Michael Argyle
Ψυχολογία της διαπροσωπικής Συμπεριφοράς Μετάφραση: Μπάμπης Δερμιτζάκης
Εκδόσεις Θυμάρι Αθήνα 1981
Di...
105 downloads
485 Views
2MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Michael Argyle
Ψυχολογία της διαπροσωπικής Συμπεριφοράς Μετάφραση: Μπάμπης Δερμιτζάκης
Εκδόσεις Θυμάρι Αθήνα 1981
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Πρωτότυπο: Michael Argyle THE PSYCHOLOGY OF INTERPERSONAL BEHAVIOUR
© Michael Argyle, 1967, 1972, 1978 © Ιανουάριος 1981, Εκδόσεις «Θυμάρι», για την ελληνική γλώσσα First published by Penguin Books Ltd, Harmondsworth, Middlesex, England Επιμέλεια: Θάνος Γραμμένος Εξώφυλλο: Εύη Κωνσταντινίδη – Λεβάντη
Ιστορικό της κυκλοφορίας του έργου στην Αγγλία: Πρώτη έκδοση: 1967 Ανατυπώσεις: 1967, 1968, 1970, 1971 Δεύτερη έκδοση: 1972 Ανατυπώσεις: 1973, 1974, 1975, 1976, 1977 Τρίτη έκδοση: 1978
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Οι ματιές, οι χειρονομίες και ο τόνος της φωνής είναι αποφασιστικοί παράγοντες, όταν συναντιούνται οι άνθρωποι. Ακόμα, αυτά τα γρήγορα και λεπτά μηνύματα είναι πάρα πολύ συντονισμένα. Οι πειραματικές τεχνικές αναπτύχθηκαν πρόσφατα, κάνοντας έτσι δυνατή την επιστημονική μελέτη των μικρο-λεπτομερειών της κοινωνικής συμπεριφοράς: αυτές ακριβώς περιγράφει εδώ ένας κοινωνιοψυχολόγος. Η μελέτη της κοινωνικής αλληλεπίδρασης χρειάζεται τη δική της γλώσσα, της οποίας ο Michael Argyle προσφέρει το κλειδί. Ο αναγνώστης όμως δεν θα δυσκολευτεί να καταλάβει ότι «τα κίνητρα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης», «ο συγχρονισμός των τρόπων συμπεριφοράς ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους» και «η παρουσίαση της αυτοεικόνας», αναφέρονται σε πράγματα που συναντάμε κάθε μέρα. Ορισμένες ειδικές επαγγελματικές ικανότητες και η εκπαίδευση σ' αυτές, όπως η καθοδήγηση ομάδας εργασίας, η διδασκαλία, η πώληση, η διεξαγωγή συνέντευξης, η ομιλία μπροστά σε κοινό (διάλεξη κλπ.), αναλύονται διεξοδικά από τον συγγραφέα, στο φως των πιο πρόσφατων ερευνών και συμπερασμάτων. Ακόμα, αφιερώνεται αρκετός χώρος για τη διανοητική υγεία και την ανατροφή του παιδιού. Οι επαναστατικές αναλύσεις του κάνουν αυτό το βιβλίο απαραίτητο για κάθε ασχολούμενο με τα παραπάνω επαγγέλματα και, κατά κύριο λόγο, για κάθε ψυχολόγο. Η δε αναφορά του περιεχομένου του στην καθημερινή ζωή είναι ένας ακαταμάχητος πειρασμός για τον απλό αναγνώστη.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Δεν είναι πια αναγκαίο ένα σημαντικό ποσοστό του ανθρώπινου πληθυσμού να είναι απομονωμένο στη μοναξιά του, αξιολύπητο ή με διανοητικές διαταραχές, εξαιτίας έλλειψης κοινωνικών ικανοτήτων. Πολλές χιλιάδες έχουν ήδη εκπαιδευτεί με τη μία ή με την άλλη μέθοδο και η εκπαίδευση αυτή θα μπορούσε άνετα να γίνει προσιτή σε όλους. Το πιο χρήσιμο βήμα θα ήταν να συμπεριληφθούν οι «Ανθρώπινες Σχέσεις» στο αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων, και η εκπαίδευση αυτή να γίνει προσιτή και στους μεγάλους μέσω κοινοτικών κέντρων ή άλλων φορέων. Έτσι θα μπορούσε να ανεβεί η ποιότητα της κοινωνικής συμπεριφοράς, να γίνει πιο αποδοτική και πιο ευχάριστη και να οδηγεί τους ανθρώπους στην αλληλοβοήθεια, τη συνεργασία και την αμοιβαία εμπιστοσύνη και όχι στην απόρριψη, τις παρεξηγήσεις και τους κοινωνικούς φραγμούς. Michael Argyle
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Ο Συγγραφέας και το Έργο του Ο Michael Argyle, είναι καθηγητής της κοινωνικής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Γεννήθηκε στο Nottingham το 1925. Εκεί έβγαλε το γυμνάσιο, και μετά πήγε στο Emmanuel College, στο Cambridge. Ήταν πιλότος στη R.A.F. Διδάσκει κοινωνική ψυχολογία στην Oxford από το 1952. Έχει ασχοληθεί με διάφορες έρευνες σε ορισμένους τομείς της κοινωνικής ψυχολογίας και ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την πειραματική μελέτη της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και της εφαρμογής της στα ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα. Η πολύ δραστήρια ομάδα έρευνας που καθοδηγεί τον βοήθησε πολύ τα τελευταία χρόνια. Έχει διδάξει σε πάρα πολλά πανεπιστήμια όπως του Michigan, της Γκάνα, του εβραϊκού πανεπιστημίου, του πανεπιστημίου της York κλπ. Έγραψε τα έργα: «Η Επιστημονική μελέτη της κοινωνικής συμπεριφοράς». «Ψυχολογία και κοινωνικά προβλήματα», «Κοινωνική αλληλεπίδραση», «Η κοινωνική ψυχολογία της εργασίας», «Επικοινωνία με το σώμα», «Βλέμμα και αμοιβαίο βλέμμα» (με τον Mark Cook), «Η κοινωνική ψυχολογία της θρησκείας» (Με τον Beit Hallahmi) καθώς και πολυάριθμα άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Βοήθησε στην έκδοση του «Βρετανικού περιοδικού κοινωνικής και κλινικής ψυχολογίας» και διετέλεσε εκδότης περιοδικού κοινωνικής ψυχολογίας (1961 -7). Επίσης διετέλεσε πρόεδρος του τμήματος κοινωνικής ψυχολογίας της Βρετανικής Ψυχολογικής Εταιρείας (1964-67 και 1972-74). Είναι παντρεμένος με τέσσερα παιδιά. Χόμπι του είναι τα ταξίδια, η διαπροσωπική συμπεριφορά και οι σκωτσέζικοι λαϊκοί χοροί και τραγούδια. Του αρέσει να «χάνεται» σε ουτοπικούς διαλογισμούς και να... κάνει τον τρελό.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ (στην αγγλική έκδοση) Συχνά υποστηρίζεται ότι η σύγχρονη ψυχολογία δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. Υπάρχει κάποια αλήθεια σ' αυτή την άποψη. Τα αυστηρά ελεγχόμενα πειράματα που απαιτούνται στην επιστημονική εργασία πρέπει συνήθως να γίνονται σε τεχνητές εργαστηριακές συνθήκες, και τις τελευταίες δεκαετίες οι ψυχολόγοι ενδιαφέρονται περισσότερο να επινοήσουν πειράματα για να δοκιμάσουν κάποιες υποθέσεις παρά να κάνουν συστηματικές παρατηρήσεις πάνω στην καθημερινή συμπεριφορά των συνηθισμένων ανθρώπων. Αυτό το βιβλίο έρχεται σα μια αναζωογονητική αλλαγή. Αναφέρεται σε μια ιδιαίτερη πλευρά της κοινωνικής ψυχολογίας - με ποιους τρόπους συμπεριφέρονται οι άνθρωποι ο ένας απέναντι στον άλλο. Είναι δύσκολο να σκεφθεί κανείς κάτι άλλο που να έχει μεγαλύτερη σχέση με ό,τι κάνει ο άνθρωπος, όταν δεν κοιμάται ή δεν είναι αναίσθητος. Αν και οι διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξαν οι έρευνες πάνω σ' αυτό το θέμα είναι πολύ γενικές, οι αναγνώστες αυτού του βιβλίου θα διαπιστώσουν ότι το θέμα μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη μεγαλύτερη επιστημονικότητα. Ο συγγραφέας, Michael Argyle, είναι ένας κορυφαίος βρετανός κοινωνιοψυχολόγος. Η συμβολή του είναι σημαντική σε όλα τα επίπεδα, στην κοινωνική ψυχολογία γενικά, τόσο σε θεωρητικά ζητήματα - για παράδειγμα η ανάπτυξη της έννοιας «ενδοβολή» - όσο και μέσα από εμπειρικές μελέτες του στη βιομηχανική ζωή και στο εργαστήριο, καθώς και με τις μελέτες του για το ρόλο που παίζει η επαφή των ματιών κατά τη διαδικασία μιας συζήτησης. Σ' αυτό το βιβλίο ο Argyle αναφέρεται σε ολόκληρο το πεδίο της ψυχολογικής μελέτης της συμπεριφοράς ανάμεσα στους ανθρώπους, μένει όμως σε ορισμένα θέματα, τα οποία αναλύει σε βάθος. Μερικοί άνθρωποι λένε ότι η ψυχολογία δεν είναι παρά κοινή λογική ντυμένη με φανταχτερή γλώσσα. Αυτοί οι άνθρωποι θα εκπλαγούν γιατί θα βρουν ότι πολλές από τις διαπιστώσεις που γίνονται σ' αυτό το βιβλίο, στη βάση επισταμένων ερευνών, δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν από έναν άνθρωπο που, καθισμένος στην πολυθρόνα του, προσπαθεί να αναλύσει με το μυαλό του τι συμβαίνει κάθε φορά που συναντιούνται κάποιοι άνθρωποι μεταξύ τους. Ο λόγος είναι ότι περνάμε όλοι μας πολύ χρόνο αλληλεπιδρώντας με άλλους ανθρώπους, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα οι συνήθειες που χρησιμοποιούμε σ' αυτές τις αλληλεπιδράσεις να έχουν γίνει αυτόματες με την τόση επανάληψη. Δεν έχουμε πια συναίσθηση αυτού που κάνουμε. Απ' αυτή την άποψη, καθώς και από άλλες, η κοινωνική αλληλεπίδραση μοιάζει με πολλές ικανότητες, και μια από τις πιο καρποφόρες και πρωτότυπες ιδέες του Argyle προέρχεται απ' τη διαπίστωση αυτής της σχέσης. Το βιβλίο ξεκινάει με μια ανάλυση των κοινωνικών κινήτρων που ενεργοποιούν και κατευθύνουν την κοινωνική συμπεριφορά. Αυτό το κεφάλαιο βρίσκεται πιο κοντά από όλα τα άλλα στην ατομική ψυχολογία, όμως, ακόμα κι εδώ, ο συγγραφέας ανακαλύπτει ορισμένα κίνητρα που έχουν καθαρά κοινωνικές ρίζες και που δεν θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν από ένα ψυχολόγο που μελετάει το άτομο σε ένα μη κοινωνικό περιβάλλον. Ο συγγραφέας μετά αρχίζει τη συζήτηση πάνω στην κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων, τις κοινωνικές τεχνικές που χρησιμοποιούν, από τη σωματική επαφή μέχρι την πειστική χρήση της γλώσσας, και αναφέρεται στους διάφορους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιούν οι άνθρωποι αυτές τις τεχνικές. Υπάρχουν τμήματα πάνω στο πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι ο ένας τον άλλο, πάνω στους διάφορους δεσμούς που αναπτύσσουν μεταξύ τους, καθώς και πάνω στις προϋποθέσεις της φιλίας. Άλλα τμήματα αναφέρονται στις σχέσεις ανάμεσα στη διαπροσωπική συμπεριφορά και στην ομάδα και μέσα στον πολιτισμό που ζουν οι άνθρωποι. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στη σημασία που αποδίδει κανείς στον τρόπο που αντιδρούν οι άλλοι άνθρωποι απέναντί του. Τα τελευταία κεφάλαια αναφέρονται σε εφαρμογές στη μελέτη των διανοητικών ανωμαλιών, στις επαγγελματικές, κοινωνικές ικανότητες, όπως η συνέντευξη, η ομιλία μπροστά σε κοινό και η διδασκαλία. Τέλος Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
υπάρχει ένα τμήμα σχετικά με τις μεθόδους ανάπτυξης των κοινωνικών ικανοτήτων. Για το φοιτητή της ψυχολογίας αυτό το βιβλίο είναι πολύτιμο εξαιτίας της επισκόπησης από το συγγραφέα όλων των σχετικών εργασιών και εξαιτίας των πρωτότυπων ιδεών του. Όλοι θα βρουν ότι αυτό το βιβλίο τονίζει μια από τις αξίες της ψυχολογίας, μας βοηθάει δηλαδή να σκεφθούμε αντικειμενικά πάνω σε δύσκολα θέματα. Η δυσκολία τους βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτά τα θέματα συζητούνται με ελάχιστη ακρίβεια, ή ότι, ο ίδιος ο παρατηρητής είναι τόσο απορροφημένος μ' αυτά που συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή γύρω του, ώστε δεν μπορεί να αντιληφθεί ούτε τα νοήματά τους, καθώς μένει προσκολλημένος στις φράσεις, ούτε τις αρχές τους, καθώς η προσοχή του είναι στραμμένη στις λεπτομέρειες. Β. M. Foss
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ Ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ζώο: συνεργάζεται με άλλους για να πετύχει τους στόχους του και να καλύψει τις ανάγκες του. Όλοι ξέρουν πως οι σχέσεις με τους άλλους μπορούν να προσφέρουν την πιο μεγάλη ευτυχία, μα και την πιο βαθιά δυστυχία. Ηθικολόγοι, μυθιστοριογράφοι, και ένα σωρό άλλοι έχουν γράψει γι' αυτά τα πράγματα. Όμως, η λεπτομερειακή ανάλυση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και σχέσεων λείπει απ' τα έργα τους. Οι πρόσφατες έρευνες που έγιναν από τους κοινωνιοψυχολόγους έχουν φωτίσει αυτά τα φαινόμενα, ιδιαίτερα έγιναν μεγάλα βήματα στην πειραματική ανάλυση των κοινωνικών επαφών, ιδιαίτερα σε θέματα όπως η κίνηση των ματιών, ο χρόνος ομιλίας, και η μη λεκτική επικοινωνία. Αυτή η έρευνα έχει έναν αριθμό από πιθανές εφαρμογές. Η δουλειά πολλών ανθρώπων είναι η αντιμετώπιση άλλων ανθρώπων και όχι πραγμάτων - δάσκαλοι, ψυχολόγοι, αεροσυνοδοί, διευθυντές κλπ. Έχουν γίνει έρευνες σχετικά με τις κοινωνικές τεχνικές που είναι πιο αποτελεσματικές, και για το πώς μπορούν να αναπτυχθούν αντίστοιχες ικανότητες. Πολλοί άνθρωποι πάσχουν από μοναξιά και είναι δυστυχείς, μερικοί είναι διανοητικά ασθενείς, γιατί δεν μπορούν να πιάσουν και να διατηρήσουν κοινωνικές σχέσεις με τους άλλους. Πολλές καθημερινές επαφές είναι δυσάρεστες, άκαρπες και μας προκαλούν αμηχανία εξαιτίας μιας ακατάλληλης κοινωνικής συμπεριφοράς. Οι αντιθέσεις ανάμεσα σε διάφορες κοινωνικές τάξεις, πολιτιστικές ομάδες οφείλονται εν μέρει στις δυσκολίες αλληλεπίδρασης. Πολλές απ' αυτές τις δυσκολίες και απογοητεύσεις θα μπορούσαν να είχαν εξαλειφθεί με μια ευρύτερη κατανόηση και με μια καλύτερη εκπαίδευση στις ικανότητες κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Αυτό το βιβλίο αντανακλά τις δραστηριότητες της ομάδας έρευνας για τις κοινωνικές ικανότητες του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Είμαι ευγνώμων στον καθηγητή Α. Β. Cherns και στο Συμβούλιο Ερευνών των Κοινωνικών Επιστημών που χρηματοδότησε αυτή την έρευνα, καθώς και σ' όλους εκείνους που βοήθησαν την ομάδα στο έργο της. Ιδιαίτερα τον δρ Adam Kendon, που συνεργάστηκε γι' αυτό το έργο και έκανε πολύτιμα σχόλια, και τους δρες Ε. R. F. Ου. Crossman, Douglas Seymour, Nicholas Bateson, Janet Dean, τον καθηγητή J. Ex, τους Mansur Lalljee, Mary Lydall, Peter McPhail, Euan Porter και Emma Shackle. Είμαι επίσης υπόχρεος στον καθηγητή Brian Foss, τον καθηγητή Ralph Exline, την Corinne Hutt, τον δρα Peter Robinson, τον δρα Η. Tajfel, τον δρα Α. Yates και τα Penguin Books για τα πολύτιμα σχόλιά τους. Τμήμα της Πειραματικής Ψυχολογίας South Parks Road Oxford Michael Argyle Οκτώβρης 1965
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ Από το 1965 που πρωτοεκδόθηκε αυτό το βιβλίο, υπήρξαν ραγδαίες εξελίξεις στην έρευνα πάνω στη διαπροσωπική συμπεριφορά. Λεπτομέρειες ενός τμήματος αυτής της δουλειάς μπορεί να βρει κανείς στο βιβλίο μου «Κοινωνική Αλληλεπίδραση» (Λονδίνο: Methuen. Νέα Υόρκη: Άθερτον Πρες. 1969). Έκανα ό,τι μπορούσα για να ενσωματώσω αυτές τις εξελίξεις στο προηγούμενο πλαίσιο. Οι κύριοι τομείς που έχουν προστεθεί ή τροποποιηθεί είναι: • • • • • • •
Οι βιολογικές ρίζες της κοινωνικής συμπεριφοράς. Μη λεκτική επικοινωνία στους ανθρώπους και τα ζώα. Έρευνες στην Οξφόρδη πάνω στο βλέμμα και σε άλλες πλευρές της αλληλεπίδρασης μεταξύ δύο προσώπων. Κοινωνική συμπεριφορά και προσωπικότητα. Κοινωνική παρουσίαση και διανοητικές ασθένειες. Αναζήτηση της ταυτότητας. Πολιτιστικοί κανόνες και κοινωνική συμπεριφορά.
Είμαι υπόχρεος στα παρακάτω πρόσωπα για τη συνεργασία τους και τις συμβουλές τους — Florisse Alkema. Chris Brand, Bridget Bryant, Philip Burgess, Peter Collett, Mark Cook, Ralph Exline, Roger Ingham, Brian Little, Robert McHenry, Hilary Nicholson, Veronica Salter, Elizabeth Sidney, Mary Sissons, Jerry Tognoli, Ederyn Williams, Marylin Williams. Τμήμα Πειραματικής Ψυχολογίας South Parks Road Oxford Michael Argyle Μάρτης 1971
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ Είναι πολύ ικανοποιητικό το να βλέπουμε πόσα έχουν προστεθεί στη γνώση μας για τη διαπροσωπική συμπεριφορά τα τελευταία έξι χρόνια. Σ' αυτή την έκδοση έχω ενσωματώσει τις κύριες ανακαλύψεις της ομάδας κοινωνικής ψυχολογίας της Οξφόρδης και των φίλων και συναδέλφων μας που εργάζονται αλλού. Οι κύριοι τομείς που έχουν αναπτυχθεί ή τροποποιηθεί είναι οι ακόλουθοι: • • • • • • • • •
Βλέμμα Διαπροσωπική έλξη Μη λεκτική επικοινωνία Αντίληψη του άλλου Αλληλεπίδραση προσώπου-κατάστασης Κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς Σειρά κοινωνικών γεγονότων Εκπαίδευση στις κοινωνικές ικανότητες Λεκτική αλληλεπίδραση
Είμαι εξαιρετικά ευγνώμων στα παρακάτω πρόσωπα για τη συνεργασία και τις ιδέες που προσέφεραν - John Breaux, Bridget Bryant, Anne Campbell, David Clarke, Peter Collett, Mark Cook, Joe Forgas, Gerry Ginsburg, Jean Ann Graham, Rom Harré, Roger Ingham, Mansur Lalljee, Luc Leebvre, Peter Marsh, Kimiko Shimoda, Peter Trower. Και για μια ακόμα φορά η Ann McKendry έκανε μια λαμπρή δουλειά δακτυλογραφώντας το. Τμήμα Πειραματικής Ψυχολογίας South Parks Road Oxford Michael Argyle Ιούνιος 1977
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κοινωνικά Κίνητρα Οι πιο πολλοί άνθρωποι περνάνε αρκετό χρόνο από τη ζωή τους σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις: ζουν μαζί, δουλεύουν μαζί και περνάνε τον ελεύθερο καιρό τους πάλι μαζί. Γιατί όμως τα κάνουν όλα αυτά; Γιατί δε συμπεριφερόμαστε όλοι σαν ερημίτες και γιατί δε δουλεύουμε μόνοι μας; Στην πραγματικότητα, για τους πιο πολλούς, η μοναξιά και οι άλλες μορφές απομόνωσης, όταν διαρκούν για κάπως περισσότερο χρόνο, είναι αρκετά δυσάρεστες. Η «απώλεια του προσώπου» αποτελεί αιτία αυτοκτονίας στη μακρινή Ανατολή. Η απόρριψή μας από τους φίλους μας, στη δική μας κοινωνία, είναι μια συνηθισμένη αιτία απελπισίας. Η εξήγηση που δόθηκε από παλιότερους φιλόσοφους είναι ότι οι άνθρωποι (και τα περισσότερα ζώα) έχουν το λεγόμενο «αγελαίο ένστικτο», ή το «ένστικτο του κοπαδιού», που τους σπρώχνει στην κοινή συμβίωση. Τώρα όμως αρχίζει να γίνεται κατανοητό ότι οι άνθρωποι επιδιώκουν κάποιους πιο ειδικούς στόχους, μέσα στην κοινωνία: τη βοήθεια στη δουλειά, τη συμπαράσταση σε άλλες δραστηριότητες, τη φιλία, την καθοδήγηση, τη δύναμη, το θαυμασμό κλπ. Ο ένας επιδιώκει αυτό, ο άλλος εκείνο, ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες. Απ' όσο μπορούμε να ξέρουμε σήμερα, η Κοινωνική Συμπεριφορά φαίνεται ότι είναι προϊόν τουλάχιστον εφτά διαφορετικών κινήτρων. Το κίνητρο μπορεί να οριστεί σα μια επίμονη τάση κατάκτησης ορισμένων στόχων. Όπως η επιμονή των ανθρώπων προς ορισμένους σκοπούς, έτσι και το κίνητρο, αποτελεί πηγή ενέργειας. Όταν το κίνητρο λειτουργεί, αυξάνει η ζωτικότητα του οργανισμού. Το ίδιο ισχύει και για τα βιολογικά κίνητρα, όπως η πείνα: όταν πεινάει κανείς, η προσπάθειά του για να βρει τροφή θα γίνει πιο επίμονη. Επίσης, αυτό το βιολ. κίνητρο μπορεί να υποδιαιρεθεί σε πιο ειδικά βιολ. κίνητρα, όπως π.χ. βιολ. κίνητρα για αλάτι, για ζάχαρη, κλπ.: τα ζώα που τους λείπει μια απ' αυτές τις ουσίες θα διαλέξουν για τροφή κάτι που θα αναπληρώσει αυτή την έλλειψη. Είναι αναγκαία η παραδοχή των διαφόρων αυτών κινήτρων, για να μπορέσουμε να αιτιολογήσουμε τις διακυμάνσεις της συμπεριφοράς στο ΙΔΙΟ άτομο, αλλά σε διαφορετικές καταστάσεις —π.χ. όταν το άτομο αυτό είναι πεινασμένο κι όταν δεν είναι— και για να εντοπίσουμε τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ άτομα, σε σχέση με τους σκοπούς που επιδιώκουν και την ενέργεια που ξοδεύουν για να τους πετύχουν. Παρ' όλ' αυτά, δεν έχει επιτευχθεί ακόμα τελική συμφωνία για το πώς θα πρέπει να ταξινομηθούν τα κοινωνικά κίνητρα. Εμείς, εδώ, θα περιοριστούμε στο να προσφέρουμε ένα προσωρινό κατάλογο εκείνων των κινήτρων που αφορούν στη διαπροσωπική σχέση. Αυτός ο κατάλογος θα είναι αρκετός για να περιγράψουμε τα φαινόμενα που αναφέρουμε σ' αυτό το βιβλίο. Πιο κάτω, σ' αυτό το κεφάλαιο, θα δούμε για λίγο πως λειτουργούν αυτά τα βιολ. κίνητρα και θα εξετάσουμε την προέλευσή τους, τόσο από τις εμπειρίες της παιδικότητας, όσο και από έμφυτες τάσεις. Παραθέτουμε λοιπόν αυτόν τον προσωρινό κατάλογο, μαζί με ένα μικρό σχόλιο για τους σκοπούς που επιδιώκει καθένα απ' αυτά τα κίνητρα σε κάθε περίπτωση. Αυτοί οι σκοποί είναι: είτε η πρόκληση αντιδράσεων σε άλλους ανθρώπους, είτε η σύναψη σχέσεων μαζί τους. 1. Βιολογικές ανάγκες: πείνα και δίψα, φαγητό και ποτό, συνεργασία και συναγωνισμός, κι η εμφάνιση άλλων βιολογικών αναγκών. 1. Εξάρτηση: αποδοχή, βοήθεια, προστασία και καθοδήγηση, ιδιαίτερα από ανθρώπους που κατέχουν σημαντικές κοινωνικές θέσεις. 2. Σχέσεις: προσέγγιση με το σώμα, επαφή με τα μάτια, ζεστές και φιλικές αντιδράσεις, αποδοχή από συνανθρώπους κι ομάδες συνανθρώπων ίδιου επιπέδου. 3. Σεξ: προσέγγιση με το σώμα, σωματική επαφή κλπ., επαφή με τα μάτια, φιλική και στενή, κοινωνική αλληλεπίδραση, συνήθως με ελκυστικά άτομα του άλλου φύλου. 4. Κυριαρχία: αποδοχή από τους άλλους, ή από τα μέλη μιας ομάδας να είναι ο αρχηγός, που του επιτρέπεται να μιλάει περισσότερο, να παίρνει αποφάσεις, και να τον σέβονται όλοι. Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
5. Επιθετικότητα: να πληγώνει τους άλλους σωματικά, λεκτικά, ή και με άλλους τρόπους. 6. Αυτο-εκτίμηση και ταυτότητα του εγώ: να επιδοκιμάζουν οι άλλοι αυτό το άτομο και να αποδέχονται την εικόνα που τους παρουσιάζει για τον εαυτό του. 7. Άλλα κίνητρα που επηρεάζουν την κοινωνική συμπεριφορά, είναι οι ανάγκες για επιτεύξεις, για λεφτά, για διάφορα ενδιαφέροντα και αξίες. Αυτός ο κατάλογος είναι προσωρινός, αλλά αρκετά ουσιαστικός: οι παρορμήσεις απ' το 1 μέχρι το 6 έχουν μελετηθεί πάνω στα ζώα, κι η βιολογική κι εξελικτική τους βάση έχει γίνει κατανοητή. Έχουν επίσης μελετηθεί και σε ανθρώπους, και ξέρουμε πως επηρεάζονται (οι παρορμήσεις) απ' τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, πώς διεγείρονται και πώς επηρεάζουν την κοινωνική συμπεριφορά.
Οι βιολογικές λειτουργίες της κοινωνικής συμπεριφοράς στα ζώα
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μελέτες με πιθήκους σε φυσική κατάσταση. Αυτές οι μελέτες έδειξαν καθαρά πόσο είναι σημαντική η κοινωνική συμπεριφορά για τη βιολογική επιβίωση αυτών των ζώων. Στην πορεία της εξέλιξής τους εμφανίστηκε ένα σύνολο από κοινωνικά βιολ. κίνητρα που είναι κατά ένα μέρος έμφυτα. Αυτά τα βιολ. κίνητρα δημιουργούν το πρότυπο μιας μερικά ενστικτώδους κοινωνικής συμπεριφοράς, που σπρώχνει τους πίθηκους να τρώνε και να πίνουν μαζί, να αμύνονται ενάντια στους εχθρούς τους, ν' αναπαράγονται, να φροντίζουν και να εκπαιδεύουν τα μικρά τους. 1. Οι πίθηκοι χρειάζονται νερό και κατάλληλα λαχανικά και φρούτα για να τραφούν. Καταλαμβάνουν μια περιοχή που περιέχει τέτοιες πηγές διατροφής, και την υπερασπίζονται ενάντια σε ανταγωνιστές. Τα πρότυπα της κοινωνικής συμπεριφοράς που θα περιγράψουμε πιο κάτω ποικίλουν σημαντικά από είδος σε είδος. Μπορούν ακόμα να ποικίλουν ανάμεσα σε ομάδες ζώων του ΙΔΙΟΥ είδους, ανάλογα με την οικολογική κατάσταση, π.χ. τις δυνατότητες διατροφής και διαμόρφωσης κατοικίας. Τέτοια «πολιτιστικά» πρότυπα διαιωνίζονται με την κοινωνικοποίηση (Crook, 1970). 2. Τα πιο πολλά είδη ζουν σε ομάδες, με μια σχετικά σταθερή ιεραρχία, που εδραιώνεται με επιθετικές επιδείξεις ανάμεσα στα ενήλικα αρσενικά. Σε ορισμένα απ' αυτά ανατίθεται η αρχηγία για την υπεράσπιση της περιοχής τους και την τήρηση της εσωτερικής τάξης. 3. Υπάρχει μια καθορισμένη οικογενειακή δομή, που είναι διαφορετική σε κάθε είδος. Τα αντίθετα φύλα ζευγαρώνουν σεξουαλικά με σκοπό να συνεχίσουν την ύπαρξη του είδους, τα αρσενικά ενήλικα ζώα προστατεύουν τα θηλυκά για ένα χρονικό διάστημα, κι ενεργούν σαν πατέρες για όλα γενικά τα βρέφη της αγέλης. 4. Οι μητέρες τρέφουν και προσέχουν τα μικρά τους και τα εκπαιδεύουν στη διαμόρφωση εμπειριών κοινωνικοποίησης, που ολοκληρώνουν τα σχετικά «ανοιχτά» ενστικτώδη συστήματα. Οι μητέρες έχουν μητρικά σχήματα συμπεριφοράς που διεγείρονται απ' το βλέμμα των μικρών τους. Τα μικρά διαμορφώνουν εξαρτημένα σχήματα συμπεριφοράς, που προκαλούνται από τη θέα της μητέρας, από τη φωνή της και γενικά από την αίσθηση της παρουσίας της. 5. Η επιθετική συμπεριφορά χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση της ομάδας και της περιοχής. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί και ανάμεσα σε αρσενικά της ίδιας ομάδας, όταν συναγωνίζονται για τη θέση στην ιεραρχία ή για την κατάκτηση του ίδιου θηλυκού. Τέτοια, όμως, επιθετικότητα, συνήθως περιορίζεται σε άγριες επιδεικτικές στάσεις, όπου κερδίζει εκείνο το ζώο που καταφέρνει να τρομοκρατήσει τον αντίπαλό του. Αν γινόταν μια αληθινή μάχη, αυτό δε θα εξυπηρετούσε καθόλου τα συμφέροντα της ομάδας. 6. Οι μικροί πίθηκοι ασχολούνται με το παιχνίδι, και οι ενήλικοι με την επίβλεψη των μικρών. Αυτά είναι δυο παραδείγματα συνδετικής συμπεριφοράς, που ίσως έχει σα σκοπό τον περιορισμό της επιθετικότητας στο εσωτερικό της ομάδας, και μια ευκολότερη συνεργασία.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η κοινωνική συμπεριφορά στα πιο πρωτόγονα ζώα είναι σχεδόν ολοκληρωτικά ενστικτώδη: ολόκληρο το σχήμα της κοινων. συμπεριφοράς είναι έμφυτο. Προέκυψε μέσα απ' την εξέλιξη, χάρη στη βιολογική αξία επιβίωσης που έχει. Οι πίθηκοι διαφέρουν στο ότι τα ενστικτώδη συστήματά τους είναι πιο «ανοιχτά», και παραμένουν έτσι, για να ολοκληρωθούν μέσα από εμπειρίες κοινωνικοποίησης. Σ' αυτά τα «ανοιχτά» συστήματα, υπάρχουν επίσης στοιχεία «πολιτιστικής δράσης», που διαιωνίζονται σ' ορισμένες ομάδες ζώων. Π.χ. κάποια είδη των γιαπωνέζικων πιθήκων Μακάνι πλένουν την τροφή τους, ενώ κάποια άλλα ξέρουν και κολυμπούν. Η συμπεριφορά των πιθήκων είναι αρκετά χαρακτηριστική για να κατανοήσουμε την κοινων. συμπεριφορά του ανθρώπου - είναι σίγουρα πιο κατάλληλη απ' αυτή των ποντικών. Υπάρχουν, παρ' όλ' αυτά, σοβαρές διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους και τους πίθηκους: εμείς χρησιμοποιούμε τη γλώσσα κι η συμπεριφορά μας επηρεάζεται πιο πολύ από προγράμματα και κοινωνικούς κανονισμούς. Στους ανθρώπους οι έμφυτοι παράγοντες είναι λιγότερο σημαντικοί, και υπάρχει ένα πολύ πιο επεξεργασμένο πολιτιστικό σχήμα, που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, έτσι ώστε να ζούμε σ' ένα περιβάλλον που όχι μόνο το κατασκευάσαμε εμείς, αλλά και εμείς του δώσαμε τη σημασία του· όπως συμβαίνει με το στόλισμα, τα αυτοκίνητα, κι οτιδήποτε άλλο υπάρχει γύρω μας.
Βιολογικά και άλλα Κίνητρα
Τα βιολ. κίνητρα που είναι πιο κατανοητά είναι η πείνα κι η δίψα. Φαίνεται ότι υπάρχει ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα που κρατάει το επίπεδο τροφής και νερού στο σώμα σε ισορροπία. Π.χ. όταν υπάρχει έλλειψη νερού, η δίψα γίνεται αισθητή, κι αυτό το βιολ. κίνητρο (η δίψα) διεγείρεται κι οδηγεί σε μια συμπεριφορά που αναπληρώνει την έλλειψη και επαναφέρει την ισορροπία. Τα περισσότερα όμως από τα άλλα βιολ. κίνητρα δε λειτουργούν έτσι. Το σεξ είναι μια ενδιαφέρουσα ενδιάμεση περίπτωση: στα κατώτερα ζώα η σεξουαλική διέγερση εξαρτιέται απ' το επίπεδο των σεξουαλικών ορμονών στο αίμα — παρ' όλο που εδώ δεν υπάρχει η έλλειψη που περιγράψαμε πιο πάνω. Στα ανώτερα θηλαστικά και τον άνθρωπο λίγη σχέση υπάρχει ανάμεσα στις ορμόνες και τη σεξουαλική διέγερση και δραστηριότητα. Ο ευνουχισμός στην αρχή της εφηβείας δεν οδηγεί στην απώλεια της σεξουαλικής επιθυμίας. Στην περίπτωση άλλων βιολ. κίνητρων, όπως το κίνητρο δημιουργίας σχέσεων και το κίνητρο απόκτησης χρημάτων, δεν έχουν καμία ανάμιξη στα συστατικά του αίματος. Η οποιαδήποτε φυσιολογική τους βάση πρέπει να βρίσκεται στον εγκέφαλο. Δεν εμφανίζεται έλλειψη απ' αυτά, κι έτσι η ικανοποίηση της ανάγκης δεν οδηγεί σε αναστολή της δραστηριότητας. Ίσα-ίσα, μπορεί να συντελέσει στην αύξηση αυτής της δραστηριότητας. Η ομοιότητα αυτών των βιολ. κινήτρων με την πείνα και τη δίψα βρίσκεται στο ότι εξωτερικά ερεθίσματα και αντίστοιχες εσωτερικές καταστάσεις καταλήγουν σε αυτόνομη διέγερση που κατευθύνει τη συμπεριφορά προς τους στόχους αυτών των κινήτρων.
Διέγερση και Κορεσμός
Οι άνθρωποι δεν πεινάνε συνέχεια. Η στιγμιαία ισχύς ενός οποιουδήποτε βιολ. κίνητρου εξαρτιέται απ' το πόσο διεγέρθηκε ή πόσο ικανοποιήθηκε. Είναι γνωστό ότι η οποιαδήποτε ενεργοποίηση ενός συστήματος βιολ. κινήτρων, προϋποθέτει και ένα παρόμοιο σχήμα φυσιολογικής «διέγερσης». Αυτή η διέγερση αποτελείται από μια ηλεκτρική δραστηριότητα που ξεκινάει απ' τον υποθάλαμο, κι από τη δραστηριότητα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, που προκαλεί μεγαλύτερη πίεση στο
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
αίμα, γρηγορότερους χτύπους στην καρδιά, και ίδρωμα. Παρ' όλ' αυτά, το φυσιολογικό σχήμα διαφέρει από άτομο σε άτομο. Ένας πολύ γνωστός νόμος στην ψυχολογία λέει ότι η αυξανόμενη διέγερση έχει, αρχικά, ένα θετικό αποτέλεσμα γιατί βελτιώνει την εκτέλεση του σχήματος συμπεριφοράς, αλλά αργότερα τη χειροτερεύει γιατί η συγκινησιακή κατάσταση καταστρέφει το σχήμα. Όσο πιο χαμηλά θα βρίσκεται το «ανώτατο επίπεδο διέγερσης», τόσο πιο αποτελεσματική μπορεί να γίνεται η εκτέλεση και τόσο πιο σύνθετο το έργο που μπορεί να αναληφθεί.
Σχήμα 1. Η σχέση ανάμεσα στη διέγερση του κινήτρου και στην αποτελεσματική προσπάθεια.
Η διέγερση είναι πιο δυνατή, όταν είναι μεγαλύτερα τα «κίνητρα» ή η αναμενόμενη ανταμοιβή, ιδιαίτερα όταν αυτή η ανταμοιβή είναι πολύ επιθυμητή, κι όταν η πιθανότητα να την αποχτήσει κανείς είναι μεγαλύτερη. Η επίδραση της αναμενόμενης ανταμοιβής ποικίλει ανάλογα με τη δύναμη του βιολ. κίνητρου, ή και ανάλογα με τις διαφορές των πολιτιστικών ομάδων. Για παράδειγμα, τα παιδιά των εργατών διεγείρονται περισσότερο από χρηματικά κίνητρα, ενώ τα παιδιά μεσοαστικών οικογενειών επηρεάζονται περισσότερο από ελπίδες «επιτυχίας». Ερχόμαστε τώρα στις προϋποθέσεις κάτω απ' τις οποίες ικανοποιούνται οι ανάγκες. Το πεινασμένο άτομο πεινάει λιγότερο όταν φάει. Το βιολ. κίνητρο της πείνας διεγείρεται βαθμιαία, καθώς περνά η ώρα, μέχρι να ξαναϊκανοποιηθεί και πάλι. Τα βιολ. κίνητρα όμως, που βρίσκονται πίσω απ' την κοινων. συμπεριφορά, δε φαίνεται να λειτουργούν έτσι. Ένα άτομο που επιδιώκει τα λεφτά και τη φήμη δε σταματάει ποτέ να τα επιδιώκει σε όσο βαθμό κι αν τα κατακτήσει. Στην πραγματικότητα, το αντίθετο είναι πιο πιθανό: ένα άτομο που επιδιώκει τη φήμη χωρίς να μπορεί ποτέ να την κατακτήσει, στρέφει αλλού τις επιδιώξεις του. Μ' άλλα λόγια, η ικανοποίηση φαίνεται μάλλον να ενισχύει την τάση προς ένα σκοπό, παρά να την αναστέλλει. Όμως, παρ' όλη τη διαφορά τους αυτά τα κίνητρα έχουν και κάποια ομοιότητα με τα βιολ. κίνητρα: μπορεί να υπάρξει κάποιος πρόσκαιρος κορεσμός, αλλά ν' αρχίζει και πάλι η επιδίωξη των ίδιων στόχων.
Οι συγκινήσεις και τα κίνητρα
είναι διαφορετικές όψεις των ίδιων καταστάσεων. Οι κυριότερες συγκινήσεις είναι η ευτυχία, ο φόβος, ο θυμός, η απέχθεια κι η περιφρόνηση, η λύπη, η έκπληξη και το ενδιαφέρον. Αυτές είναι συνειδητές εμπειρίες που έχουν συνδυαστεί με κάποιες φυσιολογικές καταστάσεις του οργανισμού, καθώς και με εκφράσεις του προσώπου και με άλλα μη λεκτικά σήματα. Ο φόβος κι ο θυμός συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογό μας των βιολ. κινήτρων - αφού είναι καταστάσεις που ενεργοποιούν τα σχήματα συμπεριφοράς. Μια σειρά από έξυπνα πειράματα που έκαναν οι Schachter και Singer (1962) έδειξαν πώς μπορεί να
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
βιώνεται με διαφορετικό τρόπο η ίδια φυσιολογική κατάσταση, και πώς μπορούν ν' αντεπιδράσουν εσωτερικά κι εξωτερικά ερεθίσματα με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλέσουν μια ιδιαίτερη συγκινησιακή ή παρορμητική κατάσταση. Σε μερικά πειραματικά υποκείμενα (υποκείμενα: άτομα που υπόκεινται σε πειραματισμό, μέσα στο εργαστήριο, κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες. Σ.τ.μ.) έκαναν μία ένεση αδρεναλίνης, ενώ σε άλλα έκαναν μια απλή ένεση από διάλυμα αλάτων. Μερικά υποκείμενα, από καθεμιά απ' τις ομάδες, είχαν δίπλα τους ένα συνεργάτη του πειραματιστή, που γενικά φερόταν μ' ένα τρόπο άγριο και τρελό. Άλλα πειραματικά υποκείμενα υποβλήθηκαν σε μια προσβλητική συνέντευξη, έχοντας δίπλα τους έναν άλλο συνεργάτη του πειραματιστή, που θύμωσε παρά πολύ με το άτομο που έπαιρνε τη συνέντευξη. Το πιο σπουδαίο εύρημα του πειράματος είναι ότι τα υποκείμενα με την ένεση αδρεναλίνης είχαν πολύ ευχάριστη διάθεση στην πρώτη περίπτωση, ενώ στην άλλη έδειξαν άγριες επιθετικές διαθέσεις, κι αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό απ' όσο οι άλλοι που τους είχε γίνει ένεση από διάλυμα αλάτων. Έτσι, βλέπουμε ότι η συγκίνηση, κατά ένα μέρος εξαρτιέται από τη λειτουργία γνωστικών παραγόντων. Υπάρχει επίσης μια στενή σχέση ανάμεσα στις συγκινήσεις και τις εκφράσεις του προσώπου. Μελέτες που έγιναν απ' τον Paul Ekman κι άλλους (1972) έδειξαν πως οι εφτά συγκινήσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω εκδηλώνονται με παρόμοιες εκφράσεις προσώπου σε πολύ διαφορετικά μέρη του κόσμου. Ο Eibl-Eibesfeldt (1972) ανακάλυψε μερικές απ' αυτές ακόμα και σε τυφλά βρέφη. Άρα, είναι ίσως έμφυτες, παρ' όλο που υπάρχουν πολιτιστικοί κανόνες για το πότε πρέπει να γελάει κανείς και πότε να κλαίει.
Η μέτρηση του κινήτρου
Οι άνθρωποι διαφέρουν στην ένταση με την οποία επιδιώκουν σκοπούς που αφορούν το σεξ, την κυριαρχία, τις σχέσεις κλπ. Πώς μπορούν να υπολογιστούν αυτές οι ατομικές διαφορές; Είναι αναγκαίο να υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα στο φυσιολογικό επίπεδο άγχους, θυμού, κλπ. και στο επίπεδο που φτάνουν μια ιδιαίτερη στιγμή. Έχουν συσταθεί σχετικά ερωτηματολόγια για μόνιμες ή μεταβλητές καταστάσεις ανησυχίας απ' τον Spielberger (1966) ο οποίος χρησιμοποιεί αρκετά ποικίλες ερωτήσεις. Όπως και μ' άλλα ερωτηματολόγια, υπάρχει το πρόβλημα ότι μπορούν να φτάσουν μόνο μέχρι το συνειδητό μέρος της παρόρμησης, κι έτσι γίνονται λάθη, επειδή οι άνθρωποι προσπαθούν να δώσουν μια ευνοϊκή εντύπωση. Παρ' όλ' αυτά, μερικά ερωτηματολόγια ήταν αρκετά επιτυχημένα. Έχει επινοηθεί και ένα άλλο μέσο μέτρησης παρορμητικών καταστάσεων που μπορεί να εκτιμήσει και τις συνειδητές και τις ασυνείδητες πλευρές μιας παρόρμησης. Στα «προβολικά τεστ» τα πειραματικά υποκείμενα λένε μια ιστορία για ανθρώπους που φαίνονται σε εικόνες όχι και τόσο καθαρές. Οι απαντήσεις τους βαθμολογούνται ώστε να φανούν οι φαντασιώσεις επιθετικότητας, κοινωνικότητας κλπ., προβλέποντας έτσι την ανοιχτή συμπεριφορά του ατόμου. Υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για την εγκυρότητα αυτών των προβολικών τεστ, και δε μπορεί κανένας να πει ότι προσφέρουν πολύ καλές προβλέψεις. Μπορεί να δώσουν ακόμα και αντίθετες προβλέψεις, στην περίπτωση της επιθετικότητας και του σεξ: μερικοί που γράφουν μια πάρα πολύ επιθετική ιστορία παρουσιάζουν ελάχιστα πραγματική επιθετική συμπεριφορά. Αυτό συμβαίνει γιατί η φαντασίωση μπορεί να αποτελέσει ένα υποκατάστατο για κάτι αληθινό, αν αυτό έχει απαγορευθεί.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Σύγκρουση
Σε περιπτώσεις σεξ, επιθετικότητας και ίσως και στην περίπτωση σχέσεων, υπάρχουν ανασταλτικές δυνάμεις που συχνά εμποδίζουν την επίτευξη του σκοπού που έχει τεθεί. Όταν το βιολογικό κίνητρο ερεθιστεί, ερεθίζονται ταυτόχρονα και οι εσωτερικές αναστολές, ίσως εξαιτίας κάποιας ποινής που επιβλήθηκε στο παρελθόν. Αυτές είναι περιπτώσεις σύγκρουσης ανάμεσα στην προσέγγιση και την αποφυγή, όταν το ίδιο Αντικείμενο (Α) είναι την ίδια στιγμή επιθυμητό κι ανεπιθύμητο. (Από δω και μπρος η σύγκρουση αυτή θα συναντιέται με τον όρο «σύγκρουση προσέγγισης - αποφυγής. Σ.τ.μ.) Έχει βρεθεί ότι, όσο πλησιάζεται ο σκοπός, τόσο γίνεται και πιο επιθυμητός, αλλά ο φόβος ή άλλες ανασταλτικές δυνάμεις αυξαίνουν ακόμα πιο πολύ. Για παράδειγμα, το άγχος που προκαλείται απ' την προοπτική του άλματος στον αλεξιπτωτιστή, μεγαλώνει γρήγορα όσο πλησιάζει η ώρα. Ένα μικρό παιδάκι που θέλει να χαϊδέψει ένα άλογο, νιώθει το φόβο του να μεγαλώνει, όσο πλησιάζει το άλογο, κι αμφιταλαντεύεται σε μια μικρή απόσταση απ' το άλογο. Ποντίκια που δέχτηκαν τροφή από μια ηλεκτρική εκκένωση στο τέρμα ενός λαβύρινθου, στο εξής όσο προχωράνε προς το τέρμα του λαβύρινθου, τόσο πιο διστακτικά είναι. Ο Miller (1944) παρουσίασε μια θεωρητική ανάλυση στα πλαίσια «κλίσεων» αποφυγής και προσέγγισης, όπου η κλίση της αποφυγής είναι πιο απότομη, και το σημείο που διασταυρώνεται δείχνει το σημείο ισορροπίας τους (Σχ. 2).
Σχήμα 2. Ανάλυση συγκρούσεων προσέγγισης-αποφυγής.
Σ' ένα σημείο παρακάτω, η θεωρία αυτή αναφέρει ότι το αυξημένο βιολ. κίνητρο αυξάνει και όλη την κλίση, έτσι που οι αυξημένες προοπτικές ποινής θα υψώσουν την κλίση της αποφυγής και θα μεταβάλλουν το σημείο ισορροπίας. Ο Δαρβίνος υποστήριζε ότι η συγκινησιακή έκφραση είναι τμήμα μιας αντίδρασης της γενικής συμπεριφοράς, όπως είναι, π.χ., όταν δείχνουμε τα δόντια επειδή θυμώνουμε. Μερικοί ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι ξέρουμε ποιο αίσθημα πρέπει να νοιώσουμε μέσω της συνείδησης, αν έχουμε επίγνωση των ίδιων μας των αντιδράσεων και ιδιαίτερα των εκφράσεων του προσώπου, (Izard, 1971). Πολυάριθμα πειράματα έδειξαν ότι, όταν ζητιέται από τα πειραματικά υποκείμενα να κρατήσουν για λίγη ώρα μία ορισμένη έκφραση στο πρόσωπο, τελικά φτάνουν στο σημείο να νιώθουν τη συγκίνηση που αντιστοιχεί στην έκφραση αυτή.
Οι ρίζες των Βιολογικών κινήτρων
Η πείνα κι η δίψα είναι έμφυτες σωματικές ανάγκες, παρ' όλο που ο τρόπος που ικανοποιούνται μαθαίνεται, κατά ένα μέρος, μέσα στα πολιτιστικά πλαίσια. Το σεξ, η επιθετικότητα και οι σχέσεις έχουν κι αυτά μια ενστικτώδη βάση. Μ' άλλα λόγια, όλα τα ανθρώπινα όντα έχουν μια έμφυτη τάση να επιδιώκουν τους πιο πάνω σκοπούς, όταν διεγείρονται. Ίσως όμως είναι αναγκαίες ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες για ν' αναπτυχθούν τα βιολογικά κίνητρα. Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Μερικά κοινωνικά βιολογικά κίνητρα μπορεί να είναι καθ' ολοκληρία αποτέλεσμα εκμάθησης, όπως είναι η δίψα για το χρήμα. Τα βιολογικά κίνητρα μπορούν να διαμορφωθούν στην παιδική ηλικία με πολλούς τρόπους. Μπορεί να συμβεί κάτι σαν «εγχάραξη» στη διάρκεια του πρώτου χρόνου ζωής: το βρέφος προσκολλιέται στο κυριαρχικό Αντικείμενο που κινείται στο περιβάλλον του, και κάνει ό,τι μπορεί για ν' ακολουθήσει αυτό το Αντικείμενο. Αυτό παρατηρήθηκε και στα πουλιά και σε άλλα είδη, κι υπάρχουν αποδείξεις ότι το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Ένα σχήμα Συμπεριφοράς μπορεί να γίνει βιολογικό κίνητρο γιατί οδηγεί με συνέπεια σ' άλλα είδη ικανοποίησης: οι ρίζες της δίψας για το χρήμα βρίσκονται ίσως στο γεγονός ότι το χρήμα οδηγεί στην ικανοποίηση της πείνας, όμως, τελικά, αυτή η ίδια η δίψα γίνεται αυτοσκοπός. Τα βιολογικά κίνητρα μπορεί να διαμορφωθούν και μέσα από άλλες διαδικασίες μάθησης, όπως είναι η ταύτιση με τους γονείς: ένα παιδί που παίρνει το γονιό σαν πρότυπο, πιθανό να αναπτύξει το γονεϊκό σχήμα παρόρμησης. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους πολιτισμούς όσον αφορά τη χαρακτηριστική δύναμη αυτών των βιολογικών κινήτρων. Μερικοί πολιτισμοί είναι πολύ επιθετικοί, άλλους τους απασχολεί πολύ η κοινωνική υπόσταση και η απώλεια του «προσώπου». Αυτές οι διαφορές μπορεί μερικές φορές να οφείλονται στο περιβάλλον: φυλές που είναι αναγκασμένες να υπερασπίζονται μόνιμα τους εαυτούς τους απέναντι σε διαρκώς απειλητικούς γείτονες χρειάζονται επιθετικά μέλη κι έτσι η επιθετικότητα ενθαρρύνεται στα παιδιά (Zigler και Child, 1969).
Οι ρίζες των αναστολών
Σήμερα πιστεύεται από πολλούς βιολόγους ότι, παρόλο που τα ζώα είναι όντα κατά βάση εγωιστικά, στην πορεία της εξέλιξής τους παρουσιάζουν δείγματα αλτρουιστικής συμπεριφοράς, γιατί μια τέτοια συμπεριφορά καταλήγει στην καλύτερη επιβίωση των γονιδίων τους. Τα ζώα φροντίζουν τους άμεσους συγγενείς τους επειδή έχουν από κοινού κάποια γονίδια, τα οποία ενισχύονται έτσι για να επιβιώσουν κατά 50% για τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, 25% για τα ξαδέρφια και τα εγγόνια κλπ. Ακόμα, μια γενικευμένη τάση αμοιβαίου αλτρουισμού οδηγεί και στην ατομική επιβίωση, αφού αυτοί που θα επιδείξουν αυτόν τον αλτρουισμό θα ωφεληθούν με τη σειρά τους όταν βρεθούν σε δύσκολη θέση (Dawkins, 1976α). Οι αναστολές, αντίθετα, στην εγωιστική συμπεριφορά των ανθρώπων επιβάλλονται από πολιτιστικούς παράγοντες. Όπως υπάρχει βιολογική εξέλιξη, έτσι υπάρχει και κοινωνική εξέλιξη, κι από κει προέρχονται τα στοιχεία του πολιτισμού που βοηθάνε την κοινωνία να επιβιώσει. Και μερικά από τα πιο σοβαρά στοιχεία του πολιτισμού είναι οι ηθικές αξίες, καθώς και άλλα σχήματα συμπεριφοράς που ελέγχουν την επιθετική, σεξουαλική και εγωιστική συμπεριφορά. Έτσι δημιουργείται στον άνθρωπο μια σύγκρουση ανάμεσα στις εγωιστικές του επιθυμίες — που προκύπτουν από τη βιολογική εξέλιξη — και τις αναστολές που γεννάει η κοινωνική εξέλιξη (Campbell, 1975).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
OΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ Σ' αυτό το κομμάτι θα αναφερθούμε σύντομα στα συστήματα παρόρμησης που παραθέσαμε προηγούμενα. Πρέπει να τονιστεί και πάλι ότι αυτός είναι ένας προσωρινός κατάλογος που ίσως θα πρέπει ν' αναθεωρηθεί κάτω από το φως καινούργιων ερευνών.
1. Βιολογικά κίνητρα που επηρεάζουν την κοινωνική συμπεριφορά
Βασικά βιολ. κίνητρα, όπως είναι η πείνα, μπορούν να οδηγήσουν σε διάφορα είδη αντιδράσεων. Μπορεί να έχουν σαν αποτέλεσμα να φέρουν κοντά όλα τα μέλη μιας πρωτόγονης ομάδας, για μια ομαδική δοκιμασία που μόνος του κανένας δε θα μπορούσε να τα καταφέρει. Αυτό γίνεται στα ζώα. Και αυτό οδήγησε τις πρωτόγονες κοινότητες στη διαμόρφωση αγροτικών συνεταιρισμών και ποιμενικών ομάδων. Στις σύγχρονες κοινωνίες, η δουλειά οδηγεί στην ικανοποίηση βιολογικών αναγκών, αλλά λιγότερο άμεσα. Σε άλλες καταστάσεις, οι βιολογικές ανάγκες μπορεί να οδηγήσουν στον έντονο ανταγωνισμό ή την εχθρότητα, όπως γίνεται όταν υπάρχει μια περιορισμένη ποσότητα τροφής που πρέπει να μοιραστεί σε αρκετά άτομα. Μπορούμε να δημιουργήσουμε πειραματικά τέτοιες καταστάσεις συναγωνισμού ή συνεταιρισμού, ελέγχοντας τον τρόπο που πρέπει να μοιραστούν τα κέρδη. Αυτό που έχει σημασία για μας, είναι ότι αυτά τα βιολ. κίνητρα αποτελούν βάση για άλλα συστήματα παρορμήσεων: οποιοδήποτε σχήμα συμπεριφοράς που οδηγεί στην τροφή μπορεί να αποτελέσει ένα καινούργιο βιολ. κίνητρο.
2. Εξάρτηση
Αυτή είναι η πρώτη μορφή κοινωνικής παρόρμησης και συμπεριφοράς. Τα μωρά είναι σωματικά εξαρτημένα απ' τη μητέρα τους (ή απ' οποιονδήποτε τα προσέχει). Υπάρχει μια έμφυτη τάση ν' αντιδρούν τα μωρά σε ένα ζευγάρι μάτια και σε γυναικείες φωνές. Και τα δυο αυτά συμβαίνουν σ' όλη τη διάρκεια του θηλασμού και αποτελούν μέρος μιας μάλλον πολύπλοκης διαδικασίας, όπου το βρέφος αναπτύσσει μια πρώτη προσκόλληση στη μητέρα του. Δεν είναι ξεκάθαρο το πόσο μοιάζει με την εγχάραξη που παρατηρείται στα ζώα, ο δεσμός μητέρας-παιδιού. Τα βρέφη δε μπορούν να μιλήσουν, κι ίσως, το ότι ακολουθούν τη μητέρα με τα μάτια να σημαίνει ότι αν μπορούσαν θα την ακολουθούσαν και με το σώμα. Ίσως να υπάρχει εδώ μια μορφή μάθησης δια μέσου της αμοιβής: η σημαντική αμοιβή εδώ δε φαίνεται να είναι τόσο η τροφή όσο η ελάττωση του άγχους που φέρνει η σωματική και οπτική επαφή με τη μητέρα. Η κρίσιμη περίοδος της ανάπτυξης της οπτικής εξάρτησης του βρέφους απ' τη μητέρα είναι ίσως η περίοδος ανάμεσα στην έκτη βδομάδα και τον έκτο μήνα από τη γέννηση. Οι πρώτες μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς είναι οι επαναλαμβανόμενες τυπικές διαδικασίες με τη μητέρα, όπως το κανάκεμα, το τάισμα, το πλύσιμο, όπου περιέχονται, αλληλεπιδρώντας, μια σειρά από σωματικές επαφές, επαφές με τα μάτια και φωνητικοί ήχοι (Bruner, 1975). Κατά την περίοδο απ' τον πρώτο χρόνο της ζωής μέχρι τα πέντε, τα παιδιά μπορούν ν' ανεχτούν μια μεγαλύτερη σωματική απόσταση απ' τη μητέρα, και για μεγαλύτερες περιόδους. Πρέπει να μαθαίνουν να είναι πιο ανεξάρτητα, ιδιαίτερα αν εμφανιστούν μικρότερα αδερφάκια. Η εξαρτημένη συμπεριφορά γίνεται πιο δυνατή όσο πιο πολύ αντιδρά η μητέρα στα κλάματα του παιδιού, και δημιουργείται μεγάλη αλληλεπίδραση ανάμεσά τους (Schaffer και Emerson, 1964). Έχει βρεθεί πως η συμπεριφορά εξάρτησης είναι επίσης μεγάλη στα πρωτότοκα και τα μοναχοπαίδια. Ο λόγος είναι ότι οι μητέρες τους ασχολούνται μαζί τους πιο πολύ, αντιδρούν πιο συγκινησιακά, αλλά η συμπεριφορά τους είναι πιο ασυνεπής. Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η εξάρτηση στους ενήλικες μπορεί να προκληθεί μέσα από καταστάσεις που είναι άγνωστες και τρομακτικές, και που σ' αυτές οι άλλοι κατέχουν το κλειδί. Η εξάρτηση, ή η υποταγή, έχουν στενή σχέση με το αντίθετό τους, την κυριαρχία: μερικοί άνθρωποι μπορεί να δείχνουν και τα δυο είδη συμπεριφοράς σε διαφορετικές περιστάσεις. Η ονομαζόμενη «αυταρχική προσωπικότητα» είναι υποτακτική σε ανθρώπους με μεγαλύτερη δύναμη ή κοινωνική θέση, και κυριαρχική σ' αυτούς που είναι λιγότερο δυνατοί ή έχουν χαμηλότερη κοινωνική θέση. Αυτή η προσωπικότητα μπορεί να παρουσιάζει εναλλακτικά και τους δυο τύπους συμπεριφοράς. Όπως σε οργανισμούς με πολλές κλίμακες ιεραρχίας, ή εκεί όπου δίνεται πολύ λίγη εξουσία σε αυτούς που βρίσκονται στις χαμηλότερες κλίμακες. Οι αυταρχικοί και υποτακτικοί προέρχονται από οικογένειες όπου οι γονείς ήταν πολύ αυταρχικοί και αυστηροί. Μια ερμηνεία γι' αυτή τους τη συμπεριφορά είναι ότι σαν εξαρτημένοι, συνεχίζουν τη σχέση που είχαν με τους γονείς τους. Σαν αυταρχικοί, μιμούνται τους γονείς τους.
3. Η ανάγκη για σχέσεις
Αυτή η ανάγκη οδηγεί στη σωματική επαφή, στην επαφή με τα μάτια, στη φιλική κοινωνική επαφή και σε άλλες μορφές οικειότητας με τους άλλους. Με τους πιο πολλούς ανθρώπους επιδιώκεται μόνο ένας μέσος βαθμός οικειότητας, κι οι λόγοι γι' αυτό θα δοθούν πιο κάτω. Πειραματικά, βρέθηκε ότι τα άτομα που έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για ανάπτυξη σχέσεων περνάνε τον καιρό τους επιδιώκοντας αυτές τις σχέσεις και δεν αφοσιώνονται στη δουλειά τους. Αυτό μοιάζει με την «κοινωνική εξωστρέφεια» γιατί κι αυτή χαρακτηρίζει ανθρώπους που έχουν μια πολύ ισχυρή τάση για επαφές με τους άλλους. Πιο ειδικά, ενδιαφέρονται να 'χουν σχέσεις με ανθρώπους της δικής τους ηλικίας, θέσης κλπ., καθώς ίσως και με το άλλο φύλο. Αυτή τη στιγμή δεν είμαστε καθόλου σε θέση να διαφοροποιήσουμε τα αποτελέσματα αυτής της ανάγκης από τα αποτελέσματα της σεξουαλικής παρόρμησης που μαζί της έχει μάλλον στενή σχέση. Στο ενδιαφέρον για σχέσεις υπάρχει πιθανώς μια έμφυτη βάση, αλλά ουσιαστικά αυτό το ενδιαφέρον δημιουργείται από τις πρώτες εμπειρίες μέσα στην οικογένεια. Για πολύν καιρό πίστευαν ότι η συμπεριφορά που αποβλέπει στη σύναψη σχέσεων προέρχεται, κατά κάποιο τρόπο, απ' την εξάρτηση. Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες που δικαιολογούν αυτή την αντίληψη: πίθηκοι, με τους οποίους πειραματίστηκε ο Harlow, δεν έδειχναν διάθεση για σχέσεις, αν είχαν μεγαλώσει στην απομόνωση. Οι χωρίς αισθήματα ψυχοπαθείς συχνά είναι άνθρωποι που έχασαν από νωρίς τη μητέρα τους. Μια εκδοχή αυτής της θεωρίας είναι ότι η μείωση του άγχους, που επιτυγχάνεται με την επαφή με τη μητέρα, ενισχύει την τάση για κοινωνικές επαφές γενικά. Ο Schachter (1959) παρατήρησε ότι κάποιες φοιτήτριες, που ήταν ανήσυχες, περιμένοντας να τους κάνουν ένα ηλεκτροσόκ, προτίμησαν να το περιμένουν παρέα πολλές μαζί παρά μία μία μόνη της. Τα κορίτσια που αγωνιούσαν περισσότερο ήσαν πρωτότοκα και μοναχοπαίδια, που, όπως είδαμε, είναι γενικά πιο εξαρτημένα. Παρ' όλ' αυτά, είναι πολύ δύσκολο να δούμε πώς «μετατρέπεται» ένα σχήμα εξάρτησης σε σχήμα σχέσης. Τα μωρά έχουν ανάγκη απ' τη μητέρα στον πρώτο χρόνο της ζωής τους. Αλλά, η αλληλεπίδραση και με άλλους ανθρώπους είναι το ίδιο απαραίτητη για την ανάπτυξη της παρόρμησης για τη σύναψη σχέσεων στα αμέσως επόμενα χρόνια. Κάτω από ποιες προϋποθέσεις διεγείρεται το ενδιαφέρον για σχέσεις; Αν αυτό το ενδιαφέρον το δούμε σαν παρόρμηση, όπως είναι η πείνα κι η δίψα, θα πρέπει τότε να διεγείρεται με την στέρηση που, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η απομόνωση. Έγιναν κάποια πειράματα όπου τα πειραματικά υποκείμενα απομονώθηκαν για περίοδο 4 ημερών. Βρέθηκε ότι περίοδος απομόνωσης έστω και είκοσι λεπτών, κάνει τα παιδιά να ανταποκρίνονται μετά, πιο εύκολα σε κοινωνικές ανταμοιβές. Άλλα, όμως, πειράματα, έδειξαν ότι η απομόνωση δεν προκαλεί πάντα ενδιαφέρον για σχέσεις, παρά μόνο αν η απομόνωση δημιουργήσει άγχος (Walters και Parke, 1964). Τα πειράματα του Schachter έδειξαν επίσης ότι και μόνο το άγχος αρκεί για να τα διεγείρει. Ίσως το ενδιαφέρον Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
για σχέσεις να διεγείρεται και με την αναμονή δεξιώσεων ή άλλων κοινωνικών εκδηλώσεων. Η κοινωνικότητα αποφέρει αρκετά οφέλη: μειώνει το άγχος, προσφέρει ένα μέσο σύγκρισης των αντιλήψεων διαφόρων ατόμων με τον ίδιο τον εαυτό, κάνει ευκολότερη τη συνεργασία, και αναστέλλει την επιθετικότητα. Παρ' όλ' αυτά, η παρόρμηση αυτή φαίνεται ότι είναι αυτόνομη και λειτουργεί ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα (τα οφέλη) που έχει. Η ανάλυση της σύγκρουσης ανάμεσα στην προσέγγιση και την αποφυγή, όπως περιγράφηκαν πιο πριν, μπορεί να εφαρμοστεί και στην κοινωνική συμπεριφορά. Ας υποθέσουμε ότι οι άνθρωποι έλκονται μεταξύ τους σωματικά, επειδή είχαν μια τέτοια εμπειρία στο παρελθόν που ανταμείφθηκε, κι ότι απωθούνται επίσης σωματικά, επειδή στο παρελθόν τιμωρήθηκαν γι' αυτό. Αν η κλίση αποφυγής είναι πιο απότομη από την κλίση προσέγγισης, τότε οι άνθρωποι θα προσεγγίσουν ο ένας τον άλλο, μέχρι να φτάσουν στο σημείο ισορροπίας, οπότε και θα σταματήσουν. Θα μπορούσαμε να γενικεύσουμε αυτή τη θεωρία και να πούμε ότι οι άνθρωποι κινούνται προς μια κατάσταση ισορροπίας, σε σχέση με το βαθμό «οικειότητας» που έχουν με τους άλλους, σύμφωνα με το σχήμα: Η οικειότητα συνίσταται από: • • • • •
το σωματικό πλησίασμα την επαφή με τα μάτια τις εκφράσεις του προσώπου (χαμόγελο) το θέμα της συζήτησης (πόσο προσωπική είναι) τον τόνο της φωνής (ζεστή) κλπ.
Η πειραματική απόδειξη αυτής της θεωρίας βρίσκεται εδώ.
4. Κυριαρχία
Αυτή αναφέρεται σε μια πολύ σημαντική ομάδα παρορμήσεων, που συμπεριλαμβάνει ανάγκες εξουσίας —όπως το να ελέγχει κανένας τη συμπεριφορά και την τύχη των άλλων, και ανάγκες κοινωνικής θέσης και αναγνώρισης— όπως το να τον θαυμάζουν και να τον προσέχουν οι άλλοι. Βασικά θ' ασχοληθούμε με τα αποτελέσματα της κυριαρχίας σε καταστάσεις «πρόσωπο με πρόσωπο», όπως είναι οι μικρές ομάδες. Οι κυριαρχικοί άνθρωποι θέλουν να μιλάνε συνεχώς, ν' ακούγονται οι ιδέες τους και να ασκούν την επιρροή τους σε αποφάσεις. Οι άνθρωποι με δυνατή την παρόρμηση της κυριαρχίας είναι έτοιμοι να αγωνιστούν για μια θέση, και σα νικητές, να πάρουν τον τίτλο του «καθοδηγητή», δηλ. του ατόμου που θα είναι υπεύθυνο για τις αποφάσεις της ομάδας (δες κεφ. 8). Το ίδιο γίνεται και σε ομάδες πιθήκων: σ' αυτούς η κυριαρχία καθιερώνεται συνήθως με επίδειξη ή με πραγματική μάχη, κι ο νικητής κερδίζει το σεβασμό των άλλων και πλησιάζει ευκολότερα τα θηλυκά. Η ανάγκη κυριαρχίας μπορεί να υπολογιστεί με ερωτηματολόγια ή με προβολικά τεστ. Αυτά μπορούν να κάνουν μια πρόβλεψη για το πόσο σκληρά θα παλέψει ένα άτομο για μια θέση, αλλά όχι για το αν οι προσπάθειές του θα πετύχουν. Ίσως υπάρχουν κάποιες έμφυτες, ενστικτώδεις ρίζες στην κυριαρχική-δεσποτική συμπεριφορά: η κυριαρχία πιστεύεται ότι έχει αναπτυχθεί μέσα από την εξέλιξη, αφού εμπεριέχει μέσα της απαραίτητα τη βιολογική λειτουργία της επιλογής του αρχηγού, που θα τηρεί την τάξη στην ομάδα και θα απωθεί τους εχθρούς. Τα αρσενικά είναι πιο κυριαρχικά σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία, καθώς και στους πίθηκους και σ' άλλα θηλαστικά (Wilson, 1975). Έχει αποδειχτεί ότι, αν κάνουμε ένεση με αρσενικές ορμόνες σε αρσενικούς πίθηκους ή σ' άλλα θηλαστικά, θα αναπτυχθεί περισσότερο η
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
επιθετικότητά τους και η τάση κυριαρχίας. Η κυριαρχία επηρεάζεται ακόμα κι από τις εμπειρίες της παιδικότητας, όπως είναι η ταύτιση με ένα κυριαρχικό γονιό. Ο σεξουαλικός ρόλος του αρσενικού αφομοιώνεται βασικά μέσω της ταύτισης με τον πατέρα. Παρ' όλ' αυτά, αυτή η παρόρμηση κυριαρχίας φαίνεται ότι είναι ανάγκη που κεντρίζεται μόνο σε ορισμένες στιγμές και μόνο σε σχέση με ορισμένους ανθρώπους. Απ' τη στιγμή που καθιερώνεται μια ιεραρχία που είναι κάπως σταθερή, ο αγώνας για την κατάκτηση των θέσεων σταματάει. Η κυριαρχία διεγείρεται επίσης στη διάρκεια εκλογών, στα πλαίσια μικρών ομάδων, όπου η πάλη για την εξουσία γίνεται πολύ έντονη.
5. Σεξ
Στα πιο πρωτόγονα ζώα η σεξουαλική παρόρμηση είναι ενστικτώδη. Η διέγερση ελέγχεται από τις ορμόνες του φύλου, κι οδηγεί στην εκπλήρωση του βιολογικού σκοπού της αναπαραγωγής. Στον άνθρωπο φαίνεται ότι είναι ένας ευχάριστος αυτοσκοπός που ελέγχεται περισσότερο απ' τον εγκεφαλικό φλοιό κι όχι τόσο απ' τις ορμόνες του φύλου. Για χάρη των τωρινών μας σκοπών, το σεξ μπορεί να θεωρηθεί σαν μια παρόρμηση κοινωνικής προσέγγισης, όπως είναι και η ανάγκη για δημιουργία σχέσεων, με τη διαφορά ότι συνήθως απευθύνεται σε άτομα του αντίθετου φύλου. Εδώ δεν θα ασχοληθούμε με την πολύ ειδική ικανοποίηση προς την οποία κατευθύνεται η σεξουαλική παρόρμηση. Σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις η σεξουαλική παρόρμηση μοιάζει με την τάση για σύναψη σχέσεων, αφού κι αυτή οδηγεί σε σωματική προσέγγιση, σ' επαφή με τα μάτια και σε άλλες μορφές οικειότητας. Ίσως, η μεγαλύτερή τους διαφορά είναι ότι, στη σεξουαλική παρόρμηση υπάρχει μεγαλύτερος βαθμός διέγερσης: αυτό γίνεται όταν ευπαρουσίαστα μέλη από κάθε φύλο πλησιάσουν το ένα το άλλο, και ιδιαίτερα όταν η ηλικία τους είναι από 15 μέχρι 40 χρόνων. Η σεξουαλική παρόρμηση είναι ολοκληρωτικά ενστικτώδη στα κατώτερα ζώα και, κατά ένα μέρος, και στα ανθρωποειδή. Όπως και η τάση για σχέσεις, έτσι κι η σεξουαλική παρόρμηση επηρεάζεται απ' την παιδική ηλικία. Οι Harlow και Harlow (1965) βρήκαν ότι πίθηκοι, που στους πρώτους έξι μήνες της ζωής τους έζησαν σε απομόνωση, δεν εκδήλωσαν αργότερα σεξουαλική συμπεριφορά. Προφανώς οι άνθρωποι χρειάζονται αρκετή καθοδήγηση, και έχουν δημιουργηθεί πολύ λεπτοί πολιτιστικοί κανόνες που κατευθύνουν τη σεξουαλική τους συμπεριφορά και χρειάζεται ιδιαίτερη κοινωνικότητα και ικανότητα για να τους ακολουθήσει κανείς. Στους πίθηκους και σ' άλλα ζώα η σεξουαλική συμπεριφορά τείνει να είναι απεριόριστη. Στις πολιτισμένες κοινωνίες η σεξουαλική συμπεριφορά είναι δυνατή μόνο κάτω από πολύ περιορισμένες συνθήκες. Κι όμως, αυτή η συμπεριφορά διεγείρεται συνέχεια. Τα φυσιολογικά ερεθίσματα που διεγείρουν τη σεξουαλική συμπεριφορά είναι το βλέμμα, το άγγιγμα, η μυρουδιά ή η φωνή ενός ορισμένου ατόμου, ιδιαίτερα αν διαθέτει μεγάλη σωματική ελκυστικότητα (βλέπε >>). Επιπρόσθετα, οι ερωτικές εικόνες και ταινίες είναι πολύ διεγερτικές — η διέγερσή τους μετριέται από την επιμήκυνση του πέους ή από περιγραφή των συναισθημάτων του ίδιου του υποκειμένου. Οι πιο διεγερτικές ταινίες είναι εκείνες που παρουσιάζουν συνουσία, χάιδεμα των γεννητικών οργάνων και σεξ απ' το στόμα (Baron και Byrne, 1977). Οι άνθρωποι μπορούν ακόμα να διεγείρονται από ένα μεγάλο αριθμό ερεθισμάτων που έχουν συνδεθεί με το σεξ. Παρ' ολ' αυτά, υπάρχουν δυσκολίες στην εύκολη ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών. Αυτές οι δυσκολίες κατά ένα μέρος οφείλονται σε εξωτερικούς περιορισμούς: στην απροθυμία του συντρόφου ή στην αποδοκιμασία των άλλων. Κατά ένα μέρος οφείλονται σε εσωτερικές αναστολές. Αυτές οι αναστολές βασίζονται στη γονεϊκή πειθαρχία που επιβλήθηκε κατά την εμφάνιση των πρώτων εκδηλώσεων σεξουαλικότητας του ατόμου, όπως είναι το παιχνίδι με τα γεννητικά όργανα. Έτσι, η σεξουαλική συμπεριφορά με το πέρασμα του χρόνου κατάληξε να συνδεθεί με το άγχος. Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση ανάμεσα σ' αυτούς που έχουν πολλές αναστολές και φοβούνται το σεξ και το αποφεύγουν, και σ' αυτούς που το επιδιώκουν δίχως κανένα συναίσθημα ενοχής. Αυτές οι αναστολές όμως, αδυνατίζουν με το οινόπνευμα. Ίσως υπάρχει κάποια βιολογική βάση σ' αυτές τις αναστολές: οι άνθρωποι χρειάζονται μια μεγάλη περίοδο φροντίδας και κοινωνικοποίησης, πράμα που σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο είδος οικογένειας για να επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς στην ακατάσχετη σεξουαλικότητα των ενήλικων. Μ' αυτό τον τρόπο, η σεξουαλική παρόρμηση επηρεάζει την κοινωνική συμπεριφορά σε πολλές περιπτώσεις. Έχουμε κι εδώ ένα άλλο παράδειγμα σύγκρουσης προσέγγισης-αποφυγής, όπου η ισορροπία δημιουργείται από ποικίλες μορφές σεξουαλικής συμπεριφοράς —εκτός απ' την ίδια τη συνουσία— που συχνά ούτε καν περιέχουν σωματική επαφή. Τέτοιες μορφές είναι ο διάλογος κι η επαφή με τα μάτια. Είπαμε πιο πριν ότι η πρώιμη σεξουαλική παρόρμηση ίσως να έχει στενή σχέση με την παρόρμηση για σχέσεις: και οι δυο μπορούν να γεννηθούν από μια πρώιμη εξάρτηση απ' τη μητέρα.
6. Επιθετικότητα
Είναι μια συμπεριφορά που σαν πρόθεση έχει να πληγώσει ανθρώπους ή αντικείμενα, με έργα ή με λόγια. Χρησιμοποιείται για να πετύχει το άτομο κάποιον σκοπό, όπως είναι η φυγή ή η επιδοκιμασία. Η επιθετικότητα στα ζώα είναι βιολογικά χρήσιμη για να υπερασπίζονται τη γη και την ομάδα, για να πετυχαίνουν κάποια προτεραιότητα στην απόκτηση τροφής και για να οδηγεί τα αρσενικά κοντά στα θηλυκά. Η επιθετικότητα στα ζώα εκδηλώνεται όταν αυτά νιώθουν αποστερημένα, δηλ. όταν κάποια δραστηριότητά τους, που οδηγεί στην εκπλήρωση ενός σκοπού, συναντάει εμπόδια, κι όταν οι αμοιβές που περίμεναν δεν έρχονται. Η επιθετικότητα παρατηρείται και στους ανθρώπους όταν: • • •
η αποστέρηση είναι κάπως σοβαρή. δεν υπάρχει σοβαρός λόγος για την αποστέρηση και δεν υπάρχει μεγάλος κίνδυνος ποινής ή αποδοκιμασίας αυτής της επιθετικής συμπεριφοράς.
Τα ζώα, όταν τους επιτεθούν, αμύνονται (εκτός αν το βάλουν στα πόδια). Στους ανθρώπους, οι προσβολές προκαλούν μεγαλύτερη επιθετικότητα παρά η αποστέρηση. Η επιθετικότητα, και στους ανθρώπους και στα ζώα, εμφανίζεται σαν έμφυτη αντίδραση σε αποστέρηση και σε επιθέσεις, αλλά δεν είναι βιολογική παρόρμηση, αφού δεν εμφανίζεται όταν λείπουν τα ερεθίσματα. Επίσης δεν αποτελεί ανάγκη που πρέπει να ικανοποιηθεί. Η επιθετικότητα, κάτω από μερικές φυσιολογικές συνθήκες, αυξάνει τη σεξουαλική και φυσιολογική διέγερση και τις αρσενικές ορμόνες. Επηρεάζεται ακόμα από τη βία που προβάλλεται στην τηλεόραση. Οι Berkowitz και Geen (1966) διαπίστωσαν ότι ένα πειραματικό υποκείμενο θα χτυπούσε άσχημα ένα «βλήμα», αν τύχαινε να έχει το ίδιο όνομα με κάποιον που είχε επιθετικό ρόλο σε ταινία που μόλις είχε δει. Τα σχήματα της επιθετικής συμπεριφοράς αφομοιώνονται στην παιδική ηλικία: Το πάλεμα μπορεί να ενθαρρύνεται ή να αποθαρρύνεται, ενώ είναι πιθανό και οι ίδιοι οι γονείς να παρουσιάζουν σχήματα επιθετικής συμπεριφοράς. Η σωματική τιμωρία είναι ένα ακόμα στοιχείο που καταλήγει σε περισσότερη επιθετικότητα. Η επιθετικότητα αναστέλλεται στα ζώα, όταν το άλλο ζώο δίνει σήματα ειρήνευσης: αποστρέφει το βλέμμα, παίρνει μια στάση υποταγής, κλπ. Σε πειράματα με ανθρώπινα πειραματικά υποκείμενα, διαπιστώθηκε ότι τα υποκείμενα δίνουν ηλεκτροσόκ χαμηλότερης έντασης στο θύμα, όταν εκείνο Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
τους εκπέμπει σήματα πόνου. Η επιθετικότητα συχνά καταλήγει στην τιμωρία, γι' αυτό, για τον περισσότερο κόσμο, υπάρχει ένας ισχυρός παράγοντας αποφυγής, που κατά ένα μέρος έχει εσωτερικευθεί σαν τμήμα της συνείδησης, και κατά ένα άλλο οφείλει την ύπαρξή του στο φόβο της εκδίκησης. Η ανάλυση μιας σύγκρουσης μπορεί να προβλέψει ότι θα εμφανιστεί μια έμμεση μορφή επιθετικότητας, εκφρασμένη με λόγια μάλλον παρά με έργα. Αυτή η έμμεση μορφή μπορεί, σε πιο αδύναμους ανθρώπους (αποδιοπομπαίος τράγος Σ.τ.μ.), να αποτελεί μια απλή φαντασίωση επιθετικότητας, όπως είναι η παρακολούθηση ταινιών γουέστερν και αγώνων πάλης Όπως και το σεξ, η επιθετικότητα μπορεί να διεγείρεται εξακολουθητικά και να αναστέλλεται μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο, αλλά μπορεί και να εκδηλώνεται και με έμμεσο τρόπο. Η επιθετική συμπεριφορά μπορεί ακόμα να είναι καθαρτική, δηλ. μπορεί να ελαττώνει το αρχικό επίπεδο του θυμού. Οι Hokanson και Burgess (1962) διαπίστωσαν ότι πειραματικά υποκείμενα που είχαν το δικαίωμα, είτε να δώσουν ηλεκτρικά σοκ είτε να βαθμολογήσουν αρνητικά το ερωτηματολόγιο κάποιου που τους είχε προσβάλει, ένιωθαν έπειτα από το πείραμα λιγότερη επιθετικότητα, αλλά αυτό γινόταν μόνο αν αυτός που τους είχε προσβάλει ήταν κατώτερός τους. Σ' ένα άλλο πείραμα, αν ο πειραματιστής έδινε ο ίδιος τα σοκ, αντί ν' αφήσει τα πειραματικά υποκείμενα να τα δώσουν, η κάθαρση ήταν μικρότερη. (Doobs και Wood, 1972). Απ' την άλλη μεριά, ο θυμός δεν εκφορτίζεται με επιθέσεις σε φυσικά αντικείμενα και με παρακολούθηση επιθετικών σκηνών στην τηλεόραση.
7. Αυτοεκτίμηση και αυτοσυνοχή
Πολλοί ψυχολόγοι θεώρησαν αναγκαίο να δεχτούν σαν ανθρώπινη ανάγκη την αυτοεκτίμηση, δηλ. την ανάγκη να έχουμε μια θετική αυτοαξιολόγηση (π.χ. Rogers, 1942). Η φροντίδα για την αυτοεικόνα δημιουργείται κάτω από ορισμένες συνθήκες όπως: όταν είναι κανένας μπροστά σε ακροατήριο, ή σε συσκευές της τηλεόρασης, ή μπροστά σε καθρέφτη, κι ιδιαίτερα όταν βλέπει ότι τον προσέχουν οι άλλοι. Τα άτομα διαφέρουν ανάλογα με το βαθμό εκτίμησης και εμπιστοσύνης που έχουν για τον εαυτό τ ους. Οι ρίζες της ανάγκης για αυτοεκτίμηση μπορεί να βρίσκονται στις ευνοϊκές κρίσεις που κάνουν οι περισσότεροι γονείς για τα παιδιά τους. Τα παιδιά δέχονται, είτε ολοκληρωτικά είτε κατά ένα μέρος, αυτές τις θετικές αξιολογήσεις κι αργότερα επιδιώκουν να έχουν εμπειρίες και αξιολογήσεις όμοιες μ' αυτές. (Secord και Backman, 1974). Αν οι γονείς διατυπώσουν αρνητικές κρίσεις για τα παιδιά τους, μπορεί αυτά, στην κατοπινή τους ζωή να δεχτούν αυτή την άποψη για τον εαυτό τους και να μην εκδηλώσουν καμιά ανάγκη για αυτοεκτίμηση. Φαίνεται ότι ο βαθμός του ποσοστού που θεωρείται σημαντική η αυτοεκτίμηση καθορίζεται από πολιτιστικές διαφορές. Στην Ανατολή, το «χάσιμο του προσώπου» είναι ένα πολύ πιο σοβαρό γεγονός, απ' όσο είναι στη Δύση. Εδώ υπάρχει κι ένας δεύτερος τύπος παρόρμησης που πρέπει ν' αναφερθεί. Είναι η ανάγκη για μια ξεκάθαρη ευδιάκριτη και συνεκτική εικόνα του εαυτού. Μέρος αυτής της ανάγκης είναι η επιθυμία να θεωρεί κανένας τον εαυτό του σαν ένα άτομο μοναδικό, ξεχωριστό απ' τους άλλους. Αργότερα θα δείξουμε ότι οι έφηβοι συχνά συμπεριφέρονται με τρόπους που παρεκκλίνουν απ' το φυσιολογικό, ή επαναστατούν ενάντια στην οικογένειά τους, μόνο και μόνο για να κατορθώσουν να δουν τον εαυτό τους σαν ξεχωριστό άτομο. Εκτός από αυτή την ανάγκη, ασκούνται και πιέσεις πάνω στα άτομα, ώστε ν' αποχτήσουν μια εικόνα του εαυτού που να είναι συνεκτική και ολοκληρωμένη. Υπάρχουν πολλές αποδείξεις πως οι άνθρωποι καλλιεργούν αντιλήψεις και πεποιθήσεις που έχουν κάποια συνοχή μεταξύ τους, κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν πρόκειται για αντιλήψεις σχετικά με τον εαυτό τους. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους: η κοινωνική πίεση για να συμμορφωθεί το άτομο στον επαγγελματικό, ταξικό ή όποιο άλλο ρόλο, η προσπάθειά του ν' αποφύγει συγκινησιακές συγκρούσεις μέσα στην ίδια του την προσωπικότητα, και η προσπάθειά του να θεμελιώσει μια ξεκάθαρη και με νόημα εικόνα του εαυτού του, των ιδανικών και των σκοπών του. Όλ' αυτά Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
επηρεάζουν την κοινωνική του συμπεριφορά με τον ίδιο τρόπο που την επηρεάζει και η αυτοεκτίμηση. Το άτομο καταβάλλει προσπάθειες για να κάνει τους άλλους να τον δεχτούν και να ενισχύσουν έτσι την εικόνα του εαυτού του. Ή προσπαθεί να τους αποφύγει ή να τους αλλάξει τις ιδέες που έχουν για το πρόσωπό του, αν δεν τον εκτιμούν. (Βλέπε κεφ. 9).
8. Άλλα κίνητρα που επηρεάζουν την κοινωνική συμπεριφορά
Το κίνητρο της επιτυχίας οδηγεί το άτομο σε προσπάθειες ώστε να πετυχαίνει όλο και ανώτερα επίπεδα στόχων, είτε αυτά είναι εξετάσεις, είτε σπορ, αθλητικοί αγώνες κλπ. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει μια εργασία που πρέπει να γίνει, όπως είναι τα καθήκοντα μιας επιτροπής ή μια μελέτη σε μια ομάδα έρευνας. Έχει βρεθεί ότι άτομα με ανεβασμένο το κίνητρο της επιτυχίας ασχολούνται πιο πολύ με την εργασία που τους έχει ανατεθεί, ενώ εκείνα τα άτομα που έχουν πιο ανεβασμένο το ενδιαφέρον για σχέσεις, απασχολούνται περισσότερο με τη δημιουργία καλών σχέσεων με τους άλλους. Το κίνητρο της επιτυχίας είναι πιο δυνατό σε πρωτότοκα παιδιά, σε παιδιά που ενθαρρύνθηκαν να είναι ανεξάρτητα και σε παιδιά με πετυχημένους γονείς. Ο Weiner (1974) διαπίστωσε ότι αυτοί που σκοπεύουν ψηλά διαφέρουν βασικά στο ότι αποδίνουν την πιθανότητα της επιτυχίας τους περισσότερο στις ίδιες τους τις προσπάθειες, κι όχι σε εξωτερικούς παράγοντες. Το κίνητρο της επιτυχίας δεν είναι σαν τα βιολ. κίνητρα, αφού δε φαίνεται να υπάρχει κορεσμός σ' αυτό. Όσο και να φτάνει το στόχο του ο άλτης, θέλει να πηδήξει ακόμα ψηλότερα. Το ίδιο ισχύει και σε άλλους τομείς επιτυχίας. Οι γυναίκες έχουν ειδικά προβλήματα. Συχνά αποφεύγουν την επιτυχία, από φόβο της κοινωνικής απόρριψης και από φόβο μη χάσουν τη θηλυκότητά τους και ξεφύγουν απ' το «φυσιολογικό» (Horner, 1970). Όταν οι γυναίκες νιώσουν ότι μερικές μορφές επιτυχιών είναι αταίριαστες με το γυναικείο ρόλο, ίσως επιδιώξουν κατακτήσεις σε γυναικείους τομείς, πράμα που συχνά απαιτεί μεγάλες ικανότητες και ανάλογες κοινωνικές προϋποθέσεις.
Υπάρχουν ακόμα μερικές επίκτητες ανάγκες που επηρεάζουν την κοινωνική συμπεριφορά: είναι η ανάγκη για τα χρήματα κι οι ανάγκες που έχουν σχέση με τα χόμπι, τις κοινωνικές αξίες, τη δουλειά ή τη σταδιοδρομία. Σε ιδιαίτερες κοινωνικές καταστάσεις, είναι πιθανό να διεγερθούν και να ικανοποιηθούν μερικές παρορμήσεις. Οι άμεσοι σκοποί και τα σχέδια που διαμορφώνει το άτομο, είναι ένα πολύπλοκο προϊόν των αναγκών του και της κατάστασης στην οποία βρίσκεται. Έτσι, ένα δείπνο μπορεί να δώσει πρώτα απ' όλα την ευκαιρία για κάποια σεξουαλική δραστηριότητα και ακόμα για σχέσεις, για αυτοεκτίμηση, για κοινωνικές επαφές, χρήσιμες στο επάγγελμα ή άλλα ενδιαφέροντα κλπ. Μερικές κοινωνικές καταστάσεις που θα μας απασχολήσουν αργότερα, μπορούν να θεωρηθούν σαν ασκήσεις επαγγελματικής ικανότητας και κοινωνικότητας. Για παράδειγμα, η συνέντευξη, η διδασκαλία και οι πωλήσεις. Σ' αυτές τις περιπτώσεις το άτομο προσπαθεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά των άλλων, όχι γιατί έχει κάποια κοινωνική ανάγκη, αλλά για επαγγελματικούς λόγους. Θέλει να κάνει τους άλλους να μάθουν, ή ν' αγοράσουν, ακριβώς όπως ένα άτομο, που έχει δυνατό το ενδιαφέρον για σχέσεις, θέλει να του φέρονται μ' ένα ζεστό και φιλικό τρόπο, φυσικά το άτομο αυτό έχει κι άλλα ενδιαφέροντα: χρήματα, επιτυχία, κλπ. Αυτά τον κάνουν να κοιτάζει να κάνει καλά τη δουλειά του. Οι άμεσοι όμως σκοποί του είναι να κάνει τον πελάτη ν' αντιδράσει με τον ιδιαίτερο τρόπο που απαιτεί η περίσταση. Ο κάτοχος μιας κοινωνικής ικανότητας, στις περισσότερες περιπτώσεις θα επηρεάζεται και από κοινωνικές παρορμήσεις από τις οποίες θα επηρεάζεται οπωσδήποτε κι ο ίδιος ο πελάτης.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Λεκτική και Μη Λεκτική Επικοινωνία Στο πρώτο κεφάλαιο συζητήθηκαν οι σκοποί που επιδιώκουν οι άνθρωποι στις κοινωνικές τους σχέσεις κι επαφές και υποστηρίχτηκε ότι αυτοί οι σκοποί ικανοποιούνται όταν οι άλλοι αναπτύξουν μια ορισμένη συμπεριφορά. Για να πετύχει τις αντιδράσεις που τον εξυπηρετούν στους στόχους του το άτομο χρησιμοποιεί μια ποικιλία από λεκτικά και μη λεκτικά στοιχεία. Στη συζήτηση π.χ., υπάρχουν προτάσεις που συνοδεύονται από συνεχείς εκφραστικές αλλαγές του προσώπου, από χειρονομίες, αλλαγές στο βλέμμα κι άλλες μη λεκτικές δραστηριότητες, τόσο του ενός συνομιλητή όσο και του άλλου. Θα αρχίσουμε με τα μη λεκτικά στοιχεία που μεταδίνουν συγκινήσεις κι αισθήματα και που συμπληρώνουν τη λεκτική επικοινωνία με πολλούς τρόπους. Ο αναγνώστης ίσως νιώσει όπως ο κύριος Jourdain (στον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου), όταν ανακάλυψε ότι όλα του τα χρόνια μιλούσε πρόζα χωρίς να το ξέρει. Είναι, όμως, απαραίτητο να κατατάξουμε και να ονοματίσουμε όλη την κλίμακα των κοινωνικών πράξεων, σύμφωνα με τους διαφορετικούς τύπους και βαθμούς πολυπλοκότητάς τους, για να κινηθούμε τελικά προς μια επιστημονική ανάλυση της κοινωνικής συμπεριφοράς.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Η μη λεκτική επικοινωνία είναι το μοναδικό μέσο επικοινωνίας στα ζώα. Παρόμοια σήματα χρησιμοποιεί κι ο άνθρωπος, και γνωρίζουμε ήδη την εξέλιξη μερικών απ' αυτά. Για παράδειγμα, το δείξιμο των δοντιών ενός θυμωμένου ζώου, ξεκινάει από το δάγκωμα. Τώρα όμως χρησιμοποιείται χωρίς να υπάρχει στ' αλήθεια πρόθεση για δάγκωμα. Αυτό είναι ένα παράδειγμα ενός μη λεκτικού σήματος που είναι φορτισμένο με νόημα, μια και μοιάζει με μια άλλη πράξη ή μ' ένα μέρος αυτής της πράξης. Ο Van Hoof (1972) έκανε μια υπόθεση για την καταγωγή του ανθρώπινου γέλιου και χαμόγελου: τα κατώτερα ανθρωποειδή έχουν μια έκφραση που είναι γνωστή σαν «η γυμνόδοντη φάτσα που σκούζει» και χρησιμοποιείται σαν ένδειξη φόβου ή υποταγής: αυτή η έκφραση εξελίχτηκε σε χαμόγελο. Τα μικρά ανθρωποειδή επίσης χρησιμοποιούν ένα «ροκάνισμα που μοιάζει με παιχνίδι» και συνοδεύεται από ένα είδος γαυγίσματος. Απ' αυτό το «ροκάνισμα» μάλλον κατάγεται το ανθρώπινο γέλιο. Όλα τα κοινωνικά σήματα κωδικοποιούνται κι αποκωδικοποιούνται από ένα πομπό (δότης) κι ένα δέκτη (λήπτης).
πομπός
κωδικοποιεί
σήμα
αποκωδικοποιεί
δέκτης
Συχνά ο δότης δεν έχει επίγνωση της δικιάς του μη λεκτικής επικοινωνίας, παρ' όλο που είναι καταφανής σ' αυτόν που αποκωδικοποιεί. Μερικές φορές κανένας απ' τους δυο δεν έχει επίγνωση της μη λεκτικής επικοινωνίας τους. Ένα παράδειγμα είναι η διεύρυνση που γίνεται στις κόρες των ματιών του λήπτη όταν υπάρχει σεξουαλική έλξη, που τον επηρεάζει παρ' όλο που δεν ξέρει γιατί τον συγκινεί ο δότης. Η τριβή στις κοινωνικές ικανότητες (καθώς και το διάβασμα αυτού του βιβλίου) αυξάνει την ευαισθησία μας απέναντι στη μη λεκτική επικοινωνία των άλλων, και τη δυνατότητα ελέγχου των δικών μας μη λεκτικών σημάτων. Ξαναγυρίζουμε τώρα στις κύριες μορφές της μη λεκτικής επικοινωνίας.
1. Εκφράσεις του προσώπου.
Όπως είδαμε λίγο πριν, οι εκφράσεις του προσώπου έχουν ακολουθήσει την εξέλιξη της ζωής και στους πιθήκους αποτελούν ένα σημαντικό μέσο επικοινωνίας. Ο Izard (1975) έκοψε τους μυς του προσώπου σε μερικά μικρά πιθηκάκια και στη μητέρα τους και διαπίστωσε ότι η πιθηκίνα και τα παιδιά της δεν κατόρθωσαν να καλλιεργήσουν οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Σχήμα 3. Σχηματοποιημένα αισθήματα (από τους Thayger και Schiff, 1969). Πώς έγιναν αντιληπτά από θεατές (στρογγυλοποιημένα ποσοστά) και πώς βαθμολόγησαν την ένταση του αισθήματος.
Μια απ' τις βασικές λειτουργίες των εκφράσεων του προσώπου είναι να μεταδίδει συγκινησιακές καταστάσεις και στάσεις, όπως είναι η συμπάθεια και η αντιπάθεια. Ο Paul Ekman και άλλοι (1972) βρήκαν ότι υπάρχουν εφτά κύριες εκφράσεις προσώπου, που εκδηλώνουν συγκίνηση: • • • • • • •
Ευτυχία Έκπληξη Φόβος Λύπη Θυμός Αηδία (περιφρόνηση) Ενδιαφέρον
Κάθε μια απ' αυτές επιφέρει αλλαγή σ' ολόκληρο το πρόσωπο, παρά το γεγονός ότι το στόμα και τα φρύδια φέρουν το μεγαλύτερο ποσοστό πληροφοριών. Οι εφτά συγκινήσεις μπορούν και διακρίνονται αρκετά καλά, παρ' όλο που οι όμοιες είναι δυνατό να μπερδευτούν. Π.χ. ο φόβος κι ο θυμός, η έκπληξη κι η ευτυχία. Εκτός απ' αυτό, και σε αντίθεση με τα ζώα, εμείς συχνά κρύβουμε τα αληθινά μας συναισθήματα. Π.χ., δεν είναι πάντα εύκολο να αποκωδικοποιήσουμε ένα χαμογελαστό πρόσωπο. Αυτές οι εκφράσεις του προσώπου φαίνεται ότι είναι σχεδόν ίδιες σ' όλους τους πολιτισμούς, παρ' όλο που ο Ekman έδειξε ότι υπάρχουν «κανόνες επίδειξης» που καθορίζουν με ακρίβεια πότε μια συγκίνηση θα πρέπει να εκδηλωθεί, αν θα κλάψουμε στην κηδεία ή αν θα δείξουμε ευχαρίστηση που κερδίσαμε ένα παιχνίδι. Οι Shimoda, Ricci Bitti και Argyle (1978) βρήκαν ότι οι γιαπωνέζοι μπορούν ΕΥΚΟΛΟΤΕΡΑ να αποκρυπτογραφήσουν τις εκφράσεις των βρετανών και των Ιταλών απ' ό,τι τις δικές τους (πιν. Ι), ίσως επειδή οι γιαπωνέζοι (ως γνωστό) δεν εκδηλώνουν αρνητικά αισθήματα, όπως π.χ. θυμό ή λύπη. Οι γιαπωνέζοι ίσως βοηθήθηκαν σ' αυτό βλέποντας ταινίες γουέστερν. Κριτές Βρετανοί Ιταλοί Γιαπωνέζοι
Εκτελεστές Βρετανοί 63 53 57
Ιταλοί 58 62 58
Γιαπωνέζοι 38 28 45
Πίνακας 1. Διαπολιτιστική αναγνώριση των αισθημάτων Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Από τα αισθήματα που καταγράψαμε πιο πάνω, η έκπληξη και το ενδιαφέρον δεν είναι πραγματικά αισθήματα, αλλά γνωστικές αντιδράσεις. Το πρόσωπό μας εκφράζει ταχύτατα την αντίδρασή μας απέναντι σ' αυτό που είπαν ή έκαναν οι άλλοι, μ' ένα ταυτόχρονο ερμηνευτικό σχόλιο πάνω σ' αυτό που λέμε. Τα φρύδια είναι πολύ εκφραστικά σ' αυτή τη διαδικασία: Ολότελα υψωμένα Μισοϋψωμένα Φυσιολογικά Μισοχαμηλωμένα Ολότελα χαμηλωμένα
— — — — —
δυσπιστία έκπληξη δίχως σχόλια μπέρδεμα θυμός
Η περιοχή γύρω απ' το στόμα συμβάλλει κι αυτή στο παραπάνω ερμηνευτικό σχόλιο, άλλοτε γυρνώντας προς τα πάνω (ευχαρίστηση) και άλλοτε προς τα κάτω (δυσαρέσκεια). Αυτά τα σήματα του προσώπου οδηγούν τους άλλους ν' αντιδράσουν ανάλογα. Για παράδειγμα, μια αμήχανη έκφραση μπορεί να φέρει κάποιο ξεκαθάρισμα, κι ένα χαμόγελο μπορεί να λειτουργήσει σαν ενίσχυση που θα ενθαρρύνει το είδος της πράξης που το προκάλεσε. Παρ' όλ' αυτά, τα σήματα του προσώπου χρησιμοποιούνται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε περίπτωση, και ορισμένες καταστάσεις μπορεί να συνδεθούν μ' ένα ιδιαίτερο σύνολο εκφράσεων. Για παράδειγμα, ο Kendon (1975) μελέτησε ένα ζευγαράκι που φιλιόταν στο παγκάκι του πάρκου. Μια λεπτομερειακή ανάλυση της πορείας των γεγονότων έδειξε ότι το κορίτσι χρησιμοποιούσε δυο διαφορετικά χαμόγελα: το ένα από αυτά οδηγούσε στο φιλί, ενώ το άλλο οδηγούσε στην υποχώρηση. Γενικά, είναι παραδεκτό πώς τα μη λεκτικά σήματα σχηματίζουν ολόκληρα συστήματα, και κάθε σήμα αποκτάει νόημα μόλις σχετιστεί με τα άλλα που το συνοδεύουν. Οι άνθρωποι αναγνωρίζονται από τα πρόσωπά τους, και οι εντυπώσεις για την προσωπικότητα σχηματίζονται, κατά ένα μέρος, πάλι από το πρόσωπο. Υπάρχουν κάποιοι χαρακτηριστικοί κανόνες εδώ, οι περισσότεροι όμως είναι ελάχιστα τεκμηριωμένοι (δες εδώ). Η συνηθισμένη έκφραση ενός ανθρώπου —που μπορεί να επηρεάσει και το ίδιο το σχήμα του προσώπου του— μας δείχνει κάτι από τον χαρακτήρα του· το ίδιο και η εμφάνισή του, που είναι η εικόνα που θέλει να μας παρουσιάσει. Υπάρχει σχέση στη σωματική εμφάνιση και στην προσωπικότητα (δες εδώ). Ιδιαίτερα η εμφάνιση του προσώπου —λεπτό, παχύ ή μυώδες— είναι πολύ εκφραστική.
2. Το βλέμμα
δηλ. το κοίταγμα των άλλων στην περιοχή του προσώπου, είναι, αρχικά, ένα μέσο να μαζεύουμε πληροφορίες για τις οπτικές πλευρές της μη λεκτικής επικοινωνίας. Όμως κι από μόνο του αποτελεί ένα σήμα: ορίζει την κατεύθυνση της προσοχής, τη στάση απέναντι στους άλλους και το συγχρονισμό του λόγου (δες κεφ. 4).
3. Χειρονομίες και άλλες κινήσεις του σώματος.
Όταν μιλάει ένα άτομο, κουνάει τα χέρια του, το σώμα του και το κεφάλι του συνέχεια. Αυτές οι κινήσεις είναι στενά δεμένες με το λόγο κι αποτελούν τμήμα της όλης επικοινωνίας. Έτσι το άτομο έχει τη δυνατότητα:
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
• • • •
Να παρουσιάσει τη δομή του λόγου του απαριθμώντας στοιχεία ή δείχνοντας τη σύνδεσή τους. Να δείξει με το δάχτυλο ανθρώπους ή αντικείμενα. Να δώσει έμφαση και Να τονίσει τα σχήματα, τα μεγέθη ή τις κινήσεις, ιδιαίτερα όταν όλ' αυτά είναι δύσκολο να περιγραφούν με λόγια.
Ο Kendon (1972) βρήκε ότι αυτές οι κινήσεις είναι συγχρονισμένες με το λόγο, έτσι που οι μεγάλες κινήσεις να αντιστοιχούν σε μεγάλες λεκτικές μονάδες, όπως είναι οι μεγάλες προτάσεις και ενότητες. Άλλες χειρονομίες έχουν σημασία συμβατική, όπως είναι το σήμα του ωτοστόπ, το χαμήλωμα και το κούνημα του κεφαλιού, το χειροκρότημα, το χάιδεμα, οι διάφορες χειρονομίες αγένειας, τα θρησκευτικά σήματα κλπ. Αυτά τα σήματα δε μοιάζουν και πολύ με τα αντικείμενα στα οποία αναφέρονται — σε αντίθεση με τις επεξηγηματικές χειρονομίες— κι έχουν μια μπερδεμένη προέλευση σε κάθε χώρα. Η Ιταλία είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας με τόσα πολλά τέτοια σήματα. Ο Desmond Morris και ο Peter Colett κατέγραψαν πάνω από 200 στη Νάπολη. Το γνέψιμο του κεφαλιού είναι μάλλον ένα ιδιαίτερο είδος χειρονομίας κι έχει δυο ευδιάκριτους ρόλους. Λειτουργεί σαν «ενισχυτής», δηλ. αμείβει κι ενθαρρύνει ό,τι έγινε πριν, και μπορεί για παράδειγμα, να κάνει τον άλλο να μιλήσει περισσότερο. Το γνέψιμο με το κεφάλι παίζει επίσης ένα σημαντικό ρόλο στον έλεγχο και τον συγχρονισμό της ομιλίας — στη Βρετανία ένα γνέψιμο του κεφαλιού είναι σαν να λέει στον άλλο να συνεχίσει, ενώ μια γρήγορη διαδοχή τέτοιων γνεψιμάτων δείχνει ότι θέλει να μιλήσει ο ίδιος. Οι χειρονομίες επίσης αντανακλούν συναισθηματικές καταστάσεις. Όταν ένα πρόσωπο βρίσκεται σε μια συναισθηματική διέγερση, κάνει συγκεχυμένες και φαινομενικά άσκοπες κινήσεις μ' όλο του το σώμα. Κατά τη διάρκεια ορισμένων συγκινήσεων, οι άνθρωποι πιάνουν το σώμα τους: το σφίξιμο της γροθιάς (επιθετικότητα), το χούφτιασμα του προσώπου (άγχος), το ξύσιμο (αυτοκατηγορία), το σκούπισμα του μετώπου (κούραση), κλπ. Αυτές οι «αυτιστικές» [Σημ. Μετ. Αυτισμός: παθολογική έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα] χειρονομίες συνήθως δεν χρησιμοποιούνται σαν μέσα επικοινωνίας, αφού δότης και λήπτης είναι το ίδιο πρόσωπο, και φαίνεται ότι φανερώνουν στάσεις απέναντι στον εαυτό μας όπως ντροπή, καθησύχασμα κλπ.
4. Στάση του σώματος.
Και στα ζώα και στους ανθρώπους, η στάση προς τους άλλους εκδηλώνεται με το σώμα. Ένα άτομο που θέλει να δείξει αυτοπεποίθηση στέκει ίσια, με το στήθος έξω, τους ώμους τετράγωνους, κι ίσως και με τα χέρια στους γοφούς. Παρ' όλ' αυτά, ένα άτομο που κατέχει μια θέση εξουσίας, υιοθετεί μια στάση χαλάρωσης, ακουμπώντας, π.χ., την πλάτη του στην πλάτη της καρέκλας, ή βάζοντας τα πόδια του πάνω στο τραπέζι. Οι θετικές στάσεις αυτού του ατόμου απέναντι στους άλλους εκδηλώνονται με το κορμί του να γέρνει προς το μέρος τους, μ' ένα χαμόγελο, βλέμμα όλο ενδιαφέρον κλπ. Η σωματική στάση δε δείχνει καθαρά ιδιαίτερες συγκινήσεις. Δείχνει βασικά πόσο σφιγμένο ή πόσο χαλαρωμένο είναι το άτομο αυτό. Μερικές σωματικές στάσεις, που πραγματικά εκφράζουν κάτι αρκετά καθαρά, δείχνονται στο σχήμα 4.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Σχήμα 4. Μερικές στάσεις με σαφή σημασία (από τον Sarbin και τον Hardyk, 1953)
Οι άνθρωποι έχουν επίσης ένα γενικό ύφος εκφραστικής συμπεριφοράς, που εκδηλώνεται στον τρόπο που περπατάνε, που στέκονται, που κάθονται κλπ. Αυτές οι στάσεις ίσως να αντανακλούν παλιούς ή τωρινούς ρόλους - όπως στην περίπτωση ενός ατόμου που είναι ή ήταν στρατιώτης. Ακόμα, οι στάσεις αυτές αντανακλούν την εικόνα του εαυτού, την αυτοπεποίθηση και τη συγκινησιακή κατάσταση του ατόμου. Εξαρτώνται δε πολύ από τα πολιτιστικά πρότυπα: Σ' ένα εμπορικό δρόμο παρακολούθησα μια μητέρα της εργατικής τάξης με την κόρη της. Περπατούσε όλο ζωντάνια. Έξω από ένα ξενοδοχείο της οδού Knightsbride 1 παρακολούθησα μια μεγαλοαστή μητέρα με την κόρη της, να βγαίνουν από μια γαμήλια δεξίωση και να κατευθύνονται προς το Hyde Park Corner. H μητέρα είχε πολύ λεπτά πόδια, που λύγιζαν ελαφρά σα να είχε κατουρηθεί. Περπατούσε σφιχτά, λες και θα κατάρρεε αν άφηνε πολύ ελεύθερο το περπάτημά της. Και οι δυο κόρες περπατούσαν όπως και οι μανάδες τους. (Melly, 1965).
Το παραπάνω παράδειγμα δείχνει την επιρροή των πολιτιστικών κανόνων πάνω στην έκφραση της συμπεριφοράς. Σ' αυτή την περίπτωση, το περπάτημα μπόρεσε να δώσει πληροφορίες για την κοινωνική τάξη.
1
αριστοκρατικός δρόμος του Λονδίνου (Σ.τ.Μ.) Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Σχήμα 5. Το αρσενικό και θηλυκό σώμα «στη διάθεση των άλλων», όπως φάνηκε μέσα από την εμπειρία του αγγίγματος των άλλων (Jourard 1966).
5. Σωματική επαφή
Είναι το πιο πρωτόγονο είδος κοινωνικής συμπεριφοράς, κι είναι ένα πολύ δυνατό σήμα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι ν' αγγίξει κανένας τους άλλους, αλλά λίγοι μόνο απ' αυτούς χρησιμοποιούνται από τον κάθε πολιτισμό: Για παράδειγμα, στο δικό μας πολιτισμό χρησιμοποιούμε το δόσιμο των χεριών, το χάιδεμα στην πλάτη, το φιλί, κλπ. Ο Jourard (1966), παρατηρώντας αμερικανούς φοιτητές, ποιος άγγιζε ποιόν, πότε και που, έδωσε τα αποτελέσματα που περιγράφονται στο σχήμα 5. Μπορούμε να δούμε μεγάλες διαφορές στο ποιος άγγιζε ποιον, και σε ποια μέρη του σώματός του. Η σωματική επαφή στο δικό μας πολιτισμό ελέγχεται από αυστηρούς κανόνες και χρησιμοποιείται κυρίως μέσα στην οικογένεια και στα ερωτευμένα ζευγάρια. Τη χρησιμοποιούν επίσης οι γιατροί κι οι ράφτες, αλλά όχι σα μια κοινωνική πράξη. Υπάρχει και η σωματική επαφή με το πλήθος, ανάμεσα σε ξένους, αλλά εκεί δεν υπάρχει σχέση. Η σωματική επαφή παίζει σπουδαίο ρόλο στο χαιρετισμό και σε άλλα τυπικά. Ίσως βοηθάει κιόλας στην αλλαγή της σχέσης που επιτυγχάνουν σε τυπικά τέτοιου είδους. Σε μερικές απ' τις πιο βασικές σχέσεις —τη σεξουαλική, την επιθετική, τη μητρική και τη φιλική— υπάρχουν ξεκάθαρες μορφές σωματικής επαφής. Οι ανθρωπολόγοι κάνουν διαχωρισμό των πολιτισμών σε «πολιτισμούς επαφής», όπως είναι ο βορειοαφρικάνικος, και σε «πολιτισμούς μη-επαφής», όπως είναι ο ευρωπαϊκός, ο Ινδικός, ο βορειοαμερικάνικος. Στη Βρετανία το άγγιγμα χρησιμοποιείται ελάχιστα, αλλά τελευταία έχει δημιουργηθεί ενδιαφέρον για τις «ομάδες επαφής» που ξεκίνησαν στις ΗΠΑ και πρόσφατα υπάρχουν και στη Βρετανία. Σ' αυτές τις ομάδες, η σωματική επαφή προκαλεί και ενθουσιασμό και
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
αναστάτωση. Πρέπει όμως να υπενθυμίσουμε ότι τα μέλη αυτών των ομάδων προέρχονται από πολιτισμούς που επιβάλλουν δυνατούς περιορισμούς στη σωματική επαφή. Κι αυτοί οι περιορισμοί έχουν πια εσωτερικευθεί.
6. Συμπεριφορά στο χώρο
ΤΟ ΠΛΗΣΙΑΣΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ είναι ένα απ' τα κλειδιά της οικειότητας, είτε σεξουαλικό είναι αυτό είτε φιλικό. Το «φυσιολογικό πλησίασμα» διαφέρει από πολιτισμό σε πολιτισμό. Ακόμα και τα ζώα έχουν τη χαρακτηριστική για κάθε είδος κοινωνική απόσταση. Η σημασία του πλησιάσματος στο χώρο ποικίλει ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον: το πλησίασμα μέσα σ' ένα ασανσέρ, π.χ., που φτάνει μέχρι και τη σωματική επαφή, δε σημαίνει καθόλου ύπαρξη σχέσης. Αντίθετα, είναι αξιοσημείωτο το πώς αποφεύγονται, σ' αυτή την περίπτωση, τα βλέμματα κι η συνομιλία. Αν ο Α κάθεται δίπλα στον Β, έχει σημασία, αν υπάρχουν κι άλλες θέσεις που θα μπορούσε νάχε καθίσει, αν μπορεί και βλέπει κατάφατσα τον Β ή από γωνία, κι αν υπάρχουν φυσικά εμπόδια. Οι πιο κοντινές αποστάσεις χρησιμοποιούνται για πιο προσωπική κουβέντα. Στις πιο κοντινές αποστάσεις, χρησιμοποιούνται περισσότερο άλλες αισθήσεις: αρχίζουν να λειτουργούν η μυρωδιά κι η αφή, κι η όραση αποχτάει λιγότερη σημασία (Hall, 1966). Έχει βρεθεί πως οι άνθρωποι κάθονται ή στέκουν πολύ κοντά σε ανθρώπους που συμπαθούν. Υπάρχουν σπουδαίες βέβαια σημαντικές πολιτιστικές διαφορές: οι Άραβες κι οι Λατινοαμερικανοί έρχονται πιο κοντά ο ένας στον άλλο, ενώ οι Σουηδοί κι οι Σκωτσέζοι αφήνουν μεγαλύτερες αποστάσεις ανάμεσά τους. (Lett, και άλλοι, 1969). Ο ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ επίσης δίνει μηνύματα διαπροσωπικών στάσεων. Αν ένα άτομο Α κάθεται σ' ένα τραπέζι, όπως φαίνεται στο παρακάτω σχήμα 6, ο Β μπορεί να κάτσει σε πολλές άλλες θέσεις. Αν πουν στον Β ότι η θέση του θα είναι θέση συνεργασίας, πιθανό να κάτσει στη θέση Β1. Αν του πούνε ότι η θέση του θα είναι ανταγωνιστική, ή ότι πρέπει να διαπραγματευτεί για κάτι, ή ότι θα πρέπει να πουλήσει κάτι ή να πάρει συνέντευξη απ' τον Α, θα κάτσει στη θέση Β2. Αν του πούνε ότι θα κάνει με τον Α μια συνηθισμένη γι' αυτόν συζήτηση, τότε θα διαλέξει τη θέση Β3 (Soomer, 1965).
Σχήμα 6. Ο προσανατολισμός σε διαφορετικές σχέσεις.
Τα παραπάνω δείχνουν: • •
ότι μπορεί να γίνει πιο ευαίσθητος στα μηνύματα-κλειδιά που του στέλνουν οι άλλοι, συχνά δίχως να έχουν αυτή την πρόθεση και ότι μπορεί κανείς πραγματικά να ελέγξει και τα λεκτικά και τα μη λεκτικά μηνύματα.
Η κυριαρχία, όμως, δεν δηλώνεται ούτε με το πλησίασμα ούτε με τον προσανατολισμό, αλλά με τη συμβολική χρήση του χώρου — ας πούμε το να κάθεται κανένας στην πιο άνετη πολυθρόνα, ή σε ένα ψηλό τραπέζι. Η κίνηση στο χώρο είναι το ίδιο σημαντική: το πώς αρχίζει και πώς τελειώνει κανένας μια συνάντηση, ή το πώς «εισέρχεται» σε μια περιοχή. Οι κινήσεις στο χώρο δείχνουν διάφορες στάσεις απέναντι στους άλλους ανθρώπους: φιλία, κυριαρχία κλπ. Προσπαθήστε να διακρίνετε αυτές τις 4 σχέσεις που περιγράφονται στις σκηνές του σχήματος 7. Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Σχήμα 7. Κινήσεις-κλειδιά ανάμεσα σε άντρες, μέσα σ' ένα γραφείο, που δείχνουν τις σχέσεις τους (Burns, 1964).
Ο τρόπος διαρρύθμισης του χώρου, είναι μια άλλη μορφή συμπεριφοράς στο χώρο: η τοποθέτηση, π.χ. ενός γραφείου έτσι, ώστε να δεσπόζει μέσα σ' ένα δωμάτιο, ή η τοποθέτηση των καθισμάτων για μια πολύ προσωπική κουβέντα. Η συμπεριφορά ως προς την ΠΕΡΙΟΧΗ υπάρχει και στους ανθρώπους και στα ζώα. Υπάρχει ένας χώρος που βρίσκεται άμεσα γύρω απ' το σώμα μας, και που θέλουμε να τον κρατάμε ελεύθερο, εκτός απ' τις στιγμές που βρισκόμαστε σε λεωφορεία ή ασανσέρ. Ζευγάρια ή ομάδες ανθρώπων διεκδικούν το χώρο που καταλαμβάνουν, απ' τον οποίο οι άλλοι πρέπει να μείνουν μακριά, ή, αν πρόκειται για δρόμο, πρέπει να προσπεράσουν από απόσταση.
7. Τα ρούχα κι η εμφάνιση
είναι επίσης τμήμα της κοινωνικής συμπεριφοράς, και μεταδίδουν στους άλλους πληροφορίες για τον εαυτό μας. Τα ρούχα, τα μαλλιά, το δέρμα, τα ιδιαίτερα σημάδια, και γενικά το παρουσιαστικό, μπορούν όλα να τροποποιηθούν, σε υπολογίσιμο βαθμό. Οι πληροφορίες που δίνουν είναι σχετικές με την κοινωνική θέση, το επάγγελμα, την ελκυστικότητα, τη στάση απέναντι στους άλλους, όπως είναι η επαναστατικότητα ή η συμβατικότητα και άλλες πλευρές της προσωπικότητας. Αυτά τα σήματα, που μόλις αναφέραμε, διαφέρουν απ' τα προηγούμενα επειδή αλλάζουν συνέχεια κώδικα, ανάλογα με τη μόδα. Π.χ., τα μακριά και τα κοντά μαλλιά στους άντρες, σε διάφορες εποχές, είχαν διαφορετική σημασία. Αυτό θα συζητηθεί πιο πολύ στο κεφ. 8.
8. Οι μη λεκτικές πλευρές του λόγου
Οι συγκινησιακές καταστάσεις κι οι στάσεις προς τους άλλους μεταδίνονται με τον τόνο της φωνής. Ο Davitz μελέτησε αυτό το φαινόμενο βάζοντας ηθοποιούς να διαβάζουν δυνατά ένα συγκινησιακά ουδέτερο κείμενο για να εκφράσουν διαφορετικές καταστάσεις. Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε αυτή τη μέθοδο σα μέσο άσκησης της ευαισθησίας. Μερικοί άνθρωποι είναι πολύ καλύτεροι στην κρίση τους για μια συγκινησιακή κατάσταση, απ' όσο άλλοι.
Μερικά άλλα μη λεκτικά σήματα έχουν στενή σχέση με το λόγο, κι ίσως θα έπρεπε να θεωρηθούν σα μέρος του. Οι παύσεις χρησιμοποιούνται για τη δήλωση των σημείων στίξεως, ενώ σύντομες παύσεις (κάτω από 1/5 του δευτερολέπτου) χρησιμοποιούνται για δημιουργία έκφρασης. Το ύφος Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
του τόνου της φωνής δείχνει το πότε κάνουμε ερώτηση καθώς και την ειδική σημασία αυτής της ερώτησης, όπως π.χ., το «πού πας;», αν σημαίνει ερώτηση ή απειλή. Οι διακυμάνσεις στην ένταση της φωνής τονίζουν ορισμένες λέξεις ή φράσεις: στο προηγούμενο παράδειγμα, ανάλογα με το αν πέσει ο τόνος στο «πού» ή στο «πας» αλλάζει και η σημασία. Μπορεί ακόμα η αλλαγή στην ένταση της φωνής να δώσει καθαρό νόημα σε μια πρόταση που αλλιώς θα ήταν ασαφής, όπως είναι η φράση «κυνηγάει πολλούς λαγούς». Οι άνθρωποι μιλάνε με διαφορετική προφορά, που φανερώνει τη γεωγραφική καταγωγή και την κοινωνική προέλευση του ομιλητή. Πειράματα του Lambert στον Καναδά και του Giles στη Βρετανία (Giles και Powesland, 1975) δείχνουν ότι, αν το ίδιο άτομο μαγνητοφωνήσει το ίδιο κείμενο με διαφορετική προφορά (καναδική και εγγλέζικη) θα θεωρηθεί ότι έχει αφομοιώσει τις χαρακτηριστικές ιδιότητες των δύο αυτών πολιτιστικών ή κοινωνικών ομάδων, δηλ. την καναδική και τη βρετανική. Έχει επίσης βρεθεί ότι οι ομιλητές συχνά μιμούνται ο ένας τον άλλο αλλάζοντας την προφορά και το στυλ της ομιλίας τους, ίσως για να κερδίσουν την επιδοκιμασία του άλλου. Υπάρχουν τα σχήματα του λόγου και των παύσεων, που αποτελούν τη μη-γλωσσολογική πλευρά της ομιλίας ενός ατόμου. Τέτοια σχήματα είναι το πόσο ομιλητικό είναι ένα άτομο, πόσο γρήγορα, δηλ. πόσο σύντομα αρχίζει να μιλάει μόλις τελειώνει ο συζητητής του, κλπ. Ο Chapple (1956) έδειξε πως οι άνθρωποι έχουν χαρακτηριστικούς τρόπους να αντιδρούν όταν ο άλλος τους διακόπτει ή σιωπά. Στις «πρότυπες συνεντεύξεις» το πειραματικό υποκείμενο δέχεται πρώτα, σε χαλαρό τόνο, μερικές ερωτήσεις. Αργότερα ακολουθεί μια περίοδος που ο πειραματιστής δεν αντιδρά καθόλου σε δώδεκα διαδοχικές προτάσεις των πειραματικών υποκειμένων. Έπειτα ακολουθεί μια τρίτη περίοδος όπου ο πειραματιστής τον διακόπτει δώδεκα φορές. Μερικοί υποχωρούν αμέσως. Άλλοι προσπαθούν να τον σκεπάσουν με τη φωνή τους. Μερικοί δε μπορούν ν' ανεχτούν τη σιωπή και να συνεχίσουν να μιλάνε οι ίδιοι αν ο πειραματιστής σιωπήσει.
Ενότητες της μη Λεκτικής Επικοινωνίας
Είδαμε ότι τα μη λεκτικά σήματα αλληλοσυνδυάζονται: ένα χαμόγελο συνήθως συνοδεύεται από ένα βλέμμα κι ένα φιλικό τόνο στη φωνή. Τα μη λεκτικά σήματα, μεταδίνονται ακόμα και μέσα στα πλαίσια αλληλεπίδρασης δύο ή περισσότερων ατόμων. Το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνικής συμπεριφοράς συνίσταται από λεκτικά αλλά και μη λεκτικά σήματα, και θα δούμε σύντομα πώς λειτουργούν τα μη λεκτικά σήματα στη συνομιλία. Για παράδειγμα, οι Kendon και Ferber (1973) βρήκαν ότι όταν χαιρετάμε υπάρχουν οι παρακάτω φάσεις: 1. Το άτομο Α γνέφει, χαμογελάει και λέει κάτι σαν «γεια σου». Ίσως ο Β ν' απαντήσει, και τότε υπάρχει ένα αμοιβαίο βλέμμα σύντομο. 2. Ο Α κινείται προς τον Β, κοιτάζει αλλού, φτιάχνεται, κι απλώνει το δεξί του χέρι. 3. Ο Α κι ο Β δίνουν τα χέρια, ή κάνουν κάποια άλλη κίνηση σωματικής επαφής, ένα δεύτερο χαμόγελο, ένα δεύτερο αμοιβαίο βλέμμα, ένα δεύτερο λεκτικό χαιρετισμό. 4. Ο Α κι ο Β στέκονται σε μια ορισμένη γωνία κι η συνομιλία αρχίζει. Ο Scheflen και Kendon (1965) (όπως αναφέρθηκε) μελέτησαν το «χορό των χειρονομιών» στη διάρκεια της συνομιλίας, όπου οι άνθρωποι κινούνται μ' ένα τρόπο αρμονικό. Κάθε άνθρωπος καθρεφτίζει τις κινήσεις του άλλου. Κουνάει καταφατικά το κεφάλι του, και με το βλέμμα του και μ' άλλα σημεία δείχνει ότι προσέχει κι αντιδρά, παίρνοντας με το πρόσωπό του κατάλληλες εκφράσεις, τη στιγμή που ο άλλος μιλάει. Έτσι αντιδρά στη λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία του άλλου. Στο τέλος της συνομιλίας σηκώνονται και χωρίζουν με ένα χαρακτηριστικά συντονισμένο τρόπο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Όταν ένα πρόσωπο πλησιάσει δυο άλλους ανθρώπους, αν αυτοί είναι πρόθυμοι να του μιλήσουν, ανοίγουν για να του κάνουν θέση, ώστε να γίνει αυτό που ο Kendon ονομάζει «σχηματισμό αντιμετώπισης». Και οι τρεις τώρα κινούνται πέρα-δώθε, χωρίς να περνάνε τα όρια μιας ορισμένης απόστασης ή να μεταβάλλουν αισθητά τον προσανατολισμό μεταξύ τους. Όταν κάποιος θέλει να φύγει, αρχίζει να κάνει κινήσεις απομάκρυνσης, για να δείξει έτσι τις προθέσεις του. Αυτή την κίνηση ακολουθεί μια κίνηση προσέγγισης και τελικά έρχεται η τελική αποχώρησή του (Kendon, 1977).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Η μη λεκτική επικοινωνία λειτουργεί με 4 διαφορετικούς τρόπους (Argyle, 1975).
1. Επικοινωνία διαπροσωπικών στάσεων και αισθημάτων
Τα ζώα ρυθμίζουν ολόκληρη την κοινωνική τους ζωή με τη μη λεκτική επικοινωνία: κάνουν φίλους, βρίσκουν συντρόφους, ανατρέφουν μικρά, καθιερώνουν ιεραρχία κυριαρχίας και συνεργάζονται ομαδικά. Όλα αυτά τα κάνουν έχοντας σα μέσο τις εκφράσεις του προσώπου, τις στάσεις του σώματος, τις χειρονομίες, το γρύλισμα, τις διάφορες φωνές, κλπ. φαίνεται ότι το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους. Ο Argyle και άλλοι (1970) πραγματοποίησαν ένα πείραμα όπου ανώτερα, ίσα και κατώτερα λεκτικά μηνύματα δόθηκαν με ανώτερο, ίσο και κατώτερο μη λεκτικό τρόπο, με εννιά συνολικά συνδυασμούς, που γράφτηκαν σε video. Δυο από τα λεκτικά μηνύματα που δόθηκαν ήταν έτσι: α. Ίσως είναι αρκετά καλό για σάς το ότι βοηθάτε στη διεξαγωγή αυτών των πειραμάτων, διότι σάς δίνεται μια μικρή ιδέα για το τι είναι ψυχολογική έρευνα. Πραγματικά, η όλη διαδικασία είναι πολύ πιο πολύπλοκη απ' όσο θα μπορούσατε να φαντασθείτε χωρίς να έχετε μια αξιόλογη προπαίδεια στις μεθόδους έρευνας, στην παραγλωσσολογία, στην κινησιακή ανάλυση κλπ. β. φοβάμαι ότι αυτά τα πειράματα θα σάς φανούν μάλλον βλακώδη και πως δεν έχουν στην πραγματικότητα τίποτα το ενδιαφέρον. Θα χαιρόμαστε πολύ αν μπορούσατε να μας διαθέσετε λίγα λεπτά, μετά το πείραμα, για να μας πείτε πώς θα μπορούσαμε να τα βελτιώσουμε. Αισθανόμαστε ότι, απ' τη μια δεν το κάνουμε και πολύ καλά, κι απ' την άλλη νιώθουμε ένοχοι που σάς κάνουμε να χάνετε τον καιρό σας. Μερικά από τα αποτελέσματα δείχνονται στο σχ. 8. Μπορούμε να δούμε ότι ο μη λεκτικός τρόπος ήταν πιο αποτελεσματικός από το λεκτικό, περίπου πέντε φορές περισσότερο. Όταν τα λεκτικά και μη λεκτικά μηνύματα ήρθαν σε σύγκρουση, το λεκτικό περιεχόμενο είχε κυριολεκτικά παραβλεφτεί. Παρόμοια αποτελέσματα βρέθηκαν και σ' ένα άλλο πείραμα όταν μετρήθηκε η διάσταση φιλίας-εχθρότητας.
Σχήμα 8. Αποτελέσματα λεκτικών και μη λεκτικών ενδείξεων (Argyle και άλλοι 1970)
Η ερμηνεία αυτών των αποτελεσμάτων βρίσκεται στο ότι ίσως να υπάρχει μια έμφυτη βιολογική βάση σ' αυτά τα μη λεκτικά σήματα, κι αυτή η βάση προκαλεί μια άμεση και δυνατή συγκινησιακή
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
αντίδραση, όπως στα ζώα. Στην ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά φαίνεται πως χρησιμεύει μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας για την ανταλλαγή διαπροσωπικών στάσεων, ενώ ο λεκτικός τρόπος χρησιμεύει κυρίως για τη μετάδοση πληροφοριών.
2. Αυτοπαρουσίαση
Καθώς είδαμε, το ντύσιμο κι άλλες πλευρές της εξωτερικής μας εμφάνισης, μαζί με την προφορά, δίνουν πληροφορίες για τον εαυτό μας. Το ίδιο και το γενικό ύφος της συμπεριφοράς. Στη Βρετανία όμως, και σε άλλες χώρες, θεωρείται ταμπού το να χρησιμοποιείται ο λόγος για να μεταδώσει πληροφορίες γύρω απ' τον εαυτό, ιδιαίτερα όταν αυτές είναι ευνοϊκές. Έτσι, η πληροφόρηση μπορεί να γίνει μόνο μη λεκτικά, ή πολύ έμμεσα με το λόγο. Αυτό που μεταβιβάζεται δεν είναι πάντα αληθινό φυσικά, δηλ. η παρουσίαση του εαυτού μπορεί να είναι εν μέρει ψεύτικη. Αυτό θα μελετηθεί περισσότερο στο κεφάλαιο 9.
3. Τυπικά
Αυτά αποτελούν επαναλαμβανόμενα σχήματα συμπεριφοράς που δεν έχουν οργανική λειτουργία, αλλά έχουν ορισμένες κοινωνικές συνέπειες. Συμπεριλαμβάνουν «τυπικά περάσματος», όπως είναι οι γάμοι, οι χαιρετισμοί και οι αποχαιρετισμοί όπου γίνεται κάποια αλλαγή στη θέση ή στη σχέση. Άλλα τυπικά φαίνονται να λειτουργούν σαν επιβεβαιωτικά κοινωνικών σχέσεων, όπως είναι οι γυμναστικές επιδείξεις και παρελάσεις. Άλλα έχουν την πρόθεση να θεραπεύσουν περισσότερο με συμβολικό παρά με ιατρικό τρόπο, ενώ άλλα εκφράζουν θρησκευτικές πεποιθήσεις κι ελπίδες. Έτσι συντελείται η «λειτουργία του τυπικού», δηλαδή επέρχεται αλλαγή σε καταστάσεις ή σε σχέσεις. Ο Γάλλος ανθρωπολόγος Van Gennep (1908) υποστήριζε ότι όλα τα τυπικά έχουν 3 φάσεις: χωρισμόςμετάβαση-ενσωμάτωση, που ισχύουν και για τα τυπικά περάσματος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι χαιρετισμοί έχουν μια διαφορετική δομή: κατευθύνονται προς και απομακρύνονται από μια κορύφωση. Δεν είναι γνωστό πώς ακριβώς συντελείται η διαδικασία αλλά είναι ξεκάθαρο πως η μη λεκτική επικοινωνία παίζει σπουδαίο ρόλο. Μερικά μη λεκτικά σήματα εδώ λειτουργούν με βάση την ομοιότητα ή την αναλογία: το κρασί παριστάνει το αίμα. Σε μερικές πρωτόγονες ιεροτελεστίες, που γίνονται για να θεραπεύσουν τη στειρότητα, η κόκκινη μπογιά συμβολίζει το αίμα της εμμηνορρυσίας. Άλλα σύμβολα έχουν αποκτήσει σημασία μέσα από αυθαίρετες συνειρμικές συνδέσεις. Τέτοια είναι η σημαία, τα ζώα τοτέμ, κι άλλα αντικείμενα που εκπροσωπούν κοινωνικές ομάδες. Οι ιεροτελεστίες εκτελούνται από παπά συνήθως ή από άλλο επίσημο. Στο αποκορύφωμα της τελετής ο εκτελεστής της συνήθως κοιτάζει κι αγγίζει αυτούς που παρακολουθούν, πράμα που ίσως ανεβάζει την κοινωνική σημασία της δουλειάς του.
4. Υποστηρίζοντας τη λεκτική επικοινωνία
Οι γλωσσολόγοι αναγνωρίζουν ότι ο ρυθμός, το ύψος και η ένταση της φωνής είναι ενσωματωμένα στην έννοια των προτάσεων, δίνοντάς τους, για παράδειγμα, τα σημεία στίξης. Λίγοι γλωσσολόγοι αναγνωρίζουν ότι η μη λεκτική επικοινωνία παίζει κάποιο μεγαλύτερο ρόλο: «μιλάμε με τα φωνητικά μας όργανα, αλλά κουβεντιάζουμε μ' όλο μας το σώμα» (Abercombie, 1968). Ολοκλήρωση της σημασίας των προτάσεων
Εκτός από τα ΦΩΝΗΤΙΚΑ σήματα του ρυθμού, της έντασης και του τονικού ύψους, προστίθενται επίσης στη σημασία του λόγου και σήματα χειρονομιών, όπως όταν δείχνουμε με το δάχτυλο, Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
όταν δίνουμε έμφαση περιγράφοντας τη δομή ενός αντικειμένου κλπ. Ο Jean Graham κι ο συγγραφέας (1975) βρήκαν ότι με τη χρήση των χεριών, τα σχήματα μπορούν να μεταβιβαστούν καλύτερα μέσα σε ένα λεπτό. Το αποτέλεσμα είναι ακόμα καλύτερο, για κείνα τα σχήματα για τα οποία δεν υπάρχει ακριβής λέξη. Περισσότερο χρησιμοποιούν τις χειρονομίες οι Βρετανοί κι οι Ιταλοί. Το λεπτό σχήμα του τονικού ύψους, της έντασης και του ρυθμού επεξεργάζεται και σχολιάζει τα λεκτικά μηνύματα και τα βάζει σ' ένα πλαίσιο, όπως περιγράφτηκε πιο πάνω. Έλεγχος συγχρονισμού
Όταν δυο άνθρωποι κουβεντιάζουν, θα πρέπει να μιλάνε με τη σειρά, ο ένας μετά τον άλλο. Έτσι επιτυγχάνουν συνήθως ένα πολύ λεπτό σχήμα συγχρονισμού. Αυτό γίνεται με τη χρήση μη λεκτικών σημάτων, όπως είναι ανταλλαγές βλεμμάτων, νεύματα του κεφαλιού και μουρμουρίσματα. Λήψη της ανάδρασης (Feed-Back)
Όταν ένα άτομο μιλάει, χρειάζεται την ανάδραση στον τρόπο που αντιδρούν οι άλλοι, ώστε να μπορεί να τροποποιεί τα λεγόμενά του ανάλογα. Του χρειάζεται να ξέρει αν οι ακροατές του τον καταλαβαίνουν, τον πιστεύουν, αν εκπλήσσονται ή βαριούνται, αν συμφωνούν ή διαφωνούν, αν ευχαριστούνται ή νιώθουν ενοχλημένοι. Αυτές οι παραπάνω πληροφορίες θα μπορούσαν να δοθούν με χαμηλή φωνή, ψελλίζοντας, αλλά στην πραγματικότητα γίνονται δεκτές με την προσεκτική μελέτη του προσώπου του άλλου, ιδιαίτερα τα φρύδια του και το στόμα του. Επισήμανση της προσοχής
Για να κρατήσει μια συνάντηση, θα πρέπει αυτοί που είναι παρόντες να δώσουν κάποια απόδειξη ότι ακόμα προσέχουν τους γύρω τους. Δε θα πρέπει ν' αποκοιμηθούν, να κοιτάζουν έξω απ' το παράθυρο ή να διαβάζουν εφημερίδα. Θα πρέπει να βρίσκονται στη σωστή απόσταση, στο σωστό προσανατολισμό, να κοιτάζουν τον ομιλητή συχνά, να γνέφουν με το κεφάλι, να υιοθετήσουν κάποια ανάλογη και σ' εγρήγορση σωματική θέση και ν' αντιδράνε στις σωματικές κινήσεις του ομιλητή. Αντικατάσταση του λόγου
Όταν η επικοινωνία με το λόγο είναι αδύνατη, τότε αναπτύσσεται η γλώσσα των χειρονομιών. Αυτό γίνεται στα γεμάτα θόρυβο εργοστάσια, στο στρατό, στον ιππόδρομο, και στο υποβρύχιο κολύμπι. Μερικές απ' αυτές τις γλώσσες είναι πολύ σύνθετες και μπορούν να μεταδώσουν περίπλοκα μηνύματα, όπως είναι η γλώσσα των κουφών και η γλώσσα νοημάτων που έχουν κάποιοι ιθαγενείς της Αυστραλίας. Μερικά παραδείγματα δίνονται στο σχήμα 9. Μερικοί ψυχίατροι υποστηρίζουν ότι τα συμπτώματα ορισμένων ψυχασθενών είναι ένα είδος μη λεκτικής επικοινωνίας που χρησιμοποιείται εκεί που ο λόγος έχει αποτύχει για την αναζήτηση της προσοχής ή της αγάπης.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Σχήμα 9. Μη λεκτικά σήματα που χρησιμοποιούνται στη ραδιοφωνία (Brun, 1969).
Γιατί χρησιμοποιούμε μη λεκτική επικοινωνία;
Τα ζώα τη χρησιμοποιούν γιατί είναι το μοναδικό τους μέσο επικοινωνίας. Εμείς όμως γιατί; Υπάρχουν πολλές αιτίες: 1. τα μη λεκτικά σήματα έχουν πιο πολλή δύναμη για τη μετάδοση συγκινήσεων και διαπροσωπικών στάσεων. Θέτουν τον λήπτη σε άμεση βιολογική ετοιμότητα, για να αντιμετωπίσει, δηλαδή, την επιθετικότητα ή την αγάπη ή οποιοδήποτε άλλο αίσθημα. Ίσως η δύναμη που διαθέτει ένα τυπικό στο ν' αλλάζει σχέσεις, να οφείλεται στους συντελεστές της μη λεκτικής επικοινωνίας. 2. Μερικά μηνύματα μεταδίδονται πιο εύκολα με χειρονομίες παρά με λόγια —τα σχήματα ας πούμε— ιδιαίτερα αν δε γνωρίζουμε καλά τη γλώσσα για να μπορούμε να περιγράφουμε κάποια πράγματα. 3. Ο λεκτικός τρόπος επικοινωνίας είναι συχνά κορεσμένος κι έτσι είναι εύλογο να χρησιμοποιήσουμε άλλο μέσο για μετάδοση σημάτων αντίδρασης και συγχρονισμού. 4. Θα προκαλούσε αναστάτωση αν μεταδώσουμε κάποια μηνύματα με λέξεις, όπως είναι μερικές πλευρές αυτοπαρουσίασης ή μερικές αρνητικές, κατά ένα μέρος, στάσεις μας απέναντι στους άλλους.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΛΕΚΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Ο λόγος είναι το πιο πολύπλοκο, λεπτό και χαρακτηριστικό μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων. Στα πιο πολλά ζώα, οι ήχοι που βγάζουν χρησιμοποιούνται απλώς για να μεταδώσουν συγκινησιακές καταστάσεις. Ο ανθρώπινος λόγος διαφέρει γιατί είναι επίκτητος, μπορεί να μεταδώσει πληροφορίες γύρω από εξωτερικά γεγονότα, έχει γραμματική δομή και σχηματίζει φράσεις που μπορούν να μεταδώσουν πολύπλοκα νοήματα. Απ' την άλλη μεριά, ο λόγος χρησιμοποιείται με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους, υποστηρίζεται απ' τη μη λεκτική επικοινωνία που τον επεξεργάζεται, κι έτσι ολόκληρες προτάσεις μπαίνουν μαζί στη σειρά σχηματίζοντας τις συζητήσεις.
Οι διάφορες χρήσεις του λόγου
1. Υποβολή ερωτήσεων
Αυτές οδηγούν σε μεγαλύτερη αλληλεπίδραση και ανταλλαγή πληροφοριών. Μερικές μορφές επικοινωνίας, όπως είναι η συνέντευξη, αποτελούνται αποκλειστικά από ερωτήσεις κι απαντήσεις. Οι ερωτήσεις μπορούν να ποικίλουν, να είναι δηλαδή κλειστές ή ανοιχτές: οι ανοιχτές ερωτήσεις απαιτούν για απάντηση μια μακριά ανάλυση κι εξήγηση, ενώ οι κλειστές παίρνουν μια απάντηση από έναν περιορισμένο αριθμό δυνατών απαντήσεων. Ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις κάποιον ν' αρχίσει να μιλάει είναι ν' αρχίσεις με το δεύτερο τύπο ερωτήσεων. 2. Μετάδοση πληροφοριών
Μπορεί να γίνεται σαν απάντηση σε ερωτήσεις. Μπορεί ακόμα να είναι τμήμα δουλειάς επιτροπών ή ομάδων, διαλέξεων κλπ. Ο ομιλητής μπορεί να αναφέρεται σε γεγονότα, να δίνει τη γνώμη του, να προβάλλει επιχειρήματα με βάση τα παραπάνω. Τέτοιου είδους επικοινωνίες συχνά έχουν ατέλειες, γιατί ο ομιλητής δεν κάνει τα νοήματά του ξεκάθαρα ή γιατί ο ακροατής δίνει διαφορετικό νόημα σ' αυτά που ακούει. Το ιδεώδες θα είναι να μιλάνε και οι δυο την ίδια γλώσσα, δηλ. η κάθε φράση να έχει ταυτόσημη σημασία και νόημα για τον καθένα. 3. Παραγγελίες, διαταγές, οδηγίες, κλπ.
Ο λόγος χρησιμοποιείται για να επηρεάσει τη συμπεριφορά των άλλων, με οδηγίες ή διαταγές, με την πειθώ και τη προπαγάνδα καθώς και μ' επιθετικές παρατηρήσεις. Οι τελευταίες μπορούν να χρησιμέψουν εκεί όπου όλα τα άλλα αποτυχαίνουν. Ο επιθετικός λόγος λέγεται με διάφορους τρόπους: ο πιο μαλακός απ' αυτούς είναι το πείραγμα ή μια ελαφρά κοροϊδία, και ο πιο δυνατός τρόπος είναι οι άμεσες προσβολές. 4. Ανεπίσημες συζητήσεις.
Πολλά απ' τα λόγια μας δεν έχουν σκοπό να μεταδώσουν τίποτα το σοβαρό ή να λύσουν κανένα πρόβλημα. Οι ανεπίσημες συζητήσεις ασχολούνται περισσότερο με την καθιέρωση, διατήρηση και απόλαυση των κοινωνικών σχέσεων: τέτοιες είναι η φλυαρία, το άκακο κουτσομπολιό, τα αστεία ανάμεσα σε φίλους ή σε οικογένειες, στη διάρκεια του καφέ ή στο διάλειμμα της δουλειάς. Έχει διαπιστωθεί ότι περίπου οι μισές από τις ακριβές τηλεφωνικές συνδιαλέξεις που γίνονται απ' τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη είναι τέτοιου είδους. Ο επίσημος λόγος, όπως είναι μια διάλεξη, είναι πιο μεστός από νοήματα, δίνει ξεκάθαρες πληροφορίες και έχει τη δομή του γραπτού λόγου.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
5. Παραστατικές προτάσεις
Έτσι ονόμασε ο Austin (1962) τις εκφράσεις που είναι πράξεις από μόνες τους. Τέτοιες είναι η ονοματοδοσία ενός πλοίου, η έναρξη μιας διάσκεψης, η ψηφοφορία, η ετυμηγορία, το δόσιμο μιας υπόσχεσης. Αυτές οι προτάσεις δεν είναι αληθινές ή ψεύτικες, αλλά μόνο αποτελούν τμήματα της κοινωνικής συμπεριφοράς. Όλες οι προτάσεις έχουν και τέτοιες παραστατικές απόψεις. 6. Εκφράσεις με κρυφά νοήματα
Σ' αυτή την περίπτωση ο ομιλητής αποκαλύπτει κάτι πρόσθετο στο βασικό μήνυμα. Αυτό μπορεί να γίνει δίχως πρόθεση, όπως με τον ομιλητή που τον ρώτησαν αν είχε πάει ποτέ στη Νιγηρία κι απάντησε «αυτό είναι ένα μέρος που δεν έχω πάει ποτέ» (Brown, 1965). Ή μπορεί να γίνει σκόπιμα, όπως με το μαθητή που λέει «σάς παρακαλώ, Κύριε, ο πίνακας γυαλίζει» χωρίς να συμβαίνει κάτι τέτοιο. 7. Συζήτηση για επίτευξη αλληλεπίδρασης
Αυτή γίνεται όταν κάποιος λέει «φοβερή αυτή η σιωπή, έτσι;», ή κάνει σχόλια για τη συμπεριφορά των άλλων, ή τη δικιά του, μέσα στην κατάσταση που βρίσκονται. Τέτοιου είδους συζήτηση γίνεται στην ψυχοθεραπεία, σε εκπαιδευτικές ομάδες, σε ομάδες που εκπαιδεύονται στις κοινωνικές ικανότητες: σ' αυτές τις περιπτώσεις γίνεται γενικά αποδεκτή, αλλά σε άλλες, συνήθως είναι πολύ διασπαστική. Οι λέξεις μπορούν να χρησιμέψουν σαν τιμωρία ή αμοιβή. Στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς κάνουν σ' όλη τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης, όχι όμως σκόπιμα. Αργότερα θα περιγράψουμε πειράματα όπου οι ενισχύσεις 1 μεταβάλλονται σκόπιμα. 8. Κοινωνική ρουτίνα και τυπικά
Οι χαιρετισμοί, οι ευχές, οι συγγνώμες, η έκκληση βοήθειας, κλπ. εμπεριέχουν καθιερωμένες φράσεις, όπως είναι τα «χαίρω πολύ», «ευχαριστώ», που δεν έχουν νόημα αν τα δει κανένας με τη στενή τους σημασία, αλλά λειτουργούν με τρόπο πολύ κατανοητό για τους άλλους, όπως μια οποιαδήποτε καλοφτιαγμένη φράση. Ο λόγος χρησιμοποιείται επίσης για να εκφράσει προς τους άλλους διάφορα αισθήματα και στάσεις. Αλλά είδαμε ότι αυτό γίνεται καλύτερα με τη μη λεκτική επικοινωνία. Το αστείο είναι ένα ειδικό είδος προφορικής έκφρασης που έχει σαν αποτέλεσμα να ανακουφίζει από την ένταση και να δημιουργεί ευφορία σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις. Σε ειδικές κοινωνικές καταστάσεις χρησιμοποιούνται ιδιαίτερες εκφράσεις, όπως η «ερμηνεία» στην ψυχοθεραπεία, το «προτείνω να ενεργήσουμε» στη συνάντηση μιας επιτροπής, και το «χτύπημα της τιμής» στον πλειστηριασμό. Γενικά, ο λόγος διαφέρει με πολλούς τρόπους. Μπορεί να είναι οικείος ή απρόσωπος, εύκολος, αφηρημένος ή τεχνικός, γεμάτος ενδιαφέρον ή βαρετός για τον ακροατή. Υπάρχουν μεγάλες ατομικές διαφορές στην ικανότητα χρήσης της γλώσσας, που βασικά οφείλονται στη νοημοσύνη, τη μόρφωση, την εξάσκηση και την κοινωνική τάξη. Μεγάλο τμήμα των κοινωνικών ικανοτήτων οφείλουν την επιτυχία τους στη σύνθεση εκφράσεων που τις χαρακτηρίζει η διακριτικότητα, η πειθώ κλπ. Μερικά παραδείγματα γύρω από τη λεπτή και κουραστική δουλειά της επιλογής των λέξεων, ώστε να σχηματίσουν τον πιο αποτελεσματικό συνδυασμό, δίνονται στο κεφ. 11, σε σχέση με διάφορες επαγγελματικές ικανότητες.
1
Ενίσχυση: όρος που χρησιμοποιείται από την ψυχολογία της Συμπεριφοράς αντί της λέξης αμοιβή.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Κοινωνικές ικανότητες Στο προηγούμενο κεφάλαιο παραθέσαμε τα στοιχεία, λεκτικά και μη λεκτικά, της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Το επόμενό μας πρόβλημα είναι πώς να αναλύσουμε αυτόν το χείμαρρο των γεγονότων που την απαρτίζουν. Αρχίζουμε με ένα απλό εννοιολογικό μοντέλο. Ακόμα θα δούμε πώς καταλαβαίνοντας την κοινωνική συμπεριφορά, θα καταλάβουμε ταυτόχρονα και το τι πρέπει να κάνει κανείς για να τα βγάζει πέρα στις κοινωνικές του σχέσεις. Για παράδειγμα, όπως δείξαμε και στο τελευταίο κεφάλαιο, οι στάσεις απέναντι στους άλλους ανθρώπους, όπως η φιλία και η έχθρα, μεταδίδονται κυρίως μέσω μη λεκτικών σημάτων. Μελετώντας διανοητικά ασθενείς που είχαν ανεπαρκείς κοινωνικές ικανότητες, βρήκαμε ότι συχνά δεν μπορούν να δείξουν τα φιλικά τους αισθήματα με την έκφραση του προσώπου ή της φωνής. Τα προβλήματα της κοινωνικής συμπεριφοράς των διανοητικά ασθενών θα συζητηθούν στο δέκατο κεφάλαιο, και στο ενδέκατο κεφάλαιο θα συζητηθούν οι ειδικές ικανότητες που πρέπει να έχουν οι ψυχαναλυτές, οι δάσκαλοι και άλλοι επαγγελματίες. Θα καταφύγουμε στις τελευταίες έρευνες που έχουν γίνει πάνω στην κοινωνική αλληλεπίδραση για να διαλευκάνουμε αυτά τα πρακτικά προβλήματα. Η κοινωνική αλληλεπίδραση είναι ένα μαγευτικό μα και κουραστικό αντικείμενο μελέτης: από τη μια είναι άμεσο και κατανοήσιμο και από την άλλη είναι μυστηριώδες και δυσκολονόητο. Στα προηγούμενα κεφάλαια έγινε μια απόπειρα να διαλύσουμε λίγο από το μυστήριό της περιγράφοντας τους στόχους της (κεφάλαιο 1) και τα στοιχεία κοινωνικής συμπεριφοράς που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να κατακτήσουν αυτούς τους στόχους (κεφάλαιο 2). Σ' αυτό το κεφάλαιο θα προσπαθήσουμε να υπερπηδήσουμε τους εννοιολογικούς φραγμούς που εμποδίζουν τη μελέτη της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, εισάγοντας ένα θεωρητικό μοντέλο, και την αντίστοιχη γλώσσα του, για να περιγράψουμε αυτά τα γεγονότα. Το μοντέλο είναι αυτό εδώ: η σειρά των στοιχείων της ατομικής συμπεριφοράς, που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια μιας κοινωνικής αλληλεπίδρασης, μπορεί μια χαρά να θεωρηθεί σαν ένα είδος κινητικής ικανότητας. Λέγοντας κινητικές ικανότητες εννοούμε δραστηριότητες όπως η ποδηλασία, το σκι, η οδήγηση, το παίξιμο μουσικού οργάνου, η δακτυλογράφηση, η αποστολή και η λήψη σημάτων μορς, η επαγγελματική ειδίκευση στη βιομηχανία, το τένις και άλλα παιγνίδια. Αυτές έχουν μελετηθεί διεξοδικά, είτε κατά την άσκησή τους είτε κάτω από πειραματικές συνθήκες, και τα ψυχολογικά στοιχεία τους μας είναι τώρα γνωστά. Η κοινωνική αλληλεπίδραση μοιάζει αρκετά με τέτοιες κινητικές ικανότητες: έτσι έχουμε βάλει σαν στόχο μας να εντοπίσουμε τις βασικές ψυχολογικές ομοιότητες πιο συγκεκριμένα και λεπτομερειακά, και να δούμε αν λειτουργούν οι ίδιες διαδικασίες. Θα δώσουμε μια σύντομη περιγραφή των κινητικών ικανοτήτων, και θα δείξουμε τις ομοιότητες που παρουσιάζουν με την κοινωνική αλληλεπίδραση. Θα χρειασθεί να στρέψουμε την προσοχή μας σε ορισμένες σημαντικές απόψεις που διαφορετικά θα είχαν αγνοηθεί, όπως η αντίληψη των σωστών ενδείξεων, η ανάγκη σωστού ρυθμού και σωστής πρόβλεψης, και η ανάπτυξη μεγάλων μονάδων αντίδρασης. Όμως υπάρχουν και πλευρές της κοινωνικής συμπεριφοράς που δεν έχουν καμιά άμεση ομοιότητα με τις κινητικές ικανότητες, και που χρειάζεται να τις προσέξουμε ιδιαίτερα —όπως το να γνωρίσουμε την άποψη ενός άλλου και να προβάλλουμε την εικόνα του εαυτού μας. Αυτή η ανάλυση μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε σωστά το θέμα της διαβάθμισης της κοινωνικής ικανότητας ή δεξιότητας. Στα επόμενα κεφάλαια θα εξετάσουμε δυο θέματα που συνδέονται στενά— την εκπαίδευση για ανάπτυξη μιας κοινωνικής ικανότητας και την καταστροφή αυτής της ικανότητας. Και τα δυο έχουν χαρακτηριστικές ομοιότητες όταν πρόκειται για κινητικές ικανότητες (Argyle και Kendon, 1967)
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΕΣ ΣΕΙΡΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ Πριν παρουσιάσουμε το μοντέλο της κοινωνικής ικανότητας, πρέπει να περιγράψουμε μερικές συνηθισμένες σειρές κοινωνικής συμπεριφοράς πάνω στις οποίες στηρίζεται.
1. Τα αποτελέσματα της ενίσχυσης
Αν η Άννα χαμογελάει, κουνάει καταφατικά το κεφάλι της και συμφωνεί όταν ο Γιώργος μιλάει για την πολιτική, αυτός θα συνεχίσει να μιλάει περισσότερο. Αν θέλει να τον κάνει να μιλήσει για κάτι άλλο θα στραβομουτσουνιάσει και θα χασμουριέται κάθε φορά που θα αναφέρεται η λέξη πολιτική. Αυτή η διαδικασία έχει διαπιστωθεί σε κοινωνικές καταστάσεις με πειράματα που έγιναν πάνω στην «προφορική επεμβατική εξάρτηση 1. Ένας ασθενής εξετάζεται από τον ψυχαναλυτή. Στην αρχή περνάνε δέκα λεπτά με αδιάφορες και άσχετες ερωτήσεις. Τα επόμενα δέκα λεπτά ο ψυχαναλυτής αμείβει συστηματικά ορισμένους τύπους συμπεριφοράς του πελάτη. Για παράδειγμα, κάθε φορά που αυτός εκφέρει μια γνώμη, ο ψυχαναλυτής χαμογελάει, κουνάει καταφατικά το κεφάλι του, τον κοιτάζει στα μάτια και με κάθε τρόπο δείχνει ότι συμφωνεί. Το τρίτο δεκάλεπτο ο ψυχαναλυτής αντιδρά αρνητικά σε κάθε γνώμη του, —διαφωνώντας, κοιτάζοντας πέρα, κοιτάζοντας το ρολόι του, μουρμουρίζοντας αποδοκιμαστικά. Ο ασθενής αυξάνει τη συχνότητα με την οποία προβάλλει τις αντιλήψεις του στη δεύτερη περίοδο και την μειώνει στην τρίτη. Αυτή η αντίδραση εκδηλώνεται εξαιρετικά γρήγορα, και συμβαίνει σε κάθε μορφή κοινωνικής συμπεριφοράς. Το ρόλο της ενίσχυσης μπορεί να τον παίξει μια οποιαδήποτε από τις συμβατικές κοινωνικές αντιδράσεις που παραθέσαμε πιο πάνω. Μερικά εργαστηριακά πειράματα έδειξαν ότι αυτή η διαδικασία είναι αποδοτική μόνο όταν το πειραματικό υποκείμενο ξέρει τι περιμένει ο πειραματιστής απ' αυτό. Όμως, ορισμένα πειράματα, που έγιναν κάτω από φυσικές συνθήκες, έδειξαν ότι και χωρίς αυτή τη γνώμη μπορούμε να έχουμε αποτελέσματα —για παράδειγμα, σε συνομιλίες από το τηλέφωνο, όπου δίνεται μια ενίσχυση και μελετάται το αποτέλεσμα που έχει πάνω στη συζήτηση του άλλου. Άλλα πειράματα δείχνουν ότι το πρόσωπο που παρέχει τις αμοιβές και επιβάλλει τις τιμωρίες δεν έχει συνήθως συνείδηση του τι κάνει— απλώς αντιδρά αυθόρμητα σε μια συμπεριφορά που τον ευχαριστεί ή τον δυσαρεστεί. Κατά την διάρκεια της κοινωνικής αλληλεπίδρασης κάθε πρόσωπο συνεχώς ενισχύει τους άλλους και ενισχύεται και το ίδιο, χωρίς κανείς τους να το αντιλαμβάνεται. (Argyle 1969) Πολλές παραλλαγές έχουν γίνει πάνω σ' αυτό το πείραμα, και τα αποτελέσματά τους συμφωνούν με την αντίληψη ότι μια τέτοια εξάρτηση συντελείται πιο γρήγορα όταν το πειραματικό υποκείμενο έχει ισχυρά κίνητρα να γίνει αποδεκτό από τον πειραματιστή. Έτσι το πειραματικό υποκείμενο πρέπει να είναι ανυπόμονο και υπάκουο, και ο πειραματιστής να είναι ένα ελκυστικό πρόσωπο του άλλου φύλου με υψηλό γόητρο, ή να ανταμείβει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Τα παιδιά από τα μεσαία στρώματα δείχνουν εξάρτηση από το «σωστό», τα εργατόπαιδα από το «καλό», αντανακλώντας έτσι τον τρόπο που τα ανάθρεψαν και τα σχήματα των κινήτρων που τους επέβαλλαν (Krasner, 1958).
1
Επεμβατική Εξάρτηση (operant conditioning): το αντίθετο της (Παυλοβιανής) Εξαρτημένης αντίδρασης. Εκεί το ερέθισμα προηγείται της αντίδρασης, εδώ ακολουθεί. Σ' αυτή στηρίζεται ουσιαστικά η κοινωνική συμπεριφορά. Ο άνθρωπος ενεργεί προσδοκώντας ένα ευχάριστο ερέθισμα που θα επακολουθήσει. Για παράδειγμα, αν βάλουμε ένα ποντίκι σ' ένα Τ όπου ένας βραχίονας τού προκαλεί ελαφρές ηλεκτρικές εκκενώσεις, ενώ ο άλλος όχι, θα επιλέξει αυτό το δεύτερο βραχίονα, στον οποίο, μετά από μερικές επαναλήψεις, θα καταφεύγει εντελώς αυθόρμητα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
2. Μίμηση
Αν η Άννα χαμογελάσει, γνέψει καταφατικά ή σταυρώσει τα χέρια της, είναι πιθανό ότι και ο Γιώργος θα κάνει το ίδιο — οι αλληλεπιδρώντες τείνουν να αντιγράψουν το στυλ συμπεριφοράς ο ένας του άλλου. Αυτό διαπιστώθηκε και στις μακρές και στις σύντομες εκφράσεις, στη χρήση διακοπών και παύσεων, στα αστεία και στις ερωτήσεις, στη χρήση λέξεων όπως «εγώ», «εμείς», αόριστων και οριστικών άρθρων κλπ. σε χαμόγελα, γνεψίματα με το κεφάλι, στη στάση του σώματος και στην αποκάλυψη ατομικών πληροφοριών. (Rozenfelnt, 1967). Αυτό είναι πιθανώς ένα ειδικό είδος μίμησης, που πρέπει οπωσδήποτε να συμβαίνει κάτω από κανονικές συνθήκες μίμησης — ο Β μιμείται τον Α όταν ο Α είναι όμοιος με τον Β αλλά κάπως ανώτερός του, όταν ό Α ανταμείβει γενικά, όταν ο Α ανταμείβει τον Β επειδή τον μιμείται, και όταν ο Β νιώθει αβέβαιος για το πώς πρέπει να συμπεριφερθεί. Ακόμα, αυτή η διαδικασία είναι κανονικά αυθόρμητη και απρογραμμάτιστη, όμως μπορεί να τεθεί και κάτω από σκόπιμο έλεγχο —για να καθησυχάσουμε κάποιον νευρικό άνθρωπο, για παράδειγμα, πρέπει να μην παρασυρθούμε από τη νευρικότητά του και να κάνουμε ήρεμες κινήσεις που είναι πιθανό ότι θα μιμηθεί.
3. Το αποτέλεσμα των μη λεκτικών σημάτων
Όπως είπαμε νωρίτερα, τα μη λεκτικά σήματα που δηλώνουν φιλική ή εχθρική διάθεση, ανωτερότητα ή κατωτερότητα, ασκούν μεγαλύτερη επίδραση απ' ότι τα λεκτικά τους ισοδύναμα. Δείξαμε ότι η σχέση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα δημιουργείται και διατηρείται κυρίως μέσω σημάτων αυτού του είδους, και μάλιστα με ένα αυθόρμητο τρόπο. Τα εν λόγω άτομα συνήθως δεν έχουν συνείδηση αυτής της διαδικασίας και δεν καταλαβαίνουν καλά καλά τι γίνεται. Παρ' όλα αυτά τα μη λεκτικά σήματα χρησιμοποιούνται με ένα πολύ επιδέξιο τρόπο, και οι κοινωνικές σχέσεις ξεκινούν με μια σειρά από μικρές, δοκιμαστικές και ασαφείς κινήσεις που μπορούμε να τις σταματήσουμε και να τις αρνηθούμε αν θεωρηθεί αναγκαίο. Μια κίνηση για την επίτευξη μιας μεγαλύτερης κυριαρχίας, για παράδειγμα, μπορεί να συνίσταται σε μια ελαφρά υψωμένη φωνή με μια ελαφρά κλίση του κεφαλιού προς τα πίσω. Κανονικά αυτές οι κινήσεις δεν είναι αποτέλεσμα συνειδητού προγραμματισμού, όμως μπορούν να ελεγχθούν απ' αυτούς που ξέρουν πώς λειτουργούν τα μη λεκτικά σήματα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΚΟΝΩΝΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Είπαμε ότι τα πρόσωπα που αλληλεπιδρούν επιδιώκουν ορισμένους στόχους, όπως είναι π.χ. η πρόκληση επιθυμητών αντιδράσεων εκ μέρους των άλλων. Δείξαμε ότι μια κοινωνική πράξη οδηγεί αμέσως σε μια άλλη. Είδαμε ότι η κοινωνική συμπεριφορά αποτελείται από μια σειρά λεκτικά και μη λεκτικά σήματα.
Σχήμα 10. Μοντέλο κινητικής ικανότητας.
Θέλω να δείξω ότι υπάρχει μια αναλογία, που μπορεί να μας φανεί χρήσιμη, ανάμεσα στις κινητικές ικανότητες, όπως η ποδηλασία, και στις κοινωνικές, όπως η σύναψη φιλίας, η καθοδήγηση μιας συζήτησης, και η ικανότητα στις ερωτήσεις. Σε κάθε περίπτωση ο κάτοχος αυτών των ικανοτήτων επιδιώκει κάποιους στόχους, κάνει επιδέξιες κινήσεις για να τους προωθήσει, κοιτάζει ποιο είναι το αποτέλεσμά τους και διορθώνει τις ενέργειές του χάρη στην αντίδραση (feed back). Ας εξετάσουμε τα μέρη αυτού του μοντέλου πιο λεπτομερειακά.
1. Οι στόχοι της χρησιμοποίησης μιας ικανότητας.
Ο κάτοχος μιας κινητικής ικανότητας έχει συγκεκριμένους και άμεσους στόχους —να βιδώσει μια βίδα, να οδηγήσει ένα αμάξι στρίβοντας επιδέξια το τιμόνι σε ένα δρόμο με πυκνή κυκλοφορία κλπ. Έχει επίσης κι άλλους στόχους, με τους οποίους συμμορφώνονται οι άμεσοι στόχοι: να φτιάξει μια γέφυρα, ή να πάει στο Άμπερντεν. Ξέρει πότε έχει επιτευχθεί κάθε στόχος, από την εμφάνιση ορισμένων φυσικών ερεθισμάτων. Αυτοί οι στόχοι με τη σειρά τους συνδέονται με ορισμένα βασικά κίνητρα. Ένας εργάτης, ας πούμε, μπορεί να πληρώνεται για κάθε κομμάτι που τελειώνει. Κατά τον ίδιο τρόπο και ένας κάτοχος μιας «κοινωνικής ικανότητας» μπορεί να έχει εντελώς καθορισμένους στόχους. Για παράδειγμα: • • • • • • • •
Μετάδοση γνώσης, πληροφοριών ή αντίληψης (διδασκαλία) Απόκτηση πληροφοριών (συνέντευξη) Αλλαγή στάσης, συμπεριφοράς ή αντίληψης (εμπορικές συναλλαγές, ψηφοθηρία, επιβολή πειθαρχίας) Αλλαγή της συναισθηματικής κατάστασης κάποιου άλλου (αστεϊσμός, αντιμετώπιση ενός προσώπου εχθρικά διακείμενου) Αλλαγή της προσωπικότητας ενός άλλου (ψυχοθεραπεία, ανατροφή των παιδιών) Συνεργασία (στη βιομηχανία — βασικό στοιχείο) Επίβλεψη των δραστηριοτήτων ενός άλλου (παραμάνα) Επίβλεψη και συντονισμός μιας ομάδας (επιστασία, προεδρία, διαιτησία)
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Αυτοί οι στόχοι συνδέονται, με τη σειρά τους, με πιο βασικά κίνητρα, που έχουν σχέση με τη δουλειά. Στις καθημερινές, μη επαγγελματικές κοινωνικές καταστάσεις υπάρχουν επίσης κίνητρα, αλλά, σ' αυτή την περίπτωση πρόκειται για βασικά κοινωνικά κίνητρα σαν αυτά που συζητήσαμε στο πρώτο κεφάλαιο. Κάθε ένας θέλει να αντιδρά ό άλλος με ένα φιλικό, δουλικό ή κυριαρχικό τρόπο, σύμφωνα με τα δικά του κίνητρα. Στις επαγγελματικές καταστάσεις ο κάτοχος μιας κοινωνικής ικανότητας θα επηρεασθεί στην πραγματικότητα από ένα συνδυασμό επαγγελματικών και κοινωνικών κινήτρων —μπορεί για παράδειγμα να θέλει και να πληροφορήσει αλλά και να εντυπωσιάσει τον πελάτη του με τις γνώσεις του.
2. Η ιεραρχική δομή των κοινωνικών πράξεων
Οι εντολές κατευθύνονται από τον εγκέφαλο στους κατάλληλους μυς των ποδιών, των χεριών, του προσώπου, δημιουργώντας σχήματα κίνησης. Στην πραγματικότητα υπάρχει μια ιεραρχία εντολών, έτσι ώστε οι μεγαλύτεροι στόχοι συνδέονται με μεγαλύτερα σχήματα κίνησης, σε μια ιεραρχική δομή. Υπάρχει επίσης μια σειρά επιμέρους στόχων: όταν κατακτηθεί ένας τέτοιος μικρός στόχος, αρχίζει η σειρά εκείνη των κινήσεων που οδηγεί στον επόμενο κοκ., μέχρι που να επιτευχθεί ο κύριος στόχος. Το να πας με το αμάξι από την Οξφόρδη στο Καίμπριτζ συνεπάγεται την υλοποίηση μιας σειράς στόχων: βάζεις μπρος τη μηχανή, περνάς από την οδό Μπάνμπουρυ, καθώς και από το Μπίσεστερ και το Μπάκινχαμ. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις σχετικά με τις κινητικές ικανότητες είναι ότι οι σειρές των αντιδράσεων που οδηγούν στην επίτευξη των επί μέρους στόχων γίνονται λίγο πολύ αυτόματα, και μπορούν να θεωρηθούν σαν μεγαλύτερες μονάδες αντιδράσεων. Για παράδειγμα, τέτοιες ενότητες στη δακτυλογράφηση και στα σήματα μορς είναι οι λέξεις μάλλον παρά τα γράμματα. Όταν μια κινητική ικανότητα ολοκληρωθεί, γίνεται πιο γρήγορα, οι κινήσεις είναι πιο ακριβείς, οι περιττές κινήσεις εξαλείφονται, η όλη διαδικασία γίνεται ασυναίσθητα, η προσοχή μειώνεται ή εντοπίζεται μερικές φορές σε κάποια δύσκολα σημεία, υπάρχει λιγότερη ανάγκη αντίδρασης —αλλά και περισσότερος κίνδυνος από το ότι η δουλειά γίνεται μηχανικά— και όλη η λειτουργία γίνεται πιο ομαλή, άκοπη και πιο αποδοτική. Το σχήμα των κινητικών αντιδράσεων έχει μια ιεραρχική δομή, όπου οι μεγαλύτερες, ανώτερου επιπέδου ενότητες συνίστανται σε ολοκληρωμένες σειρές και ομάδες μονάδων, κατωτέρου επιπέδου. Μια συνέντευξη έχει ορισμένες φάσεις (>>), που κάθε μια αποτελείται από μια σειρά ερωτήσεων, και κάθε ερώτηση από ένα ορισμένο αριθμό λέξεων, και συνοδεύεται από πρόσφατα μη λεκτικά σήματα. Οι σειρές που απαρτίζουν μικρότερες ενότητες τείνουν να γίνουν αυτόματες, δηλαδή ανεξάρτητες από εξωτερική αντίδραση. Περισσότερη προσοχή δίνεται στο σχηματισμό μεγαλύτερων ενοτήτων —αυτές προετοιμάζονται προσεκτικά και διέπονται από κανόνες και συμβάσεις. Όμως, ακόμα και μεγάλες ομάδες μπορούν να σχηματιστούν αυτόματα και από συνήθεια. Κάποιος υφηγητής ομολόγησε ότι συχνά τον έπιανε χασμουρητό, παρατούσε σύξυλο το ακροατήριό του, στη μέση μιας διάλεξης, και πήγαινε να κοιμηθεί. Ο Harre και ο Secord (1972) υποστηρίζουν με πειστικότητα ότι ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνικής συμπεριφοράς του ανθρώπου, είναι αποτέλεσμα συνειδητού προγραμματισμού και αναπτύσσεται με πλήρη συναίσθηση των διαφόρων σημασιών της και των κανόνων των καταστάσεων. Αυτό αποτελεί μια ουσιαστική τροποποίηση των προηγούμενων κοινωνικο-ψυχολογικών απόψεων, που συχνά δεν κατάφερναν να αναγνωρίσουν την πολυπλοκότητα του ατομικού προγραμματισμού και τις διαφορετικές σημασίες που μπορεί να αποδοθούν στα ερεθίσματα, για παράδειγμα σε εργαστηριακά πειράματα. Όμως πρέπει να αναγνωριστεί ότι ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνικής συμπεριφοράς δεν προγραμματίζεται μ' αυτό τον τρόπο: τα μικρότερα στοιχεία της συμπεριφοράς και οι μακρύτερες αυτόματες σειρές βρίσκονται πολύ συχνά πίσω από το προσκήνιο της συνείδησης, αν και είναι δυνατό να προσέχουμε συνειδητά διάφορους τρόπους κοιτάγματος, αλλαγές στη στάση ή στη λανθάνουσα σημασία κάποιων λεκτικών εκφράσεων. Το μοντέλο Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
κοινωνικής ικανότητας, τονίζοντας την ιεραρχική δομή κάθε κοινωνικής ενέργειας, μπορεί να ενσωματώσει και τα δύο είδη συμπεριφοράς. Η ανάλυση που έκανε ο Scheflen (1965) πάνω στη λεκτική και σωματική συμπεριφορά, κατά τη διάρκεια ψυχοθεραπείας, μας είναι πολύ χρήσιμη σε σχέση με το θέμα μας. Διακρίνει δύο κύρια είδη μονάδων συμπεριφοράς. Τις θέσεις, που αναφέρονται σε ολόκληρες φάσεις μιας συνάντησης, για παράδειγμα στην προεισαγωγική «θέρμανση της ατμόσφαιρας» ή στην απάντηση μιας σειράς ερωτήσεων πάνω σε κάποιο θέμα. Ο Scheflen βρίσκει ότι οι ίδιες σωματικές στάσεις διατηρούνται συνεχώς όσο διαρκεί μια θέση. Και τα σημεία, από τα οποία απαρτίζονται οι θέσεις, και που, με τη σειρά τους, συνίστανται, για παράδειγμα, σε απλές προτάσεις και συνοδεύονται συνήθως από ένα ιδιαίτερο προσανατολισμό του κεφαλιού. Οι λεκτικές και μη λεκτικές ιεραρχίες είναι πολύ στενά συντονισμένες. Παραδείγματα για το πώς συνδέονται οι δύο σειρές δόθηκαν προηγούμενα (>>).
3. Αντίληψη των αντιδράσεων του άλλου
Ένας έμπειρος αυτοκινητιστής συγκεντρώνει την προσοχή του σε ορισμένα ερεθίσματα: Εκτός αυτοκινήτου, παρακολουθεί μάλλον την κίνηση των άλλων αυτοκινήτων και την άκρη του οδοστρώματος, παρά την αρχιτεκτονική των κτιρίων. Όταν είναι μέσα προσέχει το καντράν της ταχύτητας και όχι το ντύσιμο των καθισμάτων. Ξέρει τα σήματα, και μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί μετά από κάθε φάση. Ένα μέρος της εκπαίδευσης, σε κάποιες ειδικότητες στη βιομηχανία, συνίσταται στο να μάθουν οι μαθητευόμενοι να κάνουν πιο λεπτές διακρίσεις και να γνωρίσουν τη σημασία κάποιων ενδείξεων, προσέχοντας αυτές που χρειάζεται, και αγνοώντας τις άλλες. Η επιλεκτική αντίληψη των ενδείξεων αποτελεί ένα ουσιαστικό στοιχείο σ' εκείνες τις κινητικές ικανότητες που απαιτούν μια μακρά σειρά ενεργειών. Ο εκτελεστής μαθαίνει ποιες ενδείξεις να προσέχει και να αντιδρά αμέσως σ' αυτές. Η όραση είναι η πιο σημαντική δίοδος. Ο εκτελεστής κάνει γρήγορα μια σειρά «προσηλώσεις» που κάθε μια δεν διαρκεί παρά κλάσμα του δευτερολέπτου —όπως, για παράδειγμα το διάβασμα. Το σχήμα της προσήλωσης αποτελεί κι αυτό μέρος της ικανότητας. Στην ιδανική περίπτωση, οι πληροφορίες πρέπει να συλλέγονται ακριβώς πριν απ' τη στιγμή που τις χρειαζόμαστε. Ο εκτελεστής επίσης μαθαίνει προς τα πού να κοιτάξει και σε ποιο σημείο για να αποκτήσει τις απαραίτητες πληροφορίες: η αντίληψη είναι σε μεγάλο βαθμό επιλεκτική. Τα εισερχόμενα δεδομένα οργανώνονται ενεργά σε μεγαλύτερες μονάδες που αναγνωρίζονται σαν αντικείμενα, σήματα ή ενδείξεις. Αυτές πάλι μετά μεταφράζονται, δηλαδή χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη μελλοντικών αντικειμένων, όπως π.χ. οι ενδείξεις των μετρητών ή τα οδικά σήματα. Στο πέμπτο κεφάλαιο θα δείξουμε πώς μαθαίνουν οι άνθρωποι να διακρίνουν και να ερμηνεύουν τις σχετικές ενδείξεις, και πώς μερικοί άνθρωποι είναι σ' αυτό πιο ευαίσθητοι από άλλους, ιδιαίτερα σε τομείς που τους αφορούν άμεσα. Στο δωδέκατο κεφάλαιο θα περιγραφούν μέθοδοι άσκησης της κοινωνικής ευαισθησίας, και στο δέκατο κεφάλαιο θα δείξουμε ότι κάποια είδη διανοητικών ασθενειών χαρακτηρίζονται από μια σοβαρή ανεπάρκεια ως προς αυτή. Οι αντιληπτικές δίοδοι που χρησιμοποιούνται στην κοινωνική αλληλεπίδραση περιλαμβάνουν σύλληψη του κυρίως περιεχομένου της ομιλίας, σύλληψη των παραγλωσσικών, συναισθηματικών απόψεων της ομιλίας, παρατήρηση της έκφρασης του προσώπου των άλλων, και όλων των ενδείξεων που μπορεί να προσφέρει το σώμα τους. Είναι σίγουρο ότι ο πιο επιδέξιος εκτελεστής κάνει μεγαλύτερη χρήση των δύο τελευταίων διόδων. Μια τέταρτη δίοδος —κάπως σπάνια— είναι το άγγιγμα, που χρησιμοποιείται σε περιοχές όπου η αλληλεπίδραση συνεπάγεται συχνά και σωματική επαφή. Η σύλληψη των συναισθηματικών αποχρώσεων της ομιλίας είναι πολύ σημαντική, φαίνεται όμως ότι πολλοί άνθρωποι δεν καταφέρνουν να τις αξιοποιήσουν. Η οπτική αντίληψη του Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
άλλου συνίσταται κυρίως στην έρευνα του προσώπου του με μια σειρά σύντομα βλέμματα στην περιοχή των ματιών. Αυτή η περιοχή όχι μόνο παρέχει πληροφορίες για τις συναισθηματικές αντιδράσεις του άλλου, αλλά και για την κατεύθυνση της προσοχής του, για την οποία η κατεύθυνση του βλέμματός του είναι μια ικανοποιητική ένδειξη. Η οπτική προσοχή είναι πλήρως συγχρονισμένη και συντονισμένη με την ομιλία, έτσι ώστε η αντιληπτική πληροφόρηση, για παράδειγμα, ως προς τις άμεσες αντιδράσεις γι' αυτό που μόλις έχει ειπωθεί, γίνεται δεκτή όταν χρειάζεται. Η αποτυχία στη χρησιμοποίηση μιας κοινωνικής ικανότητας μπορεί να προκύψει όταν δεν κοιτάζουμε στο σωστό μέρος την κατάλληλη ώρα, ή επειδή δεν μπορέσαμε να ερμηνεύσουμε αυτό που είδαμε ή ακούσαμε. Ο εκτελεστής μιας κινητικής ικανότητας παίρνει αρκετές πληροφορίες παρατηρώντας τις ίδιες τις κινήσεις του είτε με την ακοή, την όραση, ή με κιναισθητική 1 αντίληψη. Άραγε οι άνθρωποι που αλληλεπιδρούν κοινωνικά, δέχονται καθόλου άμεση ανάδραση με ένα παρόμοιο τρόπο; Όπως θα δείξουμε στο ένατο κεφάλαιο, οι άνθρωποι ενδιαφέρονται πολύ για την εικόνα του εαυτού τους που θα προβάλουν. Ένας από τους στόχους της αλληλεπίδρασης είναι να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας στους άλλους κάτω από ένα ορισμένο φως. Η κύρια πηγή άμεσης ανάδρασης είναι ο ήχος της φωνής μας. Μερικοί άνθρωποι λέγεται ότι τους αρέσει πολύ η φωνή τους, όμως ο ήχος που ακούνε είναι εντελώς διαφορετικός απ' αυτόν που ακούν οι άλλοι, γιατί οι ίδιοι τον ακούν όπως μεταδίδεται μέσα από το σκελετό τους. Πολλοί είναι αυτοί που δεν ξεχωρίζουν τη φωνή τους μαγνητοφωνημένη, και ξαφνιάζονται όταν την πρωτακούσουν. Οι άνθρωποι συχνά δεν αντιλαμβάνονται καθόλου τις συναισθηματικές παραγλωσσικές απόψεις της ομιλίας τους —δεν καταλαβαίνουν για παράδειγμα πόσο κουρασμένη δείχνει η φωνή τους. Μπορεί ακόμα να μην έχουν την αίσθηση του χρόνου της ομιλίας τους, ή το πόσο συχνά διακόπτουν τον άλλο. Η στάση, οι χειρονομίες και η έκφραση του προσώπου δεν μπορούν να γίνουν οπτικά αντιληπτές από το ίδιο το υποκείμενο: είναι πολύ δύσκολο να δούμε τον εαυτό μας όπως τον βλέπουν οι άλλοι. Ο μόνος τρόπος είναι να έχουμε πολλούς καθρέφτες, ή μέσα από φιλμ. Υπάρχουν όμως κιναισθητικές, μυϊκές ενδείξεις ως προς τις σωματικές κινήσεις. Οι άνθρωποι έχουν μια αρκετά καθορισμένη εικόνα του σώματός τους, και έχουν πράγματι κάποια ιδέα για τη στάση τους.
4. Ανάδραση και διορθωτική ενέργεια
Οι πληροφορίες που αποκτιούνται με την αντίληψη μεταφέρονται σε πιο κεντρικές περιοχές του εγκεφάλου και μετασχηματίζονται σε ένα αντίστοιχο σχέδιο δράσης. Αν κάποιος θέλει να οδηγεί μια βάρκα, πρέπει να ξέρει προς τα πού πρέπει να στρίψει το τιμόνι για να πάρει η βάρκα την κατεύθυνση που θέλει. Σίγουρα υπάρχει ένας κεντρικός χώρος στον εγκέφαλο όπου συντελούνται διαδικασίες «μετάφρασης», που υπαγορεύει τον τρόπο αξιοποίησης κάθε ιδιαίτερης αντιληπτικής πληροφορίας. Αυτή η πληροφορία μπορεί να έχει δοθεί με προφορική μορφή, όπως «στρίψε το πηδάλιο αντίθετα από κει που θέλεις να στρίψεις», στο παράδειγμα με τη βάρκα που αναφέραμε. Συχνά οι διαδικασίες μετάφρασης είναι χωρίς καθόλου λόγια και οδηγούν σε μια αυτόματη διαδοχή στοιχείων συμπεριφοράς, σχεδόν ασυνείδητα, —όπως όταν καβαλικεύουμε ένα ποδήλατο· ή μπορούν να αρχίσουν με συνειδητούς κανόνες και σκόπιμες αποφάσεις, που γίνονται όμως ασυνείδητες αργότερα, όπως όταν αλλάζουμε ταχύτητα. Η «έξοδος» αποτελείται από ένα σχέδιο, δηλαδή την απόφαση να προβούμε σε μια ιδιαίτερη σειρά κινητικών αντιδράσεων, που έχουν επιλεγεί από μια πλατιά κλίμακα εναλλακτικών δυνατοτήτων. Αυτό συνεπάγεται μια ορισμένη πρόβλεψη για το πώς μπορούν να εξελιχθούν κατά πάσα πιθανότητα τα γεγονότα τη στιγμή που ετοιμάζεται η αντίδραση — όπως στο τένις, που όταν σηκώνουμε τη ρακέτα υποθέτουμε με
1
Κιναίσθηση: η διαδικασία εκτέλεσης μιας κινητικής ικανότητας. (Π.χ. παίξιμο μουσικού κομματιού, παιχνίδι κλπ.). Αυτή αποτελείται από μια σειρά στοιχειωδών κινητικών μονάδων. Η εκτέλεση της καθεμιάς αποτελεί ερέθισμα που αποδεσμεύει με ανακλαστικό τρόπο την επόμενη κοκ.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ακρίβεια που θα χτυπήσουμε τη μπάλα. Η κοινωνική αλληλεπίδραση στηρίζεται επίσης στην ύπαρξη ενός επίκτητου χώρου όπου συντελούνται διαδικασίες μετάφρασης. Στην πορεία της κοινωνικοποίησης, οι άνθρωποι μαθαίνουν τι μέσα να χρησιμοποιήσουν για να προκαλέσουν φιλικές ή άλλες αντιδράσεις από εκείνους με τους οποίους έρχονται σε επαφή. Οι έρευνες έχουν αποδείξει πώς μπορούν αυτά τα μέσα να βελτιωθούν σε πολλές περιπτώσεις. Για παράδειγμα, για να κάνετε κάποιον να μιλήσει περισσότερο, ο καλύτερος τρόπος είναι: • • • •
να μιλάτε λιγότερο, να κάνετε «ανοιχτές» ερωτήσεις, να μιλάτε για πράγματα που τον ενδιαφέρουν και να επικροτείτε κάθε τι που λέει.
Στο ενδέκατο κεφάλαιο θα εκθέσουμε τους μάλλον ειδικούς τρόπους αντίδρασης για μια σειρά επαγγελματικές κοινωνικές ικανότητες. Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του κεντρικού νευρικού συστήματος είναι ότι δε μπορεί να αξιοποιήσει παρά μόνο μια πληροφορία την κάθε φορά. Τα αποτελέσματα αυτής της περιορισμένης ικανότητας τα βλέπουμε τόσο στην κοινωνική αλληλεπίδραση όσο και στην άσκηση κινητικών ικανοτήτων: σε στιγμές δισταγμού και δυσκολίας στην ομιλία, ο ομιλητής δεν κοιτάζει τα πρόσωπα των παρευρισκόμενων — προφανώς για να μην υπερφορτώσει το σύστημα. Σε ικανότητες ή σε έργα που απαιτούν κάποια χρονική διάρκεια, μπορούμε να δούμε πολύ καθαρά την αντίδραση. Ένας πρωτάρης οδηγός βγαίνει προσεκτικά στο δρόμο, βλέπει ότι πάει να κολλήσει πάνω στο πεζοδρόμιο και στρίβει προς τ' αριστερά. Όταν παλιώσει, τις ίδιες κινήσεις τις κάνει πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη ακρίβεια. Στις κοινωνικές ικανότητες βλέπουμε παρόμοιες διορθώσεις. Η δασκάλα που βλέπει ότι οι μαθητές της δεν καταλαβαίνουν αυτό που θέλει να τους πει, θα το επαναλάβει αργά με άλλα λόγια. Αυτός που αντιλαμβάνεται ότι ενοχλεί κάποιον με τη συμπεριφορά του συνήθως την αλλάζει. Μπορεί να χρειαστούν ιδιαίτερα μέσα, λεκτικά ή μη λεκτικά, για τον έλεγχο των συναισθηματικών καταστάσεων. Ο υπεύθυνος επί των προσλήψεων πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να μειώσει την ανησυχία των υποψηφίων, για να μπορέσει έτσι να αποκτήσει αντικειμενική εικόνα. Για να γίνει αυτό όμως, χρειάζεται μια πολύ επιδέξια τεχνική. Πολύ αποτελεσματικό είναι το να πάρει ο υπεύθυνος μια πολύ χαλαρή στάση — στον τόνο της φωνής του, στις χειρονομίες του και στην έκφραση του προσώπου του. Περνώντας τώρα σε μια εντελώς διαφορετική κοινωνική κατάσταση, θα μελετήσουμε την περιγραφή του Goffman για το πώς ένας χειρούργος μειώνει την ανησυχία των βοηθών του κατά τη διάρκεια μιας εγχείρησης. Έτσι στο σημείο μιας υψηλής έντασης, όταν έχει αποκαλυφθεί εντελώς ένας μεγάλος όγκος των νεφρών και ο χειρούργος ετοιμάζεται να τον τρυπήσει με μια σύριγγα, προειδοποιεί ελαφρά μια στιγμή προς τους βοηθούς του. «Το νου σας μη πιτσιλιστείτε». Επειδή η ψυχραιμία του χειρούργου έχει μεγάλη σημασία σε μια εγχείρηση, και επειδή μια σχετική ερώτηση θα προκαλούσε ανησυχία στους βοηθούς του, νιώθει υποχρεωμένος να τους καθησυχάσει δείχνοντας με έμμεσο τρόπο την ψυχραιμία του. Άλλες φορές πάλι μπορεί να σιγοτραγουδάει κανένα σκοπό». (Goffman, 1961 σελ. 124-7)
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
5. Ο χρόνος των αντιδράσεων
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των κινητικών ικανοτήτων είναι ότι πρέπει να γίνονται στην κατάλληλη ώρα και με το σωστό ρυθμό. Χωρίς σωστή πρόβλεψη για το πότε θα απαιτηθεί μια αντίδραση, θα γίνει σίγουρα σπασμωδική και αδέξια. Αυτό φαίνεται καθαρά στην κινητικο-κοινωνική ικανότητα του τένις: όλοι οι παίκτες μετακινούνται συνεχώς με ένα κανονικό ρυθμό, προσαρμοζόμενοι συνεχώς στις αντιδράσεις των άλλων. Το ίδιο ισχύει και για την πιο απλή μορφή αλληλεπίδρασης — τη συζήτηση ανάμεσα σε δύο άτομα. Πρέπει να μιλάνε εναλλάξ και στην κατάλληλη ώρα ο καθένας, όπως θα περιγράψουμε αργότερα (>>). Πρέπει να υπάρχει κάποια προσαρμογή στην ταχύτητα της ομιλίας τους, στη διάρκεια που μιλάει ο καθένας τους, στην ταχύτητα των αντιδράσεών τους και στην τάση τους να διακόπτουν ο ένας τον άλλο, για να μπορέσει να αναπτυχθεί μια συγχρονισμένη σειρά αντιδράσεων. Τα σήματα που χρησιμοποιούνται για το συγχρονισμό τής ομιλίας τα ξέρουμε. Αν ο Γιώργος θέλει να συνεχίσει να μιλάει, δεν θα σταματήσει στο τέλος της πρότασης, ούτε θα κοιτάξει την Άννα, γιατί αυτά έχουν τη σημασία τελειών. Κρατάει μισοϋψωμένο το χέρι του — σημάδι ότι δεν θέλει να αφήσει τον άλλο να μιλήσει. Αν η Άννα αγανακτισμένη διακόψει, ο Γιώργος θα αντιδράσει μιλώντας ακόμη πιο δυνατά. Αν τον διακόψει πάλι υψώνοντας τον τόνο της φωνής της, ο Γιώργος θα πρέπει να φωνάξει ακόμη δυνατότερα από την Άννα. Αν, αντίθετα, η Άννα θέλει να τον ακούει, όταν αυτός τελειώνει μια πρόταση και σηκώνει τα μάτια του να την κοιτάξει, αυτή απλώς κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι της, χαμογελάει και βγάζει ένα «Αχά», με ένα ενθαρρυντικό τόνο στη φωνή της. Με τέτοια σήματα ρυθμίζεται η «μάχη για την κατοχή του χρόνου» και επιταχύνεται μια ομαλά ρυθμισμένη διαδοχή στην ομιλία. (Kendon 1967, Duncan και Fiske 1977). Όμως, όταν διακόπτει κανείς τον άλλο, δεν έχει πάντα σα στόχο να τον κάνει να σωπάσει: μπορεί να θέλει να τον κάνει να τελειώσει μια πρόταση, ή απλώς για να σχολιάσει ο ίδιος —«τι λες!»— ή μπορεί να νομίσει, κατά λάθος, ότι ο άλλος τελειώνει τα λεγόμενά του. Έτσι, μία πλευρά της λεκτικής συμπεριφοράς, της κατεύθυνσης του βλέμματος και άλλων σωματικών κινήσεων είναι ο έλεγχος του χρόνου. Οι σιωπές και οι διακοπές γίνονται όλο και πιο σπάνιες, καθώς οι δυο συνομιλητές προσαρμόζονται γρήγορα ο ένας στον άλλο και διατηρείται έτσι μια ισορροπία. Τι χρησιμότητα έχει το μοντέλο κοινωνικής ικανότητας; Κάνει κάποιες μάλλον γενικές διαπιστώσεις —δηλαδή ότι η ανάδραση είναι απαραίτητη για μία ικανοποιητική εκτέλεση, και ότι η κοινωνική συμπεριφορά εξαρτάται από μια σειρά επίκτητες αντιδράσεις απέναντι σε διαφορετικές καταστάσεις. Μοιάζει με τις κινητικές ικανότητες, πράγμα που μας οδηγεί σε μια σειρά υποθέσεις— ότι οι εμπειρικοί νόμοι που διέπουν τις κινητικές ικανότητες ισχύουν και για τις κοινωνικές. Υπάρχουν πολλά σκαμπανεβάσματα στην απόκτηση των κοινωνικών ικανοτήτων, δηλαδή περίοδος εκπαίδευσης όπου δεν σημειώνεται καμιά βελτίωση, και περίοδοι που γίνονται αστραπιαίες κατακτήσεις. Αυτή και άλλες πιο ειδικές θεωρίες ή υποθέσεις για τον χαρακτήρα των κοινωνικών δραστηριοτήτων μπορούν να εκφρασθούν με τη γλώσσα που περιέχει το μοντέλο. Μας δίνει επίσης ένα εννοιολογικό χάρτη της κοινωνικής συμπεριφοράς κι έναν κατάλογο από τα κύρια στοιχεία και τις κύριες διαδικασίες που περικλείει —που θα χρησιμοποιηθεί αργότερα σαν οδηγός στις μεθόδους εκπαίδευσης, και θα αποτελέσει ένα μέσο ταξινόμησης των αποτυχιών στις κοινωνικές δραστηριότητες των διανοητικά ασθενών. Μια αντίρρηση που έχει προβληθεί ενάντια στο μοντέλο κοινωνικής ικανότητας είναι ότι, όταν οι άνθρωποι πιάνουν μια αδιάφορη και φλύαρη συζήτηση δεν φαίνονται να προσπαθούν να επηρεάσουν ή να ελέγξουν τους άλλους. Η αντίληψή μου γι αυτή την κατάσταση είναι ότι εκείνοι που συμμετέχουν σ' αυτήν, προσπαθούν να διατηρήσουν ένα ορισμένο τύπο αλληλεπίδρασης, που κι αυτή εμπεριέχει τον έλεγχο της συμπεριφοράς των άλλων — έχει σαν στόχο να τους ηρεμήσει και να τους κάνει να νιώσουν ευχάριστα, να μη τους δημιουργήσει τη διάθεση να φύγουν, να μη τους
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
κάνει να σοβαρέψουν ξαφνικά, να διατηρήσει τη φιλική ατμόσφαιρα κλπ. Όμως, το μοντέλο κοινωνικής ικανότητας απαιτεί πράγματι κάποια διεύρυνση, μια και υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά στην κοινωνική συμπεριφορά που δεν υπάρχουν στη χρησιμοποίηση μιας κινητικής ικανότητας. Αυτά ακριβώς θα συζητήσουμε τώρα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΕΙΔΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ Δείξαμε ότι οι κοινωνικές ικανότητες μοιάζουν με τις κινητικές. Τώρα θα εντοπίσουμε τα ειδικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών ικανοτήτων, που δεν υπάρχουν στις κινητικές.
1. Η ανεξάρτητη συμπεριφορά των άλλων
Το αμάξι ή το ποδήλατο μπορεί να έχουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, όμως δεν ασκούν μια ανεξάρτητη πρωτοβουλία προσπαθώντας να ελέγξουν τον οδηγό τους. Στις κοινωνικές καταστάσεις όμως η επίδραση του Α πάνω στον Β δεν είναι μονόδρομη, αλλά αμφίδρομη, και μπορεί να παρασταθεί σαν ένα σύστημα όπου ο ένας προσαρμόζεται στον άλλο.
Κοινωνική συμπεριφορά του Α
Κοινωνική συμπεριφορά του Β
Μερικές φορές μπορεί ένα πρόσωπο να κατευθύνει όλη τη διαδικασία — δάσκαλοι, ψυχοθεραπευτές, γιατροί κλπ., έχουν ένα πλάνο που το ακολουθούν, ενώ οι άλλοι απλώς αντιδρούν στη σειρά των κινήσεων. Το μοντέλο κοινωνικής ικανότητας αντιστοιχεί θαυμάσια σ' αυτή την κατάσταση — αν και μερικές φορές οι μαθητές και οι ασθενείς ασκούν μια πρωτοβουλία που περιπλέκει τα πράγματα. Στο έβδομο κεφάλαιο θα συζητήσουμε το πρόβλημα της αλληλεπίδρασης εκεί όπου και τα δύο μέρη έχουν τα σχέδιά τους.
2. Παίζοντας το ρόλο του άλλου
Ο ποδηλάτης ποτέ δεν αναρωτιέται πώς νιώθει το ποδήλατό του, ή αν τον θεωρεί καλό οδηγό. Αυτοί που αλληλεπιδρούν όμως, νοιάζονται για το τι σκέφτονται οι άλλοι, και σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό φαντάζονται την αντίδρασή τους. Αυτός που αλληλεπιδρά μπορεί να ανησυχεί για το ποια είναι η εντύπωση που κάνει (αν τον εξετάζουν ή τον εκτιμούν), τι θέλει πράγματι ο συνομιλητής του (αν ο ίδιος είναι έμπορος), ή ποια είναι τα προβλήματά του (αν ο ίδιος είναι ψυχίατρος). Αυτό μπορεί να το κάνει με ένα εξωτερικό, υπολογιστικό τρόπο, ή μπορεί να νιώσει ταυτισμένος με τον άλλο, συμμεριζόμενος τα αισθήματα και τα προβλήματά του (Τάρνερ 1956). Ένας υπεύθυνος προσλήψεων ή κάποιος άλλος σε ένα αντίστοιχο πόστο, μπορεί να αρχίσει με τον πρώτο τρόπο και να καταλήξει στο δεύτερο, παίρνοντας τη θέση του ανθρώπου που έχει απέναντί του, προσπαθώντας να του δώσει τη δουλειά ή υπερασπίζοντάς τον απέναντι σ' όλους τους ανταγωνιστές του. Σε πολλές κοινωνικές ικανότητες πρέπει να διατηρείται μια ισορροπία ανάμεσα στη συμπάθεια και σε μια κάποια αμερόληπτη αντικειμενικότητα. Υπάρχουν τεστ που ελέγχουν την ικανότητα «να παίζεις το ρόλο του άλλου». Στα τεστ που φέρουν τη γενική ονομασία «εάν», ζητείται από τους εξεταζόμενους να περιγράψουν σε τι θα άλλαζε η ζωή τους (1) αν ανήκαν στο άλλο φύλο και (2) αν ήσαν Ρώσοι (Σάρμπιν και Τζόουνς, 1956). Βρέθηκε ότι εκείνοι που έχουν υψηλό βαθμό απόδοσης σ' αυτά τα τεστ τα καταφέρνουν ακόμα καλύτερα στα εργαστηριακά πειράματα πάνω στην κοινωνική αλληλεπίδραση. Υποτίθεται ότι θα αλληλεπιδράσει καλύτερα κανείς με ένα πρόσωπο Χ αν μπορεί να συλλάβει σωστά την κατάσταση του Χ — τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τις πιέσεις που δέχεται κλπ. Απ' την άλλη μεριά οι περισσότεροι
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
άνθρωποι φαίνονται ικανοί να αντιμετωπίζουν τέλεια το αντίθετο φύλο και τους μεγαλύτερούς τους — ρόλους για τους οποίους δεν έχει κανείς καμιά εμπειρία, και τους οποίους πιθανώς με πολύ λίγη ακρίβεια μπορούν να παραστήσουν με το μυαλό τους. Το να παίζεις το ρόλο του άλλου αποτελεί μια πηγή αλτρουισμού και φιλανθρωπίας. Βρέθηκε ότι ένα παιδί μπορεί να βοηθήσει καλύτερα έναν άλλο που περνάει μια στενοχώρια, αν έχει περάσει και το ίδιο μια αντίστοιχη κατάσταση (Lentow 1965). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι άνθρωποι βοηθάνε ο ένας τον άλλο, ιδιαίτερα τα μέλη της οικογένειάς τους, τους φίλους τους, κι εκείνους που συμπαθούν. Σε ένα πιο περιορισμένο βαθμό οι άνθρωποι εκφράζουν τη διάθεσή τους να βοηθήσουν αγνώστους σε δημόσιους χώρους (Krebs, 1970). Σε ένα απ' αυτά τα πειράματα κανόνισαν να πέσει κάποιος αναίσθητος στον υπόγειο της Νέας Υόρκης. Οι περαστικοί έρχονταν να βοηθήσουν πιο πρόθυμα αν (1) ήταν λευκός κι όχι μαύρος, (2) αν δεν ήταν μεθυσμένος και (3) αν δεν υπήρχαν γύρω πολλοί άνθρωποι (Piliavin κ.ά. 1969). Άλλες μελέτες έδειξαν ότι είναι κανείς πιο πρόθυμος να βοηθήσει τον άλλο, αν έτυχε να δει πριν λίγο μια ανάλογη περίπτωση συμπαράστασης.
3. Αυτοπαρουσίαση
Η μετάδοση πληροφοριών για τον εαυτό μας αποτελεί ένα υγιές και ουσιαστικό μέρος της κοινωνικής μας συμπεριφοράς. Αυτές οι πληροφορίες χρειάζονται στους άλλους για να μπορούν να μας συμπεριφέρονται κατάλληλα. Είδαμε ότι η επιθυμία να επιβεβαιώσουν οι άλλοι την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και το σεβασμό που τρέφομε γι' αυτόν αποτελεί ένα πολύ συνηθισμένο κοινωνικό κίνητρο, που πρέπει να εκφραστεί με ένα τρόπο αποδεκτό από τον πολιτισμό μας. Σε ειδικές καταστάσεις όμως, όπου υπάρχει ένα ειδικό έργο, μια τέτοια προβολή μπορεί να αποσπάσει την προσοχή από αυτό το έργο. Ο δάσκαλος πρέπει να φροντίζει μάλλον να μαθαίνουν οι μαθητές του παρά να τους εντυπωσιάσει Από την άλλη μεριά, έχει σημασία να έχουν οι άλλοι σωστή αντίληψη και πρέπουσα στάση για αυτόν που χρησιμοποιεί μια κοινωνική ικανότητα: έχει διαπιστωθεί ότι η μάθηση συντελείται πιο γρήγορα όταν οι μαθητές σέβονται και εμπιστεύονται το δάσκαλό τους — όμως το ίδιο ισχύει και για κάθε ανάλογη κατάσταση. Ίσως η λύση είναι οι εκτελεστές ενός κοινωνικού έργου να προσφέρουν λεπτές μαρτυρίες για την αρμοδιότητα και την ικανότητά τους· αυτό όμως πρέπει να γίνεται κυρίως με την επιτυχημένη εκτέλεση του ρόλου τους. Η αυτοπαρουσίαση μπορεί να αποτύχει με πολλούς τρόπους όταν καταβάλουμε γι' αυτήν υπερβολική προσπάθεια, ή όταν αποκαλύπτουμε πολύ λίγα, ή όταν παρουσιάζουμε μια εικόνα που είναι ψεύτικη και παραπλανητική (>>).
4. Ανταμοιβή
Περιγράψαμε παραπάνω πώς οι μικρές ανταμοιβές και τιμωρίες κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης μπορούν να ενισχύσουν ή να αποθαρρύνουν μια ορισμένη συμπεριφορά. Όμως, η συνολική ισορροπία ανταμοιβών και τιμωριών έχει και ένα δεύτερο αποτέλεσμα — επαναφέρει τον άλλο στην προκειμένη κατάσταση όταν έχει ξεφύγει απ' αυτήν. Ένα πρόσωπο μπορεί να ανταμείβει το άλλο με χίλιους δυο τρόπους — με μια ζεστή και φιλική στάση, με το ενδιαφέρον και το θαυμασμό του, με την υποχωρητική του στάση, τη σεξουαλική του ανταπόκριση, βοηθώντας τον στα προβλήματά του, με το να είναι πρόσχαρος απέναντί του κλπ. Αυτό που αποτελεί ανταμοιβή για ένα πρόσωπο μπορεί να μην είναι για ένα άλλο. Όμως για να διατηρηθεί η συμμετοχή του Β σε μία κατάσταση, πρέπει ο Α να την κάνει ανταμειφτική γι' αυτόν. Ενώ ο Α είναι θεωρητικά ελεύθερος να
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
χρησιμοποιήσει κάθε είδους κοινωνική τεχνική πάνω στον Β, στην πραγματικότητα περιορίζεται συνεχώς από ό,τι ο Β μπορεί να ανεχθεί. Αν ο Α δεν είναι εξαιρετικά προσεκτικός, ο Β είτε θα αποτραβηχτεί από την κατάσταση εντελώς, π.χ. κλείνοντας κατάμουτρα την πόρτα σε κάποιον που προσπαθεί να τον στρατολογήσει πολιτικά, ή μπορεί να κατεβάσει τα μούτρα και να μη δείξει κανένα ενθουσιασμό να συμμετάσχει. Αν η Άννα έχει τις ίδιες δυνατότητες να μιλήσει στον David και στον Peter σε ένα πάρτι, θα μείνει περισσότερο κοντά σ' εκείνον που την ανταμείβει περισσότερο. Θα δείξουμε αργότερα ότι η ανταμοιβή αποτελεί το κλειδί της δημοτικότητας — το σημείο που διαφέρουν από τους άλλους εκείνοι που είναι περιζήτητοι στις παρέες, είναι ότι ανταμείβουν περισσότερο. Η ανταμοιβή είναι επίσης το κλειδί για μια αποτελεσματική κοινωνική επιρροή: αν ο Α ανταμείβει ικανοποιητικά τον Β, ασκεί και περισσότερη επιρροή πάνω του, γιατί υπάρχει το μόνιμο ενδεχόμενο για τον Β να στερηθεί την ανταμοιβή (>>).
5. Οι κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς
Όταν φέρνουμε στο νου τις ικανότητες που χρειάζεται να έχει ένας παίκτης, του τένις για παράδειγμα, το πρώτο που σκεφτόμαστε είναι ότι πρέπει να συμμορφώνεται με τους κανόνες του παιγνιδιού. Το ίδιο ισχύει και για τις κοινωνικές καταστάσεις. Μερικοί κανόνες είναι πολύ ουσιαστικοί, και αν παραβιαστούν η σωστή αλληλεπίδραση καταστρέφεται: για παράδειγμα, όταν παίζεις κρίκετ με ποδοσφαιρική μπάλα ή όταν πεις αντίο τη στιγμή που συναντάς κάποιον. Άλλοι κανόνες αποτελούν ζητήματα μόδας και σύμβασης, όπως το τι ρούχα φοράει κανείς (>>).
6. Η σειρά των κοινωνικών γεγονότων
Στην κοινωνική συμπεριφορά υπάρχει μια ροή των λεκτικών και μη λεκτικών γεγονότων που προχωρεί με ένα κανονικό και κατανοητό τρόπο. Στο έβδομο κεφάλαιο δίνουμε παραδείγματα μιας μη αποδεκτής σειράς προτάσεων. (Τι κάνετε; όχι ευχαριστώ, κλπ). Έτσι, στην κοινωνική συμπεριφορά πρέπει να υπολογίζει κανείς αυτό που έχει κάνει ο άλλος μόλις τώρα, όπως στην αντίδραση Α, R3 απέναντι στην κίνηση του Β, R2.
Α
Β
R1
R3
R2
Στην κίνηση R3, ο Α πρέπει να αντιδράσει κατάλληλα στην R2, καθώς και να μην ξεφύγει από τα σχέδιά του σε μια σειρά R1—R3. Όχι μόνο πρέπει ο Α να αντιδράσει κατάλληλα στην τελευταία κίνηση του Β, αλλά πρέπει να υπάρχει και η κατάλληλη συνέχεια στη δική του συμπεριφορά, αλλιώς θα γίνει ακατανόητη. Μ' αυτόν τον τρόπο, και πολλούς άλλους, ένα κοινωνικό γεγονός επηρεάζει όχι μόνο το επόμενο, αλλά και μια σειρά κατοπινών κινήσεων, τοποθετώντας τις ενδιάμεσες κινήσεις μέσα σε «παρένθεση». Ίσως υπάρχουν κι εδώ «γραμματικοί» κανόνες συνοχής.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ Οι ειδικευμένοι σε χειρονακτικές τέχνες βελτιώνουν με την πρακτική την ικανότητά τους φτάνοντάς την σε ένα ορισμένο επίπεδο. Σε πολλές ειδικότητες είναι δυνατόν να μετρηθεί η ικανότητα ενός ανθρώπου, ώστε να μπορεί να μελετηθεί η πρόοδός του και να συγκριθεί με την πρόοδο ενός άλλου. Σε βιομηχανικές ειδικότητες μπορεί να εκτιμηθεί με βάση την ποσότητα και την ποιότητα της παραγωγής του, στον αθλητισμό η σύγκριση του ενός ατόμου με το άλλο είναι ολότελα άμεση, και σε εργαστηριακές εργασίες υπάρχουν κάποια αριθμητικά δεδομένα. Στην περίπτωση της κοινωνικής συμπεριφοράς, τι ακριβώς εννοούμε λέγοντας «επιτυχημένη» εκτέλεση; Στις επαγγελματικές ικανότητες κοινωνικού χαρακτήρα κατ' αρχήν είναι σαφές τι εννοούμε: ένας καλός δάσκαλος διδάσκει καλύτερα και μια καλή πωλήτρια πουλάει περισσότερα. Όταν όμως κοιτάξουμε προσεκτικότερα, βλέπουμε ότι το πράγμα δεν είναι και τόσο απλό: οι βαθμοί στις εξετάσεις μπορεί να θεωρηθούν σαν δείκτης της αποδοτικότητας ενός δασκάλου, όμως, συνήθως, με τη λέξη αποδοτικότητα εννοούμε περισσότερα απ' αυτό. Μια καλή πωλήτρια δεν πουλάει απλώς πολλά, αλλά κάνει τον πελάτη να ξαναπεράσει από το ίδιο κατάστημα για τα ψώνια του. Όμως η γενική ιδέα είναι σαφής: ένας καλός επαγγελματίας είναι αυτός που έχει τα καλύτερα αποτελέσματα που θα μπορούσαν να προκύψουν απ' τη δουλειά του. Έχουν γίνει απόπειρες να εκτιμηθεί η «κοινωνική ευφυΐα» και ικανότητα σε κάποιες ιδιαίτερες εργασίες, όπως αυτή του επιστάτη, μέσω γραπτών τεστ. Φαίνεται όμως ότι υπάρχει μικρή σχέση, ανάμεσα σ' αυτά τα τεστ και σε πιο άμεσους τρόπους μέτρησης της αποδοτικότητας. Μεγάλη βαθμολογία στα τεστ πιάνουν συνήθως άνθρωποι που τους διακρίνει περισσότερο η ευφυΐα παρά οι κοινωνικές τους ικανότητες: Θεωρείται κοινοτοπία ότι οι πολύ έξυπνοι άνθρωποι δεν διακρίνονται για μεγάλη ικανότητα στις κοινωνικές τους σχέσεις, ενώ το αντίθετο συμβαίνει συχνά με ανθρώπους λιγότερο ευφυείς. Μια καλύτερη μέθοδος μέτρησης της ικανότητας σε μια ιδιαίτερη δουλειά είναι ο υπολογισμός της αποτελεσματικότητας: οι πωλήσεις που πραγματοποιεί μια πωλήτρια σε σχέση με τις άλλες του ίδιου τμήματος, στην ίδια περίοδο: η παραγωγικότητα, οι απουσίες, οι παραιτήσεις, τα ατυχήματα κλπ. που συμβαίνουν στην ομάδα ενός επιστάτη. Επίσης τα άτομα μπορούν να εκτιμηθούν από παρατηρητές, που τους παρακολουθούν στην εργασία τους, ή κατά τη διάρκεια εργαστηριακών συναντήσεων. Αυτές οι εκτιμήσεις μπορούν να αναφέρονται σε αρκετές επί μέρους απόψεις της συμπεριφοράς, όπως η έκφραση του προσώπου και άλλα μη λεκτικά σήματα, λεπτομέρειες λεκτικών εκφράσεων, κλπ.
Άνθρωποι που υστερούν κοινωνικά
Για τις καθημερινές, μη επαγγελματικές καταστάσεις, είναι πιο δύσκολο να καθιερωθούν τα κριτήρια επιτυχίας. Μπορούμε να τα ορίσουμε εν μέρει προσδιορίζοντας τα κριτήρια της αποτυχίας. Είναι φανερό ότι πολλοί διανοητικά ασθενείς, όπως θα περιγράψουμε στο δέκατο κεφάλαιο, δείχνουν μια χαρακτηριστική ανικανότητα ως προς αυτές — αποτυγχάνουν στην επικοινωνία τους με τους άλλους ανθρώπους, τους ενοχλούν και δεν μπορούν να κρατήσουν μια φιλική στάση απέναντί τους ούτε να συνεργαστούν μαζί τους, και θεωρούν τις κοινωνικές καταστάσεις σαν αγχώδεις και χωρίς νόημα. Το ίδιο ισχύει και για πολλούς ανθρώπους που δεν είναι διανοητικά ασθενείς, και για πολλούς εργαζόμενους, που τους βρίσκουν οι άλλοι «σπαστικούς» και τους αποφεύγουν. Δεν «ανταμείβουν», ούτε έστω και με μια ανεκτή στάση, και αυτό οφείλεται στις μειωμένες κοινωνικές τους ικανότητες. Οι διαδικασίες που περιγράψαμε σ' αυτό το κεφάλαιο μας επιτρέπουν να καταλάβουμε τους διάφορους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν ανίκανοι κοινωνικά. Για θεραπεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν αρκετοί τρόποι εκπαίδευσης. Πρώτα, πρέπει να βρούμε ποιες καταστάσεις βρίσκει το εν λόγω άτομο ιδιαίτερα «δύσκολες», δηλαδή νιώθει ανησυχία όταν Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
αναγκάζεται να τις αντιμετωπίσει, έχει την τάση να τις αποφεύγει, ή νιώθει απλώς ότι δεν του προσφέρουν καμιά δυνατότητα επιτυχίας. Στην συνέχεια υπάρχει ένας κατάλογος από συνηθισμένες τέτοιες καταστάσεις: βαθμολογείστε τον εαυτό σας ανάλογα με το πόσο δύσκολες βρίσκεται κάθε μια απ' αυτές. Το επόμενο βήμα είναι να βρούμε που πέφτει έξω το άτομο στους υπολογισμούς του. Οι διαφορετικές διαδικασίες που περιγράψαμε σ' αυτό το κεφάλαιο αντιστοιχούν κάθε μία σε συνηθισμένες μορφές κοινωνικής ανεπάρκειας, και θα τις αναπτύξουμε διεξοδικά σε μεταγενέστερα κεφάλαια. Επιλέξατε ανάλογα με τον βαθμό δυσκολίας 1) Ψώνια 2) Ταβέρνα 3) Πάρτι 4) Δουλειά 5) Φιλίες με άτομα της ίδιας ηλικίας 6) Βόλτα με άτομο του άλλου φύλου 7) Σχέσεις με βαρετά μέλη της οικογένειας 8) Συμμετοχή σε ομάδα 9) Λήψη αποφάσεων μέσα στην ομάδα 10) Διασκέδαση στο σπίτι 11) Επαφή με ένα εξοργιστικό γείτονα 12) Παρουσία σε ένα επίσημο δείπνο 13) Είσοδος σε ένα δωμάτιο με πολλά άτομα 14) Συνάντηση με ξένους 15) Αντίδραση σε περίπτωση μη ικανοποιητικής εξυπηρέτησης (γκαράζ) κλπ 16) Πιο στενή γνωριμία με κάποιον 17) Επίσκεψη σε γιατρούς, δικηγόρους, 18) Εμφάνιση μπροστά σε ακροατήριο, δίδοντας, για παράδειγμα, μια διάλεξη 19) Όταν σάς παίρνουν συνέντευξη 20) Όταν προεδρεύετε σε επιτροπή, ή συγκέντρωση 21) Επαφή με ανθρώπους μεγαλύτερους ή ανώτερης κοινωνικής στάθμης 22) Επίπληξη στον υφιστάμενό σας (π.χ. για την αργοπορία του).
πολύ λίγο καθόλου
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΟ 4 Επαφή με τα μάτια και κατεύθυνση του βλέμματος Αρχίσαμε με τη μελέτη του βλέμματος, γιατί στο μοντέλο κοινωνικής ικανότητας τονίσαμε τη σημασία της αντίδρασης — το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είναι οπτικό. Η μελέτη του βλέμματος συνδέεται στενά με τη μη λεκτική επικοινωνία — επειδή το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επικοινωνίας διεξάγεται με το κοίταγμα στο πρόσωπο, στα χέρια κλπ. Το βλέμμα είναι καθαυτό ένα μη λεκτικό σήμα, αλλά πολύ ειδικό, μια και έχει δυο λειτουργίες ταυτόχρονα — είναι σήμα για το πρόσωπο που κοιτάζεται, αλλά και δίοδος (πληροφορίας, σ.τ.μ.) για το πρόσωπο που κοιτάζει. Κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης ή μιας οποιασδήποτε άλλης αλληλεπίδρασης, τα άτομα κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, κυρίως στην περιοχή των ματιών, περιοδικά και για λίγα δευτερόλεπτα. Αυτό θα το ονομάσουμε «βλέμμα» ή «κοίταγμα του άλλου». Κάποτε-κάποτε, αυτό γίνεται ταυτόχρονα και απ' τους δύο — και θα το ονομάσουμε «αμοιβαίο βλέμμα» ή «επαφή των ματιών». Το σχήμα 11 δείχνει πώς μπορούν να μελετηθούν αυτά τα φαινόμενα.
Σχήμα 11. Εργαστηριακές διευθετήσεις για μελέτη της κατεύθυνσης του βλέμματος.
Δύο πειραματικά υποκείμενα Α και Β κάθονται, σε ένα τραπέζι, π.χ. και τους ζητείται να συζητήσουν κάποιο θέμα. Το βλέμμα του Α καταγράφεται από τον παρατηρητή 1, το βλέμμα του Β από τον παρατηρητή 2. Οι παρατηρητές πιέζουν κάποια κουμπιά που θέτουν σε λειτουργία κάποιον «καταγραφέα» της αλληλεπίδρασης. Οι παρατηρητές μπορούν επίσης να καταγράφουν τις περιόδους ομιλίας. Ένας «καταγραφέας» μπορεί να σημειώνει τις περιόδους του κοιτάγματος ή της ομιλίας σαν αποκλίσεις από μελανωμένες γραμμές σε μια λωρίδα χαρτί, όπως φαίνεται στο σχήμα 12. Είναι επίσης δυνατή η ηλεκτρονική καταγραφή, σε μια συσκευή που αθροίζει τις περιόδους πίεσης του κουμπιού. Ο Α και ο Β μπορούν και οι δυο να είναι πραγματικά πειραματικά υποκείμενα, ή ο ένας απ' αυτούς να είναι «στημένος» και η συμπεριφορά του να έχει προγραμματισθεί από τον πειραματιστή. Αντί για παρατηρητές, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε βίντεο κάμερες και οι εικόνες να συνδυάζονται σε μια διπλή οθόνη με ένα βίντεο-μίξερ. Οι βιντεοταινίες μπορούν να αναλυθούν αργότερα από τους παρατηρητές, που μπορούν να τις προβάλλουν όσες φορές θέλουν. Μπορούν ακόμα να καταγραφούν μερικές διαφορετικές πλευρές του βλέμματος. Παρακάτω παραθέτουμε κάποιους χαρακτηριστικούς αριθμούς από ένα από τα πειράματά μας.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Συνολικό ατομικό βλέμμα Κοίταγμα κατά τη διάρκεια ακρόασης Κοίταγμα κατά τη διάρκεια ομιλίας Μέση διάρκεια της ματιάς 2,95 δευτερόλεπτα Αμοιβαίο βλέμμα Μέση διάρκεια αμοιβαίας ματιάς 1,18 δευτερόλεπτα
61% 75% 41% 31% (Argyle και Ingham 1972)
Σχήμα 12. Καταγραφή του βλέμματος και της ομιλίας (Argyle, 1969).
Όταν μιλάνε δύο άνθρωποι, κοιτάζουν ο ένας τον άλλο μεταξύ 25 έως 75% του χρόνου (61% στο παραπάνω πείραμα) αν και έχουμε παρακολουθήσει ολόκληρη την κλίμακα από 0 μέχρι 100%. Θα συζητήσουμε αυτές τις ατομικές διαφορές αργότερα. Ο χρόνος που κοιτάζουν όταν ακούνε είναι σχεδόν διπλάσιος παρά όταν μιλάνε. Το αμοιβαίο βλέμμα είναι μικρότερο από το ατομικό βλέμμα. Αν δύο άνθρωποι κοιτάζουν και οι δύο 50% του χρόνου, πρέπει να περιμένουμε γύρω στα 25% επαφή των ματιών. Το κάθε βλέμμα μπορεί να φτάνει μέχρι και 7 δευτερόλεπτα (κατά μέσο όρο 2,95 δευτερόλεπτα στο παραπάνω πείραμα), ενώ τα αμοιβαία βλέμματα είναι μάλλον βραχύτερα. Αυτοί που αλληλεπιδρούν μπορούν να πουν με κάποια ακρίβεια πότε τους κοιτάζει ο άλλος, όπως φαίνεται αν τους συγκρίνουμε με τα αποτελέσματα που δίνουν οι παρατηρητές της αλληλεπίδρασης. Αντίθετα, ο Von Cranach και ο Ellgring (1973) βρήκαν ότι αυτοί που αλληλεπιδρούν δεν μπορούν να πουν με μεγάλη ακρίβεια σε ποιο μέρος του προσώπου τους κοιτάζει ο άλλος κάθε φορά. Γιατί αυτό που καταγράφουν σαν βλέμμα είναι πράγματι βλέμμα που κατευθύνεται στο πρόσωπο. Οι μελέτες που έγιναν με χρήση καταγραφέων των κινήσεων του ματιού έδειξαν ότι οι άνθρωποι μπορούν να ερευνούν ο ένας το πρόσωπο του άλλου διαγράφοντας «κύκλους προσήλωσης» που καθένας διαρκεί περίπου ένα τρίτο του δευτερόλεπτου, αν και αυτοί που κατευθύνονται προς τα μάτια διαρκούν περισσότερο. Αυτοί που αλληλεπιδρούν κοιτάζονται στα μάτια, γιατί υπάρχει ένα έμφυτο ενδιαφέρον για σχήματα που μοιάζουν με μάτι, κι είναι αυτό που μας κάνει να κοιτάζουμε από μωρά τη μητέρα μας στα μάτια. Τα μάτια παρέχουν τις πιο σίγουρες πληροφορίες για το πού κοιτάζει ο άλλος, και η περιοχή γύρω από αυτά είναι εξαιρετικά εκφραστική. Τη μόνη σχεδόν εξαίρεση την αποτελούν οι κουφοί, που κοιτάζουν το στόμα του άλλου όταν μιλάει. Όταν δεν κοιτάζουν τον άλλο στο πρόσωπο, οι περισσότεροι άνθρωποι κοιτάζουν είτε Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
τα αντικείμενα για τα οποία περιστρέφεται η συζήτηση, είτε το κενό. Εκτός από τη συνολική διάρκεια και τη ρύθμιση των βλεμμάτων, τα μάτια είναι επίσης εκφραστικά και για άλλους λόγους. • • • • •
Διαστολή της κόρης (από 2-8 mm διάμετρο) Ρυθμός ανοιγοκλεισίματος (συνήθως κάθε 3-10 δευτερόλεπτα) Μετακίνηση του βλέμματος, προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά. Άνοιγμα των ματιών, ορθάνοικτα μέχρι χαμηλωμένα. Έκφραση του προσώπου στην περιοχή των ματιών, που περιγράφεται π.χ. σαν «άγριο βλέμμα» ή «τον τρώει με τα μάτια» κλπ.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ Το βλέμμα παίζει μεγαλύτερο ρόλο σε ορισμένα είδη συζήτησης απ' ότι σε άλλα. Αν το θέμα είναι δύσκολο, οι άνθρωποι κοιτάζουν λιγότερο, για να αποφύγουν κάθε περισπασμό της προσοχής τους. Αν η συζήτηση είναι φιλική, κοιτάζουν επίσης λιγότερο — για να αποφύγουν μια άπρεπα υπερβολική οικειότητα, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω. Αν υπάρχουν άλλα πράγματα για να κοιτάξουν, αυτοί που αλληλεπιδρούν κοιτάζουν λιγότερο ο ένας τον άλλο, ιδιαίτερα αν υπάρχουν αντικείμενα που σχετίζονται με τη συζήτηση. Ο Argyle και ο Graham (1977) βρήκαν ότι το βλέμμα που κατευθυνόταν στον άλλο έπεσε από 77% στο 6,4% όταν ζητήθηκε από δύο πειραματικά υποκείμενα να προγραμματίσουν πώς θα περάσουν τις διακοπές τους στην Ευρώπη, και έβαλαν ταυτόχρονα ανάμεσά τους ένα χάρτη της Ευρώπης. Το 82% του χρόνου τον πέρασαν κοιτάζοντας το χάρτη. Ακόμα και όταν τους έδωσαν ένα χάρτη που δεν ήταν παρά ένα απλό σκαρίφημα της Ευρώπης ο χρόνος που αφιέρωσαν κοιτάζοντάς τον ήταν περίπου το 70% του συνολικού χρόνου, πράγμα που σημαίνει ότι διατηρούσαν την επαφή τους κοιτάζοντας και δείχνοντας το ίδιο αντικείμενο, αντί να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο. Όταν η συζήτηση πέρασε σε άλλο θέμα, το χάρτη δεν τον κοίταζαν παρά ελάχιστες φορές. Βρέθηκε ότι οι ματιές ρυθμίζονται, με βάση την ομιλία, με ένα ειδικό τρόπο. Ο Kendon (1967) διαπίστωσε ότι στο τέλος μιας φράσης ρίχνει κανείς παρατεταμένες ματιές στον άλλο. Ενώ ο άλλος, αυτή τη στιγμή στρέφει πέρα το βλέμμα του. Ο κύριος λόγος που κοιτάζουν οι άνθρωποι το συνομιλητή τους στο τέλος μιας φράσης είναι ότι χρειάζονται ανάδραση για τις αντιδράσεις του. Αυτές οι αντιδράσεις μπορεί να είναι διαφόρων ειδών. Ο Α θέλει να ξέρει αν ό Β ακούει ακόμα — η κατεύθυνση του βλέμματός του δείχνει αν λαγοκοιμάται ή αν κοιτάζει κάποιον άλλο. Ο Α επίσης θέλει να δει τι εντύπωση έκαναν τα τελευταία λόγια του — αν ο Β κατάλαβε, αν συμφώνησε ή αν βρήκε διασκεδαστικά όσα του είπε. Στις παύσεις, στη μέση παρατεταμένων ομιλιών, ο Α θα κοιτάξει για να δει αν ο Β εγκρίνει να συνεχίσει την ομιλία του, πράγμα που θα γίνει με ένα γνέψιμο ή με ένα μουρμούρισμα, αν πράγματι έχει τέτοια διάθεση.
Σχήμα 13. Κατεύθυνση του βλέμματος στην αρχή και στο τέλος παρατεταμένων φράσεων (Kendon, 1967). Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Σχήμα 13. Κατεύθυνση του βλέμματος στην αρχή και στο τέλος παρατεταμένων φράσεων (Kendon, 1967).
Η υπόθεση ότι το κοίταγμα χρησιμοποιείται για απόκτηση πληροφοριών για τις αντιδράσεις του άλλου υποστηρίχθηκε αρκετά και με ένα άλλο πείραμα. Η ορατότητα ανάμεσα στον Α και στον Β παρεμποδίστηκε με ποικίλους τρόπους, π.χ. ο Β φορούσε (1) σκούρα γυαλιά, (2) μια μάσκα απ' όπου φαινόντουσαν μόνο τα μάτια, (3) κρύφτηκε πίσω από μια οθόνη που απ' τη μια πλευρά ήταν αδιαφανής. Σ' αυτές τις συνθήκες ο Α άρχισε να νιώθει όλο και πιο άβολα, είχε όλο και λιγότερο σαφή εικόνα για τις αντιδράσεις του Β και εξέφρασε την επιθυμία για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις αντιδράσεις του. Το πείραμα έδειξε ότι είναι πιο χρήσιμο να βλέπεις το πρόσωπο παρά τα μάτια, αν και το να τα βλέπεις κι αυτά είναι — επίσης αναγκαίο, γιατί λειτουργούν σαν σήματα για τη ρύθμιση της ομιλίας (Argyle, Lallyee και Cook, 1968) Το βλέμμα χρησιμοποιείται επίσης για την μετάδοση πληροφοριών, αν και αυτό δε γίνεται συνήθως με συνειδητό τρόπο. Έγινε ένα πείραμα στην Οξφόρδη όπου τα ζευγάρια των πειραματικών υποκειμένων χωρίστηκαν με μια οθόνη που ήταν από τη μια πλευρά αδιαφανής (Argyle, Ingham, Alkema και Mckallin, 1973). Ο Α μπορούσε να βλέπει χωρίς να τον βλέπουν, ενώ ο Β μπορούσε να τον βλέπουν αλλά χωρίς να βλέπει. Εκείνος που μπορούσε να βλέπει κοίταζε κατ' ευθείαν τον άλλο τα 65% του χρόνου, ενώ ο άλλος μόνο τα 23%. Αυτή η μελέτη επιβεβαιώνει το ολοφάνερο και πολύ σημαντικό σημείο, ότι οι άνθρωποι κοιτάζουν ο ένας τον άλλο για να πάρουν πληροφορίες, κυρίως μη λεκτικά σήματα. Όμως και το ίδιο το κοίταγμα αποτελεί ένα σήμα. Στο παραπάνω πείραμα, όταν εκείνοι που δεν μπορούσαν να δουν μέσα από την οθόνη κοίταζαν κατευθείαν το συνομιλητή τους (τα 23% του χρόνου), τον κοίταζαν για να δώσουν έμφαση σε ορισμένα σημεία, και για να δείξουν ενδιαφέρον ή επιδοκιμασία — δηλαδή για να στείλουν πληροφορίες. Σε άλλες περιπτώσεις, μια ματιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σκόπιμα για να συλλάβει το βλέμμα του άλλου, ή για να δηλώσει την κατεύθυνση της προσοχής. Στη μελέτη του Κέντον βρέθηκε ότι η τελική ματιά πληροφορεί τον άλλο ότι ο ομιλητής είναι έτοιμος να σταματήσει. Χωρίς αυτή την τελική ματιά, επακολουθεί αναπόφευκτα μια μακριά παύση. Στο πείραμα με την οθόνη μονής διαφάνειας, τα πειραματικά υποκείμενα έριχναν πολύ λιγότερα βλέμματα ο ένας στον άλλο όταν τους ζητούσαν να ανταλλάσουν μονόλογους, όπου δεν χρειαζόντουσαν σήματα για το συγχρονισμό της ομιλίας. Έτσι το βλέμμα εκτελεί τρεις κύριες λειτουργίες κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας — κάνει ορατές μη λεκτικές αντιδράσεις, στέλνει πληροφορίες και βοηθάει τη ρύθμιση της ομιλίας. Μπορούμε επίσης να παρατηρήσουμε προς ποια κατεύθυνση στρέφει ένα πρόσωπο το βλέμμα του. Κάνετε σε κάποιον μια ερώτηση, και θα δείτε πως θα στρέψει πέρα το βλέμμα του — είτε αριστερά είτε δεξιά. Υπάρχει μια τάση να στρέφουν οι άνθρωποι το βλέμμα τους δεξιά και προς τα κάτω όταν τους ρωτάνε για ζητήματα λέξεων, ορθογραφίας κλπ., και αριστερά και προς τα πάνω όταν τους ρωτάνε για ζητήματα χώρου, όπως π.χ. αν τους ρωτήσει κανείς το δρόμο. Αυτό οφείλεται στο ότι οι λεκτικές διαδικασίες λαμβάνουν χώρα κυρίως στο αριστερό ημισφαίριο και προκαλούν μια μετατόπιση του βλέμματος προς την αντίθετη κατεύθυνση, ενώ με τα ζητήματα χώρου ασχολείται το δεξιό ημισφαίριο. Υπάρχουν στοιχεία ότι οι άνθρωποι του λόγου έχουν την τάση να κοιτάζουν προς τα δεξιά, ενώ οι άνθρωποι του «χώρου» όπως οι καλλιτέχνες κοιτάζουν αριστερά (Bakan, 1971)
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η ΣΕΙΡΑ ΤΩΝ ΒΛΕΜΜΑΤΩΝ Είδαμε μόλις τώρα τους κύριους τρόπους με τους οποίους το βλέμμα συντονίζεται με την ομιλία. Σε κάθε είδους συνάντηση, το βλέμμα χρησιμοποιείται επίσης για να φανερώσει το ενδιαφέρον για τους παρευρισκομένους. Χρησιμοποιείται για να ξεκινήσει μια επαφή — κάποιος συναντάει τη ματιά του άλλου, και δέχεται το σήμα ότι ο άλλος θέλει να συζητήσει μαζί του. Ο Kendon και ο Ferber (1973) βρήκαν, μελετώντας τους χαιρετισμούς, ότι υπάρχουν δύο περίοδοι αμοιβαίου βλέμματος — στον «χαιρετισμό από μακριά» και στη «φάση προσέγγισης» (>>). Άλλες μελέτες δείχνουν ότι το βλέμμα χρησιμοποιείται διακριτικά στην περίπτωση οξυμένων καταστάσεων, ίσως διότι είναι αναγκαίο να γίνεται η πρόκληση των αντιδράσεων στους άλλους πολύ προσεκτικά. Σε μια παρέα όλοι πρέπει να δείχνουν το ενδιαφέρον τους για όλα τα πρόσωπα που την αποτελούν κοιτάζοντάς τους συνεχώς, αντί να κοιτάζουν άλλους, ξένους προς την παρέα, για παράδειγμα, μια και η κατεύθυνση του βλέμματος υποδηλώνει και την κατεύθυνση της προσοχής. Έχει πράγματι μεγάλη σημασία το ότι μπορούμε να διαπιστώσουμε πού κοιτάζει κάποιος, τα μάτια του. Τα μωρά 11-14 μηνών μπορούν και παρακολουθούν το βλέμμα της μητέρας τους (Scaife, 1975). Οι μεγάλοι πολλές φορές δείχνουν με το μάτι, αντί να δείξουν με το χέρι. Σε κάθε είδους αλληλεπίδραση οι συμμετέχοντες διαγράφουν κύκλους με το βλέμμα τους. Μια από τις πρώτες μορφές επικοινωνίας που αναπτύσσει η μητέρα με το μωρό είναι το λεγόμενο «τα», όπου το βλέμμα παίζει τον σημαντικότερο ρόλο (>>). Το βλέμμα προσαρμόζεται σε κάθε εκδήλωση κοινωνικής συμπεριφοράς και με ένα άλλο τρόπο: ενεργεί σαν ενισχυτής. Όπως το κούνημα του κεφαλιού και το χαμόγελο, έτσι και η ματιά δρα σαν ενισχυτής σ' αυτό που είπε ή έκανε μόλις τώρα ο άλλος — ιδιαίτερα αν αυτός είναι μια ελκυστική γυναίκα ή ένας αξιόλογος άντρας. Αυτό δεν αποτελεί ενίσχυση, με την ακριβή σημασία της λέξης, όπως όταν δίνουμε σ' ένα ποντίκι ένα κομμάτι τυρί. Έχει όμως τη σημασία ότι αυτός που κοιτάζει, δείχνει προσοχή και ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι κάνουν συχνή χρήση αυτής της αρχής. Για παράδειγμα, αν θέλει κανείς να αποσπάσει μια χάρη από κάποιον, κοιτάζει να τον προετοιμάσει χαμογελώντας του και κοιτάζοντάς τον όσο καλοσυνάτα μπορεί. (Lefebre, 1975). Και το βλέμμα πάλι, με τη σειρά του, επηρεάζεται από την ενίσχυση: αν η Άννα χαμογελάει και γνέφει επιδοκιμαστικά κάθε φορά που την κοιτάζει ο Γιώργος, είναι σίγουρο πως ο Γιώργος θα αρχίσει να την κοιτάζει περισσότερο. Έχει βρεθεί ότι ο συγχρονισμός της ομιλίας μπορεί να γίνει μια χαρά και χωρίς να βλέπονται οι συνομιλητές. Υπάρχουν βέβαια μακρύτερες παύσεις αλλά λιγότερες διακοπές. Η μετάδοση πληροφοριών και η επίλυση προβλημάτων μπορεί να γίνει το ίδιο καλά και με το τηλέφωνο, αρκεί να μη χρειάζονται υλικά, όπως χάρτες, σχέδια κλπ. Αυτές οι διαπιστώσεις εκπλήσσουν κάπως, μπροστά στη σημασία που έχει βρεθεί ότι έχει το βλέμμα στην αλληλεπίδραση. Η εξήγηση βρίσκεται προφανώς στο ότι οι άνθρωποι αναπτύσσουν ένα μάλλον διαφορετικό είδος κοινωνικής συμπεριφοράς, όπου τα οπτικά σήματα αντικαθίστανται σιγά, σιγά με φωνητικά. Για παράδειγμα, η επιδοκιμαστική κίνηση του κεφαλιού αντικαθίσταται από ήχους επιδοκιμασίας. Όμως η όραση παίζει αναπόσπαστο ρόλο σε ορισμένα είδη αλληλεπίδρασης. Οι άνθρωποι συμπαθούν και εμπιστεύονται ευκολότερα αυτούς που βλέπουν, και συνεργάζονται πιο πρόθυμα μαζί τους. Σε ένα παζάρεμα απ' το τηλέφωνο, κερδίζει αυτός που βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση. Όμως, όταν δύο άνθρωποι μπορούν να δουν ο ένας τον άλλο, τους ενδιαφέρει και τι γνώμη θα σχηματίσει ο άλλος γι' αυτούς, καθώς και η διατήρηση της σχέσης τους, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα να κερδίζει μερικές φορές αυτός που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση (Short, Williams και Christie, 1976).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΑΝ ΣΗΜΑ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ Είδαμε ότι το βλέμμα χρησιμοποιείται για τη συλλογή πληροφοριών, καθώς και για διάφορους άλλους λόγους, κατά τη διάρκεια μιας αλληλεπίδρασης. Είδαμε επίσης ότι βρίσκεται κάτω από την επίδραση και πιο βασικών παρορμήσεων, και λειτουργεί σαν σήμα για τις διαθέσεις μας απέναντι στους άλλους και για τις συναισθηματικές μας καταστάσεις. Για παράδειγμα, κοιτάζουμε περισσότερο αυτούς που μας αρέσουν. Ο Exline και ο Winders (1965) έβαλαν δύο πειραματικά υποκείμενα να συζητήσουν με δύο συνεργάτες τους, και έπειτα να αναφέρουν ποιον προτιμούσαν απ' τους δύο. Στις αλληλεπιδράσεις που ακολούθησαν βρέθηκε πως κοίταζαν περισσότερο εκείνον που τους άρεσε. Ο Rubin (1973) βρήκε ότι τα ερωτευμένα ζευγάρια περνούσαν πολύ περισσότερο χρόνο κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Παρόλο όμως που το βλέμμα και η επαφή των ματιών είναι ευχάριστη, ιδιαίτερα για εκείνους που αλληλοσυμπαθούνται, μπορεί να γίνει δυσάρεστη και να μας φέρνει σε αμηχανία αν κάνουμε κατάχρηση και αν οι αμοιβαίες ματιές διαρκούν πάρα πολύ. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι δημιουργείται μια δυσάρεστη υψηλή διέγερση ή ακόμα στο ότι υπάρχουν στοιχεία αποφυγής που συνδέονται με την επαφή των ματιών. Έχουμε ήδη αναφέρει ένα απ' αυτά — την αποφυγή της περίσπασης της προσοχής σε ορισμένα σημεία της συζήτησης. Όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι πιο βολικό να παρακολουθείς τους άλλους πίσω από μια οθόνη μονής διαφάνειας παρά να τους παρακολουθείς ενώ μπορούν κι αυτοί να σε βλέπουν. Αν υπάρχουν παρορμήσεις που οδηγούν στην επαφή με τα μάτια αλλά και στην αποφυγή της, θα υπάρξει μια κατάσταση σύγκρουσης σαν αυτή που περιγράψαμε νωρίτερα (>>). Απ' αυτό προκύπτει ότι υπάρχει ένα επίπεδο ισορροπίας στο κοίταγμα και στην επαφή με τα μάτια δυο προσώπων, και ότι, όταν οι παρορμήσεις προσέγγισης είναι σχετικά ισχυρές, δημιουργείται περισσότερη επαφή με τα μάτια. Τώρα θα εξετάσουμε μερικές συνέπειες αυτής της ισορροπίας όταν οι θετικές παρορμήσεις για επαφή με τα μάτια είναι κυρίως φιλικές ή σεξουαλικές και όχι κυριαρχικές ή επιθετικές. Διευκρινίστηκε νωρίτερα ότι η επαφή με τα μάτια είναι ένα από τα συστατικά της «οικειότητας», μαζί με το σωματικό πλησίασμα, το κοινό ενδιαφέρον, το χαμόγελο και τον τόνο της φωνής (>>). Αν τώρα υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα συνολικό επίπεδο ισορροπίας στην οικειότητα, προκύπτει ότι, αν ένα από τα στοιχεία της ταραχτεί, θα υπάρξει μια συμπληρωματική αλλαγή στα άλλα στοιχεία για να αποκατασταθεί η ισορροπία. Έχουν παρατηρηθεί μερικά τέτοια παραδείγματα. Οι Argyle και Dean (1965) επιβεβαίωσαν την υπόθεση ότι η μεγαλύτερη προσέγγιση οδηγεί σε λιγότερη επαφή με τα μάτια. Έβαλαν πειραματικά υποκείμενα να λάβουν μέρος σε τρεις τρίλεπτες συζητήσεις με «στημένους» που είχαν εντολή να κοιτάζουν σε απόσταση δυο, έξι και δέκα ποδών σε κάθε συζήτηση. Η ποσότητα της επαφής με τα μάτια καταγράφηκε από τους παρατηρητές με το συνηθισμένο τρόπο (σχήμα 14). Σε μεταγενέστερα πειράματα βρέθηκαν τα ίδια αποτελέσματα με ζευγάρια όπου δεν υπήρχαν «στημένοι». Το αποτέλεσμα είναι μεγαλύτερο για ζευγάρια αντίθετου φύλου. Η αλλαγή αφορά κυρίως το κοίταγμα την ώρα της ακρόασης, και οι αλλαγές στην επαφή με τα μάτια οφείλονται κυρίως στη διάρκεια των βλεμμάτων καθενός, και όχι σε αλλαγές στον συντονισμό. Τα αποτελέσματα της απόστασης πάνω στο βλέμμα έχουν επιβεβαιωθεί ευρύτατα, όπως και κάποια άλλα ζητήματα που προέρχονται από τη θεωρία της «φιλικής ισορροπίας». Υπάρχει λιγότερο βλέμμα στα σημεία που χαμογελάει ένα πρόσωπο, καθώς και όταν συζητούνται γνωστά θέματα. Η θεωρία ισχύει περισσότερο για αλλαγές που επιβάλλονται από τα έξω πάνω σε μια παγιωμένη σχέση, όμως δεν προβλέπει για αλλαγές στην οικειότητα κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Σχήμα 14. Τα αποτελέσματα της απόστασης πάνω στο βλέμμα και στο αμοιβαίο βλέμμα (από τους Argyle και Ingham, 1972).
Κάτω από ορισμένες συνθήκες οι κινήσεις ενός άλλου προσώπου, π.χ. προς μια μεγαλύτερη προσέγγιση, βρίσκουν ανταπόδοση — πράγμα που είναι ακριβώς το αντίθετο απ' ότι προβλέπει η θεωρία. Ο Patterson (1976) επέκτεινε τη θεωρία για να μπορέσει να συμπεριλάβει κι αυτό το γεγονός: προβάλλει την υπόθεση ότι μια κίνηση προς μεγαλύτερη οικειότητα οδηγεί σε μια αύξηση της διέγερσης στο πρόσωπο-στόχο. Αν ερμηνευθεί σαν ένα ευχάριστο γεγονός (π.χ. ευπρόσδεκτο) θα υπάρξει ανταπόκριση, αν ερμηνευθεί σαν δυσάρεστο (π.χ. πρόκληση αμηχανίας), τότε αυτό θα αποτραβηχτεί, δηλαδή θα υπάρξει διατήρηση της ισορροπίας. Το βλέμμα είναι επίσης προϊόν και άλλων διαθέσεων. Όταν κάποιοι προσπαθούν να επιβληθούν, κοιτάζουν περισσότερο, όταν όμως παγιωθεί η σχέση που θέλουν, το πρόσωπο που βρίσκεται σε κατώτερο επίπεδο κοιτάζει περισσότερο, ιδιαίτερα όταν ακούει. Ο Exline και οι συνεργάτες του παρατήρησαν ότι οι κατώτερες τάξεις στη στρατιωτική ιεραρχία κοιτάζουν 25% περισσότερο και ιδιαίτερα όταν ακούνε. Αυτό μπορεί να αντανακλάει τη «δομή της προσοχής» με την οποία κοιτάζουν οι πίθηκοι να μη χάσουν τους αρχηγούς τους απ' τα μάτια τους. Η απέχθεια μπορεί να οδηγήσει στο «στραβομουτσούνιασμα» ή σ' εκείνο το γεμάτο μίσος βλέμμα με το οποίο κοιτάζουν κάποιοι λευκοί τους μαύρους στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ. Όταν βρίσκεται κανείς σε κατάσταση στενοχώριας ή αμηχανίας, δεν κοιτάζει τον άλλο, αλλά βλέπει σε άλλη κατεύθυνση, συνήθως προς τα κάτω. Ο Exline με άλλους (1970) έκαναν ένα πολύ έξυπνο πείραμα. Πειραματικά υποκείμενα πήραν μέρος σε μια «κατεργαριά» ενός συντρόφου τους που ήταν στημένος. Στις ερωτήσεις του πειραματιστή, είπαν ψέματα για να υπερασπίσουν το σύντροφό τους. Κατά τη διάρκεια της «ανάκρισης», το επίπεδο του βλέμματός τους έπεσε σχεδόν στο μισό απ' Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
αυτό που ήταν πριν — εκτός από μερικούς που ήταν ιδιαίτερα «μακιαβελικοί», όπως έδειχναν και τα τεστ στα οποία είχαν υποβληθεί (ψυχροί και υπολογιστικοί), και οι οποίοι κοίταζαν άφοβα όπως και πριν, σαν μην είχε συμβεί τίποτα. Το πόσο πολύ κοιτάζει ένα πρόσωπο φαίνεται να εξαρτάται από μια ισορροπία παρορμήσεων προσέγγισης και αποφυγής. Υπάρχουν θετικές παρορμήσεις να κοιτάζουμε αυτούς που μας αρέσουν, αυτούς με τους οποίους σχετιζόμαστε, και να συλλέγουμε πληροφορίες. Υπάρχουν παρορμήσεις αποφυγής που μας αποτρέπουν να βλέπουμε αρνητικές αντιδράσεις, που μας κάνουν να αποφεύγουμε ένα μόνιμο κοίταγμα που περισπά την προσοχή μας, και να αποφεύγουμε επίσης μια ανάρμοστη οικειότητα. Η συνολική διάρκεια του βλέμματος είναι αποτέλεσμα της ισορροπίας ανάμεσα σ' αυτά τα δύο είδη παρορμήσεων. Πώς διακρίνουμε το ένα βλέμμα από το άλλο; Συχνά δεν το διακρίνουμε. Παρατηρήθηκε ότι πολλά πειραματικά υποκείμενα δεν μπορούσαν να αντιληφθούν διαφορές στο επίπεδο βλέμματος από 15 έως 85%. Αν ο Α συνειδητοποιεί ότι ο Β τον κοιτάζει, το κύριο μήνυμα που δέχεται είναι ότι αποτελεί το αντικείμενο της προσοχής του Β. Μερικούς αυτό τους αναστατώνει, νιώθουν σαν να γίνονται αντικείμενα (Σ. Μ. θέμα που πραγματεύθηκε ο Ζ. Π. Σαρτρ στο «είναι και το μηδέν»), έχουν την εντύπωση πως τους βλέπουν σαν μικρόβια ή, όπως νομίζουν μερικοί ψυχασθενείς, πως τους βλέπουν σαν πέτρες. Θα συζητήσουμε αυτή την εμπειρία περισσότερο στο ένατο κεφάλαιο. Απ' την άλλη μεριά το αμοιβαίο βλέμμα δημιουργεί ένα ιδιαίτερο είδος οικειότητας, στην οποία καθένας δίνει και παίρνει. Το βλέμμα επίσης μεταφέρει πιο ειδικά νοήματα, δείχνοντας τη φύση των ενδιαφερόντων του άλλου. Αν ο Α πολυκοιτάζει τον Β, ο Β συχνά νομίζει (δικαιολογημένα) ότι αρέσει στον Α, και γι' αυτό θα τον συμπαθήσει κι αυτός με τη σειρά του. Οι Argyle, Lefebre και Cook (1974) παρατήρησαν ότι οι άνθρωποι γινόντουσαν πιο αρεστοί, όταν κοιτούσαν περισσότερο, μέχρι ένα ορισμένο σημείο βέβαια, γιατί ένα υπερβολικό κοίταγμα καταντούσε αφόρητο. Αν ο Α αγαπά την Β, οι κόρες του θα διασταλούν και η Β θα ερμηνεύσει το σήμα σωστά, αν και ασυνείδητα. Στην Ιταλία, τα κορίτσια, παλιά, μεγάλωναν τις κόρες των ματιών τους με σταγόνες μπελαντόνα. Τα μάτια παίζουν μεγάλο ρόλο στις ερωτοτροπίες, γι' αυτό τα κορίτσια μακιγιάρουν τα μάτια τους και μεγαλώνουν τη «βιτρίνα» τους φορώντας σκούρα γυαλιά. Στα ζώα το βλέμμα χρησιμοποιείται συχνά σαν σημάδι απειλής. Ο Έξλιν και ο Yellin (1969) παρατήρησαν ότι ένας πίθηκος (σε ένα δυνατό κλουβί) επιτίθετο και απειλούσε ένα πειραματιστή όταν τον κοίταζε επίμονα, ενώ ημέρευε όταν ο πειραματιστής απέστρεφε το βλέμμα του — σημάδι καθησυχασμού 1. Κάποια πειράματα έδειξαν επίσης ότι το βλέμμα μπορεί να λειτουργήσει σαν σημάδι απειλής και στους ανθρώπους. Ο Ellsworth παρατήρησε ότι κάποιοι συνεργάτες του, «στημένοι», πάνω σε μοτοσικλέτες, όταν κοίταζαν επίμονα τους οδηγούς των Ι.Χ τους έκαναν να ξεκινήσουν πιο γρήγορα μόλις άναβε το πράσινο. Άλλες μελέτες έδειξαν ότι αν ένας αναγνώστης σε μια βιβλιοθήκη παρατηρήσει ότι κάποιος τον κοιτάζει επίμονα, ή θα φύγει ή θα υψώσει μπροστά του ένα τοίχος από βιβλία. Ο Marsh, σε κάποιες τελευταίες μελέτες του πάνω στα επεισόδια που συμβαίνουν στους ποδοσφαιρικούς αγώνες, βρήκε ότι φτάνει ένας παίκτης να κοιτάζει επίμονα έναν παίκτη της αντίπαλης ομάδας για να αρχίσει επεισόδιο, με φωνές όπως «με κοίταξε!». (Marsh και άλλοι, 1978). Όπως δείχνει το σχήμα 15, ψηλά επίπεδα βλέμματος θεωρούνται επιβλητικά. Όμως μια ματιά μπορεί να έχει και εντελώς διαφορετικές συνέπειες: Ο Ellsworth παρατήρησε ότι μια ματιά από κάποιον που χρειάζεται βοήθεια αυξάνει τις πιθανότητες να δεχθεί αυτή τη βοήθεια.
1
Ο Κόνραντ Λόρεντς δίνει μια πιο συγκεκριμένη ερμηνεία σ' αυτό. Λέει ότι τα ζώα προσανατολίζονται και εντοπίζονται στο χώρο με μια περιφερειακή όραση. Τη διοπτρική εστίαση τη χρησιμοποιούν σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κυρίως όταν θέλουν να εντοπίσουν επακριβώς το θήραμα ή έναν αντίπαλο. Έτσι στα ζώα το έντονο βλέμμα ερμηνεύεται σα σημάδι επιθετικής διάθεσης και αντιδρούν αντίστοιχα. Κόνραντ Λόρεντς, «ο άνθρωπος συναντά το σκύλο». Σ.T.M
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Το βλέμμα αποτελεί επίσης, ένδειξη της προσωπικότητας. Αυτοί που αποφεύγουν το βλέμμα του άλλου είναι συνήθως νευρικοί, αγχώδεις, ανειλικρινείς και χωρίς αυτοπεποίθηση: αυτοί που κοιτάζουν πολύ είναι φιλικοί και με αυτοπεποίθηση. Στο επόμενο τμήμα θα εξετάσουμε τις πραγματικές σχέσεις ανάμεσα στην προσωπικότητα και το βλέμμα. Η αποκρυπτογράφηση του βλέμματος συνιστά μια διαδικασία με δύο φάσεις, σαν μια εκτίμηση για τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κανείς (>>). Υπάρχει μια γενική αντίληψη για την προσοχή του άλλου, ένα έντονο ενδιαφέρον γι' αυτόν και ετοιμότητα για δράση. Η ειδική σημασία και η αντίδραση όμως, εξαρτάται από άλλες σχετικές ενδείξεις, όπως η έκφραση του προσώπου του άλλου και η φύση της σχέσης.
Σχήμα 15. Το νόημα των πέντε τύπων βλέμματος (από τους Argyle, Lefebvre και Cook, 1974).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ Μερικοί άνθρωποι κοιτάζουν σταθερά περισσότερο από άλλους. Ο Kendon και ο Cook (1969) μελέτησαν το βλέμμα δεκαπέντε πειραματικών υποκειμένων, που ο καθένας τους ερχόταν σε επαφή με τέσσερις έως έντεκα από τους υπόλοιπους συντρόφους του. Βρήκαν ένα μεγάλο βαθμό σταθερότητας ως προς το βλέμμα ανάμεσα στις διάφορες ομάδες, αν και το βλέμμα επηρεάζονταν από τη σύνθεση των ομάδων: Έχουμε ήδη δει ότι μερικές πλευρές μιας κατάστασης επηρεάζουν το βλέμμα. Τώρα θα δούμε ότι δεν αντιδρούν όλοι με τον ίδιο τρόπο στις ίδιες καταστάσεις. Την πιο εντυπωσιακή σχέση ανάμεσα στην προσωπικότητα και το βλέμμα την βρίσκουμε στα αυτιστικά παιδιά (καθυστερημένα παιδιά που διακρίνονται από μια ολοκληρωτική έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα) για τα οποία η αποστροφή του βλέμματος αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα. Κοιτάζουν τους άλλους πολύ λίγο, με ματιές που μόλις φτάνουν το 0,5 του δευτερολέπτου, και έχουν διάφορους τρόπους για να αποφύγουν τη διασταύρωση του βλέμματός τους με το βλέμμα ενός άλλου, όπως το να αποφεύγουν να στέκονται μπροστά του ή να κατεβάζουν το καπέλο τους μέχρι τα μάτια. Μερικές φορές, όμως, κοιτάζουν με ένα απλανές και ανέκφραστο βλέμμα. Μια άποψη υποστηρίζει ότι έχουν ένα ψηλό επίπεδο διέγερσης, και γι' αυτό βρίσκουν το αμοιβαίο κοίταγμα πολύ διεγερτικό, πράγμα που έχει αποδειχθεί πειραματικά, αν και δεν είναι γνωστό πώς ακριβώς γίνεται αυτό. Ο Clancy και ο McBride (1969) υποστηρίζουν ότι ο αυτισμός οφείλεται στην αποτυχία σχηματισμού μιας αρχικής προσκόλλησης προς την μητέρα, πράγμα που οδηγεί στη διαμόρφωση ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, που διευκολύνουν στη διατήρηση της μοναξιάς. Έχουν αναφερθεί θετικά αποτελέσματα με παιδιά που η σχέση μητέρας-παιδιού έχει υποκατασταθεί με κάποιες διαδικασίες φαγητού και παιχνιδιού. Για τη σχιζοφρένεια θα μιλήσουμε περισσότερο στο δέκατο κεφάλαιο. Έχει συχνά παρατηρηθεί ότι οι σχιζοφρενείς αποστρέφουν το βλέμμα, και αυτό έχει επιβεβαιωθεί με μια σειρά μελέτες, κατά τις οποίες καταγράφηκε το βλέμμα των σχιζοφρενών ενώ μιλούσαν με έναν ψυχίατρο ή με κάποιον βοηθό του. Βρέθηκε ότι κοιτάζουν περίπου 65% σε σχέση με έναν υγιή άνθρωπο. Όμως ο Rutter (1976), με μια τελευταία μελέτη του, διαπίστωσε ότι, όταν οι σχιζοφρενείς μιλάνε με κάποιον άλλο —είτε ασθενής είναι αυτός είτε νοσοκόμα— για μη προσωπικά προβλήματα, το επίπεδο του βλέμματός τους είναι κανονικό. Απ' αυτό φαίνεται, καθώς και από άλλες μελέτες, ότι οι σχιζοφρενείς αποστρέφουν το βλέμμα τους μόνο όταν τους ρωτάνε για προσωπικά ζητήματα. Οι ασθενείς που πάσχουν από κατάθλιψη αποστρέφουν το βλέμμα στον ίδιο βαθμό με τους σχιζοφρενείς, και κοιτάζουν επίσης προς τα κάτω. Αποστρέφουν ακόμα ελαφρά το βλέμμα τους και όταν μιλάνε για ουδέτερα θέματα. (Rutter). Επίσης και οι νευρωσικοί μερικές φορές αποστρέφουν το βλέμμα τους, ενώ άλλοι απ' αυτούς κοιτάζουν επίμονα. Και οι δύο καταστάσεις χαρακτηρίζουν το 50% σχεδόν των νευρωσικών. Και το άλλο 50% την άλλη. Όσον αφορά τώρα τους υγιείς, έχει συχνά παρατηρηθεί ότι οι εξωστρεφείς κοιτάζουν περισσότερο απ' ότι οι εσωστρεφείς. Οι εξωστρεφείς κοιτάζουν πιο συχνά, ιδιαίτερα όταν μιλάνε. Επίσης κοιτάζουν περισσότερη ώρα, και περισσότερο οι γυναίκες από τους άντρες. Η ανάγκη σύναψης σχέσεων έχει κάποια σχέση με την εξωστρέφεια. Εκείνοι που νιώθουν σε μεγάλο βαθμό αυτή την ανάγκη κοιτάζουν περισσότερο —αλλά μόνο σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ανταγωνισμός. Και πάλι αυτό χαρακτηρίζει περισσότερο τις γυναίκες. (Exline, 1963. βλέπε σχήμα 16). Η εξήγηση αυτών των ανακαλύψεων είναι πιθανώς ότι το βλέμμα αποτελεί μέρος ενός πιο πλατιού σχήματος συμπεριφοράς που έχει σαν στόχο τη σύναψη σχέσεων και βοηθά στη δημιουργία φιλικών δεσμών με τους άλλους. Οι γυναίκες από κάθε άποψη, κοιτάζουν περισσότερο απ' τους άντρες. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα πρωτοεντοπίζεται στους έξι μήνες, που αυξάνει συνεχιστικά μέχρι την ώριμη ηλικία. Αυτό
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
δείχνει ότι δεν πρέπει να είναι έμφυτη. Στο πείραμα που έκανε ο Exline πάνω στην παρόρμηση για δημιουργία σχέσεων, δείχνει ότι το βλέμμα χρησιμοποιείται περισσότερο από τις γυναίκες σαν σημάδι αυτής τους της διάθεσης αν και δεν ξέρουμε γιατί. Το αμοιβαίο βλέμμα, καθώς και όταν τις κοιτάζουν, αναστατώνει λιγότερο τις γυναίκες, αν ερμηνευθεί σαν φιλικό μάλλον παρά σαν απειλητικό. Όταν μάλιστα αυτός που κοιτάζει είναι άντρας, μπορεί να θεωρηθεί σαν σημάδι σεξουαλικής επιλογής. Ο Argyle και ο Williams (1969) ανακάλυψαν ότι οι γυναίκες συχνά νιώθουν ότι «τις κοιτάζουν», πράγμα που προφανώς παίζει το ρόλο του σε μια κανονική σχέση ανάμεσα στα δυο φύλα, στον πολιτισμό μας.
Σχήμα 16. Το βλέμμα σαν λειτουργία του φύλου, σαν κίνητρο για σύναψη σχέσεων και σε καταστάσεις, συνεργασίας-ανταγωνισμού (Exline, 1963).
Το βλέμμα χρησιμοποιείται σαν κοινωνικό σήμα από πολύ ενωρίς στη ζωή μας: το αμοιβαίο βλέμμα με τη μητέρα αναπτύσσεται για πρώτη φορά στην ηλικία των τεσσάρων εβδομάδων. Η οπτική αλληλεπίδραση ανάμεσα στη μητέρα και το μωρό παίζει ένα σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό του δεσμού μητέρας-παιδιού. Στους έξι μήνες τα μωρά δυσανασχετούν σε κάθε διακοπή της επαφής με τα μάτια, η οποία στους οχτώ μήνες παίζει ένα σημαντικό ρόλο στα παιχνίδια με τη μητέρα. Κατά την παιδικότητα η συνολική διάρκεια του βλέμματος αυξάνει, πέφτει στην εφηβεία και αυξάνει πάλι στα πρώτα χρόνια της ωριμότητας. Η συνήθεια να κοιτάζουμε τον άλλο όταν τελειώνουμε μια φράση και να αποστρέφουμε το βλέμμα μας όταν την αρχίζουμε, αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της παιδικότητας. (Levine και Sutton-Smith, 1973). Υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες πολιτιστικές διαφορές στο βλέμμα. Στους «πολιτισμούς επαφής», (όπου η κάθε είδους επαφή παίζει σημαντικό ρόλο στη σχέση), όπως των αράβων, των λατινοαμερικάνων και των νοτιοευρωπαίων, το επίπεδο του βλέμματος είναι υψηλό. Εδώ, ένα πάρα πολύ σύντομο βλέμμα θεωρείται σαν ένδειξη ανειλικρίνειας, αγένειας κλπ. Η θεωρία της ισορροπίας στις σχέσεις προβλέπει λιγότερο βλέμμα για τους πολιτισμούς επαφής. Ο λόγος που υπάρχει περισσότερο είναι προφανώς ότι ένα δοσμένο επίπεδο βλέμματος έχει μια διαφορετική σημασία σ' αυτούς τους πολιτισμούς, αν και είναι πιθανό στους πολιτισμούς επαφής οι σχέσεις να είναι πράγματι πιο στενές. Σε πολιτισμούς μη επαφής, όπως στη Βρετανία, στην Ευρώπη και στην Ασία, το παρατεταμμένο βλέμμα θεωρείται απειλητικό, αγενές και προσβλητικό. Συχνά υπάρχουν κάποιοι κανόνες γι' αυτό: να μην κοιτάζεις την πεθερά σου (περιοχή Λούο στην Κένυα), ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο (Νιγηρία), να μην κοιτάζεις τον άλλο αλλά τα γύρω αντικείμενα κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης (μερικοί νοτιοαμερικάνοι ινδιάνοι), ή να κοιτάζεις το λαιμό κι όχι το πρόσωπο
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
(Γιαπωνέζοι). Σε κάποιες μεσογειακές χώρες υπάρχει ακόμα η πίστη στο «μάτιασμα» — ότι οι παπάδες ή οι γριές που αλληθωρίζουν ή έχουν άλλα ελαττώματα στο πρόσωπο ματιάζουν όποιον κοιτάζουν. Αυτό στηρίζεται σε μια απαρχαιωμένη1 θεωρία για την όραση — ότι αυτός που κοιτάζει εκπέμπει μια ακτινοβολία στο αντικείμενο, καθώς και στη συχνά ενοχλητική εμπειρία που νοιώθει κανείς όταν τον κοιτάζουν. Μπορούμε να συνοψίσουμε μερικές από τις κύριες ανακαλύψεις μ' αυτόν τον τρόπο: όταν ο Α πολυκοιτάζει τον Β, αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι: βρίσκονται πολύ μακριά ο ένας από τον άλλο συζητάνε μη προσωπικά ή εύκολα θέματα δεν υπάρχει άλλος για να τον κοιτάξουν ο Α ενδιαφέρεται για τον Β και τις αντιδράσεις του ο Α συμπαθεί τον Β ο Α αγαπά τον Β ο Α είναι κατώτερος του Β ο Α προσπαθεί να επιβληθεί ή να επηρεάσει τον Β ο Α είναι Άραβας, Λατινοαμερικάνος, κλπ. ο Α είναι εξωστρεφής ο Α έχει φιλικές διαθέσεις (και είναι γυναίκα, σε καταστάσεις συνεργασίας) ο Α δεν έχει διαθέσεις για δημιουργία σχέσεων (και είναι γυναίκα σε μια κατάσταση συναγωνισμού) Όταν προσπαθήσει κανείς να βρει τη σημασία του βλέμματος του άλλου, θα διαπιστώσει μερικούς απ' αυτούς τους παράγοντες, όπως είδαμε. Κάποιοι άλλοι παράγοντες είναι πιο σκοτεινοί, και δεν αναγνωρίστηκαν παρά μόνο αφού έγιναν οι σχετικές έρευνες. Ο τρόπος που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ο ένας τον άλλο θα συζητηθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
1
Η παραψυχολογία σήμερα «αναβιώνει» αυτή τη θεωρία, στηριγμένη σε τελευταία πορίσματα της φυσικής και βιολογίας, (Σ.Τ.Μ)
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Πώς αντιλαμβανόμαστε τους άλλους Για να «αντιληφθούν» τους άλλους ανθρώπους και τα κοινωνικά γεγονότα, αυτοί που αλληλεπιδρούν χρησιμοποιούν οπτικά και ακουστικά σήματα, λεκτικά και μη λεκτικά. Ο Sherlock Holmes ήταν θαυμάσιος σ' αυτά. Αντιλήφθηκε ότι ο Watson είχε αρχίσει να ασκεί πάλι το ιατρικό του επάγγελμα με τον εξής τρόπο: «Αν ένας κύριος περπατάει πάνω κάτω στο δωμάτιο και μυρίζει ιώδιο, με ένα μαύρο στίγμα νιτρικού αργύρου στο δεξί του δάκτυλο, και μια γραμμή στην άκρη του ψηλού καπέλου του που του άφησε σίγουρα κάποιο στηθοσκόπιο, πρέπει να είμαι βλάκας για να μην καταλάβω ότι ασκεί ενεργά το ιατρικό του επάγγελμα». (Ένα σκάνδαλο στη Βοημία) Στο τελευταίο κεφάλαιο δείξαμε ότι το βλέμμα είναι σημαντικό γιατί ανοίγει τη δίοδο για τη μη λεκτική επικοινωνία. Πράγματι κάνουμε χρήση ακουστικών καθώς και οπτικών πληροφοριών, λεκτικών καθώς και μη λεκτικών, για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε γεγονότα και άλλους ανθρώπους. Όμως δε φτάνει να πέφτουν απλώς στην αντίληψή μας. Υπάρχει ένα σύνολο διαδικασιών ερμηνείας για όλα αυτά. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί ο τρόπος με τον οποίο ένα πρόσωπο διακρίνει (και ερμηνεύει) τα γεγονότα επηρεάζει και το πώς θα συμπεριφερθεί. Σε ένα πείραμα που έκανε ο Kelley (1950), εκείνα τα πειραματικά υποκείμενα που περίμεναν ότι ο άνθρωπος που θα τους έστελνε ο πειραματιστής να μιλήσουν ήταν «εγκάρδιος», σχημάτισαν διαφορετική αντίληψη για τη συμπεριφορά του από κείνους που τον περίμεναν «ψυχρό». Επί πλέον μίλησαν περισσότερο μαζί του. Τους ανθρώπους τους αντιλαμβάνεται κανείς εντελώς διαφορετικά απ' ότι αντιλαμβάνεται τα φυσικά αντικείμενα: τα αντικείμενα τα βλέπει σαν να έλκονται και να απωθούνται από φυσικούς νόμους, ενώ οι άνθρωποι θεωρούνται κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνοι για τα γεγονότα και τις πράξεις τους. Αυτός που τους βλέπει, βάζει τα δυνατά του για να καταλάβει τους λόγους των ενεργειών τους. Η ανεπαρκής κοινωνική συμπεριφορά οφείλεται συχνά σε λαθεμένο σχηματισμό αντίληψης — επειδή δεν άκουσε καλά, ή επειδή έκανε ανακριβείς ερμηνείες. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό οι γιατροί, οι υπεύθυνοι προσωπικού και αυτοί που παίρνουν συνεντεύξεις να αποφεύγουν να δημιουργείται στους άλλους λαθεμένη αντίληψη.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ Οι πίθηκοι εκδηλώνουν συνεχώς τις συναισθηματικές τους καταστάσεις, για να γίνονται αντιληπτές από τα άλλα μέλη της ομάδας. Από τις εκφράσεις του προσώπου τους, τα ουρλιαχτά και τους γρυλλισμούς τους, φαίνεται καθαρά αν είναι θυμωμένοι, αν νιώθουν άνετα, αν θέλουν να παίξουν, αν θέλουν να κάνουν έρωτα ή αν φοβούνται μια πιθανή επίθεση. Στον άνθρωπο, το πρόσωπο αποτελεί την κύρια πηγή πληροφόρησης για την συναισθηματική του κατάσταση. Όπως είδαμε, το πρόσωπο εκφράζει εφτά κύρια αισθήματα — ατυχία, έκπληξ η, φόβο, μελαγχολία, οργή, αηδία, περιφρόνηση, και ενδιαφέρον (>>). Πόσο σωστά όμως μπορούν να ερμηνευθούν οι αντίστοιχες εκφράσεις; Αν προσπαθήσει κανείς να μαντέψει τη συναισθηματική κατάσταση του άλλου από φωτογραφία, το ποσοστό επιτυχίας είναι περίπου 60%. Ακόμα, μερικά αισθήματα είναι πιο εύκολα να τα μπερδέψει κανείς από ότι κάποια άλλα. Για παράδειγμα, η οργή μπορεί να μπερδευτεί με το φόβο ή την αηδία, όχι όμως με την ευτυχία ή την έκπληξη. Οι εκφράσεις του προσώπου μπορούν να αναγνωριστούν πιο εύκολα, όταν υπάρχει μια λέξη να τις περιγράψει, όπως «στραβομουτσουνιάζω» ή «μουτρώνω» Έχουμε βασικές ενδείξεις ότι το πρόσωπο παίζει ένα κεντρικό ρόλο στην εμπειρία των αισθημάτων (βλέπε παρακάτω). Όμως, στους περισσότερους πολιτισμούς, υπάρχουν περιορισμοί ή «κανόνες επίδειξης» για το τι επιτρέπεται να εκφραστεί μέσω του προσώπου. Έτσι, πολλές φορές δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε τι πραγματικά αισθάνεται ένα άτομο, και αναγκαζόμαστε να καταφεύγουμε και σε άλλες ενδείξεις. Μερικές απ' αυτές βρίσκονται πάλι στο πρόσωπο: ένας που βρίσκεται σε αγωνία έχει ιδρωμένους τους κροτάφους· μερικές φορές πάλι οι άνθρωποι χαμογελάνε με το κάτω μέρος του προσώπου τους μόνο, και έχει βρεθεί ότι η περιοχή γύρω από τα μάτια φανερώνει παράξενα ανακατωμένα αισθήματα, όπως ευχαρίστηση και οργή. Η δεύτερη κύρια ένδειξη των αισθημάτων είναι ο τόνος της φωνής. Ο Davitz (1964) διεξήγαγε πειράματα κατά τα οποία ηχογράφησαν αδιάφορες φράσεις με διαφορετικό συναισθηματικό τόνο. Μια απ' αυτές ήταν: «Φεύγω τώρα. Θα λείψω όλο το απόγευμα. Αν τηλεφωνήσει κανείς, πες του πως δεν είμαι εδώ». Το ποσοστό επιτυχίας στην εντόπιση του αισθήματος ήταν 30-45% κάπως χαμηλότερο απ' ότι στην περίπτωση που το αίσθημα εντοπίστηκε με βάση την έκφραση του προσώπου. Μερικά αισθήματα εκφράζονται καλύτερα με το πρόσωπο (η ευτυχία, η οργή), άλλα με τη φωνή (φόβος). Έχουν βρεθεί οι αποχρώσεις στη φωνή που εκδηλώνουν αισθήματα. Για παράδειγμα, η μελαγχολία εκδηλώνεται με χαμηλό τόνο και αργή ομιλία, η αγωνία με ένα λαχάνιασμα στη φωνή και με πολλές διαταραχές στην ομιλία. Αυτά και άλλα χαρακτηριστικά έχουν δημιουργηθεί με ένα συνθεσάιζερ Μουγκ, και ερμηνεύτηκαν σωστά. (Sefer, 1974). Κάποιες πληροφορίες για τα αισθήματα μεταδίδονται και με το υπόλοιπο σώμα που βρίσκεται κάτω από το κεφάλι, όχι όμως πάρα πολλές. Ο Graham, ο Ricci, ο Bitti και ο Argyle (1975) πρόβαλαν σε ταινίες βίντεο με ανθρώπους σε διάφορες συναισθηματικές καταστάσεις, με καλυμμένα διάφορα μέρη της οθόνης (ώστε να μην προβάλλονταν τα πρόσωπα). Το σώμα, μαζί με τις χειρονομίες, μετέδιδε τόσες πληροφορίες για το επίπεδο της συναισθηματικής έντασης όσες και το πρόσωπο όμως για ορισμένα αισθήματα αποτελούσε μια πολύ φτωχή πηγή πληροφοριών. Μια άλλη πηγή πληροφοριών είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο. Αν έτυχε να δώσουν σε κάποιον μόλις τώρα ένα δώρο, το πιο πιθανό είναι ότι θα αισθάνεται ευχαριστημένος. Αν συνέβη κάτι απροσδόκητο, σίγουρα θα νιώθει έκπληξη. Κάποια πειράματα προσπάθησαν να βρουν πώς συνδυάζεται η έκφραση του προσώπου με πληροφορίες για την κατάσταση. Κάποιες φορές, οι ενδείξεις που προσφέρει η κατάσταση είναι πιο σημαντικές από τα σήματα που εκπέμπει το σώμα. Τα πρώτα πειράματα χρησιμοποίησαν μάλλον μελοδραματικές καταστάσεις. Έτσι ερωτήθηκαν πειραματικά υποκείμενα να περιγράψουν την έκφραση ενός ανθρώπου που παρακολουθούσε ένα απαγχονισμό. Πολλοί απάντησαν ότι χαμογελούσε. Κάποιες μεταγενέστερες
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
μελέτες έδειξαν ότι η αξιοπιστία εξαρτάται από τη σαφήνεια και τη δύναμη των ενδείξεων που αντλούνται από κάθε πηγή. Αν η έκφραση του προσώπου είναι περιορισμένη, είναι φανερό ότι θα βασιστούμε στις ενδείξεις που προσφέρει η κατάσταση. Ο Lallijee, σε μια ανέκδοτη μελέτη του, διαπιστώνει ότι οι άνθρωποι, ακολουθούν, την πιο πιθανή εκδοχή, αν βρεθούν μπροστά σε αντιφατικές πληροφορίες. Για παράδειγμα, ένα λυπημένο πρόσωπο πιστεύεται ότι είναι πιο αυθεντικό και παρέχει μια πιο σίγουρη ένδειξη από ότι ένα ευτυχισμένο. Ακόμα, τα πειραματικά του υποκείμενα επανεξέταζαν τη φύση μιας κατάστασης αν τους έδειχναν ένα πρόσωπο με λάθος έκφραση. Αυτό δείχνει ότι η αντίληψη των αισθημάτων αποτελεί μια πολύ περίπλοκη διαδικασία, που μπορεί να περιέχει συλλογισμούς και εφαρμογή αρχών που αποκτήθηκαν με την πείρα — για παράδειγμα, η εμπειρική διαπίστωση ότι οι άνθρωποι συχνά υποκρίνονται ότι είναι ευτυχισμένοι, σπάνια όμως υποκρίνονται ότι είναι λυπημένοι. Όπως ερμηνεύουμε τις συναισθηματικές καταστάσεις των άλλων, έτσι ερμηνεύουμε και τις δικές μας. Το πείραμα των Schachter και Singer που περιγράψαμε νωρίτερα, δείχνει ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ενδείξεις από μια κατάσταση για να ερμηνεύσουν μια φυσιολογική διέγερση (>>). Ο Izard (1971) διετύπωσε την αντίληψη ότι το πρόσωπο παίζει ένα σημαντικό ρόλο σ' αυτή τη διαδικασία: μια κατάσταση δημιουργεί μια βιολογική αντίδραση σε κατώτερα επίπεδα του νευρικού συστήματος. Αυτή δημιουργεί στο πρόσωπο μια συγκεκριμένη έκφραση, που παρέχει πληροφορίες που εκδηλώνονται στην υποκειμενική εμπειρία των αισθημάτων. Αυτή η θεωρία υποστηρίχθηκε από μια σειρά πειράματα, κατά τα οποία, τα πειραματικά υποκείμενα, παίρνοντας για μερικά λεπτά μια συγκεκριμένη έκφραση, άρχισαν μετά να νιώθουν και το αντίστοιχο συναίσθημα (Lanord, 1974) — «χαμογέλα, και θα νιώσεις ευτυχισμένος», όπως λένε. Το πρόσωπο μας λέει ποια αισθήματα αισθανόμαστε, όμως χρειαζόμαστε πληροφορίες και σχετικά με το επίπεδο της διέγερσης. Αυτές προσφέρονται από την ταχυκαρδία, την εφίδρωση και άλλα παρόμοια σωματικά σημάδια. Ο Valins (1966) έβαζε τα πειραματικά υποκείμενα να ακούνε χτύπους καρδιάς που νόμιζαν ότι ήσαν η δική τους. Αυξάνοντας τη συχνότητα των χτύπων τούς έκανε να επιλέγουν σλάιντς με γυμνές, γιατί νόμιζαν ότι είχαν διεγερθεί περισσότερο απ' ότι ήσαν στην πραγματικότητα. Σε ένα άλλο πείραμα έκανε τα πειραματικά υποκείμενα να νομίσουν ότι φοβόντουσαν τα φίδια λιγότερο, χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο. Ο Leventhal (1974) διεξήγαγε μερικά διασκεδαστικά πειράματα για το τι κάνει τους ανθρώπους να γελάνε. Όταν τα αστεία φιλμ συνοδεύονταν με κονσερβαρισμένο γέλιο, τα πειραματικά υποκείμενα τα εύρισκαν πιο αστεία. Όμως είχε σημασία από ποιο αυτί ακουγόταν το γέλιο: στους άντρες ήταν το δεξί, στις γυναίκες το αριστερό. Αυτό φανερώνει ότι οι άντρες νιώθουν τα αστεία με ένα λεκτικό τρόπο, μια και οι δραστηριότητες του λόγου είναι συγκεντρωμένες στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου, που ελέγχει περισσότερο το δεξιό αυτί. Οι γυναίκες ίσως νιώθουν τα αστεία διαισθητικά, χρησιμοποιώντας διαδικασίες που συντελούνται στο δεξιό ημισφαίριο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ Είδαμε ότι τα ζώα συνάπτουν τις κοινωνικές τους σχέσεις αποκλειστικά μέσω μη λεκτικών σημάτων, και ότι το ίδιο πράγμα κάνουν και οι άνθρωποι σε ένα εκπληκτικά μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν δύο κύριες διαστάσεις στις στάσεις μας απέναντι στους άλλους. Υπάρχουν επίσης σε διάφορους συνδυασμούς, όπως φιλική επιβολή και φιλική έλξη συνδυασμένη με σεξουαλική — η διαφορά ανάμεσα στην αγάπη και στη συμπάθεια θα συζητηθεί αργότερα. Αυτές οι στάσεις εκφράζονται με μια πλατιά κλίμακα μη λεκτικών σημάτων, έτσι που μια φιλική στάση μπορεί να φανερωθεί με μερικά ή όλα από τα ακόλουθα μη λεκτικά σήματα: • • • • • • •
Σωματική επαφή Στενό πλησίασμα Τοποθέτηση πλάι-πλάι Σκύψιμο προς στάση με ανοικτά μπράτσα Υψηλό επίπεδο βλέμματος Χαμογελαστό πρόσωπο Απαλός τόνος φωνής κυριαρχική
εχθρική
φιλική
υποτακτική
Κάναμε μια σειρά πειράματα πάνω στην αποκρυπτογράφηση λεκτικών και μη λεκτικών ενδείξεων για τις διαπροσωπικές στάσεις, που περιγράφηκαν εδώ. Έχουν διεξαχθεί και μια σειρά άλλα πειράματα πάνω στην αντίληψη των αλληλοσυγκρουόμενων ενδείξεων σχετικών με διαπροσωπικές στάσεις. Η Shirley Weitz (1972) παρατήρησε ότι οι λευκοί αμερικανοί φοιτητές, μερικές φορές, μίλησαν με φιλικά λόγια σε ένα πειραματικό υποκείμενο που ήταν μαύρος, αλλά με ένα μη φιλικό τόνο φωνής. Τέτοια πειραματικά υποκείμενα απέφευγαν τη στενή συνεργασία με τους μαύρους, καθώς και να τους πλησιάζουν πολύ κοντά, δείχνοντας ότι ο τόνος της φωνής τους φανέρωνε τα πραγματικά τους αισθήματα και όχι τα λόγια τους. Η Daphne Bugenthal και οι συνεργάτες της (1970) βρήκαν ότι τα παιδιά δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο αρνητικό σήμα, είτε λεκτικό είναι αυτό, είτε μη λεκτικό: μια γυναίκα που κάνει μια επίπληξη με φιλική έκφραση και καλοσυνάτη φωνή, θεωρείται σαν μη αποτελεσματική. Πόσο ακριβείς μπορούν να είναι οι αντιλήψεις μας για τη στάση των άλλων απέναντί μας; ο Tagiuri (1958) εξέτασε τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες σε εξήντα ομάδες ανθρώπων που ήξεραν καλά ο ένας τον άλλο. Ανακάλυψε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ήξεραν ποιοι τους συμπαθούσαν, έκαναν όμως ένα σωρό λάθη για το ποιοι τους αντιπαθούσαν — 9% των αντιπαθειών τις έπαιρναν σαν συμπάθειες. Ο λόγος είναι ότι πολύ σπάνια εκφράζουμε ανοικτά την αντιπάθειά μας, και ότι μια προσποιητή ευγένεια είναι εύκολο να μεταφραστεί σε συμπάθεια. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να μεταφράσουμε διαπροσωπικές στάσεις εκεί που ο άλλος βρίσκεται σε μια κατάσταση εξάρτησης ή υποταγής. Στη «φιλοφρόνηση» ένα πρόσωπο συμπεριφέρεται ευχάριστα σε ένα άλλο για να του ζητήσει μετά μια χάρη. Σε πειράματα που έκαναν ο Jones (1964) και άλλοι, βρέθηκε ότι αυτοί που αναπτύσσουν μια τέτοια συμπεριφορά, συμφωνούν πάντα με τον άλλο, τον κολακεύουν, τον κοιτάζουν συνεχώς και του χαμογελούν. Πολύ έξυπνα παραιτούνται από τις διαφωνίες τους για μικρά και ασήμαντα ζητήματα. Διαπιστώθηκε ότι αυτοί που παρατηρούν μια τέτοια συμπεριφορά δεν διστάζουν να την ερμηνεύουν σαν φιλοφρονητική, αν αυτός που συμπεριφέρεται έτσι βρίσκεται σε μια κατάσταση εξάρτησης. Στην πραγματική ζωή, ο προϊστάμενος Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ή οποιοσδήποτε άλλος δέκτης φιλοφρονήσεων δε μπορεί εύκολα να καταλάβει αν ο υφιστάμενός του τον συμπαθεί και τον θαυμάζει ή όχι. Μπορεί να βελτιώσει την ακρίβεια των κρίσεών του χρησιμοποιώντας τη «στρατηγική του συμπεράσματος», που αποτελεί τμήμα της «θεωρίας της απόδοσης». Για παράδειγμα, αν κάποιος συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο όπως κι όλοι οι άλλοι — δείχνει σεβασμό στον προϊστάμενο, φέρεται ωραία στη γραμματέα — κι αν έχει να κερδίσει κάτι από αυτή τη συμπεριφορά, δε μπορούμε να μάθουμε εύκολα τα πραγματικά του αισθήματα γι' αυτούς. Αυτά όμως μπορούμε να τα μάθουμε (1) αν συμπεριφέρεται με έναν τρόπο που ξεφεύγει από τον κανονικό, ή που είναι ενάντια στα συμφέροντά του, όπως όταν συμπεριφέρεται άπρεπα στον προϊστάμενο, (2) αν φέρεται μόνιμα ωραία στη γραμματέα με διάφορους τρόπους και σε διάφορες καταστάσεις ή (3) αν φέρεται πιο ωραία σε μερικούς ανθρώπους παρά σε άλλους, με τους οποίους έχει μια παρόμοια σχέση (Kelley, 1967).
Η φιλοφρόνηση και η ευγένεια είναι οι δύο κύριες πηγές λάθους στην εκτίμηση των διαπροσωπικών στάσεων. Μια άλλη πηγή λάθους είναι η τάση να θεωρούμε ότι οι στάσεις και οι αντιλήψεις δύο ανθρώπων αντιστοιχούν. Για παράδειγμα, αν ο Α συμπαθεί τον Β θα νομίσει ότι και ο Β τον συμπαθεί, πράγμα που μπορεί, να μη συμβαίνει στην πραγματικότητα, στον ίδιο βαθμό τουλάχιστον. Ακόμα αν ο Α αντιπαθεί τον Δ θα νομίσει ότι και ο Δ τον αντιπαθεί, φυσικά, ο Β θα τείνει να συμπαθεί τον Α, μια και τα αισθήματα είναι πάντοτε αμοιβαία, όμως όχι τόσο όσο ο Α νομίζει. Ακόμα, αν ο Α συμπαθεί τον Β και τον Δ, θα υποθέτει ότι ο Β και ο Δ συμπαθούν ο ένας τον άλλο, και αν συμπαθεί τον ένα και όχι τον άλλο, θα έχει πάλι την εντύπωση ότι αυτοί οι δύο δεν συμπαθούνται μεταξύ τους. (Στο σχήμα που προηγήθηκε -----> = «συμπαθεί», --/-->= «δεν συμπαθεί»). Αυτή η αντίληψη της στάσης των άλλων απέναντί μας λέγεται μετα-αντίληψη, δηλαδή αντίληψη της αντίληψης του άλλου για τον εαυτό μας. Όπως θα δούμε αργότερα, υπάρχουν ορισμένες καταστάσεις κατά τις οποίες οι άνθρωποι ενδιαφέρονται πολύ για το τι αντίληψη έχουν σχηματίσει οι άλλοι γι' αυτούς — για παράδειγμα, όταν περνάμε από συνέντευξη επιλογής, ή σε άλλες περιπτώσεις αυτοπαρουσίασης. Ο Ronald Laing και οι συνεργάτες του (1966) ανέπτυξαν μια πιο επεξεργασμένη σειρά τρόπων υπολογισμών των διαπροσωπικών στάσεων. Βρήκαν πώς βλέπει ο Α τον Β, πώς νομίζει ο Α ότι τον βλέπει ο Β (μετα-αντίληψη), και πως νομίζει ο Α, ότι θεωρεί ο Β πως ο Α τον αντιλαμβάνεται (μετα-μετα-αντίληψη). Η τελευταία είναι σημαντική αν ο Α δε συμπαθεί τον Β ή τον μισεί, όμως δε θέλει να το μάθει αυτό ο Β. Τότε ο Α ενδιαφέρεται να μάθει πως νομίζει ο Β ότι τον θεωρεί ο Α. Συνδυάζοντας τις αντιλήψεις των δύο μερών, είναι εύκολο να σχηματίσουμε παραπέρα τρόπους μέτρησης ως προς την ακρίβεια των μετα-αντιλήψεων. Πιο ακριβείς στις αντιλήψεις τους βρέθηκε ότι ήσαν περισσότερο τα ευτυχισμένα ζευγάρια παρά τα ζευγάρια που η σχέση τους αντιμετώπιζε δυσκολίες.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗ ΡΟΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ Μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ένα οικογενειακό καβγά, ή οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό γεγονός, βλέπουμε συχνά ότι οι άνθρωποι δίνουν αντιφατικές περιγραφές γι' αυτό που συνέβη, ή έχουν διαφορετικές ιδέες για το τίνος λάθος ήταν το ατύχημα, ποιος άρχισε τον καβγά, ή γιατί οι άνθρωποι έκαναν αυτό που έκαναν. Ο Hastorf και ο Cantril (1954) μελέτησαν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ανάμεσα στην Dartmouth και την Princeton. Το παιχνίδι ήταν σκληρό και μερικοί παίκτες τραυματίσθηκαν. Μετά το ματς, τα 36% των παικτών της Dartmouth και τα 86% των παικτών της Princeton είχαν τη γνώμη ότι η Dartmouth άρχισε πρώτη το σκληρό παιχνίδι. Αυτό δείχνει ότι οι ερμηνείες μπορεί να διαφέρουν σε ουσιαστικά σημεία, και επηρεάζονται από το σε ποια ομάδα ανήκει κανείς ή πια είναι η γενική στάση των θεατών. Με μια μελέτη που έκαναν σχετικά με τους άγγλους ποδοσφαιρόφιλους ο Marsh και άλλοι (1978) διαπίστωσαν ότι οι ποδοσφαιρόφιλοι βλέπουν τη συμπεριφορά τους στα γήπεδα σαν εντελώς καθώς πρέπει, σύμφωνη με όλους τους κανόνες, όπου «το διασκεδάζουν» εκτοξεύοντας απειλές ή κάνοντας αγενείς χειρονομίες στους οπαδούς της άλλης ομάδας, χωρίς να έχουν όμως καθόλου πρόθεση να προξενήσουν σωματική βλάβη σε κανένα. Ο τύπος και οι αρχές όμως βλέπουν αυτούς τους φανατικούς φίλαθλους σαν άγριους και μανιακούς, που για να ελεγχθούν χρειάζονται ένα σωρό αστυνομικοί, κλούβες και μεγάλα πρόστιμα. Η κατάσταση περιπλέκεται από το γεγονός ότι οι φίλαθλοι αυτοί θέλουν να πιστεύουν ότι πραγματικά είναι τέτοιοι, και νιώθουν μια ικανοποίηση απ' αυτή την υπερβολική εικόνα που έχουν οι άλλοι γι' αυτούς, ότι δηλαδή συνιστούν μια απειλή για την κοινωνία. Ένα πράγμα που κάνουμε όταν παρατηρούμε μια σειρά κοινωνικά γεγονότα, είναι να τα χωρίζουμε σε «επεισόδια» ή σκηνές. Αυτό μπορεί να γίνει και πειραματικά προβάλλοντας ταινίες βίντεο και βάζοντας συγχρόνως τους θεατές να πιέζουν ένα κουμπί κάθε φορά που νομίζουν ότι σ' αυτό το σημείο ξεχωρίζουν δύο σκηνές. Ή μπορούν να ξεχωρίσουν σε ομάδες μια σειρά φωτογραφίες που περιγράφουν κάποια γεγονότα. Διαπιστώθηκε ότι όλοι συμφωνούν αρκετά σ' αυτή την οριοθέτηση, αν και χρησιμοποιούν διαφορετικές κλίμακες, και βρίσκουν μονάδες διαφορετικών μεγεθών (Newtson, 1977). Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι άνθρωποι επιλέγουν σαν μονάδες τις ενέργειες που οδηγούν σε ένα ιδιαίτερο στόχο. (Dickman, 1963). Μερικές φορές οι σκηνές είναι εύκολο να ξεχωριστούν, αν υπάρχουν μεγάλες αλλαγές στη δραστηριότητα ή στη θέση μέσα στο χώρο, όπως σε ένα δείπνο ή σε ένα σεμινάριο. Όταν συμμετέχουμε κι εμείς σε μια συγκέντρωση αντιλαμβανόμαστε ένα τμήμα μόνο, γιατί έχουμε το νου μας στη δική μας συμμετοχή και δεν κοιτάζουμε γύρω μας όλη την ώρα. Η επανάληψη της προβολής μιας ταινίας βίντεο πολλές φορές μπορεί να μας αποκαλύψει αρκετά καινούργια στοιχεία που δεν τα είχαμε προσέξει στην αρχή, ιδιαίτερα δευτερεύοντα, μη λεκτικά σήματα, όπως κινήσεις της κεφαλής, συνοφρυώσεις, διακοπές κλπ. Ακόμα πιο πολλά μπορούμε να αποκαλύψουμε αν ζητήσουμε από ειδικούς πάνω στην κοινωνική αλληλεπίδραση να αναλύσουν τις διάφορες όψεις μιας συνάντησης. Η εικόνα μας μπορεί να πλουτισθεί ακόμα περισσότερο αν ζητήσουμε απ' αυτούς που συμμετείχαν να μας πουν πώς οι ίδιοι βλέπουν τα γεγονότα, και τι προσπαθούσαν να πετύχουν. Εδώ υπάρχει μια διαφωνία μεταξύ των κοινωνιοψυχολόγων. Μερικοί έχουν τη γνώμη πως θα πρέπει να επιμένουμε σε μια ανάλυση της συμπεριφοράς. Άλλοι νομίζουν πως πρέπει να θεωρούμε σαν μοναδικά μας δεδομένα μόνο τις αντιλήψεις και τις «εκθέσεις» αυτών που συμμετείχαν, και πιστεύουν ότι η ερμηνεία των κοινωνιοψυχολόγων είναι απλώς μια άλλη άποψη χωρίς ιδιαίτερη εγκυρότητα. Η δική μου γνώμη είναι ότι πρέπει να γίνεται ένας συνδυασμός και των δεδομένων της παρατήρησης και της αφήγησης των συμμετασχόντων, και στη βάση αυτή να συντεθεί μια αντικειμενική και πειστική ερμηνεία. Το άσχημο με τις υποκειμενικές ερμηνείες είναι ότι συχνά είναι ατελείς ή απλώς λαθεμένες. Μια πρώτη διαφορά υπάρχει στην ερμηνεία που δίνει ο θεατής και στην ερμηνεία εκείνου που συμμετείχε. Ο δεύτερος πιστεύει ότι η συμπεριφορά του καθορίστηκε κυρίως από κάποιους
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
αντικειμενικούς παράγοντες («έπεσα γιατί γλιστρούσε το πάτωμα»), ενώ ο παρατηρητής έχει την τάση να αποδίδει το γεγονός στις ιδιότητες του ατόμου, («έπεσε γιατί είναι αδέξιος») (Jones και Nisbett, 1972). Αυτό συμβαίνει γιατί, ενώ ο παρατηρητής έχει το νου του στην συμπεριφορά αυτού που ενεργεί, εκείνος έχει το νου του στην κατάσταση του περιβάλλοντος. Επίσης συνηθίζουμε να αναζητούμε τις αιτίες για την επιτυχία ή την αποτυχία μας, αν η επιτυχία ήταν δυνατή. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην ικανότητα ή στην ανικανότητά μας στο μέγεθος της προσπάθειάς μας, στην ευκολία ή δυσκολία του έργου, ή στην τύχη. Παρατηρούμε ότι η επιτυχία αποδίδεται κυρίως στους υποκειμενικούς παράγοντες, η αποτυχία όμως όχι και τόσο στους αντικειμενικούς. Σ' αυτούς αποδίδεται κυρίως όταν την επιτυχία την διαδέχεται η αποτυχία. (Miller και Ross, 1975). Καθένας, σε κάθε του ενέργεια, προσπαθεί να καταλάβει την συμπεριφορά του. Αν και έχει κάποια αντίληψη για τις προθέσεις, τις ιδέες του κλπ., αυτή η αντίληψη είναι ατελής. Συχνά δεν αντιλαμβάνεται τα κίνητρα στα οποία αντιδρά, όπως το βλέμμα ενός άλλου, η συναισθηματική του κατάσταση, ή η ίδια η συμπεριφορά του. Οι άνθρωποι έχουν συνείδηση των προϊόντων των γνωστικών τους διαδικασιών, όχι όμως και των ίδιων των διαδικασιών. Και όταν πέφτουμε με τα μούτρα σε μια δουλειά, ούτε που μας περνάει απ' το νου η ύπαρξη τέτοιων διαδικασιών (Nisbett και Wilson, 1976).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ Τους ανθρώπους δεν τους βλέπουμε με τον ίδιο τρόπο που βλέπουμε τα φυσικά αντικείμενα. Τα αντικείμενα τα βλέπουμε σαν μάζες ύλης που σπρώχνονται και πέφτουν σύμφωνα με αιτιακούς νόμους. Τους ανθρώπους τους θεωρούμε σαν όντα που έχουν συνείδηση, σκέψη και λόγο, και μπορούν να αναπτύξουν μια ορισμένη συμπεριφορά. Τους βλέπουμε καμιά φορά να αντιδρούν σε κοινωνικές πιέσεις, όμως υποθέτουμε ότι ενεργούν μόνο αφού αποφασίσουν να ενεργήσουν. Υποθέτουμε επίσης ότι έχουν σταθερότητα και συνεκτικότητα στο χαρακτήρα τους. Έτσι υποθέτουμε συχνά ότι, αν κάποιος είναι έξυπνος, είναι και τίμιος — τα καλά πάνε μαζί. Είναι το λεγόμενο «σύμπτωμα, του φωτοστέφανου». Έχουμε επίσης την τάση να πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι, συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο —τίμια κλπ.— σε κάθε περίσταση.
Η απόδοση στην εσωτερική αιτιότητα και στην προσωπικότητα
Κάτω από ορισμένες συνθήκες, πιστεύουμε ότι ένα πρόσωπο ενήργησε όπως ενήργησε από εσωτερικές αιτίες, δηλαδή σαν αποτέλεσμα των προθέσεών του και της προσωπικότητάς του, και όχι από εξωτερικές αιτίες, όπως είναι η κοινωνική πίεση. Η «θεωρία της απόδοσης» ορίζει πότε κρίνουμε ότι οι άλλοι ενήργησαν από εσωτερικές αιτίες: 1. Όταν η συμπεριφορά τους δεν συμφωνεί με τους αποδεκτούς κανόνες ή είναι προς ζημία τους. Αρχίζουμε να κάνουμε σκέψεις για την προσωπικότητα ενός ατόμου, όταν ενεργεί περίεργα, ή η συμπεριφορά του ξεφεύγει από τις κοινωνικές συμβάσεις. 2. Όταν ένα άτομο φαίνεται να είναι ελεύθερο από κοινωνικές πιέσεις. Για παράδειγμα, όταν ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο συμμορφώνεται, θεωρείται ότι το κάνει αυτό από ελεύθερη προαίρεση. Όταν συμμορφώνεται ένα πρόσωπο κατώτερης κοινωνικής τάξης, λέμε ότι υποχωρεί στην κοινωνική πίεση. (Thibaut και Riecken, 1955). 3. Όπως εξηγήσαμε σε σχέση με τις διαπροσωπικές στάσεις, μπορούμε να διατυπώσουμε συμπεράσματα για τις εσωτερικές διαθέσεις κάποιου, αν συμπεριφέρεται πάντα με τον ίδιο τρόπο, σε μια ποικιλία καταστάσεων, και αν συμπεριφέρεται με άλλο τρόπο στον ένα και με άλλο στον άλλο, π.χ. αν φέρεται ωραία στον Α αλλά όχι στον Β. 4. Βγάζουμε συμπεράσματα για την προσωπικότητα κάποιου, αν όλα τα είδη συμπεριφοράς που αναπτύσσει οδηγούν στον ίδιο στόχο, π.χ. στην απόκτηση χρημάτων. Τότε μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι αυτός ο στόχος αποτελεί το κίνητρο όλων του των ενεργειών. (Kelley, 1967, Jones και Davis, 1966). Γίνονται όμως και μερικά λάθη. 1. Όπως αναφέραμε και προηγούμενα, οι παρατηρητές έχουν την τάση να αποδίδουν μια πράξη στην προσωπικότητα εκείνου που την εκτελεί, ενώ ο ίδιος την αποδίδει περισσότερο στις εξωτερικές συνθήκες. Γενικά, οι παρατηρητές υπερτιμούν τη σημασία των υποκειμενικών παραγόντων και υποτιμούν τους αντικειμενικούς. Τα χαρακτηριστικά του άλλου μεταφράζονται πράγματι στο μυαλό των παρατηρητών, κυρίως σε ιδέες και χρησιμοποιούνται για την ερμηνεία της συμπεριφοράς τους. 2. Ένα παράδειγμα υπερτίμησης των υποκειμενικών παραγόντων είναι και η υπόθεση ότι αυτοί που παθαίνουν ατυχήματα ή τους βρίσκουν άλλες αναποδιές είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι. Ο Walster (1966)
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
διαπίστωσε ότι σε ατυχήματα όπου παρκαρισμένα αυτοκίνητα έπαιρναν τον κατήφορο, όση περισσότερη ζημιά γινόταν, τόσο περισσότερο κατηγορούσαν τους (απόντες) οδηγούς. 3. Ένα παράδειγμα υποτίμησης των αντικειμενικών παραγόντων είναι η τάση να παραβλέπουμε τη δικιά μας επίδραση πάνω στη συμπεριφορά του άλλου. Αν κάποιος είναι κακοδιάθετος και δείχνει προκλητικός απέναντί μας, αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει στη δική μας συμπεριφορά.
Χαρακτηρίζοντας τους άλλους
Όταν σχηματίζουμε εντυπώσεις για την προσωπικότητα των άλλων ανθρώπων, τους χαρακτηρίζουμε με διάφορους τρόπους. Μια και συμπεριφερόμαστε διαφορετικά στους άντρες απ' ότι στις γυναίκες, στους γέρους απ' ότι στους νέους, όπως και σε κάθε κατηγορία ανθρώπων, είναι αναγκαίο αυτός ο χαρακτηρισμός να γίνεται όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Πολλά μπορούν να έχουν συμβεί ακόμα και πριν από την συνάντηση δύο ατόμων. Δε θα εξετάσουμε ζητήματα προηγούμενης επικοινωνίας, ή τηλεφωνήματα, γιατί στην πραγματικότητα αυτά αποτελούν μορφές αλληλεπίδρασης. Ο Α μπορεί να ξέρει ένα σωρό για τον Β, από αυτά που του έχουν πει άλλοι άνθρωποι γι' αυτόν. Αυτό μπορεί να γίνει και σε εργαστηριακά πειράματα, όπου τα πειραματικά υποκείμενα παίρνουν πληροφορίες ο ένας για τον άλλο. Όπως είδαμε, έχει μεγάλη σημασία, για την αλληλεπίδραση που θα επακολουθήσει, αν το άλλο πρόσωπο περιγραφεί σαν «εγκάρδιο» ή σαν «ψυχρό», για παράδειγμα. Ακόμα έχει σημασία αν ο άλλος είναι γνωστός σαν φίλος ή σαν εχθρός, ανώτερης ή κατώτερης κοινωνικής στάθμης κλπ. Η ευκαιρία για μια πρώτη συνάντηση δύο ατόμων μπορεί να είναι τυχαία, ή μπορεί κάποιος να τους συστήσει, ή τυχαίνει να συναντηθούν επειδή είναι μέλη της ίδιας ομάδας. Τότε ο Α βλέπει για πρώτη φορά τον Β και σχηματίζει μια εικόνα γι' αυτόν. Ένα σημαντικό στοιχείο αυτής της αντίληψης είναι ο χαρακτηρισμός που θα κάνει για τον Β, από την άποψη της κοινωνικής τάξης, της φυλής, της ηλικίας, της ευφυΐας, ή από όποια άποψη τον ενδιαφέρει, κι αυτό θα καθορίσει και τη συμπεριφορά του απέναντί του. Κάθε ένας έχει και κάποια χαρακτηριστικά και κατηγορίες, που τα θεωρεί πολύ σημαντικά και επηρεάζουν τη συμπεριφορά του. Μπορεί να μη δίνει δεκάρα για την κοινωνική τάξη του άλλου, να τον ενδιαφέρει όμως πάρα πολύ αν είναι καθολικός ή προτεστάντης, (π.χ. στο Belfast), ή πόσο έξυπνος είναι. Μία μέθοδος για να βρει κανείς ποια χαρακτηριστικά και ποιες ιδιότητες έχουν σημασία για έναν άνθρωπο, είναι το «πλέγμα του ρεπερτορίου» που επινόησε ο Georges Kelly (1955). Η τεχνική του είναι αυτή εδώ: ρωτούν το πειραματικό υποκείμενο τα ονόματα δέκα μέχρι δεκαπέντε ανθρώπων με ορισμένες σχέσεις, π.χ. «έναν άνθρωπο που συμπαθάς του ίδιου φύλου», «έναν δάσκαλο που σού αρέσει». Τα ονόματα γράφονται πάνω σε κάρτες που του τις δίνουν τρεις τρεις. Ρωτούν το πειραματικό υποκείμενο να υποδείξει τις δύο από τις τρεις κάρτες που μοιάζουν περισσότερο, και να πει σε τι διαφέρει η τρίτη. Αυτό αποτελεί μια «κατασκευή», (έννοια). Όταν δημιουργηθεί ένας αριθμός κατασκευών, σχηματίζεται απ' αυτές ένα πλέγμα στο οποίο όλα τα πρόσωπα-στόχοι σχετίζονται με το σύνολο αυτών των κατασκευών. Για να βρούμε ποιες γενικές «διαστάσεις» χρησιμοποιεί περισσότερο το πειραματικό υποκείμενο, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στατιστικές μεθόδους. Παρατηρήθηκε ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τρία είδη κατασκευών. Κοινωνικοί ρόλοι (π.χ. τάξη, επάγγελμα), χαρακτηριστικά προσωπικότητας (π.χ. έξυπνος, εξωστρεφής) και σωματικά χαρακτηριστικά (π.χ. ελκυστικότητα, ύψος). Τα πιο πολυχρησιμοποιημένα χαρακτηριστικά προσωπικότητας είναι τα εξής:
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
• • • • •
εξωστρέφεια, κοινωνικότητα ευχάριστος, αξιαγάπητος συναισθηματική σταθερότητα εξυπνάδα αυτοπεποίθηση
Είναι φανερό, όμως, ότι αυτά τα χαρακτηριστικά βρίσκονται περισσότερο στο μυαλό αυτού που τα χρησιμοποιεί παρά στο πρόσωπο στο οποίο αποδίδονται. Κάθε άνθρωπος χρησιμοποιεί και τις δικές του κατηγορίες. Οι γυναίκες (και οι ψυχολόγοι) έχουν την τάση να ψάχνουν για χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Οι άντρες αντίθετα ενδιαφέρονται περισσότερο για την κοινωνική θέση και τα επιτεύγματα ενός ατόμου. Πιο ακριβής είναι κανείς στην εκτίμηση ιδιοτήτων που τον ενδιαφέρουν περισσότερο — οι αντισημίτες είναι αυθεντίες στο να εντοπίζουν τους Εβραίους, για παράδειγμα. Ο τέτοιος χαρακτηρισμός είναι αναγκαίος, γιατί ένας αντισημίτης διαφορετικά αντιμετωπίζει ένα Εβραίο και διαφορετικά έναν εθνικό, γι' αυτό και θέλει να ξέρει με ποιον έχει να κάνει κάθε φορά. Το ίδιο ισχύει και για κείνους για τους οποίους έχουν μεγάλη σημασία οι διαφορές κοινωνικής τάξης και ευφυΐας. Οι «κατασκευές» που χρησιμοποιεί ένα άτομο μπορούν να είναι πολύ προσωπικές και αλλόκοτες. Ολόκληρες ομάδες έχουν τις δικές τους κατασκευές, όπως «σωσμένος — μη σωσμένος». Μερικοί άνθρωποι χρησιμοποιούν πολύ απλά συστήματα κατηγοριών, με μία μόνο ή δύο διαστάσεις, όπως θαυμάσιος — σκάρτος, στρατιώτης — πολίτης. Άλλοι μπορεί να χρησιμοποιούν αρκετές ανεξάρτητες διαστάσεις. Ένας δάσκαλος μπορεί να κατατάξει τους μαθητές του σε έξυπνους — βλάκες, με πρωτοβουλία — χωρίς πρωτοβουλία, επιμελείς — τεμπέληδες, ευέξαπτους — ήρεμους, κοινωνικούς — ακοινώνητους κλπ. Εκείνοι που χρησιμοποιούν μόνο μερικές διαστάσεις και αγνοούν τις άλλες, πάσχουν από το «σύμπτωμα του φωτοστέφανου» (>>). Μια πιο πλούσια εντύπωση κάνει δυνατή την αντιμετώπιση του άλλου με ένα πιο αποτελεσματικό τρόπο. Για παράδειγμα, αν μια δασκάλα χαρακτηρίζει ένα μαθητή της έξυπνο, τεμπέλη, και ασταθή, αυτό της επιτρέπει να του αναπτύξει τις πιο κατάλληλες για την προσωπικότητά του κοινωνικές ικανότητες. Παρατηρήθηκε ότι οι σχιζοφρενείς δεν διαθέτουν επαρκείς κατασκευές για να χαρακτηρίσουν τους άλλους και τις συναισθηματικές τους καταστάσεις. Έχει υποστηριχθεί ότι αυτός είναι ένας παράγοντας που καθορίζει την ανεπαρκή κοινωνική τους συμπεριφορά. Όπως ένας κηπουρός πρέπει να έχει μια ικανοποιητική ικανότητα ταξινόμησης των φυτών, και των χόρτων, έτσι και για τους σκοπούς της κοινωνικής συμπεριφοράς πρέπει να έχουμε ικανοποιητικές κατασκευές για τους ανθρώπους (>>). Διαφορετικές κατασκευές χρησιμοποιούνται σε κάθε κατάσταση. Ο Forgas, ο Argyle και ο Ginsburg (1977) παρατήρησαν ότι τα μέλη μιας ομάδας ψυχολογικών ερευνών, στις ανεπίσημες συζητήσεις τους, την ώρα του καφέ, χρησιμοποιούσαν τις έννοιες εξωστρέφεια και εκτίμηση. Στα σεμινάρια, αντίθετα, χαρακτήριζαν ο ένας τον άλλο με όρους όπως δεσποτισμός, δημιουργικότητα, συμπαράσταση. Επίσης διαφορετικά χαρακτηριστικά χρησιμοποιούνται και για την περιγραφή διαφορετικών ομάδων ανθρώπων: ο Argyle, ο Forgas και ο Ginsburg διαπίστωσαν ότι χρησιμοποιούνται διαφορετικές έννοιες για το χαρακτηρισμό των φιλενάδων, των παιδιών, των συναθλητών, των καθηγητών κλπ.
Στερεότυπες αντιλήψεις και φυσικές ενδείξεις
Οι εντυπώσεις μας για την προσωπικότητα των άλλων βασίζονται εν μέρει σε στερεότυπες αντιλήψεις. Αν έχουμε για κάποια γυναίκα τα στοιχεία ότι είναι φοιτήτρια της ψυχολογίας στην Οξφόρδη, κατέχουμε ήδη τρεις στερεότυπες πληροφορίες, που η έννοια της κάθε μιας στηρίζεται Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
στις περασμένες εμπειρίες μας και στην επαφή μας με το λαϊκό πολιτισμό. Ο Katz και ο Braly έκαναν μια κλασσική μελέτη το 1933, που επαναλήφθηκε το 1951 και το 1967 πάνω στις στερεότυπες αντιλήψεις των φοιτητών του Princeton: τα 84% θεωρούσαν τους Νέγρους προληπτικούς, το 79% θεωρούσε τους Εβραίους πανούργους, και το 78% θεωρούσε τους Γερμανούς προικισμένους με επιστημονικό μυαλό. Το ποσοστό των φοιτητών του Princeton που εξακολουθούν να διατηρούν αυτές τις αντιλήψεις έχει πέσει πολύ από το 1933. (Η μέθοδος σ' αυτές τις μελέτες δεν ήταν εντελώς ικανοποιητική, μια και οι φοιτητές κλήθηκαν να εκφράσουν τέτοιες αντιλήψεις). Παρ' όλ' αυτά, πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να έχουν προκατασκευασμένες αντιλήψεις για τα χαρακτηριστικά των Εβραίων, των αποφοίτων του κολλεγίου του Ήτον, των φοιτητών της θεολογίας, των αστυνομικών κλπ. Αν και οι ψυχολόγοι έχουν συνήθως την αντίληψη ότι είναι πολύ άσχημο να έχουμε προκατασκευασμένες αντιλήψεις, συχνά αυτές συνοψίζουν τα τυπικά χαρακτηριστικά διαφόρων τμημάτων του πληθυσμού. Ο Stone, ο Gage και ο Leavitt (1957) βρήκαν ότι οι προκατασκευασμένες εκτιμήσεις για κάποια άτομα, που το μόνο γνωστό τους χαρακτηριστικό ήταν ότι ήσαν φοιτητές, ήσαν πιο ακριβείς από τις εκτιμήσεις που έγιναν αφού τους εξέτασαν υποβάλλοντάς τους μια σειρά ερωτήσεις. Αντίθετα, υπάρχουν πολύ περισσότερες διαφορές, για παράδειγμα ανάμεσα στους φοιτητές της κοινωνιολογίας, απ' ότι η προκατασκευασμένη αντίληψη αφήνει να εννοηθεί, και έχει σημασία να μπορούμε να αναγνωρίζουμε τις διαφορές από τον στατιστικό μέσο όρο. Οι εντυπώσεις μας για τους άλλους βασίζονται εν μέρει στα συμπεράσματα που βγάζουμε από την εμφάνισή τους. Οι άνθρωποι π.χ. που φορούν γυαλιά θεωρούνται έξυπνοι, αν και ο Argyle και ο McHenry (1970) διαπίστωσαν ότι αυτή η εντύπωση διαλύεται μετά από λίγα λεπτά, μόλις δούμε τον άλλο στη συμπεριφορά ή στη δουλειά του. Το ίδιο μπορεί να ισχύσει και για άλλες παραδοσιακές αντιλήψεις του τύπου: • • • •
Χοντρά χείλη — σέξυ Λεπτά χείλη — ευσυνείδητος Ψηλό μέτωπο — έξυπνος Σκούρο ή τραχύ δέρμα — εχθρικός κλπ.
Δεν υπάρχει όμως καμιά απόδειξη ότι αυτοί που έχουν τέτοια χαρακτηριστικά έχουν και την αντίστοιχη ιδιότητα. Για το σχηματισμό μιας εντύπωσης από την εμφάνιση, συνδυάζονται πολλές διαφορετικές πληροφορίες. Αυτό έχει μελετηθεί εκτεταμένα με πειράματα πάνω στο πως αντιλαμβανόμαστε ένα πρόσωπο. Το κύριο συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει ένας μέσος όρος της εντύπωσης που δίνουν δύο ή περισσότερες λεκτικές πληροφορίες, σχετικά με την ευφυΐα του εν λόγω προσώπου κλπ. Στην περίπτωση του μη λεκτικού υλικού, η διαδικασία φαίνεται να είναι μάλλον διαφορετική, και δύο ενδείξεις σε συνδυασμό μπορούν να οδηγήσουν σε μια ειδική εντύπωση. Ο Mahannah (1968) ζήτησε από κάποιους να κρίνουν την προσωπικότητα ενός κοριτσιού που φόρεσε με τη σειρά ξανθιά και μελαχρινή περούκα και κόκκινο και μπλε φόρεμα. Ο συνδυασμός της μελαχρινής περούκας και του κόκκινου φορέματος, δημιούργησε την εντύπωση ότι επρόκειτο για μια γυναίκα επιθετική, αρρενωπή, και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Η φωνή ερμηνεύεται κυρίως στη βάση προκατασκευασμένων αντιλήψεων: η προφορά ενός ατόμου χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της εθνικότητάς του και της τάξης στην οποία ανήκει. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται συμβατικές αντιλήψεις. Τα ρούχα παρουσιάζουν άλλα προβλήματα: βρίσκονται εντελώς κάτω από το συνειδητό έλεγχο, και παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην αυτοπαρουσίαση. Απ' τα ρούχα μαθαίνουμε πώς θέλει ο άλλος να τον θεωρούμε, πράγμα που δεν ταυτίζεται εντελώς μ' αυτό που πραγματικά είναι (βλέπε ένατο κεφάλαιο).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Φυσική ελκυστικότητα
Αυτός είναι ένας τρόπος ταξινόμησης των ανθρώπων που χρησιμοποιείται πολύ πλατιά. Η φυσική ελκυστικότητα ενός ατόμου έχει μεγάλη σημασία για το πώς θα του συμπεριφερθούν. Μπορεί να μετρηθεί πολύ εύκολα ζητώντας από τα πειραματικά υποκείμενα να κρίνουν το υπό εκτίμηση άτομο στη βάση μιας κλίμακας από πέντε ή επτά σημεία, σαν αυτή εδώ: 1 καθόλου ελκυστικός
2 ελαφρά ελκυστικός
3 μέτρια ελκυστικός
4 πολύ ελκυστικός
5 εξαιρετικά ελκυστικός
Υπάρχει ένα πολύ υψηλό ποσοστό ομοφωνίας ανάμεσα στα άτομα που κρίνουν, σε όποιο φύλο κι αν ανήκουν, σχετικά με τη φυσική ελκυστικότητα ενός ατόμου. Το ίδιο το άτομο όμως μπορεί να μην έχει πολύ ακριβή αντίληψη του βαθμού της ελκυστικότητάς του. Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά της τάξης του 0,25-0,30, για τη φυσική ελκυστικότητα, όπως την υπολογίζει το ίδιο το άτομο και όπως την υπολογίζουν οι άλλοι: κάποιοι είναι μετριόφρονες, κάποιοι το αντίθετο. Υπάρχουν ατομικές διαφορές στις προτιμήσεις που σχετίζονται με την προσωπικότητα του υποκειμένου. Οι εξωστρεφείς άντρες προτιμούν γυναίκες με μεγάλα στήθη και «αποκαλυπτική» ενδυμασία. Ακόμα, είναι πιο πρόθυμοι να παραδεχτούν αυτές τις προτιμήσεις τους από τους εσωστρεφείς. Υπάρχουν επίσης πολιτιστικές διαφορές στην προτίμηση λεπτών ή γεμάτων γυναικών κλπ. Η ελκυστικότητα στις γυναίκες, για πολύ κόσμο στην κοινωνία μας σήμερα, φαίνεται ότι καθορίζεται από τα παρακάτω στοιχεία (Wilson και Nias, 1976): Ύψος: πιο κοντή απ' τον άντρα, ή μέτρια: οι Μις κόσμος έχουν μέσο ύψος 5 πόδια, 8 ίντσες. Αναλογίες: 36-24-35 είναι η ιδανική. Και οι τρεις αριθμοί είναι σημαντικοί. Το πάχος αποτελεί ένα αρνητικό χαρακτηριστικό. Πρόσωπο: κανονικά χαρακτηριστικά, γεμάτα χείλη, καθαρό δέρμα, χαμογελαστή έκφραση. Μαλλιά και περιποίηση: μακριά μαλλιά. Το «κατσάρωμα» χρησιμοποιείται συχνά πειραματικά για να μειώσει την ελκυστικότητα. Υγεία: ζωηρότητα, προκλητικότητα, δροσεράδα. Ρούχα: της μόδας Αυτοεκτίμηση: άνθρωποι με μεγάλη εκτίμηση για τον εαυτό τους παίρνουν πιο ελκυστικούς συντρόφους. Έχει σημασία το ότι τα περισσότερα απ' αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούμε να τα αλλάξουμε προς το καλύτερο, αν λάβουμε υπ' όψη μας και τις μεθόδους αύξησης του ύψους και αλλαγής του πραγματικού ή φαινομενικού μας παρουσιαστικού. Σε ένα μεγάλο βαθμό, η φυσική ελκυστικότητα είναι ένα στυλ συμπεριφοράς, το οποίο μπορεί κανείς εύκολα να το ακολουθήσει. Η σεξοθεραπεία και η άσκηση των κοινωνικών ικανοτήτων, συχνά περιλαμβάνουν και βελτίωση της εμφάνισης — που είναι ευκολότερο να πραγματοποιηθεί απ' ότι η βελτίωση στην κοινωνική συμπεριφορά. Η ελκυστικότητα στους άντρες δεν είναι τόσο σημαντική όσο στις γυναίκες, έχει όμως και σ' αυτούς τις επιπτώσεις της. Έχει τα ίδια στοιχεία με εκείνη των γυναικών, μόνο που εδώ το ύψος θεωρείται πιο σημαντικό, και η κυριαρχική συμπεριφορά θεωρείται ελκυστική. Τα πειράματα έχουν δείξει ότι εκείνοι που είναι ελκυστικοί στην εμφάνιση, σ' όποιο φύλο κι αν ανήκουν, πιστεύεται ότι κατέχουν και όλα τα άλλα θετικά χαρακτηριστικά. Θεωρούνται σαν πιο θερμοί σεξουαλικά, πιο ευαίσθητοι, πιο ευγενικοί, πιο δυνατοί, πιο κόσμιοι, πιο κοινωνικοί, πιο αλτρουϊστές, πιο καλόκαρδοι, πιο ειλικρινείς, πιο ισορροπημένοι, πιο υπέροχοι. Πιστεύεται ότι δε
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
μένουν ανύπαντροι, ότι είναι ευτυχισμένοι στο γάμο τους, ότι επαγγελματικά σταδιοδρομούν καλύτερα, γενικά ότι είναι πιο ευτυχισμένοι, μόνο που σαν γονείς δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά. (Dion και άλλοι, 1977). Αυτό είναι γνωστό σαν «συμβατική αντίληψη για τη φυσική ελκυστικότητα», η υπόθεση δηλαδή ότι αυτοί που είναι πιο όμορφοι είναι και πιο καλοί. Είναι αμφίβολο αν η αντίληψη αυτή έχει καμιά βάση στην πραγματικότητα. Η αντίληψη οδηγεί στη δράση, και αυτοί που είναι ελκυστικοί τους συμπεριφέρονται διαφορετικά. Η πιο σημαντική μελέτη είναι ο λεγόμενος «χορός του υπολογιστή», ένας χορός στον οποίο η Elaine Walster και οι βοηθοί της (1966) προσκάλεσαν 752 πρωτοετείς, και όπου τα ζευγάρια σχηματίσθηκαν στην τύχη, με τον μοναδικό όρο ότι το αγόρι έπρεπε να είναι πάντοτε ψηλότερο απ' το κορίτσι. Έγιναν εκτιμήσεις ελκυστικότητας από τους πειραματιστές, και αυτοί απεδείχθησαν ότι ήσαν οι μόνοι που διέβλεψαν σωστά πόσο ένιωθε να έλκεται κάθε άτομο από τον παρτενέρ του, και για τα δυο φύλα, ιδιαίτερα όμως για τις γυναίκες. Ο Berscheid και οι συνεργάτες του (1971) βρήκαν ότι για το κλείσιμο των ραντεβού του περασμένου χρόνου, η ελκυστικότητα μέτρησε 61% για τις γυναίκες και 25% για τους άντρες. Διαπιστώθηκε ότι οι ελκυστικές φοιτήτριες σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο έπαιρναν μεγαλύτερους βαθμούς, και αυτό το κατάφερναν μένοντας πίσω, μετά το τέλος της εξέτασης, χρησιμοποιώντας τα θέλγητρά τους πάνω στους εξεταστές (Singer, 1964). Άλλες μελέτες δείχνουν ότι οι ψηλότεροι άντρες βρίσκουν καλύτερες θέσεις, και τα όμορφα κορίτσια σπάνια καταδικάζονται στο δικαστήριο (βλέπε Berscheid και Walster, 1974α).
Ονόματα και παρανόμια
Ο Rome Harre (1976) επέστησε πρόσφατα την προσοχή πάνω στη σημασία που έχουν τα ονόματα για την κοινωνική συμπεριφορά. Οι άνθρωποι σκέφτονται τον εαυτό τους και τους άλλους μέσω των ονομάτων τους, όπως όταν τους ρωτάνε «ποιος είσαι;». Το όνομα ενός ανθρώπου δείχνει συχνά την κοινωνική του τάξη (Μήτρος), τη φυλή του (Μωυσής, Λεβί), ή την ιδιαίτερη πατρίδα του (Μανώλης). Τα μικρά ονόματα, αν και τα δίνουν οι γονείς, δημιουργούν κι αυτά κάποιους χαρακτηριστικούς συνειρμούς. — Αγάπη, Οράτιος, Ρόμπιν, Ιωάννα, για παράδειγμα. Υπάρχουν άνθρωποι που αλλάζουν τα ονόματά τους για να κρύψουν την εθνική ή φυλετική τους καταγωγή («Τι όνομα είχατε πριν πάρετε το John Smith;) ή εξ αιτίας των δυσάρεστων συνειρμών που προκαλούν τα ονόματά τους, ή για να πάρουν ένα πιο «γοητευτικό» όνομα. Οι γονείς συχνά βγάζουν παρανόμια στα παιδιά τους — μερικές φορές χρησιμοποιούνται στην ίδια οικογένεια μέχρι οχτώ τέτοια. Η παρέα ή η ομάδα επίσης βγάζει παρανόμια στα μέλη της, που δηλώνουν τη συμμετοχή τους σ' αυτή, και συχνά και τον κοινωνικό ρόλο που παίζει σ' αυτή το άτομο στο οποίο αποδίδεται. Αυτά τα ονόματα μπορεί να βασίζονται σε ατομικές ιδιότητες, όπως «χοντρούλης», σε ιδιαίτερα περιστατικά, ή μπορεί να προέρχονται από το πραγματικό, όνομα, όπως Τουτούς (Τουτούζογλου). Η παιδική κοινωνία περιέχει ένα αριθμό παραδοσιακών ρόλων, που διαιωνίζεται μέσω του σχολείου και των «κόμικς», όπως σερίφης κλπ. Με πολλούς τρόπους λοιπόν βλέπουμε ότι συμβάλλει το όνομα και το παρανόμι στο σχηματισμό των εντυπώσεων γύρω από ένα άτομο. Ο τίτλος αποτελεί μια προσφώνηση, και πρέπει να τον κατακτήσει κανείς — όπως οι βαθμοί στο στρατό, ο δόκτωρ και ο καθηγητής, ο σερ και ο Λόρδος. Οι λεπτολογίες των αγγλικών τίτλων, των διαφόρων ειδών των Ladies, (Κυριών), έχουν μεγάλη σημασία για τους ενδιαφερόμενους. Σε κάποιες χώρες, όπως στην Ουαλία, υπάρχει η συνήθεια να αναφέρουν δίπλα στο όνομα και το επάγγελμα — π.χ. «Μίμης ο σιδεράς»
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η ακρίβεια της αντίληψης για ένα άτομο
Ο σχηματισμός ακριβών εντυπώσεων για τους άλλους έχει μεγάλη σημασία για όλες τις κοινωνικές καταστάσεις, γιατί είναι ανάγκη να γνωρίζουμε πώς πρέπει να μεταχειριστούμε έναν άνθρωπο και ποιες μπορεί να είναι οι πιθανές αντιδράσεις του. Για τους υπεύθυνους επί των προσλήψεων, καθώς και τους ψυχίατρους, ο σχηματισμός ακριβών εντυπώσεων είναι η δουλειά τους. Τι όμως εννοούμε εδώ με τη λέξη «ακριβής»; Μπορεί να βγει από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων ή των παρατηρητών με τα αποτελέσματα των ψυχολογικών τεστ. Ένα πρόβλημα που υπάρχει εδώ είναι να ξεχωρίσουμε τη διαφορική ακρίβεια από την απλή γνώση του μέσου όρου βαθμολογίας, που πάρθηκε από διαφορετικούς βαθμολογητές. Ο Μαρκ Κουκ, σε μια ανέκδοτη μελέτη, μέτρησε τη διαφορική ακρίβεια στο σχηματισμό εντυπώσεων και βρήκε ότι οι παρατηρητές μπορούσαν να προσδιορίσουν σωστά το βαθμό εξωστρέφειας ενός ατόμου, όταν έβλεπαν ένα σύντομο δειγματολόγιο της συμπεριφοράς του σε ταινία βίντεο. Δεν τα κατάφερναν όμως όταν επρόκειτο για περίπτωση νευρωτικού — γιατί προφανώς αυτό είναι κάτι που δεν φαίνεται εύκολα. Ένα πολύ βασικό πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι διαφέρουν πάρα πολύ στη συμπεριφορά τους σε κάθε κατάσταση, όπως θα δείξουμε στο επόμενο κεφάλαιο: οι εξωστρεφείς δεν είναι όλη την ώρα εξωστρεφείς. Ο Cline και ο Richards (1960) παρουσίασαν φιλμ όπου έπαιρναν σε κάποια άτομα συνέντευξη και ζήτησαν από τους θεατές να μαντέψουν πώς είχαν συμπεριφερθεί σε μια σειρά περιπτώσεις. Βρήκαν ότι λίγοι μόνο απ' αυτούς είχαν μαντέψει αρκετά σωστά. Μια πρόβλεψη μεγάλης πρακτικής σημασίας είναι η πρόβλεψη αν θα επιτύχει κανείς σε μια δουλειά — που συνεπάγεται συνήθως την αντιμετώπιση μιας μεγάλης σειράς καταστάσεων. Θα συζητήσουμε για την ακρίβεια στις εκτιμήσεις των υπευθύνων επί των προσλήψεων, αργότερα (>>). Μπορούμε όμως να συνοψίσουμε εδώ τα συμπεράσματα των παρατηρήσεών μας λέγοντας ότι οι εκτιμήσεις μπορούν να προσθέσουν αρκετά νέα στοιχεία στις πληροφορίες σχετικά με ένα πρόσωπο, όμως οι προβλέψεις τους κάθε άλλο παρά τέλειες είναι, και συχνά αντιφάσκουν μεταξύ τους. Οι κύριες πηγές σχηματισμού λαθεμένης αντίληψης για ένα πρόσωπο είναι οι παρακάτω: 1. Η υπόθεση ότι ένα πρόσωπο θα συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο και σε άλλες περιπτώσεις, παραβλέποντας τις αντικειμενικές αιτίες της συγκεκριμένης του συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένης και της συμπεριφοράς του ίδιου του παρατηρητή, 2. Ο υπερβολικός ζήλος να σχηματίσουμε μια συνεκτική εικόνα του άλλου. Η αντίληψη ότι όλα τα καλά πάνε μαζί. Η απροθυμία να παραδεχτούμε ότι μπορεί να είναι κανείς έξυπνος και τεμπέλης, νευρωτικός και μεγαλόψυχος. 3. Η υπερβολική επίδραση των αρχικών εντυπώσεων, ιδιαίτερα της σωματικής εμφάνισης και της προφοράς, και η επίδραση αντίστοιχων συμβατικών, προκατασκευασμένων αντιλήψεων. 4. Η θετική εκτίμηση και η ευνοϊκή στάση απέναντι σε ανθρώπους που προέρχονται από την ίδια πόλη, το ίδιο σχολείο, την ίδια κοινωνική τάξη κλπ. 5. Η υπερβολική επίδραση από τα αρνητικά χαρακτηριστικά του άλλου και όχι από τα θετικά του. 6. Η συνεχής διάπραξη λαθών, που κακοχαρακτηρίζει αναπόφευκτα τον άλλο. 7. Αυτοί που πάσχουν από έλλειψη κοινωνικότητας έχουν ένα άλλο συνηθισμένο πρόβλημα — δεν κοιτάζουν αρκετά τους άλλους, δεν τους προσέχουν γενικά, ούτε δείχνουν κανένα ενδιαφέρον γι'
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
αυτούς.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Κοινωνική Συμπεριφορά και Προσωπικότητα Θέλουμε να ερμηνεύουμε, ακόμα και να προβλέπουμε, την κοινωνική συμπεριφορά διαφόρων ατόμων, καθώς και τι πρόκειται να συμβεί όταν συναντηθούν δύο ή περισσότερα άτομα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ Για πολλά χρόνια πιστευόταν ότι η κοινωνική συμπεριφορά ενός ατόμου σχετίζεται άμεσα με την προσωπικότητά του, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που θα μπορούσε να προβλεφθεί με τεστ μέτρησης εξωστρέφειας, κυριαρχικότητας και τα παρόμοια. Σιγά, σιγά ανακαλύφθηκε ότι τα τεστ δίνουν μια πολύ φτωχή πρόβλεψη για την κοινωνική συμπεριφορά του κάθε ατόμου (η αναλογία συνήθως είναι 0,25 ή λιγότερο). Επίσης παρατηρήθηκε ότι το ίδιο πρόσωπο συμπεριφέρεται εντελώς διαφορετικά σε διάφορες καταστάσεις. Για παράδειγμα, ένας φοιτητής με τη φιλενάδα του στα εργαστήρια και σε ένα τρικούβερτο γλέντι. Είναι πράγματι εξωστρεφής ή όχι; Είχε διαπιστωθεί, φυσικά, ότι και η κατάσταση επηρεάζει τη συμπεριφορά —πάνω σ' αυτή την αρχή στηρίζονται όλα τα ψυχολογικά πειράματα, όμως πιστευόταν ότι οι εξωτερικοί παράγοντες ήσαν λιγότερο σημαντικοί από τους εσωτερικούς. Όπως θα φανεί παρακάτω, οι εξωτερικοί παράγοντες είναι τουλάχιστον το ίδιο σημαντικοί όσο και οι εσωτερικοί, αν όχι περισσότερο. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, ας πάρουμε τρία φανταστικά πρόσωπα, τον Τομ, τον Ντικ και τον Χάρρυ, που έχουν διαφορετικούς λόγους να αργοπορούν ο καθένας τους. Αν τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είναι εξ ίσου σημαντικές η χαρακτηριστική αργοπορία τους μπορεί να κατανεμηθεί κάπως έτσι. (Argyle 1976): καθυστέρηση σε λεπτά Τομ Ντικ Χάρρυ η κατάσταση μετράει
πανεπ/κή παράδοση 0 3 6 3
εργαστήριο 3 6 9 6
καφές 6 9 12 9
Το πρόσωπο μετράει 3 6 9 6
Όμως υπάρχει ένα ακόμα πρόβλημα. Ο παραπάνω πίνακας μας δείχνει ότι οι τρεις φίλοι καθυστερούν πάντα — Ο Τομ λιγότερο, ο Χάρρυ περισσότερο. Όμως εμείς τώρα ξέρουμε ότι οι άνθρωποι δεν καθυστερούν παντού και πάντα. Ο Τομ μπορεί να τον ενδιαφέρουν πολύ οι παραδόσεις και να έρχεται νωρίς, ενώ ο Χάρρυ να τις βαριέται και έρχεται πάντα αργά. Η μέση αργοπορία τους λοιπόν πρέπει να παρασταθεί μάλλον έτσι (Argyle, 1976): καθυστέρηση σε λεπτά πανεπ/κή παράδοση Τομ —6 Ντικ 3 Χάρρυ 12 η κατάσταση μετράει 3
εργαστήριο καφές Το πρόσωπο μετράει 3 12 3 6 9 6 9 6 9 6 9 6
Αυτό είναι γνωστό σαν αλληλεπίδραση ανάμεσα στην προσωπικότητα και την κατάσταση (αλληλεπίδραση ΠxΚ), και παρουσιάζει μικρή ομοιότητα ανάμεσα στις καταστάσεις ή τα τεστ. Αυτό που έκανε πολλούς ψυχολόγους να εγκαταλείψουν το παραδοσιακό μοντέλο χαρακτηριστικών της προσωπικότητας είναι η διαπίστωση ότι τα τεστ προσωπικότητας δε μπορούν να προβλέψουν τη συμπεριφορά στις πραγματικές καταστάσεις με οποιαδήποτε ακρίβεια. Αν υπάρχουν μικρές ομοιότητες ανάμεσα στις καταστάσεις, αυτό δείχνει ότι ένα μόνο τεστ δε θα μπορούσε να προβλέψει τη συμπεριφορά σε όλες αυτές. Το παραδοσιακό μοντέλο χαρακτηριστικών έχει αντικατασταθεί από το μοντέλο αλληλεπίδρασης της προσωπικότητας (Endler και Magnusson, 1976). Αυτό το μοντέλο αναγνωρίζει την ύπαρξη σταθερών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, λέει όμως ότι αυτά αντιδρούν σύμφωνα με τις ιδιομορφίες των ιδιαίτερων καταστάσεων και δημιουργούν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Αυτό το μοντέλο διαφέρει εντελώς από το προηγούμενο. Δεν αναφέρει ότι ένα πρόσωπο έχει για παράδειγμα μια χαρακτηριστική ή μέση τάση κυριαρχίας την οποία κοιτάζει να εκφράσει μέσα από όλες τις καταστάσεις, αλλά ότι υπάρχουν κάποιες παρορμήσεις και πλευρές της προσωπικότητάς του που μπορούν να προκαλέσουν ή όχι την κυριαρχική συμπεριφορά σε μια ιδιαίτερη κατάσταση. Οι αυταρχικοί χαρακτήρες το δείχνουν αυτό πολύ καθαρά: ένας άνθρωπος με αυταρχικό χαρακτήρα Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
τρομοκρατεί τους λιγότερο ισχυρούς ή σημαντικούς ανθρώπους, ενώ φέρεται υποτακτικά στους πιο ισχυρούς απ' αυτόν — Εδώ δεν μπαίνει καθόλου πρόβλημα γενίκευσης της ίδιας συμπεριφοράς. Έχουν γίνει απόπειρες να ελεγχθεί η εγκυρότητα αυτών των μοντέλων βρίσκοντας τη σχετική σημασία προσώπων, καταστάσεων, και της αλληλεπίδρασης ΠxΚ. Αυτό γίνεται παρατηρώντας ή ερωτώντας για τη συμπεριφορά κάποιων ατόμων σε μια σειρά καταστάσεις, και υπολογίζοντας μετά κατά πόσο οι παραλλαγές μπορούν να ερμηνευθούν με βάση το χαρακτήρα των εν λόγω ατόμων, και κατά πόσο με βάση τις καταστάσεις. Μια τέτοια χαρακτηριστική μελέτη είναι αυτή που έκανε ο Moos (1969) παρατηρώντας τη συμπεριφορά διανοητικά ασθενών. Κατηγορία Κίνηση χεριού Κίνηση ποδιού Ξύσιμο, τρίψιμο, σήκωμα Γενική κίνηση και μετατόπιση Καταφατικό γνέψιμο Χαμόγελο Ομιλία Κάπνισμα
Πηγή Πρόσωπα Καταστάσεις 17,2 27,3 26,3 23,1 4,6 33,4 7,4 36,5
13,8 13,0 18,2 4,4 56,5 8,3 60,1 12,2
ΠxΚ
Εντός
29,6 31,2 27,6 48,2 21,3 36,1 19,9 10,2
39,3 28,6 27,9 24,3 18,5 22,3 12,5 41,1
Πίνακας 2. Ποσοστό παραλλαγής που αποδίδεται στα πρόσωπα και στις καταστάσεις (Μους, 1969).
Αυτό το γενικό σχήμα αποτελεσμάτων έχει επιβεβαιωθεί από μια σειρά μελέτες πάνω σε διαφορετικούς πληθυσμούς και με τη χρήση διαφορετικών μεταβλητών. (Bowers, 1973). Τα συνολικά αποτελέσματα είναι πολύ σαφή: οι καταστάσεις είναι τουλάχιστο το ίδιο σημαντικές όσο και τα πρόσωπα, και η αλληλεπίδραση ΠxΚ είναι πιο σημαντική κι απ' τα δύο. Σε μια απροκάλυπτη συμπεριφορά το βάρος των εξωτερικών παραγόντων είναι μεγαλύτερο. Τώρα είναι παραδεκτό ότι έρευνες αυτού του είδους δεν μπορούν να διαπιστωθούν με βεβαιότητα πιο απ' τα δύο είναι πιο σημαντικό, ο χαρακτήρας ή η κατάσταση, για πολλούς και διάφορους λόγους (Argyle, 1976). Παρ' όλ' αυτά, τα αποτελέσματα ευνοούν καθαρά την αλληλεπιδρασιακή θέση. Για να προβλέψουμε με ποιο τρόπο ένα ιδιαίτερο πρόσωπο θα συμπεριφερθεί σε μια ιδιαίτερη κατάσταση, πρέπει να ξέρουμε κάτι άλλο — την εξίσωση που δείχνει πως αλληλεπιδρούν Π και Κ, που έχει τη γενική μορφή Β = f(Π, Κ) Αυτό δείχνει ότι ο βαθμός εκδήλωσης κάποιας μορφής συμπεριφοράς είναι μια μαθηματική συνάρτηση μεταβλητών χαρακτήρα και κατάστασης. Τέτοιες εξισώσεις μπορούν να δοθούν με διαγράμματα που δείχνουν πως η συμπεριφορά αποτελεί μια συνάρτηση προσώπου και κατάστασης. Παρακάτω υπάρχει ένα παράδειγμα, από μια μελέτη αντιδράσεων στη «σύγκρουση ρόλων» (βλέπε εδώ). Σημειώσατε ότι μόνο άτομα με μεγάλο νευρωτικό άγχος επηρεάζονται από την «σύγκρουση των ρόλων». Σημειώσατε επίσης ότι ο βαθμός βίωσης της σύγκρουσης είναι υψηλότερος όταν η πραγματική σύγκρουση ρόλων είναι ισχυρή (κατάσταση) και σε ανθρώπους που παρουσιάζουν μεγάλο νευρωτικό άγχος (χαρακτήρας), όμως επηρεάζεται περισσότερο από μια αλληλεπίδραση ανάμεσα σ' αυτά τα δυο (ΠxΚ).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Σχήμα 17. Επίδραση της σύγκρουσης ρόλων και του νευρωσικού άγχους πάνω στην ένταση της βιωμένης σύγκρουσης (Kahn και άλλοι, 1964).
Δεν υπάρχει άραγε περίπτωση κάποιοι άνθρωποι να είναι πιο σταθεροί στη συμπεριφορά τους, σε μια ποικιλία καταστάσεων, σε σχέση με άλλους, ώστε τουλάχιστο γι' αυτά τα άτομα να ισχύει το μοντέλο χαρακτηριστικών; Οι διανοητικά ασθενείς, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, είναι πιο σταθεροί στην συμπεριφορά τους. Ο Moos (1968), για παράδειγμα μελέτησε είκοσι δύο ασθενείς και δέκα μέλη του προσωπικού, σε εννιά διαφορετικές καταστάσεις σε ένα νοσοκομείο, παρατηρώντας πέντε πλευρές της συμπεριφοράς τους. Τα ποσοστά κατανομής Π, Κ, και ΠxΚ για τους ασθενείς και το προσωπικό παρατίθενται παρακάτω. Πηγή Πρόσωπα Καταστάσεις Πρόσωπα x Καταστάσεις
Ασθενείς 30,0 1,7 17,0
Προσωπικό 6,8 12,6 25,4
Οι άνθρωποι που τους διακρίνει υψηλός «εσωτερικός έλεγχος» (>>) αντιστέκονται περισσότερο στις κοινωνικές πιέσεις για συμμόρφωση με τους κοινωνικούς κανόνες, και έτσι, κατά κάποιο τρόπο, έχουν την τάση να είναι πιο σταθεροί. Οι ασθενείς επηρεάζονται λιγότερο από τις καταστάσεις σε σχέση με τους υγιείς, γι' αυτό και είναι πιο «σταθεροί». Οι γυναίκες είναι κάπως λιγότερο σταθερές από τους άντρες, επιβεβαιώνοντας έτσι μια παλιά λαϊκή αντίληψη. Και τελευταία ανακαλύψαμε ότι οι Βρετανοί είναι πιο σταθεροί από τους γιαπωνέζους (Argyle, Shimoda, και Little, 1978), κυρίως εξαιτίας των λεπτών υπαγορεύσεων της ετικέτας για ιδιαίτερες καταστάσεις που υπάρχουν στην Ιαπωνία.
Περιορισμοί μοντέλου αλληλεπίδρασης
Αυτό το μοντέλο έχει ένα σωρό περιορισμούς που προκύπτουν από ορισμένα χαρακτηριστικά της κοινωνικής συμπεριφοράς. Κατ' αρχήν, οι άνθρωποι δεν εμπλέκονται σε κάποιες καταστάσεις επειδή τους έβαλαν εκεί οι ψυχολόγοι, αλλά επειδή το αποφάσισαν μόνοι τους, και η εκλογή που κάνουν αντανακλά την προσωπικότητά τους. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η εκλογή του επαγγέλματος: Οι άνθρωποι διαλέγουν τη δουλειά τους ανάλογα με το αν μπορούν να αναπτύξουν τη δημιουργικότητά τους εκεί, αν μπορούν να βοηθήσουν τους άλλους ή αν μπορούν να κάμουν χρήματα, και αυτή η εκλογή αντανακλά τα ενδιαφέροντα και τις αξίες τους (Argyle, 1972). φοιτητές με αυταρχικό χαρακτήρα, στην Αμερική συχνά εγκαταλείπουν τα πανεπιστήμια και πηγαίνουν και γράφονται σε στρατιωτικές σχολές. Όταν ένα πρόσωπο επιλέξει μια κατάσταση ή μια σειρά καταστάσεις, αυτό θα έχει επιπτώσεις στην Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
προσωπικότητά του. Ο Runyan (1976) έδειξε πως τα στάδια που περνάει ένας άνθρωπος πριν καταντήσει τοξικομανής αποτελούν μια σειρά εκλογών κάποιων καταστάσεων, που η κάθε μια τους δημιουργεί τις συνθήκες για το πέρασμα στην επόμενη. Για παράδειγμα, στην περίοδο της συστηματικής χρήσης, τα ναρκωτικά είναι άμεσα διαθέσιμα, οι πιο πολλοί φίλοι παίρνουν τακτικά ναρκωτικά, και η επιθυμία για τη «δόση» είναι πολύ έντονη. Κάθε βήμα που γίνεται δημιουργεί μια εντελώς νέα εξίσωση ΠxΚ, με την αλλαγή της κατάστασης και με την τελική αλλαγή της ίδιας της προσωπικότητας. Είναι δυνατό να προβλέψουμε τέτοιες αλλαγές, ή να τις προκαλέσουμε σκόπιμα, περνώντας από την εμπειρία μιας σειράς καταστάσεων, όπως πηγαίνοντας από τη μια σχολή στην άλλη ή αλλάζοντας τη μια δουλειά μετά την άλλη. Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι ότι όπως μπορούν οι άνθρωποι να διαλέξουν μια κατάσταση, το ίδιο εύκολα μπορούν και να τη μεταβάλλουν μόλις βρεθούν μέσα σ' αυτήν. Μερικοί άνθρωποι δε χάνουν ευκαιρία να μετατρέπουν μια φιλική συντροφιά σε πάρτι. Ανεπίσημες καταστάσεις, όπου μια πλατιά κλίμακα συμπεριφοράς είναι επιτρεπτή, μπορούν να τροποποιηθούν, ή να «αναμορφωθούν» εντελώς, μ' αυτό τον τρόπο. Οι πιο επίσημες καταστάσεις δεν είναι εύκολο να υποστούν μεγάλες μεταβολές. Πολύ συχνά, οι άνθρωποι δεν έχουν συνείδηση της επίδρασης που ασκούν πάνω στους άλλους. Παραξενεύονται που πέφτουν συνεχώς πάνω σε κακόκεφους ανθρώπους, ντροπαλούς ή πολύ φιλικούς, για παράδειγμα, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι αυτοί οι ίδιοι είναι η αιτία αυτής της συμπεριφοράς. (Wachtel, 1973). Θα συζητήσουμε παρακάτω τα προβλήματα της πρόβλεψης της συμπεριφοράς δύο ατόμων που έρχονται σε επαφή. Μια άλλη αδυναμία του μοντέλου αλληλεπίδρασης είναι ότι μπορεί να ισχύσει μόνο για μια συμπεριφορά, που είναι σχετικά ομοιόμορφη, σε μια ποικιλία καταστάσεων — όπως το άγχος και η διάρκεια ομιλίας ή βλέμματος. Μπορεί όμως να θελήσουμε να προβλέψουμε ατομικές διαφορές σε μια συμπεριφορά που είναι λίγο πολύ ομοιόμορφη, όπως σε ένα πλειστηριασμό ή στην εκκλησία. Είναι δυνατό να χρησιμοποιήσουμε πολύ γενικές κατηγορίες, ώστε και η προσφορά και το κήρυγμα να ταξινομηθούν σαν «εκφράσεις», ή «προτάσεις», αυτό όμως δεν μας μεταφέρει καθόλου στην ουσία του προβλήματος. Πιστεύω ότι κάθε κατάσταση προκαλεί τη δική της ειδική τάξη κοινωνικών ενεργειών, και ότι για κάποιους σκοπούς, κάθε κατάσταση ή ομάδα καταστάσεων πρέπει να αντιμετωπίζεται χωριστά.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ Δεν υπάρχει λόγος να αρνηθούμε την ύπαρξη της προσωπικότητας — κάθε ένας έχει μια ξεχωριστή βιογραφία, και σχετικά σταθερές βασικές ιδιότητες, μερικές από τις οποίες είναι φυσιολογικές, που προκαλούν μια ξεχωριστή συμπεριφορά σε κάθε κατάσταση στην οποία εμπλέκεται — παρ' όλ' αυτά, δημιουργούν μια πλατιά κλίμακα συμπεριφοράς σε διαφορετικές καταστάσεις. Οι γνωστές μεταβλητές της προσωπικότητας που θα αναφερθούν σ' αυτό το κεφάλαιο, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι λειτουργούν σε συνδυασμό με ιδιομορφίες των καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων και των χαρακτηριστικών των παρευρισκομένων. Υπάρχουν πολλά ατομικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων σε διάφορες περιπτώσεις, όμως τα παρακάτω έχουν βρεθεί σαν τα πιο σημαντικά.
1. Παρόρμηση
Μερικά είδη παρορμήσεων περιγράφηκαν στο πρώτο κεφάλαιο. Εδώ θα αναφέρουμε την παρόρμηση για σύναψη φιλικών, κυριαρχικών ή άλλου είδους σχέσεων. Αν ένα πρόσωπο έχει ισχυρή την παρόρμηση, για σύναψη σχέσεων θα επιδιώξει να βρεθεί σε καταστάσεις όπου θα βρει διέξοδο αυτή η παρόρμηση. Όταν βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση, η ανάγκη αυτή θα διεγερθεί, και θα προσπαθήσει να συνάψει εγκάρδιες και φιλικές σχέσεις. Για να απλοποιήσουμε τα πράγματα, θεωρούμε ότι οι παρορμήσεις ενός ατόμου μπορούν να αναπτυχθούν σε δύο διαστάσεις, φιλικές-εχθρικές και κυριαρχικές-υποτακτικές (>>).
2. Βιολογικός πυρήνας
Οι έρευνες πάνω στην προσωπικότητα έχουν καταλήξει σ' αυτές τις δύο διαστάσεις: Εσωστρέφεια — εξωστρέφεια, και Νεύρωση (ή άγχος) — ισορροπία. Αυτές οι διαστάσεις είναι εν μέρει κληρονομικές και σχετίζονται με την κατασκευή και τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου. (Eysenck και Eysenck, 1969). Ασκούν μια γενική, αν και σχετικά μικρή επίδραση πάνω στην κοινωνική συμπεριφορά. Για παράδειγμα, οι εξωστρεφείς μιλούν και κοιτάζουν περισσότερο, ενώ οι νευρωτικοί είναι ανήσυχοι και νιώθουν δυσάρεστα σε κάθε κοινωνική επαφή.
3. Η ευφυΐα και άλλες ικανότητες
Οι έξυπνοι άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν αρχηγοί σε ομάδες παιδιών ή φοιτητών, όχι όμως σε νεανικές συμμορίες. Εξαρτάται βέβαια και από την κατάσταση, γιατί, το άτομο με τη μεγαλύτερη ικανότητα στο έργο της ομάδας είναι πιο πιθανό να γίνει αρχηγός. Αν το έργο αλλάξει, μπορεί να αλλάξει και ο αρχηγός: για παράδειγμα, οι παιδοσυμμορίες έχουν άλλο αρχηγό όταν παίζουν ποδόσφαιρο και άλλο στις υπόλοιπες δραστηριότητές τους. Η ευφυΐα ταιριάζει στο προηγούμενο μοντέλο χαρακτηριστικών μια χαρά, μια και, αν ο Α είναι πιο έξυπνος από τον Β, ξέρουμε ότι ο Α θα τα καταφέρει καλύτερα σε μια σειρά υποχρεώσεις — συνήθως όμως υπάρχει κάτι, το οποίο ο Β μπορεί να το κάνει καλύτερα, γιατί έχει ειδικές ικανότητες.
4. Δημογραφικές μεταβλητές
Η ηλικία, το φύλο, η κοινωνική τάξη και η φυλή επιδρούν πάνω στη συμπεριφορά με δύο εντελώς Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
διαφορετικούς τρόπους. Κατ' αρχήν, οι μεγάλοι διαφέρουν απ' τους νέους από αρκετές απόψεις, και η κοινωνική τους συμπεριφορά είναι διαφορετική. Το ίδιο ισχύει και για τους άντρες και για τις γυναίκες, καθώς και για μέλη διαφορετικών κοινωνικών τάξεων — αν και οι περισσότερες απ' αυτές τις διαφορές είναι επίκτητες πολιτιστικές, και έχουν σχέση με την προφορά και τις στάσεις. Ακόμα, οι άντρες και οι γυναίκες, οι γέροι και οι νέοι, κατέχουν διαφορετικές θέσεις στην κοινωνία, και οι άλλοι τους συμπεριφέρονται αντίστοιχα.
5. Η Σωματική διάπλαση και η εμφάνιση
Η Σωματική διάπλαση και η εμφάνιση επιδρά επίσης πάνω στην κοινωνική συμπεριφορά με δυο τρόπους. Έχουν βρεθεί κάποιες αναλογίες ανάμεσα στη σωματική διάπλαση και την ιδιοσυγκρασία — οι μυώδεις τύποι είναι γενικά επιθετικοί και εξωστρεφείς, οι λεπτοί είναι ανήσυχοι και έξυπνοι, οι χοντροί είναι γαλήνιοι κι ευτυχισμένοι (Parnell, 1958). Έπειτα, όπως είδαμε, οι ψηλοί άντρες και οι ελκυστικές γυναίκες έχουν διαφορετική μεταχείριση απ' τους άλλους (>>).
6. Η γνωστική δομή
Είδαμε ότι τα άτομα διακρίνουν και ερμηνεύουν τα γεγονότα σε συμφωνία με το σύστημα των γνωστικών κατηγοριών που διαθέτουν. Διαφορετικοί τρόποι χαρακτηρισμού και ερμηνείας των γεγονότων οδηγούν σε διαφορετικά σχήματα συμπεριφοράς. Οι στάσεις, οι αντιλήψεις και η ιδεολογία αντιπροσωπεύουν ευρύτερα συστήματα ερμηνείας των γεγονότων. Περιλαμβάνουν αξίες, καθώς και τους ευρύτερους στόχους που ένα άτομο θεωρεί άξιους να επιδιώξει — ιατρικούς, ηθικούς, αισθητικούς, πολιτικούς ή θρησκευτικούς, για παράδειγμα.
7. Ατομικά χαρακτηριστικά δεμένα με μια κατάσταση
Ένας τρόπος για να περιγράψουμε ένα άτομο είναι να αναφέρουμε τις καταστάσεις που το ικανοποιούν περισσότερο και μέσα στις οποίες του αρέσει να βρίσκεται και να περνάει τον καιρό του. Η Άννα νιώθει πιο ευτυχισμένη στην εκκλησία, στα μουσεία και στις βιβλιοθήκες, ενώ ο Γιώργος προτιμά τις ταβέρνες, τα θορυβώδη πάρτι και τα γήπεδα. Έχει επίσης σημασία να ξέρουμε ποιες καταστάσεις αποφεύγει ένα άτομο ή βρίσκει δυσκολίες μ' αυτές (>>). Μπορούμε να βρούμε με ποιο τρόπο ταξινομεί ένας άνθρωπος τις καταστάσεις. Ο Argyle και ο Little (1972) μελέτησαν πώς περιέγραψαν δώδεκα πειραματικά υποκείμενα τη συμπεριφορά τους απέναντι σε κάθε ένα από τα υπόλοιπα έντεκα άτομα, σε σχέση με δεκαοχτώ τρόπους (συμπεριφοράς). Τα αποτελέσματα που βρέθηκαν για έναν απ' αυτούς, μετά από στατιστικές αναλύσεις, παρατίθενται στο σχήμα 18. Βλέπουμε ότι αυτό το άτομο, ένας μαθητευόμενος, έχει πέντε κύριους τρόπους συμπεριφοράς, τους οποίους χρησιμοποιεί για διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. Είπαμε παραπάνω ότι άτομα με υψηλό «εσωτερικό έλεγχο» αντιστέκονται περισσότερο στις πιέσεις που ασκεί πάνω τους μια κατάσταση. Αυτή η διάσταση της προσωπικότητας μπορεί να ελεγχθεί με ένα ερωτηματολόγιο που ρωτάει πόσο πολύ νομίζει ένα άτομο ότι μπορεί να ελέγξει αυτό που συμβαίνει γύρω του, σε αντίθεση με τις επιδράσεις της τύχης ή των άλλων ανθρώπων. Άνθρωποι που τους διακρίνει ένα υψηλό επίπεδο εσωτερικού ελέγχου βρίσκεται ότι επηρεάζονται λιγότερο
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
από τις κοινωνικές πιέσεις, αν και επηρεάζονται από λογικά επιχειρήματα. Ασκούν μια πιο έντονη γνωστική δραστηριότητα, όντας πάντοτε σε ετοιμότητα, κάνοντας ερωτήσεις και προσπαθώντας να αντλήσουν περισσότερες πληροφορίες για την κατάσταση. Εμμένουν στις αντιλήψεις και τις αξίες τους, όμως δεν εκδηλώνουν αναγκαστικά την ίδια συμπεριφορά σε διαφορετικές καταστάσεις. Η επιτυχής αντιμετώπιση μιας κατάστασης μπορεί να απαιτεί ενέργειες που προσιδιάζουν ειδικά σ' αυτή την κατάσταση. Γι' αυτό οι διανοητικά ασθενείς φαίνονται πιο σταθεροί και με περισσότερο αυτοέλεγχο (Phares, 1976). Οι εφτά τομείς της προσωπικότητας που παρατέθηκαν παραπάνω, παρέχουν αρκετές πληροφορίες αναφορικά με την κοινωνική συμπεριφορά, και πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει ότι η κοινωνική συμπεριφορά μπορεί να προβλεφθεί με βάση αυτές. Δεν είπαμε όμως τίποτα για την εσωτερική «δυναμική» του ατόμου, δηλαδή για τις αλληλοσυγκρουόμενες παρορμήσεις και τη λύση τους. Πρέπει κι αυτές να επιδρούν πάνω στην κοινωνική συμπεριφορά, με τρόπους που μας είναι βασικά άγνωστοι. Θα συζητήσουμε για μια περιοχή της «δυναμικής» της προσωπικότητας στο ένατο κεφάλαιο, σε σχέση με την αυτοεικόνα.
Σχήμα 18.
Κοινωνική συμπεριφορά σε διαφορετικές σχέσεις (Argyle και Little, 1972).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Είναι τώρα φανερό ότι η κατάσταση αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη της κοινωνικής συμπεριφοράς. Είναι ανάγκη να μετρήσουμε, να ταξινομήσουμε, ή αλλιώς να αναλύσουμε τις καταστάσεις, για να εξηγήσουμε και να προβλέψουμε τη συμπεριφορά που αναπτύσσεται μέσα σ' αυτές, ιδιαίτερα τη συμπεριφορά διαφορετικών προσωπικοτήτων.
Ταξινομώντας τις καταστάσεις με βάση τη συμπεριφορά.
Ένας τρόπος ταξινόμησης των καταστάσεων είναι με βάση τα διάφορα είδη συμπεριφοράς που αναπτύσσονται μέσα σ' αυτές. Για παράδειγμα, το κύριο έργο ή δραστηριότητα μπορεί να συνίσταται από μια ομαδική εργασία, εμπόριο ή διαπραγματεύσεις, πάλη, διδασκαλία, εξυπηρέτηση, εκμυστήρευση, παιχνίδι, οικογενειακή ζωή, κοινωνική δραστηριότητα ή εθιμοτυπία. Ο Barker και ο Wright (1954) κατέγραψαν πάνω από 800 καταστάσεις σε μια μικρή κωμόπολη, στο Κάνσας, στη βάση της συμπεριφοράς, σε συνδυασμό με τις περιβαλλοντικές ιδιομορφίες. Όμως, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την κατάσταση σαν μια από τις κύριες αιτίες συμπεριφοράς, προκύπτει ότι θα πρέπει να περιγράψουμε τις καταστάσεις με ένα τρόπο που να μην γίνεται αναφορά στη συμπεριφορά που εμπεριέχουν. Επίσης χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από ένα μακρύ κατάλογο' χρειαζόμαστε διαστάσεις ή χαρακτηριστικά των καταστάσεων γενικά.
Φυσικές μετρήσεις των καταστάσεων
Οι ψυχολόγοι του περιβάλλοντος μερικές φορές εκτιμούν τις καταστάσεις με καθαρά φυσικούς όρους. Βρέθηκε, για παράδειγμα, ότι αν συναντηθούν κάποιοι άνθρωποι σε ένα δωμάτιο σε μια θερμοκρασία 93,5°F (34,2°C), ή με τέσσερα τετραγωνικά πόδια ανά άτομο, θα νιώσουν λιγότερη συμπάθεια ο ένας για τον άλλο παρά αν βρισκόντουσαν σε ένα δροσερότερο και πιο άνετο δωμάτιο. (Griffitt και Veitch, 1971). Όμως τα φυσικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος λειτουργούν και με ένα άλλο τρόπο με τη συμβολική τους σημασία. Ένα δωμάτιο διακοσμημένο με κόκκινα και κίτρινα χρώματα προκαλεί μια ζεστή συναισθηματική διάθεση. Το να κάθονται κάποιοι πιο ψηλά, όπως π.χ. ένα ψηλό τραπέζι, δείχνει κυριαρχία. Ένα δωμάτιο με τσιμεντένιο πάτωμα, στραπατσαρισμένα έπιπλα και γυμνές ηλεκτρικές λάμπες υποδηλώνει φυλακή ή ανακριτικό γραφείο — όχι έρωτα, εργασία, κοινωνική ζωή ή δουλειά επιτροπής. Για να βρούμε τι σημαίνουν τα φυσικά χαρακτηριστικά μιας κατάστασης για τους παρόντες, πρέπει να τους ρωτήσουμε — πράγμα που μας οδηγεί:
Στην υποκειμενική ανάλυση των καταστάσεων
η πιο τελευταία μέθοδος είναι η χρήση μιας πολυδιάστατης κλίμακας, με βάση την οποία τα πειραματικά υποκείμενα εκτιμούν την ομοιότητα ζευγών καταστάσεων, καθώς και την επίδοσή τους σε μια σειρά βαθμολογικές κλίμακες, που χρησιμοποιείται για την ερμηνεία των διαστάσεων που εξάγονται. Ο Myron Wish (1975) βρήκε τις ακόλουθες διαστάσεις καταστάσεων, χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο. συνεργάσιμος — ανταγωνιστικός φιλικός — εχθρικός Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ίσος — άνισος ουσιαστικός — επιπόλαιος τυπικός — μη τυπικός κοινωνικός — μη κοινωνικός.
Υπάρχει μια αλληλοδιείσδυση ανάμεσα στις διαστάσεις — στις δύο πρώτες, για παράδειγμα. Αυτές οι διαστάσεις, που βρέθηκαν σε αρκετές μελέτες, είναι προφανώς πολύ σημαντικές, και αντιστοιχούν σε γνωστές διαστάσεις στην κοινωνική ψυχολογία. Όμως μας αποκαλύπτουν ένα μέρος μόνο σχετικά με τις διάφορες καταστάσεις. Πάρτε ένα ιδιαίτερο συνδυασμό — μη κοινωνικός, άνισος, τυπικός, ουσιαστικός: αυτός ο συνδυασμός περικλείει μια πλατιά ποικιλία καταστάσεων που είναι εντελώς διαφορετικές — θρησκευτική εξομολόγηση, ψυχοθεραπεία, συνέντευξη για πρόσληψη σε δουλειά, διδασκαλία, επίβλεψη εργασίας κλπ. Κάθε μία είναι εντελώς διαφορετική όσον αφορά τους στόχους των συμμετεχόντων, τη συμπεριφορά που αναπτύσσεται και τους κανόνες που πρέπει να ακολουθηθούν. Εγώ θα 'λεγα ότι οι καταστάσεις δεν μπορούν τελικά να αναχθούν εντελώς σε διαστάσεις (όπως στη φυσική), αλλά μοιάζουν, κατά κάποιο τρόπο, περισσότερο με τα διακεκριμένα ασυνεχή στοιχεία της χημείας, που κάθε ένα έχει τη δική του εσωτερική δομή.
Ανάλυση των καταστάσεων σε βασικά στοιχεία
Θέλω να σκιαγραφήσω μια νέα προσέγγιση στις καταστάσεις που μας πάει πιο πέρα από τα φυσικά μεγέθη ή τις υποκειμενικές διαστάσεις τύπου φιλικός-εχθρικός. Θα ήταν χρήσιμο να μπορούμε να περιγράψουμε μια κατάσταση με ένα τέτοιο τρόπο, ώστε ένας νεοφερμένος, ή ένα άτομο που δυσκολεύεται να την αντιμετωπίσει, να ξέρει πως να φερθεί σ' αυτήν. Το Κρίκετ και το Χόκεϋ στον πάγο αποτελούν πολύ ειδικές καταστάσεις. Ένας νεοφερμένος έχει οπωσδήποτε ανάγκη να του πουν δυο λόγια για να καταλάβει τι συμβαίνει. Για να μπορέσει να συμμετάσχει και ο ίδιος, θα πρέπει να διαθέτει κάποιες ειδικές ικανότητες, πράγμα που ισχύει και για οποιαδήποτε άλλη κοινωνική κατάσταση. Τα βασικά στοιχεία των καταστάσεων είναι τα ακόλουθα: 1. Στοιχεία της συμπεριφοράς που ακολουθείται
Όπως σε κάθε παιχνίδι υπάρχουν ειδικές κινήσεις, έτσι και σε κάθε κοινωνική κατάσταση υπάρχει μια ιδιαίτερη κλίμακα κοινωνικών ενεργειών. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι τα ίδια στοιχεία χρησιμοποιούνται διαφορετικά, για παράδειγμα, όταν δίνεις οδηγίες σε ένα πεδίο στρατιωτικών ασκήσεων και σε μια ομάδα ερευνητών, και εν μέρει γιατί χρησιμοποιούνται εντελώς διαφορετικά είδη συμπεριφοράς — στην εκκλησία, στις ντισκοτέκ, στα οικογενειακά γεύματα στου γιατρού κλπ. Αυτό επιβεβαιώθηκε με μια σειρά μελέτες μας στην Οξφόρδη, με τις οποίες αποκρυσταλλώσαμε το ρεπερτόριο κοινωνικής συμπεριφοράς για τέτοιες καταστάσεις. Ακόμα, κάθε κατάσταση διαθέτει ένα χαρακτηριστικό ρεπερτόριο επεισοδίων, δηλαδή, μακρύτερων περιόδων αλληλεπίδρασης που επαναλαμβάνονται με παρόμοια μορφή. Όπως είπαμε πριν, η προς διερεύνηση συμπεριφορά αποτελεί η ίδια μια λειτουργία της κατάστασης. 2. Οι παρευρισκόμενοι σαν κίνητρο
Ίσως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό μιας κατάστασης σαν αιτία συμπεριφοράς είναι η επίδραση των παρευρισκομένων. Οι στόχοι των διαφόρων ατόμων που συμμετέχουν σε μια κατάσταση μπορεί να είναι όμοιοι, π.χ να κάνουν έρωτα, ή διαφορετικοί, όπως π.χ. μια αγοραπωλησία. Τα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
κίνητρα μπορεί να είναι σύνθετα: έτσι ένας έμπορος θέλει οι πελάτες του να αγοράσουν, θέλει όμως και να μείνουν ικανοποιημένοι και να τον συστήσουν και στους φίλους τους. Συχνά μπορεί να υπάρχει ταυτόχρονα μια ολόκληρη κλίμακα κινήτρων — σε μια χοροεσπερίδα για παράδειγμα. Οι μόνες μέθοδοι έρευνας που έχουμε στη διάθεσή μας για να το διαπιστώσουμε είναι η χρήση υπολογιστικών κλιμάκων. 3. Κανόνες
Δύο καταστάσεις με ακριβώς τους ίδιους στόχους μπορεί να διέπονται από εντελώς διαφορετικούς κανόνες. Η αγοραπωλησία μπορεί να γίνει με δημοπρασία, με το παζάρεμα, όπως σε μια αραβική αγορά, ή με επιλογή, όπως σ' ένα σουπερμάρκετ. Οι κοινωνικές ενέργειες που χρησιμοποιούνται είναι διαφορετικές σε κάθε περίπτωση. Για τους κανόνες θα πούμε περισσότερα στο παρακάτω κεφάλαιο. 4. Ρόλοι
Στις περισσότερες καταστάσεις υπάρχουν ειδικοί ρόλοι, που προσιδιάζουν μόνο σ' αυτές, όπως οι ρόλοι του γιατρού και του ασθενούς, του εμπόρου και του πελάτη. Οι στόχοι μπορεί να είναι οι ίδιοι, όμως οι κανόνες που αντιστοιχούν στον κάθε ρόλο είναι διαφορετικοί, όπως στο ρόλο του προέδρου, του γραμματέα ή του ταμία ενός συλλόγου. Υπάρχουν ρόλοι που τους δημιουργεί η κατάσταση, όπως ο ρόλος του φιλοξενούμενου και του οικοδεσπότη, ή πιο γενικοί ρόλοι, όπως αυτοί του φύλου και της ηλικίας. 5. Φυσικός διάκοσμος και εξοπλισμός
Παιχνίδια όπως το ποδόσφαιρο και το χόκεϋ, έχουν τους ίδιους στόχους και τους ίδιους κανονισμούς, όμως διαφορετικό εξοπλισμό. Ο εξοπλισμός κάνει δυνατές ορισμένες κοινωνικές ενέργειες, όπως η μηχανή προβολής σλάιτς και η χρήση του πίνακα. Ακόμα ο φυσικός διάκοσμος μπορεί να φανερώνει κάποιες δραστηριότητες (π.χ. διδασκαλία) καθώς και άλλες όψεις κοινωνικής συμπεριφοράς (π.χ. τυπικότητα, γόητρο, μοντερνισμό, διάφορες διαθέσεις). 6. Έννοιες
Για να παίξει κανείς ποδόσφαιρο πρέπει να ξέρει έννοιες όπως «πάσα», «φάουλ», «οφ-σάιντ» κλπ. Για να γίνει κανείς ψυχοθεραπευτής, πρέπει να ξέρει τι σημαίνει «αντίσταση» και «μετάθεση». Πιθανώς το ίδιο ισχύει και για άλλες κοινωνικές καταστάσεις. Όσο πιο πεπειραμένος γίνεται ένας σκακιστής, τόσο πιο λεπτές έννοιες ξέρει και χρησιμοποιεί, όπως fork, discovered check κλπ. Πιθανώς, το ίδιο ισχύει και για τις κοινωνικές καταστάσεις με την ακριβή έννοια του όρου, και ίσως οι έννοιες που εισάγονται σ' αυτό το βιβλίο να είναι αυτές που χρειάζονται για πολλές απ' αυτές τις καταστάσεις. 7. Ικανότητες
Για να παίξεις τελικά χόκεϋ στον πάγο, για να αγοράσεις κάτι σε μια δημοπρασία, για να συμμετάσχεις σε μια επιτροπή, ή για να διδάξεις ένα μάθημα στο σχολείο, πρέπει να διαθέτεις τις αντίστοιχες ικανότητες και να μπορείς να χρησιμοποιείς όλα τα στοιχεία αποτελεσματικά (Argyle, 1976). Τα εφτά σημεία που παραθέσαμε δίνουν μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα για τις διάφορες καταστάσεις. Δεν είναι βέβαια εντελώς ανεξάρτητα, αλλά σχηματίζουν ένα σύστημα, έτσι που το ένα θα μπορούσε να εξαχθεί από τα άλλα. Αυτές οι «καταστάσεις», όπως οι επιτροπές, οι επισκέψεις στο γιατρό κ.λπ. δεν είναι στατικές, αλλά αποτελούν τμήμα ενός συνεχώς Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
μεταβαλλόμενου πολιτισμού. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρξει μια συμφωνία για τον «ορισμό της κατάστασης», και την ακριβή μορφή που θα πάρει, αλλιώς θα προκύψει το χάος.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ Έχουμε ήδη δει ότι το ίδιο πρόσωπο αλλάζει τη συμπεριφορά του ανάλογα με τις διάφορες καταστάσεις, και τους διαφορετικούς κανόνες και συμβάσεις τους — πάρτι, συνεντεύξεις κλπ. Ακόμα, η συμπεριφορά ποικίλει ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, και την κοινωνική τάξη του άλλου ατόμου, καθώς και σε σχέση με το ρόλο που παίζει. Μερικοί άνθρωποι συμπεριφέρονται τόσο διαφορετικά στους άντρες απ' ότι στις γυναίκες, που νομίζει κανείς ότι αλλάζει η προσωπικότητά τους όταν περνάνε από τη μια σχέση στην άλλη. Ένας νέος μπορεί να νιώθει άνετα με τους άντρες, αλλά να νιώθει τρομοκρατημένος με τις γυναίκες, ή να είναι επιθετικός και ανταγωνιστικός με τους άντρες και όλο αβροφροσύνη με τις γυναίκες. Τέτοιες διαφορές στη συμπεριφορά μαθαίνονται στη διάρκεια των σχέσεων με τους γονείς και, αργότερα, με τα αρσενικά και θηλυκά μέλη της παρέας κατά την εφηβεία. Η επίδραση του φύλου και της ηλικίας φαίνεται σε μια μελέτη του Block (1953). Ζητήθηκε από τα εννιά μέλη ενός εργαστηρίου να περιγράψουν τον τρόπο αλληλεπίδρασής τους με καθένα από τα άλλα μέλη βάζοντας στη σειρά μερικές κάρτες, προσέχοντας, οι κάρτες που εκφράζουν καλύτερα την αλληλεπίδραση να μπουν στην κορυφή. Οι επικεφαλής του τμήματος αντιμετωπίσθηκαν ως εξής, με βάση τις παρακάτω κάρτες. «Τον ειρωνεύομαι» ή «προσπαθώ να τον ξεγελάσω», «νιώθω άβολα μαζί τους» κλπ., που δείχνουν την έγερση ενός προστατευτικού τοίχους μπροστά σε πρόσωπα ανώτερης στάθμης. Αντίθετα, η συμπεριφορά προς τις γραμματείς έδειχνε μια «άνετη σχέση χωρίς φιλία». Απέναντι στα μεσαία μέλη του εργαστηρίου οι αντιδράσεις ήσαν οι εξής: «τον εμπιστεύομαι», «του φέρομαι εγκάρδια γιατί τον συμπαθώ», «μου τη δίνει». Η ηλικία είναι μια πιο διαφοροποιημένη μεταβλητή από το φύλο: μερικοί άνθρωποι συμπεριφέρονται διαφορετικά στα μικρά παιδιά, διαφορετικά στα μεγαλύτερα, και διαφορετικά στους έφηβους, στους νέους, τους μεγάλους, κλπ. με όλες τις δυνατές παραλλαγές. Άλλοι αρκούνται σε πιο πλατιές διακρίσεις, όπως στους μεγαλύτερους ή στους μικρότερούς τους. Η κοινωνική τάξη, ειδικά στη Βρετανία, παίζει σημαντικό ρόλο για την κατάταξη ενός ατόμου. Οι αυταρχικοί τύποι ιδιαίτερα συμπεριφέρονται διαφορετικά σε κείνους που βρίσκονται σε ανώτερο επίπεδο και διαφορετικά σε εκείνους που βρίσκονται σε κατώτερο. Στους πρώτους φέρονται υποτακτικά στους δεύτερους δεσποτικά. Παρατηρήθηκε ότι οι πωλήτριες σε καταστήματα λιανικής πώλησης κατατάσσουν τους πελάτες ανάλογα με την τάξη τους, και νιώθουν πολύ νευρικές και φοβισμένες με τους πελάτες που ανήκουν στα ανώτερα και μεσαία στρώματα, εξ αιτίας του υπεροπτικού ύφους που παίρνουν αυτοί οι πελάτες (Woodward, 1960). Η κοινωνική τάξη, όπως και η ηλικία, αποτελεί μια διάσταση που επιδέχεται άπειρες υποδιαιρέσεις. Η κοινωνική τάξη και η ηλικία ασκούν δύο ξεχωριστές επιδράσεις πάνω στις κοινωνικές τεχνικές που υιοθετούνται. Πρώτα υπάρχει το πρόβλημα του εάν το άλλο άτομο είναι ανώτερο ή κατώτερο, ύστερα το πόσο μεγάλη είναι η κοινωνική απόσταση. Υπάρχουν ορισμένες ηλικίες και κοινωνικά στρώματα για τα οποία ένα άτομο δεν διαθέτει σχεδόν καμία κοινωνική ικανότητα — απλώς είναι ανίκανος να αλληλεπιδράσει με οποιοδήποτε άτομο προέρχεται απ' αυτές. Αυτό το βλέπει κανείς στους μεγάλους στη σχέση τους με τα παιδιά, σε μερικούς μεγαλοαστούς και εργάτες στις μεταξύ τους σχέσεις, σε μερικούς έφηβους στις σχέσεις τους με τους μεγάλους, και σε πολλά παιδιά στις σχέσεις τους με τους μεγάλους, έξω από τον κύκλο της οικογένειας. Αυτό αναμφίβολα φανερώνει μια έλλειψη εμπειρίας με τα στρώματα και τις ηλικίες αυτές, σε συνδυασμό με την ανακάλυψη ότι οι κοινωνικές ικανότητες που διαθέτει κανείς είναι εντελώς άχρηστες. Κάθε πρόσωπο αντιμετωπίζεται και με διαφορετικές κοινωνικές ικανότητες. Ένας από τους κύριους τρόπους με τους οποίους χαρακτηρίζονται οι άλλοι είναι: Καλός — σκάρτος ή εγκάρδιος — ψυχρός, αν και, όπως θα δούμε, αυτό δεν οφείλεται τόσο στην προσωπικότητα του Β όσο στη σχέση του με τον Α. Η εγκαρδιότητα ή η ψυχρότητα κάποιου φαίνεται από τους τρόπους του, και μπορεί να προκληθεί πειραματικά όπως στο πείραμα του Kelley, στο οποίο οι άνθρωποι μιλούσαν περισσότερο στο
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
υποτιθέμενο «εγκάρδιο» πρόσωπο (>>). Αν ένα πρόσωπο φαίνεται ψυχρό, όχι μόνο δείχνουν απέναντί του οι άλλοι λιγότερη φιλική συμπεριφορά, αλλά συνήθως ολόκληρο το στυλ της συμπεριφοράς τους αλλάζει, προς την κατεύθυνση μιας μεγαλύτερης τυπικότητας. Πρέπει αλλιώς να συμπεριφέρεται κανείς στους εξωστρεφείς και αλλιώς στους εσωστρεφείς. Πειράματα με μαθητές έδειξαν ότι οι εσωστρεφείς αντιδρούν καλύτερα στον έπαινο, ενώ οι εξωστρεφείς αντιδρούν καλύτερα στη μομφή. Ίσως φανεί ανήθικο το να χρησιμοποιούμε τη μομφή για τους εξωστρεφείς, στη βάση αυτής της ανακάλυψης, τουλάχιστο όμως, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι η μομφή δεν έχει κανένα αποτέλεσμα για τους εσωστρεφείς. Η διαφορά στα κίνητρα κάποιων σημαίνει ότι αγωνίζονται για διαφορετικούς στόχους και ότι πρέπει να ανταμειφθούν με διαφορετικούς τρόπους. Ο ένας μπορεί να χρειάζεται ένα ισχυρό ηγέτη, ο άλλος ένα πειθαρχικό οπαδό, ένας τρίτος αποδοχή της αυτοεικόνας του από τους άλλους, κοκ. Για κείνους που δεν έχουν μεγάλη ανάγκη από σχέσεις, με τους άλλους, οι συνηθισμένες κοινωνικές αμοιβές δεν θεωρούνται ικανοποιητικές, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν και ο άλλος δεν έχει καμιά διάθεση να αναπτύξει σχέσεις μαζί τους. Οι παραλλαγές που υπάρχουν στο άγχος και στις νευρώσεις σημαίνουν ότι μερικοί άνθρωποι δε νιώθουν καθόλου άνετα σε μια κοινωνική κατάσταση. Μ' αυτούς χρειάζεται η χρησιμοποίηση ειδικών κοινωνικών τεχνικών που θα μειώσουν το άγχος τους (>>). Ένας έμπειρος εξεταστής μπορεί να αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος μιας συνέντευξης ακριβώς σ' αυτό. Μερικές μέθοδοι πειθαναγκασμού περιλαμβάνουν διέγερση του άγχους και μετά προτάσεις για το πώς θα μπορούσε να ανακουφιστεί. Σ' αυτούς που ήδη είναι αγχώδεις αυτό μεγαλώνει τόσο το άγχος τους, ώστε δε θέλουν να ξανακούσουν τίποτα γι' αυτή την ιστορία. Οι στάσεις απέναντι στην εξουσία και στην ομάδα είναι σημαντικές. Οι νεαροί εγκληματίες συχνά έχουν μια πολύ εχθρική στάση απέναντι στην εξουσία, αλλά συμπεριφέρονται εντελώς διαφορετικά προς τα μέλη της συμμορίας τους. Οι εκπρόσωποι των αρχών μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτούς τους νέους, αγόρια και κορίτσια, μόνο υιοθετώντας τη συμπεριφορά που έχει ένα μεγαλύτερο και με μεγαλύτερη εκτίμηση μέλος της ομάδας τους και καταβάλλοντος κάθε δυνατή προσπάθεια για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους, όπως με το να τους εμπιστεύονται μυστικά ή παραχωρώντας τους κάποια ειδικά προνόμια. Αντίθετα, μερικά παιδιά έχουν ένα πολύ μεγάλο σεβασμό για την εξουσία, μια και βρίσκονται ακόμα υπό ισχυρή εξάρτηση: γι' αυτά τα παιδιά, ακόμα και ο παραμικρός υπαινιγμός, ότι έχουν να κάνουν με μια ανώτερη αρχή, φτάνει για να μεταβάλλει εντελώς τη συμπεριφορά τους.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΠΟΙΟΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΣΕ ΠΟΙΟΝ Τι θα συμβεί όταν ο Γιώργος συναντήσει την Άννα; Η συμπεριφορά του Γιώργου εξαρτάται από την κατάσταση, και η κατάσταση τώρα περιλαμβάνει και την Άννα. Όμως και η συμπεριφορά της Άννας, που είναι παρούσα, εξαρτάται από την κατάσταση, και συνεπώς και από το Γιώργο. Απ' αυτή τη δυσκολία μπορούμε να ξεφύγουμε με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, παρατηρήθηκε ότι κάθε τι που συμβαίνει εξαρτάται εν μέρει από το χαρακτήρα των παρευρισκόμενων. Ο πιο εξωστρεφής είναι πιθανό ότι θα μιλήσει πρώτος, ότι θα μιλήσει περισσότερο και ότι θα αλλάξει τη γνώμη του άλλου (Carment και άλλοι, 1965). Άλλες πλευρές του αποτελέσματος θα εξαρτηθούν από την ομοιότητα και των δύο: θα συμπαθούν περισσότερο ο ένας τον άλλο αν έχουν συγγενικές στάσεις, κοινά ενδιαφέροντα και ισόβαθμα πνευματικά φόντα (>>). Δε θα τα συμβιβάσουν όμως αν είναι και οι δυο δεσποτικοί χαρακτήρες, ή αν ο ένας έχει μεγάλη ανάγκη για μια στενή, φιλική σχέση, και ο άλλος δεν την έχει (Schutz, 1958). Ο Α και ο Β μετρούν ο ένας τον άλλο με βάση το δικό τους σύστημα κατηγοριών, και επιλέγουν αντίστοιχα για την περίσταση τις κατάλληλες κοινωνικές ικανότητες που διαθέτουν. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα δύο αυτά αρχικά σχήματα συμπεριφοράς δε θα ταιριάξουν από την αρχή, και ότι δε θα υπάρξει αμέσως μια κατάσταση ισορροπίας, έτσι όπως την περιγράφουμε παρακάτω. Ακόμα, είναι πολύ πιθανό ότι ο ένας ή και οι δύο δε θα βρουν τη συμπεριφορά του άλλου εντελώς ικανοποιητική, σε σχέση με το δικό του σύστημα αναγκών. Και οι δύο θα υποχρεωθούν να τροποποιήσουν τα πράγματα: ή να αλλάξουν τη δική τους συμπεριφορά, για να επιτύχουν ένα καλύτερο συγχρονισμό, ή να επιχειρήσουν να αλλάξουν τη συμπεριφορά του άλλου. Υπάρχει μια συνεχής τροποποίηση της συμπεριφοράς, μέχρι να φτάσουν σε μια κατάσταση ισορροπίας, λίγο πολύ ικανοποιητική και για τους δύο. Και οι δύο θα κάνουν χρήση της ενίσχυσης και άλλων μη λεκτικών σημάτων. Για να ξεκινήσουμε με μια απλή περίπτωση, μπορούμε να προβλέψουμε πόσο θα μιλήσουν χωριστά ο Α και ο Β όταν συναντηθούν; Βρέθηκε ότι η ομιλητικότητα του Α συνδέεται μάλλον χαλαρά με την ομιλητικότητα που τον διακρίνει σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Συνδέεται επίσης αντιστρόφως ανάλογα με τη μέση ομιλητικότητα του Β, δηλ. ένα συνήθως λιγομίλητο άτομο μιλάει περισσότερο με μη ομιλητικούς ανθρώπους, ενώ ένα συνήθως ομιλητικό άτομο μιλάει λιγότερο με πολυλογάδες. (Borgatta και Bales, 1953). Είναι φανερό πως οι άνθρωποι συχνά ξεφεύγουν από την κανονική τους συμπεριφορά για να προσαρμοστούν με τους άλλους. Ποιος θα κάνει όμως τη μεγαλύτερη υποχώρηση; Μπορεί να διεξαχθεί ένας «αγώνας για το πεδίο», όπου θα προσπαθούν να διακόψει ο ένας τον άλλο ή να σκεπάσει ο ένας τον άλλο υψώνοντας τη φωνή του. Όταν ο Α χρησιμοποιεί αυτή την τακτική απογοητεύει τον Β. Μπορεί να κάνει τον Β λιγότερο φιλικό απέναντί του, ή μπορεί να τον κάνει ακόμα και να φύγει. Όμως, ο Α μπορεί να διακόψει χωρίς φόβο τον Β κάτω από δύο όρους: • •
Αν ο Α έχει μια ικανοποιητική επιβολή πάνω στον Β. Αν μπορεί να το κάνει επιδέξια, χωρίς να κάνει τον Β να δυσανασχετήσει.
Πώς μπορούμε να προβλέψουμε τις σχέσεις κυριαρχίας και επιβολής ανάμεσα στον Α και στον Β; Επιβολή σημαίνει λήψη αποφάσεων, επιρροή πάνω στον άλλο, έλεγχο του σχήματος συμπεριφοράς καθώς και μεγαλύτερη ομιλητικότητα. Ο απλός υπολογισμός της «επιβολής» του Α δε μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια για την επιβολή του πάνω στο Β. Μια καλύτερη πρόβλεψη μπορεί να γίνει με βάση τους ρόλους: ο μεγαλύτερος, ο προερχόμενος από ανώτερη κοινωνική τάξη, αν είναι άντρας και έχει απέναντι του γυναίκα, είναι πιο πιθανό ότι θα διατηρήσει την υπεροχή (Breer, 1960), αν και η υπεροχή των αντρών όσο πάει και μειώνεται. Αν αυτοί οι ρόλοι διατηρηθούν σταθεροί, το άτομο με τη μεγαλύτερη εξωστρέφεια, ευφυΐα και επιβολή, ή εκείνο που ξέρει τα περισσότερα για το προκείμενο έργο, θα κυριαρχήσει. Ας εξετάσουμε τώρα μια πιο σύνθετη πρόβλεψη υπεροχής και οικειότητας. Θα λάβουμε υπόψη μας
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
τα κίνητρα του Α και του Β στο πιο κάτω σχήμα. Αυτό δείχνει ότι ο Α έχει ισχυρές ανάγκες και υπεροχής και φιλίας, και προτιμά να βρίσκεται σε μια σχέση εγκαρδιότητας και υπεροχής με τους άλλους. Ο Β προτιμά μια σχέση εγκαρδιότητας και υποταγής. Έτσι είναι φανερό πως οι δυο τους θα τα πάνε πολύ καλά. Ο C και ο D βρίσκονται επίσης σε ισορροπία — και οι δύο είναι εχθρικοί, και ο C είναι ελαφρά ανώτερος του D.
Αντίθετα, στο επόμενο διάγραμμα, ο Χ και ο Υ δε βρίσκονται σε ισορροπία — ο Χ είναι φιλικός και ο Υ εχθρικός και οι δύο θέλουν να υπερισχύσουν. Αν ο Υ βγει πιο κερδισμένος απ' αυτή τη μονομαχία, μπορούν να μετακινηθούν στο ΧΎ'. Αν ο Χ τα καταφέρει καλύτερα, η σχέση μάλλον θα διαμορφωθεί σε Χ" Υ":
Ας πάρουμε μια άλλη περίπτωση, όπου ο Α και ο Β έχουν ασυμβίβαστους ρόλους. Για παράδειγμα, όταν έρχεται κανείς να του πάρουν συνέντευξη για πρώτη φορά και νομίζει ότι ήρθε για μια ευχάριστη ψιλοκουβέντα, ή για να πάρει δωρεάν οδηγίες για τη δουλειά του. Αν ένα άτομο υιοθετήσει ένα ορισμένο ρόλο, μπορεί να αναγκάσει τον άλλο να αναλάβει ένα ρόλο συμπληρωματικό, ιδιαίτερα αν είναι ισχυρός και ελέγχει την κατάσταση. Αν κάποιος παίζει το ρόλο του εξεταστή σε μια συνέντευξη επιλογής, ο άλλος, θέλει δε θέλει, θα συμπεριφερθεί σαν υποψήφιος. Μπορεί ο εξεταστής να χρησιμοποιήσει και άλλες μεθόδους για να τροποποιήσει τη συμπεριφορά του υποψήφιου: (1 ) χρησιμοποιώντας μη λεκτικά σήματα και ενισχύσεις για να ελέγξει τον υποψήφιο, (2) λέγοντάς του ποια είναι η κανονική διαδικασία και (3) ελέγχοντας τον υποψήφιο με το περιεχόμενο των παρατηρήσεών του, π.χ. «Θα μπορούσατε να μού πείτε πολύ σύντομα, τι κάνετε τον ελεύθερο χρόνο σας;» Είναι χρήσιμο να κάνουμε εδώ μια διάκριση ανάμεσα σε δύο επίπεδα αλληλεπίδρασης. Υπάρχουν τα εναλλακτικά στυλ συμπεριφοράς που μπορεί να υιοθετήσει ο Α, και, όπως είδαμε, οι άνθρωποι διαθέτουν ένα πολύ πλούσιο ρεπερτόριο απ' αυτά. Σε ένα πιο μικροσκοπικό επίπεδο υπάρχουν τα διαπραγματευτικά σήματα που χρησιμοποιούνται για να κοινοποιήσουν στον Β το σχήμα αλληλεπίδρασης ή σχέσης ρόλων που πρέπει να υιοθετηθεί. Για παράδειγμα, ένας εξεταστής μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα διαπραγματευτικό σήμα για να επεξηγήσει την κανονική διαδικασία στον Β. Ή ο Α μπορεί να χρησιμοποιήσει μη λεκτικά σήματα κυριαρχίας ή φιλίας για να τροποποιήσει τη συμπεριφορά του Β. Όταν ο Α είναι εξουσιοδοτημένος, μπορεί να χρησιμοποιήσει σαφή, λεκτικά διαπραγματευτικά σήματα για το πώς θέλει να συμπεριφερθεί ο άλλος. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, τέτοιες οδηγίες δε γίνονται αποδεκτές και δεν φέρνουν αποτέλεσμα — δεν είναι συνήθως εύκολο να πεις στους φίλους σου ή στους βοηθούς σου να μη μιλάνε τόσο πολύ ή να μην επεμβαίνουν τόσο. Εδώ χρησιμοποιούνται συνήθως μη λεκτικά διαπραγματευτικά σήματα. Έχουν το πλεονέκτημα ότι είναι Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
μικρά και δοκιμαστικά, μπορούν να αποσυρθούν εύκολα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να διερευνηθούν άλλες πιθανές σχέσεις, χωρίς αυτό να μας βάζει σε αμηχανία, και να λειτουργήσουν μακριά από την εστία της συνειδητής προσοχής και των δύο προσώπων (cf. Mehrabian, 1969). Μερικές φορές και το στυλ της συμπεριφοράς ενεργεί σαν διαπραγματευτικό σήμα. Αυτό συμβαίνει όταν ο Α ακολουθεί σταθερά ένα ιδιαίτερο ρόλο, και σπρώχνει τον Β στο συμπληρωματικό ρόλο, όπως όταν ένας γιατρός συμπεριφέρεται σαν γιατρός για να αναγκάσει έναν ασθενή να συμπεριφερθεί σαν ασθενής. Εδώ δίνουμε ένα παράδειγμα με κάποιον που δε δέχεται τον προτεινόμενο ρόλο. Playboy: Πώς τη βρίσκεις αυτόν τον καιρό; Dylan: Πληρώνω κάποιους για να με κοιτάζουν στα μάτια και έπειτα να μου γυρίζουν την πλάτη. Playboy: Να σε κοιτάζουν στα μάτια; έτσι τη βρίσκεις; Dylan: Όχι. Πρόκειται για το γύρισμα της πλάτης. Τους συγχωρώ, κι έτσι είναι που τη βρίσκω. Ικανοποιούμαι με τη μεγαλοψυχία μου. Playboy: Ονειρεύτηκες ποτέ να γίνεις πρόεδρος; Dylan: Όχι. Τότε που ήμουνα παιδί, πρόεδρος ήταν ο Χάρρυ Τρούμαν. Ξέρεις κανέναν που να ήθελε να γίνει Χάρρυ Τρούμαν; Playboy: Ας πούμε όμως ότι ήσουν πρόεδρος. Ποια θα ήταν τα πρώτα πράγματα που θα έκανες; Dylan: Καλά, μια και επιμένετε, το πρώτο πράγμα που θα έκανα θα ήταν να μετακινήσω το Λευκό Οίκο. Από το Τέξας θα τον πήγαινα στο Ήστ Σάιντ της Νέας Υόρκης, θα έβαζα τον Μακ Τζωρτζ Μπάντυ να αλλάξει το όνομά του και το στρατηγό Μακναμάρα να φορέσει τζόκεϊ. (Brackman, 1967) Πώς μπορούμε να διακρίνουμε ποιο από τα δύο πρόσωπα θα πρέπει να προσαρμοστεί περισσότερο σε μια κατάσταση όπου οι τρόποι αλληλεπίδρασής τους είναι αρχικά ασυμβίβαστοι; Υπάρχουν κάμποσοι τρόποι με τους οποίους μπορεί να ελέγξει κανείς την πορεία της αλληλεπίδρασης. (1) Ο Α μπορεί να έχει μια τυπική εξουσία πάνω στον Β, έτσι που να μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερες ανταμοιβές και να επιβάλλει μεγαλύτερες τιμωρίες, όπως στην περίπτωση των προϊσταμένων ή των γονέων. (2) Τον Α μπορεί να τον τραβάει λιγότερο η κατάσταση, και έτσι να εξαρτάται λιγότερο απ' αυτήν, απ' ότι ο Β. Αυτός είναι ο λόγος που αποφεύγουν μερικοί να πιάνουν στενές φιλίες με εκείνους με τους οποίους είναι αναγκασμένοι να έλθουν σε σχέση. (3) Ο Α μπορεί να προσφέρει μεγάλες ανταμοιβές στον Β, βοηθώντας τον στην κατάκτηση ενός στόχου, είτε κοινωνικού είτε ο,τιδήποτε άλλου. (4) Αν ο Α, για κάποιους λόγους, μπορεί να ξεκινήσει την αλληλεπίδραση, όπως στην περίπτωση των σερβιτόρων και των εμπόρων, αυτό του δίνει την ευκαιρία να ελέγξει την πορεία της αλληλεπίδρασης. (5) Αν ο Α είναι λιγότερο ευαίσθητος από τον Β στις δευτερεύουσες αρνητικές επιδράσεις του άλλου, ή τον απασχολούν λιγότερο, θα προσαρμόσει τη συμπεριφορά του λιγότερο. Όμως, αν το παρατραβήξει, αγνοώντας τις αντιδράσεις του Β, και δεν προσφέρει αρκετές ανταμοιβές σαν αποζημίωση στον Β, αυτός μπορεί απλώς να αποσυρθεί. Έχουμε δει πως καθένας διέπεται από ορισμένα κίνητρα στη συμπεριφορά του, έτσι που κάποιες παρορμήσεις είναι γι' αυτόν ιδιαίτερα ισχυρές, και αναζητά επίμονα ορισμένους στόχους στις διάφορες κοινωνικές καταστάσεις. Όσο περισσότερο μπορεί να επιτύχει ένα πρόσωπο στην
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
παγίωση του σχήματος συμπεριφοράς που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, τόσο περισσότερο θα ευχαριστηθεί από την κατάσταση· όσο περισσότερο θα αναγκαστεί να ξεφύγει από το σχήμα αλληλεπίδρασης που προτιμά, τόσο λιγότερο θα του αρέσει αυτή. Από την άλλη πλευρά, μπορούν να υπάρξουν ισχυρότερες αμοιβές που προσφέρονται από ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση, οπότε θα ελκυστεί απ' αυτό το πρόσωπο ή απ' αυτήν την κατάσταση, αλλά με ένα τρόπο γεμάτο συγκρούσεις που θα του δημιουργήσει μια εσωτερική ένταση.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Σχέσεις μεταξύ δύο προσώπων
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ Δύο άνθρωποι μπορεί να συναντηθούν, καθένας με τις ιδιαίτερες κοινωνικές παρορμήσεις του και με τις ιδιαίτερες κοινωνικές του ικανότητες, όμως δεν θα υπάρξει κατάλληλη αλληλεπίδραση αν αυτές δεν συνδυαστούν με ένα συγχρονισμένο και συντονισμένο τρόπο. Αν μιλάνε και οι δυο όλη την ώρα, αν και οι δυο δίνουν διαταγές ή κάνουν ερωτήσεις —για να δώσουμε τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις— δεν μπορεί να υπάρξει καθόλου αλληλεπίδραση. Ανάμεσα σ' αυτές τις ακραίες περιπτώσεις, και σε μια συνέντευξη που διεξάγεται όμορφα ή σε μια συζήτηση μεταξύ φίλων, υπάρχουν διάφοροι βαθμοί συντονισμού της συμπεριφοράς. Πολύ χαμηλά στην κλίμακα, για παράδειγμα, είναι μια συζήτηση με ένα σχιζοφρενή. Μια τέτοια συζήτηση θα χαρακτηρίζεται από μεγάλες παύσεις, άσχετες παρατηρήσεις και έκφραση άσχετων αισθημάτων. Αν ο Α θέλει να χρησιμοποιήσει τις αγαπημένες του κοινωνικές ικανότητες, είναι ανάγκη να υιοθετήσει ο Β τις δικές του, έτσι που να είναι συγχρονισμένες με εκείνες του Α. Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε να συμπεριφερθεί όπως και ο Α, π.χ. να συμμεριστεί τη συναισθηματική του κατάσταση, ή να συμπεριφερθεί με ένα συμπληρωματικό τρόπο, για παράδειγμα να φερθεί κυριαρχικά, αν ο Α βρίσκεται σε εξάρτηση. Αν ο Α και ο Β κοιτάξουν να χρησιμοποιήσουν και οι δυο τις αγαπημένες τους ικανότητες, θα διαπιστώσουν ότι δεν πολυταιριάζουν. Γι' αυτό ή ο ένας ή και οι δυο πρέπει να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους για να υπάρξει καλύτερος συντονισμός. Η καλή γνώση του άλλου δημιουργεί ένα θαυμάσιο συντονισμό, γι' αυτό όσο περισσότερο γνωρίζουμε τον άλλο τόσο πιο καλά μπορούμε να συντονιστούμε μαζί του. Αν ο Α και ο Β δεν είναι συντονισμένοι, κανενός οι τρόποι συμπεριφοράς δεν θα επιτύχουν. Σε σχέση με την ανάγκη για εγκαρδιότητα και φιλικότητα η συνειδητοποίηση των αλληλοσυγκρουόμενων τρόπων συμπεριφοράς είναι ιδιαίτερα δυσάρεστη. Οι άνθρωποι συνήθως επιχειρούν να διορθώσουν αυτή την κατάσταση αμέσως, τροποποιώντας τη συμπεριφορά τους. Αν δεν μπορούν να τα καταφέρουν, εξ αιτίας ενός περιορισμένου ρεπερτορίου, ή επειδή δεν θέλουν να ξεμακρύνουν πάρα πολύ από τις αγαπημένες τους ικανότητες, θα θεωρήσουν την κατάσταση ότι δεν τους ανταμοίβει και θα την εγκαταλείψουν με την πρώτη ευκαιρία. Είναι δυνατό ένα πρόσωπο να περιορίσει τις κοινωνικές του επαφές και να αρκεστεί μόνο στους ανθρώπους με τους οποίους αλληλεπιδρά εύκολα. Δύο άνθρωποι μπορεί να συγχρονίσουν τις κοινωνικές τους ικανότητες σε μια διαδικασία βαθμιαίας προσαρμογής, και μπορεί σ' αυτό να βοηθηθούν από την ύπαρξη κανόνων που διέπουν την αλληλεπίδραση, και ιδιαίτερα κανόνων ευγένειας και ετικέτας. Ο συγχρονισμός είναι αναγκαίος σε μια σειρά από διαφορετικές διαστάσεις για να συντελεστεί μια ομαλή και ικανοποιητική, σε σχέση με τα κίνητρα του καθενός, αλληλεπίδραση.
1. Διάρκεια ομιλίας
Στις περισσότερες συζητήσεις ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, ο χρόνος ομιλίας είναι αυτός που χρειάζεται πραγματικά. Αν μιλήσουν περισσότερο, θα υπάρξουν διακοπές και επαναλήψεις. Αν μιλήσουν λιγότερο, θα υπάρξουν περίοδοι σιωπής. Όταν ο Α τελειώνει τα λόγια του, ο Β πρέπει να απαντήσει. Η περίοδος σιωπής, που μπορεί να γίνει ανεκτή χωρίς να νιώσουν αμηχανία απ' αυτή, εξαρτάται από την κατάσταση και το γενικό ρυθμό της αλληλεπίδρασης. Αν η αλληλεπίδραση κυλάει ομαλά, τότε ο Α μιλάει Χ% του χρόνου, και ο Β λίγο λιγότερο (100-Χ)%. Καθώς συνήθως μιλάνε εναλλάξ, αν ο Α μιλάει περισσότερο από τον Β, αυτό οφείλεται στο ότι οι δικές του προτάσεις είναι μακρύτερες από του Β. Λεπτομέρειες γι' αυτή την κατανομή του χρόνου δόθηκαν εδώ. Η διάρκεια και η συχνότητα των συναντήσεων είναι ένα άλλο θέμα και, όπως θα δείξουμε παρακάτω, αποτελεί δείκτη για το πόσο ανταμειφτικές τις βρίσκει κανείς. Όμως, και σ' αυτό πρέπει να συγχρονίσουν τη συμπεριφορά τους, μια και χρειάζονται τουλάχιστον δύο άτομα για να γίνει μια συνάντηση. Πρέπει επίσης να υπάρχει ένας συγχρονισμός της ταχύτητας ή του Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ρυθμού της αλληλεπίδρασης — των λέξεων που λέγονται ανά δευτερόλεπτο, της βραχύτητας των διαστημάτων πριν από κάθε απάντηση, του ρυθμού των κινήσεων των ματιών, της έκφρασης του προσώπου και άλλων μερών του σώματος.
2. Η κυριαρχία
αποτελεί εν μέρει ζήτημα του ποιος μιλάει περισσότερο και εν μέρει ζήτημα του τρόπου που αντιμετωπίζει ο ένας τον άλλο, του τίνος οι ιδέες παίρνονται στα σοβαρά και του ποιος θα θεωρηθεί για τους σκοπούς της συζήτησης σαν πιο σημαντικός. Αν και ο Α και ο Β θέλουν να είναι κυρίαρχοι, τότε οι τρόποι συμπεριφοράς τους θα είναι ασυμβίβαστοι, γιατί και οι δύο θα δίνουν διαταγές που δεν θα τις τηρεί κανένας. Αν ο Α είναι πράγματι ανώτερος από τον Β, χωρίς αυτό να φαίνεται αρκετά στη σχέση τους, υπάρχει πάλι και τότε δυσαρμονία: ο Β δεν παίζει τον αναγκαίο συμπληρωματικό ρόλο για τον Α. «Αν όλοι θέλουν να είναι κάποιοι, τότε κανείς δεν είναι τίποτα». Για να βρίσκεται κανείς σε ένα ανώτερο επίπεδο, πρέπει να υπάρχουν κι εκείνοι που θα το αναγνωρίζουν.
3. Για την οικειότητα
συζητήσαμε προηγούμενα (>>) και την χαρακτηρίσαμε σαν φυσικό πλησίασμα, επαφή με τα μάτια, συζήτηση πάνω σε προσωπικά ζητήματα κοκ. Αν ο Α χρησιμοποιεί τρόπους συμπεριφοράς που αντιστοιχούν σε ένα μεγαλύτερο βαθμό οικειότητας απ' ότι ο Β, ο Α θα νομίσει ότι ο Β είναι ψυχρός και τυπικός. Ο Β θα νομίσει ότι ο Α είναι φορτικός και υπερβολικά φιλικός. Αυτή η άμεση ασυμφωνία μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με την υιοθέτηση μιας ενδιάμεσης στάσης σχετικά με τις διαστάσεις της οικειότητας, όπως το να συμφωνήσουν για ένα ενδιάμεσο βαθμό πλησιάσματος και επαφής με τα μάτια. Αυτό θα ελαττώσει τα κίνητρα και του Α και του Β. Ακόμα, όταν λέμε ότι ο Α υιοθετεί μια φιλική συμπεριφορά, αυτό σημαίνει ότι επιδιώκει ένα ορισμένο σχήμα αντίδρασης από τον άλλο. Δεν αρκεί να κοιτάζει τον Β στα μάτια — πρέπει και ο Β να ανταποδώσει το βλέμμα με μια φιλική έκφραση. Όμως, το επίπεδο οικειότητας ανάμεσα σε δύο άτομα δεν είναι σταθερό, και μπορεί να αλλάξει κατά τη διάρκεια μιας και μόνο συνάντησης, ή μετά από μια σειρά συναντήσεων, καθώς αρχίζουν να συμπαθούν περισσότερο ή λιγότερο ο ένας τον άλλο.
4. Ο αισθηματικός τόνος
Αν ο Α βρίσκεται σε κατάσταση ευφορίας, ενώ ο Β είναι ανήσυχος ή θλιμμένος, τότε υπάρχει μια ασυμφωνία. Σε ό,τι συμβεί είναι πιθανό να αντιδράσει καθένας τους με εντελώς διαφορετικό τρόπο, που να εμπεριέχει ασυμβίβαστες αντιδράσεις και παρατηρήσεις.
5. Σχέσεις των ρόλων και ορισμός της κατάστασης
Δύο άνθρωποι πρέπει να συμφωνήσουν για τη σχέση των ρόλων που θα υπάρχει ανάμεσά τους. Αν ο ένας είναι ο δάσκαλος, τότε ο άλλος πρέπει να συμπεριφέρεται σα μαθητής, αν ο ένας είναι εξεταστής, ο άλλος πρέπει να συμπεριφέρεται σαν εξεταζόμενος.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
6. Καθήκον, θέμα, και ορισμός της κατάστασης
Δυο άνθρωποι πρέπει να συμφωνήσουν για το λόγο που θα γίνει μια συνάντηση, όπως ακριβώς πρέπει να συμφωνήσουν δύο παίκτες για να παίξουν το ίδιο παιχνίδι, και όχι διαφορετικό ο καθένας. Πρέπει επίσης να συμφωνήσουν και για τις διάφορες φάσεις ή τα επεισόδια της συνάντησης (>>). Αν δεν καταφέρουν να καθιερώσουν αυτές τις διάφορες μορφές συγχρονισμού, η αλληλεπίδραση ανάμεσά τους θα καταστεί σχεδόν αδύνατη, όπως όταν παίζει ο ένας σκάκι και ο άλλος τάβλι. Αν επιτευχθεί μια κατάσταση ισορροπίας, μπορεί ποτέ να αλλάξει; Πιθανώς μπορεί, αρκεί να γίνει αυτό με μια βαθμιαία διαδικασία, και να προκαλείται περισσότερο η ικανοποίηση παρά η δυσαρέσκεια απ' αυτή την αλλαγή. Έστω ότι ο Α μιλάει 30% του χρόνου, ο Β 65%, και ότι ο Α θέλει να μιλάει περισσότερο. Μπορεί βαθμιαία να αυξήσει τη διάρκεια της ομιλίας του, ή να διακόπτει τον Β, αρκεί αυτό που λέει να είναι αρκετά ενδιαφέρον, κολακευτικό, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ανταμειφτικό για τον Β. Έστω ότι ο Α κυριαρχείται από τον Β, και θα ήθελε να αντιστραφούν οι όροι. Μπορεί σιγά σιγά να προβάλλει ισχυρότερες προτάσεις και να μην αποδέχεται πια με ευκολία τις προτάσεις του Β, αρκεί βέβαια το περιεχόμενο των προτάσεών του να γίνεται αποδεκτό από τον Β, ή να επινοεί σχέδια που ωφελούν τον Β.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΣΕΙΡΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΝ Στο τρίτο κεφάλαιο δείξαμε ότι η συμπεριφορά είναι σαν μια κινητική ικανότητα. Αυτή η ανάλυση είναι πολύ χρήσιμη για καταστάσεις όπου ένα πρόσωπο είναι επιφορτισμένο με μια αποστολή, όπως αυτός που παίρνει συνέντευξη ή ο ψυχοθεραπευτής. Τώρα θα συζητήσουμε για κάποιες καταστάσεις όπου δύο άνθρωποι μπορούν να ασκήσουν και οι δύο κάποια πρωτοβουλία.
Πίνακας 3. Οι κατηγορίες του Bales (Bales, 1950).
Πρώτα πρέπει να αποφασίσουμε για μια σειρά κατηγοριών κοινωνικών πράξεων. Οι δώδεκα κατηγορίες που επινόησε ο Bales (1950) αποτελούν ένα καλό παράδειγμα. Οι πρώτες τρεις και οι τελευταίες τρεις αναφέρονται σε «κοινωνικο-αισθηματικές» πράξεις, οι έξι μεσαίες σε συμπεριφορά καθήκοντος. Σχηματίζουν ζευγάρια, έτσι ώστε, για παράδειγμα, το 8 (ρωτάει για γνώμη) συχνά οδηγεί στο 5 (λέει τη γνώμη). Οι παρατηρητές καταγράφουν τις αντιδράσεις πίσω από μια οθόνη μονής διαφάνειας, ή από ταινία βίντεο, σε μια ειδική μηχανή. Όμως, όπως δείξαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, διαφορετικές κοινωνικές πράξεις χρησιμοποιούνται σε κάθε κατάσταση, έτσι ώστε απαιτούνται διαφορετικές κατηγορίες για τη συμπεριφορά στην αίθουσα διδασκαλίας, Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
αλλιώτικες κατά τη διάρκεια ψυχοθεραπείας, ή οπουδήποτε αλλού. Στην πραγματικότητα διαφορετικές σειρές κατηγοριών μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης και μέσα σε μια μόνο κατάσταση — υπάρχουν πάνω από εκατό σειρές μόνο για τη διδασκαλία (Simon και Boyer, 1974). Μερικές περιέχουν «μίμηση του μαθητή» ή «ερωτήσεις ανώτερης τάξης», ενώ άλλες όχι. Ο μόνος τρόπος να διαλέξουμε ανάμεσά τους είναι να μάθουμε ποιες κοινωνικές πράξεις είναι πιο σημαντικές και χρειάζεται να τονιστούν, στην εκπαίδευση, για παράδειγμα. Το επόμενο βήμα είναι να βρούμε τη σειρά των κοινωνικών πράξεων. Αυτό μπορεί να γίνει βρίσκοντας την πιθανότητα που έχει μια πράξη να οδηγήσει σε μια άλλη, σχηματίζοντας έτσι την επονομαζόμενη «αλυσίδα Μαρκόφ». Το βασικό σχεδιάγραμμα δείχνεται στον πίνακα 4.
τελευταία πράξη από τον Α
επόμενη πράξη από τον Β 1 2 3 1 15 75 10 2 20 15 65 3 70 15 15
Πίνακας 4. Παράδειγμα αντιδρασιακής αλυσίδας Μαρκώβ, μ« τρεις κατηγορίες.
Αυτό δείχνει ότι όταν ο Α δημιουργεί μια κοινωνική πράξη τύπου 1, αυτή έχει σαν συνέπεια, με πιθανότητες 15%, να χρησιμοποιήσει ο Β τον τύπο 1, με πιθανότητες 75% να χρησιμοποιήσει τον τύπο 2, και με πιθανότητες 10% τον τύπο 3. Ο τύπος 1 μπορεί να είναι, για παράδειγμα, μια ερώτηση, ο τύπος 2 μια πληροφορία και ο τύπος 3 μια οδηγία. Αυτή είναι μια «αντιδρασιακή» σειρά, που δείχνει με ποιο τρόπο μια πράξη ενός ατόμου ακολουθείται από μια πράξη ενός άλλου. Είναι επίσης αναγκαίο να εξετάσουμε «υπερ-δρασιακές» σειρές, όπου μια πράξη του Α ακολουθείται από μια πράξη πάλι του Α: για παράδειγμα, ο δάσκαλος σχολιάζει την απάντηση ενός μαθητή και κάνει μια δεύτερη ερώτηση (σχήμα 19). Υπάρχει ένας αριθμός από σειρές με δύο στοιχεία, για παράδειγμα. ερώτηση απάντηση ανοιχτή ερώτηση απάντηση διαρκείας χαμόγελο, κούνημα του κεφαλιού κλπ. όμοια αντίδραση κι από τον άλλο δίνει οδηγίες ή προβάλλει απαιτήσεις εκτελούνται είναι αγενής ο άλλος γίνεται επιθετικός κοκ.
Για να κάνει κανείς σωστά τη δεύτερη κίνηση, πρέπει να έχει καταλάβει πρώτα την πρώτη. Ο Rommetveit (1974) έδειξε πως κάθε πρόταση σε μια συζήτηση θεωρείται σαν προέκταση της πρώτης και προσθέτει κάτι σ' αυτή. Για να επικοινωνήσουν δύο άνθρωποι πρέπει να ενδιαφέρονται για κάποια κοινά θέματα, να έχουν περίπου την ίδια γνώση και να χρησιμοποιούν τις ίδιες έννοιες. Κάθε πρόταση χρησιμοποιεί και προσθέτει κάτι σ' αυτό το κοινό υλικό, όπως όταν λέω «ο καθηγητής Rommetveit έκανε αυτή την έρευνα στο Όσλο». Ο Minsky (1975) έδειξε ότι και για να συμμετάσχει απλώς κανείς σε μια συζήτηση, πρέπει να κατασκευάσει μια διανοητική εικόνα εκείνου που είπε ο άλλος. Η απάντηση σε μια ερώτηση μπορεί να είναι ένα παράδειγμα διμερούς σειράς, αλλά μπορεί επίσης να είναι και μια πολύ σύνθετη διανοητική λειτουργία.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Σχήμα 19. Κύκλοι αλληλεπίδρασης στην τάξη (Flanders, 1970)
Όμως, η κοινωνική συμπεριφορά δε μπορεί να συσταθεί με την παράθεση διμερών σειρών, όπως δε μπορεί να συσταθεί μια πρόταση από ζευγάρια λέξεων που έχουν μπει στη σωστή σειρά. Πώς μπορούν λοιπόν να αποκαλυφθούν μακρύτερες σειρές κοινωνικής συμπεριφοράς; Μερικές φορές οι διμερείς δεσμοί σχηματίζουν επαναλαμβανόμενους κύκλους. Το παράδειγμα στον πίνακα 4 δείχνει ένα τέτοιο κύκλο — οι κατηγορίες 1-2-3 τείνουν να επαναληφθούν μ' αυτή τη σειρά. Αυτό φαίνεται σε πραγματικές καταστάσεις. Μια από τις πιο πλατιά χρησιμοποιούμενες σειρές κατηγοριών για την κοινωνική συμπεριφορά στην αίθουσα διδασκαλίας είναι αυτή του Flanders (1970) που περιέχει έξι κατηγορίες για το δάσκαλο και τέσσερις για τα παιδιά. Ο δάσκαλος μπορεί να χρησιμοποιήσει τους ακόλουθους διαφορετικούς κύκλους: • • •
Ερώτηση (Δάσκαλος) → Απάντηση (Μαθητής) Παράδοση (Δ) → Ερώτηση (Δ) → Απάντηση (Μ) Παράδοση (Δ) → Ερώτηση (Δ) → Απάντηση (Μ) → Ερώτηση ή άλλη παρατήρηση (Μ) → απάντηση στη γνώμη του Μαθητή (Δ).
Ο δάσκαλος μπορεί να μεταπηδά από τον ένα κύκλο στον άλλο, και αποτελεί μια κοινωνική ικανότητα ο έλεγχος τέτοιων κύκλων. Μπορούμε να συνδέσουμε μια κοινωνική πράξη με τις τελευταίες δύο κινήσεις, και όχι μόνο με την τελευταία — μια «δεύτερης τάξης αλυσίδα Μαρκόφ» — για παράδειγμα. Γιατρός: «Ξεντύνεστε, παρακαλώ;» Ασθενής: ξεντύνεται Γιατρός: εξετάζει τον ασθενή.
Στην πραγματικότητα το μοντέλο κοινωνικής ικανότητας εξαρτάται πάρα πολύ από τέτοιες τριμερείς σειρές, με συνέχιση των πλάνων από την πρώτη κίνηση στην τρίτη. Υπάρχουν κάποιες σειρές κοινωνικής συμπεριφοράς που είναι εντελώς τυποποιημένες, με μικρές παραλλαγές: Ένα παράδειγμα είναι ο χαιρετισμός. Περιγράψαμε τη σειρά των γεγονότων στο Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
χαιρετισμό νωρίτερα (>>). Ένα άλλο παράδειγμα είναι η «επανορθωτική σειρά», που περιέγραψε ο Goffman (1971 ) — η συμπεριφορά που λαμβάνει χώρα όταν κάποιος έχει διαπράξει ένα λάθος κοινωνικού χαρακτήρα. 1. Ο Α διαπράττει ένα λάθος (π.χ. πατάει το δάκτυλο του Β). 2. Ο Α ζητάει συγνώμη και δίνει μια δικαιολογία ή μια εξήγηση («λυπάμαι πάρα πολύ, δεν πρόσεξα το πόδι σου»). 3. Ο Β δέχεται τη συγνώμη («εν τάξει, δεν ήταν τίποτα»). 4. Ο Α ευχαριστεί τον Β («Σ' ευχαριστώ, είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου»). Ο Β μειώνει τη σημασία αυτού που έκανε ο Α («μην το σκέφτεσαι»). Μέχρι τώρα έχουμε περιγράψει μερικά μάλλον διαφορετικά είδη κοινωνικής συμπεριφοράς. Αξίζει να διακρίνουμε τέσσερα είδη σειρών αλληλεπίδρασης, όπως φαίνονται στο σχήμα 20.
Σχήμα 20. Τάξεις κοινωνικής αλληλεπίδρασης στη βάση του ενδεχόμενου (Jones και Gerard 1967).
Στο πρώτο είδος, το ψευδοκοινωνικό, μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια όλη τη σειρά μια και κανένα από τα δύο άτομα δεν αντιδρά πραγματικά στο άλλο, παρά μόνο σε σχέση με το χρόνο. Οι τυποποιημένες σειρές που περιγράψαμε μόλις τώρα είναι σαν αυτή εδώ, εκτός από το ότι υπάρχει κάποια παραλλαγή και αλληλεπίδραση. Οι επίσημες τελετές και το παίξιμο στο θέατρο αποτελούν τα καλύτερα παραδείγματα. Αντιδρασιακό ενδεχόμενο, έχουμε εκεί όπου κάθε πρόσωπο αντιδρά κυρίως σ' αυτό που έκανε τελευταία το άλλο πρόσωπο, όπως σε μια φλύαρη συζήτηση χωρίς ιδιαίτερο στόχο. Αυτού του είδους η σειρά μπορεί να αναλυθεί σαν μια «πρώτης τάξης αλυσίδα Μαρκόφ». Ασυμμετρικό ενδεχόμενο έχουμε εκεί που ένα άτομο έχει ένα σχέδιο, και ο άλλος προσαρμόζεται σ' αυτό, όπως στη διδασκαλία, στη συνέντευξη κλπ. Το μοντέλο κοινωνικής ικανότητας ταιριάζει σ' αυτές τις καταστάσεις αρκετά καλά, παρά το ότι δεν λέει τίποτα για τους κανόνες της σειράς. Αμοιβαίο ενδεχόμενο, έχουμε εκεί που και τα δύο πρόσωπα έχουν τα σχέδιά τους και ασκούν μια πρωτοβουλία, όπως στις διαπραγματεύσεις και στις σοβαρές συζητήσεις. Αυτού του είδους η σειρά είναι και η πιο δύσκολη για να την αναλύσει κανείς. Θα το επιχειρήσουμε ερευνώντας τους κανόνες της σειράς, παίρνοντας υπ' όψη τα σχέδια και των δύο μερών, και δείχνοντας πώς ενσωματώνονται σε μια σειρά «επεισόδια».
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Για να πετύχει κανείς πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί το ρεπερτόριο των κοινωνικών κινήσεων σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκεται. Για παράδειγμα, ένας δάσκαλος πρέπει να μπορεί να θέτει ερωτήσεις ανώτερης τάξης. Πρέπει επίσης να ξέρει σε τι οδηγεί το κάθε τι, για να μπορεί να ελέγχει τη συμπεριφορά του άλλου, καθώς και πώς να θέτει σε κίνηση διάφορους κύκλους γεγονότων. Και θα πρέπει να συμπεριφέρεται σε συμφωνία με τα διάφορα ενδεχόμενα. Αν είναι το κύριο πρόσωπο σε μια ασυμμετρική συνάντηση, θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για την κατεύθυνση της συμπεριφοράς.
Κανόνες κοινωνικής αλληλεπίδρασης Προσέξετε την ακόλουθη συζήτηση: Α. Όχι, πολύ τρομερό. Α. Λοιπόν, τι συνέβη σπίτι; Β. Πώς τα πέρασες στο γραφείο αγαπητέ μου; Β. Τίποτα το ιδιαίτερο. Α. Γεια σου.
Είναι εύκολο να δει κανείς ότι οι προτάσεις αυτές δεν είναι στη σωστή τους σειρά. Είναι φανερό πως διαθέτουμε μια σωστή αντίληψη για το ποια είναι η σωστή σειρά τέτοιων παρατηρήσεων. Ο David Clarke (1975) πήρε και κατέγραψε πραγματικές συζητήσεις, ανεπίσημες και φαινομενικά χωρίς συνοχή. Όλες οι φράσεις που ειπώθηκαν από τον καθένα χωριστά τυπώθηκαν σε κάρτες και μετά ανακατώθηκαν. Μια άλλη ομάδα πειραματικών υποκειμένων τις έβαλε ύστερα λίγο πολύ στη σωστή τους σειρά, — πράγμα που έδειξε ότι όλοι μας κατέχουμε κάποια γνώση για τους κανόνες συνοχής, έστω κι αν δεν μπορούμε να τους διατυπώσουμε καθαρά. Τέτοιοι είναι και οι κανόνες της γραμματικής — τους τηρούμε στην ομιλία μας, βλέπουμε πότε οι άλλοι κάνουν λάθη, λίγοι από μας όμως μπορούν να τους διατυπώσουν. Ποιοι είναι οι κανόνες συνοχής των λεκτικών εκφράσεων; Σίγουρα μερικοί απ' αυτούς είναι και οι παρακάτω: 1. Μια έκφραση του Α πρέπει να απαντηθεί από τον Β ή τον C χωρίς μεγάλη καθυστέρηση και χωρίς διακοπή. 2. Η απάντηση του Β πρέπει να αναφέρεται στο ίδιο ζήτημα, εκτός αν δίνεται κάποια εξήγηση. 3. Ο Β δεν πρέπει να απομακρύνεται από το χαρακτήρα της συζήτησης, αν είναι π.χ. συνέντευξη, ευγενική συζήτηση, ψυχοθεραπεία. Αλλιώς πρέπει να ζητήσει τη σύμφωνη γνώμη του Α. 4. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να συναντιούνται ή να αποχωρίζονται, ή να ξεκινούν μια νέα δραστηριότητα, χωρίς τα αντίστοιχα τυπικά (καλωσορίσματος, αποχαιρετισμού κλπ.). Αν υποθέσουμε ότι ο τρίτος κανόνας παραβιάζεται, θα είχαμε συζητήσεις σαν κι αυτή: Α. Να ασχοληθούμε τώρα με το έβδομο ζήτημα της ημερησίας διάταξης; Β. Ακούσατε το ανέκδοτο για τον γιαπωνέζο ραβίνο; Γ. Το άσχημο είναι πως πολλές φορές νιώθω αυτή την τρομερή παρόρμηση να βιάσω την αδελφή μου. Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Κάθε μια πρόταση αναφέρεται και σε διαφορετικά θέματα, ή σε επεισόδια που βρίσκονται σε μια διαδικασία ανάπτυξης. Για τα επεισόδια θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο. δυνατές ακόλουθες ενέργειες 1
2
δημοπράτης προσφέρει περιγράφει το αντικείμενο αναφέρει την τελευταία προσφορά
προηγούμενη ενέργεια
επικύρωση της πώλησης
3
4
5
√
√
√
√
√
√
√
Πελάτης Ι
κάνει προσφορά
√
√
Πελάτης II
κάνει προσφορά
√
√
√ √
Πίνακας 5. Κανόνες διαδοχικής σειράς ενεργειών στις δημοπρασίες.
Μέχρι τώρα περιοριστήκαμε στη συνοχή των λεκτικών εκφράσεων. Παρόμοιες αρχές ισχύουν και για τις κοινωνικές πράξεις, που περιέχουν λεκτικά και μη λεκτικά στοιχεία ή που περιέχουν μόνο μη λεκτικά στοιχεία. Η προσφορά σε μια δημοπρασία, για παράδειγμα, μπορεί να γίνει είτε με λεκτικό είτε με μη λεκτικό τρόπο. Οι κανόνες συνοχής εδώ παρατίθενται στον πίνακα 5. Βλέπουμε μια διαφορά από την αλυσίδα Μαρκόφ που περιγράψαμε νωρίτερα: εδώ αναφερόμαστε σ' αυτό που επιτρέπεται, όχι σε πιθανότητες. Συμπληρωματικά αναφέρουμε ότι στη δημοπρασία υπάρχει και ένας πρόσθετος κανόνας — κάθε προσφορά πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την προηγούμενη, όχι μικρότερη. Οι περισσότερες καταστάσεις έχουν ειδικούς κανόνες συνοχής — Η δημοπρασία, η ψυχανάλυση, στην ταβέρνα κλπ. Οι δημοπρασίες αποτελούν μάλλον τυπικές καταστάσεις. Σαν μη τυπικές μπορούν να χαρακτηριστούν μια σειρά καταστάσεις στις οποίες είναι δυνατή μια πλατιά κλίμακα συμπεριφοράς. Ο Price και ο Bouffard (1974) διαπίστωσαν ότι οι πιο τυπικές καταστάσεις είναι οι διάφορες εκκλησιαστικές τελετές και οι συνεντεύξεις εργασίας, ενώ οι ελάχιστα τυπικές είναι το να βρίσκεται κανείς στο δωμάτιό του ή στο πάρκο. Τα παιχνίδια, όπως το τένις και το κρίκετ, έχουν κι αυτά τους κανόνες τους· αν δεν συμμορφωθούν μ' αυτούς τους κανόνες όλοι οι παίκτες, δεν μπορεί να υπάρξει παιχνίδι. Εδώ οι παίχτες ξέρουν τους κανόνες, όμως, ένας παρατηρητής θα δυσκολευόταν πολύ να τους μάθει, παρακολουθώντας απλώς το παιχνίδι. Πώς μπορούν να μαθευτούν οι κανόνες ενός παιχνιδιού, της γραμματικής ή της κοινωνικής συμπεριφοράς; Ο Garfinkel (1963) εισήγαγε τη μέθοδο της πειραματικής παραβίασης του κανόνα, για παράδειγμα, βάζοντας τα μηδενικά και τους σταυρούς της πρόσθεσης πάνω στις γραμμές, και όχι στα διαστήματα. Παρατηρήσαμε αντιδράσεις σε υποθετικές παραβιάσεις κανόνων, και βρήκαμε ότι μερικοί κανόνες είναι αναπόσπαστα συνδεμένοι με κοινωνικές καταστάσεις: Για παράδειγμα, αυτοί που υποβάλλονται σε μια συνέντευξη πρέπει μάλλον να απαντούν παρά να κάνουν οι ίδιοι ερωτήσεις, και πρέπει να μιλάνε μια γλώσσα που να είναι γνωστή στον εξεταστή. Οι κανόνες συνοχής μπορούν να μελετηθούν ερωτώντας τους ανθρώπους ποιες κινήσεις μπορούν και ποιες δεν μπορούν να επακολουθήσουν μετά από κάποιες άλλες κινήσεις, και γιατί. Έγιναν μελέτες πάνω σε άτομα που υπέστησαν μια σημαντική κοινωνική μετατόπιση (αλλαγή κοινωνικής τάξης, αλλαγή φύλου) και διαπιστώθηκε ότι ένιωσαν πολύ έντονα την επιβολή των νέων κανόνων. Οι κανόνες δεν είναι αληθινοί ή ψεύτικοι, όπως οι νόμοι της εμπειρίας, αλλά περιγράφουν τις πολιτιστικές συμβάσεις μιας ιδιαίτερης ομάδας. Μερικές από αυτές τις συμβάσεις όμως είναι ουσιαστικές και απαραίτητες σε ορισμένες καταστάσεις, όπως είδαμε. Οι κανόνες επιβάλλονται πάνω στις κοινωνικές ομάδες και μεταβάλλονται με το χρόνο: Ο Mann (1970) ανέλυσε τους κανόνες που διέπουν τις ολονύκτιες ουρές στα γκισέ των γηπέδων στην Αυστραλία, π.χ. πόσος χρόνος αναμονής είναι ανεκτός. Οι άπειροι άνθρωποι συχνά παραβιάζουν τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, βασικά εξαιτίας Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
της άγνοιας. Για παράδειγμα πολλοί υποψήφιοι σε συνεντεύξεις επιλογής προσπαθούν να κάνουν οι ίδιοι ερωτήσεις, ή προσπαθούν να αποσπάσουν δωρεάν επαγγελματικές πληροφορίες ή ψυχοθεραπεία (>>). Άλλοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε διάφορες δεξιώσεις μη ξέροντας τι κανόνες υπάρχουν. Για να μελετήσουμε ένα παιχνίδι ή μια κοινωνική κατάσταση είναι ανάγκη να βρούμε τους κανόνες τους. Αλλά οι κανόνες είναι μόνο ένα μέρος — υπάρχει και η μεταξύ τους σχέση και επίδραση. Για να προβλέψουμε πώς θα εξελιχθεί ένα παιχνίδι, πρέπει να ξέρουμε πόσες προσπάθειες καταβάλλει καθένας για να κερδίσει, καθώς και τις ικανότητες και την τεχνική κάθε παίχτη. Υπάρχει συνεργασία ως προς την τήρηση των κανόνων, ακόμα και στο μποξ και στις διαπραγματεύσεις συνδικάτου διεύθυνσης, όμως υπάρχει συχνά και ανταγωνισμός μέσα στα πλαίσια αυτών των κανόνων, όπου καθένας επιδιώκει τους ιδιαίτερους στόχους του (Collet, 1977).
Κοινωνικά επεισόδια
Η ροή της κοινωνικής συμπεριφοράς μπορεί να διαιρεθεί σε επεισόδια, κατά τη διάρκεια των οποίων λαμβάνει χώρα μια ιδιαίτερη ενέργεια. Τα επεισόδια μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας ή ενός δείπνου, είναι ολοφάνερα. Μια συνέντευξη επιλογής απαρτίζεται από τέσσερα πολύ διακεκριμένα επεισόδια — χαιρετιούνται και συστήνονται, ο εξεταστής κάνει ερωτήσεις, ο υποψήφιος δίνει τις απαντήσεις, τελειώνουν και αποχαιρετιούνται. Το δεύτερο μέρος μιας συνέντευξης μπορεί να αναφέρεται σε διάφορα τμήματα — γραμματικές γνώσεις, προϋπηρεσία κλπ. Η διαίρεση μιας συζήτησης σε επεισόδια μπορεί να γίνει προβάλλοντάς την σε ταινία βίντεο και ζητώντας έπειτα από τους παρατηρητές να ορίσουν τα σημεία που αρχίζει και τελειώνει κάθε επεισόδιο (>>). Τα επεισόδια διαφέρουν ως προς την κύρια δραστηριότητα, το θέμα της συζήτησης, το περιβάλλον ή η διάταξη του χώρου κλπ. Διαφέρουν επίσης στη χαρακτηριστική σειρά των γεγονότων. Το σχήμα 19 έδειχνε μερικούς διαφορετικούς κύκλους αλληλεπίδρασης στην τάξη, που θα μπορούσαν να ορισθούν σαν διαφορετικά επεισόδια. Άλλα επεισόδια είναι τα γεγονότα που γίνονται μόνο μια φορά, χωρίς επανάληψη, όπως οι χαιρετισμοί και η «θεραπευτική σειρά» που περιγράψαμε παραπάνω. Πώς αρχίζει ένα επεισόδιο; Μερικές φορές αποτελεί τμήμα μιας γνωστής σειράς γεγονότων, που μπορούν μάλιστα να καταγραφούν, όπως τα θέματα ημερήσιας διάταξης μιας Επιτροπής και οι εκκλησιαστικές λειτουργίες. Μερικές φορές υπάρχει κάποιος υπεύθυνος για το πέρασμα στο επόμενο επεισόδιο. Ο δάσκαλος, για παράδειγμα, μπορεί να περάσει στο επόμενο μέρος του μαθήματος λέγοντας «και τώρα θα μιλήσουμε για τα κλάσματα». Μερικές φορές η αλλαγή ενός επεισοδίου μπορεί να γίνει και μη λεκτικά, όπως όταν η οικοδέσποινα σηκώνεται απ' το τραπέζι, ή όταν ο εξεταστής κοιτάει τα χαρτιά του, φοράει τα γυαλιά του και παίρνει το επαγγελματικό του ύφος. Σε λιγότερο τυπικές καταστάσεις καθένας μπορεί να δοκιμάσει να περάσει σε ένα νέο επεισόδιο, όμως μόνο με τη συγκατάθεση των άλλων. Κάποιος αρχίζει μια σοβαρή πολιτική συζήτηση σε μια δεξίωση, όμως οι άλλοι μπορεί να την απορρίψουν και να ξαναγυρίσουν στο κουτσομπολιό ή στο γκολφ. Πώς τελειώνουν τα επεισόδια; Αν υπάρχουν επαναλαμβανόμενοι κύκλοι, πότε σταματούν; Είναι φανερό ότι τα επεισόδια είναι κάτι παραπάνω από μια κυκλική επανάληψη: και αυτά έχουν κάποιο στόχο, που όταν επιτευχθεί, λήγει και το επεισόδιο. Ένας εξεταστής σκοπεύει να μάθει μερικές λεπτομέρειες σχετικά με τις γραμματικές γνώσεις του υποψηφίου, και όταν το κατορθώσει, περνάει στο επόμενο θέμα. Ένας άλλος παράγοντας είναι ο χρόνος, και συνήθως υπάρχουν συμβάσεις για το πόσο πρέπει να διαρκέσουν ορισμένα επεισόδια. Υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι για να θεωρήσουμε τα επεισόδια σαν τη θεμελιακή μονάδα της Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
κοινωνικής συμπεριφοράς. Η μελέτη των παιδικών παιχνιδιών δείχνει ότι η πιο πρώιμη κοινωνική συμπεριφορά των μωρών συνίσταται σε επαναλαμβανόμενους κύκλους χαμόγελων, βλεμμάτων και φωνητικών εκφράσεων, κατά τους οποίους η συμπεριφορά του μωρού και της μητέρας είναι πάρα πολύ συντονισμένη (>>). Μεγαλύτερα παιδιά, μεταξύ τριών και πέντε χρόνων, περνάνε πολύ καιρό με φανταστικά παιχνίδια, τα οποία ξεσηκώνουν από τη ζωή των ενηλίκων, όπως πηγαίνοντας στο γιατρό, για ψώνια, ή σκοτώνοντας ένα θεριό (Garvey, 1974).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ Αυτές είναι δυο από τις πιο σημαντικές κοινωνικές σχέσεις: η αποτυχία σ' αυτές αποτελεί πηγή μεγάλης κατάθλιψης, και έτσι η ανάπτυξη αντίστοιχων σ' αυτές κοινωνικών ικανοτήτων είναι κάτι το πολύ ουσιαστικό. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες οι άνθρωποι συμπαθούν ή αγαπούν ο ένας τον άλλο, έχουν αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένων ερευνών, και τώρα είναι πια ξεκάθαρες στη συνείδηση όλων μας.
Φιλία
Συχνότητα αλληλεπίδρασης
Όσο περισσότερο συναντιούνται δύο άνθρωποι, τόσο πιο πολύ πολώνονται οι στάσεις του ενός απέναντι στον άλλο, συνήθως όμως συμπαθούν ο ένας τον άλλο περισσότερο. Η συχνή αλληλεπίδραση μπορεί να προκύψει από το ότι ζουν σε γειτονικά δωμάτια ή σπίτια, από το ότι εργάζονται στο ίδιο γραφείο, από το ότι ανήκουν στον ίδιο σύλλογο κλπ. Έτσι η αλληλεπίδραση οδηγεί στη συμπάθεια, και η συμπάθεια οδηγεί σε περισσότερη αλληλεπίδραση. Με άλλα λόγια, αρχίζει ένας κύκλος θετικής ανάδρασης, που διακόπτεται από ανταγωνιστικές έλξεις, και από τις αυξανόμενες δυσκολίες της προσαρμογής σε ένα επίπεδο μεγαλύτερης οικειότητας — σαν δυο σκαντζόχοιροι που προσπαθούν να ζεσταθούν κολλώντας ο ένας πλάι στον άλλο. Ορισμένα μόνο είδη αλληλεπίδρασης οδηγούν στη συμπάθεια, όπως έδειξε η έρευνα πάνω στις επαφές ανθρώπων από διαφορετικές φυλές. Δύο άνθρωποι, για να συμπαθήσουν ο ένας τον άλλο, πρέπει να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, να είναι μέλη της ίδιας ομάδας, και να συνεργάζονται για την επίτευξη κοινών στόχων. Ενίσχυση
Η επόμενη γενική αρχή που διέπει τη συμπάθεια είναι η έκταση κατά την οποία κάποιος ικανοποιεί τις ανάγκες του άλλου. Αυτό έδειξε μια μελέτη που έκανε η Jennings πάνω σε τετρακόσια κορίτσια ενός αναμορφωτηρίου (1950). Βρήκε ότι τα πιο συμπαθητικά κορίτσια ήσαν εκείνα που βοηθούσαν και προστάτευαν τα άλλα, που τα ενθάρρυναν, τα χαροποιούσαν και τα έκαναν να αισθάνονται ότι ήσαν αρεστά και ευπρόσδεκτα στις παρέες· και τα κορίτσια εκείνα που έλεγχαν την ίδια τη διάθεσή τους για να μη προκαλέσουν άγχος ή κατάθλιψη στα άλλα, που έπαιζαν συμφιλιωτικό ρόλο και κέρδιζαν την εκτίμηση των πιο διαφορετικών χαρακτήρων, και ενδιαφερόντουσαν για τα αισθήματα και τις ανάγκες των άλλων. Αντιπαθητικά ήσαν αντίθετα τα επιθετικά κορίτσια, εκείνα που προσπαθούσαν να επιβάλλονται, που απαιτούσαν να τα προσέχει ο άλλος, που όλο κόμπαζαν και έβλεπαν τον άλλο σαν υπηρέτη. Αυτό ερμηνεύεται με το ότι τα συμπαθητικά κορίτσια παρείχαν αμοιβές χωρίς πολλά ανταλλάγματα, ενώ τα αντιπαθητικά προσπαθούσαν να αποκτήσουν αμοιβές για τον εαυτό τους εις βάρος των άλλων. Δεν είναι ανάγκη να είναι το άλλο πρόσωπο η πραγματική πηγή της αμοιβής: οι Lott (1960) βρήκαν ότι τα παιδιά που έπαιρναν αυτοκινητάκια από τον πειραματιστή, συμπαθούσαν περισσότερο τα άλλα παιδιά που συμμετείχαν στο πείραμα. Η συμπάθεια
αποτελεί μια ισχυρή αμοιβή. Έτσι, αν ο Α συμπαθεί τον Β, ο Β συνήθως θα συμπαθήσει τον Α. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό γι' αυτούς που νιώθουν την ανάγκη να τους συμπαθούν, όπως εκείνοι που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Ομοιότητα
Οι άνθρωποι συμπαθούν εκείνους που τους μοιάζουν — από ορισμένες απόψεις. Συμπαθούν εκείνους που έχουν παρόμοιες στάσεις, αντιλήψεις, αξίες, που είναι συμπατριώτες ή ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη, που έχουν την ίδια δουλειά ή τα ίδια ενδιαφέροντα — χωρίς όμως να έχουν αναγκαστικά και τον ίδιο χαρακτήρα. Βρισκόμαστε πάλι μπροστά στην ίδια κυκλική διαδικασία, μια και η ομοιότητα οδηγεί στη συμπάθεια, και η συμπάθεια στην ομοιότητα. Η επίδραση της ομοιότητας πάνω στη συμπάθεια έχει δειχθεί πειραματικά. Για παράδειγμα, ο Griffitt και ο Veitch (1974) πλήρωσαν δεκατρείς άντρες να περάσουν δέκα μέρες μαζί σε μια ερημιά, και βρήκαν ότι στο τέλος της δεκαήμερης παραμονής τους, εκείνοι που είχαν τις ίδιες αντιλήψεις συμπάθησαν ο ένας τον άλλο περισσότερο. Η ομοιότητα σε στάσεις οι οποίες έχουν μεγάλη σημασία για τους ενδιαφερόμενους, ασκούν και τη μεγαλύτερη επίδραση. Ο Steven Duck (1973) απέδειξε ότι η ομοιότητα στις γνωστικές δομές είναι σημαντική, δηλ. στις κατηγορίες που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή των άλλων ανθρώπων (>>). Όσον αφορά άλλες πλευρές της προσωπικότητας, φαίνεται τώρα ότι ούτε η ομοιότητα ούτε η συμπληρωματικότητα ασκούν μεγάλη επίδραση στη φιλία. Συναισθηματική κατάσταση του επιλογέα
Δεν εξαρτάται μόνο από το τι κάνει ο άλλος. Ο Α θέλει να μπορεί να μιλάει, να κάνει πράγματα για τον Β, και γενικά να εκφράζει την προσωπικότητά του όταν βρίσκεται με τον Β. Αν ο Β βελτιώσει τη συμπεριφορά του, ο Α θα τον αγαπήσει περισσότερο, παρά αν φερόταν ωραία απ' την αρχή. Στους δάσκαλους έδιναν αυτή τη συμβουλή «Μη χαμογελάτε πριν από τα Χριστούγεννα». Αυτή η ονομαζόμενη «επίδραση κέρδους-απώλειας» δεν επηρεάζει τους παρατηρητές της αλληλεπίδρασης, και έτσι θα πρέπει να οφείλεται σε μια αλλαγή στη συναισθηματική κατάσταση του Α (Clore και άλλοι, 1975). Σε άλλα πειράματα βρέθηκε ότι οι όμοιες στάσεις είχαν αποτέλεσμα μόνο όταν τα πειραματικά υποκείμενα βρισκόντουσαν σε ένα υψηλό βαθμό διέγερσης (Clore και Gormly, 1974). Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις βελτίωσης διαφυλετικών σχέσεων υπήρξαν κάτω από συνθήκες υψηλού βαθμού διέγερσης, όπως ο αγώνας δίπλα δίπλα, και η υπηρεσία στο ίδιο πλοίο. Στάδια φιλίας
Η συμπάθεια του Α προς τον Β, η επιθυμία του να αναπτύξει μια σχέση μαζί του, εκδηλώνεται πρώτα με μη λεκτικό τρόπο — με το χαμόγελο, το βλέμμα, το πλησίασμα και τα παρόμοια (>>). Επίσης ο Α εκφράζει το ενδιαφέρον του για τον άλλο και λεκτικά, και ανταλλάσσονται πληροφορίες. Αυτό οδηγεί σε προτάσεις για παρά πέρα συναντήσεις, που μπορούν να αναπτυχθούν τελικά σε κανονικές συναντήσεις. Καθώς γνωρίζουν και συμπαθούν ο ένας τον άλλο περισσότερο, περνούν περισσότερο χρόνο μαζί, εμπιστεύονται περισσότερο ο ένας τον άλλο και συζητούν πιο οικεία θέματα. Η αυτοαποκάλυψη μπορεί να μετρηθεί με μια κλίμακα (1-5) σε θέματα όπως: • • •
Ποια είναι τα αγαπημένα σου ερωτικά παιχνίδια και με ποιους τρόπους σού αρέσει να κάνεις έρωτα; (αξία κλίμακας 2,56) Σε ποιες περιστάσεις νιώθεις κατάθλιψη και πότε νιώθεις τα αισθήματά σου πληγωμένα; (αξία κλίμακας 3,51) Ποια είναι τα χόμπι σου, και πώς σού αρέσει να περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου; (αξία κλίμακας 4,98) (Jourard, 1971)
Ο Taylor (1965) μελέτησε ζευγάρια μαθητών που έμεναν στο ίδιο δωμάτιο στο κολλέγιο. Ο βαθμός αυτοαποκάλυψης αυξάνει κατά τις πρώτες εννέα βδομάδες και μετά σταθεροποιείται — σε εντελώς Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
διαφορετικό όμως επίπεδο οικειότητας για κάθε ζευγάρι (βλέπε σχήμα 21). Η κύρια αύξηση αφορούσε τα πιο επιφανειακά θέματα. Δεν υπήρχε μεγάλη αύξηση αυτοαποκάλυψης σε πολύ προσωπικά ζητήματα και βασικές αξίες. Άλλες μελέτες έδειξαν ότι η εκμυστήρευση αυξάνει όταν δύο άνθρωποι βρίσκονται απομονωμένοι, και ότι αν ο Α αποκαλυφθεί στον Β τότε και ο Β αποκαλύπτεται στον Α. Η μεγάλη αποκαλυπτικότητα γίνεται δυνατή όταν υπάρξει μια μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ανάμεσα σε δυο άτομα — όταν ξέρουν ότι ο άλλος δεν θα γελάσει ούτε θα απορρίψει αυτά που θα ακούσει, ούτε θα τα μαρτυρήσει στους άλλους, ούτε θα τα χρησιμοποιήσει για δικό του όφελος (Naegele, 1958). Υπάρχει συνήθως μια «αμοιβαιότητα» ανάμεσα σε φίλους και συναδέλφους, δηλαδή, αν ο Α κάνει κάτι για τον Β, ο Β αργότερα θα του το ανταποδώσει. Ο Berkowitz (1968) έδειξε ότι είναι πιο πιθανό ότι ο Α θα βοηθήσει τον Β, αν και ο Β τον έχει βοηθήσει πρόσφατα. Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι μια τέτοια ανταπόδοση είναι πιο πιθανή αν αυτός που βοήθησε, βοήθησε από μόνος, χωρίς εξαναγκασμό. Σε εργαζόμενους ανθρώπους είναι συνηθισμένο να δίνεται και να ανταποδίνεται βοήθεια, ιδιαίτερα εκεί που δουλεύουν ανά δύο. Στις πρωτόγονες κοινωνίες, η ανταλλαγή δώρων ήταν συχνά ένα σημαντικό τμήμα του οικονομικού συστήματος. Όμως, καθώς οι άνθρωποι αρχίζουν να γνωρίζουν ο ένας τον άλλο καλύτερα, όπως συμβαίνει π.χ. ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας, θα φτάσουν να βοηθούν και να κάνουν δώρα ο ένας στον άλλο χωρίς τη σκέψη μιας μελλοντικής ανταπόδοσης. Αυτό έχει χαρακτηρισθεί σαν «αλτρουιστική» αμοιβαιότητα, και χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τις στενές σχέσεις (Sahlins, 1965).
Σχήμα 21. Βαθμός εκμυστήρευσης σε συνάρτηση με το χρόνο. Ανοιχτοί και κλειστοί χαρακτήρες (Taylor, 1965).
Το πιο συνηθισμένο παράπονο αυτών που επιδιώκουν μια ανάπτυξη των κοινωνικών τους ικανοτήτων είναι η δυσκολία τους να πιάσουν φίλους. Μερικοί ομολογούν πως δεν είχαν ποτέ ούτε ένα φίλο στη ζωή τους. Τι μπορούμε να τους πούμε για να τους βοηθήσουμε; 1. Όπως δείξαμε στο δεύτερο κεφάλαιο, η διαπραγμάτευση των κοινωνικών σχέσεων γίνεται κυρίως μέσω μη λεκτικών σημάτων. Αυτοί που αδυνατούν να πιάσουν φιλίες με τους άλλους έχουν συνήθως ανέκφραστο πρόσωπο και φωνή. 2. Η αμοιβή είναι πολύ σημαντική. Αυτοί οι άνθρωποι φαίνεται ότι αμοίβουν ελάχιστα, και ότι Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρονται για τους άλλους. 3. Συχνή αλληλεπίδραση ανάμεσα σε άτομα που έχουν ίδια ενδιαφέροντα και αντιλήψεις, βλέπουμε στους κάθε λογής συλλόγους, σε πολιτικές ή θρησκευτικές ομάδες κλπ.
Έρωτας
Ο έρωτας δεν ταυτίζεται με τη συμπάθεια, αν και αυτή αποτελεί προϋπόθεσή του. Ο έρωτας συνήθως χαρακτηρίζεται από σεξουαλική έλξη, είναι πιο έντονος από τη συμπάθεια, αναπτύσσεται γρήγορα, και μετά, αντί να ακολουθήσει μια αργή αύξηση, μάλλον ελαττώνεται. Υπάρχει έντονη η ανάγκη της σχέσης με πρόσωπο του άλλου φύλου, στο οποίο να κατευθύνουμε τη στοργή και το ενδιαφέρον μας, και που να βρίσκεται σε ένα υψηλό επίπεδο οικειότητας και αποκαλυπτικότητας. Η ύπαρξή της μπορεί να μετρηθεί με ερωτηματολόγια όπως του Rubin (1973) που περιέχουν θέματα όπως: Θα έκανα τα πάντα για... Αν δεν τα έφτιαχνα με... θα ένιωθα πολύ αξιολύπητος.
Η καλύτερη θεωρία που έχει διατυπωθεί μέχρι τώρα για τον έρωτα, αποτελεί μια παραλλαγή της θεωρίας των δύο παραγόντων για τα αισθήματα. Το να είναι κανείς ερωτευμένος αποτελεί το συνδυασμό ενός υψηλού επιπέδου διέγερσης και του χαρακτηρισμού αυτής της διέγερσης σαν έρωτα, όπως ορίζεται από τον πολιτισμό (Berscheid και Walster, 1974β). Μερικά πειράματα έδειξαν ότι αυξημένη διέγερση διαφόρων ειδών οδηγεί στον έρωτα. Ο Dutton και ο Aron (1974) έβαλαν ένα ελκυστικό κορίτσι να σταματάει όποιο νεαρό περνούσε, στη μέση μιας ψηλής και επικίνδυνης ταλαντευόμενης κρεμαστής γέφυρας στη Βανκούβερ. 50% απ' αυτούς δέχτηκαν την πρότασή της να της τηλεφωνήσουν για να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες για το πείραμα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό από κείνους που τη συνάντησαν σε μια πιο χαμηλή γέφυρα, ήταν μόνο 13%. (Πέρασα κι εγώ απ' αυτή τη γέφυρα, και διαπίστωσα πως διστάζει να την περάσει κανείς. Ίσως αυτοί που είναι τόσο τολμηροί ώστε να διασχίσουν μια τέτοια γέφυρα είναι και αυτοί που έχουν τη μεγαλύτερη διάθεση να τηλεφωνούν σε παράξενα κορίτσια). Η φύση της ερωτικής σχέσης ποικίλει από πολιτισμό σε πολιτισμό και από περίοδο σε περίοδο. Οι νέοι διδάσκονται πώς πρέπει να αισθάνονται και να συμπεριφέρονται. Κατά παράδοση υπάρχουν δύο δημόσια τυπικά — ο αρραβώνας και ο γάμος — που κοινοποιούν πλατιά το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η σχέση, και έχει σαν αποτέλεσμα στο να αντιμετωπίζουν οι άλλοι το ζευγάρι με ένα αντίστοιχο τρόπο. Η επίδραση του «γνωστικού χαρακτηρισμού» δείχνεται σε μια μελέτη του Rubin (op. cit) που βρήκε ότι τα ζευγάρια που αποδέχονταν την ερωτική μυθολογία, ερωτεύονταν πιο εύκολα από τα άλλα. Βρήκε ακόμα ότι τα παντρεμένα ζευγάρια είχαν μια πιο ρεαλιστική αντίληψη για τον έρωτα. Οι άνθρωποι συχνά προσπαθούν να βρουν, γράφοντας για παράδειγμα σε γυναικεία περιοδικά, αν είναι «πραγματικά» ερωτευμένοι. Σύμφωνα με τη θεωρία που αναφέραμε, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον έρωτα και στο πάθος, εκτός ίσως από το ότι με τη λέξη πάθος χαρακτηρίζεται ο έρωτας όταν τελειώσει. Έγιναν κάποια πειράματα για να βρεθεί τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να ερωτεύονται. Η φυσική έλξη είναι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια (>>). Η παρέμβαση των γονέων ενισχύει την έλξη — περίπτωση «Ρωμαίου και Ιουλιέττας». Το να επιδιώξεις έντονα τον έρωτα του άλλου δεν φαίνεται να έχει σοβαρά αποτελέσματα. Οι «δύσκολες» και οι «δύσκολοι» όμως φαίνονται πιο ελκυστικοί. Οι άνθρωποι που έχουν ισχυρό εσωτερικό έλεγχο δεν είναι εύκολο να ερωτευθούν. Και τα ζητήματα που συζητήσαμε σχετικά με τη φιλία ισχύουν και για τον έρωτα — ταυτότητα αντιλήψεων, συμπάθεια κλπ.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Ο έρωτας περνάει μέσα από ορισμένα στάδια. Όπως είδαμε, η σεξουαλική έλξη υποδηλώνεται με μη λεκτικές ενδείξεις — έκφραση προσώπου, βλέμμα κλπ. — όπως και η φιλία, περιλαμβάνει όμως και την αφή και τη διαστολή της κόρης του οφθαλμού. Η διαδικασία του «ερωτεύομαι» οφείλεται πιθανώς σε μαζικές ενισχύσεις (θετικές επιδράσεις Σ.τ.Μ.) και σε μια ξαφνική διόγκωση της αλληλεπίδρασης και της συμπάθειας. Αυτό θέτει αυξημένες απαιτήσεις συγχρονισμού και αμοιβαίας προσαρμογής, και, αναπόφευκτα, οι πιθανότητες σύγκρουσης και διαφωνίας αυξάνονται αρκετά — τη στιγμή που και οι δυο εξαρτώνται πολύ ο ένας από τον άλλο για τη λήψη αμοιβών. Αυτό έχει τις ιδιότητες μιας σύγκρουσης τύπου προσέγγισης-απομάκρυνσης, και οδηγεί συνήθως σε μια ταλάντευση ανάμεσα σε μια μεγαλύτερη οικειότητα και σε ένα αποτράβηγμα, μέχρι που να επιτευχθεί ένας ομαλότερος συγχρονισμός. Οι περίοδοι του αρραβώνα και του μήνα του μέλιτος φαίνονται να εξυπηρετούν αυτή τη διαδικασία. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Αμερικανοί νιώθουν υψηλό στρες κατά το μήνα του μέλιτος, και τα νιόπαντρα ζευγάρια συχνά αποζητούν τη συντροφιά άλλων τέτοιων ζευγαριών, και όλοι τους επιστρέφουν σπίτι τους νωρίτερα απ' ότι σχεδίαζαν (Rapoport και Rapoport, 1964).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΡΡΟΗ Το πώς να πιάνουμε φιλίες και το πώς να επηρεάζουμε τους άλλους είναι δύο κλασσικά κοινωνικά προβλήματα. Τώρα θα μας απασχολήσει το δεύτερο. Στην Αμερική, η ανάπτυξη κοινωνικών ικανοτήτων περιορίζεται στη «θεραπεία της αυτοπεποίθησης» — πώς να αντιμετωπίζεις τον υπεύθυνο ενός πλυντηρίου που χάνει πουκάμισα ή τον γκαραζιέρη που είναι πολύ ακριβός, και, για τους άντρες, πώς να βγάζουν τις «δύσκολες». Στη Βρετανία δε δείχνουμε την ίδια προθυμία να θεραπεύσουμε την αυτοπεποίθηση. Όμως, είναι απαραίτητη σε πολλές σχέσεις — κανένας δε θάθελε να κάνει όλη την ώρα αυτό που θέλει ο άλλος, γιατί αλλιώς σίγουρα θα εγκαταλείψει τη σχέση. Εκπαιδεύσαμε αρκετές φορές πράους δασκάλους που είχαν δυσκολίες να επιβληθούν σε μια τάξη με σαράντα παιδιά. Η κοινωνική επιρροή είναι ευκολότερη για κάποιον που βρίσκεται σε ένα ανώτερο επίπεδο ή διαθέτει μια ισχυρή εξουσία, όμως αυτό πολλές φορές δεν είναι αρκετό, όπως δείχνει το παράδειγμα που αναφέραμε.
Λεκτικά αιτήματα:
βρίσκονται συνήθως στην καρδιά της κοινωνικής επιρροής: αν θέλετε να κάνει κάποιος κάτι για σας, πρέπει να του το ζητήσετε. Χρειάζεται μεγάλη ικανότητα στην επιλογή των κατάλληλων λέξεων, των λέξεων εκείνων που θα γίνουν αποδέκτες και θα φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Όχι «ρίξε μου αυτό το γράμμα» αλλά «αν περάσετε από κανένα ταχυδρομικό κουτί, μού ρίχνετε σάς παρακαλώ αυτό το γράμμα;». Η κοινωνική επιρροή επιτυγχάνεται συνήθως με ένα συνδυασμό αυτοπεποίθησης και ανταμειφτικής συμπεριφοράς, και ο συνδυασμός αυτός δημιουργεί ένα ειδικό στυλ κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως δείχνει ο πίνακας 6. κυριαρχία αναλύει κριτικάρει αποδοκιμάζει κρίνει αντιστέκεται
συμβουλεύει συντονίζει κατευθύνει καθοδηγεί εισηγείται
αποφεύγει συναινεί παραιτείται υποχωρεί αποσύρεται
συγκατατίθεται συμφωνεί βοηθάει συνεργάζεται υποχρεώνει
χαλαρή σχέση
στενή σχέση
εξάρτηση
Πίνακας 6. Συνδυασμοί τρόπων κυριαρχίας και φιλικών σχέσεων (Gough, 1957).
Η άνω δεξιά γωνία, ζεστή και κυριαρχική, είναι η πιο αποτελεσματική. Ένα από τα κλειδιά για μια επιτυχημένη καθοδήγηση είναι να ζητάμε τη συμβουλή αυτών που καθοδηγούμε. Παρατηρήθηκε ότι οι άνθρωποι ενεργούν με περισσότερο ενθουσιασμό όταν έχει ζητηθεί η γνώμη τους και έχουν βοηθήσει στη λήψη μιας απόφασης. Αυτή η αρχή ισχύει για όλες τις κοινωνικές καταστάσεις, όπου δύο άνθρωποι βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο, και σημαίνει ότι ο άλλος για να κάνει κάτι, πρέπει πρώτα να πεισθεί και να συμφωνήσει μ' αυτό.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Μη λεκτικά σήματα
Κάθε είδους αίτημα πρέπει να προβάλλεται με την αντίστοιχη αυτοπεποίθηση. Συζητήσαμε για τις μη λεκτικές ενδείξεις αυτοπεποίθησης νωρίτερα — μιλώντας δυνατά και τον περισσότερο χρόνο, μ' ένα εμπιστευτικό τόνο στη φωνή, διακόπτοντας τους άλλους, παίρνοντας μια έκφραση ότι προσέχουμε τα λεγόμενα του άλλου χωρίς να χαμογελάμε όμως, έχοντας όρθια στάση, με το κεφάλι ριγμένο ελαφρά προς τα πίσω, με ώμους τετράγωνους και χέρια πάνω τους γοφούς. Για τις περισσότερες καταστάσεις δε χρειάζονται και πολλά απ' αυτά τα σήματα, και επιπλέον αυτές οι κοινωνικές τεχνικές πρέπει να συνδυάζονται με αρκετή εγκαρδιότητα και ανταμειφτικότητα για να μην απομακρυνθεί ο άλλος. Υπάρχει μια σαφής διαφορά ανάμεσα σε μια συμπεριφορά γεμάτη αυτοπεποίθηση και σε μια επιθετική συμπεριφορά: η επιθετική συμπεριφορά μπορεί να επιφέρει ή όχι την επιδιωκόμενη επιρροή, αλλά καταστρέφει τη σχέση.
Ενίσχυση
Είναι δυνατό να επηρεάσουμε τη συμπεριφορά του άλλου σε μια άμεση κατάσταση, αμείβοντας συστηματικά την επιδιωκόμενη συμπεριφορά αμέσως μόλις λάβει χώρα, και μη αμείβοντας ή τιμωρώντας κάθε άλλη συμπεριφορά. Αμοιβές που βασίζονται στην ανάγκη της σχέσης περιλαμβάνουν χαμόγελο, κοίταγμα, συμφωνία, γνέψιμο του κεφαλιού κλπ. Η ποινή μπορεί να συνίσταται σε συνοφρύωμα, αποστροφή του βλέμματος, βαριεστημένη έκφραση, κοίταγμα στο ρολόι, διαφωνία κλπ. Είναι ευκολότερο να επηρεάσουμε κάποιον που βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο μ' αυτό τον τρόπο, εκεί που μια άμεση επίδραση θα μπορούσε να θεωρηθεί ακατάλληλη. Τα μέλη των διαφόρων ομάδων συχνά συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της ομάδας τους γιατί δεν θέλουν να τους απορρίψουν. Ο Endler (1965) βρήκε ότι η συμμόρφωση μπορεί να αυξάνει, αν ο πειραματιστής την ενισχύει, και αντίστοιχα να μειώνεται, αν ο πειραματιστής ενίσχυε τη μη συμμόρφωση.
Χρησιμοποιώντας την προσωπική σχέση
Είναι ευκολότερο να επηρεάσετε τους άλλους αν σάς συμπαθούν — γιατί δεν θέλουν να χάσουν την επιδοκιμασία σας ή να καταστρέψουν τη σχέση μαζί σας. Αυτή είναι η βάση της φιλοφρόνησης.
Η ανταπόδοση της εύνοιας
Η ανταπόδοση της εύνοιας είναι κάτι παρόμοιο. Αν ο Α κάνει κάτι για τον Β πρώτος, είναι πιθανό ότι ο Β θα κάνει κατόπιν ό,τι του ζητήσει ο Α. Ο Regan (1971) παρατήρησε ότι τα πειραματικά υποκείμενα αγόραζαν διπλάσιους λαχνούς από ένα σύντροφό τους, που έτυχε να τους έχει κεράσει προηγούμενα μια Coca Cola, σε σχέση με άλλους πωλητές. Αυτό το είδος ανταπόδοσης ή ανταλλαγής δώρων παίζει έναν ακόμα πιο σημαντικό ρόλο στις αφρικανικές χώρες, όπου οι υπάλληλοι για να κάνουν μια εξυπηρέτηση πρέπει συχνά να δωροδοκηθούν.
Η πειθώ
Το σχέδιο των πειστικών μηνυμάτων έχει μελετηθεί αρκετά σε σχέση με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, όμως, μερικές από τις αρχές του ισχύουν και για τις καταστάσεις «πρόσωπο με Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
πρόσωπο». Είναι ανάγκη πρώτα να ξυπνήσεις τις ανάγκες, τις αξίες ή τα ενδιαφέροντα του άλλου, και μετά να του δείξεις ότι αυτό που θέλεις να κάνει, θα ικανοποιήσει κάποια από τις ανάγκες του: «έλα να πλύνεις τα πιάτα μέχρι να αλλάξω, για να πάμε στην ταβέρνα νωρίτερα». «Αν δεν παρατήσεις το διάβασμα στις διακοπές, θα πάρεις μεγαλύτερους βαθμούς κι έτσι είναι πιο σίγουρο ότι θα περάσεις στο πανεπιστήμιο». Μπορεί να χρειαστεί να κάνεις μια αρχική διερεύνηση για το τι θέλει ο άλλος, όπως ο έμπορος που προσπαθεί να διαπιστώσει τις ανάγκες του πελάτη του. Οι αντιρρήσεις στη ζητούμενη συμπεριφορά μπορούν να εξουδετερωθούν, κάνοντας έκκληση σε κάποιες ανώτερες αρχές, ή αρνούμενοι ότι μπορεί να προκύψει καμιά ζημιά, ή χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε άλλα μέσα για να αλλάξει ο τρόπος που ο άλλος βλέπει μια ενέργεια ή μια κατάσταση (Sykew και Matza, 1957): «Θα πας αυτό το δωράκι σε ένα φίλο μου στο Άμστερνταμ; δεν είναι καθόλου βαρύ, δεν θα σού φέρει σχεδόν καθόλου κόπο». Η έκκληση στην καλοσύνη του άλλου δεν έχει καμιά πέραση, αν εσύ ο ίδιος δεν φημίζεσαι για την καλοσύνη σου (Bryan και Walbek, 1970). Τα ίδια τα λόγια που χρησιμοποιούνται, μπορούν να δίνουν διαφορετικές αντιλήψεις για το πρόβλημα. Οι πολιτικοί μπορούν με τα λόγια τους να κάνουν το ακροατήριό τους να σκεφτεί κυρίως την ανεργία και τα προβλήματα της κοινωνικής ανισότητας, ή αντίθετα την εθνική ευημερία και τη δημιουργία συλλογικού πλούτου. Παρόμοια, η πειθώ «πρόσωπο με πρόσωπο» μπορεί να επιτευχθεί χρησιμοποιώντας την κατάλληλη ρητορική, κάνοντας τον άλλο να σκεφτεί στη βάση των εννοιών που χρησιμοποιείς.
Δύναμη
Η πειθώ είναι πιο αποτελεσματική αν αυτός που την ασκεί θεωρείται ειδικός — στις εισαγωγικές εξετάσεις, για να αναφέρουμε το προηγούμενο παράδειγμα. Υπάρχουν κι άλλα είδη δύναμης, όπως η δύναμη αμοιβής και τιμωρίας, που έχει κάθε τυπικός ηγέτης. Αυτό κάνει την επιρροή ευκολότερη, ιδιαίτερα αν αυτός που την ασκεί θεωρείται σαν μια νόμιμη πηγή καθοδήγησης, εξαιτίας την ικανότητας, της πείρας και της θέσης του στην ιεραρχία. Στα πασίγνωστα πειράματα που έκανε ο Milgram (1974) βρέθηκε ότι το 65% των πειραματικών υποκειμένων πίστευαν ότι πράγματι υπέβαλλαν πειραματικά υποκείμενα σε ηλεκτροσόκ εντάσεως 450 volt, άλλα πειραματικά υποκείμενα, που έδειχναν ότι υπέφεραν πάρα πολύ και ήσαν έτοιμοι να καταρρεύσουν, σύμφωνα με τις οδηγίες που τους είχε δώσει ο πειραματιστής. Η πιο πιθανή ερμηνεία είναι ότι τα πειραματικά υποκείμενα υπέθεταν ότι ο πειραματιστής ήταν υπεύθυνος και ήξερε τι έκανε, και γι' αυτό δεν είχαν κανένα λόγο να μην τον υπακούσουν. Το πείραμα δείχνει τον υψηλό βαθμό πειθαρχίας που μπορεί να επιβάλλει ένας νόμιμος ηγέτης, χωρίς να χρησιμοποιεί καμιά δύναμη αμοιβής ή τιμωρίας.
Οι διαπραγματεύσεις και οι συναλλαγές
Οι διαπραγματεύσεις και οι συναλλαγές αποτελούν μια πολύπλοκη διαδικασία, όπου κάθε μέρος προσπαθεί να κερδίσει τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα για τον εαυτό του. Ενώ το ανατολίτικο παζάρι είναι το πρωτότυπο κάθε συναλλαγής, ταυτόχρονα, κάθε κοινωνική σχέση δεν είναι παρά μια παραλλαγή του, όπως είδαμε και παρά πάνω. Κάθε πρόσωπο θέλει να κερδίσει όσο το δυνατό περισσότερα από μια κατάσταση, με την έννοια ότι θέλει να ικανοποιήσει τις διαπροσωπικές του ανάγκες: δε μπορεί να αποκτήσει όλα όσα θέλει, γιατί ο άλλος μπορεί να φύγει αν και οι δικές του ανάγκες δεν ικανοποιηθούν σε ορισμένο βαθμό. Η τυπική διαδικασία είναι ότι καθένας διατυπώνει τις προτάσεις του, για παράδειγμα την τιμή ενός αυτοκινήτου ή ενός σπιτιού. Καθένας προτείνει τους δικούς του, ή άλλους όρους. Έπειτα ακολουθεί μια σειρά παραχωρήσεων, μέχρι που να επιτευχθεί μια συμφωνία ή να βρεθεί μια τέτοια λύση σε ένα κοινό πρόβλημα, που να ικανοποιήσει και τους δύο. Ο καλύτερος τρόπος για μια επιτυχημένη συναλλαγή είναι ο εξής: Δε βιάζεσαι να
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
καταλήξεις σε συμφωνία, ξεκινάς με τις μεγαλύτερες απαιτήσεις, που απέχουν πολύ από το κατώτατο ανεκτό όριο, και κάνεις τις παραχωρήσεις σου σιγά-σιγά. Παρατηρήθηκε σε πειράματα με τον Morley, τον Stephenson (1977) και άλλους ότι, όταν διαπραγματεύσεις τύπου εργοδοσίας-συνδικάτων γίνονται απ' το τηλέφωνο, κερδίζει αυτός που έχει τα ισχυρότερα ατού. Αν γίνουν πρόσωπο με πρόσωπο, υπάρχει ενδεχόμενο να κερδίσει ο άλλος (>>). Μερικές φορές υπάρχουν ισχυρές πιέσεις να επιτευχθεί μια συμφωνία. Οι δύο πλευρές τότε αγωνίζονται σκληρά να συμβιβάσουν τις διαφορετικές ανάγκες τους, εξετάζουν ένα αριθμό πιθανών λύσεων, και ανταλλάσσουν πληροφορίες για το τι κέρδος μπορούν να ανεχθούν ο ένας για τον άλλο.
Η στρατηγική της πειθούς
Με τη λέξη στρατηγική εννοούμε τη σχεδιασμένη σειρά τουλάχιστο δύο κινήσεων. Αυτές μπορεί να είναι συνειδητές και σκόπιμες, όπως στην τεχνική των πωλήσεων ορισμένες φορές, μπορούν όμως να εφαρμόζονται και εντελώς ασυνείδητα. Οι εξεταστές συνήθως κάνουν τις ερωτήσεις τους με μια προσεκτικά προετοιμασμένη σειρά. Οι πιο προσωπικές γίνονται στο τέλος, ενώ οι πιο ανώδυνες έρχονται πρώτες. Ο έμπορος προσφέρει τα πιο ακριβά πράγματα στην αρχή, και έπειτα βγάζει και τα φτηνότερα, ανάλογα με την αντίδραση του πελάτη. Αυτό μοιάζει με τις διαπραγματεύσεις που ξεκινούν με υπερβολικές διεκδικήσεις, για να γίνουν έπειτα οι αμοιβαίες παραχωρήσεις. Αυτό όμως δεν έχει αποτέλεσμα, αν οι αξιώσεις είναι τόσο υπερβολικές ώστε να φανεί ολοκάθαρα ο χαρακτήρας τους. Η τεχνική «με το πόδι στην πόρτα» συνίσταται στο να ζητήσεις πρώτα κάτι μικρό και μετά να ζητήσεις περισσότερα. Ο Freedman και ο Fraser (1966) διαπίστωσαν ότι αν μια ομάδα ερευνητών κατάφερναν να κάνουν κάποιες ερωτήσεις σε κάποιες νοικοκυρές, αυτές τους δέχονταν μετά μέσα στο σπίτι για κανένα δίωρο, σε ποσοστό 53%, ενώ το ποσοστό αυτό έπεφτε στο 22% αν δεν προπορεύονταν αυτές οι ερωτήσεις.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Ομάδες, Οργάνωση και Πολιτισμός Στα προηγούμενα κεφάλαια, τα προβλήματα κοινωνικής αλληλεπίδρασης απλοποιήθηκαν σε προβλήματα επαφής ανάμεσα σε δύο πρόσωπα. Σ' αυτό το κεφάλαιο θα εξετάσουμε κοινωνικές καταστάσεις με περισσότερα από δύο πρόσωπα. Πρώτα πρώτα, μπορεί να συντελεσθεί αλληλεπίδραση ανάμεσα στα δύο, τρία, τέσσερα, ή περισσότερα μέλη μιας ομάδας. Έπειτα, μπορεί να υπάρχουν διαφορές στη δύναμη, στο επίπεδο ή στο ρόλο που παίζει κανείς σε μια κοινωνική οργάνωση. Τέλος, οι άνθρωποι καθορίζονται από τον πολιτισμό και την τάξη στην οποία ανήκουν, που προκαθορίζουν τα λεκτικά και μη λεκτικά μέσα επικοινωνίας, καθώς και τους κανόνες που διέπουν τη συμπεριφορά στις διάφορες καταστάσεις.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΜΙΚΡΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ Είδαμε ότι τα περισσότερα ζώα ζουν σε ομάδες. Πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες διεξάγονται επίσης από ομάδες τριών μέχρι δεκαπέντε μελών. Υπάρχουν διάφορα είδη μικρών ομάδων — οικογένειες, ομάδες στη δουλειά, επιτροπές, παρέες, σύλλογοι κλπ. Μερικές διαδικασίες κοινωνικής αλληλεπίδρασης είναι παρόμοιες σε όλων των ειδών τις ομάδες — όλες έχουν οπωσδήποτε τους κανόνες τους και τους αρχηγούς τους. Απ' την άλλη μεριά, υπάρχουν διακεκριμένες μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς σε κάθε μια απ' αυτές. Πολλές έρευνες που έχουν γίνει πάνω στις μικρές ομάδες, έγιναν με τη μορφή εργαστηριακών πειραμάτων — που έχουν το πλεονέκτημα ότι υποβάλλουν σε αυστηρή δοκιμασία κάθε υπόθεση. Έχουν όμως την τάση να παραλείπουν πολλά χαρακτηριστικά των πραγματικών ομάδων, μένοντας μ' εκείνα τα στοιχεία της ομαδικής ζωής που ξέρει ήδη ο πειραματισμός. Οι άνθρωποι μπορεί να σχηματίσουν μια ομάδα, ή να συμμετάσχουν σ' αυτήν, για τη διεξαγωγή ενός ορισμένου έργου, είτε αυτό είναι ένα παιχνίδι ή μια δραστηριότητα ελεύθερου χρόνου, είτε γιατί τους αρέσουν οι άλλοι άνθρωποι και θέλουν να αλληλεπιδρούν μαζί τους. Όλες οι ομάδες έχουν αυτές τις δυο πλευρές — έργο, και κοινωνικές παρορμήσεις και δραστηριότητες, αν και η ισορροπία τους ποικίλει. Οι άνθρωποι συχνά συμμετέχουν σε μια ομάδα κυρίως για οικονομικούς ή άλλους μη κοινωνικούς λόγους· τότε ασχολούνται με τις δραστηριότητες της ομάδας τις βρίσκουν ικανοποιητικές, και προσκολλώνται σ' αυτήν. Μια ομάδα φίλων μπορεί να θέλει να απολαμβάνει τη συντροφιά ο ένας του άλλου, όμως πρέπει να έχουν και ένα περιεχόμενο, πρέπει να βρουν μια κοινή δραστηριότητα, να φέρουν σε πέρας ένα έργο. Η κοινωνική συμπεριφορά στις ομάδες μπορεί να χωρισθεί ως εξής; ΕΡΓΟ ΛΕΚΤΙΚΗ ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΗ
ΑΝΕΠΙΣΗΜΗ ΣΧΕΣΗ
Πληροφορίες και συζήτηση σχετικά με το έργο.
Κουτσομπολιό και φλυαρία, αστεία και παιχνίδια, συζήτηση για προσωπικά προβλήματα. Εκτέλεση έργου, βοήθεια, μη λεκτικά σχόλια πάνω Μετάδοση διαπροσωπικών στάσεων, αισθήματα, αυτοπαρουσίαση. στην εκτέλεση, μη λεκτικά σχήματα που μεταφέρουν πληροφορίες.
Σχηματισμός της ομάδας
Οι διάφορες ομάδες συγκροτούνται με διάφορους τρόπους — οι παρέες μέσω της αμοιβαίας έλξης, οι λέσχες μέσω κοινών ενδιαφερόντων, οι ομάδες εργασίας συγκροτούνται κάτω από ένα προϊστάμενο κλπ. Συνήθως περνάνε από μια σειρά εξελικτικά στάδια: 1. Σχηματισμός — άγχος, εξάρτηση από τον αρχηγό (αν υπάρχει), τα μέλη πληροφορούνται για το έργο, τους κανόνες και τη φύση της κατάστασης. 2. Εξέγερση — σύγκρουση ανάμεσα στα άτομα και τις υποομάδες, εξέγερση ενάντια στον αρχηγό, αντίσταση στους κανόνες και τις απαιτήσεις του έργου. 3. Θεσμικό — ανάπτυξη μιας σταθερής δομής, με κοινωνικούς κανόνες, οι αντιθέσεις λύνονται και αναπτύσσεται η συνοχή. 4. Συνεργασία — λύνονται τα διαπροσωπικά προβλήματα, η ομάδα στρέφεται στην εποικοδομητική λύση των προβλημάτων, η ενεργητικότητα κατευθύνεται προς το έργο (Tuckman, 1965). Όπως και με τις δυάδες πρέπει να περάσει κάποιος χρόνος πριν μπορέσει να φτάσει η ομάδα σ' ένα σχήμα αλληλεπίδρασης που είναι λίγο πολύ αποδεκτό από όλους. Μπορεί να υπάρχει μια εναλλαγή
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ανάμεσα στην απασχόληση με το έργο και στην απασχόληση με τα διαπροσωπικά προβλήματα. Όπως και στις δυάδες, υπάρχουν κάποιες ομάδες ατόμων για τις οποίες δεν υπάρχει σταθερό σχήμα αλληλεπίδρασης. Ο Schutz, (1958) συγκρότησε πειραματικές ομάδες τα μέλη των οποίων δεν ταίριαζαν μεταξύ τους κατά το ότι οι άνθρωποι με ισχυρό το αίσθημα της κυριαρχίας ήσαν περισσότεροι από ένας — δημιουργώντας έτσι το κλίμα για έναν αγώνα για την εξουσία και προκαλώντας, κατά συνέπεια μια αρχική αποτυχία κάθε συνεργασίας. Αυτές οι ομάδες βρέθηκε ότι είχαν ελάχιστη αποτελεσματικότητα στην εκτέλεση έργων που απαιτούσαν συνεργασία. Μπορεί να υπάρξει αποτυχία συνεργασίας και με ένα άλλο τρόπο. Ο Haythorn (1956) δημιούργησε ομάδες από τέσσερα άτομα με έναν αρχηγό, καθώς και ομάδες με διάφορους συνδυασμούς αυταρχικών και μη αυταρχικών αρχηγών και μελών. Οι ομάδες δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, όταν και ο ηγέτης και τα μέλη, ήσαν αυταρχικοί ή μη αυταρχικοί. Σε κάθε περίπτωση ο αρχηγός και τα μέλη χρησιμοποιούσαν τέτοιες στάσεις που ταίριαζαν με ένα συμπληρωματικό τρόπο. Μόλις επιτευχθεί ισορροπία, η ομάδα μπορεί να διατηρηθεί σ' αυτή την κατάσταση για κάποιο χρονικό διάστημα, αν και οι αναπόφευκτες αλλαγές μελών και οι αλλαγές στις εξωτερικές συνθήκες δεν μπορούν να την αφήσουν ανεπηρέαστη. Μια ομάδα με συνοχή είναι εκείνη που τα μέλη της έλκονται ο ένας από τον άλλο ή από το έργο, και συνεπώς έλκονται προς την ομάδα. Η συνοχή μπορεί να μετρηθεί από την αναλογία των «κοινωνιομετρικών» επιλογών που γίνονται στα μέλη εκείνης της ομάδας, ή από τη συχνότητα με την οποία χρησιμοποιείται η λέξη «εμείς» σε σχέση με τη λέξη «εγώ». Μια ομάδα θα γίνει συνεκτική κάτω από τους ακόλουθους όρους: συχνή αλληλεπίδραση· συναφείς στάσεις, ενδιαφέροντα και πνευματικό και κοινωνικό υπόβαθρο· ανταμειφτικές εμπειρίες στην ομάδα· ηγέτης που να διατηρεί την ομαλότητα· απουσία επιθετικών, σχιζοφρενών ή άλλων χαρακτήρων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αναστάτωση· έργο που να απαιτεί συνεργατικότητα, αλληλοσυμπληρούμενη συμπεριφορά για την εκτέλεσή του (Lott και Lott, 1965). Οι ομάδες των δύο ατόμων έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί παρέχουν τα πιο απλά παραδείγματα κοινωνικής αλληλεπίδρασης, και γιατί οι πιο σύνθετες περιπτώσεις ερμηνεύονται στη βάση των αρχών που ισχύουν γι' αυτές τις ομάδες. Όμως ξεχωρίζουν, από ορισμένες απόψεις, από τις μεγαλύτερες ομάδες — είναι λιγότερο σταθερές και υπάρχει περισσότερος κίνδυνος να καταρρεύσει η αλληλεπίδραση, υπάρχουν περισσότερα σημάδια έντασης, αλλά οι συμφωνίες ή οι διαφωνίες εκφράζονται λιγότερο. (Thomas και Fink, 1963). Οι ομάδες που αποτελούνται από τρία μέλη έχουν επίσης ορισμένα ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Η πρόσθεση ενός τρίτου μέλους στη δυάδα, έστω και σαν παρατηρητή, αλλάζει εντελώς την κατάσταση. Καθένα από τα δυο αρχικά μέλη πρέπει να λαμβάνει τώρα υπ' όψη του πώς θα δει τη συμπεριφορά του το νέο μέλος — και η συμπεριφορά του θα υποστεί διαφορετική επίδραση αν το νέο μέλος είναι (1) ένα όμορφο κορίτσι, (2) η μητέρα του, (3) ο δάσκαλός του κλπ. Τα φαινόμενα της «ρύθμισης των εντυπώσεων» θα συζητηθούν αργότερα στο ένατο κεφάλαιο. Αν το νέο μέλος συμμετάσχει στην αλληλεπίδραση, η κατάσταση θα αλλάξει ακόμα περισσότερο. Ο Α και ο Β μπορεί να έχουν προσδιορίσει τις σχέσεις κυριαρχίας τους και το ποσοστό του χρόνου που θα μιλάει ο καθένας. Ο Γ τώρα πρέπει να βρει τη θέση του σ' αυτή την ιεραρχία ή θα κυριαρχήσει και στους δυο, ή θα καταλάβει την ενδιάμεση θέση ή θα κυριαρχηθεί και από τους δυο. Σε ομάδες με τρία μέλη υπάρχουν διάφορα είδη εσωτερικών ανταγωνισμών και μηχανορραφιών. Όταν και οι τρεις είναι άντρες, ο αγώνας για την κυριαρχία γίνεται ανοιχτά, και ο πιο αδύναμος αποκλείεται. Αν είναι δυο άντρες και μια γυναίκα, οι άντρες θα συναγωνιστούν για το ποιος θα κερδίσει την προσοχή της γυναίκας. Οι γυναίκες συμπεριφέρονται μάλλον διαφορετικά: αν είναι τρεις γυναίκες και η μία αρχίζει να αποτραβιέται, οι άλλες θα βάλουν τα δυνατά τους για να τη
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
συγκρατήσουν (Robson, 1966). Αν υπάρχει ένα ισχυρό και κυριαρχικό μέλος σε μια τριάδα, οι άλλες δυο μπορούν να συνασπιστούν εναντίον του. Η συνεργασία των αδύνατων ενάντια στους ισχυρούς φαίνεται και σε πειραματικές και σε πραγματικές ομάδες: συνοψίζεται στην πρόταση «Η ισχύς εν τη ενώσει». Καθώς το μέγεθος της ομάδας αυξάνει από τέσσερα μέχρι δέκα άτομα, ο χαρακτήρας της αλληλεπίδρασης μεταβάλλεται. Είναι δυσκολότερη η συμμετοχή, και λόγω του συναγωνισμού των άλλων και λόγω του μεγαλύτερου «άγχους του ακροατηρίου» και έτσι είναι λιγότερο εύκολο να επηρεάσει κανείς αυτό που θα κάνουν οι άλλοι. Υπάρχει μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στο βαθμό αλληλεπίδρασης των διαφόρων μελών — στις μεγάλες ομάδες η πλειοψηφία σχεδόν δε μιλάει καθόλου. Η ποικιλία στους χαρακτήρες και στις ικανότητες είναι μεγαλύτερη, και υπάρχει μεγαλύτερη διαφοροποίηση στους τρόπους συμπεριφοράς. Η συζήτηση εμποδίζεται λιγότερο και η κάθε διαφωνία εκφράζεται αμέσως. Αν η ομάδα έχει κάποιο έργο σαν περιεχόμενό της, είναι πιο έντονη η τάση να θεσπισθούν κανόνες και να γίνει ένας καταμερισμός εργασίας. Οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνονται να προτιμούν τη συμμετοχή τους σε μικρές ομάδες — πέντε ή έξι μελών. Μπορούν έτσι να μιλούν σχεδόν όσο θέλουν και να ασκούν μια ορισμένη επιρροή πάνω στους άλλους. Ταυτόχρονα υπάρχει αρκετή ποικιλία στους χαρακτήρες και στις ικανότητες των μελών ώστε να φέρουν σε πέρας το κοινό έργο ή να εκπροσωπηθούν κοινωνικά (Thomas και Fink, 1963).
Κανόνες
Όλες οι μικρές κοινωνικές ομάδες αναπτύσσουν «κανόνες», δηλαδή κοινά σχήματα αντίληψης και σκέψης, κοινούς τρόπους επικοινωνίας, αλληλεπίδρασης και εμφάνισης, κοινές στάσεις και αντιλήψεις, και κοινούς τρόπους δράσης. Τα μέλη έχουν οπωσδήποτε κάτι κοινό απ' την αρχή, και υπάρχει επίσης μια τάση σύγκλισης προς τους κοινούς κανόνες, που είναι πιο ισχυρή εκεί που παρουσιάζονται αρχικά αποκλίσεις. Τέτοιοι κανόνες διέπουν στο εξής τους τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς, έτσι που να επιδοκιμάζονται και να θαυμάζονται από τα μέλη. Όποιος δε μπορεί να συμμορφωθεί, πιέζεται γι' αυτό, κι αν δεν τα καταφέρει διώχνεται. Πολυάριθμα πειράματα έχουν δείξει ότι μια απόκλιση γίνεται αντικείμενο προσεκτικής εξέτασης, και καταβάλλονται προσπάθειες για την άρση της. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα όταν η απόκλιση ενός μέλους σχετίζεται με ένα ζήτημα που είναι πολύ σημαντικό για την ομάδα, που μπορεί να επιδράσει αρνητικά πάνω στην επιτυχία της ή να αμφισβητήσει βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις. Οι διαφωνούντες μπορεί να συμμορφωθούν για να μην αποβληθούν απ' την ομάδα, ή γιατί θεωρούν τις αντιλήψεις της ομάδας σαν μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών. Τα άλλα μέλη μπορεί να είναι πιο έμπειρα, ενώ μια συνεκτική συμπεριφορά εκ μέρους της ομάδας μπορεί να δείχνει ότι λειτουργεί κάποιος άγνωστος κανόνας. Αυτός μπορεί να ερμηνεύει και το γεγονός ότι στα πειραματικά υποκείμενα, σε πειράματα συμμόρφωσης, είναι έτοιμα να ακολουθήσουν την ομάδα, ακόμα και τη στιγμή που δίνει μια ολοφάνερα λαθεμένη κατεύθυνση. Έχει σημασία να διαφωνούν οι άνθρωποι πότε πότε, αλλά με ένα εποικοδομητικό τρόπο, και να οδηγούν την ομάδα στην υιοθέτηση μιας καλύτερης λύσης στα προβλήματά της, σε συμφωνία με τις αλλαγές που έχουν προκύψει στην εξωτερική κατάσταση. Ξέρουμε ότι υπάρχουν μερικά διαφορετικά είδη κανόνων: 1. Κανόνες για το έργο, δηλ. τη μέθοδο, το ρυθμό και τον τύπο εργασίας. Η απόκλιση επιδρά πάνω στους στόχους της ομάδας και συνακόλουθα, και πάνω στις αμοιβές των μελών. 2. Κανόνες που ρυθμίζουν την αλληλεπίδραση στην ομάδα, με βάση τους οποίους μπορεί να προβλεφθεί η συμπεριφορά των άλλων, να αποτραπούν οι συγκρούσεις και να εξασφαλιστεί η δίκαιη κατανομή των αμοιβών. 3. Κανόνες για τις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις. Οι αντιλήψεις των ειδικών της ομάδας γίνονται αποδεκτές και οι πεποιθήσεις ελέγχονται αν συμφωνούν με τις πεποιθήσεις της Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ομάδας μάλλον παρά με την πραγματικότητα, πράγμα που μπορεί να είναι πιο δύσκολο. 4. Κανόνες για την ενδυμασία, την κόμμωση ή άλλες πλευρές της εμφάνισης, που προβάλλουν την ταυτότητα ενός ατόμου, και θα μπορούσαν έτσι να οδηγήσουν την ομάδα σε ανυποληψία. Σε σχέση με τους κανόνες λαμβάνουν χώρα χαρακτηριστικές σειρές αντιδράσεων. Ένα μέλος μπορεί να διαφωνήσει γιατί δεν του αρέσει ένας κανόνας ή να συμφωνήσει με μια άλλη ομάδα, ή να σκεφτεί ένα καλύτερο τρόπο για το πώς πρέπει να γίνουν τα πράγματα. Η διαφωνία του γίνεται δεκτή με έκπληξη, με μη λεκτικά σημάδια αποδοκιμασίας, απόπειρες με τα λόγια να τον μεταπείσουν και τέλος αποπομπή από την ομάδα. Μια ενδιαφέρουσα εξαίρεση γι' αυτόν τον κανόνα γίνεται για πρόσωπα υψηλού επιπέδου που δεν εντάσσονται στην τυπική ιεραρχία, λόγω της συμβολής τους στην ομάδα. Ο Hollander (1958) διατύπωσε την αντίληψη ότι διαθέτουν «κύρος ιδιοσυγκρασίας» και η ομάδα τούς επιτρέπει κάποιες αποκλίσεις — που φαίνονται μάλλον σαν μια νέα πιθανή γραμμή δράσης παρά σαν αποτυχία συμμόρφωσης με τα καθιερωμένα πρότυπα. Αλλά οι καινοτομίες στην επιστήμη και στην πολιτική συχνά προέρχονται από προκλητικές, ασυμβίβαστες μειοψηφίες μάλλον, παρά από τους διπλωμάτες και τους κάθε λογής μεσολαβητές που έχουν αποκτήσει αυτό το «κύρος ιδιοσυγκρασίας». Μια πεισματική μειοψηφία, έστω και δύο ατόμων, μπορεί να καταφέρει να αλλάξει κάποιους κανόνες. Αν διαφωνεί ένας, μπορεί να φανεί εκκεντρικός, αν όμως είναι δύο τους αντιμετωπίζουν πιο σοβαρά. Όταν διαφωνεί και ένα δεύτερο πρόσωπο με την ομάδα, καταφέρνει να σπείρει αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των κανόνων της. Με τη συνεκτική συμπεριφορά τους, την εμπιστοσύνη και την αυτοπεποίθησή τους, μια μειοψηφία μπορεί να υποδείξει την ύπαρξη μιας ορθότερης εναλλακτικής λύσης απέναντι στην κυρίαρχη άποψη. Ένα άτομο μπορεί να μεταπείσει μια επιτροπή στην οποία συμμετέχει, αν κερδίσει την ανοιχτή υποστήριξη ενός ακόμη μέλους, ιδιαίτερα αν αυτό βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία της ομάδας ή αν είναι ειδικός στο προκείμενο ζήτημα (Moscovici, 1976).
Ιεραρχίες και ρόλοι
Όλες οι ομάδες ζώων και ανθρώπων έχουν ιεραρχία και υπάρχουν πλεονεκτήματα στο να έχουν αρχηγούς που να μπορούν να κατευθύνουν τις δραστηριότητες και να αποτρέπουν τις συγκρούσεις στο εσωτερικό της ομάδας. Κατά τη διάρκεια των πρώτων συναντήσεων της ομάδας διεξάγεται ένας αγώνας υπεροχής ανάμεσα στα άτομα που έχουν ηγετικές τάσεις, όπως συμβαίνει και με τις ομάδες των δύο ή τριών ατόμων. Όταν αποκατασταθεί η τάξη, βρίσκεται ένα χαρακτηριστικό σχήμα αλληλεπίδρασης. Τα μέλη που βρίσκονται στο κάτω μέρος της ιεραρχίας μιλούν λιγότερο, απευθύνονται με ευγένεια στα μέλη που βρίσκονται πιο πάνω, και γενικά οι άλλοι δεν τους δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Η θέση ενός μέλους στην ιεραρχία καθορίζεται από το πόσο χρήσιμος υπήρξε στο παρελθόν. Έτσι η ιεραρχία διατηρείται σε ισορροπία — οι άνθρωποι επιτρέπεται να μιλάνε και τους ακούνε, αν αναμένεται ότι η συμβολή τους θα είναι χρήσιμη. Η θέση στην ιεραρχία έχει πολύ λίγη σχέση με το χαρακτήρα, συνδέεται όμως με την ικανότητα στη διεκπεραίωση των καθηκόντων της ομάδας. Η ομάδα χρησιμοποιεί τρόπους αμοιβών και ποινών για τη διατήρησή της: αυτός που πολυμιλάει τιμωρείται, ενώ τα εξέχοντα μέλη παρακινούνται να μιλήσουν όταν τα βλέπουν νυσταγμένα. Όταν αλληλεπιδρούν άνθρωποι με διαφορετική θέση στην ιεραρχία, το σχήμα της σχέσης ανάμεσά τους αποτελεί τμήμα του συνολικού σχεδίου οργάνωσης της ομάδας (Bales, 1953). Όπως διαφέρουν τα μέλη ως προς τη δύναμη και την επιρροή τους, έτσι διαφέρουν και ως προς τη θέση τους. Τα μέλη μπορούν να εκτιμώνται και να θαυμάζονται εξαιτίας της παλαιάς δόξας τους, ανεξάρτητα από την τωρινή ισχύ τους.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Εκτός από το ότι έχουν διαφορετική θέση και επιρροή, τα μέλη της ομάδας υιοθετούν και τρόπους συμπεριφοράς που διαφέρουν κατά πολλούς τρόπους. Ο Slater (1955) πρώτος παρατήρησε αυτό το γεγονός και βρήκε ότι σε ομάδες συζητήσεων υπάρχει συνήθως ένα δημοφιλές πρόσωπο, ή «κοινωνικο-αισθηματικός» ηγέτης, και ένας «αρχηγός έργου». Αξίζει να σημειωθεί ότι το ίδιο πρόσωπο δεν κάνει και για τις δυο δουλειές — μια και αντανακλούν διαφορετικές παρορμήσεις των μελών. Κάθε ομάδα διακρίνεται από μια σειρά ιδιαίτερων ρόλων, αν και ο αρχηγός έργου και ο κοινωνικο-αισθηματικός ηγέτης μπορούν να υπάρχουν σε κάθε ομάδα. Το ρόλο του «ηγέτη της αντιπολίτευσης» τον βρίσκουμε συχνά στο σώμα των ενόρκων, σε ομάδες εργασίας και σε εκπαιδευτικές ομάδες. Αυτοί οι ρόλοι δημιουργούνται για διάφορους λόγους — γιατί πρέπει να γίνουν κάποιες δουλειές στην ομάδα (αρχηγός έργου), διότι οι ομάδες έχουν κάποιες κοινές δομές (ηγέτης της αντιπολίτευσης), διότι μέλη με διαφορετικό χαρακτήρα θέλουν να συμπεριφέρονται διαφορετικά (κοινωνικο-αισθηματικός ηγέτης) και διότι τα μέλη θέλουν να παρουσιάσουν τον εαυτό τους σαν ξεχωριστά άτομα (ο πλακατζής, ο αποδιοπομπαίος τράγος).
Η επίδραση της ομάδας πάνω στη συμπεριφορά
Και η απλή παρουσία κάποιου μπροστά στους άλλους του αυξάνει το επίπεδο της φυσιολογικής του διέγερσης και της γενικής δραστηριότητάς του και τον κάνει να αναπτύσσει τις γνωστές του αντιδράσεις (Zajonc, 1965). Αυτό ισχύει για τα μυρμήγκια και για τους αρουραίους, όμως στους ανθρώπους τέτοια αποτελέσματα προκαλούνται μόνο από άτομα που αξιολογούν ή κρίνουν κατά κάποιο τρόπο — η παρουσία αδιάφορων ανθρώπων δεν αυξάνει τη διέγερση (Cottrelle, κ.ά., 1968). Σε ορισμένες καταστάσεις, τα άτομα μιας ομάδας συμπεριφέρονται χωρίς τους συνηθισμένους περιορισμούς, αναπτύσσουν μια επιθετική ή κάποια άλλη αντικοινωνική συμπεριφορά, και δεν μπορούν να θυμηθούν καθαρά ποιος έκανε τι. Αυτό είναι γνωστό σαν «αποατομικοποίηση», και συμβαίνει σε εξαγριωμένα πλήθη, και σε πειράματα όπου τα πειραματικά υποκείμενα γίνονται ανώνυμα φορώντας μάσκα και άσπρα ρούχα (Zimbardo, 1969). Η συμμετοχή σε ομάδα μπορεί να προσφέρει κοινωνική υποστήριξη: άνθρωποι φοβισμένοι, έφηβοι που συναντούν δυσκολίες στις σχέσεις τους με την οικογένεια, κι αυτοί που δεν ξέρουν τι να πιστέψουν, βοηθούνται και ανακουφίζονται αρκετά με το να ανήκουν σε σφιχτοδεμένες κοινωνικές ομάδες.
Οι ομάδες είναι καλύτερες από τα άτομα σε ορισμένες δραστηριότητες. Είναι πιο αποτελεσματικές στην εκτέλεση έργων που χρειάζεται σωματική δύναμη, γιατί συχνά απαιτούνται για την εκτέλεσή τους περισσότερα από ένα άτομα, και γιατί τα άτομα μπορούν να εξειδικευτούν στα διάφορα τμήματα μιας εργασίας. Η ομάδα παίρνει καλύτερες αποφάσεις, και διότι οι διάφορες ικανότητες και γνώσεις μπορούν να συνδυαστούν, και διότι τα μέλη μπορούν να παρακινούν και να κριτικάρουν ο ένας τον άλλο. Η ομαδική απόφαση έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι τα μέλη της ομάδας δεσμεύονται να την εκτελέσουν.
Οι σχέσεις στο εσωτερικό της ομάδας
Η ανάπτυξη θετικών αισθημάτων απέναντι στα άλλα μέλη της ομάδας συνοδεύεται συχνά με αρνητικά αισθήματα προς τα μέλη άλλων ομάδων. Ο Sherif και οι συνεργάτες του (1961) χώρισαν τα εντεκάχρονα και δωδεκάχρονα αγόρια μιας παιδικής κατασκήνωσης σε δυο ομάδες. Παρατηρήθηκε ότι τα ανταγωνιστικά αθλήματα, καθώς και μια περίπτωση όπου η μια ομάδα αποδείχτηκε ανώτερη από την άλλη, οδήγησαν σε ένα επικίνδυνο βαθμό εχθρότητας. Η ειρήνη αποκαταστάθηκε βάζοντας τις ομάδες να δουλέψουν μαζί σε ένα κοινό έργο, την επισκευή του δικτύου παροχής νερού που είχε (σκόπιμα) αχρηστευθεί. Η εχθρότητα απέναντι σε άλλες ομάδες μπορεί να προκύψει χωρίς καμιά ιδιαίτερη αντίθεση συμφερόντων, όπως έδειξαν τα πειράματα που διεξήγαγε ο Tajfel (1970). Τα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
πειραματικά υποκείμενα έδειχναν μια ξεχωριστή μεταχείριση απέναντι σε πρόσωπα που πίστευαν ότι ανήκουν στην ίδια «ομάδα», που είχε ορισθεί αμυδρά στη βάση αισθητικών ενδιαφερόντων. Διατυπώθηκε η αντίληψη ότι η συμμετοχή σε μια ομάδα αυξάνει τα αισθήματα αυτοσεβασμού, όμως μόνο αν η ομάδα αυτή θεωρείται ανώτερη από τις άλλες. Μια ομάδα μπορεί να θεωρηθεί ανώτερη από μια άλλη στη βάση των αξιών και των κανόνων της, σε σύγκριση με τις οποίες η άλλη υπολείπεται. Η εξελικτική θεωρία του «ιδιοτελούς γονιδίου» υποστηρίζει ότι υπάρχει μια έμφυτη τάση να ευνοεί κανείς την οικογένειά του για να προωθήσει απογόνους με ίδια (με αυτόν) χαρακτηριστικά. Αυτό επεκτείνεται και στα μέλη της ομάδας, της κοινωνικής τάξης, της εθνικότητας κλπ. (Dawkins, 1976α).
Διάφορα είδη ομάδων
Μέχρι τώρα ασχοληθήκαμε με τις ιδιότητες των ομάδων γενικά. Τώρα θα κοιτάξουμε μερικά ειδικά χαρακτηριστικά ξεχωριστών ομάδων — της οικογένειας, της ομάδας δουλειάς και της παρέας.
Η οικογένεια
Η οικογένεια διαφέρει από πολλές άλλες ομάδες κατά το ότι έχει μια χαρακτηριστική δομή που την απαρτίζουν ξεχωριστοί ρόλοι — ο πατέρας, η μητέρα, οι γυιοί, και οι κόρες. Σε κάθε πολιτισμό υπάρχει μια ορισμένη σχέση ανάμεσα στους δυο συζύγους, με την αντίστοιχη διαφοροποίηση των ρόλων. Το ίδιο και ανάμεσα στη μητέρα και στο γυιό, τη μεγαλύτερη και τη μικρότερη κόρη κλπ. Υπάρχουν τέλος, και διαφορές μέσα στην ίδια την οικογένεια, εξαιτίας των διαφορετικών χαρακτήρων και ικανοτήτων των μελών της. Η οικογενειακή ζωή βρίσκεται στο σπίτι και συγκεντρώνεται γύρω από το φαγητό, τον ύπνο, την ανατροφή των παιδιών, άλλες οικιακές ασχολίες, και την ανάπαυση. Οι δραστηριότητες των διαφόρων μελών πρέπει να συντονίζονται μέσα στο χώρο και με τις ευκολίες που διαθέτει αυτός ο χώρος. Όλα τα μέλη συμμερίζονται την ίδια οικονομική και κοινωνική θέση. Η αλληλεπίδραση μέσα στην οικογένεια έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι είναι ελάχιστα τυπική σχεδόν δεν υπάρχει αυτοπαρουσίαση, και η τρυφερότητα και η επιθετικότητα εκδηλώνονται χωρίς περιορισμούς. Σε άλλες ομάδες, τα μέλη συνήθως δεν ξεντύνονται ο ένας μπροστά στον άλλο, δεν χασκογελούν, δεν κλαίνε, δεν φιλάνε ούτε επιτίθενται ο ένας στον άλλο, όπως κάνουν τα μέλη μιας οικογένειας. Οι δεσμοί ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας έχουν ακόμα μια μοναδική ιδιότητα: οι γονείς συνδέονται με μια μακριά ιστορία αγάπης και συμβίωσης, βλέπουν τα παιδιά σαν τμήμα του εαυτού τους, ενώ τα παιδιά εξαρτώνται πάρα πολύ απ' αυτούς. Ο θάνατος ενός μέλους είναι για τους υπόλοιπους μια οδυνηρή εμπειρία από την οποία σχεδόν ποτέ δεν συνέρχονται πλήρως. (Gorer, 1965). Οι οικογενειακοί δεσμοί εμπεριέχουν μακρόχρονους δεσμούς αμοιβαίων φροντίδων και υποχρεώσεων, και δεν εξαρτιούνται από τα κοινά ενδιαφέροντα ή αξίες, όπως οι φιλικοί δεσμοί (Adams, 1967).
Οι φιλικές παρέες
Οι φιλικές παρέες διαφέρουν από πολλές απόψεις. Δεν έχουν καμιά τυπική δομή ούτε κανένα έργο να εκτελέσουν, αλλά αποτελούνται από άτομα της ίδιας ηλικίας, επιπέδου, αξιών και ενδιαφερόντων, που ενώνονται κυρίως στη βάση της ανάγκης για κοινωνικές σχέσεις. Τα μέλη της μπορούν να βρουν κοινωνική υποστήριξη, συμβουλές και βοήθεια στα κοινά τους προβλήματα. Για τους νέους ανάμεσα στα δεκαπέντε και είκοσι πέντε, η παρέα έχει μεγάλη σημασία. Τους προσφέρει ένα κοινωνικό χώρο, στον οποίο μπορούν να είναι ανεξάρτητοι απ' το σπίτι, να συναντήσουν πρόσωπα του άλλου φύλου, να αναπτύξουν νέες κοινωνικές ικανότητες και την Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ταυτότητα του εγώ τους (Μιούας, 1962). Οι παρέες δεν έχουν κανένα «έργο» με τη συνηθισμένη του έννοια, όμως επινοούν δραστηριότητες που οδηγούν στις επιθυμητές μορφές κοινωνικής αλληλεπίδρασης — φαγητό, πιοτό, χορός, παιχνίδι ή απλά η συζήτηση. Ο χαρακτήρας της αλληλεπίδρασης ποικίλει από πολιτισμό σε πολιτισμό και από ηλικία σε ηλικία, συνήθως όμως έχει ένα εγκάρδιο και άνετο χαρακτήρα. Αντίθετα απ' την οικογένεια, η αυτοπαρουσίαση στην παρέα είναι πολύ σημαντική. Τα μέλη θέλουν να τα παραδέχονται και να σχηματίζουν οι άλλοι καλή εικόνα γι' αυτά. Το προσεγμένο ντύσιμο είναι ένα από τα στοιχεία που χρησιμοποιούν. Η κοινωνιομετρική δομή είναι σημαντική —ποιος συμπαθεί ποιον, ποιος είναι μέσα και ποιος είναι έξω. Η παραδοχή εξαρτάται από τη συμμόρφωση με τους κανόνες της ομάδας και την υλοποίηση των αξιών της, όπως και από το αν είναι κανείς ευγενικός και πρόθυμος να προσφέρει τη βοήθειά του. Η ιεραρχική δομή δεν έχει σημασία, αν και πότε πότε εμφανίζονται ανεπίσημοι ηγέτες για την αντιμετώπιση ιδιαίτερων προβλημάτων, καθώς και οι «ειδικοί», τους οποίους συμβουλεύεται κανείς πάνω σε ζητήματα μόδας, βιβλίων, πολιτικής κλπ. Οι κανόνες της ομάδας είναι σημαντικοί και διακρίνουν την ομάδα από τις άλλες ομάδες. Αυτοί που συμμορφώνονται μ' αυτούς τους κανόνες εκτιμώνται απ' τους άλλους, ενώ εκείνοι που δεν συμμορφώνονται, εκδιώκονται.
Στις ομάδες δουλειάς
Στις ομάδες δουλειάς το έργο είναι η πρωταρχική προϋπόθεση για την ύπαρξη της ομάδας. Το έργο επιδρά πάνω στις σχέσεις των ανθρώπων. Ο Α μπορεί να επιθεωρεί τη δουλειά του Β, να είναι βοηθός του, να είναι συνεργάτης του ή να βρίσκεται δίπλα του στη σειρά συναρμολόγησης. Σε κάθε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να προκύψει μια ξεχωριστή σχέση. Οι ομάδες δουλειάς βρίσκονται σε ένα σύνθετο περιβάλλον, με τον ιδιαίτερο πολιτιστικό του χαρακτήρα, που περιορίζει και ορίζει την κοινωνική συμπεριφορά. Αποτελούν επίσης τμήμα μιας κοινωνικής οργάνωσης, έχουν αρχηγό και ρόλους αντίστοιχους με το χαρακτήρα της κάθε μιας. Ακόμα, οι ομάδες δουλειάς έχουν και μια ζωή δική τους, που επιδρά πάνω σ' όλα όσα γίνονται και στο πόση δουλειά θα βγει. Αν η συνοχή είναι πολύ χαμηλή, θα υπάρχει πολύ μικρή συνεργασία και θα πέσει η απόδοση — θα υπάρχουν ακόμα πολλές απουσίες και αποχωρήσεις. Η ομάδα μπορεί να έχει ένα διαφορετικό σχήμα επικοινωνίας, κινήτρων ηγεσίας ή καταμερισμού εργασίας, απ' ότι έχει επιβληθεί επίσημα, γιατί, απλούστατα, αυτό ταιριάζει καλύτερα στα μέλη της. Εκτός από την εργασία τους τα μέλη της αναπτύσσουν κι άλλου είδους συμπεριφορά, όπως λέγοντας αστεία, παίζοντας και κουτσομπολεύοντας. Οι κοινωνικές σχέσεις που δημιουργούνται αφορούν μόνο ένα τμήμα της προσωπικότητας των μελών, τα οποία δεν είναι ανάγκη να ξέρουν πολλά πράγματα για τη ζωή των συναδέλφων τους έξω απ' το χώρο της εργασίας. Όμως αυτό το τμήμα της ζωής τους (στο χώρο της εργασίας) δεν είναι καθόλου μικρό, γιατί, τα μέσα για να ζήσουν, η καριέρα, η ταυτότητα, όλα τους εξαρτιούνται απ' τη δουλειά, και μπορεί να υπάρξει μεγάλη συναισθηματική ένταση, ανάλογα με το αν οι σχέσεις είναι σχέσεις συνεργασίας ή ανταγωνισμού. Μπορεί να υπάρχει μια χαλαρή οικειότητα πάνω στις καθαρά κοινωνικές δραστηριότητες που αναλαμβάνονται στη δουλειά, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα και σωματική βία γι' αυτούς που αποκλίνουν απ' τους κανόνες της ίδιας της δουλειάς. Έτσι τώρα έχουμε μια καθαρή εικόνα για το πώς πρέπει να σχεδιάζονται οι ομάδες δουλειάς ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη παραγωγικότητα με τη μέγιστη ικανοποίηση απ' αυτή. Πρέπει να είναι μικρές — όχι πάνω από δεκαπέντε άτομα· η συνοχή τους πρέπει να είναι μεγάλη, και να συνεργάζονται στη βάση ότι θα μοιραστούν τις αμοιβές. Οι διαφορές επιπέδου πρέπει να είναι μικρές. Και πρέπει να υπάρχει ο καλύτερος δυνατός τρόπος εποπτείας (>>), αλλά με τη συμμετοχή των εργαζόμενων στη λήψη των αποφάσεων (Argyle, 1972).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής συμπεριφοράς συντελείται στα πλαίσια μιας κοινωνικής οργάνωσης — σχολείο, εργοστάσιο, νοσοκομείο κλπ. «Κοινωνική οργάνωση» σημαίνει την ύπαρξη μιας σειράς βαθμών, θέσεων και υπηρεσιών — όπως δάσκαλος, επιστάτης, νοσοκόμα κλπ. —που εξακολουθούν να υπάρχουν, ανεξάρτητα από το ποιος τις κατέχει. Η συμπεριφορά στις υπηρεσίες είναι σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό προγραμματισμένη μια και την έχουν επεξεργαστεί προηγούμενα μέλη. Οι ρόλοι συμπλέκονται, γιατρός-νοσοκόμα, ασθενής-νοσοκόμα, κλπ.
Η ανάπτυξη της οργάνωσης
Καθώς οι ομάδες μεγαλώνουν και η αποστολή τους γίνεται πιο σύνθετη, αναπτύσσεται βαθμιαία μια τυπική δομή, με μια ιεραρχία στην ηγεσία και καταμερισμό ευθυνών. Η κοινωνική οργάνωση αποτελεί ένα ουσιαστικό τμήμα της σύγχρονης ζωής, γιατί θα ήταν αδύνατο να συντονιστούν οι δραστηριότητες των ανθρώπων σε επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας, χωρίς ένα εκτεταμένο καταμερισμό εργασίας και μια ιεραρχία στην ηγεσία. Καθώς ένα μικρό εργαστήριο γίνεται εργοστάσιο, και μια αντάρτικη ομάδα επαναστατικός στρατός, γίνονται αναγκαία όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια κοινωνική οργάνωση. Για την κατασκευή αυτοκινήτων, για παράδειγμα, πρέπει να γίνουν χιλιάδες διαφορετικά εξαρτήματα από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, και μετά να συναρμολογηθούν. Αυτό απαιτεί προσεγμένο σχεδιασμό και συντονισμό. Η κοινωνική οργάνωση είναι κάτι το ουσιαστικό, όμως οι ακριβείς μορφές της που έχουμε δεν είναι αναγκαστικά οι καλύτερες, και στην πραγματικότητα οι περισσότεροι δεν τις βρίσκουν ικανοποιητικές.
Η έννοια της οργάνωσης αναπτύχθηκε σταδιακά
Τα βιομηχανικά συγκροτήματα, όπως τα ξέρουμε σήμερα, για παράδειγμα, προέρχονται από τα μικρά εργοστάσια που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, με τη μέθοδο «δοκιμής και λάθους». Τα εργοστάσια έχουν αναπτυχθεί σε αντιστοιχία, και με τις αλλαγές που έχουν προκύψει στην τεχνολογία, και με τις καινούριες ιδέες που έχουν προταθεί για τον τρόπο οργάνωσης — π.χ., την κλασσική θεωρία οργάνωσης και το κίνημα ανθρώπινων σχέσεων ιδιαίτερα. Υπάρχουν μερικά διαφορετικά είδη κοινωνικών οργανώσεων. Ο Etzioni (1961) τις διαχώρισε σε: Καταναγκαστικές, π.χ. φυλακές και φρενοκομεία. Οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν ό,τι τους λένε, γιατί είναι αναγκασμένοι από το φόβο της τιμωρίας, και δεν μπορούν να φύγουν. Ωφελιμιστικές, π.χ. βιομηχανία. Τα μέλη εργάζονται με αντάλλαγμα την αμοιβή. Ηθικές, π.χ. εκκλησίες, νοσοκομεία, πανεπιστήμια. Τα μέλη αφοσιώνονται στις αξίες και τους στόχους της οργάνωσης. Τα ηγετικά στελέχη έχουν εντελώς διαφορετικές εξουσίες και στις τρεις περιπτώσεις — μπορούν να τιμωρούν, να αμείβουν και να επικαλούνται τους κοινούς στόχους αντίστοιχα. Οι οργανώσεις διαφέρουν ανάλογα με τις δουλειές που κάνουν — συγκρίνατε τα νοσοκομεία, τα πανεπιστήμια και τα εργοστάσια. Διαφέρουν ως προς το περιεχόμενο των ρόλων που αναπτύσσονται στα πλαίσιά τους — συγκρίνατε τις νοσοκόμες, τους καθηγητές και τους διευθυντές — και ως προς την κοινωνική απόσταση που υπάρχει ανάμεσά τους. Διαφέρουν και ως προς το Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
«οργανωτικό κλίμα», δηλαδή το γενικό σχήμα σχέσεων που υπάρχει ανάμεσα στα μέλη, και ιδιαίτερα το στυλ εποπτείας που χρησιμοποιείται. Το κλίμα επίσης διαφέρει από εργοστάσιο σε εργοστάσιο και από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο. Η συμπεριφορά στις οργανώσεις διαφέρει από τη συμπεριφορά στις μικρές ομάδες κατά πολλούς τρόπους. Τα σχήματα αλληλεπίδρασης δεν είναι τόσο προϊόντα των ιδιαίτερων προσωπικοτήτων που απαρτίζουν τις ομάδες, αλλά τμήματα της οργανωτικής δομής. Οι άνθρωποι έρχονται να καταλάβουν θέσεις επιρροής ή ηγετικές θέσεις, όχι μέσω της αυθόρμητης εκλογής των υφισταμένων τους, αλλά διότι τοποθετούνται εκεί από μια ανώτερη αρχή. Δεν συμπεριφέρονται όλοι οι γιατροί και όλες οι νοσοκόμες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο — υπάρχουν διαφορές που οφείλονται στην προσωπικότητα και στην προηγούμενη εμπειρία του καθενός. Όμως η απόκλιση από την επίσημη άσκηση του επαγγέλματος οφείλεται και σε άλλες αιτίες. Είναι από καιρό γνωστό ότι οι βιομηχανικοί εργάτες αναπτύσσουν ένα σωρό ανεπίσημες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων και πολλών έξυπνων τρόπων για να χαζολογούν και να περνάνε την ώρα τους, για να γίνει έτσι πιο υποφερτή η ζωή τους την ώρα της δουλειάς. Το ίδιο έχει παρατηρηθεί στο στρατό και τα φρενοκομεία. Η Elisabeth Rosser μελέτησε τελευταία τον «υπόκοσμο» των αγγλικών σχολείων. Βρήκε ότι οι μαθητές έχουν τις δικές τους αντιλήψεις για το πώς πρέπει να γίνονται τα πράγματα. Έχουν τους δικούς τους «κανόνες» για τους δασκάλους τους. Αν κάποιος απ' αυτούς παραβιάσει αυτούς τους κανόνες — για παράδειγμα, όταν κάνει αδικίες, όταν γίνεται υπερβολικά αυστηρός ή όταν καταντάει βαρετός — τιμωρείται. Αυτό που φαίνεται σαν ανεξέλεγκτο χάος, από την άποψη των υπεύθυνων αρχών, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η λειτουργία μιας άλλης σειράς κανόνων (Marsh, Rosser και Harre, 1978).
Θέσεις και ρόλοι
Οι οργανώσεις συνίσταται από μια σειρά αλληλοσχετιζομένων θέσεων, που οι κάτοχοί τους παίζουν αλληλοσυμπληρωματικούς ρόλους. Ρόλος είναι εκείνο το σχήμα συμπεριφοράς που είναι κοινό σε όλους τους κάτοχους μιας θέσης, και το οποίο περιμένουν οι άλλοι απ' αυτούς. Σε ένα νοσοκομείο, για παράδειγμα, υπάρχουν ολοφάνερες διαφορές ανάμεσα στη συμπεριφορά των ασθενών, των γιατρών, των νοσοκόμων, των επισκεπτών κλπ. Οι ρόλοι περιέχουν μια ποικιλία επιμέρους συμπεριφοράς — η δουλειά που γίνεται, οι τρόποι αλληλεπίδρασης με τα άλλα μέλη της οργάνωσης (π.χ. γιατρός-ασθενής, γιατρός-νοσοκόμα), οι αντιλήψεις και οι πεποιθήσεις, και τα ρούχα που φοράνε. Οι πιέσεις για να συμμορφωθεί κανείς με το ρόλο του μπορεί να είναι πολύ ισχυρές. Ο Zimbardo (1973) πλήρωσε κάποιους φοιτητές εθελοντές, από μεσαία στρώματα, για να παίξουν το ρόλο φυλάκων και φυλακισμένων με τις κατάλληλες φόρμες, σε ένα κατάλληλο κτηριακό συγκρότημα. Η επιλογή των ρόλων έγινε στην τύχη. Πολλοί από τους φύλακες έγιναν τυραννικοί, κτηνώδεις και σαδιστές, ενώ πολλοί από τους φυλακισμένους έγιναν δουλοπρεπείς, ιδιοτελείς και εχθρικοί, υπέφεραν από σοβαρή κατάθλιψη και έβγαζαν πότε πότε υστερικές κραυγές. Αναγκάστηκε να διακόψει το πείραμα μετά από έξι μέρες.
Γιατί συμμορφώνονται τόσο πρόθυμα οι άνθρωποι με τους ρόλους τους; Υπάρχουν διάφορες πιέσεις για συμμόρφωση, και αυτοί που αποκλίνουν πάρα πολύ θεωρούνται εκκεντρικοί, τρελοί, ή όχι «καθώς πρέπει», είτε γιατροί, είναι αυτοί, είτε φύλακες κλπ. Οι ρόλοι είναι συμπληρωματικοί, έτσι που, όταν οι γιατροί και οι νοσοκόμες παίζουν το ρόλο τους, οι ασθενείς δεν έχουν άλλη εκλογή παρά να παίξουν το ρόλο του ασθενούς. Ο ρόλος είναι ίσως ο πιο κατάλληλος τρόπος για να γίνει μια δουλειά. Οι δάσκαλοι πρέπει να μιλάνε δυνατά και καθαρά — υιοθετώντας αυτό το ρόλο μπορούν να αποφύγουν πολλές περιττές δοκιμές. Μόνο ορισμένοι χαρακτήρες είναι αυτοί που Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
θέλουν, ή μπορούν να γίνουν, για παράδειγμα, επίσκοποι ή ταβερνιάρηδες. Έτσι, σε κάθε δουλειά βρίσκεται πάντα ένας ορισμένος τύπος ανθρώπου. Οι νέοι μαθαίνουν το ρόλο τους μιμούμενοι τους παλιούς, και στη διάρκεια της εκπαίδευσής τους υπάρχουν μαθήματα πρακτικής εξάσκησης πάνω στο ρόλο τους. Πολλά μέλη οργανώσεων νιώθουν τη λεγόμενη σύγκρουση ρόλων, που μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Ένας άνθρωπος μπορεί να βρίσκεται κάτω από διαφορετικές πιέσεις, που ασκούν πάνω του διαφορετικές ομάδες μέσα στην οργάνωση. Για παράδειγμα, άλλες απαιτήσεις έχουν οι εργάτες από τον επιστάτη και άλλες η διεύθυνση, οι δάσκαλοι έχουν την απαίτηση να είναι οι μαθήτριες μελετηρές, οι μαθητές όμως τις κοροϊδεύουν γι' αυτό. Σ' αυτή την περίπτωση μπορεί να υπάρξει απομάκρυνση από κείνους που ασκούν την πίεση. Μπορεί ακόμα να υπάρχει ασάφεια σχετικά με το ρόλο, όταν οι δουλειές δεν έχουν προσδιοριστεί με σαφήνεια, πράγμα που μπορεί να συμβεί με νέους ρόλους. Μπορεί ακόμα να υπάρξει αντίθεση ρόλου και προσωπικότητας. Για παράδειγμα, ένας με αυταρχική προσωπικότητα που βρίσκεται σε μια δημοκρατική οργάνωση. Μπορεί τέλος ένας άνθρωπος να βρει ότι παίζει δύο ασυμβίβαστους ρόλους, π.χ. ένας στρατιωτικός ιερέας ή ένας δάσκαλος που είναι ο γιός του μαθητής. Η σύγκρουση ρόλων οδηγεί σε άγχος, απομάκρυνση, κακοδιαθεσία και μειωμένη απόδοση, καθώς και σε προσπάθειες για την αποφυγή αυτών των καταστάσεων (Kahn κ.ά., 1964).
Η αλληλεπίδραση μέσα στις οργανώσεις
Η κοινωνική οργάνωση εισάγει ένα εντελώς νέο στοιχείο στην αλληλεπίδραση, που μέχρι τώρα δεν το εξετάσαμε. Για να προβλέψουμε πώς θα συμπεριφερθούν δύο άτομα μεταξύ τους, ίσως είναι πιο χρήσιμο να γνωρίζουμε τη θέση τους μέσα στην οργάνωση, παρά την προσωπικότητά τους ή τα στυλ αλληλεπίδρασης που προτιμούν. Στις ακραίες περιπτώσεις μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας ή μιας παρέλασης, όλη η πορεία της αλληλεπίδρασης μπορεί να «προβλεφθεί». Δε χρειάζεται παρά να ξέρουμε την τυπική διαδικασία. Ακόμα και η δημοτικότητα ενός ανθρώπου μπορεί να οφείλεται περισσότερο στο ρόλο του παρά στην προσωπικότητά του — αν αμείβει δηλαδή, προσφέροντας, για παράδειγμα, προσκλήσεις σε θεατρικές παραστάσεις, ή αν τιμωρεί. Είναι αδύνατο να καταλάβουμε γιατί τα μέλη μιας οργάνωσης αλληλεπιδρούν με τον τρόπο που αλληλεπιδρούν, αν δεν γνωρίζουμε το οργανωτικό σχήμα τους. Έχουν γίνει αρκετές μελέτες πάνω στην επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη της διευθυντικής ιεραρχίας μιας βιομηχανίας, σαν αυτή που δείχνεται στο σχήμα 22 (αναθεωρημένη από τον Argyle, 1972). Οι κύριες διαπιστώσεις ήσαν οι ακόλουθες:
Σχήμα 22. Οργανωτικό σχήμα.
Α και Β. Οι σχέσεις με τον αμέσως ανώτερο είναι μάλλον βιασμένες και τυπικές. Ο Α μπορεί να ζητήσει από τον Β βοήθεια, πληροφορίες ή συμβουλές. Ο Α μπορεί να είναι αναγκασμένος να αναφέρει την πορεία της δουλειάς — πράγμα που θα καθυστερήσει να κάνει, ή θα παρουσιάσει με
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
διαστρεβλωμένο τρόπο, αν δεν είναι και τόσο καλή. Ο Α μπορεί να θέλει να κάνει προτάσεις ή να διατυπώσει παράπονα — που ο Β μπορεί να μην είναι και τόσο πρόθυμος να ακούσει. Ο Β μπορεί να δίνει οδηγίες ή συμβουλές, πληροφορίες σαν ειδικός ή να κάνει σχόλια πάνω στον τρόπο που εργάζεται ο Α. Α και C. Οι σχέσεις με τους άμεσους συναδέλφους μπορούν να ποικίλουν. Από στενή συνεργασία ή αμοιβαία αλληλοβοήθεια μπορούν να φτάνουν μέχρι τον πιο οξυμένο ανταγωνισμό. Α και D. Πλάγιες σχέσεις με άλλους ανθρώπους εκτός ομάδας, που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, είναι συχνά πιο άνετες και φιλικές. Είναι χρήσιμες για μια ταχύτατη μετάδοση πληροφοριών ή παροχή βοήθειας, και οι «ψίθυροι» διαδίδονται κυρίως μέσω τέτοιων σχέσεων. Τέτοιες σχέσεις συχνά αναπτύσσονται σε κανονικές φιλίες, Α και Ε. Σχέσεις ανάμεσα σε άτομα διαφορετικού επιπέδου, χωρίς όμως άμεση εξάρτηση, είναι πιο εύκολες από τις σχέσεις προϊσταμένου-υφισταμένου, και μπορούν να πάρουν το χαρακτήρα των σχέσεων Α — D. Α και F. Είναι δύσκολο για τον F να επικοινωνήσει με πρόσωπα που βρίσκονται σε δυο ή περισσότερες κλίμακες πιο κάτω στην ιεραρχία. Αν προχωρήσει μέσω του Β πρέπει να γίνουν τέσσερις συναντήσεις πριν επιστρέψει στον ίδιο μια καθυστερημένη και διαστρεβλωμένη ανάδραση. Αν παρακαμφθεί ο Β, μπορεί αυτός να παρεξηγήσει. Αν χρησιμοποιηθούν ανακοινώσεις ή άλλα μέσα μαζικής επικοινωνίας, μπορεί να μην υπάρξει ανάδραση. Μια και η συμπεριφορά αλλάζει ανάλογα με τη σειρά ή τη θέση του άλλου, έχει σημασία να μπορούμε να κατατάσσουμε τους ανθρώπους. Πολλές οργανώσεις χρησιμοποιούν στολές, ενώ τα μέλη άλλων οργανώσεων χαρακτηρίζονται από πιο λεπτές πλευρές της εμφάνισής τους. Όταν έρθει κάποιος ξένος στην οργάνωση, όλοι τρέχουν να μάθουν τη σειρά του για να τον αντιμετωπίσουν αντίστοιχα. Σε πολλές πρωτόγονες κοινωνίες η κύρια αρχή κοινωνικής οργάνωσης δεν είναι η «σειρά» αλλά η οικογενειακή σχέση· τις πεθερές τις αποφεύγουν, στους θείους σκαρώνουν φάρσες κλπ. Αναφέρθηκε για μια πρωτόγονη φυλή, που είχε ένα τέτοιο σύστημα ιεράρχησης, ότι, αν δεν μπορούσαν να βρουν ποια ήταν η θέση ενός επισκέπτη, σε σχέση με τον καθένα τους, τον έτρωγαν — γιατί δεν ήξεραν πώς να του συμπεριφερθούν. Στη δυτική κοινωνία, όταν συναντιούνται άνθρωποι διαφορετικού κοινωνικού επιπέδου, σε συνδιασκέψεις, δεξιώσεις κλπ., υπάρχει ένας χαρακτηριστικός τύπος αλληλεπίδρασης: «Είναι ολοφάνερο το μεγάλο ενδιαφέρον και η ολοκληρωτική απορρόφηση που δείχνουν τα κατώτερα μέλη... το ανώτερο μέλος κοιτάζει πάνω απ' τον ώμο του κατώτερου, ψάχνοντας να βρει κάποιον γνωστό του, που να βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο απ' αυτόν, γιατί, σίγουρα, κάτι θα έχει να κερδίσει απ' αυτή την επαφή [Brown, 1965]. Οι μόνιμες σχέσεις σε μια οργάνωση έχουν ένα παρόμοιο χαρακτήρα. Οι λιγότερο σημαντικοί άνθρωποι ενδιαφέρονται πολύ για το τι αντίληψη έχουν οι ανώτεροί τους γι' αυτούς. Οι ανώτεροί τους, όμως, δείχνουν πιο μεγάλο ενδιαφέρον για το τι σκέφτονται γι' αυτούς οι δικοί τους ανώτεροι. Σχεδόν κάθε οργάνωση έχει μια ιεραρχική δομή, που είναι αναγκαία για τη λειτουργία και το συντονισμό της. Υπάρχουν όμως μια σειρά δυσκολίες σε σχέση με την ιεραρχία. Όπως δείξαμε παραπάνω, υπάρχουν δυσκολίες στην επικοινωνία ανάμεσα στις ανώτερες και κατώτερες κλίμακες. Οι δυσκολίες γίνονται πιο έντονες όταν οι κλίμακες είναι πολλές ή όταν υπάρχει αυταρχικότητα στις σχέσεις ανάμεσά τους. Έχει συχνά διαπιστωθεί ότι αυτοί που βρίσκονται στις κατώτερες βαθμίδες είναι δυσαρεστημένοι, αλλοτριωμένοι και με πολύ χαμηλή απόδοση. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να αλλάξει μια οργάνωση, ώστε να μειωθούν αυτές οι συνέπειες.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
1. 2. 3.
Η ηγεσία μπορεί να γίνει πιο δημοκρατική, να αφήνει πρωτοβουλίες και να ενθαρρύνει τη συμμετοχή στις αποφάσεις (>>). Ο αριθμός των κλιμάκων μπορεί να μειωθεί διευρύνοντας το πεδίο ελέγχου και αποκεντρώνοντας την οργάνωση σε μικρότερες ομάδες. Μπορούν να γίνουν τυπικοί διακανονισμοί, ώστε να παίρνεται η γνώμη όλων των κλιμάκων, όπως στη «βιομηχανική δημοκρατία» και τη φοιτητική εκπροσώπηση (Argyle, 1972).
Μια άλλη όψη της κοινωνικής οργάνωσης είναι το σύστημα εργασίας. Οι εργάτες, για παράδειγμα, μπορούν να είναι τοποθετημένοι «σε αλυσίδα», πράγμα που σημαίνει ότι αλληλεπιδρούν μόνο με τους διπλανούς τους, ενώ εξαρτιούνται απ' όλη την ομάδα για την πληρωμή. Μπορούν να αποτελούν μια ομάδα υπό την εποπτεία ενός επιστάτη, ή να είναι απομονωμένοι, οπότε ελέγχονται με αυτόματα συστήματα. Αυτές οι διατάξεις έχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα πάνω στις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους — μπορεί να τους κάνουν να αγαπήσουν ή να μισήσουν ο ένας τον άλλο — και εξαρτιούνται από το αν βοηθούν ή αν εμποδίζουν ο ένας τον άλλο και, ακόμα μπορεί να καταστήσουν την επικοινωνία εύκολη ή δύσκολη. Το Ινστιτούτο Τάβιστοκ για τις ανθρώπινες σχέσεις, έδειξε ότι είναι δυνατό να επινοηθούν βελτιωμένες κοινωνικές σχέσεις στη βάση της ίδιας ακριβώς τεχνολογίας. Για παράδειγμα, ο Τριστ και οι συνεργάτες του (1963) βρήκαν ότι η μέθοδος Longwall, για την εξόρυξη άνθρακα, θα μπορούσε να εφαρμοστεί με μεγαλύτερη παραγωγικότητα και λιγότερες απουσίες αν οι τρεις κύριες εργασίες γινόντουσαν και από τις τρεις βάρδιες. Προηγούμενα, το κόψιμο, το γέμισμα και τα υποστυλώματα γινόντουσαν από διαφορετικές βάρδιες, που δεν συναττόντουσαν ποτέ τους, γι' αυτό και δεν συνεργάζονταν.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Η κοινωνική αλληλεπίδραση συντελείται μέσα σε ένα πολιτιστικό πλαίσιο. Λέγοντας πολιτισμό μιας ομάδας ανθρώπων εννοούμε όλο τον κύκλο της ζωής τους — τη γλώσσα τους, τον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα, τις μορφές μη λεκτικής επικοινωνίας και κοινωνικής αλληλεπίδρασης, κανόνες και συμβάσεις για τη συμπεριφορά, ηθικές αξίες και ιδανικά, τεχνολογία και υλικό πολιτισμό, την τέχνη, την επιστήμη, τη λογοτεχνία και την ιστορία τους. Όλες αυτές οι πλευρές του πολιτισμού επηρεάζουν την κοινωνική συμπεριφορά, είτε άμεσα, είτε έμμεσα. Τα μωρά γεννιούνται με ορισμένες βασικές ανάγκες και κάποιο έμφυτο εξοπλισμό. Οι άνθρωποι, βέβαια διαθέτουν περισσότερες ικανότητες μάθησης από τα ζώα, και εξαρτιούνται για περισσότερο χρόνο από τους γονείς τους, για να μάθουν έτσι πολλές διαφορετικές λύσεις πάνω στα προβλήματα της ζωής. Εξαιτίας της ανάπτυξης της γλώσσας, οι άνθρωποι μπορούν να μεταδίδουν αυτές τις λύσεις ο ένας στον άλλο, και έτσι υπάρχει μια συνεχής τροποποίηση στα αποθέματα του πολιτισμού. Υπάρχει ένας πολιτισμός που είναι κοινός σ' όλους τους κατοίκους της Μεγάλης Βρεττανίας, και υπάρχουν και πολιτιστικά παρακλάδια που χαρακτηρίζουν ιδιαίτερες γεωγραφικές περιοχές, κοινωνικές τάξεις και οργανώσεις, ακόμα και μικρές κοινωνικές ομάδες. Μερικές πλευρές του πολιτισμού επιδρούν πάνω στις διαδικασίες της αλληλεπίδρασης, και κυρίως οι συμβάσεις που διέπουν την κοινωνική συμπεριφορά, ηθικοί κανόνες για τη διαπροσωπική συμπεριφορά, λεκτικά και μη λεκτικά μέσα επικοινωνίας, και άλλα μέσα κοινωνικής τεχνικής.
Γλώσσα
Αυτή είναι μια από τις πιο φανερές διαφορές ανάμεσα στους πολιτισμούς. Όμως, και όταν μαθευτεί μια νέα γλώσσα, εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα για τη χρήση της. Σε μερικούς πολιτισμούς η χρήση της είναι ευγενική — οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να ευχαριστήσουν μάλλον παρά για να πληροφορήσουν. Ο Collett και ο Ο'Shea (1976) παρατήρησαν ότι πολλοί άνθρωποι στην Περσία προθυμοποιούνται να σού δείξουν το δρόμο προς ένα ξενοδοχείο που δεν υπάρχει. Οι αμερικανοί συχνά δίνουν οδηγίες και διαταγές υπό τύπον ερωτήσεων — «θα θέλατε να...;» Οι πολιτισμοί διαφέρουν και ως προς τη χρήση της υπερβολής: «Αν ένας άραβας πει ό,τι έχει να πει χωρίς την αναμενόμενη υπερβολή, υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί ότι εννοεί εντελώς το αντίθετο» (Shouby, 1951). Έτσι ένας άραβας δεν σταματά τις προσπάθειες να κατακτήσει ένα κορίτσι παρά μόνο αν αυτή τον αποτρέψει πολύ έντονα. Και στο γεύμα θα νομίσει ότι ο επισκέπτης του θέλει ακόμη να τσιμπήσει κάτι αν δεν του αρνηθεί τουλάχιστον τρεις φορές. Η άνω μεσαία τάξη της Αγγλίας χρησιμοποιεί στο λόγο της το λεγόμενο understatement (υποτονισμό — μη δίνοντας την αναγκαία έμφαση στα γεγονότα. Σ.τ.Μ.). Αν κάποιος δεν ακολουθήσει αυτή τη σύμβαση κινδυνεύει να φανεί υπερβολικός. Υπάρχουν διαφορές στην κλίμακα των προσωπικών αντωνυμιών που χρησιμοποιούνται: Για το δεύτερο πρόσωπο εμείς έχουμε μόνο το «you», οι Γάλλοι το «tu», και «Vous» (εμείς οι Έλληνες έχουμε το «Εσύ» και «Εσείς» Σ.τ.Μ.). Στην Κεϋλάνη υπάρχουν περίπου είκοσι διαφορετικές λέξεις που εκφράζουν διαφορετικούς βαθμούς οικειότητας και σεβασμού. Η γλώσσα επίσης είναι φορέας των κατηγοριών της σκέψης που είναι σημαντικές για ένα πολιτισμό. Για παράδειγμα τα χρώματα της ίριδας χωρίζονται διαφορετικά στους διάφορους πολιτισμούς. Οι ινδιάνοι Ζούνι δεν μπόρεσαν να θυμηθούν το πορτοκαλί χρώμα που τους είχαν δείξει προηγούμενα, γιατί δεν έχουν λέξη γι' αυτό. Οι Εσκιμώοι έχουν τρεις λέξεις για το χιόνι, τη στιγμή που εμείς θα χρειαζόμαστε μερικές λέξεις για να περιγράψουμε κάθε ποικιλία (Brown και Lenneberg, 1954.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Ιδιαίτεροι τρόποι κοινωνικής συμπεριφοράς παίρνουν ονόματα, όπως μαχίσμο (Μεξικό — επιδεικτική ανδρεία), Σούτσπα (Γίντις 1 — αναίδεια αναμειγμένη με οργή). Όταν μια έννοια ή μια διάκριση έχει σημασία για έναν πολιτισμό, αυτό αντανακλάται στη γλώσσα, που με τη σειρά της βοηθάει τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν καταστάσεις που είναι συνηθισμένες στον πολιτισμό τους και να αναπτύξουν την αντίστοιχη συμπεριφορά. Οι παλιές έννοιες και λέξεις εξαφανίζονται και αντικαθίστανται από νέες. Πάει καιρός που ένας φίλος μου με συμβούλεψε σχετικά με το φιλοδώρημα — «μισή κορώνα είναι το νόμισμα που αφήνει ο ευγενής». Και οι δυο λέξεις έχουν εξαφανιστεί σήμερα.
Μη Λεκτική επικοινωνία
Τα μη λεκτικά στοιχεία που συνοδεύουν την ομιλία διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό. Για παράδειγμα, οι Ιταλοί κάνουν πολλές χειρονομίες, όταν μιλάνε, και διαθέτουν ένα πλούσιο ρεπερτόριο απ' αυτές. Οι Άραβες και άλλοι λαοί αγγίζουν τον άλλο πάρα πολύ κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης. Ο τόνος της φωνής είναι πολύ σημαντικός και για τους Άραβες, μια και τα λόγια τους έχουν την τάση να είναι αμφίβολα και στερεότυπα. Η γιαπωνέζικη ομιλία περιλαμβάνει κάποιους ήχους που μοιάζουν με σφυρίγματα, και δηλώνουν σεβασμό, και τη λέξη «χάι» που σημαίνει ότι κατάλαβαν. Όπως είδαμε στο δεύτερο κεφάλαιο, υπάρχουν πολιτιστικές διαφορές στη χρήση και τη σημασία των μη λεκτικών σημάτων για τις διαπροσωπικές στάσεις και αισθήματα. Η έκφραση του προσώπου. Οι ίδιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται σε όλους τους πολιτισμούς, όμως υπάρχουν κανόνες για το πότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί η κάθε μια. Για παράδειγμα, οι Γιαπωνέζοι ποτέ δεν εκδηλώνουν τη λύπη τους ή άλλα αρνητικά αισθήματα, αλλά αντίθετα εκδηλώνουν τη χαρά τους και χαμογελάνε ή γελάνε. Η σωματική επαφή χρησιμοποιείται περισσότερο σε μερικές χώρες και παίρνει διάφορες μορφές — αγκαλιάσματα, χάδια, χειραψίες, σμίξιμο των ποδιών, φιλιά κλπ. Η απόσταση. Οι Άραβες και άλλοι στέκονται πολύ κοντύτερα απ' ό,τι οι Ευρωπαίοι ή οι Αμερικανοί, και κοιτάζουν περισσότερο κατά μέτωπο. Το βλέμμα. Στους πολιτισμούς «επαφής» όπου οι άνθρωποι αγγίζονται και στέκουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, κοιτάζουν επίσης και περισσότερο. Η χειρονομία αποτελεί την πιο έντονη πολιτιστική διαφορά, μια και δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου έμφυτες χειρονομίες. Η ίδια χειρονομία μπορεί να έχει μια εντελώς διαφορετική σημασία στον ένα πολιτισμό απ' ότι στον άλλο. Το βγάλσιμο έξω της γλώσσας εκφράζει συγνώμη σε μερικά μέρη της Κίνας, μοχθηρία στην Ινδία, σεβασμό στο Θιβέτ, αγένεια στην Αγγλία, και απλά «όχι» στις Μαρκησίους νήσους.
Άλλες πλευρές κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Ο χαιρετισμός αποτελείται από τα ίδια στοιχεία σχεδόν σε όλους τους πολιτισμούς — άγγιγμα,
1
Μικτή διάλεκτος των Εβραίων της Ευρώπης και της Αμερικής που περιλαμβάνει λέξεις γερμανικές, εβραϊκές και σλαβικές Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
αμοιβαίο βλέμμα, σκύψιμο, γνέψιμο με το κεφάλι, χαμόγελο. Οι Ινδοί και οι Γιαπωνέζοι δεν αγγίζονται, ενώ βρίσκουμε μια ποικιλία εξωτικών χαιρετισμών στις πρωτόγονες κοινωνίες — μύρισμα των μάγουλων, τρίψιμο της μύτης, αφαίρεση μερικών ή όλων των ρούχων, φίλημα στα γένια, κλπ. (Argyle, 1975). Σύναψη σχέσης. Οι Αμερικανοί μπορούν στα γρήγορα και πιάνουν μια κάποια, μάλλον επιφανειακή σχέση, ενώ οι Βρετανοί χαρακτηρίζονται σαν πιο κλειστοί και απρόσιτοι. Αυτό μπορεί να οφείλεται στη διαφορά των παρορμήσεων, ή της κοινωνικής τεχνικής που ακολουθούν. Η αυτοπαρουσίαση συντελείται σε όλους τους πολιτισμούς. Όμως στην Βρετανία υπάρχει ένα ταμπού ως προς την άμεση, λεκτική παρουσίαση, η οποία πρέπει να γίνεται πιο έμμεσα (>>). Στις Ινδίες και στην Ιαπωνία είναι εντελώς θεμιτό να μιλάει κανείς για τον εαυτό του προβάλλοντάς τον. Σ' όλη την ανατολή σχεδόν, το «πρόσωπο» έχει μεγάλη σημασία και δεν πρέπει να χαθεί. Ετικέτα. Όλοι οι πολιτισμοί έχουν τους κανόνες τους. Όταν αυτοί είναι επεξεργασμένοι και αυστηροί χαρακτηρίζονται σαν «ετικέτα». Στις δυτικές χώρες, μόνο στους παλιούς κύκλους των ανώτερων στρωμάτων γίνονται αυτοί οι κανόνες σαφείς κώδικες ετικέτας. Στην άπω Ανατολή και ιδιαίτερα στην Ιαπωνία, η τυπική ετικέτα ακολουθείται πιο πλατιά, όμως αυτό ισχύει μόνο για ορισμένες παραδοσιακές κοινωνικές καταστάσεις, και προφανώς όχι στα λεωφορεία και τα τραίνα. Στην Αμερική υπάρχει μια τάση απομάκρυνσης από την τυπικότητα: σύμφωνα με τον Riesman και τους συνεργάτες του (1960) υπάρχει μια λατρεία του «μη τυπικού» ή «φιλικού» στυλ συμπεριφοράς· όταν μιλάνε οι άνθρωποι, δεν παίζουν θέατρο, δεν «παρουσιάζουν»
Κανόνες και συμβάσεις
Το σχήμα των συμβάσεων ποικίλει πάρα πολύ ανάμεσα στους διάφορους πολιτισμούς και τα παρακλάδια τους, και ορισμένοι τύποι επαφής μπορεί να είναι χαρακτηριστικοί για ένα ιδιαίτερο πολιτισμό. Οι επισκέπτες στις Η.Π.Α. πρέπει να μάθουν τι γίνεται σε ένα «πάρτι της πυτζάμας» ή σ' ένα πικνίκ, καθώς και τους λεπτούς κανόνες που διέπουν τα ραντεβού. Σύμφωνα με τον Barker και τον Wright (1954) υπάρχουν 800 τέτοιες καταστάσεις των οποίων πρέπει να μάθει κανείς τους κανόνες, για να μη συναντήσει δυσκολίες στην καθημερινή του ζωή σε μια μικρή αμερικανική πόλη, ή σε οποιαδήποτε άλλη πόλη. Ο Goffman (1963) έδειξε πώς εισδύουν αυτοί οι κανόνες στις κύριες διαδικασίες κοινωνικής αλληλεπίδρασης, και διέπουν, για παράδειγμα, τη λεπτομερειακή σειρά των κινήσεων των ματιών και του σώματος. Όταν αποχαιρετάς τη γυναίκα σου την φιλάς με διαφορετικό τρόπο στο αεροδρόμιο απ' ότι στη στάση του λεωφορείου. Τέτοιοι κανόνες συνήθως δεν διατυπώνονται προφορικά, και τους συνειδητοποιούμε πλήρως μόνο όταν τους παραβεί κάποιος. Αυτή η περίπτωση φέρνει αναστάτωση και μπορεί να μας οδηγήσει σε οργή, σάστισμα ή αμηχανία, γιατί έχει διαταραχτεί η προβλέψιμη ροή των κοινωνικών γεγονότων. Σε ορισμένες κοινωνικές καταστάσεις είναι ανάγκη να διδάσκεται κανείς κάποιους νέους κανόνες, — όπως τα μέλη των εκπαιδευτικών ομάδων και ομάδων επαφής, ή ασθενείς που υφίστανται ψυχοθεραπεία. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο να δημιουργούμε την εντύπωση ότι υπάρχει μια σταθερή παράδοση, για την οποία δεν έχει ακούσει ο νεοφερμένος. Μια ιδιομορφία στις έρευνες της ψυχολογίας είναι ότι τα πειραματικά υποκείμενα τοποθετούνται σε πολύ ασυνήθιστες καταστάσεις — όμως κι εδώ υπάρχει μια παράδοση, για το πόσο θα διαρκέσουν, αυτές οι καταστάσεις, πόσο θα πληρωθούν τα πειραματικά υποκείμενα, πόσα θα τους αποκαλυφθούν σχετικά με το πείραμα κλπ.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Ιδανικά και ηθικές αξίες
Οι πολιτισμοί διαφέρουν ως προς τους ηθικούς κανόνες σχετικά με το σεξ, τα ναρκωτικά ή άλλα ζητήματα. Στις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα σε διάφορες ομάδες ανθρώπων ως προς το βαθμό αποδοχής των διάφορων ηθικών, αξιών και ιδανικών. Αυτά διδάσκονται από τους γονείς, τους δασκάλους, τους ιερείς, τους πολιτικούς και άλλους ανθρώπους, και μαθαίνονται από τα παιδιά που μεγαλώνουν στα πλαίσια αυτού του πολιτισμού. Οι αξίες και τα ιδανικά λειτουργούν σαν αναστολές που ελέγχουν και περιορίζουν ορισμένα αυθόρμητα σχήματα συμπεριφοράς. Ενώ η επιθετική και η σεξουαλική συμπεριφορά αποτελούν δύο από τους κύριους στόχους αυτών των αναστολών, μπορούν επίσης να επιδράσουν σ' ολόκληρο το στυλ και τη στρατηγική της κοινωνικής συμπεριφοράς. Η φιλαλήθεια εκτιμάται από όλους σχεδόν τους πολιτισμούς, όμως η αλήθεια συχνά αποσιωπάται. Στο δικό μας πολιτισμό θεωρείται επίσης σημαντικό να μην πληγώνουμε τα αισθήματα των συνανθρώπων μας, ενώ σ' άλλους πολιτισμούς υπάρχει μεγάλη φροντίδα να είναι κανείς ευχάριστος στον συνομιλητή του. Οι ηθικοί κώδικες μπορούν να μαθευτούν σαν μια απλή σειρά κανόνων — «δεν είναι σωστό να λέμε ψέματα», ή σαν κατηγορηματικές εντολές όπως «ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις». Μπορούν να εκφραστούν σαν στάσεις που πρέπει να υιοθετηθούν — «αγάπα τον πλησίον σου». Οι περισσότεροι ηθικοί κανόνες στην πραγματικότητα συνιστούν μια συμπεριφορά που είναι περισσότερο φιλική, και λιγότερο δεσποτική ή επιθετική, απ' ότι είναι συνήθως στην πράξη η κοινωνική συμπεριφορά. Οι ηθικοί κανόνες προδιαγράφουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πρέπει να βοηθηθεί ένα άτομο. Ορισμένα πειράματα έχουν δείξει ότι στην αγγλική και την αμερικανική μεσαία τάξη υπάρχει ο κανόνας να βοηθά κανείς αυτούς που στηρίζονται σ' αυτόν ή χρειάζονται τη βοήθειά του. Σε πολλές άλλες κοινωνικές ομάδες η βοήθεια δίνεται μόνο σε μια βάση αμοιβαιότητας, ή σε μέλη της ίδιας οικογένειας ή φυλής (Μπέρκοβιτς και Φρήντμαν, 1967). Οι ηθικές αρχές μπορούν να πάρουν τη μορφή ιδανικών που πρέπει να ακολουθηθούν, και οι πολιτισμοί μπορούν να διακριθούν από τους ήρωες τούς οποίους θαυμάζουν περισσότερο. Σε πολλές περιπτώσεις ο ήρωας έχει ένα πολύ συγκεκριμένο στυλ κοινωνικής συμπεριφοράς — για παράδειγμα, ο Εγγλέζος ευγενής του δέκατου ένατου αιώνα και ο καουμπόη του 1880. Υπάρχουν αμοιβές όταν συμπεριφέρεται κανείς σύμφωνα με αυτά τα ιδανικά. Οι πιο σοβαρές αποτυχίες για μια τέτοια συμμόρφωση τιμωρούνται νομικά, ενώ οι λιγότερο σοβαρές επισύρουν τη γενική αποδοκιμασία. Η μεγαλύτερη συμμόρφωση με τους ηθικούς κανόνες αμείβεται με τη γενική επιδοκιμασία, με το ανέβασμα σε ανώτερη κοινωνική θέση, ή με την προοπτική για μια ανταμοιβή στην άλλη ζωή. Αυτοί οι τρόποι κοινωνικής συμπεριφοράς εξαπλώνονται με τη μορφή κοινωνικών κινημάτων, ξεκινώντας από λίγους πρωτεργάτες, με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, ή με άλλους τρόπους επιρροής. Στα τελευταία χρόνια έχουμε αρκετά τέτοια παραδείγματα, όπως ο χίπικος τρόπος ζωής που ξεκίνησε από την Καλιφόρνια, η φοιτητική αναταραχή και το ενδιαφέρον για τα οικολογικά προβλήματα, που εξαπλώθηκαν ταχύτατα.
Πολιτισμός και προσωπικότητα
Οι άνθρωποι που ανήκουν σε δυο διαφορετικούς πολιτισμούς, μπορούν να συμπεριφέρονται διαφορετικά εξαιτίας των διαφορών που έχουν στην προσωπικότητά τους. Αυτό που ονομάζεται πολλές φορές σαν εθνικός χαρακτήρας, μπορεί να μην είναι παρά αποτέλεσμα των διαφορών στην κοινωνική τεχνική και τους κανόνες συμπεριφοράς. Όταν οι Νοτιοαμερικανοί Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
στέκονται πιο κοντά ο ένας στον άλλο, αυτό δε σημαίνει ότι έχουν μεγαλύτερη επιθυμία για οικειότητα. Μπορεί να σημαίνει απλώς ότι έχουν μάθει διαφορετικούς κοινωνικούς κανόνες. Απ' την άλλη μεριά, αν τα μέλη μιας πολιτιστικής ομάδας έχουν μόνιμα επιθετικές, φιλικές ή κυριαρχικές διαθέσεις, θα μπορούσαμε βέβαια να πούμε ότι οι κανόνες τους είναι διαφορετικοί, όμως θα ήταν πιο χρήσιμο αν λέγαμε ότι κατευθύνονται σ' αυτή τους τη συμπεριφορά από διαφορετικά κίνητρα, και να τη θεωρήσουμε σαν στοιχείο του εθνικού τους χαρακτήρα. Η δυσκολία που προκύπτει, σχετικά με την έννοια του «εθνικού χαρακτήρα», είναι ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές στους χαρακτήρες μέσα στα πλαίσια του ίδιου πολιτισμού, έτσι που είναι δύσκολο να εντοπισθούν οι γενικές διαφορές ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς. Απ' την άλλη μεριά, μπορεί να υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ομοιογένεια στους κοινωνικούς κανόνες ενός πολιτισμού: ό,τι και να πει κανείς για τον εθνικό χαρακτήρα των Γάλλων, κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι όλοι τους μιλάνε γαλλικά. Είναι πολύ δύσκολη η απόδειξη ότι υπάρχουν διαφορές εθνικού χαρακτήρα. Αυτό απαιτεί εκτεταμένες κοινωνικές έρευνες που να χρησιμοποιούν μέτρα για την προσωπικότητα που να είναι έγκυρα για μερικές χώρες. Έχουν υπάρξει μερικές μελέτες μικρότερης κλίμακας, που δείχνουν, για παράδειγμα, ότι οι Γερμανοί και οι Άραβες είναι αυταρχικοί, οι Αμερικανοί και οι Αυστραλοί εξωστρεφείς, ότι οι Νορβηγοί είναι πιο υπάκουοι από τους Γάλλους κλπ.
Κοινωνικές τάξεις
Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν διακεκριμένες σχέσεις ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες, στους γέρους και τους νέους, και στα διάφορα τμήματα που την αποτελούν. Οι περισσότερες κοινωνίες — μέσα σ' αυτές και όλες οι σύγχρονες βιομηχανικές — χωρίζονται σε κοινωνικές τάξεις. Αυτές είναι ομάδες ανθρώπων που θεωρούν τα μέλη άλλων ομάδων σαν ανώτερα ή κατώτερα, και που κάθε μια τους έχει την ιδιαίτερη κουλτούρα της. Οι ανώτερες ομάδες έχουν περισσότερα χρήματα και ιδιοκτησία, και είναι πιο ισχυρές. Τα μέλη κάθε τάξης αναπτύσσουν ελεύθερα σχέσεις μεταξύ τους, όμως με μεγάλη δυσκολία αναπτύσσουν σχέσεις με μέλη άλλων τάξεων. Η τάξη είναι στην πραγματικότητα μια συνεχής μεταβλητή, και τα όρια είναι δύσκολο να ορισθούν, αν και, πότε πότε κάνουν την εμφάνισή τους έντονα κάποιοι φραγμοί. Μια εξέλιξη στο βρετανικό ταξικό σύστημα, στη δεκαετία του πενήντα, υπήρξε η εμφάνιση μιας ανώτερης εργατικής τάξης, της οποίας τα μέλη βρισκόντουσαν στο ίδιο επίπεδο υλικής ευμάρειας με τα μέλη της μεσαίας τάξης, χωρίς όμως να αναμιγνύονται κοινωνικά μαζί τους ή να υιοθετούν το ίδιο σχήμα κοινωνικής συμπεριφοράς (Goldthorpe κ.ά., 1969). Η ταξική τοποθέτηση, που καλύπτει όλη την οικογένεια, εξαρτάται κυρίως από το επάγγελμα του συζύγου, το εισόδημα και τη μόρφωσή του και από το μέγεθος του σπιτιού και τον τόπο που βρίσκεται. Το ταξικό σύστημα διαφέρει από χώρα σε χώρα. Ενώ στην Αγγλία η ταξική τοποθέτηση εξαρτάται κυρίως από την επαγγελματική απασχόληση και τη μόρφωση, στις ΗΠΑ εξαρτάται αποκλειστικά από τα χρήματα. Η κοινωνική απόσταση ανάμεσα στις τάξεις, δηλ. οι δυσκολίες επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης, καθώς και η δυσκολία μεταπήδησης από τη μια τάξη στην άλλη, είναι μεγαλύτερες στις «καστοποιημένες» και φεουδαρχικές κοινωνίες, και πολύ μικρές στις ΗΠΑ. Η Αγγλία, απ' αυτή την άποψη, βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα. Οι τάξεις έχουν διαφορετικές πολιτιστικές παραδόσεις. Έτσι, ό,τι είπαμε σχετικά με διαφορετικούς πολιτισμούς και κουλτούρες ισχύει κι εδώ. Αντί για ιδιαίτερες γλώσσες υπάρχουν διαφορές στην προφορά, και στην Αγγλία αυτό αποτελεί μια από τις κύριες ενδείξεις για την ταξική προέλευση. Υπάρχουν επίσης ταξικές διαφορές στον τρόπο που χρησιμοποιείται η γλώσσα. Ο Bernstein (1959) υποστήριξε ότι οι εργάτες χρησιμοποιούν ένα «περιορισμένο κώδικα», που συνίσταται από σύντομες και απλές προτάσεις, συχνά ανολοκλήρωτες, με πολλούς ιδιωματισμούς, πολλές προσωπικές αντωνυμίες και ρητορικές ερωτήσεις όπως, «δεν είν' έτσι;» Ο «επεξεργασμένος Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
κώδικας» της μεσαίας τάξης είναι πιο απρόσωπος, πιο σύνθετος και με περισσότερες συντακτικές ιδιομορφίες. Ο Bernstein υποστηρίζει ότι ο περιορισμένος κώδικας ταιριάζει για τη διατήρηση σχέσεων σε ομάδες που τα μέλη τους βρίσκονται συνεχώς πρόσωπο με πρόσωπο, ενώ ο επεξεργασμένος κώδικας είναι καλύτερος για τη λήψη αποφάσεων και για τη διοίκηση. Ο Labov (1964) διαπίστωσε ότι οι Αμερικανοί εργάτες μπορούν να αλλάξουν πολύ εύκολα την προφορά τους ανάλογα με την περίπτωση, αν και συνήθως χρησιμοποιούν αυτή που χαρακτηρίζει την τάξη τους. Παρόμοιες θεωρήσεις ισχύουν πιθανώς και για τους γλωσσικούς κώδικες. Όσον αφορά άλλες πλευρές της συμπεριφοράς είναι πιθανό ότι, στη Βρετανία, οι εργάτες είναι πιο άνετοι στις κοινωνικές τους σχέσεις, λιγότερο τυπικοί, αλλά πιο επιθετικοί, και χρησιμοποιούν λιγότερο την περίπλοκη στρατηγική και τεχνική που χρησιμοποιεί η μεσαία τάξη. Όταν συναντιούνται άτομα από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, προκύπτουν τα ίδια προβλήματα μ' αυτά που προκύπτουν στην επαφή ατόμων που προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς, και που θα συζητήσουμε παρακάτω. Τα αποτελέσματα είναι τα ίδια — αδυναμία συνεννόησης και απόρριψη. Υπάρχει και η πρόσθετη δυσκολία ότι οι κοινωνικές τάξεις είναι ιεραρχημένες σε ανώτερες και κατώτερες, πράγμα που κάνει τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τους άλλους με ένα αντίστοιχο τρόπο. Για πολλούς ανθρώπους η κοινωνική τάξη του άλλου έχει την ίδια σημασία που έχει η ηλικία και το φύλο του, και αναγνωρίζεται αρκετά εύκολα από την ομιλία και τα ρούχα του — ή από την κοινωνική του συμπεριφορά. Αυτό οδηγεί στην υιοθέτηση του κατάλληλου σχήματος κοινωνικής συμπεριφοράς — που κι αυτό μπορεί να είναι προδιαγραμμένο από τις συμβάσεις του πολιτισμού. Τέτοιες επαφές συχνά είναι πηγές αμηχανίας και έντασης και για τα δυο μέρη, όσο μεγαλύτερη είναι η κοινωνική τους απόσταση, και όσο πιο στρωματοποιημένη είναι η κοινωνία. Άνθρωποι που οι απ' έξω τους βρίσκουν τυπικούς, πληκτικούς και εσωστρεφείς, μπορεί να είναι πολύ πνευματώδεις, εύθυμοι και άνετοι στις σχέσεις τους με άτομα του κύκλου τους. Αντίθετα, μπορεί να υπάρξει μια εντελώς εύκολη σχέση ανάμεσα σε μέλη διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, όταν οι ρόλοι που έχουν ο καθένας βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη σχέση. Στους δημόσιους χώρους, σε καθαρά κοινωνικές περιστάσεις, και ανάμεσα σε ξένους φαίνονται καθαρά οι δια-ταξικές δυσκολίες. Η Mary Sissons έβαλε κάποιον να σταματήσει ογδόντα άτομα στο σταθμό του Πάντιγκτον, και να τους ρωτήσει το δρόμο για το Χάυντ Πάρκ. Στις μισές περιπτώσεις ήταν ντυμένος σαν μεγαλοαστός, στις άλλες σαν εργάτης. Οι συζητήσεις φιλμογραφήθηκαν και μαγνητοφωνήθηκαν, και έτσι μπόρεσαν να διαπιστώσουν την ταξική τοποθέτηση του καθένα. Βρέθηκε ότι οι συναντήσεις του με αστούς, όταν κι ο ίδιος ήταν ντυμένος αστός, ήταν πιο ομαλές σε σχέση με τους άλλους τρεις συνδυασμούς. Αμέσως η επαφή έπαιρνε φιλικό χαρακτήρα, οι συναντήσεις διαρκούσαν περισσότερο, χαμογελούσαν και οι δύο περισσότερο, και το τέλος ήταν πάντοτε συγκεκριμένο (Sissons, 1971). Η κοινωνική άνοδος επιδιώκεται πλατιά, και στις βιομηχανικές χώρες είναι πολύ συνηθισμένη· έχει όμως και τα μειονεκτήματά της. Όπως ο μετανάστης, έτσι και ο νεοφερμένος σε μια τάξη πρέπει να μάθει μια καινούργια γλώσσα, μια νέα σειρά συμβάσεων και αξιών, και πρέπει να ξεμάθει αυτές που ήξερε πριν. Η διαδικασία αυτή είναι μια προϋπόθεση χωρίς την οποία δε μπορεί να γίνει δεκτός.
Διαπολιτιστικές επαφές
Όταν συναντιούνται άνθρωποι που προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς, υπάρχουν πάρα πολλά περιθώρια παρεξήγησης και σύγχυσης. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην παρερμηνεία των μηνυμάτων του άλλου, λεκτικών ή μη λεκτικών. Ο Άγγλος υποτιμά τις ικανότητές του εκεί που θα μπορούσε να τις αξιοποιήσει με μεγάλη άνεση. Ο Άραβας θα μείνει με άδειο στομάχι σ' ένα Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
συμπόσιο γιατί τον ρωτάνε μόνο μια φορά αν θέλει κι άλλο φαγητό. Ο Αφρικανός βάζει το χέρι πάνω στο γόνατο του δυτικοευρωπαίου συνομιλητή του. Υπάρχουν αρκετές δυσκολίες στην καθιέρωση ενός σταθερού σχήματος αλληλεπίδρασης — έχουμε δει Αμερικανούς και Ευρωπαίους σε διεθνείς συνδιασκέψεις να οπισθοχωρούν ή να στριφογυρίζουν, προσπαθώντας να αποφεύγουν το πλησίασμα που επιδιώκουν οι Λατινοαμερικανοί συνάδελφοί τους (Hall, 1955) Οι Δυτικοί σαστίζουν όταν βλέπουν ένα Γιαπωνέζο να χασκογελά τη στιγμή που ακούει ή που μεταδίδει ο ίδιος, δυσάρεστα νέα. Οι Αμερικανοί επιχειρηματίες συναντάνε δυσκολία να προσαρμοστούν στο πιο ιεραρχικό σχήμα σχέσεων που έχουν τα υποκαταστήματά τους στο εξωτερικό, όπου οι υφιστάμενοι δεν εκφράζουν τη γνώμη τους στους ανωτέρους. Αποτέλεσμα τέτοιων «διεθνών» παρεξηγήσεων είναι δύο άνθρωποι να απορρίπτουν ο ένας τον άλλο για δήθεν μη συμμόρφωση με τους κανόνες της πολιτισμένης κοινωνίας, και να θεωρούν αδύνατο να τα ταιριάξουν. Υπάρχουν μερικές λύσεις σ' αυτό το πρόβλημα: η μια είναι να βρούμε τα πολιτιστικά σχήματα του άλλου, και, ή να προσαρμοστούμε σ' αυτό, ή τουλάχιστον να τα χρησιμοποιήσουμε για να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά του. Η δυσκολία είναι ότι πολλά απ' αυτά τα σχήματα συμπεριφοράς είναι πολύ λεπτά, και χρειάζεται μακριά επαφή με τον πολιτισμό στον οποίο αναπτύσσονται για να εξοικειωθεί κανείς μαζί τους. Ένας άλλος τρόπος είναι να δείχνουμε μεγαλύτερη ευλυγισία και ανοχή στις σχέσεις μας με ανθρώπους από άλλους πολιτισμούς, και να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια να ελέγχουμε τις αντιδράσεις μας μπροστά στις ασυνήθιστες για μας πλευρές της συμπεριφοράς τους. Μερικές ομάδες έρευνας έχουν ασχοληθεί με την ανάπτυξη μεθόδων εκπαίδευσης των ανθρώπων, ώστε να ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στις απαιτήσεις ενός ξένου πολιτισμού. Ένας τρόπος ήταν η εύρεση χαρακτηριστικών επεισοδίων κατά τα οποία υπήρξαν δυσκολίες επικοινωνίας μελών ενός πολιτισμού Α με μέλη ενός πολιτισμού Β, και η διδασκαλία μελών του πολιτισμού Α πώς να αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις. Ο «αφομοιωτής του αραβικού πολιτισμού», που επινοήθηκε στο πανεπιστήμιο του Illinois συνίσταται από πενήντα πέντε επεισόδια, που μαθαίνουν στον εκπαιδευόμενο ζητήματα όπως ό ρόλος της γυναίκας, η σχέση με κατώτερους, η φιλοξενία, και η σημασία της θρησκείας. Διαπιστώθηκε δε ότι είχε πολύ θετικά αποτελέσματα (Fiedler κ.ά. 1971). Έναν άλλο τρόπο είχε χρησιμοποιήσει ο Peter Collett, στην Οξφόρδη. Δίδαξε στους Άγγλους τους τρόπους αλληλεπίδρασης που χρησιμοποιούν οι Άραβες — ότι στέκονται κοντά, ότι εγγίζουν κλπ. Αυτοί οι εκπαιδευόμενοι τα πήγαιναν μια χαρά με τους Άραβες, οι οποίοι τους συμπαθούσαν περισσότερο από τους άλλους που δεν είχαν εκπαιδευτεί (Collett, 1971). Οι μετανάστες αντιμετωπίζουν πάντοτε το πρόβλημα της εκμάθησης της ξένης γλώσσας, και της γνώσης των κανόνων και των αξιών της χώρας που τους φιλοξενεί. Στην αρχή έχουν την τάση να απορρίψουν τα νέα στοιχεία — και απορρίπτονται κι αυτοί με τη σειρά τους για μη συμμόρφωση. Στην αρχή κάνουν παρέα μόνο με συμπατριώτες τους, τελικά όμως αφομοιώνονται. Παρατηρήθηκε, πριν μερικά χρόνια, ότι οι Άγγλοι μετανάστες στην Αυστραλία τα πρώτα δύο-τρία χρόνια είχαν πολύ λίγες ανεπίσημες επαφές με τους ντόπιους, γιατί δεν τους άρεσε η υπερβολική οικειότητα που έδειχναν στις προσωπικές σχέσεις, όπως η χρήση του μικρού ονόματος μετά από σύντομη μόνο γνωριμία (Richardson, 1961).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Αυτοεικόνα και αυτοεκτίμηση Είπαμε στο πέμπτο κεφάλαιο ότι οι άνθρωποι κατατάσσουν ο ένας τον άλλο σε κατηγορίες, για να ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν. Όταν ένα πρόσωπο τοποθετείται συνεχώς σε μια κατηγορία και του συμπεριφέρονται με ένα ιδιαίτερο τρόπο, τότε αποκτάει μια αυτοεικόνα. Ανάλογα με το πόσο ευγενικά τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι, θα αποκτήσει και κάποιο βαθμό αυτοεκτίμησης. Διατυπώσαμε την αντίληψη στο πρώτο κεφάλαιο ότι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από μια διακεκριμένη και συνεκτική εικόνα του εαυτού τους και από ένα αυτοσεβασμό. Αυτό μπορεί να τους κάνει να προσπαθήσουν να προκαλέσουν τέτοιες αντιδράσεις απ' τους άλλους που να επιβεβαιώνουν την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Η αυτοεικόνα είναι ένα από τα κύρια και σταθερά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, και ένα πρόσωπο ποτέ δε μπορεί να κατανοηθεί πλήρως αν δεν γνωσθεί το περιεχόμενο και η δομή της εικόνας του εαυτού του.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
OΙ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΚΑΙ Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥΣ
Η αυτοεικόνα
Η αυτοεικόνα, ή «ταυτότητα του εγώ», αναφέρεται στο πως αντιλαμβάνεται κανείς τον εαυτό του. Ο κύριος πυρήνας συνήθως συνίσταται από το όνομά του, τα σωματικά του χαρακτηριστικά, το φύλο και την ηλικία του. Για τον άντρα έχει σημασία και η δουλειά — εκτός αν πάσχει από «αλλοτρίωση της δουλειάς». Για τη γυναίκα μπορεί να έχουν κεντρική σημασία η οικογένειά της και η δουλειά του άντρα της. Ο πυρήνας μπορεί να περιέχει και άλλες ιδιότητες που να ξεχωρίζουν ιδιαίτερα, όπως η κοινωνική τάξη, η θρησκεία, διάφορα ιδιαίτερα επιτεύγματα, ή οτιδήποτε άλλο κάνει κάποιον να ξεχωρίζει απ' τους άλλους. Ένας τρόπος για να βρει κανείς το περιεχόμενο της αυτοεικόνας κάποιου, είναι το τεστ των είκοσι προτάσεων: ζητείται από τα πειραματικά υποκείμενα να δώσουν είκοσι απαντήσεις στο ερώτημα «ποιος είμαι;» Οι πρώτες απαντήσεις αναφέρονται κυρίως στους ρόλους — φύλο, κοινωνική τάξη, δουλειά κλπ., και οι υπόλοιπες αναφέρονται σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ή εκτιμήσεις — ευτυχισμένος, καλός, έξυπνος κλπ. (Kuhn και McPartland, 1954). Ένα άτομο μπορεί να παίξει ένα αριθμό από διαφορετικούς ρόλους. Μπορεί να είναι καθηγητής, πατέρας, και μέλος σε διάφορες επιτροπές και συλλόγους. Παίζει αυτούς τους ρόλους με ένα χαρακτηριστικό τρόπο — ο τρόπος που βλέπει τον εαυτό του σ' αυτούς τους ρόλους είναι ένας μέρος της ταυτότητας του εγώ του. Μπορεί να διακρίνει τον εαυτό του αμυδρά ή καθαρά. Όσο πιο πολύ έχει συζητήσει τα προβλήματά του με άλλους τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να δει καθαρά τον εαυτό του. Κατά τη διάρκεια μιας ψυχοθεραπείας, ο ίδιος ο ψυχοθεραπευτής μπορεί να προμηθεύσει τις έννοιες, με βάση τις οποίες ο ασθενής θα περιγράψει τον εαυτό του. Μερικές απόψεις της προσωπικότητας έχουν μεγαλύτερη σημασία για τον ένα απ' ότι για τον άλλο. Και αναστατώνονται αν του τις αμφισβητήσει κανείς. Μια άλλη μέθοδος εκτίμησης της αυτοεικόνας είναι με μια κλίμακα που περιέχει εφτά σημεία, όπως το «σημανσιακό διαφορικό». Ζητείται από τα πειραματικά υποκείμενα να περιγράψουν «το πρόσωπο που πραγματικά είμαι» σε μια σειρά από κλίμακες εφτά σημείων όπως: ψυχρός ------- εγκάρδιος ελκυστικό ------- μη ελκυστικός βλάκας ------- έξυπνος δυνατός ------- αδύνατος καλός ------- σκληρός (Osgood κ.ά., 1957)
Οι απαντήσεις επηρεάζονται από το γεγονός ότι έχει κανείς την τάση να δώσει μια ευνοϊκή εντύπωση για τον εαυτό του, αν και αυτό δεν έχει και τόση σημασία, γιατί είναι αναγκαίο να ξέρουμε πόσο ευνοϊκά κρίνει κανείς τον εαυτό του. Η εικόνα του σώματος αποτελεί ένα ουσιαστικό μέρος της αυτοεικόνας, ιδιαίτερα για τα κορίτσια και τις νεαρές γυναίκες. Οι άντρες προτιμούν το σώμα τους γεροδεμένο, οι γυναίκες λεπτοκαμωμένο, μα με μεγάλο στήθος. (Jourard και Secord, 1955). Αυτή ήταν τουλάχιστον η κατάσταση στην Αμερική τη δεκαετία του πενήντα. Τα ιδανικά γυναικεία και αντρικά σώματα διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό και από εποχή σε εποχή. Πόσο αντιστοιχεί η αυτοεικόνα ενός ατόμου με την εικόνα που έχουν οι άλλοι γι' αυτόν; Όπως θα δούμε, οι άνθρωποι παρουσιάζουν μια κάπως βελτιωμένη και εξιδανικευμένη έκδοση του εαυτού
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
τους στους άλλους, μπορεί όμως να καταντήσουν να την πιστέψουν και οι ίδιοι. Αντίθετα, η πραγματικότητα, με τη μορφή της αντιμετώπισης των άλλων, δεν τους αφήνει να το τραβήξουν πάρα πολύ μακριά. Δεν έχει καμιά αξία να πιστεύεις ότι είσαι βασιλιάς της Γαλλίας αν δεν υπάρχει κανένας να σε πιστέψει. Όμως μερικοί άνθρωποι καταφέρνουν και κλείνουν τα μάτια στις αντιλήψεις των άλλων τόσο πολύ, που να μη ξέρουν τι γνώμη έχουν οι άλλοι γι' αυτούς.
Το ιδανικό του εγώ
Το ιδανικό του εγώ είναι το πρόσωπο με το οποίο θα ήθελε να μοιάζει κανείς. Είναι ένας προσωπικός στόχος τον οποίο αγωνίζεται να φτάσει κανείς, ενώ μπορεί ταυτόχρονα να είναι και η εικόνα που παρουσιάζεται στους άλλους. Μπορεί να είναι συγκεκριμένα άτομα αυτοί που παίρνονται σαν πρότυπα (γονείς, δάσκαλοι, ηθοποιοί) ή λογοτεχνικοί ήρωες. Μπορεί όμως να είναι και ένα σύνολο από επιθυμητά χαρακτηριστικά που έχουν αντληθεί από διάφορες πηγές. Το ιδανικό του εγώ μπορεί να είναι ξέμακρο και άπιαστο, ή μπορεί να είναι απλά λίγο καλύτερο από την αυτοεικόνα. Το χάσμα ανάμεσα στα δύο μπορεί να υπολογιστεί με τους τρόπους που περιγράψαμε ήδη. Το «σημανσιακό διαφορικό» μπορεί να συμπληρωθεί έτσι που να περιγράψει «το πρόσωπο που πραγματικά είμαι» και «το πρόσωπο που θα ήθελα να είμαι». Η μέση απόσταση βγαίνει τότε έτσι:
ελκυστικός
(Ιδανικό του Εγώ) (Εαυτός) x x ---------------------------------------------------
μη ελκυστικός
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι οι νευρωτικοί παρουσιάζουν μεγαλύτερη αντίθεση αυτοεικόνας και ιδανικού του εγώ απ' ότι οι υγιείς, και ότι η απόσταση μειώνεται κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας — αν και αυτό οφείλεται κυρίως στις αλλαγές που γίνονται στην εκτίμηση της αυτοεικόνας. Όμως υπάρχουν και άνθρωποι στους οποίους αυτή η απόσταση είναι πάρα πολύ μικρή. Αυτό δείχνει ελλειπή προσαρμογή και ανεπαρκή αντίληψη (Wylie, 1961). Όταν υπάρχει μεγάλη απόσταση, προκαλείται μείωση της αυτοεκτίμησης. Αυτό μπορεί επίσης να οδηγήσει σε προσπάθειες για την κατάκτηση του ιδανικού τού εγώ: όταν υπάρχει πράγματι κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση, τότε μιλάμε για «αυτοπραγμάτωση» Μπορεί να υπάρξουν προσπάθειες από κάποιον για μια πραγματική αλλαγή της προσωπικότητάς του π.χ. να αλλάξει κάποιες πλευρές της συμπεριφοράς του: μπορεί όμως οι προσπάθειες να έχουν κατεύθυνση μόνο στο να αλλάξουν οι άλλοι την αντίληψη που έχουν για το άτομό του, δηλαδή με μια καλύτερη αυτοπαρουσίαση. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ιδανικού εαυτού, είναι ότι μόλις τον κατακτήσει κανείς δεν επαναπαύεται στις δάφνες του αλλά αμέσως μεταθέτει τους στόχους του ψηλότερα — όπως ο άλτης που ανεβάζει τον πήχη όλο και πιο ψηλά. Αυτή η ανάπτυξη του ιδανικού του εγώ είναι τμήμα της ανάπτυξης της προσωπικότητας. Οι υπαρξιστές υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι συνεχώς αναθεωρούν και αναδημιουργούν την προσωπικότητά τους, με τον ίδιο τρόπο που οι συγγραφείς πλάθουν τους χαρακτήρες τους. Ο Carl Backman υποστηρίζει ότι οι αλλαγές της αυτοεικόνας δοκιμάζονται πρώτα πάνω στους φίλους· αν πετύχουν, τα νέα στοιχεία υιοθετούνται πια μόνιμα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η αυτοεκτίμηση
Η αυτοεκτίμηση δείχνει το βαθμό που αποδέχεται και επιδοκιμάζει κάποιος τον εαυτό του και τον θεωρεί αξιέπαινο, είτε απόλυτα είτε σε σύγκριση με τους άλλους. Όπως και η ταυτότητα του εγώ, η αυτοεκτίμηση έχει ένα σταθερό πυρήνα, μαζί με μια σειρά περιφερειακών εκτιμήσεων που βασίζονται σε διάφορες σχέσεις ρόλων, και ποικίλουν αρκετά, ανάλογα με τις καταστάσεις. (Gergen και Morse, 1967). Ένα μπέρδεμα σχετικά με την αυτοεκτίμηση είναι το γεγονός ότι μερικοί άνθρωποι αναπτύσσουν μια υπερβολική αυτοεκτίμηση σε αντιστάθμισμα αισθημάτων κατωτερότητας. Σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς αν έχουν μικρό ή μεγάλο αυτοσεβασμό — πράγμα που θα εξαρτηθεί από το αν χρησιμοποιήσει κανείς άμεσες ή έμμεσες μετρήσεις. Ένα μέτρο της αυτοεκτίμησης δίνεται από την απόσταση αυτοεικόνας και ιδανικού του εγώ, όμως μια καλύτερη μέτρηση είναι η άμεση εκτίμηση του εγώ πάνω σε αξιολογικές κλίμακες (π.χ. καλός — κακός). Ο Rosenberg (1965) κατασκεύασε μια «κλίμακα στάσεων» για τη μέτρηση της αυτοεκτίμησης, και βρέθηκε ότι συμφωνεί αρκετά με ελεύθερες περιγραφές του εγώ, και στην περίπτωση ασθενών, με τις εκτιμήσεις των νοσοκόμων.
Οι διαστάσεις του εγώ
Ένα παιδί μπορεί να θαυμάζει τους άγιους και τους στρατιώτες, τους ποιητές και τους βιομηχάνους, όμως τελικά πρέπει να αποφασίσει προς τα που θα οδεύσει ο ίδιος. Ο βαθμός συγκρότησης ή διάχυσης της ταυτότητας του εγώ αποτελεί μια σπουδαία πλευρά της προσωπικότητας. Στο ένα άκρο βρίσκονται οι ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι, οι στενοκέφαλοι φανατικοί, και στο άλλο εκείνοι οι έφηβοι που ακόμα δεν ξέρουν ποιοί είναι και που πάνε. Όσο πιο ολοκληρωμένη είναι η αυτοεικόνα, κάποιου, τόσο πιο συνεπής είναι και η συμπεριφορά του: μια επίδραση της αυτοεικόνας πάνω στη συμπεριφορά είναι ότι καταστέλλει την συμπεριφορά εκείνη που δεν της αντιστοιχεί. Αυτή η συνέπεια μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, ανάλογα με το αν η αυτοεικόνα βασίζεται στα χαρακτηριστικά κάποιου προσώπου, σε μια σειρά ηθικών ή ιδεολογικών κανόνων συμπεριφοράς, ή σε ένα επαγγελματικό ή ταξικό ρόλο. Μια άλλη πλευρά της αυτοεικόνας είναι ο βαθμός που βλέπει κάποιος τον εαυτό του σαν ξεχωριστή οντότητα, διαφορετική απ' τους άλλους. Το παιδί στην οικογένεια, ο στρατιώτης στο στρατό, τα άτομα του ανώνυμου πλήθους — όλοι τους μπορούν να δουν τον εαυτό τους απλώς σαν μέλη μιας ομάδας, που δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τους άλλους. Οι περισσότεροι έφηβοι προσπαθούν να ξεχωρίσουν τον εαυτό τους από την ταυτότητα της αυταρχικής οικογένειας, συμμετέχοντας σε μια ομάδα έξω απ' αυτήν. Βέβαια, αυτή είναι μια ταυτότητα που τη μοιράζονται με άλλους, τους δίνει όμως μια νέα θέση στην κοινωνία. Ή μπορούν να δείξουν μια εκκεντρική και ατίθαση συμπεριφορά για να δηλώσουν την ξεχωριστή τους ταυτότητα. Οι νεαροί τοξικομανείς, οι μοναχικοί γέροι, καθώς και αρκετοί άλλοι, νιώθουν ξεκομμένοι απ' τους άλλους ανθρώπους και δεν συμμερίζονται τους κοινούς στόχους και κανόνες της κοινωνίας που τους περιβάλλει. Ίσως την πιο υγιή κατάσταση εκπροσωπεί ένας συνδυασμός και των δύο, και των ιδιαίτερων και των κοινών στοιχείων, όπως το να δεχτεί κανείς ένα ρόλο σε μια ομάδα όπου όλα τα μέλη έχουν κάποιους κοινούς τρόπους συμπεριφοράς, αλλά να αναγνωρίσει και να παραδεχτεί κάθε ατομική συμβολή και την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία του καθένα (Ziller, 1964).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ
Οι αντιδράσεις των άλλων
Η κύρια πηγή αυτοεικόνας και αυτοεκτίμησης είναι προφανώς οι αντιδράσεις των άλλων — βλέπουμε τους εαυτούς μας ανάλογα με το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Αυτό έχει ονομαστεί σαν θεωρία του «καθρεφτισμένου εαυτού» — για να δούμε τον εαυτό μας κοιτάζουμε να δούμε πώς αντανακλόμαστε στις αντιδράσεις των άλλων. Έχει αποδειχτεί πειραματικά ότι οι αντιδράσεις των άλλων επηρεάζουν αρκετά τις εκτιμήσεις μας για τον εαυτό μας. Σε ένα πείραμα ζητήθηκε από τα πειραματικά υποκείμενα να διαβάσουν κάποια ποιήματα. Μερικά εκτιμήθηκαν ευνοϊκά, άλλα μη ευνοϊκά, από έναν δήθεν ειδικό. Οι προσωπικές εκτιμήσεις πάνω στην ικανότητα ανάγνωσης ποιημάτων και πάνω σε παρεμφερείς κλίμακες διαμορφώνονταν ανάλογα με τις κρίσεις αυτού του ειδικού. (Videbeck, 1960). Αν πουν οι γονείς σε ένα παιδί ότι είναι έξυπνο, ή το μεταχειρισθούν σαν αναξιόπιστο, αυτές οι ιδιότητες μπορούν να γίνουν τμήμα της ταυτότητας του εγώ του παιδιού. Ολόκληρο το σχήμα αντιδράσεων (δηλ. και το λεκτικό και το μη λεκτικό μέρος του) έχει εδώ μεγάλη σημασία. Οι δάσκαλοι, και γενικά οι μεγάλοι, διστάζουν να δίνουν πλήρη περιγραφική ανάδραση στα παιδιά, όμως στους μεγαλύτερους υπάρχει κάποιο ταμπού σχετικά με μια τέτοια άμεση προφορική ανάδραση, ειδικά στις αρνητικές της πλευρές. Έχει αναφερθεί ότι στην εκπαίδευση στελεχών, οι υποψήφιοι ζητούν να τους λένε καθαρά και ξάστερα πώς τους βλέπουν οι άλλοι. (Bennis κ. ά., 1964), και υποστηρίχθηκε ότι θα ήταν πολύ χρήσιμο να δέχονται οι άνθρωποι περισσότερες τέτοιες πληροφορίες απ' ότι επιτρέπει συνήθως η ευγένεια. Όμως θα μπορούσε να αποτελέσει μια σοβαρή τραυματική εμπειρία η ανακάλυψη της ακριβούς εικόνας που έχουν οι άλλοι για μας, γι' αυτό θα πρέπει να δίνεται με τακτ, ή έμμεσα, με λεπτούς υπαινιγμούς και με μη λεκτικές αντιδράσεις. Η επίδραση είναι μεγαλύτερη αν το πρόσωπο που μας κρίνει θεωρείται ειδικός ή για κάποιους λόγους εκτιμούμε πολύ τη γνώμη του. Οι γονείς αποτελούν μια πολύ σημαντική πηγή αυτοεικόνας και αυτοεκτίμησης: τα παιδιά που δεν τους δίνουν σημασία, αρχίζουν και τα ίδια να μη δίνουν σημασία στον εαυτό τους, και αργότερα στη ζωή τους δείχνουν μια πολύ χαμηλή εκτίμηση για τον εαυτό τους.
Η σύγκριση με τους άλλους
Η αντίληψη για τον εαυτό μας μπορεί να περιλαμβάνει έννοιες όπως «ψηλός» ή «έξυπνος». Όμως αυτές έχουν νόημα μόνο σε σύγκριση με το ύψος ή με την εξυπνάδα των άλλων ανθρώπων. Μια σημαντική πηγή αυτοεικόνας είναι η σύγκριση του εαυτού μας με τους αδερφούς, τις αδερφές και τους φίλους μας, ή με άλλους που τους βλέπουμε συνεχώς και είναι αρκετά όμοιοι ώστε να μπορεί να γίνει σύγκριση. Αν οι άλλοι γείτονες είναι πιο πλούσιοι, το παιδί θα θεωρήσει τον εαυτό του «φτωχό». Αν οι αδερφοί και οι αδερφές του είναι πιο έξυπνοι, θα περάσει τον εαυτό του για βλάκα κλπ. Είναι δυνατό να αλλάξουμε την αυτοεικόνα ενός παιδιού με ακρίβεια και πολύ γρήγορα, στέλνοντάς το σε ένα άλλο σχολείο, όπου τα άλλα παιδιά έχουν για παράδειγμα, πιο αθλητικό παρουσιαστικό ή προέρχονται από κατώτερη κοινωνική τάξη. Οι άνθρωποι συγκρίνουν τις ικανότητες και την τύχη τους με άλλους με τους οποίους είναι όμοιοι: ένας ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής δεν συγκρίνει τον εαυτό του ούτε με τους παίχτες της εθνικής Αγγλίας αλλά ούτε με τους ολότελα αρχάριους. Οι χειρόνακτες εργάτες δεν συγκρίνουν τις αποδοχές τους με τις αποδοχές του διευθυντή ή των ινδιάνων χωρικών. Τα πειραματικά υποκείμενα ενδιαφέρονται περισσότερο να μάθουν για εκείνους που είναι λίγο καλύτεροι απ' αυτούς (Latane, 1966), σαν να προσπαθούν να καλυτερεύσουν με δόσεις. Σε μια μελέτη πάνω σε ένα μεγάλο αριθμό εφήβων στην Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
πολιτεία της Νέας Υόρκης, ο Rosenberg (1965) διαπίστωσε ότι αυτοί που είχαν τη μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση προέρχονταν κατά πλειοψηφία από ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ήσαν καλύτεροι μαθητές στο σχολείο, και είχαν παίξει ή έπαιζαν ρόλο αρχηγού σε κάποιες λέσχες ή παρέες — πράγματα που δημιουργούσαν ευνοϊκές συγκρίσεις σε σχέση με τους άλλους.
Οι ρόλοι που παίζονται
Οι φοιτητές της ιατρικής αρχίζουν να βλέπουν κιόλας τον εαυτό τους σαν γιατρό — 31% των πρωτοετών, 83% των τεταρτοετών, ιδιαίτερα όταν έρχονται σε επικοινωνία με ασθενείς (Merton κ.ά. 1975). Η τρίτη πηγή αυτοεικόνας είναι οι ρόλοι που έπαιζε ή παίζει κάποιος. Οι μεγάλοι βλέπουν συχνά τον εαυτό τους με βάση τη δουλειά που κάνουν, αν και ρόλοι ιδιαίτερης σημασίας ή πολύ συναρπαστικοί, που τους έπαιξαν στο παρελθόν, μπορούν να έχουν επίσης μια πάρα πολύ μεγάλη σπουδαιότητα γι' αυτούς. Οι ρόλοι προσφέρουν μια πολύ εύκολη λύση στο πρόβλημα της ταυτότητας του εγώ — αποτελούν μια σαφή ταυτότητα στα μάτια του κόσμου. Υπάρχουν ατομικές διαφορές στην εκτέλεση ενός ρόλου. Μπορεί ένα παιδί να δει τον εαυτό του σαν ένα έξυπνο πειραχτήρι, να συνδυάσει δηλαδή το ρόλο με ένα χαρακτηριστικό. Ο Goffman (1956) υποστηρίζει ότι για να παίξει ένας νεοφερμένος το ρόλο του αποτελεσματικά, πρέπει να φορέσει πρώτα μια μάσκα. Αλλά, αφού έχει εκτελέσει το ρόλο του για αρκετό καιρό και οι άλλοι έχουν αποδεχθεί την εκτέλεση αυτή, παύει πια να είναι μάσκα και γίνεται ένα αληθινό τμήμα της προσωπικότητας.
Ταύτιση με πρότυπα.
Τα παιδιά ταυτίζονται διαδοχικά με τους γονείς, τους δασκάλους και άλλα πρότυπα, δηλ. θαυμάζουν αυτά τα πρότυπα και θέλουν να τους μοιάσουν. Το ιδανικό του εγώ βασίζεται κυρίως σε μια συγχώνευση αυτών των μοντέλων Όπως παρατηρήθηκε όμως σε μια σειρά πειράματα, η ταύτιση τροποποιεί την αυτοεικόνα, δηλ. οι άνθρωποι νομίζουν ότι ήδη μοιάζουν με το πρότυπό τους. Ένα σημαντικό μέρος του εαυτού αποκτάται κυρίως μέσω της ταύτισης με το φύλο του. Αν ένα αγόρι έχει συχνές και εγκάρδιες επαφές και σχέσεις με τον πατέρα του, θα συμπεριφερθεί, όταν μεγαλώσει, σαν άντρας και θα νιώσει σαν άντρας. Το ίδιο ισχύει και για τα κορίτσια.
Η κρίση ταυτότητας της Εφηβείας.
Τα παιδιά παίζουν ρόλους, ενώ οι έφηβοι πειραματίζονται με αυτούς. Κατά τη διάρκεια της φοιτητικής ζωής, είναι δυνατόν ο νέος να δοκιμάσει κάποιους ρόλους ή ταυτότητες χωρίς να ταυτιστεί ολοκληρωτικά μαζί τους, όπως το να παίξει κατά διαστήματα το ρόλο του ηθοποιού, του δημοσιογράφου ή του επαναστάτη. Δέχεται όμως πιέσεις για να επιλέξει στο τέλος αυτόν που του ταιριάζει καλύτερα. Και ανάμεσα στα δεκαέξι με είκοσι τέσσερά του χρόνια περνάει συχνά μια κρίση ταυτότητας, για το ποια τμήματα της τελευταίας του ταυτότητας να κρατήσει και ποια να απορρίψει (Erikson, 1956). Η βάση αυτής της κρίσης βρίσκεται εν μέρει στην ανάγκη να αποφασίσει οριστικά για το επάγγελμά του, το σύντροφο της ζωής του, τις πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις του, και τον τρόπο ζωής του. Ακόμα, η ανάπτυξη της αφηρημένης σκέψης, του θέτει πιο επιτακτικά από πριν το χρέος ν' αποφασίσει αν θα είναι με συνέπεια, π.χ. χορτοφάγος, π.χ. ριζοσπάστης, διανοούμενος, ή ότι άλλο ήθελε επιλέξει. Σ' αυτό το στάδιο η εκλογή υποβοηθιέται από την ύπαρξη εναλλακτικών προτύπων με τα οποία μπορεί να ταυτιστεί, και από ένα αριθμό «κοινωνικών τύπων» που βρίσκονται στο περιβάλλον που ζει. Αυτά τα πρότυπα διαφέρουν ανάμεσα στις κοινότητες και τις κοινωνικές τάξεις. Το να σχηματίσει κάποιος μια ταυτότητα για το εγώ του σημαίνει ότι «αισθάνεται άνετα με τον εαυτό του, ξέρει πού πηγαίνει, και νιώθει μια Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
εσωτερική αυτοπεποίθηση, γιατί ξέρει εκ των προτέρων ότι οι άνθρωποι που είναι σημαντικοί, θα τον υπολογίζουν και θα τον εκτιμούν πάντα» (Erikson, op. cit.). Η πορεία σχηματισμού της ταυτότητας δεν είναι πάντοτε ομαλή, και συχνά βρίσκουμε στους νέους έναν αριθμό από ενδιάμεσες και προσωρινά αποτυχημένες καταστάσεις ταυτότητας. (1). Μια σύγκρουση ανάμεσα σε δυο ή περισσότερες εναλλακτικές δυνατότητες που δε μπορούν να συμβιβαστούν (ή παπάς παπάς, ή ζευγάς ζευγάς). Σ' αυτές τις περιπτώσεις επιβάλλεται η μια δυνατότητα και η άλλη αφήνεται για τα σαββατοκύριακα και τις διακοπές (2). Μια κατάσταση «ανάπαυλας» όπου οι αποφάσεις για την ταυτότητα αναβάλλονται. Μετά την αποφοίτηση (οπότε προσφέρεται μια τέτοια ανάπαυλα) οι νέοι καταφεύγουν σε κάποια ξέμακρα και εξωτικά μέρη «για να βρουν ποιοι είναι». (3) ο σχηματισμός μιας ταυτότητας γεμάτης γόητρο, που δεν μπορεί στην πραγματικότητα να διατηρηθεί και χρειάζεται τη διαρκή επιβεβαίωση των άλλων. (4) Διάφορες παθολογικές καταστάσεις — ο σχηματισμός μιας ολότελα εξωπραγματικής ταυτότητας όπως στην παράνοια, ή ο μη σχηματισμός καμιάς ταυτότητας, όπως στη σχιζοφρένεια. (5) Η πιο τελευταία μορφή αποτυχίας στο σχηματισμό ταυτότητας είναι αυτή του αρνητή της κοινωνίας — που «τη βρίσκει» χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα.
Η ανάγκη αυτοεκτίμησης
Είδαμε ότι υπάρχουν εσωτερικές δυνάμεις, που δρουν μέσα στην προσωπικότητα, και σπρώχνουν για να κατακτήσει κανείς μια ενοποιημένη ταυτότητα, και ότι αυτή ελέγχεται από εξωτερικές δυνάμεις για να διατηρηθεί ρεαλιστική. Υπάρχει και η τρίτη δύναμη που σπρώχνει στη δημιουργία μιας ευνοϊκής αυτοεικόνας που να προσφέρει μια ικανοποιητική αυτοεκτίμηση. Είδαμε ότι οι εκτιμήσεις που κάνουμε εμείς για τον εαυτό μας είναι πιο γενναιόδωρες από τις εκτιμήσεις των άλλων. Όμως η αυτοεικόνα εξαρτάται από τις αντιδράσεις των άλλων. Να γιατί καταβάλλονται τόσες προσπάθειες για αυτοπαρουσίαση, για χειραγώγηση των αντιλήψεων των άλλων. Τι σημαίνει όμως όταν οι εκτιμήσεις τους είναι πιο ευνοϊκές απ' τις δικές μας; Τα πειράματα έχουν δείξει ότι τέτοιες αντιλήψεις ούτε τις πιστεύουμε ούτε τις θυμούμαστε (αρκετά συνεπέστατα βέβαια), όμως συμπαθούμε αυτόν που μας εκτιμά τόσο θετικά πράγμα που δείχνει την ανάγκη για εκτίμηση (Shrauger, 1975). Η ανάγκη για αυτοεκτίμηση περιορίζεται από την πραγματικότητα: αλλιώς η συμπεριφορά καταντά παράλογη και ανόητη, και υπάρχει μια συνεχής έλλειψη επιβεβαίωσης από τους άλλους. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της παράνοιας (>>). Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι διαφέρουν πάρα πολύ στα αισθήματα εκτίμησης που τρέφουν για τον εαυτό τους, που φτάνουν από την κούφια έπαρση μέχρι τα αισθήματα κατωτερότητας. Και τα δύο άκρα αντανακλούν την αποτυχία να διακρίνουμε σωστά τις αντιδράσεις των άλλων, και μπορούσαν να θεωρηθούν σαν αποτυχίες προσαρμογής. Λέγεται ότι ένας αμίμητος ψυχοθεραπευτής είπε κάποτε στον ασθενή του που έπασχε από αισθήματα κατωτερότητας. «Μα αφού πράγματι είσαι κατώτερος;». Ο πραγματικός λόγος που οι άνθρωποι αισθάνονται κατώτεροι είναι συνήθως το ότι έχουν παραμεληθεί χωρίς λόγο από τους γονείς τους, ή ότι έχουν διαλέξει προς σύγκριση άτομα που βρίσκονται πάρα πολύ ψηλότερα απ' τους ίδιους. Μπορούμε να συζητάμε θέματα από την προσωπική μας ιστορία που μας πιστώνουν. Αλλά η συνολική αυτοεκτίμηση επηρεάζεται συνήθως από το ιδανικό του εγώ. Έτσι η αυτοεκτίμηση ενός ανθρώπου εξαρτάται από μια σειρά θετικά χαρακτηριστικά, γεγονότα και καταστάσεις, καθώς και από την αξία που αποδίδεται σ' αυτά. Η αξία όμως αυτή εξαρτάται από την ομάδα, και έτσι η αυτοεκτίμηση εξαρτάται από το αν η ομάδα εκτιμά τις ιδιότητες ενός ατόμου — αλλά και η συμμετοχή του στην ομάδα καθορίζεται από την εκτίμηση που δείχνει η ίδια γι' αυτές τις ιδιότητες του. Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΤΟ ΕΓΩ Το εγώ δε δουλεύει όλη την ώρα: οι άνθρωποι δεν έχουν στο νου τους συνέχεια πώς να ανακαλύψουν, να διατηρήσουν ή να παρουσιάσουν μια αυτοεικόνα. Για παράδειγμα, όταν βρίσκεται κανείς στο σπίτι και όχι στη δουλειά, στην πλατεία και όχι στη σκηνή (του θεάτρου), το σύστημα του εγώ δεν είναι πολύ ενεργό. Πολλοί άνθρωποι νιώθουν συνεσταλμένοι, όταν παρουσιάζονται μπροστά σε ακροατήριο, και κάποιοι μάλιστα νιώθουν πραγματικό άγχος. Έχει παρατηρηθεί ότι αυτά τα συμπτώματα είναι μεγαλύτερα όταν το ακροατήριο είναι μεγάλο, και προπαντός αν δεν αντιδρά θετικά. Ο εκτελεστής βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων, η εκτέλεσή του θα εκτιμηθεί, και έτσι υπάρχει κίνδυνος να δεχτεί αποδοκιμαστικές αντιδράσεις, και η αυτοεκτίμησή του να καταστραφεί. Όταν κάποιος απευθύνεται σε ένα ακροατήριο δεν πρέπει να μιλάει με ένα ανεπίσημο, φιλικό στυλ, γιατί κανένας δε θα τον πάρει στα σοβαρά. Πρέπει οπωσδήποτε να ενεργήσει κάπως σαν ηθοποιός. Αυτό σημαίνει ότι θα αποδεχτεί ένα ορισμένο χαρακτηρισμό της κατάστασης και ότι θα παρουσιάζει ένα ορισμένο πρόσωπο: ότι δηλ. είναι κάποιος που μπορεί να παρουσιαστεί μπροστά σ' αυτό το ακροατήριο και αξίζει να τον προσέξει κανείς. Αυτός ο έμμεσος ισχυρισμός είναι που δημιουργεί τον κίνδυνο γελοιοποίησης. Θα μιλήσουμε αργότερα για τις κοινωνικές ικανότητες που απαιτούνται όταν απευθύνεται κανείς σε ακροατήριο, και πώς μπορεί να μειωθεί ο «φόβος της σκηνής». Υπάρχουν πολλές κοινωνικές καταστάσεις όπου οι άλλοι μπορούν να θεωρηθούν σαν ακροατήριο και όπου μπορούν να κριθούν οι ενέργειες καθενός. Ο Argyle και ο Williams (1969) έκαναν την παρακάτω ερώτηση σε πειραματικά υποκείμενα, αφού συμμετείχαν σε μια σειρά καταστάσεις: Σε ποιο βαθμό έχετε την εντύπωση ότι είστε παρατηρητής και σε ποιο παρατηρούμενος; (βλέπε σχ. 23). Παρατηρήθηκε ότι ένιωθαν σαν παρατηρούμενοι περισσότερο (1) όταν τους έκαναν περισσότερες ερωτήσεις απ' ότι έκαναν οι ίδιοι, (2) όταν βρισκόντουσαν με ένα μεγαλύτερο, (3) όταν επρόκειτο για μια γυναίκα ανάμεσα σε άντρες. Οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς το βαθμό που βλέπουν τον εαυτό τους σαν παρατηρητή ή σαν παρατηρούμενο. Διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που βλέπουν τον εαυτό τους περισσότερο σαν παρατηρούμενο παρά σαν παρατηρητή, ιδιαίτερα οι άντρες που βρίσκονται σε εξάρτηση ή νιώθουν ανασφαλείς. Έχει ενδιαφέρον το ότι οι γυναίκες νιώθουν σαν παρατηρούμενες, ιδιαίτερα από τους άντρες. Οι γυναίκες έχουν την τάση να ντύνονται πιο πλούσια και πιο φανταχτερά, και να ενδιαφέρονται περισσότερο για την εμφάνισή τους. Αντίθετα, οι άντρες προσπαθούν να δείξουν συνήθως μια φυσική επιδεξιότητα στις κινήσεις τους.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Σχήμα 23. Η επίδραση που ασκεί η ηλικία και το φύλο του άλλου στο να νιώθει κανείς παρατηρούμενος (Argyle και Williams, 1969).
Ο εαυτός μπορεί να δραστηριοποιηθεί και με άλλους τρόπους. Ο Duval και ο Wicklund (1972) ονόμασαν αυτή τη δραστηριοποίηση «αντικείμενο – αυτο-συνείδηση», το να συνειδητοποιεί δηλαδή κανείς τον εαυτό του σαν αντικείμενο, σα να τον βλέπει απ' έξω. Δημιούργησαν αυτή την κατάσταση βάζοντας απλώς κάποιους ανθρώπους να σταθούν μπροστά στον καθρέφτη. Ένας άνθρωπος είναι πια συνεσταλμένος αν είναι διαφορετικός απ' όλους τους άλλους που βρίσκονται παρόντες, για παράδειγμα, αν φοράει διαφορετικά ρούχα ή αν είναι η μόνη γυναίκα ή ο μόνος μαύρος σε μια συντροφιά. Αντίθετα, η «απο-ατομικοποίηση» μπορεί να επιτευχθεί αν ντύσουμε όλο τον κόσμο με την φόρμα της δουλειάς ή άλλες όμοιες στολές. Αυτό δημιουργεί μια απώλεια της προσωπικής υπευθυνότητας, και οι άνθρωποι ξεχνούν ακόμα και τι ειπώθηκε και ποιος το είπε (>>). Η συστολή προκαλείται όταν «εισδύουν» οι άλλοι σε ένα χώρο καθαρά ιδιωτικό, δικό μας — όταν μας βρίσκουν μισόγυμνους, όταν δεν τα καταφέρνουμε στην εμφάνισή μας ή όταν αποκαλυφθούν δυσάρεστες για μας πλευρές του χαρακτήρα μας. Υπάρχουν ατομικές διαφορές στη συστολή. Μερικοί άνθρωποι υποφέρουν από το «άγχος του ακροατηρίου», δηλαδή νιώθουν νευρικότητα όταν παρουσιάζονται μπροστά σε κοινό ή βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής. Μια άλλη παραλλαγή είναι η «επιδεικτικότητα», που είναι η επιθυμία που έχει κάποιος να εμφανίζεται συνεχώς μπροστά σε κοινό. Διαπιστώθηκε ότι αυτά τα δύο πολλές φορές είναι ανεξάρτητα, έτσι, μερικοί άνθρωποι μπορεί να νιώθουν την επιθυμία να τους βλέπουν οι άλλοι και ταυτόχρονα μπορεί να τους δημιουργείται άγχος απ' αυτό. Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν αρκετά εκφραστικά λάθη όταν βρεθούν μπροστά σε ακροατήριο (Paivio, 1965). Αυτοί που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι ντροπαλοί, εύκολα μπαίνουν σε αμηχανία, λαχταρούν την επιδοκιμασία των άλλων και επηρεάζονται εύκολα από κοινωνικές πιέσεις. Παίζουν καθαρά το ρόλο του παρατηρουμένου. Άνθρωποι που νιώθουν ανασφάλεια, δηλαδή εκείνοι που δεν έχουν σχηματίσει μια σταθερή αυτοεικόνα, είναι πολύ ευαίσθητοι στις αντιδράσεις των άλλων, μια και ζητούν ακόμα πληροφορίες που θα επηρεάσουν την αυτοεικόνα τους. Αυτοί που έχουν κατακτήσει μια ολοκληρωμένη ταυτότητα, δεν σκοτίζονται πια τόσο για τις αντιδράσεις των άλλων, δεν εκνευρίζονται όταν ο άλλοι παραγνωρίσουν την ταυτότητά τους ή όταν αντιδρούν αρνητικά απέναντί τους (Marcia, 1966).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΙΚΟΝΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Τι συμβαίνει όταν ενεργοποιείται το εγώ από ένα ακροατήριο, ή καθρέφτες, ή οποιουσδήποτε άλλους τρόπους; Κατ' αρχή υπάρχει μια αύξηση στη φυσιολογική διέγερση που καταλήγει σε μεγαλύτερη προσπάθεια, μεγαλύτερη παραγωγικότητα, όταν πρόκειται να γίνει καμιά δουλειά, αλλά και αποδιοργάνωση κάθε ενέργειας, αν η διέγερση είναι πάρα πολύ μεγάλη. Έπειτα, η προσοχή κατευθύνεται προς το εγώ μάλλον παρά προς τους άλλους, οπότε το εγώ παρατηρείται, απ' έξω. Ο Duval και ο Wicklund υποστηρίζουν ότι αυτό κάνει τους ανθρώπους να συνειδητοποιούν την απόσταση ανάμεσα στο εγώ και στο ιδανικό εγώ, και ανάμεσα στην αυτοεικόνα και στις αντιλήψεις των άλλων. Διαπιστώθηκε ότι κάποια πειραματικά υποκείμενα που είχαν συνείδηση αυτής της απόστασης και τοποθετήθηκαν μπροστά σε καθρέφτη, τον εγκατέλειψαν με την πρώτη ευκαιρία. Σε άλλα πειράματα βρέθηκε ότι τα πειραματικά υποκείμενα βαθμολογούσαν χαμηλότερα τον εαυτό τους όταν ήσαν τοποθετημένοι μπροστά σε καθρέφτη. Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε κάποιες κοινωνικές καταστάσεις, αυτό που τους ενδιαφέρει είναι οι αντιδράσεις των άλλων, και αυτές μπορούν να ελεγχθούν με μια κατάλληλη αυτοπαρουσίαση (Wicklund, 1975).
Η παρόρμηση για αυτοπαρουσίαση
Οι άνθρωποι θέλουν να προβάλλουν μια εικόνα του εαυτού τους για διάφορους λόγους. Κατ' αρχήν, για να καταστεί δυνατή μια αλληλεπίδραση, είναι αναγκαίο όλοι οι μετέχοντες να μπορούν να σχηματίσουν μια εικόνα ο ένας για τον άλλο — για να μπορέσουν να αντιδράσουν αντίστοιχα. Είπαμε προηγούμενα ότι χρησιμοποιούνται διαφορετικά στις συμπεριφορές ανάλογα με την κοινωνική τάξη, το επάγγελμα, την εθνικότητα κλπ. του άλλου. Αν αυτά τα πράγματα δεν είναι γνωστά, ή αν κρύβονται σημαντικά πράγματα για το πρόσωπό του, οι άλλοι δεν ξέρουν πώς να του συμπεριφερθούν και αυτό τους φέρνει σε αμηχανία. Είναι αναγκαίο όλοι οι αλληλεπιδρώντες να παρουσιαστούν, κατά κάποιο τρόπο, καθαρά ο ένας στον άλλο. Είναι απαραίτητο να φτάσουν σε μια ικανοποιητική συμφωνία για την ταυτότητα του καθενός. Ένας άνθρωπος μπορεί να ενδιαφέρεται για το πρόσωπό του για επαγγελματικούς λόγους. Οι δήμαρχοι, οι ηθοποιοί, καθώς και οι δάσκαλοι, οι ψυχοθεραπευτές, ο έμποροι, όλοι τους χρειάζονται να προβάλλουν μια ορισμένη εικόνα των επαγγελματικών ικανοτήτων τους. Γι' αυτό υπάρχει σοβαρός λόγος: οι πελάτες είναι πιο πιθανό ότι θα αντιδράσουν με τον επιθυμητό τρόπο αν έχουν εμπιστοσύνη στις ικανότητες του γιατρού. Υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες ότι οι μαθητές μαθαίνουν καλύτερα αν έχουν τη γνώμη ότι οι δάσκαλοί τους είναι καλοί, και οι ψυχασθενείς γίνονται γρήγορα καλά αν πιστεύουν ότι ο ψυχοθεραπευτής τους μπορεί να τους θεραπεύσει. Ένας άλλος λόγος, που μπορεί κάποιος να χρειάζεται επιβεβαίωση της αυτοεικόνας του, είναι ότι μπορεί να νιώθει «ανασφάλεια» — δηλ. να νιώθει μόνιμη την ανάγκη της διαβεβαίωσης των άλλων ότι είναι αυτό που ελπίζει ότι είναι. Αν η αυτοεικόνα δεν έχει σχηματιστεί σταθερά στο παρελθόν, θα σπαταληθεί περισσότερος χρόνος κοιτάζοντας στον καθρέφτη των αντιδράσεων των άλλων. Οι έφηβοι, που μόλις τώρα σχημάτισαν μια δοκιμαστική αυτοεικόνα, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις αντιδράσεις των άλλων, και κατ' αυτή την έννοια είναι ανασφαλείς. Οι άνθρωποι που έχουν αλλάξει την κοινωνική τους τάξη, τη δουλειά τους ή την εθνικότητά τους, βρίσκονται συχνά σ' αυτή τη θέση. Ο Goffman (1956) παρατήρησε ότι οι επιχειρηματίες, οι έμποροι, οι σερβιτόροι και άλλοι εργαζόμενοι σε άλλα επαγγέλματα και υπηρεσίες, έχουν σαν μόνιμη μέριμνά τους αυτόν τον σχηματισμό εντυπώσεων, που συχνά είναι προς όφελος των πελατών τους. Πάντα παρουσιάζεται μια «βιτρίνα», για την οποία μπορούν να συνεργαστούν πολλά άτομα μαζί. Αυτή είναι που παρουσιάζεται στο κοινό, και όχι το βρώμικο πίσω μέρος. Ο Goffman υποστηρίζει ότι ένας παρόμοιος βαθμός εξαπάτησης υπάρχει και σε πολλές άλλες μη επαγγελματικές καταστάσεις, όπως μια οικογένεια που δέχεται επισκέπτες. Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Πώς προβάλλουν οι άνθρωποι την ταυτότητά τους; Ο πιο εύκολος τρόπος είναι να πούμε απλώς στους άλλους πόσο ωραίοι, σπουδαίοι και έξυπνοι είμαστε. Είναι βέβαια ολοφάνερο πως ένας τέτοιος τρόπος δεν είναι καθόλου αποδοτικός — όλοι θα προβάλλουν τους ίδιους ισχυρισμούς, όμως θα ήσαν αληθινοί; Ο Jones κ.ά. (1963) έδωσαν οδηγίες σε ευέλπιδες να κάνουν τον εαυτό τους ελκυστικό σε ένα άλλο εύελπη. Όταν ο άλλος ήταν από κατώτερη τάξη, ήσαν πολύ σεμνοί, ενώ όταν ήταν από ανώτερη, δεν έχαναν ευκαιρία να του προβάλλουν τα προσόντα τους. Η λεκτική αυτοπαρουσίαση μπορεί να γίνει αποδεκτή, αρκεί να γίνει με έμμεσο τρόπο αλλιώς υπάρχει κίνδυνος γελοιοποίησης. Ο Στέφεν Πότερ έδωσε μια σατυρική περιγραφή έμμεσων τρόπων διεκδίκησης μιας ταυτότητας γεμάτης γόητρο στο βιβλίο του «ο Ανερχόμενος» (One-Upmanship (1952). Για παράδειγμα: ΑΣΘΕΝΗΣ: Ευχαριστώ γιατρέ. Γύριζα κάπως αργά σπίτι μου χθες βράδυ απ' τη βουλή... ΓΙΑΤΡΟΣ: Ευχαριστώ... τώρα μια στιγμή να τακτοποιήσω αυτά εδώ... βούρτσες και χτένια· δεν πρέπει να βρίσκονται στο κρεβάτι σου... ωραία... ΑΣΘΕΝΗΣ: Γύριζα μάλλον αργά. Αυτό το νομοσχέδιο με... ΓΙΑΤΡΟΣ: Τώρα ξεκούμπωσε αυτό το κουμπί στο λαιμό σου και όλα τα κουμπιά που έχουν τα ρούχα που φοράς. ΑΣΘΕΝΗΣ: Σου λέω ερχόμουν... ΓΙΑΤΡΟΣ: Τώρα, αν είχαμε λίγο νερό - πολύ ζεστό - και μια καθαρή πετσέτα. ΑΣΘΕΝΗΣ: Κοίτα στην τουαλέτα. Ο υπουργός στρατιωτικών... ΓΙΑΤΡΟΣ: Και τώρα άνοιξε το στόμα σου σε παρακαλώ... Η αυτοπαρουσίαση έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα όταν γίνεται με μη λεκτικά μέσα. Τα μη λεκτικά σήματα όπως τα ρούχα, τα μαλλιά, η φωνή και το γενικό στυλ συμπεριφοράς, έχουν μεγαλύτερη επίδραση από τις λέξεις. Μερικές φορές αυτά τα μη λεκτικά σήματα αποτελούν στην πραγματικότητα μέρος αυτού που συμβολίζεται — όπως η ομιλία των ανώτερων τάξεων ή το ντύσιμο των ποδοσφαιρόφιλων. Μερικές φορές συμβολίζουν πλευρές της προσωπικότητας που δεν μπορούν να επιδειχθούν εύκολα κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης, όπως η τιμιότητα ή η εξυπνάδα. Τα κύρια μη λεκτικά σημάδια εδώ είναι τα ρούχα. Η κοινωνική τάξη δηλώνεται και αναγνωρίζεται εύκολα μ' αυτόν τον τρόπο. Η προφορά είναι το ίδιο αποτελεσματική, και οι επαγγελματίες μπορούν να εντυπωσιάσουν εύκολα τους πελάτες τους με τα γραφεία και τα αυτοκίνητά τους. Τα ρούχα μπορούν επίσης να δώσουν πληροφορίες για την προσωπικότητα. Ο Γκίμπιν (1969) βρήκε ότι οι μαθήτριες σε κάποιο γυμνάσιο συμφώνησαν τι ρούχα θα φοράει η κάθε μια τους για καθημερινό, για την εκκλησία, για την καφετερία κλπ. Τα ρούχα που προτιμούσαν είχαν εικόνες που έμοιαζαν και με τον πραγματικό και με τον ιδανικό εαυτό τους. Τα μαλλιά χρησιμοποιούνται μ' ένα παρόμοιο τρόπο. Σε πολλές εποχές και σε πολλά μέρη μακριά μαλλιά είχαν οι παρίες, οι διανοούμενοι, οι ασκητές και οι αρνητές της κοινωνίας. Το να τα κόψει κανείς κοντά σήμαινε ότι ξαναγύριζε στην κοινωνία ή ότι έμπαινε κάτω από ένα καθεστώς Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
πειθαρχίας, όπως οι μοναχοί και οι στρατιώτες. Αντίθετα, μερικές ομάδες επαναστατημένων νεαρών έχουν πολύ κοντά μαλλιά ή κουρεύονται γουλί. Πολλές φορές πάλι τα μακριά μαλλιά των αντρών είχαν γίνει κοινωνικά αποδεκτά. Ίσως τα μαλλιά να μην έχουν καμιά σταθερή σημασία, αλλά να αποτελούν απλώς ένα σημαντικό μέσο για να εκφράσουν κάποιοι την αντίθεσή τους προς τους επικρατούντες κανόνες. Τα μαλλιά, τα ρούχα και άλλες πλευρές της εμφάνισης διαφέρουν από άλλα μη λεκτικά σήματα ως προς το ότι αλλάζουν με τη μόδα. Η εξήγηση βρίσκεται πιθανώς στο ότι η μόδα της ανώτερης τάξης αντιγράφεται από αυτούς που βρίσκονται πιο κάτω κοινωνικά, έτσι που οι πρώτοι να πρέπει να ακολουθήσουν νέες μόδες για να δείξουν ότι ξεχωρίζουν. Αυτό επιβεβαίωσε μια έρευνα που έγινε στην Αμερική από τον Herlock (1929), κατά την οποία το 40% των γυναικών και το 20% των αντρών παραδέχτηκαν ότι θα ακολουθούσαν ευχαρίστως μια μόδα για να φανούν ίσοι με αυτούς που βρίσκονταν ψηλότερά τους, ενώ ένα 50% είπε ότι θα άλλαζαν το στυλ της εμφάνισής τους αν το ακολουθούσαν και οι κοινωνικά κατώτεροί τους.
Εξαπάτηση και απόκρυψη
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της αυτοπαρουσίασης είναι η απόκρυψη: οι άνθρωποι είναι προσεκτικοί ώστε να μην αποκαλύπτουν πλευρές της προσωπικότητάς τους που μπορούν να επισύρουν την αποδοκιμασία. Ο Jourard (1964) εξέτασε αρκετούς φοιτητές, χρησιμοποιώντας ένα ερωτηματολόγιο που ρωτούσε πόσα είχαν αποκαλύψει για τον εαυτό τους σε άλλους ανθρώπους. Υπήρξε μεγάλη ποικιλία ανάλογα με το περιεχόμενο: περισσότερη αποκαλυπτικότητα υπήρχε σχετικά με αντιλήψεις και στάσεις, παρά σχετικά με τη σεξουαλική συμπεριφορά ή την οικονομική κατάσταση για παράδειγμα. Οι άνθρωποι αποκαλύπτονται περισσότερο σ' αυτούς στους οποίους μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη — στη μητέρα τους, σε στενούς φίλους, σε ανθρώπους όμοιους με αυτούς και (θα μπορούσαμε να προσθέσουμε) στους ψυχίατρους και τους ιερωμένους. Μια άλλη περίπτωση απόκρυψης είναι η προσεκτική τυποποιημένη και συμβατική συμπεριφορά που παρουσιάζουν οι άνθρωποι όταν συναντούν κάποιους ανθρώπους για πρώτη φορά. Η αποκάλυψη αποτελεί έναν κίνδυνο, μια και υπάρχει ο φόβος της αποδοκιμασίας του άλλου. Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες ότι η αυτοαποκάλυψη είναι αμοιβαία — αρχή που τη χρησιμοποιούν αρκετοί ψυχοθεραπευτές και εξεταστές. Οι άνθρωποι που αποκαλύπτονται περισσότερο συμπαθούνται και περισσότερο — αρκεί αυτά που αποκαλύπτουν να γίνονται αποδεκτά (Chaikin και Derlega, 1976). Όπως είδαμε παραπάνω, ο Goffman (1956) πιστεύει ότι η κοινωνική συμπεριφορά περιέχει αρκετές σκόπιμες απάτες, ως προς το ότι καλλιεργούνται επιμελημένες εντυπώσεις για τους άλλους. Ο Jourard και άλλοι υποστηρίζουν ότι η συμπεριφορά θα έπρεπε να είναι αυθεντική. Δε θα συζητήσουμε την ηθική πλευρά του ζητήματος εδώ, αλλά θα απαριθμήσουμε τις κύριες μορφές εξαπάτησης και θα πούμε δυο λόγια για τις συνέπειές τους. 1. Ο εαυτός που παρουσιάζεται είναι εν μέρει ψεύτικος, και βρίσκεται πιο κοντά στον ιδανικό παρά στον πραγματικό. Θα δείξουμε παρακάτω ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αμηχανία, αν αποκαλυφθεί η απάτη. Από τα άλλο μέρος, αποτελεί μέρος της πορείας προς το ιδανικό εγώ, με το να γίνει κανείς αποδεκτός σαν ένα κάπως διαφορετικό πρόσωπο. Οι άνθρωποι μπορούν και βοηθάνε ο ένας τον άλλο να κατευθυνθούν προς το ιδανικό εγώ τους, και ασκούν πιέσεις να επαναφερθεί στη σωστή γραμμή εκείνος που η συμπεριφορά του βρίσκεται έξω από την κατάσταση αλληλεπίδρασης. 2. Γεγονότα και χαρακτηριστικά μειωτικά του εγώ κρύβονται με επιμέλεια. Σε κάθε ομάδα Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ανθρώπων, που ξέρουν ο ένας τον άλλο καλά, υπάρχει συνεργασία στη διαδικασία ξεχάσματος των ατυχών γεγονότων. Παρόμοια, αν κάποιος έχει μια χαμηλή αντίληψη για ένα συνάδελφο, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να κρύψει όσο μπορεί αυτή του την αντίληψη. 3. Μερικοί άνθρωποι είναι «στιγματισμένοι», δηλαδή θα είχαν απορριφθεί κοινωνικά αν είχε γίνει γνωστή η αλήθεια γύρω από το πρόσωπό τους — ομοφυλόφιλοι, πρώην κατάδικοι, διανοητικά ασθενείς, ή άνθρωποι που ασκούν ύποπτα επαγγέλματα, κρύβουν με επιμέλεια αυτά τα γεγονότα της ζωής τους από τους άλλους, όμως συχνά μπορούν και αναγνωρίζονται μεταξύ τους. 4. Οι απάτες που χρησιμοποιούν επιχειρηματίες και σερβιτόροι δεν αφορούν τόσο τον εαυτό τους όσο πλευρές του επαγγέλματός τους. Μερικές φορές αυτό είναι προς όφελος του ίδιου — στην περίπτωση των εμπόρων και των σερβιτόρων, μερικές φορές είναι προς όφελος του πελάτη — όπως στην περίπτωση των εργολάβων και των γιατρών.
Αμηχανία
Είναι μια μορφή κοινωνικού άγχους, που επιταχύνεται ξαφνικά από κάποια γεγονότα στη διάρκεια μιας αλληλεπίδρασης. Το άμοιρο άτομο τα χάνει, κοκκινίζει, τραυλίζει, κουνάει αδέξια τα χέρια του, ιδρώνει, αποφεύγει να κοιτάξει τους άλλους στα μάτια και, στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, φεύγει και (κυρίως στην Άπω Ανατολή) αυτοκτονεί. Η αμηχανία είναι μεταδοτική, μεταδίδεται γρήγορα και στους άλλους που είναι παρόντες. Μόλις χάσει κάποιος τον έλεγχό του, η κατάσταση χειροτερεύει, μια και νιώθει τώρα ντροπή που τα έχασε. Για λίγο χρόνο είναι ανίκανος για κάθε αλληλεπίδραση. Ο Goffman (1955) διατύπωσε μια θεωρία της αμηχανίας: Οι άνθρωποι συνήθως παρουσιάζουν έναν εαυτό που είναι εν μέρει ψεύτικος· αν αυτή η εικόνα αμαυρωθεί κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης, έχουμε σαν αποτέλεσμα την αμηχανία. Για παράδειγμα, η δουλειά ενός ανθρώπου, τα προσόντα του ή η κοινωνική του καταγωγή μπορούν να αποδειχθούν λιγότερο εντυπωσιακά απ' ότι είχε αφήσει ο ίδιος να εννοηθεί. Αυτή η θεωρία μπορεί να ελεγχθεί στη βάση 1000 περιπτώσεων αμηχανίας που συγκέντρωσαν ο Gross και ο Stone (1964). Περίπου το ένα τρίτο αυτών των περιπτώσεων περιείχαν αμαύρωση της αυτοπαρουσίασης, αλλά οι υπόλοιπες δεν μπορούσαν να ταξινομηθούν μ' αυτό τον τρόπο, και χρειάστηκε να εξεταστούν δύο άλλες πιθανές πηγές αμηχανίας. Μια δεύτερη πηγή αμηχανίας είναι η «παραβίαση του κανόνα». Ο Garfinkel (1963) έκανε μια σειρά έξυπνα πειράματα, στα οποία τα πειραματικά υποκείμενα συμπεριφέρονταν στο σπίτι τους σαν ξένοι, μεταχειρίζονταν άλλους πελάτες στα μαγαζιά σαν εμπόρους, κλπ. Αυτό προκαλούσε αμηχανία, σάστισμα και οργή. Η παραβίαση των κανόνων μπορεί να περιλαμβάνει παραγνώριση του ρόλου των άλλων, διαφωνία σχετικά με τη φύση μιας κατάστασης, παραβίαση βασικών κανόνων αλληλεπίδρασης ή απλώς προσβολή των άγραφων πολιτιστικών συμβάσεων. Η παραβίαση των κανόνων προκαλεί σάστισμα γιατί έρχεται απροσδόκητα, διαταράζει την ομαλή πορεία της αλληλεπίδρασης, και γιατί οι άλλοι δεν ξέρουν πως να την αντιμετωπίσουν. Τα μικροατυχήματα αποτελούν μια τρίτη πηγή αμηχανίας — το σκόνταμα στο χαλί, ένα ακράτητο γέλιο, ένα μεθύσι που δεν μπορεί να ελεγχθεί, το να ξεχάσουμε το όνομα κάποιου, οι διάφορες γκάφες, όπως το να μιλήσουμε για ένα φαινομενικά αβλαβές θέμα, που όμως αναστατώνει κάποιον, π.χ. για το κολλέγιό του απ' το οποίο μόλις τον απέβαλαν ή για τη μητέρα του που μόλις πέθανε. Ο Gross και ο Stone αναφέρουν μια περίπτωση που σε ένα συμπόσιο, πιάστηκε το τραπεζομάντηλο στο φερμουάρ του παντελονιού κάποιου, και όταν σηκώθηκε να μιλήσει, παρέσυρε τα πάντα πάνω στο τραπέζι. Τέτοια επεισόδια προκαλούν μεγαλύτερη αμηχανία σε επίσημες περιπτώσεις, όταν βάζει κανείς τα δυνατά του να φερθεί όσο πιο άψογα γίνεται, Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
διεκδικώντας έτσι έμμεσα κάποιες ικανότητες. Μπορεί να αποφευχθεί η αμηχανία; Μερικοί άνθρωποι δεν φαίνονται να τα χάνουν με τίποτα. Διατηρούν την ψυχραιμία τους και εμποδίζουν τη διάλυση μιας κατάστασης. Οι έφηβοι συχνά πειράζουν και προσβάλλουν ο ένας τον άλλο, ίσως σαν ένα είδος εκπαίδευσης στην αντιμετώπιση της αμηχανίας. Μερικές πιθανές αιτίες αμηχανίας μπορούν να αποφευχθούν παρουσιάζοντας μια αυτοεικόνα την οποία κανένας δε μπορεί να αμφισβητήσει. Και υπάρχουν λιγότερες πιθανότητες να βρεθούν σε αμηχανία εκείνοι που δεν εξαρτιούνται από μια εξωτερική επιβεβαίωση της αυτοεικόνας και της αυτοεκτίμησής τους. Συντριβή της αλληλεπίδρασης μπορεί ακόμα να συμβεί και σαν αποτέλεσμα τυχαίων λαθών, όπως όταν γίνουν κάποιες γκάφες. Οι κανόνες της ετικέτας και η ικανότητα να φαίνεται κανείς διακριτικός βοηθάνε στην αποτροπή μιας τέτοιας συντριβής. Ένα παράδειγμα ετικέτας είναι ο κανόνας να μη στέλνουμε προσκλήσεις πολύ πριν από την ορισμένη ημέρα, γιατί τότε είναι δύσκολο να τις αρνηθεί ο άλλος. Ένα παράδειγμα διακριτικότητας είναι να χτυπάμε την πόρτα και να ξεροβήχουμε όταν πιάνουμε ένα ζευγάρι σε τρυφερές στιγμές. Η αμηχανία μπορεί επίσης να ελεγχθεί όταν κατανοήσουμε τις αιτίες της. Δεν υπάρχει, στην πραγματικότητα κανένας λόγος να μας αναστατώνουν μικροεπεισόδια που γίνονται καλόπιστα και χωρίς εχθρική πρόθεση. Το πιο χρήσιμο είναι να μπαλώσουμε τα πράγματα. Όταν ένα πρόσωπο βρεθεί σε αμηχανία, οι άλλοι συνήθως θέλουν να εμποδίσουν την κατάρρευση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, και κοιτάζουν να τον βοηθήσουν με διάφορους τρόπους. Κατ' αρχήν, θα προσπαθήσουν να αποτρέψουν την «απώλεια του προσώπου» όντας διακριτικοί με τους τρόπους που περιγράψαμε. Μπορεί να κάνουν σαν να μη συνέβη τίποτα, να κοιτάξουν να ζητήσουν συγνώμη εκ μέρους αυτού που προσέβαλε — «αστειευόταν, δεν το έκανε στα σοβαρά», κλπ., ή να «σώσουν την κατάσταση» με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Τέλος, αν το πρόσωπο «απωλεσθεί» αμετάκλητα, μπορούν να βοηθήσουν τον πληγωμένο να αποκατασταθεί πάλι στην ομάδα με μια νέα αμφίεση (Goffman 1955· Gross και Stone, 1964).
Διάψευση της αυτοεικόνας
Όταν το πρόσωπο του Α δεν γίνει πιστευτό ή αμαυρωθεί, υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να αντιδράσει. Ο ένας είναι να αγνοήσει αυτό που του συνέβη ή να το περιγελάσει σαν κάτι ασήμαντο. Από την ανάλυση που δώσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, γίνεται φανερό ότι αν κάποιος αποτύχει να προβάλλει μια εικόνα του εαυτού του με τον ένα τρόπο, θα προσπαθήσει με άλλο. Αν αναστατωθεί, μπορεί να ξεπέσει με λιγότερο λεπτές τεχνικές του είδους «Για άκου, νεαρέ, εγώ έχω γράψει περισσότερα βιβλία πάνω σ' αυτό το θέμα απ' όσα έχεις διαβάσει εσύ», «Δεν ξέρεις φαίνεται πως...» κλπ. Αυτό μπορεί να επιτύχει στο να τροποποιήσει την αντίληψη του άλλου, σίγουρα όμως θα προξενήσει σύγχυση και θα κάνει αυτόν που τα λέει να φανεί γελοίος.
Αυτό που συμβαίνει πολύ συχνά, είναι ότι ο Α σχηματίζει έτσι μια κακή αντίληψη για ένα πρόσωπο ή μια ομάδα που δεν του φέρεται καλά, και πηγαίνει να παρουσιάσει τον εαυτό του κάπου αλλού. Παρατηρήθηκε ότι οι πωλήτριες διατηρούν την εικόνα της ικανότητάς τους σε σχέση με πελάτες που δε μπορούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους χαρακτηρίζοντάς τους σαν «στριμμένους» «ανόητους» ή με άλλα αντίστοιχα κοσμητικά. (Lombard, 1955). Αν σχηματιστεί μια χαμηλή αντίληψη για τον Β, δεν ενδιαφέρει αν ο Β επιβεβαιώνει ή όχι την αυτοεικόνα του κοριτσιού σαν ικανής πωλήτριας. Ένας αριθμός πειραμάτων έδειξε ότι οι άνθρωποι αποτραβιούνται από ομάδες που δεν αντιδρούν απέναντί τους με τον επιθυμητό τρόπο, και ότι προτιμούν τη συντροφιά και τη φιλία εκείνων που επιβεβαιώνουν την αυτοεικόνα τους (Secord και Backman, 1974). Υπάρχουν φορές που θέλει κάποιος να ανήκει σε μια ομάδα, ακόμα και όταν αυτοί δεν δέχονται την Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
αυτοεικόνα του, ούτε του συμπεριφέρονται με αρκετό σεβασμό. Αν, κατά κύριο λόγο, η ομάδα δεν εκδηλώνει την εκτίμησή της προς αυτόν, είναι δυνατό να μεταβάλλει τη συμπεριφορά του με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλέσει την επιδιωκόμενη αντίδραση από τους άλλους. Διαπιστώθηκε ότι εκείνοι που πάσχουν από ανασφάλεια επηρεάζονται περισσότερο από κοινωνικές επιδράσεις και πιέσεις όλων των ειδών. Σε μικρές κοινωνικές ομάδες, για παράδειγμα, μια από τις κύριες αιτίες συμμόρφωσης είναι η αποφυγή της απόρριψης, την οποία υφίστανται συχνά οι διαφωνούντες. Αυτοί που συμμορφώνονται περισσότερο είναι αυτοί που αισθάνονται κατώτεροι, έχουν έλλειψη αυτοπεποίθησης και εξαρτιούνται από τους άλλους. (Krech, Crutchfield και Ballachey, 1962). Οι άνθρωποι μπορούν να επιχειρήσουν με χίλιους δυο τρόπους να βελτιώσουν τον εαυτό τους, είτε φαινομενικά είτε πραγματικά, για να αντιμετωπίσουν τις αρνητικές αντιδράσεις των άλλων, συμπεριλαμβανομένης και της τροποποίησης των στυλ αλληλεπίδρασης όπως στην επεμβατική, λεκτική εξάρτηση (operant conditioning). Οι υπόλοιπες αντιδράσεις μπορούν να θεωρηθούν στην πραγματικότητα σαν «αμυντικοί μηχανισμοί», που έχουν σαν κύριο στόχο την απομάκρυνση του άγχους, χωρίς να επιχειρείται καμιά ρεαλιστική προσαρμογή της αυτοεικόνας ή της συμπεριφοράς. Μία απ' αυτές είναι η αυταπάτη με τις διάφορες μορφές της. Ένας άνθρωπος μπορεί να διαστρέψει τις αντιδράσεις των άλλων προς μια ευνοϊκή κατεύθυνση, ή απλώς να μην τις διακρίνει καθόλου. Η πιο ακραία περίπτωση είναι η ψυχωτική απομάκρυνση από τις δυσκολίες των διαπροσωπικών σχέσεων και η απομόνωση σε ένα ατομικό κόσμο φαντασιώσεων που δεν μπορεί να αναστατωθεί από κανένα εξωτερικό γεγονός.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 Κοινωνική Συμπεριφορά και Διανοητικές Ανωμαλίες Αυτό το θέμα είναι σημαντικό για δυο λόγους. Πρώτα, μπορούμε να μάθουμε πολλά πράγματα για την υγιή κοινωνική συμπεριφορά, μελετώντας τους τρόπους με τους οποίους καταστρέφεται. Κάθε αποτυχία σε μια κοινωνική συμπεριφορά μας δείχνει ένα χαρακτηριστικό της υγιούς κοινωνικής συμπεριφοράς που πρέπει να αποκατασταθεί. Έπειτα, η μελέτη της κοινωνικής συμπεριφοράς των διανοητικά ασθενών μπορεί να ρίξει φως στη φύση των διανοητικών ανωμαλιών και να οδηγήσει σε νέες μορφές θεραπείας. Στην πραγματικότητα αυτό έχει κιόλας γίνει: η ανάπτυξη κοινωνικών ικανοτήτων στους διανοητικά ασθενείς είναι μια από τις κύριες πρακτικές εφαρμογές της έρευνας που περιγράφεται σ' αυτό το βιβλίο. Δε θα επιχειρήσουμε σ' αυτό το κεφάλαιο να δώσουμε μια πλήρη και εμπεριστατωμένη έκθεση των διανοητικών ανωμαλιών, αλλά θα μας απασχολήσει μόνο η κοινωνική συμπεριφορά των διανοητικά ασθενών. Ο Freud υποστήριξε ότι οι διανοητικές ανωμαλίες οφείλονται πρωταρχικά σε αναστατώσεις του σεξουαλικού ενστίκτου. Ο Σάλλιβαν υποστήριξε ότι οφείλονται σε αναστατώσεις της κοινωνικής συμπεριφοράς. Πράγματι η κοινωνική συμπεριφορά των διανοητικά ασθενών είναι ελαττωματική κατά διαφόρους τρόπους. Υπάρχουν τουλάχιστο δύο απόψεις για το πώς η αποτυχία της κοινωνικής συμπεριφοράς μπορεί να σχετισθεί με άλλες πλευρές των διανοητικών ανωμαλιών. Η μία υποστηρίζει ότι η αποτυχία απόκτησης των σωστών κοινωνικών ικανοτήτων, κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, έχει μετά σαν αποτέλεσμα την κοινωνική απόρριψη και την αποτυχία της αντιμετώπισης των προβλημάτων της ζωής. Αυτό, με τη σειρά του, προκαλεί άγχος, κατάθλιψη ή άλλα συμπτώματα. Σύμφωνα με την άλλη άποψη, πρωταρχική σημασία έχουν γενετικές και φυσιολογικές διαδικασίες, που καταλήγουν διαδοχικά σε αναστάτωση της προσωπικότητας και της κοινωνικής συμπεριφοράς, στην απόρριψη και στην επιδείνωση της κατάστασης. Υπάρχουν μαρτυρίες από μελέτες διδύμων ότι οι διανοητικές διαταραχές είναι εν μέρει κληρονομικές, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις ψυχώσεις, όπως η σχιζοφρένεια, παρά για τις νευρώσεις. Αυτό φαίνεται να υποστηρίζει τη δεύτερη άποψη. Από την άλλη πλευρά, οι ψυχώσεις επηρεάζονται από παιδικές εμπειρίες, επιταχύνεται η πορεία τους εξαιτίας της απόρριψης ή άλλων κοινωνικών πιέσεων, και μερικά από τα κύρια συμπτώματά τους βρίσκονται στην περιοχή της κοινωνικής συμπεριφοράς. Έτσι, φαίνεται να ισχύει και η πρώτη άποψη και αυτό είναι περισσότερο πιθανό για τις νευρώσεις. Όποια άποψη όμως κι αν ακολουθήσουμε, πρέπει να εκπαιδεύσουμε τους ασθενείς στις κοινωνικές ικανότητες, και, σύμφωνα με την πρώτη άποψη, αυτό θα ήταν η πιο χρήσιμη θεραπεία.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΕΙΤΑΙ ΣΤΙΣ ΚΥΡΙΕΣ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΕΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ Σ' αυτό το τμήμα θα δοθεί μια περιγραφική έκθεση της κοινωνικής συμπεριφοράς που παρατηρείται στους κύριους τύπους διανοητικών ανωμαλιών. Ένα τμήμα της αναφέρεται συνήθως από τους κλινικάρχες και το βλέπει κανείς σε κάθε ψυχιατρικό νοσηλευτήριο. Πιο λεπτές πλευρές, απαιτούν τη χρήση μερικών από τις μεθόδους έρευνας που περιγράψαμε προηγούμενα — όπως η ανάλυση της ποιότητας της φωνής, της κατεύθυνσης του βλέμματος, του συγχρονισμού της ομιλίας, της αντίληψης του άλλου κλπ. Οι κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται οι διανοητικά ασθενείς ποικίλουν από χώρα σε χώρα και από εποχή σε εποχή. Οι Αμερικανοί ψυχίατροι χρησιμοποιούν σε πενταπλάσιο αριθμό περιπτώσεων τον όρο «σχιζοφρενής» απ' ότι οι βρετανοί συνάδελφοί τους. (Cooper κ.ά., 1972). Εγώ θα χρησιμοποιήσω τους όρους όπως χρησιμοποιούνται στη Βρετανία.
Η σχιζοφρένεια
περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία ασθενειών, όμως το βασικό σύνδρομο συνίσταται σε μια απομάκρυνση από τις κοινωνικές σχέσεις, αναστάτωση της σκέψης και της ομιλίας, αποτυχία στη συμπεριφορά, και σε μια άχρωμη και απαθή συναισθηματική κατάσταση. Η διαταραχή της κοινωνικής συμπεριφοράς είναι ένα μόνο από τα συμπτώματα, όμως από τα πιο χαρακτηριστικά, και αποτελεί την κύρια αιτία ανικανότητας στην αντιμετώπιση της καθημερινής ζωής. Οι ασθενείς δε μπορούν να επικοινωνούν όπως πρέπει και να συμμετέχουν στις συνηθισμένες κοινωνικές συναντήσεις. Αποτελούν πολύ ενδιαφέρουσες περιπτώσεις για τους κοινωνιοψυχολόγους, γιατί η αποτυχία της κοινωνικής συμπεριφοράς είναι σ' αυτούς πιο χαρακτηριστική απ' ότι στους άλλους ασθενείς — δεν αναπτύσσουν καμιά πνευματική επαφή, καμιά συνεργασία για αποστολή και λήψη μηνυμάτων. Ακόμα, πολλοί σχιζοφρενείς δεν αναπτύσσουν παρά ελάχιστη κοινωνική συμπεριφορά. Μένουν απομονωμένοι από τους άλλους ανθρώπους και επιδίδονται σε ονειροπολήσεις και φαντασιώσεις. Όταν βρίσκονται σε μια ομάδα ή σε μια συζήτηση δε φαίνονται να δίνουν και μεγάλη προσοχή γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω τους, κάνουν άσχετες παρατηρήσεις, δίνοντας έτσι μια ένδειξη για τις φαντασιώσεις με τις οποίες είναι απασχολημένοι εκείνη την ώρα.
Ας κοιτάξουμε πρώτα τις λεπτομέρειες της κοινωνικής συμπεριφοράς. Οι σχιζοφρενείς φαίνονται εκκεντρικοί και ακατάστατοι, και δεν φοράνε τα ρούχα τους όπως πρέπει. Ή πλησιάζουν τον άλλο πάρα πολύ κοντά, ή απομακρύνονται απ' αυτόν υπερβολικά. Δεν κοιτάζουν προς το μέρος των άλλων, αλλά συχνά κοιτάζουν σε έναν τοίχο. Η στάση του σώματός τους και οι χειρονομίες τους μπορεί να είναι αλλόκοτες — συμβολίζουν τις ατομικές φαντασιώσεις τους και μπορεί να μην έχουν σαν στόχο να μεταδώσουν τίποτα. Το πρόσωπό τους είναι ανέκφραστο, αν και μπορεί να χαράζεται από γκριμάτσες. Μιλάνε πολύ λίγο, ακατάληπτα και χωρίς συνοχή, η ομιλία τους δεν συγχρονίζεται με την ομιλία των άλλων και συχνά αναφέρεται σε άσχετα θέματα. Παρατηρήθηκε ότι οι σχιζοφρενείς συχνά αποστρέφουν το βλέμμα. Όμως ο Ράττερ διαπίστωσε ότι δεν αποστρέφουν το βλέμμα όταν μιλάνε για μη προσωπικά θέματα. Και τώρα ας περάσουμε σε πιο γενικά σχήματα κοινωνικής συμπεριφοράς. Οι σχιζοφρενείς δεν αναπτύσσουν συνεργασία με τους άλλους, ούτε σχηματίζουν κοινωνικές ομάδες μαζί τους. Δεν πιάνουν σχέσεις μεταξύ τους, αν και μπορούν και διατηρούν υποτυπώδεις σχέσεις με το προσωπικό του νοσοκομείου. Οι κοινωνικές καταστάσεις τους προκαλούν άγχος, η κριτική τους αναστατώνει και δεν τους αρέσει να τους επιτηρούν. Δεν αντιδρούν σχεδόν καθόλου σε μη λεκτικά σήματα, ενώ μπορούν σε κάποιο βαθμό να δεχτούν λεκτικά μηνύματα, όπως π.χ. απλές οδηγίες. Υπάρχουν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ενδείξεις ότι οι σχιζοφρενείς αποφεύγουν τους ανθρώπους περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ερέθισμα. Ο Ederyn Williams (1974), εργαζόμενος στην Οξφόρδη, διαπίστωσε σε ένα πείραμά του ότι κάποιοι σχιζοφρενείς αφιέρωσαν περισσότερη ώρα κοιτάζοντας στην τηλεόραση μια εκπομπή για τα ψάρια, παρά κοιτάζοντας ένα άλλο άτομο μέσα στο ίδιο δωμάτιο. Οι αιτίες της σχιζοφρένειας δεν έχουν γνωσθεί ακόμα, ούτε και υπάρχει καμιά γνωστή θεραπεία, αν και κάποια ηρεμιστικά αναστέλλουν προσωρινά τα συμπτώματα. Μια και περίπου το 0,8% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχουν από σχιζοφρένεια αυτό αποτελεί ένα εξαιρετικά πιεστικό επιστημονικό και κοινωνικό πρόβλημα. Υπάρχει μια πιθανότητα η κύρια αιτία της να είναι βιοχημική — μπορεί να οφείλεται σε κάποια ουσία στον εγκέφαλο, όπως η μεσκαλίνη ή το LSD που προκαλούν συμπτώματα παρόμοια με αυτά της σχιζοφρένειας. Ο εγκέφαλος του σχιζοφρενούς έχει παρομοιασθεί γι' αυτό το λόγο με έναν υπολογιστή που τον έχουν καταβρέξει με νερό. Όμως, μέχρι τώρα η έρευνα για τον εντοπισμό μιας τέτοιας ουσίας, ήταν ανεπιτυχής. Μελέτες πάνω σε δίδυμα έχουν δείξει ότι η σχιζοφρένεια είναι εν μέρει κληρονομική, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι μεταδίδεται βιοχημικά, όπως δεν μεταδίδεται και η ευφυία. Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στις υποθέσεις για τις κοινωνικές ρίζες της σχιζοφρένειας. Οι σχιζοφρενείς προέρχονται από οικογένειες που τους έχουν προκαλέσει αναστάτωση με ορισμένους χαρακτηριστικούς τρόπους, όπως όταν έχουν αυταρχικές ή αδιάφορες μητέρες, ή όταν έχουν αποτύχει με διάφορους τρόπους, στην επικοινωνία — π.χ. όταν οι παρατηρήσεις τους δεν αναγνωρίζονται από τους άλλους, δεν καταφέρνουν να έρθουν σε μια συμφωνία μαζί τους, ενεργούν όμως σα να έχει υπάρξει μια τέτοια συμφωνία, με πολλές συγκρούσεις και εχθρότητα (Jacob, 1975). Η σχιζοφρένεια εκδηλώνεται κάτω από την πίεση ορισμένων γεγονότων, όπως ο θάνατος, μια αρρώστια, ή άλλες καταστροφές στην οικογένεια, ή ξαφνικές αναστατώσεις στον τρόπο ζωής του ασθενούς κατά τη διάρκεια των τριών εβδομάδων που προηγούνται από την εκδήλωση της ασθένειας (Brown κ.ά., 1973). Υπάρχουν μερικές πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις που δίνουν μια πιθανή κοινωνιο-ψυχολογική ερμηνεία των περισσότερων χαρακτηριστικών της σχιζοφρένειας. Θα περιγράψουμε εδώ τις τρεις κυριότερες.
1) Αποτυχίες στη μη λεκτική επικοινωνία
Έχει υποστηριχθεί ότι η αποτυχία του σχιζοφρενούς να επικοινωνήσει σωστά οφείλεται σε λεκτικά σήματα που συνοδεύονται από μετασήματα (συνήθως μη λεκτικά) που αναιρούν το αρχικό μήνυμα, ή αρνούνται τη λογικότητα αυτού που ειπώθηκε ή που δημιουργούν μια παράδοξη επικοινωνία, όπως στο «είμαι ψεύτης» — που ονομάζεται «διπλόσημη». Υποστηρίζεται ότι οι σχιζοφρενείς συμπεριφέρονται μ' αυτόν τον τρόπο για να ξεφύγουν από αφόρητες κοινωνικές καταστάσεις. Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι γονείς των σχιζοφρενών χρησιμοποιούν μια τέτοια παράδοξη επικοινωνία, όπως το «γιατί δεν μ' αγαπάς;» (όταν λέγεται με θυμό), και υποστηρίζεται ότι αυτή η συμπεριφορά είναι επίκτητη. (Watzlawick κ.ά., 1967). Οι μαρτυρίες που υποστηρίζουν αυτή τη γενική θεωρία είναι πολύ αδύναμες, αν και έχει βρεθεί ότι αρκετοί σχιζοφρενείς ομολογούν ότι οι γονείς τους είχαν χρησιμοποιήσει τέτοιες διπλοσημίες (Berger, 1965). Μια άλλη διατύπωση θα ήταν ότι οι σχιζοφρενείς παρουσιάζουν απλώς μια ανεπάρκεια στην αντίληψη και μετάδοση μη λεκτικών σημάτων. Υπάρχουν ολοφάνερες μαρτυρίες ότι αυτό συμβαίνει πράγματι. Ένας αριθμός από μελέτες έχουν δείξει ότι οι σχιζοφρενείς αντιδρούν λιγότερο σε μη λεκτικές ενδείξεις απ' ότι οι υγιείς άνθρωποι. Μια τέτοια έλλειψη θα μπορούσε εν μέρει να είναι γενετικής φύσης, και εν μέρει να οφείλεται σε μια ελαττωματική κοινωνικοποίηση. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία αποτυχία στο συγχρονισμό, στην ανάδραση, και σ' όλες τις άλλες πλευρές της Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
κοινωνικής αλληλεπίδρασης που ελέγχονται από μη λεκτικά σήματα.
2) Αποτυχίες των διαδικασιών σκέψης που χρειάζονται για την κοινωνική συμπεριφορά
Τα δύο κύρια συμπτώματα της σχιζοφρένειας είναι η διαταραχή της σκέψης και η αποτυχία της κοινωνικής συμπεριφοράς. Έχουν άραγε καμιά σχέση μεταξύ τους; Διαπιστώθηκε ότι οι σχιζοφρενείς έχουν μεγαλύτερη δυσκολία να ταξινομήσουν φωτογραφίες ανθρώπων παρά φωτογραφίες φυσικών αντικειμένων, και ότι δεν μπορούν να βγάζουν συμπεράσματα από το ένα μέγεθος για το άλλο. (Bannister και Salmon 1966). Μεταγενέστερες μελέτες έδειξαν ότι η μη συνοχή στη σκέψη είναι το βασικό πρόβλημα — ένας σχιζοφρενής μπορεί να κρίνει τον Α πιο έξυπνο από τον Β, τον Β πιο έξυπνο από τον C και τον C πιο έξυπνο από τον Α. (Haynes και Phillips, 1973). Αλλες μελέτες έδειξαν ότι οι σχιζοφρενείς χρησιμοποιούν λίγες έννοιες, που αναφέρονται στην προσωπικότητα ή τα συναισθήματα, όταν περιγράφουν άλλους ανθρώπους, και ότι αυτή η έλλειψη σχετίζεται πάρα πολύ με την κοινωνική τους απομάκρυνση και, σε ένα μικρότερο βαθμό, με μια συναισθηματική ισοπέδωση. Αναφέρονται αντίθετα στα ρούχα ή στα φυσικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου ή ενός χώρου. Φαίνεται σα να έχουν μια ειδική γνωστική ανεπάρκεια — όπως δείχνει το γεγονός ότι δε μπορούν να σχηματίσουν έννοιες για ανθρώπους ή για συναισθήματα — αν και το τι φταίει γι' αυτό δεν είναι γνωστό. Εγώ θα ήθελα να διατυπώσω μια άλλη αντίληψη. Βλέπουμε ότι η κοινωνική συμπεριφορά του σχιζοφρενούς αποτυχαίνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο — η σειρά των κοινωνικών γεγονότων είναι λαθεμένη με έναν τρόπο που βρίσκουμε μόνο σε πειράματα που αναφέρονται σε παραβίαση κανόνων. Οι μελαγχολικοί, οι αλκοολικοί, οι εγκληματίες και όλοι οι υπόλοιποι μπορούν τουλάχιστον να ακολουθήσουν σωστά τη βασική σειρά κοινωνικής συμπεριφοράς. Για να το καταφέρουν αυτό σημαίνει ότι διαθέτουν την απαραίτητη αντιληπτική ικανότητα για να συλλάβουν τη φύση μιας κατάστασης και αυτό που οι άλλοι άνθρωποι προσπαθούν να κάνουν, για να μπορέσουν έτσι να συνεργαστούν σε τέτοιες βασικές «σειρές», όπως οι ερωταποκρίσεις, οι χαιρετισμοί κλπ. (>>). Αν είναι σωστές αυτές οι θεωρίες, αλλά και οποιεσδήποτε άλλες, πρέπει να επινοηθούν μορφές θεραπείας που να αποβλέπουν στη διόρθωση των ιδιαίτερων γνωστικών ελλείψεων που περιγράψαμε.
3) Μόνιμη παραβίαση των κανόνων
Έχει υποστηριχθεί από κάποιους κοινωνιολόγους ότι το μόνο κοινό χαρακτηριστικό των διαφόρων συμπτωμάτων που παρουσιάζουν οι σχιζοφρενείς είναι η παραβίαση των κανόνων. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι προέρχονται από διαλυμένες ή μη ομαλά συγκροτημένες οικογένειες, που παραβιάζουν τους κανόνες, ή στο ότι οι ίδιοι βρήκαν κάποιο όφελος παραβιάζοντάς τους. Έχει διαπιστωθεί ότι οι σχιζοφρενείς, όταν είναι να τους απαλλάξουν από κάτι, αναφέρουν πολύ σοβαρά συμπτώματα. Κάνουν όμως το αντίθετο όταν πρόκειται να τους κλείσουν στην απομόνωση. (Braginsky κ. ά., 1969). φαίνεται ότι τους αρέσει η παραμονή στο νοσοκομείο, αλλά στην ελεύθερη πτέρυγα, και μπορούν να χειρίζονται έτσι τα συμπτώματά τους ώστε να τα καταφέρνουν να μένουν σ' αυτή. Βρέθηκε ότι οι σχιζοφρενείς προσαρμόζονται στα νοσοκομεία με διάφορους τρόπους, όπως αποφεύγοντας το προσωπικό και εκμεταλλευόμενοι πλήρως όλες τις ευκολίες αναψυχής. Ο Braginsky κ.ά. βρήκαν ότι ενώ το 82% των ασθενών ήξεραν πού είναι ο διάδρομος του μπόουλινγκ και το 80% πού είναι η πισίνα, μόνο το 36% ήξεραν πού είναι το γραφείο του γιατρού και μόνο 26% το όνομά του. Αυτοί βεβαίως, ήσαν αμερικανοί, και η θεωρία μπορεί να ταιριάζει καλύτερα σ'
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
εκείνα τα κοινωνικά ναυάγια που βρήκαν τη ζωή, έξω στην κοινωνία, γεμάτη ένταση και απογοητεύσεις, και ζητάνε τώρα ένα ευχάριστο καταφύγιο, βολικό και χωρίς απαιτήσεις, που δεν τους υποχρεώνει σε πολύ δουλειά, ούτε πολλές επαφές με τους άλλους. Είναι όμως εντελώς διαφορετικοί από τους χίππεις, και μπορούν έτσι τέλεια να συμμετέχουν σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
Παρανοϊκές αντιδράσεις
Συνίστανται από αυταπάτες, για τον εαυτό και για τους άλλους. Όπου υπάρχει μια αποσύνθεση της προσωπικότητας, αλλά με μια ισχυρή εμμονή σε αυταπάτες, εκεί έχουμε τη λεγόμενη παρανοϊκή σχιζοφρένεια. Όπου η προσωπικότητα έχει θιγεί λιγότερο, μιλάμε περί απλής παράνοιας. Οι παρανοϊκές αντιδράσεις είναι πολύ συνηθισμένες στους μεσήλικες και στους γέρους, ενώ άλλα ήδη σχιζοφρένειας συμβαίνουν πιο πολύ στους νέους. Οι παρανοϊκοί, όπως διαπιστώθηκε, είναι επιφυλακτικοί και κλεισμένοι στον εαυτό τους, δεν εμπιστεύονται τους άλλους, όμως γενικά μπορούν και επικοινωνούν, και μπορούν να αναπτύξουν σχέσεις καλύτερα απ' ότι οι σχιζοφρενείς. Υποφέρουν πάντοτε από διαταραχές στη σκέψη — αλλά αυτές οι διαταραχές αναφέρονται πάντοτε στις σχέσεις τους με τους άλλους. Οι παρανοϊκοί πιστεύουν ότι συνεχώς τους επιβουλεύονται και μηχανορραφούν πίσω από την πλάτη τους, και ότι σ' αυτό οφείλονται οι άλλες τους αποτυχίες. Μπορεί να πιστεύουν ότι η συμπεριφορά τους ελέγχεται από μακριά, από την τηλεόραση, με ακτίνες λέιζερ ή με οποιοδήποτε τελειοποιημένο όργανο, από τους βραζιλιανούς σιδηρόδρομους ή από τη μυστική αστυνομία. Η αντίληψή τους για τον κόσμο διαταράσσεται από την υποψία τους ότι η συμπεριφορά των άλλων κατευθύνεται κυρίως προς αυτούς. Μπορούν επίσης να έχουν ψευδαισθήσεις μεγαλείου, να πιστεύουν ότι έχουν αναλάβει κάποια σημαντική αποστολή, ότι είναι μεσσίες ή ότι έχουν προοριστεί να κάνουν μια μεγάλη ανακάλυψη. Ενώ είναι τελείως ικανοί για μια ομαλή αλληλεπίδραση, είναι υπερβολικά ευαίσθητοι ακόμα και στα πιο ασήμαντα ζητήματα, θίγονται με το παραμικρό, και δεν μπορούν καθόλου να δεχτούν και να αξιοποιήσουν την ανάδραση των άλλων, που αφορά στις ιδέες τους ή την αυτοεικόνα τους. Και στον πρώτο υπαινιγμό αρνητικής ανάδρασης, αμύνονται πεισματικά κατηγορώντας τον άλλο. Οι παρανοϊκοί συχνά δημιουργούν προβλήματα με την εύθικτη, εχθρική, αλαζονική και δεσποτική συμπεριφορά τους, με την οποία θέλουν μόνιμα να διαδηλώνουν την ανωτερότητά τους. Νομίζουν ότι όλοι συνομωτούν εναντίον τους και μιλούν πίσω από την πλάτη τους. Καθώς βέβαια οι άλλοι αρχίζουν να τους βαριούνται και να τους αποφεύγουν σιγά σιγά, αυτή τους η αντίληψη αρχίζει να έχει μια βάση (Lemert, 1962). Το κύριο κοινωνικό κίνητρό τους φαίνεται να είναι η επιθυμία τους για έπαινο και αναγνώριση, και η ενίσχυση της μεγαλειώδους αλλά επισφαλούς αυτοεικόνας τους. Η παράνοια μπορεί να θεωρηθεί κυρίως σαν μια διατάραξη της αυτοεικόνας, που προκαλείται από την τάση σχηματισμού ψεύτικων πεποιθήσεων με στόχο τη μείωση του άγχους. Για παράδειγμα, ένα παιδί μπορεί να ερμηνεύσει την αποτυχία του στις εξετάσεις με το ότι ο δάσκαλος δεν ήταν δίκαιος. Αν οι γονείς υποστηρίζουν αυτή την αντίληψη, τότε ενθαρρύνουν μια παρανοϊκή κατάσταση. Αυτό είναι πιθανό να συμβεί σε παιδιά που είναι μοναχικά και δεν αντιμετωπίζουν την υγιή κοροϊδία της παρέας τους. Η παράνοια επιταχύνεται από κοινωνικά στρες, όπως είναι η αποτυχία, ο ανταγωνισμός ή η απώλεια μιας πολύτιμης κοινωνικής σχέσης.
Μανιακές και καταθλιπτικές καταστάσεις
Οι μανιακές και καταθλιπτικές καταστάσεις είναι κυρίως διαταραχές της διάθεσης, επηρεάζουν όμως και την κοινωνική συμπεριφορά με ένα χαρακτηριστικό τρόπο. Μερικοί άνθρωποι γίνονται
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
μανιακοί ή πάσχουν από κατάθλιψη ορισμένες μόνο ώρες σε μερικούς μάλιστα εναλλάσσονται αυτές οι καταστάσεις. Αυτό δείχνει ότι πιθανώς να συνδέονται στενά μεταξύ τους. Οι μανιακοί βρίσκονται σε κατάσταση ευφορίας, είναι γεμάτοι αυτοπεποίθηση και ξεχειλίζουν από ενεργητικότητα. Οι καταθλιμμένοι έχουν κατακλυστεί από συναισθήματα ενοχής, αθλιότητας και αναξιότητας, και τους λείπουν τα κίνητρα. Οι μανιακοί φοράνε περιποιημένα και κομψά ρούχα, αν και λίγο «κραυγαλέα», φαίνονται μια χαρά και ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους, πάντοτε σε ετοιμότητα και γελαστοί, και έχουν μια δυνατή φωνή γεμάτη αυτοπεποίθηση. Μιλάνε ακατάπαυστα και τείνουν να μονοπωλούν τη συζήτηση με τα ευτράπελα ανέκδοτά τους και τις συνταρακτικές διηγήσεις τους, όμως περισπάται εύκολα η προσοχή τους και μεταπηδούν γρήγορα από το ένα θέμα στο άλλο. Η διέγερση και η ευθυμία τους είναι μεταδοτικές, και αποτελούν την ψυχή της παρέας. Οι μανιακοί χαρακτηρίζονται από μια αυτοπεποίθηση και μια αυτοεκτίμηση που δεν στηρίζεται σε καμιά ικανοποιητική βάση, και δεν δέχονται ούτε καν να ακούσουν την κριτική των άλλων. Τους αρέσει να κάνουν ομιλίες, και να γράφουν γράμματα σε σημαντικά πρόσωπα. Ακόμα, είναι πολύ ικανοί στο να μεταχειρίζονται τους άλλους για να ικανοποιήσουν τους δικούς τους σκοπούς. Αυτό, μαζί με την ενεργητικότητα και την αυτοπεποίθησή τους, τους οδηγεί συχνά σε μια επιτυχημένη καριέρα, σε ένα από τα εντυπωσιακά εκείνα επαγγέλματα, όπως είναι η πολιτική και οι «σόου μπίζνες» (θεάματα). Η κύρια αποτυχία τους είναι η αδυναμία να δουν τον εαυτό τους αντικειμενικά, καθώς και το ότι ενοχλούν τους άλλους με τη δεσποτική συμπεριφορά τους και τα συχνά άνοστα και ακατάλληλα αστεία τους. Η ψευδαίσθησή τους ότι είναι σπουδαίοι, η γλώσσα τους που δεν έχει σταματημό και η συχνά αλλόκοτη συμπεριφορά τους, τους κάνει να είναι μόνιμος πονοκέφαλος για τους άλλους. Αυτοί που πάσχουν από κατάθλιψη έχουν σοβαρή και μελαγχολική εμφάνιση, φαίνονται αξιολύπητοι, είναι σκυφτοί, και η φωνή τους είναι άχρωμη, μονότονη και σε χαμηλούς τόνους. Είναι κλειστοί τύποι, κι όταν παραβρεθούν σε μια συζήτηση, δεν δίνουν παρά μόνο σύντομες απαντήσεις, και ποτέ δεν κάνουν καμιά πρόταση. Έχουν χαμηλή ενεργητικότητα, και κάθονται μόνοι τους και ονειροπολούν. Έχουν χαμηλότερη αντίληψη για τον εαυτό τους απ' ό,τι αντιστοιχεί πραγματικά, τους βασανίζουν αισθήματα ενοχής και αποτυχίας, και μπορεί να σκέπτονται και την αυτοκτονία. Τους λείπει εντελώς η αυτοπεποίθηση. Η αυτοεικόνα τους είναι το ίδιο ανακριβής όπως και των μανιακών. Οι μανιακές και καταθλιπτικές καταστάσεις οφείλονται εν μέρει σε γενετικούς λόγους. Επηρεάζονται επίσης από τις παιδικές εμπειρίες — ο θάνατος του πατέρα όταν το παιδί είναι μικρότερο από πέντε χρονών, οικογένειες όπου υπάρχει μεγάλη πίεση να επιτύχουν κοινωνικά τα μέλη της και να κατακτήσουν την εκτίμηση των άλλων, και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στ' αδέρφια. Οι καταστάσεις αυτές εκδηλώνονται ύστερα από ειδικά κοινωνικά γεγονότα — διάρρηξη ενός ισχυρού κοινωνικού δεσμού, όπως το διαζύγιο, ή η εγκατάλειψη μιας οργάνωσης. Την κατάθλιψη ιδιαίτερα την επιφέρει και η κοινωνική απομόνωση. Ο Seligman (1975) πρότεινε μια ερμηνεία της κατάθλιψης στη βάση της «συνειδητοποίησης της αδυναμίας». Κάποια σκυλιά που είχαν την εμπειρία μη ελεγχόμενων ηλεκτροσόκ, δεν κατέβαλαν αργότερα και μεγάλες προσπάθειες να αποφύγουν παρόμοια σοκ — είχαν μάθει να τα ανέχονται. Οι άνθρωποι έχουν βέβαια πιο περίπλοκους μηχανισμούς: στην αρχή, όταν αντιμετωπίζουν μια κατάσταση απώλειας ελέγχου, καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες να επανακτήσουν τον έλεγχο. Μόνο όταν συνεχιστεί η απώλεια ελέγχου, κάνει την εμφάνισή της η «συνειδητοποίηση της αδυναμίας» (Wortman και Brehm, 1975). Υπάρχουν μερικοί ασθενείς που περνάνε και από μανιακές και από καταθλιπτικές φάσεις. Η κατάστασή τους πιθανώς δε μπορεί να ερμηνευτεί μ' αυτόν τον τρόπο, και χρειάζεται η διερεύνηση και άλλων διαδικασιών, βιοχημικών ή ψυχολογικών.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Οι νευρώσεις — γενικά
Η νεύρωση είναι ζήτημα βαθμού, και καθένας έχει περάσει κάποιες αγωνίες, ή έχει αναστατωθεί από κάποια στρες. Όμως, περίπου το 5-8% του πληθυσμού είναι αγχώδεις χωρίς λόγο, δεν μπορούν να ανεχθούν παρά μόνο πολύ μικρές εντάσεις, έχουν μειωμένη ενεργητικότητα, η απόδοσή τους είναι πιο χαμηλή από τις δυνατότητές τους, έχουν πονοκεφάλους, διάφορους άλλους πόνους και αϋπνίες, και δυσκολεύονται στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους. Οι άνθρωποι που πάσχουν από «νευρωτικό άγχος» μπορεί να νιώθουν άγχος χωρίς να υπάρχει κανένας συγκεκριμένος λόγος, να έχουν φοβίες για το ύψος, τα ταξίδια ή άλλες καταστάσεις, και να έχουν ιδιοτροπίες, όπως μια υπερβολική απασχόληση με την καθαριότητα. Αν πάσχουν από κοινωνικό άγχος, βρίσκονται σε μια κατάσταση έντασης σε όλες τις κοινωνικές καταστάσεις, πράγμα που φαίνεται καθαρά από την ένταση που έχει η έκφραση στα πρόσωπά τους, τα τρεμάμενα χέρια τους και την ανυπόμονη στάση τους. Τέτοιοι άνθρωποι μιλούν πολύ γρήγορα, νευρικά, δεν τους καταλαβαίνει κανένας τι λένε, και έχουν την τάση να μιλάνε πρώτοι. Όμως οι φράσεις τους είναι σύντομες, με πολλά λάθη, και μπορούν να χάσουν τον έλεγχο της ποιότητας της ομιλίας τους. Μπορεί να είναι πολύ ικανοί στην κοινωνική αλληλεπίδραση, και συχνά είναι πολύ ευαίσθητοι στις αντιδράσεις των άλλων. Συχνά, όμως, αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξαιτίας των άλλων τους συμπτωμάτων. Ένας ιδιότροπος, που δεν θέλει να αισθάνεται ούτε την ελάχιστη δυσοσμία στην αναπνοή, ή ένας που έχει κλειστοφοβία ή αγοραφοβία (φόβος για τον ανοιχτό χώρο), θα έχει δυσκολίες στο να συμμετάσχει σε αρκετές επαφές. Όπως και οι άλλοι νευρωτικοί, αυτοί που πάσχουν από νευρωτικό άγχος έχουν την τάση να είναι εγωκεντρικοί και απαιτητικοί, ενδιαφέρονται περισσότερο για τις δικές τους ανάγκες και προβλήματα, παρά για τις ανάγκες και τα προβλήματα των άλλων. Ακόμα, οι αγχώδεις νευρωτικοί βρίσκονται πάντα σε μια τεταμένη κατάσταση, είναι ευερέθιστοι και αναστατώνονται εύκολα, και οι άλλοι τους βρίσκουν συχνά δυσάρεστους και ενοχλητικούς και έτσι, σιγά σιγά απομονώνονται. Οι νευρωτικοί μπορεί να αναπτύξουν παράξενες, καταστροφικές κοινωνικές τεχνικές, που μπορούν να επιφέρουν μεγάλη αναστάτωση. Το κίνητρό τους μπορεί να είναι η επιθετικότητα, ή η ανακούφιση από εσωτερικές εντάσεις με διάφορους τρόπους, σαν αυτούς που περιέγραψε ο Berne (1966). Για παράδειγμα, μπορεί να προταθεί μια «απατηλή συμφωνία», όπως συμβαίνει σε κάποιες περιπτώσεις βιασμού: η γυναίκα παρασύρει τον άντρα να γίνει πιο τολμηρός, και όταν αυτός φτάσει στο κρίσιμο σημείο αυτή προσπαθεί να τον απωθήσει με αγανάκτηση. Στην περίπτωση του «Ναι μεν — αλλά», κάποιος ζητάει συμβουλές για ένα του πρόβλημα. Ό,τι λύση κι αν του προτείνει ο άλλος, αυτός προβάλλει πάντα κάποιες αντιρρήσεις. Στην περίπτωση του νευρωτικού αλκοολικού, αυτός επιδιώκει τη σχέση με κάποιον άλλο, που να παίζει το ρόλο της ηθικής συνείδησης και του σωτήρα. Σ' αυτή, και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ο νευρωτικός μπορεί να επιτύχει την ιδιαίτερη κοινωνική σχέση που θέλει, συχνά σε βάρος κάποιου άλλου. Η νεύρωση είναι εν μέρει κληρονομική, και εν μέρει αποτέλεσμα μιας υπεραυστηρής ανατροφής. Η αποτυχία των κοινωνικών ικανοτήτων είναι το κύριο πρόβλημα για πολλούς νευρωτικούς. Ο Bryant κ. ά. (1976) μελέτησαν την κοινωνική συμπεριφορά μη νοσηλευόμενων ασθενών που είχαν χαρακτηριστεί σαν νευρωτικοί. Βρέθηκε ότι από τους 92 ασθενείς που μελετήθηκαν, 27% κρίθηκαν σαν κοινωνικά ανίκανοι, 46% άντρες (κυρίως ανύπαντροι) και 16% γυναίκες. Οι 21% κρίθηκαν σαν επιδεκτικοί εκπαίδευσης για ανάπτυξη των κοινωνικών τους ικανοτήτων. Αυτοί βέβαια αποτελούν μια μειοψηφία στο σύνολο των νευρωτικών, αν και είναι μια μειοψηφία που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους κοινωνιοψυχολόγους. Σ' αυτή τη μελέτη, οι κοινωνικά ανίκανοι ήσαν σημαντικά λιγότερο εξωστρεφείς, κοινωνικοί, δεσποτικοί ή με αυτοπεποίθηση, και εύρισκαν τις περισσότερες δυσκολίες στις κοινωνικές καταστάσεις. Ήσαν ψυχρότεροι, λιγότερο ευτυχισμένοι, με λιγότερο έλεγχο στις ενέργειές τους, λιγότερο ανταμειφτικοί στη συμπεριφορά τους και περισσότερο αγχώδεις από τους κοινωνικά ικανούς. Οι περισσότεροι είχαν αντιμετωπίσει στην εφηβεία τους δυσκολίες στο να πιάσουν φίλους, ήσαν μοναχικοί, και είχαν πολλές ατυχίες στα ερωτικά τους προβλήματα. Όσον αφορά τη συμπεριφορά, ήσαν περισσότερο «παθητικοί», μένοντας μάλλον σιωπηλοί, προσέχοντας Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ελάχιστα τους άλλους, μιλώντας σύντομα με μια αργή και μάλλον μονότονη φωνή, καθισμένοι ακίνητοι και άκαμπτοι, με μια μόνιμα ανόητη έκφραση στο πρόσωπο.
Η υστερία
είναι μια μορφή νευρικής κατάρρευσης που είναι πιο συνηθισμένη στους εξωστρεφείς, ενώ η αγχώδης νεύρωση είναι πιο συνηθισμένη στους ενδοστρεφείς. (Eysenck, 1957). Ακόμα και ανάμεσα στους υγιείς υπάρχουν υστερικοί χαρακτήρες που έχουν κοινές ορισμένες μορφές συμπεριφοράς. Η υστερία παρουσιάζει κυρίως ολοφάνερα σωματικά συμπτώματα που έχουν τη βάση τους σε ανακοπές των ανωτέρων επιπέδων του κεντρικού νευρικού συστήματος. Αυτές περιλαμβάνουν κινητικές ανακοπές (παραλύσεις), αισθητηριακές ανακοπές (αναισθησίες) και διακοπή της μνήμης. Η χαρακτηριστική κοινωνική συμπεριφορά των υστερικών έχει και ένα στοιχείο υποκριτικής: υπερδραματοποιούν την περίπτωσή τους, υπερβάλλουν τις συναισθηματικές τους καταστάσεις, και υποκρίνονται ότι είναι περισσότερο αξιόλογοι και ενδιαφέροντες απ' ό,τι πράγματι είναι. Έχουν μεγάλη αγωνία να ενισχυθεί η αυτοεικόνα τους, και είναι πολύ ευαίσθητοι σε κάθε είδους ανάδραση που την αφορά (την αυτοεικόνα. Στμ). Θέλουν να βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής, θέλουν να τους θαυμάζουν, και συχνά επιτυγχάνουν σαν ηθοποιοί, πολιτικοί ή δημόσιοι ομιλητές. Έχουν ικανότητα στην αλληλεπίδραση, είναι πιο δραστήριοι από τους ομαλούς ανθρώπους, αλλά δεν δείχνουν την ενεργητικότητα των μανιακών.
Η υστερική κατάρρευση μπορεί να οφείλεται σε μια ξαφνική αλλαγή της ταυτότητας, όπως στην περίπτωση κάποιων απατεώνων που υποκρίνονται ότι είναι σημαίνοντα πρόσωπα, πράγμα που μισοπιστεύουν εν μέρει για τις υλικές απολαβές που κερδίζουν, και εν μέρει για το θαυμασμό που προκαλούν. Η Helen Deutsch (1955) περιγράφει τις περιπτώσεις μερικών τέτοιων ανθρώπων, ένας από τους οποίους έκανε μια γρήγορη μετάβαση από «οργισμένος νέος» σε «καθώς πρέπει κύριο». Ελαφρά διαφορετική είναι η υστερική «φυγή» όπου ένα πρόσωπο δραπετεύει από μια αφόρητη ζωή υιοθετώντας μια εντελώς διαφορετική ταυτότητα και ξεχνώντας εντελώς την προηγούμενη ζωή του. Η υστερία παρουσιάζεται κυρίως στις γυναίκες, που είχαν υπερπροστατευτικές μητέρες. Μία θεωρία, λέει ότι είχαν αμειφθεί για μικροαρρώστειες, απομακρυνόμενες από κάποια γεγονότα και λαμβάνοντας πρόσθετη μητρική φροντίδα, έτσι που το να νιώσουν άρρωστες αποτελεί την αυτόματη αντίδραση σε κάθε είδους στρες. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα ιδιαίτερο είδος μη λεκτικής επικοινωνίας, που χρησιμοποιείται εκεί που ο λόγος αποτυχαίνει. Το μήνυμα μπορεί να είναι ένα αίτημα για προσοχή, αγάπη, συμπάθεια ή βοήθεια, ή μπορεί να είναι σημάδι ενοχής και αυτοτιμωρίας. Η υστερική γυναίκα χρησιμοποιεί αυτά τα σήματα για να ελέγχει τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο που μπορούσε και έλεγχε τη μητέρα της (Szasz, 1961).
Απροσάρμοστοι νέοι και ψυχοπαθείς
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λεγόμενοι «ψευδοκοινωνικοί» απροσάρμοστοι. Αυτοί δεν είναι ασθενείς με μια κλινική έννοια, και είναι εντελώς διαφορετικοί από τους χωρίς συναισθήματα ψυχοπαθείς. Απορρίπτουν τους μεγάλους και κάθε εκπρόσωπο οποιασδήποτε αρχής, συμπεριφέρονται όμως τέλεια ανάμεσα στα μέλη της ομάδας ή της συμμορίας τους, στην οποία είναι πλήρως αφοσιωμένοι. Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό τους, από την άποψη που μας αφορά εδώ, είναι το αγεφύρωτο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα σ' αυτούς και τους μεγάλους — ένα χάσμα μονόπλευρο, γιατί, οι μεγάλοι, παρ' όλη την καλή τους θέληση, δεν κατάφερναν ποτέ να καθιερώσουν μια σχέση μαζί τους. Έχουν προταθεί διάφορα μέσα για χρησιμοποίηση από τα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
διάφορα ιδρύματα, όπως το να βάλουν δίπλα τους νέους λίγο μεγαλύτερούς τους που να μπορούν να χρησιμέψουν σαν πρότυπα, και να δουλέψουν σκληρά για να καταφέρουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους. Οι ομάδες των ποδοσφαιρόφιλων, των τοξικομανών, των επαναστατημένων νέων και άλλων είναι όλες όμοιες. Η συμπεριφορά τους, καθώς και η συμπεριφορά άλλων ομάδων απροσάρμοστων νέων, μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει στη βάση του ότι θέλουν να γίνουν μέλη ενός άλλου κόσμου, με τους δικούς του κανόνες, αξίες και πεποιθήσεις, που δίνει ικανοποιήσεις τις οποίες δεν μπορεί να προσφέρει ο έξω κόσμος. Τους βαφτίζουν σαν «φανατικούς φιλάθλους», για παράδειγμα, και αυτός ο τίτλος γίνεται τμήμα της αυτοεικόνας τους, που τους βοηθάει να ξεχωρίσουν από την κοινωνία, σε μια διαδικασία «διεύρυνσης της απόστασης». Φαίνονται να αποτυχαίνουν στην κοινωνική τους συμπεριφορά, όταν έρχονται σε σχέση με την «καθώς πρέπει» κοινωνία. Ο Sarason και ο Ganzer (1971 ) όμως, πέτυχαν κάποια πράγματα εκπαιδεύοντας απροσάρμοστους νέους, όπως, κάνοντάς τους να πάνε να ψάξουν για δουλειά. Οι ψυχοπαθείς αποτελούν μια πολύ ενδιαφέρουσα ομάδα, από την άποψη που εξετάζουμε τα ζητήματα, μια και δε δείχνουν κανένα από τα συνηθισμένα συμπτώματα της νεύρωσης (π.χ. άγχος) ή της ψύχωσης (π.χ διαταραχές στη σκέψη και στη συναισθηματική κατάσταση), αλλά η διαταραχή τους αφορά κυρίως κοινωνικά ζητήματα. Τα κύρια συμπτώματα είναι ο αυθορμητισμός, η ακατάσχετη επιθετικότητα, ή σεξουαλικότητα, η έλλειψη συνείδησης, συμπάθειας, στοργής ή εκτίμησης των άλλων. Παραδείγματα είναι οι επιθετικοί νέοι και οι νυμφομανείς νέες. Ενώ φαίνονται να μην τους ενδιαφέρουν καθόλου οι σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, συχνά συμμετέχουν σε ομάδες ή οργανώσεις και προκαλούν σ' αυτές μεγάλες αναστατώσεις. Όταν ο ψυχοπαθής είναι μέλος μιας μικρής ομάδας, υπάρχουν λίγες πιθανότητες να αποκτήσει συνοχή αυτή η ομάδα ή να αναπτύξουν ένα πνεύμα συνεργασίας τα μέλη της. Λες και είναι ευαίσθητοι στις πηγές αντίθεσης ή έντασης, που υπάρχουν είτε ανάμεσα σε κάποια άτομα είτε ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας, και καταφέρνουν να χειροτερέψουν τα πράγματα. Με άλλα λόγια, η αντίληψή τους για τα κοινωνικά γεγονότα είναι πιθανώς ελαττωματική. Ο McDavid και ο Schroder (1957) ανακάλυψαν, μελετώντας εκατό περίπου νεαρούς εγκληματίες και απροσάρμοστους, ότι δεν μπορούσαν να διακρίνουν εύκολα τις κοινωνικές αντιδράσεις επιδοκιμασίας από τις κοινωνικές αντιδράσεις αποδοκιμασίας. Οι ψυχοπαθείς μερικές φορές συμπεριφέρονται με ένα χαριτωμένο αυθορμητισμό. Έτσι καταφέρνουν να χρησιμοποιούν τους άλλους για τους δικούς τους σκοπούς — όμως οι σχέσεις τους με τους άλλους αποτελούν πάντοτε το μέσο για κάποιο σκοπό και ποτέ δεν είναι ο καθαυτού σκοπός. Οι ψυχοπαθείς μοιάζουν με τους εμπόρους — η σχέση τους με τους άλλους τους ενδιαφέρει μόνο μέχρι το βαθμό που θα τους καταφέρουν να αγοράσουν. Οι ίδιοι οι πελάτες σαν άτομα δεν τους ενδιαφέρουν καθόλου. Ενώ οι έμποροι όμως ικανοποιούν συνήθως τις ανάγκες τους για κοινωνικές σχέσεις σε άλλους κύκλους, οι ψυχοπαθείς συμπεριφέρονται παντού μ' αυτόν τον τρόπο. Δε μπορούν να σχηματίσουν σχέσεις φιλίας, αγάπης ή μόνιμης επαφής με τους συνανθρώπους τους. Δεν τους ενδιαφέρει αν οι άλλοι υποφέρουν ή ευημερούν, τους είναι αδιάφοροι, και δεν έχουν καθόλου τύψεις για ανάρμοστες πράξεις που διέπραξαν στο παρελθόν. Σαν να μη μπορούν να καταλάβουν πώς αισθάνονται οι άλλοι άνθρωποι. Υπάρχει κάποια κληρονομική βάση, τουλάχιστο όσον αφορά την ψυχοπάθεια. Πιο σημαντική όμως είναι μια παιδική ιστορία έλλειψης αγάπης, κακομεταχείρισης, παραμέλησης, απειθαρχίας, έλλειψη σταθερής διαμονής, σε συνδυασμό με κάποιες κοινωνικές καταστάσεις — κοινωνική και οικονομική αποστέρηση, ύπαρξη νεολαιίστικων συμμοριών στην περιοχή, και έλλειψη δυνατοτήτων για μια ικανοποιητική εργασία.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΝΤΡΙΒΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΕΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ Σ' αυτό το κεφάλαιο, αυτό που μας ενδιαφέρει άμεσα είναι να βρούμε τους διάφορους τρόπους με τους οποίους μπορεί να συντριβεί η κοινωνική συμπεριφορά, μια και αυτό θα ρίξει φως στους μηχανισμούς κοινωνικών ικανοτήτων. Η μελέτη της συντριβής της κοινωνικής συμπεριφοράς των διανοητικά ασθενών μπορεί να έχει κι αυτή μεγάλη πρακτική σημασία. Αν οι διανοητικές ανωμαλίες προκαλούνται ή επιδεινώνονται από μια αποτυχία στην κοινωνική συμπεριφορά, μπορούμε να βρούμε αντίστοιχες μεθόδους πρόβλεψης και θεραπείας. Είναι εξαιρετικά επείγον ζήτημα σήμερα να ανακαλύψουμε πιο αποτελεσματικούς τρόπους θεραπείας των διανοητικά ασθενών. Γι' αυτό, αξίζει τον κόπο να διατυπώσουμε κάποιες αντιλήψεις. Οι αποτυχίες στις κοινωνικές ικανότητες είναι διαφόρων ειδών, όπως είδαμε προηγούμενα. Αυτές θα ταξινομηθούν και θα συσχετιστούν με τα διάφορα μέρη του μηχανισμού των κοινωνικών ικανοτήτων. Αυτές οι μορφές αποτυχίας βρίσκουν την ακραία έκφρασή τους στους διανοητικά ασθενείς, είναι όμως αρκετά διαδεδομένες και στα υγιή άτομα.
Ανταμειφτικότητα
Η επαφή με τους διανοητικά ασθενείς δεν προσφέρει στους άλλους τίποτα, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα την απομόνωσή τους, και κάνουν τη ζωή δύσκολη στο προσωπικό των νοσοκομείων. Οι διάφοροι ασθενείς είναι «μη ανταμειφτικοί», με διάφορους τρόπους — οι σχιζοφρενείς έχουν περιγραφεί σαν κοινωνικά χρεοκοπημένοι, μια και αντιδρούν τόσο λίγο. Αυτοί που πάσχουν από κατάθλιψη, τη μεταδίδουν γύρω τους, οι νευρωτικοί δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για τον εαυτό τους, και οι ψυχοπαθείς ενδιαφέρονται για τους άλλους μόνο στο βαθμό που μπορούν να τους χρησιμοποιήσουν για να πετύχουν τους δικούς τους σκοπούς.
Παίζοντας το ρόλο του άλλου
Πολλοί διανοητικά ασθενείς είναι ανίκανοι να παίξουν το ρόλο του άλλου. Γενικά είναι εγωκεντρικοί, και μιλάνε για τον εαυτό τους περισσότερο απ' ότι οι άλλοι άνθρωποι (Meldman, 1967). Αυτό χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τους υστερικούς. Συχνά είναι ολότελα ανίκανοι να αντιληφθούν την άποψη του άλλου, όπως στη σχιζοφρένεια και στην ψυχοπάθεια. Ή παρεξηγούν τις αντιδράσεις των άλλων, όπως στην παράνοια και, σε ένα μικρότερο βαθμό, στην αγχώδη νεύρωση.
Η αντίληψη των ασθενών για τους άλλους ανθρώπους
Η αντίληψη των ασθενών για τους άλλους ανθρώπους είναι ελαττωματική. Οι σχιζοφρενείς δε μπορούν να αντιληφθούν τα μη λεκτικά σήματα και δε μπορούν να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά των άλλων στη βάση αισθημάτων ή άλλων ψυχολογικών στοιχείων. Οι παρανοϊκοί δεν λαμβάνουν μηνύματα που περιέχουν οποιαδήποτε κριτική για το πρόσωπό τους. Είναι έτσι ανίκανοι να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά τους ή την αυτοεικόνα τους. Ασθενείς με αγχώδη νεύρωση είναι αντίθετα, πάρα πολύ ευαίσθητοι και στο παραμικρότερο δείγμα κριτικής ή δυσαρέσκειας από την πλευρά των άλλων.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Διαταραχές των κοινωνικών κινήτρων
Οι μανιακοί, εκτός του ότι είναι πολύ δεσποτικοί, παρουσιάζουν και μια πάρα πολύ μεγάλη διεγερτικότητα, ενώ, αντίθετα, αυτοί που πάσχουν από κατάθλιψη παρουσιάζουν πολύ μικρή διεγερτικότητα, και αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των καταστάσεων. Στην αγχώδη νεύρωση υπάρχει μια υπερδιέγερση, συνδυασμένη με μια αναμονή τιμωρίας, απόρριψης ή καταστροφής. Στις κοινωνικές καταστάσεις, τέτοιοι ασθενείς νιώθουν άγχος γιατί περιμένουν μόνιμα την απόρριψη. Σε άλλες διαταραχές μια ιδιαίτερη κοινωνική παρόρμηση μπορεί να είναι ασυνήθιστα αδύνατη. Στους ψυχοπαθείς η έλλειψη παρόρμησης για σύναψη σχέσεων φαίνεται ότι αποτελεί κεντρικό στοιχείο της διαταραχής τους, και μπορεί να οφείλεται στην απουσία, κατά τη διάρκεια της πρώιμης παιδικής ηλικίας, εκείνων των σχέσεων με τη μητέρα που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη μιας φιλικής συμπεριφοράς.
Κοινωνικές ικανότητες
Οι σχιζοφρενείς πάσχουν χαρακτηριστικά από ελαττωματικές κοινωνικές ικανότητες. Πολλοί νευρωτικοί, και πολλοί κοινωνικά απομονωμένοι άνθρωποι, έχουν κάποιες ανεπαρκείς κοινωνικές ικανότητες. Μπορεί να αντιμετωπίζουν τις καθημερινές καταστάσεις με πολύ μεγάλη αδεξιότητα. Μπορεί να έχουν δυσκολίες ακόμα και στη διεξαγωγή μιας συνηθισμένης συζήτησης. Μπορεί να μη μπορούν να επικοινωνήσουν με ολόκληρες ομάδες ανθρώπων — με το άλλο φύλο, με τους μεγαλύτερους, με άτομα από άλλες κοινωνικές τάξεις, με δεσποτικούς χαρακτήρες κλπ. Άλλοι ασθενείς, όπως οι παρανοϊκοί και οι ψυχοπαθείς, μπορούν να δημιουργούν επαφές και να συγχρονίζονται κανονικά στις αλληλεπιδράσεις τους, δε μπορούν όμως να δημιουργήσουν σχέσεις μεγάλης διάρκειας με τους άλλους, γιατί η στάση τους απέναντι των άλλων δεν είναι ανταμειφτική, ή γιατί απαιτούν από τους άλλους την αποδοχή γελοίων ιδεών.
Αυτοπαρουσίαση
Υπάρχουν διαταραχές στην αυτοεικόνα σε πάρα πολλές περιπτώσεις διανοητικών ανωμαλιών. Οι υστερικοί προσπαθούν συνεχώς να κάνουν τους άλλους να αποδεχτούν τη δικιά τους υπερδραματοποιημένη αυτοεικόνα. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην περίπτωση απατεώνων οι οποίοι μισοπιστεύουν το ρόλο που παίζουν, πράγμα που μπορεί να θεωρηθεί σαν μια περίπτωση μεγάλης αυτοεκτίμησης συνδυασμένης με αβεβαιότητα. Οι παρανοϊκοί είναι μάλλον διαφορετικοί: δεν αμφιβάλλουν για την αυτοεικόνα τους, τους ενοχλεί όμως που οι άλλοι δε θέλουν να την παραδεχτούν. Τόσο οι υστερικοί όσο και οι παρανοϊκοί τονίζουν τις χαρακτηριστικές πλευρές της αυτοεικόνας τους, ενώ πολλοί έφηβοι και «ψευδοκοινωνικοί», απροσάρμοστοι νέοι έχουν μια ταυτότητα που την συμμερίζονται με άλλα μέλη της ομάδας.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ. Πρέπει σ' αυτό το σημείο να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στις νευρώσεις, όπως το άγχος και η υστερία, και στις ψυχώσεις, όπως η σχιζοφρένεια, και οι μανιακές και καταθλιπτικές καταστάσεις. Οι νευρώσεις θεραπεύονται με ψυχοθεραπεία, αν και ο ρυθμός ανάρρωσης είναι πολύ αργός — πάντως, όχι πολύ ταχύτερος από το ρυθμό ανάρρωσης των ασθενών που δεν έχουν υποβληθεί σε καμιά θεραπεία. Οι ψυχώσεις, κατά παράδοση, αντιμετωπίζονται με φυσικές μεθόδους, αν και η αξία ψυχολογικών και κοινωνικών μέσων αναγνωρίζεται όλο και πιο πολύ. Η σημερινή θέση είναι ότι οι σχιζοφρενείς μπορούν να καλυτερέψουν προσωρινά με ηρεμιστικά· χειροτερεύουν όμως μόλις σταματήσουν να τα παίρνουν: έχει υποστηριχθεί ότι η κοινωνιο-θεραπεία έχει επιτυχία όταν οι ασθενείς είναι ήρεμοι. Η αντίληψη για τις καταθλιπτικές καταστάσεις είναι μάλλον ευνοϊκότερη, μια και η θεραπεία με ηλεκτροσόκ και αντικαταθλιπτικά φάρμακα έχει συχνά επιτυχία. Και για τις νευρώσεις και για τις ψυχώσεις υπάρχει μια πιεστική ανάγκη να βρεθούν καλύτερες μέθοδοι θεραπείας. Μπορούμε επίσης να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για την αιτιολογία, βλέποντας αν επηρεάζεται πρώτη η κοινωνική συμπεριφορά ή αν εμφανίζονται πιο μπροστά άλλα συμπτώματα.
Ατομική ψυχοθεραπεία
Πολλοί ασθενείς που υποβάλλονται σε ψυχοθεραπεία υποφέρουν από δυσκολίες στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, έχουν ειδικά προβλήματα είτε στη δουλειά είτε στο σπίτι, ή πιο γενικές κοινωνικές δυσκολίες. Μερικοί έρχονται στον ψυχοθεραπευτή επειδή δεν υπάρχει άλλος στον οποίο να μπορούν να μιλήσουν. Τους προσφέρει ένα είδος φιλίας, την οποία μπορεί να αξιοποιήσει για να τους μάθει πώς να τα βολεύουν στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους. (Lennard και Bernstein, 1960). Αν και οι ψυχοθεραπευτές διαφέρουν ως προς την τεχνική που χρησιμοποιούν, ορισμένες διαδικασίες είναι κοινές σε όλους (>>).
Μερικοί ψυχοθεραπευτές πιστεύουν ότι στη ρίζα της αρρώστιας βρίσκεται κάποιο πρόβλημα στις διαπροσωπικές σχέσεις του ασθενούς, και κατευθύνουν τη θεραπεία προς την κοινωνική συμπεριφορά του και τις σχέσεις του. Για παράδειγμα, ο Berne (1966) ανέλυσε τη συμπεριφορά των ασθενών του στη βάση της «σαν παιχνίδι» τεχνικής που χρησιμοποιούν, (>>) και από το αν παίζουν ρόλο παιδιού, μεγάλου ή γονέα. Ο Rogers (1942) κατεύθυνε τη θεραπεία του κυρίως προς την αυτοεκτίμηση των ασθενών του, για να τους κάνει να παραδεχτούν περισσότερο τον εαυτό τους, να μειώσει τη σύγκρουση ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδανικό εγώ και να τους κάνει να αφοσιώνονται περισσότερο σε κάθε δουλειά που αναλαμβάνουν. Υπάρχουν πολλές αντιγνωμίες ως προς το αν η ψυχοθεραπεία θεραπεύει πράγματι τους ανθρώπους γρηγορότερα απ' ό,τι θα είχαν αναρρώσει οι ίδιοι μόνοι τους — μέχρι το 70% περίπου θεραπεύονται σε δυο χρόνια χωρίς θεραπεία. Όμως, ένας αριθμός προσεκτικά ελεγμένων μελετών δείχνει ότι με την ψυχοθεραπεία υπάρχει μεγαλύτερη βελτίωση και ως προς την κοινωνική συμπεριφορά και ως προς άλλες πλευρές, αν και είναι πολύ αργή και μπορεί να χρειαστούν πολλές συνεδρίες 1 (>>).
1
Συνεδρία: η επίσκεψη-συζήτηση του ασθενούς με τον ψυχοθεραπευτή.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η ομαδική θεραπεία
Η ομαδική θεραπεία αποβλέπει πιο άμεσα στην κοινωνική συμπεριφορά του ασθενούς, και οι συνθήκες μοιάζουν περισσότερο με την πραγματική ζωή. Στην παραλλαγή που επινόησε ο Bion (1948-51) και εφάρμοσε στην κλινική Τάβιστοκ στο Λονδίνο, ο θεραπευτής σχολιάζει πάνω στην κοινωνική συμπεριφορά των μελών της ομάδας, και δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου σε άλλες πλευρές της συμπεριφοράς τους. Αυτό μοιάζει μάλλον με την εκπαίδευση των Εκπαιδευτικών Ομάδων (>>), που έχει επηρεαστεί από την ομαδική θεραπεία. Σε άλλα είδη ομαδικής θεραπείας, που μοιάζουν περισσότερο με τη δημόσια ψυχοθεραπεία, ελπίζεται ότι οι ασθενείς θα επωφεληθούν από το ότι ανήκουν σε μια φιλική ομάδα που τους συμπαραστέκεται, θα μάθουν να αντιμετωπίζουν μια πλατιά ποικιλία ανθρώπων, σαν αυτή που εκπροσωπείται στην ομάδα, και θα μπορέσουν να δοκιμάσουν νέα κοινωνικά μέσα σ' αυτό το ασφαλές περιβάλλον. Ακόμα, θα μπορέσουν να καταλάβουν καλύτερα τα προβλήματά τους, καθώς τα βλέπουν να εκδηλώνονται και σε άλλους, και θα αισθάνονται λιγότερο ένοχοι βλέποντας ότι και οι άλλοι δεν είναι καλύτεροι απ' αυτούς. Η ομαδική θεραπεία φαίνεται ότι είναι πιο αποτελεσματική με τους μοναχικούς, τους ντροπαλούς και εσωστρεφείς ανθρώπους. Διαδόθηκε πλατιά, εν μέρει επειδή πιστεύεται ότι έχει καλύτερα αποτελέσματα απ' ότι η ατομική θεραπεία, και εν μέρει λόγω έλλειψης ψυχιάτρων.
Η θεραπεία της συμπεριφοράς
Η θεραπεία της συμπεριφοράς συνίσταται σε κάποιους τρόπους εκπαίδευσης που βασίζονται στη θεωρία της μάθησης. Από νωρίς υπήρξαν επιτυχίες στη θεραπεία ορισμένων μάλλον ειδικών και μη κοινωνικών συμπτωμάτων. Το βρέξιμο του κρεβατιού μπορεί να θεραπευτεί με το μηχάνημα του Mowrer που ξυπνάει απότομα αυτόν που βρέχεται με ένα ηχηρό κουδούνι. Ο αλκοολισμός και άλλες έξεις μπορούν να θεραπευτούν με «εκπαίδευση αποστροφής», κατά την οποία ο ασθενής δέχεται ηλεκτροσόκ ή νιώθει αδιαθεσία όταν εκτεθεί στο απαγορευμένο ερέθισμα. Η πιο πλατιά χρησιμοποιούμενη μορφή θεραπείας της συμπεριφοράς είναι η «αποευαισθητοποίηση» για τις φοβίες: ο ασθενής υπνωτίζεται ελαφρά, χαλαρώνει, όσο πιο πολύ μπορεί, και αρχίζει να φαντάζεται το λιγότερο τρομακτικό από μια κλίμακα ερεθισμάτων που τον τρομάζουν, όπως τα ύψη, το πέταγμα με αεροπλάνο ή οι αράχνες. Χαλαρώνει πάλι, και φαντάζεται μετά το επόμενο ερέθισμα στην κλίμακα. Μια τελευταία εξέλιξη είναι το «ξεχείλισμα», όπου ο ασθενής αντιμετωπίζει τα πιο τρομακτικά ερεθίσματα, είτε στην πραγματικότητα είτε στη φαντασία του, για είκοσι λεπτά περίπου. Αυτές οι μέθοδοι έχουν μεγάλη επιτυχία σε ειδικές φοβίες, και υποστηρίζεται ότι μπορούν να θεραπευτούν πιο γενικές διαταραχές της προσωπικότητας αν ασχοληθούμε απ' ευθείας με τις κύριες περιοχές του άγχους. Για περισσότερες πληροφορίες κοιτάξτε τις μελέτες του Kazdin και του Wilcoxon (1976). Η θεραπεία της συμπεριφοράς έχει εφαρμοστεί, με κάποια επιτυχία, σε διαταραχές της κοινωνικής συμπεριφοράς με τρεις τρόπους. (1) Τα κοινωνικά άγχη, για παράδειγμα, η ομιλία μπροστά σε κοινό, μπορούν να θεραπευτούν με «αποευαισθητοποίηση», και η θεραπεία γίνεται εδώ πιο γρήγορα απ' ότι με την ψυχοθεραπεία (Paul, 1966). (2) Το κοινωνικό άγχος και η γενική κοινωνική ανεπάρκεια μπορούν να θεραπευτούν με τη διέγερση ασυμβίβαστων σχημάτων αντίδρασης, όπως δεσποτισμός και επιθετικότητα. Αυτή είναι η θεωρητική βάση της θεραπείας της αυτοπεποίθησης. (Wolpe, 1958). (3) Η κοινωνική συμπεριφορά των ψυχασθενών μπορεί να βελτιωθεί με μια θεραπευτική αγωγή, κατά την οποία οι ασθενείς ενισχύονται με «δώρα» (τα οποία αργότερα μπορούν να αλλαχθούν με τροφή ή τσιγάρα), για επίδειξη συνεργασίας ή άλλων ειδικών μορφών συμπεριφοράς (Ayllon και Arzin, 1968). Έχει αναγνωριστεί από μερικούς θεραπευτές της συμπεριφοράς ότι ο ασθενής μπορεί να χρειάζεται εκπαίδευση και σε άλλους τομείς της κοινωνικής συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, οι ομοφυλόφιλοι Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
μπορούν να διδαχτούν πώς να αντιμετωπίζουν τις γυναίκες, καθώς και πώς να μην έλκονται από τους άντρες. Τώρα περνάμε σε τέτοιες μεθόδους εκπαίδευσης.
Ανάπτυξη κοινωνικών ικανοτήτων σε νευρασθενείς
Τα τελευταία χρόνια, ο συγγραφέας και οι συνεργάτες του εκπαιδεύουν νευρασθενείς που αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε κοινωνικές καταστάσεις. (Trower, Bryant και Argyle, 1978). Αυτές οι μέθοδοι εκτίθενται στο επόμενο κεφάλαιο. Περιοχές κοινωνικής συμπεριφοράς που έχουν διδαχτεί περιλαμβάνουν: καθοδήγηση μιας ανεπίσημης συζήτησης, πρόκληση ενδιαφέροντος για ένα άλλο πρόσωπο και ανακάλυψη στοιχείων από τη ζωή και το χαρακτήρα του, κλείσιμο ενός ραντεβού με πρόσωπο του άλλου φύλου, συμμετοχή στην ομαδική λήψη μιας απόφασης και ομιλία μπροστά σε κοινό. Είναι πιθανό ότι, μετά την εκπαίδευση, ένας ασθενής προσεγγίζει τις κοινωνικές καταστάσεις με ένα πιο ανταμειφτικό και εποικοδομητικό τρόπο, και έτσι προκαλεί εντελώς διαφορετικές αντιδράσεις από τους άλλους. Αρκετοί από τους ασθενείς μας βελτιώθηκαν σημαντικά, όχι μόνο στην κοινωνική τους συμπεριφορά, αλλά και σε άλλες πλευρές της συμπεριφοράς τους γενικά, περιλαμβανομένων και «φυσιολογικών» συμπτωμάτων όπως ανορεξία και εμμηνόπαυση. Άλλες μελέτες έδειξαν ότι αυτή η θεραπεία είναι κάπως καλύτερη από άλλες μορφές θεραπείας επειδή βελτιώνει ταυτόχρονα και την κοινωνική συμπεριφορά και άλλες πλευρές της διανοητικής υγείας των νευρωτικών που παρουσιάζουν κοινωνική ανεπάρκεια.
Θεραπεία μέσα από τη θεραπευτική κοινότητα
Οι προηγούμενες μέθοδοι που περιγράψαμε είναι πιο αποδοτικές, κυρίως στους νευρωτικούς. Οι σχιζοφρενείς και άλλοι ψυχασθενείς θεραπεύονται κυρίως στα νοσοκομεία, και η θεραπευτική κοινότητα είναι μια μορφή οργάνωσης των νοσοκομείων πνευματικών νοσημάτων. Αυτά τα νοσοκομεία έχουν υποστεί δριμύτατη κριτική τα τελευταία χρόνια: υποστηρίζεται ότι μεταχειρίζονται τους ασθενείς σαν ανεύθυνα και άτακτα παιδιά, και τους βάζουν σώνει και καλά να παίζουν το ρόλο του τρελού. Διαπιστώθηκε από τον Wing (1967) ότι, όσο περισσότερο χρόνο μένουν οι ασθενείς μέσα, τόσο περισσότερο συνηθίζουν και προσαρμόζονται σ' αυτή την κατάσταση εξάρτησης που βρίσκονται, χάνοντας κάθε επαφή με τον έξω κόσμο. Ο Szasz (1961) υποστήριξε ότι τα νοσοκομεία για διανοητικά ασθενείς κάνουν τους ανθρώπους χειρότερους. Χαρακτηρίζοντας αβλαβείς εκκεντρικούς σαν τρελούς και διδάσκοντάς τους να συμπεριφέρονται σύμφωνα μ' αυτό το ρόλο. Στα νοσοκομεία που έχουν οργανωθεί σαν θεραπευτικές κοινότητες καταβάλλονται προσπάθειες να εκπαιδεύουν τους ασθενείς σε πιο προτιμητέες κοινωνικές ικανότητες. Το προσωπικό είναι εκπαιδευμένο να μεταχειρίζεται τους ασθενείς λιγότερο αυταρχικά και να διεξάγουν ομαδικές θεραπείες στα τμήματά τους. Οι ασθενείς κάνουν χειρονακτική εργασία σε κανονικές ώρες κάθε μέρα και πληρώνονται γι' αυτό. Τους δίνονται διάφορες άλλες δουλειές και τους αναθέτουν διάφορες υπευθυνότητες, όπως το να βοηθάνε στη λειτουργία λεσχών, και ενθαρρύνονται οι κοινωνικές επαφές με άλλους ασθενείς, όπως το να κάνουν εκδρομές έξω απ' το νοσοκομείο. Μ' αυτό τον τρόπο ασκούνται οι ασθενείς σε διάφορες πλευρές κοινωνικής συμπεριφοράς και σχέσεων. Έχουν γίνει πειράματα με νέα είδη θεραπευτικών κοινοτήτων, στις οποίες μικρές ομάδες ασθενών Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
γίνονται λιγότερο εξαρτημένες από το προσωπικό, αναλαμβάνουν ευρύτερες υπευθυνότητες για τον εαυτό τους, και εργάζονται στην κοινότητα. Ο Fairweather, και οι συνεργάτες του (1969) συνέκριναν τα αποτελέσματα μιας τέτοιας ομάδας και μιας ομάδας σε ένα παραδοσιακό νοσοκομείο. Στην πρώτη, η ομάδα αναλάμβανε την ευθύνη να γίνουν κάποιες δουλειές, συνέστηνε ποιοι ασθενείς έπρεπε να έχουν κάποια πρόσθετα προνόμια, και άλλα ζητήματα. Η συμπεριφορά των μελών φάνηκε πολύ βελτιωμένη, οι ασθενείς έφευγαν απ' το νοσοκομείο νωρίτερα, οι περισσότεροί τους έβρισκαν δουλειά μετά, και αφιέρωναν περισσότερο χρόνο για συντροφιά με τους φίλους τους. Άλλες μελέτες έδειξαν ότι μόνη της μια τέτοια θεραπεία δεν είναι αρκετή. Τα καλύτερα αποτελέσματα για σχιζοφρενείς και άλλους σοβαρά ασθενείς επιτυγχάνονται με ένα συνδυασμό θεραπευτικού χώρου, ηρεμιστικών και ατομική ή ομαδική ψυχοθεραπεία (May, 1968).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Υπάρχει κάποια διαταραχή στην κοινωνική συμπεριφορά σχεδόν όλων των ασθενών νευρωσικών και ψυχωσικών. Με άλλα λόγια, μερικά συμπτώματα σχετίζονται με την κοινωνική συμπεριφορά, και για ορισμένους ασθενείς αυτά είναι τα κύρια ή τα μοναδικά συμπτώματα. Οι αιτίες των διανοητικών ανωμαλιών είναι εν μέρει κοινωνικές — ιδιαίτερες παιδικές εμπειρίες και πιο πρόσφατα κοινωνικά στρες. Άλλες αιτίες είναι καθαρά μη κοινωνικές — αποτέλεσμα κληρονομικότητας ή εσωτερικών καταστάσεων, όπως αυτές που δημιουργούν τα ναρκωτικά. Οι μαρτυρίες δεν είναι καθαρές ως προς το πότε η αποτυχία της κοινωνικής συμπεριφοράς είναι πρωταρχική ή δευτερεύουσα. Αν μας επιτραπεί η υπόθεση, φαίνεται ότι οι διαταραχές στην κοινωνική συμπεριφορά είναι πρωταρχικές για τις νευρώσεις. Σε άλλες περιπτώσεις δεν είναι τόσο καθαρή η αιτιακή αλυσίδα. Στην περίπτωση της σχιζοφρένειας, για παράδειγμα, φαίνεται ότι η αποτυχία στην κοινωνική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα πιο βασικών γενετικών παραγόντων — που επηρεάζουν τη μη λεκτική σήμανση ή τις γνωστικές διαδικασίες, ή και τα δύο, και ότι αυτό οδηγεί στην απομόνωση και στην αρρώστια. Μια και άλλες μορφές θεραπείας για προχωρημένη νεύρωση και για σχιζοφρένεια είναι τόσο αναποτελεσματικές, αξίζει να δοκιμάσουμε διάφορα είδη κοινωνικής θεραπείας. Η ανάπτυξη κοινωνικών ικανοτήτων σε νευρωτικούς που έχουν διαπροσωπικές δυσκολίες φαίνεται να υπόσχεται πολλά. Σχετικά με τη σχιζοφρένεια έχουν γίνει κάμποσα ενδιαφέροντα πειράματα σε διάφορα είδη θεραπευτικών κοινοτήτων όπως η «οικονομία των δώρων» και η «αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα» Μερικά είδη θεραπείας φαίνονται να κατευθύνονται κυρίως προς την κοινωνική συμπεριφορά των ασθενών, όπως στη θεραπεία μέσω της θεραπευτικής κοινότητας και σε μερικά άλλα είδη ψυχοθεραπείας. Οι σχιζοφρενείς επωφελούνται απ' αυτή τη θεραπεία, και μπορεί η εκπαίδευση στις κοινωνικές ικανότητες να αποβεί θεραπευτική, ακόμα κι εκεί όπου δεν είναι κύριο σύμπτωμα η συντριβή αυτών των ικανοτήτων.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 Μερικές επαγγελματικές κοινωνικές ικανότητες Η κοινωνική συμπεριφορά έχει θεωρηθεί σαν μια ειδικευμένη συμπεριφορά που χρησιμοποιείται για να προκαλέσει ορισμένες επιθυμητές αντιδράσεις σε άλλους ανθρώπους. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ερμηνευτούν οι επαγγελματικές κοινωνικές ικανότητες. Με κάθε μία απ' αυτές το άτομο εκτελεί μια εργασία, που είναι κυρίως να μεταχειριστεί έτσι τους άλλους ώστε να αντιδράσουν με ένα ορισμένο τρόπο. Τα κριτήρια επιτυχίας σε τέτοια επαγγελματικά καθήκοντα συζητήθηκαν προηγούμενα και είναι πιο σαφή σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως η πώληση), απ' ότι σε άλλες (όπως η διδασκαλία). Για μερικά απ' αυτά τα καθήκοντα έγιναν αρκετές έρευνες για το ποιες κοινωνικές τεχνικές ή ποιες κατηγορίες ανθρώπων, είναι πιο αποτελεσματικές. Βρέθηκε ότι υπάρχουν πάρα πολύ μεγάλες ατομικές διαφορές — για παράδειγμα, μια πωλήτρια μπορεί να έχει πενταπλάσιες εισπράξεις από μια άλλη του ίδιου τμήματος. Παρόμοιες διαφορές υπάρχουν και στις απουσίες και στους ρυθμούς αποχώρησης απ' τη δουλειά κάτω από διαφορετικούς προϊσταμένους. Εδώ έχουν επιλεγεί για συζήτηση μερικές κοινωνικές ικανότητες για τις οποίες έχουν γίνει αρκετές έρευνες. Άλλες ικανότητες, που θα μπορούσαν να είχαν συμπεριληφθεί είναι οι ικανότητες του δικηγόρου, του μεσάζοντα, του κοινωνικού λειτουργού, όπως και οι πιο γυναικείες ικανότητες της νοσοκόμας, της αεροσυνοδού και της ρεσεψιονίστ 1. Όμως και οι ικανότητες που θα συζητήσουμε σχετίζονται με μερικές απ' αυτές — για παράδειγμα, οι δικηγόροι χρησιμοποιούν τις ικανότητες της δημόσιας ομιλίας και οι κοινωνικοί λειτουργοί χρησιμοποιούν θεραπευτικές ικανότητες. Οι κοινωνικές ικανότητες που αφορούν την καθημερινή ζωή έχουν καλυφθεί σε κάποιο βαθμό από τα προηγούμενα κεφάλαια. Οι επαγγελματικές ικανότητες που περιγράφονται παρακάτω περιέχουν μάλλον ειδικές τεχνικές που δεν αποκτιούνται αναγκαστικά από την καθημερινή εμπειρία. Αποκτούν επίσης και μια ορισμένη ποσότητα γνώσεων — οι δάσκαλοι πρέπει να ξέρουν το θέμα τους, καθώς και πώς να διδάσκουν. Αυτή η πλευρά των κοινωνικών ικανοτήτων δεν θα εξεταστεί εδώ. Θα ξεκινήσουμε με πέντε ικανότητες με τις οποίες αντιμετωπίζει κανείς ένα πρόσωπο κάθε φορά. Πώληση Συνέντευξη επιλογής Συνέντευξη εποπτείας Συνέντευξη προσωπικού Ψυχοθεραπεία και παροχή συμβουλών
Μετά θα συζητήσουμε τέσσερες ικανότητες που αφορούν κοινωνικές ομάδες: Εποπτεία ομάδων εργασίας Προεδρία σε επιτροπή Διδασκαλία Δημόσια ομιλία
Σ' αυτό το κεφάλαιο θα χρησιμοποιήσουμε ό,τι εμπειρικές έρευνες έχουμε στη διάθεσή μας, για να δείξουμε ποιοι τρόποι χειρισμού αυτών των καταστάσεων είναι οι πιο επιτυχείς. Στην περίπτωση κάποιων ικανοτήτων, όπως η διδασκαλία και η εποπτεία ομάδων εργασίας, έχουμε αρκετό τέτοιο υλικό στη διάθεσή μας.
1
Ρεσεψιονίστ (receptionist): η υπάλληλος της υποδοχής (ξενοδοχεία κλπ.)
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΑΤΟΜΑ
Πώληση
Πωλήσεις γίνονται σε όλα τα μέρη του κόσμου, αν και με πολύ διαφορετικούς τρόπους σε κάθε μέρος και εποχή. Συγκρίνατε τα ατέλειωτα παζάρια με τους μικροπωλητές στις αγορές της Μέσης Ανατολής, τη μηχανική ακαμψία των πλασιέ εγκυκλοπαιδειών, τις μεθόδους ισχυρής πίεσης που συνηθίζονταν κάποτε στις ΗΠΑ, και τον παθητικό ρόλο των υπαλλήλων των σούπερ-μάρκετ. Σ' αυτό το τμήμα θα ασχοληθούμε με ένα τύπο πωλήσεων που είναι συνηθισμένος στη Βρεττανία σήμερα — πωλήσεις μέσω υπερκαταστημάτων που χωρίζονται σε διάφορα τμήματα. Ο σκοπός της πώλησης είναι κατ' αρχήν να πουληθούν όσο περισσότερα αντικείμενα είναι δυνατό. Στα υπερκαταστήματα υπάρχουν και άλλοι στόχοι, που συχνά έρχονται σε αντίθεση με την παραπάνω επιδίωξη: για παράδειγμα, να ικανοποιηθεί η πελάτισσα, ώστε να ξανάρθει, καθώς και να της πουλήσουν ρούχα που να της πηγαίνουν, ώστε να εδραιωθεί η φήμη του καταστήματος. Η πώληση με μέσο την άσκηση ισχυρής πίεσης τείνει να εκλείψει, γιατί ο πελάτης μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιστρέψει αυτά που έχει αγοράσει και να απευθυνθεί μετά κάπου αλλού. Οι πωλητές μπορούν να αποτύχουν σε δύο βασικά σημεία. Πρώτα, ο ρυθμός των πωλήσεών τους μπορεί να είναι πολύ χαμηλός. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο να πουλάει ένας πωλητής 20-40% αυτού που πουλάνε άλλοι στο ίδιο τμήμα. Αυτό αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τα αποτελέσματα που μπορεί να έχουν διάφοροι βαθμοί κοινωνικής ικανότητας, όπως φαίνονται με αντικειμενικούς και ποσοτικούς όρους. Έπειτα, μπορούν οι πωλητές να επιτυγχάνουν ένα υψηλό ρυθμό πωλήσεων, όμως, με τις μεθόδους ισχυρής πίεσης που χρησιμοποιούν, κάνουν τους πελάτες να δυσανασχετούν και να μη ξαναπατούν μετά στο κατάστημα, μειώνοντας έτσι τελικά τις συνολικές πωλήσεις. Οι πωλητές στα υπερκαταστήματα παίρνουν συχνά ένα πριμ σε σχέση με τις πωλήσεις που πραγματοποιούν. Αυτό τους παρακινεί να μεταχειρίζονται πιο πειστικές μεθόδους και να απευθύνονται σε πελάτες που φαίνονται πιο πλούσιοι. Αυτό επίσης προκαλεί συγκρούσεις ανάμεσα στους πωλητές. Ένας καλύτερος τρόπος είναι να παρέχεται ομαδικό πριμ στα μέλη ενός τμήματος ή ενός πάγκου, αν και αυτό δεν είναι πάντα βολικό, γι' αυτό και πολλά καταστήματα τα βολεύουν χωρίς να προσφέρουν καθόλου πριμ. Οι πωλητές σε ένα τμήμα εποπτεύονται από τον υπεύθυνο επί των αγορών των ειδών αυτού του τμήματος. Η σχέση ανάμεσα σε πελάτη και πωλητή είναι μάλλον λεπτή: Ο πωλητής δεν έχει καμιά εξουσία πάνω στον πελάτη, που είναι ελεύθερος να περιδιαβαίνει το τμήμα και να επεξεργάζεται τα αντικείμενα. Για να καταφέρει να τον επηρεάσει, πρέπει να χρησιμοποιήσει πολύ λεπτές μεθόδους, αν και πάλι είναι αμφίβολο. Απ' την άλλη πλευρά ο πωλητής διαθέτει γνώση που δεν την έχει ο πελάτης — τι υπάρχει, ποια η χρησιμότητα κάθε πράγματος, πόσο κάνει, φαινομενικά ο πελάτης έχει κάποια εξουσία πάνω στον πωλητή, και μπορεί πράγματι να τον χρησιμοποιήσει σαν υπηρέτη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για μερικούς μεγαλοαστούς, πράγμα που προκαλεί τη μόνιμη αγανάκτηση των πωλητών. Πολλά βιβλία έχουν γραφεί για την τεχνική των πωλήσεων. Τα περισσότερα προτείνουν στους πωλητές μια ολόκληρη διαδικασία για να πραγματοποιήσουν μια πώληση. Με μελέτες σε υπερκαταστήματα που κάναμε εγώ και η Mary Lydall, βρήκαμε ότι αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα, κάθε άλλο παρά είναι αυτό που περιγράφουν τα βιβλία. Οι περισσότερες πωλήσεις κάθε άλλο παρά πραγματοποιούνται στη βάση μιας περίπλοκης διαδικασίας: Οι πωλητές σπάνια προσπαθούν να πείσουν, και οι πελάτες περνάνε την περισσότερη ώρα τους περιεργαζόμενοι οι ίδιοι τα διάφορα αντικείμενα. Μερικές από τις πιο σύντομες πωλήσεις που παρατηρήσαμε είναι οι εξής: ο πελάτης διαλέγει ένα ζευγάρι κάλτσες από ένα ράφι και τις δίνει Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
στον πωλητή, που τις τυλίγει. Η πελάτισσα ζητά ένα ιδιαίτερο αντικείμενο, αναφέροντας μάρκα, μέγεθος, τιμή κλπ. Η πελάτισσα κοιτάζει κάποια φορέματα στην κρεμάστρα, διαλέγει εκείνα που την ενδιαφέρουν, η πωλήτρια της δείχνει που να τα προβάρει, αυτή πηγαίνει, τα δοκιμάζει, και διαλέγει αυτό που θα κρατήσει. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές από τμήμα σε τμήμα. Αλλού ο πελάτης μπορεί να εξυπηρετηθεί μόνος του, αλλού πρέπει να απευθυνθεί στον ειδικό υπάλληλο. Η διαρρύθμιση του χώρου, ο τρόπος που είναι τοποθετημένα τα αντικείμενα επηρεάζουν πάρα πολύ την κοινωνική συμπεριφορά. Σε ένα τμήμα με φτηνά γυναικεία είδη, για παράδειγμα, η πελάτισσα μπορεί να εξυπηρετηθεί μόνη της. Εκεί όμως όπου υπάρχουν ακριβά είδη, πολύ λίγα επιδεικνύονται και η πελάτισσα πρέπει να απευθυνθεί στον αρμόδιο υπάλληλο αμέσως απ' την αρχή. Τώρα θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε την πλήρη πιθανή σειρά γεγονότων που υπάρχουν σε μια πώληση. 1. Χαρακτηρισμός του πελάτη από τον πωλητή. Πριν γίνει η επαφή, ο πωλητής συχνά κατατάσσει σε μια κατηγορία τον πελάτη. Αυτό μερικές φορές γίνεται με βάση το πόσα χρήματα είναι πιθανό να ξοδέψει ή τι ρούχα του πηγαίνουν — πράγμα που αποτελεί ένα χρήσιμο οδηγό για τα γούστα του. Διαπιστώθηκε όμως σε μερικά καταστήματα ότι οι πωλητές χαρακτηρίζουν τους πελάτες με βάση μια «τοπική μυθολογία» — «οξύθυμος συνταγματάρχης», «απογοητευμένη γεροντοκόρη» κλπ. (Woodward 1960). Τέτοιοι χαρακτηρισμοί αντανακλούν την εχθρότητα των πωλητών απέναντι σε κάποιες κατηγορίες πελατών, που φέρονται αλαζονικά και με αγένεια, και δεν αγοράζουν τίποτα, μπορεί όμως να μην αποτελούν και τόσο χρήσιμο οδηγό για το πώς να προσεγγίσουν τον πελάτη. 2.Επαφή με τον πελάτ η. Ο πελάτης μπορεί να ζητήσει να τον βοηθήσει ο πωλητής, να κάνει κάποιες ειδικές ερωτήσεις, να ζητήσει να δει ιδιαίτερα αντικείμενα, ή να σταθεί περιμένοντας ανυπόμονα στον πάγκο. Αν ο πελάτης πηγαίνει πέρα δώθε ή κοιτάζει τα αντικείμενα, ο πωλητής μπορεί να τον πλησιάσει, χρειάζεται όμως επιδεξιότητα για να κρίνει πότε θα χρειαστεί τη βοήθειά του. Αντί να ριψοκινδυνεύσει ένα «όχι», λέγοντας στην πελάτισσα «μπορώ να σάς βοηθήσω, μαντάμ;», μπορεί να την παρασύρει σε μια συζήτηση πάνω στα είδη που πουλάει το τμήμα, να τα δείξει, να τη ρωτήσει αν θα ήθελε να δει και άλλα που δεν εκτίθενται, ή να της πει ότι το φόρεμα που πρόβαρε της πηγαίνει περίφημα. 3. Ο πωλητής ανακαλ ύπτει τις ανάγκες του πελάτη. Ο πελάτης μπορεί να πλησιάσει αμέσως τον πωλητή, και να του πει «θα ήθελα να αγοράσω μια γραβάτα». Μπορεί να προσδιορίσει αυτό που θέλει ακόμα πιο λεπτομερειακά: «Τη θέλω να έχει ανοιχτό χρώμα». Ο πωλητής πρέπει να ακούσει προσεκτικά κάθε τι που του λέει ο πελάτης, και να καταλάβει τι ακριβώς είναι αυτό που θέλει. Συχνά οι επιθυμίες του πελάτη είναι ασαφείς, και τότε ο πωλητής πρέπει να βρει ποια, ανάμεσα από χίλιες γραβάτες, θα τον ενδιέφερε. Ο πωλητής πρέπει να κάνει ερωτήσεις για να μειώσει τα περιθώρια εκλογής. Η στρατηγική που χρησιμοποιείται είναι παρόμοια με αυτή των «είκοσι ερωτήσεων» (Μπορούν βέβαια να τεθούν και άμεσες ερωτήσεις, όπως «ποιο χρώμα σάς αρέσει;). Όμως ο πελάτης μπορεί να σκέφτεται με βάση δικά του σχήματα ταξινόμησης, όπως π.χ. λέγοντας «ανοιχτές», «μπλε», «τερυλέν», «χωρίς αυτό» κλπ., οπότε ο πωλητής πρέπει να προσαρμοστεί γρήγορα στο εννοιακό σύστημά του. Ακόμα, ο πελάτης μπορεί να μην ξέρει τι θέλει, μέχρι που να δει αυτό που του αρέσει. Ο πωλητής τότε πρέπει να βρει τα κίνητρα του πελάτη — τι ανάγκες θα ικανοποιήσει το αντικείμενο που θέλει να αγοράσει, πότε θα χρησιμοποιηθεί κλπ. 4. Ο πωλητής παρουσιάζει στον πελάτη μια σειρά αντικείμενα, επιδεικνύοντάς τα ή βάζοντάς τον να τα δοκιμάσει. Εδώ μπορούν να αναπτυχθούν διάφορες στρατηγικές. Όσον αφορά το ζήτημα της τιμής, κάποιοι πωλητές δείχνουν πρώτα τα πιο ακριβά άλλοι τα μεσαία. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να γίνει χρήση της ανάδρασης. Πρέπει να μελετήσει ο πωλητής την αντίδραση του πελάτη, για να καταλάβει τι πρέπει να του δείξει στη συνέχεια. Ακόμα, μπορεί να αποκτήσει μια
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
σαφή ιδέα για τις ανάγκες του, μελετώντας τις αντιδράσεις του σε κάθε επίδειξη αντικειμένου. Τέλος, έχει σημασία να του δείξει το σωστό αριθμό αντικειμένων: αν του δείξει πάρα πολλά, μπορεί να τον μπερδέψει και να μην ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει. Αν του δείξει πάρα πολύ λίγα, μπορεί να τον κάνει να νιώσει ότι δεν θέλουν να τον εξυπηρετήσουν. Οι ιδέες του πελάτη μπορεί να ξεκαθαρίσουν βλέποντας τα αντικείμενα, μπορεί να τον τραβήξουν αυτά που του δείχνουν, ή μπορεί να μην ήξερε από πριν τι ακριβώς υπάρχει. Ο τρόπος που πιάνει ο πωλητής τα αντικείμενα μπορεί να μεταδώσει ένα μήνυμα: σε μερικά μαγαζιά, τα ακριβά πράγματα τα μεταχειρίζονται με περισσότερη προσοχή και λεπτότητα. 5. Ο πωλητής δίνει πληροφορίες και συμβουλές. Ο πελάτης μπορεί τότε να κάνει ερωτήσεις για τα αντικείμενα ή να προβάλλει αντιρρήσεις. Ο πεπειραμένος πωλητής ξέρει την απάντηση σε κάθε ερώτηση και σε κάθε κριτική, και μπορεί να δείξει τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα κάθε αντικειμένου. Αν ο πωλητής βρει τις ανάγκες του πελάτη, μπορεί να δείξει πώς σ' αυτές ανταποκρίνονται τα διάφορα αντικείμενα. Αν ο πωλητής πιστεύει πράγματι στην αξία αυτών των εμπορευμάτων και θέλει να βοηθήσει τον πελάτη, μπορούν τα επιχειρήματά του να είναι εντελώς γνήσια. 6. Ολοκλήρωση της πώλησης. Αυτό μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τον πελάτη. Μερικοί πελάτες αφήνονται να αποφασίσουν μόνοι τους, άλλοι πρέπει να πεισθούν ότι αυτό το αντικείμενο είναι που θα τους εξυπηρετήσει καλύτερα. Για άλλους υποτίθεται ότι έχουν ήδη αποφασίσει — «θα το πάρετε τώρα, ή να σας το στείλουμε, μαντάμ;» 7. Μετά την πώληση ο πωλητής μπορεί να αυξήσει τα αισθήμ ατα ικανοποίησης του πελάτη δίνοντάς του πρόσθετες πληροφορίες για το αντικείμενο που έχει αγοράσει, ή μιλώντας για την εγγύηση του εμπορεύματος. Παραβρίσκεται στην πληρωμή και την παράδοση, και κάνει προτάσεις στον πελάτη για άλλες σχετικές αγορές. Είναι αναγκαίο για τον πωλητή να μπορεί να προσαρμόζεται στο στυλ αλληλεπίδρασης του πελάτη και να μπορεί να μεταχειρίζεται κάθε πελάτη κατάλληλα. Με βάση αυτή την προσαρμογή θα αποφασίσει αν θα τον πλησιάσει ή όχι, αν θα του δώσει συμβουλές και πληροφορίες ή όχι, και τι αντικείμενα να του προσφέρει, — όσον αφορά την τιμή και τον τύπο. Χρειάζεται ιδιαίτερη τεχνική με αδέξιους πελάτες — μπορεί να τους πλασάρει σε άλλους πωλητές ή να τους αραδιάσει ένα σωρό αντικείμενα και να τους αφήσει να διαλέξουν μόνοι τους. Ο πωλητής γίνεται πιο πειστικός, αν γνωρίζει τα αντικείμενα και αν καταφέρει να δόσει την εντύπωση ότι την ξέρει πολύ καλά τη δουλειά του. Ο πελάτης θα καθήσει να ακούσει τον πωλητή, αν αυτός του φερθεί φιλικά και τον κάνει να νιώσει άνετα. Μελέτες παρατήρησης που κάναμε εγώ και η Mary Lydall έδειξαν ότι οι πωλήτριες που είχαν τις περισσότερες πωλήσεις ήσαν αυτές που ανέπτυσαν ωραία σχέση και ομαλό σχήμα αλληλεπίδρασης με τους άλλους. Ο Chapple και ο Donald (1947) έδωσαν την πρότυπη συνέντευξη σε 954 πωλήτριες. Οι απαντήσεις που πήραν έδειξαν ότι οι καλύτερες πωλήτριες ήσαν πολύ ενεργητικές και μιλούσαν περισσότερο, ταυτόχρονα όμως ήσαν πολύ ευλύγιστες και μπορούσαν να προσαρμόζονται άριστα στα διάφορα στυλ αλληλεπίδρασης. Όμως, αυτές που έκαναν τις περισσότερες πωλήσεις, δέχονταν και τις περισσότερες επιστροφές, είχαν δεσποτικό χαρακτήρα και διέκοπταν πολλές φορές τον άλλο. Οι πωλήτριες είχαν διαφορετικό στυλ από τμήμα σε τμήμα: Σε ανοιχτό χώρο κρατούσαν μακριές παύσεις, ενώ στους πάγκους πιο σύντομες — εδώ οι πληροφορίες που μπορούν να πάρουν από τους πελάτες είναι πιο λίγες και πρέπει να ξεμπερδεύουν πιο γρήγορα μαζί τους.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Συνέντευξη επιλογής.
Εκατομμύρια συνεντεύξεων γίνονται κάθε χρόνο για να εκτιμήσουν την καταλληλότητα κάποιων υποψήφιων για μια δουλειά. Ο κύριος στόχος είναι να παρθούν κάποιες πληροφορίες από τον υποψήφιο, από τις οποίες ο εξεταστής μπορεί να προβλέψει τις ικανότητές του για τη συγκεκριμένη δουλειά. Επιπλέον, ο εξεταστής μπορεί να του δώσει πληροφορίες για την επιχείρηση, να βελτιώσει την εικόνα της στον κόσμο, και να τον πείσει να δεχτεί τη δουλειά που προσφέρεται — εδώ η κατάσταση μοιάζει με παζάρι ή με διαπραγματεύσεις. Πράγματι αυτό συμβαίνει συχνά στο τέλος της συνέντευξης, αν ο υποψήφιος κριθεί ικανός. Αν και η συνέντευξη χρησιμοποιείται γενικά σαν τουλάχιστον ένα τμήμα των μεθόδων επιλογής, έχει υπάρξει κάποια κριτική για την εγκυρότητά της από πολλούς ψυχολόγους. Ένας λόγος είναι το ότι ο εξεταστής κατέχει ήδη πληροφορίες για τον υποψήφιο — βιογραφικές, αποτελέσματα εξετάσεων και τεστ, κλπ. — από τις οποίες μπορεί να κάνει τις προβλέψεις του χωρίς να χρειαστεί καθόλου τη συνέντευξη. Όμως τα αποτελέσματα ενός αριθμού μελετών δείχνουν ότι οι προβλέψεις που γίνονται μετά από συνέντευξη είναι καλύτερες από εκείνες που γίνονται στη βάση των άλλων δεδομένων μόνο. (Ulrich και Trumbo, 1965). Επίσης διαπιστώθηκε ότι οι εξεταστές διαφέρουν ο ένας από τον άλλο στις ικανότητές τους, και ότι μερικών οι προβλέψεις είναι σαν να έγιναν στην τύχη. Αργότερα θα συζητήσουμε ποιοι εξεταστές είναι οι καλύτεροι. Ακόμα διαπιστώθηκε ότι ορισμένες πληροφορίες μπορούν να αποκτηθούν καλύτερα με τη συνέντευξη παρά με άλλα μέσα. Το στυλ της διαπροσωπικής συμπεριφοράς του υποψήφιου, και η πιθανότητα να προσαρμοστεί στις κοινωνικές πλευρές της δουλειάς, μπορούν να βρεθούν μόνο με τη συνέντευξη. Τέλος, οι λόγοι για τους οποίους θέλει να εργαστεί ο υποψήφιος, κι αυτοί μόνο με τη συνέντευξη μπορούν να γνωσθούν με ακρίβεια. Υπάρχουν ορισμένες συμβάσεις σχετικά με τις συνεντεύξεις επιλογής. Συνήθως πρέπει να διαρκούν 10-40 λεπτά, με εξαίρεση πολύ σημαντικές δουλειές, ο εξεταστής πρέπει να θέτει τις περισσότερες ερωτήσεις και να κρατάει σημειώσεις, αν και ο υποψήφιος μπορεί να κάνει κι αυτός αργότερα κάποιες ερωτήσεις. Πρέπει να βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο με ένα γραφείο ανάμεσά τους, αν και αντί γι' αυτό, μπορούν να σχηματίζουν γωνία 90° με ένα χαμηλό τραπεζάκι του καφέ, ή να μην υπάρχει καθόλου τραπέζι. Αυτός ο τρόπος προτιμάται τελευταία. Για κάθε μια παραβίαση αυτών των κανόνων, πρέπει να δοθεί μια εξήγηση στον υποψήφιο. Η συνέντευξη μπορεί να γίνει από έναν ή περισσότερους εξεταστές. Όπως θα δούμε, ένα από τα κύρια προβλήματα μιας τέτοιας συνέντευξης είναι η υπερνίκηση της ανησυχίας του υποψηφίου, ιδιαίτερα αν αυτός είναι νέος και άπειρος. Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα όταν οι εξεταστές αποτελούν ολόκληρη επιτροπή. Είναι γνωστές οι περιπτώσεις υποψηφίων που βγήκαν σωματικά ράκη από μια τέτοια συνέντευξη. Αυτή η μέθοδος δίνει πλεονεκτήματα στους υποψήφιους που έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, ενώ τα άλλα προσόντα τους μπορεί να είναι εντελώς μέτρια. Είναι πολύ πιο εύκολο να αναπτυχθεί μια καλή σχέση και ο υποψήφιος να μιλήσει ελεύθερα, όταν ο εξεταστής είναι ένας. Όμως, παρ' όλ' αυτά, έχει σημασία να εξεταστεί ο υποψήφιος από μια σειρά εξεταστές, με διαφορετική προσωπικότητα, διαφορετικές απόψεις και διαφορετικό τομέα ειδίκευσης. Ίσως όμως είναι καλύτερο να περάσει ο υποψήφιος από όλους αυτούς σε ξεχωριστές συνεντεύξεις. Τώρα θα περιγράψουμε μερικές κοινωνικές τεχνικές που τις έχουν βρει χρήσιμες πεπειραμένοι εξεταστές. Μόνο που, δυστυχώς, δεν έχουν γίνει πιο επισταμένες έρευνες που να τις υποστηρίξουν. Πρώτα, ο εξεταστής χαιρετάει τον υποψήφιο και προσπαθεί να τον προετοιμάσει ψυχολογικά για τη συνέντευξη. Ο εξεταστής πρέπει να συμπεριφέρεται στον υποψήφιο σαν σε ένα φιλοξενούμενο ή ένα φίλο, να δημιουργήσει μια ήρεμη ατμόσφαιρα και να έχει την προσοχή του απερίσπαστη πάνω σ' αυτόν. Το δωμάτιο πρέπει να είναι ήσυχο, να μην υπάρχει περίπτωση να τους διακόψει κανείς,
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
και η απόσταση ανάμεσά τους πρέπει να γίνει πολύ μικρή, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί με μια κατάλληλη διευθέτηση των επίπλων. Όλοι οι υποψήφιοι είναι ανήσυχοι, γι' αυτό πρέπει ο εξεταστής να τους μειώσει αυτή την ανησυχία. Αυτό μπορεί να γίνει με μια προεισαγωγική μικρή άσχετη συζήτηση και με προσπάθειες να βελτιωθεί η σχέση ανακαλύπτοντας κοινούς φίλους ή ενδιαφέροντα, ή θέτοντας στον υποψήφιο ερωτήσεις για τις τελευταίες επιδόσεις του σε διάφορους τομείς. Όσο πιο ανήσυχος είναι ο υποψήφιος, τόσο περισσότερο πρέπει να κρατήσει αυτή η εισαγωγή. Μετά ο εξεταστής λέει στον υποψήφιο τι θέλει απ' αυτόν — του κάνει μερικές ερωτήσεις πάνω σε διάφορα ζητήματα, και αυτός πρέπει να δώσει όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις. Ο εξεταστής μετά χρησιμοποιεί διάφορους τρόπους για να τον κάνει να μιλήσει περισσότερο — «ανοιχτές» ερωτήσεις, συμφωνία και ενθάρρυνση, σιωπώντας ο ίδιος (>>). Ο εξεταστής πρέπει να συλλαμβάνει με προσοχή τις συναισθηματικές αποχρώσεις και υπονοούμενα της ομιλίας του υποψήφιου, και να αντιδρά με έναν τρόπο που να δείχνει ότι κατανοεί, αποδέχεται και συμμερίζεται αυτά που του λέει. Όμως δεν θα φτάσει και στο σημείο να προσπαθήσει σώνει και καλά να του δώσει τη δουλειά, γιατί υπάρχουν ακόμα τόσοι άλλο υποψήφιοι που περιμένουν να εξεταστούν. Ο εξεταστής πρέπει να παραμένει κάπως αμερόληπτος, δείχνοντας όμως ταυτόχρονα μια γνήσια συμπάθεια. Αν και ο ρόλος του είναι να κάνει επιλογή, μπορεί να δώσει και επαγγελματικές συμβουλές, αν του ζητηθούν. Η συνέντευξη πρέπει να είναι μια ανταμειφτική εμπειρία για τον υποψήφιο, ο οποίος πρέπει να φεύγει με την αίσθηση ότι τον έχουν εκτιμήσει δίκαια και σωστά. Η συνέντευξη επιλογής έχει τέσσερις κύριες φάσεις. 1. 2.
3. 4.
Υποδοχή, κατά την οποία δίνονται πληροφορίες για τη διαδικασία της συνέντευξης, και ο υποψήφιος καθησυχάζεται και ενθαρρύνεται να μιλήσει ελεύθερα. Συλλογή πληροφοριών. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο εξεταστής καταγράφει πληροφορίες σχετικά με τον υποψήφιο σε μια κάρτα και προσπαθεί να τον εκτιμήσει στη βάση κάποιων χαρακτηριστικών. Παροχή πληροφοριών, οπότε ζητείται από τον υποψήφιο να κάνει όσες ερωτήσεις θέλει. Κατάληξη, κατά την οποία ερμηνεύεται τι ακολουθεί μετά. Μπορεί επίσης να υπάρξει μία φάση διαπραγματεύσεων (οπότε προσφέρεται στον υποψήφιο η δουλειά), κατά την οποία ο εξεταστής απαιτεί και άλλες κοινωνικές ικανότητες.
Ο εξεταστής πρέπει να έχει ένα συγκεκριμένο κατάλογο θεμάτων που πρέπει να καλυφθούν με μια ορισμένη σειρά: οι έρευνες δείχνουν ότι η συνέντευξη είναι πιο αποτελεσματική όταν έχει ένα συγκεκριμένο πλάνο, όπως γίνεται με τα βιογραφικά στοιχεία. Αυτά τα θέματα συχνά περιλαμβάνουν την οικογενειακή κατάσταση του υποψήφιου, τη σχολική και γενικότερη μόρφωση του, τι δουλειές έκανε στο παρελθόν και που εργάζεται τώρα, τα ενδιαφέροντά του και τις δραστηριότητές του τον ελεύθερο χρόνο, τις αντιλήψεις και πεποιθήσεις του, την υγεία του και την αρτιμέλειά του. Χρειάζεται ιδιαίτερη ικανότητα για να κάνει κανείς κάποιες ερωτήσεις. Κάθε θέμα εισάγεται συνήθως με μια «ανοιχτή» ερώτηση, που ακολουθείται από μια σειρά πρόσθετες ερωτήσεις. Η ερώτηση του εξεταστή πρέπει να σχετίζεται μ' αυτό που είπε προηγούμενα ο υποψήφιος, ώστε να υπάρχει ένας σωστός διάλογος και μια κανονική ροή στη συζήτηση. Οι ερωτήσεις πάνω σε ένα δοσμένο θέμα μπορούν να είναι έτσι διατυπωμένες ώστε να αποκτιούνται πληροφορίες πάνω σε διάφορες πλευρές των ικανοτήτων και της προσωπικότητας του υποψήφιου. Για παράδειγμα, οι ερωτήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, μπορούν να τεθούν έτσι ώστε να αποκαλυφθούν οι κοινωνικές ικανότητες, η δημιουργικότητα και η συναισθηματική σταθερότητα του υποψήφιου. Μερικοί τομείς χρειάζονται προσεκτικά διατυπωμένες ερωτήσεις για να ληφθούν οι κατάλληλες απαντήσεις. Για παράδειγμα, η ευθυκρισία του υποψήφιου μπορεί να εκτιμηθεί στη βάση ερωτήσεων σχετικά με τις αντιλήψεις του πάνω σε σύνθετα και αμφιλεγόμενα κοινωνικά
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ζητήματα με τα οποία έχει κάποια εξοικείωση. Ο εξεταστής θα ξέρει για τον υποψήφιο κάποια βιογραφικά ή άλλα στοιχεία, που μπορεί να τα έχει μπροστά του — πράγματι, όσο περισσότερα τέτοια στοιχεία έχει υπ' όψη του ο εξεταστής πριν από τη συνέντευξη, τόσο το καλύτερο. Μπορεί τότε να δοκιμάσει διάφορες υποθέσεις σχετικά με τον υποψήφιο, αν είναι τεμπέλης, νευρωτικός κλπ. Διαπιστώθηκε ότι οι εξετάσεις σημειώνουν περισσότερο τις αρνητικές πληροφορίες, και η συνέντευξη μπορεί να θεωρηθεί σε κάποιο βαθμό σαν μια προκατελημμένη αναζήτηση τέτοιων πληροφοριών. Αυτό εν μέρει δικαιολογείται επειδή ο υποψήφιος χρησιμοποιεί μια «συμπληρωματική στρατηγική», δηλαδή κοιτάζει να καλύψει τα αδύναμα σημεία του. Παρ' όλ' αυτά, είναι χρήσιμο να κοιτάζουν οι εξεταστές και για τα θετικά του σημεία. Έχει σημασία να μπορεί ο εξεταστής να πάρει κάποιες αρνητικές πληροφορίες, όπως π.χ, το γιατί ο υποψήφιος έφυγε από την προηγούμενη δουλειά του τόσο γρήγορα, ή γιατί τον διώξανε απ' το κολλέγιο. Όμως, για να κάνει κανείς τέτοιες ερωτήσεις χρειάζεται μεγάλη ικανότητα. Εν μέρει είναι ζήτημα διατύπωσης. Για παράδειγμα, η ερώτηση σχετικά με το τελευταίο παράδειγμα που δόσαμε, θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: «Υποθέτω πως είχατε κάποιες δυσκολίες με τη διεύθυνση του κολλεγίου — θα μπορούσατε να μας πείτε ποιες είναι αυτές;». Τέτοιες ερωτήσεις πρέπει να γίνονται με ένα φιλικό, και ίσως ελαφρά χιουμοριστικό τόνο, και μετά πρέπει να γίνεται ένα συμπαθητικό σχόλιο, για να μη νιώσει ο υποψήφιος ταπεινωμένος. Ο εξεταστής πρέπει να εκτιμήσει κάποιες ικανότητες και χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, που θεωρούνται ότι έχουν σχέση με τη δουλειά για την οποία εξετάζεται ο υποψήφιος. Εδώ είναι κάποιοι τομείς που εκτιμούνται συνήθως στις συνεντεύξεις επιλογής: • • • • • • • •
Ευφυΐα Ευθυκρισία Δημιουργικότητα Κοινωνικές ικανότητες Στάση απέναντι στις αρχές Συναισθηματική σταθερότητα Αυτοεικόνα Τα επιτεύγματα σαν κίνητρο
Κάθε ένας από αυτούς τους τομείς μπορεί να εκτιμηθεί από απαντήσεις που έχουν δοθεί σε κατάλληλα διατυπωμένες ερωτήσεις. Για παράδειγμα, η στάση απέναντι στις αρχές μπορεί να εκτιμηθεί στη βάση ερωτήσεων για περασμένες σχέσεις με άλλους ανθρώπους που βρίσκονται σε ανώτερο ή κατώτερο επίπεδο από τον ίδιο, και για τη στάση του απέναντι σε κατά παράδοση σεβαστές ομάδες ή θεσμούς, και απέναντι σε γενικά περιφρονημένες κοινωνικές ομάδες. Σε κάθε ζήτημα πρέπει να τεθούν μερικές διαφορετικές ερωτήσεις, ώστε να μπορέσει ο εξεταστής να εκτιμήσει τον ανάλογο τομέα. Η συμπεριφορά του υποψήφιου κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν αντιπροσωπευτική της εν γένει συμπεριφοράς του, ώστε να μπορούν να γίνουν προβλέψεις στη βάση της. Ο εξεταστής πρέπει να κοιτάξει να πάρει προφορικές περιγραφές για τη συμπεριφορά του σε καταστάσεις σαν κι αυτές που θα αντιμετωπίσει μελλοντικά στη δουλειά του, και από αυτές μόνο μπορεί να κάνει έγκυρες προβλέψεις. Έτσι, μια εκτίμηση της δημιουργικότητας του υποψήφιου μπορεί να γίνει ζητώντας του να περιγράψει καταστάσεις στις οποίες θα μπορούσε να είχε επιδείξει πρωτοβουλία. Μια ξεχωριστή ικανότητα που πρέπει να διαθέτει ο εξεταστής είναι πώς να αντιμετωπίζει αδέξιους υποψήφιους. Οι πιο συνηθισμένοι απ' αυτούς παρουσιάζουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
• • • • • • • • • •
Μιλάνε πάρα πολύ Μιλάνε πολύ λίγο Είναι πολύ νευρικοί Είναι στομφώδεις Δε συνειδητοποιούν το ρόλο τους σαν υποψήφιοι, π.χ. ζητάνε επαγγελματικές πληροφορίες, ή κάνουν συνέχεια ερωτήσεις Παρουσιάζουν αποκλειστικά τις θετικές τους πλευρές Είναι μη ανταμειφτικοί Δεν τους ενδιαφέρει η δουλειά Είναι νευρωτικοί Ανήκουν σε διαφορετική τάξη ή πολιτισμό.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να αντιμετωπίσει κανείς καθένα από αυτά τα προβλήματα. Για παράδειγμα, όταν ο υποψήφιος μιλάει πάρα πολύ, μπορεί να αντιμετωπιστεί ως εξής: 1. Με περισσότερο «κλειστές» ερωτήσεις. 2. Με λιγότερη ενίσχυση ή 3. ζητώντας του μια σύντομη απάντηση. Οι έρευνες πάνω στην ακρίβεια των συνεντεύξεων επιλογής δείχνουν ότι υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές ανάμεσα στους εξεταστές. Οι πιο ακριβείς στις διαγνώσεις τους είναι εκείνοι που έχουν την ίδια ηλικία και κοινωνική προέλευση με τον υποψήφιο, που είναι έξυπνοι, προσαρμοσμένοι, που δεν σοκάρονται εύκολα, που είναι ήσυχοι, σοβαροί, εσωστρεφείς, γαλήνιοι, και που δίνουν την εντύπωση ειλικρίνειας και συμπάθειας. Η ίδια ηλικία και ταξική προέλευση διευκολύνουν την επικοινωνία του εξεταστή με τον υποψήφιο, και τον βοηθάνε να ερμηνεύσει τις απαντήσεις του. Ένας ηλικιωμένος εξεταστής μπορεί να εξαποστείλει τον υποψήφιο απλώς και μόνο επειδή έχει μακριά μαλλιά, ενώ ένας νεότερος δείχνει μεγαλύτερη ανοχή στις αλλαγές της μόδας. Οι εσωστρεφείς ασκούν λιγότερη επίδραση πάνω σε μια κοινωνική κατάσταση, κι έτσι επηρεάζουν λιγότερο τη συμπεριφορά του υποψήφιου κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Υπάρχουν μερικές συνηθισμένες πηγές λάθους στις συνεντεύξεις επιλογής που συζητήθηκαν νωρίτερα στο κεφάλαιο σχετικά με την αντίληψη των άλλων. Ίσως ο καλύτερος τρόπος αποφυγής τους, είναι να θεωρηθούν οι εντυπώσεις, που έχουν αποκομιστεί από τον υποψήφιο, σαν υποθέσεις που πρέπει να διερευνηθούν, κάνοντάς του ερωτήσεις για τις περασμένες του εμπειρίες. Τι κοινωνικές ικανότητες θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο υποψήφιος για να πείσει τον εξεταστή να τον επιλέξει για τη δουλειά; Έχει διαπιστωθεί ότι έχει περισσότερες πιθανότητες να επιλεγεί όταν ο εξεταστής μιλάει περισσότερο (Anderson, 1960), και όταν η συνέντευξη κυλάει ομαλά, χωρίς να εκφραστούν παρά ελάχιστες διαφωνίες. (Sydiaha, 1961 ). Οι εξεταστές φαίνεται ότι προτιμούν εκείνους τους υποψήφιους που είναι καλοπλυμένοι, κόσμια ντυμένοι, που τους προσέχουν με ευγένεια όταν μιλάνε, που είναι υποχωρητικοί, που φαίνονται ξύπνιοι. Αντίθετα, δείχνουν να απορρίπτουν εκείνους τους υποψήφιους που είναι αγενείς, υπερδεσποτικοί, αδιάφοροι, ή που τους ερεθίζουν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, φαίνεται ότι υπάρχει ένας συγκεκριμένος «ρόλος του υποψήφιου» —θέλουν απ' αυτόν να συμπεριφέρεται ωραία και να είναι υποχωρητικός — αν και μπορεί να μη θέλουν να φέρεται έτσι και στη μελλοντική του δουλειά. Υπάρχουν κάποια λεπτά σημεία στο να είναι κανείς καλός υποψήφιος — πρέπει να τραβήξει την προσοχή του εξεταστή στις καλές ιδιότητές του με εντελώς έμμεσο τρόπο. Μπορεί να χρειαστεί να δείξει πόσο αποφασιστική και ισχυρή προσωπικότητα έχει — χωρίς όμως να χρησιμοποιήσει αυτές του τις ιδιότητες πάνω στον εξεταστή.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Συνέντευξη κοινωνικής έρευνας
Ο στόχος του ερευνητή σ' αυτού του είδους την έρευνα είναι να πάρει ακριβείς απαντήσεις από τον ερωτώμενο για τις αντιλήψεις, τις στάσεις, τη συμπεριφορά του ή οτιδήποτε άλλο αφορά στην έρευνα. Οι πιο συνηθισμένες αποτυχίες σ' αυτή οφείλονται στο ότι ο ερευνητής δεν καταφέρνει να πείσει τον ερωτώμενο να συμμετάσχει στην έρευνα, ή δεν του προσφέρει ικανοποιητικά κίνητρα ώστε να απαντήσει σ' όλες τις ερωτήσεις σωστά, ή ο ερωτώμενος του δίνει προκατηλημμένες ή ανακριβείς απαντήσεις για ορισμένους λόγους. Στην πραγματικότητα η αξιοπιστία των συνεντεύξεων κοινωνικής έρευνας δεν είναι πολύ μεγάλη: σε κάποιες μελέτες τέθηκαν στα ίδια άτομα οι ίδιες ερωτήσεις μετά από ένα σύντομο διάστημα. Βρέθηκε ότι περίπου το 80% έδιναν τις ίδιες απαντήσεις αν ο ερευνητής ήταν ο ίδιος, και περίπου 60% αν ο ερευνητής ήταν άλλος (Hyman κ.ά., 1955) Η σχέση ανάμεσα στον ερευνητή και τον ερωτώμενο χαρακτηρίζεται από το ότι ο ερευνητής ζητά από τον ερωτώμενο να συμμετάσχει στην έρευνα σα χάρη, μια και αυτός δεν κερδίζει τίποτα το υλικό απ' αυτή τη διαδικασία. Αυτό είναι και το πρώτο πρόβλημα των συνεντεύξεων κοινωνικής έρευνας — ότι πρέπει να γίνει η επαφή με τον ερωτώμενο και να του δημιουργηθούν ικανοποιητικά κίνητρα για να δεχτεί να απαντήσει. Ο ερευνητής συνήθως προέρχεται από ανώτερα κοινωνικά στρώματα και έχει μεγαλύτερη μόρφωση απ' ότι ο ερωτώμενος, πράγμα που θέτει προβλήματα επικοινωνίας. Οι ερωτώμενοι δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες διαδικασίες και συχνά δίνουν άλλες απαντήσεις, πράγμα που αποτελεί ένα ακόμα πρόβλημα για τον ερευνητή. Διαπιστώθηκε ότι η προθυμία του ερωτώμενου να συνεργασθεί, καθώς και το περιεχόμενο των απαντήσεών του, ποικίλουν ανάλογα με το ρόλο του ερευνητή. Αν ο ερευνητής φαίνεται να έχει σχέση με φορολογικές υπηρεσίες, για παράδειγμα, οι ερωτώμενοι είναι απρόθυμοι να μιλήσουν για το εισόδημά τους, και είναι σίγουρο πως θα διαστρεβλώσουν τις απαντήσεις τους. Οι βιομηχανικοί εργάτες θα δώσουν διαφορετικές απαντήσεις στους εκπροσώπους της διεύθυνσης απ' ότι στους εκπροσώπους των συνδικάτων. Οι πιο ακριβείς απαντήσεις δίνονται πιθανώς σε ένα ανεξάρτητο ερευνητή, και ο συγγραφέας συχνά φοράει αυτή τη «μάσκα ουδετερότητας» όταν θέλει να πάρει τέτοιες συνεντεύξεις. Αυτό δείχνει τη σημασία που έχει το να πάρει ο καθένας, που αναπτύσσει μια κοινωνική ικανότητα, τη σωστή ταυτότητα αμέσως απ' την αρχή. Χειρίζεται κανείς αυτή την κατάσταση ευκολότερα, αν οι άνθρωποι εξοικειωθούν περισσότερο με το ρόλο τους — οπότε και η συνέντευξη κοινωνικής έρευνας γίνεται έτσι ένας αποδεκτός τύπος κοινωνικής κατάστασης. Οι συμβάσεις που σχετίζονται μ' αυτήν είναι ότι ο ερευνητής θέτει ένα αριθμό από προσωπικές ερωτήσεις, ο ερωτώμενος μιλάει την περισσότερη ώρα, και η όλη υπόθεση δεν διαρκεί παραπάνω από δεκαπέντε λεπτά. Όταν γίνονται συνεντεύξεις ψυχολογικών ερευνών ή συνεντεύξεις ερευνών πάνω στα κίνητρα, ο ερωτώμενος πρέπει να διδαχτεί μια νέα παράδοση, με νέες συμβάσεις. Οι άντρες ερευνητές μπορεί να πάρουν διαφορετικές απαντήσεις σε ορισμένα ζητήματα από ό,τι οι γυναίκες ερευνητές: Το ίδιο και ερευνητές που προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις ή φυλές. Τα καλύτερα αποτελέσματα υπάρχουν όταν ο ερευνητής έχει το ίδιο φύλο και ανήκει στην ίδια φυλή με τον ερωτώμενο. Αυτό βοηθάει στην αποφυγή μιας άλλης πηγής λαθών — οι ερευνητές μπορεί να έχουν μια στερεότυπη αντίληψη για την απάντηση που περιμένουν να πάρουν από ένα τέτοιον άνθρωπο, πράγμα που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνουν την ερώτηση ή καταγράφουν την απάντηση. Είναι ενδιαφέρον αλλά και αρκετά αξιοπερίεργο το γεγονός ότι ορισμένα γραφεία κοινωνικών ερευνών βρίσκουν ότι οι καλύτεροι ερευνητές τους είναι γυναίκες παντρεμένες, τριαντάρες, μορφωμένες και έξυπνες αλλά εσωστρεφείς και με χαμηλή κοινωνική προσαρμογή (Hyman, op. cit.) Τώρα ερχόμαστε στις κοινωνικές ικανότητες που πρέπει να διαθέτει ο κοινωνικός ερευνητής. Πρώτα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
πρέπει να πιάσει σχέση με τον ερωτώμενο και να τον πείσει να συμμετάσχει στην έρευνα, αλλιώς αυτός μπορεί να αρνηθεί. Μερικοί ερευνητές έχουν μεγάλο ποσοστό αποτυχιών ως προς αυτή την άποψη, πράγμα που οδηγεί σε λάθη και στις υπόλοιπες εκτιμήσεις. Με τη λέξη σχέση εννοούμε ένα ομαλό σχήμα αλληλεπίδρασης στο οποίο νιώθουν και οι δύο άνετα, όπου υπάρχουν λίγες παύσεις και διακόπτουν λίγες φορές ο ένας τον άλλο, και υπάρχει επίσης μια αμοιβαία εμπιστοσύνη και παροχή. Όταν η σχέση είναι καλή, οι απαντήσεις που θα πάρουν θα είναι σίγουρα πιο ακριβείς. Μεγάλη σημασία έχουν τα πρώτα δευτερόλεπτα: ένα φιλικό χαμόγελο, μια επαφή των βλεμμάτων, μια ευχάριστη έκφραση και ένας ευχάριστος τόνος στη φωνή έχουν πολύ μεγάλη σημασία. Ο ερευνητής πρέπει να αντιμετωπίζει τον άλλο σαν ίσο του εξαλείφοντας κάθε κοινωνικό φραγμό. Πρέπει να δείχνει ένα έντονο και συμπαθητικό ενδιαφέρον, να ακούει προσεκτικά, να δέχεται χωρίς να σχολιάζει ό,τι ακούει, και να μη δείχνει ποτέ ότι περνάει η ώρα. Για κάθε σκοπό πρέπει να υπάρχει και διαφορετικός βαθμός σχέσης: για να κάνεις προσωπικές ερωτήσεις στον άλλο, όπως σχετικά με τα οικονομικά του ή το σεξ, χρειάζεται μια πιο στενή σχέση, παρά όταν θες να τον ρωτήσεις σχετικά με τα ενδιαφέροντα και τις αντιλήψεις του. Μερικοί ερευνητές προτιμούν το «διαπροσωπικό» στυλ συνέντευξης, σύμφωνα με το οποίο ο ερευνητής αφήνει θετικές και συμπαθητικές αντιδράσεις, καθιερώνει μια θερμή σχέση και φροντίζει να ικανοποιείται ο ερωτώμενος από τη συνέντευξη. Άλλοι προτιμούν το «επαγγελματικό» στυλ, κατά το οποίο ο ερευνητής φέρεται πιο αμερόληπτα, είναι τυπικός και ευγενικός, και ενδιαφέρεται περισσότερο για την ακρίβεια των απαντήσεων, (Gordon, 1976). Αν ο ερωτώμενος αρνηθεί να απαντήσει σε ένα θέμα, ο ερευνητής το πηδά για να επανέλθει αργότερα, όταν ο ερωτώμενος θα νιώθει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Ο ερευνητής του εξηγεί ποιος είναι, ποια οργάνωση κάνει την έρευνα, πώς τον επέλεξαν, σε τι αποβλέπει η έρευνα και διαβεβαιώνει τον ερωτώμενο ότι οι απαντήσεις του θα κρατηθούν εμπιστευτικές και θα διατηρηθεί η ανωνυμία του. Υπάρχουν δύο γενικές μέθοδοι παρακίνησης του ερωτώμενου. Η μία είναι να του προκαλέσεις το ενδιαφέρον για την έρευνα, υποδεικνύοντάς του ότι τα αποτελέσματά της θα οδηγήσουν στη διόρθωση κάποιων «κακώς κειμένων», από τα οποία μελλοντικά ίσως επωφεληθεί και αυτός. Η άλλη είναι να κάνεις την ίδια συνέντευξη ευχάριστη και ικανοποιητική, παίζοντας το ρόλο ενός φιλικού ακροατή που συμμερίζεται τις απόψεις του ερωτώμενου. Συνιστάται συνήθως να μην υποκρίνεται ο ερευνητής ότι είναι «φίλος» του ερωτώμενου, μια και αυτό μπορεί να κάνει τον ερωτώμενο να διαστρέψει τις απαντήσεις του προκειμένου να ικανοποιήσει τον ερευνητή. Ο ερευνητής πρέπει βέβαια να δείχνει μια συμπάθεια προς τις αντιλήψεις του ερωτώμενου, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα μια αμεροληψία και κάνοντας τον άλλο να μην ξεχνάει ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο που δεν θα το ξαναδεί. Έχει σημασία να προσπαθεί να δείχνει με τη διατύπωση των ερωτήσεών του και τον τόνο της φωνής του, ότι δέχεται και υποστηρίζει τις αντιλήψεις του ερωτώμενου. Είναι σημαντικό να υπάρχει μια καθαρή επικοινωνία ανάμεσα σε ερευνητή και ερωτώμενο, αν και αυτό μπορεί να είναι δύσκολο εξαιτίας του διαφορετικού υποσυνείδητου του καθενός. Κάθε ερώτηση πρέπει να είναι σαφής, και να αναφέρεται σε ένα μόνο πράγμα. Οι ερωτήσεις πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στην αντιληπτική ικανότητα του ερωτώμενου. Αν ο ερωτώμενος δεν διαθέτει το αντίστοιχο λεξιλόγιο και εννοιολογικό εξοπλισμό, μπορούν να γίνουν επεξηγήσεις ή να δοθούν παραδείγματα. Μερικές φορές χρησιμοποιείται μια πιο απλή διατύπωση για να είναι σίγουρο ότι η ερώτηση είναι κατανοητή. Υπάρχουν δύο είδη ερωτήσεων που χρησιμοποιούνται στις συνεντεύξεις κοινωνικών ερευνών. Η μία είναι η κλειστή ερώτηση, που η απάντησή της δηλαδή πρέπει να είναι ένα «ναι» ή ένα «όχι» ή ένα «δεν ξέρω», ή οποιεσδήποτε άλλες εναλλακτικές απαντήσεις προβλέπει η ερώτηση. Η άλλη είναι η ανοιχτή ερώτηση με την οποία ο ερωτώμενος μπορεί να μιλήσει όσο θέλει για τη συμπεριφορά του, τις αντιλήψεις του ή τις εμπειρίες του σχετικά με ένα ζήτημα. Στις περισσότερες έρευνες χρησιμοποιούνται και τα δύο είδη, αν και η αναλογία τους μπορεί να ποικίλει πάρα πολύ: Για τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης χρησιμοποιούνται συνήθως κλειστές ερωτήσεις, ενώ οι έρευνες χρησιμοποιούν περισσότερο τις ανοιχτές. Οι ανοιχτές ερωτήσεις είναι πιο κατάλληλες όταν θέλουμε να μάθουμε τις αντιλήψεις του ερωτώμενου λεπτομερειακά, όταν δεν έχει Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
αποκρυσταλλωμένες τις αντιλήψεις του ή όταν δεν είναι γνωστές οι κύριες εναλλακτικές απαντήσεις που μπορούν να δοθούν. Χρειάζεται μεγάλη ικανότητα στο να διατυπώσεις έτσι τις ερωτήσεις σου ώστε να πάρεις απροκατάληπτες απαντήσεις. Έχει σημασία να μην οδηγούν οι ερωτήσεις προς μια συγκεκριμένη απάντηση, ούτε μπορούν να απαντηθούν με ένα «ναι». Γι' αυτό το λόγο πρέπει να αποφεύγονται οι ερωτήσεις που σαν απάντηση επιδέχονται ένα «ναι» ή ένα «όχι», αλλά να διατυπώνονται άλλες που να προσφέρουν τη δυνατότητα διαφορετικών εναλλακτικών απαντήσεων. Είναι σημαντικό να μη φαίνεται η μια απάντηση περισσότερο επιθυμητή από την άλλη. Αν προσφέρονται εναλλακτικές απαντήσεις, κάθε μια πρέπει να φαίνεται εξίσου σεβαστή. Ο ερευνητής δεν πρέπει να φανερώνει τις δικές του αντιλήψεις στον ερωτώμενο, ούτε να αντιτίθεται στις αντιλήψεις του ερωτώμενου, όσο παράλογες κι αν είναι. Πιο ιδιαίτερη ικανότητα χρειάζεται σε κάποια ζητήματα που μπορούν να οδηγήσουν τον ερωτώμενο σε αμηχανία, όπως ερωτήσεις που αφορούν τα οικονομικά του ή τη σεξουαλική του συμπεριφορά. Ο ερευνητής πρέπει να έχει αδιάφορο ύφος, ή μπορεί να του δόσει ένα κατάλογο με μια λίστα διαφορετικών απαντήσεων για να σημειώσει αυτή που θέλει. Μπορεί να εξηγήσει στον ερωτώμενο ότι οι ερωτήσεις του δεν έχουν σαν στόχο να τον κρίνουν, ότι όλες οι απαντήσεις είναι το ίδιο δεκτές, και ότι συνήθως παίρνει κάθε είδους απαντήσεις από άλλους ερωτώμενους. Για τις συνεντεύξεις που αφορούν έρευνες κινήτρων, χρησιμοποιούνται ειδικές μέθοδοι για να μπορέσει ο ερευνητής να αντιληφθεί τα γνήσια αισθήματα του ερωτώμενου. Ο ερωτώμενος είναι πιο πιθανό ότι θα συνεργασθεί, αν δει ότι όλες οι ερωτήσεις σχετίζονται με τον κύριο στόχο της συνέντευξης, και ίσως είναι χρήσιμο να του εξηγηθεί το πνεύμα κάποιων ερωτήσεων. Όταν χρησιμοποιούνται ανοιχτές ερωτήσεις, μπορεί να χρειαστεί μια σειρά συμπληρωματικών ερωτήσεων, πράγμα που αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα αντιδράσεων σε ανάδραση. Όταν ο ερευνητής κάνει μια ανοιχτή ερώτηση, ο ερωτώμενος συχνά δίνει μια απάντηση που είναι για τον άλφα ή βήτα λόγο ανεπαρκής. 1. Ο ερωτώμενος παρερμηνεύει μερικά την ερώτηση και μιλάει για άσχετα πράγματα. Ο ερευνητής μπορεί τότε να επαναλάβει την ερώτηση, τονίζοντας αυτό που θέλει. 2. Ο ερωτώμενος δε δίνει αρκετές πληροφορίες. Ο ερευνητής μπορεί να του πει «μίλησέ μου περισσότερο γι' αυτό». 3. Ο ερωτώμενος έχει συγκεχυμένες αντιλήψεις για το ζήτημα. Ο ερευνητής του ζητάει να επαναλάβει το θέμα για να ξεκαθαρίσει τις ιδέες του. 4. Ο ερωτώμενος αναφέρεται μόνο σε ορισμένες πλευρές του προβλήματος. Ο ερευνητής μπορεί να του κάνει πιο ειδικές ερωτήσεις για τις πλευρές πάνω στις οποίες παρέλειψε να αναφερθεί. Μερικές φορές χρησιμοποιείται μια σειρά ερωτήσεων που γίνονται όλο και πιο άμεσες (Kahn και Cannell, 1957). Οι ερωτήσεις επίσης παρουσιάζονται με ορισμένη σειρά, οι πιο εύκολες και λιγότερο απειλητικές μπαίνουν πρώτες ενώ οι πιο δύσκολες αφήνονται για το τέλος, όταν θα έχει κατακτηθεί η εμπιστοσύνη του ερωτώμενου. Πρέπει επίσης και τα θέματα να έχουν μια νοηματική σειρά, για να μη φανεί η συνέντευξη ξεκάρφωτη στα μάτια του ερωτώμενου. Όπως δίνεται μεγάλη προσοχή στις πρώτες ερωτήσεις, το ίδιο δίνεται και στις τελευταίες, ώστε να τελειώσει η συνέντευξη με ένα ευχάριστο τρόπο. Τέλος ο ερευνητής πρέπει να ακούει με πολύ προσοχή τα λεγόμενα του ερωτώμενου. Δεν πρέπει να τον ενδιαφέρει αν αυτά που λέει ο ερωτώμενος είναι σωστά ή λάθος, αλλά να τα θεωρεί σαν έκφραση των διαθέσεων και της κοσμοαντίληψής του: γιατί αυτό είναι που προσπαθεί να βρει με τη συνέντευξη.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Συνέντευξη προσωπικού
Αυτού του είδους η συνέντευξη αποτελεί στην πραγματικότητα τμήμα της εποπτείας ομάδων εργασίας. Περιλαμβάνει απασχόληση με έναν υπάλληλο που η συμπεριφορά του δεν ήταν ικανοποιητική, καθώς και επιθεώρηση και εκτίμηση της εργασίας του. Σε άλλους χώρους περιλαμβάνει περίπου παρόμοιες συνεντεύξεις ανάμεσα σε δασκάλους και μαθητές, και ανάμεσα σε γονείς και έφηβους. Αυτού του είδους οι συνεντεύξεις είναι πάρα πολύ δύσκολες. Τις φοβούνται και τις αποστρέφονται και τα δύο μέρη. Με τις έρευνες που έχουν γίνει πάνω στην εποπτεία, έχει προταθεί μια εντελώς νέα προσέγγιση σ' αυτές, που μπορεί να τις κάνει πιο αποδεκτές, πιο ευχάριστες και πιο αποδοτικές. Αυτό που συνιστάται είναι περίπου αυτή εδώ η στρατηγική. 1. Ο επόπτης βρίσκει όσα περισσότερα στοιχεία μπορεί για τη συμπεριφορά και τις καταστάσεις που μπορεί να έχει δημιουργήσει ο εποπτευόμενος. Επίσης αποφασίζει για τη στραγητική που πρέπει να ακολουθήσει, τι στόχους πρέπει να προσπαθήσει να επιτύχει, και τι μέτρα πειθαναγκασμού πρέπει να χρησιμοποιήσει. Αυτή η στρατηγική είναι προσωρινή, γιατί μπορεί να έρθουν στο φως νέα στοιχεία κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. 2. Ο επόπτης αναπτύσσει μια ομαλή σχέση με τον εποπτευόμενο, ο οποίος μπορεί να νιώθει μεγάλη νευρικότητα για τη συνέντευξη. Αυτό θα γίνει ευκολότερα, αν διατηρεί μαζί του καλές καθημερινές επαφές. Μπορούν να μιλήσουν σύντομα για κοινά ενδιαφέροντα, ώστε να «σπάσει ο πάγος» ανάμεσά τους και τότε ο εποπτευόμενος είναι έτοιμος να μιλήσει. 3. Μπορεί να χρειαστεί να εξηγήσει ο επόπτης ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα — ο εποπτευόμενος π.χ. είναι αργός, πράγμα που έχει σαν συνέπεια να πέσει η παραγωγή, ή παίρνει συνέχεια χαμηλούς βαθμούς κλπ. Αυτό πρέπει να το κάνει αναφέροντας αντικειμενικά γεγονότα και όχι υποκειμενικές αντιλήψεις, και με ένα τρόπο ευχάριστο μάλλον παρά θυμωμένο. 4. Ο επόπτης μετά καλεί τον εποπτευόμενο να του πει ποια είναι η γνώμη του για την κατάσταση, τι φταίει γι' αυτή. Αν αυτός είναι απρόθυμος, μπορεί να τον «ξεψαχνίσει» για να πάρει περισσότερες πληροφορίες. Ο επόπτης φέρεται με συμπάθεια, δείχνοντας πως θέλει να καταλάβει τη θέση του εποπτευόμενου. Μπορεί να τον ρωτήσει αν βρίσκει την κατάσταση ικανοποιητική σε μια συνέντευξη αξιολόγησης, μπορεί να ζητήσει από τον εποπτευόμενο να εκτιμήσει ο ίδιος την απόδοσή του. Ο εποπτευόμενος μπορεί να προσφέρει νέες πληροφορίες, που ερμηνεύουν την αιτία της ανωμαλίας και υποδηλώνουν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να διορθωθεί. Η συνέντευξη μπορεί τότε να σταματήσει και σ' αυτό το σημείο. 5. Αν αυτό δεν επιτευχθεί, ακολουθεί ένα διάστημα όπου και οι δύο προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα. Ενέργειες μπορούν να γίνουν και από την πλευρά του επόπτη και από την πλευρά του εποπτευόμενου — όπως το να αναλάβει ο εποπτευόμενος μια άλλη δουλειά ή να γίνει μια οποιαδήποτε άλλη αλλαγή στην κατάσταση. Μπορεί να υπάρξει μια δοκιμαστική περίοδος, μετά από την οποία θα πρέπει να συναντηθούν πάλι. Η συνέντευξη μπορεί να τελειώσει εδώ. 6. Αν το πρόβλημα δεν λυθεί και μ' αυτό τον τρόπο, και υποδειχθεί μια αλλαγή στη συμπεριφορά του εποπτευόμενου, την οποία ο ίδιος είναι απρόθυμος να αναλάβει, μπορεί να χρειαστεί να παρθούν παραπέρα μέτρα. Το πρώτο είναι η πειθώ. Υποδεικνύεται, στον εποπτευόμενο ότι με την τωρινή συμπεριφορά του δεν θα επιτύχει τους στόχους του — π.χ. ο μαθητής, αν δεν διαβάσει, θα αποτύχει στις εξετάσεις. Η άσκηση μιας τέτοιας κοινωνικής επιρροής αποτελεί μια πολύ λεπτή ικανότητα, και εξαρτάται από το αν μπορεί ο επόπτης να αναφέρει διακριτικά τις πραγματικές ανάγκες του εποπτευόμενου. Η συνέντευξη μπορεί να σταματήσει εδώ. 7. Αν κι εδώ αποτύχει, και χρειαστεί να υπάρξουν και άλλες συνεντεύξεις, μπορεί να καταφύγει ο επόπτης σε πιο αυστηρά μέτρα επιρροής. Οι περισσότεροι επόπτες μπορούν και ελέγχουν κάποιες υλικές πλευρές του εποπτευόμενου, όπως τα πριμ, τις προαγωγές, ή μπορούν ακόμα και να τον απολύσουν. Τέτοια μέσα βέβαια πρέπει στην αρχή να υπαινιχθούν εντελώς έμμεσα, σαν μέσα στα οποία ο ίδιος, σαν επόπτης, δεν θα ήθελε να καταφύγει και ότι αποτελούν απλώς μια κάποια πιθανότητα — για παράδειγμα η εντελώς αντικειμενική δήλωση, «υπάρχουν κι άλλοι που Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
έχουν βάλει στο μάτι αυτή τη δουλειά» ή «ίσως αναγκαστώ να μιλήσω στους ανθρώπους που σε πληρώνουν για την απόδοσή σου». 8. Η συνέντευξη πρέπει να τελειώσει με μια ανασκόπηση των όσων έχουν συμφωνηθεί, για τις εποικοδομητικές ενέργειες για τις οποίες έχουν αποφασίσει και οι δυο, να υπενθυμηθεί το επόμενο ραντεβού τους, κλπ. Η συνάντηση πρέπει να τελειώσει όσο πιο φιλικά γίνεται.
Ψυχοθεραπεία και παροχή συμβουλών
Αυτούς τους όρους τους χρησιμοποιούμε με μια πολύ πλατιά έννοια που συμπεριλαμβάνει κάθε κατάσταση, κατά την οποία ένα πρόσωπο προσπαθεί να λύσει τα ψυχολογικά προβλήματα ενός άλλου μέσα απ' τη συζήτηση. Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι ψυχοθεραπείας, μπορούμε όμως να πούμε δύο λόγια για τους κυριότερους:
1. Φροϋδική ψυχανάλυση: οι ασθενείς θυμούνται όνειρα και περιστατικά της πρώιμης παιδικής τους ηλικίας. Ο ψυχαναλυτής ερμηνεύει την κατάσταση του ασθενούς στη βάση της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Η πλήρης θεραπεία συνίσταται από τρεις συνεντεύξεις τη βδομάδα και φτάνουν συνολικά σε 300 ως 600, αν και πολλοί είναι αυτοί που δεν ολοκληρώνουν τη σειρά. 2. Η μη καθοδηγητική θεραπεία του Rogers: Εδώ ο ψυχοθεραπευτής βοηθάει τον ασθενή να κατανοήσει τις συναισθηματικές αντιδράσεις του ορίζοντας λεκτικά ή «αντανακλών τας» ότι έχει εκφραστεί, και δίνοντας ενθάρρυνση χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση για παραπέρα αποκαλύψεις. Η θεραπεία απαιτεί 30-60 συνεντεύξεις. 3. Παροχή συμβουλών και σύντομη ψυχοθεραπεία: συνίσταται στη συζήτηση των άμεσων προβλημάτων του ασθενούς, και στο τι μπορεί να γίνει γι' αυτά. Ο ψυχοθεραπευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει όποια ψυχολογική θεωρία θέλει, ή ένα συνδυασμό απ' αυτές. Ο αριθμός των συνεντεύξεων είναι συνήθως 5-10. Αυτή είναι και η πιο διαδομένη μορφή ψυχοθεραπείας — ακολουθείται από τους ψυχίατρους της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας στην Αγγλία, από πολυάριθμους Αμερικανούς μη γιατρούς ψυχοθεραπευτές και σύμβουλους, και βεβαίως από ακόμα περισσότερους παθολόγους, παπάδες και φίλους. 4. Η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία έχει αναπτυχθεί τελευταία και παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον γιατί φέρνει μια νέα θεωρητική αντίληψη. Τονίζονται οι υποκειμενικές εμπειρίες του ασθενούς, ο οποίος θεωρείται ότι αναπτύσσεται στη βάση κρίσιμων εμπειριών: βοηθιέται από τον ψυχοθεραπευτή να ολοκληρώσει την ταυτότητα του εγώ του και να τη συσχετίσει με τις πιο μεγάλες αξίες του. Όταν αυτή η μέθοδος ψυχοθεραπείας ασκείται από γιατρούς ψυχιάτρους, συνδυάζεται και με άλλες μεθόδους, όπως χρήση ηρεμιστικών. Οι στόχοι της ψυχοθεραπείας ποικίλουν ανάλογα με τις θεωρίες που υποστηρίζει ο ψυχοθεραπευτής. Συνήθως περιλαμβάνουν: απομάκρυνση αισθημάτων ψυχολογικής κατάπτωσης και δυσφορίας, όπως άγχος και κατάθλιψη, βελτίωση της απόδοσης του ασθενούς στη δουλειά του και στις διαπροσωπικές του σχέσεις· απομάκρυνση άλλων συμπτωμάτων διανοητικών διαταραχών. Η σχέση ανάμεσα στον ασθενή και στον ψυχοθεραπευτή χαρακτηρίζεται από το ότι ο ασθενής έρχεται θεληματικά στον ψυχοθεραπευτή γιατί θέλει να τον θεραπεύσει (εκτός αν έχει σταλεί από νομικές αρχές). Συνήθως ο ασθενής πληρώνει τις επισκέψεις, αν και αυτό δεν ισχύει για την Εθνική Υπηρεσία Υγείας. Ο ψυχαναλυτής διαθέτει ισχύ και γόητρο εξαιτίας του επαγγέλματός του σα γιατρός, της ειδικότητας του σαν ψυχοθεραπευτής, και συχνά και της κοινωνικής του τάξης. Μια και ο ασθενής μπορεί να διακόψει τη θεραπεία του όποτε θελήσει, ο ψυχοθεραπευτής δεν έχει καμιά τυπική εξουσία πάνω του, όμως ο ασθενής τον επισκέπτεται αναγκαστικά γιατί θέλει να Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
θεραπευθεί. Ο ρυθμός ανάρρωσης για τους νευρωτικούς είναι περίπου 66-70% στα δύο χρόνια, ενώ μερικοί χειροτερεύουν. Όμως, αρκετοί νευρωτικοί θεραπεύονται επίσης «αυθόρμητα», δηλαδή χωρίς καμιά τυπική θεραπεία. Υπάρχουν αρκετές διαφωνίες ως προς το ποσοστό αυτών που θεραπεύονται αυθόρμητα. Μια αντίληψη είναι ότι η νευρωτική κατάσταση επιδεινώνεται ή βελτιώνεται ανάλογα με τα εξωτερικά στρες, έτσι που οι ασθενείς μπορεί να φαίνονται ότι χειροτερεύουν ή ότι καλυτερεύουν κατά τη διάρκεια της θεραπείας (Subotnik, 1972). Έγιναν κάποιες μελέτες που συνέκριναν ρυθμούς ανάρρωσης ασθενών που υποβάλλονται σε ψυχοθεραπεία με ρυθμούς ανάρρωσης ομάδων ελέγχου από παρόμοιους ασθενείς που δεν υποβάλλονται σε καμιά θεραπεία. Σε αρκετές απ' αυτές τις μελέτες οι ασθενείς που υποβάλλονταν σε θεραπεία παρουσίαζαν καλύτερα αποτελέσματα από τους ασθενείς των ομάδων ελέγχου (Bergin και Garfield, 1971). Σε σύγκριση με τη θεραπεία της συμπεριφοράς, οι ρυθμοί της είναι πιο αργοί, — αν και μ' αυτή μπορούν να θεραπευθούν πολύ περισσότεροι ασθενείς. Βρέθηκε ακόμα ότι ορισμένοι ψυχοθεραπευτές έχουν περισσότερες επιτυχίες από άλλους, το ίδιο όπως και ορισμένοι τύποι ασθενών — πράγμα που καθιστά φανερό ότι, όταν ασκείται κάτω από τις σωστές συνθήκες, η ψυχοθεραπεία μπορεί να αποβεί πολύ αποτελεσματική. Πολλές φορές θεραπεύονται δύο ή περισσότεροι ασθενείς μαζί — αντρόγυνα, γονείς με το παιδί τους που βρίσκεται στην εφηβεία — και εδώ δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική μορφή θεραπείας. Είναι σίγουρο ότι ορισμένοι ψυχοθεραπευτές χειροτερεύουν τους ασθενείς τους, και παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές ως προς την κοινωνική ικανότητα που διαθέτει ο καθένας τους. Θα συζητήσουμε αργότερα ποιοι ψυχοθεραπευτές είναι καλύτεροι, όμως πρώτα θα περιγράψουμε μερικές από τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται πλατιά στην ψυχοθεραπεία. Οι επόμενες τεχνικές είναι κοινές σε όλες τις μορφές θεραπείας. (1) Ο ψυχοθεραπευτής εκφράζει μια εγκάρδια και φιλική στάση απέναντι στον ασθενή και αναπτύσσει μαζί του μια ισχυρή διαπροσωπική σχέση, που αποτελεί ένα είδος ιδανικής φιλίας, στην οποία ο ψυχοθεραπευτής συμμετέχει συναισθηματικά, αν και μόνο κατά την ώρα της θεραπείας. (2) Ο ασθενής ενθαρρύνεται να μιλήσει για τις ανησυχίες του, τις συγκρούσεις του και άλλα συμπιεσμένα αισθήματά του. Η καθαρτική εξωτερίκευση αυτών των αισθημάτων, το άλλο πρόσωπο που τα συμμερίζεται, χωρίς να αντιδρά κριτικά σ' αυτά, οδηγούν στην ανακούφιση του ασθενή απ' αυτά και του επιτρέπουν να σκεφτεί εποικοδομητικά πάνω σε οδυνηρά προβλήματά του. (3) Ο ψυχοθεραπευτής προσπαθεί να εξερευνήσει τον υποκειμενικό κόσμο των αισθημάτων και των σκέψεων του ασθενούς, προσπαθεί να κατανοήσει τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα, και να αναπτύξει μια επικοινωνία μαζί του. (4) Ο ψυχοθεραπευτής προσπαθεί να κάνει τον ασθενή να δει μόνος του γιατί αντιδρά μ' αυτό τον τρόπο, και έτσι να βελτιωθεί. Αυτό το κάνει χαρακτηρίζοντας συγκεκριμένα τη συμπεριφορά του ασθενούς. Οι ψυχαναλυτές και άλλοι μπορούν να δώσουν και μια θεωρητική ερμηνεία, π.χ. η μανία να πλένει συνεχώς τα χέρια του ο ασθενής μπορεί να εξηγηθεί σαν μια συμβολική κάθαρση από ενοχή. (5) Ο ψυχοθεραπευτής βοηθάει τον ασθενή να κάνει τα σχέδιά του και να πάρει θετικές αποφάσεις. Τον ενθαρρύνει να δοκιμάσει νέους τρόπους αντιμετώπισης ανθρώπων και καταστάσεων. Του ζητάει να καταβάλει θετικές προσπάθειες, να δίνεται σε κάτι, αντί να μένει αδιάφορος και παθητικός στο κάθε τι (Sundberg και Tyler, 1962). Κάθε ψυχοθεραπευτής τονίζει διαφορετικά κάθε μία απ' αυτές τις κοινές τεχνικές. Σημαντική διαφορά μεταξύ των ψυχοθεραπευτών παρατηρείται ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση της τεχνικής, στο να επιφέρουν δηλαδή συναισθηματικές και γνωστικές αλλαγές. Πολλές φορές η ψυχοθεραπεία γίνεται ομαδικά, και αυτό είναι ιδιαίτερα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ευεργετικό για ασθενείς που υποφέρουν από διαπροσωπικά προβλήματα. Η διαδικασία της ομαδικής ψυχοθεραπείας περιγράφεται εδώ. Τέλος, ο ψυχοθεραπευτής πρέπει να «κλείνει» τη θεραπεία, και στο τέλος κάθε συνέντευξης και στο τέλος της σειράς. Κάνει πρώτα κάποιες προκαταρκτικές παρατηρήσεις· συνοψίζει ό,τι έχει μέχρι τώρα επιτευχθεί, και αναφέρεται σε πιθανές μελλοντικές συναντήσεις. Έχουμε συμπυκνώσει σε ένα μικρό χώρο ζητήματα που έχουν περιγραφεί σε πάρα πολλά βιβλία και για τα οποία έχουν αφιερωθεί ολόκληρα περιοδικά. Όμως, κάποιες πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι τα λεπτομερειακά μέσα που χρησιμοποιεί ο ψυχοθεραπευτής είναι λιγότερο σημαντικά σε σχέση με την προσωπικότητά του και τις πιο γενικές κοινωνικές του ικανότητες. Ο Fiedler (1953) διαπίστωσε ότι οι πιο επιτυχημένοι ψυχοθεραπευτές —απ' αυτούς που μελέτησε— είχαν πολύ όμοιο στυλ κοινωνικής συμπεριφοράς, και η επιτυχία τους δεν είχε καμιά σχέση με την τεχνική που χρησιμοποιούσαν. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το γενικό στυλ κοινωνικής συμπεριφοράς του ψυχοθεραπευτή, και το είδος σχέσης που μπορεί να αναπτύξει. Ο ρυθμός ανάρρωσης είναι πιο γρήγορος σ' εκείνους τους ασθενείς που ο ψυχοθεραπευτής τους είναι εγκάρδιος, συγκαταβατικός, τους συμπαθεί και δείχνει ένα γνήσιο ενδιαφέρον γι' αυτούς, και μπορεί να κατανοεί και να συμμερίζεται τα συναισθήματά τους. (Truax και Mitchell, 1971). Σε μερικές μελέτες διαπιστώθηκε ότι φοιτητές με πολύ σύντομη εξάσκηση, ακόμα και νοικοκυρές χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση, είχαν τις ίδιες επιτυχίες που είχαν και οι πιο ειδικευμένοι ψυχοθεραπευτές. Υποστηρίχθηκε από τον Schofield (1964) ότι όλοι μας νιώθουμε κάποιες φορές κατάπτωση και αισθανόμαστε δυστυχισμένοι, και χρειαζόμαστε τη βοήθεια όχι τόσο ενός ειδικευμένου ψυχοθεραπευτή, όσο την κατανόηση και τη συμπαράσταση ενός φίλου μας. Είναι φανερό πως ψυχολογική κατάπτωση σε μικρό βαθμό είναι αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο, και οι πτυχιούχοι ψυχοθεραπευτές είναι πάρα πολύ λίγοι. Η λύση είναι να ασκούνται πιο πλατιά οι βασικές αρχές της ψυχοθεραπείας σε μη επαγγελματική ή ημιεπαγγελματική βάση. Οι ψυχοθεραπευτές προτιμούν ορισμένους ασθενείς με τους οποίους μπορούν να αναπτύξουν μια καλύτερη σχέση — ασθενείς που προέρχονται από μεσαία στρώματα, που πάσχουν όχι πολύ σοβαρά, και είναι έξυπνοι, υποχωρητικοί και φιλικοί. Οι άλλοι ασθενείς είναι που δεν γίνονται συνήθως καλά, που είναι δύσκολοι, ιδιαίτερα αν οι ίδιοι είναι άπειροι. (Luborsky κ.ά. 1971). Σε ποιο βαθμό προσαρμόζουν οι ψυχοθεραπευτές τις μεθόδους τους σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση; Προφανώς πολύ λίγο, γιατί έχουν εκπαιδευτεί σε μια ιδιαίτερη τεχνική που τη χρησιμοποιούν ανεξαρτήτως περιπτώσεων, φαίνεται όμως πολύ πιθανό ότι κάθε ασθενής έχει και το γιατρό του. Ένα άλλο χαρακτηριστικό μιας επιτήδειας συμπεριφοράς, που έχει μεγάλη σημασία εδώ, είναι η προβολή της κατάλληλης αυτοεικόνας από τον ψυχοθεραπευτή. Υπάρχουν όλο και περισσότερες μαρτυρίες ότι οι ψυχοθεραπευτές που κάνουν τους ασθενείς τους να πιστεύουν στις θεραπευτικές τους ικανότητες, έχουν μεγαλύτερες επιτυχίες μαζί τους. Οι ασθενείς μπορούν να βελτιωθούν και μόνο με την ιδέα ότι θα ασχοληθεί με την περίπτωσή τους ένας ικανότατος ψυχοθεραπευτής. Οι ψυχαναλυτές μπορούν να βοηθήσουν στο σχηματισμό της κατάλληλης εικόνας για τον εαυτό τους με «βαριά φορτωμένες βαλίτσες... και συνήθως με μια μεγάλη φωτογραφία του αρχηγού της σχολής που ακολουθούν, να κοιτάζει με καλοσύνη, αλλά και αρκετά εντυπωσιακά, όλα τα διαδραματιζόμενα» (Frank, 1961).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΜΕ ΟΜΑΔΕΣ
Εποπτεία ομάδων εργασίας.
Εδώ συμπεριλαμβάνουμε όχι μόνο τους επιστάτες στη βιομηχανία, αλλά και τους διευθυντές ομάδων έρευνας και αρχηγούς άλλων ομάδων που έχουν αναλάβει κάποιο έργο. Ο πρωταρχικός στόχος του επόπτη είναι να γίνεται η δουλειά, όμως ένας σημαντικός δευτερεύων στόχος είναι να διατηρείται η ομάδα ικανοποιημένη — αλλιώς θα υπάρχουν απουσίες, αποχωρήσεις και μια γενική έλλειψη συνεργασίας. Οι επόπτες μπορούν να αποτύχουν με πολλούς τρόπους, που οι πιο συνηθισμένοι είναι οι εξής: στηρίζονται πάρα πολύ στην τυπική τους εξουσία· είναι πολύ αυταρχικοί· δε δίνουν αρκετές οδηγίες, ώστε να αναγκάζονται άλλα μέλη της ομάδας να αναλαμβάνουν την καθοδήγηση· καταφέρνουν μεγάλη απόδοση, αλλά μικρή ικανοποίηση των μελών της ομάδας, ή αντίστροφα. Μελέτες που έγιναν πάνω σε ομάδες χειρωνακτών εργατών έδειξαν ότι, μια ομάδα, κάτω από την επιτήρηση διαφορετικών επιστατών, μπορεί να έχει μέχρι και 50% διαφορά στην απόδοσή της. Η χρησιμοποίηση ή μη μηχανών που αυξάνουν την ταχύτητα, ή η ύπαρξη ή μη μισθοδοτικών κινήτρων, έχουν λιγότερη σημασία από ότι ένας καλός ή ένας κακός επιστάτης (Argyle, 1972). Οι απουσίες και οι αποχωρήσεις είναι ακόμη μεγαλύτερες — έχουν βρεθεί αναλογίες 4 ή ακόμα και 8 προς 1. Οι χειρότεροι επιστάτες είναι αυτοί που οδηγούν σε αυτά τα τόσο χαρακτηριστικά αποτελέσματα. (Fleishman και Harris, 1962). Ο επιστάτης καταλαμβάνει μια θέση στην ιεραρχία και κατέχει ορισμένες τυπικές εξουσίες, δηλαδή μπορεί να κάνει χρήση αμοιβής ή τιμωρίας. Με άλλα λόγια μπορεί, μέχρι ένα σημείο, να πιέσει τα μέλη της ομάδας να εκτελέσουν τις διαταγές του. Το πόση δύναμη έχει εξαρτάται από τη θέση του στην ιεραρχία και στην οργάνωση, και η ικανότητά του να αμείβει την ομάδα του συμβάλλει αρκετά στο να νιώθουν ικανοποιημένοι απ' τη δουλειά τους. Οι επιστάτες στη βιομηχανία βρίσκονται σε μια μάλλον άσχημη θέση, στη μέση της σύγκρουσης συμφερόντων ανάμεσα στη διεύθυνση και τους εργάτες. Ο επιστάτης πρέπει να πείσει τα μέλη της ομάδας του να εκτελέσουν τις διαταγές της διεύθυνσης, και οι τυπικές εξουσίες του μπορούν να βρεθούν αντίθετες με τη δύναμη της οργανωμένης εργασίας. Γι' αυτό το λόγο ο επιστάτης πρέπει να διαθέτει αξιοσημείωτες κοινωνικές ικανότητες. Όπως πρέπει να ξέρει να επιστατεί έτσι πρέπει να ξέρει και τη δουλειά, και η επιρροή του θα γίνει πιο άμεσα αποδεκτή, αν θεωρηθεί ότι ξέρει πράγματι να κάνει αυτό που κάνει και ο οποιοσδήποτε εργάτης του. Πολλές έρευνες έχουν γίνει σχετικά με το ποιες κοινωνικές τεχνικές είναι πιο αποτελεσματικές — κυρίως συγκρίνοντας τη συμπεριφορά επιστατών που εποπτεύουν — ομάδες με υψηλή και με χαμηλή απόδοση. Παρόμοια αποτελέσματα παρουσίασαν και έρευνες που έγιναν σε διάφορες αμερικάνικες βιομηχανίες (Likert, 1961) σε εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικών ειδών στην Αγγλία (Argyle κ.ά., 1958), στη γιαπωνέζικη βιομηχανία, σε υπαλληλικό προσωπικό, σε αθλητικές ομάδες και στο στρατό. Οι κύριες διαπιστώσεις ήσαν οι ακόλουθες: 1. Πρέπει ο επιστάτης να εποπτεύσει οπωσδήποτε — (1) το σχεδιασμό της δουλειάς που πρέπει να γίνει, και να διαπιστώσει αν είναι διαθέσιμα τα υλικά, (2) να καθοδηγήσει και να εκπαιδεύσει τους εποπτευόμενους για το πώς πρέπει να γίνει η δουλειά, (3) να ελέγξει και να διορθώσει τη δουλειά που έχει γίνει, (4) να τροφοδοτήσει τους εποπτευόμενους με ανάδραση, για το πώς δούλεψαν, (5) να τους παράσχει κίνητρα ώστε να δουλεύουν πιο αποτελεσματικά. Αν δεν κάνει αυτά τα πράγματα, είναι σίγουρο ότι θα τα κάνει η ομάδα σαν σύνολο ή κάποια μέλη της. Από την Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
άλλη μεριά, ο επιστάτης πρέπει να τα κάνει όλα αυτά πολύ διακριτικά, χωρίς να στέκεται συνεχώς από πάνω τους. Πρέπει να περνάει να τους βλέπει όσο γίνεται πιο συχνά, να δείχνει ενδιαφέρον, να τους βοηθάει όταν τον χρειάζονται, αλλά να τους δίνει όσο το δυνατό λιγότερες οδηγίες και να τους παρατηρεί όσο γίνεται πιο λίγο. Σε σχέδια «εμπλουτισμού της εργασίας», μερικές από τις δουλειές του επιστάτη, όπως ο έλεγχος, γίνονται από μέλη της ομάδας. 2. Οι επιστάτες είναι πιο αποτελεσματικοί αν φροντίζουν για τις ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και την καλή ψυχολογία των μελών της ομάδας τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα αν έχουν αρκετές δικαιοδοσίες, ώστε να μπορούν να κάνουν κάτι γι' αυτούς. Σε ζητήματα πειθαρχίας πρέπει να χρησιμοποιούν την πειθώ μάλλον παρά την τιμωρία, και να προσπαθούν κάθε φορά να βρίσκουν τις αιτίες για μια προσβλητική συμπεριφορά. Είναι χαρακτηριστικό το ότι εκείνοι από τους επιστάτες που φροντίζουν περισσότερο για τα μέλη της ομάδας τους παρά για την παραγωγή, εκείνοι έχουν και τους υψηλότερους παραγωγικούς ρυθμούς. Από την άλλη μεριά, κάποιες μελέτες έδειξαν ότι ο επιστάτης πρέπει να είναι κάπως αμερόληπτος και ανεξάρτητος: πρέπει να κάνει μάλλον τη δική του δουλειά και όχι τη δική τους, και να μη φοβάται να ασκήσει πάνω τους την επιρροή του. 3. Οι δημοκρατικοί ηγέτες είναι συνήθως πιο αποτελεσματικοί από τους αυταρχικούς. Ένας δημοκρατικός ηγέτης δεν στηρίζεται απλώς στις τυπικές εξουσίες του, αλλά στο ότι, (1) παροτρύνει τους ανθρώπους του με την πειθώ και με εξηγήσεις, αντί να τους δίνει διαταγές, (2) επιτρέπει στους εποπτευόμενους να συμμετέχουν σε αποφάσεις που τους αφορούν άμεσα και (3) χρησιμοποιεί την τεχνική ομαδικών συζητήσεων και ομαδικών αποφάσεων. Με αυτές τις ικανότητες ο επιστάτης πετυχαίνει να κάνει την ομάδα να θέσει υψηλούς στόχους, να κάνουν την παραγωγή δικιά τους υπόθεση, χωρίς ο ίδιος να ασκήσει πίεση πάνω τους. Υπάρχουν βέβαια όρια σ' αυτά που μπορεί να αποφασίσει η ομάδα. Μπορεί συνήθως να αποφασίζει για κάποιες διευθυντικές λεπτομέρειες — που θα δουλέψει ο καθένας, πώς θα εκτελεσθούν τα προγράμματα εκπαίδευσης ή διακοπών. Η ομάδα μπορεί επίσης να κάνει προτάσεις πάνω σε πιο σημαντικά ζητήματα, τις οποίες μπορεί να μεταβιβάσει ο επιστάτης στους ανωτέρους του. Ασκεί μια πραγματική καθοδήγηση και επιρροή, αλλά με έναν τρόπο που δεν προκαλεί μνησικακία και ανταγωνισμούς. Οι αυταρχικοί ηγέτες κάνουν μεγαλύτερη χρήση των τυπικών τους εξουσιών, και δίνουν διαταγές χωρίς εξηγήσεις ή δυνατότητα να συζητηθούν αυτές οι διαταγές. Οι παραπάνω διαπιστώσεις έχουν σημαντικό ενδιαφέρον μια και στηρίζονται πάνω σε συγκεκριμένες έρευνες και ορίζουν αρκετά λεπτομερειακά το σχήμα της κοινωνικής τεχνικής ενός αποτελεσματικού επιστάτη. Τονίζουν πώς πρέπει να γίνεται ο συνδυασμός εγκαρδιότητας και αυστηρότητας που παρουσιάσαμε νωρίτερα. Τονίζουν τη σημασία της ευαισθησίας απέναντι στην ανάδραση, και σε σχέση με κοινωνικά γεγονότα στο εσωτερικό της ομάδας και σε σχέση με την ίδια τη δουλειά. Δείχνουν ότι ακόμα κι αν ο κάτοχος μιας κοινωνικής ικανότητας διαθέτει κάποια ισχύ, είναι καλύτερο να μην την χρησιμοποιήσει και να μεταχειριστεί την πειθώ. Μέχρι τώρα, εξετάσαμε κοινωνικές τεχνικές που είναι γενικά αποτελεσματικές. Τώρα περνάμε σ' αυτές που χρειαζόμαστε σε ιδιαίτερες περιστάσεις. Ο καλός επιστάτης είναι εκείνος που μπορεί και προσαρμόζει το στυλ του μέσα απ' τη λειτουργία διαδικασιών «μετάφρασης». Ο Fiedler (1964) και άλλοι διαπίστωσαν ότι η δημοκρατικότητα και η πειθώ αποτελούν πάντα τα πιο αποτελεσματικά μέσα. Μπορεί να χρειαστεί κάποιες φορές να χρησιμοποιήσει διαφορετικά μέσα για την ίδια ομάδα: μια ομάδα έρευνας, όταν βρίσκεται στο στάδιο σχεδιασμού, χρειάζεται μια ανεκτική μεταχείριση ώστε να μπορούν να εκφραστούν όλες οι ιδέες, όμως, μόλις αποφασιστεί το σχέδιο, είναι καλύτερο ένα πιο αυστηρό στυλ. Παρόμοια, η αυταρχική συμπεριφορά έχει κάποια πλεονεκτήματα, όταν η ομάδα είναι μεγάλη, ή όταν τα μέλη της έχουν αυταρχική προσωπικότητα και είναι συνηθισμένα σε ένα αυστηρό σχήμα καθοδήγησης.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Μια άλλη σειρά προβλημάτων εμφανίζεται σε σχέση με κάποια δύσκολα μέλη. Μερικές φορές τέτοιοι άνθρωποι υπόκεινται πιο εύκολα στην επιρροή της ομάδας παρά στην επιρροή του αρχηγού, ιδιαίτερα εκείνοι που έχουν εχθρικές διαθέσεις απέναντι σε κάθε εξουσία. Αυτοί είναι καλό να αφήνονται στον έλεγχο των άλλων μελών της ομάδας. Κάποιοι άλλοι ανταποκρίνονται περισσότερο στους εκπρόσωπους της εξουσίας. Αυτούς πρέπει να τους αναλαμβάνει ο αρχηγός ιδιαίτερα. Οι πιο δύσκολοι στη μεταχείριση είναι οι ψυχοπαθείς, που δεν τους νοιάζει ούτε ο αρχηγός ούτε η ομάδα. Η μόνη λύση είναι να απομονωθούν όσο γίνεται πιο γρήγορα από τις κύριες δραστηριότητες της ομάδας, για να μην επιφέρουν τη διάλυσή της. Οι επιστάτες πρέπει επίσης να ασχολούνται με τα διαπροσωπικά προβλήματα που ανακύπτουν στην ομάδα. Τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα όταν ξέρουν λίγα πράγματα για τη δυναμική των κοινωνικών ομάδων. Μερικές φορές η λύση μπορεί να είναι η αναπροσαρμογή του συστήματος διεξαγωγής της δουλειάς (>>), αλλαγή στη σύνθεση των υποομάδων, διεξαγωγή μιας συζήτησης ανάμεσα στα μέλη της ομάδας, ή να εξεταστούν χωριστά κάποια πρόσωπα και να μελετηθεί κάποια λύση.
Προεδρία σε επιτροπή
Το έργο των επιτροπών και άλλων ομάδων συζήτησης είναι να λύνουν προβλήματα και να παίρνουν αποφάσεις με έναν τρόπο που να είναι αποδεκτός από τους παρευρισκόμενους και από εκείνους που εκπροσωπούν. Σε άλλες περιπτώσεις τονίζεται περισσότερο η λύση ενός προβλήματος και η δημιουργικότητα, και σε άλλες η επίτευξη μιας κοινής συγκατάθεσης. Η κύρια αξία μιας επιτροπής καθορίζεται από την ικανότητά της να παίρνει αποφάσεις που να είναι από όλους αποδεκτές. Τότε μόνο οι παρόντες θα κοιτάξουν να τις υλοποιήσουν με προθυμία. Οι ομάδες είναι καλύτερες για τη λήψη αποφάσεων από τα μεμονωμένα άτομα, αν τα μέλη που τις αποτελούν έχουν διάφορες ικανότητες και γνώσεις. Έτσι συνδυασμένες όλες μαζί, έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από ένα μόνο ανθρώπινο εγκέφαλο. Επιπλέον λειτουργεί και η αλληλεπίδραση ανάμεσα στα μέλη, έτσι ώστε να προτείνει ο καθένας νέες σκέψεις που κριτικάρονται και αξιολογούνται από τους άλλους. Αυτές οι ομάδες έχουν συνήθως ένα πρόεδρο, εκτός αν αποτελούνται από τρία ή τέσσερα μέλη μόνο. Ο πρόεδρος έχει τον γενικά αποδεκτό κοινωνικό ρόλο να ελέγχει τη συζήτηση και να βοηθάει την ομάδα στη λήψη των αποφάσεων. Η θέση του είναι πιο προσωρινή από τη θέση των αρχηγών άλλων ομάδων, και μπορεί να υπάρχει περιστροφή στην προεδρία, ώστε να συμμετάσχουν σ' αυτήν όλα τα μέλη της ομάδας με τη σειρά. Ο πρόεδρος έχει κάποιες εξουσίες, πρέπει όμως να τις χρησιμοποιεί με σύνεση. Πρέπει να φροντίζει ώστε όλα τα μέλη να εκφράζουν τη γνώμη τους, και να συμφωνούν όσο γίνεται περισσότεροι με τις αποφάσεις. Πρέπει να ελέγχει τις διαδικασίες διακριτικά, ώστε να μην ενοχλούνται τα μέλη. Ένας αριθμός από έρευνες έγιναν από τους Maier, και Solem (1952) και τον Hoffman (1965) για το ποιες προεδρικές ικανότητες φέρνουν τα καλύτερα αποτελέσματα. Βρήκαν, για παράδειγμα, ότι επιτυγχάνονται καλύτερες και πιο πλατιά αποδεκτές λύσεις όταν εκφράζονται και οι απόψεις της μειοψηφίας. Μερικές φορές οι λύσεις βρίσκονται κάπως γρήγορα· αν τότε ο πρόεδρος τους ζητήσει να σκεφτούν και κάποια άλλη εναλλακτική λύση, στο τέλος προτιμούν αυτή τη δεύτερη λύση. Ο πρόεδρος μπορεί να βοηθήσει την ομάδα συγκεκριμενοποιώντας τις διαφωνίες και αναζητώντας μια δημιουργική λύση. Ο πρόεδρος πρέπει να μελετάει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης πολύ προσεκτικά από πριν, και να προετοιμάζει την εισήγησή του σ' αυτή. Πρέπει προπαντός να εντοπίσει από πριν εκείνα τα θέματα που είναι δυνατό να προξενήσουν κάποια δυσκολία· μπορεί να τα συζητήσει από πριν με μερικά μέλη που διαθέτουν μια σχετική ειδίκευση, των οποίων χρειάζεται τη συμπαράσταση. Στην αρχή της συγκέντρωσης ο πρόεδρος πρέπει να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα, χρησιμοποιώντας μη λεκτικά σήματα. Υπάρχουν διάφορες φάσεις στη συζήτηση κάθε θέματος. Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Πρώτα ο πρόεδρος κάνει την εισήγηση περιγράφοντας γενικά το πρόβλημα που πρόκειται να συζητηθεί, συνοψίζοντας σύντομα τους κύριους όρους, τα διάφορα επιχειρήματα κλπ. Έπειτα καλείται η ομάδα να το συζητήσει. Πρέπει να αφεθεί αρκετός χρόνος για να εκφραστούν οι διάφορες απόψεις, και ο πρόεδρος πρέπει να φροντίσει για την ομαλή διεξαγωγή της συζήτησης, ώστε να αντιμετωπιστούν με τη σειρά τους το καθένα από τα διάφορα σημεία. Τώρα ο πρόεδρος μπορεί να βοηθήσει την ομάδα να αποφασίσει εντοπίζει τις διαφωνίες ανάμεσά τους και προσπαθεί να φτάσει σε μια δημιουργική λύση, αξιολογώντας τις διάφορες κρίσεις σε σχέση με τα κριτήρια που έχουν τεθεί, αν αυτές μπορούν να γίνουν αποδεκτές, εξετάζοντας με τη σειρά τυχόν προβλήματα που μπορούν να δημιουργηθούν, ή ζητώντας από την επιτροπή να εξετάσει δύο πιθανές λύσεις. Τέλος γίνεται μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί η έγκριση της ομάδας για μια ιδιαίτερη λύση. Αν αυτό δεν μπορεί να γίνει, πιθανό να χρειαστεί να τεθεί σε ψηφοφορία. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί την ιδανική λύση, γιατί σημαίνει ότι κάποια μέλη δεν είναι ευχαριστημένα από την απόφαση, και δε θα δουλέψουν με ενθουσιασμό για την υλοποίησή της. Ο πρόεδρος πρέπει να ξέρει τις κύριες μορφές συμπεριφοράς που αναπτύσσονται στις διάφορες ομάδες, και πρέπει να μην τις αφήνει να παρεμβληθούν στην αποτελεσματική λειτουργία της επιτροπής. Ο σχηματισμός μιας ορισμένης ιεραρχίας μπορεί να εμποδίζει τα κατώτερα μέλη να συμβάλλουν ουσιαστικά, γι' αυτό πρέπει να ενθαρρυνθεί η ισότιμη συμμετοχή τους στη συζήτηση. Ο λόγος που οι ομάδες συχνά παίρνουν πιο ριψοκίνδυνες αποφάσεις απ' ότι τα άτομα, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι ότι η ριψοκίνδυνη συμπεριφορά εκτιμιέται στον πολιτισμό μας, και καθένας κολακεύεται να πιστεύει ότι είναι πιο ριψοκίνδυνος από τον άλλο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, αυτοί που ανακαλύπτουν ότι έκαναν λιγότερο ριψοκίνδυνες προτάσεις από τους άλλους, να μετατοπίζονται προς τις πιο ριψοκίνδυνες αποφάσεις μετά τη συζήτηση.
Διδασκαλία
Σ' αυτό το τμήμα θα ασχοληθούμε με τη διδασκαλία μικρών και μεγάλων που γίνεται σε τάξεις, δηλ. σε ομάδες, από πέντε μέχρι σαράντα άτομα. Η διδασκαλία φαίνεται ότι έχει έναν κύριο στόχο και δύο βοηθητικούς. Ο κύριος στόχος είναι η ανάπτυξη της γνώσης, της αντίληψης ή διαφόρων άλλων ικανοτήτων στα παιδιά. Οι βοηθητικοί στόχοι είναι να αυξήσει ο δάσκαλος τα κίνητρα και το ενδιαφέρον των μαθητών, και να διατηρήσει την τάξη και την πειθαρχία. Αυτοί οι στόχοι κλήθηκαν βοηθητικοί, γιατί χωρίς την ύπαρξή τους δεν μπορεί να επιτευχθεί ο πρώτος στόχος. Θα μπορούσαν να αναφερθούν και άλλοι στόχοι, π.χ. ότι οι μαθητές πρέπει να βρίσκουν ευχάριστο το μάθημα, ότι πρέπει να αναπτυχθεί η διανοητική υγεία τους, ο αυτοέλεγχός τους ή άλλες πλευρές της πρσωπικότητάς τους. Η πιο συνηθισμένη αποτυχία βρίσκεται στην πειθαρχία: υπάρχουν μαρτυρίες ότι οι νέοι δάσκαλοι, ιδιαίτερα οι γυναίκες, αντιμετωπίζουν την πειθαρχία σαν το πιο δύσκολο πρόβλημα, και αυτός είναι πιθανώς ο κύριος λόγος που πολλοί από αυτούς εγκαταλείπουν το επάγγελμα. Τα προβλήματα της διδασκαλίας ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία των μαθητών. Οι μικρότεροι μαθητές αποτελούν συνήθως ένα συνεπαρμένο ακροατήριο, όμως η προθυμία τους οφείλεται κυρίως στο να ευχαριστήσουν το δάσκαλο. Οι μεγαλύτεροι μαθητές δεν νοιάζονται και τόσο να τον ικανοποιήσουν, όμως τα κίνητρά τους μπορεί να είναι πολύ ισχυρά για διάφορους άλλους λόγους, ιδιαίτερα αν υπήρξαν καλοί μαθητές κατά το παρελθόν. Στις ενδιάμεσες ηλικίες τα κίνητρα είναι πιο αδύνατα, και με τους μαθητές των δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε χρόνων είναι πιο δύσκολο για το δάσκαλο να διατηρήσει την πειθαρχία. Οι δάσκαλοι συνήθως έχουν μια τυπική εξουσία, και σχετικά με την πειθαρχία και όσον αφορά στον έλεγχο της μελλοντικής προόδου των μαθητών. Ο δάσκαλος μπορεί επίσης να έχει μια ισχύ που βασίζεται στην ειδικότητα και τη θέση του, με βάση τα οποία μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να υλοποιήσει τις φιλοδοξίες του.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η διατήρηση της πειθαρχίας
έχει γίνει ένα κύριο πρόβλημα στα βρετανικά και τα αμερικανικά σχολεία σήμερα. Η κύρια λύση βρίσκεται πιθανώς στο να προκληθεί το ενδιαφέρον των μαθητών σ' αυτά που διδάσκονται, έτσι που κάθε φασαρία να θεωρείται από τους ίδιους τους μαθητές σαν αναστολή της προόδου τους, και να κερδίσει έτσι ο δάσκαλος την ομαδική υποστήριξη. Οι ευκαιρίες για φασαρία πρέπει να αποφεύγονται με επιμέλεια — όπως όταν υπάρχουν μεγάλες παύσεις στην ομιλία, όταν χαλάσει ένα μηχάνημα ή όταν οι μαθητές δεν έχουν σαφείς οδηγίες για το τι πρέπει να κάνουν. Είδαμε νωρίτερα ότι οι μαθητές έχουν τη δική τους αντίληψη για το πώς πρέπει να είναι τα πράγματα στο σχολείο — έχουν τους δικούς τους «κανόνες» με τους οποίους μετράνε το δάσκαλο. Για να αποφύγει λοιπόν αυτός σίγουρες φασαρίες, πρέπει να είναι απόλυτα δίκαιος, ως προς τον τρόπο που μεταχειρίζεται τους διάφορους μαθητές, και να μην έχει ευνοούμενους, πράγμα που ενοχλεί αφάνταστα τους άλλους μαθητές. Να μην έχει «παράλογες» απαιτήσεις — ώστε να μπορεί, παζαρεύοντας με τους μαθητές, να κάνει υποχωρήσεις που δε θα τον εκθέτουν. Πρέπει να χρησιμοποιεί ένα εγκάρδιο μα και επιβλητικό συγχρόνως στυλ επιτήρησης (>>). Πρέπει να έχει ύφος σταθερό και πειστικό, μια διάθεση φιλική, έτοιμος να βοηθήσει, για να μπορέσει έτσι να κατακτήσει την εμπιστοσύνη των μαθητών του. Αυτό γίνεται κατά ένα μέρος με μη λεκτικά σήματα επικοινωνίας — δείχνοντας καθαρά τη στάση του, και την πρόθεσή του να ελέγξει την κατάσταση. Η πειθαρχία μπορεί και διατηρείται με την τιμωρία και την απειλή, όμως αυτό δημιουργεί μια αγχώδη και δυσάρεστη ατμόσφαιρα, και κάνει τους μαθητές να αντιπαθήσουν το δάσκαλο, εμποδίζοντας έτσι τη διαδικασία μάθησης και αποθαρρύνοντας μια δημιουργική προσέγγιση στο θέμα που μελετάται. Μια μελέτη που έγινε πάνω σε Καναδούς μαθητές κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτά που αντιπαθούσαν περισσότερο οι μαθητές ήσαν: «ερωτήσεις αποθαρρυντικές, περιοριστικές, περιφρονητικές· η αντιμετώπισή τους με ειρωνεία, σαρκασμό, εχθρότητα, θυμό, υπεροψία, και ταπεινωτικό τρόπο· το να τους αποπαίρνουν, να μην τους αφήνουν να συνεχίσουν, να αποθαρρύνουν κάθε συζήτηση ή διατύπωση αποριών τους». (Crawford και Signori, 1962).
Η πρόκληση ενδιαφέροντος
Η πρόκληση ενδιαφέροντος είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό πρόβλημα, περισσότερο στη διδασκαλία απ' ό,τι σ' όλες τις άλλες κοινωνικές ικανότητες. Τελικά, είναι ζήτημα διέγερσης μιας παρόρμησης που έχουν οι περισσότεροι μαθητές. Η ανάγκη για διάκριση μπορεί να προκληθεί στους μαθητές αν νομίσουν ότι δεν είναι και τόσο δύσκολο να μάθουν εκείνο που πρέπει να μάθουν, ότι θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τους άλλους, ή ότι θα αναγνωριστεί η προσπάθειά τους με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αν οι μαθητές μπορούν να έχουν την εμπειρία κάποιας επιτυχίας, αν μαθαίνουν κανονικά τα αποτελέσματα των προσπαθειών τους, αν βλέπουν ότι πιάνουν τη βαθμολογία που χρειάζεται συνήθως για να εισαχθούν σε ανώτατες σχολές, μπορεί να τους προκληθεί το αντίστοιχο ενδιαφέρον. Η ανάγκη για σύναψη σχέσεων μπορεί να προκληθεί βάζοντας τους μαθητές να δουλέψουν ομαδικά σε μικρές ομάδες πάνω σε ένα κοινό θέμα. Όταν χρησιμοποιούνται ομαδικές μέθοδοι και αποφασίζει η ομάδα για το τι πρέπει να γίνει, το επίπεδο του ενδιαφέροντος είναι μεγαλύτερο, όπως στις ομάδες εργασίας. Μερικοί μαθητές μπορούν να έχουν σαν κίνητρο την επιδοκιμασία του δάσκαλου, δηλαδή ενός ισχυρού προσώπου. Άλλοι μπορεί να ταυτισθούν μαζί του και να δείξουν έτσι τον ίδιο ενθουσιασμό για το θέμα. Αν οι μαθητές συμπαθούν το δάσκαλο, θα συμπαθήσουν και το θέμα. (Oeser, 1955). Το κίνητρο της περιέργειας — προκειμένου να ανακαλύψεις καινούργια πράγματα και να λύσεις κάποια προβλήματα — μπορεί να ξυπνήσει αν παρουσιαστεί το υλικό σαν μια σειρά μπερδεμένα και προκλητικά προβλήματα. Παρόμοια ο δάσκαλος μπορεί να χρησιμοποιήσει υλικό ή παραδείγματα που είναι δραματικά, ασυνήθιστα, αστεία, ή εντυπωσιακά, με οποιοδήποτε τρόπο. Τα εποπτικά μέσα είναι ένας τρόπος για να επιτευχθεί αυτό, όπως τα σλάιτς, οι ταινίες κλπ. Τέλος, ο δάσκαλος μπορεί να δείξει τη σχέση που έχει το θέμα με τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα της ομάδας. Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Μετάδοση πληροφοριών, γνώσεων ή ικανοτήτων
Το μεγαλύτερο μέρος της εκπαιδευτικής ψυχολογίας ασχολείται με τα κοινωνικά μέσα που είναι αποτελεσματικά γι' αυτό το σκοπό. Υπάρχουν μερικοί διαφορετικοί τύποι δραστηριότητας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν: ο δάσκαλος μιλάει για το θέμα υπό τύπον διάλεξης. Ρωτάει τους μαθητές, για να δει κατά πόσο καταλάβανε: κατευθύνει μια γενική συζήτηση για το θέμα· τους δίνει να κάνουν δουλειά στην τάξη, και περιοδεύει κοιτάζοντας πως τα πάνε· χρησιμοποιεί εποπτικά μέσα, πρακτική εξάσκηση, επισκέψεις, μαζί με συζητήσεις. Υπάρχουν μερικές βασικές αρχές μάθησης που πρέπει να τηρηθούν. Ο δάσκαλος πρέπει να κάνει τους μαθητές να ασχοληθούν ενεργά με το θέμα — συζητώντας το, γράφοντάς το, κάνοντας προβολές ή πειράματα κλπ. Ο δάσκαλος πρέπει να προκαλεί την ανάδραση, και με τη μορφή του επαίνου και με τη μορφή της διόρθωσης των λαθών. Πρέπει να προσπαθήσει να κατανοήσουν οι μαθητές κάποιες βασικές αρχές. Πολλές έρευνες έχουν γίνει συγκρίνοντας αυτά που έχουν μάθει οι μαθητές, ή τα αποτελέσματα των εξετάσεων, σε σχέση με διαφορετικούς τρόπους διδασκαλίας (Rosenshine, 1971). Αυτοί οι τρόποι έχουν τώρα ενσωματωθεί αρκετά πλατιά σε προγράμματα μικροδιδασκαλίας (>>). Αυτό αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα ανάπτυξης κοινωνικών ικανοτήτων, που στηρίζεται σε έρευνες για το ποιοι τρόποι διδασκαλίας παρέχουν τα καλύτερα αποτελέσματα. Οι τρόποι διδασκαλίας που έχουν βρεθεί σαν πιο αποτελεσματικοί είναι οι ακόλουθοι: 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9.
Ο δάσκαλος παρουσιάζει τα θέματα ή τις δραστηριότητες πολύ καθαρά. Εξηγεί καθαρά, με παραδείγματα και εποπτικό υλικό. Συστηματική οργάνωση των μαθημάτων. Ποικιλία των υλικών και των μεθόδων διδασκαλίας. Χρήση ερωτήσεων, ιδιαίτερα ερωτήσεων ανώτερης τάξης. Χρησιμοποίηση του επαίνου και άλλων ενισχύσεων, λεκτικών και μη λεκτικών. Ενθαρρύνει τη συμμετοχή των μαθητών. Χρησιμοποιεί τις ιδέες των μαθητών, τις διευκρινίζει και τις αναπτύσσει πάρα πέρα. Εγκαρδιότητα, φιλική σχέση και ενθουσιασμό, που δείχνονται κυρίως μη λεκτικά.
Η διδασκαλία συνίσταται από κύκλους αλληλεπίδρασης δασκάλου-μαθητών. Όπως είδαμε προηγούμενα ο δάσκαλος μπορεί να ελέγχει αυτούς τους κύκλους ενθαρρύνοντας, άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο τη συμβολή των μαθητών του, χρησιμοποιώντας περισσότερες ή λιγότερες ερωτήσεις, περισσότερες ή λιγότερες εξηγήσεις κλπ. (>>). Υπάρχουν μερικές μαρτυρίες για την ανάγκη να συμπεριφέρεται ο δάσκαλος διαφορετικά σε κάθε μαθητή, ανάλογα με την προσωπικότητα και τα προβλήματά του. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι οι εσωστρεφείς ανταποκρίνονται καλύτερα στον έπαινο και οι εξωστρεφείς στην επίπληξη (Highfield και Pinsent, 1952). Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες ότι οι αγχώδεις μαθητές τα καταφέρνουν καλύτερα όταν δουλεύουν σε ομάδες. Έχει μεγάλη σημασία οι μεγαλύτεροι και οι καλύτεροι μαθητές να βλέπουν το δάσκαλο σαν ένα ειδικό. Η διδασκαλία τονίζει μερικές πλευρές των κοινωνικών ικανοτήτων με έναν ελκυστικό τρόπο — την ανάγκη για πρόκληση ενδιαφέροντος, τη σημασία της εγκάρδιας μα και επιβλητικής σχέσης, την παρουσίαση της αυτοεικόνας, και τη συνεχή αναζήτηση ανάδρασης.
Δημόσια ομιλία
Οι στόχοι ενός δημόσιου ομιλητή μπορεί να είναι να αλλάξει τη στάση και τη συμπεριφορά των μελών του ακροατηρίου, ή να αυξήσει τη γνώση και την αντίληψή τους. Συχνά οι δύο αυτοί στόχοι Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
συνδυάζονται, όμως οι πολιτικοί και θρησκευτικοί ομιλητές τονίζουν τον πρώτο, ενώ οι ομιλητές σε εκπαιδευτικά ιδρύματα τονίζουν το δεύτερο. Το ίδιο πρόσωπο μπορεί να έχει διαφορετικό στόχο σε κάθε περίπτωση, για παράδειγμα όταν κάνει κήρυγμα και όταν κάνει ομιλίες πάνω σε θεολογικά ζητήματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ομιλητές μπορούν μια χαρά να πετύχουν αυτούς τους δύο στόχους. Για παράδειγμα, ο Billy Graham προσηλύτισε 100.000 άτομα στη διάρκεια των τριών πρώτων εκστρατειών του στη Μεγάλη Βρετανία — περίπου 4% των ακροατών. Οι μισοί απ' αυτούς ακολουθούσαν ακόμα το κήρυγμά του επί ένα χρόνο μετά (Argyle και Beit-Hallahmi, 1975). Ο Graham είχε πολύ μεγάλη επιτυχία, χωρίς όμως να συμβαίνει το ίδιο και με όλους τους άλλους ευαγγελιστές. Σε μερικά κολλέγια η «παράδοση» είναι η κύρια μορφή διδασκαλίας, και οι φοιτητές την περισσότερη μόρφωσή τους την αποκτούν μέσω αυτού του τρόπου διδασκαλίας. Αντίθετα, πολλοί φοιτητές θεωρούν αυτόν τον τρόπο διδασκαλίας σαν απαρχαιωμένο, και εκείνους τους καθηγητές που διδάσκουν μ' αυτό τον τρόπο αποτυχημένους. Αν η παρακολούθηση δεν είναι υποχρεωτική, παρακολουθούν λίγοι φοιτητές, κι αυτοί πάλι ελάχιστα μαθαίνουν. Οι κύριες πηγές αποτυχίας για έναν ομιλητή είναι συνήθως το ότι δεν ακούγεται, το ότι είναι βαρετός, μη πειστικός, μιλάει πολύ γρήγορα, περπατάει πάνω κάτω ή έχει άλλες τέτοιες συνήθειες, είναι νευρικός, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κατάλληλα το ακροατήριο και παρουσιάζει πολύ άσχημα το υλικό του. Υπάρχουν ορισμένα προβλήματα (που για την αντιμετώπισή τους χρειάζεται μια ιδιαίτερη τεχνική), που προκύπτουν και στα δύο είδη ομιλητών. Πρώτα, πρώτα, ο ομιλητής πρέπει να ακούγεται καθαρά. Πρέπει να μιλάει καθαρά και να έχει καλή άρθρωση, με το κεφάλι ψηλά, και να κατευθύνει τη φωνή του σε κάθε γωνιά του ακροατηρίου. Πρέπει να μην κόβει το τέλος των λέξεων, να μη ρίχνει τη φωνή του στο τέλος μιας πρότασης και να ελέγχει τον τόνο και το χρώμα της, καθώς και την αναπνοή του. Καθηγητές ορθοφωνίας μπορεί να βοηθήσουν πάρα πολύ στο ξεπέρασμα τέτοιων δυσκολιών. Έπειτα, πρέπει ο ομιλητής να διαθέτει το αντίστοιχο κύρος για να τον πάρουν στα σοβαρά οι ακροατές του, και να αποδεχθούν όσα τους πει. Θα έχει μεγαλύτερη επίδραση πάνω τους αν νομίζουν ότι κατέχει καλά το θέμα του και είναι καλοδιάθετος απέναντί τους. Τέτοιο κύρος μπορεί να στηρίζεται στα επιτεύγματα που έκανε στο παρελθόν, μπορεί να δημιουργηθεί από την παρουσίαση που θα του κάνει ο παρουσιαστής, ή να προέλθει από τον ίδιο τον ομιλητή, αν δείξει αυτοπεποίθηση ή αν αποδείξει την ικανότητά του με την έξοχη παρουσίαση του θέματος. Τέλος, πολλοί ομιλητές δείχνουν ανήσυχοι μπροστά σε ακροατήριο. Αυτό τους δημιουργεί την αίσθηση ότι «παρατηρούνται», πράγμα που αυξάνει το επίπεδο διέγερσής τους. Κι αυτό γιατί η αυτοεκτίμηση και η αυτοεικόνα τους κινδυνεύουν να καταστραφούν. Όσο πιο μεγάλο και «εκλεκτό» είναι το ακροατήριο, τόσο μεγαλύτερη είναι και η διέγερση. Η καλύτερη περίπτωση είναι κάτι το ενδιάμεσο. Αν το ακροατήριο είναι πολύ μικρό, μπορεί να βαρεθεί· αν είναι πάρα πολύ μεγάλο, μπορεί να τον πιάσει άγχος. Αν και «το άγχος της σκηνής» ξεπερνιέται σιγά σιγά με την εμπειρία, ξεπερνιέται όμως πολύ αργά. Πώς μπορεί να μειωθεί αυτό το άγχος; 1. Αξίζει να θυμηθούμε ότι το άγχος είναι συνήθως μεγαλύτερο πριν την έναρξη της ομιλίας (της παράστασης κλπ). Μόλις η ομιλία αρχίσει, ο ομιλητής σκέφτεται περισσότερο το θέμα του παρά τον εαυτό του. 2. Ο ομιλητής πρέπει να προετοιμάσει πολύ προσεκτικά το υλικό του, για να του δημιουργηθεί αυτοπεποίθηση. Πρέπει επίσης να έχει αποφασίσει για το πού αποβλέπει η ομιλία του — έχει σαν στόχο να διασκεδάσει το κοινό, να το πείσει για κάτι ή να το πληροφορήσει για μια νέα έρευνα; Και έχει το δικαίωμα, ή τη δυνατότητα να το κάνει αυτό; 3. Η αυτοπαρουσίαση πρέπει να γίνει με μεγάλη προσοχή, και να είναι όσο το δυνατό πιο γνήσια. (>>).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
4. Ακόμα κι αν αποτύχουν όλα τα άλλα, η μέθοδος της αποευαισθητοποίησης είναι πολύ αποτελεσματική (>>). Ο ομιλητής πρέπει να ξεκινήσει βελτιώνοντας τη σχέση του με το ακροατήριο, κερδίζοντας την προσοχή και την εμπιστοσύνη του. Μπορεί να εξηγήσει ποιοι λόγοι συνέτρεξαν ώστε να βρίσκεται στη θέση του ομιλητή, για τι πράγμα πρόκειται να μιλήσει και για ποιο λόγο, και να αναφέρει τις προηγούμενες επαφές του μαζί τους. Ο ομιλητής πρέπει επίσης να βεβαιωθεί ότι ακούγεται καθαρά και ότι δεν μιλάει πάρα πολύ γρήγορα ή πάρα πολύ αργά· γι' αυτό μπορεί συνήθως να βασιστεί σε οπτική ανάδραση. Στη δεύτερη φάση ο ομιλητής παρουσιάζει τη θέση του, που τη συνοδεύει με ισχυρά επιχειρήματα, σαφείς μαρτυρίες, και ταιριαστά παραδείγματα. Έπειτα μπορεί να ασχοληθεί με τις τυχόν αντιρρήσεις, και μετά να αναπτύξει τα πιο σημαντικά συμπεράσματα. Τέλος, μπορεί να υπάρξει συζήτηση. Ο ομιλητής πρέπει πάντα να ελέγχει το ακροατήριό του. Να μελετάει προσεκτικά τις αντιδράσεις του, να έχει το νου του μήπως υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να ακούσουν, που νυστάζουν, που βαριούνται, που νιώθουν αμηχανία ή θυμό, ή που δεν παίρνουν και πολύ στα σοβαρά όσα τους λέει. Αμέσως πρέπει να κάνει τις αναγκαίες διορθώσεις, για παράδειγμα, ν' αρχίσει να μιλάει δυνατότερα, να ερμηνεύσει τα σημεία που δεν είναι σαφή, να προκαλέσει περισσότερο ενδιαφέρον ή να τους καθησυχάσει. Ο επιτυχημένος προπαγανδιστής δεν συμπεριφέρεται όταν βρίσκεται πάνω στην εξέδρα με ένα απλό, μη τυπικό και φιλικό στυλ. Αντίθετα, δείχνει έντονα την παρουσία του δραματοποιώντας τον εαυτό του και το μήνυμά του, με κάποια δόση μάλιστα θεατρινισμού. Οι σχιζοφρενείς και οι υστερικοί συχνά ήσαν επιτυχημένοι στο παρελθόν σαν θρησκευτικοί ηγέτες, πιθανώς εξ αιτίας της έντονης πεποίθησής τους ή της δραματικής αυτοπαρουσίασής τους, που τους πρόβαλλε σαν αυθεντίες στους ακροατές τους. Τέτοιοι ομιλητές δεν αφήνουν ποτέ το ακροατήριό τους να χαλαρώσει, αλλά το κρατούν συνεχώς σε μια κατάσταση συναισθηματικής διέγερσης. Πολλές μελέτες δείχνουν ότι οι ακροατές αλλάζουν πιο εύκολα τη θέση τους όταν ο ομιλητής τους διεγείρει συναισθηματικά. (Sargant, 1957). Μερικοί ομιλητές είναι πάρα πολύ ικανοί στο να διεγείρουν τα συναισθήματα των ακροατών τους. Αυτό γίνεται με δραματικές περιγραφές συναισθηματικά διεγερτικών γεγονότων, όπως η φρίκη της κόλασης, οι θωριωδίες του εχθρού, η αθλιότητα των φτωχών. Αυτό συνδυάζεται μ' ένα πολύ έντονο ύφος, και στην έκφραση του προσώπου και στον τόνο της φωνής, έτσι που ο ακροατής να μην μπορεί να αντιμετωπίσει το θέμα με ξεκάθαρη κρίση. Ο πεπειραμένος ομιλητής ξέρει ποια παραδείγματα ή ποιες ιστορίες είναι πιο αποτελεσματικές σε σχέση με το ακροατήριο που έχει μπροστά του. Αφού καταφέρει έτσι να το φέρει σε μια τέτοια συναισθηματική διέγερση, του δείχνει έπειτα ότι μπορεί να ανακουφίσει την αγωνία του ή να ικανοποιήσει την οργή του αν ενεργήσει με ένα ορισμένο τρόπο. Οι «αναβιωτές» του δεκάτου ενάτου αιώνα πρώτα τρομοκρατούσαν τους ακροατές τους για το τι τους περίμενε όταν θα πήγαιναν στην κόλαση και μετά τους έλεγαν τι έπρεπε να κάνουν για να σωθούν. Πολλοί σύγχρονοι διαφημιστές ακολουθούν μια παρόμοια τακτική. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι όλα τα πειστικά μηνύματα, με μια καλύτερη οργάνωση θα μπορούσαν να έχουν πολλαπλάσια αποτελέσματα. Τα «μονόπλευρα» μηνύματα είναι καλύτερα, εκτός αν οι ακροατές έχουν αρχικά αρνητική θέση, ή είναι μορφωμένοι, οπότε πρέπει να αναφερθούν πιθανές αντιρρήσεις και να ανατραπούν στη συνέχεια. Αν το μήνυμα είναι απλό και άμεσο, πρέπει να αφεθεί ο ακροατής να αντλήσει μόνος του τα αντίστοιχα συμπεράσματα, αλλιώς αυτή τη δουλειά πρέπει να την κάνει ο ομιλητής. Η ανοιχτή συμπεριφορά επηρεάζεται περισσότερο αν συστήσει ο ομιλητής ειδικές ενέργειες. Τα πρώτα επιχειρήματα έχουν και τη μεγαλύτερη επίπτωση, γι' αυτό όλα τα σημαντικά επιχειρήματα πρέπει να μπαίνουν στην αρχή. Έχει σημασία να ξεκινήσει ο ομιλητής με προτάσεις με τις οποίες ο ακροατής συμφωνεί, για να μπορέσει έτσι να κερδίσει την εμπιστοσύνη του.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Η κοινωνική τεχνική που χρησιμοποιεί ο ομιλητής για να μεταδώσει γνώσεις και αντιλήψεις, είναι μάλλον διαφορετική. Δεν πρέπει να υιοθετήσει το έντονο ύφος του προπαγανδιστή, το οποίο τείνει να καταστείλει κάθε διαδικασία σκέψης. Όμως, οι επιτυχημένοι ομιλητές αυτού του είδους έχουν μια ποικιλία στυλ, και δεν είναι εύκολο να αποφασίσεις εκ των προτέρων ποιο είναι το πιο κατάλληλο. Ενώ αυτοί οι ομιλητές δεν πρέπει να διεγείρουν το συναίσθημα όπως οι προπαγανδιστές, πρέπει όμως να διεγείρουν το ενδιαφέρον, τη διανοητική συγκίνηση και την περιέργεια. Δεν πρέπει απλώς να αραδιάζουν μια σειρά πληροφορίες που κανείς δεν έχει διάθεση να ακούσει. Ο ομιλητής πρέπει να ξεκινάει με μια αναφορά στα προβλήματα με τα οποία πρόκειται να ασχοληθεί και να αιχμαλωτίσει έτσι την προσοχή των ακροατών αμέσως από την αρχή. Πρέπει να ακολουθεί ένα κατανοητό πλάνο που θα είναι γραμμένο είτε στον πίνακα είτε σ' ένα έντυπο πρόγραμμα. Και πρέπει τα συμπεράσματά του να είναι σαφή. Έχει σημασία οι διακηρύξεις αρχών να συνοδεύονται από συγκεκριμένα παραδείγματα. Η ομιλία πρέπει να είναι ευχάριστη και εντυπωσιακή με τη χρήση υλικών, δραματικών, ή χιουμοριστικών, που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ακροατήριο. Ιδιαίτερη ικανότητα χρειάζεται όταν πρέπει να εισαχθεί το κοινό σε νέες ιδέες ή τρόπους αντίληψης των πραγμάτων. Ίσως είναι αναγκαία η χρησιμοποίηση εντυπωσιακών και προσεκτικά επιλεγμένων παραδειγμάτων, για να απελευθερωθούν οι ακροατές από τον παλιό τρόπο σκέψης. Εποπτικά μέσα όπως σλάιντς, φιλμ και διαγράμματα μπορούν να βοηθήσουν την παρουσίαση και να της δώσουν μεγαλύτερη ποικιλία και ενδιαφέρον. Ο ομιλητής μπορεί να διατηρήσει το ενδιαφέρον των ακροατών χρησιμοποιώντας τρόπους που να τους αφυπνίζουν σώνει και καλά την προσοχή — κοίταγμα στα μάτια και μια εντυπωσιακή και ευχάριστη συμπεριφορά. Πρέπει να αφιερώνει όσο το δυνατό λιγότερο χρόνο για να κοιτάζει τις σημειώσεις του ή για να γράφει στον πίνακα, και να μη διακόπτει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο την επαφή με το ακροατήριο. Πρέπει να δείχνει ενθουσιασμένος με το θέμα, και να παρουσιάζει μια θετική στάση απέναντι στους ακροατές, με την έκφραση του προσώπου του και με τον τόνο της φωνής του. Η τακτοποίηση του χώρου έχει μεγάλη σημασία, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται εποπτικά μέσα: να επιλέγεται το καλύτερο δωμάτιο, και να τακτοποιούνται τα καθίσματα κλπ., έτσι, ώστε όλοι να μπορούν να ακούνε και να βλέπουν και να νιώθουν βολικά. Ο ομιλητής πρέπει να βρίσκεται όσο το δυνατό πιο κοντά στους ακροατές, ώστε να τους βλέπει καθαρά. Κατά τη συζήτηση οι απόψεις των ακροατών πρέπει να αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα και κατανόηση, και να καταβάλλεται προσπάθεια ώστε να γίνονται σαφείς οι διάφορες αντιλήψεις. Ο ομιλητής δεν πρέπει απλώς να «αντιμετωπίζει» τις διάφορες απόψεις αλλά να τις χρησιμοποιεί για να κάνει τις αντιλήψεις του πιο κατανοητές. Τέλος, πρέπει να αποφεύγει να έρχεται σε μια άμεση αντίθεση με το ακροατήριο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 Εκπαίδευση στις κοινωνικές ικανότητες Πολλά επαγγέλματα έχουν σαν περιεχόμενό τους μόνο την απασχόληση με ανθρώπους — η διδασκαλία, η συνέντευξη και η πώληση για παράδειγμα. Όλα τα επαγγέλματα περιέχουν επικοινωνία και συνεργασία, έκδοση και λήψη εντολών, διατήρηση σχέσεων και άλλες βασικές κοινωνικές ικανότητες. Τα πρώτα που αναφέραμε χρειάζονται κάποια εκπαίδευση, ενώ τα άλλα ασκούνται με την πρακτική. Όμως, μερικοί νεαροί δάσκαλοι δε μπορούν να διατηρήσουν την τάξη, μερικοί κοινωνικοί ερευνητές αντιμετωπίζουν πολλές αρνήσεις, και μερικοί έμποροι έχουν μειωμένες πωλήσεις. Για όλους αυτούς τους ανθρώπους η εκπαίδευση υπήρξε μια αποτυχία. Ίσως μια ματιά στις πιθανές μεθόδους εκπαίδευσης να μας δείξει πώς να βελτιώσουμε την εκπαίδευση τέτοιων ανθρώπων. Στο σύγχρονο κόσμο τα επαγγέλματα που απαιτούν σχέση με ανθρώπους αυξάνονται συνεχώς, σε σύγκριση με εκείνα που έχουν σχέση με πράγματα: ακόμα, η ταχύτητα των τεχνολογικών αλλαγών σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι πρέπει να επανεκπαιδευτούν για ένα νέο πόστο μια ή και δυο φορές, στη ζωή τους. Οι κοινωνικές ικανότητες απαιτούνται ακόμα και στην καθημερινή ζωή για να μπορέσει να ανταποκριθεί κανείς στις σχέσεις του με την οικογένεια, τους φίλους, τους γείτονες, υπάλληλους κλπ. Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε το ποσοστό των ανθρώπων που η ζωή τους ταλαιπωρείται σοβαρά από την ανικανότητα τους να πιάσουν φίλους ή να ανταποκριθούν ικανοποιητικά σε άλλες σχέσεις. Όμως οι έρευνές μας μας λένε ότι πρέπει να είναι πάνω από 7%. Οι γονείς εκπαιδεύουν έμμεσα τα παιδιά τους στις κοινωνικές ικανότητες· περιθώρια υπάρχουν για να τα καταφέρουν ακόμα καλύτερα. Τα σχολεία εκπαιδεύουν τα παιδιά στη γραφή και στην ομιλία, και μερικές φορές και σε άλλες πλευρές της κοινωνικής συμπεριφοράς· κι εδώ υπάρχουν πάρα πολλά περιθώρια βελτίωσης. Είμαι πεπεισμένος ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί να εκπαιδευτούν και να κατακτήσουν ένα ανώτερο επίπεδο ευαισθησίας και ικανοτήτων απ' αυτό που διαθέτουν τώρα. Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα να γίνουν οι κοινωνικές επαφές και σχέσεις πολύ πιο ευχάριστες, αποτελεσματικές και δημιουργικές, απ' ότι είναι συνήθως. Η εκπαίδευση στις κοινωνικές ικανότητες έχει αναπτυχθεί πλατιά στα τελευταία χρόνια. Η μικροδιδασκαλία έχει γενικά υιοθετηθεί για την εκπαίδευση των δασκάλων. Παρόμοια είδη «εκτέλεσης ρόλων» χρησιμοποιούνται συχνά για κοινωνικούς λειτουργούς, εξεταστές, εμπόρους κ.ά. Οι ομάδες εκπαίδευσης και οι ομάδες επαφής έχουν πάρει επίσης πλατιά διάδοση, αν και τα αποτελέσματά τους είναι πιο αμφίβολα. Ο ορισμός της κοινωνικής ικανότητας, και τα κριτήρια για μια επιτυχημένη άσκηση των κοινωνικών ικανοτήτων, συζητήθηκαν νωρίτερα. Πώς μπορούμε να ξέρουμε αν μια ιδιαίτερη μορφή εκπαίδευσης είναι αποτελεσματική ή όχι; Η εμπειρία που έχουμε από διάφορες μορφές εκπαίδευσης και ψυχοθεραπείας δείχνει ότι, ενώ διάφορες μέθοδοι επαινούνται με τα πιο ενθουσιαστικά λόγια απ' αυτούς που έχουν εκπαιδευτεί μ' αυτές, μια πιο προσεκτική έρευνα δείχνει ότι συχνά δεν καταφέρνουν καμιά πραγματική αλλαγή στη συμπεριφορά των εκπαιδευόμενων. Είναι αναγκαίο να γίνονται εκτιμήσεις απόδοσης πριν και μετά την εκπαίδευση. Αυτές οι εκτιμήσεις όμως δεν πρέπει να γίνονται απλώς με ερωτηματολόγια — γιατί οι άνθρωποι μπορούν μια χαρά να μάθουν ποιες είναι οι επιθυμητές απαντήσεις — αλλά με μέτρα αποτελεσματικότητας πάνω στη δουλειά, ή με αντικειμενικά τεστ για το τι μπορούν να καταφέρουν. Συχνά χρησιμοποιούνται σαν κριτήρια, εκτιμήσεις των συναδέλφων. Υπάρχει φόβος όμως ότι οι συνάδελφοι που πιστεύουν σε μια εκπαιδευτική μέθοδο θα δώσουν ευνοϊκές εκτιμήσεις μετά και όχι πριν, για να επιβεβαιώσουν την αντίληψή τους. Αυτό μπορεί να ισοσταθμιστεί με τη χρήση «τυφλών» εκτιμήσεων, όπου αυτοί που κρίνουν δεν ξέρουν ποιοι από εκείνους τους οποίους κρίνουν εκπαιδεύονται ή ανήκουν σε ομάδα ελέγχου. Πρέπει να υπάρχει μια ομάδα ελέγχου από όμοιους ανθρώπους που να μην εκπαιδεύονται, ώστε με βάση αυτή να φανούν τα αποτελέσματα στην άλλη ομάδα, κατά πόσο Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
δηλαδή έχουν βελτιωθεί τα μέλη της σε σχέση με τα μέλη της ομάδας ελέγχου. Μετά από την έναρξη της εκπαίδευσης οι εκπαιδευόμενοι πρέπει να βελτιώνονται πολύ πιο γρήγορα από τα μέλη της ομάδας ελέγχου, πράγμα που μπορεί να φανεί αν χρησιμοποιήσουμε ένα αντικειμενικό δείκτη ικανοτήτων. Όπου είναι δυνατό, θα χρησιμοποιήσουμε μελέτες αυτού του είδους για να εκτιμήσουμε τις διάφορες μεθόδους εκπαίδευσης.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ Αυτή είναι πιθανώς η πιο συνηθισμένη μορφή «εκπαίδευσης». Ενώ οι χειρώνακτες περνάνε συνήθως από καλά σχεδιασμένες εκπαιδευτικές σειρές μαθημάτων, αυτοί που ασχολούνται με ανθρώπους συχνά δεν περνάνε από καμιά εκπαίδευση — γιατί είναι τόσο δύσκολο να τους πεις τι πρέπει να κάνουν. Στην πραγματικότητα υπάρχουν και χειρώνακτες που μαθαίνουν στην πράξη, και μπορούμε να παραστήσουμε γραφικά την καμπύλη προόδου τους. Η βελτίωση των κοινωνικών ικανοτήτων με την εμπειρία πραγματοποιείται κυρίως σαν αποτέλεσμα διαδικασιών «δοκιμής και λάθους», μαζί με την ανάπτυξη μεγαλύτερων μονάδων αντίδρασης. Έχουν βρεθεί σχεδόν παρόμοια αποτελέσματα σε ομαδική εκτέλεση έργου. Σε ένα πείραμα που έκαναν ο Mohanna και ο Argyle (1960) βρήκαν τις καμπύλες μάθησης μικρών ομάδων που έλυσαν μια σειρά προβλήματα, λαμβάνοντας υπ' όψη και το χρόνο που χρειάστηκε για κάθε λύση, καθώς και τα μηνύματα που λήφθηκαν. (σχήμα 24).
Σχήμα 24. Η εκπαίδευση σε λύση προβλημάτων από ομάδες (Mohanna και Argyle 1960).
Δυστυχώς, αυτός ο τύπος εκπαίδευσης φαίνεται ότι είναι πολύ αναξιόπιστος. Ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει μια δουλειά επί χρόνια και να μην ανακαλύψει ποτέ τις σωστές κοινωνικές ικανότητες· μερικοί πεπειραμένοι εξεταστές βρίσκουν μεγάλες δυσκολίες με υποψηφίους που δεν θέλουν να μιλήσουν, για παράδειγμα (>>). Ή μπορεί σε κάποιους ανθρώπους η εμπειρία να έχει εντελώς αρνητικά αποτελέσματα: ο Fiedler (1970) διαπίστωσε, για κάποιους επιστάτες στη βιομηχανία, ότι όσο πιο πολλά χρόνια υπηρεσίας είχαν, τόσο πιο λίγο αποδοτικοί ήσαν. Ο Argyle κ.ά. (1958) διαπίστωσαν ότι οι επιστάτες συχνά μάθαιναν λαθεμένα πράγματα από την εμπειρία, όπως τη χρήση μιας στενής, αυταρχικής επιτήρησης και τη συχνή χρήση τιμωριών. Ο συγγραφέας μαζί με την Mary Lydall και τον Mansur Lalljee έκαναν μερικές μελέτες πάνω στην Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
εκμάθηση των κοινωνικών ικανοτήτων στη δουλειά. Σε μια απ' αυτές προσπαθήσαμε να διαγράψουμε την καμπύλη μάθησης για τις πωλήσεις. Διαλέξαμε αυτές γιατί έχουν ένα αντικειμενικό κριτήριο για την επιτυχία. Οι χρονιάτικες διακυμάνσεις στο εμπόριο ξεπεράστηκαν παίρνοντας τις πωλήσεις ενός αρχάριου σαν ένα ορισμένο ποσοστό των μέσων πωλήσεων τριών πεπειραμένων πωλητών στο ίδιο τμήμα. Τα αποτελέσματα σε τρία καταστήματα δείχνονται στο σχήμα 25. Όπως βλέπει κανείς, υπήρξε μια γενική βελτίωση, ιδιαίτερα εκεί όπου υπήρχαν προγραμματισμένα κίνητρα. Όμως, τα άτομα αντιδρούσαν με τους πιο διαφορετικούς τρόπους, και ενώ κατά μέσο όρο μερικοί βελτιώνονταν, αρκετοί έμεναν στάσιμοι, ενώ μερικοί χειροτέρευαν. Έτσι φαίνεται ότι μόνη της η πρακτική δεν οδηγεί πάντα σε βελτίωση.
Σχήμα 25. Καμπύλες μάθησης για τις πωλήσεις (Argyle, Lalljee και Lydall, 1968)
Ο McPhail (1967) μελέτησε τη διαδικασία απόκτησης κοινωνικών ικανοτήτων κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Έδωσε κάποια προβλήματα σε 100 αγόρια και 100 κορίτσια 12-18 χρόνων. Σε καθένα υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις, και παρατηρήθηκε ότι αυτές μεταβάλλονταν με την ηλικία, με ένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα τρόπο. Οι μικροί έδιναν μάλλον ανεπεξέργαστες, επιθετικές, κυριαρχικές απαντήσεις. Ο McPhail τις όρισε σαν πειραματικές απόπειρες απόκτησης, μέσω «δοκιμής και λάθους», κοινωνικών ικανοτήτων για να αντιμετωπίσουν τις νέες καταστάσεις που τους παρουσιάζονται. Οι μεγαλύτεροι όμως χρησιμοποιούσαν πιο επιδέξιες και επεξεργασμένες λύσεις. (Σχήμα 26).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Σχήμα 26. Απόκτηση κοινωνικών ικανοτήτων στην εφηβεία (McPhail, 1967)
Έχουν γίνει άλλες μελέτες από τον συγγραφέα για να βρεθεί με ποιο τρόπο αλλάζει με την πρακτική η κοινωνική συμπεριφορά. Σε μια απ' αυτές οι μαθητές διδάσκονταν ανάγνωση, σε μια άλλη πολλαπλασιασμό με αριθμητήριο, σε διάφορους μαθητές διαδοχικά. Βρέθηκε ότι σε κάθε νέο μαθητή ο δάσκαλος μιλούσε περισσότερο, οι παύσεις του ήσαν πιο σπάνιες, τα λάθη στην ομιλία του λιγότερα, μιλούσε με μεγαλύτερη ευφράδεια και εμπιστοσύνη, και γινόταν όλο και πιο αποδοτικός. Υπήρχε καθαρά μια εκμάθηση ως προς το ότι οι δάσκαλοι διατηρούσαν, με ένα μάλλον στερεότυπο τρόπο, εκείνες τις φράσεις και εκείνα τα παραδείγματα που φαίνονταν σαν πιο αποτελεσματικά. Η μάθηση μέσω της πρακτικής έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με όλες τις άλλες μορφές εκπαίδευσης — δεν υπάρχει πρόβλημα μεταφοράς από την εκπαιδευτική κατάσταση στην πραγματική ζωή. Ορισμένες μελέτες έχουν εντοπίσει τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες η εκπαίδευση γίνεται πιο αποτελεσματική. 1. Πρέπει να δίνεται σαφής ανάδραση σε κάθε τι που δεν κάνει σωστά ο εκπαιδευόμενος. Ο Gage κ.ά. (1960) ζήτησαν από 3.900 μαθητές να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο που να περιγράφουν πώς φαντάζονται τον ιδανικό τους δάσκαλο και πώς τους συμπεριφέρονται οι πραγματικοί τους δάσκαλοι. Τα αποτελέσματα μετά δόθηκαν στους μισούς δασκάλους, που στο εξής βελτιώθηκαν σε δέκα από τα δώδεκα σημεία που περιείχε το ερωτηματολόγιο, σε σύγκριση με τους άλλους μισούς που δεν είχαν δεχτεί ανάδραση. Στις περισσότερες καταστάσεις τέτοιου είδους ανάδραση δεν υπάρχει. 2. Για να βελτιωθεί η απόδοση πρέπει να βρεθούν νέες κοινωνικές τεχνικές. Ο καλύτερος τρόπος για να προκληθούν νέες αντιδράσεις είναι να τις υποδείξει ένας ειδικός. Η μάθηση στη δουλειά μπορεί να επιταχυνθεί αν μιμηθεί κανείς πιο ικανούς συναδέλφους, αν και μπορεί να μην ξέρει καθαρά τι ακριβώς κάνουν. 3. Η μάθηση στη δουλειά θα είναι πιο αποτελεσματική αν υπάρχει ένας εκπαιδευτής στον ίδιο
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
χώρο, που βλέπει συνεχώς τον εκπαιδευόμενο στη δουλειά του, και τον τροφοδοτεί σε κανονικές συναντήσεις με ανάδραση και οδηγίες. Ο εκπαιδευτής πρέπει να είναι ο ίδιος πολύ ικανός στη δουλειά του, και ευαίσθητος στα στοιχεία και τις διαδικασίες κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Η επιτυχία των επαφών τους θα εξαρτηθεί από το αν βρίσκονται σε καλές σχέσεις.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΡΟΛΟΥ Οι περισσότερες μορφές εκπαίδευσης στις κοινωνικές ικανότητες είναι ποικιλίες εκτέλεσης ρόλου. Η εκτέλεση ενός ρόλου συνίσταται στη δοκιμή μιας κοινωνικής ικανότητας μακριά από την πραγματική κατάσταση, στο εργαστήριο, στην κλινική, στο εκπαιδευτικό κέντρο, πάνω σε άλλους εκπαιδευόμενους ή «παρτενέρ» που έχουν «στηθεί» γι' αυτό το σκοπό. Η εκπαίδευση αποτελείται συνήθως από μια σειρά «μαθημάτων», που διαρκούν από μία έως τρεις ώρες, ανάλογα με το μέγεθος και την ικανότητα της ομάδας. Σε κάθε μάθημα αναπτύσσεται μια ορισμένη πλευρά της υπό ανάπτυξη ικανότητας ή ασχολούνται οι εκπαιδευόμενοι με μια ιδιαίτερη κατηγορία προβλημάτων. Υπάρχουν τρεις κύριες φάσεις στις ασκήσεις εκτέλεσης ενός ρόλου. 1. Γίνεται μια ομιλία, μια συζήτηση, μια επίδειξη, μια μαγνητοφώνηση, ή μαγνητοσκόπηση μιας ειδικότερης πλευράς της ικανότητας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όταν διδάσκεται μια ικανότητα με την οποία οι εκπαιδευόμενοι δεν είναι εξοικειωμένοι ή όταν αναφέρονται μάλλον λεπτές κοινωνικές τεχνικές. Η επίδειξη είναι ιδιαίτερα σημαντική, και είναι γνωστή σαν «υποδειγματοποίηση» (modelling). 2. Ορίζεται μια κατάσταση και παρουσιάζονται κάποιοι «στημένοι», για να παίξουν μαζί τους το ρόλο τους οι εκπαιδευόμενοι, για εφτά έως δεκαπέντε λεπτά ο καθένας. Το «βάθος» της κατάστασης μπορεί να πληρωθεί με έντυπο υλικό, όπως αιτήσεις υποψήφιων για συνέντευξη, ή πληροφορίες σχετικές με τα ατομικά προβλήματα του προσωπικού — οι «στημένοι» μπορούν να προετοιμαστούν προσεκτικά από πριν, ώστε να προξενήσουν διάφορα προβλήματα, όπως μιλώντας πάρα πολύ, ή έχοντας καλοδουλεμένες και ευλογοφανείς δικαιολογίες. 3. Υπάρχει ένα μάθημα ανάδρασης, που συνίσταται από προφορικά σχόλια του εκπαιδευτή, συζήτηση με άλλους εκπαιδευόμενους, και επανάληψη των μαγνητοταινιών και των ταινιών βίντεο. Χρησιμοποιείται λεκτική ανάδραση για να επισυρθεί η προσοχή, δημιουργικά και διακριτικά, πάνω στα λάθη του εκπαιδευόμενου, και να προταθούν εναλλακτικοί τρόποι συμπεριφοράς. Η μαγνητοφώνηση αποτελεί μια καταπληκτική μαρτυρία για την ακρίβεια των όσων έχουν λεχθεί. 4. Υπάρχει συχνά και μια τέταρτη φάση, κατά την οποία επαναλαμβάνεται η δεύτερη φάση, η φάση της εκτέλεσης. Στη μικροδιδασκαλία αυτό είναι γνωστό σαν «αναδιδασκαλία». Υπάρχουν δυο σημαντικά προκαταρκτικά βήματα σ' αυτή τη μορφή εκπαίδευσης. Πρώτα πρέπει να γίνει ένας κατάλογος των καταστάσεων-προβλημάτων, που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι εκπαιδευόμενοι. Αυτό μπορεί να γίνει μελετώντας «κρίσιμα επεισόδια», ή πιο ανεπίσημα συμβουλευόμενοι κάποιους ειδικούς — στις πωλήσεις, στις συνεντεύξεις, στη διδασκαλία, ή σε ότι δήποτε διδάσκεται. Έπειτα είναι ανάγκη να βρούμε τις καλύτερες κοινωνικές τεχνικές για την αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων-προβλημάτων.
Εκπαίδευση για τους υπεύθυνους συνεντεύξεων
Μια από τις πρώτες κοινωνικές ικανότητες που διδάχθηκαν μέσω της εκτέλεσης ρόλου είναι η συνέντευξη επιλογής. Στη σειρά μαθημάτων για την εκπαίδευση πάνω στη συνέντευξη επιλογής, που σχεδίασαν ο Sidney και ο Argyle (1969), μερικές από τις ασκήσεις αναφέρονται στο πώς να αντιμετωπίσει ο εξεταστής «αδέξιους υποψήφιους» (>>). Οι εκπαιδευόμενοι εξετάζουν «στημένους» που μιλάνε πάρα πολύ, πολύ λίγο, είναι νευρικοί, στομφώδεις, αγχώδεις κλπ. Κάθε μάθημα σ' αυτή τη σειρά αρχίζει με μια διάλεξη και μια προβολή σχετικά με τα προβλήματα του ρόλου που θα παίξουν οι εκπαιδευόμενοι. Εκπαιδεύονται επίσης πάνω στο πώς να εκτιμήσουν τη συναισθηματική σταθερότητα, την κρίση, τη Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
δημιουργικότητα, το ενδιαφέρον κλπ. του υποψήφιου στην συνέντευξη, και πώς να αποφεύγουν συνηθισμένα λάθη που γίνονται στη διαμόρφωση της αντίληψης για ένα πρόσωπο. Η εκτέλεση ρόλου μπορεί να γίνει χωρίς τη χρήση κανενός ιδιαίτερου εξοπλισμού, όμως υποβοηθιέται πάρα πολύ αν υπάρξει μια ορισμένη εργαστηριακή διάταξη του χώρου, όπως φαίνεται στο σχήμα 27. Η εκτέλεση του ρόλου γίνεται μπροστά σε μια οθόνη μονής διαφάνειας, που την παρακολουθούν από την άλλη μεριά, αθέατοι, ο εκπαιδευτής και άλλοι εκπαιδευόμενοι. Η εκτέλεση ηχογραφείται. Ο εκπαιδευτής μπορεί να επικοινωνεί με τον εκπαιδευόμενο μέσω ενός μικρού ακουστικού που είναι προσαρμοσμένο στο αυτί του. Έτσι μπορεί να κάνει σχόλια και προτάσεις στον εκπαιδευόμενο τη στιγμή που εκτελεί το ρόλο του. (Ο συγγραφέας κάποτε χρειάσθηκε να συστήσει σε έναν εκπαιδευόμενο που έπαιρνε συνέντευξη από έναν «τρίτου φύλου» υποψήφιο να μετακινήσει το κάθισμά του τρία πόδια πιο πίσω).
Σχήμα 27. Εργαστηριακή τακτοποίηση χώρου για εκπαίδευση πάνω στη διεξαγωγή συνεντεύξεων.
Η μικροδιδασκαλία
χρησιμοποιείται τώρα πλατιά στην εκπαίδευση των δασκάλων. Ο εκπαιδευόμενος δάσκαλος προετοιμάζει ένα σύντομο μάθημα, και το διδάσκει σε πέντε ή έξι παιδιά δέκα μέχρι δεκαπέντε λεπτά. Έπειτα προβάλλεται σε βίντεο το μάθημα και ο εκπαιδευτής σχολιάζει. Μετά παραδίδει το ίδιο μάθημα πάλι. Συνήθως γίνονται κάμποσα μαθήματα που το καθένα είναι αφιερωμένο και σε μια ιδιαίτερη ικανότητα — ερωτήσεις υψηλής τάξης, ενθάρρυνση της συμμετοχής του μαθητή, χρήση παραδειγμάτων κλπ. (>>). Αυτή η μορφή εκπαίδευσης είναι πολύ πιο γρήγορη από άλλες αντίστοιχες, και αποτελεί πιθανώς τον καλύτερο τρόπο για εξάλειψη κακών συνηθειών στη διδασκαλία (Brown 1975β Peck και Tucker, 1973).
Εκπαίδευση στην αυτοπεποίθηση
Η ιστορία της είναι πολύ παλιά. Προέρχεται από την παράδοση της θεραπείας της συμπεριφοράς, και η αντίληψη που κρυβόταν πίσω απ' αυτήν ήταν ότι με την πρόκληση γεμάτων αυτοπεποίθηση αντιδράσεων θα παραμεριζόταν οι αγχώδεις και υποχωρητικές αντιδράσεις. Με τη λέξη αυτοπεποίθηση εννοούμε την υποστήριξη των ιδεών μας, να μη διστάζουμε να λέμε όχι, να έχουμε απαιτήσεις, να ξεκινάμε μια συζήτηση κλπ. Η μέθοδος εκπαίδευσης συνίσταται σε πρότυπες διαδικασίες εκτέλεσης ρόλου με «υποδειγματοποίηση» και επανάληψη σε βίντεο. Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Χρησιμοποιήθηκε πλατιά σε υγιή άτομα, που νόμιζαν ότι την είχαν ανάγκη (π.χ. σε άβολους άντρες), και σε διανοητικά ασθενείς. Οι μελέτες που ακολούθησαν έδειξαν ένα πολύ μεγάλο βαθμό επιτυχίας (Rich και Schroeder, 1976). Είναι λάθος όμως να θεωρείται η δημιουργία αυτοπεποίθησης σαν ο μόνος στόχος: ο έλεγχος των άλλων είναι κι αυτός σημαντικός, όμως για την επίτευξή του είναι αναγκαία και η εγκάρδια συμπεριφορά απέναντί τους (>>). Αυτό είναι πιο σημαντικό για ανθρώπους που παραπονιούνται για παράδειγμα ότι δεν έχουν φίλους.
Ικανότητες με το άλλο φύλο
Πολλοί νέοι υποφέρουν από έλλειψη επαφής με το άλλο φύλο, ή νιώθουν άγχος στην παρουσία μελών του άλλου φύλου. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε έλλειψη κοινωνικών ικανοτήτων, που με τη σειρά της οφείλεται σε έλλειψη εμπειρίας, ή στο άγχος που προκάλεσαν ατυχείς εμπειρίες στο παρελθόν. Οι εκπαιδευτικές σειρές διδάσκουν τις αναγκαίες ικανότητες για να κλείσει κανείς ένα ραντεβού και για να συμπεριφερθεί κατάλληλα σ' αυτό. Επακόλουθες μελέτες έδειξαν ότι αυτές οι σειρές είναι πολύ επιτυχημένες. Μια σειρά, για παράδειγμα, αύξησε το μέσο αριθμό ραντεβού ανά εβδομάδα από 0,8 σε 1,9 (Curran, 1977).
Η εκπαίδευση διανοητικά ασθενών σε κοινωνικές ικανότητες
έχει ακολουθήσει μια παρόμοια γραμμή ανάπτυξης. Υπάρχει συνήθως υποδειγματοποίηση και εκτέλεση ρόλου, με επανάληψη σε βίντεο των ικανοτήτων που χρειάζεται κάθε ασθενής, ή μερικοί ασθενείς, αν η εκπαίδευση γίνεται ομαδικά. Ο τρόπος εκπαίδευσης που εφαρμόσαμε στην Οξφόρδη για νευρωτικούς βασίζεται στην εκτέλεση ρόλου. Διαφέρει από άλλα είδη εκπαίδευσης ως προς το ότι αναγνωρίζουμε ένα μεγάλο αριθμό από διάφορα είδη κοινωνικής ανικανότητας, που κάθε ένα τους οφείλεται στην κατάρρευση μιας από τις βασικές διαδικασίες κοινωνικής συμπεριφοράς. Μερικές απ' αυτές μπορούν να διορθωθούν μόνο με μια απλή εκτέλεση ρόλου, άλλες όμως απαιτούν αρκετές παραλλαγές πάνω σ' αυτό το θέμα. Η αποτυχία της μη λεκτικής επικοινωνίας, για παράδειγμα, χρειάζεται, για τη θεραπεία της, εξάσκηση μπροστά σε καθρέφτη, ή με μαγνητόφωνο ή βίντεο. Η αποτυχία συνειδητοποίησης του ρόλου του άλλου χρειάζεται μια εξάσκηση στην αντιστροφή ρόλων, π.χ. παίζοντας το ρόλο του αφεντικού. Οι δυσκολίες μπροστά σε ειδικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται με οδηγίες πάνω σε βασικούς κανόνες, στόχους κλπ., της κάθε μιας τους. Μελέτες που ακολούθησαν έδειξαν ότι αυτή η μορφή θεραπείας είναι κάπως καλύτερη από την ψυχοθεραπεία, όταν πρόκειται για ασθενείς που έχουν κοινωνική ανεπάρκεια ή κοινωνικές φοβίες, διαπιστωμένες με βάση προσωπικές αφηγήσεις των ασθενών για τη συμπεριφορά τους, τεστ κοινωνικής ικανότητας και εκτιμήσεις φίλων και γιατρών (Trower, Bryant και Argyle, 1978). Παρόμοιες μέθοδοι έχουν χρησιμοποιηθεί και για ψυχασθενείς. Ενώ σε κάποιες μελέτες παρατηρήθηκε μια βελτίωση της κοινωνικής συμπεριφοράς, υπάρχουν λιγότερες ενδείξεις διατήρησης ικανοτήτων αποκτημένων σε νοσοκομείο, ή σε άλλους κοινωνικούς χώρους. Μεταγενέστερες μελέτες έδειξαν ότι η εκτέλεση ρόλου αποτελεί την πιο αποτελεσματική μορφή εκπαίδευσης που διαθέτουμε προς το παρόν για απόκτηση κοινωνικών ικανοτήτων. Πειραματικές συγκρίσεις διαφορετικών διαδικασιών έδειξαν ότι όλα τα στοιχεία που περιγράψαμε στην αρχή είναι τα πιο αποτελεσματικά. Περιλαμβάνουν: (1) υποδειγματοποίηση, (2) οδηγίες, (3) εξάσκηση στην εκτέλεση ρόλου,
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
(4) έναν καθοδηγητή που να προσφέρει ανάδραση και (5) όσο πιο πειστικούς «στημένους» είναι δυνατό, π.χ. αληθινούς μαθητές στη μικροδιδασκαλία. Όμως υπάρχει κάποια αμφιβολία ως προς το αν είναι αναγκαίο το βίντεο, και μερικοί εκπαιδευτές πέτυχαν θαυμάσια αποτελέσματα και χωρίς αυτό.
Η ανάδραση
είναι ένα από τα πιο απαραίτητα στοιχεία. Μπορεί να προσφερθεί με διάφορους τρόπους: 1. Μπορεί να προέλθει από τα άλλα μέλη της ομάδας, σε ελεύθερη συζήτηση, συζήτηση σε μικρότερες ομάδες, μέσω ερωτηματολογίων, ή καταλόγων ελέγχου της συμπεριφοράς. Πρέπει να δοθεί πολύ προσεκτικά, αλλιώς μπορεί να αναστατώσει τους δέκτες της. Από την άλλη πλευρά αποτελεί πιθανώς ένα πολύτιμο μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας για τους παρατηρητές. 2. Μπορεί να δοθεί από τον εκπαιδευτή, που πρέπει να είναι σε θέση να δόσει μια ακριβή καθοδήγηση για το ποιες κοινωνικές τεχνικές είναι πιο αποτελεσματικές, και να μπορεί να αυξήσει την ευαισθησία απέναντι και στις πιο λεπτές αποχρώσεις μιας αλληλεπίδρασης. Μπορεί να διορθώσει λάθη — όπως διακοπές, ή μη φιλικό ύφος, είτε στην έκφραση του προσώπου είτε στην ομιλία. Μπορεί να προτείνει εναλλακτικές κοινωνικές τεχνικές, όπως τρόπους αντιμετώπισης αδέξιων ανθρώπων ή μπερδεμένων καταστάσεων. Αυτό πρέπει να γίνει πολύ προσεκτικά: οι παρατηρήσεις του εκπαιδευτή πρέπει να είναι αρκετά λεπτές και ευγενικές, για να μην αναστατώσουν τον εκπαιδευόμενο, πρέπει όμως να γίνονται με αρκετή σταθερότητα και σαφήνεια για να έχουν αποτέλεσμα. 3. Μπορούν να γίνονται ηχογραφήσεις και να ακούγονται αμέσως μετά την εκτέλεση, από τον εκπαιδευόμενο. Η πείρα του συγγραφέα λέει ότι πρέπει πρώτα να γίνονται οι παρατηρήσεις του εκπαιδευτή, ώστε να ξέρει ο εκπαιδευόμενος τι πρέπει να προσέξει. 4. Εγγραφές βίντεο μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ένα παρόμοιο τρόπο: στην προβολή, η προσοχή του εκπαιδευόμενου κατευθύνεται κυρίως σε πλευρές της συμπεριφοράς (έκφραση προσώπου, σωματικές κινήσεις και χειρονομίες) καθώς και στον τόνο της ομιλίας του. Ίσως είναι πιο χρήσιμο ο ήχος να ακούγεται χωριστά, ώστε να συγκεντρώνεται η προσοχή πάνω του.
Η «κατ' οίκον εργασία»
Η κύρια δυσκολία με την εκτέλεση ρόλου είναι ότι ο εκπαιδευόμενος πρέπει να μεταφέρει στον πραγματικό κόσμο ό,τι έχει μάθει στο εκπαιδευτικό κέντρο. Πολύ καλύτερα αποτελέσματα έχουμε όταν ζητάμε από τους εκπαιδευόμενους να επαναλαμβάνουν στο σπίτι τους εκείνα που έχουν μάθει στο διάστημα που μεσολαβεί από το ένα μάθημα στο άλλο. Η Gabrielle Maxwell (1976) στην Νέα Ζηλανδία αρνιόταν να δει τους ασθενείς της αν δεν είχαν κάνει αυτή την επανάληψη. Ο Morton (1975) χρησιμοποίησε την εκτέλεση ρόλου σε διανοητικά ασθενείς για την ανάπτυξη ικανοτήτων, επίλυση οικογενειακών προβλημάτων, όπως η πειθάρχηση των παιδιών, τακτοποίηση των οικονομικών, διατήρηση της οικογενειακής γαλήνης. Τους συμπληρωματικούς ρόλους στα μαθήματα τούς έπαιζαν νοσοκόμες και άλλα άτομα. Οι ασθενείς γύριζαν σπίτι τους τα σαββατοκύριακα. Τη δευτέρα ανάφεραν τις προόδους που είχαν κάνει στο σπίτι και αυτό συζητιόταν από τον εκπαιδευτή και την ομάδα των εκπαιδευόμενων.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ Οι εκπαιδευτικές ομάδες αναπτύχθηκαν πρώτα στα εθνικά εκπαιδευτικά εργαστήρια στα Bethel, της Maine, το 1947, και έγιναν αμέσως πολύ δημοφιλείς, πρώτα στις ΗΠΑ, και πιο ύστερα στην Ευρώπη. Τα μέλη μιας εκπαιδευτικής ομάδας περνούν το χρόνο τους μελετώντας την ομάδα και τις διαδικασίες κοινωνικής αλληλεπίδρασης που συντελούνται σ' αυτή. Ο εκπαιδευτής συνήθως αρχίζει τη διαδικασία με τη φράση: «Λέγομαι — και έχω διοριστεί εκπαιδευτής στην ομάδα σας για να σάς βοηθήσω να τη μελετήσετε όσο πιο καλά μπορείτε». Η εκπαιδευτική ομάδα συνίσταται περίπου από δώδεκα εκπαιδευόμενους που συναντιούνται σε δίωρη λειτουργία, συνήθως εβδομαδιαία. Οι συνεδριάσεις της ομάδας συνδυάζονται με ομιλίες, εκτέλεση ρόλων, και άλλες δραστηριότητες, όμως το επίκεντρο είναι πάντα η ίδια η ομάδα. Ο ρόλος του εκπαιδευτή είναι ασυνήθιστος: δεν παίζει ρόλο αρχηγού, αλλά απλώς παρεμβαίνει πότε πότε για να δώσει κάποια διευκρίνιση, ανάδραση, ή να επισύρει την προσοχή σε ιδιαίτερα προβλήματα. Συμπεριφέρεται μάλλον σαν ψυχοθεραπευτής σε ομαδική θεραπεία, με εξαίρεση το ότι δεν συζητά την προσωπικότητα ή τα προβλήματα των μελών, αλλά τα κοινά προβλήματα της ομάδας. Αυτή η απάρνηση του ρόλου του αρχηγού δημιουργεί μια σύγχυση και μια αμηχανία στην αρχή: τα μέλη δεν είναι εξοικειωμένα με την κατάσταση, και χρειάζονται τη βοήθεια του εκπαιδευτή για να την αντιμετωπίσουν. Κατά τη διάρκεια των πρώτων συνεδριάσεων, διεξάγεται ένας αγώνας για κυριαρχία, και προκύπτουν ζητήματα οικειότητας και φιλίας. Για τις γυναίκες ιδιαίτερα διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν προβλήματα εξάρτησης — από ποιον και πόσο να εξαρτηθούν. Η συμπεριφορά στις πειραματικές ομάδες έχει ένα περίεργο χαρακτήρα, η συζήτηση είναι μάλλον προσποιητή και αμήχανη, και μερικά μέλη είτε δεν συμμετέχουν καθόλου, είτε μιλάνε μόνο στα «πηγαδάκια». Ένα περίεργο σχήμα διαφοροποίησης ρόλων έχει αναφερθεί σε πειραματικές ομάδες του Χάρβαρντ, που περιείχαν «απελπισμένες γυναίκες», οι οποίες συμμετείχαν πολύ λίγο στη συζήτηση, «παρανοϊκούς» και «ηθικολόγους» αντιρρησίες, που βρίσκονταν σε αντίθεση με το κύριο έργο, και «σεξουαλικά αποδιοπομπαίους τράγους», που παρουσίαζαν τα προβλήματα αντρισμού τους για να τα μελετήσει η ομάδα. (Mann κ.ά., 1967). Ένα από τα κύρια πράγματα για τα οποία φροντίζει ο εκπαιδευτής είναι να μάθει τα μέλη να προσφέρουν και να δέχονται ανάδραση, ώστε να μαθαίνουν τι επίπτωση είχε η συμπεριφορά τους πάνω στους άλλους, και πώς τους βλέπουν αυτοί. Ο εκπαιδευτής τους δείχνει πώς να κάνουν μη αξιολογικά σχόλια πάνω στη συμπεριφορά των άλλων, και προσπαθεί να μειώσει τη δυσανασχέτηση εκείνων των οποίων σχολιάζεται η συμπεριφορά. Η ανάδραση παρέχεται με πολλούς τρόπους. Τα μέλη παίζουν με τη σειρά το ρόλο του παρατηρητή και αναφέρουν τις εντυπώσεις τους στην ομάδα. Μελετιούνται ακόμα και προηγούμενες ηχογραφημένες συνεδριάσεις, και παρουσιάζονται αναλύσεις από ειδικούς παρατηρητές. Οι ομάδες επαφής χρησιμοποιούν κάποιες ασκήσεις που έχουν σχεδιαστεί για να δώσουν κάποια εμπειρία οικειότητας και άλλων κοινωνικών σχέσεων στα μέλη τους. Εδώ είναι μερικά παραδείγματα ασκήσεων που χρησιμοποιήθηκαν στο Έζαλεν (Schutz, 1967). 1. Για ανθρώπους που είναι αποτραβηγμένοι και έχουν δυσκολίες στις επαφές τους με τους άλλους ανθρώπους: a. «Τυφλόμυγα». Σηκώνονται όλοι όρθιοι και περπατούν πέρα δώθε με τα μάτια κλειστά. Όταν συναντηθούν «εξερευνούν» ο ένας τον άλλο μ' όποιο τρόπο τους αρέσει, b. «Σπάσιμο». Κάποιοι από την ομάδα σχηματίζουν ένα στενό κύκλο πιασμένοι σφιχτά απ' τα χέρια. Αυτός που μένει απ' έξω προσπαθεί να σπάσει τον κύκλο και να μπει μέσα μ' όποιο τρόπο μπορεί.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
2. Για ανθρώπους που δεν μπορούν να εκφράσουν εχθρότητα ή ανταγωνισμό. a. «Πίεση». Δύο άνθρωποι στέκουν αντιμέτωποι, και πιασμένοι από τους ώμους προσπαθούν να λυγίσουν ο ένας τον άλλο στο έδαφος. b. «Σπρώξιμο». Δύο άνθρωποι στέκουν απέναντι πιασμένοι απ' τα χέρια και σπρώχνουν ο ένας τον άλλο. 3. Για ανθρώπους που βρίσκουν δυσκολίες στο να δώσουν ή να δεχθούν στοργή, που αποφεύγουν κάθε στενή συναισθηματική επαφή. a. «Παροχή και λήψη στοργής». Ένα άτομο στέκει στη μέση ενός κύκλου με τα μάτια κλειστά· οι άλλοι τον πλησιάζουν και εκφράζουν τα αισθήματά τους προς αυτόν κυρίως μη λεκτικά — συνήθως αγκαλιάζοντάς τον, χαϊδεύοντάς τον κλπ. b. «Rock and roll». Ένα άτομο στέκει στο κέντρο ενός κύκλου, χαλαρωμένος και με τα μάτια κλειστά. Η ομάδα τον περιφέρει γύρω της, ο ένας στον άλλο κρατώντας τον στα χέρια. Έπειτα τον πιάνουν όλοι μαζί και τον κουνάνε απαλά μπρος πίσω. Τι επιτυχία έχουν οι εκπαιδευτικές ομάδες και οι ομάδες επαφής; Αυτοί που έτυχε να συμμετάσχουν σ' αυτές τις ομάδες λένε ότι πέρασαν μια πολύ δυνατή εμπειρία. Πολλοί αισθάνονται καλύτερα, μερικοί όμως νιώθουν χειρότερα. Έγινε μια προσεκτική μελέτη πάνω σε 206 φοιτητές από το Στάνφορντ που συμμετείχαν σε εκπαιδευτικές ομάδες, σε ομάδες συνάντησης κλπ. και σε 69 άτομα ελέγχου. Ο βαθμός επιτυχίας υπολογίστηκε με ένα συνδυασμό κριτηρίων — προσωπικές εκτιμήσεις, εκτιμήσεις φίλων κλπ. Τα αποτελέσματα ήσαν τα ακόλουθα: Ποσοστό μελών Ποσοστό ατόμων ελέγχου Αποχωρήσαντες
13
—
Πληγωμένοι Αρνητικές αλλαγές Χωρίς αλλαγές Μέτριες θετικές αλλαγές Μεγάλες θετικές αλλαγές
8 8 38 20
— 23 60 13 4
14
Περίπου το ένα τρίτο των μελών της ομάδας και 17% των ατόμων ελέγχου βελτιώθηκαν, ενώ 8% των μελών της ομάδας πληγώθηκαν από την εμπειρία αυτή (για παράδειγμα, χρειάστηκαν μετά ψυχιατρική βοήθεια), εκτός απ' αυτούς που είχαν αποχωρήσει και απ' αυτούς που έδειχναν αρνητικές αλλαγές. Δε φαίνονταν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις ομάδες επαφής και στις ομάδες μη επαφής· οι διαφορές ανάμεσα στους αρχηγούς των ομάδων ήσαν πιο σημαντικές. (Lieberman, Yalom και Miles, 1973). Παρόμοια αποτελέσματα παρουσίασαν και κάποιες άλλες μελέτες — ενώ περίπου 30% βελτιώθηκαν και κάπου 10% έδειξαν να χειροτερεύουν. Εκεί κυρίως περιστρέφεται η κριτική ενάντια στις πειραματικές ομάδες και τις ομάδες επαφής. Ένα πρόβλημα με τις ομάδες επαφής, που χρησιμοποιούν αρκετές σωματικές επαφές, είναι ότι μερικά μέλη τελειώνουν τη σειρά των επαφών έχοντας διαφορετικό σύντροφο ή σύζυγο. Μερικοί άνθρωποι απολαμβάνουν την ομάδα τόσο πολύ, που χάνουν κάθε ενδιαφέρον για την καθημερινή ζωή και θέλουν να περνούν όλο τον καιρό τους ζώντας «βαθιές και γεμάτες νόημα εμπειρίες», μέσα στα πλαίσια της ομάδας. Μια λύση στο πρόβλημα της συναισθηματικής έντασης είναι να γίνεται μια πιο προσεκτική επιλογή εκείνων που πρόκειται να συμμετάσχουν σε πειραματικές ομάδες, ή να είναι πιο προσεκτικοί οι εκπαιδευτές στον εντοπισμό ενδείξεων κατάθλιψης: Όμως, ένα μέρος του έργου των πειραματικών ομάδων είναι να βοηθήσουν τους αυταρχικούς ή άλλους απροσάρμοστους χαρακτήρες, που συμμετέχουν σε οργανώσεις — δηλαδή ακριβώς εκείνους που δεν θα έπρεπε να επιλεγούν. Μια άλλη λύση είναι να μειωθεί το επίπεδο συναισθηματικής έντασης — μερικοί εκπαιδευτές πειραματικών ομάδων το κάνουν, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι η συναισθηματική διέγερση είναι αναγκαία, — και, όπως λένε, «είναι ζήτημα του τι είσαι προετοιμασμένος να πληρώσεις ψυχικά». Ο Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
συγγραφέας έχει την αντίληψη ότι τα θετικά αποτελέσματα που μπορούν να δώσουν οι πειραματικές ομάδες μπορούν να αποκτηθούν πιο άκοπα και πιο ακίνδυνα με άλλους τρόπους. Όμως, αν υπάρχει μια επίμονη απαίτηση να περάσει ο άλλος απ' αυτού του είδους την εμπειρία, πρέπει να ακολουθείται μια μάλλον συντηρητική διαδικασία, κατά την οποία πρέπει να τηρούνται τα ακόλουθα: • • • •
Αποκλεισμός εκπαιδευόμενων που θα μπορούσαν να αναστατωθούν. Μείωση της συναισθηματικής έντασης. Ανάπτυξη ειδικών κοινωνικών ικανοτήτων μέσω της εκτέλεσης ρόλου ή άλλων ασκήσεων. Οι εκπαιδευτές να έχουν μεγάλες κοινωνικές και θεραπευτικές ικανότητες.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΑΛΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Στην εκπαίδευση χειρωνακτών στη βιομηχανία, η αυξανόμενη ευαισθησία αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της διαδικασίας. Περιέχει μερικά διαφορετικά χαρακτηριστικά — ικανότητα διάκρισης των κατάλληλων ενδείξεων σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ικανότητα διάκρισης σχετικά όμοιων ή πολύ αμυδρών ενδείξεων, και γνώση της σημασίας τους (Seymoor, 1966). Την ικανότητα για πιο λεπτές διακρίσεις και ερμηνείες σωματικών ενδείξεων την έχουν οι γιατροί — που μπορούν και διακρίνουν τις διάφορες καταστάσεις του δέρματος του ασθενούς, των οφθαλμών, του τρόπου βαδίσματος, και μπορούν να βγάζουν συμπεράσματα για την κατάσταση του δέρματος, για την κατάσταση των αρθρώσεών του ή να πουν αν ο ασθενής παίρνει ηρεμιστικά. Παρόμοιες διακρίσεις και ερμηνείες διαφόρων ενδείξεων είναι απαραίτητες για κάθε άνθρωπο στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους. Πρέπει να μπορεί να ανακαλύπτει τη συναισθηματική κατάσταση του άλλου, τις διαπροσωπικές στάσεις του, και αν κατάλαβε ή συμφωνεί με αυτά που του είπε. Για κάθε ιδιαίτερη κοινωνική ικανότητα υπάρχουν και ιδιαίτερες ανάγκες αντιληπτικής ικανότητας: ο έμπορος πρέπει να ξέρει ποια εμπορεύματα αρέσουν στον πελάτη, ένας εξεταστής πρέπει να ξέρει αν ο υποψήφιος θέλει πράγματι τη δουλειά και λέει την αλήθεια. Είναι δυνατό να αποκτηθεί μια αυξημένη ευαισθησία απέναντι στις αντιδράσεις των άλλων με λιγότερο «νευροσπαστικά» μέσα, σαν αυτά των εκπαιδευτικών ομάδων; Ο Davitz (1964) βρήκε ότι η ακρίβεια στον προσδιορισμό αισθημάτων, από μαγνητοφωνημένες ομιλίες με ουδέτερο περιεχόμενο, μπορούσε να βελτιωθεί με κατάλληλη εκπαίδευση. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, ομάδες από τρία έως οχτώ άτομα άκουγαν μια κασέτα όπου είχαν γραφεί γράμματα του αλφαβήτου με διαφορετική συναισθηματική έκφραση, και προσπαθούσαν να προσδιορίσουν τα αισθήματα. Κατά τη διάρκεια μιας δεύτερης ακρόασης τούς έλεγε ο εκπαιδευτής ποία έκφραση τα συνόδευε. Αργότερα προσπαθούσαν να εκφράσουν τα συναισθήματα οι ίδιοι, και οι προσπάθειές τους αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης στην ομάδα. Η εκπαίδευση γινόταν σε μερικά μαθήματα, διάρκειας δεκαπέντε λεπτών το καθένα. Ένα θαυμάσιο παράδειγμα μιας διαφορετικής εκπαιδευτικής διαδικασίας δόθηκε με ένα πείραμα όπου οι κινήσεις του σώματος ερμηνευόταν με μεγαλύτερη ακρίβεια. Ο Jecker κ.ά. (1965) κατάφεραν να εκπαιδεύσουν δάσκαλους και να τους κάνουν να αντιλαμβάνονται με μεγαλύτερη ακρίβεια αν οι μαθητές έχουν καταλάβει το μάθημα ή όχι. Πρόβαλαν μια σειρά μονόλεπτα φιλμ που έδειχναν παιδιά την ώρα του μαθήματος. Μετά ρωτούσαν τα παιδιά αν πράγματι είχαν καταλάβει ή όχι. Παρουσιάζοντας σε δάσκαλους τέτοια φιλμ, και επισύροντας την προσοχή τους στις ενδείξεις της συμπεριφοράς για να τις κατανοήσουν, κατάφεραν να αυξήσουν τις επιτυχίες τους σε μια άλλη σειρά παρόμοιων φιλμ. Σ' έναν αριθμό μελετών σχετικά με την εκπαίδευση των δασκάλων βρέθηκε ότι η εκπαίδευση σε ικανότητες παρατήρησης και η εξάσκηση πάνω στο σχέδιο κατηγοριών του Flanders (>>) βελτιώνει τις ικανότητες διδασκαλίας (Peck και Tucker, 1973). Αυτό οφείλεται πιθανώς στο ότι οι δάσκαλοι συναισθάνονται τη σημασία της συμμετοχής του μαθητή και την ανάγκη που έχει να κάνει ερωτήσεις. Έτσι, ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν αμέσως τις νεοαποκτημένες ικανότητές τους.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΟΜΙΛΙΕΣ, ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ, ΜΕΛΕΤΕΣ Σ ΞΕΧΩΡΙΣΤΩΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ, ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΦΙΛΜΣ Οι κοινωνικές ικανότητες μπορούν να διδαχθούν και με πιο παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας. Έχει σημασία να διερευνήσουμε αυτές τις μεθόδους μια και είναι πιο φτηνές και πιο άμεσα διαθέσιμες από κείνες που περιγράψαμε μέχρι τώρα — που χρειάζονται πολύ προικισμένους εκπαιδευτές και ακριβό εξοπλισμό. Μπορούν να δίνονται ομιλίες, που να ακολουθούνται από συζητήσεις, στις οποίες να αναλύονται διάφορες πλευρές της ικανότητας. Μπορούν να αναφέρονται κυρίως στις βασικές αρχές της κοινωνικής συμπεριφοράς, ή στις λεπτομέρειες των κοινωνικών τεχνικών που συνιστώνται. Μπορούν ακόμα να γίνονται και συζητήσεις χωρίς να προηγείται διάλεξη, με την καθοδήγηση ενός εκπαιδευτή. Η εμπειρία που αποκομίστηκε από την εκπαίδευση σε ζητήματα διεύθυνσης δείχνει ότι οι ομιλίες πάνω στις «ανθρώπινες σχέσεις» έχουν πολλούς οπαδούς, και αποτελούν ένα καλό μέσο για μετάδοση γνώσης, όχι όμως και για αλλαγή στάσεων. Μπορούν οι κοινωνικές ικανότητες να διδαχθούν με διαλέξεις και ομιλίες; Μεταγενέστερες μελέτες έδειξαν ότι οι ομιλίες πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις οδηγούν σε μια βελτίωση των αποτελεσμάτων πάνω σε ερωτηματολόγια, όμως δεν έχει φανεί αν έχουν προκληθεί καθόλου αλλαγές στην ίδια τη συμπεριφορά. Με τις ομιλίες υπάρχουν ορισμένες δυσκολίες. Δεν έχουν καμιά επίπτωση παρά μόνο αν δείχνει ενδιαφέρον το ακροατήριο σ' αυτά που λέει ο ομιλητής, ή αν προκαλέσει ο ίδιος το ενδιαφέρον των ακροατών του με το δυναμισμό της παρουσίασής του, ή αν το ύφος του και τα προσόντα που διαθέτει τον κάνουν αποδεκτό στους ακροατές. 1 Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι οι ομαδικές συζητήσεις πάνω σε προβλήματα ανθρώπινων σχέσεων, χωρίς να έχουν προηγηθεί ομιλίες, οδηγούν σε αλλαγές στις απαντήσεις σε διάφορα ερωτηματολόγια. Την ομαδική συζήτηση μπορεί επίσης να δει κανείς σαν μια εκτέλεση ρόλου για τη λύση προβλημάτων της ομάδας: διαπιστώθηκε ότι έχει σαν αποτέλεσμα τη βελτίωση των ικανοτήτων που απαιτεί η συμμετοχή σε επιτροπή (Maier, 1953). Ένα πρόβλημα με τις ομαδικές μεθόδους είναι ότι μπορεί να υπάρχει μικρή μόνο παροχή πληροφοριών στην ομάδα. Μπορούν βέβαια να υπάρχουν διάφοροι βαθμοί ανάδρασης, οδηγιών ή άλλων μορφών καθοδήγησης από τη μεριά του εκπαιδευτή. Πιθανώς, όσο περισσότερες είναι αυτές, τόσο πιο επιτυχή είναι τα αποτελέσματα. Στο βαθμό που είναι αποδοτική η μέθοδος, αυτό οφείλεται εν μέρει στην καλύτερη αφομοίωση του υλικού που έχει παρασχεθεί με ομιλίες ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, και μέσω εξάσκησης στην ομαδική συμπεριφορά. Είναι επίσης δυνατό ένας ικανός αρχηγός να επιφέρει αλλαγές στις στάσεις και τις αξίες των μελών της ομάδας μέσα από τη συζήτηση. Μια άλλη ομαδική μέθοδος είναι η συζήτηση ιδιαίτερων περιπτώσεων, όπως γίνεται συχνά στην εκπαίδευση πάνω σε προβλήματα διεύθυνσης. Αυτές οι περιπτώσεις δεν είναι παρά προβληματικές καταστάσεις, για τις οποίες η ομάδα πρέπει να βρει την καλύτερη λύση. Μπορούν να παρουσιαστούν σαν φιλμ στριπς ή σε κείμενα. Η μελέτη ιδιαιτέρων περιπτώσεων χρησιμοποιείται για γενική εκπαίδευση πάνω σε προβλήματα διεύθυνσης, μπορεί όμως και να αναφέρεται αποκλειστικά πάνω σε πλευρές κοινωνικών σχέσεων. Η κύρια αδυναμία της είναι ότι οι εκπαιδευόμενοι δεν αποκτούν καθόλου γενικές αρχές, αν και μπορεί να υπάρξει μια μεγαλύτερη συνειδητοποίηση για εκείνες τις πλευρές των προβλημάτων που αφορούν ανθρώπινες σχέσεις. Θα μπορούσαν βέβαια να επινοηθούν ιδιαίτερες περιπτώσεις με ένα τέτοιον τρόπο που να στρέφουν την προσοχή και να τονίζουν κάποιες βασικές αρχές. Ίσως, αν χρησιμοποιούνται αρκετές περιπτώσεις, να υποβοηθούνται οι εκπαιδευόμενοι να κάνουν τις επαγωγικές γενικεύσεις απ' αυτές.
1
Βλέπε Argyle, Smith και Kirton (1962) για μια ανασκόπηση αυτών των μελετών.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Αυτή η μέθοδος έχει χρησιμοποιηθεί πρόσφατα για διδασκαλία κοινωνικών ικανοτήτων σε σχολεία. Παρουσιάζεται μια περίπτωση από το δάσκαλο, ή βρίσκεται μέσα σε βιβλίο, που τονίζει προβλήματα, όπως σχέση με τις αρχές, συναισθηματικά προβλήματα στο σπίτι, ή ηθικά διλήμματα. Έπειτα συζητείται η περίπτωση από την τάξη κάτω από την καθοδήγηση του δάσκαλου (McPhail, 1972).
Η ανάγνωση
είναι μια από τις παραδοσιακές μεθόδους μάθησης. Μπορούν όμως να αποκτηθούν κοινωνικές ικανότητες μ' αυτό τον τρόπο; Έχουν γραφεί πολλά σχετικά βιβλία με τίτλους όπως «Πώς να κερδίζετε φίλους και να επηρεάζετε τους ανθρώπους» (Carnegie, 1936), όμως δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την επίδραση που άσκησαν. Ελπίζω αυτό το βιβλίο μου να φανεί χρήσιμο, όπως τουλάχιστον με διαβεβαιώνουν οι αναγνώστες προηγουμένων εκδόσεων. Υπάρχει επίσης το προγραμματισμένο κείμενο, στο οποίο κάθε τμήμα πληροφοριών ακολουθείται από προβλήματα κλιμακωμένης δυσκολίας. Ο «αφομοιωτής πολιτισμού», βασισμένος σε επισκοπήσεις κρίσιμων επεισοδίων, που συντάχθηκε για να βοηθήσει τους ανθρώπους που έρχονται σε σχέση με άλλους πολιτισμούς, έχει δείξει θετικά, αν και μέτρια αποτελέσματα (Fiedler, κ.ά., 1971). Μαθήματα με αλληλογραφία πάνω στην ικανότητα συζήτησης εισάγουν ένα άλλο στοιχείο — ασκήσεις τις οποίες πρέπει να εκτελεί ο μαθητής πριν προχωρήσει στο επόμενο μάθημα. Αυτό αποτελεί μια σημαντική προσθήκη στο διάβασμα, αν και δεν ξέρουμε αν οι άνθρωποι μπορούν να δεχτούν τη δική τους ανάδραση, δηλαδή να αντιληφθούν τι λάθος έκαναν, όταν βρεθούν μπροστά σε πραγματικές καταστάσεις. Μια λύση θα ήταν να έχεις ένα φίλο που να παίζει το ρόλο του εκπαιδευτή και να κάνει τα απαραίτητα σχόλια. Έχουμε ήδη αναφερθεί στη χρήση φιλμς για υποδειγματοποίηση, σε σχέση με την εκτέλεση ρόλου. Τώρα διατίθενται αρκετά κατάλληλα φιλμ, που αναφέρονται κυρίως σε διευθυντικές ικανότητες. Οι εκπαιδευτές κοινωνικών ικανοτήτων συχνά παίρνουν σε βίντεο τον ίδιο τον εαυτό τους για να παρουσιάσουν ένα υπόδειγμα συμπεριφοράς στους μαθητές τους. Όμως μέχρι τώρα δεν έχουν γίνει μελέτες σχετικά με τη χρήση φιλμς γι' αυτό το σκοπό, φιλμς έχουν χρησιμοποιηθεί για εκπαίδευση σε χειρονακτικές ικανότητες, και βρέθηκαν να έχουν επιτυχία κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις — αν ο μαθητευόμενος επαναλαμβάνει μέρος της ικανότητας που είδε στο φιλμ, αμέσως μετά την προβολή της, αν υπάρχει συζήτηση πριν ή μετά την προβολή, αν το φιλμ έχει ληφθεί από τη δική του «οπτική γωνία», π.χ. πάνω από τον ώμο του, και αν έχει γίνει κατάλληλη χρήση της αργής κίνησης, των κινούμενων σχεδίων, της σειράς των μεμονωμένων εικόνων, δείχνοντας τις διαδοχικές κινήσεις μιας ικανότητας, φαίνεται, για άλλη μια φορά, ότι τα φιλμς μπορούν να παίξουν το ρόλο τους μόνο στα πλαίσια ενός γενικότερου εκπαιδευτικού σχεδίου. Μόνα τους δεν καταφέρνουν και πολλά πράγματα. Εξ άλλου, δεν έχουμε και τόσα πολλά στη διάθεσή μας. Όμως, υπάρχουν κάποιες μαρτυρίες ότι ο συνδυασμός αυτών των μεθόδων, ιδιαίτερα των ομιλιών και των ομαδικών μεθόδων, μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη μιας κοινωνικής ικανότητας. Ο Sorenson (1958) μελέτησε 205 διευθυντές πριν και μετά από μια τέτοια εκπαιδευτική σειρά, και 267 ελέγχους. Εκτιμήσεις από άλλους διευθυντές έδειξαν ότι μετά την εκπαίδευση, οι εκπαιδευόμενοι κρίθηκαν σαν πιο συνεργάσιμοι, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, αυτοκυριαρχία, με περισσότερο ενδιαφέρον για τους υφισταμένους τους, αναθέτοντάς τους μεγαλύτερες αρμοδιότητες. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι ούτε οι ομιλίες, ούτε τα διαβάσματα, ούτε οι συζητήσεις από μόνες τους μπορούν να πετύχουν τίποτα, όμως όλες μαζί μπορούν να αποβούν πολύ επιτυχημένες, ιδιαίτερα στη μετάδοση γνώσης σχετικά με διαδικασίες μετάφρασης, κατανόησης της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, και γενική συνειδητοποίηση των διαπροσωπικών φαινομένων. Απ' την άλλη μεριά, οι διευθυντές μπορούν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο να εφαρμόσουν στη δουλειά τις Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
νέες αρχές που έχουν μάθει.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΟΥ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ
1. Οι επαγγελματικές κοινωνικές ικανότητες
αναπτύσσονται κατά παράδοση στην ίδια τη δουλειά, όμως η εκτέλεση ρόλου, σαν ειδική εκπαιδευτική μέθοδος, χρησιμοποιείται τώρα πλατιά για δάσκαλους, εξεταστές, διευθυντές κ.ά. Η εκτέλεση ρόλου, όπως την περιγράψαμε παρά πάνω, είναι η πιο αποτελεσματική μορφή εκπαίδευσης που διαθέτουμε προς το παρόν. Μπορεί να συμπληρωθεί με ομιλίες και συζητήσεις, και με εκπαιδευτικά φιλμς αν υπάρχουν. Η ανάπτυξη της ευαισθησίας, όπως την περιγράψαμε παραπάνω, είναι χρήσιμη, όμως οι πειραματικές ομάδες, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται, είναι πολύ επικίνδυνες. Χρειάζεται ένας εκπαιδευτής που να είναι αρκετά πεπειραμένος και ικανός, και εξοικειωμένος με τη χρήση αυτών των εκπαιδευτικών μεθόδων. Παραπέρα προβλήματα προκύπτουν με εκείνους τους ανθρώπους που έχουν πιο σοβαρές διαπροσωπικές δυσκολίες στη δουλειά τους. Χρειάζονται πιο εξειδικευμένες μορφές αντιμετώπισης της περίπτωσής τους, όπως περιγράφουμε παρακάτω.
2.Αντιμετώπιση ατόμων με διαπροσωπικές δυσκολίες.
Περιλαμβάνονται άνθρωποι που είναι ευέξαπτοι και δύσκολοι στη δουλειά, άνθρωποι που νιώθουν άγχος μπροστά σε κοινωνικές καταστάσεις και άνθρωποι που πάσχουν από μοναξιά, καθώς και ένα ποσοστό διανοητικά ασθενών. Μερικοί απ' αυτούς επισκέπτονται ψυχιάτρους, και μερικοί υπόκεινται σε εκπαίδευση κοινωνικών ικανοτήτων. Οι περισσότεροι βοηθούνται από φίλους, την οικογένεια, γιατρούς και κληρικούς. Χωρίς όμως μια μικρή γνώση σχετικά με τις διαπροσωπικές διαδικασίες, είναι δύσκολο να τους βοηθήσει κανείς. Η καλύτερη αντιμετώπιση είναι η εκπαίδευση κοινωνικών ικανοτήτων που περιγράψαμε παραπάνω — εκτέλεση ρόλου συνδυασμένη με εκπαίδευση στη μη λεκτική επικοινωνία, καθώς και άλλες ασκήσεις. Τέτοια όμως μέθοδο θεραπείας είναι δύσκολο να τη βρει κανείς, και εγώ προσωπικά πολύ θα ήθελα να τη δω να εφαρμόζεται σε μη ιατρικούς χώρους, όπως κοινοτικά κέντρα και εκπαιδευτικά κέντρα για μεγάλους.
3. Στα σχολεία
Η εκπαίδευση στις κοινωνικές ικανότητες έχει δοκιμαστεί σε ορισμένα σχολεία, σαν συμπλήρωμα των αγγλικών, των κοινωνικών επιστημών, της ηθικής και της βιολογίας. Τώρα υπάρχουν σχετικά βιβλία και άλλα διδακτικά μέσα. (McPhail, 1972). Μηχανές βίντεο υπάρχουν επίσης σε πολλά σχολεία. Είναι πολύ εύκολο να γίνει η εισαγωγή της «κοινωνικής συμπεριφοράς» στα σχολεία σαν ένα νέο μάθημα με πολύ μεγάλη πρακτική χρησιμότητα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 Επίλογος Προσπάθησα να σκιαγραφήσω ό,τι έχει βρεθεί, κυρίως από τις πειραματικές έρευνες, σε μια σπουδαία περιοχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Περιγράψαμε μερικές εκατοντάδες έρευνες, και υπάρχουν αρκετές χιλιάδες άλλες, σε μερικές από τις οποίες αναφέρθηκα αλλού (Argyle, 1969, 1975). Παρουσιάστηκαν οι κύριες μεταβλητές και περιγράφηκαν οι βασικές διαδικασίες που κρύβονται πίσω από τη διαπροσωπική συμπεριφορά. Η διαπροσωπική συμπεριφορά αποτελεί ένα σημαντικό τομέα της ζωής του ανθρώπου. Όταν υπάρχουν προβλήματα σ' αυτή δημιουργείται μια ανεπάρκεια σε κάθε δραστηριότητα του ανθρώπου, ο ίδιος νιώθει δυστυχισμένος, ενώ ανάμεσα στα άτομα και στις ομάδες προκύπτουν συγκρούσεις Περιγράφηκαν μερικές διαπροσωπικές πλευρές της εργασίας, μαζί με τις κοινωνικές τεχνικές που βρέθηκαν σαν πιο αποτελεσματικές σε κάποιες εργασίες, καθώς και οι καλύτεροι τρόποι με τους οποίους μπορούν να εκπαιδευτούν οι άνθρωποι για να αναπτύξουν τις κοινωνικές τους ικανότητες. Συζητήθηκε ο χαρακτήρας των πιο σοβαρών διαταραχών στην κοινωνική συμπεριφορά — σε ορισμένες διανοητικές ανωμαλίες, και προτάθηκαν μέθοδοι θεραπείας. Μπορεί η μελέτη της διαπροσωπικής συμπεριφοράς να συμβάλλει καθόλου στις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις και επαφές;
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ Υπάρχουν αρκετοί τομείς όπου έχει αξιοποιηθεί ήδη αυτή η νέα γνώση, και υπάρχουν ακόμη περιθώρια για παραπέρα αξιοποίησή της.
1.Εκπαίδευση σε κοινωνικές ικανότητες
Δεν είναι πια αναγκαίο ένα σημαντικό ποσοστό του ανθρώπινου πληθυσμού να είναι απομονωμένο στη μοναξιά του, αξιολύπητο ή με διανοητικές διαταραχές, εξαιτίας έλλειψης κοινωνικών ικανοτήτων. Πολλές χιλιάδες έχουν ήδη εκπαιδευτεί με τη μία ή με την άλλη μέθοδο και η εκπαίδευση αυτή θα μπορούσε άνετα να γίνει προσιτή σε όλους. Το πιο χρήσιμο βήμα θα ήταν να συμπεριληφθούν οι «Ανθρώπινες Σχέσεις» στο αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων, και η εκπαίδευση αυτή να γίνει προσιτή και στους μεγάλους μέσω κοινοτικών κέντρων ή άλλων φορέων. Μέσω αυτής της εκπαίδευσης, θα μπορούσε να ανεβεί η ποιότητα της κανονικής κοινωνικής συμπεριφοράς, να γίνει πιο αποδοτική και πιο ευχάριστη, και να οδηγεί τους ανθρώπους στην αλληλοβοήθεια, τη συνεργασία και την αμοιβαία εμπιστοσύνη, και όχι στην απόρριψη, τις παρεξηγήσεις και τους κοινωνικούς φραγμούς. Ακόμα, θα αυξανόταν ο αριθμός αυτών που διαθέτουν μια εξαιρετική κοινωνική συμπεριφορά, πράγμα που θα ήταν προς όφελος όλων.
2.Ανασυγκρότηση ομάδων και οργανώσεων
Σήμερα ξέρουμε πολλά πράγματα σχετικά με την κοινωνική αλληλεπίδραση μέσα σε διάφορα είδη ομάδων και οργανώσεων. Είναι γνωστό ότι ορισμένες οργανωτικές δομές οδηγούν στην αλλοτρίωση, στην απογοήτευση και στην αποτυχία της επικοινωνίας, ενώ άλλες λειτουργούν πολύ καλύτερα. Ξέρουμε για παράδειγμα ότι θα 'πρεπε να υπάρχουν μικρές ομάδες με υψηλό επίπεδο συνεργασίας, κάτω από την καθοδήγηση δημοκρατικών ηγετών που ενδιαφέρονται πραγματικά για τα μέλη της ομάδας τους, κι ότι θα 'πρεπε να υπάρχουν λίγα επίπεδα στην ιεραρχία, στην οποία να εκπροσωπούνται και τα απλά μέλη, τα οποία κατά τον Α ή Β τρόπο πρέπει να έχουν αυξημένες αρμοδιότητες. Αυτά δεν οδηγούν μόνο σε μια μικρή αύξηση της ικανοποίησης από τη δουλειά, αλλά αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την επιβίωση της οργάνωσης. (Argyle, 1972).
3.Λύση συγκρούσεων ανάμεσα σε ομάδες
Μερικά από τα πιο σημαντικά κοινωνικά προβλήματα οφείλονται σε συγκρούσεις ανάμεσα σε ανθρώπους διαφόρων φυλών, κοινωνικών τάξεων, ηλικιών, ακόμα και φύλων. Μερικές από αυτές τις συγκρούσεις οφείλονται σε πραγματικές διαφορές πλούτου και δυνατοτήτων, όμως μερικές από τις χειρότερες συγκρούσεις διεξάγονται ανάμεσα σε ομάδες που βρίσκονται σε ίδιο οικονομικό επίπεδο. Αυτές οι συγκρούσεις οφείλονται εν μέρει στις δυσκολίες αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε ανθρώπους που προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς, που ακολουθούν διαφορετικούς κανόνες και συμβάσεις, χρησιμοποιούν διαφορετικά μη λεκτικά σήματα και έχουν διαφορετικές ιδέες. Είδαμε ότι ακόμα και η πιο σύντομη περίοδος εκπαίδευσης μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να τα καταφέρνουν μια χαρά σε διαπολιτιστικές συναντήσεις (>>). Μια τέτοια εκπαίδευση θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στο αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Η έρευνά μας σ' αυτή την περιοχή έδειξε ότι τα προηγούμενα ψυχολογικά πρότυπα του ανθρώπου ήσαν λαθεμένα ή ατελή, επειδή δεν έπαιρναν υπ' όψη τη διαπροσωπική του φύση. Έτσι ο άνθρωπος παρέμεινε μια περιοχή με αρκετό μυστήριο, όπου μπορούσαν να αλωνίζουν ελεύθερα οι κάθε λογής θεολόγοι, ηθικολόγοι και μυθιστοριογράφοι (για να μην αναφέρουμε τους στιχουργούς λαϊκών τραγουδιών και τα λαϊκά περιοδικά). Αυτοί οι συγγραφείς έχουν τώρα αναγνωρίσει ότι οι σχέσεις με τους άλλους αποτελούν πράγματι το πιο σημαντικό τμήμα της ανθρώπινης ζωής, και ότι τα πιο ουσιαστικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά δεν μπορούν να εκφραστούν από έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε απομόνωση. Δεν έχουν όμως πεισθεί ακόμα για τη σχέση που μπορούν να έχουν με την πραγματική ζωή τα πειράματα που διεξάγονται σε εργαστηριακή απομόνωση (Argyle, 1969, σελ. 430-31) Δυστυχώς, παρ' όλο τον όγκο των ψυχολογικών μελετών, τα αποτελέσματα είναι ακόμα πενιχρά — γίνονται συχνά τεχνητά πειράματα σε ένα μόνο πρόσωπο, εμποδίζοντας μερικές φορές τη λεκτική ή μη λεκτική επικοινωνία, και συχνά σε ένα εργαστηριακό κενό που δεν αντιστοιχεί με καμιά πραγματική κατάσταση στην αληθινή ζωή. (Israel και Tajfel, 1972). Οι θέσεις των κοινωνιοψυχολόγων είναι συχνά πολύ ελλιπείς — η σημασία της μη λεκτικής επικοινωνίας και του ρόλου του βλέμματος είναι τελευταίες ανακαλύψεις· μόλις πριν λίγο καιρό ανακάλυψαν οι κοινωνιοψυχολόγοι την επίδραση των καταστάσεων και των κανόνων τους, τον τρόπο που οι κοινωνικές πράξεις διαδέχονται η μία την άλλη, ή την επίδραση που ασκούν οι ιδέες και η γλώσσα πάνω στη συμπεριφορά. Το πρότυπο του ανθρώπου στο οποίο καταλήξαμε είναι κάτι σαν αυτό εδώ: Για την επιβίωση των ατόμων και των απογόνων τους, για την ικανοποίηση των βιολογικών τους αναγκών και τη συνέχιση του είδους, είναι αναγκαία η συνεργασία σε ομάδες. Αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους και για τα ζώα. Υπάρχουν έμφυτα σχήματα αντίδρασης απέναντι στους άλλους, που για την ολοκλήρωσή τους, ιδιαίτερα στον άνθρωπο, είναι αναγκαίες οι εμπειρίες της οικογένειας. Υπάρχει ένα σύστημα μη λεκτικών σημάτων για μετάδοση διαπροσωπικών προθέσεων και στάσεων. Στον άνθρωπο, υπάρχει ένα δεύτερο μέσο επικοινωνίας — η γλώσσα. Η αλληλεπίδραση διενεργείται μέσω των δύο κυρίων διόδων, της όρασης και της ακοής, με συντονισμό των λεκτικών και των μη λεκτικών σημάτων, ενώ το βλέμμα αποτελεί την κύρια δίοδο λήψης των μη λεκτικών σημάτων. Η κοινωνική συμπεριφορά παράγεται σαν ένας χείμαρρος στενά δεμένων αντιδράσεων, υπόκειται σε συνεχή διόρθωση μέσω ανάδρασης, ελέγχεται από περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά σχέδια, και υπακούει σε πολιτιστικούς κανόνες, που εν μέρει έχουν εκφραστεί ρητά. Η σειρά των γεγονότων στην κοινωνική συμπεριφορά ακολουθεί ένα σημασιολογικό σχήμα, στο οποίο κάθε πράξη διαδέχεται λογικά την άλλη. Οι άνθρωποι βλέπουν και ερμηνεύουν τη συμπεριφορά των άλλων και τις καταστάσεις στις οποίες βρίσκονται, και αναλαμβάνουν μεγαλύτερες ή μικρότερες πρωτοβουλίες σε μια αλληλεπίδραση. Η κοινωνική αλληλεπίδραση συντελείται σε μια περιορισμένη σειρά καταστάσεων, κάθε μια από τις οποίες έχει τους χαρακτηριστικούς της κανόνες, ρόλους και σκοπούς. Υπάρχει ίσως ένα ακόμα πιο ουσιαστικό στοιχείο: υπάρχει ένα έμφυτο ενδιαφέρον για άλλα μέλη της οικογένειας και της ομάδας, που οδηγεί σε ένα ενδιαφέρον για τους άλλους· αυτό το ενδιαφέρον οδηγεί και σε μια αναστολή της επιθετικότητας. Είδαμε ότι η συμπάθεια κάνει την εμφάνισή της στα μικρά παιδιά, και ότι, το να πάρεις υπ' όψη σου την άποψη του άλλου, αποτελεί ένα ουσιαστικό στοιχείο στην αλληλεπίδραση. Το ενδιαφέρον για τις απόψεις του άλλου λειτουργεί και με ένα άλλο τρόπο: η αυτοεικόνα συντίθεται κατά πολύ στη βάση των αντιδράσεων των άλλων, και οδηγεί σε μια συμπεριφορά αυτοπαρουσίασης που έχει σαν στόχο την πρόκληση κατάλληλων αντιδράσεων σε μεταγενέστερες κοινωνικές καταστάσεις.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Αυτός ο βασικός εξοπλισμός, εν μέρει έμφυτος, εν μέρει επίκτητος μέσω του πολιτισμού, οδηγεί στο σχηματισμό διαπροσωπικών δεσμών, μικρών κοινωνικών ομάδων και κοινωνικών δομών. Σχέσεις μεταξύ ζευγαριών αποτελούν ένα ουσιαστικό τμήμα της ανθρώπινης ζωής· ολοκληρώνονται μέσω μιας βαθμιαίας διαδικασίας «δοκιμής και λάθους», και καταλήγουν σε ένα συγχρονισμένο σχήμα αλληλεπίδρασης, καθώς και σε μια οικειότητα, αυτοαποκάλυψη και προσκόλληση. Οι άνθρωποι, αλληλεπιδρούν κατά μικρές κοινωνικές ομάδες, στην οικογένεια, στη δουλειά, με φίλους. Εδώ τα σχήματα αλληλεπίδρασης είναι πιο σύνθετα, και οι ομάδες αναπτύσσουν ένα σταθερό σύστημα με κανόνες και διάφορους ρόλους. Σε μεγαλύτερες ομάδες, οι ρόλοι τυποποιούνται και ολόκληρο το σχήμα αλληλεπίδρασης ακολουθεί ένα κανονικό πρότυπο, που μαθαίνεται από τα νέα μέλη· αυτό ονομάζεται κοινωνική δομή. Οι απόψεις των κοινωνιοψυχολόγων σχετικά με τη φύση του ανθρώπου έχουν επίσης αλλάξει πολύ πιο ριζικά. Δεν πιστεύουμε πια ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου ελέγχεται από αιτιακούς νόμους, με ένα καθοριστικό τρόπο, ή ότι είναι ολοκληρωτικά προβλέψιμη. Τα πειράματα βέβαια ανακαλύπτουν ορισμένες κανονικότητες, κατά τις οποίες η μια μεταβλητή επιδρά πάνω στην άλλη. Όμως, όταν στραφεί η προσοχή των ανθρώπων σε μια απ' αυτές τις κανονικότητες, μπορούν μια χαρά να τους αντισταθούν, και οι διαδικασίες της σκέψης μπορούν να υπερισχύσουν πάνω σε αντανακλαστικές αντιδράσεις ή παρόμοιες διαδικασίες. Κάποιοι ευρωπαίοι «ερμηνευτικοί» κοινωνιοψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι στόχος της έρευνας θα έπρεπε να είναι να κάνει τους ανθρώπους να απελευθερωθούν από τους αιτιακούς νόμους κατανοώντας τους (Pommetveit, 1972). Οι γλωσσολόγοι δεν κάνουν καμιά απόπειρα να προβλέψουν τι θα πει κανείς, θεωρώντας μια τέτοια πρόβλεψη αδύνατη, μια και οι περισσότερες προτάσεις δημιουργούνται για πρώτη φορά. Παρόμοια, μερικοί κοινωνιοψυχολόγοι προσπαθούν να βρουν τους γενεσιουργούς νόμους της κοινωνικής συμπεριφοράς, που θα οδηγήσουν στην κατανόησή της, όχι όμως και στην πρόβλεψή της. (Harre και Secord, 1972). Μερικές τελευταίες κατευθύνσεις στην ψυχοθεραπεία αναφέρονται στην αύξηση της ικανότητας αυτοελέγχου του ατόμου, που θα το ελευθερώσει από χαμηλότερου επιπέδου αιτιακές διαδικασίες. (Meihenbaum, 1977). Ελπίζουμε ότι η γνώση που περιέχεται σ' αυτό το βιβλίο, και η χρήση των εκπαιδευτικών τεχνικών που περιγράψαμε, θα αυξήσει την αυτογνωσία και την αλληλοκατανόηση στο χώρο της κοινωνικής συμπεριφοράς.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΠΙΘΑΝΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΓΝΩΣΗΣ Έχει υποστηριχθεί ότι η νέα γνώση της διαπροσωπικής συμπεριφοράς θα μπορούσε να έχει και ανεπιθύμητες συνέπειες. 1. Είναι πιθανό ότι όταν οι άνθρωποι εκπαιδευτούν να αλληλεπιδρούν καλύτερα, η συμπεριφορά τους θα γίνει πιο επιτηδευμένη και ανειλικρινής, θα είναι σκέτη υποκρισία. Αυτό είναι ένα περίπλοκο και αμφιλεγόμενο ζήτημα: ενώ η αυθεντικότητα και η ειλικρίνεια των εκδηλώσεών μας είναι επιθυμητές, μπορεί παράλληλα να υποστηριχθεί ότι ο πολιτισμός μας στηρίζεται στην ανάσχεση πολλών διαπροσωπικών αισθημάτων — ιδιαίτερα συναισθήματα επιθετικά, σεξουαλικά και αποδοκιμασίας. Η πιο αποτελεσματική και επιθυμητή συμπεριφορά δεν συνίσταται αναγκαστικά στην άμεση εξωτερίκευση των πιο ενδόμυχων αισθημάτων μας. 2. Προβάλλεται η αντίρρηση ότι οι άνθρωποι θα γίνουν πιο συνεσταλμένοι, πιο αδέξιοι και καθόλου αυθόρμητοι στην κοινωνική τους συμπεριφορά. Όπως είδαμε, αρκετές μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς έχουν τα χαρακτηριστικά κινητικής ικανότητας. Όταν ένας άνθρωπος μαθαίνει μια νέα ικανότητα, όπως την οδήγηση ενός αυτοκινήτου, για ένα διάστημα οι κινήσεις του είναι αδέξιες, και έχει τεταμένη την προσοχή του αποφεύγοντας να μιλά. Αυτή η φάση περνάει γρήγορα, καθώς αποκτάται η ικανότητα και γίνεται πια συνήθεια, χωρίς δηλαδή την παρεμβολή της σκέψης. 3. Αν οι άνθρωποι γνωρίσουν πολύ περισσότερο τον μη λεκτικό κώδικα σημάτων, αυτά τα σήματα θα αποκτήσουν πολύ πιο συγκεκριμένη σημασία: η ύψωση της κεφαλής κατά 10° θα φανεί σαν έκφραση ανωτερότητας, η αλλαγή προσανατολισμού σαν έκφραση οικειότητας, κοκ. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο μη λεκτικός κώδικας θα μπορούσε να χάσει λίγη από την πολύτιμη ασάφειά του, χάρη στην οποία οι άνθρωποι δεν αφοσιώνονται ολοκληρωτικά σε μια ιδιαίτερη σχέση. 4. Έχει υποστηριχθεί ότι η ανακάλυψη καλύτερων τρόπων συμπεριφοράς σε κοινωνικές καταστάσεις δημιουργεί τον κίνδυνο χειραγώγησης από ανθρώπους εξειδικευμένους σ' αυτές τις νέες ικανότητες. Όλες οι επιστημονικές ανακαλύψεις μπορούν να έχουν και καλή και κακή χρήση, και οι ανακαλύψεις στο πεδίο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης δεν αποτελούν εξαίρεση. Δεν πρέπει όμως να υποθέσουμε ότι ο εξειδικευμένος σε κάποιες ικανότητες θα περνάει τον καιρό του ξεγελώντας τους άλλους και ελέγχοντας καταστάσεις προς δικό του όφελος. Σε πολλές καταστάσεις είναι προς όφελος όλων η κοινωνική ικανότητα που διαθέτουν κάποιοι — για παράδειγμα, οι δάσκαλοι. Σε περίπτωση σύγκρουσης οι πιο ικανοί είναι αυτοί που πλεονεκτούν περισσότερο — αν και αυτό ισχύει παντού και πάντα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΗΘΗ Σε ένα προηγούμενο βιβλίο μου υποστήριζα ότι ο κοινωνικός επιστήμονας μπορεί, «πότε πότε να ξεφεύγει από το ρόλο του σαν αφοσιωμένου στην έρευνα επιστήμονα, και να παίζει το ρόλο του κοινωνικού αναμορφωτή και κριτικού. Έχει τις προϋποθέσεις γι' αυτό, γιατί μπορεί και διαβλέπει νέους στόχους για τους ανθρώπους, και νέους τρόπους για να διδαχτούν οι παλιοί... Ο κοινωνικός επιστήμονας είναι συχνά ο κριτής και ο φύλακας των υψηλότερων ιδανικών μας. Μπορεί επίσης να αναλάβει ένα ακόμα ρόλο, στο να ευαισθητοποιεί την κοινή γνώμη απέναντι σε νέα ιδανικά και πρότυπα που μέχρι τότε δεν τα είχαν σκεφθεί» [Argyle, 1964, σελ. 203].
Τι συμπεράσματα βγαίνουν από τη νέα γνώση για το πώς πρέπει να περνάμε την καθημερινή μας ζωή; Το επίπεδο των κοινωνικών ικανοτήτων θα υψωνόταν αν υπήρχαν σαφείς κοινωνικοί και ηθικοί νόμοι που να δείχνουν ποιοι τρόποι συμπεριφοράς ενδείκνυνται. Βέβαια υπάρχουν ήδη αρκετοί τέτοιοι κανόνες, όμως, όπως τονίστηκε νωρίτερα, οι περισσότερες ηθικές επιταγές είναι τόσο ασαφείς που δεν μπορεί να ξέρει κανείς επακριβώς τι πρέπει να κάνει σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση. Με ποιο τρόπο ακριβώς αγαπά κανείς τον γείτονά του, ή αντιμετωπίζει τους ανθρώπους σαν τέτοιους και όχι σαν μέσα για δικούς του σκοπούς; Πώς ακριβώς αντιμετωπίζει κανείς ένα άτακτο παιδί, ένα ανίκανο υπάλληλο ή ένα μη συνεργάσιμο συνάδελφο; Οι έρευνες που συζητήσαμε υποδεικνύουν τις κοινωνικές τεχνικές και σχέσεις που είναι πιο αποτελεσματικές σε κάποιες απ' αυτές τις καταστάσεις — και δεν συνίστανται γενικά στο να είμαστε απλώς ευχάριστοι και υποχωρητικοί απέναντι στους άλλους. Τα είδη συμπεριφοράς που μπορούν να θεωρηθούν σαν πιο προτιμητέα από ηθική άποψη, πρέπει να βρεθούν μέσω αρκετά λεπτομερειακών ερευνών για κάθε ιδιαίτερη κατάσταση. Μπορούν να συστηθούν μερικά απ' αυτά γιατί αυξάνουν την ευημερία των άλλων, γιατί οδηγούν σε μια σχέση που τους ικανοποιεί όλους αμοιβαία, ή απλώς γιατί αναπτύσσουν τη συνεργασία. Προηγούμενα αναφέραμε κάποια παραδείγματα που θα τα αναφέρουμε και πάλι σύντομα. 1.
2.
3.
4.
Οι κοινωνικές ικανότητες ενός ανθρώπου και η γενική εξέλιξη της προσωπικότητάς του μπορεί να υποβοηθηθούν αν λάβει ανάδραση για τα μειονεκτήματά του. Αυτό γίνεται στα μαθήματα ανάπτυξης κοινωνικών ικανοτήτων και στην ψυχοθεραπεία, όμως συχνά, και οι καλύτεροι μας φίλοι διστάζουν να μας δώσουν τέτοια ανάδραση. Η λύση είναι να δίνεται αυτή η ανάδραση μάλλον μέσω του γενικού μη λεκτικού σχήματος αντιδράσεων, παρά με τις λέξεις. Οι άνθρωποι συχνά βρίσκονται σε δυσκολίες ή σε κατάσταση κατάθλιψης, και χρειάζονται βοήθεια. Διαπιστώθηκε ότι, άνθρωποι που δεν έχουν κάνει καμιά ειδική εκπαίδευση στην ψυχοθεραπεία, μπορούν να κάνουν πάρα πολλά, αρκεί να βρίσκονται σε μια πολύ καλή σχέση μ' αυτούς που πάσχουν και να έχουν τη διάθεση να τους βοηθήσουν. Αυτό συνεπάγεται μια αποδοχή του άλλου, μια γεμάτη κατανόηση αντιμετώπιση των προβλημάτων του, και την ύπαρξη μιας εγκάρδιας σχέσης και μιας αλτρουιστικής διάθεσης (>>). Αυτοί που είναι υπεύθυνοι για κάποιους άλλους μπορούν να τους προσφέρουν τη μεγαλύτερη ικανοποίηση και ταυτόχρονα να τους αποδεσμεύσουν πολλές δημιουργικές δυνατότητες που κρύβουν μέσα τους, αναπτύσσοντας απλώς μια ιδιαίτερη ποιότητα στις σχέσεις τους μαζί τους. Αυτή η ποιότητα δεν είναι κάτι που μπορεί να συλλάβει εύκολα ο κοινός νους, και κατά κάποιο τρόπο ξεπερνάει τις παραδοσιακές αντιλήψεις. Πρέπει π.χ. να συμβουλεύονται τους υφιστάμενούς τους, και να αξιοποιούν τις ιδέες τους σχετικά με τη δουλειά, όσο είναι δυνατό. Πρέπει να τους βοηθάνε να θέτουν τους δικούς τους στόχους και να αξιολογούν την απόδοσή τους. Όταν πρέπει να ληφθούν πειθαρχικά μέτρα, πρέπει αυτό να γίνεται περισσότερο με τη μορφή της συζήτησης τέτοιων στόχων και αξιολογήσεων, με έναν κατανοητικό, θεραπευτικό αλλά σταθερό τρόπο. Ο αρχηγός πρέπει να ασκεί την επιρροή και τον έλεγχό του με την πειθώ, πεπεισμένος για την αξία της (>>). Οι γονείς, οι δάσκαλοι, και όλοι όσοι έχουν υπό την εποπτεία τους παιδιά, αντιμετωπίζουν ειδικά προβλήματα. Για να ασκήσουν αποτελεσματικά την καθοδήγησή τους και να μπορέσουν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
5.
να τα βοηθήσουν χρειάζεται αναγκαστικά ένας συνδυασμός από εγκαρδιότητα και σταθερότητα. Χωρίς εγκαρδιότητα η σχέση καταρρέει, χωρίς έλεγχο δεν μπορεί να ασκηθεί επιρροή. Οι μεγάλοι πρέπει να κρατάνε σε κάποιο βαθμό τις αποστάσεις, δείχνοντας ότι δεν συμμερίζονται απόλυτα τις απόψεις και τις αξίες των παιδιών, και μπορούν να συμμερισθούν μόνο τις δραστηριότητές τους σε ένα περιορισμένο βαθμό. Οι άνθρωποι συχνά έχουν αμφιβολίες και ενδοιασμούς για τον τρόπο αυτοπαρουσίασής τους. Όμως, όχι μόνο οι δημόσιοι ομιλητές και όλοι όσοι αναπτύσσουν μια κοινωνική ικανότητα για επαγγελματικούς λόγους, αλλά και όλοι όσοι συμμετέχουν σε κοινωνικές επαφές, πρέπει αναγκαστικά να παρουσιάζουν κάποιο «πρόσωπο» ή αυτοεικόνα. Από την άλλη μεριά η εικόνα που παρουσιάζεται πρέπει να είναι πραγματική, αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να συντριβεί, πράγμα που αποτελεί μια από τις αιτίες αμηχανίας. Δεν πρέπει όμως ο άνθρωπος να ενδιαφέρεται πρωταρχικά για την προβολή της αυτοεικόνας του και την επιτυχία της, αλλά για τη διδασκαλία, την πειθώ ή ότι άλλο στόχο έχει η συγκεκριμένη συμπεριφορά. Παρόμοια, έχει σημασία για τους άλλους το να είσαι ελκυστικός, ευχάριστος, εμφανίσιμος, και γενικά ανταμειφτικός με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Argyle, M. "Social Interaction", London: Methuen, 1969, Chapter 2. Atkins, A. L., and Hilton, I., "Social motivation", in B. Seidenberg and A. Snadowsky (eds.), "Social Psychology", London: Collier-Macmillan, 1976. Atkinson, J. W. (ed.) "Motives in Fantasy, Action and Society", New York: Van Nostrand, 1958. Baron, R. Α., and Byrne, D., "Social Psychology", Boston: Allyn and Bacon, 1977, Chapters 9 and 10. Cofer, C. N., and Appley, M. H., "Motivation: Theory and Research", New York: Wiley, 1964. DeVore, I. (ed.), "Primate Behavior", New York: Rinehart and Winston, 1965.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Argyle, M., "Bodily Communication", London: Methuen, 1975. Hinde, R. A. (ed.), "Non-verbal Communication", Cambridge: Royal Society and Cambridge University Press, 1972. Robinson, W. P., "The Social Psychology of Language", Harmondsworth: Penguin Books, 1972.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Argyle, M., "Social Interaction", London: Methuen, 1969. Argyle, M., "Bodily Communication", London: Methuen, 1975. Trower, P., Bryant, B., and Argyle, M., "Social Skills and Mental Health", London: Methuen, 1978.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Argyle, M., and Cook, M., "Gage and Mutual Gaze", Cambridge University Press, 1976.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Hastorf, A. H., Schneider, D. J., and Polefka, J., "Person Perception, Reading, Mass.": Addison-Wesley, 1970. Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Hayden, T., "Person Perception", in L. Berkowitz, A. Survey of Social Psychology", Hillsdale, III: Dryden, 1975.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Argyle, Μ. "Personality and social behaviour", in Harré, R. (ed), "Personality", Oxford: Blackwell, 1976, pp. 145—88. Endler, Ν. S., and Mangnusson, D. (eds.), "Interactional Psychology and Personality", Washington: Hemisphere, 1976.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Argyle, M., "Social Interaction", London: Methuen, 1969. Clore, G. L, "Interpersonal attraction: an overview", in J. W. Thibaut, J. T. Spence and R. C. Carson (eds.), "Contemporary Topics in Social Psychology, Morristown, N. J.: General Learning Press, 1976. Goffman, E., "Relations in Public", London: Allen Lane The Penguin Press, 1971.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Argyle, M., "The Social Psychology of Work, Harmondsworth: Penguin Books, 1972. Goffman, E., "Behavior in Public Places", Glencoe, III: Free Press, 1963. Shaw, M. E., "Group Dynamics: The Psychology of Small Group Behavior", New York: McGraw-Hill, 1971.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Gergen, K. J., "The Concept of Self", New York: Holt, Rinehart and Winston, 1971. Goffman, E., "The Presentation of Self in Everyday Life", Edinburgh University Press, 1956. Wicklund, R. Α., "Objective self awareness", "Advances in Experimental Social Psychology", 1975, pp. 233-75.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Carson, R. C, "Interaction Concepts of Personality", London: Allen and Unwin, 1970. Orford, J., "The Social Psychology of Mental Disorder", Harmonds-worth: Penguin Books, 1976. Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
Trower, P., Bryant, B., and Argyle, M., "Social Skills and Mental Health", London: Methuen, 1978.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 Selling
Lombard, G. F. F., "Behavior in a Selling Group", Harvard University Press, 1955. Woodward, J., "The Saleswoman". London: Pitman, 1960. Selection interview
Fraser, J. M., "Employment Interviewing", London: MacDonald, 1 966. Ungerson. B., "Recruitment Handbook", Epping, Essex: Gower Press, 1975. Social survey interview
Kahn, R. L, and Katz, C. F., "The Dynamics of Interviewing", New York: Wiley, 1957. Personnel interview
Sidney, E., and Brown, m., "The Skills of Interviewing", London: Tavistock, 1961. Psychotherapy and counselling
Bergin, A. E., and Garfield, S. L, "Handbook of Psychotherapy", New York: Wiley, 1971. Supervision of work groups
Argyle, M., "The Social Psychology of Work", Harmondsworth: Penguin Books, 1972. Thurley, K., and Wirdenius, H., "Supervision: A Reappraisal", London: Heinemann, 1973. Committee chairmanship
Hoffman. L. R., "Group problem-solving", "Advances in Experimental Social Psychology", 1965, 2, 99-132. Teaching
Dunkin, M. J., and Biddle, B. J., "The Study of Teaching", New York: Holt, Rinehart and Winston, 1974. Rosenchine, B., "Teaching Behaviour and Student Achievement", Slough: N. F. ER., 1971. Public speaking
Bligh, D. Α., "What's the Use of Lectures?", Harmondsworth: Penguin Books, 1972.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Bradford, L. P., Gibb, J. R. and Bennis, K. D., "T-group Training and Laboratory Method", New York: Wiley, 1964. Brown, G. "Microteaching", London: Methuen, 1978. Ivey, A. E., Microcounselling, Springfield, III": Thomas, 1971 Trower, P., Bryant, B., and Argyle, M., "Social Skills and Mental Health", London: Methuen, 1978.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2009