
σμός. μετάφρ. I. Ράλλη - Καίτη Χατζηδημου. Η γλωσσά της Κριτικής, Ερμής. 1972.- Ο. ΙυΚΑοδ, 51υάϊβ$ ίη Ευηρββη
ΠθβΙίεηι. ίοΓΚίοη. 1978.- Ο. ΡΓΘΘ<11>ΘΓΟ, Γ/ιβ
Ρον/θτ οI Ιη>39βε. ΟΝεβςο, 1989.- Ν. Οοοάπιβη, ίβηςυβ^βε 01 Μ. ΐΓκ)ί3Π8ροΙί5, 1976 - Ε. ΑυβΓϋβεΐΊ,
Μίιηβείε.
1946 - νν. ΡΓθίεβηάβηζ. Ρομαντισμός,
ρεαλι-
σμός. μοντερνισμός, μετάφρ. Α. Χρυσοαέλου - Κατσή, Καρδαμίτσα. Αθήνα. 1990. Αθαν. Γλυκοφρυδη
- Λεοντσίνη
ρεαλισμός σοσιαλιστικός, βλ. σοσιαλιστικός ρεαλισμός ρεβιζιονισμός, βλ. δογματισμός και αναθεωρητισμός ρελατιβισμός, βλ. σχετικοκρατία Ρέμκε Γιοχάνες (ΒΘΙΙΠΙΚΘ, 1848-1930). Γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος, εκπρόσωπος της εμμονοκρατίας* (ίιτίΓηβηθηε) ή ενυπαρξισμού. Πίστευε πως οτιδήποτε υπάρχει βρίσκεται μέσα στη συνείδηση ("εγγενές") και πως το μόνο υποκείμενο της γνώσης είναι το ενδοσυνειδησιακό περιεχόμενο. Γι' αυτό απέρριπτε προκαταβολικά την αντιπαράθεση υποκειμένου - αντικειμένου, που τη θεωρούσε χαρακτηριστικό όλης της προηγούμενης φιλοσοφίας. Συνεπής προς τη θέση του αυτή επέκρινε τον υλισμό*, τον απλοϊκό ρεαλισμό και την αντίληψη του Καντ* περί του "πράγματος καθ' εαυτό".
277
Ρενάν 1897). Ελληνας νομομαθής και ιστορικός της Τη φιλοσοφία* ο Ρέμκε την θεωρεί βασική επιφιλοσοφίας. Διακρίθηκε στον δικαστικό, διπλωστήμη, η οποία έχει ως αφετηρία την αναγνώματικό, τραπεζικό τομέα. Έγραψε: Δοκίμιο φιριση της λογικής προτεραιότητας του γενικού λοσοφίας της ιστορίας (1841), Ερευναι και εικασε σχέση με το μερικό' ενώ η ηθική γι' αυτόν σίαι περί Βλοσσίου και Διοφάνους (1873), Ιστοείναι ανάγκη, γεμάτη αυταπάρνηση προς τους ρικοί μελέται. Ο Έλλην πάπας Αλέξανδρος Ε'. συνανθρώπους. Εργα του: ΡΝΙοεορϊιίθ βίε βτυπάνι/ίεεθπεοΐΊΒίΙ, ίθίρζίς, 1929.- βωηόπεε Το Βυζάντιον και η εν Βασιλεία Σύνοδος (1881), Μητροφάνης Κριτόπουλος και οι εν Αγγλία και 0ΘΓ ΟβεοΝοΜβ ΌΒΓ ΡήίΙοεορίΊίβ, Βοππ, 1965. Γερμανία φίλοι αυτού 1617-1628 {1893) κ.ά. Βιβλιογρ.: ΤΓΟ&ΘΓΘ Ο.. Κ Η Μ ΆΘΓ ΘΓΥΗΆΗΙ$3ΒΗ$ΟΠ8ΐΙ Ϋ. Απ. Τζ.
ΟβΛ/π(ίβί. Μυποίιβπ, 1941.
Απ. Τζ.
Ρενάν Ζοζέφ Ερνέστ (Ρόηβη, 1823-1892). Φιλόσοφος, ιστορικός της θρησκείας και φιλόλογος των Ανατολικών γλωσσών. Ως φιλόσοφος ξεκινούσε από δύο αρχές: τίποτε δεν είναι λιγότερο σημαντικό από την ευημερία ούτε πιο σημαντικό από τη μέγιστη δυνατή ευτυχία όσο το δυνατόν πιο μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Πρέσβευε ότι ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για να ευημερεί, αλλά για να πραγματοποιεί κάθε φορά ένα ιδανικό ανώτερο από το ιδανικό της προηγούμενης ημέρας. Ως θρησκειολόγος πίστευε ότι ο Χριστός είναι ο τέλειος άνθρωπος και όχι θεός. Στα συγγράμματά του τον παρουσιάζει ως ιεροκήρυκα και του αφαιρεί το υπερφυσικό στοιχείο, με συνέπεια να αντιμετωπίσει την αντίδραση της Εκκλησίας. Οι πολιτικές του ιδέες ήταν φιλελεύθερες και "αριστοκρατικές". Διέκρινε μια μικρή ομάδα εκλεκτών και τη μάζα του όχλου, από την οποία και οι εκλεκτοί εκπήδησαν, και φρονούσε ότι η καθεμιά από τις δύο τάξεις έχει κάποιο χρέος προς την άλλη. Στη σχέση αυτή έβλεπε να θεμελιώνεται η κοινωνική ηθική" και το δίκαιο". Με τον καιρό διαμόρφωσε μια τάση σκεπτικισμού", αγνωστικισμού" και απαισιοδοξίας", που τον οδήγησε στον εκλεκτικό θετικισμό". Παράλληλα υπήρξε και πολυγραφότατος συγγραφέας. Φιλοσοφικά: Αβερρόης (2 τόμ., 1852).- Η πνευματική και ηθική αναμόρφωση (1871).- Φιλοσοφικοί διάλογοι (1876). Θρησκευτικά: Ο βίος του Χριστού (πρώτο βιβλίο της Ιστορίας της καταγωγής του Χριστιανισμού, τόμ. 8, 1863-1883).- Ιστορία του λαού του Ισραήλ (τόμ. 5, 1887-92). Μεταφράσεις και σχόλια σε βιβλικά κείμενα: Ιώβ, Άσμα ασμάτων. Ασιανικά: όοτρυε ΙηεεήρΙίοπυπι ΒβΓηίΙίεοΓυΓπ (1860) κ.ά. Βιβλιογρ.: Αλλιέ, Η φιλοσοφία
του Ρενάν.- Σορέλ. Το ι-
στορικό σύστημα του Ρενάν.· Μπαλάνος Δ.. Ερν.
Ρενάν
κ.λπ.
Απ.
Τζαφεροπουλος
Ρενιέρης Μάρκος (Τεργέστη, 1815 - Αθήνα,
278
Ρενουβιέ Σαρλ (ΡβπουνίβΓ, 1815-1903). Γάλλος ιδεαλιστής φιλόσοφος, θεμελιωτής του γαλλικού νεοκαντιανισμού* (νεοκριτικισμού). Επιχείρησε να συνδυάσει τον κριτικισμό του Καντ* με τον αγνωστικισμό του Χιουμ*. Στο πρόβλημα της γνώσης υποστηρίζει ότι τα δεδομένα της συνείδησης αποτελούν αυταπόδεικτη πραγματικότητα, γι' αυτό αρνείται ότι υπάρχουν τα "πράγματα καθ' εαυτά" και τα θεωρεί ως φαινόμενα. Ασχολήθηκε επίσης με τα προβλήματα της ηθικής* και της ελευθερίας της βούλησης. Με έκδηλη την περσοναλιστική του κατεύθυνση επιχειρεί την υπερνίκηση του θετικισμού". Πρωταρχική πνευματική αρχή του κόσμου θεωρεί το πρόσωπο, γι' αυτό αρνείται την αναγκαιότητα και αναγνωρίζει την ελεύθερη δημιουργία των προσωπικοτήτων, καθώς και τη συνεπαγόμενη ηθική ευθύνη που απορρέει από τις πράξεις τους. Παράλληλα, ο Ρενουβιέ τα ιδανικά της ελευθερίας* και της ηθικής τελειότητας θεωρεί άρρηκτα συνδεδεμένα με την πίστη στον Θεό. Ο Ρενουβιέ υπήρξε και πολυγραφότατος συγγραφέας. Έγραψε: Εγχειρίδιο της νεότερης φιλοσοφίας (1842), Εγχειρίδιο της αρχαίας φιλοσοφίας (1842), Αρχές της φύσεως (1864), Επιστήμη της Ηθικής (1869), Εισαγωγή στην αναλυτική φιλοσοφία της Ιστορίας (1864), Σχεδίασμα συστηματικής ταξινομήσεως των φιλοσοφικών επιστημών (1885). Βιβλιογρ.: Λάψιν 1.1.. Ο νεοκριτικισμός
του Σαρλ
βιέ. 1914 - νβπίθβυχ Η.. ΙΊάό3ΐίενηθάβ
ΡβπουνίβΓ. 1945.
Ρενου-
Απ. Τζ.
Ρέντφιλντ (ΗβάϋθΙΰ) Ρόμπερτ (1897-1958). Αμερικανός πολιτισμικός ανθρωπολόγος. Επεξεργάσθηκε τον ιδεότυπο της "δημώδους κοινωνίας" σε αντιδιαστολή με αυτόν της αστεακής κοινωνίας. Εργα του: 77)6 ίοΜ ευΙίυΓβ οί ΥυαοΒίεη, Ο1ιίθ39θ, 1942· Ηυιπβη πΒΐυτβ απά Ιίιβ εΐυάγ οί εοάβΐγ: ΤΙιβ ρβρβτε οί Β. ΡβάίίβΙά, ΟΙ1Ι0390, 1962 κ.ά. Δ. π.
ριζοσπαστι σμός Ρέσερ (ΗβεεΙιβΓ) Νικόλας (γεν. 1928). Αμερικανός λογικός εκπρόσωπος της αναλυτικής φιλοσοφίας*. Ε ρ γ α του: Τίιβ ΟοίιβΓβηοβ Τίιβοιγ οί Ττυίίι, Οχίοτά, 1973· Α Τήβοτγ οί ΡΓοΰβΰίΙίίγ, ΟχΙοΓό, 1975- Π3(ίοη3ΐι(γ, Οχίοτά, 1988. Δ . π. Ρεϋνώ (Ββγπβυά) Ιωάννης. Γάλλος φιλόσοφος, για λίγο οπαδός του σαιν-σιμονισμού. Το 1838 συνεργάστηκε με τον Π. Λερού* για τη δημιουργία της Νέας Εγκυκλοπαίδειας, που επρόκειτο ν' ανανεώσει το έργο του Ντιντερό*. Οι ιδέες του σχετίζονται περισσότερο με αυτές του Μπαλάνς*. Αναζητεί το πεπρωμένο της κάθε ψυχής και εν γένει της ανθρωπότητας. Θεωρεί ότι η παρούσα ζωή είναι συνέχιση μιας προηγούμενης ζωής, της οποίας ο άνθρωπος πληρώνει τα λάθη στο παρόν αλλά, συγχρόνως, προετοιμάζεται για μια άλλη ζωή. Υπάρχει δηλαδή μια ακολουθία κατά την οποία η ψυχή δεν είναι ποτέ απενσαρκωμένη. Η ψυχή δοκιμάζεται προοδευτικά προς μια τελειότητα, που ποτέ δεν θα πετύχει. Από θεολογική άποψη αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κόλαση μήτε παράδεισος - ουρανός, παρά μια αόριστη συνέχεια παραμονών της ψυχής που προοδεύει. Χαρακτηριστικά έργα του είναι τα: Γ η και Ουρανός (ΤΘΓΓΘ θΙ ΟίβΙ, 1806-1863), Απειρο των ουρανών (ΙηίίηίΙό άβε οίβυχ). Ευτυχία Ξυδιά
ρεφορμισμός στο εργατικό κίνημα. Πολιτική κατεύθυνση η οποία αρνείται την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης* και της "δικτατορίας του προλεταριάτου"*. Προτάσσει τη συνεργασία των τάξεων και επιδιώκει, μέσω μεταρρυθμίσεων στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας*, να μετατρέψει την κεφαλαιοκρατία σε κοινωνία "γενικής ευημερίας" και κοινωνικής δικαιοσύνης, το αστικό κράτος σε "κράτος πρόνοιας" κ.λπ. Εμφανίσθηκε στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης στα τέλη του 19ου αι. και διαδόθηκε ιδιαίτερα στην Β' Διεθνή. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση (1917) και τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο συγκροτήθηκε σε αντίπαλο του κομμουνισμού* οργανωμένο πολιτικό ρεύμα, το οποίο μετά από τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο απορρίπτει τον μαρξισμό*, προβάλλοντας το δόγμα του "δημοκρατικού σοσιαλισμού". Το ίδιο ιδεολόγημα υιοθετήθηκε κατά την πρώτη φάση της αντεπαναστατικής παλινόρθωσης της κεφαλαιοκρατίας στην τέως ΕΣΣΔ. (Βλ. επίσης: δογματισμός και ανα-
θεωρητισμός',
μαρξισμός',
οπορτουνισμός).
Δ. Πατέλης
"Ρητορική" Αριστοτέλη, βλ. "Περί Ρητορικής" ριγορισμός, βλ. αυστηρότητα ριζοσπαστισμός (ΓβάίοβΙίειτι). Ορος που μπήκε στην πολιτική ορολογία τους τελευταίους αιώνες, από την εποχή του Διαφωτισμού* και μετά, κυρίως τον 19ο και τον 20ό αι. Χαρακτηρίστηκε ως ριζοσπαστισμός η πολιτική θεωρία και πράξη που δεν αποβλέπει σε απλή μεταρρύθμιση μιας πολιτειακής - πολιτικής πραγματικότητας αλλά σε ανατροπή της και εκρίζωση (αυτό σημαίνει ριζοσπαστισμός) των βασικών θεσμών της, ώστε να μην αναπαράγονται τα ίδια ενοχλητικά για τους ριζοσπάστες αποτελέσματα. Ριζοσπάστες αναδείχτηκαν -θεωρητικά και πρακτικά- οι Ιακωβίνοι κατά τη Γαλλική Επανάσταση, κυρίως από το τέταρτο έτος 1793, οπότε και προώθησαν μέτρα ριζοσπαστικά (κατάργηση της βασιλείας, των προνομίων των ευγενών, δήμευση εκκλησιαστικών κτημάτων, καθιέρωση υποχρεωτικής δημόσιας εκπαίδευσης κ.λπ.). Ο όρος ριζοσπαστισμός προήλθε από τον γαλλικό συνδικαλισμό αλλά χρησιμοποιήθηκε στην Αγγλία το 1832 από τους συντηρητικούς* αντίπαλους του νόμου για την "εκλογική μεταρρύθμιση". Αργότερα γενικεύτηκε η χρήση του όρου για πολιτικούς, φιλόσοφους, πολιτικούς στοχαστές, ηγέτες απελευθερωτικών κινημάτων, που οι διακηρύξεις - επιδιώξεις τους κρίνονταν (συνήθως από αντιπάλους τους) ως ανατρεπτικές των καθιερωμένων θεσμών, όχι απλά μεταρρυθμιστικές ή συμβιβαστικές. Αφότου οι ΜΒΓΧ* - ΕπρβΙε* προώθησαν την ιδέα της επαναστατικής ανατροπής ως νόμο ιστορικής ανάγκης, ήταν μοιραίο όσοι ένιωθαν ριζοσπάστες να επιχειρούν να συνδέσουν τις επιδιώξεις τους με τη θεωρία του ριζοσπαστικού σοσιαλισμού. Κατά τον 20ό αιώνα δεν έλειψε και η αντίστροφη χρήση του ριζοσπαστισμού από ακραίες δεξιές οργανώσεις, που υποσχέθηκαν να ανασπάσουν τις ρίζες του αριστερού ριζοσπαστισμού με κοινωνικά μέτρα νεοφιλελευθερισμού. Στις ΗΠΑ ο ριζοσπαστισμός πήρε την πλήρη ανάπτυξή του με τους ΙηάυεΙπβΙ ννοτΚε οί ΐΐπβ \Λ/ΟΓΙ<3 (Ι.νν.νν.), επαναστατική εργατική ένωση που ξεκίνησε από το Σικάγο το 1905. Στον ριζοσπαστισμό αντιπαρατάχθηκε ο νεό-
279
ριζώματα τερος αμερικανικός φιλελευθερισμός, όπως εκφράστηκε με το Νθνν ΟββΙ του ΡΓ. ϋ. ΟοοεβνβΙΙ (1933). Ειδικά στη χώρα μας ο όρος Ριζοσπάστες (ριζοσπαστισμός) χρησιμοποιήθηκε το 1843 στην Κεφαλονιά από μια ομάδα πολιτικών που αντιτάσσονταν στην αγγλική αρμοστεία και τους ντόπιους συντηρητικούς συνεργάτες της. Φ. Κ. Βώρος
ριζώματα, βλ. Εμπεδοκλής ΡΙιντ Τόμας (Ρθίά Τοπιβε, 1710-1796). Αγγλος φιλόσοφος, ο κυριότερος εκπρόσωπος της Σκωτικής Σχολής, δόγμα της οποίας είναι το "περί κοινού υγιούς νου" (ΟΟΓΠΓΠΟΠ 5βπ5θ).Ήταν πολέμιος του σκεπτικισμού του Χιουμ*, τη θεωρία του οποίου θεωρούσε ολέθρια για την ηθική* και τη θρησκεία*, καθώς επίσης και των Λοκ* και Μπέρκλευ*, επειδή πίστευε ότι με τις θεωρίες τους οδηγούν στον υλισμό*. Ο Ρίιντ, αν και δυσπιστεί προς τις 3 ρποπ έννοιες, θεωρεί ότι βάση και αφετηρία της φιλοσοφίας πρέπει να είναι η ψυχολογία ως μελέτη των εσωτερικών ψυχικών φαινομένων με την ενόραση*. Με τη στροφή προς τον ψυχικό μας βίο ανακαλύπτουμε, κατά τη γνώμη του, ότι είμαστε κάτοχοι πρωταρχικών, θεμελιωδών αληθειών, οι οποίες έχουν ισχύ αξιωμάτων και καθοδηγούν την πνευματική μας ενέργεια. Ο "κοινός νους" με βάση τα αξιώματα αυτά κατανοεί την αλήθεια*, το αγαθό* και το ωραίο*. Στις πρωταρχικές αλήθειες, τις οποίες ανεβάζει σε δώδεκα, κατατάσσει και την αρχή της αιτιότητας, καθώς και την άποψη ότι μπορούμε να ασκήσουμε επίδραση στις αποφάσεις της βουλήσεως. Εργα του: Ερευνες περί του ανθρωπίνου πνεύματος σύμφωνα προς τις αρχές του κοινού νου (1763). Δοκίμια περί των νοητικών δυνάμεων του ανθρώπου (1785), Δοκίμια περί των ενεργητικών δυνάμεων του ανθρώπου (1788). Βιβλιογρ.: Η3Π580Π Ε.. ΤΙ>ερΙιιΙοβορΙιγ εΙ οοππηοη $εη$β. 1907.· Ρ6ΙΙ6Γ5 Ρ.. ΤΙ)0Π)3$ Πβιά 315 ΚήΙίΙίβΓ νοη Ηυιτιβ. 1909.
Απ.
Τζαφερόηουλος
Ρικάρντο Ντέιβιντ (ϋβνίά ΡίοβΓύο, 1772-1823). Αγγλος οικονομολόγος, από τους θεμελιωτές της Κλασικής Σχολής της πολιτικής οικονομίας*. Υπήρξε ο τρίτος γιος ενός εβραίου εμπόρου - τραπεζίτη, που είχε μεταναστεύσει στην Αγγλία από την Ολλανδία. Στα 21 του
280
χρόνια, βαπτίστηκε χριστιανός για να μπορέσει να παντρευτεί, και ως χρηματιστής κατόρθωσε να δημιουργήσει μιαν αξιόλογη περιουσία -που στα 42 του χρόνια, όταν ο Ρικάρντο αποσύρθηκε, εκτιμήθηκε ότι ανερχόταν ανάμεσα στις 500.000 και 1.600.000 λίρες. Από το 1799, όταν διάβασε το πολυσυζητημένο έργο του Α. Σμιθ* Ο Πλούτος των Εθνών, άρχισε ν' ασχολείται με ζητήματα της πολιτικής οικονομίας Τυποποίησε τις ιδέες του Σμιθ, που κάλυπταν ένα ευρύτατο φάσμα φαινομένων του οικονομικού μηχανισμού, σ' ένα αυστηρότερο αναλυτικό πλαίσιο. Προσπαθώντας να κατανοήσει ορισμένα πρακτικά προβλήματα της εποχής του, πέρασε στη θεωρητική τους ανάλυση και με τα γραπτά του απέκτησε κοινωνική καταξίωση ανάμεσα σε προσωπικότητες της εποχήςτου, όπως ο Τ. Ρ. Μάλθους, ο Τζ. Μπένθαμ* κ.ά. Υποστήριξε ότι η έκδοση νέων χαρτονομισμάτων για τις πιστωτικές ανάγκες, πάνω από τα αποθέματα χρυσού, προκαλεί πληθωριστικές πιέσεις και υποστίμηση του νομίσματος. Απέδειξε ότι η αύξηση των δασμών στα εισαγόμενα δημητριακά προκαλούσε αύξηση των γαιοπροσόδων και μείωση των βιομηχανικών - επιχειρηματικών κερδών. Τόνισε την ανάγκη να στηριχτεί το εργατικό και το αγροτικό εισόδημα και για τούτο αγωνίστηκε εναντίον των "νόμων του καλαμποκιού", καταδεικνύοντας τα πλεονεκτήματα του ελεύθερου εμπορίου. Καθόρισε τους νόμους που διέπουν τη διανομή του προϊόντος μεταξύ των γαιοκτημόμων, των κεφαλαιοκρατών και των εργατών. Απέδειξε ότι το εμπόριο μεταξύ των χωρών δεν εξαρτάται από το κόστος παραγωγής των προϊόντων, αλλά από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των ανταλλασσόμενων. Επηρεασμένος από τον Μάλθους -με τον οποίο διαφωνούσε σε πολλά σημεία- υποστήριξε ότι οι προσπάθειες βελτίωσης του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων είναι άκαρπες όσο η αγοραστική δύναμη των μισθών βρίσκεται κοντά στο ελάχιστο αναγκαίο επίπεδο διαβίωσης. Έγινε μέλος του κοινοβουλίου. Θεωρήθηκε δε ως ο άνθρωπος που εκπαίδευσε τη Βουλή των Κοινοτήτων. Ηταν θερμός υποστηρικτής της ελευθερίας του λόγου και των συγκεντρώσεων, πολέμιος της διαφθοράς στο κοινοβούλιο, ενάντιος στον διωγμό των καθολικών -δίχως οι ριζοσπαστικές πολιτικές και οικονομικές του αντιλήψεις να μειώσουν το κύρος του και τον σεβασμό που απολάμβα-
Ρίκερτ νε. Μετά τον θάνατο του Ρικάρντο, στο προσκήνιο της φιλελεύθερης παράδοσης της πολιτικής οικονομίας κυριάρχησε ο Τζ. Σ. Μιλλ*, ενώ παράλληλα γεννιόταν ο μαρξισμός*- ένα νέο θεωρητικό σύστημα που συνδύαζε πολλές από τις ρικαρντιανές ιδέες με μια γενικότερη θεωρία της ιστορίας και της κοινωνίας. Κύρια έργα του: Η υψηλή τιμή του χρυσού, μια απόδειξη της υποτίμησης των χαρτονομισμάτων (Τίιβ Ηίςίι ΡΠΕΒ οί ΒυΙΙίοη, 3 ΡΓΟΟΙ οί ίίιβ ΟθρΓβοίβίίοη οί Β3ΠΙ< ΝοΙβδ, 1810)· Πραγματεία περί της επιδράσεως των χαμηλών τιμών του αραβοσίτου επί των κερδών του κεφαλαίου (Εδδβγ οη ίήβ ΙηίΙυβηοβ οί 3 ίονν Ριϊεβ οί ΟΟΓΠ οη Ιίιβ ΡΓοίίΙδ οί δΙοοΚ, 1815)· Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας (ΡπηάρΙβδ οί ΡοΙίίίοβΙ Εοοηοιηγ βηά Τβχβίίοη, 1817, ελλην. μτφ. Ν. Κωνσταντινίδης, εισαγ. Δ. Καλιτσουνάκης, επανέκδ. χ.χ. εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα). Σημαντική από επιστημονική άποψη είναι η αλληλογραφία του Ρικάρντο με τον Μάλθους, τον Ζ. Β. Σαξ, τον Μακ Κούλλοκ κ.ά., καθώς και οι κοινοβουλευτικές του ομιλίες.
φρασμένο αποσπασματικά στα ελληνικά, όπου περιλαμβάνονται τα δοκίμια Αφηγηματική Λειτουργία και Αφηγηματικός Χρόνος (Καρδαμίτσας, 1990), ο Ρικέρ εξετάζει τη σχέση μεταξύ της Ιστορίας και του υποκειμένου που αφηγείται μιαν ιστορία, για να καταλήξει στο ενδιαφέρον συμπέρασμα πως "ανήκουμε στην Ιστορία πριν αφηγηθούμε ιστορίες ή γράψουμε Ιστορία", ενώ "η ιστορικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας γίνεται δυνατόν να φθάσει στη γλώσσα μόνον ως αφηγηματικότητα". Τέλος, σε ένα άλλο σημαντικό βιβλίο του, στο τρίτομο Τβτηρε βΐ τόοϋ (Χρόνος και αφήγηση, δβυίΙ, 1983, '84, '85) καταπιάνεται με το θέμα της λειτουργίας του χρόνου στα πλαίσια της αφήγησης και της αφηγούμενης ιστορίας, αφού παρουσιάσει επεξηγηματικά όλες τις μέχρι τούδε αφηγηματολογικές θεωρίες πάνω στο θέμα του αφηγηματικού χρόνου. Αλλα έργα του: ΡΝΙοεορΙιίθ όβ Ιβ νοίοπίό (3 τόμοι, Αυ&ίβτ, 1950), Ζ.3 εγΓπόοΙίηυβ όυ ΓΠΒΙ (Αυ&ίθΓ, 1960), ί.3 ΓΗΎ(3ρΙΐ0Γ6 νίνβ (5θυίΙ, 1975), Ου ΙΘΧΙΘ έ Γβεΐίοπ (δθυίΙ, 1986) κ.ά.
Βιβλιογρ.: ΗΟ&ΘΓ! I . ΗΘΙΙ&ΓΟΠΟΓ. 77ιβ ν/οΜΙγΡήιΙοεορΗθΚ, δίΓποπ & 5οήυ3ΐβΓ. ΙΗΟ., ΝΘΝΝ ΥΟΓΚ. 1992.- ϋοβη Ηο&ιηεοη & ϋοΐιη ΕΒΝΝΒΙΙ. Εισαγωγή στη σύγχρονη οικονομική, μτφ. Κ. Σοφούλης & Ν. Σταματύκης, εκδ. Παπαζήοη. Αθήνα. 1977.
Δημ.
Θαν. Α.
Βασιλείου
Ρικέρ Πωλ (ΡϊοοθυΓ ΡβυΙ, Βαλάνς Γαλλίας, 1913). Γάλλος φιλόσοφος που στράφηκε νωρίς στις φαινομενολογικές έρευνες. Διετέλεσε καθηγητής στα Πανεπιστήμια της Σορβόννης, της Ναντέρ και του Σικάγου. Επηρεασμένος από τις φαινομενολογικές έρευνες του Μερλό-Ποντύ', ο Ρικέρ προσπάθησε να συνδέσει τη φιλοσοφία με τη δράση, να διαποτίσει την επιστήμη από τη φιλοσοφία. Πίστεψε πως ο διχασμός ανάμεσα στην κατανόηση και την εξήγηση θα μπορούσε να καταργηθεί αν η κατανόηση αξιοποιούσε την ανάλυση των δομικών χαρακτηριστικών των φαινομένων. Από τα σημαντικότερα έργα του είναι και το Δοκίμιο Ερμηνευτικής (μεταφρασμένο στα ελληνικά, Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τραπέζης, 1990), όπου τίθενται οι σχέσεις κατανόησης και ερμηνείας και όπου διατυπώνεται η άποψη ότι "ερμηνεύουμε τον εαυτό μας μέσα από την ερμηνεία των σημείων" και επομένως ένα κείμενο, όντας μια πρόταση κόσμου την οποία καλούμαι να οικειοποιηθώ διαβάζοντάς το, με οδηγεί αναγκαστικά στο να κατανοήσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Σε ένα άλλο έργο του, μετα-
Τσατσούλης
Ρίκερτ Χάινριχ (ΡΙΟΚΘΓΙ ΗβίππςΙι). Γεννήθηκε στις 25.5.1863 στο ϋβηζίς και πέθανε στις 28.7.1936 στη Χαϊδελβέργη. Γερμανός νεοκαντιανός* φιλόσοφος που συγκυριάρχησε μαζί με άλλους στη φιλοσοφική σκηνή της Γερμανίας στα τέλη του προηγούμενου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, όπου και έλαβε το διδακτορικό του το 1888 και έγινε υφηγητής το 1891 στο Φράιμπουργκ. Το 1916 ως συνεχιστής του ννίηάθΙ&βποΙΓ τον διαδέχθηκε στη Χαϊδελβέργη. Αντικείμενο της φιλοσοφίας του είναι ο "θεωρητικός άνθρωπος". Έγραψε πολλά έργα, και το ΩΘΓ ΟθςβπεΙθπό ΆΘΓ Ε^βηηίηίε (1892 / 1928). Η ιδιαίτερη ερμηνεία που επιχειρεί σ' αυτό μπορεί ίσως να συνοψισθεί στις ακόλουθες βασικές αρχές. Η νεοκαντιανή ερμηνεία του του Καντ" στηρίζεται σε μια γενική θεώρηση του νοήματος της κρίσης*. Χωρίζει κατά αυστηρό τρόπο την ενέργεια της γνώσης από το νόημα της φιλοσοφικής γνώσης. Ηθελε να πιστεύει, πράγμα που ισχύει μέχρις ένα βαθμό, ότι συνεχίζει γνωσιοθεωρητικά την Κριτική της καθαρής Λογικής" του ΚβπΙ. Ο ΗίοΚβτΙ κατέδειξε ότι η φιλοσοφική γνώση είναι μια νοητική κρίση σχετικά με την πραγματικότητα. Θεμελιακή σημασία παίζει και η έννοια της αξίας. Το
281
Ρικόβερ είναι της γνώσης εξαρτάται από το δέον. Κατ' αυτόν τον τρόπο θεμελιώνεται και η σημασία της πρακτικής φιλοσοφίας που διάνοιξε ήδη ο ίδιος ο Κ3ΠΙ. Διακρίνει αυστηρά μεταξύ του υποκειμένου της γνώσης (που είναι και η προϋπόθεση του δέοντος) και του "πραγματικού" (του κατηγορήματος), που αποτελεί και το περιεχόμενο της κρίσεως. Ο ΡίοΚβιΙ μεσουράνησε για αρκετό διάστημα στο φιλοσοφικό γερμανικό στερέωμα, επηρέασε κυρίως τη γνωσιοθεωρία της Δυτικογερμανικής σχολής του Νεοκαντιανισμού* και είχε την αγαθή τύχη να επηρεάσει πολύ με τα γραπτά του τόσο στη Γερμανία όσο και διεθνώς. Έργα
του:
ΩΘΓ
ΟβςβηεΙβπά
1892.- Οίβ Οίβηζβη
ΒβςηίίβύίΙάυης,
άβί
άβί
ΕίΚβηηΙηίδ,
ηβΐυηνίεεβηεο^ίίίοϊιβη
1896-1902.
Βιβλιογρ.: I. Θεοδωρακόπουλος, Αγαπημένη μου Χαϊδελ-
βέργη. Αθήνα. 1980.- I. Θεοδωρακόπουλος, Τα πρώτα μου Φιλοοοφήματα. Αθήνα. χ.χ. Χάρης Κράλλης
Ρικόβερ Γεώργιος (ΗίοΚονβΓ Ηγιτιβη ΟβοΓςβ, 1900 -). Αμερικανός φυσικός της ατομικής ενέργειας, επινοητής και κατασκευαστής του πρώτου πυρηνικού υποβρυχίου "Ναυτίλος" (1954) και πρωτεργάτης στην κατασκευή του πρώτου πειραματικού ατομικού εργαστηρίου στις ΗΠΑ. Ο ίδιος αποφαίνεται ότι η κοινωνία παύει να είναι ελεύθερη, όταν διαμορφώνεται τρόπος ζωής με κέντρο ενδιαφέροντος την τεχνολογία και θεωρεί την απειλή που προέρχεται από την τεχνολογία ως νεότερη μορφή της πολύ παλιάς σύγκρουσης μεταξύ ελευθερίας" και πολιτισμού*. ΓΓ αυτό επικαλείται τη βοήθεια της φιλοσοφίας", και μάλιστα της μεταφυσικής", για την αποκατάσταση της ψυχικής και πνευματικής ισορροπίας των ανθρώπων. Απ Τζ
Ριμπό Τεοντύλ Αρμάν (Ηίιτι&οΙ, 1839-1916). Γάλλος ψυχολόγος, θεμελιωτής της πειραματικής ψυχολογίας στη Γαλλία. Διετύπωσε το πρόγραμμα μιας νέας πειραματικής ψυχολογίας, με σκοπό τη μελέτη των ανωτέρων ψυχολογικών διαδικασιών και την προσωπικότητα στο σύνολο της. Η μέθοδος του δίνει ιδιαίτερη σημασία στο ψυχοπαθολογικό πείραμα. Στο βιβλίο του Πειραματική ψυχολογία γράφει σχετικά ότι η ασθένεια είναι το πιο λεπτό πείραμα, που το πραγματοποιεί η ίδια η φύση κάτω από αυστηρά καθορισμένα περιστατικά και μεθόδους που δεν διαθέτει η ανθρώπινη τεχνική.
282
Αλλος τομέας έρευνας του Ριμπό ήταν η μνήμη, τα πορίσματα της οποίας κατέγραψε στο έργο του Ασθένειες της μνήμης (1881). Δική του είναι η θεωρία περί "συγκινητικής μνήμης" (βίίβοΐίνβ πίθΓποτγ), η οποία αναφέρεται στην αναζωπύρωση παλαιών εμπειριών με αφορμή ανάλογες καταστάσεις. Στον Ριμπό επίσης ανήκει η θεωρία της "αυτόβουλης προσοχής", η οποία του προσπόρισε μεγάλη φήμη. Ανάμεσα στις πολλές του δραστηριότητες συγκαταλέγεται η ίδρυση και διεύθυνση του πρώτου ψυχολογικού περιοδικού στη Γαλλία ("Ρβνυβ ΡΙιίΙοεορήίςυβ"). Αλλα έργα του: Η κληρονομικότητα των ψυχικών ιδιοτήτων (1884), Η μνήμη στην κανονική και αρρωστημένη κατάστασή της (1912), Η βούληση στην κανονική και αρρωστημένη κατάστασή της (1916), Οι ασθένειες της προσωπικότητας (1895) Η ψυχολογία της προσοχής (1897), Η φιλοσοφία του Σοπενχάουερ (1899), Η αποτελεσματική μνήμη (1899), Η ψυχολογία των συναισθημάτων (1898), Η λογική των συναισθημάτων (1905). Βιβλιογρ.: Τουτουντζιάν Ο. Μ.. Ριμπό. "Ζητήματα ψυχολογίας" (1961).- Ου335 Ι_.. ία ρΜοεορΙιίθ άβ ΤΗ. ΠιόοΙ (1974).
Απ
Τζαψερόπουλος
Ρίσμαν Ντέιβιντ (Πίβδίτοπ, 1909 -). Αμερικανός κοινωνιολόγος. Ευρύτερα γνωστός έγινε με τις μελέτες του τις σχετικές με την κοινωνική ψυχολογία και τον πολιτισμό των ΗΠΑ του 20ού αι. Τα πορίσματα των μελετών του αυτών τα εξέθεσε κυρίως στα έργα του: ΓΛβ ΙοηβΙγ βίοννό (1950, Μοναχικό πλήθος) και Ρβοβε ίπ ΙΐΊβ οτον/ό (1952, Πρόσωπα μέσα στο πλήθος). Ο Ρίσμαν διαπιστώνει ότι κατά τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ μετάβαση από τον τύπο του ατόμου που προσανατολίζεται από τον εσωτερικό κόσμο στο άτομο που προσανατολίζεται από τον εξωτερικό κόσμο. Δηλαδή το άτομο από ενεργό υποκείμενο μιας ανταγωνιστικής ελεύθερης επιχειρηματικότητας μετέπεσε στην κατάσταση του ατόμου που είναι ολοκληρωτικά υποταγμένο στη γραφειοκρατική οργάνωση. Η εξέλιξη αυτή του κοινωνικού χαρακτήρα των ατόμων συνοδεύτηκε από την απάθεια, την απαισιοδοξία, τον κυνισμό και το ψυχικό κενό. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του αυτές, ο Ρίσμαν περιγράφει την κρίση της αμερικανικής επιχειρηματικότητας, την εξάπλωση της καταναλωτικής ψυχολογίας και τη λατρεία των ειδώλων της κατανάλωσης και του ευδαιμονισμού. Για τη δυσμενή αυτή ε-
Ρόις ξέλιξη υπεύθυνη θεωρεί την κρατικομονοπωλιακη γραφειοκρατία και τη συσχετίζει με την πολυπλοκότητα της βιομηχανικής παραγωγής και την αστυφιλία. Αλλα έργα του: Ιηάίνίάυβίίειπ ΓβοοηείάθΓθά
(1960),
Αΰυάβηεβ
303όβιτ)ί0 ΓβνοΙυΙίοπ
( 1 9 5 4 ) , ΤΙιοΓεΙβϊη
(ΟΓ
ΝΝ)Ί3(?
(1965),
νβόΐβη
77ΙΘ
(1968).
Απ. Τζ.
ρίτα. Με τον όρο αυτό της σανσκριτικής (ιΐ3), συγγενικό του "ντάρμα"*, προσδιορίζεται στην ινδική σκέψη η μετατροπή μιας ανώμαλης κατάστασης σε ομαλή, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διατήρηση των βασικών συνθηκών ύπαρξης και λειτουργίας του σύμπαντος. Με την ευρύτερη σημασία της η λέξη σημαίνει ορθότητα, τάξη, σε αντίθεση με τον όρο "ανρίτα", που σημαίνει ακαταστασία. Το ρίτα προσδιορίζει τη φυσική και ηθική πλευρά της ζωής, προσδιορισμένα στοιχεία από τις αρχαίες ινδικές θεότητες Αντίτια, που συνεχίζουν να το φρουρούν. Μεταγενέστερα φορτίσθηκε ο όρος με μια ηθική σημασία, έτσι ώστε θυμίζει τον αντίστοιχο όρο "Δίκη" των αρχαίων Ελλήνων.
Σοβιετικός φιλόσοφος με σημαντική συμβολή στην ανάδειξη των ζητημάτων της "διαλεκτικής λογικής"* και μεθοδολογίας. Το έργο του συνέβαλε στην περαιτέρω ανάπτυξη της εν λόγω προβληματικής από μετέπειτα ερευνητές (βλ. Ιλιένκοφ, Βαζιούλιν). Εργα του: Διαλεκτικά προβλήματα στο "Κεφάλαιο" του Μαρξ, εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα [χ.χ.]' Αρχές της διαλεκτικής λογικής, "Γνώσεις", Αθήνα, 1962· Η διαλεκτική των ερευνών του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό και την επανάσταση, Μόσχα, 1976 κ.ά. Δ. π.
Ροζμίνι - Σερμπάτι Αντόνιο (Ποδίτιίηί - δθΐΐοΐί ΑηΙοηίο, Ροβερέτο, 1797 - Στρέζα, 1855). Ιταλός φιλόσοφος και θεολόγος. Ιδρυσε την ένωση των "Αδελφών της αγάπης" το 1828 και χειροτονήθηκε ιερέας το 1831. Το 1848 διορίστηκε υπουργός Παιδείας. Απέβλεπε σε μια διανοητική μεταρρύθμιση σύμφυτη με την πολιτική αναγέννηση, γι' αυτό και συμμετείχε στην κίνηση για την ένωση της Ιταλίας (Ρισορτζιμέντο). Το έργο του Οι πέντε πληγές της Βιβλιογρ.: Ο. Ρ3ΓΤ13ΚΠ5Π3. ΤΛθ εοηεβρί οί ΠιΙβ από Ιήβ αγίας εκκλησίας (1848) ανεγράφη το 1849 από βΐηίΟΒΐ θΙβπιβηΙ ίη νβάιο ΙιΙβί3ΐυίβ. Ύ6<ΐ3η|3 Κβ53π". 1967. την καθολική εκκλησία στον "Πίνακα" των απατ. 54. ο. 154-160. γορευμένων βιβλίων (το παπικό Ιντεξ). Η θεωΑλέξ. Καριώτογλου ρία του περί του όντος συγγενεύει με αυτές του Μαλμπράνς* και του Πλάτωνα*, εφόσον η Ρίχτερ Ραούλ (1871-1912). Γερμανός φιλόσοιδέα του όντος χρησιμεύει ως αρχή στη φος, οπαδός της φιλοσοφίας του ΝίβΙζδοϊιβ" γνώση. Για τον Ροζμίνι, όμως, το ον αυτό, αν και του \Λ/ίηάβΙό3ηά". Διετέλεσε καθηγητής και νοητό, συνδέεται στενά με την εμπειρία' στο πανεπιστήμιο της Λιψίας. Εργα του: Ο χάρη στην ενόραση "ενός πρώτου αληθούς" σκεπτικισμός στη φιλοσοφία (1903-1908), είναι δυνατή η γνώση των πεπερασμένων ΝίβΙζεείιβ, εβϊπ Ιβδβπ υηά εβιη Μ/β^(1903), Φι- πραγμάτων. Γενικότερα, ο Ροζμίνι προσπάθηλοσοφία της θρησκείας (1912) κ.ά. σε να αφομοιώσει τα προβλήματα της νέας ευΝ. Οικ. ρωπαϊκής φιλοσοφίας -ιδιαίτερα του γερμανικού ιδεαλισμού* και κυρίως του Καντ'- υπό το Ρόζενκραντς Ιωάννης - Κάρολος - Φρειδερίπρίσμα του πλατωνισμού* και του αυγουσπνικος (1805-1879). Διακεκριμένος Γερμανός θεσμού. Αλλα έργα του Ροζμίνι - Σερμπάτι είναι: ολόγος και φιλόσοφος. Γεννήθηκε στο ΜαΦιλοσοφία του δικαίου (1841-1845), Έργα γδεμβούργο. Διετέλεσε καθηγητής θεολογίας (1842-1844), που εκδόθηκαν μετά το θάνατο στη Χαλ και την Καινιξβέργη. Υπήρξε μαθητής του (1859-1874). του ΗβςθΓ, του οποίου και το σύστημα ακοΒιβλιογρ. . Ερν Β. Φ.. Ο Ροζμίνι και η θεωρία του της γνώλούθησε σε όλες τις επιστημονικές του διατρισης. 1914. βές. Το 1831 εξέδωσε την ΕηογοΙορββάίβ άβτ Ευτυχία Ξύδια (ΙιβοΙοςιίεοΙιβη
ννίεεβηεοίιβηβη,
εφαρμόζοντας
τη μέθοδο του ΗθςβΙ. Μαζί με τον Σούμπερτ εξέδωσε στη Λιψία σε 12 τόμους τα "Απαντα" του ΚβπΓ (1834-1842). Ν. Οικ.
Ρόζενταλ Μαρκ Μωυσέγιεβιτς
(1906-1975).
Ρόις (Πογοβ) Τζοσάγια (1855-1916). Σπουδαίος Αμερικανός φιλόσοφος. Σπούδασε φιλοσοφία και διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ της Βοστώνης. Υπήρξε εκπρόσωπος της γερμανικής πνευματοκρατίας και, σύμφωνα με τη θεωρία του, το σύμπαν είναι ά-
283
ρόλος κοινωνικός θρόισμα προσωπικών πνευματικών συνειδήσεων. Τα σπουδαιότερα έργα του ήταν: Ο κόσμος και το άτομο (1900-1902), Το πρόβλημα της αλήθειας (1908), Οι πηγές της θρησκευτικής επίγνωσης ( 1912). Ν. Οικ.
ρόλος κοινωνικός, βλ. κοινωνικός ρόλος ρομαντισμός (ΐΌΓηαηΙίάεπι). Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στη διάρκεια μετάβασης από την παραδοσιακή φεουδαρχική στη βιομηχανική - καπιταλιστική κοινωνία, αφήνοντας τα ίχνη του τόσο στην καλλιτεχνική δραστηριότητα, όσο και στις επιστήμες του 18ου και του 19ου αιώνα στην Ευρώπη. Μαζί με τον θετικισμό*, ο ρομαντισμός εκφράστηκε σαν διαμαρτυρία ή σαν "συντηρητική αντίδραση" στις κοινωνικο-πολιτικές και διανοητικές ανακατατάξεις που προκάλεσε ο διαφωτισμός*. Σε αντίθεση με την επανάσταση του διαφωτισμού, η ρομαντική σκέψη ως συστατικά της στοιχεία είχε την τάση για επιστροφή στο παρελθόν, τη νοσταλγία της προεπαναστατικής τάξης, την ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων, την προτεραιότητα της φαντασίας, την εμμονή στις αξίες της ανθρωπιστικής σκέψης και της ουτοπίας. Έτσι, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας* και της τέχνης*, ο ρομαντισμός αποτέλεσε μιαν αντίθεση στην καρτεσιανή επιταγή του 18ου αιώνα, που θεωρούσε τον "ορθό λόγο" ως αποκλειστικό εργαλείο κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου και έβλεπε την ιστορία να εξελίσσεται βαδίζοντας στον δρόμο του ίιοιτιο θοοηοππίουε. Οι οπαδοί του ρομαντισμού αντέτασσαν στην ασχήμια και τη μιζέρια, που προκάλεσε η βιομηχανική ανάπτυξη, την ομορφιά και την τελειότητα της καλλιτεχνικής έκφρασης σ' όλα τα επίπεδα. Προέβαλαν την αγάπη για τη φύση, που βρήκαν στη φιλοσοφία του Σέλιγκ", στα λαϊκά τραγούδια και στους παγανιστικούς μύθους των μεσαιωνικών ιστοριών. Πίστεψαν ότι ο άνθρωπος με τη δύναμη της φαντασίας του μπορεί να υπερβεί την υλική πραγματικότητα και ν" αποδεσμευθεί από την αισθητηριακή εμπειρία. Ολόκληρος ο ρομαντισμός στηρίχτηκε σε μιαν άρνηση, που ρίζωνε στη φοβία που προκαλούσαν τα οράματα του νέου κόσμου, αλλά και στους πραγματικούς φόβους που προκαλούσε η κυριαρχία των μηχανισμών της ελεύθερης αγοράς. Στη Γερμανία πρόδρομοι του ρομαντισμού υπήρξαν οι Γκαίτε*, Χέρντερ, Κλάιστ,
284
Χάιντερλιν, Σίλερ* κ.ά., ενώ η πρώτη γενιά εκφράστηκε με τους Νοβάλις, Λέσσινγκ*, Τικ, Σλέγκελ*, Χόφμαν κ.ά. Στην Αγγλία οι Μπλέικ, Γουέρντσγουορθ και Κόουλριτζ, στράφηκαν ενάντια στον εμπειρισμό* του Τ. Χομπς* και ο αγγλικός ρομαντισμός εκφράστηκε με τους Σέλει και Μπάιρον, ενώ στη Γαλλία με τους Λαμαρτίν, Β. Ουγκό κ.ά. Το πνεύμα του ρομαντισμού θα συνεχιστεί με τη γενιά των καταραμένων και των συμβολιστών Ρεμπό, Μποντλέρ και Μαλαρμέ. Βιβλιογρ.: Παν. Κανελλόπουλος, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, τ.τ. 7ος & 8ος, εκδ. Δ. Γιαλλέλης. Αθήνα. 1976 - Αρη Δικταίου. Δεκατρείς αιώνες Γερμανικής ποίησης, εκδ. Δωδώνη - ΕΓόίυβηη, Αθήνα, 1977 - Πολ Βερλέν. Οι Καταραμένοι Ποιητές, μτφ. Α. Ζήρας. εκδ. Αιγόκερος. Αθήνα,1982. Θαν. Α. Βασιλείου
Ρόμπερτ Γκρόσσετεστ (Ποόθτί 0Γ055θΙθ5ΐβ, 1175-1253). Αγγλος φιλόσοφος, θεολόγος (και επίσκοπος), φυσιοδίφης του Μεσαίωνα. Ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην ανανέωση της διδασκαλίας των φυσικών επιστημών. Το έργο του το συνέχισε ο μαθητής του Ρογήρος Βάκων*, ο οποίος στο σύγγραμμά του Έργο τρίτο έγραψε για τον δάσκαλο του: "Κανένας δεν υπήρξε γνώστης των επιστημών παρά μόνον ο δάσκαλος Ρομπέρτος λόγω της μακράς διάρκειας της ζωής του, της πείρας, του ζήλου και της επιμέλειάς του. Επειδή γνώριζε τα μαθηματικά και την οπτική, κατόρθωσε να γνωρίζει τα πάντα. Συγχρόνως γνώριζε τόσο καλά τις γλώσσες, ώστε μπόρεσε να κατανοεί τους ιερούς συγγραφείς, τους φιλοσόφους και τους σοφούς της αρχαιότητας". Πράγματι γνώριζε αρχαία ελληνικά, λατινικά και αραβικά και μελετούσε τα κείμενα από το πρωτότυπο. Ο Ρόμπερτ μετέφρασε και σχολίασε πολλά έργα του Αριστοτέλη* και άλλων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Εγραψε αρκετές επιστημονικές πραγματείες με θέμα τα προβλήματα της οπτικής και της αστρονομίας. Στις φιλοσοφικές του μελέτες επιχειρεί μια σύνθεση του Αριστοτελισμού* με τον νεοπλατωνισμό του Αυγουστίνου*. Βασική συνεισφορά του Ρόμπερτ στην επιστήμη και τη φιλοσοφία είναι το ότι έφερε στην επιφάνεια τη "μεταφυσική του φωτός"* του Αυγουστίνου. Η θεωρία του ξεκινά από την αντίληψη ότι το φως είναι λεπτότατη σωματική ουσία αναπαραγόμενη και αυτομεταδιδόμενη κατά ομόκεντρες σφαίρες. Το φως δημιουργή-
Ροσκελέν θηκε αρχικά μέσα στην ύλη (ρπιτιβ ΓηβΙβπα) και είναι η πρώτη σωματική μορφή, η οποία καθιστά τα σώματα σώματα, δίνοντας σ' αυτά τη σωματικότητα (οοηροΓθί<3δ). Από την ύλη και το φως έχουμε τη γένεση του κόσμου κατά γεωμετρικούς φυσικούς νόμους. Η σωματικότητα και η ύλη είναι η καθεμιά μόνη της απλή, αδιάστατη ουσία. Η συνένωση ύλης και φωτός δημιουργεί τη διάσταση, το φως εκτείνει την ύλη και έτσι έχουμε τη σφαίρα του ουρανίου στερεώματος (οοφυδ ρπίπυε), της οποίας η σύσταση αποτελείται από την πρώτη ύλη και την πρώτη μορφή. Το φως είναι ένα οοφυε δρίπΐυβίβ, είναι'ο καθολικός φορέας κάθε ενέργειας μέσα στο σύμπαν. Οι νόμοι της μετάδοσής του είναι οι νόμοι της γεωμετρικής οπτικής και λειτουργούν ως νόμοι κίνησης και μετάδοσης δυνάμεων και αλληλοδράσεων. ΓΓ αυτό ο Ρόμπερτ απέδιδε στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στη γεωμετρία, πρωταρχική σημασία για τη μελέτη της φύσης. Κι αυτό είναι που έχει σημασία, πέρα από τη μεταφυσική του φωτός, το ότι δηλαδή διακήρυττε ότι πρέπει όλα τα φυσικά φαινόμενα να παρασταθούν γεωμετρικά, με γραμμές, γωνίες και σχήματα. Διότι έλεγε ότι μόνον έτσι είναι δυνατόν να τα γνωρίσουμε. Με τη θεωρία αυτή, καθώς και με την υποστήριξη της εμπειρικής γνώσης, ο Ρόμπερτ γίνεται ο πρόδρομος των τάσεων των φυσικών επιστημών που θα διαμορφωθούν στους μετέπειτα αιώνες. Βιβλιογρ.: Β3υί Ι . ,
Οίβ ΡήίΙοεορΝβ
άβε βούβιί
εβίβείβ. 1917 - ΟΓΟΓΓΙΕΝΘ Α Ο., Βούβή ΟωεεβΙβεΙβ οηςιηε ο! βχρβππίθηΙθΙ εαβηεβ.
λος I.. Εισαγωγή στη Φιλοσοφία.
ΑΠ.
Τζαφερόπουλος
βίοε-
βπά ίίιβ
1953.- Θεοδωρακόπου1974 (σελ. 295-296).
Ρομπινέ Ζαν Μπατίστ Ρενέ (ΠοβιηβΙ, 17351820). Γάλλος υλιστής φιλόσοφος. Το κυριότερο έργο του είναι το Περί φύσεως (1761 -66), το οποίο τον οδήγησε στον κύκλο των Διαφωτιστών*. Η θεωρία που αναπτύσσει σ' αυτό αποτελεί συνδυασμό υλιστικών αντιλήψεων και θεισμού*: η φύση θεωρείται ως μια αδιάκοπη κλιμάκωση υλικών στοιχείων, ικανών να κινούνται αυτομάτως, να ζουν και να αισθάνονται. Δημιουργός και πρώτη αιτία αυτής είναι ο θεός, του οποίου η ουσία δεν είναι δυνατόν να γίνει γνωστή. ΓΓ αυτό και κατακρίνει τις θρησκείες για τον ανθρωπομορφισμό του θείου. Αντικρίζοντας τη φύση με υλοζωιστικές αντιλήψεις, θεωρεί ότι όλα τα σώματα που υπάρχουν σ' αυτήν εμφανίζουν ζωικές λειτουργίες: τροφή, ανάπτυξη, πολλαπλασιασμό. Παρου-
σιάζοντας τη φύση ως μια κλίματα υπάρξεων με κορυφαία ύπαρξη τον άνθρωπο, έγινε, σε κάποιο βαθμό, πρόδρομος της εξελικτικής θεωρίας. Στη γνωσιοθεωρία ακολουθεί τον Λοκ* και υπερασπίζεται την υλική άποψη της αισθησιαρχίας* (δβηδυβίίδίτιυδ). Βιβλιογρ.: ΑΙ&ΘΓΙ Ε.. Ο/β ΡΝΙοεορΝβ
ΠοόιηβΙε.
ίβϊρζίς.
1903.
Απ. Τζ.
ροπή. Η τάση για ικανοποίηση κάποιας βιολογικής ανάγκης του οργανισμού. Με την ικανοποίηση των ροπών ο οργανισμός επέρχεται σε μια κατάσταση χαλάρωσης. Οι ροπές δεν είναι ενσυνείδητες, όμως κατευθύνουν και καθορίζουν πολλές φορές τη συμπεριφορά του ατόμου, σε σχέση πάντοτε με τα κίνητρα και τα ενδιαφέροντά του. Οι ροπές άλλες φορές ικανοποιούνται και άλλοτε καταπνίγονται ή διοχετεύονται σε άλλο αντικείμενο, παίρνουν δε ποικίλες μορφές, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη συστηματοποίησή τους. Βασιλική Παππά
Ρόρτι (Ροιίγ) Ρίτσαρντ (γεν. 1931). Αμερικάνος φιλόσοφος. Επιχειρεί την "αποδόμηση" όλης της προγενέστερης φιλοσοφίας μέσω ενός ιδιότυπου μίγματος πραγματισμού", αναλυτικής φιλοσοφίας" και μηδενισμού*. Εργα του: ΡΝΙοεορίιγ 3πό Ιϊιβ ΜΙΓΓΟΓ οί ΝαΙυτβ, ΡπποβΙοη, 1979' Οοηεβηυβποβε οί ΡΓ3ςππ3(ιεπ). Μίπηθ$οΐ3, 1982- Οοηϋηςβηογ, Ιωηγ βπά 5οΙί03Γί(γ, ΟβΓπόπάςβ, ΜαδδβοήυδβΗδ, 1989. Δ. π. Ρος (Ηοδδ) Εντουαρντ Ολσβορτ (1866-1951). Από τους ιδρυτές της αμερικανικής κοινωνιολογίας και κοινωνικής ψυχολογίας*. Θεωρεί ως βάση της κοινωνικής ανάπτυξης την εξωιστορικά εννοούμενη "διαντίδραση" των ατόμων, η οποία οδηγεί στη διαμόρφωση κοινωνικών ομάδων και υπάγεται σε ορισμένο κοινωνικό έλεγχο και τάξη. Εργα του: δοάβΙ ρεγοίιοΐοβγ: Αη ουίΐιηβ βηΰ εουκβόοοΚ Νβνν ΥΟΓΚ, 1918 ΡουηόβΙίοηε
οί εοαοίοςγ, Νβνν ΥΟΓΚ,
1920' δοαβί εοηίΓοΙ: Α ευηνβγ οί Ιίιβ ίουηόβΐίοηε
οί ΟΓόβΓ, ΝΒΝΝ ΥΟΓΚ - ί ο π ά ο π ,
1928.
Δ. Π.
Ροσκελέν Ιωάννης (ΡοεςβΙϊηυε, 1050-1124). Γάλλος σχολαστικός φιλόσοφος και θεολόγος, ιδρυτής της φιλοσοφικής θεωρίας της "ονοματοκρατίας'" (ηοΓΠϊπβΙίεΓπυδ), την οποία άρ-
285
Ρόστοου χισε να διδάσκει από το 1083. Ο Ροσκελέν δίδασκε ότι οι αφηρημένες και γενικές έννοιες, τις οποίες χρησιμοποιούμε στη λογική και τις επιστήμες, δεν αποτελούν υπαρκτά πράγματα, αλλά είναι απλά λεκτικά σύμβολα ή ακόμη ήχοι του λόγου (ΙΙβΙυδ νοείδ), που χρησιμεύουν για την ένδειξη ομάδας αντικειμένων. Αρα η λογική είναι επιστήμη που εξετάζει όχι τα πράγματα, αλλά τις λέξεις και τα ονόματα με τα οποία εκφράζονται τα πράγματα. Κατ' αυτόν μόνον επί μέρους πράγματα υπάρχουν και αυτά μόνον είναι δυνατόν να αναγνωριστούν. Για την Αγία Τριάδα υποστήριζε ότι, για να θεωρηθούν υπαρκτά τα τρία πρόσωπα αυτής, πρέπει να δεχτούμε ότι υπήρξαν χωριστά, με δική του ατομική υπόσταση το καθένα. Η διδασκαλία του αυτή θεωρήθηκε αιρετική και καταδικάστηκε από την εκκλησιαστική σύνοδο της Σουασσόν (1092). Από τα έργα του διασώθηκε μόνον ένα κείμενο σε μορφή ρητορικού λιβέλλου, που στρέφεται κατά του Αβελάρδου*. Πληροφορίες περί του Ροσκελίνου περιέχονται στα έργα που έχουν γράψει εναντίον της θεωρίας του οι Ανσελμος*, Αβελάρδος και Ιωάννης του Σόλσπερυ', καθώς και στην πραγματεία Οβ ββηβπόυ5 βί ερβεϊβόυε (Περί των γενών και των ειδών) αγνώστου συγγραφέα. Απ. Τζ.
Ρόστοου (ΡοεΙονν) Ουόλτ Ουίτμαν (γεν. 1916). Αμερικανός οικονομολόγος, κοινωνιολόγος και πολιτικός. Από τους ιδεολόγους της θεωρίας της "βιομηχανικής κοινωνίας". Διατύπωσε τη "θεωρία των σταδίων οικονομικής ανάπτυξης" ως σύγχρονη εναλλακτική απάντηση στον μαρξισμό*. Πρότεινε τη διάκριση πέντε σταδίων με διαφορετικό επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης: 1. "παραδοσιακή κοινωνία" - αγροτική κοινωνία με πρωτόγονη γεωργική παραγωγή, ιεραρχική κοινωνική δομή, εξουσία συγκεντρωμένη στα χέρια των γαιοκτημόνων και "προνευτώνιο" επίπεδο επιστήμης και τεχνικής" 2. "μεταβατική κοινωνία" - η περίοδος των προϋποθέσεων της "απογείωσης" (μεγέθυνση των κατά κεφαλή επενδύσεων, αύξηση της αγροτικής παραγωγικότητας, εμφάνιση "νέων τύπων επιχειρηματιών", άνοδος του "εθνικισμού", συγκεντροποιημένο κράτος)" 3. το στάδιο της "απογείωσης" (ΙβΚβ-οΗ) - η περίοδος της βιομηχανικής επανάστασης, αύξηση του μεριδίου συσσώρευσης κεφαλαίου, γρήγορη ανάπτυξη των βασικών κλάδων της βιομηχανίας" 4. Η "ωριμότητα" - βιομηχανική κοινω-
286
νία με θυελλώδη ανάπτυξη της βιομηχανίας, εμφάνιση νέων κλάδων παραγωγής, αύξηση των επενδύσεων (έως 2 0 % του εθνικού εισοδήματος), ευρεία χρήση επιστημονικών και τεχνικών επιτευγμάτων, αύξηση του αστεακού πληθυσμού (έως 60-90%), μεγέθυνση του μεριδίου της ειδικευμένης εργασίας, αλλαγή της δομής της απασχόλησης" 5. η εποχή της "υψηλής μαζικής κατανάλωσης" - βασικά προβλήματα της κοινωνίας γίνονται τα προβλήματα της κατανάλωσης και όχι της παραγωγής, βασικοί τομείς της βιομηχανίας οι υπηρεσίες και η παραγωγή εμπορευμάτων μαζικής κατανάλωσης. Βάσει αποσπασματικών, τεχνοκρατικών και εν πολλοίς αυθαίρετων κριτηρίων και ενδείξεων, ο Ρόστοου επιχειρεί να απορρίψει την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, τη θεωρία των "κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών"*. Η εικασία του περί κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στην Ε Σ Σ Δ και περί "μαρασμού του κομμουνισμού" (1960) δεν συνιστούν και τόσο επιστημονική πρόγνωση, όσο ιδεολογικού χαρακτήρα πολιτικές θέσεις ανώτατου κρατικού αξιωματούχου των ΗΠΑ. Η θεωρία του αποσκοπεί επίσης και στην προώθηση του κεφαλαιοκρατικού πρότυπου "εκσυγχρονισμού" των ασθενώς ανεπτυγμένων και εξαρτημένων χωρών. Οι ιδέες του αποτέλεσαν μία από τις πηγές της θεωρίας της "μεταβιομηχανικής κοινωνίας". Έ ρ γ α του:
ηοη
Τίιβ
ε&ςβε
- εοΓΠΓηυηίεΙ
Τίΐθ ρίοεβεε Τίιβ
οί βοοηοπίο
βοοηοΓηίοε
βτοινίή,
βά.
οί
Τί)β
όγπΒΓηίοε
οί
1 9 6 7 . - Τίιβ ίΐπίΐβό
ΡοΙίίίοε
3ηό
- οίί
τβοβηί Ιίιβ
ΙΙΟΟΓ,
ΒονϊθΙ 5ίβΙβε Νείοτγ,
ε(30βε
Α
1960.-
Ο χ ί ο Γ ύ , 1962.-
ίηίο
ευείαίηβό
\ΛΛ \Λ/. Ρ ο ε Ι ο ν ν , Ν β ν ν Υ Ο Γ Κ ,
(ΓΟΓΠ ίί)θ εβνβηίίι
ίη
οτοννίίι.
ΟΒΙΗ&ΠΆΣΘ,
ςΓοννίί),
ίβΚβ
νίβνν
βεεβγ
οί βεοηοπιίο
Γηεηίίβείο,
Νβνν
εοαβίγ,
ΥΟΓΚ, Νβνν
1963.1964.ΥΟΓΚ,
ίη (ίιβ ννοίίό θΓβηβ. Νβνν
οί ςίοννΙΙι,
ΥΟΓΚ,
Απ
1969.-
ΟβΓηβπάςθ,
1971.
Δ.
Πατέλης
Ρότζερς Κάρολος (ΡοςβΓδ ΟΘΓΙ, 1902-1984). Αμερικανός ψυχολόγος, δημιουργός της μηκατευθυνόμενης ή πελατοκεντρικής θεραπευτικής προσέγγισης (οΐίβπΐ - οβηΙβΓβά ΙΙιβΓβργ). Ο ΟβΓΐ ΡοςβΓδ γεννήθηκε στο ΙΙΙίποίδ των ΗΠΑ και υπήρξε ένα από τα παιδιά μιας πολυμελούς οικογένειας. Σπούδασε γεωπονία και ιστορία, ενώ από πολύ νωρίς ενδιαφέρθηκε για την επιστήμη της Θεολογίας, ενδιαφέρον το οποίο σιγά σιγά μετατέθηκε στην Ψυχολογία. Εργά-
Ρουσσό στηκε ως ψυχολόγος στο ΗοοίιβδΙβΐ" για 12 χρόνια, ενώ δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του ΟΙιίο για τέσσερα χρόνια καθώς και στα Πανεπιστήμια του Σικάγο και του ννίδοοηδίη. Η θεωρία της μη-κατευθυνόμενης ψυχοθεραπείας διαμορφώθηκε μετά από χρόνια μελετών σε θέματα ψυχολογικής παρέμβασης στο "Κέντρο Μελετών του Ανθρώπου" στο Ι_3]οΙΐ3 της Καλιφόρνια, όπου εργάστηκε από το 1968 έως το τέλος της ζωής του. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή του Ποςβτε ο άνθρωπος είναι από μόνος του ικανός για αυτοπραγμάτωση και ανάπτυξη. Το 1972 του απονεμήθηκε το Α' βραβείο για διακεκριμένη επιστημονική συμπεριφορά. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Βασιλική Παππά Ρ ο τ χ ά κ ε ρ (ΠΟΗΙ3ΟΙ<ΘΓ) Έ ρ ι χ ( 1 8 8 8 - 1 9 6 5 ) .
Γερ-
μανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος της πολιτισμικής - ανθρωπολογικής κατεύθυνσης της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας. Έργα του: ΡωόΙβπιβ άβτ ΚυΙΙυΓβπΙΙίΓοροΙοςίθ,
Βοηπ,
υπό
1950'
ΘβεεήίοΜβ,
Βοηη,
ΑηΙήΓοροΙοςιίβ, Βοηη, 1966.
1948"
Μβηεοή
ΡΜοεορΜεοήβ
Δ. π.
Ρουαγιέ Κολλάρ (Ρογβι· ΟοΙΙβΓά, 1763-1843). Γάλλος φιλόσοφος, οπαδός της πνευματοκρατίας* (δρίιϊΐυβίίδπιυδ), εισηγητής της φιλοσοφίας της Σκωτικής Σχολής* στη Γαλλία. Καταπολέμησε την αισθησιοκρατία* του Λοκ* και κηρύχθηκε υπέρ της φιλοσοφίας του "κοινού υγιούς νου", όπως τη διατύπωσε ο Θωμάς Ρίιντ*. Οπως και εκείνος, έτσι και ο Ρουαγιέ αποδίδει μεγάλη προσοχή στη σημασία των όρων "αίσθηση" (δβηΐβΐίοη) και "κατάληψη" (ρβΓΟβρΙίοη). Με την αίσθηση ερχόμαστε σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο της ύλης και τον κατανοούμε επιφανειακά, ενώ με την κατάληψη διεισδύουμε στο εσωτερικό, στην ουσία του και γνωρίζουμε την ποιότητα των πραγμάτων. Απ. Τζ.
Ρουμπινστέιν Σεργκέι Λεονίντοβιτς (18891960). Ρώσος ψυχολόγος και φιλόσοφος. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ. Γενική κατεύθυνση των επιστημονικών ερευνών του ήταν η ψυχολογία*, η γνωσιολογία και η ηθική". Στην εργασία Είναι και συνείδηση (Μόσχα, 1957) ανέπτυξε την αντίληψη για την προσωπικότητα σαν σύνολο
όρων μέσω των οποίων διαθλάται η δράση των εξωτερικών συνθηκών. Στο έργο Ο άνθρωπος και ο κόσμος (Μόσχα, 1973), που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του, απεναντίας, υποστηρίζεται το διαμετρικά αντίθετο: "Ο καθορισμός της φύσης και άλλων τρόπων ύπαρξης (για παράδειγμα, του κόσμου) μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσω του ανθρώπου" (σ. 292), "Το Σύμπαν με την εμφάνιση του ανθρώπου είναι το συνειδητοποιημένο, κατανοημένο Σύμπαν, που αλλάζει με τη δράση σ' αυτό του ανθρώπου..." (α. 327). Με άλλα λόγια, όχι ο άνθρωπος πρέπει να κατανοηθεί μέσω του κόσμου, αλλά ο κόσμος μέσω του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του. Η αντίληψη του Ρουμπινστέιν για την προσωπικότητα ως ανάπτυξη από τον άνθρωπο των απεριόριστων δυνατοτήτων του είναι όμοια (παρ" όλες τις διαφορές) με την ανάλογη ερμηνεία του ανθρώπου (της προσωπικότητας), που υποστήριζαν ο Φόιερμπαχ", ο Μαρξ* (ο νεαρός, εν πάση περιπτώσει), ο Μπερντιάγεφ*, ο Μπάχτιν* κ.ά. Βιβλιογρ.: Α. Σ. Αροένιεφ. Σκέψεις για το έργο του Σ. Λ.
Ρουμπινστέιν
Ό άνθρωπος και ο κόσμος". Βοπρόσσι Φι-
λοσόφιι, 1993, Ν ο 5. ο. 130-160.
Θεοχ.
Κεσσίδης
Ρουσσό Ζαν Ζακ (ϋβαη ύ. Ρουεεββυ, 17121778). Μια από τις πιο δημιουργικές και περισπούδαστες προσωπικότητες του Γαλλικού Διαφωτισμού*· με το έργο του επηρέασε σύγχρονους και μεταγενέστερους περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλον εκφραστή του Διαφωτισμού* και ίσως αυτό δεν οφείλεται μόνο στη δύναμη του λόγου του αλλά και στο ότι το έργο του Ρουσσό ενσαρκώνει πλούσιο συναισθηματισμό και συχνά φαίνεται να ακολουθεί ή μάλλον να ανοίγει δρόμους αντίθετους προς εκείνους όπου κινούνται οι σύγχρονοι του. Εκείνοι ενθουσιάζονταν με την ανακάλυψη του λογικού και την πρόοδο των επιστημών και την κριτική των φεουδαρχικών θεσμών και της Εκκλησίας που τους στήριζε" ο Ρουσσό χρησιμοποίησε τη δύναμη του λόγου για να κρίνει και τους θεσμούς εκείνους αλλά και τον πολιτισμό για ό,τι αρνητικό φέρνει μαζί του για τα ήθη και το ήθος του ανθρώπου. Ολη η φιλοσοφία του Ρουσσό στρέφεται γύρω από τις ακόλουθες τρεις προτάσεις: Η φύση γέννησε τον άνθρωπο "καλό" και η πολιτισμένη κοινωνία καλλιεργεί μέσα του την κακότητα. Η φύση γέννησε τον άνθρωπο "ελεύθερο", η κοινωνία του τον μεταμορφώνει σε σκλάβο.
287
Ρόυχλιν Η φύση γέννησε τον άνθρωπο "ευτυχισμένο", μέσα στην πολιτισμένη κοινωνία του γίνεται δυστυχισμένος. Η φήμη του Ρουσσό ως στοχαστή - συγγραφέα άρχισε απότομα με τη βράβευση (από την Ακαδημία της Ντιζόν) του δοκιμίου με το οποίό είχε λάβει μέρος σε ομώνυμο διαγωνισμό: Λόγος για τις επιστήμες και τις τέχνες (1750). Εκεί έχει διατυπώσει τη γνώμη ότι: "Προτού η τέχνη διαμορφώσει τους τρόπους μας και μάθει στα πάθη μας να μιλούνε γλώσσα επιτηδευμένη, τα ήθη μας ήταν άξεστα μα φυσικά ...". Ο Ρουσσό συγκέντρωσε επαίνους, θαυμασμό, λατρεία. Αλλά η ίδια Ακαδημία αντιμετώπισε με πολλή επιφύλαξη τη δεύτερη συμμετοχή του Ρουσσό σε νεότερο διαγωνισμό με το δοκίμιο: Λόγος για τις πηγές της ανισότητας των ανθρώπων (1753). Τώρα πια δεν είναι ο ρομαντικός κριτής του πολιτισμού και της χλιδής, αλλά κοινωνικός ανατόμος για τις πηγές της ανισότητας, της αδικίας, της κακοδαιμονίας και δυστυχίας. Οι ακαδημαϊκοί φοβήθηκαν διαβάζοντας απόψεις ανατρεπτικές, επαναστατικές, επικίνδυνες για την ιθύνουσα κοινωνική τάξη. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο ορμητικός συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας είναι η πηγή αναρίθμητων δεινών. Και γράφει: «Ο πρώτος που έφραξε ένα κομμάτι γης και σκέφτηκε να πει: "αυτό είναι δικό μου" και βρήκε άλλους ανθρώπους τόσο απλοϊκούς ώστε να τον πιστέψουν, αυτός στάθηκε ο πραγματικός ιδρυτής της "πολιτισμένης" κοινωνίας. Από πόσα εγκλήματα, πόσους πολέμους, πόσους φόνους, πόσες αθλιότητες και φόβους θα είχε γλιτώσει το ανθρώπινο γένος εκείνος που, ξεριζώνοντας τους πασάλους και φράζοντας την τάφρο, θα φώναζε στους ομοίους του: "Μην ακούτε αυτόν τον απατεώνα. Χαθήκατε αν ξεχάσετε πως οι καρποί ανήκουν σε όλους, πως η γη δεν είναι κανενός». Εύκολα αναγνωρίζει κανείς μέσα σ' αυτά τα σύντομα παραθέματα έναν βαθυστόχαστο ερευνητή των κοινωνικών πραγμάτων και πρόδρομο των ιδεών ενός Ρτθυά* ("ο πολιτσμός πηγή δυστυχίας") ή ενός ΕπρβΙδ* (Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους"). Από την πλευρά του ο Ρουσσό έγραψε δύο έργα, για να προσφέρει λύσεις στα δεινά που έχει επισωρεύσει στον άνθρωπο η κατάκτηση της πολιτισμένης κοινωνικής ζωής· και δεν πρόκειται για έργα άρνησης του πολιτισμού,
288
αλλά για προτάσεις οργάνωσης της κοινωνίας του ανθρώπου και της παιδείας του, ώστε να ξαναβρεί την ελευθερία του και την ευτυχία του μέσα στην κοινωνία. Αναφερόμαστε βέβαια στο σύγγραμμά με τίτλο: Το Κοινωνικό Συμβόλαιο' (που αρχίζει με την αποφθεγματική διαπίστωση: "ο άνθρωπος γεννήθηκε [από τη φύση] ελεύθερος, μα είναι παντού αλυσσοδεμένος" [από την κοινωνία, μέσα στην κοινωνία]) και στον Αιμίλιο (1760). Τούτο το έργο μαζί με τη Νέα Ελοίζα (1761) αποτελούν την παιδαγωγική προσφορά του Ρουσσό. Η άποψή του είναι ότι με καλή παιδεία ο άνθρωπος μπορεί να αναπτύξει τις δυνατότητες που του χαρίζει η φύση και να διατηρήσει την ελευθερία του. Ο Ρουσσό υπερασπίζει την αγωγή που αποσκοπεί να πλάθει "κεφάλια καλά οργανωμένα, όχι καλά γεμισμένα". Βιβλιογρ.: "Η Φιλοσοφία", τόμ Β' (από τον Γαλιλαίο ως τον Ζ. Ζ. Ρουσσό), επιμέλεια ΡΓ. 01)&(θΙεΙ, μετάφρ. Κωστή Παπαγιώργη, εκδ. Γνώση - Κώστας Θεοφάνους, Ρούσσο και Ντιντερό: η ζωή και το έργο τοι/ς(1982).- VI ϋυΓβηΙ. Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού, τ. 10ος: Ο Ρουσσό και ή Επανάσταση. Οσα έργα του Ρουσσό μνημονεύσαμε κυκλοφορούν σε μεταφράσεις. Φ. Κ. Βώρος
Ρόυχλιν (ΗευοΝίη), Γιοχάννες, γνωστός και, με το εξελληνισμένο όνομά του, ως "Καπνίων" (1455-1522). Κορυφαίος Γερμανός ουμανιστής, ποιητής και φιλόσοφος, προσδιορισμένος από τη διδασκαλία του Κουζάνου', νομομαθής στη διπλωματική και στη δικαστική υπηρεσία της πατρίδας του, καθηγητής της ελληνικής και της εβραϊκής γλώσσας και λογοτεχνίας, παράλληλα με τον Ερασμο* θεμελιωτής των κλασικών σπουδών στη Γερμανία, θείος του Μελάγχθονα' και αντίπαλος του Λούθηρου*. Σε εποχή που οι ουμανιστές δεν ήταν ευπρόσδεκτοι στα γερμανικά πανεπιστήμια, οι αρχαιογνώστες ήταν κυρίως λατινιστές και οι Ελληνες λόγιοι δεν πήγαιναν στη Γερμανία, όπως κατέφευγαν στην Ιταλία και τη Γαλλία, ο Ρόυχλιν δημιούργησε προϋποθέσεις για να θεραπευτούν αυτές οι ελλείψεις. Για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στη Δύση ο Ρόυ χλιν, σε αντίθεση με τον Ερασμο που εισηγήθηκε τη λεγόμενη ερασμιακή προφορά, υποστήριξε τη νεοελληνική προφορά των αρχαίων ελληνικών, όπως την είχαν διδάξει οι Ελληνες λόγιοι στα ουμανιστικά κέντρα της Ευρώπης. Αυτή η θέση, ενισχυμένη με τη δραστηριότητα του ανιψιού του Μελάγχθονα, είχε ευρύτερη απήχηση στη Γερμανία και σε άλλες χώρες για
ρωμαϊκή φιλοσοφία μακρό χρονικό διάστημα, αλλά τελικά δεν επικράτησε. Ε. Ν. Ρούσσος
ρυθμιστικός, βλ. συστατική και ρυθμιστική μέθοδος ρυθμός. Πολλές κινήσεις (φυσικές, τεχνητές) και διαδικασίες εμφανίζουν στην πορεία ή στην εξέλιξή τους "κανονικότητα", διαδοχή όμοιων φάσεων, που δημιουργούν την αίσθηση "ρυθμού" ως προς τις μορφές, τους ήχους, τα διαστήματα στον χώρο, την εναλλαγή χρωμάτων. Η "ρυθμικότητα" αποτελεί τη βάση - αφετηρία των τεχνών* και της αισθητικής*. Φ. Κ. Βώρος
ρωμαϊκή φιλοσοφία. Η φιλοσοφική παραγωγή των Ρωμαίων, που γράφτηκε κυρίως στη λατινική γλώσσα. Η ρωμαϊκή φιλοσοφία δεν ταυτίζεται ούτε με τη λεγόμενη Ιταλιωτική ή Σικελική φιλοσοφία (Πυθαγορισμός', Ελεατική* φιλοσοφία), που καλλιεργήθηκε από τον Ελληνισμό της Δύσης, ούτε με την, έκτακτη ή μόνιμη, φιλοσοφική δραστηριότητα Ελλήνων στη Ρώμη, ακόμα ούτε και με την εθνική σχολή της Ιταλικής" φιλοσοφίας, που βέβαια αρχίζει από τον Μεσαίωνα και προχωρεί προς τους Νέους
Φ.Α., Δ-19
χρόνους. Η ρωμαϊκή φιλοσοφία μπορεί να χαρακτηριστεί ως εκλεκτικισμός*. Τα πρότυπά της είναι πάντα ελληνικά, ωστόσο ο τρόπος της επιλογής των θεμάτων και ο τρόπος της διαπραγμάτευσης τους, που ανταποκρίνεται στην ιδιοσυγκρασία και στο ήθος των Ρωμαίων, επιτρέπει να γίνεται λόγος για εθνική σχολή ρωμαϊκής φιλοσοφίας. Η ρωμαϊκή φιλοσοφία αναπτύχθηκε κυρίως κατά τους λεγόμενους ελληνο-ρωμαίκούς χρόνους, και οι πιο αξιόλογοι εκπρόσωποι της είναι φορείς των διδαγμάτων που άφησαν τα ελληνικά συστήματα αυτής της εποχής- δηλαδή ο Αουκρήτιος* εκπροσωπεί τον Επικουρισμό* στον ρωμαϊκό κόσμο, ο Σενέκας*, ο Μουσώνιος Ρούφος* και ο Μάρκος Αυρήλιος* τη Στωική* φιλοσοφία. Αλλοι, όπως ο Κικέρων*, είναι εκλεκτικότεροι. Διάφορες τάσεις παρουσιάζουν ο Ουάρρων', ο Απουλήιος", ο Μάριος Βικτωρίνος', ο Μακρόβιος*, ο Βοήθιος* κ.ά. Εδώ πρέπει να αναφερθεί και ο θεολόγος Αυγουστίνος*, ο μόνος Ρωμαίος με ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα. Για τον σύγχρονο κόσμο η σημασία της ρωμαϊκής φιλοσοφίας είναι αυξημένη, επειδή στη συγγραφική παραγωγή της έχει διασωθεί πλούσιο υλικό από χαμένα αρχαία ελληνικά κείμενα. Ε. Ν. Ρούσσος
289
Σ Σάιμον Χέρμπερτ Αλεξάντερ (δίιηοη, ΗΘΓΪ>ΘΓ1 και Διοίκηση, μτφ. Χ. Βαρδάκος, επιμ. Σ. Ζευγαρίδης, 1ος τ., εκδ. Ποπαζήοη, Αθήνα, 1980, 6η έκδοση. ΑΙΘΧ3ΓΚ1ΘΓ, 1916-). Αμερικανός κοινωνιολόγος θαν. Α. Βασιλείου και οικονομολόγος με ευρύτατο έργο σε θέματα επιχειρησιακής ψυχολογίας και συμπεριφοράς, Σαιν-Σιμόν Κλωντ Ανρί, (δβίη-δίιτιοη ΟΙβυάβ μαθηματικών, στατιστικής και συστημικής ανάΗβηπ, όβ Ρουνιογ, ΟΟΓΤΙΙΘ άβ, 1760-1825). Γάλλυσης των διοικητικών λειτουργιών. Γεννήθηκε λος κοινωνικός φιλόσοφος, ουτοπιστής σοσιαστο Μιλγουώκη. Το 1936 αποφοίτησε από το λιστής και θεμελιωτής -μαζί με τον Α. Κοντ*Πανεπιστήμιο του Σικάγου και το 1943 ολοκλήτης κοινωνιολογικής σκέψης. Γαλουχήθηκε με ρωσε τη διδακτορική του διατριβή. Από το 1949 τη συνείδηση της ευγενούς του καταγωγής. άρχισε να διδάσκει Πολιτικές Επιστήμες, ΔιοίΩστόσο, η ροπή του προς τις απολαύσεις και η κηση και Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Κάρθητεία του στην αυλή του Λουδοβίκου του νεγκη-Μέλόν στο Πίτσμπουργκ, όπου αργότερα 16ου αντισταθμίστηκαν από την αγάπη του διετέλεσε καθηγητής Πληροφορικής και ψυχοπρος τη γνώση και τη δημοκρατία*. Μαθητής λογίας*. Ο Σάιμον έγινε γνωστός για την επιχειτου Ντ' Αλαμπέρ*, το 1778 πήγε στην Αμερική ρησιακή του θεωρία, όπου επαναπροσδιορίζει όπου διακρίθηκε στον επαναστατικό πόλεμο. με νέες συνιστώσες την επιχειρηματική συμπεΕπέστρεψε στη Γαλλία ακριβώς την ώρα της ριφορά στη διαδικασία λήψης των οικονομικών Γαλλικής Επανάστασης, στην οποία και αφοαποφάσεων. Στις διαδικασίες μεγιστοποίησης σιώθηκε. Το 1798, πρώτος από τους ευγενείς του κέρδους, εισάγει την έννοια της "ικανοποιάφησε τους τίτλους τιμής παίρνοντας το ούσας συμπεριφοράς", αντιδιαστέλλοντάς την όνομα Μπονόμ (ανθρωπάκος). Το 1794 φυλααπό την "άρρωστη συμπεριφορά" της κλασικής κίστηκε από τον Ροβεσπιέρο, γιατί είχε προτείκαι νεοκλασικής οικονομικής σκέψης. Στη διαδινει να λιώσουν το μολύβι από τους πύργους κασία λήψης των αποφάσεων θεωρεί ενισχυμέτης Παναγίας των Παρισίων. Δαπάνησε όλη νο τον ρόλο των ψυχολογικών παραμέτρων του την περιουσία σ' ένα γιγάντιο εκπαιδευτι-κάτι που ήταν παραγνωρισμένο από την Κλασι- κό έργο, που στόχος του ήταν η αναζήτηση κή Σχολή της οικονομικής. Υπήρξε από τους της γνώσης -πράγμα που τον οδήγησε σε οιπρωτοπόρους της επιστημονικής μεθοδολογίας κονομική καταστροφή το 1806. Από το 1817 στη δημόσια διοίκηση. Επεξεργάστηκε προέως το 1823, μαζί με τον γραμματέα και μαθηγράμματα για τη θεμελίωση στρατηγικής και ετή του, τον Α. Κοντ, σηματοδοτεί την τυπική έρευνών με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιναρξη της κοινωνιολογίας*. Αφησε ένα ογκώστών κ.λπ. Υπηρέτησε την επιστήμη της διεύδες έργο, όπου διατυπώνονται οι μεθοδολογιθυνσης όχι μόνον σαν δημόσιος λειτουργός, κές αρχές της "κοινωνικής φυσιολογίας" και ααλλά και σαν πανεπιστημιακός θεωρητικός. Το ναλύονται οι άξονες διαχείρισης της επερχόέργο που τον έκανε γνωστό -όπου διατυπώνεμενης, τεχνοκρατικά δομημένης, βιομηχανικής ται και η "συμπεριφορική" του θεωρία- είναι η κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Σαιν-Σιμόν, οι παΔιοικητική Συμπεριφορά (ΑάίπίείΓβΙίνβ ΰθΙιβνίοΓ, ραγωγοί όλων των βαθμίδων είναι αυτοί που α1947). Αλλα του έργα: ΩβΙβπιίηίης \ΝοτΚ Ιθ3όε (ΟΓξίζουν τις υψηλότερες ανταμοιβές της κοινωΡΓΟΙΘ55ΪΟΓΙ3Ι 5ΊΒ(Ί ίη 3 ΡυΰΙίε \Λ/βΙί3Γβ Αςβηογ, νίας και οι αργόσχολοι είναι αυτοί που θα πρέ1941, και ΡυόΙίο ΑάπιίηίείΓΒΐίοη, 1950. Το 1978 ο πει να παίρνουν τις μικρότερες. Είδε την κοιΣάιμον τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ των Οι- νωνική πυραμίδα οργανωμένη σαν ένα εργοστάσιο, όπου η διακυβέρνηση της θα πρέπει να κονομικών Επιστημών. είναι οικονομική και όχι πολιτική. Σαν πνευμαΒιβλιογρ.: ΗβίοΜ ΚοοπΙζ & ΟγπΙ Ο' ΟοηπβΙΙ,
290
Οργάνωση
σαμανισμός τική δύναμη της νέα κοινωνίας θεώρησε την εμα, Βισνού και Σίβα έχουν ως συζύγους τις Σαρασβάτι, Λαξμί και Παρασβάτι ως προσωποποιπιστήμη* και τους ανθρώπους της. Ο Σαινήσεις της δύναμης / ενέργειάς τους. Με την αΣιμόν κατόρθωσε να εμπνεύσει μια αίρεση, μια νάπτυξη της λαϊκής θρησκευτικότητας (Μπάπαράξενη ημι-απόκρυφη και ανοργάνωτη θρηκτι) παρατηρείται ένταση της σακτικής λατρείσκεία, που γρήγορα εκφυλίστηκε. Ο "σαινσιμοας, ιδιαίτερα στον σιβαϊτισμό και τον ταντρινισμός", όμως, σαν κίνημα άντεξε περισσότεσμό*, τόσο ώστε πολλές φορές η θεά Σάκτι να ρο και έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στις κοινωταυτίζεται με το Βράχμαν*. Αλλωστε η ιδέα νικοπολιτικές εξελίξεις του 19ου αιώνα, στην της θεάς - Μητέρας δεν είναι άγνωστη και στις επικράτηση των σοσιαλιστικών ιδεών και στη Βέδες, όπου στη θεά ΙΙπο αφιερώνεται και διαμόρφωση των μαρξιστικών ρευμάτων. Οι ένας ύμνος της Οίς-νβάβ. σαινσιμονικές ιδέες υπήρξαν ζώσες και στη Βιβλιογρ.: ΟΟΓΚ13Ϋ.. νίιηυίετη βηάΒίνβίεπι. Α εοηφοείΐίοη. μετεπαναστατική Ελλάδα και αρκετοί οπαδοί ίοΓκΙοπ, 1970.- Δ . Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής του Σαιν-Σιμόν πολέμησαν στον Αγώνα της αφιλοσοφίας, Δωδώνη. Αθήνα-Γιάννινα, 1992", σο 156νεξαρτησίας. Το 1823, ο Σαιν-Σιμόν, απελπι164. σμένος από την οικονομική του στενότητα, Ε. Χ. προσπάθησε ν" αυτοκτονήσει -χάνοντας το ένα του μάτι. Πέθανε δυο χρόνια αργότερα, το 1825, άρρωστος, πάμφτωχος, αλλά περήφα- Σαλλούστιος ο κυνικός (5ος αι. μ.Χ.). Κυνικός φιλόσοφος, που διατηρούσε σχέρσεις με τους νος, οραματιστής κι αφοσιωμένος στις ιδέες νεοπλατωνικούς κύκλους της εποχής του. Χατου. Θάφτηκε δίχως λειτουργία. Εκτός από ρακτηρίζεται ως "οχλολοίδωρος", δηλαδή ως τους Μαρξ* και Ένγκελς", επηρέασε τον Ε. φιλόσοφος που λοιδωρεί, κακολογεί τον όχλο. Ντυρκαίμ* και πολλούς άλλους κοινωνικούς Περί αυτού είναι ακόμη γνωστό ότι πίστευε στοχαστές. Το 1829 οι οπαδοί του οργάνωσαν στη μαντική τέχνη και απέδιδε υψηλές ηθικές και εξέδοσαν τις θεωρίες του με τον τίτλο "ΟΟΟΙΙΪΠΘ άβ δβίηΐ-δίιτιοη". Κύρια έργα του: Επι- αξίες στην αυστηρή ασκητική. Απ. Τζ. στολές ενός κατοίκου της Γενεύης στους συγχρόνους του (ίβΙΙίβε ό' υπ ΐΊ3ΰί(3πΙ όβ Οβπένβ ά εβε οοηΙβΓπροΓΒΪηε, 1803)· Υπόμνημα για την Σαλλούστιος Σεκούνδος Προμώτος (4ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος νεοπλατωνικός φιλόσοφος, οεπιστήμη του ανθρώπου (ΜόΓποίΓβ ευτ Ιβ εάβποβ όβ Ι'ΐΊοπιπηβ, 1813)· Για την αναδιοργά- παδός της Περγαμηνής Σχολής (Αιδέσιος)*, της οποίας σκοπός ήταν η αναβίωση της αρνωση της ευρωπαϊκής κοινωνίας (Οβ 13 ΓέθΓ93πίε3ΐίση όβ Ιβ εοαέΐέ βυτορέβηπβ, 1814)· χαίας θρησκείας στην πλατωνική της ερμηΗ Πολιτκή (ίβ ΡοΙίίίηυβ, 1819)· Βιομηχανικό νεία. Διασώθηκε μια επιτομή του έργου του: Περί θεών και κόσμου, γραμμένη στα ελληνιΣύστημα (8γε(έπιβ ΙηόυεΙπβΙ, 1823)· Ο νέος κά, πιθανόν μεταξύ 361-363 μ.Χ., η οποία αποχριστιανισμός (ίβ ηουνββυ οΜεΙίβηιεΓΠθ, 1825) δίδεται στον Σαλλούστιο. Η μίμηση της γλώσκ.ά. σας και των ιδεών του Ιαμβλίχου* και του αυΒιβλιογρ.: Ρο&ΒΓΐ ΗΘΙΙ&ΓΟΠΘΓ. Τήβ ΜοίΙϋΙγ ΡΝΙοεορΙιβίε, τοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη" δείχνει 5ίιποη & 5€ΐΊυεΙθΓ. Ιης.. Ν θ » ΥΟΓΚ. 1989.- Ν. ΤΐΓΠ35ίΐΘ» - Ο. φανερά τις προθέσεις του συγγραφέα, που Τίιβ0(ΐ0Γ50η, Ιστορία Κοινωνιολογικών Θεωριών, μτφ. Δ. ήταν η προπαγάνδιση της πολυθείας. Το έργο Γ. Τσαούσης, εκδ. ΟυΙβη&ΒΓΣ, Αθήνα, 1980. αυτό περιέχεται στα Ρίβςπι. ρΐιίίοδ. ΘΓ3ΒΟ. του Θαν. Α. Βασιλείου ΜυΙΙβοΙι. Σάκτι (= δύναμη). Πρόκειται για τη "θεά - Μητέρα", την υπερβατική "ενέργεια του σύμπαντος", που συντηρεί τον σύμπαντα κόσμο και με την καταστροφή του επανέρχεται περιοδικά στην καθαρή της μορφή. Η ιδέα της θεάς - Μητέρας υπήρχε ευθύς εξ αρχής στην Ινδία και είχε κατά καιρούς διάφορα ονόματα: ϋβνί, ΟυΓςο, ΡβΓνβΙί, υιτΐ3, δβΚίί κ.ά. Η λατρεία της, για χίλια περίπου χρόνια, είχε ατονήσει και είχαν επικρατήσει τελείως οι θεοί των Αρείων μέχρι την εποχή των νεότερων Ουπανισάδων*. Τώρα κάθε θεός έχει και τη Σάκτι του* οι Βράχ-
Απ. Τζ.
σαμανισμός. Σύνολο μεθόδων έκστασης και θεραπείας με σκοπό την επικοινωνία με τον αόρατο κόσμο των πνευμάτων και την απόσπαση βοήθειάς τους στη διαχείριση των ανθρώπινων υποθέσεων. Η παρουσία του σαμανισμού πιστοποιείται κυρίως στη βόρεια και κεντρική Ασία. Η λέξη "σαμάνος" είναι τουγκουζικής προέλευσης και σημαίνει "μάγος". Σαμανικές επιβιώσεις παρατηρούνται και στην πορεία πολλών λαών σε όλες τις ηπείρους. Στους
291
σαμάντι λαούς της Σιβηρίας ο σαμάνος είναι λειτούργημα μιας κάστας. Κύριο χαρακτηριστικό του σαμανισμού είναι η εμπειρία του μυσταγωγικού θανάτου. Ασκείται η θεραπεία των ασθενειών και η παράδοση των τελετουργικών και της μυσταγωγικής εμπειρίας γίνεται με σχετική μύηση. Σε πολλούς λαούς γινόταν παράλληλα από τους σαμάνους χρήση παραισθησιογόνων ουσιών, όπως π.χ. στη Νότια Αμερική. Βιβλιογρ.: Μ. ΕΙϊβόθ. ίβ δβπίΒηίεπίθ θΙ Ιβε ΙβοΗπίςυβε
3κ>ΐ3κιυθε άβ ΓβχΙβεβ. Ρ3Π5. 1964, (Ελληνική μετάφραση εκδ. Χατζηνικολή. Αθήνα).
Αλέξ. Καριώτογλου
σαμάντι. Στον ινδουισμό* θεωρείται βασικά η ανώτατη βαθμίδα θεωρίας, στη γιόγκα*, αν και η ερμηνεία του όρου ποικίλλει ανάλογα με τη φιλοσοφία κάθε θρησκευτικής ομάδας. Στη βουδιστική φιλοσοφία πρόκειται για την καθολική κατάσταση έκστασης, η οποία προωθεί τη θέα της "μόνης πραγματικότητας". Κατά τον Παταντζάλι "έχοντας θυσιάσει κανείς τα πάντα στον Ισβάρα, έρχεται το σαμάντι". Υπάρχουν δύο είδη σαμάντι: 1. 53νίΙ«Ιρ3, 53ΓηρΓ3]ηέΐ3, δηλαδή ο βυθισμός με πλήρη συνείδηση υποκειμένου και αντικειμένου, και 2. πίινίΚ3ΐρ3, 3δ3ΐΌρΓ3]ηδΐ3, δηλαδή μη δυαλιστικός βυθισμός, όπου δεν διαφοροποιείται στη συνείδηση το υποκείμενο και το αντικείμενο. Βιβλιογρ.: Η. ΖΙΓΠΓΠΘΓ. ΡΝΙοεορΝθ ΡΓ3ηΜυι13ΓΠ Μβιη. 1973.
υηά ΒθΙιβιοη Ιηάίβηε.
Αλέξ. Καριώτογλου
Σάμνερ Ουίλλιαμ Γκράχαμ (\Λ/ίΙΙί3Γη ΟΓβήβιτι δυιτιηθΓ, 1840-1910). Θεωρείται από τους ιδρυτές της αμερικανικής κοινωνιολογίας. Γόνος μεταναστών, γεννήθηκε στο Πάτερσον της Νέας Υερσέης. Μετά τις σπουδές του στο Γέηλ, σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου επηρεάστηκε από τη διδασκαλία του Μπακλ* περί φιλοσοφίας της ιστορίας. Σπούδασε θεολογία στη Γενεύη και στο Γκαίτινγκεν. Το 1869 διετέλεσε γραμματέας της Προτεσταντικής Επισκοπικής Εκκλησίας και το 1872 πήρε την έδρα του καθηγητή πολιτικών και κοινωνικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Γέηλ, αποκτώντας εκεί τη φήμη ενός έξοχου διδασκάλου. Επηρεασμένος από τον Χ. Σπένσερ", πίστευε ότι ο εξελικτικός αγώνας για την επιβίωση του ισχυρότερου αποτελούσε θεμελιώδη νόμο. Η σημαντικότερη συνεισφορά του στην κοινωνιολογία* υπήρξε το έργο του ΡοΙΚννβγε (Έθιμα, 1907), μια ανάλυση των ανθρώπινων συνηθειών και εθίμων*, όπου ερευνώνται οι
292
αρχές του κοινωνικού δαρβινισμού', η διατήρηση, λειτουργία και εξέλιξη των ομαδικών συνηθειών. Σύμφωνα με τον Σάμνερ, η ανθρώπινη συμπεριφορά* διαμορφώνεται με βάση τις ανθρώπινες συνήθειες και πρακτικές, διαφοροποιείται δε μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών και διαφορετικών ομάδων. Για την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των κοινωνικών ομάδων*, ο Σάμνερ έκανε διάκριση μεταξύ "ομάδων συμμετοχής" ( « θ - ςΓουρε) και "ομάδων αντιδιαστολής" (Μιβγ - 9Γουρδ), εισάγοντας τις αναλυτικές έννοιες "έσω - ομάδα" (ίπ - ςτουρ) και "έξω - ομάδα" (ουί - ςΓουρ). Το άτομο ασυνείδητα συμμορφώνεται με τα ήθη και τα έθιμα της ομάδας του, συνδέεται με τους άλλους με στενές εσωτερικές σχέσεις και αποκτά μια υπεροπτική στάση έναντι των μελών των άλλων ομάδων. Τη διαδικασία αυτή των θετικών συναισθημάτων του ατόμου προς την ομάδα του, ο Σάμνερ την περιέγραψε ως "εθνοκεντρισμό"*. Κατά τη διάρκεια της ζωής του υπήρξε γνωστός ως πολέμιος του κοινωνικού σχεδιασμού* και του οικονομικού προγραμματισμού και υπέρμαχος των θέσεων περί εξελικτικής ανάπτυξης των κοινωνικών θεσμών*. Το έργο του Η Επιστήμη της κοινωνίας ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατό του από τον μαθητή του Αλμπερτ Κέλλερ και δημοσιεύθηκε το 1927 ως κοινό τους έργο. Το 1934 επανεκδόθηκαν τα Δοκίμια του. Βιβλιογρ.: Ν. Τίπΐ35ίΐθΙΙ - Θ. ΤηβούΟΓΐΟΠ. Ιστορία Κοινωνιολογικών Θεωριών, μτφ. Δ. Γ. Τσαούσης, εκδ. ΟυΙβηϋβΓς. Αθήνα. 1980. Θαν. Α. Βασιλείου
σαμσάρα. Ορος της ινδικής φιλοσοφίας γενικά (ινδουισμού*, βουδισμού", ζαινισμού, βλ. γιανισμός), που στη σανσκριτική σημαίνει πέρασμα, διάβαση, μεταμόρφωση. Προινδούιστική αρχικά σύλληψη, τη συναντούμε γρήγορα στη Ριγκ-βέδα, Άταρβα-βέρδα και στις Ουπανισάδες*. Ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει το σύνολο της παγκόσμιας ύπαρξης, που περιλαμβάνει (βλ. ινδουισμός) μια απειρία κύκλων, δηλαδή καταστάσεων και βαθμίδων υπάρξεως, καθεμία από τις οποίες δεν αποτελεί παρά μία στιγμή της παγκόσμιας ύπαρξης. Η αλυσίδα σύνδεση αυτών των κύκλων είναι τάξεως αιτιολογικής και όχι χρονικής. Από αυτόν τον όρο "33ΓΠ83Γ3" πηγάζουν πολύ ενδιαφέρουσες μερικότερες έννοιες: η συγγένεια όλων των όντων και η μεταβολή της μορφής τους με τη μετάβαση σε άλλη κατάσταση ύπαρξης, που όμως αυτή η οποιαδίποτε μετατροπή δεν θίγει
Σανταγιάνα την ουσία του κάθε πράγματος· ο θάνατος είναι απλώς μία μεταβολή, μία διέλευση για τη μετάβαση σε άλλη κατάσταση ύπαρξης- ύψιστος σκοπός είναι η διαφυγή από αυτούς τους κύκλους των μεταμορφώσεων, της 53Γπ$έΓ3, και η ένωση με το απόλυτο "Βράχμαν". Ε. χ. Σάνκαρα. Φιλόσοφος του ινδουισμού*, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ 788 και 820 μ.Χ. Γεννήθηκε στο Μαλαμπάρ (Κεράλα) από γονείς βραχμάνους. Νεαρός αποσύρθηκε στον ασκητικό βίο και μαθήτευσε κοντά στον Γκομπίντα, μαθητή του γνωστού μεγάλου διδασκάλου Γκαουνταπάντα*. Θεωρείται δημιουργός του μονιστικού συστήματος 3άν3ίΐ3* στα πλαίσια της φιλοσοφίας της Βεντάντα*. Κυριότερα έργα του είναι τα υπομνήματα στη θΓ3ίΊΓΠ38υ(Γ3 και τη Β(ΐ393ν3ά 0ί(3', σχόλια στις Ουπανισάδες', το νίνΘΚβουάβιπβηί (Ο πολύτιμος λίθος της κορώνας της διαφοροποίησης), θρησκευτικά ποιήματα, όπως το Αμάντα λαχαρί (Κύμα χαράς) και άλλα. Η επιρροή του στην ιστορία της φιλοσοφίας της Ασίας θεωρείται μεγάλη. Η φιλοσοφία του βασίζεται στο σύστημα διδασκαλίας που ανέπτυξε, σύμφωνα με το οποίο το ατομικό εγώ (δΐιτιβη) θεωρείται ως η μοναδική πραγματικότητα και καθετί άλλο εκλαμβάνεται ως φαντασμαγορική δημιουργία της άγνοιας (βνίάγβ). Ο κόσμος είναι αποτέλεσμα της άγνοιας και επομένως και κάθε εσωτερικό εγώ (3(ΐ3πΚ3Γ9). Βιβλιογρ.: Η. ΖΙΠΊΠΊΘΓ, ΡΝΙοεορηιβ
υηά ΗβΙιριοη Ιηάίβηε,
ΡΓ3πΚ(υΓ( 3ΓΠ ΜΒΪΠ. 1973.
Αλέξ.
Καριώτογλου
Σανκύα (δβπΙΦγβ). Αυτή η νταρσάνα* αναφέρεται στη φύση συνθετικά, με αφετηρία τις αρχές, οι οποίες της προσδίδουν την πραγματικότητά της, και τοποθετείται μεταξύ της κοσμολογίας της Βαισεσίκα* και της μεταφυσικής*. Η σύνθεσή της αποδίδεται στον μυθικό Καπίλα*. Ο όρος Σανκύα σημαίνει "απαρίθμηση" και εδώ: διδασκαλία με την άνοδο στις βαθμίδες της Εκδήλωσης. Κατά τη Σανκύα, λοιπόν, πρώτη αρχή της όλης Εκδήλωσης, η πρώτη τάττβα, είναι η "Πρακρίτι" ή "Πραντχάνα", η αδιαφοροποίητη υπόσταση της παγκοσμιότητας, και από αυτήν προέρχονται με μετάπλαση όλα τα πράγματα. Ακολουθεί το "Βουδδί" ή "Μαχάτ" (= Μεγάλη Αρχή), ο καθαρός νους· απ" αυτόν εκπορεύεται η "αχανκάρα", η συνείδηση της ατομικότητας. Έπονται
τα πέντε "τανμάτρας", οι στοιχειώδεις ασώματοι προσδιορισμοί, αρχές των πέντε "μπχούτας", των ενσώματων στοιχείων. Από αυτά απορρέουν οι έντεκα ατομικές ικανότητες, δέκα εξωτερικές και μία εσωτερική- οι δέκα εξωτερικές ικανότητες περιέχουν πέντε ικανότητες γνώσης (αίσθησης στον υλικό κόσμο) και πέντε δράσης- η εσωτερική ικανότητα είναι το "μάνας", ικανότητα γνώσης και πράξης μαζί, που προσαρτάται στην ατομική συνείδηση. Στη συνέχεια έχουμε τα σωματικά στοιχεία στη σειρά εκδήλωσής τους: αιθήρ, αήρ, πυρ, ύδωρ, γη. Αυτές είναι οι είκοσι τέσσερεις "τάττβας" μαζί με την Πρακρίτι, την "υπόσταση" (5υό5»3ηΙί3)- εικοστή πέμπτη τάττβα, ανεξάρτητη από τις άλλες, είναι ο "Πουρούσα" ή Πούμα", η συμπληρωματική της Πρακρίτι αρχή, η "ουσία" (Θ83βη(ί3), που με την επενέργειά της στην υπόσταση δημιουργούνται όλες οι βαθμίδες της Υπαρξης. Και οι δύο αυτές αρχές προέρχονται από το παγκόσμιο Ον και αποτελούν την πρώτη του διάκριση- πρόκειται για την απαρχή της διτόττητας, απαραίτητης για την εκδήλωση. Από αυτό προκύπτει ότι η Σανκύα, παρά τις διαβεβαιώσεις δυτικών μελετητών, δεν είναι δυιστική, γιατί σταματά εδώ, στην πρώτη διττότητα, και η διδασκαλία της δεν φθάνει μέχρι το Ον (ΙδΙινν3Γ3), είναι "νιρισβάρα", δεν ασχολείται με τον Ισβάρα- πολύ περισσότερο δεν είναι υλιστική και αθεισπκή. Και μερικές συμπληρώσεις: Μέσα στην Πρακρίτι βρίσκονται σε πλήρη ισορροπία τα τρία "γκούνας" (= συνθήκες παγκόσμιας ύπαρξης για όλα τα όντα): α) "σάτβα" ή "σατ" (= νοητό φως, γνώση, ανιούσα τάση), β) "ράγιας" (= τάση επέκτασης), γ) "τάμας" (= σκότος, άγνοια, κατιούσα τάση). Ακόμη, η Σανκύα δεν έχει καμιά σχέση με τη φυσιοκρατία, όπως την αντιλαμβάνονται οι δυτικοί. Β ι β λ ι ο γ ρ . : Ο υ ό π ο π Η . ΙηίΓΟάυεΙίοη
ς6η6ί3ΐβ
ά Γ έίυάβ
άβε
άοοίηηβε Μίηάουθε. ελλην. μετφ. Α. Δεληγιάννη, βιβλιοθ. "Σφιγγός". Αθήναι. 1968, μέρ. Γ . σο 90-96.- Δ. Βελισσαρόπουλος. Ιστορία
της ινδικής
φιλοσοφίας.
Δωδωνη,
Αθήνα-Γιάννινα, 1992', σσ 197-210.
Ε. Χωραφάς
Σανταγιάνα Τζωρτζ (δβπίβγβηβ, Μαδρίτη, 1863 - Ρώμη, 1952). Αμερικανός φιλόσοφος ισπανικής καταγωγής. Στα έργα του επανέρχεται σταθερά η ιδέα του αμοιβαίου δεσμού μεταξύ πνεύματος και ύλης, με συνέπεια να προκύπτει η φαινομενικά παράδοξη στάση του, η οποία τον εμφανίζει ως ιδεαλιστή και ταυτόχρονα υλιστή φιλόσοφο. Η εξήγηση της παρα-
293
Σάο Γιούνγκ δοξολογίας αυτής βρίσκεται στην άποψη που αποδέχεται, προκειμένου να κρίνει τα διάφορα προβλήματα της ηθικής*, της τέχνης*, της φιλοσοφίας* και της μεταφυσικής*. Είναι υλιστής, καθότι αποδέχεται ότι μόνον η ύλη είναι πραγματική και τα εξ αυτής απορρέοντα αποτελέσματα, και ιδεαλιστής, διότι, κατ' αυτόν, την ύλη μπορούμε να την γνωρίσουμε όχι απ' ευθείας, αλλά μέσω των "καθαρών ουσιών", που είναι αυτοτελείς, όπως οι πλατωνικές ιδέες, χωρίς όμως και να έχουν φυσική υπόσταση. Κυριότερα έργα του: Η ζωή της λογικής ή οι φάσεις της ανθρώπινης προόδου (19051906), Η ουσία της ωραιότητας (1896), Ερμηνείες της ποίησης και της θρησκείας (1900), Σκεπτικισμός και ζωική πίστη (1923), Το βασίλειο της αλήθειας (1937), Το βασίλειο του πνεύματος (1940) κ.ά. Βιβλιογρ.: ΒυΙΙθΓ Η., ΓΛβ πιιηό οI δηβίαγαηα, ΟΙιί.. 1955.Μυηίοη Τ. Ν., 77ιβ β5εβηΙίβΙ νήεάοπ) οί Ο. ΒβηΙβγβηβ. Ν. Υ. -1.. 1962.- βρπββθ Τ. δ., δβηΙβγΒΠΒ. Απ βχ3Π)ίηβΙϊοη οί /)Ι5 ρΝΙοεορϊιγ. I . - ΒοεΙοη. 1974. Απ. Τζ.
Σάο Γιούνγκ (1011-1077). Κινέζος φιλόσοφος. Ανήκει στην κομφουκιανή σχολή, αλλά είναι και επηρεασμένος από τον ταοιστικό φιλοσοφικό στοχασμό. Το έργο του έχει εμπνευστεί από τη θεωρία των "δέκα πτερύγων", που είναι εκτεταμένα σχόλια πάνω στο I Οήίπς, το βιβλίο των Αλλαγών. Σύμφωνα με τη θεωρία των "δέκα πτερύγων", στον κόσμο συντελείται μια ένωση του Ουρανού και της Γης, από όπου προκύπτουν άπειρες μορφές. Γίνεται μια αμοιβαία διείσδυση αρσενικών και θηλυκών "σπόρων" και με τον τρόπο αυτό επέρχονται οι μεταβολές του εξωτερικού κόσμου. Η εξέλιξη του σύμπαντος είναι κυκλική. Η αλήθεια δεν προκύπτει από αφηρημένες θεωρίες που διαμορφώνει ο άνθρωπος, αλλά από την αντικειμενική πραγματικότητα και μάλιστα από την κοινωνική και την οικονομική δομή της χώρας. Αλέξ. Καριώτογλου
ΣαουτραντΙκα. Βουδιστική φιλοσοφική σχολή του μεταγενέστερου χιναγιανικού βουδισμού. Τα μέλη της Σαουτραντίκα σχολής, στηριζόμενα στην άποψη του πρώιμου χιναγιάνα Βουδισμού (53η/3δίίν3όίυ5) ότι όλα είναι "πραγματικά σε σχέση με την ουσία τους", διαμόρφωσε τη διδασκαλία ότι οι λειτουργίες της σκέψης δεν μας δίνουν μια άμεση εικόνα της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά ξετυλίγουν μια σειρά από συλλογισμούς, οπωσδήποτε κάτω
294
από την πίεση κάθε εξωτερικού ερεθίσματος, παρ' όλα αυτά εντελώς αυτόνομα. Με βάση τις εσωτερικές μας εμπειρίες πρέπει να συμπεράνουμε ότι υπάρχουν εξωτερικά αντικείμενα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αυτά τα αντικείμενα βρίσκονται σε συμφωνία με τις εσωτερικές εικόνες τις σκέψης. Μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού δεν υφίσταται αλυσίδα αιτίων, με βάση τα οποία προκαλείται ο πόνος. Εκείνο που νιώθει ένα πάσχον άτομο είναι μόνο η συνέχεια αυτού του ίδιου του πόνου. Αλέξ. Καριώτογλου
Σαρβαστιβάντα, βλ. Βαϊμπχάσικα Σαρκό Ζ. Μ. (1825-1893). Γάλλος νευροπαθολόγος από τους πρωτεργάτες της πειραματικής έρευνας στην ψυχοσωματική, ανέδειξε τη χρησιμότητα της ύπνωσης ως κλινικής μεθόδου. Το 1862, διευθύνει την κλινική της Σαλπερτιέρ και το 1870 αναλαμβάνει τη θεραπεία υστερικών ασθενών. Το ίδιο περίπου διάστημα (1872) γίνεται καθηγητής της παθολογικής ανατομίας στην Ιατρική σχολή του Παρισιού. Το 1878 αναπτύσσει τις έρευνές του πάνω στον υπνωτισμό και το 1882 ιδρύει αυτόνομη έδρα στην κλινική Σαλπερτιέρ, η οποία μετεξελίσσεται σε "σχολή", στην οποία αργότερα φοίτησαν σημαντικές προσωπικότητες από τον χώρο της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας, όπως ο Α. Μπινέ*, ο Π. Ζανέ* και ο Ζ. Φρόυντ*. Μέσα από τις μελέτες του ο Σαρκό προσπάθησε να εδραιώσει μια φυσιογνωστική αντίληψη για τις ψυχικές ασθένειες γενικά και ειδικότερα για την υστερία. Κατά τη γνώμη του, η υστερία είναι νευροσωματική ασθένεια και για τον λόγο αυτό αναζητεί στην κατάσταση της ύπνωσης την ύπαρξη νευροφυσιολογικών αναλόγων, όπως η αλλαγή της κατάστασης των μυών ή των ανακλαστικών κινήσεων. Εφαρμόζοντας την ύπνωση ως κλινική μέθοδο διακρίνει τρεις καταστάσεις οι οποίες προκαλούνται στους ασθενείς από την έναρξη ως την βαθιά ύπνωση: τη ληθαργία, την καταληψία και την υπνοβασία. Ο Σαρκό, προκαλώντας μέσω της υπνωτικής υποβολής τα ίδια συμπτώματα με εκείνα που η υστερία εμφανίζει "αυθόρμητα", απέδειξε την ευθεία σχέση ψυχικών και ψυχοφυσιολογικών διαδικασιών. Οι έρευνες του Σαρκό ανέδειξαν σημαντικά θεωρητικά ζητήματα, αλλά και προβλήματα που αφορούν στην κλινική εφαρμογή. Τέτοια ήταν η σχέση συνειδητού και ασυνείδητου* στον ανθρώπινο ψυχι-
Σαρτρ σμό, η σχέση ψυχικού - φυσιολογικού και γενικότερα ψυχικού - σωματικού, η αναγκαιότητα χρήσης -για τη μελέτη του ψυχισμού- μεθόδων πέραν εκείνων που χρησιμοποιούσε η κλασική ψυχολογία της εποχής του, η συστημική δομή του κλινικού συμπτώματος, ενώ ταυτόχρονα μετέφερε τους προβληματισμούς για τα ζητήματα αυτά από το πεδίο των υποθέσεων και εικασιών (θεωρία του Μέσμερ) στο πεδίο της πραγματικής επιστημονικής έρευνας και εφαρμογής. Η εμμονή του όμως σε μια αυστηρή φυσιογνωστική αντίληψη για τα παραπάνω ζητήματα περιόρισε την προοπτική των ερευνών και των θεωρητικών του αναζητήσεων. Οι αδυναμίες αυτές έγιναν αντικείμενο κριτικής από συναδέλφους του της "σχολής της Νανσύ", οι οποίες και τελικά επεκράτησαν στον χώρο της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας*. Βιβλιογρ.: Μ. Γ. Γιαροσέφσκι, Ιστορία της Μόσχα, 1985.- Π. Μπουλ, Ψυχοθεραπεία,
ποβολή στη σύγχρονη
δϋιυΙΙζ. υϋυηςεϊιθΙΙ
ψυχολογίας.
ύπνωση και υ-
Ιατρική. Λένινγκραντ, 1985.-1. Η.
Ιυτ ΰβε ζυίοςβηβ
1983.-1_. ΟΙ-ΙΘΓΙΟΚ, Ιβηοηεανοίτϋβερεγ.,
Ιτβιηίης. Ν. Υ., Ρ3Π5, 1979.- Η.
ΰθ 83υ$$υΓθ -1. ΟΙΊΘΓΙΟΚ. Νβίεεβηοβ άυ ΡεγεΗβηβΙίεΙθ.
Μθετπθτ έ Ρτβυό. Ρβγοί. Ρ3ΓΪ5. Ευάγγ.
Οβ
Μανσυράς
Σαρρόν Πιερ (ΟΜΒΓΓΟΠ, 1541-1603). Γάλλος σκεπτικιστής φιλόσοφος και θεολόγος, φίλος και οπαδός του φιλοσόφου και δοκιμιογράφου Μ. Μονταίνι*. Σημαντικές θεωρούνται οι πραγματείες του: Οι τρεις αλήθειες (1593) και Περί σοφίας (1601), ενώ το βιβλίο του Χριστιανικές ομιλίες (1600) αναφέρεται σε 16 ομιλίες του σχετικές με την χριστιανική ζωή. Στο Περί σοφίας, ακολουθώντας τον σκεπτικισμό της Αναγέννησης, επικρίνει τον δογματισμό* και τον σχολαστικισμό* και στη θέση αυτών προτείνει την ελευθερία της σκέψης, την αμφισβήτηση, την αντιπαράθεση και την αποδοχή της απόψεως την οποία υποδεικνύει το λογικό και μόνον αυτό. Η κύρια γνωστική δύναμη του ανθρώπου, κατά τον Σαρρόν, είναι το λογικό, το οποίο φέρει από τη φύση του σπέρματα όλων των γνώσεων και τα οποία μπορεί να τα αναπτύξει αυτόνομα. Παρ" όλα αυτά δέχεται ότι και ο ρόλος των αισθήσεων είναι σημαντικός για την πρώτη γνωριμία μας με την εξωτερική μορφή των πραγμάτων, τα οποία κρίνει το λογικό, αφού τα γνωρίσει. Την αμφισβήτηση τη θεωρεί αφετηρία και όχι αποτέλεσμα της γνώσης, διότι, παρακινώντας στη συνέχιση της έρευνας και της μελέτης, χωρίς δεσμεύσεις και
προκαταλήψεις, προάγει ποσοτικά και ποιοτικά τις γνώσεις μας. Με το ίδιο ορθολογιστικό πνεύμα κρίνει και τα ζητήματα των θρησκειών και ιδιαίτερα του χριστιανισμού*. Και μολονότι δεν παύει να υπερασπίζεται τον χριστιανισμό, παρ" όλα αυτά διαφοροποιείται από την ορθοδοξία. Δέχεται την ύπαρξη μιας παντοδύναμης πρώτης αρχής όλων των πραγμάτων, αλλά απορρίπτει τις καθιερωμένες μορφές λατρείας. Επίσης θεωρεί ότι πηγή της ηθικής* είναι το λογικό και όχι η θρησκεία*. Οι θέσεις του αυτές ήταν φυσικό να προκαλέσουν τις αντιδράσεις των ορθοδόξων θεολόγων, οι οποίοι έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν από τους προδρόμους του υλισμού*, του ορθολογισμού* και τον ντεϊσμού*, που έδρασαν κυρίως κατά τους νέους χρόνους. Βιβλιογρ.: ΡορΚίη Η. Η., 77ιβ ΝεΙοτγ οί εεβρίίαεπι Ιτοπι
ΕΓβεπιυε Ιο ΟβεΙοτΙβε.
Αδδβη, 1960.- ΟΙΟΓΓΟΠ ϋ. Ο., ΓΛβ
•\Μεύοπ\· ο! Ρ. Οιβποπ, ΟΙιβρβΙ ΗίΙΙ. 1961. Απ. Τζ.
Σαρτρ Ζαν-Πωλ (83Γ1ΓΘ ϋθβη-ΡβυΙ, 21/6/1905, Παρίσι - 15/4/1980, Παρίσι). Γάλλος φιλόσοφος, θεατρικός συγγραφέας και λογοτέχνης. Από τους κυριότερους εκπροσώπους του λεγόμενου "άθεου υπαρξισμού". Αρνείται την ύπαρξη του Θεού, τονίζοντας την παρουσία του ανθρώπου ως του όντος που αυτοπροσδιορίζεται μέσω της εκλογής και της πράξης του. Αυτός είναι και ο ορισμός της ύπαρξης (υπόστασης) για τον Σαρτρ: "το να είμαι μέσα στα ενεργήματά μου και δια των ενεργημάτων μου". Περαιτέρω, η ύπαρξη (βχίείβηοβ) εμφανίζεται ως αυτό που ίσταται μακριά από τον εαυτό του- είναι το έλλογο ον που χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη συνειδησιακή δομή. Εντούτοις, η ύπαρξη προηγείται της ουσίας (θΒδβποθ). Ο άνθρωπος δηλαδή πρώτα "απαντιέται με τον εαυτό του", ξεπετάγεται μέσα στον κόσμο, και ύστερα προσδιορίζεται με βάση τις πράξεις του. Ωστόσο, ο φιλόσοφος δεν αποδέχεται το νιτσείκό ιδεώδες του "υπερανθρώπου" ως απεριόριστης κατάφασης. Ο άνθρωπος, για τον Σαρτρ, δεν μπορεί να ξεπεράσει τον εαυτό του· είναι δημιούργημα τυχαίο μέσα στην παντοδυναμία του χρόνου, παραδομένο στη μοίρα του, εγκαταλελειμμένο μέσα στον κόσμο, μόνος με τον εαυτό του' γι" αυτό και δεν είναι παρά η ζωή του, ο σκοπός του. Είναι δηλαδή καταρχήν μια προβολή (υπ ρΐΌ|θΙ, ένα σχέδιο για να γίνει). Η εκλογή είναι το ύψιστο και το απόλυτο μέσα στη ζωή του. Συνεπώς, ο άνθρωπος εμφανίζεται ως ελευθερία.
295
Σαρτρ Είναι, όμως, καταδικασμένος να είναι ελεύθερος: καταδικασμένος γιατί είναι δέσμιος των συνθηκών που τον περιβάλλουν και ελεύθερος γιατί από τη στιγμή που υπάρχει είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει (δεδομένης της απουσίας κάποιου Θεού). Αλλά έτσι βιώνει το παράλογο της παρουσίας του, εφόσον τίποτε δεν τον δικαιώνει και δεν δικαιολογεί τις πράξεις του. ΓΓ αυτό, λέει ο Σαρτρ, ο άνθρωπος είναι άγχος και μάταιο πάθος, που δικαιώνεται μόνο με την ελευθερία, και επομένως αναλαμβάνει δράση. Γιατί μόνο μέσω της δράσης μπορεί να δικαιώσει την ύπαρξή του και ν' αποδείξει την αξία του. Επιπλέον, αγωνιά απέναντι σε όλους και σε όλα, καθώς εκλέγοντας για τον εαυτό του επιλέγει και για τους άλλους, αφού η εκλογή του σημαίνει την κατάφαση γενικά της ύπαρ-
ξης·
Ειδικότερα, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερεις φάσεις στη φιλοσοφία του Σαρτρ. Σε μια πρώτη φάση (που την συνιστούν τα πρώτα δοκίμια, 1934-38), ο φιλόσοφος θεμελιώνει τη θεωρία του για την ανθρώπινη συνείδηση, σύμφωνα με την οποία η συνείδηση είναι πάντοτε συνείδηση κάποιου πράγματος (αναφορικότητα), όχι όμως και του εαυτού της. Κάθε συνείδηση δεν είναι γνώση, αλλά κάθε γνωρίζουσα συνείδηση είναι γνώση του αντικειμένου της. Η αναφορά της είναι πάντοτε το αντικείμενο και εδώ παίζεται το δράμα της ελευθερίας της· η ίδια δεν μπορεί να θέσει τον εαυτό της, γι' αυτό και δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη υποκειμενικότητα (δηλαδή Θεός*). Η συνείδηση υπερβαίνει τον εαυτό της για ν' αποκαλύψει το αντικείμενο αναφοράς της. Ο,τι γνωρίζεται είναι ο εξωτερικός κόσμος*· ο άνθρωπος* ως συνείδηση τείνει προς τη "μηδενοποίηση". Τις σκέψεις αυτές ο Σαρτρ αναλύει διεξοδικότερα σε μια δεύτερη φάση, όπου ασχολείται με το πρόβλημα της ανθρώπινης φύσης βάσει μιας θεωρίας για το Είναι". Το σημαντικότερο έργο της περιόδου αυτής Το είναι και το μηδέν (Ι_* δίΓθ β4 Ιβ ηόβηΐ, 1943) αποτελεί ένα κράμα των ιδεών του Χούσσερλ", του Χάιντεγγερ* και του Χέγκελ*. Εδώ, ο φιλόσοφος διακρίνει τρεις μορφές εκδήλωσης του "είναι" στην ανθρώπινη πραγματικότητα: το "είναι καθεαυτό" (το πράγμα, η σωματικότητα), το "είναι δΓ εαυτό" (ύπαρξη, συνείδηση) και "το είναι για τον άλλο". Το είναι δι' εαυτό τείνει προς μηδενικές συνιστώσες, αφού η συνείδηση "είναι αυτό που δεν είναι" και "δεν είναι αυτό που είναι". Το σαρτρικό μηδέν δεν έχει σχέση με τη
296
φθορά, αλλά είναι θετική ποιότητα που δηλώνει κίνηση ελευθερίας. Ο Σαρτρ δεν είναι μηδενιστής· και αν χαρακτηρίζει το δι' εαυτό ως καθαρό "μηδέν" δεν εννοεί παρά την επιθυμία της συνείδησης να καταστεί καθ' εαυτό, ώστε ν' αποκτήσει γνώση του εαυτού της. Το μηδέν λαμβάνει τη σημασία της υπέρβασης (ανασκοπική συνείδηση). Ο φιλόσοφος, βέβαια, κηρύσσει αδύνατη την ένωση του βπ-εοί (καθ' εαυτό) με το ρουτ - εοί (δι' εαυτό), εντούτοις δεν παύουν να είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους και να συνιστούν -μέσα στην ενότητά τους- τον ουσιαστικό δεσμό της συνείδησης* με τον κόσμο. Κατά συνέπεια, μόνο μέσω του Αλλου μπορώ να προσδιοριστώ. Γιατί το βλέμμα του Αλλου μ' εξανεπκειμενικοποιεί, δηλαδή αυτός που με κοιτάζει αρνείται την υποκειμενικότητά μου, με απογυμνώνει, από "δι' εαυτό" που είμαι με κάνει "καθ' εαυτό". Απ' αυτό ο Σαρτρ καταλήγει να λέει ότι "κόλαση είναι οι άλλοι". Η μόνη άμυνα είναι να καταστήσω και εγώ με τη σειρά μου τον Αλλο αντικείμενο (έννοια της διυποκειμενικής συνείδησης). Ο βαθμός, μάλιστα, επέμβασης του Αλλου στη δική μου ελευθερία εξαρτάται από τον βαθμό της δικής μου συγκατάθεσης σ' αυτή την εισβολή. Επίσης, ο αυθεντικός τρόπος του "υπάρχειν" προσδιορίζεται από την ειλικρίνεια και την καλοπιστία. Αντίθετα, η κακοπιστία οδηγεί στην αποξένωση, γιατί χαρακτηρίζεται από την υποκρισία· ο κακόπιστος δεν αποδέχεται την πλήρη ευθύνη των πράξεών του. Σε μια τρίτη φάση, ο Σαρτρ συγκροτεί μια υπαρξιστική ανθρωπολογία. Στο έργο του Η κριτική του διαλεκτικού λόγου τονίζει τη σχέση μαρξισμού* - υπαρξισμού*· ωστόσο υπερβαίνει τον μαρξισμό με τη θεμελίωση της θεωρίας του "πρακτικο-αδρανούς" και μ' έναν νέο ορισμό του ανθρώπου βάσει της ύλης. Ο άνθρωπος είναι η υλική πραγματικότητα διαμέσου της οποίας η ύλη αποκτά τις ανθρώπινες λειτουργίες της. Μέσα στο σύμπαν όλα είναι υλικά, ενώ μέσα στον κόσμο του ανθρώπου όλα είναι ανθρώπινα. Το "πρακτικο-αδρανές" δεν είναι παρά ο άνθρωπος ως υλικό ον. Η αδρανής ύλη από μόνη της δεν μπορεί ν' απαιτεί τίποτε, αλλ' όμως εμφανίζεται παντού ως απαίτηση. Για τον άνθρωπο η ύλη είναι παντού "ύλη κατεργασμένη και κοινωνική". Το ζήτημα είναι να συνειδητοποιήσουμε το είναι μας σ' ένα πρώτο κοινωνικό επίπεδο ως την εξωτερική ανόργανη υλικότητα που εσωτερικοποιείται. Το πεδίο του πρακτικο-αδρανούς είναι
Σαρτρ σ χ ο λ ή αυτό της δουλείας, της υποδούλωσης μας δηλαδή στις "φυσικές" δυνάμεις και στους "αντικοινωνικούς" μηχανισμούς. Μέσα απ' αυτή τη συνειδητοποίηση ο άνθρωπος οδηγείται στην πράξη και επομένως στην απελευθέρωση. Τέλος, σε μια τέταρτη φάση (που στηρίζεται κυρίως στη μελέτη του για τον Φλωμπέρ Ο ηλίθιος της οικογένειας), ο Σαρτρ επεξεργάζεται μια θεωρία της παθητικότητας υπό το πρ σμα της ανθρώπινης ελευθερίας. Ο Φλωμπέρ βρίσκεται σε μια κατάσταση αδρανούς υλικότητας και όμως ενεργεί. Η παθητικότητα λαμβάνεται ως συμπεριφορά - επιλογή (πρόκειται για μια ριζοσπαστική θεώρηση της ανθρώπινης ελευθερίας).
Ωστόσο, πέρα από την καθαρά φιλοσοφική του πορεία, ο Σαρτρ ανέπτυξε έντονη λογοτεχνική και θεατρική δραστηριότητα. Στα μυθιστορήματα, τις νουβέλες και τα θεατρικά του έργα εκφράζει την εκπεσμένη ελευθερία, τη ναυτία, την πλήξη, τον αμ οραλισμό, τις συνέπειες του θανάτου του Θεού και γενικά εκθέτει το όλο φιλοσοφικό του σύστημα. Ανήκει στο λεγόμενο "Θέατρο των καταστάσεων", που πρεσβεύει ότι ο άνθρωπος τελεί "εν καταστάσει", ελεύθερος μέσα σ' έναν ορισμένο κύκλο καταστάσεων. Η αμφισημία χαρακτηρίζει τους σαρτρικούς ήρωες: ελευθερία και κατάσταση, αδυναμία δικαίωσης και αναζήτηση αυτής, υπόσταση και υπέρβαση, μοναξιά και επικοινωνία, αιωνιότητα και ιστορία. Οι ήρωες είναι παθιασμένοι. Το πάθος είναι ένας τρόπος για να δίνουμε δίκαιο στον εαυτό μας και ν' αναφερόμαστε σ' έναν ολόκληρο κόσμο απαιτήσεων και αξιών. Ελληνικές μεταφράσεις έργων του: Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, εκδ. Αρσενίδης.- Το είναι και το μηδέν, εκδ. Παταζήση.- Ο Σαρτρ για τον Σαρτρ, εκδ. Ωκεανίδα, 1985.Καταστάσεις, εκδ. Αρσενίδη. Βιβλιογρ.: Μπακονικόλας - Γεωργοπούλου Χαρά. Φιλο-
σοφία και δραματουργία.
Μποζώνη Γ. Α.. Σύγχρονες
1983 - Νησιώτη Νικ. Α..
Βιβλιογονία. Αθήνα.
φιλοσοφικές
Υπαρξισμός
1991.-
θεωρίες. Αθήνα. και
χριστιανική
πίστη. Αθήνα. 1969.- ϋοπβδ 0. ΕιπιτιβΙ. Τήβ βΐίβπβίβά ίιβτο ίπ Ρτβπεη άτΒπιβ. ΑΙΙΊ6ΙΊ$. 1962. υπινβΓϊΐΙγ οΙ Οβοτςίβ Ρ Γ Θ Ϊ Ϊ - ΝΝΒΊΙΙ ϋββπ. Εισαγωγή στις φιλοσοφίες
ξισμού. Δωδώνη. 1988. Ευτυχία
του υπαρ-
Ξυδιό
Σαρτρ σχολή. Φιλοσοφική σχολή του σχολαστικισμού" κατά τον μεσαίωνα στην πόλη Σαρτρ (0ίΐ3ΓΪΓβ5) της Βόρειας Γαλλίας. Τη σχολή ίδρυσε το 990 ο επίσκοπος και επιστήμονας Φουλμπέρ', ο επονομαζόμενος "Σωκρά-
της", και αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά κέντρα της "Γαλλικής Αναγέννησης" του 12ου αι. Η φιλοσοφία της θεωρείται ασυνήθιστο φαινόμενο στο σύνολο του μεσαιωνικού σχολαστικισμού* και οι στοχαστές της κατέφυγαν σε καλλιτεχνικές μορφές έκφρασης που ξέφευγαν από την ανιαρή σχολαστική αυστηρότητα. Επίσης, οι φιλόσοφοι της σχολής παρουσίαζαν τάσεις φυσιοκρατικές και γενικά θαύμαζαν τη δημιουργική δύναμη της φύσης. Ηδη, από την αρχή. ή σχολή ακολούθησε μια κατεύθυνση ανθρωπιστική και εγκυκλοπαιδική και σύντομα άρχισε να συναγωνίζεται το Παρίσι, αφού οι πνευματικές αναζητήσεις της συνεχίστηκαν σταθερά και με αμείωτο ενδιαφέρον. Ο Φουλμπέρ την προίκισε με μεταφράσεις ελληνικών και αραβικών έργων, μαθηματικών και φυσιογνωσίας, καθώς και με μεταφράσεις των έργων της λογικής του Αριστοτέλη*. Ο Μπερνάρ της Σαρτρ*, αργότερα, έγινε γνωστός για τον τρόπο που δίδασκε και υποστήριζε την απόλυτη υπεροχή της ηθικής* έναντι της επιστήμης*. Ακολούθησαν ο Γκιγιόμ από το Κονς* και ο Ζιλμπέρ Πορρετανός' και οι δύο μαθητές του Μπερνάρ. Ωστόσο, η ακμή της σχολής συνδέεται με το όνομα του Τιερύ* (δάσκαλος, 1115-1150, και καγκελάριος, από το 1141, της σχολής), ο οποίος και σχολίασε πρώτος στην Ευρώπη τα Τοπικά' και το Περί σοφιστικών ελέγχων" του Αριστοτέλη. Στα χρόνια της ακμής της, η σχολή της Σαρτρ αποτέλεσε κυρίως κέντρο της πλατωνικής φιλοσοφίας και τότε εκφράστηκαν κατά κύριο λόγο οι φυσιοκρατικές της αντιλήψεις. Ειδικότερα, προσανατολίστηκε σε μια σύνθεση του μεταφυσικού - κοσμολογικού και φυσικού - επιστημονικού "πλατωνισμού"* κι έγιναν εκτεταμένες μελέτες πάνω στον Πλάτωνα* και τον Αριστοτέλη. Επιπλέον, συνένωσε τις χριστιανικές και εξωχρισπανικές πηγές τείνοντας προς τον πανθεισμό". Εκδηλώνοντας οι φιλόσοφοι της Σχολής καλλιτεχνικές διαθέσεις παραδέχτηκαν τη συμμαχία της σοφίας και της λογικής, την ευφράδεια και τη ρητορική. Η τέχνη* περιέκλειε γι' αυτούς τον πρότυπο κόσμο, τη γεμάτη αρμονία ύπαρξη, τη "παγκόσμια ψυχή". Χαρακτηριστικός τρόπος έκφρασης αποτελούσε το πάντρεμα ανάμεσα στις αλληγορίες - σύμβολα, τις εικόνες και τον μύθο με τον ορθολογισμό*, τη λογική* και τη "γεωμετρικότητα" των εννοιών. Τη συγγραφική παραγωγή συνιστούσαν ως επί το πλείστον
297
ΣατουρνΙνος τα σχόλια· για παράδειγμα συνήθιζαν να σχολιάζουν τον Τίμαιο" του Πλάτωνα, τα Φυσικά" και το Περί ψυχής"του Αριστοτέλη και το Περί της Αγίας Τριάδος του Βοήθιου*. Γενικά, η σχολή της Σαρτρ επέδρασε σημαντικά στη φυσιογνωμία του 13ου αι. και στη φιλοσοφία της πρώιμης Αναγέννησης. Βιβλιογρ.: Τήβ ΙίΙθΓ3Γγ ίηΙΙυθποβ οί ΙΜθ δοΐιοοΙ οί 03Γ1ΓΘ5. Ρπηοθίοη, 1972.
Ευτυχία Ξυδιά
ΣατουρνΙνος ο Κυθηνάς (2ος αι. μ.Χ.). Σκεπτικός φιλόσοφος. Ανήκε στον στενό κύκλο της σχολής των Ελλήνων σκεπτικών, που είχε ιδρύσει ο Αινησίδημος (1ος αι. π.Χ.), και υπήρξε μαθητής του ιατρού και φιλοσόφου Σέξτου Εμπειρικού* (2ος αι. μ.Χ.), του κατ' εξοχήν εκπροσώπου του Πυρρώνειου σκεπτικισμού*. Τις πληροφορίες αυτές περί του Σατουρνίνου τις αντλούμε από τον Διογένη τον Λαέρτιο* (IX 116), ο οποίος όμως δεν μνημονεύει κανένα του σύγγραμμα, πράγμα που πιθανόν να σημαίνει ότι ο Σατουρνίνος άφησε τη σχολή να παρακμάσει κάτω από την ασφυκτική πίεση του ανερχόμενου νεοπλατωνισμού*, ο οποίος εξέφραζε το νέο πνεύμα της εποχής, δηλαδή τον συγκρητισμό. Απ. Τζ.
σάτυα. Κατά λέξη στη σανσκριτική γλώσσα σημαίνει "αλήθεια". Σύμφωνα με την ινδουίστική φιλοσοφία η αλήθεια είναι συνδεδεμένη με τον νόμο (άίιβπτιβ) της ύπαρξης. Το άίιβπηβ κατά βάση σημαίνει τον παγκόσμιο νόμο, που διατηρεί τον κόσμο στη ζωή, καθώς και τους επιμέρους νόμους που χαρακτηρίζουν τις μορφές ύπαρξης κάθε ζωντανού οργανισμού και κάθε ατόμου. Πρόκειται για ένα σύστημα ύπαρξης του κόσμου που καθορίζεται από το 0&3ΓΠΊ3. Έτσι δεν μπορεί κανείς να προσπαθήσει να γίνει αυτό που δεν είναι. Ή "είναι" κανείς (531) ή "δεν είναι" (3 - 53ί). Το ιδιαίτερο ύίΐ3ΓΠΊ3 καθενός είναι η χρονική μορφή φανέρωσης αυτού που είναι. Αυτό είναι μια αλήθεια (53ίγ3), δηλαδή η πραγματικότητα του να είναι κανείς αυτό που είναι. Αλέξ. Καριώτογλου
Σάφτσμπερυ Αντονυ Ασλευ Κούπερ (8ίΐ3Ηβ3όυτγ, 1671-1713). Αγγλος πολιτικός και φιλόσοφος, οπαδός του ντεισμού*. Υπήρξε βαθύς γνώστης και λάτρης της ελληνικής αρχαιότητας και χρησιμοποίησε νεοπλατωνικά* πρότυ-
298
πα. Βάση της φιλοσοφίας του αποτελεί το ελληνικό ιδεώδες "ανήρ καλός καγαθός", επάνω στο οποίο θεμελιώνει μια προσωπική αισθητική και ηθική βιοθεωρία, με στόχο την αρμονική διάπλαση της δημιουργικής προσωπικότητας. Την ηθική του την απελευθερώνει από τα δεσμά του θρησκευτικού φανατισμού και της πολιτικής και την στηρίζει στην ελεύθερη σκέψη και στο "έμφυτο ηθικό αίσθημα". Πιστεύει στην ανθρώπινη φύση και τονίζει την παρουσία του συναισθήματος σ' αυτήν. Γι' αυτό υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος, με τη δυνατότητα που διαθέτει να συγκινείται από το καλό* και το ωραίο*, μπορεί να φθάσει στην αλήθεια*, στην ηθική τελειότητα και στην άρρηκτη ενότητα ομορφιάς και ηθικής*. Αντίθετα, το ηθικά και αισθητικά άσχημο* και κακό* του προκαλεί απέχθεια και αντιπάθεια. Ο κόσμος έχει μια τελολογική οργάνωση, είναι ωραίος και καλός. Μέσα σ' αυτόν βρίσκεται ο θεός*, ως παγκόσμιο ενεργητικό και δημιουργικό πνεύμα*. Ο άνθρωπος είναι εικόνα και έκτυπο του κοσμικού όλου και πρέπει να τείνει προς αυτό. Μ ε τις ηθικές και αισθητικές του ιδέες ο Σάφτσμπερυ άσκησε σημαντική επίδραση στην αγγλική φιλοσοφία (Χάτσεσον*, Χιουμ*), τη γαλλική (Ντιντερό*) και τη γερμανική (Βίλαντ*, Χάμαν, Γκαίτε*). Έργα του: ΟΙιβΓβοΙθΠΒΐίοε οί ΠΊΘΠ, Γη3ηηβΓ3, ορίπίοπε, Ιίιτΐθ3 (1711), Ββοοπά 0>Ί3Γ30ίθΓ3 0Γ (Ηθ ΐ3Πβυ33θ
οί (0ΓΠ15
(1914).
Βιβλιογρ.: ννβΙζβΙ Ο., 035 ΡτοπίθΙήβυίίγπιύοΙ νοπ 5ΛθΙϊβ«ύυτγ ζυ ΟοβΙΙιβ. 1932 - \Λ/οΙΙΙ Ε.. 5ί)3ϋβ$ύυΓγ υπό $βίηβ ΒβΙβυΙυπς. 1960.- υοΐΊΐθίη Ρ. Α., ΚΟ$ΓΠΟ$ υπό βυϋιβΜινιΙβΙ. ίοτό 5ή βΗβίύυΓγί ρΙ\ίΐ0$0ρΙ\ί03ΐ τβςίπκπ, 1976. Απ. Τζ.
Σβάιτσερ 'Αλμπερτ (δοίιννθίΙζβΓ·, 1875-1965). Γερμανογάλλος θεολόγος, ιατρός, μουσικολόγος, οργανίστας και μεγάλος ανθρωπιστής φιλόσοφος. Με έμβλημά του τη φράση του Γκαίτε: " Ε ν αρχή ην η δράσις" ίδρυσε μαζί με τη σύζυγο του Έ λ ε ν Μπρεσλάου το παγκόσμια γνωστό νοσοκομείο στο Λαμπαρενέ (Γκαμπόν Αφρικής, 1913), όπου αφιερώθηκε ισοβίως στην ιατρική περίθαλψη των φτωχών μαύρων και από όπου προπαγάνδισε τις ανθρωπιστικές και ειρηνιστικές ιδέες του, με αποτέλεσμα να τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ της ειρήνης (1952) για το σύνολο του έργου του. Η κοσμοθεωρία του είχε ως βάση το ίδιο το γεγονός της ζωής. Στη θέση του Καρτεσιανού "οοςίΐο ΘΓ0Ο ευιτΓ σκέπτομαι άρα υπάρχω) αντέταξε: "Είμαι η ζωή, που θέλει να ζήσει ανάμεσα στις ζωές", και διακήρυξε τον "σεβασμό της ζωής".
Σεβαλιέ Στο κυριότερο από τα έργα του ΚυΙΙυφήίΙοεορΝβ (Η φιλοσοφία του πολιτισμού), ο σοφός του Λαμπαρενέ διατυπώνει τη βεβαιότητα ότι ο πολιτισμός είναι ένα πρόβλημα ηθικό, ότι εξαρτάται δηλαδή από τις διανοητικές διαθέσεις των ατόμων και των εθνών, ενώ τα αισθητικά και ιστορικά στοιχεία, καθώς και οι τεχνικές κατακτήσεις αποτελούν δευτερεύοντα στοιχεία στην εκτίμηση του βαθμού πολιτισμού μιας ομάδας ατόμων ή ενός κράτους. ΓΓ αυτό και την ανασυγκρότηση του πολιτισμού επάνω σε υγιείς βάσεις την εξαρτά από την επιστροφή στις ηθικές θεωρίες, που καθορίστηκαν κατά τον 18ο αιώνα. Στο έργο του ννβΙΙαηεΰΙιβυυης
άβτ ίηάίεεήβη
ΩβηΗβΓ
(Οι
με-
γάλοι στοχαστές της Ινδίας, 1935) αποκαλύπτεται ο βαθμός επηρεασμού της σκέψεώς του από τον ινδικό φιλοσοφικό στοχασμό και ιδίως από το παράγγελμα "αχίμσα" (= μη βιαιότητα). Αλλά και η επίδραση της ελληνικής σκέψης υπήρξε μεγάλη στο πνεύμα του' ο ίδιος ομολογεί το 1963 "... οι μεγάλοι φιλόσοφοι της Ελλάδας με δίδαξαν τη μέθοδο της σκέψης". Βιβλιογρ.: ΟΙΒΓΚ Η., Τί\β ρΙ>ιΐ0$0ρΐΊγ οI Α. 3θύν/βΛζβί, Ι . , 1964.- ννΐηηυ&$1 Β.. θ 3 5 ΡπβόβηεόβηΗβη Α. ΒοΗηβΛζβΓΒ, ΑσίϊΙ., 1974 - δρθ3Γ Ο., Α. 8εί\ν/βίίτθτε ΕΙΜΗ, ΗΒΠΙΰ., 1978.
Απ.
Τζαφερόπουλος
Σβάρτσμαν Λέων, βλ. Σέστοφ Λέων Σβέντενμποργκ Εμμανουήλ. Σουηδός θεοσοφιστής. Γεννήθηκε στη Στοκχόλμη το 1688 και πέθανε στο Λονδίνο το 1772. Σπούδασε μεταλλειολογία και έγραψε πολλά βιβλία που σχετίζονται με αυτή την επιστήμη, καθώς επίσης με μαθηματικά, αστρονομία κ.ά. Στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει τον τρόπο δημιουργίας του κόσμου ασχολήθηκε με τη θεοσοφία*. ΣΤΟ βιβλίο του ΟβοοηοΓηίε Γβςηί βηίηιβίίε, (τ. 1-2,1740-41) ασχολήθηκε με το ζήτημα της σχέσεως πνεύματος* και ύλης*. Η κοσμοθεωρία του ολοκληρώθηκε κατά τα έτη 1742-45 και συνοδεύτηκε με όνειρα, οράσεις, φωνές κ.λπ. Στο βιβλίο του ΑΤΟΒΠΆ ΟοβΙβεΙία, (τ. 1-8 174956), προσπάθησε να δώσει μια "αληθινή" ερμηνεία της Βίβλου* και εκθέτει τις αντιλήψεις του για τις ακριβείς αντιστοιχίες των γήινων φαινομένων με τον "επέκεινα κόσμο". Ο Καντ* άσκησε οξύτατη κριτική στις απόψεις του Σβέντενμποργκ. Η επίδρασή του στους ρομαντικούς λογοτέχνες ήταν σημαντική (Μπλέικ, Εμερσον κ.ά.). Στη Μ. Βρετανία και στις ΗΠΑ
δημιουργήθηκαν κοινότητες οπαδών του. Από το 1810 υπάρχει και μια Εταιρεία που ασχολείται με τη δημοσίευση των έργων του. Αλέξ.
Καριώτογλου
ΣβΙγγλιος Ούλριχ (ορθότ. Ζβίγγλιος, ΖννίπςΙί, 1484-1531). Ελβετός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Μαζί με τους Λούθηρο* και Καλβίνο* αποτελεί την τριάδα των θρησκευτικών μεταρρυθμιστών της Καθολικής Εκκλησίας κατά τον 16ο αι. Κατέκρινε με σφοδρότητα τις καταχρήσεις της Εκκλησίας (άφεση αμαρτιών με αμοιβή), καθώς και τις λαϊκές δεισιδαιμονίες και προλήψεις. Κατάργησε όλους τους εξωτερικούς τύπους λατρείας, εικόνες, ιερά λείψανα, Αγιες Τράπεζες και άλλα σύμβολα λατρευτικά. Δήμευσε και πούλησε τα μοναστηριακά και εκκλησιαστικά κτήματα και με τα χρήματα των εκποιήσεων ίδρυσε και συντήρησε φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα. Επιδόθηκε σε φιλοσοφικές, ανθρωπιστικές και θρησκευτικές μελέτες και έγραψε πλήθος έργων. Από τα κυριότερα και τολμηρότερα είναι Η θεία Πρόνοια (1530). Διέπεται από μια διαλεκτική, θαρραλέα αντίληψη περί του καλού και του κακού και προπαντός από μια συμφιλιωτική τάση έναντι της φιλοσοφίας*. Τον Σενέκα* και τον Παύλο* τους θεωρεί "θείους μάντεις", διότι ο καθένας που λέγει την αλήθεια* μιλάει από μέρους του θεού*, του μόνου κατόχου της αλήθειας. Στο Περί του αληθούς και του ψευδούς στη θρησκεία (1525), που είναι μια δογματική μελέτη της μεταρρυθμίσεως, αναφέρεται στα μυστήρια, τα οποία τα θεωρεί απλές αναμνηστικές τελετές και όχι εκδήλωση που επιμετρά τον βαθμό της πίστης. Βιβλιογρ.: Χόττιγκερ,
Ο Ζβίγγλιος
(1814).- Νόελ, Μελέτη
επί του χαρακτήρα
και η εποχή
του
και της μορ·
φώοεως του Ζβιγγλίου (1850) κ.λπ. Απ. Τζ.
Σεβαλιέ Ιάκωβος (ΟΐΊβνβΙίβι- ύβοηυβε, 18821962). Γάλλος φιλόσοφος, καθηγητής της "ιστορίας της φιλοσοφίας"* στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ. Μελέτησε τόσο την αρχαιοελληνική σκέψη όσο και τους σύγχρονούς του. Εγινε υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Πεταίν επί γερμανικής κατοχής. Μετά την απελευθέρωση από τον γερμανικό ζυγό καταδικάστηκε σε 20 χρόνια καταναγκαστικά έργα. Αφέθηκε, όμως, ελεύθερος το 1947. Τα σημαντικότερα έργα του είναι: Πλάτων και Αριστοτέλης, Ο ιδεαλισμός του 18ου αι., Οι κυρίαρχοι
299
Σεκρετάν
της σκέψεως: Καρτέσιος, Πασκάλ, Μπερξόν, Η ιστορία της σκέψεως κ.ά. Ευτυχία Ξυδιά
Σεκρετάν Κάρολος. Διάσημος Ελβετός μεταφυσικός γεννημένος το 1855 στη Λωζάννη, όπου και πέθανε το 1895. Υπήρξε καθηγητής φιλοσοφίας* στο πανεπιστήμιο της Λωζάννης και στο κολλέγιο του Νεσατέλ. Η φιλοσοφία του, χωρίς να είναι συντηρητική, αντιθέτως παρουσιάζεται φιλελεύθερη, ωστόσο είναι φανερά επηρεασμένη από τη θρησκεία*. Και τούτο είναι φυσικό καθώς, όπως φαίνεται και από τους τίτλους των έργων του, προσπαθούσε να συνδυάσει τα δόγματα της χριστιανικής πίστεως με τις αρχές της μεταφυσικής*. Ανάμεσα στα έργα του διακρίνονται τα ακόλουθα: Ζ.3 ρΜοεορίιίβ
όβ Ιβ ΠΊέΙίιοάβ
όβ ίβίόπίίζ
(1840),
Ιίύβήό ( 1 8 4 8 - 1 8 4 9 ) , ίβ Γβίεοη βί Ιβ ( 1 8 6 3 ) , Οίεοουτε
Ιβίςυβε
πΐ0Γ3ΐβ
ίβ
(1884),
ΠβεήβΓΟίιβε
(1857), Ζ.3 ρΜοεορΜβ
( 1 8 7 7 ) , Ρπηάρβε
ανΙΙβΙίοη
(1887), Μοηυίορίβ( 1892).
βί
όβ 13
οίιπείίβηίεπΊβ 13
όβ 13 αογΒηεβ
Βιβλιογρ.: ΡίΙΙοη, Ζ.3 ρΜοεορίιίθ όβ ΟιβτΙβΒ 5θ€ίθΙβη. 1898.
Νικ. Οικονομίδης
Σέλερ Μαξ (δο^οΙβΓ, 1874-1928). Γερμανός φιλόσοφος ΚΟΙ ινωνιολόγος. Σημαντική υπήρξε η επίδραση της φαινομενολογίας* του Χούσσερλ' στις ιδέες του Σέλερ, καθώς και των θεωριών του Μπέρον, του Φραντς Μπρεντάνο*, του Νίτσε* κ.ά. Αλλά η εξαιρετική πρωτοτυπία και του δικού του στοχασμού είχε βαθύτατη επίδραση στους συγχρόνους του και ιδιαίτερα στον ηθικό και θρησκευτικό τομέα, με αποτέλεσμα να αποκληθεί ο "καθολικός Νίτσε". Το πιο σημαντικό του έργο είναι: Ο φορμαλισμός στην Ηθική των υλικών αξιών: Προσπάθεια για να ιδρύσουμε μιαν ατομική Ηθική (1916, "Χρονικά της φιλοσοφίας και της φαινομενολογικής έρευνας"). Σ' αυτό ασκεί κριτική στον "φορμαλισμό", στον ορθολογισμό της Ηθικής του Καντ*, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν υλικές αξίες και η ηθική αποτελεί τη νίκη επάνω στον κόσμο των άμεσων δεδομένων της διαίσθησης, ως αποτέλεσμα της βούλησης με την παρεμβολή μιας ορθολογιστικής τάξεως στα διαισθητικά δεδομένα. Αντίθετα, κατά τον Σέλερ, οι αξίες είναι "ουσίες" υλικές, και όχι λογικές, και περιλαμβάνονται σε μια διαίσθηση, όπου αυτές βρίσκονται εκ των προτέρων. Η βούληση δεν αποτελεί
300
παρά ένα δευτερεύον γεγονός, ενώ η βασική πράξη παραμένει η σύλληψη της αξίας. Η ηθική πράξη είναι εκείνη που πραγματοποιεί τη θετική αξία, έχοντας ως βάση τις ανώτερες αξίες και την υποταγή σ' αυτές. Η ηθική πράξη, ως εκ τούτου, είναι πάντοτε προσωπική, αλλά και κάθε πνεύμα είναι στην ουσία και τη βάση του προσωπικό. Με τις θέσεις του αυτές ο Σέλερ εμφανίζεται ως εκπρόσωπος της ηθικής προσωποκρατίας και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ηθική ζωή είναι ολόκληρη μια "συμμετοχή" σε πράξεις του πνεύματος, η οποία συμμετοχή δεν είναι κάτι άλλο παρά μια ολοκλήρωση σε ένα ον ανώτερο, τον θεό*. Παράλληλα και εφ' όρου ζωής τον απασχολεί Η θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Στο ομώνυμο έργο του, που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του (1929), απορρίπτει την "αρνητική" αντίληψη περί ανθρώπου, όπως αυτή εκφράζεται με τον βουδισμό* ή στη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ*, και εξαίρει τη "θετική" αντίληψη, η οποία απορρέει από την ελληνική φιλοσοφία, την οποία θεωρεί ανώτερη. Θεωρεί ότι πνεύμα* και ζωή* είναι υποταγμένα το ένα στο άλλο και ότι από τη δομή αυτή του ανθρώπου έχουν την προέλευσή τους όλες οι ικανότητές του και εξασφαλίζεται μια αδιάσπαστη ενότητα ανάμεσα στη συνείδηση του κόσμου, στη συνείδηση του ανθρώπου και στη συνείδηση του θεού. Για τον λόγο αυτό ο άνθρωπος είναι ένα μεταφυσικό ζώο, που ολοκληρώνεται με τη μεταφυσική*, η οποία εκφράζεται με την θρησκεία*. Αλλα έργα του: Φύση και μορφές του συναισθήματος της συμπάθειας (1923), Η ανατροπή των αξιών (1915-1919), Περί του αιωνίου στον άνθρωπο{ 1921), Κοινωνιολογία της γνώσεως (1924) κ.ά. Βιβλιογρ.: ννί((ιπ3πη. Μ. 5εΗθΙθίβίε ΕΙήίΚβπ. 1923.- ΜυΙΙβΓ Οι.. Οβ 13 ρίγο^οίοςίβ έ Γβηΐΐΐίοροίοςιθ έ Ιτ3νβτ$ Ι'οβυντβ όθ Μ. 5€Μθί.- Ουρυγ Μ., ί3 ρΝίοεορ!νβ όβ Μ. &/)β/βΛ 1959.- Ρπη95 Μ. 5.. Μ. 3ΟΜθγ. 1965. Απ. Τζαφερόπουλος
Σέλζαμ Χόβαρντ (5βΐ53ΠΊ, 1903-1970). Αμερικανός φιλόσοφος, οπαδός του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού* και σφοδρός πολέμιος των ιδεαλιστικών θεωριών. Τα πυρά του στράφηκαν ιδιαίτερα κατά του πραγματισμού* και του νεοθετικισμού*. Ασκησε κριτική στην ηθική του Καντ* και των υπαρξιστών από τη θέση ότι ο χαρακτήρας της ηθικής* είναι ταξικός. Ο Σέλζαμ στα έργα του ανέλυσε και υποστήριξε τον επαναστατικό ρόλο του μαρξισμού* μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες. Ε ρ γ α του: Πραγματι-
Σέλλινγκ σμός,
η φιλοσοφία
λισμού
λοσοφία,
ναΙυβΒ
του
( 1 9 5 5 ) · ννήβ( 1938)·
αμερικανικού
ί8 ρΜοεορήγ
ΕίΜοδ
ίη 3 ΓβνυΙβΙίοηβΓγ
3πό
ιμπερια( Τ ι ε ί ν α ι φι-
ρΓοςτβεε.
Νβνν
ννοίΐά ( Η θ ι κ ή και π ρ ό ο -
δος. Νέες αξίες στον επαναστατικό κόσμο, 1965). Απ. Τζ.
Σέλλαρς Ρόι (8ΘΙΙ3Γ5, 1880-1973). Αμερικανός φιλόσοφος, ένας από τους θεμελιωτές του κριτικού ρεαλισμού*. Ξεκίνησε ως αγνωστικιστής, για να καταλήξει στον υλισμό* και να διατυπώσει τη θεωρία του "εξελικτικού νατουραλισμού". Η φύση, κατ' αυτόν, είναι οργανωμένη σε επίπεδα: το ποιοτικό νέο εκδηλώνεται ως μετάβαση σε υψηλότερο επίπεδο, χωρίς να είναι αναγκαία η αναγωγή αυτού σε κατώτερο επίπεδο. Ο Σέλλαρς υποστήριζε επίσης ότι οι ηθικές κρίσεις και αξίες* έχουν χαρακτήρα συγκεκριμένο, δηλαδή ιστορικά και κοινωνικά καθορισμένο, ενώ στη θέση των θρησκευτικών δογμάτων, που τα απέρριπτε, τοποθετούσε έναν τύπο θρησκευτικού ανθρωπισμού. Εργα τ ο υ : ΟηΙίοβΙ
Απιβηοθη I.,
1969.-
ρΓΟΰΙθΓηε
τββίίεπι, Ν . Υ . , 1969.- ΒβίΙβεΙίοηε
ρΜοεορήγ Τϊιβ
οη
ΙΓΟΓΠ ννίΙΙιϊη, ΝΟΙΓΘ Ϋ Β Π Ί Θ , ρηηάρΙβε,
οίρΜοεορήγ,
ρβτεβοΐίνβε
εηά
Ν . Υ . , 1970.
Βιβλιογρ.: ΜβΙοίΐθΓ) Ν. Ρ.. ΠββΙίεπ). π>3ΐβήβΙίεηη 3ηό /Λβ
ωιηό. Τήβ ρΜοεορίιγ οί Π. IV. 8θΙΙβίε. 1968. Απ. Τζ.
Σέλλινγκ Φρειδερίκος - Γουλιέλμος Ιωσήφ (δοΙιβΙΙίης, 1775-1854). Εκπρόσωπος του λεγόμενου ρομαντικού ιδεαλισμού, μαζί με τον Φίχτε" και τον Έγελο*, οδήγησε τη φιλοσοφική σκέψη στην απόλυτη βασιλεία του φιλοσοφικού πανθεισμού και στην άκρως θεωρητική και διαλεκτική φιλοσοφία της φύσεως, που απέρριπτε την αποκλειστικά εμπειρική διάσταση του λόγου*. Με σπουδές στη θεολογία* καταρχήν και κατόπιν στη φιλοσοφία*, ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με τον Πλάτωνα*, τον Σπινόζα', τον Λάιμπνιτς*, τον Καντ* και τον Φίχτε*. Η ενασχόληση του και με τις φυσικές επιστήμες, σε συνδυασμό με την ένταξή του στον κύκλο των ρομαντικών στην Ιένα (Σλέγγελ', Νοβάλις*, Στέφφενς), συνέβαλαν στη διαμόρφωση των θεωριών του σχετικά με τη "φιλοσοφία της φύσεως" και τη "φιλοσοφία του πνεύματος", πάνω στις οποίες εργάστηκε καθ' όλη τη διάρκεια του βίου του. Η μοναδική ευκινησία του πνεύματος που τον διέκρινε τον οδηγούσε σε μια συνεχή μεταλλαγή των απόψεών του, στα
πλαίσια όμως μιας γενικότερης εξέλιξής τους. Αυτός ο διαρκής μετασχηματισμός που ακολουθούσε μια ανοδική πορεία, από απλούστερες στην αρχή συλλήψεις προς συνθετότερες στη συνέχεια, δεν αποτελούσε μόνο το χαρακτηριστικό της μεθοδολογίας του Σέλλινγκ αυτής καθ' εαυτήν, αλλά απηχούσε -όπως εξάλλου και οι θεωρίες που ανέπτυξε σχετικά με την ιστορία*- και τις επιδράσεις που δέχτηκε, εκτός από τον Λάιμπνιτς, τον Καντ και τον Φίχτε, και από τον Χέρντερ*. Ο Χέρντερ, που αντιμετώπιζε σκεπτικά το λογοκρατικό και μηχανιστικό πνεύμα που επικρατούσε στην εποχή του, πίστευε ωστόσο στην ιδέα της πορείας προόδου* που διαγράφει η ιστορία" και ο πολιτισμός*, κατ' αναλογία προς τον νόμο της προόδου που διέπει τη φύση, επηρέασε αποφασιστικά τον Σέλλινγκ κατά την πρώτη περίοδο του φιλοσοφικού του στοχασμού. Στηριγμένος τόσο στον Χέρντερ όσο και στον Καντ, ο Σέλλινγκ στην πρώτη αυτή φάση (17971800) συλλαμβάνει και συγκροτεί τη "φιλοσοφία της φύσεως" αλλά και τη "φιλοσοφία του πνεύματος", επεκτείνοντας εν πολλοίς την επιστημολογία του Φίχτε. Αντιδρώντας στο μηχανιστικό σύστημα που επικρατούσε τότε στη φυσική και τη βιολογία, αφομοίωσε και από τον Καντ και από τον Φίχτε τα στοιχεία εκείνα που τον έβρισκαν σύμφωνο - ο τελολογικός χαρακτήρας που διακρίνει τη φύση. σύμφωνα με τον Καντ, και το ζήτημα της ηθικής πράξης του ανθρώπου, που απασχολούσε τον Φίχτε-, απέρριψε όμως τόσο την εμμονή του Καντ στο θέμα της μηχανικής εξήγησης της φύσης* ως μόνης επιστημονικής, όσο και τη σύνδεση φύσης και ηθικής πράξης, στην οποία είχε προβεί ο Φίχτε. Ακολουθώντας τις απόψεις του Φίχτε για το "εγώ", τη συνείδηση, ο Σέλλινγκ θεωρούσε ότι το "εγώ" καθώς και ό,τι είναι ξένο προς αυτό συνιστούν συναρτησιακές μορφές μιας μοναδικής πραγματικότητας, την οποία ονομάζει "απόλυτο". Το "απόλυτο", κατά τον Σέλλινγκ, αποτελεί τη δημιουργούσα φύση, η οποία και πραγματοποιεί τη συνειδητή νόηση. Ώστε η φύση είναι το πνεύμα που καθίσταται ορατό και αισθητό, αλλά και το μέσον το οποίο χρησιμοποιεί το "εγώ" για να δημιουργήσει τη συνείδηση. Τότε πλέον το "εγώ", που διαθέτει τη συνειδητή νόηση συνάμα με την ελευθερία*, μπορεί να δράσει ηθικά. Και καθόσον είναι αναγκαίο το στοιχείο της ελευθερίας, η ηθική πράξη δεν είναι φυσικό φαινόμενο ή γεγονός. Εφόσον λοιπόν πραγματωθεί
301
Σέλλινγκ το συνειδητό "εγώ" χάρη κυρίως στο πνεύμα που η φύση φέρει εντός της, αίρεται αυτομάτως οποιαδήποτε αντίθεση την οποία τυχόν διακρίνουν άλλοι στοχαστές ανάμεσα, για παράδειγμα. στην ανόργανη και την οργανική φύση. Κατά συνέπεια, για τον Σέλλινγκ, ακόμα και το άψυχο και το νεκρό δεν είναι παρά ένα είδος ζωής ανεξέλικτο, το οποίο μπορεί, μέσα στα πλαίσια της φύσης* θεωρούμενης ως ασυνείδητης νόησης, να αναπτυχθεί. Εισάγει συνεπώς στη θεωρία του περί της φύσης την αρχή της εξέλιξης και επιχειρεί, εκκινώντας κάθε φορά από την έννοια της φύσης, να εξηγήσει τελολογικά τα δημιουργήματά της, ανιχνεύοντας τη σημασία την οποία κάθε βαθμίδα της φύσης κατέχει σε σχέση με το όλο. Στη "φιλοσοφία του πνεύματος" ο Σέλλινγκ προσπάθησε να καταδείξει πώς το "εγώ" κατορθώνει να αναπαριστάνει εντός του τη φύση, πώς δηλαδή η νόηση αποκτά αντικείμενο που συμφωνεί με αυτήν, καθόσον βεβαίως η αλήθεια*, ως συμφωνία μεταξύ παραστάσεως και αντικειμένου, απαιτεί τη σύμπτωση του υποκειμενικού με το αντικειμενικό. Τη λύση την έδωσε ο Σέλλινγκ επιστρατεύοντας τη νοητή εποπτεία, την ενόραση εκείνη κατά την οποία το "εγώ" αναπλάθει εντός του τα αντικείμενα, κατά κάποιο τρόπο "δημιουργεί" και έτσι κατανοεί τη φύση. Υπεδείκνυε κατ' αυτόν τον τρόπο πώς το πνεύμα εξελίσσεται από την αίσθηση στη δημιουργική νοητή εποπτεία, για να καταλήξει στις ενέργειες της απόλυτης βούλησης. Αρα η βούληση" δεν διαφέρει από την εποπτεία* και τη γνώση, αντίθετα την τελειοποιεί. Η βούληση ως συνειδητή έκφραση της γνώσης" οδηγεί στην πράξη", μέσω της οποίας το "εγώ", αλληλεπιδρώντας με άλλα πνεύματα, καταλήγει στη συνειδητοποίηση του εξωτερικού κόσμου ως πραγματικού αλλά και στη συνείδηση της δικής του ελευθερίας. Μέσα στην αλληλεπίδρασή τους στην ιστορία, τα ελεύθερα πνεύματα εκπληρώνουν με τη συνειδητή τους δράση την αναγκαιότητα του σκοπού που το "απόλυτο" έχει προαποφασίσει. Ετσι και η ιστορία μέσα στην εξελικτική της πορεία προκύπτει από το "απόλυτο εγώ", το οποίο χρησιμοποιεί την ελευθερία του ανθρώπου για να επιβεβαιώσει την αναγκαιότητά του. Αρα η ιστορία, κατά τον Σέλλινγκ, είναι η ιστορία του θεού", ένα δράμα θεϊκό, στο οποίο οι άνθρωποι διαμορφώνουν οι ίδιοι (ελευθερία) αλλά και ενσαρκώνουν το ρόλο που τους έχει δοθεί (αναγκαιότητα).
302
Η δεύτερη περίοδος της διανόησης του Σέλλινγκ (1801-1809) κατακλύζεται από την προσπάθειά του να ενοποιήσει, με βάση το απόλυτο, τη φιλοσοφία της φύσεως με τη φιλοσοφία του πνεύματος μέσα σ' ένα σύστημα πιο πλατύ, τη "φιλοσοφία της απόλυτης ταυτότητας". Κατά την περίοδο αυτή σημαντική επίδραση άσκησαν στο πνεύμα του ο Σπινόζα* και Τζορντάνο Μπρούνο*. Το εγχείρημά του να ταυτίσει το πραγματικό με το ιδεατό* δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς ήδη από την πρώτη περίοδο του στοχασμού του είχε καταδείξει ότι στην ουσία φύση και πνεύμα* είναι το ίδιο (βλ. παραπάνω). Το απόλυτο είναι η ταυτότητα την οποία αναζητά ο Σέλλινγκ και απ' αυτό αναγνωρίζει δύο μορφές ύπαρξης, την ενιαία και άπειρη του απόλυτου και την πεπερασμένη και διασπασμένη των καθ' έκαστα, καθώς υπάρχουν και δύο είδη γνώσης, η σαφής του λόγου* και η ασαφής της φαντασίας*. Η διάσπαση που χαρακτηρίζει τα άτομα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι χάνεται και η ενότητα του απόλυτου. Ο Σέλλινγκ, πιστός στην αρχή της εξέλιξης, αναγνωρίζει ότι καθένα από τα επί μέρους όντα εκφράζει ως κάποιο βαθμό το απόλυτο, χαρακτηρίζεται από μια σχετική ταυτότητα προς αυτό. Από την άλλη, κανένα ον δεν είναι μόνο υποκείμενο* ή μόνο αντικείμενο". Και τα φυσικά και τα πνευματικά φαινόμενα* είναι ενότητες πραγματικού - ιδεατού, μόνο που στα φυσικά επικρατεί το πραγματικό, ενώ στα πνευματικά το ιδεατό. Διακρίνει μάλιστα τρία στάδια του απόλυτου που υπάρχουν, που όμως εκδηλώνονται διαφορετικά στη φύση ως βαρύτητα, φως, οργανισμός, και στο πνεύμα ως εποπτεία, νόηση, λόγος. Η φύση είναι η πεπερασμένη έκφανση του απείρου", ενώ το πνεύμα η αναγωγή του πεπερασμένου στο άπειρο. Ετσι η εποπτεία" είναι πεπερασμένη, η νόηση* άπειρη και ο λόγος" απόλυτη γνώση. Ο Σέλλινγκ αποφασίζει τελικά την υποταγή του υλικού στο πνευματικό, πάντα μέσα στα πλαίσια της αρχής της εξέλιξης, διακηρύττοντας μέσω της ταυτότητας τον πανθεισμό". Στην τρίτη περίοδο της φιλοσοφικής πορείας του Σέλλινγκ (1809-1854), ο στοχαστής -επηρεασμένος κατ' αρχήν από την περί ελευθερίας* διδασκαλία του Ιακώβου Μπαίμε* και εν συνεχεία από το σχολαστικισμό* του Αριστοτέλη* και των Γνωστικών*, όταν εκθέτει τις ιδέες του περί μυθολογίας και αποκάλυψηςδέχεται το απόλυτο ως προαιώνια ενέργεια, που προχωρεί για να υπερνικήσει τη μελλοντι-
Σενγκόρ κή αναγκαία εμφάνιση των αντιθέσεων, πριν την ύπαρξή τους. Η νέα αυτή κατεύθυνση του στοχασμού του οφειλόταν στο ότι διέκρινε αδυναμία στην αναγκαιότητα της ύπαρξης της θρησκείας* και της ελευθερίας, καθόσον υπάρχει ταύτιση του "απόλυτου" με τη φύση. Και αυτό γιατί αν ο θεός* και ο κόσμος* ταυτίζονται, τότε ποιος ο λόγος ύπαρξης της θρησκείας και συνάμα πώς είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ "καλού"* και "κακού"* (ελευθερία) και πως είναι δυνατόν να εξηγηθεί η ύπαρξη του "κακού" μέσα στον κόσμο (το ασυμβίβαστο θεού - "κακού"). Παράλληλα όμως ο Σέλλινγκ δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς, από τη μια, ο κόσμος παράγεται από το "απόλυτο" και, από την άλλη, αν δεν ταυτίζεται με αυτό, πώς υφίσταται αυτοτελής. Την άρση του ασυμβίβαστου που προέκυπτε την επέτυχε εκφράζοντας μια θεωρία κατά την οποία η εξατομίκευση υπήρξε το πρώτο αμάρτημα των όντων (μυστικιστικές ανατολικές επιδράσεις υπάρχουν σ' αυτό το σημείο). Η "πτώση" των όντων, η ελεύθερη αυτή πράξη τους, τα οδήγησε στην έκπτωση της ύλης*, με συνέπεια η κατοπινή ιστορική τους πορεία να είναι μια προσπάθεια επιστροφής και ανόρθωσης στο πνεύμα, στο απόλυτο, στον θεό. Η επιστήμη, η τέχνη, η ηθική, η θρησκεία βοηθούν αυτή την επιστροφή. Ο άνθρωπος με την ελεύθερη δράση του, με τη δημιουργία, αντιτίθεται στην καθολική βούληση των νόμων της φύσης, όμως με αυτό τον τρόπο ανοίγει τον δρόμο για την εμφάνιση του κακού. Ωστόσο και το κακό υπηρετεί τον σκοπό της ιστορίας, καθώς η αποκάλυψη του αγαθού θεού μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την αντίθεση του με το κακό. Το κακό είναι πραγματικότητα που συντελεί στην ιστορική εξέλιξη, η οποία δεν είναι άλλη από την ασυνείδητη πορεία της ελεύθερης ατομικής βούλησης προς την υποταγή της στην καθολική βούληση. Στο σημείο αυτό ο στοχασμός του Σέλλινγκ προσέγγιζε τις θεωρίες του της πρώτης περιόδου. Για να αιτιολογήσει, τέλος, την άποψή του ότι μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο το γενικό, τη φύση του κόσμου, και όχι την πραγματική ύπαρξή του και τις διάφορες ποιότητές του, ισχυρίζεται ότι αυτά δεν μπορούν να παραχθούν λογικά. Απορρίπτει συνεπώς την κατά λόγον φιλοσοφία* αλλά και τη φιλοσοφία που στηρίζεται στην εμπειρία*, καθώς, όπως και στην πρώτη περίοδο, δέχεται ένα είδος μεταφυσικής εμπειρίας, που προκύπτει τόσο από τη θρησκεία της αποκάλυψης όσο και από τις παραστάσεις τις
κεκτημένες από τη μυθολογία*. Αυτού του είδους τη φιλοσοφία χαρακτηρίζει "θετική φιλοσοφία". Εργα του: Ιδέες για τη φιλοσοφία της φύσεως (1797)· Φιλοσοφία του πνεύματος (1800)· Εκθεση του φιλοσοφικού μου συστήματος (1801 )· Τζορντάνο Μπρούνο ή περί της φυσικής και θείας αρχής των όντων (1803)· Φιλοσοφικοί έρευναι περί της φύσεως της ανθρώπινης ελευθερίας (1809)· Έκθεση της αληθούς σχέσεως της φιλοσοφίας της φύσεως προς την βελτιωμένη φιλοσοφία του Φίχτε (1806). Βιβλιογρ.: Λούβαρη Ν., Η ιστορία της φιλοσοφίας, 1933.-
Κούτρα Ν . Θέματα φιλοσοφίας. Αθήνα, 1986.- Μουτσοπούλου Ε., Φιλοσοφία της καιρικότητας. Αθήνα, 1984.
Νικ. Οικονομίδης
σελλινγκιανισμός. Με τον όρο αυτό προσδιορίζουμε στο σύνολο τους τον χώρο και τους ανθρώπους που δέχτηκαν την επιρροή της θεωρίας του Σέλλινγκ*, σχετικά τόσο με την εξέλιξη στην ιστορία όσο και στη φύση. Ανάμεσα σ' εκείνους που ενστερνίστηκαν τις απόψεις του, και οι οποίοι γενικότερα ανήκουν ανάμεσα στους οπαδούς της γερμανικής αισθητικής, υπήρξαν ο Φ. Αστ (1778-1841), ο Γ. Γ. Βάγκνερ (1775-1841) και ο Κ. Β. Φ. Ζόλγκερ* (17801819). Η φιλοσοφία της φύσης του Σέλλινγκ, όμως, δεν επηρέασε μόνο καθαρά θεωρητικούς της φιλοσοφίας* αλλά και άλλους επιστήμονες, οι οποίοι στοιχειοθέτησαν τις δικές τους θεωρίες βασιζόμενοι ακριβώς στη φιλοσοφική ερμηνεία για τη γνώση της φύσης στην οποία είχε προβεί ο Σέλλινγκ. Ο Χ. Στέφφενς (1773-1845) εξέταζε τη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη με βάση την οργανική εξέλιξη της φύσης, όπως την είχε αντιληφθεί ο Σέλλινγκ. Ο Λ. Όκεν (1779-1851) μελέτησε την ιστορική εξέλιξη του οργανικού κόσμου στη Γερμανία ακολουθώντας τον διαλογισμό του Σέλλινγκ. Επιρροές από τον φιλόσοφο δέχτηκαν και άλλοι στοχαστές και ερευνητές στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι., όπως ο Γ. Β. Ρίττερ (1776-1810), Γκ. Χ. Σούμπερτ (17801860), I. Π. Β. Τρόζλερ (1780-1866). Επιρροές από τη φιλοσοφία του Σέλλινγκ δέχθηκαν και πολλοί Ρώσοι στοχαστές, εξαιτίας και της παρουσίας Γερμανών καθηγητών στα πανεπιστήμια της Μόσχας και του Χάρκοβο. Ανάμεσα στους πρώτους διακρίνουμε τους Μπούλε και Σαντ. Νικ. Οικονομίδης
Σενγκόρ Λεοπόλντ Σεντάρ (δθπςΜοΓ, 1906-).
303
Σενέκας Σενεγαλέζος φιλόσοφος και πολιτικός, ένας από τους ιδρυτές του "νεγριούντ" (νεγροσύνη). Συγκρίνοντας τον νεγροαφρικανικό με τον ελληνοευρωπαίκό πολιτισμό διαπιστώνει μια θεμελιώδη διαφορά. Στον πρώτο διακρίνει ως εγγενή χαρακτηριστικά τη διαίσθηση, τον συναισθηματισμό, την εικονικότητα και τον ρυθμό, ενώ στον δεύτερο την κυριαρχία του λογικού. Χαρακτηριστική είναι η γνωμική του φράση: "Η ευαισθησία ανήκει στον Νέγρο, το λογικό στον Ελληνα". Επισημαίνει ακόμη ως στοιχεία του αφρικανικού πολιτισμού τις αξίες αλληλεγγύης και αρμονίας στη σχέση ανθρώπου - φύσεως. Την πολιτιστική ανεξαρτησία της Αφρικής τη θεωρεί ως προϋπόθεση κάθε άλλης μορφής αυτοδιάθεσης, αλλά παράλληλα υποστηρίζει και μια σύνθεση των αφρικανικών πολιτιστικών αξιών με τις αξίες του δυτικού πολιτισμού, ιδίως του επιστημονικοτεχνικού. Οι πολιτικές του ιδέες προσανατολίζονται προς έναν αφρικανικό σοσιαλισμό, που θα στηρίζεται στην αλληλεγγύη και μέσω αυτού θα καταργεί τις ταξικές συγκρούσεις και την εκμετάλλευση, εξασφαλίζοντας έτσι την κοινωνική αρμονία. Ε ρ γ α του: ΝβΙίοη βί νοίβ θίήοθίηβ όυ
εοάβ/ίετηβ,
πίετηβ,
1964.
ΑΠ.
Ρ.,
Ρ.,
1961.- ΝβςπΙυόβ
1964.- Οπ ΑΙηοβη
βί
εοάθΐϊεπι,
ϊιυινβΝ.
Υ.,
Τζ.
Σενέκας Λεύκιος Ανναίος (Ιυείυε Απηββυε δβηβοθ, 2-65 μ.Χ.). Ρωμαίος φιλόσοφος, ποιητής και δραματουργός. Υπήρξε ένας από τους ονομαστούς και σημαντικούς Ρωμαίους στωικούς φιλοσόφους. Ωστόσο είχε δεχθεί επιδράσεις από τον Πλάτωνα*, τους Κυνικούς* και τον Επίκουρο*, με αποτέλεσμα να δείχνει εκλεκτικός. Τα κεντρικά σημεία της διδασκαλίας του Σενέκα ήταν η ηθική* και η μεταφυσική*. Η ηθική του είναι πρακτική: Διακηρύττει τον αυστηρό ηθικό βίο, την απλότητα, την ολιγάρκεια και την αγάπη προς τον πλησίον, που πραγματοποιείται με εκδηλώσεις μεγαλοθυμίας, οίκτου, πραότητας, συγγνώμης και αγαθοεργίας. Η αρετή* πρέπει να είναι ο άξονας των ενεργειών του ανθρώπου. Αυτή είναι το μοναδικό αγαθό, διότι οδηγεί την ψυχή στην αταραξία, την εσωτερική γαλήνη και την αδιάσπαστη πνευματική ισορροπία· ακόμη προετοιμάζει τη γνώση των ουρανίων πραγμάτων και κάνει τον άνθρωπο να κοινωνεί με το θείο. Η φιλοσοφία* είναι "έρως σοφίας" και είναι αχώριστη από την αρετή· διδάσκει τις ορθές πρά-
304
ξεις και την τέχνη του ενάρετου βίου. Ο σοψ -ς είναι εσωτερικά ελεύθερος, ισχυρός και με> ιλος, προ πάντων όταν πολεμάει το κακό και η δυστυχία. Η σοφία οδηγεί προς την ευτυχία με την εσωτερική ευδαιμονία και την πνευματική ηδονή. Η γνώση* που δεν οδηγεί στην ηθική διαπαιδαγώγηση είναι άχρηστη. Οι άνθρωποι είναι μέλη ενός κοινωνικού συνόλου και οφείλουν ανθρώπινη συμπεριφορά ακόμη και προς τους σκλάβους. Οι βασικές αρχές της κοσμοθεωρίας του συνίστανται στα εξής: Πρώτη αιτία των όντων είναι ο θεός* και ως κοσμική δύναμη διαπερνάει ολόκληρο τον κόσμο. Ο θεός είναι το πνεύμα του σύμπαν, ς, ο λόγος, η μοίρα, και με την πρόνοιά του κυβερνά τα πάντα. Η ανθρώπινη ψυχή" είναι μια απόρροια του πνεύμαι ς του θεού, που βρίσκεται φυλακισμένη μέο ι στο υλικό σώμα. Με την θεότητα μέσα της η ψυχή είναι αθάνατη και μετά τον θάνατο του σώματος μεταβαίνει στη γα,νήνη του θείου όντος, γι' αυτό και ο σοφός δεν πρέπει να φοβάται τον σωματικό - φυσικό θάνατο. Οι ηθικές και μεταφυσικές αντιλήψεις του Σενέκα τον φέρουν πολύ κοντά στον χριστιανισμό* και παρουσιάζουν στενή συγγένεια ιδίως προς την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου", με τον οποίο διατηρούσε επαφή, σύμφωνα με κάποιες φήμες. Ενώ όμως ο Σενέκας εμφανίζεται ως αδιάλλακτος ηθικολόγος και αξιώνει για τον εαυτό του τον ρόλο πνευματικού ηγέτη, ελέγχεται για ανακολουθία θεωρίας πράξεως. Κατηγορείται για το ότι, ενώ με ύφος αυστηρού ηθικοδιδασκάλου ευαγγελίζεται μιαν αρετή χωρίς συμβιβασμούς, ο ίδιος αποκαλύπτεται χωρίς ηθικό σθένος και αποδεικνύεται ασυνεπής προς τις αρχές του στην ιδιωτική του ζωή, υποκύπτοντας σε υλικές επιθυμίες και απολαύσεις και επικροτώντας ανήθικες πράξεις, όπως λ.χ. τη μητροκτονία του Νέρωνα, ο οποίος τελικά τον αντάμειψε διατάζοντας και επιβάλλοντας την αυτοκτονία του. Το κύριο φιλοσοφικά έργο του Σενέκα περιλαμβάνεται σε μια σειρά δέκα ηθικών πραγματειών με τον ενιαίο τίτλο ΟίβΙοβί. Τα επί μέρους βιβλία τιτλοφορούνται ως εξής και είναι ενδεικτικά του περιεχομένου τους: "Γιατί βρίσκουν δυστυχίες τους καλούς ανθρώπους", "Τον (στωικό) σοφό δεν μπορεί να τον θίξει ούτε η αδικία ούτε η προσβολή", "Περί οργής", "Προς την Μαρκία περί παραμυθίας", "Περί ευτυχισμένης ζωής", "Περί γαλήνης", "Περί αταραξίας της ψυχής", "Περί της συντομίας της
Σερβέτους ζωής", "Παρηγορία προς τον Πολύβιο" και "Προς την μητέρα Ελβία περί παρηγορίας". Μας άφησε και 124 επιστολές ("ΕρϊδΙυΙβθ ΓΠ0Γ3ΙΘ5"), πολλές από τις οποίες είναι ουσιαστικά μικρές φιλοσοφικές πραγματείες. Αλλά και ως δραματουργός έγραψε μια σειρά τραγωδιών, όπως: ΗβτευΙβε, Ρίιοβηίεεαβ, Μβάβε, Οβόίρυε, ΤϊιγθεΙθε κ.ά. Βιβλιογρ.: ΗΘΠΓΥ 0. - ΝΝΒΙΚΘΓ Β..
ΤβαΙυε
βηύ
3βηβεβ
(1963).- ΤπΙΙιΙζ$ςίι νν.. 8θηβ03$ Ββν/βίεΜωης (1962).0ο<χί3 Μ , / ΡίούΙβπιί όβΙ Οβ ΙΓΒ άι 5βηβ09 βΙΙβ Ιυεβ όβΙΙ' 3Π3ΐίει εΐιΐιείίοβ (1958).- 0ο<χί3 Μ.. ί3 εοηεοΐβΐίο ίη 3βηβ€β (1958).- δΙαίΊΐ <3 . Οίβ ΝθΙυτβΙβε ΟυββεΙίοηβε 5βηβ€3ε (1964).
Απ.
Τζαφερόπουλος
σενσουαλισμός, βλ. αισθησιαρχία Σέξτιοι ή ΣεξτΙων σχολή. Σχολή φιλοσοφίας*, που ιδρύθηκε στη Ρώμη από τον φιλόσοφο Σέξτιο Κοίντιο (δβχΐίυε) περί τα τέλη των αρχαίων χρόνων (περ. 50 π.Χ.). Η δράση της σημαδεύτηκε από τη φιλοσοφία του ιδρυτή της, που υπήρξε σύγχρονος του Ιουλίου Καίσαρα και του Οκταβιανού Αυγούστου. Ο Σέξτιος, έχοντας σπουδάσει στην Αθήνα, επηρεάστηκε από τη στωική αλλά και την πυθαγόρεια διδασκαλία και επεχείρησε με τη συγγραφή έργων πρακτικής φιλοσοφίας να θεμελιώσει ένα σύστημα βασισμένο στην ηθική* των στωικών* και την ασκητική των πυθαγορείων*. Αυτή η κατευθυντήρια γραμμή που χαρακτήριζε και τη σχολή των Σεξτιων - η άρνησή τους να συμμετέχουν στα κοινά της Ρώμης, αν και η Στοά πίστευε στην αρχή της δημόσιας δράσης, είναι στοιχείο διαφοροποίησης από τη στωική διδασκαλία- προσέδωσε στη σχολή τον χαρακτηρισμό του μοναδικού αυτόνομου φιλοσοφικού κινήματος που είδε ποτέ η Ρώμη να γεννιέται μέσα της. Ετσι οι Σέξτιοι διαχωρίζονται σήμερα από το σύνολο της ρωμαϊκής φιλοσοφίας, η οποία συλλήβδην χαρακτηρίζεται από έλλειψη πρωτοτυπίας και στείρα ανάπλαση του ελληνικού πνεύματος. Η διαφοροποίηση των Σεξτιων και από τον δημόσιο ρωμαϊκό βίο ήταν συνέπεια της αρχής της εγκράτειας που δίδασκαν, καθώς στόχευαν στο να καταστήσουν τη ζωή έναν διαρκή αγώνα του ανθρώπου κατά των ελαττωμάτων του. Βιβλιογρ.: Τσέλλερ Ε . . Η φιλοσοφία των Ελλήνων.- Λιαντίνη Δ.. Πολυχρόνιο,
Νικ.
εκδ. Πελασγός. Αθήνα, 1989.
Οικονομίδης
Σέξτος Εμπειρικός. Συγγραφέας της ύστερης
Φ . Α . . Δ-20
αρχαιότητας (περί το 200 μ.Χ. χρονολογούν το ίΙοΓυίί του). Ηταν γιατρός και η ιδιότητά του αυτή είναι ευδιάκριτη μέσα στα κείμενά του, τα οποία αποτελούν συνολική έκθεση και υπεράσπιση του αρχαίου "Σκεπτικισμού"*. Τα έργα του είναι: Πυρρώνειοι Υποτυπώσεις (επειδή ο Πύρρων* υπήρξε ο πιο φημισμένος εκφραστής του αρχαίου Σκεπτικισμού, που είχε τις ρίζες του στον Ξενοφάνη* και του Σοφιστές*), Προς Μαθηματικούς, Προς Φυσικούς, Προς Ηθικούς, Προς Γοαμματικούς και άλλα. Η βασική ιδέα που υπερασπίζεται είναι ότι για όλα τα θέματα υπάρχουν λόγοι αντίθετοι και ισοδύναμοι ("ισοσθένεια")· η διαπίστωση αυτή οδηγεί τον συνετό παρατηρητή σε "εποχήν" (= απροθυμία να πάρει θέση ανάμεσα σε αντίρροπες ισσσθενείς απόψεις)· η "εποχή" εξασφαλίζει ψυχική "αταραξία" ( Πυρρ. Υποτυπώσεις, 1. 8). Ο ίδιος ορίζει την "εποχήν" ως "στάσιν διανοίας δι' ην ούτε αίρομέν τι ούτε τίθεμεν"· επίσης, ορίζει την "αταραξία" ως "ψυχής αοχλησίαν" και υπερασπίζει τη θέση των Σκεπτικών ότι "παντί λόγω λόγος ίσος αντίκειται" (ο.π. 12), που ήταν παλαιά διακήρυξη του Πρωταγόρα* ("περί παντός πράγματος δύο εισίν λόγοι αντικείμενοι αλλήλοις"). Ο Σέξτος συνόψισε τους δέκα λόγους ("τρόπους") της διδασκαλίας των Σκεπτικών, που όλοι οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα, στο "επέχειν". Στην επιχειρηματολογία του για τη σχετικότητα των αισθήσεων, των ιδιοτήτων, των φαινομένων χρησιμοποιεί άφθονα παραδείγματα από την ανατομία και τη φυσιολογία του ανθρώπινου οργανισμού (καθότι γιατρός). Φ. κ. Βώρος
Σερβέτους Μιχαήλ (δβη/βΐυδ, 1511-1553). Ισπανός θεολόγος και γιατρός. Ασχολήθηκε με την έρευνα του προβλήματος της Αγίας Τριάδος και με την κυκλοφορία του αίματος, προκαλώντας την αντίδραση του εκκλησιαστικού και του ιατρικού κατεστημένου της εποχής του. Υποστήριζε ότι ο Λόγος του Θεού είναι ένας τρόπος έκφρασης αυτού, το Αγιο Πνεύμα η κίνηση και η δύναμη του Θεού μέσα στην καρδιά του ανθρώπου και ο Υιός η ένωση του αιώνιου Λόγου* του Θεού με τον άνθρωπο Ιησού. Προχωρώντας ακόμη πιο πέρα, απέκρουσε το σύμβολο της πίστεως*, υποστηρίζοντας ότι αυτό υποτιμά τον Θεό πατέρα και τον Χριστό υιό, γιατί υποβαθμίζει την ανάσταση του Χριστού και μειώνει τον ρόλο της Εκκλησίας. ΓΓ αυτό διακήρυξε την ανάγκη επιστρο-
305
Σέρμπουρυ φής στις απόψεις τις πριν από τη σύνοδο της Νικαίας. Σχετικά με την κυκλοφορία του αίματος υποστήριξε την πρωτοφανή για την εποχή του θεωρία ότι αυτό κατευθύνεται από την καρδιά στους πνεύμονες και επιστρέφει σ' αυτήν μέσω των αρτηριών και των φλεβών αντίστοιχα. Ο Σερβέτους κατηγορήθηκε για όλα αυτά ως αιρετικός από τους καλβινιστές και με τη σύμπραξη του ίδιου του Καλβίνου* καταδικάστηκε σε θάνατο και θανατώθηκε επάνω σ τ η ν πυρά. Έ ρ γ α τ ο υ : Ο β ΤπηίΙβΙυ
βηοΓίόυε
VII (1531),
Ιίδη II ( 1 5 3 2 ) ,
ΒίόΙίβ
ΟίθΙοςοωπΊ
530Γ3
βχ
όβ ΤήηίΙβΙβ
53Π0(ί5
ΡθΓβςΓίΠί
Ιίόή
ΐΓ3Γ)5ΐ3ΐίθΠΘ
(1542). Επίσης έγραψε βιβλίο περί ιατρικής και φυσιολογίας (1536), καθώς και περί αστρολογίας και μετέφρασε τη Γεωγραφία του Πτολεμαίου. Απ Τζ.
Σέρμπουρυ (ΟΓΐθΓϋυΓγ) Έρμπερτ - Εδουάρδος (Αγγλία, 1583-1648). Υπήρξε στρατιωτικός και διπλωμάτης με έντονη δράση στους πολέμους με την Ολλανδία και την Ισπανία. Η ευφυία και η πολυσχιδία του πνεύματός του, σε συνδυασμό με τις έντονες γνωστικές ανησυχίες του, τον οδήγησαν στη συγγραφή αρκετών φιλοσοφικών έργων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το ΤΓ3βΐ3(υε
όβ
νβπίβίβ.
Αυτό
υπήρξε
και
το
πρώτο δοκίμιο μεταφυσικής*, προϊόν της αγγλικής φιλοσοφικής διανόησης. Στηριζόμενος στην έμφυτη βεβαιότητα του ανθρώπου απέναντι σε ορισμένα πράγματα, ο Σέρμπουρυ θεμελιώνει τη θεωρία του σχετικά με την αλήθεια*, κηρύσσοντας ότι οι έμφυτες ικανότητες του ανθρώπου, σε συνδυασμό μεταξύ τους και προσαρμοσμένες στο αντικείμενο τους, μπορούν να οδηγήσουν στην αλήθεια. Επιμερίζει μάλιστα την αλήθεια σε τέσσερα είδη, ανάλογα με τη σχέση υποκειμένου - αντικειμένου: α) αλήθεια του αντικειμένου, προκύπτουσα από την άμεση αίσθηση που είναι αλάθητη, β) αλήθεια του φαινομένου, γ) αλήθεια της αντίληψης, δ) αλήθεια της διάνοιας, προϊόν της έμμεσης αίσθησης. Αντιστοιχούν συνεπώς σε κάθε είδος αλήθειας τέσσερεις κατηγορίες αισθήσεων: I) το "έμφυτο ένστικτο" στο οποίο ανήκουν οι κοινές έννοιες", (ποίίΐίδθ οοιτιιτιυηβδ), θείες και αναμφισβήτητες, που κάνουν δυνατή την εμπειρία* χωρίς ούτε να αποδεικνύονται ούτε να συμπεραίνονται από άλλες· χαρακτηριστικά τους είναι η προτεραιότητα, η ανεξαρτησία, η βεβαιότητα, η αναγκαιότητα, η αμεσότητα και η καθολικότητα- II) η "εσωτερική αί-
306
σθηση" (δβπδυδ ίπΙβΓηυδ)· III) η "εξωτερική αίσθηση" (δβπδυδ βχΙβΓπυδ) και, τέλος, IV) το "λογικό" (άίδουΓδυδ). Όλες τις ικανότητες ο Σέρμπουρυ τις θεωρούσε αλάθητες, αν τις χρησιμοποιεί κανείς με ορθότητα. Και στη θρησκεία* ο Σέρμπουρυ διαπίστωνε τη δύναμη των έμφυτων αισθήσεων χάρη στις οποίες ο άνθρωπος κατακτά και εκεί τη βεβαιότητα. Δεχόταν έτσι ως θεμελιώδη τη φυσική θρησκεία*, αφού αυτή δίνει στον άνθρωπο τα απόλυτα δόγματα. Μ' αυτή τη συλλογιστική ερχόταν σε αντίθεση με την επίσημη Εκκλησία και με κάθε ιστορική θρησκεία κατώτερη της φυσικής θρησκείας. Αλλα έργα του ήταν τα ε ξ ή ς : Οβ οβυείε
βΓΓΟΓυπ) και Ο β Γβ/ίςίοηβ
ςβηΐί-
ΙϊυΓπ. Νικ. Οικονομίδης
Σεστόφ (ψευδώνυμο του Λ ε φ Ισαόκοβιτς Σβάτσμαν, 1866-1938). Θρησκευτικός φιλόσοφος υπαρξιστικής κατεύθυνσης, φιλόλογος. Σπούδασε στη Ρωσία· μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση έφυγε (το 1920) στην Ευρώπη. Η φιλοσοφική του τοποθέτηση μπορεί να χαρακτηριστεί σύντομα ως: μαχόμενος ανορθολογισμός, ασυγκράτητος αντιδιανοητισμός. Από την άποψη αυτή, οι προγενέστεροι του: Πασκάλ', Κίργκεγκορ*, Νίτσε* και Ντοστογιέφσκι* δεν είναι παρά μετριοπαθείς ιρρασιοναλιστές και αντιεπιστημονιστές. Διακατεχόταν από μια και μοναδική ιδέα: τη συντριβή του λογικού, το οποίο θεωρούσε ως την πηγή της καταπίεσης που ασκεί το απρόσωπο (δηλαδή το γενικό και υποχρεωτικό) επί της προσωπικότητας (δηλαδή του προσωπικού και ανεπανάληπτου). Ο Σεστόφ διακηρύσσει ότι η ανθρωπότητα έχασε το μυαλό της με την ιδέα της "λογικής εννόησης" ("αποθέωση του ανεδαφισμού"). Υπενθυμίζει ότι ο Αριστοτέλης* δίδασκε πως η διαδικασία της γνώσης περιλαμβάνει μόνο το αναγκαίο και το γενικά υποχρεωτικό, ενώ απορρίπτει κάθε τι το τυχαίο, το ενικό και ανεπανάληπτο. Αυτό σημαίνει ότι η επιστήμη δεν απεικονίζει την πραγματικότητα, αλλά δημιουργεί τη δική της αλήθεια. Με λίγα λόγια η επιστήμη και το λογικό παραποιούν την πραγματικότητα, μετατρέποντας το πραγματικό σε αναγκαίο. Οι αλήθειες της επιστήμης, χρήσιμες στην καθημερινή ζωή, αδιαφορούν για τα βάσανα και τον θάνατο του ανθρώπου· κάνουν τον άνθρωπο δούλο του γενικά παραδεκτού, του στερούν την ελευθερία και τη δημιουργικότητά του. Συμπέρασμα: ο άνθρωπος πρέπει
σήμα να αποτινάξει"... την εξουσία των αδιάφορων για όλα αληθειών" (Αθήνα και Ιερουσαλήμ). Στο λογικό και την κατηγορηματική απόρριψη των γενικά αποδεκτών κανόνων της κουλτούρας, περιλαμβανομένων και των ηθικών κανόνων, ο Σεστόφ αντιπαραθέτει τη θρησκευτική πίστη, στην οποία βλέπει τον δρόμο προς τη σωτηρία του ατόμου, την πραγματική αλήθεια και την ελευθερία*. Σύμβολα αυτής της αντιπαράθεσης αποτελούν η Αθήνα (παραδοχή των "αιώνιων αληθειών" της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας) και η Ιερουσαλήμ (Αποκάλυψη, πίστη στον Θεό). Ωστόσο, ο Θεός, για τον οποίο κάνει λόγο ο Θεός, μην έχοντας τίποτε το κοινό με τον Λόγο, την Τάξη και τον Νόμο, λειτουργεί ως ενσάρκωση της αχαλίνωτης αυθαιρεσίας και βρίσκεται "εκείθεν του καλού και του κακού". Ο Σεστόφ αποκαλύπτει με ακρίβεια την αδυναμία του ορθολογισμού* και τον κίνδυνο του επιστημονισμού, αλλά το φάρμακο που προτείνει (ο βολονταρισμός* και ο αμοραλισμός") είναι χειρότερο από την ίδια την αρρώστια. Βιβλιογρ.: Ζενκόφσκι Β . Β.. Ιστορία της ρωσικής φιλοσοφίας. τ. 2. μ. 2. Λ.. 1991.- Ε ρ ο φ έ ε φ Β.. Ενα μόνο απομένει: η αυθαιρεσία. "Βαπρόσι λιτερατούρι". Μ.. 1975, αρ. 10 - ννβζηίΐ3πι ϋ. Ο., Γινο ΡΙυ$$ΐ3η ίΛ/πΚβΓί. ΤΟΓΟΓΚΙΟ. 1968.
θεοχ.
Κεσσίδης
Σέτσενοφ Ιβάν Μιχάιλοβιτς (1829-1905). Θεμελιωτής της ρωσικής αντικειμενικής ψυχολογίας, φιλόσοφος φυσιοκράτης (νατουραλιστής). Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Μόσχας (1856), δίδαξε στα πανεπιστήμια του Νοβοροσίισκ, της Πετρούπολης και της Μόσχας, εκλέχτηκε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας επιστημών της Πετρούπολης. Έγινε παγκόσμια γνωστός με την ανακάλυψη της "κεντρικής αναστολής" (της ανασχετικής επίδρασης των ανώτερων νευρικών κέντρων στο μυϊκό σύστημα). Στην πραγματεία του Τα αντανακλαστικά του εγκεφάλου (1863) διετύπωσε την άποψη ότι"... όλες οι πράξεις της ενσύνειδης και της ασύνειδης ζωής αποτελούν, από την άποψη της προέλευσης τους, αντανακλαστικά". Διεπιστώνοντας ότι οι ψυχικές διαδικασίες είναι αναπόσπαστες από τις νευρικές (νευροφυσιολογικές), έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία της φυσικοεπιστημονικής (αντικειμενικής) ψυχολογίας. Απέρριπτε την ψυχολογία που στηρίζεται μόνο στα δεδομένα της συνείδησης και διατύπωσε τη θέση της αυτοτέλειας των πνευματικών διαδικασιών: "Αφού η
πνευματική ζωή μπορεί ν" αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, αυτό σημαίνει ότι αποτελεί φαινόμενο γήινο". Η άποψη της φυσικοεπιστημονικής έρευνας των ψυχικών διαδικασιών αναπτύχθηκε περαιτέρω στα έργα του μεγάλου φυσιολόγου I. Π. Πάβλοφ* και άλλων Ρώσων και σοβιετικών επιστημόνων. Επιλογή φιλοσοφικών και ψυχολογικών έργων του Σέτσενοφ εκδόθηκε στη Μόσχα το 1947. θεοχ.
Κεσσίδης
σήμα. 1. Σύμφωνα με την επικοινωνιακή θεωρία του Λούις Πριέτο*. το σήμα θεωρείται ένα είδος "εργαλείου", που ως λειτουργία του έχει τη μετάδοση μηνυμάτων. Με τα εργαλεία αυτά ο άνθρωπος μπορεί να ασκεί επιρροή στο περιβάλλον του μεταδίδοντας μηνύματα στα άλλα μέλη της κοινωνικής του ομάδας. Πρόκειται, φυσικά, για μια επικοινωνιακή διαδικασία που εμφανίστηκε όταν η κοινωνική ζωή είχε ήδη γνωρίσει σημαντικό βαθμό ανάπτυξης. Ο άνθρωπος συλλαμβάνει τον εξωτερικό κόσμο στηριζόμενος στα σημαινόμενα των σημάτων. Ο πομπός ενός σήματος προβαίνει σε μια σημειακή πράξη, δηλαδή επιζητεί να πληροφορήσει, να ερωτήσει ή να μεταδώσει κάποια εντολή σε κάποιον δέκτη. Για να επιτελεστεί η εν λόγω σημειακή πράξη μέσω του σήματος θα πρέπει να συντρέξουν δύο προϋποθέσεις: Αφ' ενός να αντιληφθεί ο δέκτης του σήματος την πρόθεση του πομπού να μεταδώσει μήνυμα μέσω του σήματος. Αφ' ετέρου, να αναγνωρίσει ο δέκτης το συγκεκριμένο μήνυμα. Η πρώτη προύπόθεση πληρούται με το δεδομένο πως η παραγωγή ενός σήματος από μόνη της δείχνει την πρόθεση του πομπού να μεταδώσει μήνυμα. Ως προς την δεύτερη, το πώς δηλαδή ο δέκτης επιλέγει τελικά το μήνυμα που αποδίδει το σήμα, διαπιστώνουμε ότι: α. το σήμα επιδέχεται κάποια από τα πιθανά μηνύματα, ενώ αποκλείει κάποια άλλα, γεγονός που ο δέκτης γνωρίζει εκ των προτέρων και επομένως δεν έχει παρά να επιλέξει μόνον μεταξύ των αποδεκτών μηνυμάτων, και β. η επιλογή επιτυγχάνεται με τη βοήθεια των "περιστάσεων" μέσα στις οποίες παράγεται το σήμα και οι οποίες αποτελούν μια συμπληρωματική ένδειξη του μηνύματος. Υπάρχουν τόσο λεκτικά όσο και οπτικά, κινησιακά κ.ά. σήματα. 2. Στη σημειολογία, το σήμα (ή σήμημα) θα μπορούσε να ορισθεί ως η ελάχιστη σημασιολογική μονάδα που σήμερα αποκαλείται "σημασιολογικό διακριτικό χαρακτηριστικό". Πρό-
307
σημαίνον / σημαινόμενο κείται για τη μονάδα που, ενώ μορφικά δεν μπορεί να αναλυθεί περαιτέρω, μπορεί να αναλυθεί σημασιολογικά. Η λογική αυτή θεωρία του σημαινομένου στηρίχθηκε αρχικά στην ώθηση που έδωσε η κατ' αρχάς σφαλερή υπόθεση του Η]θΐΓΠ5ΐ8ν που επεζήτησε να αναλύσει τις ελάχιστες σημαίνουσες μονάδες σε μικρότερες ακόμη μονάδες (μορφές) περιεχομένου, κατ' αντιστοιχία με εκείνες της έκφρασης. Για τον Ζωρζ Μουνέν, τα σήματα αντιστοιχούν στον πρώτο βαθμό άρθρωσης της γλώσσας (ήτοι σε λέξεις). Δημ. Τσάτσο ύλης
σημαίνον / σημαινόμενο. Ο Ρ. άβ δβυδδυΓβ*, ελβετός γλωσσολόγος των αρχών του αιώνα μας και ιδρυτής της δομικής γλωσσολογίας, είναι που εισήγαγε την έννοια του σημείου*. Στον ίδιο επιστήμονα οφείλουμε και τη διάκριση της έννοιας του σημείου σε δύο επίπεδα: το σημαίνον και το σημαινόμενο. Τα οποία, όμως, δεν πρέπει να εκλαμβάνουμε ως κάτι το ξεχωριστό, αλλά ως κάτι το ενιαίο: "σαν τις δυο όψεις ενός φύλλου χαρτιού". Το "σημαίνον" συνιστά το υλικό μέρος του σημείου, τη μορφή του. Στη γλώσσα, η λέξη π.χ. "δέντρο" αποτελεί ένα σημείο. Το σημαίνον του σημείου αυτού στη μεν γραπτή έκφραση σχηματίζεται από τα μαύρα σημάδια (γράμματα) (δ.ε.ν.τ.ρ.ο.), που τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο σχηματίζουν τη λέξη "δέντρο". Στην προφορική του έκφραση το ίδιο σημαίνον σχηματίζεται από τα κύματα αέρος, δηλαδή τον ήχο, που παράγουν τα φωνητικά μας όργανα προφέροντας την λέξη αυτή. Το "σημαινόμενο" είναι το νόημα, η έννοια, η σημασία του σημείου. Στο συγκεκριμένο γλωσσικό παράδειγμα, σημαινόμενο του σημείου "δέντρο" είναι η σημασία που αντιλαμβάνεται ο καθένας μας ακούγοντας ή διαβάζοντας την λέξη αυτή, η ιδέα δηλαδή που σχηματίζουμε στο μυαλό μας. Σημαίνον και σημαινόμενο είναι αλληλένδετα και αδιάσπαστα μεταξύ τους έτσι ώστε το σημαίνον "δέντρο" (η γραπτή ή προφορική μορφή του) να ανακαλεί αυτόματα στο μυαλό μας το σημαινόμενο του, τη σημασία, δηλαδή, "δέντρο". Φυσικά το γλωσσικό σημείο "δέντρο" υποκαθιστά το πραγματικό αντικείμενο αναφοράς του, δηλαδή το πραγματικά δέντρο που βρίσκεται στη φύση. Λέμε, δε, ότι η σχέση μεταξύ των δύο είναι αυθαίρετη, διότι τίποτε δεν μας υποχρεώνει να ονομάζουμε αυτό το πράγμα που
308
έχει κορμό και φύλλα ως "δέντρο". Από την άλλη η "σήμανση" (δίςηίίίεβίίο), ήτοι η σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου, είναι συμβατική: η συγκεκριμένη μορφή παραπέμπει στη δεδομένη σημασία, διότι αυτό έχουμε κοινωνικά αποδεχτεί προκειμένου να επιτυγχάνουμε καλύτερα αν σκεφτούμε πως για το ίδιο αντικείμενο αναφοράς "δέντρο" οι διαφορετικές γλώσσες διαθέτουν διαφορετική ηχητική και γραφική αναΓαράσταση: ΐΓββ, ΘΓ&ΓΘ κ.λπ.
Εξάλλου, όπως έχει χαρακτηριστικά ειπωθεί, η λέξη / σημείο "σκύλος", σε αντίθεση με το πραγματικό αντικείμενο αναφοράς του, δηλαδή τον πραγματικό σκύλο, δεν δαγκώνει. Το όλο πρόβλημα θα λέγαμε πως ανάγεται ήδη στη φιλοσοφία* του Πλάτωνα*, όπου στον Κρατύλο' γίνεται λόγος για τη σχέση μεταξύ ονομάτων και πραγμάτων, κατά πόσο δηλαδή η μεταξύ τους σχέση θα χαρακτηριζόταν ως "φύσει" (αιτιολογική) ή "θέσει" (συμβατική). Δημ. Τσατσούλης
σημαντική ή σημασιολογία (δβπιβηίίοδ - δόΓηβπΙίςυβ). Κλάδος της γλωσσολογίας, που ασχολείται με τη μελέτη της σημασιολογικής δομής της γλώσσας αλλά και ο τομέας της γραμματικής που αναλύει τη σημασία των λέξεων, ερμηνεύει τη σημασιολογική δομή των προτάσεων ή, ακόμη, παράγει, βάσει σημασιολογικών προτύπων καθολικού χαρακτήρα, τις προτάσεις. Στη σημασιολογία, όπως βέβαια και σε όλους τους κλάδους της γλωσσολογίας, η διερεύνηση των φαινομένων γίνεται σε δύο επίπεδα: το συγχρονικό και το διαχρονικό. Στα πλαίσια της συγχρονικής γλωσσολογίας αναπτύχθηκαν δυο περαιτέρω κατευθύνσεις. Ο ευρωπαϊκός δομισμός αντιμετώπισε την εξέταση της σημασίας παράλληλα προς τη μορφή των λέξεων, τη στιγμή που η αντίστοιχη αμερικανική κατεύθυνση (ΒΙοοΓΓίίίβΙά) απέρριψε συνολικά τη σημασία της λέξης ως αντικειμένου επιστημονικής μελέτης του γλωσσικού κώδικα. Στον χώρο της γενετικής - μετασχηματικής θεωρίας ο Ν. ΟΐΊοπΊδΚγ* αρχικά, στη διατύπωση της θεωρίας του στο έργο 5γηΐ30ΐί0 5ίωο(υΓβ5. αγνόησε τον τομέα της σημασιολογίας για να τον εισαγάγει αργότερα με ερμηνευτική λειτουργία στο έργο του ΑερβοΙε οί Ιίιβ Ιίιβοτγ οί εγπίαχ. Η διαχρονική σημασιολογία, με ιστορικο-συγκριτικό χαρακτήρα, έχει ως αντικείμενο μελέτης τις μεταβολές σημασίας στις λέξεις. Ο βασικός εκπρόσωπος της διαχρονικής σημα-
σημείο σιολογίας ϋ. ΒΓΘ3Ι περιέγραψε ως θεμελιώδεις στα πλαίσια της μεταβολής της λεξικής σημασίας τις διαδικασίες της επέκτασης, στένωσης, μεταφοράς και μετασχηματισμού. Στην εξέλιξη της γλωσσικής επιστήμης η μελέτη της σημασίας κατέστη αντικείμενο ενός σταθερά αυξανόμενου ενδιαφέροντος, με κορύφωση του φαινομένου αυτού στις μέρες μας, ενώ παγιώθηκε και ο διεπιστημονικός διακλαδικός χαρακτήρας της σημασιολογικής έρευνας υπό την επίδραση κυρίως της φιλοσοσοφίας της γλώσσας* (ννίΗςβηδΙθίη*, ΑυεΙίη, 03ΓΠ3ρ*). Νεότεροι κλάδοι, όπως η Υφογλωσσολογία και η Κειμενολογία, τέλος, συνέβαλαν στη γένεση της Πραγματολογίας και στην καθιέρωση της διάκρισης μεταξύ προτασιακής και κειμενικής σημασίας. Βιβλιογρ.: ΒΓΘΒΙ Μ.. £553/ άβ εόποηΐίηυβ.
("δοΐθποβ όθ5
5ΐ9πιΙιε3ΐιοη5").
ΟΜοΓηςΚγ
Ρ3π$.
ΗβςήεΗθ.
1943.-
Ν..
ΑερβοΙε οί ί/ιβ (Λβο/> οί εγηΐβχ. ΟβΓηϋπύςβ Μ335.. Τήβ
ΜΙΤ ΡΓΒ55. 1965 - Μπαμπινιώτης Γ.. Εισαγωγή στη Σημα-
σιολογία. Αθήνα. 1985. Αθαν. Νάτσης
σημαντική γενική (9βπβΓ3ΐ 5βπΐ3ηίί05 - 56ΓηβπΙίςυβ ςόηόΓβΙβ). Κίνημα που υπό μορφήν πολιτιστικής ανθρωπολογίας αποσκοπούσε στη βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων αλλά και του ανθρώπου με τον κόσμο, κατεύθυνση οι αρχές της οποίας διατυπώθηκαν από τον Πολωνό μαθηματικό Α. ΚοτζγΙ>8ΐ<ί (1879-1950). Δεχόμενη ότι η γλώσσα συνιστά όχι μόνον εργαλείο αλλά και αυτόνομη δύναμη, η γενική σημαντική εξετάζει τη γλωσσική επικοινωνία στα πλαίσια της συμπεριφοράς, επιδιώκει τον φωτισμό των σημασιολογικών αντιδράσεων και έρχεται να συμβάλει στη θεραπεία της κακής χρήσης της γλώσσας, που θεωρείται πηγή συγκρούσεων στο πεδίο της επικοινωνίας και αίτιο ψυχικών παθήσεων. Μελετώντας το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας και απορρίπτοντας το αριστοτελικό σύστημα των δίπλευρων κρίσεων καθώς και το δομικό πρότυπο της πρότασης "υποκείμενο - κατηγόρημα", ο ΚοτζγΙ)δΙ<ί υποστήριξε τη μη καθολικότητα του νόμου του αποκλεισμού του τρίτου και διερεύνησε συστηματικά την πρόταση της ταυτότητας. Θεμελιώδεις θέσεις της γενικής σημαντικής αποτελούν: α) Ο ισομορφισμός της σχέσης μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας, β) Η μη λεπτομερής παράσταση όλων των πραγματικών φαινομένων από τη γλώσσα, γ) Η δυνατότητα χρησιμοποίησης της γλώσσας ως μεταγλώσσας.
Η διάδοση της γενικής σημαντικής στις ΗΠΑ κατά την περίοδο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ευρύτατη, ενώ τις απόψεις του ΚοτζγόδΚί ανέπτυξαν περαιτέρω οι ΗβγβΚβννβ, νν. ϋοίιπδοπ κ.ά. Βιβλιογρ.: ΒΙοπι ϋ-Π. - ΟυπιρβΓΖ ϋ., 3ΟΟΙ3Ι τηββηίπβ ίπ
ϋηςυίβΐίε
εΙηκΛυτβε,
"Τίιβ ΕΙίιηοςΓ3ρ(ιγ οί ςοπίΓηυπίςβ-
ίΐηβ ίηίΓΟόυοΙίοη Α 13 εόποηΐίηυβ. Ρ3γοΙ, Ρβήε, 1969.- Δημητρίου Σ., Λεξικό όρων Σημαντικής 4, Καστανιώτης. Αθήνα, 1986.- ΚΪΘΙΘΓ Ρ., £553/5 όβ εόπιβηΐίιιυβ ςβηβΓβΙβ. ΠβρβΓί - Μ3ΓΠ6. Ρ3ΓΙ8. 1974 - 81)3(1 Α., ίβηρβρβ βί οοηη3ί53Π0Θ, ΡοίπΙδ, Ρ3ΓΙ5. 1969. Αθαν. Νόταης Ιϊοη", ΗοΙΙ βίε., Νβνν ΥΟΓΚ. 1972.- Οθ ΜβυΓΟ Τ.,
σημασία. Στα πλαίσια της θεωρίας του γλωσσικού σημείου που εισηγιρηκε ο Ρ. άθ δβυδδυτβ*, η έννοια η συνδεόμενη στον νου του ομιλητή προς την ακουστική εικόνα ή σημαίνον. Η μετα-σωσυρική γλωσσολογική έρευνα θεώρησε τη γλωσσική σημασία -ήδη νοούμενη κατά τον δβυδδυτβ ως στοιχείο ενός συστήματος σημείων- ως μονάδα του επιπέδου του περιεχομένου και διερεύνησε περαιτέρω την έννοια του σημασιολογικού πεδίου. Χαρακτηριστική της λεγόμενης δομικής σημασιολογίας είναι η μελέτη και έρευνα σε επίπεδο συστατικών, που εγγράφεται στην προβληματική και της γενετικής θεωρίας, η οποία έθεσε το ζήτημα της παράστασης της προτασιακής σημασίας· το θέμα, αντίθετα, της παράστασης της κειμενικής σημασίας αντιμετωπίζεται από την κειμενολογία, τοποθετείται δε μεταξύ σημασιολογίας και πραγματολογίας. Βιβλιογρ.:
ΟΙΙΟΓΤΙΪΚΥ
Ν.,
51υόίβ$
οπ
εβσιβηΙ.\$
ίπ
9βπβΓ3ΐίνβ 9Ί3ΠΐΠ}βτ. ΤΙΊΘ Η3011Θ: ΜουΙοη. 1972.- <3ΓΘΙΓΤ13$ Α.. 5 έπιβπΐιηυβ εΐηκίυτβίβ.
ΗβςΙ\βκί\β όβ πιύΙΙιοόθ. Ρ3Π5,
1_3Γθυ55θ, 1966 - Μπαμπινιώτης Γ.. Εισαγωγή στην Σημα-
σιολογία, Αθήνα. 1985. Αθαν.
Νάτσης
σημείο. Το σημείο είναι πάντα η ένδειξη μιας πρόθεσης να μεταδοθεί κάποιο νόημα. Αυτό σημαίνει ότι το σημείο είναι μια ελάχιστη ανεξάρτητη μονάδα σημασίας, που μας χρειάζεται όταν θέλουμε να συντάξουμε και να μεταδώσουμε ένα μήνυμα στο πλαίσιο μιας επικοινωνιακής διαδικασίας. Ετσι, για παράδειγμα, η κίνηση του κεφαλιού μας, ανάλογα με την κατεύθυνση που ακολουθεί, είναι η ένδειξη μετάδοσης μιας αρνητικής ή καταφατικής σημασίας στο πλαίσιο επικοινωνίας δύο ή περισσοτέρων ατόμων. Ως σημείο θεωρείται οτιδήποτε μπορεί να εκληφθεί ως σημασιακό υποκατάστατο κάποιου άλλου πράγματος. Είναι δηλαδή ο φο-
309
σημείωση ρέας σημασίας ενός άλλου πράγματος στο οποίο παραπέμπει. Τα σημεία εντάσσονται σε ευρύτερα συστήματα σημείων και σημασιών*, που καθορίζονται από συγκεκριμένους κώδικες ιστορικο-κοινωνικά προσδιορισμένους. Είναι γεγονός πως δύο άτομα προερχόμενα από δύο διαφορετικές κοινωνίες, αν δεν γνωρίζουν τους αντίστοιχους κώδικες επικοινωνίας, είναι αδύνατον να συνεννοηθούν. Κι αυτό διότι το κάθε άτομο ακολουθεί όχι μόνο διαφορετικά γλωσσικά αλλά και κινησιολογικά σημεία. Τον όρο "σημείο" χρησιμοποίησε πρώτος ο Φερντινάν ντε Σωσσύρ", όταν μίλησε για την ονάγκη δημιουργίας μιας νέας επιστήμης, της σημειολογίας" (βλ. σημειωτική), από την ελληνική λέξη "σημείον". Ο ίδιος θεωρητικός εισήγαγε τη διάκριση μεταξύ "σημαίνοντος και σημαινομένου"", ενώ ανέλυσε τη διάκριση μεταξύ σημείου και αντικειμένου αναφοράς. Πρόκειται για το περίφημο "σημειακό τρίγωνο" το οποίο παρουσιάζεται έχοντας στην άνω κορυφή το "σημαινόμενο" (έννοια-σημασία) και στις δύο άλλες το "σημαίνον" (μορφή) και το "πραγματικό αντικείμενο αναφοράς". Παράλληλα με τον Σωσσύρ, αλλά ανεξάρτητα από αυτόν, την έννοια του σημείου ανέλυσε ο αμερικανός φιλόσοφος Τσ. Σ. Πηρς*, εισάγοντας την επιστήμη της σημειωτικής*. Αυτός, μεταξύ άλλων, προέβη στη σημαντική τριχοτόμηση του σημείου, διακρίνοντάς το σε: εικόνα (ή ομοίωμα, ίοοπ), δείκτη (ίηάβχ) και σύμβολο (δγη&οΙ). Η εικόνα ή ομοίωμα "είναι ένα σημείο το οποίο, κι αν ακόμη το αντικείμενο αναφοράς του δεν υπήρχε, θα κατείχε τον χαρακτήρα που το καθιστά σημαίνον". Το εικονικό σημείο αναπαριστά το αντικείμενο αναφοράς του χάρη στην ομοιότητά του με αυτό. ΓΓ αυτό εικονικά σημεία θεωρούνται τόσο η ζωγραφική όσο και το σχέδιο. Δείκτης είναι "ένα σημείο που αναφέρεται στο αντικείμενό του όχι τόσο εξαιτίας κάποιας ομοιότητας ή αναλογίας με αυτό ούτε γιατί συνδέεται με γενικούς χαρακτήρες που αυτό κατέχει, όσο γιατί βρίσκεται σε δυναμική σύνδεση μαζί του, όπως και με τις αισθήσεις ή με τη μνήμη του προσώπου στο οποίο χρησίμευσε ως σημείο". Στη γλώσσα οι δεικτικές και προσωπικές αντωνυμίες ενέχουν θέση δείκτη. Η δράση των δεικτών εξαρτάται από τον συνειρμό που επιτελείται με τη συνάφεια και όχι με την ομοιότητα. Δείκτες είναι το χνάρι του ποδιού, ο καπνός, μια βροντή αλλά και η φωτογραφία. Τέλος, σύμβολο είναι το
310
σημείο εκείνο που για να υπάρξει ως σημείο έχει ανάγκη από έναν ερμηνευτή. Πρόκειται για κάτι που προκύπτει μετά από μια κοινωνική σύμβαση. Η γραφή θεωρείται σύμβολο. Τα σημεία διακρίνονται σε "γλωσσικά" και μη "γλωσσικά". Μια τυπολογία των διαφορετικών σημειωτικών συστημάτων* μπορεί να δείξει το μέγεθος των σημείων που καθορίζουν την καθημερινή και γενικότερα την κοινωνική μας ζωή. Η ανάπτυξη της επιστήμης (από την εμφάνιση της μαθηματικής συμβολικής μέχρι εκείνη της κυβερνητικής) είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη της ικανότητας άντλησης και επεξεργασίας πληροφοριών για τα αντικείμενα, όχι τόσο με τον άμεσο χειρισμό των ίδιων των αντικειμένων όσο των σημείων που τα υποκαθιστούν. Αλλωστε, η διατύπωση μηνυμάτων με τη βοήθεια των σημείων καθιστά δυνατή τη μετάδοση πληροφοριών μέσω τεχνικών καναλιών επικοινωνίας και την πολύπλευρη επεξεργασία τους μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. Δημ. Τσατσούλης
σημείωση. Πρόκειται για τη διαδικασία εκείνη κατά την οποία πραγματικά αντικείμενα μεταλλάσσονται σε σημεία, δηλαδή στα υποκατάστατά τους. Στη σύγχρονη εποχή, οι κοινωνίες λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό κάτω από μια γενικευμένη σημείωση, αφού ακόμη και αυτό το άτομο γίνεται ένα σημείο του εαυτού του, προβάλλοντας μια "εικόνα" κατασκευασμένη, που υποκαθιστά τις πραγματικές του ιδιότητες. Κατά τον Πηρς* η σημείωση προκύπτει από τη συνεργασία του σημείου, του αντικειμένου αναφοράς και της διαθεσιμότητας απάντησης. Ο ΜΟΓΓΙ5, μαθητής και συνεχιστής της θεωρίας του Πηρς, στηριζόμενος στο τριαδικό σχήμα του τελευταίου, αναλύει τη σημείωση σε τρία μέρη: 1. τη συντακτική (κανόνες συνδυασμού των σημαινόντων που καθορίζουν τη γραμματική και σύνταξη του κειμένου - τις συνταγματικές σχέσεις). 2. τη σημαντική (που μελετά τη σημασιολογική δομή του κειμένου, δηλαδή τους κώδικες των σημαινομένων - τις παραδειγματικές σχέσεις) και 3. την πραγματιστική (που μελετά τη σχέση του κειμένου με το περιβάλλον του, την κοινωνική του λειτουργία, όπως και την εν γένει διάχυσή του στην κοινωνία). Δημ. Τσατσούλης
σημειωτική ή σημειολογία. Πρόκειται για τη
σημειωτική ή σημειολογία γενική θεωρία που μελετά τις ιδιότητες των σημειωτικών συστημάτων* στο καθένα από τα οποία αποδίδεται ορισμένη σημασία. Με την έννοια μιας θεωρητικής επιστήμης των σημείων, γεννήθηκε από τον Ελβετό Φ. ντε Σωσσύρ* με βάση τη γλωσσολογία, ενώ ταυτόχρονα αλλά ανεξάρτητα από αυτήν γεννήθηκε και στην Αμερική από τον φιλόσοφο Τσ. Σ. Πηρς', με βάση τη λογική*. Στο γεγονός αυτό οφείλονται και οι δύο όροι οι οποίοι σήμερα για τους περισσότερους επιστήμονες θεωρούνται ταυτόσημοι. Ωστόσο, με τον όρο σημειολογία γίνεται αναφορά στην έρευνα γλωσσικών σημειωτικών συστημάτων, ενώ με τον όρο σημειωτική σ' εκείνη των εξωγλωσσικών. Ο Σωσσύρ, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν γλωσσολόγος, υποστήριξε ότι η νέα αυτή επιστήμη ξεπερνούσε τα πλαίσια της γλωσσολογίας και της γλώσσας και την χαρακτήρισε ως την επιστήμη εκείνη "που θα μελετά τη ζωή των σημείων μέσα στην κοινωνική ζωή" και η οποία "θα μας διδάξει σε τι συνίστανται τα σημεία και ποιοι νόμοι τα διέπουν". Εβλεπε, κατά συνέπεια, τη γλωσσολογία ως μέρος της γενικής αυτής επιστήμης. Η θεωρία του Σωσσύρ δημιούργησε στην εποχή της επανάσταση, αλλά σύντομα ξεχάστηκε για να επανεμφανιστεί ουσιαστικά μόλις τη δεκαετία του '60. Στο μεταξύ, άλλα θεωρητικά κινήματα αναφύονται σε διάφορες χώρες και κυρίως της Ανατολικής Ευρώπης. Ο ρωσικός φορμαλισμός* επηρεάζεται από τις απόψεις του Σωσσύρ. Με ηγέτη τον Ρομάν Γιάκομπσον* αντιπροσωπεύεται από τον Γλωσσολογικό Κύκλο της Μόσχας (1915). Στη συνέχεια, ιδρύεται ο Γλωσσολογικός Κύκλος της Πράγας* (1926), όπου πρωτοστάτησε και πάλι ο Γιάκομπσον μετά τη μετανάστευσή του στην πόλη αυτή. Στη Δυτική Ευρώπη, το κίνημα του δομισμού θα εμφανιστεί στο Παρίσι με τον γαλλικό δομισμό* και την ταυτόχρονη εμφάνιση της σημειολογίας. Ο Ρολάν Μπαρτ* θα δημοσιεύσει τα "Στοιχεία Σημειολογίας" το 1964, δημιουργώντας ένα ολόκληρο θεωρητικό ρεύμα και χρησιμοποιώντας στοιχεία τόσο από τη θεωρία του Σωσσύρ, όσο και από τις θεωρίες των Η]ΘΐΓΓΐ5ΐβν και Γιάκομπσον. Οι γάλλοι εφαρμόζουν τη νέα επιστήμη σε ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί φαινόμενο σημασίας: στο σύστημα μόδας (Μπαρτ, 1967), στον κινηματογράφο (Κριστιάν Μετς, 1968), στην ψυχανάλυση (Ζακ Λακάν, 1966), στα αντικείμενα καθημερινής ζωής (Ζαν Μπωντριγιάρ, 1972), στην ιστορία
των επιστημών (Φουκώ) κ.ά. Στο μεταξύ ανακαλύπτεται το έργο του ρώσου φορμαλιστή Βλαντιμίρ Προπ για τη δομική ανάλυση του παραμυθιού. Ο Γκρεμάς*, στηριζόμενος σ' αυτόν, δημιουργεί στη λογοτεχνική κριτική την αφηγηματική γραμματική, η οποία εξετάζει το λογοτεχνικό έργο σε επίπεδο σημαινομένων, ενώ παράλληλα ο Ζεράρ Ζενέτ* αναπτύσσει την αφηγηματολογία με την ανάλυση των αφηγηματικών τεχνικών του κειμένου, δηλαδή σε επίπεδο σημαινόντων, στην οποία συμβάλλει με το έργο του και ο Τσβετάν Τοντόροφ*. Δημιουργείται έτσι μια νέα προσέγγιση του λογοτεχνικού κειμένου, που εντάσσεται στη σημειολογία της λογοτεχνίας και προκαλεί επανάσταση στη μελέτη της αφήγησης. Η Αν Υμπερσφέλντ* επεξεργάζεται ειδικά για το θέατρο τα μοντέλα δράσης του Γκρεμάς και αναπτύσσει μια νέα προσέγγιση του θεατρικού κειμένου, ενώ ταυτόχρονα ωθεί τη σημειολογική ανάλυση της παράστασης (παραστασιολογία). Η Τζούλια Κρίστεβα" και η ομάδα γύρω από το περιοδικό "ΤβΙ ΟυβΓ εφαρμόζουν μια ριζοσπαστική κριτική, που σύντομα επηρεάζεται από τις φεμινιστικές θεωρίες και την ψυχανάλυση*. Ο ιταλός Ουμπέρτο Εκο* θα ασχοληθεί κυρίως με τη θεωρία των κωδίκων και την αισθητική*, χρησιμοποιώντας στοιχεία τόσο από τη θεωρία του Σωσσύρ όσο κι από εκείνη του Πηρς. Στη Ρωσία, τέλος, ο Γιούρι Λότμαν και η Σχολή της Μόσχας - Ταρτού ασχολούνται με το σύνολο των πολιτισμικών σημειωτικών φαινομένων, τα οποία επιδιώκουν να αναλύσουν συστηματικά. Στην Ελλάδα, γύρω από την Ελληνική Σημειωτική Εταιρεία, έχει συγκεντρωθεί ένας ικανός αριθμός πανεπιστημιακών και μη ερευνητών με σαφώς κοινωνιο-σημειωτική προσέγγιση και βασικούς πυρήνες τα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης (με το περιοδικό "Κώδικας" και βασική ενασχόληση την αρχιτεκτονική αλλά και τη λογοτεχνία: Λαγόπουλος, Λαγοπούλου, Μαρτινίδης, Σιαφλέκης, Σαμαρά κ.ά.) και Ιωαννίνων (Καψωμένος, Μπενάτσης, Γκότοβος κ.ά.). Στην Αθήνα λειτουργεί το "Κέντρο Σημειολογίας του Θεάτρου" με ομάδα φοιτητών και νέων επιστημόνων υπό την διεύθυνση της πανεπιστημιακού Μαρίκας Θωμαδάκη. Η σύγχρονη σημειωτική ακολουθεί στη μεθοδολογία της την τριμερή διάκριση της σημειωτικής προβληματικής: 1. τη "συντακτική", που ασχολείται με τη μελέτη σύνταξης των σημείων, δηλαδή τους συνδυασμούς τους, 2. τη "ση-
311
Σιζέ ντε Μπραμπάν μαντική", που ασχολείται με την ερμηνεία, δηλαδή τη σημασία των σημείων και των συνδυασμών τους, και 3. τη "πραγματιστική", που μελετά τις σχέσεις μεταξύ των σημειωτικών συστημάτων και των αποδεκτών τους, που ερμηνεύουν και χρησιμοποιούν τις περιεχόμενες σ' αυτά πληροφορίες. Το σύγχρονο πεδίο της σημειωτικής διευρύνεται συνεχώς ξεκινώντας από τη μελέτη των πιο φυσικών και αυθόρμητων επικοινωνιακών διαδικασιών και φθάνοντας στις πλέον σύνθετες. Έτσι, πεδία σημειωτικής αποτελούν η ζωοσημειωτική', η οποία αντιπροσωπεύει το κατώτατο όριο της σημειωτικής, αφού ασχολείται με την επικοινωνιακή συμπεριφορά μη ανθρωπίνων κοινοτήτων, η ιατρική σημειωτική, η κινησιολογία και η μελέτη της εκ του σύνεγγυς συμπεριφοράς, κώδικες γεύσης, οσφρητικά και οπτικά σημεία, η παραγλωσσολογία, οι τυποποιημένες γλώσσες (άλγεβρα, χημεία κ.λπ.) και οι φυσικές γλώσσες, η οπτική επικοινωνία (εικόνα στατική ή κινούμενη, ψηφιακή, ολογραφία), θεωρία κειμένων κ.λπ. Η σύγχρονη σημειωτική έχει επιλύσει πολλά από τα προβλήματα που την απασχολούσαν παλαιότερα, όπως η σχέση της με τη γλωσσολογία ή τη σημαντική*, ενώ έχει γίνει σαφής η εξέχουσα θέση που κατέχει στη μελέτη της επικοινωνίας και της πληροφόρησης, αφού η σημειωτική είναι εκείνη που εξετάζει τα σημεία και τους κώδικες με τους οποίους συντάσσεται ένα μήνυμα. Από τη σημειωτική εμφανίστηκε η θεωρία του αποδομισμού*, η οποία σήμανε ταυτόχρονα την προέκταση και την κριτική της. Δημ. Τσατσούλης
Σιζέ ντε Μπραμπάν (δίςβΓ άβ ΒΓ3&3ΠΙ, 12351282 περίπου). Γάλλος φιλόσοφος, ένας από τους εισηγητές του "αβερροισμού"* στη Δυτική Ευρώπη. Ο Σιζέ διατύπωσε τη θεωρία περί του δυαδικού χαρακτήρα της αλήθειας*. Κατ' αυτόν, δύο είναι οι πηγές της αλήθειας, η ορθολογιστική γνώση και η θεία αποκάλυψη, και οι αλήθειες αυτές βρίσκονται σε διαρκή μεταξύ τους αντίθεση. Δίδασκε ακόμη ότι ο κόσμος* είναι δημιούργημα του θεού* και είναι αιώνιος, όπως και ο δημιουργός του. Ο θεός κυβερνάει τον κόσμο με τον "ποιητικό νου", δηλαδή την τέλεια νόηση, η οποία, ως κοσμική δύναμη, κινεί τα ουράνια σώματα και ταυτοχρόνως καθιστά ικανό τον άνθρωπο να σκέπτεται με τρόπο ενεργητικό. Η νοητική αυτή
312
δύναμη είναι προαιώνια και αδημιούργητη άυλη ουσία, επιζεί όμως μετά τον θάνατο, ως καθολικός νους, ενώ η ατομική ύπαρξη είναι θνητή. Οι αντιλήψεις του Σιζέ επικρίθηκαν από την Καθολική Εκκλησία και αποκρούστηκαν από τον Αλβέρτο τον Μέγα*, τον Θωμά Ακινάτη* και τον Ρ. Λούλλο*. Ο Πάπας τον παρέπεμψε στην Ιερά Εξέταση και κατά την ανάκριση τον δολοφόνησαν. Οι ιδέες του όμως επέζησαν στην κοσμοθεωρία του Δάντη, στον κύκλο των αβερροιστών της Πάδοβας και στα έργα των Π. Πομπονάτσι* και Τζ. Πίκο ντε λα Μιράντολα*. Ο Σιζέ μας άφησε τις εξής πραγματείες: Περί της αιωνιότητας του κόσμου, Περί της συνετής ψυχής, Το ακατόρθωτο, Περί της ανάγκης και της αλληλοσύνδεσης των αιτίων, καθώς και σχόλια στα Φυσικά*, Μετά τα φυσικά' και άλλα έργα του Αριστοτέλη*. Βιβλιογρ.: 0Γ3Ϊ>ΓΠ3ηη Μ.. ΟβΓ ΐΒίβιηιεοΚε Ανβποιεπ)υε ϋβε 13. ϋβΙΐίΰυηΙθΓΐε υηϋ εβίηβ ΒΙβΙΙυης ζυί εήηεΙΙίοΗβη ννβΙίΒηεεήβυηρ, ΜυποΙίΘη. 1931.- ΡβίΓηα Ο . , ίβ άοΙΙήηβ ευΙΙ' υηϊΐβ άβΙΙ' υηΙβΙΙβΗο ιη 3ίβίβή άϊ ΒΓβόζηΙβ. ΡζάονΒ.
1955.
Απ. Τζαφερόπουλος
Σικάγου σχολή. Κοινωνιολογικό θεωρητικό ρεύμα, που έχει τις ρίζες του στη Σχολή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Σικάγου και άσκησε μεγάλη επιρροή τόσο στην αμερικανική όσο και την ευρωπαϊκή Κοινωνιολογία. Κύριοι εκπρόσωποι της σχολής αυτής είναι οι Ο. Η. Μββά*, Π. Ε. Ρ3ΓΙ<·, \Λ/. I. ΤίΐΟΓΠ35, Η. ΒΙυιτίθΓ κ.ά. Καθιερώθηκε δε να θεωρείται ότι ανήκουν στη Σχολή του Σικάγου όλοι όσοι ακολούθησαν την παράδοση του Ο. Η. Μββά. Σημαντική είναι η επιρροή της στην καθιέρωση της Κοινωνιολογίας* ως ακαδημαϊκής επιστήμης. Γνωστή είναι ευρύτερα η Σχολή του Σικάγου αναφορικά με τα δύο θεωρητικά ρεύματα: τη "Συμβολική Διαντίδραση", με βασικό εκπρόσωπο τον Ο. Η. Μββά, και την "Οικολογική Σχολή". 1. Ο Μββά θεωρούσε ότι η αποφασιστικής σημασίας διαφορά μεταξύ του ανθρώπου και των λοιπών ειδών του ζωικού βασιλείου είναι η ικανότητα του πρώτου να χρησιμοποιεί σημαίνοντα σύμβολα (φωνητικά και άλλα), που προκαλούν στον ίδιο αντιδράσεις όμοιες με εκείνες που προκαλούν και σε άλλους ανθρώπους με τους οποίους διαντιδρά. Αυτό συμβαίνει γιατί τα άτομα στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης αφομοιώνουν τα ίδια σύμβολα* και τις σημασίες τους και με τη βοήθειά τους ερμηνεύουν την πραγματικότητα με την οποία κάθε φορά
Σίλλερ έρχονται αντιμέτωπα. Με την έννοια αυτή η δράση των κοινωνικών υποκειμένων είναι συμβολική και προβλέψιμη, αφού βασίζεται σε κοινούς συμβολισμούς και κοινές ερμηνείες αυτών των συμβολισμών. Στα πλαίσια αυτής της θεώρησης το άτομο δεν γίνεται αντιληπτό ως απλό δημιούργημα της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά ως ενεργός παράγοντας στη διαμόρφωσή της. Η δε πραγματικότητα αυτή δεν εκλαμβάνεται ως παγιωμένη και αμετάβλητη, αλλά ως μια δυναμικά εκτυλισσόμενη διαδικασία. Σύμφωνα με τους οπαδούς της Σχολής του Σικάγου, και ειδικότερα της Σχολής της Συμβολικής Διαντίδρασης, τα πράγματα δεν φέρουν εγγενείς σημασίες, αλλά οι σημασίες τους προκύπτουν από τη χρήση τους. Δηλαδή ένα αντικείμενο χρησιμεύει ως κάθισμα, αυτό συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι έτσι το όρισαν. Κάτι αντίστοιχο, παρατηρεί ο ΒΙυσίθΓ, θα πρέπει να συμβαίνει και με τον ορισμό των επιστημονικών εννοιών. Έννοιες όπως "θεσμοί", "πολιτισμός", "κοινωνική δομή" είναι έννοιες που αναφέρονται στον εμπειρικό κοινωνικό κόσμο, ο οποίος δεν είναι σταθερός, αλλά μεταβάλλεται διαρκώς. Κατά συνέπεια και οι έννοιες που αναφέρονται σ' αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί ποτέ να έχουν σταθερό, "οριστικό" περιεχόμενο, αλλά απλά μας δείχνουν κατευθύνσεις προς τις οποίες μπορούμε ή πρέπει να κοιτάξουμε. Κατά συνέπεια και οι θεωρητικές - επιστημονικές προτάσεις και, επομένως, και οι θεωρίες δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινές διατυπώσεις, να είναι περισσότερο επαγωγικές και όχι απαγωγικές. 2. Η Σχολή της Σικάγου επέδρασε αποφασιστικά στη διατύπωση της θεωρίας των υποπολιτισμικών ομάδων και ειδικότερα των παραβατικών. Ως προς το σκέλος αυτό η Σχολή ονομάσθηκε "οικολογική". Κι αυτό γιατί οι εκπρόσωποι της διατύπωσαν τη θέση ότι η εγκληματική συμπεριφορά συνδέεται άμεσα με το οικολογικό περιβάλλον. Συγκεκριμένα, σε σχετικές έρευνες διαπιστώθηκε πως ορισμένες περιοχές (συνοικίες) του Σικάγου, κυρίως βιομηχανικές ή εμπορικές συνοικίες, ήταν περιοχές "υψηλής εγκληματικότητας". Οι συνοικίες αυτές χαρακτηρίζονταν από άσχημες οικιστικές συνθήκες, φτώχεια, πολιτισμική ετερογένεια και απουσία κοινωνικού ελέγχου. Βιβλιογρ.: ΒΙυΓΠθΓ Η.. 8γπιόοΙίο ΙηΙθίβοΙιοηιεπΊ. ΡβΓερβΜίνβ υπό ΜβΦοό. γερμ. μτφρ. στο: ΑΓϋθϊΙδςΓυρρβ ΒίθΙΙΘΜΘΓ 5οζιο1θ0βη ( Η δ Ο ) . ΑΙΐ305»ί85θη. ΙηΙΘΓ3ΚΙιοπ υπΟ ςθβθΙΙεοίιΗΙίοίΐθ ννίΓΚΙίοΠΙιβίΙ, ΡβϊπΟβΙί &βϊ Ηβιπ&υΓΟ. 1973.-
ΜΘ3ΰ Ο. Η.. Οβΐ5(. ΙηόβηΙίΙββΙ υπύ ΟβεβΙΙεοηβΙΙ.
ΡΓΒΗΜΥΓΐ/
Μ.. 1968.- δίΐ3νν Ο. κ.ά.. ΟθΙιηςυβηΙ ΑΓΘΒ$. υηίνθΓδιΙγ οΙ 0(110300 ΡΓΘ55, 1929 - δοΠβνκ Ο. - ΜβοΙιβγ Η..
ΜνβηίΙβ
ΟβΑηρι/βηεγ βηό Ι/Γ&βη Ατββε. Οίιίοαςο υηίνβΓδϋγ Ρτβεε, 1932.
Χρ. Νόβα - Καλτσούνη Σίλλερ Φερδινάνδος Κάννιγκ Σκοτ (5ΟΝΙΙΘΓ, 1864- 1937). Αγγλος φιλόσοφος, εισηγητής της θεωρίας του πραγματισμού* στην πατρίδα του. Συνεργάστηκε σε ένα κοινό με άλλους έργο με τίτλο ΗυΓηαηίεωυε (1903), που υπήρξε το μανιφέστο του αγγλικού πραγματισμού. Ο Σίλλερ, αντιδρώντας στον ιδεαλισμό* και τον διανοουμενισμό, προσάρμοσε τη φιλοσοφία του στο απόφθεγμα του Πρωταγόρα* "Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος" και υποστήριξε ότι η αλήθεια και η οποιαδήποτε γνώση δεν πρέπει να ισχύει απόλυτα, αφού εξαρτάται από τις ανάγκες και τα συμφέροντα του ανθρώπου. Έργα του: Πλάτων και Πρωταγόρας (1908), Τυπική Λογική. Απ. Τζ.
Σίλλερ Φρίντριχ φον (ΡπβάπεΓι νοπ δοίιίΙΙβΓ Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη, 1759 - Βαιμάρη, 1805). Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής και δραματογράφος, από τους κυριότερους εκφραστές της γερμανικής σκέψης στην περίοδο που χωρίζει τον Γκαίτε* από τον Σοπενάουερ*. Παρά την κλίση του προς τις θεολογικές σπουδές, φοίτησε στη στρατιωτική ακαδημία και σπούδασε νομικά και ιατρική. Αρχικά έγινε στρατιωτικός γιατρός, ενώ το 1781 έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο {Οι ληστές). Το 1789 έγινε καθηγητής της ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Ιένας. Ανέπτυξε τις περί αισθητικής* ιδέες του Καντ* και προσπάθησε να συμφιλιώσει το ιδανικό της κλασικής ομορφιάς με την αυστηρότητα της καντιανής ηθικής προσταγής, όπως μαρτυρούν και τα έργα του Οι θεοί της Ελλάδος {1788), Οι καλλιτέχνες (1789), Ο περίπατος (1795). Στα "Γράμματα για την αισθητική αγωγή του ανθρώπου" (1795) προεκτείνει τις θέσεις του Χέρντερ* και του Ρουσσώ*, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μια αρμονία μεταξύ του ενστίκτου* και της ηθικής*, της ύλης* και της μορφής", του ωραίου* και του υψηλού*. Υποστηρίζει ότι η πρωτόγονη κατάσταση του ανθρώπου ήταν η κατάσταση του ενστίκτου και της απλής ενότητας. Αλλά, η κουλτούρα τάραξε την αρχική αυτή αθωότητα δημιουργώντας μια "παρά φύση" κατάσταση, η οποία ξεπερνιέ-
313
ΣιμμΙας ται μόνο όταν ο καλλιεργημένος άνθρωπος αποκτήσει πλήρη συνείδηση του εαυτού του. Για τον Σίλλερ, ο άνθρωπος αρχικά ήταν ζώο φυσικό, έφτασε όμως στην κοινωνική ύπαρξη επειδή τον έσπρωξαν οι ανάγκες και όχι γιατί έπρεπε να ικανοποιηθεί το λογικό. Στη συνέχεια, η κοινή ζωή προκάλεσε την εμφάνιση των συμβολικών και ορθολογικών δεσμών ανάμεσα στους ανθρώπους. Κατά τον φιλόσοφο, με την αισθητικότητα ο άνθρωπος επιστρέφει στη φύση, με τη σκέψη εντάσσεται στην πολιτεία, ενώ η παιδεία δημιουργεί μια ισορροπία ανάμεσα στην αίσθηση και στη σκέψη. Απαραίτητο όργανο γι' αυτή τη διαμόρφωση είναι το παιχνίδι, η ελεύθερη δηλαδή έκφραση αυθορμησίας και δημιουργικότητας. Το σιλλεριανό παιχνίδι είναι απλοϊκό και απευθύνεται σε όλους· προσφέρει ικανοποίηση και όχι απόλαυση. Αυτή την απλοικότητα, που αναζητά κάθε συνείδηση, θα χαρίσει η απλοϊκή ποίηση, με την οποία εκφράζεται η φύση μέσα μας. Η συναισθηματική ποίηση θα εκθέσει τη στοχαστική γνώση, χωρίς την οποία η απλότητα θα καταντούσε τυφλότητα. Περαιτέρω, η αγάπη είναι που δημιουργεί την ενότητα μεταξύ των ανθρώπων, σ' αντίθεση με το λογικό και το συμφέρον. Η τέχνη", για τον Σίλλερ, προβάλλει την ενότητα φύσης* και νόμου*, ζωής και ηθικής- ο ρόλος της τέχνης είναι μορφωτικός, διότι μόνον αυτή μπορεί να πραγματοποιήσει την ανώτερη αρμονία, υψώνοντας τον άνθρωπο από τον υλικό κόσμο της ανάγκης στον ηθικό κόσμο της ελευθερίας*. Γενικά, σε όλο το έργο του Σίλλερ, η αντίθεση ανάμεσα στις φυσικές και πολιτισμικές συνθήκες είναι θεμελιακή. Εργα: Θεατρικά: Ραδιουργία και έρωτας (1784), Δον Κάρλος (1787). Ποιήματα: Ύμνος στη χαρά (1785). Μυθιστόρημα: Οοραματιστής (1787). Ιστορικά: Ιστορία της εξεγέρσεως των Κάτω Χωρών (1788), Ιστορία του τριακονταετούς πολέμου (1791-93). Αισθητικά: Χάρη και αξιοπρέπεια (1793), Το υψηλό (1802), Δοκίμιο αφελούς και αισθηματικής ποίησης (1795) και άλλα έργα. Επίσης, η στενή φιλία του Σίλλερ με τον Γκαίτε* οδήγησε σε μια γόνιμη συνεργασία στο θεατρικό και λογοτεχνικό πεδίο: Οι ώρες (179597), Ημερολόγιο των Μουσών (1796-1800) κ.ά. Βιβλιογρ.: Ιστορία της φιλοσοφίας, γ' έκδοση, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1991.- Παπαλεξάνδρου Κ. Θ., Συνοπτική ιστορία
φιλοσοφίας, 4η έκδοση. Αθήνα, 1970. Ευτυχία Ξυδιά
Σιμμίας ο Θηβαίος (5ος αι. π.Χ.). Ο Σιμμίας μαζί
314
με τον Κέβητα* ανήκουν στους μαθητές και φίλους του Σωκράτη*. Πριν γνωριστεί και γίνει φίλος του Σωκράτη είχε ακούσει μαθήματα κοντά στον πυθαγόρειο* φιλόσοφο Φιλόλαο* τον Κροτωνιάτη (Πλάτων, Φαίδ. 61 β). Ο Σιμμίας μαζί με τον Κέβητα αποτελούν τον συνδετικό κρίκο της πυθαγόρειας φιλοσοφίας με την σωκρατική διδασκαλία. Στον διάλογο που γίνεται κοντά στην επιθανάτια κλίνη του Σωκράτη (όπως περιγράφεται στον Φαίδωνα") ο Σιμμίας συμμετέχει εκεί και έχει ουσιαστικό ρόλο. Αναδεικνύεται σ' αυτή την περίπτωση όχι μόνο πιστός φίλος του Σωκράτη, αλλά μεταφέρει και εκθέτει την περί αθανασίας της ψυχής διδασκαλία των Πυθαγορείων. Εναν ανάλογο ρόλο (πάλι μαζί με τον Κέβητα) παίζει ο Σιμμίας στο έργο του Πλουτάρχου* Περί του Σωκράτους δαιμονίου, όπου γίνεται λόγος για τον θάνατο του Σωκράτη. Δυο φορές συναντούμε το όνομα του Σιμμία στο έργο του Ξενοφώντα* Απομνημονεύματα (12,49 και II111,17), από τα οποία επιβεβαιώνουμε την πλατωνική εκδοχή για τη στενή φιλία του Σιμμία με τον Σωκράτη. Ο Διογένης Λαέρτιος* (II 124) αναφέρει 23 τίτλους έργων του Σιμμία, χωρίς καμιά άλλη πληροφορία ή σχόλια ("φέρονται εν ενί διάλογοι τρεις και είκοσι"). Η πληροφορία αυτή αμφισβητείται, εξάλλου δεν έχει σωθεί τίποτε από το υποτιθέμενο έργο του Σιμμία ούτε έχουμε άλλη πληροφορία σχετικά. Τέλος, ο Σιμμίας και ο Κέβης μνημονεύονται πολλές φορές στις επιστολές του Ψ - Πλάτωνα και στις λεγόμενες σωκρατικές επιστολές. Βασ. Κύρκος
Σιμπλίκιος (6ος αι. μ.Χ.). Ανήκει στη νεοπλατωνική παράδοση της φιλοσοφίας*. Γεννήθηκε στην Κιλικία και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Μαθητής αρχικά του Δαμάσκιου* και του Αμμώνιου", γιου του Ερμεία*, συνέχισε τη νεοπλατωνική φιλοσοφική παράδοση του σχολιασμού των πλατωνικών και κυρίως των αριστοτελικών έργων. Από την Αλεξάνδρεια μετακόμισε στην Αθήνα, όπου λειτουργούσε ακόμη τότε η πλατωνική Ακαδημία (τελευταία φάση). Δεν γνωρίζουμε περισσότερα για τη ζωή του, εκτός του ότι ήταν ήδη δραστήριο μέλος της πλατωνικής Ακαδημίας, όταν ο Ιουστινιανός με ειδικό διάταγμα (ΕάίςΙυπι) το 529 μ.Χ. έκλεισε τη Σχολή, ακριβέστερα απαγόρευσε γενικώς να διδάσκεται η φιλοσοφία των "εθνικών" στην Αθήνα ("εν Αθήναις ... μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν", Ιω. Μαλάλας). Ο Σιμπλίκιος τότε, μαζί
Σιουν-τσε με τους άλλους φιλοσόφους / διδασκάλους της Σχολής (Δαμάσκιος, Ευλάλιος, Πρισκιανός, Ερμείας, Διογένης και Ισίδωρος) εγκατέλειψαν την Αθήνα και κατέφυγαν στην αυλή του βασιλιά της Περσίας Χοσρόη Α". Γρήγορα όμως απογοητεύτηκαν από το πνευματικό κλίμα της χώρας αυτής, και ειδικά της πρωτεύουσάς της Κτησιφώντος, και επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη (533 μ.Χ.), όπου συνέχισαν τη δραστηριότητά τους, κατά το δυνατόν, όχι όμως τη διδασκαλία.
Ο Σιμπλίκιος έγραψε, (πιθανότατα) μετά την επιστροφή του στο βυζαντινό έδαφος το 533, πολυάριθμα και αξιολογότατα Σχόλια και Υπομνήματα στα έργα του Αριστοτέλη*, χάθηκαν όμως τα Σχόλιά του στο Μετά τα Φυσικά'. Σώζονται ακόμα σε χειρόγραφα αλλά δεν έχουν εκδοθεί Σχόλια του Σιμπλικίου στο έργο του Ερμογένη ( Τ έ χ ν η ) και του Ιαμβλίχου* Περί της Πυθαγόρου αφέσεως. Έ χ ο υ ν εκδοθεί από τη Βασιλική Ακαδημία του Βερολίνου κ.ά. (ΟθπΐΓΓ)6Π(3Γί3 ΙΠ ΑΠδΙοΙθΙθΠΙ ΟΓ3Θ03, ΟΑΟ) τα εξής Υπομνήματα: 1. Περί ουρανού, ϋ. Ι . ΗθίόθΓς 1894, τόμ. VII ΟΑΟ. 2. Εις τας Κατηγορίας, 0. ΚβΙόβηίΙβίδοίι 1907, τ. VIII ΟΑΟ. 3. Εις την Φυσικήν Ακρόασιν, Η. ϋίβΙδ 1882, το IX και Χ, ΟΑΟ και 4. Περί Ψυχής, Μ. ΗβγάυοΚ, 1882, τόμ. XI ΟΑΟ. Επίσης σώθηκαν υπομνήματα στο έργο του Επίκτητου* Εγχειρίδιον, που έγραψε ο μαθητής του Αρριανός*. Ο Σιμπλίκιος, ως σχολιαστής / υπομνηματιστής των έργων του Αριστοτέλη, διακρίνεται για τη σύνεση και τη μεγάλη παιδεία του. Γι' αυτές τις αρετές του ακριβώς το έργο του θεωρείται πολύτιμο ερμηνευτικό εργαλείο για τα έργα του Αριστοτέλη. Ιδιαίτερα στο Υπόμνημά του για τη Φυσική του Αριστοτέλη διασώζει πολυάριθμα και πολυτιμότατα αποσπάσματα από τους Προσωκρατικούς* φιλοσόφους. Π.χ. για τον Εμπεδοκλή* και τον Παρμενίδη* θα ξέραμε σχεδόν μόνο τα ονόματά τους, αν δεν είχαμε τα Σχόλια του Σιμπλικίου στη Φυσική τ ου Αριστοτέλη. Ο Σιμπλίκιος πίστευε ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία που ενώνουν όλους τους φιλοσόφους, όπως η "σοφία" και ο "λόγος". Υπάρχει επίσης η πληροφορία πως είχε γράψει μια Επιτομή της Φυσικής του Θεοφράστου*. Τέλος, ο Σιμπλίκιος ήταν ο τελευταίος πλατωνικός (ή νεοπλατωνικός) φιλόσοφος, που στα έργα του πολέμησε τον Χριστιανισμό*. Βιβλιογρ.: Αρθρο του Κ. ΡΓΒΘΟΜΘΓ. στη Ρ . Ε . VI/. ΝΘ$ΙΙΌ. Ο/β Λ/βοήεοΚΓβΙίΚθί. 1928, τόμ. II.- Ε<3. ΖβΙΙθΓ, Ο/β ΡΛ//050-
ρΝβ ϋθΐ ΰήβοίιβπ. τόμ. III 2. 03ΓΠΙ$|3<ΙΙ. 1963'. σ. 910 κ.έ. Βασ.
Κύρκος
Σινκαρούκ Βλαντίμιρ Ιλαριόνοβιτς (γεν. 1928). Ουκρανός-σοβιετικός φιλόσοφος, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Ε Σ Σ Δ και τακτικό της Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Κιέβου, στο οποίο αργότερα δίδαξε. Διευθυντής του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας της Α Ε της Ουκρανίας, διευθυντής του περιοδικού "Φιλοσόφκα ντούμκα" ("Φιλοσοφική σκέψη"). Τα έργα του αναφέρονται στον διαλεκτικό υλισμό* και την ιστορία της φιλοσοφίας*. Ε ρ γ α του: Η λογική, η διαλεκτική και η θεωρία της γνώσης του Χέγκελ, Κίεβο, 1974Ενότητα διαλεκτικής, λογικής και θεωρίας της γνώσης, Κίεβο, 1977" Ο αριστερός εγελιανισμός, Κίεβο, 1983" Ο ουμανισμός τηςδιαλεκτικο-υλιστικής κοσμοθεωρίας, Κίεβο, 1984 κ.ά. Θεοχ.
Κεσσίδης
Σιουν-τσε (298-238 π.Χ.). Κομφουκιανός Κινέζος φιλόσοφος (το πλήρες όνομά του Ηδυπ Οίιίπς). Γεννήθηκε στο Οίιβο του δΐιβπδί, δίδαξε στο κράτος Οίι'ί και μετά εγκαταστάθηκε στην επαρχία δίιβπΐυης' δίδαξε σε ιδιωτικό σχολείο της πόλης Ι_βη ϋ η ς και μαθητές του υπήρξαν ο Χαν Φέι τσε* και ο Ι_ί δδυ* της νομοκρατικής σχολής*. Το έργο του φέρεται με το όνομά του (Σιουν-τσε) και αποτελείται από τριάντα δύο κεφάλαια" πρόκειται για συλλογή από έργα του φιλοσόφου και σχόλια / υπομνήματα των μαθητών του. Σε αντίθεση με τους Κομφούκιο* και Μέγκιο*, που δέχονταν ότι ο άνθρωπος είναι κατά βάθος καλός, ο Σιουν-τσε τον θεωρεί από τη φύση του κακό, βάρβαρο, που όμως μπορεί να εξευγενισθεί και εκπολιτισθεί με τη σωστή διαπαιδαγώγηση στα έθιμα και τους νόμους του κράτους" ο άνθρωπος γεννιέται με πάθη και επιθυμίες και η κοινωνία θα πρέπει να τον αναπλάσει σε "επίπλαστο" ή "τεχνητό" άνθρωπο («βί )βπ), που θα κυριαρχείται πλέον από τον νου. Ο άνθρωπος δεν είναι πλέον το τρίτο αναπόσπαστο μέλος της Τριάδας (Ουρανός, Γη, άνθρωπος), που τα δύο πρώτα μέλη της υποβιβάζονται στον ρόλο της Φύσης, αλλά εκείνος που με τη "διακριτική" ικανότητα του νου δημιουργεί την κοινωνία και τον πολιτισμό. Ο Σιουν-τσε επιδιώκει τη βελτίωση της συμπεριφοράς του ανθρώπου για να γίνει ένα πολιτισμένο ον, και αυτός ακριβώς είναι και ο ρόλος του δάσκαλου και τον ίδιο σκοπό επιδιώκουν τα έργα των παλαιών σοφών, των οποίων τα συγγράμματα πρέπει να μελετώνται: όλα αυτά
315
Σίσυφος" θα βοηθήσουν τη γνωστική ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει το κοινωνικό σωστό. Ακόμη, ο Σιουν-τσε δέχεται την ανισότητα στην κοινωνία, θεωρεί καλό τον βασιλιά (\Λ/3πς) και κακούς τους τοπικούς φεουδάρχες (Ρα), λόγω της διασπάσεως τότε της Κίνας σε τοπικές - φεουδαρχικές ηγεμονίες, θεωρεί ορθούς μόνο τους δίκαιους πολέμους- επίσης, γι' αυτόν ο Θεός* είναι η συνισταμένη των δυνάμεων της Φύσης. Τέλος, να σημειωθεί ότι ο Σιουν-τσε ασχολήθηκε και με τα προβλήματα της γλώσσας· πρότεινε μάλιστα και τρεις κανόνες για τη ορθή απονομή ονόματος στα πράγματα: 1. στα ίδια πράγματα να δίνεται το ίδιο όνομα. 2. στα σύνθετα, το όνομα να καλύπτει όλο το εύρος και βάθος τους. 3. λόγω του άπειρου πλήθους των πραγμάτων, χρειάζονται και όροι γενικών εννοιών. Βιβλιογρ.: Βελισσαρόπουλου Δημ.. Ιστορία της κινεζικής φιλοσοφίας. 2 τ.. Δωδώνη. Αθήνα-Γιΰννινα. 1981. ι. Α'. οσ 246-266.
ε. χ.
"Σίσυφος" του Πλάτωνα. Νόθος διάλογος του
Πλάτωνα, στον οποίον ο Σωκράτης* συζητά με τον Σίσυφο από τα Φάρσαλα. Θέμα της συζήτησης είναι η διερεύνηση της έννοιας του "βουλεύεσθαΓ, δηλαδή της έρευνας κάποιου ζητήματος. Βλ. λ. Πλάτων. Γοαμμ. Αλατζόγλου - Θέμελη
σκάντα. Σύμφωνα με το φιλοσοφικό σύστημα του Χιναγιάνα Βουδισμού και ιδιαίτερα την αντίληψη των "Παλαιών" Στχαβιραβαντίν, τα σκάντα είναι πέντε συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία συντίθεται η ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτά είναι: το "ρούπα" (ιδιότητα ανάλογη με την αριστοτελική "μορφή"), το "βεντάνα" (ευαισθησία), το σάμζνα (αντίληψη), το σαμσκάρα (εσωτερική πληροφορία) και το βιζνάνα (συνείδηση). Κατά τους Βατσιπουτρίγια, τα πέντε σκάντα δεν διαφέρουν από το πουντγκάλα (το πρόσωπο), ενώ παράλληλα δεν ταυτίζονται μ' αυτό. Δεν είναι ούτε εντός, ούτε εκτός απ' αυτό. Αλέξ. Καριώτογλου
Τ Ε Λ Ο Σ Δ' ΤΟΜΟΥ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Εκδοτική επιμέλεια: ΠΑΝΟΣ Κ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ Τόμος Δ": Μπέρκλευ - σκάντα Σελίδες: 320, χαρτί γραφής Σαμοά των 100 γρ., σχήμα 70x100 - 1/16 Φωτοσύνθεση - φιλμ: ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΣΤΡΙΤΣΗΣ Αθήνα, Θεμιστοκλέους 53, τηλ. 36 47 131 - 38 11 806 Μοντάζ: ΣΥΜΒΟΛΟ Ν. Λιόσια. Δολιανών 18 & Σάσωνος 2, τηλ. 26 91 397 Εκτύπωση - ΟΜδβΙ: ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΚΑΡΕΝΤΖΟΣ Περιστέρι, Μονή Δαμάστας 6. τηλ. 57 33 244 Βιβλιοδεσία: I. ΜΟΥΤΣΗΣ Αιγάλεω, Εμμ. Παπά 6, τηλ. 34 63 702 - 34 75 445
Ο τέταρτος τόμος δόθηκε στην κυκλοφορία τον Οκτώβριο 1995