Τάκης Γιαννόπουλος
ΕΠΙΛΟΓΗ, Α' (1951 -1986) ποιήματα
Αθήνα 1987
Τό βιβλίο αυτό περιλαμβάνει μιά πρώτη επιλογή άπ'
...
44 downloads
551 Views
2MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Τάκης Γιαννόπουλος
ΕΠΙΛΟΓΗ, Α' (1951 -1986) ποιήματα
Αθήνα 1987
Τό βιβλίο αυτό περιλαμβάνει μιά πρώτη επιλογή άπ'
τίς ποιΠΉκές αυΛ/ ογές:
«Πράσινο αίμα» (1951), «Ήλιοι καί κάκτοι» (1954), «Παραλλαγές πάνω ατό θέμμα της μοναξιάς» (1963), «Τό βιβλίο τίίς Ελένης κι οί τελευταίοι ήλιοι» (1963), «Καλοκαίρι 1963» (1964), «Επάνοδος» (1982) και «Ελεγείες» (1986). Ό λ α τά ποιήματα φωτογραφήθηκαν άπ' τίς παλιές έκδόοεις.
ΤΑΚΗ
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
Π Ρ Α Σ Ι Ν Ο
ΑΘΗΝΑ
1951
Α Ι Μ Α
ΒΕΒΑΙΑ ΟΛΑ ΗΤΑΝ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΑ
Βέβαια δλα εΤταν άκατανόητα Ά π ό πάντοτε Στδχα πεΤ νά μήν παλεύεις μέ μάταιους Ιστούς Μέ λογικά τετράγωνα καΙ προκαθορισμένες βεωρίες ΟΙ κύκλοι δέν φτιάχνονται γιά νά περιορίσουν τόν κόσμο ΟΟτε τή ζωή μας Ά π ό πάντοτε δλα εϊταν άκατανόητα Στδχα πεϊ βέβαια Μά σύ πάντα μέ τό διαβήτη στό χέρι έρχόσουν Μετρώντας τά δνειρα καΙ τή ψυχή σου Φτιάχνοντας έζισώσεις γιά νά έρμηνεύσεις τήν άγάπη σου Στδχα πει βέβαια Πώς δέν μετριώνται ο1 γιακάδες της άνοιξης μέ τό μοιρογνωμόνιο ΟΟτε ή όμορφιά τών ματιών μέ τό ύποδεκάμετρο Κι' άκόμα στό λέω πώς ό κόσμος "Ετσι τυχαία χύβηκε χωρίς καμπύλες καί γωνίες Χωρίς λογικές άρμονίες Κι' έτσι δλα εΤναι άκατανόητα ΆφοΟ καΙ τή δική σου άγάπη δέν τήν φτάνει τό μυαλό.
11
ΕΝΩ
ΒΡΕΧΕΙ
Τοϋς στοχασμούς μας μέρες τώρα πλέκαμε στις στα^^όνες Λευκές προσευχές των ψυχών μας Πεταλούδες τών ονείρων μας Μέρες τώρα θηρεύαμε την άναζήτησι ΣτΙς άκρες τών σκέψεων μας Στά ρόδινα πρωινά τών άγνωρων τόπων Μικροί ήλιοι τών πόδων μας Στά γαλάζια νερά ΣτΙς πράσινες πεδιάδες Στά γοητευτικά βράχια Σ' δλες τις άναλαμπές της είδης μας Ά π ό τότε ποΰφυγε γιά τό Λιό—Τσΐν Ή γαλάζια γυναίκα της νοσταλγίας μας ^Ενα δαμπό δειλινό Μέ μιά φλέβα φόβου στά μάτια της Ά π ό τότε Ά π ό τότε π' άποχαιρέτησε ή άγάπη Τούς Ιστούς τών ψυχών μας ΣτΙς ταξιδιώτισσες τών άπάνεμων λιμανιών ΣτΙς μελαγχολικές γυναίκες τών βραδυνών τραίνων Ά π ό τότε πού ξεχάσαμε Σ' δλα τά μάτια τών αίσδήσεων ΤΙς έκτάσεις τής υπαρζής μας. Κι' ό χρόνος κύλαε ΚΓ έμεΤς τούς στοχασμούς μας μέρες τώρα πλέκαμε στίς σταγόνες Κα&ισμένοι ατά παρά&υρα
Σεριανόντας στίς δενδροστοιχίες Ρεμβάζοντας ατούς κήπους Τά λιμάνια πού χάδηκαν τά τριαντάφυλλα πού οβύααν Μές τό παρδενικό μέτωπο της νειότης μας Ά π ό τότε πού κομμάτι κομμάτι Δωρίζαμε τή ψυχή μας Στίς άνοιξιάτικες βροχές Στις χλωμές γυναίκες τοΟ χειμώνα Ά π ό τότε Πού οκορπιστήκαν οι φωνές της δημιουργίας μας Στ' άσπρα λουλούδια της μυγδαλιάς. Κι'οί στοχασμοί μας μέρες τώρα πλέκονταν στίς Σαγηνευτικά μωσαϊκά Τών άπάνεμων έλπίδων Χλωμές παραστάσεις τών γλυκών δανάτων Κάποια δαμπά δειλινά Στίς ψυχές στις ψυχές Πού ξεχάστηκαν ατούς κόρφους τοΰ δεου.
σταγόνες
Είπαμε νά ξεντυδουμε τό χειμώνα είπαμε νά ξεχάσουμε τά χιόνια εΤπαμε νά ξαποστείλουμε τή κόλαση κι' άκόμα είπαμε ν' άγαπήσουμε τόν ήλιο καΐ τά όνειρα στό φως. ΕΤπαμε νά φορέσουμε μαντύες άπό χαρά νά στεφανοδοΟμε άπό ήδονή νά χορέψουμε στόν άνεμο. Περιμέναμε προσμονητές νοσταλγικοί στ' άκρογιάλια ατά βουνά στίς πεδιάδες περιμέναμε μιά χούφτα ήλιου περιμέναμε ένα τάσι έρωτικής πλάσης περιμέναμε τήν έμφάνιση της άγάπης μας γιά νά πλαστούμε στό τραγούδι της γιά νά κόψουμε λουλούδια. ΚαΙ ποδούααμε οάν όλύμπιοι δεοΙ ποθούσαμε πάνω άπ' τά κρύα μος βιβλία 14
ποθούσαμε μέσα άπ* τά Κλιμένα μας δωμάτια ποδούσαμε κάτω άπ' τά λευκά χιόνια ποθούσαμε μέ πό8ο ούράνιο ένα βλέμμα άνοιξης ένα χαμόγελο έρωμένης. 21 τοΟ Μάρτη έτοιμάστηκεν έτοιμάστηκαν έτοιμάστηκεν έτοιμάστηκαν
1949 ή πλάση δλη γιά τό δέξιμο τά φτερά των πουλιών ή δάλασσα καΙ τά κύμματα οΙ &λιμένες καρδιές γιά νά στρώσουν τό πνεύμα τους στήν "Ανοιξη γιά ν' άγαπη&οΟν στά μάτια της.
ΚαΙ ή 21 τοΟ Μάρτη ήρθε καΙ ή "Ανοιξη παρουσιάστηκε πρίν λίγες ώρες γεμάτη βροχή δλίψΓ) κι' άπόγνωση μ' ένα κλάμμα τραγικό στό μέτωπό της μ' ένα γέλιο στά παρθένα στήθη της. ΚαΙ μεϊς στή στράτα πέσαμε δίχως πόθο πιά.
15
Μή μου μιλάς για "Ανοιξη ουτε γιά λουλούδια μέσα μου έχω τόν Χειμώνα όλάκερη τήν άπλα τοΟ λευκοΟ χιονιού τΙ μοΟ μιλάς λοιπόν έτοι ώραΐα γι6 τήν "Ανοιζη; 16
β·
Της άκινησίας τή μορφή σχίζω άπ' τά δύσκαμπτα μέλη μου Στου νοΟ μου τόν πόνο συνθλίβω τόν άφρό μιας καινούργιας δάλαοσας Προσπαδώ νά δώσω άσπασμούς στά νέα φύλλα πού έκκολάπτωνται Ά π ' τό παράθυρο π' άνοιξε ένας άχός ζωής κόβω λουλούδια μέ των χεριών μοΜ τό σκίρτημα καΐ σκορπώ τά λευκά πέταλά τους στίς τέσσερις γωνιές τής κρύας μου κάμαρας Μι'άγκαλιά τώρα πέρνω κλωνάρια και μέ κινήσεις ξορκισμοΰ διώχνω τό χειμώνα ' Ω νά δής πώς διώχνω τό χειμώνα άπ' τά βιβλία άπ' τά σεντόνια άπό τά έπιπλα Τραγουδώ μέ γεμάτα.τά μπράτσα λουλούδια μνήμα τραγικό ή δψη τής κάμαρας Μέ δάχτυλα τρέμοντα
άκόμα
άνοίγω τούς γιακάδες τοΰ στήθους μου στήν άνοιξη. Φίλη μου Μόνο νά μή διαφιυσΟοΟν οΙ έλπίδες μας Μόνο νά ϋπβρκαλύψουμί τό φριχτό έφιάλτη μας.
Μέ τής αύγής τό λευκό φως βά σοΟ στείλω τή χαρά τοΟ ΒεοΟ 'Ένα κόρφο έλπίδες στόν δρ&ρο βά έκτοξεύσω στά χείλη σου νάρ&ουν Ι ' άγνών άγγέλων φτερά τής ψυχής μου τή ζέστα δ' άπλώσω καΙ λαλιά δά δώσω στόν άνεμο νά σοΟ φέρει τό υπέρτατο μύνημα Ξαναγεννήδηκα μέσα στό σχήμα σου άναστήδηκα στου έρωτά σου τά δώματα Σκίρτησα στου τζαμιοΰ σου τό χτύπημα άπ' τό ράμφος μιας χελιδόνας καΙ ντύδηκα τή λατρεία γιά σένα στ' άντίκρυσμα ένός ρόδινου μπουμποικιου Τώρα ή άνοιξη μδς περιμένει άνυπόμονα στίς λίμνες στούς κάμπους στή δάλασσα Ή άνοιξη παντοΟ περιμένει τά βουνά άνασαίνουν τήν παρουσία της Φίλη μου Δέν εΤμαι άρρωστος πιά Νίκησα τήν άνεπιδύμητη παρουσία του δανάτου. 1Η
ΤΑΚΗ
ήλιοι
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
και κάκτοι
Α Θ Η Ν Α
1 9
5 5
ΒΌ&ΐοαμε τα χείλια μας <5x1 ς πράσινες καρδιές^ ί}Ιιοι της ^Αρλ, φυτρωμένοι ατό αίμα του Βικέντιου Εάν Γκόγκ^ δρόμοι πού ηάτηοαν Ανέμελα τά έφηβικά μας βήματα. 21
Γ Ρ Α Μ Μ Α ΧΩΡΙΣ
ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ
Ο ά σοΟστβλνσ τό γράμμα μου κοί δυό ρόζ κυκλάμινα.
Ο ά σοΟστβλνα τό σκίρτημα τών δυό μου χεριών, σάν τρέξαν νά τά κόψουν κρυμμένα στόν κόρψο τοΟ β^^άχου.
© ά β λ ε π ε ς πώς δέ ζοΟμε μόνο στήν άρμύρα, πάνω στό λιθάρι καΐ στό καμμένο χώμα, πώς δέν Ιχουμε τά αϊματα, παντοτεινή τροφή τών ψυχών μας.
Ο ά β λ ε π ε ς πώς τά μάτια χρυσίζοντας. άγκαλιάζουν-κάποια πέταλα λουλουδιών, πώς δέν μάς άψισε ή άγάπη τών άγγέλων νά παραδέρνουμε έλπίζοντας μέσα στίς χαράδρες.
© 4 σοΟστελνα στό γράμμα μου δυό ι^όζ κυκλάμινα, άν βέβαια, δέν τά κρατοΟσβ ή λογοκρισία", άποδιίχνοντας ίτσι πώς δέν εϊμαστ· άνθρωποι. 22
Η Τ Α Ν ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΣΕ Π Λ Η Σ Ι Α Ζ Α
Η τ α ν τά βράδυα πού σέ πλησίαζα, γεμάτα άτμό, θαμπή σκόνη, καΐ μουρμουρητά, ο( καπνοί τοΟ τσιγάρου ώχριοΟσαν, γιά λίγο τό πρόσωπό μου, τά μάτια μου, πόναγαν άπ' τό χτύπημα τών κυμάτων στούς διπλανούς βράχους.
Η τ α ν τότβ πού σέ πλησίαζα, έλπίζοντας ύπόκωφα νά μοΟ σωθβΤ ή έλβυθβρία μου. 23
Θ ' Α Ν Ε Β Ω ΤΟ Β Ο Υ Ν Ο ΜΕ ΤΟΥΣ
ΚΑΚΤΟΥΣ
Γαλάζια άχιβάδα ή κίνηση τών χεριών σου, άπαλό κυμάτισμα στή ρόδινη άμμο, λακκάκια πού άνοιγβ τήν αύγή τό πάθος ν' άγκαλιάσουν τό τραγούδι της άρμύρας.
Σΐιγανασαίνουν τά μάτια σου πάνω στούς βράχους, Ινα φΟκος πελώριο ή ζέστη τής ψυχής σου, πού μέ δένει σφιχτά στό κατάρτι τής έλπίδας διώχνοντας τΙς σκιές τών ματωμένων άδελφών.
Ο ά πάρω τό άνθισμένο κλωνάρι μιάς άπογεματινής ώρας, τά λευκά σου χέρια πού μέ κρατοΟν στήν άνάμνηση, νά τά περάσω στίς άχτίδες τοΟ ήσυχου μαϊστραλιοΟ, γιά ν' άνεβώ σιγά σιγά τό βουνό μέ τούς κάκτους. 24
ΧΡΟΝΙΑ
1 9 5 2 Μ. Χ.
Η θάλασσα θά γινόνταν 8να ^όζ άνθος σάν τής έλεγα μέ άγωνία εϊκοσι δύο χρόνια μόνον Ιχω ζήσει* δς ήταν ή νύχτα κατάμαυρη κι' οί βράχοι, δγκοι πού δαιμονίζονταν νά μάς βουλιάξουν. "Η θάλασσα εχει πιά άσπρα μαλλιά, καμπούριασε νά ξεθάβει σκελετούς κει στίς δχθβς. τόσα κόκκαλα πού τήν τριγύρισαν κι' άπόψε, τόσες μακάβριες πράξεις στά πράσινα χείλια της.
Ε ν α ^όζ άνθος θά γίνονταν, μιά ψιλντισένια θήκη, σκαλισμένη άπ' τά ξωτικά, ένα ήσυχο παιδικό κοιμητήρι, νιά νά δεχτεί χωρίς φωνές κι' αϊματα, μ' δνα χαμόγελο, τόν άπίθανο θάνατο, τών είκοσι δύο χρόνων. 25
Περπάτησαν μιά μεγάλη πεδιάδα άπό κ ά κ τ ο υ ς Τ ά πρόσωπά τους Ιλεγαν γιά τόν θάνατο, Ιβλεπες στίς κόχες τών ματιών τους, τά κρανία τών συναδέλφων, τά νεανικά δνειρά τους πού σάπισαν στά κοινοτάφια, 8ϋό γκρίζες χάντρες γιομάτες άγωνία τά χέρια τους, π ' άνοίγουν λάκκους νά χαϊδέψουν τήν εΙρήνη.
26
Όπως ένα χλιαρό βράδυ Ο π ω ς δνα χλιαρό βράδυ, λευκά λουλούδια, έρχεται στό ήμΙψως τοΟ δωματίου ή Έλεωνόρα ΝτοΟζε, παίζοντας, μιά έντύπωση άπό ψαρδειά πέπλα καΐ πράσινα δικτυωτά φουστάνια τίποτε δέν Ιχει μορφή γύρω, ό χρόνος δέν μετράει τή ζωή μας^ ή φωνή της, ή φωνή της καΐ τά λευκά λουλούδια, «ού τ'άγκαλιάζει στ*&σπρσ της χέρια χαμογελώντας καΐ φεύγει.·· 27
οι
ΜΕΡΕΣ
ΜΑΣ...
Ο ι μέρες μας, μβγάλες &σπρες σελίδες χωρίς περιθώρια, μέ μολυβιές Ισιες καΐ βαθειές, σέ πολλά χρώματα, δέν έχει σημασία, χωρίς νόημα, χωρίς συνέχεια, μιά φλογισμένη έπΙπονη άναζήτηση, μιά δηλητηριασμένη άγωνία.
Τ ά χρόνια μας, άσπρες σελίδες χωρίς περιθώρια, μέ φοβερά σχέδια έλπίδων καΐ προσμονής, πόθοι, άνΙα, βάσανοι καΐ ίμεροι, χωρίς νόημα, χωρίς συνέχεια.
—εφυλλίζουμε τήν παιδική μας ζωή, λίγα χάδια, πολύ αύστηρότητα κι' Ενα μπλέ σακκάκι μέ χρυσά κουμπιά, Ιφηβοι νά διαβαίνουμε άπερίσκεπτα τούς θόλους, καΐ ν' άλλάζουμε συνεχώς μορφές* καΐ τώρα σκυφτοί, πάνω στούς λεπτοδείχτες τών χρόνων, βϊκοσι δνα, είκοσι δύο, τό κατώφλι τών είκοσι τρία, νά τραβάμε πάλι βαθειές μολυβιές, Ισιες καΐ πολύχρωμες» γυρίζοντας τΙς άσπρες πελώριες σελίδες τών ήμερών.
Α ν ά γ κ η πιά νά πέσουμε σέ κάποια πόδια, πού θά μάς παρασύρουν στόν στρόβιλο τοΟ χοροΟ τους, πού θ' άναπάψουν τήν άνησυχία μας, πού θά σώσουν τή ζωή μας. 28
ΤΑΚΗ
ΓΙΑΝΝΟΠΟΪΛΟΤ
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ
πάγΘ στο θέμα της μοναξιάς
ΑΘΗΝΑ 1963
ΠΡΙΓΚΗΨ
Μόνος, ψαύω τά κορμιά των ωρών, τ6ν δρόμο του Χρόνου, σκαλοπάτια λύπης, κερκίδες, οΐ πατούσες γυμνές πάνω στη λύσσα καΐ στη φρίκη. 31
Πρίγκηψ, φαΙνβσι^Β^ κουρασμένος^ οΐ λαμηροί όφύαλμοί σας μοιάζουν ταφόπετρες^ έξευτελία^ψβ, όΰο ξτη υπομείνατε μυρίας λοίδωρίας και πόνους. Τά ένόύματα πρίγκηψ, αΐ χρυσοποίκιλτοι οτολαΙ καΐ ή φαρδειά, μεταξωτή ζώνη της μέσης, ϊγιναν ράκη, δμως, ή κόμη σας οτίλβει, άνεμίζει, Υπερακοντίζει το '&λιβερόν περιβάλλον. ^Απλώνω τά χέρια μου, στίς νέες μέρες* χαϊδεύω μέ την προσμονή, τά χρώματα των ωρών, πού άγκαλιάζουν την γύμνια μου' αισθάνομαι τό κενό, δλα λείπουν, τό στόμα σου, ή άνάσα σου, τ6 στόμα σου χτές τό βράδυ, ή κόκκινη πληγή* τίποτε δέν οικοδομεί αύτός ό χρόνος, άπόψε* ώρα άκριβής, έπτά καΐ πέντε άπογευματινή της 3ης Ιουλίου 1955, ήμέρα Κυριακή, ό Χρόνος έφονεύθη. 32
ΠρΙγκηψ, δίν όφελβΐ τό ξίφος, ξβπβζέψατβ, '&ά τίΒριηατήσονμβ λίγο άκόμη, μαζί, κατά μήκος αντον τον ποταμού^ υπό τ& αβληνόφως' '&ά μας προσφέρουν μιά βάρκα' τδ τιμόνι Πρίγκηψ, τό τιμόνί' τό ρεϋμα του ποταμού καθίσταται έπικίνδννον, ατό τιμόνι^ 6ΐς τό δέλτα υπάρχει ή περικεφαλοίία σας καΐ τά ενδύματα^ οί μπότες^ με τά χρυσά σπηρούνια' Πρίγκηψ^ '&ά οδηγηθούμε, πρός τον ήλιο.
33
Κ.Ε.Ν. ΚΟΡΙΝΘΟΥ 1955 α' Λίγες στιγμές μένουν, νά σκεφτώ τά μάτια σου, τά χέρια σου* λίγες στιγμές, στίς κόχες του προθάλαμου, άνάμεσα σέ χιλιάδες σκονισμένα ντοκ, καΐ φωνές.
β' Τό καλοκαίρι καίει καίει τή νιότη μας, μας τυλίγει μέ τά σπυριά της άμμου, μας άντανακλα. 34
γ' Σκύψε στήν ψυχή σου πάρε άνάμεσα στις δυο σου παλάμες τ6ν πόνο, δπως επερνες άλλοτε το πρόσωπο της άγαπημένης' κυλάμε σ' ενα ποτάμι άπδ πολύχρωμες φτερούγες, πρέπει νά προχωρήσης, μέ το στρατιωτικό σου βήμα, στό δπλο ή ξιφολόγχη, στήν ξιφολόγχη ή καρδιά σου.
δ' Μετρώ στίς άκρες των δαχτύλων τΙς ήμερομηνίες της άγωνίας, τά δευτερόλεπτά της, στίς σχισμές τους τΙς ρυτίδες της ψυχής μου. 35
Αΰριο πρωί, φεύγουμε κι' άπό δώ' άφίνουμε μέρες πού ΰφαναν δύο μικρά στίγματα, στο μέτωπο· άφίνουμε την άμμο, πού βασάνισε τόσο την φαντασία μας, καΐ τα σφυρίγματα των τραίνων, πού παίδευαν τή βαρειά μάντρα του κέντρου* δυο βράχια, ξεραμένα φύκια κι' ένα σπασμένο κοντάρι σημαίας, και κεϊνα τα περιστέρια, δίπλα στή σκοπιά, πού άνάπαυαν την άνησυχία μας, και θύμιζαν ειρηνικές πλατείες καΐ παιδιά μέ πολύχρωμα ένδύματα' άφίνουμε τον ιδρώτα μύριων ωρών, τό θλιβερό στρατιωτικό τραγούδι, τόν βαρύ πόνο του ώμου, δπλον άγχέμαχον, νούμερο 731^1455 καΐ δυό καλάμια σταυρωμένα, είς μνήμην ολονυκτίων άγρυπνιών. 36
στ'
Προχωρούμε, χωρίς στάσεις, προβαλλόμαστε το Ι'διο νύχτα και μέρα, άγρυπνοι, κουρασμένοι, άπιστοι... Τά μάτια σου, λάρνακες άγωνιώδεις μέσα τους μένουν πελεκημένα τά καλοκαίρια, με τή ζεστή άμμο και τις πευκοβελόνες, οι κόκκινοι δρόμοι πού πέρασες, κάτω άπ' τον ήλιο, κάτω άπ' τήν εύλογία τ' ούρανοΰ αύτοΰ, π' άγαπήσαμε. Προχωρούμε, φίλε μου, κάτω άπόνα κράνος τεράστιο, σαν τις όμπρέλλες του χειμώνα, προχωρούμε ντυμένοι τή σκόνη, ντυμένοι τήν άγωνία, μέσα στά χακι περιφράγματα, προχωρούμε με τις βασανισμένες μας άρβύλες, μέρες και μέρες, μήνες και μήνες. Τά μάτια σου άγκάθια, άγκάθια συρμάτινα, άπ' τον τοϊχο του κέντρου, τά μάτια σου, μιά άπέραντη έγκαρτέρηση, μιά άπέραντη ελπίδα. Φίλε μου, δυο πιθαμές μέσα στον 6λεθρο, των ειρηνικών όνείρων του κόσμου. 37
ζ'
Περιμένω, νά περάσουν οι μέρες αύτές, νά περάσουν οι μήνες, καΐ φαντάζομαι, χωμένος μέσ" τό χακί μου άμπέχωνο, πώς θάσαι, ποιά θάσαι, πού θά μαζέψης, στις γαλάζιες χούφτες σου, τΙς ρυτίδες αυτών τών ωρών, πού τά μαλλιά σου, θά γίνουν λίκνο, γιά τή βασανισμένη μου έγκαρτέρηση. * Αλήθεια, πώς θάσαι, άγκαλιά μέ τή νέα μέρα. 38
η' Ή έλευθερία μου, δύο μέτρα έξω άπ' την πύλη, γύρω έκεϊ, στήν πλατεία, στα πεζοδρόμια, με τΙς φωνές των αύτοκινήτων, τ ' άγκομαχητά των τραίνων, την κίνηση του σταθμοί), το σαγηνευτικό εκείνο βήμα, πού περπατά, πάνω στο πλακόστρωτο* ή έλευθερία μου, μόλις δίπλα στη χούφτα μου, πίσω άπ' τό συρματόπλεγμα, μέσα σ' αύτό τ' αύτοκίνητο, πού κυλα αργά, στά μάτια αύτής, της περαστικής γυναίκας· άπλώνω τα χέρια μου, στήν πλατεία, τά χέρια μου στήν ελευθερία, τά χέρια μου, τά χέρια μου, τά κομμένα χέρια μου, κι' είναι τά μάτια μου παγωμένα, βαθειά σπήλαια, μέ φωλιασμένους πάγους και σκοτάδι, κι εϊναι το πρόσωπό μου, έπιφάνεια'συγκρατημένης λύσσας, κι' άπλώνω έτσι τά χέρια μου, ικετευτικά καΐ κυττάω, υποτακτικά, πρός τήν πλατεία,· πρός τά τραίνα, τήν έλευθερία μου. 39
θ'
Συνάδελφε, ύπομένουμε μαζί τ' άδυσώπητα πλήγματα, της σκοτεινής τούτης μπόρας* δταν φυλάς σκοπός, 2 μέ 4, ^ μέσα στη νύχτα, μές τΙς φρικιαστικές σκιές, εϊναι σά να φυλάω έγώ, ΐϊναι σά να μαρτυρώ έγώ, άπό τον πεθαμένο ούρανό, πού σκεπάζει την άγων ία σου* εύρύνω συνάδελφοι, τήν φοβερή μου άγάπη, κι' ύποφέρω δταν σας υβρίζουν, δταν χτυποΰν τήν χαρά σας* ύποφέρω όταν ύποφέρετε, δέχομαι δλες τΙς μέρες πού σας φυλακίζουν σάν νά φυλακίζομαι, ύπομένω γιά δλους νά κυλήσουν οί δύσκολες μέρες. 40
Το καλοκαίρι καίει, κι' έμεϊς, μέ κρεμασμένα τά χεριοί^ στή μάντρα του στρατιωτικού κέντρου, κυτταμε τή θάλασσα, μέ τόση άπορία. 41
Μέ τΙς γοολάζιες ελπίδες, προσπαθούμε νά σβύσουμε τους κύκλους του φόβου· πνίξαμε τΙς άγωνιώδεις κραυγές της νύχτας, κάψαμε τους μεγάλους κορμούς, στό τζάκι των παιδικών χρόνων, κινήσαμε μέ τ' άρματα του ήλιου πρ6ς τά πράσινα λειβάδια' δέν έχουμε τώρα μια παλάμη νερό, δυό σπειριά χαράς, ένα ζεστό βλέμμα* πλαταγίζουμε την άπαντοχή, μέσα σ' αύτη την 'Άνοιξη φαρδαίνουμε τον πόθο, πάνω σ' αύτό τό φως, τά λουλούδια κατακίτρινα καΐ τά περιβόλια μέ · τΙς πορτοκαλλιές, βότσαλα στίς σβυσμένες μνήμες. Είμαστε απλωμένοι στις κορυφές των σύννεφων, σάν σχήματα πού σφίγγουν ούράνιους πόθους* οί φίλοι ας ξεμάκρυναν, τά χαμόγελα ας γίναν περιθώρια μιας ξεφτισμένης σελίδας* έμεϊς μαζεύουμε πρωινή πάχνη, μαζεύουμε σκοτάδια καΐ φοβισμένες καρδιές πουλιών κρατούμε στά χέρια μας Ινα τιμόνι γιά τό σέλας. Ινα τιμόνι γιά τήν άγκαλιά της χαράς. 4?
ΜΗ ΜΙΛΗΣΗΣ α Μή μιλήσης, βρισκόμαστε σ^ ένα θόλο άγωνίας, στά μάτια μας χώμα, στο χώμα δάκρυα, γίναμε μαύροι, δπως δ πόνος, γίναμε δυο χαλίκια σκελετοομένα, χωρίς πνοή, χωρίς ζωή, ξεντυθήκαμε την ομορφιά, σκίσαμε τα μάτια της, τΙς κόκκινες γλώσσες της λατρείας, τον ήλιο, δυο λουλούδια στην άγκαλιά της άνοιξης τά πνίξαμε, τά θάψαμε. Δέν είμαστε έμεϊς άπόλλωνες της νειότης, μικροί γοητευτικοί καβαλλάρηδες, τών σχολικών θρανίοον, άνθρωποι πού κοιμηθήκαμε αιώνες, δίπλα στά εύωδιασμένα σώματα, πού πλαταγίσαμε τά χείλια του θέρους, στίς λαγώνες της ήδονής. 43
β'
Μή μιλήσης, μοιάζουμε μέ βασανισμένους παλιάτσους, μέ πεθαμένους καβαλλάρηδες, δέν έχουμε άνάσα, δέν έχουμε στόμα, χέρια για ν' άγγίξουν τους άφρούς, της πράσινης ευτυχίας, πόδια γιά να πατήσουμε τά λειβάδια των δεκαεφτά χρόνων. Τ6 φως πέρασε τδ δέρμα του πάθους μας πάνω στα κόκκινα μπουκάμισα, δίπλα στο δίχτυ του ίδρωτα, μέσα στις πλεγμένες πλεξούδες της* κρατούσαμε στά χέρια μας νεογέννητους θεούς πλάσαμε μέ αιμα λόφους καΐ βράχους. Τώρα δμως, μή μιλήσης, λούφαξε δυο πήχες στο πηχτδ σκοτάδι, κουρέλιασε τδ χαμόγελο της νειότης, τά μάτια της ζωής, μή μιλήσης, μή σκεφτής. 44
γ' Κύλησαν τά χρόνια, τά μάτια μας γίναν βράχοι συγκομιδής, τά δάχτυλά μας, σκλήρυναν τις περιφέρειες της έλπίδας, βαδίζουμε άργά, χωρίς πρωινά άλογα, νά καλπάζουν στά μαλλιά μας, και τραγούδια, νά πλημμυροΰν τις κοίτες των ονείρων μας. Μην θυμάσαι τά λουλούδια πού κάποτε ήταν το αίμα σου, τό κόκκινο φως πού ήταν ή ήδονή σου, ή γαλάζια ομορφιά πού ήσουν σύ. Δέν Ιχει στέρνες, δέν έχει θάλασσες, νά νανουρίσουν τον πόνο σου, λευκά πανιά, νά μαζέψουν θρύλους ά π ' τ ' άκρογιάλια, μακριά μαλλιά νά μουσκέψουν στις ομίχλες της χαράς. Δέν έχει εύλογία, ίνα νεκρδ περιστέρι ή ζωή μας. 45
δ'
Μήν κλεινής τά μάτια σου, στί) φως πού άνακρούει τις αιώρες της χάρης, θάρθουν πάλι τά χελιδόνια, θά πλεύσουν κέδρινα σκαριά στά στέρνα της άπαντοχής μας. 46
ΤΑΚΗ
ΓΙΔΝΝΟΠΟΓΑΟΓ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ
ΕΛΕΝΗΣ
κΓ 01 Τ€λ€ϋταΤοι ήλιοι
ΑΘΗΝΑ 1968
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΤΥΧΕΣ
ΤΙς ριγηλές φωτιές εϊχαμε δει, περπατώντας δλα τά χρόνια στά γαλάζια σεντόνια των ήμερων καίγανε τά σώματα των ηρώων, τά κόκκαλα των πεθαμένων, τις πολιτείες, τις λεγεώνες, ωραίες φωτιές και τέλειωναν σάν ξειπασμένες σημαίες. 49
II ΤΙς βμορφες φωτιές, τις νοιώσαμε, στό ώκεάνιο άνασάλεμα, των φτερωτών της νειότης μόχθων, στά πράσινα πρωϊνά της ήδονης μας, πλημμυρισμένοι, θριαμβικά νικητήρια, σάβανα λειτανίας. 50
III
Οί ελπιδοφόρες φωτιές, ξέσκισαν, των άνθρώπων τΙς ήμερες μέρες, στρωμένες οργιαστικά, πάνω άπ' τά μαχαίρια καΐ τά δπλα, στίς άπέραντες πεδιάδες του αίματος, καΐ τ' άναφυλλητά των παιδιών. 51
IV
ΤΙς τρομερές φωτιές, τΙς είδαμε, άναίσθητοι, νά τρώγουν τά πόδια των συντρόφων, τά ώραϊα άγωνιώδη μάτια τους, 6ταν αιματηρά ούρλιαχτά, μας σπάραζαν, πάνω στο καμένο χώμα. 52
ΜΑΣ ΜΕΝΕΙ
Μας μένει νά γυρνάμε στούς δρόμους, πού περπάτησαν οΐ άχτϊδες των εφηβικών ήλιων ολόξανθος πόθος, κάτω άπ' τά στέρνα των είκοσι χρόνων, μυρουδιά άπογευματινή της θάλασσας, πού πνίγει τΙς γαλέρες και νανουρίζει τούς θρύλλους των ναυαγισμένων άρμάδων. Ζήσαμε μέ δυο σταγόνες άναμονής, μ' ένα φύλλο πάθους, σκαλίζαμε τις μάκρυνες ώρες του καλοκαιριού, ελπίζοντας πώς τ' άστρα ήταν μια δική μας κυριαρχία κι ό κόσμος είχε ψυχή μεγάλη σάν τούς αιώνες και τή γαλήνη του δάσους. Έφτασε ή στιγμή νά καταθέσουμε τά*δνειρά μας στή θυρίδα μιας γεμάτης άπελπισία προθήκης* Εϊχαμε ζήσει τότε χωρίς νά τό άντιληφθοΰμε. 53
ΠΩΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙ
Πώς νά γίνει; Τά μάτια σου είναι δυδ μάτια γήϊνα· σχεδόν μοιάζουν, σαν «στΙς 9 στό γραφείο» ή «Ινα σάντουιτς δυό δραχμές». Γίνεται πιά, νά μήν προξενούν λατρεία οι λαγώνες σου κι* ή ζέστα, του ωριμασμένου σου στόματος νά είναι το 'ίδιο, μιά έγνοια, σάν «προσοχή μήν χάσουμε τό λεωφορείο των 2» ή «άς άναβάλουμε γι' αύριο τήν βαρετή τούτη ύπόθεση» Πώς νά γίνει; βλα έχουν ισοπεδωθή επικίνδυνα, σ* Ινα τόσο γήϊνο καΐ ξεφηλισμένο προορισμό. *Αντίο. Καλή συνάντηση μετά τον θάνατο... 54
ΤΑΚΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΓΑΟΓ
Καλοκαίρι 1963
ΑΘΗΝΑ 19 6 4
Είσαι τό φωτοστέφανο της έλπίδας μου χιλιάδες χρυσοί ήλιοι φωλιάζουν στα μάτια Σου τά μαλλιά Σου ή άπέραντη κίτρινη πεδιάδα τοϋ δικοϋ μου καλοκαιριοϋ. 57
Μαζεύεις τά στάχυα, χαϊδεύεις τήν κίτρινη γύρη τών λιγοθυμισμένων λουλουδιών, βίσαι χίλιες μελίρρυτες δροσοσταλίδες. 58
Τά σπάρτα άφυπνίζουν τό καλοκαιρινό σου δνειρο* μεθάς τήν έκσταση έμβαθύνεις στη λατρεία μου. 59
Μοϋ δίνεις τήν ευτυχία τών άγγέλων πού στολίζουν χρυσόσκονη τήν κόμη της όμορφιας Σου. 60
Ήδυμελές χρυσό στέφανο οί έλπίδες μου γύρω στή μέση Σου. 61
*Η χάρη σου ζεϊ μόνη άνάμεσα στά πράγματα, έξαφανίζει τόν κόσμο τόν χρόνο βίναι μιά αίωνιότητα. 62
Πολεμδς τήν φθορά μοιράζεις τήν νίκη τί|ς φωτιδς μου 63
Κράτησέ με κοντά σου στα κάστρα, στις φωνές τών αΙώνων, στό αίμα σου. 64
Μετέωρο τής δικής μου άναρρίχησης στήν αίωνιότητα. 65
Φέρνε λουλούδια, άγγιζε τά χείλη του καλοκαιριοΟ γέμιζε τήν ένδοχώρα ζέστη. 66
Μέ χάνεις, κερδίζεις τον πόνο μου παρατείνεις την έκπλήρωση τής εότυχίας μου. 67
Ή βροχή σβύνει τίς έλπίδες τοΟ καλοκαιριοΟ. 68
Τάκης
Γιαννόπουλος
ΕΠΑΝΟΔΟΣ ποιήματα
/
/
Α ΜΙ % ^ομπρ^
Απολογία
Η γενιά μου περπάτησε στά συρματοπλέγματαμαζί της κι εγώ, εμπρός καί πλάι, βυθίστηκα, στίς άπέραντες ενέδρες των άγώνων. Όμως ή φύση μου, άλλο τραγούδι πέρναγε, στούς μυώνες των συγκλονισμένων μου τή μουσική, των εξαίσιων ερωτικών σωμάτων, πού τριγύριζε από πάντοτε γύρω στ' αυτιά μου, τόν πλανερό ήχο, άπό τ/ς κολασμένες της μυλόπετρες.
προσδοκιών
71
Ανύποπτα
γλίστρησες...
Οι στοχασμοί ήταν ρωμαλέοι είχαν δλο τό βάρος τνον ανθρώπινων ψυχών. Δεν μπορούσες νά ξεχάσεις δτι αιώνες πολεμούν οι άνθρωποι δτι ή αιωνιότητα τών αγώνων τους, θέρμαινε την άπόφασή σου νά κρατήσεις... δεν ήταν δυνατό νά προδώσειςάκουες γύρω σου τό τραγούδι τών σκλάβων του Βόλγα τίς όμοβροντίες αττ' τό Σκοπευτήριο της Καισαριανής καί θυμώσουν τ ' άμούστακα παλικάρια πού φύγαν κρατώντας άπ' τό χέρι κορίτσια δέκα εξι χρόνων. Καλλίτερα νά πάω μαζί τους κι εγώ είπες καί σκεφτόσουν τήν άνοιξη πού θά έρχονταν κι ήσουν ευτυχισμένος, σάν γλίστρησες γιά κει... 12
Χρόνια
στά
κατάστιχα
Τόσα χρόνια παλεύοντας μέ αριθμούς και μέ κατάστιχα σφραγίστηκαν μις τό κεφάλι σου οι ώραϊες λέξεις, ξέχασες ν' άνεβαίνεις άπ ' τή σκαλωσιά της σοφίτας και νά κυνηγάς στίς στέγες πολυώροφες μοναξιές καί διελκυστίνδες ήδυπαθών ονείρων. Βέβαια βασανίζεσαι τ/ς βαθιές νύχτες νά βρεις μυστικό ρυθμό στούς ώροόεΐχτες, καί τό εγχειρίδιο νά μπήξεις σέ πορείες λανθασμένες καί σέ ζωές πού σέ χοντρές εξισώσεις βυθισμένες ευθυγραμμίστηκαν στων υπολογισμών τούς δείχτες. 73
Πήρα τά φτερά των
ταξιδιών
Πήρα τά φτερά των ταξιδιών στά χέρια μου κι εκεϊ πού σφύριζαν τά τραίνα, άγκομαχουσαν οι άστραφτερές επιθυμίες, νά σέ βρω. Αίά σύ, ταξίδευες χιλιετίες στό μέλλον, μέ την ταχύτητα ενός νέου ύπερδιαστημικοΰ φωτός κι είτε ερχόσουν άπ' τήν άβυσσο των παγετώνων, Εκατομμύρια αιώνες πίσω απ' τό χρόνο, είτε στίς πολιτείες πού περπατώ περιδιάβαζες, λαχταρώντας, τους ίδιους μυστικούς ρυθμούς της μοναξιάς μας, άδύνατο, χίλιες φορές άδύνατο, νά σέ βρώ. 74
Σνρακονσες
Κεϊνο τό καυτό καλοκαίρι, τριγύριζα μεθυσμένος άπό επιθυμίες σε μιά συγκλονισμένη άπό πανάρχαιους ναούς, ολοζώντανη κι άπόρθητη άπό τό χρόνο, Σικελία. Ξενύχτησα ευτυχισμένος, περπατώντας στίς Συρακούσες, άρχαίους δρόμους, χορταριασμένα, προαιώνια θέατρα, κατακόμβες καί πάμφορτα απ' άγάλματα μουσεία, συγχεόμενος πρό πάντων στον άπέραντο χρόνο, μέ τίς επιτύμβιες, μέ τίς χιλιάδες, μέ τά εκατομμύρια επιτύμβιες, μαρμάρινες πλάκες, δπου άνάμεσα στ' άπειρα ονόματα, βρήκα, μέ χαραγμένους, άρχαιοεΧληνικούς χαρακτήρες καί τό δικό μου. 75
Ιερώνυμος
Σαβοναρόλα
ΕΙδικά, στό προσκύνημά μου τούτη τή φορά ατή Φλωρεντία, ξεκίνησα απ' τό λιτό κελί σου, ατό μοναστήρι του Άγίον Μάρκου καί στάθηκα ώρες πολλές, μηρός στό σημείο της Θυσίας σου, στην ριαζζα άβΙΙα 8ΐξηοηα, δπου εγινες λιώμα απ' τή φωτιά, μαζί με τους πιστούς συντρόφους σου, /τα ϋοτηβηίαο καί /να 8ΐΙνβ5ίΓο, στ/ς 23 Μαΐου 1498, σέ ηλικία 46 χρόνων. Κι άνατριχιάζω σάν σκέφτομαι, πώς, τή στιγμή πού ή πυρά άναβε τήν πυραμίδα, πού πάνω της, είσαστε δεμένοι, πιστοί στ/ς ιδέες σας, πρόβαλε στό μπαλκόνι του ΡαΙαζζο νβαοΗηίο, ή άπαίσια 8ΐξηοήα, Ανάμεσα στούς ήχους άπό τρομπέτες καί καμπάνες καί τ/ς αηδείς επευφημίες, ίνός γελοίου πλήθους. 76
Βενετία
Καρφώθηκε τούτη τή φορά μες στήν ψυχή μου, πάνω άπ' τά μεγαλεία των παλατιών, πάνω άπ' τά Τιτανικά εργα, τον Τιντορέττο καί του Βερονέζε, πάνω απ' τήν Τρισένδοξη έκσταση, της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας, ή φρικιαστική εικόνα των άποτρόπαιων κελιών, στά βρωμερά σπλάχνα τον λαμπροί), ΡαΙαζζο ΏηααΙβ. 77
Στο νου των
παραφρόνων
Βρέχει, μιά εποχή με χίλιους κινδύνους καί δύσκολες άποφάσεις' ή εποχή της βροχής είναι μέσα σου, μέχρις όστέων, κυλινδεΐται μεταξύ των τοιχωμάτων του κρανίου, στροβιλίζει τον εγκέφαλο. "Έτσι φαντάζομαι, νιώθω, μες στό μυαλό των παραφρόνων, θά υπάρχει μονίμως μιά αδυσώπητη, ίποχή τής βροχής, μιά εποχή τής βροχής, άενάως βασανιστική καί χαώδης, αΙωνίως στροβιλιζομένη, άκαθόριστη, κενή, μεγαλειώδης, μεγαλομανής, 'έξω τόπου καί χρόνου, άσύλληπτη, άενάως βασανιστική, μιά έποχή τής βροχής, μές στον χαώδη, νου των παραφρόνων. 78
Οι ίδιες
μέρες
Οί μέρες, πολλές, ποικίλες, άσπρες, μαύρες, γεμάτες, άδειες, πένθιμες, χαρούμενες, διαφορετικές, συναντιώνται κάποτε μέσα στό χρόνο δμοιες σάν δμοια συναισθήματα, πού τά νιώθεις ολόιδια, μέ διαφορά πολλών χρόνων άλλά κι οί μέρες κάποτε δυό μέρ^ς, δϋό ώρες δυό ημερών, πού απέχουν μεταξύ τους χρόνια, μοιάζουν οί πρώτες μέ τ/ς δεύτερες, είναι οί δεύτερες σάν τίς πρώτες, ίδιες όλόϊδιες, δυό ώρες μιας μέρας μιας χειμωνιάτικης μέρας του 1953, μέ δυό ώρες μιας χειμωνιάτικης μέρας του 1964. 79
Αλλοτρίωση
Πνίγομαι, τηλεοράσεις με κανάλια δώδεκα, εικοσιτέσσερα, τριανταδύο · έκπομπές ραδιοφώνων σε κόμματα μεσέα, βραχέα, υπερβραχέα, υπερδιαστημικά, άστρικά' φλογισμένες χαλύβδινες μηχανές που έκτοζευουν ίκατομμόρια εφημερίδες, περιοδικά, άφίσσες, μηνύματακινηματογράφοι φωνάζουν μέ εϊκόνες ουρανικές, θέατρα ξεσπούν μοναχά θιάσους ευκαιριών. Πνίγομαι, ή ζωή μου είναι ξένες εικόνες, φωτογραφίες, φώτα, φωνές, φωτοσυνθέσεις, φωτοκόπιες, φωτοσκιάσειςή ζωή μου δέν είναι δική μου, είναι φωτογραφίες, φωνές άλλων άνθρώπων, ξένων άνθρώπων. Ή ζωή μου είναι ή φωνασκία μέσα παρακμασμένων θανάσιμα ειδώλων. 80
μου,
Τάκης Γιαννόπουλος
ΕΛΕΓΕΊΕς
Αθήνα
1986
Τό σπίτι μας
Τ ι ώράϊα πού μύριζε τό σπίτι μας τά καλοκαίρια, δταν τό φως κάτασπρο γλίστραγε άπό τούς τοίχους στά πελώρια τραπεζομάντηλα καί στά λινά σεντόνια των ζεστών μεσημεριών^ κι δταν τ' απομεσήμερα επαιρνε νά φυσά ενας μικρός χαϊδευτικός αέρας καί σκόρπιζαν τ' αρώματα του ξαπλωμένου στό τραπέζι χαμομηλιοϋ πρός τά ορθάνοιχτα, διψασμένα παράθυρα, κι ή μέθη τέλειωνε, άμα κι ό τελευταίος της παννυχίδας λύχνος ξεψυχούσε. 83
Τώρα ΤΊ' άνοίγω τ/ς μεγάλες πόρτες τΐού τρίζουν τήν άηονσία σας, πρόσωπα άγαπημένα, πρόσωπα πού σκορπίσατε τίς μνήμες σας καί τή ζωή σας σ' αυτό τό σπίτι, τώρα πού τά κρεβάτια παραμένουν γουβιασμένα στόν καημό τους, πάλι αύτή ή μυρωδιά μέ συνεπαίρνει, σε μέρες ήλιόλουστες, καλοκαιρινές, στό άσπρο χρώμα τό απέραντο. Κι όμως, όλα τά ρούφηξε, όλα τά πήρε τό σκοτάδι, καθώς βαριές, βαθιές κουρτίνες μπήκαν άνάμεσα στόν ήλιο καί στό χρόνο.
84
Σεπτέμβριος
Ακούω κοντινούς τούς ήχους του Σεπτεμβρίου, ευαίσθητους. Μες στη σιωπή της νύχτας θροΐζουν τά φτερά τους, δπως τό παλιό ρολόϊ του σπιτιού μας αποχαιρετούσε τό χρόνο με κουρασμένη μουσική στου μεσονυκτίου τίς μακρινές κάμαρες, Καί τώρα πάλι αυτός ό 'ίδιος χρόνος σκεπάζει μέ τό βάρος του παλιές φωνές προγόνων, πού άπ' τά πορτραίτα τους στέλνουν τίς αναμνήσεις τους στή μοναξιά μου, κι οί χαμηλές φωνές τους γίνονται ψίθυροι μισοσβησμένοι, ήχοι από μελαγχολικές επιθυμίες του φθινοπώρου. Σεπτέμβριος ξανά σέ λίγο, ν' αγκαλιάσει σέ χλομές καί γκρίζες μέρες μνήμες από τά χρόνια εκείνα πού έφυγαν, σαγήνες της κλειστής ψυχής, άκολουθίες μυστικές, πού άπόψε συναντώ, ψάχνοντας σέ συρτάρια γεμάτα επιστολές, γυρνώντας σέ δωμάτια, πού οί τοίχοι τους κρατούν φωτογραφίες καί ψίθυρους κι αισθήματα. 85
Επίμονα
ή σκέψη
μου
Έηιμονα ή σκέψη μου γλιστρά τίς νύχτες σέ δρόμους ανοιχτούς, όλο σιγή, σέ πρόσωπα πού δίπλα μου περπάτησαν τά χρόνια εκείνα. Συσπειρωμένη αιωρείται ή μνήμη μου πάνω απ' τίς οιμωγές. ^Ηταν οι εποχές
τεφρές.
Κι δμως^ επίμονα ζητώ κείνες οί μέρες νά γυρίσουν πάλι, νά 'ρθουν τά βήματά μου ατούς ίδιους δρόμους πού μας βασανίσαν. Τήν ευτυχία τώρα νιώθω άλλιώς. Αρκεί, δίπλα μου νά έκείνες οί φωνές, τά μάτια εκείνα τ' οβασίλευτα. 86
έπιστρέφαν
Γυρνώ πίσω τό
βλέμμα
Πιο συχνά γυρνώ πίσω τό βλέμμα ηρός τις πυκνές χαρακιές του χρόνου καί τά πρόσωπα πού κτύπησαν την πόρτα μου. Θυμάμαι τίς φωνές τους, τίς χειρονομίες καί τά μάτια τους. Γίνονται μέγα πλήθος κι οί ήχοι τους κροτοϋν ώς λεγεώνες μέ βαρύ περπάτημα. Ξεκινούν από βαθιούς καιρούς^ ριγμένους σέ νύχτα αξημέρωτη, κι αιφνίδια οί αστραπές τους σκίζουν τη βασανισμένη μνήμη μου. Δέν πρόφτασαν τό σκίρτημα του έρωτα. Πρόσωπα πού ή ζωή τά πέρασε σέ μαύρους κύκλους, κι ή μεθυσμένη τους ψυχή δέ στροβιλίστηκε σ ' ένα της άνοιξης πρωϊνό' ζουν όλα τά χρόνια μέσα μου, γυρνώντας με στις χαρακιές μαύρων καιρών. Δέν ξέρω πιά αν ζώ μές στόν παρόντα χρόνο, ή σήραγγες μυστικές μέ οδηγούν σ' αυτά καί μέ σφραγίζουν. Στρέφω τό βλέμμα μου πίσω συχνά στό χρόνο, τά φέρνω δίπλα μου, στό σύνορο ετούτης της ζωής καί τής άλλης. 87
Οί
συνομιλίες
Συνήθισα τόν τελευταίο καιρό, κυρίως τίς νύχτες, νά κάνω διάλογο με τίς σκιές, Μ' αναζητούσαν
χρόνια.
Στους σιωπηλούς μοναχικούς μου δρόμους οί θρόοι τους έρχόνταν από δάση αθέατα. ^Έτρεμα μέσα μου μήπως μέ πλησιάσουν. Μέ συναντήσαν στή στροφή του ζόφου, καί πιά τίς νύχτες μου είναι ή μοναδική μου συντροφιά. Τόν τελευταίο καιρό συνομιλώ μαζί τους, καθώς μέ παλιούς φίλους πού 'χουν χρόνια χαθεϊ. 88
II
Τώρα με συντροφενοννε τίς νύχτες μνήμες βαριές, σηκώνω αρχαία αγάλματα κι ακολουθώ τό μονοπάτι των δαυλών μέσ' από δέντρα σκοτεινά. Ξεφυλλίζω χρόνους ατέλειωτους σιγής, πού οι φωνές τους χάθηκαν γιά πάντα στό ανύπαρκτο. Βυθίζομαι αναπάντεχα σέ
κατακόμβες, 89
Σκιές
Σκιές οί μορφές των ανθρώπων πού φύγαν. Αιφνίδια μπρος οτά μάτια μου περνούν κι άναβοσβήνονν γιά λίγο τά φωτοοτέφανά τους. Τούς βλέπω ν ' άνατέλλουν άπό παλιές επιστολές, μισοαχιομένα άλμπουμ καί κίτρινα, οβηοτά βιβλία, μέοα άπό φράοεις ύπογραμμιομένες καί σκέψεις γραμμένες οτά περιθώρια. Αμήχανη, συοτρέφεται ή μνήμη μου. Τόοα χρόνια πού έζησαν δίπλα μου ολοζώντανοι, μοιάζει νά λάμφανε γιά ένα πρωινό νά ξάπλωσαν ένα μεσημέρι μόνο ν' άναπαυτουν άπό πολέμους χρόνων κι άπό καιρών πλημμυρίδες. Τόσα χρόνια δέν πρόλαβα καλά-καλά ούτε τό πρόσωπό τους ν' άποτυπώσω μέσα μου. Να εμφανίσω στό εργαστήριο της μνήμης τώρα δέν μπορώ μιά έγκάρδια, καθαρή φωτογραφία τους. 90
Τά πρόσωπα
καί τά σπίτια πού γίναν
Τώρα φτιάχνω άλμπουμ άλλου χωρίς ονειρικά τοπία καί διακοομικούς διάττοντες εκπαγλης βλάστησης.
άγγελοι
είδους,
Φτιάχνω άλμπουμ, μέ τά οικόοημα πένθους του πατέραή ομορφιά του τριγυρισμένη άπό μαύρο άλαλάζον πλαίσιο. Δίπλα οί τεφρές διαφάνειες της μητέραςτό εγχάρακτο πρόσωπο νά περιβάλλεται άπό κατάμαυρο χαράκωμα.
91
Ύοτερα, τοποθετώ άγέρωχονς κι όλόζεστους τούς ηαπούδες, κι ο! γιαγιάδες έλαφριά χρυσόσκονη στόν αρωματισμένο κήπο των σελίδων, Σέ λίγο θά βάλω τά σπίτια, πού φώλιασαν ο! έξαλλοι ερωτες κι άναπαυθήκαν οί φλογερές επιθυμίες. Λίγη σκέψη τώρα γιά τά παράθυρα, όρθάνοιχτα μάτια ως τά δαιμονικά δάσηόλάνοιχτα τά παράθυρα, ν' άγκιστρώνουν τίς γοργόνες σέ κείνες τις ονειρικές θάλασσες. Παράθυρα λοιπόν πολλά, σάν πόρτες νά μη σκαλώνει καμιά ελευθερία.
άνοιχτές,
Οί στέγες νά γίνουν περίκομφες κι επικλινείς, πάνω άπό τά διακοσμημένα, πολυθόλωτα καί τούς ολόφωτους λάγνους κοιτώνες.
ταβάνια
Στό τέλος νά δω πώς θά ταιριάξω τά φτερά' τα φτερά, τί άνοιγμα καί τί χρώμα θά πάρουν, τά φτερά, όσο τό δυνατό πιό διαφανή, σχεδόν άβαρή, ν' άνεβάσουν εύκολα τούς χαμένους άγγέλους μου στη στάχτη τών ουρανών.
92
Τό άλμπουμ
των
προγόνων
^Ηρθε ή ώρα στό άλμπουμ των προγόνων νά κάνω πιο αυοτηματικά τήν τοποθέτηοη των φωτογραφιών. Στην κατάταξη αύτη, θά λάβω υπόψη καί τά αιοθήματα' πρό πάντων αυτά, καθώς νωχελικά τά διακρίνω, νά αιωρούνται στις βελούδινες κουρτίνες καί στ' άθόρυβα βαθιά παραπετάσματα. Ακόμα πρέπει νά βρω τίς οωοτές άναλογίες, νά ψάξω ήρεμα, οέ μάτια καί μέτωπα, οέ κόμες καί δάχτυλα, ν' ανακαλύψω επί τέλους ποιά κύτταρα πέρασαν στό δικό μου άτίθασο αϊμα. 93
ΑΙφνπς, ή νέο έκε(νη γυναίκα, δμορφη στήν άγέρωχη ίπποσίο του χρόνου, είναι ή προγιαγιά μου, κατ' άλλους ή αδελφή της, Άλλά κυρίως εΐναι ό άγέρωχος ερωτικός μου οϊοτρος γιά τις φιλέρημες, φλογερές άμοζόνες. Ερευνώ μέ όδυνηρή προοοχή, ατήν επόμενη φωτογραφία, τή νωχελική, κυματιστή γενειάδα, τά κομψά ενδύματα, τή χρυσή, άηαστράπτουσα καδένα του ρολογιού, πού ό ήχος του ψιθυρίζει στ' αύτιά μου τούς έωθινούς χρόνους της ελευσής μου.
94
Είναι τά βράδια
μου
Είναι τά βράδια μου μιά οδυνηρή επιστροφή στό χρόνο, καθώς κοιτάζω παλιές φωτογραφίες και προσπαθώ νά βάλω μπρός μου τά ψεύτικα ανδρείκελα νά μου μιλήσουν, νά φωνάξουν, τόν κλέφτικο χορό νά σύρουν, όπως τότε. Κι ετσι, ώς τήν άκρη της πλατείας, άπλώνω χορευτές. "Ομως, στό βάθος της, κι άλλοι γεμίζουν τίς άράδες. Είναι λοιπόν τόσοι πολλοί πού λαχταρίσαν νά φέρουν ενα γύρο στήν πλατεία καί νά χορέψουν πάλι μέ τή φωνή της νιότης τους «Ιτιά, ιτιά λουλουδιασμένη»; 95
Ελεγεία
γιά τόν
ηατέρα
II
^Αηό τότε πού φύτρωσαν τά λευκά εκείνα φτερά στους βασανισμένους, λεπτούς ώμους σου καί σάν Αρχάγγελος γελαστός πάνω άπό τίς οδύνες σου 'έσχισες τους παγωμένους μας ορίζοντες καί χάθηκες, ό άέρας πού άναπνέω είναι ή σκέψη σου, νιώθω πώς σ' εχω διάχυτο πάνω μου, άνάσα καί σκέψη καί βλέμμα καί ζέστη κι άναπνοή μου, συντροφιά μου καθώς άδυσώπητα πέφτει ή νύχτα, καθώς μές στο χρόνο γυρίζουν οί νύχτες, καθώς πέφτουν και πέφτουν καί πέφτουν οί νύχτες, καθώς χτυπούν οί σφυγμοί καί καμιά ποτέ παύση, καμιά άνάπαυση, καμιά στάση δέν τούς δωρίζεται, γιατί τό δώρο αυτό θά'ταν ό θάνατος, κι ετσι κι εγώ σέ σκέφτομαι ακατάπαυστα καί κάθε νύχτα οί μνήμες μου σ' άναπνέουν, άπό τόν καιρό πού πέταξες στίς άνύπαρκτες γαλάζιες λίμνες, νά χαμογελας στά λευκά σύννεφα, όπως χαμογελούσες πάντα δίπλα μου μέ τά μάτια σου, σέ μένα καί στους άλλους άνθρώπους, κι δπως μέ τη φωνή σου ήσύχαζες τούς ήχους άπό τίς τριανταφυλλιές τού κήπου μας. 96
III
Πατέρα, άηό τή στιγμή πού ό αρχάγγελος, αδελφός σον κι αυτός, όπως κι άλλοι αντρειωμένοι από τούς πύργους της Άλωνίσταινας, ήρθε, ολόχρυσος ήνίοχος, στην άστραηή του έαρος καί σέ πλημμύρισε θυμίαμα, καθώς δραπέτευες μειλίχιος στά θλιμμένα φτερά του, φυσούν τυραννικά κι άκατάπαυστα στη βασανισμένη μου μνήμη οί άνεμοι των εποχών της νιότης σου καί της δικής μου, της πιό μικρής καί τρυφερής μου νιότης, μαζί τους στροβιλίζονται στά σύννεφα τά μάτια τ' άγαλμάτινα κι ή σιωπή τής μητέρας κι άλόγων ποδοβολητά θρηνούνε στά πλακόστρωτα. Καί τραγουδάει μέσα μου, μαυροντυμένη κι ολομόναχη, ή χαίτη του τσάμικου καημού σου. 07
Τά φτερά της
μητέρας
*Αφου λείπεις εσύ, μητέρα, δέν περνούν τ' αλόγα με χαίτες χορευτές, τά χρώματα δέν έχουν άχτίνες, δέν έχουν φως από τις έωθινές φωνές σου, οί κήποι μας εμειναν χωρίς ζέστη κι ή στέρνα βούλιαξε τά παιχνίδια μας οέ νερά σκοτεινά καί σέ μαύρους βάλτους. Τό'χα άποφασίσει κι δλο τ' άνέβαλα, όπως άλλωστε δλοι οι άνθρωποι άναβάλλουν τίς ώραίες επιθυμίες. Κι άπρόοπτα έφυγε, πριν προλάβω νά φτιάξω τά φτερά της όπως ποθούσα, πρίν προλάβω νά τά γεμίσω άγάπη, άγάπη καί φως, νά τούς βάλω τή ζέστα πού χρειάζεται τώρα ατούς μαύρους παγετώνες της σιωπής της. 98
Μελαγχολία
Υποχωρώ άπόφε στή μελαγχολίατόσες οιγές έχουν σωριάσει μέσα μου βουνά. Μαϋρες κορφές χτυπουν τά κουρασμένα στήθη καί σκόρπια γράμματα στό πάτωμα. Γραφές παλιές, κουραστικές γραφές, γραφές μές στις σιωπές, θολές γραφές άπ' άλλες εποχές, άπ' άλλες μνήμες μακρινές, τόσο ζεστές, τόσο πικρές, πού γίναν θλιβερές καί μέ ξεσχίζουνε διεγείροντας τή λήθη.
97
Οί περιττοί
αριθμοί
Σάν μέ κοιτάτε και μέ νιώθετε παρόντα να γοητεύω άπεριόριατα ιοολογιομούς, καταθέσεις και κλίμακες μετοχών, κι εμπειρος ταχυδακτυλουργός νά μετατρέπω οέ τρομερούς άριθμούς τούς σφυγμούς μου, έγώ περιπλανιέμαι στά βάθη τών χρόνων, δραπετεύοντας σέ κείνα τά εύαίσθητα προκατακλυσμιαια ταξίδια μου, οέ σήραγγες, πλόες καί παράφορους αμμόλοφους, αΙχμάλωτος μιας δίψας, πού τά νερά της γης δέ φράζουνε τό πελώριο στόμα της. Κι ενώ κάθε στιγμή ρημάζω μέσα μου, γιά μουσκεμένα άπ' όνειρα δάση, γιά φωτεινές μοναξιές καί λυρικά ποτάμια στά βάθη τών καιρών, έσεΐς μέ κοιτάτε καί νιώθετε μονάχα τή δύναμη τών πλήκτρων μιας μηχανής, π' άστράφτει εντός μου τ' άκαμπτα μέταλλά της, μιας τέτοιας μηχανής, πού σ' άδυσώπητους σκληρούς ρυθμούς σφυρηλατεί τήν ευτυχία μου σέ άρτιους άριθμούς. 100
Ή ελεγεία
της
λησμονιάς
Μάλλον θά 'μουν ανάμνηση τώρο' ίσως δμως καί νά 'χα ξεχαστεί μες στή βαθιά σιωπή, στό μαϋρο νηνο της ηιό βαριάς λήθης. Δεν θά 'μουν ούτε
ανάμνηση.
Ήρωϊκή γενιά μου αιματοβαμμένη, ηού κράτησες τά χρόνια εκείνα ολόρθες τίς σημαίες της επανάστασης, κυλιέσαι πιά σέ κατεδαφισμένους δρόμους, μάταια σαλπίζεις ύμνους παλιούς, μάχες κι αλλοτινούς θριάμβους. 99
Ώ
Ελευθερία!
Παρ' δτί στο τέλος κάθε αγώνα ένεδρεύει ή προδοσία, 6έν παύω πάντα ν' αγωνίζομαι, νά δίνομαι δέν παύω οτούς ωραίους αγώνες, δέν παύω βαθιά νά αισθάνομαι, πολύ βαθιά, τις τρομερές σου σημαίες, ώ Ελευθερία! Εϊτε τή γλώσαα την Αραβική μιλάς, επε τή γλώσσα του Ιράκ καί της Τουρκίας, ε)τε μιλάνε οι άνθρωποι τίς γλώσσες της Βαβέλ, πού δέν γνωρίζω τά κρυμμένα μυστικά τους, νιώθω τών λέξεων τους ζεστούς παλμούς αάν έκρηξη φωτιάς μές ατό μυαλό μου, προπάντων, δταν εναγώνιες οι φωι;ές τόν πόνο καί τή φρίκη τών πολέμων παιανίζουν. 102
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΠΙΛΟΓΗ, Α' (1951 -1986)
Α) ΠΡΑΣΙΝΟ 1.
ΑΙΜΑ
Βέβαια δλα ήταν ακατανόητα
2. Ένώ βρέχει
σελ.
11
»
12-13
»
14-15
4. δ' - Μή μοΰ μιλάς γιά "Ανοιξη
»
16
5. θ' - Της ακινησίας τη μορφή σχίζω
»
17
6. ι'-
»
18
1. Βυθίσαμε τό χείλια μας
σελ.
21
2. Γράμμα χωρίς κυκλάμινα
»
22
3. ^Ηταν τότε πού σέ πλησίαζα
»
23
4. Θ' άνέβω τό βουνό μέ τούς κάκτους
»
24
5. Χρόνια 1952 μ.Χ.
»
25
6. Περπάτησαν
»
26
7. "Οπως ^να χλιαρό βράδυ
»
27
Β. 01 μέρες μας
»
28
α' - Είπαμε νά ξεντυθοϋμε τό χειμώνα
Μέ της αυγής τό λευκό φως
Β) ΗΛΙΟΙ ΚΑΙ ΚΑΚΤΟΙ
μιά μεγάλη πεδιάδα
Γ) ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ 1. Πρίγκηφ
σελ
31
2. Κ.Ε.Ν Κορίνθου 1955
»
34
3. Μ ή μιλήσεις
»
43
Δ) ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΚΙ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΗΛΙΟΙ 1. Τέοοερις πτυχές
σελ.
2. Μας μένει
»
3. Πώς νά γίνει
»
Ε) ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1963 1. Χωρίς τίτλο
ΣΤ)
σελ.
ΕΠΆΝΟΔΟΣ
1. Απολογία 2. Ανύποπτα
σελ. γλίοτρηοες
»
3. Χρόνια στα κατάστιχα
»
4. Πήρα τά φτερά των ταξιδιών
»
57
5,
ΓυρσκοΟσβς
$. Ιερώνυμος
Σαβοναρόλα
σελ.
75
»
76
7. Βενετία
»
77
8. Γτό νοΟ των παραφρόνων
»
78
9. ΟίΓδιες μέρες
»
79
»
80
ΙΟ. Αλλοτρίωση
Ζ)
ΕΛΕΓΕΊΕς
1. Τό σπίτι μας
83-84
2. Σεπτέμβριος
»
85
3. Επίμονα ή σκέψη μου
»
86
4. Γυρνώ πίσω τό βλέμμα
»
87
5. Οί συνομιλίες I,II
»
88-89
6. Σκιές
»
90
7. Τά πρόσωπα και τό σπίτια πού γίναν άγγελοι
»
91-92
8.
»
93-94
»
95
»
96-97
11. Τά φτερά της μητέρας
»
98
12. Μελαγχολία
»
99
13. Οί περιττοί άριθμοί
»
100
14. Ή έλεγεία της λησμονιάς
»
101
Ιδ. Ώ Ελευθερία
»
102
Τό άλμπουμ τών προγόνων
9. Είναι τά βράδια μου 10. Ελεγεία
γιά τόν πατέρα II,ΙΠ
"ΟΓλοτ
Ο,·
πόνβ
χΗ, βΗΛΛ
'σι
Η ΕΠΙΛΟΓΗ, Α' τον ΤΑΚΗ ΓΙΑΝΝΟ^ ΠΟΥΛΟΥ κυκλοφόρησε τόν Όκτώβριο τον 1987 σέ 3000 αντίτυπα οέ χαρτί ΣΑΜΟΥΑ Πονγκοσλαβίος έκατόν είκοσι γραμμαρίων γιά λογαριασμό τον σνγγραφέα. Επιμέλεια έκδοσης Νανάς Γιαννοπονλον. Εκτύπωση και βιβλιοδεσία Δίον. Δεσποτόπονλον, Ήρονς17, τηλ. 5127.901.