Henri Troyat
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
Μετάφραση ΛΗΔΑ ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Henri Troyat: Catherine ...
138 downloads
541 Views
3MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Henri Troyat
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
Μετάφραση ΛΗΔΑ ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Henri Troyat: Catherine la Grande 1η έκδοση: Δεκέμβριος 1994 Μετάφραση από τα γαλλικά: Λήδα Παλλαντίου 1977, Flammarion 1990, για την ελληνική γλώσσα: Εκδόσεις «Ωκεανίδα»
ΑΝΡΙ ΤΡΟΥΑΓΙΑ Γάλλος συγγραφέας ρωσικής καταγωγής. Γεννήθηκε στη Μόσχα το 1911. Έγραψε βιβλία αναφερόμενα στην ιστορία της Γαλλίας και της Ρωσίας, βιογραφίες και μυθιστορήματα. Γκόγκολ, Μέγας Πέτρος, Αλέξανδρος Aʹ, Ιβάν ο Τρομερός, Τσέχωφ και άλλα. Είναι μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
Περιεχόμενα ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΦΙΓΚΧΕΝ ................................................................................................................ 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΚΑΘ' ΟΔΟΝ ......................................................................................................... 14 ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ......................................................................... 21 ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ ...................................................................................................... 28 ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΟΙ ΓΑΜΟΙ ............................................................................................................ 38 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI Η ΠΑΡΘΕΝΑ ΣΥΖΥΓΟΣ ........................................................................................ 46 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ................................................................................ 57 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII ΠΡΩΤΕΣ ΒΟΛΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΟΠΛΩΝ............................................................... 67 ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΚΗΝΗ ............................................................................................. 78 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ ΕΡΩΤΑΣ, ΕΡΕΒΟΣ, ΑΠΙΣΤΙΑ ................................................................................. 85 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ Γ' ............................................................................... 92 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ......................................................................................... 100 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII Η ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ .......................................................................... 111 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV ΤΟ ΘΥΜΙΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ .......................................................................... 121 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XV Η «ΝΟΜΟΜΑΝΙΑ» ......................................................................................... 135 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI ΓΑΛΛΟΙ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ..................................................................................... 147 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVII Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΟΥΚΑ ................................................................. 155 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVIII ΝΤΙΝΤΕΡΟ ΚΑΙ ΠΟΥΓΚΑΤΣΕΦ ...................................................................... 163 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIX ΠΟΤΕΜΚΙΝ .................................................................................................... 173 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XX ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ Η ΜΕΓΑΛΗ ................................................................................. 185 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXI ΛΑΝΣΚΟΪ ........................................................................................................ 199 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXII ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΡΙΜΑΙΑ ............................................................................. 216 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIII ΠΟΛΕΜΟΙ .................................................................................................... 230 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIV ΖΟΥΜΠΩΦ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΠΟΤΕΜΚΙΝ ............................................................. 239 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXV ΠΟΛΩΝΙΑ ΚΑΙ ΓΑΛΛΙΑ .................................................................................. 253 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVI ΤΟ ΤΕΛΟΣ .................................................................................................... 268
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΦΙΓΚΧΕΝ Ελπίζανε ν' αποκτήσουν γιο. Ήρθε κόρη. Η μέλλουσα Αικατερίνη Β' της Ρωσίας γεννιέται στις 21 Απριλίου 1729, στο Στετίνο, στην Πομερανία, και ονομάζεται Σοφία‐Φρειδερίκη‐ Αυγούστα. Περίλυπη επειδή δεν έφερε στον κόσμο αγόρι, η νεαρή μητέρα Ιωάννα‐Ελισάβετ δεν δείχνει καμιά συγκίνηση πάνω από την κούνια του μωρού. Είναι τόσο σίγουρη, βλέπεις, ότι με την ομορφιά της και τη χάρη της θα της άξιζε καλύτερη τύχη. Μήπως δεν προέρχεται από την οικογένεια των Χολστάιν‐Γκότορπ, τον δουκικό οίκο των Χολστάιν, που ο πρεσβύτερος κλάδος του δικαιούται να διεκδικεί το θρόνο της Σουηδίας1; Αντί για τη λαμπρή άνοδο που ονειρευόταν, η Ιωάννα αναγκάστηκε ν' αρκεστεί σ' έναν άσημο σύζυγο. Η οικογένεια αποφάσισε το γάμο δίχως να τη ρωτήσει. Έτσι, στα δεκαπέντε της χρόνια, παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Χριστιανό‐Αύγουστο του Άνχαλτ‐Τσερμπστ, είκοσι εφτά χρόνια μεγαλύτερό της. Έναν ανθρωπάκο, έναν από εκείνους τους ασήμαντους κι απένταρους πρίγκιπες που αφθονούν στην κατακερματισμένη Γερμανία του 18ου αιώνα. Αυτός ο ανθρωπάκος, στρατηγός του πρωσικού στρατού, οπαδός της τάξης, της οικονομίας και της θρησκείας, περιβάλλει την Ιωάννα με τρυφερότητα που δεν της είναι όμως αρκετή. Εκείνη, παθιασμένη για κοσμικές ίντριγκες, βράζει από θυμό για την ανάξια λόγου κοινωνική της θέση. Η ζωή του στρατώνα, στα βάθη της επαρχίας, της φαίνεται εξευτελιστικά μονότονη. Ευτυχώς, λίγο μετά τη γέννηση της Σοφίας, η οικογένεια μπορεί να εγκατασταθεί στον πύργο του Στετίνου. Είναι ένα είδος προαγωγής. Άλλο αίσιο γεγονός: τον επόμενο χρόνο η Ιωάννα φέρνει επιτέλους στον κόσμο ένα αγόρι. Ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές της! Γεμάτη καμάρι για το νεογέννητο, το περιβάλλει με όλη της τη στοργή, που τη στερεί εντελώς από την κόρη της. Εκείνη, μικρούλα ακόμα, πικραίνεται αφάνταστα βλέποντας να ξεχωρίζουν τον μικρότερο αδελφό της2. Σύντομα τα παιδιά περνούν από τα χέρια της παραμάνας στην γκουβερνάντα. Μπορεί, στον πύργο, να τους λείπουν τα σεντόνια, ξέρουν όμως να κρατούν τη θέση τους στα ουσιώδη. Παιδαγωγοί, χοροδιδάσκαλοι και μουσικοδιδάσκαλοι, υπηρέτες με ακαθόριστα καθήκοντα, κυρίες των τιμών και παρακοιμώμενοι περιστοιχίζουν την οικογένεια. Αφού οι Άνχαλτ‐ Τσερμπστ είναι πρίγκιπες, τους ενδιαφέρει —παρά τη φτώχεια και την ασημότητά τους— να μυήσουν τους νεότερους εκπροσώπους του οίκου στα ήθη των ευρωπαϊκών βασιλικών Αυλών. Από τη στιγμή που μπορούν να κινούνται δίχως να μπερδεύονται μέσα στα καλά τους ρούχα, τα παιδιά διδάσκονται να κάνουν υποκλίσεις και να φιλούν ευλαβικά μια άκρη από τα ενδύματα των υψηλών προσώπων. Από πολύ νωρίς η Ιωάννα εισάγει τη Σοφία στην ατμόσφαιρα των σαλονιών. Τη σέρνει μαζί της στους χορούς, στα συμπόσια, στις μασκαράτες που δίνουν από καιρό σε καιρό οι μεγάλες οικογένειες της περιοχής. Παρά τη μικρή της ηλικία, ντυμένη γυναικεία σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, η «Φίγκχεν» —έτσι λένε χαϊδευτικά τη Σοφία— εντυπωσιάζει κιόλας το περιβάλλον της με τις εύστοχες απαντήσεις της. Με κρινολίνο και ντεκολτέ πάνω στο επίπεδο στήθος της, με τα όλο γωνίες μπράτσα της να βγαίνουν από το δαντελένιο κορσάζ και με πουδραρισμένα μαλλιά, βρίσκεται, σε κάποια δεξίωση, μπροστά στον Φρειδερίκο‐Γουλιέλμο Α' της Πρωσίας. Εντελώς ασυγκίνητη, αρνείται ν' ακουμπήσει τα χείλη της στην άκρη του βασιλικού ενδύματος. «Είναι τόσο κοντό που δεν το φτάνω!» φωνάζει για να δικαιολογηθεί. Ο βασιλιάς παρατηρεί αυστηρά: «Η μικρή είναι αναιδέστατη!». Εκείνη την εποχή είναι τεσσάρων χρόνων. Από το γεγονός αυτό η Ιωάννα συμπεραίνει πως η κόρη της είναι μια επαναστάτρια, μια ξιπασμένη που τίποτα και ποτέ δεν θα την πτοήσει. Αυτό, σκέφτεται, πρέπει να το πατάξει κανείς σ' ένα κορίτσι, αφού το μέλλον του είναι να παντρευτεί — και γάμος σημαίνει υποταγή. Έτσι η συμπεριφορά της προς τη Φίγκχεν γίνεται όλο και πιο αδιάλλακτη, ενώ η στοργή προς το γιο της διπλασιάζεται. «Έτσι εγώ», θα γράψει η Αικατερίνη, στα Απομνημονεύματά της, «υπέφερα διαρκώς∙ συχνά με απέπεμπαν με πάθος
και παραφορά, τις περισσότερες φορές άδικα»3. Και ακόμα: «Ο πατέρας μου, που δεν τον έβλεπα τόσο συχνά, με θεωρούσε άγγελο∙ η μητέρα μου δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα για μένα». Η ψυχρότητα της μητέρας, η απουσία του πατέρα (τόσο αξιοπρεπούς, τόσο αυστηρού και πολυάσχολου!) ενισχύουν τη δίψα της για αγάπη. Κι αυτή η ανάγκη για στοργή και χάδια γίνεται ακόμα εντονότερη επειδή θεωρεί τον εαυτό της άσχημο. Στα πολύ μικρά της χρόνια έπαθε λειχήνες∙ για να την απαλλάξουν από τις κρούστες, χρειάστηκε να της κόψουν επανειλημμένα τα μαλλιά. Στα εφτά της χρόνια μια πλευρίτιδα λίγο έλειψε να της κοστίσει τη ζωή. Ενώ βρισκόταν σε ανάρρωση, διαπιστώθηκε μια σκολίωση της σπονδυλικής της στήλης. «Ο δεξιός μου ώμος είχε γίνει ψηλότερος από τον αριστερό, η ραχοκοκαλιά έκανε ζιγκ‐ζαγκ και η αριστερή πλευρά σχημάτιζε λακκούβα». Επειδή οι γιατροί δηλώνουν αναρμοδιότητα μπροστά σ' αυτή τη μυστηριώδη παραμόρφωση, οι γονείς της απευθύνονται σ' έναν κομπογιαννίτη που δεν είναι άλλος από το δήμιο του Στετίνου. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό, αυτός ο τρομερός άνθρωπος διατάσσει να έρχεται κάθε πρωί στις έξι, ένα κορίτσι νηστικό, και να τρίβει με σάλιο τον ώμο και την πλάτη της μικρής. Ύστερα της φτιάχνει έναν κορσέ που πρέπει να τον φοράει μέρα και νύχτα και να τον βγάζει μόνο για ν' αλλάξει εσώρουχα. Αυτό το μαρτύριο κρατάει περίπου τέσσερα χρόνια. Τέλος, όταν το κοριτσάκι κλείνει τα έντεκα, η πλάτη του ισιώνει, η υγεία του βελτιώνεται και ξαναβρίσκει το κέφι και τη δύναμή του. Ωστόσο, μόλο που η κράση της δένει, το πρόσωπό της παραμένει άχαρο. Ξέρει κιόλας πως θα δυσκολευτεί στο κυνήγι του γαμπρού εξαιτίας κάποιων φυσικών της ατελειών — μακριά μύτη, σουβλερό σαγόνι και ισχνότητα γδαρμένης γάτας. Παράλληλα όμως έχει προσέξει πως το λαμπερό της βλέμμα και το εύστροφο πνεύμα της γοητεύουν τους συνομιλητές της, ίσως μάλιστα περισσότερο κι από όσο θα τους γοήτευε ένα πρόσωπο με κανονικά χαρακτηριστικά. Η διαπίστωση αυτή τη σπρώχνει να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στο διάβασμα και τις μελέτες. Η επιρροή της γκουβερνάντας της, της Ελισάβετ (ή Μπαμπέτ Καρντέλ), είναι σ' αυτό το σημείο καθοριστική. Γαλλίδα, κόρη ουγενότου που κατέφυγε στη Γερμανία μετά την ανάκληση του διατάγματος της Νάντης περί ανεξιθρησκίας, η Μπαμπέτ Καρντέλ, σύμφωνα με τα λεγόμενα του κοριτσιού, «ήξερε σχεδόν τα πάντα, δίχως να έχει διδαχτεί τίποτα». Η Σοφία δεν τσιγκουνεύεται τις φιλοφρονήσεις γι' αυτήν στα Απομνημονεύματά της: «Πρότυπο αρετής και πολυμάθειας∙ από τη φύση της είχε φρόνημα υψηλό, πνεύμα καλλιεργημένο, χρυσή καρδιά∙ ήταν υπομονετική, γλυκιά, πρόσχαρη, δίκαιη, σταθερή...». Ο ενθουσιασμός της για την Μπαμπέτ θα διατηρηθεί τόσο έντονος, ώστε ακόμα και στα γερατειά της, γράφοντας στον Βολταίρο, θα περηφανεύεται για τον τίτλο της «μαθήτριας της δεσποινίδας Καρντέλ». Στην πραγματικότητα η διδασκαλία της δεσποινίδας Καρντέλ είναι ποικίλη: μεταξύ δύο υπαγορεύσεων συμβουλεύει τη Σοφία να κρατάει το σαγόνι της πάντα προς τα πίσω: «Έβρισκε πως είχα σαγόνι εξαιρετικά μυτερό και ότι, προτείνοντάς το, θα σκόνταφτα πάνω σε όποιον συναντούσα». Όσο για το πνεύμα της μαθήτριάς της, η δεσποινίς Καρντέλ το πλουτίζει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, βάζοντάς τη να διαβάζει Κορνέιγ, Ρακίνα, Μολιέρο, Λα Φονταίν. Της εμπνέει μέρα με τη μέρα την αγάπη για τη γαλλική γλώσσα, απαραίτητη — εκείνη την εποχή— σε κάθε υψηλό πρόσωπο. Κι ακόμα τη συμπάθεια για τον εύστροφο λόγο, την αυθόρμητη χαρά, τη ζωηράδα στη γραφή και τη συζήτηση. Τόσος είναι ο μαγνητισμός που ασκεί στη Φίγκχεν, ώστε, από αντίδραση, το κοριτσάκι μισεί τον καθηγητή της των γερμανικών, τον βαρύ και σχολαστικό Βάγκνερ. Ορισμένες στιγμές έχει την εντύπωση ότι η μητρική της γλώσσα έχει την πηγή της στο Παρίσι και όχι στο Στετίνο. Έχει βέβαια και άλλους δασκάλους, ανάμεσά τους κι ένα λουθηρανό πάστορα, τον Ντόου, που τη μυεί στη θρησκεία και της δίνει μερικές γνώσεις για τη θεολογία. Αντί όμως να δέχεται παθητικά το μάθημα, η μικρή θέλει να καταλάβει και κάνει ερωτήσεις που φέρνουν σε αμηχανία το δάσκαλό της. Γιατί άνθρωποι ενάρετοι, όπως ο Τίτος ή ο Μάρκος Αυρήλιος,
καταδικάστηκαν με το πρόσχημα ότι αγνόησαν την Αποκάλυψη; Τι είναι ακριβώς το προαιώνιο χάος; Τι εννοούμε με τη λέξη περιτομή; Πώς συμβιβάζεται η απέραντη καλοσύνη του Θεού με την τρομερή δοκιμασία της Δευτέρας Παρουσίας; Ο πάστορας οργίζεται, αρνείται ν' απαντήσει, απειλεί τη μαθήτριά του με τη βέργα, και η Μπαμπέτ Καρντέλ επεμβαίνει αμέσως για να καταλαγιάσει τη θύελλα. Αυτό που ανησυχεί περισσότερο τον ιεροκήρυκα είναι η τάση της μικρής ν' αναζητεί στα ιερά δόγματα μια ορθολογική εξήγηση. Κατά τη γνώμη του αυτό δείχνει υπεροψία. Εκτός όμως από αυτό το ελάττωμα, οφείλει να παραδεχτεί ότι η μαθήτριά του είναι φρόνιμη, επιμελής, προικισμένη με εξαιρετική μνήμη και πρόθυμη να καταβροχθίζει αδιακρίτως όλες τις ανθρώπινες γνώσεις. Απ' όλους τους παιδαγωγούς που συμβάλλουν στην εκπαίδευση της Φίγκχεν, μόνο ο καθηγητής της μουσικής απογοητεύεται. Η μικρή δεν έχει αυτί και δεν απολαμβάνει ούτε τις πιο γλυκές μελωδίες. Αυτή η ενοχλητική «αλλεργία» θα τη συνοδεύει σε όλη της τη ζωή. «Σπάνια η μουσική είναι κάτι άλλο εκτός από θόρυβος στ' αυτιά μου», θα πει. Έπειτα από συστηματική εργασία με τη δεσποινίδα Καρντέλ, η Φίγκχεν νιώθει ακατανίκητη επιθυμία να ξοδέψει την περισσή της ενεργητικότητα. Αντίθετα από τα άλλα κοριτσάκια της ηλικίας της, απεχθάνεται να παίζει με κούκλες. Τα καμώματα γύρω από ένα ξύλινο χρωματιστό μωρό την ενοχλούν. Δεν νιώθει καμία έφεση να ποζάρει σαν μικρή μαμά μπροστά σε μια μικρογραφία κούνιας. Μόνο η κίνηση, η δράση την ενδιαφέρουν. Παρά την πριγκιπική τους ιδιότητα, οι γονείς της τής επιτρέπουν να προσκαλεί τα παιδιά της καλής αστικής τάξης του τόπου. Τότε η αυλή του αυστηρού πύργου του Στετίνου αντηχεί από γέλια και τιτιβίσματα. Πότε πότε όλος ο παιδόκοσμος ξεχύνεται στο δρόμο. Η Φίγκχεν λατρεύει τα βίαια παιχνίδια. Δεν διστάζει ακόμα και να σημαδεύει τα πουλιά. Αγοροκόριτσο εφευρετικό και γεμάτο ζωντάνια, ευχαρίστως αναλαμβάνει την αρχηγία της μικρής ομάδας που βρίσκεται σε αναβρασμό γύρω της. Οι φίλοι της χαίρονται να της αναγνωρίζουν ψυχή αρχηγού. Αλλά πιο πολύ κι από αυτές τις παιδικές χαρές αγαπάει τα ταξίδια. Η μητέρα της, άπληστη για κοσμικότητες, νιώθει τόση ανία στο Στετίνο, ώστε χρησιμοποιεί κάθε πρόσχημα για να φεύγει μαζί με τον άντρα της και τα παιδιά της. Πολλές οικογένειες στη Γερμανία συγγενεύουν με τους Άνχαλτ‐Τσερμπστ και με τους Χολστάιν‐Γκότορπ. Οι προσκλήσεις πέφτουν βροχή από παντού. Πηγαίνουν από πύργο σε πύργο, στο Τσερμπστ, στο Αμβούργο, στο Μπρούνσβιχ, στο Ότιν, στο Κίελο, ακόμα και στο Βερολίνο. Παντού βρίσκουν συγγενείς καλοπροαίρετους, ένα μίνιμουμ άνεσης και μια ατμόσφαιρα γεμάτη από κουτσομπολιά της Αυλής. Ακούγοντάς τα, η Φίγκχεν πληροφορείται τη γενεαλογία όλων των βασιλιάδων και των πριγκίπων της Ευρώπης. Έχει την αίσθηση ότι εισχωρεί σε μια τεράστια αδελφότητα που οι αιμάτινοι δεσμοί της διασχίζουν τα σύνορα. Μικρή Γερμανίδα πριγκίπισσα αυτή, βρίσκεται πιο κοντά σ' έναν άγνωστο Σουηδό πρίγκιπα παρά σ' έναν πληβείο Γερμανό γείτονα. Πριν καν δεχτεί το παραμικρό σημάδι της μοίρας, αισθάνεται να την καλεί ο κόσμος αυτών που βασιλεύουν και όχι αυτών που υπακούν. Η έφεσή της εκδηλώνεται πολύ πριν παρουσιαστεί οποιαδήποτε ευκαιρία. Το 1739 οι γονείς της την πηγαίνουν στο Κίελο για να παραστεί σε μια γιορτή που δίνει ο εξάδελφος της μητέρας της Αδόλφος‐Φρειδερίκος του Χολστάιν‐Γκότορπ4. Η Ιωάννα καμαρώνει επειδή ανήκει σε μία από τις μεγαλύτερες οικογένειες της Γερμανίας και, κάθε φορά που βρίσκεται ανάμεσα στους δικούς της, θλίβεται ακόμα περισσότερο για τον ασήμαντο γάμο της. Επιπόλαιη και ματαιόδοξη, παρατηρεί με δυνατό χτυποκάρδι τη δεκάχρονη κόρη της ν' ανταλλάσσει μερικά λόγια με τον μικρό Πέτρο‐Ούλριχ του Χολστάιν που, όπως φημολογείται, είναι ένας από τους πιθανούς κληρονόμους του θρόνου της Σουηδίας ή της Ρωσίας. Το αγόρι είναι ένα χρόνο μεγαλύτερο από τη Φίγκχεν, αλλά μικροκαμωμένο, καχεκτικό, κακοφτιαγμένο. Οι συζητήσεις μαζί του αποκαρδιωτικές. Δεν έχει διαβάσει τίποτα και
μοναδικό του ενδιαφέρον είναι τα στρατιωτικά γυμνάσια. Είναι όμως εγγονός του Μεγάλου Πέτρου, κι αυτό του προσδίδει αίγλη. Έτσι οι μητέρες των κοριτσιών της παντρειάς — μεταξύ αυτών και η Ιωάννα— τον βλέπουν με δέος και λαχτάρα. Η Φίγκχεν αφουγκράζεται συνωμοτικούς ψιθύρους: αυτές οι κυρίες λογαριάζουν κρυφά τις πιθανότητες ενός γάμου ανάμεσα στα δύο παιδιά. Μήπως δεν είναι τρίτα ξαδέλφια από την πλευρά των Χολστάιν; Ακόμα και η ίδια η Φίγκχεν παραδίνεται σε όνειρα. Σύμφωνα με τον οικογενειακό της κώδικα, η καταγωγή της τής απαγορεύει έναν ανάρμοστο γάμο με κάποιον νεαρό, έστω και χαριτωμένο, αλλά δίχως αρκετά παλιό αριστοκρατικό γενεαλογικό δέντρο. Όμως η ασχήμια και η φτώχεια της υπάρχει κίνδυνος ν' απομακρύνουν τους σοβαρούς μνηστήρες. Στην Ευρώπη είναι μεγάλη η δυνατότητα επιλογής πριγκιπισσών — αρκούν για να ικανοποιήσουν όλα τα γούστα και όλες τις πολιτικές. Σε τούτο τον μυστικό ανταγωνισμό για τους θρόνους, η Φίγκχεν διαπιστώνει ψυχρά ότι δεν διαθέτει πολλά προσόντα, παρ' όλα αυτά εμπιστεύεται το άστρο της. Κατά τη γνώμη της, όταν έχεις χαρακτήρα, φτάνει να επιθυμείς κάτι με πάθος για να το αποκτήσεις μακροπρόθεσμα. Ακόμα κι όταν πρόκειται για τη φυσική χάρη. Και βέβαια μπορεί να γίνει όμορφη, αν θέλει. Αποχαιρετώντας τον Πέτρο‐Ούλριχ, αισθάνεται πως έχει ξαναγεννηθεί. Πραγματικά από μήνα σε μήνα ο καθρέφτης τής αποκαλύπτει μια πιο ευχάριστη εικόνα του εαυτού της. Πολλές φορές μάλιστα ξαφνιάζεται, βρίσκοντας ότι έχει ομορφύνει εντυπωσιακά. «Σιγά σιγά, η υπερβολική ασχήμια με εγκατέλειπε», θα γράψει. Στα δεκατρία της χρόνια είναι ευκίνητη, με σωστές αναλογίες, και τα βαθυγάλαζα μάτια της έχουν τόση λάμψη, ώστε όποιος την κοιτάζει ξεχνάει τη μακριά μύτη και το σουβλερό πιγούνι της. Μια μέρα, ακούει τον επιστάτη του πατέρα της να λέει για την πριγκίπισσα Αυγούστα του Σαξ‐Γκότα που παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της Ουαλίας: «Μα την αλήθεια, αυτή η πριγκίπισσα είναι πολύ πιο κακοαναθρεμμένη από τη δική μας∙ ούτε κι αυτή είναι όμορφη, κι όμως νά, ήταν γραφτό να γίνει βασίλισσα της Αγγλίας: ποιος ξέρει τι θα γίνει η δική μας;». Κάποτε, στο Μπρούνσβιχ, στο σπίτι της επίκληρης δούκισσάς του, ένας θεόληπτος κληρικός που ασκεί τη χειρομαντεία, ισχυρίζεται ότι βλέπει στο χέρι της Φίγκχεν τρία στέμματα. Το κοριτσάκι παίρνει την προφητεία στα σοβαρά. «Από τα παιδικά μου χρόνια», θα γράψει, «ο τίτλος της βασίλισσας μου ηχούσε ωραία στο αυτί. Όλοι οι γύρω μου με πείραζαν (σχετικά με τον μικρό Πέτρο‐Ούλριχ του Χολστάιν) και σιγά σιγά άρχιζα να συνηθίζω κι εγώ στην ιδέα ότι προοριζόμουν γι' αυτόν». Έτσι, καθώς περνούν οι μήνες, η σκέψη της Ρωσίας απασχολεί όλο και πιο επίμονα τη μικρή και τη μητέρα της. Η παράλληλη σκέψη τους βασίζεται στους δεσμούς συγγένειας που ενώνουν τον οίκο των Χολστάιν —δεσμούς που επικαλείται η Ιωάννα— και τη ρωσική αυτοκρατορική οικογένεια. Η Άννα, πρωτότοκη κόρη του Μεγάλου Πέτρου, είχε παντρευτεί το δούκα Κάρολο‐Φρειδερίκο του Χολστάιν‐Γκότορπ και απέκτησε ένα γιο: τον μικρό Πέτρο‐ Ούλριχ που η Φίγκχεν συνάντησε στο Κίελο. Όσο για τη δευτερότοκη κόρη του Μεγάλου Πέτρου, την Ελισάβετ, ήταν αρραβωνιασμένη με έναν από τους αδελφούς της Ιωάννας, τον νεαρό και χαριτωμένο Κάρολο‐Αύγουστο του Χολστάιν‐Γκότορπ. Αυτός πεθαίνει από ευλογιά, λίγο μετά τον αρραβώνα, και η Ελισάβετ, όπως λένε, δεν μπορεί να παρηγορηθεί γι' αυτόν τον πρόωρο χαμό. Οι ερωτικές ατασθαλίες, στις οποίες επιδίδεται από τότε, δεν είναι παρά ένας τρόπος για να ξεχάσει. Στερημένη από τον νεαρό πρίγκιπα, στον οποίο ήθελε ν' αφιερώσει τη ζωή της, δεν παντρεύεται και εξακολουθεί να διατηρεί συναισθηματικούς δεσμούς με την οικογένεια του νεκρού. Ξαφνικά, στις 6 Δεκεμβρίου 1741, μια είδηση πέφτει σαν κεραυνός: η απαρηγόρητη μνηστή του Καρόλου‐Αυγούστου θέτει τέρμα, με μία από εκείνες τις παλατιανές επαναστάσεις τις τόσο συχνές στη Ρωσία, στη βασιλεία του μικρού Ιβάν του Μπρούνσβιχ και την αντιβασιλεία της μητέρας του. Η Ελισάβετ Α', θυγατέρα του Μεγάλου Πέτρου, ανεβαίνει στο θρόνο της Ρωσίας. Γεμάτη ενθουσιασμό, η Ιωάννα σκέφτεται ότι, χωρίς την καταραμένη ευλογιά που σκότωσε τον αδελφό της, θα ήταν σήμερα κουνιάδα μιας
αυτοκράτειρας. Γράφει λοιπόν αμέσως στην τσαρίνα για να της εκφράσει τα συγχαρητήριά της και να τη διαβεβαιώσει για την αφοσίωσή της. Της απαντούν ευγενικά. Τον επόμενο μήνα, καινούργια έκπληξη: η αυτοκράτειρα καλεί από το Κίελο στην Αγία Πετρούπολη τον μικρό Πέτρο‐Ούλριχ και τον ανακηρύσσει κληρονόμο της. Μεμιάς η Ρωσία έρχεται πιο κοντά στο Στετίνο. Το αίμα των Χολστάιν, το αίμα της ίδιας της μητέρας της Φίγκχεν, μετέχει στο θρίαμβο. Και η ίδια η Φίγκχεν αποκτά ζωηρό ενδιαφέρον γι' αυτά τα μακρινά γεγονότα. Πολλές φορές έχει την αίσθηση ότι κρυφές δυνάμεις αποφασίζουν πίσω από την πλάτη της. Απλή, άραγε, σύμπτωση ή συνέπεια μιας μυστηριακής κίνησης στην ευρωπαϊκή σκακιέρα; Τον Ιούλιο του 1742 ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος ονομάζει τον πατέρα τής Φίγκχεν στρατάρχη. Το Σεπτέμβριο η μητέρα της δέχεται από τα χέρια ενός γραμματέα της ρωσικής πρεσβείας μια εικόνα της τσαρίνας μέσα σε πλαίσιο στολισμένο με διαμάντια. Στο τέλος του χρόνου η μητέρα της την πηγαίνει στο Βερολίνο και η μικρή ποζάρει για τον εξαίρετο Γάλλο ζωγράφο Αντουάν Πεσν. Ο ζωγράφος παίρνει εντολή να κάνει ένα πιστό πορτραίτο προσθέτοντάς του όμως όσο το δυνατόν περισσότερη χάρη. Δουλεμένο με τέχνη και εξωραϊσμένο, το πορτραίτο αυτό προορίζεται να πληροφορήσει την αυτοκράτειρα Ελισάβετ σχετικά με τα φυσικά προσόντα της νεαρής. Έτσι παίρνει το δρόμο για την Αγία Πετρούπολη, ενώ το μοντέλο επιστρέφει στο Στετίνο. Στο μεταξύ, ο στρατηγός Κορφ και ο κόμης Σίβερς —άλλος ένας ευγενής της ρωσικής Αυλής— έχουν ζητήσει να δουν τη μικρή πριγκίπισσα για να κάνουν την αναφορά τους στα υψηλά πρόσωπα. Παίρνουν κι ένα δεύτερο πορτραίτο στις αποσκευές τους. Όλα αυτά αναστατώνουν τη Φίγκχεν. Συνειδητοποιεί ολοένα περισσότερο το γεγονός ότι αποτελεί το εύθραυστο έπαθλο ενός τεράστιου διπλωματικού παιχνιδιού: «Έβαλα βαθιά στο νου και την καρδιά μου ότι ήμουν προορισμένη γι' αυτόν (τον Πέτρο‐Ούλριχ) επειδή, απ' όσους γαμπρούς μού προξένευαν, ήταν ο σημαντικότερος». Για να κάνει υπομονή, λέει και ξαναλέει μέσα της ότι, χωρίς αμφιβολία, έχει πολλές αντιζήλους και ότι, από παντού, πρέσβεις γεμάτοι ζήλο στέλνουν στην Αγία Πετρούπολη τα πορτραίτα των ευγενέστερων δεσποινίδων της Ευρώπης που βρίσκονται σε ηλικία γάμου. Φαντάζεται την αυτοκράτειρα, συνοφρυωμένη, όλο δισταγμούς, μέσα σε μια αίθουσα με πίνακες, όπου πενήντα καλλονές ανταγωνίζονται η μια την άλλη χαμογελώντας πάνω στο μουσαμά. Ωστόσο στα όνειρά της η προφητεία του κληρικού θριαμβεύει εις βάρος όλων των φόβων της. Και σαν για να ενθαρρύνει τις αισιόδοξες προβλέψεις της, ο πρεσβύτερος κλάδος των Άνχαλτ σβήνει και ο πατέρας της κι ο θείος της γίνονται συγκυβερνώντες πρίγκιπες. Αυτό ενισχύει τη θέση της οικογένειας στο κυνήγι του στέμματος. Η Φίγκχεν σκέφτεται αυτό το στέμμα μέρα‐νύχτα, χωρίς να την ενδιαφέρει ποιος το φοράει. Δεν έχει σημασία αν ο Πέτρος‐Ούλριχ είναι άχαρος και ηλίθιος. Ο έρωτας δεν βαραίνει διόλου στα μελλοντικά της σχέδια. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι ο θρόνος, όχι το κρεβάτι. Ωστόσο από τα δεκατρία της χρόνια εκδηλώνει έναν έντονο αισθησιασμό. Ενώ κανείς από το περιβάλλον της —ούτε η Μπαμπέτ Καρντέλ ούτε η μητέρα της— δεν την έχει διαφωτίσει σχετικά με το μυστήριο των σεξουαλικών σχέσεων, νιώθει ξαφνικές ορμές, παράξενες συγκινήσεις, ανάγκες σαρκικής επαφής των οποίων την αιτία δεν μπορεί να εξηγήσει. Αυτή η φρενίτιδα την πιάνει κυρίως τη νύχτα. Τότε κάθεται καβάλα πάνω στο μαξιλάρι της και, όπως θα γράψει αργότερα, «καλπάζει» στο κρεβάτι της «μέχρι που εξαντλούνται οι δυνάμεις της». Αυτές οι νυχτερινές ιππασίες καταλαγιάζουν την ταραχή της, ηρεμούν τα νεύρα της. Αφού περάσει η ζάλη, ξαναγίνεται ένα φρόνιμο παιδί που δεν το απασχολεί διόλου ο έρωτας παρά μόνο η σταδιοδρομία του. Δεν της λείπουν όμως ολότελα οι χάρες. Ένας από τους θείους της, ο Γεώργιος‐Λουδοβίκος, γοητευμένος από τη δροσιά τούτης της έφηβης που μόλις διάβηκε το κατώφλι της παιδικής ηλικίας, έχει βαλθεί να τη φλερτάρει. Δέκα χρόνια μεγαλύτερός της, την ξελογιάζει με παθιασμένες εξομολογήσεις και την παρασέρνει μακριά από τους γονείς της για να της αποσπάσει κλεφτά φιλιά. Κολακευμένη, η Φίγκχεν αφήνεται. Μήπως αυτό δεν είναι απόδειξη πως μπορεί ν' αρέσει και σε άντρα
άλλον από τον πατέρα της; Για ποιο λόγο ο μικρός της εξάδελφος Πέτρος‐Ούλριχ μπορεί να φανεί πιο δύσκολος από το θείο της Γεώργιο‐Λουδοβίκο; Οι εβδομάδες όμως περνούν και η Αυλή της Ρωσίας παραμένει βουβή. Εξουθενωμένος από τις επιφυλάξεις της μικρής, ο Γεώργιος‐Λουδοβίκος της προτείνει, χωρίς να το πολυσκεφτεί, να την παντρευτεί. Η συγγένειά τους δεν αποτελεί εμπόδιο. Τέτοιου είδους γάμοι είναι συχνοί στην υψηλή ευρωπαϊκή αριστοκρατία. Η Φίγκχεν διστάζει να εγκαταλείψει το ρωσικό όνειρο για τη γερμανική πραγματικότητα. «Οι γονείς μου δεν θα το θελήσουν», λέει. Ύστερα καμώνεται πως δέχεται, «με τον όρο ότι ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν θα φέρουν αντίρρηση». Μεμιάς, τα φιλιά του θείου γίνονται πιο φλογερά. «Ωστόσο», θα επιβεβαιώσει, «εκτός από μερικά θερμά αγκαλιάσματα, τα πράγματα εξελίχθηκαν με τη μεγαλύτερη αθωότητα». Ο Γεώργιος‐Λουδοβίκος συγκρατείται με την ελπίδα ότι θα έχει το χρόνο με το μέρος του, ενώ η Φίγκχεν δέχεται αυτά τα παιδικά παιχνίδια ελπίζοντας πως δεν θα κρατήσουν και πως θα έρθει από το Βορρά το ποθητό κάλεσμα. Την 1η Ιανουαρίου 1744, ενώ ολόκληρη η οικογένεια, συγκεντρωμένη στο Τσερμπστ γύρω από το τραπέζι, γιορτάζει την Πρωτοχρονιά μ' ένα χαρούμενο γεύμα, ένας ταχυδρόμος από το Βερολίνο παραδίδει στον πρίγκιπα Χριστιανό‐Αύγουστο ένα πακέτο με γράμματα. Ο πρίγκιπας ξεχωρίζει την αλληλογραφία και δίνει στη γυναίκα του ένα φάκελο που γράφει: «Προσωπικό! Κατεπείγον! Στην υψηλοτάτη και ευγενεστάτη πριγκίπισσα Ιωάννα‐Ελισάβετ του Άνχαλτ‐Τσερμπστ, στον πύργο της του Τσερμπστ». Η Ιωάννα σπάζει τη σφραγίδα και αρχίζει να διαβάζει με γλυκιά συγκίνηση. Το γράμμα είναι από τον Μπρύμερ, αυλάρχη του μεγάλου δούκα Πέτρου‐Ούλριχ, στην Αγία Πετρούπολη: «Κατόπιν ρητής και ειδικής διαταγής της Μεγαλειοτάτης Αυτοκράτειρας Ελισάβετ Πετρόβνα, σας ειδοποιώ, κυρία, ότι η Σεπτή Άνασσα επιθυμεί όπως η Υψηλότητά Σας, συνοδευόμενη από την Πριγκίπισσα, πρωτότοκη κόρη της, έλθει το γρηγορότερο δυνατόν και χωρίς απώλεια χρόνου σε τούτη τη χώρα, στην πόλη όπου θα βρίσκεται η αυτοκρατορική Αυλή... Η Υψηλότητά Σας έχει επαρκή γνώση των πραγμάτων ώστε θα κατανοήσει την πραγματική σημασία της σπουδής της Μεγαλειότητάς Της να σας δει σύντομα, μαζί με την Πριγκίπισσα θυγατέρα σας, για την οποία λέγονται τόσα καλά...». Το γράμμα εκτενέστατο, διευκρινίζει ότι η πριγκίπισσα Ιωάννα δεν μπορεί, με κανένα πρόσχημα, να συνοδεύεται από το σύζυγό της και ότι η ακολουθία της πρέπει να περιλαμβάνει μόνο μία κυρία των τιμών, δύο καμαριέρες, έναν αξιωματικό, μία μαγείρισσα και τρεις ή τέσσερις ακολούθους. Επιπλέον εντέλλεται να μην αποκαλύψει τον τόπο του προορισμού της. Είναι αυτονόητο ότι τα έξοδα του ταξιδιού θα βαρύνουν την αυτοκράτειρα: άλλωστε μια συναλλαγματική με δέκα χιλιάδες ρούβλια στο όνομα ενός τραπεζίτη του Βερολίνου επισυνάπτεται στο γράμμα. Δεν είναι πολλά, λέει ο Μπρύμερ, αλλά προέχει να μη δοθεί υπερβολική αίγλη σ' αυτό τους το ταξίδι για να μην τραβήξουν την περιέργεια των κακόβουλων. Από τη στιγμή που θα φτάσουν στη Ρωσία, η πριγκίπισσα και η κόρη της θα απολαμβάνουν όλες τις τιμές που αρμόζουν στην κοινωνική τους θέση. Η ταραχή της Ιωάννας είναι φανερή, γι' αυτό η Φίγκχεν, που κάθεται πλάι της, ρίχνει μια κλεφτή ματιά στο γράμμα. Η φράση «συνοδευόμενη από την Πριγκίπισσα, πρωτότοκη κόρη της», πέφτει στα μάτια της. Καταλαβαίνει αμέσως ότι παίζεται η τύχη της. Παρ' όλα αυτά η Ιωάννα δεν εννοεί να φανερώσει το μυστικό στην κόρη της. Σηκώνεται από το τραπέζι και αποσύρεται με τον άνδρα της για μια συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών. Σε λιγότερο από δύο ώρες φτάνει και δεύτερος αγγελιαφόρος φέρνοντας, αυτή τη φορά, ένα γράμμα του βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκου. Ενώ ο Μπρύμερ δεν έδειξε καθαρά τους λόγους της αυτοκρατορικής πρόσκλησης, ο Φρειδερίκος σηκώνει τον πέπλο του μυστηρίου. «Δεν σας κρύβω ότι, τρέφοντας ιδιαίτερη εκτίμηση τόσο για σας όσο και για την Πριγκίπισσα θυγατέρα σας, ευχόμουν πάντα να της επιφυλάξω ένα λαμπρό μέλλον.
Αναρωτήθηκα λοιπόν μήπως θα ήταν δυνατό να την παντρέψω με τον τρίτου βαθμού εξάδελφό της, τον μεγάλο δούκα της Ρωσίας...» Η Ιωάννα διαβάζει δέκα φορές αυτή τη φράση για να συλλάβει όλη τη σημασία της. Η καρδιά της χτυπάει από υπερβολική περηφάνια, ωστόσο είναι ανήσυχη. Για την ώρα δεν πρόκειται παρά μόνο για μια ευχή του Φρειδερίκου. Η αυτοκράτειρα δεν διατυπώνει καμιά επίσημη πρόταση γάμου∙ τις προσκαλεί μόνο να την επισκεφθούν. Καλούν τη Φίγκχεν στην Αυλή της Ρωσίας για δοκιμή. Αν η δοκιμή δεν έχει το ποθητό αποτέλεσμα, θα τη στείλουν πίσω στη Γερμανία, και το ρεζιλίκι γι' αυτό το γάμο που δεν έγινε, θα έχει αντίκτυπο σε όλη την οικογένεια. Ο πατέρας της Φίγκχεν κυριεύεται από βαθύτερους φόβους. Στην περίπτωση που η κόρη τους εγκρίνεται για να παντρευτεί τον μεγάλο δούκα, θα πρέπει οπωσδήποτε ν' ασπασθεί το ορθόδοξο ρωσικό δόγμα. Φανατικός λουθηρανός, ο Χριστιανός‐Αύγουστος δεν μπορεί να δεχτεί κάτι τέτοιο. Ακόμα κι αν η κόρη του κρατήσει το δικό της δόγμα, πράγμα πολύ απίθανο, πώς θα είναι η ζωή της σ' εκείνη τη μακρινή και βάρβαρη χώρα; Πώς να εμπιστευθούν την αυτοκράτειρα Ελισάβετ, αφού μόλις πριν από λίγο καιρό φυλάκισε μια Γερμανίδα πριγκίπισσα, την Άννα του Μπρούνσβιχ, και το γιο της, τον μικρό τσάρο Ιβάν; Ποιος τους εξασφαλίζει ότι και η Φίγκχεν δεν διατρέχει τον κίνδυνο μιας τραγικής μοίρας, αν γίνει νύφη αυτής της παντοδύναμης, βίαιης και διεφθαρμένης άνασσας; Όσα λέγονται για τα ήθη της ρωσικής Αυλής, λέει ο Χριστιανός‐Αύγουστος, είναι αρκετά για να κάνουν πίσω γεμάτοι φρίκη ακόμα και γονείς που ποθούν περισσότερο από κάθε άλλο ν' αποκαταστήσουν την κόρη τους. Η Ιωάννα συμφωνεί ότι πρέπει να το σκεφτούν. Ωστόσο, παρατηρεί, έχει το δικαίωμα, σαν πριγκίπισσα του Άνχαλτ‐Τσερμπστ, ν' αρνηθεί ένα γάμο που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας της; Αν γίνει πεθερά του μεγάλου δούκα, θα κινεί από τα παρασκήνια τα νήματα για την προσέγγιση Ρωσίας και Πρωσίας. Μέσα από την εύθραυστη προσωπικότητα ενός παιδιού δεκατεσσάρων χρόνων, ένα πολιτικό μέλλον ανοίγεται μπροστά της. Αυτή που έχει τόσο υποφέρει από την αφανή ζωή της στην τρύπα μιας επαρχίας, θα μπορέσει επιτέλους να δείξει το μέγεθος της διπλωματικής της ικανότητας! Ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος αφήνει να εννοηθεί κάτι τέτοιο στο γράμμα του. Γράφει σ' αυτή και όχι στον Χριστιανό‐Αύγουστο. Αυτή λοιπόν θεωρεί πραγματικό αρχηγό της οικογένειας. Αμφιταλαντευόμενοι ανάμεσα στον ενθουσιασμό και το φόβο, οι γονείς της Φίγκχεν πολλαπλασιάζουν τις μυστικές συσκέψεις τους που δεν οδηγούν πουθενά. Παρόλο όμως που την κρατούν μακριά από τις συζητήσεις τους, η νεαρή κοπέλα υποψιάζεται το περιεχόμενό τους και θυμώνει επειδή δεν ζητούν τη γνώμη της για ένα θέμα που τόσο άμεσα την αφορά. Επί τρεις μέρες παρακολουθεί αυτή την αναταραχή, το αυτί της αρπάζει μερικά ψιθυρίσματα, ψάχνει τα πρόσωπα προσπαθώντας να καταλάβει προς τα πού φυσάει ο άνεμος. Τέλος, όταν εξαντλείται η υπομονή της, βρίσκει τη μητέρα της και της λέει ότι όλο αυτό το μυστήριο που περιβάλλει το γράμμα δεν έχει νόημα, γιατί η ίδια υποψιάζεται για ποιο ζήτημα πρόκειται. «Λοιπόν, δεσποινίς», της λέει η μητέρα της, «αφού είσαι τόσο σοφή, δεν έχεις παρά να μαντέψεις και το υπόλοιπο περιεχόμενο αυτού του δωδεκασέλιδου γράμματος!» Το ίδιο απόγευμα η Φίγκχεν δίνει στη μητέρα της ένα κομμάτι χαρτί, πάνω στο οποίο έχει γράψει με μεγάλα γράμματα: Οι οιωνοί όλοι ρίχνουν φως ότι ο Πέτρος Γ' θα 'ναι ο γαμπρός! Κατάπληκτη, η Ιωάννα κοιτάζει την κόρη της μ' ένα ανάμικτο συναίσθημα θαυμασμού και φόβου και, για να ελαφρύνει τη συνείδησή της, της μιλάει για την έκλυση ηθών στη Ρωσία. Τίποτα δεν είναι βέβαιο εκεί∙ όλα τα υψηλά πρόσωπα κινδυνεύουν να βρεθούν, από τη μια μέρα στην άλλη, στη φυλακή ή στη Σιβηρία∙ η πολιτική κινείται από πραξικόπημα σε πραξικόπημα, από ρυάκι αίματος σε ρυάκι αίματος. Η Φίγκχεν αποκρίνεται με σταθερότητα ότι αυτό το χάος δεν την τρομάζει και ότι σίγουρα ο Θεός θα τη βοηθήσει στο δρόμο της.
Όταν βάλει κάτι στο νου της, ούτε ο ίδιος ο κεραυνός δεν την κάνει να υποχωρήσει. «Η καρδιά μου μού λέει ότι όλα θα πάνε καλά», συμπεραίνει. Τότε η μητέρα της, αμήχανη, ψιθυρίζει: «Και ο αδελφός μου ο Γεώργιος τι θα πει;». Άρα ξέρει το ειδύλλιο ανάμεσα στη Φίγκχεν και το θείο της! Είναι η πρώτη φορά που κάνει έναν τέτοιο υπαινιγμό στην κόρη της. Αφού το μυστικό της βγήκε στην επιφάνεια, η Φίγκχεν κοκκινίζει και απαντάει: «Δεν μπορεί παρά να ευχηθεί το καλό μου και την ευτυχία μου!». Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε να βάλει σε ίση μοίρα αυτόν τον «εραστή που φοβάται τον ίσκιο του» και τον μεγάλο δούκα Πέτρο. Η προοπτική να βασιλέψει μια μέρα σε είκοσι εκατομμύρια υπηκόους αξίζει τη θυσία μιας παιδιάστικης ερωτικής ιστοριούλας. Η κοπέλα το λέει ψυχρά στη μητέρα της κι εκείνη, συγκλονισμένη, της ζητάει να κρατήσει μυστική τη συζήτησή τους. Απομένει να πεισθεί ο Χριστιανός‐Αύγουστος που αρνείται κάθε ιδέα αλλαξοπιστίας για το παιδί του. Η Ιωάννα θα δώσει μάχη. Έχει τόσο τρανταχτά επιχειρήματα που ο άνδρας της τελικά υποχωρεί∙ αρκείται μόνο να κάνει στη Φίγκχεν ορισμένες συστάσεις σχετικά με τη συμπεριφορά της στη Ρωσία, τόσο στα θέματα της Αυλής όσο και σ' εκείνα της θρησκείας. Αφού απέσπασε τη συγκατάθεση του άντρα της, η Ιωάννα τον πιέζει να γράψει αμέσως μια επιστολή αποδοχής σύμφωνα με όλους τους τύπους. Εμπιστεύεται την επιστολή σ' έναν ταχυδρόμο, με τη διαταγή να την πάει όσο γίνεται γρηγορότερα στο Βερολίνο. Ύστερα, αρχίζει τις ετοιμασίες. Τόσο στον πύργο όσο και στους γείτονες λένε ότι πρόκειται για ένα απλό ταξίδι αναψυχής. Ωστόσο τα πέρα‐δώθε των αγγελιαφόρων, τα σοβαρά πρόσωπα των οικοδεσποτών και η σπουδαιότητα των αποσκευών εξάπτουν την περιέργεια των υπηρετών. Μια πνοή συνοικεσίου πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Μήπως η αγαπημένη δεσποινίς Καρντέλ θ' αποτελέσει μέρος της ακολουθίας; Όχι, θα την αφήσουν στο Τσερμπστ: θα φύγουν μόνο ο κύριος Λάτντορφ, η δεσποινίς ντε Κάιν, τέσσερις καμαριέρες, ένας θαλαμηπόλος, ένας μάγειρος και πολλοί ακόλουθοι. Περίλυπη, η Μπαμπέτ Καρντέλ εκλιπαρεί τη μαθήτριά της να της αποκαλύψει τουλάχιστον το σκοπό της αποστολής. Παρά τα δάκρυα της τόσο αγαπημένης της γκουβερνάντας, η Φίγκχεν παραμένει ακλόνητη. Η μέλλουσα σύζυγος ενός μεγάλου δούκα πρέπει, κατά τη γνώμη της, να ξέρει να σωπαίνει σε κάθε περίπτωση. Σιωπώντας μπροστά στην Μπαμπέτ Καρντέλ, έχει την εντύπωση ότι κάνει κιόλας τη μαθητεία της ως φύλακας των κρατικών μυστικών. Η γκουβερνάντα της κλαίει, κοκκινίζει από την οργή της και την κατηγορεί πως όχι μόνο δεν την εμπιστεύεται, αλλά πως δεν την αγαπάει. Η Φίγκχεν της απαντάει με ευγένεια ότι έχει δώσει το λόγο της και ότι οι αρχές και όχι το συναίσθημα θα υπερισχύουν πάντα μέσα της. Στις 10 Ιανουαρίου 1744, εννιά μέρες από τότε που η πρόσκληση έφτασε στον πύργο, ο πρίγκιπας Χριστιανός‐Αύγουστος, η Ιωάννα και η Φίγκχεν ξεκινούν. Ο πρίγκιπας, που δεν έχει προσκληθεί στη Ρωσία, με ταπεινωμένη την πατρική του περηφάνια, επιμένει να συνοδεύσει τη γυναίκα του και την κόρη του τουλάχιστον μέχρι το Βερολίνο. Εκεί θα κάνουν ένα σύντομο σταθμό, όπως απαιτεί ο βασιλιάς της Πρωσίας. Ο Φρειδερίκος Β', οργανωτής των διαπραγματεύσεων για το γάμο, θέλει να δει τη μέλλουσα μνηστή του μεγάλου δούκα για να σχηματίσει γνώμη για τις χάρες της, καθώς και τη μητέρα της, για να την πληροφορήσει σχετικά με τον κρυφό ρόλο που πρέπει να παίξει στην Αυλή της Ρωσίας. Η Ιωάννα μαγεύεται τόσο πολύ από την προοπτική ότι μια μέρα, χάρη στην ομορφιά και την επιδεξιότητά της, θα μπορεί να κινεί τα νήματα της ευρωπαϊκής πολιτικής, ώστε λίγο έλειψε να θεωρήσει τον εαυτό της το σημαντικότερο πρόσωπο της τριάδας. Αυτό που της προκαλεί αγωνία, για την ώρα, είναι το θέμα της αμφίεσης. Ο Χριστιανός‐Αύγουστος, με την τσιγκουνιά που τον χαρακτηρίζει, αρνήθηκε να πετάξει λεφτά για κουρέλια. Άλλωστε οι ταξιδιώτισσες δεν είχαν και τον απαιτούμενο χρόνο για να ετοιμάσουν την κατάλληλη γκαρνταρόμπα. Η Ιωάννα έχει μόνο δύο φορέματα κατάλληλα για τη βασιλική Αυλή. Τι ρεζιλίκι! Όσο για τη Φίγκχεν, ξεκινάει για ένα ονειρεμένο μέλλον δίχως μια επίσημη τουαλέτα στις αποσκευές της. «Δυο‐τρία φορέματα, μια ντουζίνα πουκάμισα, άλλες τόσες κάλτσες και μαντίλια», αυτά παίρνει μαζί της η μέλλουσα μνηστή του μεγάλου δούκα. Λένε
ότι η αυτοκράτειρα είναι πολύ γενναιόδωρη, κι είναι αλήθεια. Στην Αγία Πετρούπολη δεν θα λείψει τίποτα στη μητέρα και την κόρη. Πώς όμως θα εμφανιστούν στο Βερολίνο, δίχως να εξευτελιστούν; Άσχετος προς αυτές τις γυναικείες έγνοιες, ο Χριστιανός‐Αύγουστος έχει καταληφθεί από μελαγχολία. Η κόρη του ανεβαίνει στο ζενίθ κι εκείνος αναμασάει την αγωνία και την ταπείνωσή του. Πριν μπει στην άμαξα, έδωσε επίσημα στη Φίγκχεν την πραγματεία του Χαϊνέτσιους, όπου καταγγέλλονται οι πλάνες της ορθόδοξης ελληνικής πίστης, καθώς κι ένα τετράδιο γραμμένο με το χέρι του: Pro memoria. Στο κείμενο αυτό, το συνταγμένο βιαστικά και προορισμένο για το παιδί, που ίσως τον εγκατέλειπε για πάντα, διερωτάται αν η Φίγκχεν θα μπορούσε, «με κάποιο τρόπο», να γίνει σύζυγος του μεγάλου δούκα Πέτρου‐Ούλριχ, δίχως ν' απαρνηθεί τη λουθηρανική πίστη της. Της συνιστά επίσης να δείχνεται υποχωρητική και πειθήνια στα ισχυρά πρόσωπα της καινούργιας της πατρίδας, να μην αντιτάσσεται στις διαθέσεις του πρίγκιπα συζύγου της, να μη δίνει εμπιστοσύνη «σε καμιά κυρία» του περιβάλλοντός της, να μην ανακατεύεται στις κυβερνητικές υποθέσεις, «έτσι ώστε η Γερουσία να μην ενοχλείται». Αυτές τις αρχές τις έχει ήδη εκφράσει επανειλημμένα μπροστά της. Αλλά και η Φίγκχεν έχει αναγνωρίσει τη σοφία τους. Θα τις θέσει άραγε σε εφαρμογή; Δεν ξέρει, δεν θέλει να το σκέφτεται. Όλα όσα της συμβαίνουν μοιάζουν με όνειρο. Κλεισμένη στην άμαξα, ανάμεσα στον συλλογισμένο πατέρα της και τη γεμάτη έξαρση μητέρα της, δυσκολεύεται να πιστέψει ότι έχει στ' αλήθεια εγκαταλείψει την Μπαμπέτ Καρντέλ, τα τετράδιά της, τους συντρόφους των παιχνιδιών της, την παιδική της ηλικία, και ότι ταξιδεύει με δυνατά τραντάγματα προς ένα μέλλον γεμάτο συνωμοσίες, δόξα και κυριαρχία, ένα μέλλον που τόσο καιρό ονειρευόταν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΚΑΘ' ΟΔΟΝ Ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Β' ανέβηκε στο θρόνο πριν από τέσσερα χρόνια, μετά το θάνατο του πατέρα του Φρειδερίκου‐Γουλιέλμου Α', του τρομερού «Βασιλιά‐Λοχία», αναδιοργανωτή του στρατού. Τριάντα δύο χρονών, ο καινούργιος μονάρχης, με το φωτισμένο πνεύμα, την ευρυμάθεια, την ενεργητικότητα και την πολιτική του διορατικότητα, κερδίζει γρήγορα την εκτίμηση των Γερμανών πριγκίπων. Ξέροντας πολύ καλά την απειλή που αντιπροσωπεύουν για τη χώρα του η Ρωσία στο Βορρά και η Αυστρία στην Ανατολή, επιδιώκει με πείσμα μια συμφωνία με τη Ρωσία. Αλλά, υπό την επιρροή του καγκελάριου Μπεστούζεφ, η αυτοκράτειρα Ελισάβετ εκδηλώνει στην αρχή αντιπρωσικά αισθήματα. Όταν όμως μπαίνει θέμα να βρεθεί νύφη για τον μεγάλο δούκα Πέτρο‐Ούλριχ, όλο το περιβάλλον της τσαρίνας συγκινείται. Η φατρία του Μπεστούζεφ επέμενε να εκλέξει η αυτοκράτειρα μια Σαξονίδα πριγκίπισσα, την πριγκίπισσα Μαριάννα, δευτερότοκη θυγατέρα του βασιλιά της Πολωνίας∙ αυτό θα επέτρεπε την ένωση της Ρωσίας, της Σαξονίας, της Αυστρίας, της Αγγλίας και της Ολλανδίας, δηλαδή των τριών τετάρτων της Ευρώπης, ενάντια στην Πρωσία και τη Γαλλία. Η αντίθετη φατρία, η γαλλική φατρία, που την καθοδηγούσε από μακριά ο Φρειδερίκος της Πρωσίας, έκανε ό,τι μπορούσε για να ναυαγήσει αυτό το σχέδιο. Βέβαια ο Φρειδερίκος Β' θα μπορούσε να προτείνει την ίδια του την αδελφή, την πριγκίπισσα Ουλρίκε, μια πολύ κατάλληλη νύφη. Αρνήθηκε όμως στον εαυτό του αυτό το ολοκαύτωμα. «Τίποτα πιο αφύσικο», θα γράψει, «από το να θυσιάσω μια γαλαζοαίματη πριγκίπισσα της Πρωσίας για να εκτοπίσω μια Σαξονίδα». Αντίθετα, η μικρή πριγκίπισσα Σοφία του Άνχαλτ‐Τσερμπστ του φάνηκε καλή υποψήφια. Δεν ήταν ούτε υπερβολικά φανταχτερή ούτε υπερβολικά άχρωμη, και είχε γονείς ελάχιστα φορτικούς. Την έριξε λοιπόν στο παζάρι. Ο Γερμανός Μπρύμερ, παιδαγωγός του μεγάλου δούκα, και ο γιατρός της βασιλικής Αυλής, ο Γάλλος Λεστόκ, ανέλαβαν να εκθέσουν στην αυτοκράτειρα τα πλεονεκτήματα αυτής της λύσης. Η Ελισάβετ συμφωνεί ότι η Σοφία, που ανήκει σ' ένα δευτερεύοντα οίκο, θα είναι σίγουρα πιο πειθήνια από ένα πρόσωπο υψηλής καταγωγής. Το πορτραίτο που φιλοτέχνησε ο Αντουάν Πεσν δείχνει ότι η κοπέλα είναι γεμάτη υγεία και γοητεία. Επίσης κατάγεται από τη γενιά των Χολστάιν, την τόσο προσφιλή στην τσαρίνα μετά το θάνατο του μνηστήρα της Καρόλου‐Αυγούστου. Αν δεν είχε μεσολαβήσει αυτός ο τραγικός χαμός, η Σοφία θα ήταν σήμερα ανιψιά της. Και ο Πέτρος‐Ούλριχ είναι ανιψιός της. Όλοι τους, μέλη της ίδιας οικογένειας. Δίνει λοιπόν διαταγή στον Μπρύμερ να προσκαλέσει την Ιωάννα και την κόρη της. Ο Φρειδερίκος Β' κέρδισε τον πρώτο γύρο. Το θέμα όμως δεν έχει ρυθμιστεί. Άραγε η μικρή Σοφία είναι άξια ν' ανταποκριθεί σε όλες τις ελπίδες της Πρωσίας; Από τη στιγμή που έφτασαν οι ταξιδιώτες, ο βασιλιάς θέλει να δει τη μικρή. Η Ιωάννα, σαστισμένη, απαντάει ότι η Σοφία είναι άρρωστη. Τη δεύτερη και την τρίτη μέρα, ίδια απάντηση. Ανυπόμονος, ο βασιλιάς αρνείται να πιστέψει τούτη τη δικαιολογία. Γιατί του κρύβουν την «υποψήφιά» του; Μήπως είναι άσχημη; Μήπως της λείπει το πνεύμα; Πολιορκημένη από ερωτήσεις, η Ιωάννα αναγκάζεται να ομολογήσει ότι υπάρχει ένα σοβαρό εμπόδιο για την εμφάνιση της μικρής: δεν έχει ρούχα κατάλληλα για την Αυλή. Ο βασιλιάς της στέλνει αμέσως το φόρεμα μιας αδελφής του. Η Φίγκχεν ντύνεται τρέμοντας και σπεύδει στο παλάτι, όπου έχουν συγκεντρωθεί όλοι οι καλεσμένοι και την περιμένουν. Έχει βέβαια τον αέρα των σαλονιών, αλλά αυτή τη φορά το έπαθλο είναι τόσο σημαντικό που δυσκολεύεται να βάλει σε πειθαρχία τους χτύπους της καρδιάς της. Ο Φρειδερίκος Β' την υποδέχεται στον προθάλαμο. Το πρόσωπό του φωτίζεται στη θέα του ντελικάτου παιδιού, με τα έκπληκτα μάτια, που υποκλίνεται μπροστά του. Η Φίγκχεν είναι πολύ φοβισμένη και η αμηχανία της προσθέτει χάρη. Ύστερα από μερικές λέξεις που ανταλλάσσει μαζί της, ο Φρειδερίκος Β' σκέφτεται ότι στόχευσε σωστά. Το γεύμα διαρκεί πολύ. Όταν σηκώνονται από το τραπέζι, ο
πρίγκιπας Φερδινάνδος του Μπρούνσβιχ, αδελφός της βασίλισσας, ανακοινώνει στη Σοφία ότι είναι καλεσμένη για δείπνο, το ίδιο βράδυ, στο τραπέζι του βασιλιά. Εκείνη το λέει αμέσως στη μητέρα της, η οποία απαντάει ενοχλημένη: «Περίεργο, εγώ είμαι καλεσμένη στο τραπέζι της βασίλισσας!». Η Ιωάννα δεν καταλαβαίνει ότι, σ' αυτή την περίπτωση, ο βασιλιάς ενδιαφέρεται περισσότερο για την κόρη της παρά γι' αυτή την ίδια. Στο κάτω κάτω, αυτή είναι ο εγκέφαλος, η Φίγκχεν δεν είναι παρά ένα πιόνι στη σκακιέρα. Η έκπληξή της κορυφώνεται όταν, το ίδιο βράδυ, στο δείπνο, βλέπει τη Φίγκχεν καθισμένη όχι μόνο στο τραπέζι του βασιλιά, αλλά και δίπλα στην Αυτού Μεγαλειότητα. Φοβισμένη στην αρχή από αυτή την επίσημη θέση της, η μικρή παίρνει σύντομα θάρρος και κρατάει τη συζήτηση με τακτ και ζωντάνια. Για να νιώθει άνετα μπροστά του, ο Φρειδερίκος Β' της κάνει ένα σωρό ερωτήσεις. «Με ρώτησε χιλιάδες πράγματα, αναφέρθηκε στην όπερα, στο θέατρο, στην ποίηση, στο χορό, κι εγώ δεν ξέρω σε τι άλλο! Σε χιλιάδες θέματα που θα μπορούσε κανείς να τα συζητήσει μ' ένα παιδί δεκατεσσάρων χρόνων... Οι συνδαιτυμόνες είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό, πώς ήταν δυνατόν ο Μεγαλειότατος να συζητεί μ' ένα παιδί». Ακτινοβολώντας μέσα στο όμορφο δανεικό της φόρεμα, με μάγουλα ροδαλά και με δυνατό χτυποκάρδι, η Φίγκχεν νιώθει όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω της. Σαν για να επικυρώσει το θρίαμβό της, ο βασιλιάς την παρακαλεί να δώσει ένα πιάτο με γλυκό σε κάποιον ευγενή που κάθεται πίσω από αυτήν, και του λέει πολύ δυνατά για να γίνει ακουστός: «Δεχθείτε αυτή την προσφορά από το χέρι των Ερώτων και των Χαρίτων!». Αυτό το κομπλιμέντο, που διατυπώνεται δημόσια από το βασιλιά της Πρωσίας, ανεβάζει τη Φίγκχεν στους εφτά ουρανούς. Θα το θυμηθεί, λέξη προς λέξη, ύστερα από τριάντα χρόνια. Πραγματικά έχει την εντύπωση ότι ζει μια περιπέτεια σαν της Σταχτοπούτας, που την έβγαλαν από την αφάνεια και την έριξαν μέσα στα φώτα του χορού για να κατακτήσει όλες τις καρδιές, αρχίζοντας από εκείνη του πρίγκιπα. Την άλλη μέρα πρέπει να επιστρέψει το φόρεμα. Την περιμένουν όμως καινούργιες επιτυχίες, είναι σίγουρη γι' αυτό, πέρα από τα σύνορα. Ύστερα από μερικές μέρες εγκαταλείπουν το Βερολίνο. Στο Σβεντ, στον ποταμό Όντερ, η Φίγκχεν αποχαιρετάει τον πατέρα της που πρέπει να γυρίσει στο Στετίνο, μιας και δεν είναι καλεσμένος στη Ρωσία. Παρά την υπερδιέγερση του ταξιδιού, ο χωρισμός αυτός τη συγκλονίζει. Έχει την εντύπωση πως δεν θα ξαναδεί ποτέ αυτόν τον καλό και απλό άνθρωπο. Και δεν κάνει λάθος. Όσο για κείνον, στο αποκορύφωμα της συγκίνησης, επαναλαμβάνει κλαίγοντας: «Να μείνεις πιστή στο δόγμα σου, παιδί μου! Και μην ξεχνάς να διαβάζεις τις συστάσεις μου!». Εκείνη του υπόσχεται ό,τι της ζητάει, μέσα σε ποταμούς δακρύων. Μόνο η Ιωάννα διατηρεί την ψυχραιμία της. Για να εμποδίσουν τις δολοπλοκίες του αντίθετου κόμματος στη Ρωσία, έχει συμφωνηθεί οι δύο πριγκίπισσες να ταξιδέψουν με ψεύτικα ονόματα. Τα χαρτιά της Ιωάννας γράφουν: «Κόμισσα του Ράινμπεκ». Το μυστήριο αυτό, σκέφτεται, κάνει πιο συναρπαστική την αποστολή. Οι τέσσερις βαριές άμαξες, που μεταφέρουν τη μητέρα, την κόρη, την ακολουθία τους και τις αποσκευές τους, είναι άβολες και όχι σταθερές. Επίσης η εποχή δεν ευνοεί τις μετακινήσεις. Δεν χιονίζει ακόμη, αλλά το κρύο είναι τσουχτερό παρά το μικρό μαγκάλι που καίει μέσα στην άμαξα. Κουκουλωμένες στις γούνες τους, με μια μάσκα στο πρόσωπο για να ζεσταίνει τη μύτη και τα μάγουλά τους, οι γυναίκες είναι βυθισμένες σε μια απαθή υπνηλία. Απότομα τραντάγματα τους τσακίζουν πότε πότε τη μέση. Αναστενάζουν. Λίγο έλειψε να κατρακυλήσουν σ' έναν γκρεμό. Ο αμαξάς βρίζει. Σταματούν για λίγο μέσα στον παγερό άνεμο κι ύστερα ξεκινούν και πάλι. Οι στάσεις απέχουν πολύ, οι διαδρομές είναι μονότονες, εξαντλητικές. Στους πρωσικούς σταθμούς, όπου αλλάζουν άλογα, δεν υπάρχει ελπίδα να βρουν καλό φαγητό και αναπαυτικό κατάλυμα. «Καθώς τα δωμάτια δεν θερμαίνονταν», θα γράψει η Ιωάννα, «έπρεπε να καταφεύγουμε στο δωμάτιο του ίδιου του πανδοχέα, το οποίο δεν διέφερε πολύ από χοιροστάσιο: ο άντρας, η γυναίκα, το σκυλί, οι κότες και τα παιδιά κοιμόνταν ανάκατα σε κούνιες, σε κρεβάτια, πίσω από
σόμπες, πάνω σε στρώματα». Η Φίγκχεν πάσχει από δυσπεψία, επειδή έχει πιει πολλή μπύρα. Μετά το Μέμελ, το ταξίδι γίνεται ακόμα πιο δύσκολο. Βλαστημούσαν τους σταθμούς, τώρα όμως, νά, δεν υπάρχουν καν σταθμοί και τους νοσταλγούν. Είναι αναγκασμένοι ν' απευθύνονται στους χωριάτες για να νοικιάζουν άλογα. Τους χρειάζονται είκοσι τέσσερα για να σύρουν τις άμαξες. Αυτό προκαλεί, κάθε φορά, συζητήσεις και παζαρέματα που εξοργίζουν την Ιωάννα. Πίσω από τις άμαξες με τους τροχούς έχουν δέσει έλκηθρα, για κάθε ενδεχόμενο. Στο Μίταου, όπου οι ταξιδιώτισσες φτάνουν τελικά, εξουθενωμένες, υπάρχει ρωσική φρουρά. Ο διοικητής της συνταγματάρχης Βογιέικωφ δέχεται την Ιωάννα με πολλή ευγένεια και με όλες τις απαιτούμενες τιμές και την πληροφορεί ότι του έχουν αναθέσει να συνοδεύσει τις κυρίες μέχρι τη Ρίγα. Την άλλη μέρα, στα περίχωρα της Ρίγας, η Φίγκχεν και η μητέρα της ξαφνιάζονται, μέσα στην άμαξά τους, ακούγοντας μια σειρά κανονιοβολισμών. Ο Βογιέικωφ τους εξηγεί τι σημαίνουν. Η φρουρά ρίχνει προς τιμήν τους. Η συνοδεία σταματάει. Ο πρίγκιπας Σίμων Κυρίλλοβιτς Ναρίσκιν, μεγάλος αυλάρχης, πρώην πρεσβευτής στο Λονδίνο, και ο πρίγκιπας Ντολγκορούκι, αναπληρωτής κυβερνήτης, εμφανίζονται μπροστά στις δύο Γερμανίδες πριγκίπισσες, τις χαιρετούν με μια βαθιά υπόκλιση και τους προσφέρουν εκ μέρους της αυτοκράτειρας γούνες από ζιμπελίνα. Τις παρακαλούν ν' ανεβούν σ' ένα μεγαλόπρεπο έλκηθρο που τις οδηγεί ολοταχώς μέχρι τον πύργο. Εκεί, υπηρέτες με λιβρέα προηγούνται, με επίσημα βήματα, για να τους δείξουν τα διαμερίσματά τους. Ζαλισμένες ακόμα από την ξαφνική αλλαγή περιβάλλοντος, η Ιωάννα και η Φίγκχεν αλλάζουν γρήγορα φορέματα και συναντούν, στα σαλόνια, τη χρυσοστόλιστη ομήγυρη που τις περιμένει. Μπροστά σ' αυτά τα σκυμμένα κεφάλια, η Ιωάννα νιώθει ότι βρίσκεται στο αποκορύφωμα των τιμών. Μετά τους άξεστους πανδοχείς, τα δείγματα σεβασμού με τα οποία την περιβάλλουν εδώ, την ανταμείβουν για όλους τους κόπους της. «Όταν πηγαίνω στο τραπέζι», θα γράψει, «οι σάλπιγγες μέσα στο σπίτι αντιλαλούν μαζί με τα τύμπανα, τα φλάουτα και τα όμποε της εξωτερικής φρουράς... Δεν το χωράει ο νους μου ότι όλα αυτά γίνονται για το ταπεινό άτομό μου. Στον τόπο μου σπάνια ηχούν σάλπιγγες για μένα». Από την πλευρά της, η Φίγκχεν περιεργάζεται με απληστία αυτόν τον καινούργιο κόσμο. Γύρω της μιλούν γαλλικά και γερμανικά, κι όμως βρίσκεται στη Ρωσία. Σ' αυτή τη Ρωσία, που ήταν η πατρίδα του Μεγάλου Πέτρου και ίσως, κάποια μέρα, θα γίνει και δική της. Επιτέλους βρίσκεται κοντά στο σκοπό της. Στο εξής κάθε βήμα έχει σημασία. Δεν πρέπει να σκοντάψει στο παραμικρό. Αφού επισκέφθηκαν τη Ρίγα, οι ταξιδιώτισσες, συνοδευόμενες από τον Ναρίσκιν, συνεχίζουν το ταξίδι τους. Θα πάνε στην Αγία Πετρούπολη, όπου, σύμφωνα με διαταγή της αυτοκράτειρας, θα ξεκουραστούν και θα συμπληρώσουν την γκαρνταρόμπα τους πριν συναντήσουν την Αυλή που τώρα βρίσκεται στη Μόσχα. Η οργάνωση της πομπής προξενεί αγαλλίαση στην Ιωάννα. Τη συνοδεύουν πολλοί αξιωματικοί, ένας υπασπιστής, ένας αρχιτραπεζοκόμος, ένας ζαχαροπλάστης, μερικοί μάγειροι, ένας οικονόμος με το βοηθό του, ένας υπεύθυνος για τον καφέ, οκτώ υπηρέτες, δύο γρεναδιέροι και δύο σιτιστές. Μία ίλη θωρακοφόρων ανοίγει το δρόμο. Γύρω από την κυριότερη άμαξα καλπάζει ένα απόσπασμα του συντάγματος της Λιβονίας. Το έλκηθρο που η αυτοκράτειρα έχει θέσει στη διάθεση των προσκαλεσμένων της είναι ευρύχωρο, στρωμένο με κόκκινο ύφασμα με ασημένια σιρίτια, μ' ένα πουπουλένιο κρεβάτι, μαξιλάρια από δαμασκηνό, σκεπάσματα από ατλάζι κι άλλα από πολύτιμη γούνα. Το χιόνι, ο ήλιος, τα κουδουνάκια που χτυπούν, όλα δημιουργούν στις δύο πριγκίπισσες μια ευχάριστη εξωπραγματική αίσθηση. Λίγο μετά τη Ρίγα η πολυτελής πομπή συναντάει μερικά αξιοθρήνητα μαύρα έλκηθρα, με κατεβασμένες τις κουρτίνες, που συνοδεύονται από στρατιώτες. Η Σοφία θέλει να μάθει ποιοι είναι αυτοί οι αθέατοι ταξιδιώτες. Ο Ναρίσκιν ταράζεται και απαντάει κάπως αόριστα
πως θα πρέπει να είναι η οικογένεια του δούκα Αντωνίου‐Ούλριχ του Μπρούνσβιχ. Αργότερα, η Σοφία θα μάθει ότι ο μικρός εκθρονισμένος τσάρος Ιβάν ΣΤ' και η μητέρα του, η πρώην αντιβασίλισσα Άννα, ακριβώς εκείνη τη μέρα απαχθήκανε από τη Ρίγα για να οδηγηθούν στο Οράνιενμπουργκ και να κλειστούν σ' ένα φρούριο. Έτσι, ενώ η Σοφία ονειρεύεται τη γενναιόδωρη τσαρίνα, που την περιμένει στη Μόσχα για να της εξασφαλίσει ίσως την τύχη της, τα αθώα θύματα αυτής της ίδιας γυναίκας βρίσκονται δυο βήματα κοντά της, στον χιονισμένο δρόμο, μέσα σ' ένα έλκηθρο περιστοιχισμένο από στρατιώτες. Η δόξα πορεύεται πλάι στη δυσμένεια. Η μοίρα στήνει παιχνίδια παρουσιάζοντας μπροστά στα μάτια εκείνης που ανυψώνει την τραγωδία αυτών που γκρεμίζει. Στις 3‐14 Φεβρουαρίου (ο χρόνος πρέπει τώρα να υπολογίζεται σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο υπολείπεται κατά έντεκα μέρες από το Γρηγοριανό που είναι σε χρήση στην υπόλοιπη Ευρώπη), η συνοδεία φτάνει στην Αγία Πετρούπολη και σταματάει μπροστά στα προπύλαια των Χειμερινών Ανακτόρων5. Είναι μεσημέρι. Ήλιος και πάγος. Οι τρούλοι των εκκλησιών σπινθηροβολούν στις όχθες του παγωμένου Νέβα. Όταν οι πριγκίπισσες, που ταξιδεύουν πάνω από ένα μήνα, πατούν το πόδι τους στο έδαφος, τις υποδέχονται κανονιοβολισμοί από το φρούριο των Αγίων Πέτρου και Παύλου, στην αντίπερα όχθη του ποταμού. Στη βάση της σκάλας συνωθούνται όσοι αυλικοί και διπλωμάτες δεν συνόδευσαν την αυτοκράτειρα στη Μόσχα. Τέσσερις κυρίες των τιμών περιστοιχίζουν τη Σοφία. «Όταν έφτασα στο διαμέρισμά μου», θα γράψει η Ιωάννα στον άντρα της, «μου παρουσίασαν χίλια πρόσωπα. Η γλώσσα μου είχε ξεραθεί από το κρύο. Δειπνώ μόνη με τις κυρίες και τους κυρίους που έθεσε στη διάθεσή μου η Αυτής Αυτοκρατορική Μεγαλειότητα∙ με σερβίρουν σαν βασίλισσα». Από την πρώτη στιγμή η Ιωάννα βυθίζεται με ηδυπάθεια στις ίντριγκες της Αυλής. Ο πρεσβευτής της Γαλλίας, μαρκήσιος ντε Λα Σεταρντί, που έχει μείνει στην Αγία Πετρούπολη —ήταν άλλοτε εραστής της αυτοκράτειρας και διευθύνει μυστικά τη γαλλική φατρία, η οποία ευνοεί το γάμο με τη μικρή Σοφία του Άνχαλτ‐Τσερμπστ—, την ξετρελαίνει με τις φιλοφρονήσεις του και τη διαβεβαιώνει ότι θα παίξει λαμπρό ρόλο στη σύναψη των συμμαχιών. Είναι ανάγκη, λέει, να βγει από τη μέση ο φρικτός Μπεστούζεφ, φανατικός υποστηρικτής της προσέγγισης με την Αυστρία. Γι' αυτό πρέπει να επωφεληθούν αμέσως από τον ερχομό στη Ρωσία της μέλλουσας μνηστής του διαδόχου του θρόνου. Στις 10 Φεβρουαρίου είναι τα γενέθλια του μεγάλου δούκα. Ταξιδεύοντας δίχως να λυπούνται τα άλογα, θα μπορούσαν να βρίσκονται στη Μόσχα εκείνη τη μέρα. Αυτή η βιασύνη σίγουρα θα συγκινούσε την αυτοκράτειρα. Χαλάλι της η κούραση! Ενθουσιασμένη, η Ιωάννα παρακαλεί τον Ναρίσκιν να επισπεύσει τις προετοιμασίες για την αναχώρηση. Σ' αυτή την περιπέτεια λίγο νοιάζεται για τη Φίγκχεν. Παρ' όλα αυτά θα γράψει στον άντρα της, στην παράξενη μισο‐γερμανική και μισο‐γαλλική της διάλεκτο: «Figchen southeniert die fatige besser als ich» («Η Φίγκχεν αντέχει στην κούραση περισσότερο από μένα»). Και στο βασιλιά Φρειδερίκο Β': «Είναι αξιοθαύμαστη η αντοχή της κόρης μου στην κούραση∙ σαν νεαρός στρατιώτης που αψηφά τον κίνδυνο, μιας και δεν τον γνωρίζει, απολαμβάνει το μεγαλείο που την περιβάλλει». Η κυριότερη έγνοια της είναι να μπορέσει η Φίγκχεν να υπερνικήσει όλες τις δοκιμασίες χωρίς ν' αρρωστήσει, γιατί η παραμικρή αδιαθεσία της μνηστής του μεγάλου δούκα θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους αντιπάλους της πρωσικής πλευράς. Η αυτοκράτειρα δεν θα δεχτεί ποτέ νύφη με εύθραυστη υγεία. Κατά συνέπεια όλα πρέπει να γίνουν το γρηγορότερο δυνατόν, και η μικρή να στέκεται καλά στα πόδια της. Προτού ετοιμάσει τις αποσκευές της, η Σοφία βρίσκει χρόνο να επισκεφθεί την πόλη συνοδευόμενη από τις κυρίες των τιμών. Πέφτει μες στο ξεφάντωμα του καρναβαλιού. Ένα πλήθος αργοκίνητο και χαρούμενο περιβάλλει τα περίπτερα που έχουν στήσει για το πανηγύρι. Ωστόσο, αυτό που προσελκύει το νεαρό κορίτσι δεν είναι οι πολύχρωμες κούνιες
ούτε οι εκπαιδευμένες αρκούδες. Τη μεγαλύτερη συγκίνηση τη νιώθει μπροστά στους στρατώνες, ιστορικό σημείο, απ' όπου τρία χρόνια πριν ξεκίνησε η Ελισάβετ για να κατακτήσει το θρόνο. Βλέπει τους αγριωπούς γρεναδιέρους του συντάγματος Πρεομπραζένσκι, που συνόδευσαν την τσαρίνα τη νύχτα της 5ης προς την 6η Δεκεμβρίου 1741. Ρωτάει ποιο δρόμο ακολούθησαν για να φτάσουν στο Χειμερινό Ανάκτορο φωνάζοντας: «Ζήτω η μητερούλα μας Ελισάβετ!». Η αφήγηση τούτου του πραξικοπήματος τη φλογίζει μ' έναν ενθουσιασμό γεμάτο προμηνύματα. Επανέρχεται απρόθυμα στις απαιτήσεις της στιγμής. Η μητέρα της ανησυχεί. Όλα είναι έτοιμα για την αναχώρηση. Ξεκινούν μέσα στη νύχτα. Τα ξημερώματα, χιονισμένος δρόμος κι άσπρος ουρανός γίνονται ένα. Για μια ακόμη φορά, η Σοφία εντυπωσιάζεται από την απεραντοσύνη της ρωσικής πεδιάδας. Όλα σ' αυτή τη χώρα είναι υπερβολικά: οι αποστάσεις, το κρύο, τα πολιτικά πάθη. Η Ιωάννα παραπονιέται λιγάκι. Εδώ και μερικά λεπτά νιώθει τα μάτια της να κρυσταλλιάζουν, τα ρουθούνια της να τεντώνονται από την παγωνιά. Ευτυχώς, η ρωσική συνοδεία που καλπάζει πλάι στα έλκηθρα της θυμίζει ότι είναι μητέρα της μέλλουσας μνηστής του μεγάλου δούκα, θεία του κληρονόμου του θρόνου της Ρωσίας, μυστικός πράκτορας του βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκου, μυστικοσύμβουλος και σύμμαχος του πρεσβευτή της Γαλλίας... Τα έλκηθρα πετούν πάνω στο παρθένο χιόνι. Κινούνται μέρα‐νύχτα. Εβδομήντα βέρστια πριν από τη Μόσχα, ζεύουν δεκάξι άλογα στο έλκηθρο των δύο πριγκιπισσών. Όπως διασχίζει ένα χωριουδάκι, η άμαξα, χωμένη μέχρι τη μέση στο χιόνι, χτυπάει πάνω στη γωνιά ενός χαμόσπιτου. Μια χοντρή σιδερένια μπάρα, που πέφτει από τη στέγη, χτυπάει την Ιωάννα στο κεφάλι και τον ώμο. Βγάζει μια δυνατή κραυγή ενώ σκέφτεται ότι η αποστολή της κινδυνεύει. Πώς να αγωνιστεί ενάντια στον Μπεστούζεφ με ένα καρούμπαλο στο κεφάλι κι ένα πονεμένο πλευρό; Η Σοφία την καθησυχάζει. Δεν φαίνεται τίποτα. Ούτε καν μια μελανιά. Όλη την μπόρα την τράβηξαν δύο γρεναδιέροι του συντάγματος του Πρεομπραζένσκι που στέκονταν στο μπροστινό μέρος του έλκηθρου. Είναι πεσμένοι στο χιόνι με το κεφάλι τους μέσα στο αίμα. Συγκεντρωμένοι γύρω από τη σταματημένη συνοδεία, οι χωρικοί ψιθυρίζουν: «Συνοδεύουν τη μνηστή του μεγάλου δούκα». Ο Βογιέικωφ τους δίνει διαταγή να φροντίσουν τους δύο πληγωμένους. Ο αμαξάς μαστιγώνει τα άλογα. Στις 9‐20 Φεβρουαρίου κατά τις οκτώ το βράδυ, τα τριάντα έλκηθρα της συνοδείας φτάνουν επιτέλους στη Μόσχα και σταματούν στο Κρεμλίνο, μπροστά στην ξύλινη σκάλα του παλατιού όπου κατοικεί η τσαρίνα. Έχουν περάσει πενήντα μέρες, αφότου η Ιωάννα έλαβε, στο Τσερμπστ, την πρόσκληση της Ελισάβετ της Ρωσίας. Και τώρα, ετοιμάζεται να συναντήσει τούτη τη γυναίκα που κάνει μια ολόκληρη αυτοκρατορία να τρέμει. Μόλις σταμάτησαν, εκείνη και η Φίγκχεν φόρεσαν τα βασιλικά ενδύματα, δώρο της αυτοκράτειρας. «Θυμάμαι πως είχα ένα κολλητό φόρεμα δίχως κρινολίνο, σε χρώμα ροζ και ασημί με νερά», θα γράψει η Αικατερίνη στα Απομνημονεύματά της. Αφού οδηγήθηκαν στα διαμερίσματά τους από τον πρίγκιπα του Έσε‐Χόμπουργκ, οι δύο πριγκίπισσες μόλις πρόλαβαν να φρεσκαριστούν πριν έρθει ο μεγάλος δούκας Πέτρος‐Ούλριχ. Βλέποντάς τον, η Φίγκχεν νιώθει ένα σφίξιμο στην καρδιά. Πρόσωπο μακρόστενο, γουρλωτό μάτι, πλαδαρό στόμα — φυσιογνωμία ατόμου εκφυλισμένου. Τον θυμόταν λιγότερο άσχημο και λιγότερο καχεκτικό. Άραγε άλλαξε από τότε που συναντήθηκαν για πρώτη φορά; Ή μήπως, υποσυνείδητα, τον είχε εξιδανικεύσει στα όνειρά της; Εκείνος, πάντως, δείχνει να χαίρεται ιδιαίτερα που υποδέχεται τη θεία και την εξαδέλφη του. Τις καλωσορίζει στα γερμανικά και τις καλεί να συναντήσουν την Αυτής Μεγαλειότητα την αυτοκράτειρα. Η πομπή διασχίζει μια σειρά από αίθουσες γεμάτες αξιωματούχους με λαμπρές στολές και κυρίες της Αυλής που τα φορέματά τους, τόσο κομψά όπως και στις Βερσαλλίες, θαμπώνουν την Ιωάννα. Περπατάει στα σύννεφα, κρατώντας το μπράτσο του μεγάλου
δούκα Πέτρου. Πίσω της έρχεται η Φίγκχεν, αγκαζέ με τον πρίγκιπα του Έσε‐Χόμπουργκ. Όταν η κεφαλή της πομπής φτάνει στην αίθουσα ακροάσεων της αυτοκράτειρας, ανοίγει διάπλατα η απέναντι πόρτα και εμφανίζεται η Ελισάβετ της Ρωσίας. Μια ψηλή και ωραία γυναίκα τριάντα πέντε χρόνων, ροδοκόκκινη, εύσωμη, σφριγηλή, χωμένη στο ασημί γυαλιστερό της κρινολίνο, με τα χρυσά σιρίτια. Λένε ότι είναι πολύ κοκέτα και έχει δεκαπέντε χιλιάδες τουαλέτες, όλες υποδείγματα γαλλικής κομψότητας, και πέντε χιλιάδες ζευγάρια παπούτσια. «Φορούσε στη μια πλευρά του κεφαλιού της ένα μαύρο φτερό, κι είχε άπειρα διαμάντια στα μαλλιά της», θα γράψει η Σοφία. Το κορίτσι πρέπει να επιστρατεύσει όλη του την ψυχραιμία για να μη λιποθυμήσει μπροστά σ' αυτή τη στολισμένη σαν λειψανοθήκη θεότητα. Ωστόσο, ξεπερνάει γρήγορα την ταραχή της. Τη στηρίζει η συνείδηση του ρόλου της. Σκύβει το κορμί και λυγίζει τα γόνατα, κάνοντας την πιο χαριτωμένη υπόκλιση σύμφωνα με τον γαλλικό τρόπο. Δίπλα της, η Ιωάννα, θαμπωμένη, ψελλίζει ένα κομπλιμέντο στην αυτοκράτειρα, την ευχαριστεί για την καλοσύνη της και της φιλάει το χέρι. Αν και συνηθισμένη σ' αυτό το είδος των τιμών, η Ελισάβετ νιώθει εξίσου συγκινημένη. Αναγνωρίζει στην Ιωάννα τα χαρακτηριστικά του πεθαμένου μνηστήρα της. Και, όταν καρφώνει τα μάτια πάνω στη Σοφία, εντυπωσιάζεται από τη δροσιά της, το πειθαρχημένο της ύφος και την ευφυΐα της. Εκ πρώτης όψεως, η εκλογή είναι εξαίρετη. Ο ηλίθιος ο Πέτρος θα έχει μια βασιλική μερίδα στο κρεβάτι του. Θα μπορέσει άραγε να κάνει τούτο το παιδί ευτυχισμένο; Δεν έχει σημασία. Σ' όλη τη διάρκεια αυτής της παρατεταμένης συνάντησης που αρχικά εκτυλίσσεται στην αίθουσα ακροάσεων κι ύστερα στο υπνοδωμάτιο της τσαρίνας, η Σοφία έχει την αίσθηση ότι την εξετάζουν εξονυχιστικά, ότι γδύνεται, ψηλαφίζεται και ζυγίζεται από μια αγοράστρια με προσεκτικό μάτι. Το περίμενε. Συμπεριλαμβάνεται κι αυτό μέσα στο ρόλο μιας πριγκίπισσας της παντρειάς. Γύρω της, αυλικοί και διπλωμάτες παρακολουθούν τη σκηνή. Η ικανοποίηση που ζωγραφίζεται στο υπεροπτικό πρόσωπο της Ελισάβετ ενισχύει την αισιοδοξία της γαλλοπρωσικής φατρίας. Επικεφαλής της είναι ο πρεσβευτής της Πρωσίας Μάρντεφελντ, ο μαρκήσιος ντε Λα Σεταρντί και ο γιατρός της Αυτής Μεγαλειότητας Λεστόκ. Αντίθετα, ο αντικαγκελάριος Μπεστούζεφ, που υποστηρίζει τη συμμαχία Αυστρίας, Αγγλίας και Σαξονίας, προσπαθεί να κρύψει την απογοήτευσή του πίσω από ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Την επομένη, 10‐21 Φεβρουαρίου, γενέθλια του μεγάλου δούκα, η αυτοκράτειρα εμφανίζεται ανάμεσα στους αυλικούς της ντυμένη τούτη τη φορά μ' ένα ασημοκέντητο καφετί φόρεμα, με «το κεφάλι, το λαιμό και τον κορμό» σκεπασμένα με κοσμήματα. Την ακολουθεί ο κυνηγεσιάρχης, ο κόμης Αλέξης Ραζουμόφσκι, που κρατάει σε χρυσό πιάτο τους θυρεούς του τάγματος της Αγίας Αικατερίνης. Εδώ και πολλά χρόνια, ο κόμης είναι ο επίσημος εραστής της αυτοκράτειρας. Του έχουν δώσει το παρατσούκλι «αυτοκράτορας της νύχτας». «Ήταν ένας από τους ωραιότερους άνδρες που είδα στη ζωή μου», θα σημειώσει η Αικατερίνη στα Απομνημονεύματά της. Στην πραγματικότητα, αυτός ο «ωραίος άνδρας» είναι ένας χωρικός από την Ουκρανία, προικισμένος με αξιοθαύμαστη φωνή. Η Ελισάβετ, πριν τον προσελκύσει στην κρεβατοκάμαρά της, τον είχε προσλάβει ως ψάλτη του ιδιωτικού της παρεκκλησίου. Κάθε λογής αξιώματα και τίτλοι, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου του κόμη, αντάμειψαν τις νυχτερινές υπηρεσίες του καλλίφωνου. Ψιθυρίζεται μάλιστα ότι ένας μυστικός γάμος τον ενώνει με την τσαρίνα. Παραδόξως, δεν χρησιμοποιεί τη γοητεία που ασκεί πάνω της για να αναμιχθεί στην πολιτική. Η Φίγκχεν κοιτάζει με έκπληξη γεμάτη σεβασμό τούτο το αξιόλογο άτομο: έναν άντρα ώριμο, με κανονικά χαρακτηριστικά, μάτι μαργιόλικο και μέτωπο πλαισιωμένο από πουδραρισμένη περούκα. Δίχως να ξέρει ακριβώς σε τι συνίστανται οι ιδιότητες του ευνοουμένου, βλέπει στο πρόσωπό του ένα μυστηριώδη θεράποντα των επιθυμιών της Αυτής Μεγαλειότητας, ένα είδος πελώριας μετακινούμενης λιχουδιάς. Εφόσον είναι του γούστου της τσαρίνας, πρέπει —σκέφτεται— να έχει αρετές υπερφυσικές, έξοχες. Έτοιμη να δεχτεί τα πάντα από μια Αυλή που τη γοητεύει, δεν έχει στο νου της ακόμα να ασκήσει κριτική. Προσπαθεί να μορφωθεί. Εκείνη την ημέρα, η αυτοκράτειρα φαίνεται να έχει εξαιρετική διάθεση.
Μεγαλόπρεπη και χαμογελαστή ταυτόχρονα, προχωρεί προς τη Φίγκχεν και τη μητέρα της και τους απονέμει το παράσημο της Αγίας Αικατερίνης. Οι κυρίες Τσογκλοκώφ και Βοροντζώφ, και οι δυο τους «κυρίες με το πορτραίτο» της αυτοκράτειρας6, καρφιτσώνουν το διάσημο σε σχήμα άστρου στο στήθος των Γερμανίδων πριγκιπισσών. Όλοι γύρω τους δείχνουν συγκινημένοι. «Η κόρη μου κι εγώ ζούμε βασιλικά», θα γράψει η Ιωάννα στον άνδρα της. Φαντάζεται κιόλας τη Φίγκχεν παντρεμένη με τον μεγάλο δούκα, τον εαυτό της να συμβουλεύει την τσαρίνα για τα συμφέροντα της Πρωσίας και τον Μπεστούζεφ «παραγκωνισμένο».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ Οι δύο πριγκίπισσες εξακολουθούν να κατακλύζονται από τις καλοσύνες της αυτοκράτειρας. Η Ιωάννα δεν πιστεύει στα μάτια της: διαθέτει αρχιθαλαμηπόλο, κυρίες των τιμών και ακολούθους που της είναι αφοσιωμένοι. Η ζωή στη Μόσχα είναι μια αλληλοδιαδοχή από γιορτές, χορούς και δείπνα που η μεγαλοπρέπειά τους της ξεσηκώνει τα μυαλά. Αντίθετα, η Σοφία διατηρεί όλη της τη νηφαλιότητα μπροστά σ' αυτή την παρέλαση προσώπων και ονομάτων. Αφού περάσει ο αρχικός ίλιγγος, παρατηρεί, πληροφορείται, προσπαθεί να μαντέψει όλες τις λεπτομέρειες που αφορούν τον καθένα. Έχει κιόλας καταλάβει ότι, αν θέλει κάποια μέρα να κινείται με άνεση σ' αυτό το λαμπρό και επιτηδευμένο περιβάλλον, πρέπει οπωσδήποτε να μυηθεί στα απόκρυφα της Αυλής. Στο Στετίνο, έκανε όνειρα μπροστά στο πορτραίτο της αυτοκράτειρας, αυτής της τόσο υπέροχης γυναίκας με το επίσημο ένδυμα, το πλούσιο στήθος, τη βαθυγάλαζη ματιά. Η μητέρα της, θέλοντας να την προετοιμάσει για ένα ενδεχόμενο «ρωσικό πεπρωμένο», τη δίδαξε να σέβεται τούτη την ισχυρή και μεγαλόψυχη άνασσα. Ωστόσο, η πραγματικότητα δεν είναι όπως της την παρουσίασαν ούτε όπως την ονειρεύτηκε. Η Σοφία θα την πληροφορηθεί σιγά σιγά μέσ' από συμπτωματικές εκμυστηρεύσεις που διαδίδονται από στόμα σε στόμα. Ποια είναι η πραγματική Ελισάβετ της Ρωσίας; Όμορφη, λαίμαργη, αισθησιακή, νωχελική, ένιωσε στα νιάτα της ένα πολύ τρυφερό συναίσθημα για το μνηστήρα της (τον αδελφό της Ιωάννας) και, μετά το θάνατό του, επιδόθηκε στις πιο ποταπές ερωτικές περιπέτειες. Οι εραστές διαδέχονταν ο ένας τον άλλο στο κρεβάτι της. Αξιωματούχοι της Αυλής, πρεσβευτές, αμαξάδες, λακέδες, αξιωματικοί της φρουράς∙ δεν έλεγε όχι σε κανένα. Μετά το θάνατο του Πέτρου Β', εγγονού του Πέτρου του Μεγάλου, το 1730, έχει την ευκαιρία να ανέβει στο θρόνο: η αδελφή της Άννα που πέθανε, την άφησε μοναδική άμεση κληρονόμο του αυτοκράτορα. Υπερβολικά απορροφημένη από την ερωτική της ζωή, θεωρεί προτιμότερο να παραχωρήσει τη θέση της σε μια ανιψιά του Πέτρου του Μεγάλου7, επίσης Άννα, χήρα του δούκα της Κουρλάνδης, η οποία δεν είχε παιδιά και πίστευε ότι εξασφάλισε έναν κληρονόμο στο πρόσωπο του γιου της ανιψιάς της, μιας τρίτης Άννας, δούκισσας του Μεκλεμβούργου. Όταν το 1740 πεθαίνει η αυτοκράτειρα, ο «κληρονόμος» —ηλικίας μόλις μερικών μηνών— ανακηρύσσεται αυτοκράτορας με το όνομα Ιβάν ΣΤ'. Η νεαρή μητέρα του Άννα του Μεκλεμβούργου εξασφαλίζει την αντιβασιλεία. Την Άννα περιστοιχίζει ένα συμβούλιο αποτελούμενο εξ ολοκλήρου από Γερμανούς. Στην Αυλή, η ρωσική πλευρά, με την ισχυρή υποστήριξη των αντιπροσώπων της Γαλλίας, αγανακτεί βλέποντας την αυτοκρατορική εξουσία να συγκεντρώνεται στο πρόσωπο ενός μακρινού μικρανεψιού του Πέτρου του Μεγάλου, ενώ ταυτόχρονα επισκιάζεται η Ελισάβετ γνήσια κόρη του Πέτρου του Μεγάλου και της Αικατερίνης Α'. Ο μαρκήσιος ντε Λα Σεταρντί, πρεσβευτής της Γαλλίας, και ο γιατρός Λεστόκ —κι οι δυο συγκαταλέγονταν μεταξύ των εραστών της Ελισάβετ— την έπεισαν ότι, αν δεν ενεργούσε εσπευσμένα, η αντιβασίλισσα Άννα του Μεκλεμβούργου θα την έπιανε και θα την έκλεινε σε μοναστήρι. Τρομοκρατημένη, η Ελισάβετ αποφασίζει επιτέλους να προλάβει οποιαδήποτε κίνηση των αντιπάλων της. Οι αξιωματικοί της φρουράς του Πρεομπραζένσκι της είναι αφοσιωμένοι. Στη στιγμή, ο μικρός τσάρος Ιβάν ΣΤ', η Άννα του Μεκλεμβούργου και ο σύζυγός της δούκας του Μπρούνσβιχ συλλαμβάνονται και φυλακίζονται σ' ένα φρούριο. Μετά τη στέψη της, η αυτοκράτειρα Ελισάβετ παρουσιάζει στον καινούργιο της ρόλο ένα αλλόκοτο κράμα τεμπελιάς και πείσματος, κοκεταρίας και σκληρότητας, ευσέβειας και αδιαντροπιάς. Οι ερωτικοί της εκτραχηλισμοί, η αγάπη της για τα όργια και το πάθος για την εξωτερική της εμφάνιση που αγγίζει τα όρια της μανίας (δεν φορούσε ποτέ για δεύτερη φορά το ίδιο φόρεμα) δεν την εμποδίζουν να σέβεται τα θεία και να προσκυνά τα εικονίσματα. Έβαφε τα μαλλιά της και τα φρύδια της μαύρα, φορτωνόταν με κοσμήματα
και δεν επέτρεπε σε καμιά άλλη γυναίκα να λάμπει δίπλα της. Μόλο που μιλούσε με ευχέρεια γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά, ήταν ελάχιστα μορφωμένη και αρκετά κακοαναθρεμμένη. Με την ενθρόνισή της, καταργεί από καλοσύνη τη θανατική ποινή, επιβάλλει όμως σε πολλούς αξιωματικούς την αναπαράσταση της εσχάτης των ποινών πριν τους στείλει στη Σιβηρία. Το 1743 κόβει τη γλώσσα της κόμισσας Λοπούκχιν και της κόμισσας Μπεστούζεφ, επειδή βρέθηκαν αναμεμιγμένες σε κάποια συνωμοσία. «Η Μεγαλειότητά της έχει μια έντονη αγάπη για τα δυνατά ηδύποτα», θα γράψει ο ιππότης ντ' Εόν, μυστικός πράκτορας του Λουδοβίκου ΙΕ'. «Συχνά αισθάνεται μια αδιαθεσία που καταλήγει σε λιποθυμία. Τότε, πρέπει να της κόψουν το φόρεμα και τους κορσέδες της. Χτυπάει τους υπηρέτες και τις γυναίκες της». Ματαιόδοξη, ευέξαπτη, μνησίκακη, ασχολείται με τις δημόσιες υποθέσεις κατά περιόδους και κατά τα κέφια της. Παρ' όλα αυτά, οι υπουργοί της τρέμουν μπροστά της, γνωρίζοντας ότι, από μια ξαφνική μεταστροφή της διάθεσής της, είναι ικανή να τους στείλει κατευθείαν από το γραφείο τους αιχμάλωτους σε κάποιο φρούριο. Μέσα σε δύο χρόνια βασιλείας, ο χαρακτήρας της, αυταρχικός και άστατος ταυτόχρονα, σκληραίνει σε τέτοιο βαθμό που οι ξένοι διπλωμάτες τη θεωρούν ως το πρόσωπο το οποίο μπορείς να καταλάβεις και να ξεγελάσεις δυσκολότερα από κάθε άλλο. Παρά την ελαφρότητα της ιδιωτικής της συμπεριφοράς, δεν αμφέβαλλε ούτε στιγμή για τη —σχεδόν εκ Θεού— νομιμότητα της εξουσίας της πάνω στον ρωσικό λαό. Έτσι, έκρινε απαραίτητο να εξασφαλίσει ευθύς εξαρχής τη διαδοχή της. Μιας και δεν είχε ούτε μπορούσε να αποκτήσει παιδί, σκέφτηκε τον ανιψιό της Κάρολο‐Πέτρο‐Ούλριχ του Χολστάιν, γιο της πεθαμένης αδελφής της Άννας και εγγονό του Πέτρου του Μεγάλου. Ασθενικό και σχεδόν καθυστερημένο, το αγόρι ανατράφηκε στο Κίελο από αξιωματούχους του Χολστάιν. Μεγαλωμένο στρατιωτικά, ασκούνταν από τα εφτά του χρόνια μ' ένα τουφέκι κι ένα σπαθί στα μέτρα του, φύλαγε σκοπιά και μάθαινε τη διάλεκτο των στρατώνων. Στα εννιά του χρόνια, με το βαθμό του λοχία, στέκεται με το όπλο παραμάσχαλα στην πόρτα της αίθουσας όπου ο πατέρας του παραθέτει συμπόσιο σε φίλους. Τα μάτια του σχεδόν βουρκώνουν στη θέα των λαχταριστών φαγητών που περνούν από μπροστά του. Την ώρα που σέρβιραν το δεύτερο πιάτο, ο πατέρας του τον αποσπά από τη φρουρά, του απονέμει δημόσια το βαθμό του υπολοχαγού και τον διατάσσει να καθήσει ανάμεσα στους καλεσμένους. Τότε το παιδί νιώθει να του κόβεται η όρεξη από ευτυχία και δεν μπορεί να φάει τίποτε. Αργότερα θα πει ότι μ' αυτό το γεγονός σφραγίστηκε η ωραιότερη μέρα της ζωής του. Το 1739, χρονιά του θανάτου του πατέρα του, βασικός παιδαγωγός του ονομάστηκε ο Μπρύμερ από το Χολστάιν, στρατάρχης της δουκικής αυλής. Ένα μανιακό κτήνος με παρωπίδες, ένας «δαμαστής αλόγων». Αδιαφορώντας για την εύθραυστη υγεία του μαθητή του, τον τιμωρούσε στερώντας του το φαγητό και υποχρεώνοντάς τον να μένει γονατισμένος πάνω σε ξερά μπιζέλια τόσο που, κατά τον Σταίλιν —τον άλλο του παιδαγωγό—, «τα γόνατά του κοκκίνιζαν και πρήζονταν». Κάποια μέρα, ο Σταίλιν αναγκάστηκε να παρέμβει για να εμποδίσει τον Μπρύμερ να γρονθοκοπήσει τον μικρό πρίγκιπα. Τρομοκρατημένος, ο Πέτρος‐Ούλριχ επικαλούνταν συχνά τη βοήθεια της φρουράς. Πολλές φορές, υπό τις απειλές του Μπρύμερ, το παιδί ξερνούσε χολή. Εξαιτίας αυτής της μεταχείρισης, γινόταν σιγά σιγά δειλό, ύπουλο, όλο πανουργία και κρυψίνοια. Όταν η αυτοκράτειρα Ελισάβετ τον κάλεσε στη Μόσχα, το Φεβρουάριο του 1742, απογοητεύτηκε από τον δεκατετράχρονο έφηβο —αλλοιωμένο φυσικά και ηθικά— που της παρουσίασε ο Μπρύμερ. Εκείνη, που αγαπούσε τους καλοφτιαγμένους αρσενικούς, αναρωτιόταν γεμάτη αγωνία αν τούτο το ταλαίπωρο ανθρώπινο ρετάλι θα μπορούσε να σταθεί καθιστό σ' ένα θρόνο. Μιλούσε με ευχέρεια μονάχα γερμανικά. Ήταν λουθηρανός. Δεν διέθετε την παραμικρή κλίση για τη διακυβέρνηση μιας χώρας. Τόσο το χειρότερο. Έπρεπε να αρκεστεί στα υπάρχοντα. Και πρώτα απ' όλα, να εξασφαλίσει το μέλλον της δυναστείας των Ρομανώφ. Βαφτισμένος Πέτρος Φεντόριβιτς, σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό, ο ανιψιός της αυτοκράτειρας απέκτησε τον τίτλο του μεγάλου δούκα και ονομάστηκε διάδοχος του ρωσικού θρόνου.
Ωστόσο, περιφρονούσε την καινούργια του πίστη, κορόιδευε τους πατριάρχες, αρνούνταν κατηγορηματικά να μάθει ρωσικά και νοσταλγούσε την παλιά του πατρίδα. Κοντολογίς, η Ελισάβετ, που έβγαλε απ' το δρόμο της την οικογένεια Μέκλεμπουργκ, η οποία στα μάτια του λαού αντιπροσώπευε τη γερμανική επιρροή, υιοθετούσε με τον πιο αλλοπρόσαλλο τρόπο ως κληρονόμο της έναν άλλο Γερμανό. Και του πρόσφερε ως μνηστή μια Γερμανίδα! Τούτη η μνηστή, παρά τη νεαρή της ηλικία, έχει αποκρυσταλλωμένη κρίση. Αποδεκτή με χαρά από τον μεγάλο δούκα Πέτρο, παρασύρεται, βέβαια, από τη συμπάθεια που της δείχνει αυτός, αλλά βρίσκει παιδιάστικα τα λόγια του και ασταθή τα συναισθήματά του. Εκείνο που χαροποιεί τον πρίγκιπα από τη στιγμή που συναντήθηκαν, είναι ότι έχει επιτέλους μια σύντροφο της ηλικίας του, με την οποία θα μπορεί να φλυαρεί. «Σ' αυτό το σύντομο διάστημα», θα γράψει η Αικατερίνη στα Απομνημονεύματά της, «είδα και κατάλαβα ότι δεν είχε σε ιδιαίτερη υπόληψη το έθνος στο οποίο επρόκειτο να βασιλέψει, ότι επέμενε στο λουθηρανισμό, ότι δεν του άρεσε ο περίγυρός του και ότι παραήταν παιδί». Καθώς η Σοφία του εμπνέει εμπιστοσύνη, της ομολογεί ότι τη βρίσκει πολύ συμπαθητική ως συγγενή του∙ όμως αγαπάει κάποιαν άλλη, τη δεσποινίδα Λοπούκχιν, η οποία έχει δυστυχώς αποπεμφθεί από την Αυλή από τότε που έκοψαν τη γλώσσα της μητέρας της. Η τελευταία είχε κατηγορηθεί για πολιτικές μηχανορραφίες και εξορίστηκε στη Σιβηρία. Προσθέτει με αφέλεια ότι θα παντρευόταν ευχαρίστως εκείνο το κορίτσι, αλλά αποφάσισε να παντρευτεί τη Σοφία «επειδή το επιθυμεί η θεία του». «Άκουγα τούτα τα λόγια περί συγγενείας κοκκινίζοντας, και τον ευχαρίστησα για την πρόωρη εμπιστοσύνη που μου έδειχνε», θα γράψει η Σοφία. «Κατά βάθος όμως με παραξένευε η απρονοησία του και η έλλειψη κρίσης σε πάμπολλα πράγματα». Έχει ήδη σχηματίσει τη γνώμη της γι' αυτόν: Δεν πρέπει να περιμένει καμιά ευχάριστη έκπληξη ως προς τον αισθηματικό τομέα. Κάτι, δηλαδή, που ήδη το προαισθανόταν ξεκινώντας για τη Ρωσία. Δεν ταξίδευε για να ζήσει ένα μεγάλο έρωτα, αλλά για να επιτελέσει ένα πολιτικό έργο. Δεν είναι καν δεκαπέντε χρόνων ακόμα, κι όμως δεν ακολουθεί τη μητέρα της στο πεταλούδισμα των κοσμικών περιπετειών, αλλά προετοιμάζει το μέλλον της με ζήλο, όλο επιμέλεια, κρυφά απ' όλους. Έχει καταλάβει ευθύς εξαρχής ότι, για να αρέσει στον αυτοκράτορα, για να επιβληθεί στους αξιωματούχους, για να κερδίσει τη συμπάθεια μικρών και μεγάλων, πρέπει να γίνει κι αυτή τόσο Ρωσίδα όσο αν είχε γεννηθεί σε τούτη εδώ τη γη. Ενώ ο ηλίθιος εξάδελφός της, ο μεγάλος δούκας Πέτρος, προκαλεί αμηχανία στο περιβάλλον του με τα γερμανικά του φερσίματα, εκείνη επιδίδεται με όλο και περισσότερη ζέση στη μελέτη της ρωσικής γλώσσας και της ορθόδοξης θρησκείας. Δάσκαλός της στα θρησκευτικά είναι ο Συμεών Τοντόρσκι, ιερέας εκλεπτυσμένος, καλλιεργημένος, με πλατιές ιδέες. Μιλώντας με άνεση τη γερμανική γλώσσα, εξηγεί στη Σοφία ότι η ορθόδοξη πίστη δεν απέχει τόσο όσο λένε από τη λουθηρανική και ότι δεν θα αθετήσει την υπόσχεση που έδωσε στον πατέρα της αν ασπασθεί την πρώτη. Το κορίτσι επιθυμεί να πεισθεί. Ο Θεός, σκέφτεται, δεν θα 'πρεπε να της καταλογίσει το γεγονός ότι θέλει να αλλάξει δόγμα όταν τα επινίκια τούτης της μεταστροφής είναι η ρωσική αυτοκρατορία. Για να προλειάνει το έδαφος, γράφει στον πατέρα της ότι δεν υπάρχει δογματική αντινομία ανάμεσα στις δυο πίστεις. Μονάχα ο «εξωτερικός τύπος» διαφέρει. Αυτός ο «εξωτερικός τύπος» την παρασέρνει προφανώς με την ανατολίτικη μεγαλοπρέπειά του. Αναθρεμμένη με τη λουθηρανική αυστηρότητα, βλέπει σ' αυτόν τον κόσμο, τον γεμάτο χρυσάφια, θυμιάματα, εικόνες, κεριά, γονυκλισίες και μυστηριακές ψαλμωδίες, μια σκηνοθεσία απαραίτητη για την «αποκτήνωση του λαού», σύμφωνα με τη δική της έκφραση. Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία είναι η ορμή της ψυχής και όχι ο εξωτερικός τύπος, ο οποίος συνοδεύει τούτη την έξαρση. Ο Χριστιανός‐ Αύγουστος, ξαφνιασμένος από την ταχύτητα της αλλαγής, μάταια γράφει στην κόρη του ότι οφείλει «να αντιμετωπίσει τούτη τη δοκιμασία χωρίς ελαφρότητα». Εκείνη έχει πάρει κιόλας την απόφασή της.
Η επιθυμία της για «ρωσοποίηση» είναι τόσο έντονη που ο καθηγητής της των ρωσικών Αντοντούρωφ δεν παύει να επαινεί το ζήλο της μαθήτριάς του, η οποία τον ικετεύει να παρατείνει το μάθημα πέρα από την καθορισμένη ώρα. Προκειμένου να τελειοποιηθεί στη γνώση της γλώσσας, σηκώνεται τη νύχτα και στρώνεται μπροστά στα τετράδιά της, με το νυχτικό της και ξυπόλυτη, για να μάθει απέξω λίστες λέξεων. Κρυολογεί. Η μητέρα της τη μαλώνει γιατί «χαϊδεύεται» και της επιβάλλει να κρύψει την αδιαθεσία της από τα μάτια των αυλικών που καραδοκούν ακόμα και την παραμικρή αδυναμία της μνηστής του μεγάλου δούκα. Υπακούει μεν, αλλά ο πυρετός της ανεβαίνει, πέφτει λιπόθυμη — και η ιατρική διάγνωση είναι οξεία πνευμονία. Η ζωή της πριγκίπισσας κινδυνεύει. Μεμιάς αναζωπυρώνεται η ελπίδα της αντιγαλλικής φατρίας του Μπεστούζεφ. Αν η Σοφία πεθάνει, θα μπορέσει να προτείνει μια άλλη υποψήφια που θα ευνοείται από την αυστρο‐αγγλική συμμαχία. Η αυτοκράτειρα όμως επιβεβαιώνει πως, ό,τι κι αν συμβεί, δεν θέλει Σαξονίδα πριγκίπισσα κοντά της. Και ο Μπρύμερ εμπιστεύεται στον Λα Σεταρντί ότι «ακόμα και στη δυσάρεστη ακραία περίπτωση», έχει ήδη λάβει τα μέτρα του: έχει για τον μεγάλο δούκα μια πριγκίπισσα από το Ντάρμσταντ, «με όμορφο πρόσωπο», που την είχε προτείνει ο βασιλιάς της Πρωσίας «αν τυχόν δεν επιλεγόταν η πριγκίπισσα του Τσερμπστ». Ενώ οι άλλοι ψάχνουν για την πιθανή αντικαταστάτριά της, η Σοφία νιώθει τα δόντια της να χτυπούν από ρίγη, είναι λουσμένη στον ιδρώτα μέσα στο κρεβάτι της, παραπονιέται ότι πονάει στο πλευρό και υφίσταται τις επιπλήξεις της μητέρας της που τσακώνεται με τους γιατρούς. Θέλουν να κάνουν αφαίμαξη στην άρρωστη και η Ιωάννα δεν συμφωνεί. Κάνοντας αφαίμαξη στον αδελφό της, το μνηστήρα της αυτοκράτειρας, τον σκότωσαν, λέει. Αποφασίζουν να το αναφέρουν στην Ελισάβετ. Εκείνη κάνει παράκληση στο μοναστήρι της Τρόιτζα. Ύστερα από πέντε μέρες, καταφθάνει με το τσιράκι της, το γιατρό Λεστόκ, μέμφεται την Ιωάννα επειδή τόλμησε να πει όχι στους ειδικούς, και διατάσσει να γίνει η αφαίμαξη. Όταν το αίμα αρχίζει να ρέει, η Σοφία χάνει τις αισθήσεις της. Συνέρχεται στην αγκαλιά της αυτοκράτειρας. Παρά την υπερβολική της αδυναμία, αναλογίζεται πόσο τυχερή είναι. Ξαφνικά, απέκτησε μητέρα. Και μάλιστα την Ελισάβετ της Ρωσίας! Για να την ανταμείψει για το θάρρος της, η Ελισάβετ της χαρίζει ένα διαμαντένιο περιδέραιο κι ένα ζευγάρι σκουλαρίκια. Η Ιωάννα εκτιμά το σύνολο σε είκοσι χιλιάδες ρούβλια. Η αυτοκράτειρα όμως στη βιασύνη της να δει θεραπευμένο το κορίτσι, διατάσσει τη μία αφαίμαξη μετά την άλλη. Περισσότερες από δεκαέξι μέσα σε είκοσι εφτά μέρες. Η Ιωάννα διαμαρτύρεται. Η αυτοκράτειρα την περιορίζει στα διαμερίσματά της. Στην Αυλή, όλοι πλέον ξέρουν ότι η μικρή πριγκίπισσα αρρώστησε ξενυχτώντας για να μάθει ρωσικά. Μέσα σε μερικές μέρες γίνεται αγαπητή σε όλους όσοι αντιπαθούν τους γερμανόφερτους τρόπους του μεγάλου δούκα Πέτρου. Επειδή η κατάστασή της δεν παρουσιάζει καμιά βελτίωση, η μητέρα καλεί στο προσκέφαλο της άρρωστης ένα λουθηρανό πάστορα. Καταβεβλημένη από τον πυρετό και εξαντλημένη από τις αφαιμάξεις και τις νηστείες, η Σοφία, μέσα σε μια καταπληκτική φάση αναζωπύρωσης της θέλησής της, ψιθυρίζει: «Προς τι; Φωνάξτε καλύτερα τον Συμεών Τοντόρσκι. Ευχαρίστως θα μιλήσω μαζί του». Και πράγματι, ο Συμεών Τοντόρσκι δίνει παρηγοριά, με την ορθόδοξη πίστη του, στη γλυκιά λουθηρανή μνηστή του μεγάλου δούκα. Η αυτοκράτειρα συγκινείται μέχρι δακρύων. Τα λόγια της Σοφίας διαδίδονται σ' ολόκληρη την πόλη. Ενώ όμως η κοπελίτσα κερδίζει τις καρδιές των γύρω της, η μητέρα της με τις απρέπειές της αποκτά όλο και περισσότερους εχθρούς. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να ζητήσει από το ετοιμοθάνατο παιδί της κάποιο ανοιχτογάλαζο ύφασμα, με ασημένια λουλούδια, δώρο του θείου Γεωργίου‐Λουδοβίκου. Η Σοφία τής το δίνει με κρύα καρδιά. Βλέποντάς την τόσο υπάκουη, όλοι αγανακτούν με τον εγωισμό της Ιωάννας. Για να παρηγορήσει το κορίτσι, η αυτοκράτειρα της στέλνει κάμποσα υφάσματα πολύ πιο βαρύτιμα από εκείνο που της στέρησαν. Αυτά τα σημάδια στοργής ενισχύουν στη Σοφία τη σκέψη ότι, αν γίνει καλά, δεν
θα την ξαναδούν στο Τσερμπστ. Παρά την υπερβολική αδυναμία της, συνεχίζει με επιμονή να αντλεί οφέλη απ' όλα όσα βλέπει και ακούει. Συχνά, με τα μάτια κλειστά, παριστάνει την κοιμισμένη, για να αρπάξει τις κουβέντες των κυριών της Αυλής στις οποίες η αυτοκράτειρα έχει αναθέσει να ξαγρυπνούν δίπλα της. «Άνοιγαν η μια στην άλλη την καρδιά τους κι έτσι εγώ μάθαινα ένα σωρό πράγματα», γράφει. Σιγά σιγά, παρά τα καταπότια και τις αφαιμάξεις, η Σοφία ανακτά δυνάμεις. Το κακό έχει επιτέλους ξορκιστεί. Θα μπορέσει να σταθεί ξανά επί των επάλξεων. Στις 21 Απριλίου 1744, επέτειο των γενεθλίων της (γίνεται δεκαπέντε χρόνων), εμφανίζεται και πάλι δημόσια. «Ήμουν αδύνατη σαν σκελετός», θα γράψει, «είχα ψηλώσει, αλλά το πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά μου μάκρυναν∙ μου έπεφταν τα μαλλιά και ήμουν χλομή σαν πεθαμένη. Κι εγώ η ίδια έβρισκα τον εαυτό μου άσχημο σαν σκιάχτρο και δεν μπορούσα να ξαναβρώ την παλιά μου φυσιογνωμία. Εκείνη την ημέρα, η αυτοκράτειρα μου έστειλε ένα βαζάκι με κοκκινάδι και με διέταξε να το χρησιμοποιήσω». Ύστερα από λίγες μέρες, προχωρώντας με πείσμα προς το στόχο που είχε θέσει στον εαυτό της, γράφει στον πατέρα της για να του ανακοινώσει ότι σκοπεύει σύντομα να βαφτιστεί χριστιανή ορθόδοξη. «Επειδή δεν βρίσκω σχεδόν καμιά διαφορά ανάμεσα στην ελληνική και τη λουθηρανική πίστη, αποφάσισα (αφού έλαβα υπόψη τις ευγενικές υποδείξεις της Υψηλότητάς Σας) να αλλάξω δόγμα και να σας στείλω αυθημερόν την ομολογία της καινούργιας πίστης μου. Θα με κολάκευε αν η Υψηλότητά Σας χαιρόταν». Ενώ χαράζει τούτες τις πομπώδεις φράσεις, έχει πλήρη επίγνωση ότι ο πατέρας της θα στενοχωρηθεί βαθύτατα διαβάζοντάς τες. Γι' αυτήν, όμως, το Τσερμπστ είναι τώρα πολύ μακριά, το γερμανικό της παρελθόν μοιάζει να ανήκει σε άλλη, είναι στραμμένη ολόκληρη προς την καινούργια της οικογένεια, προς την καινούργια της χώρα. Αρκεί να μη χαλάσει τα πάντα η μητέρα της, η οποία ανακατεύεται, μηχανορραφεί, συνωμοτεί. Η Ιωάννα δέχεται τώρα στο σαλόνι της τους χειρότερους εχθρούς του αντικαγκελάριου Μπεστούζεφ: τον Λεστόκ, τον Λα Σεταρντί, τον Μάρντεφελντ, τον Μπρύμερ... Γίνεται ακόμα πιο νευρική και φλύαρη. Πιστεύει ότι έχει μυαλό πολιτικού. Δεν παρατηρεί ότι, εδώ και λίγο καιρό, η αυτοκράτειρα της συμπεριφέρεται με ιδιαίτερη ψυχρότητα. Το Μάιο του 1744, η Ελισάβετ και οι αυλικοί της πηγαίνουν ξανά στο μοναστήρι της Τρόιτζα. Η Σοφία, η Ιωάννα και ο μεγάλος δούκας Πέτρος παίρνουν διαταγή να συναντήσουν τη Μεγαλειότητά της εκεί. Μόλις φτάνουν, η αυτοκράτειρα καλεί την Ιωάννα στο διαμέρισμά της. Ο Λεστόκ τους ακολουθεί. Ενώ οι τρεις τους συζητούν κεκλεισμένων των θυρών, η Σοφία και ο Πέτρος —καθισμένοι στο περβάζι ενός παραθύρου δίπλα δίπλα, με τα πόδια τους να κρέμονται— φλυαρούν χαρούμενα. Ωριμασμένη από την αρρώστια, η Σοφία νιώθει πιο κοντά στον κόσμο των ενηλίκων παρά στο παιδιάστικο σύμπαν όπου εξακολουθεί να κινείται ο εξάδελφός της. Αυτός παίζει ακόμα με μολυβένια στρατιωτάκια και διαδίδει επίσημα κουτσομπολιά. Κακοαναθρεμμένος και άξεστος πιτσιρίκος που δεν ένιωσε ποτέ στοργή, δεν της συμπεριφέρεται όπως αρμόζει στη μνηστή του ούτε καν όπως αρμόζει σ' ένα κορίτσι. Δεν τη φροντίζει καθόλου. Παρ' όλα αυτά, επιδιώκει τη συντροφιά της. Την ώρα που εκείνη γελάει με τις ηλιθιότητες που της αραδιάζει, η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται ξαφνικά ο Λεστόκ, γιατρός και σύμβουλος της αυτοκράτειρας. Με τραγική έκφραση στο πρόσωπό του, λέει απότομα στη Σοφία: «Τούτο το πανηγύρι να σταματήσει αμέσως! Ετοιμάστε τις βαλίτσες σας! Φεύγετε αμέσως για το σπίτι σας!». Η Σοφία, με κομμένη την ανάσα μετά απ' αυτή τη γεμάτη αναίδεια ξαφνική δήλωση, σιωπά, ενώ ο μεγάλος δούκας ζητάει εξηγήσεις. «Θα τα μάθετε αργότερα!» αποκρίνεται ο Λεστόκ και φεύγει με ύφος περισπούδαστο. Αμέσως, η Σοφία σκέφτεται ότι κάποιο παραστράτημα έκανε η μητέρα της. «Ακόμα κι αν η μητέρα σας έχει σφάλει, δεν φταίτε εσείς»,
συμπληρώνει ο μεγάλος δούκας. «Είναι χρέος μου ν' ακολουθήσω τη μητέρα μου και να κάνω ό,τι με προστάζει», απαντάει εκείνη. Βαθιά μέσα της, ελπίζει ότι ο μεγάλος δούκας θα την ικετεύσει να μείνει. Αυτό όμως ούτε καν περνάει από το νου του Πέτρου. Αν δεν είναι αυτή, θα 'ναι κάποια άλλη... «Είδα ξεκάθαρα ότι θα με αποχωριζόταν χωρίς ιδιαίτερη θλίψη», θα γράψει στα Απομνημονεύματά της. «Όσο για μένα, βλέποντας τις διαθέσεις του, μου ήταν σχεδόν αδιάφορος. Όχι όμως και το στέμμα της Ρωσίας!» Γκρεμίζονταν άραγε τα όνειρά της; Θα έπρεπε να επιστρέψει στο Τσερμπστ ταπεινωμένη; Με την καρδιά σφιγμένη από αγωνία, η Σοφία μαντεύει ότι εκείνη τη στιγμή, πίσω από τις κλειστές πόρτες όπου συσκέπτονται η μητέρα της και η αυτοκράτειρα, διακυβεύεται το μέλλον της. Τέλος, η τσαρίνα βγαίνει από το δωμάτιο. Το πρόσωπό της είναι ξαναμμένο, το ύφος της εξοργισμένο, το βλέμμα της εκδικητικό. Πίσω της, καλπάζει η Ιωάννα, αναστατωμένη, «με μάτια κόκκινα και βουρκωμένα». Ενστικτωδώς τα δύο νεαρά άτομα πηδούν κάτω από το ψηλό παράθυρο όπου είχαν στρογγυλοκαθήσει. Η βιασύνη τους δείχνει να αφοπλίζει την οργισμένη αυτοκράτειρα. Χαμογελάει με την παιδιάστικη κίνησή τους και τους αγκαλιάζει. Η ελπίδα ξαναγεννιέται στην καρδιά της Σοφίας. Δεν έχουν χαθεί όλα, εφόσον η Ελισάβετ κάνει το διαχωρισμό ανάμεσα στην ένοχη μητέρα και την αθώα κόρη. Μετά την αναχώρηση της τσαρίνας, η Σοφία μαθαίνει επιτέλους, από την περίλυπη μητέρα της, τους λόγους τούτης της μεγάλης έκρηξης. Ενώ η Ιωάννα συνωμοτούσε με τους φίλους της Γαλλίας και της Πρωσίας για να ανατρέψει τον αντικαγκελάριο Μπεστούζεφ, αυτός είχε δώσει διαταγή να αποσφραγίζεται η μυστική αλληλογραφία του Λα Σεταρντί ο οποίος, αν και βρισκόταν επισήμως σε διαθεσιμότητα, εξακολουθούσε να διατηρεί τα προνόμια του πρεσβευτή. Στις κατεξοχήν αναιδείς επιστολές του, ο Λα Σεταρντί κατέκρινε την οκνηρία και την επιπολαιότητα της αυτοκράτειρας, την άμετρη αγάπη της για την εξωτερική της εμφάνιση. Για να στηρίξει τα λεγόμενά του, ανέφερε τις απόψεις της Ιωάννας, που την παρουσίαζε πράκτορα στην υπηρεσία του βασιλιά Φρειδερίκου. Αφού συγκέντρωσε αρκετές αποδείξεις για τους εχθρούς του, ο Μπεστούζεφ θέτει τα ντοκουμέντα υπόψη της τσαρίνας. Εκείνη, έξαλλη από οργή, διατάσσει την απέλαση του Λα Σεταρντί από τη Ρωσία μέσα στις προσεχείς είκοσι τέσσερις ώρες, καλεί την Ιωάννα και την περιλούζει με καταιγισμό ύβρεων. Η αξιοπιστία της πριγκίπισσας του Άνχαλτ‐Τσερμπστ στη ρωσική Αυλή καταρρακώνεται. Οι μηχανορραφίες της υπέγραψαν την ίδια της την καταδίκη. Ένα μεγάλο κενό ανοίγεται γύρω της. Κανείς δεν συχνάζει πια στο σαλόνι της. Ωστόσο, δεν την εκτοπίζουν. Από σεβασμό προς την κόρη της, την αφήνουν να φυτοζωεί στο διαμέρισμά της. Πνέει μένεα για τη νίκη του εχθρού της Μπεστούζεφ που, μεμιάς, χρίζεται καγκελάριος. Η αγανάκτησή της είναι τόσο έντονη που τα βάζει με τη Σοφία. Το πράο ύφος της μικρής την εξοργίζει. Τη φορτώνει με σαρκασμούς και ύβρεις, καταλογίζει σ' αυτήν την υποβάθμιση και των δυο τους. Με στωικότητα, η Σοφία ξαναβρίσκει το νήμα το οποίο είχε κόψει η αδεξιότητα της Ιωάννας. Πρέπει να επανασυνδέσει τις κλωστές, να εξαγοράσει τα σφάλματα, να αποκαταστήσει τις συμπάθειες. Κλεισμένη στον εαυτό της, σ' αυτή την ξένη Αυλή, στην καρδιά μιας χώρας που αγνοεί τα ήθη της και μετά βίας καταλαβαίνει τη γλώσσα της, με μόνη συντροφιά μια μητέρα ενοχλητική και ματαιόδοξη, στερημένη από φίλους και συμβούλους, περιστοιχισμένη από ενέδρες, δεν χάνει από τα μάτια της το δρόμο που διάλεξε. Να γοητεύσει την αυτοκράτειρα —μιας και δεν διανοείται καν να γοητεύσει τον Πέτρο— και να κάμψει τον τρομερό Μπεστούζεφ, μιας κι είναι αδύνατο να τον ανατρέψει. Στην πραγματικότητα, ύστερα από μια στιγμή πανικού, της φαίνεται πως τούτη η κρίση που στοίχισε στην Ιωάννα τη θέση της, στράφηκε τελικά υπέρ αυτής: λες και, σε αντίθεση προς τους ύπουλους χειρισμούς της μητέρας, η αθωότητα της κόρης φάνταζε πιο συγκινητική στα μάτια της τσαρίνας. Σίγουρη τούτη τη φορά πως έχει εξασφαλίσει την επιτυχία, η Σοφία διπλασιάζει το ζήλο της για τη μελέτη της ρώσικης γλώσσας και της ορθόδοξης πίστης. Η θύελλα απομακρύνεται. Γίνεται και πάλι λόγος για αλλαγή δόγματος και αρραβώνες. Επισπεύδουν τις ημερομηνίες. Συζητούν σοβαρά τις φάσεις των δύο τελετών. Η Σοφία προσπαθεί να δει με τρυφερότητα τον ταλαίπωρο Πέτρο με τη χλομή
επιδερμίδα, το λοξό και απειλητικό μάτι, το βαθουλωμένο στήθος. Άραγε θα ξεπηδήσει κάποια σπίθα ανάμεσά τους; Όχι. Ο μεγάλος δούκας ετοιμάζεται να παντρευτεί με τέτοια αδιαφορία σαν να επρόκειτο ν' αλλάξει κοστούμι. «Η καρδιά μου δεν προφήτευε τίποτα καλό», θα γράψει η Αικατερίνη στα Απομνημονεύματά της, «μονάχα η φιλοδοξία μου με στήριζε. Κάτι απροσδιόριστο μέσα μου δεν μ' άφηνε να αμφιβάλλω στιγμή πως θα τα κατάφερνα να γίνω αυτοκράτειρα της Ρωσίας».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ Με αυτοκρατορική διαταγή, ορίζεται επιτέλους η 28η Ιουνίου 1744 ως μέρα προσηλυτισμού της Σοφίας στην ορθόδοξη πίστη. Την επομένη, στις 29 Ιουνίου, εορτή των αγίων Πέτρου και Παύλου, θα τελεσθούν οι αρραβώνες της νεοφώτιστης με τον μεγάλο δούκα Πέτρο. Καθώς πλησιάζουν οι δύο αυτές τελετές, η Σοφία νιώθει ένα ανάμικτο συναίσθημα υπερδιέγερσης και αγωνίας. Μόλο που οι ευχές της οδεύουν προς την εκπλήρωσή τους, διερωτάται ξαφνικά μήπως ακολούθησε λάθος δρόμο. Ποιες δοκιμασίες τής επιφυλάσσουν άραγε όλες τούτες οι τιμές; Ωστόσο, δεν αφήνει να φανεί διόλου η ταραχή της. «Κοιμήθηκε περίφημα τη νύχτα», γράφει η μητέρα της. «Σίγουρη ένδειξη της ψυχικής της ηρεμίας». Ένα πολυάριθμο πλήθος συνωθείται στο αυτοκρατορικό παρεκκλήσι, όταν η Σοφία εμφανίζεται μ' έναν αδριανό χιτώνα, σαν ράσο, ίδιο με εκείνο της αυτοκράτειρας, από κόκκινο γκρο ύφασμα της Τουρ με ασημένια σιρίτια, και μια άσπρη κορδέλα να σφίγγει τα απουδράριστα μαλλιά της. «Οφείλω να πω ότι τη βρήκα όμορφη», παρατηρεί η μητέρα της. Ολόκληρη η ομήγυρη εντυπωσιάζεται με την κομψότητα αυτού του μικρού καστανού κοριτσιού, με τη χλομή επιδερμίδα, τα γαλάζια μάτια, το ευγενικό και σεμνό παράστημα. Διαβάζει ρωσικά με έντονη γερμανική προφορά, «πενήντα φύλλα τετάρτου μεγέθους», και απαγγέλλει απέξω, με σταθερή φωνή, δίχως να σκοντάφτει στις λέξεις, το σύμβολο της καινούργιας της πίστης. Η αυτοκράτειρα κλαίει από συγκίνηση και οι αυλικοί, μη μπορώντας να υστερήσουν, κλαίνε κι αυτοί με τη σειρά τους. Μέσα σ' όλη αυτή τη συγκίνηση, η Σοφία θέλει να δείχνει ευτυχισμένη, γαλήνια και δυνατή: «Από την πλευρά μου, κράτησα γερά και με επαίνεσαν γι' αυτό». Εκείνη τη μέρα αλλάζει όνομα. Σίγουρα θα μπορούσε να βαφτιστεί ορθόδοξη με το όνομα Σοφία — συνηθισμένο στην καινούργια της πατρίδα. Η αυτοκράτειρα όμως αντιτίθεται σ' αυτό, έχοντας μέσα της την ανάμνηση της θείας της, της ετεροθαλούς αδελφής του Μεγάλου Πέτρου, της τρομερής αντιβασίλισσας Σοφίας, που χρειάστηκε να την κλείσουν σε μοναστήρι για να θέσουν τέρμα στη σφοδρή επιθυμία της για εξουσία. Αντίθετα, Αικατερίνη είναι το όνομα της μητέρας της αυτοκράτειρας. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πιο επιτυχημένη εκλογή; Αλλά στη Ρωσία, όλοι, εκτός από το μικρό τους όνομα φέρουν και το μικρό όνομα του πατέρα τους. Και ο πατέρας της νέας Αικατερίνης ονομάζεται Χριστιανός‐Αύγουστος. Το όνομα Αικατερίνη Χριστιάνοβνα ή Αικατερίνη Αυγούστοβνα θα ηχούσε ξενικά προκαλώντας τη δυσάρεστη ανάμνηση της αντιβασίλισσας Άννας Λεοπόλντοβνα, μητέρας του μικρού Ιβάν ΣΤ' που η Ελισάβετ έχει εκθρονίσει. Επομένως η μέλλουσα μνηστή του μεγάλου δούκα θα ονομαστεί Αικατερίνη Αλεξέγιεβνα, με άλλα λόγια, Αικατερίνη θυγατέρα του Αλέξη, κάτι που θα ευχαριστήσει όλες τις σλαβικές καρδιές. Έτσι, ο πατέρας της Σοφίας, ο οποίος δεν είχε προσκληθεί στη γιορτή, δεν θα εμφανιστεί ούτε καν ως όνομα στο χρίσμα της κόρης του, που αποβαφτίζεται, βαφτίζεται εκ νέου, ξεριζώνεται, μεταφυτεύεται, ρωσοποιείται, αλλάζει εντελώς προσωπικότητα. Τουλάχιστον φαινομενικά. Στην πραγματικότητα, ξέρει ότι δεν υπάρχει βασική διαφορά ανάμεσα στη χθεσινή Σοφία και τη σημερινή Αικατερίνη. Απλώς, έχει προσπεράσει ένα επιπλέον στάδιο στο δρόμο που χάραξε. Βγαίνοντας από την εκκλησία, δέχεται από την αυτοκράτειρα ένα περιδέραιο και μια μπριλαντένια καρφίτσα. Εξαντλημένη όμως από την τελετή, ζητάει την άδεια να μην παραστεί στο γεύμα. Αυτό που της χρειάζεται πάση θυσία, είναι να ανακτήσει δυνάμεις ενόψει των τέρψεων που θα ακολουθήσουν. Το επόμενο πρωί, ημέρα των αρραβώνων, μόλις ανοίγει τα μάτια της τής φέρνουν ένα πορτραίτο της αυτοκράτειρας και ένα του μεγάλου δούκα, στολισμένα και τα δυο με μπριλάντια. Ντύνεται αμέσως και πηγαίνει στην Ελισάβετ, η οποία την υποδέχεται
φορώντας το στέμμα κι έχοντας ριγμένο τον αυτοκρατορικό μανδύα στους ώμους της. Η πομπή συγκροτείται. Μπροστά περπατάει η αυτοκράτειρα, κάτω από έναν ουρανό από ατόφιο ασήμι που τον κρατούν οκτώ υποστράτηγοι. Η Αικατερίνη και ο μεγάλος δούκας την ακολουθούν κατά πόδας. Πίσω τους έρχονται η Ιωάννα, η πριγκίπισσα του Χόμπουργκ και οι κυρίες της Αυλής «σύμφωνα με την κοινωνική τους τάξη». Η πομπή κατεβαίνει αργά τη σκάλα των τιμών του παλατιού, του κράσνογιε κριλτσό, περνάει ανάμεσα στις δύο σειρές της στρατιωτικής φρουράς και, διασχίζοντας την πλατεία, μπαίνει μέσα στον καθεδρικό ναό όπου ο γενειοφόρος χρυσοστόλιστος και γεμάτος σεβασμό κλήρος υποδέχεται την άνασσά του. Η Ελισάβετ οδηγεί τα δύο νεαρά άτομα πάνω σ' ένα βάθρο στρωμένο με βελούδο, στη μέση της εκκλησίας. Ο αρχιεπίσκοπος Αμβρόσιος του Νόβγοροντ χοροστατεί στους αρραβώνες. Η τελετή κρατάει τέσσερις ώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων όλη η ομήγυρη στέκεται όρθια. Τα πόδια της Αικατερίνης μουδιάζουν. Παραπαίει από κούραση. Αλλάζουν, τελικά, δαχτυλίδια. «Αυτό που μου έδωσε ο Πέτρος άξιζε δώδεκα χιλιάδες ρούβλια», θα γράψει η Αικατερίνη. «Αυτό που δέχτηκε από μένα, δεκατέσσερις χιλιάδες». Αμέσως μετά, ακούγονται κανονιοβολισμοί. Οι καμπάνες χτυπούν απ' άκρη σ' άκρη της Μόσχας. Η μικρή πριγκίπισσα του Άνχαλτ‐Τσερμπστ έγινε «μεγάλη δούκισσα της Ρωσίας», «αυτοκρατορική υψηλότητα». Δέχεται τούτο τον τίτλο με μια ηρεμία όλο χαμόγελο, μια αξιοπρεπή σεμνότητα. Η Ιωάννα όμως μαίνεται. Έχει διαρκώς την εντύπωση πως δεν της συμπεριφέρονται με όλες τις τιμές που αρμόζουν στη μητέρα της «διαδόχου του θρόνου». Στο γεύμα των αρραβώνων, απαιτεί να καθήσει μαζί με το ζεύγος των μεγάλων δουκών, δίπλα στην τσαρίνα. Η θέση της, όπως λέει, δεν είναι δίπλα στις άλλες κυρίες της Αυλής. Η αυτοκράτειρα ενοχλείται με αυτή την αξίωση, η Αικατερίνη υποφέρει σιωπηλά με την καινούργια απρέπεια της μητέρας της, ο τελετάρχης δεν ξέρει τι να κάνει. Τελικά, στήνουν για την Ιωάννα ένα ξεχωριστό τραπέζι, μέσα σε ένα θάλαμο με τζαμόπορτα, απέναντι στο θρόνο. Δειπνεί εκεί «λες και ήθελε να κρατήσει το ινκόγκνιτό της». Το βράδυ, στο χορό, θα αποζημιωθεί. Της επιτρέπουν να χορέψει πάνω στο χαλί που είναι στρωμένο μπροστά στο θρόνο, χαλί που μονάχα η τσαρίνα, η Αικατερίνη και η πριγκίπισσα της Έσσης μπορούν —ως θέμα αρχής— να πατούν χορεύοντας το μενουέτο. Καβαλιέροι αυτών των κυριών είναι ο μεγάλος δούκας Πέτρος, οι πρεσβευτές της Αγγλίας, του Χολστάιν, της Δανίας και ο πρίγκιπας της Έσσης. Οι υπόλοιποι αυλικοί κινούνται γύρω απ' αυτή την ιερή περίμετρο. Ο χορός γίνεται μέσα στην Γκρανοβίταγια παλάτα, ή σαλόνι με τις φασέτες, του οποίου οι λαξεμένοι τοίχοι θυμίζουν το εσωτερικό ενός ροδιού. Ένας πελώριος κεντρικός κίονας υποβαστάζει τη χαμηλή οροφή. Υπηρέτες με λιβρέες γαλλικού στυλ, με πουδραρισμένη περούκα και άσπρες κάλτσες, φρουρούν τις πόρτες. Η μουσική είναι εκκωφαντική. Οι υποκλίσεις και τα χειροφιλήματα πληθαίνουν. Η Ιωάννα παρατηρεί, στο τέλος της γιορτής, ότι στο δεξί της χέρι έχει «ένα κόκκινο σημάδι σε μέγεθος γερμανικού φιορινιού», από τα πολλά φιλήματα. «Κοντεύαμε να σκάσουμε από τη ζέστη και την πολυκοσμία», θα γράψει η Αικατερίνη. Όταν πλησιάζει να τελειώσει η γιορτή, οι εύνοιες της αυτοκράτειρας διπλασιάζονται! Δώρα σε κοσμήματα και βαρύτιμα υφάσματα, και επιπλέον τριάντα χιλιάδες ρούβλια για τα μικροέξοδα της καινούργιας μεγάλης δούκισσας8. Το ύψος του ποσού θαμπώνει την Αικατερίνη. Δεν είχε ποτέ της μέχρι τότε το παραμικρό χαρτζιλίκι. Ευθύς αμέσως, στέλνει κάποια βοήθεια στον πατέρα της για να μπορέσει να ανταποκριθεί στα έξοδα νοσηλείας του αδελφού της. Τώρα πια διαθέτει τη δική της Αυλή, που η αυτοκράτειρα έχει συγκροτήσει με ιδιαίτερη φροντίδα: αρχιθαλαμηπόλοι, παρακοιμώμενοι, κυρίες και δεσποινίδες των τιμών, όλοι τους νέοι και πρόσχαροι. Κανείς δεν ανήκει στην κλίκα που περιέβαλλε άλλοτε την Ιωάννα. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ο γιος του καγκελάριου Μπεστούζεφ. Τώρα, όταν η πριγκίπισσα του Άνχαλτ‐Τσερμπστ επιθυμεί να δει την κόρη της, πρέπει να αναγγέλλεται. Συχνά, στην ακρόαση είναι παρών και κάποιος αρχιθαλαμηπόλος. Η ετικέτα αναγκάζει την Ιωάννα να δείχνει σεβασμό απέναντι σ' εκείνη που μέχρι χθες δεν
δίσταζε να τη χαστουκίζει στο παραμικρό παράπτωμά της. Ταπεινωμένη γι' αυτή την αντιστροφή της ιεραρχίας, παραπονιέται για όλα και κυρίως για τη μικρή Αυλή, την υπερβολικά επιπόλαιη, που χασκογελάει κατά τα κέφια της γύρω από την Αικατερίνη. Στα διαμερίσματα του μεγάλου δούκα και της μεγάλης δούκισσας, διασκεδάζουν με το τίποτα, παίζουν τυφλόμυγα, χοροπηδούν, χορεύουν, τρέχουν, ξεχαρβαλώνουν κάποιο κλαβεσέν κάνοντας τσουλήθρα πάνω στο κατηφορικό του σκέπασμα. Παραδομένη σ' αυτά τα παιδιαρίσματα, η Αικατερίνη προσπαθεί να κερδίσει τη συμπάθεια εκείνου που σύντομα θα γίνει άνδρας της. Η αυτοκράτειρα το καταλαβαίνει και ενθαρρύνει το κορίτσι στο έργο της σαγήνης. Ωστόσο ο Μπρύμερ, ο παιδαγωγός του μεγάλου δούκα, έχει διαφορετική γνώμη. Ζητάει από την Αικατερίνη να τον βοηθήσει να «φτιάξει» το χαρακτήρα του μαθητή του. Εκείνη αρνείται. «Του είπα ότι αυτό μου ήταν αδύνατο, γιατί θα γινόμουν στα μάτια του τόσο απαίσια όσο είχαν γίνει οι γύρω του». Από ένστικτο έχει καταλάβει πως, για να κατακτήσει τον Πέτρο, πρέπει να ακολουθήσει την εκ διαμέτρου αντίθετη γραμμή απ' ό,τι οι παιδαγωγοί του. Αν, αναζητώντας μια φίλη, αυτός συναντήσει στο πρόσωπό της μια γκουβερνάντα, όλα θα χαθούν. Ενώ εκείνη προσπαθεί, κατ' αυτόν τον τρόπο, να προετοιμάσει μια ευτυχία στην οποία δεν πιστεύει διόλου, η Ιωάννα, ακούραστη, αποκτά καινούργιους φίλους. Ωστόσο, για μια ακόμη φορά, κάνει κακές επιλογές. Οι άνθρωποι που την περιτριγυρίζουν δεν αρέσουν στην αυτοκράτειρα. Ερωτευμένη με τον αρχιθαλαμηπόλο Ιβάν Μπέτσκι9, με τον οποίο γνωρίζει από πολύ καιρό, εμφανίζεται επιδεικτικά μαζί του, σε σημείο που όλες οι κακές γλώσσες της Αυλής να μιλούν για δεσμό μεταξύ τους. Η Αικατερίνη το έχει πληροφορηθεί. Είναι όμως ανίκανη να λογικεύσει την Ιωάννα, για την οποία η ασημότητα και η μετριοπάθεια είναι έννοιες ανάξιες μιας γυναίκας περιωπής. Έχοντας κορεστεί από τις γιορτές, τους χορούς και τα συμπόσια, η αυτοκράτειρα ετοιμάζεται να πάει στην ιερή πόλη του Κιέβου. Η άσκηση της ευσέβειας συμβαδίζει πάντοτε σ' αυτήν με την αγάπη της για τις ειδωλολατρικές τέρψεις. Η ηδονή την οδηγεί στην προσευχή και η προσευχή την προδιαθέτει για την ηδονή. Όπως είναι αυτονόητο, στο ταξίδι θα συμμετέχει, μαζί με τον μεγάλο δούκα και τη μεγάλη δούκισσα, και η Ιωάννα. Με αυτή την προοπτική, η Αικατερίνη είναι διχασμένη ανάμεσα στον ενθουσιασμό για την ανακάλυψη νέων τόπων και το φόβο μήπως κάποιο στραβοπάτημα της μητέρας της αποβεί για άλλη μια φορά εις βάρος της, στα μάτια της τσαρίνας. Περίπου χίλια βέρστια χωρίζουν τη Μόσχα από το Κίεβο. Το τεράστιο καραβάνι που αποτελείται από άμαξες για τους ταξιδιώτες και κάρα για τις αποσκευές τους, κινείται πάνω στους στεγνούς δρόμους του Ιουλίου. Οι ημέρες περνούν, τα χωριά διαδέχονται το ένα τ' άλλο, ο ορίζοντας δεν σταματάει πουθενά, κι ωστόσο εξακολουθούν να βρίσκονται στη Ρωσία. Πράγματι, η αυτοκρατορία της Ελισάβετ είναι απέραντη. Καθισμένη στην άμαξά της, μαζί με τη μητέρα της και το μνηστήρα της, η Αικατερίνη δεν χορταίνει να κοιτάζει από τη μικρή πόρτα το τοπίο. Διακατέχεται από μια αίσθηση απεραντοσύνης και δύναμης. Σίγουρα, δεν υπάρχει τίποτα πιο μεγάλο στον κόσμο απ' αυτή τη χώρα που θα 'ναι δική της από δω και πέρα. Η αυτοκράτειρα θα τους ακολουθήσει σε λίγες μέρες. Φημολογείται ότι τα κέφια της δεν είναι διόλου καλά και ότι έχει εξορίσει πολλά πρόσωπα του περιβάλλοντός της. Οκτακόσια εφεδρικά άλογα περιμένουν σε κάθε σταθμό το καραβάνι. Στο σταθμό του Κόζελετς, ο μεγάλος δούκας Πέτρος σπάζει από απροσεξία — «χοροπηδώντας εδώ κι εκεί για να με κάνει να γελάω», θα πει η Αικατερίνη— το σκέπασμα της κασετίνας της Ιωάννας. Αυτή, αγανακτισμένη, τον χαρακτηρίζει «μικρό κακοαναθρεμμένο αγόρι». Εκείνος της απαντά ότι συμπεριφέρεται σαν «μαινάδα». Η Αικατερίνη, προσπαθώντας να ηρεμήσει τη μητέρα της, δέχεται απ' αυτήν ένα τόσο γερό κατσάδιασμα που αναλύεται σε δάκρυα. «Από κείνη τη μέρα, ο μεγάλος δούκας αντιπάθησε τη μητέρα μου», θα γράψει, «και δεν ξέχασε ποτέ τούτο τον καβγά... όμως και
η μητέρα μου, από την πλευρά της, του το κράτησε... Όσο κι αν προσπαθούσα να τους μαλακώσω και τους δυο, δεν το κατόρθωνα παρά μόνο στιγμιαία∙ τόσο η μια όσο και ο άλλος ήταν πάντοτε έτοιμοι να εξαπολύσουν κάποιο σαρκασμό και να φαγωθούν∙ η κατάσταση γινόταν όλο και πιο οξεία...» Παρά το ελάχιστο ενδιαφέρον που νιώθει για το μνηστήρα της, η Αικατερίνη αισθάνεται πιο κοντά σ' αυτόν παρά στη μητέρα της. Σε τελευταία ανάλυση, το μέλλον της είναι αυτός και η γιγάντια Ρωσία και όχι η Ιωάννα και το μικροσκοπικό πριγκιπάτο του Άνχαλτ‐Τσερμπστ. Τελικά, η αυτοκράτειρα φτάνει στο Κόζελετς και οι εορτασμοί ξαναρχίζουν. Χορεύουν ώσπου να τους κοπεί η ανάσα και χαρτοπαίζουν. Μερικά βράδια, το ποντάρισμα στα διάφορα τραπέζια φτάνει τα πενήντα χιλιάδες ρούβλια. Οι κυρίες ανταγωνίζονται η μια την άλλη στην πολυτέλεια της αμφίεσής τους, αν και ο χώρος στον οποίο μένουν είναι ιδιαίτερα περιορισμένος. Η Αικατερίνη και η μητέρα της κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο, και η ακολουθία τους φύρδην μίγδην στον προθάλαμο. Ύστερα, ολόκληρη η Αυλή μεταφέρεται εν πομπή στο Κίεβο. Εκεί, ακόμα περισσότερο απ' ό,τι στη Μόσχα, η Αικατερίνη εντυπωσιάζεται από τη μεγαλόπρεπη ομορφιά των θρησκευτικών τελετών όπως και από τη θέρμη του πλήθους που γονατίζει στο πέρασμα της λιτανείας. Δίπλα στα χρυσοτεχνήματα των εικόνων και τα χρυσοποίκιλτα ιερατικά άμφια απλώνεται η μελαγχολία των χωρικών που φορούν κουρέλια, των θρησκόληπτων προσκυνητών, των ζητιάνων που ψάλλουν. Η αντίθεση ανάμεσα στον πλούτο της Εκκλησίας και τη φτώχεια των πιστών εκπλήσσει τη μικρή Γερμανίδα πριγκίπισσα, τη συνηθισμένη στην αυστηρή διάταξη των λουθηρανικών ναών. Ένας άγνωστος κόσμος ξεπροβάλλει στα μάτια της, ένας κόσμος σκοταδερός. Ξαφνικά, ανακαλύπτει πίσω από τη διπλή λαμπρότητα του σταυρού και του θρόνου την απίστευτη μιζέρια ενός έθνους απειράριθμου, υποδουλωμένου, βυθισμένου στα σκοτάδια. Περπατώντας με αργά βήματα πλάι στον μεγάλο δούκα, πίσω από τα ιερά λάβαρα, ρίχνει ζωηρές ματιές προς το μέρος του πλήθους και νιώθει την τρομερή αντινομία ανάμεσα σε τόση αίγλη και σε τόση υποβάθμιση. Από την πλευρά της, αυτό δεν είναι ακόμα παρά μια απλή περιέργεια, όπως νιώθει κανείς μπροστά στ' άγρια θηρία. Περιέργεια όμως που συνοδεύεται κι από κάποια δυσφορία. Το πρώτο της πραγματικό μάθημα ρωσικών γίνεται τώρα στο Κίεβο, χωρίς να το καταλάβει. Ωστόσο η ζωή της Αυλής με την παραζάλη της τη συναρπάζει. Όταν οι πόρτες των σαλονιών κλείνουν πίσω της, της φαίνεται ότι το έχει ονειρευτεί τούτο το βάφτισμα μες στο βαθύ σκοτάδι της χώρας. Ξαφνικά, μετά από ένα μεγάλο χορό που οργάνωσε για τη γιορτή της, η αυτοκράτειρα νιώθει να μην τη χωράει ο τόπος. Όλα την κάνουν να πλήττει. Πρέπει ν' αλλάξει παραστάσεις. Αντίο, Κίεβο, εκκλησιές, μοναστήρια, ιερείς και κατακόμβες. Η Μεγαλειότητά της δεν σκέφτεται πια παρά πώς θα γυρίσει στη Μόσχα, αφού έδωσε στον εαυτό της την ψευδαίσθηση ότι εξάγνισε την ψυχή της με ένα προσκύνημα. Στη Μόσχα, η Αικατερίνη συναντάει και πάλι την κακογλωσσιά, τον ανταγωνισμό για το προβάδισμα, τις ίντριγκες, την ελαφρότητα, τη «στάχτη στα μάτια» και τις τρικλοποδιές. «Με θεωρούσαν παιδί», θα γράψει στ' Απομνημονεύματά της. «Φοβόμουν υπερβολικά μήπως δεν αρέσω και έκανα ό,τι μπορούσα για να κερδίσω αυτούς με τους οποίους επρόκειτο να περάσω τη ζωή μου. Ο σεβασμός και η ευγνωμοσύνη μου για την αυτοκράτειρα ήταν υπερβολικοί, τη θεωρούσα σαν μια θεότητα απαλλαγμένη από κάθε ψεγάδι. Κι αυτή έλεγε ότι με αγαπούσε σχεδόν περισσότερο από τον μεγάλο δούκα». Είναι αλήθεια πως η αυτοκράτειρα εκτιμά στη νεόφερτη μεγάλη δούκισσα αυτό το κράμα σοβαρότητας και ευθυμίας, θέλησης και υποταγής. Η Αικατερίνη, που εκείνη την εποχή κάνει τη μαθητεία της στα δημόσια τάγματα, είναι ταυτόχρονα παθιασμένη και με το χορό. Κάθε μέρα, από τις εφτά το πρωί, ο δάσκαλος του γαλλικού μπαλέτου Λαντέ έρχεται με το μικρό του βιολί να της διδάξει τους τελευταίους χορούς που είναι της μόδας στη Γαλλία.
Πηγαίνει ξανά στις τέσσερις το απόγευμα. Και, το βράδυ, η Αικατερίνη θαμπώνει την Αυλή με τη χάρη των κινήσεών της στους χορούς και τις μασκαράτες. Μερικές απ' αυτές τις μασκαράτες είναι αμφίβολου γούστου. Σύμφωνα με απόφαση της αυτοκράτειρας, κάθε Τρίτη οι άνδρες θα μεταμφιέζονται σε γυναίκες και οι γυναίκες σε άνδρες. Αδέξιοι και χοντροκομμένοι στα μεγάλα κρινολίνα τους, οι άνδρες βλαστημούν την άνασσά τους για το καπρίτσιο της, ενώ οι γυναίκες στενοχωριούνται επειδή εμφανίζονται με στενά ανδρικά ρούχα που δεν τις κολακεύουν διόλου. Η Μεγαλειότητά Της όμως είναι γοητευμένη: ξέρει ότι αυτό το μασκάρεμα της ταιριάζει καταπληκτικά. «Πραγματικά καλοντυμένη ήταν μονάχα η αυτοκράτειρα», θα γράψει η Αικατερίνη. «Η ανδρική φορεσιά τής πήγαινε γάντι: ήταν πανέμορφη μέσα σ' αυτή την αμφίεση». Στην πράξη, οι μασκαράτες αποτελούν ένα πρόσχημα για «επαφές» και σπρωξίματα. Χορευτές και χορεύτριες, που αισθάνονται άβολα με τα παράταιρα κοστούμια τους, συνωθούνται ο ένας πάνω στον άλλο. Κάποιο βράδυ, στη διάρκεια μιας φιγούρας, η Αικατερίνη πέφτει και βρίσκεται με τα τέσσερα κάτω από το κρινολίνο του αρχιθαλαμηπόλου Σίβερς. Το νεανικό της γέλιο τέρπει όλη την ομήγυρη. Ωστόσο, ύστερα από μερικές μέρες νιώθει ξαφνικά την ψυχρότητα της αυτοκρατορικής δυσμένειας. Σ' ένα διάλειμμα, στο θέατρο, η Ελισάβετ κουβεντιάζει με το σύμβουλό της Λεστόκ δίχως να παύει να κοιτάζει, με θυμό και επιμονή, προς την πλευρά του θεωρείου όπου βρίσκονται η Αικατερίνη, η Ιωάννα και ο μεγάλος δούκας. Μετά από λίγο, ο Λεστόκ παρουσιάζεται μπροστά στην Αικατερίνη και της αναγγέλλει ξερά ότι η αυτοκράτειρα είναι έξω φρενών μαζί της, επειδή έχει συσσωρεύσει υπερβολικά χρέη. Την εποχή που η Μεγαλειότητά Της ήταν ακόμη πριγκίπισσα, φρόντιζε να είναι φειδωλή στα έξοδά της «επειδή ήξερε ότι κανείς δεν θα της τα πλήρωνε», διευκρινίζει ο απεσταλμένος με τόνο κακόβουλο. Η Αικατερίνη νιώθει να την πνίγουν τα δάκρυα. Αντί να την παρηγορήσει, ο Πέτρος δικαιολογεί την άποψη της τσαρίνας και η Ιωάννα διαμαρτύρεται λέγοντας πως όλα αυτά είναι συνέπεια της υπερβολικής ελευθερίας που έδωσαν σ' ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι. Την επομένη, η Αικατερίνη ζητάει τους λογαριασμούς και διαπιστώνει όντως ότι χρωστάει δεκαεφτά χιλιάδες ρούβλια. Μέσα στην αθωότητά της, είχε πιστέψει πως η δωρεά που της παραχώρησε κάποτε η αυτοκράτειρα θα ήταν ανεξάντλητη. Πραγματικά, ξόδεψε επιπόλαια, τι άλλο όμως θα μπορούσε να κάνει; Όταν έφτασε στη Ρωσία, είχε στη βαλίτσα της μόνο τέσσερα φορέματα, ενώ στην Αυλή αλλάζει κανείς ρούχα τρεις φορές την ημέρα. Τον πρώτο καιρό χρησιμοποιούσε τα σεντόνια της μητέρας της δίχως να παραπονιέται. Από τη στιγμή όμως που είχε μια οικονομική δυνατότητα, θέλησε να αποκτήσει δικό της νοικοκυριό. Άλλωστε, κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι, σ' αυτή την ξένη και εχθρική κοινωνία, κάποια μικροδωράκια θα τη βοηθούσαν να κερδίσει τη φιλία των προσώπων που θ' ασκούσαν μια επιρροή στη ζωή της. Έτσι, γέμισε με δώρα τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της. Δεν ξέχασε και τη μητέρα της, προκειμένου να την κάνει να σταματήσει την γκρίνια της! Ούτε τον μεγάλο δούκα, για να τον κερδίσει στα σίγουρα! Σ' αυτή την επίπληξη για σπατάλη, βλέπει μια μανούβρα του αδυσώπητου Μπεστούζεφ που άλλο δεν ξέρει παρά να σκαρφίζεται πράγματα που θα τη μειώσουν στα μάτια της Αυτής Μεγαλειότητας. Πριν από λίγο, η κοπελίτσα θεωρούσε ότι ήταν η «αδυναμία» της Ελισάβετ, η πνευματική της κόρη κατά κάποιο τρόπο, και νά που τώρα δέχεται από την προστάτιδά της μια μομφή που πληγώνει την τιμή της και της δημιουργεί ανησυχία για το μέλλον. Γεμάτη αφέλεια, εκπλήσσεται πώς μια τόσο μεγάλη άνασσα αντλεί ευχαρίστηση ταπεινώνοντάς τη. Με αυτή την ευκαιρία της αποκαλύπτεται το διπλό πρόσωπο της αυτοκράτειρας που γοητεύει και τρομοκρατεί εναλλάξ. Καταλαβαίνει τώρα την αγωνία των υπουργών και των αυλικών που η τύχη τους εξαρτάται από ένα άνωθεν καπρίτσιο. Μέρα με τη μέρα, χάρη στην ευγένεια και τη διπλωματία της, προσπαθεί ν' ανακτήσει την εύνοια της
τσαρίνας. Κι αυτή, ύστερα από έναν παροξυσμό οργής, γλυκαίνει σιγά σιγά και ξεχνάει το γεγονός. Πάνω στην ώρα, ο μεγάλος δούκας παθαίνει ιλαρά. «Τούτη η αρρώστια», θα γράψει η Αικατερίνη, «βοήθησε σημαντικά τη σωματική του διάπλαση. Το μυαλό του όμως έμεινε παιδικό». Στη διάρκεια της ανάρρωσής του διασκεδάζει βάζοντας τους θαλαμηπόλους του, τους νάνους του, ακόμα και την Αικατερίνη —την έχει προβιβάσει κατά ένα βαθμό στον προσωπικό του στρατό— να κάνουν μπροστά στο κρεβάτι του στρατιωτικές ασκήσεις. Οι παιδαγωγοί του τον μαλώνουν για την αμυαλοσύνη του, κι εκείνος τους βρίζει και τους αποπέμπει. Γίνεται όλο και πιο καχύποπτος. Έχοντας συνείδηση των προνομίων της κοινωνικής του τάξης και της ηλικίας του (είναι δεκάξι χρόνων!), αρνείται πια ν' αφήνει να τον εξουσιάζουν. «Ήμουν η μυστικοσύμβουλος για κάθε του παιδιάρισμα», παρατηρεί η Αικατερίνη, «και δεν ήταν δική μου δουλειά να τον διορθώνω∙ τον άφηνα ελεύθερο να λέει και να πράττει ό,τι ήθελε». Η εξαιρετική της γλυκύτητα αφοπλίζει τον Πέτρο. Δίχως να νιώθει γι' αυτήν την παραμικρή αισθησιακή έλξη, αισθάνεται ωραία με την παρέα της. Σ' αυτήν και μόνο, ίσως, τολμάει να μιλήσει ελεύθερα. Κι εκείνη, από την πλευρά της —μόλο που τον κρίνει με αμείλικτη αντικειμενικότητα—, αναγνωρίζει ότι, σε τούτη δω την ξένη Αυλή, τη μεγαλύτερη ασφάλεια τη νιώθει κοντά του. Τόσα πράγματα τους φέρνουν κοντά! Έχουν κι οι δυο την ίδια ηλικία, μιλούν κι οι δυο τους γερμανικά, είναι κι οι δυο ξεστρατισμένοι σ' έναν τόπο που δεν τον γνωρίζουν καλά, πρέπει να κάνουν κι οι δυο τη μαθητεία τους για την εξουσία υπό την κηδεμονία της αυτοκράτειρας. Μόλις ο μεγάλος δούκας στάθηκε στα πόδια του, η Αυλή εγκαταλείπει τη Μόσχα για την Αγία Πετρούπολη. Χιονίζει συνεχώς. Το κρύο είναι τσουχτερό. Ταξιδεύουν με έλκηθρα. Στο σταθμό του Χοτίλοβο, ο μεγάλος δούκας κυριεύεται από ρίγη. Ο πυρετός του ανεβαίνει ολοταχώς. Ένα εξάνθημα εμφανίζεται στο πρόσωπό του. Ο Μπρύμερ απαγορεύει στις πριγκίπισσες να μπουν στο δωμάτιό του, μιας κι ο άρρωστος παρουσιάζει κιόλας όλα τα συμπτώματα της ευλογιάς, που είναι η τρομερή μάστιγα εκείνης της εποχής. Ο ίδιος ο αδελφός της Ιωάννας, ο αναντικατάστατος μνηστήρας της τσαρίνας, πέθανε απ' αυτή την αρρώστια. Για να μην κολλήσει η Αικατερίνη, η μητέρα της αποφασίζει να την πάρει μαζί της, αφήνοντας τον μεγάλο δούκα στις φροντίδες της προσωπικής του Αυλής. Ταυτόχρονα, στέλνει στην αυτοκράτειρα έναν ταχυδρόμο. Η αυτοκράτειρα που έχει ήδη φτάσει στην Αγία Πετρούπολη, φεύγει και πάλι βιαστικά για το Χοτίλοβο. Οι πριγκίπισσες συναντούν το έλκηθρό της μέσα στη νύχτα, στον χιονισμένο δρόμο. Αφού τους ρωτάει τα νέα του ανιψιού της, η Ελισάβετ εξακολουθεί το δρόμο της με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Τούτη η γυναίκα που, σε τόσες περιστάσεις, φάνηκε ελαφριά, σκληρή, εγωίστρια, δεν φοβάται αυτή τη φορά να εκτεθεί σ' ένα θανάσιμο κίνδυνο, από απλή αίσθηση του χρέους. Μόλις φτάνει στο Χοτίλοβο, εγκαθίσταται στο προσκέφαλο του αρρώστου και αποφασίζει να τον νοσηλεύσει η ίδια. Οι υποδείξεις του περιβάλλοντός της δεν επηρεάζουν την απόφασή της. Ακόμα και η απειλή να παραμορφωθεί δεν είναι αρκετή για να την απομακρύνει —αυτήν την τόσο περήφανη για την ομορφιά της— από το κρεβάτι του Πέτρου ο οποίος τρέμει από τον πυρετό. Θα μείνει κοντά του έξι εβδομάδες. Ακούγοντας να λέγονται τόσα για το θάρρος της αυτοκράτειρας, η Αικατερίνη μετανιώνει λιγάκι επειδή δέχτηκε, από θυγατρική ευπείθεια, να ακολουθήσει τη μητέρα της αντί να μείνει στο Χοτίλοβο. Στην Αγία Πετρούπολη έχει την εντύπωση ότι μερικοί αυλικοί την αποφεύγουν, προβλέποντας το θάνατο του μεγάλου δούκα. Κι είναι αλήθεια πως, αν ο Πέτρος υποκύψει, αυτή θα χάσει τα πάντα. Το μέλλον της παίζεται μακριά της, σ' ένα πνιγηρό δωμάτιο, ανάμεσα σε μπουκάλια με φάρμακα. Ανίκανη να επηρεάσει την πορεία της μοίρας, περιορίζεται στις προσευχές της στο Θεό και στα γεμάτα σεβασμό και τρυφερότητα γράμματα που στέλνει στην αυτοκράτειρα για να πληροφορηθεί τα νέα της υγείας του μνηστήρα της. Τούτα τα γράμματα τα γράφει στα ρωσικά, ή, μάλλον, αντιγράφει
το συμβατικό και πομπώδες κείμενο που συντάσσει για χάρη της ο καθηγητής της των ρωσικών Αντοντούρωφ. Σίγουρα η αυτοκράτειρα καταλαβαίνει το τέχνασμα, ωστόσο συγκινείται από το ενδιαφέρον τούτου του κοριτσιού που με τόση ζέση προσπαθεί να ξεχάσει ότι είναι Γερμανίδα. Οι αυλικοί που ξαναγύρισαν στην πρωτεύουσα χωρίς την τσαρίνα, σιγοψιθυρίζουν και συνωμοτούν. Η Ιωάννα που προαισθάνεται το γκρέμισμα των ελπίδων της, γυρεύει αφορμή για να τα βάλει με την κόρη της. Περιμένοντας την εξέλιξη των γεγονότων, η Αικατερίνη ξεγελάει την ανησυχία της ακούγοντας τις σοφές συμβουλές του κόμη ντε Γκύλενμποργκ, επίσημου απεσταλμένου της Αυλής της Σουηδίας10. Ο νεαρός διπλωμάτης (ηλικίας μόλις τριάντα δύο χρόνων) την είχε ήδη συναντήσει στο Αμβούργο. Μέσα σε λίγα λεπτά το κορίτσι τον κατακτά με την ευφυΐα του. Αυτός την επιπλήττει για την αγάπη της προς την πολυτέλεια και τις διασκεδάσεις. «Σκέφτεστε μόνο την αμφίεσή σας», της λέει. «Ξαναβρείτε τη φυσική φόρμα του μυαλού σας. Είστε γεννημένη για μεγάλα έργα και σπαταλάτε τον εαυτό σας σε όλα αυτά τα παιδιαρίσματα. Στοιχηματίζω ότι δεν έχετε ανοίξει βιβλίο αφότου ήρθατε στη Ρωσία!» Την προτρέπει να διαβάσει το γρηγορότερο τη ζωή του Κικέρωνα, τα έργα του Πλουτάρχου και τις Απόψεις για τα αίτια τον μεγαλείου των Ρωμαίων και της παρακμής αυτών του Μοντεσκιέ. Εκείνη δίνεται ψυχή τε και σώματι στην ανάγνωση αυτών των υψηλών έργων, και δελεασμένη από τη γνωριμία με τα μεγάλα πνεύματα, αποφασίζει να συντάξει ένα φιλολογικό δοκίμιο γύρω από τον εαυτό της, με τίτλο Προσωπογραφία ενός δεκαπεντάχρονου φιλοσόφου. Ο κόμης του Γκύλενμποργκ διαβάζει το κείμενο, ενθουσιάζεται και το επιστρέφει στη συγγραφέα επισυνάπτοντας ένα δωδεκασέλιδο σχόλιο, με την πρόθεση να εξάρει και να εμψυχώσει την κοπέλα11. Αυτή είναι πανευτυχής γιατί, μέσα στη μοναξιά και την απελπισία της, βρίσκει ένα μέντορα τόσο καλά διατεθειμένο απέναντί της. Διαβάζει και ξαναδιαβάζει τις υποδείξεις του, αφήνεται να διαποτισθεί απ' αυτές, όπως άλλοτε από τις συμβουλές του πατέρα της. Ενώ δεν ξέρει ακόμη αν ο μεγάλος δούκας θα νικήσει την αρρώστια του, ονειρεύεται να καταπλήξει τον κόσμο με την παιδεία και τη γενναιοδωρία της. Ο μεγάλος δούκας γίνεται καλά. Η Ελισάβετ γράφει στα ρωσικά στην Αικατερίνη: «Υψηλοτάτη, πολυαγαπημένη μου ανιψιά, Σας είμαι απείρως υποχρεωμένη για τα ευχάριστα μηνύματά σας. Καθυστέρησα να σας απαντήσω επειδή δεν ήμουν σε θέση να σας καθησυχάσω για την υγεία της Υψηλότητάς Του, του μεγάλου δούκα. Σήμερα μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι, προς μεγάλη μας χαρά, με τη βοήθεια του Θεού, βρίσκεται ζωντανός ανάμεσά μας». Στο τέλος Ιανουαρίου του 1745, η αυτοκράτειρα εγκαταλείπει το Χοτίλοβο μαζί με τον ανιψιό της και επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη. Η απουσία, η απομάκρυνση, η ανησυχία, βελτίωσαν κάπως την εικόνα του Πέτρου στη θύμηση της Αικατερίνης. Είναι βέβαια καχεκτικός, οστεώδης, με βαριά βλέφαρα και χαμόγελο πότε ύπουλο και πότε ηλίθιο∙ αλλά τον συμπαθεί έτσι όπως είναι και ανυπομονεί να τον ξαναδεί. Μόλις οι ταξιδιώτες φτάνουν στα Χειμερινά Ανάκτορα, γύρω στις τέσσερις με πέντε το απόγευμα, οδηγείται σε μια μεγάλη αίθουσα όπου την περιμένει ο μνηστήρας της. Μέσα στο ημίφως, ανακαλύπτει με φρίκη κάτι σαν σκιάχτρο. Ο Πέτρος έχει ψηλώσει πολύ και η ευλογιά τού έχει σημαδέψει το πρόσωπο. Τα μάτια του, βαθιά χωμένα στις κόχες τους, του δίνουν όψη νεκροκεφαλής. «Όλα τα χαρακτηριστικά του είχαν διογκωθεί», θα γράψει η Αικατερίνη, «και το πρόσωπό του εξακολουθούσε να 'ναι πρησμένο∙ ήταν φανερό ότι τα σημάδια της αρρώστιας δεν θα έσβηναν με το πέρασμα του χρόνου∙ πάνω στο κουρεμένο σύρριζα κεφάλι του, στεκόταν μια τεράστια περούκα που τον παραμόρφωνε ακόμα περισσότερο. Με πλησίασε και με ρώτησε αν δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω. Ψέλλισα κάποιο καλό λόγο για την ανάρρωσή του, μολονότι διαπίστωσα πως είχε γίνει φριχτός».
Αναστατωμένη απ' αυτή τη σύντομη συνάντηση, η Αικατερίνη τρέχει γρήγορα στο διαμέρισμά της και λιποθυμάει στην αγκαλιά της μητέρας της. Στις 10 Φεβρουαρίου, ημέρα των γενεθλίων του μεγάλου δούκα (μπαίνει τώρα στα δεκαεφτά), η αυτοκράτειρα αρνείται να τον παρουσιάσει δημόσια λόγω της υπερβολικής ασχήμιας που του προκάλεσε η ευλογιά και προσκαλεί την Αικατερίνη να δειπνήσει μόνη μαζί της, «στην αίθουσα του θρόνου». Από φόβο μήπως η κοπέλα —πάνω σ' ένα πείσμα— αισθανθεί αποστροφή για τον υπερβολικά άχαρο σύντροφό της και διαλύσει τους αρραβώνες τους, γίνεται διπλά τρυφερή μαζί της. Εκστασιάζεται μπροστά στα γράμματα που η Αικατερίνη της είχε γράψει στα ρωσικά, τη βάζει να μιλήσει τη γλώσσα, παινεύει την προφορά της και εκδηλώνει το θαυμασμό της για την ομορφιά του κοριτσιού που, όπως διατείνεται, άνθησε μέσα σε λίγες εβδομάδες. Η Αυλή που, τον τελευταίο καιρό έχει αποστασιοποιηθεί από την Αικατερίνη, διαπιστώνει με την ευκαιρία αυτού του δείπνου την αναθέρμανση των σχέσεων μεγάλης δούκισσας‐τσαρίνας, και βεβαίως συμφωνεί με τούτη την εξέλιξη. Η Αικατερίνη περιβάλλεται και πάλι από θαυμαστές και λάτρεις. Είναι πανευτυχής. Στην πραγματικότητα, δεν σκέφτηκε ούτε μια στιγμή ν' αθετήσει το λόγο της παρά την αποστροφή που της εμπνέει ο μνηστήρας της. Δεν θα παντρευτεί ένα πρόσωπο, αλλά μία χώρα. «Είχα ως αρχή μου να αρέσω στον κόσμο με τον οποίο επρόκειτο να ζήσω», θα γράψει στα Απομνημονεύματά της, «και γι' αυτό υιοθετούσα τα φερσίματα και τους τρόπους αυτού του κόσμου∙ ήθελα να γίνω Ρωσίδα για να με λατρέψουν οι Ρώσοι». Και αλλού: «Δεν έκλινα προς καμιά πλευρά, δεν ανακατευόμουν σε τίποτα, είχα πάντοτε ύφος νηφάλιο, έδειχνα μεγάλο ενδιαφέρον, περιποιητικότητα και ευγένεια προς όλους... Έδειχνα ιδιαίτερο σεβασμό προς τη μητέρα μου, απέραντη υπακοή προς την αυτοκράτειρα, βαθύτατη εκτίμηση προς τον μεγάλο δούκα και επιδίωκα την αγάπη του λαού, τον οποίο σπούδαζα όλο και πιο πολύ». Πάντως, ο μεγάλος δούκας υποφέρει από τη σύγκριση της εξωτερικής του εμφάνισης μ' εκείνη της μνηστής του. Όσο τη βλέπει να ομορφαίνει, να είναι συμπαθής, χαρούμενη κι αυθόρμητη τόσο περισσότερο μαραζώνει συνειδητοποιώντας τη δική του ασχήμια. Ορισμένες φορές νιώθει ένα είδος διεστραμμένης χαράς όταν της προκαλεί αποστροφή. Η φιλία που του δείχνει εκείνη, του φαίνεται απλή συμβατικότητα ή εσκεμμένος υπολογισμός. Τη μισεί επειδή ανθεί σαν γυναίκα, ενώ ο ίδιος εξακολουθεί να αισθάνεται μειωμένο τον ανδρισμό του πλάι της. Όσο εκείνη πασχίζει να μάθει ρωσικά, να ακολουθεί το ορθόδοξο θρησκευτικό τυπικό, να ξεχνάει τις γερμανικές καταβολές, τόσο εκείνος επιδιώκει με πείσμα να παραμείνει Γερμανός και λουθηρανός. Αισθάνεται άνετα μόνο με τους υπηρέτες του, οι οποίοι του μιλούν μια χοντροκομμένη γλώσσα. Ο Ρόμπεργκ, παλιός Σουηδός δραγόνος, του διδάσκει ότι, στο γάμο, η γυναίκα πρέπει να σιωπά και να τρέμει μπροστά στις αποφάσεις του άνδρα. «Με τη διακριτικότητα βολής πυροβόλου», κατά την έκφραση της Αικατερίνης, ο μεγάλος δούκας επαναλαμβάνει τούτα τα λόγια στη μνηστή του. Με την ίδια ευκαιρία, αφήνει να εννοηθεί ότι αργότερα θα «τη σέρνει από τη μύτη». Εκείνη δεν παραξενεύεται μήτε προσβάλλεται. Τον αφήνει να λέει. Το χόμπυ της τώρα είναι τα άλογα. Μαθαίνει ιππασία στο στρατώνα του συντάγματος Ισμαϊλόφσκι. Και για να δυναμώσει, ακολουθώντας τις συμβουλές των γιατρών, πίνει κάθε πρωί γάλα και μεταλλικό νερό. Με πρόσχημα την αλλαγή κατοικίας (η αυτοκράτειρα και ο ανιψιός της έχουν μεταφερθεί στο Χειμερινό Ανάκτορο), ο Πέτρος παραγγέλνει στην Αικατερίνη με έναν υπηρέτη ότι μένει υπερβολικά μακριά για να της κάνει συχνές επισκέψεις. «Σ' αυτό το σημείο τελειώνουν όλες οι αβρότητες του μεγάλου δούκα απέναντί μου», θα γράψει εκείνη. «Ένιωθα απόλυτα πόσο λίγο νοιαζόταν για μένα και πόσο λίγο με συμπαθούσε. Ο εγωισμός και η ματαιοδοξία μου είχαν πληγωθεί, ωστόσο η περηφάνια μου μ' εμπόδιζε να παραπονεθώ. Αν κάποιος μου έδειχνε ενδιαφέρον, θα αισθανόμουν ταπεινωμένη και θα το εκλάμβανα ως οίκτο.
Παρ' όλα αυτά όταν έμενα μόνη, έκλαιγα σιγανά, κι ύστερα σκούπιζα τα δάκρυά μου και πήγαινα να παίξω με τις γυναίκες της συνοδείας μου». Η αυτοκράτειρα η οποία υποψιαζόταν την έχθρα που φούντωνε ανάμεσα στους δύο μνηστευομένους, θέλει να επισπεύσει την τελετή του γάμου. Γι' αυτήν προέχει η εξασφάλιση της διαδοχής του θρόνου. Με όλο τους το σεβασμό, οι γιατροί της Αυλής τη συμβουλεύουν να περιμένει. Κατά τη γνώμη τους, ο μεγάλος δούκας δεν είναι ώριμος για γάμο. Τούτη τη συγκεκριμένη στιγμή είναι ανίκανος για τεκνοποίηση. Πρέπει να του αφήσουν τον απαιτούμενο χρόνο για να γίνει άνδρας με όλη τη σημασία της λέξης. Η αυτοκράτειρα αρνείται να πεισθεί. Αν ο Πέτρος δείχνει αδιάφορος μπροστά στα θέλγητρα της μνηστής του, αυτό οφείλεται στο υπερβολικό ποτό. Αν του κόψουμε το αλκοόλ, θα γίνει τέλειος εραστής. Οι γιατροί υποκλίνονται μπροστά στην αρμοδιότητα της αυτοκράτειρας πάνω σ' αυτό το συγκεκριμένο θέμα. Συζητούν, με το ημερολόγιο στο χέρι, την ημερομηνία της τελετής. Η Αικατερίνη αντιμετωπίζει με τρόμο τούτη την ώρα που πλησιάζει, ώρα που, λίγο καιρό πριν, ποθούσε μ' όλη της την καρδιά. Έχει περάσει ενάμισης χρόνος από τότε που ήρθε στη Ρωσία. «Όσο πλησίαζε η μέρα του γάμου μου», θα γράψει, «αισθανόμουν όλο και μεγαλύτερη θλίψη. Πολύ συχνά μου συνέβαινε να κλαίω χωρίς να ξέρω το γιατί». Η σκέψη ότι θα μοιραστεί τη ζωή μ' εκείνον τον αρχιηλίθιο, τον τόσο άσχημο όσο και βλάκα, της προκαλεί φρίκη. Φαντάζεται με απέχθεια τις νυχτερινές τους περιπτύξεις, τις οικειότητες που θ' αναγκαστεί να υποστεί μόνο και μόνο από σεβασμό προς το μυστήριο του γάμου. Είναι τόσο αθώα που, μέχρι την παραμονή της τελετής, δεν ξέρει σε τι συνίσταται η διαφορά των φύλων ούτε το μυστηριώδες έργο που αναλαμβάνει ο άνδρας όταν συναντηθεί με μια γυναίκα στο κρεβάτι. Γεμάτη ανησυχία, ρωτάει τις δεσποινίδες των τιμών. Αν και απόλυτα ενημερωμένες για όλες τις ερωτικές περιπέτειες της Αυλής, οι κοπελίτσες είναι ανίκανες να πληροφορήσουν τη μεγάλη δούκισσα για την ερωτική πράξη η οποία, όπως λένε, έρχεται μετά από τα σκιρτήματα της καρδιάς. Συζητούν γύρω από το κρεβάτι της Αικατερίνης, γεμάτες έξαψη και συνάμα όλο αφέλεια. Καθεμιά τους προβάλλει αυτά που υποθέτει, προτείνει τη δική της εξήγηση, επαναλαμβάνει —μ' ένα ρόδισμα στα μάγουλα— τις εκμυστηρεύσεις κάποιας μεγαλύτερης αδελφής. Διαπιστώνοντας μια έλλειψη ειρμού στα λόγια τους, η Αικατερίνη αποφασίζει να ρωτήσει τη μητέρα της για να διαφωτίσει στη συνέχεια και τις φίλες της. Όμως η Ιωάννα ενοχλείται με την πρώτη κιόλας ερώτηση, αρνείται να απαντήσει και κατσαδιάζει την κόρη της για την ξεδιάντροπη περιέργειά της. Αλλά και ο μεγάλος δούκας, από την πλευρά του, προσπαθεί να πληροφορηθεί τι θα κάνει την πρώτη νύχτα του γάμου του. Οι λακέδες —οι συνηθισμένοι του μυστικοσύμβουλοι— του περιγράφουν με ωμά λόγια το μηχανισμό της ένωσης των σωμάτων. Του μιλούν σαν σε περήφανο και τολμηρό εραστή, ενώ δεν είναι παρά ένα καθυστερημένο παιδί. Αντί να του δώσουν θάρρος, τον κάνουν να του κοπούν τα πόδια. Εκείνος χασκογελάει ακούγοντάς τους, μα μέσα του φοβάται. Πλάι σ' αυτές τις δυο υπάρξεις που βρίσκονται σ' απόγνωση, η Αυλή παθιάζεται με τις προετοιμασίες της γιορτής. Η Αικατερίνη, απογοητευμένη από την οξύτητα, την ασυνέπεια και τη νευρικότητα της μητέρας της, ελπίζει, έξω από κάθε λογική, πως ο πατέρας της θα προσκληθεί στο γάμο. Εκείνος τουλάχιστον —σκέφτεται το κορίτσι—, με την τραχιά του απλοϊκότητα, θα μπορούσε να τη συμβουλέψει και να την ενισχύσει ηθικά. Μήνες τώρα, στέλνει απανωτά γράμματα στην Ιωάννα, παρακαλώντας τη ν' αποσπάσει από την αυτοκράτειρα την πρόσκληση την οποία, προφανώς, δικαιούται. Ωστόσο, η αυτοκράτειρα φοβάται μήπως το θέαμα της ορθόδοξης γαμήλιας τελετής κάνει τούτο τον στενοκέφαλο λουθηρανό να επαναστατήσει, και προτιμά να τον κρατήσει μακριά από τα γεγονότα. Ο
πρίγκιπας Χριστιανός‐Αύγουστος θα μείνει στο Τσερμπστ. Άλλωστε, και η ίδια η Ιωάννα, η οποία έχει εκτεθεί στην οργή της άνασσας, είναι απλώς ανεκτή στο περιβάλλον της κόρης της. Είναι ευτύχημα το ότι δεν την έχουν ξαποστείλει πριν από τη μεγάλη στιγμή, σαν μια υπηρέτρια που τη διώχνουν για την αναίδειά της! Πρώτη φορά η Ρωσία ετοιμάζεται για μια τέτοιου είδους τελετή. Επειδή δεν έχουν παραδείγματα από το παρελθόν και επειδή η αυτοκράτειρα θέλει να δώσει στους γάμους του ανιψιού της διεθνή λάμψη, ζητάει πληροφορίες από τη γαλλική Αυλή —έχει μόλις παραστεί στο γάμο του Δελφίνου— και από την Αυλή της Δρέσδης — είχε παρευρεθεί στο γάμο του Αυγούστου Γ' της Σαξονίας, γιου του Βασιλιά της Πολωνίας. Οι ειδικοί για τη διακόσμηση δουλεύουν με μεγάλη φούρια. Από παντού φτάνουν στην Αγία Πετρούπολη υπομνήματα πρεσβειών, λεπτομερείς περιγραφές, δείγματα βελούδων και σιριτιών, σχέδια που αναπαριστούν με κάθε λεπτομέρεια τις γαλλικές και σαξονικές τελετές. Η Ελισάβετ εξετάζει, λογαριάζει, υπολογίζει, μιμείται, ανακαινίζει. Θέλει να ξεπεράσει όλα τα έθνη που ανταγωνίζονται τη Ρωσία με τη φινέτσα της ετικέτας και τον πλούτο της αμφίεσης. Μόλις λιώνουν οι πάγοι του Νέβα, πλοία αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά φτάνουν στην Αγία Πετρούπολη, και ξεφορτώνουν καρότσες, υφάσματα, έπιπλα, λιβρέες, πολύτιμα σερβίτσια που έχουν παραγγελθεί σ' όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ο Χριστιανός‐Αύγουστος, μολονότι δεν έχει προσκληθεί στο γάμο της κόρης του, στέλνει πολύτιμα υφάσματα από το Τσερμπστ. Ξεχωριστή θέση παίρνει η Αγγλία: τα μεταξωτά της με χρυσά και ασημένια κλαδιά πάνω σε ανοιχτό φόντο είναι η αδυναμία της Ελισάβετ. Από αναβολή σε αναβολή, ο γάμος ορίζεται τελικά για τις 21 Αυγούστου του 1745. Από τις 15 μέχρι τις 18 Αυγούστου, κήρυκες με αλυσιδωτούς χιτώνες, συνοδευόμενοι από έφιππους φρουρούς και δραγόνους διασχίζουν τους δρόμους και αναγγέλλουν, υπό τους ήχους κυμβάλων, την ημερομηνία της τελετής. Το πλήθος συνωθείται στην πλατεία Ναυαρχείου για να χαζέψει τις εγκαταστάσεις για την παροχή κρασιού, τους πάγκους και τα τραπέζια που προορίζονται για το λαϊκό γλέντι. Ο ίδιος συνωστισμός υπάρχει και μπροστά στον καθεδρικό ναό του Καζάν όπου εκατοντάδες εργάτες δουλεύουν για τον εσωτερικό του διάκοσμο. Στις 19 Αυγούστου μια μοίρα από γαλέρες αράζει μπροστά στο Χειμερινό Ανάκτορο. Στις 20 Αυγούστου ομοβροντίες και κωδωνοκρουσίες τραντάζουν την πόλη. Εκείνο το βράδυ, η Ιωάννα κυριεύεται ξαφνικά από τύψεις και αγωνία. Πηγαίνει να συναντήσει την Αικατερίνη, της μιλάει με υπονοούμενα για τη δοκιμασία που την περιμένει, για τα «μελλοντικά της καθήκοντα» και, εκεί που μιλάει, αναλύεται σε δάκρυα. Για τι κλαίει άραγε; Για την αποτυχία των διπλωματικών της φιλοδοξιών στην Αυλή της Ρωσίας ή για την αβέβαιη τύχη της κόρης της που η μοίρα της επιφύλασσε τις πιο μεγάλες τιμές αλλά και τους πιο μεγάλους κινδύνους; «Χύσαμε κάμποσα δάκρυα», θα γράψει η Αικατερίνη στα Απομνημονεύματά της, «και αποχωριστήκαμε με τη μεγαλύτερη τρυφερότητα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΟΙ ΓΑΜΟΙ Στις 21 Αυγούστου 1745, η Αικατερίνη σηκώνεται στις έξι το πρωί και ενώ κάνει το μπάνιο της, εμφανίζεται στην αίθουσα του λουτρού η αυτοκράτειρα. Θέλει να εξετάσει γυμνή και χωρίς φτιασίδια αυτή στην οποία από δω κι εμπρός στηρίζονται όλες οι ελπίδες της δυναστείας στη Ρωσία. Ύστερα από την επιθεώρηση, η Αικατερίνη κρίνεται κατάλληλη για το ρόλο που την προορίζουν και παραδίδεται στις καμαριέρες. Την ώρα που την ντύνουν με αργό ρυθμό, όλο επισημότητα, φουντώνει μια συζήτηση ανάμεσα στην τσαρίνα και τον κομμωτή. Η πρώτη επιμένει ότι η τούφα στην κορυφή του κρανίου της μνηστευμένης πρέπει να είναι ίσια, ο δεύτερος είναι της γνώμης ότι θα 'ταν καλύτερα να είναι σγουρή∙ τελικά, υιοθετούν τη σγουρή, ελπίζοντας ότι δε θα δημιουργηθεί πρόβλημα στην ισορροπία του στέμματος. Το νυφικό είναι φτιαγμένο από ασημί μπροκάρ με φαρδιά φούστα, κολλητό κορσάζ και κοντά μανίκια∙ οι ραφές, οι μπορντούρες και η ουρά είναι κεντημένες με ασημιά τριαντάφυλλα. Από τους ώμους πέφτει μια κάπα από ασημιά δαντέλα. Το σύνολο είναι τόσο βαρύ που, μόλις τελειώνει το ντύσιμο, η Αικατερίνη μετακινείται με δυσκολία. Όλα τα κοσμήματα του αυτοκρατορικού θησαυρού είναι απλωμένα μπροστά της. Ύστερα από διαταγή της τσαρίνας, φορτώνεται με βραχιόλια, μακριά σκουλαρίκια, καρφίτσες, κρίκους, παράσημα, για να θαμπώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τα πλήθη στο πέρασμά της. Η μελλόνυμφη κοιτάζεται στον καθρέφτη κι έχει την εντύπωση ότι είναι ένας ζωντανός αστερισμός. Η καρδιά της σφίγγεται από φόβο. Είναι τόσο ωχρή που της βάζουν κοκκινάδι. «Ποτέ το χρώμα της δεν ήταν ωραιότερο», παρατηρεί η μητέρα της. «Τα μαύρα της μαλλιά είναι φωτεινά και γυαλιστερά, πράγμα που τονίζει τα νιάτα της και προσθέτει στα πλεονεκτήματά της». Πάνω στα σκούρα και ελαφρά σγουρά μαλλιά της, η αυτοκράτειρα τοποθετεί το στέμμα των μεγάλων δουκισσών. Το στέμμα είναι βαρύ. Η Αικατερίνη πρέπει να μένει ακίνητη για να κρατάει ίσια το κεφάλι. Το μεσημέρι, φτάνει ο μεγάλος δούκας, ντυμένος κι αυτός με ασημί ένδυμα και γεμάτος κοσμήματα. Το μόνο που κάνει αυτή η πολυτελής εξάρτηση είναι να τονίζει την πιθηκοειδή του όψη. Στις τρεις, η συνοδεία από εκατόν είκοσι άμαξες ξεκινάει για να πάει το νεαρό ζευγάρι στον καθεδρικό ναό του Καζάν. Ο λαός γονατίζει μόλις κάνει την εμφάνισή της, συρόμενη από οκτώ άσπρα άλογα, η μυθική λέμβος γεμάτη γλυπτά και χρυσοτεχνήματα. Εκεί είναι καθισμένοι η αυτοκράτειρα και οι δύο νέοι. Τα ζώα προχωρούν με βήμα που το συντονίζουν οι σταβλάρχες. Προπορεύονται ο μέγας τελετάρχης και ο μέγας στρατάρχης της αυλής, μέσα σε ανοικτή άμαξα, περιστοιχισμένοι από έφιππους ανώτατους αξιωματούχους. «Σίγουρα δεν θα υπήρξε ποτέ άλλοτε θέαμα τόσο μεγαλεπήβολο και θεσπέσιο», σημειώνει ο Γάλλος επιτετραμμένος ντ' Αλιόν. Στη διάρκεια του κηρύγματος που προηγείται της γαμήλιας ευλογίας, μία από τις κυρίες της Αυλής, η κόμισσα Τσερνιτσέφ, ορθή πίσω από τους δυο νέους, ψιθυρίζει στ' αυτί του μεγάλου δούκα ότι δεν πρέπει ν' αφήσει από τα μάτια του τον ιερέα∙ λένε ότι, όποιος από τους νεόνυμφους γυρίσει πρώτος το κεφάλι, αυτός θα πεθάνει πρώτος. Ο Πέτρος σηκώνει τους ώμους μουρμουρίζοντας: «Δεν με παρατάτε! Άλλη τρέλα πάλι κι αυτή!». Και τα μεταφέρει στην Αικατερίνη. Εκείνη δεν δίνει καμιά σημασία. Συγκεντρώνει την ενεργητικότητά της για να σταθεί σαν άγαλμα μέσα σ' όλη αυτή την αίγλη όπου συγχέονται τα χρυσοτεχνήματα, οι φλόγες των κεριών και οι σειρές των προσώπων. Τη θρησκευτική τελετή που διαρκεί πολλές ώρες, διαδέχονται το δείπνο και ο χορός. Η Αικατερίνη είναι εξουθενωμένη. Το στέμμα βαραίνει υπερβολικά πάνω στο μέτωπό της. Ζητάει την άδεια να το βγάλει για λίγο. Της αποκρίνονται ότι κάτι τέτοιο θα ήταν κακός οιωνός. Τελικά, η αυτοκράτειρα της επιτρέπει να αποχωριστεί προς στιγμήν το ενοχλητικό διάδημα. Πρέπει όμως να το ξαναφορέσει αμέσως για να χορέψει μια σειρά πολωνέζες.
Ευτυχώς, η βραδιά συντομεύεται ύστερα από ξαφνική απόφαση της τσαρίνας που ανυπομονεί να στείλει τους νεόνυμφους στο κρεβάτι. Στις εννέα, η αυτοκρατορική Της Μεγαλειότητα, περιστοιχισμένη από τους ανώτατους αξιωματούχους της Αυλής, από κυρίες και δεσποινίδες των τιμών, από μερικούς προνομιούχους και από την Ιωάννα, συνοδεύει την Αικατερίνη και τον Πέτρο ως τα γαμήλια διαμερίσματα. Εκεί, οι σύζυγοι χωρίζουν. Ο Πέτρος αποσύρεται σ' ένα διπλανό δωμάτιο για ν' αλλάξει περιβολή, ενώ οι γυναίκες βοηθούν την κοπέλα να γδυθεί. Η τσαρίνα της βγάζει το στέμμα, η πριγκίπισσα της Έσσης της φορά το νυχτικό της, η πρώτη κυρία της βάζει τη ρόμπα της. «Αν αφαιρέσεις το πλήθος που παρίσταται στην τελετή», γράφει η Ιωάννα, «πολύ λιγότεροι βοηθούν εδώ τους νεόνυμφους να γδυθούν απ' ό,τι στην πατρίδα μας. Κανείς δεν τολμάει να ακολουθήσει το σύζυγο, από τη στιγμή που θα μπει στο διαμέρισμά του. Δεν χορεύουν τη γιρλάντα ούτε μοιράζουν καλτσοδέτες». Απαλλαγμένη από τα βαριά στολίδια της, με ελευθερωμένες τις κινήσεις της και σφιγμένη την καρδιά, η Αικατερίνη θαυμάζει τούτο το μεγαλόπρεπο δωμάτιο όπου θα τελεστεί η θυσία: τοίχοι ταπετσαρισμένοι με βαθυκόκκινο βελούδο και ασημένιο διάκοσμο. Κρεβάτι σκεπασμένο με χρυσοκέντητο κόκκινο βελούδο, όπου δεσπόζει το στέμμα. Αναμμένα καντηλέρια εδώ κι εκεί. Κι εκεί, στόχος δεκάδων βλεμμάτων: περίεργων, εύθυμων, διεστραμμένων, χλευαστικών, συμπονετικών. Τέλος, αποσύρονται όλοι, αφήνοντάς τη στο κρεβάτι μόνη με την αγωνία της. Βρίσκεται εκεί σαν κατσικάκι που το χρησιμοποιούν για δόλωμα, δεμένο σ' έναν πάσσαλο. Η μητέρα της την προετοίμασε κάπως, την τελευταία στιγμή. Έτσι, φορώντας το ροζ νυχτικό της που παραγγέλθηκε στο Παρίσι, περιμένει το σοκ, την έφοδο, το σπαραγμό, την αποκάλυψη. Το βλέμμα της μένει καρφωμένο στην πόρτα απ' όπου θα μπει εκείνο το τρομερό και αναπόφευκτο ον: ο άνδρας της. Η ώρα όμως περνάει και η πόρτα μένει κλειστή. Ύστερα απ' δύο ώρες κυριεύεται από ανησυχία. «Μήπως πρέπει να σηκωθώ;» γράφει. «Ή να μείνω ξαπλωμένη; Ούτε κι εγώ ξέρω». Γύρω στα μεσάνυχτα, μπαίνει στο δωμάτιο η κυρία Κρουζ, η καινούργια καμαριέρα, και της αναγγέλλει «πολύ κεφάτη» ότι ο μεγάλος δούκας έχει παραγγείλει το δείπνο του. Ενώ εκείνη μετράει τα δευτερόλεπτα, αυτός τρωγοπίνει με τους αγαπημένους του υπηρέτες. Στη συνέχεια, αφού έχει φάει και πιει καλά, κάνει την εμφάνισή του ξεμαλλιασμένος, και παρατηρεί χαχανίζοντας όλο μοχθηρία: «Πλάκα που θα έσπαγε ο υπηρέτης μου βλέποντάς μας μαζί στο κρεβάτι!». Ύστερα ξαπλώνει και βυθίζεται σ' έναν κτηνώδη ύπνο δίπλα στη νεαρή γυναίκα του που, με τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στο σκοτάδι, αναρωτιέται αν πρέπει να χαρεί ή να ανησυχήσει επειδή την παραμέλησαν. Η Αικατερίνη δεν θα έχει εκπλήξεις ούτε και τις επόμενες νύχτες. Θα δέχεται αδιαμαρτύρητα να μένει παρθένα πλάι σ' ένα σύζυγο αδιάφορο και άπειρο. Παράλληλα με αυτή την εσωτερική ήττα, οργανώνονται με μαεστρία από την αυτοκράτειρα ατέλειωτα επίσημα γλέντια. Χοροί, μασκαράτες, πυροτεχνήματα, θεάματα διαδέχονται το 'να τ' άλλο στη σημαιοστολισμένη πρωτεύουσα. Στις 30 Αυγούστου, η τσαρίνα πηγαίνει στο μοναστήρι Αλέξανδρος Νιέφσκι. Εκεί, μέσα σε μια αποθήκη, φυλάσσεται το καράβι που έφτιαξε άλλοτε με τα χέρια του ο Πέτρος ο Μεγάλος, η περίφημη ντιέντουσκα, «ο πρόγονος του ρωσικού στόλου». Το σαρακοφαγωμένο σκάφος, που δεν μπορεί πια ν' αντέξει στο νερό, είναι στημένο πάνω σε μια σχεδία. Στο κατάρτι βρίσκεται αναρτημένο το πορτραίτο του τσάρου που δημιούργησε τη σύγχρονη Ρωσία. Ντυμένη με στολή αξιωματικού του ναυτικού (της αρέσουν πάντα οι ανδρικές αμφιέσεις!), η Ελισάβετ μπαίνει στο πλοίο και, υπό τις ομοβροντίες του πυροβολικού, ασπάζεται την εικόνα του πατέρα της. Η πομπή κινείται πάνω στον Νέβα. Πίσω από «τον πρόγονο του ρωσικού στόλου», μια σειρά από βάρκες, πολυτελώς διακοσμημένες, μεταφέρει τους αυλικούς. Ο άνεμος τους ανακατεύει τα μαλλιά, ενώ οι σάλπιγγες και τα τύμπανα τους ξεκουφαίνουν. Ο Μεγάλος Πέτρος, οδηγημένος από την
πολυαγαπημένη του κόρη, κάνει και πάλι το γύρο της πόλης που, χάρη στη σιδερένια του θέληση, χτίστηκε πάνω σ' ένα Βάλτο. Μια πόλη ολοκαίνουργια, φτιαγμένη από γη και νερό, που τη διασχίζουν κανάλια με όχθες καθορισμένες από σειρές πασσάλων, με λίγα πέτρινα σπίτια και πολλά ξύλινα, μερικούς λιθόστρωτους δρόμους και πολλούς χέρσους ερημότοπους. «Τα μόνα πέτρινα σπίτια», γράφει η Αικατερίνη, «είναι η Μιλιόναγια και η Λουγκόβαγια, όπως και η προκυμαία των Άγγλων. Σχημάτιζαν, θαρρείς, ένα προπέτασμα, κρύβοντας τις μάλλον δυσάρεστες στη θέα ξύλινες παράγκες. Το μόνο ταπετσαρισμένο με δαμασκηνά υφάσματα σπίτι ήταν εκείνο της πριγκίπισσας της Έσσης. Όλα τα άλλα είχαν ασπρισμένους τοίχους ή κακόγουστες ταπετσαρίες από χαρτί ή ζωγραφισμένο πανί». Ας είναι, η Ελισάβετ νιώθει περήφανη για την πρωτεύουσά της. Οργανώνοντας τούτο τον περίπατο στο νερό, υπό τη σκέπη του Πέτρου του Μεγάλου, επιβεβαιώνει στα μάτια όλων ότι είναι η κληρονόμος των αρρενωπών αρετών του πατέρα της. Αν η Ιωάννα είναι ενθουσιασμένη από την οργάνωση και τον πλούτο της πομπής (θα την περιγράψει με λεπτομέρειες στα γράμματά της), η Αικατερίνη αρχίζει να κουράζεται από τους συνεχείς εορτασμούς. Την απογοητεύουν κυρίως οι χοροί, από τους οποίους αποκλείεται ουσιαστικά η νεολαία. Αναγκάζεται να χορεύει ατελείωτες καντρίλιες με καβαλιέρους άνω των εξήντα, «τους περισσότερους κουτσούς, με αρθριτικά ή σαραβαλιασμένους». Θα ήθελε να πλησιάσει τον μεγάλο δούκα, ωστόσο, λέει, «ο αγαπητός μου σύζυγος δεν ασχολούνταν μαζί μου, αλλά βρισκόταν συνεχώς με τους υπηρέτες του, παίζοντας τον αξιωματικό, υποχρεώνοντάς τους να κάνουν ασκήσεις μέσα στο δωμάτιό του ή αλλάζοντας στολή είκοσι φορές την ημέρα∙ χασμουριόμουνα, βαριόμουνα, δεν είχα με ποιον να μιλήσω και προσπαθούσα να κρατήσω την αξιοπρέπειά μου». Η καινούργια αρχικαμαριέρα, η κυρία Κρουζ, τρομοκρατεί τις νεαρές ακολούθους που η φλυαρία τους ψυχαγωγούσε άλλοτε την Αικατερίνη. Τους απαγορεύει να μιλούν εμπιστευτικά με τη μεγάλη δούκισσα και να «χοροπηδούν» μαζί της. Το τέλος των εορτασμών σημαίνει ταυτόχρονα και τέλος της διαμονής της Ιωάννας στη Ρωσία. Μέσα σε είκοσι μήνες, κατόρθωσε να παντρέψει την κόρη της και συνάμα να ξεπέσει στα μάτια της αυτοκράτειρας. Οι πολιτικές της συνωμοσίες στην αρχή κι ύστερα ο ερωτικός της δεσμός με τον κόμη Ιβάν Μπέτσκι κρίθηκαν αυστηρότατα στην Αυλή. Ψιθυρίζεται ότι έχει μείνει έγκυος από τα κατορθώματα τούτου του κυρίου και ότι σύντομα η μεγάλη δούκισσα θ' αποκτήσει έναν αδελφούλη ή μια αδελφούλα. Η Αικατερίνη δεν μπορεί να αδιαφορήσει γι' αυτές τις φήμες. Η περηφάνια της την κάνει να υποφέρει. Παρ' όλα αυτά, αν και καταδικάζει την ελαφρότητα της μητέρας της, τη λυπάται επειδή την απέπεμψαν και την ταπείνωσαν, και δεν τολμάει να της καταλογίσει τίποτα. Η αυτοκράτειρα, παρά την απόφασή της να διώξει αυτή την πριγκίπισσα της ίντριγκας, εννοεί να φανεί μεγαλόψυχη και της παραχωρεί εξήντα χιλιάδες ρούβλια για να καλύψει τους λογαριασμούς της. Αφού πληρωθούν με αυτό το ποσό οι πρώτοι πιστωτές, η Ιωάννα διαπιστώνει ότι χρωστάει ακόμη εβδομήντα χιλιάδες ρούβλια. Η Αικατερίνη τρομοκρατείται από το ύψος του χρέους, και υπόσχεται να το καλύψει αυτή σιγά σιγά, περικόπτοντας από το προσωπικό της μερίδιο τριάντα χιλιάδες ρούβλια το χρόνο. Μόλις ετοιμάσει τις βαλίτσες της, η Ιωάννα παρακαλεί την αυτοκράτειρα να τη δεχτεί, πέφτει στα πόδια της και της ζητάει συγγνώμη για τα προβλήματα που της δημιούργησε. Ασυγκίνητη απ' αυτή τη μεταμέλεια, η Ελισάβετ της απαντάει ότι είναι πολύ αργά για συζητήσεις και ότι «αν η πριγκίπισσα ήταν πάντοτε τόσο ταπεινή, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για όλους». Αναφέροντας τούτη την αποχαιρετιστήρια σκηνή, η Ιωάννα τονίζει ιδιαίτερα τη «λεπτότητα» της αυτοκράτειρας. Με αυτό το σχήμα λόγου που προορίζεται για τον Χριστιανό‐Αύγουστο, δεν θα κατορθώσει να κρύψει το μέγεθος της δυσμένειας στην οποία έχει περιπέσει. Ο Γάλλος επιτετραμμένος ντ' Αλιόν υπαινίσσεται ότι την τιμώρησαν επειδή συνέχιζε να έχει μυστική αλληλογραφία με τον Φρειδερίκο Β' και τα γράμματά της αποσφραγίζονταν από την επίσημη αρχή της λογοκρισίας.
Για ν' απαλλάξει την κόρη της από μια εντονότατη θλίψη, η Ιωάννα φεύγει από το Τσάρσκογε Σέλο τα χαράματα, χωρίς να την αποχαιρετήσει. Φτάνοντας στο Βερολίνο, παίρνει μήνυμα από την Ελισάβετ: της δίνει διαταγή να παρακαλέσει τον Φρειδερίκο Β' ν' ανακαλέσει τον πρεσβευτή του Μάρντεφελντ ως ανεπιθύμητο στη ρωσική Αυλή. Με άλλα λόγια, διέτασσε την ταλαίπωρη να αναγνωρίσει μόνη της, μπροστά στο βασιλιά της Πρωσίας, την αποτυχία των μυστικών διαβουλεύσεων που αυτός της είχε αναθέσει. Στο Τσάρσκογε Σέλο, η Αικατερίνη αναλύεται σε δάκρυα βρίσκοντας το διαμέρισμα κενό μετά την αναχώρηση της μητέρας της. Αυτή η γυναίκα, που τόσο κατέκρινε, ξαφνικά της λείπει. Παρ' όλα της τα ελαττώματα, ήταν η καλύτερή της φίλη. Με την απουσία της η ατμόσφαιρα στην Αυλή γίνεται ανυπόφορη. Ποτέ η Αικατερίνη δεν είχε αισθανθεί περισσότερη μοναξιά. Από τότε που ο Πέτρος έχει το νόμιμο, πια, δικαίωμα να την πλησιάζει, αποφεύγει κάθε ευκαιρία για να μείνει μόνος μαζί της. Μήπως τον τρομάζει; Μήπως τη βρίσκει άσχημη; Δεν καταλαβαίνει. «Θα αγαπούσα σίγουρα το σύζυγό μου αν ήθελε ή αν μπορούσε να μου φερθεί λίγο πιο ευγενικά», θα γράψει στα Απομνημονεύματά της. «Ωστόσο, έκανα μια σκληρή σκέψη γι' αυτόν, από τις πρώτες κιόλας ημέρες του γάμου μας. Είπα μέσα μου: "Αν αγαπήσεις αυτόν τον άνθρωπο, θα γίνεις το πιο δυστυχισμένο πλάσμα στον κόσμο. Με το χαρακτήρα που διαθέτεις, θα ζητήσεις να σου ανταποδώσει την αγάπη σου. Μα αυτός ο άνδρας σχεδόν δεν σε κοιτάζει, λίγο ακόμα και θα παίξει με κουκλόπανα∙ δίνει σημασία σε όλες τις άλλες γυναίκες εκτός από σένα. Είσαι υπερβολικά περήφανη για να δημιουργήσεις θέμα. Λοιπόν, κυρία, να ελέγχεις την τρυφερότητά σου απέναντι σ' αυτόν τον κύριο∙ σκεφθείτε τον εαυτό σας". Αυτό αποτυπώθηκε πάνω στην κέρινη καρδιά μου, κι η σκέψη τούτη δεν βγήκε ποτέ απ' το μυαλό μου». Η παρεξήγηση ανάμεσα στην Αικατερίνη και τον Πέτρο παίρνει διαστάσεις. Τη νύχτα, την απογοητεύει∙ την ημέρα, την απελπίζει. Καθυστερημένος όσον αφορά τη φυσική ανάπτυξη από τις αμέτρητες αρρώστιες που πέρασε στα παιδικά του χρόνια, ο μεγάλος δούκας υποφέρει μέσα του επειδή δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη νεαρή του σύζυγο και την εκδικείται προσποιούμενος ότι τον ελκύουν άλλες γυναίκες. Η Αικατερίνη, μέσα στην πλήρη αφέλειά της, φαντάζεται ότι ο άνδρας της βρίσκει αλλού τις ηδονές που η ίδια είναι ανίκανη να του προσφέρει και, από περηφάνια, καμώνεται ότι περιφρονεί τις πριγκιπικές του απιστίες. Μπροστά στην αδιαφορία της, ο κυνισμός του αυξάνεται. Κι εκείνη, τραυματισμένη από μια τέτοια βαρβαρότητα, ξεμακραίνει όλο και πιο πολύ από έναν άνδρα που —όπως πιστεύει— προτιμάει οποιαδήποτε άλλη γυναίκα εκτός από τη δική του. Μπορούσε άραγε να φανταστεί ότι ήταν παρθένος; Αυτά τα δύο παιδιά που, αρχικά, είχαν συγκινήσει την αυτοκράτειρα, τώρα της δίνουν στα νεύρα. Και τι δεν έκανε για να τους παντρέψει, προκειμένου να εξασφαλιστεί το μέλλον της δυναστείας! Και τώρα που τους βλέπει να γεύονται τα προνόμια των διαδόχων του θρόνου, τους αντιμετωπίζει με δυσπιστία και σχεδόν με έχθρα. Διαποτισμένη από την παντοδυναμία της, δεν ανέχεται να έχει μπροστά της ένα «διάδοχο», λες και θα 'ταν άτοπο να τιμήσει ο λαός κάποιον άλλο μετά από αυτήν. Τον Πέτρο και την Αικατερίνη που τους θεωρούσε παιδιά της, ξαφνικά τους βλέπει σαν αντιζήλους. Καλά θα έκανε να φοβάται τις μηχανορραφίες. Κάλλιστα θα μπορούσαν να συνωμοτήσουν εναντίον της μαζί με τους φίλους τους, επιχειρώντας να σφετεριστούν την εξουσία πριν έρθει η ώρα τους. Κάθε ένδειξη εκτίμησης προς τον μεγάλο δούκα και τη μεγάλη δούκισσα γίνεται αθέτηση υποχρεώσεων απέναντι στην τσαρίνα: έχει αποφασίσει να υποτάξει τούτους τους νέους. Η εποχή των φιλοφρονήσεων δίνει τη θέση της στην εποχή των ταπεινώσεων. Και, πρώτα απ' όλα, η αυτοκράτειρα διώχνει από την Αυλή μια καμαριέρα της Αικατερίνης: τη Μαρία Ζούκοβα: το μοναδικό της έγκλημα ήταν η πλήρης αφοσίωση στην κυρία της. Ύστερα από λίγο καιρό, έρχεται η σειρά του αρχιθαλαμηπόλου της Αικατερίνης, του Ζαχαρία Τσερνιτσέφ, ο οποίος υποχρεώνεται να την εγκαταλείψει και να φύγει για τη Ρατισβόνη, με
διπλωματική αποστολή. Αιτία: «Ο φόβος μήπως ερωτευτεί τη μεγάλη δούκισσα. Την κοιτάζει συνεχώς». Και άλλοι αυλικοί, για τους οποίους υπάρχουν υπόνοιες ότι απολαμβάνουν την εύνοια της Αικατερίνης, απομακρύνονται με διάφορα προσχήματα. Η Μεγαλειότητά της επιθυμεί ανθρώπους σίγουρους, ανθρώπους δικούς της γύρω από το ζευγάρι των μεγάλων δουκών. «Ήθελε να κάνει το κακό για το κακό και από καπρίτσιο, δίχως ίχνος λογικής», θα γράψει η Αικατερίνη. Παρά την αυστηρότητα που γίνεται όλο και μεγαλύτερη προς το πρόσωπο της Αικατερίνης, αυτή συνεχίζει να συμπεριφέρεται σαν αυθεντική μεγάλη δούκισσα, μαθαίνοντας ρωσικά και ακολουθώντας το ορθόδοξο θρησκευτικό τυπικό. Από τα πρώτα της βήματα στη Ρωσία, κατάλαβε ότι δεν υπήρχε σωτηρία γι' αυτήν αν δεν δινόταν ψυχή τε και σώματι σε μια διαρκή προσπάθεια πολιτογράφησης, εγκλιματισμού, πολιτικο‐θρησκευτικής ταύτισης. Από τη στιγμή που διαλέγει αυτή την τακτική, τίποτα δεν θα την κάνει να παρεκκλίνει. Ο μεγάλος δούκας την πειράζει για την ευσέβειά της. Γιατί δεν μένει όπως αυτός —λέει— μακριά απ' όλη τούτη τη μυστικιστική προσποίηση; Εκείνη την εποχή, το δικό του πάθος είναι οι μαριονέτες. Έχει στήσει ένα κουκλοθέατρο για προσωπική του χρήση, σ' ένα δωμάτιο δίπλα στα διαμερίσματα της αυτοκράτειρας. Κάποια μέρα, ακούγοντας φασαρία πίσω από το μεσότοιχο, παίρνει ένα τρυπάνι και τρυπάει σε πολλά σημεία μια πόρτα που δεν χρησιμοποιείται πια. Με το μάτι κολλημένο στις τρύπες, ανακαλύπτει την ιδιωτική τραπεζαρία της Ελισάβετ. Η αυτοκράτειρα κάθεται στο τραπέζι μαζί με τον επίσημο εραστή της, τον Ραζουμόφσκι, ο οποίος φοράει ρόμπα από μπροκάρ. Γύρω τους, μια ντουζίνα μυστικοσύμβουλοι. Ενθουσιασμένος που τσάκωσε τη θεία του με ανδρική συντροφιά, ο Πέτρος συγκεντρώνει όλους τους φίλους του, βάζει πάγκους και καρέκλες στη σειρά μπροστά στις τρύπες και τρέχει να καλέσει την Αικατερίνη για ν' απολαύσει κι εκείνη το θέαμα. Τρομαγμένη από την τόλμη του, η Αικατερίνη του φωνάζει πως είναι τρελός, πως «σχεδόν είκοσι άτομα έμαθαν το μυστικό» και πως αυτά τα παιδιαρίσματα κινδυνεύουν να τους στοιχίσουν ακριβά. Περίλυπος, ο Πέτρος δεν επιμένει και επιστρέφει στις μαριονέτες του. Ύστερα από λίγο, η αυτοκράτειρα —όπως έπρεπε να το περιμένουν— πληροφορείται το γεγονός, ανακαλύπτει τις τρύπες στην πόρτα της, σπεύδει στο δωμάτιο της Αικατερίνης και καλεί τον ανιψιό της, ο οποίος καταφθάνει με τη ρόμπα του και τη σκούφια του ύπνου στο χέρι. Αφρίζοντας από οργή, η Ελισάβετ επιπλήττει δριμύτατα τον ηλίθιο. Ουρλιάζει ότι ξέχασε «τι της χρωστάει», ότι δεν μπορεί πια παρά να τον θεωρεί «αχάριστο», ότι και ο δικός της πατέρας, ο Πέτρος ο Μέγας, είχε έναν αχάριστο γιο, τον Αλέξη, τον οποίο και τιμώρησε «αποκληρώνοντάς τον», ενώ η ίδια, κατά τη διάρκεια της βασιλείας της αυτοκράτειρας Άννας, δεν ξέχασε ποτέ το «σεβασμό που οφείλει κανείς σε μια εστεμμένη», και ότι, σε άλλες εποχές, ένα τέτοιο έγκλημα καθοσιώσεως θα τιμωρούνταν με φυλάκιση σε φρούριο! Απ' όλα αυτά τα λόγια, τα πιο ανησυχητικά για τους δύο νεαρούς είναι εκείνα που αναφέρονται στον μικρό τσάρο Αλέξη. Ο Πέτρος ο Μέγας όχι μόνο τον «αποκλήρωσε», αλλά και τον υπέβαλε σε βασανιστήρια μέχρι θανάτου. Καθώς ο μεγάλος δούκας προσπαθεί να δικαιολογηθεί, η Ελισάβετ τον αναγκάζει να σωπάσει και τον στολίζει «με ύβρεις και προσβολές δείχνοντάς του τόσο την περιφρόνηση όσο και την οργή της». Μπροστά σε τόση βιαιότητα, η Αικατερίνη δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Η αυτοκράτειρα την καθησυχάζει: «Τα λόγια μου δεν απευθύνονται σ' εσάς», μουρμουρίζει. «Ξέρω ότι δεν λάβατε μέρος στην πράξη του και ούτε θελήσατε να κοιτάξετε μέσ' από την πόρτα». Παρ' όλα αυτά, ύστερα από ένα σύντομο διάστημα, το αστροπελέκι πέφτει επάνω και στην Αικατερίνη. Εννέα μήνες πέρασαν από την ημέρα του γάμου κι εκείνη δεν έχει μείνει έγκυος. Αυτή τη στειρότητα, η αυτοκράτειρα τη θεωρεί προσωπική προσβολή. Το σφάλμα, σκέφτεται, βαρύνει αποκλειστικά τη μεγάλη δούκισσα, η οποία δεν ξέρει να ξυπνήσει τον
πόθο του συζύγου της. Καλεί την Αικατερίνη και της πετάει κατάμουτρα και με τον πιο σκληρό τρόπο την κατηγορία. «Έλεγε... πως εγώ έφταιγα επειδή ο γάμος μου δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη». Η Αικατερίνη διαμαρτύρεται, υποστηρίζοντας με αφέλεια ότι καμιά γυναίκα δεν μπορεί να είναι υπεύθυνη για μια τέτοια αποτυχία. Η αυτοκράτειρα της βουλώνει το στόμα πρεσβεύοντας το αντίθετο. Αν μη τι άλλο, εκείνη έχει πείρα σ' αυτά! Και συνεχίζει την ανάκριση υψώνοντας τον τόνο της φωνής της. «Έλεγε... πως δεν ήταν δικό της σφάλμα αν δεν αγαπούσα τον μεγάλο δούκα, ότι δεν με είχε παντρέψει παρά τη θέλησή μου και ότι ήξερε πολύ καλά πως αγαπούσα κάποιον άλλο. Κοντολογίς, χιλιάδες φρικτά πράγματα που τα μισά τα έχω ξεχάσει». Κι ύστερα, παρασυρμένη από το κύμα της οργής της, η αυτοκράτειρα περνάει από τα συζυγικά στα πολιτικά παράπονα. Από τις πρώτες λέξεις, η Αικατερίνη αντιλαμβάνεται ότι η τσαρίνα, επηρεασμένη από τον καγκελάριο Μπεστούζεφ —δεδηλωμένο εχθρό της γαλλοπρωσικής φατρίας—, έχει υποψίες ότι συμμερίζεται τις απόψεις της μητέρας της. Αυτό όμως είναι τρέλα γιατί, αφότου ήρθε στην Αυλή, η κοπέλα είχε κάνει αρχή της να μην ανακατευτεί στις υποθέσεις του κράτους. Τίποτα δεν παρατηρήθηκε στην αλληλογραφία της (αποσφραγιζόταν από την καγκελαρία) που να δικαιολογεί αυτές τις μομφές! Όμως η τσαρίνα δεν το υπολογίζει αυτό! Οτιδήποτε σχετίζεται με την Ιωάννα της φαίνεται δηλητηριασμένο. Αφού απέπεμψε τη μητέρα, τα έχει τώρα με την κόρη. «Άρχισε να μου τα ψέλνει», θα γράψει η Αικατερίνη, «ρωτώντας με αν είχα λάβει από τη μητέρα μου οδηγίες για την τακτική που θα ακολουθούσα. Ισχυριζόταν ότι πρόδιδα αυτήν για το βασιλιά της Πρωσίας, ότι τα πανούργα κόλπα και οι εξυπνάδες μου της ήταν γνωστά, ότι ήξερε τα πάντα...» Τούτη τη φορά, τα δάκρυα της Αικατερίνης δεν στάθηκαν ικανά να κατευνάσουν την εστεμμένη μέγαιρα. Με μάγουλα ξαναμμένα και το βλέμμα να πετάει σπίθες, η Ελισάβετ ωρύεται, χτυπάει τα πόδια, υψώνει τις γροθιές. «Φανταζόμουν πως είχε φτάσει η ώρα για να σηκώσει χέρι πάνω μου..., ήξερα ότι χτυπούσε τις γυναίκες της, όλους τους γύρω της, πολλές φορές, πάνω στην οργή της, ακόμα και τους καβαλιέρους της. Δεν μπορούσα να γλιτώσω φεύγοντας, εφόσον είχα την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα, κι εκείνη στεκόταν ακριβώς μπροστά μου». Ο απροσδόκητος ερχομός του μεγάλου δούκα δημιουργεί κάποιον αντιπερισπασμό. Η Ελισάβετ σφίγγει τα δόντια, γυρνάει αλλού το κεφάλι. Η Αικατερίνη, μισοπεθαμένη από φόβο, γυρνάει στα διαμερίσματά της, καταματώνεται, πέφτει στο κρεβάτι και κλαίει μέχρι το βράδυ. Από εκείνη την ημέρα, η αυτοκράτειρα, με τη συμβουλή του Μπεστούζεφ, αποφασίζει να κάνει το βίο των δύο νεαρών αβίωτο: να τους υποτάξει, να τους απομονώσει και να τους εξουδετερώσει πολιτικά. Ο ίδιος ο Μπεστούζεφ συντάσσει, εν ονόματι της τσαρίνας, οδηγίες που προορίζονται για τα «δύο διακεκριμένα πρόσωπα» τα οποία θα αναλάβουν υπηρεσία κοντά στις αυτοκρατορικές Τους Υψηλότητες, ως διδάσκαλος και διδασκάλισσα της Αυλής. Το «διακεκριμένο πρόσωπο» που θα τοποθετηθεί πλάι στον μεγάλο δούκα θα είναι εντεταλμένο, σύμφωνα με το έγγραφο, να «διορθώσει ορισμένες ανάρμοστες συνήθειες της αυτοκρατορικής Του Υψηλότητας, όπως π.χ. να αδειάζει —όταν κάθεται στο τραπέζι— το περιεχόμενο του ποτηριού του στο κεφάλι των ανθρώπων που τον υπηρετούν ή να απευθύνεται με χυδαία λόγια και απρεπείς αστεϊσμούς προς αυτούς που έχουν την τιμή να τον πλησιάζουν, ή να παραμορφώνεται δημόσια, κάνοντας γκριμάτσες και συνεχείς συσπάσεις σε όλα του τα μέλη. Το «διακεκριμένο πρόσωπο» που θα τοποθετηθεί πλάι στη μεγάλη δούκισσα θα πρέπει να την ενθαρρύνει στην εφαρμογή του τυπικού της ορθόδοξης θρησκείας, να την εμποδίζει να αναμιγνύεται στις υποθέσεις της αυτοκρατορίας και να της απαγορεύει οποιαδήποτε οικειότητα με τους νεαρούς άρχοντες, τους παρακοιμωμένους, τους ακολούθους και τους υπηρέτες. Επιπλέον, η καινούργια παιδαγωγός θα προτρέπει τη μεγάλη δούκισσα να δείχνει περισσότερο ζήλο στα παιχνίδια του συζυγικού έρωτα. «Η
αυτοκρατορική Της Υψηλότητα έχει επιλεγεί για το ρόλο της αντάξιας συζύγου του αγαπητού μας ανιψιού, της αυτοκρατορικής Του Υψηλότητας μεγάλου δούκα και κληρονόμου της αυτοκρατορίας. Και η προαναφερθείσα (η Αικατερίνη), όσον αφορά το παρόν αξίωμά της ως αυτοκρατορικής Υψηλότητας, έχει ανατραφεί με μοναδικό σκοπό και πρόθεση τα κατωτέρω: με τη γεμάτη φρόνηση συμπεριφορά της, το πνεύμα και τις αρετές της, να προτρέψει την αυτοκρατορική Του Υψηλότητα (τον μεγάλο δούκα) σε μια ειλικρινή αγάπη και να κερδίσει την καρδιά του για να γεννηθεί ο τόσο ποθητός κληρονόμος της Αυτοκρατορίας και γόνος του υψηλοτάτου οίκου μας»12. Σημείο τελευταίο: απαγορεύεται στο εξής στην Αικατερίνη να γράφει σε οποιονδήποτε δίχως να περνάει η επιστολή της από το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων. Έτσι, τα γράμματα τα οποία επιθυμεί να απευθύνει στον πατέρα και τη μητέρα της, θα αποτελούν την κατά λέξη αντιγραφή ενός προτύπου καθιερωμένου από την καγκελαρία. Δεν έχει καν το δικαίωμα να υποδεικνύει στο γραφέα αυτό που επιθυμεί να πει στους γονείς της, εφόσον το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων το γνωρίζει —ως θέμα αρχής— καλύτερα από την ίδια. Σιγά σιγά, το παλάτι μεταμορφώνεται για την Αικατερίνη σε φυλακή. Δεν είναι στην κυριολεξία αιχμάλωτη, αλλά τα όρια της ελευθερίας της περιορίζονται στο ελάχιστο. Η κοπελίτσα επιθυμεί, περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε, να ψυχαγωγηθεί. Ανάμεσα στους οικείους του μεγάλου δούκα συγκαταλέγονται τρία αγόρια καλοφτιαγμένα, κομψά και πρόσχαρα —δύο αδέλφια κι ένας εξάδελφος—, οι Τσερνιτσέφ. Ο μεγαλύτερος, ο Ανδρέας, είναι ο αγαπημένος εξάδελφος του Πέτρου και, πολύ σύντομα, γίνεται και της Αικατερίνης. Ήδη από την εποχή που ήταν αρραβωνιασμένη, ανταλλάσσει με το νεαρό αγόρι κάποιους ερωτικούς διαξιφισμούς που διασκεδάζουν και τους δυο. Ο Πέτρος, ο οποίος λατρεύει τις διφορούμενες καταστάσεις, ενθαρρύνει τη μνηστή του σ' αυτό το νοσηρό παιχνίδι. Μιλώντας στον Ανδρέα για την Αικατερίνη, την αποκαλεί, για αστείο, «Η διαλεχτή σας». Ύστερα από το γάμο της, η μεγάλη δούκισσα προσφωνεί τον ιπποτικό της καβαλιέρο σύνοκ (γιόκα) ενώ εκείνος τη φωνάζει μάτουσκα (μητερούλα). Αυτή η φιλία με την κάποια χροιά ερωτισμού, δεν περνάει απαρατήρητη από τους άλλους αυλικούς. Ο πιστός υπηρέτης της Αικατερίνης Τιμοφέι Εβρέινωφ φοβάται κάποιο σκάνδαλο και την ικετεύει να φερθεί με σύνεση. Και καθώς εκείνη υπεραμύνεται της αθωότητάς της και μιλάει για απλή καλοσύνη, για αγνή αφοσίωση, εκείνος απαντάει: «Ό,τι εσείς ονομάζετε καλοσύνη και αφοσίωση, επειδή τούτος ο άνδρας σάς είναι πιστός και σας υπηρετεί, ο κόσμος το λέει έρωτα!»13. Εμβρόντητη απ' αυτή την κρίση, αναρωτιέται και αναγνωρίζει — με ένα κράμα φόβου και ευγνωμοσύνης— ότι μέσα της, και χωρίς να το ξέρει, έχει γεννηθεί ένα πολύ τρυφερό αίσθημα. Για να μην εκθέσει τη μεγάλη δούκισσα, ο Ανδρέας Τσερνιτσέφ προσποιείται ότι είναι άρρωστος και ζητάει άδεια. Ύστερα από μερικές εβδομάδες, τον Απρίλιο του 1746, εμφανίζεται και πάλι στην Αυλή. Στη διάρκεια μιας συναυλίας, στο Θερινό Ανάκτορο, η Αικατερίνη —που η μουσική την κάνει να πλήττει— σηκώνεται από την πολυθρόνα της και βγαίνει έξω πατώντας στις μύτες των ποδιών της. Δεν την ακολουθεί κανείς. Ο άνδρας της παίζει βιολί στην ορχήστρα. Η αυτοκράτειρα απουσιάζει. Ο κυρίες των τιμών είναι απασχολημένες αλλού. Καταφεύγει στο δωμάτιό της. Αυτό το δωμάτιο βλέπει στη μεγάλη αίθουσα. Εκεί, κάποιοι εργάτες, πάνω σε σκαλωσιές ξαναβάφουν το ταβάνι. Ξαφνικά, η καρδιά της Αικατερίνης σφίγγεται. Στο βάθος της αίθουσας, διακρίνει τον Ανδρέα Τσερνιτσέφ. Μη μπορώντας να συγκρατηθεί, του γνέφει να πλησιάσει. Εκείνος την ικετεύει να τον αφήσει να μπει στο δωμάτιό της. Παρά τη διάθεσή της να υποκύψει, η Αικατερίνη αρνείται και συνεχίζει να του μιλάει χαμηλόφωνα από το άνοιγμα της πόρτας. Ενώ κουβεντιάζουν, ακούει έναν αμυδρό θόρυβο, γυρίζει το κεφάλι και βλέπει, στην άλλη πόρτα του δωματίου, το θαλαμηπόλο κόμη Ντεβιέ που την παραμονεύει. «Κυρία, σας ζητάει ο μεγάλος δούκας», της λέει υποκλινόμενος. Την επομένη, οι τρεις Τσερνιτσέφ στέλλονται, με το βαθμό του υπολοχαγού, στα στρατεύματα που σταθμεύουν στην πλευρά του Όρενμπουργκ. Και, το ίδιο απόγευμα,
ύστερα από διαταγή του Μπεστούζεφ, το «διακεκριμένο πρόσωπο», που θα επαγρυπνεί για τη συμπεριφορά της Αικατερίνης, αναλαμβάνει καθήκοντα: πρόκειται για τη Μαρία Σεμένοβνα Τσογκλοκώφ, πρώτη εξαδέλφη της αυτοκράτειρας. Ηλικίας είκοσι τεσσάρων χρόνων, έχει όμορφο πρόσωπο, πνεύμα περιορισμένο, άτεγκτη ηθική και αίσθηση του χρέους που την κάνει δύσκαμπτη από την κορυφή ως τα νύχια. Λατρεύει τον άνδρα της, που τη συγκεκριμένη εποχή βρίσκεται σε αποστολή στη Βιέννη, έχει παιδιά, είναι ευσεβής, ορκίζεται στο όνομα του Μπεστούζεφ και της αυτοκράτειρας. Κοντολογίς, όπως επικρατεί η πεποίθηση, θα αποτελέσει ζωντανό παράδειγμα για τη μεγάλη δούκισσα, η οποία έχει τόση ανάγκη από καθοδήγηση. Η Αικατερίνη ανοίγει την πόρτα της με τρόμο για να περάσει τούτη η σπιούνα με την παγερή ματιά. Τη βρίσκει «εξαιρετικά μωρόπιστη, κακιά, ιδιότροπη και στο έπακρο ιδιοτελή». Με την παραμικρή ευτράπελη κουβέντα, η Τσογκλοκώφ στριγκλίζει: «Αυτή η συζήτηση θα δυσαρεστούσε τη Μεγαλειοτάτη!» ή «Η αυτοκράτειρα δεν θα επιδοκίμαζε κάτι τέτοιο!». Αλλά και ο μεγάλος δούκας βλέπει το περιβάλλον του ανανεωμένο. Παιδαγωγός του ορίζεται ο πρίγκιπας Βασίλειος Ρέπνιν. Τέλος, δίνεται εντολή στο νεαρό ζευγάρι να εξομολογηθεί στον Συμεών Τοντόρσκι, που έχει γίνει επίσκοπος του Πσκοφ. Αυτός τους ρωτάει χωριστά τον καθένα για τις σχέσεις τους με τους Τσερνιτσέφ. Μπροστά στους όρκους για την αθωότητά τους, ο ιερέας φωνάζει: «Μα πώς γίνεται η αυτοκράτειρα να έχει αντίθετες πληροφορίες;». Παρά την ευνοϊκή αναφορά που ο ιερωμένος υποβάλλει στη Μεγαλειότητά Της, παραβαίνοντας το απόρρητο της εξομολόγησης, η επιτήρηση γύρω από την Αικατερίνη και τον Πέτρο δεν χαλαρώνει. Δεν μπορούν να κάνουν βήμα από το δωμάτιό τους χωρίς να ζητήσουν άδεια. Κάθε μέρα τους φέρνει και μια καινούργια ταπείνωση. Ορισμένες στιγμές, δίχως να ξέρει γιατί και πώς, η Αικατερίνη έχει την εντύπωση ότι η αυτοκράτειρα έχει γίνει ο άσπονδος εχθρός της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI Η ΠΑΡΘΕΝΑ ΣΥΖΥΓΟΣ Όπως ανακάλυψε σιγά σιγά η Αικατερίνη το τρομερό πρόσωπο της Ελισάβετ πίσω από την εξιδανικευμένη εικόνα της τσαρίνας με τη μεγάλη καρδιά, έτσι ανακαλύπτει, μέρα με τη μέρα, και την πραγματική Ρωσία: βάρβαρη, σκληρή, αξιοθρήνητη, πίσω από μια επίφαση πολιτισμού. Όλα εδώ είναι μια οφθαλμαπάτη. Οι προσπάθειες του Πέτρου του Μεγάλου για τον «εξευρωπαϊσμό» της χώρας του δεν την άγγιξαν σε βάθος. Μετά τα ουκάζια του «Θεμελιωτή», οι Ρώσοι δεν αφήνουν πια γένεια, φορούν περούκα, ντύνονται σύμφωνα με τη γαλλική μόδα, ρουφούν ταμπάκο, χορεύουν όπως στη Βιέννη ή τις Βερσαλλίες∙ παρ' όλα αυτά, τούτοι οι άνδρες και οι γυναίκες, που αυτοδιαφημίζουν τις προοδευτικές τους ιδέες, αγνοούν τα πάντα γύρω από την πραγματική δυτική κουλτούρα. Καταδικάζοντας τη ρωσική παράδοση, τις αρχαϊκές μορφές της ευσέβειας, την τραχιά πατριαρχική ηθική, ο αυτοκράτορας αποπροσανατόλισε την αριστοκρατία. Καλούμενοι να πιθηκίσουν τη Δύση, οι αυλικοί ρίχνονται στη διαφθορά. Η έκλυση των ηθών στο περιβάλλον της Ελισάβετ δεν είναι παρά η αντανάκλαση των ατασθαλιών της τσαρίνας. Και αυτή η ξεδιαντροπιά δεν συνοδεύεται ούτε από ένα μίνιμουμ πνευματικής εκλέπτυνσης, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές Αυλές. Εδώ, οι κυρίες των τιμών ανταγωνίζονται η μια την άλλη στην κομψότητα της αμφίεσής τους, αλλά οι περισσότερες δεν ξέρουν να διαβάζουν. Τις απασχολούν μονάχα οι ίντριγκες, ο χορός και η κοκεταρία. Είναι άξεστες με τους υπηρέτες τους και όλο νάζι με τους αγαπητικούς τους. Οι άνδρες τους, είτε είναι αξιωματικοί της φρουράς είτε ανώτεροι υπάλληλοι, δεν έχουν μεγαλύτερη έφεση απ' αυτές για τα βιβλία. Τα αγαπημένα τους πάρεργα είναι το φλερτ, ο τζόγος και το ποτό. Ο αρσενικός επιβεβαιώνει τον ανδρισμό του μπροστά στο μπουκάλι και την τράπουλα, και όχι μπροστά στο μελανοδοχείο ή την τυπωμένη σελίδα. Παρά το άνοιγμα της χώρας προς τη Δύση, δύσκολα προμηθεύεται κανείς, στην Αγία Πετρούπολη, έργα γραμμένα στα γαλλικά ή τα γερμανικά. Όσο για ρωσικά έργα, αυτά είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα. Η εθνική φιλολογία βρίσκεται ακόμη στα πρώτα της βήματα. Κανείς δεν ενδιαφέρεται γι' αυτήν παρά τις δειλές προτροπές μιας νεόκοπης Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Άλλωστε, οι περισσότεροι ευγενείς που περιστοιχίζουν την Ελισάβετ κατάγονται από την τάξη των πληβείων. Ο Πέτρος Α' αντικατέστησε τους εκ γενετής ευγενείς με αμειβόμενους ευγενείς. Όχι πλέον βογιάροι αλλά υπάλληλοι. Ο «πίνακας των κοινωνικών τάξεων» θα ορίζει εις το εξής το βαθμό του καθενός μέσα στο πελώριο οικοδόμημα της ρωσικής Διοίκησης. Οι τίτλοι του κόμη, του βαρόνου, ακόμα και του πρίγκιπα, μοιράζονται στους πιο ένθερμους θεράποντες της αυτοκρατορίας. Ο κόμης Αλέξης Ραζουμόφσκι είναι ένας απλός Ουκρανός χωριάτης, ο τέως σταβλάρχης Μπίρον έγινε δούκας της Κουρλάνδης. Οι μεγάλες οικογένειες της παλιάς και αυθεντικής τάξης των ευγενών, οι Τρουμπεσκόι, οι Βολκόνσκι, οι Ρέπνιν, οι Γκολίτσιν, οι Ομπολένσκι, οι Ντολγκορούκι κοιτάζουν με περιφρόνηση όλους αυτούς τους πλούσιους και υπεροπτικούς νεοφερμένους. Και η ίδια η Αικατερίνη, που διαπαιδαγωγήθηκε στο σχολείο της παλιάς γερμανικής αριστοκρατίας, σοκάρεται με την τραχύτητα των οικείων της αυτοκράτειρας. Κάτω από το επιφανειακό βερνίκι το ξύλο δεν πλανίστηκε ούτε λειάνθηκε. «Λες και συνυπάρχουν δύο λαοί», γράφει ένας οξυδερκής συγκαιρινός, ο ιππότης του Κορμπερόν, «δύο διαφορετικά έθνη, στο ίδιο έδαφος. Βρίσκεστε ταυτόχρονα στον 14ο και τον 18ο αιώνα. Ωστόσο, το πολιτισμένο μέρος είναι πολιτισμένο μόνο επιφανειακά. Πρόκειται για ένα λαό ντυμένων αγρίων, ανθρώπων... με ωραία μανικέτια αλλά χωρίς πουκάμισο, φρούτων άγουρων και σαπισμένων μαζί, που οι άνθρωποι έκαναν το σφάλμα να τ' αφήσουν να αναπτυχθούν υπερβολικά. Η μορφή υπερισχύει πάντοτε της ουσίας: τους αρέσει αυτό που φαίνεται και δεν ενδιαφέρονται διόλου για το ουσιώδες». Και πραγματικά, μόλο που η μεγαλύτερη χλιδή αποτελεί τον κανόνα στις δεξιώσεις της Αυλής, μόλο που η Ελισάβετ διαθέτει την πιο λαμπρή και πολυπληθή ακολουθία της Ευρώπης, και τα μεγαλοπρεπή σαλόνια θαμπώνουν τους ξένους επισκέπτες με τον πλούτο των
χρυσοτεχνημάτων, με τους καθρέφτες, με τις νωπογραφίες στους τοίχους, τα δωμάτια δεν έχουν την παραμικρή άνεση. Σ' αυτά τα βιαστικά χτισμένα παλάτια, οι πόρτες δεν κλείνουν καλά, τα παράθυρα έχουν χαραμάδες, οι σκάλες τρίζουν, οι τοίχοι στάζουν, τα τζάκια καπνίζουν. Το χειμώνα, μια αψιά μυρωδιά αιθάλης κάνει ανυπόφορη την ατμόσφαιρα. Οι θερμάστρες είναι άθλιες και ο κίνδυνος για πυρκαγιά διαρκής. Τα περισσότερα σπίτια έχουν κατασκευαστεί από ξύλο, κι έτσι αναλώνονται από τη φωτιά μέσα σε λίγες ώρες. Οι Ρώσοι συνήθισαν σε τέτοιου είδους καταστροφές. Μια στέγη δεν είναι ποτέ γι' αυτούς οριστική. Όταν καταλαγιάσουν οι φλόγες, οι στάχτες σκορπίζονται και το χτίσιμο ξαναρχίζει. Έτσι εξαφανίστηκε από τη φωτιά μέσα σε τρεις ώρες, το παλάτι της Ελισάβετ στη Μόσχα. Η αυτοκράτειρα διατάσσει να ξαναχτιστεί σε έξι εβδομάδες. Κατά τη διάρκεια των εργασιών, η Αικατερίνη μεταφέρεται στο «σπίτι του επισκόπου» που παίρνει κι αυτό φωτιά τρεις φορές. «Δεν έχει υπάρξει άλλη χρονιά τόσο γόνιμη σε πυρκαγιές», θα γράψει. «Έτυχε να δω δύο, τρεις, τέσσερις, ακόμα και πέντε πυρκαγιές ταυτόχρονα σε διάφορες συνοικίες της Μόσχας». Σπάνια νιώθει άνετα στα διαμερίσματα που της παραχωρούνται. Στην Αγία Πετρούπολη, στο Θερινό Ανάκτορο, τα παράθυρά της βλέπουν από τη μια πλευρά στη Φοντάνκα —ένα δυσώδη λασπότοπο τότε— και, από την άλλη, σε μια μικροσκοπική αυλή. Στη Μόσχα, τα ζωύφια βρίθουν και το νερό στάζει από τα φατνώματα. Ο δεκαεφτά κυρίες και δεσποινίδες των τιμών της μεγάλης δούκισσας κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο, ένα δωμάτιο συνεχόμενο με το δικό της που της χρησιμεύει και για μπουντουάρ. Στη διάρκεια των ταξιδιών, επειδή τα καταλύματα στους διαφόρους σταθμούς προορίζονται για την αυτοκράτειρα, η Αικατερίνη μένει συχνά σε κελάρια ή σε σκηνές. «Θυμάμαι», θα γράψει, «πως κάποια μέρα ντύθηκα πλάι στο φούρνο όπου έψηναν το ψωμί και, μια άλλη φορά, μπαίνοντας στη σκηνή όπου είχαν βάλει το κρεβάτι μου, το νερό μού έφτανε μέχρι το γόνατο». Τα έπιπλα είναι λιγοστά και, επειδή δεν προορίζονται για μια συγκεκριμένη κατοικία, συνοδεύουν την Αυλή στις μετακινήσεις της. Σαν τους νομάδες που σηκώνουν τον καταυλισμό τους, έτσι κι εδώ κουβαλούν τα πάντα μαζί τους. Χαλιά, καθρέφτες, κρεβάτια, τραπέζια, καρέκλες, πολυθρόνες, πιατικά φεύγουν μέσα σε καρότσες πίσω από την αυτοκράτειρα, πηγαίνοντας από το Χειμερινό στο Θερινό Ανάκτορο, ή από το Πέτερχοφ στη Μόσχα. «Ράγιζαν κι έσπαζαν ένα σωρό στις μεταφορές», θα γράψει η Αικατερίνη. «Μας τα παρέδιδαν κομματιασμένα, άχρηστα». Έτσι ταλαιπωρημένα, διαμελισμένα, ξεπλυμένα από τη βροχή, κάποια πολύτιμα κομμάτια της γαλλικής εβενουργικής εξοκέλλουν σε μεγάλα παγερά παλάτια δίχως κανείς να τους δίνει σημασία. Οι αυλικοί, εξουθενωμένοι ακόμα από το ταξίδι, φορούν τα ωραιότερά τους ρούχα και πηγαίνουν να δειπνήσουν σε απέραντες αίθουσες, με χρυσά πιατικά, αλλά πάνω σε τραπέζια που κουνιούνται και τα σταθεροποιούν με την προσθήκη ενός κομματιού ξύλου κάτω από το πόδι τους. Φορούν περούκες, είναι πουδραρισμένοι, οι κυρίες έχουν μια ελιά ζωγραφισμένη στην άκρη του ενός χείλους τους, οι άνδρες αρωματίζονται∙ ωστόσο, εκείνη τη νύχτα, οι περισσότεροι θα πλαγιάσουν πάνω σε παλιοκρέβατα δίχως στρωσίδια. Η Αικατερίνη θεωρεί τούτο το κράμα πολυτέλειας και στέρησης ως το κυριότερο χαρακτηριστικό της ρωσικής κοινωνίας. «Δεν είναι σπάνιο», θα γράψει, «να βλέπεις να βγαίνει από μια απέραντη αυλή —γεμάτη λάσπη και κάθε λογής ακαθαρσίες, προέκταση μιας φρικτής ξύλινης σαπισμένης παράγκας— μια κυρία φορτωμένη με κοσμήματα, υπέροχα ντυμένη, μέσα σε μια θεσπέσια άμαξα που τη σέρνουν έξι ψωραλέα άλογα, με ελεεινά χάμουρα∙ και τη συνοδεύουν υπηρέτες αχτένιστοι, με ωραιότατη λιβρέα που αμαυρώνεται από την αδεξιότητα της όλης εμφάνισης... Η τάση προς την τυραννία καλλιεργείται εκεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κατοικημένο μέρος της γης∙ χαράσσεται στην πιο τρυφερή ηλικία, όταν τα παιδιά βλέπουν τους γονείς τους να συμπεριφέρονται με σκληρότητα προς τους υπηρέτες τους. Και σε ποιο σπίτι δεν υπάρχουν αγχόνες, αλυσίδες, μαστίγια και κάθε λογής άλλα όργανα που θα βασανίσουν —για το παραμικρό τους παραστράτημα— όσους η φύση έταξε σ' αυτή την ταλαίπωρη κατηγορία ανθρώπων, μια κατηγορία που αναγκαστικά θα κατέφευγε στο έγκλημα για να σπάσει τα
δεσμά της!» Αυτόν τον σκυθρωπό λαό των υπογείων και της επαρχίας δεν τον γνωρίζει καλά, υποψιάζεται όμως τη δυστυχία του. Τον είδε τόσες φορές να γονατίζει δεξιά κι αριστερά, καθώς περνούσαν οι αυτοκρατορικές πομπές! Ξέρει ότι γι' αυτόν τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ και αιώνες. Και ότι η θέση των σκλάβων επιδεινώθηκε ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις του Πέτρου του Μεγάλου. Αυτοί αποτελούν τη ζωντανή δύναμη της χώρας, όλα βασίζονται πάνω τους, τίποτα δεν γίνεται χωρίς αυτούς∙ κι όμως, δεν είναι κύριοι του πεπρωμένου τους ούτε του εαυτού τους. Ο αφέντης τους —του οποίου αποτελούν τον πλούτο— τους μεταχειρίζεται στην καλύτερη περίπτωση σαν ζώα. Και κανείς δεν εξανίσταται. Πόσοι να 'ναι; Αδύνατο να τους καταμετρήσουμε. Σωστή μυρμηγκιά. Ορισμένοι διατείνονται ότι οι χωρικοί αντιπροσωπεύουν το 95% του συνολικού πληθυσμού. Θα 'λεγες ότι η έννοια του πλήθους είναι κατεξοχήν ρωσική. Η Αικατερίνη συνειδητοποιεί τελικά ότι, παρά τα φαινόμενα, δεν βρίσκεται στην Ευρώπη αλλά στην Ασία, ότι έχει πάει δύο αιώνες πίσω. Κυριευμένη από πανικό, αρχίζει να νοσταλγεί το Στετίνο, τη γερμανική της οικογένεια, τους φίλους της, την Μπαμπέτ Καρντέλ. Και ενώ τα αισθάνεται όλα αυτά, φτάνει από το Στετίνο η είδηση του θανάτου του πατέρα της. Ποτέ δεν αναθεμάτισε τόσο την αυτοκρατορική διαταγή που την εμποδίζει να αλληλογραφεί ελεύθερα με τους γονείς της. Θα ήθελε να ξεσπάσει όλη της τη θλίψη σ' ένα γράμμα οικείο, ζεστό, προσωπικό∙ ωστόσο, αναγκάζεται να προσυπογράψει την ανούσια συλλυπητήρια επιστολή της καγκελαρίας. Συγκλονισμένη, κλείνεται μέσα στο δωμάτιό της και κλαίει. Ύστερα από οκτώ μέρες, η κυρία Τσογκλοκώφ έρχεται να της πει, εκ μέρους της αυτοκράτειρας, ότι πρέπει να σταματήσει τα κλάματα γιατί ο πατέρας της «δεν είναι βασιλιάς». «Της αποκρίθηκα ότι πράγματι ο πατέρας μου δεν ήταν βασιλιάς, αλλά ήταν πατέρας μου. Και σ' αυτό μου απάντησε ότι δεν άρμοζε σε μια μεγάλη δούκισσα να κλαίει έναν πατέρα που δεν ήταν βασιλιάς»14. Τέλος η αυτοκράτειρα παραχωρεί, χαριστικά, στην Αικατερίνη την άδεια να πενθήσει επί έξι βδομάδες. Ύστερα, η ζωή στην Αυλή ξαναβρίσκει το ρυθμό της: είναι μια ζωή μονότονη, ανόητη, με τα ταξίδια, τα συμπόσια, τις μασκαράτες της, τις ναυτικές της παρελάσεις, τις θρησκευτικές τελετές της. Η Αικατερίνη ξανοίγεται στο «παιχνίδι του Φαραώ» για να ξεχνιέται, προσεύχεται για να είναι αρεστή στην αυτοκράτειρα, κάνει ιππασία, διαβάζει, ελαφρολογεί, παραπονιέται για την πλήξη των κοσμικών συγκεντρώσεων. «Ο χορός δεν έχει ζωντάνια, είναι πολύ άσχημα οργανωμένος, οι άνδρες εξουθενωμένοι και κακοδιάθετοι», θα γράψει. Και ακόμα: «Στην Αυλή..., ο κόσμος δεν συζητούσε, ο ένας μισούσε τον άλλο βαθύτατα, τα κουτσομπολιά έκαναν χρέη πνευματικής τροφής και η παραμικρή επαγγελματική κουβέντα θεωρούνταν έγκλημα εσχάτης προδοσίας. Απέφευγαν να αναφέρονται σε θέματα τέχνης και επιστήμης, μιας και είχαν μεσάνυχτα απ' αυτά. Θα στοιχημάτιζα ότι η μισή συντροφιά δεν ήξερε να διαβάζει, και αμφιβάλλω αν το ένα τρίτο ήξερε να γράφει». Πολλές φορές, ένα καπρίτσιο της αυτοκράτειρας μπορεί να κάνει άνω‐κάτω τούτο το μικρό κενόδοξο και δουλοπρεπές σύμπαν. Αποφασίζει ξαφνικά ένα ταξίδι που προκαλεί αναστάτωση σε όλους, από τον τελευταίο υπηρέτη μέχρι τον ανώτερο αξιωματούχο, ή αλλάζει τις ώρες των γευμάτων της ή, υποφέροντας από αϋπνία, αναγκάζει τους οικείους της που παραπαίουν από κούραση να της κρατήσουν συντροφιά όλη τη νύχτα. Μια χειμωνιάτικη μέρα του 1747 διατάσσει όλες τις κυρίες της Αυλής να ξυρίσουν το κεφάλι τους και τους στέλνει «μαύρες κακοχτενισμένες περούκες» που θα πρέπει να φορούν ώσπου να ξαναφυτρώσουν τα μαλλιά τους. Νέες και γριές θυσιάζουν την κόμη τους για να υπακούσουν στην αυτοκρατορική βουλή. Μια συγχορδία αναστεναγμών ακούγεται απ' όλα τα δωμάτια όπου οι κομμωτές εκτελούν το καθήκον τους. Όσο για τις κυρίες της πόλης, αν δεν ξυρίσουν το κεφάλι τους, θα τους απαγορεύεται στο εξής να εμφανίζονται στα σαλόνια δίχως να φορούν τις ίδιες μαύρες περούκες πάνω από τα μαλλιά τους. Αυτή η δίπατη
κόμμωση τους δίνει ύφος «ακόμα πιο άκομψο από τις κυρίες της Αυλής». Αιτία του καινούργιου θέσφατου που αφορά την τριχοφυΐα: η αυτοκράτειρα, επειδή δεν μπορούσε να βγάλει την πούδρα από τα μαλλιά της, προτίμησε να τα βάψει μαύρα∙ στη συνέχεια, επειδή η μπογιά δεν έφευγε, αναγκάστηκε να ξυρίσει το κεφάλι της. Πώς λοιπόν, με αυτές τις προϋποθέσεις, θα δεχόταν πλάι της όλες τούτες τις γυναίκες με τις περήφανες χαίτες τους; Όχι, ίδιον των καλών υποτελών είναι να μιμούνται καθ' όλα την άνασσά τους. Ωστόσο, η Ελισάβετ κάνει μια εξαίρεση όσον αφορά την Αικατερίνη, η οποία, έχοντας χάσει τα μαλλιά της ύστερα από μια αρρώστια, αρχίζει μόλις να τα χτενίζει ξανά. Η Μεγαλειοτάτη δεν είναι πάντοτε το ίδιο μεγαλόψυχη: μετά από μερικούς μήνες, την ημέρα του Αγίου Αλεξάνδρου, η Αικατερίνη εμφανίζεται στην Αυλή μ' ένα άσπρο φόρεμα «στολισμένο σε όλες τις ραφές με πλατιές χρυσοβελονιές». Η αυτοκράτειρα της λέει να βγάλει αμέσως αυτό το ρούχο που της θυμίζει τη στολή των ιπποτών του τάγματος του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα ανάμεσα στις δύο αμφιέσεις. «Μπορεί», θα γράψει η Αικατερίνη, «η αυτοκράτειρα να είχε βρει το φόρεμά μου ωραιότερο από το δικό της, κι αυτό να υπήρξε η αληθινή αιτία της εντολής της για να το βγάλω. Η αγαπητή μου θεία ήταν ιδιαίτερα επιρρεπής σε κάτι τέτοιες μικροζήλιες, όχι μόνο προς εμένα αλλά και προς όλες τις άλλες κυρίες∙ οι νεότερες γυναίκες ιδίως αποτελούσαν συχνά το στόχο της». Και αξίζει ν' αναφέρω την περίπτωση της όμορφης κυρίας Ναρίσκιν, της οποίας η κομψότητα και ο αέρας ενοχλούν τόσο την αυτοκράτειρα που, κάποιο βράδυ, σε μια δεξίωση, ορμάει πάνω στη δύστυχη και της κόβει μ' ένα ψαλίδι έναν «ορμαθό από χαριτωμένες κορδέλες» στην κορυφή του κεφαλιού της. Μια άλλη φορά παραλαμβάνει δύο από τις δεσποινίδες των τιμών της ακολουθίας της —που παραήταν όμορφες κατά τη γνώμη της— και πετσοκόβει άγαρμπα τα σγουρά μαλλιά τους. «Αυτές οι δεσποινίδες μάλιστα», θα γράψει η Αικατερίνη, «ισχυρίζονταν ότι η Μεγαλειοτάτη τους έκοψε μαζί με τα μαλλιά και λίγη από την επιδερμίδα τους». Πιστή στο σχέδιό της, η αυτοκράτειρα συνεχίζει να απομακρύνει από την Αικατερίνη και τον Πέτρο όλους αυτούς των οποίων η φιλία θα μπορούσε να ανακουφίσει τη μοναξιά τους. Τρεις ακόλουθοι, που ο μεγάλος δούκας αγαπάει ιδιαίτερα, συλλαμβάνονται και οδηγούνται στο φρούριο. Διώχνουν το θείο του, τον πρίγκιπα‐επίσκοπο του Λύμπεκ. Όλοι οι ευγενείς του περιβάλλοντός του, οι καταγόμενοι από το Χολστάιν, απομακρύνονται επίσης. Ο επιστάτης του ο Κράμερ, «άνθρωπος γλυκός και σοβαρός, αφοσιωμένος στον πρίγκιπα από την ημέρα που γεννήθηκε», καθαιρείται από το αξίωμά του. Ένας άλλος υπηρέτης, ο Ρόμπαχ, φυλακίζεται. Από την πλευρά της, η Αικατερίνη πρέπει να αποχωριστεί, κατόπιν διαταγής της αυτοκράτειρας, ένα μικρό Καλμούχο —που τον λατρεύει και τη χτενίζει κάθε πρωί—, πολλές υπηρέτριες, τον πιστό Εβρέινωφ... Τέτοια πλήγματα, επαναλαμβανόμενα στο διηνεκές, κάνουν την Αικατερίνη να γράψει ότι ζει «μ' έναν τρόπο που θα έκανε δέκα άλλες να τρελαθούν και είκοσι να πεθάνουν από τη στενοχώρια τους». Τελικά, οι διώξεις της τσαρίνας φέρνουν πιο κοντά τα δύο παιδιά που εχθρεύονται το ένα τ' άλλο. Αθεράπευτα φλύαρος, ο Πέτρος ξέρει ότι μπορεί να μιλάει μπροστά στην Αικατερίνη δίχως να κινδυνεύει να μεταφερθούν τα λόγια του στην αυτοκράτειρα. Έτσι μονολογεί για ανάξια λόγου πράγματα, συνοδεύοντας τα λεγόμενά του με χειρονομίες. Κι εκείνη τον ακούει με ανάμικτα συναισθήματα δυσφορίας και οίκτου. «Τις περισσότερες φορές», θα γράψει, «βαριόμουν πολύ τις επισκέψεις του που κρατούσαν ώρες, και μάλιστα με κούραζαν, επειδή δεν καθόταν ποτέ και έπρεπε πάντοτε να βηματίζω μαζί του πέρα‐δώθε στο δωμάτιο... Περπατούσε γρήγορα, με μεγάλες δρασκελιές, και ήταν δύσκολο να τον ακολουθώ και να κρατάω ταυτόχρονα τη συζήτηση, δείχνοντας ενδιαφέρον για όλες εκείνες τις εξαιρετικά σχολαστικές στρατιωτικές λεπτομέρειες, συζήτηση που, όταν άρχιζε, δεν έλεγε να τελειώσει». Δεν υπήρχε κανένα κοινό σημείο ανάμεσα σ' εκείνες τις δύο υπάρξεις που τις συνέδεαν τα ίδια δεσμά. «Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαν πιο ανόμοια πνεύματα», θα
παρατηρήσει η Αικατερίνη. Όταν αρχίζει να του μιλάει για τα αναγνώσματά της, αυτός την κοιτάζει σαν χαζός. Τα μόνα βιβλία που τον ενδιαφέρουν είναι «κάποιες ιστορίες με ληστές». «Παρ' όλα αυτά, υπήρχαν και στιγμές που με άκουγε προσεκτικά», θα προσθέσει: «όταν βρισκόταν σε απελπισία, γιατί ήταν εξαιρετικά λιπόψυχος και αδύνατος χαρακτήρας». Έτσι, όταν ο Πέτρος κυριεύεται από αγωνίες, καταφεύγει στις συμβουλές της Αικατερίνης. Τρομοκρατείται από τη θεία του, η ιδέα του φρουρίου τον καταδιώκει τη νύχτα, δεν μπορεί να ξεχάσει τον τσάρεβιτς Αλέξη που θανατώθηκε από τον πατέρα του ούτε τον μικρό τσάρο Ιβάν ΣΤ' που φυλακίστηκε από την Ελισάβετ∙ φαντάζεται συνωμοσίες παντού, σκέφτεται βασανιστήρια, βλέπει αίμα κάτω από τα βήματά του, τρέμει, και η Αικατερίνη πασχίζει να τον καθησυχάσει. Ξεχνώντας τις δικές της ανησυχίες, τον διαβεβαιώνει πως παρά τις κάποιες οξύτητες του χαρακτήρα της, η αυτοκράτειρα δεν είναι τέρας, πως δεν θ' αγγίξει ποτέ τον ανιψιό της και πως κινδυνεύει, το πολύ πολύ, ν' ακούσει μερικά λόγια γεμάτα οργή. Και ο μεγάλος δούκας που, όπως θορυβείται εύκολα έτσι και ησυχάζει, γυρίζει στα παιδικά παιχνίδια του. Στα δεκαοχτώ του χρόνια, μένει ασυγκίνητος από τα θέλγητρα της σάρκας∙ ψυχαγωγείται —όπως και στην πιο νεαρή του ηλικία— παίζοντας με ξύλινους στρατιώτες, μινιατούρες κανονιών, μακέτες φρουρίων. Η κυρία Κρουζ, η αρχικαμαριέρα, τον προμηθεύει με όσα θέλει, χωρίς να το πάρει είδηση η κυρία Τσογκλοκώφ. Στη διάρκεια της ημέρας, όλος αυτός ο εξοπλισμός κρύβεται κάτω από το κρεβάτι. Ωστόσο, μετά το δείπνο, όταν το ζευγάρι αποσύρεται στα διαμερίσματά του, η κυρία Κρουζ κλείνει την πόρτα του δωματίου και το πανηγύρι αρχίζει. Εγκατεστημένος στο κρεβάτι πλάι στη νεαρή γυναίκα του που φοράει το νυχτικό της, δροσερή, χαμογελαστή και πάντοτε παρθένα, ο Πέτρος, με μάτια λαμπερά και ξαναμμένα μάγουλα, κινεί ολόκληρα συντάγματα από ξύλινους στρατιώτες πάνω στην κουβέρτα, μιμείται με το στόμα το θόρυβο των κανονιών, ξεστομίζει διαταγές και καλεί την Αικατερίνη να λάβει μέρος στις μάχες. Αυτή η ιστορία παρατείνεται μέχρι τις δύο το πρωί. «Συχνά γελούσα, αλλά ακόμα συχνότερα αισθανόμουν εξουθενωμένη και ένιωθα άβολα», θα γράψει η Αικατερίνη, «επειδή όλο το κρεβάτι ήταν γεμάτο κούκλες και παιχνίδια, πολλές φορές μάλιστα αρκετά βαριά». Κάποια νύχτα, η κυρία Τσογκλοκώφ, που ο σάλος έξω από το δωμάτιο των δύο παιδιών τής κινεί την περιέργεια, χτυπάει την πόρτα. Πριν την ανοίξουν, ο μεγάλος δούκας και η μεγάλη δούκισσα χώνουν στα γρήγορα τα παιχνίδια κάτω από την κουβέρτα. Η παιδαγωγός μπαίνει, επιθεωρεί το χώρο με βλέμμα δύσπιστο, δηλώνει ότι η Μεγαλειοτάτη θα δυσαρεστηθεί πληροφορούμενη ότι οι δυο τους δεν αποκοιμήθηκαν ακόμη και αποσύρεται. «Μόλις έφυγε», γράφει η Αικατερίνη, «ο μεγάλος δούκας συνέχισε απτόητος το παιχνίδι του ώσπου να νυστάξει». Αναμφισβήτητα, η Αικατερίνη δεν δέχεται ευχαρίστως το γεγονός ότι μια συλλογή από ξύλινους στρατιώτες πάνω στο κρεβάτι είναι πιο θελκτική απ' αυτήν την ίδια για τον νεαρό της σύζυγο. Ωστόσο, δεν αφήνει κατ' ουδένα τρόπο την ανυπομονησία της να φανεί. Η παρθενία της δεν έχει αρχίσει ακόμη να την ενοχλεί για τα καλά. Ο Πέτρος, από την πλευρά του, έχει πληροφορηθεί ότι μια μικρή φυσική ατέλεια τον εμποδίζει να εκπληρώσει το ρόλο του ως σύζυγος. Θα αρκούσε μια ελαφρότατη χειρουργική επέμβαση για να ελευθερωθεί. Φοβάται όμως το νυστέρι. Σε τελευταία ανάλυση, προτιμά να μένει ένα παιδί μακριά από τον κόσμο, ανάμεσα στα παιχνίδια και τα όνειρά του. «Ο μεγάλος δούκας», θα γράψει ο Σαμπώ σ' ένα υπόμνημα συντεταγμένο για το ανακτοβούλιο των Βερσαλλιών, το 1758, «ήξερε πως ήταν ανίκανος να αποκτήσει παιδιά εξαιτίας μιας φυσικής ατέλειας που γιατρεύεται με την περιτομή στους λαούς της Ανατολής, αλλά ο ίδιος τη θεωρούσε αγιάτρευτη». Και ένας άλλος διπλωμάτης, ο Καστέρα, αποφαίνεται: «(Ο μεγάλος δούκας) ένιωθε τόση ντροπή και δυστυχία ώστε δεν είχε καν το θάρρος ν' αποκαλύψει το κουσούρι του∙ και η πριγκίπισσα, που δεχόταν πλέον τα χάδια του με αποστροφή και ήταν εξίσου άπειρη, δεν προσπαθούσε ούτε να τον παρηγορήσει ούτε να τον βοηθήσει να βρει τρόπους για να την πλησιάσει».
Ο Πέτρος έχει κυριευτεί από ένα καινούργιο πάθος: να ντρεσάρει κυνηγόσκυλα. Πολύ γρήγορα, καμιά δεκαριά ζώα συγκεντρώνονται στο δωμάτιο. Ξαπλώνουν το ένα πάνω στ' άλλο σε μια εσοχή, πίσω από ένα ξύλινο χώρισμα. Τα συνεχή γαβγίσματα και η μυρωδιά τους ενοχλούν την Αικατερίνη. «Μέσα σ' αυτή τη δυσωδία», θα πει, «κοιμόμασταν και οι δυο». Παρά τις διαμαρτυρίες της, ο μεγάλος δούκας αρνείται να αποχωριστεί την αγέλη του. Η απεριόριστη εξουσία που έχει πάνω τους τον μεθάει. Με το πρόσχημα ότι τα μαθαίνει να υπακούουν, τα ζαλίζει με λαρυγγικά προστάγματα, τα χτυπάει με το μαστίγιο και με τη μαγκούρα. Κάποια μέρα, η Αικατερίνη τον τσακώνει να κοπανάει μ' όλη του τη δύναμη ένα μικροσκοπικό κινγκ‐τσαρλς που ένας από τους υπηρέτες του το κρατάει ανασηκωμένο από την ουρά. Κλαίει και τον ικετεύει να σταματήσει, «πράγμα όμως που τον κάνει να διπλασιάσει τα χτυπήματα». «Κατά κανόνα», παρατηρεί, «τα δάκρυα και οι φωνές εξόργιζαν τον μεγάλο δούκα αντί να προκαλούν τη συμπάθειά του. Ο οίκτος ήταν για την ψυχή του ένα συναίσθημα δυσάρεστο, ανυπόφορο». Όταν έκρινε πως είχε διασκεδάσει αρκετά βασανίζοντας τα σκυλιά του, έπαιρνε το βιολί του και περιφερόταν στο δωμάτιο γδέρνοντας δυνατά τις χορδές με το δοξάρι του, ώρες ολόκληρες. «Δεν γνώριζε ούτε μια νότα», γράφει η Αικατερίνη, «αλλά είχε αυτί και, γι' αυτόν, η ομορφιά της μουσικής συνίστατο στη δύναμη και τη βία με τις οποίες έκανε το μουσικό του όργανο να βγάζει ήχους». Ωστόσο, η Αικατερίνη προτιμά τα τριξίματα ενός βιολιού της κακιάς ώρας από τις βρισιές που ξεστομίζει ο μεγάλος δούκας όταν μεθάει με τους υπηρέτες του. Ύστερα από μερικά χρόνια, θα παρατηρήσει: «Σχεδόν πάντοτε ανέδιδε μια μυρωδιά κρασιού και ταμπάκου, κυριολεκτικά ανυπόφορη γι' αυτούς που τον πλησίαζαν». Για έναν ολόκληρο χειμώνα, ο Πέτρος μιλάει στην Αικατερίνη για την καινούργια του μανία: να χτίσει μια έπαυλη που θα μοιάζει με μοναστήρι καπουτσίνων, να ντύσει καλόγερους τους αυλικούς και να δώσει στον καθένα τους μια γαϊδουρίτσα για να τον εξυπηρετεί στη δουλειά του. Ξεκαρδίζεται στα γέλια εκθέτοντας τις λεπτομέρειες του σχεδίου του. Η γυναίκα του, για να του είναι αρεστή, θα χρειαστεί να σχεδιάσει εκατό φορές τα πλάνα τούτου του φανταστικού ιδρύματος. Είναι εξουθενωμένη. «Όταν ο μεγάλος δούκας έφευγε», θα πει, «ακόμα και το πιο ανιαρό βιβλίο μού φαινόταν μια θεσπέσια ψυχαγωγία. Περιφρονημένη από τον άνδρα της, επιστρατεύει τη λογική για να μη χάσει την εμπιστοσύνη της στην ικανότητά της να γοητεύσει. Είναι δεκαοχτώ χρόνων. Ο καθρέφτης της, που τον συμβουλεύεται όλο και πιο συχνά, αντανακλά μια εικόνα του εαυτού της μάλλον ικανοποιητική. «Ομόρφαινα από μέρα σε μέρα», θα γράψει. «Ήμουν ψηλή, με ωραιότατο παράστημα15. Μου έλειπε μονάχα λίγο βάρος, ήμουν αρκετά αδύνατη. Μου άρεσε να κυκλοφορώ άβαφτη, τα μαλλιά μου είχαν πανέμορφο καστανό χρώμα, ήταν πολύ πυκνά και υγιή». Άλλωστε, στην Αυλή, δεν της λείπουν οι φιλοφρονήσεις εκ μέρους των ανδρών. Ο Κύριλλος Ραζουμόφσκι, αδελφός του ευνοουμένου της αυτοκράτειρας, της ψιθυρίζει κομπλιμέντα που αυτή δεν τολμάει να ερμηνεύσει ως ερωτική εξομολόγηση. Ο πρέσβης της Σουηδίας τη βρίσκει πολύ όμορφη και αναθέτει στην κυρία Λεστόκ να της το πει. Η Αικατερίνη κολακεύεται αλλά, «είτε από σεμνότητα είτε από κοκεταρία, νιώθει πια κάποια αμηχανία», κάθε φορά που συναντάει το διπλωμάτη. Οι αβρότητες του σαλονιού δεν φτάνουν για να κατασιγάσουν τις απαιτήσεις μιας δυνατής κράσης. Παντρεμένη και παρ' όλα αυτά χωρίς άνδρα, η Αικατερίνη προσπαθεί να χαλαρώσει με τις σωματικές ασκήσεις. Το καλοκαίρι σηκώνεται τα χαράματα, φοράει μια ανδρική φορεσιά και, συνοδευόμενη από ένα γέρο υπηρέτη, πηγαίνει να κυνηγήσει πάπιες «στις καλαμιές που περιστοιχίζουν τη θάλασσα, στις δύο όχθες του καναλιού του Οράνιενμπαουμ». Περισσότερο όμως και από το κυνήγι, η ιππασία τη βοηθάει να ξεχνάει τη θλιβερή της κατάσταση. Καλπάζοντας, γνωρίζει τις τραχιές απολαύσεις της ένωσης με το υποζύγιο, της ελεγχόμενης ταχύτητας και της ελευθερίας στην προσπάθεια. Τυχαίνει πολλές φορές να ιππεύει ακόμα και δεκατρείς ώρες την ημέρα. «Όσο πιο βίαιη ήταν τούτη η άσκηση τόσο μου γινόταν πιο προσφιλής. Έτσι, όταν ένα υποζύγιο μου ξέφευγε, έτρεχα πίσω του και το ξανάφερνα», θα γράψει. Η φυσική της έφεση προς τα αγορίστικα παιχνίδια
την παρακινεί να ιππεύει καθισμένη σε μια επίπεδη σέλα. Η αυτοκράτειρα θεωρεί τούτη τη συνήθεια σαν την πιθανή αιτία της στειρότητας της μεγάλης δούκισσας. Έτσι, η Αικατερίνη βάζει κρυφά να της κατασκευάσουν σέλες που να μπορούν να μεταβάλλονται. «Είχαν», εξηγεί, «ένα γάντζο όπου μπορούσα να περάσω το πόδι μου και να καθήσω σαν άνδρας. Ύστερα, τούτος ο γάντζος ξεβιδωνόταν κι ένας αναβολέας ανεβοκατέβαινε κατά βούληση, όταν το έκρινα σκόπιμο». Αυτός ο πολύτροπος μηχανισμός επιτρέπει στη μεγάλη δούκισσα να ιππεύει γυναικεία μπροστά στην Ελισάβετ και να ξανακάθεται καβάλα μόλις σταματούσε η επιτήρηση. Μια φούστα μοιρασμένη στα δυο σε όλο της το μάκρος διευκολύνει αυτές τις αλλαγές θέσης. Παίρνει μαθήματα από ένα Γερμανό σταβλάρχη, εκπαιδευτή των ευελπίδων, και οι γρήγορες πρόοδοί της την κάνουν ν' αποκτήσει ασημένια «τιμητικά σπιρούνια». Ακολουθεί μια δεύτερη νίκη, τούτη τη φορά στον τομέα του χορού: σε μια χοροεσπερίδα, προκαλεί την κυρία Άρνχαϊμ, γυναίκα του πρεσβευτή της Σαξονίας, σε αναμέτρηση αντοχής. Νικάει, πράγμα που την κάνει να καμαρώνει. Σε μια άλλη δεξίωση, ο ιππότης Σακροσόμο, που έχει φτάσει μόλις στην Αγία Πετρούπολη, την πλησιάζει, της φιλάει το χέρι και της δίνει κρυφά στα γρήγορα ένα σημείωμα ψιθυρίζοντας: «Είναι από την κυρία μητέρα σας». Τρομοκρατημένη από την ιδέα ότι κάποιος έχει ίσως αντιληφθεί τούτη την κίνηση, η Αικατερίνη κρύβει το σημείωμα μέσα στο γάντι της. Αργότερα, στο καταφύγιο του δωματίου της, διαβάζει το μήνυμα που η μητέρα της τής απευθύνει από έναν άλλο κόσμο, το ξαναδιαβάζει, συγκινείται, κλαίει και αποφασίζει ν' απαντήσει με τον ίδιο τρόπο, κινδυνεύοντας να την ανακαλύψουν. Σύμφωνα με τις υποδείξεις του Σακροσόμο, πρέπει να δώσει το γράμμα της σ' ένα βιολοντσελίστα, στη διάρκεια της επόμενης συναυλίας. Τη συγκεκριμένη ημέρα, κάνει το γύρο της ορχήστρας, ανακαλύπτει τον άνθρωπο και σταματάει πίσω από την καρέκλα του. Αμέσως εκείνος καμώνεται ότι ψάχνεται για να βρει ένα μαντίλι και ανοίγει όσο χρειάζεται την τσέπη του. Η Αικατερίνη αφήνει το σημείωμα να πέσει. Κανείς δεν την είδε. Αναπνέει. Πόσα χρόνια ακόμα θα χρειάζεται να τρέμει μπροστά στους σπιούνους της αυτοκράτειρας; Όσο κι αν υποτάχθηκε στα πάντα για να γίνει αρεστή σε τούτη τη γυναίκα, εκείνη της το ανταποδίδει μονάχα με μίσος, περιφρόνηση ή καχυποψία. Παρορμητική και ασυνεπής, η Ελισάβετ μπορεί κάλλιστα να τη στείλει από τη μια μέρα στην άλλη στη Γερμανία, αφού ακυρώσει μέσω της Εκκλησίας ένα γάμο που δεν ολοκληρώθηκε. Αλήθεια, η Αικατερίνη θα έπρεπε να φοβάται ή να ελπίζει σε τούτη την ακραία λύση; Ούτε κι η ίδια ξέρει. Ο καγκελάριος Άφτσιν την παίρνει κατά μέρος και της αναφέρει τα λόγια της αυτοκράτειρας στη διάρκεια ενός γεύματος: η μεγάλη δούκισσα «συσσωρεύει υπερβολικά χρέη», όλα όσα κάνει «είναι πράξεις βλακείας», φαντάζεται πως είναι έξυπνη αλλά «δεν ξεγελάει κανέναν», και ότι πρέπει να την παρακολουθούν γιατί είναι επικίνδυνη... Προσθέτει ότι πήρε τη διαταγή να επαναλάβει αυτά λέξη προς λέξη στην ενδιαφερομένη. Η Αικατερίνη καταπίνει τη θλίψη και την ντροπή της, περιμένοντας καρτερικά το επόμενο πλήγμα. Κάποτε, ο Γκύλενμποργκ της εμφύσησε την αγάπη για την ανάγνωση. Τώρα, αναζητεί στα βιβλία παρηγοριά και διδαχή. Αρχίζει από τα μυθιστορήματα, του Λα Καλπρενέντ, της δεσποινίδας ντε Σκυντερύ, το μυθιστόρημα του Ονορέ ντ' Υρφέ Αστρέα, τον Κλοβίς του Ντεμαρέ. Ωστόσο, σύντομα, τούτες οι εξιδανικευμένες μέχρις αηδίας ιστορίες τής προκαλούν πλήξη. Τότε, στρέφεται προς τα έργα του Μπραντόμ —που τα βρίσκει διασκεδαστικά, αν και υπερβολικά ελαφρά—, και προς τις επιστολές της Μαντάμ ντε Σεβινιέ, τις οποίες κυριολεκτικά απολαμβάνει. Θα ήθελε κι αυτή να μπορεί να γράφει με τόσο καυστική πένα, να συνδυάζει την παρατηρητικότητα και την ειρωνεία, την εξυπνάδα και τη χάρη. Σε όλη της τη ζωή, θα θυμάται μπροστά στη λευκή σελίδα τούτο το απαράμιλλο μοντέλο. Διαβάζει επίσης, καταβάλλοντας αξιέπαινη προσπάθεια, τη Γενική Ιστορία της Γερμανίας του Φ. Μπας, με ρυθμό ενός τόμου την εβδομάδα, και την Ιστορία τον Ερρίκου του Μεγάλου του Μ. ντε Περεφίξ. Η ευγενική μορφή του Ερρίκου IV τη γεμίζει θαυμασμό. Αν της μέλλεται να βασιλέψει κάποια μέρα, σκέφτεται να ακολουθήσει το δικό του παράδειγμα. Στην πραγματικότητα όμως, πιστεύει όλο και λιγότερο σ' αυτό το γεμάτο
φιλοδοξία ενδεχόμενο. Λίγο αργότερα, ανακαλύπτει τον Βολταίρο και γοητεύεται. Ύστερα, βυθίζεται στους τέσσερις τόμους του Λεξικού του Μπαιλ, καταβροχθίζοντας τις στερεές ιδέες αυτού του προάγγελου των εγκυκλοπαιδιστών. Ύστερα από τη μαγεία ενός περιπάτου στους λειμώνες των μεγάλων πνευμάτων, το ξύπνημα μπροστά στην αυτοκράτειρα, στον Πέτρο και στο ζεύγος Τσογκλοκώφ είναι εξαιρετικά δυσάρεστο. Ο εξαίρετος πρίγκιπας Ρέπνιν, ο οποίος έχει καθαιρεθεί από το αξίωμα του επιτηρητή του μεγάλου δούκα, αντικαταστάθηκε από τον ίδιο το σύζυγο της κυρίας Τσογκλοκώφ, που εξακολουθούσε να επιβλέπει τη μεγάλη δούκισσα. Πεπεισμένη πάντοτε ότι οι Τσογκλοκώφ αποτελούν ένα υποδειγματικό ζευγάρι, η αυτοκράτειρα βασίζεται στην επιρροή τους για να πείσουν τα νεαρά παιδιά να αγαπηθούν και να γεννήσουν απογόνους. Ευθύς εξαρχής, η Αικατερίνη παίρνει τον Τσογκλοκώφ από κακό μάτι. «Ήταν ξανθός και φαντασμένος, εξαιρετικά χοντροκομμένος τόσο στο πνεύμα όσο και στο σώμα», θα γράψει. «Τον σιχαίνονταν όλοι για το σαν του βατράχου παρουσιαστικό του, και δεν ήταν διόλου συμπαθής. Η ζήλια της γυναίκας του, η μοχθηρία της και η κακεντρέχειά της ήταν επίσης παραδείγματα προς αποφυγήν, προπαντός για μένα που δεν είχα άλλο στήριγμα στον κόσμο από τον εαυτό μου και την αξία μου — αν βέβαια διέθετα κάποια αξία. Και νά που τούτος ο ηλίθιος και παραφουσκωμένος άνδρας, υποτιθέμενο υπόδειγμα συζυγικής αρετής, σαγηνεύει εν ριπή οφθαλμού τη δεσποινίδα Κοτσελέφ, μία από τις δεσποινίδες των τιμών της αυτοκράτειρας, και την αφήνει έγκυο. Η τσαρίνα οργίζεται και ετοιμάζεται να διώξει αυτόν το διαφθορέα από την Αυλή. Μεσολαβούν τα δάκρυα της γυναίκας του η οποία, αν και καταδικάζει τη συμπεριφορά του, δέχεται να ξεχάσει το γεγονός. Επισκέπτονται και οι δύο την Ελισάβετ για να την ικετεύσουν γονατιστοί, εν ονόματι των έξι παιδιών τους, να μην τους στιγματίσει με μια τέτοια ατιμωτική αποπομπή. Και η Μεγαλειοτάτη παίρνει τούτη την καταπληκτική απόφαση: οι Τσογκλοκώφ θα εξακολουθήσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους πλάι στον μεγάλο δούκα και τη μεγάλη δούκισσα, αλλά θα αποχωρήσει η δεσποινίς των τιμών. Ωστόσο, ύστερα απ' αυτή τη δυσάρεστη περιπέτεια, οι δύο επιτηρητές νιώθουν να τους κόβονται κάπως τα φτερά. Ο Τσογκλοκώφ μάλιστα συγκινείται σε τέτοιο βαθμό που τολμάει να κάνει τα γλυκά μάτια στην Αικατερίνη. Άραγε ελπίζει ότι θα υποκύψει κι αυτή όπως η δεσποινίς Κοτσελέφ; Αν και προσβάλλεται απ' αυτό το φλερτάρισμα, αποφεύγει να τον πληγώσει δίνοντας στο γεγονός δημοσιότητα. Η κυρία Τσογκλοκώφ, που παρακολουθεί προσεκτικά τις ερωτικές επιχειρήσεις του άπιστου, νιώθει ευγνωμοσύνη απέναντι στην Αικατερίνη καθώς τη βλέπει να τον αποθαρρύνει με τόση διακριτικότητα. Άλλωστε και η ίδια σύντομα θα πληρώσει το σύζυγό της με το ίδιο νόμισμα, απατώντας τον χωρίς να το πολυσκεφτεί. Μέσα στην πλοκή τούτων των σκανδάλων, η Αικατερίνη προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία και τη διαύγειά της. Ξέρει ότι η ελευθεριότητα, η οποία είναι ανεκτή για τους άλλους, εκείνης θα της κόστιζε βαρύτατα αν είχε την αδυναμία να ενδώσει σ' αυτήν. Φαίνεται ότι όλοι σ' εκείνη την Αυλή έχουν εξωσυζυγικές περιπέτειες. Όλοι, εκτός από την ίδια. Με τους σταθερούς εραστές της, η αυτοκράτειρα δίνει το παράδειγμα της διαφθοράς. Ωστόσο, επαγρυπνεί ζηλότυπα για τη διατήρηση της αρετής της μεγάλης δούκισσας. Ενώ η Αικατερίνη επιτέλους συνήθισε την πρώτη καμαριέρα, την κυρία Κρουζ, αυτή παραγκωνίζεται ξαφνικά και αντικαθίσταται από την Πρασκοβί Βλαντισλάβωφ. Για μια φορά, η Αικατερίνη δεν βγαίνει χαμένη από την αντικατάσταση. Η κυρία Κρουζ ήταν Γερμανίδα, η κυρία Βλαντισλάβωφ είναι Ρωσίδα, και μάλιστα παθιασμένη. Έξυπνη, πρόσχαρη και καλλιεργημένη, αποτελεί ένα ζωντανό χρονικό της παλιάς εποχής. Ξέρει τα πάντα για τις μεγάλες οικογένειες που περιστοιχίζουν το θρόνο: συγγένειες, συμμαχίες, περιουσιακή κατάσταση, ανιόντες, μανίες, κρυμμένα βίτσια. Ακούγοντάς την, η Αικατερίνη έχει την εντύπωση ότι μπαίνει, σαν τον κλέφτη, στις πιο αυστηρά φρουρούμενες κατοικίες. Αλλά η κυρία Βλαντισλάβωφ είναι πολύ ευσεβής. Αυτό, ο μεγάλος δούκας δεν μπορεί να της το συγχωρήσει. Την κοροϊδεύει επειδή προσκυνάει τα εικονίσματα. Αποστρέφεται,
βλέπεις, όλο και περισσότερο καθετί σλαβικό. Η νοσταλγία για την πατρίδα του είναι τόσο έντονη που δηλώνει με βεβαιότητα ότι προτιμά το Κίελο, την πόλη του, από ολόκληρη τη ρωσική αυτοκρατορία. Παρά τις πιέσεις της τσαρίνας, του Μπεστούζεφ και κάποιων ξένων διπλωματών, θα αρνείται πάντοτε να ανταλλάξει το ανάξιο λόγου μικρό δουκάτο που κληρονόμησε από τον πατέρα του με τις κομητείες του Όλντενμπουργκ και του Ντέλμπενχορστ. Το Χολστάιν είναι μέσα στο αίμα του. Δεν μπορεί να ακολουθήσει την Αικατερίνη στις ασκήσεις της για ρωσοποίηση. Το είδωλό του είναι ο Φρειδερίκος Β' της Πρωσίας, που δεν τον συνάντησε ποτέ, αλλά που ενσαρκώνει γι' αυτόν τη γερμανική ευγένεια, γνώση και αυστηρότητα. Υποφέρει βλέποντας ότι η Ελισάβετ και ο Μπεστούζεφ θεωρούν τούτο τον μεγάλο βασιλιά εχθρό τους. Αν βρισκόταν στη θέση τους, θα προσυπέγραφε όλες τις πρωσικές απαιτήσεις. Αυτό το διατυμπανίζει. Από την πλευρά της, η Αικατερίνη δεν ξεχνάει όλα όσα οφείλει στον Φρειδερίκο Β'. Θυμάται με συγκίνηση τη συνάντησή τους στο Βερολίνο. Ωστόσο, αποφεύγει να εκφράσει ανοιχτά τη γνώμη της, φοβούμενη αντίποινα. Στις 11 Νοεμβρίου του 1748, στα διαμερίσματα της Μεγαλειοτάτης όπου παίζεται χοντρό παιχνίδι, η μεγάλη δούκισσα κάθεται πλάι στον Λεστόκ, το μυστικοσύμβουλο και γιατρό της αυτοκράτειρας, άνδρα διεστραμμένο που, επανειλημμένα, δεν της φέρθηκε με τον δέοντα σεβασμό. Καθώς του απευθύνει το λόγο, αυτός ψελλίζει με ύφος τρομαγμένο: «Μη με πλησιάζετε... Σας λέω να με αφήσετε ήσυχο!». Της δίνει την εντύπωση ότι είναι πιωμένος και απομακρύνεται. Τη μεθεπομένη πληροφορείται ότι ο Λεστόκ οδηγήθηκε στο φρούριο. Κατηγορήθηκε ότι διατηρούσε με τον πρεσβευτή της Πρωσίας μυστική αλληλογραφία που έβλαπτε τα ρωσικά συμφέροντα. Μια ειδική επιτροπή αποτελούμενη από τον ίδιο τον κόμη Μπεστούζεφ, τον στρατηγό Απράξιν και τον κόμη Αλέξανδρο Σουβάρωφ ερευνά την περίπτωσή του. Ψιθυρίζεται ότι, σε ορισμένα γράμματα, γίνεται λόγος για τις πρωσικές συμπάθειες της μεγάλης δούκισσας. Αν και υποβάλλεται σε βασανιστήρια, ο Λεστόκ δεν ομολογεί τίποτα, δεν καταδίδει κανέναν και δέχεται θαρραλέα να καταδικαστεί, χωρίς αποδείξεις, σε εξορία και δήμευση της περιουσίας του. «Η αυτοκράτειρα δεν είχε αρκετό σθένος για ν' απονείμει δικαιοσύνη σ' έναν αθώο», θα σημειώσει η Αικατερίνη. «Φοβόταν τη μνησικακία από μέρους του, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στη διάρκεια της βασιλείας της, κανείς, είτε αθώος είτε ένοχος, δεν βγήκε από το φρούριο χωρίς —τουλάχιστον— να οδηγηθεί στην εξορία». Κατά περίεργο τρόπο, η Αικατερίνη δεν αναμίχθηκε άμεσα σ' αυτή την υπόθεση εσχάτης προδοσίας. Ωστόσο, ένιωσε να περνάει από πάνω της το παγερό φάσμα της φυλακής. Από εκείνη τη στιγμή, θα ζήσει με το φόβο μιας συνωμοσίας που θα της στερούσε και την ελάχιστη ελευθερία που της είχε απομείνει. Την επόμενη χρονιά, το 1749, νέα κινητοποίηση: μέσα στις Απόκριες, η αυτοκράτειρα παθαίνει μια έντονη «κρίση δυσκοιλιότητας». Οι φοβεροί πόνοι που νιώθει δημιουργούν ανησυχίες για τη ζωή της. Κλεισμένοι στα διαμερίσματά τους, απ' όπου δεν μπορούν να βγουν χωρίς άδεια, η Αικατερίνη και ο Πέτρος πληροφορούνται από τους υπηρέτες τους και την κυρία Βλαντισλάβωφ ότι ο κόμης Μπεστούζεφ, ο στρατηγός Απράξιν και μερικοί άλλοι αξιωματούχοι που εχθρεύονται το ζευγάρι των μεγάλων δουκών έχουν συχνά «μυστικά διαβούλια κεκλεισμένων των θυρών»16. Μήπως, ενόψει του πιθανού θανάτου της αυτοκράτειρας, ετοιμάζουν ένα πραξικόπημα που θα θέσει εκποδών τον Πέτρο από τη διαδοχή και θα εξασφαλίσει την άνοδο στο θρόνο του Ιβάν ΣΤ', του έκπτωτου τσάρου, ο οποίος φθίνει μέσα στο φρούριο του Σλύσελμπουργκ; Η απειλή της εξορίας και της φυλακής τρομοκρατεί τον μεγάλο δούκα, και η Αικατερίνη, αν και εξίσου ανήσυχη, προσπαθεί να τον καθησυχάσει λέγοντάς του ότι, σε περίπτωση κινδύνου, θα οργανώσει την απόδρασή του: «Τα παράθυρα των διαμερισμάτων μας, το ισόγειο, ήταν αρκετά χαμηλά και μπορούσαμε να πηδήσουμε στο δρόμο σε περίπτωση ανάγκης»17.
Η αυτοκράτειρα γιατρεύεται, ωστόσο ο φόβος μιας παλατιανής επανάστασης έχει γίνει έμμονη ιδέα στον μεγάλο δούκα. Στη διάρκεια ενός κυνηγιού, ο υπολοχαγός Μπατούριν, του συντάγματος Μπουτίρσκι, επωφελούμενος από μια στιγμή που βρίσκεται μόνος με τον Πέτρο, κατεβαίνει από το άλογο, γονατίζει και ορκίζεται ότι δεν αναγνωρίζει άλλο μονάρχη από τον μεγάλο δούκα και ότι θα κάνει τα πάντα για να τον υποστηρίξει. Τρομοκρατημένος απ' αυτόν τον όρκο, ο μεγάλος δούκας το βάζει στα πόδια και, αφήνοντας σύξυλο τον γονατισμένο στο ξέφωτο λατρευτή του, σπεύδει να ζητήσει συμβουλή από την Αικατερίνη. Ύστερα από λίγο, ο Μπατούριν συλλαμβάνεται, καλείται ενώπιον της μυστικής Καγκελαρίας, ανακρίνεται και κηρύσσεται ένοχος επειδή προμελέτησε «να θανατώσει την αυτοκράτειρα, να βάλει φωτιά στο παλάτι και να οδηγήσει, ύστερα απ' αυτό το ανοσιούργημα και μέσα στην αναταραχή, τον μεγάλο δούκα στο θρόνο»18. Όσο για τον τελευταίο, μετά τον υπερβολικό φόβο του, ησυχάζει διαπιστώνοντας ότι η μυστική Καγκελαρία δεν ζητάει καν τη μαρτυρία του γι' αυτή την υπόθεση. Η Αικατερίνη υποψιάζεται ότι ο σύζυγός της κατά βάθος κολακεύτηκε διαπιστώνοντας ότι έχει στο στράτευμα οπαδούς τόσο αφοσιωμένους όσο ο Μπατούριν. Υπερβολικά δειλός για ν' αναλάβει τις ευθύνες του αρχηγού μιας ομάδας στασιαστών, δεν παύει να είναι εξαιρετικά ευάλωτος σε κάθε κίνηση συμπαθείας γύρω από το όνομά του. «Από εκείνη την εποχή», θα παρατηρήσει η Αικατερίνη, «είδα να μεγαλώνει μέσα στο νου του μεγάλου δούκα η δίψα για βασιλεία. Πέθαινε απ' αυτή την επιθυμία, ωστόσο δεν έκανε καμία απολύτως προσπάθεια για να φανεί αντάξιός της». Αυτός, πάλι, προσπαθεί με κάθε ευκαιρία να επιβεβαιώσει την ανεξαρτησία του. Το 1750, στα τέλη της Αποκριάς, ενώ η Αικατερίνη ετοιμάζεται για το μπάνιο της, η κυρία Τσογκλοκώφ έρχεται να τον βρει και τον διατάσσει, εκ μέρους της αυτοκράτειρας, να κάνει κι αυτός μπάνιο. Εκείνος όμως απεχθάνεται το μπάνιο περισσότερο απ' όλες τις ρωσικές συνήθειες. Το πέρασμα από τη ζεστή αίθουσα του λουτρού, το οποίο αρνούνταν πάντοτε, του φαίνεται «κόντρα στη φύση του». Φωνάζει ότι δεν θέλει «να πεθάνει», ότι «αγαπάει τη ζωή του περισσότερο από καθετί», και ότι δεν φοβάται τα αντίποινα. «Να δούμε τι θα μου κάνει!» λέει τελικά. «Δεν είμαι πια παιδί!» Η κυρία Τσογκλοκώφ τον φοβερίζει με έγκλειση στο φρούριο. Αυτός φοβάται, χτυπάει τα πόδια, μα δεν υποχωρεί. Όταν η κυρία Τσογκλοκώφ ξανάρχεται, η συζήτηση στρέφεται αλλού. Δεν του μιλάει πλέον για μπάνιο αλλά για τεκνοποίηση. Η αυτοκράτειρα, λέει, είναι πολύ θυμωμένη επειδή το ζευγάρι των μεγάλων δουκών δεν έχει ακόμα αποκτήσει παιδί. Θέλει να μάθει «ποιος φταίει»∙ και γι' αυτό θα στείλει μια μαία στην Αικατερίνη κι ένα γιατρό στον Πέτρο. Ο μεγάλος δούκας ξεσπάει, η Αικατερίνη κατεβάζει το κεφάλι, η κυρία Τσογκλοκώφ απομακρύνεται και η τσαρίνα ξεχνάει την προειδοποίησή της. Όπως και πριν, ο Πέτρος δεν επισκέπτεται το κρεβάτι της Αικατερίνης παρά μόνο για να παίξει με τους στρατιώτες του ή για να κοιμηθεί. Άλλωστε, προκειμένου να κρύψει το κουσούρι του, κομπάζει μπροστά της για τις επιτυχίες του με άλλες γυναίκες. «Φλέρταρε όλες τις γυναίκες», θα γράψει η Αικατερίνη. «Και μονάχα στη δική του δεν έδινε σημασία». Στην πραγματικότητα, τριγυρίζει από τη μία στην άλλη χωρίς να τις αγγίζει. Καρδιοκατακτητής ουδετέρου φύλου, αρκείται, στα είκοσι τρία του χρόνια, στις ψευδαισθήσεις της κατάκτησης. Ωστόσο, αναφέρει ονόματα, περιγράφει λεπτομέρειες. Και η Αικατερίνη νιώθει τον εγωισμό της να πληγώνεται. Στη δική της καρδιά, επικρατεί προς το παρόν νηνεμία. Σκέφτεται βέβαια κάπου κάπου τον όμορφο Ανδρέα Τσερνιτσέφ, που τον απομάκρυναν επειδή της άρεσε κάπως περισσότερο, και που έχει ανακαλύψει το κρησφύγετό του: αλληλογραφούν μέσω μιας «Φιλανδής υπεύθυνης για το βεστιάριο». Τούτο το κορίτσι δεν μπορεί να μιλήσει ελεύθερα στη μεγάλη δούκισσα παρά μόνο όταν αυτή βρίσκεται στην τουαλέτα. Η Αικατερίνη κρύβει τα γράμματα του θαυμαστή της στην τσέπη της, στην κάλτσα της ή τη ζαρτιέρα της. Του απαντάει κρυφά, επωφελούμενη από τις λίγες στιγμές που είναι μόνη. Πρόκειται για τρυφερά φιλικά μηνύματα. Για να τα γράψει, χρησιμοποιεί μια ασημένια πένα αγορασμένη ειδικά γι' αυτό.
Αργότερα, θα την αναστατώσει κάπως ένας άλλος Τσερνιτσέφ, ο Ζαχαρίας. Ο κόμης Ζαχαρίας Τσερνιτσέφ, εξόριστος κι αυτός λόγω του εγκλήματος της συμπάθειάς του προς τη μεγάλη δούκισσα, εμφανίζεται και πάλι στην Αυλή το 1751. Βλέποντας την Αικατερίνη, θαμπώνεται από τη μεταμόρφωσή της. Άφησε μια κοκαλιάρα δεκαεξάχρονη έφηβη και βρίσκει μια νέα, ολάνθιστη γυναίκα είκοσι ενός χρόνων. Γοητευμένος, τολμάει να της ψιθυρίσει πως «έχει ομορφύνει επικίνδυνα». «Πρώτη φορά στη ζωή μου μού έλεγαν κάτι τέτοιο», θα παρατηρήσει εκείνη. «Και δεν μπορώ να πω ότι δεν μου άρεσε. Επιπλέον, είχα την αφέλεια να πιστέψω πως μου έλεγε την αλήθεια». Σε κάθε καιρό, ο Ζαχαρίας και η Αικατερίνη ανταλλάσσουν «ραβασάκια», μικρά κομματάκια χαρτιού πάνω στα οποία είναι τυπωμένοι ελεγειακοί στίχοι που οφείλονται στην έμπνευση κάποιου ζαχαροπλάστη. Τούτα τα ετοιματζίδικα στιχάκια, τα διαδέχονται αβρά χειρόγραφα σημειώματα. Αυτή η αισθηματική αλληλογραφία συναρπάζει την Αικατερίνη, δεν είναι όμως αρκετή για τον Ζαχαρία. Στη διάρκεια μιας μασκαράτας, την εκλιπαρεί να του παραχωρήσει μια «ακρόαση» στο δωμάτιό της. Στην ανάγκη, δέχεται να μεταμφιεστεί σε υπηρέτη! Μόλο που συγκινείται από την επιμονή του, εκείνη αρνείται να ενδώσει στην περιπέτεια. Με βαριά καρδιά, οι δύο νέοι ξαναγυρνούν στις εξομολογήσεις μέσω επιστολών. Και, στο τέλος του καρναβαλιού, ο Ζαχαρίας Τσερνιτσέφ φεύγει για το σύνταγμά του. «Οφείλω να ομολογήσω ότι το κόρτε έδινε κι έπαιρνε τότε στην Αυλή», θα γράψει η Αικατερίνη. Ως εκ θαύματος, η αυτοκράτειρα δεν αντελήφθη —ή δεν θέλησε να αντιληφθεί— την κλίση της μεγάλης δούκισσας για τις φαντασιώσεις. Εκδηλώνει μάλιστα, κατά διαστήματα, μια κάποια επιείκεια προς αυτή τη νέα γυναίκα που, κατά τη γνώμη της, το μεγαλύτερό της ψεγάδι είναι ότι δεν μπόρεσε να γεννήσει ακόμα τον κληρονόμο του θρόνου. Σ' έναν απ' αυτούς τους περίφημους χορούς, όπου οι άνδρες μεταμφιέζονται σε γυναίκες και οι γυναίκες σε άνδρες, η Αικατερίνη κολακεύει την τσαρίνα συγχαίροντάς την για την άνεση με την οποία φοράει την ανδρική φορεσιά και διαβεβαιώνοντάς την ότι, αν η Μεγαλειότητά Της ανήκε πράγματι στο άλλο φύλο, θα ξεμυάλιζε πολλές γυναίκες. Κολακευμένη, η Ελισάβετ της απαντάει ότι, αν όντως ανήκε στο αντίθετο φύλο, στην Αικατερίνη «θα προσέφερε το μήλο της Έριδος». «Έσκυψα και της φίλησα το χέρι για ένα τόσο απροσδόκητο κομπλιμέντο», θα γράψει η Αικατερίνη. Σ' έναν άλλο χορό, σχεδιάζει να καταπλήξει όλες τις κυρίες της Αυλής —που, όπως όλοι περιμένουν, θα εμφανιστούν θεσπέσια ντυμένες και στολισμένες— φορώντας ένα απλό άσπρο φόρεμα «πάνω σ' ένα ελαφρότατο κρινολίνο». «Η μέση μου τότε ήταν εξαιρετικά λεπτή», θα πει. Στα μαλλιά της, δεμένα αλογοουρά, «ένα ψεύτικο τριαντάφυλλο με το μπουμπούκι και τα φύλλα του μιμούνταν με εξαιρετική πειστικότητα το φυσικό». Άλλο ένα τριαντάφυλλο στο κορσάζ. Ένα γιακαδάκι από άσπρη μουσελίνα γύρω από το λαιμό. Μανικέτια και μια ανάλαφρη ποδιά από την ίδια μουσελίνα. Βλέποντάς την, η αυτοκράτειρα φωνάζει: «Θεέ μου, τι απλότητα! Πώς είναι δυνατόν; Ούτε μια ελιά στην άκρη του χείλους της!». Και, με τρόπο, βγάζει μια ελιά «μετρίου μεγέθους» από ένα κουτάκι και την κολλάει πάνω στο πρόσωπο της νεαρής γυναίκας. Η Αικατερίνη δείχνει με καμάρι τούτη την αυτοκρατορική ελιά στους αυλικούς που ευθύς αμέσως μαζεύονται γύρω της. «Δεν θυμάμαι ποτέ στη ζωή μου να άκουσα τόσους επαίνους όσους εκείνη την ημέρα. Όλοι μου έλεγαν ότι ήμουν πανέμορφη και ότι εξέπεμπα μια ιδιαίτερη λάμψη∙ για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου ιδιαίτερα ωραίο, αλλά άρεσα, και νομίζω ότι αυτό υπήρξε το μεγάλο του όπλο»19.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ «Ήταν όμορφος σαν τον ήλιο. Σίγουρα δεν του παράβγαινε κανείς στη μεγάλη Αυλή και — ακόμα λιγότερο— στη δική μας. Διέθετε πνεύμα, κι εκείνες τις γνώσεις, τους τρόπους και τα τεχνάσματα που σου δίνουν οι κοσμικοί κύκλοι, και προπάντων η Αυλή. Ήταν είκοσι έξι χρόνων. Κοντολογίς, τόσο η καταγωγή του όσο και πολλά άλλα του προσόντα τον έκαναν έναν ξεχωριστό καβαλιέρο. Ήξερε να κρύβει τα ελαττώματά του∙ άλλωστε, τα μεγαλύτερα ήταν η τάση προς τους εφήμερους έρωτες και η έλλειψη αρχών. Τότε, δεν τα έβλεπα». Έτσι απεικονίζει η Αικατερίνη στην ώριμη ηλικία της αυτόν που τη συγκίνησε τόσο έντονα στα νεανικά της χρόνια. Ονομάζεται Σέργιος Σαλτικώφ και είναι, όπως και ο αδελφός του Πέτρος, ένας από τους αρχιθαλαμηπόλους της νεοσύστατης Αυλής των μεγάλων δουκών. Η οικογένεια Σαλτικώφ συγκαταλέγεται ανάμεσα στις αρχαιότερες και ευγενέστερες οικογένειες της Ρωσίας. Ο πατέρας του Σέργιου είναι υπασπιστής της τσαρίνας και η μητέρα του, καταγόμενη από την πριγκιπική οικογένεια των Γκολίτσιν, είναι γνωστή για τα ελαφρά της ήθη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της πριγκίπισσας του Άνχαλτ, «είχε εραστές τους τριακόσιους γρεναδιέρους της Αυτής Μεγαλειότητας της Ελισάβετ»20. Το 1752, εποχή που η Αικατερίνη ξεχώρισε τον Σέργιο Σαλτικώφ, αυτός ήταν ήδη δυο χρόνια παντρεμένος με μια δεσποινίδα των τιμών της αυτοκράτειρας, τη Ματριόνα Παβλόβνα Μπαλκ, την οποία ερωτεύτηκε βλέποντάς τη να λικνίζεται σε μια κούνια. Ωστόσο, αυτή η φλόγα έσβησε σχεδόν αμέσως μόλις άναψε και ο Σέργιος Σαλτικώφ στράφηκε προς καινούργιες περιπέτειες. Χωρίς να είναι ούτε τόσο ωραίος ούτε τόσο λαμπρός όσο διατείνεται η Αικατερίνη, είναι γοητευτικός, πρόσχαρος, ευφραδής. Έχει σκούρα καστανά μαλλιά, μέτριο ανάστημα, ευκίνητο κορμί και σωστές αναλογίες, αρέσει στις γυναίκες — και το ξέρει. Τίποτα δεν τον ενδιαφέρει περισσότερο από το ν' ανιχνεύει τις καρδιές, να τις πολιορκεί και να καταρρακώνει τα ήθη. Η εγκατάλειψη στην οποία βλέπει ότι βρίσκεται η Αικατερίνη του δίνει την τόλμη να την πλησιάσει. Η επιτήρηση στην οποία υπόκειται αποτελεί γι' αυτόν έναυσμα. «Θα διακινδύνευε ακόμα και να βρεθεί στη Σιβηρία προκειμένου να ζει πρόσκαιρους έρωτες», γράφει ο Μ. ντε Σαμπώ υιός στο Παρίσι. Κατ' αρχάς, ο Σέργιος Σαλτικώφ συγκεντρώνει όλες του τις προσπάθειες για ν' αφοπλίσει τους δύο δύσπιστους «κέρβερους». Αφού κερδίσει τη συμπάθεια του ζεύγους Τσογκλοκώφ, πηγαίνει στο σπίτι τους μαζί με το φίλο του Λεόν Ναρίσκιν, το γελωτοποιό της αυλής, τον «γεννημένο Αρλεκίνο», και συναντάει εκεί την Αικατερίνη και τη φίλη της, την πριγκίπισσα Γκαγκάριν. Η κυρία Τσογκλοκώφ, η οποία ήταν τότε «έγκυος και είχε συχνές ενοχλήσεις», εποπτεύει τη μεγάλη δούκισσα λιγότερο αυστηρά απ' ό,τι συνήθως. Άλλωστε, μετά τις στενόχωρες εξωσυζυγικές περιπέτειες του άνδρα της, έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της έπαρσής της και νιώθει κάποια ευγνωμοσύνη απέναντι στην τελευταία για την αξιοπρέπεια που κράτησε σε όλη τη διάρκεια εκείνης της υπόθεσης. Όσο για τον Τσογκλοκώφ, επίσης ερωτευμένο με την Αικατερίνη, τα νεαρά άτομα βρίσκουν σύντομα τρόπο να τον απομακρύνουν. Ο Σέργιος Σαλτικώφ τον πείθει ότι έχει μεγάλο ποιητικό ταλέντο, τον προτρέπει να γράψει, του προτείνει θέματα τραγουδιών, και ο ανθρωπάκος αποσύρεται ενθουσιασμένος σε μια γωνιά, «κοντά στο τζάκι», για να συνθέσει. Όταν τελειώνει, το άλλο μέλος της παρέας, ο Λεόν Ναρίσκιν, παίρνει το χειρόγραφο, το μελοποιεί και το τραγουδάει μαζί με το δημιουργό του. «Περιμένοντας», παρατηρεί η Αικατερίνη, «κουβεντιάζαμε μέσα στο δωμάτιο για κάθε λογής θέματα». Στη διάρκεια αυτών των μουσικών διαλειμμάτων, ο Σέργιος τολμάει επιτέλους να της ψιθυρίσει ότι είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της. Αυτή, συγκινημένη, δεν προσπαθεί να τον αποθαρρύνει, βλέποντας όμως την επιμονή του του αποκρίνεται με σιγανή φωνή: «Και τι θα πει για όλα αυτά η γυναίκα σας που την παντρευτήκατε πριν από δύο χρόνια από πάθος, και θεωρείστε ερωτευμένος μαζί της;». Εκείνος διαμαρτύρεται έντονα. Δεν αγαπάει πια τη γυναίκα του. Είναι ένα άχρηστο φορτίο
στη ζωή του. Και προσθέτει πως «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός» και πως πληρώνει «πολύ ακριβά μια στιγμή τύφλωσης»21. Η Αικατερίνη έχει τόση διάθεση να τον πιστέψει που αρχίζει να λυπάται τον ωραίο νεαρό ο οποίος ατύχησε στο γάμο του και ποθεί μια απρόσιτη μεγάλη δούκισσα. Τον βλέπει «σχεδόν καθημερινά» και τον ακούει με ολοένα μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Παρ' όλα αυτά, προσπαθεί να αντιδράσει ενάντια στην παραζάλη που την έχει κυριεύσει. Για να λυτρωθεί, φωνάζει απεγνωσμένα: «Πού ξέρετε; Μπορεί η καρδιά μου να είναι δοσμένη σε άλλον!». Τούτη η κραυγή του άπειρου μικρού κοριτσιού, αντί να τον ψυχράνει, τον παρακινεί να εκμεταλλευτεί την πλεονεκτική του θέση. Κανείς από τους δυο δεν ασχολείται με τον μεγάλο δούκα, που η αδιαφορία του είναι γνωστή σε όλους. Σαν καλός στρατηγός, ο Σέργιος περιμένει καρτερικά την ευκαιρία για να πει την τελευταία λέξη. Στη διάρκεια ενός κυνηγιού που οργανώθηκε από τον Τσογκλοκώφ σ' ένα νησί του Νέβα, ο Σέργιος, αφήνοντας τους άλλους προσκαλεσμένους να κυνηγούν λαγούς, παίρνει κατά μέρος την Αικατερίνη, της μιλάει ξανά για το πάθος του, για την ευτυχία που τους περιμένει αν ενδώσει, και την ικετεύει να του πει ότι είναι πράγματι «ο εκλεκτός της καρδιάς της». Για να κρύψει την αδυναμία της, εκείνη αμύνεται γελώντας και, ύστερα από μιάμιση ώρα πολύ τρυφερής συζήτησης, τον διατάσσει να φύγει για να μην την εκθέσει. Ωστόσο, αυτός αρνείται να την εγκαταλείψει αν δεν του πει επιτόπου ότι τον αγαπάει. «Ναι, ναι», λέει, «αλλά πηγαίνετε στο καλό!» Καβαλάει το άλογό του, το σπιρουνίζει και, καθώς απομακρύνεται, την ακούει να του φωνάζει παιχνιδιάρικα: «Όχι! Όχι!» — «Ναι! Ναι!» αποκρίνεται εκείνος καλπάζοντας. Το ίδιο βράδυ, όλη η συντροφιά συγκεντρώνεται στο σπίτι των Τσογκλοκώφ στο νησί. Στη διάρκεια του δείπνου σηκώνεται αέρας και τα νερά του Νέβα φουσκώνουν πολύ γρήγορα, σκεπάζουν τη σκάλα και τινάζονται πάνω στους τοίχους. Δεν γεννάται θέμα να μπουν στις βάρκες για να διασχίσουν το ποτάμι, που είναι πολύ πλατύ σ' εκείνο το σημείο. Και όταν η καταιγίδα κάνει τη στέγη να τρίξει, παύει να ισχύει το πρωτόκολλο. Οι προσκαλεσμένοι μαζεύονται ο ένας πάνω στον άλλο, χαχανίζοντας μέσα στο μισοσκόταδο, όπου λάμπουν εδώ κι εκεί οι τρεμάμενες φλόγες από τα καντηλέρια. Η Αικατερίνη ξαναβρίσκεται πλάι στον καβαλιέρο της. «Ο Σέργιος Σαλτικώφ μου είπε ότι ακόμα και ο ουρανός ήταν μαζί του εκείνη τη μέρα, και του έδινε την ευκαιρία ν' απολαμβάνει περισσότερο την παρουσία μου, κι ένα σωρό άλλα τέτοια πράγματα»22. Είναι τρομαγμένη και από τη θύελλα και από τον άνδρα. Τη σφίγγει, κι εκείνη αμύνεται όλο και λιγότερο. Είναι «δυσαρεστημένη» από τον εαυτό της. «Νόμιζα ότι μπορούσα να κατευθύνω και να σωφρονίσω τόσο εκείνον όσο και τον εαυτό μου. Κατάλαβα όμως ότι και το πρώτο και το δεύτερο ήταν, αν όχι αδύνατα, τουλάχιστον δύσκολα». Επιτέλους, στις τρεις το πρωί, ο αέρας πέφτει, τα κύματα καταλαγιάζουν, και οι καλεσμένοι, μουσκεμένοι και μουδιασμένοι, μπαίνουν στις βάρκες όπως όπως. Η Αικατερίνη δεν είναι πια ίδια. Μόλο που δεν έχει ενδώσει ακόμη, έχει πάρει την απόφασή της. Πολύ σύντομα, θα υπάρχει ένα τετελεσμένο γεγονός. Είναι είκοσι τριών χρόνων. Ύστερα από οχτώ χρόνια παρθενίας στο γάμο της, ανακαλύπτει το παιχνίδι των κορμιών και θαμπώνεται. Ο πρώτος εραστής της την ικανοποιεί. Δεν νιώθει την παραμικρή ενοχή στην αγκαλιά του. Συγκρινόμενος με τον αξιοθρήνητο μεγάλο δούκα, διαθέτει στα μάτια της όλες τις αρετές: σθένος, τόλμη και χάρη. Φοβάται ωστόσο μήπως ανακαλυφθεί το μυστικό τους. Ο Μπρεσάν, ο Γάλλος καμαριέρης του μεγάλου δούκα, μεταφέρει στον Σέργιο τούτα τα ανησυχητικά λόγια της Αυτού Υψηλότητας: «Ο Σέργιος Σαλτικώφ και η γυναίκα μου ξεγελούν τον Τσογκλοκώφ, του πουλάνε παραμύθια και δεν τους καίγεται καρφί». Σ' αυτή τη δήλωση δεν υπάρχει ίχνος ζήλιας. Ο Πέτρος δεν τραγικοποιεί το γεγονός ότι η Αικατερίνη έχει ξεμυαλιστεί με τον Σέργιο Σαλτικώφ. Το βλέπει σαν μια απλή κοσμική συμπάθεια. Άλλωστε, μήπως και ο ίδιος δεν διατείνεται ότι είναι τρελά ερωτευμένος με τη Μάρθα Σαφιρώφ —δεσποινίδα των τιμών της μεγάλης
δούκισσας—, δίχως να υπάρχει ανάμεσά τους τίποτε άλλο εκτός από κάποια πονηρά χαμόγελα και μερικά διφορούμενα λόγια; Ο Σέργιος όμως, «δαιμόνιος στις ερωτοδουλειές» σύμφωνα με την έκφραση της Αικατερίνης, διαβλέπει άμεσα τον κίνδυνο όντας ο εραστής μιας γυναίκας που ο άνδρας της είναι κατά γενική ομολογία παρθένος. Αν αυτή μείνει έγκυος, ποιον θα υποψιαστούν; Για να αποτρέψει τούτο το ενδεχόμενο, ο νεαρός αρχιθαλαμηπόλος αποθρασύνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε μιλάει στην αυτοκράτειρα για τη φυσική ατέλεια η οποία στέκεται εμπόδιο στην «ευτυχία του μεγάλου δούκα». Αναλαμβάνει, όπως λέει, ο ίδιος προσωπικά να πείσει την Υψηλότητά Του να υποβληθεί στην απαιτούμενη εγχείρηση. Η τσαρίνα, που αυτό το θέμα την καίει, συμφωνεί και τον ενθαρρύνει. Έτσι, στη διάρκεια ενός ευχάριστου δείπνου, οι φίλοι του μεγάλου δούκα — που έχει πιει κι έχει γελάσει πολύ— φέρνουν τη συζήτηση στις χαρές του έρωτα. «Ο πρίγκιπας», γράφει ο διπλωμάτης Ζ. Καστέρα, «άφησε να διαφανεί κάποια θλίψη για την αδυναμία του να τις απολαύσει. Τότε, όλοι οι συνδαιτυμόνες έπεσαν στα πόδια του και τον εξόρκισαν να ενδώσει στις συμβουλές του Σαλτικώφ. Ο μεγάλος δούκας δείχνει να κάμπτεται. Οι φίλοι του εκλαμβάνουν κάποιες λέξεις που ψελλίζει ως συγκατάθεση. Όλα είναι έτοιμα. Φέρνουν μέσα τον περίφημο γιατρό Μποέρχαβε μαζί μ' ένα θαυμάσιο χειρουργό. Δεν υπήρχε τρόπος να προβάλει αντίσταση ο Πέτρος, και όλα εξελίχθηκαν κατ' ευχήν»23. Για να βεβαιωθεί ότι μετά την εγχείρηση ο μεγάλος δούκας έγινε ικανός στον ερωτικό τομέα, η αυτοκράτειρα αναθέτει στην κυρία Τσογκλοκώφ να βρει μια γυναίκα που θα τον μυήσει στον έρωτα. Επιθυμώντας να υπακούσει στις διαταγές της Μεγαλειοτάτης, η κυρία Τσογκλοκώφ «παίρνει πολύ ζεστά» τούτον το ρόλο. Και, χάρη στον καμαριέρη Μπρεσάν ανακαλύπτει τελικά κάποια κυρία Γκρουτ, «όμορφη χήρα ενός ζωγράφου», που δέχεται να ξεστραβώσει τον νέο άνδρα. «Εκείνη (η κυρία Τσογκλοκώφ) έλπιζε σε μεγάλη ανταμοιβή των κόπων της∙ ωστόσο γελάστηκε: δεν της έδωσαν τίποτα. Συνήθιζε πάντως να λέει ότι η αυτοκρατορία τής όφειλε πολλά»24. Κι έτσι, ο Πέτρος απαλλάσσεται από το εμπόδιό του. Όταν η Αικατερίνη βλέπει τούτον τον αρσενικό να έρχεται θριαμβευτικά κοντά της, νοσταλγεί την εποχή που δεν χρειαζόταν να φοβάται τα χάδια του. Αν και ερωτευμένη με άλλον άνδρα, αναγκάζεται να δέχεται μια επαφή που την αποτροπιάζει, προκειμένου να εξασφαλίσει τη σιγουριά του δεσμού της. Οι πρώτες σχέσεις με τον άνδρα της, συγκρινόμενες με τη μέθη που νιώθει πλάι στον Σέργιο, είναι μια τρισάθλια γυμναστική. Άλλωστε δεν την αγαπάει ούτε την ποθεί∙ κάνοντας έρωτα μαζί της, εκπληρώνει απλώς ένα καθήκον. Την επομένη εκείνης της καθυστερημένης πρώτης νύχτας γάμου, αυτός, ακολουθώντας τη συμβουλή του Σέργιου Σαλτικώφ, πηγαίνει στην αυτοκράτειρα μια σφραγισμένη κασετίνα η οποία περιέχει τα δείγματα της υποτιθέμενης παρθενίας της μεγάλης δούκισσας. «Η Ελισάβετ», γράφει ο Καστέρα, «έδειξε να πείθεται για την αυθεντικότητά τους. Μερικοί θα γέλασαν σίγουρα μέσα τους, ωστόσο όλοι έσπευσαν να συγχαρούν δημόσια τον πρίγκιπα για την ευτυχία του». Όσο για τον Σέργιο Σαλτικώφ, βγάζει έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η Αικατερίνη είναι έγκυος. Επιβάλλεται από τις περιστάσεις ο σύζυγος να εκδηλωθεί ερωτικά, αναλαμβάνοντας με κάποια αληθοφάνεια και την πατρότητα του παιδιού. Στην πραγματικότητα όμως, εκείνη δεν νοιάζεται τόσο για την επικείμενη γέννηση όσο για την παράξενη στάση του Σέργιου απέναντί της. Κάποια κυνήγια εξακολουθούν να τους μαζεύουν στο Πέτερχοφ. Όλα φαίνονται εκεί εξωπραγματικά, ακόμα και τα κοστούμια, μιας και η Ελισάβετ έχει καθιερώσει την ίδια αμφίεση για όλους: «Γκρίζο πανωφόρι, και όλα τα υπόλοιπα μπλε, μ' ένα γιακαδάκι από μαύρο βελούδο». Έτσι, τα ζευγάρια έχουν την ευχέρεια να απομονώνονται χωρίς να μπορεί κανείς να τα αναγνωρίζει από μακριά. Αυτά τα χαριτωμένα τετ‐α‐τετ είναι οι τελευταίες αναλαμπές μιας ευτυχίας που βρίσκεται στη δύση της.
Είτε από ανία είτε από σύνεση, ο Σέργιος δείχνει όλο και λιγότερο ζήλο. «Γινόταν», θα πει η Αικατερίνη, «αφηρημένος και, πολλές φορές, φαντασμένος, υπεροπτικός και επιπόλαιος, και θύμωνα γι' αυτό». Ξαφνικά, ο Σέργιος και ο φίλος του Λεόν Ναρίσκιν αποφασίζουν να φύγουν για την εξοχή. Χωρισμός απαραίτητος, λέει ο πρώτος, για να απομακρύνει τις υποψίες. Μήπως όμως νιώθει απλώς την ανάγκη να απαλλαγεί, για ένα διάστημα, από μια ερωμένη που τον καταπιέζει; Εκείνη βρίσκεται σε απελπισία. Η Αυλή πρέπει να πάει στη Μόσχα και ο Σέργιος δεν έχει γυρίσει ακόμη. Στις 14 Δεκεμβρίου 1752, το ζευγάρι των μεγάλων δουκών ξεκινάει. Στη διάρκεια του ταξιδιού, «έντονες ωδίνες» πιάνουν την Αικατερίνη. Αποβάλλει. Δόξα σοι ο Θεός! Απαλλαγμένη από το φορτίο της, περιμένει με ανυπομονησία να γυρίσει ο Σέργιος από την εθελοντική του εξορία. Όταν τον ξαναβλέπει, τέτοια είναι η συγκίνησή της που δηλώνει ότι θα κάνει τα πάντα για να διαφυλάξει το δεσμό τους. Εκείνος, παρ' όλα αυτά, φαίνεται όλο και περισσότερο συγκρατημένος και απόμακρος. Φοβάται —λέει στην Αικατερίνη— μήπως κάποιος σπιούνος πληροφορήσει την αυτοκράτειρα για τις σχέσεις τους. Αυτή τότε σκέφτεται να προβεί σ' ένα διάβημα προς τον Μπεστούζεφ, τον άσπονδο εχθρό της, προκειμένου να εξασφαλίσει, αν όχι την εύνοια, τουλάχιστον την ουδετερότητά του. Κάποιος Μπρέμζε, άνθρωπος τόσο της «μικρής Αυλής» όσο και του οίκου του καγκελαρίου, βρίσκει τον τελευταίο και του διαβιβάζει, εκ μέρους της μεγάλης δούκισσας, ότι «αυτή βρίσκεται πιο κοντά του απ' ό,τι στο παρελθόν». Τούτη η πράξη πίστης ενθουσιάζει τον καγκελάριο, που δεν αμφιβάλλει πλέον ότι έχει όλα τα ατού στα χέρια του. Την επομένη δέχεται τον Σέργιο Σαλτικώφ με εξαιρετικά φιλικές διαθέσεις. «Του μίλησε για μένα και για την κατάστασή μου σαν να είχε ζήσει μέσα στο δωμάτιό μου», θα γράψει η Αικατερίνη. Και κάνει τη σκέψη ότι, εφόσον ο Μπεστούζεφ δεν αγανακτεί με την ιδέα αυτής της μοιχείας —της οποίας άλλωστε δείχνει να γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες—, τότε ίσως και να βλέπει με καλό μάτι τον έρωτά της με τον Σέργιο. Σε μια έξαρση γενναιοδωρίας, ο καγκελάριος φτάνει στο σημείο να αναφωνήσει μπροστά στον επισκέπτη του: «Κι εκείνη (η Αικατερίνη) θα διαπιστώσει ότι δεν είμαι ο αγριάνθρωπος που της είχαν περιγράψει!». Ο Σέργιος επαναλαμβάνει τούτα τα λόγια στην Αικατερίνη που συγχαίρει τον εαυτό της φρονώντας ότι έχει αποκτήσει έναν ισχυρό σύμμαχο «δίχως να πάρει είδηση κανείς». Ωστόσο, δεν διακρίνει ακόμα εντελώς ξεκάθαρα τα κίνητρα που έσπρωξαν τούτον τον άνδρα —ο οποίος νοιαζόταν ιδιαίτερα για την περιφρούρηση της αρετής της μεγάλης δούκισσας από ένα ανδρόγυνο κέρβερων— να ενθαρρύνει σήμερα τις ερωτικές επιδόσεις του εραστή της με «πολλές συμβουλές, εξίσου σοφές όσο και χρήσιμες». Ύστερα από μερικές ημέρες, και οι ίδιοι οι κέρβεροι αλλάζουν στάση. Από φύλακες, γίνονται ρουφιάνοι. Η κυρία Τσογκλοκώφ η οποία, όπως λέει η Αικατερίνη, «είχε πάντοτε κατά νου το προσφιλές της σχέδιο όσον αφορά την επαγρύπνηση για τη διαδοχή του θρόνου», εμπλέκει τη μεγάλη δούκισσα σε μια παράξενη συζήτηση. Με ύφος σοβαρό και με μισόλογα, της εξηγεί ότι, μόλο που στην καθημερινή ζωή μια γυναίκα οφείλει πίστη στο σύζυγό της, υπάρχουν παρ' όλα αυτά περιπτώσεις όπου επιτρέπονται παρεκβάσεις από την ίδια τη λογική του Κράτους, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την εξασφάλιση της διαδοχής του θρόνου. Αρχικά ξαφνιασμένη, η Αικατερίνη την αφήνει να μιλάει, «περιμένοντας να δω πού θα κατέληγε και αγνοώντας αν μου έστηνε παγίδα ή μιλούσε με ειλικρίνεια». Θα μπορούσαν όντως να ισχύουν δύο εκδοχές: ή η στειρότητα του μεγάλου δούκα προβλημάτιζε τόσο τον Μπεστούζεφ και την αυτοκράτειρα, ώστε έψαχναν έναν επιβήτορα για να τον αντικαταστήσει το συντομότερο, ή είχαν ορκιστεί να ξεσκεπάσουν και να υπονομεύσουν την Αικατερίνη, ένοχη για προδοσία των καθηκόντων της. Από σύνεση, η Αικατερίνη προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει με τι της πιπιλίζει το μυαλό με ύφος τόσο μυστηριώδες η κυρία Τσογκλοκώφ. Ώσπου η τελευταία, αποφασίζοντας να μιλήσει έξω από τα δόντια, δηλώνει: «Θα διαπιστώσετε και μόνη σας πόσο αγαπώ την πατρίδα μου και πόσο ειλικρινής είμαι. Δεν αμφιβάλλω ότι έχετε κοιτάξει κι άλλον άνδρα. Αυτός πρέπει να
είναι ή ο Σέργιος Σαλτικώφ ή ο Λεόν Ναρίσκιν. Αν δεν κάνω λάθος, είναι ο δεύτερος». Η Αικατερίνη διαμαρτύρεται έντονα: «Όχι, όχι, ούτε ιδέα!». Τότε, η κυρία Τσογκλοκώφ παρατηρεί θριαμβευτικά: «Ε, λοιπόν, θα είναι σίγουρα ο άλλος, δεν χωράει αμφιβολία!». Και προσθέτει: «Θα δείτε πως δεν είμαι εγώ που θα σας δημιουργήσω προβλήματα». «Έκανα το βλάκα», γράφει η Αικατερίνη, «κι εκείνη πολλές φορές με μάλωνε, τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο»25. Ο Μπεστούζεφ, από την πλευρά του, δασκαλεύει τον Σέργιο Σαλτικώφ. Αυτός όμως είναι ήδη έτοιμος ν' απομακρυνθεί από τη μεγάλη δούκισσα. Έχει τα μάτια του στραμμένα αλλού. Εκείνη τον κατηγορεί με αδεξιότητα για την αστάθειά του. Ο Σαλτικώφ αμύνεται με αδιάσειστα επιχειρήματα, μέχρι που η Αικατερίνη, εκούσα άκουσα, πείθεται: «Μου παρουσίαζε τόσο εύσχημους και βάσιμους λόγους που, όταν τον έβλεπα και του μιλούσα, όλοι οι προηγούμενοι συλλογισμοί μου σχετικά μ' αυτό το θέμα κατέρρεαν». Τώρα, χρησιμοποιεί ένα σωρό τερτίπια για να τον προσελκύει κάπου κάπου στο κρεβάτι της. Βέβαια, δεν σκέφτεται παρά μόνο την ευχαρίστησή της. Ωστόσο, η κυρία Τσογκλοκώφ, ο Μπεστούζεφ και, πίσω απ' αυτούς, η αυτοκράτειρα ελπίζουν ότι ο διαλεχτός της καρδιάς της θα την αφήσει έγκυο. Το Μάιο του 1753 διαπιστώνει «καινούργιες ενδείξεις εγκυμοσύνης». Παρά την κούρασή της, ακολουθεί την Αυλή στις μετακινήσεις της, συμμετέχει μ' ένα αμάξι σε κυνήγια και σε περιπάτους, κοιμάται στο ύπαιθρο. Όταν επιστρέφει στη Μόσχα, αποβάλλει για δεύτερη φορά με φοβερούς πόνους, ύστερα από ένα χορό κι ένα δείπνο. «Διέτρεξα μεγάλο κίνδυνο επί δεκατρείς ημέρες, προφανώς επειδή είχε μείνει μέσα μου ένα κομμάτι του εμβρύου... Επιτέλους, τη δέκατη τρίτη μέρα, έφυγε μόνο του... Εξαιτίας τούτου του ατυχήματος, με έκλεισαν στο δωμάτιό μου για έξι εβδομάδες, μέσα σε μια ανυπόφορη ζέστη». Η αυτοκράτειρα, που έρχεται να τη δει, φαίνεται «όλο προσποίηση». Έχει τους λόγους της! Είχε εναποθέσει τόσες ελπίδες σε μια διευθέτηση που εξασφάλιζε την επίφαση της νομιμότητας στο νόθο παιδί της Αικατερίνης! Όσο για τον Σέργιο Σαλτικώφ, αυτός σκέφτηκε ότι με αυτή την αναποδιά, θα υποχρεωθεί να μείνει σε αναγκαστική υπηρεσία κοντά σε μια γυναίκα που δεν την αγαπάει πλέον καθόλου. Όσο δεν θα έχει εκπληρώσει την αποστολή του επιβήτορα, δεν θα μπορεί να βάλει πλώρη γι' αλλού. Και ο μεγάλος δούκας; Άραγε πίστεψε στ' αλήθεια πως θα γινόταν πατέρας; Αμφιβάλλουμε. Εκτός από το ότι οι σπάνιες στιγμές οικειότητας με τη σύζυγό του υπήρξαν εξαιρετικά αποκαρδιωτικές, είναι σε θέση να γνωρίζει τον έρωτά της για τον Σέργιο Σαλτικώφ και, συνεπώς, να υποψιάζεται ότι η εγκυμοσύνη της οφείλεται σ' αυτόν. Καταδικασμένος στο ρόλο του αβρόφρονος συζύγου, υποφέρει από έναν εξευτελισμό που δεν μπορεί να τον εκμυστηρευθεί σε κανένα, μιας και η ίδια η αυτοκράτειρα καλύπτει την απάτη. Η χειρουργική επέμβαση τον ελευθέρωσε, η κυρία Γκρουτ του άνοιξε τα μάτια, αλλά δεν παύει να παραμένει ένα αθώο παιδί που δεν ενηλικιώθηκε ποτέ του στα σωστά. Μισεί τη γυναίκα του και του είναι αδιάφορο το ότι τον απατά. Μαίνεται και σαρκάζει. Θα ήθελε να ξεγλιστρήσει απ' αυτόν τον κόσμο των ενηλίκων και, για να ξεχάσει, καταφεύγει στα παιχνίδια και το κρασί. Ο αγαπημένος του υπηρέτης, ένας Ουκρανός, τον προμηθεύει με δυνατά ηδύποτα. Μεθάει μαζί με τους υπηρέτες του και όταν αυτοί, υπό την επήρεια του ποτού, ξεχνούν το σεβασμό που οφείλουν σ' ένα μεγάλο δούκα, τους χτυπάει με τη μαγκούρα ή με το αμβλύ μέρος του σπαθιού του. Μια μέρα, μπαίνοντας στο δωμάτιό του, η Αικατερίνη βλέπει κρεμασμένο ένα χοντρό αρουραίο «μαζί με όλο τον εξοπλισμό του μαρτυρίου». Όταν ρωτάει τον μεγάλο δούκα για τα αίτια τούτης της θανατικής ποινής, αυτός αποκρίνεται ότι, σύμφωνα με τους στρατιωτικούς νόμους, ο αρουραίος κρίθηκε ένοχος επειδή καταβρόχθισε δύο στρατιώτες από αλευρόκολλα∙ ότι κρεμάστηκε αφού ένα σκυλί τού μάσησε τ' αχαμνά, και ότι θα μείνει εκτεθειμένος σε κοινή θέα «επί τρεις μέρες, για παραδειγματισμό». Πιστεύοντας ότι πρόκειται για αστείο, η Αικατερίνη σκάει στα γέλια, ενώ ο Πέτρος συνοφρυώνεται. Αν η γυναίκα του δεν είναι πλέον ικανή να συμμετέχει στα παιχνίδια του, σε τι μπορεί να του χρησιμεύει ακόμη;
Η υπόθεση του κρεμασμένου αρουραίου εντυπωσίασε ζωηρά την Αικατερίνη. Στο νου της έρχονται κι άλλοι αρουραίοι, αυτοί που είδε στη διάρκεια της πυρκαγιάς του παλατιού Άνενχοφ, στη Μόσχα, στις αρχές του χειμώνα. «Παρατήρησα τότε κάτι περίεργο», γράφει. «Ένα εκπληκτικό πλήθος αρουραίων και ποντικών να κατεβαίνουν τη σκάλα στη σειρά, με όλο τους το πάσο». Τα φορέματα της αυτοκράτειρας —που ανέρχονταν σε τέσσερις χιλιάδες!— καταστράφηκαν από τις φλόγες. Αλλά τα βιβλία της Αικατερίνης περισώθηκαν ως εκ θαύματος. Χαίρεται ιδιαίτερα επειδή τα βιβλία αποτελούν στη Ρωσία ένα θησαυρό που αντικαθίσταται δυσκολότερα από μια γκαρνταρόμπα. Το ζεύγος των μεγάλων δουκών, που δεν έχει πλέον στέγη, καταφεύγει στο σπίτι των Τσογκλοκώφ: «Ο άνεμος φυσούσε εκεί απ' όλες τις κατευθύνσεις, τα παράθυρα και οι πόρτες ήταν μισοσαπισμένα, το πάτωμα γεμάτο κενά πλάτους τριών ή τεσσάρων δακτύλων και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έβριθε από ζωύφια». Το Φεβρουάριο του 1754, εφτά μήνες μετά τη δεύτερη αποβολή, η Αικατερίνη αντιλαμβάνεται ότι είναι και πάλι έγκυος. Η αυτοκράτειρα ελπίζει πως, τούτη τη φορά, η εγκυμοσύνη θα έχει αίσια έκβαση. Το ελπίζει και ο Σέργιος Σαλτικώφ, επειδή είναι θιασώτης των ελαφρών περιπετειών και αυτός ο μακροχρόνιος —σχεδόν επίσημος— δεσμός τον βαραίνει. Η Αικατερίνη διαβάζει τις σκέψεις του και θλίβεται. «Η πλήξη, η αδιαθεσία και η φυσική και ηθική δυσφορία που προέρχονταν από την κατάστασή μου, μου είχαν προκαλέσει μεγάλη υποχονδρία», γράφει. Κακοβολεμένη στο σπίτι των Τσογκλοκώφ, κρυώνει με τα ρεύματα και περιμένει τις επισκέψεις του εραστή της που διασκεδάζει αλλού. Καθισμένη απέναντί της, παραπονιέται και η κυρία Τσογκλοκώφ επειδή ο άνδρας της γλεντάει έξω με τους φίλους του. «Για κοίταξε πώς μας εγκαταλείπουν!» λέει αναστενάζοντας. Και η Αικατερίνη οφείλει να συμφωνήσει πως είναι και οι δυο τους αξιολύπητες: «Όλα αυτά μου δημιουργούσαν φριχτή διάθεση». Άλλωστε, λίγο μετά, η ίδια η κυρία Τσογκλοκώφ, τόσο ενοχλημένη από τις εξόδους του άνδρα της, ερωτεύεται με πάθος τον πρίγκιπα Ρέπνιν και δείχνει στην Αικατερίνη τα φλογερά γράμματα που λαβαίνει από τον εραστή της. Κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων, ο Τσογκλοκώφ πεθαίνει ύστερα από μια «κρίση κολικού». Θεωρώντας ότι δεν είναι ευπρεπές μια χήρα να εμφανίζεται δημόσια, η αυτοκράτειρα καθαιρεί αμέσως την κυρία Τσογκλοκώφ από τα καθήκοντά της κοντά στη μεγάλη δούκισσα. Η Αικατερίνη είναι περίλυπη: η κυρία Τσογκλοκώφ, αρχικά εχθρός της, είχε γίνει στη συνέχεια δικός της άνθρωπος. Η αγανάκτησή της μεταβάλλεται σε τρόμο όταν πληροφορείται το όνομα αυτού που θα είναι στο εξής εντεταλμένος να την επιτηρεί: κόμης Αλέξανδρος Σουβάλωφ, θείος του καινούργιου ευνοουμένου της Ελισάβετ και αρχηγός της Ιεράς Εξέτασης του Κράτους, με άλλα λόγια της μυστικής αστυνομίας. Αυτό το τρομερό άτομο παθαίνει ένα «σπασμό» που, κατά διαστήματα, του συστρέφει τη δεξιά πλευρά του προσώπου, από το μάτι μέχρι το σαγόνι. «Ήταν άξιο απορίας», γράφει η Αικατερίνη, «πως διάλεξαν αυτόν τον άνθρωπο με την τόσο αποτρόπαιη γκριμάτσα, για να τον τοποθετήσουν επί μονίμου βάσεως απέναντι σε μια νεαρή εγκυμονούσα∙ αν έφερνα στον κόσμο ένα παιδί που θα είχε τούτο το απαίσιο τικ, είμαι σίγουρη πως η αυτοκράτειρα θα γινόταν έξαλλη». Στις αρχές Μαΐου 1754, ολόκληρη η Αυλή ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη Μόσχα για την Αγία Πετρούπολη. Προοπτική ταξιδιού είκοσι εννέα ημερών. Η Αικατερίνη «πεθαίνει από φόβο», σύμφωνα με τη δική της έκφραση, με την ιδέα ότι ο Σέργιος Σαλτικώφ θα μπορούσε να μη συμπεριλαμβάνεται στους ταξιδιώτες. Τώρα που την άφησε έγκυο, δεν ενδιαφέρει πια το θρόνο. Η αυτοκράτειρα όμως δεν επαναπαύεται: από ενδιαφέρον, προφανώς, για τα νεύρα της μέλλουσας μητέρας, ο εραστής της γίνεται δεκτός ως μέλος της ακολουθίας. Αν και είναι γεγονός ότι δεν θα μπορεί να την πλησιάζει, «εξαιτίας της καταπίεσης και της συνεχούς παρουσίας του ζεύγους Σουβάλωφ». «Έπληττα θανάσιμα μέσα στην άμαξα και δεν σταματούσα να κλαίω», θα γράψει η Αικατερίνη.
Στην Αγία Πετρούπολη, το ζευγάρι των μεγάλων δουκών εγκαθίσταται ξανά στο Θερινό Ανάκτορο. Εκεί, ο Πέτρος οργανώνει συναυλίες και δίνει όλο τον καλό του εαυτό παίζοντας βιολί στην ορχήστρα. Η Αικατερίνη, κουρασμένη από την εγκυμοσύνη, επωφελείται από εκείνες τις μουσικές βραδιές για να το σκάει από την αίθουσα και να ανταλλάσσει μερικά τρυφερά λόγια με τον εραστή της. Ενώ πλησιάζει η ημερομηνία της γέννας, είναι πεπεισμένη ότι μια συνωμοσία εξυφαίνεται άνωθεν ενάντια στην ευτυχία της. «Ήμουν πάντα δακρυσμένη και χιλιάδες κακά πράγματα μου περνούσαν από το νου∙ με λίγα λόγια, μου είχε γίνει έμμονη ιδέα πως όλα έτειναν στην απομάκρυνση του Σεργίου Σαλτικώφ». Έτσι, ενώ ετοιμάζεται να γίνει μητέρα, οι σκέψεις της δεν στρέφονται προς το παιδί που θα γεννηθεί, αλλά προς τον άνδρα που της χάρισε τη γεύση της ηδονής. Όταν ο Αλέξανδρος Σουβάλωφ της δείχνει το διαμέρισμα που ετοιμάστηκε ειδικά για τη γέννα, δίπλα στο προσωπικό διαμέρισμα της Αυτής Μεγαλειότητας, δέχεται «ένα πλήγμα σχεδόν θανατηφόρο». Εγκατεστημένη δύο βήματα από την αυτοκράτειρα, δεν θα μπορεί να δέχεται τον Σέργιο όπως θέλει. Θα είναι απομονωμένη, έγκλειστη, «εξαιρετικά δυστυχισμένη και μόνη». Επιθεωρεί γεμάτη θλίψη τα δύο δωμάτια, ταπετσαρισμένα με κρεμεζί δαμασκηνό και υποτυπωδώς επιπλωμένα, που θα χρησιμεύσουν για τη γέννηση του κληρονόμου του ρωσικού θρόνου. Και αν δεν πρόκειται για αγόρι αλλά για κορίτσι; Πώς θα δεχτεί η αυτοκράτειρα τούτη τη διάψευση των ελπίδων της; Άραγε θα πάρει εκδίκηση παραμερίζοντας οριστικά τον Σέργιο από την Αυλή ή θα τον κρατήσει για ένα καινούργιο πείραμα; Μέσα στη νύχτα της 19ης προς την 20ή Σεπτεμβρίου 1754, εννέα χρόνια μετά το γάμο της, η Αικατερίνη κυριεύεται από έντονες ωδίνες. Ειδοποιημένοι από τη μαία, ο μεγάλος δούκας, ο κόμης Αλέξανδρος Σουβάλωφ και η αυτοκράτειρα σπεύδουν να παραστούν στον τοκετό. Στις 20 Σεπτεμβρίου το μεσημέρι, η μαία σείει στα ματωμένα της χέρια μια σάρκινη μάζα που ουρλιάζει: Είναι αγόρι, ο Παύλος Πέτροβιτς. Η αυτοκράτειρα ενθουσιάζεται. Μόλις το νεογέννητο πλένεται, φασκιώνεται και μυρώνεται από έναν ιερέα, προστάζει τη μαία να το μεταφέρει στα διαμερίσματά της. Θα μείνει εκεί, κάτω από τη δική της επίβλεψη, για όσο διάστημα αυτή θα κρίνει απαραίτητο. Γεννώντας το παιδί της, η Αικατερίνη έχασε όλα τα δικαιώματά της πάνω του. Δεν είναι παρά μια κοιλιά αδειασμένη από το περιεχόμενό της. Δεν ενδιαφέρει πλέον κανέναν. Εν ριπή οφθαλμού, το δωμάτιό της αδειάζει. Το κρεβάτι όπου γέννησε βρίσκεται ανάμεσα σε μια πόρτα και δύο μεγάλα παράθυρα που δεν κλείνουν καλά. Φυσάει ένας παγερός άνεμος. «Ήμουν κάθιδρη∙ παρακάλεσα την κυρία Βλαντισλάβωφ να μου αλλάξει εσώρουχα και να με βάλει στο κρεβάτι∙ μου είπε πως δεν τολμούσε. Έστειλε πολλές φορές να βρουν τη μαία, ωστόσο αυτή δεν ήρθε∙ όταν ζήτησα νερό, πήρα και πάλι την ίδια απάντηση. Τέλος, ύστερα από τρεις ώρες, έφτασε η κόμισσα Σουβάλωφ, φορώντας επίσημη τουαλέτα. Βλέποντάς με ξαπλωμένη ακόμη στην ίδια θέση που με είχε αφήσει, έγινε έξω φρενών και είπε πως θα μπορούσαν να με έχουν σκοτώσει. Αυτό ήταν εξαιρετικά παρήγορο για μένα, που έκλαιγα από τη στιγμή του τοκετού, και πάνω απ' όλα, ανακουφιστικό ύστερα από την εγκατάλειψη την οποία είχα υποστεί. Ήμουν άσχημα και άβολα ξαπλωμένη, ύστερα από μια τόσο σκληρή και κοπιαστική γέννα. Κανείς δεν τολμούσε να με μεταφέρει στο κρεβάτι μου, δυο βήματα πιο κει, κι εγώ η ίδια δεν είχα το κουράγιο να συρθώ. Η κυρία Σουβάλωφ βγήκε αμέσως από το δωμάτιο, προφανώς για να βρει τη μαία, η οποία ήρθε ύστερα από μισή ώρα λέγοντάς μας πως η αυτοκράτειρα ήταν τόσο απασχολημένη με το παιδί που δεν την άφησε να ξεμυτίσει από κοντά της ούτε μια στιγμή. Εμένα δεν με σκεφτόταν κανείς... Εγώ, ωστόσο, έσβηνα από κούραση και δίψα. Τέλος, με έβαλαν στο κρεβάτι μου και δεν είδα κανέναν όλη μέρα, μήτε και έστειλαν να πληροφορηθούν για την κατάστασή μου. Όσο για τον μεγάλο δούκα, μεθοκοπούσε ασταμάτητα με όποιον έβρισκε, ενώ η αυτοκράτειρα ασχολούνταν με το παιδί»26.
Σχεδόν κανείς από τους συγχρόνους του δεν θεώρησε τούτο το παιδί γιο του κληρονόμου του θρόνου. Μεγαλώνοντας, ο Παύλος θα παρουσιάσει κάποια ομοιότητα με τον Πέτρο: θα γίνει άσχημος σαν κι αυτόν. Όταν όμως συγκρίνουμε τα πορτραίτα τους ως ενηλίκων, η διαφορά είναι ολοφάνερη. Το πρόσωπο του Παύλου, ζαρωμένο σαν ρύγχος μπουλντόγκ, δεν έχει τίποτα κοινό με τη μακριά σεληνιακή φυσιογνωμία του άνδρα της Αικατερίνης. Όσον αφορά τις ομοιότητες του χαρακτήρα τους —είναι και οι δύο ασταθείς, σκληροί και δειλοί—, θα μπορούσαν να αποδοθούν στην κοινή τους διαπαιδαγώγηση, κάτω από τον καταπιεστικό ίσκιο της Ελισάβετ. Άλλωστε, η Αικατερίνη, στα Απομνημονεύματά της αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι πατέρας του παιδιού είναι ο Σέργιος Σαλτικώφ. Και η συμπεριφορά της αυτοκράτειρας, η οποία αρπάζει το παιδί αμέσως μετά τη γέννησή του και αναλαμβάνει να επαγρυπνεί η ίδια πάνω του, αποτελεί εύλογη απόδειξη ότι δεν τρέφει καμιά εκτίμηση για τη μητέρα και δεν υπολογίζει ιδιαίτερα τον πατέρα. Το ενδιαφέρον της γι' αυτό το παιδί είναι τόσο ζωηρό που ορισμένα άτομα του περιβάλλοντός της γίνονται πιο τολμηρά όσον αφορά τις υπόνοιές τους. Έχει πάρει την κούνια του μικρού Παύλου μέσα στο δωμάτιό της, με το πρώτο κλάμα του μωρού έτρεχε η ίδια και, από τις υπερβολικές φροντίδες, κόντευε κυριολεκτικά να πνίξει ο παιδί. Ο Γάλλος διπλωμάτης μαρκήσιος ντε λ' Οπιτάλ, μεταφέρει στα μηνύματά του προς την Αυλή της Γαλλίας τις παράξενες φήμες που κυκλοφορούν γύρω απ' αυτό το θέμα σε ολόκληρη την κοινωνία της Αγίας Πετρούπολης. «Λέγεται πως αυτό το παιδί είναι της ίδιας της αυτοκράτειρας, η οποία το αντάλλαξε με το γιο της μεγάλης δούκισσας». Απλά κουτσομπολιά των σαλονιών, δεν υπάρχει αμφιβολία, που αποτελούν όμως επαρκή ένδειξη για το πόσο οι άνθρωποι εκείνης της εποχής είχαν βάσιμες αμφιβολίες ως προς τον πατέρα του μικρού Παύλου Πέτροβιτς27. Εγκαταλειμμένη στο κρεβάτι της, παραδομένη στην απελπισία και τον πυρετό, η Αικατερίνη παρ' όλα αυτά δεν παραπονιέται. «Ήμουν υπερβολικά περήφανη∙ η ιδέα και μόνο ότι δυστυχούσα θα μου ήταν ανυπόφορη». Επίσης, αποφεύγει να ρωτήσει νέα του γιου της, τον οποίο δεν έχει δει ποτέ. Μια τέτοια περιέργεια θα έθετε υπό αμφισβήτηση τις φροντίδες της αυτοκράτειρας και «θα ήταν άκρως κακοδεχούμενη», λέει. Παράξενος ηθικός δισταγμός από την πλευρά μιας νεαρής λεχώνας, που της αφαίρεσαν βίαια το πλάσμα το οποίο έχει μόλις γεννήσει. Είναι άραγε δυνατόν η έγνοια για το πρωτόκολλο να πνίξει σε τέτοιο βαθμό τις «σπλαχνικές» απαιτήσεις της μητρότητας; Στην πραγματικότητα, η Αικατερίνη ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για το δικό της μέλλον στην Αυλή παρά για το μέλλον του παιδιού της. Ωστόσο, κάποια μέρα, τυχαίνει να το δει για πάρα πολύ λίγο και γεμίζει ανησυχία. «Το κρατούσαν μέσα σ' ένα δωμάτιο αφόρητα ζεστό», γράφει, «κουκουλωμένο με φανέλες και ξαπλωμένο σε μια κούνια στρωμένη με γούνα από μαύρη αλεπού∙ το είχαν σκεπάσει με μια κουβέρτα από κεντημένο ατλάζι, ντουμπλαρισμένη με βάτες, και με μια δεύτερη κουβέρτα από ροζ βελούδο, επίσης ντουμπλαρισμένη με γούνα από μαύρη αλεπού. Το είδα πολλές φορές με τα ίδια μου τα μάτια έτσι ξαπλωμένο∙ ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπό του και απ' όλο του το σώμα, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα, όταν μεγάλωσε, να κρυώνει με το παραμικρό αεράκι και ν' αρρωσταίνει. Κατά τ' άλλα, το περιέβαλλε πάντοτε ένα πλήθος από γριές κυράτσες. Αυτές, στερημένες από τον κοινό νου, του έκαναν με τις υπερβολικές τους φροντίδες απείρως μεγαλύτερο κακό — φυσικό και ηθικό— παρά καλό». Τη μέρα της βάφτισης, αμέσως μετά την τελετή, η αυτοκράτειρα φέρνει στην Αικατερίνη, πάνω σ' ένα χρυσό δίσκο, ένα διάταγμα με το οποίο της παραχωρούνται εκατό χιλιάδες ρούβλια και μια θήκη με κοσμήματα: η αμοιβή της μητρότητας για μια μεγάλη δούκισσα. Τα χρήματα είναι καλοδεχούμενα εφόσον, σύμφωνα με δική της ομολογία, «δεν έχει πεντάρα» και είναι «καταχρεωμένη». Τα κοσμήματα όμως την απογοητεύουν. «Επρόκειτο», λέει, «για ένα ευτελέστατο μικρό περιδέραιο, μαζί με τα σκουλαρίκια του, και δυο άθλια δαχτυλίδια που θα ντρεπόμουν να τα δώσω ακόμα και στις καμαριέρες μου. Σ' αυτή την κοσμηματοθήκη, δεν υπήρχε ούτε ένα πετράδι αξίας εκατό ρουβλίων». Πέντε μέρες
περνούν και, ενώ σχεδιάζει πώς θα χρησιμοποιήσει τα χρήματα, έρχεται ο βαρόνος Τσερκάσωφ, γραμματέας του συμβουλίου της αυτοκράτειρας, και την ικετεύει να αποποιηθεί το ποσό επειδή το ταμείο της Αυτής Μεγαλειότητας είναι άδειο. Η Αικατερίνη στέλνει πίσω τα χρήματα —θα της ξαναδοθούν μετά από τρεις μήνες— μα δεν αργεί να πληροφορηθεί ότι τα εκατό χιλιάδες ρούβλια που επέστρεψε καταβλήθηκαν στο σύζυγό της. Ο Πέτρος όντως απαίτησε να του κάνουν δώρο, τουλάχιστον ίσης αξίας με της γυναίκας του, εξαιτίας αυτής της γέννησης της οποίας προφανώς δεν έφερε την ευθύνη. Άραγε έβλεπε εκεί ένα αντιστάθμισμα του —γνωστού σε όλους— συζυγικού του παθήματος; Από το βάθος της κλίνης της, η Αικατερίνη ακούει τους απόηχους των εορτασμών, των χορών, των συμποσίων, των πυροτεχνημάτων ενός έθνους που πανηγυρίζει. Δεκαεφτά ημέρες μετά τη γέννα, ένα τρομερό νέο την πλήττει καίρια: έχει ανατεθεί από την αυτοκράτειρα στον Σέργιο Σαλτικώφ να μεταφέρει στην Αυλή της Σουηδίας το επίσημο άγγελμα της γέννησης του μικρού Παύλου Πέτροβιτς. Έτσι, αυτός που όλοι θεωρούν παράνομο πατέρα, θα δεχτεί τα συγχαρητήρια που προορίζονται για τον νόμιμο πατέρα. Η αποστολή με την οποία είναι επιφορτισμένος έχει όλα τα χαρακτηριστικά της δυσμένειας. Φεύγει συνειδητοποιώντας τη γελοιότητα του ρόλου του και αφήνοντας την Αικατερίνη βυθισμένη στη θλίψη. «Προσποιήθηκα ότι ο πόνος του ποδιού μου είχε ενταθεί, πράγμα που με εμπόδιζε να σηκωθώ από το κρεβάτι∙ στην πραγματικότητα όμως δεν μπορούσα και δεν ήθελα να δω κανέναν επειδή βρισκόμουν σε απόγνωση»28. Όταν έρχεται η στιγμή να σαραντίσει, αποσπά επιτέλους τη συγκατάθεση της αυτοκράτειρας να της δείξουν το παιδί της. «Το βρήκα όμορφο και το γεγονός ότι το είδα μου έδωσε λίγη χαρά», θα γράψει. Την αφήνουν να το κοιτάξει από μακριά, όσο διαρκούν οι προσευχές, και αμέσως μετά το ξαναπαίρνουν. Την 1η Νοεμβρίου 1754 παρατηρείται στην αυλή μεγάλος σάλος: υπηρέτες τοποθετούν βιαστικά μερικά ωραία έπιπλα στο δωμάτιο που είναι συνεχόμενο με την κρεβατοκάμαρά της. Μεμιάς, εκείνος ο απαίσιος χώρος ζεσταίνεται και φωτίζεται. Θα 'λεγες πως βρίσκεσαι στο θέατρο, πέντε λεπτά πριν από την παράσταση. Αφού στηθεί ο διάκοσμος, η κυρία Βλαντισλάβωφ καθίζει τη μεγάλη δούκισσα πάνω σ' ένα ροζ βελούδινο και ασημοκέντητο κρεβάτι, και όλοι οι αυλικοί παρελαύνουν για να της δώσουν τα συγχαρητήριά τους. Ύστερα, παίρνουν τα έπιπλα και ξεχνούν ξανά την ηρωίδα της γιορτής στη γωνιά της. Για να παρηγορηθεί, ρίχνεται στο διάβασμα. Καταβροχθίζει αχόρταγα τα Χρονικά του Τάκιτου, «που έκαναν να ξεσπάσει μέσα στο κεφάλι μου μια ιδιότυπη επανάσταση», το Δοκίμιο γύρω από τα ήθη και το πνεύμα των εθνών του Βολταίρου, το Πνεύμα των νόμων του Μοντεσκιέ. Από τον Μοντεσκιέ παίρνει μαθήματα φιλελευθερισμού, μορφώνει γνώμη για τ' αποτελέσματα των καταχρήσεων της προσωπικής εξουσίας, ονειρεύεται ένα καθεστώς καλοσύνης, ισότητας και αμοιβαίας κατανόησης. Από τον Βολταίρο διδάσκεται τα αγαθά του ορθού λόγου όσον αφορά το χειρισμό των δημοσίων υποθέσεων και τις πιθανότητες επιτυχίας της δεσποτείας υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι —έστω και στοιχειωδώς— «πεφωτισμένη». Μελετώντας τον Τάκιτο, μαθαίνει να αναλύει τα ιστορικά γεγονότα σαν ψυχρός, ανελέητος παρατηρητής. Διαβάζει επίσης «όσα ρωσικά βιβλία μπορεί να προμηθευτεί». Όχι τόσο για να εμπλουτίσει τη σκέψη της όσο για να εξοικειωθεί με τη γλώσσα της χώρας. Και όλα αυτά γιατί, παρά τις ταπεινώσεις που υφίσταται, τη μοναξιά και το φόβο της για το μέλλον, συνεχίζει να πιστεύει ότι το πεπρωμένο της είναι δεμένο με τούτη την αφιλόξενη γη. Ο δρόμος της επιστροφής στη Γερμανία είναι γι' αυτήν κομμένος. Πρέπει πάση θυσία να κοιτάξει ίσια μπροστά της, παραμερίζοντας τις δυσκολίες. Το μικρό της δωμάτιο, που τα παράθυρά του βλέπουν στο Νέβα, είναι κρύο και υγρό. Δίπλα, ακούει τον μεγάλο δούκα και τους φίλους του που πίνουν νύχτα‐μέρα, κουβεντιάζουν, γελούν, κάνοντας «ένα διαβολεμένο σαματά». Τα νέα που παίρνει έμμεσα
από τη Σουηδία είναι λιγοστά και ανησυχητικά. Λέγεται πως η αυτοκράτειρα έχει πάρει ήδη την απόφασή της σχετικά με την τύχη του Σέργιου Σαλτικώφ. Μόλις γυρίσει από τη Στοκχόλμη, θα τον στείλει ως διπλωματικό αντιπρόσωπο της Ρωσίας στο Αμβούργο. Και ο χωρισμός τους θα είναι οριστικός. Αυτός εμφανίζεται ξανά στην Αγία Πετρούπολη γύρω στο τέλος της Αποκριάς. Με αναζωπυρωμένες τις ελπίδες της, η Αικατερίνη του δίνει ραντεβού στο δωμάτιό της. Τον περιμένει μέχρι τις τρεις το πρωί «μέσα σε θανάσιμη αγωνία». Μάταια. Την επομένη, της παραγγέλνει μέσω του φίλου του Λεόν Ναρίσκιν ότι τον κράτησαν πέρα από την κανονική ώρα, σε μια τεκτονική στοά. Η Αικατερίνη όμως δεν είναι αφελής. «Είδα εντελώς ξεκάθαρα ότι αθέτησε το λόγο του από έλλειψη ενδιαφέροντος και φροντίδας για μένα, κι ας υπέφερα εγώ τόσο καιρό, αποκλειστικά και μόνο από αφοσίωση γι' αυτόν... Για να είμαι ειλικρινής, με πείραξε πολύ...» Του γράφει ένα γράμμα γεμάτο μομφές και, τούτη τη φορά, ο Σαλτικώφ σπεύδει. Κατακεραυνωμένη από τη φωτιά των ματιών του, λιώνει όπως τις πρώτες μέρες του δεσμού τους. «Δεν του ήταν δύσκολο να με κάνει να καταλαγιάσω, ασκούσε υπερβολική επιρροή πάνω μου», σημειώνει με αφέλεια. Ωστόσο, πολύ γρήγορα, μαντεύει ότι τη βλέπει πλέον με οίκτο. Αντί να της μιλάει για τον έρωτά του, τη συμβουλεύει να διασκεδάζει, να βγαίνει, με μια λέξη να τον ξεχάσει. Δεν μπορούσε να είναι περισσότερο σαφής: πρόκειται για μια διάλυση της σχέσης τους «με το μαλακό». Η Αικατερίνη αρχικά τα χάνει, αλλά επιστρατεύοντας όλη της την περηφάνια βρίσκει και πάλι την αυτοκυριαρχία της. Τούτο το πλήγμα, αντί να την πτοήσει, την ενεργοποιεί. Αρνείται να υποφέρει για έναν άνδρα, έστω κι αν αυτός έχει τη γοητεία του Σέργιου. «Αποφάσισα να κάνω να καταλάβουν όσοι μου είχαν προκαλέσει κάθε λογής στενοχώριες ότι δεν σκόπευα να τους αφήσω να με προσβάλλουν ατιμωρητί», γράφει. Πρώτη εκδήλωση τούτης της νεανικής επανάστασης: αποφασίζει να ξαναεμφανιστεί στην Αυλή, στις 10 Φεβρουαρίου, όχι πλέον ως θύμα αλλά ως κατακτητής∙ και παραγγέλνει για κείνη την ημέρα ένα υπέροχο φόρεμα από μπλε χρυσοκέντητο βελούδο. Η είσοδός της στα σαλόνια ξεσηκώνει ένα κύμα περιέργειας γεμάτης θαυμασμό. Η μητρότητα την έχει ομορφύνει κι άλλο. Η κακεντρέχεια την οποία μαντεύει γύρω της, εδώ κι εκεί, την εξωθεί να σκληρύνει τη στάση της και να οξύνει τους σαρκασμούς της. Περνάει με ζωηρό βλέμμα και ειρωνικό χαμόγελο ανάμεσα στις συντροφιές των αυλικών και πετάει, κάπου κάπου, μια τσουχτερή παρατήρηση. Οι Σουβάλωφ αποτελούν το στόχο της προτίμησής της. Τα ευφυολογήματά της επαναλαμβάνονται, σχολιάζονται. Τους εκπλήσσει όλους. Πού είναι η ευπειθής και αφελής μεγάλη δούκισσα των προηγούμενων χρόνων, που την κορόιδευαν για τους έρωτές της; Μια καινούργια Αικατερίνη έχει γεννηθεί — ίσως ταυτόχρονα με τη γέννηση του γιου της. Μια Αικατερίνη σκληρή, αποφασιστική, δύσπιστη. «Στάθηκα αγέρωχα», γράφει, «περπάτησα με το κεφάλι ψηλά, μάλλον σαν αρχηγός μιας μεγάλης φατρίας παρά σαν άτομο ταπεινωμένο ή καταπιεσμένο». Και προσθέτει ότι, βλέποντάς τη μεταμορφωμένη κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Αλέξανδρος Σουβάλωφ και οι φίλοι του «κοντοστάθηκαν για μια στιγμή, μη ξέροντας τι στάση να κρατήσουν»29. Σε τούτο το σημείο, βαυκαλίζεται με ψευδαισθήσεις. Παρά το ύφος ανωτερότητας που έχει πάρει, δεν έχει αρχίσει ακόμη να πτοεί τους τρανούς του παλατιού. Το πολύ πολύ να λένε ορισμένοι ότι η Υψηλότητά Της είναι δυνατή και ότι πρέπει στο εξής να την υπολογίζουν στην ισορροπία των πολιτικών συνδυασμών. Την άνοιξη του 1755, ο Σέργιος Σαλτικώφ πηγαίνει στο πόστο του στο Αμβούργο. Η απουσία του δημιουργεί ένα φρικτό κενό στη ζωή της Αικατερίνης. Απαγορεύει όμως με περηφάνια στον εαυτό της να νοσταλγήσει εκείνον τον άνδρα που τη βαρέθηκε. Και που δεν θα τον ξαναδεί ποτέ30.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII ΠΡΩΤΕΣ ΒΟΛΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΟΠΛΩΝ Αλλά και ο μεγάλος δούκας δεν αργεί να αντιληφθεί τη μεταμόρφωση της Αικατερίνης. Στη διάρκεια ενός δείπνου στο δωμάτιό της, της λέει ότι αρχίζει να γίνεται «ανυπόφορα περήφανη», ότι αντιμετωπίζει τους Σουβάλωφ χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό, ότι το παράστημά της «παραείναι αγέρωχο», πράγμα που δεν είναι διατεθειμένος να το ανεχθεί. «Τον ρώτησα αν, για να του αρέσω, έπρεπε να στέκομαι με σκυμμένη τη ράχη, όπως οι σκλάβες του Μεγάλου Αφέντη», γράφει η Αικατερίνη. «Θύμωσε και μου είπε ότι ξέρει αυτός πώς θα μου βάλει μυαλό». Και για να κάνει εντονότερη την απειλή του, τράβηξε το σπαθί από το θηκάρι του μέχρι τη μέση. Δίχως να εντυπωσιαστεί καθόλου, η Αικατερίνη παίρνει την κίνησή του από την αστεία της πλευρά, κι εκείνος βάζει μέσα το όπλο μουρμουρίζοντας ότι σίγουρα «η κακία της δεν έχει όρια». Άλλωστε και ο ίδιος σπεύδει να επιβάλει σαφέστερα την παρουσία του σε μια Αυλή που δεν τον υπολογίζει ιδιαίτερα. Διαλέγει όμως έναν τρόπο εκ διαμέτρου αντίθετο από εκείνο της γυναίκας του. Με την πάροδο του χρόνου, μεγαλώνει και το πάθος του για το δουκάτο του Χολστάιν, του οποίου εξακολουθεί να έχει την κατοχή. Νιώθει τόσο επιτακτικά την ανάγκη να υπαχθεί στο γερμανικό στρατιωτικό κλίμα, ώστε υπόσχεται στον Αλέξανδρο Σουβάλωφ κάθε λογής εύνοιες στο μέλλον, αν κάνει στο παρόν τα στραβά μάτια για να περάσει στη Ρωσία ένας αριθμός οπλιτών από το Χολστάιν. Θεωρώντας αυτό το θέμα καπρίτσιο ενός νεαρού άνδρα που δεν έχει τι να κάνει, ο Αλέξανδρος Σουβάλωφ πείθει την αυτοκράτειρα —αν και αντίθετη προς κάθε γερμανική επιρροή— να ενδώσει στην αθώα παραξενιά του ανιψιού της. Το απόσπασμα, το οποίο επιβιβάζεται στο Κίελο, εγκαθίσταται στο Οράνιενμπαουμ. Τρελός από χαρά, ο Πέτρος φοράει για να δεχτεί «τους συμπατριώτες του» τη στολή του Χολστάιν. «Ανατρίχιασα μπροστά στην ελεεινή εντύπωση που θα έκανε σίγουρα τούτη η ενέργεια του μεγάλου δούκα τόσο στον ρωσικό λαό όσο και στην αυτοκράτειρα, της οποίας τα συναισθήματα μου ήταν γνωστά», γράφει η Αικατερίνη. Και δεν κάνει λάθος. Οι αξιωματικοί της φρουράς που στρατοπεδεύουν στο Οράνιενμπαουμ μουρμουρίζουν: «Όλοι τούτοι οι καταραμένοι Γερμανοί είναι πουλημένοι στο βασιλιά της Πρωσίας. Όλο προδότες κουβαλάνε στη Ρωσία!». Οι απλοί στρατιώτες παραπονιούνται ότι έχουν καταντήσει «υπηρέτες» των νεοφερμένων. Όσοι φορούν λιβρέα στην Αυλή διαμαρτύρονται ότι βρίσκονται στην υπηρεσία ενός «συρφετού αγροίκων». Και η Αικατερίνη αντιλαμβάνεται ότι, με τα παιδιαρίσματά του, ο Πέτρος προκαλεί απερίσκεπτα την αντιπάθεια μιας μερίδας του ρωσικού στρατού. Γεμάτος ενθουσιασμό για «το στράτευμά του», πηγαίνει να εγκατασταθεί μαζί του σ' έναν καταυλισμό κοντά στο παλάτι, ενώ εκείνη σπεύδει να του δηλώσει ότι αποδοκιμάζει τούτη τη συμπεριφορά. Οι απόψεις της διαδίδονται μέσα στις σκηνές, στους στρατώνες, γύρω από τις φωτιές των καταυλισμών. Πλάι στον άνδρα της, που θεωρείται προδότης για τη Ρωσία, αυτή εμφανίζεται ως ενσάρκωση της εθνικής παράδοσης. Οι ξένοι διπλωμάτες παρατηρούν προσεκτικά τους ελιγμούς της και δίνουν αναφορά στις κυβερνήσεις τους. Το 1755, η Αγγλία, η οποία —ενόψει μιας αναπόφευκτης πλέον ρήξης με τη Γαλλία— επιθυμεί να ανανεώσει τη συνθήκη συμμαχίας με τη Ρωσία, στέλνει στην Αγία Πετρούπολη ένα νέο πρεσβευτή: τον Σερ Τσαρλς Χάμπερυ Ουίλιαμς. Αυτός, άτομο ευγενικό, καλλιεργημένο και ευχάριστο, μάταια επιχειρεί, μεταξύ δύο μενουέτων, να κάνει σοβαρή πολιτική συζήτηση με την τσαρίνα. Και τελικά θεωρεί πιο σκόπιμο να καλοπιάσει τη μεγάλη δούκισσα, για την οποία λέγεται ότι χαίρει κάποιας εκτίμησης εκ μέρους του Μπεστούζεφ. Μήπως άλλωστε δεν φημολογείται ότι η Υψηλότητά Της έχει αδυναμία στους ωραίους άνδρες; Οι ερωτικές της περιπέτειες με τον Σαλτικώφ της έχουν προσδώσει τη φήμη ερωτιάρας γυναίκας. Είναι ακόμα ταραγμένη από το χωρισμό με τον εραστή της. Και,
επιπλέον, πληροφορείται ότι ο Σέργιος, στη Σουηδία, «τα έχει διηγηθεί όλα σε όσες γυναίκες συνάντησε»31. «Δυστυχώς, δεν μπορώ να είμαι ευχαριστημένη ούτε μια ώρα δίχως έρωτα», γράφει. Ο Σερ Ουίλιαμς καταλαβαίνει τι χρειάζεται τούτη η ακόρεστη καρδιά. Μιας και η ηλικία του δεν του επιτρέπει να σαγηνεύσει ο ίδιος τη μεγάλη δούκισσα (είναι σαράντα έξι χρόνων), προβάλλει ένα χαριτωμένο νεαρό της ακολουθίας του, τον κόμη Στανισλάς Αύγουστο Πονιατόφσκι. Από την πλευρά της μητέρας του, ο Στανισλάς ανήκει σε μία από τις λαμπρότερες οικογένειες της Πολωνίας: στους Τσαρτορίσκι. Στα είκοσι τρία του χρόνια, έχει διαβάσει πολύ, μιλάει πολλές γλώσσες, έχει εντρυφήσει σε θέματα φιλοσοφίας, έχει επισκεφθεί όλες τις ευρωπαϊκές Αυλές, έχει μπει στα καλύτερα σαλόνια, έχει κερδίσει, στο Παρίσι, την εκτίμηση της κυρίας Ζωφρέν —την οποία αποκαλεί «μαμά»—, αισθάνεται παντού σαν στο σπίτι του, κοντολογίς είναι ένας πρώτης τάξεως κοσμοπολίτης ευγενής. Ασφαλώς, μόλο που διαθέτει ένα ευχάριστο παρουσιαστικό, τούτος ο «παριζιάνος Πολωνός» δεν έχει τη ρωμαλέα ομορφιά του Σέργιου Σαλτικώφ∙ ωστόσο η Αικατερίνη, όταν τον βλέπει και τον ακούει, μαγεύεται. Αποτελεί, γι' αυτήν, την προσωποποίηση εκείνης της πνευματικής φινέτσας, την οποία έχει στερηθεί στην Αυλή της Ρωσίας, και την ξαναβρίσκει καμιά φορά στο δωμάτιό της διαβάζοντας Βολταίρο ή Μαντάμ ντε Σεβινιέ. Αυτό που αγνοεί ακόμα, αλλά θα το μάθει σύντομα, είναι πως πίσω από τούτο τον λαμπρό καβαλιέρο κρύβεται στην πραγματικότητα ένα αγόρι δειλό και συναισθηματικό. Οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν στα μάτια του όντα ανώτερης ουσίας και τα σκιρτήματα της καρδιάς είναι γι' αυτόν εκδηλώσεις της θείας βούλησης. Αν και πολυταξιδεμένος, έχει μάθει — λέει— να φυλάγεται από «κάθε έκφυλη επαφή» κι είναι σαν να επιδιώκει να προστατευθεί «απ' αυτήν ακριβώς που στο εξής θα καθορίζει το πεπρωμένο του»32. Νεοφώτιστος στον έρωτα, τρέμει από έκσταση μπροστά σ' εκείνη που θα αποτελέσει το μοναδικό πάθος της ζωής του. «Ήταν είκοσι πέντε χρόνων», θα γράψει για την Αικατερίνη, «και είχε μόλις γεννήσει∙ με άλλα λόγια, βρισκόταν στην εποχή που κάθε όμορφη γυναίκα βλέπει την ομορφιά της ν' ανθεί. Με μαύρα μάτια, εκθαμβωτικά άσπρο δέρμα, φρύδια επίσης μαύρα και πολύ μακριά, κλασική μύτη, στόμα που έμοιαζε να προκαλεί τα φιλιά, άψογα χέρια και μπράτσα, λυγερό παράστημα, μάλλον προς το ψηλό, περπατησιά πανάλαφρη και όσο γίνεται αριστοκρατική, φωνή ευχάριστη, και ταυτόχρονα χαρούμενο γέλιο και εξαιρετική διάθεση»33. Ωστόσο, ο Στανισλάς διστάζει να κάνει το πρώτο βήμα. Αυτά που έχει ακούσει να λέγονται, όσον αφορά τη θλιβερή τύχη που επιφυλάσσεται στη Ρωσία για τους ευνοουμένους μιας αυτοκράτειρας ή μιας μεγάλης δούκισσας από τη στιγμή που θα αποπεμφθούν, αυξάνουν τη φυσική του επιφυλακτικότητα. Και ο χαρούμενος Λεόν Ναρίσκιν, ο ίδιος αυτός άνδρας που διευκόλυνε τον έρωτα της Αικατερίνης με τον Σέργιο Σαλτικώφ, ενθαρρύνει τον νεαρό Πολωνό να προχωρήσει. Γεννημένος προξενητής, δεν έχει άλλη ασχολία στη ζωή του από τα χάχανα και την ξεδιαντροπιά. Υπήρξε άραγε και ο ίδιος εραστής της Αικατερίνης; Ίσως, περιστασιακά, για διασκέδαση, μη έχοντας τι άλλο να κάνει κάποια ελεύθερη βραδιά. Γνωρίζει πάντως όλα τα μυστικά της νεαρής γυναίκας και προλαβαίνει κάθε επιθυμία της. Υπό την πίεσή του, ο Στανισλάς «ξέχασε ότι υπάρχει και Σιβηρία». Κάνοντας το κέφι της, η Αικατερίνη αφήνεται εύκολα να παρασυρθεί. Η ανταλλαγή των πρώτων φιλιών γίνεται μέσα στο δωμάτιό της, όπου ο Λεόν Ναρίσκιν έσπρωξε τον γεμάτο ανησυχία θαυμαστή. «Δεν μπόρεσα να στερήσω τον εαυτό μου», θα σημειώσει ο Στανισλάς, «από τη χαρά να καταγράψει ακόμα και την αμφίεση με την οποία τη βρήκα εκείνη την ημέρα: άσπρο ατλαζένιο φορεματάκι, με μοναδικό στολίδι ένα ανάλαφρο σιρίτι από δαντέλα και ροζ κορδέλες». Η Αικατερίνη αποκάλυψε στο αγόρι τις χαρές του σαρκικού έρωτα. «Κατά εντελώς περίεργο τρόπο», θα προσθέσει εκείνος, «μπόρεσα να της
προσφέρω, αν και ήμουν μόνο είκοσι τριών χρόνων, ό,τι δεν της πρόσφερε κανείς». Από εκείνη την ημέρα, τα νυχτερινά ξεπορτίσματα διαδέχονται το ένα το άλλο, με ρυθμό δύο ή τριών την εβδομάδα. Μόλις η κυρία Βλαντισλάβωφ βάλει τη νεαρή γυναίκα στο κρεβάτι και ο μεγάλος δούκας αποσυρθεί στο δωμάτιό του (έχουν ξεχωριστά δωμάτια μετά τη γέννα), ο Λεόν Ναρίσκιν τρυπώνει στα διαμερίσματα και νιαουρίζει σαν γάτα μπροστά στην πόρτα της μεγάλης δούκισσας. Είναι το σύνθημα. Εκείνη πετάγεται από το κρεβάτι, χτενίζεται, φοράει ανδρικά ρούχα και συναντάει τον επισκέπτη της στο σκοτεινό χωλ. Μια άμαξα τους πηγαίνει, διασχίζοντας την αποκοιμισμένη πόλη, μέχρι το σπίτι του Ναρίσκιν, όπου τους περιμένουν η Άννα (κουνιάδα του Ναρίσκιν) και ο Στανισλάς. «Η βραδιά πέρασε όσο πιο τρελά μπορεί να φανταστεί κανείς», σημειώνει η Αικατερίνη. Πολλές φορές, ο Στανισλάς έρχεται να τη βρει με το έλκηθρο. Βγαίνοντας από την πίσω πόρτα του παλατιού, ορμάει πάνω του ασθμαίνοντας από λαχτάρα και φόβο. Ορθός μέσα στο χιόνι, κάτω από το φεγγαρόφωτο, σφίγγει στην αγκαλιά του εκείνη την ευκίνητη νεαρή γυναίκα που είναι ντυμένη ανδρικά, με τα μαλλιά της κρυμμένα μέσα σ' ένα μεγάλο καπέλο. «Κάποια μέρα που την περίμενα», γράφει, «ένας κατώτερος αξιωματικός με περιτριγύριζε και μου έκανε μάλιστα κάποιες ερωτήσεις. Είχα κουκουλωμένο το κεφάλι μου μ' ένα χοντρό σκουφί και το κορμί μου με μια βαριά γούνα. Προσποιήθηκα ότι κοιμάμαι, σαν υπηρέτης που περιμένει τον αφέντη του. Ομολογώ ότι ένιωσα έξαψη παρά το τρομερό κρύο. Με τα πολλά ο "ανακριτής" μου έφυγε και ήρθε η πριγκίπισσα. Όμως, εκείνη η νύχτα ήταν νύχτα περιπετειών. Το έλκηθρο σκόνταψε απότομα πάνω σε μια πέτρα και η πριγκίπισσα βρέθηκε πεσμένη μπρούμυτα λίγο πιο πέρα. Δεν κουνιόταν∙ νόμισα πως ήταν νεκρή∙ έτρεξα να τη σηκώσω∙ την είχε γλιτώσει, εκτός από μερικά μωλωπίσματα, ωστόσο, όταν φτάσαμε, η υπεύθυνη για το βεστιάριο —κι εγώ δεν ξέρω από ποια παρανόηση— δεν είχε αφήσει την πόρτα του δωματίου ανοιχτή. Διέτρεξε τον μεγαλύτερο κίνδυνο ώσπου, τελικά, ένα άλλο πρόσωπο άνοιξε ευτυχώς την πόρτα». Για να αποφύγει την επανάληψη παρόμοιων επεισοδίων, θα συναντάει στο εξής τον εραστή της στο δικό της δωμάτιο, δίπλα στα διαμερίσματα του μεγάλου δούκα. «Γλεντούσαμε ιδιαίτερα τούτες τις λαθραίες συναντήσεις», εξομολογείται. Και τούτες οι «λαθραίες συναντήσεις» είναι τόσο συχνές που το άγριο σκυλάκι της κάνει χαρές στον Στανισλάς, όπως σ' έναν παλιό φίλο, πράγμα που προκαλεί τις γεμάτες ειρωνεία υποψίες ενός άλλου επισκέπτη, του Σουηδού Χορν. Η τύχη του Στανισλάς τού δίνει στα νεύρα. Εκείνου, πάλι, έχουν ευοδωθεί όλες του οι ευχές. «Της αφιέρωσα (της Αικατερίνης) ολόκληρη τη ζωή μου με πολύ μεγαλύτερη ειλικρίνεια απ' όση χρησιμοποιούν συνήθως όσοι βρίσκονται σε ανάλογες περιστάσεις», γράφει. Τούτο το νεανικό πάθος συγκινεί οπωσδήποτε την Αικατερίνη, αλλά ανταποκρίνεται μετρημένα, σχεδόν με συγκατάβαση. Η πρόσφατη περιπέτειά της με τον Σέργιο Σαλτικώφ της έχει βάλει μυαλό. Είναι πρόθυμη να ενδιαφερθεί για έναν άνδρα στο βαθμό που της προσφέρει ηδονή, αλλά αρνείται τώρα πια να τον κάνει επίκεντρο του σύμπαντός της. Όσο απλοϊκή και ευάλωτη υπήρξε με τον πρώτο της εραστή τόσο πονηρή και με διαύγεια αντιμετωπίζει τον δεύτερο. Η αισθηματική της απογοήτευση την έχει κατά κάποιο τρόπο ωριμάσει. Τώρα, αυτή παίζει το ρόλο του αρσενικού στο ζευγάρι. «Ήμουν ένας ειλικρινής και έντιμος καβαλιέρος», θα γράψει, «με πνεύμα πολύ πιο ανδρικό παρά γυναικείο∙ παρ' όλα αυτά, πλάι στα ανδρικά μου χαρακτηριστικά, μαζί με τον ανδρικό μου νου και το χαρακτήρα, έβρισκες μέσα μου τις χάρες μιας πολύ αξιαγάπητης γυναίκας»34. Προσγειωμένη, δύσπιστη, κυνική, εξουσιάζει τον κατά τρία χρόνια νεότερό της αδύναμο Στανισλάς. Ο Σερ Ουίλιαμς είναι πολύ ευχαριστημένος από τις προόδους του προστατευομένου του στην καρδιά της μεγάλης δούκισσας. Μέσω αυτού, ελπίζει να πετύχει μια ευμενή από μέρους της αντιμετώπιση των συμφερόντων της Αγγλίας. Και, για να ενισχύσει τούτο το προνόμιο, προσφέρει στη νέα γυναίκα, μαζί μ' έναν ευχάριστο εραστή, και φρεσκοκομμένο χρήμα. Η Αικατερίνη είναι πολυέξοδη, ανέμελη, χαρωπή (τα ποσά που έχασε στο παιχνίδι,
το 1756, ανέρχονται σε δεκαεφτά χιλιάδες ρούβλια)∙ της αρέσει η πολυτέλεια∙ θα καταστρεφόταν για ένα φόρεμα∙ δεν ξέρει να λογαριάζει τα χρήματα και αρνείται να μάθει∙ έτσι, δέχεται την πρόταση. Τα «δάνεια» τα οποία εισπράττει μυστικά από την Αγγλία, είναι σημαντικά. Στις 21 Ιουλίου 1756, γράφει στο βαρόνο ντε Ουόλφ, τραπεζίτη και πρόξενο της Αγγλίας: «Με λύπη μου απευθύνομαι και πάλι σ' εσάς∙ προσθέστε στα προηγούμενα χρέη μου και το ποσό των χιλίων χρυσών δουκάτων, τα οποία σας παρακαλώ να μου αποστείλετε». Και τέσσερις μήνες αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου 1756: «Εισέπραξα από το βαρόνο κύριο ντε Ουόλφ το ποσό των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων ρουβλίων, τα οποία θα επιστρέψω όταν μου τα ζητήσει, στον ίδιο ή σε διαταγήν του». Από το αγγλικό «μάννα» τρώει και ο μεγάλος δούκας. Γιατί θα αρνιόταν; Η Αγγλία είναι σύμμαχος της Πρωσίας κι εκείνος είναι «Πρώσος ως το κόκαλο». Η συντήρηση του συντάγματός του από το Χολστάιν τον απασχολεί όλο και περισσότερο. Όταν βρίσκεται στην κατοικία του στο Οράνιενμπαουμ, επιθεωρεί δέκα φορές την ημέρα τα στρατεύματά του. Όταν μένει στην Αγία Πετρούπολη, ελλείψει στρατιωτών με σάρκα και οστά, κινεί με την ίδια σοβαρότητα στρατιώτες από ξύλο, μολύβι, αλευρόκολλα και κερί. Δεν τους κρύβει κάτω από το κρεβάτι, όπως στην πρώτη του νεότητα, αλλά τους παρατάσσει επιδεικτικά πάνω σε μακριά τραπέζια, στη μέση του δωματίου του. Τούτα τα τραπέζια είναι εφοδιασμένα με μπρούντζινα ελάσματα που, όταν τα κινείς κατά έναν ορισμένο τρόπο, μιμούνται «μια σειρά από βολές τουφεκιών». Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, κάνει αλλαγή φρουράς, περνώντας από το ένα τραπέζι στο άλλο. «Εμφανίζεται σ' αυτή την παρέλαση φορώντας τη στολή του, μπότες, σπιρούνια, περιτραχήλιο και εσάρπα», γράφει η Αικατερίνη. Υποχρεωμένοι επίσης να παρίστανται σε τούτη την ωραία άσκηση, ήταν και όσοι από τους υπηρέτες του εγκρίνονταν». Τούτα τα παιδιαρίσματα δεν τον εμποδίζουν να πίνει σαν νεροφίδα και να τρέχει πίσω από τις γυναίκες. Τέλος στα ειδύλλια χωρίς περιεχόμενο με κάποιες δεσποινίδες των τιμών. Απαλλαγμένος από τη φίμωσή του, ο Πέτρος έχει πια ερωμένες. Καλεί σε ανεπίσημα δείπνα όχι μόνο τραγουδίστριες και χορεύτριες αλλά, κατά την Αικατερίνη, «και πλήθος κακόφημων αστών που του προμήθευαν από την Πετρούπολη». Εντελώς αδιάφορος για τη γυναίκα του, δεν παραλείπει ωστόσο να την ενημερώνει για τις τρέλες του και μάλιστα, πολλές φορές, ζητάει τη συμβουλή της. Την αποκαλεί «Η κυρία Διέξοδος». «Όσο κι αν ήταν θυμωμένος ή μουτρωμένος μαζί μου, τις στιγμές της απελπισίας του —για οποιοδήποτε θέμα— συνήθιζε να σπεύδει ολοταχώς κοντά μου για να με συμβουλευτεί∙ και μόλις εξασφάλιζε τη συμβουλή μου, το έβαζε εξίσου γρήγορα στα πόδια»35. Έτσι, ρωτάει την Αικατερίνη πώς να διακοσμήσει το δωμάτιό του για να δεχτεί την κυρία Τεπλώφ, με την οποία είναι ερωτευμένος. «Για ν' αρέσει περισσότερο σε τούτη την κυρία», γράφει η Αικατερίνη, «είχε γεμίσει την κάμαρά του με ντουφέκια, καπέλα γρεναδιέρων, σπαθιά και αορτήρες όπλων, έτσι που είχες την αίσθηση ότι βρισκόσουν σε οπλοστάσιο. Τον άφησα να συνεχίσει κι έφυγα». Μια άλλη φορά, ορμάει στο δωμάτιο της Αικατερίνης, της χώνει κάτω από τη μύτη ένα γράμμα36 αυτής της κυρίας Τεπλώφ και φωνάζει γεμάτος οργή: «Φανταστείτε, μου γράφει ένα γράμμα από τέσσερις ολόκληρες σελίδες, και έχει την αξίωση να το διαβάσω∙ και, σαν να μην έφτανε αυτό, να της απαντήσω κιόλας! Εγώ, που πρέπει να πάω για τις στρατιωτικές ασκήσεις (είχε φέρει ξανά στρατεύματα από το Χολστάιν), να δειπνήσω, να κάνω ξιφασκία, κι ύστερα να παρακολουθήσω την πρόβα μιας όπερας και το μπαλέτο που θα χορέψουν οι ευέλπιδες. Θα της πω καθαρά και ξάστερα ότι δεν έχω χρόνο και, αν θυμώσει, θα τσακωθώ μαζί της μέχρι το χειμώνα». Η Αικατερίνη συμφωνεί μαζί του κι αυτός φεύγει ευχαριστημένος. Άλλωστε, η κυρία Τεπλώφ δεν είναι γι' αυτόν παρά ένα διάλειμμα. Το πραγματικό πάθος της ζωής του είναι, τον τελευταίο καιρό, η Ελισάβετ Βοροντζώφ. Γιατί τη διάλεξε; Ασφαλώς επειδή κατάγεται από καλή οικογένεια — είναι ανιψιά του αντικαγκελαρίου Μιχαήλ Βοροντζώφ, αντιπάλου του Μπεστούζεφ στο πολιτικό περιβάλλον της αυτοκράτειρας∙ ταυτόχρονα όμως είναι και κουτσή, αλλήθωρη και βλογιοκομμένη. Τούτη η φυσική δυσμένεια αντισταθμίζεται από ένα φλογερό
ταμπεραμέντο. Πάντοτε έτοιμη να πιει, να τραγουδήσει, να κυλιστεί στο κρεβάτι ή να ξεστομίσει βρισιές, διαθέτει μια χυδαιότητα στους τρόπους που γοητεύει τον μεγάλο δούκα. Πλάι της, δεν νιώθει αίσθημα κατωτερότητας, δεν ντρέπεται για την ασχήμια, την αμορφωσιά και τις χοντράδες του. Ενώ η Αικατερίνη τον παγώνει με την κομψότητα και την ευφυΐα της, η Ελισάβετ Βοροντζώφ τον ερεθίζει με τη βλακεία και την άξεστη συμπεριφορά της. Κάνοντας κέφι με την ερωμένη του, γίνεται ακόμα πιο επιεικής για τις απιστίες της γυναίκας του. Ύστερα από μια σύντομη απουσία, ο Στανισλάς Πονιατόφσκι γυρνάει στην Αγία Πετρούπολη ως πρεσβευτής του βασιλιά της Πολωνίας. Η θέση του στην Αυλή φαίνεται εδραιωμένη. Ωστόσο, κάποια ξημερώματα, καθώς φεύγει από τον πύργο του Οράνιενμπαουμ όπου πέρασε τη νύχτα με την Αικατερίνη, καβαλάρηδες της φρουράς του μεγάλου δούκα τον συλλαμβάνουν. Είναι μεταμφιεσμένος: ξανθιά περούκα και μακρύς μανδύας. Όταν οδηγείται μπροστά στον Πέτρο, αρνείται να δώσει εξηγήσεις πώς βρέθηκε εκείνη την ακατάλληλη ώρα κοντά στον πύργο. Σαρκάζοντας, ο μεγάλος δούκας τον ρωτάει μήπως είναι εραστής της γυναίκας του. Ο Στανισλάς ορκίζεται πως όχι. Τότε ο Πέτρος, που έχει καταλάβει τα πάντα, κάνει δήθεν πως πιστεύει ότι πρόκειται για συνωμοσία εναντίον του. Για μερικές μέρες, απειλεί ότι θα φυλακίσει εκείνο τον ξένο κατάσκοπο που συνελήφθη στους κήπους της κατοικίας του. Φοβούμενη ένα σκάνδαλο, η Αικατερίνη αναλαμβάνει να κάνει κάποιες προτάσεις στην ερωμένη του άνδρα της. Η τελευταία, ενθουσιασμένη για τη σημασία που της δόθηκε, ζητάει επίμονα από τον Πέτρο να δεχτεί τον Στανισλάς Πονιατόφσκι στο δωμάτιό του. Μόλις ο εραστής της γυναίκας του τού συστήνεται, ο Πέτρος φωνάζει ξεκαρδισμένος στα γέλια: «Είσαι τρελός που δεν μου το εξομολογήθηκες από την αρχή! Αν το είχες κάνει, θα είχαμε αποφύγει όλο αυτό το μπέρδεμα!». Και του εξηγεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση ζήλιας από την πλευρά του, ότι η φρουρά που είναι εγκαταστημένη γύρω από τον πύργο έχει ως μοναδικό έργο να επαγρυπνεί για την προσωπική του ασφάλεια και ότι είναι ευτυχής που διαλύθηκε η παρεξήγηση. «Τώρα που γίναμε καλοί φίλοι, κάποιος λείπει από τη συντροφιά μας!» καταλήγει. «Και τότε», διηγείται ο Στανισλάς Πονιατόφσκι, «μπαίνει στο δωμάτιο της γυναίκας του, την τραβάει από το κρεβάτι και, χωρίς να της αφήσει χρόνο να βάλει τις κάλτσες, τα παπούτσια της και μια ρόμπα, μας τη φέρνει σ' αυτή την κατάσταση, χωρίς καν μισοφόρι, και της λέει δείχνοντάς με: "Να τος λοιπόν! Ελπίζω να μείνατε ευχαριστημένοι από μένα!"». Τα δύο ζευγάρια δειπνούν χαρούμενα και χωρίζουν στις τέσσερις το πρωί. Οι συναντήσεις τούτου του ιδιόρρυθμου «τετράγωνου» θα επαναληφθούν σε σύντομα χρονικά διαστήματα, τις επόμενες εβδομάδες. «Πήγαινα συχνά στο Οράνιενμπαουμ», συνεχίζει ο Στανισλάς Πονιατόφσκι. «Έφτανα το βράδυ, ανέβαινα από μια μυστική σκάλα στο διαμέρισμα της μεγάλης δούκισσας∙ έβρισκα εκεί τον μεγάλο δούκα και την ερωμένη του. Δειπνούσαμε μαζί. Ύστερα, εκείνος έπαιρνε την ερωμένη του κι έφευγε λέγοντάς μας: "Τώρα πια, παιδιά μου, δεν νομίζω να με χρειάζεστε άλλο!" Κι εγώ έμενα όσο ήθελα». Σοκαρισμένος αρχικά από την τραχύτητα του μεγάλου δούκα, που τον παρουσιάζει ως «κοιλιόδουλο», «άνανδρο» και «πρόσωπο κωμικό», ο Στανισλάς σιγά σιγά τον λυπάται. Ο Πέτρος, που δεν κρατάει τη γλώσσα του, δεν διστάζει να του εξωτερικεύσει τα εσώψυχά του. «Βλέπετε πόσο δυστυχισμένος είμαι», εξομολογείται στον Στανισλάς. «Θα έμπαινα στην υπηρεσία του βασιλιά της Πρωσίας∙ θα τον υπηρετούσα με όλο μου το ζήλο και τις ικανότητες∙ και τώρα —έχω κάθε λόγο να το πιστεύω— θα ήμουν κιόλας επικεφαλής ενός συντάγματος με το βαθμό του υποστράτηγου, ίσως μάλιστα και του αντιστράτηγου. Κι όμως, τίποτε απ' όλα αυτά: με έφεραν εδώ για να με κάνουν μεγάλο δούκα σ' αυτή την καταραμένη χώρα!»37 Όταν δεν παραπονιέται στον εραστή της γυναίκας του, παραπονιέται στην ίδια τη γυναίκα του. «Μου επανέλαβε ακόμα μια φορά», γράφει η Αικατερίνη, «πως αισθανόταν ότι δεν είχε γεννηθεί για τη Ρωσία, πως δεν ταίριαζε διόλου στους Ρώσους, ούτε οι Ρώσοι σ' αυτόν, και πως στη Ρωσία θα πέθαινε. Κι εγώ του απάντησα ότι δεν
έπρεπε ν' αφήνει να τον κυριεύει τούτη η μοιρολατρική σκέψη, αλλά να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να τον αγαπήσουν όλοι στη Ρωσία»38. Μόλο που τον ενθαρρύνει να συνειδητοποιήσει τις ευθύνες του ως κληρονόμου του θρόνου, η Αικατερίνη αμφιβάλλει όλο και περισσότερο για το μέλλον τους ως ζεύγους. Το παιδί που έφερε στον κόσμο και που της το κρύβουν πεισματικά, αποτελεί γι' αυτήν μια απειλή. Διαδίδεται μυστικά στην Αυλή ότι μπορεί η αυτοκράτειρα να παραμερίσει από τη διαδοχή τον ανάξιο ανιψιό της και να ορίσει διάδοχο του θρόνου τον μικρό Παύλο Πέτροβιτς. Ποιος θα ήταν τότε ο ρόλος της Αικατερίνης; Άραγε θα την έστελναν μαζί με τον άνδρα της στο Χολστάιν; Ή θα της παραχωρούσαν, για να τη γελοιοποιήσουν, μια θέση στο συμβούλιο της αντιβασιλείας; Είτε έτσι είτε αλλιώς, θα γκρεμίζονταν οι μεγαλειώδεις ελπίδες που έτρεφε επί δεκατρία χρόνια. Πόσες προσβολές θα είχε καταπιεί άδικα! Αρνείται να το παραδεχτεί. Δεν έχουν χαθεί όλα. Ο καγκελάριος Μπεστούζεφ της είναι ειλικρινά αφοσιωμένος. Έχει κερδίσει τη φιλία του στρατάρχη Απράξιν. Οι διπλωμάτες διαπιστώνουν ότι στη Ρωσία υπάρχουν δύο Αυλές: η Αυλή της αυτοκράτειρας και η Αυλή του μεγάλου δούκα και της μεγάλης δούκισσας, που την ονομάζουν «νέα». Η Αικατερίνη βάζει βαθιά μες στο μυαλό της να δώσει σ' αυτή τη «νέα Αυλή» μια λάμψη και μια σημασία που θα προσελκύει τα προοδευτικά πνεύματα. Θέλει, στα μάτια των πρέσβεων και των ευγενών, να θεωρείται προσωποποίηση της κίνησης, της φαντασίας, του φωτός. Λέει στο μαρκήσιο ντε λ' Οπιτάλ: «Δεν υπάρχει γυναίκα πιο ατρόμητη από μένα. Η τόλμη μου δεν έχει όρια». Ο στρατηγός Λίβεν φωνάζει βλέποντάς τη να περνάει: «Νά μια γυναίκα για την οποία κάθε έντιμος άνδρας θα μπορούσε αμετανόητα να υποστεί το κνούτο!»39. Και ο Ιππότης ντ' Εόν, μυστικός πράκτορας και οξυδερκής παρατηρητής, την περιγράφει ως εξής: «Η μεγάλη δούκισσα είναι ρομαντική, φλογερή, παθιασμένη∙ έχει μάτι λαμπερό, βλέμμα γοητευτικό και διαυγές, σαν του αγριμιού. Το μέτωπό της είναι ψηλό και, αν δεν κάνω λάθος, πάνω του είναι γραμμένο ένα μακρύ και τρομακτικό πεπρωμένο. Είναι περιποιητική, ευπροσήγορη, όταν όμως με πλησιάζει, κάνω ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω. Μου προκαλεί δέος». Το περίπλοκο παιχνίδι της πολιτικής ηλεκτρίζει τη νεαρή γυναίκα. Ύστερα από μια πολύ μακριά αναμονή, μαντεύει πως η λύση πλησιάζει. Η υγεία της τσαρίνας, ανθηρή άλλοτε, φθίνει τώρα αισθητά. Ακόμα, βέβαια, δεν πρόκειται παρά για κάποιες μικρές ενδείξεις κινδύνου, κάποιες παροδικές ζαλάδες, ωστόσο τίποτα δεν διαφεύγει από την προσοχή της Αικατερίνης. Περιμένοντας να έρθει η ώρα η δική της, βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση. Έναντι της μελλοντικής της συμπαράστασης, όσον αφορά το διπλωματικό πεδίο, εξακολουθεί να δέχεται επιχορηγήσεις από τον Σερ Ουίλιαμς. Νά όμως που, το 1756, η Ρωσία ανατρέπει την ισορροπία των συμμαχιών της και τάσσεται στο πλευρό της Γαλλίας και της Αυστρίας κατά της Αγγλίας και της Πρωσίας. Αποτυχημένος ως προς την αποστολή του, ο Σερ Ουίλιαμς ανακαλείται στην Αγγλία. Περίλυπη, η Αικατερίνη του στέλνει μια επιστολή που, αν μη τι άλλο, την εκθέτει: «Αποφάσισα να σας γράψω, επειδή δεν μπόρεσα να σας δω για να σας αποχαιρετήσω. Η πιο ειλικρινής μου θλίψη σας συνοδεύει, εσάς που θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μου φίλους... Για να σας ανταμείψω κατά τρόπο που αρμόζει στα ευγενικά σας αισθήματα, θα σας εκθέσω όλα όσα σκοπεύω να κάνω: θα αδράξω κάθε ευκαιρία που μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους για να επαναφέρω τη Ρωσία σε ό,τι, κατά τη γνώμη μου, εκφράζει τα πραγματικά της συμφέροντα∙ με άλλα λόγια, σε μια στενή συμμαχία με την Αγγλία. Και γι' αυτό, θα χορηγήσω σε τούτη την τελευταία δύναμη κάθε ανθρωπίνως δυνατή βοήθεια ώστε ν' αποκτήσει —για το καλό όλης της Ευρώπης και προπαντός της Ρωσίας— την υπεροχή έναντι της Γαλλίας, του κοινού εχθρού, που το μεγαλείο του ντροπιάζει το έθνος μας». Γοητευμένος, ο Ουίλιαμς της απαντάει: «Είστε γεννημένη για να κυβερνάτε και να βασιλεύετε». Την πείθει τόσο πολύ που του κοινοποιεί μυστικά τα σχέδιά της: «Αυτό είναι
το όνειρό μου. Μόλις πληροφορηθώ το θάνατό της (της Ελισάβετ) και βεβαιωθώ ότι δεν πρόκειται για πλάνη, θα πάω κατευθείαν στο δωμάτιο του γιου μου. Θα στείλω έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης για να ειδοποιήσει πέντε αξιωματικούς της φρουράς που θα μου φέρουν —είμαι σίγουρη γι' αυτό— πενήντα στρατιώτες ο καθένας τους... Θα διατάξω τον καγκελάριο, τον Απράξιν και τον Λίβεν να έρθουν να με βρουν και, στο μεσοδιάστημα, θα μπω στο νεκροθάλαμο όπου θα καλέσω τον αρχηγό της φρουράς, τον οποίο θα ορκίσω και θα κρατήσω στο πλευρό μου. Μου φαίνεται πιο συνετό και πιο ασφαλές να έχω με το μέρος μου και τους δύο μεγάλους δούκες (τον Πέτρο και τον Παύλο) παρά τον ένα μονάχα∙ όπως και το να συγκεντρώσω τους οπαδούς μου στον προθάλαμο. Αν διαπιστώσω το παραμικρό σημάδι αναταραχής, θα διασφαλίσω τη θέση μου είτε με τους δικούς μου ανθρώπους είτε με εκείνους του αρχηγού της φρουράς, τους Σουβάλωφ και τον υπασπιστή υπηρεσίας. Εξάλλου, οι απλοί σωματοφύλακες είναι σίγουροι... Είθε ο ουρανός να μου δίνει καθαρό νου! Όλες αυτές οι ιδέες, λαμβανομένης υπόψη και της σπουδής με την οποία σας τις κοινοποιώ, χρειάστηκαν από μέρους μου μια μεγάλη προσπάθεια φαντασίας». Έτσι, πολύ πριν από το θάνατο της Ελισάβετ, η Αικατερίνη έχει καταστρώσει το σχέδιό της. Όχι βέβαια απόλυτα σαφές ακόμα. Δηλώνοντας ότι θέλει να κρατήσει «τους δυο μεγάλους δούκες μαζί», παραλείπει να διευκρινίσει για ποιο σκοπό. Ασφαλώς όχι για να βοηθήσει τον Πέτρο ν' ανέβει στο θρόνο. Μάλλον για να τον εμποδίσει ν' αναγορευθεί αυτοκράτορας. Η παλατιανή επανάσταση πρέπει να γίνει υπέρ της, χάρη στους δικούς της «οπαδούς». Συνειδητοποιώντας ότι ξανοίχτηκε κάπως περισσότερο στις εκμυστηρεύσεις της προς τον Ουίλιαμς, προσθέτει: «Εννοείται πως όλα αυτά αναφέρονται στο μέλλον, μετά το θάνατό της». Ωστόσο, μακριά από το διπλωματικό τέλμα της Αγίας Πετρούπολης, βροντούν τα κανόνια, ξεδιπλώνονται οι σημαίες, πέφτουν κορμιά. Ο βασιλιάς Φρειδερίκος Β' μπαίνει στη Σαξονία με το στρατό του. Επιτέλους ένας πόλεμος!40 Οι Ρώσοι στρατιωτικοί αναγαλλιάζουν. Από την εποχή του Πέτρου του Μεγάλου, κάθονταν στα καρφιά! Τους λείπουν όμως οι πιστώσεις. Ο εξοπλισμός των στρατιωτών είναι πλημμελής. Ο μαρκήσιος ντε λ' Οπιτάλ, νέος πρεσβευτής της Γαλλίας, ισχυρίζεται πως δεν διαθέτουν ούτε αρβύλες ούτε τουφέκια, και πως ανάμεσά του υπάρχουν Καλμούχοι που πολεμούν ακόμη με τόξα και βέλη. Ο γερο‐ στρατάρχης Απράξιν ανησυχεί με την ιδέα ότι έχουν ν' αντιμετωπίσουν τον Φρειδερίκο Β', έναν τόσο μεγάλο στρατηλάτη. Αυτός σημειώνει τη μία νίκη μετά την άλλη, αναγκάζει τους Σάξονες να υποχωρήσουν στην Πίρνα, ρημάζει τη Βοημία, χτυπάει τους Αυστριακούς στην Πράγα. Στην Αγία Πετρούπολη, η «νέα Αυλή» γοητεύεται από τούτον τον μεγαλοφυή ηγεμόνα που έχει καθυποτάξει τόσα συνασπισμένα έθνη. Αλλά και ο μαρκήσιος ντε λ' Οπιτάλ αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή ότι παρά τη συμμαχία της Ρωσίας με τη Γαλλία, οι συμπάθειες αυτής της νεανικής μικρής κλίκας στρέφονται προς την Πρωσία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Αικατερίνη βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Οι αφειδώλευτες παροχές του Σερ Ουίλιαμς της έχουν δημιουργήσει σχέση εξάρτησης από την Αγγλία, άρα και από την Πρωσία. Συγχρόνως όμως, η πρόσφατη φιλία της με τον καγκελάριο Μπεστούζεφ απαιτεί απ' αυτήν να υποστηρίξει την αντιβρετανική και αντιπρωσική πολιτική του. Η μεγάλη δούκισσα οφείλει να ελίσσεται, να συμβιβάζει, να προσποιείται για να επιβιώσει. Αυτή η ριψοκίνδυνη μαθητεία τη μεθάει. Ενώ ο Απράξιν δεν αποφασίζει ακόμη να εξαπολύσει την επίθεση που ολόκληρη η Ρωσία περιμένει απ' αυτόν, ο Μπεστούζεφ καλεί την Αικατερίνη να ασκήσει την επιρροή της στο στρατάρχη για να τον πείσει να δράσει. Νιώθει τόση φιλία γι' αυτήν! Ας του γράψει λοιπόν χωρίς να το μάθει η αυτοκράτειρα. Δέχεται. Όχι τόσο από προσωπική πεποίθηση όσο ως απόδειξη της καλής της θέλησης. Ικανοποιημένος, ο Μπεστούζεφ της διαβιβάζει ένα μυστικό υπόμνημα, συντεταγμένο με δικές του υποδείξεις και προορισμένο να ρυθμίσει τη διαδοχή του θρόνου. Σύμφωνα μ' αυτό, ο Πέτρος θα αναγορευθεί αυτοκράτορας μετά το
θάνατο της Ελισάβετ, αλλά θα πρέπει να μοιράζεται όλες τις εξουσίες του με την Αικατερίνη, με την οποία θα συγκυβερνά. Πλάι στο νέο αυτοκρατορικό ζεύγος, ο Μπεστούζεφ επιφυλάσσει για τον εαυτό του τη μερίδα του λέοντος: αρχηγία της φρουράς, υπουργεία Εξωτερικών, Πολέμου, Ναυτικών. Αν και κολακευμένη από την εμπιστοσύνη που της δείχνει ο καγκελάριος, η Αικατερίνη δεν αγνοεί τον κίνδυνο τούτων των δυναστικών βλέψεων εφόσον ζει η τσαρίνα. Δεν απορρίπτει κατηγορηματικά το σχέδιο, αλλά αφήνει να εννοηθεί από το δημιουργό του ότι βλέπει δύσκολη την πραγματοποίησή του. Ο Μπεστούζεφ υπόσχεται να το τροποποιήσει. «Για να είμαι ειλικρινής», θα γράψει εκείνη, «έβλεπα το σχέδιό του σαν ένα είδος μωρολογίας και σαν ένα δόλωμα που μου έριχνε τούτος ο γέροντας για να κερδίσει ακόμα περισσότερο τη συμπάθειά μου». Αυτή η τόσο φιλόδοξη γυναίκα δεν θα θεωρήσει ποτέ τις επιθυμίες του Μπεστούζεφ ρεαλιστικές. Ακόμα και στα πιο τρελά της εγχειρήματα, ο κοινός νους θα συγκρατεί πάντοτε την καλπάζουσα φαντασία της. Είναι εκπληκτικά πρακτική μέσα στην εκκεντρικότητά της. Της αρέσει να νιώθει στερεό το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Είναι μια φανατική του ορθού λόγου. Μια οξυδερκής και όχι μια οραματίστρια. Η συμπαιγνία του Μπεστούζεφ με τη μεγάλη δούκισσα, παρ' όλες τις προφυλάξεις που παίρνουν, γίνεται αντιληπτή από μακριά στους ξένους διπλωμάτες. Αλλά και η αυτοκράτειρα υποψιάζεται ότι πραγματοποιούνται ζυμώσεις πίσω από την πλάτη της. Εξαντλημένη, στα σαράντα εφτά της χρόνια, από μια άσωτη ζωή, υπόκειται σε παραισθήσεις και σε κρίσεις τρόμου, δεν ξαπλώνει ποτέ δύο νύχτες στο ίδιο δωμάτιο, συζητάει χαμηλόφωνα με τα εικονίσματα και την καταδιώκει το φάσμα του θανάτου. Πολλές φορές, παθαίνει σπασμούς που την αφήνουν για μεγάλο διάστημα σε χαύνωση, σε μια κατάσταση παραπλήσια με λήθαργο. «Σ' αυτά τα διαστήματα, δεν μπορούσαμε να της μιλήσουμε μήτε να συνεννοηθούμε μαζί της», γράφει η Αικατερίνη. Όταν η τσαρίνα συνέρχεται, βλέπει τον μεγάλο δούκα και τη μεγάλη δούκισσα σαν αρπακτικά κουρνιασμένα στο ξύλο του κρεβατιού της. Καραδοκούν τη στιγμή που θα κλείσει τα μάτια για να ορμήσουν. Ενάντια στις έμμονες ιδέες και τις αδυναμίες της, χρησιμοποιεί δύο φάρμακα: τον έρωτα και το ποτό. Βαριά, κουρασμένη, ξέπνοη, έχει όλο και περισσότερη ανάγκη από έναν άνδρα στο κρεβάτι της. «Εγκατέλειπε σιγά σιγά τις μετριοπαθείς ευχαριστήσεις, αντικαθιστώντας τες με τις κραιπάλες, και η ευσέβειά της αυξανόταν παράλληλα με τη λαγνεία της», γράφει ο Ζ. Καστέρα. Συχνά, έπινε αλόγιστα. Νευρική στο έπακρο τότε, και υπερβολικά αισθησιακή, δεν άφηνε τις γυναίκες της να τη γδύσουν. Κι έτσι τρύπωναν με πρόχειρες βελονιές τα φορέματά της που της φορούσαν το πρωί, για να της τα βγάλουν το βράδυ με μερικές ψαλιδιές. Στη συνέχεια, τη μετέφεραν στο κρεβάτι όπου προσπαθούσε να αναλάβει δυνάμεις στην αγκαλιά ενός καινούργιου αθλητή». Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους «αθλητές», ένας μόνο διατηρεί τη θέση του ευνοουμένου. Είναι ο Ιβάν Σουβάλωφ. Ο αντικαταστάτης του Ραζουμόφσκι. Κατά δεκαοχτώ χρόνια νεότερός της, έχει πρόσωπο όμορφο και δροσερό, σαγόνι με λακκάκι και μακριά μύτη που δεσπόζει πάνω σ' ένα αισθησιακό στόμα. Φοράει δαντελένιο πλαστρόν και άσπρη περούκα. Φέρει τον τίτλο του προέδρου της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών. Η Ελισάβετ τον εμπιστεύεται απόλυτα. Είναι φανατικός εχθρός του Μπεστούζεφ. Ξαφνικά, ολόκληρη η Αυλή πανηγυρίζει: ύστερα από μήνες υπεκφυγών, ο Απράξιν αποφασίζει επιτέλους να δράσει κατά των Πρώσων. Τον Ιούλιο του 1757, τα ρωσικά στρατεύματα καταλαμβάνουν το Μέμελ και, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, συντρίβουν τον αντίπαλο στο Γκρος‐Γαίγκερσντορφ. Η νίκη γιορτάζεται με μια δοξολογία. Για να εκδηλώσει τα πατριωτικά της αισθήματα, η Αικατερίνη δίνει μια μεγάλη δεξίωση στους κήπους του Οράνιενμπαουμ. Μέσα στο γενικό γλέντι, ο Πέτρος δύσκολα κρύβει την οργή του. «Έβλεπε με θλίψη την ήττα των πρωσικών στρατευμάτων, τα οποία θεωρούσε ακαταγώνιστα», γράφει η Αικατερίνη. Ωστόσο, η απογοήτευση του μεγάλου δούκα δεν κρατάει πολύ. Ενώ στην Αγία Πετρούπολη, ο κόσμος φωνάζει κιόλας: «Στο Βερολίνο! Στο
Βερολίνο!», ο Απράξιν ξαφνικά υποχωρεί, εγκαταλείποντας τη στρατιωτική του εξάρτυση και αχρηστεύοντας τα κανόνια του. Μια κραυγή αγανάκτησης, από την πλευρά των Ρώσων, ακολουθεί τούτη την ανεξήγητη λιποταξία. Ο Μπεστούζεφ ζητάει εσπευσμένα από την Αικατερίνη να γράψει, για μια ακόμα φορά, στο στρατάρχη «ως φίλη του», εξορκίζοντάς τον να σταματήσει την άτακτη φυγή και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Το γράμμα, το οποίο στέλλεται αμέσως, μένει χωρίς απάντηση. Στο περιβάλλον της τσαρίνας, μιλούν ανοιχτά για συνωμοσία, για προδοσία. Άλλοι λένε ότι ο στρατάρχης, πληροφορούμενος μια σοβαρή αδιαθεσία της αυτοκράτειρας, θεώρησε πως βρίσκεται στα τελευταία της και διέταξε υποχώρηση για να φανεί συνεπής προς τις απόψεις του κληρονόμου του θρόνου, δεδηλωμένου γερμανόφιλου. Και άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο μαρκήσιος ντε λ' Οπιτάλ, κατηγορούν άμεσα την Αικατερίνη και τον Μπεστούζεφ ότι πληρώθηκαν από την Αγγλία — σύμμαχο της Πρωσίας— για να προτρέψουν τον Απράξιν να οπισθοχωρήσει παρά τις νίκες του εναντίον του Φρειδερίκου Β'. «Τούτες οι σκευωρίες γίνονταν κάτω από τα μάτια της Μεγαλειοτάτης», γράφει ο μαρκήσιος ντε λ' Οπιτάλ. «Επειδή όμως η κατάσταση της υγείας της την απορροφούσε εντελώς, σύσσωμη η Αυλή υποκλινόταν μπροστά στις επιθυμίες του μεγάλου δούκα και προπαντός της μεγάλης δούκισσας, την οποία είχαν κερδίσει και γοητεύσει ο πνευματώδης και ιπποτικός Ουίλιαμς και το αγγλικό χρήμα». Ύστερα από διαταγή της αυτοκράτειρας, ο στρατάρχης Απράξιν ανακαλείται και περιορίζεται στα κτήματά του, περιμένοντας να ανακριθεί από ειδικό δικαστήριο. Ο αμέσως κατώτερός του, ο Γερμανός Φέρμορ, τον διαδέχεται στην αρχηγία του στρατού. Ύστερα από μια σύντομη έρευνα, ο Φέρμορ επιβεβαιώνει ότι σε στρατιωτικούς λόγους και μόνο οφειλόταν η μεταστροφή των Ρώσων: οι στρατιώτες δεν πληρώνονταν, τους έλειπαν όπλα και εφόδια, πέθαιναν της πείνας, επειδή οι εφοδιοπομπές δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τη γρήγορη προέλαση των στρατευμάτων. Τούτες οι δικαιολογίες δεν επηρεάζουν τη θέση της Ελισάβετ. Γι' αυτήν, ο Απράξιν έδρασε σίγουρα ύστερα από προτροπή κάποιου υψηλά ιστάμενου προσώπου. Και φυσικά, οι υποψίες της στρέφονται κατά της Αικατερίνης. Αφότου η ζωηρή νεαρούλα έβαλε στο μυαλό της ν' ασχοληθεί με την πολιτική, έκανε άνω‐κάτω τη νέα Αυλή. Θα έπρεπε να τη βγάλουν από τη μέση. Δυστυχώς, τη συγκεκριμένη στιγμή, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα κατά της μεγάλης δούκισσας: είναι και πάλι έγκυος. Από ποιον; Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Η εγκυμοσύνη της αποτελεί κρατική υπόθεση. Η προεξέχουσα κοιλιά της την προστατεύει. Περιμένοντας, τα κουτσομπολιά δίνουν και παίρνουν στα σαλόνια. Απ' όλα τα χείλη ψιθυρίζεται το όνομα του πραγματικού πατέρα: Στανισλάς Πονιατόφσκι. Ο μεγάλος δούκας, που έχει παρ' όλα αυτά πλατιές ιδέες όσον αφορά τη συζυγική του τιμή, αναφωνεί ενώπιον μαρτύρων: «Ένας Θεός ξέρει πώς αρπάζει τις εγκυμοσύνες της η γυναίκα μου. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν αυτό το παιδί είναι δικό μου και αν πρέπει να το φορτωθώ στη ράχη μου»41. Τούτα τα προσβλητικά λόγια φτάνουν αμέσως στ' αυτιά της Αικατερίνης, η οποία ανησυχεί: πρόκειται άραγε για μια συγκαλυμμένη απειλή αποποίησης της πατρότητας; Προληπτικά, εκείνη λέει στον Λεόν Ναρίσκιν: «Απαιτείστε απ' αυτόν (τον Πέτρο) να βάλει το χέρι του στο Ευαγγέλιο ότι δεν κοιμήθηκε με τη γυναίκα του και πείτε του πως, αν πάρει αυτόν τον όρκο, θα πάτε αμέσως να τον κοινοποιήσετε στον Αλέξανδρο Σουβάλωφ, τον μεγάλο Ιεροεξεταστή της Αυτοκρατορίας»42. Ο Πέτρος, ο οποίος βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, αρνείται να ορκιστεί αυτό που του ζητούν. Άραγε επειδή όντως τίμησε το κρεβάτι της Αικατερίνης μεταξύ δύο επισκέψεών του στην Ελισάβετ Βοροντζώφ ή —πράγμα πιο αληθοφανές— επειδή δεν θέλει να προκαλέσει σκάνδαλο για ένα τόσο ασήμαντο θέμα; «Πηγαίνετε στο διάβολο και μη μου ξαναμιλήσετε γι' αυτό!» λέει στον Λεόν Ναρίσκιν. Ανακουφισμένη, η Αικατερίνη παίρνει την απόφαση να διαλέξει στο εξής «έναν ανεξάρτητο δρόμο», δηλαδή να μη συνδέει πλέον την τύχη της με την τύχη του Πέτρου. «Βρισκόμουν», γράφει, «μπροστά σε δίλημμα, αφ' ενός να πεθάνω μαζί του ή απ' αυτόν, και αφ' ετέρου να
σώσω τον εαυτό μου, τα παιδιά μου, κι ίσως ακόμα και το Κράτος, από τον κίνδυνο ενός ναυαγίου, στο οποίο οδηγούσαν εμφανώς όλες τις ηθικές και φυσικές ιδιότητες τούτου του πρίγκιπα». Η έχθρα που αισθάνεται γύρω της αυξάνει τη μαχητικότητά της. Επειδή ο αντικαγκελάριος Βοροντζώφ και ο ευνοούμενος Ιβάν Σουβάλωφ έχουν πετύχει την ανάκληση του Στανισλάς Πονιατόφσκι στην Πολωνία, η Αικατερίνη μεσολαβεί στον Μπεστούζεφ για την καθυστέρηση της εφαρμογής τούτου του μέτρου. Όχι δα και να τη στερήσουν ακόμα μια φορά από τον εραστή της τώρα που όπου να 'ναι θα γίνει μητέρα! Τη νύχτα της 8ης προς την 9η Δεκεμβρίου 1758, νιώθει τις πρώτες ωδίνες. Ο μεγάλος δούκας ειδοποιείται αμέσως και σπεύδει στο δωμάτιό της. Φοράει τη στολή του Χολστάιν, με μπότες, σπιρούνια, μια εσάρπα γύρω από το κορμί κι «ένα πελώριο σπαθί στο πλευρό του». Τρεκλίζοντας, με μάτι θολό και στόμα που κολλάει, αναγγέλλει στην Αικατερίνη ότι έρχεται να την υπερασπιστεί ενάντια σ' όλους τους εχθρούς της, σαν γενναίος αξιωματικός του Χολστάιν. «Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν μεθυσμένος», γράφει, «και τον συμβούλευσα να πάει να κοιμηθεί. Έτσι, όταν θα ερχόταν η αυτοκράτειρα, δεν θα στενοχωριόταν διπλά βλέποντάς τον μεθυσμένο και πάνοπλο, να φοράει τη στολή του Χολστάιν που ήξερα ότι εκείνη απεχθανόταν». Ύστερα από μερικές ώρες, η αυτοκράτειρα και ο μεγάλος δούκας —έχει αλλάξει περιβολή στο μεταξύ— παίρνουν θέση μπροστά στο «κρεβάτι του μαρτυρίου» για να παραστούν στις τελευταίες φάσεις του τοκετού. Τούτη τη φορά, η Αικατερίνη φέρνει στον κόσμο ένα κορίτσι. Για να συγκινήσει την τσαρίνα, εκφράζει την επιθυμία να ονομάσουν το παιδί Ελισάβετ. Αδιαφορώντας γι' αυτή την τιμή, η αυτοκράτειρα διαλέγει το όνομα Άννα, όνομα της μεγάλης της αδελφής, μητέρας του μεγάλου δούκα. Ύστερα φροντίζει να δοθεί το χρίσμα σε τούτο το δεύτερο παιδί και το παίρνει, όπως έκανε και με το πρώτο, στα διαμερίσματά της. Η Αικατερίνη δεν διαμαρτύρεται: αυτή η ενέργεια αποτελεί τον κανόνα. Παίρνει και πάλι ένα δώρο από την αυτοκράτειρα (εξήντα χιλιάδες ρούβλια) και εγκαταλείπεται ξανά, χωρίς καμιά φροντίδα, στο δωμάτιό της. Ωστόσο, με το πρόσχημα να προφυλαχθεί από τα ρεύματα, εγκαθιστά γύρω στο κρεβάτι της μεγάλα παραβάν που οροθετούν τη «γωνιά» της. Εκεί δέχεται, κρυφά από την αυτοκράτειρα, τους φίλους, τους οικείους της, και ειδικά τον Στανισλάς Πονιατόφσκι. Φτάνει πάντοτε μασκαρεμένος με την ίδια ξανθιά περούκα που τον κάνει αγνώριστο και, όταν κάποιος από τους φρουρούς φωνάζει: «Ποιος είναι εκεί;», αυτός απαντάει ατάραχα: «Ένας μουσικός του μεγάλου δούκα». Αν κάποιος επισκέπτης, ξένος προς τη μικρή συντροφιά, μπει μέσα στο δωμάτιο και ρωτήσει τι κρύβεται πίσω απ' αυτά τα στημένα πλάι στο κρεβάτι παραπετάσματα, η Αικατερίνη απαντάει: «Το μέρος». Έτσι, ο κόμης Σουβάλωφ, που έρχεται ως απεσταλμένος της αυτοκράτειρας, βρίσκει τη μεγάλη δούκισσα πλαγιασμένη, μόνη και θλιμμένη ενώ, δυο βήματα πιο κει, πίσω από το παραβάν, οι φίλοι «είναι σκασμένοι στα γέλια για την ακραία εκκεντρικότητα της σκηνής»43. Τούτα τα γέλια και τα παιχνίδια δεν εμποδίζουν την Αικατερίνη να παρακολουθεί με αγωνία την ανακριτική φάση της δίκης του Απράξιν. Μόλο που ο γέρος στρατάρχης πεθαίνει «από αποπληξία» ύστερα από την πρώτη εξέταση, η έρευνα συνεχίζεται. Και, όσο περνούν οι μέρες, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα μιας εμπλοκής στην όλη υπόθεση του καγκελαρίου Μπεστούζεφ. Ο αντίζηλός του, ο αντικαγκελάριος Βοροντζώφ, ανυπομονώντας να τον αντικαταστήσει, δεν διστάζει να τον καταγγείλει στην αυτοκράτειρα ως προδότη. Οι αδελφοί Σουβάλωφ, θείοι του ευνοουμένου της Ελισάβετ, υποστηρίζουν ανοιχτά την κατηγορία. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, τούτος ο ισχυρός και σκληρός άνδρας, κύριος κατά τα δεκαπέντε τελευταία έτη της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά συνωμότης και αχάριστος. Αντί να συνεχίσει να υπηρετεί τυφλά την τσαρίνα, πλησίασε μυστικά τη νέα Αυλή, υιοθέτησε τα συμφέροντα της μεγάλης δούκισσας και έπαιξε έναν ιερόσυλο ρόλο για το επικείμενο τέλος της Αυτής
Μεγαλειότητας. Οι πρεσβευτές της Αυστρίας κόμης Εστερχάζι και της Γαλλίας μαρκήσιος ντε λ' Οπιτάλ στηρίζουν την εκστρατεία της δυσφήμησης την οποία έχουν εγκαινιάσει ο Βοροντζώφ και οι Σουβάλωφ. Κάποια Κυριακή του Φεβρουαρίου, ενώ η νέα Αυλή ετοιμάζεται να γιορτάσει ένα διπλό γάμο (του Λεόν Ναρίσκιν και του κόμη Μπουτούρλιν), η Αικατερίνη παίρνει ένα σημείωμα από τον Στανισλάς Πονιατόφσκι, που την πληροφορεί ότι ο Μπεστούζεφ συνελήφθη την προηγούμενη μέρα. Ταυτόχρονα συνελήφθησαν ο κοσμηματοπώλης Μπερνάρντι —του οποίου χρησιμοποιούσε συχνά τις υπηρεσίες για την αλληλογραφία της—, ο Αντοντούρωφ —παλιός καθηγητής της των ρωσικών— και ο Ελάγκιν — ένας από τους πιστούς της φίλους. Συνειδητοποιεί αμέσως τον κίνδυνο που διατρέχει. Οι εχθροί του Μπεστούζεφ θα την εμφανίσουν σίγουρα ως την κυριότερη συνένοχό του. Θα ψάξουν τα χαρτιά του έκπτωτου υπουργού. Τα γράμματα που έγραψε στον Απράξιν και στον Μπεστούζεφ, όπως και το περίφημο σχέδιο της διαδοχής του θρόνου, αρκούν για να την καταδικάσουν. Ζει άραγε τις στερνές ώρες της ελευθερίας της; «Με το μαχαίρι στην καρδιά», σηκώνεται να πάει στο γάμο. Εκεί, κανείς δεν αναφέρεται στο γεγονός. Ωστόσο, τα πρόσωπα δείχνουν σκοτισμένα. Μονάχα ο μεγάλος δούκας (που ουδέποτε συμπάθησε τον Μπεστούζεφ) φαίνεται εύθυμος. Στέκεται επιδεικτικά μακριά από τη γυναίκα του, λες και θέλει να δείξει ότι δεν έχει καμιά ανάμιξη στα εγκλήματα για τα οποία την υποψιάζεται. Το βράδυ, μετά τη διπλή γαμήλια τελετή, η Αικατερίνη πρέπει να εμφανιστεί στο συμπόσιο, κι ύστερα στο χορό, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Όμως δεν μπορεί να μείνει κι άλλο μέσα στην αβεβαιότητα. Με ψυχραιμία και θάρρος, πλησιάζει τον πρίγκιπα Νικήτα Τρουμπεσκόι, έναν από τους εντεταλμένους επιτρόπους για την ανάκριση, και τον ρωτάει: «Βρήκατε περισσότερα εγκλήματα από εγκληματίες ή περισσότερους εγκληματίες από εγκλήματα;». Κατάπληκτος μπροστά σε τόση τόλμη, εκείνος ψελλίζει: «Κάναμε ό,τι μας πρόσταξαν πάντως όσον αφορά τα εγκλήματα, συνεχίζουμε να ψάχνουμε. Μέχρι τώρα, οι ανακαλύψεις δεν υπήρξαν σπουδαίες». Τότε, εκείνη απευθύνει την ίδια ερώτηση σ' έναν άλλο επίτροπο, το στρατάρχη Μπουτούρλιν, ο οποίος αποκρίνεται μ' έναν αναστεναγμό: «Ο Μπεστούζεφ συνελήφθη, προς το παρόν όμως αναζητούμε τα αίτια της σύλληψής του»44. Την επομένη, ο πρεσβευτής Στάμπκε του Χολστάιν διαβιβάζει στην Αικατερίνη ένα σημείωμα του συλληφθέντος καγκελαρίου που την καθησυχάζει: «Πρόλαβε να ρίξει τα πάντα στη φωτιά». Σπεύδει ν' ακολουθήσει το παράδειγμά του. Μέσα σε μια νύχτα, «καίει κι αυτή τα πάντα»: χαρτιά, λογιστικά βιβλία, παλιά γράμματα, διάφορα πρόχειρα σημειώματα. Τα έχει εξαφανίσει όλα. Αν τη συλλάβουν, δεν θα βρουν κανένα πειστήριο των υποτιθέμενων πολιτικών της χειρισμών. Ωστόσο, οι ανακριτές έχουν ανακαλύψει μερικές γραμμές του Πονιατόφσκι προς τον Μπεστούζεφ. Φτάνουν ώστε η αυτοκράτειρα να απαιτήσει επισήμως από το βασιλιά της Πολωνίας την ανάκληση του Στανισλάς. Αποσβολωμένος, ο νέος προσποιείται ασθένεια και σταματάει κάθε μετακίνηση. «Στη διάρκεια της ημέρας έμενε κρυμμένος στο ξενοδοχείο του και τη νύχτα πήγαινε κατά μυστηριώδη τρόπο στη μεγάλη δούκισσα», γράφει ο Ζ. Καστέρα. Η Αικατερίνη εκλιπαρεί τον Στανισλάς να αραιώσει τις επισκέψεις. Μπροστά στη λύσσα της τσαρίνας να διώκει τους δικούς της φίλους, δεν τολμάει πια να καλέσει κάποιον για να την επισκεφθεί. Είναι απομονωμένη σαν να έχει πανούκλα, και ψιθυρίζεται πως δεν θα μείνει για πολύ καιρό μακριά από τα αυτοκρατορικά πυρά. Την περιμένουν, στην καλύτερη περίπτωση, η δυσμένεια και η αποπομπή στη Γερμανία∙ στη χειρότερη, τα βασανιστήρια, η φυλακή και ο θάνατος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΚΗΝΗ Το θέατρο της Αυλής ετοιμάζεται να παρουσιάσει την τελευταία ημέρα της Αποκριάς του 1759 μια ρωσική κωμωδία. Ο Στανισλάς Πονιατόφσκι παρακαλεί θερμά την Αικατερίνη να παραστεί σε τούτη την επίσημη εκδήλωση, προκειμένου να διαψεύσει τις φήμες ότι τάχα βρίσκεται έγκλειστη στα διαμερίσματά της ύστερα από διαταγή της αυτοκράτειρας. Ενώ όμως αυτή παραγγέλνει τις άμαξες για τον εαυτό της και την ακολουθία της, μεσολαβεί ο κόμης Αλέξανδρος Σουβάλωφ και της εκφράζει, με πρόσωπο που συσπάται από τα τικ, την αντίθεση του μεγάλου δούκα προς αυτή την έξοδο. Η Αικατερίνη μαντεύει τους λόγους τούτης της ξαφνικής άρνησης∙ αν πάει στο θέατρο, θα αναγκαστούν να τη συνοδεύσουν οι δεσποινίδες των τιμών∙ όμως, ανάμεσά τους, συγκαταλέγεται και «η ευνοούμενη σουλτάνα» του Πέτρου, η Ελισάβετ Βοροντζώφ, με την οποία αυτός έχει σχεδιάσει να περάσει τη βραδιά του. Και ενώ η μεγάλη δούκισσα επιμένει, καταφθάνει ο Πέτρος «βρυχώμενος σαν λιοντάρι». Εκείνη εξακολουθεί να αρνείται, όπως και όταν βρισκόταν μόνη με τον Αλέξανδρο Σουβάλωφ. Θα πάει στο θέατρο, δηλώνει, εν ανάγκη με τα πόδια και ασυνόδευτη. Αλλά προηγουμένως, θα γράψει στην αυτοκράτειρα, καταγγέλλοντας τον τρόπο με τον οποίο της φέρεται ο άνδρας της και ζητώντας της την άδεια να εγκαταλείψει την Αυλή και να γυρίσει στην οικογένειά της, στη Γερμανία. Ο μεγάλος δούκας αποσύρεται, ακολουθούμενος από τον Αλέξανδρο Σουβάλωφ —αρκετά ντροπιασμένο— και η Αικατερίνη παίρνει αμέσως την πένα. «Άρχισα να γράφω το γράμμα μου προς την αυτοκράτειρα στα ρωσικά και το έκανα όσο πιο μελοδραματικό μπορούσα», διηγείται στα Απομνημονεύματά της. «Αρχικά την ευχαρίστησα για όλες τις χάρες και τις καλοσύνες της απέναντί μου, από τη στιγμή που έφτασα στη Ρωσία, προσθέτοντας ότι, δυστυχώς, τα γεγονότα απέδειξαν πως δεν τις άξιζα, μιας και είχα προκαλέσει το μίσος του μεγάλου δούκα και την εντονότατη δυσμένεια της Μεγαλειότητάς Της. Και την παρακαλούσα —αφού σίγουρα θα έβλεπε τη δυστυχία μου και το γεγονός ότι μαραινόμουν από ανία μέσα στο δωμάτιό μου, στερημένη ακόμα και από τις πιο αθώες μου διασκεδάσεις— να βάλει τέλος στα βάσανά μου στέλνοντάς με, με τον τρόπο που εκείνη θα έκρινε κατάλληλο, πίσω στους γονείς μου. Ότι, εφόσον δεν έβλεπα τα παιδιά μου μόλο που ζούσαμε στο ίδιο σπίτι, μου ήταν αδιάφορο αν έμενα στον ίδιο τόπο μ' αυτά ή μερικές εκατοντάδες λεύγες μακριά τους. Ότι ήξερα πως τα φρόντιζε πολύ καλύτερα απ' όσο θα μου επέτρεπαν οι δικές μου περιορισμένες δυνάμεις. Και τολμούσα να την παρακαλέσω να συνεχίσει τούτο το έργο ενώ εγώ, βασιζόμενη στην εμπιστοσύνη που μου ενέπνεε, θα περνούσα την υπόλοιπη ζωή μου μαζί με τους γονείς μου, κάνοντας προσευχές γι' αυτήν, για τον μεγάλο δούκα, για τα παιδιά μου και για όλους όσοι μου είχαν κάνει καλό ή κακό. Επειδή από τη στενοχώρια η κατάσταση της υγείας μου είχε φτάσει στο απροχώρητο, όφειλα —τουλάχιστον στο μέτρο του δυνατού— να προσπαθήσω να επιβιώσω. Έτσι, έκανα έκκληση προς αυτήν να με αφήσει να πάω στα ιαματικά λουτρά, κι από κει στους γονείς μου». Τούτο το γράμμα, η Αικατερίνη το έχει αναμφισβήτητα προσχεδιάσει εδώ και πολύ καιρό. Και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σκέφτεται πως ήρθε η ώρα να τα παίξει όλα για όλα. Απειλούμενη, απειλεί με τη σειρά της. «Μπλοφάρει», με τρομακτική ψυχραιμία. Αυτό που δήθεν αποτελεί διακαή της επιθυμία —με άλλα λόγια η αναχώρησή της από τη Ρωσία— είναι στην πραγματικότητα αυτό που φοβάται περισσότερο. Άλλωστε, πού θα πήγαινε αν, για κακή της τύχη, η αυτοκράτειρα εισάκουε τις προσευχές της; Στη Γερμανία; Ο πατέρας της έχει πεθάνει, ο μοναδικός της αδελφός, ο οποίος βρίσκεται σε ρήξη με το βασιλιά της Πρωσίας, πολεμάει στον αυστριακό στρατό, και η μητέρα της, που ο Φρειδερίκος τη στέρησε από τα εισοδήματα του δουκάτου του Τσερμπστ, έχει καταφύγει στο Παρίσι με το
όνομα «Κόμισσα του Όλντενμπουργκ». Εκεί, καταχρεωμένη, μπερδεμένη σε κάποιες πολιτικο‐ερωτικές ίντριγκες, ζει την τρισάθλια ζωή μιας εξόριστης ψέγοντας τους εχθρούς της και τρέφοντας την ελπίδα να γίνει δεκτή στις Βερσαλλίες. Η αυτοκράτειρα δεν θέλει ούτε ν' ακούει να μιλούν γι' αυτήν την ενοχλητική «εξαδέλφη». Και η μεγάλη δούκισσα δεν διαθέτει τα μέσα για ν' ανταποκριθεί από το προσωπικό της βαλάντιο σε όλες τις απαιτήσεις της μητέρας της. Το 1759, η Ιωάννα έχει ουσιαστικά καταστραφεί. Η κόρη της, όπως λέει, δεν της στέλνει παρά μόνο «μερικές λίβρες τσάι και λάπαθο». Πράγματι, η Αικατερίνη θέλει να ξεχάσει οριστικά το παρελθόν της και την οικογένειά της. Αποτελεί μια ακραία περίπτωση θεληματικού ξεριζώματος. Κάθε ενήλικη ύπαρξη ποτίζεται λίγο ως πολύ από τα δροσερά νάματα της παιδικής της ηλικίας, χιλιάδες ευαίσθητες ίνες τη συνδέουν με τα μυστικά χώματα της πατρίδας της. Εκείνη, όχι. Αποφάσισε μια για πάντα ότι η θέση της ήταν στη Ρωσία. Απ' όλα τα συναισθήματα, η αμφιβολία είναι το πιο ξένο προς τη φύση της. Μισεί τα πισωγυρίσματα, τις τύψεις, τους δισταγμούς, τις υπεκφυγές. Από τα νεανικά της χρόνια, ζει μονάχα για να μάχεται και να νικάει. Έτσι, ελπίζει τώρα ότι η τσαρίνα, εξαναγκασμένη εκ των πραγμάτων ν' αποφασίσει, θα υποχωρήσει μπροστά σε μια τόσο θεαματική αποκήρυξη. Ωστόσο, δεν είναι εντελώς ήσυχη όταν παραδίδει την επιστολή στα χέρια του Αλέξανδρου Σουβάλωφ και του ζητάει να την πάει αμέσως στη Μεγαλειότητά Της. Εκείνος υπόσχεται να εκτελέσει την παραγγελία και, με μια ξαφνική γλυκύτητα, δηλώνει «κλείνοντας το μάτι» ότι οι άμαξες είναι έτοιμες. Βγαίνοντας θριαμβευτικά, η Αικατερίνη βρίσκει στον προθάλαμο τον μεγάλο δούκα και την Ελισάβετ Βοροντζώφ να παίζουν χαρτιά. «Ο μεγάλος δούκας σηκώθηκε όταν με είδε —πράγμα που δεν το έκανε ποτέ— και εκείνη τον μιμήθηκε∙ απάντησα με μια βαθιά υπόκλιση και συνέχισα το δρόμο μου»45. Στο θέατρο, αντιμετωπίζει, με ψηλά το κεφάλι και καθαρή ματιά, την κακεντρεχή περιέργεια εκατό βλεμμάτων στραμμένων προς το θεωρείο της. Η αυτοκράτειρα δεν έχει έρθει. «Θα την εμπόδισε το γράμμα μου», σκέφτεται η Αικατερίνη με ικανοποίηση. Κατά τη γνώμη της, αυτό το γράμμα δεν μπορεί να μείνει χωρίς απάντηση. Ωστόσο οι μέρες περνούν και η τσαρίνα παραμένει απόμακρη και βουβή. Ένας ογκόλιθος αδιαφορίας. Άραγε της πήγε το μήνυμα ο Αλέξανδρος Σουβάλωφ; Η Αικατερίνη αναρωτιέται γιατί η αυτοκράτειρα είναι τόσο σκληρή απέναντι σ' αυτήν, που τίποτα σοβαρό δεν βαραίνει τη συνείδησή της, και τόσο επιεικής προς τον Πέτρο, ο οποίος εκδηλώνει έναν πρωσιανισμό του χειρίστου είδους. Αναμφισβήτητα, επειδή είναι η νύφη, η παρείσακτη, και η Ελισάβετ δεν συμπαθεί τις νέες γυναίκες. Και επειδή η Μεγαλειότητά Της υποψιάζεται ότι η μεγάλη δούκισσα έχει αυταρχικό χαρακτήρα, ενώ θεωρεί τον μεγάλο δούκα ένα σκέτο ζωντόβολο. Είναι αρχή της Σαρακοστής. Υπολογίζοντας κάθε της κίνηση, η Αικατερίνη αποφασίζει να κάνει καθημερινές και μακριές παρακλήσεις στην εκκλησία, μπροστά στον κόσμο, «ώστε να διαπιστωθεί η αφοσίωσή μου στην ελληνική ορθόδοξη πίστη»46. Άδικος κόπος. Η αυτοκράτειρα εξακολουθεί να αρνείται να τη δει. Και, πράγμα ακόμα χειρότερο, την τρίτη βδομάδα της Σαρακοστής, η πιστή κυρία Βλαντισλάβωφ αποσπάται ξαφνικά από την υπηρεσία της μεγάλης δούκισσας, ύστερα από διαταγή της άνασσας. Παραδέρνοντας ανάμεσα στην οργή και την απελπισία, η Αικατερίνη αναλύεται σε λυγμούς, αναγγέλλει ότι η αντικαταστάτρια της κυρίας Βλαντισλάβωφ καλά θα κάνει να περιμένει απ' αυτήν «κάθε είδους κακομεταχείριση, ακόμα και χτυπήματα» και, τελικά, κάνει την άρρωστη ανάμεσα στις γυναίκες της που βρίσκονται σε απόγνωση, και πέφτει στο κρεβάτι. Ο Αλέξανδρος Σουβάλωφ φέρνει γιατρούς που, ο ένας μετά τον άλλο, παίρνουν το σφυγμό της μεγάλης δούκισσας, τη βρίσκουν αδύναμη και εκφράζουν την επιθυμία να τη νοσηλεύσουν. Εκείνη τους διώχνει και ζητάει έναν εξομολογητή. Όχι όμως οποιονδήποτε. Τον εξομολογητή της αυτοκράτειρας. Αυτός ο ιερέας, ο πατήρ Ντουμπιάνσκι, τυχαίνει να είναι θείος μιας από τις καμαριέρες της Αικατερίνης. Καλώντας τον στο προσκέφαλό της, ελπίζει να εξασφαλίσει έναν κεχρισμένο μεσάζοντα ανάμεσα στην ίδια και την τρομερή Ελισάβετ. Και δεν κάνει λάθος. Αφού ακούσει την εξομολόγησή της, ο γέροντας ιερωμένος, «λιγότερο ηλίθιος απ'
ό,τι τον θεωρούσαν», τη δικαιώνει απόλυτα, καταδικάζει την κακία των εχθρών της, και την παροτρύνει να φωνάζει συνεχώς από το κρεβάτι της ότι θέλει να γυρίσει στη Γερμανία∙ γιατί, κατά τη γνώμη του, η Ελισάβετ δεν θα την αφήσει ποτέ να φύγει. Άλλωστε, δηλώνει ότι θα πάει αμέσως στην τσαρίνα για να την πείσει να δεχτεί το ταλαίπωρο παιδί. Και κρατάει το λόγο του. Ο Αλέξανδρος Σουβάλωφ αναγγέλλει στην Αικατερίνη ότι η αυτοκράτειρα την καλεί σε ακρόαση την «επόμενη νύχτα». Πράγματι, η Ελισάβετ είναι όλο και περισσότερο βυθισμένη σε λήθαργο στη διάρκεια της ημέρας, ενώ ζωντανεύει όταν κοιμούνται οι άλλοι. Στις 13 Απριλίου 1759, γύρω στις δέκα το βράδυ, η Αικατερίνη σηκώνεται από το κρεβάτι της, λέει να την ντύσουν και να τη χτενίσουν, και ετοιμάζεται για τη μάχη. Τα νεύρα της είναι εξαιρετικά τεντωμένα. Ο Αλέξανδρος Σουβάλωφ της έχει υποσχεθεί ότι θα έρθει να τη βρει τα μεσάνυχτα. Περιμένει. Δεν έρχεται κανείς. Για να ηρεμήσει, προσπαθεί να φιλοσοφήσει τα πράγματα: «Η ευτυχία και η δυστυχία βρίσκονται μέσα στην καρδιά και στην ψυχή του καθενός∙ αν νιώσεις δυστυχία, ξεπέρασέ την και διαχώρισε την ευτυχία σου από κάθε εξωτερικό γεγονός»47. Παρ' όλες τούτες τις θαρραλέες εκκλήσεις που κάνει στη φαντασία της, είναι τόσο εξαντλημένη και ανήσυχη που σωριάζεται σ' έναν καναπέ και αποκοιμιέται. Γύρω στη μιάμιση την ξυπνούν. Ο Αλέξανδρος Σουβάλωφ την οδηγεί στα διαμερίσματα της αυτοκράτειρας και αποσύρεται αφού την αναγγείλει στη Μεγαλειοτάτη. Εκεί βρίσκεται και ο μεγάλος δούκας. Επομένως, δεν πρόκειται για ένα τετ‐α‐τετ όπως είχε ελπίσει η Αικατερίνη, αλλά για μια παράσταση ενώπιον δικαστηρίου όπου όλοι οι δικαστές είναι εχθρικά διατεθειμένοι απέναντί της. Ο άνδρας της δεν την επισκέφθηκε ούτε μια φορά στη διάρκεια της υποτιθέμενης αρρώστιας της. Έμαθε μάλιστα παρεμπιπτόντως ότι, το ίδιο πρωί, είχε βάλει την Ελισάβετ Βοροντζώφ να του ορκιστεί πως θα τον παντρευόταν μόλις θα έμενε χήρος: «Διασκέδαζαν ιδιαίτερα κι οι δυο τους με την αρρώστια μου». Η αίθουσα όπου η Μεγαλειοτάτη δέχεται την κατηγορουμένη είναι αχανής, παγερή, κακοφωτισμένη από καντηλέρια τοποθετημένα εδώ κι εκεί. Ανάμεσα σε δυο παράθυρα, λάμπουν χρυσές λεκάνες που χρησιμεύουν για την τουαλέτα της αυτοκράτειρας. Σε μια απ' αυτές, η Αικατερίνη βλέπει μια δεσμίδα με χαρτιά. Μα αυτά δεν είναι τα γράμματά της προς τον Απράξιν και προς τον Μπεστούζεφ; Βεβαιότατα. Τα αποδεικτικά της δίκης. Έχει πιαστεί στην παγίδα. Πίσω από πλατιά παραβάν στημένα απέναντι στα παράθυρα, αντιλαμβάνεται αναπνοές, μαντεύει παρουσίες. Αργότερα, θα μάθει ότι ο ευνοούμενος της Ελισάβετ, ο Ιβάν Σουβάλωφ, και ο εξάδελφός του κόμης Πέτρος, βρίσκονταν χωμένοι σ' αυτή την κρυψώνα για ν' ακούσουν την κατάθεσή της. Το κοινό είναι στις θέσεις του. Το έργο μπορεί ν' αρχίσει. Από ένστικτο, η Αικατερίνη υιοθετεί την παρορμητικότητα, την ταραχή και την αδυναμία της τσακισμένης γυναίκας. Απέναντί της, η αυτοκράτειρα, πελώρια, φτιασιδωμένη σαν καρνάβαλος, με πλούσιο στήθος και πλατείς γοφούς, την κοιτάζει με ψυχρότητα. Πέφτει γονατιστή στα πόδια τούτου του αγάλματος της αποδοκιμασίας και του ανοίγει την καρδιά της: είναι εξουθενωμένη, δεν την αγαπάει κανείς, ας την αφήσουν να γυρίσει στην πατρίδα της! Η αυτοκράτειρα, ιδιαίτερα επιρρεπής από τη φύση της στις συγκινήσεις, σκουπίζει βιαστικά τα μάτια της και, συγκλονισμένη, ζητάει από την Αικατερίνη να σηκωθεί. Εκείνη αρνείται. «Πώς θέλετε να σας διώξω;» τη ρωτάει. «Θυμηθείτε ότι έχετε και παιδιά!» «Τα παιδιά μου βρίσκονται στα χέρια σας και δεν θα μπορούσαν να έχουν καλύτερη τύχη», αποκρίνεται η Αικατερίνη, πάντοτε γονατιστή. «Ελπίζω πως δεν θα τα εγκαταλείψετε!» «Και τι θα πω στον κόσμο γι' αυτή την αποπομπή;» «Η Μεγαλειότητά Σας θα πει ό,τι κρίνει καλό, από τις αιτίες που προκάλεσαν τη δυσμένειά σας και το μίσος του μεγάλου δούκα».
«Και πώς θα ζήσετε στους γονείς σας;... Η μητέρα σας έχει φύγει∙ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της και πήγε στο Παρίσι!» «Το ξέρω», λέει αναστενάζοντας η Αικατερίνη. «Θεωρήθηκε υπέρ το δέον αφοσιωμένη στα ρωσικά συμφέροντα, πράγμα που προκάλεσε τη δυσμένεια του βασιλιά της Πρωσίας!»48 Έτσι, τόσο η Ιωάννα όσο και, έμμεσα, η κόρη της εμφανίζονται ως οσιομάρτυρες των συμφερόντων της Ρωσίας. Η Ελισάβετ, που δεν περίμενε αυτή την εξήγηση, σκέφτεται, συγκινείται, απλώνει το χέρι σε τούτη τη νεαρή γυναίκα που έχει καταρρεύσει απέναντί της μέσα στο όμορφο φόρεμά της, την υποχρεώνει να σηκωθεί και ψιθυρίζει: «Μάρτυς μου ο Θεός πόσο έκλαψα όταν, φτάνοντας στη Ρωσία, αρρωστήσατε και κοντέψατε να πεθάνετε∙ αν δεν σας αγαπούσα, δεν θα σας κρατούσα εδώ». Και, ενώ η Αικατερίνη αναλύεται σε ευχαριστίες για τις αλλοτινές καλοσύνες της αυτοκράτειρας, που κάνουν ακόμα πιο σκληρή την τωρινή δυσμένεια, η τελευταία έρχεται κοντά της και της λέει με κομμένη την ανάσα: «Είστε εξαιρετικά περήφανη. Θυμηθείτε κάποια μέρα στο Θερινό Ανάκτορο, σας πλησίασα και σας ρώτησα αν πονούσε ο λαιμός σας: είχα δει ότι μετά βίας με χαιρετούσατε και ότι μου απευθύνατε ένα απλό νεύμα του κεφαλιού, από περηφάνια και μόνο». Η Αικατερίνη επιβεβαιώνει την ταπεινοφροσύνη της και την πιστή της λατρεία, ωστόσο η άλλη τη διακόπτει: «Μη φαντάζεστε ότι μονάχα εσείς διαθέτετε πνεύμα!». «Αν φανταζόμουν κάτι τέτοιο», αποκρίνεται μ' έναν αναστεναγμό, «το πιστεύω μου θα γκρεμιζόταν ολότελα από την τωρινή μου κατάσταση και, κατά μείζονα λόγο, από τούτη τη συζήτηση. Γιατί διαπιστώνω ότι από βλακεία δεν είχα καταλάβει μέχρι τώρα αυτό που τόσο εύσχημα μου είπατε πριν από τέσσερα χρόνια!» Ο μεγάλος δούκας, απογοητευμένος από την τροπή τούτης της συζήτησης —όπου οι αντιδράσεις του πληγωμένου εγωισμού υπερισχύουν των πολιτικών θεωρήσεων—, μιλάει χαμηλόφωνα στη γωνιά του με τον Αλέξανδρο Σουβάλωφ. Ξαφνικά, υψώνοντας τον τόνο της φωνής του, λέει: «Η κακία της και η ξεροκεφαλιά της δεν έχουν όρια!». «Αν μιλάτε για μένα», αναφωνεί η Αικατερίνη, «βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας απαντήσω, παρουσία της Μεγαλειότητάς Της, ότι πράγματι είμαι κακιά απέναντι σ' αυτούς που σας συμβουλεύουν να κάνετε αδικίες και ότι έχω γίνει ξεροκέφαλη αφότου βλέπω πως η καλή μου προαίρεση δεν οδηγεί παρά μόνο στην εχθρότητά σας!» Κάθε στιγμή που περνάει αποκτά και περισσότερη σιγουριά. Άραγε θα τα καταφέρει να τη γλιτώσει με μοναδικό τίμημα μια συνηθισμένη κατσάδα, ένα δυσάρεστο μικροεπεισόδιο μεταξύ θείας και ανιψιάς; Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, η αυτοκράτειρα δείχνει να έχει ξεχάσει το κυριότερο αδίκημά της: εκείνο της προδοσίας. Πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο, μέσα στο επίσημο φόρεμά της που θροΐζει. Και ξαφνικά, η επίθεση κατά μέτωπο. Η τελική έφοδος μετά τις αψιμαχίες. «Ανακατεύεστε σε πολλά πράγματα που δεν σας αφορούν», λέει η τσαρίνα κατακεραυνώνοντας με το βλέμμα την Αικατερίνη. «Εμένα ούτε που θα μου περνούσε από το μυαλό να κάνω κάτι τέτοιο την εποχή της αυτοκράτειρας Άννας. Πώς, για παράδειγμα, τολμήσατε να στείλετε διαταγές στο στρατάρχη Απράξιν;»
Η Αικατερίνη τινάζεται: «Εγώ; Ποτέ δεν μου ήρθε η ιδέα να του στείλω!». «Πώς μπορείτε να αρνείστε ότι του γράψατε; Τα γράμματα βρίσκονται εκεί μέσα, σ' αυτό το σκεύος!» Της δείχνει τα χαρτιά μέσα στη χρυσή λεκάνη και προσθέτει: «Σας έχει απαγορευθεί να γράφετε!». «Είναι γεγονός ότι καταπάτησα αυτή την απαγόρευση και σας ζητώ συγγνώμη», λέει η Αικατερίνη δίχως να χάσει το θάρρος της. «Εφόσον όμως τα γράμματά μου βρίσκονται εκεί, μπορούν να αποδείξουν στη Μεγαλειότητά σας ότι δεν του έστειλα ποτέ διαταγές του Απράξιν. Στο ένα τού έλεγα πως συζητείται η συμπεριφορά του... Τα δύο άλλα δεν περιλαμβάνουν παρά συγχαρητήρια για τη γέννηση του γιου του και ευχές για τον καινούργιο χρόνο. «Ο Μπεστούζεφ είπε ότι υπήρχαν και πολλά άλλα». Δίχως να χαμηλώσει τα μάτια, η Αικατερίνη αποκρίνεται με ήρεμη φωνή: «Αν ο Μπεστούζεφ λέει κάτι τέτοιο, ψεύδεται». «Ε, τότε», αναφωνεί η Ελισάβετ, «εφόσον ψεύδεται εις βάρος σας, θα διατάξω να τον βασανίσουν!» Η Αικατερίνη μένει ατάραχη. Μια τόσο χοντροκομμένη απειλή θα μπορούσε μόνο να την κάνει να γελάσει. Τώρα πια είναι σίγουρη πως οι λεγόμενες αποδείξεις οι οποίες έχουν συγκεντρωθεί εναντίον της είναι αερολογίες. Η αυτοκράτειρα, αφού ξέσπασε την οργή της, σιγά σιγά καταλαγιάζει. Και ο μεγάλος δούκας βρίσκει την ώρα για να εκτοξεύσει αδέξια τις κατάρες του ενάντια στη σύζυγό του. Εικάζοντας πως λίγο ακόμα και θα κερδίσει το παιχνίδι, θέλει να μεταστρέψει την κατάσταση. «Ήταν ηλίου φαεινότερο», θα γράψει η Αικατερίνη, «ότι ήθελε να με βγάλει από τη μέση και να τοποθετήσει στη θέση μου, αν βέβαια περνούσε από το χέρι του, την ερωμένη του. Ζαλισμένη από τις αγριοφωνάρες του ανιψιού της, η αυτοκράτειρα εκδηλώνει σημάδια κόπωσης. Μέσα σ' αυτόν τον συζυγικό καβγά, όπου ο σύζυγος χειρονομεί και ξελαρυγγιάζεται, ενώ η γυναίκα του σωπαίνει με αξιοπρέπεια, η συμπάθεια στρέφεται σαφώς προς τη γυναίκα. Η αυτοκράτειρα πλησιάζει την Αικατερίνη και, με μια ματιά γεμάτη σημασία προς την πλευρά του ανιψιού της, λέει χαμηλόφωνα: «Θα είχα να σας πω κι άλλα πράγματα, αλλά δεν θέλω να οξύνω περισσότερο την κατάσταση μεταξύ σας!». Τούτη η μαρτυρία εμπιστοσύνης, ύστερα από μια σκληρή αναμέτρηση, κάνει την Αικατερίνη να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της νίκης της. «Ένιωσα να με πλημμυρίζει το συναίσθημα», θα γράψει. Και ψιθυρίζει στο αυτί της αυτοκράτειρας: «Ούτ' εγώ μπορώ να μιλήσω, αν και αισθάνομαι επιτακτικά την επιθυμία να σας ανοίξω την καρδιά και την ψυχή μου». Τα μάτια της αυτοκράτειρας γεμίζουν δάκρυα ξανά. Για να κρύψει την ταραχή της, διώχνει την Αικατερίνη και τον μεγάλο δούκα, ενώ κρατάει μαζί της μονάχα τον Αλέξανδρο Σουβάλωφ. Είναι τρεις τα ξημερώματα. Εξουθενωμένη αλλά και ακτινοβολώντας από χαρά, η Αικατερίνη έχει ήδη βάλει τις καμαριέρες της να τη γδύσουν όταν χτυπάει την πόρτα του
δωματίου της ο Σουβάλωφ. Έρχεται εκ μέρους της αυτοκράτειρας, η οποία «στέλνει χαιρετισμούς» στη μεγάλη δούκισσα, την παρακαλεί να μη στενοχωριέται και της υπόσχεται να έχει μια δεύτερη συζήτηση μαζί της, τούτη τη φορά μόνες τους. Ο ύπνος της Αικατερίνης είναι εκείνη τη νύχτα πανάλαφρος. Την επομένη, της μεταφέρουν τα λόγια της Μεγαλειοτάτης προς έναν αυλικό: «Η μεγάλη δούκισσα είναι φιλαλήθης και δίκαιη∙ πρόκειται για μια γυναίκα με πολύ πνεύμα, ενώ ο ανιψιός μου είναι ζώον»49. Παρά τα κολακευτικά τούτα λόγια, η Αικατερίνη δεν παύει να περιμένει τη «δεύτερη συζήτηση» την οποία της έχει υποσχεθεί η Ελισάβετ. Μήπως όμως η αυτοκράτειρα, οκνηρή και ευμετάβλητη, αλλάξει πάλι γνώμη; Πάντως, η αναίδεια του Πέτρου δεν έχει διόλου μειωθεί∙ όσο για τη Βοροντζώφ, είναι τόσο σίγουρη πως αυτός θα την παντρευτεί που δέχεται τους γνωστούς της στο δουκικό διαμέρισμα σύμφωνα με όλους τους κανόνες της φιλοξενίας, λες και ήταν ήδη εγκατεστημένη εκεί ως νόμιμη σύζυγος. Φοβούμενη μήπως, με την πάροδο των εβδομάδων, χάσει ό,τι κέρδισε κατά τη νυχτερινή της μάχη, η Αικατερίνη κάνει και πάλι λόγο για αναχώρηση. Το κόλπο της πετυχαίνει για μια ακόμη φορά. Ένας από τους χειρότερους εχθρούς της και σύμμαχος του μεγάλου δούκα, ο αντικαγκελάριος κόμης Μιχαήλ Βοροντζώφ, την ικετεύει, κλαίγοντας και ξεφυσώντας (πάσχει από «ένα είδος βρογχοκήλης»), να εγκαταλείψει ένα σχέδιο που στενοχωρεί τόσο την αυτοκράτειρα! Εκείνη επιμένει. Αναφέρεται στα παιδιά της που της τα κρύβουν. Επαναλαμβάνει ότι όλα εδώ θαρρείς και γίνονται για να την ωθήσουν να φύγει. Ύστερα από μερικές ημέρες, της επιτρέπουν να δει το γιο της και την κόρη της, και μάλιστα το ίδιο απόγευμα, στις τρεις, και την πληροφορούν ότι, μετά απ' αυτή την επίσκεψη, θα τη δεχτεί η Μεγαλειοτάτη. Ακριβής στο ραντεβού, βρίσκεται μπροστά σε δυο μικρούς ξένους, οι οποίοι την αντιμετωπίζουν ψυχρά και δίχως να καταλαβαίνουν: ο Παύλος είναι πέντε χρόνων και η Άννα μόλις μερικών μηνών. Η Αικατερίνη παίζει μαζί τους, μέσα σ' έναν κύκλο από παραμάνες και γκουβερνάντες που παρακολουθούν τη σκηνή με μάτι επιτιμητικό. Στην πραγματικότητα, δεν είναι και τόσο συγκινημένη. Αυτά τα δύο όντα τα γέννησε για λογαριασμό μιας άλλης. Υποταγμένη σε κάτι σαν αφηρημένη μητρότητα, σκέφτεται περισσότερο την επικείμενη συνάντησή της με την αυτοκράτειρα παρά τα δροσερά προσωπάκια που χορεύουν μπροστά της. Ανυπομονεί σχεδόν να τα εγκαταλείψει για να συναντήσει εκείνη από την οποία εξαρτάται το πεπρωμένο της. Τελικά, ο Αλέξανδρος Σουβάλωφ της αναγγέλλει ότι μπορεί να δει την αυτοκράτειρα. Σπεύδει. Η πόρτα ανοίγει και κλείνει ξανά. Βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν υπάρχει στην αίθουσα ούτε το παραμικρό παραβάν για να κρύψει πίσω του ένα μάρτυρα. Ευθύς εξαρχής, η τσαρίνα θέτει έναν όρο: «Απαιτώ να μου πείτε την αλήθεια σε οτιδήποτε σας ρωτήσω». Η Αικατερίνη ορκίζεται «να της ανοίξει την καρδιά της χωρίς κανένα δισταγμό». Γίνεται και πάλι λόγος για τα γράμματα προς τον Απράξιν, για την προδοσία του Μπεστούζεφ, για την ανάρμοστη συμπεριφορά του μεγάλου δούκα... Αναμφισβήτητα —αν και η Αικατερίνη είναι βουβή σ' αυτό το σημείο στα Απομνημονεύματά της— η τσαρίνα θέλει να μάθει περισσότερα για τις ερωτικές σχέσεις της ανιψιάς της με τον Σέργιο Σαλτικώφ και τον Στανισλάς Πονιατόφσκι, για την ψυχρότητά της με τον Πέτρο, για τον πραγματικό πατέρα του Παύλου και της Άννας50. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, ύστερα απ' αυτή την εξήγηση κεκλεισμένων των θυρών, ένα είδος modus vivendi καθιερώνεται μεταξύ των δύο γυναικών: μια ειρήνη έντιμη και υποτονική, φτιαγμένη από παραχωρήσεις, υποταγή και επιτήρηση. Η Αικατερίνη εμφανίζεται και πάλι στην Αυλή και δεν αναφέρεται πια στην αναχώρησή της από τη Ρωσία. «Η αυτοκράτειρα της έκανε εξαιρετική υποδοχή, πολύ πιο φιλική απ' ό,τι συνήθως», γράφει ο μαρκήσιος ντε λ' Οπιτάλ. Η μεγάλη δούκισσα απέσπασε το δικαίωμα να βλέπει τα παιδιά της μια φορά την εβδομάδα, πράγμα ανέλπιστο. Έχουν γαλουχηθεί στο
αυτοκρατορικό παλάτι του Πέτερχοφ, ενώ η ίδια μένει στο παλάτι του Οράνιενμπαουμ, είκοσι βέρστια μακριά. Οι δίνες της πολιτικής δεν την αγγίζουν πλέον. Άλλωστε, η υπόθεση Μπεστούζεφ έληξε άδοξα. Η θανατική ποινή η οποία θα επιβαλλόταν στον προδότη υπουργό ανεκλήθη. Απλώς εξορίστηκε στα κτήματά του. Οι «συνένοχοι» του Μπερνάρντι, Ελάγκιν και Αντοντούρωφ είχαν ανάλογη τύχη. Τέλος, ο Στανισλάς Πονιατόφσκι διώχθηκε από τη Ρωσία. Η Αικατερίνη δέχτηκε τούτο το πλήγμα με νηφαλιότητα γεμάτη πικρία. Το περίμενε τόσο καιρό! Ωστόσο, τον Απρίλιο του 1759, μερικές εβδομάδες μετά την αναχώρηση του εραστή της, χάνει την κόρη την οποία απέκτησε απ' αυτόν, τη μικρή πριγκίπισσα Άννα. Κι αυτός ο ξαφνικός χαμός τη βυθίζει στα δάκρυα. Ευτυχώς που το παιδί πέθανε μακριά της! Θα την κατηγορούσαν ότι δεν ήξερε να το φροντίσει. Την επόμενη χρονιά, πεθαίνει η μητέρα της στο Παρίσι. Οι Γάλλοι σφραγίζουν την αλληλογραφία της Ιωάννας. Η Αικατερίνη φοβάται μήπως ορισμένα γράμματα τα οποία είχε στείλει κρυφά στη νεκρή επιστραφούν στη Ρωσία και πέσουν στα χέρια της τσαρίνας. Αλλά ο δούκας ντε Σουαζέλ βολεύει τα πράγματα όσο γίνεται καλύτερα. Τα επικίνδυνα ντοκουμέντα καίγονται. Ως προς τα έπιπλα, οι πολυάριθμοι δανειστές της «κόμισσας του Όλντενμπουργκ» τους έκαναν κατάσχεση και απείλησαν πως θα τα βγάλουν στο σφυρί. Δυσανασχετώντας, η αυτοκράτειρα δέχεται να πληρώσει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες φράγκα για ν' αποφύγει το σκάνδαλο. Αν και ανακουφισμένη, η Αικατερίνη νιώθει έντονο το κενό γύρω της. Είναι απομονωμένη ακόμα και στο πολιτικό πεδίο. Την εποχή που ο Μπεστούζεφ διηύθυνε τις υποθέσεις της αυτοκρατορίας, ήξερε ότι θα την υποστήριζε μέχρι τέλους. Τώρα που τον έχουν ουσιαστικά εξοντώσει, δεν μπορεί πια να βασίζεται παρά μόνο στον εαυτό της, όσον αφορά την καθημερινή της πάλη για το θρόνο. Αυτό δεν την τρομάζει. Κυριότερο ατού της θεωρεί την αντιδημοτικότητα του μεγάλου δούκα. Όσο περισσότερο θα καταπλήξει την Αυλή με την τρέλα του τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχει αυτή να τον υποσκελίσει. Η αυτοκράτειρα τώρα πια δεν υπολογίζεται. Βρίσκεται στα τελευταία της. Ο δρόμος της διαδοχής είναι κατ' ουσίαν ανοιχτός. Η Αικατερίνη είναι τριάντα χρόνων. Και έχει μια ακόρεστη πείνα για εξουσία και για έρωτα. Πολλές φορές της φαίνεται ότι δεν έχει αρχίσει ακόμη να ζει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ ΕΡΩΤΑΣ, ΕΡΕΒΟΣ, ΑΠΙΣΤΙΑ Ενώ η Αικατερίνη προσπαθεί να συγκεντρώσει μερικούς οπαδούς στα σαλόνια της πρωτεύουσας, ο πόλεμος συνεχίζεται μακριά, βίαιος, αιματηρός και αβέβαιος. Οι Ρώσοι, με επικεφαλής τον Φέρμορ, έχουν καταλάβει το Καίνιγκσμπεργκ από τον Ιανουάριο του 1758 και, στις 25 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, έδωσαν, στο Τσόρντορφ, μια μάχη φονική και ταυτόχρονα τόσο αμφίβολη που καθένα από τα δύο στρατόπεδα θεωρεί τον εαυτό του νικητή και τελεί δοξολογίες. Την επόμενη χρονιά, ο Φρειδερίκος ηττάται από τους Ρώσους στο Κούνερσντορφ και οι Αυστριακοί καταλαμβάνουν τη Σαξονία. Ωστόσο, ο βασιλιάς της Πρωσίας ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία του και, τον Αύγουστο του 1760, δίνει τη μάχη του Λίγκνιτς. Ύστερα από δύο μήνες, Αυστριακοί και Ρώσοι μπαίνουν στο Βερολίνο. Αλλά λίγο μετά, αναγκάζονται να εκκενώσουν την πόλη. Στο Τοργκάου σημειώνεται νέα νίκη των Πρώσων. Τούτες οι ξαφνικές αναλαμπές ενός εχθρού που θεωρούνταν ότι είχε γονατίσει προκαλούν στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ανάμικτα συναισθήματα οργής και θαυμασμού. Πώς να μη χαιρετίσουν το αγωνιστικό πνεύμα τούτου του βασιλιά, ο οποίος αρνείται να καταθέσει τα όπλα μπροστά σε τρεις μεγάλες συνασπισμένες δυνάμεις; Παρ' όλα αυτά, το ηθικό των στρατιωτών που βρίσκονται στα μεσαία σκαλοπάτια της ιεραρχικής κλίμακας, που προέρχονται κατά πλειονότητα από την τάξη των ευγενών και είναι διαποτισμένοι με πατριωτικές παραδόσεις, είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο των ανθρώπων του παλατιού. Με τους διπλωμάτες της, τους ξένους επισκέπτες της και τις οικογενειακές συμμαχίες τις οποίες διατηρεί πέρα από τα σύνορα, η Αυλή αποτελεί έναν κύκλο ανθρώπων που υπόκεινται στις εξωτερικές επιρροές. Εκεί, χαίρει εκτίμησης όποιος ακούει με ενδιαφέρον τους αντίλαλους της Ευρώπης. Επαίρεται όποιος έχει ανοιχτό πνεύμα. Αντίθετα, στις τάξεις του στρατού, πρέπει κανείς να είναι πρώτα απ' όλα Ρώσος. Πολλοί αξιωματικοί δεν κρύβουν την αγανάκτησή τους μπροστά στη συμπάθεια που ορισμένα έγκριτα πρόσωπα της αυτοκρατορίας εκδηλώνουν κατά τη διάρκεια του πολέμου απέναντι στην πρωσική πλευρά. Μερικοί μάλιστα υπαινίσσονται ότι ο μεγάλος δούκας, με τη γνωστή σε όλους λατρεία του προς τον Φρειδερίκο, προδίδει τη Ρωσία παρέχοντας πληροφορίες σ' αυτόν που αποκαλεί «βασιλιά και αφέντη του». Και είναι αλήθεια πως ο Πέτρος, θαμπωμένος από το είδωλό του, έχει ένα και μόνο μέλημα: να του κοινοποιεί οτιδήποτε λέγεται στις μυστικές συνεδριάσεις του πολεμικού συμβουλίου της αυτοκράτειρας. Ο νέος πρεσβευτής της Αγγλίας Κηθ συγκεντρώνει αυτές τις πληροφορίες και τις διοχετεύει δια της ταχύτερης οδού στον Φρειδερίκο. Έτσι, ο βασιλιάς της Πρωσίας ενημερώνεται για τις κινήσεις τις οποίες μελετούν τα ρωσικά στρατεύματα, πριν καν ειδοποιηθούν οι αμέσως ενδιαφερόμενοι. Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών του, ο μεγάλος δούκας εισπράττει βέβαια κάποια χρήματα, ωστόσο θα έκανε αναμφισβήτητα το ίδιο για την αίγλη και μόνο της χειρονομίας. Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1759 εκδηλώνει έντονο ενδιαφέρον για την τύχη ενός Πρώσου αξιωματικού που συνελήφθη αιχμάλωτος κατά τη μάχη του Τσόρντορφ. Πρόκειται για τον κόμη Σβέριν, υπασπιστή του βασιλιά της Πρωσίας. Αυτός ο επιφανής κρατούμενος μεταχειρίζεται από τους Ρώσους ως ευγενής ταξιδιώτης, περαστικός από την πρωτεύουσα. Αποτελεί τιμή για όλους να τον καλωσορίζουν και να τον δεξιώνονται. «Αν ήμουν αυτοκράτορας, δεν θα γινόσασταν ποτέ αιχμάλωτος πολέμου!» του λέει ο Πέτρος με ενθουσιασμό. Και τον εγκαθιστά στην Αγία Πετρούπολη, σ' ένα σπίτι κοντά στο αυτοκρατορικό παλάτι. Πλάι σ' αυτόν τον ένδοξο ηττημένο, έχουν τοποθετηθεί δυο Ρώσοι αξιωματικοί, περισσότερο για συντροφιά παρά για επιτήρηση. Ο ένας απ' αυτούς είναι ο νεαρός υπολοχαγός Γρηγόρης Ορλώφ, ο οποίος συμπεριφέρθηκε ηρωικά στην ίδια αυτή μάχη του Τσόρντορφ. Τρεις φορές πληγωμένος, εκώφευσε στις προτροπές του περιβάλλοντός του και, επικεφαλής των ανδρών του, συνέχισε τον αγώνα με περισσότερη ακόμα
μαχητικότητα. Για να τον ανταμείψουν και για να του δώσουν κατά κάποιο τρόπο την ευκαιρία να ξεκουραστεί, οι προϊστάμενοί του τον έστειλαν στην Αγία Πετρούπολη ως σωματοφύλακα του κόμη Σβέριν. Αυτή την «ξεκούραση», ο Γρηγόρης Ορλώφ την απολαμβάνει κυρίως στις αίθουσες των παιχνιδιών, στα αναψυκτήρια και τα κρεβάτια των κοριτσιών. Παρ' όλα αυτά, δεν λέει όχι και στις γυναίκες περιωπής. Έτσι, σαγηνεύει και κλέβει την όμορφη Ελένη Κουράκιν, ερωμένη του ιεραρχικώς ανωτέρου του στρατηγού Πέτρου Σουβάλωφ51. Ο κίνδυνος στον οποίο εκτίθεται —είτε οφείλεται σε πάθος είτε σε αποκοτιά— κάνει τις γυναικείες καρδιές να χτυπήσουν. Τα ερωτικά του κατορθώματα δίνουν ακόμα μεγαλύτερη αίγλη στα ανδραγαθήματά του. Όλοι τον θεωρούν θεότρελο και τον θαυμάζουν. Ήταν επόμενο, λοιπόν, ο Πέτρος Σουβάλωφ να τσακίσει τη σταδιοδρομία του υπεροπτικού υπολοχαγού. Ωστόσο ο νεαρός άνδρας ευνοείται από το άστρο του: ο στρατηγός πεθαίνει ξαφνικά, πριν προλάβει να πάρει εκδίκηση για την τιμή του. Οι γυναίκες πιστεύουν σ' ένα θαύμα, οι άνδρες κατσουφιάζουν. Για κείνες, ο Γρηγόρης Ορλώφ είναι μια δύναμη της φύσης∙ για κείνους, ένας γυναικάς, ένας φιλοπόλεμος, που η ανάρμοστη συμπεριφορά του είναι άξια παραδειγματικής τιμωρίας. Και η Αικατερίνη παρακολουθεί διασκεδάζοντας από το ησυχαστήριό της τα λακτίσματα τούτου του ορμητικού πουλαριού. Στα συντάγματα της φρουράς, υπάρχουν πέντε αδέρφια με το όνομα Ορλώφ: ο Ιβάν, ο Γρηγόρης, ο Αλέξης, ο Φεντόρ και ο Βλαντιμίρ. Από τους πέντε, ο δεύτερος, ο Γρηγόρης, είναι αναμφισβήτητα ο πιο γοητευτικός. Πολύ ψηλός, με αθλητικό παράστημα, έχει ένα περήφανο κεφάλι με κανονικά χαρακτηριστικά. Η γλυκύτητα και η φινέτσα του προσώπου του έρχονται σε παράξενη αντίθεση με την αίσθηση δύναμης την οποία αναδίνει το κορμί του. Αυτός ο τρομερός κολοσσός έχει βλέμμα βελούδινο και χαμόγελο σχεδόν γυναικείο. Είναι οπωσδήποτε ωραιότερος από τον Στανισλάς Πονιατόφσκι —που η αναχώρησή του λύπησε βέβαια την Αικατερίνη—, ωραιότερος ακόμα και από τον Σέργιο Σαλτικώφ. Ωστόσο, η ευφυΐα του είναι μέτρια και η μόρφωσή του σχεδόν ανύπαρκτη. Είναι ταπεινής καταγωγής. Ο παππούς του, απλός τοξότης, είχε κινδυνεύσει το 1689, στη διάρκεια της επανάστασης των Στρέλτσι. Καταδικασμένος σε θάνατο και οδηγημένος στον τόπο της εκτέλεσης, κλώτσησε ήρεμα το αιμόφυρτο κεφάλι ενός συντρόφου του που είχε αποκεφαλιστεί πριν απ' αυτόν, και προχώρησε προς το ικρίωμα. Θαυμάζοντας τόση αδιαφορία, ο Πέτρος ο Μέγας αποφάσισε να του δώσει χάρη. Εντεταγμένος στον τακτικό στρατό, ο ένοχος υπηρέτησε πιστά τον τσάρο και έγινε αξιωματικός. Ο γιος του Γρηγόρης Ιβάνοβιτς, ο οποίος έγινε κυβερνήτης του Νόβγοροντ, παντρεύτηκε στα πενήντα τρία του χρόνια μια δεσποινίδα ευγενούς καταγωγής ονόματι Ζηνόβιεφ, και απέκτησε εννέα γιους, από τους οποίους επέζησαν οι πέντε. Αυτοί οι πέντε γόνοι «ηρωικής εμβέλειας», είναι οι πέντε αδελφοί Ορλώφ, των οποίων τα κατορθώματα αποτελούν το κύριο θέμα συζήτησης στην Αυλή και την πόλη. Ενωμένοι σαν γροθιά, είναι μια χαρούμενη συντροφιά όπου η εμπιστοσύνη και η αλληλεγγύη αποτελούν τον κανόνα. Με περιορισμένο πνεύμα και εξαιρετική υγεία, έχουν όλοι τους υψηλά ανεπτυγμένο το αίσθημα της τιμής, της αγάπης για το σύνταγμά τους, και επιδίδονται με πάθος στο ποτό, στα χαρτιά και τις γυναίκες. Οι στρατιώτες τους τούς λατρεύουν για τη σχεδόν αυθόρμητη ανδρεία τους και τα ελευθέρια ήθη τους. Είναι βασιλιάδες στους στρατώνες τους. Και στην Αυλή, πολλά βλέμματα είναι στραμμένα πάνω τους. Κάποιο βράδυ, ο Γρηγόρης Ορλώφ, ο οποίος έχει συνοδεύσει τον «αιχμάλωτο» Σβέριν σε μια δεξίωση στο σπίτι του μεγάλου δούκα, βρίσκεται τυχαία στη φρουρά του παλατιού. Η Αικατερίνη, που είχε μόλις μια δυσάρεστη σκηνή με τον άνδρα της, βγαίνει κλαίγοντας στο παράθυρο του δωματίου της για να πάρει αέρα και βλέπει κάτω ένα γίγαντα με κεφάλι αρχαγγέλου. Εκείνος υψώνει προς το μέρος της ένα βλέμμα θαυμασμού ανάμικτου με σεβασμό. Αισθάνεται να λιώνει και δεν σκέφτεται πια παρά μόνο πώς θα γνωριστεί μ' αυτόν τον παρηγορητή που της στέλνει ο ουρανός52. Προφανώς, δεν είναι αρκετά καλής
γενιάς ώστε να γίνει δεκτός στην Αυλή, στον κύκλο της μεγάλης δούκισσας, όπως ο Σέργιος Σαλτικώφ, ο Στανισλάς Πονιατόφσκι ή ακόμα και ο Ζαχαρίας Τσερνιτσέφ. Η Αικατερίνη, που ξέρει πόσο λυσσάνε οι εχθροί της για ν' αμαυρώσουν το όνομά της, δεν αναλαμβάνει τον κίνδυνο να εισαγάγει στον κύκλο των οικείων της έναν καβαλιέρο τόσο αμφίβολης φήμης. Έτσι, αναθέτει στη φίλη της Πρασκοβί Μπρυς να τους κανονίσει ένα ραντεβού «έξω», σ' ένα σπιτάκι πάνω σ' ένα νησί του Νέβα, στο νησί Βασίλιεφσκι. Ευθύς εξαρχής, είναι φανερό ότι ταιριάζουν απόλυτα. Πώς είναι δυνατόν αυτή η γυναίκα με το εκλεπτυσμένο πνεύμα, η παθιασμένη αναγνώστρια του Μοντεσκιέ και του Βολταίρου, να αντλεί τόση ευχαρίστηση από τη συντροφιά ενός στρατιώτη με υπέροχο κεφάλι αλλά παιδιάστικο μυαλό; Είναι τριάντα χρόνων, πράγμα που εκείνη την εποχή σημαίνει πλήρη ωρίμανση για ένα άτομο του φύλου της∙ αυτός είκοσι πέντε. Δεν μπορεί να έχει μαζί του καμιά από εκείνες τις κατά το ήμισυ αισθηματικές και κατά το ήμισυ πνευματικές συζητήσεις που αποτελούν συνήθως γι' αυτήν πραγματική απόλαυση. Ωστόσο, τούτος εδώ διαθέτει τη ζεστασιά του κορμιού του και το σεξουαλικό του σφρίγος. Απλή και υγιής στον αισθησιακό τομέα, η Αικατερίνη απολαμβάνει λαίμαργα τα χάδια του Γρηγόρη Ορλώφ και, όταν επιστρέφει στο παλάτι, γράφει κρυφά γράμματα γεμάτα τρυφερότητα στον Στανισλάς Πονιατόφσκι, στον απαρηγόρητο εξορισμένο που συγγενεύει με τα μεγάλα πνεύματα και μόνο αυτός μπορεί να καταλάβει όλες τις αποχρώσεις του ψυχισμού της. Αχ! να μπορούσε να τους έχει και τους δυο πλάι της! Αλλά και μια άλλη θεώρηση, καθαρά πολιτική, συνδέει την Αικατερίνη με τον ωραίο Γρηγόρη. Γι' αυτήν, εκείνος και τ' αδέρφια του αποτελούν την ενσάρκωση του ρωσικού στρατού. Ακουμπώντας στο στήθος του εραστή της, στηρίζεται στους στρατώνες της φρουράς. Πώς να ξεχάσει ότι η τωρινή αυτοκράτειρα οδηγήθηκε στο θρόνο από τον ενθουσιασμό των στρατιωτών της; Λέγεται μάλιστα ότι τους μέθυσε για να τους πάρει με το μέρος της! Η Αικατερίνη δεν θα φτάσει ως εκεί. Αντιλαμβάνεται όμως πολύ γρήγορα ότι είναι καλύτερα γι' αυτή να βασίζεται στην αφοσίωση των κατώτερων αξιωματικών — Ρώσων με όλη τη σημασία της λέξης— παρά να επιδιώκει τη συμπάθεια μιας υψηλής ηγεσίας, υποκείμενης στις ίντριγκες της Αυλής. Έτσι, ενώ πλαγιάζει με τον Γρηγόρη Ορλώφ, προσφέρει ταυτόχρονα στον εαυτό της και τη μεγάλη ικανοποίηση του σχεδιασμού ενός ενδεχόμενου πραξικοπήματος. Η περιπέτειά της συνδυάζει εξίσου το τερπνό και το ωφέλιμο. Όσο για τον Γρηγόρη Ορλώφ, αυτός ζει ένα όνειρο. Κι αμέσως, η πριγκίπισσα Ελένη Κουράκιν παραγκωνίζεται. Η Αικατερίνη δεν βρίσκεται βέβαια στην πρώτη νεότητα∙ ωστόσο, με την προοπτική τής άμεσα επικείμενης ενθρόνισής της, έχει αποκτήσει μια υπερφυσική λάμψη. Η κοινωνική της θέση την ξανανιώνει, την ομορφαίνει, την κάνει ποθητή. Οι ταπεινώσεις τις οποίες υφίσταται από την πλευρά ενός συζύγου πουλημένου στη Γερμανία δημιουργούν σε κάθε γενναιόφρονα καβαλιέρο την υποχρέωση να την προστατεύσει. Εκατοντάδες φορές έχει εκδηλώσει την αγάπη της για τη Ρωσία, την αφοσίωσή της στο ορθόδοξο δόγμα, το σεβασμό της στις στρατιωτικές παραδόσεις. Ολόκληρη η φατρία των Ορλώφ είναι περήφανη επειδή ξεχώρισε έναν από τους δικούς τους. Τα πέντε αδέρφια δεν θα διστάσουν να θέσουν το σπαθί τους στην υπηρεσία της. Περιμένοντας, κάνουν προπαγάνδα υπέρ της Αικατερίνης στους συντρόφους τους αξιωματικούς. Ο τρίτος από τους Ορλώφ, ο Αλέξης, δείχνει αποφασισμένος περισσότερο ακόμα κι από τον Γρηγόρη να παραμερίσει τους εχθρούς της μεγάλης δούκισσας. Λιγότερο ωραίος από τον μεγαλύτερο αδερφό του, επονομαζόμενος «Ο Σημαδεμένος», έχει μια τεράστια ουλή στο πρόσωπο, από το στόμα μέχρι το αυτί, ανάμνηση μιας σπαθιάς που δέχτηκε στη διάρκεια ενός καβγά μέσα σ' ένα καμπαρέ. Ωστόσο, το παράστημά του είναι αγέρωχο. Ικανός να ρίξει κάτω ένα βόδι με μια γροθιά, συνδυάζει τη μυϊκή δύναμη με την ευφυΐα, τον κυνισμό και τη φιλοδοξία. Έχει χαρακτήρα πιο σκληρό από του Γρηγόρη. Αλλά η Αικατερίνη φοβάται λίγο τις παραφορές τούτου του ατόμου, το οποίο είναι κατεξοχήν άνθρωπος της δράσης και δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την πολιτική. Για να πετύχει, της χρειάζεται πρώτα απ' όλα να βασιστεί στη δύναμη (στους Ορλώφ, στο στρατό) και την πανουργία (στις συμμαχίες της
Αυλής). Έχει χάσει πολύ με την πτώση του Μπεστούζεφ. Ο γέροντας πολιτικός, αποκομμένος τώρα από τα κοινά, υπήρξε γι' αυτήν ένας σοφός σύμβουλος. Ευτυχώς, ένας φίλος του έκπτωτου καγκελαρίου ευνοείται ακόμη από την αυτοκράτειρα: πρόκειται για τον κόμη Νικήτα Πανίν. Μαθητής του Μπεστούζεφ στην πολιτική, ο Πανίν διαθέτει μόρφωση, ευγενικούς τρόπους, πνεύμα φιλελεύθερο και αδυναμία στο καλό φαγητό και τον ποδόγυρο. Πριν από δέκα χρόνια, ο Μπεστούζεφ τον είχε σκεφτεί για τη θέση του ευνοουμένου της αυτοκράτειρας Ελισάβετ. Ωστόσο, ο Πανίν είχε αποκοιμηθεί στην πόρτα του μπουντουάρ της άνασσας, αντί να μπει μέσα την κατάλληλη στιγμή σαν κόκορας θριαμβευτής. Αφού τον έστειλαν σε αποστολή στην Κοπεγχάγη κι ύστερα στη Στοκχόλμη, ανακαλείται και πάλι από την Ελισάβετ, το 1760, στην Αγία Πετρούπολη. Η τσαρίνα, απογοητευμένη και γερασμένη, δεν διανοείται καν να αντικαταστήσει τον ακούραστο Ιβάν Σουβάλωφ μ' αυτόν. Του αναθέτει όμως τα καθήκοντα του παιδαγωγού του τσάρεβιτς Παύλου. Έτσι, η Αικατερίνη έρχεται πιο κοντά στον Πανίν. Οι πολιτικές ιδέες τους συμπίπτουν σε ορισμένα σημεία. Όπως κι αυτή, ο Πανίν είναι αντίθετος προς τις φιλοπρωσικές τάσεις του μεγάλου δούκα∙ όπως κι αυτή, κρίνει ότι θα πρέπει να αποφασιστεί η έκπτωση του Πέτρου μετά το θάνατο της αυτοκράτειρας. Ωστόσο, εκείνος αντιμετωπίζει την περίπτωση ενθρόνισης του μικρού Παύλου, πλάι στον οποίο θα υπήρχε ένα συμβούλιο αντιβασιλείας με πρόεδρο την Αικατερίνη. Αντίθετα, η τελευταία δεν βλέπει το λόγο ν' ανακηρύξει το γιο της αυτοκράτορα, τη στιγμή που είναι έτοιμη να ασκήσει την εξουσία κατά τρόπο προσωπικό και απόλυτο. Ενώ οι δυο τους συσκέπτονται μυστικά, οι Βοροντζώφ προορίζουν το στέμμα για τον Πέτρο, ο οποίος θα έπαιρνε διαζύγιο επιτόπου, θα κατήγγελλε ως παράνομη τη γέννηση του μικρού Παύλου και θα παντρευόταν τη συγγενή τους, τη δεσποινίδα των τιμών Ελισάβετ Βοροντζώφ. Ο μεγάλος δούκας τάσσεται ασυζητητί υπέρ αυτής της λύσης. Οι δύο έμμονες ιδέες του είναι, αφ' ενός, η κατάπαυση του πολέμου εναντίον της Πρωσίας και, αφ' ετέρου, ο γάμος του με την ερωμένη του. Εννοείται ότι, προηγουμένως, θα έχουν εκδιωχθεί από το οπτικό του πεδίο η Αικατερίνη και ο νόθος της. Και δεν κρατάει μυστικές τις προθέσεις του. Ήδη, η καμπούρα και αλλήθωρη ευνοούμενη, την οποία η Αικατερίνη αποκαλεί χλευαστικά «Μαντάμ Πομπαντούρ», συμπεριφέρεται ως νόμιμη σύζυγος. Κινείται στα σαλόνια της μεγάλης δούκισσας σαν σε κατακτημένο έδαφος. Οι τοίχοι, τα έπιπλα της ανήκουν. Μερικοί αποζητούν την εύνοιά της ενόψει των μελλοντικών ανατροπών. Πεπεισμένος ότι επιτέλους τον αγαπούν γι' αυτό που είναι, ο Πέτρος βρίσκει στην ασχήμια και τη χυδαιότητα της συντρόφου του πρόσθετους λόγους για να τη λατρέψει και να την επιβάλει. Και, όσο περισσότερο νιώθει δεμένος μαζί της με τη σάρκα και με το συμφέρον, τόσο πιο πολύ μισεί εκείνη που, με την παρουσία της και μόνο, στέκεται εμπόδιο στην ευτυχία τους. Αλλά για να μπορέσει να απαλλαγεί από την Αικατερίνη, πρέπει προηγουμένως να πεθάνει η αυτοκράτειρα. Αποδυναμωμένη και φθαρμένη, η Ελισάβετ προσπαθεί απεγνωσμένα στα πενήντα της χρόνια να γαντζωθεί από τη ζωή. Πνιγμένη μέσα στο λίπος, με πρησμένα πόδια και δύσπνοια, αρνείται να φροντίσει τον εαυτό της, τρώει και πίνει αλόγιστα και περνάει ώρες ολόκληρες κάνοντας προσευχές. Πολλές φορές, τα νέα του πολέμου την αφυπνίζουν, ορκίζεται να τους οδηγήσει στη νίκη και να μείνει πιστή στους συμμάχους της. Ύστερα, πέφτει σε χαύνωση και είναι αδύνατο να τη βάλουν να υπογράψει ένα χαρτί. Σημαντικά μηνύματα κοιμούνται πάνω στο τραπέζι της. Τρέμει σύγκορμη. Τα χάδια του νεαρού εραστή της δεν είναι αρκετά για να τη ζεστάνουν. Άλλωστε, ο Ιβάν Σουβάλωφ νιώθει τόσο έντονα ότι τα προνόμιά του ως ευνοουμένου είναι καταδικασμένα —και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα— που ψάχνει κιόλας για άλλη προστάτιδα. Και, εντελώς αυθόρμητα, παίρνει από κοντά την Αικατερίνη, μόλο που την έχει πολεμήσει στο παρελθόν. Προφανώς, το πέρασμα από το κρεβάτι της αυτοκράτειρας σ' εκείνο της μεγάλης δούκισσας δεν του κακοφαίνεται διόλου: όσον αφορά το τερπνόν, ξέρει ότι θα βγει ωφελημένος∙ επιπλέον, αντίθετα από τους Βοροντζώφ, πιστεύει ότι η νεαρή γυναίκα θα
γίνει —μετά το θάνατο της Μεγαλειοτάτης— τουλάχιστον αντιβασίλισσα, αν όχι τσαρίνα. Και αυτό θα κρατήσει για μακρά χρονική περίοδο, εφόσον ο μικρός Παύλος είναι μονάχα έξι χρόνων. Από ιδιοσυγκρασία, ο Ιβάν Σουβάλωφ έχει ανάγκη να βρίσκεται κοντά στον ήλιο. Μαντεύοντας το παιχνίδι του, η Αικατερίνη διασκεδάζει δίχως να τον αποθαρρύνει. Μαζί με τους Ορλώφ και τον Πανίν, τούτος ο σύμμαχος μπορεί να ενισχύσει περισσότερο τη θέση της απέναντι στον μεγάλο δούκα. Ξαφνικά της προσφέρεται και μια άλλη συμπαράσταση, ακόμα πιο απρόσμενη κι από εκείνη του Ιβάν Σουβάλωφ: η συμπαράσταση της Αικατερίνης Ντάσκωφ, το γένος Βοροντζώφ, αδελφής της ερωμένης του μεγάλου δούκα. Παντρεμένη λίγο καιρό πριν με τον πρίγκιπα Ντάσκωφ, αυτή η νεότατη γυναίκα —είναι μόλις δεκαεφτά χρόνων—, η οποία έχει διακόψει κάθε σχέση με την οικογένειά της, γοητεύεται από την Αικατερίνη. Όσο περισσότερο κατακρίνουν τη μεγάλη δούκισσα οι αδελφές της, ο πατέρας της και οι θείοι της τόσο πιο πολύ τη θαυμάζει η ίδια. Εξαιρετικά καλλιεργημένη, μιλάει μονάχα γαλλικά, αγαπάει με πάθος την τέχνη, τη φιλολογία και τη φιλοσοφία, και αντισταθμίζει ένα άχαρο παρουσιαστικό με μια μεγάλη πνευματική ζωντάνια. Ο Ντιντερό, που θα τη συναντήσει ύστερα από μερικά χρόνια και θα θαμπωθεί από τη λάμψη των λόγων της, την περιγράφει ως εξής: «Είναι μικρόσωμη∙ με πλατύ και ψηλό μέτωπο, μάγουλα χοντρά και φουσκωτά, μάτια ούτε μεγάλα ούτε μικρά, βαθουλωτά, φρύδια και μαλλιά μαύρα, μύτη κοντόχοντρη, στόμα μεγάλο, παχιά χείλη, χαλασμένα δόντια, λαιμό ίσιο και στρογγυλό, εθνικής (;) μορφής53, ασύμμετρο στήθος, καθόλου μέση, γρήγορες κινήσεις, ελάχιστη χάρη, καμιά ευγένεια...» Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1761, επιστρέφοντας από το Πέτερχοφ, όπου επισκέπτεται το γιο της κάθε Κυριακή, η Αικατερίνη σταματάει στο σπίτι της πριγκίπισσας Ντάσκωφ. Ξεκινούν μαζί για το Οράνιενμπαουμ και περνούν την υπόλοιπη μέρα στο παλάτι μιλώντας για σοβαρά θέματα, επιστημονικά, καλλιτεχνικά ή κοινωνικά. Αυτή που αργότερα θα εξοργίσει την Αικατερίνη με τον κομπασμό, τα μπερδέματα και τις απαιτήσεις της, είναι τη συγκεκριμένη στιγμή μια θαυμάσια συζητήτρια με πλήθος γνώσεων που απέκτησε διαβάζοντας, έτοιμη να υπερασπιστεί το δίκαιο — και πολύ κοντά της ως προς την καρδιά και το νου. Αδυνατώντας να κάνει μια συζήτηση υψηλού επιπέδου με τον ωραίο Γρηγόρη, η μεγάλη δούκισσα αναπληρώνει την έλλειψη μ' αυτό το παιδί. Πράγμα παράξενο όμως, ο αθλητικός εραστής και η εύθραυστη φίλη έχουν ένα κοινό σημείο: τους διακατέχει η ίδια ορμή, η ίδια αγάπη για τη θύελλα, για το απρόοπτο, για το άλμα στο άγνωστο. Τόσο στον έναν όσο και στην άλλη, η Αικατερίνη —που έχει πάντοτε απόλυτα τον έλεγχο των πραγμάτων— οφείλει να κηρύσσει τη μετριοπάθεια προκειμένου να μην την εκθέτουν. Μια νύχτα του Δεκεμβρίου του 1761, πληροφορούμενη ότι η αυτοκράτειρα είναι στα χάλια της, η πριγκίπισσα Ντάσκωφ, αν και άσχημα κρυωμένη, παίρνει την απόφαση να σηκωθεί από το κρεβάτι της∙ κουκουλώνεται με γούνες και πηγαίνει στο ξύλινο παλάτι, πάνω στο Μόικα, όπου μένει η αυτοκρατορική οικογένεια. Εκεί, τρέχει ως τον προθάλαμο μέσα στο χιόνι, και περιπλανιέται στα τυφλά σε σκοτεινούς διαδρόμους και σε άγνωστες αίθουσες. Τη στιγμή που έχει πια απελπιστεί ότι θα βρει το δρόμο, συναντάει μια καμαριέρα η οποία δέχεται να την οδηγήσει στη μεγάλη δούκισσα. Η Αικατερίνη που είναι ξαπλωμένη, μαλώνει την επισκέπτρια για την απερισκεψία της, την αναγκάζει να ξαπλώσει στο κρεβάτι της για να ζεσταθεί, την τυλίγει στις κουβέρτες, τη σφίγγει στην αγκαλιά της. «Κυρία», ψιθυρίζει η πριγκίπισσα τουρτουρίζοντας, «έτσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, δεν μένουν πια στην αυτοκράτειρα παρά ελάχιστες ημέρες, ίσως μάλιστα και ελάχιστες ώρες ζωής. Γι' αυτό, δεν μπορώ να υποφέρω την αβεβαιότητα στην οποία θα θέσει τα συμφέροντά σας το επικείμενο γεγονός. Έχετε καταστρώσει ένα σχέδιο ή τουλάχιστον, έχετε φροντίσει για την ασφάλειά σας; Καταδεχτείτε να μου δώσετε εντολές και να με κατευθύνετε».
Συγκινημένη από τόση αφοσίωση, η Αικατερίνη ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα, πιέζει πάνω στο στήθος της το καυτό χέρι της φίλης της και της υποδεικνύει να μην εκδηλώνει υπερβολικό ενθουσιασμό. Αυτή που, τόσα χρόνια τώρα, μελέτησε όλες τις εφικτές λύσεις, και πρόσφατα ακόμη, εξέθεσε γραπτώς το πρόγραμμά της στον Ουίλιαμς, καμώνεται ανιδιοτέλεια και υποταγή στη μοίρα. «Πολυαγαπημένη μου πριγκίπισσα», της λέει με θλίψη, «θα ήταν φτωχά τα λόγια για να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου. Αλλά δεν έχω καταστρώσει κανένα σχέδιο, δεν θα επιχειρήσω τίποτα και πιστεύω ότι το μόνο που μου απομένει είναι να δεχτώ με θάρρος τα γεγονότα έτσι όπως θα μου παρουσιαστούν. Αφήνομαι στα χέρια του Παντοδύναμου και στηρίζω τη μοναδική μου ελπίδα στη δική Του προστασία». «Ε, τότε, κυρία», λέει δυνατά η πριγκίπισσα, «θα πρέπει να φροντίσουν για σας οι φίλοι σας! Όσο για μένα, έχω αρκετό σθένος για να τους εμψυχώσω όλους!» Έμπειρη θεατρίνα, η Αικατερίνη δεν παρεκκλίνει καθόλου από το αγγελικό της πείσμα και ψιθυρίζει αγκαλιάζοντας την έξαλλη σύμμαχό της: «Για όνομα του Θεού, πριγκίπισσα, ούτε καν να σας περάσει από το μυαλό να εκτεθείτε σε κίνδυνο για να εξορκίσετε δεινά τα οποία, στην πραγματικότητα, δεν επιδέχονται καμία λύση»54. Τούτα τα σοφά λόγια απογοητεύουν την πριγκίπισσα Ντάσκωφ. Κατηγορεί την Αικατερίνη ότι υπαναχωρεί τώρα που βρίσκεται δυο βήματα από το στόχο της. Αλλά η Αικατερίνη δεν αρνείται να δράσει λόγω αδυναμίας του χαρακτήρα της. Τη συγκεκριμένη στιγμή, είναι έγκυος από τον Γρηγόρη Ορλώφ και τρέμει μήπως ο μεγάλος δούκας, ανακαλύπτοντας την κατάσταση της, βρει πρόφαση για να την αποπέμψει επισήμως. Μπροστά σ' ένα τέτοιο σκάνδαλο, κανείς δεν θα τολμούσε να την υπερασπιστεί. Θα παραγκωνιζόταν από το θρόνο οριστικά και ατιμωτικά, εξαιτίας αυτού του ηλίθιου εμβρύου που φέρει μέσα στην κοιλιά της. Βρίσκεται στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης της, φοράει φαρδιά ρούχα για να κρύβει τις γραμμές της, διατείνεται ότι είναι κουρασμένη, μένει στο δωμάτιό της, δέχεται λίγο κόσμο. Και νά που εκείνη η νεαρή ξεμυαλισμένη έρχεται να τη σπρώξει στον αγώνα! Όχι, πρέπει να περιμένει μια καλύτερη στιγμή. Ύστερα από τη γέννηση, που θα τα βολέψουν έτσι ώστε να τηρηθεί μυστική. Αρκεί να αντέξει μέχρι τότε η αυτοκράτειρα! Στην αυλή, όλοι συνωμοτούν. Ο θάνατος της τσαρίνας αποτελεί το επίκεντρο όλων των υπολογισμών. Τα κρυπτογραφικά μηνύματα των πρεσβευτών προς τις κυβερνήσεις τους πληθαίνουν. Καθένας κάνει τις δικές του προγνώσεις: Ποιος θα βασιλέψει; Ο Πέτρος, ο Παύλος, η Αικατερίνη; Θα γίνουν άραγε μάρτυρες μιας παλατιανής επανάστασης σαν εκείνη που οδήγησε την Ελισάβετ στο θρόνο; Ο βαρόνος ντε Μπρετέιγ, πρεσβευτής της Γαλλίας, γράφει: «Όταν βλέπω το μίσος του έθνους για τον μεγάλο δούκα, τις παρεκτροπές τούτου του πρίγκιπα, μπαίνω στον πειρασμό να φανταστώ την πιο καταλυτική επανάσταση (μετά το θάνατο της αυτοκράτειρας)∙ όταν όμως παρατηρώ την άνανδρη και ποταπή μεταστροφή των ανθρώπων που πετούν τις μάσκες, διαπιστώνω ότι υπερισχύει ο φόβος και η δουλική υποταγή, με τον ίδιο ήρεμο τρόπο όπως τη στιγμή που σφετερίστηκε το θρόνο η αυτοκράτειρα (Ελισάβετ)». Στις 23 Δεκεμβρίου 1761, η αυτοκράτειρα παθαίνει μια κρίση και, εξαντλημένη, δέχεται την τελευταία κοινωνία, παρουσία του μεγάλου δούκα και της μεγάλης δούκισσας. Αφού ψιθυρίσει δυο φορές την προσευχή αυτών που βρίσκονται σε επιθανάτια αγωνία, ζητάει από τους γύρω της να της συγχωρέσουν όλες τις προσβολές και τις αδικίες της. Αναμμένα κεριά, ιερείς με πένθιμα άμφια, σεβάσμιοι μοναχοί με ψηλές μαύρες καλύπτρες, νεκρικά άσματα, αναστεναγμοί από τους αυλικούς και τις κυρίες των τιμών. Και, μέσα σ' αυτό το αποτρόπαιο κλίμα, η Αικατερίνη θρηνεί γονατιστή τούτη την αινιγματική γυναίκα για την οποία δεν ήξερε ποτέ τι να σκεφτεί: Ήταν άραγε φίλη της ή εχθρός της; Ο μεγάλος δούκας στέκεται παγερός σαν μάρμαρο. Όσο για τους κυριότερους αξιωματούχους, καθένας σκέφτεται μέσα του τους αντίκτυπους που θα έχει στη ζωή του τούτος ο θάνατος.
Τη μεθεπομένη, 25 Δεκεμβρίου, ανήμερα Χριστούγεννα, στις 4 το απόγευμα55, ο Νικήτας Τρουμπεσκόι βγαίνει απ' το δωμάτιο της αυτοκράτειρας και, με έκφραση σοβαρή και φωνή τρεμάμενη, δηλώνει σ' αυτούς που έχουν συγκεντρωθεί ότι η Αυτής Μεγαλειότητα Ελισάβετ «παραγγέλνει σ' όλους μακροβιότητα». Είναι η καθιερωμένη έκφραση στη Ρωσία για να αναγγείλουν το θάνατο ενός ανθρώπου, είτε αυτός είναι πρίγκιπας είτε χωριάτης. Ύστερα, ενώ η Αυλή ξεσπάει σε λυγμούς ακούγοντας τούτο το θλιβερό νέο, ο Νικήτας Τρουμπεσκόι ανακηρύσσει αυτοκράτορα τον Πέτρο Γ'. Αμέσως, η απελπισία μεταβάλλεται σε γλέντι. Οι αυλικοί σπεύδουν, γονατίζουν, φιλούν τα χέρια του καινούργιου τους άρχοντα. Η Αικατερίνη έχει κιόλας ξεχαστεί. Χωρίς αμφιβολία, έχασε το παιχνίδι. Ο βαρόνος ντε Μπρετέιγ είχε δίκιο. Παρά την αποστροφή που εμπνέει, ο Πέτρος μπορεί να είναι βέβαιος για τη δουλική υποταγή μιας Αυλής και ενός λαού τον οποίο ο παππούς του, ο Πέτρος ο Μέγας, είχε συνηθίσει στο κνούτο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ Γ' Ταριχευμένη, φτιασιδωμένη, θεόρατη, με το κορμί κακοβαλμένο μέσα σ' ένα φόρεμα με ασημένια ύφανση, με το χρυσό στέμμα στο κεφάλι, τα χέρια σταυρωμένα και γαλήνια έκφραση στο πρόσωπο, η αυτοκράτειρα Ελισάβετ μένει εκτεθειμένη για έξι εβδομάδες σε μια αίθουσα του Χειμερινού Ανακτόρου. Γύρω της, ξαγρυπνούν οι κυρίες της Αυλής και οι αξιωματικοί της φρουράς. Ύστερα, μεταφέρεται για άλλες δέκα μέρες στον καθεδρικό ναό της Παναγίας του Καζάν. Ο λαός, πνιγμένος στα δάκρυα, παρελαύνει μπροστά από τη μνημειώδη σορό. Για τους απλοϊκούς ανθρώπους, είναι η κόρη του Μεγάλου Πέτρου. Δεν έχουν ιδέα για τις σπατάλες και τα αίσχη της, για τη λαγνεία και την αμορφωσιά της. Εφόσον υπάρχουν γύρω από το φέρετρο τόσο χρυσάφι, τόσα πολύτιμα πετράδια και τόσα κεριά, δεν μπορεί παρά να ήταν μια τρανή άνασσα. Μια αληθινή Ρωσίδα. Και λένε ότι ο διάδοχός της είναι Γερμανός! Σύμφωνα με το έθιμο, οι ευγενείς, ο κλήρος, ο στρατός, κάποιοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης και των επαγγελματικών σωματείων έδωσαν όρκο πίστης στον νέο αυτοκράτορα. Ο Πέτρος νιώθει μονάχα περιφρόνηση για το έθνος του οποίου ανέλαβε την ηγεσία. Δεν κρύβει το μίσος του για τη νεκρή ούτε την ιερόσυλη χαρά που νιώθει έχοντας απαλλαγεί από την εποπτεία της. Ξαφνικά επιτρέπονται τα πάντα σ' αυτό το πλάσμα που τόσο καιρό βρισκόταν υπό κηδεμονία. Μεθυσμένος από τούτη την πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας, παραπαίει. Αδιαφορώντας για τη θλίψη της ίδιας της χώρας την οποία ενσαρκώνει, αρνείται να ξαγρυπνήσει δίπλα στη σορό και αν, κατά τύχη, τον οδηγήσουν εκεί τα βήματά του, έχει τη συνειδητή πρόθεση να σοκάρει την ομήγυρη: μιλάει μεγαλοφώνως, αστειεύεται, κάνει μορφασμούς, χλευάζει τους ιερείς. Όσοι από τους αυλικούς επιθυμούν να του είναι αρεστοί, θεωρούν καθήκον τους να συμμετέχουν στα δείπνα και τα θεάματα που οργανώνει μέσα στα διαμερίσματά του, δίχως να νοιάζεται ούτε κατά το ελάχιστο για το πένθος της Ρωσίας. Σ' αυτές τις συγκεντρώσεις, το μαύρο χρώμα απαγορεύεται. Όλοι πρέπει να φορούν γιορτινά ρούχα, να πίνουν, να γελούν και να τραγουδούν. Ακόμα και η ίδια η Αικατερίνη εξαναγκάζεται πολλές φορές να παρίσταται σ' αυτά τα συμπόσια με επίσημο ένδυμα χορού. Εξιλεώνεται εκδηλώνοντας τον υπόλοιπο χρόνο μια παραδειγματική ευσέβεια. Στη διάρκεια των δέκα ημερών που το σώμα της αυτοκράτειρας παραμένει εκτεθειμένο για προσκύνημα, πηγαίνει τακτικά στον καθεδρικό ναό και εκεί, γονατισμένη μπροστά στη σορό, τυλιγμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια σε μαύρα πέπλα, βυθίζεται ώρες ολόκληρες σε προσευχές και σε δάκρυα. Τούτη τη δυσάρεστη άσκηση, δεν την επιβάλλει στον εαυτό της τόσο από αγάπη για την εκλιπούσα όσο από έγνοια για τη δική της εικόνα μπροστά στην κοινή γνώμη. Τα πλήθη —σύμφυρμα κάθε είδους τάξεων: αστοί, εργάτες, χωρικοί, έμποροι, στρατιώτες, ιερείς, ζητιάνοι— τα οποία παρελαύνουν για ν' αποτίσουν φόρο τιμής στη νεκρή αυτοκράτειρα, βλέπουν ανάμεσα στα κεριά και τις εικόνες και τη ζωντανή αυτοκράτειρα, τσακισμένη από τον πόνο, δίχως στέμμα και κοσμήματα. Αυτή η θρησκευτική λάμψη προσδίδει στην Αικατερίνη ένα είδος ρώσικης αυθεντικότητας. Αυτά τα σταυροκοπήματα τη μεταβάλλουν σε γυναίκα της φυλής τους. Αν άνοιγε βέβαια το στόμα της, θα εκπλήσσονταν όλοι με τη γερμανική της προφορά. Η Αικατερίνη νιώθει πλάι της, μέσα στο μισοσκόταδο, τούτον τον ανθρώπινο ποταμό που κυλά∙ και αντιλαμβάνεται σαν κάτι σχεδόν χειροπιαστό τη συμπάθεια που η στάση της εμπνέει στις μάζες. «Η αυτοκράτειρα κερδίζει έδαφος παντού», γράφει ο βαρόνος ντε Μπρετέιγ, πληρεξούσιος υπουργός της Γαλλίας. «Κανείς δεν είναι τόσο συνεπής στην εκπλήρωση των καθηκόντων του απέναντι στην αποθανούσα αυτοκράτειρα, που είναι —σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό— πολλά και γεμάτα προκαταλήψεις∙ σίγουρα, μέσα της, δεν δίνει δυάρα, ωστόσο ο
κλήρος και ο λαός τη θεωρούν κατασυγκινημένη και την ευγνωμονούν. Τηρεί κατά γράμμα —πράγμα που δεν περνάει απαρατήρητο απ' όσους τη γνωρίζουν— τις γιορτές, τις νηστείες, τις ημέρες της χορτοφαγίας, κοντολογίς όλα όσα, ενώ κάθε άλλο παρά αδιάφορα είναι για τη χώρα, αντιμετωπίζονται από τον αυτοκράτορα με ελαφρότητα. Δεν μπορεί να ξεχάσει μήτε να του συγχωρήσει τις επανειλημμένες απειλές του —από την εποχή που ήταν μεγάλος δούκας— ότι θα την κούρευε και θα τη φυλάκιζε, όπως ο Πέτρος Α' την πρώτη του γυναίκα. Και όλα αυτά, μαζί με τις καθημερινές ταπεινώσεις, σίγουρα ζυμώθηκαν μέσα σ' ένα νου σαν το δικό της και δεν περιμένουν παρά μια ευκαιρία για να εκδηλωθούν». Την ημέρα της ταφής, ο Πέτρος εξωθεί την ασέβεια στο απροχώρητο κάνοντας γκριμάτσες πίσω από το φέρετρο. Κάπου κάπου φεύγει τρέχοντας, αφήνοντας με άδεια τα χέρια τους αξιωματούχους που κρατούν τη μακριά ουρά του πένθιμου μανδύα του. Οι άκρες του μαύρου υφάσματος που ανεμίζουν πίσω του τον κάνουν να διασκεδάζει. Ύστερα κοντοστέκεται, οι γέροντες αυλικοί τον φτάνουν, και τότε χτυπάει τα πόδια του για να αποδιοργανώσει την πομπή. Στη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας, σκάει επανειλημμένα στα γέλια, βγάζει τη γλώσσα του και ρητορεύει διακόπτοντας τα λόγια των παπάδων. Θα 'λεγε κανείς πως κάνει ό,τι μπορεί για να υποθάλψει το μίσος των υπηκόων του. Άραγε έχει θαμπωθεί από την ίδια την ιδέα της παντοδυναμίας του; Ή μήπως θυμάται τις εκκεντρικότητες του Πέτρου του Μεγάλου και της Ελισάβετ; Ή, πράγμα ακόμα πιο εύλογο, πρόκειται για μια σαγήνη με οδυνηρές συνέπειες, ίδια με την έλξη της αβύσσου για όποιον στέκεται στο χείλος της; Ναι, μια εσωτερική —θαρρείς— παρόρμηση τον σπρώχνει να γέρνει, όλο και περισσότερο κάθε μέρα, προς την άβυσσο που θα τον καταπιεί. Κάθε του λέξη, κάθε του κίνηση, συμβάλλει αποφασιστικά στο χαμό του. Την ίδια τη νύχτα της ενθρόνισής του, στέλνει ταχυδρόμους σε όλα τα σώματα του στρατού με την εντολή να πάψουν τις εχθροπραξίες. Τα στρατεύματα που συμπράττουν με τους Αυστριακούς θα σταματήσουν αμέσως. Εκείνα που κατέχουν την Ανατολική Πρωσία, την Πομερανία, τη Νέα Μαρκία του Βραδεμβούργου θα εκκενώσουν τα εδάφη, και η πόλη Κόλμπεργκ, η οποία έχει μόλις καταληφθεί, θα παραδοθεί. Ταυτόχρονα, ο Πέτρος απευθύνει μια προσωπική επιστολή προς τον Φρειδερίκο διαβεβαιώνοντάς τον για το θαυμασμό και τη φιλία του. Ο βασιλιάς της Πρωσίας, που θεωρούσε τον εαυτό του χαμένο, αναγαλλιάζει. Πρόκειται για μια ανέλπιστη σωτηρία, τόσο γι' αυτόν όσο και για το στρατό του. Ένας τρελός του προσφέρει τη νίκη στο πιάτο. Παραβιάζοντας την υποχρέωση που ανέλαβε απέναντι στη Γερουσία να μη συνάψει χωριστή ειρήνη, ο αυτοκράτορας της Ρωσίας θα υπογράψει με τον Φρειδερίκο, στις 24 Απριλίου / 5 Μαΐου 1762, μια συνθήκη με την οποία θα αναγκάζεται, όχι μόνο να επιστρέψει όλα τα κατεχόμενα εδάφη, αλλά και να ενώσει τα στρατεύματά του με τα πρωσικά εναντίον των Αυστριακών, χθεσινών του συμμάχων. Στο δάχτυλό του, μέσα σ' ένα πλαίσιο δαχτυλιδιού, έχει το πορτραίτο του ειδώλου του, που το φιλάει κάθε τόσο με ζέση. Επιδεικνύει ένα μονάχα παράσημο: εκείνο του πρωσικού Μαύρου Αετού. «Πνιγμένος στο κρασί, μη μπορώντας να σταθεί ούτε να μιλήσει», ψελλίζει στον πρεσβευτή της Πρωσίας με ύφος μεθύστακα: «Ας πιούμε στην υγεία του βασιλιά σας και αφέντη μας. Μου έκανε τη χάρη να μου εμπιστευθεί ένα σύνταγμα που βρισκόταν στην υπηρεσία του. Ελπίζω ότι δεν θα με αποπέμψει. Μπορείτε να τον διαβεβαιώσετε πως, αν με διατάξει, θα πολεμήσω ακόμα και στην κόλαση μαζί με όλη μου την αυτοκρατορία!»56 Ο πρεσβευτής της Αγγλίας αναφέρει σε μια κρυπτογραφημένη έκθεση προς την κυβέρνησή του: «Η φιλία, ή μάλλον το πάθος της αυτοκρατορικής Του Μεγαλειότητας για το βασιλιά της Πρωσίας δεν περιγράφεται»57. Και σαν να μην έφτανε το ότι, με αυτή την επονείδιστη μεταστροφή, που είναι όμοια με προδοσία, προκάλεσε την εχθρότητα του στρατού του, ο Πέτρος έχει κατά νου να του επιβάλει όχι μόνο την πρωσική πειθαρχία, αλλά και την πρωσική στολή. Ωστόσο, οι αξιωματικοί διατηρούν πολύ έντονα το πνεύμα του στρατεύματος και, ακόμα περισσότερο,
το σεβασμό προς τη στρατιωτική παράδοση, μόλο που θα δέχονταν ευχαρίστως εκείνη την εποχή να αλλάξουν εχθρό για λόγους πολιτικούς. Ντύνοντας τους στρατιώτες του Γερμανούς, ο τσάρος τους υβρίζει. Υποβάλλοντάς τους στον «κώδικα Φρειδερίκου», δημιουργεί αναστάτωση. Κατά την προηγούμενη βασιλεία, δέχονταν να μαστιγώνονται για ένα ασήμαντο παράπτωμα και ξανάμπαιναν στη σειρά, με την πλάτη γδαρμένη, αλλά καλοδιάθετοι και σφριγηλοί. Τώρα όμως δυσφορούν επειδή εξαναγκάζονται να επαναλάβουν μια άσκηση, με την πρόφαση ότι δεν ακολούθησαν την αυστηρή ακρίβεια μιας ομάδας από νευρόσπαστα. Παρασυρμένος από τη γερμανοφιλία του, ο Πέτρος διαλύει το σύνταγμα της σωματοφυλακής και το αντικαθιστά μ' ένα σύνταγμα από το Χολστάιν. Ονομάζει τον πρίγκιπα Γεώργιο του Χολστάιν διοικητή των ρωσικών στρατευμάτων και τον τοποθετεί επικεφαλής της έφιππης φρουράς — επίλεκτης μονάδας που, ως εκείνη τη στιγμή, δεν είχε άλλο διοικητή από τον ίδιο τον ηγεμόνα. Για να δώσει στον εαυτό του την ψευδαίσθηση ενός διαρκούς πολέμου, πολλαπλασιάζει τις βολές του πυροβολικού. Από το πρωί μέχρι το βράδυ, η Αγία Πετρούπολη σείεται από το σαματά των κανονιών. Οι κάτοικοι νιώθουν το κεφάλι τους να σπάζει, τα νεύρα τους να τεντώνονται. «Μέσα στην ήρεμη πρωτεύουσα, αντιλαλούσε ο ορυμαγδός μιας πολιορκούμενης πόλης», γράφει ο Ρυλιέρ. «Κάποια μέρα, διέταξε να ηχήσουν εκατό βαριά κανόνια ταυτοχρόνως∙ για ν' αναχαιτίσουν τούτο το καπρίτσιο, χρειάστηκε να του υποβάλουν την ιδέα ότι κάτι τέτοιο θα γκρέμιζε την πόλη. Συχνά, σηκωνόταν από το τραπέζι κρατώντας ένα ποτήρι και έσπευδε να γονατίσει μπροστά στο πορτραίτο του βασιλιά της Πρωσίας. Φώναζε τότε: "Αδελφέ μου, θα κατακτήσουμε μαζί το σύμπαν!". Στον απεσταλμένο τούτου του ηγεμόνα, έκανε μια παράξενη εκδούλευση. Εξέφρασε την επιθυμία τούτος ο άντρας... να κάνει δικές του όλες τις νεαρές γυναίκες της Αυλής. Τον έκλεινε λοιπόν μαζί τους, και στεκόταν με γυμνό σπαθί φρουρός στην πόρτα». Αφού έκανε άνω‐κάτω το στρατό, ο Πέτρος τα βάζει με την Εκκλησία. Βαφτισμένος ορθόδοξος για να τηρήσει τα προσχήματα, έμεινε μέσα του λουθηρανός. Η πίστη την οποία ομολογούν οι υπήκοοί του τού φαίνεται ένα συνονθύλευμα από ηλίθιους μύθους και βάρβαρες προκαταλήψεις. Αυτός ο Ευρωπαίος θεωρεί καθήκον του να τα ανακαινίσει όλα αυτά. Παρά τις πιεστικές συμβουλές του Φρειδερίκου, δεν έχει χρισθεί ακόμη αυτοκράτορας στη Μόσχα και, συνεπώς, δεν είναι ακόμη επίσημα αρχηγός της Εκκλησίας∙ ωστόσο, θα ήταν απίστευτο να του αντισταθεί αυτός ο όχλος με τα καλυμμαύχια. Μεριμνώντας δήθεν για την πρόοδο, σκέφτεται ν' αφαιρέσει από τους τόπους λατρείας όλα τα εικονίσματα εκτός από εκείνα του Χριστού και της Παναγίας, ν' αντικαταστήσει το ράσο των παπάδων με τη ρεντιγκότα των παστόρων, να αναγκάσει τους κληρικούς να ξυρίσουν τη γενειάδα τους∙ στήνει μέσα στο παλάτι του ένα λουθηρανικό ναό και παρίσταται αυτοπροσώπως στις τελετουργίες τούτου του δόγματος∙ διακηρύσσει την ισότητα των δικαιωμάτων μεταξύ των διαφόρων πίστεων και θεσπίζει μέτρα ανεξιθρησκίας για τους «αιρετικούς». Ρώσους, και ιδίως για τους Παλαιοδόξους∙ και, κατά κύριο λόγο, τολμάει να διατάξει τη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Με άλλα λόγια, επιτίθεται στα ιερά και τα όσια. Η ρωσική Εκκλησία είναι πάμπλουτη και πανίσχυρη. Αν και ιδιοκτήτρια αχανών εκτάσεων γης με δουλοπαροίκους που υφίστανται ίσως τη χειρότερη μεταχείριση σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, δεν πληρώνει φόρους στο Κράτος. Η επιρροή της στο λαό είναι τόσο βαθιά που κανένας ηγεμόνας δεν είχε ως εκείνη τη στιγμή το σθένος να της εναντιωθεί. Οποιοσδήποτε την αψηφάει, αψηφάει το Θεό. Οποιοσδήποτε αγγίζει το ταμείο της, κλέβει το Θεό. Μπροστά στο ουκάζιο το οποίο προβλέπει τη διανομή ενός μέρους των μοναστηριακών κτημάτων, οι επίσκοποι αγανακτούν, οι ιερείς εξοργίζονται: ο νέος αυτοκράτορας είναι ένας αιρετικός, ένας λουθηρανός, ο ίδιος ο Αντίχριστος! Επαναστάσεις ξεσπούν στην ύπαιθρο. «Πρόκειται για μια δημόσια κατακραυγή», διαπιστώνει ο βαρόνος ντε Μπρετέιγ σε μήνυμά του της 18ης Ιουνίου 1762. Ωστόσο, ανάμεσα σ' αυτή τη σωρεία από ουκάζια, ορισμένα γίνονται ευχαρίστως δεκτά.
Έτσι, ο Πέτρος καταργεί με μια μονοκονδυλιά το γραφείο της πολιτικής αστυνομίας, με άλλα λόγια την «Ιδιωτική Καγκελαρία», για την οποία ο Κηθ έγραφε στην αναφορά του της 5ης Φεβρουαρίου 1762: «Τούτο το αποτρόπαιο ανακτοβούλιο απεδείχθη πιο βάναυσο και τυραννικό ακόμα και από την ισπανική Ιερά Εξέταση». Πολλοί άνθρωποι που πρόσκεινται στο θρόνο βγάζουν έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Προπαντός όμως η αριστοκρατία είναι ευαίσθητη στη δημοσίευση από τον τσάρο του «Μανιφέστου σχετικά με τις ελευθερίες της τάξης των ευγενών», που τους απαλλάσσει από τη στρατιωτική θητεία —εκτός από τις εποχές που η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμο κατάσταση—, τους επιτρέπει να ταξιδεύουν στο εξωτερικό και ενισχύει τα δικαιώματά τους απέναντι στους δουλοπαροίκους. Η ικανοποίηση των μεγάλων ρωσικών οικογενειών δεν κρατάει πολύ. Ο Πέτρος ανακαλεί από τη Σιβηρία τους αξιωματικούς τους οποίους είχε εξορίσει η Ελισάβετ: τον Μπίρον, τον Μύνιχ, τον Λεστόκ, τους γιους του Όστερμαν. Περιστοιχίζεται και πάλι από συμβούλους γερμανικής καταγωγής. Οι περισσότεροι τον πιέζουν να εκτελέσει «τους δεδηλωμένους εχθρούς του». Διστάζει. Κατά βάθος, δεν κλείνει μέσα του την άκαμπτη αποφασιστικότητα των πραγματικών αυτοκρατόρων, για τους οποίους τα βασανιστήρια και η δολοφονία αποτελούν τα απαραίτητα συμπληρώματα κάθε πολιτικής. Είναι σαδιστής μονάχα στα μικροπράγματα. Του αρέσει να ταπεινώνει, να γελοιοποιεί, να πληγώνει, όχι όμως και να σκοτώνει. Μια μέρα, του περνάει σοβαρά απ' το νου η ιδέα να εξαναγκάσει όλους τους αξιωματούχους να χωρίσουν και να ξαναπαντρευτούν ευθύς αμέσως με γυναίκες της δικής του επιλογής. Ύστερα, σκέφτεται κάτι άλλο και ξεχνάει τούτο το έξω από κάθε λογική σχέδιο. Θαμπωμένος από το παράδειγμα του βασιλιά της Πρωσίας, θα ήθελε να διακριθεί όπως και αυτός στο πεδίο της μάχης. Ύστερα από τόσους πολέμους σε μικρογραφία, πάνω στο τραπέζι, με στρατιώτες από αλευρόκολλα, του χρειάζονται αληθινοί πόλεμοι, με αληθινούς στρατιώτες, σε αληθινό πεδίο τιμής. Αφού ανακοινώσει τη «θέλησή του για γενική ειρήνευση», αποφασίζει να κηρύξει πόλεμο στη Δανία για ν' ανακτήσει την κληρονομική του επαρχία του Σλέσβιχ, η οποία είναι για τη Ρωσία εντελώς άχρηστη. Ο Φρειδερίκος, γεμάτος ανησυχία γι' αυτό το καπρίτσιο, προσπαθεί να τον αποθαρρύνει. Του κάκου. Αν και τα κεφάλαια του Δημοσίου Θησαυρού έχουν σχεδόν στερέψει και οι στρατιωτικοί είναι έξαλλοι επειδή στερήθηκαν μια σίγουρη νίκη κατά της Πρωσίας, ο Πέτρος διατάσσει το στρατό και το στόλο να ετοιμαστούν. Και ενώ εκείνος αναγαλλιάζει με το καινούργιο του όνειρο, η Αικατερίνη εξακολουθεί να προσποιείται θλίψη, ευσέβεια και καρτερία. Έχει ένα σημαντικό λόγο για να ζει ζωή μετρημένη: την εγκυμοσύνη της, την οποία συνεχίζει να κρύβει απ' όλους, και προπαντός από τον άνδρα της. Με την πεποίθηση ότι την ταπεινώνει, ο τελευταίος την περιορίζει σε διαμερίσματα που βρίσκονται στη μια άκρη του καινούργιου Χειμερινού Ανακτόρου, ενώ ο ίδιος εγκαθίσταται στην άλλη άκρη μαζί με την Ελισάβετ Βοροντζώφ. Αυτή η διευθέτηση προσφέρει στην Αικατερίνη την ελευθερία κινήσεων την οποία τόσο χρειάζεται. Η Ελισάβετ Βοροντζώφ ακτινοβολεί από ευτυχία. Και μαζί της, ολόκληρη η φατρία των Βοροντζώφ. Ο Πέτρος την ονόμασε («για αρχή») μεγάλη κυρία της Αυλής. Τούτος ο καινούργιος τίτλος δεν της δίνει περισσότερη γοητεία μήτε αξιοπρέπεια. «Είναι ανεγκέφαλη», γράφει ο βαρόνος ντε Μπρετέιγ τον Ιανουάριο του 1762. «Όσο για το παρουσιαστικό της, είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να δει κανείς. Μοιάζει καθ' όλα με καμαριέρα πανδοχείου τελευταίας κατηγορίας». Ο Γερμανός Σέρερ είναι ακόμα πιο ωμός στην εκτίμησή του: «Έβριζε σαν στρατιώτης, αλληθώριζε, βρώμαγε και μιλούσε φτύνοντας». Λένε μάλιστα ότι χτυπάει τον αυτοκράτορα, ότι μεθάει μαζί του, κι αυτός απολαμβάνει τούτη τη βιαιότητα και την εξαχρείωση. «Αν τα κατάφερνε να αποκτήσει έναν αρσενικό απόγονο από κάποια ερωμένη, πολλοί πιστεύουν ότι θα έκανε αυτήν γυναίκα του και το παιδί διάδοχό του», γράφει ο βαρόνος ντε Μπρετέιγ, στις 15 Φεβρουαρίου 1762. «Τα επίθετα με τα οποία η δεσποινίς Βοροντζώφ τον στόλισε δημόσια στον καβγά τους ενισχύουν ιδιαίτερα τούτη την άποψη». Κατά γενική ομολογία, ο Πέτρος είναι στείρος, όχι όμως και ανίκανος. Πάντως, δεν αφήνει
ευκαιρία να μειώσει την Αικατερίνη μπροστά σ' εκείνη που, μέσα στη φαντασία του, σύντομα θα την αντικαταστήσει ως αυτοκράτειρα. Στις 18 Ιανουαρίου 1762, ο ίδιος ο βαρόνος ντε Μπρετέιγ έγραφε προς το δούκα ντε Σουαζέλ: «Η αυτοκράτειρα ζει κάτω από τις πιο απάνθρωπες συνθήκες και της συμπεριφέρονται με την πιο έντονη περιφρόνηση. Σας είπα ήδη, Εξοχότατε, πόσο προσπαθούσε να οπλιστεί φιλοσοφώντας την κατάσταση, και πόσο λίγο ταίριαζε τούτο με το χαρακτήρα της. Εν τω μεταξύ κατάλαβα —και είμαι σίγουρος γι' αυτό— ότι ανέχεται με ιδιαίτερη δυσφορία τη συμπεριφορά του αυτοκράτορα απέναντί της και το υπεροπτικό ύφος της δεσποινίδας Βοροντζώφ. Δεν θα ήθελα να πιστέψω ότι αυτή η πριγκίπισσα, της οποίας το θάρρος και τη βιαιότητα γνωρίζω, θα φτάσει αργά ή γρήγορα σε κάποια ακρότητα. Αναγνωρίζω πάντως ότι έχει φίλους οι οποίοι προσπαθούν να την καταλαγιάσουν, αλλά που θα διακινδύνευαν τα πάντα για χάρη της, αν αυτή απαιτούσε κάτι τέτοιο». Στις 10/21 Φεβρουαρίου 1762, στη διάρκεια των εορτασμών που διοργανώθηκαν για τα γενέθλιά του, ο Πέτρος διατάζει τη γυναίκα του να μεταβιβάσει στην ερωμένη του τα διάσημα του Τάγματος της Αγίας Αικατερίνης, που προορίζονταν για τις τσαρίνες και για τις συζύγους των κληρονόμων του θρόνου. Η ίδια η Αικατερίνη απέκτησε τούτη τη διάκριση όταν ονομάστηκε επισήμως μνηστή του μεγάλου δούκα. Είναι σαφές ότι με αυτή την κίνηση, ο Πέτρος επιθυμεί να επιβεβαιώσει δημόσια την πρόθεσή του αποπομπής εκείνης που κατέχει, τη συγκεκριμένη στιγμή, το αξίωμα της αυτοκράτειρας της Ρωσίας, και αντικατάστασής της με την Ελισάβετ Βοροντζώφ. Η Αικατερίνη, με την κοιλιά συμπιεσμένη για να κρύψει την εγκυμοσύνη της, χλομιάζει∙ ωστόσο διατηρεί την αυτοκυριαρχία της και κάνει αδιαμαρτύρητα αυτό που της ζητούν. Δεν έχει περιθώρια εκλογής όσον αφορά τη στάση που θα κρατήσει, μιας και το παιδί που κουνιέται ήδη στα σπλάχνα της την καταδικάζει σε άμυνα. Η ηρεμία και η ευγένεια της συμπεριφοράς της συντελούν ώστε να κερδίσει τη συμπάθεια όσων αγνοούν τους πραγματικούς λόγους. Πρώτο της μέλημα είναι τώρα να τα καταφέρει να γεννήσει στο παλάτι δίχως να κινήσει τις υποψίες των αυλικών, των πάντοτε έτοιμων να κηλιδώσουν ένα καλό όνομα. Τα υπερβολικά συχνά πηγαινέλα, μια κραυγή πόνου, τα κλαψουρίσματα του νεογέννητου, η φλυαρία μιας υπηρέτριας, αρκούν για να καταστρέψουν τα πάντα. Καθώς η μοιραία ημερομηνία πλησιάζει, η Αικατερίνη προφασίζεται ότι στραμπούληξε το πόδι της και δεν βγαίνει από το δωμάτιο. Δέχεται εκεί, ξαπλωμένη στο κρεβάτι ή φορώντας τη ρόμπα της, με το πόδι τυλιγμένο σε επιδέσμους και με τα σημάδια της κόπωσης εμφανή στο πρόσωπό της. Μία μονάχα καμαριέρα, έμπειρη και σίγουρη, ασχολείται μαζί της. Μπορεί όμως να βασίζεται και στον υπηρέτη της τον Σκούριν, που της είναι αφοσιωμένος μέχρι θανάτου. Ενήμερος των πάντων, αυτός σκαρφίζεται ένα τολμηρό κόλπο για ν' απομακρύνει τον αυτοκράτορα. Ενώ η Αικατερίνη θα ετοιμάζεται να γεννήσει, αυτός θα τρέξει στο σπίτι του, που είναι αρκετά μακριά απ' το παλάτι, και θα του βάλει φωτιά. Ο αυτοκράτορας, ο οποίος τρελαίνεται για τις πυρκαγιές, θα τρέξει εκεί όπως πάντοτε μαζί με την ερωμένη του. Και θα τους κρατήσουν μπροστά στις φλόγες όσο χρειαστεί. Η Αικατερίνη είναι σύμφωνη και, το βράδυ της 11/22 Απριλίου, μόλις νιώσει τις πρώτες ωδίνες, ο Σκούριν τυλίγει το σπίτι του στις φλόγες. Η φωτιά απλώνεται γρήγορα σε ολόκληρο το τετράγωνο. Ειδοποιημένοι γι' αυτό το εξαιρετικό γεγονός, ο Πέτρος και η Ελισάβετ Βοροντζώφ που ετοιμάζονταν για ύπνο, φορούν βιαστικά τα ρούχα τους και πηγαίνουν να απολαύσουν επιτόπου το θέαμα, ακολουθούμενοι από ένα πλήθος αυλικών. Ενώ ο αυτοκράτορας ξεστομίζει ενθουσιασμένος διαταγές και βρισιές και μοιράζει ραβδίσματα, η Αικατερίνη, με τη βοήθεια της υπηρέτριάς της, φέρνει στον κόσμο ένα αγόρι. Αφού πλυθεί και φασκιωθεί, το νεογέννητο αποσπάται από τη μητέρα του, και ο Σκούριν πηγαίνει να το εμπιστευθεί σε μια συγγενή του, τυλιγμένο μέσα σε μια κουβέρτα από προβιά κάστορα58. Για μια ακόμη φορά, η Αικατερίνη μόλις που πρόλαβε να δει το παιδί το οποίο γέννησε. Ωστόσο απέφυγε το σκάνδαλο, και η απέραντη ανακούφιση που νιώθει γι' αυτό την
παρηγορεί. Πολύ γρήγορα, σηκώνεται από το κρεβάτι. Το «στραμπούληγμά» της πέρασε. Οι διπλωμάτες τη συγχαίρουν για την αίσια αποκατάσταση της υγείας της. Ο Ρυλιέρ, ακόλουθος τότε στην πρεσβεία της Γαλλίας, είναι θαμπωμένος. «Το παρουσιαστικό της είναι ευχάριστο και αριστοκρατικό», γράφει. «Η περπατησιά της περήφανη. Η όλη της εμφάνιση και το παράστημά της, γεμάτα χάρη. Το ύφος της, ύφος άνασσας. Το μέτωπό της πλατύ και ανοιχτό. Το στόμα της δροσερό, με εξαίσια δόντια. Τα μάτια της καστανά και πανέμορφα, με φωτεινές ανταύγειες που τους δίνουν γαλάζιους τόνους. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας της είναι η περηφάνια. Η γοητεία την οποία ασκεί πηγάζει από μια υπέρμετρη επιθυμία να αρέσει και να σαγηνεύει». Από τη δική του σκοπιά, ο Μερσύ ντ' Αρζαντώ γράφει στη Μαρία‐Θηρεσία: «Το θεωρώ μάλλον απίθανο να μην κρύβει, πίσω από μια επίφαση ηρεμίας, κάποιο μυστικό εγχείρημα». Και ενώ συγχαίρει την Αικατερίνη για τη λαμπρή της εμφάνιση, εκείνη του αποκρίνεται μ' ένα χαμόγελο γεμάτο μυστήριο: «Δεν φαντάζεστε, Κύριε, τι στοιχίζει σε μια γυναίκα να είναι όμορφη!». Παρ' όλα αυτά, ο Πέτρος δεν υποχωρεί. Εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία για να κλονίσει το γόητρο εκείνης που εξακολουθεί —«ασυγχώρητα»— να είναι γυναίκα του. Στις 9 Ιουνίου 1762 παραθέτει δείπνο με τετρακόσιους προσκεκλημένους για να γιορτάσει την επικύρωση της συνθήκης ειρήνης με την Πρωσία. Φοράει για την περίσταση την πρωσική στολή και το Μεγαλόσταυρο του Μαύρου Αετού. Θέλοντας και μη, οι Ρώσοι αξιωματικοί θα πιουν στη δόξα του Φρειδερίκου Β'. Πριν όμως απ' αυτή την πρόποση, ο Πέτρος κάνει μια άλλη, εις υγείαν της αυτοκρατορικής οικογένειας. Όλοι οι καλεσμένοι σηκώνονται σπρώχνοντας τις καρέκλες τους. Στην άλλη άκρη του τραπεζιού, η Αικατερίνη μένει —όπως αρμόζει— καθισμένη στη θέση της. Μόλις ακουμπήσει κάτω το ποτήρι της, ο αυτοκράτορας στέλνει τον υπασπιστή του Γκουντόβιτς να τη ρωτήσει γιατί δεν σηκώθηκε όπως οι άλλοι. Απαντάει ότι δεν χρειαζόταν να σηκωθεί μιας και ανήκει στην αυτοκρατορική οικογένεια. Ενοχλημένος επειδή τον έβαλε στη θέση του, ο Πέτρος διατάσσει τον αξιωματικό να πάει και πάλι στην αυτοκράτειρα και να της πει ότι είναι ηλίθια. Ύστερα, φοβούμενος δίχως άλλο ότι ο Γκουντόβιτς θα της εκφράσει αυτή τη σκέψη του με ηπιότερο τρόπο από σεβασμό προς τη Μεγαλειότητά Της, ωρύεται ο ίδιος πάνω από το τραπέζι: Ηλίθια! (Ντούρα) εκσφενδονίζοντάς της ένα βλέμμα γεμάτο μίσος. Η λέξη πλαταγίζει σαν μαστίγιο μες στην απόλυτη σιωπή. Όλοι την άκουσαν. Και αμέσως, ο Πέτρος προσθέτει ότι τα μόνα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας των οποίων αναγνωρίζει την παρουσία μέσα σ' αυτή την αίθουσα είναι ο ίδιος και οι δύο πρίγκιπες από το Χολστάιν, οι θείοι του. Είναι άλλο ένα βήμα προς την αποπομπή. Μια δημόσια αποκήρυξη, λες και η Αικατερίνη έπαψε να είναι σύζυγος και συγχρόνως αυτοκράτειρα στα μάτια του. Υπό το πλήγμα αυτής της παράλογης προσβολής, η Αικατερίνη δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της και γυρνώντας προς τον διπλανό της στο τραπέζι, τον κόμη Στρογκονώφ, τον παρακαλεί να της διηγηθεί μια αστεία ιστορία. Ο Ραζουμόφσκι και ο βαρόνος ντε Μπρετέιγ ανακατεύονται στη συζήτηση και προσπαθούν, με τη ζωντάνια των λόγων τους, να κάνουν την αυτοκράτειρα να νιώσει καλύτερα. Τελικά, συνέρχεται και χαμογελάει. Ύστερα από μια στιγμή αμηχανίας, η ομήγυρη ξεφυσάει με ανακούφιση. Ματιές γεμάτες τρυφερότητα συγκλίνουν προς την τσαρίνα, η οποία έχει υποστεί μια άδικη προσβολή. Πιστεύοντας ότι θα την ταπεινώσει, ο Πέτρος εξυπηρέτησε άθελά του τα συμφέροντά της. Αγανακτισμένος, εξορίζει το ίδιο βράδυ στα κτήματά του τον κόμη Στρογκόνωφ με την κατηγορία ότι έδειξε υπερβολικό ζήλο για να διασκεδάσει αυτήν που καθόταν δίπλα του στο τραπέζι: την αυτοκράτειρα. Ύστερα από τέσσερις ημέρες προστάζει να φυλακίσουν την Αικατερίνη στο φρούριο του Σλύσελμπουργκ. Ο θείος του, ο πρίγκιπας Γεώργιος του Χολστάιν, τον ικετεύει να εγκαταλείψει τούτο το ακραίο μέτρο το οποίο, κατά την άποψή του, θα κινδύνευε να προκαλέσει την αγανάκτηση του στρατού και ενός τμήματος της τάξης των ευγενών. Ο Πέτρος υποχωρεί με βαριά καρδιά. Ωστόσο, η Αικατερίνη έχει πληροφορηθεί το σχέδιο. Ξέρει τώρα ότι η τύχη της θα παιχτεί κορόνα‐γράμματα: αυτή ή αυτός, ο θρόνος ή η φυλακή. Ίσως ακόμα και ο θάνατος. «Η βάρβαρη και παράλογη θηριωδία του Πέτρου Γ'
κάνουν πολύ πιστευτές τις προθέσεις του να βγάλει από τη μέση τη γυναίκα του», θα γράψει ο Μπερανζέ, ο επιτετραμμένος της Γαλλίας. Καθώς ο κίνδυνος συγκεκριμενοποιείται, οι φίλοι της Αικατερίνης αντιμετωπίζουν πια σοβαρά το ενδεχόμενο μιας παλατιανής επανάστασης. Η πριγκίπισσα Ντάσκωφ, «απερίσκεπτη στο έπακρο, αν και θαρραλέα», σύμφωνα με την έκφραση του Μπερανζέ, διαθέτει το χρόνο της στον προσηλυτισμό κάποιων στρατιωτικών του σαλονιού. Οι πέντε αδελφοί Ορλώφ στρατολογούν οπαδούς μεταξύ των νέων αξιωματικών της φρουράς. Ο Γρηγόρης, ο οποίος έχει ονομαστεί αξιωματικός ταμίας του πυροβολικού, παίρνει σχεδόν όσα χρήματα έχουν απομείνει στο ταμείο και τα καταφέρνει να εξαγοράσει καμιά εκατοστή στρατιώτες. Στο σύνταγμα Πρεομπραζένσκι, οι αξιωματικοί Πάσεκ και Μπρεντιχίν ορκίζονται πλέον μονάχα στο όνομα της Αικατερίνης. Στο σύνταγμα Ισμαϊλόφσκι, μπορεί να βασίζεται στους Ροσλάβλεφ και Λασούνσκι. Προφανώς, υπάρχει και ο αταμάνος Κύριλλος Ραζουμόφσκι, ο συνετός Πανίν και μερικά άλλα άτομα μικρότερου βεληνεκούς. Άραγε φτάνουν για να ανατραπεί ένας αυτοκράτορας, εγγονός του Πέτρου του Μεγάλου, προς όφελος μιας πριγκίπισσας που δεν έχει ούτε μια σταγόνα ρωσικό αίμα στις φλέβες της; Θα χρειάζονταν πολύ περισσότερα χρήματα για να εξαγοραστούν κι άλλοι. Η Αικατερίνη ζητάει κρυφά χρήματα από τον πρεσβευτή του Λουδοβίκου ΙΕ', το βαρόνο ντε Μπρετέιγ. Τούτος ο νεαρός και λαμπρός διπλωμάτης είχε σταλεί στη Ρωσία με την ελπίδα ότι το περήφανο παράστημά του θα του εξασφάλιζε την εύνοια της Αικατερίνης. Όταν όμως εμφανίζεται, η θέση είναι ήδη κατειλημμένη. Άλλωστε, ο δούκας ντε Σουαζέλ, εντελώς απερίσκεπτα, του επέτρεψε να πάρει μαζί του τη γυναίκα του, η οποία είναι όμορφη και δεν εννοεί να την απατήσουν, ούτε και για λόγους πολιτικούς. Οι σχέσεις του Μπρετέιγ με την αυτοκράτειρα δεν θα ξεπεράσουν ποτέ τα όρια της αβροφροσύνης. Ωστόσο, εκείνη είναι ευαίσθητη στο πνεύμα του, στους τρόπους του, και μαντεύει ότι τη συμπαθεί. Έτσι, του ζητάει αμέσως ένα δάνειο εξήντα χιλιάδων ρουβλίων. Ακολουθώντας τις υποδείξεις του δούκα ντε Σουαζέλ, ο Μπρετέιγ εξαφανίζεται. Για να μην εκθέσει τη Γαλλία, αποφεύγει να δώσει σαφή απάντηση και εγκαταλείπει την Αγία Πετρούπολη για τη Βαρσοβία, κι ύστερα για τη Βιέννη, αφήνοντας τον επιτετραμμένο του Μπερανζέ να τα βγάλει πέρα. Ύστερα από μερικές ημέρες, η Αικατερίνη, απογοητευμένη και αγανακτισμένη από την έλλειψη κατανόησης του διπλωμάτη, διατάσσει να δοθεί στον Μπερανζέ ένα σημείωμα με το εξής περιεχόμενο: «Η αγορά που πρέπει να κάνουμε θα γίνει, και μάλιστα σύντομα, αλλά σε πολύ καλύτερη τιμή. Γι' αυτό, δεν χρειαζόμαστε άλλα κεφάλαια». Ο Μπερανζέ αναγαλλιάζει. Τον έβγαλαν από μια εξαιρετικά δύσκολη θέση. Δεν πιστεύει στις πιθανότητες επιτυχίας αυτής της συνωμοσίας, την οποία έχουν εξυφάνει τρελοί. Τα ερείσματά της του φαίνονται πολύ αδύνατα. Στο μεταξύ όμως, η Αικατερίνη έχει στραφεί προς την Αγγλία για τη χρηματοδότηση της «αγοράς». Και παίρνει εκατό χιλιάδες ρούβλια, τα οποία καταβάλλονται από έναν Άγγλο μεγαλέμπορο. Έτσι, συνδέεται περισσότερο παρά ποτέ με τη Μεγάλη Βρετανία και οι διαθέσεις της προς τη Γαλλία γίνονται εχθρικές. Νά ένα πολιτικό σφάλμα που θα το συνειδητοποιήσει γρήγορα το ανακτοβούλιο των Βερσαλλιών. «Η άνασσα δεν θα σας συγχωρήσει το γεγονός ότι την εγκαταλείψατε σε μια τόσο δύσκολη στιγμή», γράφει ο κύριος ντε Μπρολί στον Μπρετέιγ. Στην πράξη όμως, παρά τον ενθουσιασμό τους, οι φίλοι της Αικατερίνης δεν έχουν κανένα συγκεκριμένο σχέδιο, καμιά ιδέα για το πώς θα μπορούσαν, τη δεδομένη στιγμή, να την ανεβάσουν στο θρόνο. Όλα σ' αυτούς δεν είναι παρά αερολογίες, πυρετός και αυτοσχεδιασμός. Ανυποψίαστος, ο Πέτρος εγκαταλείπει την Αγία Πετρούπολη στις 12 Ιουνίου 1762, για τη θερινή κατοικία του Οράνιενμπαουμ. Υπολογίζει να περάσει εκεί μερικές ημέρες ξεκούρασης πριν μεταβεί στο στράτευμά του, στην Πομερανία, κατατροπώσει τους Δανούς και ανακτήσει το τόσο πολύτιμο δουκάτο του Σλέσβιχ. Δυστυχώς, ο ρωσικός στόλος δεν είναι σε θέση να αποπλεύσει. Μια επιδημία έχει αποδεκατίσει τους ναύτες. Έστω: ο Πέτρος υπογράφει ένα ουκάζιο με το οποίο διατάσσει τους αρρώστους να θεραπευτούν το
συντομότερο δυνατόν. Περιμένοντας, γλεντάει με την ερωμένη του και επιθεωρεί τα στρατεύματά του. Όσο κι αν οι μυστικοσύμβουλοί του τού επισημαίνουν τον κίνδυνο που διατρέχει εγκαταλείποντας την πρωτεύουσα και την αυτοκρατορία, και αφήνοντας στην Αγία Πετρούπολη μια καμαρίλα αποφασισμένη να τον οδηγήσει στην καταστροφή, αυτός δεν συμμορφώνεται. Δεν ακούει καν τον Φρειδερίκο Β' όταν, μέσω των απεσταλμένων του (του βαρόνου ντε Γκολτς και του κόμη Σβέριν), του λέει ότι πρώτα απ' όλα θα έπρεπε να στεφθεί στη Μόσχα: οι Ρώσοι είναι τόσο προσκολλημένοι στους τύπους ώστε δεν μπορούν να σεβαστούν έναν ηγεμόνα που δεν έχει ακόμη καθαγιαστεί από την Εκκλησία, και ότι ένας νουνεχής μονάρχης δεν ξεκινάει ποτέ έναν πόλεμο πριν σταθεροποιήσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Το μοναδικό προληπτικό μέτρο που δέχεται να υιοθετήσει ο Πέτρος, αφορά τον τόπο διαμονής της Αικατερίνης. Της επιβάλλει ρητώς να εγκαταλείψει την Αγία Πετρούπολη και να εγκατασταθεί στο Πέτερχοφ, κοντά στο Οράνιενμπαουμ, στον κόλπο της Φινλανδίας. Οι φίλοι της Αικατερίνης οσμίζονται την παγίδα. Και η ίδια ανησυχεί. Όμως, δεν θέλει να κάνει πίσω. Απλώς, αποφασίζει να φύγει μόνη της, αφού εμπιστευθεί το γιο της Παύλο στις φροντίδες του Πανίν. Στο Πέτερχοφ, όπου φτάνει στις 19 Ιουνίου, δεν εγκαθίσταται μέσα στο παλάτι, αλλά σε κάποια απόσταση, σ' ένα περίπτερο που ονομάζεται «Μον Πλαιζίρ» και βρίσκεται στην ακροθαλασσιά. Εκεί, περνάει τις μέρες της μέσα στην αναμονή, έτοιμη τόσο να υποδεχτεί τους απεσταλμένους του Ορλώφ όσο και να το βάλει στα πόδια μπροστά στους σμπίρους του άνδρα της. Ο Πέτρος την ειδοποιεί ότι στις 29 Ιουνίου θα πάει στο Πέτερχοφ για την ημέρα της γιορτής του (των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου) και ότι πρέπει να ετοιμαστεί να τον υποδεχτεί. Μήπως σκοπεύει, επωφελούμενος από το συμπόσιο, να την υβρίσει ξανά ή μάλλον να την εγκλείσει σε φρούριο, όπως εκατοντάδες φορές ήδη έχει εκδηλώσει την επιθυμία; Πληροφορημένοι σχετικά μ' αυτή την επικίνδυνη συνάντηση, οι φίλοι της Αικατερίνης συσκέπτονται αναποφάσιστοι και γεμάτοι αγωνία. Στις 27 Ιουνίου, ένας απ' αυτούς, ο λοχαγός Πάσεκ, συλλαμβάνεται. Υπό την επήρεια του ποτού και ενώπιον μαρτύρων, έχει μιλήσει υβριστικά για τον τσάρο. Κινδυνεύει να πει περισσότερα αν υποβληθεί σε βασανιστήρια. Έχει έρθει η ώρα. Δεν μπορούν πλέον να περιμένουν. Πρέπει να δράσουν αμέσως, πάση θυσία. Ο Φεντόρ Ορλώφ, μικρότερος αδελφός του Γρηγόρη, επισκέπτεται μέσα στη νύχτα τον αταμάνο Κύριλλο Ραζουμόφσκι, ορκισμένο οπαδό της Αικατερίνης. Αυτός, ως πρόεδρος της Ακαδημίας των Επιστημών, ξυπνάει τον Τωμπέρ, διευθυντή του τυπογραφείου της Ακαδημίας, και του ζητάει να τυπώσει αμέσως ένα μανιφέστο, με το οποίο θα κηρύσσεται έκπτωτος ο αυτοκράτορας Πέτρος Γ' και θα ενθρονίζεται η Αικατερίνη Β'. Πρόκειται για καθαρή τρέλα μιας και ούτε ένας στρατιώτης δεν έχει ακόμη κινητοποιηθεί προκειμένου να υποστηρίξει την αυτοκράτειρα. Τρομαγμένος, ο Τωμπέρ προβάλλει δικαιολογίες, συζητεί. Ωστόσο, ο Ραζουμόφσκι του πετάει: «Ξέρετε ήδη πάρα πολλά! Τώρα, τόσο το κεφάλι σας όσο και το δικό μου βρίσκονται σε κίνδυνο!». Έτσι, ο Τωμπέρ, ηττημένος, δίνει διαταγή να συνταχθεί το κείμενο. Απομένει να ειδοποιηθεί η Αικατερίνη. Το αναλαμβάνει ο Αλέξης Ορλώφ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ Στις 28 Ιουνίου / 9 Ιουλίου 1762 τα χαράματα, ο Αλέξης Ορλώφ φτάνει στο Πέτερχοφ με μια άμαξα. Το πάρκο μοιάζει ακινητοποιημένο κάτω από τη γαλακτώδη λάμψη της καλοκαιριάτικης νύχτας. Μέσα στην ομίχλη, σέρνονται ίδιες με φαντάσματα μερικές σιλουέτες φρουρών από το Χολστάιν. Ο Αλέξης τους αποφεύγει και τρυπώνει περπατώντας αθόρυβα ανάμεσα στους θάμνους μέχρι μια πλάγια πόρτα του περιπτέρου «Μον Πλαιζίρ». Διασχίζοντας το μπουντουάρ σαν αστραπή, διακρίνει την επίσημη τουαλέτα, την οποία πρέπει να φοράει η αυτοκράτειρα για να υποδεχτεί τον άνδρα της. Η καμαριέρα, η Σαργκορόντσκαγια, ξυπνάει αμέσως την Αικατερίνη που κοιμάται βαθιά. «Ο Αλέξης Ορλώφ», της λέει, «βρίσκεται εδώ και επιθυμεί να μιλήσει επειγόντως με τη Μεγαλειότητά Σας». Εν ριπή οφθαλμού, η Αικατερίνη συνέρχεται από τον ύπνο. Δέχεται τον Αλέξη με το νυχτικό της, καθισμένη στο κρεβάτι της. Όλα στο πρόσωπό του φανερώνουν μαχητικότητα. «Είναι ώρα να σηκωθείτε», της λέει. «Έχουν ετοιμαστεί τα πάντα για να σας ανακηρύξουμε αυτοκράτειρα». Και προσθέτει: «Ο Πάσεκ συνελήφθη. Πρέπει να φύγετε!». Τούτη τη φορά, η Αικατερίνη δεν διστάζει ούτε κατά το ελάχιστο. Έχει όσφρηση σχεδόν όπως τα ζώα προκειμένου να επιλέγει την κατάλληλη στιγμή. Ξέρει από ένστικτο πότε πρέπει να αναδιπλώνεται και πότε να δρα. Βρίσκεται κιόλας επί ποδός και ντύνεται «χωρίς να στολιστεί ιδιαίτερα». Η Σαργκορόντσκαγια τη βοηθάει τρέμοντας. Αφού κουμπώσουν και το τελευταίο κουμπί, οι δυο γυναίκες ακολουθούν τα ίχνη του Αλέξη μέχρι την άμαξα. Η Αικατερίνη πηδάει μέσα, η καμαριέρα κάθεται πλάι της∙ ο πιστός υπηρέτης Σκούριν, που τον ξύπνησαν κι αυτόν, ανεβαίνει στο πίσω μέρος μαζί με τον υπολοχαγό Μπιμπίκωφ. Ο Αλέξης σκαρφαλώνει δίπλα στον αμαξά και τα άλογα ξεκινούν καλπάζοντας στο δρόμο προς την Αγία Πετρούπολη. Κάπου κάπου, ο Αλέξης γυρνάει για να δει μήπως τους ακολουθούν. Ο απροσδόκητος χαρακτήρας τούτης της φυγής μέσα στην καταχνιά, τα σκαμπανεβάσματα του αμαξιού, ο δροσερός αέρας, οι φωνές του αμαξά, ο φόβος μήπως την πιάσουν, η ελπίδα της επιτυχίας, όλα αυτά μπλέκονται μέσα στην Αικατερίνη δημιουργώντας της μια χαρούμενη υπερδιέγερση. Ξαφνικά σκάει στα γέλια, διαπιστώνοντας ότι η καμαριέρα της έχασε το ένα της παπούτσι και ότι φοράει ακόμα τη δαντελένια της σκούφια του ύπνου. Στο δρόμο, συναντούν τον Μισέλ, το Γάλλο κομμωτή της Αυτής Μεγαλειότητας, που έρχεται όπως κάθε πρωί για ν' αναλάβει υπηρεσία. Τον ανεβάζουν στην άμαξα. Εκεί μέσα, θα φρεσκάρει την κόμμωση της αυτοκράτειρας. Τα άλογα, που έχουν ήδη καλύψει τριάντα βέρστια, αρχίζουν να κουράζονται. Το ένα απ' αυτά τρεκλίζει, πέφτει κι ανασηκώνεται με δυσκολία. Θα αντέξουν άραγε ως το τέλος; Μέσα στη βιασύνη του, ο Αλέξης Ορλώφ δεν προέβλεψε εφεδρικά ζώα. Σκάει στη σκέψη ότι, από δικό του λάθος, ένα θαυμάσιο σχέδιο μπορεί να καταλήξει σε καταστροφή. Ωστόσο, ξεπροβάλλει ένας χωρικός οδηγώντας το κάρο του. Ο Αλέξης και ο Σκούριν τον σταματούν και του ζητούν ν' ανταλλάξει τα ξεκούραστα άλογά του με τα δικά τους που είναι εξουθενωμένα. Ο χωρικός δέχεται και παίρνουν ξανά το δρόμο ολοταχώς. Μερικά βέρστια έξω από την Αγία Πετρούπολη, ο πρίγκιπας Μπαριατίνσκι περιμένει την Αικατερίνη μέσα στην ανοιχτή του άμαξα. Αλλάζουν γρήγορα αμάξι. Εκεί βρίσκεται και ο Γρηγόρης πάνω στ' άλογό του. Ήρθαν να προϋπαντήσουν τη φυγάδα. Βλέποντας τον εραστή της, τόσο ωραίο κι αποφασιστικό, η Αικατερίνη αναγαλλιάζει. Αυτός ακκίζεται για λίγο πλάι της, γεμάτος περηφάνια που τη συνοδεύει στο δρόμο της νίκης. Ύστερα, δίνει μια με το καμτσίκι του και απομακρύνεται για ν' αναγγείλει στο σύνταγμα Ισμαϊλόφσκι την άφιξη της αυτοκράτειρας.
Είναι περασμένες εφτά το πρωί όταν η άμαξα σταθμεύει μπροστά στο στρατώνα. Τα τύμπανα ηχούν. Με την καρδιά σφιγμένη, η Αικατερίνη προχωρεί με πένθιμο βήμα, εύθραυστη και στητή, προς αυτή τη μάζα των ανθρώπων από τους οποίους εξαρτάται η τύχη της. Ορθωμένος πάνω στους αναβολείς, ο Γρηγόρης Ορλώφ τη χαιρετά μέσα σε όλη του την αίγλη σηκώνοντας το σπαθί του. Δεν έχει να φοβηθεί τίποτα: οι στρατιώτες έχουν άσφαιρα τουφέκια. Άλλωστε, τους έχουν υποσχεθεί πως θα τους μοιράσουν βότκα. Μόλις η Αικατερίνη εμφανίζεται μπροστά τους, οι τάξεις του στρατού γίνονται ένα και μια ατελείωτη βοή κάνει τούτα τα τραχιά πρόσωπα να σκιρτούν: «Ζήτω η μητερούλα μας Αικατερίνη!». Ο ιερέας του συντάγματος υψώνει ένα σταυρό. Οι αξιωματικοί περιβάλλουν την άτυχη αυτοκράτειρα που τους κάνει έκκληση να την προστατεύσουν με το θάρρος τους. Γονατίζουν, φιλούν τις άκρες του βασιλικού μανδύα της. Ο κόμης Κύριλλος Ραζουμόφσκι, ο οποίος βρίσκεται επικεφαλής του συντάγματος, γονατίζει με τη σειρά του μπροστά της. Ύστερα σηκώνεται, επιθυμώντας να επιβάλει τη σιωπή. Αλλά οι ζητωκραυγές του στρατεύματος πληθαίνουν. Τέλος, αφού καταπνίξει τούτο τον χαρούμενο σαματά, ο Ραζουμόφσκι κηρύσσει την Αυτής Μεγαλειότητα αυτοκράτειρα Αικατερίνη μοναδική και απόλυτη άνασσα πασών των Ρωσιών και προφέρει, εξ ονόματος των στρατιωτών της, τον όρκο πίστης. Καθ' οδόν για το στρατώνα του συντάγματος Σεμιονόφσκι! Ο παπάς, με επίσημα άμφια, ανοίγει το δρόμο σείοντας το σταυρό. Γύρω από την ανοιχτή άμαξα όπου βρίσκεται η αυτοκράτειρα, ιππεύουν ο Γρηγόρης Ορλώφ, ο Κύριλλος Ραζουμόφσκι, πάμπολλοι αξιωματικοί με πρόσωπα ξαναμμένα. Πίσω τους, τρέχει μια ομάδα ατημέλητων και χαρωπών στρατιωτών που φωνάζουν: «Ζήτω η μητερούλα μας Αικατερίνη! Θα δώσουμε και τη ζωή μας γι' αυτήν!». Το σύνταγμα Σεμιονόφσκι ενώνεται, μέσα στον ενθουσιασμό, με το σύνταγμα Ισμαϊλόφσκι, και το κύμα προχωρεί τώρα προς άλλους στρατώνες. Η σύντηξη πραγματοποιείται σε όλα τα σημεία μέσα σε μια αποχαλίνωση ευθυμίας. Εκτός από το σύνταγμα Πρεομπραζένσκι, που οι συνωμότες δεν κατόρθωσαν να εξαπατήσουν τους αξιωματικούς του. Ο Σίμων Βοροντζώφ, ο ίδιος ο αδελφός της ερωμένης του αυτοκράτορα, εκτελεί χρέη διοικητή σ' αυτή την επίλεκτη μονάδα. Γι' αυτόν, τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας συγχέονται με τα συμφέροντα της αδελφής του. Βοηθούμενος από τον επιτελάρχη Βογιέικωφ, βγάζει λόγο στους άνδρες, προστάζοντάς τους να σεβαστούν τον όρκο που έδωσαν στον τσάρο και βαδίζει μαζί τους για να συναντήσει τους στασιαστές. Τα δύο στρατεύματα έρχονται αντιμέτωπα μπροστά στον καθεδρικό ναό του Καζάν. Η αριθμητική υπεροχή των οπαδών της Αικατερίνης είναι συντριπτική. Ωστόσο, αποτελούν ένα πλήθος άτακτο, συγκεχυμένο, όπου οι περισσότεροι στρατιώτες είναι άοπλοι∙ αντίθετα, το σύνταγμα Πρεομπραζένσκι, πάνοπλο, πλαισιωμένο από τους αξιωματικούς του, εμφανίζεται σαν ένα θαυμαστό σύνολο πειθαρχίας και αγωνιστικότητας. Στις προτροπές του Γρηγόρη Ορλώφ, ο Σίμων Βοροντζώφ απαντάει με κατηγορηματική άρνηση. Κατεβάζουν τα όπλα. Μοιραία στιγμή. Αν το πιστό σύνταγμα ανοίξει πυρ, τούτο θα ρίξει ολόκληρο το πλήθος που περιστοιχίζει την Αικατερίνη στον πανικό, στην απεγνωσμένη προσπάθεια διάσωσης, στη δίωξη, στη σύλληψη, στη φυλακή, στο θάνατο. Ξαφνικά, ο Μεντσικώφ, επιτελάρχης του συντάγματος Πρεομπραζένσκι, φωνάζει: «Ζήτω! Ζήτω η αυτοκράτειρα!». Ύστερα από μια στιγμή δισταγμού, αυτή η κραυγή επαναλαμβάνεται εν χορώ από τους άνδρες του. Διαλύουν τις τάξεις του στρατού, ορμούν πάνω στους συντρόφους τους, τους αγκαλιάζουν, γονατίζουν μπροστά στην Αικατερίνη, κατηγορούν τους αξιωματικούς τους ότι τους ξεγέλασαν. Ο Βογιέικωφ και ο Σίμων Βοροντζώφ σπάζουν τα σπαθιά τους. Συλλαμβάνονται59. Καθάριο καλοκαιριάτικο πρωινό, δροσερό και ανέφελο. Στην προέκταση της Νιέφσκι, τόση είναι η κοσμοσυρροή που αυτή η πολύ πλατιά λεωφόρος είναι εντελώς κλεισμένη. Πολίτες που τρέχουν από παντού, γίνονται ένα με τους στρατιώτες για να επευφημήσουν την ηρωίδα της ημέρας. Μια λαοθάλασσα από χαρούμενα πρόσωπα περιβάλλει την άμαξα.
Πάνω από τα κεφάλια, χορεύουν τα σπαθιά, κρατιούνται στα χέρια τα τουφέκια. Χιλιάδες στόματα αναφωνούν το ίδιο όνομα: «Αικατερίνη! Η μητερούλα μας Αικατερίνη!». Το αμάξι ανοίγει δύσκολα δρόμο ως τον καθεδρικό ναό του Καζάν. Τρεις ώρες αφότου ο Αλέξης Ορλώφ τη σήκωσε από το κρεβάτι, η Αικατερίνη προχωρεί με βήμα σταθερό προς την ομάδα του ανώτατου κλήρου που την περιμένει. Μόλις βρεθεί στην εκκλησία, διαπιστώνει πόσο τόπο έπιασαν οι δημόσιοι εκκλησιασμοί της. Περιβαλλόμενος από ιερουργούς, ο αρχιεπίσκοπος του Νόβγοροντ τη δέχεται ως απόλυτη άνασσα και την ευλογεί ταυτόχρονα με τον απόντα γιο της, «τον κληρονόμο του θρόνου, τον τσάρεβιτς Παύλο Πέτροβιτς». Ύστερα απ' αυτή τη σύντομη τελετουργία, η Αικατερίνη πηγαίνει —πάντοτε με την άμαξα και συνοδευόμενη από τους αδελφούς Ορλώφ και τον Κύριλλο Ραζουμόφσκι— στο Χειμερινό Ανάκτορο. Έξι συντάγματα και ολόκληρο το πυροβολικό είναι συγκεντρωμένα στην προκυμαία, μπροστά στο κτίριο και πίσω, στην αχανή πλατεία που μοιάζει με χαράκωμα. Ιερείς τείνουν το σταυρό σε στρατιώτες που σκύβουν γονατισμένοι το κεφάλι. Μόλις φτάνει στα διαμερίσματά της, η Αικατερίνη ζητάει το γιο της, τον τσάρεβιτς. Ο κόμης Πανίν της τον φέρνει αμέσως. Το παιδί, που μόλις έχει ξυπνήσει, φοράει τα νυχτικά του και τον βαμβακερό σκούφο του. Το παίρνει στην αγκαλιά της και εμφανίζεται μαζί του σ' ένα παράθυρο. Βλέποντάς τους, το πλήθος αλαλάζει από χαρά. Τρομαγμένος ο μικρός Παύλος, που είναι μόλις οχτώ χρόνων, σφίγγεται σπασμωδικά πάνω στη μητέρα του. Για την ώρα, τούτο το εύθραυστο παιδί με τις ξανθιές μπούκλες της χρησιμεύει ως πρόσχημα για να νομιμοποιήσει τη θέση της απέναντι στους υπηκόους της. Ωστόσο, ο Παύλος δεν θα πρέπει να την υποσκελίσει στην εύνοια της κοινής γνώμης. Αυτή εννοεί να βασιλεύσει όχι μόνο για το διάστημα που ο γιος της θα είναι ανήλικος, αλλά όσο θα κρατούν οι δυνάμεις της. Η παρούσα αβεβαιότητα, μόλο που εξυπηρετεί τα σχέδιά της, δεν την εξασφαλίζει μελλοντικά. Έτσι, αφήνοντας τους άλλους να πιστεύουν ό,τι θέλουν, ακολουθεί δίχως να κάμπτεται τη γραμμή την οποία έχει χαράξει εδώ και πολύ καιρό. Η πριγκίπισσα Ντάσκωφ φτάνει με τη σειρά της, εντελώς ξεχτένιστη, και ορμάει πάνω στην άνασσά «της». Οι δυο γυναίκες αγκαλιάζονται με χαρά. «Δόξα σοι ο Θεός!» φωνάζει η Αικατερίνη. Ύστερα από δική της εντολή, οι πόρτες του παλατιού ανοίγουν διάπλατα: η αυτοκράτειρα είναι σήμερα προσιτή σε όλους. Τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, οι γερουσιαστές, οι ανώτεροι υπάλληλοι, οι αξιωματούχοι της Αυλής, οι πρεσβευτές, κάποιοι αστοί και έμποροι συνωθούνται στα σαλόνια και σπρώχνονται με τους αγκώνες για να μπορέσουν να γονατίσουν μπροστά στη Μεγαλειοτάτη, και να τη συγχαρούν για την επιτυχία της. Ώρες ολόκληρες, η Αικατερίνη, γαλήνια και χαμογελαστή, δέχεται τα συγχαρητήρια των πιο μεγάλων και των πιο ταπεινών. Εν τω μεταξύ, έξω μοιράζεται και διαβάζεται το μανιφέστο που τυπώθηκε στη διάρκεια της νύχτας, του οποίου το κείμενο εμπνεύστηκε προφανώς η ίδια και συνέταξε ο Κύριλλος Ραζουμόφσκι: «Εμείς, η Αικατερίνη Β', »Σε όλα τα έντιμα παιδιά της ρωσικής μας Πατρίδας έγινε απόλυτα φανερός ο υπέρτατος κίνδυνος τον οποίο διέτρεξε το Κράτος της Ρωσίας στη διάρκεια των πρόσφατων γεγονότων. Κατ' αρχάς, η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία μας υπέστη τέτοιο κλονισμό που εξετέθη στον πιο ακραίο κίνδυνο, εκείνον της αντικατάστασης της πανάρχαιης ορθοδοξίας μας με μια ετερόδοξη πίστη. Κατά δεύτερο λόγο, η δόξα της Ρωσίας, η οποία οδηγήθηκε στο ζενίθ της από τα νικηφόρα όπλα και το αίμα που χύθηκε, ποδοπατήθηκε κυριολεκτικά από τη σύναψη ειρήνης με τον πιο θανάσιμο εχθρό μας (τον Φρειδερίκο Β') και η πατρίδα εγκαταλείφθηκε σε πλήρη υποδούλωση, ενώ η εσωτερική τάξη, από την οποία εξαρτάται η ενότητα ολόκληρης της χώρας μας, διασαλεύθηκε εκ θεμελίων. Γι' αυτούς τους λόγους, θεωρήσαμε υποχρέωσή μας, με τη βοήθεια του Θεού και ύστερα από έκδηλη και ειλικρινή ευχή των πιστών υπηκόων μας, να ανεβούμε στο θρόνο ως μόνη και απόλυτη άνασσα. Κατόπιν τούτου, οι πιστοί υπήκοοι μας μάς έδωσαν επισήμως όρκο υπακοής».
Οι ξένοι διπλωμάτες λαμβάνουν γνώση τούτης της μαρτυρίας και ένας μεγάλος αριθμός ανάμεσά τους χαίρεται. Τι στροφή, από την πρώτη μέρα! Είναι αναμφισβήτητο ότι, αφού κατέκρινε τον Φρειδερίκο Β' στο μανιφέστο της, η Αικατερίνη θα σπάσει τη συμμαχία με την Πρωσία και θα επανέλθει στη συμμαχία με τη Γαλλία και την Αυστρία. Ο πρεσβευτής της Αυστρίας Μερσύ ντ' Αρζαντώ εκφράζει την ικανοποίησή του προς την αυτοκράτειρα, ωστόσο εκείνη τον ακούει ατάραχη και αλλάζει θέμα συζήτησης. Είναι αδύνατο να διεισδύσει κανείς στη σκέψη τούτης της ήρεμης και δυνατής γυναίκας η οποία, μέσα στον παροξυσμό της αναμονής, φλυαρεί ευγενικά με τους θαυμαστές της. Κάπου κάπου, δίνει διαταγές χαμηλόφωνα στους αδελφούς Ορλώφ, στον Κύριλλο Ραζουμόφσκι ή στον Πανίν: πρέπει να επιβλέπουν τις ποσότητες των ποτών που καταναλώνονται για να αποφεύγεται κάθε κατάχρηση, να κλείνουν τις πύλες της πρωτεύουσας και να απαγορεύουν κάθε διάβαση στο δρόμο από την Αγία Πετρούπολη προς το Οράνιενμπαουμ ώστε ο αυτοκράτορας να πληροφορηθεί όσο γίνεται αργότερα την είδηση του πραξικοπήματος... Στην πραγματικότητα, παρά την πρώτη θεαματική επιτυχία, όλα ακόμα είναι αβέβαια. Αν και η Αικατερίνη έχει αποσπάσει βιαστικά κάποια συντάγματα, ο Πέτρος μπορεί να βασίζεται σε μερικά στρατεύματα που συγκεντρώθηκαν στη Λιβονία για τον πόλεμο κατά της Δανίας και στο στόλο που βρίσκεται αγκυροβολημένος μπροστά στη νήσο‐φρούριο της Κρονστάνδης. Αν δεχτεί επίθεση και από την ξηρά και από τη θάλασσα, η Αγία Πετρούπολη δεν θα μπορέσει ν' αντέξει ούτε δύο ώρες. Επομένως, πρέπει πάση θυσία να προλάβει κάθε κίνηση του αυτοκράτορα και να εξασφαλίσει τη σύμπραξη του ναυτικού. Ο ναύαρχος Ταλίτζιν στέλνεται στην Κρονστάνδη μ' ένα σημείωμα από την αυτοκράτειρα που του παρέχει πλήρη δικαιοδοσία. Το ίδιο απόγευμα, ο Πέτρος, έχοντας πλήρη άγνοια των γεγονότων, εγκαταλείπει το Οράνιενμπαουμ για να μεταβεί στο Πέτερχοφ∙ την επόμενη μέρα, λογαριάζει να γιορτάσει εκεί —όπως έχει άλλωστε πληροφορήσει την Αικατερίνη— τη γιορτή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Συνοδεύεται από την ερωμένη του Ελισάβετ Βοροντζώφ, από το στρατηγό Μύνιχ —τον οποίο έχει ανακαλέσει από τη Σιβηρία, ύστερα από εξορία είκοσι τριών χρόνων—, τον πρεσβευτή της Πρωσίας βαρόνο Γκολτς, τον πρίγκιπα Τρουμπεσκόι, τον καγκελάριο Μιχαήλ Βοροντζώφ, το γερουσιαστή Ρωμάνοβιτς Βοροντζώφ και δεκαεφτά κυρίες της Αυλής με επίσημο ένδυμα. Οι άμαξες σταματούν μπροστά στο περίπτερο «Μον Πλαιζίρ». Όλα είναι ήσυχα. Οι πόρτες και τα παράθυρα κλειστά. Μάταια ψάχνουν για κάποιον υπηρέτη. Τέλος, ένας από τους αξιωματικούς της φρουράς προχωρεί και λέει κομπιάζοντας: «Η αυτοκράτειρα έφυγε τα χαράματα. Το σπίτι είναι άδειο». Σ' έναν παροξυσμό μανίας, ο Πέτρος σπρώχνει τον αξιωματικό, σπεύδει προς το παράπηγμα και ουρλιάζει: «Αικατερίνη! Αικατερίνη!» λες και αρνείται να πιστέψει την απουσία της. Τα αδύνατα πόδια του τον οδηγούν από τον χειμωνιάτικο κήπο στον κινέζικο θάλαμο, από την αίθουσα των ακροάσεων στο σαλόνι της μουσικής. Ξαφνικά, βήματα ακούγονται. Είναι εκεί. Κρυβόταν. Του κάνει φάρσα. Όπως την εποχή του παιδιάστικου αρραβώνα τους. Ορμάει και πέφτει πάνω στον καγκελάριο Μιχαήλ Βοροντζώφ. Υπό την πίεση των ερωτήσεων, ο υπουργός ψελλίζει ότι μόλις πληροφορήθηκε, από ένα μυστικό αγγελιαφόρο, πως η Αικατερίνη ανακηρύχθηκε αυτοκράτειρα στην Αγία Πετρούπολη. Μονομιάς, ο Πέτρος εγκαταλείπει κάθε υπεροψία. Κρεμασμένος από το λαιμό του Μιχαήλ Βοροντζώφ μένει άναυδος, ασθμαίνοντας και σφαδάζοντας από τους λυγμούς, ενώ ο άλλος πασχίζει να του αναπτερώσει το ηθικό: «Κουράγιο, Μεγαλειότατε! Κουράγιο! Μια λέξη σας μονάχα, μια ηγετική ματιά σας, και ο λαός θα γονατίσει μπροστά στον τσάρο! Οι άνδρες του Χολστάιν είναι έτοιμοι! Πολύ γρήγορα, θα μπούμε θριαμβευτικά στην Αγία Πετρούπολη!». Ωστόσο, ο Πέτρος αρνείται αυτή την αναμέτρηση. Αναζητεί άλλες λύσεις, τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις, λιποθυμάει, συνέρχεται, πίνει αμέτρητα ποτήρια κρασί της Βουργουνδίας, υπαγορεύει τον κατάλογο αυτών που πρέπει να φυλακιστούν για το έγκλημα της συνωμοσίας, συντάσσει δύο μανιφέστα που καταδικάζουν την Αικατερίνη,
βάζει αυλικούς να τα αντιγράψουν σε πολλά αντίτυπα, ικετεύει τον Μιχαήλ Βοροντζώφ να πάει στην Αγία Πετρούπολη, αντί γι' αυτόν, για να διατάξει τα επαναστατημένα συντάγματα να υποταχθούν. Ύστερα αφήνει κατά μέρος αυτό το σχέδιο, καλεί τα στρατεύματα του Χολστάιν που έμειναν στο Οράνιενμπαουμ και, όταν φτάνουν, δηλώνει ότι δεν τα χρειάζεται πια. Τέλος, υποκύπτοντας στις ικεσίες του Μύνιχ, δέχεται να σαλπάρει για την Κρονστάνδη, όπου στόλος και φρουρά θα τον υποστηρίξουν. Ωστόσο, αρνείται να αποχωριστεί τις γυναίκες. Μεθάει, παραπαίει, βάζει τα κλάματα. Τον κρατούν για να τον ανεβάσουν, στις δέκα το βράδυ, σε μια γολέτα. Ολόκληρη η ορδή των γυναικών που τιτιβίζουν με επικεφαλής την Ελισάβετ Βοροντζώφ, ανεβαίνει τη σκάλα πίσω του. Στη μία τα ξημερώματα, μέσα σε μια νύχτα με εξωπραγματικό, ασημένιο φως, η γολέτα φτάνει στον όρμο της Κρονστάνδης. Όταν το πλοίο προσεγγίζει το φρούριο, ο Μύνιχ αναγγέλλει την επίσκεψη του αυτοκράτορα. «Δεν υπάρχει πια αυτοκράτορας», απαντάει ο αξιωματικός της φρουράς. «Συνεχίστε την πλεύση σας στ' ανοιχτά!» Ο Μύνιχ επιμένει. Τότε, ο αξιωματικός τού φωνάζει ότι ο στόλος και η φρουρά έχουν ήδη δώσει όρκο πίστης στην αυτοκράτειρα. Αν το καράβι δεν απομακρυνθεί αμέσως, μια ομοβροντία θα το βυθίσει. Ο Ταλίτζιν, ο απεσταλμένος της Αικατερίνης, πρόλαβε να φτάσει πρώτος. Παρ' όλη την προειδοποίηση, ο Μύνιχ δεν παραδέχεται την ήττα του και εξορκίζει τον Πέτρο να αποβιβαστεί. Κανείς δεν θα τολμήσει να πυροβολήσει. Μόλις πατήσει στη στεριά, οι παράφρονες της Κρονστάνδης θα μετανιώσουν και θα πετάξουν τα όπλα τους. Ωστόσο, ο Πέτρος κρύβεται στο βάθος του αμπαριού. Ο τρόμος τον κάνει να ιδρώνει και τα δόντια του χτυπούν. Είχε πάντοτε να κάνει με ξύλινους στρατιώτες. Ας τον αφήσουν λοιπόν στα όνειρά του! Κλαίει με δυνατά αναφιλητά. Γύρω του, οι γυναίκες βγάζουν σπαρακτικές κραυγές. Το θέαμα είναι τόσο άθλιο που ο Μύνιχ βάζει τα γέλια και αλλάζει κατεύθυνση. Τα χαράματα της 29ης Ιουνίου το καράβι πλευρίζει μπροστά στη θερινή κατοικία του Οράνιενμπαουμ. Ο Μύνιχ προτείνει στον τσάρο να τον μεταφέρει αμέσως, μ' ένα άλλο καράβι, στο Ρεβάλ. Εκεί θα συναντηθεί με το κυρίως σώμα των ρωσικών στρατευμάτων που προορίζονται για την εκστρατεία κατά της Δανίας. Μ' αυτά, θα είναι εύκολο να ανακτήσει το θρόνο: «Αυτό να κάνετε, Άρχοντα, και ύστερα από έξι εβδομάδες, η Αγία Πετρούπολη και ολόκληρη η Ρωσία θα πέσουν και πάλι στα πόδια σας. Παίρνω επάνω μου την ευθύνη!». Ακόμα και ο ήχος της φωνής του όμως κουράζει τον Πέτρο. Έχει βαρεθεί να παίρνει αποφάσεις. Αυτό που θέλει είναι να κοιμηθεί μερικές ώρες, με την Ελισάβετ Βοροντζώφ στο προσκέφαλό του. Τους διώχνει όλους εκτός από κείνη και πέφτει στο κρεβάτι. * Ενώ ο Πέτρος πλέει προς την Κρονστάνδη, η Αικατερίνη έχει φορέσει μια στολή αξιωματικού που δανείστηκε από το σύνταγμα Σεμιονόφσκι. Για έναν ανδρικό ρόλο, αρμόζει μια ανδρική αμφίεση. Στην άκρη ενός τραπεζιού, γράφει βιαστικά ένα σύντομο σημείωμα που προορίζεται για τη Γερουσία. «Κύριοι γερουσιαστές, εγκαταλείπω την πόλη επικεφαλής του στρατού, για να εξασφαλίσω την ειρήνη και την ασφάλεια του θρόνου. Σας αφήνω, με κάθε εμπιστοσύνη, την υπέρτατη εξουσία μου, την πατρίδα, το λαό και το γιο μου». Βγαίνει από το παλάτι, κατεβαίνει τη μεγάλη εξωτερική σκάλα και ιππεύει με άνεση, μπροστά στα συγκεντρωμένα στρατεύματα, το άσπρο καθαρόαιμο άλογο που της έφεραν. Ξαφνικά, αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει αορτήρας στο σπαθί της. Ένας υπαξιωματικός της φρουράς σπεύδει να της προσφέρει το δικό του που τον αποσπά από τη λαβή του όπλου του. Παίρνοντας το λουρί, η Αικατερίνη χαμογελάει σ' αυτό το ωραίο εκστασιασμένο πρόσωπο. Πώς λέγεται ο νεαρός; Είναι κάποιος Γρηγόρης Ποτέμκιν. Θα τον θυμάται.
Βγαίνοντας απ' την πόλη, επιθεωρεί τα συντάγματα. Οι περισσότεροι στρατιώτες έχουν πετάξει τις γερμανικές στολές με τις οποίες τους είχε μασκαρέψει ο Πέτρος Γ', για να ξαναφορέσουν τις παλιές στολές της εποχής του Πέτρου του Μεγάλου που ξετρύπωσαν στις αποθήκες. Με το σπαθί γυμνό στο χέρι, η Αικατερίνη προσπαθεί να χαλιναγωγήσει το άλογό της που χοροπηδάει από ανυπομονησία. Ένα στεφάνι από φύλλα βελανιδιάς περιστοιχίζει τον ντουμπλαρισμένο με ζιμπελίνα σκούφο της. Τα μακριά καστανά μαλλιά της κυματίζουν στον άνεμο. Όλα τα βλέμματα στρέφονται γεμάτα θαυμασμό σε τούτη τη γυναίκα με τη στρατιωτική περιβολή, που ενσαρκώνει ταυτόχρονα τη δύναμη και τη χάρη, το εύθραυστο και το αποφασιστικό. Επευφημίες καλύπτουν τους ρυθμικούς τόνους των αυλών και των τυμπάνων. Δίπλα στην τσαρίνα, επίσης εν στολή και πάνω σε άλογο, στέκεται η φίλη της, η πριγκίπισσα Ντάσκωφ. Όταν περνάει και η τελευταία μονάδα, η ώρα είναι δέκα το βράδυ αλλά έχει φως λες και είναι μέρα. Καθ' οδόν! Πρόκειται για ένα ονειρικό —θαρρείς— ταξίδι με το άλογο, μέσα στην παραμυθένια ακτινοβολία της νύχτας του Βορρά. Οι άντρες προχωρούν δίχως να ξέρουν πού ακριβώς πηγαίνουν, μήτε τι πρέπει να κάνουν∙ ωστόσο, σ' αυτή την τρελή περιπέτεια όπου μπλέκονται το φως και το σκοτάδι, το καθήκον και η ανταρσία, η αλήθεια και η ψευδαίσθηση, ο ενθουσιασμός είναι γνήσιος. Επικεφαλής της αργής πομπής μια γυναίκα, η θεά —ίσως— του πολέμου. Πίσω της, οι αδελφοί Ορλώφ κι ένα πλήθος αξιωματικών που φαίνονται όλοι τους ερωτευμένοι μαζί της. Η στρατιωτική μπάντα παίζει ενθουσιώδη εμβατήρια. Όταν σιωπά, οι στρατιώτες τραγουδούν ρυθμικά παλιά τραγούδια της πορείας του δρόμου που τα διακόπτουν επιφωνήματα χαράς και σφυρίγματα. Κάπου κάπου, μια κραυγή. Η ίδια πάντοτε: «Ζήτω η μητερούλα μας Αικατερίνη!». Και η Αικατερίνη, κάθε φορά που ακούει τούτα τα τραχιά λαρύγγια να φωνάζουν τ' όνομά της, σκιρτάει σαν από ερωτική ηδονή. Αυτό της χρειάζεται: ένας λαός που να είναι γι' αυτήν πολύμορφος εραστής, πάντοτε φλογερός και πάντοτε υποταγμένος. Στις τρεις το πρωί, η τσαρίνα και το επιτελείο της σταματούν στο Κράσνι‐Καμπάκ, σ' ένα τρισάθλιο πανδοχείο. Οι άνδρες, ορθοί από τα χαράματα, έχουν ανάγκη από ξεκούραση. Εκείνη, όχι. Ύστερα από παράκληση των γύρω της, δέχεται επιτέλους να ξαπλώσει, δίπλα στην πριγκίπισσα Ντάσκωφ, πάνω σ' ένα αχυρόστρωμα στενό και σκληρό. Ωστόσο δεν κοιμάται. Σκέφτεται. Τι να κάνει άραγε ο Πέτρος; Μήπως έχει συγκεντρώσει τα στρατεύματά του για να συναντήσει τους επαναστάτες; Ή μήπως εγκαταστάθηκε στην Κρονστάνδη πριν προλάβει να ενωθεί με τη φρουρά ο ναύαρχος Ταλίτζιν; Γυρνάει και ξαναγυρνάει στο στρώμα, ανησυχεί για την έλλειψη εφοδιασμού και πολεμοφοδίων. Στις πέντε το πρωί, της αναγγέλλουν ένα μέλος του κοινοβουλίου: τον καγκελάριο Βοροντζώφ αυτοπροσώπως. Έρχεται εντεταλμένος από τον αυτοκράτορα, για να προτείνει στην αυτοκράτειρα τη συγκυβέρνηση. Από τις πρώτες λέξεις, η Αικατερίνη αντιλαμβάνεται ότι έχει κερδίσει το παιχνίδι. Αντί για απάντηση, ξεσπάει σε γέλια. Ο Βοροντζώφ δεν επιμένει, γονατίζει και ορκίζεται. Πώς θα μπορούσε να διστάσει ανάμεσα στο ηλίθιο ανδρείκελο που έχει μόλις εγκαταλείψει και σ' αυτή τη σταθερή και ήρεμη γυναίκα που συμπεριφέρεται σαν πραγματική άνασσα; Φτάνουν και άλλοι απεσταλμένοι, κομίζοντας ανάλογες προτάσεις, και όλοι τους, εντυπωσιασμένοι από το κύρος της Αικατερίνης, τάσσονται όπως και ο Βοροντζώφ στο πλευρό της. Γύρω στις έξι το πρωί, παρουσιάζεται όλος χαρά στο Κράσνι‐Καμπάκ ο ναύαρχος Ταλίτζιν: «Η Κρονστάνδη είναι με την αυτοκράτειρα! Η φρουρά αρνήθηκε στον τσάρο την είσοδο!». Η Αικατερίνη αναγαλλιάζει μέσα της, αλλά το πρόσωπό της μένει απαθές. Λες και όλα αυτά τα είχε προβλέψει. Τώρα, προέχει να εκμεταλλευτεί την πλεονεκτική της θέση, δίχως να χάσει λεπτό σε ενθουσιασμούς και πανηγύρια. Τα στρατεύματά της βρίσκονται κιόλας καθ' οδόν. Άραγε θα συγκρουστούν με τους άνδρες του Χολστάιν; Στ' άλογα! Η Αικατερίνη καλπάζει ασταμάτητα μέχρι το Πέτερχοφ. Εκεί, ξαναβρίσκει τους στρατιώτες της ειρηνικά στρατοπεδευμένους γύρω από τον πύργο. Αρνούμενος τον αγώνα, ο Πέτρος Γ' έχει αποσύρει το μεγαλύτερο τμήμα των δυνάμεών
του, και οι λιγοστοί φρουροί που έμειναν στις θέσεις τους αφοπλίστηκαν εύκολα. Ούτε μια σταγόνα αίμα. Είναι κάτι περισσότερο από νίκη. Είναι θαύμα. Εγκατεστημένη στο «Μον Πλαιζίρ», η Αικατερίνη υπαγορεύει την πράξη παραίτησης, η οποία θα υποβληθεί στον αυτοκράτορα για να την υπογράψει: «Στη διάρκεια της ολιγόχρονης απολυταρχικής βασιλείας μου στην αυτοκρατορία της Ρωσίας, αναγνώρισα πως οι δυνάμεις μου δεν στάθηκαν ικανές να βαστάξουν ένα τέτοιο φορτίο... Γι' αυτό, ύστερα από ώριμη σκέψη, δηλώνω επισήμως και χωρίς κανέναν καταναγκασμό, τόσο στη Ρωσία όσο και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, ότι αποποιούμαι ισοβίως τη διακυβέρνηση της εν λόγω αυτοκρατορίας». Ο Γρηγόρης Ορλώφ και ο στρατηγός Ισμαΐλωφ φεύγουν αμέσως για να πάνε το έγγραφο στο Οράνιενμπαουμ, όπου ο αυτοκράτορας είναι ουσιαστικά φυλακισμένος. Αφού ξεμακρύνουν, η Αικατερίνη, η οποία πεινάει πολύ, κάθεται να κολατσίσει με κέφι μαζί με τους αξιωματικούς της. Όπως πάντοτε, πίνει ελάχιστα. Μονάχα μισό ποτηράκι κρασί. Και παροτρύνει τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Η ημέρα δεν έχει τελειώσει! Μέσα στην οχλαγωγία των βραχνών ανδρικών συζητήσεων, η αυτοκράτειρα συνεχίζει ακούραστα τους υπολογισμούς της. Τι θα κάνει αν ο άνδρας της αρνηθεί να παραιτηθεί και να οδηγηθεί δέσμιος στο Πέτερχοφ; Και αν της τον φέρουν, τι είδους τύχη θα πρέπει να του επιφυλάξει; Ωστόσο, στο Οράνιενμπαουμ, ο Πέτρος αντιγράφει καταρρακωμένος και υπογράφει το ντοκουμέντο που του παρουσιάζουν οι απεσταλμένοι της Αικατερίνης. «Όπως ένα παιδί που το στέλνουν για ύπνο», θα πει ο Φρειδερίκος Β'. Τον ανεβάζουν στην άμαξα μαζί με την ερωμένη του και τον υπασπιστή‐στρατηγό Γκουντόβιτς. Φτάνοντας στο Πέτερχοφ, ζητάει να τον οδηγήσουν μπροστά στην αυτοκράτειρα. Ελπίζει άραγε ότι θα την κάνει να λυγίσει θυμίζοντάς της όσα τους συνδέουν ακόμη; Ωστόσο, εκείνη αρνείται να τον δεχτεί. Αξιωματικοί του αφαιρούν τα παράσημα, το σπαθί, τη στολή του, και του δίνουν πολιτικά ρούχα. Αφήνεται κλαίγοντας στα χέρια τους. Ο Νικήτας Πανίν του υποδεικνύει ότι, ύστερα από διαταγή της αυτοκράτειρας, θα είναι στο εξής πολιτικός κρατούμενος και θα φρουρείται σε μια έπαυλη στη Ρόσνα, όχι ιδιαίτερα μακριά από την Αγία Πετρούπολη, περιμένοντας να οριστεί ο τόπος της μόνιμης κατοικίας του60. Ο Πέτρος ξέρει ότι αυτή η μόνιμη κατοικία δεν μπορεί παρά να είναι το τρομερό φρούριο του Σλύσελμπουργκ, εκεί όπου κι ο έκπτωτος τσάρος Ιβάν φθίνει εδώ και πολλά χρόνια! Τρομοκρατημένος, ξεσπάει σε δυνατότερες φωνές και κλάματα, πέφτει γονατιστός μπροστά στον παιδαγωγό του γιου του, του φιλάει τα χέρια και τον ικετεύει να μην τον χωρίσουν τουλάχιστον από την ερωμένη του. «Θεωρώ μία από τις μεγαλύτερες δυστυχίες της ζωής μου το γεγονός ότι αναγκάστηκα να δω τον Πέτρο εκείνη τη στιγμή!» θα γράψει ο Πανίν. Με πόνο και αποτροπιασμό, αυτός του αναγγέλλει ότι η αυτοκράτειρα δεν μπορεί να επιτρέψει στην Ελισάβετ Βοροντζώφ να ακολουθήσει το φυλακισμένο στο απομονωτήριό του. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με νομιμοποίηση της μοιχείας. Η ευνοούμενη θα σταλεί στη Μόσχα. Άλλωστε, ολόκληρη η οικογένεια Βοροντζώφ της έχει ήδη γυρίσει την πλάτη και έχει προσχωρήσει στο κόμμα της Αικατερίνης. Τότε, η Ελισάβετ Βοροντζώφ ενώνει τα υστερικά ουρλιαχτά της με τα αναφιλητά του εραστή της. Σέρνονται και οι δυο στα πόδια του Πανίν που παραμένει ακλόνητος61. Εξουθενωμένος, ο Πέτρος ζητάει την άδεια να πάρει μαζί του στη Ρόσνα το βιολί του, το νέγρο του Ναρσίς και τη Μόψυ, το αγαπημένο του σκυλί. Του απαντούν ότι η αυτοκράτειρα θα εξετάσει, εν ευθέτω χρόνω, το αίτημά του. Τελικά, η Αικατερίνη θα ενδώσει. Θα επιτρέψει επίσης στο φυλακισμένο να του σερβίρει το φαγητό του ο συνηθισμένος του υπηρέτης, ο Μπρεσάν. Για την ώρα όμως, πρέπει να υπακούσει. Θέλησε να την ταπεινώσει, να την εξευτελίσει. Κι αυτή παίρνει εκδίκηση. Εξακολουθεί άραγε να νιώθει έστω και την παραμικρή συγκίνηση στην ανάμνηση των παιδικών αρραβώνων τους, των αλλοτινών τους τρελών παιχνιδιών που έπαιζαν κρυφά από την αυτοκράτειρα Ελισάβετ; Όχι. Ο άνδρας και η γυναίκα που έγιναν δεν έχουν καμιά σχέση με
τα χαριτωμένα φαντάσματα της νεανικής τους ηλικίας: με την πάροδο του χρόνου, ένα θανάσιμο μίσος φώλιασε ανάμεσά τους. Όταν πέφτει η νύχτα, ο Αλέξης Ορλώφ οδηγεί μέσα σε μια μπερλίνα με κατεβασμένες κουρτίνες ένα διαλυμένο και πράσινο από το φόβο ανδρείκελο. Μια ένοπλη συνοδεία περιστοιχίζει την άμαξα. Εμπρός για τη Ρόσνα! Την επομένη, Κυριακή 30 Ιουνίου 1762, η Αικατερίνη κάνει θριαμβευτικά την είσοδό της στην Αγία Πετρούπολη. Κωδωνοκρουσίες, πυροβολισμοί και ξέφρενες ζητωκραυγές τη χαιρετίζουν. Ο ενθουσιασμός του στρατού —ο οποίος συντηρείται με κάμποσα ποτήρια βότκα— είναι τόσο έντονος που, την ίδια νύχτα της επιστροφής της, οι στρατιώτες του συντάγματος Ισμαϊλόφσκι απαιτούν να δουν την τσαρίνα για να βεβαιωθούν ότι δεν τη δολοφόνησαν μήτε την απήγαγαν. Θέλοντας και μη, πρέπει να σηκωθεί απ' το κρεβάτι της, να φορέσει τη στολή της και να παρουσιαστεί μπροστά στους άνδρες της για να τους καθησυχάσει. «Τέτοια είναι η κατάστασή μου», θα γράψει στον Πονιατόφσκι, «που ο παραμικρός στρατιώτης που βρίσκεται σε επιφυλακή θα λέει σίγουρα μέσα του: "Ιδού το έργο των χειρών μου"»62. Έτσι, διαδεχόμενη την αυτοκράτειρα Αικατερίνη Α', την αυτοκράτειρα Άννα Ιβάνοβνα, την αντιβασίλισσα Άννα Λεοπόλντοβνα, την αυτοκράτειρα Ελισάβετ, μια πέμπτη γυναίκα, η Αικατερίνη Β', παίρνει στα χέρια της ύστερα από δύο σύντομα ανδρικά ιντερμέδια, τις τύχες της Ρωσίας. Εδώ και τριάντα εφτά χρόνια, ο λαός της είναι συνηθισμένος να τον κυβερνούν οι φούστες. Η νεοφερμένη συνεχίζει ένα είδος εθνικής παράδοσης. Πρώτο της μέλημα: να ευχαριστήσει τους δημιουργούς της τύχης της. Οι ανταμοιβές πέφτουν βροχή, προβιβασμοί και χρηματικές παροχές. Μέσα σε μερικούς μήνες, ο αριθμός των «δώρων» θα φτάσει περίπου τα 800.000 ρούβλια. Ο Γρηγόρης Ορλώφ, η πριγκίπισσα Ντάσκωφ, αξιωματικοί όλων των βαθμών και επιτήδειοι σύμβουλοι ποτίζονται με χρυσάφι. Μιλούν για 41.000 ρούβλια που ξοδεύτηκαν σε βότκα και μόνο, για τα συντάγματα. Γενναιόδωρη από τη φύση της, η Αικατερίνη δεν βάζει αριθμητικά όρια στην ευγνωμοσύνη της. Ταυτόχρονα όμως, ανησυχεί και για την τύχη του άντρα της. Αυτός της στέλνει από τη Ρόσνα τρισάθλια σημειώματα σε γαλλική γλώσσα, γεμάτα λάθη, που μετά βίας διαβάζονται: «Παρακαλώ τη Μεγαλειότητά Σας να είναι απόλυτα σίγουρη για μένα, και να έχει την καλοσύνη να βγάλει τους φρουρούς από το δεύτερο δωμάτιο επειδή το δωμάτιο όπου βρίσκομαι είναι τόσο μικρό που μετά βίας μπορώ να κουνηθώ∙ και επειδή, όπως ξέρει, συνηθίζω να περιφέρομαι στο δωμάτιο, θα πρηστούν τα πόδια μου αν μένω ακίνητος. Σας παρακαλώ επίσης να διατάξετε τους αξιωματικούς να μη μένουν στο ίδιο δωμάτιο∙ όπως έχω ανάγκες, μου είναι αδύνατον. Εξάλλου, παρακαλώ τη Μεγαλειότητά Σας να μη μου συμπεριφέρεται σαν στον μεγαλύτερο κακοποιό, επειδή δεν κατάλαβα ποτέ ότι την πρόσβαλα. Κάνοντας έκκληση στη μεγαλοψυχία της, την παρακαλώ να με αφήσει όσο γίνεται πιο γρήγορα να πάω στη Γερμανία με το γνωστό πρόσωπο (την Ελισάβετ Βοροντζώφ). Σίγουρα ο Θεός θα σας το ανταποδώσει, κι εγώ διατελώ πολύ ταπεινός σας υπηρέτης, Πέτρος. ΥΓ. Η Μεγαλειότητά Σας μπορεί να είναι σίγουρη ότι δεν θα σκεφτώ μήτε θα κάνω κάτι ενάντια στο πρόσωπό σας ή στη βασιλεία σας». Και ακόμα: «Μεγαλειοτάτη, αν οπωσδήποτε δεν θέλετε να θανατώσετε κάποιον που είναι ήδη αρκετά δυστυχισμένος, λυπηθείτε με και αφήστε μου τη μοναδική μου παρηγοριά, την Ελισάβετ Ρομανόβνα (Ελισάβετ Βοροντζώφ). Θα κάνετε ένα από τα μεγαλύτερα φιλανθρωπικά έργα της βασιλείας σας. Άλλωστε, αν η Μεγαλειότητά Σας ήθελε να με δει για λίγο, θα εκπληρωνόταν η μεγαλύτερή μου ευχή». Η Αικατερίνη αποφεύγει να απαντήσει. Επειδή όμως φημολογείται ότι ο Πέτρος είναι άρρωστος, σπεύδει να του στείλει ένα γιατρό στη Ρόσνα. Η κατάσταση της υγείας του βελτιώνεται. Δεν ξέρει αν πρέπει να χαρεί ή να τον λυπηθεί. Όσο θα ζει, αυτή θα βρίσκεται
στο έλεος ενός πιθανού πραξικοπήματος, υποκινημένου από κάποιους δυσαρεστημένους αξιωματικούς ή από τις ίντριγκες μερικών αυλικών. Ακόμα και έκπτωτος και φυλακισμένος, ο πρώην τσάρος δεν παύει να αντιπροσωπεύει μια διαρκή απειλή για το θρόνο. Άλλωστε, αυτός είναι ο εγγονός του Πέτρου του Μεγάλου. Όχι εκείνη. Πρέπει να εδραιώσει γρήγορα τη θέση της στην κεφαλή της χώρας. Στις 6 Ιουλίου, δημοσιεύει ένα δεύτερο διάγγελμα αναγγέλλοντας ταυτόχρονα την ενθρόνισή της και την παραίτηση του Πέτρου Γ'. Σ' αυτό το ντοκουμέντο, το οποίο διαβάζεται μπροστά στη Γερουσία, δηλώνει την πρόθεσή της να αγαπηθεί επάξια από το λαό της «για το συμφέρον του οποίου δηλώνουμε ότι ήρθαμε στο θρόνο». Το ίδιο βράδυ, της φέρνουν στο παλάτι ένα μήνυμα του Αλέξη Ορλώφ. Είναι ένα τσαλακωμένο χαρτί, όπου μετά βίας διαβάζονται μερικά ορνιθοσκαλίσματα γραμμένα με μολύβι: «Μητερούλα μας, φιλεύσπλαχνη αυτοκράτειρα! Πώς να σου εξηγήσω, πώς να σου περιγράψω αυτό που συνέβη; Δεν θα πιστέψεις τον αφοσιωμένο σου δούλο∙ ωστόσο, σαν να βρίσκομαι μπροστά στο Θεό, σου λέω την αλήθεια. Μητερούλα, πάω να πεθάνω, αλλά ούτε κι εγώ ξέρω πώς συνέβη τούτο το δυστύχημα. Είμαστε χαμένοι αν δεν μας συγχωρήσεις. Μητερούλα, δεν υπάρχει πια. Ωστόσο, κανείς από μας δεν το θέλησε, γιατί πώς θα τολμούσαμε να σηκώσουμε χέρι στον αυτοκράτορα; Κι όμως, Μεγαλειοτάτη, το δυστύχημα έγινε. Είχε αρχίσει να τσακώνεται με τον πρίγκιπα Φεντόρ (Μπαριατίνσκι), στη διάρκεια του γεύματος, και πριν προλάβουμε να τους χωρίσουμε, δεν υπήρχε πια! Δεν μπορούμε καν να θυμηθούμε τι κάναμε, αλλά όλοι μας, μέχρι τον τελευταίο, είμαστε πέρα για πέρα ένοχοι και αξίζουμε την ποινή του θανάτου. Λυπήσου με, έστω και μόνο για την αγάπη του αδελφού μου! Εξομολογήθηκα το κρίμα μου, δεν έχω πια τι άλλο να σου πω. Συγχώρεσέ μας ή δώσε διαταγή να μπει γρήγορα τέλος στη ζωή μας. Το φως της ημέρας μου προξενεί φρίκη. Σε προσβάλαμε και θα είμαστε υπόλογοι εσαεί»63. Η Αικατερίνη είναι εμβρόντητη. Προφανώς πρόκειται για μια δολοφονία που έγινε από τους φίλους της για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντά της. Απαλλάχθηκε από τον αξιοθρήνητο Πέτρο. Αλλά η φήμη της κηλιδώθηκε για πάντα. Δεν είναι προτιμότερο να ζει κανείς υπό την απειλή μιας συνωμοσίας παρά με τη βεβαιότητα μιας δημόσιας κατακραυγής; Δεν είναι παράλογο να θυσιάζει την υστεροφημία μιας βασιλείας για ορισμένα άμεσα πολιτικά οφέλη; Σύμφωνα με τα λεγόμενα κάποιων οικείων μαρτύρων, η Αικατερίνη πέφτει λιπόθυμη, κι όταν συνέρχεται, κλαίει και βογκάει: «Η δόξα μου έσβησε! Ποτέ δεν θα μου συγχωρήσουν οι επερχόμενες γενεές τούτο το ακούσιο έγκλημα!»64. Και ακόμη: «Η φρίκη που μου προκαλεί αυτός ο θάνατος δεν εκφράζεται με λόγια! Είναι κάτι που με συγκλονίζει». Η πριγκίπισσα Ντάσκωφ, η οποία την άκουσε, της απαντάει: «Κυρία, είναι ένας θάνατος υπερβολικά αιφνίδιος για τη δόξα σας και για τη δική μου»65. Αντίθετα, άλλοι μάρτυρες τονίζουν τη νηφαλιότητα την οποία προσποιείται η Μεγαλειότητά Της στην Αυλή, εκείνο το βράδυ. Οι δύο παρατηρήσεις αλληλοσυμπληρώνονται. Η Αικατερίνη ήξερε πάντοτε να επιβάλλεται στον εαυτό της στις κρίσιμες στιγμές. Όσο κι αν είναι ταραγμένη μέσα της, αρνείται να αποτελέσει θέαμα για τις κλίκες των διπλωματών και των αυλικών. Αυτός ο θάνατος που ευχόταν πάντοτε δίχως να τον διατάξει, αυτός ο θάνατος που τη βολεύει, αλλά ταυτόχρονα της δημιουργεί πρόβλημα, είναι μια υπόθεση του Κράτους και όχι της καρδιάς. Και οι υποθέσεις του Κράτους αντιμετωπίζονται με ψυχρότητα, κατ' ιδίαν και με λογική. Έτσι. Η Αικατερίνη δεν έχει τύψεις. Έχει μονάχα ανησυχίες. Η ίδια η οργή που νιώθει ενάντια σ' αυτούς τους ενόχους χρωματίζεται και με κάποια συμπάθεια, με κάποια τρυφερότητα. Νόμισαν ότι έκαναν καλά, η ίδια τους η αδεξιότητα εγγυάται για την καλή τους πίστη. Την επόμενη μέρα, στις 7 Ιουλίου, δημοσιεύει ένα τρίτο διάγγελμα με το εξής περιεχόμενο: «Την έβδομη μέρα μετά την άνοδό μας στο θρόνο της Ρωσίας, πληροφορηθήκαμε ότι ο τέως τσάρος Πέτρος Γ' είχε πάθει μία από τις συνηθισμένες του κρίσεις αιμορροΐδων και
υπέφερε από δυνατό κολικό. Από χριστιανικό καθήκον, δώσαμε αμέσως εντολή να του χορηγηθούν όλες οι απαραίτητες ιατρικές φροντίδες. Ωστόσο, προς μεγάλη μας θλίψη, λάβαμε χθες το βράδυ την είδηση ότι η Θεία Βούληση έθεσε τέλος στη ζωή του. Διατάξαμε τη μεταφορά της σορού του στη μονή Νιέφσκι προκειμένου να ταφεί. Ως Αυτοκράτειρα και ως Μητέρα της Αυτοκρατορίας, καλούμε τώρα όλους τους πιστούς υπηκόους μας να δώσουν τον ύστατο χαιρετισμό στο νεκρό, απαλλαγμένοι από τις πικρίες του παρελθόντος, και να υψώσουν προς το Θεό ένθερμες προσευχές για τη σωτηρία της ψυχής του, αποδίδοντας το απροσδόκητο πλήγμα τούτου του θανάτου σε απόφαση της Θείας Πρόνοιας, η οποία κυβερνά τα πεπρωμένα της πατρίδας μας μέσα από δρόμους που γνωρίζει μονάχα η ιερή της βουλή». Στο λαό, το άγγελμα τούτου του θανάτου και η επίσημη εξήγησή του δεν προκαλούν καμιά αντίδραση. Χαρούμενοι για τη νέα ενθρόνιση, οι καλοί άνθρωποι αρνούνται να παραπλανηθούν από υποθέσεις υβριστικές για τη μητερούλα τους. Στην Αυλή, όλοι καμώνονται ότι πιστεύουν το απίστευτο. Στην πραγματικότητα όμως, για τους οικείους της αυτοκράτειρας η δολοφονία είναι πασιφανής. Αν και λίγοι διατείνονται ότι αυτή πρόσταξε κάτι τέτοιο, πολλοί την καθιστούν έμμεσα υπεύθυνη. Είτε το θέλει είτε όχι, ωφελείται από το έγκλημα. Έχει λερώσει τα χέρια της με αίμα. «Κανείς δεν μπορεί να ορίσει με βεβαιότητα το ποσοστό συμμετοχής της αυτοκράτειρας σ' αυτό το γεγονός», γράφει ο Ρυλιέρ. Και ο ιππότης του Κορμπερόν: «Αυτό που φαίνεται βέβαιο είναι ότι οι Ορλώφ το έκαναν μόνοι τους». Και ο Μπερανζέ: «Τι εικόνα για το ίδιο το έθνος αν δει κανείς τα πράγματα με ψυχραιμία! Από τη μια πλευρά, ο εγγονός του Πέτρου Α' εκθρονίστηκε και θανατώθηκε∙ από την άλλη, ο εγγονός του τσάρου Ιβάν φθίνει στη φυλακή, ενώ μια πριγκίπισσα του Άνχαλτ σφετερίζεται το στέμμα των προγόνων τους, εγκαινιάζοντας τη βασιλεία της με μια βασιλοκτονία... Δεν θέλω να πιστεύω ότι η συγκεκριμένη πριγκίπισσα (η Αικατερίνη) έχει τόσο αποτρόπαιη ψυχή ώστε να έλαβε μέρος στη δολοφονία του τσάρου. Αλλά η υποψία και η βδελυγμία θα βαραίνουν πάντοτε την αυτοκράτειρα»66. Και ο βαρόνος ντε Μπρετέιγ, ο οποίος ξαναγύρισε τελικά στην Αγία Πετρούπολη: «Ξέρω ήδη από πολύ καιρό, και μου το επιβεβαίωσαν στην επιστροφή μου, ότι το βασικό απόφθεγμα της Αικατερίνης έχει ως εξής: πρέπει να είναι κανείς σταθερός στις αποφάσεις του, και καλύτερα να κάνει λάθος παρά να αλλάζει γνώμη, γιατί μονάχα οι βλάκες είναι αναποφάσιστοι». Όσο για τις περιστάσεις της δολοφονίας, οι εκδοχές διαφέρουν. Οι μεν μιλούν για δηλητηρίαση με κρασί, οι άλλοι για πνιγμό μ' ένα λουρί ντουφεκιού ή κάτω από ένα στρώμα. Για τους περισσότερους, το έγκλημα διέπραξε ο Αλέξης Ορλώφ. Επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα εκείνο το βράδυ —γράφει ο Χέλμπιγκ, γραμματέας της πρεσβείας της Σαξονίας— είχε πρόσωπο «αποτρόπαιο στη θέα» εξαιτίας «της συνειδητοποίησης της ποταπότητάς του, του απάνθρωπου χαρακτήρα της πράξης του και των τύψεων οι οποίες τον βασάνιζαν». Και ο Ρυλιέρ επιβεβαιώνει ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα αξιόπιστων μαρτύρων, ο Αλέξης Ορλώφ ήταν «αναμαλλιασμένος, κάθιδρος και γεμάτος σκόνη, με τα ρούχα σκισμένα», και πως είχε «φυσιογνωμία ταραγμένη, γεμάτη αποτροπιασμό και φούρια». Είναι γεγονός ότι, παρά τα όσα διατείνεται στο γράμμα του, η χειρονομία του Αλέξη Ορλώφ ήταν κάθε άλλο παρά συνέπεια ενός κοινότοπου καβγά μεταξύ συνδαιτυμόνων που έχουν έρθει στο κέφι. Αυτός και οι φίλοι του είχαν προμελετήσει το χτύπημα. Μαθαίνοντας πως ο Πέτρος θα μεταφερόταν σύντομα στο Σλύσελμπουργκ, φοβήθηκαν ότι δεν θα μπορούσαν να πηγαίνουν στο φρούριο και έσπευσαν να τον επισκεφθούν στη Ρόσνα. Προηγουμένως, διέταξαν τους στρατιώτες να συλλάβουν και να απομακρύνουν τον υπηρέτη του Μπρεσάν. Απαλλάσσοντας την τσαρίνα από ένα φορτικό σύζυγο, ο Αλέξης Ορλώφ σκεφτόταν ότι άνοιγε για τον αδελφό του Γρηγόρη το δρόμο για το θρόνο. Αλήθεια, γιατί να μην παντρευτεί η Αικατερίνη —όταν θα έμενε χήρα— τον εκλεκτό της καρδιάς της; Έτσι, θα
ευοδώνονταν διπλά οι ευχές της, ως γυναίκας και ως αυτοκράτειρας. Χάρη στον Αλέξη Ορλώφ, η Αικατερίνη δεν είναι πλέον υπόλογη για ένα όνειρο αλλά για μια πράξη. Θα ήταν εύκολο να παραδώσει ευθύς αμέσως στη δικαιοσύνη τους δολοφόνους που ήταν όλοι τους γνωστοί. Διώκοντάς τους, θα αποδείκνυε τη δική της αθωότητα. Το ποινικό της μητρώο θα έμενε λευκό, αμαυρώνοντας εκείνους. Πώς ήταν όμως δυνατό, λίγες μέρες μετά την αναρρίχησή της στο θρόνο, να διατάξει να βασανιστούν και να οδηγηθούν στο ικρίωμα ο Αλέξης Ορλώφ και οι συνένοχοί του στους οποίους όφειλε το στέμμα; Η αφοσίωση των ανδρών της τής δημιουργούσε την υποχρέωση να τους προστατεύσει. Ήταν συνδεδεμένη μαζί τους μ' ένα είδος σιωπηρής αποδοχής, αν όχι του εγκληματικού τους σχεδίου, τουλάχιστον του αποτελέσματός του. Μονάχα οι λιπόψυχες καρδιές τιμωρούν τους κατωτέρους τους προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δική τους δικαίωση. Η Αικατερίνη είναι από άλλη πάστα. Υποστηρίζοντας την επίσημη εκδοχή του θανάτου από αρρώστια, περισώζει τους οπαδούς της και δέχεται να υποκινήσει υποψίες εναντίον της. Δυο μέρες μετά τη δολοφονία του τσάρου, εμφανίζεται και πάλι δημόσια και αντιμετωπίζει με ολύμπια ηρεμία την κακοπροαίρετη δουλοπρεπή περιέργεια της Αυλής. Σύμφωνα με τις διαταγές που εκείνη έδωσε, ο τέως τσάρος Πέτρος Γ' μεταφέρεται στο μοναστήρι Αλέξανδρος Νιέφσκι. Οι τιμές όμως περιορίζονται εδώ. Αν και εγγονός του Πέτρου του Μεγάλου, ο νεκρός δεν είναι παρά ένας έκπτωτος αυτοκράτορας. Το σώμα του αναπαύεται δίχως παράσημα μέσα σ' ένα απλό άσκεπο φέρετρο. Τον έντυσαν, για τον ύστατο ύπνο του, με την ανοιχτόχρωμη γαλάζια στολή των δραγόνων του Χολστάιν. Άραγε από κάποιο αβρόφρονα σεβασμό προς τις προτιμήσεις του αποθανόντος όσον αφορά την αμφίεση ή για να υπενθυμίσουν στο πλήθος ότι υπήρξε πάντοτε δεδηλωμένος εχθρός της Ρωσίας; Όσοι παρελαύνουν μπροστά από τη σορό, εντυπωσιάζονται με την τραγική της όψη. Το πρόσωπο είναι σχεδόν μαύρο, μια στρατιωτική εσάρπα περιβάλλει το λαιμό — σίγουρα για να κρύψουν τα σημάδια του στραγγαλισμού—, γάντια κρύβουν τα χέρια που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα έπρεπε να είναι γυμνά. Κανείς ωστόσο, ούτε από το λαό ούτε από τους αυλικούς, δεν υψώνει φωνή για να αμφισβητήσει την εκδοχή του φυσικού θανάτου. Η σιωπή είναι πιο βολική και πιο συνετή. Τουλάχιστον για την ώρα. Η Αικατερίνη δεν θα ξενυχτήσει δίπλα στη σορό ούτε θα παραστεί στην κηδεία. Η Γερουσία την παρακάλεσε, με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό, να μείνει μακριά απ' αυτή τη θλιβερή τελετή «προκειμένου η αυτοκρατορική της Μεγαλειότητα να περιφρουρήσει την κατάσταση της υγείας της από αγάπη για την πατρίδα Ρωσία και τους πραγματικά πιστούς υπηκόους της».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII Η ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ Η απότομη αναρρίχηση στην εξουσία της αυτοκράτειρας έδωσε την εντύπωση στους ξένους διπλωμάτες ότι δεν είχε εγκατασταθεί οριστικά στο θρόνο. Ο βαρόνος ντε Μπρετέιγ βλέπει στο πρόσωπο της Αικατερίνης «μια νεαρή τυχοδιώκτρια» που δεν θα αντέξει για πολύ στις καταιγίδες της πολιτικής. Ο Σερ Ρόμπερτ Κηθ τη βρίσκει πνευματώδη και αξιαγάπητη, ταυτόχρονα όμως επιφανειακή και ανίκανη να κυβερνήσει με το απαιτούμενο κύρος. Ο Πρώσος Σολμς προφητεύει μια επανάσταση: «Δεν θα χρειαζόταν παρά ένας θερμόαιμος... Εναντίον της αυτοκράτειρας, ακούγονται λόγια τόσο άσεμνα, τόσο παράτολμα, τόσο λίγο μετρημένα... Είναι βέβαιο ότι η βασιλεία της αυτοκράτειρας Αικατερίνης, όπως και εκείνη του αυτοκράτορα συζύγου της, δεν θ' αποτελέσουν παρά ένα σύντομο πέρασμα από την ιστορία του κόσμου». Και πραγματικά, ύστερα από μερικές μέρες ο ενθουσιασμός του στρατού πέφτει. Κάποιοι αξιωματικοί διαπιστώνουν με λύπη τους το γεγονός ότι οι στρατιώτες καταπάτησαν τον όρκο τους «για ένα βαρέλι μπίρα», σύμφωνα με την έκφραση του επιτετραμμένου της Γαλλίας Μπερανζέ. Ψιθυρίζεται ότι θα έπρεπε να βγάλουν από τη φυλακή τον άτυχο Ιβάν ΣΤ' και να του δώσουν πίσω το στέμμα. Οι ξένες Αυλές συμβουλεύουν τους πρεσβευτές τους να δείξουν ιδιαίτερη σύνεση προς εκείνη η οποία, στα μάτια τους, δεν είναι παρά μια σφετερίστρια. Έτσι, ο Λουδοβίκος ΙΕ' ανακοινώνει στο βαρόνο ντε Μπρετέιγ: «Η κρυψίνοια της άρχουσας αυτοκράτειρας (της Αικατερίνης) και το θάρρος της κατά τη στιγμή της εκτέλεσης του σχεδίου της αποδεικνύουν μια πριγκίπισσα ικανή να συλλαμβάνει και να εκτελεί μεγάλα πράγματα... Η αυτοκράτειρα όμως, ξένη ως προς την καταγωγή της, κατ' ουδένα τρόπο αφοσιωμένη προς τη Ρωσία..., χρειάζεται αμείωτη δύναμη για να εξασφαλίσει την παρουσία της σ' ένα θρόνο που δεν οφείλεται ούτε στην αγάπη των υπηκόων της ούτε στο σεβασμό τους προς τη μνήμη του πατέρα της... Ξέρετε ήδη, και θα το επαναλάβω σε τούτο το σημείο ξεκάθαρα, ότι σκοπός της πολιτικής μου απέναντι στη Ρωσία είναι η απομάκρυνσή της, στο μέτρο του δυνατού, από τις υποθέσεις της Ευρώπης. Μονάχα αν η διχόνοια βασιλεύσει σ' αυτή την Αυλή, θα μειωθούν οι δυνατότητές της να ασπάζεται όσα θα της πρότειναν άλλες Αυλές». Αργότερα, ο δούκας ντε Σουαζέλ θα γράψει στον πρεσβευτή του στην Αγία Πετρούπολη: «Γνωρίζουμε την εχθρότητα τούτης της Αυλής (της Ρωσίας) προς τη Γαλλία. Ο βασιλιάς (Λουδοβίκος ΙΕ') περιφρονεί τόσο βαθιά την ηγεμονίδα που άρχει σ' αυτή τη χώρα, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά της, ώστε πρόθεσή μας είναι να προβούμε σε επανειλημμένα διαβήματα προκειμένου να συμβάλουμε στην αντικατάστασή της. Ο βασιλιάς θεωρεί ότι το μίσος της Αικατερίνης Β' μας τιμά πολύ περισσότερο από τη φιλία της». Συνειδητοποιώντας το επισφαλές της θέσης της, η Αικατερίνη επιθυμεί, το γρηγορότερο, να σταθεροποιήσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Διατηρεί από σύνεση στη διεύθυνση των δημοσίων υποθέσεων τους κρατικούς λειτουργούς που κατέχουν αυτό το αξίωμα από την εποχή της Ελισάβετ και του Πέτρου Γ'. Έτσι, ο κόμης Μιχαήλ Βοροντζώφ, μόλο που πάντοτε πολέμησε την τωρινή άνασσά του, διατήρησε χάρη σ' αυτήν τη θέση του καγκελαρίου. Όσο για τον Νικήτα Πανίν, στον οποίο η αυτοκράτειρα εμπιστεύτηκε τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, είναι ειλικρινά αφοσιωμένος στα συμφέροντά της, παρ' όλες τις διαφορές των απόψεών τους. Αντίθετα από τον Πέτρο Γ', ο οποίος είτε από αδιαφορία είτε από περιφρόνηση αμέλησε για μήνες να χρισθεί αυτοκράτορας από την Εκκλησία, η Αικατερίνη ορίζει την τέλεση της στέψης της στις 22 Σεπτεμβρίου, στη Μόσχα: θα γίνει με πρωτοφανή λαμπρότητα προκειμένου να εντυπωσιαστούν ο ρωσικός λαός και
οι ξένοι πρεσβευτές. Θα ανακοινώσει δημόσια τούτη την πρόθεσή της στις 7 Ιουλίου, την ίδια μέρα που θα αναγγείλει το θάνατο του συζύγου της, ως αποτέλεσμα «κολικού οφειλόμενου σε αιμορροΐδες». Δυόμισι μήνες αποτελούν το ελάχιστο χρονικό διάστημα για την προετοιμασία τόσο σημαντικών εορτασμών. Άλλωστε, προέχει να εξασφαλίσει τη μόνιμη υποστήριξη του στρατού. Αποφασίζει να μην κηρύξει πόλεμο κατά της Δανίας και να συνάψει ανακωχή με την Πρωσία —οι εχθροπραξίες διαρκούν ήδη εφτά χρόνια—, δίχως όμως και να υπογράψει συνθήκη συμμαχίας μ' αυτή την τελευταία χώρα. Θα είναι όλο χαμόγελα προς τη Γαλλία και την Αυστρία, το ίδιο και προς την Αγγλία. Όσο για την Εκκλησία, που έχει τόσο θιγεί από τους αντι‐ορθόδοξους χειρισμούς του Πέτρου Γ', θα καταργηθεί για χάρη της το ουκάζιο το οποίο αναφέρεται στη δήμευση της περιουσίας του κλήρου (υπάρχει πάντοτε καιρός για την επαναφορά τούτου του μέτρου, αφού θα έχει σταθεροποιηθεί ο θρόνος). Ως προς τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας, η Αικατερίνη σκοπεύει να περιοριστεί σε κάποιες αρχές που της ενέπνευσαν τα αναγνώσματά της και τις έχει καταγράψει με ζωντάνια από την εποχή που δεν βρισκόταν ακόμα στην εξουσία: «Εύχομαι και επιθυμώ το καλό και μόνο τούτης της χώρας όπου με τοποθέτησε ο Θεός... Η δόξα της είναι και δική μου δόξα». «Το να ενώσω την Κασπία με τη Μαύρη θάλασσα και μαζί τους τις θάλασσες του Βορρά∙ το να κάνω να περνούν από την Ταταρία τα εμπορεύματα της Κίνας και των Ανατολικών Ινδιών, σημαίνει να ανυψώσω τούτη την (ρωσική) αυτοκρατορία σ' ένα βαθμό δύναμης ανώτερο εκείνου των άλλων αυτοκρατοριών της Ασίας και της Ευρώπης. Και ποιος μπορεί να αντισταθεί στην απεριόριστη εξουσία ενός απόλυτου άρχοντα ο οποίος κυβερνά ένα φιλοπόλεμο λαό;» Ωστόσο, μόλο που η Αικατερίνη κηρύσσει την «απεριόριστη εξουσία» του άρχοντα και την υπεροχή της Ρωσίας σε σχέση με τα άλλα κράτη, εννοεί να βασιλεύει πρώτα απ' όλα για το συμφέρον του λαού. Σαν καλή μαθήτρια των φιλοσόφων, καταδικάζει τη δουλεία: «Είναι αντίθετο προς τη χριστιανική θρησκεία και προς τη δικαιοσύνη να κάνεις σκλάβους τους ανθρώπους που γεννιούνται ελεύθεροι...». «Ελευθερία, ψυχή των πάντων, χωρίς εσένα τα πάντα είναι νεκρά. Επιθυμώ να υπακούουν όλοι στους νόμους, χωρίς να γίνονται σκλάβοι». Τούτη η ομολογία της φιλελεύθερης πίστης δεν την εμποδίζει να μοιράσει, με την ενθρόνισή της, στους κυριότερους δημιουργούς του πραξικοπήματος (τους Ορλώφ, τους Ραζουμόφσκι, τον Πανίν...) δεκαοχτώ χιλιάδες χωρικούς δεμένους με τα κτήματα του στέμματος. Άλλωστε, δεν θεωρεί εφικτή την απελευθέρωση των δούλων: «Αν προέβαινα σε μια τόσο εντυπωσιακή πράξη (να απελευθερώσω τους δούλους), δεν θα γινόμουν αγαπητή στους γαιοκτήμονες...». Το πολύ πολύ, μιας και αυτό το μελανό σημείο υπάρχει στη Ρωσία, καλό θα ήταν να περιοριστούν οι φθορές: «Πηγαίνετε σ' ένα χωριό, ρωτήστε ένα χωριάτη πόσα παιδιά έχει κάνει. Θα σας πει —αυτό είναι κάτι συνηθισμένο— δέκα, δώδεκα, πολύ συχνά μάλιστα και είκοσι. Πόσα απ' αυτά είναι ζωντανά; Θα σας απαντήσει ένα, δύο, τέσσερα... Θα έπρεπε κανείς να θεραπεύσει αυτή τη θνησιμότητα, να συμβουλευτεί τους γιατρούς, να φροντίσει τα μικρά παιδιά... Τρέχουν ολόγυμνα στο χιόνι και τους πάγους. Αυτά που επιζούν είναι γερά, αλλά τα δεκαεννέα στα είκοσι πεθαίνουν, πράγμα που αποτελεί μεγάλη απώλεια για το Κράτος». Σε τούτο το σημείο, προέχει να περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη. Όταν η Αικατερίνη συγκαλεί για πρώτη φορά τη Γερουσία στο Θερινό Ανάκτορο, μένει εμβρόντητη από την εικόνα της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης της χώρας που της περιγράφουν με
κάθε λεπτομέρεια. Χρόνια αργότερα, θα θυμάται ακόμα με αγωνία αυτή τη βίαιη επαφή με την πραγματικότητα. «Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού βρισκόταν εκτός Ρωσίας δίχως να έχει εισπράξει το μισθό του εδώ και οκτώ μήνες», θα γράψει. «Ο στόλος ήταν παραμελημένος, ο στρατός σε πλήρη αταξία, τα οχυρά γκρεμίζονταν και καταντούσαν ερείπια. Τα χρέη του προϋπολογισμού ανέρχονταν σε 17 εκατομμύρια ρούβλια με νομισματική κυκλοφορία εκατό εκατομμυρίων. Κανείς σε ολόκληρη την αυτοκρατορία δεν γνώριζε τα έσοδα του Δημοσίου Ταμείου. Ο κρατικός προϋπολογισμός δεν ήταν καθορισμένος με ακρίβεια. Όλοι σχεδόν οι κλάδοι του εμπορίου αποτελούσαν μονοπώλια ιδιωτών. Περίπου 200.000 χωρικοί οι οποίοι ανήκαν στις βιομηχανίες μεταλλευμάτων και στα μοναστήρια βρίσκονταν σε ανοιχτή εξέγερση: σε πολλά μέρη, αρνούνταν να υπακούουν και να πληρώνουν διάφορες οφειλές στους άρχοντες. Η δικαιοσύνη είχε βγει στο σφυρί. Σκληροί βασανισμοί και τιμωρίες, τόσο για μικροπράγματα όσο και για στυγερά εγκλήματα, όξυναν τα πνεύματα. Παντού ο λαός παραπονιόταν για διαφθορά, για καταχρήσεις, για υπεξαιρέσεις του δημοσίου χρήματος και για αδικίες». Ύστερα από ψυχρή θεώρηση των πραγμάτων, η Αικατερίνη αποφασίζει να ασχοληθεί πρώτα απ' όλα με το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Να γεμίσει τα ταμεία του Κράτους. Με ποιο τρόπο; Οι κύριοι Γερουσιαστές προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν μια λύση. Τους επιβάλλει τη δική της λύση δυναμικά: να καταργηθούν ορισμένα «μονοπώλια», όπως τα κέρδη των μεγάλων βιομηχανιών, τα οποία εισπράττουν κανονικά ορισμένες οικογένειες της υψηλής αριστοκρατίας, για παράδειγμα οι Σουβάλωφ. Και, για να προλάβει τη δυσαρέσκεια αυτών από τους οποίους στερεί ένα μέρος των εισοδημάτων τους, αποποιείται επίσημα, εν μέση Γερουσία, τα «κεφάλαια του Θρόνου», προσωπικό προϋπολογισμό των τσάρων. Αυτό αντιπροσωπεύει το ένα δέκατο τρίτο του συνολικού προϋπολογισμού της αυτοκρατορίας. Κατάπληκτοι μπροστά σε τόση γενναιοδωρία, οι Γερουσιαστές ζητωκραυγάζουν και κλαίνε από ευγνωμοσύνη. Ωστόσο, αυτά δεν φτάνουν για να τεθεί και πάλι το σκάφος σε κίνηση. Επιπλέον, αν και προσπαθεί να διοχετεύει στο Δημόσιο Θησαυροφυλάκιο τα χρήματα που έχουν μόλις τεθεί σε κυκλοφορία, η Αικατερίνη εννοεί παράλληλα να βασιλεύει μέσα σε ευμάρεια. Σύντομα θα πάρει κι άλλα μέτρα: επιβολή φόρων, προσφυγή σε δάνεια, αύξηση πολλών δασμών, μεταξύ των οποίων και ο δασμός της γενειάδας των μουζίκων. Αυτός είχε καθιερωθεί από τον Πέτρο τον Μέγα, ως δικαίωμα εισόδου που κάθε γενειοφόρος όφειλε να πληρώνει φτάνοντας στην πρωτεύουσα. Προφανώς, οι χωρικοί θα μπορούσαν να απαλλαγούν από τα διόδια ξυρίζοντας το πιγούνι τους∙ φοβόνταν όμως τα πυρά της Εκκλησίας μιας και, σύμφωνα με τις διατάξεις της εκκλησιαστικής συνόδου του 1551, «δεν υπάρχει πιο αξιοκατάκριτη αιρετική συνήθεια από το να ξυρίζεις τη γενειάδα σου... Το να ξυρίζεις τη γενειάδα σου για να γίνεσαι αρεστός στους ανθρώπους ισοδυναμεί με το να γίνεσαι εχθρός του Θεού, ο οποίος μας έπλασε κατ' εικόνα του». Προφανώς, το σημαντικότερο μέτρο είναι η ίδρυση μιας εκδοτικής τράπεζας, η οποία τυπώνει χαρτονομίσματα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου. Στη διάρκεια της βασιλείας της, η Αικατερίνη θα συσσωρεύσει κατ' αυτόν τον τρόπο τεράστιες ποσότητες ρουβλίων σε χαρτονομίσματα. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, μια τέτοια πρακτική θα προκαλούσε πληθωρισμό και χρεοκοπία. Η Ρωσία όμως βρίσκεται μακριά από τούτο το είδος ναυαγίου. Και αυτό οφείλεται στο ότι το εχέγγυο, η μοναδική εγγύηση στην οποία βασίζεται η δημόσια πίστωση δεν είναι μια μεταλλική, αλλά μια άφθαρτη ηθική κάλυψη. Αυτή συνίσταται στον απεριόριστο σεβασμό του έθνους απέναντι στο πρόσωπο της τσαρίνας. Η εμπιστοσύνη η οποία θεμελιώνεται στο εσωτερικό της χώρας ακτινοβολεί σιγά σιγά και στο εξωτερικό. Τα ξένα χρήματα προσελκύονται από την τυφλή πίστη των Ρώσων στο ίδιο τους το οικονομικό πεπρωμένο. Ένας φιλόσοφος του
18ου αιώνα, ο Ποσόσκωφ, γράφει σχετικά: «Αυτό που προσδιορίζει την αξία ενός νομίσματος δεν είναι το χρυσάφι, το ασήμι, ο χαλκός, η —λιγότερο ή περισσότερο— πολύτιμη ύλη που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του... αλλά η εικόνα του ηγεμόνα που βρίσκεται χαραγμένη πάνω στο μέταλλο∙ είναι η θέληση του ηγεμόνα —η οποία εκφράζεται μ' αυτή την εικόνα— να προσδώσει σε τούτο το κομμάτι του μετάλλου μια τέτοια εγκυρότητα ώστε να γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτό ως αντάλλαγμα αντικειμένων με πραγματική αξία... Συνεπώς, η ύλη από την οποία είναι κατασκευασμένο τούτο το νόμισμα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Η θέληση του ηγεμόνα θα μπορούσε να συνίσταται στην απόδοση της ίδιας αξίας ακόμα και σ' ένα κομμάτι δέρμα ή σ' ένα φύλλο χαρτί∙ αυτό θα αρκούσε για να εδραιωθεί μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων». Έτσι, η Αικατερίνη, μόλο που πολλαπλασιάζει την έκδοση χαρτονομισμάτων67, αποφεύγει με αξιοθαύμαστο τρόπο τις προϋποθέσεις που καθορίζουν σε οποιοδήποτε άλλο μέρος την οικονομική ζωή. Αυτό που προκάλεσε στη Γαλλία την κατάργηση των χαρτονομισμάτων και τη χρεοκοπία του Λω υπήρξε ο κλονισμός της εμπιστοσύνης. Στη Ρωσία όμως, η εμπιστοσύνη είναι ακλόνητη. Βάση για την έκδοση χαρτονομισμάτων αποτελεί η ευπείθεια των υπηκόων. Πρόκειται για ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο, για μια εξωπραγματική — θαρρείς— αλχημεία που μεταλλάσσει τον άνεμο σε χρυσάφι. «Φτάνοντας κάποιος εδώ», γράφει ο κόμης ντε Σεγκύρ μερικά χρόνια μετά τον Ποσόσκωφ, «πρέπει ν' αποβάλει τις ιδέες τις οποίες έχει σχηματίσει σχετικά με τις οικονομικές πράξεις στις άλλες χώρες. Στα άλλα κράτη της Ευρώπης, ο ηγεμόνας εξουσιάζει τις πράξεις, όχι όμως και τις γνώμες∙ εδώ, υπόκειται σ' αυτόν και κάθε γνώμη, ενώ η πληθώρα των χαρτονομισμάτων, η πεποίθηση ότι δεν μπορούν να πληρωθούν από κανένα κεφάλαιο και η αλλοίωσή τους —η οποία δεν αφήνει στα χρυσά και στα αργυρά νομίσματα παρά μόνο το ήμισυ της αξίας τους—, κοντολογίς οτιδήποτε θα προκαλούσε σ' ένα άλλο Κράτος τη χρεοκοπία και τις πιο ολέθριες επαναστάσεις, δεν προκαλεί εδώ όχι μονάχα κανέναν κλυδωνισμό, αλλά ούτε καν την ελάχιστη μεταβολή της εμπιστοσύνης∙ και είμαι βέβαιος ότι η αυτοκράτειρα θα έκανε δεκτό ακόμα και το δέρμα ως νόμισμα, με μια διαταγή της και μόνο»68. Όσο για την Αικατερίνη, είναι αξιοθαύμαστο πώς αυτή η νεαρή γυναίκα, η ελάχιστα συνηθισμένη στην άσκηση της πολιτικής, νοιάζεται τόσο να δει, να καταλάβει, να ελέγξει και να αποφασίσει τα πάντα μόνη της. Η άγνοιά της όσον αφορά τα δημόσια πράγματα δεν τη φοβίζει καθόλου, αντίθετα μάλιστα, φαίνεται να την ενεργοποιεί. Ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν αμφιβάλλει για την ικανότητά της να διευθύνει μια χώρα που, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι η δική της. Θα έλεγε κανείς ότι προετοιμάστηκε γι' αυτό σε όλη της τη ζωή. Είτε πρόκειται για τις διεθνείς σχέσεις είτε για τα εσωτερικά προβλήματα, βρίσκεται ευθύς εξαρχής μέσα στην ουσία των πραγμάτων. Τούτη η νεοφώτιστη δεν αμφιβάλλει, απέναντι στις «παλιές καραβάνες», ότι έχει δίκιο σε οποιαδήποτε περίπτωση. Διαθέτει εκ πεποιθήσεως τη δροσιά της αυτοδίδακτης∙ και μια πλήρη έλλειψη αισθήματος δέους μπροστά στα τεράστια καθήκοντα που την περιμένουν. Εξάλλου, δεν υπάρχει τίποτα το θολό, το ακούσιο, το μη συνειδητό στην καθημερινή της συμπεριφορά. Τόσο στην πολιτική όσο και στον έρωτα, είναι απλή και υγιής. Τα διαβήματά της είναι φυσικά και γεμάτα ζωντάνια, πράξεις που γίνονται μέσα στο φως. Αντίθετα από την αυτοκράτειρα Ελισάβετ, ενδιαφέρεται περισσότερο για τα μυστικά ελατήρια της εξουσίας παρά για το μεγαλείο της. Θεωρεί τη δουλειά του γραφείου —όπως άλλωστε και ο Πέτρος ο Μέγας, τον οποίο θέλει να έχει ως πρότυπο— ως το κρυφό, αλλά ουσιαστικό, μέρος του λειτουργήματος του ηγεμόνα. Σκύβει ακούραστα πάνω από τις αναφορές, τα υπομνήματα, τους λογαριασμούς του έθνους, τη διπλωματική αλληλογραφία. Κρατημένη επί δεκαοχτώ χρόνια μακριά από τις «σοβαρές υποθέσεις», ορμάει τώρα πάνω τους σαν πεινασμένη. Προεδρεύει σε όλα τα υπουργικά συμβούλια, σε όλες τις συνεδριάσεις της Γερουσίας, στενοχωρώντας τους υψηλούς αξιωματούχους με ανελέητες ερωτήσεις και επανειλημμένες εκκλήσεις στην αφοσίωσή τους. Σ' αυτούς τους ανθρώπους που, εδώ και πολύ καιρό,
συνήθισαν στην έλλειψη συνοχής και τη ρουτίνα της Διοίκησης, τολμάει να προτείνει να σηκώνονται νωρίτερα και να παρατείνουν τις απογευματινές συνεδριάσεις. Βρίσκεται και η ίδια επί ποδός από τις πέντε το πρωί και εργάζεται δώδεκα με δεκατέσσερις ώρες την ημέρα. Μονάχα το βράδυ, γύρω στις εννιά, εξοικονομώντας μετά βίας λίγη ώρα για φαγητό, κάθεται μαζί με τους δικούς της στο τραπέζι κι ύστερα σωριάζεται εξουθενωμένη στο κρεβάτι της. Τα σχέδιά της διεκπεραιώνονται με μια ταχύτητα που όχι μόνο παραξενεύει, αλλά και προσβάλλει τους γραφείς. Μια μέρα, ενώ η Γερουσία της έχει ανακοινώσει ότι, στο εξής, κάθε πόλη της αυτοκρατορίας θα έχει το δικό της «βοεβόδα» ή στρατιωτικό διοικητή, ρωτάει: Πόσες πόλεις υπάρχουν στη Ρωσία; Σιγή ιχθύος. Κανείς δεν έχει ιδέα. Έστω: θα μετρήσουμε τις πόλεις πάνω σ' ένα χάρτη, λέει. Ναι, αλλά στα αρχεία της Γερουσίας δεν υπάρχει χάρτης της Ρωσίας. Χαμογελαστή, η Αικατερίνη δίνει πέντε ρούβλια σ' ένα νεαρό υπάλληλο και τον στέλνει στην Ακαδημία των Επιστημών για να αγοράσει τον Άτλαντα του Κυρίλλωφ. Οι Γερουσιαστές, οι οποίοι συλλαμβάνονται απληροφόρητοι, κατεβάζουν το κεφάλι. Εκατοντάδες φορές θα έχει την ευκαιρία να τους ανακαλέσει στην τάξη. Έχοντας γαλουχηθεί από τη νεαρή της ηλικία με την ανάγνωση των έργων του Μοντεσκιέ και του Βολταίρου, εξουσιάζει με άνεση τούτους τους αργόσχολους αξιωματούχους. Τους ταρακουνάει και τους μαθαίνει να δουλεύουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Παρ' όλη την παρατεταμένη ρωσική μαθητεία της, δεν μπόρεσε να χωνέψει το απίστευτο χάος των διοικητικών υπηρεσιών της χώρας. Εδώ, οι κανονισμοί αντιφάσκουν, όλα βασίζονται στο έθιμο, αλλά αυτό το έθιμο ποικίλλει από τη μια επαρχία στην άλλη∙ η δικαιοσύνη απονέμεται εική και ως έτυχε, οι καγκελαρίες αγνοούν η μια την άλλη, κάθε γραφείο ακολουθεί τη δική του πολιτική, η αυτοκρατορία λειτουργεί με τον πλέον άστατο τρόπο. Για ένα πνεύμα που αγαπάει τη σαφήνεια, ο πειρασμός να βάλει σε τάξη αυτόν τον κυκεώνα είναι μεγάλος. Η Αικατερίνη φέρνει τη λάμπα και τη σκούπα. Γερουσιαστές και υπουργοί, ακούγοντας τις κριτικές και τις προτάσεις της, αναγνωρίζουν ότι έχει δίκιο. Ωστόσο, κατάβαθα, όλοι αναρωτιούνται με ποιο δικαίωμα αυτή η νεαρή Γερμανίδα πριγκίπισσα επιτρέπει στον εαυτό της να τινάζει την αιωνόβια ρωσική σκόνη. Είναι αλήθεια ότι η Αικατερίνη βλέπει με αγάπη τα ελαττώματα της Ρωσίας, μόλο που ορκίζεται να τα διορθώσει. Έχοντας ουσιαστικά δυτική ανατροφή, με τη διαύγεια, την αγάπη της για την ταξινόμηση, το πρακτικό της πνεύμα, την ακαταδάμαστη ζωτικότητά της, ταυτόχρονα εξοργίζεται και γοητεύεται από την ονειροπόληση, τη νωχέλεια, τη μοιρολατρία και τις ξαφνικές εξωφρενικότητες τούτου του λαού που έχει γίνει δικός της. Τον βρίσκει μεγάλο και ωραίο. Θα ήθελε να φανεί αντάξιά του. Θα γράψει μέσα σ' ένα παραλήρημα: «Ποτέ το σύμπαν δεν δημιούργησε άτομο πιο ανδροπρεπές, πιο σοβαρό, πιο ειλικρινές, πιο ανθρώπινο, πιο αγαθοεργό, πιο γενναιόδωρο, πιο περιποιητικό από το Σκύθη (με άλλα λόγια, το Ρώσο). Κανείς δεν του παραβγαίνει σε κανονικότητα χαρακτηριστικών, ομορφιά προσώπου, λάμψη επιδερμίδας, φάρδος των ώμων, παράστημα και ύψος. Συνήθως τα μέλη του είναι ή υπερβολικά ευτραφή ή πολύ νευρώδη και μυώδη, τα γένια του πυκνά, τα μαλλιά του μακριά και φουντωτά. Από τη φύση του εχθρός στις πανουργίες και τα τεχνάσματα, ευθύς και με χρηστά ήθη, απεχθάνεται τις ίντριγκες. Δεν υπάρχει πάνω στη γη καβαλάρης, πεζικάριος, ναύτης ή φροντιστής σαν κι αυτόν. Κανείς δεν νιώθει περισσότερη τρυφερότητα για τα παιδιά και τους δικούς του. Έχει έμφυτο σεβασμό προς τους γονείς και τους ανωτέρους του. Είναι γρήγορος, υπάκουος και πιστός». Αυτή η ερωτική εξομολόγηση, που θα μπορούσε να απευθύνεται στον Γρηγόρη Ορλώφ, αγκαλιάζει στην πραγματικότητα ολόκληρη τη χώρα. Η ίδια η Αικατερίνη θα πει κάποια μέρα στους γιατρούς της: «Κάνετέ μου αφαίμαξη ακόμα και της τελευταίας σταγόνας του γερμανικού μου αίματος, για να μην έχω παρά μόνο ρωσικό αίμα στις φλέβες μου». Αφοσιωμένη με πάθος στη Ρωσία, παίρνει πολύ στα σοβαρά την ονομασία «μητερούλα» με την οποία την τιμούν οι υπήκοοί της. Θα ήθελε να είναι για όλους η προσωποποίηση της ζεστασιάς, της καταφυγής, της Πρόνοιας. Γράφει: «Να είστε μειλίχιοι, ανθρώπινοι,
προσηνείς, σπλαχνικοί και φιλελεύθεροι. Το μεγαλείο σας να μη σας εμποδίσει ποτέ να κατεβείτε με καλοσύνη στο επίπεδο των μικρών και να μπείτε στη θέση τους, αλλά αυτή η καλοσύνη να μην αποδυναμώνει το δικό σας κύρος ούτε τον δικό τους σεβασμό». Εξετάζει προσωπικά τις αιτήσεις χάριτος που της στέλνουν και υπόσχεται να επανορθώσει τις αδικίες. Ωστόσο, σύντομα κατακλύζεται από το κύμα των επιστολών και αφήνει τα τρία τέταρτα χωρίς απάντηση. Όταν πηγαίνει πεζή στην εκκλησία ή στη Γερουσία, ένα πλήθος ανθρώπων συνωθείται γύρω της, καθένας με το δικό του αίτημα. Έτσι, κάποια μέρα, ενώ η αστυνομία ετοιμάζεται να παρέμβει με το κνούτο στο ζωντανό τείχος που περικυκλώνει την αυτοκράτειρα, αυτή απλώνει τα χέρια για να προστατεύσει το λαό της. Τούτη η συμβολική χειρονομία προκαλεί στον κόσμο λυγμούς ευγνωμοσύνης. Το επεισόδιο το οποίο αναφέρεται χιλιάδες φορές, διογκωμένο και εξωραϊσμένο, γίνεται θρύλος που δοξάζει τη μητερούλα. Για να αυξήσει τη δημοτικότητά της, καταργεί τους χορούς και τις μασκαράτες που, ενώ άρεσαν τόσο στην αυτοκράτειρα Ελισάβετ, έκαναν την ίδια να πλήττει από την εποχή που ήταν μεγάλη δούκισσα. Οι δικές της γιορτές θα στοιχίσουν, στην πραγματικότητα, τα εκατονταπλάσια χρήματα απ' ό,τι εκείνες της προηγούμενης τσαρίνας, δίχως κανείς παρ' όλα αυτά να το καταλογίσει εις βάρος της, εφόσον τα χρήματα δεν θα ξοδεύονται για προσωπική της ευχαρίστηση, αλλά για τη φήμη της αυτοκρατορίας. Κάθε χρυσό σιρίτι των φορεμάτων της, κάθε μαργαριτάρι από τα περιδέραιά της, κάθε πολυέλαιος των σαλονιών της, κάθε ρουκέτα των πυροτεχνημάτων της είναι προορισμένα —σύμφωνα με το δικό της σκεπτικό— να επισφραγίζουν το γόητρό της, συνεπώς και το γόητρο της Ρωσίας, στα μάτια των ξένων. Φειδωλή για τον εαυτό της, επιθυμεί να είναι πολυτελής για τους άλλους. Αυτό θα το δούμε τη στιγμή της στέψης της! Οι ράφτες, οι μόδιστροι, οι κοσμηματοπώλες, οι υποδηματοποιοί της Αγίας Πετρούπολης γεμίζουν παραγγελίες. Λέγεται πως οι τουαλέτες της αυτοκράτειρας και της Αυλής της σίγουρα θα επισκιάσουν οτιδήποτε έχει δει κανείς, επ' ευκαιρία μιας αυτοκρατορικής στέψης, στις μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης. Ανάμεσα σε μια πρόβα και μια συνεδρίαση της Γερουσίας, η Αικατερίνη ρυθμίζει την υπόθεση της Κουρλάνδης, ενισχύοντας κρυφά το κόμμα του δούκα Μπίρον του οποίου η αφοσίωση είναι εξασφαλισμένη. Υπολογίζει ότι, έτσι, η Κουρλάνδη θα βρεθεί και πάλι υπό τη ρωσική επιρροή, πριν επανασυνδεθεί με την αυτοκρατορία. Ύστερα ασχολείται με το θέμα της Πολωνίας. Όπως η Κουρλάνδη, έτσι και η Πολωνία, σύμφωνα με τις βλέψεις της, είναι προορισμένη να ενταχθεί στη ρωσική σφαίρα επιρροής. Αργότερα, όταν τα χρόνια αναταραχής θα έχουν προετοιμάσει τα πνεύματα για μια ριζική λύση, θα φροντίσει να προσαρτήσει τούτη την ταλαίπωρη χώρα, ολόκληρη ή ένα τμήμα της. Επειδή ο τωρινός βασιλιάς, ο Αύγουστος Γ', είναι βαριά άρρωστος, δεν πρέπει ούτε η Γαλλία ούτε η Αυστρία να αναλάβουν την πρωτοβουλία να του βρουν ένα διάδοχο της αρεσκείας τους. Τη συγκεκριμένη στιγμή, η Ρωσία πρέπει να είναι ήδη σε θέση να προτείνει ή να επιβάλει «τον δικό της βασιλιά». Και αυτόν το βασιλιά, η Αικατερίνη τον έχει διαλέξει από πολύ καιρό. Είναι ο απαρηγόρητος εραστής της, ο ωραίος Στανισλάς Πονιατόφσκι. Εξορισμένος μακριά από την Αγία Πετρούπολη, αγνοεί τα πάντα για το επίσημο μέλλον που εκείνη του επιφυλάσσει. Το δικό του όνειρο δεν έχει καμιά πολιτική χροιά. Θα ήθελε να ξαναγυρίσει δίπλα σ' αυτή τη γυναίκα που δεν έπαψε ποτέ να την αγαπά, να ξαναβρεί τη γεύση των χειλιών της, τη γλύκα της φωνής της, την κίνηση των λαγόνων της. Της το λέει μέσα στις φλογερές επιστολές του, δίχως να του περνάει από το νου ότι τον έχει αντικαταστήσει, εδώ και πολύ καιρό, με τον Γρηγόρη Ορλώφ. Όταν πληροφορείται το θάνατο του Πέτρου Γ', η ψυχή του αναγαλλιάζει: Ελεύθερη, είναι ελεύθερη, θα τον καλέσει, κι αυτός θα τρέξει, ίσως ακόμα και να τον παντρευτεί! Τη βομβαρδίζει ξανά με γράμματα. Εκείνη ανησυχεί με την επιμονή του. Μα δεν έχει καταλάβει τίποτα λοιπόν; Γράφει σ' αυτόν τον ξεμυαλισμένο, σ' αυτό το παιδί, του διηγείται με λεπτομέρειες μέσα στο γράμμα της την παλατιανή επανάσταση και τον εκλιπαρεί να ηρεμήσει:
«Σας παρακαλώ θερμά να μη σπεύσετε να έρθετε γιατί η διαμονή σας, υπό τις παρούσες περιστάσεις, θα ήταν επικίνδυνη για σας και πολύ επιζήμια για μένα. Η πρόσφατη επανάσταση αποκάλυψε υπέρ μου ένα θαύμα∙ είναι απίστευτη η ομοψυχία με την οποία συντελέστηκε. Είμαι φοβερά απασχολημένη και δεν θα μπορούσα να έχω στη διάθεσή μου αρκετό χρόνο για σας. Σε όλη μου τη ζωή θα προσπαθώ να τιμώ εσάς και την οικογένειά σας και να σας είμαι χρήσιμη, τώρα όμως η εδώ κατάσταση είναι κρίσιμη και ιδιαίτερα σημαντική. Έχω να κοιμηθώ τρεις νύχτες και έχω φάει μονάχα δύο φορές μέσα σε τέσσερις ημέρες»69. Ύστερα από ένα μήνα, η Αικατερίνη του γράφει ξανά: «Τα πνεύματα εξακολουθούν να βρίσκονται σε αναβρασμό. Σας παρακαλώ να συγκρατηθείτε και να μην έρθετε, γιατί υπάρχει φόβος να χειροτερέψετε τα πράγματα. Έλαβα το γράμμα σας. Μια τακτική αλληλογραφία θα αντιμετώπιζε χιλιάδες εμπόδια, τη στιγμή που πρέπει να κινούμαι με ιδιαίτερη περίσκεψη και δεν έχω το χρόνο να γράφω επιζήμιες ερωτικές επιστολές. Έχω ενοχληθεί... Δεν θα έπρεπε να σας τα πω όλα αυτά, αυτή όμως είναι η αλήθεια... Συναισθάνομαι όλο το βάρος των κυβερνητικών μου ευθυνών. Αντίο, η ζωή μας διέπεται από παράξενες συγκυρίες». Η αρχή του γράμματος ξαφνιάζει τον Στανισλάς Πονιατόφσκι ακόμα περισσότερο και από τη θλιβερή προειδοποίηση του τέλους. Η Αικατερίνη του προσφέρει στα καλά καθούμενα ένα στέμμα, με τον ίδιο τρόπο που θα του ανήγγελλε την αποστολή ενός κουτιού με στρείδια: «Θα σας στείλω, το γρηγορότερο, τον κόμη Κάιζερλινγκ με την ιδιότητα του πρεσβευτή στην Πολωνία ώστε, μετά το θάνατο του Αυγούστου Γ', να σας ανακηρύξει βασιλιά τούτης της χώρας». Δεν πιστεύει στα μάτια του. Και, αντί να χαρεί, λυπάται. Τι να τον κάνει το θρόνο της Πολωνίας; Τούτο το αξίωμα, που θα τον κρατήσει μακριά από τη γυναίκα που αγαπάει, δεν το ευχήθηκε ποτέ. Αυτό που επιθυμεί δεν είναι η διαδοχή του Αυγούστου Γ' αλλά το κρεβάτι της Αικατερίνης. Μόλο που τον ικέτευσε να μην της ξαναγράψει, αυτός ρίχνεται πάνω στο χαρτί και γράφει απανωτά γράμματα απελπισίας. Εκείνη απαντάει: «Διατρέχω χιλιάδες κινδύνους μ' αυτή την αλληλογραφία. Με παρακολουθούν από κοντά. Δεν πρέπει να τους δημιουργώ υποψίες. Πρέπει να βαδίζω στον ίσιο δρόμο. Ηρεμήστε. Να σας πω όλα τα μυστικά της καρδιάς μου θα ήταν αδιακρισία... Αν ακούσετε πως υπάρχουν και πάλι κινητοποιήσεις στα στρατεύματα, να ξέρετε πως όλα αυτά προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από την αγάπη του λαού μου για μένα∙ μια αγάπη που αρχίζει να μου γίνεται βάρος. Πεθαίνουν από φόβο μήπως μου συμβεί το παραμικρό. Δεν μπορώ να βγω από το δωμάτιό μου δίχως να ακούσω ζητωκραυγές. Πρόκειται, σε τελευταία ανάλυση, για έναν ενθουσιασμό που θυμίζει την εποχή του Κρόμγουελ». Αργότερα, γίνεται περισσότερο σαφής: «Αν έρθετε εδώ, κινδυνεύετε να προκαλέσετε τη σφαγή και των δυο μας». Και ακόμη: «Σίγουρα είναι πολύ το ότι σας απαντώ. Δεν θα έπρεπε... Ο ρόλος μου πρέπει να είναι άψογος. Περιμένουν από μένα υπερφυσικά πράγματα». Εκείνον όμως δεν τον ενδιαφέρει το «υπερφυσικό». Στόχος του είναι η επίγεια ευτυχία, μια ευτυχία κοινότοπη, πέρα από την πολιτική και το στέμμα. Το γράφει στην Αικατερίνη παρ' όλες τις απαγορεύσεις της. Μέσα στον πυρετό του, την αποκαλεί με το πραγματικό της όνομα, Σοφία, το όνομα που της δόθηκε με τη βάφτισή της στο Στετίνο, και όχι με το πλαστό όνομα της αυτοκράτειρας της Ρωσίας, το οποίο στέκεται σαν φραγμός ανάμεσά τους εδώ και τέσσερα χρόνια: «Με κάνετε βασιλιά, αλλά με κάνετε ευτυχισμένο; Δεν μπορείτε να μου αφαιρέσετε την
ανάμνηση της ευτυχίας που έζησα, μήτε την επιθυμία να την ξαναζήσω. Δεν αγαπάει κανείς δύο φορές στη ζωή του με τον τρόπο που εγώ σας αγάπησα. Και τι μου απομένει; Ένα κενό, μια φρικτή πλήξη στο βάθος της ψυχής μου που τίποτα δεν μπορεί να τη γεμίσει. Αχ! δεν ξέρω πώς είναι πλασμένοι οι άλλοι, ωστόσο θεωρώ τη φιλοδοξία κάτι ηλίθιο όταν δεν υποστηρίζεται από τη γαλήνη και τη χαρά της ψυχής... Σας γυρεύω από τον ουρανό, κάθε μέρα, κάθε ώρα της ζωής μου... Φταίω εγώ, Θεέ μου, αν δεν μπόρεσα να σας προσφέρω το στέμμα το οποίο φέρετε; Είναι δυνατόν κάποιος άλλος να σας αγαπάει τόσο απόλυτα, τόσο αληθινά όσο εγώ; Αχ, Σοφία, με κάνετε να υποφέρω σκληρά». Οι διαχύσεις τούτων των επιστολών γίνονται γνωστές (κανείς δεν ξέρει πώς) στους ξένους διπλωμάτες. Ο Φρειδερίκος Β' ειδοποιεί μυστικά την Αικατερίνη ότι, αν τυχόν αντιμετώπιζε ποτέ το ενδεχόμενο να προσαρτήσει την Πολωνία μέσω ενός γάμου της με τον μελλοντικό βασιλιά Στανισλάς Πονιατόφσκι, κάτι τέτοιο θα ξεσήκωνε εναντίον της ολόκληρη την Ευρώπη. Ωστόσο, η Αικατερίνη δεν διανοείται ούτε κατά το ελάχιστο να παντρευτεί εκείνο τον τρελό Πολωνό, που είχε την τύχη να της αρέσει κάποτε και για τον οποίο διατηρεί ακόμη κάποια τρυφερότητα. Ειδοποιεί γρήγορα τον Κάιζερλινγκ στη Βαρσοβία: διαταγή να παντρέψει το συντομότερο τον ορμητικό Πονιατόφσκι με μια Πολωνέζα και να καταστήσει γνωστό στο διπλωματικό σώμα ότι αυτή η ένωση ήταν επιθυμία της αυτοκράτειρας της Ρωσίας. Ο Στανισλάς όμως αρνείται κατηγορηματικά. Δεν επιτρέπει να διαθέτουν όπως θέλουν το άτομό του. Από πίστη προς την Αικατερίνη, θα μείνει ανύπαντρος... Εξουθενωμένη ήδη από τις αξιώσεις του τέως εραστή της, η Αικατερίνη πρέπει να αντιμετωπίσει και τα καπρίτσια του εν ενεργεία εραστή της, του Γρηγόρη Ορλώφ. Αυτός εκδηλώνει μια απαίτηση, κολακευτική βέβαια, αλλά και φορτική: καταλογίζει στην αυτοκράτειρα ότι εργάζεται υπερβολικά. Ότι προτιμάει το χαρτοβασίλειο απ' αυτόν. Για να την αποσπάσει από τις κυβερνητικές έγνοιες, της φέρνει τον νεαρό Ποτέμκιν, που έχει διακριθεί μεταξύ των συντρόφων του για τα ταλέντα του ως μίμου. Αυτόν τον ίδιο Ποτέμκιν που έδωσε τον αορτήρα του όπλου του στην Αικατερίνη, την ημέρα της θριαμβευτικής πορείας στο Πέτερχοφ. Εκείνη άλλωστε τον έχει ανταμείψει δίνοντάς του, μετά το πραξικόπημα, τη δεύτερη θέση στην επετηρίδα των προαγωγών για το βαθμό του υπολοχαγού. Τον αναγνωρίζει αμέσως —πώς ήταν δυνατόν να ξεχάσει ένα τέτοιο πρόσωπο;— και τον παρακαλεί να της κάνει ένα από τα νούμερά του. Εκείνος αρχίζει τολμώντας να μιμηθεί την ίδια. Η Αικατερίνη θα μπορούσε να θυμώσει, αλλά γελάει μέχρι δακρύων. Ο νεαρός γίνεται αμέσως δεκτός στον κύκλο των οικείων της. Για να δικαιολογήσει την παρουσία στο παλάτι τούτου του χαριτωμένου αγοριού, του τόσο ζωντανού και γουστόζικου, τον ονομάζει ευγενή του βασιλικού θαλάμου. Ο Γρηγόρης Ορλώφ αναρωτιέται τώρα μήπως, για κακή του τύχη, δημιούργησε μόνος του έναν αντίζηλο παρουσιάζοντας στην τσαρίνα τούτο τον παλιάτσο με το ελκυστικό πρόσωπο. Με τη ζήλια να τον τρώει, ο ευνοούμενος παραπονιέται στην αυτοκρατορική του ερωμένη κι αυτή, διασκεδάζοντας, του επιτρέπει να στείλει τον Ποτέμκιν στη Στοκχόλμη ως ταχυδρόμο. Ωστόσο, ο Γρηγόρης Ορλώφ, ο οποίος έχει γίνει το ισχυρότερο πρόσωπο της αυτοκρατορίας, δεν μπορεί πλέον να αρκεστεί μονάχα στο ρόλο του εραστή. Μόλο που μένει στο παλάτι και εισπράττει ετήσιες απολαβές της τάξεως των 120.000 ρουβλίων, δεν θεωρεί ότι ανταμείβεται ανάλογα με την αξία του. Όχι μόνο επιδεικνύει με υπερβολική αυτοπεποίθηση το δεσμό του με την αυτοκράτειρα, αλλά και κάνει λόγο για γάμο μαζί της. Τα αδέλφια του τον ενθαρρύνουν. Όπως και ο υποκαγκελάριος Μπεστούζεφ, τον οποίο η Αικατερίνη ανακάλεσε από την εξορία. Κατά βάθος, ούτε και η ιδέα είναι αντίθετη προς την ίδια ενός μυστικού γάμου. Φοβάται όμως την κοινή γνώμη. Οι ευγενείς και οι αξιωματικοί αγανακτούν με τις φήμες οι οποίες κυκλοφορούν για τις δήθεν δικές της προτάσεις όσον αφορά τούτο το θέμα. Η υπόθεση αναφέρεται στο συμβούλιο της αυτοκρατορίας. Ενώ οι περισσότεροι σύμβουλοι σιωπούν ενοχλημένοι, ο Πανίν δηλώνει: «Η αυτοκράτειρα μπορεί
να κάνει ό,τι θέλει, αλλά η κυρία Ορλώφ δεν θα γίνει ποτέ δεκτή ως αυτοκράτειρα της Ρωσίας». Μ' αυτά τα λόγια, ορθώνει το ανάστημά του σε μια κίνηση πρόκλησης, και η πουδραρισμένη του περούκα αφήνει αγγίζοντας στην ταπετσαρία, πίσω από την καρέκλα του, ένα λευκό αποτύπωμα. Σιωπηλά, οι σύντροφοί του σηκώνονται, πλησιάζουν ο ένας μετά τον άλλο στο σημάδι και τρίβουν εκεί πάνω το κεφάλι τους σε ένδειξη επιδοκιμασίας. Ωστόσο ο Μπεστούζεφ δεν αποδέχεται τούτο το γεγονός ως ήττα. Ακούγοντας τις συμβουλές του, ο τέως ευνοούμενος Αλέξης Ραζουμόφσκι70 είχε συνάψει άλλοτε έναν παρόμοιο γάμο με την αυτοκράτειρα Ελισάβετ. Αν όντως είχε συμβεί κάτι τέτοιο, η Αικατερίνη θα μπορούσε να το επικαλεστεί ως προηγούμενο και να δικαιολογήσει έτσι τη συμπεριφορά της. Ο Αλέξης Ραζουμόφσκι διαθέτει προφανώς μαρτυρίες οι οποίες καθορίζουν την ακριβή φύση των σχέσεών του με την εκλιπούσα τσαρίνα. Η Αικατερίνη στέλνει τον καγκελάριο Μιχαήλ Βοροντζώφ για να του αποσπάσει μερικές απ' αυτές τις αποδείξεις. Εκείνος βρίσκει το γέροντα να διαβάζει τη Βίβλο και τον καλεί, εξ ονόματος της αυτοκράτειρας, να του παραδώσει τα αποδεικτικά του παράνομου γάμου του. Αν υπακούσει, θα έχει δικαίωμα, ως χήρος βασιλικός σύζυγος, να προαχθεί σε αυτοκρατορική Υψηλότητα και να εισπράττει την —κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη— σύνταξη την οποία συνεπάγεται τούτος ο τίτλος. Ο Αλέξης Ραζουμόφσκι κλείνει τη Βίβλο, βγάζει από ένα σεντούκι μια εβένινη κασετίνα με ένθετο σεντέφι και ασήμι, παίρνει από μέσα μια περγαμηνή τυλιγμένη σε κύλινδρο και δεμένη με μια ροζ κορδέλα, την ακουμπάει στα χείλη του και την πετάει αμέσως στη φωτιά, μέσα στο τζάκι. Μόλις το ντοκουμέντο γίνεται στάχτη, μουρμουρίζει: «Όχι, δεν υπάρχει καμιά απόδειξη. Πείτε το στη χαριτωμένη μας άνασσα». Το «προηγούμενο» δεν υπάρχει πια. Δίχως να εγκαταλείψει εντελώς το σχέδιό της, η Αικατερίνη το αναβάλλει για αργότερα. Για να αποζημιώσει τον εραστή της, τον κάνει κόμη, του δίνει την πρώτη θέση πλάι στο θρόνο της και του χαρίζει το πορτραίτο της μέσα σ' ένα μενταγιόν σε σχήμα καρδιάς, στολισμένο με διαμάντια, μαζί με την άδεια να το φοράει στην μπουτονιέρα του. Φορτωμένος περιποιήσεις, ο Γρηγόρης Ορλώφ επιδεικνύει όλο και περισσότερο την υπεροψία του νεόπλουτου. Η πριγκίπισσα Ντάσκωφ τον πιάνει μέσα στο δωμάτιο της αυτοκράτειρας να αποσφραγίζει, ξαπλωμένος σ' ένα ντιβάνι, τις επίσημες επιστολές που απευθύνονται στη Μεγαλειότητά Της. Όταν έρχεται η Αικατερίνη και διατάζει να σερβίρουν το γεύμα, εκείνος δεν σαλεύει από τη θέση του και οι υπηρέτες αναγκάζονται να σπρώξουν το τραπέζι μπροστά του. Η πριγκίπισσα, που πληροφορείται έτσι το δεσμό του ειδώλου της μ' έναν αξιωματικό άξεστο και φανφαρόνο, απογοητεύεται και πληγώνεται σαν να την πρόδωσαν πνευματικά. Αφελής, σεμνότυφη και μονοκόμματη, δεν καταλαβαίνει πώς ένα πλάσμα ευφυές και χαριτωμένο σαν την Αικατερίνη μπόρεσε να ενδώσει στα χυδαία θέλγητρα της σάρκας. Ωστόσο, περισσότερο ακόμα και από τους απρεπείς τρόπους τούτου του άνδρα, η πριγκίπισσα Ντάσκωφ ενοχλείται από την ιδιαίτερη μεταχείριση την οποία αυτός απολαμβάνει εκ μέρους της τσαρίνας. Θεωρεί ότι εκείνη και όχι ο Γρηγόρης Ορλώφ υπήρξε η ψυχή της «επανάστασης». Επομένως, εκείνη πρέπει να απολαμβάνει όλες τις τιμές. Επιπλέον, η αυτοκράτειρα καθυστερεί να κάνει γνωστές στον κόσμο τις αρετές της κυριότερης συνεργάτιδάς της. Λέγεται ότι ο Μεγάλος Φρειδερίκος την είχε επονομάσει «αλογόμυγα του αμαξά». Πάει πολύ! Για να επιβεβαιώσει τη σπουδαιότητά της, η πριγκίπισσα Ντάσκωφ —που δεν είναι ακόμη είκοσι χρόνων— σπαταλιέται σε μυστικές επισκέψεις, μεταφέρει φήμες που κυκλοφορούν στα σαλόνια, ψιθυρίζει στους πρεσβευτές πληροφορίες και συμβουλές, αφήνει να εννοηθεί ότι ο Πανίν της είναι ολόψυχα αφοσιωμένος. Ο Κηθ, ο Μπρετέιγ, ο Μερσύ ντ' Αρζαντώ εντείνουν την προσοχή τους σ' αυτά τα κουτσομπολιά και φτάνουν στο σημείο να μιλούν για «κυβέρνηση Ντάσκωφ». Άραγε πρόκειται για την αρχή ενός «Πολέμου της Σφενδόνης»; «Αυτή (η πριγκίπισσα Ντάσκωφ) βρίσκεται κιόλας αναμεμειγμένη σε μισή δωδεκάδα συνωμοσίες», γράφει ο Σερ
Ζ. Μακάρτνεϋ. «Πρόκειται για μια γυναίκα εξαιρετικά ευφυή, με σχεδόν ανδρικό θάρρος και τόλμη, ικανή να καταγίνεται με πράγματα ανέφικτα προκειμένου να ικανοποιήσει το πάθος μιας στιγμής: χαρακτήρας υπερβολικά επικίνδυνος για μια χώρα σαν κι αυτήν». Ενοχλημένη από τη δραστηριότητα της νεαρής της φίλης, η Αικατερίνη αρνείται τις περισσότερες φορές να τη δεχτεί στο γραφείο της και παρακαλεί τους δικούς της ανθρώπους να κρατούν το στόμα τους κλειστό μπροστά στην άμυαλη. Ωστόσο, δεν αισθάνεται ακόμα αρκετά δυνατή για να την τιμωρήσει. Δεν μπορεί να προσφέρει στον εαυτό της την πολυτέλεια να αυξήσει, για ένα καπρίτσιο, τον αριθμό των εχθρών της. Με βαριά καρδιά, θα παραχωρήσει στην πριγκίπισσα τον τίτλο της κυρίας των τιμών και θα ονομάσει τον άνδρα της αρχιθαλαμηπόλο. Άραγε θα της είναι αρκετό; Έτσι, η Αικατερίνη, δέσμια ενός δικτύου μηχανορραφιών, με τους ξένους διπλωμάτες και τους Ρώσους υπουργούς να την παραμονεύουν, αγνοώντας αν πίσω από τον χθεσινό σύμμαχο κρύβεται ο αυριανός εχθρός, κυριευμένη από το φόβο ότι η δολοφονία του Πέτρου Γ' θα αποτελέσει πρόσχημα για μια αντεπανάσταση, βέβαιη για τον εαυτό της και σχεδόν αβέβαιη για το λαό της, προχωρεί μέσα στην καταχνιά προς τους εορτασμούς της στέψης που, όπως πιστεύει, θα την καταστήσουν άτρωτη εσαεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV ΤΟ ΘΥΜΙΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ Για να κατασκευαστεί το καινούργιο στέμμα που η Αικατερίνη υπολογίζει να φορέσει την Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 1762 στη Μόσχα, οι χρυσοχόοι παραλαμβάνουν μια λίβρα χρυσάφι και είκοσι λίβρες ασήμι. Τέσσερις χιλιάδες δέρματα ερμίνας προορίζονται για να στολίσουν τον αυτοκρατορικό μανδύα. Το ένδυμα που θα φοράει κατά την ιεροτελεστία θα είναι κατάφορτο πολύτιμα πετράδια. Εκατόν είκοσι βαρελάκια θα περιέχουν εξακόσιες χιλιάδες ρούβλια σε ασημένια νομίσματα που θα μοιραστούν στο λαό. Οι γιορτές και μόνο θα στοιχίσουν πενήντα χιλιάδες ρούβλια. Ποιος λοιπόν, μετά απ' όλα αυτά, θα τολμήσει ν' αμφισβητήσει τη νομιμότητα της αυτοκράτειρας; Στις 27 Αυγούστου, η Αικατερίνη στέλνει στη Μόσχα τον οκτάχρονο γιο της Παύλο, υπό την επίβλεψη του Πανίν και του γιατρού της Αυλής Κρουζ. Η ίδια, λόγω του φόρτου των ασχολιών της, θα ξεκινήσει τέσσερις μέρες αργότερα, με τ' άλογά της να τρέχουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Έτσι, στα μισά του δρόμου, φτάνει σ' έναν άθλιο σταθμό αλλαγής αλόγων, όπου το παιδί της βρίσκεται ξαπλωμένο στο κρεβάτι με ρίγη πυρετού. Την επομένη, ο πυρετός σημειώνει ελαφρά κάμψη. Η Αικατερίνη θα ήθελε να μείνει μέχρις ότου ο Παύλος γίνει εντελώς καλά. Πρέπει όμως να ξεκινήσει αμέσως για να μη δημιουργηθεί αναστάτωση στο πρόγραμμα των εορτών. Ο λαός δεν θα της συγχωρούσε ν' αναβάλει την είσοδό της στην ιερή πόλη. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1762 μπαίνει στην παλιά πολιτεία με τους πολύχρωμους θόλους. Ο γιος της, που η υγεία του έχει αποκατασταθεί, ήρθε να τη συναντήσει. Στέκεται πλάι της, κάπως ωχρός, σαστισμένος, τρομαγμένος. Ένας γλυκός φθινοπωριάτικος ήλιος διαπερνά την ξανθή σκόνη. Η άμαξα προχωρεί αργά. Οι καμπάνες σημαίνουν. Χαλιά και γιρλάντες διακοσμούν τις προσόψεις των ξύλινων σπιτιών. Οι μακρείς φράχτες είναι στεφανωμένοι με λουλούδια. Στους δρόμους συνωθείται ένα πλήθος που φοράει τα καλά του. Συντροφιές περιέργων σκύβουν στα παράθυρα, χειρονομούν στις ταράτσες. Ο κόσμος ζητωκραυγάζει την αυτοκράτειρα και την Αυτού αυτοκρατορική Υψηλότητα, τον μεγάλο δούκα Παύλο. Επί οχτώ μέρες, οι γιορτές συνεχίζονται, και οι ξένοι διπλωμάτες ανακοινώνουν στις κυβερνήσεις τους ότι ποτέ δεν είδαν τόσα κοσμήματα, δαντέλες, γούνες και χρυσοποίκιλτα υφάσματα όσα στα γεμάτα σαλόνια όπου συνωστίζονται οι Ρώσοι ευγενείς. Τέλος, την Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου, στον παλιό καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην καρδιά του Κρεμλίνου, μπροστά σε πενήντα πέντε ανώτατους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους διατεταγμένους σε ημικύκλιο, «η Γαληνοτάτη και κραταιοτάτη Πριγκίπισσα και κυρία Αικατερίνη Β', Άνασσα και Αυτοκράτειρα Πασών των Ρωσιών», ηλικίας τριάντα τριών χρόνων, δέχεται στους ώμους της το μανδύα από ερμίνα και περιβάλλεται την αυτοκρατορική πορφύρα. Παίρνοντας κατόπιν πάνω από ένα χρυσό μαξιλάρι το βαρύ στέμμα, το τοποθετεί η ίδια στο κεφάλι της, κρατάει στο δεξί χέρι το σκήπτρο και στο αριστερό τη σφαίρα, και εμφανίζεται στα μάτια όλων ως η ενσάρκωση της Ρωσίας. Οι παριστάμενοι γονατίζουν, ενώ αντηχεί το χαρμόσυνο χορωδιακό άσμα. Καθισμένη στο θρόνο της, ασάλευτη, ιερατική, η Αικατερίνη δεν κάμπτει το κεφάλι κάτω από το ογκώδες στέμμα, ούτε τα χέρια κάτω από το βάρος των ιερών εμβλημάτων της αυτοκρατορίας. Ο αρχιεπίσκοπος του Νόβγοροντ της δίνει το άγιο χρίσμα. Όντας πλέον επικεφαλής της ορθόδοξης Εκκλησίας, παρίσταται μέσα στο ιερό, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, στη θυσία των Αχράντων Μυστηρίων. Άραγε να θυμάται, εκείνη τη στιγμή, τις συστάσεις του πατέρα της που την εξόρκιζε να μην απαρνηθεί ποτέ τη λουθηρανική πίστη; Μετά την ολοκλήρωση της ιεροτελεστίας, η Αικατερίνη επιστρέφει στο παλάτι μέσα σε μια χρυσή άμαξα, ενώ πίσω της πέφτουν βροχή προς τα απλωμένα χέρια τα ασημένια
νομίσματα. Μακριά τραπέζια στημένα στο ύπαιθρο για το λαό λυγίζουν κάτω από το βάρος των ψητών κρεάτων, των γλυκισμάτων, των βαρελιών με το κρασί. Αφού περάσει η συνοδεία, το πλήθος ορμάει στα φαγητά ευλογώντας το όνομα της μητερούλας. Κι εκείνη, από το ύψος του θρόνου της, προΐσταται ενός επίσημου γεύματος στην Γκρανοβίταγια Παλάτα, το σαλόνι με τις φασέτες. Το βλέμμα της αγκαλιάζει τους συγκεντρωμένους αξιωματούχους. Όλα τα μεγάλα ονόματα της Ρωσίας είναι εκεί. Ποτέ δεν την περιέβαλλε τόσος κόσμος — και ποτέ δεν αισθάνθηκε περισσότερο μόνη. Τις επόμενες μέρες, παρελαύνουν από μπροστά της οι απεσταλμένοι όλων των λαών της αυτοκρατορίας∙ όπως και οι απεσταλμένοι όλων των κοινωνικών τάξεων και οι απεσταλμένοι όλων των σωματείων. Ώρες ατέλειωτες. Είναι εξουθενωμένη. Επιπλέον, πρέπει να παραστεί στο χορό, στα πυροτεχνήματα, στο επίσημο δείπνο, να αλλάξει δέκα φορές ρούχα και κόμμωση, να συνεργαστεί, μεταξύ δύο δεξιώσεων, με τους υπουργούς. Στην πραγματικότητα, αισθάνεται λιγότερο «σαν στο σπίτι της» στη Μόσχα, πόλη του παρελθόντος, απ' ό,τι στην Αγία Πετρούπολη, πόλη του μέλλοντος. «Δεν μου αρέσει καθόλου η Μόσχα», γράφει γαλλικά στις Σημειώσεις της. «Είναι η έδρα της ακαματοσύνης. Το έθεσα ως κανόνα, όταν βρίσκομαι εκεί, να μη ζητώ να μου φωνάξουν κανέναν, επειδή δεν θα πάρω απάντηση, πριν από την επομένη αν θα έρθει ή όχι... Άλλωστε, πουθενά αλλού ο λαός δεν έχει περισσότερα αντικείμενα φανατισμού! Τι θαυματουργές εικόνες σε κάθε βήμα, τι παπαδαριό, τι μοναστήρια, θρησκόληπτοι, επαίτες, κλέφτες, πόσοι άχρηστοι υπηρέτες στα σπίτια — τι σπίτια, τι βρομιά, χώροι αχανείς και, αντί για αυλές, λασπότοποι!... Νά λοιπόν ένα σύμφυρμα λαϊκών ανθρώπων κάθε λογής, έτοιμων πάντοτε —εδώ και χρόνια— ν' αντιταχθούν στην πειθαρχία και να επαναστατήσουν για ψύλλου πήδημα, ένα πλήθος που λατρεύει ακόμα και τις αφηγήσεις των επαναστάσεων που τις έχει για ψωμοτύρι. Στην Αγία Πετρούπολη, ο κόσμος είναι πιο ευπειθής, πιο ευγενικός, λιγότερο επιρρεπής στις δεισιδαιμονίες, πιο προσηνής με τους ξένους». Πραγματικά, η διαμονή στη Μόσχα την κουράζει. Μια βδομάδα μετά τη στέψη, έτοιμη να καταρρεύσει από κόπωση, κυριεύεται ταυτόχρονα και από μια τρομερή ανησυχία. Η μυστηριώδης αρρώστια που κατατρώει το γιο της επιδεινώνεται. Αδυναμία και πυρετός. Ο Κρουζ δεν ξέρει ποιο φάρμακο να συστήσει. Ο μικρός Παύλος φθίνει φανερά. Πανικόβλητη, η Αικατερίνη δεν φεύγει από δίπλα του. Τρέμει για τη ζωή του παιδιού της και συγχρόνως για το δικό της μέλλον. Η είδηση της αρρώστιας γρήγορα διαδίδεται στην Αυλή. Αν ο μεγάλος δούκας υποκύψει, τις ευθύνες τούτου του θανάτου θα επωμιστεί η αυτοκράτειρα. Μετά το σύζυγο, η σειρά του γιου! Μήπως δεν είναι λογικό; Κανονικά, αυτοκράτορας θα έπρεπε να είχε στεφθεί ο μικρός Παύλος και όχι η μητέρα του. Για ν' αποφύγει κάθε μεταγενέστερη περιπλοκή, τον έβγαλε από τη μέση. Ένα δηλητήριο αργό που δεν αφήνει ίχνη. Αυτό θα πουν. Αυτό λένε ήδη! Αύριο, ο ίδιος λαός που γονάτιζε στο πέρασμά της και τη δόξαζε με αλαλαγμούς χαράς, θα την κατηγορήσει ότι έγινε, για δεύτερη φορά, φόνισσα. Οι ιερείς προσεύχονται γύρω από το κρεβάτι του παιδιού. Τους υπόσχεται να κτίσει ένα νοσοκομείο αν ο Θεός κάνει καλά το γιο της. Άραγε η μάνα ή η άνασσα εκφράζει τούτο τον ευσεβή πόθο; Την όγδοη ημέρα της αρρώστιας παρατηρείται κάποια βελτίωση. Το παιδί σώθηκε. Η Αικατερίνη διατάσσει να εκπονηθούν αμέσως τα σχέδια ενός νοσοκομείου μεγάλου και φωτεινού που θα ονομαστεί Παύλος. Παρά την ίαση, η ατμόσφαιρα γύρω από την Αικατερίνη εξακολουθεί να είναι ηλεκτρισμένη. Αν οι μεν της καταλογίζουν ότι δεν αρκέστηκε στο ρόλο της αντιβασίλισσας και να χρίσει αυτοκράτορα το γιο της, άλλοι, πιο τολμηροί, μιλούν για αποφυλάκιση του δύστυχου τσάρου Ιβάν ΣΤ', ο οποίος ζει, όπως λένε, σαν οσιομάρτυρας. Πραγματικά, τούτος ο φυλακισμένος, που η θλιβερή του θύμηση βασάνιζε τις νύχτες της Ελισάβετ και του Πέτρου, βασανίζει τώρα τις νύχτες της Αικατερίνης. Ύστερα από το πραξικόπημα, η
αυτοκράτειρα, αντιμετωπίζοντας την περίπτωση φυλάκισης του Πέτρου στο φρούριο του Σλύσελμπουργκ, είχε δώσει διαταγή να μεταφερθεί ο Ιβάν στο οχυρό του Κέξχολμ. Και αυτό, επειδή προφανώς της είχε φανεί ανάρμοστο και —σε τελευταία ανάλυση— ανήθικο να στεγάζονται δύο έκπτωτοι αυτοκράτορες μέσα στην ίδια φυλακή. Αφότου ο Πέτρος βγήκε από τη μέση, τίποτα πια δεν εμποδίζει την επιστροφή του Ιβάν στο παλιό του δεσμωτήριο. Παρ' όλα αυτά, τον αφήνουν δύο μήνες ακόμα στο Κέξχολμ όπου η Αικατερίνη, γεμάτη ανησυχία και περιέργεια, πηγαίνει να τον επισκεφθεί. Απέναντί της, στέκεται ένας νεαρός άνδρας είκοσι δύο χρόνων, με εκφυλισμένη όψη, πελιδνή επιδερμίδα, βλοσυρό μάτι. Ο Ιβάν, ο οποίος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας σε ηλικία δύο μηνών και εκθρονίστηκε από την Ελισάβετ λιγότερο από δύο χρόνια μετά, είναι άμεσος απόγονος του Ιβάν Ε' του Ηλίθιου, μεγαλύτερου αδελφού του Πέτρου του Μεγάλου. Τα δικαιώματά του στο θρόνο είναι αδιαμφισβήτητα. Ωστόσο, από τα έξι του χρόνια, έχει γνωρίσει μονάχα τους γυμνούς τοίχους ενός κελιού. Πού είναι οι γονείς του; Πού ακριβώς βρίσκονται; Ο Ιβάν δεν έχει ιδέα. Αγνοεί ότι η μητέρα του είναι νεκρή εδώ και δεκάξι χρόνια και ο πατέρας του έγκλειστος σ' ένα άλλο φρούριο71. Για τους φύλακές του, ο Ιβάν είναι ο φυλακισμένος χωρίς όνομα, ή ο «φυλακισμένος υπ' αρ. 1». Ξυπόλυτος, με μια ναυτική στολή λιγδιασμένη και σκισμένη, περπατάει γύρω γύρω στο μπουντρούμι με τα ασπρισμένα τζάμια και τα σιδερόφραχτα παράθυρα, φωνάζοντας πού και πού ότι προορισμός του είναι να βασιλεύσει. Η ευφυΐα του, που δεν δέχεται εξωτερικά ερεθίσματα, έχει σιγά σιγά ατροφήσει. Μιλάει με κόπο. Μπροστά στην Αικατερίνη, που τον εξετάζει με μάτι ψυχρό, επαναλαμβάνει τραυλίζοντας τις παράλογες αξιώσεις του. Εκείνη φεύγει ύστερα από μερικά λεπτά. «Εκτός από ένα σχεδόν ακατανόητο ψέλλισμα που έβγαινε με δυσκολία, στερούνταν κάθε νόησης και ανθρώπινης αντίληψης», θα πει. Τούτη η κατηγορηματική κρίση την απαλλάσσει από συγκινήσεις, όχι όμως και από ανησυχίες. Και ο Πέτρος Γ' είχε άλλοτε μια συνάντηση με τον Ιβάν ΣΤ', και τον είχε επίσης βρει διανοητικά καθυστερημένο. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν αποτελεί λόγο για να παραβλέψει κανείς την απειλή την οποία ενσαρκώνει τούτος ο επίδοξος άνακτας, ο εγκάθειρκτος στο έρεβος. Για τον κόσμο, είναι ένας πολυθρύλητος πρίγκιπας, ενάρετος και άτυχος. Του έχουν δώσει μάλιστα το τρυφερό παρατσούκλι «Ιβάνουσκα». Ο ρωσικός λαός αγαπούσε ανέκαθεν τους «πτωχούς τω πνεύματι», που ο αγαθός τους χαρακτήρας, η μιζέρια και η απλοϊκότητά τους φέρνουν σε άμεση επικοινωνία με το Θεό. Θα αρκούσε ίσως ένας σπινθήρας ώστε ο «Ιβάνουσκα», μέσα στο δεσμωτήριό του, να αποδειχτεί ισχυρότερος από την Αικατερίνη μέσα στο παλάτι της. Οι ξένες Αυλές συνειδητοποιούν το γεγονός. Δύο μήνες μετά την ενθρόνιση της Αικατερίνης, ο Λουδοβίκος ΙΕ' γράφει στο βαρόνο ντε Μπρετέιγ: «Η τύχη του πρίγκιπα Ιβάν πρέπει να συμπεριληφθεί στις έρευνές σας. Το ότι ζει είναι ήδη πολύ. Δεν ξέρω αν μπορείτε, με πολλή επιδεξιότητα και περίσκεψη, να καλλιεργήσετε σχέσεις μαζί του, αν —υπό την προϋπόθεση βέβαια πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό— οι σχέσεις αυτές δεν θα περιέκλειαν κινδύνους, τόσο για σας όσο και για κείνον. Επικρατεί η πεποίθηση ότι έχει οπαδούς∙ προσπαθήστε, χωρίς να δημιουργήσετε υποψίες, να ερευνήσετε το θέμα». Προνοητική, η αυτοκράτειρα διατάζει να ενισχυθεί η επαγρύπνηση γύρω από το «φυλακισμένο υπ' αρ. 1» και, αν αρρωστήσει, να μην του στείλουν γιατρό (παρά μόνο έναν εξομολογητή). Εξάλλου, αν κάποιος προσπαθήσει να πλησιάσει τον «υπ' αρ. 1» χωρίς ρητή εντολή της τσαρίνας, οι φύλακες θα πρέπει «να σκοτώσουν το φυλακισμένο και να μην επιτρέψουν σε κανένα να τον απαγάγει ζωντανό». Τούτη η οδηγία είχε δοθεί από την αυτοκράτειρα Ελισάβετ και είχε ανανεωθεί από τον Πέτρο Γ'. Πολύ σύντομα, η Αικατερίνη διαπιστώνει πως οι επιφυλάξεις της ως προς τον «Ιβάνουσκα» ήταν δικαιολογημένες. Τον Οκτώβριο του 1762, την επαύριο των εορτασμών στη Μόσχα,
ενώ εξακολουθεί να υπερηφανεύεται για την ομόψυχη αφοσίωση του στρατού προς το πρόσωπό της, πληροφορείται ότι εβδομήντα αξιωματικοί των συνταγμάτων της φρουράς έχουν εξυφάνει συνωμοσία για την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του Ιβάν ΣΤ' στο θρόνο. Υποκινητές είναι κάποιος Πέτρος Χρουτσέφ και οι τρεις αδερφοί Γκουριέφ: ο Σίμων, ο Ιβάν και ο Πέτρος. Η ανάκριση αποκαλύπτει ότι διακήρυξαν μπροστά στους συντρόφους τους τη νομιμότητα του Ιβάν ΣΤ' υποστηρίζοντας ότι, τέλος πάντων, αντ' αυτού, έπρεπε να στεφθεί αυτοκράτορας ο Παύλος και όχι η μητέρα του. Η Αικατερίνη διατάσσει να συνταχθεί ο σχετικός φάκελος με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα, απαγορεύει να βασανιστούν οι συνωμότες, για να τους αποσπάσουν περισσότερες πληροφορίες, και περιορίζει την ποινή τους στην εξορία των ενόχων σε μακρινές φρουρές. Ο Πανίν της υποδεικνύει ότι μια τέτοια επιείκεια, αντί να έχει αποτέλεσμα την ευγνωμοσύνη των πιθανών συνεργών, μπορεί να τους ενθαρρύνει σε περαιτέρω δράση και ότι το μεγαλείο της ψυχής της θέτει σε κίνδυνο την ίδια της τη ζωή. Εκείνη απαντάει γελώντας ότι εμπιστεύεται το άστρο της. Ύστερα, αφού απαιτήσει την απομάκρυνση της προσωπικής της φρουράς, διασχίζει μόνη της, με κάθε προκλητικότητα και μέσα σε ανοιχτή άμαξα, τους πιο πολυσύχναστους δρόμους της Μόσχας. Οι ζητωκραυγές του κόσμου την ενισχύουν. Το πλήθος όμως είναι τόσο ευμετάβλητο! Αυτοί που σε λατρεύουν σήμερα θα σε καταριούνται αύριο, δίχως να μπορείς να καταλάβεις για ποιο λόγο άλλαξαν παράταξη. Εξάλλου, πριν καλά καλά προλάβει να ξεμπερδέψει μ' αυτή την παράλογη ιστορία, η αστυνομία ανακαλύπτει και άλλη συνωμοσία. Τούτη τη φορά, δεν γεννάται θέμα για τον Ιβάν ΣΤ' αλλά για τον Γρηγόρη Ορλώφ. Οι φήμες ενός ενδεχόμενου γάμου της τσαρίνας με τον ευνοούμενό της —φήμες που έχουν διαδοθεί στο στρατό— εξωθούν έναν αξιωματικό νέο και ευγενή, ονόματι Χίτροβο, και μερικούς φίλους του σε απόπειρα δολοφονίας των αδελφών Ορλώφ προκειμένου να βάλουν τέλος στις φιλόδοξες βλέψεις τους. Ταραχές ξεσπούν στη Μόσχα. Το πορτραίτο της αυτοκράτειρας, αναρτημένο σε μια αψίδα θριάμβου, κατεβαίνει βίαια μέρα μεσημέρι. Μεταξύ των συνωμοτών βρίσκονται και μερικοί από κείνους που συνέβαλαν στο πραξικόπημα της Αικατερίνης. Οι χθεσινοί της φίλοι, οι πιο σίγουροι σύμμαχοί της! Κατά την ανάκριση, ο Χίτροβο υποστηρίζει ότι το σχέδιο γάμου το οποίο πληροφορήθηκε του φάνηκε προσβλητικό για την αυτοκρατορία και αποπειράθηκε να εξοντώσει τον Γρηγόρη και τον Αλέξη Ορλώφ μόνο και μόνο για να προστατεύσει την Αυτής Μεγαλειότητα από τον ίδιο της τον εαυτό. Για μια ακόμη φορά, η Αικατερίνη διατάσσει να κλείσουν την υπόθεση. Ο Χίτροβο εξορίζεται απλώς στα κτήματά του στην περιοχή του Ορέλ. Υπό τους ήχους των τυμπάνων, κοινοποιούν στους δρόμους της Μόσχας ένα ουκάζιο δια του οποίου απαγορεύεται στους κατοίκους «να ασχολούνται με πράγματα που δεν τους αφορούν». Σχεδόν ταυτόχρονα, η Αικατερίνη έχει να αντιμετωπίσει και τη δυσαρέσκεια της Εκκλησίας. Κατά την ενθρόνισή της, θέλησε να κερδίσει την εύνοια του κλήρου σταματώντας τη δήμευση της περιουσίας την οποία είχε διατάξει ο Πέτρος Γ'. Ωστόσο, στη διάρκεια του χειμώνα του 1762‐1763, διαπιστώνει ότι οι δουλοπάροικοι που ανήκαν σε ανθρώπους της Εκκλησίας, αρνούνται να μπουν ξανά στην κυριότητα εκείνων των σκληρών και αδιάλλακτων αφεντάδων. Για να αποφύγει τούτες τις σοβαρές αναταραχές, όπως επίσης και για να ενισχύσει το Θησαυροφυλάκιο, αποσύρει την υπόσχεση που είχε δώσει και αναθέτει οριστικά στο Συμβούλιο Οικονομικών του Κράτους τη διαχείριση των εκκλησιαστικών κτημάτων. Σύσσωμος ο κλήρος, μόλο που έχει προσβληθεί, σκύβει το κεφάλι. Στο Ροστόβ όμως, ο αρχιεπίσκοπος Αρσένιος Ματσίεβιτς ορθώνει έξαλλος το ανάστημά του για να υπερασπιστεί τα ιερά δικαιώματα της Εκκλησίας. Αφορίζει «όσους σηκώνουν χέρι στους ναούς και στους τόπους της λατρείας, όσους επιθυμούν να σφετεριστούν την περιουσία που παραχωρήθηκε άλλοτε στην Εκκλησία από τα τέκνα του Θεού και από τους ευσεβείς
μονάρχες». Αυτή η κίνηση στρέφεται άμεσα κατά της Αικατερίνης. Πληροφορούμενη ότι ο αρχιεπίσκοπος καλεί το λαό σε εξέγερση κατά της «ξενόφερτης» και αναφέρεται στον «εξαίρετο μάρτυρα» Ιβάν ΣΤ', η τσαρίνα διατάσσει τη σύλληψή του και τη μεταφορά του στη Μόσχα. Πρόκειται για μια θρασεία ενέργεια, μια που ο αρχιεπίσκοπος είναι μια υψηλή προσωπικότητα της αυτοκρατορίας. Μόλις τον φέρνουν μπροστά στην αυτοκράτειρα, πλάι στην οποία στέκονται ο Γρηγόρης Ορλώφ, ο Γενικός Επίτροπος Γκλέμπωφ και ο αρχηγός της αστυνομίας Σεσκόφσκι, ο Αρσένιος ξεσπάει σε βρισιές και βιβλικές κατάρες. Τέτοια ήταν η βιαιότητα των λόγων του που, όπως είπαν, η Αικατερίνη έκλεινε τ' αυτιά της για να μην τον ακούει. Έντρομοι, οι δικαστές δεν τολμούν να καταδικάσουν τούτο τον προφήτη με τη μαύρη γενειάδα και το μάτι που εκτοξεύει αστραπές. Ο Θεός, σκέφτονται, δεν θα τους συγχωρήσει την ετυμηγορία τους εναντίον ενός από τους πιο εύγλωττους δούλους του. Ζητούν από τον Μπεστούζεφ να παρέμβει στην Αυτής Μεγαλειότητα και να την προδιαθέσει για επιείκεια. Εκείνη όμως αρνείται. Αν υποχωρούσε τη συγκεκριμένη στιγμή, κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η αυτοκράτειρα, κοσμικός αρχηγός της ορθόδοξης Εκκλησίας, υποκλίνεται σ' έναν από τους ιεράρχες της. Και ενώ ο Μπεστούζεφ επιμένει, του απαντάει: «Διάβολε! Είστε κουρασμένος! Πηγαίνετε στο κρεβάτι σας και καλόν ύπνο!». Επηρεασμένη από τη σταθερότητα της άνασσας, η Ιερά Σύνοδος παραπέμπει τον αρχιεπίσκοπο στον αστικό νόμο. Ο Αρσένιος Ματσίεβιτς καταδικάζεται σε καθαίρεση και κλείνεται σε μοναστήρι όπου, ύστερα από ρητή εντολή, θα υποβληθεί στις σκληρότερες εργασίες, όπως να κουβαλάει νερό και να κόβει ξύλα72. Όσο για την αυτοκράτειρα, οι πρώτες αυτές θύελλες τη σκληραγώγησαν. Όσο περισσότερο αμφισβητείται τόσο πιο αδιαμφισβήτηση αισθάνεται. Θα 'λεγες πως αντλεί τη νομιμότητά της από τα ίδια τα εμπόδια τα οποία υπερνικά. Από μέρα σε μέρα, ριζώνει όλο και περισσότερο στη ρώσικη γη. Διαλέγει, από κείνη την εποχή, τον χαρακτηριστικό τρόπο της διακυβέρνησής της: ένα κράμα χάρης και σκληρότητας, γενναιοδωρίας και δυσπιστίας. «Είναι αξιοπαρατήρητες οι κοπιαστικές φροντίδες της αυτοκράτειρας για να είναι αρεστή σε όλους τους υπηκόους της, οι ελευθερίες ενός μεγάλου αριθμού απ' αυτούς και η πιεστική φορτικότητα με την οποία της συμπεριφέρονται και της μιλούν για τα θέματα και τις ιδέες τους», γράφει ο βαρόνος ντε Μπρετέιγ στις 9 Ιανουαρίου 1763. «Εγώ προσωπικά, γνωρίζοντας το χαρακτήρα τούτης της πριγκίπισσας και βλέποντάς τη να τα χειρίζεται όλα αυτά με απαράμιλλη γλυκύτητα και χάρη, μπορώ να φανταστώ πόσο της κοστίζουν τούτες οι προσπάθειες και πόσο υποχρεωμένη πρέπει να νιώθει για να υποβάλλεται σ' αυτές». Και ένα μήνα αργότερα: «Εκείνη (η Αικατερίνη) μου είπε ότι αφότου πάτησε τη γη της Ρωσίας, κύριο μέλημά της ήταν να βασιλεύει μόνη... Μου ομολόγησε ότι, παρ' όλα αυτά, δεν ήταν διόλου ευτυχισμένη, ότι έπρεπε να ηγηθεί ανθρώπων που δεν τους ικανοποιούσε τίποτα, ότι, μόλο που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κάνει ευτυχισμένους τους υπηκόους της, αντιλαμβανόταν ότι θα τους χρειάζονταν πολλά χρόνια για να τη συνηθίσουν. Ποτέ άλλη Αυλή δεν κατασπαράχτηκε από τόσες διαιρέσεις». Και ακόμη, στις 19 Μαρτίου: «Ο φόβος της αυτοκράτειρας μήπως χάσει αυτό που είχε την τόλμη να πάρει είναι τόσο εμφανής στην καθημερινή της συμπεριφορά, ώστε όλα τα πρόσωπα που διαθέτουν κάποια σπουδαιότητα νιώθουν ισχυρά απέναντί της. Η υπεροψία και η περηφάνια της δεν γίνονται πλέον αισθητές παρά μόνο στα εξωτερικά ζητήματα». Με την πάροδο του χρόνου, η Αικατερίνη έχει λίγο παχύνει. Αν και το ανάστημά της είναι χαμηλότερο του μετρίου, κρατάει τόσο καμαρωτό το κεφάλι που μερικοί τη βρίσκουν ψηλή. Ένας Άγγλος παρατηρητής, ο Ρίτσαρντσον, τη σκιαγραφεί ως εξής: «Η αυτοκράτειρα της Ρωσίας έχει ανάστημα υψηλότερο του μετρίου (;), καλές αναλογίες και χάρη, αλλά και μια τάση προς την παχυσαρκία. Μόλο που η επιδερμίδα της είναι ωραία, προσπαθεί να την κάνει ακόμα ωραιότερη βάζοντας κοκκινάδι, όπως όλες οι
γυναίκες σ' εκείνη τη χώρα. Το στόμα της είναι καλογραμμένο, με ωραία δόντια∙ τα γαλάζια μάτια της έχουν έκφραση ερευνητική... Τα χαρακτηριστικά της είναι, σε γενικές γραμμές, κανονικά και τερπνά στη θέα. Τέτοια είναι η όλη της εμφάνιση, ώστε θα θεωρούνταν ύβρις να την αποκαλέσεις ανδροπρεπή. Ωστόσο, δεν θα ήταν απόλυτα σωστό να πει κανείς ότι ήταν και εξ ολοκλήρου θηλυκή...»73. Όσο για τον Φαβιέ, το Γάλλο γραμματέα της, την περιγράφει με τα ακόλουθα λόγια: «Δεν μπορεί να πει κανείς ότι πρόκειται για καλλονή∙ η σιλουέτα της είναι ψηλόλιγνη αλλά διόλου εύκαμπτη, το παράστημά της αριστοκρατικό, το βάδισμά της προσποιητό και ελάχιστα χαριτωμένο, το στέρνο της στενό, το πρόσωπό της —και προπαντός το σαγόνι— μακρύ, ένα διαρκές χαμόγελο πλανιέται στα χείλη της, το στόμα της είναι χωμένο μέσα, η μύτη της ελαφρώς αετίσια, τα μάτια της μικρά... όμορφη μάλλον παρά άσχημη, δίχως όμως να εμπνέει πάθη»74. Μόλο που δεν επισκιάζει τις γυναίκες της Αυλής με την ομορφιά της, η Αικατερίνη τους επιβάλλεται άνετα με το εύρος της παιδείας και τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις της. Ο νέος πρεσβευτής της Αγγλίας λόρδος Μπάκιγχαμ επιβεβαιώνει ότι, στο πεδίο των ιδεών, ένα χάος τη χωρίζει από τους συμπατριώτες της. «Σύμφωνα με όλες τις παρατηρήσεις μου», γράφει σε μια αναφορά του προς την Αυλή του Αγίου Ιακώβου, «η αυτοκράτειρα, με τα ταλέντα, τη μόρφωση και την επιμέλειά της, είναι κατά πολύ ανώτερη όλων σ' αυτή τη χώρα». Η ανταμοιβή της Αικατερίνης, όταν θέλει να ξεφύγει από τα επίσημα έγγραφα, είναι η συναναστροφή της με διακεκριμένους ξένους. Κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι, αν θέλει η δόξα της να ξεπεράσει τα σύνορα της Ρωσίας, καλό θα ήταν ν' αναζητήσει ανθρώπους που θα κάνουν προπαγάνδα για λογαριασμό της στους κύκλους των Ευρωπαίων διανοουμένων. Έτσι, εννέα ημέρες μετά το πραξικόπημα, καλεί τον Ντιντερό στην Αγία Πετρούπολη προκειμένου να συνεχίσει την εκτύπωση της Εγκυκλοπαιδείας, της οποίας η έκδοση έχει μόλις απαγορευτεί στη Γαλλία, ενώ οι επτά πρώτοι τόμοι έχουν ήδη κυκλοφορήσει με επιτυχία. Παρά την επιμονή του πρεσβευτή της Ρωσίας Γκολίτσιν και του κόμη Σουβάλωφ, ο Ντιντερό αρνείται, με το πρόσχημα ότι οι επόμενοι τόμοι θα δημοσιευτούν στο Νεσατέλ. Στην πραγματικότητα, δεν έχει καμία διάθεση να προσφέρει την προσωπικότητά του και το έργο του στα καπρίτσια μιας άνασσας εγκατεστημένης στο θρόνο εδώ και λίγο χρονικό διάστημα και κατά τρόπο τόσο ύποπτο. Επίσης ο ντ' Αλαμπέρ —στον οποίο η Αικατερίνη παρέχει μια απολαβή της τάξεως των είκοσι χιλιάδων ρουβλίων, ένα παλάτι και το βαθμό του πρεσβευτή αν έρθει στη Ρωσία για να συνεχίσει τις εγκυκλοπαιδικές του εργασίες και να διδάξει τις θετικές επιστήμες, τη φιλολογία και τη φιλοσοφία στον μεγάλο δούκα Παύλο— αποποιείται την πρόταση με σεβασμό. Την πραγματική αιτία της επιφύλαξής του την εμπιστεύεται στον Βολταίρο σ' ένα γράμμα του. Κάνοντας υπαινιγμό στο μανιφέστο που απέδωσε το θάνατο του Πέτρου Γ' σ' έναν κολικό οφειλόμενο σε αιμορροΐδες, γράφει: «Έχω υπερβολική ευπάθεια στις αιμορροΐδες∙ είναι κάτι πολύ σοβαρό σ' εκείνη τη χώρα (στη Ρωσία), κι εγώ θέλω να είμαι απόλυτα ασφαλής όταν πονάει ο πισινός μου». Απογοητευμένη απ' αυτή τη διπλή άρνηση, η Αικατερίνη δέχεται με περισσότερη ακόμα ευγένεια έναν κάποιο κ. Πικτέ, ο οποίος έρχεται από τη Γενεύη εκ μέρους του Βολταίρου. Ο γέροντας φιλόσοφος από το Φερνέ είναι ο «πνευματικός καθοδηγητής» της Αικατερίνης. Έχει δημοσιεύσει, μόλις πριν από το πραξικόπημα, τους δύο πρώτους τόμους του έργου του Ιστορία της Ρωσίας, που αποτελούν φόρο τιμής προς τη μεγαλοφυΐα του Πέτρου του Μεγάλου. Άλλωστε, λέγεται πως ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το ντεμπούτο στην πολιτική σκηνή τούτης της αυτοκράτειρας η οποία προστατεύει τις τέχνες και θέλει να τυπώσει την Εγκυπλοπαιδεία στις χώρες της. Όταν ο κ. Πικτέ, ένας άνθρωπος με παράστημα γίγαντα, δίνει στην Αικατερίνη ένα ποίημα του Βολταίρου αφιερωμένο σ' αυτήν, εκείνη δύσκολα
κρύβει τη συγκίνησή της. Είναι δυνατόν το χέρι του μεγαλύτερου συγγραφέα όλων των εποχών να έχει αγγίξει τούτο το χαρτί, να έχει χαράξει αυτές τις κανονικές γραμμές; Το διαβάζει, με την καρδιά της να ξεχειλίζει από ευτυχία: Θεέ, που τα μάτια και τ' αυτιά μου παίρνεις, Δώσ' τα μου πίσω, φεύγω τώρα δα! Ευτυχισμένος όποιος βλέπει τα λαμπρά θαύματα που σπέρνεις, Ω Αικατερίνη! Ευτυχισμένος όποιος τα λόγια σου γροικά! Να σαγηνεύεις και να κυβερνάς, γι' αυτά τα δυο είσαι πλασμένη∙ Αλλά το πρώτο πιότερο με συγκινεί. Ο νους σου, μέσα στο σοφό την έκπληξη κινεί, Που βλέποντάς σε θα 'παυε σοφός να μένει. Μόλις φεύγει ο Πικτέ, η Αικατερίνη παίρνει την πένα για ν' απαντήσει: «Εγκατέλειψα ένα σωρό αιτήσεις, καθυστέρησα την τύχη πολλών ανθρώπων, τόση ήταν η απληστία μου για να διαβάσω την ωδή σας. Και δεν το μετάνιωσα. Δεν υπάρχει κανένας καζουιστής στην Αυτοκρατορία μου, πράγμα που μέχρι τώρα δεν με είχε στενοχωρήσει. Ωστόσο, συνειδητοποιώντας την ανάγκη να επανέλθω στα καθήκοντά μου, θεώρησα ότι δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος γι' αυτό από το να ενδώσω στο στρόβιλο που με παρασέρνει και να πάρω την πένα για να παρακαλέσω με όλη την απαιτούμενη σοβαρότητα τον κύριο Βολταίρο να μη με επαινεί πριν αποδείξω ότι το αξίζω. Αυτό εξυπηρετεί τόσο τη δική του φήμη όσο και τη δική μου. Θα μου πει ότι από μένα και μόνο εξαρτάται να καταστώ αντάξια τούτων των στίχων∙ αλήθεια όμως, μέσα στην απεραντοσύνη της Ρωσίας, ένας χρόνος δεν είναι παρά μια μέρα, όπως οι χίλιοι μπροστά στο Θεό. Αυτή είναι η απολογία μου επειδή δεν έπραξα ακόμη το καλό που όφειλα να είχα πράξει... Λυπάμαι σήμερα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, που δεν γράφω στίχους∙ έχω τη δυνατότητα ν' απαντήσω στους δικούς σας μονάχα με πρόζα∙ ωστόσο, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως, από το 1746 που διαθέτω το χρόνο μου όπως εγώ θέλω, αισθάνομαι απέναντί σας τη μεγαλύτερη υποχρέωση. Παλιότερα, διάβαζα μονάχα μυθιστορήματα∙ κατά τύχη μου έπεσαν στα χέρια τα έργα σας∙ από τότε δεν έπαψα να τα διαβάζω και θα δεχόμουν να γίνω αναγνώστρια μονάχα βιβλίων εξίσου καλογραμμένων και εποικοδομητικών. Πού να τα βρω όμως;»75. Αυτό το γράμμα ανοίγει το δρόμο σε μια αλληλογραφία που θα διαρκέσει δεκαπέντε χρόνια, μέχρι το θάνατο του Βολταίρου. Από την αρχή τούτου του παιχνιδιού, η Αικατερίνη συνειδητοποιεί ότι βρήκε στο πρόσωπό του τον ιδεώδη βάρδο των αρετών της. Μέσα σε λίγους μήνες, θα γίνει γι' αυτόν «η Απαράμιλλη», «το πιο λαμπρό Άστρο του Βορρά», «η Άνασσα της καρδιάς του». Θα αναλάβει να σχολιάζει με πομπώδεις λέξεις ακόμα και τις πιο αμφισβητήσιμες αποφάσεις της. Θα της επιβεβαιώσει ότι οι στίχοι και η πρόζα της «δεν θα ξεπεραστούν ποτέ», ότι είναι «αικατερίνειος», ότι θα μείνει μέχρι τέλους «αικατερίνειος», ότι αποθέτει στα πόδια της «τη λατρεία και την ειδωλολατρία του», ότι πρέπει να τον θεωρεί ως «το γέροντα Ελβετό», «το γερο‐μοναχικό κατά το ήμισυ Γάλλο και κατά το ήμισυ Ελβετό», «το γέροντα των Άλπεων», «το γερο‐Ρώσο του Φερνέ». Χάρη σ' αυτόν, η Αικατερίνη διαθέτει στην καρδιά της Ευρώπης ένα διαφημιστικό πρακτορείο του οποίου τα εφευρήματα και τα εφέ πετούν από σαλόνι σε σαλόνι. Με κάθε ειλικρίνεια, θα ήθελε να είναι αντάξια των επαίνων που της αποδίδει. Να κυβερνάει σταθερά, ακολουθώντας φιλελεύθερες ιδέες. Είναι δυνατόν άραγε; Εγκαταλείπει
τη Μόσχα, τον Ιούνιο του 1763, κοχλάζοντας από σχέδια. Μέσα στην άμαξα, μελετάει μαζί με τον Ιβάν Μπέτσκι, πρόεδρο της Επιτροπής Κήπων και Κτιρίων, τα σχέδια ενός ασύλου για έκθετα παιδιά, μιας σχολής για μαίες, ενός ιδρύματος για την υγιεινή του λαού και ενός μορφωτικού ινστιτούτου για νεαρά κορίτσια ευγενούς καταγωγής. Όταν ο συνομιλητής της εκφράζει την ανησυχία του για τα έξοδα, τον αποστομώνει λέγοντας ότι θα κάνουν οικονομία σε άλλους τομείς. Ύστερα από μερικούς μήνες, τίθεται ο θεμέλιος λίθος του ασύλου για έκθετα παιδιά, αρχίζουν να υψώνονται οι τοίχοι της σχολής για μαίες, μπαίνουν οι βάσεις του ινστιτούτου για τα νεαρά κορίτσια ευγενούς καταγωγής, που θα γίνει το περίφημο Ινστιτούτο Σμόλνυ. Ταυτόχρονα, η Αικατερίνη καλεί Γερμανούς εποίκους για να καλλιεργούν τα εύφορα εδάφη της Ουκρανίας και της περιοχής του Βόλγα. Τους απαλλάσσει από τη στρατιωτική θητεία, τους παραχωρεί, για δέκα χρόνια, άτοκα κεφάλαια για την εγκατάστασή τους, τους απαλλάσσει από τους φόρους για τριάντα χρόνια και εγγυάται για την απρόσκοπτη άσκηση του τυπικού μέρους της θρησκείας τους. Κατά τη γνώμη της, η παρουσία στο ρωσικό έδαφος τούτων των παροικιών από ξένους εργάτες, έντιμους, λιτούς και δραστήριους, θα αποτελέσει παράδειγμα για το μουζίκο ώστε να βελτιώσει κι αυτός τις μεθόδους εκμετάλλευσης και τον τρόπο ζωής του. Έτσι θα ξεχαστούν, αφ' ενός, η δύναμη της αδράνειας ενός λαού με βαθιά ριζωμένες συνήθειες, και αφ' ετέρου, το καθεστώς της υποτέλειας του δουλοπάροικου σε σχέση προς τον αφέντη. Ωστόσο, αντί ο Ρώσος χωρικός να θαυμάζει τον Γερμανό αντίστοιχό του, στην πραγματικότητα θα τον ζηλέψει ή θα τον μισήσει. Η Αικατερίνη καλεί ακόμη στη Ρωσία γιατρούς, οδοντιάτρους, αρχιτέκτονες, μηχανικούς, τεχνίτες απ' όλα τα μέρη της Ευρώπης. Καταργεί τον επεμβατισμό του Κράτους στο εμπόριο. Σε οποιονδήποτε θέλει να κάνει εξαγωγές κατραμιού, λιναρόσπορου, κεριού, στέατος, σιδήρου, κάνναβης, χαβιαριού ή ποτάσας, η Διοίκηση παρέχει κίνητρα. Οι έμποροι διατάσσονται να συγκεντρωθούν σε σωματεία προκειμένου να αγωνιστούν ενάντια στην έλλειψη τάξης και τη στασιμότητα του εμπορίου, και να προωθήσουν το επιχειρηματικό πνεύμα. Καθιερώνεται μια Επιτροπή Οικονομικών για να επαγρυπνεί στην ανάτηξη των πολυάριθμων νομισμάτων που κυκλοφορούν στην αυτοκρατορία∙ μια άλλη επιτροπή μελετάει τους τρόπους θεραπείας της διαφθοράς στις δημόσιες υποθέσεις∙ τέλος, μια τρίτη επιτροπή ασχολείται με τον ανασχηματισμό του στρατού, με τη δημιουργία οπλοστασίων και στρατώνων, όπως και με τη διάνοιξη στρατιωτικών δρόμων. Η Αικατερίνη παρίσταται αυτοπροσώπως στις περισσότερες συνεδριάσεις, παίρνει το λόγο, εκδηλώνει ανυπομονησία, ωθεί τους συμβούλους της να επισπεύσουν τις εργασίες τους. Έχει τόσα να κάνει, και ο χρόνος της είναι τόσο μετρημένος, η Ρωσία τόσο αχανής! Ενώ αναδιοργανώνει το εσωτερικό της χώρας, δεν παύει παράλληλα να παρακολουθεί και τις δίνες του δυτικού κόσμου. Στην Πολωνία, η ζωή του Αυγούστου Γ' κρέμεται πλέον από μια κλωστή. Ο Στανισλάς Πονιατόφσκι περιμένει με ευπείθεια από τα παρασκήνια τις αποφάσεις της αυτοκράτειράς «του». Προληπτικά, μαζεύει τριάντα χιλιάδες στρατιώτες στα πολωνικά σύνορα. Άλλες πενήντα χιλιάδες μένουν σε επιφυλακή. Ποια θα είναι όμως η στάση του Βερολίνου και της Βιέννης; Των Βερσαλλιών; Του Λονδίνου; Συνειδητοποιεί ότι παίζει σκληρό παιχνίδι ενάντια σε εχθρούς που κρατούν τα χαρτιά τους κλειστά. Η Πολωνία είναι μια χώρα χαοτική, πρωτόγονη, κυριαρχούμενη από μια περήφανη τάξη ευγενών. Κάποιες οικογένειες μεγιστάνων άρχουν σε ένα σύνολο χωρικών, ελεύθερων μεν κατά το Νόμο, αλλά στην πραγματικότητα τόσο άθλιων που μοιάζουν με κοινότητα σκλάβων. Η καθολική Εκκλησία ακτινοβολεί. Τούτος ο ιδιότυπος λαός κυβερνάται από μια Δίαιτα η οποία εκλέγει ένα βασιλιά. Η Δίαιτα διαθέτει liberum veto, ενώ μία και μόνη αρνητική ψήφος μπορεί να ακυρώσει κάθε απόφαση. Ωστόσο, αν ένα κόμμα που έχει ηττηθεί στην ψηφοφορία επιθυμεί να επιβάλει τη θέλησή του, σχηματίζει με τις ιδιωτικές στρατιωτικές φρουρές των μελών του μια «Συνομοσπονδία»∙ αυτή, εφόσον είναι αρκετά ισχυρή, τελικά θριαμβεύει ως προς τα νομίμως αντιπολιτευόμενα κόμματα. Έτσι, η αντιζηλία μεταξύ των μεγάλων πολωνικών οικογενειών συντηρεί μέσα στη χώρα ένα κλίμα αναρχίας που η
Αικατερίνη το θεωρεί «πρόσφορο». Ο Φρειδερίκος Β' της έχει πρόσφατα καταστήσει γνωστό ότι την αφήνει ελεύθερη να υποστηρίξει τον δικό της υποψήφιο για το θρόνο της Πολωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η παρέμβαση στις υποθέσεις ενός γειτονικού Κράτους δεν θα προκαλέσει έναν καινούργιο πόλεμο. Του αποκρίνεται: «Θα ανακηρύξω ένα βασιλιά όσο γίνεται πιο αθόρυβα». Και συνεχίζει μυστικά να εξαγοράζει συμμαχίες και συνειδήσεις μεταξύ των ισχυρότερων πολωνικών οικογενειών. Κάποιο βράδυ, ενώ κουβεντιάζει με την άνεσή της ανάμεσα σ' έναν κύκλο οικείων, την πλησιάζει ο Γρηγόρης Ορλώφ και της ψιθυρίζει στ' αυτί μια είδηση που τη συγκλονίζει. Έχει μόλις φτάσει ένας ταχυδρόμος: Ο βασιλιάς της Πολωνίας πέθανε στη Δρέσδη. Διώχνει τους καλεσμένους της και κλείνεται στο γραφείο της για να σκεφτεί. Μέσα στη νύχτα, δέχεται κι ένα δεύτερο ταχυδρόμο: Γεμάτος ανησυχία, ο Φρειδερίκος Β' ρωτάει από το Βερολίνο την αυτοκράτειρα τι σκοπεύει να κάνει. Φυσικά, να προωθήσει τον Στανισλάς Πονιατόφσκι! Ερωτευμένος με την Αικατερίνη, θα είναι ένας ευπειθής ηγεμόνας. Αρκεί η Γαλλία και η Αυστρία να μην παρέμβουν στρατιωτικά! Η Αικατερίνη περιμένει πυρετωδώς την αντίδραση του αντίθετου στρατοπέδου. Παρά τις αναφορές του Μπρετέιγ για την «ξέφρενη φιλοδοξία» της αυτοκράτειρας, οι Βερσαλλίες διστάζουν. Αλλά και η Βιέννη δείχνει να έχει πτοηθεί μπροστά στα συγκεντρωμένα ρωσικά στρατεύματα. Πολύ γρήγορα, η Αικατερίνη αντιλαμβάνεται ότι έχει ξεγελάσει τους εχθρούς της προσποιούμενη ακραία αποφασιστικότητα. Τέλεια. Χωρίς να χάσει καιρό, μαζεύει τις μίζες από την πράσινη τσόχα. Στις 26 Αυγούστου 1764, ο Στανισλάς Πονιατόφσκι εκλέγεται από την πολωνική Δίαιτα βασιλιάς της Πολωνίας με το όνομα Στανισλάς‐Αύγουστος. Ευθύς εξαρχής πρέπει να εγκρίνει μια πολωνο‐ρωσική συμμαχία ενάντια στην Τουρκία, μια επανόρθωση των συνόρων υπέρ της Ρωσίας και την αποδοχή των ορθόδοξων χριστιανών σε όλα τα δημόσια αξιώματα. Η ανεξαρτησία τούτου του περήφανου έθνους ανήκει πλέον στο παρελθόν. Δεμένη στη Ρωσία, η Πολωνία είναι έτοιμη για τη διανομή. Πρώτη διεθνής επιτυχία της Αικατερίνης. Ενώ διασχίζει την Κουρλάνδη και η «πολωνική της νίκη» της φαίνεται ακόμη αβέβαιη, πληροφορείται το βράδυ μιας ημέρας εορτασμών στη Ρίγα μια άλλη είδηση∙ μια είδηση τόσο σοβαρή που θα την αφήσει άγρυπνη για ένα μεγάλο μέρος της νύχτας. Την επομένη, αποφεύγει να εμφανιστεί δημόσια, ακυρώνει τις τελευταίες διασκεδάσεις και επισπεύδει την αναχώρησή της. Φτάνοντας στο Τσάρσκογε Σέλο, καλεί τον Πανίν και του ζητάει να την κατατοπίσει. Είναι δυνατόν να δολοφονήθηκε ο Ιβάν ΣΤ'. Τι συνέβη ακριβώς στο Σλύσελμπουργκ; Ποιος είναι αυτός ο Βασίλειος Μίροβιτς, για τον οποίο δεν άκουσε ποτέ να γίνεται λόγος; Ο Πανίν την ενημερώνει με τα πρώτα στοιχεία της έρευνας. Σύμφωνα με αυτές τις μαρτυρίες, ο Βασίλειος Μίροβιτς είναι ένας εικοσιτετράχρονος υπολοχαγός, άπορος, φιλόδοξος, χαρτοπαίχτης, φανφαρόνος, καταχρεωμένος, έξαλλος. Κατάγεται από μια οικογένεια της Ουκρανίας που η περιουσία της δημεύτηκε από τον Πέτρο το Μεγάλο επειδή συμμετείχε στην προδοσία του Μαζέπα. Όταν ήρθε στην Αγία Πετρούπολη, έτρεφε αρχικά την ελπίδα να του αποδοθεί η κτηματική του περιουσία ή, τουλάχιστον, να βελτιωθεί η τύχη του. Γιατί να μην μπορεί κι αυτός, όπως οι Ορλώφ, να αποκτήσει δόξα και περιουσία βαδίζοντας πίσω από τα αρωματισμένα χνάρια της αυτοκράτειρας; Κι όμως, οι δικές του αιτήσεις χάριτος πέφτουν στο κενό. Από το ύψος του θρόνου της, η αυτοκράτειρα επιμένει να αγνοεί ακόμα και την ύπαρξή του. Εξοργίζεται και επαναστατεί. Η ιδέα ενός πραξικοπήματος τον τριβελίζει. Και νά που ο νεαρός μας διορίζεται ξαφνικά φρουρός στο Σλύσελμπουργκ. Αμέσως, του κινεί το ενδιαφέρον η αρχιτεκτονική τούτου του φρουρίου με τον εσωτερικό περίβολο, όπου επαγρυπνεί μια ιδιωτική φρουρά δίχως να αντικαθίσταται ποτέ. Δύο ορκισμένοι αξιωματικοί, ο Βλάσιεφ και ο Τσεκίν, βρίσκονται επί μονίμου βάσεως στην υπηρεσία του «φυλακισμένου υπ' αρ. 1». Τούτοι οι κατ' αποκλειστικότητα δεσμοφύλακες είναι ουσιαστικά τόσο αξιολύπητοι όσο και οι φυλακισμένος τον οποίο φυλάνε. Όπως κι αυτός, δεν έχουν καμιά επαφή με τον έξω κόσμο. Είναι κι αυτοί χτισμένοι
ζωντανοί μέσα στα τείχη. Επανειλημμένα έχουν παρακαλέσει τον Πανίν να βάλει άλλους στη θέση τους. «Είμαστε εξουθενωμένοι!» Αλλά ο Πανίν τους συμβουλεύει να κάνουν υπομονή. Ποια είναι η ταυτότητα του αγνώστου δίχως πρόσωπο; Ο Μίροβιτς παίρνει τις πληροφορίες του. Μπροστά του, οι γλώσσες των φυλάκων σιγά σιγά λύνονται. Κατάπληκτος, μαθαίνει ότι «ο υπ' αρ. 1» δεν είναι άλλος από τον «Ιβάνουσκα», τον αυτοκράτορα‐μάρτυρα Ιβάν ΣΤ'. Εστεμμένος από την κούνια του, κι ύστερα φυλακισμένος από τα πιο τρυφερά του χρόνια, σαπίζει ο ταλαίπωρος μέσα σ' ένα κρύο και σκοτεινό κελί, μισόγυμνος και πεθαμένος της πείνας, τη στιγμή που θα έπρεπε να άρχει μέσα στη λάμψη της πορφύρας και του χρυσού στην πιο αχανή αυτοκρατορία του κόσμου. Δεν τον βλέπουν ποτέ, ξέρουν μονάχα ότι είναι είκοσι τριών χρόνων και έχει ξανθοκόκκινα γένια, ότι είναι πάρα πολύ αδύνατος και αξιοθρήνητος∙ το πνεύμα του είναι κουρασμένο, ψελλίζει, έχει μάθει να διαβάζει από τα βιβλία των προσευχών∙ τυχαίνει να συζητεί με τους δύο προσωπικούς του φύλακες, κι αυτοί τον κοροϊδεύουν και τον περιφρονούν, και τότε, απελπισμένος από τους σαρκασμούς τους, τους βρίζει και τους πετάει στο κεφάλι το σιδερένιο του τάσι φωνάζοντάς τους ότι είναι αυτοκράτορας. Ωστόσο, δεν ζητάει καν να δει το φως του ήλιου. Όταν, το προηγούμενο καλοκαίρι, μεταφέρθηκε ύστερα από διαταγή της Αικατερίνης στο Κέξχολμ, του σκέπασαν το κεφάλι μ' ένα σάκο. Κατάβαθα, δεν διανοείται ότι υπάρχει άλλο σύμπαν εκτός απ' αυτό το πέτρινο όρυγμα, αυτό το παράθυρο με τα πυκνά κάγκελα και το μουντζουρωμένο με κιμωλία τζάμι, αυτή την τορνεμένη καραβάνα και τους μνησίκακους φύλακες. Δεν μπορεί καν να φανταστεί τον ουρανό, τον καθαρό αέρα, τον άνεμο, τα παιχνίδια, τον έρωτα, την ιππασία σ' ένα δάσος, το γέλιο ενός φίλου. Όσο μακριά κι αν ανατρέχουν οι αναμνήσεις του, όλα είναι μοναξιά, ασχήμια και βιαιότητα. Αυτές οι σκέψεις κατατρύχουν τον Μίροβιτς, στη διάρκεια της μακριάς νύχτας που φρουρεί το Σλύσελμπουργκ. Κατ' αρχάς, αφήνεται να οδηγηθεί μονάχα από το προσωπικό του συμφέρον. Αν η κίνησή του πετύχει, θα γίνει ένας καινούργιος Γρηγόρης Ορλώφ. Ύστερα, σιγά σιγά, πείθεται ότι ο Θεός τού ανέθεσε μια ιερή αποστολή. Μέσα στον ενθουσιασμό του, εμπιστεύεται το σχέδιό του σ' έναν από τους συντρόφους του: τον Απόλλωνα Ουσακώφ. Θα ξεσηκώσουν μαζί τη φρουρά του φρουρίου, θα απελευθερώσουν τον «Ιβάνουσκα» και θα τον αναγορεύσουν αυτοκράτορα. Σίγουροι για το αποτέλεσμα, ορκίζονται μέσα σε μια εκκλησία και συντάσσουν ένα μανιφέστο για να δικαιολογήσουν την πράξη τους. Η στιγμή προσφέρεται, μιας και η τσαρίνα ετοιμάζεται να διασχίσει την Κουρλάνδη. Ο Ουσακώφ όμως πνίγεται τυχαία, την παραμονή της ημέρας που είχαν ορίσει για την έφοδο. Εκτός κι αν αυτοκτόνησε! Ο Μίροβιτς αποφασίζει να δράσει μόνος. Έχει εξασφαλίσει —έτσι τουλάχιστον πιστεύει— τη συμπάθεια των στρατιωτών του Σλύσελμπουργκ οι οποίοι τρέφουν κατά το πλείστον ένα είδος μυστικιστικής τρυφερότητας για το «φυλακισμένο υπ' αρ. 1». Μέσα στη νύχτα της 4ης προς την 5η Ιουλίου 1764, ενώ έχει βάρδια στο φρούριο, απευθύνεται στους ανθρώπους του, τους διατάσσει να απελευθερώσουν τον πραγματικό αυτοκράτορα, οπλίζει τα τουφέκια και ετοιμάζει ένα μικρό κανόνι. Κινητοποιημένος από το θόρυβο, ο διοικητής του Σλύσελμπουργκ εμφανίζεται με τη ρόμπα. Ο Μίροβιτς τον χτυπάει μ' ένα ραβδί ουρλιάζοντας: «Γιατί κρατάς φυλακισμένο τον αυτοκράτορά μας;» και ορμάει προς τα μπουντρούμια όπου βρίσκεται η μόνιμη φρουρά. Πυροβολισμοί πέφτουν και από τις δύο πλευρές. Μπροστά στο κανόνι που είναι στραμμένο πάνω της, η φρουρά καταθέτει τα όπλα. Ο δρόμος είναι ελεύθερος. Μέσα στη στοά, ο Μίροβιτς βρίσκει τον Τσεκίν και τον αρπάζει από το μπράτσο φωνάζοντας: «Πού είναι ο αυτοκράτορας;». Ο Τσεκίν απαντάει ατάραχος: «Έχουμε αυτοκράτειρα και όχι αυτοκράτορα!». Έξαλλος, ο Μίροβιτς τον σπρώχνει και τον διατάσσει ν' ανοίξει την πόρτα του κελιού του «φυλακισμένου υπ' αρ. 1». Ο Τσεκίν υπακούει. Είναι σκοτάδι. Φέρνουν ένα φανάρι. Καταγής, σε μια λίμνη αίματος, κείτεται ένα ανθρώπινο σώμα τρυπημένο από σπαθιές. Ο αυτοκράτορας Ιβάν ΣΤ', δολοφονημένος. Κινείται μόλις, βρίσκεται σε επιθανάτια αγωνία. Απελπισμένος, ο Μίροβιτς πέφτει πάνω του, τον σφίγγει, του φιλάει χέρια και πόδια και αναλύεται σε λυγμούς. Ένας σπασμός πιο δυνατός από τους άλλους. Το
τέλος. Ο Ιβάν ΣΤ' δεν υπάρχει πια. Ο Βλάσιεφ και ο Τσεκίν στέκουν παράμερα, σιωπηλοί, αποχαυνωμένοι. Δεν νιώθουν τύψεις. Ακούγοντας τους πυροβολισμούς, εκτέλεσαν τη διαταγή που δόθηκε από την Ελισάβετ, επιβεβαιώθηκε από τον Πέτρο Γ' και ανανεώθηκε από την Αικατερίνη Β': Να μην παραδώσουν ζωντανό το «φυλακισμένο υπ' αρ. 1». Άλλωστε, ο Μίροβιτς δεν δείχνει να καταλογίζει ευθύνες στους δολοφόνους. Τους αγνοεί. Το πτώμα τοποθετείται πάνω σ' ένα κρεβάτι και μεταφέρεται στην αυλή. Μπροστά στους συγκεντρωμένους στρατιώτες, ο Μίροβιτς βάζει τα τύμπανα να ηχήσουν και απονέμει στην Αυτού Μεγαλειότητα στρατιωτικές τιμές. Ύστερα, λέει: «Δείτε, αδέρφια, τον αυτοκράτορά σας Ιβάν Αντόνοβιτς. Τώρα έχουμε βυθιστεί στη δυστυχία. Εγώ κυρίως θα υποφέρω. Εσείς είστε αθώοι. Δεν ξέρατε τι ήθελα να κάνω. Οφείλω να αναλάβω όλες τις ευθύνες και να υποβληθώ σε όλες τις ποινές». Μαθαίνοντας τις λεπτομέρειες της εκτέλεσης, η Αικατερίνη νιώθει ένα ανάμικτο συναίσθημα ανακούφισης και ενόχλησης. Όπως και για τη δολοφονία του άνδρα της. «Οι δρόμοι του Θεού είναι θαυμάσιοι και απροσδόκητοι», θα πει στον Πανίν. «Η Θεία Πρόνοια μου έδειξε σαφώς την εύνοιά της οδηγώντας αυτή την υπόθεση σε αίσιο τέλος»76. Προφανώς, για ένα «φιλοσοφικό κεφάλι», έστω και εστεμμένο, η σφαγή ενός αθώου αποτελεί πάντοτε αξιόμεμπτη πράξη. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η λογική πρέπει να κυριαρχεί πάνω στην ηθική. Η διαταγή να θανατωθεί ο φυλακισμένος σε περίπτωση απόπειρας απαγωγής του ήταν λογική, εφόσον η απελευθέρωσή του θα αποτελούσε κίνδυνο για το θρόνο. Επιταχύνοντας τα γεγονότα, ο τρελός Μίροβιτς προετοίμασε το έδαφος. Χάρη σ' αυτόν και στους δύο φρουρούς που έθεσαν τόσο καλά σε εφαρμογή τις αυτοκρατορικές εντολές, η Αικατερίνη αναπνέει πιο ελεύθερα. Ασφαλώς, θα της αποδοθούν και πάλι ευθύνες για ένα θάνατο που εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Ωστόσο, η ανάμιξή της στη δολοφονία δεν είναι άμεση. Μπορεί μάλιστα και να θρηνήσει το νεκρό δημόσια. Έτσι, τα πλεονεκτήματα αυτής της περιπέτειας ξεπερνούν κατά πολύ τα μειονεκτήματά της. Δεν γεννάται βέβαια θέμα απαλλαγής του Μίροβιτς από τη δικαστική κρίση, όπως είχε γίνει για τους αδελφούς Ορλώφ. Αν συνέβαινε για δεύτερη φορά μια τέτοια επιείκεια, θα ερμηνευόταν από την κοινή γνώμη ως ομολογία συνενοχής. Ο Μίροβιτς ανακρίνεται από μυστική Επιτροπή και η Αικατερίνη, η οποία έχει ξαναγυρίσει στην Αγία Πετρούπολη, εξετάζει τη σχετική δικογραφία. Βρίσκει το «μανιφέστο», που έχει συνταχθεί από τον κατηγορούμενο. Το περιεχόμενο τούτου του εγγράφου, εξαιρετικής βιαιότητας, την κατηγορεί ούτε λίγο ούτε πολύ ως σφετερίστρια και υποστηρίζει ότι δηλητηρίασε το σύζυγό της, ότι συνδέθηκε «λόγω φυσικής αδυναμίας» με έναν αξιωματικό χωρίς ηθικούς δισταγμούς, τον Γρηγόρη Ορλώφ, έχοντας μάλιστα κατά νου να τον παντρευτεί. Αυτές οι μομφές δεν είναι κάτι που εκπλήσσει την Αικατερίνη. Εύκολα μπορεί να μαντέψει ότι ένα μεγάλο μέρος των υπηκόων της σκέφτεται ανάλογα. Αποδέχεται, αν και με βαριά καρδιά, το άχθος της αντιλαϊκότητας. Θα το κάνει να σβήσει, σκαρώνοντας κάποια γιορτή. Ο Μίροβιτς καταδικάζεται σε θάνατο. Η δικαστική απόφαση δεν παραξενεύει ούτε το λαό ούτε την Αυλή. Εκπλήσσονται όμως επειδή ο ρόλος του κατεξοχήν συνεργού, του Ουσακώφ, δεν αναφέρεται καν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Υπάρχουν υπόνοιες ότι αυτός ο τελευταίος πληρώθηκε για να παροτρύνει τον Μίροβιτς στην παράλογη πράξη του και ότι δήθεν αυτοκτόνησε για να εξαφανιστεί πριν από την εξέγερση. Προφανώς ήταν όργανο της εξουσίας, πράκτορας της Αικατερίνης. Όλοι πάντως κάνουν τη σκέψη ότι θα δοθεί χάρη στον ένοχο την τελευταία στιγμή, όπως στους πολιτικούς εγκληματίες κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Ελισάβετ. Μήπως ο Όστερμαν δεν πληροφορήθηκε την αυτοκρατορική επιείκεια, ενώ το κεφάλι του ήταν ήδη ακουμπισμένο στο ξύλο της λαιμητόμου; Ποιος μας λέει ότι και ο Μίροβιτς δεν είχε πάρει θάρρος με την ανάμνηση τούτου του «προηγουμένου»; Ανεβαίνει στο ικρίωμα με τη γαλήνια συμπεριφορά ενός φωτισμένου. Το πλήθος το συγκεντρωμένο στην πλατεία περιμένει μέσα σε θρησκευτική
σιγή τον αγγελιαφόρο της Αυτής Μεγαλειότητας που θα κομίσει το άγγελμα του μετριασμού της ποινής. Κανένας αγγελιαφόρος. Ο δήμιος υψώνει τον πέλεκυ. Τη στιγμή που το σίδερο πέφτει βαριά πάνω στο σβέρκο του καταδικασμένου, μια κραυγή φρίκης υψώνεται απ' όλα τα στήθη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός μάρτυρα, του ποιητή Ντερζάβιν, φαίνεται πως ολόκληρη η πλατεία σείστηκε. Τα παραπέτα μιας γέφυρας σωριάστηκαν κάτω από την ώθηση του πλήθους. Στη συνέχεια, το σώμα του μάρτυρα καίγεται, ώστε να μην μπορέσει ποτέ να αναστηθεί. Μερικοί στρατιώτες, που είχαν ακολουθήσει τον υπολοχαγό στην ανταρσία του, καταδικάζονται να περάσουν τρεις μέχρι δέκα φορές από μια διπλή σειρά χιλίων συντρόφων τους —επιλεγμένων μεταξύ των πιο ρωμαλέων— από τους οποίους θα δεχτούν ραβδισμούς. Η Αικατερίνη δεν τους συγχώρησε. Από κείνη τη μέρα, θα πάψει για πολλούς απ' αυτούς να είναι η φιλεύσπλαχνη μητερούλα. Ο Βλάσιεφ και ο Τσεκίν ανταμείβονται για την τιμιότητα και το ζήλο τους. Επιβεβαιώνουν, με μια επίσημη αναφορά την οποία προφανώς εμπνεύστηκε η Αικατερίνη, ότι ο «φυλακισμένος υπ' αρ. 1» ήταν σαλεμένος, ανίκανος να συνταιριάξει δύο ιδέες, ένα ανθρώπινο σκύβαλο που ο θάνατός του δεν θα έπρεπε να λυπήσει κανέναν. Οι ξένοι διπλωμάτες, αν και μένουν άναυδοι, συνεχίζουν να χαμογελούν επαγγελματικά σ' αυτή την άνασσα η οποία ευθύνεται για δύο βασιλοκτονίες μέσα σε δύο χρόνια. Ο Μπερανζέ γράφει, στην έκθεσή του της 20ής Ιουλίου 1764: «Υποψιαζόμαστε ότι η αυτοκράτειρα προμελέτησε και διέταξε τη δολοφονία... Τι γυναίκα, Θεέ μου, η αυτοκράτειρα Αικατερίνη! Τι θέατρο η Ρωσία!». Και στις 7 Αυγούστου: «Ο χρόνος και οι περιστάσεις τούτης της δολοφονίας μας δημιουργούν υποψίες ότι αυτουργός ήταν η ίδια η τσαρίνα, που ήθελε να απαλλαγεί από ένα αντικείμενο συνεχούς ανησυχίας». Από την πλευρά του, ο κόμης Σάκεν, πρεσβευτής της Σαξονίας, διαμηνύει την ίδια μέρα στην κυβέρνησή του: «Ο λαός υποθέτει ότι τούτο το έργο παίχτηκε για ν' απαλλαγούν κοσμίως από τον πρίγκιπα Ιβάν». Ως απάντηση στο κύμα των υποψιών που διογκώνεται τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και πέρα από τα σύνορα, η Αικατερίνη δημοσιεύει στις 17/28 Αυγούστου ένα μανιφέστο που αιτιολογεί τη συμπεριφορά της. Σ' αυτό, διευκρινίζεται ότι ο Ιβάν, παράνομος μνηστήρας του θρόνου, είχε από τα πρώτα παιδικά του χρόνια «στερηθεί της λογικής και της ανθρώπινης αντίληψης», ότι ο Μίροβιτς ήθελε να προωθηθεί στην πρώτη γραμμή αντλώντας οφέλη από μια «αιματηρή λαϊκή εξέγερση», και ότι οι φύλακες Βλάσιεφ και Τσεκίν έδρασαν προκειμένου να «διαφυλαχθεί η δημόσια τάξη». Το μανιφέστο δεν πείθει κανέναν. «Οι Ρώσοι, που το βλέπουν», γράφει ο Σάκεν, «διαβάζουν καχύποπτα και σχεδόν χωρίς κανένα σεβασμό το περιεχόμενο και τις εκφράσεις του». Και ακόμη: «Με διαβεβαίωσαν ότι μερικοί ανάμεσα στο πλήθος προσευχήθηκαν για την ψυχή του Μίροβιτς σαν να επρόκειτο για οσιομάρτυρα, και μάλιστα στον ίδιο τον τόπο της εκτέλεσης». Η κυρία Ζωφρέν δηλώνει στο βασιλιά Στανισλάς: «Θεωρώ γελοία τα μανιφέστα που (η Αικατερίνη) δημοσίευσε σχετικά με το θάνατο του Ιβάν. Δεν ήταν υποχρεωμένη να προβάλει δικαιολογίες∙ η δίκη του Μίροβιτς έφτανε». Και στην ίδια την Αικατερίνη τολμάει να γράψει: «Έχω την εντύπωση πως, αν καθόμουν εγώ στο θρόνο, θα έκανα ό,τι θεωρούσα πρέπον για τα συμφέροντα του λαού μου και για τα δικά μου, δίχως να δημοσιεύω μανιφέστα όσον αφορά τη συμπεριφορά μου. Θα άφηνα να μιλήσουν οι πράξεις μου και θα έκανα την πένα μου να σιγήσει». Η Αικατερίνη εξανίσταται: «Μπαίνω στον πειρασμό να σας απαντήσω πως αποφαίνεσθε γι' αυτό το μανιφέστο όπως ένας τυφλός για τα χρώματα. Δεν συντάχθηκε για τις ξένες
δυνάμεις, αλλά για να πληροφορήσει τον ρωσικό λαό για το θάνατο του Ιβάν∙ ήταν απαραίτητο να πω πώς πέθανε... Διαφορετικά, θα επιβεβαιώνονταν οι κακοπροαίρετες φήμες τις οποίες διέδωσαν οι πρεσβευτές των βασιλικών Αυλών που με ζηλεύουν και με εχθρεύονται... Κακολογούν στην πατρίδα μας αυτό το μανιφέστο, όπως κακολόγησαν και τον Καλό Θεό, όπως κακολογούν πολλές φορές, εδώ, και τους Γάλλους. Παρ' όλα αυτά, δεν παύει να είναι αληθές ότι τόσο το μανιφέστο όσο και το κεφάλι του εγκληματία διέψευσαν όλες τις κακολογίες. Ο σκοπός λοιπόν πραγματοποιήθηκε και το μανιφέστο μου δεν λάθεψε ως προς το στόχο του ergo, ήταν ακριβοδίκαιο». Παρά την υπέροχη τούτη αγόρευση, οι φίλοι της Αικατερίνης στο εξωτερικό δεν μπορούν να συνέλθουν από το πλήγμα της απογοήτευσης. Ο Βολταίρος σημειώνει ότι «η ιστορία του Ιβάν έλαβε χώρα κατά τρόπο τόσο φρικαλέο που θα έπαιρνε όρκο κανείς ότι είναι έργο υποκριτών». Ο ντ' Αλαμπέρ υπερθεματίζει: «Είναι δυσάρεστο να αναγκάζεσαι να ξεφορτωθείς τόσους ανθρώπους και να δημοσιεύεις στη συνέχεια πως λυπάσαι γι' αυτό, αλλά το σφάλμα δεν ήταν δικό σου». Ύστερα, σίγα σιγά, οι φιλόσοφοι καταλαγιάζουν και δέχονται τη λογική του Κράτους. Ο θαυμασμός που νιώθουν για την απόμακρη και γενναιόδωρη Αικατερίνη τους προτρέπει σ' ένα είδος καρτερικής επιείκειας. Για ν' απαλλάξει τον Βολταίρο από τους ηθικούς δισταγμούς του, ο ντ' Αλαμπέρ του αναφέρει τούτο το ρητό: «Καλύτερα να σκοτώνεις το διάβολο πριν σε σκοτώσει αυτός». Και διευκρινίζει: «Συμφωνώ μαζί σας ότι η φιλοσοφία δεν πρέπει να περηφανεύεται και πάρα πολύ για τέτοιους μαθητές! Αλλά τι τα θέλετε; Πρέπει να αγαπάει κανείς τους φίλους του με τα ελαττώματά τους». Ο Βολταίρος δεν ζητάει παρά μια πρόφαση για να πειστεί και για να ξεχάσει αυτά τα «μικροπράγματα». «Είναι οικογενειακές υποθέσεις στις οποίες δεν αναμιγνύομαι», λέει. Πληροφορημένος όσον αφορά τα συναισθήματα του σοφού του Φερνέ, ο Οράτιος Ουώλπολ γράφει στην κυρία ντυ Ντεφάν: «Ο Βολταίρος μου προξενεί φρίκη με την Αικατερίνη του». Και η δούκισσα ντε Σουαζέλ: «Νά τη (την Αικατερίνη) λευκή και άσπιλη σαν το χιόνι. Είναι ο έρωτας των υπηκόων της, η δόξα της αυτοκρατορίας της, ο θαυμασμός του σύμπαντος, το θαύμα των θαυμάτων». Στα σαλόνια του Παρισιού και του Λονδίνου βάζουν τον Βολταίρο και την «Κατώ» του στον ίδιο παρονομαστή. Στο βάθος του παλατιού της, η Αικατερίνη βρίσκεται σε επιφυλακή ζυγίζοντας τη σπουδαιότητα τούτων των στροβίλων. Η θύελλα σύντομα θα καταλαγιάσει, είναι σίγουρη γι' αυτό. Ένας πραγματικός ηγεμόνας πρέπει να ξέρει να κοιτάζει πέρα από τον αφρό των ημερών, προς τη γραμμή του ορίζοντα. Στον Πανίν, που παραπονιέται για την κακή προαίρεση του κόσμου απέναντι στην Αυτής Μεγαλειότητα, απαντάει: «Όταν πρόκειται μόνο για το άτομό μου, αδιαφορώ για οτιδήποτε λέγεται. Αρχίζω όμως να εξάπτομαι όταν διακυβεύεται η τιμή της Ρωσίας». Αφού παραμεριστούν οι δύο κυριότεροι αντίπαλοι, απομένει ένας τρίτος: ο ίδιος ο γιος της Αικατερίνης, ο μεγάλος δούκας Παύλος, ο κληρονόμος του θρόνου. Μήπως, ελλείψει του Πέτρου Γ' και του Ιβάν ΣΤ', που δολοφονήθηκαν κι οι δυο τους, συγκεντρωθούν οι ελπίδες των εχθρών της τσαρίνας σε τούτο το δεκάχρονο παιδί; Ασφαλώς, δεν γεννάται θέμα εξαφάνισής του απ' αυτή την ίδια. Τον αγαπάει με τον τρόπο της και ανησυχεί ειλικρινά για την παραμικρή αδιαθεσία του. Ωστόσο, πριν από μητέρα, είναι αυτοκράτειρα. Η άσκηση της εξουσίας είναι ο λόγος της ύπαρξής της. Όσο θα ζει, κανένας άλλος δεν πρέπει να βασιλεύσει στη Ρωσία. Ο Παύλος πρέπει να μεγαλώσει κάτω από τον ίσκιο της, παιδί μορφωμένο αλλά και υποταγμένο. Ως πιθανός διάδοχος, όχι ως μεταμφιεσμένος αντίπαλος. Παρά τις αναρίθμητες ασχολίες της, βρίσκει τρόπο να περνάει μαζί του καθημερινά κάποιες στιγμές, να σκύβει κι αυτή πάνω από τα παιχνίδια του, να επιβλέπει τα αναγνώσματά του, να προσπαθεί να τον εξημερώσει. Έργο δύσκολο, γιατί το παιδί είναι νευρικό, αδύναμο, εκκεντρικό, εξημμένο, υποκείμενο σε σπασμούς. Ζηλεύει τον Γρηγόρη Ορλώφ και το λέει στη μητέρα του. Εκείνη τον νουθετεί. Υποφέρει ενδόμυχα για την
ασχήμια του. Το πρόσωπό του, δροσερό άλλοτε και χαριτωμένο, με τη γυριστή μυτούλα του και τα ξανθά μαλλιά του, έχει μεταμορφωθεί σε τρομακτική μάσκα, με πλακουτσά ρουθούνια και χοντρά χείλη. Μοιάζει, τάχα, με τον Πέτρο Γ', μόλο που δεν είναι γιος του; Η Αικατερίνη ανησυχεί για το μέλλον. Πολύ περισσότερο, επειδή ο Παύλος ρωτάει τώρα τους γύρω του για το θάνατο του πατέρα του και για τις δικές του πιθανότητες να βασιλεύσει. Πληροφορούμενος αυτές τις συζητήσεις από τον καμαριέρη του παιδιού, ο Μπερανζέ γράφει στο δούκα ντε Πρασλέν: «Τούτος ο νεαρός πρίγκιπας (ο Παύλος) εμφανίζει διαθέσεις φρικτές και επικίνδυνες. Είναι γνωστό πως η μητέρα του δεν αισθάνεται γι' αυτόν καμιά αγάπη και πως, αφότου ανέβηκε στο θρόνο, του αρνείται, δίχως καν να τηρεί τα προσχήματα, ακόμα και τα δείγματα τρυφερότητας που εκδήλωνε απέναντί του στο παρελθόν... Ρωτούσε τις προάλλες γιατί σκότωσαν τον πατέρα του και γιατί έδωσαν το θρόνο στη μητέρα του ενώ του ανήκε δικαιωματικά. Και πρόσθεσε πως, όταν θα μεγάλωνε, θα αποκαθιστούσε το δίκαιο υπέρ του. Λέγεται μάλιστα, Εξοχότατε, ότι το παιδί επιτρέπει τόσο συχνά στον εαυτό του να εκφράζει τέτοιες ιδέες, ώστε τα λόγια του να φτάνουν μοιραία στ' αυτιά της αυτοκράτειρας. Και κανείς δεν αμφιβάλλει πως η άνασσα δεν θα διστάσει να υιοθετήσει κάθε εφικτό προληπτικό μέτρο προκειμένου να εμποδίσει το αναμενόμενο».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XV Η «ΝΟΜΟΜΑΝΙΑ» Επειδή εκείνη την άνοιξη μια επιδημία ευλογιάς ρήμαξε τη χώρα, η Αικατερίνη σκέφτεται να εισαγάγει στη Ρωσία τον εμβολιασμό. Τι δόξα για τη βασιλεία της αν, προηγούμενη της Γαλλίας, κατορθώσει να επιβάλει αυτό το μέτρο σ' ένα έθνος που ορισμένοι το θεωρούν οπισθοδρομικό! Συζητάει σχετικά με το βαρόνο Τσερκάσωφ, άνθρωπο σώφρονα και μορφωμένο, πρόεδρο του Ινστιτούτου Υγιεινής. Αυτός συμμερίζεται την εμπιστοσύνη της σε τούτη την πρόσφατη και θαυμαστή ανακάλυψη της επιστήμης. Ωστόσο εφιστά, με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό, την προσοχή της Μεγαλειοτάτης στις αναμενόμενες αντιδράσεις των υπηκόων της. Ακόμα και οι πιο εξελιγμένοι ανάμεσά τους, υποστηρίζει, θα τρομοκρατηθούν με την ιδέα ότι σπέρματα μόλυνσης εισάγονται στον οργανισμό τους έστω και αν, σε τελευταία ανάλυση, αυτά θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους στην αρρώστια. Λίγοι είναι στον κόσμο οι οπαδοί του «ενοφθαλμισμού». Μονάχα μερικοί φιλόσοφοι και διανοούμενοι εκθειάζουν τις ευεργεσίες του «διαβολικού νυστεριού». Ο Φρειδερίκος Β', στον οποίο η Αικατερίνη εμπιστεύεται το σχέδιό της, την εκλιπαρεί να το εγκαταλείψει από φόβο και μόνο μιας καταστροφής. Ο Γρηγόρης Ορλώφ της περιγράφει το μίσος που θα υποκινηθεί εναντίον της, τόσο από την πλευρά των αυλικών όσο και από εκείνη του λαού, αν τυχόν το πείραμα αποτύχει. Πώς θα δικαιολογηθεί έχοντας πάρει στο λαιμό της εκατοντάδες αθώα θύματα; Θα της καταλογίσουν ακόμα και τους φυσικότερους θανάτους! Έτσι η Αικατερίνη αποφασίζει να υποβληθεί αυτή και μόνο σε μια δοκιμή υπερβολικά παράτολμη για τους άλλους. Ο Τσερκάσωφ παίρνει εντολή να φέρει από την Αγγλία έναν καλό ειδικό. Πανικόβλητος μπροστά στην ευθύνη που επωμίζεται, ικετεύει τη Μεγαλειότητά Της να το ξανασκεφτεί. Τι θα συμβεί στην περίπτωση μιας μοιραίας έκβασης; Και αν η αυτοκράτειρα παραμορφωθεί από τα ελεεινά σπυριά; Εκείνη ξεσπάει σε γέλια. Γνωρίζει καλά τον κίνδυνο. Από τα νεανικά της χρόνια, καμιά αρρώστια δεν τη φοβίζει τόσο όσο η ευλογιά. Εφόσον της παρουσιάζεται μια ευκαιρία για να τη νικήσει, παρασύροντας και άλλους με το παράδειγμά της, ας πληρώσει το τίμημα! Πάντοτε, σε όλα τα πράγματα, επιθυμεί να τίθεται επικεφαλής, στην πρώτη γραμμή, αψηφώντας το πεπρωμένο, προσελκύοντας όλα τα βλέμματα. Και τηρεί την απόφασή της. Από αγάπη για το λαό της, θα πουν οι μεν. Από φιλοδοξία, θα πουν οι άλλοι. Μέσα σε απόλυτη μυστικότητα, ο Τσερκάσωφ καλεί από το Λονδίνο τον περίφημο Θωμά Ντιμσντέηλ, προπαγανδιστή της μεθόδου του ενοφθαλμισμού της ευλογιάς. Αμέσως μόλις φτάσει στην Αγία Πετρούπολη, τον Οκτώβριο του 1764, ο γιατρός ετοιμάζει την επέμβαση. Πληροφορημένοι σχετικά με τις προθέσεις της αυτοκράτειρας, οι οικείοι της καταθλίβονται, κλαίνε και προσεύχονται. Τέλος πάντων, κάποιο πρωί, κραδαίνοντας το νυστέρι του, ο Θωμάς Ντιμσντέηλ κάνει μια ελαφρά τομή στο βραχίονα που η αυτοκράτειρα τείνει προς το μέρος του. Από τον αυτοκρατορικό θάλαμο, η είδηση διαδίδεται σ' ολόκληρη την Αυλή. Η συγκίνηση είναι τόσο έντονη, λες και η Αυτής Μεγαλειότητα έχει πάρει όρκο να θανατώσει τον εαυτό της. Ο Γρηγόρης Ορλώφ τη μιμείται αμέσως στον εμβολιασμό, επιθυμώντας να μοιραστεί μέχρι τέλους την τύχη εκείνης στην οποία οφείλει την αίγλη του. Στη διάρκεια των εννέα ημερών που ακολουθούν, όλοι ανησυχούν, βλαστημούν τον Άγγλο τσαρλατάνο και βλέπουν τη Ρωσία να πενθεί την άνασσά της. Μονάχα η Αικατερίνη διατηρεί την ψυχραιμία της. Πριν καν εκπνεύσει η κρίσιμη περίοδος, προσπαθεί πάση θυσία να επιβεβαιώσει το ενδιαφέρον της για την πρόοδο, ιδρύοντας μια Ακαδημία Επιστημών η οποία θα αναπτυχθεί σύμφωνα με τις δικές της οδηγίες. Στην ιδρυτική επιστολή —που συντάσσει η ίδια ενώ ακόμη περιμένει τα αποτελέσματα της «εφόδου» της ευλογιάς στον οργανισμό της— δηλώνει: «Οποιοσδήποτε έχει αποκτήσει την απαιτούμενη παιδεία θα μπορεί, έστω κι αν ήταν μέχρι τώρα δουλοπάροικος, να γίνεται μέλος της Ακαδημίας. Όλα αυτά τα μέλη, τόσο τα αναπληρωματικά όσο και τα τακτικά, τα παιδιά και οι απόγονοί τους, θα μένουν εσαεί εντελώς ελεύθερα∙ κανείς δεν θα έχει το δικαίωμα να τα μεταβάλει, αυτά
και τους κατιόντες τους, ξανά σε δουλοπαροίκους». Σίγουρα, στη Ρωσία εκείνης της εποχής υπάρχουν δουλοπάροικοι που οι αφέντες τους τους έχουν ενθαρρύνει να καλλιεργηθούν πνευματικά ώστε να γίνουν γραμματείς, ζωγράφοι, μουσικοί, ηθοποιοί ή ποιητές. Ο αριθμός τους όμως είναι ελάχιστος και, μόλο που η Αικατερίνη διακηρύσσει ότι όσοι ανάμεσά τους ενταχθούν στην Ακαδημία θα ξεφύγουν ipso facto από τη δουλεία, δεν υπάρχει περίπτωση να κλονιστούν τα θεμέλια της μέχρι τότε κοινωνίας. Το ίδιο κράμα κοινωνικής μέριμνας και ασυνείδητου κυνισμού την οδηγεί στην ίδρυση του Ασύλου για έκθετα παιδιά. Στο πρόγραμμα των σπουδών περιλαμβάνεται κατ' ουσίαν και η μαθητεία των χειρωνακτικών επαγγελμάτων: «Τα αγόρια θα επιδίδονται στη γεωργία και την κηπουρική, ενώ τα κορίτσια θα μαγειρεύουν, θα ζυμώνουν ψωμί κ.λπ. κατά το παράδειγμα των "ισχυρών γυναικών" που εξυμνούνται στο Ευαγγέλιο και των "εργατικών γυναικών" που εκθειάζονται από τον Όμηρο...77 Έτσι, θα δούμε να εκκολάπτεται μια γενιά ανθρώπων για τους οποίους η ανεργία, η αμέλεια, η οκνηρία και όλα τα ελαττώματα που συνεπάγονται τούτα τα βίτσια, θα μένουν εσαεί άγνωστα». Το ιδρυτικό διάταγμα του θεσμού διευκρινίζει ότι οι εσώκλειστοι θα ανακηρύσσονται ελεύθεροι κατά το τέλος των σπουδών τους, ότι κανείς δεν θα μπορεί να «τους οικειοποιείται ούτε να τους υποδουλώνει», και ότι θα μεταβιβάζουν τούτη την «απαλλαγή» στους κατιόντες τους: «Οι μαθητές μας δεν θα είναι σκλάβοι, κατάδικοι που θα χρησιμοποιούνται στα κάτεργα, στα ορυχεία και σε άλλες παρεμφερείς εργασίες». Με άλλα λόγια, ο καλύτερος τρόπος για ένα δουλοπάροικο να εξασφαλίσει στα παιδιά του μια τύχη πιο αξιοζήλευτη από τη δική του, είναι να τα εγκαταλείψει. Σε όσους δεν έχουν οικογένεια, παραχωρούνται τα πλεονεκτήματα της ανεξαρτησίας. Ενθουσιασμένη με το εύρημά της, η Αικατερίνη υποδεικνύει στην αιτιολογική έκθεση του διατάγματος: «Υπάρχουν μονάχα δύο κοινωνικές τάξεις στην αυτοκρατορία της Ρωσίας: εκείνη των ευγενών και εκείνη των δούλων. Ωστόσο, με τα προνόμια τα οποία παρέχονται σ' αυτά τα ιδρύματα, οι μαθητές μας και οι απόγονοί τους, εσαεί ελεύθεροι, θα αποτελέσουν μια τρίτη τάξη»78. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει ώστε, ταυτόχρονα και με τον ίδιο ήρεμο ρυθμό, η δουλεία να επεκταθεί και στην Ουκρανία. Οι χωρικοί τούτης της επαρχίας δεν θα έχουν πλέον το δικαίωμα να εγκαταλείπουν την επικράτειά τους. Η θέση του αταμάνου της Ουκρανίας καταργείται. Η κεντρική Ρωσία κάνει παντού ακόμα περισσότερο επαχθή τον σιδερένιο της νόμο. Οι ημέρες περνούν και η αυτοκράτειρα δεν εκδηλώνει καμιά διαταραχή ύστερα από τον εμβολιασμό της. Καμώνεται ότι τούτο το γεγονός δεν την εκπλήσσει. Όλοι γύρω της επαινούν το θάρρος της. Σε όλους εμφανίζεται ως η ακτινοβόλα προσωποποίηση της επιστήμης. Ευχαριστίες αναπέμπονται μέσα στις εκκλησίες. Από τα βάθη των πιο απόμακρων επαρχιών, φτάνουν μηνύματα συγχαρητηρίων και λατρείας. Ο Τσερκάσωφ και ο Ντιμσντέηλ βρίσκονται στους εφτά ουρανούς. Τώρα, όλοι οι αυλικοί εκφράζουν την επιθυμία να εμβολιαστούν. Ύστερα από ρητή εντολή της μητέρας του, ο μεγάλος δούκας Παύλος ακολουθεί τον κανόνα. Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του, ο Ντιμσντέηλ χρίεται βαρόνος, ονομάζεται σύμβουλος του Κράτους και του παραχωρείται τιμητική σύνταξη της τάξεως των πέντε χιλιάδων λιρών. Ο μικρός Αλέξανδρος Μαρκώφ, ηλικίας εφτά χρόνων, ο οποίος προσέφερε τη λέμφο για τον εμβολιασμό της Αικατερίνης, αποκτά τον τίτλο του ευγενούς, το δικαίωμα της κληρονομικής μεταβίβασης τούτου του τίτλου και την εξουσιοδότηση να συγκαταλέγεται μεταξύ των προσωπικών προστατευομένων της αυτοκράτειρας υπό το όνομα «Οσπένι», «ο φορέας της ευλογιάς»79. Από τη Ρωσία, ο ενθουσιασμός μεταδίδεται και στο εξωτερικό. Ακόμα και οι κατήγοροι της Αικατερίνης οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι φάνηκε ανώτερη. Άλλωστε, η κοινή γνώμη είναι ευμετάβλητη: ύστερα από τη γρατσουνιά στο μπράτσο της με το νυστέρι, κοντεύουν να της
συγχωρήσουν τις σπαθιές που διαπέρασαν τον Ιβάν ΣΤ'. Ο Βολταίρος γράφει θριαμβευτικά στην άνασσά «του»: «Αχ κυρία, τι μάθημα δίνει η αυτοκρατορική Σας Μεγαλειότητα στους Γάλλους ψευτοδιανοούμενους, στους σοφολογιότατους διδασκάλους μας της Σορβόννης, στους Ασκληπιούς των ιατρικών σχολών μας! Δεχτήκατε να εμβολιαστείτε με λιγότερη επιδεικτικότητα απ' όση δείχνει μια καλόγρια στην τελετουργία της πλύσης των ποδών. Ο αυτοκρατορικός πρίγκιπας ακολούθησε το παράδειγμά σας. Ο κόμης κύριος Ορλώφ πηγαίνει για κυνήγι στο χιόνι αφότου δέχτηκε τα μικρόβια της ευλογιάς. Έτσι θα έκανε και ο Σκιπίων, αν υπήρχε στην εποχή του αυτή η αρρώστια που έρχεται από την Αραβία». Και όταν ο στρατηγός Μπράουν, διοικητής της Λιβονίας, συγχαίρει την αυτοκράτειρα για την τόλμη της, εκείνη αποκρίνεται με ήρεμη σεμνότητα: «Ο έντιμος και επιδέξιος δόκτωρ Ντιμσντέηλ, ο συμπατριώτης σας, μας κάνει όλους αποφασιστικούς στην Αγία Πετρούπολη∙ και δεν υπάρχει μεγάλο σπίτι, όπου αυτός να μην έχει εξασφαλίσει έναν τουλάχιστον πελάτη»80. Απομένει να μεταφερθεί τούτη η πρακτική από την πρωτεύουσα στην επαρχία, από την Αυλή στο πλήθος. Βάσει των αναφορών οι οποίες φτάνουν στα χέρια της Αικατερίνης, το μέλλον διαγράφεται ευοίωνο. Ο λαός, έχοντας υποφέρει υπερβολικά από την τακτική επάνοδο των επιδημιών, δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί τα πλεονεκτήματα του εμβολιασμού. Εφόσον η μητερούλα Αικατερίνη είχε το θάρρος να υποστεί αυτή τη δοκιμασία προκειμένου να προστατευθεί από την ευλογιά, κανένας από τους υπηκόους της δεν έχει το δικαίωμα ν' αρνηθεί. Αφού ρυθμίσει το θέμα της ευλογιάς, η Αικατερίνη καταγίνεται με άλλες καινοτομίες. Έχει κυριευθεί από τη μανία των μεταρρυθμίσεων. Να μαλάξει την παχιά ζύμη της Ρωσίας: αυτό της έχει γίνει πάθος. Καθιερώνει, μαζί με τον Ιβάν Μπέτσκι, ένα Γενικό Κανονισμό για την εκπαίδευση των παιδιών και των δύο φύλων, εμπνευσμένο από τις ιδέες του Λοκ και του Ζαν‐Ζακ Ρουσσώ. Εφόσον οι γονείς εμπιστεύονται τα παιδιά τους στο σχολείο, θα πρέπει να αναλαμβάνουν και την ευθύνη να μην τα παίρνουν από κει «με κανένα πρόσχημα». Πού να βρεθούν όμως οι παιδαγωγοί; Η Αικατερίνη αναθέτει στον Σλέτζερ ν' αναζητήσει στο εξωτερικό όλους τους σκεπτόμενους ανθρώπους οι οποίοι θα δέχονταν να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους στους μικρούς Ρώσους με τα μεγάλα ονόματα. Αυτό πρέπει να γίνει γρήγορα. Δυστυχώς, η ποιότητα λείπει. Οργανώνοντας το θεσμό του σώματος των Ευελπίδων, ο Μπέτσκι διορίζει διευθυντή έναν παλιό Γάλλο υποβολέα θεάτρου και επιθεωρητή των μαθητών έναν παλιό καμαριέρη της μητέρας της Αικατερίνης. Αργότερα, όλοι αυτοί οι αυτοσχέδιοι δάσκαλοι θα σταλούν για να διδαχτούν το επάγγελμά τους στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία. Το έργο για το οποίο η Αικατερίνη υπερηφανεύεται κατεξοχήν είναι αναμφίβολα το περίφημο Ινστιτούτο Σμόλνυ για τις δεσποινίδες αριστοκρατικών οικογενειών. Σύμφωνα με το πρόγραμμα το οποίο καθιερώνει η Μεγαλειοτάτη, το οικοτροφείο είναι ιδιαίτερα αυστηρό: δώδεκα χρόνια απομόνωσης. Σχεδόν καθόλου διακοπές. Καμία έξοδος, παρά μόνο για να πάνε στη βασιλική Αυλή, όπου η αυτοκράτειρα δέχεται, από καιρό σε καιρό, τις μαθήτριες που έχει ξεχωρίσει. Οι δασκάλες είναι λαϊκές, όχι μοναχές. Οι ιερείς παραμένουν στα κανονικά τους καθήκοντα και μόνο. Πρόκειται για ένα είδος φιλοσοφικού μοναστηριού δίχως παράθυρα προς τον έξω κόσμο και με μία μονάχα πόρτα που ανοίγει προς τον παράδεισο του αυτοκρατορικού παλατιού. Ανάμεσα στα νεαρά κορίτσια ευγενούς καταγωγής, γίνονται δεκτά και ορισμένα άλλα, από την αστική τάξη. Ωστόσο, μόλο που το χρώμα των ρούχων είναι ίδιο για όλες, μια ποδιά υποδεικνύει την κατώτερη τάξη μερικών81. Η ισότητα, κατά την Αικατερίνη, έχει και τα όριά της. Και δεν το λέει μόνο∙ φροντίζει και να το εφαρμόζει. Μπορεί τα γράμματα που γράφει προς τον Βολταίρο, τον Φρειδερίκο Β', την κυρία Ζωφρέν, τον Ντιντερό, να
φανερώνουν μια φιλελεύθερη άνασσα, αλλά οι αποφάσεις της δείχνουν μια αυταρχική γυναίκα που δεν βαυκαλίζεται με ψευδαισθήσεις. Έτσι, στις 11/22 Φεβρουαρίου 1763, διορίζει μια Επιτροπή επιφορτισμένη να διευκρινίσει και να διευρύνει το μανιφέστο του Πέτρου Γ' όσον αφορά τα προνόμια των ευγενών. Μέσα σ' ένα μήνα, συντάσσει μια αναφορά όπου καταγράφεται το ουσιαστικό μέρος του Χάρτη των Ευγενών ο οποίος θα δημοσιευτεί είκοσι δύο χρόνια αργότερα. Όλα τα παλιά πλεονεκτήματα της αριστοκρατίας επιβεβαιώνονται επισήμως και επαυξάνονται από την καινούργια άνασσα. Μια σειρά διατάξεων μαρτυρεί την αλληλεγγύη της προς τους μεγάλους του καθεστώτος. Ένα από τα διατάγματά της θεσπίζει ότι κάθε ευγενής, εγκαταλείποντας τη στρατιωτική υπηρεσία, μπορεί να φέρει το βαθμό του αξιωματικού έστω και αν δεν έχει φτάσει εκεί κατά την εποχή της σύνταξης, προκειμένου «να μπορεί να επικαλείται ένα προνόμιο έναντι των πληβείων»∙ ένα άλλο διάταγμα καθορίζει ότι οι ευγενείς αντλούν δικαίωμα από την ίδια τους την εξουσία να στέλνουν τους δουλοπαροίκους τους στα κάτεργα∙ ένα τρίτο παραχωρεί στους ευγενείς το μονοπώλιο της διύλισης του οινοπνεύματος. Άλλωστε, στις 3/14 Ιουλίου 1762, ύστερα από τις αναταραχές που προκαλούν οι χωρικοί, η Αικατερίνη εκδίδει γεμάτη αγανάκτηση ένα ειδικό ουκάζιο με το οποίο επιβεβαιώνει την επιθυμία της «να προστατεύσει ενεργώς τα κτήματα και την περιουσία των ευγενών ιδιοκτητών». Ξέρει από ένστικτο, αφότου ανέβηκε στο θρόνο, ότι πρέπει μεν να λυπάται τους δουλοπαροίκους θεωρητικά, αλλά, στην πράξη, να στηρίζεται στους αφεντάδες. Η Ρωσία είναι υπερβολικά αχανής, υπερβολικά ποικιλόμορφη —σκέφτεται— για να κυβερνάται με εκλεκτισμό. Και είναι μόνη για να κρατήσει στα χέρια της τούτη την πολύμορφη μάζα. Τέρας ενεργητικότητας, βλέπει τα πάντα, ελέγχει και διευθύνει τα πάντα, είτε πρόκειται για την αναδιοργάνωση της Γερουσίας είτε για την παιδεία του μεγάλου δούκα, για τις κατασκευές στην πρωτεύουσα ή τις διαπραγματεύσεις με το γλύπτη Φαλκονέ όσον αφορά την ανέγερση ενός μνημείου προς τιμήν του Μεγάλου Πέτρου. Αυτές οι πολλαπλές δραστηριότητες δεν την εμποδίζουν να φροντίζει επισταμένως για την αυστηρή τήρηση του προγράμματος της ζωής στην Αυλή. Μια ιδιαιτερότητα χαρακτηρίζει κάθε ημέρα της εβδομάδας: την Κυριακή, ακροάσεις και αυλικές δραστηριότητες∙ τη Δευτέρα, γαλλική κωμωδία∙ την Τρίτη, τίποτα∙ την Τετάρτη, ρωσική κωμωδία∙ την Πέμπτη, τραγωδία ή γαλλική όπερα και, στη συνέχεια, παρακολούθηση από το κοινό του μπαλέτου του δασκάλου Λοκατέλι∙ την Παρασκευή, χορός μεταμφιεσμένων στο παλάτι∙ το Σάββατο, τίποτα. Η Αικατερίνη θεωρεί υποχρέωσή της να εμφανίζεται σε όλες αυτές τις τελετές. Φεύγει πριν από το τέλος. Συνηθισμένη να σηκώνεται από τα χαράματα, δεν θέλει να ξενυχτάει. Πολλές φορές, στις έξι το πρωί, ανάβει η ίδια τη μεγάλη πορσελάνινη σόμπα. Κάποια μέρα, καθώς καίγεται το προσάναμμα, ακούει να βγαίνουν από το μπουρί διαπεραστικές κραυγές. Σβήνει γρήγορα τη φωτιά και ζητάει συγγνώμη από τον μικρό καπνοδοχοκαθαριστή που ξεπροβάλλει μπροστά της κατάμαυρος και καταντροπιασμένος. Συγγνώμη σε έναν καπνοδοχοκαθαριστή! Το περιστατικό αναφέρεται στην Αυλή ως δείγμα εξαιρετικής καλοσύνης της άνασσας. Κατά κανόνα, όλοι όσοι την υπηρετούν έχουν να λένε για την απλότητα και την προσήνειά της. Οι καμαριέρες και οι υπηρέτες τη λατρεύουν. Δεν σηκώνει ποτέ χέρι πάνω τους και σπανίως τους επιπλήττει. Κάποιο βράδυ, αφού χτυπάει το κουδούνι της μάταια επί ώρα, πηγαίνει στο χωλ και βρίσκει τους υπηρέτες της να χαρτοπαίζουν. Πλησιάζοντας έναν απ' αυτούς, του ζητάει με καλό τρόπο να μεταφέρει το γράμμα το οποίο έχει γράψει, ενώ θα τον αντικαταστήσει η ίδια στο τραπέζι του παιχνιδιού. Δεν τολμάει να διώξει έναν αισχρό μάγειρο και, όταν έρχεται η εβδομάδα της βάρδιας του, περιορίζεται στα εξής λόγια προς τους φίλους της: «Ας οπλιστούμε με υπομονή. Έχουμε οχτώ ημέρες νηστείας μπροστά μας». Στον Γκριμ, γράφει και εξομολογείται: «Οι υπηρέτες μου μού δίνουν δύο καινούργιες πένες την ημέρα, και θεωρώ ότι έχω δικαίωμα να τις χρησιμοποιήσω∙ όταν όμως χαλάσουν, δεν τολμώ να ζητήσω άλλες, αλλά τις γυρνώ και τις ξαναγυρνώ όπως μπορώ». Και προσθέτει: «Δεν είδα ποτέ μου καινούργια πένα δίχως να ενθουσιαστώ και δίχως να νιώσω έντονα τον πειρασμό να τη
χρησιμοποιήσω». Έτσι, η πρώτη αχτίδα της ημέρας τη βρίσκει προδιατεθειμένη για ευτυχία και δουλειά, μιας και αυτά τα δύο συμβαδίζουν. Μόλις ανοίξει τα μάτια, τα λαγωνικά της, τα οποία κοιμούνται πάνω σ' ένα μεταξωτό μαξιλάρι στολισμένο με δαντέλες, χοροπηδούν πάνω στο κρεβάτι και της γλείφουν τα χέρια και το πρόσωπο γαβγίζοντας από χαρά. Αφού παίξει με τη μικρή αγέλη, περνάει στο μπουντουάρ όπου την περιμένει η καμαριέρα της. Μερικές γουλιές χλιαρό νερό για να ξεπλύνει το στόμα της, ένα κομμάτι πάγο που το τρίβει πάνω στο πρόσωπό της, κι ευθύς αμέσως κατευθύνεται προς το γραφείο της. Εκεί, φορώντας μια άσπρη ρόμπα από γκρο ύφασμα της Τουρ, με φαρδιές κυματιστές πτυχές, κι ένα σκούφο από άσπρο κρεπ, καταπίνει με μεγάλες ρουφηξιές έναν καφέ τόσο δυνατό που οποιοσδήποτε άλλος τον έπινε, θα πάθαινε ταχυπαλμία. Η δοσολογία είναι: μία λίβρα καφές για πέντε φλιτζάνια. Τα μπισκότα, τη ζάχαρη και την κρέμα τα μοιράζεται με τους σκύλους της. Όταν η ζαχαριέρα αδειάσει, η αυτοκράτειρα ανοίγει την πόρτα και τα σκυλιά βγαίνουν έξω για ένα σύντομο περίπατο. Για να είναι ευτυχισμένη, θα έχει ανάγκη σε όλη της τη ζωή να νιώθει πλάι της την παρουσία μερικών τετράποδων συντρόφων, στοργικών και γεμάτων ζωντάνια. Τους βαφτίζει με παράξενα ονόματα, διασκεδάζει με τις μανίες τους και τους αφιερώνει ολόκληρες σελίδες στα γράμματά της. «Αγαπούσα πάντοτε τα ζώα», γράφει. «Έχουν πολύ περισσότερο πνεύμα απ' όσο φανταζόμαστε». Και ακόμα: «Η Λαίδη Άντερσον (μια σκυλίτσα πέντε μηνών) ξεσκίζει ό,τι βρει, ορμάει, δαγκώνει τα πόδια όσων μπαίνουν στο δωμάτιό μου, κυνηγάει τα πουλιά, τις μύγες, τα ελάφια και άλλα ζώα τέσσερις φορές μεγαλύτερα απ' αυτήν, και κάνει αυτή και μόνο περισσότερο θόρυβο απ' ό,τι οι αδελφοί της, οι αδελφές της, η θεία, ο πατέρας, η μητέρα της, ο πάππος και ο προπάππος της». Ενώ τα σκυλιά παίζουν γύρω από το γραφείο της, η Αικατερίνη διαβάζει αναφορές, σχολιάζει υπομνήματα, συντάσσει διαταγές, γράφει στα γρήγορα κάποιο ραβασάκι για τον Γρηγόρη Ορλώφ, ο οποίος θα συνεχίζει σίγουρα τον ύπνο του. Ενώ δουλεύει, ρουφάει ταμπάκο. Μονάχα όμως με το αριστερό της χέρι, από φροντίδα για τους γύρω της. «Δεδομένων των απαιτήσεων του επαγγέλματός μου», λέει, «είμαι συχνά υποχρεωμένη ν' αφήνω να μου φιλούν το χέρι. Δεν νομίζω πως θ' άρμοζε να αρωματίζω όλο τον κόσμο με ταμπάκο». Στις εννιά, με τη ρόμπα της ακόμη, περνάει και πάλι στο υπνοδωμάτιό της, για να δεχτεί τους ανώτερους αξιωματούχους που θα της εκθέσουν τα προβλήματά τους. Μόλις κάποιος υπηρέτης της αναγγείλει χαμηλόφωνα ότι ήρθε ο ευνοούμενός της διώχνει τους πάντες μ' ένα νεύμα του κεφαλιού. Τον υποδέχεται, κι ύστερα η ακρόαση συνεχίζεται μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι, ώρα που η Αικατερίνη ξαναγυρνάει στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της. Εκεί αποτελειώνει την τουαλέτα της, χτενίζεται και ντύνεται. Τα καστανά μαλλιά της είναι τόσο μακριά που, όταν κάθεται, πέφτουν ως το πάτωμα. Δεν βάζει πούδρα, μήτε κοκκινάδι, ρίμελ ή ψεύτικες ελιές. Κάποιοι οικείοι παρίστανται στη «μικρή έγερση» της Αυτής Μεγαλειότητας, μέσα στο επίσημο μπουντουάρ της. Η τελετή διαρκεί μερικά λεπτά. Κι ύστερα, στο τραπέζι! Ένα γεύμα λιτό. Βοδινό βραστό και αγγουράκια τουρσί. Για ποτό, νερό με σιρόπι από φραγκοστάφυλα. Για επιδόρπιο, φρούτα. Το φαγητό δεν κρατάει περισσότερο από μία ώρα. Καμιά δεκαριά συνδαιτυμόνες περιστοιχίζουν την τσαρίνα. Όλοι δυσανασχετούν, κρυφά, για την κακή ποιότητα της τροφής. Η Αικατερίνη παρ' όλα αυτά δεν το αντιλαμβάνεται. Να τρώει της αρέσει τόσο λίγο όσο και ν' ακούει μουσική. Το απόγευμα, οι υψηλοί αξιωματούχοι ξανάρχονται, παρουσιάζουν τις αναφορές τους, ζητούν οδηγίες. Ακολουθεί η δεξίωση των αυλικών στα σαλόνια. Φλυαρούν, παίζουν ουίστ ή πικέτο. Όταν δεν υπάρχει θέαμα, η Αυτής Μεγαλειότητα αποσύρεται από τις δέκα, αφού αγγίξει μόλις το δείπνο το οποίο έχει ετοιμαστεί γι' αυτήν. Επιστρέφοντας στο διαμέρισμά της, πίνει ένα μεγάλο ποτήρι βραστό νερό και πέφτει για ύπνο. Ζώντας αυτή τη λιτή, μετρημένη και αφιερωμένη στη μελέτη ζωή, ζωή φιλοσόφου και ταυτόχρονα αστού, επιτρέπει στον εαυτό της ως μοναδικές καταχρήσεις τις τέρψεις του φυσικού έρωτα. Η Τρίτη και το Σάββατο —μέρες χωρίς δεξιώσεις— είναι αυτές που η Αικατερίνη εκτιμά
ιδιαίτερα. Τις περιμένει με ανυπομονησία. Αφιερώνει τότε τις βραδιές της σε μακροσκελείς φλυαρίες —πολύ ελεύθερες και χαρούμενες— με τους δικούς της: τον Γρηγόρη Ορλώφ, τον Πανίν, τον Ναρίσκιν, τον Πικτέ από τη Γενεύη, την πριγκίπισσα Ντάσκωφ, τον Μπέτσκι... Τους διαβάζει μερικά από τα πιο αξιόλογα γράμματα που της έστειλαν από το εξωτερικό, σχολιάζει τα τελευταία γαλλικά βιβλία που έλαβε, μένει κατάπληκτη από την έμπνευση της Φιλολογικής και καλλιτεχνικής αλληλογραφίας του Γκριμ και του Ντιντερό, διμηνιαίου χειρόγραφου περιοδικού που της στέλνεται από το Παρίσι όπως και στους περισσότερους ηγεμόνες της Ευρώπης. Ο Γκριμ δίνει λεπτομερή περιγραφή των ζωγραφικών πινάκων και των γλυπτών παραστάσεων που αποθαύμασε στα σαλόνια. Διαβάζοντας αυτές τις εκθέσεις, η Αικατερίνη ονειρεύεται να ιδρύσει τη δική της αίθουσα τέχνης, έναν τόπο ομορφιάς και διαλογισμού όπου θ' αποσύρεται μόνη ή μαζί με κάποιους διαλεκτούς φίλους: ένα «ερμιτάζ»82. Ώσπου να δημιουργηθεί τούτο το ιδιωτικό μουσείο, οι συγκεντρώσεις «μεταξύ φίλων» συνεχίζονται σε μια ατμόσφαιρα απλότητας και ευγένειας. Απαγορεύεται, σ' αυτόν τον κύκλο, να κακολογείς τους άλλους, να ψεύδεσαι, να χρησιμοποιείς υβριστικές λέξεις, να παραφέρεσαι, ακόμα και να σηκώνεσαι όταν η Αυτής Μεγαλειότητα βηματίζει πέρα‐δώθε μέσα στο δωμάτιο. Το πρόστιμο είναι δέκα καπίκια. Παίζουν ομαδικά παιχνίδια, με στοιχήματα και αστείες ποινές. Η αυτοκράτειρα λάμπει με τους λόγους της, ψυχαγωγείται, διασκεδάζει με το τίποτα. Κατά τη γνώμη της, η αναζήτηση της ευθυμίας αποτελεί χρέος για τον καθένα μας. Προσπαθεί, από την πιο τρυφερή της ηλικία, να αναπτύσσει μέσα της μια αισιόδοξη πνευματική διάθεση. Την ανάγει σε έμμονη ιδέα, πνευματική υγιεινή, σύστημα. Κάθε φορά που μια έγνοια απειλεί να την πτοήσει, αντιδρά κάνοντας έκκληση στη χαρά της ζωής. «Πρέπει να είμαστε χαρούμενοι», γράφει. «Μόνο αυτό κάνει τον άνθρωπο να υπερνικά και να υπομένει τα πάντα». «Περιγελούσε τη φτώχεια», θα πει ο πρίγκιπας ντε Λίνι, «την παράθεση αποφθεγματικών φράσεων, τη βλακεία... Κι ακριβώς αυτή η αντίθεση ανάμεσα στα μεγάλα της έργα και σε όσα έλεγε μπροστά στους κοινωνικούς κύκλους την έκανε ενδιαφέρουσα». Τούτο δεν εμποδίζει αυτή τη δυνατή γυναίκα να συγκινείται εύκολα. Τα δάκρυά της όμως δεν είναι παρά σύντομες μπόρες. Την ανακουφίζει να κλαίει καθώς προετοιμάζει μέσα της μια νέα ανατολή του ήλιου. Το γέλιο δεν αργεί ν' αντηχήσει ξανά μέσα «στο ερμιτάζ». Ένα γέλιο καλόκαρδο, μιας και η τσαρίνα δεν ανέχεται να λέγονται μπροστά της άπρεπα λόγια. Αν τυχόν ποτέ κάποιος καλεσμένος της επιτρέψει στον εαυτό του ένα ατόπημα, τον επαναφέρει στην τάξη με ύφος παγερό. Ο έρωτας, που τόσο σημαντική θέση κατέχει στη ζωή της, δεν πρέπει κατά τη γνώμη της ν' αποτελεί πρόσχημα για αστεϊσμούς. Ενθουσιώδης στο μισοσκόταδο της παστάδας, γίνεται σεμνότυφη στα φώτα των σαλονιών. Όποια κι αν είναι η προδιάθεσή της για τη λαγνεία, την υποβάλλει σε ορισμένους κανόνες συμπεριφοράς που έχουν ίσως την πηγή τους στην προτεσταντική της παιδική ηλικία. Οι ξένοι διπλωμάτες εκτιμούν την έντιμη εγκαρδιότητα αυτών των φιλικών συμβουλίων. Ύστερα από τη μεγαλοπρέπεια των Βερσαλλιών, ο βαρόνος ντε Μπρετέιγ μαγεύεται από την άνετη υποδοχή που συναντάει στη Ρωσία, δίπλα στη Μεγαλειοτάτη. Ο πρεσβευτής της Αγγλίας Σερ Ρόμπερτ Γκάνινγκ, συνηθισμένος στην ανιαρή ετικέτα του Αγίου Ιακώβου, θα γράψει: «Βασιλεύει εκεί μια ατμόσφαιρα αρμονίας και καλής διάθεσης, έτσι που θαρρείς πως βρίσκεσαι σ' έναν παράδεισο ειρήνης». Το χειμώνα, η Αικατερίνη προσπαθεί να γοητεύσει τον κόσμο της στην Αγία Πετρούπολη, προβάλλοντας τις αρετές μιας γυναίκας στην οικογενειακή της εστία. Το καλοκαίρι, στο Τσάρσκογε Σέλο. Ντυμένη ανεπιτήδευτα, με τα μαλλιά της απουδράριστα, περιφέρεται με τους σκύλους της νωρίς το πρωί στο υγρό και δροσερό πάρκο. Κρατάει μια μικρή πλάκα, ένα χαρτί κι ένα μολύβι για να σημειώνει τις σκέψεις της. Παραχωρεί τις ακροάσεις της στο ύπαιθρο, κάτω από ένα δέντρο, σ' ένα περίπτερο του πάρκου ή σ' ένα μπαλκόνι της κατοικίας της. Ανάμεσα στους συνεργάτες της που ξεχωρίζει, ένας από τους πιο χαρισματικούς είναι χωρίς αμφιβολία ο νεαρός αγρονόμος και οικονομολόγος Ζαν‐Ζακ Σήβερς, τον οποίο της σύστησαν στη διάρκεια της επίσκεψής της στην Κουρλάνδη. Τον ονομάζει διοικητή του Νόβγοροντ. Διαλέγει επίσης, παρά τις απόψεις του περιβάλλοντός
της, ως γενικό επίτροπο (πρόκειται για την ανώτατη διοικητική θέση της αυτοκρατορίας) έναν άνδρα τριάντα τεσσάρων χρόνων, τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Βιαζέμσκι. Ο γενικός επίτροπος προΐσταται της Γερουσίας, διαχειρίζεται τα Οικονομικά, ασχολείται με τα εσωτερικά θέματα του Κράτους και τίθεται επικεφαλής της Δικαιοσύνης. Είναι το φερέφωνο της Αυτής Μεγαλειότητας και ο πιο στενός της συνεργάτης. Στο ουκάζιο που τον τοποθετεί στα καθήκοντά του, η Αικατερίνη επισυνάπτει και ένα γράμμα προορισμένο να τον διαφωτίσει ως προς τις πολιτικές πεποιθήσεις της άνασσας: «Η ρωσική αυτοκρατορία είναι τόσο αχανής που οποιαδήποτε άλλη μορφή διακυβέρνησης εκτός από την απολυταρχία, θα ήταν γι' αυτήν επιζήμια∙ ουσιαστικά, κάθε άλλο κυβερνητικό σχήμα θα συνέβαλλε στην άσκηση των σχετικών καθηκόντων με πιο αργό ρυθμό και θα επέτρεπε την αποχαλίνωση των παθών τα οποία μαραίνουν την ισχύ και τις δυνάμεις του Κράτους...». Συνεχίζει, υποδεικνύοντας πως ό,τι είναι καλό για τις ξένες χώρες δεν είναι απαραιτήτως καλό και για τη Ρωσία, και ότι «οι θεσμοί μιας χώρας πρέπει πάντοτε να εξελίσσονται σύμφωνα με το χαρακτήρα της εν λόγω χώρας». Άλλωστε, η αδράνεια των ρωσικών αρχών «όπου κανείς δεν τολμάει να σκεφτεί ή να δράσει μόνος του» δικαιολογεί —αν χρειαστεί— την αναγκαιότητα μιας άκαμπτης κεντρικής εξουσίας. Αντίθετα, οι επαρχίες που εποικίζονται με αλλογενείς έχουν, κατά τη γνώμη της, δικαίωμα σε ειδικό καθεστώς. «Η Μικρή Ρωσία, η Λιβονία και η Φινλανδία», γράφει η Αικατερίνη, «διοικούνται δυνάμει επιβεβαιωμένων προνομίων να παραβιάσει κανείς αυτά τα προνόμια θα ήταν αδεξιότητα, και να τα προσβάλει, δεν θα ήταν απλώς λάθος αλλά και βλακεία. Αυτές οι επαρχίες πρέπει να οδηγούνται με τη μεγαλύτερη δυνατή ηπιότητα σε ευνοϊκή διάθεση απέναντί μας, έτσι που να μη ζουν σαν λύκοι μέσα στο δάσος». Τέλος, η αυτοκράτειρα κατατοπίζει με θαυμαστό τρόπο τον νέο γενικό επίτροπο σχετικά με το άτομό της: «Πρέπει να ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε. Θα είστε σε καθημερινή επαφή μαζί μου και θα διαπιστώσετε ότι μοναδικός μου σκοπός είναι η ευτυχία και η δόξα της πατρίδας∙ μοναδική μου επιθυμία, η ευμάρεια των υπηκόων μου, σε όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκουν. Όλες μου οι σκέψεις τείνουν, τόσο μέσα στην αυτοκρατορία όσο και έξω απ' αυτή, στην ικανοποίηση και στην ησυχία όλων. Αγαπώ την αλήθεια, μπορείτε άφοβα να μου τη λέτε. Μπορείτε ακόμα, χωρίς καμιά ανησυχία, να συζητάτε μαζί μου, εφόσον διαπνέεστε αποκλειστικά και μόνο από ενδιαφέρον για την καλή έκβαση των δημοσίων υποθέσεων... Θα ήθελα να προσθέσω επίσης ότι δεν μου αρέσουν οι κολακείες και δεν τις περιμένω από σας. Αυτό που ζητάω είναι ειλικρίνεια στις αναφορές σας και ενεργητικότητα στις πράξεις σας». Τούτες οι αρχές συνεργασίας μεταξύ ενός πρωθυπουργού και της άνασσάς του είναι τόσο μεγαλόπνοες που κάνουν αμέσως το γύρο της Ευρώπης. Επίσης, σύντομα προσφέρεται στην Αικατερίνη η ευκαιρία να εντυπωσιάσει τους κύκλους των διανοουμένων. Πληροφορούμενη από τον πρίγκιπα Γκολίτσιν, πρεσβευτή της στη Γαλλία, ότι, λόγω ελλείψεως χρημάτων, ο Ντιντερό εκποιεί τη βιβλιοθήκη του έναντι του ποσού των δεκαπέντε χιλιάδων λιρών, του προσφέρει δεκάξι χιλιάδες προσθέτοντας ως όρο ότι οι πολύτιμοι τόμοι δεν θα βγουν από το σπίτι του διαπρεπούς συγγραφέα για όλη τη διάρκεια της ζωής του: «Θα ήταν βάναυσο να χωρίσω ένα σοφό από τα βιβλία του». Αφού γίνει βιβλιοθηκάριος της τσαρίνας δίχως να μετακινηθεί από το σπίτι του, ο Ντιντερό θα εισπράττει επιπλέον και μια απολαβή της τάξεως των χιλίων λιρών το χρόνο. Για να αποφευχθεί μάλιστα οποιαδήποτε καθυστέρηση στους διακανονισμούς, θα τον πληρώσουν προκαταβολικά για πενήντα χρόνια. Εμβρόντητος, ο Ντιντερό γράφει στην ευεργέτιδά του: «Μεγάλη ηγεμόνισσα, γονατίζω στα πόδια σας∙ απλώνω τα δυο μου χέρια προς εσάς∙ θα ήθελα να σας μιλήσω, αλλά η ψυχή μου σφίγγεται, το μυαλό μου θολώνει, οι ιδέες μου
μπερδεύονται, συγκινούμαι σαν παιδί και οι σωστές εκφράσεις για τα συναισθήματα που με πλημμυρίζουν εκπνέουν μόλις φτάσουν στα χείλη μου... Ω Αικατερίνη! Να είστε βεβαία πως η δύναμη της βασιλείας σας είναι εξίσου μεγάλη στην Πετρούπολη όσο και στο Παρίσι!». «Ο Ντιντερό, ο ντ' Αλαμπέρ κι εγώ, σας χτίζουμε και οι τρεις ναούς», γράφει ο Βολταίρος στην αυτοκράτειρα. Και ακόμη: «Ποιος θα υποψιαζόταν, πριν από πενήντα χρόνια, ότι κάποτε οι Σκύθες θα αντάμειβαν με τόση ευγένεια στο Παρίσι την αρετή, την επιστήμη και τη φιλοσοφία που τόσο ανάξια τις μεταχειριζόμαστε;». Και ο Γκριμ: «Τριάντα χρόνια δουλειάς δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν στον Ντιντερό την παραμικρή ανταμοιβή. Η αυτοκράτειρα της Ρωσίας θεώρησε καλό να ξεπληρώσει μ' αυτή την ευκαιρία το χρέος της Γαλλίας». Το ένα γράμμα μετά το άλλο προσκομίζουν στην Αικατερίνη την απόδειξη ότι έκανε καλή τοποθέτηση των χρημάτων της. Ακόμα και όσοι θεωρούσαν άλλοτε τη Ρωσία χώρα καθυστερημένη, καταχωνιασμένη κάτω από τα χιόνια, όπου μόνο λύκοι συχνάζουν, αρχίζουν να σκέφτονται πως ίσως και να λάμπουν εκεί κάτω τα φώτα της γενναιοδωρίας και του πνεύματος. Ο Ντιντερό της κάνει διαφήμιση. Το σπίτι του μεταβάλλεται σε διαφημιστικό πρακτορείο. Άνθρωποι των γραμμάτων, σοφοί, καλλιτέχνες, τεχνίτες, αρχιτέκτονες, μηχανικοί πηγαίνουν εκεί για να συγκεντρώσουν πληροφορίες και ζητούν να προσληφθούν στην Αγία Πετρούπολη. Τους στρέφει προς τον πρίγκιπα Γκολίτσιν, προς τον Μπέτσκι. Η Αικατερίνη απολαμβάνει το θρίαμβό της. Χάρη σ' αυτή την κίνηση —που δεν της στοίχισε πολλά— έγινε κατά την έκφραση του Βολταίρου «η ευεργέτιδα της Ευρώπης». Εστεμμένη μόλις τρία χρόνια πριν, άρχει όχι μόνο σε εκατομμύρια Ρώσων, αλλά και σε όλους όσοι, στο εξωτερικό, αφιέρωσαν τη ζωή τους στη διανόηση. Προστάτιδα των γραμμάτων και των τεχνών. Ένα είδος λαϊκής μαντόνας που μοιράζει ρούβλια. Η μητερούλα‐μαικήνας της Αγίας Πετρούπολης. Αυτή που αγνοεί τα σύνορα και αναγνωρίζει μονάχα ταλέντα. Συνειδητοποιώντας το γόητρο που κερδίζει, η Αικατερίνη θέλει να επιβληθεί περισσότερο ως φιλοσοφικός νους. Όταν κάποια μέρα δοκιμάζει πατάτες —πράγμα που δημιουργεί μεγάλο σκάνδαλο μεταξύ των συνδαιτυμόνων—, δηλώνει ότι αυτή η «τροφή των Ινδιάνων» έχει πολύ ωραία γεύση και προτρέπει τον Σήβερς να αναπτύξει την καλλιέργεια του βολβού. Θα εγκαταστήσουν ένοπλους φρουρούς στις φυτείες ώστε οι προληπτικοί χωριάτες να μην έρχονται να καταστρέψουν το «χόρτο του διαβόλου». Την απασχολούν όμως και κάποιοι χωριάτες: οι «Ρασκόλνικοι», οι Παλαιόδοξοι, οι οποίοι, υπό την απειλή της δίωξής τους από την Εκκλησία ως αιρετικών, έχουν αποφασίσει εδώ και λίγο καιρό να θυσιαστούν στην πυρά για να ξεφύγουν από έναν κόσμο όπου βασιλεύει το Πονηρό. Κατατρομαγμένη, η τσαρίνα αναθέτει στον Σήβερς να διακηρύξει ότι θα προστατεύσει η ίδια προσωπικά τους σχισματικούς. Οι τελευταίοι όμως απολαμβάνουν την ομαδική αυτοκτονία. Συνεχίζουν να παραδίδονται στις φλόγες, όχι πλέον για ν' αποφύγουν τη δικαιοσύνη, αλλά για να φτάσουν το γρηγορότερο δυνατό στο βασίλειο του Θεού. Ο Σήβερς αναγκάζεται να διατάξει παρέμβαση του στρατού προκειμένου να σταματήσουν τα ολοκαυτώματα. Δημοσιεύεται ένα ουκάζιο, το οποίο επιτρέπει στους «Ρασκόλνικους» να ζουν ασκώντας ελεύθερα την πίστη τους. Εκείνοι όμως δεν νιώθουν καμιά ευγνωμοσύνη για την αυτοκράτειρα. Διευκολύνοντας την άσκηση της πίστης τους, ελαττώνει —σύμφωνα με τον δικό τους τρόπο σκέψης— τον μυστικιστικό τους ζήλο. Μερικοί μεταναστεύουν στην Τουρκία, όπου έχουν τουλάχιστον εξασφαλίσει να υποβληθούν κατ' ευχήν στα μαρτύριά τους. Οι δρόμοι που οδηγούν στον ουρανό πρέπει να είναι δρόμοι όλο πόνο. Η ανεξιθρησκία, η οποία χαλαρώνει τις ψυχές, αποτελεί διαβολική παγίδα. Τούτη η βαθύτατα ρωσική αντίληψη της σωτηρίας δια του πόνου εκπλήσσει την Αικατερίνη. Της δημιουργεί
την εντύπωση ότι και η μάζα του αγράμματου και μοιρολάτρη λαού συμμερίζεται τη δυσπιστία των Παλαιοδόξων όσον αφορά την επίγεια ευτυχία. Μήπως κατάβαθα οι δουλοπάροικοι φοβούνται να χειραφετηθούν περνώντας από την κατάσταση του ανεύθυνου ζώου σ' εκείνη ανθρώπων με συνείδηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους; Μήπως οι φιλελεύθερες ιδέες —οι οποίες με τόση κομψότητα υποστηρίζονται στα παριζιάνικα σαλόνια— δεν ταιριάζουν με τη σκοτεινή αυτοκρατορία των Σκυθών; Η αυτοκράτειρα προσεγγίζει με εξαιρετική σύνεση αυτό που θεωρεί μεγάλη υπόθεση της ζωής της, το Νακάζ της, Οδηγία ενόψει της επεξεργασίας ενός Κώδικα νόμων. Η Ρωσία εξακολουθεί να υπόκειται στον αρχαίο πολύπλοκο και βάρβαρο κώδικα, που δημοσιεύτηκε το 1649 από τον τσάρο Αλέξη Α' Μιχαήλοβιτς. Κάποιες αναθεωρήσεις που έγιναν από τον Μεγάλο Πέτρο, την Αικατερίνη Α', τον Πέτρο Β' και την Άννα Ιβάνοβνα δεν ξεκαθάρισαν διόλου την κατάσταση. Αυτό το πεπαλαιωμένο σύστημα πρέπει να ανανεωθεί και να εκσυγχρονιστεί. Η Αικατερίνη έχει καταπιαστεί, μέσα σε απόλυτη μυστικότητα, με ένα έργο γιγάντιο. Μονάχα στον Γρηγόρη Ορλώφ και στον Πανίν επιτρέπει να διαβάζουν κάπου κάπου μια σελίδα από το χειρόγραφό της. Μένουν έκθαμβοι. Ο Πανίν αναφωνεί: «Τούτα τα αξιώματα θα γκρεμίσουν ολόκληρα τείχη!». Με την πένα στο χέρι, η Αικατερίνη νιώθει να φωτίζεται από δύο φάρους: τον Βολταίρο και τον Μοντεσκιέ. Γράφει στον ντ' Αλαμπέρ: «Προς όφελος της αυτοκρατορίας μου, λαφυραγώγησα τον πρόεδρο Μοντεσκιέ δίχως να τον κατονομάσω. Ελπίζω ότι, αν με βλέπει από τον άλλο κόσμο να εργάζομαι, θα μου συγχωρήσει αυτή την πλαστογραφία που έγινε για το καλό είκοσι εκατομμυρίων ανθρώπων. Αγαπούσε τόσο την ανθρωπότητα ώστε να μη μου κρατήσει κακία. Το βιβλίο του είναι το Ευαγγέλιό μου». Και στον Φρειδερίκο Β': «Έκανα ακριβώς ό,τι και η κουρούνα του μύθου που στολίστηκε με φτερά παγονιού». Στην πραγματικότητα, δεν έκλεψε «φτερά» μονάχα από τον Μοντεσκιέ, αλλά και από τον Ιταλό νομομαθή Μπεκαρία, του οποίου η Πραγματεία περί εγκλημάτων και ποινών είχε δημοσιευτεί το 1764. Εντούτοις όλοι αυτοί οι ερανισμοί είναι διατεταγμένοι μέσα σ' ένα σύνολο όπου διαστρεβλώνεται το νόημά τους. Η Οδηγία είναι κατά παράδοξο τρόπο μια απολυταρχική ερμηνεία του φιλελευθερισμού των συγγραφέων από τους οποίους άντλησε την έμπνευσή της. Ο Μοντεσκιέ και ο Μπεκαρία εμφανίζονται εκεί μεταμορφωμένοι σε δυνάστες με το ζυγό στο ένα χέρι και το κνούτο στο άλλο. Δεν πρόκειται για κώδικα, αλλά για απαρίθμηση των αρχών που θα πρέπει να καθοδηγήσουν τον μελλοντικό νομοθέτη. Και αυτές οι αρχές, κατανεμημένες σε 655 παραγράφους, δείχνουν μια σκέψη που ταλαντεύεται επί μονίμου βάσεως ανάμεσα στο προοδευτικό πνεύμα και τη συντήρηση των παραδόσεων, στη μέριμνα για ισότητα και το σεβασμό των προνομίων, στην αναγκαιότητα της απολυταρχίας και τα αγαθά της επιείκειας. Σε κάθε γραμμή, η Αικατερίνη επικαλείται τη φιλευσπλαχνία, την ισότητα, τον πατριωτισμό, τον ορθό λόγο. Ωστόσο, τούτη η πορεία της αγέλης προς την ευτυχία οφείλει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες της τάξης και υπό την απειλή της γκλίτσας μιας μυώδους βοσκοπούλας. Αυτή μονάχα ξέρει τι ταιριάζει στο ποίμνιό της: σταθερότητα και γλυκύτητα. Υπέρμαχος της μοναρχίας, δεν θα ήθελε παρ' όλα αυτά να κατηγορηθεί για τυραννία. Γι' αυτήν, απολυταρχία δεν σημαίνει δεσποτισμός αλλά αγάπη. Γενναιόδωρη, απαγορεύει ρητώς στους πλούσιους να καταπιέζουν τους φτωχούς, στηλιτεύει τα βασανιστήρια, αποδοκιμάζει τη θανατική ποινή —εκτός από τις περιπτώσεις πολιτικών εγκλημάτων—, διακηρύσσει ότι δεν δημιουργήθηκαν οι λαοί για τους ηγεμόνες αλλά οι ηγεμόνες για τους λαούς. Αυτό δεν την εμποδίζει να τάσσεται υπέρ των προνομίων των ευγενών και να υποστηρίζει τη δουλεία, διευκρινίζοντας όμως ότι αυτή πρέπει να εφαρμόζεται πάντα με περίσκεψη. Επομένως, όχι
κατάργηση της δουλείας, αλλά σύσταση προς τους αφεντάδες να συμπεριφέρονται στους δούλους με ανθρωπισμό. Ένας διεθνής φιλελευθερισμός με κάποιες διορθώσεις προερχόμενες από τον εθνικό εμπειρισμό. Ευρωπαϊκές θεωρίες με ρωσική σάλτσα δηλαδή. Η εργασία με την οποία καταγίνεται η Αικατερίνη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους αποτελεί, παρά τον ασύνδετο χαρακτήρα της, απόδειξη του θάρρους, της αντοχής και της ειλικρινούς επιθυμίας της άνασσας για αλλαγή. Η «νομομανία» της, όπως η ίδια την αποκαλεί, δεν στερείται μεγαλείου. Το φθινόπωρο του 1766, παρουσιάζει το έργο της στη Γερουσία και διατάσσει τη σύσταση μιας Νομοθετικής Επιτροπής (ή Μεγάλης Επιτροπής) που θ' αναλάβει την κωδικοποίηση των αρχών που εκτίθενται στην Οδηγία, αφού προηγουμένως λάβει γνώση των επιθυμιών του λαού. Να συμβουλευτεί το λαό όσον αφορά τις επιθυμίες του! Να παροτρύνει κάθε επαρχία και κάθε κοινωνική τάξη σε διατύπωση των ευσεβών της πόθων μέσα σε άξια σεβασμού «Τετράδια»! Να προσεταιριστεί τις μάζες, έστω και από πολύ μακριά, για την επεξεργασία των νόμων! Τι επανάσταση! Οι γερουσιαστές δεν ξέρουν αν πρέπει να τρομάξουν ή να εκστασιαστούν μπροστά σε τέτοια τόλμη. Τελικά, διαλέγουν να αναλυθούν σε λυγμούς και σε επευφημίες. Καλούνται να αποτελέσουν μέλη της Μεγάλης Επιτροπής όχι μόνο οι εκπρόσωποι της Γερουσίας, της Ιεράς Συνόδου και των Κολεγίων, αλλά και απεσταλμένοι από τις τάξεις των ευγενών, των αστών και των χωρικών, με εξαίρεση βέβαια τους δουλοπάροικους χωρικούς. Οι ευγενείς —που έχουν όλοι τους δικαίωμα ψήφου— εκλέγουν ένα βουλευτή σε κάθε περιφέρεια. Σε κάθε πόλη εκλέγεται επίσης ένας βουλευτής, αλλά δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο οι κάτοχοι ακίνητης περιουσίας. Οι βουλευτές των ελεύθερων χωρικών του Κράτους εκλέγονται ένας κατά περιφέρεια. Για να εκλεγεί κανείς βουλευτής από την τάξη των ευγενών ή των αστών, πρέπει να είναι τουλάχιστον είκοσι πέντε χρόνων και αμέμπτου διαγωγής. Για να εκλεγεί βουλευτής από την τάξη των ελευθέρων χωρικών του Κράτους, πρέπει να είναι τουλάχιστον τριάντα πέντε χρόνων, έγγαμος και πατέρας οικογενείας. Οι βουλευτές παραλαμβάνουν από τους ψηφοφόρους τους ένα Τετράδιο ευχών το οποίο έχει συνταχθεί από ένα πενταμελές συμβούλιο. Οι δαπάνες τους καλύπτονται από τον Δημόσιο Θησαυρό, και είναι απαλλαγμένοι εφ' όρου ζωής από τη θανατική ποινή, τα βασανιστήρια, τις σωματικές τιμωρίες και τη δήμευση της περιουσίας τους. Στην πράξη όμως, οι εκλογές διεξάγονται χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Οι αποχές είναι πολυάριθμες. Καθένας φοβάται, σε περίπτωση εκλογής του, πως θα επωμιστεί ένα δυσβάσταχτο φορτίο υποχρεώσεων και ευθυνών. Άλλωστε, για τους περισσότερους των ενδιαφερομένων, υποψηφίους ή ψηφοφόρους, είναι τόσο μεγάλες οι αποστάσεις ανάμεσα στον τόπο της κατοικίας τους και την έδρα της εκλογικής τους περιφέρειας! Έτσι, μένουν στα σπίτια τους, λένε «θα πάει ο γείτονας» κι αφήνονται στη φυσική πορεία των πραγμάτων. Τελικά, συγκροτείται όπως όπως η Μεγάλη Επιτροπή, που θα επεξεργαστεί 1.441 Τετράδια ευχών. Συγκεντρωμένοι την άνοιξη του 1767, οι βουλευτές διερωτώνται ως προς τον τίτλο που θα έπρεπε να δώσουν στην αυτοκράτειρα προκειμένου να την ευχαριστήσουν για την πρωτοβουλία της: «Αικατερίνη η Μεγάλη», «Πάνσοφη», «Μητέρα της Πατρίδας». Οι συζητήσεις συνεχίζονται κατά τη διάρκεια πολλών συνεδριάσεων. Η Αικατερίνη εκδηλώνει ανυπομονησία. «Τους συγκάλεσα για να εξετάσουν κάποιους νόμους», γράφει στον κόμη Μπιμπίκωφ, πρόεδρο της συνέλευσης, «κι αυτοί ασχολούνται με την ανατομία των προσόντων μου». Ο τίτλος «Αικατερίνη η Μεγάλη» συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους. Μόλο που παριστάνει τη θυμωμένη, αυτή η καινούργια περιποίηση τιμής της αρέσει κατά βάθος. Η Μεγάλη Επιτροπή, αφού βαφτίσει με τούτο το όνομα την άνασσά της, στρώνεται στη δουλειά. Αποτελείται από 28 εκπροσώπους των κυριότερων οργάνων του Κράτους και από 536 βουλευτές, οι οποίοι εκλέγονται από τις διάφορες τάξεις του πληθυσμού εκτός από κείνη των δουλοπαροίκων. Έργο τούτων των ανθρώπων, με την τόσο ποικιλόμορφη
προέλευση, είναι να βρουν νόμους που να ταιριάζουν ταυτόχρονα στους χριστιανούς και στους μουσουλμάνους, σ' αυτούς που εποικίζουν τις ταταρικές στέπες και την πλούσια γη της Ουκρανίας, στους Μοσχοβίτες και στους κατοίκους της Σιβηρίας. Πολύ γρήγορα, αντιλαμβάνονται πως αυτό το εγχείρημα ξεπερνάει τα μέσα που διαθέτουν. Η Αικατερίνη παρίσταται στις περισσότερες από τις συγκεντρώσεις τους. Νιώθει την πρώτη της απογοήτευση διαβάζοντας τα «Τετράδια», από τα οποία έλπιζε μια αποκάλυψη ως προς τις εσώτερες διαθέσεις των πνευμάτων στην αυτοκρατορία της. Με λύπη της διαπιστώνει ότι, στη Ρωσία, δεν υπάρχει κοινή γνώμη. Κανείς δεν τολμάει να παραπονεθεί από το φόβο των αντιποίνων. Για τα θέματα της διακυβέρνησης, καθένας επαφίεται «στη σοφία και τις μητρικές φροντίδες της αυτοκράτειρας». Το πολύ πολύ, οι ευγενείς να εκφράσουν ταπεινά την ευχή μιας επέκτασης των προνομίων τους και οι έμποροι να ζητούν το δικαίωμα της εξομοίωσής τους με τους ευγενείς όσον αφορά τη διάθεση δουλοπαροίκων. Όσο για τους ίδιους τους δουλοπαροίκους, αυτοί δεν διαθέτουν ψήφο. Για να σχηματίσει σαφέστερη εικόνα, η Μεγάλη Επιτροπή προβαίνει σε καταμερισμό της εργασίας μεταξύ δεκαεννέα ειδικών επιτροπών, οι οποίες χρονοτριβούν με γεμάτες σύνεση φλυαρίες. «Μια κωμωδία», γράφει ο Γάλλος επιτετραμμένος Ροσινιόλ. «Τα πάντα διευθύνονται από τους ευνοούμενους και τους μπιστικούς της αυτοκράτειρας, οι οποίοι διαβάζουν τους νόμους με φωνή τόσο βιαστική ή τόσο σιγανή που σχεδόν δεν ακούγεται... Στη συνέχεια, ζητούν τη συγκατάθεση της συνέλευσης, που δεν έχει λόγο να την αρνηθεί, απλούστατα γιατί δεν άκουσε και, πολύ περισσότερο, γιατί δεν κατάλαβε». Το Δεκέμβριο του 1768, ενώ έχουν ήδη συμπληρωθεί διακόσιες συνεδριάσεις, ο κόμης Μπιμπίκωφ αναγγέλλει απλά και ξερά, κατόπιν διαταγής της αυτοκράτειρας, διάλυση τούτης της πλαστής «γενικής συνέλευσης των τριών τάξεων». Ως πρόσχημα, επικαλείται την κήρυξη πολέμου της Τουρκίας κατά της Ρωσίας. Στην πραγματικότητα, η τσαρίνα είναι εξουθενωμένη από τον αργό ρυθμό των εργασιών της Μεγάλης Επιτροπής. Κι όταν κάποιος εκπρόσωπος ρωτάει αν πρόκειται να επαναληφθούν στο μέλλον οι εργασίες τούτης της συνέλευσης, ακούγεται από το αυτοκρατορικό θεωρείο ο θόρυβος μιας πολυθρόνας που πέφτει κάτω βίαια. Αντί ν' απαντήσει, η Μεγαλειοτάτη σηκώθηκε γεμάτη οργή και εγκατέλειψε την αίθουσα. Η αποτυχία του εγχειρήματός της έδωσε στην Αικατερίνη να καταλάβει πόσο αναρμόδιοι ήταν οι πληρεξούσιοι και πόσο άσχετες ήταν οι γνώμες τους σε προβλήματα τόσο σοβαρά όπως η δουλεία, οι φόροι, τα προνόμια, η δικαιοσύνη. Η άνασσα θα επωφεληθεί απ' αυτή την αποκαρδιωτική εμπειρία για να κυβερνήσει το κράτος με ακόμα περισσότερη πυγμή. Ύστερα από μερικούς μήνες πυρετού, η Ρωσία ξαναγυρνάει στον από αμνημονεύτων χρόνων ύπνο της. Αντίθετα, η Δυτική Ευρώπη είναι ενθουσιασμένη. Η Αικατερίνη φρόντισε να μεταφραστεί η Οδηγία της στα λατινικά, στα γαλλικά και τα γερμανικά, ώστε να εξασφαλίσει τη διάδοσή τους σε όλες τις φωτισμένες χώρες. Μπορεί να βασίζεται στους συνηθισμένους της αυλοκόλακες. Είναι όλοι τους εκεί, πιστοί στο καθήκον, με τη σάλπιγγα στα χείλη. Ο Βολταίρος καμώνεται πως πιστεύει ότι αυτό το μνημείο σοφίας δεν είναι ένας απλός «πρόλογος», αλλά ένας πλήρης κώδικας, με όλες τις απαιτούμενες λεπτομέρειες, ο οποίος έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή. Γράφει: «Η αυτοκράτειρα, στον καινούργιο της κώδικα, τον καλύτερο όλων, δίνει την παρακαταθήκη (των νόμων) στη Γερουσία, η οποία αποτελείται από τους μεγάλους της αυτοκρατορίας». Χαιρετίζει «την ωραιότερη μαρτυρία του αιώνα, αντάξια ενός Λυκούργου και ενός Σόλωνα». «Η Δικαιοσύνη και ο Ανθρωπισμός κατεύθυναν την πένα της Αικατερίνης Β': αναμόρφωσε τα πάντα!» Ο Ντιντερό και ο ντ' Αλαμπέρ υπερθεματίζουν. Ακόμα και ο ίδιος ο Φρειδερίκος Β' συγκινείται. Για να επιβεβαιωθεί — θαρρείς— η επιτυχία της Αικατερίνης στο εξωτερικό, η κυκλοφορία της Οδηγίας της απαγορεύεται στο Παρίσι από τις αστυνομικές αρχές. Αν και αγανακτεί δήθεν για τα μάτια
του κόσμου, μέσα της αναγαλλιάζει. Ποτέ άνθρωπος δεν παρουσίασε δύο πρόσωπα τόσο διαφορετικά, ανάλογα με το αν βρίσκεται μέσα στο σπίτι του ή έξω απ' αυτό. Αυταρχική στη Ρωσία, παρουσιάζεται στη Γαλλία δημοκρατική. Οι αυλικοί της είναι, από τη μια πλευρά, ευγενείς υπέρμαχοι της δουλείας και, από την άλλη, φιλόσοφοι παθιασμένοι για ελευθερία. Και αυτό το διπλό παιχνίδι το κινεί χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, αφήνοντας να μιλούν πότε η καρδιά και πότε ο νους της, πότε η αγάπη της για τη δυτική τάξη και πότε η τρυφερότητά της για τη ρωσική παραδοξολογία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI ΓΑΛΛΟΙ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΙ Τα νέα από την Πολωνία είναι ανησυχητικά. Στην πολωνική πολίχνη Μπαρ, αρκετά κοντά στα τουρκικά σύνορα, σχηματίστηκε το Φεβρουάριο του 1768 μια Αδελφότητα Πατριωτών, οι οποίοι ορκίστηκαν ν' αποτινάξουν τον ρωσικό ζυγό και ταυτόχρονα να περιορίσουν τα πολιτικά δικαιώματα των μη καθολικών Πολωνών. Έτσι, κατά παράδοξο τρόπο, ο Ρώσος καταπιεστής εμφανίζεται ως διαπρύσιος κήρυκας της ανεξιθρησκίας, ενώ ο Πολωνός καταπιεζόμενος αρνείται την ίση μεταχείριση μεταξύ πολιτών που ανήκουν σε διαφορετικά δόγματα. Η Αικατερίνη ενθουσιάζεται μ' αυτό το χάος που της επιτρέπει να καταπιέζει χωρίς τύψεις. Θα αποκαταστήσει την τάξη στην Πολωνία εν ονόματι της ελευθερίας της σκέψης. Τα στρατεύματά της, κινητοποιημένα εδώ και πολύ καιρό, επεμβαίνουν βίαια εναντίον των ανοργάνωτων ομάδων των συνασπισμένων και τις ανατρέπουν. Ο Βολταίρος, όπως πάντοτε, επικροτεί: «Το παράδειγμα που δίνει η αυτοκράτειρα της Ρωσίας είναι μοναδικό στον κόσμο. Έστειλε σαράντα χιλιάδες Ρώσους για να διδάξουν την ανεξιθρησκία με εφ' όπλου λόγχη...». Και αλλού: «Κινητοποίησε τα στρατεύματα... για να εξαναγκάσει (τους πολίτες) να ανεχθούν ο ένας τον άλλο». Σωστό ανδρείκελο, ο Στανισλάς Πονιατόφσκι υποκλίνεται. Στη Βαρσοβία, ο πρεσβευτής της Αικατερίνης συμπεριφέρεται σαν διοικητής κατακτημένης επαρχίας. Στη Γαλλία, οι κύκλοι που πρόσκεινται στον Λουδοβίκο ΙΕ' μαίνονται από αγανάκτηση. Ωστόσο, η γαλλική κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει την περίπτωση μιας άμεσης παρέμβασης στο πολωνικό ζήτημα. Η οργή της καταπραΰνεται από τη σύνεση. Θα προτιμούσε την εκδίκηση μέσω μιας τρίτης χώρας. Με άλλα λόγια, αναζητεί ένα εκτελεστικό όργανο. Πριν από δύο χρόνια, ο δούκας ντε Σουαζέλ έγραφε στον Βερζέν, πρεσβευτή —τότε— της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη: «Ο πιο σίγουρος τρόπος... για να θέσουμε εκποδών από τον σφετερισμένο θρόνο της τη σφετερίστρια Αικατερίνη θα ήταν να υποκινήσουμε έναν πόλεμο εναντίον της. Μονάχα οι Τούρκοι προσφέρονται για να μας εξυπηρετήσουν... Επομένως, μοναδικό αντικείμενο των εργασιών σας θα πρέπει να είναι ένας πόλεμος μέσω των Τούρκων»83. Αντί να τον φοβάται, η Αικατερίνη εύχεται ολόψυχα τούτο τον πόλεμο. Έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του στρατού και του στόλου της. Θα αξιωθεί άραγε να κάνει πραγματικότητα το παλιό όνειρο του Πέτρου του Μεγάλου; Την προσάρτηση δηλαδή της πλούσιας Κριμαίας, την πρόσβαση στη Μαύρη θάλασσα και στα Δαρδανέλια, την εκμηδένιση της τουρκικής ισχύος, την κατάκτηση της ιερής πόλης του Κωνσταντίνου, λίκνου της Ορθοδοξίας; Τότε, μάλιστα, θα έχει το δικαίωμα να αποκαλείται Μεγάλη Αικατερίνη! Προσεύχεται να ξεπηδήσει μια σπίθα που θα βάλει επιτέλους φωτιά στο μπαρούτι. Ένα επεισόδιο ξεσπάει την κατάλληλη στιγμή στην περιοχή των συνόρων. Στη διάρκεια μιας απροσδόκητης συμπλοκής με Πολωνούς, ένα απόσπασμα Ουκρανών εισβάλλει στο τουρκικό έδαφος και κυριεύει την Μπάλτα, οθωμανική πόλη της Βεσαραβίας. Ύστερα από προτροπή της Γαλλίας, ο σουλτάνος διαμαρτύρεται και καλεί τη Ρωσία να εκκενώσει την Πολωνία. Ενθουσιασμένη, η Αικατερίνη αρνείται. Ο Ομπρεσκώφ, Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, φυλακίζεται στο οχυρό του Επταπυργίου. Η Υψηλή Πύλη κηρύσσει πόλεμο κατά των εχθρών του Προφήτη. Ολόκληρη η Τουρκία σημαιοστολίζεται. Το ίδιο και η Ρωσία. Ο Φρειδερίκος Β', ο οποίος υποψιάζεται την έλλειψη ετοιμότητας και των δυο μερών, μιλάει για πόλεμο «τυφλών κατά παραλυτικών». Ασφαλώς, ο ρωσικός στρατός είναι αποδιοργανωμένος, ασυγκρότητος, πλημμελώς εφοδιασμένος. Αλλά και οι Τούρκοι είναι ακόμα πιο απροετοίμαστοι. Η Γαλλία έκανε κακή εκτίμηση ποντάροντας πάνω τους. Το Σεπτέμβριο του 1769, ο κόμης Πέτρος Ρουμιάντσεφ ανατρέπει τους «άπιστους» στο Χοτίν, καταλαμβάνει τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, κυριεύει το Αζόφ και το Ταγκανρόγκ, και ετοιμάζεται να εισβάλει στην Κριμαία.
Το 1770, δεκαεφτά χιλιάδες Ρώσοι κατακρεουργούν εκατόν πενήντα χιλιάδες Τούρκους στον ποταμό Καγκούλ. Την ίδια χρονιά, ο ρωσικός στόλος με επικεφαλής τον Αλέξη Ορλώφ, τον «Σημαδεμένο», εγκαταλείπει τη Βαλτική, διασχίζει τη Μάγχη, μπαίνει στη Μεσόγειο, σταθμεύει για λίγο στη Βενετία, και ακολουθώντας τη ρότα που έχει χαράξει, εμφανίζεται στο Αιγαίο όπου και έρχεται αντιμέτωπος με τον τουρκικό στόλο. Ο τελευταίος καταστρέφεται, διασκορπίζεται, πυρπολείται στη διάρκεια μιας φονικότατης ναυμαχίας στον όρμο της Χίου, μπροστά στο λιμάνι του Τσεσμέ. Ακούγοντας γι' αυτές τις αλλεπάλληλες νίκες, η Αικατερίνη εξομολογείται στον Πανίν ότι φοβάται μήπως «πεθάνει από χαρά». Ωστόσο, στην Ευρώπη, οι ηγεμόνες είναι πανικόβλητοι. Ο Φρειδερίκος Β' και ο Ιωσήφ Β' συναντιούνται για να μελετήσουν έναν τρόπο, ειρηνικό κατά το δυνατόν, να αντιταθούν στο «χείμαρρο που κινδυνεύει να κατακλύσει τον κόσμο». Στις Βερσαλλίες, ο δούκας ντε Σουαζέλ μαίνεται επειδή υπερτίμησε τη στρατιωτική ικανότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η αγγλική κυβέρνηση διαπιστώνει με πικρία ότι ο ρωσικός στόλος τόλμησε να διασχίσει τη Μάγχη και ανησυχεί γι' αυτή την καινούργια ναυτική δύναμη που παραποιεί τους παλιούς κανόνες του παιχνιδιού. Στη Σουηδία, η αύξηση της ρωσικής απειλής στη Βαλτική θάλασσα και στον κόλπο της Φινλανδίας αντιμετωπίζεται με αγωνία. Η Αικατερίνη, που τη θεωρούσαν αρχικά ερασιτέχνιδα της πολιτικής, εμφανίζεται τώρα σε όλες τις δυτικές καγκελαρίες ως πνεύμα δαιμόνιο, είδος δράκου με υπολογιστικό νου και σβελτάδα στις κινήσεις. Αυτό που εξοργίζει πάνω απ' όλα τις ξένες Αυλές είναι ότι, αν και πιο άπληστη από τον καθένα για να μεγαλώσει την αυτοκρατορία της, η Αικατερίνη επεκτείνει τις κτήσεις της εν ονόματι της φιλοσοφίας του φιλελευθερισμού. Μήπως δεν φτάνει στο σημείο να υποστηρίξει με την πένα της τα δικαιώματα των Κορσικανών του Πάολι ενάντια στη γαλλική καταδυνάστευση; «Κάνω την προσευχή μου κάθε πρωί», γράφει στον κόμη Τσερνιτσέφ, εκπρόσωπό της στο Λονδίνο: «"Θεέ μου, σώσε την Κορσική από τα χέρια των πανούργων Γάλλων"». Στα μάτια της, οι Γάλλοι είναι οι Τούρκοι της Δύσης. Βάζει τους κρίνους και την ημισέληνο στον ίδιο κορβανά. «Οι Τούρκοι και οι Γάλλοι», γράφει επίσης, «είχαν την ιδέα να ξυπνήσουν το γάτο που κοιμόταν... Και νά που η γάτα θα κυνηγήσει τα ποντίκια, και νά που θα δείτε ό,τι θα δείτε, και που θα μιλήσουν για μας επειδή δεν περίμεναν όλο αυτόν το σαματά που θα κάνουμε, και νά που οι Τούρκοι κατατροπώθηκαν, και οι Γάλλοι θ' αντιμετωπίσουν παντού μεταχείριση ίδια μ' εκείνη που τους επιφυλάσσουν οι Κορσικανοί». Ο Φρειδερίκος Β' επιβεβαιώνει ότι η Αικατερίνη νιώθει «ένα είδος αποστροφής προς καθετί γαλλικό». Και ο Γάλλος επιτετραμμένος Σαμπατιέ ντε Καμπρ διαμηνύει στην κυβέρνησή του ότι εκείνη «απεχθάνεται τους Γάλλους βαθύτατα» και ότι «μέλημά της είναι, δίχως να εξετάζει τα πράγματα, να πράττει το αντίθετο απ' ό,τι επιθυμεί η Γαλλία, επειδή διακατέχεται από μίσος γι' αυτήν». Στην πραγματικότητα, όταν η Αικατερίνη καταφέρεται με τόση εχθρότητα εναντίον των Γάλλων, δεν τα βάζει με ολόκληρο το έθνος, αλλά με τον Λουδοβίκο ΙΕ' και τους υπουργούς του. Άλλωστε, ορισμένοι Γάλλοι κακοί συγγραφείς αξίζουν να τους δώσεις μερικές ξυλιές στα χέρια. Ένας κάποιος αβάς, ονόματι Σαπ ντ' Ωτερός, αστρονόμος και γεωγράφος, γυρνώντας στη Γαλλία ύστερα από ένα ταξίδι στη Σιβηρία, επέτρεψε στον εαυτό του να γράψει ένα βιβλίο συκοφαντικό για τη Ρωσία. Σ' αυτό τολμάει να κατακρίνει όλους τους αυτοκρατορικούς θεσμούς, ισχυρίζεται ότι οι χωρικοί της Λιθουανίας στερούνται το ψωμί στη διάρκεια του χειμώνα και δεν διστάζει ν' αποφανθεί ότι η Σιβηρία είναι μια χώρα μ' ελάχιστη βλάστηση. Για ν' αποδείξει το αντίθετο, η Αικατερίνη στέλνει στον Βολταίρο μερικούς κώνους από ένα σιβηρικό κέδρο. Είναι σίγουρη πως αυτή η φρικτή φυλλάδα είναι δουλειά του δούκα ντε Σουαζέλ. Μακάρι να του απαντούσε κάποιος μεγάλος Γάλλος συγγραφέας, πληρώνοντάς τον με το ίδιο νόμισμα! Αλλά οι μεγάλοι Γάλλοι συγγραφείς είναι απρόθυμοι γι' αυτά τα πράγματα. Έτσι, καταπιάνεται η ίδια. Η απάντησή της, που συντάσσεται με πένα εκδικητική, φέρει τον τίτλο Αντίδοτο. Τα δύο πρώτα μέρη
δημοσιεύονται το 1771, σε μια θαυμάσια έκδοση∙ αναγγέλλεται και συνέχεια που όμως δεν θα δημοσιευτεί ποτέ: η Αικατερίνη βαρέθηκε. Έχει να πατάξει άλλους εχθρούς, τους Τούρκους. Το 1773, δηλώνει στη φίλη της, την κυρία ντε Μπιέλκε, ότι το Αντίδοτο θα μείνει ημιτελές, «επειδή ο συγγραφέας σκοτώθηκε από τους Τούρκους». Άλλωστε, θ' αρνηθεί πάντοτε να αναγνωρίσει επισήμως την πατρότητα τούτου του έργου. Άλλη αιτία οργής: ένας τέως γραμματέας της γαλλικής πρεσβείας στην Αγία Πετρούπολη, ονόματι Κλαύδιος Καρλομάν ντε Ρυλιέρ, έρχεται να πουλήσει στο Παρίσι μια χειρόγραφη μπροσούρα όπου διεκτραγωδείται η κατάληψη της εξουσίας από την Αικατερίνη. Εκεί, η αυτοκράτειρα παρουσιάζεται ως τυχάρπαστη φόνισσα του συζύγου της. Πληροφορημένη για το περιεχόμενο του λιβέλου, η τελευταία κάνει πρώτα απ' όλα τη σκέψη ν' αγοράσει όλα τα αντίγραφα που βρίσκονται σε κυκλοφορία∙ ύστερα, αναθέτει στον πρεσβευτή της, τον πρίγκιπα Γκολίτσιν, να διατάξει την κατάσχεση του κειμένου από τις γαλλικές αρχές. Για να φανεί αρεστή στην αυτοκράτειρα, η κυβέρνηση απειλεί τον Ρυλιέρ με έγκλειση στη Βαστίλλη αν δεν παραδώσει τα χαρτιά του. Διαταγή, ρητή και κατηγορηματική, που όμως, πριν καλά καλά δοθεί, ο Μεσιέ84, ο αδελφός του βασιλιά, διορίζει τον Ρυλιέρ ιδιαίτερο γραμματέα του και τον περιβάλλει με την προστασία του. Το θέμα μένει εκεί, ενώ το φυλλάδιο συνεχίζει να κυκλοφορεί στον κόσμο. Για να ηρεμήσει την αυτοκράτειρα, ο Ντιντερό δηλώνει: «Αν σας ενδιαφέρουν, κυρία, οι καλοί τρόποι και οι γυναικείες αρετές, φθαρμένα κουρέλια του φύλου σας, τότε αυτό το έργο είναι μια σάτιρα εναντίον σας∙ αν όμως διακατέχεστε από ενδιαφέρον τόσο για τα μεγάλα οράματα όσο και για τις ρωμαλέες πατριωτικές ιδέες, ο συγγραφέας σάς παρουσιάζει σαν μεγάλη άνασσα, τιμώντας σας μάλλον παρά κακολογώντας σας»85. Η Αικατερίνη δέχεται αυτή την καθησυχαστική ερμηνεία και καταπίνει την αγανάκτησή της. Επαφίεται στα πιο οξυδερκή πνεύματα του αιώνα για να την υπερασπιστούν στα μάτια των επερχόμενων γενεών: στον Βολταίρο, στον Γκριμ, στον ντ' Αλαμπέρ, στον Ντιντερό... Όπως πάντοτε, ο Βολταίρος έχει τα πρωτεία ανάμεσα σ' όσους την εγκωμιάζουν. Είναι άραγε εντελώς ανιδιοτελής; Η Αικατερίνη δεν του στέλνει μονάχα γράμματα. Γενναία χρηματικά ποσά φεύγουν, ευκαιρίας δοθείσης, από την Αγία Πετρούπολη προς εκείνη τη γωνιά της Ελβετίας. Στο τέλος του 1770, ο Βολταίρος κάνει λόγο στην αυτοκράτειρα για τους καλούς ωρολογοποιούς του Φερνέ, οι οποίοι θα το θεωρούσαν ιδιαίτερη τιμή αν τους παράγγελνε ρολόγια. Εκείνη, τον παρακαλεί να της κρατήσει έναν κάποιο αριθμό «έναντι μερικών χιλιάδων ρουβλίων». Της στέλνει ένα ολόκληρο κιβώτιο, συνοδευόμενο από ένα τιμολόγιο αξίας 39.238 λιρών. Αν και τα χάνει μπροστά σ' αυτό το νούμερο, αποφασίζει να ενδώσει. Δεν πληρώνει δα και τόσο ακριβά τον καλύτερο ιεροκήρυκα της πίστης της! Ο πόλεμος κατά της Υψηλής Πύλης κεντρίζει την έμπνευση του «γερο‐ξεμωραμένου των Άλπεων». Αποκαλεί το σουλτάνο Μουσταφά Γ' «μεγάλο γουρούνι της Ημισελήνου» και συνιστά αυτός, ο εχθρός της βίας, έναν ανελέητο πόλεμο. «Προς τι λοιπόν η υπογραφή ειρήνης όταν μπορεί κανείς να σπρώξει τόσο μακριά τις κατακτήσεις του;» γράφει. «Ο πόλεμος αποβαίνει χρησιμότατος για μια χώρα στις περιπτώσεις που διεξάγεται με επιτυχία στα σύνορά της. Το έθνος γίνεται πιο επιδέξιο, πιο δραστήριο, πιο τρομερό». Και ακόμα: «Κυρία, η αυτοκρατορική Σας Μεγαλειότητα σκοτώνοντας τους Τούρκους, χαρίζει σε μένα και πάλι τη ζωή. Το γράμμα της 22ας Σεπτεμβρίου, με το οποίο με τιμά, μ' έκανε να πηδήσω από το κρεβάτι μου αλαλάζοντας: Αλλάχ! Καταρίνα! Είχα λοιπόν δίκιο, ήμουν περισσότερο προφήτης κι από τον Μωάμεθ! Ο Θεός και τα στρατεύματά σας με είχαν εισακούσει όταν έψαλλα: «Te Catharinam laudamus, te dominant confitemur!»86. Ο άγγελος Γαβριήλ με είχε πληροφορήσει για την άτακτη φυγή του οθωμανικού στρατού σε όλη της την έκταση, όπως και για την κατάληψη του Χοτίν, και μου είχε δείξει με το δάχτυλό του το δρόμο του Γιασί. Αναγαλλιάζω από χαρά, κυρία, είμαι γοητευμένος, και σας ευχαριστώ γι' αυτό».
Προχωρεί περισσότερο, λέει κι άλλα: θα ήθελε να λάβει μέρος σ' αυτή την ένδοξη εκστρατεία κατά της Τουρκίας, να ξεκοιλιάσει μερικούς απίστους, να μπει στην Κωνσταντινούπολη, να υψώσει και πάλι το σταυρό στον τρούλο της Αγίας Σοφίας, να απελευθερώσει την Αθήνα και να σεργιανίσει πλάι στην Αικατερίνη, φιλοσοφώντας, στον περίβολο της Αγοράς. Κρίμα που είναι τόσο γέρος για να πολεμήσει. Εβδομήντα χρόνων! Παρ' όλα αυτά, διατείνεται ότι μπορεί να παράσχει μεγάλες υπηρεσίες στον ρωσικό λαό ο οποίος αγωνίζεται με τόση ανδρεία. Πριν από μερικά χρόνια, είχε συλλάβει ο νους του μια πολεμική μηχανή κατά το πρότυπο των δρεπανηφόρων αρμάτων. Τα σχέδια αυτού του φονικού οχήματος δεν είχαν εγκριθεί από τη γαλλική κυβέρνηση. Ο Βολταίρος, σκληρός σαν σίδερο, πιστεύει πως αν οι Βερσαλλίες είχαν υιοθετήσει τούτη τη μηχανή, η Γαλλία θα είχε κερδίσει τον Επταετή πόλεμο. Έτσι, προσφέρει τώρα στην Αικατερίνη την επινόησή του για τη γρήγορη εξόντωση των Τούρκων. «Δεν είμαι επαγγελματίας ανθρωποκτόνος», της γράφει. «Ωστόσο χθες, δύο εξαίρετοι Γερμανοί φονιάδες μου επιβεβαίωσαν ότι το αποτέλεσμα αυτών των αρμάτων ήταν αλάθητο σε μια πρώτη μάχη και πως κανένα τάγμα πεζικού ή επιλαρχία ιππικού δεν θα μπορούσε ν' αντισταθεί στην ορμητικότητα και τις καινοτομίες μιας τέτοιας επίθεσης». Δύσπιστη, η Αικατερίνη απαντάει με υπεκφυγές ότι αυτά τα άρματα εφόδου θα ήταν σίγουρα ένα ακαταμάχητο όπλο αλλά, για την ώρα, αρκεί το θάρρος των στρατιωτών της προκειμένου να καταπτοήσει τον αντίπαλο. Πληγωμένος στον εγωισμό του, ο Βολταίρος καμώνεται πως πιστεύει ότι το σχέδιό του δεν απορρίφθηκε, αλλά απλώς υποβλήθηκε σε μελέτη ενόψει μιας μεταγενέστερης παραγγελίας. Πόσο πιο σκληρή είναι η προσβολή που υφίσταται από το Συμβούλιο της Δημοκρατίας της Γενεύης όταν αυτό δεν επιτρέπει να πάνε στη Ρωσία νεαρές Ελβετίδες, για να γίνουν γκουβερνάντες σε παιδιά Ρώσων αριστοκρατών! Ύστερα από αίτηση της Αικατερίνης, είχε φροντίσει ο ίδιος να στρατολογηθούν αυτές οι δεσποινίδες. Και νά που, την τελευταία στιγμή, όλα πέφτουν στο κενό, καταρρέουν. Τι εντύπωση θα κάνει στη «Σεμίραμή» του; Διαμαρτύρεται. Ο σοφός Τρονσέν του απαντάει εξ ονόματος όλων των συμπατριωτών του: «Κύριε Βολταίρε, το Συμβούλιο θεωρεί εαυτόν πατέρα όλων των πολιτών∙ συνεπώς, δεν μπορεί να ανεχθεί την εγκατάσταση των παιδιών του σε μια χώρα όπου υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι η αυτοκράτειρα άφησε να δολοφονήσουν τον άνδρα της και όπου βασιλεύουν αχαλίνωτα τα πιο έκλυτα ήθη»87. Ασφαλώς, τούτοι οι κάτοικοι της Γενεύης εθελοτυφλούν και κωφεύουν. Συγκαταλέγουν τους Ρώσους μεταξύ των βαρβάρων τη στιγμή που, καταμεσής του πολέμου κατά της Τουρκίας, η Αικατερίνη ασχολείται με την ανοικοδόμηση ενός μουσείου στην πρωτεύουσά της. Ναι, το όνειρό της έχει γίνει πια πραγματικότητα. Το καινούργιο Χειμερινό Ανάκτορο, δημιουργία του Ιταλού Ραστρέλι, επεκτείνεται με ένα παράρτημα χτισμένο από το Γάλλο Βαγιέν ντε λα Μοτ. Αυτό το παράρτημα με τις κομψές αναλογίες, έχει ονομαστεί «Ερμιτάζ». Ένα είδος σκεπαστής γέφυρας το συνδέει με το κυρίως κτίριο. Τα πρώτα αριστουργήματα φτάνουν σ' αυτή την Αίθουσα Τέχνης. Η αυτοκράτειρα έχει αναθέσει στον Ντιντερό, μεγάλο γνώστη, να της αγοράσει πίνακες, αγάλματα, έπιπλα, μετάλλια. Όσο περισσότερο την απορροφά η πολιτική ζωή τόσο πιο πολύ νιώθει κάπου κάπου την ανάγκη να ξαναβρεθεί, με τη συντροφιά κάποιων οικείων, ανάμεσα σε τοίχους αφιερωμένους στην ομορφιά των σχημάτων και των χρωμάτων. Το καλλιτεχνικό της αισθητήριο δεν είναι βέβαια κάτι στο οποίο μπορεί να βασίζεται —το ομολογεί και η ίδια—, αλλά όλοι οι μεγάλοι μονάρχες που προκαλούν το θαυμασμό της, με επικεφαλής τον Λουδοβίκο ΙΕ', ήταν λίγο ως πολύ συλλέκτες. Άλλωστε, της αρέσει να σαρώνει, να μαζεύει, ν' αποκτά. «Όχι από αγάπη για την τέχνη», λέει, «αλλά από απληστία. Δεν είμαι ερασιτέχνις, είμαι λαίμαργη». Αγοράζει δεξιά και αριστερά, πανάκριβα ή πάμφθηνα, χονδρικά ή λιανικά. Και πρώτα απ' όλα παίρνει μια παρτίδα πίνακες που ο Φρειδερίκος Β' τους αρνήθηκε από πνεύμα οικονομίας. Ύστερα σηκώνει έναντι 180.000 ρουβλίων τους θησαυρούς της ιδιωτικής πινακοθήκης του κόμη ντε
Μπρυλ, τέως υπουργού του βασιλιά της Πολωνίας. Το 1772, χάρη στις προσπάθειες του Τρονσέν, του Ντιντερό, του πρίγκιπα Γκολίτσιν και του κόμη Μπέτσκι, αποκτά έναντι 438.000 λιρών τους πεντακόσιους εξήντα έξι πίνακες μεγάλων ζωγράφων που συγκροτούν τη συλλογή Κροζά. Υπάρχουν έργα των Ραφαήλ, Γκουίντο, Πουσέν, Βαν Ντάυκ, Ρέμπραντ, Τενιέ, Βερονέζε, Τιτσιάνο, Κλουέ, Βατώ, Μουρίλο... Ένας καταιγισμός από αριστουργήματα της γαλλικής, της ιταλικής, της ολλανδικής, της φλαμανδικής σχολής. Ο Ντιντερό γράφει στον Φαλκονέ: «Αχ, φίλε μου Φαλκονέ, πόσο αλλάξαμε! Εμείς πουλάμε τους πίνακες και τα αγάλματά μας εν καιρώ ειρήνης. Η Αικατερίνη τους αγοράζει εν καιρώ πολέμου. Οι επιστήμες, οι τέχνες, η φιλοκαλία, η σοφία ανεβαίνουν προς το Βορρά, ενώ η βαρβαρότητα, μαζί με τα παρελκόμενά της, κατεβαίνουν στο Νότο». Ωστόσο, ο Ντιντερό ανησυχεί για την πορεία όλων αυτών των θαυμάτων προς την καινούργια τους πατρίδα. Την προηγούμενη χρονιά, η συλλογή Μπράανκαμ, η οποία αγοράστηκε από την Αικατερίνη στην Ολλανδία έναντι 60.000 σκούδων, καταποντίστηκε στη Βαλτική μαζί με το πλοίο που τη μετέφερε. Ετούτη τη φορά, το ταξίδι είναι καλό και, μετά από πολλές εβδομάδες πλεύσης, τα δεκαεφτά κιβώτια παραδίδονται σε καλή κατάσταση στο Ερμιτάζ. Ύστερα από μερικούς μήνες, η Αικατερίνη προσφέρει στον εαυτό της την πολυτέλεια ν' αγοράσει, σε δημοπρασία, τη συλλογή του άσπονδου εχθρού της δούκα ντε Σουαζέλ. Αχόρταγη, αποκτάει επίσης μαζικά όλα τα σκαλιστά πετράδια του δούκα της Ορλεάνης, παραγγέλνει πίνακες στον Σαρντέν και τον Βερνέ, λέει να της στείλουν μια Άρτεμη του Ουντόν, που δεν έγινε δεκτή στο Λούβρο επειδή ήταν ελάχιστα ντυμένη. Περιφέρεται ανάμεσα σ' αυτούς τους θησαυρούς —κατανεμημένους σε αχανείς αίθουσες— γεμάτη περηφάνια για το κλέος της. «Έτσι είναι φτιαγμένος ο προσωπικός μου χώρος», γράφει στον Γκριμ, «ώστε το πηγαινέλα από το δωμάτιό μου να ισούται με τρεις χιλιάδες βήματα. Εκεί, περιφέρομαι εν μέσω σωρών πραγμάτων που αγαπώ και απολαμβάνω, και ακριβώς σ' αυτούς τους χειμωνιάτικους περιπάτους οφείλω την καλή υγεία και τη ζωτικότητά μου»88. Για να δώσει στον εαυτό της ακόμα περισσότερη ευχαρίστηση, εγκαθιστά για την εποχή της κακοκαιρίας, στον δεύτερο όροφο του καινούργιου Χειμερινού Ανακτόρου μια απέραντη σέρα με τζαμωτή οροφή, γεμάτη πρασιές, δέντρα, ολάνθιστα παρτέρια, σιντριβάνια και πουλιά που πετούν ελεύθερα. Υψώνοντας τα μάτια αντικρίζει τον ουρανό. Και ενώ έξω πέφτουν αργά νιφάδες χιονιού, ενώ τα πατίνια και τα έλκηθρα γλιστρούν τρίζοντας, ο Νέβας είναι παγωμένος και, κοντά στο παλάτι, οι φρουροί —πασπαλισμένοι θαρρείς με αλεύρι— μοιάζουν με χοντρές αδέξιες αρκούδες, εκεί μέσα, μια γλυκιά καλοκαιριάτικη θαλπωρή σκορπάει στα φυτά τις ευεργετικές αχτίδες της. Να αρνείται το χειμώνα: τούτη η παραδοξολογία αρέσει στην Αικατερίνη. Άλλωστε, οτιδήποτε φαίνεται ακατόρθωτο για τον ανθρώπινο νου, εκείνη τη δελεάζει. Έχει βάλει σκοπό να μεταφέρει στην Αγία Πετρούπολη έναν πελώριο μονόλιθο που θα χρησιμεύσει ως βάθρο για το έφιππο άγαλμα του Μεγάλου Πέτρου, το οποίο έχει παραγγελθεί στον Φαλκονέ. Αυτόν το βράχο τον είδε στη Φινλανδία, το 1768, μαζί με τον Φαλκονέ και τον Μπέτσκι, την ώρα που οι εργολάβοι κατόπτευαν το έδαφος για να εξορύξουν τον απαραίτητο γρανίτη για να κατασκευαστούν οι προκυμαίες του Νέβα. Μια γιγάντια, λαμπυρίζουσα, ανώμαλη πέτρα που θύμιζε με το σχήμα της κύμα αποκρυσταλλωμένο τη στιγμή που πάει να σπάσει. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών, το βάρος ενός τέτοιου ογκόλιθου έπρεπε να ξεπερνάει τα τρία εκατομμύρια λίβρες89. Ύψους είκοσι δύο ποδών, μήκους σαράντα δύο, πλάτους τριάντα τεσσάρων, είναι βαθιά χωμένος μέσα σε μαλακή γη. Επί δύο χρόνια, η Αικατερίνη ονειρεύεται τούτο το βάθρο, το οποίο μοιάζει αιώνια ριζωμένο σ' ένα ερημικό τοπίο. Αυτόν το βράχο τον χρειάζεται. Έστω κι αν χρησιμοποιήσει τους μισούς της υπηκόους για να τον σύρουν στο δρόμο της Αγίας Πετρούπολης. Ο Πέτρος ο Μέγας δεν θα δίσταζε να καταπιαστεί με μια τέτοια περιπέτεια. Μια αμοιβή εφτά χιλιάδων ρουβλίων προσφέρεται σε όποιον υποδείξει τον καλύτερο τρόπο μεταφοράς. Ύστερα από πολλές δοκιμές, εφαρμόζεται ένα μεγαλοφυές
σύστημα: δοκάρια σκαμμένα με αυλάκια και εφοδιασμένα με χάλκινες σφαίρες πάνω στις οποίες θα κυλήσει ο μονόλιθος. Προβλέπεται να ζευχθούν εκατό άλογα. Η Αικατερίνη προΐσταται αυτοπροσώπως στην εγκατάσταση του μηχανισμού. Το ταξίδι διαρκεί ένα χρόνο, σ' ένα δρόμο ειδικά κατασκευασμένο γι' αυτό. Όταν ο μνημειώδης ογκόλιθος φτάνει τελικά στην πλατεία του Ναυαρχείου, κοντά στην προκυμαία του Νέβα, ο λαός μένει αποσβολωμένος από ένα δέος σχεδόν θρησκευτικό. Η μητερούλα Αικατερίνη όχι μόνο κερδίζει τον πόλεμο κατά των Τούρκων, αλλά μετατοπίζει και βουνά. Ωστόσο, είναι πιο εύκολο για την Αικατερίνη να ξεκολλήσει ένα βράχο ο οποίος βρισκόταν μέσα στη γη από τα σκοτάδια των αιώνων, παρά να αναπλάσει, σύμφωνα με το πρότυπο που έχει στο νου της, το χαρακτήρα των αγαπημένων της προσώπων. Μεγαλώνοντας, ο γιος της, ο μεγάλος δούκας Παύλος, εκδηλώνει ένα χαρακτήρα όλο και πιο αχάριστο και ένα πνεύμα όλο και πιο ταραγμένο. Το 1770, κατά την εποχή των νικών εναντίον των Τούρκων, είναι δεκάξι χρόνων. Τα πεταχτά ανοιχτογάλαζα μάτια του έχουν έκφραση αγριωπή. Τικ τραντάζουν τα χοντρά χαρακτηριστικά του, τα μαζεμένα, θαρρείς, σαν μουσούδα. Παθαίνει κρίσεις επιληψίας. Παραισθήσεις στη διάρκεια της νύχτας φέρνουν μπροστά του τον δολοφονημένο του πατέρα. Από πολύ νωρίς, κρυφακούοντας τους ψιθύρους των αυλικών, καθιστά τη μητέρα του υπεύθυνη γι' αυτόν το θάνατο. Ένα αντίγραφο της μπροσούρας του Ρυλιέρ, που κάποιοι κακοπροαίρετοι συμβουλάτορες του δίνουν κρυφά, τον πείθει εντελώς. Θεωρεί τον εαυτό του Άμλετ. Επιθυμίες δίκαιης εκδίκησης φλογίζουν το νου του. Η σχέση της αυτοκράτειρας με τον Γρηγόρη Ορλώφ τον κάνει έξαλλο. Αντίθετα, εξιδανικεύει τον πατέρα του που ουσιαστικά δεν τον γνώρισε. Παθιάζεται, όπως κι εκείνος, με τις στρατιωτικές ασκήσεις. Το σύνταγμα, με τη μυρωδιά του πετσιού, του γράσου για τα όπλα, του μπαρουτιού και του ιδρώτα τού φαίνεται σαν το καλύτερο καταφύγιο ενάντια στην πλήξη της καθημερινότητας. Θα ήθελε να ζει μεταξύ επιθεωρήσεων και εκπυρσοκροτήσεων. Συγχρόνως, βασανίζεται και από μανία καταδιώξεως. Παρά τις φροντίδες με τις οποίες τον περιβάλλει η μητέρα του, φοβάται μήπως τον δηλητηριάσει ή τον μαχαιρώσει. Φτάνει να τη δει για να πάει ο νους του στο θάνατο. Γι' αυτόν, η Αικατερίνη μεταφέρει μαζί της μια αποφορά τάφου. Κάποια μέρα, βρίσκοντας κομματάκια από γυαλί μέσα στο πιάτο που του δίνει ένας υπηρέτης, χλομιάζει από θυμό, πετάγεται από την καρέκλα του, τρέχει χειρονομώντας μέσα σ' όλο το παλάτι και, φτάνοντας μπροστά στην αυτοκράτειρα, της φωνάζει κατάμουτρα ότι θέλησε να τον σκοτώσει. Η Αικατερίνη τον επιπλήττει πολύ ήρεμη, κι εκείνος, ηττημένος, κατεβάζει το κεφάλι. Με τούτες τις επαναλαμβανόμενες σκηνές, η άνασσα νιώθει την καρδιά της να κρυώνει απέναντι σ' εκείνο τον ύπουλο και γεμάτο μίσος έφηβο. Έχει πια σιγουρευτεί ότι, πίσω από την πλάτη της, την καταριέται και τη βρίζει με ανήμπορη οργή. Της θυμίζει τον Πέτρο Γ'. Στο πρόσωπό του βλέπει τον εχθρό της ησυχίας της. Κι ίσως, ακόμα, και του θρόνου της. «Τον θεωρούν (τον μεγάλο δούκα Παύλο) εκδικητικό, αδιάλλακτο και απόλυτο στις ιδέες του», γράφει ο Γάλλος επιτετραμμένος Σαμπατιέ ντε Καμπρ, στις 20 Απριλίου 1770. «Ωστόσο υπάρχει κίνδυνος, καταπιέζοντάς τον, να προκαλέσουν ένα ρίζωμα μέσα του των σπερμάτων ενός αποφασιστικού χαρακτήρα και μια μεταλλαγή τους σε έλλειψη γνησιότητας, υπόκωφο μίσος κι ίσως ακόμα και ανανδρία∙ επιπλέον, η πνευματική ανάταση που πιθανότατα φρόντισαν να του καλλιεργήσουν κινδυνεύει να καταπνιγεί από τον τρόμο που του ενέπνεε πάντοτε η μητέρα του... Είναι γεγονός ότι η αυτοκράτειρα, η οποία θυσιάζει εμφανώς υπέρ της τήρησης των προσχημάτων όλα τα υπόλοιπα, δεν τηρεί απέναντι στο γιο της ούτε καν τις επιφάσεις της μητρικής συμπεριφοράς. Έχει πάντοτε γι' αυτόν όψη και τόνους άνασσας, και συχνά τον αντιμετωπίζει τόσο ξερά και με τόση έλλειψη φροντίδας που ο νεαρός πρίγκιπας επαναστατεί. Δεν του φέρθηκε ποτέ σαν μάνα. Κι έτσι, ο μεγάλος δούκας τη βλέπει σαν κριτή». Ο άλλος γιος της Αικατερίνης, ο μικρός κόμης Μπομπρίνσκι, ο οποίος ανατρέφεται με περισσότερη γλυκύτητα, τη στενοχωρεί με την τεμπελιά και την ασυνέπειά του. Ο πατέρας
του Γρηγόρης Ορλώφ είναι κι αυτός ανήσυχος και ανικανοποίητος. Όταν ξεσπάει ο πόλεμος κατά της Τουρκίας, ο δεσμός του με την αυτοκράτειρα έχει ήδη ηλικία δέκα χρόνων. Το αρχικό τους πάθος έχει αντικατασταθεί σιγά σιγά από μια φιλήδονη τρυφερότητα που τη διακόπτουν καβγάδες. Αποτελούν, στα μάτια όλων, ένα ζευγάρι βετεράνων εραστών που, ενώ κουράστηκαν ο ένας από τον άλλο, δεν μπορούν να χωρίσουν. Ο Γρηγόρης Ορλώφ, υποφέροντας στη σκέψη ότι είναι για την Αικατερίνη μονάχα αυτός που της παρέχει αφειδώς νυχτερινές ηδονές, προσπάθησε να της αποδείξει ότι μπορεί να την παρακολουθήσει και στις ιδέες της όσο και στα ερωτικά παιχνίδια. Άρχισε να διαβάζει, εγκαινίασε αλληλογραφία με τον Ζαν‐Ζακ Ρουσσώ, εκδήλωσε ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και την αγρονομία, ωστόσο ο ενθουσιασμός του ήταν πάντοτε ένα σύντομο ξέσπασμα. Οκνηρός και επιφανειακός, αυτός ο Συβαρίτης με το παράστημα κολοσσού αναγνωρίζει τώρα με πικρία ότι, χωρίς τις καλές υπηρεσίες της Μεγαλειοτάτης, θα ήταν ανύπαρκτος. Όσο περισσότερο μεγαλώνει στον πολιτικό ορίζοντα η φιγούρα της Αικατερίνης τόσο πιο πολύ εκείνος χάνεται κάτω από τον ίσκιο των αυτοκρατορικών φουστανιών. Αποζητάει τα φιλιά του, αλλά τον αναγκάζει να σωπάσει μόλις εκφέρει τη γνώμη του για τις κρατικές υποθέσεις. Λες και είναι εκείνος η γυναίκα σ' αυτό το δυσανάλογο ζευγάρι. Πραγματικά, αφότου έγινε αυτοκράτειρα της Ρωσίας, η μικρή Γερμανίδα πριγκίπισσα δεν άλλαξε μονάχα πατρίδα αλλά και φύλο. Μια διπλή μετανάστευση. Όταν πάει ο νους της στις γυναίκες, η Αικατερίνη έχει την αίσθηση ότι δεν ανήκει σ' αυτό το είδος, που το θεωρεί αδύναμο, ελαφρόμυαλο και έτοιμο πάντοτε να κλαψουρίσει. Μονάχα τα σπλάχνα της έχουν πολλές φορές τις ίδιες απαιτήσεις, τις ίδιες παρορμήσεις με εκείνα των αδελφών της του ίδιου φύλου. Όσον αφορά όμως το πνεύμα, είναι ένας αρσενικός κατακτητής. Κάνοντας δική του αυτή την αμαζόνα, ο Γρηγόρης Ορλώφ παραξενεύεται πώς μπορεί να συμπεριφέρεται στο κρεβάτι σαν ερωμένη. Θλίβεται, παραπονιέται, θα ήθελε τουλάχιστον να δοξαστεί στον πόλεμο όπως ο αδελφός του ο Αλέξης. Μόλις όμως εκφράσει την επιθυμία να πάει να πολεμήσει εναντίον των Τούρκων, η Αικατερίνη αρνείται να τον αφήσει να φύγει. Ισχυρίζεται πως έχει ανάγκη από την παρουσία του, τις συμβουλές του. Εκείνος βέβαια δεν αμφιβάλλει πως τον κρατάει κοντά της αποκλειστικά και μόνο για την υπηρεσία του κρεβατιού. Το μοναδικό πεδίο μάχης στο οποίο έχει δικαίωμα να πάει είναι η κρεβατοκάμαρα της Αικατερίνης. Μα ακόμα κι εκεί, τον καλεί όλο και πιο αραιά. Την απορροφούν οι φροντίδες του Κράτους. Είναι σαράντα χρόνων. Εκείνος τριάντα τεσσάρων. Για να φτιάξει τη διάθεσή του, την απατάει με περιστασιακές ερωμένες. Πληβείες ή αριστοκράτισσες∙ όλες του κάνουν. Ωστόσο, τούτες οι φευγαλέες νίκες του κρεβατιού δεν αρκούν για να ικανοποιήσουν τη φιλοδοξία του. Ακόμα και στην αγκαλιά των άλλων γυναικών, δεν παύει να σκέφτεται την Αικατερίνη. Θα ήθελε να την εντυπωσιάσει, να την εξουσιάσει μια για πάντα. Και ενώ δεν βλέπει πια καμία λύση που θα τον απαλλάξει από το καθεστώς της χρυσής υποταγής του, του παρουσιάζεται μια ευκαιρία: έχει ξεσπάσει στη Μόσχα μια επιδημία πανώλους. Οι τοπικές αρχές υπερφαλαγγίζονται. Ο λαός αρνείται να υπακούσει τις διαταγές που απαγορεύουν, λόγω του φόβου της μεταδοτικότητας, τις συγκεντρώσεις στις αγορές και τις εκκλησίες. Εφόσον πρόκειται για μάστιγα του Θεού, μοναδική διέξοδος —κατά την κρίση των πιστών— είναι η προσευχή. Και νά που τους εμποδίζουν να ασπάζονται τις θαυματουργές εικόνες. Εξεγείρονται, καταδικάζουν την προδοσία, παραβιάζουν τις πόρτες των ναών. Μπροστά σ' αυτή την έφοδο, ο μητροπολίτης της Μόσχας αποφασίζει να αφαιρέσει τα εικονίσματα των αγίων από τους ναούς. Φτάνοντας αυτοπροσώπως στο Κρεμλίνο για να επιβλέψει την εφαρμογή τούτων των περιοριστικών μέτρων, αναγνωρίζεται από το πλήθος, δέχεται επίθεση, ρίχνεται καταγής, ποδοπατείται, σφαγιάζεται. Ολόκληρη η πόλη βυθίζεται στην αναρχία, στην απελπισία, στο φόβο, στη βιαιότητα, στην τρέλα. Ο Γρηγόρης Ορλώφ ζητάει από την Αικατερίνη την εξουσιοδότηση να πάει στη Μόσχα για να επαναφέρει τον όχλο στην οδό της λογικής. Αγαπάει τον κίνδυνο, διαθέτει ένα μεγάλο φυσικό θάρρος και πρωτοβουλία. Το απέδειξε στη διάρκεια του πραξικοπήματος που οδήγησε την Αικατερίνη στην εξουσία. Ας του
αφήσει λοιπόν την ευκαιρία να το αποδείξει και πάλι! Ύστερα από χρόνια αεργίας και πλαδαρότητας, του χρειάζεται να αποκαταστήσει την καλή εικόνα του εαυτού του, τόσο στα δικά του μάτια όσο και στα μάτια της αυτοκράτειρας. Η απόφαση της Αικατερίνης θα μπορούσε κάλλιστα να μας ξενίσει: ενώ είχε πάντοτε αντιταχθεί στην αναχώρηση του Γρηγόρη Ορλώφ για το μέτωπο του πολέμου, δίνει τη συγκατάθεσή της για τη μετάβασή του στη Μόσχα. Αγνοεί άραγε ότι εκεί διατρέχει πολύ περισσότερους κινδύνους απ' ό,τι σ' ένα πολυτελές επιτελείο, μακριά από το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων; Μερικοί γύρω της ψιθυρίζουν ότι τον στέλνει για να πεθάνει επειδή έχει βαρεθεί την αναξιότητα και τις φιλοδοξίες του. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η ελπίδα μιας θριαμβευτικής νίκης κυριαρχεί σε όλες τις αναστολές της σύνεσης. Άλλοι, τέλος, προφέρουν το όνομα ενός πιθανού αντικαταστάτη του∙ Βυζόκι... Πραγματικά, φαίνεται ότι η Αικατερίνη ένιωσε μεταξύ άλλων και τη διάθεση ν' απομακρύνει για μερικές εβδομάδες έναν εραστή υπερβολικά φορτικό και να του δώσει, από φιλευσπλαχνία, την ευκαιρία ν' ασχοληθεί μ' ένα έργο τόσο ευγενές όσο και αναγκαίο. Στις 2 Οκτωβρίου 1771, ο Γρηγόρης Ορλώφ φεύγει ενθουσιασμένος για τη Μόσχα. Εκεί επιδεικνύει μια ενεργητικότητα, μια τόλμη και μια αποφασιστικότητα που εκπλήσσουν τους πάντες. Επιβάλλει υγειονομικά μέτρα σ' έναν πληθυσμό με εχθρικές διαθέσεις, συνοδεύει τους γιατρούς στο προσκέφαλο των αρρώστων, επαγρυπνεί για τη διανομή των φαρμάκων, βοηθάει στην απομάκρυνση των πτωμάτων που σαπίζουν στα σπίτια και τους δρόμους. (Πεθαίνουν εφτακόσια έως οχτακόσια άτομα καθημερινά.) Ο Γρηγόρης Ορλώφ δίνει εντολή να κάψουν τα ρούχα των θυμάτων. Είναι πανταχού παρών, κοιμάται ελάχιστα. Το κύρος του ενθαρρύνει τους διστακτικούς και συμμαζεύει τους επαναστατημένους. Δείχνει να ελέγχει την αρρώστια. Μέσα σε τρεις μήνες, η επιδημία εξαφανίζεται. Επιστρέφει θριαμβευτικά στην Αγία Πετρούπολη. Η Αικατερίνη διατάσσει να στήσουν προς τιμήν του μια αψίδα θριάμβου στο Τσάρσκογε Σέλο. Μια Γαλλίδα καλλιτέχνις, η δεσποινίς Κολό, μαθήτρια του Φαλκονέ, φιλοτεχνεί ένα γλυπτό με την προτομή του σωτήρα της Μόσχας. Πάνω στο μετάλλιο, το οποίο κόβεται με την ίδια ευκαιρία, χαράσσεται το πορτραίτο του ευνοουμένου, συνοδευόμενο από τη συμβολική μορφή του Ρωμαίου ήρωα Κούρτιου90, με την επιγραφή: «Και η Ρωσία έχει τέτοιους γιους». Ωστόσο, αυτά τα δείγματα θαυμασμού και ευγνωμοσύνης δεν αρκούν για να επιβεβαιώσουν τη σταθερή αποκατάσταση της εύνοιας της αυτοκράτειρας προς το πρόσωπό του. Μόλο που η Αικατερίνη εκδήλωσε μεγάλη χαρά ξαναβλέποντάς τον, αυτός διαισθάνεται μια παράξενη αντίφαση ανάμεσα στις τιμές που του παραχωρεί δημόσια και την ψυχρότητα που εκδηλώνει απέναντί του όταν βρίσκονται μόνοι. Ήρωας της μάχης κατά της πανώλους, θα ήθελε να ανακτήσει τη συγκεκριμένη στιγμή τα προνόμια του εραστή. Ωστόσο, η πόρτα του αυτοκρατορικού υπνοδωματίου ανοίγει πλέον γι' αυτόν σε αραιά χρονικά διαστήματα. Αυτό που υποφέρει δεν είναι η σάρκα του αλλά η ματαιοδοξία του. Εδώ και πολύ καιρό, ο πόθος που αισθάνεται για την Αικατερίνη έχει καταλαγιάσει∙ όχι όμως και η δίψα του να φανεί, να εξουσιάσει, να λάμψει. Ό,τι κι αν συμβεί, δεν σκοπεύει να παραχωρήσει τη θέση του σε κανένα. Στην ανάγκη, θα σκοτώσει όποιον αντίζηλο τολμήσει να παρουσιαστεί. Η Αικατερίνη το ξέρει, και γι' αυτό επιτηρεί με την άκρη του ματιού της αυτόν τον υπέροχο και σκοτεινό σύντροφο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVII Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΟΥΚΑ Κατάληψη του Μπέντερ, κατάληψη του Άκερμαν, κατάληψη της Βράιλας, κατάληψη του Βουκουρεστίου∙ η Ρωσία πετάει από νίκη σε νίκη. Ο Φρειδερίκος Β' στέλνει τον αδελφό του Ερρίκο στην Αγία Πετρούπολη προκειμένου να προτρέψει την Αικατερίνη να αρχίσει συνομιλίες για ειρήνη με την Τουρκία. Αυτή κάνει τη δύσκολη: της χρειάζονται η Μολδαβία και η Βλαχία. Και επιπλέον, οι σύμβουλοί της την ωθούν να γίνει πιο απαιτητική, μιας και ο αντίπαλος παραπαίει. Ξαφνικά, η Αυστρία καταλαμβάνει την κομητεία της Ζιπς, στην Πολωνία, με το απατηλό πρόσχημα της ενίσχυσης της ίδιας της τής ασφάλειας. Αντί να αγανακτήσει, η Αικατερίνη δεν προβάλλει καμιά αντίσταση. Αποδεχόμενη την αυστριακή κατοχή, δικαιολογεί εκ των προτέρων τη δική της παρέμβαση. Τη στιγμή που η Αυστρία πήρε τη μερίδα της «γιατί να μην πάρει κι αυτή κάτι;» δηλώνει με κυνισμό. Τον Ιανουάριο του 1772, συνάπτεται μια μυστική σύμβαση ανάμεσα σ' αυτήν, στον Φρειδερίκο Β' και τον Ιωσήφ Β' ενόψει της διανομής της Πολωνίας. Ύστερα από λίγο, ο αδύναμος Στανισλάς Πονιατόφσκι πληροφορείται, από το ύψος του θρόνου του, τους ακρωτηριασμούς που αποφασίστηκαν όσον αφορά τον κορμό της χώρας του. Η Ρωσία προσαρτά τη Λευκορωσία, μαζί με τις πόλεις Πολότσκ, Βιτέμπσκ, Όρσα, Μοχιλιέφ, Μστισλάβλ, ένα σύνολο δηλαδή από 1.600.000 κατοίκους. Η Πρωσία σφετερίζεται τη Βαρνία και τα Παλατινάτα της Πομερελίας, εκτός από το Ντάντσιχ, με 900.000 κατοίκους. Όσο για την Αυστρία, παρά τις ευσεβείς διαμαρτυρίες της αυτοκράτειρας Μαρίας‐Θηρεσίας, κρατάει για τον εαυτό της τη μερίδα του λέοντος, προσαρτώντας τη Γαλικία μ' έναν πληθυσμό 2.500.000 κατοίκων. Έτσι, η Πολωνία βρίσκεται αποστερημένη από το ένα τρίτο της εδαφικής της επικράτειας. Η οριστική συνθήκη, υπογραμμένη στην Αγία Πετρούπολη (στις 5 Αυγούστου 1772), επιβεβαιώνει στο προοίμιό της ότι αυτοί οι ακρωτηριασμοί έγιναν «για να αποκαταστήσουν την τάξη στο εσωτερικό τούτης της χώρας και για να της δώσουν μια πολιτική υπόσταση που να συμφωνεί περισσότερο προς τα συμφέροντα των γειτονικών χωρών». Τούτες οι αλαζονικές δικαιολογίες δεν ξεγελούν κανέναν. Αν και ο Στανισλάς Πονιατόφσκι δέχεται, κατά τη συνήθειά του, τις αποφάσεις της Αικατερίνης, η πολωνική τάξη των ευγενών τρέμει από ταπείνωση και οργή. Παντού στη Δυτική Ευρώπη υψώνονται κραυγές αγανάκτησης ενάντια στους τρεις «ληστές» που λεηλατούν έναν αφοπλισμένο λαό. Λίβελοι, φυλλάδια, καρικατούρες, εκδικητικά ποιήματα ξεπηδούν από σοφίτες και κατακλύζουν τα σαλόνια. Ακόμα και η Μαρία‐Θηρεσία, που ο γιος της Ιωσήφ Β' έλαβε μέρος με πανούργο τρόπο σ' αυτό το πλιάτσικο, δηλώνει: «Νιώθω να κοκκινίζει το πρόσωπό μου από ντροπή». Απελπισμένοι, οι Πολωνοί επικαλούνται τη βοήθεια της Γαλλίας και της Αγγλίας. Ωστόσο, στη Γαλλία, ο ορμητικός δούκας ντε Σουαζέλ έχει αντικατασταθεί από τον συνετό δούκα ντ' Αιγκιγιόν, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται να προκαλέσει έναν πόλεμο «για τα ωραία μάτια της Πολωνίας». Και η Αγγλία αρκείται να ελεεινολογήσει την κατάσταση δίχως να κινήσει ούτε ένα πιόνι πάνω στη σκακιέρα. Απομένουν οι φιλόσοφοι. Άραγε θα στιγματίσουν εκείνη την οποία συνήθως λιβανίζουν; Όχι. Για μια ακόμη φορά, δικαιολογούν τούτη τη «φωτισμένη άνασσα», που τα στρατεύματά της διάβηκαν τα πολωνικά σύνορα μονάχα για να «καταπολεμήσουν το φανατισμό». «Όλα γίνονται κατά νόμιμο και ενάρετο τρόπο για τη λαϊκή σωτηρία», διαπιστώνει ο Ελβέτιος. Και ο Βολταίρος, μιλώντας για τους τρεις συνενόχους του διαμελισμού της Πολωνίας, δηλώνει: «Νά τρία ωραία και καλά κεφάλια μέσα σ' ένα σκούφο». Ύστερα από την πρώτη συνθήκη διανομής, εκφράζει την ευχή «να μη σταματήσουν σ' έναν τόσο ωραίο δρόμο». Η εξέγερση των Πολωνών του φαίνεται ότι είναι «μια φάρσα αλά ιταλικά», «ό,τι πιο επονείδιστο και άνανδρο υπάρχει στον αιώνα»91. Τέλος, τολμάει να γράψει: «Είναι
αρκετά αστείο και φαίνεται αντιφατικό να υποστηρίζεις την επιείκεια και την ανοχή με το όπλο στο χέρι, συγχρόνως όμως η (πολωνική) έλλειψη ανοχής είναι τόσο φρικτή που της αξίζει ένα γερό χαστούκι». Και απευθυνόμενος προς την Αικατερίνη: «Δεν είμαι δολοφόνος, αλλά πιστεύω πως θα γίνω για να σας εξυπηρετήσω». Έτσι, ο ειρηνιστής φιλόσοφος γίνεται φιλοπόλεμος λιβελογράφος από αφοσίωση προς τη «Σεμίραμή» του. Εκείνη, από την πλευρά της, ομολογεί στον Γκριμ: «Είμαι ίσως καλή και συνήθως ήπια, αλλά αναγκάζομαι εκ των πραγμάτων να θέλω πάση θυσία αυτό που θέλω». Και θέλει «πάση θυσία» την Πολωνία. Θα την έχει. Κομματιαστά. Τούτη η πρώτη επιτυχία την ενθουσιάζει. Θέλει επίσης «πάση θυσία» την Κριμαία, την πρόσβαση στον Καύκασο και στο λεκανοπέδιο του Δούναβη, την ελεύθερη πλεύση στη Μαύρη θάλασσα. Γι' αυτό της χρειάζεται να στριμώξει την Τουρκία και να την οδηγήσει σε απελπισία. Την άνοιξη του 1772, η τελευταία δείχνει αρκετά εξουθενωμένη ώστε να εμφανιστεί ως συνομιλήτρια γεμάτη κατανόηση. Οι διαπραγματεύσεις ειρήνης μπορούν ν' αρχίσουν στη μικρή πόλη Φοξάνι στη Μολδαβία. Η αυτοκράτειρα αποφασίζει να εκπροσωπηθεί σ' αυτό το συνέδριο από τον ευνοούμενό της Γρηγόρη Ορλώφ, ο οποίος έχει ήδη δοξαστεί καταπολεμώντας την πανώλη στη Μόσχα. Άραγε για να του δείξει ακόμα περισσότερο την εκτίμηση που τρέφει απέναντί του ή για να τον απομακρύνει από κοντά της, ακόμα μια φορά; Φεύγει εν πομπή, αληθινά βασιλική συνοδεία. Η Αικατερίνη του έχει χαρίσει ένα ένδυμα κεντημένο με διαμάντια σε όλες τις ραφές. Είναι τόσο ωραίος μέσα σ' αυτό το κοστούμι που εκείνη θαμπώνεται ξανά τη στιγμή του αποχωρισμού. Ξαναβρίσκει μέσα της, όσο διαρκεί μια ματιά, τις τρυφερές συγκινήσεις της μεγάλης δούκισσας. Γράφει στη φίλη της, την κυρία ντε Μπιέλκε: «Νομίζω πως οι δικοί μου άγγελοι ειρήνης (οι πληρεξούσιοι) βρίσκονται αυτή τη στιγμή πρόσωπο με πρόσωπο με εκείνους τους ελεεινούς Τούρκους γενειοφόρους. Ο κόμης Ορλώφ, ο οποίος είναι, χωρίς υπερβολή, ο ωραιότερος άνδρας της εποχής του, πρέπει να μοιάζει πραγματικά με άγγελο απέναντι σ' αυτούς τους αγροίκους∙ η ακολουθία του είναι λαμπρή και διαλεγμένη... Στοιχηματίζω ότι συνθλίβει με την προσωπικότητά του οτιδήποτε τον περιβάλλει. Αυτός ο πρεσβευτής είναι τόσο ιδιότυπος! Η φύση υπήρξε εξαιρετικά απλόχερη απέναντί του ως προς την όψη, το πνεύμα, την καρδιά και την ψυχή!...» Φτάνοντας στο Φοξάνι, ο Γρηγόρης Ορλώφ επιδεικνύει τον πλούτο και την υπεροψία του στα μάτια των έκπληκτων Ρώσων και Τούρκων. Ο πρόσφατος διορισμός του ως πληρεξουσίου του έχει σηκώσει τα μυαλά. Δεν θεωρεί πλέον τον εαυτό του ως ευνοούμενο, αλλά ως τον ίδιο τον τσάρο. Κομπάζει, κορδώνεται, ξεχύνεται σε αερολογίες και αποφαίνεται για όλα με μια γεμάτη υπεροψία αμάθεια. Αν και επιφορτισμένος με την προετοιμασία της ειρήνης, ονειρεύεται να ξαναρχίσει τον πόλεμο και να επισκιάσει στο πεδίο της μάχης τους άλλους Ρώσους στρατιωτικούς ηγέτες∙ απαιτεί την αρχηγία του στρατού, διαπληκτίζεται μέσα στη συνέλευση, με το στρατηγό Ρουμιάντσεφ, τον οποίο απειλεί με απαγχονισμό αν συνεχίσει να του αντιμιλάει, δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη του τις οδηγίες που του στέλνει ο Πανίν, σκέφτεται μια έφοδο στην Κωνσταντινούπολη∙ δημιουργεί σύγχυση στις συζητήσεις με άκαιρες παρεμβάσεις, κι ύστερα τις σταματάει ξαφνικά για να αφιερώσει το χρόνο του σε μια σειρά από θεσπέσιες γιορτές, στη διάρκεια των οποίων επιδεικνύει το περίφημο ένδυμά του, το σπαρμένο με διαμάντια. Ανησυχητικές αναφορές φτάνουν από το Φοξάνι στην Αικατερίνη όσον αφορά τον απαστράπτοντα «πρεσβευτή» της. Ακόμα πιο ανησυχητικές είναι οι φήμες οι οποίες κυκλοφορούν για το άτομό του στην πρωτεύουσα. Οι εχθροί του ευνοουμένου σπεύδουν να πληροφορήσουν την Αυτής Μεγαλειότητα για τις έξω‐αυτοκρατορικές ατασθαλίες του κόμη Ορλώφ. Με τη βεβαιότητα ότι την έχει απατήσει, η Αικατερίνη κατορθώνει να επιβληθεί στον πληγωμένο της εγωισμό. Δεν γεννάται θέμα ανάκλησης του άπιστου
Γρηγόρη για να τον τιμωρήσει ή, έστω, για να του ζητήσει εξηγήσεις. Από καιρό, ο δεσμός τους δεν αποτελεί πλέον παρά μόνο συνήθεια. Αν και τιμάει την ομορφιά και το σφρίγος του εραστή της, δεν νιώθει πια δίπλα του τις πυρετικές χαρές του καινούργιου. Το καλύτερο θα ήταν να τον αντικαταστήσει. Και μάλιστα γρήγορα. Οι υποψήφιοι δεν λείπουν. Η Αικατερίνη τους επιθεωρεί. Προφανώς, υπάρχει κι αυτός ο Ποτέμκιν, ο νεαρός αξιωματικός, ο ευγενής, φτωχός και γεμάτος πνεύμα, που της πρόσφερε τον αορτήρα του όπλου του κατά την αποφασιστικής σημασίας επέλαση στο Πέτερχοφ. Από τότε, έχει λάβει μέρος και έχει διακριθεί για την ευφυΐα και τις ικανότητές του στις εργασίες της Μεγάλης Επιτροπής. Επειδή η Αικατερίνη τον ξεχώρισε, συχνάζει στις συγκεντρώσεις των οικείων του Ερμιτάζ όπου είναι αναγκασμένος να αντιμετωπίζει τη ζήλια των Ορλώφ. Ο γιγάντιος και βίαιος Αλέξης τσακώθηκε μαζί του στη διάρκεια μιας παρτίδας μπιλιάρδου και, μέσα στον καβγά, του έβγαλε το ένα μάτι. Αν και μονόφθαλμος και αλλήθωρος από το μάτι που του μένει, ο Ποτέμκιν εξακολουθεί να ενδιαφέρει την αυτοκράτειρα. Αποπνέει μια γοητεία πνευματική και ταυτόχρονα αρρενωπή, κράμα που η Αικατερίνη το εκτιμά ιδιαίτερα. Παρακολουθεί από κοντά τη σταδιοδρομία του προστατευομένου της, τον ενημερώνει σχετικά με τις υποθέσεις της Γερουσίας, του εξασφαλίζει ένα Γάλλο δάσκαλο, τον προτρέπει ν' αναλάβει και πάλι υπηρεσία στο στράτευμα. Το θάρρος του Ποτέμκιν στη μάχη του Χοτίν του προσφέρει παράσημα και το βαθμό του αντιστρατήγου. Όσο περισσότερο εξοργίζει την Αικατερίνη ο Γρηγόρης Ορλώφ με τα καπρίτσια του τόσο πιο πολύ εκείνη σκέφτεται τον «άλλο». Δυστυχώς, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις κρατούν τούτο τον «άλλο» μακριά. Πρέπει να ψάξει αλλού. Δεν μπορεί να περιμένει. Ο Νικήτας Πανίν της εκθειάζει τις χάρες ενός κάποιου Αλέξανδρου Βασίλτσικωφ. Πρόκειται για έναν άνδρα είκοσι οχτώ χρόνων, σαλπιγκτή της έφιππης φρουράς. Καταγόμενος από μια περίφημη οικογένεια της Ρωσίας, έχει όμορφο πρόσωπο, ρωμαλέο κορμί και περιορισμένη ευφυΐα. Ωστόσο, δεν τον θέλουν για συζητήσεις. Η Αικατερίνη τον πρωτοβλέπει στο Τσάρσκογε Σέλο, στη συνοδεία που περιστοιχίζει την άμαξά της. Μια ματιά της είναι αρκετή για να εκτιμήσει το κομμάτι. Το ίδιο βράδυ, ο Βασίλτσικωφ δειπνεί στο τραπέζι της Μεγαλειοτάτης. Όταν θα φεύγει από το Τσάρσκογε Σέλο για το Πέτερχοφ, η Αικατερίνη θα διατάξει να του δώσουν μια χρυσή ταμπακέρα με την εξής επιγραφή: «Για την καλή εμφάνιση των φρουρών του σώματος». Θα ακολουθήσουν και άλλα δώρα. Ως το υπέρτατο όλων: την πρόσβαση στο κρεβάτι της αυτοκράτειρας. Ο εραστής par interim εκπληρώνει τόσο καλά τα καθήκοντά του που η Αικατερίνη, ενθουσιασμένη, τον ονομάζει ευγενή του Θρόνου, του απονέμει το Παράσημο του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι και τον εγκαθιστά προσωρινά στο διαμέρισμα του Γρηγόρη Ορλώφ. Στα σαράντα τρία της χρόνια, θα μπορούσε να είναι μητέρα τούτου του αγοριού, του τόσο ορμητικού στο κρεβάτι και δειλού στα σαλόνια. Η δροσερή νεανική σάρκα την τραβάει. Σε όλη της τη ζωή —το ξέρει ήδη—, θα διαλέγει άνδρες κατά πολύ νεότερούς της από φόβο μήπως απογοητευθεί. Αυτό της ξαναδίνει κέφι και ζωντάνια. Στην Αυλή, όλοι έχουν σαστίσει. Είχαν συνηθίσει στα ελαττώματα του Γρηγόρη Ορλώφ. Εδώ και δέκα χρόνια, συγκαταλεγόταν μεταξύ των θεσμών της αυτοκρατορίας. Θα χρειαστεί άραγε τώρα να ξεπέσουν στον όμορφο μικρό αξιωματικό που, από ένα καπρίτσιο της, η τσαρίνα τον ξεχώρισε ανάμεσα στο συρφετό και τον επιβάλλει τώρα στο περιβάλλον της με τέτοια ξεδιαντροπιά; Οι ξένοι διπλωμάτες ανησυχούν. «Κατά κανόνα», γράφει ο βαρόνος ντε Σολμς στον Φρειδερίκο Β', «όλοι όσοι ανήκουν στην Αυλή αποδοκιμάζουν τούτη την υπόθεση. Η αυτοκράτειρα συγκινεί ιδιαίτερα αυτούς τους ίδιους, την οικογένεια και τους φίλους του κόμη Ορλώφ, όπως και τους θαλαμηπόλους, τους υπηρέτες και τις καμαριέρες. Τους βλέπεις τώρα καταπτοημένους, σκεφτικούς, δυσαρεστημένους...» Όσο για τον Άγγλο πρεσβευτή Γκάνινγκ, είναι ακόμα πιο αυστηρός: «Αυτός που τον διαδέχτηκε (τον Ορλώφ) είναι ίσως η πιο καταφανής απόδειξη αδυναμίας και το πιο μελανό σημάδι της Αυτής Μεγαλειότητας της αυτοκράτειρας». Αδιαφορώντας γι' αυτά τα κουτσομπολιά, η
Αικατερίνη διασκεδάζει χαϊδεύοντας τον καινούργιο της ευνοούμενο. Του προσφέρει ένα διαμέρισμα, ένα κτήμα με εφτά χιλιάδες δουλοπαροίκους, κοσμήματα, πίνακες, κομψοτεχνήματα, μόνο και μόνο για να έχει τη χαρά να τον ακούει να της ψιθυρίζει ευχαριστίες. «Δεν ήμουν παρά ένα κορίτσι που το συντηρούν», θα πει ο Βασίλτσικωφ. «Έτσι με μεταχειρίζονταν». Ωστόσο, για την ώρα, απολαμβάνει την κατάσταση με την απλοϊκή έκπληξη ενός χερουβείμ. Όπως είναι αυτονόητο, ο Γρηγόρης Ορλώφ δεν αργεί να πληροφορηθεί από τους φίλους του στην Αγία Πετρούπολη τη δυσμένεια στην οποία έχει περιπέσει. Ο κλονισμός που παθαίνει του σαλεύει τα λογικά. Στο διάβολο οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη! Αφήνοντας σύξυλους Ρώσους και Τούρκους απεσταλμένους, φεύγει σαν δαιμονισμένος για την Αγία Πετρούπολη. Ο πιο γρήγορος αγγελιαφόρος κάνει δεκάξι μέρες για να διασχίσει τη Ρωσία από το βορρά μέχρι το νότο. Ιππεύοντας ασταμάτητα, εξουθενώνοντας τα υποζύγιά του το ένα μετά το άλλο, ο Γρηγόρης Ορλώφ φτάνει μέσα σε δύο εβδομάδες στα περίχωρα της πρωτεύουσας. Ωστόσο η αυτοκράτειρα έχει, στο μεταξύ, ειδοποιηθεί για τις προθέσεις του. Είναι έξω φρενών και, συγχρόνως, γεμάτη ανησυχία. Μπορεί να περιμένει κανείς τα χειρότερα από τον αλλοπαρμένο Γρηγόρη. Για κάθε ενδεχόμενο, διατάσσει να αλλάξουν τις κλειδαριές του διαμερίσματος του καινούργιου ευνοουμένου και τοποθετεί στρατιώτες για να φρουρούν τους δρόμους που οδηγούν στην Αγία Πετρούπολη. Ύστερα, στέλνει στον Γρηγόρη Ορλώφ εντολή ν' αποσυρθεί στον πύργο της στην Γκάτσινα και να περιμένει εκεί την κρίση της για την τύχη του. Εκείνος δέχεται την καραντίνα και ευγνωμονεί την άνασσα για τη φαινομενική της παραχώρηση. Κατά βάθος, μόλο που αθέτησε τα καθήκοντά του ως πληρεξουσίου, η Αικατερίνη δεν μπορεί να μη συγκινηθεί με τη σκέψη ότι τούτο οφείλεται στον έρωτά του γι' αυτήν. Ενώ τον καταδικάζει ως αυτοκράτειρα, τον συγχωρεί ως γυναίκα. Δεν θέλει να τον ξαναδεί στην Αυλή, του στέλνει όμως διαδοχικά τον Μπέτσκι, τον Τσερνιτσέφ, τον Αλσουφιέφ, για να τον διαβεβαιώσουν για την εκτίμησή της. Απαιτεί να παραιτηθεί οικειοθελώς από τα καθήκοντα και τα αξιώματά του, αλλά του γράφει καθημερινά. Μόλο που επιδεικνύει την αφοσίωσή της στον νέο ευνοούμενο, θέλει παρ' όλα αυτά να ξέρει τι κάνει, τι τρώει, τι πίνει ο παλιός, αν του λείπουν τα εσώρουχα. Πολλαπλασιάζει τα «δώρα του αποχωρισμού»: μερικές χιλιάδες χωρικοί, ένα ασημένιο σερβίτσιο, ένα άλλο «καθημερινής χρήσης», έπιπλα, όλα τα αντικείμενα που στόλιζαν το διαμέρισμα του Ορλώφ στο αυτοκρατορικό παλάτι... Οι υπουργοί της ανησυχούν βλέποντάς τη να παραμελεί τις κρατικές υποθέσεις. Κάποια μέρα, ύστερα από ξαφνική της επιθυμία, αναθέτει στον Πανίν να πάει στην Γκάτσινα και να ζητήσει από τον Γρηγόρη Ορλώφ το μικρό διαμαντοστόλιστο πορτραίτο της που του έχει δώσει και που εκείνος φοράει πάντοτε στην μπουτονιέρα του. Περήφανα, ο παραγκωνισμένος εραστής δίνει στον αγγελιαφόρο το αδαμάντινο πλαίσιο, αρνείται όμως ν' αποχωριστεί την εικόνα. Όσο για το ουκάζιο που αναγγέλλει την παραίτησή του και του επιτρέπει να ταξιδέψει «για λόγους υγείας», το υποδέχεται μ' ένα ξέσπασμα γέλιου: αισθάνεται περίφημα, και το μόνο ταξίδι που τον δελεάζει είναι από την Γκάτσινα στην Αγία Πετρούπολη. Για να ρίξει λίγο βάλσαμο στις πληγές του τρελού Ορλώφ, η Αικατερίνη δημοσιεύει, στις 4 Οκτωβρίου 1772, ένα άλλο ουκάζιο με το οποίο του παραχωρείται ο τίτλος του πρίγκιπα. Μεμιάς, αυτός θεωρεί ότι τον έχει συγχωρήσει και εμφανίζεται ξανά στην Αυλή, κάποιο βράδυ, την ώρα του παιχνιδιού της Αυτής Μεγαλειότητας. Η Αικατερίνη τον υποδέχεται με ψυχρότητα, αλλά δεν τον αποπέμπει. Κατά γενική ομολογία, δεν είναι στα καλά του. Με νευρικές κινήσεις, μάτι που γυαλίζει, λόγια που κόβονται στη μέση, «συμπεριφέρεται», γράφει ο Γάλλος επιτετραμμένος Σαμπατιέ ντε Καμπρ, «σαν άνθρωπος που θέλει να ξαναβρεί τον αλλοτινό του τρόπο ζωής ή να κλειστεί σε άσυλο». Σε μια στιγμή διαύγειας, δηλώνει στον ίδιο τον Σαμπατιέ ντε Καμπρ, «πως θα μπορούσε να ζήσει σ' ένα καταγώγιο δίχως ν' αναπολεί το περασμένο του μεγαλείο, αλλά πως θλίβεται βλέποντας την αυτοκράτειρα να γίνεται θέαμα σε ολόκληρη την Ευρώπη». Και προσθέτει ότι «η
αυτοκράτειρα γράφει στον κύριο Βασίλτσικωφ τα πιο φλογερά μηνύματα και του κάνει συνεχώς άπειρα δώρα»92. Ωστόσο, μόλο που ο Βασίλτσικωφ τον υποσκέλισε στην εύνοια της αυτοκράτειρας, δεν του κρατάει κακία∙ αντίθετα, του συμπεριφέρεται φιλικά και δεν διστάζει, ταυτόχρονα, να αστειευτεί δημοσία για την ίδια του τη δυσμένεια. Αυτή η σκαμπρόζικη περιποιητικότητα μέσα στην ατυχία ενοχλεί και εξοργίζει ακόμα και τους φίλους του. Τον συναντάει κανείς τόσο στα σαλόνια όσο και στα κακόφημα κέντρα. Φλερτάρει τις δεσποινίδες των τιμών και κοιμάται με κοινές γυναίκες, καταβροχθίζει άπληστα ό,τι βρει μπροστά του, μεθοκοπάει, λέει ασυνάρτητα πράγματα. Κοντολογίς, δίνει σε όλους την εντύπωση ανθρώπου ο οποίος αναζητεί τη λύτρωση στην υποβάθμιση. Ο νέος Γάλλος πληρεξούσιος υπουργός Ντυράν ντε Ντιστρόφ γράφει: «Η φύση έκανε (τον Γρηγόρη Ορλώφ) ένα Ρώσο χωριάτη, κι έτσι θα μείνει μέχρι τέλους... Από το πρωί ως το βράδυ, πειράζει τις δεσποινίδες της Αυλής που έχουν μείνει στον πύργο. Εκεί γευματίζει, εκεί δειπνεί∙ παρ' όλα αυτά, το τραπέζι είναι λερωμένο, τα φαγητά αηδιαστικά, κι αυτός ο πρίγκιπας δείχνει να απολαμβάνει μια τέτοια ζωή... Η ηθική του δεν είναι καλύτερη. Διασκεδάζει με παιδιαρίσματα∙ η ψυχή του είναι όπως η γεύση του: της κάνουν όλα. Κάνει έρωτα όπως τρώει, βολεύεται τόσο με μια Καλμούχα ή με μια Φινλανδή όσο και με την ωραιότερη γυναίκα της Αυλής: έτσι ακριβώς είναι αυτός ο «μπουρλάκος»93. Τέλος, «ο πρίγκιπας‐μπουρλάκος» δέχεται να ταξιδέψει. Διασχίζει την Ευρώπη, θαμπώνει τα πλήθη με τη μεγαλοπρέπεια της ακολουθίας του, παίζει χοντρό παιχνίδι σε όλα τα τραπέζια και συναντάει μερικούς μεγάλους άνδρες, μεταξύ των οποίων και τον Ντιντερό, που βλέπει στο πρόσωπό του «ένα καζάνι το οποίο βράζει συνεχώς δίχως να ψήνει τίποτα». Στην επιστροφή του, η αυτοκράτειρα του χαρίζει ένα μαρμάρινο παλάτι. Για να μην υστερήσει, της χαρίζει κι αυτός, για τη γιορτή της Αγίας Αικατερίνης, ένα τεράστιο γαλάζιο διαμάντι της Περσίας, το «Ναδίρ‐Σαχ» (γνωστό αργότερα με την ονομασία «Ορλώφ»), αξίας 460.000 ρουβλίων. Μόλο που δεν αγαπάει πια το σώμα του, η Αικατερίνη είναι συνδεδεμένη μαζί του με τόσες αναμνήσεις ώστε να δέχεται με μια επιείκεια γεμάτη τρυφερότητα απ' αυτόν πράγματα που δεν θα τα συγχωρούσε σε κανέναν άλλο. «Το κεφάλι του είναι ξερό και τραβάει τον δικό του δρόμο», γράφει στον Γκριμ: «Και το δικό μου τ' ακολουθεί». Το «ξερό κεφάλι» του Γρηγόρη Ορλώφ παίρνει φωτιά ξαφνικά, στα σαράντα τρία του χρόνια, για ένα χαριτωμένο δεκαπεντάχρονο κορίτσι, την Αικατερίνη Ζηνόβιεφ. Είναι πρώτη του εξαδέλφη. Μπροστά σε τόση δροσιά, ο γερο‐διεφθαρμένος ξεχνάει την αυτοκράτειρα. Και νά που ερωτεύεται και πάλι, αυτή τη φορά όμως με μοναδική φιλοδοξία να αρέσει. Μαγεμένη από τούτο τον πρίγκιπα που σαγήνευσε τόσες γυναίκες πριν απ' αυτήν, η Αικατερίνη Ζηνόβιεφ δέχεται γεμάτη ενθουσιασμό να τον παντρευτεί. Η ένωσή τους κηρύσσεται άκυρη, ύστερα από απόφαση της Γερουσίας, εφόσον ο πολιτικός και θρησκευτικός νόμος απαγορεύει τους γάμους μεταξύ τόσο στενών εξ αίματος συγγενών. Ωστόσο, μεσολαβεί η Αικατερίνη. Δεν ζηλεύει πια τον αλλοτινό της εραστή. Καταργεί με γενναιοδωρία την απόφαση της Γερουσίας, και, φορτωμένοι δώρα, οι νεόνυμφοι πηγαίνουν στο εξωτερικό για το ταξίδι του μέλιτος. Οι συνομιλίες στο Φοξάνι σίγουρα διακόπηκαν εξαιτίας του Γρηγόρη Ορλώφ. Χωρίς να το καταλογίσει στον «προσωπικό της απεσταλμένο», η Αικατερίνη συνεχίζει μέσω άλλων απεσταλμένων τις συζητήσεις στο Βουκουρέστι για την υπογραφή της ειρήνης. Οι Τούρκοι όμως εμφανίζονται αδιάλλακτοι. Ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται, η Αικατερίνη γράφει στο Ρώσο πρεσβευτή Ομπρεσκώφ ο οποίος, αφού αποφυλακίστηκε από το φρούριο του Επταπυργίου, ηγείται τώρα των διαπραγματεύσεων: «Αν δεν επιτύχουμε την ανεξαρτησία των Τατάρων και την ελεύθερη πλεύση στη Μαύρη θάλασσα, και αν δεν αποσπάσουμε ορισμένες βάσεις μεταξύ Αζοφικής και Μαύρης θάλασσας, δεν θα έχουμε κερδίσει τίποτα». Στο μεταξύ, ο Ρουμιάντσεφ έχει διαβεί τον Δούναβη και έχει νικήσει τους Τούρκους στη
Σούμλα. Εγκατεστημένη στο Τσάρσκογε Σέλο, η Αικατερίνη δίνει οδηγίες για καινούργιες στρατολογήσεις νεοσυλλέκτων, ασχολείται με τη χρηματοδότηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, μελετάει την κατασκευή νοσηλευτηρίων για τους αναπήρους και την ίδρυση ενός δανειστηρίου και αποταμιευτηρίου για τις χήρες και τα ορφανά του πολέμου, εξετάζει τις αναφορές των επαρχιακών διοικητών και επιβλέπει, για προσωπική της ευχαρίστηση, τις μεταρρυθμίσεις του παλατιού και του πάρκου. «Αγαπώ μέχρι τρέλας, τούτη τη στιγμή, τους αγγλικούς κήπους, τις καμπύλες γραμμές, τις ήπιες κλίσεις, τις στέρνες που έχουν σχήμα λίμνης, τα αρχιπελάγη στη στεριά, και νιώθω βαθιά περιφρόνηση για τις ευθείες και για τις δίδυμες αλέες», γράφει στον Βολταίρο. «Μισώ τις κρήνες που "βασανίζουν'" το νερό κάνοντάς το να ακολουθεί μια ροή αντίθετη προς τη φυσική του∙ τα αγάλματα τα βάζω στις αίθουσες τέχνης, στους προθαλάμους κ.λπ., κοντολογίς η αγγλομανία δεσπόζει στη φυτομανία μου. Με αυτές τις ασχολίες, περιμένω ήσυχα την ειρήνη». Υπάρχει και μια άλλη «ασχολία» που δεν αναφέρεται στο γράμμα αλλά διακατέχει συχνά τη σκέψη της: η προετοιμασία ενός αξιόλογου μέλλοντος για το γιο της, του οποίου ο σκοτεινός και άστατος χαρακτήρας χειροτερεύει με την πάροδο του χρόνου. Πώς να συγκεντρώσει την προσοχή και να εξασφαλίσει την ισορροπία του μεγάλου δούκα Παύλου που γίνεται δεκαεννιά χρόνων; Ο Νικόλαος Πανίν προτείνει να τον παντρέψουν μ' ένα νεαρό κορίτσι υγιές και ευπαρουσίαστο. Μονάχα η ένωσή του με μια διαλεχτή κοπέλα θα συνετίσει τούτο το παιδί που δεν λέει να μεγαλώσει. Άλλωστε, η Αυτής Μεγαλειότητα θα μπορέσει ν' αποκτήσει έτσι ένα εγγονάκι που να το αναθρέψει σύμφωνα με τις προσδοκίες της. Η Αικατερίνη ενθουσιάζεται μ' αυτή την ιδέα. Αλλά σε ποιον ν' απευθυνθεί για να βρει την ιδανική μνηστή; Και βέβαια στον Φρειδερίκο Β'! Μήπως δεν απέδειξε το καλό του γούστο ξετρυπώνοντας την ίδια για τον Πέτρο; Θα ξετρυπώσει και μία δεύτερη Αικατερίνη για τον Παύλο. Με καμιά τριανταριά χρόνια διαφορά. Πληροφορημένος για την εξυπηρέτηση που περιμένουν απ' αυτόν, ο Φρειδερίκος Β', ο μεγάλος «προξενητής», σκέφτεται αμέσως μία από τις θυγατέρες της κόμισσας της Έσσης‐Ντάρμσταντ. Έτσι, σκέφτεται, θα προβεί σε μια νέα σύσφιξη των δεσμών της Ρωσίας με τη γερμανική συνομοσπονδία. Οι δύο μεγαλύτερες κόρες της κόμισσας έχουν ήδη παντρευτεί, αλλά οι τρεις νεότερες, η Βιλελμίνη, η Αμαλία και η Λουίζα, είναι ελεύθερες. Μη μπορώντας ν' αποφασίσει ποια από τις τρεις είναι περισσότερο άξια για να γίνει σύζυγος του μελλοντικού αυτοκράτορα της Ρωσίας, ο Φρειδερίκος Β' τις θεωρεί όλες «εκλόγιμες». Η Αικατερίνη καλεί τότε τη μητέρα και την τριάδα των υποψηφίων στη χώρα της. Ο πατέρας, όπως είχε γίνει και με τον δικό της πατέρα, δεν θα συμπεριληφθεί στους ταξιδιώτες. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ενοχλητικό στις γαμήλιες διαπραγματεύσεις από εκείνα τα πρόσωπα τα διαποτισμένα με προτεσταντικές αρχές που μέλημά τους είναι η ευτυχία των απογόνων τους! Οι τρεις δεσποινίδες φροντίζουν να τελειοποιήσουν γρήγορα τις γνώσεις τους στα γαλλικά και να βελτιώσουν την επίδοσή τους στο χορό, εξασκούνται στις βαθιές υποκλίσεις και συμπληρώνουν την γκαρνταρόμπα τους. Πρώτος σταθμός το Βερολίνο όπου, ακριβώς όπως είχε γίνει και με τη μικρή Φίγκχεν, ο βασιλιάς της Πρωσίας επιθεωρεί «το εμπόρευμα». Ικανοποιημένος, παρέχει στην κόμισσα 10.000 τάλιρα για τις μικροαγορές της. Η Αικατερίνη έχει στείλει ένα στολίσκο με τέσσερα πλοία για να μεταφέρει κάθε υποψήφια μνηστή. Κυβερνήτης της φρεγάτας στην οποία επιβιβάζονται οι δεσποινίδες και η μητέρα τους είναι ο καλύτερος φίλος του μεγάλου δούκα Παύλου, ο νεαρός Ανδρέας Ραζουμόφσκι94. Αυτός, σαγηνεύεται ευθύς εξαρχής από τις χαριτωμένες επιβάτιδες που πλέουν προς έναν πριγκιπικό γάμο. Την προσοχή του αποσπά κυρίως η Βιλελμίνη. Κι εκείνη μόλο που έχει μια γερή πιθανότητα στις τρεις να γίνει τσαρίνα, δεν μένει ασυγκίνητη από τις περιποιήσεις του συνοδού της. Ο καιρός είναι θαυμάσιος. Το ταξίδι, καλό. Οι καμπίνες, πολυτελέστατες. Και στο τέρμα αυτού του ονείρου από κύματα, ήλιο και αρμυρό αέρα, η αυτοκράτειρα πασών των Ρωσιών. Υποδεχόμενη τα τρία κοριτσόπουλα που της φιλούν
διαδοχικά το χέρι, η Αικατερίνη ξαναζεί νοερά εκείνη τη μέρα του Φεβρουαρίου του 1744, όταν υποκλινόταν για πρώτη φορά μπροστά στην αυτοκράτειρα Ελισάβετ. Ωστόσο, τώρα που έχει φτάσει στις υψηλότερες βαθμίδες της δύναμης και της δόξας, δεν έχει το δικαίωμα να κυριεύεται από συναισθηματισμούς με τη σκέψη εκείνων των τόσο μακρινών παρθενικών συγκινήσεων. Η επιτυχία αποκλείει τη νοσταλγία. Έτσι, δέχεται με προσήνεια κάθε τρομοκρατημένη επίδοξη μνηστή και προσπαθεί να τις κάνει να νιώσουν άνετα. Δύο μέρες μετά την άφιξη των πριγκιπισσών, ο μεγάλος δούκας κάνει την επιλογή του. Διαλέγει τη μεγαλύτερη, τη Βιλελμίνη. Είναι όμορφη, χαρούμενη, πληθωρική. Άλλωστε, αρέσει τόσο στον Ανδρέα Ραζουμόφσκι! Δίπλα της, ο Παύλος αφήνει ελεύθερο τον εαυτό του, και μάλιστα πολλές φορές τον βλέπουν να γελάει με το παραμικρό. Τι να σκέφτεται όμως η Βιλελμίνη γι' αυτόν τον ηλίθιο πλακουτσομούρη που σύντομα θα γίνει άνδρας της; Η Αικατερίνη μαντεύει την απογοήτευση του νεαρού κοριτσιού μπροστά στον Παύλο και τη συγκρίνει με τη δική της απογοήτευση μπροστά στον Πέτρο. Όλα επαναλαμβάνονται — στους ίδιους τόπους με διαφορετικά πρόσωπα. Αναφερόμενη στα συναισθήματα της κόρης της, η κόμισσα γράφει με μια επιφύλαξη γεμάτη σημασία: «Η διάκριση που της έγινε εκ μέρους του κληρονόμου του θρόνου δεν φαίνεται να της είναι δυσάρεστη». Και δεν προσθέτει τίποτε άλλο. Οι αρραβώνες τελούνται με μεγαλοπρέπεια. Η Βιλελμίνη θα είναι στο εξής μεγάλη δούκισσα. Όπως και η Φίγκχεν τότε, πρέπει να αλλάξει δόγμα και όνομα. Γίνεται Ναταλία. Η μητέρα της την εξορκίζει να μην πάει ποτέ κόντρα στις διαθέσεις της τσαρίνας. Γι' αυτήν, η Αικατερίνη έχει απαράμιλλο μεγαλείο, αποτελεί «ιστορικό γεγονός». Ακούγοντάς τη να εκθειάζει τις αρετές της Μεγαλειοτάτης, ο Παύλος καγχάζει. Από την πλευρά της, η αυτοκράτειρα εκτιμά ιδιαίτερα την κόμισσα της Έσσης‐Ντάρμσταντ. Δραστήρια και συνετή από τη φύση της, τούτη η γυναίκα της θυμίζει τον αέρα της πατρίδας της. Κάνουν μακροσκελείς συζητήσεις στα γερμανικά. Η Αικατερίνη μιλάει αυτή τη γλώσσα με τη βαριά προφορά των λαϊκών ανθρώπων του Στετίνου. Μ' αυτήν εξηγεί στην επισκέπτριά της —που την ακούει εμβρόντητη— όσα συμβαίνουν στη Ρωσία. Σαν τη στέπα όπου ο ορίζοντας γίνεται ένα με τον ουρανό, έτσι και η ρωσική ψυχή είναι απέραντη, πότε ήρεμη, ναρκωμένη, και πότε να τη φουρτουνιάζει ένας μανιασμένος άνεμος. Αν και διαποτισμένος από θρησκευτικά συναισθήματα, ο λαός υποκύπτει πολλές φορές σε κτηνώδη ένστικτα. Οι ίδιοι άνθρωποι που γονατίζουν μπροστά στα εικονίσματα είναι ικανοί να διαμελίσουν ένα μητροπολίτη ή να κατακρεουργήσουν έναν άρχοντα. Τόσο στο καλό όσο και στο κακό, ο Ρώσος γνωρίζει μονάχα την υπερβολή. Αυτά λέει η Αικατερίνη, κι όμως μια φλογερή αγάπη διαφαίνεται μέσ' από την κριτική της. Είναι περήφανη, όχι μόνο επειδή κυβερνάει τούτη τη μεγάλη χώρα, αλλά και επειδή έγινε Ρωσίδα. Θέλει να κάνει τους ξένους να εκστασιάζονται μπροστά στα θαύματα της πρωτεύουσάς της. Εφόσον ο πρόεδρος Μόζερ, ο Γκριμ και ο Λουδοβίκος, ο πρωτότοκος γιος της κόμισσας, ήρθαν για το γάμο, επιμένει να τους δείξει η ίδια τους καινούργιους πίνακες του Ερμιτάζ, τους «κρεμαστούς κήπους» του Χειμερινού Ανακτόρου, το Ινστιτούτο για τα νεαρά κορίτσια της αριστοκρατίας —όπου ένα πλήθος από δεσποινίδες εν στολή περιβάλλουν τη Μεγαλειότητά Της με σιωπηλή λατρεία—, το διαμέρισμα όπου ανατρέφονται κάποια έκθετα παιδιά: ένας μικρός Τούρκος, εγκαταλειμμένος σ' ένα κατεστραμμένο χωριό, ένας μικρός ορφανός Τσερκέζος, ένας μικρός Ρώσος που τον μάζεψαν μισόγυμνο μέσ' από το χιόνι... Εντελώς αδιάφορη για τα παιδιά στη νεανική της ηλικία, νιώθει τώρα γι' αυτά σωστό πάθος. Πάντοτε ερωτευμένη και φλογερά δοσμένη στις αισθησιακές απολαύσεις, ονειρεύεται να γίνει γιαγιά. Θαυμάζει γεμάτη τρυφερότητα τη χαριτωμένη σιλουέτα της μελλοντικής νύφης της και εύχεται να τη δει σύντομα παραμορφωμένη. Οι Γερμανοί επισκέπτες ενθουσιάζονται με την καλοσύνη, το γούστο και την ευφυΐα της αυτοκρατορικής τους οικοδέσποινας. Ο Γκριμ, που τη συμπεριλαμβάνει εδώ και δέκα σχεδόν χρόνια μεταξύ των συνδρομητών της Φιλολογικής αλληλογραφίας του, της πλέκει το εγκώμιο, αποποιείται όμως την τιμή να καθηλωθεί για πάντα στη Ρωσία. Δηλώνει ότι θα τιμήσει καλύτερα την
αικατερίνεια λατρεία στο Παρίσι παρά στην Αγία Πετρούπολη. Στην πραγματικότητα, τρέμει τις ίντριγκες τούτης της Αυλής, της οποίας καμώνεται πως θαυμάζει την αριστοκρατικότητα και τον πλούτο. Οι γιορτές διαδέχονται η μία την άλλη στο Τσάρσκογε Σέλο: συμπόσια, χοροί, εκδρομές. Γιορτάζουν ταυτόχρονα την ευτυχία των μνηστευμένων και τις καινούργιες νίκες κατά των Τούρκων. Η κόμισσα, που η υγεία της είναι εύθραυστη, δεν αντέχει τούτες τις συνεχείς διασκεδάσεις. Έχει εξάψεις, γαστρικές διαταραχές, παροξυσμούς πυρετού. Ο γιατρός που της εξασφάλισε ο Φρειδερίκος Β' για το ταξίδι, τρέχει στο προσκέφαλό της, και συνιστά αφαιμάξεις και καταπότια. Η Αικατερίνη πειράζει τη φίλη της γι' αυτές τις ανάξιες λόγου αδυναμίες. Η ίδια αντιμετώπισε πάντοτε τις αδιαθεσίες της με περιφρόνηση. Πονάει το στομάχι της; Επιβάλλει στον εαυτό της νηστεία. Έχει κρυολογήσει; Διατάσσει ένα χορό με πολλές εκατοντάδες καλεσμένους, ώστε να ιδρώσει ανάμεσα στο πλήθος και να διώξει τα μικρόβια. Ένα εξαιρετικά ζεστό απόγευμα, καλεί την κόμισσα να βουτήξει μαζί μ' εκείνη και τις κυρίες της Αυλής σε μια στέρνα γεμάτη κρύο νερό. Όλες οι λουόμενες φορούν πουκάμισα από μπουρνούζι, έχουν τους ώμους σκεπασμένους με πελερίνες, το λαιμό και το κεφάλι τυλιγμένα με άσπρα φουλάρια. Αφού χωθούν στο νερό μέχρι το σαγόνι, πλατσουρίζουν και πιτσιλίζουν η μία την άλλη, όλο γελάκια. Σίγουρα η αυτοκράτειρα και οι ακόλουθές της έχουν σιδερένια υγεία, σκέφτεται η κόμισσα. Η ίδια, που φοβάται το νερό ακόμα και όταν είναι χλιαρό, δεν θ' άντεχε ποτέ σε τέτοια δοκιμασία. Παρ' όλα αυτά, αφήνεται να παρασυρθεί και, ύστερα από ένα σύντομο ξάφνιασμα, ενθουσιάζεται με τούτη την καινούργια επινόηση των Ρώσων. Καθώς πλησιάζει η ημερομηνία του γάμου, ανακύπτει μια δυσκολία που θυμίζει όλως περιέργως στην Αικατερίνη το δικό της ντεμπούτο στην πολιτική. Διαμαρτυρόμενος ως προς το δόγμα όπως και ο πατέρας της Αικατερίνης, ο πατέρας της Ναταλίας, ή Βιλελμίνης, αντιτίθεται με τη σειρά του στον προσηλυτισμό της κόρης του στη νέα πίστη. Ορθόδοξη όπως και η Ελισάβετ, η αυτοκράτειρα αρνείται να υποχωρήσει σ' αυτό το κεφαλαιώδες σημείο. Αρχίζουν συνομιλίες. Μπροστά στα επιχειρήματα της γυναίκας του, ο κόμης ενδίδει αν και παρά τη θέλησή του. Ωστόσο, δεν θα παραστεί στην τελετή του γάμου. Ο γάμος τελείται στις 29 Σεπτεμβρίου/10 Οκτωβρίου 1773 με όλη την απαιτούμενη αίγλη. Ο Παύλος βρίσκεται στους εφτά ουρανούς. Η Ναταλία παρηγοριέται για την απομυθοποίηση των αισθηματικών ονείρων της κάνοντας άλλα όνειρα για μελλοντική δόξα. Η Αικατερίνη παρατηρεί το ζευγάρι μ' ένα κράμα ελπίδας και δυσπιστίας. Υπάρχει και πάλι μια παλιά Αυλή της οποίας αποτελεί το επίκεντρο αυτή, και μια νεοσύστατη Αυλή που τη ζωντανεύουν το κέφι και ο αυθορμητισμός της μεγάλης δούκισσας. Το παρόν μιμείται το παρελθόν. Και πολλές φορές μάλιστα το πιθηκίζει. Η Αικατερίνη είναι λίγο θλιμμένη. Η κόμισσα ετοιμάζεται να φύγει μαζί με τις δύο κόρες της που γυρίζουν άπρακτες. Ο γιος της, ο Λουδοβίκος, θα μπει στην υπηρεσία της Ρωσίας ως ταξίαρχος. Ανυπομονεί να συμμετάσχει στην ανοιξιάτικη εκστρατεία κατά των Τούρκων. Στην Αγία Πετρούπολη, πέφτει το πρώτο χιόνι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVIII ΝΤΙΝΤΕΡΟ ΚΑΙ ΠΟΥΓΚΑΤΣΕΦ Η κόμισσα της Έσσης‐Ντάρμσταντ, οι θυγατέρες της, η ακολουθία της και ο Γκριμ βρίσκονται ακόμη στην Αγία Πετρούπολη όταν αναγγέλλει τον ερχομό του στον κύκλο των μεγάλων πνευμάτων που περιβάλλουν την Αικατερίνη ένας άλλος προσκεκλημένος περιωπής: ο Ντενί Ντιντερό. Ο γέροντας φιλόσοφος, σπιτόγατος και κρυουλιάρης, που δεν έχει ταξιδέψει παρά μόνο από το Παρίσι στο Μονμορανσύ, για να πάει στο σπίτι της κυρίας ντ' Επιναί, αποφασίζει στα εξήντα του χρόνια, ύστερα από μακροχρόνιους δισταγμούς, να ξεκινήσει για τη μακρινή Ρωσία. Θέλει να ευχαριστήσει την ευεργέτιδά του και συγχρόνως, να της κάνει λόγο για τη χρηματοδότηση του σχεδίου του: μιας καινούργιας Εγκυκλοπαιδείας, ενός καταλόγου ιδεών που θα προστεθεί στον κατάλογο των πραγμάτων, γιγάντιο φιλοσοφικό λεξιλόγιο που θ' αγκαλιάζει ολόκληρη την ανθρώπινη σκέψη από τη δημιουργία του κόσμου. Στην πραγματικότητα, τούτο το φιλόδοξο εγχείρημα τον τρομάζει λιγότερο από την προοπτική να διασχίσει τη μισή Ευρώπη για να φτάσει στη χώρα του χιονιού και της βίας όπου βασιλεύει η αυτοκράτειρα της καρδιάς του. Όντας επιρρεπής στις στομαχικές κράμπες, τρέμει το ρωσικό φαγητό. Και σχεδόν εξίσου τα ρεύματα. Παρ' όλα αυτά, το Μάιο του 1773, αποφασίζει να ξεκινήσει. Σε κακή κατάσταση, τσακισμένος, βήχοντας, φτύνοντας, φτάνει στη Χάγη κι εκεί σταματάει τρεις μήνες για να ξεκουραστεί στο σπίτι του πρίγκιπα Γκολίτσιν. Ύστερα, καθώς πλησιάζει το φθινόπωρο, ξεκινάει και πάλι —παρά τους έντονους «κολικούς»— για την Αγία Πετρούπολη, συνοδευόμενος από τον κόμη Ναρίσκιν. Χωμένος στο βάθος της ταχυδρομικής του άμαξας, ελπίζει να φτάσει στον προορισμό του πριν μπει ο χειμώνας. Ωστόσο χιονίζει στην πρωτεύουσα όταν αυτοί περνούν τα σύνορα. Σαν τρελός, ο Ντιντερό εκφράζει την επιθυμία να τρέξουν γρήγορα στο σπίτι του Φαλκονέ, προκειμένου να αναπνεύσει κοντά του λίγο γαλλικό αέρα. Ο Φαλκονέ όμως του κάνει πολύ κακή υποδοχή. Δεν διαθέτει καμιά γωνιά για να στεγάσει το συμπατριώτη του και παλεύει μ' ένα σωρό δικές του έγνοιες που του αφαιρούν κάθε διάθεση ν' ασχοληθεί με τις έγνοιες των άλλων. Διωγμένος από το γλύπτη, ο Ντιντερό αποδέχεται τη φιλοξενία του Ναρίσκιν. Την επομένη της άφιξής του, τον ξυπνούν κωδωνοκρουσίες και ομοβροντίες του πυροβολικού: είναι οι γάμοι του μεγάλου δούκα Παύλου και της πριγκίπισσας Βιλελμίνης που ονομάστηκε Ναταλία. Οι εορτασμοί συνεχίζονται για δύο εβδομάδες μετά τη γαμήλια τελετή. Αδιαφορώντας για τούτο το χαρούμενο νταβαντούρι, ο Ντιντερό επισκέπτεται την αυτοκράτειρα. Το μαύρο του ένδυμα αποτελεί σκάνδαλο ανάμεσα στα απαστράπτοντα κοστούμια της Αυλής. Η Αικατερίνη τον υποδέχεται με έντονες εκδηλώσεις φιλίας και εκτίμησης. Η απλότητα της άνασσας τον κατακτά από την πρώτη στιγμή. Τον δέχεται καθημερινά, στο προσωπικό της γραφείο, προκειμένου να συζητήσουν για «μια ωρίτσα». Συχνά, αυτή η «ωρίτσα» παρατείνεται μέχρι το δείπνο. Με όλη του την άνεση, ο Ντιντερό φλυαρεί, φωνασκεί, χειρονομεί, ενώ η αυτοκράτειρα γελάει με την πληθωρικότητα και την οικειότητά του. «Της παίρνει τα χέρια», γράφει ο Γκριμ, «της τινάζει το μπράτσο, κοπανάει το τραπέζι, λες και βρίσκεται στη συναγωγή της οδού Ρουαγιάλ»95. Η ίδια η Αικατερίνη διηγείται στην κυρία Ζωφρέν ότι φροντίζει πάντοτε να τοποθετεί ένα τραπέζι ανάμεσα σ' αυτήν και το συνομιλητή της, γιατί βγαίνει απ' αυτές τις συζητήσεις «με τα γόνατα καταχτυπημένα και τους μηρούς γεμάτους μελανιές. Πολλές φορές, με την έξαψη της κουβέντας, ξεκολλάει την περούκα του και την πετάει σε μια γωνιά. Η τσαρίνα τη μαζεύει και του τη δίνει, μ' ένα χαμόγελο γεμάτο επιείκεια. Εκείνος φωνάζει «Ευχαριστώ», χώνει το θύσανο με τις τρίχες στην τσέπη του και συνεχίζει τον χειμαρρώδη λόγο του. Πρώτα απ' όλα, εννοεί να εκθέσει τις απόψεις του όσον αφορά την εκπαίδευση του μεγάλου δούκα. Αφού ακολουθήσει ένα είδος μαθητείας πολιτικού άνδρα στους διάφορους τομείς της διοίκησης, ο νεαρός θα πρέπει να διασχίσει τη Ρωσία μαζί με γεωλόγους, νομομαθείς, οικονομολόγους, ώστε να γνωρίσει καλύτερα τις διάφορες όψεις της χώρας του. Κατόπιν, αφού κάνει ένα παιδί με τη γυναίκα του για να
εξασφαλιστεί η διαδοχή του θρόνου θα επισκεφθεί τη Γερμανία, την Αγγλία, την Ιταλία και τη Γαλλία. Αν ο Ντιντερό είχε περιοριστεί σ' αυτές τις σοφές προτάσεις, η Αικατερίνη θα έμενε γοητευμένη. Αλλά δεν θεωρεί τον εαυτό του σύμβουλο μόνο όσον αφορά την παιδεία. Θέλει να διαφωτίσει την αυτοκράτειρα και ως προς τον καλύτερο τρόπο διακυβέρνησης του λαού της. Μήπως δεν είναι ο απόστολος της φιλοσοφίας του φιλελευθερισμού; Απορροφημένος από το ρόλο του, υποβάλλει στην Αυτής Μεγαλειότητα ένα ερωτηματολόγιο με ογδόντα οχτώ σημεία, τα οποία αφορούν τόσο την ποσότητα κατραμιού που παράγεται σε κάθε επαρχία όσο και την οργάνωση των κτηνιατρικών σχολών, τον αριθμό των Εβραίων που ζουν στην αυτοκρατορία ή τις σχέσεις μεταξύ «αφέντη και σκλάβου». Πικαρισμένη, απαντάει ότι δεν υπάρχουν «σκλάβοι» στη Ρωσία, αλλά μονάχα χωρικοί προσκολλημένοι στη γη. Οι δουλοπάροικοι, επιβεβαιώνει, είναι ανεξάρτητοι ως προς το πνεύμα, έστω και αν υφίστανται κάποια σωματική καταπίεση. Ιδιότυπος ευφημισμός! Πιστεύει άραγε στ' αλήθεια ότι, παραχωρώντας χιλιάδες μουζίκους ως δώρο σ' έναν ευνοούμενο, τους μεταβάλλει σε ελεύθερους ανθρώπους; Ο Ντιντερό της φέρνει αντίρρηση αποκαλώντας την «καλή μου κυρία», αναφέρεται στους Έλληνες και τους Ρωμαίους, την πιέζει να αναμορφώσει τους θεσμούς όσο υπάρχει ακόμη καιρός. Και αφού τα πει αυτά, συμφωνεί ότι υπάρχουν «καλοί δεσπότες», αλλά «αν δυο‐τρεις καλοί δεσπότες διαδεχτούν ο ένας τον άλλο, ο λαός θα φτάσει στο σημείο να ξεχάσει την αξία της αντίθεσης και της αντιγνωμίας». Εκείνη υψώνει τους ώμους. Σίγουρα, ο αγαπητός της φιλόσοφος δεν έχει καμιά συναίσθηση της ρωσικής πραγματικότητας. «Κύριε Ντιντερό», του λέει, «άκουσα με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση όλα όσα σας ενέπνευσε το λαμπρό σας πνεύμα∙ ωστόσο, με όλες αυτές τις μεγαλόπνοες αρχές σας, που άλλωστε τις καταλαβαίνω πολύ καλά, θα κάναμε ωραία βιβλία και κακή δουλειά. Ξεχνάτε, σε όλα τα μεταρρυθμιστικά σας σχέδια, τη διαφορά των θέσεών μας: εσείς δεν εργάζεστε παρά μονάχα πάνω στο χαρτί, που υπομένει τα πάντα, είναι ομοιόμορφο, ελαστικό και δεν αντιτάσσει εμπόδια ούτε στη φαντασία ούτε στην πένα σας∙ ενώ εγώ, ταλαίπωρη αυτοκράτειρα, δουλεύω πάνω στο ανθρώπινο πετσί, που ερεθίζεται και γαργαλιέται κατά έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό». Παρ' όλα αυτά, εκείνος συνεχίζει να της δίνει συμβουλές για όλα αδιακρίτως τα θέματα: για το πρόγραμμα των σπουδών στα σχολεία, για την επιλογή των θεατρικών έργων που θα παίξουν οι μαθητές, ακόμα και για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης. Επειδή ο Ντυράν ντε Ντιστρόφ του ανέθεσε να χρησιμοποιήσει την επιρροή του στην αυτοκράτειρα, για να την προτρέψει να συνάψει ειρήνη με την Τουρκία και να προσεγγίσει τη Γαλλία, εκείνη απαντάει ευθέως στο διπλωμάτη πως ο Ντιντερό της φαίνεται ταυτόχρονα υπερβολικά γέρος και υπερβολικά νέος για το έργο του διαμεσολαβητή: «Δίνει την εντύπωση ότι είναι εκατό ετών όσον αφορά ορισμένες πλευρές του και δέκα όσον αφορά άλλες». Και όταν ο Ντιντερό καταφέρεται μπροστά της εναντίον των αυλικών, που θα άξιζαν για τις κολακείες τους τα χειρότερα μαρτύρια της κόλασης, τον διακόπτει με μια απροσδόκητη ερώτηση: «Θα θέλατε να μου πείτε όσα φημολογούνται στο Παρίσι για το θάνατο του άνδρα μου;». Εμβρόντητος, ο Ντιντερό προσπαθεί ν' αλλάξει θέμα, όμως η αυτοκράτειρα τον σταματάει και πάλι: «Έχω την εντύπωση ότι πήρατε ήδη το δρόμο αν όχι της κόλασης, τουλάχιστον του καθαρτηρίου». Ο Ντιντερό, ο οποίος ήρθε για να σπείρει καρπερούς σπόρους σε μια χέρσα γη, αντιλαμβάνεται σιγά σιγά ότι η αυτοκράτειρα δεν σκοπεύει να εφαρμόσει, στο άμεσο μέλλον, τις ωραίες θεωρίες που της εκθέτει από το πρωί μέχρι το βράδυ. Συμφωνεί μαζί του, χαμογελάει, αλλά η Ρωσία εξακολουθεί να ζει όπως και στο παρελθόν. Ωστόσο, συντάσσει γι' αυτήν τις συμβουλές του υπό τον τίτλο Συγκερασμοί φιλοσοφικοί και ιστορικοί. Εκείνη δέχεται τούτη τη μαρτυρία με ενδιαφέρον όλο συγκίνηση και την τοποθετεί σε μια κασετίνα για να την ξεχάσει όσο γίνεται κομψότερα. Επειδή ο χειμώνας πλησιάζει προς το τέλος του, ο Ντιντερό, ταυτόχρονα αποκαρδιωμένος και γοητευμένος,
μελετάει την αναχώρησή του. Δεν τον κρατούν. Η αυτοκράτειρα του χαρίζει ένα δαχτυλίδι, μια γούνα, το αμάξι της και «τρεις σάκους που περιέχουν χίλια ρούβλια ο καθένας». «Κι όμως», γράφει στη γυναίκα του, «αν αφαιρέσω απ' αυτό το ποσό την αξία μιας πλάκας από σμάλτο και δύο πινάκων που χάρισα στην αυτοκράτειρα, τα έξοδα της επιστροφής μου και τα δώρα που έχουμε υποχρέωση να κάνουμε στους Ναρίσκιν... θα μας μείνουν πέντε ή έξι χιλιάδες φράγκα, ίσως μάλιστα και κάτι λιγότερο». Η Αικατερίνη δεν ανέλαβε καμιά συγκεκριμένη υποχρέωση όσον αφορά την έκδοση της καινούργιας Εγκυκλοπαιδείας. Ας είναι. Για τον Ντιντερό, έχει «ψυχή Βρούτου και χάρες Κλεοπάτρας». Ο χωρισμός τους, το Μάρτιο του 1774, διαπνέεται από μελαγχολία. Ο Ντιντερό φοβάται το ταξίδι της επιστροφής. Και έχει λόγους ν' ανησυχεί. Περνώντας τον Δούναβη, οι πάγοι του ποταμού σπάζουν, το νερό ανεβαίνει γύρω από την άμαξα που βυθίζεται αργά. Έτοιμος να καταποντιστεί, ο γέροντας ανασύρεται με τη βοήθεια κάποιων υπηρετών ενώ τα άλογα πνίγονται. Ο φόβος, ένας υψηλός πυρετός και μερικοί κολικοί αναγκάζουν το φιλόσοφο να μείνει στο κρεβάτι. Τα τρία τέταρτα των αποσκευών του χάθηκαν. Παρ' όλα αυτά, φτάνοντας στη Χάγη, ξαναβρίσκει αρκετές από τις δυνάμεις του για να γράψει τις Παρατηρήσεις όσον αφορά την Οδηγία της Αυτής αυτοκρατορικής Μεγαλειότητας προς τους βουλευτές για τη θέσπιση των νόμων. Όταν θ' ανακαλύψει αυτό το γεμάτο ειλικρίνεια μήνυμα, η Αικατερίνη δεν θα μπορέσει να συγκρατήσει την αγανάκτησή της. Από τις συζητήσεις που έκανε με τον Ντιντερό στη διάρκεια μερικών μηνών, έβγαλε το συμπέρασμα ότι είναι κοκορόμυαλος, ονειροπαρμένος, τσαρλατάνος. Και νά που επέτρεψε στον εαυτό του να κριτικάρει το Νακάζ της. «Αυτό το έργο (οι Παρατηρήσεις) είναι μια σωστή πολυλογία, στην οποία δεν συναντάς ούτε γνώση των πραγμάτων ούτε σύνεση ή οξυδέρκεια, θα γράψει στον Γκριμ μετά το θάνατο του Ντιντερό. Αν η Οδηγία μου άρεσε στον Ντιντερό, θα έπρεπε να είχε κάνει τα πάντα άνω‐κάτω». Ωστόσο, μόλις φτάνει στο Παρίσι, ο Ντιντερό στέλνει στην ευεργέτιδά του ένα γράμμα ξέφρενης ευγνωμοσύνης: «Από τους κόλπους της οικογένειάς μου, έχω την τιμή να γράψω στη Μεγαλειότητά Σας. Πατεράδες, μανάδες, αδελφοί, αδελφές, παιδιά, εγγόνια, φίλοι και γνωστοί πέφτουν στα πόδια Σας και Σας ευχαριστούν για όλες τις καλοσύνες με τις οποίες με τιμήσατε στην Αυλή Σας. Βρίσκεστε πλάι στον Καίσαρα, το Φίλο Σας, και λίγο πιο πάνω από τον Φρειδερίκο, τον επικίνδυνο γείτονά Σας. Απομένει να πάρετε μια θέση πλάι στον Λυκούργο ή τον Σόλωνα. Αυτή είναι η ευχή που τολμάει να εκφράσει της Μεγαλειότητάς Σας ο Γαλλο‐Ρώσος φιλόσοφος». Ένας άλλος όμως «Γαλλο‐Ρώσος φιλόσοφος» βλέπει με κακό μάτι τον ανταγωνισμό που του γίνεται μ' αυτόν τον τρόπο για την καρδιά της αυτοκράτειρας. Οι αφηγήσεις και τα ανέκδοτα του Ντιντερό όσον αφορά τη μακριά παραμονή του στην όχθη του Νέβα ενοχλούν τόσο τον Βολταίρο που αρρωσταίνει από τη ζήλια του. Κανένα γράμμα από την Αγία Πετρούπολη, εδώ και μήνες, προς το γέροντα ερημίτη του Φερνέ! Άραγε η Αικατερίνη απέστρεψε απ' αυτόν το πρόσωπό της για να προσκολληθεί επίμονα σε κάποιον άλλο; Δεν αντέχει, και γράφει στη «Σεμίραμή του τού Βορρά», στις 9 Αυγούστου 1774: «Κυρία, βρίσκομαι σαφώς σε δυσμένεια στην Αυλή σας. Η αυτοκρατορική Σας Μεγαλειότητα με εγκατέλειψε ξαφνικά για τον Ντιντερό ή τον Γκριμ ή κάποιον άλλο ευνοούμενο. Δεν τιμάτε καθόλου τα γηρατειά μου. Θα το καταλάβαινα αν η Μεγαλειότητά Σας ήταν καμιά κοκέτα Γαλλίδα. Πώς όμως μια τροπαιοφόρος αυτοκράτειρα και νομοθέτις μπορεί να είναι τόσο ελαφριά στα αισθήματά της;... Προσπαθώ να καταλάβω το έγκλημά μου για να αιτιολογήσω την αδιαφορία σας. Και διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει πάθος που να μην τελειώνει. Αυτή η ιδέα θα μ' έκανε να πεθάνω από μαράζι, αν δεν κόντευα να πεθάνω από γηρατειά...». Υπογεγραμμένο: «Ο θαυμαστής σας, ο εγκαταλειμμένος σας, ο γερο‐ Ρώσος σας του Φερνέ».
Η Αικατερίνη του απαντάει στον ίδιο τόνο αστεϊσμού: «Ζήστε, κύριε, και ας συμφιλιωθούμε∙ γιατί δεν υπάρχει λόγος να μαλώνουμε... Είστε τόσο καλός Ρώσος που δεν θα μπορούσατε να ήσαστε εχθρός της Αικατερίνης». Ικανοποιημένος, ο Βολταίρος επιβεβαιώνει ότι παραδίδει τα όπλα και «περιβάλλεται τις αλυσίδες». Ονειρεύεται τώρα (προφανώς χωρίς να το πιστεύει) να ζήσει τις τελευταίες ημέρες της ζωής του στην όχθη του Νέβα: «Γιατί να μην έχω την ευχαρίστηση να ταφώ σε κάποια γωνιά της Πετρούπολης, απ' όπου θα μπορώ να σας βλέπω να περνάτε και να ξαναπερνάτε κάτω από τις δικές σας αψίδες θριάμβου, στεφανωμένη με φύλλα δάφνης και ελιάς;». Ένας ανταγωνισμός επαίνων προς την άνασσα καθιερώνεται ανάμεσα σ' αυτόν και τον Ντιντερό. Νικητής θα είναι όποιος κινήσει πιο ψηλά το θυμιατήρι. Αν ο Βολταίρος σκέφτεται να πεθάνει στη Ρωσία, ο Ντιντερό λυπάται τάχα που δεν μπορεί να ζήσει εκεί, γιατί μόνο εκεί, και πουθενά αλλού, ένιωσε άνετα ως προς το χειρισμό των ιδεών. «Θυμάμαι πως είπα στη Μεγαλειότητά Σας ότι έχω ψυχή σκλάβου στη χώρα αυτών που ονομάζουμε ελεύθερους και ότι βρήκα την ψυχή ενός ελεύθερου ανθρώπου στη χώρα εκείνων που αποκαλούμε σκλάβους», γράφει. «Και αυτά δεν ήταν λόγια αυλικού, αλλά τα λόγια της αλήθειας, όπως το αντιλαμβάνομαι κι από εδώ». Στην πραγματικότητα, η αναχώρηση της κόμισσας και της μικρής ακολουθίας της, κι ύστερα η αναχώρηση του Ντιντερό, ανακούφισαν βαθύτατα την Αικατερίνη. Ζώντας για εβδομάδες ολόκληρες ανάμεσα στους εορτασμούς της Αυλής και τις ανώφελες συζητήσεις με το φιλόσοφο, χρειάστηκε να επιβληθεί στον εαυτό της για να κρύψει την αγωνία που την κατέτρωγε. Να ακούς ένα Γάλλο με σκοτισμένο πνεύμα να μιλάει για την ευτυχία των δουλοπαροίκων, ενώ μια λαϊκή εξέγερση που ξεκινάει από τα Ουράλια απειλεί να συγκλονίσει την αυτοκρατορία, και να υπομένεις τούτη την αντινομία με το χαμόγελο στα χείλη, είναι κάτι που προϋποθέτει ατσάλινα νεύρα! Το όνομα του αρχηγού των ανταρτών ακούγεται ήδη ευρύτατα στα σαλόνια: Αιμιλιανός Πουγκατσέφ. Ποιος είναι; Ένας απλός Κοζάκος του Δον, που υπηρέτησε κατά τον Επταετή πόλεμο και κατά τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Λιποτάκτης, κατάδικος, δραπέτης, αιχμάλωτος, δραπέτης και πάλι, προσποιήθηκε τον Παλαιόδοξο καλόγερο, κι ύστερα ισχυρίστηκε ότι είναι ο αυτοκράτορας Πέτρος Γ', που σώθηκε ως εκ θαύματος ξεγλιστρώντας από τους δολοφόνους του. Ανάμεσα στο 1762 και το 1770, εμφανίστηκαν στις νοτιοδυτικές επαρχίες τέσσερις ψεύτικοι Πέτρος Γ': ο Μπογκομόλωφ, ο Κρεμένεφ, ο Ασλανμπέκωφ, ο Γεβντοκίμωφ... Ίσως ο πέμπτος να είναι ο πραγματικός! Στα μάτια του κόσμου, οι τάφοι των μεγάλων δεν κλείνουν ποτέ εντελώς. Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί, αν όχι ένας τσάρος, ότι διαθέτει το χάρισμα της αθανασίας; Ασφαλώς, ο Πουγκατσέφ δεν μοιάζει διόλου με τον Πέτρο Γ'. Ο αυτοκράτορας ήταν ψηλός, με στενούς ώμους και μιλούσε κυρίως γερμανικά, ενώ ο Πουγκατσέφ είναι μετρίου αναστήματος, εύρωστος, με μαύρα γένεια και εκφράζεται άπταιστα στα ρωσικά. Αλλά δεν θα μαλώσουμε τώρα για λεπτομέρειες! Νιώθοντας έντονα την ανάγκη ενός σωτήρα, οι Ρώσοι δεν μπορούν παρά να πιστέψουν ευθύς εξαρχής σ' αυτόν. Η χώρα υποφέρει. Η Αικατερίνη μοίρασε τόσα κτήματα που ο αριθμός των δουλοπαροίκων πολλαπλασιάστηκε αστραπιαία. Ο πολωνικός και ο τουρκικός πόλεμος προκάλεσαν αύξηση των φόρων οι οποίοι βαραίνουν πάνω στη ράχη των πιο ταπεινών. Παρά τις υποσχέσεις της αυτοκράτειρας, οι Παλαιόδοξοι θεωρούνται αποδιοπομπαίοι και διώκονται. Στα εργοστάσια οπλισμού και στα ορυχεία των Ουραλίων οι εργάτες δουλεύουν μέσα σε φρικτές συνθήκες και ο στρατός πρέπει να παρεμβαίνει συχνά για να καταστέλλει τις εξεγέρσεις. Επειδή η αυτονομία των Κοζάκων περιορίστηκε μ' ένα ουκάζιο, τούτοι οι περήφανοι, ελεύθεροι και θαρραλέοι άντρες δύσκολα αποδέχονται τη νέα τάξη των πραγμάτων. Αποτελούν ένα είδος λαού συμπαγούς, μικρού και ριψοκίνδυνου εν μέσω του μεγάλου, ζοφερού και άμορφου ρωσικού λαού. Έχουν τα έθιμα, τους νόμους, τους αρχηγούς τους. Θέλουν να συνεχίσουν να ζουν με ψηλά το κεφάλι. Και νά που στο Ζαΐσκοϊ, περιοχή νοτίως των Ουραλίων, εμφανίζεται κάποιος, ονόματι Πουγκατσέφ, ο οποίος
διατείνεται πως είναι ο Πέτρος Γ' και εκδίδει μανιφέστα που ανάβουν φωτιές. Στις διακηρύξεις του, απευθύνεται στο πλήθος των δυσαρεστημένων, δουλοπαροίκων προσκολλημένων στη γη και στα εργοστάσια, Βασκίρων, Κιργίσιων μουσουλμάνων στερημένων από την περιουσία τους, Κοζάκων όλων των περιοχών. Υπόσχεται σε καθένα χωριστά ελευθερία και πλούτο. Ειδικά οι Κοζάκοι του Ζαΐσκοϊ πληροφορούνται ότι, ύστερα από δική του θέληση, ο ποταμός Ζαΐκ96 θα τους ανήκει σε όλο του το μήκος, ότι θα έχουν κάποιες απολαβές, ότι θα τους δοθεί σιτάρι, ασήμι, μολύβι. Το νέο διαδίδεται «ωσεί ολκός πυρίτιδος»: Ύστερα από ενδεκαετή απουσία, ο Πέτρος Γ' ξαναγύρισε για να λυτρώσει το λαό του από το ζυγό της δουλείας. Η σύζυγός του αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει ακριβώς επειδή ήθελε το καλό των υπηκόων του. Ωστόσο την τελευταία στιγμή ο Θεός τον έσωσε, γιατί ο Θεός αγαπάει τη Ρωσία. Ήρθε η ώρα να πληρώσει η «Γερμανίδα», η «Θυγατέρα του Πονηρού» το έγκλημα που διέπραξε ενάντια στον τσάρο και το έθνος. Κατά χιλιάδες προσχωρούν οι Κοζάκοι σ' αυτόν τον νέο αρχηγό∙ οι χωρικοί της περιοχής των Ουραλίων και του νοτιοδυτικού τμήματος της Ρωσίας συγκεντρώνονται, οπλισμένοι με δίκρανα, δρεπάνια και πελέκια, για να κατακτήσουν με τη βία το δικαίωμα στην ευτυχία. Πιστεύουν άραγε όλοι αυτοί πως ο οδηγητής τους είναι πραγματικά ο αυτοκράτορας; Όχι βέβαια! Αν οι αγράμματοι και δεισιδαίμονες χωρικοί βλέπουν στο πρόσωπό του τον πατερούλη που αναστήθηκε ανάμεσα από τους νεκρούς, το μεγαλύτερο μέρος των Κοζάκων —που διαθέτουν πνεύμα περισσότερο οξυδερκές— τον θεωρούν απλώς έναν από τους δικούς τους, ικανό να τους οδηγήσει στη νίκη. «Τι σημασία έχει», λένε, «αν είναι ο τσάρος ή όχι; Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε έναν πρίγκιπα από λάσπη. Αν δεν κατορθώσει να κατακτήσει την αυτοκρατορία της Μόσχας, θα ιδρύσουμε το βασίλειό μας στο Ζαΐσκοϊ»97. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1773, ο Πουγκατσέφ τίθεται επικεφαλής ενός ετερόκλητου στρατεύματος αποτελούμενου από εμπειροπόλεμους Κοζάκους, δουλοπάροικους που δραπέτευσαν, χωρικούς μυστικιστές, επαναστατημένους εργάτες απ' τα εργοστάσια και διαβόητους ληστές. Καθοδηγούμενος από τον ενθουσιασμό του πλήθους, δεν ξέρει ούτε κι ο ίδιος καλά καλά αν έχει πραγματικά θεϊκή αποστολή ή αν είναι ένας επιτήδειος υποκριτής. Οπωσδήποτε, είναι λαοπλάνος. Εμφανίζεται ευχαρίστως δημόσια φορώντας ένα χρυσοκέντητο καφτάνι κι ένα γούνινο σκούφο, με το στέρνο του γεμάτο παράσημα. Τον περιβάλλουν οι «αξιωματικοί» του, ντυμένοι, όπως κι αυτός, με βαρβαρική πολυτέλεια. Με γυμνό το σπαθί και τα φλάμπουρα να κυματίζουν στον άνεμο, το επιτελείο και η συνοδεία του διατρέχουν την ύπαιθρο. Από αυθάδεια και τάση για χλευασμό, ο Πουγκατσέφ δίνει στους πιο οικείους συντρόφους του τα ονόματα υψηλά ισταμένων προσώπων της αυτοκρατορίας: κόμης Τσερνιτσέφ, κόμης Βοροντζώφ, πρίγκιπας Ορλώφ, κόμης Πανίν. Κόβει ρούβλια με το ομοίωμά του και την επιγραφή: «Πέτρος Γ', αυτοκράτωρ πασών των Ρωσιών». Από χωριό σε χωριό η ορδή πληθαίνει, ορμητική σαν χείμαρρος. Ένα πλήθος που διαπνέεται από μίσος περιφέρεται στους δρόμους ή ανεβαίνει τον Βόλγα μέσα σε βάρκες, όπως κατά την εποχή του Στένκα Ραζίν, εκείνου του ληστή που τρομοκράτησε τη χώρα πριν από εκατό χρόνια. Στο πλησίασμα των ανταρτών, οι πλούσιοι, εγκαταλειμμένοι από τους υπηρέτες τους, κρύβονται έντρομοι στο βάθος των αχανών σπιτιών τους. Η λαϊκή αγριότητα εξεγείρεται μέχρι παραφροσύνης. Τα παιδιά των ευγενών σφαγιάζονται, οι γυναίκες βιάζονται πριν στραγγαλιστούν μέσα σε γέλια και χλευασμό, οι αφεντάδες ακρωτηριάζονται, γδέρνονται ζωντανοί, καίγονται, κατακομματιάζονται. Ήρθε η στιγμή να ανατραπεί άρδην ο κόσμος. Στους πεινασμένους και τους ταπεινωμένους θα παραχωρηθούν οι ψηλότερες βαθμίδες της κοινωνικής κλίμακας. Στους αλλοτινούς δεσπότες, η λάσπη και ο θάνατος. Ο Πουγκατσέφ μοιράζει τώρα αποζημιώσεις: εκατό ρούβλια για κάθε σκοτωμένο ευγενή ή λεηλατημένο κάστρο, χίλια ρούβλια και ο τίτλος του στρατηγού ανά δέκα δολοφονημένους ευγενείς και δέκα κατεστραμμένα κάστρα. Τα μικρά οχυρά, όπου αδύναμες φρουρές τρέμουν από φόβο, πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Μια παλίρροια που βρυχάται ανηφορίζει προς το Βορρά. Η Αικατερίνη στέλνει μερικά συντάγματα στην περιοχή του Βόλγα. Οι στρατιώτες όμως δεν αισθάνονται καμία διάθεση
ν' αγωνιστούν εναντίον αυτών των «αδελφών» των οποίων καταλαβαίνουν πολύ καλά την εξέγερση: επωφελούνται από το σκοτάδι της νύχτας για ν' αλλάξουν στρατόπεδο. Ο στρατηγός Καρ, που η αυτοκράτειρα εκτιμά ιδιαίτερα, δεν μπορεί να σταματήσει την προέλαση των επαναστατημένων. Ενώ η Αικατερίνη ανταλλάσσει φιλοφρονήσεις με τον Ντιντερό, το Όρενμπουργκ πολιορκείται. Ο Πουγκατσέφ γράφει στο διοικητή της πόλης: «Μάθε, κάθαρμα, ότι προκαλώντας την ελεεινή σου τύχη, μπαίνεις στην υπηρεσία του πατέρα σου του διαβόλου». Στις 10 Δεκεμβρίου 1773, η Αικατερίνη δηλώνει στον Σήβερς: «Πριν από δύο χρόνια, είχα στην καρδιά της αυτοκρατορίας την πανώλη∙ τώρα, έχω στα σύνορά της μια πολιτική πανώλη που μας εμβάλλει σε σκέψεις... Με τη βοήθεια του Θεού θα τη νικήσουμε, γιατί δεν υπάρχει ούτε λογική ούτε τάξη ή επιδεξιότητα από την πλευρά αυτού του συρφετού των κουρελήδων∙ είναι ληστές που μαζεύτηκαν από παντού, καθοδηγούμενοι από έναν απατεώνα τόσο τολμηρό όσο και ξεδιάντροπο. Όλη αυτή η ιστορία θα καταλήξει σίγουρα στην αγχόνη. Τι προοπτική όμως για μένα που δεν συμπαθώ καθόλου το ικρίωμα! Ολόκληρη η Ευρώπη θα σχηματίσει τη γνώμη πως ξαναγυρίσαμε στην εποχή του τσάρου Ιβάν Βασίλιεβιτς». Αυτό που απελπίζει περισσότερο την Αικατερίνη είναι η διαπίστωση ότι ο άντρας της, τόσο αντιλαϊκός στη διάρκεια της ζωής του εξαιτίας της γερμανοφιλίας του, έγινε, ύστερα από το θάνατό του, ένα είδος πολυθρύλητου ήρωα, καθαρά Ρώσου, ο τσάρος απελευθερωτής, ο μάρτυρας του δικαίου των πληβείων, που εμφανίζεται και πάλι ως εκ θαύματος στη γη για να διώξει τη σφετερίστρια, να ταπεινώσει τους μεγάλους και να απονείμει δικαιοσύνη στους μικρούς. Σαν λογική γυναίκα, δεν μπορεί να καταλάβει αυτή τη μεταστροφή των σκοτεινών μαζών. Κρίνει τα γεγονότα με πνεύμα δυτικό, ενώ βρίσκεται μπροστά σ' ένα φαινόμενο καθαρά ασιατικό. Παρ' όλα τα στρατεύματα, τα κανόνια και τα φρούριά της, κατακυριεύεται από αγωνία. Μέχρι πότε θα την καταδιώκει τούτο το παράλογο και αξιοθρήνητο φάντασμα; Να κατανικήσει τον Πουγκατσέφ είναι απαραίτητο για την υγεία τόσο της χώρας όσο και του ατόμου της. Μπροστά στις αλλεπάλληλες αποτυχίες του Καρ, αποφασίζει να τον αντικαταστήσει με τον Μπιμπίκωφ. Αυτός οργανώνει τον αγώνα μεθοδικά. Περικυκλωμένος από τα τακτικά στρατεύματα, ο Πουγκατσέφ υποχωρεί. Αλλά ο Μπιμπίκωφ πεθαίνει και αντικαθίσταται με τη σειρά του από τον ράθυμο πρίγκιπα Τσερμπάτωφ. Ευθύς αμέσως, ο Πουγκατσέφ ανακτά δυνάμεις. Καταλαμβάνει εξ εφόδου την πόλη Καζάν. Στο Νίζνι‐Νόβγοροντ, οι δουλοπάροικοι εξεγείρονται και πνίγουν την περιοχή στη φωτιά και το αίμα. Όλοι περιμένουν μια σύντομη προέλαση των ανταρτών στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Στη Μόσχα έχουν ήδη επιβληθεί έκτακτα αμυντικά μέτρα. Η αστυνομία κυνηγάει τους απεσταλμένους του Πουγκατσέφ, οι οποίοι μοιράζουν μεταξύ των κατοίκων μανιφέστα που υπόσχονται ελευθερία και κτήματα στους απόκληρους, θάνατο στους κακούς αφεντάδες και έγκλειση σε μοναστήρι στην ψεύτικη αυτοκράτειρα. Η κατάσταση εμφανίζεται περισσότερο επικίνδυνη επειδή συνεχίζεται, με ποικίλες εκβάσεις, ο πόλεμος κατά της Τουρκίας και αγγελιαφόροι του μεγάλου βεζίρη προτρέπουν τις μουσουλμανικές φυλές των Ουραλίων και των ακτών της Κασπίας θάλασσας να ταχθούν στο πλευρό του Πουγκατσέφ. Η Αικατερίνη θα ήθελε να ξεμπερδέψει το συντομότερο με τον εξωτερικό εχθρό για ν' αφιερώσει όλες τις δυνάμεις της στην αποκατάσταση της τάξης στο εσωτερικό της χώρας. Δίνει μυστικές οδηγίες στους πληρεξουσίους της, προκειμένου να επισπεύσουν τη σύναψη της ειρήνης. Ωστόσο, οι νίκες που σημειώνονται από τον Σουβάρωφ στην Κουκλουτζά και από τον Ρουμιάντσεφ στη Σούμλα, πάνω στον Δούναβη, αποδεικνύονται χρήσιμες για να καταθέσει ο εχθρός τα όπλα. Έτσι, τον Ιούλιο του 1774, μετά από έξι χρόνια πολέμου, υπογράφεται συνθήκη ειρήνης στο Κιουτσούκ‐Καϊναρτζή. Η Ρωσία αποσπάει τα φρούρια των ακτών της Αζοφικής θάλασσας, κάνει προτεκτοράτο της το χανάτο της Κριμαίας, την Καμπάρντα και τη στέπα μεταξύ του Μπουγκ και του Δνείπερου, αποκτά πρόσβαση στη Μαύρη θάλασσα και το Αιγαίο, μια πολεμική αποζημίωση ύψους 4.500.000 ρουβλίων και το δικαίωμα επαγρύπνησης ως προς τη θρησκευτική ελευθερία των χριστιανών υποτελών του σουλτάνου, των οποίων ανακηρύσσεται προστάτης.
Αφού πραγματοποιήσει κατ' αυτό τον τρόπο το όνειρο του Μεγάλου Πέτρου, η Αικατερίνη μπορεί να διατάξει το σταυρό της να μεταφερθεί στα βόρεια, προκειμένου να διασκορπίσει τις ένοπλες ομάδες του Πουγκατσέφ. Ο Πέτρος Πανίν98 ονομάζεται αρχιστράτηγος. Φέρνουν στον Βόλγα τον ίδιο τον Σουβάρωφ. Τρομοκρατημένος μπροστά σ' αυτή τη συγκέντρωση αναρίθμητων στρατευμάτων, ο Πουγκατσέφ εγκαταλείπει το σχέδιο προέλασής του στη Μόσχα και κατευθύνεται προς το Νότο. Οι άνδρες του, απογοητευμένοι από μια υποχώρηση που τους είναι ανεξήγητη, αρχίζουν να ανησυχούν για τις συνέπειες της εξέγερσής τους. Το μαγικό κύρος του απατεώνα διαλύεται όλο και περισσότερο μέσα στις διάφορες φάσεις της σύρραξης. Οι λιποταξίες των οπαδών του πληθαίνουν. Δεν περιβάλλεται πλέον παρά μόνο από τραμπούκους, τυχοδιώκτες, κλέφτες. Κυνηγημένος από τα στρατεύματα του στρατηγού Μίχελσον, υφίσταται σοβαρή ήττα στις 24 Αυγούστου/4 Σεπτεμβρίου 1774 μπροστά στη Σαρέπτα, τρέπεται σε φυγή, αλλά οι ίδιοί του οι υπαρχηγοί τον συλλαμβάνουν, του δένουν τα χέρια και τον παραδίδουν αιχμάλωτο με αντάλλαγμα να τους δοθεί χάρη. Οδηγημένος μπροστά στον Πέτρο Πανίν, ο Πουγκατσέφ γονατίζει, δηλώνει δημόσια ότι είναι ένας υποκριτής και αναγνωρίζει ότι αμάρτησε σοβαρά ενώπιον του Θεού και της Αυτής αυτοκρατορικής Μεγαλειότητας. Αλυσοδεμένος και κλεισμένος σε μια σιδερένια κλούβα, πάνω σ' ένα κάρο με δύο ρόδες, περιφέρεται σαν αγρίμι στις επαρχίες που τον υποδέχονταν άλλοτε σαν θριαμβευτή. Περιβάλλεται από μια πολυάριθμη ένοπλη φρουρά, για το φόβο των εκδηλώσεων του όχλου. Ωστόσο, ύστερα από τη σύλληψή του οι επαναστάτες ηρέμησαν ως δια μαγείας. Φτάνοντας στη Μόσχα, τέρμα του μακρινού ταξιδιού του, ο Πουγκατσέφ δεν είναι πια παρά ένας άνθρωπος εξοντωμένος, απελπισμένος, που προσβλέπει στο θάνατο. Μόλο που τα εγκλήματά του είναι κατάφωρα, δεν υποβάλλεται σε βασανιστήρια, μια που η Αικατερίνη έχει απαγορεύσει τη χρήση του βασανισμού. Αλλά πέφτει από τόσο ψηλά που η πτώση του τού προκαλεί κάποιες βλάβες στον εγκέφαλο. Λιποθυμάει επανειλημμένα στη διάρκεια της δίκης. Οι δικαστές του φοβούνται μήπως το σκάσει από το δήμιο, παραδίδοντας την τελευταία του πνοή πριν από την ημέρα της εκτέλεσής του. «Ο μαρκήσιος ντε Πουγκατσέφ99, για τον οποίο εξακολουθείτε να μου μιλάτε», γράφει η Αικατερίνη στον Βολταίρο, «έζησε σαν κακούργος και θα πεθάνει σαν άνανδρος». Και ακόμη: «Δεν ξέρει ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει, ωστόσο είναι ένας άντρας τολμηρός και αποφασιστικός. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει ούτε το ελάχιστο ίχνος ότι ήταν όργανο κάποιας ξένης δύναμης... Υποθέτουμε ότι ο κύριος Πουγκατσέφ είναι ένας αρχιληστής και όχι ένα μίσθαρνο όργανο κάποιου. Κανείς δεν υπήρξε πιο επιβλαβής απ' αυτόν, από την εποχή του Ταμερλάνου. Ελπίζει ότι θα του δοθεί χάρη για το θάρρος του. Αν είχε βλάψει εμένα προσωπικά, ο συλλογισμός του θα ήταν ορθός και θα τον συγχωρούσα. Αλλά πρόκειται για υπόθεση της αυτοκρατορίας που διέπεται από νόμους». Καταδικασμένος πρώτα σε διαμελισμό και ύστερα σε αποκεφαλισμό, ο Πουγκατσέφ χαίρει της αυτοκρατορικής επιείκειας και αποκεφαλίζεται πριν διαμελιστεί. Η Αικατερίνη εννοεί να φανεί πιο ανθρώπινη απ' ό,τι ο Λουδοβίκος ΙΕ' στην περίπτωση του Δαμιανού100. Η εκτέλεση πραγματοποιείται στη Μόσχα, στις 10/21 Ιανουαρίου 1775, μπροστά σε μεγάλη κοσμοσυρροή. Οι υψηλά ιστάμενοι χαίρονται∙ ο λαός, κατατρομαγμένος, βογκάει. Μήπως δεν θανάτωσαν τάχα, για μια φορά ακόμα, τον πραγματικό αυτοκράτορα; Οι συνένοχοι του απατεώνα διαμελίζονται, κρεμιούνται ή αποκεφαλίζονται. Το κνούτο πέφτει πάνω στη ράχη των κομπάρσων που, αφού τους τρυπήσουν τα ρουθούνια, τους στέλνουν στη συνέχεια στα κάτεργα. Η τσαρίνα δίνει χάρη στους εννέα ληστές που πρόδωσαν τον αρχηγό τους. Όλα ξαναμπαίνουν σε τάξη. Η Αικατερίνη παίρνει μια βαθιά αναπνοή. Επί ένα χρόνο, ένιωθε το έδαφος να κινείται κάτω από τα πόδια της σαν γέφυρα καραβιού που παραδέρνει μέσα στη θύελλα. Ωστόσο, δεν άφησε το τιμόνι. Κράτησε γερά. Και είναι ευχαριστημένη. Παρ' όλα αυτά, στην ύπαιθρο συνεχίζεται αλύπητα η καταστολή της ανταρσίας. Συχνά, οι
κάτοχοι εγγείου ιδιοκτησίας κάνουν χρέη αστυνομικών: αποτελεί ένα διακανονισμό λογαριασμών σε εθνική κλίμακα. Κάθε χωριό διαθέτει το ικρίωμά του, στημένο στην κεντρική πλατεία. Κρεμούν, ραβδίζουν, εξορίζουν. Ο ποταμός Ζαΐκ, που η μνήμη του έχει αμαυρωθεί, ξαναβαφτίζεται: στο εξής, θα ονομάζεται Ουράλης. Είναι ρητώς απαγορευμένο να προφέρει κανείς το όνομα του «τρομερού αντάρτη» Πουγκατσέφ. Το 1773, ο Μπιμπίκωφ έγραφε: «Αυτό που έχει σημασία δεν είναι ο Πουγκατσέφ, αλλά η γενική δυσαρέσκεια». Και πραγματικά, ακόμα κι όταν εξαφανίζεται ο Πουγκατσέφ, η «γενική δυσαρέσκεια» εξακολουθεί να υπάρχει. Η δυσπιστία και το βουβό μίσος ανεβαίνουν σαν ομίχλη ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις και τους απόκληρους, ανάμεσα στην αυτοκράτειρα και τους υποτελείς της τελευταίας στάθμης. Η Αικατερίνη ωστόσο δεν νοιάζεται γι' αυτό. Πληροφορημένη από τα γεγονότα, θα μπορούσε να κάνει κάποιες προσπάθειες για να καταλαγιάσει την εχθρότητα του λαού εφαρμόζοντας τις γενναιόδωρες αρχές οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στην Οδηγία της. Προτιμάει όμως τη σταθερότητα από τη συμφιλίωση. Αν σκέφτηκε κάποτε, έστω και εντελώς αόριστα, ν' απελευθερώσει τους δουλοπαροίκους, αποδιώχνει σήμερα με φρίκη τούτη την ιδέα. Μήπως αυτοί οι πρωτόγονοι άνθρωποι δεν θα ήταν ικανοί για τις χειρότερες βιαιότητες, αν ξαφνικά απελευθερώνονταν; Στους φιλοσοφικούς της διαλογισμούς, τους εξιδανίκευσε. Και έρχονται τώρα μόνοι τους να της δείξουν το αληθινό τους πρόσωπο. Θα ήταν επίσης επικίνδυνο —είναι πεπεισμένη πια γι' αυτό— να περιορίσει τις εξουσίες των αφεντάδων πάνω στους σκλάβους. Τους στυλοβάτες της αυτοκρατορίας τους αποτελούν οι ευγενείς, οι κάτοχοι εγγείου ιδιοκτησίας. Οι σχισματικοί προς τους οποίους εκδήλωσε αρχικά κάποια ανεκτικότητα, απέδειξαν, ακολουθώντας τον Πουγκατσέφ, ότι δεν τους αξίζει ούτε καν το σκοινί της κρεμάλας. Και οπωσδήποτε η παρούσα στιγμή —τώρα που έχει ενσκήψει η σιτοδεία στις επαρχίες ρημάχτηκαν από τους αντάρτες και ο Δημόσιος Θησαυρός έχει στερέψει— δεν είναι πρόσφορη για την ελάττωση των φόρων! Ας μείνουν λοιπόν όλα στη θέση τους. Η σωτηρία της Ρωσίας είναι η αταραξία. Όταν ο λαός θα είναι ώριμος για μεταρρυθμίσεις, τότε θα πάρουν τις αποφάσεις τους. Κι ως τότε, υπάρχει πάντοτε η ευχέρεια να συζητούν γι' αυτά τα θέματα με τους Γάλλους φιλοσόφους. Πριν καλά καλά ξεμπερδέψει η Αικατερίνη με τον Πουγκατσέφ, μια άλλη υπόθεση εξαπάτησης απειλεί την ησυχία της. Πληροφορείται ότι, εδώ και δύο χρόνια ήδη, μια πολύ γοητευτική νεαρή γυναίκα με σταχτοκάστανα μαλλιά και βαθυγάλαζα μάτια, διατείνεται πως είναι θυγατέρα της αυτοκράτειρας Ελισάβετ Α' και του ευνοουμένου της Αλέξη Ραζουμόφσκι. Ταξιδεύοντας στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, αυτή η υποτιθέμενη εγγονή του Μεγάλου Πέτρου αλλάζει όνομα κατά τις περιστάσεις, αυτοαποκαλούμενη πότε Αλί Εμετέ, πριγκίπισσα του Βλοντομίρ και πότε πριγκίπισσα του Αζόφ ή Κόμισσα Πίμπεργκ ή πριγκίπισσα Ταρακάνοβα. Ωστόσο, όποιος κι αν είναι ο τίτλος τον οποίο περιβάλλεται, εννοεί να διακηρύσσει ότι είναι η νόμιμη κληρονόμος του θρόνου των Ρομανώφ, που τον σφετερίστηκε η Αικατερίνη Β'. Κρατάει, κατά τα λεγόμενά της, μέσα σε μια κασετίνα, τη μυστική διαθήκη της μητέρας της, της Ελισάβετ, με την οποία της αφήνει το στέμμα της Ρωσίας. Η ομορφιά της, τα ελαφρά της ήθη και οι υψηλές πολιτικές φιλοδοξίες της συγκεντρώνουν γύρω της μερικούς αριστοκράτες με έντονη κλίση προς τις ιπποτικές περιπέτειες. Συντηρούμενη πλουσιοπάροχα από τον έναν και τον άλλο, συχνά ποικίλλει τις απαντήσεις της όσον αφορά το παρελθόν της, ουδέποτε όμως όσον αφορά το μέλλον της: πρέπει να ανακτήσει το σκήπτρο που της ανήκει δικαιωματικά. Ο δούκας του Λίμπουργκ και ο πρίγκιπας Ρατζιβίλ ενθουσιάζονται σαν εύπιστα παιδιά με τα σχέδιά της. Ονειρεύονται να σαλπάρουν για την Τουρκία, προκειμένου να προσφέρουν στο τουρκο‐ πολωνικό θέμα την υποστήριξη της αληθινής τσαρίνας Ελισάβετ Β' εναντίον της ψεύτικης, της Αικατερίνης Β'. Η υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ‐Καϊναρτζή διαψεύδει πλήρως τις ελπίδες του Ρατζιβίλ και των φίλων του. Το σχέδιο του ταξιδιού στην Κωνσταντινούπολη ματαιώνεται. Ο Αλέξης Ορλώφ, που βρίσκεται στο Λιβόρνο με το στόλο του, δεν παραλείπει να ζητήσει πληροφορίες από την Αικατερίνη όσον αφορά την «τυχάρπαστη». Όπως είναι
αυτονόητο, η Αικατερίνη δεν πιστεύει ούτε λέξη από το μύθο που επινόησε η Ταρακάνοβα. Γνωρίζει με κάθε βεβαιότητα πως η Ελισάβετ Α' δεν απέκτησε ποτέ παιδί. Άλλωστε, αν η εκλιπούσα άνασσα είχε αποκτήσει, θα το είχε αναθρέψει στην Αυλή, όπως η Αικατερίνη τον Αλέξη Μπομπρίνσκι, τον νόθο γιο που γεννήθηκε από το δεσμό της με τον Γρηγόρη Ορλώφ. Όχι, σίγουρα, αυτή η γυναίκα που χλευάζει την Αυτοκράτειρα Πασών των Ρωσιών είναι μια μυθομανής, μια «απατεώνισσα», σύμφωνα με την έκφραση της ίδιας της Αικατερίνης. Τα ψέματά της αξίζουν μονάχα την περιφρόνηση. Παρ' όλα αυτά, η εξέγερση του Πουγκατσέφ ευαισθητοποίησε την τσαρίνα στο έπακρο. Δεν επιτρέπει πλέον σε κανέναν, ούτε καν σε μια μισότρελη, σε μια αλλοπαρμένη, να αμφισβητεί τη νομιμότητα των δικαιωμάτων της. Σ' ένα γράμμα με ημερομηνία 12 Νοεμβρίου 1774, δίνει εντολή στον Αλέξη Ορλώφ να συλλάβει «αυτό το πλάσμα που προσέδωσε με τόση αναίδεια στον εαυτό του ένα όνομα και μια καταγωγή που δεν του αρμόζουν διόλου». Ας χρησιμοποιήσει «την απειλή σε περίπτωση μη υποταγής και, στην ανάγκη, την τιμωρία». Ας βομβαρδίσει, αν χρειαστεί, την πόλη της Ραγούζας, για να εξαναγκάσει τις αρχές να του παραδώσουν την αχρεία. Ωστόσο, θα ήταν οπωσδήποτε καλύτερα να ενεργήσει με ηπιότητα και όλα να συμβούν «αθόρυβα, αν βέβαια κάτι τέτοιο είναι εφικτό». Υπάκουος, ο Αλέξης Ορλώφ προσφεύγει στην πονηριά. Ένα διαβολικό σχέδιο έχει μορφοποιηθεί μέσα στο μυαλό του. Κοινοποιεί στην «υποψήφια αυτοκράτειρα» ότι έχει πειστεί για την αυθεντικότητα της καταγωγής της και ότι, μετά τη δυσμένεια του αδερφού του Γρηγόρη, αισθάνεται για την Αικατερίνη μονάχα μνησικακία και μίσος. Εξορκίζει τη νεαρή γυναίκα να τον συναντήσει στην Πίζα για να εξετάσουν μαζί τον καλύτερο τρόπο υποστήριξής της στον αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας. Αυτή δεν οσμίζεται την παγίδα, πηγαίνει σ' εκείνη την πόλη και εκστασιάζεται από τον τρόπο που την υποδέχεται ως άνασσα ένα τόσο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο της αυτοκρατορίας. Ο «Σημαδεμένος» την εγκαθιστά σ' ένα πολυτελέστατο μέγαρο, δίνει αμέτρητες γιορτές προς τιμήν της και της εξομολογείται, σαν κατακλείδα, το πάθος του. Ναι, λέει, την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Ας δεχτεί να τον παντρευτεί, κι αυτός θα μοιραστεί μαζί της την ευθύνη να κυβερνήσουν τη Ρωσία. Έκθαμβη η τυχοδιώκτρια δέχεται, ακολουθεί το «μνηστήρα» της στο Λιβόρνο και επιβιβάζεται μαζί του στη ναυαρχίδα όπου εκτυλίσσεται μια πλαστή γαμήλια τελετή. Ένας αξιωματικός του ναυτικού μεταμφιεσμένος σε Ρώσο ιερέα παντρεύει το ζευγάρι, ενώ αντηχούν ομοβροντίες κανονιών και κραυγές: «Ζήτω η αυτοκράτειρα!». Η νεόνυμφη κλαίει από ευτυχία. Ξαφνικά όμως, ο Αλέξης Ορλώφ εξαφανίζεται. Στρατιώτες περικυκλώνουν την «Αυτής Μεγαλειότητα», την οδηγούν βίαια σε μια καμπίνα και την κλείνουν εκεί χωρίς καμιά εξήγηση. Το καράβι σηκώνει τις άγκυρες. Το κυβερνάει ο ναύαρχος Γκραίη. Έχει αναλάβει να μεταφέρει την αιχμάλωτη στην Αγία Πετρούπολη. Ο Αλέξης Ορλώφ, αφού σκάρωσε τη φάρσα του, έμεινε στο Λιβόρνο. Μόλις το πλοίο έφτασε στην Κρονστάνδη, στις 12/23 Μαΐου 1775, η Ταρακάνοβα φυλακίστηκε σ' ένα κελί του φρουρίου των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Την ανάκρισή της ανέλαβε ο στρατάρχης πρίγκιπας Γκολίτσιν. Σύμφωνα με την πρώτη του αναφορά, η φυλακισμένη είναι εμφανίσιμη∙ μοιάζει με Ιταλίδα∙ μιλάει γαλλικά και γερμανικά, αλλά δεν ξέρει ούτε λέξη ρωσικά∙ οι γιατροί οι οποίοι την εξέτασαν, τη θεώρησαν φθισική, και μάλιστα σε προχωρημένο στάδιο της ασθένειας∙ διατείνεται ότι ονομάζεται Ελισάβετ και ότι είναι είκοσι τριών χρόνων. Αργότερα, όταν την πολιορκούν με ερωτήσεις, ομολογεί ότι δεν γνωρίζει ούτε τον πατέρα της ούτε τη μητέρα της, την εθνικότητα και τον τόπο της γέννησής της. Ισχυρίζεται ότι έζησε στη Βαγδάτη κι ύστερα στο Ισπαχάν, πέφτει σε αντιφάσεις και τελικά γράφει στην Αικατερίνη για να της υποσχεθεί «μεγάλα πλεονεκτήματα» αν ακυρωθούν «όλες οι ιστορίες που εξυφάνθηκαν εναντίον της». Το γράμμα υπογράφεται «Ελισάβετ». «Ορίστε μια αχρεία του χειρίστου είδους!» αναφωνεί η Αικατερίνη διαβάζοντας το σημείωμα. Ωστόσο, η φυματίωση που διέγνωσαν οι γιατροί στην Ταρακάνοβα εξελίσσεται ραγδαία. Υποβαλλόμενη σε αυστηρή δίαιτα, παρακολουθούμενη μέρα‐νύχτα, τρέμοντας από το κρύο και συχνά στερημένη από
φαγητό, η τελευταία γράφει για μια ακόμη φορά στην αυτοκράτειρα ικετεύοντάς τη να τη συγχωρήσει αν την προσέβαλε και να τη βγάλει από το κελί της επειδή «η κατάστασή της κάνει τη φύση να φρικιά». Η Αικατερίνη παραμένει αμετάπειστη. Ικανή για τρυφερότητα, ακόμα και για φιλευσπλαχνία υπό κανονικές συνθήκες, ξέρει, όταν το επιβάλλουν τα συμφέροντα του Κράτους, να σκληραίνει μέχρις αδιαλλαξίας. Ξαφνικά, μια σιδερένια πανοπλία την περιβάλλει. Γίνεται απροσπέλαστη από τα ανθρώπινα συναισθήματα. Μεταβάλλεται σε άγαλμα του εαυτού της. Όσον αφορά την πολιτική, σκέφτεται, οι επιεικείς αποφάσεις καταλήγουν πάντοτε να στρέφονται εναντίον του εισηγητή τους. Η Ταρακάνοβα έπαιξε. Και έχασε. Ας πληρώσει λοιπόν! Η Αικατερίνη, όχι μόνο δεν διανοείται να απελευθερώσει τη φυλακισμένη αλλά ούτε και να μειώσει την ποινή. Εβδομάδες περνούν. Κανείς δεν ενδιαφέρεται πια για τη ζωντανή ενταφιασμένη του φρουρίου των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Πεθαίνει, στις 4 Δεκεμβρίου 1775, όχι πνιγμένη από μια ξαφνική πλημμύρα του Νέβα, όπως ισχυρίστηκαν μερικοί, αλλά με τους πνεύμονες καταφαγωμένους από τη φυματίωση, ξεπνοϊσμένη, εξουθενωμένη, φτύνοντας αίμα μέσα στο παγερό έρεβος της κρύπτης της101. Ύστερα από ένα χρόνο, παρ' όλα τα μαρτύρια τα οποία επιβλήθηκαν στον «τρομερό αντάρτη» που παρίστανε τον Πέτρο Γ' και παρά τη φυλάκιση της «τρελής» που ισχυριζόταν ότι είναι η Ελισάβετ Β', θα συλληφθεί και ένας τρίτος απατεώνας, ο οποίος προσποιείται ότι είναι ο εθνικός ήρωας Πουγκατσέφ που επέστρεψε στη γη102. Η Αικατερίνη δεν καταλαβαίνει. Τι παράξενη χώρα η Ρωσία! Συχνά, οι θρύλοι έχουν περισσότερη βαρύτητα από τα γεγονότα. Για να βασιλεύσει κανείς σ' αυτόν τον αλλόκοτο λαό, πρέπει να αγωνίζεται πότε ενάντια σε ζωντανά όντα και πότε ενάντια σε φαντάσματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIX ΠΟΤΕΜΚΙΝ Βυθισμένη στις έγνοιες της πολιτικής, η Αικατερίνη θα βασιζόταν ευχαρίστως σ' έναν άνδρα που η αγάπη και η σταθερότητά του θα τη βοηθούσαν ν' αφοσιωθεί στο έργο της. Αυτή τη βοήθεια δεν θα της την έδινε βέβαια ο όμορφος μικρός Βασίλτσικωφ, «με το αχυρένιο κεφάλι». Η γεμάτη χαμόγελο συγκατάβαση, η χαριτωμένη ευπείθεια τούτου του μέτριου εραστή τής φαίνονται ανάξια του μεγάλου πεπρωμένου της. Δεν μπορεί να του μιλήσει για τίποτα, ποτέ δεν αισθάνεται τόσο μόνη όσο όταν είναι μαζί του, η ψυχή δεν συμμετέχει στα μίζερα παιχνίδια τους. Κοντολογίς, την κάνει να βαριέται και να αγανακτεί για τα προνόμια που, από αδυναμία, του παραχώρησε η ίδια. Σκέφτεται όλο και περισσότερο εκείνο τον τόσο αλλόκοτο, τόσο τραχύ και θαρραλέο Ποτέμκιν, που μάχεται κάτω από τα τείχη της Σιλιστρίας. Εδώ και πολύ καιρό τον κρατάει σε εφεδρεία. Του έχει απευθύνει επανειλημμένα σύντομα σημειώματα όλο συμπάθεια, μέσω του γραμματέα της. Στις 4 Δεκεμβρίου 1773, του γράφει με το ίδιο της το χέρι: «Κύριε αντιστράτηγε, στοιχηματίζω πως δεν σας έμεινε καν καιρός να διαβάσετε τα γράμματά μου, όντας τόσο απασχολημένος με το θέμα της Σιλιστρίας∙ μόλο που, μέχρι σήμερα, δεν ξέρω αν ο βομβαρδισμός σημείωσε επιτυχία, είμαι ωστόσο βέβαιη ότι όσα επιχειρείτε πρέπει να αποδοθούν αποκλειστικά και μόνο στον ένθερμο ζήλο σας απέναντι σε μένα προσωπικά και, σαν θέμα αρχής, απέναντι στην αγαπημένη μας πατρίδα που τόσο πρόθυμα υπηρετείτε. Επειδή όμως, από την πλευρά μου, επιθυμώ να προασπίζω τους γεμάτους ζήλο, γενναίους, ευφυείς και σώφρονες άνδρες, σας παρακαλώ να μη διερωτηθείτε —χρονοτριβώντας μάταια— για ποιο σκοπό γράφηκε τούτο το σημείωμα. Μπορώ να σας απαντήσω ότι επιθυμούσα να σας διαβεβαιώσω για το πώς σκέφτομαι για σας, αφού είμαι πάντοτε η καλοπροαίρετη Αικατερίνη σας». Αυτή η μετά βίας συγκαλυμμένη ερωτική εξομολόγηση γεμίζει τον Ποτέμκιν με χαρά και ανυπομονησία. Θέλησε κάποτε να γίνει καλόγερος, στην απελπισία του γιατί δεν κέρδισε την εύνοια της αυτοκράτειρας, εύνοια η οποία είχε παραχωρηθεί στον Γρηγόρη Ορλώφ. «Ω, Θεέ μου, τι βάσανο ν' αγαπώ κάποια που δεν έχω την τόλμη να της το πω, κάποια που δεν μπορεί να γίνει δική μου», έγραφε τότε. «Βάρβαρε ουρανέ, γιατί την έκανες τόσο όμορφη, τόσο μεγάλη; Γιατί πρέπει να είναι αυτή και μόνο η γυναίκα που μπορώ να αγαπήσω;» Και νά που η «Απροσπέλαστη» τον καλεί με φωνή γλυκιά, φωνή που σκεπάζει ακόμα και τον ορυμαγδό της μάχης. Τον Ιανουάριο του 1774, ζητάει άδεια και εγκαταλείπει το στράτευμα για να πάει ολοταχώς στην Αυλή. Εκεί, τον περιμένει μια μεγάλη απογοήτευση: ο ευνοούμενος Βασίλτσικωφ βρίσκεται ακόμη στο πόστο του. Είναι ένας καλοφτιαγμένος νέος άνδρας και ο Ποτέμκιν, κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη, απελπίζεται ότι δεν θα μπορέσει να τον αντικαταστήσει. Αν κάποτε θύμιζε τον «Αλκιβιάδη», σήμερα, στα τριάντα πέντε του χρόνια, είναι παραμορφωμένος και ογκώδης. Έχει μαύρα μαλλιά, σκούρο δέρμα, είναι μονόφθαλμος και δεν προσπαθεί να κρύψει το ανύπαρκτο μάτι του. Τα χαρακτηριστικά του είναι διογκωμένα, το ψηλό και ρωμαλέο του σώμα έχει βαρύνει, έχει παραμορφωθεί∙ παρ' όλα αυτά, το πρόσωπό του ακτινοβολεί ένα είδος γενναιόδωρης τρέλας, μιας πρωτόγονης δύναμης. Επιβάλλεται στις γυναίκες. Μερικές τον βρίσκουν φρικτό, άλλες νιώθουν μια ευχάριστη αναστάτωση από τη φλόγα του μοναδικού ματιού του και τη λάμψη των δοντιών του. Όλες αναπνέουν μια ατμόσφαιρα πάθους σαν βρίσκονται κοντά του. Έχει ύφος κύκλωπα με ρούχα αυλικού. «Ο κύκλωπας έχει ένα μικρό ελάττωμα», παρατηρεί ο Ριμπωπιέρ. «Τρώει τα νύχια του μετά μανίας, με πάθος, μέχρι τη σάρκα». Ο πρέσβης της Αγγλίας Σερ Ρόμπερτ Γκάνινγκ γράφει ότι ο νεοφερμένος έχει «ανάστημα γιγαντιαίο, δυσανάλογο» και ότι «η φυσιογνωμία του είναι κάθε άλλο παρά ευχάριστη». Ωστόσο, προσθέτει: «Φαίνεται να έχει
μεγάλη γνώση για την ανθρωπότητα και ευθύτερη κρίση απ' ό,τι έχουν κατά κανόνα οι συμπατριώτες του». Επειδή ζηλεύει τον Βασίλτσικωφ και φοβάται να τον ανταγωνιστεί στο αισθησιακό πεδίο, ο Ποτέμκιν ανακοινώνει και πάλι ότι θα κλειστεί σε μοναστήρι από ερωτικό μαράζι. Ελπίζει πως έτσι θα συγκινήσει την αυτοκράτειρα που, όπως κάθε γυναίκα, σίγουρα θα μετράει την ειλικρίνεια ενός πάθους από τις ακραίες αποφάσεις που εμπνέει. Η Αικατερίνη δεν ζητάει τόσα. Μόλις ο θαυμαστής της αποσύρεται στο μοναστήρι, του στέλνει την κόμισσα Μπρυς, με διαταγή να τον επαναφέρει στα εγκόσμια, όπου θα ικανοποιηθούν όλοι του οι πόθοι. Αυτός της απαντάει με μια μακροσκελή επιστολή, ζητώντας ταπεινά την τιμή να ονομαστεί «γενικός και προσωπικός υπασπιστής» της Μεγαλειότητάς Της. Με άλλα λόγια, ζητάει να διαδεχθεί τον ευνοούμενο. «Αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να βλάψει κανένα», γράφει. «Αντίθετα, θα το θεωρούσα ως ύψιστη ευτυχία, εφόσον μάλιστα —όντας υπό την ειδική προστασία της Μεγαλειότητάς Σας— θα είχα την τιμή να δέχομαι τις σοφές εντολές Σας και, μελετώντας τες, να γίνομαι ικανότερος για να υπηρετώ την Αυτοκράτειρα και την πατρίδα». Η Αικατερίνη προβαίνει μεγαλόψυχα στην εκπλήρωση των προσευχών του και διατάσσει τον Βασίλτσικωφ να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα «για λόγους υγείας». Ως ανταμοιβή των χρηστών υπηρεσιών του επί είκοσι δύο μήνες, ο αποπεμπόμενος ευνοούμενος θα λάβει εκατό χιλιάδες ρούβλια, εφτά χιλιάδες χωρικούς, σωρούς διαμάντια, ισόβιο εισόδημα είκοσι χιλιάδων ρουβλίων και ένα ανάκτορο στη Μόσχα απ' όπου όμως δεν θα πρέπει να μετακινείται. Μόλις αδειάζει το διαμέρισμά του, που ανήκε προηγουμένως στον Γρηγόρη Ορλώφ, εγκαθίσταται εκεί ο Ποτέμκιν. Η θέση είναι ακόμα ζεστή. Δεν έχει παρά να κάνει δυο βήματα, να ανέβει μια στριφογυριστή σκάλα, για να βρεθεί στο δωμάτιο της αυτοκράτειρας. Πηγαίνει εκεί τη νύχτα, ακριβώς στην ώρα του, γίγαντας τριχωτός και μονόφθαλμος, γυμνός κάτω από τη ρόμπα του. Παρά την ασύμμετρη όψη του, αυτή τον βρίσκει ωραίο. Και ρωμαλέο. Τόσο στο σώμα όσο και στο πνεύμα. Τη διασκεδάζει, την εκπλήσσει, τη γοητεύει, την υποτάσσει, την αναστατώνει, της ξαναδίνει τα νιάτα της. Γράφει στον Γκριμ: «Απομακρύνθηκα από κάποιον εξαίρετο αλλά πολύ ανιαρό πολίτη, που αντικαταστάθηκε αμέσως —κι εγώ δεν ξέρω πώς— από έναν από τους πιο μεγάλους, πιο παράξενους και διασκεδαστικούς τύπους τούτου του σιδερένιου αιώνα». Την επομένη της εγκατάστασης του νέου ευνοουμένου στο παλάτι, η γυναίκα του στρατάρχη Ρουμιάντσεφ γράφει στον άνδρα της: «Μια συμβουλή, ακριβέ μου: αν έχεις κάτι να ζητήσεις, να απευθυνθείς στον Ποτέμκιν». Η κόρη του Κύριλλου Ραζουμόφσκι αγανακτεί: «Πώς να κάνω κόρτε σ' αυτόν τον απαίσιο στραβό και γιατί;». Ο Σερ Ρόμπερτ Γκάνινγκ διαμηνύει στον προϊστάμενό του, το λόρδο Σάφολκ: «Εκείνος (ο Ποτέμκιν) μπορεί φυσικά να τρέφει ελπίδες ότι θα ανέβει στο ύψος στο οποίο τον ωθεί η απεριόριστη φιλοδοξία του». «Είναι ξετρελαμένη», λέει ο επίτροπος Ζελάγκιν στον Ντυράν ντε Ντιστρόφ. Και ακόμα: «Πρέπει να αγαπιούνται γιατί είναι ολόιδιοι!». Κάποια μέρα, συναντώντας τον Γρηγόρη Ορλώφ στα σκαλοπάτια του παλατιού, ο Ποτέμκιν τον ρωτάει ευγενικά: —«Τι λένε στην Αυλή;» —«Τίποτε άλλο», αποκρίνεται ο Γρηγόρης Ορλώφ, «εκτός από το ότι εσείς ανεβαίνετε κι εγώ κατεβαίνω». Ο Ποτέμκιν «ανεβαίνει» τόσο ψηλά που, προφανώς, κανείς δεν έχει φτάσει σ' αυτόν το βαθμό σωματικής και πνευματικής οικειότητας με την αυτοκράτειρα. Για πρώτη φορά στη ζωή της, εκείνη αφήνεται σ' έναν έρωτα ελεύθερο, ορμητικό, ανιδιοτελή, έναν έρωτα που την πλουτίζει. Ξεχνάει την κοινωνική της θέση, τη δύναμή της, προκειμένου να ενδιαφερθεί για τη διάθεση του εραστή της. Είναι σαράντα πέντε χρόνων. Δέκα χρόνια μεγαλύτερή του. Δεν ζει ούτε μια στιγμή χωρίς να είναι νοερά κοντά του. Όταν αυτός δεν βρίσκεται πλάι της, του γράφει στα γρήγορα ένα τρυφερό σημείωμα, είτε είναι νύχτα είτε έχει συμβούλιο είτε είναι χαράματα και το παλάτι κοιμάται ακόμη. Κάποιος έμπιστος υπηρέτης πηγαίνει τρεχάτος το μήνυμα. Ο Ποτέμκιν απαντάει. Καίει τα γράμματά του. Αυτός κρατάει τα δικά
της σε μια τσέπη του σακακιού του, πάνω στην καρδιά του. Μερικές γραμμές χαραγμένες βιαστικά. Μια χιονοστιβάδα από λέξεις δίχως νόημα. Ένα πυρετικό ψέλλισμα. Η Μεγαλειότητά Της, Αυτοκράτειρα Πασών των Ρωσιών, εφευρίσκει για τον εραστή της τις πιο αλλοπρόσαλλες προσφωνήσεις: «Αγαπημένε μου μικρούλη... αδελφή ψυχή μου... αγαπημένη μου κουκλίτσα... αγαπημένο μου παιχνιδάκι... τίγρη μου... παπαγαλάκι μου... γκιαούρη μου... μικρέ μου Γκρίσα... χρυσέ μου φασιανέ... χρυσό μου κοκοράκι... λιοντάρι μου της ζούγκλας... λύκε και πουλάκι μου...». Τον θαυμάζει και του το λέει: «Μαρμάρινη ομορφιά μου... αγάπη μου που δεν σου παραβγαίνει κανένας βασιλιάς... κανένας άνδρας στον κόσμο δεν μπορεί να σε φτάσει...». Ξαφνικά, η θέρμη του ίδιου της του πάθους την τρομάζει και καμώνεται ότι θέλει να συγκρατηθεί: «Έδωσα ρητή εντολή σε όλο μου το σώμα, μέχρι την τελευταία τρίχα των μαλλιών μου, να μη σας δείξω άλλη φορά το παραμικρό ερωτικό σημάδι. Έκλεισα τον έρωτά μου μέσα στην καρδιά μου, πίσω από δέκα σύρτες, κι εκεί μέσα ασφυκτιά, αισθάνεται άσχημα και φοβάμαι κάποια έκρηξη». Ύστερα, ομολογεί την ήττα της: «Ένας ολόκληρος ποταμός από παράλογες λέξεις κυλάει μέσα στο κεφάλι μου. Δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να ανέχεσαι μια γυναίκα με τόσο ασυνάρτητες σκέψεις». Και προσθέτει περήφανα: «Ω! κύριε Ποτέμκιν! Ποιο καταραμένο θαύμα κάνατε κι αναστατώθηκε έτσι ένα μυαλό που, κάποτε, θεωρούνταν ένα από τα πιο γερά της Ευρώπης!... Τι ντροπή! Τι αμαρτία! Η Αικατερίνη Β' θύμα αυτού του τρελού πάθους! Θα τον κάνεις να σε σιχαθεί με την τρέλα σου, σκέφτομαι». Κεντρισμένη από τον ενθουσιασμό, τυχαίνει κάποτε να του απευθύνεται με γλώσσα τραχιά: «Υπάρχει μια γυναίκα στον κόσμο που σας αγαπάει και δικαιούται μια τρυφερή λέξη από μέρους σας. Ηλίθιε, Τάταρε, Κοζάκε, Γκιαούρη, Μοσχοβίτη, που να πάρει η ευχή!». Ή ακόμα, μη βρίσκοντας άλλες λέξεις στο συνηθισμένο λεξιλόγιο, επιδίδεται σε τολμηρούς αυτοσχεδιασμούς: «Μπουμπούκι μου... Καραμέλα μου εξ επαγγέλματος...». Εκδηλώνει την ευχαρίστησή της στον «γκιαούρη» της για τα ανέκδοτα που της διηγείται: «Αγαπημένε μου, τι αστεία μου είπες πάλι χθες! Γελάω συνέχεια όσο τα σκέφτομαι... Μένουμε μαζί τέσσερις ώρες χωρίς ίχνος πλήξης και σε αποχωρίζομαι πάντοτε με βαριά καρδιά. Περιστεράκι μου, σας αγαπώ πολύ. Είσαι ωραίος, έξυπνος, διασκεδαστικός». Άλλες μέρες, δεν αναφέρεται στις απολαύσεις της συζήτησής τους, αλλά στην τελειότητα των φυσικών τους σχέσεων. Εξαιρετικά έμπειρη στην ηδονή, εκτιμά ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο της φέρεται ο καινούργιος της ευνοούμενος. Η αισθησιακή τους αρμονία, σκέφτεται, δίνει ακόμα μεγαλύτερη αξία στη συναισθηματική τους αμοιβαιότητα. Ομολογεί σεμνά τη διάθεση που της προκαλεί εκείνο το ανδρικό, βαρύ και μυρωδάτο σώμα: «Δεν υπάρχει ούτε ένα κύτταρο από το κορμί μου που να μη στρέφεται προς εσάς, γκιαούρη μου!...». «Σ' ευχαριστώ για το χθεσινό σου δώρο. Ο μικρός μου Γκρίσα μ' έθρεψε και με ξεδίψασε, όχι όμως με κρασί...» «Το κεφάλι μου είναι σαν το κεφάλι μιας ξαναμμένης γάτας...» «Θα είμαι για σένα "μια γυναίκα όλο φωτιά", όπως τόσο συχνά λες. Όμως θα προσπαθώ να κρύβω τις φλόγες μου...» «Οι πόρτες θα είναι ανοιχτές και θα εξαρτάται από τη θέληση και τη δυνατότητα αυτού στον οποίο ανήκει τούτος ο ρόλος∙ εγώ, από τη μεριά μου, πηγαίνω να πλαγιάσω...» «Αγάπη μου, θα κάνω ό,τι με προστάξεις∙ να έρθω στο σπίτι σου ή να έρθεις εσύ στο δικό μου;» Με διάθεση ευμετάβλητη, κυκλοθυμικός, ματαιόδοξος, καχύποπτος, ζηλότυπος, περνώντας από το πιο τρελό κέφι στην πιο νοσηρή κατάπτωση, ο Ποτέμκιν της καταλογίζει κάποια μέρα ότι είχε δεκαπέντε εραστές πριν απ' αυτόν. Πληγωμένη, αναγνωρίζει μόνο πέντε: «Πήρα τον πρώτο από καταπίεση, τον τέταρτο από απελπισία!» φωνάζει. «Όσο για τους
άλλους τρεις, ο Θεός μόνο ξέρει αν ήταν από διαφθορά. Ποτέ δεν είχα καμιά τάση γι' αυτήν»103. Της ξαναμιλάει για τον Βασίλτσικωφ. Είναι ακόμη ερωτευμένη μαζί του; Του απαντάει: «Δεν έχεις λόγο ν' ανησυχείς. Αρκετά παιδεύτηκα μ' αυτόν τον ηλίθιο. Μπορείς να διαβάσεις στην ψυχή και στην καρδιά μου... Η αγάπη μου για σένα είναι απέραντη». Πολλές φορές, φαίνεται αναιδής, αποστασιοποιημένος, ενοχλημένος χωρίς λόγο. Επειδή ο ουρανός είναι συννεφιασμένος ή επειδή ξύπνησε στραβά. Και τότε, αυτή τον λογικεύει με σημειώματα γεμάτα θαλπωρή αλλά και επιπλήξεις: «Όταν η ηλίθια κακοδιαθεσία σας περάσει, ευαρεστηθείτε να με ενημερώσετε... Είστε ένας κακός Τάταρος!». «Έρχομαι κοντά σου για να σου πω πόσο σε αγαπώ και βρίσκω την πόρτα σου κλειστή!» «Με βασανίζεις χωρίς λόγο...» «Τη στιγμή που νιώθω απόλυτη σιγουριά, πέφτει πάνω μου το βουνό και με πλακώνει...» «Αλήθεια, είναι καιρός να ζήσουμε σε απόλυτη αρμονία. Μη με βασανίζεις και μη με κακομεταχειρίζεσαι, για να μην αντιμετωπίζεις την ψυχρότητά μου...» «Ψυχούλα μου, έχω ένα σπάγκο που στη μια του άκρη έδεσα μια πέτρα και στην άλλη όλους τους καβγάδες μας. Τα πέταξα όλα σε μια απύθμενη άβυσσο... Καλημέρα, αγαπημένε μου! Καλημέρα, χωρίς γκρίνιες, χωρίς κουβέντες, χωρίς τσακωμούς...» Νιώθει τόσο κοντά στη σάρκα του που δεν του κρύβει ούτε τις πιο προσωπικές της αδιαθεσίες: «Δεν θα έρθω στο σπίτι σου, γιατί ίδρωσα όλη τη νύχτα και πονάνε τα κόκαλά μου, καθώς χθες...». «Έχω σήμερα λίγη διάρροια, κατά τα άλλα είμαι καλά, λατρεμένε μου...» «Μη στενοχωριέσαι για τη διάρροιά μου, μου καθαρίζει τα έντερα»104. Συνεπαρμένη από το πάθος της, θα φτάσει στο σημείο —όπως πολλοί πιστεύουν— να παντρευτεί μυστικά τον Ποτέμκιν. Η γαμήλια τελετή, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, γίνεται στο τέλος του 1774 στην εκκλησία του Αγίου Σαμψών, στην Αγία Πετρούπολη, μπροστά στην πιστή καμαριέρα της Περεκουζίκινα, στον κόμη Σαμοΐλωφ, ανιψιό του Ποτέμκιν, και το θαλαμηπόλο Τσερτκώφ. Οι μαρτυρίες που αναφέρονται σ' αυτόν τον κρυφό γάμο έχουν χαθεί. Από την άλλη πλευρά, κάποιες λέξεις που περιέχονται στα είκοσι τρία γράμματα που έγραψε στον ευνοούμενό της η Αικατερίνη, αφήνουν να εννοηθεί η καθαρά συζυγική φύση των σχέσεων τους: «Αγαπημένε μου σύζυγε... Αγαπημένε μου άντρα, τόσο γλυκέ, τόσο ευγενικέ... Αγαπητέ μου σύζυγε... Αντρούλη μου... Σε παρακαλώ να μη με ταπεινώνεις πια... Δεν είναι καθόλου ευγενικό, και μάλιστα όταν πρόκειται για τη γυναίκα σου... Σε φιλώ με όλη μου την καρδιά και το κορμί, ω αγαπητέ σύζυγε... Γιατί να πιστέψω την αρρωστημένη σου φαντασία και όχι τα πραγματικά γεγονότα, που όλα επιβεβαιώνουν τα λόγια της γυναίκας σου;... Δεν ξέρεις ότι, εδώ και δύο χρόνια, μας ενώνει ο πιο ιερός δεσμός;... Διατελώ η πιστή σας σύζυγος που σας αγαπάει με αιώνια αγάπη». Είτε παντρεμένοι είτε όχι, η Αικατερίνη και ο Ποτέμκιν ως ζευγάρι αντιπροσωπεύουν το συγκερασμό δύο φύσεων έντονων, αυταρχικών, ασυνήθιστων, όλο υγεία και πνευματικό πλούτο, αχόρταγων για ηδονή και για δουλειά. Αν και αλυσοδεμένος στο κρεβάτι της τσαρίνας, ο Ποτέμκιν δείχνει από την αρχή ότι δεν έχει τίποτα που θα χαρακτήριζε έναν προσωρινό ευνοούμενο. Γοητευμένη από το σύντροφό της, εκείνη τον συμβουλεύεται για όλες τις σημαντικές αποφάσεις σε θέματα πολιτικής και, πολλές φορές, υποτάσσεται στις απόψεις του. Πριν από τον έρωτα, μετά τον έρωτα, την ημέρα, τη νύχτα, μεταξύ δύο χαδιών, συζητούν τις κρατικές υποθέσεις, εξετάζουν σχολαστικά τις εκθέσεις των υπουργών, τα τηλεγραφήματα των πρέσβεων, εκπονούν μεταρρυθμιστικά σχέδια, προμελετούν συμμαχίες, χτίζουν και γκρεμίζουν τη Ρωσία και την Ευρώπη. «Το σημείο της διαφωνίας μας είναι πάντοτε η εξουσία και ποτέ ο έρωτας», του γράφει. «Μιλήστε μου για σας και δεν θα θυμώσω ποτέ». Πράγματι, ακόμα και οι διαφορές των απόψεών τους τη γοητεύουν. Είναι ευτυχισμένη επειδή έχει για πρώτη φορά απέναντί της ένα ισχυρό πνεύμα, ισάξιο με το δικό της. Τελικά, δεν άρχει πλέον μόνη της στη Ρωσία.
Ο Ποτέμκιν φτάνει σύντομα στα υψηλότερα αξιώματα. Γίνεται μέλος του μυστικού Συμβουλίου, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου του Πολέμου με βαθμό αρχιστρατήγου, αποκτά τίτλους και τιμές και ονομάζεται ιππότης του Τάγματος του Αγίου Ανδρέα. Ο Φρειδερίκος Β' τον παρασημοφορεί με τον Μαύρο Αετό της Πρωσίας∙ ο βασιλιάς της Πολωνίας —τέως εραστής της Αικατερίνης— με τον Λευκό Αετό∙ η Δανία, με τον Λευκό Ελέφαντα∙ η Σουηδία, με το παράσημο του Αγίου Σεραφίνου∙ ο Ιωσήφ Β', παρά την αντίθετη γνώμη της Μαρίας‐ Θηρεσίας, τον κάνει πρίγκιπα της Αγίας Αυτοκρατορίας. Παρ' όλα αυτά, έχει δύο αποτυχίες: η Γαλλία αρνείται να παραχωρήσει στον ευνοούμενο της Αικατερίνης το παράσημο του Τάγματος του Αγίου Πνεύματος, το οποίο προορίζεται για καθολικούς, και η Αγγλία το παράσημο της Περικνημίδας. Στο μεταξύ, με την ευκαιρία των εορτασμών για τη σύναψη ειρήνης με την Τουρκία, η Αικατερίνη του απονέμει τον τίτλο του κόμη της ρωσικής Αυτοκρατορίας και τον τιμά με μια μινιατούρα όπου απεικονίζεται το πορτραίτο της μέσα σ' ένα αδαμάντινο πλαίσιο. Θα το φοράει πάνω του, όπως άλλοτε ο Γρηγόρης Ορλώφ. Οι Ρώσοι ποιητές εκείνης της εποχής εξυμνούν τις αρετές του με πομπώδεις στίχους. Οι αυλικοί πέφτουν στα πόδια του. Οι ξένοι πρεσβευτές επιδιώκουν την εύνοιά του. Τον περιστοιχίζει ένας ψίθυρος χυδαίων κολακειών. Όλη του η οικογένεια είναι εγκατεστημένη στο παλάτι: η μητέρα του, η αδελφή του, οι πέντε ανιψιές του, τόσο όμορφες και τόσο εύκολες που θα τις αποπλανήσει τη μία μετά την άλλη. Σύντομα, θα γίνει κυβερνήτης των νοτίων επαρχιών, «Της Νέας Ρωσίας». Όταν πρέπει να πάρει μια σοβαρή απόφαση, κλείνεται στο γραφείο του και παίζει με κάμποσα πολύτιμα πετράδια πάνω στο τραπέζι του μαζεύοντάς τα και σκορπίζοντάς τα ώσπου να του έρθει στο μυαλό μια λύση. Ή, χαμένος μέσα σε σκέψεις, καθαρίζει ώρες ατελείωτες τις πέτρες των δαχτυλιδιών του με μια μικρή βούρτσα. Τα δώρα σε χρήμα, σε κοσμήματα, σε εκτάσεις γης, σε χωρικούς πέφτουν πάνω του βροχή. Εισπράττει δώδεκα χιλιάδες ρούβλια κάθε μήνα και όλα τα έξοδα του σπιτιού του καλύπτονται από το αυτοκρατορικό ταμείο. Τα εδέσματα και τα κρασιά του πληρώνονται από τον προϋπολογισμό της Αυλής. Οι ακόλουθοι και οι λακέδες της Αυλής βρίσκονται στην υπηρεσία του. Ο μικρός φτωχός αξιωματικός, που δεν φοίτησε σε καμιά σχολή, κολυμπάει στην ευμάρεια. Ξοδεύει, άλλωστε, αλόγιστα, χάνει στο παιχνίδι, συσσωρεύει χρέη και απευθύνεται κάθε φορά προς την αυτοκράτειρα η οποία πληρώνει τους λογαριασμούς του χαμογελώντας. Είναι υπερβολικά άσωτη και η ίδια, για να καταλογίσει τούτο το ελάττωμα στον ευνοούμενό της. Κι όμως, τούτος ο άνδρας που η επιτυχία του καταπλήσσει τον κόσμο, έχει εξάρσεις απελπισίας και αποστροφής που τον κάνουν να νοσταλγεί το μοναστήρι. Προικισμένος με τα μεγαλύτερα χαρίσματα —μουσικός, ποιητής, λάτρης της τέχνης, πολεμιστής, διοικητικός, διπλωμάτης, οικονομολόγος, θεμελιωτής—, χειρίζεται όλα τα προβλήματα με πάθος και ξαφνικά καταρρέει, αρνείται να ενδιαφερθεί για οτιδήποτε, περνάει μέρες ολόκληρες ημίγυμνος, εξουθενωμένος πάνω σ' ένα ντιβάνι, δίχως να πλένεται και να χτενίζεται, ροκανίζοντας ξεροκόμματα και τρώγοντας τα νύχια του. Κάποια φορά που δειπνούσε μαζί του, ο ανιψιός του Έγκελχαρτ του κάνει μια φιλοφρόνηση για την καλή του διάθεση. Αμέσως ο Ποτέμκιν συνοφρυώνεται και λέει: «Μπορεί να υπάρξει άνθρωπος πιο ευτυχισμένος από μένα; Όλες μου οι ευχές, όλες μου οι επιθυμίες ευοδώθηκαν ως δια μαγείας. Θέλησα να αποκτήσω μεγάλα αξιώματα — τα απέκτησα∙ παράσημα — τα έχω μαζέψει όλα∙ αγάπησα το παιχνίδι — είχα τη δυνατότητα να χάσω ανυπολόγιστα ποσά∙ μου άρεσε να δίνω γιορτές — έδωσα θεσπέσιες∙ ήθελα να αποκτήσω γη — έχω όση θέλω∙ ήθελα να χτίσω σπίτια — έχτισα παλάτια∙ αγαπώ τα κοσμήματα — κανένας ιδιώτης δεν έχει πιο ωραία και πιο σπάνια. Κοντολογίς, είμαι χορτάτος». Κι εκείνη τη στιγμή, σπάζει ένα πολύτιμο πιάτο πετώντας το καταγής, εξαφανίζεται και κλείνεται στο υπνοδωμάτιό του.105 Είναι ο άνθρωπος των άκρων. Σλάβος μέχρι μυελού οστέων. Τρυφερός και οργισμένος εναλλάξ, χαρούμενος και θλιμμένος, οκνηρός και δραστήριος, άγριος και αβρός. Γερό πιρούνι και γερό ποτήρι, καταβροχθίζει αδιακρίτως τα πιο εκλεπτυσμένα και τα πιο λαϊκά ποτά και φαγητά. Στο τραπέζι του, στην Αγία Πετρούπολη, σερβίρονται στρείδια, χαβιάρι,
σύκα της Προβηγκίας, καρπούζια του Αστραχάν προηγουμένως όμως, καταβροχθίζει απολαυστικά σκελίδες σκόρδο και πιροσκί και πίνει από πάνω κβας. Ενώ στην Αυλή εμφανίζεται με χρυσοκέντητα ρούχα γεμάτα διαμάντια και στολισμένα με παράσημα, στο σπίτι του η συνηθισμένη του αμφίεση είναι μια ρόμπα. Δεν φοράει παντελόνι ούτε εσώρουχο κάτω απ' αυτό το βολικό ρούχο, και δέχεται έτσι όχι μόνο την αυτοκράτειρα, αλλά και τις κυρίες των τιμών, τους υπουργούς, ακόμα και τους πρέσβεις. Όταν ο κόμης ντε Σεγκύρ τον επισκέπτεται φτάνοντας στην Αγία Πετρούπολη, βρίσκει ένα μαλλιαρό και μονόφθαλμο γίγαντα ξαπλωμένο στο κρεβάτι του. Δεν του περνάει καν από το νου να σηκωθεί για να παραχωρήσει ακρόαση στον απεσταλμένο του βασιλιά της Γαλλίας. Ο Σεγκύρ θα μας κληροδοτήσει ένα πολύ ζωντανό πορτραίτο του Ποτέμκιν: «Το σφρίγος του μυαλού του και η πλαδαρότητα του σώματός του δεν είχαν ταίρι. Κανένας κίνδυνος δεν ανέκοπτε το θάρρος του και δεν υποχωρούσε μπροστά σε καμιά δυσκολία∙ ωστόσο, όλες οι επιτυχίες των εγχειρημάτων του τού δημιουργούσαν μια πικρή απογοήτευση... Μαζί του, όλα γίνονταν περίπλοκα: οι υποθέσεις, η ευχαρίστηση, η διάθεση, οι συνοδείες... Συνοφρυωνόταν αν κάποιος του έδειχνε δουλοπρέπεια και φερόταν ευπροσήγορα σε όσους τον πλησίαζαν με οικειότητα. Αφειδώλευτος σε υποσχέσεις, σπανίως τις εκπλήρωνε και δεν ξεχνούσε ποτέ ό,τι είχε δει ή είχε ακούσει. Είχε διαβάσει ελάχιστα, κι όμως λίγοι ήταν τόσο καλά πληροφορημένοι... Το ετεροβαρές της ιδιοσυγκρασίας του προκαλούσε μια απερίγραπτη ιδιομορφία στις επιθυμίες, στη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής του... Οι ιδιομορφίες του, αν και συχνά εξόργιζαν την αυτοκράτειρα, τον έκαναν ταυτόχρονα ακόμα πιο ενδιαφέροντα στα μάτια της». Ο πρίγκιπας ντε Λίνι γράφει, από τη δική του πλευρά: «Είναι ο πιο παράξενος άνθρωπος που έχω συναντήσει. Δείχνει τεμπέλης, μα δουλεύει αδιάκοπα..., είναι πάντοτε ξαπλωμένος, μα δεν κοιμάται ούτε μέρα ούτε νύχτα, επειδή ο ζήλος του για την άνασσα, την οποία λατρεύει, τον ενεργοποιεί συνεχώς... Θλιμμένος στις διασκεδάσεις, δυστυχισμένος από την πολλή ευτυχία, αδιάφορος για όλα, αηδιάζει εύκολα, είναι σκυθρωπός, ασταθής, βαθυστόχαστος φιλόσοφος, ικανός υπουργός, εξαίρετος πολιτικός και παράλληλα δεκάχρονο παιδί... Θαυμαστά ανοιχτοχέρης δίχως να έχει δεκάρα∙ μιλάει για θεολογία στους στρατηγούς του και για πόλεμο στους αρχιεπισκόπους του∙ χωρίς να διαβάζει ποτέ, ξετινάζει τους συνομιλητές του... Θέλει τα πάντα όπως ένα παιδί, αλλά υπομένει τη στέρηση σαν μεγάλος άνδρας... Ποια είναι λοιπόν η μαγεία του; Η μεγαλοφυΐα και ξανά η μεγαλοφυΐα και πάλι η μεγαλοφυΐα!». Μ' αυτό το κράμα ενθουσιασμού και αδιαφορίας, ιπποτικής ευγένειας και βιαιότητας, ο Ποτέμκιν προσελκύει διαρκώς την προσοχή της αυτοκράτειρας. Ακόμα και όταν, με τον καιρό, η φλόγα του σαρκικού πάθους τους σβήνει, θέλει να είναι για κείνη το ύστατο καταφύγιο. Άραγε αυτός βαρέθηκε πρώτος δίπλα σε τούτη τη γυναίκα που γερνάει; Ή μήπως εκείνη, κουρασμένη από τις μεταπτώσεις του «γκιαούρη» της, επιθυμεί μια περιπέτεια πιο κοινότοπη και πιο δροσερή; Είναι πάντως γεγονός ότι ύστερα από δύο χρόνια σαρκικών σχέσεων, εκείνος ερωτοτροπεί με νεαρές γυναίκες κι αυτή ενδιαφέρεται για τους νεαρούς. Κανείς από τους δύο δεν θα δραματοποιήσει τούτη την αμοιβαία απομυθοποίηση. Η εξασθένιση της σεξουαλικής τους όρεξης δεν επηρεάζει καθόλου την αγάπη και το θαυμασμό που νιώθουν ο ένας για τον άλλο. Η πρώτη φροντίδα του Ποτέμκιν, όταν διαπιστώνει τούτη την αλλαγή κλίματος στις σχέσεις τους, είναι να διατηρήσει την επιρροή του πάνω στην Αικατερίνη μέσω ενός αντικαταστάτη της δικής του επιλογής. Έτσι, μόλο που αυτή θα δίνεται σε κάποιον άλλο, δεν θα πάψει να του ανήκει. Αυτός ο «άλλος» είναι ένας νεαρός και χαριτωμένος Ουκρανός, ο Πέτρος Ζαβαντόφσκι. Μόλις παρουσιάζεται ως διάδοχος στα μάτια της αυτοκράτειρας, γίνεται δεκτός και δοκιμάζεται. Η δοκιμή είναι αποφασιστική. Μαθαίνοντας τούτη την επανάσταση στην παστάδα της Αικατερίνης, όλοι στην Αυλή πιστεύουν ότι ο Ποτέμκιν βρίσκεται σε δυσμένεια. Μερικοί χαίρονται γι' αυτό. «Η υπεροπτική του συμπεριφορά όσο βρισκόταν στην εξουσία δημιούργησε τόσους
εχθρούς που εύλογα θα μπορούσε να περιμένει, τώρα που διατελεί υπό δυσμένεια, να του ανταποδοθούν τα ίσα», γράφει σε μια κρυπτογραφημένη αναφορά του ο Σερ Ρίτσαρντ Όουτς. «Δεν θα ήταν περίεργο, ούτε εντελώς απροσδόκητο, να τον δούμε να τελειώνει τη σταδιοδρομία του μέσα σ' ένα μοναστήρι, τρόπο ζωής προς τον οποίο έτρεφε πάντοτε ιδιαίτερη συμπάθεια». Αυτά για όσους δεν γνώριζαν καλά τον Ποτέμκιν. Ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι στην επαρχία του Νόβγοροντ, της οποίας είναι διοικητής, επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη και παραχωρεί το υπηρεσιακό του διαμέρισμα στον Ζαβαντόφσκι έναντι εκατό χιλιάδων ρουβλίων. Πληρώνοντας αυτόν τον ιδιότυπο «αέρα», ο νέος ευνοούμενος αγοράζει το δικαίωμα πρόσβασης στο αυτοκρατορικό δωμάτιο. Κατά τη διέλευση, πληρώνει μια προμήθεια στον τέως δικαιούχο. Ωστόσο, ο τελευταίος δεν προτίθεται διόλου να μείνει πια μακριά από την αγαπημένη του. Δεν του περνάει βέβαια από το μυαλό ούτε στιγμή να ανακτήσει τη θέση του στο κρεβάτι της Αικατερίνης, αλλά θα επιτρέπει σ' έναν παρείσακτο να το χρησιμοποιεί μόνο για όσο διαρκεί ένα καπρίτσιο. Αν δεν είναι πλέον ο εραστής της αυτοκράτειρας, θα γίνει ο προμηθευτής της. Και στο βαθμό που οι εύνοιές της θα είναι εφήμερες, η δική του επιρροή θα είναι μεγάλη. Έτσι, θα πρέπει να τη σπρώχνει προς την αλλαγή, προς την ποικιλία. Και μάλιστα, κατά παράδοξο τρόπο, όσο πιο ζηλότυπος, όσο πιο απόλυτος είναι τόσο περισσότερο θα εύχεται τούτα τα νεαρά άτομα να διαδέχονται το ένα το άλλο με γοργό ρυθμό στη στρωμνή της γυναίκας που αγαπάει. Όσο εκείνη δεν θα επιδιώκει τίποτα περισσότερο από την ηδονή πλάι σ' αυτούς τους αγαπητικούς, εκείνος θα μένει ο κύριος. Ο υπολογισμός του είναι σωστός. Είναι εγκατεστημένος σ' ένα ιδιωτικό μέγαρο που μια σκεπαστή στοά το συνδέει με το αυτοκρατορικό παλάτι. Η αυτοκράτειρα μπορεί, λοιπόν, να τον επισκέπτεται ανά πάσα στιγμή, δίχως να προκαλεί την προσοχή. Και δεν διστάζει να ασκεί τούτο το δικαίωμά της. Ποτέ δεν είχε τόση ανάγκη από τις συμβουλές του Γκρίσα της. Η ζωή της είναι μοιρασμένη. Τρελά παιχνίδια τη νύχτα, μ' έναν κομπάρσο∙ καρποφόρες ανταλλαγές φιλίας, με αυτόν που θεωρεί σύζυγό της. Εις το εξής, όλοι οι «διαλεχτοί» της αυτοκράτειρας θα επιλέγονται από τον Ποτέμκιν. Η βασιλεία τους δεν θα διαρκεί περισσότερο από μερικούς μήνες. Ο Ζαβαντόφσκι καθαιρείται τον Ιούνιο του 1776. «Έλαβε από τη Μεγαλειότητά Της πενήντα χιλιάδες ρούβλια, πέντε χιλιάδες ως σύνταξη το χρόνο και τέσσερις χιλιάδες χωρικούς στην Ουκρανία — περιοχή όπου αυτοί αξίζουν πολλά», γράφει στον αδελφό του ο ιππότης του Κορμπερόν, νέος επιτετραμμένος της Γαλλίας στη Ρωσία. Και προσθέτει: «Πρέπει να συμφωνήσεις, φίλε μου, ότι εδώ το επάγγελμα συμφέρει»106. Τον Ζαβαντόφσκι θα διαδεχτεί ο Σίμων Ζόριτς, ο επονομαζόμενος από τις κυρίες της Αυλής «Άδωνις». Η αυτοκράτειρα θα τον αποκαλεί χαϊδευτικά «Σίμα» και θα του αναγνωρίζει ένα «υπέροχο κεφάλι». Ο ίδιος ο Κορμπερόν γράφει: «(Ο Ποτέμκιν), που αντιμετωπίζεται τώρα με περισσότερη εύνοια παρά ποτέ και παίζει το ρόλο που έπαιζε η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ στο τέλος της ζωής της πλάι στον Λουδοβίκο ΙΕ', παρουσίασε (στην αυτοκράτειρα) κάποιον ονόματι Ζόριτς, ταγματάρχη των ουσάρων, ο οποίος έγινε αντισυνταγματάρχης και επιθεωρητής όλων των ελαφρών στρατευμάτων. Τούτος ο νέος ευνοούμενος δείπνησε μαζί της. Λένε πως πήρε 1.800 χωρικούς για τούτη τη δοκιμή! Ύστερα από το δείπνο, ο Ποτέμκιν ήπιε στην υγειά της αυτοκράτειρας και γονάτισε μπροστά της». Ο ωραίος Ζόριτς, Σέρβος την καταγωγή, είναι τόσο ευτυχής για την προαγωγή του που προσφέρει εκατό χιλιάδες ρούβλια στον Ποτέμκιν σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Στο διάβολο οι ηθικοί δισταγμοί! Ο Ποτέμκιν τα δέχεται κι έτσι καθιερώνεται η συνήθεια, μεταξύ των «κεκλημένων», να καταβάλλουν εκατό χιλιάδες ρούβλια την ημέρα της καθιέρωσής τους σ' αυτόν που μεσολάβησε υπέρ αυτών στην αυτοκράτειρα. Και δεν πληρώνεται ακριβά η σιγουριά να τελειώσεις τη σταδιοδρομία σου μέσα στον πλούτο και τα αξιώματα, αφού
γνωρίσεις για ένα διάστημα τη δόξα να μοιραστείς το αυτοκρατορικό κρεβάτι. Νά όμως που η θέση του Ζόριτς είναι επισφαλής. Ο νέος πρεσβευτής της Αγγλίας Τζέημς‐Χάουαρντ Χάρις κοινοποιεί τα εξής σ' ένα μήνυμα προς την κυβέρνησή του: «Ο παρών ευνοούμενος Ζόριτς δείχνει να βρίσκεται στη δύση της σταδιοδρομίας του. Είναι πιθανόν να ανατεθεί στον Ποτέμκιν να του βρει αντικαταστάτη, και άκουσα να λέγεται ότι αυτός έχει ήδη το βλέμμα του στραμμένο προς κάποιον Αχάρωφ». Κι ακόμα, σ' ένα ιδιωτικό γράμμα αναφέρει: «Ο Ζόριτς περιμένει την αποπομπή του, φημολογείται όμως ότι είναι αποφασισμένος να ζητήσει το λόγο από το διάδοχό του. «Ξέρω καλά», έλεγε τις προάλλες, «πως θα χάσω τη θέση μου, αλλά, μάρτυς μου ο Θεός, θα κόψω τ' αυτιά εκείνου που θα την πάρει»107. Γεμάτος υποψίες ότι το «αφεντικό» του έχει κιόλας έτοιμο τον υποψήφιο, ο Ζόριτς του κάνει μια άγρια σκηνή, τον στολίζει με βρισιές και τον προκαλεί μάλιστα σε μονομαχία. Ο Ποτέμκιν απαντάει σ' αυτό το ξέσπασμα με περιφρόνηση, καλώντας την αυτοκράτειρα να απαλλαγεί το συντομότερο από τον ταραξία. Το ίδιο βράδυ, εκείνη αναθέτει να πουν στο νεαρό ότι δεν τον χρειάζεται πια στο παλάτι και ότι καλά θα έκανε να φύγει για ταξίδι. Έξαλλος, ορμάει στο διαμέρισμα της ερωμένης του για να ζητήσει εξηγήσεις και βρίσκει όλες τις πόρτες κλειστές. Οι συμβουλές του Ποτέμκιν, η υπόσχεση μιας ισόβιας σύνταξης και η παραχώρηση ορισμένων καλών κλήρων γης εποικισμένων με εφτά χιλιάδες χωρικούς καταστέλλουν το μίσος του έκπτωτου αυτοκράτορα. Αποχωρεί, ενώ κάποιος Ρίμσκυ‐ Κόρσακωφ, ωθούμενος από τον Ποτέμκιν, προχωρεί με δειλό βήμα κάτω από το ενθαρρυντικό βλέμμα της τσαρίνας. Θα ακολουθήσουν και άλλοι. Χάρη στον Ποτέμκιν, που τη μυεί στις ηδονές της διαστροφής, η φρόνιμη, η πιστή, η «αστή» Αικατερίνη ανακαλύπτει σιγά σιγά τη γεύση του κορφολογήματος. Με κάθε νέο ευνοούμενο, πιστεύει ότι έχει ψαρέψει το σπάνιο μαργαριτάρι. Ερωτευμένη, ανανεωμένη, ηλεκτρισμένη, τον παρουσιάζει στην Αυλή σαν να πρόκειται για υπεράνθρωπο, τον σέρνει, υπέροχα ντυμένο, στις επίσημες δεξιώσεις, λιγώνεται με το παραμικρό του ευφυολόγημα, αλλά του απαγορεύει κάθε οικειότητα μπροστά στους άλλους. Σε υπηρεσία είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, οφείλει να συμπεριφέρεται ως ιπποτικός καβαλιέρος την ημέρα και, τη νύχτα, ως τρελός εραστής. Σε ορισμένους απ' αυτούς, ο φόβος μήπως, σε κάποια δεδομένη στιγμή, δεν σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, γίνεται έμμονη ιδέα. Έτσι, για ν' αποφύγει τη δυσμένεια, ο νεαρός Λανσκόι θα χρησιμοποιεί όταν αρρωσταίνει αφροδισιακά ελιξίρια, καταστρέφοντας εντελώς την υγεία του. Ασφαλώς η Αικατερίνη, η οποία διαθέτει πείρα, δέχεται κάπου κάπου και μια παράλειψη στην εκτέλεση του συμβολαίου. Αν όμως το περιστατικό επαναληφθεί υπέρ το δέον συχνά, τότε ο ευνοούμενος αποπέμπεται. Και όταν παύει να αρέσει, αναγκάζεται να εγκαταλείψει διακριτικά το υπηρεσιακό του διαμέρισμα, φορτωμένος με δώρα και έχοντας εξασφαλίσει μια πλουσιοπάροχη σύνταξη, ενώ ο Ποτέμκιν αρχίζει να ψάχνει για τον καινούργιο υπασπιστή. Ο «μεγαλοφυής μονόφθαλμος» γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τις προτιμήσεις της αυτοκράτειρας. Σπανίως εκείνη του γυρνάει πίσω το είδος που ανακάλυψε για χάρη της. Όλες αυτές οι ακόλαστες διαπραγματεύσεις γίνονται με μια ειλικρίνεια που αγγίζει τα όρια του κυνισμού. Η διαδικασία της ενθρόνισης του ευνοουμένου προϋποθέτει κάποιες στοιχειώδεις προφυλάξεις. Μόλις επισημανθεί από τον Ποτέμκιν και εγκριθεί από την αυτοκράτειρα, ο νεαρός καλείται στην Αυλή όπου εξετάζεται εξονυχιστικά από το γιατρό της Μεγαλειοτάτης, τον Άγγλο Ρότζερσον. Ύστερα παρουσιάζεται στην κόμισσα Μπρυς, η οποία του κάνει ευγενικά μερικές ερωτήσεις για να αξιολογήσει το μυαλό, τη μόρφωση και το χαρακτήρα του. Τέλος, η ίδια η κόμισσα (και αργότερα η δεσποινίς Προτασώφ) υποβάλλει τον υποψήφιο σε μια δοκιμασία πιο λεπτή, προκειμένου να εκτιμήσει τις φυσικές του ικανότητες108. Έτσι, αυτή η «δοκιμάστρια» δίνει λεπτομερή αναφορά στην αυτοκράτειρα, η οποία και έχει την τελευταία λέξη για την οριστική απόφαση. Αν τα συμπεράσματα είναι ικανοποιητικά, ο νεαρός οδηγείται στο υπηρεσιακό διαμέρισμα, που έχει αδειάσει από τον προηγούμενο ένοικο. Εκεί, όπως συνηθίζεται, βρίσκει μέσα σ' ένα σεκρεταίρ μια κασετίνα με εκατό χιλιάδες χρυσά ρούβλια, πρώτο δώρο το οποίο προαναγγέλλει τα επόμενα. Το
βράδυ, εμφανίζεται υπό το συνωμοτικό βλέμμα του Ποτέμκιν πλάι στην αυτοκράτειρα, μπροστά στους αυλικούς. Κι όταν, στις δέκα, τελειώσει το παιχνίδι, εκείνη αποσύρεται στα διαμερίσματά της, με τον νέο ευννούμενο να την ακολουθεί μέσα σ' ένα σούσουρο ζήλιας. Ωστόσο, έχει αγωνία. Ξέρει ότι, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, κρίνεται η τύχη του. Το γεγονός ότι η Αικατερίνη δέχεται να την προμηθεύει με εραστές ο Ποτέμκιν οφείλεται στην έλλειψη χρόνου εκ μέρους της να ασχοληθεί με τις ασήμαντες αισθηματικές της αγορές. Ύστερα από ένα ορισμένο σημείο πνευματικής απασχόλησης, είναι ευχής έργο — σύμφωνα με το δικό της σκεπτικό— να αναθέτεις σ' ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης να σου προμηθεύει σκεύη ηδονής. Δεν περιβάλλει ποτέ τις ερωτικές της προτιμήσεις με πέπλο μυστηρίου. Η ικανοποίηση των αισθήσεων αντιστοιχεί γι' αυτήν σε μια φυσική λειτουργία για την οποία δεν θέλει να κοκκινίζει μα ούτε και να κομπάζει. Λίγες γυναίκες αγνόησαν τόσο όσο αυτή τους σκοτεινούς λαβυρίνθους του υποσυνειδήτου, τους μυστικούς στροβίλους, τις δίνες που αναδύονται από τα τρίσβαθα του εσωτερικού κόσμου. Υπήρξε τέρας σαφήνειας. Μεγαλοφυΐα που ζει στο φως. Οι ξένοι διπλωμάτες σκανδαλίστηκαν με την ελευθεριότητα της τσαρίνας. «Σιγά σιγά», γράφει ο Χάρις, «η Αυλή της μεταβλήθηκε σε θέατρο ακολασίας και ανηθικότητας... Τώρα πια δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι η αυτοκράτειρα θα βγει απ' αυτόν το βόρβορο. Σε μια ηλικία που είναι πάρα πολύ αργά για να βελτιωθεί κανείς, δεν πρέπει —εκτός από την περίπτωση ενός θαύματος— να περιμένουμε καμιά αλλαγή προς το καλύτερο, είτε στη δημόσια είτε στην ιδιωτική της συμπεριφορά. Ο πρίγκιπας Ποτέμκιν την εξουσιάζει απόλυτα. Γνωρίζει σε βάθος τις αδυναμίες της, τους πόθους και τα πάθη της, και τα χειρίζεται κατά βούληση. Εκτός από την επιρροή που έχει πάνω της, φροντίζει να της συντηρεί ένα διαρκή φόβο για τον μεγάλο δούκα και την έχει πείσει ότι αυτός (ο Ποτέμκιν) είναι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που μπορεί να ανακαλύψει εγκαίρως οποιαδήποτε απόπειρα εναντίον της και να την προστατεύσει απ' αυτήν». Ο ίδιος ο Χάρις αναλύει το χαρακτήρα της Αικατερίνης: «Μου φαίνεται ότι η αυτοκράτειρα διαθέτει ένα δυναμικό ανδρικό νου, πείσμα για την παρακολούθηση ενός σχεδίου και τόλμη για την εκτέλεσή του. Της λείπουν όμως αρετές πιο αρρενωπές, όπως η αποφασιστικότητα, το μέτρο όσον αφορά την πολυτέλεια και η ευθυκρισία. Αντίθετα, έχει ανεπτυγμένες στον ύψιστο βαθμό τις αδυναμίες που αποδίδουμε κατά κανόνα στο φύλο της: την αγάπη για την κολακεία και τη ματαιοδοξία — αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητάς της—, την απέχθεια να ακούει και να εφαρμόζει συμβουλές σωτήριες αλλά δυσάρεστες, και μια τάση προς την ηδυπάθεια που την παρασύρει σε καταχρήσεις οι οποίες θα ατίμαζαν κάθε γυναίκα, όποια κι αν είναι η κοινωνική της θέση». Και ο ιππότης του Κορμπερόν, απεσταλμένος του Συμβουλίου των Βερσαλλιών, υπερθεματίζει: «Αναρωτιέται κανείς με ποιο τρόπο κυβερνάται τούτο το Κράτος και πού μπορεί να στηριχτεί; Τείνω ν' απαντήσω ότι κυβερνάται από την τύχη και στηρίζεται στην αδράνεια, σαν εκείνες τις μεγάλες μάζες που το υπερβολικό τους βάρος τις σταθεροποιεί και που, αντιστεκόμενες σε όλες τις επιθέσεις, υποχωρούν μόνο μπροστά στις αδιάλειπτες εφόδους της διαφθοράς και των γηρατειών». Τούτη η αυστηρή κρίση διαφέρει ομολογουμένως πολύ από εκείνη που εκφέρει η ίδια η Αικατερίνη για το άτομό της και το έργο της. Ρίχνοντας μια ματιά πίσω της, δεν βλέπει παρά μόνο μια αλληλουχία επιτυχιών. Στα σαράντα έξι της χρόνια, απέναντι σε μια Ευρώπη εχθρική και χλευαστική, έχει προσαρτήσει ένα μέρος της Πολωνίας κι έχει εγκαταστήσει δικό της βασιλιά σε ό,τι απομένει απ' αυτή την αξιοθρήνητη χώρα∙ συνέτριψε την Τουρκία, μετατόπισε τα σύνορα της Ρωσίας προς τα νότια και άνοιξε για το στόλο της νέους θαλάσσιους δρόμους∙ υπερίσχυσε της γαλλικής διπλωματίας∙ κατέπνιξε την ανταρσία του Πουγκατσέφ∙ θάμπωσε τους φιλοσόφους με το στραφτάλισμα των μεγάλων ιδεών της∙ αποσόβησε την απειλή της σκιάς του Ιβάν ΣΤ' που βάραινε στο θρόνο της. Τώρα, η κυριότερή της έγνοια είναι ο γιος της. Ο γάμος του Παύλου είναι μια αποτυχία.
«Στη μεγάλη δούκισσα αρέσουν οι ακρότητες», γράφει η Αικατερίνη στον Γκριμ. «Δεν ακούει τη γνώμη κανενός και δεν της αναγνωρίζω ούτε σαγήνη ούτε πνεύμα ή λογική». Και ακόμη: «Όλα σ' αυτήν την κυρία είναι υπερβολικά! Όλα στροβιλίζονται σαν τη σβούρα μέσα στο κεφάλι της!». Άλλωστε, τούτο το κουτορνίθι, που αρνείται να μάθει ρωσικά, αρέσκεται στις μηχανορραφίες. Ονειρεύεται ν' ανεβάσει τον άνδρα της στο θρόνο. Ένας κατάλογος συνωμοτών κυκλοφορεί μέσα στο παλάτι. Η Αικατερίνη λαμβάνει γνώση, καλεί τον μεγάλο δούκα και τη μεγάλη δούκισσα και, μπροστά τους, πετάει στη φωτιά το αποκαλυπτικό χαρτί. Οι δύο συνωμότες παίρνουν ένα μάθημα και αποσύρονται με κατεβασμένο το κεφάλι. Η Ναταλία αισθάνεται την ανάγκη να αναρριχηθεί στην εξουσία, επειδή είναι βαθιά απογοητευμένη από τη ζωή της ως γυναίκα. Υπερτίμησε τις ικανότητες προσαρμογής της με το να παντρευτεί τούτον τον άσκημο και σκληρό πρίγκιπα με το ηλίθιο χαμόγελο και το περιορισμένο πνεύμα. Ευτυχώς που υπάρχει, πολύ κοντά στο ζευγάρι, ο ελκυστικός Ανδρέας Ραζουμόφσκι, ο καλύτερος φίλος του Παύλου. Η Ναταλία δεν αργεί να τον ερωτευτεί και να πέσει στην αγκαλιά του. Οι δύο εραστές ποτίζουν συνήθως το σύζυγο με λίγο όπιο μετά το γεύμα, για να περιορίσουν «το τρίο τους σε απλό τετ‐α‐τετ», σύμφωνα με την έκφραση του κόμη ντ' Αγιονβίλ. Ολόκληρη η Αυλή είναι πληροφορημένη για τις απιστίες της μεγάλης δούκισσας. Η αυτοκράτειρα θέλει να απομακρύνει τον Ανδρέα Ραζουμόφσκι από το παλάτι. Ο Παύλος όμως, ο οποίος δεν έχει ιδέα, διαμαρτύρεται λέγοντας ότι δεν θα αφήσει ποτέ να φύγει το πλάσμα που αγαπάει πιο πολύ στον κόσμο μετά τη γυναίκα του. Η Αικατερίνη θα μπορούσε να του αποκαλύψει την ανήθικη συμπεριφορά της Ναταλίας. Έχει μόνο έναν ενδοιασμό: η Ναταλία είναι έγκυος. Από τον Παύλο ή από τον Ανδρέα; Το θέμα δεν βρίσκεται εκεί. Μέσα στην κοιλιά της, φέρει την υπόσχεση ενός κληρονόμου. Επομένως είναι ιερή, όπως ήταν και η Αικατερίνη για την αυτοκράτειρα Ελισάβετ, κατά τη διάρκεια της «επίσημης» εγκυμοσύνης της. Ο Παύλος έχει μεθύσει από περηφάνια που θ' αποκτήσει σύντομα γιο. Η Αικατερίνη ενισχύει την ψευδαίσθησή του. Όταν η Ναταλία νιώθει τις πρώτες ωδίνες, η τσαρίνα δένει μια μεγάλη ποδιά γύρω από το φόρεμά της και παραστέκεται στο έργο της μαίας. Η γέννα είναι πολύ δύσκολη. Η ετοιμόγεννη σφαδάζει από τους πόνους επί τρεις ημέρες∙ οι γιατροί καλούνται επειγόντως. «Και η δική μου πλάτη πονάει όσο και της ετοιμόγεννης», γράφει η Αικατερίνη σ' ένα σημείωμά της προς τον Ποτέμκιν. «Σίγουρα θα 'ναι από την αγωνία μας». Τελικά, το παιδί ξεριζώνεται από την κοιλιά της μητέρας του. Είναι μια μάζα από σάρκα, μωλωπισμένη και βουβή. Ένας γιος πελώριος, που γεννήθηκε νεκρός. Δεν θέλησαν να κάνουν «καισαρική». Η Ναταλία δεν μπόρεσε να ελευθερωθεί. Παθαίνει γάγγραινα. Μια δυσωδία γεμίζει το δωμάτιο. Λίγο αργότερα, γύρω στις έξι το απόγευμα, στις 15 Απριλίου 1776, η νεαρή γυναίκα, εξαντλημένη, αφήνει την τελευταία της πνοή. Αν και ιδιαίτερα στενοχωρημένη, η Αικατερίνη κρατάει την ψυχραιμία της. Έτσι πρέπει να κάνει, γιατί ο Παύλος, πάνω σε μια κρίση τρέλας, σπάζει όλα τα έπιπλα μέσα στο διαμέρισμά του και αποπειράται να πηδήσει από το παράθυρο. Εκείνη προσπαθεί να τον λογικεύσει, αλλά αυτός δεν θέλει ν' ακούσει τίποτα. Δεν θα θάψουν τη γυναίκα του. Απαιτεί να την κρατήσει πλάι του. Είναι ζωντανή. Οι γιατροί είπαν ψέματα! Η Αικατερίνη γράφει στην κυρία ντε Μπιέλκε: «Καμιά ανθρωπίνως δυνατή βοήθεια δεν μπόρεσε να σώσει τούτη την πριγκίπισσα... Ήταν καταδικασμένη... Μετά το θάνατό της, όταν την άνοιξαν, διαπίστωσαν ότι οι ώμοι του παιδιού, πλάτους ίσου με οχτώ δάχτυλα, ήταν αδύνατον να περάσουν από ένα άνοιγμα ίσο με τέσσερα δάχτυλα». Ο ιππότης του Κορμπερόν έχει εντελώς διαφορετική γνώμη. Ύστερα από ερωτήσεις που υπέβαλε στο χειρουργό Μορώ, στη διάρκεια ενός δείπνου, γράφει: «Εκείνος (ο Μορώ) είπε μπροστά μου ότι θεωρούσε τους χειρουργούς και τους γιατρούς της Αυλής τσαρλατάνους. Αυτός ο θάνατος δεν έπρεπε να είχε συμβεί. Είναι, όντως, περίεργο το γεγονός ότι δεν λαμβάνονται προληπτικά μέτρα ούτε για μια μεγάλη δούκισσα. Ο λαός είναι έξαλλος,
κλαίει και οδύρεται. Χθες και σήμερα, άκουγες να λένε στα μαγαζιά: «Οι νεαρές κυρίες πεθαίνουν οι γριές βαβάς109 όμως δεν λένε να πεθάνουν». Ασφαλώς, η αυτοκράτειρα είναι περίλυπη γι' αυτόν το χαμό∙ ωστόσο, με την ψυχρή λογική και τον σκληρό πρακτικό της νου, λέει —σαν κατακλείδα— στο γράμμα της προς την κυρία ντε Μπιέλκε: «Στο τέλος τέλος, εφόσον απεδείχθη ότι εκείνη (η Ναταλία) δεν μπορούσε να φέρει στον κόσμο ένα ζωντανό παιδί, ή μάλλον ότι δεν μπορούσε καν να γεννήσει, πρέπει να πάψουμε να σκεφτόμαστε ό,τι έγινε». Τούτος ο παράξενος επικήδειος δεν της αρκεί. Όπως πάντοτε, σκέφτεται πώς θ' αντιδράσει μπροστά σε μια καταστροφή. Μισεί τη θλίψη και την υποταγή στη μοίρα που υπονομεύουν την ανθρώπινη βούληση. Ζωή σημαίνει να κοιτάζεις ίσια μπροστά σου και όχι πίσω σου. Σημασία έχει τώρα να αντικατασταθεί η νεκρή. Και γρήγορα. Την ίδια την ημέρα του θανάτου της μεγάλης δούκισσας, η Αικατερίνη στέλνει στον Ποτέμκιν ένα σημείωμα γραμμένο βιαστικά —με μολύβι— για να του κοινοποιήσει τις προθέσεις της. Είναι ένα σχέδιο με έξι σημεία, το οποίο προβλέπει ένα νέο γάμο για τον μεγάλο δούκα. Θα τον στείλουν στο Βερολίνο, θα διαλέξουν μια άλλη Γερμανίδα πριγκίπισσα, θα εξαναγκάσουν το νεαρό κορίτσι να προσηλυτιστεί, οι αρραβώνες θα γίνουν στην Αγία Πετρούπολη: «Σιγή ώσπου να μπουν όλα σ' ένα δρόμο». Ενώ δεν έχουν ακόμα τελειώσει το σαβάνωμα της σορού, η τσαρίνα απαριθμεί κιόλας μέσα στο κεφάλι της τις πιθανές υποψήφιες για τη διαδοχή: η Σοφία‐Δωροθέα της Βυρτεμβέργης της φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, η πιο κατάλληλη. Πρέπει όμως ν' αρέσει και στον ηλίθιο τον Παύλο! Εκείνος επιμένει να χτυπιέται, να ουρλιάζει, να βρίζει τους γύρω του. Όπως συχνά συμβαίνει με τους αδύνατους, η δυστυχία μεγαλώνει το μίσος που νιώθει για τη μητέρα του. Τη θεωρεί υπεύθυνη για όλα. Μπροστά σ' αυτή την παραφορά, η Αικατερίνη αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα μέσα. Παραβιάζει το μικρό γραφείο της Ναταλίας και, όπως περίμενε, βρίσκει την ερωτική αλληλογραφία της νεκρής με τον Ανδρέα Ραζουμόφσκι. Η φιλευσπλαχνία θα της επέβαλλε να κάψει τούτα τα γράμματα αφήνοντας το γιο της ήσυχο μέσα στην άγνοιά του. Αλλά τα συμφέροντα του Κράτους και η επιθυμία να ξυπνήσει τούτο τον παράφρονα με ένα σωτήριο πλήγμα υπερισχύουν μέσα της. Με υπολογισμένη παγερότητα, με αποφασιστική τόλμη, βάζει μπροστά στα μάτια του ταλαίπωρου την απόδειξη της δυστυχίας του. Εκείνος διαβάζει, αναστατώνεται, ωρύεται από πόνο, ντροπή, οργή, κι ύστερα, με σπασμένα τα νεύρα, δέχεται να υπακούσει σε όλες τις αποφάσεις της μητέρας του. Η Αικατερίνη θριαμβεύει. Στον Γκριμ, ο οποίος της στέλνει μια θερμή συλλυπητήρια επιστολή, γράφει με σκληράδα: «Δεν απαντώ ποτέ στις ιερεμιάδες... Δεν έχασα χρόνο. Ευθύς αμέσως, ασχολήθηκα σοβαρά για να αποκαταστήσω την απώλεια, κι έτσι, κατόρθωσα να διαλύσω τον βαθύ πόνο που μας βάραινε... Κι ύστερα είπα: "Οι νεκροί είναι νεκροί, πρέπει να σκεφτούμε τους ζωντανούς!... Με δυο λόγια, ας ψάξουμε να βρούμε άλλη νύφη". "Ρωτάτε ποια;" — "Ω, έχω μία στην τσέπη μου" — "Τι λέτε, κιόλας;" — "Ναι, και μάλιστα ένα σωστό κόσμημα!" Και νά που αυτό κεντρίζει την περιέργεια. — "Για ποια πρόκειται;... Είναι καστανή, ξανθιά, κοντή, ψηλή;" — "Γλυκιά, όμορφη, χαριτωμένη, ένα κόσμημα, ένα σωστό κόσμημα..." Και ξαφνικά, οι σφιγμένες καρδιές αρχίζουν ν' ανοίγουν». Ο Ανδρέας Ραζουμόφσκι στέλνεται στο Ρεβάλ. Η μεγάλη δούκισσα θάβεται εν μέσω ύμνων και δακρύων. Ο μεγάλος δούκας φέρει το πένθος του με μια αποβλάκωση που μοιάζει με αδιαφορία. Η Αυλή μεταφέρεται στο Τσάρσκογε Σέλο. Εκεί, η Αικατερίνη και ο πρίγκιπας Ερρίκος της Πρωσίας (ο τελευταίος βρίσκεται σε διπλωματική αποστολή στη ρωσική Αυλή), παραδομένοι στα θέλγητρα των πικ‐νικ και των εκδρομών στην εξοχή, μελετούν τις πιθανότητες μιας συνάντησης, στο Βερολίνο, του νεαρού χήρου και της μικρής Σοφίας‐ Δωροθέας της Βυρτεμβέργης. Γράφουν στον Φρειδερίκο Β', ο οποίος βασιλεύει σ' ένα διβάρι όπου σπαρταράνε σαν τα ψάρια οι πριγκίπισσες της παντρειάς. Εκείνος δέχεται με χαρά ν' αναλάβει αυτή την εκστρατεία για τη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Μυστηριώδη μηνύματα πάνε κι έρχονται ανάμεσα στο Βερολίνο, στη Στουτγάρδη και την
Αγία Πετρούπολη. Το ταξίδι του μεγάλου δούκα ετοιμάζεται πυρετωδώς. Φεύγει από το Τσάρσκογε Σέλο με μεγάλη ακολουθία, με συνοδεία αντάξια της κοινωνικής του θέσης. Τον συνοδεύει ο πρίγκιπας Ερρίκος. Πρώτος σταθμός η Ρίγα, όπου ο πρίγκιπας παίρνει μια επιστολή από την Αικατερίνη. «Δεν πιστεύω να υπήρξε ποτέ παρόμοια υπόθεση που να τη χειριστήκαμε μ' αυτόν τον τρόπο», γράφει. «Είναι το αποτέλεσμα της πιο στενής φιλίας και της πιο μεγάλης εμπιστοσύνης. Τούτη η πριγκίπισσα (η Σοφία‐Δωροθέα) θα είναι η απόδειξη. Κάθε φορά που θα τη βλέπω, θα θυμάμαι πώς άρχισε όλη αυτή η ιστορία, πώς διεκπεραιώθηκε και πώς οδηγήθηκε εις πέρας από τους βασιλικούς οίκους της Πρωσίας και της Ρωσίας»110. Περιμένει με αγωνία τον αντίκτυπο τούτης της πρώτης συνάντησης των δύο νέων. Αρκεί αυτός ο βλάκας ο γιος της να μην το βάλει στα πόδια την τελευταία στιγμή! Θα ήταν ικανός να το κάνει, μόνο και μόνο για να της πάει κόντρα. Τι θα γίνει αν αρνηθεί να παντρευτεί τη Σοφία‐Δωροθέα; Για κάθε ενδεχόμενο, η Αικατερίνη εξετάζει επισταμένως και άλλα ονόματα που όλα τους ηχούν γερμανικά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XX ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ Η ΜΕΓΑΛΗ Πρόκειται για επιτυχία! Όταν ο Παύλος βλέπει μπροστά του τη Σοφία‐Δωροθέα της Βυρτεμβέργης, που ο Φρειδερίκος Β' την κάλεσε στο Βερολίνο, ξεχειλίζει από ενθουσιασμό. Για τρίτη φορά μέσα σε τριάντα δύο χρόνια, ο βασιλιάς της Πρωσίας επέδειξε τα ταλέντα του ως προξενητής υπέρ της ρωσικής μοναρχίας. Αρχικά, η Σοφία‐Δωροθέα προοριζόταν για τον κληρονόμο του Ντάρμσταντ. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, ύστερα από εντολή του Φρειδερίκου Β', οι αρραβώνες με αυτό το δευτερεύουσας σημασίας πρόσωπο διαλύονται, και το νεαρό κορίτσι —είναι μόλις δεκάξι χρόνων—, ελεύθερο, δεκτικό και γεμάτο συγκίνηση, ενδίδει στην, πολύ πιο κολακευτική, εκλογή του μεγάλου δούκα — διαδόχου της Ρωσίας. Όλο ανυπομονησία, ο Παύλος ξεχνάει το πένθος του, ακόμα και τη συζυγική του ατυχία. Μοναδικό του όνειρο είναι να βάλει τη Σοφία‐Δωροθέα στο κρεβάτι του. Το γεγονός ότι τη συνιστά ο Φρειδερίκος Β' την κάνει δύο φορές πιο ποθητή στα μάτια του. Και αυτό επειδή, σύμφωνα με το παράδειγμα του υποθετικού του πατέρα Πέτρου Γ', αισθάνεται απεριόριστο θαυμασμό για τούτο το μονάρχη και, κατά κανόνα, για καθετί πρωσικό. Όσο για τον Φρειδερίκο Β', βρίσκει τον Παύλο «υπεροπτικό, υπερφίαλο και βίαιο, πράγμα που βάζει σε ανησυχίες όσους γνωρίζουν τη Ρωσία για το κατά πόσο θα μπορέσει να σταθεί στο θρόνο»111. Γιορτές, ποικίλες τελετές και ομοβροντίες του πυροβολικού ξεσηκώνουν ολότελα τα μυαλά του μεγάλου δούκα. Για να ανταμείψει το πρακτορείο γάμων του Βερολίνου, η Αικατερίνη ανανεώνει τη συνθήκη συμμαχίας με την Πρωσία. Υποδέχεται με χαρά τη νεαρή Γερμανίδα πριγκίπισσα η οποία αποβιβάζεται στη Ρωσία, ακολουθώντας το μνηστήρα της, μ' εκείνο το κράμα ελπίδας και ανησυχίας που τη γλυκόπικρη γεύση του κάποτε γνώρισε κι η ίδια. Γοητευμένη από τη μέλλουσα νύφη της, γράφει στην κυρία ντε Μπιέλκε: «Σας ομολογώ ότι μαγεύτηκα απ' αυτή τη χαριτωμένη πριγκίπισσα, ότι μαγεύτηκα στην κυριολεξία. Είναι ακριβώς όπως τη θέλαμε: μέση δαχτυλίδι, χρώμα κρίνου και ρόδου, με την ωραιότερη επιδερμίδα του κόσμου, ψηλή, αεράτη∙ είναι πανάλαφρη∙ η γλυκύτητα, η καλοσύνη και η απλότητα είναι ζωγραφισμένες στη φυσιογνωμία της». Προσηλυτισμένο με τη μεγαλύτερη ευκολία στο ορθόδοξο δόγμα, το κορίτσι αποκτά τον τίτλο της μεγάλης δούκισσας και αλλάζει το όνομά της Σοφία‐Δωροθέα με το όνομα Μαρία Φεντόροβνα. Την επομένη των αρραβώνων, γράφει στον μέλλοντα σύζυγό της: «Ορκίζομαι, μ' αυτό το χαρτί, να σας αγαπώ, να σας λατρεύω και να σας είμαι πάντοτε αφοσιωμένη σ' όλη μου τη ζωή, και τίποτα στον κόσμο δεν θα με κάνει να αλλάξω απέναντί σας. Αυτά είναι τα αισθήματα της εσαεί τρυφερής και πιστής μνηστής σας». Από την πλευρά του, ο Παύλος δηλώνει στον Ερρίκο της Πρωσίας: «Εκείνη (η μεγάλη δούκισσα) έχει την τέχνη όχι μόνο να διώχνει όλες τις μαύρες σκέψεις μου, αλλά και να μου δίνει την καλή διάθεση που είχα χάσει εντελώς στη διάρκεια των τριών τελευταίων, γεμάτων δυστυχία, χρόνων». Και στον Σάκεν: «Βλέπετε ότι δεν είμαι από μάρμαρο και ότι η καρδιά μου δεν είναι τόσο σκληρή όσο πιστεύουν μερικοί∙ η ζωή μου θα το αποδείξει»112. Επισπεύδουν τις προετοιμασίες της γαμήλιας τελετής. Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο μετά την ταφή της Ναταλίας, οι καμπάνες σημαίνουν για τους γάμους της Μαρίας και του μεγάλου δούκα Παύλου. Στην αρχή, η Μαρία πείθει τους πάντες ότι είναι απόλυτα ικανοποιημένη με την τύχη της. «Ο αγαπητός μου σύζυγος είναι ένας άγγελος, τον αγαπώ μέχρι τρέλας», γράφει στη βαρόνη του Όμπερκιρχ. Η Αικατερίνη βασίζεται στη νύφη της για να επαναφέρει τον Παύλο στην οδό της φρόνησης. Σε μια ύστατη προσπάθεια συμφιλίωσης, θυσιάζει από τον τόσο
πολύτιμο χρόνο της δύο πρωινά την εβδομάδα για την πολιτική εκπαίδευση του γιου της. Ωστόσο, εκείνος αρνείται να ασχοληθεί με τις υποθέσεις του Κράτους. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι οι ελάσσονες πλευρές του στρατιωτικού επαγγέλματος. Και σ' αυτό, πιστεύει, ισχύει ο νόμος της κληρονομικότητας. Παράξενος μιμητισμός: ασφαλώς, σε τούτη την Αυλή όπου η παραμικρή κακόβουλη κουβέντα επαναλαμβάνεται απ' όλους σε όλους, πρέπει να έχει φτάσει εκατοντάδες φορές στ' αυτιά του η φήμη ότι πιθανότατα πατέρας του δεν είναι ο Πέτρος Γ' αλλά ο Σαλτικώφ. Αρνείται να πιστέψει αυτά τα κουτσομπολιά. Ενστερνίζεται ολόψυχα την άποψη ότι είναι γιος του δολοφονημένου τσάρου. Και για να το αποδείξει καλύτερα τόσο στον εαυτό του όσο και στους άλλους, υιοθετεί τις μανίες του μακαρίτη. Ισχυρίζεται ότι είναι Πρώσος όπως κι εκείνος, βίαιος όπως κι εκείνος, στρατιώτης όπως κι εκείνος. Στις σχέσεις του με το στρατό, γρήγορα ξεπερνάει τον Πέτρο Γ' όσον αφορά την παράλογη υπερβολή στις διαταγές και τη σκληρότητα στις κυρώσεις. Έμμονη ιδέα του είναι να μεταβάλει το στράτευμα σε συλλογή από νευρόσπαστα. Ένα κακοραμμένο κουμπί ή μια κίνηση που δεν εκτελέστηκε σωστά τιμωρούνται με το κνούτο ή με την εξορία. Επιθεωρεί ακούραστα τα στρατεύματά του, τα αναγκάζει να κάνουν γυμνάσια στη λάσπη, οργανώνει παρωδίες μαχών, ξελαρυγγιάζεται, γίνεται πυρ και μανία, απειλεί παριστάνοντας πότε τον μεγαλοφυή στρατηγό και πότε τον υπαξιωματικό που έχει μεθύσει από την εξουσία του πάνω στους ανθρώπους. Αν και καταστενοχωρημένη που τον βλέπει να υποκύπτει στη στρατιωτική τρέλα, η αυτοκράτειρα παρηγοριέται με τη σκέψη ότι τουλάχιστον, αντίθετα από τον Πέτρο Γ', είναι ικανός να γονιμοποιήσει μια γυναίκα. Πραγματικά, η Μαρία μένει πολύ γρήγορα έγκυος. Η Αικατερίνη πανηγυρίζει. Δεν θα είχε περισσότερη χαρά ούτε αν έμενε έγκυος η ίδια. Αυτός ο εγγονός που θα γεννηθεί —γιατί δεν μπορεί παρά να είναι εγγονός!— της ανήκει κιόλας με τη σάρκα, με το αίμα, με το πνεύμα. Θα κληρονομήσει το έργο της. Θα το συνεχίσει. Θα γίνει ό,τι δεν μπόρεσε να γίνει ο Παύλος. Ναι, πριν έρθει στον κόσμο το παιδί, ανθεί μέσα στο νου της μέλλουσας γιαγιάς η ιδέα να κληροδοτήσει την εξουσία της όχι στον ανάξιο γιο της, αλλά στον άγνωστο εγγονό της. Στο τέλος τέλος, δεν είναι παρά μόνο σαράντα οχτώ χρόνων. Έχει όλο το χρόνο και την άνεση να εκπαιδεύσει τον νεαρό της διάδοχο. Θέλει τούτο τον αυτοκρατορικό γόνο τέλειο, τόσο στο σώμα όσο και στην ευφυΐα. Για να είναι σίγουρη πως θα τον αναθρέψει σωστά, βυθίζεται, παρά τις πολυάριθμες εργασίες που απαιτούν την προσοχή της, στις πραγματείες της παιδαγωγικής. Καταβροχθίζει τον Αιμίλιο του Ζαν‐Ζακ Ρουσσώ, πληροφορείται σχετικά με τις καινούργιες έρευνες του Πεσταλότσι, καταπίνει τις θεωρίες του Μπαίηζντοου και του Πφέφελ. Θαυμάστρια του Λαβατέρ, η μεγάλη δούκισσα Μαρία συμβουλεύει την πεθερά της να διαβάσει τα Φυσιογνωμικά αποσπάσματα. Η Αικατερίνη σημειώνει σ' ένα χαρτί τις αρχές της παιδοκομίας τις οποίες θέλει να θέσει σε εφαρμογή και που συμπίπτουν, σχεδόν όλες τους, με τις συνήθειες της εποχής: «Είναι καλύτερα τα παιδιά να μην ντύνονται και να μη σκεπάζονται με πολύ βαριά ρούχα το χειμώνα και το καλοκαίρι. Είναι προτιμότερο τα παιδιά να πέφτουν στο κρεβάτι τη νύχτα χωρίς σκουφί. Να πλένετε τα παιδιά όσο πιο συχνά μπορείτε με κρύο νερό... Καλό θα είναι να μαθαίνετε ένα παιδί κολύμπι, όταν έχει την κατάλληλη ηλικία... Αφήστε το να παίζει στον άνεμο, στον ήλιο, στη βροχή χωρίς καπέλο...». Μετράει τις ημέρες που τη χωρίζουν απ' αυτή τη, σχεδόν θεϊκή, γέννηση. Ολόκληρη η Αυλή κρέμεται από την κοιλιά της μεγάλης δούκισσας. Τέλος, στις 12/23 Δεκεμβρίου 1777, μέσα σε λίγες ώρες και χωρίς την παραμικρή επιπλοκή, η Μαρία φέρνει στον κόσμο ένα αγόρι. Είναι βαρύ, εύρωστο, καλοφτιαγμένο, κλαίει δυνατά, είναι ο μελλοντικός αυτοκράτορας. Έκθαμβη, η Αικατερίνη γονατίζει μπροστά στα εικονίσματα και προσεύχεται. Τα μάτια της πλημμυρίζουν από δάκρυα. Ύστερα, κάνει μπάνιο το μωρό, το τυλίγει, το σφίγγει δυνατά πάνω στην καρδιά της. Αυτός ο μελλοντικός άνακτας δεν μπορεί παρά να φέρει ένα μεγάλο όνομα: θα ονομαστεί Αλέξανδρος. Ξεχνώντας τη θλίψη που ένιωσε τότε που η Ελισάβετ τη χώρισε από το γιο της, η Αικατερίνη παίρνει το νεογέννητο στα διαμερίσματά της. Οι γονείς θα έχουν το δικαίωμα να βλέπουν το παιδί κάπου κάπου, αλλά θα το αναθρέψει εκείνη. Δεν μπορούν
να εμπιστευθούν σ' ένα νεαρό ζευγάρι δίχως πείρα τη φροντίδα να επαγρυπνεί για την εκπαίδευση του τσάρεβιτς. Τα κανόνια βροντούν, οι καμπάνες των εκκλησιών σημαίνουν χαρμόσυνα, τελείται επίσημη δοξολογία στον καθεδρικό ναό του Καζάν και ο ξακουστός ποιητής της Αυλής Ντερζάβιν συνθέτει, την ίδια την ημέρα της γέννησης, ένα ατέλειωτο Νανούρισμα για την τροφό του Αετιδέα: Αχ! κείνους τους καιρούς της παγωνιάς όπου λυσσομανάει ο Βοριάς στις πεδιάδες, Απ' το βορρά γεννήθηκε για μας ένα παιδί Γεννήθηκε, κι ευθύς αμέσως ο βοριάς έπαψε να ουρλιάζει... Ο Αλέξανδρος είναι ξαπλωμένος σ' ένα σιδερένιο κρεβατάκι, και όχι σε κούνια, ώστε κανείς να μην μπαίνει στον πειρασμό να τον κουνάει. Παραμάνα του είναι η γυναίκα ενός κηπουρού του Τσάρσκογε Σέλο, που οι γιατροί θεώρησαν καλή γαλακτοκόμο. Μιλούν συνεχώς δυνατά γύρω του, ακόμα και όταν κοιμάται. Το θερμόμετρο του δωματίου δεν δείχνει ποτέ περισσότερο από 14 ή 15 βαθμούς. Χειμώνα‐καλοκαίρι, τον πλένουν με κρύο νερό. «Μόλις έγινε τεσσάρων μηνών, για να μην τον παίρνουν αγκαλιά, του χάρισα ένα χαλάκι να στρώνουν στο δωμάτιό του», γράφει η Αικατερίνη στο βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύο Γ'113. «Κάνα‐δυο γυναίκες κάθονται εκεί καταγής και ξαπλώνουν τον κύριο Αλέξανδρο μπρούμυτα. Εκεί κυλιέται, και είναι χάρμα να τον βλέπεις... Δεν ξέρει τι θα πει κρυολόγημα, είναι χοντρός, ψηλός, γερός, εξαιρετικά χαρούμενος, δεν έχει ούτε ένα δόντι και δεν κλαίει σχεδόν ποτέ». Σύντομα, εγκαθιστά το «θεϊκό βρέφος» πλάι στο γραφείο της. Ο Γκριμ, τον οποίο αποκαλεί αστειευόμενη το «αποκούμπι» της, έχει δικαίωμα στις πιο συγκεκριμένες λεπτομέρειες όσον αφορά το χαρακτήρα, τα παιχνίδια, την εκπαίδευση και τις παιδικές λέξεις του μικρού θαύματος. «Έχω ξετρελαθεί μ' αυτό το μωρό», του γράφει. «Το απόγευμα έρχεται όσες φορές θέλει, και περνάει τρεις‐τέσσερις ώρες την ημέρα μέσα στο δωμάτιό μου...» Και ακόμη: «Το έχω κάνει ένα μωρό αριστούργημα. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι, χωρίς να ξέρει να μιλάει, το παιδί αυτό διαθέτει, στους είκοσι μήνες του, γνώσεις πολύ περισσότερες απ' όσες αντιστοιχούν στις δυνατότητες ενός παιδιού τριών χρόνων. Η γιαγιά το κάνει ό,τι θέλει. Να πάρει η ευχή! Θα γίνει αξιαγάπητος!». Ή ακόμη: «Εδώ και δύο μήνες, δίχως παράλληλα να σταματήσω το "αυτοσχέδιο νομοθετικό μου έργο", συνέταξα, για τη δική μου ευχαρίστηση και προς χρήση του κυρίου Αλέξανδρου, ένα αλφαβητάριο αξιωμάτων υψηλών απαιτήσεων. Έτσι, βαδίζοντας από αξίωμα σε αξίωμα, περασμένα —θαρρείς— όπως τα μαργαριτάρια σε μια κλωστή, παίρνουμε τα πράγματα με τη σειρά. Έχω δύο στόχους, να διευρύνω το πνεύμα του για να του εντυπωθούν τα πράγματα και να εξυψώσω την ψυχή του καλλιεργώντας του το συναίσθημα». Στέλνει στον Γκριμ το πατρόν ενός κοστουμιού που επινόησε για τον εγγονό της: «Όλα είναι ραμμένα μαζί, φοριούνται μεμιάς και κλείνουν πίσω με τέσσερις ή πέντε μικρές κόπιτσες... Σε όλα αυτά, δεν υπάρχει καμιά ραφή και το παιδί ούτε που καταλαβαίνει σχεδόν ότι το ντύνουν: του βάζουν τα χέρια και τα πόδια μέσα στο ρούχο ταυτόχρονα, και είναι έτοιμο. Είναι μια δική μου μεγαλοφυής επινόηση. Ο βασιλιάς της Σουηδίας και ο πρίγκιπας της Πρωσίας ζήτησαν και πήραν ένα μοντέλο του ρούχου του κυρίου Αλέξανδρου». Η Αικατερίνη είναι πεπεισμένη ότι ποτέ ο πατέρας και η μητέρα του «κυρίου Αλέξανδρου» δεν θα μπορούσαν να αφυπνίσουν μέχρις αυτού του σημείου το πνεύμα και τα συναισθήματα του παιδιού. Είναι θρέμμα δικό της. Ιδιοκτησία της. Υπακούει μονάχα σ' αυτήν. Αγαπάει μονάχα αυτήν. Κάποια μέρα, το μικρό θαύμα ρωτάει μια καμαριέρα της
αυτοκράτειρας με ποιον μοιάζει. «Στο πρόσωπο με τη μητέρα σας». «Και στο χαρακτήρα, στους τρόπους;» «Με τη γιαγιά σας». «Το έλπιζα!» φωνάζει ο Αλέξανδρος πέφτοντας στο λαιμό της καμαριέρας. Η Αικατερίνη χαίρεται μ' αυτό και είναι πάντοτε πρόθυμη να το επαναλάβει σε όποιον θέλει να το ακούσει. Δηλώνει επίσης στον Γκριμ, μιλώντας για τον εγγονό της: «Θα γίνει ένα πρώτης τάξεως άτομο, αρκεί οι δευτεραίοι να μη με καθυστερήσουν στις προόδους του». Δευτεράτο, δευτεραίοι, όροι περιφρονητικοί, τους οποίους έχει επινοήσει η αυτοκράτειρα για το γιο και τη νύφη της. Ωστόσο, οι δευτεραίοι δεν κωλυσιεργούν. Η Μαρία έχει λαγόνια σαν της φοράδας που προορίζεται για αναπαραγωγή. Μένει έγκυος με τη μεγαλύτερη ευκολία. Δεκαεφτά μήνες μετά τη γέννηση του Αλέξανδρου, φέρνει στον κόσμο ένα άλλο αγόρι. Η Αικατερίνη ανεβαίνει στους εφτά ουρανούς. Σ' αυτόν τον δεύτερο εγγονό, δίνει το όνομα Κωνσταντίνος, με την ελπίδα να τον δει να βασιλεύει κάποια μέρα στην αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης114. Ένα μετάλλιο κόβεται με τούτη την ευκαιρία. Στην όψη του, παριστάνει την Αγία Σοφία και, στην ανάποδη, το χάρτη της Μαύρης θάλασσας όπου δεσπόζει ένα άστρο. Στις γιορτές που ο Ποτέμκιν διοργανώνει για το γεγονός διαβάζονται στίχοι του Ομήρου. Το μωρό όμως είναι ασθενικό. Απογοητευμένη, η γιαγιά γράφει με ψυχρότητα: «Όσον αφορά το άλλο (τον Κωνσταντίνο), δεν είμαι διατεθειμένη να δώσω δυάρα∙ θα εκπλαγώ αν επιβιώσει πάνω σε τούτη τη γη». Παρ' όλες τις δυσοίωνες προβλέψεις, «το άλλο» επιβιώνει πάνω σε τούτη τη γη, και γίνεται ένα παιδάκι όλο σφρίγος και ευφυΐα. Τόσο που η Αικατερίνη ξαναβρίσκει σιγά σιγά, μπροστά στο κρεβάτι του, την εμπιστοσύνη και τα όνειρά της για βυζαντινή ηγεμονία. Προκειμένου να τραφεί αυτός ο νεαρός μονάρχης ο προορισμένος να κυριαρχήσει στην αυτοκρατορία της Ανατολής, χρειάζεται γάλα φερμένο από τον Όλυμπο. Έτσι, καλούν μια Ελληνίδα τροφό που κουβαλάει στα φουσκωμένα της στήθια όλες τις πανάρχαιες αρετές. Υπάρχουν τώρα δύο «θεϊκά βρέφη» που παίζουν στο χαλί του αυτοκρατορικού γραφείου και η Αικατερίνη, μελετώντας φακέλους, υπαγορεύοντας αναφορές, υπογράφοντας ουκάζια, λιώνει από ευτυχία κάθε φορά που αντηχούν στη διάρκεια των πολιτικών της ενασχολήσεων τα γέλια των εγγονών της. Όσον αφορά αυτές τις πολιτικές ενασχολήσεις, έχει περισσότερες από οποτεδήποτε άλλοτε. Ολόκληρη η Ευρώπη κινείται γύρω της. Λίγες μέρες μετά τη γέννηση του Αλέξανδρου, πληροφορείται το θάνατο του πρίγκιπα εκλέκτορα της Βαυαρίας Μαξιμιλιανού‐Ιωσήφ, στις 30 Δεκεμβρίου 1777. Στη διεθνή ισορροπία της εποχής, η προσωπικότητα ενός ηγεμόνα, οι φιλίες του, οι αντιπάθειες, οι οικογενειακοί δεσμοί, οι κρυφές ελπίδες του παίζουν ένα ρόλο τόσο σημαντικό που ο χαμός του μπορεί να μεταβάλει άρδην το πεπρωμένο ενός έθνους. Με κάθε βασιλικό θάνατο, η Αικατερίνη υπολογίζει τις συνέπειες της επερχόμενης ανατροπής έτσι ώστε να αντλεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο όφελος για τη Ρωσία. Έτσι χειρίστηκε στη διάρκεια της σταδιοδρομίας της πολλούς ιστορικούς θανάτους πρώτης σπουδαιότητας: του Καρόλου ΣΤ' και του Καρόλου Ζ' της Γερμανίας, της τσαρίνας Ελισάβετ, του Αυγούστου Γ' της Σαξονίας‐Πολωνίας, και το 1774, του Λουδοβίκου ΙΕ'. Τούτη η τελευταία αλλαγή βασιλείας χαρακτηρίζεται από μια πραγματική συναισθηματική
μεταστροφή της αυτοκράτειρας απέναντι στη Γαλλία. Για τον Λουδοβίκο ΙΕ', ένιωθε μια περιφρόνηση που άγγιζε τα όρια του μίσους∙ τώρα, εκδηλώνει προς τον Λουδοβίκο ΙΣΤ' τη μεγαλύτερη εκτίμηση. Ο μαρκήσιος ντε Γκινιέ, νέος πρεσβευτής της Γαλλίας, παρατηρεί σχετικά το 1776: «Δεν είμαι καθόλου της γνώμης ότι οι εχθρικές διαθέσεις της Αικατερίνης απέναντι στη Γαλλία παραμένουν αναλλοίωτες. Αντιθέτως, πιστεύω ότι έχουν μειωθεί ως προς την κυβέρνηση και τα ουσιώδη σημεία». Από την πλευρά της, η Αικατερίνη γράφει στον Γκριμ: «Ήρθε ο κύριος Γκινιέ. Τον είδα χθες. Δεν φαίνεται ελαφρόμυαλος. Παρακαλώ το Θεό να του ανυψώνει το πνεύμα πάνω από τα φρούδα όνειρα, τις πυρετικές εξάρσεις, τις χοντρές και βαριές συκοφαντίες, τις ανοησίες και την πολιτική φρενίτιδα των προκατόχων του, και ιδιαίτερα να τον προστατεύει από τις ασυναρτησίες του τελευταίου115 σε όλα τα θέματα, όπως και από την πικρία, τη χολή και τη μαύρη και σκοτεινή υποχονδρία των υπουργικών αποβρασμάτων που προηγήθηκαν και των δύο». Και επίσης: «Έχω σχηματίσει τόσο καλή ιδέα για όλα όσα γίνονται στη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΣΤ' που μου έρχεται να μαλώσω όλους όσοι βρίσκουν κάτι κακό να πουν». Ακολουθώντας ένα σχήμα παλινδρόμησης τόσο απρόοπτης όσο και ισχυρής, η γαλλική κοινή γνώμη, εχθρική αρχικά προς τη Ρωσία, αποκτά αίφνης ευνοϊκές διαθέσεις απέναντί της. Οτιδήποτε ρωσικό γίνεται απλοϊκά δημοφιλές. Το θέατρο ενστερνίζεται θέματα από τη ρωσική ιστορία: Σκύθες του Βολταίρου, Πέτρος ο Μέγας του Ντορέ, Μενταικώφ του Λαάρπ... Παντού στο Παρίσι ξεφυτρώνουν «Ξενοδοχεία της Ρωσίας» και «Καφενεία του Βορρά». Μια εμπόρισσα ειδών μόδας εγκαινιάζει το μαγαζί της με την επιγραφή: «Στου ευγενικού Ρώσου». Ένας άλλος μαγαζάτορας αφιερώνει την εμπορική του επιχείρηση «Στην αυτοκράτειρα της Ρωσίας». Ένας ράφτης, ονόματι Φαγκό, κάνει την τύχη του κατασκευάζοντας παιδικά ρούχα βάσει του πατρόν που η Αικατερίνη έστειλε στον Γκριμ. Οι ευκατάστατες Παριζιάνες μητέρες θέλουν να ντύνουν το μωρό τους σαν τον μικρό Αλέξανδρο. Η Αικατερίνη χαίρεται γι' αυτό. «Όσο για τον κύριο Φαγκό», γράφει, «βρίσκω ότι κάνει τη δουλειά του, είναι όμως περίεργο το γεγονός ότι η μόδα έρχεται από το Βορρά και ακόμα πιο περίεργο ότι ο Βορράς και προπαντός η Ρωσία είναι της μόδας στο Παρίσι. Πώς είναι δυνατόν! Τη στιγμή που σκέφτηκαν, είπαν κι έγραψαν γι' αυτήν στο παρελθόν τόσα άσχημα πράγματα!» Ωστόσο, αν ο θάνατος του Λουδοβίκου ΙΕ' αναθέρμανε έστω και λίγο τις γαλλο‐ρωσικές σχέσεις, ο θάνατος του εκλέκτορα της Βαυαρίας έχει εντελώς διαφορετικές επιπτώσεις στο διεθνές πεδίο. Ο χαμός του Μαξιμιλιανού‐Ιωσήφ και η κατάργηση της βαυαρικής δυναστείας δίνουν στην Αυστρία την ευκαιρία —που τόσο καιρό περιμένει— να αυξήσει τις κτήσεις της. Η εξάπλωση όμως της επιρροής του Ιωσήφ Β' των Αψβούργων στη Βαυαρία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τους άλλους γερμανικούς πριγκιπικούς οίκους και, κατά πρώτο λόγο, από εκείνο των Χόεντσολερν. «Καλύτερα ένας αέναος πόλεμος παρά η κηδεμονία των υπερφίαλων Αψβούργων!» αναφωνεί ο Φρειδερίκος Β'. Για μια ακόμη φορά, η Αυστρία και η Πρωσία ανταλλάσσουν λόγια και απειλούν να συμπλακούν. Αλλά δεν είναι σίγουρες, ούτε η μία ούτε η άλλη, για την επιτυχία των όπλων τους. Ίσες τόσο στη στρατιωτική όσο και στη διπλωματική τους ισχύ, τούτες οι δύο δυνάμεις δεν μπορούν να υπολογίζουν παρά μόνο σ' έναν πόλεμο φθοράς, προκειμένου να υπερισχύσει μία απ' αυτές. Εκτός κι αν η Ρωσία στηρίξει άμεσα τη μία από τις δύο αντίπαλες χώρες. Αυτό η Αικατερίνη το ξέρει, και ζυγιάζει με όλη της την άνεση την αύξηση του γοήτρου της σ' έναν κόσμο που της συμπεριφέρθηκε αρχικά σαν σε τυχάρπαστη. Ο Φρειδερίκος Β', αφού της προμήθευσε μια δεύτερη νύφη, ικετεύει τη «Ρωσίδα αδερφή» του να κάνει χρέη «διαιτητή της Ευρώπης». Απ' αυτήν και μόνο, λέει, εξαρτάται αν θα επικρατήσει αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή η ειρήνη ή ο πόλεμος. Μόλις δηλώσει ότι είναι έτοιμη να υποστηρίξει την Πρωσία, δηλαδή τους Γερμανούς πρίγκιπες, ο Ιωσήφ Β' και η Μαρία‐Θηρεσία θα βρεθούν προ τετελεσμένου γεγονότος116. Από την πλευρά της, η Μαρία‐Θηρεσία, μόλο που
απεχθάνεται την Αικατερίνη, της απευθύνει γράμματα ευγενικά, καλώντας την επίσης να δώσει μια λύση στη σύγκρουση, φυσικά υπέρ της αυστριακής μοναρχίας. Η Αικατερίνη, την οποία εκλιπαρούν και οι δύο πλευρές, διστάζει ν' αποφανθεί. Διαπνέεται από φιλικές διαθέσεις τόσο προς τον Φρειδερίκο Β' όσο και προς τον Ιωσήφ Β'. Άλλωστε, τους έχει ανάγκη και τους δύο, αν θέλει να αποτελειώσει το διαμελισμό της Πολωνίας με ατιμωρησία και να διώξει τους Τούρκους από τα εδάφη τα οποία κατέχουν στην Ευρώπη. Μονάχα αν αυτοί οι δύο ηγεμόνες κλείσουν τα μάτια και σταυρώσουν τα χέρια, θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιτική της στην Ανατολή. Πώς να ευνοήσει την Πρωσία, δίχως να δυσαρεστήσει την Αυστρία, και αντιστρόφως; Αν και περήφανη επειδή την επέλεξαν ως μεσολαβήτρια, βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση με την ιδέα της απόφασης που περιμένουν απ' αυτήν, τόσο η πλευρά των Αψβούργων όσο και εκείνη των Χόεντσολερν. «Ποιος διάβολο μπορεί να έχει δίκιο;» γράφει στον Γκριμ. «Ποιος άδικο; Πού είναι ο ψεύτης; Ω Θεέ μου! Ας μπορούσε να λυθεί τουλάχιστον με σαφήνεια και δικαιοσύνη το θέμα της διαδοχής της Βαυαρίας!» Τον Απρίλιο του 1778, ο βασιλιάς της Πρωσίας, στον οποίο δεν παραχωρείται καμιά συγκεκριμένη εξασφάλιση από την πλευρά της Αικατερίνης, χάνει την υπομονή του και ξεκινάει μια εκστρατεία. Η αυτοκράτειρα εξακολουθεί να περιμένει, αποφεύγοντας με τρόπο τις ερωτήσεις, τις προτάσεις και τις πιέσεις των διπλωματών που διαδέχονται ο ένας τον άλλο στον προθάλαμό της. Και δίχως να πάψει ούτε στιγμή να παρακολουθεί την έριδα για τη διαδοχή της Βαυαρίας, απολαμβάνει με όλη της την καρδιά κάθε τέρψη της ιδιωτικής της ζωής. Ικανοποιημένη ως γιαγιά, ικανοποιείται και πάλι ως ερωμένη. Ο αξιωματικός των ουσάρων Ζόριτς έχει μόλις αντικατασταθεί, χάρη στον Ποτέμκιν, από το Ρώσο λοχία Ιβάν Νικολάγιεβιτς Ρίμσκυ‐ Κόρσακωφ που ανήκει κι αυτός στο σύνταγμα των ουσάρων. Ο νέος ευνοούμενος που κατάγεται από μια οικογένεια ευγενών του Σμολένσκ, είναι είκοσι τεσσάρων χρόνων. Καθώς ο Γκριμ πειράζει με περίσκεψη τη Μεγαλειότητά Της επειδή είναι «μαγεμένη» από τον καινούργιο της ευνοούμενο, αυτή αφήνει να εκδηλωθεί, στα σαράντα εννέα της χρόνια, ένας νεανικός ενθουσιασμός: «Μαγεμένη, μαγεμένη! Μα δεν ξέρετε ότι αυτή η λέξη δεν ταιριάζει καθόλου όταν μιλάει κανείς για τον Πύρρο, το βασιλιά της Ηπείρου, το σκόπελο των ζωγράφων, την απελπισία των γλυπτών; Αυτά τα αριστουργήματα της φύσης, κύριε, εμπνέουν ενθουσιασμό, πραγματικό ενθουσιασμό... Όταν ο Πύρρος παίρνει ένα βιολί, τον ακούνε τα σκυλιά∙ όταν τραγουδάει, έρχονται να τον ακούσουν τα πουλιά, όπως τον Ορφέα. Ποτέ ο Πύρρος δεν έκανε μια χειρονομία, μια κίνηση που να μην είναι ευγενική ή χαριτωμένη∙ ακτινοβολεί όπως ο ήλιος, σκορπάει τη λάμψη γύρω του∙ κι όλα αυτά δεν είναι εκθηλυσμένα, αλλά αρρενωπά, όπως θέλει κανείς να είναι ένας άνδρας... Όλα είναι αρμονία. Δεν υπάρχει κανένα παράταιρο κομμάτι∙ είναι το αποτέλεσμα των πολύτιμων δώρων που η φύση συσσώρευσε στον ωραίο της...»117. Και αργότερα: «Πείτε μας μόνο αν ο Πύρρος είναι ωραίος, αν η φυσιογνωμία του είναι ευγενική και περήφανη. Να ξέρετε ότι, ακούγοντάς τον να τραγουδάει, θα κλάψετε όπως κλάψατε ακούγοντας να τραγουδάει η Γκαμπριέλα στο σπίτι του Ελάγκιν»118. Ο Ρίμσκυ‐Κόρσακωφ πραγματικά τραγουδάει και, για να τον συνοδεύουν, καλούνται στην Αγία Πετρούπολη οι καλύτεροι μουσικοί της Ιταλίας. Θα ήθελε επίσης να μυηθεί στις τέχνες, στη φιλολογία. Ένας βιβλιοπώλης έχει αναλάβει να καταρτίσει για χάρη του μια βιβλιοθήκη: —«Ποια βιβλία θα επιθυμούσε να αποκτήσει η Ευγένεια Σας;» ρωτάει ο βιβλιοπώλης. —«Ξέρετε εσείς», αποκρίνεται, «μεγάλους τόμους στο κάτω μέρος και μικρούς στο επάνω, όπως στο σπίτι της αυτοκράτειρας». Ο ιππότης του Κορμπερόν, που γνώρισε καλά τον Ρίμσκυ‐Κόρσακωφ, γράφει σχετικά: «Ήταν η καρικατούρα του φανφαρονισμού, και μάλιστα του πιο φτηνού είδους, εκείνου
που δεν θ' ανεχόταν κανείς ούτε καν στο Παρίσι». Το δίχως άλλο, η σπινθηροβόλα ηλιθιότητα του νεαρού ήταν εκείνη που προέτρεψε τον Ποτέμκιν να τον σπρώξει στην αγκαλιά της Αικατερίνης. Ξέρει καλά ότι ένας τέτοιος ομορφονιός δεν μπορεί ν' αποτελέσει επικίνδυνο αντίζηλο. Αυτός προσπαθεί συνήθως να ψυχαγωγεί την τσαρίνα με άλλους, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του τη μερίδα του λέοντος, όσον αφορά τόσο την καρδιά όσο και το πνεύμα. Αφού αποσπάσει τον τίτλο του υπασπιστή και του ιππότη του πολωνικού Λευκού Αετού, και αφού γεμίσει —μιας και το συνηθίζει η αυτοκράτειρα— με τίτλους, παράσημα και δώρα, ο Πύρρος αφήνεται να τον μεθύσει η ευτυχία και αποφασίζει να ποικίλει λιγάκι τη ρουτίνα. Έτσι, παίρνει επιπροσθέτως ως ερωμένη την κόμισσα Στρογκονώφ. Ωστόσο, τούτη η παρέκκλιση δεν του αρκεί: έχοντας κρατήσει μια θαυμάσια ανάμνηση από τις σχέσεις του με την κόμισσα Μπρυς, που υπήρξε η «δοκιμάστριά» του, ξαναγυρνάει κοντά της για μια καινούργια εξέταση. Η Αικατερίνη τους πιάνει επ' αυτοφώρω αγκαλιασμένους με ηδυπάθεια. Τούτη τη φορά, η κόμισσα Μπρυς δεν μπορεί να επικαλεστεί —προκειμένου να δικαιολογήσει τα ερωτικά παιχνίδα της— την αναγκαιότητα της υπηρεσίας την οποία παρέχει στην αυτοκράτειρα. Η Αικατερίνη αφήνει την οργή της να ξεσπάσει. Αλλά πρόκειται για οργή επιφανειακή. Η καρδιά δεν συμμετέχει. Σίγουρα, η Αυτής Μεγαλειότητα ήταν κιόλας λίγο κουρασμένη από τον Πύρρο. Η κόμισσα Μπρυς θα εξοριστεί για ένα ορισμένο διάστημα στη Μόσχα και ο Ρίμσκυ‐Κόρσακωφ, ο οποίος αποπέμπεται ύστερα από ένα δεσμό δεκαπέντε μηνών, θα λάβει μια γενναιόδωρη επιδότηση. Η τσαρίνα δεν κρατάει ποτέ κακία στους τέως εραστές της. Τίνος είναι τώρα η σειρά; Άλλοτε, όταν ο Βολταίρος την επέπληττε, με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό, για τη συναισθηματική της αστάθεια, εκείνη αποκρινόταν πως, αντιθέτως, ήταν «απόλυτα πιστή». «Τίνος η σειρά; Μα βέβαια της ομορφιάς. Αυτή μονάχα με τραβάει!» Θα ήθελε, τη συγκεκριμένη εποχή, να τα κουβεντιάσει όλα αυτά με το γέροντα ερημίτη του Φερνέ. Όμως εκείνος πέθανε στις 30 Μαΐου 1778. Η Αικατερίνη νιώθει πόνο για την απώλεια τούτου του ανθρώπου που, παρ' όλα αυτά, δεν τον συνάντησε ποτέ. «Ένιωσα ένα συναίσθημα πανανθρώπινης αποθάρρυνσης και μια βαθύτατη περιφρόνηση για όλα τα εγκόσμια», γράφει στον Γκριμ. «Γιατί δεν μεταφέρατε το σώμα του, και μάλιστα εν ονόματι μου; Θα έπρεπε να μου το στείλετε και, μάρτυς μου ο Θεός!... σας ορκίζομαι πως θα του εξασφάλιζα τον πιο μεγαλοπρεπή τάφο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί... Αγοράστε τη βιβλιοθήκη του και ό,τι απομένει από τα χαρτιά του, συμπεριλαμβανομένων και των επιστολών μου. Ευχαρίστως θα αμείψω πλουσιοπάροχα τους κληρονόμους του οι οποίοι, θαρρώ, δεν γνωρίζουν την αξία όλων αυτών»119. Και ακόμη: «Αφότου πέθανε, έχω την εντύπωση πως δεν μπορούν πλέον να συνδυαστούν η υπόληψη και η καλή διάθεση∙ ήταν η ενσάρκωση του θεϊκού στοιχείου και της χαράς. Άλλωστε, είναι ο δάσκαλός μου∙ αυτός ή μάλλον τα έργα του εκπαίδευσαν το πνεύμα και τη σκέψη μου». Με τη διαμεσολάβηση του Γκριμ, η Αικατερίνη θα διαπραγματευτεί την αγορά της βιβλιοθήκης του Βολταίρου με τους κληρονόμους του συγγραφέα. Αυτή η βιβλιοθήκη, που οι περισσότεροι τόμοι της είναι σημειωμένοι από το χέρι του πατριάρχη του Φερνέ, θα σμίξει, στο Ερμιτάζ, με τη βιβλιοθήκη του Ντιντερό, και θα μείνει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα καταχωνιασμένη σε πλήρη λήθη. Ένα άγαλμα του Βολταίρου από τον Ουντόν θα συνοδεύσει την αποστολή. Για μια στιγμή μάλιστα, η Αικατερίνη συλλαμβάνει την ιδέα να χτίσει στο Τσάρσκογε Σέλο ένα ομοίωμα του κάστρου του Φερνέ. Ύστερα, εγκαταλείπει το σχέδιο. Στο μεταξύ, αντιτίθεται επίμονα στη δημοσίευση της αλληλογραφίας της με τον εκλιπόντα. Φοβάται μήπως τα γράμματά της είναι ιδιαίτερα κακογραμμένα και μήπως εκείνα του Βολταίρου φανούν υπερβολικά κολακευτικά γι' αυτήν και ταυτόχρονα ασεβή προς άλλους μονάρχες.
Μέσα σε όλα αυτά τα πένθη, τις χαρές, τις κρυφές ανησυχίες, παίρνει επιτέλους την απόφασή της σχετικά με την αυστρο‐πρωσική διένεξη. Ύστερα από νύχτες αϋπνίας, καταλήγει οριστικά. Το δίκαιο, σκέφτεται, είναι με την πλευρά της Πρωσίας. Καθιστά γνωστό στη Μαρία‐Θηρεσία και στον Ιωσήφ Β' ότι, αν δεν εγκαταλείψουν τις αξιώσεις τους όσον αφορά τη Βαυαρία, «δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει με αδιαφορία έναν άνισο πόλεμο και θ' αναγκαστεί να λάβει τα μέτρα της για τη διαφύλαξη των συμφερόντων της Ρωσίας και των φίλων της Γερμανών ηγεμόνων, που στράφηκαν προς αυτήν ζητώντας τη βοήθειά της». Ο Φρειδερίκος Β' αναγαλλιάζει. Η Μαρία‐Θηρεσία γίνεται έξω φρενών. Αν και απογοητευμένος, ο Ιωσήφ Β' πασχίζει να κάνει καλή εντύπωση. Σκέφτεται μάλιστα, για να αποκαταστήσει την τάξη, να συνάψει συνθήκη φιλίας με τη Ρωσία. Πολύ επιδέξια, η Αικατερίνη κινητοποιεί τις Βερσαλλίες. Οι Γάλλοι και οι Ρώσοι πρεσβευτές προβαίνουν σε διαβήματα. Και αυτά τα πυρετικά διπλωματικά πηγαινέλα καταλήγουν, στις 13 Μαΐου 1779, στην υπογραφή των συμφωνιών του Τέσεν μεταξύ της Πρωσίας και της Αυστρίας120. Κατά παράδοξο τρόπο, όλη αυτή η υπόθεση εξυπηρέτησε κυρίως τα συμφέροντα της ρωσικής πολιτικής, μόλο που η Ρωσία είχε εμπλακεί σ' αυτήν έμμεσα μόνο. Απ' άκρη σ' άκρη τούτου του κυκεώνα, η Αικατερίνη εκδηλώνει μια οξυδέρκεια, ένα πρακτικό πνεύμα και μια σταθερότητα, που ακόμα και οι εχθροί της είναι αναγκασμένοι να αναγνωρίσουν. Ξαφνικά, εμφανίζεται ως ένα είδος «κριτή για την ειρήνη της Ευρώπης», σύμφωνα με τη δική της έκφραση, υπεράνω των άλλων ηγεμόνων οι οποίοι έχουν κυριολεκτικά σαστίσει. Αυτή την ίδια χρονιά, αρνείται να ξεκαθαρίσει τη θέση της μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας από τη μια πλευρά και της Γαλλίας και της Ισπανίας από την άλλη, σχετικά με την υπόθεση της αμερικανικής ανεξαρτησίας, και ταυτόχρονα δηλώνει πως της είναι αδύνατον να ανεχθεί το γεγονός ότι οι στόλοι των τριών αυτών χωρών κάνουν ελέγχους στα εμπορικά πλοία χωρών ουδετέρων όπως η Ρωσία. Ωθούμενη από τη «νομομανία» της, συντάσσει μια «Προκήρυξη θαλάσσιας ουδετερότητας» προκειμένου να εγγυηθεί την ελευθερία του εμπορίου και της πλεύσης των μη εμπολέμων. Σε όλες τις ευρωπαϊκές Αυλές, το σχέδιο της αυτοκράτειρας χαιρετίζεται ως αριστοτέχνημα ευθυδικίας. «Ανάμεσα στα τόσα θαύματα που λαμπρύνουν τη βασιλεία της αυτοκρατορικής Σας Μεγαλειότητας», γράφει ο Φρειδερίκος Β', «δεν μπορούμε να θέσουμε σε ήσσονα μοίρα την πρόσφατη διακήρυξη του Θαλάσσιου Κώδικα. Εκείνη που έδωσε νόμους τόσο συνετούς στη μεγαλύτερη μοναρχία της Ευρώπης, έχει κάθε δικαίωμα να τους επεκτείνει και στην αυτοκρατορία των θαλασσών». Τα περισσότερα Κράτη προσχωρούν σ' αυτή τη σύμβαση. Μονάχα η Αγγλία εξαγριώνεται. Η επιδείνωση των ρωσο‐βρετανικών σχέσεων προλειαίνει τη βελτίωση των γαλλο‐ρωσικών. Όσο για τις σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας, παρατηρείται, μετά την ειρήνη του Τέσεν, μια εξέλιξη τουλάχιστον παράδοξη. Ο Φρειδερίκος Β', ο οποίος απέσπασε την υποστήριξη της Αικατερίνης Β', αντιμετωπίζεται στην Αγία Πετρούπολη λιγότερο φιλικά απ' ό,τι ο Ιωσήφ Β', που θα είχε κάθε λόγο να παραπονείται για τη συμπεριφορά της άνασσας. Οι Πρώσοι πληρεξούσιοι, βλέπεις, καλλιεργούν αδέξια φιλικές σχέσεις με τον μεγάλο δούκα και τη νεοσύστατη Αυλή του, πράγμα που εξοργίζει την αυτοκράτειρα. Ενώ ο αυτοκράτορας της Αυστρίας εκδηλώνει παντού το θαυμασμό του γι' αυτήν, κάτι που την κολακεύει. Σκέφτεται μάλιστα όλο και πιο σοβαρά, μετά την υπόθεση της Βαυαρίας, να προσεγγίσει την Αγία Πετρούπολη. Προς έκπληξη της μητέρας του, αναγγέλλει πως θα επιθυμούσε να επισκεφθεί την Αικατερίνη. Η Μαρία‐Θηρεσία πάει να σκάσει από τη στενοχώρια της: Πώς είναι δυνατόν ο γιος της, ο αυτοκράτορας της Αγίας γερμανικής ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και απόγονος του Καρόλου Κουίντου, να εκτεθεί σε περιπέτειες σ' αυτή τη βάρβαρη χώρα, ζητιανεύοντας τη φιλία μιας «αικατερινοποιημένης Πριγκίπισσας του Τσερμπστ», μιας φόνισσας, μιας εκπορνευόμενης, που τα ερωτικά της κατορθώματα δεν έχουν όμοιά τους στα χρονικά όλων των ευρωπαϊκών Αυλών; Εκείνος επιμένει. Η Μαρία‐Θηρεσία υποχωρεί, γράφει όμως στην κόρη της, τη βασίλισσα Μαρία‐
Αντουανέτα, ότι ανησυχεί ιδιαίτερα για το «χτύπημα» το οποίο σχεδιάζει ο γιος της. Εμπιστεύεται μάλιστα στον Κάουνιτς, τον καγκελάριό της: «Ιδού μία επιπλέον απόδειξη της αδυναμίας μου να εμποδίσω τα σχέδια του γιου μου! Και να δείτε που εκ των υστέρων εμένα θα βαρύνει η κατηγορία!». Η Αικατερίνη δηλώνει ότι «την τιμά» βαθύτατα η προοπτική μιας τέτοιας συνάντησης. Κατά βάθος, είναι περίεργη να ξαναβρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο μ' εκείνον τον νεαρό αυτοκράτορα, που τόσα έχει ακούσει να λέγονται για την παιδεία του που είναι σαν του Βολταίρου και την απλότητά του που είναι σαν του Ρουσσώ. Ο τόπος της συνάντησης έχει επιλεγεί: το Μοχιλιέφ. Ο Ιωσήφ Β' θα πάει εκεί, με το όνομα «Κόμης του Φάλκενσταϊν», συνοδευόμενος από δύο ευγενείς. Θα ταξιδέψει ινκόγκνιτο, δίχως ιδιαίτερες τιμές, σταματώντας σε πανδοχεία και ζητώντας στο πέρασμά του από τα σπίτια των χωρικών ένα ποτήρι γάλα, ένα ξεροκόμματο, την πιο ταπεινή τροφή. Πληροφορούμενη αυτές τις προθέσεις αγροτικής λιτότητας, η Αικατερίνη δεν μπορεί να μην υπομειδιάσει. Αναλογίζεται την αδελφή του Ιωσήφ Β' να παριστάνει τη βοσκοπούλα στους κήπους του Τριανόν δένοντας μια ροζ κορδέλα στο λαιμό κάθε προβατίνας της. Εφόσον ο «Νεαρός από τη Βιέννη» αρνείται να καταλύσει στους πύργους των Ρώσων ευγενών κατά τους διαφόρους σταθμούς του ταξιδιού του, θα σεβαστούν τη δημοκρατική μανία του. Τι να γίνει όμως; Δεν υπάρχουν «πανδοχεία» στη Ρωσία. Το πολύ πολύ να υπάρχουν τρισάθλιοι σταθμοί αλλαγής αλόγων, γεμάτοι κοριούς και εντελώς ακατάλληλοι για να φιλοξενήσουν έναν από τους Αψβούργους, όποια κι αν είναι η δεδηλωμένη συμπάθειά του προς τα αγροτικά ήθη. Η Αικατερίνη μετέρχεται ένα τέχνασμα: διατάσσει να ετοιμάσουν ιδιωτικές κατοικίες και να βάλουν πάνω από τις πόρτες τους μια ταμπέλα ξενοδοχείου. Οι ιδιοκτήτες έχουν εντολή να παραμείνουν αθέατοι στη διάρκεια της παραμονής του υποτιθέμενου κόμη του Φάλκενσταϊν, και οι υπηρέτες να συμπεριφερθούν απέναντί του με τον τρόπο των υπηρετών και των υπηρετριών ενός εντελώς κοινότοπου πρόσκαιρου καταλύματος. Αντίθετα, η Αικατερίνη μετακινείται με κάθε δυνατή μεγαλοπρέπεια κάνοντας την είσοδό της στις διάφορες πόλεις με θριαμβευτική επισημότητα. Στο Μοχιλιέφ, οι δύο μεγάλοι ηγεμόνες ανταγωνίζονται ποιος θα γοητεύσει τον άλλο. Η Αικατερίνη είναι ευάλωτη στη νιότη, στον αριστοκρατισμό και την τεράστια μόρφωση του συνομιλητή της. Αυτό όμως δεν την εμποδίζει να διαπιστώσει, ευθύς εξαρχής, ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο «διπρόσωπο», ένα είδος «Ιανού», που τα γλυκερά του λόγια κρύβουν μια πλήρη έλλειψη ηθικών δισταγμών. Εκείνος, από την πλευρά του, θαυμάζει την αυτοκράτειρα για την πολιτική της μεγαλοφυία, αλλά την κρίνει αυστηρά στο ανθρώπινο πεδίο. Τα γράμματα που στέλνει στη Βιέννη (και που ξέρει ότι, πριν φτάσουν εκεί, θα λογοκριθούν από τη ρωσική μυστική αστυνομία), βρίθουν από κρίσεις κολακευτικές για την Αικατερίνη∙ παρ' όλα αυτά, ο προσωπικός του αγγελιαφόρος μεταφέρει επιστολές γραμμένες σε εντελώς διαφορετικό τόνο. «Πρέπει να ξέρετε», σημειώνει, «ότι έχουμε να κάνουμε με μια γυναίκα που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τον εαυτό της και δεν νοιάζεται για τη Ρωσία περισσότερο απ' ό,τι εγώ. Γι' αυτό, πρέπει να την κανακεύουμε. Η ματαιοδοξία είναι ο θεός της∙ μια διαβολεμένη τύχη και η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση ότι κρατάει τα σκήπτρα έναντι όλης της Ευρώπης, την έχουν κακομάθει. Πρέπει κανείς να συντάσσεται με την κοινή γνώμη όμως: αρκεί να γίνεται το καλό, και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος με τον οποίο γίνεται». Αν «κανακεύει» την Αικατερίνη στη διάρκεια τούτης της συνάντησης, εκείνη του ανταποδίδει το «κανάκεμα» τουλάχιστον εξίσου. Πρόκειται για μια συρροή ξέφρενων αβροτήτων. Μιλούν, βέβαια, γύρω από θέματα πολιτικής, ωστόσο γρήγορα η συζήτηση παρεκκλίνει και ξεκαρδίζονται στα γέλια «ενώ η Ευρώπη είναι περίεργη να μάθει τι λέγεται εκεί μέσα». «Ορισμένοι σκέφτονται, βλέποντάς μας πάντα δίπλα δίπλα να ψιθυρίζουμε ο ένας στ' αυτί του άλλου», γράφει η Αικατερίνη στον Γκριμ, «ότι θα παντρευτούμε». Πραγματικά, σχεδιάζονται αρραβώνες στη διάρκεια τούτων των τετ‐α‐τετ∙ αρχικά στο Μοχιλιέφ, κι ύστερα στο Τσάρσκογε Σέλο όπου ο Ιωσήφ συναντάει την τσαρίνα. Αρραβώνες
πολιτικής και φιλοδοξίας. Ο τελευταίος δέχεται ευχαρίστως να ακούσει τα σχέδια της αυτοκράτειρας ενόψει μιας μοιρασιάς των τουρκικών εδαφών: εκείνη θα οικειοποιηθεί το ελληνικό αρχιπέλαγος, την Κωνσταντινούπολη, και βέβαια την Κριμαία η οποία ήδη βρίσκεται υπό την επιρροή της. Αυτός, θα αρπάξει τη Σερβία, τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Δεν λέει όχι. Ορκίζεται άλλωστε ότι, στο εξής, η Αυστρία δεν θα επιχειρεί τίποτα δίχως να συμβουλεύεται τη Ρωσία. Η Αικατερίνη γράφει στον Ποτέμκιν: «Πατερούλη Πρίγκιπα! Έχω την εντύπωση πως κανένας ηγεμόνας απ' όσους βρίσκονται σήμερα στη ζωή δεν του παραβγαίνει (του Ιωσήφ Β') σε αξία, γνώση και ευγένεια∙ είμαι γοητευμένη που έκανα τη γνωριμία του». Αυτή η ομολογία, η οποία έχει συνταχθεί στα γαλλικά, ακολουθείται από μερικές γραμμές στα ρωσικά: «Να είσαι βέβαιος ότι η φιλία μου για σένα είναι ίδια με την αφοσίωσή σου προς εμένα, που είναι στα μάτια μου ανεκτίμητη. Ο Αλέξανδρος Ντιμίτριεβιτς (Λανσκόι) σας χαιρετά∙ είναι αφάνταστο πόσο μας λείπετε!». Εννοείται ότι ο Ποτέμκιν, στον οποίο απευθύνεται το σημείωμα, έχει λάβει μέρος, ως μυστικοσύμβουλος της αυτοκράτειρας, στις συνομιλίες του Μοχιλιέφ. Πριν περάσει λίγος χρόνος αφότου εγκατέλειψε την άνασσά του, εκείνη νιώθει την ανάγκη να του βροντοφωνάξει από μακριά τη «φιλία» της. Όσο για τον έρωτά της, τον προορίζει για άλλους. Στις 9 Φεβρουαρίου 1779, ο Χάρις ειδοποιεί το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο: «Επειδή η αυτοκράτειρα έχει εκφράσει την επιθυμία ν' αλλάξει ευνοούμενο, ένας μεγάλος αριθμός υποψηφίων κατέλαβαν ήδη θέσεις». Αναφέρει ονόματα, ριψοκινδυνεύει προγνωστικά: Στράχωφ, Λεβασκώφ, Σβυκόσκι, όλοι τους προστατευόμενοι του πρίγκιπα Ποτέμκιν και της κόμισσας Μπρυς. «Ο πρίγκιπας Ποτέμκιν είναι πρώτος σε όλα όσα αφορούν τόσο τις σοβαρές υποθέσεις όσο και τις ηδονές», γράφει∙ «η κόμισσα επεμβαίνει μονάχα σε ό,τι αφορά τις ηδονές, για τον ίδιο λόγο που, άλλοτε, ένας ευγενής ήταν επιφορτισμένος να δοκιμάζει το κρασί και τα φαγητά πριν τα παρουσιάσουν στον άνακτα». Τελικά, ο Αλέξανδρος Λανσκόι, αυτός ο ίδιος για τον οποίο γίνεται στο γράμμα της αυτοκράτειρας προς τον Ποτέμκιν, υπερισχύει έναντι όλων των άλλων υποψηφίων. «Ένας καλοφτιαγμένος νεαρός με ήπιο χαρακτήρα», παρατηρεί ο Χάρις. Αφού αποκτήσει τον τίτλο του υπασπιστή μετά τη δυσμένεια του Ρίμσκυ‐Κόρσακωφ, ο Λανσκόι εγκαθίσταται στο διαμέρισμα των εκλεκτών. Έτσι, όταν επισκέπτεται την αυτοκράτειρα, ο Ιωσήφ Β' τη βλέπει περιστοιχισμένη από τον προχθεσινό και από τον σημερινό της ευνοούμενο. Ο προχθεσινός είναι ένα γέρικο ογκώδες λιοντάρι με γερή μουσούδα και βλοσυρό μάτι, και ο σημερινός ένας εικοσιπεντάχρονος νεαρός, σβέλτος, ωραίος και ιδιαίτερα κομψός στους τρόπους. Ήταν άραγε για την Αικατερίνη ένα είδος πνευματικού γιου, όπως ισχυρίζονται μερικοί121 ή ένας εραστής τον οποίο επώαζε ζηλότυπα όπως διατείνονται άλλοι; Ο Χραποβίτσκι, ιδιαίτερος γραμματεύς της Μεγαλειοτάτης, γράφει στο Ημερολόγιό του: «Οι σχέσεις ανάμεσα σε μια μητέρα και το παιδί της δεν θα μπορούσαν να διαπνέονται από μεγαλύτερη εμπιστοσύνη». Ωστόσο, ο πρεσβευτής της Αγγλίας διαμηνύει στην κυβέρνησή του: «Ο κύριος Λανσκόι δείχνει να βρίσκεται πάντοτε στο ζενίθ της εύνοιας. Η τσαρίνα εκδηλώνει απέναντί του —ακόμα και δημόσια— την προτίμησή της με ενδείξεις οι οποίες, χωρίς να είναι ίσως ασυμβίβαστες με το αυστηρό πρωτόκολλο, φαίνονται (τουλάχιστον για ένα νεοφερμένο όπως εγώ) κάπως ασυνήθιστες». Ο ιππότης του Κορμπερόν δεν έχει καμιά ψευδαίσθηση ως προς τον αληθινό ρόλο του νεαρού άνδρα δίπλα στην αυτοκράτειρα: «Τίποτα φυσικότερο από τούτο το συναίσθημα, τούτο το πάθος για μια συνειδητοποιημένη γυναίκα που βρίσκεται σ' αυτή την ηλικία∙ συγχρόνως όμως, τίποτα πιο δυσάρεστο ως απόδειξη ποταπής αδυναμίας από την πλευρά μιας άνασσας. Θα ήταν ευκταίο να έχει εραστές μόνο και μόνο για τις φυσικές ανάγκες της∙ αλλά αυτό σπανίζει στους ηλικιωμένους και, όταν η φαντασία τους δεν έχει εξασθενήσει, κάνουν εκατό φορές περισσότερες τρέλες απ' ό,τι ένας νέος άνθρωπος».
Αυτό που μπορεί να πει κανείς με σιγουριά είναι ότι ο Λανσκόι διαθέτει, για την Αικατερίνη, μια πνευματική ποιότητα ασύγκριτα καλύτερη απ' ό,τι ένας Ρίμσκυ‐Κόρσακωφ ή ένας Ζόριτς. Πλάι σ' αυτόν τον έφηβο, εκείνη δεν αναζητεί μονάχα νυχτερινές ηδονές. Τη συγκινεί, την ενδιαφέρει, την τέρπει και αποβλέπει σε μια μεγάλη πολιτική σταδιοδρομία γι' αυτόν. Τον γνωρίζει από πολύ καιρό. Ανατράφηκε στο παλάτι ταυτόχρονα με τον νόθο γιο της, τον Μπομπρίνσκι (ηλικίας δεκαοχτώ ετών το 1780), και έναν προστατευόμενο του Ποτέμκιν, τον Πλάτωνα Ζουμπώφ (δεκατριών ετών την ίδια χρονιά). Τα τρία νεαρά άτομα δέχτηκαν σημαντική παιδεία και παρακολούθησαν μαθήματα από τους καλύτερους καθηγητές. Μορφώνοντάς τους σύμφωνα με τις ιδέες της, η Αυτής Μεγαλειότητα ελπίζει ότι εκπαιδεύει τους υπουργούς του μέλλοντος. Ο πλέον προικισμένος, εκλεπτυσμένος και χαριτωμένος ανάμεσά τους, είναι προφανώς ο Λανσκόι. Τι διαφορά με τον μεγάλο δούκα Παύλο, τον μισότρελο, καχύποπτο, βίαιο, και με τον Μπομπρίνσκι, τον ματαιόδοξο και άτακτο, που είναι και οι δύο ανίκανοι να ενδιαφερθούν για τις δημόσιες υποθέσεις! Απογοητευμένοι από τους δυο γιους της, η Αικατερίνη στρέφει προς τον Λανσκόι την υπέρμετρη μητρική της αγάπη και την ανάγκη της να σφυρηλατήσει μια νεαρή ύπαρξη σύμφωνα με τη δική της σχολή σκέψης. Στο πρόσωπό του βλέπει ένα μαθητή. Αυτόν που ίσως, κάποια μέρα, θα αντικαταστήσει τον Ποτέμκιν. Πώς να διανοηθεί όμως κανείς ότι αυτή η φλογερή γυναίκα που δεν μπορεί να στερηθεί τον άνδρα, υπό κανονικές συνθήκες, για διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός, υποβάλλει τον εαυτό της σε εγκράτεια για χρόνια ολόκληρα από τρυφερότητα και μόνο προς τον Λανσκόι; Το δίχως άλλο, μόλο που τον λατρεύει σαν μητέρα, του ανοίγει, τη νύχτα, την πόρτα του υπνοδωματίου της. Είναι ταυτόχρονα εραστής και γιος της. Θεσπέσιο κράμα όπου η ψυχή και το σώμα επωφελούνται εξίσου, όπου σβήνουν τα σύνορα ανάμεσα στις γενιές, όπου η ευχαρίστηση να διδάσκεις ένα παιδί ολοκληρώνεται με την ηδυπάθεια να υποκύπτεις σ' έναν άνδρα. Στην Αυλή, όλοι είναι ενήμεροι για το καινούργιο καπρίτσιο της αυτοκράτειρας. Κατά τα νενομισμένα, η Αυτής Μεγαλειότητα ονομάζει τον Λανσκόι στρατηγό, αρχιθαλαμηπόλο, αρχηγό του συντάγματος του θωρακοφόρων, και του απονέμει το παράσημο του Τάγματος του Πολικού Αστέρα. Τα δώρα κυλούν από τα χέρια της: χρήματα, παλάτια, γη, χωρικοί, διαμάντια που συμποσούνται σε εφτά εκατομμύρια ρούβλια. Παραχωρεί στον Λανσκόι έναν καθηγητή Γαλλικών, τον ενθαρρύνει να διαβάζει, εκστασιάζεται με τις προόδους του σε όλους τους τομείς: «Βάλθηκε να "καταβροχθίσει" τους ποιητές και τα ποιήματα μέσα σ' ένα χειμώνα, πολλούς ιστορικούς μέσα σ' έναν άλλο χειμώνα», γράφει στον Γκριμ, τον Ιούνιο του 1782. «Τα μυθιστορήματα μας κάνουν να πλήττουμε... Δίχως να έχουμε σπουδάσει, διαθέτουμε αναρίθμητες γνώσεις και χαιρόμαστε μονάχα με τη συντροφιά των καλύτερων και πιο μορφωμένων ανθρώπων. Εξάλλου, χτίζουμε και φυτεύουμε, πράττουμε το καλό, είμαστε χαρούμενοι, έντιμοι, πράοι». Στην πραγματικότητα, αν κρίνουμε από τις περιγραφές τις οποίες κάνει στον Γκριμ, όλοι οι διαδοχικοί εραστές της μοιάζουν — θαρρείς— μεταξύ τους. Με ακαταπόνητη δραστηριότητα αναζητεί με τους δεσμούς της τον ιδανικό σύντροφο. Διαβάζοντας τα γράμματά της, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι ο ίδιος πάντοτε άνθρωπος, με διαφορετικά ονόματα, καταλαμβάνει το κρεβάτι και τη σκέψη της. Πάντως, κατά γενική ομολογία, ο νεοφερμένος είναι πάντοτε προσηνής και ευφυής. Στα Μυστικά απομνημονεύματα, ο τόσο εχθρικός προς την αυτοκράτειρα Μασόν γράφει σχετικά με τον Λανσκόι: «Ο άνδρας αυτός αποτελεί πρότυπο καλοσύνης, ανθρωπισμού, ευπροσηγορίας, σεμνότητας και ομορφιάς... Λάτρης των τεχνών, αγαπάει τα προικισμένα άτομα, είναι ανθρωπιστής και προσπαθεί να πράττει το καλό...». Σιγά σιγά, η Αικατερίνη αποκτάει τη συνήθεια να καλεί τον Λανσκόι για να επεξεργαστούν μαζί στη διάρκεια δύο συνεχών ωρών τις εκθέσεις των υπουργών της. Έχει τόσο στενή συνεργασία μαζί του προκειμένου να πάρει τις αποφάσεις της που ο Ποτέμκιν αρχίζει να ανησυχεί. Αυτά τα σύντομα ξεσπάσματα ζήλιας από την πλευρά του μεγάλου ευνοουμένου προς το μικρό διασκεδάζουν την Αικατερίνη, δίχως να την κάνουν να θορυβείται υπερβολικά.
Στην Ευρώπη, παρ' όλα αυτά, η συνάντηση μεταξύ του Ιωσήφ Β' και της αυτοκράτειρας ανησυχεί την πρωσική πλευρά. Ο Φρειδερίκος Β' αρνείται να πιστέψει ότι «αφού τραγουδήσει το ντουέτο δεν θα μείνει τίποτα», όπως ισχυρίζεται ο πρεσβευτής του, και αποφασίζει να στείλει στην Αγία Πετρούπολη τον ανιψιό και κληρονόμο του, τον πρίγκιπα Φρειδερίκο‐Γουλιέλμο. Πληροφορούμενος το νέο, ο Ιωσήφ Β' γράφει στη μητέρα του: «Θα έρθει εδώ ο πρίγκιπας της Πρωσίας... για να χαλάσει ό,τι χρήσιμο κατόρθωσα να φτιάξω». Η δυσπιστία του όμως είναι περιττή. Η Αικατερίνη δεν αλλάζει εύκολα τα σχέδιά της. Δέχεται τον Φρειδερίκο‐Γουλιέλμο με εθιμοτυπική ψυχρότητα, δυσανασχετεί με τη στενοκεφαλιά και τον άξεστο χαρακτήρα του, βαριέται τη συντροφιά του και το δείχνει. Του απευθύνει μετά βίας το λόγο, αναθέτοντας στον Ποτέμκιν και στον Λανσκόι να ψυχαγωγήσουν τον ενοχλητικό. Προσβεβλημένος αυτός, στρέφεται τότε προς τον μεγάλο δούκα Παύλο, και εκδηλώνει απέναντί του μια φιλία η οποία εξοργίζει σε τελευταία ανάλυση την αυτοκράτειρα. Για να εκθέσει —θαρρείς— ακόμα περισσότερο την αποστολή του πρίγκιπα της Πρωσίας, εμφανίζεται στην Αυλή, κατευθείαν από τη Βιέννη, ο ίδιος ο πρίγκιπας Σαρλ ντε Λίνι, ο διαιτητής της λεπτής παιδείας και της κοσμοπολίτικης κομψότητας. Ηλικίας σαράντα πέντε χρόνων, είναι αρχιθαλαμηπόλος του Ιωσήφ Β' και σύζυγος της πριγκίπισσας Φραγκίσκης του Λίχτενσταϊν. Η προσηνής φυσιογνωμία του, η γενναιότητα και το σπινθηροβόλο πνεύμα του τού έχουν χαρίσει στο Παρίσι το παρατσούκλι «Χαριτωμένος Πρίγκιπας». Αυτοσυστήνεται ως εξής: «Καλοζωιστής κακής διαγωγής, θεοσεβούμενος δίχως να είμαι ευσεβής, χριστιανός όχι όμως και καθολικός —αλλά έτοιμος να γίνω— σιγοψιθυρίζοντας μια ραψωδία του Ομήρου αντί για ένα Κύριε Ελέησον, έχω έξι ή επτά πατρίδες: την Αυτοκρατορία, τη Φλάνδρα, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Αυστρία, την Πολωνία και σχεδόν την Ουγγαρία»122. Τυπικά είναι Αυστριακός, εφόσον το Βέλγιο αποτελεί τη συγκεκριμένη εποχή τμήμα των αυστριακών Κάτω Χωρών και υπηρετεί τον αυτοκράτορα Ιωσήφ Β'∙ στην πραγματικότητα όμως, είναι άπατρις. Είναι περιζήτητος στα σαλόνια και όλες οι γυναίκες ξετρελαίνονται μαζί του. Κυκλοφορεί η φήμη των διεθνών επιτυχιών του. Μόλις εμφανίζεται στην Αγία Πετρούπολη, όλα τα άλλα μεγάλα ονόματα ωχριούν. Η Αικατερίνη υποκύπτει στη γοητεία του. Εκείνος παρατηρεί λακωνικά: «Ήταν ακόμη μια χαρά». Προφανώς, η αυτοκράτειρα δεν μπορεί να έχει την αξίωση, στα πενήντα της χρόνια, να ανταγωνιστεί τις νεαρές γυναίκες τις οποίες εκείνος συνήθως ερωτεύεται. Ωστόσο, το πνεύμα της είναι ζωηρότερο από οποτεδήποτε άλλοτε. Η συζήτησή της με τον πρίγκιπα ντε Λίνι αποτελεί μια σειρά γρήγορων διαξιφισμών. Στη διάρκεια των μικρών βραδινών συναντήσεων στο Ερμιτάζ, ενθουσιάζεται με τα ευφυολογήματα και τα ανέκδοτα του προσκαλεσμένου της. Για να τονίσει ακόμα περισσότερο το χαρακτήρα του απροσδόκητου στις φράσεις τους, προτείνει να μιλάνε μεταξύ τους στον ενικό. Ατάραχος, ο πρίγκιπας ντε Λίνι αρχίζει: «Τι γνώμη έχει η Μεγαλειότητά Σου για...». Ένα ξέσπασμα γέλιου από την πλευρά της άνασσας του κόβει τη φράση στη μέση. Κάποια άλλη φορά, εκείνη του λέει δείχνοντάς του το καινούργιο της παλάτι στη Μόσχα: «Ομολογήστε ότι είναι μια ωραία σουίτα!». Εκείνος της απαντάει ψυχρά: «Έχει την ομορφιά ενός νοσοκομείου!». Η ξεδιαντροπιά του τη διασκεδάζει. Γράφει στον Γκριμ: «Έχουμε εδώ μαζί μας τον πρίγκιπα ντε Λίνι ο οποίος είναι ένας από τους πιο ευχάριστους και άνετους ανθρώπους που έχω συναντήσει. Διαθέτει πνεύμα πρωτότυπο και βαθυστόχαστο και κάνει τρέλες σαν παιδί». Πλάι σ' αυτόν τον δαιμόνιο επισκέπτη, ο πρίγκιπας Φρειδερίκος‐Γουλιέλμος μοιάζει σαν κούτσουρο. Αρκεί να τον συναντήσει η Αικατερίνη στο οπτικό της πεδίο για να της χαλάσει το κέφι. Μονομιάς, το πρόσωπό της μεταβάλλεται σε μάσκα σκληρή και αυταρχική. Ο Φρειδερίκος‐Γουλιέλμος το αντιλαμβάνεται, πράγμα που επιτείνει την κακοκεφιά, τη δυσπιστία και την αδεξιότητά του. Όταν επιτέλους φεύγει, συνειδητοποιώντας την αποτυχία του, εκείνη βγάζει έναν αναστεναγμό ανακούφισης. «Σας ορκίζομαι», γράφει στον Γκριμ, «ότι (ο Φρειδερίκος‐Γουλιέλμος) χειροτέρεψε σημαντικά, με την πλήξη που μου προκάλεσε, ένα ρευματικό πόνο που είχα στο χέρι και που αρχίζει να μειώνεται αφότου
έφυγε». Ο Φρειδερίκος Β' δεν αργεί να διαπιστώσει την υπηρεσία που ο ανιψιός του προσέφερε στα αυστριακά συμφέροντα με την αδεξιότητά του. Καταλαμβάνεται από οργή και παθαίνει έναν παροξυσμό αρθρίτιδας. Στο μεταξύ, η Αικατερίνη και ο Ιωσήφ Β' αντάλλαξαν αυτόγραφα τα οποία αποτελούν μια σημαντική μυστική συμφωνία για τη διανομή της οθωμανικής αυτοκρατορίας123. Ο Φρειδερίκος Β', πληροφορημένος σχετικά μ' αυτή την παρά φύση συνωμοσία, βάζει μέσα τα νύχια του και πνίγεται από οργή. Η αλληλογραφία του με την τσαρίνα αραιώνει, κι ύστερα σταματάει. Οι συνθήκες μεταξύ της Ρωσίας και της Πρωσίας, που εξέπνεαν το 1780, δεν ανανεώνονται. Ο θάνατος της Μαρίας‐Θηρεσίας, στις 29 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, απαλλάσσει τον Ιωσήφ Β' από μια τυραννική κηδεμονία και τον προτρέπει να προσεγγίσει ακόμα περισσότερο την αυτοκράτειρα. Αν και μαθήτρια του Βολταίρου, η Αικατερίνη έχει πολλές φορές την εντύπωση ότι ο ουρανός τη βοηθάει στα πιο παράτολμα εγχειρήματά της. Δεν υπάρχει βέβαια κανένας μυστικισμός στη στάση της. Απεχθάνεται τις ανεξέλεγκτες εξάρσεις της ψυχής. Ωστόσο, φέρει μέσα της τη θεμελιώδη, εξωλογική πεποίθηση ότι είναι ένα πρόσωπο εξαιρετικό, γεννημένο για την επιτυχία. Αν υπάρχει Θεός, είναι σίγουρα με το μέρος της. Αυτός άραγε της δίνει δύναμη όταν προσπαθεί να συνεχίσει το έργο του Μεγάλου Πέτρου; Είναι καιρός να ασχοληθεί σοβαρά με το μνημείο που προορίζει για τη δόξα του προκατόχου της. Ο Φαλκονέ δουλεύει, εδώ και πολλά χρόνια, το κολοσσιαίο άγαλμα του τσάρου, εν μέσω γενικής ακατανοησίας. Για να τον βοηθήσει να συλλάβει την κίνηση του ορθωμένου αλόγου, ερχόταν για μήνες ένας ιπποκόμος και έβαζε τα δύο αγαπημένα άλογα της αυτοκράτειρας, τον Μπριγιάν και τον Καπρίς, να κάνουν μανούβρες μπροστά του. Το κεφάλι του Μεγάλου Οικοδόμου είναι έργο μιας Γαλλίδας μαθήτριας του καλλιτέχνη, της δεσποινίδας Κολό124. Την άνοιξη του 1770, το μοντέλο ολοκληρώνεται. Στη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αγία Πετρούπολη, ο Ντιντερό αναφωνεί βλέποντας τη γιγάντια μορφή από πηλό: «Ήξερα πως ήσασταν ένας άνθρωπος πολύ επιδέξιος, αλλά δεν θα πίστευα ποτέ ότι είχατε τέτοιο σχέδιο στο νου σας!». Ωστόσο, οι μπελάδες του Φαλκονέ μόλις τώρα αρχίζουν. Ο γέροντας Μπέτσκι, πρόεδρος της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών, τον θεωρεί έναν εκτελεστή της σειράς, έναν «υπηρέτη χυτηρίου» και φιλοδοξεί να του δώσει συμβουλές. Κατά τη γνώμη του, ο Πέτρος ο Μέγας θα έπρεπε να κοιτάζει ταυτόχρονα προς την πλευρά του Ναυαρχείου και προς την πλευρά του κτιρίου των Δώδεκα Κολεγίων. Δυσκολεύονται ιδιαίτερα να του εξηγήσουν ότι αυτό θα έκανε τον τσάρο να αλληθωρίζει και από τα δυο του μάτια. Το γεγονός ότι ο Φαλκονέ έχει παρουσιάσει τον ήρωά του με ένδυμα Ρωμαίου Αυτοκράτορα κάνει τους υψηλούς αξιωματούχους του κλήρου να διαμαρτυρηθούν στην Αικατερίνη: Με ποιο δικαίωμα αυτός ο άσημος Γάλλος επιτρέπει στον εαυτό του να δώσει στον Τσάρο Πασών των Ρωσιών, αρχηγό της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας, όψη ειδωλολάτρη μονάρχη; Στην πραγματικότητα, και η ίδια έχει κατά κάποιο τρόπο απογοητευθεί απ' αυτόν τον αρχαίο ιππέα, στο πρόσωπο του οποίου είναι αδύνατον να αναγνωρίσει τον Πέτρο Α', τον τόσο τραχύ, τόσο Ρώσο, τόσο κοντά στο λαό. Παρ' όλα αυτά, έχει εμπιστοσύνη στον Φαλκονέ και καθησυχάζει τους μεγιστάνες διαβεβαιώνοντάς τους ότι ο Πέτρος Α' που έχουν μπροστά στα μάτια τους δεν είναι κατ' ουδένα τρόπο ντυμένος σαν «ειδωλολάτρης». Φέρει, λέει, «το εξιδανικευμένο ρωσικό ένδυμα». Αυτή η δήλωση, αν και ικανοποιεί τον κλήρο, δεν παύει να δυσαρεστεί τους ευγενείς: γιατί να παρουσιάσουν τον αυτοκράτορα με «εξιδανικευμένο ρωσικό ένδυμα», ενώ έχει παλέψει σε όλη του τη ζωή για να εισαγάγει στη χώρα του το ευρωπαϊκό ένδυμα; Και εκεί ακόμα, η Αικατερίνη αποπέμπει τους συμβουλάτορες με τρεις ξερές κουβέντες. Τέσσερα χρόνια, από το 1770 μέχρι το 1774, περνούν με μάταιες αναζητήσεις προκειμένου να ανακαλυφθεί ένας ειδικός ικανός να λιώσει μια μάζα τόσο σεβαστών διαστάσεων. Απελπισμένος, ο Φαλκονέ αποφασίζει να καταπιαστεί ο ίδιος μ' αυτή την περιπέτεια. Δύο συνεχείς φορές, οι εργάτες του πανικοβάλλονται και το βάζουν στα πόδια ενώ έχει αρχίσει ήδη το έργο της εκροής.
Πρόκειται για αποτυχία. Ίσως μάλιστα οριστική. Τα χρήματα λείπουν, ο Φαλκονέ ανυπομονεί, οι μήνες διαδέχονται ο ένας τον άλλο μέσα στην απραξία και την απόγνωση. Τέλος, ένα τρίτο χώνευμα μετάλλου πετυχαίνει. Το έργο ολοκληρώνεται. Αλλά η Αικατερίνη, η οποία έχει άλλες έγνοιες, δεν ασχολείται με τα αποκαλυπτήρια του μνημείου. Ορισμένοι δεν καταλαβαίνουν για ποιο λόγο αναπαρέστησαν τον τσάρο τρεις φορές μεγαλύτερο από το φυσικό του μέγεθος. Δείχνει λιγότερο «αληθινός», επειδή ο καλλιτέχνης τον έκανε γίγαντα. Όσο για το άλογο, ποιος είδε ποτέ παρόμοιο; Εξουθενωμένος από τις κριτικές, τις καθυστερήσεις, την κόπωση, την αρρώστια, ο Φαλκονέ καταριέται τούτη την αχάριστη Ρωσία όπου σπατάλησε δώδεκα χρόνια, και ζητάει ν' αποχαιρετήσει την άνασσα. Εκείνη αρνείται να τον δεχτεί, του καταβάλλει τα οφειλόμενα και τον αφήνει να φύγει. Γυρνάει θλιμμένος στο Παρίσι όπου τον περιμένουν οι τιμές, μα και τα γκρίζα γηρατειά. Τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος θα γίνουν αργότερα, χωρίς τον καλλιτέχνη125. Τα συντάγματα της φρουράς παρατάσσονται στην πλατεία της Γερουσίας, απέναντι στο καλυμμένο μνημείο. Περιστοιχισμένη από τους υπουργούς, τους πρεσβευτές, τους αυλικούς και τους υψηλούς προσκεκλημένους της, η Αικατερίνη δίνει το σύνθημα. Μια ομοβροντία του πυροβολικού αντηχεί, το σεντόνι πέφτει και το πλήθος βγάζει μια κραυγή θαυμασμού μπροστά στον τσάρο από ορείχαλκο που εξουσιάζει το άλογό του, ορθό στα δυο του πόδια πάνω από την άβυσσο. Ο μονάρχης κρατάει σταθερά με το αριστερό του χέρι τα ηνία της εξουσίας, το δεξί του χέρι, τεντωμένο, δεσπόζει στον Νέβα, τον αφιλόξενο ποταμό γύρω από τον οποίο έχει χτίσει την πρωτεύουσά του∙ το βλέμμα του διαπερνά τον ορίζοντα και οι οπλές του υποζυγίου του συνθλίβουν στο έδαφος το συνεστραμμένο φίδι της ζήλιας. Σ' αυτή την αποθέωση, ο καλλιτέχνης ξεχνιέται. Κανείς δεν αναφέρει το όνομά του. Το έργο δημιουργήθηκε αφ' εαυτού. Είναι ένα παράγωγο της φύσης, όπως και ο βράχος που το υποβαστάζει. Δεν υπάρχουν παρά ο Πέτρος ο Μέγας και η Αικατερίνη η Μεγάλη, αντίκρυ ο ένας στον άλλο. Εκείνη ξέρει κιόλας πως, μ' αυτό το μνημείο, καθαγιάζεται ταυτόχρονα η δόξα του προκατόχου της και η δική της. Όταν τη ρωτούν ποια επιγραφή επιθυμεί να λαξεύσουν στο βάθρο, απαντάει με περηφάνια: «Στον Πέτρο τον Πρώτο, η Αικατερίνη η Δευτέρα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXI ΛΑΝΣΚΟΪ Η Αικατερίνη κάνει υπομονή μέχρι να ωριμάσει το «ελληνικό σχέδιό» της. Ο Ποτέμκιν χτίζει μικρά οχυρά κατά μήκος των τουρκικών συνόρων. Ο Σουβάρωφ εγκαθίσταται για τα καλά στην περιοχή του Κουμπάν. Ο Μπεζμπορόντκο, ο νέος προσωπικός σύμβουλος της αυτοκράτειρας, κάνει λόγο για επίθεση εναντίον του Περεκόπ και για εξουδετέρωση της τουρκικής ακρόπολης του Οτσακώφ. Παντού, ο στρατός κάνει γυμνάσια, οι στρατηγοί συσκέπτονται, τα οπλουργεία δουλεύουν, ο πυρετός ανεβαίνει. Στις επιστολές που ανταλλάσσουν, η Αικατερίνη και ο Ιωσήφ Β' αντιμετωπίζουν όλο και πιο σοβαρά το σχέδιο εκδίωξης των Τούρκων από την Ευρώπη. Η Αικατερίνη προτείνει την ίδρυση μιας αυτοκρατορίας της Δακίας, που θα κυβερνάται από ορθόδοξο ηγεμόνα και θα περιλαμβάνει τη Μολδαβία, τη Βλαχία, τη Βεσαραβία, το φρούριο του Οτσακώφ, την επικράτεια μεταξύ Μπουγκ και Δνείστερου και μερικά νησιά του Αρχιπελάγους. Όσο για την Κριμαία, όπου βασιλεύει μια «ευτυχής αναρχία», τη θεωρεί ήδη ουσιαστικά κτήμα της Ρωσίας. Ο Ιωσήφ Β' συμφωνεί κατ' αρχάς, αλλά απαιτεί για τον εαυτό του τη Βοσνία, τη Σερβία, ένα μέρος της Βλαχίας, την Όρσοβα, το Βιδίνιο και τις ενετικές κτήσεις στην ενδοχώρα. Οι αξιώσεις του κρίνονται εντελώς «αδιάντροπες» από την Αικατερίνη, η οποία και δεν διστάζει να κοινοποιήσει ξερά τούτη την κρίση στον ομόλογό της. Αυτός διαφωνεί κατηγορηματικά. Λογοφέρνουν γύρω από την τουρκική τούρτα, πριν ακόμα πάρουν το μαχαίρι για να την κόψουν. Ο Φρειδερίκος Β', «η γηραιά ανέμελη αλεπού», διασκεδάζει μ' αυτόν τον καβγά και προφητεύει ότι ποτέ η Βιέννη και η Αγία Πετρούπολη δεν θα συμφωνήσουν ως προς το οθωμανικό ζήτημα. Η Αικατερίνη όμως διατηρεί την ελπίδα της ατόφια: ένας ωραίος πόλεμος θα ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Και κάποια μέρα, αν πραγματικά ο Θεός ταχθεί με τη ρωσική πλευρά, ο μεγάλος δούκας Κωνσταντίνος θ' ανέβει στο θρόνο της Δακίας. Έτσι, οι δύο εγγονοί της τσαρίνας θα βασιλεύσουν, ύστερα από το θάνατό της, σε δύο από τις αχανέστερες αυτοκρατορίες του κόσμου. Προφανώς, θα πρέπει ν' αλλάξουν τη σειρά της διαδοχής ώστε να τη διαδεχτεί ο χαριτωμένος Αλέξανδρος και όχι ο Παύλος, ο μανιακός, ο τρελός. Εδώ και πολύ καιρό, η Αικατερίνη έχει ενστερνιστεί αυτή την ιδέα. Και γι' αυτό επιμένει να κρατάει κοντά της τους δύο νεαρούς μεγάλους δούκες, σαν να ήταν δικά της παιδιά. Είναι σίγουρη πως, αν τα έδινε στους γονείς τους που τα ζητούν, θα ανατρέφονταν με μίσος προς τη γιαγιά τους και με περιφρόνηση προς το πολιτικό της έργο. Η μεγάλη δούκισσα Μαρία έχει μαζί της για παρηγοριά τις δύο κόρες της που γεννήθηκαν η μία μετά την άλλη, ύστερα από τον Κωνσταντίνο. Της τις αφήνουν ευχαρίστως. Την προτρέπουν μάλιστα να γεννήσει κι άλλες, για να ψυχαγωγείται. Ωστόσο, εκείνη εκφράζει τα παράπονά της: «Δεν τολμάμε να τοποθετήσουμε κάποιον δίπλα στα παιδιά (στα αγόρια)∙ η αυτοκράτειρα διορίζει ακόμα και τις κοπέλες του βεστιάριου». Όσο για τον μεγάλο δούκα Παύλο, αυτός, στερημένος από τους γιους του, νιώθει κατά κάποιο τρόπο έκπτωτος από την πατρική εξουσία και το μίσος του προς την αυτοκράτειρα μεταβάλλεται σε έμμονη ιδέα. Γιατί αυτή η μητέρα, που δεν ασχολήθηκε ποτέ μαζί του, τον εμποδίζει τώρα να ασχοληθεί με τους γιους του; Με ποια σκληράδα, κρυμμένη πίσω από μια επίφαση εκλέπτυνσης, του απαγορεύει να έχει μια φυσιολογική οικογενειακή ζωή; Από όποια πλευρά κι αν στραφεί, τη βρίσκει μπροστά του. Μέσα στο άρρωστο μυαλό του, η μητέρα του παίρνει τη μορφή ενός γιγάντιου χταποδιού με αεικίνητα πλοκάμια. Τον δένει χειροπόδαρα, τον σαγηνεύει, θα τον πνίξει, μπορεί και να τον σκοτώσει, για να δώσει το σκήπτρο στον Αλέξανδρο. Στην ανταρσία του, ενθαρρύνεται από τον Νικήτα Πανίν ο οποίος, στα εβδομήντα τρία του χρόνια, έχει τεθεί στο περιθώριο — κάτι που δεν το συγχωρεί στην Αικατερίνη. Αφότου αποσύρθηκε, ο τέως υπουργός πλησίασε τη «νεοσύστατη Αυλή» και κολακεύει την τρέλα εκείνου που βαυκαλίζεται με όνειρα θεωρώντας τον εαυτό του νόμιμο κληρονόμο.
Μάρτυς της διαφωνίας μεταξύ μητέρας και γιου, ο Ιωσήφ Β', κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγία Πετρούπολη, έκανε στην Αικατερίνη μια πρόταση: Το ζεύγος των μεγάλων δουκών να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Ο Παύλος —της είπε—, μακριά από την αυτοκράτειρα για ένα διάστημα, θα ξαναβρεί την ηρεμία που τόσο χρειάζεται και η τριβή με τις ξένες βασιλικές Αυλές θα λειάνει τον τραχύ χαρακτήρα του. Εξαίρετο σχέδιο, σκέφτεται η Αικατερίνη. Πώς να πείσει όμως τον μεγάλο δούκα, ο οποίος θεωρεί ύποπτη κάθε δική της ιδέα; Δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τα εγχειρήματα που στρέφονται εναντίον της. Έτσι, καταφεύγει στην πονηριά και αναθέτει στον νεαρό πρίγκιπα Ρέπνιν να παραστήσει δήθεν στον Παύλο ότι είναι καιρός πια να αντιταχθεί στις θελήσεις της μητέρας του και ν' απαιτήσει απ' αυτήν να τον αφήσει να φύγει, μαζί με τη γυναίκα του, σ' ένα ταξίδι εξερεύνησης των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Κεντρισμένοι κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Παύλος και η Μαρία ενθουσιάζονται. Κρίνουν ότι, όντως, οι μελλοντικές τους πολιτικές ευθύνες καθιστούν αναγκαία αυτή τη συνάντηση με τους σημαντικότερους ηγέτες του σύγχρονου κόσμου. Επιπλέον, η μεγάλη δούκισσα, κάνοντας μια παρέκκλιση προς τη Βυρτεμβέργη, θα μπορέσει ν' αγκαλιάσει τους αγαπημένους της γονείς. Θα φτάσουν μέχρι την Ελβετία, για να δουν τον Λαβατέρ, του οποίου ο νεφελώδης μυστικισμός μαγεύει το νεαρό ζευγάρι και απελπίζει την Αικατερίνη. Θα πάνε βέβαια και στο Παρίσι, και στις Βερσαλλίες!... Ιωσήφ Β', Μαρία‐Αντουανέτα, Λουδοβίκος ΙΣΤ', Γκριμ, Ντιντερό... Ένα πλήρες πρόγραμμα. Με πυρετική χαρά, ο Παύλος ζητάει από τη μητέρα του την άδεια για να κάνει τούτη την πολιτική και κοσμική περιοδεία, αφήνοντας την εντύπωση ότι η ιδέα ήταν δική του. Εκείνη προσποιείται έκπληξη, δυσπιστία, ανησυχία. Πώς διανοείται αυτός, ο κληρονόμος του θρόνου, να εγκαταλείψει την Αγία Πετρούπολη; Την ικετεύει γονατιστός. Η Μαρία βάζει τα κλάματα. Η Αικατερίνη καμώνεται πως συγκινείται και τελικά δίνει τη συγκατάθεσή της. Οι προετοιμασίες του ταξιδιού γίνονται μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαράς. Σύμφωνα με το προγραμματισμένο δρομολόγιο, θα διασχίσουν την Πολωνία, την Αυστρία, την Ελβετία, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο. Ωστόσο, γνωρίζοντας το ολέθριο πάθος του γιου της για τον Φρειδερίκο Β', η Αικατερίνη του απαγορεύει το Βερολίνο. Όλες οι ξένες Αυλές πληροφορούνται επισήμως. Το νεαρό ζευγάρι θα μετακινείται ινκόγκνιτο με το όνομα Κόμης και Κόμισσα ντυ Νορ126. Όμως, μέσα στην όλη χαρούμενη ατμόσφαιρα που επικρατεί, ο γέροντας Νικήτας Πανίν αποκαλύπτει το συγκλονιστικό μυστικό. Το μίσος του προς την Αικατερίνη τον κάνει μακιαβελικό. Για να ματαιώσει τα σχέδια της αυτοκράτειρας, πείθει τον Παύλο ότι πρόκειται για ένα τέχνασμα που επινόησε εις βάρος του η μητέρα του. Αν φύγει, δεν θα τον αφήσει να ξαναγυρίσει στη Ρωσία. Και θα επωφεληθεί από την απουσία του για να δημοσιεύσει ένα μανιφέστο που θα ανακηρύσσει τον Αλέξανδρο άμεσο διάδοχο. Εμβρόντητοι, ο Παύλος και η Μαρία βλέπουν κιόλας τους εαυτούς τους εξορισμένους, στερημένους από το στέμμα, χωρισμένους για πάντα από τα παιδιά τους. Αφού ικέτευσαν την αυτοκράτειρα να τους αφήσει να φύγουν, την ικετεύουν τώρα να τους αφήσει να μείνουν. Εκείνη είναι ανένδοτη, λέγοντας ότι οι ξένες Αυλές έχουν προβεί στις σχετικές προετοιμασίες. Φωνές, δάκρυα, κατάρες χαιρετίζουν αυτή την κατηγορηματική άρνηση. Ο Παύλος ωρύεται ότι δεν πάει πουθενά. Η Μαρία λιποθυμάει από τη θλίψη της. Σε κάθε σκηνή, η Αικατερίνη μάταια πασχίζει να λογικεύσει τους νεαρούς. Την ημέρα της αναχώρησης, αρνούνται να βγουν από τα διαμερίσματά τους. Η Αικατερίνη αναγκάζεται να τραβήξει το γιο της από το χέρι μέχρι την μπερλίνα του. Πίσω της, ο πρίγκιπας Ρέπνιν κουβαλάει τη μεγάλη δούκισσα λιπόθυμη. Εγκαθίσταται αδρανής μέσα στην άμαξα, δίπλα στο σύζυγό της που έχει τη χλομάδα ενός μελλοθάνατου. Καμτσίκωσε τα άλογα, αμαξά! Η Αικατερίνη βγάζει έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Θ' αναγκαστεί, στ' αλήθεια κάποια μέρα, να αναθέσει τις τύχες της Ρωσίας στα χέρια αυτού του ελαφρώς σαλεμένου γιου; Οι αναφορές που παίρνει σε κάθε φάση του ταξιδιού επιβεβαιώνουν την ανησυχία της. Στη Φλωρεντία, ο Παύλος κατακρίνει μπροστά στον Λεοπόλδο της Τοσκάνης την επεκτατική
πολιτική της μητέρας του, διακηρύσσει το θαυμασμό του για το βασιλιά της Πρωσίας και ξεστομίζει απειλές ενάντια στους οικείους της αυτοκράτειρας, που είναι όλοι τους πουλημένοι στην Αυλή της Βιέννης: «Μόλις αποκτήσω κάποια δύναμη, θα τους μαστιγώσω, θα τους τσακίσω, θα τους διώξω». Στις Βρυξέλλες, παρουσία του πρίγκιπα ντε Λίνι, διηγείται ιστορίες με φαντάσματα και αναφέρεται στις παραισθήσεις του, τις οποίες δεν μπορεί να θεραπεύσει κανένας γιατρός. Στις Βερσαλλίες, όπου γίνεται δεκτός με μεγαλοπρεπείς τιμές και εκδηλώσεις φιλίας, εξομολογείται στον Λουδοβίκο ΙΣΤ' και στη Μαρία‐Αντουανέτα ότι, στην Αγία Πετρούπολη, τον περιβάλλει «δυσφορία και μαυρίλα», ότι οι ευνοούμενοι της μητέρας του τον καταδιώκουν, ότι η ζωή του είναι μια κόλαση. Και, όταν η βασίλισσα τον ρωτάει αν αληθεύει ότι δεν μπορεί να βασιστεί σε κανέναν, αυτός ξεσπάει: «Θα στενοχωριόμουν ιδιαίτερα αν είχα ένα αφοσιωμένο σκυλάκι, γιατί η μητέρα μου δεν θα δεχόταν να φύγουμε από το Παρίσι αν δεν έβαζε προηγουμένως να το πετάξουν στον Σηκουάνα με μια πέτρα στο λαιμό». Δείπνα σε κλειστό κύκλο, παράσταση στην Όπερα των Βερσαλλιών, γιορτή στο Μικρό Τριανόν, μεγάλος χορός στην Αίθουσα των Κατόπτρων, επιθεώρηση της γαλλικής φρουράς στο Πεδίο του Άρεως, συναυλία στην Μπαγκατέλ, επίσκεψη στην Ακαδημία, δεξίωση στο σπίτι του πρίγκιπα ντε Κοντέ, στο Σαντιγύ. Ο «Κόμης ντυ Νορ» έχει την εντύπωση ότι είναι πιο σημαίνον πρόσωπο στη Γαλλία παρά στη Ρωσία. Κομπάζει, εκρήγνυται, δεν κρατάει πια τη γλώσσα του. Μόλο που ο Γκριμ, με τις αιώνιες κολακείες του, επιβεβαιώνει στην Αικατερίνη ότι ο γιος της και η νύφη της θριάμβευσαν περίτρανα στο Παρίσι, «δίχως να δημιουργήσουν γύρω από το πρόσωπό τους την παραμικρή αμφιβολία ή επιφύλαξη»127, είναι φανερό ότι το πέρασμα αυτού του σκοτεινού, φλύαρου και απαιτητικού ζεύγους προκάλεσε αρκετή αμηχανία στους ηγεμόνες, στους υπουργούς και τους αυλικούς. Ύστερα από την παραμονή του Παύλου στο μεγάλο δουκάτο του Μπαντ, ο υπουργός Εντελσχάιμ θα γράψει, συνοψίζοντας την κοινή γνώμη: «Ο πρίγκιπας διάδοχος συγκεντρώνει στο πρόσωπό του την τρέλα και την υπεροψία, την αδυναμία και τον εγωισμό. Το κεφάλι του μοιάζει φτιαγμένο για να φοράει στέμμα από πηλό». Και ο πρίγκιπας ντε Λίνι: «Το πνεύμα του είναι κίβδηλο, η καρδιά του βρίσκεται δεξιά, η κρίση του είναι προϊόν τύχης. Είναι δύσπιστος, εύθικτος... Παριστάνει τον αμφισβητία, προσποιείται τον κυνηγημένο... Αλίμονο στους φίλους, στους εχθρούς, στους συμμάχους και τους υπηκόους του!... Απεχθάνεται το έθνος του και κάποτε, στην Γκάτσινα, μου είπε πράγματα που δεν μπορώ να τα επαναλάβω». Όταν, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Βιέννη, ο Παύλος πρόκειται να παρακολουθήσει μια παράσταση του Άμλετ, ο ηθοποιός Μπρόκμαν αρνείται να παίξει μπροστά του από φόβο μήπως ο επιφανής θεατής δει στη σύγχυση του πρίγκιπα της Δανίας έναν υπαινιγμό για τη δική του ατυχία. Αυτό που εξοργίζει όμως περισσότερο την Αικατερίνη είναι η πληροφορία πως ο γιος της και η νύφη της είχαν μια συνάντηση, στη Ζυρίχη, με τον Λαβατέρ. Φοβάται την επίδραση που μπορούν να έχουν, σ' έναν υστερικό χαρακτήρα σαν τον δικό του, οι ανεδαφικές θεωρίες του προτεστάντη θεολόγου. Διαπιστώνει με δυσαρέσκεια ότι η μεγάλη δούκισσα ενθαρρύνει τον άνδρα της στον τομέα της μεταφυσικής ονειροπόλησης. Αυτή όμως μισεί τους Ροδόσταυρους, τους Μασόνους, τους Μαρτινιστές και τους άλλους πειρατές του υπερπέραν. Απαγόρευσε, άλλωστε, στον Καλιόστρο να εμφανιστεί στην Αυλή της. Οι Ρώσοι είναι υπέρ το δέον επιρρεπείς στο μυστικιστικό παραλήρημα. Ο μύθος του Ιβάν ΣΤ' και η ανταρσία του Πουγκατσέφ γεννήθηκαν από μια πνευματική απορρύθμιση. Για τη διακυβέρνηση της χώρας τους, τους χρειάζεται ένας νους καθαρός, μεθοδικός, ορθολογιστικός. Ένας Μέγας Πέτρος, μια Αικατερίνη Β'. Όχι ένας Παύλος Α'. Αν ανυπομονούσε τότε να δει το γιο της να φεύγει, ανυπομονεί σήμερα να τον δει να επιστρέφει, από φόβο μήπως επισωρεύσει ηλιθιότητες στο ταξίδι του. Όταν το ζεύγος τελικά επιστρέφει, η αυτοκράτειρα αγανακτεί με τις πάμπολλες αγορές που έκαναν στο εξωτερικό και διατάσσει να στείλουν πίσω τα ηλίθια δείγματα γαλλικής μόδας από τα οποία ξεχειλίζουν οι βαλίτσες τους. Πρόκειται, γράφει ο Χάρις, για «διακόσια κιβώτια
γεμάτα μουσελίνες, πομπόν και άλλα παριζιάνικα είδη ρουχισμού πολυτελείας». Μπροστά σ' αυτή την καταστροφική άρνηση, η περίφημη μοδίστρα δεσποινίς Μπερτέν ωρύεται από οργή. «Υπερασπίστηκε τους φραμπαλάδες της», παρατηρεί ο Γκριμ. Από τις ερωτήσεις που απευθύνει στον μεγάλο δούκα, η Αικατερίνη διαπιστώνει ότι οι κολακευτικές δεξιώσεις που έγιναν προς τιμήν του εξυπηρέτησαν μονάχα την τρέλα και την υπεροψία του. Κρίνει απαραίτητο, περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε, να κρατήσει τους εγγονούς της μακριά από τον πατέρα τους. Δεν πρέπει παρ' όλα αυτά να παραμελεί και τις εγγονές της που, δυστυχώς, έχουν αφεθεί στη φύλαξη των γονιών τους. Για τις νεαρές πριγκίπισσες, χρειάζεται μια εξαίρετη γκουβερνάντα ικανή να αντισταθμίζει με το κύρος και τη γλυκύτητά της την επικίνδυνη επιρροή του οικογενειακού περιβάλλοντος. Κινητοποιημένος από τη Μεγαλειότητά Της, ο Σήβερς επιλέγει τη Σαρλότα ντε Λίβεν, χήρα ενός αντιστρατήγου, που ζει ταπεινά, με τα τέσσερα παιδιά της, σ' ένα προάστιο της Ρίγας. Μόλις πληροφορείται τα σχετικά με την τιμή που την περιμένει, η κυρία ντε Λίβεν δηλώνει αναρμοδιότητα: δεν εννοεί να εγκαταλείψει το ησυχαστήριό της για να αντιμετωπίσει τις ίντριγκες της Αυλής. Ωστόσο, οι διαταγές μιας αυτοκράτειρας δεν επιδέχονται αντίρρηση. Εφόσον δεν επιθυμεί να πάει με τη θέλησή της στην Αγία Πετρούπολη, η κυρία ντε Λίβεν θα οδηγηθεί εκεί δια της βίας. Ριγμένη μέσα σε μια ταξιδιωτική άμαξα, μεταφέρεται υπό συνοδεία στο Χειμερινό Ανάκτορο και παρουσιάζεται μπροστά σ' ένα γραμματέα της Μεγαλειότητάς Της, ο οποίος την υποβάλλει σε μια πρώτη ανάκριση. Εξουθενωμένη, αγανακτισμένη, μιλάει για τα παιδιά της που αναγκάστηκε να τα εγκαταλείψει, για την απέχθειά της προς την πολυτέλεια της δημόσιας ζωής, για την επιθυμία της να ζει ήσυχα και μοναχικά. Μια γυναικεία φωνή τη διακόπτει: «Είστε το πρόσωπο που μου χρειάζεται! Ακολουθήστε με!». Η αυτοκράτειρα, η οποία άκουγε πίσω από ένα παραπέτασμα, την πλησιάζει, την αγκαλιάζει και παίρνει όρκο ότι μονάχα αυτή μπορεί να εκπαιδεύσει ικανοποιητικά τις εγγονές της. Συγκινημένη, η κυρία ντε Λίβεν υποχωρεί. Τα τέσσερα παιδιά της θα έρθουν αργότερα να τη συναντήσουν128. Ενώ η καινούργια γκουβερνάντα προσπαθεί να κερδίσει τη στοργή των μαθητών της, πεθαίνει ο τελευταίος σύμβουλος και το καλύτερο στήριγμα του μεγάλου δούκα Παύλου: ο γέροντας Νικήτας Πανίν. Μετά το θάνατο του τέως υπουργού, ο μεγάλος δούκας έχει την αίσθηση ότι ανοίγεται γύρω του ένα μακάβριο κενό. Δεν ξέρει πια σε ποιο να βασιστεί για να τον ενθαρρύνει στις εκκεντρικότητές του. Μέσα στην οργή του, φτάνει στο σημείο να θεωρεί ότι η γυναίκα του και οι κόρες του ανήκουν στην εχθρική φατρία. Μια άλλη περίπτωση τρέλας ανησυχεί επίσης την Αικατερίνη. Ο αλλοτινός εραστής της Γρηγόρης Ορλώφ που έχασε στη Λωζάννη, στις 16 Ιουνίου 1782, τη νεαρή του σύζυγο, προσπάθησε να ξεχάσει το πένθος του διασχίζοντας την Ευρώπη. Από το Κάρλσμπαντ στο Εμς και από το Εμς στο Βισύ, υποβάλλεται σε λουτροθεραπείες και κούρες ανάπαυσης, δίχως να βελτιώνεται διόλου η κατάστασή του. Η νοσταλγία και οι τύψεις τον κατατρώνε. Όταν εμφανίζεται και πάλι στην Αγία Πετρούπολη, η Αικατερίνη τρομάζει μπροστά στο ζωντανό πτώμα με την αποστεωμένη όψη, τ' άσπρα μαλλιά και τα αγριεμένα μάτια που έχει καταντήσει ο ορμητικός σύντροφος της νιότης της. Θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για το χαμό της γυναίκας του, την οποία δεν μπόρεσε —σύμφωνα με τα λεγόμενά του— ούτε να καταλάβει ούτε ν' αγαπήσει. Αλλά και ένα άλλο φάντασμα τον καταδιώκει τις νύχτες. Με τον σαλεμένο του νου, βλέπει ορισμένες στιγμές, στημένο μπροστά του, το φάσμα του Πέτρου Γ'. Θεωρεί τον εαυτό του δολοφόνο του και ψελλίζει: «Αυτή είναι η τιμωρία μου!». Η Αικατερίνη του προσφέρει κατάλυμα στο παλάτι και τον θέτει υπό ιατρική παρακολούθηση. Πολλές φορές, ο Γρηγόρης ουρλιάζει από τρόμο. Τότε, ειδοποιημένη από κάποιο υπηρέτη, σπεύδει και κάθεται στο προσκέφαλο του αρρώστου μιλώντας του σιγανά, στοργικά, ώσπου να ηρεμήσει. Με την πάροδο του χρόνου, η παράνοια του Γρηγόρη Ορλώφ αποκτά τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζονται να τον μεταφέρουν σ' ένα
απομονωτήριο στη Μόσχα. Πεθαίνει εκεί, τον Απρίλιο του 1783. «Αν και απόλυτα προετοιμασμένη γι' αυτό το θλιβερό γεγονός, σας ομολογώ ότι αισθάνομαι βαθύτατη θλίψη», γράφει η Αικατερίνη στον Γκριμ. «Μάταια μου είπαν —και είπα κι εγώ στον εαυτό μου— όλα όσα λέει κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις: κύματα λυγμών είναι η απάντησή μου, και υποφέρω τρομερά... Το πνεύμα του πρίγκιπα Ορλώφ ήταν ευρύτατο... Δεν ανταποκρίθηκε όμως ικανοποιητικά στα μεγάλα του προσόντα... Αν και προικισμένος από τη φύση, δεν κατέβαλλε την ανάλογη προσπάθεια για να πραγματώνει τα όνειρά του... Υπάρχει μια ιδιαιτερότητα ως προς το θάνατο του πρίγκιπα Ορλώφ: ο κόμης Πανίν πέθανε δεκατέσσερις ή δεκαπέντε μέρες πριν απ' αυτόν, και κανείς από τους δυο δεν πληροφορήθηκε το θάνατο του άλλου. Οι άνδρες αυτοί που μονίμως βρίσκονταν σε αντιγνωμία και δεν αγαπούσε καθόλου ο ένας τον άλλο, θα εκπλαγούν ιδιαίτερα όταν συναντηθούν στον άλλο κόσμο». Για να αντικαταστήσει τους δύο εκλιπόντες, η Αικατερίνη έχει δίπλα της τον νεαρό Αλέξανδρο Λανσκόι, τον αγαπημένο της «Σάσα», τόσο γοητευτικό, έξυπνο, προσηνή∙ και, κάπως πιο μακριά της, στον πολιτικό στίβο, τον ορμητικό και νωχελικό συνάμα Ποτέμκιν. Αυτός έχει βάλει κατά νου να της προσφέρει την Κριμαία. «Η Κριμαία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, κόβει τα σύνορά μας», γράφει στην Αικατερίνη. «Έχουμε να αντιμετωπίσουμε τους Τούρκους στον Μπουγκ ή από την πλευρά του Κουμπάν, αλλά υπάρχει πάντοτε η Κριμαία στο δρόμο μας... Φανταστείτε τώρα ότι η Κριμαία είναι δική σας, ότι αυτή η κρεατοελιά στη μύτη έχει αφαιρεθεί και, ξαφνικά, η θέση μας στα σύνορα αποβαίνει εξαίρετη». Τον Απρίλιο του 1783, ο Ποτέμκιν, με την υποστήριξη των στρατευμάτων του στρατηγού Σαμοΐλωφ, αρχίζει συνομιλίες με τον ευνοϊκά διατεθειμένο προς τους Ρώσους χάνο Σαγκίν‐ Γιρέι. Το πράγμα ρυθμίστηκε έτσι ώστε να εκλεγεί αυτός χάνος στην Κριμαία, όπως είχε ρυθμιστεί άλλοτε να εκλεγεί βασιλιάς στην Πολωνία ο Πονιατόφσκι. Και, όπως ο Πονιατόφσκι δέχτηκε το διαμελισμό της χώρας του, έτσι και ο χάνος Σαγκίν‐Γιρέι, αφού πήρε τη γνώμη των ταταρικών φυλών του Κουμπάν, δέχεται να παραχωρήσει την Κριμαία, η οποία γίνεται επαρχία της ρωσικής αυτοκρατορίας. Η Αικατερίνη παρακολουθεί την υπόθεση από πολύ κοντά, μιας και δεν υπάρχει λόγος να προκληθεί εξαιτίας τούτου του σφετερισμού ένας ευρωπαϊκός πόλεμος. Ο Ιωσήφ Β' υποκλίνεται προ του τετελεσμένου γεγονότος. Η Γαλλία αρκείται σ' ένα διπλωματικό χειρισμό: προσφέρεται να μεσολαβήσει απευθυνόμενη στην Τουρκία, αν η Ρωσία δεσμευτεί να μην εξωθήσει μακρύτερα το πλεονέκτημά της. Η Αικατερίνη αρνείται να δεθεί με μια τέτοια υπόσχεση. «Πήρα τη σταθερή απόφαση», γράφει στον Ποτέμκιν, «να μη βασίζομαι σε κανέναν εκτός από μας τους ίδιους. Όταν το γλυκό θα μπει στο φούρνο, θα ανοίξει όλων η όρεξη. Όσο λιγότερο βασίζομαι στους συμμάχους μου τόσο λιγότερο φοβάμαι και σέβομαι τον γαλλικό κεραυνό — ή μάλλον, τις ξαφνικές εκρήξεις του». Εγκαταλειμμένος απ' όλες τις πλευρές, ο σουλτάνος Αμπντούλ‐Χαμίτ αναγνωρίζει ότι δεν διαθέτει ακόμη επαρκείς ένοπλες δυνάμεις για να εγκαινιάσει τις εχθροπραξίες, και η κατάσταση παραμένει ίδια. Στις 21 Ιουλίου 1783, η τσαρίνα αναγγέλλει μ' ένα μανιφέστο την προσάρτηση της Κριμαίας και συγχαίρει τον Ποτέμκιν για την επιτυχία του. Τώρα, η Ρωσία ελέγχει τη Μαύρη θάλασσα, αφού έχει ήδη εξασφαλίσει τον έλεγχο της Κασπίας. Σ' αυτή τη γη της Κριμαίας, που έχει μόλις ενωθεί με το Στέμμα, ο Ποτέμκιν ζει την πολυτελή ζωή ενός ανατολίτη ηγεμόνα. Αφού χρίσθηκε «πρίγκιπας της Ταυρίδας», ύστερα από επιθυμία της άνασσας, κυριεύεται από μια πραγματική φρενίτιδα οργάνωσης και ανοικοδόμησης των παρθένων εκτάσεων που έχει κάτω από την εξουσία του. Ιδρύει πόλεις στις ερημιές, χαράσσει δρόμους, δημιουργεί πανεπιστήμια, σχεδιάζει πάρκα, φυτεύει αμπέλια, ανοίγει λιμάνια, εγκαινιάζει ναυπηγεία, προσελκύει αποίκους, χρηματοδοτεί την εγκατάστασή τους. Έχει επιτόπου το χαρέμι του, τον «ορνιθώνα» του σύμφωνα με τη δική
του έκφραση, απαρτιζόμενο από τις πέντε όμορφες ανιψιές του το γένος Έγκελχαρντ. Αυτές γίνονται, εναλλάξ, ερωμένες του. Η διαφορά της ηλικίας δεν τον ενοχλεί, μήτε η συγγένεια. Ανεπίσημος σύζυγος της αυτοκράτειρας, νιώθει γι' αυτήν μια ατέρμονα λατρεία, ενώ, παράλληλα, γεύεται καρπούς πιο άγουρους. Τα γράμματα που απευθύνει σε μία από τις ευνοούμενές του, στη μικρή Βαρβάρα, φανερώνουν το πάθος του: «Σ' αγαπώ, ψυχή μου, και πώς! Όπως δεν αγάπησα ποτέ μου... Φιλώ όλα τα σημεία του κορμιού σου...». «Φίλη μου, μικρά αγαπημένα μου χειλάκια, μανούλα μου, θησαυρέ μου...» «Τρυφερή μου μαιτρέσα, με νίκησες κατά τρόπο δυνατό και αιώνιο...» «Έλα, αγάπη μου, έλα γρήγορα, φιλενάδα μου, απαράμιλλο δώρο που μου χάρισε ο ίδιος ο Θεός...» «Η χαρά σου και δική μου χαρά, η χόρτασή σου και δική μου χόρταση. Σε ακολουθώ παντού, ακόμα και σ' αυτή την αιώρα όπου κουνιέσαι γεμάτη χαρά∙ μόνο που νιώθω άσχημα όταν πηγαίνεις πολύ ψηλά». Άραγε η Αικατερίνη έλαβε ποτέ από τον εραστή της μηνύματα τόσο λάγνα; Πάντως, γεγονός είναι πως δεν ζηλεύει. Πώς θα 'ταν δυνατόν, αφού εκείνη την εποχή —στα πενήντα τέσσερά της χρόνια— ζει τον τέλειο έρωτα με τον εικοσιπεντάχρονο Σάσα Λανσκόι; Τη συγκεκριμένη χρονιά, το 1783, ο Λανσκόι της προσφέρει όλες τις ικανοποιήσεις που θα μπορούσε να ελπίζει. Οι προσπάθειες των ξένων ηγεμόνων —του Ιωσήφ Β', του πρίγκιπα της Πρωσίας, ή του Γουσταύου Γ' της Σουηδίας— να τον προσελκύσουν τον αφήνουν ασυγκίνητο. Αφοσιωμένος στην Αικατερίνη, έχει μοναδικό του στόχο την ευτυχία της ερωμένης του και το μεγαλείο της χώρας τους. Ο ήπιος χαρακτήρας του του έχει εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του ζεύγους των μεγάλων δουκών. Η Αυλή εκπλήσσεται διαπιστώνοντας ότι μένει μακριά από τις ίντριγκες. Άπληστος για την πνευματική του καλλιέργεια, χρησιμοποιεί όλους τους πόρους του για εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης του. Παθιάζεται, μαζί με την τσαρίνα, για την ιστορία της Ρωσίας. Σκύβουν και οι δύο, πλάι πλάι, στα παλιά αρχεία των μοναστηριών. Από το 1772, η Αικατερίνη χρησιμοποιεί γυαλιά για να διαβάζει. Δεν διστάζει να τα φοράει μπροστά στον ευνοούμενό της. Η οικειότητά τους είναι τόσο μεγάλη που αποκλείει την κοκεταρία. Ίσως μάλιστα και η ανταλλαγή ιδεών να αποτελεί την κυριότερή τους ηδονή. Τούτη η συνεργασία επιβεβαιώνεται περίτρανα όταν προκύπτει θέμα αναβίωσης της Ρωσικής Ακαδημίας, η οποία έχει πέσει σε λήθαργο υπό τη διεύθυνση του Ντομάτσνεφ. Ο Λανσκόι προτείνει την αντικατάσταση τούτου του πολυέξοδου και ανοργάνωτου ανθρωπάκου με τη γεμάτη ζωντάνια πριγκίπισσα Ντάσκωφ. Αυτή έχει μόλις γυρίσει στη Ρωσία και φέρεται ως θύμα της αυτοκρατορικής αχαριστίας, επειδή η Μεγαλειότητά Της δεν καταδέχτηκε —σύμφωνα με τα λεγόμενά της— να αναγνωρίσει τις υπηρεσίες που της προσέφερε στη διάρκεια του πραξικοπήματος του 1762. Εξαίρετη ευκαιρία να βάλουν μια λιχουδιά μέσα σ' αυτά τα άπληστα σαγόνια. Κι ύστερα, τι μάθημα για τα φωτισμένα πνεύματα της Ευρώπης το γεγονός ότι μια γυναίκα τοποθετείται επικεφαλής της Ρωσικής Ακαδημίας! Η Αικατερίνη επιδοκιμάζει το σχέδιο. Ωστόσο, η πριγκίπισσα Ντάσκωφ αρνείται κατηγορηματικά. «Διορίστε με καλύτερα διευθύντρια στις πλύστρες σας!» απαντάει στην άνασσα, κατά τη διάρκεια ενός χορού της Αυλής. Δίχως άλλο, ελπίζει σε μια θέση πιο σημαντική. Επιστρέφοντας στο σπίτι της, πριν καν βγάλει το επίσημο φόρεμά της, γράφει μια μακροσκελή επιστολή στην αυτοκράτειρα δικαιολογώντας την άρνησή της: Φοβάται, λέει, μήπως δεν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Στις εφτά το πρωί, στέλνει το γράμμα στο παλάτι και, ύστερα από μία ώρα, δέχεται ως απάντηση μερικές ευγενικές γραμμές όπου δεν γίνεται πουθενά λόγος για την άρνησή της. «Σηκώνεστε νωρίτερα από μένα, ωραία μου κυρία», της γράφει η Αικατερίνη, «και παρ' όλα αυτά μου στείλατε ένα σημείωμα για το μεσημεριανό μου γεύμα... Κατ' αρχάς, εφόσον δεν απορρίπτετε εντελώς την πρότασή μου (;), σας συγχωρώ... Να είστε βεβαία ότι, σε οποιαδήποτε ευκαιρία, θα θεωρώ χαρά μου να σας φαίνομαι χρήσιμη με λόγια και με έργα». Και το ίδιο βράδυ ένα ουκάζιο διαβιβάζεται στη Γερουσία, δια του οποίου η πριγκίπισσα Ντάσκωφ τοποθετείται στη θέση της Διευθύντριας της Ακαδημίας. Εκείνη αφρίζει από θυμό, είναι όμως
υπερβολικά αργά για να κάνει πίσω. Ύστερα από λίγες μέρες, έξαλλη αλλά ταυτόχρονα φορτωμένη τιμές, μπαίνει κρατώντας από το μπράτσο τον ογδοντάχρονο Όυλερ, για να προεδρεύσει στην εναρκτήρια συνεδρία του ιδρύματος. Άλλωστε, πολύ γρήγορα, οι ασχολίες της αρχίζουν να της αρέσουν. Εμπνεόμενη από το παράδειγμα της Γαλλικής Ακαδημίας, επιβάλλει στη Ρωσική Ακαδημία την επεξεργασία του πρώτου λεξικού της εθνικής γλώσσας και τον καθορισμό των κανόνων της ορθογραφίας, της γραμματικής και της προσωδίας. Για την ταξινόμηση των λέξεων, οι νέοι λεξικογράφοι υιοθετούν την ετυμολογική και όχι την αλφαβητική σειρά. Το αποτέλεσμα απογοητεύει την Αικατερίνη. «Το έργο είναι... ξερό και ισχνό», γράφει στην πριγκίπισσα Ντάσκωφ. «Έτσι όπως είναι τώρα, δεν μπορώ να δω σ' αυτό παρά μια απλή συγκέντρωση λέξεων που δεν είναι πολιτογραφημένες, μήτε η χρήση τους είναι γενικευμένη. Εγώ τουλάχιστον, σας βεβαιώνω ότι δεν καταλαβαίνω ούτε τις μισές... Η Γαλλική Ακαδημία έχει λαμπικάρει την εθνική γλώσσα αφαιρώντας όλους τους βαρβαρισμούς». Αν και αποθαρρημένη από την έλλειψη κατανόησης της Μεγαλειοτάτης, η πριγκίπισσα Ντάσκωφ συνεχίζει το έργο της. Έχει βαλθεί να καθαρίσει τη γλώσσα και το χώρο με ζήλο νοικοκυράς. Αναδιοργανώνοντας το μουσείο Καλών Τεχνών, ανακαλύπτει κατάπληκτη δύο μπουκάλια που περιέχουν, μέσα σε σπίρτο, δύο κεφάλια τα οποία κόπηκαν παλιά, ύστερα από διαταγή του Μεγάλου Πέτρου: το κεφάλι της Μαρίας Χάμιλτον, ερωμένης του τσάρου, ένοχης για απιστία, και το κεφάλι του Ουίλιαμ Μονς, εραστή της τσαρίνας129. Τούτα τα μακάβρια κατάλοιπα πόζαραν στην αίθουσα από το 1724, προσελκύοντας την περιέργεια του κοινού. Η πριγκίπισσα Ντάσκωφ αναλαμβάνει να τα εξαφανίσει. Ασχολείται επίσης και με την εκτύπωση, στο τυπογραφείο της Ακαδημίας, των ιστορικών κειμένων της Αικατερίνης και ζητάει τη συνεργασία της για την εφημερίδα που έχει μόλις ιδρύσει: τον Διαλεγόμενο των φίλων της ρωσικής γλώσσας. Ενθουσιασμένη, η αυτοκράτειρα γράφει ανωνύμως μια σειρά από μικρά άρθρα, γεμάτα κέφι, πορτραίτα‐καρικατούρες των οικείων της, αστείες αναμνήσεις, ανώδυνες διακωμωδήσεις διακοπτόμενες από παρενθέσεις και υποσημειώσεις. Ο Λανσκόι διορθώνει τα ορθογραφικά λάθη της Μεγαλειοτάτης. Ωστόσο το στυλ, ειρωνικό και οξύ, είναι αποκλειστικά δικό της. «Πρέπει να λάβετε γνώση», διαμηνύει στον Γκριμ, «ότι εδώ και τέσσερις μήνες εκδίδεται στην Αγία Πετρούπολη μια ρωσική εφημερίδα που συχνά οι υποσημειώσεις και οι παρατηρήσεις της σε κάνουν να πεθαίνεις στα γέλια. Κατά κανόνα, αυτή η εφημερίδα είναι ένα συνονθύλευμα πραγμάτων άκρως διασκεδαστικών». Συνθέτει επίσης, πάντοτε ανωνύμως, και θεατρικά έργα που ανεβαίνουν στη σκηνή του Ερμιτάζ. «Με ρωτάτε», προσθέτει στο γράμμα της προς τον Γκριμ, «γιατί δημιουργώ τόσες κωμωδίες... Primo, επειδή με διασκεδάζει∙ secundo, επειδή θα ήθελα να δω ανανεωμένο το εθνικό μας θέατρο, το οποίο, ελλείψει κανούργιων έργων, έχει κάπως παραμεληθεί∙ και tertio, επειδή καλό είναι να στηλιτεύεις κάπου κάπου τους οραματιστές που αρχίζουν να σηκώνουν μύτη. Ο Εξαπατών και ο Εξαπατώμενος σημείωσαν καταπληκτική επιτυχία... Το πιο διασκεδαστικό είναι ότι, στην πρεμιέρα, ρώτησαν το όνομα του συγγραφέα, ο οποίος... τήρησε απόλυτο ινκόγκνιτο». Σ' αυτό της το έργο, η Αικατερίνη παρουσίασε ένα είδος Καλιόστρο, περιστοιχισμένου από τους ηλίθιους θαυμαστές του. Άλλωστε, τα περισσότερα από τα έργα της είναι φιλοσοφικές σάτιρες, ανεπιτυχείς και χωρίς πρωτοτυπία. Είναι επίσης πιθανόν να πήρε κρυφά βοήθεια από κάποιον ευνοούμενο κειμενογράφο. Η γενική τάση τούτων των μικρής εμβέλειας έργων αποκαλύπτει ένα κράμα πνεύματος Βολταίρου και ρωσικής παράδοσης. Στον Γκριμ, που της απευθύνει, σχετικά, δειλές κριτικές, απαντάει χαρούμενα: «Για δες λοιπόν που αυτά τα θεατρικά έργα εξευτελίζονται! Ε, όχι δα! Εγώ υποστηρίζω ότι είναι καλά από τη στιγμή που δεν υπάρχουν καλύτερα και ότι, αφού ο κόσμος έτρεξε και γέλασε και είχαν ως αποτέλεσμα να αναχαιτίσουν τον δογματικό αναβρασμό, επιτέλεσαν, παρά τα ψεγάδια τους, τον προορισμό τους. Ας γράψει καλύτερα όποιος μπορέσει και, όταν αυτός βρεθεί, θα πάψουμε να γράφουμε οι υπόλοιποι και θα διασκεδάζουμε με τα δικά του έργα». Δοκιμάζει μάλιστα τις δυνάμεις της και στην ποίηση, στα ρωσικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά, αλλά ομολογεί την αδυναμία της σ' αυτό το είδος. «Έγραψα
κακούς στίχους επί τέσσερις ημέρες, αλλά χρειάζεται να έχει κανείς μπροστά του πολύ χρόνο, ενώ εγώ άρχισα πολύ αργά». Απ' όλα τα φιλολογικά είδη, προτιμάει οπωσδήποτε την κωμωδία. Της αρέσει να γελάει. Αλλά με υγιή τρόπο. Δίχως υστεροβουλία. Έτσι, θα σοκαριστεί με τους Γάμους του Φίγκαρο. «Όσον αφορά την κωμωδία, αν ασχοληθώ ποτέ μ' αυτήν», θα γράψει στον Γκριμ, «δεν θα έχω ως πρότυπο τους Γάμους του Φίγκαρο επειδή... ποτέ δεν βρέθηκα με τόσο κακή συντροφιά όσο μ' αυτούς τους περίφημους γάμους. Προφανώς για να μιμηθούν τους Αρχαίους, επανέφεραν στο θέατρο αυτό το λογοτεχνικό είδος θεωρώντας ότι το είχαν απαλλάξει από τα άσχημα στοιχεία τους. Οι εκφράσεις του Μολιέρου ήταν ελεύθερες και προέρχονταν από μια φυσική και πηγαία ευθυμία∙ ωστόσο, η σκέψη του δεν ήταν ποτέ διεστραμμένη ενώ, σ' αυτό το τόσο γνωστό έργο, που άλλωστε κρατάει τρεισήμισι ώρες, τα συνεχή υπονοούμενα δεν αξίζουν τίποτα. Εκτός απ' αυτό, πρόκειται για μια πλοκή γεμάτη ίντριγκες όπου όλα έχουν επιτευχθεί με συνεχείς διεργασίες και δεν υπάρχει ίχνος φυσικότητας. Δεν γέλασα ούτε μια φορά διαβάζοντάς το»130. Στην πραγματικότητα, αυτό που καταλογίζει στους Γάμους τον Φίγκαρο —αν και δεν το λέει— δεν είναι οι ανατρεπτικές ιδέες του συγγραφέα οι οποίες υποφώσκουν πίσω από τον οξύ ήχο των λέξεων. Αλλά το γεγονός ότι μαντεύει στον Μπωμαρσαί έναν από κείνους τους δημεγέρτες που μισεί. Άλλωστε, το γαλλικό θέατρο, που τόσο την είχε διασκεδάσει κάποτε, την κάνει τώρα να πλήττει. «Τα περισσότερα απ' αυτά τα γαλλικά έργα», εξομολογείται ακόμη στον Γκριμ, «μου φέρνουν νύστα, επειδή είναι κρύα σαν τον πάγο και εξαιρετικά επιτηδευμένα. Δεν υπάρχει νεύρο ούτε αλάτι σε όλα αυτά∙ δεν ξέρω, αλλά μου φαίνεται ότι το νεύρο, μαζί με την έντονη αγάπη για το ωραίο και το μεγάλο, εγκαταλείπει όλο και περισσότερο τούτο τον κόσμο. Ω Βολταίρε, μονάχα εσείς γνωρίζατε ν' ανάβετε τις σπίθες που απέμεναν μέσα στη στάχτη!» Εκείνη θα ξανάγραφε ευχαρίστως —αλλά δεν έχει χρόνο γι' αυτό!— όλα τούτα τα γαλλικά έργα που την απογοητεύουν. Μόλο που δεν της αρέσει να «κοιμάται» σε μια κωμωδία, δεν της αρέσει ούτε και να κλαίει σε μια τραγωδία. Συχνά, θα αρκούσαν μερικές παραλλαγμένες φράσεις για να περισωθεί ένα έργο. Η Αικατερίνη δεν θαμπώνεται από το σεβασμό της θέλησης του συγγραφέα. Ακόμα και όταν πρόκειται για τον μεγάλο της Βολταίρο. Είναι τόσο αντίθετη προς τη μακάβρια λύση του Ταγκρέδου που δίνει εντολή να την αλλάξουν για τη σκηνή του Ερμιτάζ. Δεν θα υπάρξει «σκοτωμός». Στο τέλος του θεάματος, ο Ταγκρέδος, ο οποίος έχει σώσει την Αμεναΐδα, δεν πεθαίνει μπροστά της, αλλά την παντρεύεται. Δεν είναι καλύτερα έτσι; Άλλωστε, εκείνη περίπου την εποχή, η Αικατερίνη αρχίζει να αποκόπτεται από τη γαλλική φιλολογία. Εκτός από τον Βολταίρο, που τη «γέννησε», τον Κορνέιγ, που της «εξύψωνε πάντοτε την ψυχή», και τον ανεπανάληπτο Μολιέρο, οι Γάλλοι συγγραφείς δεν αξίζουν καν τον κόπο να ξεφυλλίσεις τα βιβλία τους. Τώρα, η σωτηρία ξεπροβάλλει περίλαμπρη από την πλευρά της γερμανικής φιλολογίας. Με τον συνηθισμένο της ενθουσιασμό, η Αικατερίνη σκέφτεται να εγκαταλείψει οριστικά τους Γάλλους συγγραφείς και να καταρτίσει μια βιβλιοθήκη αποκλειστικά γερμανική. Ωστόσο, όλως περιέργως, αγνοεί τον Λέσινγκ, τον Σίλερ και τον Γκαίτε, τους επιφανείς συγχρόνους της, και παθιάζεται με δευτερεύοντες Γερμανούς συγγραφείς. «Αυτή η γερμανική λογοτεχνία», θα γράψει, «αφήνει πίσω της όλο τον υπόλοιπο κόσμο και προχωρεί με βήματα γίγαντα»131. Όσο για τη γερμανική μουσική, την αγνοεί πλήρως. Όπως άλλωστε και κάθε άλλη μουσική. Για να φανεί όμως ευχάριστη στον χαριτωμένο της Σάσα Λανσκόι, που φέρεται ως φιλόμουσος, προσλαμβάνει τον περίφημο διευθυντή ορχήστρας Σάρτι και οργανώνει συναυλίες στο Ερμιτάζ. Δυστυχώς, δεν αντέχει να μένει καθιστή περισσότερο από μία ώρα κάτω από τον διαβολικό καταιγισμό μιας συνέχειας από νότες. Η ανταμοιβή της είναι να παρακολουθεί κατόπιν τον Σάσα Λανσκόι να της εξηγεί, με τη βαριά φωνή του, το πνεύμα και την αρχιτεκτονική του κομματιού που άκουσαν μαζί. Οτιδήποτε προέρχεται απ' αυτόν
την ενθουσιάζει και την τονώνει. Σ' αυτόν αναθέτει την εκλογή ενός παιδαγωγού για τους μεγάλους δούκες Αλέξανδρο και Κωνσταντίνο. Ο Σάσα συνιστά ενθέρμως τον Καίσαρα‐ Φρειδερίκο Λαάρπ, έναν άγριο Ελβετό ρεπουμπλικάνο είκοσι εννέα χρόνων. Εξουθενωμένος από τις έριδες της κυβέρνησης της Βέρνης, ο Λαάρπ, που γεννήθηκε στη Ρολ, στις όχθες της λίμνης της Γενεύης, αποφασίζει να φύγει για την Αμερική προκειμένου να συμμετάσχει στην ίδρυση μιας ιδανικής κοινωνίας, αντίθετης προς τους καταναγκασμούς. Ο συμμαθητής του Ριμπωπιέρ, αντεπιστέλλον μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας, του προτείνει, αντί να αλλάζει τόπους εξορίας, να εγκατασταθεί στη Ρωσία. Πραγματικά, εκείνη την εποχή, ο ευνοούμενος της αυτοκράτειρας αναζητεί ένα μέντορα, όχι για τους μεγάλους δούκες, αλλά για τους δύο νεότερους αδελφούς του, τους κόμητες Λανσκόι, άτακτα αγόρια που ταξιδεύουν ανά την Ευρώπη και που καλό θα ήταν να τα ξαναφέρει στην Αγία Πετρούπολη. Αφού διστάσει για αρκετό καιρό, ο Λαάρπ αποδέχεται τελικά αυτή του την αποστολή. Ενώ όμως βρίσκεται στην Ιταλία με τους δύο λεβέντες, αποθαρρύνεται μπροστά στην αναίδεια, στην οίηση και τη βλακεία τους. Ενοχλημένος αλλά και ταυτόχρονα διασκεδάζοντας την κατάσταση, γράφει στον Ριμπωπιέρ για να του διηγηθεί την περιπέτειά του με τόσο χιούμορ και ορθολογισμό που αυτός, γοητευμένος, δείχνει το γράμμα στον Σάσα Λανσκόι, ο οποίος το υποβάλλει με τη σειρά του στην Αικατερίνη. Από εκείνη τη στιγμή, ο ευνοούμενος έχει κατά νου ένα σχέδιο: σ' έναν άνδρα με το χαρακτήρα του Λαάρπ αξίζουν άλλου είδους μαθητές από τους δύο αλήτες που του ανατέθηκε να επαναφέρει στους κόλπους της οικογένειας. Πρέπει να του εμπιστευτούν τους μεγάλους δούκες. Η Αικατερίνη είναι σύμφωνη. Λάτρης των φιλοσόφων, πώς θα αντιστεκόταν στον πειρασμό ν' αναθέσει τους εγγονούς της σ' αυτόν τον διαπρύσιο κήρυκα της δικαιοσύνης και της ελευθερίας; Ρεπουμπλικάνος παιδαγωγός των δύο μελλοντικών αυτοκρατόρων, ο Λαάρπ —σκέφτεται εκείνη— θα τους εμφυσήσει το σεβασμό προς την ανθρώπινη προσωπικότητα δίχως να αμφισβητεί τη νομιμότητα της εξουσίας τους. Στη Ρώμη, ο Λαάρπ παίρνει το επίσημο γράμμα με το οποίο καλείται, αυτός, ο πολέμιος κάθε δεσποτισμού, να εκπαιδεύσει δύο πρίγκιπες προορισμένους να βασιλεύσουν δεσποτικά σε εκατομμύρια υπηκόων. Σ' αυτό το γράμμα, αναφέρεται ότι πρέπει να βάλει τα δυνατά του για να κάνει «ανθρώπους» τούτους τους δύο αυριανούς δυνάστες. Ενθουσιασμένος, φαντάζεται ήδη τον εαυτό του να πλάθει σαν το κερί μονάρχες φιλελεύθερους, λυτρώνοντας έτσι τη Ρωσία από το ζυγό της απολυταρχίας. Όταν ο Λαάρπ φτάνει στην Αγία Πετρούπολη, του επιφυλάσσεται πολύ εγκάρδια υποδοχή από την Αικατερίνη, η οποία και του δίνει μια «Οδηγία», είδος εκπαιδευτικού προγράμματος που έχει καταρτίσει με τη βοήθεια του Σάσα Λανσκόι. Ο καινούργιος παιδαγωγός ενθουσιάζεται διαβάζοντας αυτό το ντοκουμέντο και το θεωρεί άξιο να καταλάβει τιμητική θέση στην ιστορία της παιδαγωγικής: «Τα παιδιά οφείλουν ν' αγαπούν τα ζώα και τα φυτά και να μαθαίνουν να τα φροντίζουν... Το ψέμα, το οποίο θεωρείται ρητώς απαγορευμένο, πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη μεγαλύτερη αυστηρότητα... Σκοπός της εκπαίδευσης είναι να εμπνέει αγάπη για τον πλησίον... Το πνεύμα των μαθητών καλό θα ήταν να προετοιμάζεται έτσι ώστε να μπορούν να ακούσουν ψύχραιμα ακόμα και την πιο πεισματική αντίφαση... Οι γνώσεις που επιβάλλεται να αποκτούν θα εξυπηρετούν μονάχα την καλή κατανόηση του επαγγέλματος των πριγκίπων... Να τους εμφυσηθούν χρηστά ήθη και αρετές, αποτελεί το κεφαλαιώδες σημείο∙ μόλις αυτά ριζώσουν στην ψυχή των παιδιών, τα υπόλοιπα θα έρθουν με το χρόνο, από μόνα τους». Είναι γεγονός ότι αυτές οι αξιοθαύμαστες αρχές δύσκολα μπορούν να μπουν σε εφαρμογή αμέσως, δεδομένου ότι οι δύο μεγάλοι δούκες είναι ηλικίας αντιστοίχως έξι και τεσσάρων χρόνων. Περιμένοντας ώσπου να καταστούν σε θέση οι Υψηλότητές Τους να απολαύσουν τη δημοκρατική διδασκαλία του, ο Λαάρπ καλείται να τους μάθει μερικές λέξεις στα γαλλικά και να τους πηγαίνει περίπατο. Διαψευσμένος ως προς τις φιλοδοξίες του,
πεισματώνει και αποφασίζει, αψηφώντας το πρωτόκολλο, να απευθυνθεί γραπτώς προς το Συμβούλιο Εκπαίδευσης των νεαρών πριγκίπων. Στο γράμμα του, εκθέτει το προσωπικό του πρόγραμμα και ρωτάει αν τον κάλεσαν στην Αγία Πετρούπολη ως εκπαιδευτή ή ως προγυμναστή γαλλικών και γκουβερνάντα. Αντί να αισθανθεί προσβεβλημένη, η Αικατερίνη γοητεύεται απ' αυτή την άμεση γλώσσα. Επιτέλους, νά κάποιος που ξέρει τι θέλει, που περιφρονεί την εύνοια της Αυλής και θέτει τους όρους του δίχως να εντυπωσιάζεται από το μεγαλείο του αυτοκρατορικού συστήματος! Ή τον αποδέχονται έτσι όπως είναι ή τα μαζεύει και γυρίζει πίσω στην Ελβετία. Για τίποτα στον κόσμο η Αικατερίνη δεν θα δεχόταν να αποχωριστεί αυτόν τον μεγαλοφυή κοκορόμυαλο που έχει την οξύτητα ενός σιδερένιου πελεκιού. Στο περιθώριο του προγράμματος του Λαάρπ, γράφει με το χέρι της την εξής κρίση: «Αυτός που συνέταξε τούτο το κείμενο είναι πράγματι ικανός να διδάξει κάτι περισσότερο από γαλλικά». Στην αρχή του καλοκαιριού του 1784, η Αικατερίνη κατοικεί στο Τσάρσκογε Σέλο. Ο Σάσα Λανσκόι, ο Αλέξανδρος και ο Κωνσταντίνος, που βρίσκονται πλάι της, αντιπροσωπεύουν τις τρεις κορυφές ενός μαγικού τριγώνου από το οποίο εξαρτάται η ευτυχία της. Στηριγμένη στο μπράτσο του εραστή της, η φλογερή γιαγιά κοιτάζει με συγκίνηση τα εγγονάκια της που παίζουν σε μια πρασιά. Ο καιρός είναι ωραίος, τα φυλλώματα του πάρκου λάμπουν φρέσκα και δροσερά, τα πρώτα τριαντάφυλλα ανθίζουν στους θάμνους, τα συντριβάνια μουρμουρίζουν αστείρευτα, τα εγγλέζικα πόνυ των μεγάλων δουκών τρέχουν στο λιβάδι. Αναμένεται να επιστρέψει από το Νότο όπου έκανε θαύματα ο Ποτέμκιν, η Ρωσία είναι ισχυρή, ο αέρας καθαρός, η Αικατερίνη έχει την αίσθηση —παρά τα πενήντα πέντε χρόνια της και το πάχος της— ότι έχει στα πόδια της φτερά και στην καρδιά της τον ήλιο. Και ξαφνικά, το πλήγμα, το κατρακύλισμα, το σκοτάδι. Το βράδυ της 19ης Ιουνίου, ο Σάσα Λανσκόι αναγκάζεται να πέσει στο κρεβάτι, τρέμοντας από τον πυρετό, με το λαιμό φλογισμένο και σφιγμένο —θαρρείς— μέσα σε μια τανάλια. Από ώρα σε ώρα, αναπνέει με ολοένα και περισσότερη δυσκολία. Σε λίγο, δεν μπορεί πια να μιλήσει. Οι γιατροί που καλούνται στο προσκέφαλό του κάνουν τη διάγνωση: διφθερίτιδα. Ικετεύουν την Αυτής Μεγαλειότητα να απομακρυνθεί για να μην κολλήσει. Εκείνη εγκαθίσταται επί μονίμου βάσεως στο δωμάτιο του ανθρώπου που αποκαλεί «παιδί της». Δίχως ν' αλλάζει ρούχα, με ελάχιστες ώρες ύπνου, χωρίς να τρώει, γίνεται μητέρα για να νοσηλεύσει τούτο το νεαρό κορμί που χαροπαλεύει. Στις 24 Ιουνίου, ο περίφημος γιατρός Βικάρ, ο οποίος καλείται επειγόντως, φτάνει στο Τσάρσκογε Σέλο, εξετάζει τον άρρωστο και δηλώνει ότι είναι καταδικασμένος. Η αυτοκράτειρα αρνείται να το πιστέψει: «Μα δεν ξέρετε τη γερή του κράση!». Αναπολεί τις νύχτες τους. Ο δόκτωρ Βικάρ, στα Απομνημονεύματά του, αφήνει να εννοηθεί ότι αυτή η «γερή κράση» του Σάσα Λανσκόι ήταν το αποτέλεσμα της κανθαρίδος που έπαιρνε σε υψηλές δόσεις πριν από την ερωτική πράξη132. Αυτή ακριβώς η συνήθεια κατέστρεψε την υγεία του. Άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Μασόν, ισχυρίζονται ότι δηλητηριάστηκε, ύστερα από διαταγή του Ποτέμκιν, ο οποίος ζήλευε την έλξη που ασκούσε στην αυτοκράτειρα. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, στις 25 Ιουνίου, σε ηλικία είκοσι έξι χρόνων, ο Αλέξανδρος Λανσκόι, ο ωραίος, ο αναντικατάστατος Σάσα, αφήνει την τελευταία του πνοή στην αγκαλιά της Αικατερίνης. Η ταφή γίνεται στο πάρκο του Τσάρσκογε Σέλο. Μετά την κηδεία, η Αικατερίνη, τσακισμένη από τον πόνο, πέφτει στο κρεβάτι. Οι γιατροί φοβούνται εγκεφαλική συμφόρηση. Επί μία εβδομάδα, δεν έχει όρεξη για οποιαδήποτε δραστηριότητα. Στις 2 Ιουλίου, σηκώνεται επιτέλους και βρίσκει πάνω στο γραφείο της ένα γράμμα προς τον Γκριμ που έχει μείνει ατελείωτο. Ξαναπιάνει την πένα και συνεχίζει περίλυπη: «Όταν άρχισα τούτο το γράμμα, ήμουνα ευτυχισμένη και χαρούμενη, και οι σκέψεις μου έφευγαν τόσο γρήγορα που δεν ήξερα τι γίνονταν. Τώρα πια δεν ισχύει το ίδιο: είμαι βυθισμένη στον βαθύτερο πόνο και η ευτυχία μου δεν υπάρχει πια. Σκέφτηκα κι εγώ η ίδια
να βάλω τέλος στη ζωή μου μετά την ανεπανόρθωτη απώλεια, πριν από οχτώ ημέρες, του καλύτερού μου φίλου. Έτρεφα την ελπίδα πως θα ήταν το στήριγμα των γηρατειών μου. Προσαρμοζόταν, επωφελούνταν, είχε ενστερνιστεί όλες μου τις προτιμήσεις. Ανέτρεφα ένα νέο άνδρα, που ήταν ευγνώμων, γλυκός, έντιμος, που συμμεριζόταν τις λύπες μου και χαιρόταν με τις χαρές μου. Με μια λέξη, βρίσκομαι στη θλιβερή θέση να σας αναγγείλω αναλυόμενη σε λυγμούς ότι ο στρατηγός Λανσκόι δεν υπάρχει πια... Το δωμάτιό μου, τόσο ευχάριστο άλλοτε, έγινε ένας άδειος χώρος, όπου μετά βίας σέρνομαι σαν σκιά... Δεν μπορώ ν' αντικρίσω άνθρωπο δίχως να ξεσπάσω σε αναφιλητά που μου κόβουν τη λαλιά. Έχω χάσει τον ύπνο μου, δεν μπορώ να φάω. Το διάβασμα με κάνει να πλήττω και το γράψιμο είναι υπεράνω των δυνάμεών μου. Δεν ξέρω τι θα απογίνω∙ ξέρω όμως ότι ποτέ δεν ήμουνα τόσο δυστυχισμένη στη ζωή μου όσο τώρα που με εγκατέλειψε έτσι ο καλύτερος και πιο αγαπημένος μου φίλος. Άνοιξα το συρτάρι μου και βρήκα τούτη την αρχινισμένη σελίδα, χάραξα αυτές τις γραμμές, δεν μπορώ να συνεχίσω...». Για μερικές μέρες, δηλώνει ότι δεν είναι σε θέση να ασχοληθεί με τις υποθέσεις της πολιτικής. «Μετά το θάνατο του κυρίου Λανσκόι, δεν είδε κανέναν από τους υπουργούς της και κανένα από τα άτομα του κύκλου της», γράφει ο πρεσβευτής της Αγγλίας Φιτζ‐ Χέρμπερτ. Τελικά όμως, επιβάλλεται στον εαυτό της και επανέρχεται με ζήλο στα καθήκοντά της. Ο Ποτέμκιν βρίσκεται δίπλα της. «Ουρλιάζει» από στενοχώρια μαζί με την Αυτής Μεγαλειότητα. Στην πραγματικότητα όμως, δεν πρέπει να είναι ιδιαίτερα δυσαρεστημένος απ' αυτόν το χαμό, που τον απαλλάσσει από έναν αντίζηλο υπέρ το δέον χαρισματικό κατά την προσωπική του εκτίμηση. Η Αικατερίνη είναι ευτυχής νιώθοντας πλάι της το στιβαρό παράστημα του αλλοτινού εραστή της, του παράνομου συζύγου της. Τη βοηθάει να ξεπεράσει τη δυσκολία. «Μη νομίζετε ότι, παρά τη φρικτή τούτη κατάσταση, παραμέλησα έστω και το ελάχιστο από τα πράγματα που απαιτούν την προσοχή μου», γράφει στον Γκριμ ύστερα από δύο μήνες. «Στις χειρότερες στιγμές, μου ζητούσαν εντολές για όλα τα θέματα, και τις έδινα σωστά, με ορθότητα και ευφυΐα... Έγινα ένα πλάσμα εξαιρετικά θλιμμένο που μιλάει πια μονάχα με μονοσύλλαβα... Όλα με στενοχωρούν και ποτέ δεν μου άρεσε να προκαλώ οίκτο». Στον ιδιωτικό κήπο του Τσάρσκογε Σέλο, διατάσσει να στηθεί μια τεφροδόχος υδρία, με την εξής εγχάρακτη επιγραφή στα γαλλικά: «Στον πιο αγαπητό μου φίλο». Αργότερα, θα χτίσει μια εκκλησία όπου θα μπορούν να ενταφιάζονται όλα τα μέλη της οικογενείας Λανσκόι. Ουσιαστικά όμως, θα ενταφιαστεί εκεί μονάχα ο ευνοούμενος της αυτοκράτειρας. Κανένας από τους συγγενείς του δεν θα δεχτεί την προσφορά να συναντηθεί μαζί του κάποια μέρα. Για όλους τους δικούς του, ατιμάστηκε όντας εραστής της τσαρίνας. Είναι η μοναδική φορά που μια ρωσική οικογένεια θα θεωρήσει όνειδος την «εύνοια» της Αικατερίνης προς έναν από τους εκπροσώπους της. Ο αδελφός του εκλιπόντος Ζακ Λανσκόι, ο οποίος έχτισε μια εκκλησία στα δικά του κτήματα, θα βάλει να φιλοτεχνήσουν εκεί εικονίσματα αγίων που τα πρόσωπά τους θα έχουν τα χαρακτηριστικά των διαφόρων μελών της οικογενείας του ενώ, σ' έναν πίνακα που θα παριστάνει την κόλαση, θα απεικονίζεται το ομοίωμα του ωραίου Σάσα ανάμεσα στις αιώνιες φλόγες. Αγνοώντας την έχθρα της φατρίας Λανσκόι, η Αικατερίνη γράφει την επομένη του θανάτου ένα γράμμα γεμάτο τρυφερότητα προς τη μητέρα του χαμένου της φίλου. Οι μήνες περνούν και «η καρδιά της ματώνει όπως την πρώτη στιγμή». Για ν' αντιδράσει στη μελαγχολία της, βυθίζεται, περιβαλλόμενη από λεξικά, στη σπουδή της συγκριτικής γλωσσολογίας. Τα φινλανδικά, η γλώσσα των Τσερεμίσων, τα τουρκικά, τα αβησσυνιακά, όλα συμπεριλαμβάνονται στις μελέτες της. Αλληλογραφεί με το φυσιοδίφη Πάλλας, παρακαλεί τον Βερολινέζο εκδότη Νικολάι να της προμηθεύσει ντοκουμέντα, προσπαθεί με κάθε τρόπο ν' αποδείξει την παρουσία του σλαβικού στοιχείου στα μεγάλα ιστορικά κινήματα του κόσμου, και τελικά συνδέεται δι' αλληλογραφίας με τον δόκτορα Τσίμερμαν, Ελβετό γιατρό και φιλόσοφο της Αυλής της Αννόβερου, του οποίου το βιβλίο Περί μοναξιάς τη βοήθησε να υπομείνει τις πρώτες
ημέρες απελπισίας μετά το θάνατο του Λανσκόι. Ο Τσίμερμαν, συγγραφέας πνευματώδης, δηκτικός και —πολλές φορές μάλιστα— κυνικός, γίνεται γι' αυτήν ένας άλλος Ντιντερό. Του υποβάλλει τα έργα της, του αναθέτει να ανακαλύψει για χάρη της θησαυρούς φιλολογικούς και καλλιτεχνικούς, του ζητάει να στρατολογήσει εξ ονόματός της σοφούς και γιατρούς που θα έρθουν στη Ρωσία για να ασκήσουν την επιστήμη τους. Ο πιο διακαής της πόθος θα ήταν η εγκατάσταση του ίδιου του Τσίμερμαν στην Αγία Πετρούπολη. Αυτός όμως απαιτεί, προκειμένου να εκπατριστεί, την ασφάλεια μιας απολαβής ύψους τουλάχιστον οχτώ χιλιάδων ταλίρων. «Πρόκειται για άνθρωπο πανάκριβο», δηλώνει η Αικατερίνη. Και εγκαταλείπει την ιδέα να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις. Αυτό βέβαια δεν την εμποδίζει να συνεχίσει την αλληλογραφία με τον ιατροφιλόσοφο, προσεγγίζοντας με πάθος τα πιο ποικίλα θέματα ιστορίας και μυστικισμού, τέχνης και ηθικής, πολιτικής και παρασκευής τυριών. Παρ' όλα αυτά, τούτες οι μάταιες πνευματικές ασκήσεις δεν μπορούν να αντικαταστήσουν, γι' αυτήν, τη ζεστή τροφή του έρωτα. Ο Ποτέμκιν το αντιλαμβάνεται και, μόλις τη νιώθει λίγο πιο διαθέσιμη, προωθεί με σύνεση έναν καινούργιο υποψήφιο: τον Αλέξανδρο Ερμόλωφ. Αυτός, ηλικίας τριάντα ενός ετών, είναι ψηλός, ξανθός, με αμυγδαλωτά μάτια και, εξαιτίας της κάπως πλακουτσής του μύτης, ο Ποτέμκιν του έδωσε το παρατσούκλι «λευκός νέγρος». Κατά τα άλλα, δεν φαίνεται να διαθέτει ούτε πνεύμα ούτε ευθυμία. Ωστόσο, ο υπουργός Μπεζμπορόντκο του αναγνωρίζει ήθος, σοβαρότητα και καλή ανατροφή. Όσο για την αυτοκράτειρα, γράφει στον Γκριμ: «Είτε χρησιμοποιήσω μία λέξη είτε εκατό, αυτός δεν παύει να είναι ένας ικανότατος φίλος που φέρει επάξια τον τίτλο του». Επειδή όμως δεν έχει συνέλθει εντελώς από την απέραντη θλίψη της, δεν είναι ακόμη διατεθειμένη να δώσει προτεραιότητα σ' έναν ερωτικό δεσμό. Το δίχως άλλο, παίρνει αυτόν τον εραστή για λόγους υγιεινής, από συνήθεια, από ανάγκη να έχει ένα σύντροφο στο κρεβάτι της. Αλλά η καρδιά δεν συμμετέχει. Στην Αυλή, σταθμίζουν τις τύχες του ευνοουμένου, εξετάζουν προσεκτικά τα χαμόγελα, τα λόγια, τις σιωπές της τσαρίνας όταν βρίσκεται μπροστά του∙ οι αυλικοί τον πλησιάζουν ελπίζοντας σε κάποια εύνοια, και απομακρύνονται αμέσως με το πρώτο συνοφρύωμα της Μεγαλειοτάτης∙ οι πρεσβευτές διερωτώνται σε ποια πολιτική φατρία ανήκει ο καινούργιος εκλεκτός και, σαν να επρόκειτο για κρατική υπόθεση, σχολιάζουν στα μηνύματά τους ακόμα και τις ελάχιστες μεταπτώσεις του αυτοκρατορικού δεσμού. Οι περισσότεροι κρίνουν ότι η εύνοια προς τον Αλέξανδρο Ερμόλωφ δεν θα κρατήσει πολύ. Δεν διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα. Σύντομα, προδίδοντας τα συμφέροντα εκείνου στον οποίο οφείλει τη θέση του, διαπράττει την απερισκεψία να περάσει στο στρατόπεδο των αντιπάλων του πρίγκιπα της Ταυρίδας, που είναι πολυάριθμοι και ισχυροί. Ύστερα από δική τους παρότρυνση, ο νέος αποκαλύπτει στην Αικατερίνη ότι ο Ποτέμκιν καταχράται τις πιστώσεις που του χορηγούνται για τον εποικισμό της Λευκορωσίας. Δίχως να χάσει καιρό, ο Ποτέμκιν απολογείται στην τσαρίνα λέγοντας ότι πρόκειται για ένα απλό δάνειο από την πλευρά του και ότι θα επιστρέψει τα χρήματα στο Κρατικό Θησαυροφυλάκιο μόλις πουλήσει κάποιο από τα κτήματά του. Τότε, κατόπιν συμβουλής των φίλων του, ο Αλέξανδρος Ερμόλωφ υποβάλλει στην Αικατερίνη ένα γράμμα του τέως χάνου της Κριμαίας —ο οποίος βρίσκεται υπό περιορισμό στην Καλούγκα—, όπου αυτός παραπονείται ότι δεν εισπράττει τη σύνταξή του επειδή την οικειοποιείται ο πρίγκιπας της Ταυρίδας. Η Αικατερίνη, που η εμπιστοσύνη της έχει κλονιστεί, εκδηλώνει προς τον Ποτέμκιν μια ψυχρότητα η οποία γίνεται αντιληπτή απ' όλους τους αυλικούς. Ορισμένοι στρέφουν ήδη τα νώτα προς τον αχρείο. Ο απεσταλμένος της Αγγλίας Σερ Φιτζ‐Χέρμπερτ γράφει στο Λονδίνο: «Η εμπιστοσύνη προς τον Ποτέμκιν έχει εντονότατα μειωθεί εξαιτίας της αλαζονικής του στάσης και της υπεροψίας του, που συνδυάζονται με πολυάριθμες καταχρήσεις εξουσίας και με ποικίλα καπρίτσια. Το μίσος εναντίον του είναι τόσο έντονο που έχουμε κάθε λόγο να νιώθουμε σοβαρούς φόβους». Ωστόσο, όταν μερικοί υπαινίσσονται στον Ποτέμκιν κάποια πιθανή δυσμένειά του, αυτός
αποκρίνεται με περηφάνια: «Ησυχάστε, δεν θα με ανατρέψει δα ένα παλιόπαιδο. Άλλωστε, ποιος θα τολμούσε κάτι τέτοιο;». Και εξαφανίζεται από την Αυλή για κάμποσα χρόνια, έτσι ώστε να γίνει συνείδηση στους υψηλά ισταμένους ότι έχει προσβληθεί και ότι υποφέρει. Ύστερα, κατά την επέτειο της στέψης, εμφανίζεται και πάλι με ένα θεσπέσιο ένδυμα γεμάτο παράσημα, κεραυνοβολεί με το βλέμμα του τον αξιοθρήνητο Αλέξανδρο Ερμόλωφ που φαντάζεται ότι έχει κιόλας κερδίσει το παιχνίδι και σπεύδει, δίχως να αναγγελθεί, μέσα στο μπουντουάρ της αυτοκράτειρας όπου αυτή δέχεται τις υπηρεσίες του κομμωτή της. Χωρίς προλόγους, ο Ποτέμκιν αναφωνεί: «Κυρία, πρέπει να διαλέξετε ποιον θα διώξετε: τον Ερμόλωφ ή εμένα. Γιατί όσο θα κρατάτε κοντά σας τούτο τον λευκό νέγρο, δεν θα ξαναπατήσω στα διαμερίσματά σας!». Αυτή η βιαιότητα συγκινεί την Αικατερίνη, που δεν αισθάνεται πια καμιά έλξη για τον άνοστο, προσκολλημένο στο άτομό της ευνοούμενο. Η ζήλια του Ποτέμκιν την κολακεύει. Κύματα αναμνήσεων αναδεύονται στο νου της. Πώς θα μπορούσε να διστάσει ανάμεσα στον «λευκό νέγρο» και τον «βρυχώμενο μονόφθαλμο;». Θυσιάζει, χωρίς την παραμικρή θλίψη, τον νεαρό εραστή της. Διωγμένος αυτός εντελώς απροσδόκητα, ζητάει την άδεια να δει για τελευταία φορά, πριν εγκαταλείψει το παλάτι, την αυτοκρατορική μαιτρέσα. Η Αικατερίνη αρνείται να τον δεχτεί. Ωστόσο, όπως κάθε άλλη φορά, δεν φειδωλεύεται τα δώρα της διάλυσης του δεσμού της: εκατόν τριάντα χιλιάδες ρούβλια και τέσσερις χιλιάδες χωρικοί. Το διαμέρισμα των ευνοουμένων έχει αδειάσει. Τα σκαλοπάτια της στριφογυριστής σκάλας που οδηγεί στο δωμάτιο της Μεγαλειοτάτης δεν τρίζουν πια από τα βήματα κανενός. Στενότητα, εγκράτεια, θλίψη. Οι εχθροί του Ποτέμκιν, καταπτοημένοι από την αποπομπή του Αλέξανδρου Ερμόλωφ, πασχίζουν να βρουν έναν καινούργιο εθελοντή ικανό να ανάψει τους πόθους της αυτοκράτειρας. Για μια στιγμή, νομίζουν ότι ανακάλυψαν τον ενδεδειγμένο στο πρόσωπο του Μέγκντεν από την Κουρλάνδη, ωστόσο πρόκειται για φρούδη ελπίδα. Η Αικατερίνη αποποιείται την προσφορά. Κατά γενική ομολογία, τούτη τη φορά αποδεικνύεται πιο δύσκολη απ' ό,τι συνήθως. Πελώρια, ασθμαίνουσα, σημαδεμένη από το χρόνο, αναζητεί παρ' όλα αυτά έναν εραστή πρώτης διαλογής. Κανένας υποψήφιος μνηστήρας δεν της κάνει κέφι. Τελικά, ο Ποτέμκιν ξεχωρίζει ένα νεαρό αξιωματικό της φρουράς ονόματι Αλέξανδρο Μαμόνωφ, ηλικίας είκοσι έξι χρόνων, ευπαρουσίαστο, καλής γενιάς, κομψό. Μ' αυτόν θα γίνει σίγουρα δουλειά, σκέφτεται. Και, κατά τα συμφωνημένα με την αυτοκράτειρα, της στέλνει τον προστατευόμενό του μαζί με μια υδατογραφία. Η Αικατερίνη καμώνεται πως εξετάζει τον πίνακα, ενώ περιεργάζεται εξονυχιστικά τον κομιστή με μάτι ειδικού. Ύστερα, σημειώνει στο πίσω μέρος του χαρτιού: «Το περίγραμμα είναι ωραίο, αλλά η επιλογή των χρωμάτων λιγότερο επιτυχημένη», που σημαίνει ότι το αγόρι είναι καλοχτισμένο, όμως το κιτρινωπό του χρώμα δεν πληροί απόλυτα τις απαιτήσεις της. Ο Μαμόνωφ πηγαίνει πίσω στον Ποτέμκιν την ακουαρέλα με τα σχόλια. Δηλαδή πρόκειται για αποτυχία; Όχι, η Μεγαλειοτάτη παραβλέπει, σε τελευταία ανάλυση, «τα χρώματα», εκτιμώντας ιδιαίτερα «το περίγραμμα». Ο Μαμόνωφ εγκρίνεται. Η Αυλή είναι ζωηρά συγκινημένη όσον αφορά τον νέο ευνοούμενο, που μετακομίζει κιόλας στο υπηρεσιακό του διαμέρισμα. Φημολογείται ότι είναι υπέρμαχος των γαλλικών συμφερόντων. Από καλή οικογένεια, λάτρης της τέχνης και της λογοτεχνίας, μιλάει με ευχέρεια τη γλώσσα του Βολταίρου και φανερώνει πνεύμα στη συζήτηση. Η Αικατερίνη, που αίφνης ξανανιώνει, ξεχνάει το πένθος της και ακτινοβολεί από χαρά σαν νιόπαντρη πλάι σ' εκείνον που αποκαλεί λόγω της στολής του: «Κύριο Κοκκινοφορεμένο». Γράφει στον Γκριμ: «Τούτο το κόκκινο ένδυμα περιβάλλει ένα πλάσμα με εξαίρετη καρδιά συνδυασμένη με μεγάλη εντιμότητα∙ έχει πνεύμα για τέσσερις, αστείρευτη χαρά, πολλή πρωτοτυπία στον τρόπο του να συλλαμβάνει και να αποδίδει τα πράγματα: διαθέτει θαυμαστή παιδεία και μια ιδιαίτερη καλλιέργεια όσον αφορά καθετί που μπορεί να κάνει το πνεύμα να λάμψει. Κρύβουμε σαν να 'ταν φονικό την κλίση μας προς την ποίηση∙ αγαπάμε με πάθος τη
μουσική∙ σχηματίζουμε με τη μεγαλύτερη ευκολία γνώμη για καθετί∙ ο Θεός μόνο ξέρει ό,τι δεν ξέρουμε εμείς από μνήμης∙ απαγγέλλουμε, συζητάμε, έχουμε τον αέρα της καλύτερης συντροφιάς∙ η ευγένειά μας είναι απέραντη∙ γράφουμε στα ρωσικά και στα γαλλικά με εκπληκτική τέχνη, όσον αφορά τόσο το στυλ όσο και τις ιδέες∙ η εξωτερική μας εμφάνιση ανταποκρίνεται απόλυτα προς την εσωτερική. Κανονικότατα χαρακτηριστικά∙ υπέροχα μαύρα μάτια με φρύδια τέλεια γραμμένα∙ ανάστημα άνω του μετρίου, ύφος αριστοκρατικό, άνετο βάδισμα∙ κοντολογίς, είναι τόσο στέρεος εσωτερικά όσο και επιδέξιος, γερός και λαμπρός εξωτερικά. Είμαι πεπεισμένη ότι αν συναντούσατε αυτόν τον Κοκκινοφορεμένο, θα ρωτούσατε το όνομά του εξόν κι αν το είχατε ήδη μαντέψει»133. Ύστερα από δύο εβδομάδες: «Ο κύριος Κοκκινοφορεμένος είναι ένας άνθρωπος απλός: το πνεύμα του σπινθηροβολεί δίχως να το επιδιώκει∙ είναι τέλειος αφηγητής και χαρούμενος όσο λίγοι. Είναι ζυμωμένος με την εντιμότητα, την ευγένεια και την ευφυΐα∙ με λίγα λόγια, δεν έχει καμιά απολύτως οίηση!»134. Και ακόμη: «Τούτος ο Κοκκινοφορεμένος είναι τόσο αξιαγάπητος, τόσο πνευματώδης, τόσο εύθυμος, τόσο ωραίος, τόσο ευπροσήγορος, τόσο ευχάριστος στην παρέα που καλά θα κάνετε να τον αγαπάτε δίχως καν να τον γνωρίζετε»135 Πώς είναι δυνατόν αυτή η γυναίκα των πενήντα εφτά χρόνων, τούτη η έμπειρη σε όλα τα τερτίπια της πολιτικής άνασσα να μιλάει με τόση αφέλεια για την «εντιμότητα» του νέου άνδρα που έβαλε χωρίς να τον ρωτήσει στο κρεβάτι της; Πιστεύει άραγε ειλικρινά πως αυτός νιώθει φυσική έλξη για τα μαραμένα της θέλγητρα; Δεν θα έπρεπε μάλλον να τον θαυμάζει για το τυφλό του σθένος παρά για τη βολική ηθική του; Όταν πρόκειται για μια ερωτική σχέση, τουλάχιστον στην αρχή της, οι ψευδαισθήσεις της Αικατερίνης αγγίζουν τα όρια της παραζάλης. Θέλει να πιστεύει για να δοθεί καλύτερα. Οι «κολπικές μανίες» της, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μασόν136, περιβάλλονται πάντοτε με την ποικιλοχρωμία της ποίησης. Είναι αισθησιακή, αλλά ταυτόχρονα και συναισθηματική. Της χρειάζεται πλάι της ένα πλάσμα νέο, ωραίο, μεγαλεπήβολο, σφριγηλό, άξιο να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του φλογερού ταμπεραμέντου της, αλλά και ένας φίλος, ένας σύμβουλος, ένας χαριτωμένος συνομιλητής, πολλές φορές μάλιστα και ένα παιδί που θα μπορεί να παρηγορεί και να νανουρίζει. Γι' αυτήν, οι σαρκικές ηδονές δεν εξαιρούν ποτέ την τρυφερότητα, τη φιλία, την αφοσίωση. Δεν έχει τίποτε απ' αυτά που χαρακτηρίζουν μια γυναίκα υστερική, νυμφομανή. Εξαιρετικά υγιής και απλή, χρειάζεται τον άνδρα για τη φυσική της ισορροπία, αλλά και για την πνευματική της άνθηση. Της αρέσει το ανδρικό κλίμα. Λίγες γυναίκες την ελκύουν. Αντίθετα, πλησιάζει σαγηνευμένη κάθε αρσενικό που φανερώνει πνεύμα, θάρρος. Ακόμα και όταν δεν έχει καθόλου σκοπό να τον κάνει εραστή της. Έτσι θαμπώθηκε άλλοτε από τον πρίγκιπα ντε Λίνι, έτσι είναι θαμπωμένη σήμερα από τον νέο πρεσβευτή της Γαλλίας, τον κόμη Λουδοβίκο‐Φίλιππο ντε Σεγκύρ, που μόλις έχει φτάσει στην Αυλή. Ηλικίας τριάντα δύο χρόνων, κοσμικός, γοητευτικός, λεπτός, καλλιεργημένος, ο Σεγκύρ επελέγη από τον Βερζέν για να αναθερμάνει το πολιτικό κλίμα ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γαλλία και να προετοιμάσει τις διαπραγματεύσεις για μία εμπορική συμφωνία. Ευθύς εξαρχής, η Αικατερίνη κυριεύεται από περιέργεια γι' αυτό το ιδιότυπο άτομο το οποίο, παρά το μεγάλο του όνομα, έχει ιδέες δημοκρατικές και επικροτεί τους επαναστάτες εχθρούς της κάστας του. Επιβιβάστηκε κάποια μέρα σ' ένα καράβι, μαζί με είκοσι νεαρούς ευπατρίδες, για ν' αγωνιστεί στο πλευρό του Λα Φαγιέτ, στην Αμερική. Όταν επιστρέφει στη Γαλλία και χαιρετίζεται με τον τίτλο του «ήρωα της ελευθερίας», ονειρεύεται να εξασφαλίσει στο λαό την ευτυχία, υπηρετώντας ταυτόχρονα το βασιλιά. Η τσαρίνα δείχνει μάλλον να συμπαθεί τούτο το παράταιρο κράμα. Μήπως δεν διάλεξε και η ίδια, ως
παιδαγωγό των εγγονών της, ένα ρεπουμπλικάνο Ελβετό; Εξακολουθεί να φαντάζεται, κάπου κάπου, ότι είναι μια άνασσα με φιλοσοφικές αντιλήψεις. Με την πένα στο χέρι, βαδίζει πάνω στα ίχνη του Βολταίρου∙ έστω κι αν μπαίνει σε ανησυχίες μόλις κάποιος από τους υπηκόους της σηκώσει κεφάλι μέσα στην αυτοκρατορία. Γράφει στον δόκτορα Τσίμερμαν: «Δίνω ιδιαίτερη σημασία στη φιλοσοφία, επειδή η ψυχή μου ήταν πάντοτε καθαρά δημοκρατική. Αναγνωρίζω ότι ένα τέτοιο ψυχικό σθένος, συνδυασμένο με την απεριόριστη εξουσία που μου παρέχεται από τη θέση μου, αποτελεί ίσως φαινόμενο∙ ποιος όμως θα μπορούσε να ισχυριστεί στη Ρωσία ότι τούτη την εξουσία την καταχράστηκα;... Όσον αφορά την πολιτική μου συμπεριφορά, προσπάθησα να ακολουθήσω τα σχέδια που μου φάνηκαν ως τα πιο χρήσιμα για τη χώρα μου και τα πιο ανεκτά για τους άλλους... Η ανθρωπότητα έχει βρει, κατά κανόνα, στο πρόσωπό μου ένα φίλο που δεν την απογοήτευσε σε καμιά περίσταση». Και συνθέτει, στα γαλλικά και σε χιουμοριστικό στυλ, τον ίδιο της τον επιτάφιο: «Ενθάδε κείται η Αικατερίνη Β', που γεννήθηκε στο Στετίνο, στις 21 Απριλίου/2 Μαΐου 1729. Πήγε στη Ρωσία το 1744, για να παντρευτεί τον Πέτρο Γ'. Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων, εξεπόνησε το τριπλό σχέδιο να είναι αρεστή στο σύζυγό της, στην Ελισάβετ και το έθνος. Δεν παρέλειψε τίποτα προκειμένου να πετύχει. Δεκαοχτώ χρόνια πλήξης και μοναξιάς της επέτρεψαν να διαβάσει χιλιάδες βιβλία. Αφότου ανέβηκε στο θρόνο της Ρωσίας, θέλησε να πράξει το καλό και προσπάθησε να εξασφαλίσει στους υπηκόους της ευημερία, ελευθερία και ιδιοκτησία. Συγχωρούσε εύκολα και δεν μισούσε κανέναν. Επιεικής, άνετη στη ζωή, με χαρακτήρα χαρούμενο, δημοκρατικό φρόνημα και καλή καρδιά, απέκτησε φίλους. Η δουλειά δεν της δημιουργούσε προβλήματα, η συναναστροφή και οι τέχνες της άρεσαν». Έτσι βλέπει τον εαυτό της, έτσι επιθυμεί να τη βλέπουν και οι φίλοι της. Και πρώτα απ' όλα αυτός του οποίου η γνώμη την ενδιαφέρει περισσότερο τη συγκεκριμένη στιγμή: ο Σεγκύρ. Η συζήτηση μ' αυτόν τον άντρα τη μαγεύει. Τον ρωτάει για την Αμερική, για τους πουριτανούς αποίκους, για την ιππασία στις παρθένες εκτάσεις της Βενεζουέλας∙ κι ακόμα για τις Βερσαλλίες, τον Βολταίρο ο οποίος τη συνεχάρη για τους στίχους της νεανικής της ηλικίας, για τον αγαπητό της Ντιντερό που πέθανε το 1784, τον Φρειδερίκο Β' που χάθηκε το 1786, δίνοντας τη θέση του στον χονδροειδέστατο ανιψιό του Φρειδερίκο‐Γουλιέλμο, για την κυρία ντυ Ντεφάν, για τη Μαρία‐Αντουανέτα. Ο Σεγκύρ δεν αργεί να γίνει ένας συνδαιτυμόνας από τους πλέον απαραίτητους στα δείπνα κλειστού κύκλου του Ερμιτάζ. Κανείς δεν του παραβγαίνει στα μικρά φιλολογικά παιχνίδια. Τα στιχάκια με ρίμα είναι η ειδικότητά του. Όταν τον προκαλούν να συνθέσει ένα τετράστιχο με ομοιοκαταληξίες γύρω από τις λέξεις αγάπη, τύμπανο, κινώ πόλεμο, κιτάπι, γράφει χωρίς να το πολυσκεφτεί: «Ενός λαού μακάριου η Αικατερίνη είναι η αγάπη Αλί σ' όποιους ενάντιά της τον πόλεμο κινήσουν Της εύκλειας τύμπανα γι' αυτήν θα ηχήσουν Κι η ιστορία θε να γενεί της δόξας της κιτάπι». Επιφωνήματα θαυμασμού ακολουθούν το στιχούργημα. Η Αικατερίνη γράφει στον Γκριμ: «Ο πρώτος ποιητής της Γαλλίας είναι ασυζητητί ο κόμης ντε Σεγκύρ. Δεν ξέρω προς το παρόν κανέναν που να μπορεί να συγκριθεί μαζί του». Ο Ποτέμκιν αισθάνεται συμπάθεια για τον Γάλλο. Ο Μαμόνωφ, ο Κοκκινοφορεμένος, αποζητεί τη συντροφιά και τις συμβουλές του. Στο πρόσωπο του Σεγκύρ, η Αικατερίνη βλέπει μάλλον ένα φίλο παρά ένα διπλωμάτη. Και για να δείξει τις καλές της διαθέσεις, δίνει εντολή να παιχτεί ένα θεατρικό έργο που έχει γράψει αυτός, τον Κοριολανό. Τούτες οι εκδηλώσεις εκτίμησης δεν απευθύνονται σε κανέναν αχάριστο. Ο Σεγκύρ βρίσκει τον Μαμόνωφ «πολύ αριστοκρατικό και χαριτωμένο ως προς τη μορφή και το νου», εκτιμά την ασυνάρτητη ιδιοφυΐα του Ποτέμκιν ο οποίος
συμπεριφέρεται χωρίς λογική συνέχεια κι ανάλογα με τα καπρίτσια του, και εκφέρει για την ερωτική ζωή της Αικατερίνης μια κρίση εξαιρετικά λεπτή: «Μπορεί κανείς να κλείσει τα μάτια με επιείκεια μπροστά στα σφάλματα μιας γυναίκας που δεν διαφέρει και πολύ από ένα μεγάλο άνδρα, όταν δείχνει ακόμα και στις αδυναμίες της τόσο αυτοέλεγχο, τόση πραότητα και τόσο μεγαλείο. Σπάνια βρίσκει κανείς συγκεντρωμένα σ' ένα πρόσωπο την απόλυτη εξουσία, τη ζήλια και τη μετριοπάθεια. Ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν θα μπορούσε να καταδικαστεί παρά μόνο από έναν άνδρα χωρίς καρδιά ή από έναν πρίγκιπα δίχως καμιά αδυναμία». Ο πρεσβευτής της Γαλλίας εκδηλώνει λιγότερη στοργή για τον μεγάλο δούκα Παύλο, που ο «ευμετάβλητος χαρακτήρας» του τού φαίνεται ανησυχητικός για το μέλλον της Ρωσίας. «Ποτέ», γράφει, «δεν είδε κανείς άνδρα πιο ελαφρό, πιο δειλό, πιο ιδιότροπο, κοντολογίς λιγότερο ικανό να συμβάλει στην ευτυχία τόσο των άλλων όσο και τη δική του... Η ιστορία όλων των τσάρων που εκθρονίστηκαν ή δολοφονήθηκαν τού έχει γίνει έμμονη ιδέα... Αυτή η ανάμνηση επανέρχεται σαν φάντασμα το οποίο, πολιορκώντας τον αδιάκοπα, διαταράσσει την πνευματική του διαύγεια και βλάπτει τη λογική του». Μετά την επιστροφή του στη Ρωσία, ο Παύλος αποσύρεται στην Γκάτσινα μαζί με τη γυναίκα και τις κόρες του. Τους συμπεριφέρεται σκληρά, βάναυσα, καταριέται την αυτοκράτειρα που του επιτρέπει να βλέπει τους γιους του Αλέξανδρο και Κωνσταντίνο μονάχα σε αραιά χρονικά διαστήματα και ύστερα από ειδική άδεια. Κι αυτός ο ίδιος συναντάει τώρα πια τη μητέρα του μονάχα στις επίσημες τελετές. Για να διατηρήσουν κάποια επαφή, ανταλλάσσουν γράμματα ψυχρά και σύμφωνα με το πρωτόκολλο. «Καλή και αγαπητή μου μητέρα, η επιστολή της αυτοκρατορικής Σας Μεγαλειότητας μου προκάλεσε αισθητή ευχαρίστηση. Σας παρακαλώ θερμά να δεχθείτε την έκφραση της ευγνωμοσύνης μου», της γράφει. Κι εκείνη του απαντάει: «Έλαβα, αγαπητέ μου γιε, την επιστολή σας της 5ης του παρόντος μηνός, η οποία συμπεριλαμβάνει την έκφραση των αισθημάτων σας∙ σ' αυτά, ανταποκρίνονται και τα δικά μου. Αντίο, και να έχετε καλή υγεία». Στην Γκάτσινα, αφήνει ελεύθερο το στρατιωτικό του πάθος. Περιβαλλόμενος από τα καλά γερμανικά του στρατεύματα, ονομάζει τους αξιωματικούς, ντύνει τους άνδρες του σύμφωνα με τα καπρίτσια του, τους υποβάλλει σε σιδερένια πειθαρχία, τους αποκτηνώνει με καθημερινά γυμνάσια. Έτσι, εγκλωβισμένος μέσα στ' όνειρό του, κόβει πλέον κάθε δεσμό με την πολιτική ζωή της χώρας του. Η Αικατερίνη κρίνει όλο και λιγότερο χρήσιμο να τον ενημερώνει για τα κυβερνητικά της σχέδια. Ωστόσο, προετοιμάζει μια ειρηνική εκστρατεία στην οποία, λογικά, θα πρέπει να λάβει μέρος και το ζευγάρι των μεγάλων δουκών. Πρόκειται για ένα επίσημο και μεγαλοπρεπές ταξίδι στην Κριμαία, ύστερα από πρόσκληση του Ποτέμκιν. Η τσαρίνα θα επισκεφθεί τις νότιες επαρχίες που αποκτήθηκαν πρόσφατα, προκειμένου να διαπιστώσει επιτόπου το διοικητικό, αρχιτεκτονικό και στρατιωτικό έργο που επιτελέσθηκε από τον πρίγκιπα της Ταυρίδας. Οι ξένοι πρεσβευτές, οι οποίοι θα συνοδεύσουν την Αυτής Μεγαλειότητα, θα πληροφορήσουν τα αντίστοιχα υπουργικά τους συμβούλια για το ρωσικό θαύμα. Τέλος, οι Τούρκοι, που θα πειστούν για το ενδιαφέρον της αυτοκράτειρας γι' αυτά τα εδάφη και για τη δύναμη την οποία διαθέτει για να τα υπερασπίσει, θα διστάσουν να αντιταχθούν με τα όπλα σε πιθανές νέες επανορθώσεις συνόρων. Έτσι, ολόκληρη η Αυλή βρίσκεται σε αναβρασμό προετοιμάζοντας τούτο τον εξαιρετικής σημασίας γύρο. Η Αικατερίνη καλεί τον Ιωσήφ Β' και τον πρίγκιπα ντε Λίνι να τη συναντήσουν καθ' οδόν. Ορίζει τους Ευρωπαίους διπλωμάτες που θα την ακολουθήσουν: τον κόμη Κόμπεντσλ, πρεσβευτή της Αυστρίας, τον Σερ Φιτζ‐Χέρμπερτ, πρεσβευτή της Αγγλίας, τον κόμη ντε Σεγκύρ, πρεσβευτή της Γαλλίας. Ρώσοι υπουργοί, υψηλοί αξιωματούχοι, κυρίες των τιμών και —όπως είναι αυτονόητο— ο Μαμόνωφ, ο ευνοούμενος του παρόντος, θα αποτελέσουν επίσης μέρος της αυτοκρατορικής συνοδείας. Ο Ποτέμκιν προπορεύεται για να προετοιμάσει την υποδοχή της άνασσας. Η Αικατερίνη
περιμένει με ιδιαίτερη χαρά αυτή την αλλαγή παραστάσεων. Θα ήθελε να πάρει μαζί και τους δύο εγγονούς της. Οι γονείς όμως διαμαρτύρονται: Γιατί τα παιδιά και όχι αυτούς τους ίδιους; Η Αικατερίνη δεν τολμάει να τους απαντήσει πως η παρουσία τους και μόνο θα έφτανε για να της χαλάσει το ταξίδι, ενώ θα ήταν τόσο ευτυχισμένη και περήφανη να διασχίσει την αυτοκρατορία με τον Αλέξανδρο και τον Κωνσταντίνο! Γράφει λοιπόν στον Παύλο και τη γυναίκα του: «Τα παιδιά σας ανήκουν σ' εσάς, αλλά ανήκουν και σ' εμένα και στο Κράτος. Από τα πιο τρυφερά τους χρόνια, θεώρησα χρέος μου να τα περιβάλω με όσο το δυνατόν περισσότερη θαλπωρή, κι αυτό το έκανα με την καρδιά μου... Ακολούθησα τον εξής συλλογισμό: Θα είναι παρηγοριά για μένα να τα έχω δίπλα μου όταν εσείς θα βρίσκεστε μακριά. Από τα πέντε, θα σας μείνουν τα τρία137. Γιατί να στερούμαι μονάχα εγώ για έξι ολόκληρους μήνες στα γηρατειά μου την ευχαρίστηση να έχω μαζί μου κάποιο δικό μου άνθρωπο;». Τελικά, ο Αλέξανδρος και ο Κωνσταντίνος θα μείνουν με τους γονείς τους για να μην υποβληθούν στις ταλαιπωρίες του ταξιδιού. Ετοιμάζουν βιαστικά τα έλκηθρα, συγκεντρώνουν εφεδρικά άλογα στις διάφορες στάσεις, ανανεώνουν τις γκαρνταρόμπες, στέλνουν ταχυδρόμους στις μεγάλες πόλεις‐σταθμούς. Στο τέλος του Δεκεμβρίου 1786, όλα είναι έτοιμα για την αναχώρηση. Την 1η Ιανουαρίου 1787, η αυτοκράτειρα δέχεται όπως πάντοτε τις ευχές των αυλικών και των μελών του διπλωματικού σώματος για τον Καινούργιο Χρόνο. Ωστόσο, ενώ ακούει τους συνηθισμένους ανούσιους χαιρετισμούς και απαντάει μ' ένα νεύμα του κεφαλιού στις υποκλίσεις, ο λογισμός της τρέχει κιόλας στον χιονισμένο δρόμο που οδηγεί στα μυθικά πλούτη του Νότου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXII ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΡΙΜΑΙΑ Το κρύο είναι τσουχτερό (‐17°) εκείνες τις αρχές του Γενάρη του 1787 όταν, υπό τις ομοβροντίες του πυροβολικού και τις ζητωκραυγές του συγκεντρωμένου μπροστά στο παλάτι πλήθους, ξεκινάει η αυτοκρατορική πομπή. Τα έλκηθρα της Αυτής Μεγαλειότητας, των υπουργών, των υψηλών αξιωματούχων και των διπλωματών ανέρχονται σε δεκατέσσερα. Πρόκειται για άνετα σπιτάκια πάνω σε πατίνια, που φωτίζονται με τρία παράθυρα από κάθε πλευρά κι είναι εφοδιασμένα με καθίσματα στρωμένα με μαξιλάρια και με χαλιά, ντιβάνια, τραπέζια. Είναι αρκετά ψηλά ώστε να μπορεί κανείς να στέκεται όρθιος. Οχτώ με δέκα άλογα τραβούν τούτα τα πριγκιπικά σαλόνια πάνω στο χιόνι. Η «συνοδεία» και οι υπηρέτες στοιβάζονται όπως όπως μέσα σε εκατόν εξήντα τέσσερα παρόμοια οχήματα πιο περιορισμένων αξιώσεων. Εξακόσια άλογα περιμένουν σε κάθε σταθμό. Προκειμένου να καθοδηγηθούν οι αμαξηλάτες μες στην απατηλή λευκότητα του τοπίου, ο Ποτέμκιν έχει διατάξει να τοποθετηθούν σε όλη τη διαδρομή πελώριες πυρές, που θα καίνε νύχτα‐μέρα συντηρούμενες από θερμαστές μέχρις ότου περάσει η πομπή. Η στέγαση έχει εξασφαλιστεί σε σπίτια που ανήκουν στο στέμμα, επιπλωμένα με τη μεγαλύτερη δυνατή φροντίδα για την περίσταση ή σε κατοικίες ιδιωτών, επισκευασμένες με κρατικές πιστώσεις. Ένα πλήθος από υπηρέτες προηγείται της άνασσας και των προσκαλεσμένων της. Έτσι, όταν θα φτάνουν τούτοι οι τελευταίοι, ζεστά φαγητά θα τους περιμένουν πάνω σε πλούσια στολισμένα τραπέζια. Σε κάθε γεύμα, χρησιμοποιούνται καινούργια πιατικά, τραπεζομάντιλα και πετσέτες, τα οποία στη συνέχεια παραχωρούνται ως δώρο στον ιδιοκτήτη, όταν πρόκειται για ιδιωτική κατοικία ή σ' ένα μέλος της συνοδείας, όταν πρόκειται για κατάλυμα του Κράτους. Παρά τα απρόοπτα της μετακίνησης, η Αικατερίνη τηρεί ένα αυστηρότατα προδιαγεγραμμένο πρόγραμμα. Σηκώνεται στις έξι το πρωί, εργάζεται μόνη ή με τους υπουργούς της μέχρι τις οχτώ, κι ύστερα καλεί τη μικρή συντροφιά που συνθέτει τη συνηθισμένη της Αυλή για να πάρουν μαζί το πρόγευμα. Ξεκινούν στις εννέα, γλιστρούν μέχρι τις δύο μετά το μεσημέρι πάνω σε μια χιονισμένη απεραντοσύνη, σταματούν σε κάποιο ξύλινο παλάτι χτισμένο στα γρήγορα, προκειμένου να πάρουν μια ανάσα∙ κι ύστερα, φεύγουν ξανά. Στις τέσσερις, το καραβάνι των ελκήθρων ακινητοποιείται στο ύπαιθρο. Υπηρέτες πηγαινοέρχονται εδώ κι εκεί, στήνουν τα καυτά σαμοβάρια στο χιόνι, σερβίρουν το τσάι τρέχοντας από το ένα βαγονάκι στο άλλο, κουβαλώντας ποτήρια και γλυκά. Στη διάρκεια τούτης της στάσης, οι ταξιδιώτες αλλάζουν θέση για να ανανεώσουν τις συζητήσεις και τις γνωριμίες τους. Η Αικατερίνη υποδεικνύει ποιοι θα καθήσουν μαζί της. Συνήθως, συμπεριλαμβάνεται σ' αυτούς και ο Σεγκύρ. Ο τελευταίος βρίσκει κάθε φορά, καθισμένο πλάι στη Μεγαλειοτάτη, «το παραχαϊδεμένο παιδί», τον «Κοκκινοφορεμένο», με άλλα λόγια τον Μαμόνωφ. Όπως στις βραδιές του κλειστού κύκλου του Ερμιτάζ, η συντροφιά φλυαρεί, λέει αινίγματα, παίζει μικρά παιχνίδια, συναγωνίζεται φτιάχνοντας ποιηματάκια με ομοιοκαταληξία. Τον τόνο στη συζήτηση δίνει η αυτοκράτειρα, εξιστορώντας αστείες περιπέτειες από το μακρύ παρελθόν της. Έχει γνωρίσει τόσους διαφορετικούς ανθρώπους, έχει ζήσει τόσα παράξενα γεγονότα! Γελάει με την καρδιά της αναπολώντας τα. Ωστόσο, μόλις κάποιος από τους καλεσμένους της αρχίσει να διηγείται ένα τολμηρό ανέκδοτο, τον σταματάει. Παρά τη χαλάρωση της ετικέτας —φυσική συνέπεια του ταξιδιού—, δεν ανέχεται τα σκαμπρόζικα λόγια μέσα στο έλκηθρό της, όπως δεν τα ανέχεται και μέσα στο παλάτι της. Στα σύνορα κάθε επαρχίας, υποδέχεται την αυτοκράτειρα ο γενικός διοικητής της, ο οποίος και τη συνοδεύει ενώ διασχίζει τη διοικητική του περιφέρεια. Περνάει κάνα‐δυο μέρες στις πιο σημαντικές πόλεις. Τα πλήθη σπεύδουν να τη συναντήσουν και να γονατίσουν μπροστά
της. Η εμφάνισή της για όλους αυτούς τους ανθρώπους τους συνηθισμένους να τη θεωρούν πρόσωπο εξωπραγματικό, παντοδύναμο και απροσπέλαστο, μοιάζει με θαύμα. Είναι η βασίλισσα των ουρανών που κατέβηκε στη γη. Στις 9 Φεβρουαρίου 1787, η συνοδεία, η οποία έχει διασχίσει τετρακόσιες λεύγες, φτάνει στο Κίεβο. Εκεί, η Αικατερίνη σταματάει για να ξαποστάσει περιμένοντας τον ερχομό της άνοιξης. Απεσταλμένοι απ' όλες τις χώρες συρρέουν για να της απονείμουν τιμές. Δέχεται ακόμα και Κινέζους, Πέρσες, Ινδούς, Τάταρους αξιωματούχους φορτωμένους δώρα. Ο Σεγκύρ γράφει: «Έκπληκτο, το μάτι έβλεπε ταυτόχρονα μια Αυλή πολυτελή, μια αυτοκράτειρα θριαμβεύουσα, μια πλούσια και φιλοπόλεμη τάξη ευγενών, πρίγκιπες και υψηλούς αξιωματούχους, περήφανους και πομπώδεις, εμπόρους με μακριά φορέματα και δασιές γενειάδες∙ κι ακόμα, αξιωματικούς όλων των όπλων, εκείνους τους περίφημους Κοζάκους του Δον, ντυμένους με μεγαλοπρέπεια σύμφωνα με την ασιατική μόδα, Τάταρους —που άλλοτε δέσποζαν στη Ρωσία, ενώ τώρα είναι ταπεινά υποταγμένοι στο ζυγό μιας γυναίκας και μιας χριστιανής—, έναν πρίγκιπα της Γεωργίας που απόθετε στη βάση του θρόνου της Αικατερίνης τα δώρα του Φάσιδος και της Κολχίδας, πολλούς απεσταλμένους των πολυάριθμων φυλών των Κιργισίων∙ τέλος, τους άγριους Καλμούχους, σωστή εικόνα Ούννων, που άλλοτε ενέπνεαν στην Ευρώπη φρίκη τόσο με τη δυσμορφία τους όσο και την τρομερή σπάθη του σκληροτράχηλου μονάρχη Αττίλα». Όλοι οι απεσταλμένοι στεγάζονται και σιτίζονται με έξοδα της Μεγαλειοτάτης. «Είχε απαγορεύσει να μας αφήνουν να πληρώνουμε», σημειώνει επίσης ο Σεγκύρ με ευγνωμοσύνη. Όλως περιέργως, ο Ποτέμκιν, αυτός ο από μηχανής θεός των πάντων, αφού εγκαταστήσει τους φιλοξενουμένους του σε παλάτια, εγκαθίσταται ο ίδιος σ' ένα κελί του μοναστηριού του Πέτσερσκ. Όσοι επιθυμούν να του απονείμουν τιμές οφείλουν να εγκαταλείψουν τον κοσμικό σάλο που περιστοιχίζει την αυτοκράτειρα και να βυθιστούν στη γαλήνη και την περισυλλογή του ιερού τόπου. «Λες και παρίστατο κανείς σε ακρόαση κάποιου βεζίρη της Κωνσταντινούπολης, της Βαγδάτης ή του Καΐρου», γράφει ο Σεγκύρ. «Βασίλευαν εκεί η σιωπή και κάτι σαν δέος. Είτε από φυσική νωχέλεια είτε από προσποιητή υπεροψία —χρήσιμη και πολιτικώς σκόπιμη γι' αυτόν—, ο ισχυρός και ιδιότροπος ευνοούμενος της Αικατερίνης, αφού εμφανίστηκε μερικές φορές με τη μεγάλη στολή του στρατάρχη —σκεπασμένος με αδαμάντινα παράσημα, κεντίδια και δαντέλες, έχοντας χτενισμένα τα μαλλιά του μπούκλες και πουδραρισμένος όπως ο αρχαιότερος των αυλικών μας—, απέκτησε στη συνέχεια τη συνήθεια να παρουσιάζεται φορώντας μια προβιά, με το στήθος ανοιχτό, μισόγυμνες γάμπες, πόδια μέσα σε φαρδιές παντούφλες, μαλλιά ίσια και κακοχτενισμένα. Έμενε νωχελικά ξαπλωμένος σ' ένα πλατύ ντιβάνι, περιβαλλόμενος από ένα πλήθος αξιωματικών και υψηλών προσώπων της αυτοκρατορίας, καλώντας σπανίως κάποιον απ' αυτούς να καθήσει... Πολέμιος κάθε ενόχλησης, και παρ' όλα αυτά ακόρεστος για ηδονή, εξουσία και ευμάρεια, επιθυμώντας ν' απολαμβάνει κάθε είδους δόξα, κουράζεται και ξελογιάζεται από την καλοτυχιά... Μπορούσες να κάνεις αυτόν τον άνθρωπο πλούσιο και ισχυρό, ήταν όμως αδύνατο να τον κάνεις ευτυχισμένο». Ανάμεσα στις υψηλές προσωπικότητες που συγκροτούν τον κύκλο της Αικατερίνης στο Κίεβο, ο Σεγκύρ χαιρετίζει με χαρά τον ερχομό του πρίγκιπα ντε Λίνι, ο οποίος φτάνει ως προπομπός του Κυρίου του Ιωσήφ Β'. «Η παρουσία του», γράφει, «έδωσε ζωντάνια σε ό,τι έφθινε, διέλυσε κάθε σκιά πλήξης και αναθέρμανε όλες τις διασκεδάσεις. Από κείνη τη στιγμή, είχαμε την αίσθηση πως η δριμύτητα ενός σκοτεινού χειμώνα θα μαλάκωνε και πως η άνοιξη δεν θα αργούσε να ξαναγεννηθεί χαρούμενη». Αυτός ο καινούργιος συνομιλητής ενθουσιάζει την Αικατερίνη που δεν έχει ξεχάσει το παράστημα και τον οίστρο του. Η επανασύνδεση των σχέσεών τους διαπνέεται από
ειλικρινείς φιλικές διαθέσεις. Ο πρίγκιπας ντε Λίνι τη βαφτίζει «Αικατερίνη ο Μέγας» και δηλώνει ότι «η μαγευτική της μεγαλοφυΐα του εξασφάλισε μια γεμάτη μαγεία διαμονή». Αργότερα, αναπολώντας τη συνάντησή τους στο Κίεβο, θα σκιαγραφήσει το πορτραίτο της ως εξής: «Έβλεπες πως ήταν συμπαθητική μάλλον παρά ωραία∙ το μεγαλόπρεπο μέτωπό της γλύκαινε από τα ευχάριστα μάτια και το χαμόγελό της, ωστόσο τούτο το μέτωπο έλεγε τα πάντα. Δίχως να είσαι Λαβατέρ, έβλεπες εκεί, σαν να διάβαζες βιβλίο, μεγαλοφυΐα, δικαιοσύνη, ορθότητα, θάρρος, βάθος, γλυκύτητα, ηρεμία και σταθερότητα∙ το πλάτος του μετώπου φανέρωνε την έκταση των χώρων της μνήμης και της φαντασίας: υπήρχε θέση για όλα. Το κάπως μυτερό σαγόνι της δεν ήταν εντελώς προτεταμένο... Το ωοειδές σχήμα του προσώπου δεν ήταν καλοσχεδιασμένο, ωστόσο πρέπει να άρεσε ιδιαίτερα μιας και φώλιαζαν στα χείλη η ειλικρίνεια και η χαρά. Σίγουρα θα είχε κάποτε δροσιά και όμορφο στήθος, αν και αυτό το απέκτησε εις βάρος της σιλουέτας της, μιας σιλουέτας —άλλοτε— σαν της συλφίδας. Παχαίνει όμως κανείς πολύ στη Ρωσία. Ήταν καθαρή και, αν δεν τραβούσε τα μαλλιά της πίσω, αλλά τα άφηνε ελεύθερα να της πλαισιώνουν το πρόσωπο, θα της πήγαιναν πολύ καλύτερα. Δεν αντιλαμβανόσουν ότι ήταν μικρόσωμη. Μου εξομολογήθηκε με τον καιρό πως παλιά ήταν εξαιρετικά ζωηρή, πράγμα που δεν θα μπορούσα να το φανταστώ... Όλα σ' αυτήν ήταν μετρημένα και μεθοδικά. Διέθετε την τέχνη να ακούει και, συνήθως, ήταν τόσο συγκεντρωμένη που έμοιαζε να παρακολουθεί το συνομιλητή της ακόμα και όταν σκεφτόταν άλλα πράγματα. Δεν μιλούσε απλώς για να μιλάει και τιμούσε αυτόν που της απευθυνόταν δίνοντάς του την απαιτούμενη σημασία... Η αυτοκράτειρα είχε όλα τα καλά στοιχεία, δηλαδή όλο το μεγαλείο του Λουδοβίκου ΙΔ'. Του έμοιαζε ως προς τη λαμπρότητα, τις γιορτές, τις επιδοτήσεις, τις αγορές, τη χλιδή. Ήταν όμως περισσότερο συμπαθής στους αυλικούς της επειδή δεν είχε τίποτα το θεατρικό και το υπερβολικό... Δεν απαιτούσε εξωτερικές εκδηλώσεις λατρείας. Οι αυλικοί έτρεμαν αντικρίζοντας τον Λουδοβίκο ΙΔ', ενώ ένιωθαν σιγουριά βλέποντας την Αικατερίνη Β'. Ο Λουδοβίκος είχε μεθύσει από τη δόξα του∙ η Αικατερίνη επιδίωκε και μεγέθυνε τη δική της διατηρώντας την αυτοκυριαρχία της». Ανάμεσα στον πρίγκιπα ντε Λίνι και τον κόμη ντε Σεγκύρ, η Αικατερίνη έχει την αίσθηση ενός αδιάκοπου πνευματικού «λιβανίσματος». Λέει γι' αυτούς ότι αποτελούν τους «υπουργούς της τσέπης» της. Φροντίζει να τους είναι αρεστή, τόσο με τη γενναιοδωρία όσο και με την απλότητά της, και δεν διστάζει να δέχεται μπροστά τους τους ταπεινούς χωρικούς. Αυτοί οι δυστυχείς της μιλούν για έναν κατεστραμμένο κοινοτικό φούρνο, για μια χαμένη συγκομιδή, για μια εκκλησιά που οι τοίχοι της ραγίζουν, και τους ακούει με την ίδια προσοχή που θ' αφιέρωνε σε απεσταλμένους ενός βασιλιά. Αυτό που εκπλήσσει περισσότερο τους ξένους διπλωμάτες είναι το κράμα σεβασμού και οικειότητας που χαρακτηρίζει τις σχέσεις ανάμεσα στην άνασσα και τους υπηκόους της. Οι ίδιοι μουζίκοι που την προσκυνούν σαν εικόνισμα, της μιλούν στη συνέχεια μ' ένα είδος ελευθερίας που οι ίδιοι δεν το συνειδητοποιούν, της απευθύνονται στον ενικό και την αποκαλούν «μητερούλα». Η Αικατερίνη, αν και έχει ρωσοποιηθεί εδώ και πολύ καιρό, δεν παύει να παραπλανάται και να γοητεύεται πολλές φορές, όπως τις πρώτες ημέρες, από τις άπειρες αντιφάσεις του λαού της. Ο λαός αυτός είναι ταυτόχρονα μυστικιστικός και ειδωλολατρικός, θαμπώνεται από το Θεό και υπονομεύεται απ' όλες τις προκαταλήψεις∙ δέχεται ευχαρίστως τη σωματική δουλεία, αλλά εκθειάζει την πνευματική ελευθερία∙ είναι ήπιος και συγχρόνως τον κατακυριεύουν παροξυσμοί σκληρότητας∙ απεχθάνεται τον πόλεμο, αλλά μάχεται με ανείπωτη ανδρεία∙ ξυλοφορτώνει τη γυναίκα του, ενώ σέβεται την ιδέα της μητρότητας∙ μισεί τους ευγενείς, δεν μπορεί όμως να κάνει χωρίς αφέντη... Ορισμένες στιγμές, η αυτοκράτειρα αναρωτιέται γεμάτη περίσκεψη μήπως μαθαίνει περισσότερα για τη Ρωσία από τους απαίδευτους ικέτες της παρά από τους σώφρονες υπουργούς της. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να παραβεί το επάγγελμά του. Η πολιτική ασκείται στα υπουργικά γραφεία και όχι στο δρόμο, ανάμεσα στο πλήθος. Για να δράσει, πρέπει να αποκοπεί από την αποσπασματική πραγματικότητα των ανθρώπων και των
χαρακτήρων τους. Να δει το γενικό πλάνο. Να υπολογίσει σε εκατομμύρια κατοίκων. Να μετατοπίσει τα σύνορα δίχως να νοιαστεί για τα κατ' ιδίαν άτομα. Η στοργή δεν αποτελεί κυβερνητική ιδιότητα. Τέλος, η άνοιξη που προσδοκάται με τόση ανυπομονησία ζεσταίνει την ατμόσφαιρα, λιώνει τα χιόνια, και η «παγολυσία του Βορυσθένη» (Δνείπερου) αναγγέλλεται από τις ομοβροντίες του πυροβολικού. Ο Ποτέμκιν αποφάσισε ότι το ταξίδι θα γίνει δια της ποτάμιας οδού, για μεγαλύτερη άνεση. Προκειμένου να διευκολύνει την πλεύση στο νότιο τμήμα, έβαλε να ανατινάξουν βράχους και να ισοπεδώσουν τις σύρτεις της άμμου που εμπόδιζαν εδώ κι εκεί τον ποτάμιο πλου. Εφτά γιγάντιες γαλέρες, βαμμένες κόκκινες και χρυσές, προορίζονται για την τσαρίνα και τους υψηλούς φιλοξενουμένους της. Εβδομήντα τρεις άλλες, πιο απλές, θα μεταφέρουν τους ασήμαντους αυλικούς. Ο συνολικός αριθμός του πληρώματος συμποσούται σε τρεις χιλιάδες άνδρες. Πόσοι άραγε καταδικασμένοι σε κάτεργα κωπηλατούν ανάμεσά τους; Οι συγγραφείς απομνημονευμάτων δεν το αναφέρουν∙ πρόκειται για μια λεπτομέρεια άνευ σημασίας, που δεν θ' άξιζε τον κόπο να καταγραφεί. Επιβιβάζονται στα πλοία με χαρά. Στις καμπίνες, οι επιβάτες ανακαλύπτουν έκθαμβοι ένα χώρο με τρεχούμενο νερό που κάνει χρέη τουαλέτας, ένα άνετο κρεβάτι, ένα ντιβάνι με πλουμιστό ταφταδένιο κάλυμμα, ένα γραφείο από ακαζού, πολυθρόνες. Κάθε πολυτελές πλοίο διαθέτει αίθουσα μουσικής, ένα κοινό σαλόνι με βιβλιοθήκη και μια τέντα, στη γέφυρα, ώστε να μπορούν οι ταξιδιώτες να παίρνουν τον αέρα τους προστατευμένοι από τον ήλιο. Δώδεκα μουσικοί υπογραμμίζουν κάθε φορά μ' έναν αλέγρο σκοπό την είσοδο και την έξοδο των καλεσμένων. Η ορχήστρα του αυτοκρατορικού πλοίου διευθύνεται από τον ίδιο το μαέστρο Σάρτι. Τα γεύματα των οικείων πραγματοποιούνται στη γαλέρα της Αικατερίνης ενώ μια άλλη ειδική γαλέρα, που περιλαμβάνει μια τραπεζαρία με εβδομήντα θέσεις, συγκεντρώνει τους συνδαιτυμόνες για τις σημαντικές δεξιώσεις. Ένας μεγάλος αριθμός από ακάτους και λέμβους πηγαινοέρχονται ακατάπαυστα πλάι σ' αυτόν το στόλο που μοιάζει, κατά τα λεγόμενα του Σεγκύρ, «με δημιούργημα ονειροφαντασίας». Τα δίδυμα κρεβάτια που εκτίθενται σε κοινή θέα στην καμπίνα της αυτοκράτειρας δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τις σχέσεις της με τον Μαμόνωφ. Κάποιο βράδυ, αυτός ο τελευταίος κρατάει κοντά του μερικά άτομα για να παίξουν χαρτιά. Ο πρίγκιπας ντε Νάσαου, ο οποίος συμπεριλαμβάνεται ανάμεσά τους, διηγείται την εξής σκηνή: «Μόλις αρχίσαμε να παίζουμε στο σαλονάκι της αυτοκράτειρας, αυτή μπήκε μέσα με τη ρόμπα της, ξεχτένιστη κι έτοιμη να φορέσει τη σκούφια της για τον ύπνο. Μας ρώτησε μήπως η παρουσία της μας ενοχλούσε. Κάθησε πλάι μας, πολύ κεφάτη και γεμάτη χαριτωμένη ευπροσηγορία. Μας ζήτησε συγγνώμη για την αμφίεσή της, που ήταν παρ' όλα αυτά κομψότατη. Από βερικοκί ταφτά, με γαλάζιες κορδέλες... Έμεινε μαζί μας μέχρι τις δέκα και μισή». Η καμπίνα του πρίγκιπα ντε Λίνι είναι συνεχόμενη με εκείνη του κόμη ντε Σεγκύρ. Το πρωί, ο απεσταλμένος του Ιωσήφ Β' χτυπάει την ενδιάμεση πόρτα, ξυπνάει το γείτονά του και του απαγγέλλει τους αυτοσχέδιους στίχους που έχει μόλις συνθέσει. Ύστερα, του στέλνει με τον υπηρέτη του ένα γράμμα όπου συνυπάρχουν «η φρόνηση, η τρέλα, η πολιτική, η αβροφροσύνη, τα στρατιωτικά ανέκδοτα και τα φιλοσοφικά επιγράμματα». Ο Σεγκύρ του απαντάει στον ίδιο τόνο. «Τίποτα δεν ήταν πιο τακτικό και πιο ακριβές», γράφει, «απ' αυτή την παράξενη αλληλογραφία ανάμεσα σ' έναν Αυστριακό στρατηγό και σ' ένα Γάλλο πρεσβευτή, ξαπλωμένους τον ένα δίπλα στον άλλο στην ίδια γαλέρα, κοντά στην αυτοκράτειρα του Βορρά, να πλέουν τον Βορυσθένη και να διασχίζουν τη χώρα των Κοζάκων, για να επισκεφθούν εκείνη των Τατάρων». Όταν η αυτοκράτειρα πλήττει, δίνει σήμα με το κατάρτι του πλοίου της και οι συνηθισμένοι της γελωτοποιοί σπεύδουν: ο πνευματώδης κόμης ντε Σεγκύρ, ο κομψός πρίγκιπας ντε Λίνι, ο ελαφρόμυαλος Κόμπεντσλ, ο Φιτζ‐Χέρμπερτ με το φλεγματικό του χιούμορ, ο πρίγκιπας
ντε Νάσαου, ο Μαμόνωφ, ο Λέον Ναρίσκιν... Στη διάρκεια αυτών των συνεχώς διακοπτόμενων συζητήσεων, η πολιτική δεν λησμονιέται ποτέ εντελώς. Ανάμεσα σε δύο διασκεδαστικές ατάκες, κάποιος από τους πρεσβευτές κάνει με τρόπο μια έμμεση ερώτηση προκειμένου να σφυγμομετρήσει τις προθέσεις της Αικατερίνης. Εκτός κι αν η ίδια, ξαφνικά, ενοχλήσει τον διπλανό της στο τραπέζι με μια δηκτική παρατήρηση. Έτσι, απευθύνεται επικριτικά στον Σεγκύρ: «Ώστε δεν θέλετε να διώξω τους προστατευομένους σας τους Τούρκους; Μα δεν μου λέτε, αν κάποιοι γείτονές σας, στο Πεδεμόντιο ή στη Σαβοΐα, δολοφονούσαν ή αιχμαλώτιζαν χιλιάδες από τους συμπατριώτες σας, τι θα λέγατε αν μου ερχόταν εμένα, εδώ στη Ρωσία, η ιδέα να τους υπερασπιστώ;». Από την αρχή τούτου του «απαράμιλλου» ταξιδιού, ο Σεγκύρ ονειρεύεται τον καλύτερο τρόπο εκπλήρωσης της αποστολής του, με άλλα λόγια την υπογραφή μιας εμπορικής συμφωνίας∙ ο Φιτζ‐Χέρμπερτ πασχίζει να πείσει την αυτοκράτειρα για τα πλεονεκτήματα που θα αντλούσε από μια προσέγγιση με την Αγγλία∙ και ο Κόμπεντσλ διακηρύσσει την αναγκαιότητα μιας απόλυτης ταύτισης απόψεων μεταξύ Ρωσίας και Αυστρίας. Ευτυχώς για τον Σεγκύρ, έχει σ' αυτή την υπόθεση τη συμπάθεια του Ποτέμκιν. Ωστόσο, ο πρίγκιπας της Ταυρίδας σπανίως είναι μέσα στο καράβι. Η εργασία του ως σκηνοθέτη τον υποχρεώνει, τον περισσότερο χρόνο, να προηγείται του στολίσκου για να στήνει τα σκηνικά. Κάποια μέρα, ενώ βρίσκεται πλάι στον Σεγκύρ μέσα στο πλοίο, τον πιέζει να συντάξει αμέσως ένα υπόμνημα σχετικό με τις ρήτρες της συμφωνίας την οποία έχει υπόψη του. Έτσι, θα μπορέσουν να το παρουσιάσουν το ίδιο βράδυ στην αυτοκράτειρα. Ενθουσιασμένος με την ευκαιρία που του προσφέρεται, ο Σεγκύρ αντιλαμβάνεται ευθύς αμέσως ότι ο υπηρέτης του λείπει έχοντας πάρει μαζί του το κλειδί του γραφείου του. Ας είναι: ζητάει από τον Φιτζ‐ Χέρμπερτ να του δανείσει προσωρινά την κασετίνα του με τη γραφική ύλη, πράγμα που εκείνος κάνει πρόθυμα και χωρίς δυσπιστία. Έτσι, με την πένα του πρεσβευτή της Αγγλίας και πάνω στο δικό του χαρτί αλληλογραφίας, ο Σεγκύρ αποτυπώνει το σχέδιο μιας συμφωνίας που ο Βρετανός ομόλογός του δεν θέλει με κανέναν τρόπο. Ύστερα από λίγο, η συνθήκη θα υπογραφεί και ο Φιτζ‐Χέρμπερτ, πληροφορούμενος τις παράξενες προϋποθέσεις υπό τις οποίες έγινε η προετοιμασία της, θα διασκεδάσει με την εγγλέζικη αίσθηση του «fair play» την άτυχη διπλωματική του περιπέτεια. Η κάθοδος του Δνείπερου συνεχίζεται με αργό ρυθμό και μεγαλοπρέπεια. Πάνω στις σημαιοστολισμένες γαλέρες, οι ορχήστρες παίζουν εύθυμους σκοπούς. Ο στολίσκος πλευρίζει συχνά στην όχθη του ποταμού, ώστε να μπορούν η άνασσα και οι προσκαλεσμένοι της να βλέπουν από κοντά το πολυποίκιλο πλήθος που έρχεται να λατρέψει τη Μεγαλειότητά Της. Γιρλάντες και χαλιά στολίζουν τις προσόψεις των σπιτιών. Όλα είναι γελαστά, φιλόξενα, ειδυλλιακά. Υπάρχουν μονάχα ευτυχισμένοι άνθρωποι στη Ρωσία. Ούτε ένα ρημαγμένο χαμόσπιτο ούτε ένας κουρελής ζητιάνος. Τα κακόσημα άτομα είναι καταχωνιασμένα στα υπόγεια και οι ετοιμόρροπες τρώγλες κρύβονται πίσω από ελαφρά αρχιτεκτονήματα από βαμμένο ξύλο. Πρόκειται για τα «χωριά Ποτέμκιν», για τα οποία ο πρίγκιπας ντε Λίνι διερωτάται αν έχουν στέγες, πόρτες, παράθυρα και κατοίκους. Εν πάση περιπτώσει, το μεγαλεπήβολο τοπίο, ο γαλάζιος ουρανός, ο ήλιος, η σπαρμένη με λουλούδια στέπα είναι πραγματικά. Πολλές φορές, ομάδες από Κοζάκους καβαλάρηδες ξεπροβάλλουν από την έρημο και επιδίδονται σε άγριες ιππασίες, ιππικά παιχνίδια που η βιαιότητα και η μαεστρία τους αφήνουν τους ταξιδιώτες άναυδους. Μήπως όμως είναι οι ίδιοι πολεμιστές που τους ξαναβρίσκεις στον επόμενο σταθμό με διαφορετική αμφίεση; Οι κομπάρσοι μετατοπίζονται μαζί με τα πλοία. Ολόκληρα χωριά ξεφυτρώνουν απ' το μηδέν. Στη διάρκεια της νύχτας, ομάδες εργατών ανοίγουν δρόμους που θα χρησιμοποιηθούν μονάχα μία φορά, κήπους που προορίζονται για ένα μονάχα βλέμμα. «Αφού πέρασε η αυτοκράτειρα, έδιωξαν όλους αυτούς τους ταλαίπωρους για να πάνε στα σπίτια τους», γράφει ο Λανζερόν. «Πολλοί πέθαναν από τις συνέπειες τούτης της μεταφύτευσης».
Ο Ποτέμκιν αποκαλύπτεται ως ο μάγος της στιγμής, ο βασιλιάς της οφθαλμαπάτης. Ωστόσο, δεν είναι απατηλά τα πάντα στο έργο του. Έχει πραγματικά στρατολογήσει ένα στράτευμα Κοζάκων, έχει οργανώσει τη γεωργία, έχει ιδρύσει πόλεις, έχει προσελκύσει σ' αυτές νομαδικούς πληθυσμούς και ξένους αποίκους, έχει κατασκευάσει πλοία, έχει ανοίξει λιμάνια. Αυτά όμως δεν του αρκούν. Για να φανεί αντάξιος της αυτοκράτειρας, προσθέτει στην πραγματικότητα τη φαντασία. Εισάγει, στο παρόν, τους χρωματισμούς ενός πιθανού μέλλοντος. Η Αικατερίνη αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν πολλά τεχνάσματα σ' αυτή την αισιόδοξη παρουσίαση της χώρας της. Ξέρει όμως να αποδέχεται, δίνοντάς τους τις σωστές τους διαστάσεις, τόσο το αυθεντικό όσο και ό,τι περιποιεί τιμή προς το πρόσωπό της. Συνηθισμένη στις αψίδες θριάμβου και στις ομοβροντίες του πυροβολικού, βρίσκει σχεδόν φυσικό τον εξωραϊσμό της αλήθειας. Αντίθετα, ο κόμης ντε Σεγκύρ και ο πρίγκιπας ντε Λίνι έχουν την εντύπωση ότι ζουν κάτι σαν ψευδαίσθηση. Όλα γύρω τους είναι πλαστά, τόσο τα πράγματα όσο και τα συναισθήματα. Και, παρ' όλα αυτά, τους γοητεύουν. Μεταφερμένοι έξω από το χρόνο, αποτελούν τμήμα του στόλου της Κλεοπάτρας. Σύγχρονη βασίλισσα της Αιγύπτου, «η Αικατερίνη», γράφει ο πρίγκιπας ντε Λίνι, «μόλο που δεν καταπίνει μαργαριτάρια, χαρίζει πολλά απ' αυτά». Μαζί με τον ντε Λίνι, τον Σεγκύρ, τον Κόμπεντσλ, τον Φιτζ‐Χέρμπερτ, τον Νάσαου, περιφέρει ολόκληρη την Ευρώπη των πρεσβειών και των σαλονιών αλυσοδεμένη με γιρλάντες από λουλούδια. Από μέρα σε μέρα, ο Ποτέμκιν, ο οργανωτής του θεάματος, πείθεται όλο και περισσότερο για την επιτυχία του. Υπηρετώντας την Αικατερίνη, υπηρετεί την ίδια του τη φήμη. Η ευγνωμοσύνη της τσαρίνας είναι εξασφαλισμένη. Είναι περήφανη για τον άνδρα της και, συγχρόνως, για τη χώρα της. Και οι πρεσβευτές που τη συνοδεύουν, δίχως να είναι εντελώς αφελείς όσον αφορά τη σκηνοθεσία, αναγνωρίζουν το συντριπτικό μεγαλείο της Ρωσίας και ενημερώνουν σχετικά τις γεμάτες ανησυχία κυβερνήσεις τους. «Τεράστια κοπάδια έβοσκαν στα λιβάδια», γράφει ο Σεγκύρ, «ομάδες χωρικών ζωντάνευαν τις παραλίες∙ μας περιστοίχιζαν συνεχώς αναρίθμητα πλοία, που μετέφεραν αγόρια και κορίτσια τα οποία τραγουδούσαν βουκολικούς σκοπούς της πατρίδας τους∙ δεν είχαν παραλείψει τίποτα... Ωστόσο, αν αφαιρούσες τα επίπλαστα στοιχεία, αναγνώριζες σ' αυτές τις δημιουργίες και κάποιες αλήθειες. Όταν εκείνος (ο Ποτέμκιν) ανέλαβε τις απεριόριστες κυβερνητικές του αρμοδιότητες, υπήρχαν μονάχα διακόσιες τέσσερις χιλιάδες κάτοικοι∙ και, κατά τη διάρκεια της εξουσίας του, ο πληθυσμός αυξήθηκε μέσα σε ελάχιστα χρόνια στον αριθμό των οχτακοσίων χιλιάδων». Στο Κάνιεφ, ο πλους διακόπτεται προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια παράξενη συνάντηση. Ο Στανισλάς‐Αύγουστος Πονιατόφσκι, βασιλιάς της Πολωνίας και απαρηγόρητος εραστής της Αικατερίνης, αποσπά τη χάρη να την ξαναδεί ύστερα από είκοσι οχτώ χρόνια χωρισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν μπαίνει στην αυτοκρατορική γαλέρα ως ηγεμόνας αλλά ως φίλος, αναγγέλλοντας στους συγκεντρωμένους για να τον υποδεχθούν αξιωματούχους: «Κύριοι, ο βασιλιάς της Πολωνίας μου ανέθεσε να σας συστήσω τον πρίγκιπα Πονιατόφσκι». Ελπίζει ότι κάποιες τρυφερές αναμνήσεις της νιότης τους θα φωτίσουν το τετ‐α‐τετ με την τσαρίνα. Ωστόσο, δεν υπάρχει τετ‐α‐τετ. Η Αικατερίνη θα τον δεχτεί παρουσία του ευνοουμένου της Μαμόνωφ. Αντί για την ευκίνητη μεγάλη δούκισσα που ο Πονιατόφσκι είχε γνωρίσει, βλέπει να στέκεται απέναντι του μια βαριά ματρόνα με σαγόνι που προεξέχει, πλούσιο στήθος και μάτι κτητικό. Παρ' όλα αυτά, εκείνος συγκινείται. Αν και έχει βαρύνει με τα χρόνια, εξακολουθεί να παραμένει γι' αυτόν η μοναδική γυναίκα που αγάπησε. Προσπαθεί να της εξηγήσει ότι ο πρεσβευτής της Ρωσίας στην Πολωνία, ο πρίγκιπας Ρέπνιν, έχει γίνει ο πραγματικός κυρίαρχος του βασιλείου, ότι η χώρα υποφέρει απ' αυτή την ξένη τυραννία, ότι εκείνη και μόνο θα μπορούσε να κάνει κάπως πιο ανθρώπινη τη μοίρα των δύστυχων Πολωνών. Αυτή τον ακούει με ευγενική αδιαφορία, κάτω από το εκδικητικό βλέμμα του «Κυρίου Κοκκινοφορεμένου». Ο Πονιατόφσκι την αποχαιρετά, κάτωχρος και απελπισμένος. Ανάμεσά τους, το παρελθόν έχει
σβήσει οριστικά. Αυτή που επισκέφθηκε, ήταν, αν όχι μια γυναίκα χωρίς καρδιά, τουλάχιστον μια γυναίκα χωρίς μνήμη. Από την πλευρά της όμως, η Αικατερίνη είναι ενθουσιασμένη με την ευκαιρία που της προσφέρθηκε να κεντρίσει τη ματαιοδοξία του εν ενεργεία εραστή της υποδεχόμενη έναν αλλοτινό εραστή. Πραγματικά, ο Μαμόνωφ προσποιείται αγανάκτηση, οργή. Τολμάει να εκτοξεύσει δειλές επιπλήξεις στην Αυτής Μεγαλειότητα, κι εκείνη τις δέχεται με χαρά, τρισευτυχισμένη επειδή μπορεί ακόμη να προκαλέσει τη ζήλια ενός τόσο νέου άνδρα. Εξομολογείται στους οικείους της πόση θλίψη της εμπνέει ο σκυθρωπός «Σάσα». Ο Σεγκύρ και ο ντε Λίνι μένουν εμβρόντητοι από την αφέλεια της τσαρίνας. Κανείς όμως δεν τολμάει να τη διαψεύσει. Και η σκηνή ολοκληρώνεται γι' αυτήν με την κομψή ευχαρίστηση μιας αισθηματικής νίκης. Στο δείπνο το οποίο παρατίθεται προς τιμήν της από τον Πονιατόφσκι, συμπεριφέρεται προς το βασιλιά της Πολωνίας με την παγερή τυπικότητα που απαιτεί το πρωτόκολλο, επιτηρώντας ταυτόχρονα μ' ένα σκωπτικό βλέμμα τη συμπεριφορά του ευνοουμένου της. Όταν σηκώνεται από το τραπέζι, ο Πονιατόφσκι ζητάει το καπέλο του. Η Αικατερίνη του το δίνει. Ψιθυρίζει με θλίψη: «Αχ! κυρία, μου είχατε δώσει άλλοτε ένα πολύ πιο ωραίο!». Την ικετεύει να του παραχωρήσει μια μέρα ακόμη πάνω στη γαλέρα. Εκείνη αρνείται. Προς τι να αναδεύει κανείς τη στάχτη; Φαίνεται τόσο ταραγμένος απ' αυτή τη βίαιη αποπομπή που ο πρίγκιπας ντε Λίνι του λέει στ' αυτί: «Μην παίρνετε δα αυτό το περίλυπο ύφος∙ κάνετε να θριαμβολογεί τούτη η Αυλή που σας περιστοιχίζει και σας απεχθάνεται!». Φεύγει τσακισμένος, έχοντας σίγουρα μετανιώσει επειδή χάλασε τόσες ωραίες αναμνήσεις με μια άκαιρη συνάντηση. Πριν φύγει καλά καλά, αναγγέλλεται η άφιξη του φιλοξενουμένου που περίμεναν με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον: του Ιωσήφ Β'. Κατά τη συνήθειά του, μετακινείται με το ψευδώνυμο κόμης του Φάλκενσταϊν, και περιμένει να του συμπεριφερθούν σαν σε απλό τουρίστα. Επιβιβάζεται στο Καϋντάκ και υποβάλλεται με τη σειρά του στην εξωπραγματική σαγήνη του ταξιδιού. Αν και γεμάτος ειρωνεία για τον θεατρικό χαρακτήρα τούτου του διαβήματος, δεν παύει να αναγνωρίζει, στα μύχια της ψυχής του, ότι η Ρωσία τον συγκλονίζει με τον πλούτο και την έκτασή της. Μια αιχμή ζήλιας εμπλέκεται στην υποτιθέμενη φιλία του για την Αικατερίνη. Στη θέση της μελλοντικής πόλης Γεκατερινοσλάβ (ή, με άλλα λόγια, «Δόξα της Αικατερίνης»138), ο διοικητής, οι αξιωματούχοι και ο κλήρος είναι συγκεντρωμένοι για την τελετή των εγκαινίων. Η Αικατερίνη βάζει τον πρώτο λίθο και καλεί τον Ιωσήφ Β' να βάλει τον δεύτερο. Εκείνος, αφού δώσει πίσω το μυστρί, γυρνάει στον Σεγκύρ και του ψιθυρίζει: «Η αυτοκράτειρα έβαλε τον πρώτο λίθο κι εγώ τον τελευταίο». Λανθασμένη προφητεία, εφόσον η πόλη θα χτιστεί και θα αναπτυχθεί γρήγορα. «Εμείς, στη Γερμανία και στη Γαλλία, δεν θα τολμούσαμε ποτέ να επιχειρήσουμε αυτό που γίνεται εδώ», παρατηρεί ο Ιωσήφ Β' με πικρία. «Εδώ, δεν δίνουν δυάρα για τη ζωή και τον ανθρώπινο μόχθο∙ κατασκευάζουν δρόμους, λιμάνια, φρούρια, παλάτια πάνω σε βάλτους∙ φυτεύουν δάση στις ερήμους∙ και όλα αυτά, δίχως να πληρώνουν τους εργάτες που, αγόγγυστα, στερούνται τα πάντα, κοιμούνται καταγής και συχνά υποφέρουν από την πείνα... Ο αφέντης προστάζει, ο σκλάβος υπακούει... Άλλωστε, η Αικατερίνη μπορεί να ξοδεύει αλόγιστα δίχως να χρεώνεται. Τα χρήματά της έχουν την αξία που θέλει να τους δίνει η ίδια: μπορεί να κόβει χρήματα και από δέρμα»139. Καταρράχτες διακόπτουν στο Καϋντάκ τον ρου του Δνείπερου. Αφού εγκαταλείψει τις γαλέρες, ολόκληρη η συντροφιά συνεχίζει το ταξίδι της οδικά, μέσ' από τη στέπα. Ο ξένος ταξιδιώτης δεν μπορεί να μη νιώσει ένα συναίσθημα ασημαντότητας και αγωνίας μπροστά σ' αυτές τις αχανείς πράσινες εκτάσεις που λες και τρέχουν, κάτω από έναν πύρινο ουρανό, ως τον παλλόμενο ορίζοντα. Η απουσία κάθε καταλύματος τον παρακινεί να πιστέψει ότι έχει εγκαταλείψει οριστικά τον κόσμο των ανθρώπων. Ότι έχει παραδοθεί, ανυπεράσπιστος, στη βούληση του ήλιου, του χορταριού, της σκόνης και του ανέμου. Με πόση ανακούφιση βλέπει να ξεχωρίζει μακριά ένας ανεπαίσθητος λοφίσκος, ένα χωριό από
τα πιο ταπεινά! Η άφιξη στη Χερσώνα χαιρετίζεται απ' όλους ως νίκη ενάντια στην επίμονη μονοτονία των πεδιάδων του Νότου. Η Αικατερίνη είναι ενθουσιασμένη. Έχουν περάσει μόλις έξι χρόνια από τότε που αυτή η τοποθεσία έπεσε στα χέρια των Ρώσων, και ήδη ο Ποτέμκιν την έκανε μια πόλη πρώτου μεγέθους. Άσπρα σπίτια, ίσιοι δρόμοι, οργιώδης βλάστηση. Εκατοντάδες εμπορικά καράβια υψώνουν τα κατάρτια τους πάνω από τον ποταμόκόλπο, οι αποθήκες στις προκυμαίες ξεχειλίζουν από εμπορεύματα, οι καμπάνες των εκκλησιών σημαίνουν, ένας ανομοιογενής λαός συνωθείται στους δρόμους, το φρούριο έχει στραμμένα τα κανόνια του προς το πέλαγος, δύο μεγάλα πολεμικά πλοία στέκουν καμαρωτά στο ναυπηγείο και ο Σεγκύρ ανακαλύπτει εμβρόντητος περιδιαβάζοντας στα καταστήματα είδη της τελευταίας παρισινής μόδας. Η αυτοκράτειρα θα ήθελε να φτάσουν ως το Κίμπουρν, απέναντι στο Οτσακώφ. Ωστόσο, ένας μικρός τουρκικός στόλος έρχεται να προσαράξει στο Λιμάν, κοντά στο οθωμανικό φρούριο, ενώ η Αυτής Μεγαλειότητα αρνείται συνετά να απαντήσει στην πρόκληση. Έχουν τόσα να δουν ακόμη στη χώρα! Ύστερα από μερικές ημέρες απραξίας, το καραβάνι ξαναρχίζει την πορεία του προς το Περεκόπ. Τώρα, περνούν τη νύχτα στην καρδιά της στέπας, κάτω από πλούσια διακοσμημένα και επιπλωμένα αντίσκηνα. Και καθώς ο Σεγκύρ διαπιστώνει με θλίψη τον κοινότοπο χαρακτήρα του τοπίου, η Αικατερίνη του λέει δύσθυμα: «Γιατί να ενοχλείστε, κύριε κόμη; Αν σας τρομάζει η πλήξη της ερήμου, ποιος σας εμποδίζει να φύγετε για το Παρίσι όπου σας περιμένουν τόσες τέρψεις;». Ο Σεγκύρ διαμαρτύρεται: «Μα, κυρία, είναι σαν να με θεωρείτε τυφλό, αχάριστο, χωρίς κρίση και γούστο! Τολμώ μάλιστα να προσθέσω ότι διαπιστώνω με θλίψη στα λόγια σας και κάποια προκατάληψη κατά των Γάλλων, οι οποίοι δεν αξίζουν μια τόσο αναιτιολόγητη γνώμη! Πουθενά δεν σας εκτιμούν και δεν σας θαυμάζουν τόσο όσο στη Γαλλία!». Η Αικατερίνη μαλακώνει. Αφού εγκαταλείψει τη σκηνή της τσαρίνας, το βράδυ, ο Ιωσήφ Β' παίρνει τον Σεγκύρ από το μπράτσο και τον τραβάει στη στέπα. Η ολόαστρη νύχτα πέφτει με εξωπραγματική καθαρότητα πάνω σ' αυτή την απέραντη, σκοτεινή και γεμάτη ασημένιες ανταύγειες έκταση. Στον ορίζοντα περνάει ένα καραβάνι από καμήλες, σαν φιγούρες θεάτρου σκιών! Μέσα στη διαπλανητική σιωπή, οι κραυγές των καμηλιέρηδων αντηχούν σαν να έρχονται από έναν άλλο κόσμο. «Τι παράξενο ταξίδι!» λέει αναστενάζοντας ο αυτοκράτορας. «Ποιος θα περίμενε να με δει να περιπλανιέμαι στην έρημο των Τατάρων μαζί με την Αικατερίνη Β' και τους απεσταλμένους της Γαλλίας και της Αγγλίας; Μια ολοκαίνουργια σελίδα της ιστορίας!» «Νομίζω», του αποκρίνεται ο Σεγκύρ, «ότι πρόκειται μάλλον για μία σελίδα των Χιλίων και Μιας Νυκτών, πως ονομάζομαι Τζαφάρ και περιφέρομαι παρέα με τον μεταμφιεσμένο κατά τη συνήθειά του χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ!» Μερικά βήματα πιο κει, οι δύο άνδρες πέφτουν πάνω σ' έναν καταυλισμό νομάδων. «Δεν ξέρω αν είμαι ξύπνιος ή αν τα λόγια σας για τις Χίλιες και Μία Νύχτες μου δημιουργούν κάποια ψευδαίσθηση!» φωνάζει ο αυτοκράτορας. «Κοιτάξτε από εκείνη την πλευρά!» Προς μεγάλη τους έκπληξη, μία από τις σκηνές από τρίχα καμήλας περπατάει προς το μέρος τους. Οι Καλμούχοι, που κοιμούνται σ' αυτήν, μετατοπίζουν το κατάλυμά τους δίχως να το ξεμοντάρουν. Ο Σεγκύρ και ο Ιωσήφ Β' τους κάνουν επίσκεψη στο φορητό σπίτι τους. Κι ύστερα, ενθουσιασμένοι από μια τέτοια γραφικότητα, επιστρέφουν στον δικό τους καταυλισμό. Οι σκηνές των υψηλών ξένων είναι στολισμένες με ασημένια σιρίτια. Αυτές που στεγάζουν την αυτοκράτειρα, τον αυτοκράτορα, τον Ποτέμκιν και τους πρεσβευτές είναι κεντημένες με πολύτιμα πετράδια που λαμπυρίζουν μέσα στο μισοσκόταδο. Στην πιο ευρύχωρη και ψηλή απ' αυτές τις υφασμάτινες κατασκευές, δεσπόζει ένα στέμμα και ένας δικέφαλος αετός!140
Και κάτω από τούτο το περήφανο έμβλημα, αναπαύεται μια παχουλή γυναικούλα με σιδερένια υγεία και ζωηρό νου που, μέχρι αργά το προηγούμενο βράδυ, εργάστηκε μαζί με τους υπουργούς της. Χαμένη στις στέπες του Νότου, οφείλει παρ' όλα αυτά να κυβερνά την αυτοκρατορία της με τόση σταθερότητα όση θα έδειχνε και αν έδρευε στο παλάτι της, στην Αγία Πετρούπολη. Η πρωτεύουσα της Ρωσίας είναι εκεί όπου βρίσκεται η τσαρίνα. Σε κάθε στάση, συναντάται με ταχυδρόμους που έρχονται από τις τέσσερις γωνιές της υφηλίου. Παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή τις αντιγνωμίες της Αγγλίας και της Γαλλίας όσον αφορά μια πιθανή σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Κάποια μέρα, ενοχλημένη από τις φήμες που φτάνουν στ' αυτιά της από την Αυλή του Αγίου Ιακώβου και εκείνη των Βερσαλλιών, παραχωρεί στον Σεγκύρ και τον Φιτζ‐Χέρμπερτ την ίδια σκηνή, που περιέχει ένα μονάχα τραπεζάκι. Καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλο, οι δύο πρεσβευτές συντάσσουν τις απόρρητες —και προφανώς αντιφατικές— αναφορές τους, ανταλλάσσοντας κάπου κάπου ένα καχύποπτο βλέμμα. Το ίδιο βράδυ, στο δείπνο, όλοι γελούν με την αυτοκρατορική φάρσα. Η ευθυμία των ταξιδιωτών μεταβάλλεται σε ανησυχία τη στιγμή που το καραβάνι μπαίνει στην Κριμαία. Πραγματικά, για να εκδηλώσει τη συμπάθειά της προς τον πληθυσμό αυτών των πρόσφατα προσαρτημένων εδαφών, η Αικατερίνη αποφασίζει να αρνηθεί την καθ' οδόν φρούρησή της από τα ρωσικά στρατεύματα. Δεν έχουν περάσει καλά καλά τέσσερα χρόνια από τότε που ο χάνος της Κριμαίας παραχώρησε τη θέση του σ' έναν κυβερνήτη διορισμένο απ' αυτήν. Σε τούτη την άγρια μουσουλμανική χώρα, χριστιανοί υπάλληλοι διαδέχτηκαν άλλους, μωαμεθανούς, κάποιες εκκλησίες με χρυσαφένιους θόλους ξεφύτρωσαν ανάμεσα στους μιναρέδες, ακάλυπτες γυναίκες κατέκλυσαν τους δρόμους, υποθάλποντας την οργή των υπερμάχων της παλιάς τάξης των πραγμάτων. Αψηφώντας τον κίνδυνο, η τσαρίνα εμπιστεύεται τούτες τις φυλές που προσχώρησαν «εκούσια» σ' αυτήν. Γνωρίζει ότι η Ανατολή σέβεται το λόγο που έχει δώσει. Απαιτεί να κάνει την είσοδό της στο Μπαχτσισαράι περιστοιχισμένη από μια συνοδεία ντόπιων. Ξαφνικά, οι πρεσβευτές βλέπουν έντρομοι να φτάνουν χίλιοι διακόσιοι Τάταροι ιππείς, υπέροχα ντυμένοι και πάνοπλοι. Πώς αυτοί οι άνδρες, που τόσο περιφρονούν τις γυναίκες και εχθρεύονται τους χριστιανούς, μπορούν να δεχτούν να τους εξουσιάζει μια γυναίκα και μια χριστιανή; Μέσα στην ίδια άμαξα με τον κόμη ντε Σεγκύρ, ο πρίγκιπας ντε Λίνι κοιτάζει με σκωπτικό βλέμμα τους άγριους πολεμιστές με το σταρένιο δέρμα και τα πεταχτά ζυγωματικά που ιππεύουν πλάι τους. «Παραδεχθείτε, αγαπητέ μου Σεγκύρ», λέει γελώντας, «ότι θα ήταν παράδοξο και θα προκαλούσε σάλο στην Ευρώπη αν οι χίλιοι διακόσιοι Τάταροι που μας περιβάλλουν τολμούσαν με αποφασιστικότητα να μας παρασύρουν ολοταχώς προς ένα μικρό γειτονικό λιμάνι∙ να επιβιβάσουν εκεί την αυγούστα Αικατερίνη και τον πανίσχυρο αυτοκράτορα των Ρωμαίων Ιωσήφ Β', και να τους οδηγήσουν στην Κωνσταντινούπολη για τη διασκέδαση και την ικανοποίηση της Αυτού Υψηλότητας του Αμπντούλ‐Χαμίτ, του ηγέτη που εξουσιάζει τους πιστούς∙ και αυτό το τέχνασμα δεν θα αντίκειτο καθόλου προς τους κανόνες της ηθικής. Γιατί θα μπορούσαν κάλλιστα και χωρίς κανέναν ηθικό δισταγμό να θέσουν εκποδών με τη σειρά τους δύο ηγεμόνες οι οποίοι —περιφρονώντας το δίκαιο των ανθρώπων και όλων των συμβάσεων— ήρθαν να εξαφανίσουν τη δική τους χώρα, να εκθρονίσουν τον πρίγκιπά τους και να δεσμεύσουν την ανεξαρτησία τους». Ωστόσο, οι νέοι υποτελείς της Αικατερίνης εκδηλώνουν απέναντί της, όπως άλλωστε εκείνη προέβλεψε, μια άμεμπτη πίστη. Της σώζουν ακόμα και τη ζωή όταν, στο δρόμο που κατεβαίνει απότομα προς το Μπαχτσισαράι, τα άλογα της άμαξάς της αφηνιάζουν. Ορμώντας με τρομακτική ταχύτητα, η άμαξα κατηφορίζει την πλαγιά χοροπηδώντας και γέρνοντας μια δεξιά, μια αριστερά. Αδύνατο να τη σταματήσουν. Ένα δευτερόλεπτο ακόμη και θα συντριβόταν πάνω στα βράχια. Στην είσοδο της πόλης, τα άλογα στέκονται πεισματικά στα δυο τους πόδια, πέφτουν, οι ρόδες περνούν πάνω από τα σώματά τους, το αμάξωμα τρεκλίζει κάτω από τη βιαιότητα του τραντάγματος, αλλά οι Τάταροι ιππείς
καταφέρνουν και το ισορροπούν. Όσοι βρίσκονται μέσα είναι σώοι. Ο Ιωσήφ Β' ομολογεί ότι φοβήθηκε πολύ. Παρ' όλα αυτά, λέει, «η Αικατερίνη δεν άφησε να διαφανεί κανένα ίχνος φόβου στα χαρακτηριστικά της». Στο Μπαχτσισαράι, η αυτοκράτειρα έχει εγκατασταθεί στο παλιό ανάκτορο του χάνου. «Απολαμβάνει με την υπερηφάνεια μιας άνασσας, μιας γυναίκας και μιας χριστιανής, το ότι καθόταν στο θρόνο των Τατάρων, αλλοτινών κατακτητών της Ρωσίας, οι οποίοι, λίγα χρόνια πριν από την ήττα τους, εξακολουθούσαν να ρημάζουν τις επαρχίες της», γράφει ο Σεγκύρ. «Αρέσκεται να εξηγεί στους ξένους φιλοξενουμένους της ότι, στη διάρκεια περισσότερων από δέκα αιώνες, οι τραχείς κάτοικοι τούτης της γης λεηλατούσαν τις γειτονικές εκτάσεις, στέλνοντας κάθε χρόνο χιλιάδες λευκούς σκλάβους στη Μικρά Ασία». Παρά τα παράπονα που θα μπορούσε να έχει ενάντια σ' έναν πληθυσμό περήφανο που εξακολουθεί να θεωρεί τους Ρώσους «άπιστους» και «σκυλιά», αποφάσισε να προστατεύσει τη θρησκεία, τα ήθη και τη γλώσσα των Τατάρων. Αυτή η ανεξιθρησκία έχει και την πληρωμή της: καμιά εξέγερση μέσα στη χώρα. Αλλά μια απαθής αδιαφορία, ένα προσποιητό φλέγμα. Στο δρόμο, οι διαβάτες, οι έμποροι, οι τεχνίτες καμώνονται πως αγνοούν την αίγλη της αυτοκρατορικής συνοδείας. Στρέφουν αλλού τα μάτια ή γυρνούν την πλάτη. «Για να μη ρίξουν τον εγωισμό τους», γράφει ο Σεγκύρ, «δεν αποδίδουν ποτέ την καταισχύνη τους σε δικό τους φταίξιμο: αρκούνται να κατηγορήσουν τη μοίρα». Οι ταξιδιώτες ανακαλύπτουν μεθυσμένοι από χαρά τις γλυκές τέρψεις της Κριμαίας. Κάτω από το ζεστό μεσογειακό φως, θαυμάζουν τα ναρκωμένα άσπρα σπίτια, τις ελιές με τις ασημένιες φυλλωσιές, τα φοινικόδεντρα με τους παράξενους θύσανους, που λάμπουν με λάμψη στιλπνή, τους κήπους που ξεχειλίζουν από τριαντάφυλλα, δάφνες, γιασεμιά, τα βιολετιά βουνά, και πέρα, τη θάλασσα με το σμαραγδί πράσινο χρώμα, αδιάφανο και σκληρό. Είναι άραγε δυνατόν τούτος ο οργιώδης παράδεισος ν' αποτελεί μέρος της ίδιας αυτοκρατορίας με τις χιονισμένες πεδιάδες του Βορρά; Οπωσδήποτε, η Αικατερίνη έχει όλους τους καρπούς της γης μέσα στο σάκο της! Από το Μπαχτσισαράι, η συντροφιά κάνει ένα άλμα μέχρι το κανούργιο λιμάνι της Σεβαστούπολης. Ένα γεύμα με συνοδεία μουσικής συγκεντρώνει τους προσκαλεσμένους στην αίθουσα του παλατιού. Ξαφνικά, τα παράθυρα που βλέπουν σ' ένα φαρδύ μπαλκόνι ανοίγουν διάπλατα και οι συνδαιτυμόνες διακρίνουν εμβρόντητοι, καταμεσής του όρμου, ένα θεσπέσιο στόλο που τα καράβια του, διατεταγμένα σε θέσεις μάχης, χαιρετίζουν την αυτοκράτειρα με τις ομοβροντίες των κανονιών τους. Ο πάταγος του πυροβολικού μοιάζει να προορίζεται τόσο για να τιμήσει την άνασσα όσο και για να εκφοβίσει την Κωνσταντινούπολη. Οι Ρώσοι υπουργοί ποδοκροτούν από πολεμικό μένος. Μόνο δύο χρόνια χρειάστηκαν στον Ποτέμκιν για να κατασκευάσει και να εξοπλίσει την εκπληκτική αρμάδα του Νότου. Φτάνει μια λέξη της Μεγαλειότητάς Της για να στραφεί όλη τούτη η δύναμη πυρός ενάντια στους Τούρκους. Ωστόσο, η Αικατερίνη διατηρεί την ψυχραιμία της. Η στιγμή δεν έχει έρθει ακόμα. Επιθεωρεί το στόλο, παρίσταται στην καθέλκυση τριών ακόμα σκαφών, και αναθέτει στον Μπουλγκάκωφ, πρεσβευτή της Ρωσίας στην Πύλη, να δώσει στο σουλτάνο μια ειρηνευτική νότα. Αφού επισκέφθηκε την καινούργια πόλη της Σεβαστούπολης, όπου ένα πλήθος εργατών βρίσκεται επί ποδός στα ναυπηγεία, ρωτάει τον Σεγκύρ τι σκέφτεται γι' αυτή την πόλη, αυτό το λιμάνι, αυτόν το στόλο. «Κυρία», απαντάει εκείνος, «με την ίδρυση της Σεβαστούπολης, ολοκληρώσατε στο Νότο ό,τι είχε αρχίσει στο Βορρά ο Πέτρος ο Μέγας». Επιστρέφοντας στο Μπαχτισαράι, ο Σεγκύρ και ο ντε Λίνι ξαναβρίσκουν τα διαμερίσματά τους στο παλάτι του χάνου: είναι εγκατεστημένοι στο παλιό χαρέμι του πρίγκιπα. Καθένας έχει στη διάθεσή του ένα απέραντο δωμάτιο με μαρμάρινους τοίχους και πλακοστρωμένο δάπεδο. Ένα ντιβάνι ζώνει γύρω γύρω το δωμάτιο. Στο κέντρο, ένα σιντριβάνι στάζει σε μια
γούρνα. Τα παράθυρα είναι καλυμμένα κατά το ήμισυ από μια δαιδαλώδη βλάστηση όπου μπλέκονται οι τριανταφυλλιές, οι δάφνες, τα γιασεμιά, οι ροδιές και οι πορτοκαλιές. Η διαμονή σ' αυτόν τον «τρυφηλό θάλαμο», κατά την έκφραση του Σεγκύρ, κάνει την ψυχή να ρέπει προς τους συναισθηματισμούς. Ο πρίγκιπας ντε Λίνι, παρά τα πενήντα του χρόνια, δεν κάθεται φρόνιμα. «Πριν εγκαταλείψω την Ταυρίδα, πρέπει τουλάχιστον ν' αντικρίσω μια γυναίκα με άσκεπο πρόσωπο!» λέει στον Σεγκύρ. «Θα θέλατε να με συνοδεύσετε;» Ο Σεγκύρ δέχεται και οι δύο κυνηγοί ξεκινούν. Αφού περιπλανηθούν κάμποσο στην εξοχή, διακρίνουν στις παρυφές ενός μικρού δάσους τρεις γυναίκες που πλένουν τα πόδια τους σ' ένα ρυάκι. Κρυμμένοι πίσω από μια συστάδα δέντρων τις αποθαυμάζουν με την άνεσή τους. Εκείνες έχουν βγάλει το πέπλο τους. Τι απογοήτευση όμως! Δεν είναι ούτε νέες ούτε ωραίες. «Μα την πίστη μου», ψιθυρίζει ο ντε Λίνι, «δεν έχει άδικο ο Μωάμεθ που τις θέλει κρυμμένες!» Μόλις προφέρει τούτες τις λέξεις, οι τρεις γυναίκες γυρίζουν το κεφάλι, διακρίνουν τους αδιάντροπους, βάζουν τις φωνές και καλύπτουν τα πρόσωπά τους. Στις φωνές τους, Τάταροι τρέχουν σειώντας τις μάχαιρές τους. Ο Σεγκύρ και ο ντε Λίνι το βάζουν στα πόδια, διασχίζοντας το πυκνό δάσος. Την επόμενη μέρα, στη διάρκεια ενός μεγάλου δείπνου, ο ντε Λίνι, ο οποίος φροντίζει πάντοτε να δημιουργεί ευχάριστη ατμόσφαιρα στη Μεγαλειότητά Της, της διηγείται τον περίπατό τους της προηγουμένης. Μερικοί συνδαιτυμόνες σκάνε στα γέλια, όμως η Αικατερίνη συνοφρυώνεται. «Κύριοι», λέει, «αυτό το αστείο είναι πολύ κακόγουστο και δίνει ένα πολύ κακό παράδειγμα. Βρίσκεστε ανάμεσα σ' ένα λαό που κατακτήθηκε από τα όπλα μου. Θέλω να σέβεστε τους νόμους, την παιδεία, τα ήθη και τις προκαταλήψεις του. Αν μου είχαν διηγηθεί αυτή την περιπέτεια χωρίς να μου κατονομάσουν τους ήρωές της, αντί να εστιάσω σ' εσάς τις υποψίες μου, θα θεωρούσα μάλλον ένοχους μερικούς από τους ακολούθους μου και θα τους τιμωρούσα αυστηρά». Οι δύο υπαίτιοι σκύβουν το κεφάλι. Μεγαλόψυχη, η αυτοκράτειρα δεν επιμένει. Το ταξίδι συνεχίζεται μέσα σε κλίμα ευφορίας. Κάποιες αψίδες θριάμβου, που υψώνονται για να περάσει η τσαρίνα, φέρουν μια προκλητική επιγραφή: «Δρόμος προς το Βυζάντιο». Υπάρχουν τόσα πυροτεχνήματα, τόσες φωταψίες, και ο πρίγκιπας ντε Λίνι «φοβάται μήπως γίνει λαμπιόνι από τα τόσα λαμπιόνια που βλέπει». Για να τον ανταμείψει για την καλή του συντροφιά, το πνεύμα και το μπρίο του, η Αικατερίνη του χαρίζει μια έκταση γης μεγάλη όσο μια γαλλική επαρχία. Τον παίρνει μαζί της μέσα στην άμαξα για να μοιράσει κέρματα στους γονατισμένους πληθυσμούς. Αυτός γεμίζει τις χούφτες του χρήματα από ένα σάκο ανοιχτό πλάι τους, και τα σκορπάει. «Οι κάτοικοι έρχονται από δεκαπέντε ή είκοσι λεύγες μακριά και παρατάσσονται στο πέρασμά μας για να δουν την αυτοκράτειρα», γράφει. «Πέφτουν πρηνηδόν μόλις φτάνει. Αυτές τις πλάτες και αυτά τα κεφάλια που φιλούν τη γη, τα πετροβολάω με χρυσάφι, καλπάζοντας δίπλα τους και αυτό γίνεται έξι φορές την ημέρα. Τυχαίνει να είμαι ο μεγάλος ελεήμων της Ρωσίας». Ο Σεγκύρ έχει επίσης φορτωθεί με δώρα. Από την Αικατερίνη βέβαια, αλλά και από τον Ποτέμκιν. Ο πρίγκιπας της Ταυρίδας έχει διάθεση όλο και πιο ευμετάβλητη. Πότε αποσύρεται για να νηστέψει και να προσευχηθεί σε μια κοντινή σπηλιά ενός ερημίτη και πότε, ξεχειλίζοντας από δύναμη, κέφι και εφευρετικότητα, καλεί την τσαρίνα και τους προσκαλεσμένους της σε μια γιορτή που η λάμψη της υπερφαλαγγίζει την κούραση και τη βαρεμάρα τους. Κάποια μέρα, δέχεται τους ξένους διπλωμάτες σωριασμένος σ' ένα ντιβάνι, με τα μαλλιά του ανακατωμένα, το μάτι θολό, και παραπονιέται για τις οικονομικές δυσκολίες της αυτοκρατορίας∙ ύστερα, στη διάρκεια μιας πολυτελούς δεξίωσης, χαρίζει στην αυτοκράτειρα ένα μαργαριταρένιο περιδέραιο ανυπολόγιστης αξίας. Η εκκεντρικότητά του, σκέφτεται ο Σεγκύρ, αγγίζει τα όρια της τρέλας. Κάποιο πρωί, καθώς ο πρεσβευτής της Γαλλίας ετοιμάζεται να βγει έξω, πέφτει πάνω σε μια νεαρή καλλονή που φοράει την ενδυμασία των Κιρκασίων. Μένει εμβρόντητος: η άγνωστη παρουσιάζει εκπληκτική ομοιότητα με τη γυναίκα του. «Πίστεψα για μια στιγμή ότι η κυρία ντε Σεγκύρ ήρθε από τη Γαλλία να με βρει και ότι διασκέδαζαν κρύβοντάς την και ετοιμάζοντας τούτη την
απροσδόκητη συνάντηση», γράφει. Καθώς η οπτασία ξεμακραίνει, ο Ποτέμκιν τον παίρνει από το χέρι και του λέει: «Ώστε η ομοιότητα είναι απόλυτη;». «Απόλυτη και απίστευτη», αποκρίνεται ο Σεγκύρ. Ο Ποτέμκιν σκάζει στα γέλια. Σίγουρα είχε την ευκαιρία να δει το πορτραίτο της κόμισσας κάτω από τη σκηνή του πρεσβευτή. «Ε, λοιπόν, πατερούλη», συνεχίζει, «αυτή η νεαρή Κιρκάσια ανήκει σ' έναν άνδρα που μπορεί να μου την παραχωρήσει∙ και, μόλις φτάσετε στην Πετρούπολη, θα σας την κάνω δώρο». Αμήχανος, ο Σεγκύρ ψελλίζει: «Σας ευχαριστώ, αλλά δεν θα δεχτώ∙ πιστεύω ότι μια τέτοια συναισθηματική δοκιμασία θα φαινόταν υπερβολικά παράξενη στην κυρία ντε Σεγκύρ». Ο Ποτέμκιν πληγώνεται απ' αυτή την άρνηση, την οποία θεωρεί ακατανόητη. Για να καταλαγιάσει την ευθιξία του πρίγκιπα της Ταυρίδας, ο πρεσβευτής της Γαλλίας θ' αναγκαστεί να δεχτεί ένα άλλο δώρο: ένα μικρό Καλμούχο, ονόματι Ναγκούν. «Τον φρόντισα για λίγο», θα γράψει ο Σεγκύρ∙ «έβαλα να τον μάθουν να διαβάζει∙ αλλά... η κόμισσα του Κόμπεντσλ, που διασκέδαζε πολύ μαζί του, με πίεσε τόσο έντονα να της τον δώσω που δέχτηκα». Τελικά, το καραβάνι παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Εδώ και μία εβδομάδα, ο Ιωσήφ Β' δείχνει να ανησυχεί ιδιαίτερα για τις καινούργιες αναταραχές στις Κάτω Χώρες. Αναρωτιέται τι ήρθε να κάνει σ' αυτή την πομπή του ονείρου. «Μας οδηγούσαν από ψευδαίσθηση σε ψευδαίσθηση», λέει στον Σεγκύρ. Και προσθέτει, μιλώντας για την Αικατερίνη: «Δεν καταλαβαίνω πώς μια γυναίκα τόσο περήφανη και φιλόδοξη εκδηλώνει μια τόσο παράξενη αδυναμία για τις ιδιοτροπίες του νεαρού υπασπιστή της Μαμόνωφ που ουσιαστικά δεν είναι παρά ένα κακομαθημένο παιδί». Στο Μπορισλάβ, ο αυτοκράτορας αποχαιρετάει την αυτοκράτειρα, αφού προηγουμένως της συστήσει να φανεί συνετή απέναντι στην Τουρκία και αποφασιστική απέναντι στην Πρωσία. Ύστερα από μερικές ημέρες, στην Πολτάβα, περιμένει τους ταξιδιώτες —που πίστευαν ότι είχαν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες της έκπληξης— ένα μεγαλεπήβολο θέαμα οργανωμένο από τον Ποτέμκιν. Πενήντα χιλιάδες ένοπλοι, ντυμένοι άλλοι Ρώσοι και άλλοι Σουηδοί στρατιώτες, αναπαριστάνουν με τις μανούβρες τους τις διάφορες φάσεις της περίφημης μάχης που έληξε, το 1709, με συντριπτική νίκη του Μεγάλου Πέτρου κατά του Καρόλου IB'. Ο τσάρος, ο βασιλιάς της Σουηδίας, ο Μεντσικώφ, ο Σερεμέτιεφ αναπαρίστανται από Ρώσους αξιωματικούς. Έφοδοι του ιππικού, πραγματικά πυρά του πεζικού, κανονιοβολισμοί. Αποσβολωμένοι, οι θεατές νομίζουν ότι έχουν μεταφερθεί στην καρδιά του πολέμου. «Στα μάτια της Αικατερίνης», γράφει ο Σεγκύρ, «έλαμπαν η χαρά και η δόξα. Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι στις φλέβες της κυλούσε το αίμα του Μεγάλου Πέτρου». Ύστερα απ' αυτή τη στρατιωτική επίδειξη, η συνοδεία των αμαξών συνεχίζει την αργή της πορεία προς το Βορρά. Σ' αυτό το τμήμα της αυτοκρατορίας, δεν χρειάζονται ένα μεγαλοφυή σκηνοθέτη για να στήνει τον εκάστοτε διάκοσμο και να κινητοποιεί τους κομπάρσους. Ο πλούτος των επαρχιών που διασχίζουν είναι ολοφάνερος. Οι δυνατές ζητωκραυγές στο πέρασμα της αυτοκράτειρας ξεκινούν από ειλικρινή αισθήματα. Ακόμα και ο σκεπτικιστής Σεγκύρ γράφει: «Η αυτοκράτειρα έγινε δεκτή σαν μητέρα, και ο λαός, που εκείνη προστάτευε από την κατάχρηση εξουσίας των αφεντάδων, εκδήλωνε έναν ενθουσιασμό που υπαγορευόταν μονάχα από την ευγνωμοσύνη». Ο Ποτέμκιν, ο οποίος καταλαμβάνεται από ξαφνική κόπωση, αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αυτής Μεγαλειότητα στο Χαρκώφ και να επιστρέψει στο Νότο. Η Αικατερίνη ανησυχεί βλέποντας τον τόσο καταπονημένο μετά το θρίαμβό του ως διοργανωτή του ταξιδιού. Μήπως είναι άρρωστος; Του γράφει: «Λόγω της μεγάλης ζέστης που έχετε στο Νότο, σας ζητώ σαν χάρη να φροντίζετε τον εαυτό σας, για την αγάπη του Θεού και τη δική μας». Κι ακόμα: «Με εξυπηρετείτε και σας είμαι ευγνώμων, αυτό είναι όλο! Όσο για τους εχθρούς
σας, τους τιμωρήσατε με την αφοσίωσή σας στο πρόσωπό μου και τις υπηρεσίες σας στο Κράτος». Εκείνος της απαντάει: «Μητέρα αυτοκράτειρα... είστε κάτι περισσότερο από μητέρα για μένα, γιατί οι φροντίδες σας και η έγνοια σας για την υγεία μου ξεκινούν από έναν ενθουσιασμό γεμάτο σύνεση... Η κακεντρέχεια και η ζήλια δεν κατόρθωσαν να με βλάψουν στα μάτια σας και η κακοπιστία στάθηκε πάντοτε ανώφελη... Τούτη η περιοχή δεν θα ξεχάσει την ευτυχία της. Εις το επανιδείν, ευεργέτιδα και μητέρα μου. Άμποτε ο Θεός να μου δώσει την ευκαιρία να δείξω στον κόσμο ολόκληρο πόσο σας είμαι υποχρεωμένος και αφοσιωμένος σκλάβος σας μέχρι θανάτου»141. Διασχίζοντας το Κουρσκ, το Ορέλ, την Τούλα, τη Μόσχα, μέσ' από δεξιώσεις, χορούς, θεάματα και πυροτεχνήματα, η αυτοκράτειρα πλησιάζει στην πρωτεύουσα. Οι μέρες είναι ζεστές, οι στάσεις εξαντλητικές. Καθισμένος μαζί με τον Φιτζ‐Χέρμπερτ στην άμαξα της Μεγαλειοτάτης, ο Σεγκύρ διαπιστώνει κάποια στιγμή ότι εκείνη λαγοκοιμάται. Συνεχίζει χαμηλόφωνα τη συζήτησή του με τον πρεσβευτή της Αγγλίας. Ο τελευταίος υποστηρίζει ότι η αμερικανική επανάσταση, η οποία αφαίρεσε δεκατρείς αποικίες από το στέμμα, σε τελευταία ανάλυση μάλλον ωφέλησε τη χώρα του παρά την έβλαψε. Πραγματικά, μέσα σε λίγο χρόνο, το Λονδίνο, απαλλαγμένο από τη δαπάνη που συνεπάγεται η διοίκηση εκείνων των μακρινών περιοχών, θα κερδίσει πολλά χρήματα από το εμπόριο μαζί τους. Η συζήτηση συνεχίζεται δίχως η αυτοκράτειρα —η οποία έχει σκυμμένο το κεφάλι και αναπνέει κανονικά— να υψώσει το βλέμμα. Την επόμενη ημέρα, παίρνει τον Σεγκύρ κατά μέρος και του λέει: «Είχατε χθες με τον Φιτζ‐Χέρμπερτ την πιο παράδοξη συζήτηση και το θεωρώ αδιανόητο πώς μπόρεσε μια τέτοια διάνοια να υποστηρίξει μια τόσο αλλοπρόσαλλη γνώμη». Και, καθώς ο Σεγκύρ παραξενεύεται πώς και τους άκουσε, ενώ φαινόταν να κοιμάται, του απαντάει: «Επίτηδες δεν άνοιγα τα μάτια μου. Τρελαινόμουν από περιέργεια να ακούσω τη συνέχεια του διαλόγου σας. Δεν ξέρω αν ο βασιλιάς Γεώργιος Γ' συμμερίζεται τη γνώμη του υπουργού του∙ σας διαβεβαιώ πάντως πως αν εγώ, προσωπικά, είχα χάσει όπως εκείνος ανεπιστρεπτί μία μόνο από τις δεκατρείς αποικίες που του αφαιρέθηκαν, θα είχα τινάξει τα μυαλά μου στον αέρα». Και μια άλλη σκέψη της Αικατερίνης εκπλήσσει αυτόν τον ίδιο τον Σεγκύρ. Βρίσκεται μαζί της όταν της αναγγέλλουν ότι ήρθε ο κυβερνήτης μιας επαρχίας, ο οποίος βαρύνεται με την κατηγορία ότι δεν έλαβε κανένα μέτρο για να καταπολεμήσει τη σιτοδεία. «Ελπίζω», λέει ο υπουργός Μπεζμπορόντκο, «ότι η Μεγαλειότητά Σας θα του απευθύνει δημόσια την αυστηρή επίπληξη που του αξίζει». «Όχι», αποκρίνεται η Αικατερίνη. «Θα πήγαινε πολύ να τον ταπεινώσω. Γιατί μου αρέσει να επαινώ και να ανταμείβω μεγαλόφωνα, να μέμφομαι όμως χαμηλόφωνα». Το ταξίδι πλησιάζει προς το τέλος του. Η Αικατερίνη μοιράζει στους ταξιδιωτικούς συντρόφους της μετάλλια που έχουν κοπεί μ' αυτή την ευκαιρία∙ στη μία τους όψη έχουν το προφίλ της τσαρίνας, και στην άλλη, την πορεία του ταξιδιού της στην Κριμαία. Μια επιγραφή θυμίζει ότι αυτή η εκστρατεία έγινε για την εικοστή πέμπτη επέτειο της βασιλείας της και μία άλλη ότι σκοπό είχε «το καλό του λαού». Όταν ρωτούν την Αικατερίνη για την εντύπωση που αποκόμισε απ' αυτή την περιοδεία, εκείνη απαντάει ειρωνικά: «Είδα, όπως σας βλέπω και με βλέπετε, τα βουνά της Ταυρίδας να προχωρούν προς το μέρος μας με βήμα επιβλητικό και να υποκλίνονται σκύβοντας το κεφάλι. Όποιος δεν το πιστεύει, δεν έχει παρά να πάει να δει τους καινούργιους δρόμους που ανοίξαμε! Θ' αντικρίσει παντού τα απόκρημνα μέρη μεταμορφωμένα σε ήπιες πλαγιές». Στις 22 Ιουλίου 1787, ύστερα από απουσία που κράτησε περισσότερο από έξι μήνες, η Αικατερίνη επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη. Η συνοδεία σκορπίζει και καθένας, έχοντας βγει από τον «κύκλο της ονειροφαντασίας», ξαναμπαίνει με βαριά καρδιά στην γκρίζα ατμόσφαιρα της καθημερινότητας. «Έπρεπε να ξαναρχίσουμε τους στεγνούς υπολογισμούς
της πολιτικής», παρατηρεί μελαγχολικά ο Σεγκύρ. Η Αικατερίνη ξεκινάει για το Τσάρσκογε Σέλο, όπου λογαριάζει να περάσει τις μεγάλες ζέστες του Αυγούστου. Ένα χαρούμενο συμβάν την περιμένει στο δρόμο: οι εγγονοί της Αλέξανδρος και Κωνσταντίνος έρχονται με τη συνοδεία του Λαάρπ να την προϋπαντήσουν και να πορευθούν μαζί της ως τη θερινή κατοικία της. Καμιά αψίδα θριάμβου δεν της προκάλεσε τόση ευχαρίστηση όση η θέα τούτων των παιδικών προσώπων που τα είχε εξάψει η περιέργεια. Τα παιδιά τής κάνουν χιλιάδες ερωτήσεις για τις χώρες που είδε, κι εκείνη τα ρωτάει με τη σειρά της και με το ίδιο ακόρεστο ενδιαφέρον για τα διαβάσματά τους. Η συνάντηση με τον μεγάλο δούκα Παύλο είναι λιγότερο συναρπαστική: εξακολουθεί να είναι το ίδιο πικρόχολος και αινιγματικός. Η γυναίκα του, η μεγάλη δούκισσα Μαρία, περιμένει το έκτο τους παιδί. Το καζάνι της πολιτικής κοχλάζει. Η αυτοκράτειρα πρέπει να ασχοληθεί αμέσως. Ο Ιωσήφ Β' τη βομβαρδίζει με γράμματα ικετεύοντάς τη να μετριάσει τις βλέψεις της στην Τουρκία. Του απαντάει με ασάφεια. Εκείνη η μεριά μυρίζει μπαρούτι. Ταυτόχρονα, η Αικατερίνη πρέπει να κατοπτεύσει το έδαφος από την πλευρά του Γουσταύου Γ' της Σουηδίας του οποίου τα σχέδια της φαίνονται ύποπτα. Κι ακόμα, να καθησυχάσει την Αγγλία που είναι έξαλλη μετά την υπογραφή εμπορικής συνθήκης μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας. Δίχως να ξεχάσει να κολακεύσει και την Πρωσία, που οι καινούργιες της αξιώσεις στην Πολωνία αξίζουν έναν έλεγχο σε βάθος. «Δουλεύω σαν άλογο», γράφει ο Γκριμ, «και οι τέσσερις γραμματείς μου δεν μου αρκούν». Όλες οι αποφάσεις εξαρτώνται απ' αυτήν. Οι υπουργοί που την περιστοιχίζουν δεν είναι παρά η τρεμάμενη αντανάκλαση της σκέψης της. Κουβαλάει μόνη της όλη την Ευρώπη μέσα στο μυαλό της. Κάποιο βράδυ, που μιλάει για το «υπουργικό της συμβούλιο της Αγίας Πετρούπολης» απ' όπου χειρίζεται τόσες διεθνείς υποθέσεις, ο πρίγκιπας ντε Λίνι της λέει: «Δεν γνωρίζω μικρότερο, γιατί οι διαστάσεις του περιορίζονται σε μερικές σπιθαμές: εκτείνεται από τον ένα κρόταφό σας μέχρι τον άλλο, και από τη ρίζα της μύτης σας ως εκείνη των μαλλιών σας!».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIII ΠΟΛΕΜΟΙ Όπως θα έπρεπε να περιμένει κανείς, το ταξίδι της Αικατερίνης στην Κριμαία προκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη μια οργή που ο Βρετανός, ο Πρώσος, ακόμα και ο Γάλλος πρεσβευτής έσπευσαν να συδαυλίσουν. Παρά τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις της αυτοκράτειρας, ο Αμπντουλ‐Χαμίτ θεωρεί προσωπική προσβολή τα γυμνάσια του ρωσικού στόλου και του στρατού ξηράς σ' εκείνη τη ζώνη που πρόσφατα αποσπάστηκε από την επιρροή του. Η χερσόνησος της Ταυρίδας, σκέφτεται, δεν είναι πια η επαρχία των τρυφηλών απολαύσεων, αλλά ένα ορμητήριο εκστρατειών, μια πολεμική μηχανή στραμμένη προς την καρδιά της Τουρκίας. Συγκεντρώνει βιαστικά τα στρατεύματά του. Στην Αικατερίνη, η οποία καμώνεται πως αγανακτεί, ο Σεγκύρ απαντάει ειρωνικά: «Φανταστείτε ότι ο σουλτάνος, περιστοιχισμένος από τους αξιωματούχους του, συνοδευόμενος από έναν ισχυρό σύμμαχο, με έναν τεράστιο στόλο και εκατόν πενήντα χιλιάδες άνδρες, παρουσιάζεται στο Οτσακώφ∙ θα ήταν αξιοπερίεργο αν παίρνατε προληπτικά μέτρα;». Ο Σεγκύρ έλαβε από την κυβέρνησή του την εντολή να απευθύνει στην αυτοκράτειρα μια επίσημη προειδοποίηση. Εκείνη τον ακούει με περιφρόνηση, τον κοροϊδεύει για τις φιλικές του σχέσεις με τους γενειοφόρους που φορούν τουρμπάνι και τον επονομάζει «Σεγκύρ‐ Εφέντι». Γι' αυτήν, είναι ακατανόητο πώς τα περισσότερα Κράτη της Δύσης, αντί να υποστηρίξουν τους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης, τάσσονται στο πλευρό των μουσουλμάνων της Ασίας. Δηλαδή όλες αυτές οι δήθεν πολιτισμένες χώρες τόσο πολύ φοβούνται τη ρωσική υπεροχή που θα συμμαχούσαν ακόμα και με το διάβολο προκειμένου να την εξουδετερώσουν; Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, η Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΣΤ' νοσεί σοβαρά από πολιτική άποψη, ώστε να μη λαμβάνονται υπόψη οι διαθέσεις της. Σε περίπτωση σύγκρουσης, η Αγγλία και η Πρωσία θα δείξουν τα δόντια τους, δίχως όμως και να κουνηθούν από τη θέση τους. Μακάρι τουλάχιστον η Αυστρία —αφού προηγουμένως θα ξεμπέρδευε με τα προβλήματά της στις Κάτω Χώρες— να ήταν σε θέση να στηρίξει αποφασιστικά τη Ρωσία! Η φρόνηση θα υπαγόρευε να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να βάλουν φωτιά στο φιτίλι. Πολύ περισσότερο μάλιστα τώρα που η σιτοδεία λυμαίνεται τις επαρχίες της Ανατολής και που ο ρωσικός στρατός και στόλος, αν και θαυμάσιοι στις παρελάσεις, δεν είναι ακόμα έτοιμοι για μάχη. Πρέπει να αναδιοργανωθούν, να εξοπλιστούν, να πειθαρχήσουν, να ασκηθούν, να εφοδιαστούν... Στο μεταξύ, Γάλλοι αξιωματικοί ασχολούνται με τον εκσυγχρονισμό του τουρκικού στρατού και Ρώσοι απεσταλμένοι διεισδύουν στα Βαλκάνια, στην Αίγυπτο, στη Συρία για να εξαγοράσουν κάποιες τοπικές συμμαχίες. Η Αικατερίνη ελπίζει ότι ο σουλτάνος, θορυβημένος από την πρόσφατη επίδειξη της ρωσικής ισχύος στην Κριμαία, θα καταπιεί την οργή του και θα διστάσει να επιτεθεί, αφήνοντας στον Ποτέμκιν το περιθώριο να προβεί σε σοβαρές προετοιμασίες. Ωστόσο, ο Αμπντούλ‐Χαμίτ, σίγουρα καλά πληροφορημένος, στέλνει τελεσίγραφο στον Μπουλγκάκωφ —πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη—, βάσει του οποίου η Ρωσία εξαναγκάζεται να επιστρέψει την Κριμαία. Όπως είναι αυτονόητο, ο Μπουλγκάκωφ αρνείται, και φυλακίζεται γι' αυτό στο οχυρό του Επταπυργίου. Ο πόλεμος ξεσπάει. Η Αγγλία και η Πρωσία τάσσονται υπέρ της Πύλης, η Γαλλία δηλώνει ουδετερότητα, η Σουηδία, εχθρικά διακείμενη προς τη Ρωσία, βρίσκεται σε επιφυλακή περιμένοντας «την κατάλληλη ευκαιρία», και ο Ιωσήφ Β', ο περίφημος ταξιδιωτικός σύντροφος, γράφει στην Αικατερίνη: «Λυπάμαι αφάνταστα επειδή την παρούσα στιγμή δεν βρισκόμαστε πλέον στη Σεβαστούπολη, απ' όπου θα κατευθυνόμασταν προς την Κωνσταντινούπολη, για να χαιρετήσουμε το σουλτάνο και τους παράλογους συμβούλους του με κανονιοβολισμούς». Παρά τη συγκεκριμένη εκδήλωση φιλίας, η Αικατερίνη ανησυχεί. Ο γραμματέας της ο Χραποβίτσκι τη βλέπει συχνά σκεπτική, με βλέμμα απλανές, ύφος κουρασμένο και
αφηρημένο. Μαντεύει πως αυτός ο αγώνας δεν θα είναι εύκολος. Για τους Τούρκους, πρόκειται για ιερό πόλεμο κατά των απίστων. Ο μεγάλος βεζίρης διέσχισε τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, κάτω από το λάβαρο του Μωάμεθ, καλώντας το λαό να χύσει το αίμα του για να θριαμβεύσει η δικαιοσύνη. Από τη ρωσική πλευρά, στα ελαττώματα οργάνωσης και εξοπλισμού του στρατού της ξηράς και της θάλασσας προστίθενται και οι αντιθέσεις της ανώτερης ηγεσίας. Έμπειροι στρατηγοί όπως ο Σουβάρωφ, ο Ρέπνιν, ο Ρουμιάντσεφ απεχθάνονται να δέχονται διαταγές από έναν Ποτέμκιν, που δεν έχει δώσει ακόμα τις αποδείξεις του στο πεδίο της μάχης. Ωστόσο, απ' αυτόν εξαρτώνται οι τύχες του πολέμου. Με τη θέληση της αυτοκράτειρας, συγκεντρώνει τα αξιώματα του στρατάρχη και του μεγάλου ναυάρχου. Περνάει όμως μια κρίση κατάθλιψης και σκεπτικισμού. Θα 'λεγες ότι η προετοιμασία του ταξιδιού της Κριμαίας στράγγιζε όλη του την ενεργητικότητα και ότι, ύστερα από τόσες ευχάριστες ψευδαισθήσεις, δεν έχει πια αρκετό σθένος για ν' αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα των μαχών. «Η παράσταση τελείωσε, η αυλαία έπεσε, ο διευθυντής κοιμάται», γράφει ο πρίγκιπας ντε Λίνι. Ενώ οι φανατισμένοι Τούρκοι επιτίθενται στο οχυρό του Κίνμπουρν, ο Ποτέμκιν συμβουλεύει με μια επιστολή του την Αικατερίνη να υπογράψει ειρήνη όσο υπάρχει ακόμα καιρός. Κατάπληκτη γι' αυτή την επονείδιστη λιποταξία μπροστά στο εμπόδιο, εκείνη προσπαθεί από μακριά να του αναπτερώσει το ηθικό. «Χαλύβδωσε το πνεύμα σου και την ψυχή σου ενάντια σε όλες αυτές τις δυσκολίες», του γράφει, «και να είσαι βέβαιος πως με λίγη υπομονή θα τα καταφέρεις. Γιατί, θα ήταν πραγματική αδυναμία αν, όπως μου γράφεις, εξαφανιζόσουν περιφρονώντας όλες σου τις ικανότητες». Τον Οκτώβριο του 1787, ο Σουβάρωφ σκορπάει τον όλεθρο στους Τούρκους μπροστά στις πύλες του Κίνμπουρν. Οι απώλειες του εχθρού είναι σημαντικές. Η Αικατερίνη βγάζει έναν αναστεναγμό ανακούφισης: αν έπεφτε το Κίνμπουρν, θα ήταν αδύνατο να διατηρήσουν τη Χερσώνα. Ολόκληρο το νότιο τμήμα θα έμενε ανοιχτό, χαλαρό και ανυπεράσπιστο όταν θα εφορμούσε ο κατακτητής. Ωστόσο, ο ρωσικός στόλος της Μαύρης θάλασσας επλήγη από μια θύελλα που κράτησε πέντε μέρες. Και νά που ο Ποτέμκιν απελπίζεται και πάλι. Για μια ακόμη φορά, η Αικατερίνη τον ταρακουνάει: «Δεν σε καταλαβαίνω πια καθόλου. Γιατί ν' αποποιηθούμε τα πλεονεκτήματα που αποκτήσαμε; Όταν κάποιος είναι πάνω σ' ένα άλογο, θα κατέβει για να πάει με τα πόδια;» και καθώς εκείνος εξακολουθεί να μελετάει την περίπτωση αναδίπλωσης του στόλου και εγκατάλειψης της Κριμαίας, αυτή ξεσπάει: «Τι να πω; Σίγουρα έτσι αποφάσισες από την πρώτη στιγμή, με τη σκέψη ότι ο στόλος είχε καταστραφεί! Τι θα γινόταν όμως αυτός ο τελευταίος μετά την εκκένωση; Και πώς να αρχίσει κανείς μια εκστρατεία με την εκκένωση μιας επαρχίας που δεν απειλείται; Θα ήταν προτιμότερο να επιτεθούμε στο Οτσακώφ ή στο Μπεντέρ, αλλάζοντας έτσι την άμυνα με επίθεση μιας και, σύμφωνα με τα λεγόμενά σου, η πρώτη μάς συμφέρει λιγότερο. Άλλωστε, φαντάζομαι πως ο άνεμος δεν ήταν ενάντιος μόνο για μας. Θάρρος! Και πάλι θάρρος! Σου τα γράφω όλα αυτά σαν στον καλύτερό μου φίλο, στον κηδεμονευόμενό μου και στο μαθητή μου που μερικές φορές δείχνει περισσότερη αποφασιστικότητα από μένα την ίδια∙ αλλά, τη συγκεκριμένη στιγμή, διαθέτω περισσότερο θάρρος από σένα, επειδή εσύ είσαι άρρωστος κι εγώ υγιής... Νομίζω πως βιάζεσαι σαν πεντάχρονο παιδάκι, ενώ οι υποθέσεις που σου έχουμε εμπιστευθεί τώρα απαιτούν μεγάλη υπομονή». Παρά τούτη την ενθάρρυνση, όπου η τρυφερότητα συνδυάζεται με τη σταθερότητα, ο Ποτέμκιν υπεκφεύγει. Βυθισμένος σ' ένα είδος χειμερίας νάρκης, έχει μοναδικό του μέλημα όχι να κατακτήσει το Οτσακώφ, αλλά να περιορίσει τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για τους στρατιώτες του, κάνει την πειθαρχία λιγότερο άτεγκτη, δίνει οδηγίες στους αξιωματικούς να περιορίσουν τα ραβδίσματα και μεταβάλλει ριζικά τη στολή του στρατού. Οι παλιές άβολες στολές, οι ψηλές μπότες, τα βαριά κράνη αντικαθίστανται από βολικές χλαίνες, χαμηλές μπότες, ελαφρά κράνη. Διατάσσει επίσης τους άνδρες να κόψουν τις κοτσίδες τους και να πάψουν να πουδράρουν τα μαλλιά τους,
που θα τα έχουν πλέον κοντά. «Να κατσαρώνουν τα μαλλιά τους, να τα πουδράρουν και να τα πλέκουν, είναι στρατιωτική ασχολία;» ρωτάει. «Δεν έχουν υπηρέτες αφοσιωμένους στο πρόσωπό τους. Τι τους χρησιμεύουν λοιπόν τα μπιγκουτί; Όλοι καταλαβαίνουν ότι είναι πολύ πιο υγιεινό να πλένουν το κεφάλι τους και να χτενίζουν τα μαλλιά τους, παρά να τα γεμίζουν πούδρα, λιπαρές ουσίες, αλεύρι, φουρκέτες και κοτσίδες. Ο στρατιώτης πρέπει να είναι έτσι κουρεμένος, ώστε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι να είναι έτοιμος». Αυτός ο καινούργιος κανονισμός γίνεται δεκτός στο στράτευμα με ενθουσιασμό και η αυτοκράτειρα δημοσιεύει ένα μανιφέστο όπου εκφράζει την ικανοποίησή της. Αντίθετα, συνεχίζει να ελεεινολογεί την έλλειψη στρατιωτικής επιθετικότητας του στρατάρχη. Με παράλογο πείσμα, ο Ποτέμκιν εμποδίζει τον Σουβάρωφ να εκμεταλλευτεί τις πρώτες επιτυχίες του. Η προσωπική του στρατηγική δεν συνίσταται στην έφοδο αλλά στην παρακώλυση του εχθρού. Βασίζεται στο χρόνο, στη φθορά του αντιπάλου. Ο Σουβάρωφ, αγανακτισμένος, του απαντάει: «Δεν εκπορθεί κανείς ένα φρούριο κοιτάζοντάς το». Η Αικατερίνη κάθεται στα καρφιά. Πολιορκεί με ερωτήσεις τον πρίγκιπα της Ταυρίδας: «Τι γίνεται με το Οτσακώφ;», «Θα το κυριεύσετε το Οτσακώφ;», «Πότε θα πέσει το Οτσακώφ;». Ο Ποτέμκιν ξέχασε τους λόγους αυτού του πολέμου; Θέλει να δει την Κριμαία να κατακτάται από τον εχθρό; Την τρώνε οι έγνοιες, διατείνεται πως όλα τα φορέματά της θέλουν στένεμα. Ωστόσο, εξακολουθεί να ανησυχεί για την υγεία του μεγάλου της άνδρα που αδρανεί. «Αυτή τη στιγμή, αγαπητέ μου φίλε», του γράφει, «δεν είστε ένας άσημος ιδιώτης, ελεύθερος να ζει κατά τα κέφια του. Ανήκετε στο Κράτος και σ' εμένα. Οφείλετε και σας διατάσσω να περιφρουρήσετε την υγεία σας». Και ακόμη: «Σου στέλνω ένα ολόκληρο φαρμακείο γεμάτο από δικά μου φάρμακα, μαζί με την ολόψυχη ευχή μου να μην τα χρειαστείς... Το δεύτερο δέμα έχει μια γούνα από αλεπού και ένα σκούφο από ζιμπελίνα για να μην κρυώνεις... Το δάφνινο στεφάνι θα είναι έτοιμο σε δεκαπέντε μέρες». Τον Ιούνιο του 1788, αφού ο τουρκικός στρατός υποστεί σοβαρά πλήγματα σε δύο διαδοχικές αναμετρήσεις, το Οτσακώφ μπορεί επιτέλους να πολιορκηθεί από τις ρωσικές ναυτικές δυνάμεις, κι ο Ποτέμκιν βομβαρδίζει το στόχο με τα πυρά ενός πολυάριθμου πυροβολικού. Αν και του είναι τώρα δυνατόν να κυριεύσει το φρούριο με επίθεση των στρατευμάτων του, κωφεύει στις ένθερμες παρακλήσεις του Σουβάρωφ, προκαλώντας παράταση της πολιορκίας. Τη συγκεκριμένη στιγμή, το βλέμμα της Αικατερίνης είναι στραμμένο προς ένα άλλο σημείο του χάρτη της Ρωσίας, όχι πλέον νότια αλλά δυτικά. Κρίνοντας ότι η αυτοκράτειρα γειτόνισσά του είναι αρκετά μπλεγμένη με τους Τούρκους, ο Γουσταύος Γ' της Σουηδίας θυμάται στην κατάλληλη στιγμή ότι είναι σύμμαχος της Πύλης και κηρύσσει πόλεμο στη Ρωσία. Ελπίζει, με κάποιες στρατιωτικές επιτυχίες, να επιβληθεί στους Σουηδούς ευγενείς που εξακολουθούν να αμφισβητούν το κύρος του μέσα στη χώρα. Η Γερμανία και η Αγγλία τον υποστηρίζουν στις φιλοπόλεμες προθέσεις του. Η Γαλλία τον αποδοκιμάζει. Το τελεσίγραφο του βασιλιά της Σουηδίας, τον οποίο η Αικατερίνη αποκαλεί χλευαστικά «Αδελφό Γκυ», είναι τόσο αναιδές που ο Σεγκύρ το θεωρεί εντελώς «στερημένο λογικής». Μου φαίνεται, λέει στην Αικατερίνη, ότι ο βασιλιάς της Σουηδίας, βαυκαλιζόμενος από ένα απατηλό όνειρο, είδε στον ύπνο του ότι είχε κερδίσει τρεις μεγάλες μάχες κατά της Μεγαλειότητάς Σας». «Έστω και αν είχε κερδίσει τρεις μεγάλες μάχες, κύριε κόμη», αποκρίνεται ζωηρά η Αικατερίνη, «έστω και αν ήταν τώρα κυρίαρχος της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας, θα του έδειχνα και πάλι τι μπορεί να κάνει μια γυναίκα με ισχυρό χαρακτήρα, ορθή πάνω στα συντρίμμια μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, όταν τεθεί επικεφαλής ενός λαού γενναίου και αφοσιωμένου». Για να εξευτελίσει τον αντίπαλό της, ανεβάζει, στο θέατρο του Ερμιτάζ, μια όπερα μπούφα δικής της σύνθεσης, τον Ταλαίπωρο πολεμιστή, όπου ο Γουσταύος Γ' παρουσιάζεται με τη μορφή ενός μικροσκοπικού πρίγκιπα με υπερβολικά μεγάλο κράνος, που του κατεβαίνει
μέχρι την κοιλιά, και γιγάντιες μπότες που του φτάνουν μέχρι τη μέση. Εξοπλισμένος κατ' αυτόν τον τρόπο, στρώνεται στο κυνήγι από τον ανάπηρο διοικητή ενός μικρού ρωσικού οχυρού, που τον χτυπάει με τις πατερίτσες του. Οι διπλωμάτες παρακολουθούν, ενοχλημένοι από το θέαμα και, μέσ' από τις ανούσιες φιλοφρονήσεις τους, η Αικατερίνη μαντεύει την απογοήτευση που τους προκαλούν οι παιδιάστικοι χλευασμοί της. Ωστόσο, έχει ανάγκη να βγάλει το δηλητήριό της σε μια στιγμή που η χώρα πολεμάει σε δύο μέτωπα κάτω από τα κακόβουλα βλέμματα των μεγάλων ευρωπαϊκών εθνών. Για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της εκστρατείας της στο Νότο, χρειάστηκε να απογυμνώσει το Βορρά από τα καλύτερά του στρατεύματα και, επιπλέον, η πρωτεύουσα προσφέρει έναν εύκολο στόχο για τους Σουηδούς. Ευτυχώς, ο καινούργιος στόλος, τον οποίο είχε την πρόθεση να στείλει στη Μαύρη θάλασσα, βάζοντάς τον να φέρει βόλτα ολόκληρη την Ευρώπη, δεν έχει εγκαταλείψει ακόμη τη Βαλτική. Η Αικατερίνη αναθέτει στον πρίγκιπα ντε Νάσαου, που έχει τεθεί στην υπηρεσία της Ρωσίας, να οργανώσει τις ναυτικές επιχειρήσεις σ' αυτόν τον τομέα. Τοποθετημένος κάτω από τις άμεσες διαταγές της, ο αξιότατος και πολύ δραστήριος ναύαρχος Γκραίητς θα προσπαθήσει να σκορπίσει τη σουηδική μοίρα. Υπάρχει λοιπόν ελπίδα από εκείνη την πλευρά. Αντίθετα, στην ξηρά όλα πηγαίνουν άσχημα. Τα ρωσικά στρατεύματα έχουν συντριβεί. Το οχυρό του Νύσλοτ πέφτει στα χέρια του εχθρού. Ο Γουσταύος Γ' προχωρεί προς το Φρίντριξαμ. Ο δρόμος για την Αγία Πετρούπολη είναι ανοιχτός. Σίγουρος για την επιτυχία του, ο Γουσταύος Γ' δηλώνει ότι θα δώσει ένα μεγάλο χορό στο Πέτερχοφ για τις κυρίες της Αυλής του, ότι θα τελέσει δοξολογία στον καθεδρικό ναό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και ότι θα γκρεμίσει το άγαλμα του Μεγάλου Πέτρου. Πανικός κυριεύει την πρωτεύουσα. Ενώ οι λοχίες στρατολόγοι αρπάζουν και εκπαιδεύουν στα γρήγορα υπηρέτες και εργάτες για να τους κάνουν στρατιώτες, κυκλοφορούν στα σαλόνια οι πλέον απαισιόδοξες φήμες. Λέγεται πως η πόλη θα εγκαταλειφθεί και πως οι Σουηδοί ετοιμάζουν μια μεγάλη σφαγή. Στα γραφεία της Διοίκησης, υπάλληλοι με ύφος βλοσυρό πακετάρουν τα αρχεία. Τα πολύτιμα αντικείμενα κλείνονται μέσα σε κασόνια και φορτώνονται σε αμάξια. Η Αυλή περιμένει μια διαταγή της αυτοκράτειρας για να αναδιπλωθεί στη Μόσχα. Όσοι δεν αναγκάζονται από τα καθήκοντά τους να μείνουν επιτόπου, φεύγουν ατάκτως. Πεζή, με άλογα ή με αμάξια, πλούσιοι και φτωχοί φεύγουν μπροστά στον κίνδυνο. Η Αικατερίνη δεν κρατάει κανέναν. Αστειεύεται μάλιστα. «Πρέπει να αναγνωρίσω», λέει, «ότι ο Πέτρος Α' έχτισε την πρωτεύουσά του δίπλα στη Σουηδία!» Έχει άραγε σκοπό να φύγει και η ίδια; Δεν μπορεί να διατρέξει τον κίνδυνο να αιχμαλωτιστεί. Παρ' όλα αυτά, πώς θα ήταν δυνατόν εκείνη, η κληρονόμος και συνεχίστρια του έργου του Μεγάλου Πέτρου, να υποκλιθεί μπροστά σ' αυτούς τους ίδιους Σουηδούς που εκείνος νίκησε στην Πολτάβα; Αγνοώντας τα σχέδια της αυτοκράτειρας, οι ξένοι πρεσβευτές διερωτώνται αν πρέπει να ετοιμάζονται για αναχώρηση με τους φακέλους τους παραμάσχαλα ή να μείνουν μέχρι να παραδοθεί η πόλη. Ο Σεγκύρ, ο οποίος έχει οριστεί απεσταλμένος τους, πηγαίνει στο Χειμερινό Ανάκτορο προσπαθώντας να ανιχνεύσει τις προθέσεις της Μεγαλειοτάτης. Όταν εκείνη τον ρωτάει σχετικά με τις φήμες που κυκλοφορούν για το άτομό της, τολμάει να της πει: «Θεωρείται βέβαιο σχεδόν απ' όλες τις μεριές ότι η Μεγαλειότητά Σας πρόκειται να φύγει το συντομότερο για τη Μόσχα». Ατάραχη εκείνη τον ρωτάει: «Και το πιστέψατε, κύριε κόμη;». «Κυρία μου», αποκρίνεται ο Σεγκύρ, «οι πηγές απ' όπου προέρχεται αυτή η φήμη μου φαίνονται ιδιαίτερα αληθοφανείς∙ μονάχα ο χαρακτήρας σας με κάνει να αμφιβάλλω». Αγέρωχη και με περήφανη ματιά, η Αικατερίνη αντιπαραβάλλει στην ανησυχία του συνομιλητή της μια σιγουριά που τον εκπλήσσει. Τα δυσάρεστα νέα των τελευταίων ημερών δεν έχουν κλονίσει ούτε κατά το ελάχιστο την πίστη της στην τελική νίκη. Υποστηρίζει μάλιστα ότι συγκέντρωσε πεντακόσια άλογα σε κάθε σταθμό του δρόμου της Μόσχας για να φτάσουν γρηγορότερα οι απαραίτητες για την υπεράσπιση της Αγίας Πετρούπολης ενισχύσεις. «Να πείτε στην κυβέρνησή σας», λέει, «ότι θα μείνω στην πρωτεύουσα και ότι, αν έφευγα, θα ήταν μόνο για να προλάβω το βασιλιά της Σουηδίας».
Ο Σεγκύρ εκλαμβάνει αυτή τη στάση ως πρόκληση προς το τετελεσμένο γεγονός. Ωστόσο, τα συμβάντα δικαιώνουν την αυτοκράτειρα. Ο ναύαρχος Γκραίητς συναντάει τον εχθρικό στόλο, τον αναγκάζει να υποχωρήσει και τον περιορίζει στο λιμάνι του Σβήμποργκ. Αγανάκτηση ξεσπάει μεταξύ των ευγενών Σουηδών. Απογοητευμένοι οι αξιωματικοί επιρρίπτουν ευθύνες στον Γουσταύο Γ': κήρυξε πόλεμο χωρίς να συμβουλευτεί τη Δίαιτα. Αυτή η αμφισβήτηση, γνωστή με το όνομα Συνασπισμός της Ανζάλα, εμποδίζει σαφώς την προέλαση του κατακτητή. Το φιλόδοξο όνειρο του Γουσταύου Γ' μοιάζει ξαφνικά να κινδυνεύει. Η Αικατερίνη απολαμβάνει ανεπιφύλακτα τούτη την προδοσία στις τάξεις του αντιπάλου. «Αν ο βασιλιάς ήταν άλλος άνθρωπος», λέει, «θα μπορούσαμε να τον λυπηθούμε. Τι να γίνει όμως; Εφόσον έχουμε τη δυνατότητα, πρέπει ν' αδράξουμε την ευκαιρία για ν' αναγκάσουμε τον εχθρό να υποχωρήσει». Επέτρεψε στο γιο της —που δεν τον άφηνε να ησυχάσει το παράδειγμα του Φρειδερίκου Β'— να λάβει μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Σουηδίας. Τον εμπιστεύτηκε όμως στην άγρυπνη εποπτεία του στρατηγού Μουσίν‐Πούσκιν και, πολύ γρήγορα, αηδιασμένος απ' αυτή την εξάρτηση, ο μεγάλος δούκας Παύλος επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη. Για μια ακόμα φορά, απέδειξε την ανικανότητά του στα μάτια του κόσμου. Όπως πάντοτε, θεωρεί τη μητέρα του υπεύθυνη για την ήττα του. Υποψιάζεται ότι ο Ποτέμκιν συνωμότησε ώστε να σταλεί στο βόρειο μέτωπο και να μην τον έχει πλάι του στο νότιο. Ακριβώς όμως αυτό το νότιο μέτωπο αφυπνίζεται τότε. Αφού άφησε να περάσει ολόκληρο το καλοκαίρι του 1788 με εφήμερες αψιμαχίες, ο Ποτέμκιν αποφασίζει να διατάξει γενική έφοδο κατά του Οτσακώφ. Ο Σουβάρωφ τραυματίζεται σοβαρά. Ξεσπάει επιδημία. Λυσσαλέος στη μάχη, ο Ποτέμκιν εκτίθεται στον κίνδυνο με την τόλμη νεαρού αξιωματικού άπληστου για δόξα. Για να εξάψει τον ενθουσιασμό των στρατιωτών του, τους υπόσχεται πλιάτσικο. Στις 6/17 Δεκεμβρίου 1788, γίνεται έφοδος, άνοδος στις επάλξεις υπό τις ριπές των μυδραλιοβόλων, οδομαχίες σώμα με σώμα, κατάκτηση της πόλης —σπίτι προς σπίτι—, σφαγή των κατοίκων, βιασμοί, κλοπές, εμπρησμοί. Εξήντα χιλιάδες Τούρκοι και είκοσι χιλιάδες Ρώσοι χάνουν τη ζωή τους σ' αυτή τη σφαγή. Τα λάφυρα είναι άπειρα. Το ωραιότερο κομμάτι είναι ένα σμαράγδι σε μέγεθος αυγού που ο Ποτέμκιν το στέλνει στην Αικατερίνη. Ο συνταγματάρχης Μπάουερ αναλαμβάνει να κομίσει το χαρμόσυνο άγγελμα στην αυτοκράτειρα. Όταν φτάνει, μέσα στη νύχτα, εκείνη δεν αισθάνεται καλά και έχει ξαπλώσει. Έτσι, δέχεται το μήνυμα ο ευνοούμενος Μαμόνωφ ο οποίος, συγκλονισμένος, ξυπνάει την ερωμένη του. Η αυτοκράτειρα κλαίει από ευτυχία. Όταν σηκώνεται από το κρεβάτι, την επόμενη ημέρα, δηλώνει: «Ήμουν άρρωστη, αλλά η χαρά με γιάτρεψε». Οι ανταμοιβές πέφτουν βροχή στον απεσταλμένο, στον πρίγκιπα της Ταυρίδας, στους αξιωματικούς και στους στρατιώτες. Ο ποιητής Ντερζάβιν συνθέτει μια ωδή: Βροντή της νίκης ήχησε! Χαίρε, μεγάλε Ρώσε! Στον Ιταλό ζωγράφο Φραγκίσκο Καζανόβα ανατίθεται η αναπαράσταση τούτου του κατορθώματος. Η Αικατερίνη γράφει στον Ποτέμκιν: «Σας κρατώ το κεφάλι ανάμεσα στα δυο μου χέρια και σας φιλώ νοερά χίλιες φορές». Ωστόσο, μόλο που νικήθηκαν στο Οτσακώφ, οι Τούρκοι δεν σκοπεύουν να καταθέσουν τα όπλα. Κι ο βασιλιάς της Σουηδίας, ο οποίος πάταξε την αντίθεση που εκδηλώθηκε στο στράτευμά του, διαλύει το Συνασπισμό της Ανζάλα και ξαναρχίζει τις εχθροπραξίες. Ταυτόχρονα, οι Κάτω Χώρες, που έχουν εξεγερθεί κατά της αυστριακής κατοχής, εμποδίζουν τον Ιωσήφ Β' να συγκεντρώσει όλες του τις προσπάθειες εναντίον της Τουρκίας. Παρ' όλα αυτά, το 1789 αρχίζει με σημαντικές επιτυχίες. Ενώ ο πρίγκιπας ντε Νάσαου, επικεφαλής ενός καινούργιου στόλου κατατροπώνει τους Σουηδούς στο Σβένσκσουντ, ο
Σουβάρωφ και ο πρίγκιπας του Κοβούργου σπέρνουν τον όλεθρο στους Τούρκους στην αιματηρή μάχη του Φοξάνι... Αυτά όμως δεν αρκούν. Τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο, ο εχθρός αντιστέκεται∙ τον ενθαρρύνουν η Αγγλία και η Πρωσία. Όσο για τη Γαλλία, είναι υπερβολικά απασχολημένη με τις εσωτερικές της υποθέσεις, ώστε η στάση της να μην έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για την παγκόσμια ισορροπία. Αυτός ο γαλλικός δημοκρατικός σάλος ενοχλεί την Αικατερίνη. «Η τρίτη σας τάξη εγείρει πολύ υψηλές αξιώσεις», λέει στον Σεγκύρ. «Θα προκαλέσει τη μνησικακία των δύο άλλων τάξεων και αυτή η διχόνοια μπορεί να έχει συνέπειες τόσο μακρόχρονες όσο και επικίνδυνες. Φοβάμαι ότι ο βασιλιάς θα αναγκαστεί να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες, δίχως να τα καταφέρει να κατασιγάσει τα πάθη». Απ' την άλλη δηλώνει στον Γκριμ: «Δεν είμαι από κείνους που πιστεύουν ότι πλησιάζουμε σε μια μεγάλη επανάσταση». Και ξαφνικά, πέφτει σαν αστροπελέκι η είδηση της πτώσης της Βαστίλλης. Η Αικατερίνη την πληροφορείται από τον Σιμολίν, πρεσβευτή της στο Παρίσι. Τούτη τη φορά, δεν συγκρατεί πλέον την οργή της: «Πώς είναι δυνατόν οι τσαγκάρηδες να εμπλέκονται στις κρατικές υποθέσεις;» αναφωνεί. «Ένας τσαγκάρης ξέρει μονάχα ό,τι αφορά τα παπούτσια!» Μισεί εκ βαθέων αυτό το ηλίθιο πλήθος που τολμάει να επιτίθεται στον ηγεμόνα του. «Ο τόνος που βασιλεύει στη χώρα σας είναι ο τόνος της κραιπάλης», γράφει στον Γκριμ. Δηλώνει ότι η Γαλλία «μη έχοντας παιδί, γεννάει ένα εξάμβλωμα σάπιο και βρωμερό...» «Η Εθνική Συνέλευση δεν είναι παρά ένας εσμός από δικολάβους. Αν κρεμάσουν μερικούς και αφαιρέσουν απ' όλους τις δεκαοχτώ χιλιάδες λίρες που αντιστοιχούν στην αποζημίωσή τους, οι υπόλοιποι ίσως και να σωφρονίζονταν». Καταγγέλλει «το σύστημα της ύδρας με τα χίλια διακόσια κεφάλια», που θα έπρεπε να κοπούν ώστε να αποκατασταθεί η ησυχία στη χώρα. Στον αθώο Γκριμ, ο οποίος την παρακαλεί να του στείλει το πορτραίτο της για τον Μπαγύ, τον νέο δήμαρχο του Παρισιού, με αντάλλαγμα το πορτραίτο που αυτός ο τελευταίος θα στείλει στη Μεγαλειότητά Της, απαντάει βάναυσα: «Δεν αρμόζει καθόλου στο δήμαρχο της πόλης που κατέλυσε τη μοναρχία στη Γαλλία να έχει το πορτραίτο της πιο αριστοκρατικής αυτοκράτειρας της Ευρώπης, ούτε και σ' αυτήν να του το στείλει. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε να θέσει και τους δύο σε αντίφαση με τους εαυτούς τους και με τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα μελλοντικά τους καθήκοντα». Εύχεται ολόψυχα την έλευση του Καίσαρα που θα υποδουλώσει τη Γαλατία. «Πότε θα έρθει αυτός ο Καίσαρ; Γιατί θα έρθει, μην αμφιβάλλετε γι' αυτό!» Κι ύστερα προφητεύει: «Αν πιάσει η επανάσταση στην Ευρώπη, θα έρθει ένας άλλος Τζενγκίς Χαν ή Ταμερλάνος για να την επαναφέρει στην οδό της λογικής. Αυτή είναι η μοίρα της∙ να είστε βέβαιος. Τούτο ασφαλώς δεν θα συμβεί στην εποχή μου ούτε και στην εποχή —τουλάχιστον το ελπίζω— του κυρίου Αλέξανδρου». Έχει ξεχάσει πως, σ' αυτόν τον ίδιο τον κύριο Αλέξανδρο έδωσε έναν παιδαγωγό με δημοκρατικές πεποιθήσεις, τον Λαάρπ, όπως και ότι κορδωνόταν πάντοτε κι η ίδια για το φιλελευθερισμό της. Ορισμένες γενναιόδωρες ιδέες είναι πολύ ευχάριστες στην έκφρασή τους, αλλά δεν αντέχουν στη δοκιμασία των γεγονότων. Μπορεί κανείς να ενδιαφέρεται για τους υπηκόους του, να αναλώνεται για να βελτιώσει την τύχη των πιο αδικημένων, να απονέμει κάποιες ελευθερίες εδώ κι εκεί, και συγχρόνως να μην ανέχεται την εξέγερση του χύδην όχλου. Ο ρόλος του ηγεμόνα είναι να κυβερνάει∙ εκείνος του λαού, να υπακούει. Ανατρέποντας αυτή την ισορροπία δυνάμεων, οδηγείς μια χώρα στην καταστροφή. Τα ασαφή παραληρήματα των φιλοσόφων της ανατροπής δεν θα μεταβάλουν ούτε κατά το ελάχιστο το αδιαμφισβήτητο. Στην πραγματικότητα, η Αικατερίνη δεν αγάπησε ποτέ τη Γαλλία, βασίλειο της επιπολαιότητας, του σάλου, της αταξίας. Αγάπησε τη γαλλική παιδεία. Και ξαφνικά, κατακυριεύεται από αγωνία: μήπως για τη φρικτή αποτυχία που φθείρει τη χώρα ευθύνονται πρωτίστως οι μεγάλοι Γάλλοι συγγραφείς που τόσο θαυμάζει; Ο Μοντεσκιέ, ο Βολταίρος, ο Ντιντερό, ο Ρουσσώ, ο ντ' Αλαμπέρ; Μήπως αυτοί πρετοίμασαν με τις κριτικές τους τις πλάνες ενός έθνους που μοιάζει να έχει χάσει τον μπούσουλα; Θα ρωτήσει τον Γκριμ: «Ώστε ισχυρίζεστε πως θα εκδικηθείτε κάποια μέρα όσους κατηγορούν τον Βολταίρο ότι δήθεν άνοιξε το δρόμο για την Επανάσταση και θα υποδείξετε τους πραγματικούς
αυτουργούς; Σας παρακαλώ, κατονομάστε τους και πέστε μου τι ξέρετε γι' αυτούς... Θα περιμένω... τη στιγμή που θα ευαρεστηθείτε να απαλλάξετε στη συνείδησή μου τους φιλοσόφους και τους μαθητές τους από την κατηγορία ότι έλαβαν μέρος στην Επανάσταση»142. Στον Σεγκύρ, που τα δημοκρατικά του αισθήματα ευνοούν την κατάλυση του φεουδαρχικού καθεστώτος, λέει ξεκάθαρα: «Σας πληροφορώ ότι οι Άγγλοι θέλουν να πάρουν εκδίκηση για τις στρατιωτικές αποτυχίες τους στην Αμερική. Αν σας επιτεθούν, τούτος ο νέος πόλεμος θα σας εξυπηρετήσει βγάζοντας έξω τη φωτιά που σας τυραννάει». Ο Σεγκύρ βιάζεται να γυρίσει στη Γαλλία για να διαπιστώσει επιτόπου τα αγαθά της ελευθερίας. Άλλωστε, όλως περιέργως, ανησυχεί για την τύχη της οικογένειάς του μέσα στον επαναστατικό σάλο. Η Αικατερίνη του δίνει το διαβατήριό του και του παραχωρεί μια αποχαιρετιστήρια ακρόαση. «Πείτε στο βασιλιά πως εύχομαι ολόψυχα την ευτυχία του», δηλώνει. «Σας βλέπω με θλίψη να φεύγετε. Θα ήταν προτιμότερο να μείνετε κοντά μου και να μην αναζητήσετε θύελλες που ίσως δεν μπορείτε να προβλέψετε όλη τους την έκταση. Η έφεσή σας για την καινούργια φιλοσοφία και την ελευθερία θα σας οδηγήσει πιθανότατα στην υποστήριξη των δικαιωμάτων του λαού. Θα διαφωνήσω, γιατί εγώ θα μείνω πάντοτε αριστοκράτισσα: αυτό μου υπαγορεύει το επάγγελμά μου. Σκεφθείτε τα όλα αυτά, γιατί θα βρείτε τη Γαλλία βαριά άρρωστη και με ψηλό πυρετό». «Το φοβάμαι, κυρία», αποκρίνεται εκείνος, «αλλά ακριβώς αυτό μου δημιουργεί την υποχρέωση να γυρίσω». Αποχαιρετιούνται με θλίψη και εκτίμηση. Πολύ γρήγορα όμως, η εξέλιξη της γαλλικής εσωτερικής πολιτικής θα κάνει την Αικατερίνη να σκληρύνει τα αισθήματά της προς τον Σεγκύρ. Κάποια μέρα, θα γράψει: «Υπάρχει κάποιος στον οποίο δεν μπορώ να συγχωρήσω τις παρεκτροπές του: αυτός είναι ο Σεγκύρ. Ουφ! Είναι κάλπης σαν τον Ιούδα»143. Και ακόμα: «Στους μεν, παριστάνει το δημοκράτη∙ στους δε, τον αριστοκράτη... Είδαμε να έρχεται εδώ ο Κόμης ντε Σεγκύρ... Τώρα, ο Λουδοβίκος Σεγκύρ έχει προσβληθεί από εθνική φθίση». Πρέπει να προφυλάξει τη Ρωσία πάση θυσία από τη γαλλική επαναστατική λέπρα. Στις 3 Νοεμβρίου 1789, ο κύριος Ζενέ144, ο νέος επιτετραμμένος της Γαλλίας στην Αγία Πετρούπολη, σημειώνει στο μήνυμά του προς τον κόμη ντε Μονμορέν: «Παίρνουμε εδώ τα πιο συνετά προληπτικά μέτρα προκειμένου να αναχαιτίσουμε τη διάδοση της ζύμωσης που ρημάζει τη Γαλλία παραδίδοντάς τη σε άγριους σπασμούς. Περικλείουμε στα δημόσια έγγραφα μονάχα αποσπάσματα πολύ συνοπτικά των εσωτερικών μας υποθέσεων τηρούμε αυστηρά την απαγόρευση να συζητάμε για την πολιτική στους δημόσιους χώρους... Αυτά τα συνετά μέτρα αποσκοπούν τόσο στη διατήρηση του ηγετικού κύρους όσο και στη σωτηρία του Κράτους. Αν οι Ρώσοι χωρικοί, οι οποίοι δεν διαθέτουν καμιά ιδιοκτησία και είναι όλοι τους σκλάβοι, σπάσουν ποτέ τα δεσμά τους, η πρώτη τους κίνηση θα είναι να σφαγιάσουν τους ευγενείς που κατέχουν όλα τα κτήματα, και αυτή η τόσο θαλερή χώρα θα βυθιστεί και πάλι στην πιο αποτρόπαιη βαρβαρότητα». Προς το παρόν, η Αικατερίνη δεν χρειάζεται ν' ανησυχεί καθόλου για το λαό της. Οι επιβλαβείς θεωρίες των Γάλλων φιλοσόφων δεν έχουν εισχωρήσει σε τούτα τα χοντροκομμένα απαίδευτα μυαλά. Αιώνες δουλείας είναι πίσω τους. Οι Ρώσοι μοχθούν και μάχονται. Με επιτυχία. Ο Ποτέμκιν κυριεύει το Μπεντέρ και το Άκερμαν, ο Σουβάρωφ κερδίζει τις νίκες του Μαρτινέχτι και του Ρίμνικ, οι Αυστριακοί καταλαμβάνουν το Βελιγράδι, ο Ρέπνιν εκπορθεί το μικρό οχυρό του Χατζήμπεη, που θα γίνει η Οδησσός. Οι Τούρκοι όμως, πεισματάρηδες, δεν σκοπεύουν ακόμα να ζητήσουν ειρήνη. Το 1790 αρχίζει για την Αικατερίνη με ένα πένθος που τη θλίβει τόσο συναισθηματικά όσο και πολιτικά: το Φεβρουάριο, ο Ιωσήφ Β', κουρασμένος, άρρωστος, παραδίδει το πνεύμα. Ο αδελφός του Λεοπόλδος της Τοσκάνης, ο οποίος αναγορεύεται αυτοκράτωρ, είναι κάθε άλλο παρά διατεθειμένος να εξακολουθήσει απέναντι στη Ρωσία τη φιλική στάση του προκατόχου του.
Προσεγγίζει την Πρωσία και, επιπλέον, έχει κατά νου να διαπραγματευτεί χωριστή ειρήνη με την Πύλη. Άραγε η Ρωσία θα μείνει μόνη της στον πόλεμο κατά της Τουρκίας και της Σουηδίας; Και νά που ο πρίγκιπας ντε Νάσαου υφίσταται πανωλεθρία στη θάλασσα, στο Σβένσκσουντ, στο ίδιο εκείνο σημείο όπου είχε θριαμβεύσει την προηγούμενη χρονιά. Αν επιτεθεί από την πλευρά της και η Πρωσία, η Αγία Πετρούπολη είναι χαμένη. Απελπισμένος, ο πρίγκιπας ντε Νάσαου ζητάει να καθαιρεθεί από το αξίωμά του και επιστρέφει στην αυτοκράτειρα τις διακρίσεις που του απονεμήθηκαν άλλοτε και που δεν θεωρεί πια τον εαυτό του αντάξιό τους. Εκείνη δεν δέχεται ούτε την παραίτηση ούτε τα παράσημα. «Θεέ μου», του γράφει μεγαλόψυχα, «ποιος δεν γνώρισε μεγάλες αποτυχίες στη ζωή του; Και οι πιο μεγάλοι κυβερνήτες είχαν τις κακές τους στιγμές. Ο μακαρίτης ο βασιλιάς της Πρωσίας έγινε πράγματι μεγάλος ύστερα από μια μεγάλη ήττα... Ενώ όλοι θεωρούσαν τα πάντα χαμένα, εκείνος κατατρόπωνε και πάλι τον εχθρό». Μ' αυτά τα λόγια ζητάει να πείσει τόσο τον πρίγκιπα όσο και τον εαυτό της. Κάποιο πρωί, ο Μπεζμπορόντκο παρουσιάζεται στα διαμερίσματά της και τη βρίσκει να διαβάζει Πλούταρχο «για να χαλυβδώσει την ψυχή της», καθώς λέει η ίδια. Συχνά, περνάει λευκές νύχτες. Η ναυτική ήττα του Σβένσκσουντ της φαίνεται προάγγελος φρικτών ημερών. Κι όμως, κατά περίεργο τρόπο, αυτή η καταστροφή θα αποβεί σωτήρια. Έχοντας ταπεινώσει τον υπερήφανο ρωσικό στόλο, ο Γουσταύος Γ' δηλώνει ικανοποιημένος ότι είναι έτοιμος για συμφιλίωση. Στην πραγματικότητα, όλα τα πολιτικά κόμματα της Σουηδίας τον πιέζουν να ξεμπερδεύει μ' αυτόν τον παράλογο πόλεμο. Η Αικατερίνη δέχεται να συζητήσει τους όρους μιας αξιοπρεπούς ειρήνης. Δεν θα υποχωρήσει ούτε σπιθαμή από τα εδάφη της, αλλά θα αναγνωρίσει τη νέα μορφή διακυβέρνησης της Σουηδίας. Έτσι, στις 3/14 Αυγούστου 1790, υπογράφεται στη Βάρελα μια συνθήκη που επικυρώνει αυτή τη συμφωνία. Ο Γουσταύος Γ', ο οποίος αναγνωρίζεται από τη Ρωσία ως απόλυτος μονάρχης της χώρας του, αποσπάει ένα αδιαμφισβήτητο ηθικό πλεονέκτημα και βγαίνει θριαμβευτικά από μια φιλονικία ιδιαίτερα παράτολμη. Σε μια επιστολή προς την αλλοτινή εχθρά του, την παρακαλεί να τον περιβάλει ξανά με τη φιλία της και να ξεχάσει αυτόν τον πόλεμο «σαν μια παροδική θύελλα». Μια παροδική θύελλα που κράτησε δύο χρόνια! Η Αικατερίνη κάνει τον απολογισμό της με χαρούμενη διαύγεια. «Βγάλαμε το ένα πόδι μας από τη λάσπη», γράφει στον Ποτέμκιν «όταν βγάλουμε και το άλλο, θα ψάλλουμε αλληλούια». Το άλλο «πόδι» όμως είναι ακόμη βαθιά χωμένο. Δεν έχουν την ευκαιρία να γιορτάσουν καμιά νίκη. Εδώ και μήνες, τα ρωσικά στρατεύματα πολιορκούν χωρίς αποτέλεσμα το τουρκικό φρούριο του Ισμαήλ. Ο βασιλιάς Φρειδερίκος‐Γουλιέλμος της Πρωσίας ενθαρρύνει τις εθνικιστικές ταραχές στην Πολωνία. Εκμεταλλευόμενος τις δυσκολίες της Αικατερίνης, υπόσχεται στους Πολωνούς πατριώτες να τους βοηθήσει ν' απαλλαγούν από τη ρωσική ηγεμονία, να τους επιστρέψει τη Γαλικία —που είχε δοθεί στην Αυστρία κατά τη διάρκεια της διανομής— και να τους υπερασπιστεί στρατιωτικά σε περίπτωση επίθεσης. Το Μάρτιο του 1790, υπογράφεται μεταξύ Πρωσίας και Πολωνίας μια συνθήκη αμυντικής συμμαχίας. Αυτή έχει σαφώς στόχο τη Ρωσία. Η Αικατερίνη καταπίνει όλες τις προσβολές. Δεν είναι σε θέση ν' απαντήσει. Πριν απ' οτιδήποτε άλλο, πρέπει να ξεμπερδεύει με τους Τούρκους. Τέλος, κάποιο φως φαίνεται στον ορίζοντα: ο Σουβάρωφ κυριεύει το Ισμαήλ ύστερα από τρεις αιματηρές εφόδους. Δεκαπέντε χιλιάδες Ρώσοι χάνουν τη ζωή τους στις τάφρους και τις επάλξεις. «Το υπερήφανο Ισμαήλ βρίσκεται στα πόδια της Μεγαλειότητάς Σας», γράφει στην αυτοκράτειρα ο Σουβάρωφ. Η Αικατερίνη πανηγυρίζει. Είναι άραγε ο επίλογος; Όχι. Οι μάχες συνεχίζονται. Έχει κουραστεί. Είναι εξήντα χρόνων. Δεν πιστεύει πια στην πραγματοποίηση του ελληνικού της σχεδίου. Σίγουρα, ο εγγονός της Κωνσταντίνος δεν θα γίνει ποτέ αυτοκράτορας της Δακίας. Μακάρι τουλάχιστον ο άλλος της εγγονός, ο Αλέξανδρος, να βασιλεύσει σε μια Ρωσία μεγαλωμένη, ενοποιημένη και εδραιωμένη. Χάρη σ' αυτήν. Συνομιλίες για ειρήνη αρχίζουν δειλά στο Ιάσιο. Και οι δύο πλευρές ακολουθούν παρελκυστική πολιτική. Καθένας προσπαθεί να κουράσει τον αντίπαλο με το πείσμα και την υπεροψία. Οι μέρες περνούν. Κορμιά πέφτουν. Οι πληρεξούσιοι χωρίζουν και ξανασμίγουν.
Η Αικατερίνη έχει αποφασίσει να μην υποχωρήσει ούτε σπιθαμή από τα εδάφη που κατέκτησε. Δεν είναι ο Λουδοβίκος ΙΕ' που παραιτείται από τη Λουιζιάνα και τον Καναδά, ούτε ο Γεώργιος Γ' που αφήνει τις κτήσεις του της Αμερικής. Η Ρωσία είναι κολλημένη στο πετσί της. Αν αφαιρέσει ένα κομμάτι, θα γδαρθεί ζωντανή. Εδώ και πολύ καιρό, έχει ξεχάσει τη γερμανική της καταγωγή. Η νομιμότητά της δεν είναι προϊόν αίματος, αλλά επιλογής, αγάπης, μόχθου, διάρκειας. Έχει δημιουργήσει για τον εαυτό της μια πατρίδα και, σχεδόν, προγόνους. Στα όνειρά της, ο πατέρας της δεν λέγεται Χριστιανός‐Αύγουστος του Άνχαλτ‐ Τσερμπστ αλλά Μεγάλος Πέτρος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIV ΖΟΥΜΠΩΦ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΠΟΤΕΜΚΙΝ Περασμένα τα εξήντα, δύσκαμπτη και καταπονημένη από τους μόχθους και τις έγνοιες, η Αικατερίνη έχει όψη εύσωμης και μικρού αναστήματος γυναίκας, με γκριζωπά μαλλιά και υπεροπτικό βλέμμα. «Στην αρχή, παραξενεύτηκα ιδιαίτερα βλέποντάς την τόσο κοντή», θα παρατηρήσει ύστερα από μια επίσκεψή της στην Αυλή η κυρία Βιζέ‐Λεμπρέν. «Την είχα φανταστεί μεγαλοπρεπή, με κορμοστασιά στο ύψος της φήμης της. Ήταν όμως υπερβολικά παχιά, αν και διατηρούσε το ωραίο της πρόσωπο... Στο πλατύ και ψηλό της μέτωπο, έδειχνε να φωλιάζει η μεγαλοφυΐα. Μάτια γλυκά και μικρά, μύτη εντελώς ελληνική, χρώμα ροδοκόκκινο, φυσιογνωμία εξαιρετικά κινητική... Μόλο που είπα πως ήταν χαμηλού αναστήματος, κατά τις επίσημες επετείους το αγέρωχο κεφάλι της, η αετίσια της θωριά και εκείνη η αυτοσυγκράτηση που σου δίνει η συνήθεια να κυβερνάς, κοντολογίς όλα πάνω της ήταν τόσο μεγαλόπρεπα που μου φαινόταν βασίλισσα του κόσμου». Ακόμα και ο πολύ κακόβουλος Μασόν, καθηγητής μαθηματικών των μεγάλων δουκών, αναγνωρίζει, στα Μυστικά απομνημονεύματα για τη Ρωσία, ότι η αυτοκράτειρα ξέρει να συνδυάζει το βαρύ παρουσιαστικό με την κομψότητα και τον αριστοκρατικό αέρα με μια μεγάλη ευπροσηγορία. Περπατάει αργά κάνοντας μικρά βηματάκια, «με το μέτωπο καμαρωτό και νηφάλιο», με βλέμμα διαυγές, χαιρετώντας τα πλήθη με μία ελαφρά κλίση του κεφαλιού, τείνοντας το λευκό και παχουλό της χέρι στο χειροφίλημα ενός αυλικού, λέγοντας μερικές χαριτωμένες λέξεις. «Τότε όμως», γράφει ο συγγραφέας απομνημονευμάτων, «έβλεπες την αρμονία του προσώπου της να αποσυντίθεται και ξεχνούσες προς στιγμήν τη Μεγάλη Αικατερίνη για να δεις σ' αυτήν μονάχα τη γερόντισσα. Γιατί, καθώς άνοιγε το στόμα, διαπίστωνες ότι δεν είχε πλέον δόντια, ότι η φωνή της ήταν σπασμένη και η άρθρωσή της κακή. Στο κάτω μέρος του προσώπου της υπήρχε κάτι το τραχύ και το χοντροκομμένο∙ και στ' ανοιχτόγκριζα (;) μάτια της κάτι το ψεύτικο, ενώ μια ρυτίδα στη βάση της μύτης τής έδινε έκφραση ελαφρά αποτροπιαστική». Η ενδυμασία της, εκτός από τις επίσημες εμφανίσεις, είναι πολύ απλή: ριχτό μεταξωτό φόρεμα, βιολετί ή γκρίζο, «μολδαβικής γραμμής», με διπλά μανίκια∙ κανένα κόσμημα και άνετα παπούτσια με χαμηλό τακούνι. Η Αικατερίνη συγκεντρώνει όλη της την κοκεταρία στην κόμμωσή της: τα μαλλιά της, τραβηγμένα πίσω και ελαφρά πουδραρισμένα, αποκαλύπτουν ένα μέτωπο πλατύ και ψηλό. Στις μεγάλες δεξιώσεις, φοράει αδαμάντινο στέμμα και υποκαθιστά το «μολδαβικού στυλ» φόρεμά της με ένα άλλο «ρωσικού στυλ» από βελούδο στο χρώμα της σάρκας. Για να καταργήσει τις πολυτελείς τουαλέτες και να καταπολεμήσει την επιρροή της παριζιάνικης μόδας, διατάσσει όλες τις κυρίες της Αυλής να υιοθετήσουν αυτή τη μάλλον άχαρη περιβολή. Επιπλέον, θα πρέπει να εγκαταλείψουν τις κομμώσεις αλά Ρεν ή αλά Μπελ‐Πουλ μιας και απαγορεύτηκαν με ένα ουκάζιο της 22ας Οκτωβρίου 1782 τα «πυργωτά χτενίσματα» τα οποία ξεπερνούν σε ύψος τους δέκα πόντους. Οι κανονισμοί τηρούνται αυστηρά. Κουζίνα των Βερσαλλιών με ρωσική σάλτσα. «Εδώ», γράφει ο κόμης ντε Νταμάς, «όλα μοιάζουν μάλλον με ωραίο σκαρίφημα παρά με αποπερατωμένο έργο... Τα σπίτια περιορίζονται στις προσόψεις τους, ενώ όσοι τα κατοικούν δεν έχουν πλήρη επίγνωση του ρόλου τους... Τα κοστούμια, ασιατικά για το λαό, γαλλικά για την καλή κοινωνία, μοιάζουν ημιτελή... Οι χαρακτήρες των ανθρώπων απλώς φιμώνονται δίχως να καταπραΰνονται... Υπάρχει μια πληθώρα από Κατερινέτες στην Αυλή που ευχαρίστως θα ξαναγυρνούσαν στο χωριό τους και ένας μεγάλος αριθμός από ξυρισμένα πιγούνια που εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι τα γένια τούς κρατούσαν περισσότερη ζεστασιά». Ωστόσο, παρά τα ουκάζια τα οποία συνιστούν μεγαλύτερη λιτότητα στις τουαλέτες της Αυλής, η αριστοκρατία τόσο της πρωτεύουσας όσο και της επαρχίας επιδεικνύει μια χλιδή
και μια αδιαφορία που αφήνουν άναυδους τους ξένους παρατηρητές. Ακολουθώντας το παράδειγμα της αυτοκράτειρας, οι ευγενείς χτίζουν —καθένας προσπαθώντας να ξεπεράσει τον διπλανό του—, σε όλες τις γωνιές της Ρωσίας παλάτια, αγροτικές επαύλεις, θερμοκήπια, ιπποδρόμια, ιδιωτικά θέατρα∙ φυτεύουν κήπους σύμφωνα με το γαλλικό ή το αγγλικό πρότυπο, σκάβουν λίμνες, ορθώνουν σπηλιές, παραθέτουν γιορτές και χορούς, ανάβουν πυροτεχνήματα. Οι τόποι της αυτοκρατορικής διαμονής, είτε λέγονται Τσάρσκογε Σέλο είτε Πέτερχοφ ή Γκάτσινα, αποτελούν επιλεγμένες εκτάσεις γης, πρόσφορες γι' αυτά τα ξεφαντώματα. Ο κανόνας είναι να ζεις υπερβαίνοντας τις οικονομικές σου δυνατότητες. Οι γκαρνταρόμπες είναι πληθωρικές. Ο στρατάρχης Απράξιν διαθέτει περισσότερα από τριακόσια κοστούμια. Κάποιοι νεόπλουτοι μικροευγενείς κορδώνονται ότι έχουν εκατοντάδες κάλτσες και παπούτσια. Συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε αίγλη όσον αφορά τις άμαξες που επιλέγουν, τα άλογα και τις σαγές. Πολλοί κοτζαμπάσηδες χρεώνονται και καταστρέφονται προκειμένου να διατηρήσουν το είδος της ζωής που κάνουν. Για να ορθοποδήσουν, πουλάνε ή υποθηκεύουν ένα μέρος των κτημάτων τους. Σημασία έχει να κρατάς την κοινωνική σου τάξη, να φαίνεσαι. Είναι της μόδας να έχεις πλήθος υπηρέτες. Το κύρος ενός υψηλού προσώπου υπολογίζεται με βάση το δυναμικό του σε λακέδες. Στους πλούσιους, ο αριθμός των υπηρετών κυμαίνεται από τριακόσιους μέχρι οχτακόσιους. Για κάποιον μέσης οικονομικής εμβέλειας, εκατόν πενήντα είναι ένας καλός αριθμός. Στους φτωχούς ευγενείς, αναλογούν περίπου είκοσι. Οι περισσότεροι απ' αυτούς τους υπηρέτες είναι δουλοπάροικοι χωρικοί που ο ιδιοκτήτης τούς έφερε από την ύπαιθρο. Συχνά δεν ξέρει ούτε τ' όνομά τους και συνήθως παραπονιέται για την τεμπελιά τους. Αφού τους εξασφαλιστεί τροφή και στέγη, δεν τους καταβάλλεται κανένας μισθός για τα πολλαπλής φύσης καθήκοντά τους. Ανάμεσά τους, υπάρχουν οπωσδήποτε αρχισερβιτόροι, λακέδες, παιδιά για θελήματα, καμαριέρες, μάγειροι, παραμάγειροι, ζαχαροπλάστες, αρτοποιοί, θερμαστές, λαντζέρισσες, πλύστρες, ασπρορουχούδες, μοδίστρες, κεντήστρες, αμαξάδες, σταβλάρχες, ιπποκόμοι, επιστάτες, θυρωροί, φύλακες, νυχτοφύλακες∙ επιπλέον, στις μεγαλύτερες κατοικίες, και ράφτες, υποδηματοποιοί, σελοποιοί, φαρμακοποιοί, γελωτοποιοί, μουσικοί, ηθοποιοί, τραγουδιστές, ζωγράφοι. Ακόμα και οι καλλιτέχνες ανήκουν στο υπηρετικό προσωπικό του αφέντη. Καθηγητές που έρχονται από το εξωτερικό, μορφώνουν και πλάθουν τους πιο ταλαντούχους μεταξύ των μουζίκων. Αυτοί, αφού εξευγενιστούν, χρησιμοποιούνται για την ψυχαγωγία του γαιοκτήμονα και των καλεσμένων του. Ο κόμης Καμένσκι ξοδεύει τριάντα χιλιάδες ρούβλια για ν' ανεβάσει μια επίσημη παράσταση στο θέατρό του. Ο κόμης Σερεμέτιεφ έχει στο χωριό του Κούσκοβο ένα θίασο ηθοποιών και τραγουδιστών που η Αικατερίνη τους ζηλεύει. Για να γιορτάσει την υπογραφή του συμφώνου ειρήνης με την Τουρκία, ο Λεόν Ναρίσκιν αναπαριστά στα κτήματά του τις κυριότερες μάχες του πολέμου, χρησιμοποιώντας κομπάρσους που φορούν στολή. Ο μουσόφιλος Σκαβρόνσκι απαιτεί από τους υπηρέτες του να του απευθύνονται σε τόνο «ρετσιτατίβου» όπερας. Κατά κανόνα, αυτοί οι δουλοπάροικοι—ειδήμονες αντιμετωπίζονται με επιείκεια απ' τον αφέντη τους, μιας και αντιπροσωπεύουν γι' αυτόν ένα κεφάλαιο και, συγχρόνως, έναν τίτλο τιμής. Οι υπόλοιποι, ανυπεράσπιστη αγέλη, εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από τις διαθέσεις του γαιοκτήμονα, που έχει το δικαίωμα να τους εξοντώνει στη δουλειά, να τους παντρεύει κατά τα κέφια του, να τους επιβάλλει την ποινή του κνούτου ή να τους εξορίζει για το παραμικρό τους σφάλμα. Μονάχα η θανατική ποινή είναι απαγορευμένη. Ακόμα και οι πιο καλοκάγαθοι μεταξύ των κατόχων εγγείου ιδιοκτησίας, αυτοί που συμπεριφέρονται στους χωρικούς «κατά τρόπο πατριαρχικό», δεν δέχονται να δουν στο πρόσωπο των μουζίκων όντα εντελώς ανθρώπινα. Για την άρχουσα τάξη, ο δουλοπάροικος πληθυσμός της υπαίθρου αντιπροσωπεύει ένα ξεχωριστό ζωολογικό είδος, προικισμένο προφανώς με μια ψυχή, αλλά στερημένο δικαιωμάτων. Χωρίς τον παραμικρό ηθικό ενδοιασμό, οι πιο φωτισμένοι άνθρωποι πουλάνε ή υποθηκεύουν δουλοπαροίκους. Οι εφημερίδες της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας δημοσιεύουν αγγελίες με ιδιότυπο περιεχόμενο: «Πωλείται
κομμωτής και, επιπλέον, κρεβάτι με ψηλές κολόνες, ένα πάπλωμα και άλλα είδη οικοσκευής». Ή: «Πωλείται δεκαεξάχρονη νεαρά με καλή ανατροφή, και ένα αμάξι σε τιμή ευκαιρίας, σχεδόν αμεταχείριστο». Η αγοραστική αξία των κοινών θνητών είναι προσιτή σχεδόν για όλα τα βαλάντια. Ένας σκύλος ράτσας κοστίζει δύο χιλιάδες ρούβλια, ενώ ένας χωρικός τριακόσια, και μια χωριατοπούλα λιγότερο από εκατό. Επίσης, μπορεί κανείς ν' αγοράσει ένα παιδί με μερικά καπίκια. Απ' την άλλη, ένας καλός μάγειρος ή ένας καλός μουσικός πιάνουν εύκολα τα οχτακόσια ρούβλια. Αυτό το εμπόριο ζωντανής σάρκας είναι ιδιαιτέρως ανθηρό από την αρχή της βασιλείας της Αικατερίνης. Εκείνη, παρά τα λαμπρά της φόντα σε φιλελεύθερες ιδέες, δεν φαίνεται να δυσφορεί καθόλου. Και μάλιστα χαίρεται να προσφέρει ολόκληρα χωριά, ως δώρα, σε όσους θέλει να ανταμείψει για τον πολιτικό, τον στρατιωτικό ή τον ερωτικό τους ζήλο. Έχει κιόλας μοιράσει κατ' αυτόν τον τρόπο περισσότερες από οχτακόσιες χιλιάδες «ψυχές». Η ευνοιοκρατία κοστίζει ακριβά. Σύμφωνα με πληροφορίες τις οποίες συγκέντρωσε εκείνη την εποχή από «πρόσωπα καλά ενημερωμένα», ο Γάλλος διπλωμάτης Ζ. Καστέρα έκανε μία κατά προσέγγιση καταγραφή των δαπανών για την αυτοκρατορική παστάδα. Έλαβαν, λοιπόν, σε χρήματα, χωρικούς, κτήματα, παλάτια, κοσμήματα, πιατικά, συντάξεις: Οι πέντε αδελφοί Ορλώφ Ο Βιζότσκι (ανεπίσημος και ήσσονος σημασίας ευνοούμενος)
17.000.000 ρούβλια 300.000
»
1.110.000
»
50.000.000
»
Ο Ζαβαντόφσκι
1.380.000
»
Ο Ζόριτς
1.420.000
»
920.000
»
7.260.000
»
Ο Ερμόλωφ
550.000
»
Ο Μαμόνωφ
880.000
»
Οι αδελφοί Ζούμπωφ
3.500.000
»
Τρέχουσες δαπάνες για τους ευνοούμενους από την αρχή της βασιλείας της
8.500.000
»
92.820.000
»
Ο Βασίλτσικωφ Ο Ποτέμκιν
Ο Ρίμσκυ‐Κόρσακωφ Ο Λανσκόι
Σύνολο
Δηλαδή, βάσει των ισοτιμιών της εποχής σε σχέση με το γαλλικό νόμισμα, 464 εκατομμύρια λίβρες της πόλης Τουρ145. Αυτός ο αστρονομικός λογαριασμός αντιστοιχεί περίπου στην εκτίμηση δαπανών που έγινε, για τους ίδιους λόγους, σ' ένα υπόμνημα που ο πρεσβευτής της Αγγλίας Χάρις απεύθυνε το 1782 στην κυβέρνησή του. Σε απάντηση αυτών των λογαριασμών που καταγγέλλουν τις ερωτικές ασωτίες της, η Αικατερίνη κάνει, σ' ένα γράμμα της προς τον Γκριμ, τον απολογισμό των πολιτικών της επιτευγμάτων: Διοικήσεις που ιδρύθηκαν σύμφωνα με το καινούργιο σύστημα:
29
Πόλεις που χτίστηκαν:
144
Συμβάσεις και συνθήκες που υπογράφηκαν:
30
Νίκες που σημειώθηκαν:
78
Αξιομνημόνευτα διατάγματα που περιέχουν νόμους ή θεμελιώδεις πράξεις:
88
Διατάγματα προς ανακούφιση του λαού:
123 Σύνολο: 492
Αυτό το σύνολο το αντιπαραθέτει περήφανα στο άλλο. Άραγε βαραίνουν τόσο πολύ οι λιγοστές δαπάνες που επιτρέπει για διασκέδαση στον εαυτό της, πλάι στα τεράστια πλεονεκτήματα που αντλεί καθημερινά η Ρωσία από την κυβερνητική της δραστηριότητα; Ο απόλυτος χαρακτήρας της θα την εμποδίζει πάντοτε να αναγνωρίζει τα σφάλματά της. Από το γεγονός και μόνο ότι βασιλεύει, μπορεί να δικαιολογείται κάθε της απόφαση. «Δεν είναι άξιο απορίας ότι η Ρωσία είχε ως ηγεμόνες πολλούς τυράννους», γράφει στις Σημειώσεις της. «Το έθνος είναι από τη φύση του ανήσυχο, αχάριστο, γεμάτο καταδότες και ανθρώπους οι οποίοι, με το πρόσχημα του ζήλου, δεν επιδιώκουν παρά να στρέψουν προς όφελός τους ό,τι τους λάχει». «Τύραννος» δεν είναι∙ εννοεί όμως να την υπακούουν τυφλά. Και με καλή διάθεση, αν είναι δυνατόν. Και με γαλατική ευγένεια. Το σπίτι της είναι ανοιχτό σε όλους. Σύμφωνα με την έκθεση ενός Σουηδού ταξιδιώτη, του κόμη Στέρνμπεργκ, η αίθουσα των ακροάσεων του παλατιού, πριν μπει η αυτοκράτειρα, έχει όψη αεικίνητου και πολυθόρυβου συρφετού. Όλες οι γλώσσες της Ευρώπης και της Ασίας συγχέονται σε μια ατελείωτη οχλαγωγία. Κυριαρχούν τα γαλλικά, τα ρωσικά και τα γερμανικά. Οποιοσδήποτε μπορεί να συμφυρθεί με το πλήθος. Φτάνει να έχει ένα σπαθί στο πλευρό του για να φτάσει μέχρι την πόρτα της αίθουσας του θρόνου, η οποία είναι πλαισιωμένη από δυο ιππότες‐φρουρούς με επίσημη στολή: ασημένιο θώρακα με σφυρηλατημένο τον αυτοκρατορικό αετό, ασημένιο κράνος με μαύρα φτερά, σταθερό βλέμμα και όπλο παρά πόδα. Ωστόσο, μονάχα τα πρόσωπα που το όνομά τους αναγράφεται σ' έναν ειδικό κατάλογο μπορούν να διαβούν το κατώφλι. Ο κατάλογος όμως είναι μακρύς. Όταν εμφανίζεται η αυτοκράτειρα, οι ψίθυροι παύουν και οι ράχες κάμπτονται. Από το λαιμό της, κρέμονται πάνω στο «ρωσικής μόδας ένδυμα» οι σταυροί του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι, του Αγίου Βλαδίμηρου και της Αγίας Αικατερίνης. Στο ένα της πλευρό φέρει το παράσημο του Αγίου Ανδρέα, στο άλλο εκείνο του ΑγίουΓεωργίου, μαζί με τα εμβλήματα των δύο αυτών Ταγμάτων, των πρώτων της Αυτοκρατορίας. Τους περισσότερους επισκέπτες τους γνωρίζει. Το ζωηρό της βλέμμα περιδιαβάζει στα πρόσωπα. Δεν έχει ακόμη απαρνηθεί τη συντροφιά των νεαρών ανδρών. Κατά τον Ένγκελχαρντ, ανιψιό του Ποτέμκιν, ποτέ τόσοι δανδήδες, άπληστοι για επικερδή αξιώματα, δεν της έκαναν τα γλυκά μάτια. Συνωθούνται στο παρεκκλήσι, στα σαλόνια, στους κήπους, προσφέροντας στο πέρασμά της, ίδιες ανθοδέσμες, τα χαμόγελά τους. Σχεδόν όλοι τους είναι μικροευγενείς και διακατέχονται από μεγάλες φιλοδοξίες. Καθένας βασίζεται στα εξωτερικά του προσόντα για να τραβήξει την προσοχή της γερασμένης και αμετανόητης συλλέκτριας. Ωστόσο, εκείνη δεν έχει ακόμα κατά νου να αντικαταστήσει τον εν ενεργεία ευνοούμενό της, το «παραχαϊδεμένο παιδί», τον «Κοκκινοφορεμένο», τον Μαμόνωφ. Αντίθετα αυτός, ύστερα από τέσσερα χρόνια άψογης συνέπειας στα καθήκοντά του, νιώθει πλάι στην αυτοκρατορική του μαιτρέσα μια κόπωση και μια πλήξη που δεν προσπαθεί καν να τις συγκαλύψει. Όσο κι αν εκείνη πολλαπλασιάζει τα δώρα και τις εύνοιες, όσο κι αν ενισχύει την αγάπη του νεαρού εραστή της για τα αντικείμενα τέχνης, τον ονομάζει διευθυντή του θεάτρου του Ερμιτάζ και ζητάει τη γνώμη του για τις πολιτικές της αποφάσεις, τίποτα δεν δείχνει να του φτιάχνει το κέφι. Πάσχει από αγιάτρευτη
μελαγχολία, νιώθει ενοχλήματα, παραπονιέται για δύσπνοια, πέφτει λιπόθυμος ύστερα από μια κάπως σκληρή κουβέντα, κοντολογίς αισθάνεται πιο δυστυχισμένος απ' ό,τι ο φυλακισμένος στο κελί του. Κάποια μέρα, ο Μαμόνωφ επιρρίπτει ευθύνες στην Αικατερίνη για την «ψυχρότητά» του και της μιλάει με περισσότερη ακόμα επιμονή για την αρρωστημένη θλίψη που τον κατατρώει. Τι να κάνει; Είναι ένα ράκος. Θέλει να συμβουλευτεί εκείνη που έφτιαξε την τύχη του. Η άνασσα καταλαβαίνει ότι της ζητάει την ελευθερία του. «Εφόσον ο χωρισμός έχει γίνει αναπόφευκτος», του λέει, «θα μεριμνήσω για την επιχορήγησή σου». Όπως πάντα διαλέγει το φως στις ανθρώπινες σχέσεις. Τίποτα πιο κακόγουστο από έναν ξεπερασμένο δεσμό που σέρνεται μέσα στη συνήθεια και στα δάκρυα. Ύστερα από μια νύχτα περισυλλογής, στέλνει ένα σημείωμα στον Μαμόνωφ για να του επιβεβαιώσει ότι μπορεί να αποσυρθεί «αποκομίζοντας μια λαμπρή θέση». Εξάλλου, φρόντισε ήδη για την αποκατάστασή του: του προτείνει ως σύζυγο τη θυγατέρα του ζάπλουτου και εξαίρετου κόμη Μπρυς. «Είναι μόνο δεκατριών χρόνων», του λέει∙ «αλλά, απ' ό,τι ξέρω, έχει κιόλας σχηματιστεί σαν γυναίκα». Αντί να χαρεί, ο Μαμόνωφ απαντάει στη Μεγαλειοτάτη απευθύνοντάς της ένα γράμμα με το εξής περιεχόμενο: «Τα χέρια μου τρέμουν και, όπως σας έγραψα, είμαι μόνος εδώ και δεν έχω κανέναν εκτός από σας... Δεν θα με δελεάσουν τα πλούτη, μήτε θα υποχρεωθώ σε κανέναν∙ σ' εσάς μπορεί, όχι όμως και στον Μπρυς. Αν επιθυμείτε να δώσετε κάποιο έρεισμα στη ζωή μου, επιτρέψτε μου να παντρευτώ την πριγκίπισσα Τσερμπάτωφ, δεσποινίδα των τιμών... Μακάρι να δικάσει ο Θεός όσους μας έφεραν στο σημείο που βρισκόμαστε τώρα... Φιλώ τα χεράκια και τα ποδαράκια σας, και δεν βλέπω ούτε κι εγώ ο ίδιος τι γράφω». Αφού εξηγήθηκε γραπτώς, σπεύδει στα διαμερίσματα της αυτοκράτειρας, γονατίζει μπροστά της, σφαδάζει, κλαίει και δηλώνει ότι, εδώ κι ένα χρόνο, είναι ερωτευμένος με τη δεσποινίδα των τιμών Ντάρια Τσερμπάτωφ και ότι της έχει υποσχεθεί γάμο. Η Αικατερίνη δέχεται καίρια το πλήγμα. Αυτό που την πληγώνει περισσότερο δεν είναι η ομολογία του παραπτώματος αλλά το γεγονός ότι εξαπατήθηκε από κάποιον στον οποίο πίστευε. Όλη αυτή η κωμωδία, οι εξάψεις, οι διαλείψεις, για να μπορέσει να βρεθεί στο κρεβάτι της Τσερμπάτωφ! Αχ! σίγουρα ο κύριος Κοκκινοφορεμένος δεν θα έκανε προφάσεις λιποθυμίας σ' αυτή την εικοσιεξάχρονη τσουλίτσα! Αυτή απολαμβάνει όλα όσα εκείνος αρνείται, εδώ και μήνες, στην αυτοκράτειρα της Ρωσίας! Έστω. Η Αικατερίνη δεν είναι μνησίκακη. Ας παντρευτούν λοιπόν, εφόσον νιώθουν έλξη ο ένας για τον άλλο. Το μεθεπόμενο βράδυ καλεί τον εραστή της μαζί μ' αυτήν που διάλεξε για σύζυγό του και αναγγέλλει δημόσια τους αρραβώνες τους. Γονατισμένοι μπροστά στην άνασσά τους, οι δύο νέοι δέχονται την ευλογία της και την ακούνε κλαίγοντας να τους εύχεται ευτυχία και ευημερία. Στο τέλος αυτού του μικρού λόγου, ο Μαμόνωφ και η δεσποινίς των τιμών ήταν τόσο συγκινημένοι που —όπως είπαν μερικοί— λίγο έλειψε να λιποθυμήσουν. Η Αικατερίνη τους κοιτάζει στοργικά και τους υπόσχεται —κατά τη συνήθειά της— κάθε είδους πλουσιοπάροχα δώρα. Ωστόσο, ύστερα από λίγες μέρες, αφήνει να ξεσπάσει μπροστά στο γραμματέα της τον Χραποβίτσκι η πικρία της παλαίμαχης εγκαταλειμμένης ερωμένης. Ο Χραποβίτσκι σημειώνει το διάλογο με όλες τις λεπτομέρειες στο Ημερολόγιό του. Διακόπτοντας την ανάγνωση μιας αναφοράς, η Αικατερίνη αναφωνεί: «— Οχτώ μήνες τον υποψιαζόμουνα!... Με απέφευγε... Υποτίθεται πως τον κρατούσε συνεχώς στο δωμάτιό του ένα βάρος στο στήθος! Και, τις προάλλες, αποφάσισε να μιλήσει για τύψεις συνειδήσεως που τον βάραιναν και καθιστούσαν αδύνατη τη συνέχιση της κοινής μας ζωής. Τον προδότη! Αυτός ο άλλος έρωτας, η διπλή ζωή του τον έκανε να ασφυκτιά! Αφού δεν μπορούσε να επιβληθεί στον εαυτό του, γιατί να μην το ομολογήσει με ειλικρίνεια;... Δεν φαντάζεται πόσο υπέφερα!» — «Όλοι τα έχουν χαμένα πώς και η Μεγαλειότητά Σας συγκατατέθηκε γι' αυτόν το γάμο!» παρατηρεί ο Χραποβίτσκι. — «Ο Θεός μαζί τους!» λέει εκείνη. «Τους εύχομαι να είναι ευτυχισμένοι... Βλέπετε όμως: τους συγχώρεσα, επέτρεψα την ένωσή τους∙ και ενώ θα έπρεπε να πετάνε από τη χαρά τους, κλαίνε και οι δυο. Αχ! η παλιά του τρυφερότητα δεν πέθανε μέσα του!
Εδώ και περισσότερο από μία εβδομάδα, με παρακολουθεί με τα μάτια παντού!» Ο γάμος θα τελεστεί βιαστικά, στο παρεκκλήσι του παλατιού. Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική για το γάμο των δεσποινίδων των τιμών, η ίδια η αυτοκράτειρα φροντίζει για το νυφικό. Ο Μαμόνωφ εισπράττει ένα ποσό εκατό χιλιάδων ρουβλίων και ένα καινούργιο κτήμα μαζί με τρεις χιλιάδες χωρικούς. Οι νεόνυμφοι φεύγουν σαν σίφουνες γι' αυτό το κτήμα, λίγο μετά την τέλεση του μυστηρίου. Η τέως δεσποινίς των τιμών, έγκυος ήδη από τα έργα του τέως ευνοουμένου, θα γεννήσει εκεί το παιδί τους. Αναστατωμένη ακόμα από τούτη την αξιοθρήνητη αισθηματική περιπέτεια, η Αικατερίνη ανοίγει την καρδιά της σ' ένα γράμμα της στον Ποτέμκιν: «Δεν υπήρξα ποτέ τύραννος για κανέναν και απεχθάνομαι την καταπίεση». Ο Ποτέμκιν συμπάσχει από μακριά. Εκείνος βέβαια προξένεψε στην άνασσα το «παραχαϊδεμένο παιδί». Πολύ σύντομα όμως, τη συμβούλευσε «να το φτύσει». Μιας και δεν στάθηκε ικανός να κρατήσει το «πόστο» του, ο Μαμόνωφ αξίζει μονάχα την περιφρόνηση. «Δεν γελάστηκα ποτέ ως προς το άτομό του», γράφει ο Γαληνότατος Πρίγκιπας της Ταυρίδας. «Είναι ένα κράμα ραθυμίας και εγωισμού. Εξαιτίας μάλιστα τούτου του τελευταίου στοιχείου, είχε καταντήσει Νάρκισσος υπέρ το δέον. Σκεφτόταν μονάχα τον εαυτό του και απαιτούσε τα πάντα χωρίς ανταπόδοση». Ύστερα από λίγο, η Αικατερίνη περιγράφει την ψυχική της κατάσταση σε μια επιστολή της προς τον Γκριμ: «Η μαθήτρια της δεσποινίδας Καρντέλ146 η οποία βρήκε τον κύριο Κοκκινοφορεμένο πιο άξιο για λύπηση παρά για οργή και αυστηρότατα, τιμωρημένο εφ' όρου ζωής από το πιο ηλίθιο των παθών —ένα πάθος που δεν του βγήκε σε καλό—, τον αποκήρυξε ως αχάριστο και —προς μεγάλη ευχαρίστηση των ενδιαφερομένων— θέλησε να βάλει τέλος το συντομότερο σ' αυτή την υπόθεση... Όπως φαίνεται, ο γάμος του ζευγαριού δεν πάει καθόλου καλά». Και πραγματικά, πολύ γρήγορα, ο Μαμόνωφ αναγνωρίζει ότι άφησε το θησαυρό για ένα σκύβαλο. Οι συζυγικές τέρψεις δεν μπορούν να αντικαταστήσουν γι' αυτόν τις εξαιρετικές τιμές με τις οποίες τον περιέβαλλε η Αυλή όταν ήταν ο επίσημος ευνοούμενος της αυτοκράτειρας. Γράφει στην Αυτής Μεγαλειότητα ότι υποφέρει τα πάνδεινα μετά το χωρισμό τους και ότι μοναδική του επιθυμία είναι να ξαναγυρίσει στην Αγία Πετρούπολη για να ξαναβρεί κοντά της τη ζεστασιά που τόσο του λείπει τώρα. Κατά τη συνήθειά της, η Αικατερίνη η τόσο επιδέξια στην πολιτική, στον έρωτα βαυκαλίζεται με ψευδαισθήσεις. Στα εξήντα της χρόνια, έχει τη φαντασία και την αφέλεια μιας παιδούλας. Ενώ μια ματιά στον καθρέφτη θα έφτανε για να την προσγειώσει στην πραγματικότητα, επιμένει να πιστεύει ότι ένας άνδρας μπορεί ακόμα να την προτιμάει από μια νεαρή σύζυγο, παρά τις ρυτίδες της, το ξεδοντιασμένο της χαμόγελο και το μαραγκιασμένο της στήθος. Συγκινημένη, λέει στον Χραποβίτσκι: «Το ξέρω, δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος». Ωστόσο, αρνείται να αναθερμάνει τις σχέσεις τους: «Άλλο είναι να πηγαίνεις μ' αυτόν μια βόλτα στον κήπο και να τον βλέπεις τέσσερις ώρες, και άλλο να ζεις μαζί του»147. Στις παράξενες ικεσίες του Μαμόνωφ, απαντάει μ' ένα γράμμα, όπου τον συμβουλεύει να περιμένει ένα χρόνο για να την ξαναδεί. Τη στιγμή που γράφει τούτες τις γραμμές, η Αικατερίνη κάθε άλλο παρά απομονωμένη νιώθει. Πριν καν ο Μαμόνωφ — προστατευόμενος του Ποτέμκιν— εγκαταλείψει επισήμως τα καθήκοντά του, η εχθρική φατρία προς τον Ποτέμκιν —οι Τσερνιτσέφ, οι Ρουμιάντσεφ, οι Σαλτικώφ— σπεύδει να της βρει έναν αντικαταστάτη. Πρέπει να προλάβουν τον Γαληνότατο και να ορίσουν έναν ευνοούμενο που να μη βρίσκεται υπό τις διαταγές του. Εφόσον πολλοί εποφθαλμιούν τούτη τη θέση, δεν έχουν παρά να διαλέξουν. Εν ριπή οφθαλμού, ο ευτυχής επίλεκτος, υπό τη συνοδεία της συνηθισμένης μπιστικιάς της Αικατερίνης, της Άννας Ναρίσκιν, προωθείται στα διαμερίσματα της αυτοκράτειρας. Ονομάζεται Πλάτων Αλεξάντροβιτς Ζούμπωφ. Είναι είκοσι δύο χρόνων και υπολοχαγός ενός συντάγματος της φρουράς. Η Αικατερίνη τον γνωρίζει από πολύ καιρό. Τον είχε πάρει υπό την προστασία της από τότε που ήταν εντεκάχρονο μαθητούδι. Αργότερα τον έστειλε να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό.
Το συγκεκριμένο βράδυ, τον βλέπει από εντελώς διαφορετικό πρίσμα. Αρέσει, γίνεται δεκτός, δειπνεί στο φως των κεριών μαζί με την άνασσα και παίρνει, την επόμενη ημέρα, δέκα χιλιάδες ρούβλια και μερικά δαχτυλίδια. Ένα απ' αυτά θα πάει στο θαλαμηπόλο της Μεγαλειοτάτης, μιας και χρήσιμο είναι να τα έχουν καλά μαζί του. Μέσα στην εβδομάδα που ακολουθεί την ενθρόνισή του, ο Πλάτων Ζούμπωφ χρίεται προσωπικός υπασπιστής της αυτοκράτειρας. Στην Άννα Ναρίσκιν, που του άνοιξε το δρόμο, χαρίζει ένα βαρύτιμο ρολόι. Τον βλέπουμε τώρα, γράφει ο Μασόν, «να προσφέρει με οικειότητα το βραχίονά του στην άνασσα, φορώντας ένα μεγάλο καπέλο με φτερό, βαρυστολισμένος με την καινούργια του στολή, με τους μεγάλους της αυτοκρατορίας να περπατούν πίσω του ασκεπείς, ενώ μέχρι χτες περίμενε μαζί τους στον προθάλαμο της αυτοκράτειρας. Το βράδυ, ύστερα από το παιχνίδι, βλέπουμε την Αικατερίνη να διώχνει τους αυλικούς της και να γυρνάει στο υπνοδωμάτιό της ακολουθούμενη μόνο από τον ευνοούμενο». Είναι τόσο ικανοποιημένη απ' αυτόν, που γράφει στον Ποτέμκιν: «Ξαναγύρισα στη ζωή σαν τη μύγα που την είχε μουδιάσει το κρύο». Μια χοντρή εξηντάχρονη μύγα, αεικίνητη, βομβούσα και άπληστη για κρέας. Τούτη τη φορά, το κομμάτι είναι ιδιαίτερα ορεκτικό. Ανάμεσα στους νεαρούς ευνοουμένους της αυτοκράτειρας, ο Πλάτων Ζούμπωφ είναι αναμφισβήτητα ο ωραιότερος. Το πρόσωπό του με τα λεπτά χαρακτηριστικά, το καλογραμμένο στόμα, τα απαλά καστανά μαλλιά, το βαθύ βλέμμα, όλα αποπνέουν ένα είδος αρχοντικής αρμονίας, νωχελικής σιγουριάς. Είναι μετρίου αναστήματος, σημειώνει ο Μασόν, αλλά με κορμί «ευλύγιστο, νευρώδες και καλοσχηματισμένο». Από μια παράξενη αντίθεση της φύσης, αυτός ο νεαρός άνδρας με την τόσο λεπτή και ευγενική εμφάνιση, διακατέχεται από μια φιλοδοξία, ένα θράσος, έναν κυνισμό και μια αγάπη για την ίντριγκα που εκδηλώνονται αμέσως μόλις φανεί στο προσκήνιο. Πολύ γρήγορα, δοκιμάζει κάθε τρόπο επιρροής, επιβάλλει τη θέλησή του στα πιο ποικίλα θέματα, και ζητάει αδιάντροπα εύνοιες για τον εαυτό του και για τους δικούς του. Ένα πλήθος αυλοκόλακες τον περιστοιχίζουν. «Κάθε μέρα», γράφει ο Λανζερόν, «από τις οχτώ το πρωί, ο προθάλαμός του ήταν γεμάτος υπουργούς, αυλικούς, στρατηγούς, ξένους ανθρώπους που ζητούσαν ή πρόβαλλαν αξιώσεις για θέσεις ή χάρες. Τις περισσότερες φορές, περίμεναν τέσσερις‐πέντε ώρες προτού μπορέσουν να γίνουν δεκτοί... Τέλος, οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα, ο κόσμος συνωθούνταν, έβρισκε τον ευνοούμενο να τον χτενίζουν καθισμένο μπροστά στον καθρέφτη, συνήθως μάλιστα με το ένα πόδι πάνω σε μια καρέκλα ή σε μια γωνιά του τραπεζιού της τουαλέτας του. Τότε, δυο‐τρεις σειρές αυλικοί στέκονταν μπροστά του, γονατιστοί, αμίλητοι και ασάλευτοι μέσα σ' ένα σύννεφο από πούδρα». Και ο Μασόν υπερθεματίζει: «Οι παλιοί στρατηγοί, οι μεγάλοι της αυτοκρατορίας δεν ντρέπονταν να χαϊδεύουν και τον τελευταίο υπηρέτη του∙ ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα, με την πιο άσεμνη και ατημέλητη περιβολή, με το μικρό του δάχτυλο να σκαλίζει τη μύτη του και με τα μάτια να πλανιούνται στο ταβάνι, αυτός ο νεαρός άνδρας που είχε φυσιογνωμία ψυχρή και ματαιόδοξη, μόλις και καταδεχόταν να δώσει σημασία σ' αυτούς που τον περιέβαλλαν». Ο Πλάτων Ζούμπωφ έχει ένα πιθηκάκι, το οποίο περιφέρεται από το ένα έπιπλο στο άλλο, κρεμιέται από τον πολυέλαιο, αδειάζει τα κουτιά με την πομάδα και, κάπου κάπου, πηδάει στο κεφάλι ενός επισκέπτη και του τραβάει μια τούφα μαλλιά. Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή να σε ξεχωρίζει ο σαπαζού148. Κανείς δεν διαμαρτύρεται. Όσο για την Αικατερίνη, οι εκκεντρικότητες του ευνοουμένου της τής φαίνονται αθώα παιδιαρίσματα. Με τα χρόνια, έχει χάσει κάθε ευθυκρισία στον ερωτικό τομέα. Φοράει ροζ παρωπίδες. Τυφλωμένη, μεθυσμένη, πολλαπλασιάζει τους υπαινιγμούς για την ευτυχία της στα γράμματα που απευθύνει προς τον Ποτέμκιν. Του επιβεβαιώνει ότι «το παιδί», «ο μικρός μαυρούκος», έχει «την πιο αθώα ψυχή», ότι είναι «χωρίς κακία, μήτε τάση για προδοσία, σεμνός, αφοσιωμένος, ευγνώμων στον ύψιστο βαθμό», ότι θέλει να αρέσει σε όλους και εκδηλώνει όχι μόνο προσήλωση προς το πρόσωπό της, αλλά και κάποιες απαιτήσεις πολύ κολακευτικές για μια γυναίκα: «Κλαίει σαν παιδί αν δεν τον αφήσουν να μπει στα διαμερίσματά μου». Άραγε αυτός εξωθεί την ευγένεια σε σημείο που να θέλει να τον
αγαπάει και ο μακρινός σύζυγος της ερωμένης του; «Αντίο, φίλε μου», γράφει στον Γαληνότατο. «Να μας φροντίζεις για να είμαστε απόλυτα ευτυχισμένοι». Και ακόμα: «Όταν έχει την ευκαιρία να σας γράψει, το πραγματοποιεί με έντονο ζήλο, και η προσήνειά του κάνει κι εμένα πιο αξιαγάπητη». Στην πραγματικότητα, «ο μικρός μαυρούκος» γράφει προς τον Ποτέμκιν με μια πένα που στάζει μέλι επειδή θέλει να του ζητήσει τον τίτλο του ιππότη‐φρουρού, και επίσης να προσλάβει τον αδελφό του Βαλεριανό Ζούμπωφ στο επιτελείο του. Είναι βέβαια αυτονόητο ότι η Αικατερίνη υποστηρίζει αυτή τη διπλή αίτηση με έναν καταιγισμό από επαίνους που έχουν σκοπό να προτρέψουν τον πρίγκιπα να αγαπάει περισσότερο το παιδί, το «παιδί μας». Ο Ποτέμκιν δεν μπορεί ν' αρνηθεί και η Αικατερίνη τον ευχαριστεί όλο διαχυτικότητα: «Το παιδί βρίσκει ότι έχετε περισσότερο πνεύμα και είστε πιο διασκεδαστικός και αξιαγάπητος απ' όλους όσοι σας περιστοιχίζουν αλλά αυτό ας μείνει μεταξύ μας, μιας και αγνοεί ότι το ξέρω». Ο Βαλεριανός Ζούμπωφ εντάσσεται στο στράτευμα. Από κει, στέλνει στον αδελφό του Πλάτωνα κακόβουλες αναφορές για τις αμέλειες και τα σφάλματα του αρχιστρατήγου. Αυτές οι εμπιστευτικές σημειώσεις διασταυρώνονται με άλλες εξίσου εμπιστευτικές τις οποίες οι φίλοι του Ποτέμκιν του στέλνουν από την Αγία Πετρούπολη για τον ευνοούμενο. Σύμφωνα με αυτές τις πληροφορίες, η Αικατερίνη είναι τόσο ερωτευμένη με τον «μικρό μαυρούκο» της που έχει κατά νου να τον κάνει υπουργό. Ο Ποτέμκιν νιώθει να πνίγεται από οργή. Πρώτη φορά η τσαρίνα συνδέεται με έναν εραστή που να μην είναι του χεριού του. Και νά που ο νεοφερμένος απειλεί να αποκτήσει στην Αυλή και στην κυβέρνηση εξέχουσα σημασία. Ιδωμένη από μακριά, αυτή η άνοδος μοιάζει να προοιωνίζεται την παρακμή του Πρίγκιπα της Ταυρίδας. Αυτό, ο Ποτέμκιν δεν μπορεί να το δεχτεί. Ύστερα από την πτώση του Ισμαήλ, ο στρατός έχει βρεθεί στα χειμερινά καταλύματά του, εκείνος όμως πρέπει να μείνει επιτόπου για να προεδρεύσει σε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, στις οποίες άλλωστε δεν πιστεύει. Ώσπου να μπορέσει να ξεφύγει από τις ανιαρές υποχρεώσεις του, στέλνει τον Βαλεριανό Ζούμπωφ στην Αγία Πετρούπολη, με την εντολή να πληροφορήσει ρητώς την αυτοκράτειρα ότι όλα πάνε καλά στο μέτωπο, αλλά ο αρχιστράτηγος έχει ένα χαλασμένο δόντι και ελπίζει να μεταβεί σύντομα στην πρωτεύουσα για να το βγάλει. Το δόντι στα ρωσικά λέγεται ζουμπ, και με αυτό το εύκολο λογοπαίγνιο γύρω από το όνομα Ζούμπωφ, ο Ποτέμκιν δηλώνει στην τσαρίνα ότι στηρίζει σ' αυτήν τις ελπίδες του για να απομακρύνει ένα φορτικό αντίζηλο. Η Αικατερίνη προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει και εξακολουθεί να εκθειάζει στα γράμματά της τις εκπληκτικές αρετές του Πλάτωνα. Τότε ο Ποτέμκιν, έξαλλος, αφήνει εκεί τους αξιωματικούς του και παίρνει το δρόμο για την Αγία Πετρούπολη. Μια τεράστια συνοδεία, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και πολυάριθμες γυναίκες, ξεκινάει μαζί του. Στο άγγελμα της αναχώρησής του, η αυτοκράτειρα δείχνει μεν πως χαίρεται δημόσια, αλλά στους κοντινούς της ανθρώπους εκφράζει την ανησυχία της. Διατάζει να φωτίσουν το δρόμο, μακριά στην ύπαιθρο, με πυρές σε κανονικές αποστάσεις. Λόγω της αβεβαιότητας γύρω από την ημερομηνία της άφιξής τους, ο φωτισμός συνεχίζεται κάθε νύχτα, στη διάρκεια μιας εβδομάδας. Στέλνουν καθημερινά έναν αγγελιαφόρο να συναντήσει τους ταξιδιώτες κι εκείνος επιστρέφει ολοταχώς μεταφέροντας στην αυτοκράτειρα τα νέα του Γαληνοτάτου. Τελικά, εμφανίζεται και ο ίδιος. Ψηλός, βαρύς, μελαψός, μονόφθαλμος, γερασμένος, ακτινοβόλος. Στην αρχή, η διάθεσή του φαίνεται περίφημη, και η Αικατερίνη έχει κάθε λόγο να γράψει στον Γκριμ: «Εδώ και τέσσερις μέρες βρίσκεται μαζί μας ο πρίγκιπας Ποτέμκιν, πιο ωραίος, πιο αξιαγάπητος, πιο πνευματώδης, πιο λαμπρός παρά ποτέ, με διάθεση όσο γίνεται πιο χαρούμενη. Νά η απόδειξη ότι μια ωραία και ένδοξη εκστρατεία του φτιάχνει το κέφι». Και στον πρίγκιπα ντε Λίνι: «Βλέποντας τον πρίγκιπα‐στρατάρχη Ποτέμκιν, θα 'λεγες ότι οι νίκες
και οι επιτυχίες τον ομορφαίνουν. Μας ήρθε από το στρατό, ωραίος σαν τον ήλιο, εύθυμος σαν σπίνος, λαμπρός σαν άστρο, πιο πνευματώδης παρά ποτέ, χωρίς να τρώει πια τα νύχια του». Αυτή η «ευθυμία σαν του σπίνου» διαρκεί λίγο. Από τα πρώτα κιόλας βήματά του στην Αυλή, ο Ποτέμκιν αντιλαμβάνεται ότι έχει λόγους να φοβάται την αυξανόμενη επιρροή του Πλάτωνα Ζούμπωφ. Υπέροχα ντυμένος, γεμάτος κοσμήματα, ο νέος ευνοούμενος επιβάλλεται με την υπεροψία του στους πιο υψηλούς αξιωματούχους. Τρέμουν όλοι τους πως, αν δεν του είναι αρεστοί, θα προσελκύσουν τα πυρά της αυτοκράτειρας. Ακόμα και ο μεγάλος δούκας Παύλος δέχεται σιωπηλά τα πιο αναιδή λόγια. Ένα βράδυ, στη διάρκεια του δείπνου της Μεγαλειοτάτης, ο διάδοχος του θρόνου επιδοκιμάζει μεγαλόφωνα μια πολιτική παρατήρηση του εραστή της μητέρας του. Ευθύς αμέσως, εκείνος αναφωνεί: «Τι πράγμα; Μήπως είπα ανοησία;». Μια ενοχλημένη σιωπή βασιλεύει στο τραπέζι. Κανείς δεν τολμάει να τσακίσει τα φτερά αυτού του νεαρού πετειναριού. Η Αικατερίνη τον σκεπάζει μ' ένα ερωτευμένο βλέμμα. Ο Ποτέμκιν δεν αντέχει στη θέα τούτου του γεροντικού πάθους. Ασφαλώς, κι ο ίδιος έχει ως ερωμένη τη νεότατη και ωραιότατη ανιψιά του Αλεξάνδρα Έγκελχαρντ, κόμισσα Μπρανίκα. Ωστόσο, διατηρεί τη διαύγειά του. Με φιλική σταθερότητα, προσπαθεί να επαναφέρει την Αικατερίνη στην οδό της λογικής: Έχει ερωτευτεί έναν ομορφονιό ηλίθιο, φιλόδοξο και διεστραμμένο. Όσο περισσότερη σημασία του δίνει τόσο πιο πολύ θέτει σε κίνδυνο το προσωπικό της γόητρο. Οπωσδήποτε, δεν θα έπρεπε να ζητάει τη γνώμη του για το χειρισμό των δημοσίων υποθέσεων. Αυτές οι σοφές συμβουλές προσκρούουν στη λαμπρή αφέλεια μιας ερωτευμένης γριάς. Μαγεμένη από τον Πλάτωνα Ζούμπωφ, η Αικατερίνη αρνείται να δει τα ελαττώματα του ευνοουμένου της και απολαμβάνει το όνειρο. Δεν κρατάει όμως κακία στον Ποτέμκιν για τις επιπλήξεις του. Τις καταλογίζει σε μια ζήλια που της είναι αυτονόητη. Πώς να μην υποφέρει μιας και δεν είναι πια ο πρώτος στην καρδιά της Μεγαλειότητάς Της; Εκδηλώνει απέναντί του μεγάλη εκτίμηση και τρυφερότητα, για να καταλαγιάσει την πικρία του. Παρ' όλες τις περιποιήσεις που του γίνονται, δεν αργεί να αντιληφθεί ότι βρίσκεται σε υποδεέστερη μοίρα. Ο Πλάτων Ζούμπωφ τον ξεπερνάει σε δύναμη. Έτσι, σ' έναν παροξυσμό μανίας γεμάτης περηφάνια, ο Γαληνότατος αποφασίζει να θαμπώσει αυτή την άνασσα που τον κρατάει σε απόσταση, με μια γιορτή που να υπερβαίνει σε αίγλη οτιδήποτε έχει δει εκείνη μέχρι τότε. Μια βαρβαρική σπατάλη, μια απεγνωσμένη τρέλα, ένας πόθος βαθύτατα σλαβικός να ξεπεράσει τον εαυτό του, ν' αγγίξει τα ύστατα όρια του παραλόγου και του μάταιου εμπνέουν τον Ποτέμκιν στην προετοιμασία της μεγάλης ημέρας. Για μήνες ολόκληρους εκατοντάδες καλλιτέχνες —ηθοποιοί, χορευτές, μουσικοί— κάνουν πρόβες στο καινούργιο Παλάτι της Ταυρίδας, κάτω από την επίβλεψη του άγριου διοργανωτή. Όπως και με το ταξίδι στην Κριμαία, αυτός φροντίζει κάθε λεπτομέρεια του διάκοσμου και της παράστασης. Για να θερμάνει την κυρίως αίθουσα, εγκαθιστά, στις κολόνες που υποβαστάζουν το θόλο, σωλήνες απ' όπου περνάει ζεστό νερό. Το έδαφος είναι στρωμένο με γκαζόν. Μια πληθώρα από τροπικά φυτά ανθίζουν ανάμεσα στους μαρμάρινους τοίχους. Εκτός από την αυτοκράτειρα και τους μεγάλους δούκες, ολόκληρη η Αυλή, το διπλωματικό σώμα και οι εκπρόσωποι της τάξης των ευγενών της επαρχίας καλούνται, στις 28 Απριλίου 1791, με πρόσχημα να γιορτάσουν τη ρωσική νίκη κατά των Τούρκων. Φτάνοντας, στις εφτά το βράδυ, μέσα στην άμαξά της μπροστά στο ανάκτορο της Ταυρίδας, η Αικατερίνη πέφτει πάνω σ' ένα λαϊκό συνωστισμό, θορυβώδη και βίαιο, που της δίνει την εντύπωση εξέγερσης. Ωστόσο, δεν είναι παρά η φυσική κίνηση των ανθρώπων του λαού, που πολιορκούν τα —γεμάτα με φαγητά— τραπέζια και τα βαρέλια με το κρασί, που είναι τοποθετημένα από ελεημοσύνη στις παρυφές της πριγκιπικής κατοικίας. Αφού κατέβει από την άμαξα, η αυτοκράτειρα περνάει ανάμεσα σε δύο μακριές σειρές από λακέδες, με άσπρες και ασημένιες λιβρέες, οι οποίοι κρατούν κηροπήγια. Χιλιάδες κεριά θαμπώνουν τα
μάτια. Ξέρει ότι ο Ποτέμκιν περιφρονεί τα σπερματσέτα από λίπος και ότι έχει σαρώσει όλο το κερί των γειτονικών επαρχιών για να πραγματοποιήσει ένα φωτισμό αντάξιο της άνασσάς του. Ένα θριαμβικό άσμα, που εκτελείται από τριακόσιους μουσικούς, ξεσπάει στ' αυτιά της. Τρεις χιλιάδες καλεσμένοι υποκλίνονται καθώς εκείνη πλησιάζει. Ο χωροδεσπότης προχωρεί προς το μέρος της. Φοράει άλικο ένδυμα με χρυσά κεντήματα. Ένας μακρύς μαύρος βελούδινος μανδύας είναι στερεωμένος στους ώμους του με διαμαντένιες πόρπες. Το καπέλο του, φορτωμένο με πολύτιμα πετράδια, είναι τόσο βαρύ που δεν μπορεί να το σηκώσει το κεφάλι του. Το κουβαλάει ένας ακόλουθος πίσω απ' αυτόν. Η αυτοκράτειρα φοράει μια παλιά ρώσικη βογιαρίνα. Το διάδημά της αστράφτει φωτίζοντας το κουρασμένο της πρόσωπο. Κρατάει στητό το κεφάλι. Ο Ποτέμκιν γονατίζει μπροστά της, την καλωσορίζει και την οδηγεί κρατώντας την απ' το χέρι μέχρι την αίθουσα του χορού. Απο κει, καθισμένη σ' ένα θρόνο, παρακολουθεί την παράσταση. Οι μεγάλοι δούκες Αλέξανδρος και Κωνσταντίνος —δεκατεσσάρων και δώδεκα χρόνων αντίστοιχα— χορεύουν χαριτωμένα μπροστά της, ανάμεσα σε σαράντα οχτώ άλλα αγόρια και κορίτσια της Αυλής, όλα τους ντυμένα «με ροζ και γαλάζιο τ' ουρανού» και στολισμένα με πολύτιμα πετράδια. Ο περίφημος Λε Πικ κλείνει το μπαλέτο με βήματα εξαιρετικής δεξιοτεχνίας. Αφού χειροκροτήσουν, περνούν σε μια άλλη αίθουσα: εκεί, μια σκηνή είναι στημένη μπροστά σ' έναν τεχνητό ελέφαντα, σκεπασμένο με σμαράγδια και ρουμπίνια. Καινούργιο μπαλέτο, ακολουθούμενο από μια σύντομη κωμωδία και μια παρέλαση «ασιατικής μεγαλοπρέπειας» όπου παρουσιάζονται με τις εθνικές τους στολές οι εκπρόσωποι όλων των υποτελών στην Αικατερίνη τη Μεγάλη λαών. Στον χειμωνιάτικο κήπο, όπου συρρέει στη συνέχεια το πλήθος των προσκεκλημένων, είναι στημένο, στη μέση ενός κυκλικού ναού, ένα άγαλμα της αυτοκράτειρας από παριανό μάρμαρο. Μια ωδή του ποιητή Ντερζάβιν, η οποία διαβάζεται μ' αυτή την ευκαιρία, τιμά με πομπώδεις στίχους την ηρωίδα της γιορτής. Πίσω της, οι κρήνες ψιθυρίζουν, τα πολύτιμα πετράδια σπινθηροβολούν μέσα στα πυκνά εξωτικά φυλλώματα. Οι τοίχοι ενός άλλου σαλονιού είναι στρωμένοι με ταπετσαρίες του Μπωβαί που απεικονίζουν την ιστορία της Εσθήρ. Πιο κει, σ' ένα παρτέρι με γκαζόν, υψώνεται ένας οβελίσκος από αχάτη ο οποίος φέρει το μονόγραμμα της τσαρίνας. Ένα δείπνο, με πέντε σειρές από εξακόσια σερβίτσια, συγκεντρώνει τους αυλικούς γύρω απο την άνασσα. Ορθός πίσω της, ο Ποτέμκιν θέλει να τη σερβίρει ο ίδιος. Δεν του το επιτρέπει και τον αναγκάζει να καθήσει δίπλα της. Έτσι, προΐστανται του γεύματος μαζί. Σαν δύο αυτοκρατορικοί σύζυγοι. Λίγο πιο κει, ο Πλάτων Ζούμπωφ, υπέροχος μέσα στο ανοιχτογάλαζο ένδυμά του, δεν χάνει ούτε μια κίνηση του ζευγαριού. Δεν ανησυχεί καθόλου. Τα πραγματικά αισθήματα της Αικατερίνης του είναι γνωστά. Η τιμητική στοργή που ανταποδίδει στον Πρίγκιπα της Ταυρίδας δεν αποτελεί δέσμευση για το μέλλον. Δεν υπάρχει η παραμικρή υπόσχεση στο βλέμμα που εκείνη στρέφει κάπου κάπου προς τον Γαληνότατο, αλλά κάτι σαν συμπονετική θλίψη. Οι προπόσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Πίνουν στην υγεία της Αυτής Μεγαλειότητας και του αφμιτρύονά της, των μεγάλων δουκών και των μεγάλων δουκισσών, του στρατού και του στόλου. Τα σερβίτσια είναι χρυσά και ασημένια. Το γεύμα, αντάξιο ενός Λούκουλλου, αποτελείται από τα πιο εκλεπτυσμένα εδέσματα της Ευρώπης και της Ασίας. Σύντομα, η ζέστη γίνεται αποπνικτική, λόγω της ακτινοβολίας των εκατόν σαράντα χιλιάδων λυχνιών και των είκοσι χιλιάδων κεριών που εξασφαλίζουν το φωτισμό των αιθουσών. Κάθε συνδαιτυμόνας παίρνει και ένα βασιλικό δώρο. Ο Ποτέμκιν γεύεται το πικρό ποτήρι του θριάμβου του. Οι ξένοι πρεσβευτές, αποσβολωμένοι, με τις εκκωφαντικές μουσικές και τους λόγους να τους παίρνουν τ' αυτιά, βλέπουν στο πρόσωπο αυτού του γίγαντα, του ντυμένου στα κόκκινα και σκεπασμένου με παράσημα, ένα είδος ξωτικού καθαρά ρώσικου, με ανεξάντλητο πλούτο και μια ασυνέπεια που αγγίζει τα όρια του παραλογισμού. Στις δύο το πρωί, η Αικατερίνη αποσύρεται. Ο Πλάτων Ζούμπωφ την ακολουθεί σαν σκιά. Η ορχήστρα παίζει έναν ύμνο που έχει συντεθεί προς τιμήν της Μεγαλειοτάτης. Η τελευταία προφέρει μερικές ευγενικές λέξεις ευχαριστώντας τον Ποτέμκιν για τη θαυμάσια δεξίωσή
του. Κάμπτοντας το γόνατό του καταγής, εκείνος φιλάει το χέρι που τείνει προς το μέρος του και ξεσπάει σε αναφιλητά. Δίχως να χρειάζεται να του αποκαλύψει τα μύχια της σκέψης της, ξέρει κιόλας πως έζησε κοντά της μια αποχαιρετιστήρια τελετή. Αφού σβήσουν τα φώτα και σκορπίσουν οι καλεσμένοι, ο Ποτέμκιν ανακαλύπτει ξαφνικά τη ματαιότητα της ύπαρξής του. Όλα τον αηδιάζουν στην Αγία Πετρούπολη, και παρ' όλα αυτά δεν αποφασίζει να ξαναφύγει για το Νότο. Εκεί, ο πρίγκιπας Ρέπνιν έχει αναλάβει την ηγεσία των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Είναι άνδρας θαρραλέος και έμπειρος. Επικεφαλής σαράντα χιλιάδων στρατιωτών, περικυκλώνει και εκμηδενίζει στο Ματσίν —αφού προηγουμένως έχει περάσει τον Δούναβη— τα στρατεύματα του μεγάλου βεζίρη, τρεις φορές περισσότερα από τα δικά του. Και ενώ η Αικατερίνη ακτινοβολεί από ευτυχία, ο Ποτέμκιν, καταφαγωμένος από τη ζήλια, μετανιώνει επειδή παραχώρησε σε άλλον τη δόξα τούτου του ηρωικού κατορθώματος. Οι πρόσφατες ρωσικές νίκες γίνονται αιτία να μετριάσουν οι Τούρκοι τις αξιώσεις τους. Η στιγμή φαίνεται ιδανική για τη σύναψη ενός συμφώνου ειρήνης ευνοϊκού για τη Ρωσία. Ο Πλάτων Ζούμπωφ και οι περί αυτόν είναι σταθερά αποφασισμένοι να παζαρέψουν. Δεν χρειάζονται περισσότερα για να εναντιωθεί ο Ποτέμκιν σ' αυτή την ιδέα. Οτιδήποτε προέρχεται από τούτο το λιμοκοντόρο τον βγάζει από τα ρούχα του. Κατά τον Πρίγκιπα της Ταυρίδας, ο πόλεμος πρέπει να συνεχιστεί μέχρι πλήρους συντριβής της Τουρκίας. Όσο κι αν η Αικατερίνη επικαλείται την αβεβαιότητα των οικονομικών του Κράτους, την κόπωση του στρατού, τις εσωτερικές δυσκολίες, εκείνος επιμένει. Αυτή διστάζει να του δώσει ρητή διαταγή να επιστρέψει στο Ιάσιο για να τερματίσει τις εχθροπραξίες. Βλέποντάς τον τόσο ανταριασμένο, φοβάται έλλειψη υπακοής από μέρους του. Συγκεντρώνει το μέγιστο των προσπαθειών της προβάλλοντάς του ως επιχείρημα ότι υπογράφοντας αυτή την ειρήνη, ύστερα από τέσσερα χρόνια αιματηρών μαχών, θα της κάνει το μεγαλύτερο δώρο της βασιλείας της. Και ξαφνικά, μεταστροφή. Πληροφορήθηκε άραγε τις συζητήσεις οι οποίες εγκαινιάστηκαν από τον Ρέπνιν με τους Τούρκους πληρεξουσίους; Ή μήπως φαντάζεται πως θα μπορέσει να επιβάλει καλύτερα στο Ιάσιο απ' ό,τι στην Αγία Πετρούπολη τις φιλοπόλεμες απόψεις του; Νά όμως που, εντελώς απροσδόκητα, δηλώνει ότι είναι έτοιμος να φύγει. Συγκινημένη απ' αυτή την ξαφνική ευπείθεια, η Αικατερίνη φροντίζει προσωπικά να ετοιμαστεί η άμαξα που θα μεταφέρει τον Γαληνότατο στο μακρύ του ταξίδι. Την εγκαταλείπει με θλίψη, διαψευσμένος στις προσδοκίες του, έρμαιο σκοτεινών προαισθημάτων και καταχρεωμένος. Ο λογαριασμός του ανθοπώλη και μόνο φτάνει τα 38.000 ρούβλια. Στο Χαρκόβ, μια δυσάρεστη είδηση περιμένει τον ταξιδιώτη. Ο πρίγκιπας Αλέξανδρος της Βυρτεμβέργης, που υπηρέτησε υπό τις διαταγές του, έχει μόλις αφήσει την τελευταία του πνοή. Ο Ποτέμκιν παρίσταται στην κηδεία έχοντάς τα εντελώς χαμένα και, ενώ ψάχνει για την άμαξά του, αντιλαμβάνεται με φρίκη ότι έχει προχωρήσει κατά λάθος προς τη νεκροφόρα και ετοιμάζεται να μπει μέσα της. Προληπτικός στο έπακρο, βλέπει σ' αυτή την κίνηση ένα μακάβριο προμήνυμα. Οι γύρω του εντυπωσιάζονται από την αποξένωση που διαγράφεται στη φυσιογνωμία του. Θα έχει άραγε τη δύναμη να φέρει σε αίσιο πέρας τις διαπραγματεύσεις; Φτάνοντας στο Ιάσιο τον Ιούλιο του 1791, πληροφορείται ότι, στη διάρκεια της απουσίας του, ο Ρέπνιν υπέγραψε τα προκαταρκτικά του συμφώνου ειρήνης. Σε μια κρίση μανίας, στολίζει το στρατηγό με τις πιο χοντροκομμένες επιπλήξεις και σκίζει το έγγραφο. Αλλά ο Ρέπνιν του αποκρίνεται ότι έδρασε σύμφωνα με τις μυστικές διαταγές της Αυτής Μεγαλειότητας. Πληγωμένος, ο Ποτέμκιν αντιλαμβάνεται ότι η αυτοκράτειρα τον παραγκώνισε σε μια υπόθεση όπου οι γνώμες τους διαφέρουν. Δεν μπορεί να δεχτεί τούτη την έλλειψη εμπιστοσύνης από την πλευρά της άνασσάς του. Και ενώ οι συνομιλίες επαναλαμβάνονται επί νέων βάσεων, εκείνος νιώθει εξαιρετικά αδύναμος και διστακτικός.
Ένας λοιμώδης πυρετός κατατρώει τούτο το μεγάλο σώμα που το ρήμαξαν κάθε λογής καταχρήσεις. Αφού περάσει μια περίοδο ανάκαμψης της ενεργητικότητάς του, παύει να συμμετέχει στις συσκέψεις με τους Τούρκους. Το ενδιαφέρον του για την πολιτική μειώνεται. Τα εγκόσμια έχουν πάψει να τον αφορούν. Άρρωστος γεμάτος ιδιοτροπίες, αρνείται να ακολουθήσει τις υποδείξεις των γιατρών Λίνμαν και Μασό που τον φροντίζουν, και δεν θέλει ούτε ν' ακούει να μιλάνε για δίαιτα. «Ο πρίγκιπας αυτοκαταστρεφόταν», παρατηρεί ο Λανζερόν. «Τον είδα να καταβροχθίζει μέσα σ' έναν παροξυσμό πυρετού ένα χοιρομέρι, μια παστή χήνα, τρία ή τέσσερα κοτόπουλα, και να πίνει κβας, χλιούκβα, υδρόμελι και κάθε λογής κρασιά». Ανάμεσα στα γεύματα, μασουλάει ωμά γογγύλια, που τα συμπαθεί ιδιαίτερα. Όταν νιώθει τη θερμοκρασία του ν' ανεβαίνει, χύνει πάνω στο κεφάλι του ποταμούς κολόνιας και ραντίζεται με παγωμένο νερό χρησιμοποιώντας ένα ραντιστήρι. Η ανιψιά του Αλεξάνδρα Ένγκελχαρντ, κόμισσα Μπρανίκα —που είναι επίσης και ερωμένη του— παρακολουθεί τις διαθέσεις αυτού του καταπονημένου κολοσσού. Δεν καταλαβαίνει τι του συμβαίνει. Τα γράμματα της τσαρίνας είναι η μοναδική του παρηγοριά. Τα διαβάζει και τα ξαναδιαβάζει κλαίγοντας. Κάνοντας μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, υπαγορεύει την απάντηση και χαράζει όπως όπως την υπογραφή του, με χέρι που τρέμει, στο κάτω μέρος του φύλλου. «Οι δυνάμεις μου με έχουν εγκαταλείψει», της παραγγέλνει. «Σας παρακαλώ, διαλέξτε και στείλτε μου μια κινέζικη ρόμπα, την έχω μεγάλη ανάγκη». Όταν ένας ταχυδρόμος φέρνει την κινέζικη ρόμπα, εκείνος διατείνεται ότι νιώθει καλύτερα. Οτιδήποτε προέρχεται από την Αικατερίνη είναι, γι' αυτόν, ευεργετικό. Στις αρχές του Οκτωβρίου του 1791, εγκαταλείπει βιαστικά τη συνδιάσκεψη ειρήνης και αποφασίζει να μεταβεί στο Νικολάγιεφ, πόλη που ίδρυσε ο ίδιος στις εκβολές του Μπουγκ. Ποιος ο λόγος τούτης της μετακίνησης; Ούτε κι ο ίδιος ξέρει. Μια παραξενιά αρρώστου. Η υγεία και η ευτυχία βρίσκονται μακριά του. Φεύγει αναζητώντας τες και, πριν μπει στην άμαξα, γράφει βιαστικά προς την αυτοκράτειρα ένα απελπισμένο σημείωμα: «Μητερούλα, χαριτωμένη άνασσα, δεν μπορώ πια ν' αντέξω τα βάσανά μου. Η μόνη ελπίδα που μου απομένει είναι να εγκαταλείψω τούτη την πόλη. Έδωσα διαταγή να με οδηγήσουν στο Νικολάγιεφ. Δεν ξέρω τι θα απογίνω. Ο πολύ πιστός και γεμάτος ευγνωμοσύνη υπήκοός σου Ποτέμκιν. Ο μόνος τρόπος να σωθώ είναι να φύγω». Η ανιψιά του Αλεξάνδρα εγκαθίσταται μαζί του μέσα στην άμαξα. Ένας γιατρός και τρεις γραμματείς συνοδεύουν τον Γαληνότατο. Ο δρόμος είναι άθλιος, όλο χαντάκια. Σε κάθε τράνταγμα, ο άρρωστος βογκάει. Ύστερα από μερικά βέρστια, ζητάει να σταματήσουν τ' άλογα και να τον ξαπλώσουν πάνω στη χλόη: «Φτάνει ως εδώ. Ας μην προχωρήσουμε άλλο. Πεθαίνω. Θέλω να πεθάνω καταγής». Τον οριζοντιώνουν στα ριζά ενός δέντρου, πάνω σ' ένα χαλί. Ο γιατρός κάνει ό,τι μπορεί. Η Αλεξάνδρα κλαίει. Κατά το μεσημέρι, ο Ποτέμκιν, ο αφέντης τόσων κτημάτων, ο ιδιοκτήτης τόσων παλατιών, παραδίδει το πνεύμα στο κράσπεδο ενός δρόμου, σαν άστεγος αλήτης. Γυρεύουν ένα χρυσό κέρμα για να κλείσουν, σύμφωνα με τη ρωσική συνήθεια, το μοναδικό του μάτι. Ένας Κοζάκος της συνοδείας ψάχνει μέσα στην τσέπη του και βγάζει ένα χάλκινο κέρμα των πέντε καπικιών. Το ακουμπούν προσεκτικά πάνω στο βλέφαρο του νεκρού. Έτσι, στις 12 Οκτωβρίου 1791, πεντέμισι μήνες μετά τη γιορτή στο Παλάτι της Ταυρίδας, ένας μαυροντυμένος ταχυδρόμος κομίζει στην Αγία Πετρούπολη το άγγελμα τούτου του θανάτου. Η Αικατερίνη λιποθυμάει, της κάνουν αφαίμαξη, σφαδάζει από τους λυγμούς, κλείνεται στο δωμάτιό της και δεν θέλει να δει κανέναν. Ούτε καν οι εγγονοί της μπορούν να τη δουν. Το πιο αυστηρό πένθος επιβάλλεται στην Αυλή. Αναδιπλωμένη στη θλίψη της, η αυτοκράτειρα αναλογίζεται κάθε μέρα και περισσότερο την τεράστια απώλεια που της προκάλεσε ο θάνατος εκείνου ο οποίος υπήρξε συγχρόνως εραστής, σύζυγός της, φίλος της, μυστικοσύμβουλος, υπουργός και στρατιωτικός της αρχηγός. Ακόμα και όταν βρίσκονταν μακριά, δεν έπαυαν να συμβουλεύονται ο ένας τον άλλον. Αύξησε κατά το ένα τρίτο την
έκταση της χώρας της, αξιοποίησε χέρσα εδάφη, έχτισε πόλεις, άνοιξε λιμάνια, κατασκεύασε πλοία, κέρδισε μάχες, αγάπησε γυναίκες, συναναστράφηκε τους μεγαλύτερους ηγεμόνες της εποχής του, εξανέμισε περιουσίες, δείχνοντας σε όλους τους τομείς μια σφριγηλή ψυχή, ταυτόχρονα τρυφερή και άγρια, τρελή και συνετή∙ και νά που, στα πενήντα δύο χρόνια, αυτό το φυσικό φαινόμενο, τούτο το ηφαίστειο των παθών, δεν είναι πια παρά ένα άψυχο κουφάρι, θαμμένο στην άκρη του κόσμου, στη Χερσώνα. «Πώς να αντικαταστήσει κανείς έναν τέτοιο άνθρωπο;» λέει η Αικατερίνη στο γραμματέα της Χραποβίτσκι. «Δεν με πούλαγε και δεν μπορούσαν να τον αγοράσουν. Τίποτα τώρα πια δεν θα είναι ίδιο! Ποιος θα πίστευε ότι θα έφευγε πριν από τον Τσερνιτσέφ και τους άλλους γέρους; Τώρα, εκείνοι θα βγάλουν το κεφάλι τους σαν τους γυμνοσάλιαγκες! Αλλά κι εγώ είμαι γριά!» Και πάνω σ' αυτά τα λόγια, παίρνει την πένα. Βρίσκεται στο αποκορύφωμα της απόγνωσης και, γι' αυτό, πρέπει να γράψει. Γρήγορα, ένα φύλλο από κείνο το ωραίο χαρτί με τις επιχρυσωμένες άκρες που της χρησιμεύει για την αλληλογραφία της. Όπως πάντοτε, απευθύνεται στο «αποκούμπι» της, στον αγαπητό της Γκριμ που την καταλαβαίνει πάντα: «Ένα τρομερό πλήγμα μου ήρθε και πάλι κατακέφαλα. Γύρω στις έξι το απόγευμα, ένας ταχυδρόμος μου έφερε την εξαιρετικά δυσάρεστη είδηση ότι ο μαθητής μου, ο φίλος μου, το είδωλό μου σχεδόν, ο πρίγκιπας Ποτέμκιν ο Ταυρικός, πέθανε ύστερα από αρρώστια που κράτησε περίπου ένα μήνα, στη Μολδαβία. Δεν μπορείτε να διανοηθείτε τη θλίψη μου: συνδύαζε μια εξαίρετη καρδιά με μια σπάνια αντίληψη και μια διάνοια από εκείνες που δεν συναντάς συχνά∙ οι απόψεις του ήταν πάντοτε πλατιές και μεγαλειώδεις∙ ήταν εξαιρετικά ανθρώπινος, γεμάτος γνώσεις, κατά παράξενο τρόπο συμπαθής και με ολοένα καινούργιες ιδέες∙ ποτέ δεν γεννήθηκε άνθρωπος τόσο λεξιμάγος και με τέτοια πνευματική ευστροφία. Οι στρατιωτικές του αρετές κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου πρέπει να εντυπωσίασαν, γιατί δεν λάθεψε ποτέ στο στόχο ούτε στη στεριά ούτε στη θάλασσα. Κανείς στον κόσμο δεν κατευθύνθηκε ποτέ λιγότερο από τους άλλους... Κοντολογίς, ήταν ένας δημόσιος άνδρας ικανότατος να συμβουλεύει τους άλλους και να εκτελεί τις αποφάσεις που έπαιρνε. Ήταν αφοσιωμένος με πάθος και ζήλο στο πρόσωπό μου, μούγκριζε και θύμωνε όταν πίστευε ότι κάτι μπορούσε να γίνει καλύτερα∙ με την ηλικία και την πείρα, διόρθωνε τα ελαττώματά του... Το σπανιότερο προσόν του ήταν ένα σθένος της καρδιάς, του νου και του χαρακτήρα που τον έκανε να ξεχωρίζει εντελώς από τους άλλους ανθρώπους∙ ακριβώς πάνω σ' αυτό βασιζόταν η απόλυτη συνεννόησή μας και η ομόφωνη απόφασή μας ν' αφήνουμε τους λιγότερο ικανούς στις ατελέσφορες πολυλογίες τους. Βλέπω τον πρίγκιπα Ποτέμκιν σαν έναν πολύ μεγάλο άνδρα, που δεν εκπλήρωσε ούτε τα μισά απ' όσα μπορούσε να κάνει». Όταν η Αικατερίνη εμφανίζεται και πάλι στην Αυλή, όλοι γύρω της προσποιούνται βαθύτατη θλίψη. Ωστόσο, κάτω από το ύφος που αρμόζει στην περίσταση, ο Ζούμπωφ και οι φίλοι του πανηγυρίζουν. Φημολογείται ότι ο Ποτέμκιν δηλητηριάστηκε ύστερα από εντολή του Πλάτωνα. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, ο τελευταίος προσπαθεί με επιμονή να πείσει την αυτοκράτειρα να μη δώσει στο θάνατο του πρίγκιπα υπερβολική σημασία. Εκείνη, από έρωτα για τον νέο ευνοούμενο, δέχεται να βάλει σουρντίνα στη θλίψη που της προκαλεί ο χαμός του παλαιού. Μιας και της το ζητάει ο Πλάτων, δεν θα δημοσιεύσει μανιφέστο για την απώλεια του μεγάλου άνδρα, μήτε θα υψώσει μνημείο για τη διαιώνιση της μνήμης του. Άπληστοι, οι αναρίθμητοι εχθροί του Ποτέμκιν κάνουν κιόλας υπολογισμούς όσον αφορά την κατανομή της πολιτικής του διαδοχής. Στις 25 Δεκεμβρίου 1791, μερικές εβδομάδες μετά το θάνατο του Γαληνοτάτου, ο κόμης Ροστόψιν μπορεί να γράψει: «Η κατανομή των κτημάτων του πρίγκιπα δεν έγινε ακόμη. Άφησε βέβαια κάποια χρέη, αλλά και εβδομήντα χιλιάδες ψυχές χωρικών στην Πολωνία, έξι χιλιάδες στη Ρωσία και ενάμιση εκατομμύριο ρούβλια σε διαμάντια. Το πιο εκπληκτικό είναι ότι έχει κιόλας
εντελώς ξεχαστεί. Οι επερχόμενες γενεές δεν θα τιμούν τη μνήμη του. Διέθετε στον ύψιστο βαθμό την τέχνη να κάνει κακό μαζί με το καλό και να εμπνέει μίσος εναντίον του, μόλο που σκόρπιζε απλόχερα τις ευεργεσίες του. Θα 'λεγε κανείς ότι κυριότερος σκοπός της ζωής του ήταν πάντοτε να ταπεινώνει τους άλλους για να εξυψώνεται ο ίδιος πάνω απ' όλους. Η μεγαλύτερη αδυναμία του συνίστατο στο ότι ερωτευόταν όλες τις γυναίκες και ήθελε να τον θεωρούν ακόλαστο. Αυτός ο διακαής πόθος όσο γελοίος κι αν ήταν, είχε πλήρη επιτυχία. Οι γυναίκες αποζητούσαν την εύνοιά του, με την ίδια επιμονή που οι άνδρες ψάχνουν για δουλειά. Εγκατέλειψε την Αγία Πετρούπολη αφού ξόδεψε οχτακόσιες πενήντα χιλιάδες ρούβλια που πληρώθηκαν από την αυτοκράτειρα, χωρίς να υπολογίσουμε τα άλλα χρέη». Στη Χερσώνα, όπου ο Γαληνότατος θάφτηκε στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, η αγαπημένη του ανιψιά, η Αλεξάνδρα, χτίζει στη μνήμη του ένα μαυσωλείο. Ωστόσο, κανείς απ' όσους υποκλίθηκαν μπροστά στον ζωντανό Ποτέμκιν δεν διανοείται να προσκυνήσει τον νεκρό Ποτέμκιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXV ΠΟΛΩΝΙΑ ΚΑΙ ΓΑΛΛΙΑ Με το χαμό του Ποτέμκιν, αρχίζει μια ανακατανομή ρόλων γύρω από την αυτοκράτειρα. Ως αντικαταστάτη του Γαληνοτάτου στη συνδιάσκεψη του Ιασίου ορίζει τον Μπεζμπορόντκο. Αυτός φεύγει αμέσως για τη Μολδαβία, γεμάτος συμφιλιωτικές συστάσεις. Ας ξεμπερδεύουν λοιπόν το γρηγορότερο! Στις 29 Δεκεμβρίου 1791/9 Ιανουαρίου 1792, υπογράφεται ειρήνη. Βάσει της συνθήκης, παραμένει στην κατοχή της Ρωσίας ολόκληρη η έκταση ανάμεσα στον Μπουγκ και τον Δνείστερο, αναγνωρίζονται επισήμως ως ρωσικά η Κριμαία και το Οτσακώφ, και επικυρώνονται οι συμφωνίες του Κιουτσούκ‐Καϊναρτζή. Μόλο που ολόκληρη η βόρεια ακτή της Μαύρης θάλασσας ανήκει στο εξής στη Ρωσία, αυτή η ίδια παραμένει κλειστή από το τουρκικό φράγμα των Δαρδανελίων. Τέσσερα χρόνια αιματηρών αγώνων και ανήκουστων θυσιών έχουν ως αποτέλεσμα λιγοστά εδαφικά κέρδη. Η Αικατερίνη δεν κυρίευσε την Κωνσταντινούπολη. Ο εγγονός της Κωνσταντίνος δεν θα στεφθεί αυτοκράτορας σ' αυτή την πόλη. Ωστόσο, το γόητρο της Ρωσίας παραμένει ακέραιο. Ο Πλάτων Ζούμπωφ, ο οποίος υπεραμυνόταν αυτής της βιαστικής και πενιχρής σε οφέλη ειρήνης, θριαμβεύει. Η Αικατερίνη τον ονομάζει πρόεδρο του Συμβουλίου των Εξωτερικών Υποθέσεων, στη θέση του Μπεζμπορόντκο ο οποίος ασχολείται με τις διαπραγματεύσεις στο Νότο. Του έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Με την ομορφιά και το ζήλο του, ικανοποιεί συγχρόνως την κλίση της προς την παιδαγωγική, το μητρικό ένστικτο και τον αισθησιασμό της γυναίκας που βρίσκεται στην καμπή της ηλικίας. Είναι «καλός μαθητής» και εκείνη λέει γεμάτη έκσταση στο γραμματέα της Χραποβίτσκι: «Ό,τι κάνει, το κάνει καλά, και ξέρετε γιατί; Επειδή είναι αμερόληπτος και δεν έχει ιδιαίτερες βλέψεις». Βεβαίως την ικανοποιεί και διαφορετικά. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μασόν, «οι σεξουαλικές ορέξεις (της Αικατερίνης) δεν είχαν ακόμη λείψει, κι έτσι, τη βλέπουμε ξαφνικά να επαναλαμβάνει τα όργια και τα λουπερκάλια149 που τελούσε άλλοτε». Χωρίς να φτάσουμε στο σημείο να ισχυριστούμε —όπως αυτός ο συγγραφέας απομνημονευμάτων— , ότι οι δύο αδελφοί Ζούμπωφ και ο φίλος τους Σαλτικώφ «έπαιρναν τη σκυτάλη ο ένας από τον άλλο» για να κατασιγάσουν τους πόθους της τσαρίνας «σε μια κούρσα εξίσου ατέρμονα και δύσκολη στην εκπλήρωσή της», είναι θεμιτό να υποθέσουμε ότι εξακολουθεί να της αρέσει ο σαρκικός έρωτας. Ακόμα και αν, με τα χρόνια, η έξαψη των αισθήσεων δεν είναι πια η ίδια, δεν μπορεί να στερηθεί την παρουσία ενός ζεστού νεανικού σώματος στο κρεβάτι της. Μετέρχεται κάθε λογής τεχνάσματα για ν' αναζωπυρώσει τη σπίθα κάτω από τη στάχτη. Παχιά, ασθμαίνουσα, ξεδοντιασμένη, εξακολουθεί ν' αναζητεί την ψευδαίσθηση του αγκαλιάσματος με έναν καλοπροαίρετο σύντροφο. Ύστερα, μιλούν για πολιτική. Όπως και με τον Λανσκόι. Όμως ο Πλάτων Ζούμπωφ είναι πιο απαιτητικός, πιο άπληστος από τον χαριτωμένο του προκάτοχο. Δεν του αρκεί ο τίτλος του προεδρεύοντος στο Συμβούλιο των Εξωτερικών Υποθέσεων και αποσπά από την τσαρίνα την προεδρία του Συμβουλίου του Πολέμου. Έτσι, ολόκληρη η εξωτερική πολιτική βρίσκεται συγκεντρωμένη στα χέρια του. Τρελή από ευγνωμοσύνη, η Αικατερίνη θέτει στη διάθεσή του τα παλιά διαμερίσματα του Ποτέμκιν σε μια πτέρυγα του Ερμιτάζ, τον γεμίζει δώρα, του παραχωρεί το μεγάλο παράσημο του Αλεξάνδρου Νιέφσκι, το παράσημο του Τάγματος του Αγίου Ανδρέα, του δίνει επισήμως το πορτραίτο της σ' ένα μενταγιόν, όπως άλλοτε στον Πρίγκιπα της Ταυρίδας. Ο Πλάτων Ζούμπωφ είναι τόσο στολισμένος με παράσημα που μοιάζει, κατά τον Μασόν, «με έμπορο που πουλάει κορδέλες και είδη κιγκαλερίας». Η πνευματική και ηθική του ασημαντότητα αφήνει άναυδους τους πιο κοντινούς του συνεργάτες. Ωστόσο, η αυτοκράτειρα είναι ενθουσιασμένη. «Ο Ποτέμκιν όφειλε σχεδόν αποκλειστικά το μεγαλείο του στις ικανότητές του», γράφει ο ίδιος ο Μασόν, μάρτυς αυτής της ιδιότυπης εξύψωσης∙ «ο Ζούμπωφ όφειλε το δικό του μονάχα στην κατάπτωση της Αικατερίνης. Τον είδαμε να κερδίζει σε δύναμη, σε πλούτο και σε επιρροή, ακριβώς γιατί η Αικατερίνη έχανε σε
δραστηριότητα, σε ισχύ και σε μεγαλοφυΐα... Είχε τη μανία να θέλει ή να φαίνεται ότι κάνει τα πάντα... Το μόνο που του έδινε ύψος ήταν το χαμηλό ανάστημα αυτών που έσπευδαν να γονατίσουν μπροστά του... Όλα σέρνονταν στα πόδια του Ζούμπωφ∙ εκείνος έμενε όρθιος, και έτσι θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο». Για να στηρίξει τον παράξενο υπουργό της, η Αικατερίνη απευθύνεται στον Μπεζμπορόντκο όταν αυτός επιστρέφει από το Ιάσιο. Μήπως θα μπορούσε να καθοδηγήσει με τις φωτισμένες συμβουλές του αυτόν το νεαρό που είναι γεμάτος ιδέες αλλά στερείται πείρας; Ο Μπεζμπορόντκο προλαβαίνει μόλις κάποιες γκάφες, κι ύστερα δίνει τη θέση του μέντορα σ' έναν κάποιο Μαρκώφ. Αυτός ασχολείται μονάχα με τα τρέχοντα. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια ανήκουν στον Πλάτωνα Ζούμπωφ και την Αικατερίνη. Συμφωνούν σε όλα. Και πρωτίστως στην αναγκαιότητα να μετατοπίσουν τα σύνορα της Ρωσίας. Το μεγαλείο μιας χώρας είναι συνάρτηση όχι της ευτυχίας των κατοίκων της αλλά της έκτασης της επικράτειάς της. Τώρα που τελείωσε ο πόλεμος κατά της Τουρκίας, θα μπορέσουν να ασχοληθούν σοβαρά με την Πολωνία. Η Αικατερίνη εκτιμά ψυχρά την κατάσταση αυτής της άτυχης χώρας, όπου βασιλεύει ο ντελικάτος και πιστός αλλοτινός εραστής της: ο Στανισλάς Πονιατόφσκι. «Στις πολιτικές υποθέσεις», αρέσκεται να λέει, «πρέπει ν' αφήνεται κανείς να τον καθοδηγούν είτε οι αρχές του ανθρωπισμού είτε το συμφέρον... Κάθε ηγεμόνας οφείλει να παίρνει σαφείς αποφάσεις προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση∙ η αμφιταλάντευση ανάμεσα σ' αυτά τα δύο θα κατέληγε μονάχα σε μια διακυβέρνηση αδύναμη και στείρα». Στην προκειμένη περίπτωση, η άνασσα κλίνει προς την πλευρά του συμφέροντος. Κανένας ηθικός ενδοιασμός δεν τη συγκράτησε ποτέ στις σχέσεις της με τις ξένες δυνάμεις. Και ο Πλάτων Ζούμπωφ επικροτεί την τάση της να προτιμά την ανήθικη επιτυχία από την ατελέσφορη ήσυχη συνείδηση. Αυτός οργανώνει το καινούργιο πλήγμα κατά της Πολωνίας. Το Μάρτιο του 1790, ύστερα από τη σύναψη της συνθήκης αμυντικής συμμαχίας ανάμεσα στην Πολωνία και την Πρωσία —συνθήκης που τόσο εξόργισε την Αικατερίνη—, οι Πολωνοί πατριώτες και ο βασιλιάς αποφασίζουν να προετοιμάσουν μια πολιτική ανατροπή. Στις 3 Μαΐου 1791, η Δίαιτα, που ένας μεγάλος αριθμός των βουλευτών της από την τάξη των μικρών ευγενών βρίσκεται σε διακοπές, εγκρίνει το καινούργιο Σύνταγμα. Σύμφωνα μ' αυτό, μετά το θάνατο του Στανισλάς Πονιατόφσκι, ο θρόνος της Πολωνίας θα γίνει κληρονομικός μέσα στο πλαίσιο της οικογενείας του πρίγκιπα εκλέκτορα της Σαξονίας, και θα καταργηθούν το liberum veto και οι διιστάμενοι Συνασπισμοί. Αυτό σημαίνει την εγκαθίδρυση μιας συνταγματικής μοναρχίας δημοκρατικού τύπου και τον παραμερισμό των επαπειλούμενων ταραχών σ' ένα Κράτος όπου η αναρχία εκτιμάται ιδιαίτερα από την Αικατερίνη. Εκείνη δηλώνει ανενδοίαστα ότι το Σύνταγμα της 3ης Μαΐου είναι απόρροια του «επαναστατικού πνεύματος», ότι τα μεταρρυθμιστικά σχέδια του βασιλιά είναι «εμπνευσμένα από τις παρισινές λέσχες των Ιακωβίνων», ότι η Γαλλία εξάγει σαθρότητα στην Πολωνία, και ότι όλα αυτά είναι αντίθετα προς τις ρήτρες της πρώτης συνθήκης διανομής της χώρας. Έτσι, αρνούμενη να λάβει μέρος στον αυστροπρωσικό συνασπισμό κατά του γαλλικού έθνους, ισχυρίζεται ότι καταπολεμά την «επαναστατική ύδρα» σ' ένα έδαφος που πρόσκειται περισσότερο προς τα συμφέροντά της. Ενώ η Αυστρία και η Πρωσία θα αποκαταστήσουν το παλαιό καθεστώς στη Γαλλία, εκείνη θα το αποκαταστήσει, κατά τα λεγόμενά της, στην Πολωνία. Πράγμα που αποτελεί μια κακή δικαιολογία γιατί, αν η Γαλλική Επανάσταση σκοπεύει να ελαχιστοποιήσει ή και να εκμηδενίσει τη βασιλική εξουσία, αντιθέτως, το πολωνικό Σύνταγμα της 3ης Μαΐου τείνει να ισχυροποιήσει τη βασιλεία και να εξουδετερώσει τις αιτίες διχόνοιας. Λογική θέσει και φύσει, η Αικατερίνη αρνείται παρ' όλα αυτά να παραδεχτεί το αδιαμφισβήτητο όταν βρίσκει κάποιο πρακτικό όφελος στην επιμονή της. Η διανομή της Πολωνίας αξίζει πραγματικά για να γίνουν κάποιες παραβιάσεις των κανόνων της ορθότητας και της δικαιοσύνης. Ενώ οι Αυστριακοί κατακλύζουν το Βέλγιο και συγκρούονται με τα γαλλικά στρατεύματα,
εξήντα τέσσερις χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες εισβάλλουν στην Πολωνία και τριάντα δύο χιλιάδες στη Λιθουανία. Μερικοί Πολωνοί εχθρικά διακείμενοι προς το Σύνταγμα σχηματίζουν έναν καινούργιο Συνασπισμό στην Ταργκοβίκα, ο οποίος προορίζεται να συνεργαστεί με τους Ρώσους. Οι άλλοι, οι «αντιστασιακοί», εκλιπαρούν την Πρωσία να τους βοηθήσει σύμφωνα με τη συνθήκη συμμαχίας του 1790. Ωστόσο, ο Φρειδερίκος‐ Γουλιέλμος, μετά τις αποτυχίες στο Βέλγιο και στη μάχη του Βαλμύ, κρίνει ότι δικαιούται να αξιώσει κάποια «επανόρθωση» από μέρους της πολωνικής πλευράς. Απαρνούμενος τις δεσμεύσεις του, δηλώνει ότι «δεν είναι υποχρεωμένος να υπερασπιστεί ένα Σύνταγμα το οποίο συνέταξαν οι Πολωνοί εν αγνοία του». Αντί να συντρέξει τους φίλους του, σκοπεύει να αντλήσει οφέλη πίσω από την πλάτη τους. Άλλωστε, η Αυστρία μπροστά στην κατάκτηση του Βελγίου από τον Ντυμουριέζ, οφείλει ν' απαρνηθεί το πρωταρχικό της σχέδιο ανταλλαγής του Βελγίου με τη Βαυαρία και επιδιώκει ένα αντιστάθμισμα εις βάρος της Πολωνίας. Τον Ιανουάριο του 1793, η Ρωσία και η Πρωσία υπογράφουν συνθήκη ενόψει μιας δεύτερης διανομής. Ο Στανισλάς Πονιατόφσκι ικετεύει να μην ακρωτηριάσουν, για μια ακόμα φορά, την επικράτειά του. Η Αικατερίνη αρνείται κατηγορηματικά να τον ακούσει. Η Δίαιτα συγκαλείται στο Γκρόντνο. Υπό την απειλή των όπλων, επικυρώνει μια καινούργια συνθήκη. Η Ρωσία παίρνει τις περιοχές της Βίλνας, του Μινσκ, του Κιέβου, της Βολυνίας και της Ποντολίας, συνολικά 4.550 τετραγωνικά χιλιόμετρα και τρία εκατομμύρια καινούργιους υπηκόους. Η Πρωσία λαμβάνει το Πόζεν και την επαρχία του, το Τορούν, το Ντάντσιχ και μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων της Σιλεσίας, δηλαδή χίλια τετραγωνικά χιλιόμετρα και ενάμιση εκατομμύριο κατοίκους. Λιγότερο ευνοημένη, η Αυστρία αποσπά μερικούς κλήρους γης. Αφού τελειώσει και η δεύτερη κατανομή, η Ρωσία συνάπτει με την Πολωνία —ήδη διαμελισμένη και έχοντας υποστεί πλήρη αφαίμαξη— μια συνθήκη που της αφαιρεί κάθε πολιτική ανεξαρτησία: η διεύθυνση των εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων της χώρας εξαρτάται στο εξής αποκλειστικά και μόνο από την Αγία Πετρούπολη. Η Αικατερίνη, χορτάτη από τις καινούργιες κατακτήσεις της, αναγαλλιάζει και επιβεβαιώνει ότι «αποδυνάμωσε την επανάσταση στην Ανατολική Ευρώπη». Το πολωνικό ζήτημα όμως κάθε άλλο παρά κοντεύει να λυθεί. Οι παράνομες πατριωτικές οργανώσεις πολλαπλασιάζονται υπό την ηγεσία του στρατηγού Θαδδαίου Κοσιούσκο, ο οποίος άλλοτε ηγούνταν των επαναστατικών ομάδων κατά των Ρώσων. Έχει το ηθικό στήριγμα του Ροβεσπιέρου και όλων των δημοκρατικών. Δεν χρειάζονται περισσότερα για να βάλει κατά νου η Αικατερίνη να εκμηδενίσει οριστικά αυτό το επαναστατικό υποκατάστημα του Παρισιού. Ένας μεγάλος αριθμός ελεύθερων σκοπευτών συγκεντρώνονται γύρω από τον Κοσιούσκο που έχει γίνει λαϊκός ήρωας. Συγκινημένος από τον ενθουσιασμό των οπαδών του, θεωρεί τον εαυτό του υποχρεωμένο να τεθεί επικεφαλής μιας εξέγερσης — την οποία όμως κρίνει πρόωρη. Ταραχές ξεσπούν. Όλως περιέργως, η ρωσική φρουρά εγκαταλείπει τη Βαρσοβία. Οι τάξεις των επαναστατημένων βρίσκονται σε παραλήρημα. Παρ' όλα αυτά, η αντίδραση είναι άμεση. Η Πρωσία στέλνει στρατεύματα, η Αυστρία υπόσχεται να κάνει το ίδιο, απαιτεί όμως να της δοθούν σε αντάλλαγμα η Κρακοβία και το Σαντομίρ. Η Αικατερίνη αναθέτει στον Σουβάρωφ να καθυποτάξει τη Βαρσοβία. Ο Κοσιούσκο ηττάται στο Ματσιεγιόβιτσε, πληγώνεται και αιχμαλωτίζεται. Στις 22 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου, ο Σουβάρωφ καταλαμβάνει εξ εφόδου την Πράγκα, προάστιο της Βαρσοβίας, η πόλη συνθηκολογεί και οι Ρώσοι στρατιώτες επιδίδονται λυσσαλέα σε σφαγή. Ο Στανισλάς Πονιατόφσκι συνθηκολογεί κλαίγοντας, ύστερα από τριάντα ένα χρόνια αξιοθρήνητης βασιλείας. Κατόπιν εντολής της αυτοκράτειρας, οδηγείται στο Γκρόντνο. Μήπως νιώθει κάποια ανακούφιση καταθέτοντας αυτό το στέμμα, που ποτέ δεν θέλησε, για να γίνει τελικά ένας αιχμάλωτος της ρωσικής κυβέρνησης; Οι τρεις νικητές αυτού του άδοξου χειρισμού ασχολούνται τώρα με την κατανομή της λείας. Η Αικατερίνη, αποφασισμένη να ενθαρρύνει την Αυστρία και την Πρωσία στο έργο της
δραστικής εξακολούθησης του πολέμου κατά της Γαλλίας —δίχως όμως να αναμιχθεί η ίδια στις επιχειρήσεις τους—, δηλώνει ότι είναι έτοιμη ν' αποζημιώσει τους συμμάχους της για την αντεπαναστατική τους προσπάθεια αφήνοντάς τους ωραία κομμάτια της τούρτας. Επιπλέον, αυτά τα κομμάτια πρέπει να είναι ίσα. Τα παζαρέματα και οι μικροφιλονικίες μεταξύ των ηγεμόνων διαρκούν μήνες ολόκληρους. Η Αικατερίνη παίζει ένα επιδέξιο παιχνίδι ανάμεσα στον Φρειδερίκο‐Γουλιέλμο και τον Λεοπόλδο, που η απληστία του την κάνει να υπομειδιά. Στην πραγματικότητα, αυτή έχει τη μεγαλύτερη όρεξη μεταξύ των τριών. Σκυμμένη πάνω στο χάρτη της Πολωνίας, κόβει και ξανακόβει κομμάτια ζωντανής σάρκας. Ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν νιώθει τύψεις για το έγκλημα που διαπράττει. Κάνει λογαριασμούς «μικρονοικοκυράς», σύμφωνα με τη δική της έκφραση: είκοσι εκατομμύρια υπήκοοι κατά τη στιγμή της ενθρόνισής της, τριάντα έξι εκατομμύρια σήμερα. Ποιος άλλος ανάμεσα στους μονάρχες της Ευρώπης θα μπορούσε να περηφανευτεί για ένα τέτοιο κατόρθωμα; Μιας και τα κατάφερε να ισχυροποιήσει τη χώρα της, μπορεί να σταθεί με το κεφάλι ψηλά μπροστά στο δικαστήριο της Ιστορίας. Όσο για τις διαμαρτυρίες οι οποίες εγείρονται εδώ κι εκεί στο εξωτερικό, όσον αφορά τη διανομή, δεν είναι παρά μονάχα αποτέλεσμα ζήλιας ή ακατανοησίας. Έχοντας ήσυχη τη συνείδησή της, περιφρονεί τις κακολογίες. Άλλωστε, ο διαμελισμός της Πολωνίας συνιστά την κατάληξη ενός προαιώνιου αγώνα. Αγώνα που χρονολογείται από τότε που η σλαβική αυτοκρατορία της Δύσης είχε επιτεθεί στην ασιατική Μοσχοβία και η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όπλιζε τους πιστούς της κατά της ορθόδοξης ελληνικής. Ουσιαστικά, η Αικατερίνη —σκέφτεται— δεν έκανε τίποτε άλλο από το να βάλει τελεία και παύλα σε μια εξέλιξη που άρχισε πολύ πριν από τη δική της έλευση. Η τρίτη συνθήκη διανομής υπογράφεται στις 13‐24 Οκτωβρίου 1795. Η Ρωσία ιδιοποιείται την Κουρλάνδη και το υπόλοιπο τμήμα της Λιθουανίας μέχρι το Νιέμεν, η Αυστρία αποσπά, όπως ήταν διακαής της πόθος, την Κρακοβία, το Σαντομίρ και το Λιούμπλιν, και στην Πρωσία πέφτει το βορειοδυτικό τμήμα της χώρας μαζί με τη Βαρσοβία. Όλα τελείωσαν. Δεν υπάρχει πια Πολωνία. Οι ηττημένοι κατεβάζουν το κεφάλι. Δεν τους απομένει πια παρά «η ανώφελη θλίψη, οι σπαραξικάρδιες αναμνήσεις και η απελπισία»150. Στη διάρκεια όλης αυτής της πολωνικής υπόθεσης η Αικατερίνη δούλευε μέρα και νύχτα. Εμπιστεύεται στον Γκριμ: «Έρχονται τέσσερις άμαξες ταυτόχρονα, τις οποίες είχαν εμποδίσει αντίθετοι άνεμοι, συν τρεις‐τέσσερις ταχυδρόμοι απ' όλες τις γωνιές του κόσμου, έτσι ώστε εννέα τραπέζια, αρκετά μεγάλα, μόλις που φτάνουν για να συγκρατήσουν όλο αυτόν τον κυκεώνα των επιστολών που τέσσερα πρόσωπα, εναλλάξ, μου διαβάζουν από τις έξι το πρωί μέχρι τις έξι το βράδυ, επί τρεις ημέρες». Θέλει να εξετάζει η ίδια και τις ελάχιστες ακόμη λεπτομέρειες των επιχειρήσεων. Ωστόσο, όταν οδηγούν τον Κοσιούσκο αιχμάλωτο στην Αγία Πετρούπολη, αρνείται να δει αυτόν τον ταλαίπωρο πρωταγωνιστή του πολωνικού ζητήματος και δηλώνει με βάναυση υπεροψία: «Αποδείχτηκε ηλίθιος με όλη τη σημασία της λέξης, πολύ κατώτερος του έργου το οποίο είχε αναλάβει». Διαστρεβλώνοντας το όνομά του, τον αποκαλεί χλευαστικά: «Καημένο μου ζώο, Κοστιούσκα». Ο Στανισλάς Πονιατόφσκι δεν δικαιούται περισσότερες τιμές. Τον έκανε άλλοτε βασιλιά, παρά τη θέλησή του∙ τώρα, τον φυλακίζει με την ίδια ήσυχη σιγουριά. Από τότε στο πλοίο, στη διάρκεια του ταξιδιού της Κριμαίας, έβλεπε στο πρόσωπό του ένα νικημένο. Δεν καταλαβαίνει πώς, αυτή, που τόσο εκτιμά σ' έναν άνδρα τη δύναμη του χαρακτήρα, μπόρεσε να ερωτευτεί αυτόν τον τρυφερό κοκωβιό. Ούτε καν τον λυπάται. Τον περιφρονεί. Ας τελειώσει λοιπόν τις μέρες του μέσα σε μια μαλθακή αιχμαλωσία. Έχοντας αποσυρθεί στο Γκρόντνο, καταμεσής μιας γελοίας μικρής Αυλής, δεν μπορεί να κάνει βήμα δίχως να προσκρούει σε μια ρωσική φρουρά. Έχει περάσει τα πενήντα, είναι τσακισμένος, πικραμένος, δεν ελπίζει πια τίποτε από το μέλλον και, για να παρηγοριέται, ξαναφέρνει ακούραστα στη θύμησή του τις ευτυχισμένες στιγμές που έζησε πλάι στην Αικατερίνη. Τα Απομνημονεύματα, τα οποία συντάσσει για να γεμίζει τις άδειες ώρες του, δεν είναι παρά ένας φόρος τιμής, γεμάτος νοσταλγία, προς την άνασσα που γέμιζε κάποτε τη ζωή του ενώ
τώρα τον περιφρονεί. Ο πραγματικός χρόνος της βασιλείας του δεν είναι όταν κατείχε το θρόνο της Πολωνίας, αλλά όταν η Αικατερίνη τον δεχόταν στο δωμάτιό της. Ενώ αυξάνει με ένα σωρό προσαρτήσεις τη μεγάλη ρωσική οικογένεια, η Αικατερίνη ασχολείται ενεργώς με τη μικρή της προσωπική οικογένεια. Αυτό που χτίζει, θέλει να είναι σίγουρη πως δεν θα το καταστρέψει ο διάδοχός της. Έτσι, εδραιώνεται όλο και περισσότερο η απόφασή της να παραγκωνίσει από το θρόνο το γιο της Παύλο υπέρ του εγγονού της Αλέξανδρου. Ο Παύλος, ο οποίος έχει ταμπουρωθεί στην Γκάτσινα, επιδίδεται με ολοένα αυξανόμενο ζήλο στη «στρατιωτομανία». Όλα γύρω του είναι βουβά, γεμάτα φόβο και ένταση. Η καρδιά του δεν γαληνεύει στη θέα των στρατιωτών του, που φορούν την πρωσική στολή και που γυμνάζει βρέξει‐χιονίσει μέχρις εξαντλήσεως των δυνάμεών τους. «Το χειρότερο απ' όλα», γράφει η πριγκίπισσα Αυγούστα της Σαξονίας‐Κόμπουργκ, «είναι αυτοί οι ωραίοι Ρώσοι στρατιώτες, παραμορφωμένοι μέσα σε πρωσικές στολές προκατακλυσμιαίας μόδας, που χρονολογούνται από την εποχή του Φρειδερίκου‐ Γουλιέλμου Α'. Ο Ρώσος πρέπει να είναι Ρώσος, κι έτσι να αισθάνεται∙ καθένας τους θεωρεί ότι, με την κοντή χλαίνη και τα κομμένα στρογγυλά μαλλιά, είναι απείρως ωραιότερος παρά με την κοτσίδα και μ' εκείνη την τσουρούτικη στολή που τον κάνει, στην Γκάτσινα, δυστυχισμένο... Έβλεπα με θλίψη αυτή την αλλαγή, γιατί αγαπώ στον ύψιστο βαθμό τούτο το λαό»151. Οι εκκεντρικότητες του Παύλου αφοπλίζουν ακόμα και αυτούς που θα ήθελε να κάνει συμβούλους του, όπως τον κόμη Ροστόψιν152, που γράφει στον κόμη Βοροντζώφ, πρεσβευτή στο Λονδίνο: «Ύστερα από την ατίμωση, τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο φρικτό για μένα από την ευπροσηγορία του Παύλου. Ο μεγάλος δούκας έχει το κεφάλι του γεμάτο φαντάσματα και περιβάλλεται από ανθρώπους που ο πλέον έντιμος ανάμεσά τους θα άξιζε την αγχόνη, δίχως να προηγηθεί δίκη». Τον παριστάνει «να τσακώνεται με όλο τον κόσμο, υποθάλποντας παντού την έχθρα και το φόβο, και καταβάλλοντας κάθε φιλότιμη προσπάθεια για να μιμηθεί τον Πέτρο Γ' στην τρέλα του. «Δεν μπορεί να δει κανείς χωρίς οίκτο και φρίκη όλα όσα κάνει ο μεγάλος δούκας πατέρας», συνεχίζει ο Ροστόψιν. «Θα 'λεγες πως επινοεί τρόπους για να τον μισούν και να τον απεχθάνονται. Έχει βάλει στο μυαλό του την ιδέα ότι οι άλλοι τον περιφρονούν και ότι σκοπίμως δεν δείχνουν απέναντί του τον απαιτούμενο σεβασμό∙ ξεκινώντας απ' αυτό, διαπληκτίζεται με όλους και τιμωρεί αδιακρίτως... Η παραμικρή καθυστέρηση και η ελάχιστη αντίφαση τον κάνουν έξαλλο και έτοιμο πάντοτε να παραφερθεί...» Ο πρίγκιπας Αδάμ Τσαρτορίσκι υπερθεματίζει: «Οι πάντες φοβούνται τον Παύλο. Και θαυμάζουν όλο και περισσότερο τη δύναμη και τις υψηλές ικανότητες της μητέρας του που τον έχει υπό την εξάρτησή της και τον κρατάει μακριά από το θρόνο, ο οποίος δικαιωματικά του ανήκει». Και ο πρεσβευτής της Σουηδίας κόμης Στέντιγκ αναφέρει στη Στοκχόλμη, σ' ένα κρυπτογραφικό μήνυμά του: «Ο μεγάλος δούκας Παύλος συνεχίζει να συμπεριφέρεται απαίσια και να χάνει έδαφος, όχι μόνο στη συνείδηση των μεγάλων αλλά και σ' εκείνη του λαού». Περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε, ο Παύλος αισθάνεται απομονωμένος, παραμερισμένος, καταραμένος. Δεν μπορεί να συγχωρήσει στους γιους του, τον Αλέξανδρο και τον Κωνσταντίνο, τη λατρεία που τρέφουν προς τη γιαγιά τους και περιβάλλει όλη την τριάδα με το ίδιο μίσος. Μέσα σ' αυτό το κλίμα οικογενειακής διχόνοιας, το έργο του παιδαγωγού Λαάρπ καταντάει δύσκολο. Πιστός στα δημοκρατικά του ιδεώδη, συνεχίζει να διακηρύσσει μπροστά στους μαθητές του τα αγαθά της ελευθερίας και τα καθήκοντα του ηγεμόνα απέναντι στο λαό του. Ο αξιαγάπητος Αλέξανδρος μαγεύεται απ' αυτή τη διδασκαλία. Αντίθετα, ο Κωνσταντίνος την αρνείται. Οργίλος, βίαιος κατά το παράδειγμα του πατέρα του, φτάνει στο σημείο, κάποια μέρα, να δαγκώσει άγρια το χέρι του δασκάλου του. Μια άλλη φορά, του πετάει κατάμουτρα πως, όταν θα ανέβει στην εξουσία, θα μπει στην Ελβετία με όλα τα στρατεύματά του και θα την καταστρέψει. Ατάραχος, ο Λαάρπ
απαντάει: «Υπάρχει στη χώρα μου, κοντά στη μικρή πόλη Μύρτεν, ένα κτίριο όπου βάζουμε τα κόκαλα όλων αυτών που μας κάνουν τέτοιες επισκέψεις». Παρά την αγανάκτηση που της προκαλούν τα μαντάτα της Γαλλικής Επανάστασης, η Αικατερίνη διατηρεί στο ακέραιο την εκτίμησή της γι' αυτόν τον παιδαγωγό με τον σταθερό χαρακτήρα και τις μεγαλόψυχες απόψεις. Κάνει τη διάκριση ανάμεσα στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, που την ενθουσίασαν στα νιάτα της —με την ευχή να διαποτισθεί μ' αυτές και ο Αλέξανδρος— και την απορρύθμιση την οποία υφίσταται μια χώρα όταν ανέρχεται στην εξουσία το ηλίθιο πλήθος. Η μεγάλη δούκισσα πρεσβεύει την ελευθερία∙ η τσαρίνα, την απολυταρχία. Παρ' όλα αυτά, αν και η τελευταία κατηγορεί τους βίαιους σπασμούς του παρισινού όχλου, ακούει ευχαρίστως να μιλούν για συνετές μεταρρυθμίσεις. Ο Πουγκατσέφ έπρεπε να αποκεφαλιστεί∙ τον Λαάρπ όμως πρέπει να τον ακούσουν. Πρόκειται για ένα είδος πνευματικής και, κατά κάποιο τρόπο, μουσικής τέρψης. Δεν αμφιβάλλει ότι, χάρη σε όλα τα ωραία λόγια που κατέγραψε μέσα του, ο Αλέξανδρος ετοιμάστηκε να γίνει ένας μεγάλος φιλελεύθερος ηγεμόνας. Για να εξασφαλίσει καλύτερα το μέλλον αυτού του εξαίρετου εγγονού, αποφασίζει να τον παντρέψει και καλεί στην αυλή τις δύο νεαρές και όμορφες πριγκίπισσες της Βάδης. Η πρωτότοκη, η Λουίζα, είναι δεκαπέντε χρόνων. Ο Αλέξανδρος είναι δεκάξι. Η μέλλουσα σύζυγός του δεν μπορεί παρά να είναι Γερμανίδα. Ποιο άλλο έθνος θα προσέφερε τις ίδιες εγγυήσεις όσον αφορά το γάμο; Η ρωσική δυναστεία χρειάζεται γερμανικό αίμα για να ισχυροποιηθεί. Είναι αυτονόητο ότι η Αικατερίνη δεν θα αποκαλύψει στον Αλέξανδρο τα ακριβή αίτια της επίσκεψης των δύο αδελφών. Θα του στήσει συναισθηματική παγίδα. «Θα του σκαρώσω ένα διαβολικό κόλπο», ομολογεί στον Γκριμ, «για να τον βάλω σε πειρασμό». Οι πριγκίπισσες φτάνουν νύχτα, μέσα σε μια θύελλα που τις τρομοκρατεί, και γίνονται δεκτές από την αυτοκράτειρα. Πέφτουν στα πόδια της και της φιλούν το φόρεμα και τα χέρια ώσπου να τις σηκώσει εκείνη. Την επόμενη ημέρα, σύμφωνα με την καθιερωμένη παράδοση, τις τιμά με το παράσημο του Τάγματος της Αγίας‐Αικατερίνης, τις γεμίζει με κοσμήματα και υφάσματα, και ζητάει να δει την γκαρνταρόμπα τους. «Φίλες μου», τους λέει, «εγώ δεν ήμουν τόσο πλούσια όταν έφτασα στη Ρωσία!» Βρίσκει ότι οι νεαρές κοπέλες δεν υπολείπονται καθόλου σε ομορφιά από τα πορτραίτα τους. Προπαντός η μεγαλύτερη είναι γοητευτική. «Μέση δαχτυλίδι», παρατηρεί η κόμισσα Γκολοβίν, «ξανθά μαλλιά με σταχτιές ανταύγειες που πέφτουν μπούκλες στο σβέρκο, γαλακτόχρωμη επιδερμίδα, τριανταφυλλένια μάγουλα, καλογραμμένο στόμα». Θα κάνουν ωραίο ζευγάρι με τον Αλέξανδρο. Όταν εκείνος εμφανίζεται μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο, η Λουίζα θαμπώνεται. Αυτός ο λαμπρός νέος είναι «προικισμένος με όλες τις φυσικές χάρες». Ψηλός, λεπτός, με ώμους αθλητικούς, αγγελική περπατησιά, πρόσωπο ευγενικό, κανονικό και γλυκό, ανοιχτοκάστανα μεταξένια μαλλιά, βαθυγάλαζα μάτια και χαμόγελο που υπόσχεται πολλά. Η φυσιογνωμία του αποπνέει ταυτόχρονα δύναμη και χάρη, προσήνεια και μυστήριο. Εγκαταλείποντας τα κορίτσια ύστερα απ' αυτή την πρώτη συνάντηση, ο Αλέξανδρος παραδέχεται ότι η Λουίζα είναι χαριτωμένη. «Μπα! καθόλου!» αναφωνεί ο Κωνσταντίνος. «Δεν είναι χαριτωμένες ούτε η μία ούτε η άλλη. Πρέπει να τις στείλουν στη Ρίγα για τους πρίγκιπες της Κουρλάνδης∙ γι' αυτούς, καλές είναι!»153 Τα επαινετικά λόγια του Αλέξανδρου μεταφέρονται στη γιαγιά και τη γεμίζουν χαρά. Διέβλεψε σωστά. Το ψάρι τσίμπησε το δόλωμα. Κατά την παρουσίαση των νεαρών ξένων στην Αυλή, η Λουίζα παραπατάει, σκοντάφτει στη γωνία των σκαλοπατιών του θρόνου και πέφτει κάτω φαρδιά‐ πλατιά. Τη σηκώνουν, την παρηγορούν, ο Αλέξανδρος της χαμογελάει και το περιστατικό ξεχνιέται. Η μικρότερη αδελφή της, που ο Κωνσταντίνος την απέρριψε, στέλλεται με ένα αμάξι γεμάτο δώρα στις όχθες του Ρήνου154. Η μεγαλύτερη αδελφή μαθαίνει ρωσικά, απαρνείται τη θρησκεία της, βαφτίζεται ορθόδοξη, αναγορεύεται μεγάλη δούκισσα και αλλάζει το όνομα Λουίζα με το όνομα Ελισάβετ Αλεξέγιεβνα. «Ο μεγάλος δούκας είναι
τρελά ερωτευμένος με τη μνηστή του», παρατηρεί ο Στέντινγκ, «και αποκλείεται να δεις ζευγάρι πιο ωραίο και πιο ενδιαφέρον». Όσο για την καινούργια Ελισάβετ, γοητευμένη και συγχρόνως τρομαγμένη από τις πρώτες ελευθερίες που ο Αλέξανδρος παίρνει απέναντί της, γράφει στη μητέρα της: «Όταν βρεθήκαμε μόνοι στο δωμάτιό μου με φίλησε, και νομίζω πως τώρα πια έτσι θα κάνει πάντοτε. Δεν φαντάζεστε πόσο παράξενα ένιωσα». Η Ρωσία έχει μόλις τερματίσει με επιτυχία τρεις πολέμους και ένα πλήθος βαρυστολισμένων στρατηγών παρίσταται στην τελετή των αρραβώνων. Υπάρχουν και πάμπολλοι Σουηδοί θαυμαστές της Αικατερίνης, κάποιοι Πολωνοί μεγιστάνες «αφοσιωμένοι και υποταγμένοι», Τάταροι χάνοι, Τούρκοι πασάδες και Μολδαβοί πρεσβευτές. Η Αικατερίνη δειπνεί καθισμένη σ' ένα θρόνο, υψωμένο ανάμεσα στα άλλα τραπέζια. «Καλυμμένη ολόκληρη με χρυσάφι και διαμάντια», γράφει ο Μασόν, «χτένιζε με μάτι νηφάλιο αυτή την ατελείωτη συγκέντρωση, που την αποτελούσαν εκπρόσωποι όλων των εθνών, κι έμοιαζε να βλέπει όλα αυτά τα έθνη στα πόδια της... Ένας ποιητής θα την έβλεπε σαν την Ήρα καθισμένη ανάμεσα στους θεούς». Ωστόσο, η Ήρα δεν είναι αμέριμνη. Οι λαμπροί αρραβώνες του εγγονού της επισκιάζονται, στα μάτια της, από τα γεγονότα της Γαλλίας. Εδώ και πολύ καιρό, θεωρεί ότι αυτή η χώρα περνάει κρίση παράνοιας. Φοβάται τη μεταδοτικότητα. Όταν πληροφορείται τη φυγή του Λουδοβίκου ΙΣΤ' και τη σύλληψή του στη Βαρέν, κυριεύεται από απελπισία. Φημολογείται ότι ο Σιμολίν, πρεσβευτής της Ρωσίας στο Παρίσι, έλαβε μέρος κρυφά στην προετοιμασία αυτής της αποτυχημένης αναχώρησης. Ο διπλωμάτης ξέφυγε ως εκ θαύματος από την εκδίκηση του επαναστατημένου πλήθους, που συγκεντρώθηκε στο Παλαί Ρουαγιάλ κι ύστερα στα Ηλύσια Πεδία. «Ήθελαν να με συλλάβουν και να με εξοντώσουν ως συνεργό στην οργάνωση της απόδρασης του βασιλιά», γράφει στην Αικατερίνη. Οι πρώτοι Γάλλοι φυγάδες που φτάνουν στην Αγία Πετρούπολη γίνονται αμέσως δεκτοί. Μπροστά στο δημοκράτη Λαάρπ, παρελαύνουν οι Σενάκ ντε Μεϋλάν, οι Σαιν‐Πριστ, οι Μπομπέλ, οι Εστερχάζι, ο Σουαζέλ‐Γκουφιέ. Όλοι αυτοί οι ξεριζωμένοι φλυαρούν, αγανακτούν, συνωμοτούν, στεριώνουν. «Η κυρία Βιζέ‐Λεμπρέν θα νιώσει σύντομα ότι βρίσκεται στο Παρίσι, τόσος κόσμος υπάρχει σ' αυτές τις συγκεντρώσεις», γράφει ο πρίγκιπας ντε Λίνι. Και ο κόμης Ροστόψιν διαπιστώνει με πικρία: «Όταν μελετάει κανείς τους Γάλλους, βρίσκει κάτι τόσο ελαφρό σε όλο τους το είναι που δεν μπορεί να συλλάβει πώς αυτοί οι άνθρωποι πατούν στη γη. Οι εγκληματίες και οι ηλίθιοι έμειναν στην πατρίδα τους, και οι τρελοί την εγκατέλειψαν για να αυξήσουν τον αριθμό των τσαρλατάνων τούτου του κόσμου». Μπροστά σ' αυτή την εισβολή προσφύγων, ο Γάλλος επιτετραμμένος Ζενέ, οπαδός μιας λογικής επανάστασης, αισθάνεται ενοχλημένος. Μάταια προσπαθεί να υποστηρίξει —ενάντια σε κάθε αληθοφάνεια— ότι ο Λουδοβίκος ΙΣΤ' απολαμβάνει μιας κάποιας ελευθερίας. Η Αικατερίνη τον θεωρεί «λυσσαλέο δημαγωγό» και αρνείται να τον δεχτεί στην Αυλή. Επιρρίπτει ευθύνες στον Λουδοβίκο ΙΣΤ' επειδή αποδέχτηκε το Σύνταγμα. «Ε, λοιπόν! νά που ο κύριος Λουδοβίκος ΙΣΤ' κοτσάρει την υπογραφή του σ' αυτό το εκκεντρικό Σύνταγμα και σπεύδει να δεσμευτεί με επίσημες υποσχέσεις, τις οποίες δεν έχει καμιά πρόθεση να τηρήσει πολύ περισσότερο όταν κανείς δεν του το ζητάει!» γράφει στον Γκριμ. «Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι οι δίχως κρίση που τον αναγκάζουν να κάνει όλες τούτες τις ανοησίες; Όταν θα ξαναπάτε στο Παρίσι, αν δεν τους έχουν κρεμάσει, πάρτε μια βέργα και μαστιγώστε όλα αυτά τα σχολιαρόπαιδα που έχουν τη θέση των συμβούλων του βασιλιά της Γαλλίας!» Οι Ρώσοι που κατοικούν στη Γαλλία, παίρνουν εντολή να επιστρέψουν αμέσως στην πατρίδα τους. Ο Σιμολίν, πρεσβευτής της Ρωσίας στο Παρίσι, τα μαζεύει και φεύγει. Η εφημερίδα Μονιτέρ χαρακτηρίζει την αυτοκράτειρα Μεσσαλίνα του Βορρά». Εκείνη απαντάει απαγορεύοντας στους Ρώσους να φορούν παριζιάνικες γραβάτες και καταχωνιάζοντας στη σοφίτα την προτομή του Βολταίρου. Είναι ένοχος. Τώρα πια είναι σίγουρη. Η απόδειξη; Στις 11 Ιουλίου 1791, οι Γάλλοι επαναστάτες μετέφεραν επισήμως την
τέφρα του φιλοσόφου στο Πάνθεον. Το πλήθος, ένοπλο, συνόδευε —έτσι τουλάχιστον είπαν— τη νεκρική άμαξα. Μια αποστολή με επικεφαλής τον Μπωμαρσαί αντιπροσώπευε «την οικογένεια του Βολταίρου». Ε, λοιπόν! Αν αναπαύεται στο Πάνθεον στο Παρίσι, θα αναπαύεται εξίσου καλά και κάτω από τον καβαλάρη της στέγης, στην Αγία Πετρούπολη. Ναι, τούτη τη φορά, οι προσφιλείς της εγκυκλοπαιδιστές έχασαν κάθε κύρος στα μάτια της Αικατερίνης. Αφού τόσο τους θαύμασε, δεν βλέπει τώρα πια στα πρόσωπά τους παρά μόνο τέρατα πνευματικής διπροσωπίας. Διακηρύσσοντας την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφοσύνη, έγιναν υποκινητές της αδιαλλαξίας, του μίσους, της σφαγής. Ουτοπιστές, που τα χέρια τους βάφτηκαν με αίμα. Τα άπαντά τους χρησιμεύουν ως βάθρο για την γκιλοτίνα. «Προτείνω σε όλες τις διαμαρτυρόμενες δυνάμεις να ασπαστούν την ελληνική θρησκεία προκειμένου να αυτοπροστατευθούν από την πανώλη, την ανίερη και ανήθικη, την αναρχική, την εγκληματική και τη διαβολική, την εχθρικά διακείμενη προς το Θεό και τους θρόνους», γράφει. Και δηλώνει στον Γκριμ: «Υποστηρίζω ότι αρκεί να κυριευτούν δυο‐τρία χαμόσπιτα στη Γαλλία για να καταρρεύσουν από μόνα τους όλα τα άλλα... Είκοσι χιλιάδες Κοζάκοι θα ήταν υπεραρκετοί για να φτιάξουν ένα πράσινο χαλί από το Στρασβούργο μέχρι το Παρίσι...». Ωστόσο δεν φροντίζει να προστάξει τους είκοσι χιλιάδες Κοζάκους να ετοιμαστούν για εκστρατεία. Πληροφορούμενη, στις αρχές του 1793, το θάνατο του Λουδοβίκου ΙΣΤ' δέχεται ένα πλήγμα τόσο καίριο που οι γιατροί ανησυχούν για την υγεία της. Έχοντας υπερβολικά μεγάλη ιδέα για το θεσμό της μοναρχίας, δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητη από το αποτρόπαιο τέλος ενός μονάρχη, πάνω στο ικρίωμα: εκείνη βρίζει το πλήθος, πάνω στον δικό της σβέρκο πέφτει το πελέκι. «Μετά την είδηση της εγκληματικής εκτέλεσης του βασιλιά της Γαλλίας», γράφει ο Χραποβίτσκι, «η Μεγαλειοτάτη έπεσε στο κρεβάτι, άρρωστη από θλίψη. Με τη βοήθεια του Θεού, είναι καλύτερα τώρα. Μου μίλησε για τη βαρβαρότητα των Γάλλων, για το φανερά παράνομο μέτρημα των ψήφων (που αποφάνθηκαν για την καταδίκη του βασιλιά): «Πρόκειται για κατάφωρη αδικία, έστω κι αν γινόταν σ' έναν ιδιώτη... Η Ισότητα είναι ένα τέρας, θέλει να γίνει βασιλιάς». Από κείνη τη στιγμή, η Αικατερίνη είναι γεμάτη αγκάθια. Οι λεκτικές της βιαιότητες κάνουν τον Ζενέ ν' ανατριχιάζει. Στο στόμα της αυτοκράτειρας, ο Λα Φαγιέτ γίνεται ο «Μεγάλος Βλαξ», το Παρίσι «άντρο ληστών» και οι επαναστάτες «καθάρματα». «Πρέπει να εξοβελιστεί ακόμα και το όνομα των Γάλλων». Γι' αυτήν, πρωτεύουσα της Γαλλίας δεν είναι πλέον το Παρίσι, αλλά η Κομπλάνς, γενικό επιτελείο των φυγάδων. Ακυρώνει την εμπορική συμφωνία, η οποία είχε συναφθεί με τον Σεγκύρ στη διάρκεια του ταξιδιού της Κριμαίας∙ απαγορεύει στα γαλλικά πλοία την πρόσβαση σε ρωσικά λιμάνια∙ διακόπτει τις διπλωματικές σχέσεις με τη Γαλλία και στέλνει πίσω στη χώρα του τον ανεπιθύμητο Ζενέ. «Λέγεται», γράφει στον Γκριμ, «ότι έφυγε από την Αγία Πετρούπολη με το κεφάλι του χωμένο μέσα σ' ένα κόκκινο μάλλινο σκούφο155. Το βρήκα τόσο τρελό που, ακούγοντάς το, έσκασα στα γέλια». Τέλος, συντάσσει ένα ουκάζιο σύμφωνα με το οποίο όλοι οι Γάλλοι που κατοικούν στη Ρωσία οφείλουν να υπογράψουν, υπό την απειλή της άμεσης εκδίωξής τους, μια επίσημη υπόσχεση με περιεχόμενο αρκετά δηκτικό: «Εγώ, ο υπογεγραμμένος, ορκίζομαι ενώπιον του παντοδύναμου Θεού και στο ιερό του Ευαγγέλιο ότι, μη έχοντας ποτέ προσχωρήσει ούτε εκ των πραγμάτων ούτε με αδέσμευτη βούληση στις ανόσιες και πραξικοπηματικές αρχές οι οποίες ισχύουν τώρα στη Γαλλία, θεωρώ ότι η παρούσα κυβέρνηση σφετερίστηκε την εξουσία και παραβίασε όλους τους νόμους, και ότι ο θάνατος του χριστιανικότατου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ' αποτελεί πράξη στυγερής εγκληματικότητας... Συνεπώς, απολαμβάνοντας την εξασφαλισμένη ασυλία που η Αυτής αυτοκρατορική Μεγαλειότητα Πασών των Ρωσιών καταδέχεται να μου παραχωρήσει στα Κράτη της, υπόσχομαι να ζήσω εκεί τηρώντας τα άρθρα της αγίας πίστης με την οποία γεννήθηκα και υποτασσόμενος πλήρως στους νόμους τους οποίους θέσπισε η Αυτής αυτοκρατορική Μεγαλειότητα∙ επίσης, να διακόψω κάθε αλληλογραφία με τους Γάλλους
που αναγνωρίζουν το σημερινό τερατώδες καθεστώς της Γαλλίας και να μην την ξαναρχίσω παρά μόνον όταν, ύστερα από αποκατάσταση της νόμιμης εξουσίας, θα λάβω ρητή άδεια από την Αυτής αυτοκρατορική Μεγαλειότητα». Κι αυτό, γιατί η Αικατερίνη δεν αμφιβάλλει για την επάνοδο της προσωποπαγούς εξουσίας στη Γαλλία, ύστερα από τόσες αιματηρές ταραχές και ηλίθιους νόμους. Με εξαιρετικές προφητικές ικανότητες, θα γράψει το 1794: «Αν η Γαλλία ξεφύγει απ' αυτή την κατάσταση, θα γίνει ισχυρότερη από οποτεδήποτε άλλοτε... Της χρειάζεται μονάχα ο ανώτερος άνδρας, ο μεγαλύτερος από τους συγχρόνους του, ο μεγαλύτερος ίσως από έναν ολόκληρο αιώνα. Έχει κιόλας γεννηθεί;... Θα έρθει; Όλα εξαρτώνται απ' αυτό!» Ο «ανώτερος άνδρας» είχε γεννηθεί. Στο Αιάκειο, το 1769. Είναι είκοσι τεσσάρων χρόνων και έχει μόλις διακριθεί στην πολιορκία της Τουλόν. Ωστόσο, οι Γάλλοι της Ρωσίας δίνουν γεμάτοι ζήλο την υπόσχεση που τους ζητάει, η Αικατερίνη δεν τους θεωρεί πια φιλοξενούμενους, αλλά νέους υπηκόους που της οφείλουν υπακοή. Ο ερχομός του κόμη ντ' Αρτουά, το 1793, τη χαροποιεί ιδιαίτερα. Είχε ονειρευτεί, πριν από τη Βαρέν, να παραχωρήσει άσυλο στον ίδιο τον Λουδοβίκο ΙΣΤ'. «Κάτι τέτοιο», λέει, «θα ήταν η πιο αξιόλογη πράξη της βασιλείας μου». Μια πριγκίπισσα του Τσερμπστ που προσφέρει καταφύγιο και προστασία στον εγγονό του άσπονδου εχθρού της Λουδοβίκου ΙΕ' και στη θυγατέρα της Μαρίας‐Θηρεσίας της Αυστρίας, η οποία της είχε δείξει τόση περιφρόνηση. Τι εκδίκηση! Μιας και δεν έχει όμως τίποτα καλύτερο, υποδέχεται τον κόμη του Αρτουά μετά φανών και λαμπάδων. Το μότο της είναι: Πολλά ωραία λόγια και όσο το δυνατόν λιγότερη βοήθεια. Πρώτα απ' όλα, εννοεί, από καθαρά γυναικεία φιλαυτία, οι ανέσεις του Χειμερινού Ανακτόρου να είναι εφάμιλλες με εκείνες των Βερσαλλιών. Τόσο η ίδια όσο και ο Πλάτων Ζούμπωφ, υιοθετούν απέναντι στον φιλοξενούμενο τη συμπεριφορά που αρμόζει προς ένα γιο της Γαλλίας και έναν αντιστράτηγο του βασιλείου. Ο τελευταίος είναι απλός, ευγενής, «χωρίς οίηση», και εκδηλώνει πλήρη πολιτική ουδετερότητα. Παρ' όλες τις προσπάθειές του, δεν κατορθώνει να αποσπάσει από την τσαρίνα τη στρατιωτική βοήθεια που τόσο έλπιζε. Η Αικατερίνη περιορίζεται να του καταβάλει ένα εκατομμύριο ρούβλια για τα έξοδα που αντιμετωπίζει με την εκστρατεία που θέλει ν' αρχίσει, και του ανοίγει πίστωση στην πρεσβεία της Ρωσίας, στο Λονδίνο, ως το ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων. Ύστερα, για να ενισχύσει τον ιερό αγώνα του κατά της Γαλλικής Επανάστασης —την οποία αποκαλεί «σκαμπρόζικο αστείο»— του δίνει, αφού προηγουμένως το ευλογήσει, ένα πολυτελέστατο σπαθί με τις εξής λέξεις πάνω στη λεπίδα του: «Δοσμένο από το Θεό για το βασιλιά». Απογοητευμένος ο κόμης του Αρτουά, παίρνει αυτό το συμβολικό όπλο, που ουσιαστικά του είναι άχρηστο, και ευχαριστεί, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός μάρτυρα, «μάλλον ανόρεκτα». Η Αικατερίνη γράφει ωμά στον αντικαγκελάριο Όστερμαν: «Σπάζω το κεφάλι μου πώς θα μπορέσω να εμπλέξω τις Αυλές του Βερολίνου και της Βιέννης στις γαλλικές εσωτερικές υποθέσεις... έτσι ώστε να έχω το πεδίο ελεύθερο για δράση. Έχω πολλά εκκρεμή θέματα. Καλό θα ήταν η Πρωσία και η Αυστρία να μη με ενοχλούν». Αργότερα, ενώ συνεχίζουν να την απασχολούν οι εξελίξεις των «γαλλικών υποθέσεων», θα επιδιώξει να συνεννοηθεί με τη Μεγάλη Βρετανία. Ένα σύμφωνο αμυντικής συμμαχίας θα υπογραφεί μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο, η Αικατερίνη δεν θα του δώσει ιδιαίτερη σημασία. Στις 26 Απριλίου 1793, ο κόμης του Αρτουά φεύγει για την Αγγλία. Οι γάμοι του μεγάλου δούκα Αλέξανδρου τελούνται στις 28 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Το ζευγάρι είναι τόσο χαριτωμένο που το επονομάζουν «Έρωτας και Ψυχή». Η Αικατερίνη ελπίζει ν' αποκτήσει σύντομα δισέγγονα. Θα αποτελούσε, σκέφτεται, μία επιπλέον εγγύηση για το μέλλον της χώρας. Έτσι, θα χτίσει όχι μόνο στο χώρο, αλλά και στο χρόνο. Κατ' αρχάς, πρέπει να βεβαιωθεί για τις προθέσεις του Αλέξανδρου. Γαλουχημένος με τις ωραίες ιδέες του Λαάρπ, εκφωνεί στη διάρκεια μιας δεξίωσης τόσο ενθουσιώδεις λόγους για τα
Δικαιώματα του Ανθρώπου που σκανδαλίζει το ακροατήριό του. Αμέριμνος ενθουσιασμός της νιότης, σκέφτεται η Αικατερίνη. Η βδελυρή εκτέλεση της Μαρίας‐Αντουανέτας, ύστερα από εκείνη του Λουδοβίκου ΙΣΤ', τσακίζει γρήγορα τα φτερά του φιλελεύθερου Ελβετού και του μαθητή του. Η φρίκη του αποτελέσματος δημιουργεί αμφιβολίες για την υπεροχή της αρχής. Η σωτηρία βρίσκεται στη μοναρχία. Η Αικατερίνη θέλει να πείσει τον Αλέξανδρο και, συγχρόνως, να τον κατατοπίσει ως προς το σχέδιο που έχει καταστρώσει γι' αυτόν. Από τις πρώτες κιόλας συζητήσεις, η άνασσα πανικοβάλλεται. Ο Αλέξανδρος δεν θέλει να βασιλεύσει. Ισχυρίζεται ότι μισεί το δεσποτισμό, τη βία, τις ίντριγκες της Αυλής. Η τρυφερή και συγκαταβατική ιδιοσυγκρασία του συντελεί ώστε, κατά τα λεγόμενά του, να αγαπάει την ησυχία, την απλή ζωή, τις γεμάτες σωφροσύνη οικογενειακές αρετές. Μια κατοικία στην εξοχή, ένα ζεστό σπιτικό, μια καλή γυναίκα, καλά παιδιά, τις οικιακές έγνοιες και τις χαρές των κοινών θνητών. Αντί για τον μελλοντικό τσάρο που λογάριαζε να βρει, η Αικατερίνη ανακαλύπτει έναν Ελβετό μικροαστό. Τότε, καλεί τον Λαάρπ, που η επιρροή του στο μαθητή του της είναι γνωστή, και τον εξορκίζει να αναζωπυρώσει στον Αλέξανδρο τη συναίσθηση του αυτοκρατορικού του χρέους. Ο νεαρός μεγάλος δούκας όχι μόνο πρέπει να αποδεχτεί το πεπρωμένο του, αλλά και να θεωρήσει τον εαυτό του άμεσο κληρονόμο του θρόνου μιας και ο πατέρας του θα παραγκωνιστεί από τη διαδοχή. Αυτός ο τελευταίος όρος κάνει τον Λαάρπ έξω φρενών. Κρίνει ότι, προτρέποντας ένα γιο να κλέψει τη θέση που ανήκει δικαιωματικά στο γεννήτορά του, θα γινόταν συνεργός σε μια σοβαρή παράλειψη των κανόνων της ηθικής. Ως παιδαγωγός, δεν εμφύσησε στον Αλέξανδρο το σεβασμό προς τους γονείς και την αγάπη προς τον πλησίον για να τον εξωθήσει τώρα σε μια τέτοια ατιμία. Κοντολογίς, αρνείται να γίνει πολιτικός πράκτορας της τσαρίνας. Εκείνη δεν επιμένει, ελπίζοντας να πετύχει αυτό που θέλει, αν όχι από τον Λαάρπ, τουλάχιστον από την αφελή σύζυγο του Αλέξανδρου. Ο Λαάρπ όμως βάζει στόχο να φέρει κοντά τον ένα στον άλλο τον Παύλο και το γιο του. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να καταπατήσει, μπροστά στο μαθητή του, το απόρρητο της συζήτησης που είχε με την αυτοκράτειρα. Αναστατωμένος, ο Αλέξανδρος γίνεται διπλά ευγενής προς τον πατέρα του. Δεν παραλείπει καμιά ευκαιρία για να τον τιμήσει και να τον κολακεύσει. Τον αποκαλεί μάλιστα εκ των προτέρων «αυτοκρατορική Μεγαλειότητα», λες και θέλει να δηλώσει την υποταγή του στην τάξη μεταβίβασης του στέμματος. Η Αικατερίνη, πληροφορημένη γι' αυτή την ενίσχυση της υιικής αγάπης στην ψυχή του νεαρού άνδρα, καλεί τον Λαάρπ και του ανακοινώνει την αποπομπή του. Όταν επιστρέφει στην αίθουσα μελέτης των μεγάλων δουκών —και ως παντρεμένος, ο Αλέξανδρος συνεχίζει να μορφώνεται—, ο Λαάρπ είναι κατάχλομος. Με δάκρυα στα μάτια, εξιστορεί τη συνάντησή του με την αυτοκράτειρα. Ο Αλέξανδρος ξεσπάει σε λυγμούς και πέφτει στην αγκαλιά του δασκάλου του. Όταν μένει μόνος, του γράφει ένα σπαρακτικό γράμμα: «Αντίο, αγαπητέ μου φίλε! Πόσο μου κοστίζει να γράφω τούτη τη λέξη! Να μην ξεχνάτε ότι αφήνετε εδώ κάποιον που σας είναι αφοσιωμένος, που δεν θα μπορέσει ποτέ να σας δείξει ολόκληρο το μέγεθος της ευγνωμοσύνης του, που σας οφείλει τα πάντα, αν όχι τη γέννησή του... Να είστε ευτυχισμένος, ακριβέ μου φίλε∙ αυτή είναι η ευχή κάποιου που σας αγαπάει τρυφερά. Και είναι φτωχά τα λόγια για να περιγράψουν πόσο σας τιμά και σας σέβεται. Αντίο για στερνή φορά, καλύτερέ μου φίλε. Μη με ξεχνάτε! Αλέξανδρος». Αργότερα, θα πει: «Ό,τι έγινα, το οφείλω σ' έναν Ελβετό». Ύστερα από την αναχώρηση του Λαάρπ, ο Αλέξανδρος, στερημένος πνευματικού αρωγού, νιώθει αβεβαιότητα και τραγική ερημιά. Μόλο που εκδηλώνει τον μεγαλύτερο σεβασμό προς τον πατέρα του, μένει κατάπληκτος από τα αλλόκοτα φερσίματα, την ηλιθιότητα και τη μίζερη κακία του τελευταίου. Όσον αφορά τη γιαγιά του, αφ' ενός κυριεύεται από θαυμασμό μπροστά στη δύναμη του έργου της, στην ευφυΐα, στο κύρος και την ευπροσηγορία της, και αφ' ετέρου, θλίβεται βαθύτατα για τη γεροντική αδυναμία που δείχνει προς τον εραστή της, τον Πλάτωνα Ζούμπωφ. «Νιώθω δυστυχής επειδή βρίσκομαι μεταξύ ανθρώπων που δεν θα ήθελα να τους έχω παρά μόνο για υπηρέτες», εμπιστεύεται
στο φίλο του Κοτσουμπέυ. Ωστόσο —και αυτό αποτελεί ένα ακόμη γνώρισμα του εύπλαστου χαρακτήρα του— κάμπτει τη μέση μπροστά στον ευνοούμενο. Και επιπλέον, ανέχεται το γεγονός ότι τούτος, εξωθώντας την υπεροψία στα έσχατα όριά της, πολιορκεί ερωτικά τη νεαρή του σύζυγο. Πώς να ξεμπροστιάσεις έναν τόσο αξιόλογο άνδρα; Αλλά και πώς να εμποδίσεις μια γυναίκα ν' ανάβει φωτιά στις καρδιές με την ομορφιά της και μόνο; Η Ελισάβετ Αλεξέγιεβνα δεν έχει να μεμφθεί για τίποτα τον εαυτό της. Αντίθετα, είναι ιδιαίτερα ενοχλημένη από τις τιμές που ο Πλάτων Ζούμπωφ της επιδαψιλεύει δημόσια. Άλλωστε, καθώς φαίνεται, ο άνθρωπος είναι ειλικρινής. Κουρασμένος από την αυτοκράτειρα, φλέγεται από έρωτα για τη μεγάλη δούκισσα. Θα ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα προκειμένου να ικανοποιήσει τούτο το πάθος του. Η αυτοκρατορία βρίσκεται στα πρόθυρα ενός σκανδάλου. Ο Αλέξανδρος το φοβάται περισσότερο απ' όλους. Αισθανόταν πάντοτε απέχθεια για τις ξεκάθαρες καταστάσεις. Είναι άνθρωπος του «ήξεις αφίξεις». Εξομολογείται στον αγαπητό του Κοτσουμπέυ: «Η γυναίκα μου συμπεριφέρεται σαν άγγελος. Ωστόσο, θα πρέπει να ομολογήσετε ότι η στάση που οφείλουμε να κρατάμε απέναντι στον Ζούμπωφ μας δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα... Αν του φερθούμε με ευγένεια, θα ήταν σαν να επικροτούσαμε τον έρωτά του∙ αν, για να τον συνετίσουμε, η συμπεριφορά μας απέναντί του είναι ψυχρή, η αυτοκράτειρα, η οποία αγνοεί το γεγονός, θα μας κατηγορούσε ότι δεν απονέμουμε τις δέουσες διακρίσεις σε κάποιον τον οποίο περιβάλλει με την καλοσύνη της. Και, για ένα λαό σαν τον δικό μας, κακό και έτοιμο πάντοτε να εκδηλώσει τη μοχθηρία του, είναι εξαιρετικά δύσκολο να τηρηθεί η μέση οδός»156. Όταν πληροφορείται τούτη την αξιοθρήνητη περιπέτεια, η Αικατερίνη κατεβάζει το καταπότιο αδιαμαρτύρητα. Πώς θα μπορούσε να καταλογίσει στον ωραίο Πλάτωνα το γεγονός ότι στρέφει κάπου κάπου το βλέμμα του προς μια αντίζηλο πιο δροσερή; Διαλέγοντάς τον τόσο νέο, αποδέχτηκε τον κίνδυνο να την απατά κατά καιρούς με τη φαντασία του. Τι ιδέα όμως να ρίξει τα δίχτυα του στη μεγάλη δούκισσα! Αυτοί οι Ρώσοι λοιπόν θα εκπλήσσουν πάντοτε την Αικατερίνη: το εξωλογικό αποτελεί στοιχείο του χαρακτήρα τους. Νά που ο Πλάτων Ζούμπωφ —που τον αγαπάει τρελά, που τον περιέβαλε με τις μεγαλύτερες τιμές, που του ανέθεσε τις πιο λεπτές πολιτικές ευθύνες— είναι έτοιμος να αποποιηθεί όλες τούτες τις ευκαιρίες για να παραδοθεί σε ένα αίσθημα αξιοκατάκριτο και άγονο. Και απέναντί του, νά κάποιος άλλος, ο Αλέξανδρος, που κυλάει και στις δικές του φλέβες ρωσικό αίμα και που, αφού του πρότεινε τον πιο λαμπρό θρόνο του κόσμου, εκείνος οπισθοχωρεί μπροστά στο υψίστης σημασίας αξίωμα με πρόσχημα ότι θέλει να ζήσει ειρηνικά μακριά από τις δίνες των δημόσιων πραγμάτων. Φέρνει στο νου της τον Ποτέμκιν ο οποίος, στον κολοφώνα της δόξας του, ονειρευόταν ν' αποσυρθεί σε μοναστήρι. Πρέπει να βάλει λίγο γερμανικό ορθολογισμό σ' αυτή τη σλαβική παραφροσύνη. Η Αικατερίνη προσπαθεί να επαναφέρει στην οδό της λογικής τόσο τον εραστή της όσο και τον εγγονό της. Ο πρώτος πείθεται τελικά να φύγει από τη ζωή της μεγάλης δούκισσας και ο δεύτερος να μη νιώθει προσβεβλημένος από έναν εφήμερο ερωτικό ζήλο. Απομένει το ζήτημα της διαδοχής. Η Αικατερίνη επιμένει. Επιστρατεύει όλη της τη θέληση και την τρυφερότητα για ν' ασκήσει πίστη στον εύπλαστο νου του Αλέξανδρου. Τον διαβεβαιώνει ότι, αν ανέβει ο Παύλος στην εξουσία, θα εναντιωθεί τυφλά σε κάθε δημοκρατική μεταρρύθμιση ενώ, αν κληρονομήσει άμεσα το στέμμα αυτός, ο Αλέξανδρος, θα έχει κάθε άνεση να εφαρμόσει στο λαό του τις σοφές αρχές του Λαάρπ. Έτσι, από αντίθεση προς την αιματηρή Γαλλική Επανάσταση, θ' αποδείξει τι μπορεί να κάνει σε μια μεγάλη χώρα η βούληση ενός φωτισμένου μονάρχη. Προορισμένος, τόσο από τη γέννησή του όσο και λόγω της παιδείας του, γι' αυτό το αξιοθαύμαστο έργο, δεν έχει το δικαίωμα να υπεκφεύγει για λόγους προσωπικούς. Ας δεχτεί, γιατί μόνο τότε εκείνη θα περάσει τις τελευταίες της ημέρες εν ειρήνη με τον εαυτό της. Τούτη τη φορά, ο Αλέξανδρος συγκλονίζεται. Κατά τη συνήθειά του, δεν δίνει σαφή απάντηση. Η Αικατερίνη όμως ξέρει,
από διαίσθηση, πως τα πράγματα βρίσκονται σε καλό δρόμο. Από την πλευρά του Πλάτωνα Ζούμπωφ, παρατηρείται και πάλι η αιθρία μετά την καταιγίδα. Έχοντας βγάλει απ' το μυαλό του τη μεγάλη δούκισσα, κατεβάζει τώρα μια άλλη ιδέα: να εκπληρώσει, υπό νέο σχήμα, το προσφιλές στην Αικατερίνη ελληνικό σχέδιο. Κατά το παράδειγμα του Ποτέμκιν, θέλει να επεκτείνει την αυτοκρατορία με μια παράτολμη κατάκτηση, η οποία θα συνδεθεί με τ' όνομά του. Γιατί όχι την Περσία; Από κει, θα φτάσουν μέχρι τις Ινδίες. Επικεφαλής των επιχειρήσεων θα τεθεί ο Βαλεριανός Ζούμπωφ, ο οποίος υποκίνησε ως απλός υπολοχαγός την εκστρατεία κατά της Πολωνίας και έχασε εκεί το ένα του πόδι. Στο μεταξύ, ο Σουβάρωφ θα βαδίσει κατά της Κωνσταντινούπολης διασχίζοντας τα Βαλκάνια. Ο ρωσικός στόλος θα μπει στον Βόσπορο και θα περικυκλώσει την τουρκική πρωτεύουσα από την πλευρά της θάλασσας. Για να διεγείρουν μάλιστα τους ναύτες, θα οδηγήσει αυτόν το στόλο η ίδια η Αικατερίνη. Στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας, όλοι μένουν άναυδοι. Μια τέτοιου τύπου εκστρατεία εμφανίζεται στα μάτια των πάντων σαν επικίνδυνη χίμαιρα. Και ο ίδιος ο Αλέξανδρος δύσκολα κρύβει το σκεπτικισμό του. Δεν θα υποχωρήσει δα η γιαγιά του, για μια ακόμη φορά, στην οφθαλμαπάτη! Και όμως, θα υποχωρήσει! Κουρασμένη και με το νου της θολό, η Αικατερίνη δεν μπορεί ν' αρνηθεί τίποτα στον αξιολάτρευτο Πλάτωνα. Μιας και θέλει πόλεμο, δεν το βαστά η καρδιά της να του τον στερήσει! Τις τελευταίες ημέρες του Φεβρουαρίου 1796, ο Βαλεριανός Ζούμπωφ εκστρατεύει επικεφαλής είκοσι χιλιάδων στρατιωτών. Υπόσχεται να εισβάλει στο Ισπαχάν το Σεπτέμβριο. Ύστερα όμως από την κατάληψη του Ντερμπέντ και του Μπακού —που δεν του προβάλλουν καμιά αντίσταση— σταματάει την προέλαση. Στο τέλος του καλοκαιριού, τον χωρίζει ακόμη από τα περσικά σύνορα μια έρημος, που έχει έκταση εξακόσια βέρστια, όπου φοβάται να περιπλανηθεί. Του στέλνουν από την Αγία Πετρούπολη ένα μηχανικό μαζί με τα σχετικά τοπογραφικά σχέδια και τις απαραίτητες οδηγίες. Σκυμμένος πάνω από τους χάρτες, αντιλαμβάνεται καλύτερα την παραφροσύνη του εγχειρήματός του και αποφασίζει να μη μετακινηθεί καθόλου από το Μπακού. Η Αικατερίνη βλέπει και πάλι να ξεμακραίνει το όνειρό της για ανατολική ηγεμονία. Διατηρεί όμως πάντοτε την ελπίδα ότι θα ζήσει αρκετά για να δει με τα ίδια της τα μάτια την πτώση του Βυζαντίου. Είναι εξήντα εφτά χρόνων, οι δυνάμεις της έχουν καμφθεί, η καρδιά της χτυπάει άρρυθμα, τα πόδια της είναι τόσο πρησμένα που δυσκολεύεται ν' ανέβει τρία σκαλοπάτια∙ έτσι, ορισμένοι αυλικοί τοποθετούν πάνω στα σκαλιά της κατοικίας τους ελαφρά κεκλιμένα επίπεδα προκειμένου να την υποδεχθούν. Το λιπαρό της πρόσωπο φέρει, κατά τους παρατηρητές, «ορισμένες ενδείξεις που φανερώνουν διάλυση και υδρωπικία». Εκείνη όμως αρνείται να δει τον εαυτό της γερασμένο και ανήμπορο. «Είμαι χαρούμενη και ζωντανή σαν σπίνος», γράφει στον Γκριμ. Όταν νιώθει κακοκεφιά, την αναλύει και τη θεραπεύει με τον τρόπο της. «Πιστεύω ότι έχει εγκατασταθεί στο στομάχι μου η αρθρίτιδα», λέει σ' έναν από τους οικείους της. «Τη διώχνω με πιπέρι κι ένα ποτήρι κρασί της Μάλαγας που πίνω καθημερινά». Όπως και στο παρελθόν, μια σκληρή πειθαρχία ρυθμίζει τις μέρες της. Δουλεύει με μανία, με λύσσα. Ο Πλάτων Ζούμπωφ βρίσκεται συνεχώς δίπλα της. Δεν παίρνει καμιά απόφαση ερήμην του. Αυτόν συναντάει τη νύχτα στο δωμάτιό της. Ξέρει πως θα είναι ο τελευταίος της εραστής. Έτσι, του είναι ακόμα πιο ευγνώμων για τις προσπάθειές του να την ικανοποιεί. Ο πρεσβευτής της Σουηδίας Στέντιγκ παρουσιάζει, στα μηνύματά του, κάποιες απόψεις αυτής της συνεργασίας, ταυτόχρονα πολιτικής και αισθησιακής. «Αυτό που ενισχύει το κύρος του ευνοουμένου», γράφει, «είναι ότι η αυτοκράτειρα είναι μάλλον αποφασισμένη να μην τον αλλάξει πια ποτέ... Ο Ζούμπωφ πηγαινοέρχεται στα διαμερίσματά της ανά πάσα στιγμή. Οι συσκέψεις γίνονται στα δικά του διαμερίσματα. Οι
περισσότερες υποθέσεις διεκπεραιώνονται από την καγκελαρία. Η αυτοκράτειρα δεν συγκαλεί ποτέ συμβούλιο στη δική της κατοικία. Η εύνοιά της προς τον Ζούμπωφ κατοχυρώνεται και αυξάνεται στο μέτρο που μειώνεται η γενική εκτίμηση προς το άτομό του». Για τη γιορτή του ευνοουμένου, ο ποιητής Ντερζάβιν συνθέτει μια ωδή όπου παρομοιάζει τον Πλάτωνα Ζούμπωφ με τον Αριστοτέλη, ενώ οι νεαρές οικότροφοι του Ινστιτούτου Σμόλνυ του προσφέρουν ένα εργόχειρο κεντημένο από τα χέρια τους, που συνοδεύεται από την εξής φράση: «Κύριε, χαρά της πατρίδας, η καρδιά μας αγάλλεται με τη σκέψη της ευημερίας σας». Ένα αξιομνημόνευτο οικογενειακό γεγονός, για την Αικατερίνη, σημαδεύει το 1796. Τον Ιούνιο, η μεγάλη δούκισσα μητέρα Μαρία Φεντόροβνα, σύζυγος του Παύλου, φέρνει στον κόσμο το ένατο παιδί τους: ένα γιο που θα ονομαστεί Νικόλαος. Ο τρίτος αρσενικός γόνος αυτής της γυναίκας με τις καρπερές λαγόνες! Η Αικατερίνη, ως γιαγιά, προσποιείται συγκίνηση. Κατά βάθος όμως, έχει ενοχληθεί. Αυτό το βρέφος έρχεται στον κόσμο τόσο αργά που δεν ελπίζει να προλάβει να το γαλουχήσει όπως τον Αλέξανδρο και τον Κωνσταντίνο. Θα αφεθεί εντελώς στην επιβλαβή επιρροή του πατέρα του. Ποιος ξέρει ποιες καταστροφές για τη Ρωσία προοιωνίζεται το θέαμα αυτού του παράφρονα με την πρωσική στολή, που σκύβει πάνω από ένα νεογέννητο;157
ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVI ΤΟ ΤΕΛΟΣ Άμποτε να περιοριζόταν η επαναστατική επιδημία εντός των ορίων της γαλλικής επικράτειας! Ενώ πλησιάζουν τα γηρατειά, τίποτα δεν φοβίζει περισσότερο την Αικατερίνη από την εξάπλωση στη Ρωσία των φιλελεύθερων ιδεών, εκείνων των ιδεών που —καθώς η ίδια ισχυριζόταν— τόσο την ενέπνεαν άλλοτε. Επειδή η τρομερή ανταρσία του Πουγκατσέφ της απέδειξε ότι ο ρωσικός λαός είναι τόσο ικανός για βιαιότητα όσο και ο γαλλικός, δεν είναι διατεθειμένη ν' ανεχτεί, μέσα στη χώρα, κανένα ιδεολογικό κίνημα που θα έθετε σε κίνδυνο την κοινωνική σταθερότητα ή απλώς θα διατάρασσε την ηρεμία των πνευμάτων. Θεματοφύλακας της τάξης, διώκει με ανελέητη αυστηρότητα όσους από τους υπηκόους της θεωρεί ενόχους για «ιακωβινισμό». Ακόμα και για τους αλλοτινούς της φίλους, δεν έχει έλεος αν κλίνουν —έστω και ελάχιστα— προς «τα αριστερά». Κατηγορεί το δημοσιογράφο, βιβλιοπώλη και εκδότη Νοβικώφ —μόλο που ένιωσε τόσο κοντά του κάποτε ώστε να συνεργαστεί ανωνύμως στην εφημερίδα του Ζωγράφος— ότι υπερασπίζεται με υπερβάλλοντα ζήλο τα δίκαια των δουλοπαροίκων και λίγο αργότερα τον μέμφεται για τη σχέση του με τον ελευθεροτεκτονισμό. Τούτο το κίνημα, στις απαρχές του ακόμα στη Ρωσία, διαπνέεται από εντελώς ειλικρινείς προθέσεις προς την κυβέρνηση. Ωστόσο, πολύ γρήγορα, περιπλέκεται με τις ιδέες του διαφωτισμού. Αυτή η μυστικιστική τάση βάζει σε ανησυχίες την Αικατερίνη η οποία τη βλέπει ως πρώτη επίθεση κατά της εξουσίας της. Η άνασσα έχει πνεύμα θετικό: η διάδοση των αιρέσεων που βρίσκονται στο περιθώριο της Εκκλησίας της φαίνεται εξ ορισμού φορέας σύγχυσης για έναν πληθυσμό απαίδευτο και επιρρεπή στους ενθουσιασμούς. Λέγεται πως ο Νοβικώφ και οι οπαδοί του σχεδιάζουν να εκμεταλλευτούν την έφεση του Παύλου προς τι «μαρτινιστικές» θεωρίες∙ του έχουν μάλιστα προτείνει να γίνει μέγας διδάσκαλος του τάγματος των ελευθεροτεκτόνων στη Μόσχα. Ε, λοιπόν, όχι! Η σωστή φόρμουλα είναι πατρίδα, πίστη και ένας μονάρχης. Χόρτασαν τα μάτια μας να βλέπουν πού οδήγησαν οι Γάλλοι φιλόσοφοι την ταλαίπωρη τη χώρα τους! Όσο ζει η Αικατερίνη, δεν θα δοθεί κανένα δικαίωμα στους Ρώσους ομολόγους τους να εκφράζουν προφητείες στις τεκτονικές στοές, στα σαλόνια ή στο δρόμο. Το 1792, ο Νοβικώφ συλλαμβάνεται∙ η υπόθεσή του εκδικάζεται με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα∙ η ίδια η Αικατερίνη υπαγορεύει τις ερωτήσεις που οι δικαστές θα κάνουν στον κατηγορούμενο∙ η ετυμηγορία είναι αμείλικτη: Δεκαπενταετής κάθειρξη στο φρούριο του Σλύσελμπουργκ∙ κάψιμο στην πυρά των αιρετικών βιβλίων κλείσιμο όλων των τεκτονικών στοών στη Ρωσία. Πριν από πολλά χρόνια, η αυτοκράτειρα έγραφε στην εφημερίδα του Συγκερασμοί158: «Θέλουμε να πατάμε στη γη και όχι να πλανιόμαστε στους αιθέρες∙ και ακόμα λιγότερο, να σκαρφαλώνουμε έως τον ουρανό». «Επιπλέον», πρόσθετε, «δεν συμπαθούμε τα σκοτεινά κείμενα». Αυτή την ίδια αυστηρότητα προς τους ουμανιστικούς αντικατοπτρισμούς την υιοθετεί και πάλι κατά τη δημοσίευση του βιβλίου του Ραντίστσεφ Ταξίδι από την Αγία Πετρούπολη στη Μόσχα. Αυτό το έργο, ταυτόχρονα μαρτυρία και λίβελος, αφήγηση και στοχασμός, καταγγέλλει τα αίσχη της δουλείας και προοιωνίζεται την άμεση απελευθέρωση των χωρικών, ύστερα από κάποια γενναιόδωρη πράξη της κυβέρνησης. Μόνο ο Θεός ξέρει πόσο ονειρευόταν άλλοτε η Αικατερίνη να απελευθερώσει τους μουζίκους! Όμως, στη διάρκεια της βασιλείας της, συνειδητοποίησε τον κίνδυνο που περικλείει η ξαφνική τοποθέτηση τούτου του συνηθισμένου στη δουλεία λαού μπροστά στο φωτεινό βάθρο της ανεξαρτησίας. Απαλλαγμένος, εδώ και αιώνες, από κάθε ευθύνη και πρωτοβουλία, θα γλιτώσει άραγε την τρέλα στο άγγελμα της χειραφέτησής του; Άραγε δεν θα αναπολήσει την ασφάλεια που αντιπροσώπευε γι' αυτόν η υποδούλωση σ' έναν παντοδύναμο αφέντη; Έτσι κι αλλιώς, ο αφέντης και ο χωρικός πρέπει να προετοιμαστούν σιγά σιγά για τη μελλοντική ανατροπή των σχέσεών τους. Το βιβλίο του Ραντίστσεφ φτάνει υπερβολικά
πρόωρα. Η ανάγνωσή του μπορεί να εξάψει τα τόσα αδύναμα πνεύματα που υπάρχουν στη Ρωσία. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, κρίνει η Αικατερίνη, ο συγγραφέας, λόγω μάλιστα του ταλέντου του, είναι «πιο επικίνδυνος από τον Πουγκατσέφ». Καταδικασμένος σε θάνατο, ο Ραντίστσεφ χαίρει παρ' όλα αυτά της αυτοκρατορικής επιείκειας και η ποινή του περιορίζεται σε δεκαετή εξορία στη Σιβηρία. Ο Κνιάζνιν πάλι, συγγραφέας δύο κωμωδιών που σημείωσαν επιτυχία, του Φανφαρόνου και των Εκκεντρικών, θα δεχτεί μετά το θάνατό του τα πυρά της αυτοκράτειρας. Η πριγκίπισσα Ντάσκωφ, πρόεδρος της Ρωσικής Ακαδημίας, επιμελείται —μετά το θάνατο του συγγραφέα— την έκδοση της τραγωδίας του Βαντίμ του Νόβγοροντ. Πληροφορούμενη το γεγονός, η Αικατερίνη, η οποία βρίσκει στο έργο ένα δημοκρατικό αέρα, διατάσσει την κατάσχεση και την καταστροφή όλων των αντιτύπων. Όταν μαθαίνει τούτη την απόφαση, η πριγκίπισσα Ντάσκωφ αναφωνεί μπροστά στην τσαρίνα: «Και τι με νοιάζει, Μεγαλειοτάτη, αν τούτο το έργο καεί από το χέρι του δήμιου; Δεν είμαι εγώ αυτή που πρέπει να κοκκινίζει!»159. Τούτη η προειδοποίηση δεν κλονίζει ούτε κατά το ελάχιστο την επιθυμία της Αικατερίνης, η οποία και εκτελείται. Οι στάχτες του Βαντίμ τον Νόβγοροντ σκορπίζονται στον άνεμο. Ύστερα απ' αυτή την προσβολή, η πριγκίπισσα Ντάσκωφ υποβάλλει μεγαλοπρεπώς την παραίτησή της από την ακαδημαϊκή θέση και αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αγία Πετρούπολη και ν' αποσυρθεί στη Μόσχα. Πριν φύγει όμως, ζητάει από την Αικατερίνη μια αποχαιρετιστήρια συνάντηση. Μήπως δεν είναι παλιές φίλες; Πριν δεχτεί την επισκέπτρια, η Αυτής Μεγαλειότητα την αφήνει να περιμένει επί μία ώρα στον προθάλαμο. Τέλος, οι δυο γυναίκες βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο. Η Αικατερίνη μοιάζει να είναι από πέτρα. Καθώς η πριγκίπισσα Ντάσκωφ υποκλίνεται μπροστά της σιωπηλά, της λέει ξερά: «Καλό ταξίδι, κυρία». Η τέως πρόεδρος της Ακαδημίας δεν θα της αποσπάσει ούτε μια λέξη παραπάνω. Παρ' όλα αυτά, η Αικατερίνη θα εξηγήσει σε τρίτους τους λόγους της αυστηρότητάς της όσον αφορά τη λογοκρισία. «Το θέατρο είναι το σχολείο του έθνους», θα πει. «Πρέπει να το έχω υπό την απόλυτη επίβλεψή μου∙ είμαι ο πρώτος δάσκαλος τούτου του σχολείου, επειδή πρώτιστο χρέος μου μπροστά στο Θεό είναι να λογοδοτώ για τα ήθη το λαού μου»160. Σε γενικές γραμμές, όσο κι αν ενδιαφέρεται από προσωπική προτίμηση και λόγω του αξιώματός της για την ανάπτυξη της εθνικής λογοτεχνίας, εκδηλώνει σαφώς, απέναντι στον περιορισμένο κόσμο των Ρώσων συγγραφέων, μια αυταρχικότητα χρωματισμένη με περιφρόνηση. Ένθερμη θαυμάστρια της γαλλικής και της γερμανικής παιδείας, δεν βλέπει σωτηρία, όσον αφορά την παιδεία της χώρας της, παρά μόνο στην απομίμηση των δυτικών προτύπων. Λίγα μεγάλα ονόματα ήρθαν να προστεθούν, στη διάρκεια της βασιλείας της, σ' εκείνα των διασημοτήτων της βασιλείας της Ελισάβετ, όπως του Λομονόσωφ, ιδρυτή της ρωσικής γλωσσολογίας, που πέθανε το 1765, ή του Σουμαρόκωφ, που πέθανε το 1777, συγγραφέα μύθων, σατιρικών κειμένων και θεατρικών έργων εμπνευσμένων από τον Ρακίνα και τον Βολταίρο. Υπάρχει βέβαια και ο επίσημος ποιητής Ντερζάβιν, με τον αστραποβόλο λυρισμό του, αλλά το μακρύ του ποίημα Φελίτσα δεν είναι παρά ένα έργο επί παραγγελία, το οποίο συμπεριλαμβάνει τον πανηγυρικό της αυτοκράτειρας και την κριτική των αυλικών που την περιστοιχίζουν. Με τον καιρό, ο Ντερζάβιν θα υποβαθμιστεί τόσο ώστε να υμνεί τον Πλάτωνα Ζούμπωφ. Ο Χεράσκωφ, από την πλευρά του, εξακολουθεί να πιθηκίζει τους Γάλλους και, ειδικότερα, τον Βολταίρο, κάνοντας ομοιοκατάληκτη τη Ρωσιάδα του, ενώ ο Μπογκντάνοβιτς πασχίζει να στολίσει την Ντουσένκα με χάρες τις οποίες δανείζεται από τους Έρωτες της Ψυχής του Λα Φονταίν. Πόσο πιο πρωτότυπος είναι ο Φονβίζιν, ο επονομαζόμενος Ρώσος Μολιέρος, που γελοιοποιεί στην κωμωδία του ο Ταξίαρχος τη γαλλομανία των Μοσχοβιτών Τρισσοτίνων, ενώ θυμίζει στον Κοντεντέ (ή Ανήλικο) την τεμπέλικη και σκληρή ζωή των κοτζαμπάσηδων της υπαίθρου! Η κεντρική ιδέα του τελευταίου αυτού έργου είναι ότι η ρωσική κοινωνία θα φθαρεί αν δεν μπορέσει να εξυψώσει την καρδιά της και να εκπαιδεύσει το πνεύμα της.
Μια αντίληψη εντελώς «αικατερίνεια». Ωστόσο, ο Φονβίζιν πρέπει να παλέψει ενάντια στη λογοκρισία που απαγορεύει, κατ' αρχάς, το ανέβασμα της κωμωδίας του. Μεσολαβεί ο μεγάλος δούκας Παύλος. Ο Ανήλικος παίζεται με καταπληκτική επιτυχία. Ο Φονβίζιν όμως σταματάει να γράφει: πεθαίνει από βαριά αρρώστια στα σαράντα οχτώ του χρόνια. Η Αικατερίνη θλίβεται λιγότερο απ' ό,τι για το θάνατο ενός Βολταίρου ή ενός Ντιντερό. Όλοι τούτοι οι Ρώσοι συγγραφείς είναι, γι' αυτήν, μαθητευόμενοι. Δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί την εκκολαπτόμενη μεγαλοφυΐα του Καραμζίν —τα Γράμματα ενός Ρώσου ταξιδιώτη και οι αισθηματικές αφηγήσεις του μαγεύουν ήδη πάμπολλους αναγνώστες—, μήτε τις εκπληκτικές υποσχέσεις του Κρυλώφ που δημοσιεύει τα πρώτα του σατιρικά δοκίμια περιμένοντας να αποδείξει την πραγματική του αξία στους μύθους του. Η αυτοκράτειρα δεν δείχνει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους Ρώσους αρχιτέκτονες απ' όση δείχνει στους Ρώσους συγγραφείς. Έχει τη «μανία της ανοικοδόμησης» και βεβαιώνει τους πάντες ότι ποτέ κανένας σεισμός δεν θα γκρεμίσει τα μνημεία τα οποία η ίδια ανεγείρει. Εξωραΐζει με πάθος την Αγία Πετρούπολη και τα περίχωρά της. Χτίζει στην ίδια την πρωτεύουσα το Μικρό Ερμιτάζ, το Ινστιτούτο Σμόλνυ, την υπέροχη πρόσοψη της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών, το Μαρμάρινο Ανάκτορο και το Ανάκτορο της Ταυρίδας, το οποίο προορίζεται για τον Ποτέμκιν∙ ακόμα, μεταρρυθμίζει τον παλιό καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδας∙ στην Γκάτσινα, χτίζει το Μεγάλο Κάστρο∙ στο Πέτερχοφ, επεκτείνει εκείνο του Πέτρου Α' διατηρώντας την πρόσοψή του «που θυμίζει Βερσαλλίες»∙ στο Τσάρσκογε Σέλο, κάνει άπειρες μεταρρυθμίσεις και χτίζει το καινούργιο παλάτι που φέρει το όνομα του Αλέξανδρου. Τα περισσότερα απ' αυτά τα έργα οφείλονται σε Ιταλούς ή Γάλλους καλλιτέχνες. Όσον αφορά τους Ρώσους, μπορούμε να αναφέρουμε τον Στάρωφ, τον Μπαζένωφ, τον Καζακώφ... Πάντως, το ύφος αυτών των κατασκευών στερείται κάθε εθνικού στοιχείου και εμπνέεται, χωρίς καμιά προσαρμογή στο κλίμα και στο περιβάλλον, από την ιταλική και τη γαλλική σχολή. Ενώ ο Ιβάν Γ', τον 16ο αιώνα, απέσπασε από κάποιους αρχιτέκτονες της Μπολόνιας και του Μιλάνου, τους οποίους κάλεσε στη Μόσχα, μια σύλληψη πρωτότυπη και ταιριαστή με τη ρωσική παράδοση, η Αικατερίνη μεταφύτευσε στις όχθες του Νέβα, ακολουθώντας τα μαθήματα του Μεγάλου Πέτρου, κτίρια άξια θαυμασμού βέβαια, αλλά επινοημένα για έναν άλλο ορίζοντα. Αλλά και οι Ρώσοι ζωγράφοι, οι γλύπτες, οι επιστήμονες που περιστοιχίζουν το θρόνο αποτελούν μειονότητα. Η Αικατερίνη δεν τους ενθαρρύνει καθόλου και μάλιστα εκδηλώνει απέναντί τους μια συγκατάβαση που αγγίζει τα όρια της περιφρόνησης. Ο Φαλκονέ, στη διάρκεια της παραμονής του στη Ρωσία, εξανίσταται με τη σκληρότητα της τσαρίνας απέναντι στον εξαίρετο ζωγράφο Λοσένκο. «Το ταλαίπωρο έντιμο αγόρι, εξαχρειωμένο, νηστικό, επιθυμώντας κατά βάθος να ζήσει μακριά από την Αγία Πετρούπολη, ερχόταν να μου εκμυστηρευθεί τις στενοχώριες του», γράφει. Ένας ταξιδιώτης (ο Φορτιά ντε Πιλ) εκπλήσσεται γιατί η Αυτής Μεγαλειότητα αφήνει ένα γλύπτη με το ταλέντο του Σουμπίν να σαπίζει σ' ένα στενό καμαράκι, δίχως προπλάσματα, δίχως μαθητές, δίχως επίσημες προσφορές εργασίας. Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας της, δίνει παραγγελίες ή επιχορηγήσεις σε λιγοστούς μονάχα Ρώσους καλλιτέχνες, ενώ ξοδεύει αφειδώλευτα για την αγορά ξένων έργων. Οι επιστήμονες που δικαιούνται την προστασία της έρχονται κι αυτοί από άλλες χώρες. Λέγονται Όυλερ, Πάλλας, Μπαίμερ, Στορχ, Κραφτ, Μύλερ, Μπάχμαϊστερ, Γκεόργκι, Κλίνγκερ... Ωστόσο, αν εξαιρέσουμε τα περίφημα ταξίδια του φυσιοδίφη Πάλλας, τις ιστορικές αναζητήσεις του Μύλερ και κάποια έργα βιολογίας, η διαμονή όλων αυτών των σοφών στην Ακαδημία των Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης δεν φαίνεται να έχει εμπλουτίσει την κληρονομιά των ανθρώπινων γνώσεων. Το σημαντικότερο επίτευγμα της Αικατερίνης είναι ότι ενθάρρυνε τη δημοσίευση ενός πλήθους παλιών χρονικών που αναφέρονται στο παρελθόν της χώρας, όπως του περίφημου έργου: Αφήγηση της
εκστρατείας του Ιγκόρ. Συγκεντρώνονται επίσης και τυπώνονται, υπό την αιγίδα της τα πρώτα επικά άσματα, τα οποία διαδίδονταν μέχρι τότε προφορικά από γενεά σε γενεά. Για να αποδείξει το ενδιαφέρον της για την ιστορία, φτάνει στο σημείο να συντάξει Απομνημονεύματα σχετικά με τη ρωσική Αυτοκρατορία. Σ' αυτές τις σημειώσεις, βιαστικά πεταμένες πάνω στο χαρτί, σωρεύει λάθη, επινοεί «βασιλιάδες της Φινλανδίας», τους παντρεύει με υποθετικές πριγκίπισσες του Νόβγοροντ, παρεμβάλλει τον Ρούρικ μέσα σε αλλοπρόσαλλες περιστάσεις και προσπαθεί να αποδείξει την παγκόσμια σπουδαιότητα της παλιάς Μοσχοβίας. Μιλώντας για τις ιστορικές και γλωσσολογικές έρευνές της, θα γράψει: «Συγκέντρωσα μια πληθώρα γνώσεων για τους αρχαίους Σλαβούνους και θα μπορέσω, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, να αποδείξω ότι έδωσαν ονόματα στους περισσότερους ποταμούς, βουνά, κοιλάδες και περιοχές της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Σκωτίας και άλλων τόπων». Σύντομα όμως κουράζεται απ' αυτά τα έργα και εμπιστεύεται σε επαγγελματίες σοφούς, όπως ο Τσερμπάτωφ και ο Γκολικώφ, τη φροντίδα της δημιουργίας ενός σοβαρού έργου πολυμάθειας που να αντέχει στο χρόνο. Ύστερα, η ηλικία της και η Γαλλική Επανάσταση συντείνουν ώστε να κοιτάζει όλους τους επιστήμονες με καχύποπτο μάτι. Ονειρευόταν άλλοτε έναν κύκλο ακαδημαϊκών οι οποίοι θα συνδιαλέγονταν γύρω από θέματα ιδεών, με άκακη ευπροσηγορία. Ξαφνικά, βλέπει στα πρόσωπά τους εμπρηστές. Καθετί κανούργιο τρομάζει τούτη την παλαίμαχη μαθήτρια των Εγκυκλοπαιδιστών. Το 1795, αντιλαμβάνεται ότι η Οικονομική Εταιρεία της Αγίας Πετρούπολης της κοστίζει τέσσερις χιλιάδες ρούβλια το χρόνο για δημοσιεύματα «πιο ηλίθια το ένα από το άλλο». Επαναστατεί, χαρακτηρίζει τα μέλη της λόγιας συνέλευσης «απατεώνες» και τους κόβει τα προς το ζην. Εκείνη την εποχή, έχει κιόλας αποπέμψει τον Λαάρπ και συγκεντρώνει όλες τις προσπάθειές της για να πείσει τον Αλέξανδρο να φορέσει το στέμμα της Ρωσίας. Εκείνος, αφού ονειρεύτηκε κάμποσο καιρό να περάσει ευτυχισμένες μέρες μακριά από την Αυλή και κοντά στη φύση, πιθανότατα στις όχθες του Ρήνου, αναγκάζεται να υποκύψει, βήμα προς βήμα, στις θελήσεις της αδιάλλακτης γιαγιάς του. Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1796, κάνει την αυτοκριτική του και γράφει στον παλιό του παιδαγωγό: «Γνωρίζετε τη μύχια ευχή μου να εκπατριστώ. Για την ώρα, δεν βλέπω καμιά δυνατότητα πραγματοποίησής της. Η δυσχερής θέση της πατρίδας μου έδωσε στη σκέψη μου μια κατεύθυνση εντελώς διαφορετική». Αυτή η «διαφορετική κατεύθυνση» είναι προφανώς η οδός του θρόνου. Ωστόσο, εδώ και λίγο καιρό, ο Αλέξανδρος έχει γίνει μαζί με τον αδερφό του Κωνσταντίνο μόνιμος φιλοξενούμενος της Γκάτσινα, όπου ο μεγάλος δούκας Παύλος τον μυεί στο στρατιωτικό επάγγελμα. Φορώντας πρωσική στολή και ψηλές μπότες, ο νεαρός άνδρας παθιάζεται με την εκπαίδευση των νεοσύλλεκτων, τις πορείες, τις αντιστροφές, τις ασκήσεις του πυροβολικού, το χειρισμό του ξίφους και του μουσκέτου. Γοητευμένος από τη στρατιωτική ατμόσφαιρα της μικρής φρουράς, μένει κατάπληκτος βλέποντας ότι, σε μια μεγάλη ακτίνα γύρω από το κάστρο, ο χωροδεσπότης διέταξε να γκρεμίσουν τα σπίτια, να κόψουν τα δάση, να ισοπεδώσουν το έδαφος, ώστε οι φρουροί να μπορούν να επιτηρούν καλύτερα τη γύρω ύπαιθρο. Σειρές αστυνομικών περιβάλλουν την κατοικία. Για να τις διασχίσει κανείς, πρέπει το όνομά του να αναγράφεται στις λίστες των φίλων του μεγάλου δούκα. Βλέπει κατασκόπους πίσω από κάθε πόρτα. Η αυτοκράτειρα έχει δίκιο που τον θεωρεί τρελό. Ωστόσο, αυτός ο τρελός είναι ελκυστικός. Ο Αλέξανδρος ταλαντεύεται ανάμεσα στην ευχαρίστηση να υποδύεται το στρατιώτη μαζί με τον πατέρα του και την όχι λιγότερο έντονη χαρά να παίζει το διάδοχο του θρόνου μαζί με τη γιαγιά του. Απέχει όμως πολύ από το να επιδοκιμάζει την πολιτική την οποία ασκεί εκείνη. Η ανάμνηση του Λαάρπ δίνει τον τόνο σε όλες τις σκέψεις του. Στον καινούργιο του φίλο, τον νεαρό Πολωνό Αδάμ Τσαρτορίσκι, τολμάει, στη διάρκεια ενός περιπάτου, να εξομολογηθεί αυτό που βασανίζει τη συνείδησή του. «Ο μεγάλος δούκας μου είπε», διηγείται ο Τσαρτορίσκι στα Απομνημονεύματά του, «ότι δεν συμφωνούσε καθόλου με τις ιδέες και τις θεωρίες του
υπουργικού συμβουλίου και της Αυλής∙ ότι κάθε άλλο παρά επικροτούσε την πολιτική και τη συμπεριφορά της γιαγιάς του, ότι καταδίκαζε τις αρχές της... Μου ομολόγησε ότι μισούσε το δεσποτισμό, όπου και όπως κι αν ασκούνταν ότι αγαπούσε την ελευθερία∙ ότι αυτή ήταν ίσο δικαίωμα όλων των ανθρώπων ότι διαπνεόταν από ζωηρότατο ενδιαφέρον για τη Γαλλική Επανάσταση∙ και ότι, μόλο που αποδοκίμαζε τις τρομερές της παρεκβάσεις από την ορθή οδό, ευχόταν κάθε επιτυχία στη Δημοκρατία και χαιρόταν γι' αυτήν... Απομακρύνθηκα, τρελός από τη χαρά μου, τ' ομολογώ, βαθιά συγκινημένος, δίχως να ξέρω αν επρόκειτο για όνειρο ή για πραγματικότητα. Πώς ήταν δυνατόν ένας πρίγκιπας της Ρωσίας, ο διάδοχος της Αικατερίνης, ο εγγονός της και αγαπημένος της μαθητής, που τον θεωρούσαν συνεχιστή του έργου της, που η ίδια θα επιθυμούσε να τον δει να βασιλεύει παραγκωνίζοντας το γιο της∙ αυτός ο πρίγκιπας λοιπόν απαρνούνταν και απεχθανόταν τις αρχές της γιαγιάς του, απέρριπτε τη φρικτή πολιτική της Ρωσίας, αγαπούσε με πάθος τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, λυπόταν την Πολωνία και επιθυμούσε να τη δει ευτυχισμένη! Δεν ήταν θαυμάσιο;» Η Αικατερίνη είναι απόλυτα ενήμερη για τα δημοκρατικά όνειρα του Αλέξανδρου. Στην ηλικία του, έτσι σκεφτόταν κι αυτή. Πυρετός της νιότης. Θα του περάσει. Όπως της πέρασε κι εκείνης. Το ένστικτό της την πληροφορεί ότι αυτός έχει στόφα αληθινού μονάρχη. Άλλωστε, δεν έχει περιθώρια εκλογής. Οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τον απαίσιο Παύλο, με τον πρωσιανισμό και τους παραλογισμούς του! Πρέπει να κάνει γρήγορα, διαφορετικά κινδυνεύει να την προλάβουν τα γεγονότα. Να μην αφήσει τίποτα στην τύχη. Μια γραπτή πράξη. Σαφής. Αδιαμφισβήτητη. Με τη βοήθεια του Μπεζμπορόντκο, ετοιμάζει κρυφά ένα διάταγμα που θα παραμερίζει το γιο της Παύλο από τη διαδοχή υπέρ του εγγονού της Αλέξανδρου. Το μανιφέστο τούτο —κλεισμένο μέσα στην ιδιωτική της κασετίνα— λογαριάζει να το δημοσιεύσει στις αρχές του επόμενου χρόνου. Προηγουμένως, θέλει να αρραβωνιάσει, σύμφωνα με υπόδειξη του Πλάτωνα Ζούμπωφ, τη μεγαλύτερη από τις εγγονές της, την Αλεξάνδρα Πάβλοβνα, με τον νεότατο βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύο Δ'. Ο «αδελφός Γκυ», με άλλα λόγια ο Γουσταύος Γ', δολοφονήθηκε πριν από τέσσερα χρόνια∙ από τότε, παρά τις διπλωματικές προσπάθειες, οι σχέσεις μεταξύ Στοκχόλμης και Αγίας Πετρούπολης δεν βελτιώθηκαν καθόλου. Ενώνοντας τον καινούργιο ηγεμόνα της Σουηδίας, ηλικίας δεκαοχτώ χρόνων, με την Αλεξάνδρα, ηλικίας δεκατριών, θα λύνονταν μέσα στην οικογένεια αρκετά πολιτικά προβλήματα. Όλη αυτή η υπόθεση διευκολύνεται περισσότερο από το γεγονός ότι ο Γουσταύος έχει, καθώς λένε, μια «φυσιογνωμία γοητευτική, όπου ζωγραφίζονται το πνεύμα και η χάρη» και η Αλεξάνδρα είναι η πιο όμορφη, η πιο καλή και η πιο γλυκιά από τις ανύπαντρες πριγκίπισσες της Ευρώπης. Μιας και η υπερβολικά νεαρή ηλικία της δεν της επιτρέπει να αναλάβει καθήκοντα συζύγου, θα καθυστερήσουν το γάμο δύο χρόνια. Μπορούν όμως να τελεσθούν αμέσως οι αρραβώνες. Με την ιδιότητα του υπουργού Εξωτερικών, ο Πλάτων Ζούμπωφ προΐσταται των διαπραγματεύσεων, που όμως εμφανίζονται τουλάχιστον ακανθώδεις. Η Αυλή της Σουηδίας θεωρεί απαραίτητο τον προσηλυτισμό της μελλοντικής βασίλισσας στο προτεσταντικό δόγμα. Αντίθετα, η Αικατερίνη κρίνει ότι η κοινωνική τάξη της εγγονής της είναι τόσο υψηλή που δεν μπορεί να δεχτεί έναν τέτοιο όρο. Αυτοκρατορικής καταγωγής, η Αλεξάνδρα πρέπει να διατηρήσει τη θρησκεία της και να έχει, στη Στοκχόλμη, το ορθόδοξο παρεκκλήσι και τους ιερείς της. Μήπως η τσαρίνα, δηλώνοντας αδιαλλαξία στο κεφάλαιο της πίστης, υπογραμμίζει το δρόμο που ανηφόρισε η ίδια όταν, ως μικρή Γερμανίδα πριγκίπισσα, ήταν υποχρεωμένη να απαρνηθεί το λουθηρανισμό προκειμένου να παντρευτεί τον κληρονόμο της Ρωσίας; Τι βροντερή εκδίκηση στο παρελθόν! Ο Πλάτων Ζούμπωφ και ο σύμβουλός του Μαρκώφ προσπαθούν να ελιχθούν στις διαπραγματεύσεις με τους Σουηδούς. Οι συζητήσεις οξύνονται, καταλαγιάζουν, θολώνουν για να καταλήξουν, και από τις δύο πλευρές, σε αβέβαιες υποσχέσεις που δεν ξεκαθαρίζουν διόλου την κατάσταση. Καθένας στηρίζει τις ελπίδες του στα απρόοπτα της τελευταίας στιγμής, προκειμένου να νικήσει την αντίσταση του αντιπάλου και να «μπουρδουκλώσει», σύμφωνα με την έκφραση του Μαρκώφ, την
τελετή των αρραβώνων. Ο νεαρός βασιλιάς της Σουηδίας και ο θείος του, δούκας της Σουδερμανίας και αντιβασιλέας, φτάνουν στη Ρωσία τον Αύγουστο του 1796. Ενώ όμως οι διαπραγματεύσεις εκκρεμούν ακόμη, γεννιέται ανάμεσα στον Γουσταύο και την Αλεξάνδρα ένας κεραυνοβόλος έρωτας. Ο Γουσταύος φαίνεται στα μάτια του νεαρού κοριτσιού σαν ο χαριτωμένος πρίγκιπας των νεραϊδένιων παραμυθιών των πιο τρυφερών της χρόνων. Η κόμισσα Γκολοβίν επιβεβαιώνει τούτη την εντύπωση: «Το σουηδικό μαύρο ένδυμα του βασιλιά, τα μαλλιά του που πέφτουν στους ώμους προσθέτουν στην αρχοντιά του και έναν ιπποτικό αέρα...». Σ' ένα γράμμα της προς τον Γκριμ, η Αικατερίνη υπερθεματίζει: «Πρόκειται για ένα λαμπρό νέο και θεωρείται βέβαιο ότι κανένας θρόνος, στη σημερινή Ευρώπη, δεν μπορεί να υπερηφανευτεί για κάποιον που να γεννάει τόσες ελπίδες». Και, ύστερα από μερικές ημέρες: «Όλοι, μικροί και μεγάλοι, είναι ξετρελαμένοι με τον νέο βασιλιά. Είναι ευγενέστατος, μιλάει ωραία, του αρέσει η κουβεντούλα. Η όψη του είναι χαριτωμένη. Τα χαρακτηριστικά του ωραία και κανονικά∙ τα μάτια του μεγάλα και ζωηρά. Το παράστημά του μεγαλόπρεπο∙ αρκετά ψηλός, λεπτός και ευκίνητος. Του αρέσει να χοροπηδάει και να χορεύει, ασκεί το σώμα του με τη μεγαλύτερη επιδεξιότητα. Θα 'λεγες ότι χαίρεται που είναι εδώ... Φαίνεται όμως ότι και η δεσποινίς κάθε άλλο παρά αντιπάθεια νιώθει για τον εν λόγω κύριο∙ έχασε εκείνο το αμήχανο ύφος που είχε στην αρχή, και δείχνει να αισθάνεται πολύ άνετα με τον αγαπημένο της. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι πρόκειται για σπάνιο ζευγάρι». Με την προσοχή όλης της Αυλής στραμμένη πάνω τους, τα παιδιά καταβροχθίζουν το ένα το άλλο με τα μάτια, μιλούν στα γρήγορα και αναζητούν την παραμικρή ευκαιρία να βρεθούν μαζί. Η Αικατερίνη τρίβει τα χέρια της. «Ο έρωτας», λέει, «θριαμβεύει». Λίγες μέρες ακόμα, και η υπόθεση θα είναι δική μας. Ύστερα από ένα χορό στην πρεσβεία της Αυστρίας, γράφει στον Γκριμ: «Ο χορός ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι τα πάντα είχαν οριστικά συμφωνηθεί στα λόγια. Δεν ξέρω πώς έγινε, είτε από ενθουσιασμό είτε από άλλη αιτία, και ο ερωτευμένος μας, χορεύοντας, αποφάσισε να σφίξει λιγάκι το χέρι της μέλλουσας μνηστής του. Και νά που αυτή γίνεται άσπρη σαν πεθαμένη και σπεύδει να πει στην γκουβερνάντα της: "Φαντάζεστε, σας παρακαλώ, τι έκανε! Μου έσφιξε το χέρι χορεύοντας. Δεν ήξερα τι να κάνω". Η άλλη τη ρωτάει: "Και τι κάνατε λοιπόν;". Και η πριγκίπισσα αποκρίνεται: "Τρόμαξα τόσο που λίγο έλειψε να σωριαστώ!"». Γοητευμένος από τόση αφέλεια, ο Γουσταύος, δίχως καν να ζητήσει τη γνώμη του αντιβασιλέα, πηγαίνει κατευθείαν στην αυτοκράτειρα και της δηλώνει, μέσα στην παράφορά του πάθους του, ότι αγαπάει την Αλεξάνδρα και ζητάει το χέρι της. Η γιαγιά τρελαίνεται από τη χαρά της: ασφαλώς, ο έρωτας είναι πιο δυνατός απ' όλους τους διπλωμάτες του κόσμου. Το ειδύλλιο, επίσημα αναγνωρισμένο, ανθεί όσο γίνεται καλύτερα. Η μεγάλη δούκισσα μητέρα γράφει το ένα σημείωμα μετά το άλλο στον άντρα της, τον μεγάλο δούκα Παύλο, που έχει μείνει στην Γκάτσινα, ενημερώνοντάς τον για τη συμπεριφορά των αγαπητών τους παιδιών: «Οι νεαροί μας λογοδοσμένοι κάθονται ο ένας πλάι στον άλλο μιλώντας σιγανά, κι εγώ ακούω πάντοτε φωνές ερωτευμένων». Ο βασιλιάς της Σουηδίας, τρελός από έρωτα, θα ήθελε να επισπεύσει την ημερομηνία του γάμου. Η μεγάλη δούκισσα μητέρα τον βεβαιώνει για την υποστήριξή της: «Έχετε εμπιστοσύνη σ' εμένα, κύριε Γουσταύε (sic). Θα θέλατε να μιλήσω εγώ στην αυτοκράτειρα;». Δέχεται και, στο δείπνο, δείχνει «τρυφερός με τη μικρή ακόμα και μπροστά στον κόσμο». Την επόμενη ημέρα, καινούργια ικανοποίηση και καινούργιο σημείωμα της μητέρας προς τον πατέρα: «Αγαπητέ και καλέ μου φίλε, ας ευχαριστήσουμε το Θεό: ο αρραβώνας ορίζεται για τη Δευτέρα το βράδυ... Θα τελεσθεί από το μητροπολίτη... Θα ακολουθήσει χορός στην αίθουσα του θρόνου».
Το βράδυ της Δευτέρας 11 Σεπτεμβρίου, στις εφτά, η μεγάλη αίθουσα γεμίζει από αυλικούς. Βρίσκονται εκεί οι κυριότεροι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, ολόκληρο το διπλωματικό σώμα, εκπρόσωποι του ανώτατου κλήρου, υψηλοί ξένοι προσκαλεσμένοι. Όλοι οι αστερισμοί του ουρανού μοιάζουν να έχουν κατέβει σ' αυτά τα λαμπρά στέρνα: σταυροί, παράσημα, εμβλήματα, μονογράμματα από διαμάντια. Η αυτοκράτειρα, με το στέμμα στο κεφάλι, το σκήπτρο στο χέρι και το μανδύα από ερμίνα στους ώμους, κάθεται ατάραχη στο θρόνο, κάτω από έναν ουρανό που φέρει τον δικέφαλο αετό. Δεξιά της, ο μεγάλος δούκας Παύλος, επίσημος διάδοχος. Αριστερά της, ο αγαπημένος της Αλέξανδρος. Στα πόδια της, σ' ένα σκαμνί, η μικρή, κάτωχρη, σφηνωμένη μέσα σ' ένα άσπρο επίσημο φόρεμα με ασημένια κεντήματα. Η ορχήστρα, πάνω στο βάθρο, είναι έτοιμη να ξεσπάσει σε χαρούμενα σαλπίσματα μόλις δοθεί το σύνθημα. Περιμένουν μονάχα τον νεαρό βασιλιά. Εκείνος εξετάζει, μαζί με τον Πλάτωνα Ζούμπωφ, σ' ένα διπλανό σαλόνι, το συμβόλαιο των αρραβώνων. Αυτό το συμβόλαιο περιλαμβάνει προφανώς τη μικρή ρήτρα σύμφωνα με την οποία η Αλεξάνδρα θα διατηρήσει και ως παντρεμένη τη θρησκεία της. Αυτός ο όρος, υποστηρίζει η Αικατερίνη, έγινε σιωπηρά αποδεκτός από τον Γουσταύο στη διάρκεια των ερωτικών του συζητήσεων με το νεαρό κορίτσι. Πρόκειται για μια απλή διευθέτηση. Η υπογραφή θα μπει αμέσως. Τι γίνεται λοιπόν εκεί κάτω; Αρκεί ο Πλάτων Ζούμπωφ να μη σκόνταψε σε κάποια απρόβλεπτη δυσκολία! Πραγματικά, υπάρχει μια δυσκολία, και μάλιστα σοβαρή. Αφού διάβασε το συμβόλαιο, ο βασιλιάς της Σουηδίας εκρήγνυται, ισχυρίζεται ότι του έστησαν παγίδα, παίρνει όρκο πως δεν θα δεχτεί ποτέ να δώσει στο λαό του μια ορθόδοξη βασίλισσα και πετάει το έγγραφο καταγής. Αναστατωμένος, ο Πλάτων Ζούμπωφ τού καθιστά σαφές ότι η αυτοκράτειρα δεν μπορεί να υποχωρήσει σ' αυτό το σημείο, πως είναι άλλωστε υπερβολικά αργά για να κάνει πίσω, ότι όχι μόνο μια χαριτωμένη πριγκίπισσα αδημονεί πίσω από την πόρτα, αλλά ολόκληρη η Αυλή, ολόκληρη η Ρωσία, ολόκληρη η Ευρώπη περιμένουν, κρατώντας την αναπνοή τους, το «ναι» των μνηστευμένων. Τι προσβολή για την Αυτής Μεγαλειότητα αν επιμείνει στην άρνησή του! Ενώ ο Πλάτων Ζούμπωφ πασχίζει να επανορθώσει την γκάφα που έκανε μη διευκρινίζοντας από την αρχή τους όρους του γάμου, μέσα στην αίθουσα του θρόνου η έκπληξη μεταβάλλεται σε ανησυχία. Η μνηστή υψώνει πολλές φορές τα μάτια προς την αυτοκράτειρα επικαλούμενη τη βοήθειά της. Η Αικατερίνη εξακολουθεί να είναι σαν από μάρμαρο, ωστόσο, όσοι τη γνωρίζουν καλά, μαντεύουν κάτω από αυτή τη φαινομενική ηρεμία την έξαψη της αυτοκρατορικής οργής. Τα λεπτά περνούν ατελείωτα. Λες και έχουν μαρμαρώσει οι πάντες εσαεί. Τέλος, η πόρτα ανοίγει διάπλατα. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης ξεφεύγει από εκατό στήθη. Η γιορτή μπορεί ν' αρχίσει. Ο μαέστρος σείει την μπαγκέτα του. Αλίμονο! Ο Πλάτων Ζούμπωφ εμφανίζεται χωρίς το βασιλιά, και το πελιδνό, ταραγμένο του πρόσωπο είναι πρόσωπο αγγελιαφόρου της συμφοράς. Προχωρεί ανάμεσα σε δύο πυκνές σειρές από αποσβολωμένους αυλικούς, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του θρόνου και ψιθυρίζει κάτι στ' αυτί της αυτοκράτειρας. Η βαριά και μαραμένη μάσκα της Αικατερίνης μένει ασάλευτη. Μονάχα το μάτι της παγώνει. Κουνάει τα χείλη. Ακούγεται να ψιθυρίζει: «Θα του μάθω εγώ αυτού του μυξιάρικου!». Η Αλεξάνδρα τη ρωτάει μ' ένα ικετευτικό βλέμμα. Νεκρική σιγή βαραίνει πάνω στην ομήγυρη. Η Αικατερίνη καταπίνει το πλήγμα. Αυτή η ταπείνωση μέσα στο σαλόνι της είναι πιο εξευτελιστική και από μια ήττα στο πεδίο της μάχης. Ο υπηρέτης της Ζότωφ της δίνει ένα ποτήρι νερό. Το πίνει μονορούφι. Ύστερα από μια στιγμή που φαίνεται αιώνας, προφέρει με φωνή άτονη, αγνώριστη: «Η Αυτού Μεγαλειότητα Γουσταύος Δ' της Σουηδίας ένιωσε μια ξαφνική αδιαθεσία. Η γιορτή των αρραβώνων αναβάλλεται». Στη συνέχεια, σηκώνεται με δυσκολία και εγκαταλείπει την αίθουσα, στηριγμένη στο βραχίονα του εγγονού της Αλέξανδρου, σέρνοντας το βήμα της, με χαρακτηριστικά
πλαδαρά, κοντανασαίνοντας. Πίσω της, η νεαρή μνηστευμένη πέφτει λιπόθυμη. Τη βγάζουν έξω. Το πλήθος διαλύεται ψιθυρίζοντας. Μέσα στη νύχτα, η Αικατερίνη νιώθει μια ζαλάδα που μοιάζει με μικρή συμφόρηση. Συνέρχεται αμέσως και, την επόμενη μέρα, αποφασίζει να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις για να φτάσουν σε κάποιο συμβιβασμό. Ποτέ δεν της άρεσε να παραδέχεται την ήττα της. Δεν θα την κάνει δα ένας δανδής να καταθέσει τα όπλα. Θα δώσουν χορό. Θα εμφανιστεί εκεί και ο Γουσταύος. Ξαναβλέποντας την όμορφη Αλεξάνδρα, θα εγκαταλείψει από έρωτα τις γελοίες αξιώσεις του προτεστάντη μονάρχη. Ωστόσο, το νεαρό κορίτσι, άρρωστο από θλίψη, ικετεύει τη γιαγιά του να το απαλλάξει από τη δοκιμασία μιας συνάντησης με αυτόν που την ταπείνωσε δημόσια. Ευθύς αμέσως, η Αικατερίνη της στέλνει ένα σημείωμα γραμμένο βιαστικά και γεμάτο οργή: «Γιατί κλαίτε; Ό,τι αναβλήθηκε δεν έχει χαθεί. Πλύντε τα μάτια και τ' αυτιά σας με πάγο... Εγώ ήμουν άρρωστη χθες. Είστε θυμωμένη με την καθυστέρηση, αυτό είναι όλο». Αφού άκουσε την κατσάδα της, η Αλεξάνδρα πηγαίνει στο χορό με μάτια κόκκινα και κλονιζόμενα βήματα. Είναι και ο Γουσταύος εκεί, με όλα τα προσχήματα της ευγένειας. Ωστόσο, οι σχέσεις ανάμεσα στους δύο νέους έχουν χαλάσει. Από την πρώτη ματιά, η Αικατερίνη αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει δυνατότητα επανόρθωσης. Η Αλεξάνδρα δεν έχει πια δίπλα της έναν ερωτευμένο μνηστήρα, αλλά έναν αδιάλλακτο λουθηρανό, γεμάτο βασιλική υπεροψία. Ένα Σουηδό που κάνει τον δύσκολο μπροστά σε μια μεγάλη δούκισσα της Ρωσίας! Δεν θα επανέλθει στην απόφασή του. Και, από την πλευρά της, η Αικατερίνη δεν μπορεί να υποχωρήσει δίχως να ταπεινωθεί. Δεν βασίλεψε δα με τόση αίγλη επί τριάντα τέσσερα χρόνια για να ρίξει τώρα τον εγωισμό της. Τόσο το χειρότερο για τη «μικρή»161. Η πιο αξιολύπητη, σ' αυτή την υπόθεση, δεν είναι τούτο το πληγωμένο στη φιλαυτία του —και ίσως στον έρωτά του— παιδί, αλλά εκείνη, η αυτοκράτειρα, το γόητρο της οποίας καταπατήθηκε και το κύρος της εθίγη για πρώτη φορά στη ζωή της. Της φαίνεται πολλές φορές ότι οι βαθύτερες πηγές της ενέργειάς της έχουν προσβληθεί από την αποτυχία —ταυτόχρονα συναισθηματική και πολιτική— της βραδιάς της 11ης Σεπτεμβρίου. Ας ξεμπερδεύει λοιπόν! Η ρωσο‐σουηδική συμμαχία θάφτηκε. Δεν γίνεται πλέον λόγος για αρραβώνες. Ύστερα από συγγνώμες, αβρότητες και υπερβολικές ευγένειες, ο βασιλιάς της Σουηδίας και ο αντιβασιλέας φεύγουν και πάλι για τη Στοκχόλμη. Η Αλεξάνδρα, εξαντλημένη από τα δάκρυα, αρρωσταίνει. Η Αικατερίνη την περιβάλλει με τρυφερότητα γεμάτη ανησυχία. Και η ίδια όμως παραπονιέται για συχνές αδιαθεσίες. Οι κολικοί τους οποίους συνήθως νιώθει ύστερα από μια ζωηρή συγκίνηση, δεν την αφήνουν πια να ησυχάσει. Τα πόδια της τρέχουν πύον. Ένας πρακτικός γιατρός της συνιστά ποδόλουτρα με παγωμένο θαλασσινό νερό. Κάποιο βράδυ που περιφέρεται στο πάρκο του Τσάρσκογε Σέλο μαζί με την κυρία Ναρίσκιν, βλέπει ένα πεφταστέρι και λέει αναστενάζοντας: «Νά κάτι που προοιωνίζεται το θάνατό μου». Η φίλη της τής θυμίζει ότι, άλλοτε, η Μεγαλειότητά Της αρνούνταν να πιστέψει στους οιωνούς και καταδίκαζε τις δεισιδαιμονίες. «Ναι, άλλοτε», αποκρίνεται εκείνη με θλίψη. Και προσθέτει ότι αισθάνεται «να καταρρέει ραγδαία». Είχε ορκιστεί να ζήσει μέχρι τα ογδόντα∙ είναι εξήντα εφτά και εξουθενωμένη. «Η Αικατερίνη Β' ήρθε μετά τον Πέτρο Α'», έγραφε ο Ντιντερό το 1774, «ποιος όμως θα αντικαταστήσει την Αικατερίνη Β'; Αυτό το εξαιρετικό ον μπορεί να τη διαδεχθεί αμέσως ή να το περιμένουμε αιώνες». Περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε, νοιάζεται για την εξασφάλιση της αυτοκρατορικής κληρονομιάς. Ο Παύλος είναι, στο νου της, οριστικά θυσιασμένος. Θα τη διαδεχθεί στο θρόνο ο φωτισμένος, ο γενναιόδωρος Αλέξανδρος ο οποίος, δίχως ν' αποποιηθεί το ιδανικό του για δικαιοσύνη, θ' αντισταθεί στις επαναστατικές θύελλες που έχουν έρθει από τη Γαλλία. Το διάταγμα το οποίο εγκαθιδρύει τη νέα σειρά διαδοχής επρόκειτο αρχικά να δημοσιευτεί στις αρχές του 1797. Γιατί να περιμένει τόσο; Κυριευμένη από μια ξαφνική βιασύνη, η Αικατερίνη αποφασίζει να
διακηρύξει τις προθέσεις της στις 25 Νοεμβρίου 1796, ημέρα της ονομαστικής της εορτής. Ενόψει τούτου του μεγάλου γεγονότος, μαζεύει τις δυνάμεις της και εμφανίζεται στην Αυλή την Κυριακή, για τη λειτουργία και για το δείπνο. Περπατάει όλο και πιο δύσκολα, στηριγμένη σ' ένα μπαστούνι. Στις 4/15 Νοεμβρίου, ο Σερ Τσαρλς Γουίθγουορθ τη βρίσκει «πιο χαρούμενη και πιο στοργική παρά ποτέ». Ωστόσο, ο Ροστόψιν, καλύτερα πληροφορημένος, γράφει: «Η υγεία της είναι κακή. Μια θύελλα, παράξενη συγκυρία για την εποχή στις περιοχές μας, από εκείνες που είχαμε να δούμε από το θάνατο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, την επηρέασε εντονότατα. Δεν βγαίνει πια έξω». Ωστόσο, συνηθίζει να παρακολουθεί από πολύ κοντά τις υποθέσεις της Ευρώπης. Έτσι, χαίρεται όταν παίρνει νέα για την υποχώρηση του στρατηγού Μορώ, υποχρεωμένου να ξαναπεράσει τον Ρήνο. Το Διευθυντήριο είναι γι' αυτήν εξίσου αποτρόπαιο με τη Συμβατική Συνέλευση. Ονειρεύεται τη συντριβή της βασιλοκτόνου Γαλλίας. Με πένα που σκιρτάει, χαράζει μερικές γραμμές προς τον Αυστριακό διπλωμάτη Κόμπεντσλ: «Σπεύδω να ανακοινώσω στην εξαίρετη Εξοχότητα ότι τα εξαίρετα στρατεύματα της εξαίρετης Αυλής Της έχουν κατατροπώσει τους Γάλλους». Το ίδιο βράδυ, συγκεντρώνει τους οικείους της στο Ερμιτάζ και διασκεδάζει με τα αστεία του αδιόρθωτου παλιάτσου Λεόν Ναρίσκιν. Μεταμφιεσμένος σε πλανόδιο έμπορο, της προσφέρει, με λόγια σαλτιμπάγκου, θάλασσες, βουνά, ποταμούς, στέμματα, λαούς. Γελάει με την καρδιά της, τόσο που λέει ότι την έπιασε κολικός και αποσύρεται στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της. Το επόμενο πρωί σηκώνεται πολύ νωρίς, όπως συνήθως, φλυαρεί ευγενικά με την καμαριέρα της, δηλώνει ότι είναι μαγεμένη από τη νύχτα που πέρασε, κάνει βιαστικά την τουαλέτα της τρίβοντας το πρόσωπό της μ' ένα παγάκι, πίνει καυτό τον σκέτο καφέ της, δέχεται τον Πλάτωνα Ζούμπωφ, που συζητάει μαζί της για τις τρέχουσες υποθέσεις, συγκαλεί τους γραμματείς της, εργάζεται μαζί τους χωρίς να εκδηλώσει την παραμικρή κούραση, και τους διώχνει τελικά για ν' απομονωθεί στην γκαρνταρόμπα της. Όταν περνάει κάμποση ώρα δίχως να εμφανιστεί, όλοι γύρω της ανησυχούν. Ο υπηρέτης Ζότωφ και η καμαριέρα Περεκουζίκινα μπαίνουν στο δωμάτιό της, κι ύστερα στο μπουντουάρ. Κανείς. Χτυπούν την πόρτα της γκαρνταρόμπας, δίχως να πάρουν απάντηση. Με θρησκευτική ευλάβεια, σπρώχνουν το πορτόφυλλο. Τι φρίκη! Η αυτοκράτειρα είναι εκεί, ακίνητη, σωριασμένη πάνω στο χαλί, δίπλα στην καρέκλα. Η πόρτα δεν την άφησε ν' απλώσει τα πόδια της. Με τα μάτια κλειστά, με το πρόσωπο να συσπάται, με αφρούς στο στόμα, ασθμαίνει αδύναμα. Οι κραυγές του Ζότωφ κινητοποιούν τους άλλους υπηρέτες. Σπεύδουν και, ενώνοντας τις προσπάθειές τους, κατορθώνουν να ανασηκώσουν το βαρύ σώμα. Παραπαίοντας αδέξια, ξαπλώνουν την άρρωστη στα πόδια του κρεβατιού της, πάνω σ' ένα δερμάτινο στρώμα που έχουν βγάλει από έναν καναπέ. Εκείνη μένει εκεί, ανάσκελα, με το σαγόνι κρεμασμένο. Μια κρίση αποπληξίας. Πληροφορημένος πρώτος απ' όλους, ο Πλάτων Ζούμπωφ σπεύδει, απελπίζεται και διατάσσει να καλέσουν τον επίσημο γιατρό της Αυτής Μεγαλειότητας, τον Άγγλο Ρότζερσον. Αυτός διαπιστώνει παράλυση και, χωρίς ιδιαίτερες ελπίδες, προβαίνει σε αφαιμάξεις και τοποθετεί σιναπισμούς στα πόδια της. Και άλλοι γιατροί, που έρχονται να τον ενισχύσουν, κάνουν το ίδιο. Μόλο που θεωρούν την αυτοκράτειρα χαμένη, επιμένουν να δοκιμάσουν πάνω της «όλα τα μέσα τα οποία συνιστώνται από την πρακτική». Έξω από το παράθυρο, το χιόνι πέφτει στην Αγία Πετρούπολη. Η Αικατερίνη είναι τώρα ξαπλωμένη στο μεγάλο κρεβάτι της με τον ουρανό. Ανήμποροι, οι γιατροί δίνουν τη θέση τους στους ιερείς. Ένας ψίθυρος από προσευχές τυλίγει την ετοιμοθάνατη. Δεν έχει ανοίξει καθόλου τα μάτια της. Αδιάφορη για το σάλο που την περιβάλλει, συνεχίζει να αναπνέει θορυβωδώς κάνοντας έναν αποτρόπαιο ήχο με το λαρύγγι της. Ο ρόγχος δυναμώνει. Ακούγεται μέχρι τον προθάλαμο. Στο προσκέφαλό της, ο Πλάτων Ζούμπωφ κλαίει με λυγμούς. Τι θα απογίνει εκείνος μετά το θάνατο της αυτοκράτειρας; Όλα τα μίση που, ως
ευνοούμενος, έχει προκαλέσει στα παρασκήνια, θα ξεσπάσουν πάνω του. Από τη μία μέρα στην άλλη, θα τον εξευτελίσουν, θα τον χλευάσουν, θα τον διώξουν. Μακάρι να ήξερε από ποιο κλαδάκι να κρατηθεί! Αγνοούν όμως ακόμη ποιος θα είναι ο κληρονόμος του θρόνου! Πώς γίνεται και ο Αλέξανδρος δεν βρίσκεται εκεί; Τον αναζητούν παντού. Πήγε περίπατο με το έλκηθρο, μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο. Τελικά τον φέρνουν. Δείχνει εξουθενωμένος. Ωστόσο, η κόμισσα Γκολοβίν τον θεωρεί πανευτυχή μιας και «δεν είναι πια υποχρεωμένος να υπακούει στη γριά». Τι παράξενος χαρακτήρας αυτός ο Αλέξανδρος! Χωρίς καμιά αμφιβολία, είναι ενήμερος για την πράξη που έχει κατατεθεί στην αυτοκρατορική κασετίνα. Θα αρκούσε να δημοσιεύσει το διάταγμα για να αναγορευθεί αυτοκράτορας Πασών των Ρωσιών. Αλλά δεν κάνει αυτή την κίνηση που η ετοιμοθάνατη εύχεται με όλες τις δυνάμεις που της απομένουν. Λίγες μέρες ακόμη και, στις 25 Νοεμβρίου, εορτή της Αγίας Αικατερίνης, θα τον έχριε εκείνη επισήμως διάδοχό της. Τότε, αυτός δεν θα είχε παρά να σκύψει το κεφάλι. Όμως, η τσαρίνα έπεσε λίγο πριν φτάσει στο στόχο. Τώρα, κοινοποιώντας αυτό το έγγραφο, θα πληγώσει τον πατέρα του. Δεν έχει το θάρρος. Χρειαζόταν πάντοτε να έχει τις πλάτες κάποιου δραστήριου προσώπου, του Λαάρπ, της γιαγιάς του... Τώρα που έμεινε μόνος του, προτιμά το διφορούμενο, το κιάρο‐σκούρο, τους πλάγιους δρόμους, το κυνηγητό στα σύδεντρα. Μιας και τα γεγονότα είναι εναντίον του, δεν έχει παρά να αφεθεί σ' αυτά. Σε τελευταία ανάλυση, δεν ήταν δα και διακαής του πόθος να βασιλεύσει! Γύρω του, το Χειμερινό Ανάκτορο βουίζει σαν κυψέλη. Οι αυλικοί βρίσκονται επί ποδός με πρόσωπα πανικόβλητα. Μερικοί τρέμουν κυριευμένοι από πυρετό. Δεν τους ανησυχεί τόσο η τύχη της Αικατερίνης όσο η δική τους, μετά το θάνατό της. Περιμένοντάς τη ν' αφήσει την τελευταία της πνοή, επιδίδονται σε βιαστικούς υπολογισμούς, μελετούν καινούργιες συμμαχίες, φοβούνται τις παλιές έχθρες, κάνουν νοερές ταχυδακτυλουργίες ζυγίζοντας την εύνοια και τη δυσμένεια. Στην Αυλή, κάθε αλλαγή βασιλείας ισοδυναμεί με ξαναμοίρασμα χαρτιών ανάμεσα στους παίκτες. Βγαίνοντας από την παραζάλη του, ο Πλάτων Ζούμπωφ στέλνει τον αδελφό του Βαλεριανό, τον «Πέρση», που γύρισε πρόσφατα συντετριμμένος από το Μπακού, να ειδοποιήσει τον μεγάλο δούκα Παύλο. Με αυτό το διάβημα, ελπίζει να κερδίσει την επιείκεια του μελλοντικού ηγεμόνα. Από την άλλη πλευρά, ο Ροστόψιν φεύγει, κρίνοντας ότι είναι δική του αρμοδιότητα να αναγγείλει την είδηση στον κληρονόμο του θρόνου, του οποίου είναι φίλος και μυστικοσύμβουλος. Ο Παύλος και η γυναίκα του γευματίζουν με κάποιους οικείους στο μύλο της Γκάτσινα, μερικά βέρστια από το κάστρο. Οι δύο σύζυγοι διηγούνται ο ένας στον άλλο πολύ εντυπωσιασμένοι ένα όνειρο που είδαν και οι δυο τους ταυτόχρονα, την προηγούμενη νύχτα: ένα δυνατό χέρι τους τραβούσε ακατανίκητα προς τον ουρανό. Μόλις ο Παύλος ολοκλήρωσε την αφήγηση του οράματός του, του αναγγέλλουν έναν αγγελιαφόρο που ήρθε από την Αγία Πετρούπολη με νέα ανησυχητικά για την Αυτής Μεγαλειότητα. Ευθύς αμέσως, ετοιμάζει ένα έλκηθρο και ορμάει στον χιονισμένο δρόμο της πρωτεύουσας. Προς τι σπεύδει έτσι; Δεν μπορεί να το ξέρει. Τόσες ίντριγκες τον περιστοιχίζουν! Η μισή οικογένειά του είναι εναντίον του. Πρόκειται άραγε για ενέδρα; Θα τον συλλάβουν, θα τον κλείσουν σε φρούριο! Εν ονόματι της αυτοκράτειρας! Ή εν ονόματι του Αλέξανδρου! Εκατό φορές ο Παύλος άκουσε να μιλούν συγκαλυμμένα για την ενδεχόμενη καθαίρεσή του. Όλα θα παιχτούν κορόνα‐γράμματα ανάμεσα στο γιο του και σ' αυτόν τον ίδιο. Για μια στιγμή, σκέφτεται να κάνει πίσω. Ωστόσο, άλλοι αγγελιαφόροι, με τους οποίους διασταυρώνεται στη διαδρομή, τον διαβεβαιώνουν: η αυτοκράτειρα είχε πράγματι μια κρίση. Τέλος, εμφανίζεται ο Ροστόψιν με καινούργια μαντάτα. Ο Παύλος τον σφίγγει στην αγκαλιά του. Λοιπόν, τι γίνεται εκεί κάτω; Ο νεοφερμένος του αποκρίνεται ότι ο γιος μπορεί να πάει στο προσκέφαλο της μητέρας του χωρίς κανένα φόβο. Ολόκληρη η Αυλή τον περιμένει. Ο Παύλος ανεβάζει τον Ροστόψιν στο έλκηθρό του, τον καθίζει απέναντι από τη μεγάλη
δούκισσα Μαρία Φεντόροβνα, και διατάζει τον αμαξά να τρέξει γρηγορότερα. Τα κουδουνάκια ηχούν. Ο μεγάλος δούκας δείχνει μεταμορφωμένος από την έκσταση. Στην κορυφή ενός λόφου, αρκετά κοντά στην Αγία Πετρούπολη, σταματάει τ' άλογα, κατεβαίνει από την άμαξα και, κάνοντας μορφασμούς —ενώ τα μάγουλά του είναι μουσκεμένα από τα δάκρυα—, αποθαυμάζει το χιονισμένο τοπίο, ακινητοποιημένο μέσα σ' ένα εξωπραγματικό —θαρρείς— φεγγαρόφωτο. «Άρχοντα, τι στιγμή για σας!» ψιθυρίζει ο Ροστόψιν. «Περιμένετε, αγαπητέ μου, περιμένετε», λέει ο Παύλος σφίγγοντάς του το χέρι. «Έζησα σαράντα δύο χρόνια. Ο Θεός με βοήθησε. Ίσως και να μου δώσει τη δύναμη και τη λογική για να αντέξω την κατάσταση που μοιραία με περιμένει. Ας βασιστούμε στην καλοσύνη του!» Ξεκινάνε ξανά. Ενώ πλησιάζει προς την Αγία Πετρούπολη, ο Παύλος πείθεται όλο και περισσότερο ότι έχει σημάνει γι' αυτόν η ώρα της εκδίκησης. Αφού έζησε τόσο καιρό ως περιφρονημένος γιος και ως ταπεινωμένος πρίγκιπας, θα γνωρίσει τελικά τη λάμψη της εξουσίας. Εκτός κι αν κάτι εμποδίσει την τελευταία στιγμή την εξέλιξη των γεγονότων. Όλα είναι πιθανά με μια μητέρα αυταρχική σαν την Αικατερίνη. Ακόμα και ετοιμοθάνατη, πρέπει να τη φοβάται κανείς. Εμπρός για το Χειμερινό Ανάκτορο! Όταν ο Παύλος κάνει εκεί την είσοδό του, γύρω στις οχτώμισι το βράδυ, κρίνει ότι, κατ' αρχάς, τα πράγματα είναι καλά. Όλοι οι υψηλοί αξιωματούχοι, συγκεντρωμένοι, κάνουν βαθιά υπόκλιση στο πέρασμά του. Ο Πλάτων Ζούμπωφ, ο οποίος έχει καταντήσει μαριονέτα, και ο αντικαγκελάριος Μπεζμπορόντκο, που φοβάται για τη θέση του, πέφτουν γονατιστοί μπροστά του. Τους σηκώνει, τους αγκαλιάζει, διασχίζει το πλήθος των αυλικών που ψιθυρίζουν ευλογίες στο πέρασμά του, μπαίνει στο δωμάτιο της ετοιμοθάνατης, ρίχνει ένα ψυχρό βλέμμα σ' εκείνο το πρόσωπο με τα χοντρά μάγουλα, το τσακισμένο και γεμάτο συσπάσεις, γονατίζει στα πόδια του κρεβατιού, ξανασηκώνεται, ρωτάει τους γιατρούς. Κατά τη γνώμη τους, το τέλος πλησιάζει. Ας καλέσουν λοιπόν τον αρχιεπίσκοπο Γαβριήλ για να δώσει το ύστατο χρίσμα. Στο διπλανό γραφείο, όπου αποσύρεται ο Παύλος, οι επισκέπτες διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Ετοιμάζουν εκεί το μέλλον. Ο αντικαγκελάριος Μπεζμπορόντκο ικετεύει τον Ροστόψιν να μεσολαβήσει υπέρ του στον μελλοντικό άρχοντα της Ρωσίας. Οι μεγάλοι δούκες Κωνσταντίνος και Αλέξανδρος παρουσιάζονται μπροστά στον πατέρα τους δείχνοντάς του ένα σεβασμό που τον χαροποιεί ιδιαίτερα. Και ο ένας και ο άλλος, για να του είναι αρεστοί, φόρεσαν την πρωσική στολή των ταγμάτων της Γκάτσινα. Ποτέ, τον καιρό της αυτοκράτειρας, δεν θα τολμούσαν να έρθουν στο παλάτι με αυτή την περιβολή. Είναι σίγουρο τώρα πια ότι ο Αλέξανδρος δεν έχει βλέψεις στο θρόνο. Δεν θα αναγκαστεί να επικαλεστεί τη βοήθεια της φρουράς για να υποστηρίξει τα δικαιώματά του. Καλύτερα από οποιαδήποτε δήλωση, τούτο το χοντρό πράσινο ντρίλι αποτελεί την εγγύηση της υποταγής του. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά του τοίχου, η Αικατερίνη συνεχίζει να παλεύει ενάντια στο θάνατο. Εξακολουθεί να είναι γαντζωμένη από τη Ρωσία. Οι απόηχοι του βραχνού και περιοδικού ρόγχου της μπλέκονται με τις συζητήσεις εκείνων που, λίγο πιο πέρα, σκέφτονται το αύριο. Η νύχτα περνάει μέσα σε μια ατμόσφαιρα αγωνιώδους αβεβαιότητας, μακάβριας ανυπομονησίας. Το πρωί της 6/17 Νοεμβρίου 1796, η αυτοκράτειρα ζει ακόμα. Το πρόσωπό της, παρατηρεί ο Ροστόψιν, αλλάζει συχνά χρώμα, περνώντας από το μελανό στο κόκκινο ή το βιολετί: «Πότε το αίμα της ανέβαινε στο κεφάλι, παραμορφώνοντας τα χαρακτηριστικά της, και πότε αποτραβιόταν, κάνοντάς τα να ξαναγυρνούν στη φυσική τους όψη». Κάπου κάπου, ο γιατρός Ρότζερσον ή ο υπηρέτης Ζότωφ ή η καμαριέρα Περεκουζίκινα πλησιάζουν την άρρωστη για να της τακτοποιήσουν τα μαξιλάρια και να σκουπίσουν το ροζ υγρό που τρέχει από τα χείλη της. Ο Πλάτων Ζούμπωφ παρακολουθεί τις κινήσεις τους με άδειο βλέμμα.
Κατά τους αυτόπτες μάρτυρες της σκηνής, παρουσιάζει θέαμα ανθρώπου που «βρίσκεται στα έσχατα όρια της απελπισίας». Φοβούνται μήπως τρελαθεί. Η Περεκουζίκινα κλαίει και οδύρεται γυρνώντας γύρω από το κρεβάτι της αφέντρας της «λες και την περιμένει να ξυπνήσει». Ασυγκίνητος απ' όλους αυτούς τους θρήνους, ο Παύλος κινείται ολοταχώς. Δίνει διαταγή στον Μπεζμπορόντκο και στον γενικό εισαγγελέα Σαμοΐλωφ να ξεδιαλέξουν και να σφραγίσουν όλα τα έγγραφα που βρίσκονται μέσα στο γραφείο της αυτοκράτειρας και σ' εκείνο του Πλάτωνα Ζούμπωφ. Αδειάζουν τα συρτάρια, δένουν με σπάγκο τα πακέτα με τα γράμματα, τις αναφορές∙ η αυτοκρατορική σφραγίδα αποτυπώνεται στο ζεστό κερί. Άραγε το μανιφέστο με την έκπτωση από το αξίωμα του μελλοντικού τσάρου βρίσκεται ανάμεσα σ' αυτά τα αρχεία; Κατά τη γνώμη των συγχρόνων, ναι. Ο Μπεζμπορόντκο εφιστά την προσοχή του Παύλου σ' ένα γράμμα κλειστό, δεμένο με μαύρη κορδέλα, πάνω στο οποίο αναγράφεται: «Να ανοιχτεί μετά το θάνατό μου, στο συμβούλιο». Δίχως να πει λέξη, ο διάδοχος του θρόνου παίρνει το χαρτί και, καθώς ο Μπεζμπορόντκο του δείχνει με τα μάτια ένα τζάκι όπου καίνε κούτσουρα, εκείνος πετάει το έγγραφο στις φλόγες. Δεν υπάρχει πια κανένα πειστήριο για τη βούληση της Αικατερίνης162. Στις εννέα, ο γιατρός Ρότζερσον μπαίνει στο γραφείο του Παύλου για να του αναγγείλει ότι το τέλος πλησιάζει. Συνοδευόμενος από τη γυναίκα του, τον Αλέξανδρο, τον Κωνσταντίνο και πολλούς υψηλούς αξιωματούχους, ο μεγάλος δούκας πηγαίνει να σταθεί στο προσκέφαλο εκείνης που θα είναι, για λίγες στιγμές ακόμη, αυτοκράτειρα της Ρωσίας. Λες κι ένα φυσερό ανοιγοκλείνει, κάνοντας ένα φρικτό θόρυβο, μέσα στο στήθος της ετοιμοθάνατης. Το πελιδνό της πρόσωπο συσπάται∙ μέσα στο μισάνοιχτο στόμα της κινείται μια αναδιπλωμένη άκρη γλώσσας. «Αυτή η στιγμή θα μείνει ζωντανή στη μνήμη μου όσο ζω», σημειώνει ο Ροστόψιν. «Δεξιά, στέκονταν ο μεγάλος δούκας διάδοχος, η μεγάλη δούκισσα και τα παιδιά τους∙ στο προσκέφαλο, εγώ και ο Πλεστσέγιεφ∙ αριστερά, οι γιατροί και όλο το στενό υπηρετικό προσωπικό της αυτοκράτειρας... Η σιωπή όλων των παρισταμένων, η σταθερότητα των βλεμμάτων που στρέφονταν όλα προς την ίδια κατεύθυνση, το μισοσκόταδο που κυριαρχούσε μέσα στο δωμάτιο, όλα ενέπνεαν δέος και ανήγγελλαν τον ερχομό του θανάτου. Όταν το ρολόι σήμανε δέκα και τέταρτο, η Αικατερίνη η Μεγάλη, αφού άφησε την τελευταία της πνοή, εμφανίστηκε όπως όλοι οι θνητοί μπροστά στο δικαστήριο του Θεού». Μόλις ξεψυχάει η Αικατερίνη, το πρόσωπό της παίρνει και πάλι ένα ύφος νηφάλιο και γεμάτο μεγαλοπρέπεια. Ο Παύλος γονατίζει, κάνει το σταυρό του και ξανασηκώνεται. Πίσω από τις πόρτες, το πλήθος των αυλικών βρίσκεται σε αναβρασμό. Ο γενικός εισαγγελέας Σαμοΐλωφ προχωρεί προς το μέρος τους και ανακοινώνει: «Κύριοι, η αυτοκράτειρα Αικατερίνη απεβίωσε. Αναγορεύεται αυτοκράτωρ ο γιος της Παύλος». Όλοι υιοθετούν το ύφος που αρμόζει στην περίσταση. «Ήταν», θα πει ακόμα ο Ροστόψιν, «σαν να βρίσκονταν στη θέση ενός ταξιδιώτη που έχασε το δρόμο του∙ καθένας όμως έλπιζε να τον ξαναβρεί σύντομα». Κυριαρχεί μια χαρά γεμάτη σοβαρότητα. Ο ένας αγκαλιάζει τον άλλον κλαίγοντας. Η Ρωσία συνεχίζεται. Δίνεται διαταγή να παρευρεθούν όλοι στο παρεκκλήσι του παλατιού για την τελετή της ορκωμοσίας. Είναι μεσημέρι. Ο κόσμος σπρώχνεται, ορμάει. Φέρνουν στα γρήγορα ένα θρόνο μέσα στο ιερό. Ο Παύλος, μεθυσμένος από μια ανέλπιστη τύχη, κάθεται επιβλητικά στη θέση της μητέρας του. Το πρόσωπό του που θυμίζει πίθηκο, με την πλακουτσή μύτη, το πλαδαρό κάτω χείλος, τα πεταχτά και γλαυκά μάτια, εκφράζει μια ικανοποίηση γεμάτη υπεροψία. Η παρέλαση αρχίζει. Πρώτα απ' όλα, η νέα αυτοκράτειρα, αφού ασπαστεί το σταυρό και το Ευαγγέλιο, πλησιάζει τον αυτοκράτορα και τον φιλάει τρεις φορές στα χείλη και στα μάτια. Ύστερα, έρχεται η σειρά του μεγάλου δούκα Αλέξανδρου και της γυναίκας του, οι οποίοι ακολουθούνται από τον μεγάλο δούκα
Κωνσταντίνο και τη μεγάλη δούκισσα σύζυγό του163, από τις μεγάλες δούκισσες Αλεξάνδρα, Ελένη, Μαρία και Αικατερίνη, τις θυγατέρες του Παύλου. Ενώ διαβάζουν τον τυπικό όρκο, όλοι γονατίζουν μπροστά στον Μεγαλειότατο και ακουμπούν ελαφρά τα χείλη τους στο δεξί του χέρι. Πίσω από την αυτοκρατορική οικογένεια, ο μητροπολίτης Γαβριήλ, οι κληρικοί και οι υψηλοί αξιωματούχοι της Αυλής ορκίζονται πίστη στον καινούργιο τσάρο. Εκείνος απολαμβάνει αχόρταγα το θρίαμβό του. Αφού τελειώσει η τελετή, ρίχνει μια τελευταία ματιά στο λείψανο της αυτοκράτειρας, η οποία είναι ντυμένη στ' άσπρα, επιθεωρεί ένα σύνταγμα της φρουράς, εκδηλώνει τη δυσαρέσκειά του για την κακή εμφάνιση των στρατευμάτων ξεφυσώντας και χτυπώντας το πόδι του, κι ύστερα, αποσύρεται στο γραφείο του για να συσκεφθεί με τους οικείους του. Τώρα που έγινε κύριος της Ρωσίας, ένα πράγμα τον απασχολεί: να καταλύσει οτιδήποτε καθιερώθηκε από τη μητέρα του και να συνεχίσει το νήμα της ιστορίας από τη μέρα της δολοφονίας του πατέρα του, το 1762. * Πληροφορούμενος το θάνατο της αυτοκράτειρας, ο πρίγκιπας ντε Λίνι αναφωνεί: «Η Αικατερίνη ο Μέγας (ελπίζω ότι η Ευρώπη θα καταξιώσει αυτό το όνομα που της έδωσα), η Αικατερίνη ο Μέγας δεν υπάρχει πια. Είναι φρικτό να προφέρεις τούτες τις λέξεις!... Το πιο λαμπρό άστρο που φώτισε το ημισφαίριό μας μόλις έσβησε!». Αυτός ο επικήδειος δεν προσθέτει τίποτα στο γόητρο της εκλιπούσας. Γνώρισε κιόλας, ενόσω ζούσε, τους πιο ξέφρενους επαίνους. Όπως και τις χειρότερες ύβρεις. «Σεμίραμις» και «Μεσσαλίνα». Σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, δούλεψε για την ίδια της τη δόξα. Ασφαλώς, αγάπησε ειλικρινά, με πάθος, τον ρωσικό λαό. Μήπως όμως σκεφτόταν και το θρύλο γύρω από το όνομά της τη στιγμή που ετοιμαζόταν να υπογράψει μια συμμαχία ή να κηρύξει έναν πόλεμο; Τα αποτελέσματα είναι αδιαμφισβήτητα: εκμηδένιση της τουρκικής ισχύος, προσάρτηση της Κριμαίας και των λιμανιών της Μαύρης θάλασσας, διανομή της Πολωνίας... Όλα εν ονόματι της δικαιοσύνης, της διεθνούς ισορροπίας, των ιερών συμφερόντων της αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα, με κάθε κατάκτηση μεγάλωνε η ίδια η Αικατερίνη. Αυτός ο βράχος θέλησης διέθετε μια πολύπλοκη ιδιοσυγκρασία. Παρά τα ευγενή φιλοσοφικά της ιδεώδη επιδείνωσε το πρόβλημα της δουλείας στη Ρωσία μοιράζοντας γαίες και χωρικούς σε όσους εξυπηρετούσαν το θρόνο ή την παστάδα της. Διακήρυξε εκατοντάδες φορές τις φιλελεύθερες ιδέες της, έδωσε τον «ιακωβίνο» Λαάρπ ως παιδαγωγό στους εγγονούς της, αλλά έδρασε πάντοτε απολυταρχικά, δυσφορώντας στο πρώτο σκίρτημα του κοινωνικού ιστού. Η εξέγερση, η Επανάσταση, η Συμβατική Συνέλευση υπήρξαν οι κακοί δαίμονες αυτής της άνασσας με τη δημοκρατική καρδιά. Προστάτευσε επιδεικτικά τους ξένους συγγραφείς και καλλιτέχνες, αλλά όχι τόσο για να τους εκφράσει τα φιλικά της αισθήματα όσο για προπαγανδιστικούς λόγους στην Ευρώπη. Διάβασε πολύ, όχι όμως κάνοντας τις επιλογές της αλλά «εική και ως έτυχε», κατά τη δική της έκφραση, και η παιδεία της ήταν ένα συνονθύλευμα γνώσεων του συρμού. Συμπεριφέρθηκε ως αρχηγός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, διακηρύσσοντας συγχρόνως ένα σκεπτικισμό με τον τρόπο του Βολταίρου. Μόλο που ισχυρίστηκε ότι κυβερνούσε μόνη, στηριζόταν διαρκώς στους ευγενείς που, χάρη σ' αυτήν, έγιναν μια τάξη δεσπόζουσα, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο. Στις ερωτικές της σχέσεις, αποδείχτηκε σεμνότυφη στα λόγια, αποχαλινωμένη όμως στις πράξεις. Αν και με ιδιοσυγκρασία πληθωρική και ορμητική, δεν επιδόθηκε ποτέ στις διαστροφές. Μονάχα στις φυσικές της ορέξεις. Οι άνδρες στάθηκαν πάντοτε γι' αυτήν αντικείμενα ηδονής. Τους διάλεγε νέους, ωραίους, ισχυρούς και, αν ήταν δυνατόν, όχι ιδιαίτερα ηλίθιους. Μερικοί έγιναν επιπλέον φίλοι και σύμβουλοί της. Σπανίως όμως τους άφηνε να της πάρουν τον αέρα. Η ζωή ήταν πάντοτε γι' αυτή μια σχέση δυνάμεων μεταξύ των ατόμων. Οι αδύναμοι πρέπει να αφανίζονται. Το μέλλον ανήκει στους φιλόδοξους, στους ορμητικούς, στους επίμονους, στους ανδροπρεπείς. Αυτοί οι ανδροπρεπείς, βέβαια, μπορούν να έχουν το σαγηνευτικό παρουσιαστικό της θηλυκότητας. Μήπως η ίδια δεν είναι η απόδειξη; Κατά διαστήματα, ήξερε να είναι γλυκιά, καλή, συναισθηματική. Είναι το
γερμανικό φεγγαρόφωτο. Αμέσως μετά, επανέρχεται δριμύτερη. Και τι δεν εκθείασε σ' αυτόν τον κόσμο! Το γέλιο, τα βιβλία, τους άνδρες, τα ζώα, τα δέντρα, τα παιδιά! Ωστόσο, τίποτε απ' όλα αυτά δεν τη μετέστρεψε ποτέ από την πολιτική. Μια λυσσαλέα δουλεύτρα. Και, ταυτόχρονα, μια γαλίφα που συνδυάζει τις χάρες του φύλου της με μια αρρενωπή αυταρχικότητα. Ό,τι θέλησε, το απέκτησε με την υπομονή, την ευφυΐα, τη σκληρότητα, το θάρρος, αναλαμβάνοντας απίστευτους κινδύνους όταν έπρεπε, αλλάζοντας ξαφνικά ρότα για να φτάσει πιο σίγουρα στο στόχο της. Ως μικρή Γερμανίδα πριγκίπισσα, δεν αρκέστηκε μόνο να μάθει ρωσικά και ν' αλλάξει δόγμα προκειμένου να κυβερνήσει επάξια τη θετή της πατρίδα. Παντρεύτηκε ακόμα και την ψυχή τούτου του ιδιότυπου έθνους. Θέλησε να ενσαρκώσει τη Ρωσία, αυτή που δεν είχε ούτε μια σταγόνα ρώσικο αίμα στις φλέβες της. Και τούτη η ταχυδακτυλουργία παραμένει ίσως η πιο εκπληκτική επιτυχία της. Επιτυχία που ακόμα και οι χειρότεροι συκοφάντες της δεν τολμούν να της αρνηθούν. Με το άγγελμα του θανάτου της, ο λαός συγκεντρώθηκε κάτω από το παράθυρα του Χειμερινού Ανακτόρου. Εκατοντάδες άγνωστοι γονατίζουν πάνω στο χιόνι. Σε τελευταία ανάλυση, δεν έζησαν και τόσο άσχημα κατά τη διάρκεια της βασιλείας της «μητερούλας Κατερίνας»! Πώς θα είναι το μέλλον τους με αυτόν τον Παύλο Α', που θεωρείται περισσότερο Τεύτων παρά Ρώσος; Ήδη, τα στρατεύματα της Γκάτσινα μπαίνουν στην πρωτεύουσα φορώντας την πρωσική στολή. Μέσα σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες από το θάνατο της Αικατερίνης, η Αυλή, η τόσο χαρούμενη, η τόσο εκλεπτυσμένη, έχει μεταμορφωθεί σε στρατώνα. «Δεν άκουγες παρά το θόρυβο των σπιρουνιών, της βαριάς μπότας, του τσακμακιού και, όπως σε μια πόλη που κυριεύτηκε, όλα τα οικήματα επιτάχθηκαν από ένα στίφος πολεμιστών που έκαναν εκκωφαντικό θόρυβο», γράφει ο Ντερζάβιν. «Ανθρωπάκια που τα αγνοούσες μέχρι χθες βρίσκονταν σε αναβρασμό, έσπρωχναν τους πάντες και έδιναν επιτακτικά διαταγές», παρατηρεί από την πλευρά του ένας άλλος σύγχρονος, ο Τσίσκωφ. Και ο πρίγκιπας Γκολίτσιν υπερθεματίζει: «Το παλάτι έχει μεταβληθεί σε στρατώνα... Από την είσοδο κιόλας, διακρίνεις την υπέρμετρη συμπάθεια του αυτοκράτορα για καθετί στρατιωτικό και προπαντός για την ακρίβεια και την κανονικότητα στις κινήσεις, πάνω στα χνάρια του Φρειδερίκου, του βασιλιά της Πρωσίας, του οποίου την τακτική προσπαθεί να αντιγράψει». Όλα πρέπει να γίνονται κατά τον πρωσικό τρόπο. Ένας λυσσαλέος πόλεμος έχει κηρυχθεί ενάντια στα στρογγυλά καπέλα, στα κολάρα, στα γιλέκα, στα ρούχα της γαλλικής μόδας, στις μπότες με τα ρεβέρ. Τα ένδοξα λάβαρα του συντάγματος των δραγόνων του Γεκατερινοσλάβ χαρακτηρίζονται από τον νέο γενικό επιτελάρχη Αρακτσέγιεφ «παλιές φούστες της Αικατερίνης». Σε κάθε βήμα, η ανάμνηση της τσαρίνας γίνεται αιτία αναθέματος ή γελοιοποίησης. Καταφεύγοντας στο σπίτι της αδελφής του, της κυρίας Γκερέμπσωφ, ο Πλάτων Ζούμπωφ παριστάνει τον άρρωστο και περιμένει με αγωνία να αποφανθεί ο αυτοκράτορας για την τύχη του. Ξαφνικά, γίνεται μεταστροφή: ενώ κάμπτει τη ράχη περιμένοντας να ξεσπάσει η θύελλα, πληροφορείται ότι ο Παύλος Α' του χαρίζει ένα μέγαρο πολυτελώς επιπλωμένο, μαζί με πιατικά, άλογα, αμάξια, λακέδες. Και ως αποκορύφωση των τιμών, το αυτοκρατορικό ζευγάρι τον επισκέπτεται την επομένη κιόλας της εγκατάστασής του στην καινούργια του κατοικία. Όταν πέφτει στα πόδια του μονάρχη, εκείνος τον παρηγορεί λέγοντάς του το ρωσικό γνωμικό: «Όποιος θυμάται τις περασμένες προσβολές, του αξίζει να χάσει το ένα του μάτι». Κι ύστερα, παίρνοντας ένα ποτήρι σαμπάνια, ο τσάρος προσθέτει: «Όσες σταγόνες υπάρχουν μέσα σ' αυτό το ποτήρι, τόσες ευχές κάνω για την ευτυχία σου». Ο Πλάτων Ζούμπωφ πλέει σε μια εξωπραγματική ευδαιμονία. Αλλά η χαρά του θα κρατήσει λίγο. Ο Παύλος τον εξύψωσε για να τον ταπεινώσει περισσότερο. Λίγες μέρες μετά απ' αυτή την υποδοχή, όλα τα αξιώματα του τέως ευνοουμένου του αφαιρούνται, τα κτήματά του δημεύονται και του παραχωρείται η άδεια, με άλλα λόγια η διαταγή, να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Ήπια τιμωρία. Ο Παύλος όμως διασκεδάζει. Για να
εναντιωθεί —θαρρείς— στην εκλιπούσα αυτοκράτειρα που κοιμάται τον αιώνιο ύπνο της βγάζει από το φρούριο του Σλύσελμπουργκ τον μασόνο Νοβικώφ, που εκείνη είχε διατάξει τη φυλάκισή του, και ανακαλεί από την εξορία τον περίφημο δημοσιογράφο Ραντίστσεφ, συγγραφέα του Ταξιδιού από την Αγία Πετρούπολη στη Μόσχα. Κι ακόμα, πηγαίνει στο Μαρμάρινο Παλάτι, όπου ο Πολωνός πατριώτης Κοσιούσκο φρουρείται καλά και, αφού τον γεμίζει δώρα, τον εξουσιοδοτεί να φύγει για την Αμερική. Σ' έναν άλλο Πολωνό φυλακισμένο, τον Ποτόκι, δηλώνει πριν τον απελευθερώσει: «Ξέρω πως υποφέρατε πολύ, πως σας κακομεταχειρίστηκαν για ένα μεγάλο διάστημα∙ αλλά, στη διάρκεια της προηγούμενης βασιλείας, όλοι οι έντιμοι άνθρωποι διώχθηκαν, και πρώτος εγώ». Επίσης, φροντίζει να βγει ο Στανισλάς Πονιατόφσκι από το απομονωτήριο του Γκρόντνο και να εγκατασταθεί με όλες τις επιβεβλημένες τιμές στην Αγία Πετρούπολη. Αυτά όμως δεν αρκούν για να ικανοποιήσουν τα ένστικτά του, ένστικτα ανθρώπου που επανορθώνει όλες τις αδικίες. Νιώθει να τον καλεί ο Ύψιστος για ν' αποκαταστήσει όλα τα λάθη και τα εγκλήματα της μητέρας του. Αφού ικανοποιήσει τα δίκαια των ζωντανών, φιλοδοξεί να επιβάλει τη δικαιοσύνη και στο βασίλειο των σκιών. Κατόπιν διαταγής του, το φέρετρο του πατέρα του βγαίνει από τις κατακόμβες του μοναστηριού Αλέξανδρος Νιέφσκι, διακοσμείται με όλα τα εμβλήματα της αυτοκρατορικής εξουσίας, μεταφέρεται με κάθε μεγαλοπρέπεια στο Χειμερινό Ανάκτορο και εναποτίθεται στην αίθουσα των κιόνων, πλάι στο φέρετρο της Αικατερίνης. Έτσι, σ' ένα αποτρόπαιο συζυγικό ραντεβού, το πτώμα της γριάς που πέθανε πριν από λίγες μέρες, συναντάει το σκελετό του νεκρού συζύγου της, νεκρού εδώ και τριάντα τέσσερα χρόνια. Πάνω από το επίσημο κρεβάτι, τοποθετείται ένα λάβαρο με την εξής επιγραφή, στα ρωσικά: «Χωρισμένοι στη ζωή, ενωμένοι στο θάνατο». Οι κάτοικοι της Αγίας Πετρούπολης καλούνται να παρελάσουν, ύστερα από τους αυλικούς, τους διπλωμάτες και τους υψηλούς αξιωματούχους, μπροστά στα δύο λείψανα που έχουν μπει δίπλα δίπλα από ένα γιο ο οποίος θέλει ν' αρνηθεί το παρελθόν. «Τι να πει κανείς», γράφει ο βαρόνος Στέντινγκ, «γι' αυτή την αλαζονική γυναίκα που υπαγόρευε τις θελήσεις της στους ηγεμόνες και που βρίσκεται τώρα εκτεθειμένη στα όμματα και την κρίση του λαού, δίπλα σ' ένα σύζυγο που θανατώθηκε με δική της εντολή. Ιδού ένα τρομερό μάθημα που δίνει στους διεστραμμένους η Θεία Πρόνοια». Αποθαυμάζοντας τη διθέσια νεκροφόρα, ο Παύλος, σ' ένα είδος μακάβριου παραληρήματος, έχει την αίσθηση ότι θα διορθώσει τον ρου της ιστορίας. Οι εξιλαστήριες τελετές, των οποίων έχει ρυθμίσει και την ελάχιστη λεπτομέρεια, συνεχίζονται με τη μεταφορά των σορών του Πέτρου Γ' και της Αικατερίνης Β' στον καθεδρικό ναό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, όπου θα ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία. Η πομπή διασχίζει τη χιονισμένη πόλη μέσα σ' ένα κρύο δεκαοχτώ βαθμών υπό το μηδέν. Οι καμπάνες σημαίνουν πένθιμα. Με δαιμονική ευφυΐα, ο Παύλος ορίζει τους λίγους επιζώντες της συνωμοσίας του 1762 να απονείμουν τις δέουσες τιμές στον δολοφονημένο τσάρο. Αυτή θα είναι η τιμωρία τους. Ο Αλέξης Ορλώφ, ο «Σημαδεμένος», κύριος υπεύθυνος για τη δολοφονία, προχωρεί επικεφαλής της παρέλασης, φέροντας πάνω σ' ένα μαξιλάρι το στέμμα του θύματος∙ ο Πάσεκ και ο Μπαριατίνσκι, συνεργοί του, κρατούν τις ταινίες του σκεπάσματος του φερέτρου. Και οι τρεις έχουν γεράσει πολύ μετά τα γεγονότα. Ανάμεσα στο πλήθος που σπεύδει για να δει την πομπή, ελάχιστοι έχουν ακούσει γι' αυτόν τον Πέτρο Γ', ο οποίος κηδεύεται για δεύτερη φορά. Ο λαός δεν θρηνεί γι' αυτόν, αλλά για την Αικατερίνη, τη «μητερούλα». Λυγμοί υψώνονται γύρω από τον Παύλο. Περιφρονώντας αυτές τις γελοιότητες, εκείνος περπατάει με ψηλά το κεφάλι πίσω από τα δύο φέρετρα, ακολουθούμενος από την αυτοκράτειρα Μαρία Φεντόροβνα, τους μεγάλους δούκες και όλους τους αυλικούς. Έχει τη συναίσθηση ότι εκπληρώνει ένα ιερό χρέος ενώνοντας στο θάνατο έναν πατέρα που θαυμάζει, αν και τον γνώρισε λίγο, και μια μητέρα που μισεί επειδή τη γνώρισε πάρα πολύ. Μέσα στον καθεδρικό ναό, οι ιερείς, με μαύρα ασημοκέντητα άμφια, τελούν τη διπλή κηδεία με όλη την απαιτούμενη επισημότητα. Οι ίδιοι καπνοί θυμιάματος και τα ίδια
σεραφικά άσματα χαιρετίζουν, για ώρες, και τα δύο λείψανα του αυτοκρατορικού ζευγαριού που έχει ενωθεί και πάλι. Θα έλεγε κανείς, μεταθανάτιοι γάμοι. Η Εκκλησία επικαλείται την επιείκεια του Κυρίου για τις ψυχές των δύο Ρώσων ηγεμόνων, δεύτερων εξαδέλφων, που ήρθαν —παιδιά ακόμη— ο ένας από το Κίελο και η άλλη από το Τσερμπστ, για να κυβερνήσουν μια χώρα της οποίας, αρχικά, αγνοούσαν τη γλώσσα και δεν είχαν ασπαστεί τη θρησκεία. Η βασιλεία του πρώτου διήρκεσε έξι μήνες, η βασιλεία της δεύτερης τριάντα τέσσερα χρόνια. Ωστόσο, για το γιο τους, η δεύτερη έχει λιγότερη σημασία από τον πρώτο. Την απαρνείται, την απορρίπτει, θα ήθελε να ζήσει αρκετά ώστε να καταστρέψει όλα όσα έχτισε εκείνη. Μετά τη θρησκευτική τελετή, βγάζει τον πένθιμο μανδύα του και επιθεωρεί τα στρατεύματα τα οποία είναι συγκεντρωμένα στη Μιλιόναγια. Ωστόσο, οι στρατιωτικές ασκήσεις δεν ηρεμούν παρά μόνο παροδικά το πνεύμα του που κοχλάζει. Η σκέψη της Αικατερίνης και του Πέτρου τον καταδιώκει συνεχώς. Οι εραστές της μητέρας του παρελαύνουν ο ένας πίσω απ' τον άλλο στη θύμησή του. Καταλαμβάνεται από μανία. Όλα αυτά πρέπει να τα σβήσει! Ξαφνικά, θυμάται ότι ο μεγαλειώδης Ποτέμκιν έχει ενταφιαστεί στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, στη Χερσώνα. Αυτός δεν ήταν μόνο εραστής της μητέρας του αλλά, καθώς φημολογείται, και σύζυγός της. Απαράδεκτο. Ύβρις προς τη μνήμη του Πέτρου Γ', του αληθινού, του μόνου συζύγου της Αικατερίνης. Να ανοιχτεί το μαυσωλείο του «Γαληνοτάτου» και να σκορπιστούν τα καταραμένα του κόκαλα! Το ουκάζιο εκτελείται εσπευσμένα από νεκροθάφτες οι οποίοι τρέμουν. Αφού εγκαταστήσει τους γονείς του στον τάφο τους και διώξει από τον δικό του τον Πρίγκιπα της Ταυρίδας, ο Παύλος Α' νιώθει καλύτερα. Τώρα που τακτοποίησε το παρελθόν, μπορεί να στραφεί προς το μέλλον. Τεσσεράμισι χρόνια αργότερα, έχοντας τρομοκρατήσει τη χώρα με τους εξωφρενισμούς του, θα δολοφονηθεί όπως ο Πέτρος Γ'. Στην πρώτη σειρά των δολοφόνων του, θα τοποθετηθεί ο Πλάτων Ζούμπωφ, ο οποίος γυρνάει εγκαίρως από το ταξίδι του για να λάβει μέρος στη συνωμοσία. Ο γιος του Παύλου Α', ο αναποφάσιστος, ο μυστηριώδης Αλέξανδρος, ύστερα από σιωπηλή συνεννόηση με τους συνωμότες, θα ανέβει στο θρόνο της Ρωσίας. Κι έτσι, η βούληση της Μεγάλης Αικατερίνης θα πληρωθεί, για μία ακόμη φορά, ενάντια σε κάθε αντιξοότητα. 1
Ορισμένοι ιστορικοί υποστήριξαν ότι η Σοφία, η μέλλουσα Αικατερίνη Β', ήταν στην πραγματικότητα νόθη κόρη του Φρειδερίκου Β' της Πρωσίας, ο οποίος, εκείνη την εποχή, ήταν διάδοχος και μόνο δεκάξι χρονών! Άλλοι, το ίδιο ευφάνταστοι, θεώρησαν πατέρα της τον κόμη Ιβάν Μπέτσκι. Αυτοί οι ισχυρισμοί δεν βασίζονται σε καμία σοβαρή μαρτυρία και προκύπτουν από την κάπως απλοϊκή ιδέα ότι μια προσωπικότητα της ολκής της Αικατερίνης Β' δεν θα μπορούσε να έχει μετριότητες για γονείς.
2
Ο πρώτος της αδελφός Γουλιέλμος‐Χριστιανός‐Φρειδερίκος, γεννημένος το 1730, πεθαίνει το 1742∙ ο δεύτερος, ο Φρειδερίκος‐Αύγουστος, γεννιέται το 1734 και πεθαίνει το 1793∙ και η αδελφή της Ελισάβετ‐Αυγούστα‐Χριστίνα, γεννημένη το 1742, πεθαίνει το 1745.
3
Η Αικατερίνη άρχισε να γράφει την πρώτη παραλλαγή των Απομνημονευμάτων της, στα γαλλικά, τη μέρα που έκλεινε τα σαράντα δυο της χρόνια, στις 21 Απριλίου 1771. Ακολούθησαν και άλλες παραλλαγές. Το κείμενο διακόπτεται ξαφνικά με τα γεγονότα του 1759. Πλήρης δημοσίευση των Απομνημονευμάτων έγινε το 1953, με τη φροντίδα της κυρίας Ντομινίκ Μαροζέ και με πρόλογο του Πιέρ Ωντιά. 4 5
Μελλοντικός βασιλιάς της Σουηδίας.
Δεν πρόκειται για τα Χειμερινά Ανάκτορα που βλέπουμε σήμερα (χτίστηκαν από τον Ραστρέλι, με εντολή της Ελισάβετ), αλλά για τα Χειμερινά Ανάκτορα του Πέτρου Α' που βρίσκονταν στη θέση του
σημερινού μουσείου Ερμιτάζ. 6
«Κυρίες με το πορτραίτο» αποκαλούνταν τα πρόσωπα τα οποία λόγω συγγενείας με την αυτοκρατορική οικογένεια ή χάρη στα εξαίρετα προσόντα τους είχαν το δικαίωμα να φέρουν στο βασιλικό τους ένδυμα μια μινιατούρα της Αυτής Μεγαλειότητας μέσα σε αδαμάντινο πλαίσιο.
7
Πρόκειται για την κόρη του Ιβάν, μεγαλύτερου αδελφού του Πέτρου του Μεγάλου.
8
Κατά τον Καστέρα, το χρυσό ρούβλι ισοδυναμούσε εκείνη την εποχή με πέντε λίρες της πόλης Τουρ. Άλλωστε, μόλο που είναι πολύ δύοκολο να καθιερωθεί μια αντιστοιχία μεταξύ των νομισμάτων του παλαιού καθεστώτος και των σημερινών γαλλικών, επικρατεί η άποψη ότι, βάσει της αξίας που έχει σήμερα το ναπολεόνι, η λίρα της Τουρ θα ήταν ίση με δώδεκα φράγκα. Επομένως, το χρυσό ρούβλι της εποχής της Αικατερίνης αντιπροσωπεύει εξήντα σημερινά γαλλικά φράγκα. 9
Ο Ιβάν Μπέτσκι ήταν γαμπρός του πρίγκιπα της Έσσης.
10
Είχε σταλεί στη Ρωσία για ν' αναγγείλει το γάμο του διαδόχου του θρόνου της Σουηδίας Αδόλφου‐ Φρειδερίκου (θείου της Αικατερίνης) με την πριγκίπισσα Ουλρίκε της Πρωσίας.
11
Το κείμενο αυτής της Προσωπογραφίας δεν έφτασε στα χέρια μας. Η Αικατερίνη επιβεβαιώνει ότι το έκαψε το 1758, μαζί με άλλες μαρτυρίες, επειδή φοβόταν μία κατ' οίκον έρευνα. 12
Το αναφέρει ο Μπιλμπάσωφ στην Ιστορία της Αικατερίνης Β', τόμος Ι, κεφ. XIX.
13
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
14
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
15
Αν και η Αικατερίνη θεωρεί τον εαυτό της «ψηλό», φαίνεται, από ορισμένα φορέματά της που διασώθηκαν, ότι το ύψος της δεν ξεπερνούσε το ένα κι εξήντα. 16
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
17
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
18
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
19
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
20
Επιστολή της πριγκίπισσας του Άνχαλτ προς τον Κ. Πουγύ, 1 Σεπτεμβρίου 1758.
21
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
22
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
23
Ζ. Καστέρα: Η Ζωή της Αικατερίνης Β'.
24
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
25
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα. Η εξιστόρηση όσων διημείφθησαν ανάμεσα στην Αικατερίνη και την κυρία Τσογκλοκώφ φάνηκε τόσο εξευτελιστική στην Ακαδημία των Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης που την περιέκοψε από την έκδοση των Απάντων της αυτοκράτειρας, το 1907. 26
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
27
Σύμφωνα με μια άλλη υπόθεση, όχι περισσότερο αληθοφανή, η Αικατερίνη άφησε επίτηδες να γίνει πιστευτό ότι ο Παύλος ήταν γιος του Σαλτικώφ, για να μην κατηγορηθεί, ύστερα από τη δολοφονία του Πέτρου Γ', ότι άφησε να δολοφονήσουν τον πατέρα του παιδιού της. 28
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
29
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
30
Όταν γίνεται αυτοκράτειρα, η Αικατερίνη διορίζει τον Σέργιο Σαλτικώφ πρεσβευτή στο Παρίσι. Αποδεικνύεται γυναικάς και άσωτος. Μερικά χρόνια αργότερα, ο κόμης Πανίν θα προτείνει τη μετάθεσή του στη Δρέσδη. Η Αικατερίνη θα γράψει στο περιθώριο της έκθεσης: «Δεν αρκούν οι τρέλες που έχει κάνει; Αν εγγυάστε γι' αυτόν, στείλτε τον στη Δρέσδη, αλλά θα είναι πάντοτε ο τελευταίος τροχός της αμάξης». Η διπλωματική σταδιοδρομία του Σέργιου Σαλτικώφ θα σβήσει μέσα στην αφάνεια. 31
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
32
Απομνημονεύματα του Στανισλάς Πονιατόφσκι.
33
Απομνημονεύματα του Στανισλάς Πονιατόφσκι. Υπάρχουν δυο σφάλματα σ' αυτό το πορτραίτο: η Αικατερίνη έμπαινε εκείνη την εποχή στο εικοστό έβδομο έτος της ηλικίας της και ήταν «μάλλον κοντή παρά ψηλή. 34
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
35
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
36
Στανισλάς Πονιατόφσκι: Απομνημονεύματα.
37
Στανισλάς Πονιατόφσκι: Απομνημονεύματα.
38
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
39
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
40
Πρόκειται για την αρχή του Επταετούς πολέμου.
41
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
42
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
43
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
44
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
45
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
46
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
47
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
48
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
49
Αικατερίνη Β': Απομνημονεύματα.
50
Η Αικατερίνη Β' διέκοψε τη σύνταξη των Απομνημονευμάτων της στη σκηνή της δεύτερης ανοιχτής συζήτησής της με την αυτοκράτειρα Ελισάβετ.
51
Ο Πέτρος Σουβάλωφ ήταν εξάδελφος του ευνοουμένου της αυτοκράτειρας Ιβάν Σουβάλωφ.
52
Όσον αφορά το ξεκίνημα των σχέσεων της Αικατερίνης και του Γρηγόρη Ορλώφ, ούτε οι δυο ενδιαφερόμενοι ούτε οι οικείοι τους έχουν αφήσει κάποια μαρτυρία. Το συγκεκριμένο επεισόδιο, το οποίο διαδίδεται προφορικά, καταγράφεται ειδικά από τον Χέλμπιγκ: Russische Gustlinge.
53
Το ερωτηματικό είναι του Troyat, που απορεί κι αυτός.
54
Πριγκίπισσα Ντάσκωφ: Απομνημονεύματα.
55
Η 25η Δεκεμβρίου 1761, κατά το ιουλιανό ημερολόγιο, αντιστοιχεί στην 5η Ιανουαρίου 1762 του γρηγοριανού. 56
Μήνυμα του βαρόνου ντε Μπρετέιγ, της 29ης Ιουνίου 1762.
57
Κρυπτογραφημένη αναφορά της 8ης Μαρτίου 1762.
58
Αυτό το νόθο παιδί που βαφτίζεται Αλέξης, θα γίνει ο κόμης Μπομπρίνσκι, αρχηγός μιας από τις πιο σημαντικές οικογένειες της Ρωσίας. Το όνομα Μπομπρίνσκι προέρχεται από τη ρωσική λέξη μπόμπρε — κάστωρ.
59
Η Αικατερίνη θα τους δώσει αργότερα χάρη, αλλά ο Βοροντζώφ αναγκάζεται να εγκαταλείψει το στρατό και, αφού διοριστεί πρεσβευτής στο Λονδίνο, ζει εκεί «μέσα σ' ένα είδος τιμητικής εξορίας». 60
Η Ρόσνα απέχει είκοσι εφτά βέρστια από την Αγία Πετρούπολη.
61
Η Ελισάβετ Βοροντζώφ θα τεθεί ουσιαστικά σε κατ' οίκον περιορισμό στη Μόσχα. Ωστόσο, στη συνέχεια, η Αικατερίνη θα τη συγχωρήσει και μάλιστα θα της βρει σύζυγο: το γερουσιαστή Πολιάνσκι.
62
Όσον αφορά τις λεπτομέρειες του πραξικοπήματος, οι πιο σίγουρες πηγές είναι οι αφηγήσεις της ίδιας της Αικατερίνης (γράμματα στον Πονιατόφσκι), εκείνες της πριγκίπισσας Ντάσκωφ, του Πανίν, καθώς και η έκθεση του Μπιλμπάσωφ. 63
Σύμφωνα με τα λεγόμενα της πριγκίπισσας Ντάσκωφ, αυτό το γράμμα ανακαλύφθηκε το 1769, από τον Παύλο Α', σε μια κασετίνα που περιείχε τα χαρτιά της μητέρας του. Το πρωτότυπο καταστράφηκε. Ένα αντίγραφο δημοσιεύτηκε στα αρχεία Βοροντζώφ. 64
Κόμισσα Γκολοβίν: Αναμνήσεις.
65
Πριγκίπισσα Ντάσκωφ: Απομνημονεύματα.
66
Μήνυμα της 12ης/23ης Ιουλίου 1762.
67
Αυτά τα χαρτονομίσματα ακριβέστερα ονομάζονται ασινιάτα (assignats), παραλληλιζόμενα με εκείνα τα οποία εκδόθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στη Γαλλία μεταξύ των ετών 1790‐1796. (Σ.τ.Μ.) 68
Βλέπε Βαλισζέφσκι: Το μυθιστόρημα μιας αυτοκράτειρας και Μπριάν‐Σανινώφ: Αικατερίνη Β'.
69
Επιστολή της 2ας Ιουλίου 1762.
70
Αυτός δεν πρέπει να συγχέεται με τον αδελφό του Κύριλλο Ραζουμόφσκι, αταμάνο της Ουκρανίας.
71
Ο πατέρας του θα πεθάνει το 1776, εξόριστος ακόμη στις ακτές της Λευκής θάλασσας.
72
Αφού περνάει τέσσερα χρόνια έγκλειστος σε μοναστήρι, ο Αρσένιος Ματσίεβιτς τίθεται σε αργία και, με το όνομα Βραλ (ψεύτης και φλύαρος), φυλακίζεται στο φρούριο του Ρεβάλ. Θα πεθάνει εκεί από την πείνα και το κρύο, το 1772. 73
Βλέπε Βαλισζέφσκι: Το μυθιστόρημα μιας αυτοκράτειρας.
74
Βλέπε Ζόε Όλντενμπουργκ: Η Αικατερίνη της Ρωσίας.
75
Επιστολή της 15ης Οκτωβρίου 1763.
76
Μπιλμπάσωφ: Ιστορία της Αικατερίνης Β'.
77
Οι εντός εισαγωγικών όροι οι οποίοι αντιστοιχούν στους γαλλικούς «femmes fortes» και «femmes laborieuses» αναφέρονται, εις μεν την πρώτη περίπτωση, στις γυναίκες οι οποίες κυριαρχούν στα Ευαγγέλια, δηλαδή: τη Μαρία Μαγδαληνή, τη Μαρία του Κλωπά, τις αδελφές του Λαζάρου Μάρθα και Μαρία, και ίσως, κατά πολλούς, και στην αδελφή της μητέρας του Χριστού, εις δε τη δεύτερη, στις εργατικές γυναίκες κατά τον Όμηρο, χαρακτηριστικό παράδειγμα των οποίων είναι η Πηνελόπη. (Σ.τ.Μ.) 78
Βλέπε Όλγα Βόρμσερ: Αικατερίνη Β'.
79
Η οικογένεια η οποία φέρει αυτό το όνομα, κατέλαβε κατόπιν, στη Ρωσία, μια υψηλή κοινωνική θέση.
80
Βλέπε Μ. Λαβατέρ‐Σλομάν: Η Αικατερίνη Β' και η εποχή της.
81
Βλέπε Βαλισζέφσκι: Το μυθιστόρημα μιας αυτοκράτειρας.
82
Ερημητήριο. (Σ.τ.Μ.)
83
Επιστολή της 21ης Απριλίου 1766. Βλέπε Νταριά Ολιβιέ: Αικατερίνη η Μεγάλη.
84
Τίτλος που δινόταν στη Γαλλία, από το τέλος του 16ου αιώνα, στον πρεσβύτερο από τους αδελφούς του βασιλιά. (Σ.τ.Μ.)
85
Βαλισζέφσκι: Γύρω από ένα θρόνο.
86
Εσέ, Αικατερίνη, δοξάζουμε, εσέ, κυρία μας, εμπιστευόμαστε! (Σ.τ.Μ.)
87
Βλέπε Ζαν Οριέ: Βολταίρος.
88
Βαλισζέφσκι: Το μυθιστόρημα μιας αυτοκράτειρας.
89
Δηλαδή κατά δύο εκατομμύρια λίβρες βαρύτερο από τον μεγαλύτερο των οβελίσκων που μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. 90
Κατά το θρύλο, ο Κούρτιος πέφτει σ' έναν γκρεμό για να σώσει την πατρίδα του.
91
Βλέπε Βαλισζέφσκι: Γύρω από ένα θρόνο.
92
Μήνυμα του Σαμπατιέ ντε Καμπρ, της 30ής Οκτωβρίου 1772.
93
«Μπουρλάκος»: βαρκάρης και κατ' επέκταση, άνθρωπος άξεστος και χυδαίος.
94
Γιος του Κύριλλου Ραζουμόφσκι.
95
Οικία του βαρόνου Χόλμπαχ, στο Παρίσι, όπου συγκεντρώνονταν οι Εγκυκλοπαιδιστές.
96
Ο σημερινός Ουράλης.
97
Αναφέρεται από τον Γκαϊσίνοβιτς: Η ανταρσία τον Πουγκατσέφ.
98
Αδελφός του υπουργού Νικήτα Πανίν.
99
Ειρωνικό παρατσούκλι που έδινε η Αικατερίνη στον αρχηγό των επαναστατών.
100
Στρατιώτης κι ύστερα υπηρέτης, ο οποίος γρατσούνισε ελαφρά τον Λουδοβίκο ΙΕ' με το σουγιά του, προσπαθώντας να τον συνετίσει ώστε να είναι συνεπέστερος στα καθήκοντά του ως άνακτα, και διαμελίστηκε από τον τελευταίο δημόσια. (Σ.τ.Μ.)
101
Η πλημμύρα, την οποία υπαινίσσεται ο θρύλος, έλαβε χώρα το 1777, δηλαδή δυο χρόνια μετά το
θάνατο της Ταρακάνοβα. 102
Έκθεση του μαρκησίου ντε Ζυϊνιέ, πρεσβευτή της Γαλλίας, με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 1777 (Αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών). 103
Σολοβέιτσικ: Ποτέμκιν.
104
Ερωτικές επιστολές της Αικατερίνης Β' προς τον Ποτέμκιν, που δημοσιεύτηκαν από τον G. Oudard.
105
Βαλισζέφσκι: Γύρω από ένα θρόνο.
106
Ιππότης του Κορμπερόν: Ένας Γάλλος διπλωμάτης στην Αυλή της Αικατερίνης Β'.
107
Γράμμα και μήνυμα της 13ης Φεβρουαρίου 1778.
108
Ο Μπάυρον κάνει ένα σχετικό υπαινιγμό σε μια περίφημη στροφή του Δον Ζουάν: «... Όπως θα το 'κάνε κι η Προτασώφ, που "Δοκιμάστρια" την είπαν για τα μυστήρια καθήκοντά της, που η Μούσα να τα εξηγήσει δεν μπορεί». Βλέπε Βαλισζέβσκι: Γύρω από ένα θρόνο.
109
Οι γριές «κυράτσες». Υπαινιγμός για την Αικατερίνη.
110
Ζ. Καστέρα: Η ζωή της Αικατερίνης Β'.
111
Φρειδερίκος Β': Απομνημονεύματα.
112
Βλέπε Κωνσταντίνου ντε Γκρύνβαλντ: Η δολοφονία του Παύλου Α', τσάρου της Ρωσίας.
113
Ο βασιλιάς Γουσταύος Γ' ήταν, από τον πατέρα του Αδόλφο‐Φρειδερίκο του Χολστάιν‐Γκότορπ, πρώτος εξάδελφος της Αικατερίνης. 114
Ο Παύλος και η Μαρία απέκτησαν δέκα παιδιά: τον μέλλοντα τσάρο Αλέξανδρο Α' (1777‐1825)∙ τον μέλλοντα αντιβασιλέα της Πολωνίας Κωνσταντίνο (1779‐1831)∙ την Αλεξάνδρα (1783‐1801)∙ την Ελένη (1784‐1803)∙ τη Μαρία (1786‐1859)∙ την Αικατερίνη, μέλλουσα βασίλισσα της Βυρτεμβέργης
(1788‐1819)∙ την Όλγα (1792‐1795)∙ την Άννα, μέλλουσα βασίλισσα των Κάτω Χωρών (1795‐1869)∙ τον μέλλοντα τσάρο Νικόλαο Α' (1796‐1855)∙ τον Μιχαήλ (1798‐1849). 115
Αυτός ο «τελευταίος» ήταν ο Ντυράν ντε Ντιστρόφ.
116
Ο Ιωσήφ Β' ήταν αυτοκράτωρ της Αυστρίας και συμβασιλέας της μητέρας του Μαρίας‐Θηρεσίας, μετά το θάνατο του πατέρα του, του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α', το 1765.
117
Επιστολή της 1ης Οκτωβρίου 1778.
118
Επιστολή της 7 Μαΐου 1779.
119
Επιστολή της 21ης Ιουνίου 1778.
120
Με την ειρήνη του Τέσεν παραχωρήθηκε στην Αυστρία το ένα τέταρτο του Ιν, δόθηκε στην Πρωσία η υπόσχεση των μαργραβιών του Άνσμπαχ και του Μπάυροϋτ, και παρασχέθηκε η εγγύηση της διαδοχής του παλατινού εκλέκτορα Καρόλου‐Θεοδώρου (που πέθανε το 1799) από τον εξάδελφό του Μαξιμιλιανό.
121
Αυτή η θέση υποστηρίζεται ειδικότερα από την κυρία Λαβατέρ‐Σλομάν.
122
Βλέπε Ανρί Βαλοτόν: Αικατερίνη Β'.
123
Δυο επιστολές της Αικατερίνης που χρονολογούνται από τις 12 Απριλίου 1781, και δυο παρόμοιες του Ιωσήφ Β', με ημερομηνία 18 Μαΐου1781.
124
Αργότερα, η δεσποινίς Κολό θα παντρευτεί το γιο του Φαλκονέ.
125
Στις 7 Αυγούστου 1782.
126
Του Βορρά. (Σ.τ.Μ.)
127
Επιστολή της 7ης Ιουνίου 1782.
128
Η κυρία ντε Λίβεν θα μείνει περίπου μισό αιώνα στην Αυλή. Θα εκπαιδεύσει τις εγγονές και μάλιστα, σ' ένα βαθμό, και τους εγγονούς της Αικατερίνης, με αξιοπρέπεια, σταθερότητα και μέτρο. Ο Αλέξανδρος και ο Νικόλαος θα της συμπεριφέρονται σαν σε αληθινή γιαγιά. Απολαμβάνοντας την αγάπη και το σεβασμό όλων, θα πεθάνει το 1828, αφού γίνει κόμισσα και ύστερα πριγκίπισσα. Ήταν η πεθερά της διάσημης πριγκίπισσας ντε Λίβεν, της γυναίκας που γοήτευσε τον Μέτερνιχ, που είχε σαλόνι στο Παρίσι και υπήρξε η Ηγερία του Γκιζό, γνωστή ως «Σίβυλλα της Ευρώπης».
129
Η Μαρία Χάμιλτον αποκεφαλίστηκε το 1719 και ο Ουίλιαμ Μονς το 1724.
130
Γράμμα της 22ας Απριλίου 1785.
131
Βλέπε Βαλισζέφσκι: Το μυθιστόρημα μιας αυτοκράτειρας.
132
Βλέπε Βαλισζέφσκι: Γύρω από ένα θρόνο.
133
Επιστολή της 17ης Δεκεμβρίου 1786.
134
Επιστολή της 2ας Ιανουαρίου 1787.
135
Επιστολή της 2ας Απριλίου 1787.
136
Μασόν: Κρυφές μνήμες απ' τη Ρωσία. Ο Μασόν ήταν δάσκαλος μαθηματικών του μεγάλου δούκα Αλέξανδρου.
137
Το 1786, το ζεύγος των μεγάλων δουκών απέκτησε και τρίτη κόρη, τη Μαρία.
138
Το σημερινό Ντνιεπροπετρόφσκ.
139
Βλέπε Ανρί Βαλοτόν: Αικατερίνη Β'. Αξίζει να παραλληλιστεί με τη γνώμη του Ποσοσκώφ, που αναφέρεται πιο πάνω.
140
Βλέπε Μ. Λαβατέρ‐Σλομάν: Η Αικατερίνη Β' και η εποχή της.
141
Βλέπε Νταριά Ολιβιέ: Αικατερίνη η Μεγάλη.
142
Επιστολές 5ης Δεκεμβρίου 1793, 11ης Φεβρουαρίου, 31ης Μαρτίου 1794, 6ης Απριλίου 1796, βλ. Ανρί Βαλοτόν: Αικατερίνη Β'.
143
Επιστολή προς τον Γκριμ της 2ας Μαΐου 1791.
144
Ο κύριος Ζενέ ήταν αδελφός της κυρίας Καμπάν.
145
Με άλλα λόγια, πέντε δισεκατομμύρια πεντακόσια εξήντα εννέα εκατομμύρια σημερινά γαλλικά φράγκα.
146
Έτσι υπέγραφε πολλές φορές τα γράμματά της.
147
Βαλισζέφσκι: Γύρω από ένα θρόνο.
148
Μικρός πίθηκος της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. (Σ.τ.Μ.)
149
Ετήσιες γιορτές ακολασίας που τελούνταν στη Ρώμη στις 15 Φεβρουαρίου προς τιμήν του θεού
Lupercus, προστάτη των αγρών και των κοπαδιών. (Σ.τ.Μ.) 150
Γράμμα της πριγκίπισσας Λουμπομίρσκα στον Μωρίς Γκλαιρ, προσωπικό σύμβουλο του Πονιατόφσκι. Βλ. Νταριά Ολιβιέ: Αικατερίνη η Μεγάλη.
151
Κωνσταντίνος ντε Γκρύνβαλντ: Η δολοφονία του Παύλου Α'.
152
Ο κόμης Φεντόρ Ροστόψιν είναι αυτός ο ίδιος που, ως διοικητής της Μόσχας, το 1812, θα υποκινήσει —όπως φημολογείται— τον πληθυσμό να πυρπολήσει την πόλη κατά την είσοδο των Γάλλων. Κόρη του είναι η κόμισσα ντε Σεγκύρ. 153
Μασόν: Μυστικά απομνημονεύματα για τη Ρωσία.
154
Αυτή θα παντρευτεί, αργότερα, το βασιλιά της Σουηδίας.
155
Ο κόκκινος φρυγικός σκούφος ήταν, όπως είναι γνωστό, το έμβλημα της δημοκρατικής επανάστασης. (Σ.τ.Μ.)
156
Βλέπε Νταριά Ολιβιέ: Αικατερίνη η Μεγάλη.
157
Ο Νικόλαος Α' (1796‐1855) θα ανέβει στο θρόνο το 1825, μετά το θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του Αλέξανδρου, αφού θα έχει καταπνίξει την εξέγερση των Δεκεμβριστών. 158
Βσιάκαγια Βσιατσίνα.
159
Πριγκίπισσα Ντάσκωφ: Απομνημονεύματα.
160
Έτορε Λο Γκάτο: Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας.
161
Η Αλεξάνδρα θα παντρευτεί, ύστερα από τρία χρόνια, τον αρχιδούκα Ιωσήφ της Αυστρίας και θα πεθάνει στην πρώτη της γέννα. 162
Ανάμεσα στα χαρτιά τα οποία κατάσχονται από το γραφείο της Αικατερίνης βρίσκεται, σύμφωνα με τα λεγόμενα μερικών, και το περίφημο γράμμα στο οποίο ο Αλέξης Ορλώφ ομολογεί την ενοχή του για τη δολοφονία του Πέτρου Γ'. 163
Ο Κωνσταντίνος παντρεύεται τελικά μια πριγκίπισσα της Σαξονίας‐Κόμπουργκ.