• • •
Γιατί ήταν η Ελλάδα ένα διεθνές πεδίο μάχης; Ποια ζητήματα βρέθηκαν στο επίκεντρο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου...
153 downloads
765 Views
3MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
• • •
Γιατί ήταν η Ελλάδα ένα διεθνές πεδίο μάχης; Ποια ζητήματα βρέθηκαν στο επίκεντρο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου; Ποιες ήταν οι συνέπειες αυτού του αδελφοκτόνου πολέμου στη σύγχρονη Ελλάδα;
Εδώ έχουμε μια από τις πιο αξιόλογες ξένες εκδόσεις για την ελληνική πρόσφατη ιστορία, η οποία επικεντρώνεται στο δράμα που έζησε η Ελλάδα έπειτα από την εποποιία του απελευθερωτικού αγώνα και της Εθνικής Αντίστασης. Τα κείμενα του βιβλίου που παρακολουθούν τη νεότερη ελληνική ιστορία από την κατοχή και μέχρι την πτώση της χούντας το 1974, υπογράφουν ειδικοί καταξιωμένοι μελετητές και ιστορικοί, όπως ο Γιάννης Χόνδρος, ο Όλε Σμιθ, ο Λαρς Μπέρεντζεν, ο Θ. Βερέμης και ο Γιάννης Ιατρίδης. Η όλη επιμέλεια του έργου, η εισαγωγή και ειδικά κεφάλαια για τις αιτίες του εμφυλίου πολέμου και την ανασυγκρότηση της δεξιάς μετά την απελευθέρωση με την επέμβαση και τη στήριξη των ξένων, φέρουν την υπογραφή του Ντέιβιντ Κλόουζ. Το βιβλίο εκδόθηκε ταυτόχρονα στην Αγγλία, τον Καναδά και την Αμερική και καταγράφτηκε σαν ένα από τα χρησιμότερα βοηθήματα για αναγνώστες με ευρύτερα ενδιαφέροντα στην ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά και για όσους μελετούν και εξειδικεύονται στην κρίσιμη περίοδο της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα.
Digitized by 10uk1s
The Greek Civil war, 1943-1950 Studies of polarization Edited by David H. Close First Published, 1993 by Routledge © 1993 Routledge © 1993 Individual contributors © Copyright 1996 για την ελληνική γλώσσα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΙΛΙΣΤΩΡ Μπάμπης Γραμμένος, Θεμιστοκλέους 31, 106 77 Αθήνα Τηλ. 3818457, fax: 3819167
Πρώτη ελληνική έκδοση Μάρτιος 1997 Δεύτερη έκδοση Ιανουάριος 1998 Τρίτη έκδοση Οκτώβριος 2000
Επιμέλεια David Close Μετάφραση Γιάννης Σπανδωνής Θεώρηση-Σημειώσεις Φοίβος Οικονομίδης Εξώφυλλο: Άννα Τσαχουρίδου Επιμέλεια κειμένου-Διόρθωση: Νέστορας Χούνος
Digitized by 10uk1s
Αυτοί που συνεργάστηκαν L a r s B a e r e n t z e n . Σπούδασε κλασική και σύγχρονη ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, όπου και δίδαξε νέα ελληνική και βαλκανική ιστορία έως το 1987. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα για την ελληνική ιστορία της δεκαετίας του '40. Το 1982, επιμελήθηκε το έργο των J.M. Stevens, C.M. Woodhouse, και D.J.Wallace «Βρετανικές Εκθέσεις για την Ελλάδα, 1943-4» και συνεργάστηκε στην έκδοση «Μελέτες για την ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1945-9». Τώρα ετοιμάζει έναν ιστορικό άτλαντα της σύγχρονης Ελλάδας, σε συνεργασία με τον J.M. Wagstaff. D a v i d H . C l o s e . Διδάσκει σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία στο Πανεπιστήμιο Φλίντερς της Νότιας Αυστραλίας, από το 1967. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα για τα πολιτικά κόμματα στη Βρετανία του 19ου και του 20ού αιώνα, κι έχει συνεργαστεί στην έκδοση του έργου «Επανάσταση, μια ιστορία της ιδέας της» (1985). Στις δημοσιεύσεις του που αφορούν την Ελλάδα περιλαμβάνονται και οι εξής: «Η Δικτατορία Μεταξά από τη διεθνή σκοπιά» (Κέντρο Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών, Κινγκς Κόλετζ, Λονδίνο, 1990), και κεφάλαια για την ελληνική πολιτική στον εικοστό αιώνα, στο έργο που επιμελήθηκε ο M. Blinkhorn με τίτλο «Φασίστες και Συντηρητικοί στην Ευρώπη» (1990), καθώς και στο έργο «Αρχεία της Διεθνούς Ιστορικής Διάσκεψης για τη Δικτατορία και την Κατοχή» που επιμελήθηκαν οι Χάγκεν Φλάισερ και Ν. Σβορώνος (Ελληνικά, έκδ. 1989). Γ ι ά ν ν η ς Λ . Χ ό ν δ ρ ο ς . Έγινε διδάκτορας φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ, και από το 1969 παραδίδει μαθήματα για την Ευρώπη του 20ού αιώνα και την ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στο Κολέγιο του Γούστερ, στο Οχάιο των ΗΠΑ. Το 1973, διηύθυνε το πρόγραμμα «Το Γούστερ στην Ελλάδα», κατά τη διάρκεια του οποίου είκοσι επτά σπουδαστές πέρασαν πέντε μήνες μελετώντας και ταξιδεύοντας στην Ελλάδα. Στις δημοσιεύσεις του περιλαμβάνονται: «Κατοχή και Αντίσταση-Η Ελληνική Αγωνία, 1941-4» (1983) και κεφάλαια για την κατοχή της Ελλάδας στο βιβλίο που επιμελήθηκε ο Ι.Ο. Ιατρίδης «Η Ελλάδα στη δεκαετία του '40» (1981), και στο έργο των Φλάισερ-Σβορώνου που αναφέραμε παραπάνω. Ι ω ά ν ν η ς Ο . Ι α τ ρ ί δ η ς . Είναι καθηγητής της Διεθνούς Πολιτικής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Σάουθερν Κονέκτικατ, κι έχει παραδώσει μαθήματα για τη σύγχρονη Ελλάδα στο Χάρβαρντ, το Γιέιλ και το Πρίνστον. Ανάμεσα στα έργα που έχει συγγράψει ή επιμεληθεί, περιλαμβάνονται και τα: «Το Βαλκανικό Τρίγωνο» (1968), «Εξέγερση στην Αθήνα» ( 1972), «Οι Αναφορές τσυ Πρεσβευτή Μακβή» (1980), «Ελληνοαμερικανικές Σχέσεις - Μια κριτική επισκόπηση» (1980), «Η Ελλάδα στη δεκαετία του '40» (1981). Ασχολείται με ερευνητικά προγράμματα που αφορούν στον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο και την Ελλάδα στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. O l e L . S m i t h . Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Άαρχους, όπου και αναγορεύτηκε σε διδάκτορα φιλοσοφίας το 1978. Υπήρξε καθηγητής της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Γκότενμπουργκ. Στις δημοσιεύσεις του περιλαμβάνονται: «Μελέτες πάνω στα Σχόλια για τον Αισχύλο», τόμος 1 (Brill, Leiden, 1976) και η έκδοση των «Σχολίων τον Αισχύλου», τόμοι 1 και 2 (Teubner Leipzig, 1975-82). Επίσης, έχει εκδώσει τα ακόλουθα έργα: «Από τη στρατιωτική δικτατορία στο σοσιαλισμό: Η Ελλάδα, 1974-83» (στα Δανικά, Κοπεγχάγη 1984) και σε συνεργασία με τον Π.Α. Αγαπητό, «Η μελέτη του ελληνικού μεσαιωνικού μυθιστορήματος: Μια επανεκτίμηση πρόσφατων εργασιών» (Κοπεγχάγη, 1981). Οι τρέχουσες έρευνές του αφορούν στα λαϊκά βυζαντινά μυθιστορήματα, τα προπολεμικά ρεμπέτικα και το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Digitized by 10uk1s
Θ ά ν ο ς Μ . Β ε ρ έ μ η ς . Είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, και διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Μελετών Άμυνας και Εξωτερικής Πολιτικής. Έχει διδάξει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, και είναι αντεπιστέλλων ερευνητής του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου, έκτακτος συνεργάτης στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, και έκτακτος ξένος καθηγητής στη Σχολή Γούντρο Γουίλσον του Πανεπιστημίου Πρίνστον. Κυριότερες δημοσιεύσεις του: «Οι επεμβάσεις του Στρατού στην Ελληνική Πολιτική» (στα Ελληνικά, 1977, 1983), «Η Δικτατορία και η Οικονομία» (Ελλην. 1982), «Προτεραιότητες Ασφαλείας για την Ελλάδα: Μια ιστορική προοπτική» (1980, 1982), «Ελληνοτουρκικές Σχέσεις» (Ελλην. 1986). Τον τελευταίο καιρό, ασχολείται με το ζήτημα της ασφάλειας στα Βαλκάνια
Digitized by 10uk1s
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σκοπός αυτού του βιβλίου, είναι να παρουσιάσει στον μη ειδικό τα αποτελέσματα των πρόσφατων ερευνών για τον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο. Πιο συγκεκριμένα, το βιβλίο προσπαθεί να ερμηνεύσει τους λόγους που οδήγησαν στο ξέσπασμα του Εμφυλίου, καθώς και τη φύση του, αλλά και να περιγράψει τις συνέπειές του. Κεντρικό θέμα είναι η διαδικασία της πόλωσης ανάμεσα στην πολιτική της Αριστεράς και της Δεξιάς. Προηγούμενες εξιστορήσεις του Εμφυλίου, βασίζονταν κυρίως σε διηγήσεις Δεξιών συμμετασχόντων ή σε αναφορές Βρετανών και Αμερικανών παρατηρητών, οι περισσότεροι από τους οποίους συμπαθούσαν τη Δεξιά 1. Από τον καιρό, που γράφτηκαν όλα αυτά τα παραπάνω, έγιναν προσιτές πολλές νέες πηγές πληροφοριών - και κυρίως τα επίσημα αρχεία της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και αρκετά ενθύμια και ντοκουμέντα πρωταγωνιστών της Αριστεράς. Παράλληλα, γράφτηκαν βιβλία βασισμένα σε πηγές που ήταν από καιρό διαθέσιμες, όπως τα αρχεία της γερμανικής Στρατιωτικής Κατοχής 1941-4. Απ' όλην αυτή την πληθώρα των πηγών, εμφανής είναι η απουσία των αρχείων του Ελληνικού Κράτους, εκτός από εκείνα που χρησιμοποίησαν κάποιοι επίσημα εγκεκριμένοι ιστορικοί. Ακόμα και μ' αυτή την εξαίρεση, πάντως, οι πηγές που διατίθενται σήμερα είναι πολλές. Χρησιμοποιήθηκαν σε μια σειρά διεθνών συνεδρίων 2 , σε αρκετά επιστημονικά συγγράμματα για την εξεταζόμενη περίοδο, καθώς και σε σημαντικό αριθμό άρθρων. Οι συγγραφείς που συνεισέφεραν σ' αυτό το βιβλίο εργασίες τους, έχουν ασχοληθεί σε βάθος με τη μια ή την άλλη πλευρά του θέματος, κι έτσι είναι εξοικειωμένοι με τις πηγές και με τις έρευνες άλλων στα επιμέρους ζητήματα. Ελπίζω ότι το πλεονέκτημα των εξειδικευμένων αυτών γνώσεων θα είναι για τον αναγνώστη μεγαλύτερο από τα μειονεκτήματα που παρουσιάζει συνήθως η συνεργασία περισσότερων του ενός συγγραφέων στη συγγραφή ενός βιβλίου. Το εισαγωγικό κεφάλαιο καταδεικνύει την πορεία και την έκταση του αγώνα, και προσπαθεί να ερμηνεύσει τις αιτίες και τη φύση της πόλωσης που παρουσιάστηκε στη δεκαετία του '40. Το Κεφάλαιο 2 δείχνει τον τρόπο με τον οποίο, πριν καν αρχίσει ο αγώνας, καταστράφηκε η πολιτική συναίνεση από τον Εθνικό Διχασμό, την ενδυνάμωση του Κομμουνιστικού Κόμματος και, τελικά, τη γερμανική εισβολή. Στο κεφάλαιο αυτό, εξετάζονται επίσης οι συνθήκες της εχθρικής κατοχής και η σύνθεση των δυνάμεων που συνεργάστηκαν μαζί της. Το κεφάλαιο 3, ερμηνεύει τη στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος στην ίδρυση εκείνου που αναδείχτηκε σε κύρια αντιστασιακή οργάνωση, δηλαδή του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), και συζητάει τις αιτίες για τη σύγκρουση του ΕΑΜ με τον κύριο αντίπαλό του μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων, τον ΕΔΕΣ. Το Κεφάλαιο 4 διαπραγματεύεται τις συμπλοκές κατά τη διάρκεια και μετά τη γερμανική Κατοχή, μεταξύ του ΕΑΜ και των αντικομμουνιστικών δυνάμεων που υποστήριζαν οι Βρετανοί. Συμπλοκές που οδήγησαν σ' ένα σύντομο πόλεμο και τελείωσαν με μια ασταθή ειρήνη. Το Κεφάλαιο 5 δείχνει πώς θρυμματίστηκε η ειρήνη και διαπραγματεύεται τη φύση του πολέμου που άναψε στη συνέχεια, πλήττοντας μεγάλο μέρος της χώρας στα χρόνια 1946-9. Το Κεφάλαιο 6, καταπιάνεται με το μυστηριώδες θέμα της κομμουνιστικής στρατηγικής κατά τη διάρκεια των ίδιων ετών, και κυρίως με το γιατί το Κόμμα πέρασε από μια ειρηνική, σε μια στρατιωτική τακτική. Το Κεφάλαιο 7 δείχνει πώς οι αντικομμουνιστικές ομάδες αναδιοργάνωσαν με επιτυχία τις δυνάμεις ασφαλείας κατά την ίδια περίοδο και πέτυχαν, λίγο λίγο, ν' ανοικοδομήσουν την κρατική εξουσία. Το Κεφάλαιο 8 κάνει μια εκτίμηση των στόχων και της επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Digitized by 10uk1s
Πολιτειών στην υποστήριξη των αντικομμουνιστικών δυνάμεων μετά τη γερμανική Κατοχή και στη διατήρηση του νέου κράτους. Το Κεφάλαιο 9, περιγράφει την επαύριο του Εμφυλίου Πολέμου, και κυρίως τη διατήρηση ενός καθεστώτος συστηματικών διακρίσεων κατά των ηττημένων, τη θυελλώδη διαδικασία με την οποία το καθεστώς αυτό ξηλώθηκε στις δεκαετίες του '60 και του 70, και την, στη συνέχεια, εκκαθάριση των νομικών συνεπειών του πολέμου, που συνέβη στις δεκαετίες του 70 και του '80.
Digitized by 10uk1s
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚΕ: Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας AMAG: Αμερικανική Αποστολή Βοηθείας προς την Ελλάδα (AMERICAN MISSION FOR AID TO GREECE) ΑΣΕΑ: Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας BLO: Βρετανός Αξιωματικός Σύνδεσμος (BRITISH LIAISON OFFICER) ΒΜΜ: Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή (BRITISH MILITARY MISSION) CPSU: Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης (ή ΚΚΣΕ) ΔΣΕ: Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας ΕΑ: Εθνική Αλληλεγγύη ΕΑΜ: Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο ΕΑΡ: Ελληνική Αριστερά ΕΔΑ: Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά ΕΔΕΣ: Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος ΕΕΕ: Εθνική Ένωση Ελλάδος ΕΕΣ: Εθνικός Ελληνικός Στρατός ΕΕΝΑ: Ελληνική Ένωσις Νέων Αξιωματικών ΕΚ: Ένωσις Κέντρου ΕΚΚΑ: Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση ΕΛΑΣ: Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός ΕΠΟΝ: Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων ΕΡΕ: Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση ΦΟ: Φόρεϊν Όφις (Αγγλικό Υπουργείο Εξωτερικών) FRUS: Εξωτερικές Σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών (FOREIGN RELATIONS OF THE UNITED STATES) ΓΣΕΕ: Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος
Digitized by 10uk1s
HMSO: Εθνικό Τυπογραφείο Αυτής Μεγαλειότητος (Βρετανία) ΙΔΕΑ: Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών ΔΕΣ: Διεθνής Ερυθρός Σταυρός JUSMAPG: Κοινή, Συμβουλευτική και Σχεδιασμού Αμερικανική Στρατιωτική Ομάδα (JOINT U.S. MILITARY & PLANNING GROUP) KKE: Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος KOA: Κομμουνιστική Οργάνωση Αθήνας ΚΥΠ: Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών ΜΑΔ: Μονάδες Ασφαλείας Δημοσυντήρητοι MAY: Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου ΜΕΑ: Μονάδες Εθνικής Άμυνας NARS: Υπηρεσία Εθνικών Αρχείων (ΗΠΑ, Ουάσιγκτον) ΝΔ: Νέα Δημοκρατία ΝΟΦ: Εθνικό Απελευθερωτικό -Σλαβομακεδονικό)
Μέτωπο
(NARODNII
OSVOBODITELEN
FRONT
ΟΠΛΑ: Ομάδες Προστασίας Λαϊκού Αγώνος OSS: Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (ΗΠΑ, πρόδρομος της CIA) ΠΑΣΟΚ: Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα ΠΔΚ: Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ΠΕΕΑ: Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης PRO: Εθνικά Αρχεία (Βρετανίας) ΣΚΕ-ΕΛΔ: Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος - Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας SOE: Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων (SPECIAL OPERATIONS EXECUTIVE - Βρετανική) TEA: Τάγματα Εθνοφυλακής-Αμύνης UNRRA: Διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών για Βοήθεια και Αποκατάσταση «Χ»: Ένοπλη ομάδα της άκρας δεξιάς
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Εισαγωγή David H. Close
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ Οι ρίζες του εμφυλίου πολέμου βρίσκονται στην Κατοχή της Ελλάδας από τη Γερμανία και τους συμμάχους της, την Ιταλία και τη Βουλγαρία. Μια κατοχή που άρχισε τον Απρίλιο-Ιούνιο του 1941 και τερματίστηκε τον Σεπτέμβριο-Νοέμβριο του 1944. Κατά τη διάρκειά της, προκλήθηκαν δυο είδη εμφύλιας διαμάχης: η μία άρχισε το 1941, ανάμεσα στους συνεργάτες των Γερμανών και τους αντιστασιακούς. Η άλλη άρχισε το 1942, κι ήταν ανάμεσα στους ίδιους τους αντιστασιακούς. Και οι δυο διαμάχες, είχαν για κίνητρα τόσο την ιδεολογία όσο και τα ατομικά συμφέροντα. Το πρώτο είδος διαμάχης ήταν ευρύτατα διαδεδομένο στην υπό γερμανική κατοχή Ευρώπη. Οι συνεργάτες των Γερμανών είχαν την τάση να αντιμετωπίζουν τους αντιστασιακούς σαν παράνομους, κι οι αντιστασιακοί τους συνεργάτες σαν προδότες. Γενικά, οι συνεργάτες ήταν Δεξιοί, κι οι αντιστασιακοί Αριστεροί. Οι ξένες δυνάμεις κατοχής χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα πιέσεις και τεχνάσματα για να πάρουν με το μέρος τους τούς ντόπιους, κι έβρισκαν συνεργάτες μεταξύ ανθρώπων που διακρίνονταν από τους συμπατριώτες τους χάρη σε παράγοντες οικονομικούς, εθνολογικούς και άλλους. Ως αποτέλεσμα, διευρύνονταν παλιές διαιρέσεις στις κατακτημένες κοινωνίες και προκαλούνταν βαθύτατες έχθρες ανάμεσα στους λιγοστούς που ωφελούνταν απ' την Κατοχή και στους πολλούς που υπέφεραν απ' αυτήν. Στην Ελλάδα, οι τελευταίοι αντιπροσώπευαν ένα ευρύ κοινωνικό φάσμα κι υπέφεραν από οικονομικές στερήσεις τόσο σκληρές, ώστε οι προπολεμικές μεταξύ τους διακρίσεις να γεφυρώνονται από την κοινή φτώχεια και το κοινό μίσος κατά των επωφελουμένων 1. Οπωσδήποτε, και οι οικονομικά συνεργαζόμενοι ήταν αρκετοί, προέρχονταν μάλιστα απ' όλα τα κοινωνικά στρώματα. Και δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν, όπως επέμεναν οι ριζοσπάστες αντιστασιακοί, ως μια μικρή ολιγαρχία πλουτοκρατών. Έτσι, η υπόσχεση των Αριστερών αντιστασιακών ότι θα απαλλοτριώσουν τις περιουσίες των ατόμων αυτών, είχε πολύ ακραίες επιπτώσεις και μας βοηθάει να ερμηνεύσουμε τη μανία της δράσης κατά της Αριστεράς μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Το δεύτερο είδος διαμάχης γινόταν ιδιαίτερα πικρό από την αγωνία για την επαύριο της αποχώρησης του εχθρού από τη χώρα. Εκείνοι που αποδέχονταν τώρα τη νομιμότητα του προπολεμικού καθεστώτος ήταν σχετικά λίγοι, ενώ ελάχιστοι -κι αν υπήρχαν κι αυτοί-θεωρούσαν νόμιμο το παρόν καθεστώς των συνεργατών. Έτσι, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις αντιστασιακές ομάδες λάβαινε χώρα μέσα σ' ένα κενό εξουσίας. Κι οι ανταγωνιζόμενοι έβλεπαν πως αυτό που διακυβευόταν, ήταν η πολιτική επιβίωσή τους μετά τον πόλεμο. Η κρίση νομιμότητας στην Ελλάδα προκλήθηκε πολύ πριν από τη γερμανική εισβολή, όπως θα εξηγήσει ο Γιάννης Χόνδρος στο κεφάλαιο 2. Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε εμφανιστεί ο λεγόμενος Εθνικός Διχασμός ανάμεσα σε δυο ομάδες, τους Βενιζελικούς και τους Αντιβενιζελικούς, καθεμία από τις οποίες κατέκτησε διαδοχικά και σε διάφορες στιγμές την εξουσία, κι απέκτησε μεγάλη πελατεία μεταξύ των αξιωματικών της αστυνομίας και των ενόπλων δυνάμεων. Στη δεκαετία του '20, ξέσπασε μια ακόμα διαμάχη ανάμεσα Digitized by 10uk1s
στις δυο παραπάνω ομάδες απ' τη μια (που συχνά χαρακτηρίζονται «αστικά κόμματα») και το Κομμουνιστικό Κόμμα απ' την άλλη. Η αστυνομία υπήρξε η αιχμή του δόρατος της αστικής επίθεσης κατά του Κομμουνισμού, και στα 1929 τής δόθηκαν οι εξουσίες και τα μέσα για να προβεί σε μεγάλης κλίμακας διώξεις εναντίον εκείνων που γενικά κι αδιακρίτως αποκαλούσε ανατροπείς. Οι δυο πολιτικές διακρίσεις άρχισαν μερικώς να αλληλεπικαλύπτονται μετά το αποτυχημένο βενιζελικό πραξικόπημα του 1935, το οποίο ακολούθησε εκτεταμένη εκκαθάριση των βενιζελικών αξιωματικών από την αστυνομία και τις ένοπλες δυνάμεις. Τώρα πια, σ' ένα μεγάλο τμήμα της χώρας οι βενιζελικοί ένιωθαν να έλκονται προς τους κομμουνιστές χάρη στην κοινή εμπειρία των διωγμών που συνεχίζονταν από τους εκπροσώπους του αντιβενιζελικού κατεστημένου, μεγάλο μέρος του οποίου θα επιζούσε στις ένοπλες δυνάμεις και την αστυνομία σ' όλη τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, και μετά. Οι κομμουνιστές, υιοθετώντας την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου, διεύρυναν το ύφος τους τόσο, ώστε να είναι αρεστό και ελκυστικό σε πολλούς βενιζελικούς. Και, στο μεταξύ, στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο κυριαρχούσαν αυταρχικοί στρατιωτικοί και πολιτικοί που είχαν την ισχυρή υποστήριξη του στρατού και της αστυνομίας. Στα 1936, ο Ιωάννης Μεταξάς και οι συνεργάτες του πήραν την ηγεσία του αντιβενιζελικού στρατοπέδου και εγκαθίδρυσαν μια δικτατορία που καταδίωξε τους κομμουνιστές με ακόμα μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και σκληρότητα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Το καθεστώς φυλάκισε τους περισσότερους κομμουνιστές ηγέτες κάτω από πολύ σκληρές συνθήκες. Την απελευθέρωσή τους κέρδιζαν μόνο όσοι αποκήρυσσαν την ιδεολογία τους, πράγμα που κατέστρεφε την απέναντί τους εμπιστοσύνη των πρώην συντρόφων τους. Κι ακόμα, η δικτατορία αρνήθηκε να αποκαταστήσει τους εκκαθαρισθέντες αξιωματικούς του κινήματος του '35. Και καθώς απέκλειε από την εξουσία τους περισσότερους πολιτικούς, βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς εξίσου, την υποστήριζε πολύ μικρό τμήμα του πολιτικού κόσμου. Όπως κι αν έχει το πράγμα, με τον αντικομμουνισμό της, την αποτελεσματικότητά της στη διακυβέρνηση της χώρας αλλά και με τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, απέσπασε την υποστήριξη ή την ανοχή μεγάλου μέρους της διοικητικής, στρατιωτικής, εκπαιδευτικής, τραπεζικής και οικονομικής ελίτ. Ταυτοχρόνως ήταν τόσο καταπιεστική, ώστε οι ενεργοί υποστηρικτές της αποκτούσαν πολύ κακό όνομα για τον υπόλοιπο πληθυσμό, κι αποσπούσαν το μίσος των κομμουνιστών. Παρά το δεξιό χαρακτήρα του, το καθεστώς αυτό αντιστάθηκε στις δυνάμεις του Άξονα, τη Γερμανία και την Ιταλία δηλαδή, και κατά συνέπεια ανατράπηκε από τη γερμανική εισβολή. Τη δικτατορία διαδέχτηκε ένα καθεστώς συνεργατών του κατακτητή το οποίο προσπάθησε -με μερική μόνο επιτυχία- να διατηρήσει την υποστήριξη των κρατικών αξιωματούχων και κυρίως των δυνάμεων ασφαλείας. Πολλοί, οι περισσότεροι ίσως, από τους αξιωματούχους, αισθάνονταν ελάχιστη αφοσίωση προς το νέο καθεστώς, επειδή η εχθρική Κατοχή ήταν απόλυτα μισητή. Κι έτσι, υπήρχε ένα κενό εξουσίας το οποίο, όπως συνέβη και σε άλλα μέρη της Ευρώπης και της ανατολικής Ασίας εκείνη την περίοδο, το εκμεταλλεύτηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα για να μεταβληθεί, από περιθωριακή, σε κυρίαρχη δύναμη. Κι αυτό, το πέτυχε παίρνοντας την πρωτοπορία στην αντίσταση κατά του εχθρού και δημιουργώντας το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), το οποίο είχε τεράστια δημοτικότητα. Αποτέλεσμα των εμπειριών που είχαν πριν από την εισβολή, ήταν πως η κάθε πολιτική πτέρυγα διέβλεπε απειλές για την ίδια της την επιβίωση μετά την απελευθέρωση - έτσι, προκειμένου να αποτρέψουν αυτόν τον κίνδυνο, ορισμένοι προσέφυγαν στη βία. Οι κομμουνιστές κι οι βενιζελικοί ήθελαν να εμποδίσουν την παλινόρθωση της μοναρχίας, επειδή ο βασιλιάς είχε υποστηρίξει τη δικτατορία Μεταξά. Οι κομμουνιστές, δουλεύοντας μέσα από το ΕΑΜ, σκόπευαν -στην καλύτερη περίπτωση- στην κατάκτηση της εξουσίας, και Digitized by 10uk1s
στη χειρότερη στην παρεμπόδιση της επανάληψης των προπολεμικών διωγμών. Στην προπαγάνδα τους, παρουσίαζαν πειστικότατα τη δικτατορία Μεταξά σαν τη χειρότερη φάση μιας σειράς καταπιεστικών και εκμεταλλευτικών καθεστώτων, η επανάληψη της οποίας δεν θα έπρεπε να επιτραπεί. Και πίστευαν πως, για να το πετύχουν αυτό, έπρεπε να προσπαθήσουν όσο περισσότερο γινόταν, να καταστρέψουν αντίπαλες οργανώσεις -τόσο αντιστασιακές όσο και συνεργαζόμενες με τον εχθρό-πριν λήξει η Κατοχή. Μέσα στη διαδικασία αυτή, στρατολόγησαν στο ΕΑΜ βενιζελικούς αξιωματικούς με επιρροή, οι σταδιοδρομίες των οποίων είχαν ανακοπεί από τις εκκαθαρίσεις του 1935. Το καθεστώς των δοσιλόγων, πίστευε -ή, τουλάχιστον, έτσι υποστήριζε- ότι πολεμώντας το ΕΑΜ σκόπευε στον ίδιο στόχο με την εξόριστη κυβέρνηση που πατρονάριζαν οι Βρετανοί, οι οποίοι έβλεπαν στο ΕΑΜ μια απειλή κατά της παραδοσιακής επιρροής τους στην Ελλάδα. Στη διαδικασία του αγώνα κατά του ΕΑΜ, το καθεστώς των δοσιλόγων είχε τη βοήθεια τόσο των αντιβενιζελικών που τάσσονταν υπέρ της αποκατάστασης της μοναρχίας, όσο και ορισμένων βενιζελικών που επιδίωκαν να εμποδίσουν μια τέτοια αποκατάσταση. Η εξόριστη κυβέρνηση στην Αίγυπτο, στην οποία κυριαρχούσαν οι βενιζελικοί, βασιζόταν στο βρετανικό στρατό για να καταστέλλει τις κινήσεις εκείνων που μέσα στα μεγάλα τμήματα του εξόριστου στρατού συμπαθούσαν το ΕΑΜ. Και οι δυο διαμάχες, και αυτή δηλαδή μεταξύ αντιστασιακών και συνεργατών, και εκείνη μεταξύ των ίδιων των αντιστασιακών, μεγεθύνονταν σ' όλη τη διάρκεια του 1943. Κι ως τον Ιούλιο, είχαν σημειωθεί συμπλοκές ανάμεσα σε αντιστασιακούς και δυνάμεις που συνεργάζονταν με τους Ιταλούς, με αριθμούς μαχητών που ξεπερνούσαν τους εκατό από κάθε πλευρά. Από τον προηγούμενο κιόλας χρόνο, το ΕΑΜ, όσο μεγάλωνε συγκρουόταν βιαίως με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις σε διάφορες περιοχές. Έως τον Οκτώβριο, το ΕΑΜ με το στρατό του, τον ΕΛΑΣ, είχε εξοντώσει αρκετές μικρές αντιστασιακές ομάδες, και τον επόμενο Απρίλιο θα εξόντωνε μια από τις πιο ισχυρές και με μεγαλύτερη επιρροή, την ΕΚΚΑ 2. Σημαντική εξέλιξη στην κλιμάκωση αυτή σημειώθηκε προς τα τέλη του 1943, όταν και τα δύο είδη διαμάχης έγιναν περισσότερο οργανωμένα και εκτεταμένα. Τον Αύγουστο, η κυβέρνηση των κουίσλιγκ οργάνωσε τα Τάγματα Ασφαλείας, που ήταν δυνάμεις συνεργατών του εχθρού αναβαθμισμένες και με μεγαλύτερη δύναμη από τους προκατόχους τους. Τον Σεπτέμβριο άρχισαν, κάτω από γερμανική καθοδήγηση, να χτυπούν τους αντιστασιακούς. Στη συνέχεια, και μαζί με άλλες μονάδες συνεργατών του εχθρού, έφτασαν συνολικά τους 18.000 άντρες, ενώ τους βοηθούσαν και μεγάλα σώματα της προπολεμικής αστυνομίας. Η σύγκρουση ανάμεσα σ' αυτές τις δυνάμεις και το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που ήταν συχνά άγρια, φαίνεται πως επεκτάθηκε στις περισσότερες περιοχές, αλλά ιδιαίτερα βιαίως εκδηλώθηκε στη δυτική Μακεδονία, την Πελοπόννησο και τα δυο κύρια αστικά κέντρα της χώρας, δηλαδή τη Θεσσαλονίκη και τη μητροπολιτική περιοχή Αθήνας-Πειραιά. Τον Οκτώβριο, ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε στον κύριο αντίπαλό του μεταξύ των αντιστασιακών ομάδων, τον ΕΔΕΣ, και πάλεψε μαζί του για περισσότερους από τέσσερις μήνες σε περιοχές της οροσειράς της Πίνδου και γύρω από αυτήν. Ο ΕΛΑΣ είχε εξοπλιστεί με τα όπλα μιας ιταλικής μεραρχίας που του παραδόθηκε, ενώ ο ΕΔΕΣ εφοδιαζόταν καλά από τους Βρετανούς, οι οποίοι βασίζονταν σ' αυτόν για να αναδειχθεί σε κύριο φραγμό κατά του ΕΑΜ στο εσωτερικό της Ελλάδας. Ύστερα από τη σύναψη ειρήνης, τον Φεβρουάριο του 1944, ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, μέχρι που τον Δεκέμβριο ο ΕΛΑΣ, ακόμα περισσότερο ενισχυμένος τώρα με τα όπλα που άφηναν πίσω τους οι υποχωρούντες Γερμανοί, χτύπησε ξανά τον ΕΔΕΣ, που χρειάστηκε, τούτη τη φορά, τη βοήθεια βρετανικών πλοίων για να διασωθεί στο Ιόνιο. Οπωσδήποτε, κατά τη διάρκεια του 1943, τα δύο είδη εμφύλιας διαμάχης συνδέθηκαν μεταξύ τους, καθώς οι μονάδες των συνεργατών του εχθρού επανδρώνονταν σε σημαντικό βαθμό με φυγάδες των Digitized by 10uk1s
αντιστασιακών ομάδων που διέλυε το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Κι έτσι, όλοι οι αντίπαλοι του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχαν τώρα ως βασικό κίνητρο το φόβο του Κομμουνισμού. Οι απώλειες και τα θύματα της εμφύλιας διαμάχης κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν πολυάριθμα, και οι ειδήσεις γι' αυτά διαδίδονταν μέσω των φημών και των ειδησεογραφικών δελτίων που κυκλοφορούσαν συνεργάτες του εχθρού και αντιστασιακοί εξίσου. Κι έτσι, προκαλούσαν μεγάλη ένταση σ' ολόκληρο το έθνος. Για το σύνολό τους, όμως, έχουμε αποσπασματικές μόνο ενδείξεις. Σύμφωνα με τα γερμανικά αρχεία, τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν 1.223 νεκρούς και αγνοούμενους στο δωδεκάμηνο πριν από τη γερμανική υποχώρηση τον Σεπτέμβριο του 1944. Εξοπλισμένοι καθώς ήταν από το γερμανικό στρατό, οι άντρες τους είχαν μπορέσει να σκοτώσουν 3.308 από τους αντιπάλους τους οι οποίοι, γενικά, ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι. Ωστόσο, οι ένοπλες μονάδες και των δύο πλευρών -ίσως επειδή δεν είχαν σοβαρή πειθαρχία- φαίνονταν σ' αυτό το στάδιο διστακτικές να πολεμήσουν μεταξύ τους, ενώ έδειχναν μεγαλύτερη προθυμία στο να τρομοκρατούν τους αμάχους. Είναι σίγουρο πως πολλοί άμαχοι πολίτες σκοτώθηκαν κι από τις δύο πλευρές σε αντίποινα και εκτελέσεις. Για παράδειγμα, τον Ιούνιο του 1944, οι γερμανικές αρχές ανέφεραν ότι μονάδες του ΕΑΜ σκότωναν πέντε με δέκα άτομα την ημέρα, ενώ τον Μάρτιο-Απρίλιο, οργανώσεις συνεργατών των Γερμανών σκότωσαν εκατό ομήρους σε ένα και μόνο περιστατικό, κι άλλους 50 Εαμικούς σε ένα άλλο σημείο. Αυτό το είδος του ανταγωνισμού, γέννησε παντού τοπικές βεντέτες. Σύμφωνα με έναν δεξιό αντιστασιακό στην Αθήνα, τον Χρήστο Ζαλοκώστα, το ΕΑΜ σκότωσε τους συντρόφους του τον Σεπτέμβριο του 1944, με ρυθμό δύο την ημέρα. Ο Στάνλι Ασενμπρένερ, ανακάλυψε από προφορικές διηγήσεις ότι δέκα κάτοικοι ενός χωριού στη νότια Πελοπόννησο σκοτώθηκαν τον Μάρτιο-Αύγουστο 1944 από βεντέτες που, κατά πάσα πιθανότητα, συνέβαιναν σ' όλες τις περιοχές. 3 Οι συμπλοκές μεταξύ των αντιστασιακών ομάδων προκάλεσαν επίσης μεγάλη πίκρα και έχθρα, αλλά λιγότερους θανάτους. Οι ιταλικές αρχές ανέφεραν συμπλοκές μεταξύ του ΕΛΑΣ και άλλων ομάδων κατά τον Μάρτιο-Μάιο 1943, όπου σημειώθηκαν 150 απώλειες. Ο Κρις Γουντχάουζ, που παρακολούθησε από κοντά τις πρώιμες συμπλοκές μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, τις χαρακτήρισε «όχι εντυπωσιακές». Η σφαγή, πάλι, άνω των 400 μελών της ΕΚΚΑ από τον ΕΛΑΣ σε διάφορα μέρη της ανατολικής Ρούμελης τον Απρίλιο του 1944, είναι διαβόητη επειδή σε σχέση με άλλες συμπλοκές ανάμεσα σε αντιστασιακές ομάδες, ήταν ασυνήθιστα ματοβαμμένη. 4 Η γερμανική αποχώρηση από την Ελλάδα επηρέασε όλες αυτές τις διαμάχες, καθώς άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Το αποτέλεσμα της κλιμάκωσης που επακολούθησε, ήταν να εξασθενίσει ακόμα περισσότερο τους αντιπάλους του το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, και να επεκτείνει την ισχύ του σ' όλα σχεδόν τα τμήματα της χώρας, εκτός από το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, ο ΕΛΑΣ σφαγίασε τον Σεπτέμβριο άντρες των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πελοπόννησο - και πιο συγκεκριμένα, στον Πύργο, την Καλαμάτα, το Μελιγαλά και το Μυστρά. Κι ωστόσο, το ΕΑΜ είχε ήδη συμφωνήσει (για λόγους που θα ερευνηθούν στα κεφάλαια 3 και 4) να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση υπό την αιγίδα των Βρετανών, και να επιτρέψει σε βρετανικές δυνάμεις να αποβιβαστούν στην Ελλάδα. Ακόμα, είχε αναλάβει την υποχρέωση να κρατήσει τις τακτικές δυνάμεις του έξω από την πρωτεύουσα όπου συγκεντρώνονταν οι Έλληνες αντίπαλοί του. Οπωσδήποτε, το ΕΑΜ διατήρησε εκεί ορισμένες τακτικές μονάδες, και πολλές εφεδρικές. Η αντιφατική αυτή κατάσταση δεν μπορούσε να διαρκέσει για πολύ. Την 1η Δεκεμβρίου 1944 μάχες ξέσπασαν στην ανατολική Μακεδονία ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και αντικομμουνιστικές (ή εθνικιστικές) αντιστασιακές οργανώσεις. Κι εντελώς ανεξάρτητα απ' αυτό, στις 3 Δεκεμβρίου, άρχισε ο πιο φοβερός γύρος -μέχρι στιγμής- της εμφύλιας διαμάχης, ο οποίος διάρκεσε κάτι Digitized by 10uk1s
παραπάνω από ένα μήνα, κι έγινε γνωστός ως Δεκεμβριανά (και που θα περιγραφεί στο κεφάλαιο 4). Οι πρωταγωνιστές ήταν απ' τη μια ο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, κι απ' την άλλη η κυβέρνηση που υποστήριζαν οι βρετανικές δυνάμεις και οι Έλληνες αντικομμουνιστές, συμπεριλαμβανομένων μονάδων του τακτικού στρατού που μόλις είχαν επιστρέψει από την εξορία, της αστυνομίας, των Ταγμάτων Ασφαλείας και αγωνιστών της Αντίστασης. Στην Αθήνα και τον Πειραιά, 22.000 περίπου Ελασίτες πολέμησαν με διπλάσιες, τελικά, δυνάμεις της κυβέρνησης και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Μεγάλο μέρος του υπόλοιπου ΕΛΑΣ, που φαίνεται πως τον αποτελούσαν περίπου 60.000 άτομα είχε εμπλακεί στη διάλυση των αντικομμουνιστικών αντιστασιακών ομάδων στη βόρεια και τη δυτική Ελλάδα. Όταν οι δυνάμεις του εκδιώχθηκαν απ' την πρωτεύουσα, το ΕΑΜ συμφώνησε τον Φεβρουάριο του 1945 στη Βάρκιζα να αποστρατεύσει τις ένοπλες ομάδες του και να πάρει μέρος σ' ένα δημοψήφισμα και σε εκλογές που θα εγγυούνταν οι Άγγλοι. Καμία πλευρά δεν κράτησε τις υποσχέσεις της. Ο ΕΛΑΣ έκρυψε τόσα όπλα όσα παρέδωσε, ενώ οι Βρετανοί απέτυχαν να συγκρατήσουν τους Έλληνες υποστηρικτές τους. Έτσι, ακολούθησε από τον Φεβρουάριο του 1945 έως τον Αύγουστο του 1946, μια περίοδος αναρχίας, εκτεταμένων και βασικά ανοργάνωτων σκοτωμών. Πριν από το 1946, οι περισσότεροι οφείλονταν στη λευκή τρομοκρατία, με την οποία οι διάφορες αντικομμουνιστικές δυνάμεις με τη δεξιά τους ηγεσία εκδικούνταν το ΕΑΜ σ' ολόκληρη τη χώρα, με ελάχιστη ή και καθόλου ανταπόδοση εκ μέρους του τελευταίου, καθώς η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν προσκολλημένη στην πορεία της νομιμότητας. Το ΕΑΜ υποστήριξε αληθοφανώς ότι 1.289 από τους υποστηρικτές του δολοφονήθηκαν στο διάστημα ανάμεσα στη Συμφωνία της Βάρκιζας και τις γενικές εκλογές του Μαρτίου του 1946. Μόλο που το ΕΑΜ είχε λόγους να διογκώσει αυτά τα νούμερα, ίσως εξίσου παρέλειψε να συμπεριλάβει σ' αυτά και κάποια θύματα όχι απόλυτα συνδεδεμένα μαζί του, όπως οι Σλαβόφωνοι που σκοτώθηκαν σε εκτεταμένες αψιμαχίες κοντά στα βόρεια σύνορα της χώρας. 5 Τα αντίποινα της Αριστεράς κατά της λευκής τρομοκρατίας, που άρχισαν αργά το 1945, εντάθηκαν μέσα στο 1946, και μπορεί να προκάλεσαν αρκετές εκατοντάδες θανάτους μέσα στους οκτώ πρώτους μήνες αυτής της χρονιάς. Παρόλο που ο αρχικός σκοπός των κομμουνιστών ηγετών ήταν να απευθύνουν μια προειδοποίηση στους δεξιούς, να συγκρατήσουν τους υποστηρικτές τους, τα αντίποινά τους έφεραν το αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα. Κι έτσι, η βία κλιμακώθηκε κι από τις δυο πλευρές. Κατά το δεύτερο μισό του 1946, η συμμετοχή στην αδελφοκτόνο βία ανέβηκε σε νέα ακόμη ύψη. Ο κυβερνητικός στρατός άρχισε επιχειρήσεις κατά των αριστερών ανταρτών τον Ιούλιο. Οι αντάρτες, απ' την πλευρά τους, ξεκίνησαν επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας τον Σεπτέμβριο, και τον Οκτώβριο άρχισαν την οργάνωση εκείνου που αποκάλεσαν Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ). Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, ο πόλεμος απλώθηκε σ' όλες σχεδόν τις περιοχές, εκτός από τις πόλεις τις οποίες έλεγχε γερά η κυβέρνηση. Οι κυριότερες επιχειρήσεις, έγιναν στο βορρά: στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Στην Πελοπόννησο και τα νησιά, οι αριστερές δυνάμεις ήταν σχετικά άσχημα οργανωμένες και εξοπλισμένες. Στον κολοφώνα τους, το 1948-9, οι εθνικές δυνάμεις έφτασαν σε δύναμη τους 250.000 άντρες στις ένοπλες δυνάμεις και τη χωροφυλακή, συν 50.000 περίπου άντρες σε μονάδες εθνοφρουράς μερικής απασχόλησης. Ο Δημοκρατικός Στρατός, στη μέγιστη ισχύ του έφτασε τις 26.000, με μερικές χιλιάδες εφέδρους, και πολλές χιλιάδες άοπλους υποστηρικτές. Ο συνολικός αριθμός των συμμετασχόντων στον εμφύλιο πόλεμο, σ' ολόκληρη την περίοδο 1946-9 βέβαια, ήταν πολύ μεγαλύτερος στην πλευρά της Αριστεράς -μάλιστα, ίσως και 50% μεγαλύτερος. Ο Δημοκρατικός Στρατός υπέστη μια αποφασιστική ήττα στην οροσειρά του Γράμμου, στα αλβανικά σύνορα, τον Αύγουστο του 1949. Και τον επόμενο μήνα έληξαν οι επιχειρήσεις Digitized by 10uk1s
μεγάλης κλίμακας. Οι επιχειρήσεις του στρατού και της αστυνομίας εναντίον διασκορπισμένων ανταρτών, συνεχίστηκαν για ένα περίπου χρόνο ακόμα. Οπωσδήποτε, η τελευταία φάση του εμφυλίου πολέμου με την αυστηρή έννοια των συστηματικών στρατιωτικών επιχειρήσεων και των δύο πλευρών, μπορεί να τοποθετηθεί στο διάστημα Σεπτέμβριος 1946, Σεπτέμβριος 1949.
ΜΙΑ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ Ένας από τους δείκτες με τους οποίους εκτιμούμε τη βιαιότητα των εμφυλίων πολέμων, είναι η απώλεια πληθυσμού που προέρχεται από βίαιους θανάτους και εξορίες. Ωστόσο, ο υπολογισμός τους είναι δύσκολος, επειδή ο εμφύλιος πόλεμος συνοδεύεται συνήθως από κατάρρευση του, τόσο απαραίτητου για τη συλλογή των αναγκαίων πληροφοριών, διοικητικού μηχανισμού. Στην ελληνική περίπτωση, μια πρόσθετη επιπλοκή είναι το ότι δύσκολα μπορούμε να διαχωρίσουμε τις καταστροφές που προκάλεσε ο εμφύλιος, από εκείνες που προκάλεσε η εχθρική Κατοχή. Αναφορικά με τη συνολική απώλεια πληθυσμού, δεν υπάρχουν αρκετές σίγουρες πληροφορίες πέρα από τις επίσημες απογραφές του Οκτωβρίου του 1940, και του Απριλίου του 1951. Στην πρώτη, καταγράφτηκε πληθυσμός 7.344.860 και στη δεύτερη (εξαιρουμένων των 121.480 κατοίκων των νεοαποκτηθέντων Δωδεκανήσων), πληθυσμός 7.511.321. Ο δημογράφος Β.Γ. Βαλαώρας έχει υπολογίσει με βάση μια σειρά απογραφών (τις οποίες αντιπαρέβαλε για να διορθώσει σφάλματα προερχόμενα από κακή μετάδοση πληροφοριών), ότι ο τελευταίος αριθμός ήταν κατά 844.500 μικρότερος από τον αναμενόμενο που θα είχαμε αν τα χρόνια 1940-9 ήταν ειρηνικά: ο αριθμός αυτός, αποτελεί το 11% του πληθυσμού του 1951. Το 70% περίπου αυτής της δημογραφικής απώλειας, μπορεί να αποδοθεί στην αυξημένη θνησιμότητα ή στις εξορίες, και το υπόλοιπο στο μειωμένο αριθμό γεννήσεων. Σε άλλη έρευνα, ο ίδιος δημογράφος υπολόγισε ότι παραπάνω από το μισό της συνολικής δημογραφικής απώλειας της περιόδου 1940-9 προκλήθηκε από το λιμό στα χρόνια 1941-4 6. Η εθνική κυβέρνηση δεν προσπάθησε ποτέ συστηματικά να υπολογίσει το σύνολο των θυμάτων των Δεκεμβριανών, κι ας αναφέρονταν συνέχεια σ' αυτά οι υποστηρικτές της στην προπαγάνδα τους κατά των κομμουνιστών. Έτσι, το μόνο που έχουμε είναι μια συρραφή ποικίλων εκτιμήσεων ποικίλης αξίας. Οι δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας κατέγραψαν 210 νεκρούς και 55 αγνοούμενους, ενώ οι Έλληνες προστατευόμενοί τους -άτακτοι κυρίως, που αποτελούσαν και τον κύριο στόχο του ΕΛΑΣ- υπέφεραν πολύ περισσότερο χάνοντας, για παράδειγμα, 458 από τις τάξεις της χωροφυλακής μόνο. Οι Άγγλοι, που χρησιμοποίησαν τανκς και αεροπλάνα, πίστεψαν ότι σκότωσαν 2-3.000 μαχητές του ΕΛΑΣ. Τα θύματα, εξάλλου, που αναφέρθηκαν στις επαρχίες, περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό επιζώντων μελών των αντιστασιακών οργανώσεων: 800, από τους 12.000 συνολικά άντρες του ΕΔΕΣ. Τουλάχιστον 500 από την ομάδα του Μιχάλαγα στη δυτική Μακεδονία, και 300-400 από την ομάδα του Αντόν Τσαούς στην ανατολική Μακεδονία. Όσον αφορά στον ΕΛΑΣ, αυτός είχε 680 νεκρούς και τραυματίες στις μάχες του με τον ΕΔΕΣ μόνο, και πάνω από 300 ακόμα πολεμώντας τον Αντόν Τσαούς. Αναφέρεται επίσης ότι το ΕΑΜ συνέλαβε μεγάλο αριθμό ομήρων (15.000) από την Αθήνα, κι ένα μικρότερο αριθμό από τη βόρεια Ελλάδα. Φημολογείται, επίσης, ότι ο ΕΔΕΣ συνέλαβε πάνω από χίλιους ομήρους στη δυτική Ελλάδα. Ένα ποσοστό των ομήρων πέθανε από την κακομεταχείριση. Η κυβέρνηση ανάγγειλε πως ανακάλυψε 1.208 πτώματα ανθρώπων εκτελεσθέντων από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ (σ' ολόκληρη την Ελλάδα) κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Πηγές προσκείμενες στην Αριστερά, πάλι, δήλωσαν πως το σύνολο των νεκρών στην Αθήνα και τον Πειραιά ήταν 10.000 περίπου, συμπεριλαμβανομένων 5.000 αμάχων. Οι αριθμοί αυτοί, πάντως, είναι μεγαλύτεροι από αυτούς που πρότειναν οι στατιστικές υπηρεσίες της Digitized by 10uk1s
κυβέρνησης. Πρέπει, οπωσδήποτε, να έχουμε κατά νου ότι το ΕΑΜ εκτέλεσε ανθρώπους και στις επαρχίες. Για παράδειγμα, ένας πρώην αξιωματικός του ΕΛΑΣ αναφέρθηκε αργότερα σε «δεκάδες» ανθρώπων που εκτελέστηκαν στην ανατολική Μακεδονία. Ο συνολικός αριθμός των απωλειών σ' ολόκληρη την Ελλάδα κατά την περίοδο 3 Δεκεμβρίου-15 Ιανουαρίου, έχει υπολογιστεί από τον Κριστόφ Σικλέ (ο οποίος, ωστόσο, δεν αναφέρει τις πηγές του), σε 11.300 με 14.000. Στον αριθμό αυτό περιλαμβάνονται υπολογισμοί υψηλότεροι από εκείνους που έκαναν αριστερές πηγές για τις απώλειες σε Αθήνα και Πειραιά, αλλά παραλείπονται άλλοι που αφορούν άλλες περιοχές 7. Οι νεκροί του εμφυλίου πολέμου 1946-9, είναι μερικώς μόνο γνωστοί. Στα χρόνια 1946-50, ο αντικομμουνιστικός (ή εθνικός) στρατός είχε, σε στρογγυλούς αριθμούς, 8.400 νεκρούς, 5.400 αγνοούμενους και 29.450 τραυματίες. Εξάλλου, η χωροφυλακή είχε περίπου 2.200 νεκρούς και πάνω από 2.000 τραυματίες. Η κυβέρνηση κατέγραψε επίσης 3.500 αμάχους που εκτελέστηκαν από την Αριστερά κατά την ίδια περίοδο. Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν αληθοφανείς, επειδή η εθνικιστική πλευρά ήταν επαρκώς οργανωμένη για να τους συλλέξει και δεν είχε κάποιο εμφανές κίνητρο να τους παραποιήσει. Είχε όμως κάθε λόγο να υπερβάλει τις απώλειες που προκάλεσε αυτή στο Δημοκρατικό Στρατό, και κυρίως στα πρώτα στάδια του πολέμου, οπότε και δεν τα πήγαινε καλά. Ο επίσημος αριθμός των 38.400 νεκρών αριστερών -και, κατά συνέπεια, και ένας μεγάλος αριθμός τραυματιώνφαίνεται απίθανος, εκτός κι αν συμπεριλαμβάνει και αμάχους. Κι αυτό γιατί θα προϋπέθετε έναν εξωφρενικά ταχύ ρυθμό αντικατάστασης των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού. Στη μελέτη της, η Αγγελική Λαΐου υπαινίσσεται ότι ο αληθινός αριθμός νεκρών αριστερών μαχητών πρέπει να βρίσκεται κοντά στις 20.000. Αριθμός που δείχνει να προσεγγίζει περισσότερο την αλήθεια, καθώς στον ίδιο περίπου καταλήγουν και οι υπολογισμοί των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών που έγιναν στα 1948 8. Το σύνολο λοιπόν των νεκρών του εμφυλίου πολέμου στα χρόνια 1943-50, μόνο θεωρητικά μπορεί να υπολογιστεί. Οι παραπάνω υπολογισμοί, πάντως, υποβάλλουν την ιδέα ότι πρέπει να ξεπέρασαν τις 60.000. Φαίνεται, ωστόσο, ότι η αναγκαστική μετανάστευση -που άρχισε σε ευρεία κλίμακα μετά τη γερμανική αποχώρηση, όταν διάφορες μειονότητες και πρώην Ελασίτες εγκατέλειψαν τη χώρα- προκάλεσε μια ακόμα μεγαλύτερη απώλεια πληθυσμού. Σ' εκείνους που έφυγαν για να γλιτώσουν από τους διωγμούς κατά τα χρόνια 1944-6, λέγεται ότι περιλαμβάνονται 15.000 Μουσουλμάνοι Αλβανόφωνοι Τσάμηδες της Ηπείρου, και 15-25.000 Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας, μαζί με πολλές χιλιάδες Ελληνόφωνους Ελασίτες. Μερικοί από τους Τσάμηδες είχαν -όπως συνέβη και με ορισμένους από τους Σλαβόφωνους και τους Κουτσόβλαχους με το δικό τους γλωσσικό ιδίωμα- υποστηρίξει τις δυνάμεις Κατοχής, και ύστερα υπέστησαν τις συνέπειες της πράξης τους αυτής. Ορισμένοι, πολλοί ίσως, Τσάμηδες, σκοτώθηκαν σε επιθέσεις που σημειώθηκαν τον Αύγουστο του 1944 και τον Μάρτιο του 1945. Πολλοί από τους Σλαβόφωνους και τους Ελασίτες επέστρεψαν αργότερα, για να γίνουν μέλη του Δημοκρατικού Στρατού. Ωστόσο, στις κατοπινές φάσεις του εμφυλίου πολέμου αποχώρησαν ξανά, κι αυτή τη φορά μαζί με μεγάλες μάζες αμάχων συγγενών και συμπαθούντων. Από τις αρχές του 1948, οι κομμουνιστικές αρχές έδιωξαν, από περιοχές που είχαν πληγεί από τον πόλεμο, 25-28.000 παιδιά, που τα έστειλαν πέρα από τα σύνορα. Από αυτά, μόνο 538 είχαν επαναπατριστεί μέχρι το 1952 9. Το κύριο κύμα των εξορίστων, ακολούθησε την τελική ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στο δεύτερο μισό του 1949. Το μέγεθος της μετανάστευσης καταδεικνύεται από τη δραστική μείωση ορισμένων εθνικών μειονοτήτων (όπως καθορίζονται από τη μητρική τους γλώσσα), η οποία αποκαλύπτεται από τη σύγκριση της απογραφής του 1940 με εκείνη του 1951. Οι Digitized by 10uk1s
Σλαβόφωνοι, λοιπόν, μειώθηκαν από 86.086 σε 41.017, οι Κουτσόβλαχοι από 53.997 σε 39.855 και οι Αλβανόφωνοι από 49.632 σε 22.736. Αθροιζόμενες οι μειώσεις αυτές, φτάνουν συνολικά τις 86.107. Η μείωση των Αλβανόφωνων δείχνει να ερμηνεύει τη μείωση των Μουσουλμάνων κατά 28.425 10. Από όσα γνωρίζουμε γι' αυτή την περίοδο, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος ή ίσως και το σύνολο της μείωσης των Σλαβόφωνων και των Αλβανόφωνων -και ίσως και των Κουτσόβλαχων- σημειώθηκε μετά τον τερματισμό της γερμανικής Κατοχής. Κι οι αριθμοί αυτοί, δίνουν στον εμφύλιο πόλεμο μια εθνολογική διάσταση μεγαλύτερη απ' ό,τι αφήνουν να εννοείται οι διάφοροι απολογισμοί που έχουν δημοσιευτεί. Από το 1949, φαίνεται ότι στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίστηκε με σοβαρότητα η επιστροφή αυτών των εμιγκρέδων - ίσως επειδή απαρνήθηκαν την ελληνική τους υποκοότητα μετά τη μετανάστευσή τους. Η Κεντρική Επιτροπή Ελλήνων Πολιτικών Προσφύγων υπολόγισε πως οι εξόριστοι πολιτικοί πρόσφυγες, των οποίων μητρική γλώσσα ήταν τα ελληνικά, ανέρχονταν το 1975 σε 43.420. Από τον αριθμό αυτό εξαιρούνται τα παιδιά τους που γεννήθηκαν στην εξορία καθώς, επίσης, 7.872 άτομα που επέστρεψαν στην Ελλάδα πριν από το 1975. Σύμφωνα με τον συντάκτη μιας έκθεσης -για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης, το 1986- από τους αριθμούς αυτούς εξαιρείται επίσης ένας άγνωστος αλλά μεγάλος αριθμός πολιτικών προσφύγων που χάθηκαν τα ίχνη τους επειδή απορροφήθηκαν από τις κοινότητες που τους φιλοξένησαν. Ορισμένοι, επίσης, μπορεί να μετανάστευσαν μονίμως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπως έκαναν και πολλοί από τους Σλαβόφωνους πολιτικούς πρόσφυγες 11. Ύστερα από όλα αυτά, γνωρίζουμε ότι ο αρχικός αριθμός των Ελληνόφωνων πολιτικών προσφύγων ήταν μεγαλύτερος -ίσως πολύ μεγαλύτερος- από 50.000, και ότι ο συνολικός αριθμός των πολιτικών προσφύγων κάθε κατηγορίας ξεπερνάει τις 136.000. Οι Ελληνόφωνοι πολιτικοί πρόσφυγες άρχισαν να επιστρέφουν κατά μεγάλους αριθμούς μετά το 1974, και το 1984 πια, ο συνολικός αριθμός αυτών που επέστρεψαν έφτανε τις 33.573. Και μέχρι το 1988 πρέπει να έφτασε τις 45.000, αν και ένα σημαντικό ποσοστό αυτού του αριθμού ήταν άτομα γεννημένα στο εξωτερικό. Έτσι, σ' αυτούς που επέστρεψαν περιλαμβανόταν μια μικρή μόνο μειονότητα των αρχικών εξορίστων κάθε κατηγορίας. Η συνολική λοιπόν απώλεια πληθυσμού από θανάτους ή μακρόχρονη εξορία, που ήταν αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου, πρέπει να ξεπερνάει τις 200.000. Οικονομικά, ο πόλεμος καθυστέρησε την ανάκαμψη από τις επιπτώσεις της Κατοχής του Άξονα - επιπτώσεις που για την Ελλάδα ήταν βαρύτατες. Για παράδειγμα, κάποιες αρτηρίες όπως η Διώρυγα της Κορίνθου και ο σιδηρόδρομος Αθήνας-Θεσσαλονίκης δεν λειτούργησαν από το 1944 ως το 1949. Τον Αύγουστο του 1946, οι κυριότεροι δρόμοι παρέμεναν σε ποσοστό 60%, ακόμα αδιάβατοι, και μεγάλα τμήματά τους θα ναρκοθετούνταν εξακολουθητικά από τους αριστερούς αντάρτες για τα επόμενα τρία χρόνια. Η κατάσταση των δρόμων στην Πελοπόννησο (περιοχή που δεν υπέφερε περισσότερο από άλλες) χαρακτηρίστηκε τον Μάιο του 1949 «κακή έως απαίσια», εκτός από τους δρόμους εκείνους που συνέδεαν την Κόρινθο με την Πάτρα και τη Σπάρτη. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν δεν ξαναβρήκε το προπολεμικό του επίπεδο παρά μόλις το 1950. Κι ήταν τόσο άνισα κατανεμημένο, ώστε το αληθινό εισόδημα μεγάλου μέρους του πληθυσμού να μην ορθοποδήσει παρά αρκετά χρόνια μετά. Η καταστροφικότητα της διαμάχης καταδεικνύεται από τις υλικές ζημιές που σημειώθηκαν από τον Ιούνιο 1946 έως τον Σεπτέμβριο 1949: 11.788 σπίτια, 54 τουλάχιστον σχολεία, 100 σιδηροδρομικοί σταθμοί, 375 τουλάχιστον σιδηροδρομικές γέφυρες και 423 οδικές γέφυρες. Στις αρχές του 1949, φαίνεται ότι το ένα δέκατο περίπου του πληθυσμού της χώρας είχε εγκαταλείψει τα ορεινά χωριά (είτε επειδή έφυγαν για να γλιτώσουν απ' τον πόλεμο είτε επειδή τους μετακίνησε ο εθνικός στρατός) και ζούσαν κάτω από ελεεινές, γενικά, συνθήκες. Για να επέλθει πλήρης Digitized by 10uk1s
ανάκαμψη από ένα τέτοιο είδος καταστροφής χρειάζονταν, αναπόφευκτα, αρκετά χρόνια. Για παράδειγμα, όσοι απομακρύνθηκαν από τα βουνά, δεν είχαν ολοκληρώσει την επανεγκατάστασή τους μέχρι το 1952 - και πολλοί δε θα επέστρεφαν ποτέ. Ορισμένοι τουλάχιστον από τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων που μετανάστευσαν στη δεκαετία του '50, κι ακόμα και του '60, είχαν κατά ένα μέρος ως κίνητρα τα βάσανα του εμφυλίου πολέμου ή τις διώξεις που επακολούθησαν.12
ΤΑ ΥΠΟ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΘΕΜΑΤΑ Η πόλωση -το αντικείμενο αυτού του έργου- προκλήθηκε από μια μάχη για την εξουσία σε δυο επίπεδα, που το ένα επηρέαζε το άλλο: το εσωτερικό και το διεθνές. Στο εσωτερικό επίπεδο, πρωταγωνιστές ήταν απ' τη μια πλευρά το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, κι απ' την άλλη ένα πλήθος ομάδων που τις ένωναν ο αντικομμουνισμός και οι παραδοσιακές μέθοδοι ανταγωνισμού για την πολιτική ισχύ. Ένας παράγοντας που έδινε στον αγώνα ιδιαίτερη ένταση, ήταν οι εξαιρετικές εξουσίες που είχε το Κράτος στην Ελλάδα. Προσομοίαζε με άλλα βαλκανικά κράτη πριν από την κομμουνιστική κατάληψη, στο ότι αυτό εφοδίαζε τους πολίτες του με διάφορα πράγματα που αλλιώς θα σπάνιζαν πολύ, αλλά και διέφερε από εκείνα στο ότι διέθετε μεγαλύτερη επιρροή στην κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης και της αγροτικής, ακόμα και σε περιοχές απομακρυσμένες απ' την πρωτεύουσα. Στην Ελλάδα, πάντως, διακυβεύονταν περισσότερα από την εξουσία και το πατρονάρισμα. Υπήρχαν ριζικές διαφορές ανάμεσα στα πολιτικά συστήματα που ήθελε να οικοδομήσει η κάθε πλευρά, μέσα στο χάος που είχε προκαλέσει η Κατοχή. Οι κομμουνιστές, όπως και άλλα Μαρξιστικά-Λενινιστικά κόμματα, βασίζονταν στις μαζικές κινητοποιήσεις του λαού, σε συνδυασμό με την πειθαρχημένη αφοσίωση σε μια συγκεντρωτική οργάνωση. Η έλξη που ασκούσαν μέσω του ΕΑΜ, το οποίο έλεγχαν κεκαλυμμένα, ήταν αρκετά πλατιά για να προσελκύσει υποστηρικτές απ' όλες τις περιοχές κι απ' όλα τα επαγγέλματα. Το ΕΑΜ υποσχόταν να ικανοποιήσει μια ευρύτατα διαδεδομόνη επιθυμία για συμμετοχική δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και εθνική ανεξαρτησία. Οι αντίπαλοι του ΕΑΜ επιδίωκαν την κατάληψη της εξουσίας μέσα από τους προσωπικούς δεσμούς αφοσίωσης και του πολιτικού πατροναρίσματος σε μια κοινωνική ιεραρχία βασισμένη στην ιδιοκτησία. Στο δικό τους πλάνο, η πολιτική εξουσία τόσο στο εθνικό κέντρο όσο και τοπικά, εξαρτιόταν από την κοινωνική θέση και επιρροή. Καταλάβαιναν ότι δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τους κομμουνιστές σε οργάνωση και για να αντισταθμίσουν αυτή την κατωτερότητά τους στρέφονταν σε ξένους πάτρονες οι οποίοι εκπροσωπούνταν στην Ελλάδα από πολυάριθμους πράκτορες που είχαν στη διάθεσή τους μεγάλα μέσα. Για ορισμένους αντικομμουνιστές, ο πάτρονας αυτός κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν η Γερμανία. Για τους περισσότερους, ήταν η Αγγλία - μέχρι το 1947, οπότε μεταβλήθηκε κι αυτή σε μικρό συνεταίρο των ΗΠΑ. Οι κομμουνιστές, πάλι, στράφηκαν σε δικούς τους ξένους πάτρονες: τη Γιουγκοσλαβία και τη Σοβιετική Ένωση. Αυτοί, ωστόσο, δεν αναμείχθηκαν σχετικά πολύ, είχαν ελάχιστους εκπροσώπους στην Ελλάδα και πρόσφεραν πολύ λιγότερη υποστήριξη στους κομμουνιστές απ' ό,τι οι Δυτικές δυνάμεις στους αντιπάλους τους. Το γεγονός όμως ότι και οι δυο πλευρές αναζητούσαν ξένο πατρονάρισμα, είχε ως αποτέλεσμα (πράγμα που σημειώθηκε επανειλημμένα στην ελληνική ιστορία) οι εσωτερικές διαιρέσεις να προκαλούνται από τις διαφοροποιήσεις της εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο, μόλο που αναζητούσαν υποστήριξη απ' το εξωτερικό, και οι δυο πλευρές διακήρυσσαν τον δικό τους εθνικισμό: οι κομμουνιστές ένα λαϊκό είδος, που εκπροσωπούσε τους εργάτες των πόλεων και τους ορεινούς χωρικούς τους οποίους Digitized by 10uk1s
κινητοποιούσαν με το ΕΑΜ, που το θεωρούσαν κληρονόμο των αγώνων του λαού και της κλεφτουριάς κατά της τουρκικής σκλαβιάς πριν από 120 χρόνια. Διακήρυσσαν ακόμα πως η μεγαλύτερη αρετή τους ήταν ότι βασίζονταν στη λαϊκή υποστήριξη μάλλον παρά στην ξένη βοήθεια, και κατηγορούσαν τους αντιπάλους τους ότι εκπροσωπούν τους κοινωνικά προνομιούχους και βασίζονται σε επιχορηγήσεις "φασιστικών" ή "ιμπεριαλιστικών" δυνάμεων. Οι αντίπαλοί τους, πάλι, υπογράμμιζαν τις κατά του εθνικισμού συνέπειες του Μαρξισμού -που ήταν ιδιαίτερα ισχυρός στα Βαλκάνια- και το ότι στην Ελλάδα, όπως και στα υπόλοιπα Βαλκάνια, η εθνικότητα καθορίζεται από τη θρησκεία, κι ο Μαρξισμός ήταν διαβόητα αθεϊστικός. Οι αντικομμουνιστές τόνιζαν επίσης την εξάρτηση των κομμουνιστών από τους βόρειους γείτονες της Ελλάδας, με τον εθνικισμό των οποίων υπήρχε αντιπαλότητα και οι οποίοι απειλούσαν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Η ιδεολογική διαμάχη διαγράφτηκε ακόμα οξύτερη όταν, τον Ιούλιο-Αύγουστο 1945, οι κομμουνιστές και το ΕΑΜ δημοσίευσαν ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα το οποίο βασιζόταν στις πολιτικές που είχαν αναπτύξει κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε μια ενισχυμένη τοπική αυτοδιοίκηση, βασισμένη στη μαζική συμμετοχή. Εύκολη πρόσβαση σε τοπικά εκλεγμένα δικαστήρια. Μεγάλη επέκταση της κοινωνικής πρόνοιας που θα τη χρηματοδοτούσε μια προοδευτική φορολόγηση. Εξισωτικό εκπαιδευτικό σύστημα. Τη χρησιμοποίηση της δημοτικής γλώσσας σ' όλες τις επίσημες εκδηλώσεις του Κράτους. Ισότητα δικαιωμάτων για τις γυναίκες σε κάθε σφαίρα της ζωής. Εντατική ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας και γεωργίας έτσι που να υπάρχει απασχόληση για όλους και η χώρα να γίνει περισσότερο ανεξάρτητη οικονομικά. Εθνικοποίηση των κυριότερων βιομηχανιών και υπηρεσιών, καθώς και κρατικοποίηση ορισμένων ξένων συμφερόντων. Φιλικές σχέσεις με το τότε δημιουργούμενο Σοβιετικό Μπλοκ, καθώς και με τις Δυτικές δυνάμεις. Και μια σε βάθος εκκαθάριση των υποστηρικτών των διαφόρων «φασιστικών» καθεστώτων που επικράτησαν στα χρόνια 1936-44. Οι αντικομμουνιστές, προωθούσαν πολιτικές εκ διαμέτρου αντίθετες σε όλα τα παραπάνω. Δείχνοντας τη Σοβιετική Ένωση, τα κομμουνιστικά καθεστώτα που εμφανίζονταν στα βορινά σύνορα της χώρα και τις θηριωδίες που είχαν προσφάτως διαπράξει οι ίδιοι οι Έλληνες κομμουνιστές, οι αντικομμουνιστές υποστήριζαν ότι οι αντίπαλοί τους σκόπευαν να εγκαθιδρύσουν στυγνή δικτατορία. Όσο για το αν η δική τους εναλλακτική λύση θα ήταν κι αυτή μια δικτατορία, εδώ παρουσιάζονταν διχασμένοι: οι περισσότεροι επαγγελματίες πολιτικοί τάσσονταν υπέρ ενός κοινοβουλευτικού καθεστώτος που θα έδινε κάθε επιρροή σ' αυτούς, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων ασφαλείας προτιμούσε κατά πάσα πιθανότητα μια δικτατορία, η οποία θα μπορούσε ευκολότερα να υποτάξει την Αριστερά. Κι οι δυο ομάδες όμως συμφωνούσαν στο ότι υπεράσπιζαν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, την ιδιωτική περιουσία και την πατριαρχική οικογένεια. Υπογραμμίζοντας τις φιλικές και συνεργατικές σχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες κομμουνιστές απ' τη μια, και στα κομμουνιστικά κόμματα τα οποία είχαν καταλάβει την εξουσία στις χώρες που συνόρευαν στα βόρεια με την Ελλάδα καθώς και τους αυτονομιστές Σλαβόφωνους της χώρας από την άλλη, οι αντικομμουνιστές υποστήριζαν ότι προστάτευαν τις εθνικές παραδόσεις και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Ταυτοχρόνως, εργάζονταν για να αποκαταστήσουν την ύπαρξη ενός συγκεντρωτικού και αυταρχικού κράτους που το εκπροσωπούσαν ο στρατός, η αστυνομία, το δικαστικό σώμα κι οι κρατικοί αξιωματούχοι. Ο σεβασμός για όλους αυτούς, αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνικής τάξης. Και η κατάταξη σ' αυτό το καθεστώς, περνούσε μέσα από ένα εκπαιδευτικό σύστημα στο οποίο τα κλασικά και θεολογικά μαθήματα -που το περιεχόμενό τους καμιά σχέση δεν είχε με τη σύγχρονη κοινωνία- αποτελούσαν τον κορμό. Το μέσο διδασκαλίας, η καθαρεύουσα, ήταν η γλώσσα του Κράτους, που βρισκόταν πολύ πιο κοντά στην αρχαία γλώσσα από τη δημοτική, και την οποία με δυσκολία καταλάβαινε η ελλιπώς μορφωμένη πλειοψηφία του πληθυσμού. Το Digitized by 10uk1s
Κράτος αυτό, έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού συστήματος, αλλά χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις του υπέρ ολίγων πλουσίων επιχειρηματιών, κάνοντας διακρίσεις σε βάρος της μεγάλης μάζας των υπαλλήλων, των καταναλωτών και των χωρικών. Η κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης του Κράτους θα καθοριζόταν από τα συμφέροντα των ευνοούμενων επιχειρηματιών και των καπιταλιστικών χωρών, από τις οποίες εξαρτιόνταν οι αντικομμουνιστές. Η άμεση φορολογία θα παρέμενε χαμηλή και οι κοινωνικές υπηρεσίες γλίσχρες. Ευαίσθητοι απέναντι στην ατομική ιδιοκτησία, οι αντικομμουνιστές άφηναν ατιμώρητους εκείνους τους επιχειρηματίες που είχαν πλουτίσει από τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς, καθώς και τους περισσότερους από τους συνεργασθέντες με τον εχθρό στην αστυνομία και τα παραστρατιωτικά σώματα. Η αντιπαράθεση αυτή του προγράμματος του ΕΑΜ με εκείνο της Δεξιάς, δεν είναι καθόλου κολακευτική για τη δεύτερη. Το σημείο αυτό, το υπογράμμισαν την εποχή εκείνη ακόμα και αντικομμουνιστές κριτές, όπως ο K.M. Γουντχάουζ (που υπήρξε διαδοχικά αξιωματικός-σύνδεσμος των Άγγλων στα ελληνικά βουνά, διπλωμάτης και ιστορικός των γεγονότων αυτών), ο οποίος και καταδίκασε τις μετακατοχικές ελληνικές κυβερνήσεις λέγοντας πως «ζούσαν πνευματικά σ' ένα νεκρό παρελθόν» 13. Ένας ακόμα λόγος όμως για τον οποίο το ΕΑΜ εμφανίζεται κάτω από ένα τόσο ευνοϊκό φως, είναι και το ότι δεν κλήθηκε ποτέ να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του. Ενώ, στο μεταξύ, οι αντίπαλοί του ανέλαβαν το εξαιρετικά δύσκολο έργο της ανοικοδόμησης μετά τη γερμανική Κατοχή, κάτω από συνθήκες που η Αριστερά έκανε ακόμα πιο δύσκολες.
ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ Για να ερμηνεύσουμε το γιατί η συγκεκριμένη ιδεολογική διαμάχη έγινε βίαιη και γιατί η βία αυτή οδήγησε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η επίδραση της ξένης επέμβασης υπήρξε αποφασιστική. Κι ο ρόλος της γίνεται ακόμα πιο φανερός, αν εξετάσει κανείς τις διεθνείς παραμέτρους του εμφυλίου πολέμου. Ανάμεσα στα 1916 και στα 1950, παρουσιάστηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες διαιρέσεις που οδήγησαν σε εκτεταμένη και παρατεταμένη βία. Στις βιαιότητες αυτές, συμπεριλαμβάνονται εμφύλιες διαμάχες στην Ελλάδα και την Ιρλανδία ανάμεσα στα 1916 και 1921. Μεγάλοι εμφύλιοι πόλεμοι στη Φινλανδία και τη Ρωσία στα 1918-20, κι άλλος ένας στην Ισπανία, στα 1936-9. Στη συνέχεια, και κάτω από τη γερμανική Κατοχή, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεγάλης κλίμακας στη Γιουγκοσλαβία, και άλλοι, μικρότερης κλίμακας, στη Γαλλία και την Ιταλία. Εξάλλου, στα τέλη της δεκαετίας του '40 ξέσπασαν περιορισμένα αντάρτικα στην Ισπανία, την Πολωνία και την Ουκρανία. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος της περιόδου 1943-50 ήταν ένας από τους πιο άγριους, αν τον εξετάσουμε με κριτήρια διάρκειας, κλιμάκωσης της βίας, γεωγραφικής έκτασης και ποσοστού του πληθυσμού που πήρε μέρος και υπέφερε απ' αυτόν. Όλες οι παραπάνω διαμάχες -εκτός από την ισπανική της δεκαετίας του '30- προκλήθηκαν άμεσα από τον Α' ή το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίοι εξασθένισαν ή και διέλυσαν σ' αυτές τις χώρες τα προπολεμικά καθεστώτα, διευρύνοντας τις ρωγμές που υπήρχαν ήδη στην προπολεμική κοινωνία. Οι κοινωνικές και ιδεολογικές τριβές που χαρακτηρίζουν την περίοδο αυτή της ευρωπαϊκής ιστορίας μπορεί να μην προκλήθηκαν από τη διεθνή αστάθεια, εντούτοις εντάθηκαν απ' αυτήν. Κι ενώ η μορφή που πήρε ο κάθε εμφύλιος πόλεμος καθορίστηκε από συνθήκες μοναδικές για κάθε έθνος, η διεθνής αστάθεια υπήρξε ο κοινός καταλύτης για όλους. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστρεψε μια διεθνή τάξη πραγμάτων. Ο Β', γέννησε μια νέα τάξη. Και οι εμφύλιοι πόλεμοι του τέλους της δεκαετίας του '40 ήταν μέρος της διαδικασίας με Digitized by 10uk1s
την οποία εγκαθιδρύθηκε αυτή η νέα τάξη πραγμάτων. Κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης, ρευστής περιόδου, διάφορες μεγάλες δυνάμεις βρήκαν λόγους για να επέμβουν στις υποθέσεις άλλων χωρών, και κατά συνέπεια να επεκτείνουν τις εσωτερικές διαιρέσεις αυτών των χωρών. Ακόμα και στην Ισπανία, που απείχε κι από τις δυο παγκόσμιες συρράξεις, οι εσωτερικές διαιρέσεις κατέληξαν σε εμφύλια σύγκρουση από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο κι από τις άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις του και -κυρίως, την Επανάσταση των Μπολσεβίκων, την άνοδο του Φασισμού και τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση. Στην Ελλάδα, καθένας από τους παγκοσμίους πολέμους προκάλεσε και έναν εθνικό διχασμό. Και οι δυο αυτοί διχασμοί υπήρξαν ξεχωριστοί, με έμμεσες μόνο σχέσεις μεταξύ τους, πράγμα που θα καταδείξει ο Γιάννης Χόνδρος στο κεφάλαιο 2, εικονογραφώντας το πώς το χάσμα ανάμεσα στο ΕΑΜ και τους αντιπάλους του κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, περνάει μέσα από τη διαίρεση σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς που προκλήθηκε από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ιδιάζουσα ευαισθησία της Ελλάδας στις διεθνείς ανακατατάξεις οφείλεται στο μικρό της μέγεθος, τη γεωγραφική θέση πάνω σε ένα διεθνές σταυροδρόμι, την οικονομική εξάρτηση και τον εδαφικό ανταγωνισμό με αρκετά γειτονικά κράτη, καθένα από τα οποία είχε ισχυρούς συμμάχους. Η Ελλάδα υπήρξε τόσο ευάλωτη στις ξένες επεμβάσεις, ώστε οι συζητήσεις για τον διεθνή προσανατολισμό της μέσα σ' αυτόν τον αιώνα ήταν συνδεδεμένες με τις συζητήσεις για την επιλογή κοινωνικού και πολιτικού συστήματος. Η ευαισθησία της αυτή, καταδείχτηκε με κτηνωδώς βίαιους τρόπους. Σε τρεις περιπτώσεις, μέσα στη μακρά περίοδο διεθνούς ρευστότητας (στα 1917, 1941 και 1944-5), ξένα στρατεύματα κατέστρεψαν ένα πολιτικό σύστημα και εγκατέστησαν ένα άλλο. Και φαίνεται σωστό ότι έτσι πρέπει να χαρακτηρίσουμε και την κατανίκηση του ΕΑΜ από τους Άγγλους κατά την τελευταία χρονολογία. Η μεγάλη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου κατά τη δεκαετία του '40, μπορεί κατά ένα λόγο να αποδοθεί στη σαθρότητα των καθεστώτων που εγκαθίδρυσαν διαδοχικά η Γερμανία το 1941 και η Βρετανία το 1944-5. Αντιθέτως, ο τερματισμός της διαμάχης στο τέλος της δεκαετίας μπορεί να εξηγηθεί από τη σχετική σταθερότητα της πολιτικής τάξης πραγμάτων που εγκαθίδρυσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, κι ας όφειλε η σταθερότητα αυτή μεγάλο μέρος της στη δύναμη των ντόπιων στοιχείων που συνεργάστηκαν με τις ΗΠΑ. Οι Έλληνες πρωταγωνιστές γνώριζαν ότι έπαιρναν μέρος σε μια διεθνή πάλη. Στα τέλη της δεκαετίας του '40, λοιπόν, η Δεξιά πίστευε ότι ήταν απαραίτητη στις Ηνωμένες Πολιτείες, κι η κομμουνιστική ηγεσία γνώριζε πολύ καλά τα πολιτικά κέρδη που αποκόμιζαν τα αδελφά της κόμματα σε μεγάλο μέρος της Ευρασίας κατά την ίδια περίοδο. Η Ελλάδα, εξάλλου, παρουσίαζε μια ιδιαιτερότητα στις εσωτερικές αιτίες των δικών της ανταγωνισμών. Σε άλλες χώρες, οι εμφύλιοι πόλεμοι -παρά τις ποικίλες μορφές τουςπροκαλούνταν πάντα από ταξικές και/ή εθνολογικές διαμάχες, καθεμιά από τις οποίες ενισχυόταν, σε πολλές περιπτώσεις, από θρησκευτικές διαφορές. Στην Ελλάδα, όμως, οι θρησκευτικές διαιρέσεις ήταν άνευ σημασίας, οι ταξικές διαιρέσεις σχετικά ασήμαντες, κι ακόμα κι οι εθνολογικές διαφορές δεν ήταν άξιες λόγου. Καμιά τους δεν έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στον τεμαχισμό του έθνους σε Αριστερά και Δεξιά, εκτός από κάποιους εθνολογικούς παράγοντες στις βόρειες μεθοριακές περιοχές. Αντιθέτως, το πρωταρχικώς σημαντικό για τη χώρα σαν σύνολο, ήταν ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο του κράτους από δυο συρμούς πολιτικών ηγετών, καθέναν με τους στρατιωτικούς συμμάχους του, καθέναν υποστηριζόμενο σε διάφορες περιοχές και από διάφορες επαγγελματικές ομάδες. Αξίζει να εξηγήσουμε εδώ γιατί οι κοινωνικοί διαχωρισμοί ήταν σχετικά περιορισμένοι. Πριν από τον πόλεμο, η Ελλάδα υπέφερε από μεγάλες οικονομικές ανισότητες, αλλά στον ιστό της περιείχε εντελώς αόριστες ακόμα αρχές ενός ταξικού συστήματος, ακόμα και στις πόλεις όπου ο εκβιομηχανισμός ήταν περισσότερο προχωρημένος. Οι εθνικές μειονότητες, πάλι, Digitized by 10uk1s
ήταν πολύ μικρές: κάτω από το 6% του πληθυσμού, ποσοστό στο οποίο δεν περιλαμβάνονται βέβαια οι αφομοιωμένοι Αρβανίτες του νότου. Ελάχιστες μόνο από τις μειονότητες επιδείκνυαν ξεκάθαρη εθνική συνείδηση, και μόνο πολύ λίγες -που και πάλι δεν ταυτίζονταν πάντα με τις παραπάνω- είχαν θρήσκευμα διαφορετικό από το Ορθόδοξο Χριστιανικό. Το θρήσκευμα αυτό κυριαρχούσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο αντικληρικαλισμός να είναι τόσο αμελητέος που να τον βλέπουμε να απουσιάζει από τα κομμουνιστικής έμπνευσης προγράμματα της δεκαετίας του '40. Μάλιστα, το πρόγραμμα του 1945 του ΕΑΜ προέβλεπε και βελτίωση της εκπαίδευσης του κλήρου. Αυτό δεν εμπόδισε τη Δεξιά να εγγράψει τη θρησκεία μέσα στα σύμβολά της. Ο αντικομμουνισμός των περισσότερων μητροπολιτών διευκόλυνε τα πράγματα· υπήρχε εξάλλου και το πρόσχημα του διωγμού της Εκκλησίας από τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε γειτονικά κράτη από το 1945 και μετά -πράγμα, βέβαια, εντελώς διάφορο από τον αυστηρά αντιθρησκευτικό χαρακτήρα του μαρξισμού. Κι ακόμα, στα χρόνια 1943-9, ορισμένοι υποστηρικτές της Αριστεράς καταπάτησαν τα προνόμια του κλήρου ή μεταχειρίστηκαν κληρικούς και εκκλησίες με έλλειψη σεβασμού. 14 Μπορούμε να διακρίνουμε καθαρότερα τη σχετικά περιορισμένη σημασία των ταξικών, θρησκευτικών, ακόμα και εθνολογικών διαιρέσεων, αν εξετάσουμε τη σύνθεση των δύο πλευρών. Ευκολότερα μπορούμε να περιγράψουμε τη σύνθεση του ΕΑΜ επειδή, αντίθετα από τους αντιπάλους του, είχε αρκετή συνοχή ως κίνημα, πράγμα που αναλύθηκε την τότε εποχή από διάφορους παρατηρητές. Θα δούμε, λοιπόν, ότι άτομα από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες υποστήριζαν το ΕΑΜ σαν ένα μέσο ριζικής ανοικοδόμησης. Οι ομάδες αυτές όμως ήταν ετερογενείς, και μόνο ένα μικρό τους ποσοστό είχε αποξενωθεί κατά τρόπο επαναστατικό από τις παραδοσιακές ελίτ. Η ομάδα που εμφανίζεται περισσότερο αποξενωμένη απαρτίζεται από τους Σλαβόφωνους της Μακεδονίας (οι οποίοι έφταναν τις 86.000 τουλάχιστον - ή το 1% του συνολικού πληθυσμού της χώρας) ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, από το μεγαλύτερο ποσοστό τους, που είχε αποκτήσει μια ξεκάθαρη αίσθηση εθνικής ταυτότητας. Εκτός απ' αυτούς, η Αριστερά σημείωσε πολύ μικρή επιτυχία στη στρατολόγηση μη ελληνικών μειονοτήτων, με την εξαίρεση κάποιων Κουτσόβλαχων στη Μακεδονία και μερικών (μάλιστα ελάχιστων) Τούρκων και Πομάκων στη Θράκη, στα 1948 15. Η προσφυγή της Αριστεράς στους κοινωνικούς διαχωρισμούς είχε ισχυρό αλλά όχι επαναστατικό αντίκτυπο. Κατά τη διάρκεια των χρόνων 1942-5, το ΕΑΜ κατάφερε να κυριαρχήσει στα εργατικά συνδικάτα και κέρδισε την υποστήριξη μαζών βιομηχανικών εργατών σε πόλεις και κωμοπόλεις όλων των περιοχών της χώρας, όντας ιδιαίτερα ισχυρό ανάμεσα στους φτωχούς και τους άνεργους. Το μεταπολεμικό του πρόγραμμα ήταν σχεδιασμένο για να αυξήσει το ρόλο των εργατών μέσω ενός ραγδαίου εκβιομηχανισμού, και να τους παραχωρήσει συμμετοχή στη διεύθυνση των εργοστασίων. Οι βιομηχανικοί εργάτες, όμως, δεν ξεπερνούσαν το 20% του πληθυσμού, και τους έλειπαν η οργάνωση και η συνοχή. Οι περισσότεροι απ' αυτούς απασχολούνταν σε μικρές βιοτεχνίες, όπου αποκτούσαν την τάση να αισθάνονται πως έχουν κάποια κοινά συμφέροντα με τους εργοδότες τους. Πολλοί επίσης διατηρούσαν δεσμούς με τη γη, έχοντας κάποια χωραφάκια στα χωριά της καταγωγής τους. Κι ακόμα, ήταν χωρισμένοι σε κοινότητες «ντόπιων» και προσφύγων από τη Μικρά Ασία, που είχαν έρθει στη δεκαετία του '20 16. Στις κωμοπόλεις και τα χωριά αρκετών περιοχών οι πρόσφυγες αποτελούσαν μια μη προνομιούχο ομάδα στην οποία, γενικά, το ΕΑΜ ασκούσε μεγάλη έλξη. Στη βορειοανατολική Ελλάδα ωστόσο, όπου οι πρόσφυγες αποτελούσαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού, η έλξη αυτή ποίκιλλε ανάλογα με την προέλευση των προσφύγων, και φαίνεται πως ήταν αντίθετη σε κάποιο βαθμό στη σχέση του ΕΑΜ με τους Σλαβόφωνους 17. Το ΕΑΜ ασκούσε μεγάλη έλξη και σε άλλες ομάδες των αστικών κέντρων, εκτός από τους Digitized by 10uk1s
εργάτες. Μάλιστα, γύρω στο τέλος της Κατοχής, οι εργάτες αποτελούσαν μειοψηφία στις τάξεις του, ακόμα και στην Αθήνα, όπως δείχνουν οι καταστάσεις των μελών του ΚΚΕ στα 1945. Γενικά, το ΕΑΜ υποστηριζόταν λιγότερο από τους χειρώνακτες παρά από τους υπαλλήλους γραφείου και τους χαμηλόβαθμους δημόσιους υπαλλήλους, που ήταν καλύτερα οργανωμένοι από τους εργάτες 18 αλλά, όπως κι εκείνοι, υπέφεραν άσχημα από τον πληθωρισμό που κάλπαζε εκείνη την περίοδο. Στη διάρκεια της Κατοχής, με το πλατύ πατριωτικό και δημοκρατικό του πρόγραμμα, το ΕΑΜ προσέλκυσε επαγγελματίες και πολλούς αξιωματικούς του στρατού, μερικούς μητροπολίτες, πολλούς εφημέριους, πολλούς μαγαζάτορες κι ορισμένους εμπόρους και βιομηχάνους. Δεν μπορούμε να πούμε πόσο πλούσιοι ήταν αυτοί οι επιχειρηματίες, ούτε αν μοναδικό τους κίνητρο ήταν η αυτοπροστασία. Φαίνεται απίθανο να είχε προσελκύσει το ΕΑΜ την εθελοντική υποστήριξη οποιουδήποτε από τους πλουσιότερους επιχειρηματίες και επαγγελματίες, έστω και μόνο γιατί αυτοί βασίζονταν πάρα πολύ -κατά τη διάρκεια της Κατοχής και μετά απ' αυτήν- στον κρατικό φαβοριτισμό. Ανάμεσα στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα (όπως, για παράδειγμα, ανάμεσα στους αξιωματικούς του στρατού), συμπαθούσαν το ΕΑΜ περισσότερο οι βενιζελικοί παρά οι αντιβενιζελικοί, γιατί οι πρώτοι συμμερίζονταν την αντίθεσή του στο προπολεμικό και το κατοχικό κατεστημένο. Το ΕΑΜ ασκούσε ιδιαίτερη έλξη στους νέους γενικά, κι ιδίως σ' εκείνους που είχαν ανώτερη μόρφωση. Φαίνεται, λοιπόν, ότι γι' αυτό το λόγο προσέλκυσε και ορισμένους νέους κοινωνικά προνομιούχους. Επωφελήθηκε προφανώς από το γεγονός ότι από το 1936, μια ολόκληρη γενιά είχε γίνει μαχητική και ριζοσπαστική από μια σειρά καταπιεστικών και δεξιών καθεστώτων. Και το 1944 πια, η οργάνωση νεολαίας του ΕΑΜ προμήθευε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ. Ο πυρήνας του ΕΑΜ, το Κομμουνιστικό Κόμμα, είχε την ικανότητα (όπως και τα παρεμφερή κόμματα σ' άλλες χώρες) να προσελκύει μορφωμένους και επαγγελματίες, όπως δασκάλους, δικηγόρους, διανοούμενους και φοιτητές. Το πλατύ φάσμα των αστικών επαγγελμάτων που εκπροσωπούνταν στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ φαίνεται από μια ανάλυση 912 ατόμων τα οποία συνελήφθησαν τον Ιούλιο του 1947 σε τρεις μακεδονικές πόλεις. Η σύντομη περιγραφή των στοιχείων τους, που έδωσαν οι αρχές, δείχνει ότι το 15% ήταν φοιτητές και επαγγελματίες διαφόρων κατηγοριών, το 5% ήταν εργοδότες, επιχειρηματίες ή εισοδηματίες με μεγάλες περιουσίες, το 7% ήταν υπάλληλοι γραφείων, το 11% ήταν μαγαζάτορες και ιδιοκτήτες καφενείων, το 30% ήταν τεχνίτες, βιομηχανικοί εργάτες και καπνεργάτες, το 23% ανειδίκευτοι και χειρώνακτες, το 5% αγρότες και ψαράδες και το 3% νοικοκυρές 19. Το πρόγραμμα του ΕΑΜ υποσχόταν την ανακατανομή όσων μεγάλων τσιφλικιών υπήρχαν ακόμα. Με τον τρόπο αυτόν, το ΕΑΜ επιδίωκε ν' αποκτήσει την υποστήριξη των φτωχότερων χωρικών που εργάζονταν ως μισθωτοί ή είχαν πολύ μικρό κλήρο γης ώστε να ζήσουν απ' αυτόν. Για παράδειγμα, σε πολλά μέρη της βόρειας Πελοποννήσου, της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και διαφόρων σημείων της Μακεδονίας, το ΕΑΜ πέτυχε το 1944 να προσελκύσει τέτοιους ανθρώπους, και να επιτεθεί στους πλουσιότερους κτηματίες. Στη Θεσσαλία, το ΕΑΜ ασκούσε έλξη σε χωρικούς που ήταν γενικά φτωχοί και οι οποίοι είχαν κληρονομήσει μια ριζοσπαστική παράδοση από τους εργάτες γης που δούλευαν στα μεγάλα τσιφλίκια πριν από τον αναδασμό της δεκαετίας του '20. Η υπόσχεση για παροχή γης μπορεί επίσης να αποτέλεσε την αιτία της έλξης που άσκησε αποδεδειγμένα το ΕΑΜ στην άνεργη νεολαία της υπαίθρου. Οι πλουσιότεροι κτηματίες, απ' την άλλη, είχαν την τάση -σε ορισμένες περιοχές τουλάχιστον- να συνεργάζονται με τους Γερμανούς στη διάρκεια της Κατοχής. Κατά την τελευταία φάση του πολέμου, από το 1946 και μετά, οι πλουσιότεροι χωρικοί στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές είχαν την τάση -πολύ περισσότερο από τους φτωχότερους γείτονές τους- να φεύγουν στις πόλεις. Σε καμιά Digitized by 10uk1s
περιοχή όμως, η κοινωνία της υπαίθρου δεν άφησε περιθώρια για την εκπόνηση μιας στρατηγικής ταξικού πολέμου. Ούτε καν στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη, όπου η γη ήταν μάλλον άνισα κατανεμημένη. Το πρόγραμμα του ΕΑΜ του 1945 παρουσίαζε με υπερβολικό τρόπο τη σημασία των μεγάλων ιδιοκτητών γης: αυτοί, μετά τον αναδασμό της δεκαετίας του '20, είχαν στην ιδιοκτησία τους πολύ μικρό ποσοστό της γης, και πουθενά δε φαίνεται ότι απάρτιζαν ιδιαίτερη τάξη. Το 96% των κτημάτων είχε έκταση μικρότερη των εκατό στρεμμάτων, και το 79% το καλλιεργούσαν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες του, που χωρίζονταν σε μια διαστρωμάτωση καθοριζόμενη από πολύ λεπτές και περίπλοκες γραμμές. 20 Οι γραμμές αυτές επικαλύπτονταν από παραδοσιακούς δεσμούς συγγένειας και γειτονίας. Κι είναι ολοφάνερο πως στις περισσότερες περιοχές, οι δεσμοί αυτοί ήταν πολύ πιο σημαντικοί από τους οικονομικούς παράγοντες, στο να ενώνουν μεταξύ τους τους υποστηρικτές του ΕΑΜ. Δεσμοί αυτού του είδους, μπορούν να εξηγήσουν γιατί στην Ήπειρο, για παράδειγμα, χωρικοί των πλουσιότερων περιοχών συντάσσονταν με το ΕΑΜ, ενώ άλλοι, φτωχότερων, πήγαιναν με τους αντιπάλους του. Στη Δυτική Μακεδονία, το 1945, Άγγλοι αξιωματικοί υπολόγιζαν ότι οι κάτοικοι πόλεων όπως η Νάουσα και η Έδεσσα ήταν διαιρεμένοι μέχρις ενός σημείου με βάση τις οικονομικές τους διαφορές, αλλά και ότι οι κάτοικοι της υπαίθρου διαιρούνταν με βάση τις κοινότητές τους κυρίως. Και μ' αυτά τα στοιχεία, έφτιαξαν ένα χάρτη γεμάτο σημάδια διαφορετικών χρωμάτων: κόκκινο για τα αριστερά χωριά (στα οποία περιλαμβάνονταν οι σλαβόφωνες κοινότητες), μπλε για τα δεξιά και πράσινο για τα ενδιάμεσα. Παρομοίως, ο πρόξενος της Αμερικής στη Θεσσαλονίκη ανέφερε, το 1952, ότι πολλά χωριά ήταν με τη μια ή την άλλη παράταξη, και πως δυσκολευόταν να μιλήσει για τα γενικά χαρακτηριστικά των χωριών σύμφωνα με οικονομικά, εθνολογικά ή γεωγραφικά γνωρίσματα. Στη Λακωνία πάλι, το 1944, τα χωριά που υποστήριζαν το ΕΑΜ κι εκείνα που υποστήριζαν τα συνεργασθέντα με τους Γερμανούς Τάγματα Ασφαλείας ήταν επίσης ανάκατα, χωρίς κάποιο εμφανές σχέδιο. Άλλο ένα παράδειγμα για τη σημασία της κοινοτικής αλληλεγγύης είναι η υποστήριξη προς την Αριστερά που σύμφωνα με την αστυνομία έδιναν, στα 1946, όλα τα κοινωνικά στρώματα της Λέσβου. Στο νησί αυτό, προφανώς, η συμπαράταξη με την Αριστερά εξέφραζε ένα είδος τοπικού πατριωτισμού. Οπωσδήποτε, είναι μάλλον πιθανό ότι πολλές αγροτικές κοινότητες ήταν διχασμένες. Οι αιτίες των διαιρέσεων ποίκιλλαν, και δεν ήταν απλώς οικονομικές. Στην Καρποφόρα της Πυλίας, στη νότια Πελοπόννησο, ένα έντονα διχασμένο χωριό που μελετήθηκε σε βάθος, οι διαιρέσεις ήταν ανάλογες με τις συγγένειες, και τις ενίσχυαν οι προπολεμικές πολιτικές τοποθετήσεις των κατοίκων. Σ' ένα άλλο χωριό, την Ίμερα της δυτικής Μακεδονίας, η αντιεαμική πλειοψηφία απαρτιζόταν από τουρκόφωνους πρόσφυγες που είχαν έρθει από τον Πόντο στη δεκαετία του '20, ενώ τη φιλική προς το ΕΑΜ μειοψηφία την αποτελούσαν ελληνόφωνοι πρόσφυγες από τον Καύκασο. 21 Το ΕΑΜ εκμεταλλεύτηκε και τις παραδοσιακές κομματικές διαιρέσεις. Κι αυτές, για άλλη μια φορά, περνούσαν διαμέσου των οικονομικών στρωμάτων. Επιτιθέμενο στη μοναρχία και τους Μεταξικούς, το ΕΑΜ προσέλκυε τα μέλη του βενιζελικού στρατοπέδου που βρίσκονταν μακριά απ' την εξουσία απ' το 1935. Ανάμεσα στους βενιζελικούς που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του, υπήρχαν και πολλοί αξιωματικοί -όπως ο Στέφανος Σαράφης, ο στρατιωτικός ηγέτης του ΕΛΑΣ-που είχαν θυσιάσει την καριέρα τους παίρνοντας μέρος στο κίνημα του Μαρτίου του 1935. Αντιθέτως, οι κυβερνήσεις που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και οι στρατιωτικές δυνάμεις τους, ήταν κυριαρχικά αντιβενιζελικοί και, σαν ομάδα, είχαν φιλογερμανική παράδοση και ήταν κοινωνικά συντηρητικοί. Από το 1945, οι μοναρχικοί πρωτοστατούσαν στη δίωξη του ΕΑΜ και όσων συμπαθούσαν αυτό το κίνημα, πράγμα που επιβεβαιώνει τους προσωπικούς δεσμούς που Digitized by 10uk1s
υπήρχαν ανάμεσα στο ΕΑΜ και ορισμένους βενιζελικούς 22. Ωστόσο, όπως ήδη αναφέραμε, το χάσμα ανάμεσα στο ΕΑΜ και τους αντιπάλους του περνούσε κι ανάμεσα σ' εκείνο που χώριζε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς. Έτσι, ορισμένοι βενιζελικοί πήραν μέρος στις κατοχικές κυβερνήσεις και τα Τάγματα Ασφαλείας, και ορισμένοι πάλι έγιναν διακεκριμένα μέλη του εθνικού (ή αντικομμουνιστικού) στρατοπέδου μετά την απελευθέρωση. Πιθανόν, αυτοί οι τελευταίοι να προέρχονταν κυρίως από εκείνους οι οποίοι, στα μέσα της δεκαετίας του '30, αποτέλεσαν τη συντηρητική πτέρυγα του Βενιζελισμού, ενώ εκείνοι που συντάχθηκαν με το ΕΑΜ να προέρχονταν από τη δημοκρατική και ριζοσπαστική του πτέρυγα. Οι αντίπαλοι του ΕΑΜ υποστηρίζονταν από την πλειοψηφία εκείνου που μπορεί να περιγραφεί ως το επίσημο κατεστημένο των αρχών της δεκαετίας του '40. Σ' αυτούς συμπεριλαμβάνονταν αξιωματικοί της ενεργού υπηρεσίας του στρατού και της αστυνομίας, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και εκείνοι που ο διορισμός τους εγκρινόταν ή επηρεαζόταν από το Κράτος: καθηγητές Πανεπιστημίων, μητροπολίτες, δικαστικοί, η ηγεσία των μεγάλων τραπεζών και του επίσημου συνδικαλισμού. Το επίσημο κατεστημένο ένιωθε ν' απειλείται από τη ριζικά διαφορετική πολιτική τάξη πραγμάτων που πρότεινε το ΕΑΜ. Κι ακόμα, είχε στα σπλάχνα του παραδοσιακά γερμανόφιλα στοιχεία, από τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Α' και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα άλλο τμήμα της παλιάς ελίτ που ένιωθε επίσης να απειλείται, ήταν οι επαγγελματίες πολιτικοί (βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί εξίσου), μαζί με τους κατά τόπους υποστηρικτές τους και το φιλικό τους Τύπο. Ακόμα, υπήρχαν ομάδες συμφερόντων που εξαρτιόνταν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από την εύνοια του Κράτους: διάφορες επαγγελματικές ενώσεις, εμπορικά επιμελητήρια και ενώσεις βιομηχάνων. Οι περισσότεροι πλούσιοι υπήρξαν αντίπαλοι του ΕΑΜ, είτε γιατί ήταν ταυτισμένοι με το επίσημο κατεστημένο, είτε επειδή φοβούνταν την άμεση φορολογία, είτε -όπως στην περίπτωση εκείνων που κερδοσκόπησαν προμηθεύοντας αγαθά στον εχθρό- την απαλλοτρίωση της περιουσίας τους. Γενικά, αντίθετη στο ΕΑΜ ήταν η «καθωσπρέπει κοινωνία». Στην άλλη πλευρά της κοινωνικής ζυγαριάς, βρίσκονταν οι φτωχοί και οι οικονομικά ανασφαλείς, που αποζητούσαν αμοιβές υπηρετώντας στην πολιτοφυλακή των συνεργατών των Γερμανών ή δρώντας ως καταδότες. Σε όλα τα κοινωνικά στρώματα βρίσκονταν άνθρωποι που ωφελήθηκαν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο από την Κατοχή. Αυτοί, σύμφωνα με υπολογισμούς των ίδιων των Γερμανών, αποτελούσαν στα 1943, το 10% του πληθυσμού. Σε όλες τις περιοχές και σ' όλα τα στρώματα, βρίσκονταν άνθρωποι που είχαν αποξενωθεί από το ΕΑΜ εξαιτίας είτε των εξαναγκασμών του, είτε των διωγμών του, είτε της φορολογίας που επέβαλλε. Υπήρχαν όμως και τοπικές διαφοροποιήσεις: μεγάλο μέρος της αγροτικής κοινωνίας της Παλιάς Ελλάδας (Πελοπόννησος, Ρούμελη και κοντινά νησιά) ήταν μοναρχικό την εποχή του Εθνικού Διχασμού· κατά συνέπεια, τώρα, έκλινε περισσότερο προς τα παραδοσιακά πολιτικά συστήματα. Στις βόρειες επαρχίες, πολλοί αντιτίθενταν στο ΕΑΜ εξαιτίας της σχέσης του με τους Σλαβόφωνους πληθυσμούς. Ο σλαβικός επεκτατισμός φάνταζε σαν μια σοβαρή απειλή κατά τη διάρκεια της Κατοχής, επειδή βουλγαρικές δυνάμεις κατείχαν τις βορειοανατολικές περιοχές, ενώ δυτικότερα πολλοί Σλαβόφωνοι εργάζονταν για την υπαγωγή τους στη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Αντισλαβικά αισθήματα μπορεί να ήταν το κίνητρο πολλών προσφύγων από τις περιοχές του Πόντου. Σ' αυτούς συμπεριλαμβάνονταν τουρκόφωνοι που, άφθονοι στη Μακεδονία, ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία τους αντικομμουνιστές, κι ανάμεσά τους βρίσκονταν και οι αντάρτες αρχηγοί Αντόν Τσαούς και Μιχάλαγας. Ίσως αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν χαμηλού οικονομικού, κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου, και ζούσαν απομονωμένοι από τις γειτονικές τους κοινότητες. Κι αναλόγως, το ΕΑΜ τους απεχθανόταν κι αδιαφορούσε γι' αυτούς. 23 Digitized by 10uk1s
Το πρόγραμμα του ΕΑΜ, ωστόσο, ήταν τόσο ελκυστικό που κέρδιζε -έστω και λίγηυποστήριξη σ' όλες τις περιοχές, ακόμα και στις σχετικά αποξενωμένες από τον έλεγχο της κομμουνιστικής ηγεσίας, όπως ήταν τα βορειοανατολικά σύνορα, το ανατολικό Αιγαίο και η παροικία της Αιγύπτου. Αυτό το εύρος της υποστήριξης, όμως, παρουσίαζε ένα πρόβλημα για την ηγεσία του ΚΚΕ: το ετερογενές του ΕΑΜ καθιστούσε δύσκολο -ή ακόμα κι αδύνατογι' αυτούς να επιδιώξουν ανοιχτά και με τη βία την κατάληψη της εξουσίας κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Για να μεγιστοποιήσουν την υποστήριξη προς το ΕΑΜ, οι ηγέτες αυτοί πρόβαλλαν ως κυρίαρχο σκοπό τον αγώνα κατά των Γερμανών και των συμμάχων τους, και ζητούσαν το πολιτικό σύστημα μετά την απελευθέρωση να αποφασιστεί ελεύθερα, με εκλογές και δημοψήφισμα. Η πολιτική αυτή, όμως, αποδείχτηκε ασύμβατη με τα συμφέροντα και την πρακτική του ΚΚΕ. Το να είσαι κατά των Γερμανών, ήταν -για τους περισσότερους από τους συμμάχους του ΚΚΕ μέσα στο ΕΑΜ, όσο και για τον έξω κόσμοταυτόσημο με το να είσαι, κατά κάποιον τρόπο, αγγλόφιλος. Κι οι Άγγλοι, ήταν αποφασισμένοι να περιορίσουν τη δύναμη του ΕΑΜ, και γι' αυτό το λόγο ανάγκασαν τους αρχηγούς του να συμφωνήσουν (τον Αύγουστο του 1944) να στείλουν αντιπροσώπους σε μια κυβέρνηση συνασπισμού στην οποία κυριαρχούσαν οι αντίπαλοι του ΕΑΜ. Μετά την απελευθέρωση, την προθυμία της πλειοψηφίας του πληθυσμού να δεχτεί το πατρονάρισμα των Άγγλων, ενίσχυσε η δουλική εξάρτηση από τη βοήθεια που τώρα έλεγχαν οι Άγγλοι. Και πριν και μετά την απελευθέρωση, το κάλεσμα του ΕΑΜ για ελεύθερες εκλογές γινόταν όλο και πιο εξωπραγματικό, καθώς αυξανόταν η εμπλοκή του σ' έναν εμφύλιο πόλεμο που απλωνόταν σ' όλο και πιο μεγάλες περιοχές της χώρας. Όσο δημοκρατικοί κι αν ήταν οι διατυπωνόμενοι στόχοι του, το ΕΑΜ βρισκόταν σε πολλές περιοχές εμπλεγμένο ντε φάκτο σε μια βίαιη πάλη για την εξουσία. Και σ' αυτού του είδους την πάλη, αποδεικνυόταν ότι πολλά από τα μη κομμουνιστικά μέλη του δεν ήταν πρόθυμα να το ακολουθήσουν. Έτσι, όταν ξανάρχισε η πάλη στην πρωτεύουσα της χώρας, τον Δεκέμβριο του 1944, οι κομμουνιστές ηγέτες αποξένωσαν οι ίδιοι τους πιο διακεκριμένους συμμάχους τους και, μαζί τους, κι ένα μεγάλο μέρος των μαζών που τους υποστήριζαν. Στη συνέχεια, αποδεχόμενοι μια ειρήνη τον Φεβρουάριο στη Βάρκιζα, η οποία στην πράξη ισοδυναμούσε με παράδοση, εξόργισαν τους δικούς τους σκληροπυρηνικούς. Το αποτέλεσμα ήταν μαζικές αποσκιρτήσεις και από το ΕΑΜ, και απ' το ΚΚΕ 24. Το 1945, φάνηκε πως οι κομμουνιστές ξανάβρισκαν υποστηρικτές, καθώς εκμεταλλεύτηκαν τη λαϊκή αγανάκτηση κατά της νέας κυβέρνησης. Η αγανάκτηση αυτή προκλήθηκε από τη λευκή τρομοκρατία, τον πληθωρισμό, τα κέρδη που αποκόμισαν ορισμένοι επιχειρηματίες από τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς (και που δεν τα πείραξε κανείς) και τη μαύρη αγορά η οποία βασίλεψε κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλά και μετά. Έτσι, η υποστήριξη προς τους κομμουνιστές παρέμεινε ισχυρή στις πόλεις των περισσότερων περιοχών. Δυστυχώς γι' αυτούς, όμως, οι πόλεις ελέγχονταν στρατιωτικά από τους αντιπάλους τους. Κι έτσι, όταν στα 1947 οι κομμουνιστές ενεπλάκησαν ολοκληρωτικά στον εμφύλιο πόλεμο, αποκόπηκαν από τους υποστηρικτές τους στα αστικά κέντρα, τους οποίους η αστυνομία εμπόδιζε να βοηθήσουν το Δημοκρατικό Στρατό. Όμως, τα παράπονα που διατύπωσαν οι ηγέτες του ΚΚΕ για τους οπαδούς τους στις πόλεις, καθιστούν προφανές ότι πολλοί απ' αυτούς τους τελευταίους δεν είχαν καμιά όρεξη για στρατιωτική ανταρσία, ίσως επειδή ήταν καλύτερα πληροφορημένοι από τους συντρόφους τους στα βουνά, και μπορούσαν να δουν πόσο λίγες ελπίδες είχε ο Δημοκρατικός Στρατός κατά των ανώτερων μέσων και πόρων της εθνικής κυβέρνησης. Μεγάλος αριθμός ατόμων προχώρησε ακόμα πιο πέρα, κι αποσπάστηκε από το ΕΑΜ. Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι τα άτομα αυτά ήταν κυρίως άνθρωποι σχετικής ευμάρειας και κοινωνικής σειράς25. Και πολλοί άλλοι παράγοντες όμως έστρεψαν την πλειοψηφία του πληθυσμού κατά του Δημοκρατικού Στρατού. Δηλαδή: η αυξανόμενη σύνδεσή του με το σλαβικό χωριστικό κίνημα. Η αυξανόμενη εξάρτησή του από τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία και τη Βουλγαρία, και η παγίωση κομμουνιστικών Digitized by 10uk1s
δικτατοριών σ' αυτές τις χώρες. Ωστόσο, η απόρριψη του Κομμουνιστικού Κόμματος δε σήμαινε αναγκαστικά και παροχή υποστήριξης προς ένα αστυνομικό κράτος που θα το κυβερνούσαν οι αντίπαλοι των κομμουνιστών. Έτσι, μετά τον πόλεμο, η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, συμπεριλαμβανομένων και μεγάλων μαζών των αριστερών των πόλεων, υποστήριξε τον κατευνασμό των ηττημένων. Πρέπει να έχει γίνει πια εμφανές το γιατί η κοινωνική σύνθεση του Δημοκρατικού Στρατού και των επικουρικών του οργανώσεων, που σχημάτισε το 1946 το ΚΚΕ, διέφερε τόσο από εκείνη του παλιού ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Ως αποτέλεσμα, ο Δημοκρατικός Στρατός διαφοροποιήθηκε από την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία πολύ περισσότερο απ' τον ΕΛΑΣ. Ο αρχικός πυρήνας του ΔΣΕ απαρτιζόταν από βετεράνους του ΕΛΑΣ που πίστευαν ακόμα στην αρχική αποστολή τους να απελευθερώσουν τη χώρα τους από την ξένη κυριαρχία, και να την ανοικοδομήσουν με τη μαζική κινητοποίηση αγροτών κι εργατών. Έχοντας δει τους Άγγλους και τους πελάτες τους να προδίδουν την υπογραφή που έβαλαν στη συμφωνία της Βάρκιζας, δεν έβλεπαν πια άλλη λύση από τη βία. Στα πρώτα του στάδια, ο Δημοκρατικός Στρατός άντλησε άντρες από τα θύματα της λευκής τρομοκρατίας. Κι όπως δείχνουν οι δικές του αναφορές, το «βγαίνω στο βουνό» ήταν μια αμυντική αντίδραση στους διωγμούς μάλλον, παρά μια εκδήλωση επιθυμίας για επανάσταση 26. Από το 1947 και μετά, οι κομμουνιστικές δυνάμεις βασίστηκαν κυρίως στη στρατολόγηση αντρών από τις κοντινές περιοχές. Κι έτσι, στο τέλος, ο Δημοκρατικός Στρατός απαρτιζόταν κατά μέγα μέρος από φτωχούς ορεσίβιους χωρικούς που είχαν ελάχιστη επικοινωνία με τον έξω κόσμο και ένιωθαν αποξενωμένοι από την κυβέρνηση της Αθήνας η οποία αδιαφορούσε για τις ανάγκες τους -παλιές αιτίες αποξένωσης, που απλώς είχαν ενταθεί από τις ταραγμένες συνθήκες της δεκαετίας του '40. Στην Ελλάδα, όμως, οι προπολεμικοί δεσμοί αστικών και αγροτικών πληθυσμών ήταν πιο δυνατοί απ' ό,τι στα υπόλοιπα Βαλκάνια, ως αποτέλεσμα του πολιτικού πατροναρίσματος και ενός διαρκούς «πήγαιν' έλα» ανάμεσα ύπαιθρο και πόλεις. Έτσι, μια ικανή και ευαίσθητη κυβέρνηση, θα μπορούσε να έχει συμφιλιώσει ακόμα και τα πιο απομακρυσμένα χωριά με τις παραδοσιακές ελίτ. Δεν είχαν σε καμιά περίπτωση κάποια κοινωνικά ή οικονομικά χαρακτηριστικά που να τα διαφοροποιούν από τα πιστά στην κυβέρνηση χωριά. Τέλος πάντων, το υπόλοιπο του Δημοκρατικού Στρατού -ένα 15% σύμφωνα με έναν έγκυρο υπολογισμό- το αποτελούσαν τεχνίτες και εργάτες των πόλεων, ενώ ένα 5% το αποτελούσαν επαγγελματίες και μορφωμένοι, οι οποίοι ήταν και η πλειοψηφία ανάμεσα στα στελέχη του ΚΚΕ 27. Το πιο αποξενωμένο από την ελληνική κοινωνία στοιχείο του στρατού ήταν οι Σλαβόφωνοι, οι οποίοι και αποτέλεσαν τελικά την πλειοψηφία των μελών του, καθώς ο στρατός αναγκαζόταν να περιορίζει τη στρατολογία του στις μεθοριακές περιοχές όπου ζούσαν οι Σλαβόφωνοι. Αναγνωρίζοντας σιωπηρά τον μη επαναστατικό χαρακτήρα των υποστηρικτών της, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση που εγκαθίδρυσε το 1947 το ΚΚΕ, διακήρυξε στόχους ταυτόσημους μ' εκείνους του ΕΑΜ, και μίλησε για εκδίωξη των ξένων δυναστών, για απαλλοτρίωση των ξένων οικονομικών συμφερόντων, για ανατροπή του φασισμού και εγκαθίδρυση «λαϊκής δημοκρατίας». Μόνο το 1949, όταν πια αναγκάστηκε -αφού βασιζόταν αποκλειστικά στους Σλαβομακεδόνες και τη Σοβιετική Ένωση, υιοθέτησε περισσότερο ριζοσπαστικούς στόχους. Τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, διακήρυξε αμέριστη υποστήριξη στο δικαίωμα της Μακεδονίας για αυτοδιάθεση, πράγμα που σήμαινε στην πράξη αποσκίρτηση των Σλάβων και προσάρτησή τους στη Γιουγκοσλαβία. Την εποχή εκείνη, ο Νίκος Ζαχαριάδης, ηγέτης του κινήματος επικεφαλής του οποίου βρισκόταν ο Δημοκρατικός Στρατός, μετονόμασε το κίνημα αυτό σε «προλεταριακό-σοσιαλιστικό», αντί για «αστικοδημοκρατικό», όπως υποτίθεται ότι ήταν το ΕΑΜ. Τον Ιούνιο, την παραμονή της τελικής ήττας, ένας εκπρόσωπός της προσομοίασε την Προσωρινή Κυβέρνηση με τις νεόκοπες «λαϊκές δημοκρατίες» στο βορρά, κι υποσχέθηκε Digitized by 10uk1s
μια γρήγορη πορεία προς τη σοσιαλιστική επανάσταση, αμέσως μετά τη νίκη 28 . Ο σοσιαλισμός υπήρξε ανέκαθεν ο παραδεδεγμένος στόχος του ΚΚΕ, όπως και των άλλων Κομμουνιστικών Κομμάτων. Ωστόσο, από την αρχή της Κατοχής, το κόμμα τόνιζε την πρόθεσή του να φτάσει εκεί με ειρηνικές, κοινοβουλευτικές μεθόδους. Μυστικά, όμως, ο Ζαχαριάδης φαίνεται ότι είχε αποφασίσει από τον Φεβρουάριο του 1946 να κατακτήσει την εξουσία με βίαιο, επαναστατικό τρόπο 29. Την πρόθεση αυτή, οι αντικομμουνιστές τη θεωρούσαν δεδομένη για πολύ καιρό, στηριζόμενοι στις τακτικές που χρησιμοποίησε κατά καιρούς το ΚΚΕ. Επειδή οι κοινωνικοί διαχωρισμοί μεταξύ των δύο πλευρών ήταν ασθενείς, εκείνοι που ήθελαν τον πόλεμο ήταν σχετικά λίγοι και στις δυο πλευρές. Οι διαιρέσεις που προκάλεσε η γερμανική Κατοχή θα ξεθώριαζαν ουσιαστικά σε μερικά χρόνια, όπως έγινε και σε άλλες χώρες -αν την απελευθέρωση ακολουθούσαν πολιτική σταθερότητα και οικονομική ανάκαμψη. Αυτά τα δυο ήταν, στα σίγουρα, εκείνα που επιθυμούσε η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, όπως παρατήρησε μια βρετανική αποστολή τον Αύγουστο του 1946, στις παραμονές της πιο έντονης φάσης του εμφυλίου πολέμου 30. Αντιθέτως, όμως, η αθλιότητα και οι εντάσεις της Κατοχής διαιωνίστηκαν από τις επιθετικές κινήσεις των ανταγωνιστών στο πολιτικό παιχνίδι για την εξουσία. Δηλαδή, στους παραδοσιακούς πολιτικούς και αξιωματικούς που βασίζονταν στους Άγγλους απ' τη μια, και στους κομμουνιστές ηγέτες απ' την άλλη. Η επιθετικότητά τους αυτή, οφειλόταν σε κακούς υπολογισμούς: μπορεί να πει κανείς ότι η κάθε πλευρά έπεσε κατά λάθος στον εμφύλιο πόλεμο επειδή ερμήνευσε εσφαλμένα τις προθέσεις και υποτίμησε τις δυνάμεις του αντιπάλου της. Πολλά στοιχεία δείχνουν ότι τα βήματα της κάθε πλευράς προς την κλιμάκωση της έντασης δεν ήταν αρεστά στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Έτσι, η απόπειρα του ΕΑΜ τον Οκτώβριο του 1943 να καταστρέψει τον κυριότερο αντίπαλό του, τον ΕΔΕΣ, έβλαψε σοβαρά την εικόνα του, όπως έκανε κι η συμπλοκή του με την εθνική κυβέρνηση και τους Άγγλους, τον Δεκέμβριο του 1944 31. Εξάλλου, τη λευκή τρομοκρατία την είχαν υιοθετήσει εξτρεμιστές που κινούνταν μέσα στις δυνάμεις της Δεξιάς και, προφανώς, ανταγωνίζονταν πολλούς ψηφοφόρους που, αλλιώς, θ' αντιτίθεντο στο ΕΑΜ. Στα πρώτα της στάδια, πριν από την ανάρρηση της Δεξιάς στην εξουσία τον Απρίλιο του 1946, η λευκή τρομοκρατία ήταν κατά βάση ανοργάνωτη. Ακόμα και τότε, όμως, μπορεί κανείς να κατηγορήσει γι' αυτήν σε μεγάλο βαθμό δεξιούς πολιτικούς και αξιωματικούς που την υπέθαλπαν, ενώ ένα μέρος της ευθύνης πρέπει να αποδοθεί και στους εκπροσώπους της Αγγλίας, οι οποίοι ήταν σε θέση να αποτρέψουν την τρομοκρατία αν είχαν καταβάλει λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια 32. Κάτι που συνέβαλε επίσης στην κλιμάκωση της έντασης ήταν και η απόφαση του ΕΑΜ για αποχή από τις εκλογές του 1946. Την αποχή την υποστήριζαν, ίσως, πολλά από τα μέλη του. Εκείνο όμως που επιθυμούσαν οι περισσότεροι δεν ήταν η ένοπλη ρήξη με τη Δεξιά, αλλά εκλογές κάτω από τίμιες και ειρηνικές συνθήκες 33. Η δέσμευση του ΚΚΕ στον εμφύλιο πόλεμο κατακρίθηκε σίγουρα από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού -εκείνο τουλάχιστον που κατοικούσε στις πόλεις κι ήταν καλύτερα πληροφορημένο. Εξίσου λίγος ενθουσιασμός όμως εκδηλώθηκε και για τη στρατιωτική αντίδραση της κυβέρνησης. Έτσι, όταν από τα 1946 οι ηγέτες και των δυο πλευρών προσπάθησαν να κινητοποιήσουν τον πληθυσμό για ένοπλο αγώνα, συνάντησαν εκτεταμένη απροθυμία. Όπως θα φανεί πιο κάτω 34, το ΚΚΕ βρήκε πως του ήταν δύσκολο να προσελκύσει εθελοντές από τις πόλεις, ενώ ο εθνικός στρατός δυσκολευόταν να πείσει τους άντρες του να ρισκάρουν τη ζωή τους. Γι' αυτούς τους λόγους, η στρατιωτική κινητοποίηση -που δόθηκε αριθμητικά παραπάνωαποτελούσε αληθινά οργανωτικό άθλο. Επειδή οι αποφάσεις των πολιτικών ηγετών ήταν τόσο σημαντικές στην πρόκληση του εμφυλίου πολέμου, έχουν αναλυθεί διά μακρών από τους ιστορικούς, κι έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα σφάλματα αυτών των αποφάσεων. Digitized by 10uk1s
Και οι ιστορικοί, έχουν αναγνωρίσει σιωπηρά ή με άλλους τρόπους, ότι ο εμφύλιος πόλεμος ήταν μια τραγωδία που μπορούσε να αποφευχθεί. Αν συγκρίνουμε τον ελληνικό εμφύλιο με άλλους, παρεμφερούς έντασης και διάρκειας, που ξέσπασαν στην ίδια περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας (το ρωσικό, τον ισπανικό και το γιουγκοσλαβικό), οι συνέπειές του δείχνουν, σε πολλά σημαντικά σημεία, παράξενα ήπιες. Μετά το τέλος των μεγάλων στρατιωτικών επιχειρήσεων τον Σεπτέμβριο του 1949, έγιναν λιγοστές εκτελέσεις για πολιτικούς λόγους, και μετά από αυτή τη χρονιά ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων μειώθηκε αργά, αλλά σταθερά 35. Το πιο αξιοσημείωτο απ' όλα, ήταν η γρήγορη μετάβαση σε ένα πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα. Τον Μάρτιο του 1950 -πριν λήξουν εντελώς οι στρατιωτικές επιχειρήσεις- έγιναν γενικές εκλογές στις οποίες οι δεξιοί πολιτικοί που υποστήριζαν ο στρατός και η αστυνομία έχασαν την κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία, κι έτσι ανέβηκαν στην εξουσία κόμματα που ήταν υπέρ της επιείκειας προς τους ηττημένους. Στις γενικές εκλογές της επόμενης χρονιάς, ένα από τα κόμματα που πήραν μέρος ήταν στην πραγματικότητα ένα αναγεννημένο ΕΑΜ (που τώρα είχε το όνομα ΕΔΑ), και το οποίο κατεύθυναν μυστικά οι εξόριστοι κομμουνιστές ηγέτες. Κύριος λόγος αυτής της μεταβολής υπήρξε η εξάρτηση του Κράτους και του στρατού από τις ΗΠΑ, που επέμεναν στην ύπαρξη και διατήρηση κοινοβουλευτικής κυβέρνησης. Βέβαια, η επιμονή αυτή δεν θα απέφερε καρπούς χωρίς την προθυμία μεγάλου αριθμού Ελλήνων μια προθυμία γεννημένη από μια κοινοβουλευτική παράδοση μεγαλύτερη απ' όλων των άλλων χωρών της νότιας Ευρώπης. Άλλος ένας λόγος για την περιορισμένη έκταση των αντιποίνων ήταν η φυγή πέρα από τα σύνορα, το 1949, των περισσότερων από εκείνους που θα έπεφταν θύματά τους: των εξεχόντων κομμουνιστών, των Σλαβόφωνων που ήθελαν δικό τους Κράτος, και του κύριου όγκου του Δημοκρατικού Στρατού. Ένας τρίτος λόγος ήταν η φύση του διχασμού, που έχει ήδη εξηγηθεί. Οι ρίζες του εμφυλίου πολέμου βρίσκονταν σε μια διαμάχη για την εξουσία ανάμεσα σε δυο ομάδες πολιτικών ηγετών, καθεμιά από τις οποίες αντλούσε υποστήριξη από μεγάλο φάσμα περιοχών και κοινωνικών ομάδων. Όταν η μια ομάδα ηγετών εκδιωχνόταν, άφηνε πίσω της μια μάζα οπαδών που δεν ήταν διαφοροποιημένη ταξικά ή θρησκευτικά ή ακόμα και εθνολογικά, από τη μάζα των οπαδών της άλλης πλευράς. Έτσι, δεν υπήρχε σχεδόν κανένας λόγος ή κίνητρο για να παρθούν βίαια μέτρα εναντίον οποιουδήποτε από αυτούς τους οπαδούς, εκτός από ένα σχετικά μικρό αριθμό αμετανόητων κομμουνιστών. Εκείνο που έκαναν πάντως οι νικητές, ήταν να υποβάλουν τον αριστερό πληθυσμό σε συστηματικές παρακολουθήσεις και διακρίσεις, και να οικοδομήσουν ένα πολιτικό σύστημα που θα εξασφάλιζε την κυριαρχία των δικών τους αρχών. Έτσι, τα αποτελέσματα του εμφυλίου πολέμου στις πολιτικές συμμαχίες και τους πολιτικούς θεσμούς ήταν μακρόβια.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Η Ελλάδα και η γερμανική Κατοχή Γιάννης Χόνδρος Από την ίδρυση κιόλας του σύγχρονου ελληνικού κράτους στον δέκατο ένατο αιώνα, η ξένη διείσδυση στις υποθέσεις του υπήρξε συνηθισμένο φαινόμενο και επηρέασε αποφασιστικά την πορεία της νέας ελληνικής ιστορίας. Τόσο που τα πολιτικά κόμματα των πρώτων δεκαετιών του νέου κράτους ήταν γνωστά με τα ονόματα των ξένων πατρόνων τους: το «Αγγλικό» κόμμα, το «Γαλλικό» κόμμα και το «Ρωσικό» κόμμα. Το ιστορικό αυτών των αναμίξεων, έδωσε λαβή για τη γέννηση μιας υπερβολικής, αλλά κοινά αποδεκτής -μεταξύ των Ελλήνων αλλά και των ιστορικών- άποψης, ότι ο «ξένος δάκτυλος» βρίσκεται πίσω από όλες τις σημαντικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Πρόσφατο παράδειγμα αυτής της τάσης, η δημόσια εκφρασμένη πεποίθηση των οπαδών του Ανδρέα Παπανδρέου ότι τα τρέχοντα πολιτικά και προσωπικά του προβλήματα αποτελούν έργο ξένων «μυστικών κέντρων» που δρουν στην Ελλάδα 1. Αυτό που συχνά παραβλέπεται, όμως, είναι ότι οι Έλληνες, ως άτομα και ως ομάδες, «ταυτίζοντας συχνά τα προσωπικά τους με κάποια ξένα συμφέροντα» 2, αναζήτησαν συχνά την επέμβαση ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές τους διαμάχες. Κι η επέμβαση ήταν ευπρόσδεκτη, εφ' όσον εξυπηρετούσε τοπικά συμφέροντα ή προωθούσε τους στόχους της ελληνικής ανεξαρτησίας και επέκτασης. Αλλά οι Έλληνες αρνήθηκαν πάντα να υπηρετήσουν δουλικά ξένα συμφέροντα. Αν και η γερμανική εισβολή και Κατοχή (1941-44) ήταν μια κτηνώδης επιθετική ενέργεια, θεμελιωδώς διαφορετική από τη βρετανική (1944-47) επέμβαση, όλες αυτές οι ξένες δυνάμεις βρήκαν συνεργάτες στον ελληνικό πολιτικό κόσμο, τη μικρή αυτή ελίτ δημοσίων προσώπων που ποθούσαν να κρατούν την πολιτική ηγεσία. Σε κάθε επέμβαση, η εκάστοτε ξένη δύναμη προσπάθησε να επεκτείνει την εξουσία της από τα αστικά κέντρα στην ύπαιθρο, και σε κάθε περίπτωση η επέμβαση προκάλεσε ένοπλη αντίσταση που ρίζωσε στην ύπαιθρο 3. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, η Ελλάδα ήταν συνταγματική μοναρχία με μια Βουλή εκλεγόμενη με καθολική ψηφοφορία μεταξύ των αντρών. Το στέμμα όμως διατηρούσε το πανίσχυρο προνόμιο να διαλύει τη Βουλή, να διορίζει και ν' απολύει υπουργούς, να κηρύσσει τον πόλεμο και να υπογράφει συνθήκες. Στα 1909, η πολιτική και οικονομική αποτελμάτωση που είχε προκαλέσει η ήττα της Ελλάδας απ' την Τουρκία, οδήγησε σε μια στρατιωτική εξέγερση κατά των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων, και έφερε στο προσκήνιο μια καινούρια πολιτική εποχή στην οποία κυριαρχούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Από το 1910 μέχρι το θάνατό του, στα 1936, ο ελληνικός πολιτικός κόσμος οδηγήθηκε σε μια πόλωση εξαιτίας της σκληρής και συχνά βίαιης αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Βενιζελισμό, που γενικά -αλλά όχι και αποκλειστικά- ταυτίστηκε με τον ρεπουμπλικανισμό, και τον Αντιβενιζελισμό, που ταυτίστηκε με τη βασιλοφροσύνη. Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα τότε (και τώρα) κυριαρχούνταν από ηγετικές φυσιογνωμίες μάλλον, παρά από πολιτικές αρχές. Κομματικοί ηγέτες και εκλεγμένοι βουλευτές εξαργύρωναν εξυπηρετήσεις με ψήφους. Στα 1912 ο Βενιζέλος ίδρυσε το Κόμμα των Φιλελευθέρων, με στόχο τη μετατροπή αυτού του συστήματος πάτρονα-πελάτη. Και το κόμμα αυτό, όμως, δεν τα κατάφερε να ξεφύγει από τον κανόνα κι εξελίχθηκε σ' ένα κόμμα προσωπικοτήτων στις οποίες κυριαρχούσε ο χαρισματικός Βενιζέλος. Στις εσωτερικές υποθέσεις, ο αναμορφωτής από την Κρήτη έκοψε τους δεσμούς με το παρελθόν ξεκινώντας ένα κίνημα με στόχο την οικοδόμηση, στην Ελλάδα, ενός σύγχρονου βιομηχανικού Κράτους, και την επέκταση των συνόρων της χώρας. Όπως ο Βίσμαρκ, που περιέγραφε την Αυτοκρατορική Γερμανία του 19ου αιώνα σαν διαιρεμένη σε κηφήνες και μέλισσες, ο Βενιζέλος στα 1912 χαρακτήριζε το δημιούργημά του σαν ένα κίνημα το οποίο σκόπευε ν' Digitized by 10uk1s
αντικαταστήσει παλιά κόμματα και ομάδες που τρέφονταν από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή τους καταναλωτές του πλούτου που ήταν γραμμένοι στη στήλη «έξοδα», με εκείνους που τροφοδοτούσαν τη στήλη «έσοδα» του προϋπολογισμού, τους παραγωγούς δηλαδή του πλούτου 4 . Το εσωτερικό πρόγραμμα του Βενιζέλου έχει περιγραφεί ως «άνευ προηγουμένου σε μέγεθος και προοδευτικότητα»5. Στις εξωτερικές υποθέσεις, ο Βενιζέλος επιδίωξε ενεργά την πραγματοποίηση του οράματος του ελληνικού αλυτρωτισμού, τη «Μεγάλη Ιδέα», την εκδίωξη των Οθωμανών από την Ευρώπη και την εγκατάσταση επίσημης ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία. Οι στόχοι αυτοί απαιτούσαν την υποστήριξη και τη βοήθεια των μεγάλων δυνάμεων τόσο στη διπλωματία, όσο και στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Μ' αυτή του την έκκληση για αναμόρφωση στο εσωτερικό και επέκταση πέρα απ' τα σύνορα, ο Βενιζέλος δημιούργησε μια χαλαρή εθνική συμμαχία επιχειρηματιών, νέων μικροϊδιοκτητών (που μόλις είχαν αποκτήσει τη γη τους από το βενιζελικό αναδασμό), εργατών των πόλεων και στρατιωτικών, που όλοι τους προσδοκούσαν να ωφεληθούν από τις βενιζελικές μεταρρυθμίσεις 6. Ο Αντιβενιζελισμός ήταν ένα κίνημα αντίδρασης, και ασκούσε έλξη στους δυσαρεστημένους από τις αλλαγές που επέφερε ο Βενιζελισμός. Ο θεσμικός χώρος του Αντιβενιζελισμού απαρτιζόταν από το στέμμα και όσους στρατιωτικούς υποστήριζαν τον Βασιλέα Κωνσταντίνο Α', την Τράπεζα της Ελλάδας, το δικαστικό σώμα και τον ακαδημαϊκό κόσμο. Εκλογικός οργανισμός του Αντιβενιζελισμού ήταν το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο ίδρυσε το 1915 ο Δημήτριος Γούναρης κι εξελίχθηκε σε στέγη όλων των «παλαιοκομματικών» που εκτόπισε ο Βενιζέλος μετά το 1909. Ο Βενιζέλος, του οποίου οι υποστηρικτές τον θεωρούσαν ως σωτήρα της Ελλάδας, ήταν για τους αντιπάλους του μια σατανική δύναμη στην οποία μπορούσε να αντισταθεί με επιτυχία μόνο η καθαγιασμένη μοναρχία 7. Κι ο ελληνικός πολιτικός κόσμος βρέθηκε σε αδυναμία να συγκρατήσει μέσα στα όριά της αυτή τη μανιχαϊκή πάλη. Ο Βενιζέλος κράτησε την πρωθυπουργία αδιάκοπα από το 1910 ως το 1915. Και παράλληλα με τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (πενήντα τρεις συνταγματικές τροπολογίες και 337 νέοι νόμοι), εκσυγχρόνισε και διεύρυνε τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, που έφτασαν τους 140.000 άντρες. Στις εξωτερικές υποθέσεις, χρησιμοποίησε τις διπλωματικές του ικανότητες -στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13- για να προσθέσει τη Μακεδονία και να ολοκληρώσει την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Ο πληθυσμός της χώρας έφτασε από 2.800.000 σε 4.800.000 και το ελληνικό έδαφος επεκτάθηκε κατά 70%. Στα 1915, η διαμάχη για το ρόλο της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο περιέπλεξε το συνταγματικό ζήτημα και το κατέστησε κυρίαρχο στοιχείο της διαπάλης Βενιζελισμού-Αντιβενιζελισμού, η οποία και προκάλεσε τον Εθνικό Διχασμό. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' ανέμενε νίκη των Γερμανών και πίστευε ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας τα εξυπηρετούσε καλύτερα η ουδετερότητα. Αντιθέτως, από τις αρχές κιόλας του 1914, ο Βενιζέλος διέβλεπε νίκη της Αντάντ, που την έβλεπε σαν ευκαιρία προκειμένου να ολοκληρώσει η Ελλάδα τη «Μεγάλη Ιδέα» στην Ανατολία. Για να εμποδίσει την Ελλάδα να συμμαχήσει με την Αντάντ, ο Κωνσταντίνος ανάγκασε τον Βενιζέλο να παραιτηθεί στα 1915 και εκκαθάρισε τη δημόσια διοίκηση από τους βενιζελικούς. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς χάλασε τις σχέσεις του με τις μεγάλες δυνάμεις κι έδωσε στην Αντάντ την ευκαιρία να αποβιβάσει στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, πράγμα που με τη σειρά του έδωσε στις Κεντρικές Δυνάμεις τη δικαιολογία να καταλάβουν τμήματα της Θράκης. Ανήσυχη τότε η Αντάντ, απαίτησε το σχηματισμό καινούριας κυβέρνησης και την αποστράτευση των Ελλήνων. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε. Όταν ο Βενιζέλος και οι οπαδοί του στο στρατό οργάνωσαν το «Κίνημα της Εθνικής Άμυνας» Digitized by 10uk1s
και σχημάτισαν κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, στις 26 Σεπτεμβρίου 1917, κάτω από την προστασία της Αντάντ, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Οι αντιβενιζελικοί ηττήθηκαν στα 1917 κι η Αντάντ ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί υπέρ του δεύτερου γιου του Αλεξάνδρου. Ο Βενιζέλος παρέμεινε πρωθυπουργός μέχρι τα 1920, μα η επέμβαση της Αντάντ υπέρ των βενιζελικών σκλήρυνε κι ενέτεινε τη διαμάχη ανάμεσα στις δυο πολιτικές παρατάξεις κατά τη διάρκεια των επόμενων δυο δεκαετιών. Τοποθετώντας τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις κάτω από τη διοίκηση της Αντάντ για την υπόλοιπη διάρκεια του πολέμου, ο Βενιζέλος κέρδισε ευνοϊκούς για την Ελλάδα όρους στην ειρηνευτική διάσκεψη του Παρισιού. Αν και εξαντλημένοι απ' την προσπάθεια, οι Έλληνες πίστευαν ότι τα εδαφικά οφέλη της χώρας τους στη Θράκη και τα μικρασιατικά παράλια, που αποκόμισαν απ' τον πόλεμο, είχαν εξασφαλιστεί με τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920, η οποία παραχωρούσε στην Ελλάδα την ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο, και την περιοχή της Σμύρνης στην Ανατολία. Υπερβέβαιος ότι αυτά τα διπλωματικά επιτεύγματα θα τον διατηρήσουν στην εξουσία, ο Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές για το 1920, αλλά τις έχασε, καθώς νικητές αναδείχτηκαν ο Γούναρης και το Λαϊκό Κόμμα. Ύστερα από μια δεκαετία σχεδόν στην εξουσία, ο Βενιζέλος αποσύρθηκε στο Παρίσι, όπου αυτοεξορίστηκε. Ωστόσο, ο θρίαμβος των αντιβενιζελικών ήταν βραχύβιος. Ο Κωνσταντίνος Α', που είχε επιστρέψει στο θρόνο μετά τον πρόωρο θάνατο του Αλεξάνδρου, κατέστρεψε τη μοναρχία υποστηρίζοντας μια κακά σχεδιασμένη στρατιωτική περιπέτεια στη Μικρά Ασία, την οποία οι μεγάλες δυνάμεις αρνήθηκαν να υποστηρίξουν. Κι η «Μεγάλη Ιδέα» χάθηκε μέσα στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Συνέπειά της ήταν ότι η Ελλάδα αναγκάστηκε να απορροφήσει 1.200.000 Έλληνες πρόσφυγες, που θεωρούσαν τον Κωνσταντίνο και τους Λαϊκούς υπεύθυνους για τη συμφορά τους, και πρόσβλεπαν στο Κόμμα των Φιλελευθέρων να τους ενσωματώσει στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Κι απ' την άλλη πλευρά, οι καινούριοι οικοδεσπότες τους αντιπαθούσαν τούτους τους πρόσφυγες, πολλοί από τους οποίους μιλούσαν τουρκικά. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις στην ελληνική πολιτική δεν ήταν κάτι άγνωστο πριν από το 1915. Εκείνες που γεννήθηκαν από τον Εθνικό Διχασμό όμως, στην περίοδο του Μεσοπολέμου, δεν είχαν το προηγούμενό τους - και ήταν, ουσιαστικά, ανεξέλεγκτες. Την ηγεσία των δυο μπλοκ την αποτελούσαν συνδυασμοί πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών που τους ένωναν οι εμπειρίες του παρελθόντος και τα κοινά συμφέροντα. Καθώς η διαμάχη τους ήταν τόσο έντονη και η απειλή του εμφυλίου πολέμου διαρκής, και καθώς οι πολιτικοί ηγέτες και οι στρατιωτικοί χρειάζονταν οι μεν τους δε για την προώθηση των επαγγελματικών και προσωπικών συμφερόντων τους 8, δημιουργήθηκε στο εσωτερικό του κάθε μπλοκ μια σχέση συμβίωσης. Με τρεις σημαντικές εξαιρέσεις, οι στρατιωτικές επεμβάσεις από το 1910 ως το 1936 δεν ήταν απόπειρες εκδίωξης των πολιτικών και εγκαθίδρυσης στρατιωτικών καθεστώτων, αλλά συνέχιση του πολιτικού αγώνα με άλλα μέσα. Όταν η πολιτική προχωρούσε φυσιολογικά, κυριαρχούσαν οι πολίτες. Μα όταν κυριαρχούσε —ή ξεσπούσε— η βία, η στρατιωτική φατρία επενέβαινε για να εξασφαλίσει την κυριαρχία των πολιτικών εταίρων της 9. Οι βενιζελικοί είχαν κυριαρχήσει στις ένοπλες δυνάμεις κατά την ενίσχυσή τους, πριν και κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Υπέστησαν όμως μια σύντομη ανταπόδοση των ίσων όταν κατέλαβαν την εξουσία οι αντιβενιζελικοί, στα 1920. Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 έδωσε στους βενιζελικούς την ευκαιρία να επιστρέψουν και να εδραιώσουν τον έλεγχό τους στην πολιτική και στρατιωτική ζωή, για την επόμενη δεκαετία. Υπό την ηγεσία των στρατηγών Νικολάου Πλαστήρα, Αλεξάνδρου Οθωναίου και Στυλιανού Γονατά, οι βενιζελικοί αξιωματικοί ανάγκασαν τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί ξανά, υπέρ του γιου του Γεωργίου Β'. Στη συνέχεια οι επαναστατημένοι αξιωματικοί τιμώρησαν τους Digitized by 10uk1s
πολιτικούς που θεωρούσαν υπεύθυνους για τη Μικρασιατική Καταστροφή, με τη χωρίς προηγούμενο δίκη και εκτέλεση του πρώην πρωθυπουργού Γούναρη, δυο ακόμα πρώην πρωθυπουργών, δυο πρώην υπουργών και του πρώην αρχιστρατήγου του ελληνικού στρατού. Η ακραία αυτή ενέργεια, οδήγησε σε πλήρη ρήξη τα δυο μπλοκ και απείλησε με ξέσπασμα ευρύτατης βίας. Ένα αποτυχημένο αντιβενιζελικό πραξικόπημα βασιλοφρόνων υπό την ηγεσία των στρατηγών Λεοναρδόπουλου και Γαργαλίδη, έδωσε στους βενιζελικούς την ευκαιρία να εκκαθαρίσουν χίλιους αντιβενιζελικούς αξιωματικούς (από ένα σύνολο περίπου πέντε χιλιάδων) και να εγκαθιδρύσουν, το 1924, Δημοκρατία στη χώρα, αν και το δημοκρατικό Σύνταγμα δε φτιάχτηκε παρά μόλις το 1928. Προς μεγάλη ικανοποίηση των οπαδών του, ο νέος ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος Παναγής Τσαλδάρης αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη νομιμότητα της Δημοκρατίας. Και παρόλο που βρίσκονταν ξανά στην εξουσία, οι βενιζελικοί δεν τα κατάφεραν να παραμείνουν μια ενωμένη δύναμη, αλλά διασπάστηκαν σε τρεις κυρίως φατρίες. Της δημοκρατικής Αριστεράς, ηγήθηκε ο Σοσιαλδημοκράτης Αλέξανδρος Παπαναστασίου, που είχε αποχωρήσει από το Κόμμα των Φιλελευθέρων το 1921 για να ιδρύσει τη Δημοκρατική Ένωση. Το μετριοπαθές κέντρο είχε ως αρχηγό τον Γεώργιο Καφαντάρη και ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος ηγήθηκε της συντηρητικής πτέρυγας. Οι σφιχτοί προϋπολογισμοί που επέβαλαν περικοπές στις στρατιωτικές δαπάνες, περιόρισαν τις ευκαιρίες για ανάδειξη των βενιζελικών αξιωματικών. Και, σε συνεννόηση με συμπαθούντες πολιτικούς, αντίπαλες φατρίες βενιζελικών στρατιωτικών προκάλεσαν δεκατέσσερα πραξικοπήματα μεταξύ 1924 και 1932, για να προωθήσουν προσωπικά τους και επαγγελματικά συμφέροντα, αλλά όχι και για να εγκαθιδρύσουν στρατιωτικά καθεστώτα 10. Σημαντική -και δυσοίωνη- εξαίρεση αποτέλεσε, το 1925, το κίνημα του δυσαρεστημένου βενιζελικού στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος, έδιωξε τους πολιτικούς από την εξουσία, για να στήσει ένα προσωποπαγές στρατιωτικό καθεστώς. Όπως το τοποθέτησε ο ίδιος, «βασίζομαι στην εμπιστοσύνη που έχει στο πρόσωπό μου ο στρατός» 11. Όμως, τόσο η στρατιωτική όσο και η πολιτική υποστήριξη που βρήκε δεν ήταν επαρκείς, και η δικτατορία κατέρρευσε μέσα σε λίγους μήνες. Στη συνέχεια, μια σειρά κινημάτων και αντικινημάτων γέννησαν μια ακολουθία αδύναμων κυβερνήσεων, μέχρι που ο Βενιζέλος εγκατέλειψε την εξορία του κι επέστρεψε στην εξουσία, μετά τις εκλογές του 1928 που τις κέρδισαν οι βενιζελικοί. Στην επιστροφή του, ο Βενιζέλος υποσχέθηκε ότι θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που θα κάνει «αγνώριστη» την Ελλάδα μέσα σε λίγα χρόνια. Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη μετά το 1922, στηρίχτηκε στο ξένο κεφάλαιο, το ελληνικό κεφάλαιο των προσφύγων και τη φτηνή εργασία αυτών των τελευταίων. Όλα αυτά, έδωσαν μια ισχυρή ώθηση στα όνειρα του Βενιζέλου. Τότε όμως, η Μεγάλη Οικονομική Κρίση αναχαίτισε την οικονομική ανάπτυξη και κατέστρεψε την τελευταία ευκαιρία για πραγματοποίηση του αναμορφωτικού προγράμματος των βενιζελικών. Οι βενιζελικοί αποδείχτηκαν περισσότερο ευάλωτοι από τους αντιβενιζελικούς στις τριβές που προκάλεσαν η άνιση οικονομική ανάπτυξη και η οικονομική κατάρρευση, εξαιτίας των θεμελιωδών διαφορών που υπήρχαν ανάμεσα στη ριζοσπαστική τους βάση των μικροϊδιοκτητών και εργατών των πόλεων απ' τη μια, και του περισσότερο συντηρητικού επιχειρησιακού στοιχείου από την άλλη. Καθώς γινόταν φανερό πως οι ανταμοιβές της οικονομικής ανάπτυξης κατανέμονταν άνισα στην κοινωνία, οι εργάτες και οι μικροϊδιοκτήτες άρχισαν να τάσσονται με τη σοσιαλδημοκρατική Δημοκρατική Ένωση (που αργότερα μετονομάστηκε σε Κόμμα Εργατών και Αγροτών), το Αγροτικό Κόμμα, κι ακόμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας 12 . Το ΚΚΕ ξεπετάχτηκε από τα σπλάχνα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που είχε ιδρυθεί το 1918, και έγινε μέλος της Μπολσεβίκικης Digitized by 10uk1s
Τρίτης Διεθνούς (Κομιντέρν) στα 1920. Το όνομα «Κομμουνιστικό», όμως, το υιοθέτησε μόλις το 1922. Το ΚΚΕ παρέμεινε ένα μικροσκοπικό ιδεολογικό κόμμα προσδεμένο στην Κομιντέρν, στην περιφέρεια των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων, όπου και παρέμεινε μέχρι που υιοθέτησε τη στρατηγική του «λαϊκού μετώπου» στα 1934. Το ξέσπασμα της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης το 1929 ανάγκασε τον Βενιζέλο να αναστείλει τις πληρωμές του εξωτερικού χρέους, να περιορίσει τις εισαγωγές και να περικόψει τις δημόσιες δαπάνες. Η αυξανόμενη ανεργία και οι οικονομικές δυσχέρειες αύξησαν τις αποσκιρτήσεις από το Κόμμα των Φιλελευθέρων και προκάλεσαν εργατικές ταραχές στη βόρεια Ελλάδα. Ο Βενιζέλος, αντί να εκπονήσει ένα καινούριο πρόγραμμα που θα έφερνε πίσω τους αποστάτες του, προσπάθησε να ξεπεράσει την κρίση και να διατηρήσει το συνασπισμό του με όπλα τα προσωπικά του χαρίσματα και τις μεθόδους πολιτικής χειραγώγησης. Κι όταν αυτά τα μέσα απέτυχαν, κατέφυγε σε άλλα, κατασταλτικά. Ενίσχυσε τις αστυνομικές δυνάμεις και, στα 1929, έφτιαξε το νόμο του Ιδιωνύμου, ο οποίος έδινε στο Κράτος την εξουσία να συλλαμβάνει και να φυλακίζει οποιονδήποτε προωθούσε «ιδέες που προπαγανδίζουν τη βίαιη ανατροπή της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης» 13. Ο Βενιζέλος χρησιμοποίησε αυτό το νόμο για να δαμάσει τους σοσιαλιστές και δημοκρατικούς αντιπάλους του, σε μια μαχητική προσπάθεια διατήρησης του συνασπισμού του οποίου ήταν επικεφαλής. Μολαταύτα, η πολιτική και οικονομική κατάρρευση που προκλήθηκε από τη Μεγάλη Κρίση αποδείχτηκε μεγαλύτερη από τις δυνάμεις του και σήμανε την απαρχή της παρακμής του βενιζελισμού. Οι αντιβενιζελικοί επέστρεψαν στην εξουσία στα 1933, κερδίζοντας 136 από τις 248 έδρες της Βουλής, αλλά η οριακή πλειοψηφία τους προκάλεσε ένα πολιτικό αδιέξοδο. Μόλο που ο Τσαλδάρης δεν ήταν κανένας εξτρεμιστής, σημαντικές θέσεις στην κυβέρνησή του πέρασαν σε εξτρεμιστές όπως ο αποστάτης του βενιζελισμού στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης, και οι αντιβενιζελικοί Ιωάννης Μεταξάς και Ιωάννης Ράλλης. Η αναδόμηση των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας σύμφωνα με το δικό τους πρότυπο, προκάλεσε ένα αποτυχημένο βενιζελικό πραξικόπημα στα 1933. Το μόνο που κατάφερε αυτό το αποτυχημένο πραξικόπημα, ήταν να διασφαλίσει την άνοδο του Γεωργίου Κονδύλη ο οποίος, σαν νέος Μέγας Αλέξανδρος, ποθούσε να εγκαθιδρύσει ένα στρατοκρατικό κράτος, απαλλαγμένο από πολιτικούς. Οι μαζικές εκκαθαρίσεις βενιζελικών από το στράτευμα και τα σώματα ασφαλείας, συνοδεύτηκαν από τρομοκρατικές ενέργειες κατά της «Αριστεράς». Ο ίδιος ο διοικητής της ασφαλείας έκανε απόπειρα κατά της ζωής του Βενιζέλου στα 1933 14. Αντί για άλλη απάντηση, ο Πλαστήρας κι ο Βενιζέλος συνωμότησαν στα 1935 για να εκδιώξουν τους αντιβενιζελικούς με ένα ακόμα κίνημα, που κι αυτό όμως απέτυχε. Η τελευταία αυτή αποτυχία παγίωσε τη δύναμη του Κονδύλη και των αντιβενιζελικών, και τον έλεγχό τους στο Κράτος. Ο Βενιζέλος αποσύρθηκε από την πολιτική κι έφυγε για το Παρίσι. Και μερικοί από τους βενιζελικούς αξιωματικούς που πήραν μέρος στο Κίνημα του '35, όπως οι Στέφανος Σαράφης, Ευριπίδης Μπακιρτζής και Δημήτριος Ψαρρός, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αντιφασιστική αντίσταση μετά το 1941. Αμέσως μετά το Κίνημα του '35, ο Κονδύλης χρησιμοποίησε τα σώματα ασφαλείας για να καταστείλει ανελέητα εκείνο που αποκαλούσε «Βενιζελοκομμουνισμό»: δημοκρατικούς, σοσιαλιστές και κομμουνιστές. Επεξέτεινε δηλαδή τη σκληρή μεταχείριση που μέχρι τότε επιφύλασσε στους «αυθεντικούς Αριστερούς και κομμουνιστές», στους βενιζελικούς και τους κάθε απόχρωσης δημοκρατικούς. Ταυτοχρόνως, ολοκλήρωσε την εκκαθάριση των ενόπλων δυνάμεων, που οδήγησε στο διωγμό χιλίων και πάνω βενιζελικών αξιωματικών, κατάργησε τη συντηρητική κυβέρνηση του Τσαλδάρη και μ' ένα νόθο δημοψήφισμα αποκατέστησε τη μοναρχία με βασιλιά τον Γεώργιο Β'. Όλη αυτή η καταπίεση, είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός ανήκουστου μέχρι τότε λαϊκού μετώπου, που σχηματίστηκε Digitized by 10uk1s
τον Σεπτέμβριο του 1935 ανάμεσα στους βενιζελικούς και την αντιμοναρχική Αριστερά, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και το ΚΚΕ. Η εξέλιξη αυτή τάραξε τα συντηρητικά στοιχεία της ηγεσίας των βενιζελικών, που φοβούνταν ότι η κατηγορία του «Βενιζελοκομμουνισμού» θα έσπρωχνε τους οπαδούς τους στο στρατόπεδο του αντιβενιζελισμού. Ο ίδιος ο Βενιζέλος έλυσε προσωρινά το δίλημμα, κάνοντας έκκληση απ' το Παρίσι στο Κόμμα των Φιλελευθέρων να υποστηρίξει την παλινορθωμένη μοναρχία 15. Προς μεγάλη λύπη του Κονδύλη, η νεοαποκατασταθείσα μοναρχία ανάγκασε τον στρατηγό να παραιτηθεί και βάλθηκε να παγιώσει τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων, ενώ κινιόταν ταυτοχρόνως προς την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης, προκηρύσσοντας γενικές εκλογές για τον Ιανουάριο του 1936. Οι εκλογές, όμως, δεν μπόρεσαν να διασπάσουν το πολιτικό αδιέξοδο. Φαίνεται πως η μοίρα της ήθελε την Ελλάδα μοιρασμένη σε δυο πολιτικά στρατόπεδα ίδιου ακριβώς μεγέθους. Οι βενιζελικοί, αρχηγός των οποίων ήταν τώρα ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, μετά το θάνατο του Βενιζέλου στα 1936, κέρδισαν 143 έδρες, έναντι των 142 που κέρδισαν το Λαϊκό Κόμμα του Τσαλδάρη και οι αντιβενιζελικοί σύμμαχοι του. Με δεκαπέντε έδρες πια στη Βουλή, το ΚΚΕ εμφανίστηκε στο κέντρο του πολιτικού στίβου, κρατώντας στα χέρια του την ισορροπία της εξουσίας. Κάτω από τον καινούριο του ηγέτη, τον Νίκο Ζαχαριάδη, και τις επιπτώσεις της Μεγάλης Κρίσης, τα μέλη του ΚΚΕ είχαν αυξηθεί θεαματικά κι από 4.500 το 1932 είχαν φτάσει τα 14.000 στις εκλογές του 1936. Και το ποσοστό του σε ψήφους αυξήθηκε από 1,4% το 1928, σε 5,8% το 1936 16. Παρόλο που άρχισαν συνομιλίες μεταξύ Σοφούλη και Τσαλδάρη για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο, η πικρή κληρονομιά του διχασμού εμπόδισε τους δυο ηγέτες να φτάσουν σ' ένα συμβιβασμό. Στη συνέχεια, στράφηκαν κι οι δυο τους στο ΚΚΕ. Μόνο ο Σοφούλης όμως μπόρεσε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος στο σχηματισμό κυβέρνησης. Κι η μανούβρα αυτή κόστισε πολύ και στους Φιλελεύθερους και στην Ελληνική Δημοκρατία. Ανήσυχη η αντιβενιζελική ηγεσία του στρατού, με επικεφαλής τον μοναρχικό στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο, αρνήθηκε να επιδοκιμάσει τις επαφές οποιουδήποτε αστικού κόμματος με τους κομμουνιστές, κι επέμεινε να μη δέχεται με τίποτα την επιστροφή κανενός από τους βενιζελικούς αξιωματικούς που είχαν αποστρατευτεί το 1935, πράγμα που θα συνέβαινε αν σχημάτιζε κυβέρνηση ο Σοφούλης. Κι ακόμα, οι επαφές του Σοφούλη με τους κομμουνιστές, χάρισαν άθελά του την πολιτική νομιμότητα στο περιθωριακό και εξοστρακισμένο ως τότε Κομμουνιστικό Κόμμα, κι άνοιξαν το δρόμο για τους αριστερούς βενιζελικούς -που ήταν δυσαρεστημένοι με τον Σοφούλη- για να επιδιώξουν μια συμμαχία της ευρύτερης Αριστεράς. Τη δυνατότητα αυτή δεν την παρέβλεψε καθόλου το Κομμουνιστικό Κόμμα· αντιθέτως, την εκμεταλλεύτηκε πλήρως όταν άρχισε η Κατοχή της χώρας από τον Άξονα, στα 1941 17. Στη βόρεια Ελλάδα, νέες εργατικές ταραχές και απεργίες γεννημένες από την οικονομική κρίση προκάλεσαν το θάνατο είκοσι δύο διαδηλωτών. Η αναταραχή και η μυθική «κομμουνιστική απειλή» προμήθευσαν τη δικαιολογία -αλλά όχι και το λόγο- για το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου 1936 από τον Μεταξά, για λογαριασμό του βασιλιά, ο οποίος προτιμούσε μια δικτατορία που θα διατηρούσε την υποστήριξη των αντιβενιζελικών στρατιωτικών, παρά ένα κοινοβουλευτικό σύστημα που κινδύνευε να χάσει αυτή την υποστήριξη. Τώρα αν το μεταξικό καθεστώς ήταν φασιστικό, είναι θέμα για συζήτηση κι εξαρτάται από τον προσδιορισμό που δίνει καθένας στον όρο φασισμός 18. Ως θαυμαστής της Γερμανίας του Βίσμαρκ, ο Μεταξάς ήταν φανατικός μοναρχικός κι απεχθανόταν βαθιά τον κοινοβουλευτισμό. Αν μπορεί να λεχθεί ότι φασισμός είναι, με την ευρύτερη έννοια, κάθε μη κομμουνιστική δικτατορία, τότε η μεταξική δικτατορία ήταν φασιστική. Ο ορισμός αυτός, όμως, παραείναι ευρύς. Ο Μεταξάς δεν ανέπτυξε ποτέ κάποια συστηματική Digitized by 10uk1s
ιδεολογία, ούτε σχημάτισε κάποιο πολιτικό κόμμα με λαϊκή βάση, πράγματα που αποτελούν, και τα δυο, βασικά στοιχεία του φασισμού. Η δικτατορία γεννήθηκε από το αδιέξοδο που είχε δημιουργήσει η διαμάχη βενιζελικών-αντιβενιζελικών. Δεν ανακαλύφθηκε ποτέ κάποιο στοιχείο που να δείχνει ότι πίσω από το πραξικόπημα βρισκόταν κάποια ξένη δύναμη. Αδιαμφισβήτητο είναι πως το καθεστώς Μεταξά ήταν μια αυταρχική, βασιλική δικτατορία, που κατάργησε το κοινοβουλευτικό σύστημα, τα κόμματα και τις πολιτικές ελευθερίες. Τα σώματα ασφαλείας υπό τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη κατάφεραν να διασπάσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα, δημιουργώντας έναν αντίπαλο κομματικό οργανισμό που τον έλεγχε η αστυνομία και εισάγοντας τις δημόσιες «δηλώσεις μετάνοιας», οι οποίες έσπειραν την καχυποψία ανάμεσα στα μέλη του κόμματος. Το 1940, τα περισσότερα μέλη της κομματικής ηγεσίας βρίσκονταν στη φυλακή, και το κόμμα ήταν υπό διάλυση. Το καθεστώς προσπάθησε -αλλά χωρίς επιτυχία- να κερδίσει τη λαϊκή αποδοχή, προβάλλοντας μια ομιχλώδη ιδεολογία βασισμένη στον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό» (μετά τον Κλασικό και τον Βυζαντινό), και εφαρμόζοντας προγράμματα κοινωνικών παροχών. Στην πράξη, ο Μεταξάς βασιζόταν στην αστυνομία του Μανιαδάκη για την προώθηση των κοινωνικών και ηθικών αρχών του καθεστώτος, και για τη βίαιη καταστολή οποιασδήποτε αντίδρασης. Η Ειδική Ασφάλεια έγινε διαβόητη για τη βία που ασκούσε στους πολιτικούς κρατούμενους, και το καθεστώς δεν απέκτησε ποτέ δημοτικότητα, μέχρι που η ιταλική εισβολή της 28ης Οκτωβρίου 1940 συγκέντρωσε το έθνος πίσω από τον Μεταξά. Μέχρι τότε, ακόμα και οι δικτατορικοί δεν ήταν ενωμένοι υπό τον Μεταξά. Κάποια μιλιταριστικά στοιχεία των ενόπλων δυνάμεων που ακολουθούσαν την παράδοση του Κονδύλη κι είχαν ηγέτη τον υπουργό Εσωτερικών Θεόδωρο Σκυλακάκη, επιδίωξαν να ανατρέψουν τον Μεταξά και να βάλουν στη θέση του τον δικό τους ηγέτη, αλλά η συνωμοσία τους ανακαλύφθηκε και καταπνίγηκε στα 1936. Μια δεύτερη συνωμοσία γεννήθηκε στη συνέχεια, υπό την ηγεσία των Ιωάννη Ράλλη, Γεωργίου Ρέππα και Αποστολόπουλου, που είχαν συμμαχήσει με ακροδεξιούς βενιζελικούς και βασιλόφρονες. Κι αυτή η συνωμοσία ανακαλύφθηκε και πατάχτηκε το 1937, αλλά προκάλεσε ρήγμα στις τάξεις των βασιλοφρόνων, που συσπειρώθηκαν γύρω από τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο, και των μιλιταριστών, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν γύρω από τους στρατηγούς Μάρκο Δράκο και Ιωάννη Πιτσίκα. Η μιλιταριστική αυτή πτέρυγα προχώρησε μέχρι του σημείου να συνωμοτήσει με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες για να ανατρέψει τον Μεταξά. Η συνωμοσία δεν εκδηλώθηκε πριν από τον πόλεμο αλλά, τον Δεκέμβριο του 1940, αυτή η φιλογερμανική ομάδα που είχε για αρχηγούς τους Ρέππα, Δράκο, Πιτσίκα και Ηλία Πολίτη, συνεργάστηκε ανοιχτά με τους Γερμανούς, δεν μπόρεσε όμως να πετύχει την ειρηνική κατάκτηση της Ελλάδας απ' αυτούς 19. Ενόσω η εσωτερική πολιτική καταπνιγόταν από τη δικτατορία Μεταξά, οι εξωτερικές υποθέσεις έμπαιναν σε μια επικίνδυνη και δυναμική φάση, καθώς ο Άξονας εξανάγκαζε από το 1938 την Ελλάδα να αντιμετωπίσει την απειλή του πολέμου. Παρά τα όσα έχουν λεχθεί για το αντίθετο, η Μεγάλη Βρετανία ούτε προκάλεσε, ούτε ενέκρινε εκ των προτέρων το πραξικόπημα του Μεταξά. Βρήκε όμως στο καθεστώς του μια φιλική και σταθερή δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Ως κυβερνήτης μιας μικρής κι αδύναμης χώρας, ο Μεταξάς προτιμούσε να κρατήσει ουδέτερη την Ελλάδα. Όμως, η ιταλική κατάκτηση της Αλβανίας τον Μάρτιο του 1939, τον ανάγκασε στις 13 Απριλίου 1939 να δεχτεί τις εγγυήσεις που του είχαν ήδη προσφέρει οι Βρετανοί. Μετά τη ναζιστική εισβολή στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, η Βρετανία όχι μόνο υποστήριξε την ελληνική ουδετερότητα, αλλά και σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα στη συγκρότηση ενός βαλκανικού συνασπισμού κατά του Άξονα. Ο Μεταξάς κατάφερε ν' αποφύγει κάθε επίσημη στρατιωτική δέσμευση, και διατήρησε την ελληνική ουδετερότητα μέχρι την Digitized by 10uk1s
επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου και την επίθεση της 28ης Οκτωβρίου 1940. Το ιστορικό «Όχι» και το «Αλβανικό Έπος» του 1940-41, αναδείχτηκαν σε μερικές από τις ωραιότερες ώρες της σύγχρονης Ελλάδας, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις πρώτα αναχαίτισαν την ιταλική εισβολή κι ύστερα έδιωξαν τους Ιταλούς πίσω στην Αλβανία. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ προέβλεψε ότι η ιταλική εισβολή θα έκανε τον Μεταξά πιο πρόθυμο να καταστήσει την Ελλάδα ενεργό μέλος ενός βαλκανικού συνασπισμού κατά του Άξονα, στον οποίο θα συμπεριλαμβάνονταν επίσης η Τουρκία κι η Γιουγκοσλαβία. Ο Τσώρτσιλ ήθελε να κάνει την Ελλάδα βάση για αγγλικές αεροπορικές επιδρομές εναντίον των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας, αλλά ο Μεταξάς κι ο στρατηγός Παπάγος, αρχηγός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, γνώριζαν καλύτερα ποιες ήταν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνατότητες, καθώς και το πόσο γερμανόφιλοι ήταν πολλοί αξιωματικοί που κρατούσαν νευραλγικές θέσεις. Ο Μεταξάς δεν επιθυμούσε καθόλου ένα μάταιο πόλεμο κατά της Γερμανίας, εκτός κι αν τον εξανάγκαζε ο Χίτλερ. Στόχος του, τον οποίο συμμεριζόταν κι ο στρατηγός Παπάγος, ήταν να χρησιμοποιήσει όσο βρετανικό πολεμικό υλικό υπήρχε διαθέσιμο, ώστε να νικήσει τους Ιταλούς πριν προλάβει ο Χίτλερ να διασώσει τον Μουσολίνι από τη βαλκανική πανωλεθρία του. Μέχρι να συμβεί αυτό, ο Μεταξάς αρνιόταν να πάρει μέρος σε κάθε κίνηση που θα μπορούσε να προκαλέσει τον Χίτλερ. Το Λονδίνο, όμως, συνέχιζε να τον πιέζει, κι ο Μεταξάς κατάφερνε να μη δεσμεύεται, μέχρι το θάνατό του στις 29 Ιανουαρίου 1941. Τότε, η ελληνική ηγεσία γνώριζε πολύ καλά πως η Ελλάδα δεν είχε το ανθρώπινο και το υλικό δυναμικό για να νικήσει τους Ιταλούς, και πολύ περισσότερο για να τα βάλει με τη γερμανική πολεμική μηχανή 20. Ο Γεώργιος Β' διάλεξε μια άγνωστη πολιτικά προσωπικότητα για να διαδεχθεί τον Μεταξά στη θέση του πρωθυπουργού: τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Αλέξανδρο Κορυζή. Ο νέος ηγέτης βρέθηκε επικεφαλής ενός καθεστώτος που είχε αρχίσει να διαλύεται πριν ακόμα εκδηλωθεί η γερμανική επίθεση, στις 6 Απριλίου 1941, ενώ ο μονάρχης του επέμενε να συνεχίσει και να επεκτείνει τον αγώνα. Τον Φεβρουάριο του 1941, ο βασιλιάς δέχτηκε τη βρετανική προσφορά για αποστολή εκστρατευτικού σώματος από τέσσερις μεραρχίες υπό τον στρατηγό σερ Χένρι Μέτλαντ Γουίλσον, και συμφώνησε να συνεργαστεί για να πειστούν να πάρουν μέρος στον πόλεμο η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία, στο πλευρό της Βρετανίας. Ο στρατηγός Παπάγος υποστήριξε διστακτικά τον βασιλιά, αλλά σημαντικές φατρίες μέσα στο στράτευμα και την ηγεσία του δεν ακολούθησαν το παράδειγμά του. Οι αξιωματικοί αυτοί πύκνωσαν κι άλλο τις επαφές τους με τις γερμανικές αρχές, σε μια ύστατη προσπάθεια να τερματίσουν τον πόλεμο πριν επιτεθούν οι Ναζί και αναγκάσουν τους Έλληνες να παραδοθούν ταπεινωτικά στους Ιταλούς. Ο Παπάγος καταλάβαινε απόλυτα ότι ακόμα κι αν η Γιουγκοσλαβία έβγαινε στον πόλεμο στο πλευρό της Ελλάδας, οι αγγλο-ελληνικές δυνάμεις μόνο συμβολική αντίσταση ήταν σε θέση να αντιτάξουν στις ανώτερες ναζιστικές δυνάμεις. Μα, παρ' όλα αυτά, έμεινε πιστός στη συμμαχία με τη Βρετανία, για να περισωθεί η τιμή της Ελλάδας 21. Ο Χίτλερ δεν είχε δείξει ενδιαφέρον για την Ελλάδα μέχρι που η απόφασή του, τον Ιούλιο του 1940, να εισβάλει στη Σοβιετική Ένωση, κατέστησε αναγκαίο να μην επιτρέψει να γίνει η Ελλάδα βρετανική βάση που θα μπορούσε να απειλήσει την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Μόλις λοιπόν η Ελλάδα άρχισε να δέχεται βρετανική υποστήριξη και όπλα, και μόλις οριστικοποιήθηκε η απόφαση για την εισβολή στη Ρωσία, η τύχη της Ελλάδας σφραγίστηκε, παρά τις μάταιες ελπίδες ορισμένων Ελλήνων που πίστευαν ότι ο Χίτλερ θα άφηνε τον σύμμαχό του στον Άξονα να ηττηθεί, αρκεί η Ελλάδα να ερχόταν σε συνεννόηση με το Βερολίνο και να διέκοπτε τις σχέσεις της με την Αγγλία. Κι έτσι, στις 6 Απριλίου 1941, οι δυνάμεις του στρατάρχη Βίλχελμ φον Λιστ εισέβαλαν στην Ελλάδα από τέσσερα σημεία και μέσα σε τρεις μέρες είχαν μπει στη Θεσσαλονίκη. Digitized by 10uk1s
Το ναζιστικό «μπλίτσκριγκ» προκάλεσε ευρύτατη ηττοπάθεια στο στρατό και στην κυβέρνηση, μια ηττοπάθεια που την διέδιδε ανοιχτά ο επίσημος Τύπος. Πιεζόμενος από τους στρατηγούς του να παραδοθεί, ο Κορυζής αυτοκτόνησε στις 18 Απριλίου 1941. Για ν' αναγκάσουν την Ελλάδα να συνεχίσει να μάχεται μέχρι να αποχωρήσουν οι βρετανικές δυνάμεις, οι στρατιωτικοί και διπλωματικοί εκπρόσωποι της Αγγλίας στην Αθήνα πίεζαν ματαίως τον βασιλιά να σχηματίσει μια στρατιωτική κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην οποία θα συμμετείχαν και βενιζελικοί. Κι ενώ ο βασιλιάς αγωνιζόταν να εμποδίσει το χάος, ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου στασίασε και παραδόθηκε στον διοικητή της μεραρχίας πάντσερ Ες Ες «Άντολφ Χίτλερ», στρατηγό Σεπ Ντίτριχ, σε μια απελπισμένη προσπάθεια ν' αποφύγει την παράδοση στους Ιταλούς. Ο βασιλιάς έφυγε για την Κρήτη, κι από τα κατάλοιπα της προηγούμενης μεταξικής κυβέρνησης σχημάτισε μια καινούρια, υπό τον βενιζελικό Εμμανουήλ Τσουδερό. Οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα στις 26 Απριλίου και ύψωσαν τη σβάστικα στην Ακρόπολη. Την ακλόνητη αφοσίωση του βασιλιά θα τη θυμόταν για πολύ ο Τσώρτσιλ, που ήταν αποφασισμένος να επαναφέρει τον μονάρχη των Ελλήνων στο θρόνο του. Ωστόσο, η παράδοση εξαφάνισε τη δικτατορία κι άνοιξε ξανά το συνταγματικό ζήτημα. Ο Αμερικανός πρεσβευτής Λίνκολν Μακβή, ανέφερε στην Ουάσιγκτον ότι ο ελληνικός λαός δεν θα ξεχνούσε το ρόλο του Γεωργίου Β' στη δικτατορία, ούτε και τη φυγή του βασιλιά, κι ότι οι πιθανότητες επιστροφής του θα εξαρτιόνταν από τη μελλοντική συμπεριφορά του. Καθώς η εισβολή του στην Ελλάδα ήταν αμυντικής φύσης -κι αφού σιγούρεψε τη νότια πτέρυγά του πριν από την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα διώχνοντας τους Άγγλους- ο Χίτλερ ήταν διατεθειμένος να αφήσει την Ελλάδα στον Μουσολίνι. Ο στρατάρχης φον Λιστ, όμως, επέμενε να περιοριστούν οι εξουσίες των Ιταλών και να εξασφαλιστεί το ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση θα είχε να κάνει με μια και μόνη αρχή κατοχής: τον διοικητή των γερμανικών δυνάμεων στα Βαλκάνια. Ο Χίτλερ συμφώνησε, κι οι Γερμανοί κατέλαβαν στρατηγικές ζώνες γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και την επαρχία της, την Κρήτη, και τα νησιά Λήμνο, Λέσβο, Χίο, Σκύρο, Κύθηρα, Αντικύθηρα και Μήλο, και μια ζώνη «κυματοθραύστη» στα ελληνοτουρκικά σύνορα στη Θράκη. Η Βουλγαρία πήρε μια ζώνη ανάμεσα στον ποταμό Στρυμόνα, στην ανατολική Μακεδονία, και στη γερμανική ζώνη της Θράκης. Το υπόλοιπο τμήμα της ελληνικής επικράτειας -που ήταν και το μεγαλύτερο- το κατέλαβε η Ιταλία, η οποία το κράτησε μέχρι την ήττα και την αποχώρησή της από τον πόλεμο, στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, οπότε και οι Γερμανοί απορρόφησαν την ιταλική ζώνη. Από την πρώτη στιγμή της Κατοχής μέχρι την αποχώρηση των Γερμανών τον Οκτώβριο του 1944, δεν υπήρξε ούτε για μια στιγμή αμφιβολία ότι την ανώτατη εξουσία στην Ελλάδα, αδιακρίτως ζωνών κατοχής, την είχε ο διοικητής των γερμανικών δυνάμεων. Τη θέση αυτή, από τον Αύγουστο του 1942 μέχρι τον Οκτώβριο του 1944, την κατείχε ο Αυστριακός υποστράτηγος Αλεξάντερ Λέερ. Μια δεύτερη γερμανική αρχή κατοχής ήταν ο πληρεξούσιος υπουργός Γκίντερ Άλτενμπουργκ, που θεωρητικά ήταν υπεύθυνος για τις πολιτικές και μορφωτικές υποθέσεις από τον Μάιο του 1941 έως τις 12 Οκτωβρίου 1942, αλλά που όποτε διαφωνούσε με τις στρατιωτικές αρχές, έπρεπε να υποχωρεί μπροστά στον Λέερ. Μια τρίτη αρχή, που έδειχνε μάλιστα απόλυτη αυτονομία, ήταν ο αρχηγός της Αστυνομίας των Ες Ες για την Ελλάδα, ο οποίος έπαιρνε διαταγές κατευθείαν από τον αρχηγό των Ες Ες, Χάινριχ Χίμλερ. Όταν ο βασιλιάς κατέφυγε στην Κρήτη, δεν άφησε πίσω του καμιά υποδομή για εξακολούθηση του αγώνα στην ηπειρωτική χώρα. Μάλιστα, οι αξιωματικοί του στρατού πήραν εντολή να παραμείνουν μακριά απ' την πολιτική. Κι η παραδοσιακή πολιτική ηγεσία βενιζελικών κι αντιβενιζελικών περιέπεσε σε χειμερία νάρκη περιμένοντας το αποτέλεσμα του πολέμου, και παρέλειψε να πάρει οποιαδήποτε πρωτοβουλία κατά της Κατοχής και των Digitized by 10uk1s
δυνάμεων του Άξονα. Βρετανός αξιωματικός που περιόδευσε στην κατεχόμενη Ελλάδα το 1943, παρατηρεί: Ούτε σε μια περίσταση, μέσα στα δυο περίπου χρόνια που διαρκεί η Κατοχή, μπόρεσαν οι παλιοί πολιτικοί ηγέτες να αρθούν πάνω από τις παλιές διαφορές και διαμάχες τους. Έχουν αφιερώσει πλήρως το χρόνο τους σε μάταιες και αντιπαραγωγικές συζητήσεις για το μεταπολεμικό Σύνταγμα, μηρυκάζοντας το μίσος και την οργή τους για το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, που είναι πια ολοκληρωτικά νεκρό, και κλείνουν τα μάτια τους στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα 22. Ωστόσο, ελάχιστοι Έλληνες φάνηκαν πρόθυμοι να υπακούσουν τον Άξονα, κι ανάμεσά τους δεν υπήρξε κανένας από τους σημαντικούς προπολεμικούς πολιτικούς ηγέτες. Οι λιγοστοί γνήσιοι Έλληνες φασίστες πρόσφεραν πρόθυμα τις υπηρεσίες τους, αλλά οι Γερμανοί τους απέρριψαν χαρακτηρίζοντάς τους πολιτικά μηδενικά. Ανάμεσα σε κείνους που συνεργάστηκαν με τον εχθρό, δεν υπήρχε κάποιος κοινός παρονομαστής. Υπήρξαν όμως δυο ξεχωριστές φάσεις. Η πρώτη, απ' τον Απρίλιο του 1941 έως τον Απρίλιο του 1943, μπορεί να χαρακτηριστεί «απολιτική» συνεργασία, καθώς όσοι συνεργάζονταν με τον εχθρό έλεγαν ότι δεν υποστήριζαν το ναζισμό, αλλά προστάτευαν την Ελλάδα από την καταστροφή, ενεργώντας ως κυματοθραύστης ανάμεσα στον Άξονα και τους Έλληνες. Αυτή ήταν η θέση των δύο πρώτων κατοχικών πρωθυπουργών, του στρατηγού Τσολάκογλου (Απρίλιος 1941-Δεκέμβριος 1942) και του καθηγητή Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου (Δεκέμβριος 1942-Μάρτιος 1943). Η δεύτερη φάση της συνεργασίας με τον εχθρό, υπό τον Ιωάννη Ράλλη, πρωθυπουργό από τον Μάρτιο του 1943 έως τον Οκτώβριο του 1944, είχε ξεκάθαρη πολιτική και ιδεολογική χροιά. Μόλο που οι διαβεβαιώσεις του Τσολάκογλου ότι ήταν απολιτικός αποδείχτηκαν ψευδείς, μια που αυτός κι οι υποστηρικτές του ήθελαν να εξασφαλίσουν την επιβίωση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, ο δε στρατηγός σκόπευε να εγκαταστήσει μια ναζιστική Νέα Τάξη στην Ελλάδα, θεμελιακός σκοπός του Τσολάκογλου ήταν να κερδίσει την υποστήριξη του Χίτλερ προκειμένου να διατηρήσει την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας μπροστά στις ιταλικές και βουλγαρικές απαιτήσεις, να επιτύχει την ομαλή αποστράτευση του ελληνικού στρατού και να εξασφαλίσει επαρκή τρόφιμα για τον πληθυσμό της χώρας. Περισσότερο ενθουσιώδης υποστηρικτής του Χίτλερ ο υπουργός Αμύνης στρατηγός Γεώργιος Μπάκος, προσπάθησε χωρίς επιτυχία να σχηματίσει ένα ελληνικό τάγμα που θα πήγαινε να πολεμήσει τον Μπολσεβικισμό στο Ανατολικό Μέτωπο 23. Η μανία του Τσολάκογλου να ξεγελάει τον ίδιο του τον εαυτό, τον έκανε να πιστέψει λανθασμένα ότι η πρόθυμη συνεργασία του θα εξασφάλιζε την υποστήριξη του Χίτλερ στους κεντρικούς στόχους του. Αντικειμενικοί σύγχρονοί του, δεν αμφισβητούν την ειλικρίνεια του στρατηγού 24, αλλά ο Χίτλερ δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία. Ούτε και οι διάδοχοί του όμως είχαν καλύτερη μοίρα. Όταν ο Φύρερ διαμοίρασε τη χώρα κι άφησε την ελληνική οικονομία να καταρρεύσει και να προκληθεί ένας κτηνώδης λιμός, εξαφάνισε οποιαδήποτε φιλογερμανική συμπάθεια μπορούσε να υπάρχει για τον Τσολάκογλου και τις δυο άλλες κατοχικές κυβερνήσεις συνεργατών που τον διαδέχτηκαν. Το 1941, η ελληνική οικονομία χαρακτηριζόταν από «χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλό ποσοστό ειδικευμένων εργατών, και χαμηλό επίπεδο τεχνικής» 25. Το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών ήταν αγροτικά προϊόντα, και κύρια πηγή ξένου συναλλάγματος αποτελούσαν τα εμβάσματα των Ελλήνων μεταναστών και τα κέρδη του εμπορικού ναυτικού. Αυτή η υπανάπτυκτη οικονομία ελάχιστα πρόσφερε στους Ναζί, σε σύγκριση με τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες. Όπως όμως έκαναν και με άλλες κατεχόμενες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, οι Ναζί έπαιρναν ό,τι ήταν χρήσιμο για την πολεμική τους προσπάθεια κι άφηναν τον πληθυσμό να τα βγάζει πέρα μόνος του. Κι ακόμα, οι Γερμανοί ανάγκασαν τους Έλληνες να πληρώνουν αυτοί τα τεράστια έξοδα Κατοχής. Το αποτέλεσμα, Digitized by 10uk1s
ήταν οικονομική καταστροφή. Ολόκληρη η παραγωγή καπνού αγοράστηκε σε τιμές του 1939 και στάλθηκε στη Γερμανία, ενώ τα αποθέματα σε ελαιόλαδο, ελιές, σταφίδες και σύκα κατασχέθηκαν για να θρέψουν τα στρατεύματα του Άξονα. Ελληνικές επιχειρήσεις χρήσιμες για τον Άξονα, αγοράστηκαν στο 50-60% της αξίας τους, και γερμανικές μεταλλουργικές φίρμες πήραν τον έλεγχο ζωτικής σημασίας ορυχείων χρωμίου, βωξίτη, μαγγανίου και νικελίου. Στα 1941, οι Γερμανοί κατέσχεσαν αποθέματα ακατέργαστου μεταξιού (305 τόνους) και μαλλιού (5.200 τόνους), καταστρέφοντας την ελληνική βιομηχανία υφασμάτων. Μέχρι και κινητά αντικείμενα μεγάλης αξίας πήραν από σπίτια ιδιωτών. Αλλά η ζημιά που έγινε απ' αυτή τη λεηλασία, ωχριά μπροστά στις συνέπειες που προκάλεσε το φόρτωμα του κόστους της Κατοχής στους ώμους των Ελλήνων. Στερημένες από φυσιολογικές πηγές εισοδημάτων, οι κυβερνήσεις των κουίσλιγκ κατέφυγαν στην έκδοση χαρτονομίσματος για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Στα 1941, το κόστος της Κατοχής έφτασε το 40% του εθνικού εισοδήματος, ενώ το 1942 έφτασε στο απίστευτο ύψος του 90% του εθνικού εισοδήματος. Δισεκατομμύρια δραχμές τυπώθηκαν για να καλυφθούν αυτά τα έξοδα, προκαλώντας έναν υπερπληθωρισμό που πήρε αστρονομικές διαστάσεις μέσα στο 1942, για να ξεπεραστεί ακόμα κι αυτός τα επόμενα δυο χρόνια. Τις σκληρότερες επιπτώσεις του υπερπληθωρισμού υπέστησαν οι μισθωτοί, των οποίων ο μέσος μηνιαίος μισθός ήταν το 1942 30.000 δραχμές, ποσό που δεν έφτανε καλά καλά για την αγορά μιας οκάς ελαιόλαδου 26. Αποτυχημένες προσπάθειες για να ελεγχθούν οι τιμές, γέννησαν μια μαύρη αγορά που απλωνόταν στα πάντα, καθώς η οικονομία της χώρας ξέπεφτε σε ανταλλακτικό επίπεδο. Οι μισθοί αντικαταστάθηκαν από δελτία τροφίμων. Τον Ιούνιο του 1944, οι εργάτες των βαρέων επαγγελμάτων έπαιρναν το μήνα δελτία αξίας 32,2 εκατομμυρίων δραχμών ο καθένας. Οι δημόσιοι υπάλληλοι πληρώνονταν με δελτία αξίας 45 εκατομμυρίων δραχμών το μήνα. Το ποσό των δραχμών σε κυκλοφορία έφτασε τα 32,1 τρισεκατομμύρια, από τα οποία τα 13,6 τρισεκατομμύρια πήγαιναν στα έξοδα Κατοχής. 27 Πριν από τον πόλεμο, η Ελλάδα έκανε εισαγωγή το ένα τρίτο σχεδόν των τροφίμων που χρειαζόταν. Ανάμεσά τους, και 400 με 500 χιλιάδες τόνους σιτηρά. Η Κατοχή από τις δυνάμεις του Άξονα απ' τη μια κι ο συμμαχικός αποκλεισμός από την άλλη, έκοψαν αυτές τις εισαγωγές ενώ παράλληλα, το 1942, ο πόλεμος μείωσε τη ντόπια παραγωγή σιτηρών στο ένα τρίτο του προπολεμικού επιπέδου. Παρόλο που ο Άξονας δεν κατέσχεσε ούτε χρησιμοποίησε ελληνικά αποθέματα σιτηρών, η κατάσταση παρέμεινε απελπιστική. Και τη χειροτέρευε ο διαμελισμός της χώρας σε τρεις διαφορετικές ζώνες Κατοχής, καθώς και η επίταξη των συγκοινωνιακών μέσων για τις ανάγκες του Άξονα, πράγμα που έβλαψε σημαντικά τις γραμμές επικοινωνίας και ανεφοδιασμού στο εσωτερικό. Στη βουλγαρική ζώνη υπήρχε το ένα τρίτο σχεδόν της προπολεμικής ελληνικής γεωργικής παραγωγής, αλλά οι βουλγαρικές αρχές αρνούνταν να επιτρέψουν τη μεταφορά τροφίμων από τη ζώνη τους σε άλλες. Από τις 7 Μαΐου του 1941 κιόλας, ο Άλτενμπουργκ προειδοποίησε τους ανωτέρους του ότι απέμεναν προμήθειες σιτηρών για είκοσι τέσσερις μέρες μόνο και ότι, αν δεν καλύπτονταν αμέσως τα ελλείμματα, θα εκδηλωνόταν εκτεταμένος λιμός που θα προκαλούσε πολιτικά προβλήματα στον Άξονα. Η ρεαλιστική έκκληση του Άλτενμπουργκ απορρίφθηκε από τον Χίτλερ, την Ανώτατη Διοίκηση του Γερμανικού Στρατού, την Τράπεζα του Ράιχ και το υπουργείο Γεωργίας του Ράιχ. Με τις δικές του μόνο απελπισμένες προσπάθειες, ο Άλτενμπουργκ κατόρθωσε να εξασφαλίσει μια συμβολική βοήθεια, αλλά ο λιμός εντάθηκε το φθινόπωρο του 1941. Οι θάνατοι τριπλασιάστηκαν στους χειμερινούς μήνες του 1941-2. Από την 1η Οκτωβρίου 1941 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1942, καταγράφτηκαν στην περιοχή Αθήνας-Πειραιά 49.188 θάνατοι, ενώ στους ίδιους μήνες του 1940-1 είχαν σημειωθεί Digitized by 10uk1s
14.566 θάνατοι. Κι αυτό, έκανε έναν ιστορικό να παρατηρήσει ότι περισσότεροι Έλληνες πέθαναν απ' την πείνα, παρά από τις βόμβες και τις σφαίρες του πολέμου 28. Το 1945, οι βρετανικές αρχές υπολόγισαν ότι σε ολόκληρη την πολεμική περίοδο σημειώθηκαν 415.300 θάνατοι πολιτών από διάφορες αιτίες και ότι, από τα 1.721.757 κτίρια που υπήρχαν το 1940, καταστράφηκαν τα 400.828 29. Ο λιμός του 1941-2 προκάλεσε μια διεθνή επέμβαση. Με πρωτοβουλία των Συμμάχων, ο Άξονας συμφώνησε να επιτρέψει στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό να οργανώσει μια ουδέτερη αποστολή βοήθειας στην Ελλάδα, που άρχισε διανομές τροφίμων το φθινόπωρο του 1942. Η βοήθεια αυτή απέτρεψε μια επιστροφή στην κόλαση του 1941-2, αλλά η κατάσταση παρέμεινε ζοφερή σ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Απ' τον Οκτώβρη του 1942 μέχρι το τέλος του πολέμου, η αποστολή προμήθευε στην Ελλάδα 15.000 τόνους σιτηρών και 3.000 τόνους ξερών κηπευτικών και οσπρίων το μήνα. Τα έξοδα της αποστολής καλύπτονταν αρχικά από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, αλλά όταν το φορτίο έγινε πολύ βαρύ, τον Ιανουάριο του 1943, ανέλαβαν την ευθύνη οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η μέση κατανάλωση θερμίδων ενός εργάτη πριν από το 1940, ήταν 2.500-3.000 την ημέρα. Το χειμώνα του 1941-2, έπεσε στις 875 θερμίδες. Ακόμα κι όταν ο Δ.Ε.Σ. άρχισε την αποστολή βοήθειας τον Οκτώβριο του 1942, ο μέσος όρος σπανίως ξεπερνούσε τις 1.300 θερμίδες την ημέρα 30. Η οικονομική κατάρρευση του 1941-2 προκάλεσε πολιτική αστάθεια που απείλησε τον Άξονα, κι ανάγκασε το Βερολίνο να πάρει μέτρα. Τον Οκτώβριο του 1942, ο Χίτλερ έστειλε μια ειδική αποστολή στην Αθήνα υπό τον πρώην Δήμαρχο της Βιέννης Δρ. Χέρμαν Νοϊμπάχερ. Η αποστολή έφτασε στην Ελλάδα τη στιγμή που ο Δ.Ε.Σ. άρχιζε, με σουηδική ευθύνη, τις πρώτες διανομές τροφίμων. Πριν φτάσει ο Νοϊμπάχερ, ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Σωτήρης Γκοτζαμάνης είχε προτείνει στους Ιταλούς και τους Γερμανούς να περιορίσει ο Άξονας τα έξοδα Κατοχής και να εισάγει τρόφιμα για πώληση στην ελεύθερη αγορά. Πίστευαν πως η ελεύθερη αγορά θα υποκαθιστούσε τη μαύρη αγορά και θα ενθάρρυνε την εμφάνιση αποκρυμμένων αγαθών. Ο Νοϊμπάχερ υιοθέτησε και διεύρυνε αυτή την πρόταση, αλλά είχε προσωρινά μόνο αποτελέσματα. Οπωσδήποτε, διέκοψε την εξαγωγή τροφίμων και συνεργάστηκε απόλυτα με τον Δ.Ε.Σ. Επίταξε μεταφορικά μέσα για να διευκολύνει τη διανομή τροφίμων, και έκανε εισαγωγή τροφίμων για πώληση στην ελεύθερη αγορά. Και, το πιο σημαντικό, κατάφερε να πείσει τον Λέερ να μειώσει τα έξοδα Κατοχής. Ο Νοϊμπάχερ στήριξε το σχέδιό του στον βραχυπρόθεσμο συλλογισμό ότι ο Άξονας θα κατόρθωνε να σταθεροποιήσει τη στρατιωτική κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο μέσα στον επόμενο μήνα, πράγμα που θα αποκαθιστούσε την εμπιστοσύνη στον Άξονα και θα μείωνε την ανάγκη για μεγάλα έξοδα Κατοχής 31. Η πολιτική αυτή σημείωσε μια βραχύβια επιτυχία. Οι τιμές μειώθηκαν προσωρινά μέχρι και 50% και η χρυσή λίρα (που η αναλογία της σε δραχμές ήταν το 1939 μία προς 335, αλλά τον Οκτώβριο του 1942 είχε φτάσει μία προς 600.000), έπεσε ελαφρά, κι ύστερα έμεινε σταθερή για τους επόμενους πέντε μήνες. Περισσότερα αγαθά εμφανίστηκαν για ένα διάστημα στην ελεύθερη αγορά, αλλά η κύρια υπόθεση του Νοϊμπάχερ αποδείχτηκε λανθασμένη. Η κατάσταση στη Μεσόγειο χειροτέρεψε για τον Άξονα μέσα στο 1943, με την ήττα και την εκδίωξή του από τη βόρεια Αφρική την 1η Μαΐου. Προβλέποντας απόβαση των Συμμάχων στην Ελλάδα, ο Χίτλερ διέταξε αύξηση των γερμανικών δυνάμεων στα Βαλκάνια. Αμέσως, ο Λέερ διέκοψε τη συνεργασία του με τον Νοϊμπάχερ και τα έξοδα Κατοχής κι ο υπερπληθωρισμός ξανάρχισαν να καλπάζουν προς τα επάνω με ανανεωμένη ορμή. Τον Μάιο του 1943, σε μια ύστατη προσπάθεια ν' αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και να σταθεροποιήσει τις τιμές, ο Νοϊμπάχερ απέσπασε την έγκριση του Βερολίνου να πουλήσει Digitized by 10uk1s
μια περιορισμένη ποσότητα χρυσού στην ελεύθερη αγορά για να απορροφήσει δραχμές και να μειώσει τον πληθωρισμό. Για άλλη μια φορά είχε πρόσκαιρη επιτυχία, μειώνοντας την τιμή της χρυσής λίρας στις 340.000 δραχμές. Καθώς όμως δεν υπήρχαν επαρκή αποθέματα σε χρυσό για να στηρίξει το πρόγραμμά του, η τιμή της λίρας άρχισε ξανά ν' ανεβαίνει: έως τον Απρίλιο του 1944, είχε φτάσει τα 35.500.000 δραχμές 32. Αυτό όμως δεν είχε και μεγάλη σημασία, καθώς η οικονομία βασιζόταν πια στις ανταλλαγές. Απλώς, ο γερμανικός χρυσός εξαφανίστηκε μέσα στις τσέπες Ελλήνων σπεκουλαδόρων, κι ο πληθωρισμός συνέχισε απτόητος την ανοδική πορεία του. Έχοντας συνειδητοποιήσει την αποτυχία του να προστατέψει τη χώρα του, και μη θέλοντας να υπηρετεί άλλο ως «νεκροθάφτης» 33 ο Τσολάκογλου παραιτήθηκε για «λόγους υγείας» τον Δεκέμβριο του 1942. Η παραίτησή του προκάλεσε μια σύντομη διαμάχη μεταξύ Γερμανών και Ιταλών για τη διαδοχή του. Οι Ιταλοί προωθούσαν τον προστατευόμενό τους, τον Γκοτζαμάνη, που ήταν ένας εξέχων Σλαβομακεδόνας αντιβενιζελικός της προπολεμικής περιόδου. Μεταξύ των συνεργατών του εχθρού, ήταν ίσως ο πιο κοντινός στον Άξονα κι ο πιο μισητός στους Έλληνες 34. Οι Γερμανοί αντιτάχθηκαν στο διορισμό του, και δόθηκε μια συμβιβαστική λύση στο πρόσωπο του Λογοθετόπουλου, που ήταν καθηγητής της Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας κι είχε σπουδάσει στη Γερμανία. Είχε υπηρετήσει στην κυβέρνηση Τσολάκογλου ως υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών, ύστερα από αίτημα του ίδιου του στρατηγού. Οι απόψεις κι οι στόχοι του ταυτίζονταν με του Τσολάκογλου, δεν είναι όμως φανερό το γιατί πίστευε ότι θα μπορούσε να αποδώσει περισσότερο από τον στρατηγό. Οπωσδήποτε, αντικαταστάθηκε τον Απρίλιο του 1943 από τον Ράλλη, ο οποίος άρχισε μια καινούρια φάση στη συνεργασία με τον εχθρό. Ανάμεσα στους λιγοστούς γνήσιους φασίστες, περιλαμβάνονταν κι ο Γεώργιος Μερκούρης, που είχε δεσμούς με τους Ιταλούς, ο Δρ. Σπύρος Στηροδήμας κι ο Αλέξανδρος Γιάνναρης. Ο Ράλλης εκπροσωπούσε κάτι διαφορετικό. Τα κίνητρα τόσο του ίδιου όσο κι εκείνων που τον υποστήριζαν, προέρχονταν από το φόβο τους για την άνοδο του υπό κομμουνιστική καθοδήγηση ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που είχε εμφανιστεί ως ένα ισχυρό, με πανεθνική εμβέλεια αντιστασιακό κίνημα, κατά τους πρώτους μήνες του 1943. Η απειλή του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, έκανε τις γερμανικές αρχές ν' αλλάξουν τον προσανατολισμό της προπαγάνδας τους. Αφού τα συνθήματά τους κατά της προδοτικής «πονηράς Αλβιόνος» απέτυχαν, οι Γερμανοί συνάντησαν μεγαλύτερη επιτυχία διακηρύσσοντας πως το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ήταν μια μπολσεβίκικη οργάνωση, κατευθυνόμενη από τη Μόσχα. Η νέα αυτή τακτική εκμεταλλεύτηκε το φόβο που αισθάνονται οι Έλληνες εθνικόφρονες για τον Κομμουνισμό και διέβρωσε την τακτική του «περιμένετε να δούμε» του προπολεμικού πολιτικού κόσμου. Βέβαια, κανένας σημαντικός προπολεμικός πολιτικός ηγέτης δεν προσφερόταν ακόμα για να τεθεί επικεφαλής μιας κυβέρνησης φιλικής προς τον Άξονα. Υπήρχαν όμως αρκετοί πρόθυμοι να οργανώσουν και να ηγηθούν σε δυνάμεις εξοπλισμένες από τον Άξονα, που θα πολεμούσαν τον «Κομμουνισμό». Κατά την άποψή τους, η συνεργασία αυτή δεν ήταν «γερμανόφιλη», αλλά «αντικομμουνιστική». Κι ωστόσο, αυτή η φαντασίωση τους επέτρεπε να υπηρετούν τους σκοπούς των Ναζί. Στην πρώτη φάση της συνεργασίας με τον εχθρό, οι συνεργαζόμενοι είχαν δεσμούς με δευτερεύοντα πρόσωπα του καθεστώτος Μεταξά και των αντιβενιζελικών κύκλων. Η αντικομμουνιστική έκκληση, όμως, διαπέρασε τις κομματικές γραμμές και στρατολόγησε οπαδούς τόσο από το αντιβενιζελικό, όσο κι από το βενιζελικό στρατόπεδο. Ο όρος «Τάγματα Ασφαλείας» είναι ένας γενικός όρος που έφτασε να εννοεί όλες τις ένοπλες μονάδες τις οποίες στρατολόγησαν οι Γερμανοί για να στηρίξουν την Κατοχή ενάντια στην Αντίσταση. Ωστόσο, υπήρχαν τρία είδη ενόπλων συνεργατών: εθελοντές, Εύζωνοι επίλεκτοι, και τοπικές πολιτοφυλακές με εθνικές μειονοτικές ρίζες. Κατά τη Digitized by 10uk1s
διάρκεια της Κατοχής, οι Γερμανοί εξόπλισαν συνολικά 18.000 άντρες περίπου. Ένα μέρος τους προερχόταν από τις εθνικές μειονότητες, Βλάχους, Τσάμηδες και Σλαβομακεδόνες, που είχαν υποστεί διακρίσεις στα προπολεμικά χρόνια και χρησιμοποίησαν την ευκαιρία που τους πρόσφερε η Κατοχή για να οπλιστούν ενάντια στα παλιά αφεντικά τους και να αυτονομηθούν. Μια άλλη πηγή εθελοντών ήταν οι πολιτικοί κι οι στρατιωτικοί που είχαν αρχίσει να φοβούνται την αυξανόμενη δύναμη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ή που είχαν επιζήσει από βίαιες συμπλοκές με τον ΕΛΑΣ. Αυτοί οι τελευταίοι, αποτέλεσαν τα κατ' εξοχήν Τάγματα Ασφαλείας. Στα τέλη του 1942, οι βενιζελικοί στρατηγοί Πάγκαλος και Γονατάς προσφέρθηκαν να σχηματίσουν ένοπλες μονάδες από άντρες του τακτικού στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας, που θα υπηρετούσαν δυο πολιτικούς στόχους: άμεσος στόχος των ταγματασφαλιτών, μεταμφιεσμένος κάτω από το πρόσχημα της «τήρησης του νόμου και της τάξης», ήταν να παρεμποδίσουν την άνοδο του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στην εξουσία. Αργότερα, μετά το τέλος του πολέμου, οι Πάγκαλος και Γονατάς σχεδίαζαν να χρησιμοποιήσουν τα τάγματα για να εμποδίσουν την επιστροφή του βασιλιά. Παρόλο που κανένας τους δεν ήταν πρόθυμος να σχηματίσει μια κυβέρνηση συνεργατών, ο Γονατάς μελέτησε στα σοβαρά την ιδέα, αλλά σύντομα την απέρριψε στις αρχές του 1943 35. Στη συνέχεια, ο κλήρος έπεσε στον Ράλλη. Οι Γονατάς και Πάγκαλος, όμως, έπαιξαν ρόλο στην οργάνωση των Ταγμάτων Ασφαλείας, που στρατολόγησαν τους άντρες τους από τον τακτικό στρατό και τη χωροφυλακή. Ο Ράλλης, γόνος μιας διακεκριμένης οικογένειας αντιβενιζελικών που είχε υποστηρίξει τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α', στα χρόνια 1932-3 είχε υπηρετήσει στην πρώτη κυβέρνηση Τσαλδάρη, όπου είχε συνεργαστεί με τον πρώην βενιζελικό Κονδύλη. Ο Άλτενμπουργκ είδε τον Ράλλη σαν ιδανικό υποψήφιο. Ήταν ένας μοναρχικός με δεσμούς στη συντηρητική μερίδα των βενιζελικών, κι έδειχνε ότι μπορούσε να κατορθώσει το ως τότε ακατόρθωτο: να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ βενιζελικών κι αντιβενιζελικών και να σχηματίσει ένα κοινό αντικομμουνιστικό μέτωπο ενάντια στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ 36 . Στην πραγματικότητα, ο Ράλλης μάλλον δεν ήταν ο καλύτερος υποψήφιος για ν' αναλάβει αυτή την ευθύνη. Στις αρχές του 1943, όμως, ο Άλτενμπουργκ καταλάβαινε ότι έπρεπε να κινηθεί, γιατί η άνοδος του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ απειλούσε να εξαφανίσει τον προπολεμικό πολιτικό κόσμο, ο οποίος είχε αρχίσει να φοβάται πως δε θα επιβιώσει. Το βασικό ενδιαφέρον του Ράλλη στην ανάληψη της πρωθυπουργίας ήταν ο σχηματισμός ενόπλων μονάδων που θα πολεμούσαν τους «Κομμουνιστές», και μολονότι απέτυχε να «γεφυρώσει το χάσμα» μεταξύ βενιζελικών κι αντιβενιζελικών, όπως έλπιζε ο Άλτενμπουργκ, κάποιοι βενιζελικοί μπήκαν πραγματικά στην κυβέρνησή του. Ο Αναστάσιος Ταβουλάρης, που είχε υπηρετήσει τη δικτατορία του Πάγκαλου στα 1925, έγινε σύντομα γνωστός ως «ο άνθρωπος του Πάγκαλου» στην κυβέρνηση του Ράλλη, κι ο διευθυντής του ραδιοφώνου του κουίσλιγκ Ιωάννης Βουλπιώτης στρατολόγησε βενιζελικούς αξιωματικούς από τον ΕΔΕΣ Αθήνας 37. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Ράλλης δημοσίευσε στις 7 Απριλίου 1943 ένα νόμο για τη συγκρότηση τεσσάρων ταγμάτων Ευζώνων, δύο για την Αθήνα και δύο για τη Θεσσαλονίκη. Ο Λέερ κι οι ανώτεροί του στο Βερολίνο, όμως, δίσταζαν ακόμα να εξοπλίσουν ελληνικές μονάδες, φοβούμενοι πως σε μια κρίση θα αυτομολούσαν στους Συμμάχους. Ο φόβος αυτός κατέτρυχε συνεχώς τον Λέερ και τους αξιωματικούς του μέχρι το τέλος της Κατοχής. Ωστόσο, η ανάπτυξη της Αντίστασης και οι συνεχιζόμενες αιτήσεις των υφισταμένων του για ελληνική υποστήριξη, υποχρέωσαν τον Λέερ να εγκρίνει το σχηματισμό ενός εθελοντικού τάγματος στη Θεσσαλονίκη, υπό τον Έλληνα φασίστα Γεώργιο Πούλο. Το τάγμα συνεργάστηκε σε επιχειρήσεις κατά των ανταρτών, και «συμπεριφέρθηκε με αγριότητα μεγαλύτερη κι από των Γερμανών ενάντια στους τοπικούς πληθυσμούς» 38.
Digitized by 10uk1s
Παρόλο που ο Ράλλης βιαζόταν να προχωρήσει, ο Λέερ έκανε αργές κινήσεις μέχρι την ιταλική παράδοση στις 9 Σεπτεμβρίου 1943. Η αύξηση της αντιστασιακής δραστηριότητας εκείνο το καλοκαίρι, και οι ελλείψεις των γερμανικών στρατευμάτων, ανάγκασαν τον Λέερ να συμφωνήσει με τον υποστράτηγο Χέλμουτ Φέλμι για τη συγκρότηση ενός «προσωρινού σχηματισμού» χιλίων αντρών, «ελληνικού εθνικιστικού ελεύθερου σώματος», αφού θα δίνονταν πρώτα επαρκείς «εγγυήσεις». Ο Χίτλερ ενέκρινε το σχέδιο στις 13 Νοεμβρίου, αλλά περιόρισε τον εξοπλισμό των Ελλήνων σε ελαφρά όπλα κι απαγόρευσε την τοποθέτηση οπλισμένων Ελλήνων σ' οποιαδήποτε θέση της πρώτης γραμμής όπου πιθανόν να βρίσκονταν αντιμέτωποι με ενδεχόμενη απόβαση των Συμμάχων39. Σύντομα, όμως, οι οδηγίες αυτές διευρύνθηκαν. Στα μέσα Μαρτίου, η δύναμη των Ευζώνων ήταν 453 αξιωματικοί, 684 υπαξιωματικοί και 1.199 οπλίτες, ενώ τον Ιούλιο του 1944 είχε φτάσει τους 532 αξιωματικούς, 656 υπαξιωματικούς και 4.563 οπλίτες, οργανωμένους σε δυο συντάγματα των τριών ταγμάτων το καθένα. Οι μονάδες αυτές, είχαν οργανωθεί από έναν πρώην βενιζελικό και συνεργάτη των Πάγκαλου και Ζέρβα, τον συνταγματάρχη Βασίλη Ντερτιλή. Το ένα σύνταγμα είχε την έδρα του στην Αθήνα και το άλλο στο Αγρίνιο, ενώ ένα τρίτο οργανώθηκε στην Πάτρα40. Στην Πελοπόννησο, οι Γερμανοί συγκρότησαν τέσσερα Τάγματα Ασφαλείας από εθελοντές Έλληνες χωροφύλακες, συνολικής δύναμης 3.370 αντρών, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Διονυσίου Παπαδόγκονα. Οι μονάδες αυτές τοποθετήθηκαν στη Σπάρτη, το Γύθειο, την Καλαμάτα και την Τρίπολη. Ο Λέερ όμως αρνήθηκε να θέσει τις δυνάμεις αυτές κάτω από την κυβέρνηση Ράλλη. Στη βορειοδυτική και βόρεια Ελλάδα, οι Γερμανοί οργάνωσαν μειονοτικές πολιτοφυλακές με Τσάμηδες της Ηπείρου (1.000) και Βλάχους και Σλαβομακεδόνες (ή «Βουλγαρομακεδόνες», όπως τους αποκαλούσαν οι γερμανικές αρχές, κι ήταν τρία τάγματα των χιλίων αντρών). Οι πολιτοφυλακές αυτές αποδείχτηκαν αδύναμες, και οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να βασιστούν σ' αυτές γιατί υπέφεραν από μια διαρκή εσωτερική αποσύνθεση. Περισσότερο αξιόπιστες και χρήσιμες πολιτοφυλακές βρήκαν οι Γερμανοί στις οργανώσεις που έφτιαξαν στη βόρεια Ελλάδα με Πόντιους πρόσφυγες, που οι ιστορικές εμπειρίες τους και η χρήση της τούρκικης γλώσσας τους έκαναν να ζουν χωριστά από τους γείτονές τους. Οι Πόντιοι αυτοί, χρησιμοποιούσαν γερμανικά όπλα για να υπερασπίζουν τα χωριά τους από τον ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Γερμανικά ντοκουμέντα καταγράφουν 5.533 Ποντίους υπό τα γερμανικά όπλα, ενωμένους κάτω από μια οργάνωση-ομπρέλα με την ονομασία Ελληνικός Εθνικός Στρατός (ΕΕΣ), στην οποία κυριαρχούσαν οι Κισάμπατζακ, Μιχάλαγας και Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος 41. Και οι τρεις τύποι των ενόπλων συνεργατών εξαρτιόνταν απόλυτα από τους Γερμανούς και οργανώνονταν, εφοδιάζονταν, τρέφονταν, οπλίζονταν και διοικούνταν από τον Ανώτατο Αρχηγό της Αστυνομίας των Ες Ες (HSSPF) για την Ελλάδα, Βάλτερ Σιμάνα, από τον Φεβρουάριο του 1944. Τα τάγματα των Ευζώνων και των χωροφυλάκων αποδείχτηκαν συνεργάσιμα και αποτελεσματικά στο πεδίο της δράσης, φρουρώντας στρατιωτικές εγκαταστάσεις, παίρνοντας μέρος σε μεγάλες επιχειρήσεις κατά των ανταρτών σε αγροτικές και αστικές περιοχές, και αναλαμβάνοντας αντίποινα κατά του ελληνικού πληθυσμού. Οι ενέργειές τους αυτές, έσωσαν αρκετό γερμανικό αίμα. Ο HSSPF Σιμάνα ανέφερε τις εξής απώλειες από την 1η Σεπτεμβρίου 1943 έως την 1η Σεπτεμβρίου 1944 42:
Γερμανοί (SS) Ιταλοί Έλληνες (Τάγματα Ασφαλείας)
Νεκροί Τραυματίες Αγνοούμενοι 69 130 170 23 24 130 637 940 586
Τα γερμανικά αρχεία αποκαλύπτουν ελάχιστα για τα κίνητρα εκείνων που κατατάχθηκαν Digitized by 10uk1s
στους Ευζώνους και τα τάγματα χωροφυλάκων, εκτός από το να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στον έντονο «εθνικισμό» και αντικομμουνισμό τους. Τα βρετανικά και αμερικάνικα αρχεία της πολεμικής περιόδου είναι περισσότερο λεπτομερειακά, αλλά και πάλι δεν εμφανίζεται κάποια ομοιογενής εικόνα. Η συνεργασία των εθνικών μειονοτήτων με τους Γερμανούς γεννήθηκε από την τάση για τακτοποίηση προπολεμικών λογαριασμών. Ο Ράλλης πρόσφερε πολλά κίνητρα για να προσελκύσει πρώην βενιζελικους καθώς και αντιβενιζελικους, και χρησιμοποίησε έντεχνη προπαγάνδα για να ενθαρρύνει τους αξιωματικούς να πιστεύουν ότι οι Σύμμαχοι ενέκριναν την ύπαρξη των ταγμάτων. Η πρότασή του να αποκαταστήσει στις τάξεις του στρατού βενιζελικούς αξιωματικούς που είχαν εκκαθαριστεί το 1935, προσέλκυσε τους πρώτους εθελοντές, αλλά στη συνέχεια οι μοναρχικοί επικράτησαν σε αριθμούς 43 . Μεταξύ άλλων, ο Ράλλης πρόσφερε καλούς μισθούς και αύξησε τα βοηθήματα σε τρόφιμα για τις οικογένειες των εθελοντών. Κι όταν δεν έφταναν αυτά, αξιωματικοί απειλούνταν με φυλάκιση και διακοπή της συνταξιοδότησής τους και των δελτίων τροφίμων τους. Η εκδίκηση για προσωπικές απώλειες που είχαν υποστεί από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, υπήρξε επίσης σημαντικός παράγοντας, όπως στην περίπτωση των επιζώντων της αντάρτικης οργάνωσης 5/42 του συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού που την διέλυσε ο ΕΛΑΣ τον Απρίλιο του 1944 44. Η διοργάνωση και η διοίκηση των ταγμάτων, πάντως, αποδείχτηκε μεγάλος μπελάς για τους Γερμανούς. Τον Σεπτέμβριο του 1943, ο Ράλλης είχε εκπονήσει ένα ευρύ σχέδιο για αναδιοργάνωση, επέκταση και «εκδημοκρατισμό» (ενσωμάτωση δηλαδή των απολυμένων βενιζελικών αξιωματικών) των ελληνικών δυνάμεων ασφαλείας. Το σχέδιο αυτό, το αποκάλυψε στον στρατηγό Χανς Σπάιντελ, Γερμανό Στρατιωτικό Διοικητή των Μετόπισθεν στην Ελλάδα, που όμως δεν μετέφερε την πληροφορία στον Λέερ. Όταν τελικά ο στρατηγός Λέερ έμαθε γι' αυτή την πρόταση στις 24 Φεβρουαρίου, έπαθε σοκ και υποψιάστηκε ότι η κυβέρνηση Ράλλη ετοίμαζε ένα σχέδιο μυστικής επιστράτευσης, που θα στρεφόταν κατά των δικών του δυνάμεων. Επέπληξε τον Σπάιντελ και ανέθεσε τον έλεγχο των ελληνικών ταγμάτων στον Σιμάνα, ο οποίος μέσα στους επόμενους μήνες «αποκεφάλισε» την ελληνική ηγεσία των δυνάμεων ασφαλείας, καταργώντας το ελληνικό υπουργείο Άμυνας και συλλαμβάνοντας τους Πάγκαλο, Γονατά και Ντερτιλή, καθώς και δώδεκα άλλους Έλληνες αξιωματικούς 45. Κατά τρόπο παράξενο, οι συλλήψεις αυτές δεν σταμάτησαν τη διεύρυνση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Αντιθέτως, η μεγαλύτερη ανάπτυξη αυτών των σχηματισμών συνεργατών σημειώθηκε μετά την 1η Μαρτίου 1944, όταν είχε τον πλήρη έλεγχο ο Σιμάνα κι ο Λέερ επέμενε για αυθεντικούς εθελοντές -δεν ήθελε να βασίζονται σε δωροδοκίες, απειλές και δολώματα. Τα τρία τέταρτα των Ποντίων εθελοντών, τα δυο τρίτα των ταγματασφαλιτών και τα δυο τρίτα των Ευζώνων κατατάχτηκαν μετά την 1η Μαρτίου, σε μια περίοδο έντονης πολιτικής δραστηριότητας στην οποία εμπλέκονταν οι αντιστασιακές οργανώσεις, ο ελληνικός πολιτικός κόσμος, η εξόριστη κυβέρνηση κι η Αγγλία. Αυτό, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα -δηλαδή ο αντικομμουνισμός- ήταν σημαντικά εκείνη την περίοδο. Αυτός ο αντικομμουνισμός και η αντίθεση στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ έγιναν μια βολική θεωρία «μπαμπούλας» που δικαιολογούσε τη συνεργασία με τον εχθρό, αρνούμενη κάθε φιλογερμανικό αίσθημα. Καθώς η κατάσταση στη Μεσόγειο στρεφόταν κατά του Άξονα μετά το χειμώνα του 1942-3, ο Χίτλερ άρχισε να ενισχύει την άμυνά του στα Βαλκάνια προετοιμαζόμενος για δυο ενδεχόμενα: μια συμμαχική απόβαση, και την κατάρρευση της Ιταλίας. Παρά τις αντιρρήσεις των στρατηγών του, τοποθέτησε πέντε μεραρχίες στην Ελλάδα, την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού του 1943. Ακόμα και η απόβαση στη Σικελία, στις 10 Ιουλίου, δεν κλόνισε την πεποίθηση του Χίτλερ ότι οι Σύμμαχοι θα χτυπούσαν στα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο, για να στερήσουν τη Γερμανία από ζωτικές πλουτοπαραγωγικές πηγές και για να εγκαταστήσουν αεροδρόμια απ' τα οποία θα χτυπούσαν τις ρουμανικές Digitized by 10uk1s
πετρελαιοπηγές του. Η Ιταλία παραδόθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου κι ο Λέερ εξαπέλυσε την Επιχείρηση Αχζέ, με την οποία αφόπλισε τις ιταλικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Αντίσταση που πρόβαλαν στην Κέρκυρα ο στρατηγός Γκαντίν κι οι άντρες του, οδήγησε στην εκτέλεση του Γκαντίν και των αξιωματικών του. Οι 5.000 επιζήσαντες, στάλθηκαν στο ρωσικό μέτωπο. Αλλού, ο αφοπλισμός ολοκληρώθηκε ήρεμα, κι ο Λέερ επέκτεινε τη δικαιοδοσία του σ' ολόκληρη την κατεχόμενη Ελλάδα. Όσοι Ιταλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι πολέμου, δεν επαναπατρίστηκαν όπως τους το είχε υποσχεθεί ο Λέερ. Αντιθέτως, χιλιάδες Ιταλοί στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια πέθαναν καθώς συγκεντρώνονταν και μεταφέρονταν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου στη Γερμανία και την Ανατολική Ευρώπη. Εβραίοι, ζούσαν στην Ελλάδα από τους αρχαίους χρόνους. Η μεγάλη όμως κοινότητα των Σεφαρντίν της Θεσσαλονίκης αναπτύχθηκε μετά το διωγμό των Εβραίων από την Ισπανία, στα 1942. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, το 1939, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης είχε μειωθεί κι ο συνολικός αριθμός των Εβραίων της Ελλάδας υπολογιζόταν σε 70.000 46. Οι πρώτες αντισημιτικές δραστηριότητες άρχισαν με την καταστροφή της πολιτιστικής ζωής της κοινότητας, τον Απρίλιο του 1941, και την ακολούθησε στρατολόγηση Εβραίων για καταναγκαστική εργασία, που άρχισε στις 13 Ιουλίου 1942. Οι πρώτες εκτοπίσεις άρχισαν στις 13 Φεβρουαρίου της άλλης χρονιάς και, έως τον Αύγουστο του 1943, 46.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης είχαν σταλεί στα στρατόπεδα εξόντωσης. Στο έργο αυτό συνεργάστηκαν κι οι Βούλγαροι στη δική τους ζώνη, κι έτσι εκτοπίστηκαν άλλες 6.000 Ελληνοεβραίοι, αλλά οι Ιταλοί αντέδρασαν, μέχρι που οι Γερμανοί κατέλαβαν και τις ιταλικές ζώνες στις 8 Σεπτεμβρίου 1943. Οι Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλος και Ράλλης διαμαρτυρήθηκαν γι' αυτές τις εκτοπίσεις, αλλά δεν ασκούσαν καμιά επιρροή στο Βερολίνο. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός δεν αρκέστηκε στις διαμαρτυρίες. Κάλεσε τις ελληνικές εκκλησίες να προστατέψουν και να κρύψουν τους Εβραίους, κι ο ίδιος προσωπικά αναμίχθηκε στη διάσωση 250 Εβραιόπουλων. Οι μικρότερες και λιγότερο απομονωμένες εβραϊκές κοινότητες της κεντρικής Ελλάδας, στην πρώην ιταλική ζώνη κατοχής, αντιστάθηκαν ενεργά, κι έτσι εκτοπίστηκαν λιγότερα από τα μισά μέλη τους. Οι ραβίνοι Ελιά Μπαρζιλάι της Αθήνας και Μορντεκάι Πεζάχ του Βόλου πήραν μέρος στην Αντίσταση και συγκέντρωσαν πάνω από 1.300 Ελληνοεβραίους στις ένοπλες ανταρτικές δυνάμεις. Στην Ήπειρο, ωστόσο, το 90% των 1.725 Εβραίων της περιοχής συγκεντρώθηκαν κι εκτοπίστηκαν. Οι κατασχεθείσες ιδιοκτησίες τους και τα αποθέματα τροφίμων, παραδόθηκαν στις ελληνικές αρχές. Μια αναφορά της Μυστικής Γερμανικής Αστυνομίας ισχυρίζεται ότι η ενέργεια αυτή είχε την πλήρη έγκριση του τοπικού ελληνικού πληθυσμού 47. Η εισβολή του Άξονα και η Κατοχή, διέλυσαν τον ήδη κατακερματισμένο προπολεμικό πολιτικό κόσμο. Ένα τμήμα πρώην βενιζελικών κι αντιβενιζελικών ακολούθησε τον βασιλιά στην εξορία και πήρε μέρος στην εξόριστη κυβέρνηση Τσουδερού ή κατατάχθηκε στο μικρό ελληνικό στρατιωτικό σώμα της Μέσης Ανατολής, που οργανώθηκε στα 1942. Άλλοι αντιβενιζελικοί ηγέτες, υπό την ηγεσία του στρατηγού Παπάγου, έμειναν στην Ελλάδα αλλά δεν ανέλαβαν καμιά πρωτοβουλία για την οργάνωση κανονικής αντίστασης κατά του Άξονα. Το ίδιο έπραξαν και οι βενιζελικοί πολιτικοί, με την ηγεσία του Σοφούλη, και στρατιωτικοί με την ηγεσία του Πάγκαλου, που αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στις "μικροενοχλήσεις" της Αντίστασης. Όπως κι ο εξόριστος βασιλιάς αλλά και οι αντιβενιζελικοί που παρέμειναν στην Ελλάδα, έτσι κι αυτοί προτίμησαν να παραμείνουν αδρανείς μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος και να 'ρθει η απελευθέρωση. Αυτή η τακτική αναμονής του προπολεμικού πολιτικού κόσμου εγκατέλειψε τις πολιτικές πρωτοβουλίες στο εσωτερικό της χώρας στα χέρια ελάχιστων και σχετικά άγνωστων πρώην βενιζελικών και, κυρίως, στα χέρια του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Η επιτυχία του ΚΚΕ να δημιουργήσει μετά το 1941 μια αντιστασιακή οργάνωση πανεθνικής κλίμακας, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, απειλούσε να εκτοπίσει εντελώς τον προπολεμικό πολιτικό κόσμο και να Digitized by 10uk1s
μεταμορφώσει την πόλωση μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών, σε πόλωση μεταξύ κομμουνιστών και αντικομμουνιστών. Η επιτυχία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, χώρισε το βενιζελικό στρατόπεδο σε εκείνους που, σαν τον Στέφανο Σαράφη κατατάχτηκαν στο ΕΑΜ/ ΕΛΑΣ, και σε εκείνους που, σαν τον Γεώργιο Παπανδρέου, συμμάχησαν με τους παλιούς αντιβενιζελικούς αντιπάλους τους και σχημάτισαν έναν αντικομμουνιστικό συνασπισμό ενάντια στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Η ηγεσία αυτού του αντικομμουνιστικού συνασπισμού, στράφηκε στην Αγγλία ζητώντας απ' αυτήν να καταστρέψει το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και να επαναφέρει στην εξουσία τον προπολεμικό πολιτικό κόσμο.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III «Ο πρώτος γύρος» Εμφύλιος πόλεμος κατά την Κατοχή Ole L. Smith Η γερμανική εισβολή και η τριπλή κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα που ακολούθησε, δημιούργησαν μια πολιτική κατάσταση που μέχρις ένα ορισμένο σημείο μπορεί να παραλληλιστεί με της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας στο ότι ο αγώνας κατά των δυνάμεων Κατοχής εξελίχθηκε ταυτόχρονα και σε αγώνα εθνικής απελευθέρωσης και εκδημοκρατισμού της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Η κρίση της ελληνικής κοινωνίας που είχε οδηγήσει στη δικτατορία Μεταξά, εξερράγη τώρα κατά πολύ περίεργο τρόπο. Η γερμανική εισβολή και η Κατοχή έριξαν σε πλήρη αναξιοπιστία τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, τις οποίες η έλλειψη οράματος και η εμμονή στα δικά τους πολιτικά παιχνίδια, σε συνδυασμό με έναν έντονο αντικομμουνισμό, είχαν οδηγήσει στο αδιέξοδο του 1936. Κι αυτό, βοήθησε στην πλήρη κατάρρευση της "καθεστηκυίας τάξης" στα 1941. Η αντίσταση ενάντια στον κατακτητή, αποτέλεσε διέξοδο για άλλες πολιτικές δυνάμεις, η φυσική και ειρηνική ανάπτυξη των οποίων είχε εμποδιστεί από το καθεστώς Μεταξά με τα κατασταλτικά του μέτρα και τις δυνάμεις ασφαλείας του. Παράλληλα, μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, που είχαν επί γενιές στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα στις απομονωμένες επαρχίες και τις ορεινές περιοχές της Ελλάδας, ενεργοποιούνταν τώρα, καθώς αποκτούσαν πολιτική συνείδηση στο κενό που άφηνε η απουσία μιας μόνιμης κεντρικής εξουσίας. Το κίνημα της Αντίστασης προσφερόταν ως φυσική διέξοδος στις αυθόρμητες απόπειρες να καλυφθεί το κενό που είχε δημιουργηθεί από την κατάρρευση του οργανωμένου Κράτους, αλλά και στην ανάγκη για ύπαρξη μιας εναλλακτικής λύσης στην παθητική υποταγή ή και τη συνεργασία με τον εχθρό. Η διπλή φύση της Αντίστασης εκφράστηκε δημοσίως στα αιτήματα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου τόσο για απελευθέρωση όσο και για ελεύθερη λήψη αποφάσεων για το μελλοντικό Σύνταγμα της Ελλάδας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) ήταν η καλύτερα οργανωμένη -ίσως, μάλιστα, η μοναδική οργανωμένη- πολιτική δύναμη στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), και το στρατιωτικό κλάδο του, τον ΕΛΑΣ. Η κυριαρχία του πάνω στο κίνημα, μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά με την αδυναμία των αντιπάλων του, που όλοι κινούνταν σε μικρές σοσιαλιστικές ή αγροτικές ομάδες, χωρίς πανεθνικούς κομματικούς οργανισμούς. Το ΚΚΕ δεν χρησιμοποίησε το κίνημα της Αντίστασης σαν κάλυμμα για την επιδίωξη αποκλειστικά κομμουνιστικών στόχων. Έχει λεχθεί, συχνά, ότι το ΚΚΕ εκμεταλλεύτηκε τη θέληση του πληθυσμού για αντίσταση. Ότι οι κομμουνιστές κρατούσαν την ταυτότητά τους μυστική από εχθρούς και φίλους εξίσου. Ότι το ΕΑΜ ήταν ένα κομμουνιστικό μέτωπο με σκοπούς άλλους, και πολύ πιο απειλητικούς από αυτούς που αναφέρονταν στην ιδρυτική διακήρυξή του. Ταυτοχρόνως, όμως, παραβλέπεται εξίσου συχνά το γεγονός ότι οι σκοποί του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της Κατοχής βασίζονταν, και πρέπει να ερμηνεύονται, πάνω στα πλαίσια της πολιτικής ανάλυσης και των αντιλήψεων που διαμορφώθηκαν στην περίοδο των Λαϊκών Μετώπων της δεκαετίας του '30. Στην πραγματικότητα, εκείνο που προσπάθησε να κάνει το ΕΑΜ, μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν μια προσπάθεια για να εφαρμοστούν στην πράξη ιδέες και πολιτικές που είχαν αρχίσει να μορφοποιούνται πριν από το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου. Οργάνωση, δηλαδή, πλατιών αντιφασιστικών συμμαχιών ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα και το μαζικό κίνημα, τις εργατικές ενώσεις και τα λοιπά, σε αντίθεση με την εντελώς σεχταριστική στάση (όπως εκφραζόταν, για παράδειγμα, με την περιγραφή των σοσιαλδημοκρατών ως σοσιαλφασιστών) που ήταν της μόδας πριν από το Έβδομο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομιντέρν του 1935. Μπορεί, ακόμα, Digitized by 10uk1s
να λεχθεί ότι αυτό που συνέβη τον Δεκέμβριο του 1944 υπήρξε αποτέλεσμα της πίεσης που άσκησε το ΚΚΕ στους εταίρους του πέρα από τα όρια της στρατηγικής του Λαϊκού Μετώπου. Το αποτέλεσμα ήταν πως, ενώ το ΕΑΜ κρατήθηκε ενωμένο κατά τη διάρκεια της κρίσης και των συμπλοκών, η συμμαχία του διαλύθηκε αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945), και οι δυνάμεις που είχαν πάρει μέρος σ' αυτό δεν ξαναβρήκαν την ορμή τους παρά μόνο όταν, ξανά το ΚΚΕ, εφάρμοσε το 1945 μια πολιτική πλατιών συμμαχιών στα κινήματα όπως είναι οι εργατικές ενώσεις. Η περιγραφή της Αντίστασης ως «Η Νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», για να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο ενός βιβλίου του πρώην Γραμματέα του ΕΑΜ, του Θανάση Χατζή1, είναι λανθασμένη. Το ΕΑΜ δεν προπαγάνδιζε επανάσταση με τη μαρξιστική έννοια του όρου, ούτε χρησιμοποιούσε σοσιαλιστική προπαγάνδα. Από την πρώτη στιγμή, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ προσπάθησαν να συμπεριλάβουν στο κίνημα φιλελεύθερα αστικά κόμματα και προσωπικότητες, ακόμα και βασιλόφρονες, αρκεί να ήθελαν να πολεμήσουν τον Άξονα. Κριτήριο ήταν ο πατριωτισμός μάλλον, παρά ο επαναστατικός ζήλος. Όλοι οι αστοί πολιτικοί (Παπανδρέου, Σοφούλης, κ.ά.) που κλήθηκαν να συμμετάσχουν, αρνήθηκαν. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να πει κανείς ότι το ΚΚΕ, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Έκτης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής και του Πέμπτου Συνεδρίου του Κόμματος του 1934, επιδίωκε να πραγματοποιήσει μια αστικοδημοκρατική επανάσταση - και μπορούσε ωραιότατα να θεωρεί την πολιτική επιρροή μετά την απελευθέρωση σαν ένα ακόμα μέσο για την επίτευξη αυτού του βραχυπρόθεσμου σκοπού. Εκείνο που «χάθηκε» δεν ήταν η «επανάσταση», αλλά το όραμα της προόδου και της ειρηνικής ανάπτυξης που ήταν ενσωματωμένο στην Αντίσταση. Η εξέλιξη αυτή, μπορεί ίσως να είχε ξεπεράσει το προπολεμικό αδιέξοδο ανάμεσα στα αστικά και φιλελεύθερα κόμματα που μάχονταν το ένα το άλλο χωρίς πρόγραμμα ή αρχές άλλες από την ενίσχυση της δικής τους δύναμης και την καταστροφή του αντιπάλου τους. Κατά γενική ομολογία, υπήρξε δύσκολο να προσδιοριστεί ο ακριβής βαθμός λαϊκής υποστήριξης στο ΕΑΜ. Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και οι εξαρτημένες από αυτό οργανώσεις ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΑΜ Εργατών και ΕΑ (Εθνική Αλληλεγγύη) δεν ήταν, φυσικά, οργανώσεις που έδιναν ταυτότητες στα μέλη τους και κρατούσαν πλήρη μητρώα των υποστηρικτών τους. Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που λένε ότι σε τοπικές συσκέψεις του ΕΑΜ αναφέρθηκαν συγκεκριμένοι αριθμοί και υπολογισμοί της δύναμης των οργανώσεών τους. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτό το υλικό έχει χαθεί ή δεν έχει βγει ακόμα στην επιφάνεια. Όσα λιγοστά στοιχεία έχουμε, είναι υπολογισμοί βασισμένοι σε άγνωστους (για τον ιστορικό, τουλάχιστον) παράγοντες. Δεδομένου ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1944 αριθμούσε 400.000 μέλη 2, το ΕΑΜ μπορεί να είχε οσαδήποτε από 500.000 έως 1.500.000 -μέλη και υποστηρικτές. Ο τελευταίος, είναι ο υψηλότερος αριθμός που δίνεται από τη φιλολογία της εποχής 3 . Το ΕΑΜ, υποστήριζε ότι εκπροσωπούσε την πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού. Δεν μπορούμε να αποδείξουμε λανθασμένο αυτόν τον ισχυρισμό, αλλά σίγουρα το ΕΑΜ δεν μονοπωλούσε τη λαϊκή υποστήριξη. Οι αντιεαμικές δυνάμεις, μάλιστα, ήταν αρκετά ισχυρές για να του δημιουργούν προβλήματα που αυξάνονταν όσο πλησίαζε η απελευθέρωση. Αντίθετοι στο ΕΑΜ δεν ήταν μόνο οι φανατικοί αντικομμουνιστές και βασιλόφρονες. Δεν ήταν μόνο οι προπολεμικοί πολιτικοί δεσμοί και το πελατειακό σύστημα που έκανε τον κόσμο να διαλέγει ανάμεσα στο ΕΑΜ και τις αντίπαλες οργανώσεις ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ, αλλά και οι τοπικές διαφορές και οι εθνολογικοί παράγοντες. Κι ακόμα, η εξέλιξη του αντιστασιακού κινήματος και η τακτική των οργανώσεων έκανε πολλά για να αναγκάσει τον κόσμο να διαλέξει μια από τις δυο πλευρές. Έχει λεχθεί (και αρκετά δικαίως) ότι το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ, με την προσπάθειά τους να μονοπωλήσουν την Αντίσταση και με την αυστηρή προσήλωσή Digitized by 10uk1s
τους στους κανόνες του ανταρτοπόλεμου (κι ιδιαίτερα τη δραστική αντιμετώπιση των λιποτακτών και την ανάληψη δράσης κατά του εχθρού, χωρίς να υπολογίζουν ιδιαίτερα τα αντίποινα κατά του τοπικού πληθυσμού), συνέβαλαν στη δημιουργία έντασης και αντίδρασης. Θα πρέπει ωστόσο να έχουμε κατά νου ότι από την αρχή της ένοπλης Αντίστασης, και οι δυο πλευρές είχαν το βλέμμα στραμμένο στις μεταπολεμικές εξελίξεις. Ο Ναπολέων Ζέρβας, στρατιωτικός ηγέτης του ΕΔΕΣ (Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου), δεν αμφέβαλλε ότι το ΕΑΜ και οι κομμουνιστές έτρεφαν μυστικές φιλοδοξίες για μετά τον πόλεμο τις οποίες ο ίδιος φοβόταν τόσο, ώστε να δίνει μεγαλύτερη σημασία στον αγώνα κατά του ΕΑΜ, παρά στον αγώνα κατά των δυνάμεων των κατακτητών. Το σπέρμα του εμφυλίου πολέμου εμπεριεχόταν από την αρχή στην Αντίσταση, δεδομένης της αφύσικης κατάστασης που είχε δημιουργήσει η δικτατορία Μεταξά, ο φόβος των παλαιών πολιτικών για τους κομμουνιστές, και το πολιτικό κενό που άφηνε η αδύναμη ή και ανύπαρκτη κεντρική εξουσία. Πάντως, η εμφύλια διαμάχη κατά την Κατοχή μόνο σε μια πολύ περιορισμένη έννοια μπορεί να χαρακτηριστεί σαν πρόδρομος του εμφυλίου πολέμου του 1945-9. Οι μάχες που ξέσπασαν τον Οκτώβριο του 1943 μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, προκλήθηκαν από συγκεκριμένα γεγονότα που προέκυψαν από τις λεπτές σχέσεις των δυο οργανώσεων, και η εξάπλωσή τους εξαρτήθηκε από τον αγγλικό και το γερμανικό παράγοντα. Μ' αυτό, δε θέλει κανείς να πει ότι εξετάζοντας το ζήτημα μακροπρόθεσμα, οι συγκρούσεις αυτές δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σαν μια από τις πολλές παραμέτρους οι οποίες οδήγησαν στο γενικότερο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, που εισέδυσε παντού στα 1945-9. Ασφαλώς και συνδέονται μεταξύ τους. Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην ερμηνεύουμε γεγονότα του 1943-4, με βάση αυτά που ξέρουμε ότι συνέβησαν αργότερα. Πολύ συχνά, έχει παρουσιαστεί η υπεραπλοποιημένη άποψη ότι οι συμπλοκές του 1943-4 αποτελούσαν βασικά μια πρώτη απόπειρα για την κατάκτηση της εξουσίας από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ 4. Μαζί μ' αυτή την άποψη, πρέπει ν' απορρίψουμε και την εξίσου επιδερμική ερμηνεία ότι οι συμπλοκές ήταν μια "πρόβα τζενεράλε" που οργάνωσαν οι Άγγλοι για να προετοιμάσουν το τελικό ξεκαθάρισμα με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ όταν θα ερχόταν η Απελευθέρωση 5. Αν και οι Άγγλοι είναι υπεύθυνοι ως ένα βαθμό για την τροπή που πήραν οι συμπλοκές -όπως θα καταδειχτεί λεπτομερειακά- δεν προκάλεσαν εκείνοι τις μάχες. Ούτε και οι βρετανικές αρχές αποπειράθηκαν στα σοβαρά να εκμεταλλευτούν την κατάσταση έχοντας κατά νου μεταπολεμικούς στόχους. Όπως ειπώθηκε ήδη, από την αρχή της ένοπλης αντίστασης στα 1942, υπήρξε στην Ελλάδα βαθιά δυσπιστία ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις. Τη δυσπιστία αυτή, οι Άγγλοι προσπάθησαν να τη μεταχειριστούν με τέτοιο τρόπο ώοτε να ικανοποιηθούν και οι βραχυπρόθεσμοι στόχοι τους -μέγιστη αντίσταση κατά του Άξονα- και οι μακροπρόθεσμοι πολιτικοί στόχοι τους -η Ελλάδα να επανέλθει στο status quo ante bellum, και στο συνηθισμένο ρόλο της μέσα στη σφαίρα της βρετανικής επιρροής. Οι ελληνικές οργανώσεις, γνώριζαν καλά τους βρετανικούς στόχους. Για το λόγο αυτό, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ δεν εμπιστεύονταν τους Άγγλους, κι από την πρώτη στιγμή ενοχλήθηκαν από τη βρετανική παρουσία, στην οποία αντέδρασαν παραπαίοντας ανάμεσα στην επιφυλακτική συνεργασία και την ανοιχτή καχυποψία. Στο μεταξύ, ο Ζέρβας προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοια των Άγγλων, προσφερόμενος να γίνει ο πιστός σύμμαχός τους στη μεταπολεμική πολιτική και, κυρίως, να γίνει ένας κυματοθραύστης απέναντι στον Κομμουνισμό και την επιβολή του στην Ελλάδα τόσο κατά τη διάρκεια, όσο και μετά την Κατοχή. Από την πρώτη του συνάντηση με τους Άγγλους συνδέσμους (BLO), ο Ζέρβας προσπάθησε επίμονα να τους προειδοποιήσει για τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Δεν είναι ωστόσο ξεκάθαρο αν το έκανε από πεποίθηση ή από οπορτουνισμό. Παρόλο που δεν έπεισε την Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων (SOE) στο Κάιρο για την καλή του πίστη, κατόρθωσε τουλάχιστον να έχει τους Digitized by 10uk1s
περισσότερους BLO με το μέρος του. Μέχρι που κατάφερε να πείσει τον ταξίαρχο «Έντι» Μάγιερς, επικεφαλής της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, στις αρχές του 1943, ότι ο ΕΛΑΣ έπρεπε να διαλυθεί, κι ότι ο ΕΔΕΣ ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει αυτό το έργο 6. Εξαιτίας της άνευ όρων συνεργασίας του με τη Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή, είχε από την πρώτη στιγμή την υποστήριξη του Τσώρτσιλ και του Φόρεϊν Όφις, ενώ η SOE, που τον γνώριζε καλύτερα, εξακολουθούσε να διατηρεί επιφυλάξεις. Η εύνοια των Άγγλων προς τον ΕΔΕΣ από το 1942 κιόλας, έπεισε το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ότι ο Ζέρβας και η οργάνωσή του θα χρησιμοποιούνταν κατά του ΕΑΜ, και δεν αμφέβαλλαν καθόλου ότι ο Ζέρβας θα αποδεικνυόταν πρόθυμο πιόνι της βρετανικής πολιτικής. Η αποκαλούμενη «Συμφωνία Εθνικών Ομάδων» που υπογράφτηκε τον Ιούνιο του 1943 ύστερα από προτροπή των Άγγλων, έδειξε για ένα διάστημα ότι θα σταματούσε τις τριβές ανάμεσα στις δυο αντιστασιακές οργανώσεις 7 . Ωστόσο, η προσπάθεια του ΕΔΕΣ να εγκαταστήσει ομάδες του σε περιοχές που βρίσκονταν ντε φάκτο κάτω από τον αποκλειστικό έλεγχο του ΕΛΑΣ, καθώς και το ότι συμπεριλήφθηκαν στον ΕΔΕΣ ακροδεξιοί (θεωρητικά, ο ΕΔΕΣ ήταν αντιμοναρχική οργάνωση) καθώς και η στάση του στην Αθήνα, όπου έδειχνε να συνεργάζεται με τους Γερμανούς, προκάλεσαν μια βαθμιαία σκλήρυνση της στάσης του ΚΚΕ. Τη στάση του αυτή, την επηρέαζαν κι οι ραγδαίες αλλαγές στη γενική πολιτική και στρατιωτική κατάσταση στην Ευρώπη. Έντονη κομμουνιστική προπαγάνδα κατά της εξόριστης κυβέρνησης, του βασιλιά, των ψευδοδημοκρατών, των υποψήφιων τυράννων και Ναπολεόντων (έμμεση πλην σαφής αναφορά στο όνομα του Ζέρβα) 8 προειδοποιούσε τους «δημοκρατικούς πολίτες» για μια αναγέννηση του ελληνικού φασισμού. Ταυτοχρόνως, με διαταγή του Πολιτικού Γραφείου του, το ΚΚΕ εκπονούσε σχέδια που θα του εξασφάλιζαν τον έλεγχο της Αθήνας μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αν και δεν προβλεπόταν ανοιχτή στρατιωτική σύγκρουση με τους Άγγλους 9. Επίσης, γίνονταν μελέτες για την εγκατάσταση μιας κυβέρνησης με πλατιά βάση στις απελευθερωμένες περιοχές 10. Οι προετοιμασίες αυτές αποδείχτηκαν δικαιολογημένες, όταν επέστρεψε με άδεια χέρια η αντιπροσωπεία που είχε σταλεί στο Κάιρο, τον Σεπτέμβριο του 1943. Η αρνητική εικόνα των βρετανικών προθέσεων που έφεραν στην Ελλάδα οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ, σκλήρυνε τη στάση αντιπαράθεσης που είχε εγκαινιαστεί πριν ακόμα γίνει γνωστή η αποτυχία στο Κάιρο 11. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ήταν τώρα πεπεισμένα πως οι Άγγλοι θα προσπαθήσουν να αποκαταστήσουν τη μοναρχία ενάντια στη λαϊκή θέληση, και ότι ο ΕΔΕΣ και η πολύ μικρότερη ΕΚΚΑ θα χρησιμοποιούνταν ως κάλυμμα σ' αυτή την επιχείρηση. Το γεγονός μάλιστα ότι δεν στάλθηκε ξανά στην Ελλάδα ο ταξίαρχος Μάγιερς και ότι τη θέση του πήρε ο «Κρις» Γουντχάουζ, την ανάκληση του οποίου είχε ζητήσει νωρίτερα το ΕΑΜ, ήταν επαρκείς ενδείξεις για το ΕΑΜ, πως οι Άγγλοι σχεδίαζαν να κινηθούν εναντίον του 12. Ένας ανοιχτός πόλεμος προπαγάνδας του ΕΔΕΣ κατά του ΕΑΜ, αύξησε την ένταση ανάμεσα στα δυο μέρη. Την ίδια στιγμή, κυκλοφόρησαν φήμες -μερικές από τις οποίες ήταν βρετανικής προέλευσης-ότι κόντευε η αποχώρηση των Γερμανών. Πράκτορες του ΚΚΕ στο γερμανικό στρατόπεδο ανέφεραν ότι σημειώνονταν μεγάλες μετακινήσεις στρατευμάτων. To BBC μετέδιδε την ιταλική παράδοση και τη βρετανική κατοχή πολλών νησιών του Αιγαίου, ενώ το Ράδιο Μόσχα διακήρυσσε τις μεγάλες νίκες του Ερυθρού Στρατού στη λεκάνη του Ντόνετς και στο μέτωπο του Κουμπάν 13. Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1943, και οι μετριοπαθείς του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, όπως ο Παντελής Σίμος Καραγκίτσης, και τα γεράκια όπως ο Άρης Βελουχιώτης (το πιο διάσημο μέλος της τριανδρίας που διοικούσε τον ΕΛΑΣ) πρότειναν να παρθούν στρατιωτικά μέτρα και να χαραχτεί γραμμή περισσότερο άμεσης αντιπαράθεσης. Ο Άρης έφτασε μέχρι του σημείου να χαρακτηρίσει τους Άγγλους μεγαλύτερο κακό από τους Γερμανούς, και να τους αποκαλεί φασίστες με άλλο όνομα. Digitized by 10uk1s
Πρότεινε, λοιπόν, να δοθεί τελεσίγραφο στον ΕΔΕΣ και στην ΕΚΚΑ: Είτε θα σχημάτιζαν κοινό μέτωπο ενάντια σ' οποιαδήποτε προσπάθεια επιστροφής του βασιλιά, είτε θα τους διέλυαν με τη βία 14. Ωστόσο, η συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου της 1ης Οκτωβρίου 1943, δεν πήρε κάποια απόφαση υπέρ του εμφυλίου πολέμου. Η ανακοίνωση που εκδόθηκε, άφηνε ακόμα ελπίδες για την αποφυγή του, κάνοντας έκκληση στους δημοκρατικούς (με την έννοια ότι ήταν αντιμοναρχικοί, αντίθετοι στη βασιλεία, και υπέρ της λαϊκής συμμετοχής στην πολιτική) αξιωματικούς του ΕΔΕΣ, κι ακόμα δίνοντας έμφαση στην ενότητα της Αντίστασης, ενάντια στην Πέμπτη Φάλαγγα των κατακτητών, τους συνεργάτες του εχθρού, μερικοί από τους οποίους μπορούσαν να βρεθούν στην οργάνωση Αθήνας του ΕΔΕΣ 15. Ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ, φαίνεται ότι αντέδρασαν χλιαρά στην έκκληση για κοινό μέτωπο κατά της μοναρχίας. Προφανώς, και οι δυο αυτές οργανώσεις αντιμετώπιζαν το ζήτημα της επιστροφής του βασιλιά σαν λιγότερο άμεσο από την απειλή να κυριαρχήσει στη χώρα το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ -αυτό, τουλάχιστον, είπαν στον Γουντχάουζ 16. Εν όψει της επικείμενης αναμέτρησης με τον ΕΛΑΣ, ο Ζέρβας άρχισε να κάνει διστακτικές κινήσεις για να υπάρξει μια «κατανόηση» με τους Γερμανούς, εκμεταλλευόμενος μια ιδιωτική πρωτοβουλία του εκπροσώπου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στα Γιάννινα, ο οποίος ήθελε να αποτρέψει γερμανικές ενέργειες κατά του άμαχου πληθυσμού. Σύμφωνα μ' αυτή την πρόταση, τα αντιστασιακά κινήματα θα σταματούσαν τη δράση τους κατά των Γερμανών, οι οποίοι υποτίθεται ότι δεν είχαν εδαφικές βλέψεις στην Ελλάδα, και θα αποσύρονταν στο τέλος του πολέμου. Κι ενώ η αρχικά θετική ανταπόκριση των τοπικών διοικητών του ΕΛΑΣ απορρίφθηκε ξερά από το αρχηγείο του ΕΛΑΣ, ο Ζέρβας άρχισε παρατεταμένες επαφές που τις διέκοψαν οι Γερμανοί μόνο όταν αντιλήφθηκαν ότι υπήρχε βρετανική ανάμιξη, που είχε για σκοπό την καθυστέρηση των εκκαθαριστικών επιχειρήσεών τους. Τελικά, όμως, στον Ζέρβα -που ήταν πρόθυμος να συνεχίσει αυτές τις επαφές με τους Γερμανούς για ν' αποφύγει τον πόλεμο σε δυο μέτωπα- απαγορεύτηκε από το Κάιρο να συνεχίσει τις συνομιλίες 17. Κανονικές εχθροπραξίες ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ ξέσπασαν στις αρχές του Οκτωβρίου. Ύστερα από μια συμπλοκή στο Τσεπέλοβο, στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου, ο τοπικός διοικητής του ΕΔΕΣ διέταξε τη σύλληψη διαφόρων αξιωματούχων του ΕΑΜ, κι ανάμεσά τους και του Σίμου Καραγκίτση. Ο Άρης, τότε, διέταξε τη διάλυση των ομάδων του ΕΔΕΣ στη Θεσσαλία. Κι ύστερα από βιαστικές συνεννοήσεις μεταξύ των Γιώργη Σιάντου (συναρχηγού με τον Ιωαννίδη του ΚΚΕ), Αντρέα Τζίμα (Πολιτικού Κομισσάριου του ΕΛΑΣ) και Άρη, τέσσερις μεραρχίες του ΕΛΑΣ κατευθύνθηκαν κατά του ΕΔΕΣ. Στις 12 Οκτωβρίου, η Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή έμαθε ότι το ΕΑΜ ήταν σε πόλεμο με τον ΕΔΕΣ, εξαιτίας των προκλήσεων του τελευταίου και της συνεργασίας του με τον εχθρό. Η αγγλική αντίδραση ήταν -το λιγότερο- διφορούμενη. Ο Ζέρβας, σε τηλεγράφημά του στο Κάιρο, στις 9 Οκτωβρίου, ισχυρίστηκε ότι το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε ανακηρύξει τη δικτατορία του προλεταριάτου, κι ότι αυτός θ' απελευθέρωνε τώρα την Ελλάδα απ' το ΕΑΜ. Την επόμενη μέρα, ο Ζέρβας απηύθυνε έκκληση για μεγαλύτερη υποστήριξη του εθνικισμού στα Βαλκάνια, αναφερόμενος προφανώς στον Σέρβο αντικομμουνιστή ηγέτη Ντράζα Μιχαήλοβιτς, με τον οποίο προσπαθούσε να συνεργαστεί18. Ο Γουντχάουζ ζήτησε οδηγίες από το Κάιρο, αλλά πήρε την απάντηση ότι οι Βρετανοί αξιωματικοί σύνδεσμοι δεν πρέπει να αναμιχθούν στη διαμάχη, αλλά «να κάθονται πάνω στο φράχτη και να χαμογελάνε και προς τις δυο πλευρές». Μόλο που εκείνη τη στιγμή ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών Άντονι Ήντεν βρισκόταν στο Κάιρο καθ' οδόν προς τη Μόσχα όπου θα γινόταν η διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών, η SOE δεν του είπε τα νέα για τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα Digitized by 10uk1s
παρά μόνο τη στιγμή που έφευγε, ίσως για να μην προκαλέσει κάποια έντονη αντίδραση του Φόρεϊν Όφις σε κάτι που μπορεί να ήταν ένα μεμονωμένο επεισόδιο χωρίς ευρύτερες επιπτώσεις. Κι εκείνη τη στιγμή, η βρετανική αντίδραση περιορίστηκε στο να σταματήσει τις αποστολές εφοδίων και στις δυο πλευρές, και να περιμένει να συνεννοηθεί με τον Ήντεν κατά την επιστροφή του από τη Μόσχα 19. Ωστόσο, ο θάνατος του BLO υπολοχαγού Χάμπαρντ, που χτυπήθηκε από αδέσποτη σφαίρα του ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων στο Βάλτο, είχε ως αποτέλεσμα τη σκλήρυνση της βρετανικής στάσης. Ο Τσώρτσιλ χρησιμοποίησε το περιστατικό σαν στοιχείο κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ενώ ο στρατηγός Ουίλσον, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, εξέδωσε μια αυστηρή νότα με την οποία ζητούσε οι ένοχοι να εκτελεστούν αμέσως, και κάθε επίθεση εναντίον BLO να αντιμετωπίζεται σαν έγκλημα πολέμου. Στο ίδιο κείμενο, ζητούσε να σταματήσουν αμέσως οι συμπλοκές ανάμεσα στις δυο οργανώσεις, γιατί αλλιώς θα διακοπτόταν η αποστολή εφοδίων. Ο ΕΛΑΣ, είχε πια διώξει τον Ζέρβα πέρα από τον Αχελώο, κι είχε αφοπλίσει την ιταλική μεραρχία Πινερόλο. Έτσι, απέρριψε το τελεσίγραφο του Ουίλσον, και κατηγόρησε τον Ζέρβα ως μοναδικό υπεύθυνο για τη σύγκρουση, επειδή συνεργαζόταν με τους Γερμανούς. Από την πλευρά του, ο Ζέρβας απαίτησε να αναγνωριστεί ως επιτιθέμενος ο ΕΛΑΣ, και να διαταχθεί να επιστρέψει στις προ των επεισοδίων θέσεις του. Γερμανικές επιχειρήσεις που άρχισαν στις 17 και 18 Οκτωβρίου, περιέπλεξαν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Ο ΕΛΑΣ δεν ήθελε να συνεργαστεί με τον ΕΔΕΣ κατά των Γερμανών, αλλά θεωρούσε πρωταρχικό του στόχο τον ΕΔΕΣ. Εκείνος, πάλι, ανταπέδωσε τα ίσα αντιμετωπίζοντας ως κύριο εχθρό του τον ΕΛΑΣ, και προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες του κατά τη γερμανική επίθεση. Το Κάιρο αναγνώρισε την κατάσταση εμφυλίου πολέμου με μια έκκληση του Ουίλσον προς τους αντιμαχόμενους να σταματήσουν τις εχθροπραξίες. Προσεκτικά, δεν έριχνε το φταίξιμο σε καμιά από τις οργανώσεις, αλλά αυτό προκάλεσε έντονη αντίδραση του Ρέτζιναλντ Λήπερ, πρεσβευτή της Βρετανίας στην ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου. Στην επιστολή του, ο πρεσβευτής τασσόταν υπέρ μιας πλήρους διακοπής των σχέσεων με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, κι απαιτούσε να επαναληφθεί η αποστολή εφοδίων στον Ζέρβα. Η SOE κατάφερε ξανά ν' αποφύγει μια ρήξη με το ΕΑΜ, αλλά ο Λήπερ συνέχισε την εκστρατεία του για μονομερή υποστήριξη του Ζέρβα με τηλεγραφήματα στο Λονδίνο και στον Ήντεν στη Μόσχα, ισχυριζόμενος ότι ο Ζέρβας πολεμούσε κατά των Γερμανών, κι ας τον μαχαίρωνε πισώπλατα ο ΕΛΑΣ. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν άφθονα στοιχεία από τα γερμανικά αρχεία ότι ο γερμανικός στρατός έδρασε κυρίως κατά «KOMMUNISTISCHE BANDEN» 20. Από την άλλη πλευρά, ο Ζέρβας κάθησε φρόνιμος στο μεγαλύτερο διάστημα του Νοεμβρίου, και δε δοκίμασε να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του ΕΛΑΣ. Οι συμπλοκές με τον ΕΛΑΣ και τους Γερμανούς είχαν κοστίσει αρκετά στις δυνάμεις του Ζέρβα, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε ο αξιωματικός σύνδεσμός του, ο Τομ Μπαρνς, να φοβάται ότι οι δυνάμεις του θα χρειαζόταν ίσως να εκκενώσουν την περιοχή με πλοία. Καθώς όμως ο Ζέρβας είχε το αρχηγείο του πολύ κοντά στις γερμανικές θέσεις, ο ΕΛΑΣ δεν τολμούσε να τον πειράξει. Τη σύμπτωση αυτή τη σημείωσε ο Μπαρνς, που πια άρχισε να υποψιάζεται ότι μπορεί ο Ζέρβας να είχε κάποια συμφωνία με τους Γερμανούς 21. Η υποψία αυτή δεν επέδρασε καθόλου στη βρετανική υποστήριξη. Ο Λήπερ παραπονιόταν πως η SOE κι ο Ουίλσον ήθελαν ακόμα να επαναλάβουν την αποστολή εφοδίων στον ΕΛΑΣ, και έλπιζε ότι επιστρέφοντας ο Ήντεν από τη Μόσχα, θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Στη συνεδρίαση της Επιτροπής Άμυνας Μέσης Ανατολής, στις 7 Νοεμβρίου, οι βρετανικές αρχές αναγκάστηκαν ν' αναγνωρίσουν ότι μια αντιπαράθεση με το ΕΑΜ θα ήταν δυνατή Digitized by 10uk1s
μόνο αν το πρόβλημα του βασιλιά Γεωργίου έπαυε να ενισχύει την κομμουνιστική προπαγάνδα. Γι' αυτό, αποφασίστηκε να αποσπάσουν μια δήλωση του βασιλιά στην οποία να καταγγέλλει το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, αλλά και να υπόσχεται ότι δε θα επέστρεφε στη χώρα αμέσως μετά την απελευθέρωση. Στο Λονδίνο, ο Ήντεν εξήγησε στην Πολεμική Κυβέρνηση ότι η παραπέρα υποστήριξη προς το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ θα είχε ελάχιστες στρατιωτικές επιπτώσεις. Κι ακόμα, ότι μια που το 80 τοις εκατό του ελληνικού πληθυσμού ήταν κατά του βασιλιά, η άκρα Αριστερά είχε ένα πολύ εύκολο παιχνίδι να παίξει, εκτός κι αν ο βασιλιάς ξεκαθάριζε ότι θα αναβάλει την επιστροφή του μέχρι να αποφασιστεί με δημοψήφισμα το μελλοντικό Σύνταγμα της χώρας. Ο βασιλιάς Γεώργιος, ωστόσο, δεν ήθελε να δεσμευτεί σε κάτι τέτοιο. Υποστηριζόμενος από τον Αμερικανό Πρόεδρο Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ, αλλά και από τον Τσώρτσιλ, δημοσίευσε μόνο μια αόριστη υπόσχεση ότι θα μελετήσει ξανά την κατάσταση με την απελευθέρωση. Κι έτσι, τα σχέδια των Άγγλων για διακοπή σχέσεων με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δεν οδήγησαν πουθενά 22. Αντί γι' αυτό, οι βρετανικές αρχές στο Κάιρο μελετούσαν σοβαρά την ιδέα μείωσης των αντιστασιακών δυνάμεων κατά 40 τοις εκατό. Όμως, η αξιοσημείωτη αυτή πρόταση δεν ανακοινώθηκε δημοσίως πριν μαθευτεί ότι ο Γουντχάουζ είχε θετική ανταπόκριση στην πρότασή του για ανακωχή. Ακόμα κι ο Λήπερ αναγνώρισε πως οι Άγγλοι θα έπρεπε να ανεχθούν κι άλλο το αντάρτικο. Κατά πάσα πιθανότητα, αναγκάστηκε να το κάνει επειδή το Φόρεϊν Όφις αμφισβητούσε -και δικαίως- τη λογική της προτεινόμενης μείωσης, μια που δεν υπήρχε εγγύηση ότι θα τη δεχόταν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ενώ οι ψυχολογικές επιπτώσεις της πρότασης στην Ελλάδα μπορεί να ήταν επιβλαβείς. Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και το Φόρεϊν Όφις έκαναν μια δημόσια έκκληση για ενωμένο μέτωπο της Αντίστασης, και ζήτησαν αμερικανική και σοβιετική υποστήριξη. Αρχικά, η Μόσχα ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πληροφορίες για το τι συνέβαινε στην Ελλάδα. Ύστερα όμως από προσωπική παρέμβαση του Τσώρτσιλ στον Στάλιν, η Σοβιετική Ένωση εξέδωσε μια ανακοίνωση που υποστήριζε την ύπαρξη ενιαίου μετώπου των Ελλήνων ανταρτών23. Στην Ελλάδα, ο Ζέρβας προσπάθησε να κερδίσει το χαμένο έδαφος. Φαίνεται πως ο Τομ Μπαρνς δεν ακολούθησε τις διαταγές που είχε, να εμποδίσει τον Ζέρβα να προβεί σε επιθετικές ενέργειες κατά του ΕΛΑΣ αλλά, αντιθέτως, ενθάρρυνε και υποστήριξε τον Ζέρβα στην προσπάθειά του να παρουσιάσει στο Συμμαχικό Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής ένα τετελεσμένο γεγονός, πιστεύοντας πως κάτι τέτοιο θα το δεχόταν μ' ευχαρίστηση το Κάιρο. Προφανώς, ο Μπαρνς δεν γνώριζε ότι ο Ζέρβας είχε έρθει σε επαφή με τους Γερμανούς για να έχει προφυλαγμένα τα νώτα του. Στις 3 Ιανουαρίου 1944, ο Ζέρβας πέρασε τον Άραχθο θέλοντας να ξανακερδίσει την περιοχή των Τζουμέρκων, που του είχε αποσπάσει ο ΕΛΑΣ. Παρά τις διαμαρτυρίες του ΕΑΜ, το Φόρεϊν Όφις ανέχθηκε τις ενέργειες του Ζέρβα24. Κι ύστερα από κάποιους αρχικούς δισταγμούς, ο ΕΛΑΣ διατάχτηκε από τον Σιάντο να αντεπιτεθεί κι ο Ζέρβας υποχώρησε. Απειλούμενος με καθολική κατάρρευση από έλλειψη εφοδίων, ο Ζέρβας έκανε έκκληση στο Κάιρο κι ο Μπαρνς ζήτησε να του σταλούν πυρομαχικά. Ο ΕΔΕΣ αναγκάστηκε να αποδεχτεί τα υπάρχοντα όρια, αλλά δοκίμασε να κάνει και μια συνεργασία της τελευταίας στιγμής με τους Γερμανούς, μέσω του λοχαγού Θ. Σαράντη αυτή τη φορά. Το αποτέλεσμα ήταν η γερμανική Επιχείρηση Σπέρμπερ ν' αρχίσει ταυτόχρονα με την τελική προσπάθεια του ΕΔΕΣ να περάσει τον Άραχθο 25. Οι Άγγλοι, αντιθέτως, υποψιάζονταν συνεργασία των Γερμανών με τον ΕΛΑΣ. Η αντεπίθεση του ΕΔΕΣ δεν είχε επιτυχία, κι ο Ζέρβας δέχτηκε μια ανακωχή που θα άρχιζε να ισχύει στις 4-5 Φεβρουαρίου 1944 26. Η ανάλυση των συνομιλιών ανάμεσα στις οργανώσεις, που κατέληξαν στη συμφωνία της Πλάκας στις 29 Φεβρουαρίου, βρίσκεται έξω από τα πλαίσια του παρόντος, αν και θα έπρεπε ίσως να τονιστεί ότι το ΕΑΜ ήταν πάντα αφοσιωμένο στην ιδέα της ενοποίησης των Digitized by 10uk1s
αντιστασιακών δυνάμεων. Κανείς, φυσικά, δεν μπορεί να πει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, αν είχε επιτευχθεί αυτός ο σκοπός. Αυτό που συνέβη πάντως, ήταν να γίνει το ΕΑΜ ακόμα πιο φιλύποπτο απέναντι στο ρόλο του ΕΔΕΣ, και στους απώτερους σκοπούς των Άγγλων. Τόσο που, στο τέλος, το ΕΑΜ θεώρησε ότι ήταν πολύ πιο αναγκαίο να χρησιμοποιήσει την κύρια δύναμη του ΕΛΑΣ για να εκμηδενίσει τον ΕΔΕΣ, παρά για να πολεμήσει τους Άγγλους, κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Δεκεμβρίου 1944. Στα σίγουρα, ο ΕΔΕΣ έδωσε πολλά ακόμα δείγματα της προθυμίας του να έρθει σε μια συνεννόηση με τους Γερμανούς, αν και μπορεί να πει κανείς ότι δεν χρειάζονταν κι άλλες αποδείξεις. Ο ΕΔΕΣ είχε ήδη ξεκαθαρίσει ότι θεωρούσε τους Γερμανούς ως το μη χείρον. Όμως, αποτελεί ένα από τα πιο πολυσυζητημένα προβλήματα της περιόδου, το γιατί το ΕΑΜ επέλεξε να επικεντρώσει τις προσπάθειές του κατά του ΕΔΕΣ τον Δεκέμβριο του '44. Καθώς δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία, μπορούμε μόνο να εικάσουμε ότι το ΕΑΜ υποτίμησε τη θέληση της βρετανικής κυβέρνησης να επέμβει με οποιοδήποτε τίμημα για να μην πέσει η Ελλάδα στα χέρια του ΕΑΜ, και ότι το ΕΑΜ ήταν πεπεισμένο πως η ύπαρξη αντίπαλων στρατιωτικών οργανώσεων θα αποτελούσε εμπόδιο στην εφαρμογή του προγράμματός του, αδιακρίτως του αν οι οργανώσεις αυτές βρίσκονταν κάτω από άμεση ή έμμεση γερμανική διοίκηση. Προς αυτή την κατεύθυνση, θεωρήθηκε επαρκής απόδειξη στα μάτια του ΕΑΜ και του ΚΚΕ το ενδιαφέρον των Άγγλων, μετά την απελευθέρωση, να περισώσουν τα Τάγματα Ασφαλείας από τον εκμηδενισμό, για να διατηρήσουν οποιαδήποτε δύναμη θα ήταν πρόθυμη να πολεμήσει το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Όσον αφορά στο ρόλο των Βρετανών στον εμφύλιο πόλεμο του 1943-4, ο Τσώρτσιλ κι ο Ήντεν θα είχαν κατά πάσα πιθανότητα διακόψει κάθε σχέση με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, αν είχαν καταφέρει να ξεπεράσουν τις διαμαρτυρίες της SOE και των στρατιωτικών διοικητών. Δεν υπάρχουν, όπως είδαμε, στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι τις συμπλοκές άρχισαν ή τις στήριξαν οι βρετανικές αρχές, για να εξουδετερώσουν τον ΕΛΑΣ. Κι η προσπάθεια του Τομ Μπαρνς να δώσει θάρρος στον Ζέρβα, φαίνεται πως έγινε παρά τις διαταγές του Καΐρου. Για στρατιωτικούς και πολιτικούς λόγους, οι Άγγλοι δεν είχαν άλλη επιλογή απ' το να μείνουν εκεί που βρίσκονταν στην Ελλάδα. Αν διέκοπταν την υποστήριξη προς το ΕΑΜ κι απέσυραν τους άντρες τους (όσο ασήμαντη κι αν ήταν από στρατιωτική άποψη η παρουσία τους) θα έβαζαν σε κίνδυνο ολόκληρη τη βρετανική πολιτική της πολεμικής περιόδου στα Βαλκάνια. Γιατί τότε, τίποτα δε θα εμπόδιζε το ΕΑΜ να θέσει κάτω από τον απόλυτο έλεγχό του όλη την Ελλάδα. Όσο λοιπόν υπήρχε κάποια λειτουργική συμφωνία με το ΕΑΜ, η Αγγλία μπορούσε να ασκεί επιρροή στο όνομα των Συμμάχων, πράγμα που σήμαινε ότι συμπεριλαμβανόταν κι ο σοβιετικός παράγοντας. Ιδίως, μάλιστα, μετά τη διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών στη Μόσχα, τον Οκτώβριο του 1943, οπότε η Σοβιετική Ένωση κατέστησε σαφή την έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους της για την Ελλάδα, οι Άγγλοι είχαν τα πάντα να κερδίσουν διατηρώντας έστω και εύθραυστες σχέσεις με το ΕΑΜ. Σε τελική ανάλυση, εκείνο που έσωσε τον ΕΔΕΣ από την πλήρη καταστροφή δεν ήταν η βρετανική υποστήριξη -όσο σημαντική κι αν ήταν αυτή- ούτε η πίεση που ασκήθηκε από τους Άγγλους στο ΕΑΜ. Ο ΕΔΕΣ θα είχε εξαφανιστεί, αν οι ταυτόχρονες με τις δικές του γερμανικές επιχειρήσεις δεν είχαν βάλει φρένο στην επίθεση του ΕΛΑΣ, και δεν τον εξασθενούσαν τόσο, ώστε να κατορθώσει να επιζήσει ο Ζέρβας. Η προθυμία του ΕΑΜ να έρθει σε μια συνεννόηση στο τέλος του Ιανουαρίου 1944, οφείλεται χωρίς καμιά αμφιβολία στη σιωπηρή εκ μέρους του αναγνώριση ότι ο ΕΛΑΣ δεν μπορούσε να κινηθεί με επιτυχία κατά του ΕΔΕΣ και των Γερμανών ταυτοχρόνως. Ανακεφαλαιώνοντας εκείνο που έχει πομπωδώς αποκληθεί «πρώτος γύρος», μπορεί κανείς με κάθε ειλικρίνεια να πει ότι το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν σκοπό να ενισχύσουν τη θέση τους στην Ελλάδα, εν όψει της αυξανόμενης αντεπίθεσης των ντόπιων αντιπάλων τους και των Digitized by 10uk1s
Άγγλων, σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία έδειχνε να πλησιάζει η απελευθέρωση. Κάτω από αυτό το πρίσμα, οποιαδήποτε συμπλοκή ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ -και υπήρξαν πολλές τέτοιες- θα μπορούσε να αποδειχτεί καταλυτική και να ξεκινήσει μια γενική επιχείρηση για την εξουδετέρωση του αντιπάλου. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να λέει ότι η σύγκρουση ήταν πραγματικά μια τελική απόπειρα για την κατάληψη της εξουσίας από την πλευρά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, ή έστω ένα πρελούδιο σε μια γενική επίθεση. Η δράση τους, μάλλον, είχε σκοπό τη σταθεροποίηση της κατάστασης. Σύντομα ωστόσο ξέφυγε από κάθε έλεγχο, καθώς ενεπλάκησαν και οι Γερμανοί. Δεν είναι ιδιαίτερα πιστευτό ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ θα μελετούσαν στα σοβαρά την ιδέα να διαλύσουν τον ΕΔΕΣ σε ένα διμέτωπο αγώνα μ' αυτόν και τους Γερμανούς ταυτοχρόνως. Οι συμπλοκές σταμάτησαν όταν η γερμανική επίθεση προκάλεσε σημαντικές βλάβες στον ΕΛΑΣ, κι ο ΕΔΕΣ ρίχτηκε πίσω στην Ήπειρο, εξαφανιζόμενος από τις παλιές περιοχές του ΕΛΑΣ. Ο «πρώτος γύρος» δεν είχε, κατά πάσα πιθανότητα, προετοιμαστεί καθόλου σαν «γύρος», αλλά μάλλον σαν μια επιχείρηση σταθεροποίησης γεωγραφικών σφαιρών επιρροής σε μια χρονική στιγμή που η απελευθέρωση έδειχνε να πλησιάζει 27 . Όταν ο στόχος αυτός αποδείχτηκε ανεφάρμοστος, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ επέστρεψαν στην τακτική του «BUSINESS AS USUAL», του «δεν έγινε δα και τίποτα», αρχίζοντας ακόμα και διαπραγματεύσεις για την ενοποίηση με τον αντίπαλό τους. Μ' αυτόν τον τρόπο, αναγνώρισαν ότι για την ώρα, δεν μπορούσαν να αποκτήσουν τον πλήρη πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο της χώρας.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Η ήττα του ΕΑΜ από τους Βρετανούς, 1944-5 Lars Baerentzen και David H. Close
Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1944, η ραγδαία προέλαση των αγγλοαμερικανικών στρατιών από τα δυτικά, σε συνδυασμό με την πίεση του Ερυθρού Στρατού από τα ανατολικά, οδήγησε πολλούς ηγέτες των Συμμάχων να αναμένουν κατάρρευση των Γερμανών. Στα μέσα του Αυγούστου του 1944, οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών προέλεγαν ότι η στρατιωτική ήττα των Γερμανών θα ερχόταν πριν από το τέλος του 1944. Στις 4 Σεπτεμβρίου, για λόγους σχεδιασμού, η Πολεμική Κυβέρνηση του Λονδίνου όρισε την ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 1944, ως το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη 1. Την ίδια στιγμή, όμως, οι Άγγλοι ανησυχούσαν όλο και πιο πολύ για τη ρωσική προέλαση στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη και τις επιπτώσεις που θα είχε αυτή η προέλαση στη μεταπολεμική κατάσταση. Ο αρχηγός του βρετανικού Γενικού Επιτελείου στρατηγός σερ Άλαν Μπρουκ, υποστήριζε τον Ιούλιο του 1944 ότι: «Κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη δεν είναι πια η Γερμανία, αλλά η Ρωσία... Κατά συνέπεια, αναστήστε τη Γερμανία, ενισχύστε τη σταδιακά και φέρτε τη μέσα σε μια Συνομοσπονδία της Δυτικής Ευρώπης». Κι ο Μπρουκ πρόσθετε ότι, «δυστυχώς, όλα αυτά πρέπει να γίνουν κάτω από το μανδύα μιας ιερής συμμαχίας μεταξύ Αγγλίας, Ρωσίας και Αμερικής» 2. Η ρωσική προέλαση στα εδάφη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας συνέπεσε με την αρχή της γερμανικής αποχώρησης από την Ελλάδα, στα τέλη Αυγούστου. Δεν υπήρχε λοιπόν στρατιωτικό εμπόδιο για την εξακολούθηση της ρωσικής προέλασης στην Ελλάδα όπου, χωρίς αμφιβολία, θα την καλοδέχονταν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ. Η βρετανική κυβέρνηση, όμως, ήταν αποφασισμένη να εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη. «Αποτελεί μέρος της πολιτικής μας εδώ κι αρκετό διάστημα, το να κρατήσουμε τους Ρώσους έξω από την Ελλάδα», έγραφε ο Λόρδος Σέλμπορν, αρχηγός της Υπηρεσίας Ειδικών Επιχειρήσεων (SOE), τον Ιούλιο του 1944 3, και φαίνεται ότι πάνω σ' αυτό το σημείο δεν ακούγονταν διαφωνίες από κανέναν Άγγλο ηγέτη. Πραγματικά, το βρετανικό «ενδιαφέρον» στην ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, αποτελούσε πολιτική τόσο παλιά -πριν ακόμα κι από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, στα 1830- ώστε τις πιο πολλές φορές οι Άγγλοι πολιτικοί, διπλωμάτες και στρατιωτικοί, τη θεωρούσαν σαν κάτι δεδομένο. Στα 1944, αυτή η παραδοσιακή βρετανική πολιτική αντιμετώπιζε τρεις βασικές δυσκολίες. Η πρώτη ήταν ότι η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ελεγχόταν φανερά από το ΚΚΕ και, από το καλοκαίρι του 1944, κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Οι Βρετανοί ηγέτες πίστευαν πως οι Έλληνες κομμουνιστές, τους οποίους θεωρούσαν προφυλακή της Ρωσίας, θα καταλάμβαναν την εξουσία στην Αθήνα μόλις θ' αποχωρούσαν οι Γερμανοί, εκτός κι αν γινόταν κάτι για να τους εμποδίσει. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν ότι τα στρατηγικά σχέδια των Συμμάχων δεν προέβλεπαν καμιά ευρείας κλίμακας εισβολή στα Βαλκάνια. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχαν αρκετά διαθέσιμα στρατεύματα ώστε να αναληφθεί μια απόβαση στην Ελλάδα, όσο υπήρχαν εκεί γερμανικά στρατεύματα. Αυτό σήμαινε ότι οι Άγγλοι θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα μόνο όταν οι Γερμανοί θ' αποφάσιζαν να φύγουν. Ωστόσο, ο Ερυθρός Στρατός προχωρούσε Digitized by 10uk1s
μέσα στα Βαλκάνια, πράγμα που αποτελούσε μέρος της γενικής προέλασης του. Το τρίτο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Βρετανοί, ήταν το πώς θα εξασφάλιζαν την κατανόηση της Μόσχας και της Ουάσιγκτον για την επιθυμία της Αγγλίας να είναι η κυρίαρχη συμμαχική δύναμη στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Από την αρχή τουλάχιστον του 1943, όταν η πορεία του πολέμου επέτρεπε να γίνουν με κάποια βαρύτητα σκέψεις για τη μεταπολεμική κατάσταση, η Μεγάλη Βρετανία είχε δυο διαφορετικές πολιτικές για την Ελλάδα: μια βραχυπρόθεσμη «στρατιωτική» στρατηγική που αφορούσε στον πόλεμο με τη Γερμανία, και μια μακροπρόθεσμη «πολιτική» στρατηγική, σχετικά με τα βρετανικά συμφέροντα μετά τον πόλεμο. Η διπλή αυτή πολιτική είχε περιγραφεί εναργέστατα στα μέσα του 1943 από τον αντισυνταγματάρχη Τζον Στίβενς της SOE, ο οποίος έγραψε στην αναφορά που έκανε ύστερα από μια διερευνητική αποστολή στην κατεχόμενη Ελλάδα: Απ' όσο καταλαβαίνω, οι στόχοι της βρετανικής κυβέρνησης στην Ελλάδα είναι δύο: πρώτον, να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή στρατιωτική προσπάθεια στον αγώνα κατά του Άξονα και, δεύτερο, να έχει στη μεταπολεμική Ελλάδα μια σταθερή κυβέρνηση φιλική προς τη Μεγάλη Βρετανία και αν είναι δυνατόν, μια συνταγματική μοναρχία4. Απ' τον Οκτώβριο του 1943 έως τον Φεβρουάριο του 1944 είχε ξεσπάσει ανοιχτός εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και την αντικομμουνιστική αντάρτικη οργάνωση ΕΔΕΣ (βλέπε προηγούμενο κεφάλαιο). Τα βρετανικά στρατιωτικά συμφέροντα υπαγόρευαν να μη διακοπούν εντελώς οι σχέσεις με τον ΕΛΑΣ, επειδή αυτός έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών απ' τις οποίες μπορούσαν να γίνουν επιθέσεις και σαμποτάζ κατά των γερμανικών γραμμών επικοινωνιών. Απ' την άλλη, εξίσου ζωτικό ζήτημα για τα μεταπολεμικά βρετανικά συμφέροντα ήταν η συνεχιζόμενη παρουσία του ΕΔΕΣ στη βορειοδυτική Ελλάδα, υπό την ηγεσία του Ζέρβα, ο οποίος θεωρείτο έμπιστος φίλος της Βρετανίας. Κατά συνέπεια, η επίσημη βρετανική γραμμή ήταν η ουδετερότητα, αλλά ταυτοχρόνως φρόντιζαν να βοηθάνε μυστικά τον Ζέρβα και προσπαθούσαν να εμποδίσουν την εξόντωση του ΕΔΕΣ που πιθανότατα, δε θα επιζούσε της αντιπαράθεσης με τον ΕΛΑΣ, χωρίς τη βρετανική υποστήριξη 5. Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε στις 29 Φεβρουαρίου με τη συμφωνία της Πλάκας, όπως έμεινε γνωστή. Διόλου παράξενο, που η συμφωνία αυτή δεν πέτυχε παρά μια προσωρινή μόνο διακοπή των συμπλοκών. Από τη βρετανική σκοπιά, όμως, η σημασία της συμφωνίας βρισκόταν στο μυστικό της άρθρο: «Οι οργανώσεις ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ θα συνεργαστούν στενά στα σχέδια για την ΚΙΒΩΤΟ ΤΟΥ ΝΩΕ (παρενόχληση των γερμανικών στρατευμάτων κατά την υποχώρησή τους), και θα διευκολύνουν τα σχέδια του Γενικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, συμπεριλαμβανομένης της διείσδυσης ειδικών αγγλικών και αμερικανικών μονάδων ετοιμασμένων για να πάρουν μέρος σ' αυτές τις επιχειρήσεις» 6. Ο όρος αυτός έδινε επίσημη δικαιολογία για την ενίσχυση της αγγλοαμερικανικής παρουσίας στην περιοχή που έλεγχε ο ΕΔΕΣ, με στόχο, κατά ένα μέρος, να ενισχυθούν οι αντικομμουνιστικές θέσεις για μετά την απελευθέρωση. Όταν η συμφωνία της Πλάκας δεν μπόρεσε να συμφιλιώσει τις φατρίες της ελληνικής αντίστασης, οι ηγέτες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ αποφάσισαν να δράσουν μόνοι τους. Στις αρχές του Μαρτίου 1944, έφτιαξαν μια «αντιστασιακή κυβέρνηση» μέσα στην κατεχόμενη Ελλάδα. Αυτή, έγινε γνωστή σαν ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης). Οι ηγέτες του ΚΚΕ απέφυγαν να την ονομάσουν κυβέρνηση, και συνέχισαν να επιμένουν για την ανάγκη Digitized by 10uk1s
δημιουργίας μιας «ενιαίας κυβέρνησης», βασισμένης δηλαδή στη συμφωνία με άλλα πολιτικά κόμματα 7. Όπως κι αν έχει το πράγμα, η ΠΕΕΑ είχε τη μορφή και δρούσε ως πυρήνας μιας απελευθερωτικής κυβέρνησης· κατά συνέπεια, αποτελούσε πρόκληση για την εξόριστη κυβέρνηση που υποστήριζαν οι Άγγλοι. Όταν η είδηση του σχηματισμού της ΠΕΕΑ έφτασε στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που βρίσκονταν υπό βρετανικό έλεγχο στη Μέση Ανατολή, πολλοί από τους άντρες τους κινήθηκαν υπέρ της ΠΕΕΑ8. Οι Άγγλοι αντέδρασαν αυστηρά σ' αυτό που κατά τη γνώμη τους αποτελούσε ανταρσία, και έκλεισαν περισσότερους από 10.000 Έλληνες στρατιώτες σε στρατόπεδα στην Αιθιοπία και τη Δυτική Έρημο. Κατά τρόπο ειρωνικό, τα γεγονότα αυτά εξυπηρέτησαν με τρεις τρόπους τους βρετανικούς στόχους στην Ελλάδα. Πρώτο, προκάλεσαν κρίση ανάμεσα στους εξόριστους στην Αίγυπτο Έλληνες πολιτικούς, γεγονός που άνοιξε το δρόμο στον περισσότερο δυναμικό ηγέτη Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος έγινε πρωθυπουργός τον Απρίλιο του 1944, έχοντας την πλήρη υποστήριξη των Άγγλων. Δεύτερο, τα ακολούθησε μια βαθιά εκκαθάριση των ελληνικών δυνάμεων, ως αποτέλεσμα της οποίας δημιουργήθηκε μια μικρή αλλά αξιόπιστη αντικομμουνιστική δύναμη (αποτελούμενη κυρίως από την Τρίτη ή Ορεινή Ταξιαρχία). Τρίτο, στο μυστικό κόσμο των στρατηγικών εξαπατήσεων, τα επεισόδια ανάμεσα στους Έλληνες της Αιγύπτου πρόσφεραν μια αληθοφανή κάλυψη για μια ακόμα αναβολή της άπιαστης εκείνης «απόβασης στην Ελλάδα» που οι αρχικατάσκοποι του Λονδίνου προσπαθούσαν να κάνουν τους Γερμανούς να πιστέψουν ότι επρόκειτο να γίνει από ώρα σε ώρα 9. Τον Απρίλιο του 1944, ομάδες του ΕΛΑΣ, χωρίς έγκριση απ' την κεντρική διοίκησή τους, επιτέθηκαν στην αντάρτικη ομάδα ΕΚΚΑ στην περιοχή του Παρνασσού. Έπιασαν και δολοφόνησαν τον στρατιωτικό της ηγέτη συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό, που τον υποστήριζε η βρετανική αποστολή στην Ελλάδα, και έχαιρε μεγάλου σεβασμού στην Ελλάδα για τον αφιλοκερδή πατριωτισμό του και τη γενναιοφροσύνη του 10. Το έγκλημα αυτό, προμήθευσε ένα όπλο στον νέο αρχηγό της εξόριστης κυβέρνησης: τον Μάιο, ο Παπανδρέου κάλεσε σε διάσκεψη εκπροσώπους όλων σχεδόν των μεγάλων κομμάτων και αντιστασιακών ομάδων της Ελλάδας. Στη διάσκεψη αυτή, που έγινε σ' ένα ξενοδοχείο σε βουνό κοντά στη Βηρυττό, ο Παπανδρέου (με την έντονη υποστήριξη του πρεσβευτή της Αγγλίας στην ελληνική κυβέρνηση Ρέτζιναλντ Λήπερ), κατάφερε να απομονώσει τους αντιπροσώπους του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, του ΚΚΕ και της ΠΕΕΑ. Η εξόντωση της ΕΚΚΑ, ήρθε να στηρίξει τις κατηγορίες του Παπανδρέου ότι το ΚΚΕ χρησιμοποιούσε την Αντίσταση για να εξασφαλίσει το μονοπώλιο της εξουσίας στην Ελλάδα. Κι αντί να προσπαθήσει να δικαιολογήσει αυτή την ενέργεια, ο καθηγητής Αλέξανδρος Σβώλος, ο μη κομμουνιστής πρόεδρος της ΠΕΕΑ, φαίνεται ότι έπεισε τον κομμουνιστή αντιπρόσωπο Πέτρο Ρούσο να υπογράψει μια καταδίκη της επίθεσης κατά της ΕΚΚΑ. Ο Παπανδρέου εξασφάλισε επίσης την υπογραφή του Ρούσου στη διακήρυξη η οποία ετοιμάστηκε στο τέλος της διάσκεψης, και που αποκλήθηκε Συμφωνία του Λιβάνου. Με τη διακήρυξη αυτή, η Αριστερά αναλάμβανε επισήμως την υποχρέωση να δεχτεί να συνεργαστεί με τα παλιά κόμματα σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας 11. Οι ηγέτες του ΚΚΕ αποκήρυξαν αμέσως από τα ορεινά τους αρχηγεία την υπογραφή του Ρούσου κι αρνήθηκαν να στείλουν εκπροσώπους τους στην κυβέρνηση. Για αρκετές βδομάδες, το χάσμα ανάμεσα στο ΕΑΜ και τους εξόριστους πολιτικούς διατηρήθηκε βαθύ όπως πάντα. Στο μεταξύ, πλησίαζε ο καιρός που η αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα θα έθετε ξεκάθαρα το ζήτημα της μεταπολεμικής διακυβέρνησης. Από τον Φεβρουάριο, ο Άγγλος Γενικός Διοικητής στη Μέση Ανατολή στρατηγός σερ Χένρι Μέτλαντ Γουίλσον, με τη σύμφωνη γνώμη των αρχηγών των Επιτελείων, προέτρεπε να υποστηριχθεί ο ΕΛΑΣ ως η πιο ικανή να καθηλώσει και να παρενοχλήσει τα γερμανικά Digitized by 10uk1s
στρατεύματα στην Ελλάδα οργάνωση. Ο Τσώρτσιλ και το Φόρεϊν Όφις διαφωνούσαν, φοβούμενοι ότι κάτι τέτοιο θα αύξαινε τις δυνατότητες του ΕΛΑΣ να καταλάβει όλη τη χώρα μετά την απελευθέρωση. Την πολιτική του Γουίλσον όμως την εφάρμοσε ο διοικητής των δυνάμεων της SOE στα Βαλκάνια ταξίαρχος K.P. Μπάρκερ-Μπένφιλντ, όταν επισκέφτηκε την Ελλάδα τον Αύγουστο, για να καθορίσει τη διανομή εφοδίων και στρατιωτικών αρμοδιοτήτων στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ, για την Επιχείρηση Κιβωτός του Νώε. Η φιλική του στάση εξέπληξε τους διοικητές του ΕΛΑΣ, και μπορεί να συνέβαλε στη συμφιλίωσή τους με την ιδέα της μεταστροφής της ηγεσίας τους, που τώρα πια ήθελε να συνεργαστεί με τους Άγγλους 12. Οι αγγλικές αρχές, πάντως, συμφώνησαν στην ανάγκη να σταλούν στρατεύματα στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Η κυβέρνηση αντιμετώπισε αυτό το ζήτημα τον Μάιο, όταν έγινε φανερό ότι δε θα υπήρχαν διαθέσιμες δυνάμεις για μια απόβαση που θα συναντούσε αποφασιστική αντίσταση. Την ίδια στιγμή, η σοβιετική στάση προκαλούσε ανησυχίες στο Λονδίνο. Οι βρετανικοί χειρισμοί στην ανταρσία των ελληνικών δυνάμεων, τον Απρίλιο, προκάλεσαν επικρίσεις από Σοβιετικούς διπλωμάτες κι από τα σοβιετικά μέσα ενημέρωσης. Ο Τσώρτσιλ είδε αυτή την αντίδραση, προειδοποίηση ότι οι Σοβιετικοί είχαν την πρόθεση να επέμβουν στις ελληνικές υποθέσεις, και διαμαρτυρήθηκε στον Μολότοφ στις 16 Απριλίου. Η σοβιετική απάντηση ήταν διαλλακτική, κι η βρετανική κυβέρνηση προσπάθησε τότε να φτάσει σε μια συμφωνία. Στις 5 Μαΐου, ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών Άντονι Ήντεν κάλεσε τον Σοβιετικό πρεσβευτή στο Λονδίνο Φέοντορ Γκούσεφ, και πρότεινε με πολλή λεπτότητα να κρατηθεί μακριά από την Ελλάδα η Σοβιετική Ένωση διαβεβαιώνοντας ότι, σε αντάλλαγμα, η Βρετανία θα έπαυε να ενδιαφέρεται για τη Ρουμανία. Σύμφωνα με την περίληψη της συνομιλίας που συνέταξε ο Ήντεν, ζήτησε ακόμα, ο Σοβιετικός πρεσβευτής στο Κάιρο Νικολάι Νόβικοφ, να συμβουλεύει «τους Έλληνες που πήγαιναν να τον δουν πως ήταν καθήκον και του ΕΑΜ και όλων τους να ενωθούν κάτω από την κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου, για να βοηθήσουν στην κοινή διεξαγωγή του πολέμου» 13. Πιθανόν η σοβιετική κυβέρνηση να μην είχε καμιά επιθυμία να αναμιχθεί στην Ελλάδα. Μα όπως κι αν έχει το πράγμα, φαίνεται πως έκανε ό,τι ακριβώς ζήτησε ο Ήντεν. Η άφιξη μιας σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα στα τέλη Ιουλίου, έκανε περισσότερο συνεργάσιμους τους ηγέτες του ΚΚΕ. Και οι αγγλοσοβιετικές επαφές οδήγησαν τελικά στη συνεννόηση Τσώρτσιλ και Στάλιν στη Μόσχα, στις 9 Οκτωβρίου, που έμεινε γνωστή ως συμφωνία των ποσοστών, κι η οποία στην πράξη έδινε εγγύηση για μη ανάμιξη των Σοβιετικών στην Ελλάδα. Περισσότερο δυσκολεύτηκαν οι Άγγλοι να επιτύχουν τη σύμφωνη γνώμη των Αμερικανών. Η Ουάσιγκτον -ή, πιο ειδικά, το Στέιτ Ντιπάρτμεντυποψιαζόταν οτιδήποτε θα μπορούσε να μοιάζει με ιμπεριαλισμό της παλιάς σχολής ή με συμφωνίες για καθορισμό σφαιρών επιρροής. Στο τέλος, όμως, ο Τσώρτσιλ εξασφάλισε τη διστακτική έγκριση της αμερικανικής κυβέρνησης στη συμφωνία του με τον Στάλιν, επιμένοντας ότι ήταν περιορισμένης χρονικής διάρκειας 14. Στο μεταξύ, ο Τσώρτσιλ κι ο Ήντεν εξακολουθούσαν να ευνοούν μια δημόσια ρήξη με την Αριστερά, εφ' όσον αυτή αρνιόταν να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Παρόλο που ήταν έξω φρένων για τη μοίρα του Ψαρρού, ο επικεφαλής της βρετανικής αποστολής συνταγματάρχης K.M. Γουντχάουζ πρόβαλε το επιχείρημα ότι μια βρετανική αποκήρυξη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ θα γινόταν, απλώς, άλλο ένα όπλο στα χέρια του ΚΚΕ. Κι ακόμα, ανησυχούσε για την ασφάλεια της συμμαχικής αποστολής, και κυρίως για τους Έλληνες μέλη της 15. (Τον Ιούνιο, τη συμμαχική αποστολή στην Ελλάδα αποτελούσαν 171 άτομα, στα οποία πρέπει να προστεθούν 207 Άγγλοι και Αμερικανοί στρατιώτες που είχαν διεισδύσει στην Ελλάδα για να πάρουν μέρος στην παρεμπόδιση της γερμανικής αποχώρησης). Φαίνεται λοιπόν ότι η βρετανική κυβέρνηση θα είχε αποκηρύξει το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ αν ο Γουντχάουζ δεν είχε κατορθώσει να παρουσιάσει προσωπικά τα επιχειρήματά του στον Τσώρτσιλ και τον Digitized by 10uk1s
Ήντεν 16. Και τελικά, η ιδέα της αποκήρυξης του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ εγκαταλείφθηκε. Στα τέλη Ιουλίου οι ηγέτες του ΚΚΕ αποφάσισαν ξαφνικά να συμμετάσχουν στην εξόριστη κυβέρνηση. Μια τουλάχιστον από τις αιτίες αυτής της μεταστροφής, πρέπει να ήταν και οι προτροπές της σοβιετικής αποστολής που έφτασε, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Γκριγκόρι Ποπόφ, στην Ελλάδα τη νύχτα της 25ης-26ης 17. Προφανώς, όμως, υπήρξαν κι άλλοι λόγοι. Ένας ήταν η αβεβαιότητα για τις βρετανικές προθέσεις. Έχουμε μαρτυρίες των συναδέλφων τους, που λένε ότι οι συναρχηγοί του ΚΚΕ Σιάντος και Ιωαννίδης αποδέχτηκαν μοιρολατρικά το ότι η Ελλάδα έπεφτε στη βρετανική σφαίρα επιρροής και, κατά συνέπεια, απέτρεπαν κάθε σκέψη για πόλεμο με τους Άγγλους. Στο μεταξύ, την αναμονή μιας ευρείας κλίμακας στρατιωτικής επέμβασης των Άγγλων, καλλιεργούσε τεχνηέντως -όπως αφηγείται ο ίδιος- ο αντισυνταγματάρχης Νίκολας Χάμοντ, προσωρινός επικεφαλής της βρετανικής αποστολής 18. Ένας τρίτος, κι ίσως ακόμα πιο σημαντικός λόγος που έκανε το ΚΚΕ ν' αποφασίσει να πάρει μέρος στην κυβέρνηση Παπανδρέου και ν' αποδεχτεί την άφιξη βρετανικών δυνάμεων, ήταν η επιθυμία να διατηρηθεί ο συνασπισμός στο ΕΑΜ και στην ΠΕΕΑ με τους σοσιαλιστές του Σβώλου. Φαίνεται πως ο Σβώλος είχε ξεκαθαρίσει ότι οι ανοιχτές εχθροπραξίες με τους Άγγλους θα έβαζαν τέρμα στη συνεργασία του με το ΚΚΕ, κι ότι αυτό το τελευταίο δεν ήταν διατεθειμένο να διακινδυνεύσει μια τέτοια ρήξη. Προφανώς, ο Σβώλος συμβόλιζε μια μεγάλη και με επιρροή μερίδα της ελληνικής κοινής γνώμης 19. Τον Ιούλιο, οι αρχηγοί των βρετανικών Γενικών Επιτελείων συζήτησαν τον αριθμό των στρατευμάτων που χρειάζονταν για να εξασφαλιστεί ο έλεγχος της Ελλάδας αν οι Γερμανοί παραδίδονταν ή αποχωρούσαν. Υπολόγιζαν ότι ο στρατιωτικός έλεγχος της Ελλάδας μπορεί να απαιτούσε να διατεθούν μέχρι και 80.000 άντρες με αεροπορική υποστήριξη, πιθανώς για αρκετούς μήνες. Οι απαιτήσεις λοιπόν αυτού του έργου, ήταν φανερά απίθανες. Κατέληξαν, όμως, ότι ο έλεγχος της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, τις οποίες θεωρούσαν βάσεις μιας ελληνικής κυβέρνησης, μπορούσε να εξασφαλιστεί με 10.000 άντρες και αεροπορική υποστήριξη. Η δεύτερη αυτή πρόταση, βρισκόταν κοντά σ' εκείνο που μελετούσε από καιρό ο Τσώρτσιλ, κι είχε γίνει αποδεκτό από την Πολεμική Κυβέρνηση στις 9 Αυγούστου. Δόθηκε λοιπόν οδηγία στις στρατιωτικές αρχές να κάνουν τις αναγκαίες προετοιμασίες 20. Σε μια συνάντηση που έγινε στη Ρώμη, στις 21 Αυγούστου, ο Τσώρτσιλ αποφάσισε ότι η Επιχείρηση Μάννα, όπως θα ονομαζόταν από 'δώ κι εμπρός, έπρεπε να τεθεί υπό τον έλεγχο του στρατηγού Γουίλσον, που ήταν ο Ανώτατος Διοικητής των Συμμάχων στη Μεσόγειο, με βάση του το Στρατηγείο των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Καζέρτα της Ιταλίας, και υπό τον πολιτικό έλεγχο του εκεί διαπιστευμένου υπουργού Χάρολντ Μακμίλαν 21 . Διοικητής της Δύναμης 140 (των στρατευμάτων δηλαδή της Επιχείρησης Μάννα), ορίστηκε ο στρατηγός Ρόναλντ Σκόμπι ο οποίος, όπως έγινε φανερό αργότερα, δεν είχε ούτε πολιτική φαντασία ούτε πρόσφατη πολεμική πείρα 22. Ο Τσώρτσιλ ήταν αποφασισμένος να αποστείλει τη Δύναμη 140 αμέσως μόλις θα αποχωρούσαν οι -πολύ ανώτερες- γερμανικές δυνάμεις: Είναι ιδιαίτερα επιθυμητό να εμφανιστούμε αιφνιδιαστικά, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια εμφανής κρίση. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να αναχαιτίσουμε το ΕΑΜ. Η ελληνική κυβέρνηση δε γνωρίζει τίποτα γι' αυτό το σχέδιο και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να μάθει το παραμικρό... Ελπίζω μόνο η τοπική κατάσταση να μη διαλυθεί πριν να είμαστε έτοιμοι εμείς 23. Στις 7 Σεπτεμβρίου, ο Σκόμπι εξέδωσε την πρώτη του Επιχειρησιακή Διαταγή, στην οποία περιέγραφε την κατάσταση που μπορεί να συναντήσουν οι Άγγλοι στρατιώτες στην Αθήνα. Digitized by 10uk1s
Ανάμεσα στις άλλες ζοφερές προοπτικές που έβλεπε, ήταν και οι «μάχες ανάμεσα σε αντίπαλες φατρίες», ή κάτι ακόμα χειρότερο, έλεγχο του μέρους από «στοιχεία που δεν υποστηρίζουν την Ελληνική Εθνική Κυβέρνηση»24. Τα βρετανικά στρατεύματα έπρεπε να καταλάβουν «νευραλγικά σημεία» της Αθήνας, «πιθανώς διά της βίας», είτε αυτά τα σημεία ήταν στα χέρια του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είτε όχι. Στην αρχή του Σεπτέμβρη οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν μια αργή και μεθοδική υποχώρηση, πρώτα από τα νησιά και τη νότια Πελοπόννησο. Ο ρυθμός τους ήταν τόσο αργός, ώστε πέρασε πάνω από ένας μήνας πριν εκκενώσουν την Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου. Στις περισσότερες κωμοπόλεις της Πελοποννήσου, άφησαν πίσω τους φρουρές από μονάδες συνεργατών τους, γνωστές ως Τάγματα Ασφαλείας, που τις είχαν εφοδιάσει με άφθονα τρόφιμα και πυρομαχικά, πράγμα που ήταν μέσα στα πλαίσια της πολιτικής τους να υποδαυλίσουν τον εμφύλιο πόλεμο. Οι εχθροπραξίες ανάμεσα σ' αυτές τις μονάδες και τον ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια του 1944, ήταν άγριες 25. Μόλις οι γερμανικές δυνάμεις έφυγαν από τη νότια Πελοπόννησο, ο ΕΛΑΣ περικύκλωσε ορισμένες από αυτές τις φρουρές και απαίτησε την παράδοσή τους, ελπίζοντας να τις έχει καταβάλει πριν φτάσουν οι Άγγλοι. Τα Τάγματα Ασφαλείας αρνήθηκαν, ελπίζοντας πως θα τα έσωζαν οι βρετανικές δυνάμεις. Ο ΕΛΑΣ, όμως, επιτέθηκε, και νίκησε τις φρουρές της Καλαμάτας, του Πύργου και του Μελιγαλά μεταξύ 8 και 15 Σεπτεμβρίου και, μέσα σ' ένα όργιο εκδίκησης, σκότωσε εκατοντάδες άτομα. Πολλά από τα θύματα ήταν χωροφύλακες. Η χειρότερη σφαγή έγινε στο Μελιγαλά, μερικά χιλιόμετρα βόρεια της Καλαμάτας όπου, σύμφωνα με μια ψύχραιμη δεξιά εκτίμηση, σκοτώθηκαν περίπου 1.800 άτομα. Στη συνέχεια, δεκαοκτώ ηγετικές φυσιογνωμίες απά τα Τάγματα Ασφαλείας και τη διοίκηση της Μεσσηνίας που συνεργαζόταν με τον εχθρό, συμπεριλαμβανομένων του νομάρχη, του εισαγγελέα και του διοικητή της χωροφυλακής συγκεντρώθηκαν στην Καλαμάτα, όπου άλλοι εκτελέστηκαν κι άλλους τους λιντσάρισαν μόλις έφτασαν στην πόλη συγγενείς και φίλοι των φερόμενων ως θυμάτων τους. Συμπλοκές ανάμεσα σε δυνάμεις συνεργατών και ΕΛΑΣ είχαν εξαπλωθεί και στη Μακεδονία, με αποκορύφωμα τη μάχη του Κιλκίς στις 3 Νοεμβρίου, ανάμεσα σε 6.000 Ελασίτες και 9.000 άντρες από διάφορες ομάδες συνεργατών των Γερμανών. Σύμφωνα με μια κομμουνιστική εκτίμηση, ο ΕΛΑΣ σκότωσε 356 άτομα και διέλυσε πλήρως την αντίπαλη δύναμη. Έτσι, και στη Μακεδονία, οι δυνάμεις των συνεργασθέντων με τους Γερμανούς αναζητούσαν, όπου μπορούσαν, την προστασία των Άγγλων αξιωματικών26. Όταν έφτασαν στο Λονδίνο τα νέα γι' αυτά τα γεγονότα, προκάλεσαν ανησυχία, καθώς μάλιστα συνέπεσαν με αναφορές για σοβιετική προέλαση στη Βουλγαρία. Το Φόρεϊν Όφις ανησυχούσε μήπως ο ΕΛΑΣ αποκτήσει τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της Ελλάδας πριν αποχωρήσουν από την Αθήνα ή καταρρεύσουν στρατιωτικά οι Γερμανοί. Πριν δηλαδή υπάρξει μια από τις δυο προϋποθέσεις που είχαν τεθεί για να εξαπολυθεί η Επιχείρηση Μάννα. Ο Ήντεν προσπάθησε να πείσει τον Τσώρτσιλ και τους αρχηγούς των Επιτελείων να επιτρέψουν να σταλεί αμέσως το σύνολο της βρετανικής δύναμης στην Πελοπόννησο. Ο Γουίλσον, όμως, υποστηριζόμενος από τους Μακμίλαν, Λήπερ και Παπανδρέου, πρόβαλε με επιτυχία το επιχείρημα ότι ο κύριος όγκος των στρατευμάτων έπρεπε να κρατηθεί για απόβαση στην Αθήνα 27 . Αποφασίστηκε πάντως, να σταλούν δυο μικρά βρετανικά αποσπάσματα στην Πελοπόννησο. Κι οι άντρες τους, πέτυχαν σε ορισμένα μέρη να εμποδίσουν παραπέρα συμπλοκές ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τα Τάγματα Ασφαλείας. Ορισμένοι Άγγλοι αξιωματικοί είχαν την ίδια επιτυχία σε άλλες περιοχές 28. Οι Άγγλοι, όμως, δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να κυριεύσουν, σε πολλά σημεία της χώρας, μεγάλα αποθέματα γερμανικού πολεμικού υλικού, το οποίο οπωσδήποτε το δικαιούνταν μετά τη συμφωνία της Καζέρτας. Ο ΕΛΑΣ είτε κυρίευε τα όπλα των δυνάμεων των συνεργατών, είτε συγκέντρωνε εκείνα που άφηναν πίσω τους -επίτηδες, φαίνεται- οι Γερμανοί. Μέχρι τότε, πολλές από τις μονάδες του ΕΛΑΣ -ή ίσως κι όλες- αντιμετώπιζαν Digitized by 10uk1s
τρομερή έλλειψη όπλων και, κυρίως, πυρομαχικών, καθώς από τη μια δεν τους εφοδίαζε επίτηδες η βρετανική αποστολή, ενώ, από την άλλη, είχαν ξοδέψει μέρος των αποθεμάτων τους στις μάχες με τον ΕΔΕΣ. Έτσι, είχαν υποχρεωθεί να περιορίσουν τις επιχειρήσεις τους και να διώξουν πολλούς εθελοντές που είχαν πάει να καταταγούν στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Οι περιορισμοί αυτοί, έδειχναν να μην υπάρχουν πια. Κι αυτή, ήταν μια εξέλιξη που φαίνεται ότι δεν την είχαν απόλυτα προβλέψει οι Βρετανοί στρατιωτικοί σχεδιαστές 29. Στις 15 Αυγούστου, οι ηγέτες του ΚΚΕ εγκατέλειψαν την επιμονή τους να παραιτηθεί ο Παπανδρέου για να μπουν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Κι έτσι, στις 3 Σεπτεμβρίου, έξι υπουργοί που εκπροσωπούσαν το ΕΑΜ πήγαν στην εξόριστη κυβέρνηση η οποία είχε μεταφερθεί από την Αίγυπτο στην Ιταλία, προφανώς για να βρίσκεται κοντά στο Συμμαχικό Στρατηγείο. Οι Εαμικοί υπουργοί, δυο από τους οποίους ήταν κομμουνιστές, συμπεριφέρθηκαν με εξαιρετικά συνεργάσιμο τρόπο, ίσως για να πείσουν τους Άγγλους ότι δε χρειαζόταν να στείλουν στρατεύματα στην Ελλάδα. Και συμφώνησαν πως η κυβέρνηση Παπανδρέου έπρεπε να είναι η μόνη υπεύθυνη για την τιμωρία των συνεργασθέντων με τους Γερμανούς, και ότι οι ανταρτικές δυνάμεις έπρεπε να υπάγονται επιχειρησιακά στον στρατηγό Γουίλσον. Και, κάτι ακόμα πιο αξιοσημείωτο, αποδέχτηκαν τους όρους της συμφωνίας της Καζέρτας που υπογράφτηκε στις 26 Σεπτεμβρίου από τους Γουίλσον, Παπανδρέου, Σαράφη (στρατιωτικό διοικητή του ΕΛΑΣ) και Ζέρβα (στρατιωτικό διοικητή του ΕΔΕΣ). Με τη συμφωνία αυτή, οι ηγέτες της ελληνικής αντίστασης αποδέχονταν: την αποστολή βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Τον Σκόμίπι ως διοικητή όλων των αντιστασιακών δυνάμεων στην Ελλάδα, για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης. Επιπλέον, ο ΕΛΑΣ κι ο ΕΔΕΣ αναγνώριζαν αμοιβαία τις σφαίρες επιρροής τους. Κι ο ΕΛΑΣ συμφωνούσε να κρατήσει εκτός Αττικής τις τακτικές δυνάμεις του, κι αναγνώριζε εκεί τη δικαιοδοσία του φανατικά παπανδρεϊκού στρατιωτικού διοικητή Αττικής στρατηγού Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλου, ο οποίος συντόνιζε από τον Ιούλιο τις διάφορες αντικομμουνιστικές δυνάμεις της πρωτεύουσας και κανόνιζε να εφοδιάζονται με όπλα από τη Μέση Ανατολή. Μετά τη συμφωνία της Καζέρτας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση υποδήλωναν με τη σιωπή τους τη συγκατάθεσή τους για όλα αυτά 30. Στην Ελλάδα, η είδηση για τη συμφωνία της Καζέρτας έπεσε σαν κεραυνός τόσο στην ηγεσία, όσο και στους οπαδούς του ΚΚΕ. Πολλοί, πίστεψαν στην αρχή ότι επρόκειτο για ψέμα που είχε σκοπό να σκορπίσει τη σύγχυση. Σύντομα όμως η είδηση επιβεβαιώθηκε από το αρχηγείο του ΚΚΕ στο βουνό 31. Στην πράξη, η συμφωνία αυτή έδωσε στο ΚΚΕ να καταλάβει τις συνέπειες της απόφασής του ν' αναγνωρίσει την εξόριστη κυβέρνηση. Ότι, δηλαδή, το ΚΚΕ παραιτιόταν από οποιαδήποτε απόπειρα για ν' αποκτήσει το στρατιωτικό έλεγχο της πρωτεύουσας ή να αμφισβητήσει το δικαίωμα των Άγγλων να στείλουν δυνάμεις στην Ελλάδα. Όσο ανυπόφορες κι αν τους ήταν αυτές οι παραχωρήσεις, οι ηγέτες του ΚΚΕ στην Ελλάδα και οι εκπρόσωποί τους στην Ιταλία είχαν τρομάξει μπροστά στην εναλλακτική επιλογή, που ήταν η διάλυση της κυβέρνησης Παπανδρέου και η επιστροφή στην αδιάλλακτη στάση τους του Ιουλίου. Ούτε όμως και μπορούσαν να αποδεχτούν το πλήρες νόημα της συμφωνίας, που σήμαινε ότι θα αναγνώριζαν στην Ελλάδα αυξημένη δικαιοδοσία σε δυνάμεις εχθρικές προς αυτούς. Κι έτσι, μέσα στους επόμενους λίγους μήνες, η πολιτική του ΚΚΕ χαρακτηρίστηκε από σύγχυση και παλινωδίες.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Οι αγγλικές προφυλακές έφτασαν στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου. «Κατά απαίτηση του Δημάρχου», ο διοικητής τους αποφάσισε να παρελάσουν τελετουργικά στην πόλη, «καθώς αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αποτραπεί το ξέσπασμα ταραχών ανάμεσα στις Digitized by 10uk1s
αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις» 32. Στις 18 Οκτωβρίου, ο Παπανδρέου αποβιβάστηκε στον Πειραιά συνοδευόμενος από τους Άγγλους στρατιωτικούς και πολιτικούς ηγέτες Σκόμπι, Μακμίλαν και Λήπερ. Ύστερα από την ευχαριστήρια δοξολογία στη Μητρόπολη, ο Παπανδρέου εκφώνησε ένα φλογερό λόγο στην Πλατεία Συντάγματος. Το ακροατήριό του αποτελούσε ένα τεράστιο πλήθος στο οποίο δέσποζαν οι συμπαθούντες το ΕΑΜ, κι αυτός πέτυχε να το πάρει με το μέρος του υποσχόμενος να τιμωρήσει τους συνεργάτες του εχθρού, και διακηρύσσοντας: «Πιστεύουμε στη Λαοκρατία». 33 Στις επόμενες μέρες, ένα τεράστιο γλέντι απελευθέρωσης γινόταν σ' ολόκληρη την Αθήνα. Σύντομα, όμως, έγινε φανερό ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου αντιμετώπιζε τρία τουλάχιστον εξαιρετικά σοβαρά προβλήματα: την ανάγκη να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Αριστεράς για συμμετοχή στην εξουσία και εκδίκηση, κατά τρόπο αποδεκτό από τη Δεξιά. Το οικονομικό πρόβλημα σταθεροποίησης του νομίσματος και εξεύρεσης προμηθειών για ν' αποφευχθεί ο λιμός και να ξαναρχίσει να λειτουργεί η παραγωγή. Και, τέλος, το πρόβλημα του αφοπλισμού των ανταρτικών δυνάμεων και της δημιουργίας ενός εθνικού στρατού. Η εξουσία της κυβέρνησης ήταν πολύ περιορισμένη και αδύναμη έξω από την περιοχή της πρωτεύουσας. Τον έλεγχο των μεγάλων λιμανιών της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας και του Βόλου, οι Άγγλοι τον μοιράζονταν στην πραγματικότητα με τον ΕΛΑΣ, ενώ ένα τμήμα της Ηπείρου το κρατούσε ακόμα ο ΕΔΕΣ. Όλη σχεδόν την υπόλοιπη χώρα, διοικούσε -με αυστηρό και τακτικό τρόπο- το ΕΑΜ, που περιπολούσε στις κύριες οδικές αρτηρίες, είχε φυλακίσει πολλούς συνεργάτες των Γερμανών κι εμπόδιζε ανεξάρτητες πολιτικές οργανώσεις και τις εφημερίδες τους να λειτουργήσουν. Έτσι, η χώρα ήταν προς το παρόν μοιρασμένη σε δυο, ουσιαστικά, συστήματα διακυβέρνησης, που το καθένα είχε τη δική του αστυνομία και τις δικές του ένοπλες δυνάμεις 34. Η οικονομική κατάσταση ήταν χαοτική. Ο πληθωρισμός, που ήταν τρομακτικός στη διάρκεια της Κατοχής, χειροτέρεψε κι άλλο μετά την Απελευθέρωση. Μαυραγορίτες απ' την Αθήνα, εφοδιασμένοι με τα πιο καινούρια και μεγάλα χαρτονομίσματα, μπορούσαν ν' αγοράζουν τα πάντα στην ύπαιθρο. Για ν' αντιδράσει, το ΕΑΜ απαγόρευσε τη χρήση του χρήματος. Μερικές περιοχές, όπως η Πελοπόννησος, στράφηκαν στην οικονομία των ανταλλαγών. Και στις 10 Νοεμβρίου η κυβέρνηση κυκλοφόρησε νέο νόμισμα: μια καινούρια δραχμή αντιστοιχούσε σε 500.000.000.000 παλιές. Η νομισματική μεταρρύθμιση βοήθησε ελάχιστα, γιατί ήταν πολύ λίγα ακόμα τα αγαθά που μπορούσε ν' αγοράσει κανείς. Κι έπειτα, η μεταρρύθμιση ήταν αμφιλεγόμενη γιατί νομιμοποιούσε προηγούμενες αγορές ιδιοκτησιών με πληθωρικές δραχμές, απαρνιόταν το δημόσιο χρέος κι επιβεβαίωνε την απώλεια των δραχμικών οικονομιών ολόκληρου του έθνους 35. Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο, η Αθήνα γέμισε επιγραφές και συνθήματα σε τοίχους, σκάλες, αγάλματα -οπουδήποτε μπορούσαν να γραφτούν τα γράμματα ΕΑΜ και ΚΚΕ. Τα παράπονα των Εαμιτών διατρανώθηκαν σε πολλές διαδηλώσεις, κι ακούγονταν κραυγές που ζητούσαν εκδίκηση και κάθαρση των δημόσιων υπηρεσιών. Εξακόσια περίπου άτομα, περιλαμβανομένων και δυο πρωθυπουργών «κουίσλιγκ», των Τσολάκογλου και Ράλλη βρίσκονταν στις φυλακές, περιμένοντας να δικαστούν ως δοσίλογοι. Κι η Αριστερά, ζητούσε να γίνει δημοψήφισμα για το συνταγματικό ζήτημα. Η αστυνομία της Αθήνας, μια δύναμη 3.000 αντρών, παρέμενε ουσιαστικά ίδια όπως και κατά την Κατοχή, εξακολουθώντας να διοικείται από τον Άγγελο Έβερτ. Κάτω από την τετραπέρατη καθοδήγησή του, η Αστυνομία είχε αποφύγει -αντίθετα από τη Χωροφυλακή- τη ρετσινιά της συνεργασίας με τους Γερμανούς. Κι έτσι, παρέμενε διαθέσιμη για να χρησιμοποιηθεί αργότερα από την κυβέρνηση κατά του ΕΑΜ 36. Η πολιτική δύναμη της Αριστεράς, που μετριόταν σύμφωνα με την ικανότητά της να Digitized by 10uk1s
κατεβάζει χιλιάδες άτομα στους δρόμους, ήταν εντυπωσιακή και, για ορισμένους, αναμφιβόλως τρομακτική. Στις 19 Νοεμβρίου, το ΚΚΕ οργάνωσε μια μαζική διαδήλωση για την εικοστή έκτη επέτειο του κόμματος. Στην Πλατεία Συντάγματος δεν έπεφτε καρφίτσα 37. Και παντού είχαν τοιχοκολληθεί αφίσες που περιέγραφαν με μελανά χρώματα τις θυσίες του «λαού» κατά τον πόλεμο, με υπαινιγμούς ότι οι θυσίες αυτές δε θα πήγαιναν χαμένες. Η εύθραυστη συνεργασία των ελληνικών φατριών επέζησε λιγοστές μόνο βδομάδες. Εκείνο που δίχασε την κυβέρνηση και επέσπευσε τον εμφύλιο πόλεμο, ήταν το ζήτημα του αφοπλισμού των ανταρτών προκειμένου να δημιουργηθεί ένας καινούριος, ενιαίος ελληνικός στρατός. Οι δυο στρατιωτικές μονάδες που είχε φέρει μαζί της από το εξωτερικό η κυβέρνηση -η Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος- θεωρούνταν από τον Παπανδρέου και τον Σκόμπι τακτικές μονάδες, που θα περιλαμβάνονταν στις υπό δημιουργία ένοπλες δυνάμεις. Το ΕΑΜ θεωρούσε ότι έπρεπε να αποστρατευτούν σαν εθελοντικές μονάδες, όπως θα γινόταν και με τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ 38. Η Αριστερά είχε κάθε λόγο να θέλει τη διάλυσή τους, γιατί κι οι δυο μονάδες ήταν ακλόνητα αντικομμουνιστικές. Ύστερα από αίτημα του Παπανδρέου, η Ορεινή Ταξιαρχία μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από την Ιταλία. Δοξασμένη από τα πρόσφατα κατορθώματά της κατά τη μάχη του Ρίμινι, παρέλασε στους δρόμους της Αθήνας στις 9 Νοεμβρίου κι έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από πολλούς Αθηναίους, που την είδαν σαν προστάτη από τους κομμουνιστές. Η συμπεριφορά των στρατιωτών, έκανε ξεκάθαρες τις απόψεις τους: «Λίγο μετά την άφιξή τους στην Αθήνα, τα μέλη της Ταξιαρχίας άρχισαν να σβήνουν τα συνθήματα του ΕΑΜ, να σκίζουν φωτογραφίες του Στάλιν, να φωνάζουν "Ζήτω ο βασιλιάς". Και να εξαναγκάζουν, μερικές φορές με την απειλή περιστρόφων, τους περαστικούς να ζητωκραυγάζουν τον βασιλιά» 39. Στις 20 Νοεμβρίου, φάνηκε πως βρέθηκε μια λύση στο πρόβλημα της αποστράτευσης. Ο Παπανδρέου κι ο Σιάντος συμφώνησαν ότι ο ΕΛΑΣ θα διαλυόταν στις 10 Δεκεμβρίου, ενώ οι άντρες κι οι αξιωματικοί της Ορεινής Ταξιαρχίας θα έπαιρναν «γενναίες άδειες». Η βρετανική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε όμως, κι επέμεινε ότι η Ταξιαρχία δεν έπρεπε να διαλυθεί 40. Έτσι, ο Παπανδρέου πληροφόρησε τον Σιάντο ότι το σχέδιό τους δεν μπορούσε να εφαρμοστεί. Στις 27 Νοεμβρίου, ο Παπανδρέου δέχτηκε μια συμβιβαστική πρόταση από τους αριστερούς υπουργούς του. Του πρότειναν τώρα να ενωθούν η Ορεινή Ταξιαρχία κι ο Ιερός Λόχος με μια μονάδα του ΕΛΑΣ και μια μονάδα του ΕΔΕΣ. Σε μέγεθος και εξοπλισμό, η μονάδα του ΕΛΑΣ θα ήταν ίση με τις άλλες τρεις μαζί. Όλες οι άλλες δυνάμεις θα διαλύονταν. Ο Παπανδρέου αποδέχτηκε το σχέδιο. Όταν όμως το παρουσίασε στον Σκόμπι και τον Λήπερ την άλλη μέρα, είχε αλλάξει σημαντικά το περιεχόμενό του. Δεν γινόταν πια λόγος για ενοποίηση. Η μονάδα του ΕΛΑΣ που θα παρέμενε, γινόταν ίση μόνο με του ΕΔΕΣ, κι όχι μ' όλες τις άλλες μαζί, ενώ η Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος παρέμεναν ως είχαν. Ο Παπανδρέου τα παρουσίασε όλα αυτά σαν πρόταση του ΕΑΜ. Κι όταν το ΕΑΜ το διέψευσε, αυτός κατηγόρησε τους Εαμικούς υπουργούς ότι υπαναχωρούσαν απ' αυτά που είχαν πει. Η ρήξη επήλθε την 1η Δεκεμβρίου, όταν ο Σκόμπι δημοσίευσε διαταγή προς τον ΕΛΑΣ, εξ ονόματος της κυβέρνησης Παπανδρέου, να έχει αποστρατευτεί μέχρι τις δέκα του μήνα. Πίσω από τις λεπτομέρειες που άλλαζαν διαρκώς, η θέση των δυο πλευρών παρέμενε ξεκάθαρη: η Αριστερά θα αποδεχόταν είτε καθολική αποστράτευση, που θα την ακολουθούσε η δημιουργία ενός νέου στρατού στον οποίο υπολόγιζαν ότι θα είχαν επιρροή ανάλογη με το μέγεθος του ΕΛΑΣ, είτε τη διατήρηση μιας δύναμης του ΕΛΑΣ ίσης με όλες τις άλλες μαζί. Ο Παπανδρέου κι οι Άγγλοι δε δέχονταν τη διάλυση των τακτικών στρατιωτικών μονάδων, ούτε τη διατήρηση μιας αντίστοιχης δύναμης του ΕΛΑΣ. Κι έτσι, οι ελάχιστες απαιτήσεις της μιας πλευράς ξεπερνούσαν τις μέγιστες παραχωρήσεις που ήταν διατεθειμένη να κάνει η άλλη. Έτσι, λοιπόν, κανείς δεν εξεπλάγη όταν διακόπηκαν οι Digitized by 10uk1s
διαπραγματεύσεις στις 28 Νοεμβρίου.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Ύστερα απ' αυτό, κι ιδιαίτερα μετά την παραίτηση των Εαμικών υπουργών που έγινε τις μικρές ώρες της 2ης Δεκεμβρίου, ο κόσμος περίμενε κάποια μορφή βίαιης αντιπαράθεσης. Οι γνώμες διέφεραν μόνο για το πόσο σοβαρή θα ήταν. Αναφέρεται ότι ο Παπανδρέου, στις 2 Δεκεμβρίου, περίμενε «κάποια αιματοχυσία» αλλά όχι και «γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο» 41. Στελέχη της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Αθήνας (ΚΟΑ) έκαναν σύσκεψη την 1η Δεκεμβρίου για να συζητήσουν την οργάνωση διαδήλωσης στις 3, και γενικής απεργίας στις 4, σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά της ανάμιξης του Σκόμπι και της διαταγής αποστράτευσης. Θεώρησαν δεδομένο ότι θα ξεσπούσε βία, και έθεσαν σε συναγερμό τους εφεδρικούς του ΕΛΑΣ για τις 3 του μήνα. Την 1η Δεκεμβρίου ο Σιάντος -χωρίς να συμβουλευτεί τον Ιωαννίδη, που ήταν άρρωστος και εκτός «υπηρεσίας»- ανάστησε την Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ με μέλος και τον εαυτό του, που τον κατέστησε έτσι γενικό διοικητή του ΕΛΑΣ. Εκείνη την ημέρα, και την προηγούμενη, διέταξε ορισμένες μονάδες του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν εκτός Αττικής, να μετακινηθούν πιο κοντά στην Αθήνα 42. Ένας πράκτορας του OSS, ο Κώστας Κουβαράς, ανέφερε στις 2 Δεκεμβρίου ότι «ψηλά ιστάμενος αξιωματούχος» του ΚΚΕ είπε πως οι συνάδελφοί του δεν περίμεναν «να δράσουν οι Άγγλοι πριν από τις 10 του Δεκέμβρη, επειδή δεν έχουν αρκετές δυνάμεις για ν' αντιμετωπίσουν τον ΕΛΑΣ» 43. Η αδυναμία και η διασπορά των αγγλικών δυνάμεων και η μέχρι στιγμής μη επέμβασή τους, κάνουν κατανοητή μια τέτοια ψευδαίσθηση 44. Η κυβέρνηση έδωσε στην αρχή άδεια για το συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου, κι ύστερα την αναίρεσε -πολύ αργά, σύμφωνα με την ηγεσία του ΕΑΜ. Δεν είναι ξεκάθαρο το τι περίμενε η αγγλική ηγεσία στην Αθήνα. Δηλώνοντας την 1η Δεκεμβρίου πως ήταν έτοιμος να προστατεύσει την κυβέρνηση ενάντια σ' οποιοδήποτε πραξικόπημα, ο Σκόμπι έδειχνε πρόθυμος ν' αντιμετωπίσει μια ένοπλη αντιπαράθεση. Ωστόσο, τόσο ο αριθμός όσο και η τοποθέτηση των Άγγλων στρατιωτών στην Αθήνα δεν προσφέρονταν για μάχη. Πρέπει κανείς να συμπεράνει πως ο Σκόμπι και το επιτελείο του πίστευαν ότι μπορούσαν να επιβάλουν τη θέλησή τους χωρίς κάποιες σοβαρές συμπλοκές -εντύπωση που ενισχύει η ομολογία του Τσώρτσιλ, αργότερα τον ίδιο μήνα, ότι αυτός περίμενε απλώς ότι, «μια ομοβροντία των βρετανικών στρατευμάτων» θα έφτανε για να αποκατασταθεί η τάξη 45. Το πρωί της 3ης, η Αστυνομία τοποθέτησε τους άντρες της σε ζώνες γύρω από την Πλατεία Συντάγματος, ενώ μεγάλες μάζες υποστηρικτών του ΕΑΜ πλησίαζαν από πολλές διευθύνσεις. Στην αρχή, η Αστυνομία προσπάθησε να τους κρατήσει έξω από την πλατεία, κι αυτό προξένησε μικροσυμπλοκές και υβριστικούς διαξιφισμούς. Ξαφνικά, οι αστυνομικοί διατάχτηκαν να υποχωρήσουν προς την κατεύθυνση του αρχηγείου της Αστυνομίας, στη γωνία των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Πανεπιστημίου, σ' ένα ωραίο νεοκλασικό κτίριο, στη θέση του οποίου βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο ΑΣΤΗΡ (βλέπε χάρτη 5). Αμέσως μόλις έγινε αυτό, γύρω στις 11 η ώρα, μια φάλαγγα διαδηλωτών άρχισε να βαδίζει προς την κατεύθυνση της οδού Πανεπιστημίου και το αρχηγείο της Αστυνομίας. Ενώ όμως η κεφαλή της πορείας βρισκόταν ακόμα μακριά απ' το κτίριο, σταμάτησε στο άκουσμα ενός πυροβολισμού. Λίγες στιγμές μετά, πολλοί αστυνομικοί άνοιξαν πυρ, και τότε οι διαδηλωτές έπεσαν στο έδαφος 46. Οι περισσότεροι αστυνομικοί δεν έριχναν στο ψαχνό. Αν το είχαν κάνει, τότε ο αριθμός των νεκρών, που έφτασε μάλλον τους δεκάξι, θα ήταν πολύ μεγαλύτερος. Για δέκα περίπου λεπτά, οι αστυνομικοί πυροβολούσαν όποτε οι διαδηλωτές έκαναν να σηκωθούν για να διαφύγουν. Όταν αργότερα σταμάτησαν οι πυροβολισμοί, αρκετοί άνθρωποι έμειναν πεσμένοι νεκροί ή τραυματισμένοι στη μέση του δρόμου. Οι Digitized by 10uk1s
περισσότεροι ξένοι ανταποκριτές ήταν αυτόπτες μάρτυρες της σκηνής, κι ορισμένοι επέκριναν πάρα πολύ την Αστυνομία. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Τζέφρι Χόαρ, που η ανταπόκρισή του δημοσιεύτηκε στους «Τάιμς» την επόμενη μέρα. Στην Πλατεία Συντάγματος, μέσα σε θωρακισμένα οχήματα, βρίσκονταν λιγοστοί Άγγλοι στρατιώτες αλλά παρέμειναν αδρανείς. Μεμονωμένοι Άγγλοι αξιωματικοί που βρίσκονταν μεταξύ των θεατών, προσπάθησαν να κάνουν την Αστυνομία να πάψει να πυροβολεί. Λίγη ώρα μετά το τέλος των πυροβολισμών, Άγγλοι πεζοί και αρκετά τανκς μπήκαν στην πλατεία. Μέχρι εκείνη την ώρα, οι Εαμικοί διαδηλωτές δεν έδειχναν εχθρότητα στους Άγγλους, έχοντας στρέψει το μένος τους κατά της Αστυνομίας. Η απραξία των Άγγλων, όμως, δημιουργούσε μια επικίνδυνη κατάσταση: οι ηγέτες του ΕΑΜ μπόρεσαν να διαμορφώσουν την ψευδαίσθηση ότι, τελικά, οι Άγγλοι ήταν ουδέτεροι και θα απέφευγαν να πάρουν στρατιωτικά μέτρα εναντίον τους. Στην πραγματικότητα, όμως, οι Άγγλοι κάθε άλλο παρά ουδέτεροι ήταν. Ο Σκόμπι εξέδωσε διαταγές να εμποδιστούν οι ενισχύσεις του ΕΛΑΣ να φτάσουν στην Αθήνα. Η πρώτη σημαντική αντιπαράθεση, ήταν ειρηνική: ένα από τα καλύτερα συντάγματα του ΕΛΑΣ, με το που έφτασε στην περιοχή της πρωτεύουσας, στις 4 Δεκεμβρίου, περικυκλώθηκε από τα βρετανικά στρατεύματα, αφοπλίστηκε και μεταφέρθηκε έξω από την πόλη. Οι πυροβολισμοί στην Πλατεία Συντάγματος δεν ήταν το μοναδικό βίαιο επεισόδιο στην Αθήνα εκείνη την Κυριακή. Το πρωί, μέλη της δεξιάς οργάνωσης «Χ» του συνταγματάρχη Γρίβα επιτέθηκαν στον ΕΛΑΣ στο λόφο του Φιλοπάππου. Και το απόγευμα, εφεδρικοί του ΕΛΑΣ άρχισαν μια σειρά συστηματικών επιθέσεων σε αστυνομικά τμήματα των προαστίων της Αθήνας. Σε μερικές περιπτώσεις, Άγγλοι στρατιώτες μπήκαν στη μέση για να βοηθήσουν τους Χίτες. Και οι Άγγλοι όμως, και ο ΕΛΑΣ, απέφευγαν ακόμα να πυροβολούν οι μεν τους δε, εκτός ίσως για αυτοάμυνα. Στις 4 Δεκεμβρίου, απαντώντας στις επιθέσεις του ΕΛΑΣ στα αστυνομικά τμήματα, ο Σκόμπι εξέδωσε διαταγή που ανέφερε ότι αυτές οι πράξεις πρέπει να σταματήσουν, κι ότι από τις τέσσερις το απόγευμα και μετά, θα τις θεωρούσε και θα τις αντιμετώπιζε ως εχθρικές ενέργειες. Ακόμα, έδινε διορία στον ΕΛΑΣ μέχρι τα μεσάνυχτα της 6ης-7ης Δεκεμβρίου για να εκκενώσει την περιοχή Αθήνας-Πειραιά. Από την ώρα εκείνη και μετά, θα αντιμετώπιζε τους άντρες του ως εχθρούς 47. Η απειλή, δεν είχε αποτελέσματα. Στις 5 Δεκεμβρίου, ο ΕΛΑΣ υποστήριξε ότι είχε καταλάβει είκοσι δύο από τα είκοσι πέντε αστυνομικά τμήματα της Αθήνας. Το πρωί της ίδιας μέρας, ο Σκόμπι διέθετε δυνάμεις που συμποσούνταν σε οκτώ αγγλικά τάγματα πεζικού, τέσσερα ελληνικά τάγματα, τέσσερις ίλες θωρακισμένων, μερικά θωρακισμένα αυτοκίνητα και μια πεδινή πυροβολαρχία. Οι αγγλικές δυνάμεις δεν ήταν κατάλληλα αναπτυγμένες ώστε να προστατέψουν την πόλη από εσωτερική επίθεση. Οι αποθήκες πυρομαχικών και οι στρατώνες τους, ήταν διάσπαρτοι και ευάλωτοι. Στις 6 του μήνα, σύμφωνα με τον κομμουνιστή Θανάση Χατζή, το 1ο Σώμα του ΕΛΑΣ (Αθήνας) έφτασε σε δύναμη τους 12.000 άντρες, στους οποίους προστίθενταν συνεχώς ενισχύσεις τακτικών μονάδων που βρίσκονταν έξω από την πόλη. Ο ΕΛΑΣ, λοιπόν, είχε ξεκάθαρη αριθμητική υπεροχή κατά τις πρώτες εβδομάδες των ταραχών. Παρόλο που οι άντρες του διέθεταν λιγοστά βαριά όπλα, μπορούσαν να κινούνται χωρίς να τους εντοπίζουν οι αντίπαλοι ανάμεσα στα κτίρια και τους φιλικούς προς αυτούς πολίτες, και αρχικά είχαν έναν πολύ εντυπωσιακό στόχο: την κατάληψη των στρατώνων και των αστυνομικών τμημάτων που στέγαζαν τους Έλληνες εχθρούς τους. Ήταν φανερό ότι πετυχαίνοντας αυτό το στόχο, θα έλεγχαν ολόκληρη την πόλη -και μαζί της κι ολόκληρη την Ελλάδα- εκτός κι αν αναλάμβαναν δράση οι Άγγλοι48. Η απόφαση γι' αυτό, πάρθηκε στο Λονδίνο από τον Τσώρτσιλ, τη νύχτα της 4ης-5ης Digitized by 10uk1s
Δεκεμβρίου 49. Η διαταγή να αναλάβουν «πλήρεις επιθετικές δραστηριότητες» κατά του ΕΛΑΣ δόθηκε στα αγγλικά στρατεύματα σε στρατιωτική σύσκεψη που έγινε στις 9 μ.μ. της 5ης Δεκεμβρίου. Αμέσως, οι Άγγλοι άρχισαν να βελτιώνουν τις θέσεις τους. Αργά τη νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου, καταλήφθηκε η Ακρόπολη. Αξιωματικός που διοικούσε μια πολυβολοφωλιά κοντά στον Παρθενώνα, είπε αργότερα σ' έναν επισκέπτη (τον γιατρό του Τσώρτσιλ): «Πανέμορφο σημείο. Έχουμε όλη την Αθήνα κάτω από τα πυρά μας» 50 . Βρετανικές ενισχύσεις άρχισαν να καταφθάνουν καθημερινά από αέρα και θάλασσα. Ωστόσο, οι βρετανικές θέσεις παρέμειναν επισφαλείς μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου 51. Στις 11 Δεκεμβρίου, ο Μακμίλαν κι ο στρατάρχης σερ Χάρολντ Αλεξάντερ, που είχε αναλάβει τώρα ανώτατος αρχηγός των Συμμάχων στο θέατρο της Μεσογείου, έφτασαν αεροπορικώς για σύσκεψη με τον Λήπερ και τον Σκόμπι. Ο Αλεξάντερ έπαθε σοκ όταν συνειδητοποίησε πόσο εκτεθειμένη ήταν η θέση των βρετανικών δυνάμεων και πόσο έντονες ήταν οι ελλείψεις τους εξαιτίας της κατάληψης των αποθηκών τους. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να διώξει τον Σκόμπι από τη θέση του, αλλά ύστερα από διάφορες συμβουλές που πήρε, τοποθέτησε τον στρατηγό Τζον («Τζίντζερ») Χόκσουορθ, που είχε αποκτήσει πρόσφατη πολεμική πείρα στο μέτωπο της Ιταλίας, επικεφαλής της μάχης της Αθήνας, κι επέτρεψε στον Σκόμπι να παραμείνει συμβολικά αρχηγός των Άγγλων. 52 Μόλις στις 7 Δεκεμβρίου, πήρε ο ΕΛΑΣ την άδεια από την κεντρική διοίκησή του να ανταποδώσει τα πυρά των Άγγλων στην Αθήνα. Την ίδια μέρα, το κύριο σώμα των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, που βρίσκονταν στην ύπαιθρο, διατάχτηκε να επιτεθεί στον ΕΔΕΣ και άλλες αντικομμουνιστικές αντιστασιακές ομάδες στην Ήπειρο και τη Μακεδονία, ενώ του απαγορευόταν ακόμα να επιτίθεται σε Άγγλους. Ήδη, στην ανατολική Μακεδονία, δυνάμεις του ΕΛΑΣ περίπου 5.000 αντρών, επιτέθηκαν με δική τους πρωτοβουλία σε Έλληνες αντιπάλους τους ίσης δύναμης και τους διέλυσαν μεταξύ 1ης και 3ης Δεκεμβρίου 53. Στις 11 του μήνα, ο ΕΛΑΣ της Αθήνας άρχισε επιτέλους σύντομες επιθέσεις κατά των Άγγλων, αλλά ούτε και τότε έκανε κάποια σοβαρή προσπάθεια ν' αποκόψει το δρόμο -που ήταν ζωτικής σημασίας για τους Άγγλους- ο οποίος ένωνε το κέντρο της πόλης με τη θάλασσα. Κι ούτε που κατέλαβε ο ΕΛΑΣ το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Το σχέδιο του Χόκσουορθ, ήταν να διώξει κατά τομέα-τομέα τον ΕΛΑΣ από την πόλη και συμπεριλάμβανε και τα ακόλουθα μέτρα, για την παρεμπόδιση διείσδυσης ελεύθερων σκοπευτών του ΕΛΑΣ: Τα βρετανικά στρατεύματα θα καταλάμβαναν μόνο τις περιοχές εκείνες που την περίμετρό τους ήταν σίγουρο ότι μπορούσαν να κρατήσουν. Μέσα στην περιοχή αυτή, θα γινόταν έρευνα σ' όλα τα σπίτια, και όσοι πολίτες δεν έπαιρναν μέρος στις μάχες θα έφευγαν. Όλοι όσοι σχετίζονταν μ' οποιονδήποτε τρόπο με τις συμπλοκές, θα μεταφέρονταν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου για εξακρίβωση. Μόλις κάθε τέτοια απελευθερωμένη περιοχή ησύχαζε, δηλαδή όταν δε θα ακούγονταν πυροβολισμοί για 24 ώρες, βρετανικές υπηρεσίες θα διένειμαν ζεστά γεύματα στην περιοχή αυτή. Ύστερα, το ταχύτερο δυνατό, θα την αναλάμβανε μια ελληνική μονάδα υπό αγγλική επιτήρηση, και οι βρετανικές δυνάμεις θα ήταν ελεύθερες να προχωρήσουν στην επόμενη περιοχή. Πρωταρχικός στόχος αυτής της επιχείρησης ήταν να εξασφαλιστεί η πλήρης συνεργασία του άμαχου πληθυσμού σ' όλες τις απελευθερωμένες περιοχές, κάτι που θεωρούσαν απολύτως εφικτό, αρκεί ο πληθυσμός: α) να περιοριστεί από οποιαδήποτε άλλη επαφή με τις ένοπλες δυνάμεις του ΕΛΑΣ που θα μπορούσαν να τον τρομοκρατήσουν και β) να τραφεί 54. Για να διατηρήσουν τον έλεγχο των περιοχών που καταλάμβαναν, οι Άγγλοι επιστράτευσαν βιαστικά άντρες για τα τάγματα Εθνοφυλακής, όπως τα αποκάλεσαν, τα οποία μέσα στις τρεις επόμενες βδομάδες έφτασαν σε δύναμη τους 15.000 άντρες, διοικούμενους από Digitized by 10uk1s
αξιωματικούς του ελληνικού στρατού. Οι άντρες αυτοί στρατολογήθηκαν κυρίως από τις διάφορες οργανώσεις που είχαν εμπλακεί, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, σε φονικές συμπλοκές με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Πολλά μέλη αυτών των οργανώσεων πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στους Άγγλους όταν άρχισαν εχθροπραξίες. Εθνικιστικές (δηλαδή αντικομμουνιστικές) αντιστασιακές οργανώσεις όπως η «Χ», προμήθευσαν αρκετές εκατοντάδες Εθνοφύλακες. Η χωροφυλακή, περίπου 1.300. Και οι άντρες των Ταγμάτων Ασφαλείας (που ήταν φυλακισμένοι στην πρωτεύουσα από την ημέρα της Απελευθέρωσης) 12.000 τουλάχιστο. 55 Σε κάθε αγγλικό τάγμα, προσκολλήθηκε ένας λόχος Εθνοφυλάκων, που έργο τους ήταν η εκκαθάριση και έρευνα των σπιτιών για κρυμμένα όπλα και Ελασίτες. «Κατάφερναν πολύ καλύτερα από τους Άγγλους στρατιώτες να αποσπούν πληροφορίες για κρυμμένα όπλα, παρόλο που οι μέθοδοί τους δεν είναι για να τις πολυψάχνει κανείς» 56. Οι Άγγλοι, έριξαν προκηρύξεις για να εξηγήσουν στον πληθυσμό τους πολεμικούς στόχους τους: «Η Μεγάλη Βρετανία δεν ενδιαφέρεται αν το καθεστώς που προτιμάτε είναι Μοναρχία ή Δημοκρατία ή αν η κυβέρνησή σας ανήκει στη Δεξιά, την Αριστερά ή το Κέντρο. Η επιλογή, όμως, πρέπει να γίνει με την ελεύθερη ψήφο του ελληνικού λαού, κι όχι κάτω από την απειλή της βίας και των όπλων» 57. Ο ΕΛΑΣ, από την πλευρά του, περιέγραφε κοροϊδευτικά τον Παπανδρέου «Πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας» (κάνοντας λογοπαίγνιο με το όνομα του ξενοδοχείου όπου βρισκόταν η έδρα της κυβέρνησης Παπανδρέου). 58 Από την αρχή της μάχης, η ελληνική Αστυνομία και οι Άγγλοι έπιασαν όλους όσοι βρίσκονταν μέσα στην περιοχή τους κι ήταν ύποπτοι ότι συμπαθούν τον ΕΛΑΣ. Ως τις 29 Δεκεμβρίου, οι Άγγλοι κρατούσαν 7.540 αιχμαλώτους από την περιοχή της Αθήνας, τους οποίους και μετέφεραν στη Μέση Ανατολή. Ο ΕΛΑΣ, έπιασε συνολικά σ' ολόκληρη τη χώρα 1.100 Άγγλους αιχμαλώτους. Όταν ο ΕΛΑΣ αποχώρησε από την Αθήνα, πήρε μαζί του 15.000 ίσως ομήρους, που είχαν πιαστεί στις πλουσιότερες συνοικίες και προάστια. Πολλοί απ' αυτούς πέθαναν κατά τις αναγκαστικές πορείες εξαιτίας του κρύου και της άγριας μεταχείρισης. Μοναδικός -ή βασικός- λόγος για τη σύλληψη ομήρων, ήταν τα αντίποινα για την αποστολή από τους Άγγλους αιχμαλώτων του ΕΛΑΣ, που υποτίθεται ότι ανάμεσά τους βρίσκονταν και πολίτες, στη Μέση Ανατολή. Ο ΕΛΑΣ συνέλαβε και μεγάλο αριθμό ομήρων από διάφορες περιοχές της χώρας 59. Το αποτέλεσμα της μάχης κρίθηκε τελικά από την τεράστια υπεροχή σε άντρες και πολεμικό υλικό των βρετανικών και των ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων. Είκοσι δύο τάγματα Εθνοφυλακής ήταν διαθέσιμα στις 29 του μήνα, και κάθε τριάντα έξι ώρες σχηματιζόταν κι ένα καινούριο τάγμα 60. Οι ενισχύσεις που είχαν λάβει οι Βρετανοί μέχρι τις 25 Δεκεμβρίου, περιλάμβαναν δυο ολόκληρες μεραρχίες, μια ταξιαρχία και αρκετά τάγματα. Πολεμικά αεροπλάνα, πολεμικά πλοία και τανκς -ο ΕΛΑΣ δεν διέθετε τίποτα από αυτά- χρησιμοποιήθηκαν εντατικά. Ως τις 18 Ιανουαρίου, είχαν φτάσει συνολικά στην Ελλάδα 75.000 περίπου Άγγλοι 61. Κι από τις 18 Δεκεμβρίου ήδη, οι Άγγλοι είχαν μια άνετη υπεροχή στην πρωτεύουσα κι ήταν σε θέση να περάσουν στην αντεπίθεση. Κατά τον υπόλοιπο μήνα, ο ΕΛΑΣ προέβαλε σκληρή αλλά καταδικασμένη αντίσταση σε διάφορα μέρη της Αθήνας και του Πειραιά. Στις 5 Ιανουαρίου, είχαν αναγκαστεί πια να εκκενώσουν τον Πειραιά, και στις 6 και την Αθήνα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Τα Δεκεμβριανά κατέστρεψαν όσες ελπίδες είχαν απομείνει για ειρηνικές εξελίξεις μετά την Απελευθέρωση. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, οι ικανότητες του οποίου ενέπνεαν μεγάλο Digitized by 10uk1s
σεβασμό σε όλη την Ελλάδα, είχε θέσει το κύρος του στην υπηρεσία αυτού του σκοπού, μα πριν περάσει πολύς καιρός παραιτήθηκε, πικραμένος από το ΚΚΕ. Στους δεκαπέντε μήνες που ακολούθησαν, τον διαδέχθηκε μια πομπή ασθενών προσωπικοτήτων, ανίκανων να εμποδίσουν την παραπέρα επέκταση του εμφυλίου πολέμου. Ερμηνεύοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα υπάρχοντα στοιχεία και ντοκουμένα, ούτε ο Παπανδρέου ούτε οι άλλοι πρωταγωνιστές, ο Σιάντος κι ο Σκόμπι, επιθυμούσαν ή σχεδίαζαν μια ουσιαστική συμπλοκή στην πρωτεύουσα. Το περισσότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι, τουλάχιστον ως το τέλος Νοεμβρίου, η κάθε πλευρά έπαιρνε αμυντικά στρατιωτικά μέτρα, ωστόσο η άλλη πλευρά ερμήνευε ότι την απειλούσαν62. Όταν την 1η Δεκεμβρίου η εμπλοκή έφτασε πια να θεωρείται αναπόφευκτη, καθένας από τους πρωταγωνιστές έδειξε να συμπεραίνει ότι -στην πρωτεύουσα τουλάχιστον- θα μπορούσε να εξαναγκάσει τον αντίπαλο να κάνει παραχωρήσεις με ελάχιστες ή και καθόλου μάχες. Αποδεικνύεται, λοιπόν, πως η σύρραξη οφειλόταν σε κακούς υπολογισμούς και -από την πλευρά του ΚΚΕ- σε σύγχυση σχετικά με τους στόχους. Ως αποτέλεσμα, αν παρατηρούσε κανείς, την παραμονή της συμπλοκής, όλους τους πρωταγωνιστές, θα διαπίστωνε μια στάση που αποτελούσε μίγμα πολιτικής αδιαλλαξίας και έλλειψης στρατιωτικής προετοιμασίας. Όταν την 1η Δεκεμβρίου ο Σκόμπι δημοσίευσε το διάταγμα για την αποστράτευση του ΕΛΑΣ, έδειχνε πρόθυμος να διακινδυνεύσει μια ένοπλη σύρραξη. Ωστόσο, η ανάπτυξη των βρετανικών στρατευμάτων στην Αθήνα ήταν απελπιστικά ακατάλληλη για κάτι τέτοιο. Από την πλευρά του, ο Σιάντος απείχε τόσο απ' το να παραδεχτεί ότι μια μεγάλη μάχη στην πρωτεύουσα ήταν αναπόφευκτη, ώστε δεν συζήτησε καν το ενδεχόμενο με το Πολιτικό Γραφείο ή το Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ, ούτε εξέτασε το σχέδιο για την κατάληψη της Αθήνας που είχε συντάξει το επιτελείο του ΕΛΑΣ πριν από τη συμφωνία της Καζέρτας. Όταν άρχισαν οι συμπλοκές στην Αθήνα, ο κύριος όγκος και το Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ βρίσκονταν μακριά από την Αθήνα, για να αντιμετωπίσουν τους αντιπάλους τους στα βόρεια και τα δυτικά της χώρας 63. Όταν, στις 5 Δεκεμβρίου, οι Άγγλοι αποφάσισαν να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ, πολέμησαν χωρίς πολλές επιφυλάξεις. Χρειάστηκε όμως να περάσουν αρκετές μέρες για να συνειδητοποιήσουν την αποφασιστικότητά τους οι αντίπαλοι. Η καθυστέρηση αυτή, αποτελεί έναν από τους κύριους λόγους της ήττας του ΕΛΑΣ. Ένα ακόμα στοιχείο της απέχθειας που έτρεφαν για τον πόλεμο τόσο το ΚΚΕ όσο και οι Άγγλοι, ήταν η αμοιβαία προθυμία τους να υπογράψουν ειρήνη τον Ιανουάριο. Και οι δυο πλευρές είχαν σημειώσει στρατιωτικές νίκες: οι Άγγλοι είχαν νικήσει τον ΕΛΑΣ στην Αττική, ενώ ο ΕΛΑΣ είχε νικήσει τους αντιπάλους του σε διάφορα σημεία της χώρας, αναγκάζοντας τους Άγγλους να εκκενώσουν όλα τα μέρη εκτός από την Πάτρα και τη Θεσσαλονίκη 64. Ωστόσο, καμιά από τις δυο πλευρές δεν είχε ούτε τα μέσα, ούτε τη λαϊκή υποστήριξη ούτε τη διεθνή βοήθεια για να συνεχίσει τον πόλεμο. Η βρετανική κυβέρνηση είχε δεχτεί αυστηρή κριτική από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά κι από το ίδιο το κοινό της Βρετανίας ενώ, ταυτοχρόνως χρειαζόταν τις στρατιωτικές της δυνάμεις για τον πόλεμο κατά της Γερμανίας που συνεχιζόταν. Από τη δική τους πλευρά, οι ηγέτες του ΚΚΕ Σιάντος και Ιωαννίδης έβλεπαν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου σαν περίτρανη απόδειξη της πεποίθησης που είχαν ανέκαθεν, ότι το ΚΚΕ δεν μπορεί να τα βάλει με τους Άγγλους. Το ΚΚΕ δεν είχε καταφέρει να προετοιμάσει τους υποστηρικτές του, κι ιδίως τους μη κομμουνιστές υποστηρικτές του ΕΑΜ, για τον πόλεμο. Πραγματικά, πολλοί απ' αυτούς αντέδρασαν στα γεγονότα με κατάπληξη, επειδή οι περισσότεροι Έλληνες έβλεπαν ακόμα την Αγγλία ως σύμμαχο. Επιπλέον, έβλεπαν ότι οι Άγγλοι έλεγχαν τις προμήθειες τροφίμων και άλλων ειδών βασικής ανάγκης που χρειαζόταν απελπισμένα το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. 65 Για τους λόγους αυτούς έκλεισε το ΚΚΕ τη συμφωνία της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου. Σύμφωνα με τους όρους της, ο ΕΛΑΣ αποστρατευόταν επιτέλους. Τα μέλη του έπαιρναν Digitized by 10uk1s
αμνηστία, εκτός από εκείνα που είχαν διαπράξει αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Το ΚΚΕ συνέχιζε να λειτουργεί νόμιμα. Και η κυβέρνηση έκανε προετοιμασίες για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το ζήτημα της μοναρχίας, και για γενικές εκλογές. Ύστερα απ' αυτό, Άγγλοι και ΚΚΕ προσπάθησαν να επιστρέψουν στην πολιτική της ειρηνικής ανάπτυξης που ακολουθούσαν πριν από τον Δεκέμβριο. Τώρα όμως, οι Άγγλοι είχαν ακόμα λιγότερα κίνητρα για να συγκρατούν το ζήλο της Δεξιάς ενώ, την ίδια στιγμή, το ΚΚΕ έβλεπε την επιρροή του να μειώνεται μετά την εγκατάλειψή του από τον Σβώλο και άλλους σοσιαλιστές συμμάχους, και από τις αποκαλύψεις για τις θηριωδίες που έγιναν κατά τη διάρκεια και μετά τις μάχες του Δεκεμβρίου 66. Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι επιπτώσεις των Δεκεμβριανών ήταν τόσο μακρόβιες, είναι το ότι αναθέρμαναν μια εμφύλια διαμάχη που είχε αρχίσει κιόλας να γίνεται πικρή και πλατιά πριν ακόμα από την Απελευθέρωση. Τον Δεκέμβριο, εκτός από την Αθήνα ξέσπασαν εμφύλιες συμπλοκές και στην Ήπειρο και σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας. Οι μάχες αυτές, έδωσαν την ευκαιρία και στις δυο πλευρές να ξεκαθαρίσουν παλιούς λογαριασμούς. Στην ίδια την Αθήνα, μερικοί από τους κρατούμενους στις φυλακές με την κατηγορία της συνεργασίας με τους Γερμανούς, συμπεριλαμβανομένων και τριών υπουργών «κουίσλιγκ», δολοφονήθηκαν, μαζί με αρκετές εκατοντάδες αστυνομικών. Όχι μόνο οι δοσίλογοι, αλλά και μέλη αντικομμουνιστικών αντιστασιακών οργανώσεων κρύβονταν από φόβο για τη ζωή τους 67. Η κατάταξη στην Εθνοφυλακή, έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς που είχαν πολεμήσει κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ κατά την Κατοχή, να πάρουν εκδίκηση. Με το τέλος των εχθροπραξιών, δεκάδες χιλιάδες άμαχοι υποστηρικτές του ΕΑΜ έφυγαν κρυφά από την πρωτεύουσα, μέσα στη βαρυχειμωνιά, επειδή φοβούνταν αντίποινα68. Η βρετανική επέμβαση υπέρ της αντικομμουνιστικής πλευράς κατά τους δεκαοχτώ περίπου μήνες πριν από τη Βάρκιζα, καθόριζε τη θέση της Ελλάδας στον μεταπολεμικό κόσμο. Οι Άγγλοι ενίσχυαν τον ΕΔΕΣ κατά την Κατοχή, εξασφαλίζοντας το ότι ο ΕΛΑΣ δε θα μονοπωλούσε την Αντίσταση, ούτε θα καταλάμβανε όλη την ηπειρωτική χώρα. Επίσης, οι Άγγλοι ξεπέρασαν σε ελιγμούς το ΚΚΕ την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944, αναδεικνύοντας σε επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων την κυβέρνηση Παπανδρέου που είχε σχηματιστεί τον Απρίλιο, παραγκωνίζοντας την ΠΕΕΑ που είχε σχηματίσει το ΕΑΜ ένα μήνα πριν. Επρόκειτο για μια κατάσταση, στην οποία η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν είχε κανένα προηγούμενο νομικό ή ηθικό δικαίωμα.69 Μ' αυτόν τον τρόπο, όμως, οι Άγγλοι κατέστησαν πολιτικά και ρεαλιστικά δυνατό για την κυβέρνηση Παπανδρέου να εγκατασταθεί τον Οκτώβριο στην Αθήνα. Χωρίς τη βρετανική επέμβαση, η πολιτική δύναμη στην Ελλάδα θα είχε περάσει σίγουρα σχεδόν στα χέρια του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είτε με την Απελευθέρωση, είτε λίγους μήνες αργότερα. Και χωρίς την επέμβαση των Άγγλων, ο ΕΛΑΣ θα είχε οπωσδήποτε κερδίσει τη μάχη της Αθήνας. Το συνεχώς επαναλαμβανόμενο κίνητρο των Άγγλων για την επέμβασή τους, ήταν η επιθυμία τους να εξασφαλίσουν στον ελληνικό λαό «ελευθερία εκλογής» η οποία, κατά προτίμηση, θα οδηγούσε σε μια δημοκρατική και μετριοπαθή κυβέρνηση. Δίχως άλλο, η επιθυμία αυτή ήταν ειλικρινής. Το αληθινό όμως κίνητρο για τις βρετανικές προσπάθειες ήταν η παραδοσιακή, ηλικίας ενός αιώνα πολιτική, να κρατηθούν οι Ρώσοι μακριά από τη Μεσόγειο. Όταν ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε στις αρχές του 1945, η βρετανική κυβέρνηση δεν ήταν πια διατεθειμένη να επεμβαίνει τόσο έντονα στις ελληνικές υποθέσεις, κι αυτή η αλλαγή στρατηγικής (προς μεγάλη απογοήτευση πολλών Βρετανών παρατηρητών) επέτρεψε στην ελληνική Δεξιά, κι όχι στους μετριοπαθείς δημοκράτες, να επωφεληθούν άμεσα από τη νίκη των αγγλικών δυνάμεων στα Δεκεμβριανά.
Digitized by 10uk1s
Η αγγλική επέμβαση στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 1944, ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία μια από τις συμμαχικές δυνάμεις στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιούσε ανοιχτά στρατιωτική βία για να καθορίσει τη μεταπολεμική πολιτική εξέλιξη σε μια απελευθερωμένη χώρα. Ο Στάλιν χάρηκε αναμφιβόλως από αυτά τα γεγονότα, που αποτελούσαν προηγούμενο για τη σοβιετική επέμβαση στην ανατολική Ευρώπη. Ακόμα, τα Δεκεμβριανά επηρέασαν τις εξελίξεις σε μια τουλάχιστον ακόμα χώρα της δυτικής Ευρώπης, την Ιταλία, αποτελώντας προειδοποίηση για το εκεί Κομμουνιστικό Κόμμα, και ενισχύοντας την αποφασιστικότητα των Άγγλων70.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V Ο στρατιωτικός αγώνας, 1945-9 David H. Close και Θάνος Βερέμης
Ο ΑΝΑΡΧΟΣΥΜΜΟΡΙΤΙΣΜΟΣ, 1945-6 Η τελική και πιο σφοδρή φάση του εμφυλίου πολέμου δεν είχε κάποια ξεκάθαρη αφετηρία. Αναπτύχθηκε βαθμιαία από τη βία των δεξιών δυνάμεων και των αριστερών ενόπλων ομάδων που εμφανίστηκαν ανάμεσα στη συμφωνία της Βάρκιζας, τον Φεβρουάριο του 1945, και το δημοψήφισμα, τον Σεπτέμβριο του 1946. Αυτό που χαρακτηρίζει τούτη την περίοδο, είναι η αναρχία κι ο συμμοριτισμός που ακολούθησαν την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και προηγήθηκαν της βαθμιαίας επιβολής της εξουσίας, στις αντίστοιχες ζώνες τους, των δυνάμεων της κυβέρνησης απ' τη μια, και του ΚΚΕ απ' την άλλη. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, φαίνεται ότι συγκεντρώθηκαν στα περισσότερα μέρη της χώρας ένοπλες ομάδες παρανόμων. Η διαφορά ανάμεσά τους, ήταν ότι οι ένοπλες ομάδες της Δεξιάς δρούσαν περισσότερο φανερά και επιθετικά από εκείνες της Αριστεράς. Συνήθως, οι «συμμορίες» ήταν μικρές (με μόνιμη δύναμη κάτω των πενήντα σ' εκείνες της Δεξιάς, και όχι άνω των δέκα σ' αυτές της Αριστεράς), προσκολλημένες σ' έναν τόπο και ταυτισμένες με τον αρχηγό τους. Ο συνολικός αριθμός των αριστερών παρανόμων υπολογίστηκε αργότερα από έγκυρη κομμουνιστική πηγή σε 3.000. Όσο για το συνολικό αριθμό των δεξιών παρανόμων, αυτός ήταν σίγουρα μεγαλύτερος. Όλες οι εκτιμήσεις όμως είναι μάλλον υποθετικές, επειδή τα ένοπλα αυτά τμήματα στρατολογούσαν άντρες για κάποια συγκεκριμένη επιδρομή, ενώ το χειμώνα σχεδόν διαλύονταν. Τα ένοπλα τμήματα των αριστερών αποτελούνταν κυρίως από υποστηρικτές του ΕΛΑΣ που απέρριπταν τη συμφωνία της Βάρκιζας ή φοβούνταν αντίποινα αν επέστρεφαν στη φυσιολογική ζωή. Ή, απλώς, δεν έβρισκαν κάποιο νομοταγή τρόπο επιβίωσης σε μια εποχή που ο τόπος πεινούσε και, σύμφωνα με την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Περίθαλψη και την Αποκατάσταση (UNRRA), ο μισός αγροτικός πληθυσμός και το ένα τρίτο του πληθυσμού των πόλεων ήταν άποροι. Τα ένοπλα τμήματα της Αριστεράς ήταν ιδιαίτερα μικρά, επειδή έπρεπε να κρύβονται και να στηρίζονται στην υποστήριξη γειτονικών κοινοτήτων. Αν και το ΚΚΕ δεν τα είχε αναγνωρίσει ακόμα επισήμως, οι οργανώσεις του ΕΑΜ, πολλά χωριά και κωμοπόλεις τους βοηθούσαν τους αντάρτες αυτούς, δίνοντάς τους προμήθειες και πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού. Με τον καιρό, ενισχύθηκαν από χιλιάδες καταδιωγμένων αριστερών: η φυγή στα βουνά θα συνεχιζόταν για το μεγαλύτερο μέρος της τριετίας που ακολούθησε μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Και από τα μέσα κιόλας του 1945, θα προειδοποιούσε πολλούς παρατηρητές, όπως τον υπεύθυνο Τύπου Τζέφρι Τσάντλερ, ότι ο εμφύλιος πόλεμος θα ξανάρχιζε 1. Σ' όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου τα ένοπλα τμήματα της Αριστεράς έβρισκαν καταφύγιο στα βουνά, σ' όλα τα διαμερίσματα της χώρας (βλέπε χάρτες). Τα βουνά είναι γενικά κακοτράχαλα και στο βορρά σκεπάζονται από πυκνά δάση, ενώ οι μεταξύ τους επικοινωνίες τότε ήταν κακές, ιδίως στην περιοχή της Πίνδου που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ηπειρωτικής χώρας βόρεια του Κορινθιακού Κόλπου. Η οργάνωση των ανταρτικών ομάδων είχε επίκεντρο τις οροσειρές, που η έκταση και το δυσπρόσιτό τους τις καθιστούσε άπαρτες ή διευκόλυνε τη συνεχή ανακατάληψή τους. Βουνά πάνω από 500 μέτρα ψηλά, εκτείνονται σ' όλο σχεδόν το μήκος των συνόρων με την Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Digitized by 10uk1s
Βουλγαρία, ενώ η φορά τους από βορρά προς νότο κατά μήκος των συνόρων με την Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία διευκόλυνε τις μετακινήσεις ανταρτών από αυτές τις χώρες στο εσωτερικό της Ελλάδας. Στους μεθοριακούς νομούς Καστοριάς, Φλώρινας και Πέλλας που βρίσκονται ανάμεσα στη λίμνη Πρέσπα και την περιοχή της Έδεσσας, ζούσαν πολλοί από τους Σλαβόφωνους της Ελλάδας που, σύμφωνα με την προπολεμική απογραφή πληθυσμού, ήταν συνολικά 86.000, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να ήταν και 200.000. Έχοντας απολαύσει μια σχετική ανεξαρτησία κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι περισσότεροι αντιδρούσαν στην επανενσωμάτωση σ' ένα ελληνικό κράτος καταπιεστικού τύπου σαν αυτό που υπήρχε πριν από τον πόλεμο, κι έτσι υποστήριζαν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΝΟΦ), το οποίο αντιπροσωπευόταν στο ΕΑΜ. Οι Σλαβόφωνοι της βόρειας Ελλάδας θα κατέληγαν να αποτελούν την πλειοψηφία του στρατού της Αριστεράς στον εμφύλιο πόλεμο. Το 1945, ένοπλες ομάδες εχθρικές προς τις κυβερνητικές δυνάμεις στις σλαβόφωνες περιοχές, ήταν μεγαλύτερες αριθμητικά και περισσότερο επιθετικές από αλλού. Η οροσειρά του Βίτσι βρίσκεται ανάμεσα στην Πρέσπα και την Έδεσσα. Και μια αλυσίδα βουνών συνδέει το Βίτσι με τις καλλιεργημένες περιοχές της κοιλάδας του Αξιού στα ανατολικά, ενώ άλλες ορεινές αλυσίδες κατεβαίνουν προς τα νότια και τα νοτιοανατολικά για να περικλείσουν το Θεσσαλικό κάμπο, περιοχή στην οποία το ΕΑΜ είχε εξασφαλίσει ισχυρή υποστήριξη που την ενέπνεαν ριζοσπαστικές παραδόσεις από τις αρχές του αιώνα. Έτσι, η Θεσσαλία κι η δυτική Μακεδονία σχημάτιζαν μια συνεχόμενη έκταση αριστερής επικράτειας που επικοινωνούσε με τα φιλόξενα εδάφη της Γιουγκοσλαβίας, όπου δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές του ΕΑΜ και Σλαβόφωνοι έβρισκαν καταφύγιο στα 1945-6. Άλλοι τόποι συγκέντρωσης αριστερών ανταρτικών τμημάτων μετά τη Βάρκιζα, ήταν ο Πάρνωνας κι ο Ταΰγετος στη νότια Πελοπόννησο, όπου βεντέτες μαίνονταν σ' όλη τη διάρκεια των χρόνων 1945-9 2. Οι περισσότερες οργανώσεις και συμμορίες της Δεξιάς περιορίζονταν στο να τρομοκρατούν χωριά, κι ελάχιστες καταδίωκαν τους αντιπάλους τους στα βουνά. Αυτό το είχαν αναλάβει σχηματισμοί της Εθνοφυλακής, που εξορμούσαν τακτικά κατά των αριστερών ένοπλων σχηματισμών από το καλοκαίρι του 1945. Τον Ιούνιο, ένα τέτοιο απόσπασμα κυνήγησε τον πιο διάσημο καπετάνιο του ΕΛΑΣ, τον Άρη Βελουχιώτη, που τελικά αυτοκτόνησε καταδιωκόμενος. Η επιτυχία αυτή έγινε δυνατή από το γεγονός ότι ο Άρης, έχοντας αποκηρύξει τη Βάρκιζα, είχε χάσει την προστασία του δικτύου του ΚΚΕ, κι έτσι είχε εκτεθεί σε μεγάλους κινδύνους. Από το τέλος του 1945, την καταδίωξη των ανταρτικών ομάδων είχε αναλάβει η χωροφυλακή, μια και αυτό ήταν το παραδοσιακό καθήκον της.* Στις περισσότερες περιοχές, οι χωροφύλακες εκτελούσαν τακτικές περιπολίες και, από τον Μάρτιο του 1946, είχαν εξοπλιστεί με πολυβόλα και χειροβομβίδες, ενώ τους βοηθούσαν και μικρές μονάδες του στρατού 3. Παρ' όλη αυτή τη δραστηριότητα, η πολιτική βία και στις δυο πλευρές αυξανόταν σταθερά από τον Οκτώβριο του 1946. Για παράδειγμα, η βρετανική αστυνομική αποστολή ανέφερε ένα μέσο όρο 68 πολιτικών δολοφονιών το μήνα, ανάμεσα Ιανουάριο και Μάιο του '46, και 169 τον Σεπτέμβριο. Έξω από τις πόλεις η αύξηση αυτή ήταν γενική, αλλά παρατηρήθηκε ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και την κεντρική και δυτική Μακεδονία. Κυρίαρχη αιτία της τάσης αυτής, ήταν η απελπισία των υποστηρικτών του ΕΑΜ από τη
*
Όπως γνωρίζει ο αναγνώστης, η χωροφυλακή καταδίωκε παλιά τους ληστές. Εδώ, έχουμε ξανά ένα μπέρδεμα με τις λέξεις BAND (ομάδα, συμμορία) και BANDIT (ληστής). (Σ.τ.Μ.) Digitized by 10uk1s
λευκή τρομοκρατία. Κι ένας ειδικός λόγος, ήταν η απελευθέρωση, με την αμνηστία του Δεκεμβρίου του 1945, 3.000 αριστερών κρατουμένων οι οποίοι, στη συνέχεια, έγιναν θύματα ή όργανα αντεκδικήσεων. Η κλιμάκωση προχώρησε κι άλλο με την εντατικοποίηση των διώξεων που ασκούσε η Δεξιά, στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει τη νίκη στις εκλογές και στη συνέχεια στο δημοψήφισμα του 1946. Έχουμε όμως μια ουσιαστική διαφορά στα περιστατικά πολιτικής βίας στις διάφορες περιφέρειες. Στην Πελοπόννησο, κυριαρχούσε η βία της Δεξιάς, που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Μεσσηνία, τη Λακωνία και την Αρκαδία. Διαδεδομένη επίσης ήταν η βία της Δεξιάς και στη Ρούμελη και τη νότια Θεσσαλία. Στη βόρεια Θεσσαλία και τη Μακεδονία, όμως, επικρατούσε η βία της Αριστεράς. Στη χώρα, ως σύνολο, η βία της Δεξιάς ήταν περισσότερο διαδεδομένη πριν από τον Σεπτέμβριο του 1946, γεγονός που δείχνουν τα στοιχεία της αστυνομικής αποστολής (που ωστόσο αγνοούσαν συχνά άλλοι Βρετανοί εκπρόσωποι) 4. Από το τέλος του 1945, μικρές ομάδες αριστερών άρχισαν να υπονομεύουν την κυβερνητική εξουσία στο βορρά, κάνοντας επιθέσεις σε χωροφύλακες, αξιωματούχους και κοινοτάρχες. Τον Φεβρουάριο, η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε να υποστηρίξει ως ένα βαθμό αυτές τις δραστηριότητες. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της απόφασης, ήταν και η επίθεση στο Λιτόχωρο, στον Όλυμπο, στις 30 Μαρτίου 1946, την παραμονή των εκλογών: τριάντα τρεις άντρες σκότωσαν οκτώ εθνοφύλακες και χωροφύλακες, πυρπόλησαν κτίρια και άρπαξαν όπλα -όλα αυτά, ως αντίποινα που διέταξε ο Ζαχαριάδης, ο ηγέτης του ΚΚΕ, ενάντια στη δραστηριότητα μιας ιδιαίτερα ενοχλητικής συμμορίας. Επιθέσεις τέτοιου τύπου θα σημειώνονται όλο και πιο συχνά μέσα στους επόμενους πέντε μήνες στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, από ένοπλα τμήματα που η δύναμή τους στη διάρκεια του καλοκαιριού, έφτανε καμιά φορά και τα εκατό άτομα. Παράδειγμα, η επίθεση στις 6 Ιουλίου εναντίον ενός λόχου στρατού στην Ποντοκερασιά από αντάρτικο τμήμα εκατό περίπου αντρών, που φαίνεται ότι σκότωσε και τραυμάτισε έντεκα στρατιώτες και αιχμαλώτισε ή πήρε με το μέρος του τους υπόλοιπους. Τον Αύγουστο πια, η κομμουνιστική ηγεσία υπολόγιζε ότι στα βουνά βρίσκονταν περίπου 4.000 αριστεροί αντάρτες. Αν και κατά το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν πολύ φτωχά ντυμένοι και οπλισμένοι, αποτελούσαν μια πολύ μεγάλη δύναμη για να τα βγάλει πέρα μαζί της η Χωροφυλακή, η οποία είχε να αντιμετωπίσει και άλλη, μικρής κλίμακας βία, συχνά όχι πολιτικής υφής, και σε άλλες περιοχές όπως η Θράκη, η Κρήτη και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου Λέσβο και Σάμο 5.
Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ Ανάμεσα στον Ιούλιο και τον Οκτώβριο του 1946, η αντιπαράθεση Δεξιάς και Αριστεράς πήρε τη μορφή επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας, κι από τις δυο πλευρές. Ο στρατός αντικατέστησε στον πρωταγωνιστικό ρόλο τη Χωροφυλακή και, από τον Ιούλιο έως τον Νοέμβριο, ανέλαβε μια σειρά ασυντόνιστων επιχειρήσεων, μέχρι και σε δύναμη ταξιαρχίας, από τα Άγραφα στη δυτική Θεσσαλία, μέχρι τη βόρεια Πίνδο και ανατολικά μέχρι τη Θράκη. Στην πράξη, όμως, η βασική δραστηριότητα του στρατού ήταν η φρούρηση στρατοπέδων κατά μικρές μονάδες. Οι εξορμήσεις του στα βουνά, στερούνταν σκοπού και αποφασιστικότητας, και σπανίως τον έφερναν σε επαφή με τον εχθρό 6. Σεπτέμβριο με Οκτώβριο, οι αντάρτες κατόρθωσαν να δημιουργήσουν αυτό που αποκάλεσαν «Ελεύθερη Ελλάδα» σε μεγάλες περιοχές της βόρειας Θεσσαλίας και της δυτικής Μακεδονίας, εξοντώνοντας τα φυλάκια της Χωροφυλακής στην ύπαιθρο και παρεμποδίζοντας τις επικοινωνίες προς κάθε κατεύθυνση εκτός από τη Γιουγκοσλαβία. Μια από τις οδικές αρτηρίες που απειλούσαν, ήταν και η κεντρική οδός Αθήνας-Θεσσαλονίκης, η οποία περνούσε από την Ελασσόνα και την Κοζάνη και είχε ιδιαίτερη σημασία γιατί ο Digitized by 10uk1s
σιδηρόδρομος βρισκόταν ακόμα εκτός λειτουργίας. Οι ανταρτικές ομάδες μεγάλωναν καθώς αποκτούσαν οργάνωση κι απορροφούσαν έναν όλο και πιο μεγάλο αριθμό πολιτικών προσφύγων. Έτσι, στις 21 Σεπτεμβρίου, περίπου 1.500 αντάρτες επιτέθηκαν και κατέλαβαν για λίγο το χωριό Δεσκάτη στη βόρεια Θεσσαλία, σ' ένα σημείο νευραλγικό γι' αυτούς. Εκείνον και τον επόμενο μήνα έγιναν κι αρκετές άλλες επιθέσεις από αντάρτικα τμήματα 300-400 αντρών. Στις 13 Νοεμβρίου, χίλιοι περίπου αντάρτες σκότωσαν ή αιχμαλώτισαν τους άντρες ενός λόχου του στρατού, στο Σκρα της Μακεδονίας. Στο μεταξύ, στην Πελοπόννησο, ο αριστερός συμμοριτισμός, αν και μικρότερος σε κλίμακα, αυξανόταν από το καλοκαίρι και μετά. Όπως και στο βορρά έτσι κι εδώ, οι ομάδες των ανταρτών μάζευαν συστηματικά τρόφιμα για να έχουν το χειμώνα, διαδικασία που έγινε δυνατή προφανώς ύστερα από τη συμφωνία της Βάρκιζας και τη μαζική εισροή βοήθειας από την Ούνρα (UNRRA), καθώς και από δυο ειρηνικές συγκομιδές. Αυτή η φάση του πολέμου χαρακτηρίζεται κι από τις δυο πλευρές από αλόγιστες σφαγές, καθώς μαίνονταν οι τοπικές βεντέτες. Στο βορρά, πολλές απ' αυτές τις σφαγές φαίνεται πως ήταν εθνολογικού χαρακτήρα, που είχαν ίσως τις ρίζες τους στην προπολεμική εποχή. Στο Σκρα, το Μάνταλο και την Ξερόβρυση της Μακεδονίας, ανάμεσα στα θύματα υπήρχαν παιδιά και γέροι 7. Στις 28 Οκτωβρίου -επέτειο της απόρριψης του τελεσίγραφου του Μουσολίνι στα 1940- ο Μάρκος Βαφειάδης, σε μια διάσκεψη ηγετών των ανταρτών, δημιούργησε μια κοινή στρατιωτική διοίκηση για όλη την ηπειρωτική Ελλάδα. Ο Μάρκος ήταν διοικητής του ΕΛΑΣ στη Μακεδονία, και ο Ζαχαριάδης του είχε εμπιστευτεί από τον Ιούλιο το έργο της ανάπτυξης μιας δύναμης στα βουνά. Τον Δεκέμβριο, η δύναμη αυτή πήρε την ονομασία Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ). Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για τη στρατιωτική πτέρυγα του ΚΚΕ, μια που ο Μάρκος ήταν μέλος του Πολιτικού Γραφείου του και όλοι -ή σχεδόν όλοι- οι διοικητές του ανήκαν στο Κόμμα. Ο Μάρκος διέταξε τους διοικητές να οργανώσουν τη δραστηριότητα των ανταρτών σε διάφορες περιοχές και αύξησε τις δυνάμεις του στρατολογώντας βετεράνους του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν εξόριστοι στη Γιουγκοσλαβία, καθώς και άλλους που είχαν εκπαιδεύσει είτε αυτοί, είτε παλιοί Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι. Σύμφωνα με τα στοιχεία του εθνικού στρατού, οι εξόριστοι αυτοί που επέστρεψαν ως τον Δεκέμβριο του 1946, ήταν αρκετές χιλιάδες. Ως τότε, ο συνολικός αριθμός των αριστερών ανταρτών σ' όλη την Ελλάδα ξεπερνούσε μάλλον τις 10.000, και συνέχιζε ν' αυξάνεται σταθερά. Κι ενώ η κύρια δύναμή τους βρισκόταν πάντα στη βόρεια Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία, είχαν γίνει τώρα αρκετές χιλιάδες και στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία, και πολλές εκατοντάδες στη Θράκη και τη Ρούμελη. Επικεφαλής τους βρίσκονταν βετεράνοι του ΕΛΑΣ, εξασκημένοι σε ελιγμούς πάνω στα βουνά, που πολλοί απ' αυτούς δρούσαν σε περιοχές με τις οποίες ήταν εξοικειωμένοι απ' τον καιρό της Κατοχής. Για την ελληνική κυβέρνηση και τους ξένους υποστηρικτές της, ο Δημοκρατικός Στρατός αποτελούσε μια τρομερή απειλή. Στην πραγματικότητα, όμως, ο ΔΣΕ δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένος για να εξαναγκάσει την κυβέρνηση να δεχτεί όρους του ή να της αποσπάσει εδάφη 8 . Τον οπλισμό των ανταρτών αποτελούσαν ανεμομαζώματα από περιορισμένες πηγές -κυρίως, φαίνεται, απ' ό,τι κυρίευαν απ' τον εχθρό (κι ιδίως τις αναποτελεσματικές μονάδες MAY). Κι ακόμα, από όπλα που είχε κρύψει ο ΕΛΑΣ και δεν τα είχαν ανακαλύψει οι εθνικές δυνάμεις. Και, τέλος, απ' ό,τι αγόραζαν στη μαύρη αγορά. Η έλλειψη ομοιογένειας, λοιπόν, αποτελούσε σοβαρό μειονέκτημα. Αργότερα, ο ΔΣΕ άρχισε να παίρνει εφόδια από άλλα κομμουνιστικά κράτη, κυρίως τη Γιουγκοσλαβία. Για δεκαοχτώ μήνες -ή και παραπάνω- από το καλοκαίρι του 1947 και μετά, οι γιουγκοσλαβικές αρχές ισχυρίζονται ότι έστειλαν στον ΔΣΕ μεγάλες ποσότητες γερμανικών όπλων: 35.000 τουφέκια, 3.500 πολυβόλα, 2.000 μπαζούκας, 7.000 αντιαρματικά όπλα, 10.000 νάρκες, Digitized by 10uk1s
καθώς και ρουχισμό για 12.000 άντρες και 30 βαγόνια τρόφιμα. Ωστόσο, τα εφόδια αυτά έφταναν με αργό ρυθμό, κι εξάλλου, ήταν δύσκολο να προωθηθούν πολύ νότια από τα σύνορα. Έτσι, τον Σεπτέμβριο, ο Μάρκος ανέφερε ότι ο στρατός του υπέφερε ακόμα από σοβαρές ελλείψεις ρουχισμού, και ότι ο αριθμός των υπαρχόντων όλμων ήταν μόνο ένας ή δύο σε κάθε τάγμα κοντά στα σύνορα, ενώ νοτιότερα υπήρχαν οι μισοί. Είναι φανερό πως η κατάσταση δε βελτιώθηκε πολύ στη συνέχεια. Για παράδειγμα, έχει διασωθεί ένας κατάλογος του οπλισμού ενός τάγματος της δυτικής Μακεδονίας, από τον επόμενο Μάιο. Σ' αυτόν περιλαμβάνονται δύο μόνο όλμοι και δυο βαριά πολυβόλα -όπλα που, προφανώς κυριεύτηκαν από τις εθνικές δυνάμεις- ενώ η αναλογία αγγλικών όπλων είναι μεγάλη. Οι στρατιώτες προτρέπονταν συνεχώς να κάνουν οικονομία στα πολεμοφόδια και να φυλάνε σαν θησαυρό τα όπλα τους. Κάθε σώμα νεοσυλλέκτων έπρεπε να πηγαίνει με τα πόδια στις συνοριακές περιοχές για να εφοδιαστεί σε οπλισμό και άρβυλα. Ακόμα και κοντά στα σύνορα, η πείνα, το κρύο και τα πληγιασμένα πόδια ήταν καθημερινά βάσανα του Δημοκρατικού Στρατού. Ο οπλισμός του ΔΣΕ περιέλαβε και αντιαεροπορικά κανόνια (τα οποία και κατέστρεψαν, συνολικά, 54 αεροπλάνα), και πεδινά πυροβόλα. Τα τελευταία αυξήθηκαν από πέντε που ήταν τον Σεπτέμβριο του 1947, σε εξήντα, αλλά τα περισσότερα ήταν ελαφρά και σε κακή κατάσταση. Νάρκες, αντιθέτως, τοποθετήθηκαν σε μεγάλες ποσότητες και ήταν πολύ αποτελεσματικές σ' όλους τους δρόμους. Γενικά, ο εξοπλισμός των ανταρτών παρέμεινε κατάλληλος μόνο για παρενοχλήσεις ή αιφνιδιαστικές επιθέσεις σε ευπρόσβλητους στόχους. Στα 1947, μπορούσαν συχνά να πραγματοποιούν με επιτυχία τέτοιες επιθέσεις, εξαιτίας της υπεροχής τους σε στρατιωτικές πληροφορίες. Αυτό οφειλόταν στο αποτελεσματικό σύστημα ασφάλειας και κατασκοπείας που είχαν οργανώσει τα στελέχη του Κόμματος. Οι μεταφορές ήταν ένα ακόμα πρόβλημα που έβαζε σοβαρούς περιορισμούς. Ορισμένα όπλα έφταναν με ψαροκάικα στις ακτές του Ιονίου, αλλά το βασικό μεταφορικό μέσο ήταν τα μουλάρια, πολλές εκατοντάδες από τα οποία διέσχιζαν τα περάσματα της Πίνδου συνεχώς, μέσα στα χρόνια 1947 και '48. Οι εφοδιοπομπές όμως εμποδίζονταν από τον εχθρό, που κρατούσε δεσπόζουσες τοποθεσίες και είχε και την κυριαρχία του αέρα. Η εξάρτηση από τέτοιες γραμμές εφοδιασμού, δυσκόλευε τον ανεφοδιασμό μεγάλων επιχειρήσεων μακριά από τα σύνορα. Για παράδειγμα, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να μετακινήσεις βαριά κανόνια ή μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών 9. Κι έτσι, μόνο στη μεθόριο θα μπορούσε ο ΔΣΕ να κρατήσει ισχυρές θέσεις ενάντια σε δυνατές επιθέσεις. Μεγάλη έλλειψη, επίσης, υπήρχε σε αξιωματικούς. Στην αρχή, στρατολογούνταν από παλιούς αξιωματικούς του ΕΛΑΣ που ήταν ελεύθεροι, πρόθυμοι να υπηρετήσουν, και κρίνονταν πολιτικά ασφαλείς από το Κόμμα. Ο αριθμός αυτών των ατόμων, όμως, κάθε άλλο παρά επαρκής ήταν. Κι ούτε ήταν εκπαιδευμένοι για να διοικήσουν μεγάλους σχηματισμούς ενάντια σε επαγγελματίες στρατιωτικούς. Φαίνεται ότι μια μικρή μόνο μειοψηφία ανάμεσά τους ήταν αξιωματικοί του τακτικού στρατού. Ορισμένοι απ' αυτούς, τους πρώην επαγγελματίες, είχαν επιτελικές θέσεις στον Δημοκρατικό Στρατό, κι ορισμένοι άλλοι κρατούσαν μεσαίες διοικητικές θέσεις στα πεδία της μάχης. Γενικά, όμως, δεν έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη διοίκηση, πράγμα που κατά ένα μέρος τουλάχιστον οφειλόταν στο αστικό και μη κομμουνιστικό παρελθόν τους, που τους καθιστούσε απαράδεκτους στον Ζαχαριάδη. Φαίνεται λοιπόν ότι όλοι όσοι κατείχαν ηγετικές θέσεις στη διοίκηση, ήταν ερασιτέχνες του τακτικού πολέμου (που χαρακτηρίζεται από μάχες θέσεων και επιχειρήσεις μεγάλων μονάδων σε μακρινές αποστάσεις). Ο κύριος όγκος των κατώτερων αξιωματικών προερχόταν από τις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού, κι είχαν περάσει από μια σύντομη εκπαίδευση στις σχολές που είχε ιδρύσει αυτός 10. Digitized by 10uk1s
Ακόμα, υπήρχε έλλειψη καινούριων αντρών. Σύμφωνα με τον Μάρκο, ο ΔΣΕ στρατολόγησε 15.000 άτομα από τον Σεπτέμβριο του 1947 έως τον Ιούλιο του 1948, την περίοδο δηλαδή που πάσχισε πολύ να αυξήσει τη δύναμή του 11. Στην Πελοπόννησο και τα νησιά, οι ανταρτικές ομάδες αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα, και προφανώς απαρτίζονταν από εθελοντές. Στην ηπειρωτική χώρα, όμως, έγινε ευρεία στρατολόγηση, η οποία και έφτασε να στελεχώνει την πλειοψηφία του στρατού στα τέλη του 1947. Και οι αντάρτες της Πελοποννήσου κατέφυγαν επίσης στη στρατολόγηση, το 1948. Ωστόσο, πολλοί από τους επίστρατους προέρχονταν από κοινότητες που πρόσκεινταν φιλικά στο Κόμμα, και μπορούσαν να γίνουν αξιόπιστοι στρατιώτες με την πειθαρχία και την πολιτική καθοδήγηση. Γι' αυτό, πολλές αναφορές εθνικών πηγών καταδεικνύουν ότι το ηθικό του ΔΣΕ ήταν για ορισμένο διάστημα υψηλό. Το ηθικό αυτό, φαίνεται ότι γενικά κρατιόταν ψηλά από την πίστη στη νίκη μέχρι και τη μάχη του Γράμμου, και τη ρήξη Τίτο-Στάλιν τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1948. Οι λίγοι σχετικά επίστρατοι που προέρχονταν από τις μάζες των αριστερών των πόλεων, καθυστέρησαν πάρα πολύ την αναχώρησή τους για τα βουνά. Και για τους περισσότερους απ' αυτούς, ύστερα από τον Ιούλιο του 1947, ήταν πολύ αργά: είτε βρίσκονταν πια στη φυλακή, είτε εμποδίζονταν να κινηθούν από την αστυνομική επιτήρηση των ίδιων και των οικογενειών τους. Το φταίξιμο γι' αυτή την καθυστέρηση οφείλεται κυρίως στις κομματικές αρχές, που προφανώς δίσταζαν να διαλύσουν τις οργανώσεις τους μέσα στις πόλεις, αλλά και σε εκείνα τα μέλη του Κόμματος που απέφευγαν να υπακούσουν στις διαταγές για έξοδο στο βουνό, συμμεριζόμενα, ίσως, την απέχθεια που αισθάνονταν γενικά οι πολίτες για τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτοί, εξάλλου, μπορούσαν να εκτιμήσουν τη δύναμη της κυβέρνησης καλύτερα από τους συντρόφους τους που ήταν απομονωμένοι στα βουνά και, αντίθετα απ' αυτούς, δεν εξαναγκάζονταν να πολεμήσουν από τις συμμορίες και της Δεξιάς και της Αριστεράς. Έτσι, οι κομμουνιστές των πόλεων σύντομα αδυνατούσαν να βοηθήσουν τον Δημοκρατικό Στρατό, και μέχρι το φθινόπωρο του 1947, σύμφωνα με αμερικανικές πηγές, είχαν πάψει ακόμα και πληροφορίες να του παρέχουν. Με όλα αυτά, ο ΔΣΕ βρέθηκε απομονωμένος στα βουνά, και στρατολογούσε τον κύριο όγκο των μελών του από τους χωρικούς 12. Ο εθνικός στρατός, από την πλευρά του, βρισκόταν το φθινόπωρο του 1946 στα πρώτα στάδια της αναδιάρθρωσής του. Για τέσσερα περίπου χρόνια -από τον Απρίλιο του 1941 μέχρι τις αρχές του 1945-είχε πάψει να υπάρχει, εκτός από τις σχετικά μικρές μονάδες που υπηρέτησαν στη Βόρεια Αφρική και την Ιταλία. Όπως παρατήρησε ένα μέλος της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής, ο συνταγματάρχης Τζ. Σ. Μάρεϊ 13, το πιο πολύτιμο κεφάλαιο ενός στρατού, κι εκείνο που η αντικατάστασή του γίνεται περισσότερο αργά από τα άλλα, είναι οι επαγγελματικά εκπαιδευμένοι αξιωματικοί του. Και το κεφάλαιο αυτό, είχε κατά μέγα μέρος διασπαθιστεί. Από τους ικανούς και έμπειρους διοικητές που είχαν διακριθεί στο αλβανικό μέτωπο του 1940-41, πολλοί είτε είχαν σκοτωθεί είτε είχαν ατιμαστεί συμμετέχοντας στη δοσίλογη κυβέρνηση Τσολάκογλου το 1941. Πολλοί, σύμφωνα με τον υποστράτηγο Δημήτριο Ζαφειρόπουλο (που πολέμησε στον εμφύλιο και συνέγραψε μια ιστορία για τον πόλεμο αυτό) είχαν τοποθετηθεί άδικα στον Β' Πίνακα των αποστράτων στις αρχές του 1945. Επίσης, βενιζελικοί κάποιας φήμης που είχαν αναμιχθεί στα επεισόδια της Μέσης Ανατολής, και αξιωματικοί που είχαν ενταχθεί στον ΕΛΑΣ, κρατήθηκαν εκτός υπηρεσίας για όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Όσον αφορά στους οπλίτες που κλήθηκαν να υπηρετήσουν, οι περισσότεροι προέρχονταν στην αρχή από προπολεμικές κλάσεις, που είχαν πολεμήσει στο Αλβανικό μέτωπο. Οι Άγγλοι, και στη συνέχεια οι Αμερικανοί, δεν ανέχονταν αρχικά να ξοδεύουν χρήματα για την εκπαίδευση νέων κλάσεων. Παρ' όλη όμως την εμπειρία τους, οι παλιοί στρατιώτες δεν ήταν ικανοποιητικοί πολεμιστές, επειδη δίσταζαν ν' αφήσουν τα κτήματα και τις οικογένειές τους Digitized by 10uk1s
(για τις οποίες η κυβέρνηση δεν έπαιρνε καμιά σχεδόν μέριμνα) και δυσανασχετούσαν στην προοπτική να υπηρετήσουν για δεύτερη ή και τρίτη φορά, τη στιγμή που οι νεότεροι δεν καλούνταν στα όπλα. Η πίκρα τους αυτή γινόταν ακόμα μεγαλύτερη από τον διαβόητο τρόπο με τον οποίο απέφευγαν τη στράτευση οι πλούσιοι και όσοι είχαν "τα μέσα". Και τον Οκτώβριο του 1948, όταν πια ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ θεωρούσε τους παλιότερους επίστρατους «παθητικό», οι άντρες αυτοί αποτελούσαν ακόμα το 40 τοις εκατό περίπου του τακτικού στρατού 14. Στη μεγαλύτερη διάρκεια του πολέμου, ο στρατός εξακολούθησε να πάσχει από τρομακτική έλλειψη εκπαιδευμένων αξιωματικών και υπαξιωματικών 15 . Η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή που ήταν υπεύθυνη από τον Φεβρουάριο του 1945 για την εκπαίδευση και τον εφοδιασμό του στρατού, προχωρούσε αργά, απ' τη μια εξαιτίας των δικών της ελλείψεων, κι απ' την άλλη επειδή δεν έβλεπε κανένα λόγο να βιάζεται -εξάλλου, εκπαίδευε το στρατό όχι για ανταρτοπόλεμο, αλλά για τακτικές επιχειρήσεις. Όποτε χρειάζονταν στρατεύματα για να πολεμήσουν τους αντάρτες, η Αποστολή αναγκαζόταν να περιορίσει δραστικά τα προγράμματα εκπαίδευσης. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, οι νεοσύλλεκτοι εκπαιδεύονταν μεμονωμένα στα κέντρα βασικής εκπαίδευσης: η εκπαίδευση κατά μονάδες, άρχισε μόλις το 1949. Όσο για την ανάγκη εκπαίδευσης αξιωματικών στον ανταρτοπόλεμο, αυτή δεν αναγνωριζόταν καν από την ελληνική διοίκηση, μέχρι τα τέλη του 1947. Όλα αυτά λοιπόν τα μειονεκτήματα, επηρέασαν οδυνηρά την απόδοση των περισσότερων μονάδων. Όπως συνηθίζεται σ' έναν τακτικό στρατό, μεγάλο ποσοστό των αντρών του επάνδρωνε τις διοικητικές και βοηθητικές υπηρεσίες, που διογκώνονταν από στρατιώτες οι οποίοι απέφευγαν τη μάχιμη υπηρεσία. Στις αρχές του 1947, για παράδειγμα, λιγότερη από τη μισή δύναμη του στρατού -που, στα χαρτιά- έφτανε τις 100.000, ήταν διαθέσιμη για μάχη. Πέρα όμως απ' αυτούς τους παράγοντες, ο στρατός έπρεπε να έχει μεγάλη αριθμητική υπεροχή για να μπορεί να προστατεύει αμάχους, επικοινωνίες και εγκαταστάσεις, καταδιώκοντας, παράλληλα και τους αντάρτες. Κι αυτό το γεγονός, οι ξένες αποστολές άργησαν πολύ να το συνειδητοποιήσουν. Υπήρχαν, εξάλλου, κι άλλοι λόγοι για την κακή απόδοση του στρατού. Οι περισσότεροι στρατεύσιμοι δεν ένιωθαν καμιά επιθυμία να πολεμήσουν τους συμπατριώτες τους. Είναι πολύ πιθανό ότι πολλοί από τους άντρες του εθνικού στρατού έβλεπαν τους αντάρτες σαν θύματα διωγμών, και θαύμαζαν το παρελθόν τους στην αντίσταση κατά των Γερμανών. Αντιθέτως, ορισμένοι από τους αξιωματικούς του εθνικού στρατού είχαν ονόματα αμαυρωμένα από τη συνεργασία τους με τον εχθρό. Οι επιπτώσεις της διαφθοράς και της ανικανότητας της κυβέρνησης στο ηθικό των στρατιωτών, είναι αντικείμενο του 7ου κεφαλαίου. Στα μέσα του 1946 βρέθηκε ότι πολλοί στρατευμένοι συμπαθούσαν την Αριστερά. Άγγλοι αξιωματικοί, υπολόγιζαν τον αριθμό τους στο 15 τοις εκατό του συνόλου. Σύντομα, η διοίκηση καθιέρωσε μέτρα για την απομόνωσή τους και, σύμφωνα με αμερικανικές πληροφορίες, ως τα τέλη του 1947 είχε εξαφανίσει τους κατασκόπους από το στράτευμα. Το έργο αυτό, όμως, απαιτούσε συνεχείς προσπάθειες των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών 16. Ένας παράγοντας που έριχνε το ηθικό των αξιωματικών, ήταν η άγνωστη γι' αυτούς φύση του συγκεκριμένου πολέμου, που έδειχνε να μην μπορεί να κερδηθεί. Για όλους τους παραπάνω λόγους, ήταν γενικά παραδεκτό πως το ηθικό του στρατού βρισκόταν σε καταστρεπτικά χαμηλό επίπεδο, όπως αναφέρει ο στρατηγός Θωμάς Πενζόπουλος, σε έκθεσή του τον Φεβρουάριο του 1947, που δημοσιεύτηκε λίγο μετά από τον «Ριζοσπάστη». Digitized by 10uk1s
Για να αντισταθμίσει την αναποτελεσματικότητα των συμβατικών μονάδων, η ηγεσία του στρατού δοκίμασε νέες οργανωτικές μεθόδους. Διαδοχικοί αρχηγοί του Γενικού Επιτελείου δημιούργησαν μηχανοκίνητες μονάδες κομμάντος, οι οποίες έφτασαν με τον καιρό σε δύναμη αρκετών χιλιάδων αντρών, κι από το 1947 και μετά ήταν επίλεκτα σώματα που τα χρησιμοποιούσαν αδιάκοπα για την κατάληψη οχυρών θέσεων και για διείσδυση σε εχθρικές περιοχές. Είχαν όμως δυσανάλογα μεγάλες απαιτήσεις στον τομέα των υπηρεσιών υποστήριξης και, σε τελική ανάλυση, θα είχαν ίσως πετύχει πολύ περισσότερα αν οι άντρες τους είχαν κατανεμηθεί στις διάφορες συμβατικές μονάδες, τις οποίες και θα ενίσχυαν 17. Ο στρατός προσπάθησε ακόμα να νικήσει τους επαναστάτες στο δικό τους παιχνίδι, υποστηρίζοντας πρώην αντιστασιακούς ηγέτες που ήταν αντικομμουνιστές. Έτσι, επιτράπηκε στον Αντόν Τσαούς και τον Μιχάλαγα (αντικομμουνιστές αντάρτες κατά την Κατοχή) να σχηματίσουν ξανά τις συμμορίες τους, ενώ ανέθεσαν στον Ναπολέοντα Ζέρβα, υπουργό Δημόσιας Τάξης, τότε, να δει τι μπορούσε να κάνει με την αστυνομία που ήταν κάτω από τη δικαιοδοσία του, κατά των αριστερών συμμοριών της νότιας Πελοποννήσου. Όπως θα καταδειχτεί στο 7ο κεφάλαιο, οι σχηματισμοί αυτοί είχαν περιορισμένη αξία. Στα 1946-7 και ως ένα βαθμό και το 1948, οι προσπάθειες των στρατιωτικών διοικητών υπονομεύονταν από πολιτικές παρεμβάσεις 18. Οι βουλευτές χαλούσαν διαρκώς τον κόσμο γυρεύοντες προστασία των ψηφοφόρων τους. Κι οι πολιτικοί μετέφεραν τις απαιτήσεις τους στους στρατιωτικούς, οι οποίοι αντιστέκονταν στις πιέσεις με προσωπικό τους ρίσκο, γιατί η πολιτική ευνοιοκρατία ήταν ο κανόνας μάλλον, παρά η εξαίρεση, κατά τις προαγωγές. Μεγάλος -και ολοένα αυξανόμενος- αριθμός αξιωματικών, συνειδητοποιούσε ότι δε θα μπορούσαν ποτέ να κερδίσουν τον πόλεμο αν περιορίζονταν στη στατική άμυνα. Ορισμένοι, πάντως, παρείχαν ευχαρίστως προστασία σε πολίτες, γιατί πίστευαν ότι ήταν πολύ σημαντικό να ενθαρρύνουν τους δεξιούς και να προκαλούν το δέος στους αριστερούς. Κι έτσι, σ' όλη τη διάρκεια του χειμώνα του 1947-8, ο κύριος όγκος του στρατού ήταν εγκατεσπαρμένος σε καθήκοντα φρούρησης, και δεν εκπαιδευόταν μέσω μάχιμης υπηρεσίας. Ο πολιτικός παρεμβατισμός ήταν επιζήμιος και κατ' άλλους τρόπους. Εξαιτίας της ευαισθησίας τους στην πολιτική, οι ανώτεροι διοικητές διχάζονταν και σχεδόν παρέλυαν από το εξακολουθητικό γαϊτανάκι που παιζόταν με τους υπουργούς. Σ' ένα μεγάλο μέρος της περιόδου που μεσολάβησε από τη συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι το διορισμό του Παπάγου στη θέση του Αρχιστρατήγου τον Ιανουάριο του 1949, η αποτελεσματικότητα των ανωτέρων βαθμίδων της ιεραρχίας κλονιζόταν σοβαρά από πολιτικούς διορισμούς και ρουσφέτια. Μέσα σ' αυτά τα χρόνια, διορίστηκαν διαδοχικά πέντε αρχηγοί του Γενικού Επιτελείου, οι πρώτοι τρεις από τους οποίους αντικαταστάθηκαν για πολιτικούς, βασικά, λόγους. Και στις αρχές του 1945, οι κρίσεις των αξιωματικών γίνονταν με γνώμονα την πολιτική. Ο πολιτικός παρεμβατισμός πήρε ιδιαίτερα σοβαρή μορφή με τη συμμετοχή Κεντρώων υπουργών στην κυβέρνηση, από τον Ιανουάριο του 1947, μέχρι που οι Αμερικανοί σύμβουλοι μείωσαν την επιρροή των πολιτικών τον Φεβρουάριο του 1948. Μέσα σ' αυτό το διάστημα, όμως, τα διάφορα κόμματα συναγωνίζονταν για την άσκηση επιρροής στο στράτευμα, και συνωμοτούσαν για το διορισμό των ανώτερων διοικητών και την απομάκρυνση άλλων. Εξαιτίας της αβεβαιότητας για τη θέση τους, οι διοικητές αυτοί εμποδίζονταν να κάνουν μακροπρόθεσμα σχέδια ή να επιβάλουν τη θέλησή τους στους υφισταμένους τους. Κι εξαιτίας των πολιτικών ραδιουργιών, μέσα στο χειμώνα του 1947-8, η προετοιμασία της επόμενης εκστρατείας αναβλήθηκε 19. Την ποιότητα των αξιωματικών και το ηθικό των στρατευσίμων, ακόμα και στις αρχές του 1949, τα θεωρούσαν φτωχά οι Άγγλοι και Αμερικανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι. Κι όλα αυτά τα μειονεκτήματα είχαν επανειλημμένα αποκαλυφτεί από τις τολμηρές τακτικές του ΔΣΕ σ' Digitized by 10uk1s
όλο το 1948. (Η Χωροφυλακή κι οι καταδρομείς έδειχναν καλύτερο ηθικό, αλλά ήταν λιγοστές χιλιάδες). Κοινά και συχνά συναντώμενα ελαττώματα του στρατού, ήταν η άρνηση για νυχτερινές επιχειρήσεις, για αναγνωρίσεις κατά μικρές ομάδες και για συμπλοκές εκ του συστάδην. Το τελευταίο, σύμφωνα με τον στρατηγό Τζέιμς Βαν Φλητ, αρχηγό της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής, το συναντούσες «σ' όλα σχεδόν τα τάγματα πεζικού» μέσα στο 1948 20. Η χρόνια κακή απόδοση των εθνικών στρατευμάτων έδινε στους Άγγλους και τους Αμερικανούς δικαιολογία για να αντιστέκονται στις συνεχείς πιέσεις της ελληνικής κυβέρνησης και του στρατού για χρηματοδότηση αύξησης των αριθμών των ενόπλων δυνάμεων. Έτσι, τον Νοέμβριο του 1946, ο τότε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου πήγε στο Λονδίνο προκειμένου να πιέσει για αύξηση της δύναμης του εθνικού στρατού σε 135.000 άντρες. Τελικά, ο στρατός έφτασε τις 90.000 στα τέλη του 1946, και τις 120.000 στα τέλη του 1947 21. Παράλληλα, υπήρχαν και υλικές ελλείψεις, αν και αυτές ήταν λιγότερο σημαντικές από τις ελλείψεις ειδικευμένου προσωπικού. Πριν από την άνοιξη του 1948, υπήρχε ιδιαίτερα έντονη έλλειψη μουλαριών, ασυρμάτων, πολυβόλων και ανιχνευτών ναρκών, ενώ δεν υπήρχε καθόλου αυτοκινούμενο πυροβολικό. Τανκς και θωρακισμένα οχήματα ο στρατός είχε από την αρχή του πολέμου, αλλά αυτά μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο στην άμυνα πόλεων και χωριών. Τα αεροπλάνα που χρησιμοποιούσαν για υποστήριξη των επιχειρήσεων εδάφους μέχρι τον Αύγουστο του 1949 ήταν παλιά Σπιτφάιρ, μάλλον ακατάλληλα. Ωστόσο, το πεζικό στηριζόταν πολύ σ' αυτά, και υπάρχουν βάσιμες αναφορές που λένε ότι ευθύνονται για περισσότερες από τις μισές απώλειες των ανταρτών στα χρόνια 1947-8. Τον Οκτώβριο του 1948, η αεροπορία είχε στη διάθεσή της 48 Σπιτφάιρ, 21 αναγνωριστικά Χάρβαρντ, 16 μεταγωγικά Ντακότα και μερικά εφεδρικά διαφόρων τύπων. Ο Δημοκρατικός Στρατός δεν είχε αεροπλάνα. Η εθνικιστική πλευρά επωφελήθηκε επίσης από το γεγονός ότι διέθετε ένα καλό ναυτικό, ενώ οι αντάρτες είχαν μόνο μερικά μικρά σκάφη για ανεφοδιασμό. Το εθνικό ναυτικό χρησίμευε στη μεταφορά στρατευμάτων, γιατί οι οδικές επικοινωνίες ήταν ευάλωτες και σε κακή κατάσταση. Επίσης, το ναυτικό περιόριζε δραστικά τη χρησιμοποίηση της θάλασσας για τον ανεφοδιασμό των ανταρτών, και ουσιαστικά τους είχε αποκόψει από την Πελοπόννησο 22. Η ανταρσία συνέχιζε να κερδίζει σε δύναμη και να απλώνεται, περίπου μέχρι τον Μάρτιο του 1948, οπότε και οι αντάρτες έφταναν σ' ολόκληρη την Ελλάδα τις 26.000. Ο αριθμός αυτός, που προέρχεται από ελληνικές και αγγλικές στρατιωτικές πηγές, ταιριάζει με τους υπολογισμούς των Αμερικανών, αλλά απ' ό,τι φαίνεται και του ΚΚΕ. Απ' αυτόν, εξαιρούνται μάλλον μερικές χιλιάδες εφέδρων που βρίσκονταν σε γειτονικές χώρες. Επειδή πολλές από τις βοηθητικές υπηρεσίες τους καθώς και οι τραυματίες τους βρίσκονταν πέρα από τα σύνορα, οι αριστερές δυνάμεις σε ελληνικό έδαφος αποτελούνταν αποκλειστικά σχεδόν από μάχιμους. Εξάλλου, υπήρχαν αρκετές χιλιάδες πολίτες μέσα στην Ελλάδα, που ασχολούνταν με τον ανεφοδιασμό, τη συλλογή πληροφοριών και την αστυνόμευση των περιοχών που κατελάμβανε ο ΔΣΕ 23 . Οι αντάρτες είχαν ενισχύσει τη θέση τους στις περισσότερες από τις περιοχές στις οποίες δρούσαν το 1946, και είχαν σταθεροποιηθεί και σε άλλες, καινούριες. Στα νησιά, δρούσαν τώρα στην Κεφαλονιά, την Κρήτη, τη Σάμο, την Ικαρία και τη Λέσβο. Στην Πελοπόννησο αυξάνονταν σταθερά και δρούσαν σ' όλα της τα μέρη, εκτός ίσως από τα βορειοανατολικά. Ακόμα, επέκτειναν την κυριαρχία τους στη μεθοριακή ζώνη της Ηπείρου κι έτσι ισχυροποιούνταν κατά μήκος όλων των βορείων συνόρων. Οι Αμερικανοί στρατιωτικοί εκπρόσωποι υπολόγιζαν ότι οι αντάρτες έλεγχαν τη μισή χώρα, και πάνω από το ένα τρίτο του αγροτικού πληθυσμού.
Digitized by 10uk1s
Η επέκταση αυτή είναι ακόμα πιο αξιοσημείωτη, επειδή ο εθνικός στρατός είχε ξεκινήσει μια σειρά επιθέσεων μεγάλης κλίμακας από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο του 1947 -και οι επιχειρήσεις αυτές δεν ήταν αναποτελεσματικές: προκάλεσαν αρκετά σοβαρές απώλειες κι εξασθένισαν τους αντάρτες για ένα διάστημα (από τον Μάιο του 1947 έως τον Αύγουστο του 1948) στην οροσειρά της Πίνδου ανάμεσα Θεσσαλία και Ήπειρο, καθώς και στα πρόσφατα αποκτημένα οχυρά τους στη βόρεια Θεσσαλία. Τον Αύγουστο, μάλιστα, ο Μάρκος αναγκάστηκε να μετακινήσει το αρχηγείο του από τη νότια Πίνδο στον Γράμμο, κοντά στα αλβανικά σύνορα. Μ' όλα αυτά, το κέντρο της δύναμης του Δημοκρατικού Στρατού βρισκόταν στα βόρεια σύνορα της χώρας, γεγονός που διακήρυττε την εξάρτησή του από την ξένη βοήθεια. Η μοναδική μας πηγή για τις απώλειές του, είναι οι διογκωμένοι υπολογισμοί του εθνικού στρατού: 9.848 νεκροί, 4.568 αιχμάλωτοι και 5.868 άντρες που παραδόθηκαν μέσα σ' ένα χρόνο, ως τις 31 Μαρτίου 1948. (Αμερικανοί αξιωματικοί υπέθεταν ότι ο αριθμός των νεκρών μέσα στο 1947 είναι φουσκωμένος κατά τρεις με τέσσερις φορές). Γενικά, πάντως, οι επιχειρήσεις του 1947 ήταν ανεπιτυχείς. Καμιά τους δεν κατάφερε εξουθενωτικά πλήγματα, ούτε εκκαθάρισε κάποια περιοχή για περισσότερο από δυο με τρεις μήνες. Οι διαδοχικές επιθέσεις έχαναν την ορμή τους καθώς στέλνονταν στρατεύματα για επιχειρήσεις αντιπερισπασμού ή για να εμποδίσουν τη διείσδυση ανταρτών σε εκκαθαρισμένες ήδη περιοχές. Τον Οκτώβριο πια, το μεγαλύτερο μέρος των μάχιμων στρατευμάτων είχε καθηλωθεί σε στατική άμυνα. Αλλά και πριν από αυτό, η γενική έλλειψη επιθετικότητας του στρατού καταδεικνύεται από το σχόλιο του επικεφαλής της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής υποστρατήγου Στιούαρτ Ρόουλινς, ότι «δεν έχουν γίνει αληθινά σκληρές μάχες... και οι απώλειες (των εθνικιστών) είναι αμελητέες» 24. Το αποτέλεσμα αυτών των αποτυχιών, είναι αποθάρρυνση σ' όλα τα επίπεδα του στρατού. Ο Ρόουλινς χαρακτήριζε τους ανώτατους Έλληνες διοικητές «φοβισμένους» και «αβέβαιους». Ένας Άγγλος αξιωματικός πληροφοριών, έγραφε τον Φεβρουάριο του 1948 ότι αν ο Μάρκος συνέχιζε έναν καθαρό ανταρτοπόλεμο με μικρές ομάδες μαχητών, «μπορούσε ωραιότατα να κερδίσει» 25. Οι περισσότερες από τις δραστηριότητες των ανταρτών στην περίοδο 1947-8 ήταν ίδιες μ' εκείνες του 1946, αλλά τολμηρότερες και πιο συχνές: επιδρομές για προμήθειες και στρατολόγηση· για ναρκοθέτηση δρόμων και γεφυρών για πυρπόληση σπιτιών αντιπάλων για επιθέσεις σε μικρές εθνικιστικές δυνάμεις. Κι ακόμα τώρα προστέθηκαν και τρομοκρατικές επιθέσεις σε μεγαλύτερα κέντρα του πληθυσμού. Για παράδειγμα, σε τέσσερις βδομάδες του Μαρτίου και του Απριλίου του 1948, οκτώ κωμοπόλεις του βορρά βομβαρδίστηκαν με όλμους και πυροβολικό, κι ακόμα υπέστησαν διείσδυση επιδρομέων. Η γενική στρατηγική ήταν να κρατούνται καθηλωμένες οι εθνικές δυνάμεις με σύντομες και συχνές επιδρομές, που τις κρατούσαν διασκορπισμένες, υποχρεωμένες να αμύνονται σε διάφορα μέρη, και υπονόμευαν και το κυβερνητικό κύρος. Τέτοιες επιδρομές ήταν ιδιαίτερα συχνές στο βορρά. Μέσα σ' έναν πολύ δραστήριο μήνα, τον Νοέμβριο του 1947, έγιναν σχεδόν 300 στη Μακεδονία και τη δυτική Θράκη. Στις βόρειες περιοχές, από τις αρχές του 1947 και μετά, ο ΔΣΕ οργανώθηκε βαθμιαία σε μεγαλύτερες μονάδες, έτσι που να προσομοιάζει με τακτικό στρατό. Επιχειρήσεις των 100-300 μαχητών έγιναν πιο συχνές, απ' ό,τι τον προηγούμενο χρόνο. Και ο θάνατος εκατό περίπου ατόμων σε μια συμπλοκή, στις 27 Μαρτίου 1947, δείχνει πόσο είχε αυξηθεί η κλίμακα των επιχειρήσεων. Όπως παρατήρησε ο Τζ. Σ. Μάρεϊ, τα χαλαρά οργανωμένα τμήματα των 60-70 αντρών μεταμορφώθηκαν σε τάγματα το 1947, ενώ στις αρχές του 1948 εξελίχτηκαν σε ταξιαρχίες. Ως το τέλος του 1948, είχαν οργανωθεί οχτώ μεραρχίες. Από τον Ιανουάριο του 1948, οι δυνάμεις σ' όλη την ηπειρωτική χώρα και την Πελοπόννησο συντονίζονταν ως ένα βαθμό από το γενικό αρχηγείο, με τη βοήθεια ασυρμάτων. Και επιδείκνυαν αυξανόμενες ικανότητες στις συγχρονισμένες επιδρομές και επιχειρήσεις αντιπερισπασμού σε εκτεταμένες περιοχές 26. Digitized by 10uk1s
Οι αντάρτες επιδείκνυαν τις ικανότητές τους στις μετακινήσεις και την απόκρυψη, καθώς και τη συλλογή πληροφοριών, ικανότητες που χρησιμοποιούσαν για να αποφεύγουν και να συγχύζουν τον εχθρό. Η εξέλιξη της τακτικής τους φάνηκε από την επίθεση αντιπερισπασμού που ματαίωσε την εξόρμηση του εθνικού στρατού στον Γράμμο, τον Ιούλιο του 1947. Μια μεγάλη δύναμη που υπεράσπιζε τον Γράμμο, διέρρευσε προς τα νότια μέσα από τις εχθρικές γραμμές κι ύστερα χωρίστηκε στα δυο, με το ένα τμήμα να απειλεί τα Ιωάννινα και το άλλο να επιτίθεται στα Γρεβενά, στην άλλη μεριά της Πίνδου. Αυτό που δεν πέτυχαν ποτέ οι αντάρτες, ήταν να καταλάβουν πόλεις που κρατούσε με κάποια δύναμη ο εθνικός στρατός, όπως φάνηκε στα Γρεβενά, αλλά και στο Μέτσοβο τον Οκτώβριο και στην Κόνιτσα τον Δεκέμβριο. Σε ειρηνική περίοδο, όλες αυτές οι μικρές πόλεις είχαν πληθυσμό κάτω από 10.000, και τότε τις υπεράσπιζαν χίλιοι ή και παραπάνω άντρες του εθνικού στρατού. Οι αποτυχίες αυτές, ήταν σοβαρές. Τα Γρεβενά βρίσκονταν πάνω στον πιο σύντομο δρόμο από την Αθήνα προς τη δυτική Μακεδονία. Το Μέτσοβο, δεσπόζει στο πέρασμα από Ήπειρο προς Θεσσαλία, και παρεμπόδιζε τις επικοινωνίες των ανταρτών κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της Πίνδου. Η Κόνιτσα, δίπλα στα αλβανικά σύνορα, ήταν επιθυμητή για πρωτεύουσα της προσφάτως ανακηρυγμένης Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Ο Δημοκρατικός Στρατός χρειαζόταν μια μεγάλη επιτυχία για να εντυπωσιάσει τον βασικό υποστηρικτή του, τον Τίτο, και να πετύχει την αναγνώριση της Προσωρινής Κυβέρνησης από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Οι επιθέσεις όμως αυτές έγιναν κάτω από κακή διοίκηση, κι απέδειξαν πως ο ΔΣΕ δεν ήταν ακόμα ικανός για πόλεμο θέσεων. Ο Μάρκος ανέπτυξε αυτό το μάθημα ύστερα από λίγο, σε μια σύσκεψη των στρατιωτικών αρχηγών, και υπογράμμισε τα μειονεκτήματα του ΔΣΕ στην οργάνωση, τον εξοπλισμό και τον αριθμό των αντρών. Μπορεί να πρόσθεσε και τα λάθη της διοίκησης. Εξάλλου, οι επιθέσεις αποκάλυψαν την ικανότητα των εθνικών δυνάμεων να χρησιμοποιούν την αεροπορία και να μεταφέρουν ευσπευσμένα ενισχύσεις οδικώς, σε απειλούμενα σημεία. Οι παράγοντες αυτοί, θα εμπόδιζαν πάντα τον ΔΣΕ να κρατήσει οποιαδήποτε πόλη ή να μπλοκάρει οποιοδήποτε σημαντικό δρόμο, για μεγάλο διάστημα 27. Πραγματικά, ο ΔΣΕ απέτυχε να καταλάβει ή να απομονώσει πόλεις του μεγέθους της Φλώρινας ή της Καστοριάς, που βρίσκονταν στην καρδιά περιοχών στις οποίες αυτός κυριαρχούσε. Φαίνεται λοιπόν πως το περισσότερο που θα μπορούσε να ελπίζει -δεδομένης της διεθνούς κατάστασης- ήταν το να μπορέσει να επιβάλει στην κυβέρνηση το ίδιο αδιέξοδο που υπήρχε ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τους Γερμανούς στην Κατοχή, τότε που ο ΕΛΑΣ έκανε περιπάτους στα βουνά κι οι Γερμανοί κρατούσαν τις πόλεις και τις πεδιάδες, όπου και βρίσκονται οι βασικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Αυτό όμως ήταν κάτι πολύ λιγότερο από εκείνο που είχε για στόχο του ο Ζαχαριάδης όταν αποφάσισε, το 1947, να μπλέξει ολοκληρωτικά το ΚΚΕ σε πόλεμο. Στόχος της Επιχείρησης Λίμνες, που ενέκρινε το Κόμμα τον Σεπτέμβριο, ήταν η οργάνωση ενός κανονικού στρατού που θα κατελάμβανε τη Μακεδονία, συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης, μέσα στο 1948. Τον Δεκέμβριο, το Πολιτικό Γραφείο ανακάλυψε πως οι υποθέσεις πάνω στις οποίες βασίστηκε αυτή η απόφαση δεν γίνονταν πραγματικότητα. Τόσο η βοήθεια από το εξωτερικό, όσο και η στρατολόγηση μέσα στην Ελλάδα, ήταν πολύ μικρότερες από το αναμενόμενο, ενώ οι κομμουνιστές των πόλεων δεν συνεισέφεραν στον αγώνα 28. Από το 1947 και μετά, το βασικό θέατρο του πολέμου βρισκόταν στις βόρειες επαρχίες και τα βουνά στα βόρεια του Καρπενησίου. Για τον ΔΣΕ, ο ρόλος των άλλων πολεμικών θεάτρων ήταν δευτερεύων: χρησίμευαν μόνο για να προβάλλονται ως επιχείρημα κατά της κατηγορίας ότι βασιζόταν στην ξένη βοήθεια, για να απασχολούν τις εθνικιστικές δυνάμεις και να προμηθεύουν επίστρατους. Τα βόρεια σύνορα, αντιθέτως, ήταν ζωτικά για τη στρατηγική του. Πίσω απ' αυτά, βρίσκονταν βάσεις ανεφοδιασμού, νοσοκομεία για τους τραυματίες και στρατόπεδα εκπαίδευσης για τις εφεδρείες. Ανοιχτά για τον ΔΣΕ και κλειστά Digitized by 10uk1s
για τους αντιπάλους του, τα σύνορα αυτά του επέτρεψαν να κρατάει καθηλωμένες στο βορρά μεγάλες δυνάμεις του εχθρού, εμποδίζοντάς τις να καταστείλουν την ανταρσία σ' άλλα μέρη. Κι έτσι, από το 1947 και μετά, οι επιχειρήσεις στα νότια ήταν για τον εθνικό στρατό προκαταρκτικές για τις αποφασιστικές μάχες που θα δίνονταν κοντά στα σύνορα. Η εναλλακτική πρόταση -να σφραγίσουν πρώτα τα βόρεια σύνορα- αποκλείστηκε, όπως παρατήρησε ο K.M. Γουντχάουζ, επειδή ο αριθμός των απαιτούμενων στρατευμάτων ήταν απαγορευτικός. Και, στο μεταξύ, τα γεγονότα στην Πελοπόννησο είχαν ελάχιστη σχέση μ' αυτά του βορρά. Ως τα τέλη του 1948, ο εθνικός στρατός αφιέρωνε ελάχιστες από τις δυνάμεις του σ' αυτή την περιοχή και βασιζόταν στη Χωροφυλακή και τα βοηθητικά σώματα, που ήταν πολύ αδύναμα. Από την άλλη μεριά, ο ΔΣΕ ήταν σχεδόν εντελώς αποκομμένος από τους αντάρτες της Πελοποννήσου. Απ' ό,τι φαίνεται, μόνο δύο φορές έγιναν προσωπικές επαφές. Τον Ιανουάριο του 1948, δεκατέσσερα κομματικά στελέχη, σταλμένα από το αρχηγείο του ΔΣΕ, πέρασαν τον Κορινθιακό Κόλπο με μερικά πολυβόλα κι έναν ασύρματο. Ένα από αυτά τα στελέχη ανέλαβε τη συναρχηγία των πελοποννησιακών δυνάμεων, κι είχε για μόνο μέσο επαφής με το στρατηγείο του ΔΣΕ τον ασύρματο. Έπειτα, τον Ιούλιο, ένα ψαροκάικο σταλμένο από την Αλβανία, τους μετέφερε ένα φορτίο όπλων και πυρομαχικών. Ήταν τόσο ανεπαρκές όμως, ώστε οι αντάρτες της Πελοποννήσου αναγκάστηκαν να διακόψουν σχεδόν τις επιχειρήσεις τους, από έλλειψη πυρομαχικών 29.
Η ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ Μέσα στους έξι μήνες από τον Μάρτιο του 1948 και μετά, ο εθνικός στρατός ανέλαβε μια σειρά επιχειρήσεων με στρατηγική παρόμοια με εκείνη του 1947, αλλά με μεγαλύτερο σχεδιασμό και περισσότερες δυνάμεις. Στην περίοδο αυτή, εκτέλεσε είκοσι μία επιχειρήσεις με δύναμη ταξιαρχίας και πάνω. Τον Απρίλιο του 1948, 40.000 άντρες έκαναν συστηματικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Ρούμελη. Στη συνέχεια, ο στρατός μετακινήθηκε στα βορινά οχυρά του αντιπάλου του. Στον Γράμμο, στα τέλη του Ιουνίου, 50.000 κυβερνητικοί αποπειράθηκαν να καταλάβουν τις θέσεις 15.000 αριστερών, που τις υπερασπίστηκαν για περισσότερους από δύο μήνες, προκαλώντας βαρύτατες απώλειες στους επιτιθέμενους. Κι ύστερα, όπως στα 1947, αντεπιτέθηκαν με έναν ικανότατο ελιγμό. Τη φορά αυτή έσπασαν τις γραμμές του στρατού στα ανατολικά, χρησιμοποιώντας και τις δυο πλευρές των αλβανικών συνόρων, και μετακινήθηκαν στην οροσειρά του Βίτσι απ' όπου, τον Σεπτέμβριο, εξαπέλυσαν μια επίθεση που έσπασε για λίγο το εθνικιστικό μέτωπο και παραλίγο να καταλάβουν την Καστοριά. Κατά την επίθεση αυτή, δυο τάγματα του εθνικού στρατού τράπηκαν σε ατιμωτική φυγή, ενώ άλλες μονάδες επέδειξαν έλλειψη θάρρους στην αντεπίθεση στο Βίτσι, που έγινε τον Οκτώβριο 30. Ο πρωθυπουργός, τρεις υπουργοί και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου επισκέφτηκαν αυτό το μέτωπο για να ενθαρρύνουν τα στρατεύματα. Παρ' όλες αυτές τις προσπάθειες, το μόνο που πέτυχαν οι εθνικιστικές δυνάμεις ήταν να σταθεροποιήσουν το μέτωπο μπροστά στο Βίτσι, το οποίο για τους επόμενους εννέα μήνες ο ΔΣΕ χρησιμοποίησε ως ορμητήριο, για να εξαπολύσει διάφορες επιδρομές στη δυτική Μακεδονία. Θέλοντας να επιδείξει κι άλλο την ικανότητά του σε ελιγμούς, ο ΔΣΕ άρχισε τον Οκτώβριο να διεισδύει και πάλι στον Γράμμο, όπου οι δυνάμεις του εγκαταστάθηκαν ξανά στα μέσα του χειμώνα. Κατά τον Οκτώβριο, ο ΔΣΕ είχε δείξει πως ήταν κάπως πιο ισχυρός απ' όσο τον Μάρτιο. Η δύναμή του έφτανε τις 24.000. Τα ελαφρά όπλα που είχε στη διάθεσή του, φαίνονταν επαρκή για τις μονάδες του στην ηπειρωτική χώρα. Και γεωγραφικά, κάλυπτε την ίδια σχεδόν με πριν περιοχή: ενώ ήταν κάπως πιο αδύναμος στη Θράκη, είχε δυναμώσει περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην Πελοπόννησο και τη δυτική Θεσσαλία 31. Στην Πελοπόννησο, η δύναμή του είχε τριπλασιαστεί μέσα στο 1948, και έξω από τις μεγάλες Digitized by 10uk1s
πόλεις και μια λουρίδα στα βόρεια παράλια, λίγα μέρη ήταν ασφαλή για την εθνική κυβέρνηση. Βορειότερα, οι αντάρτες έκαναν και οικονομικό πόλεμο στην κυβέρνηση, καταστρέφοντας εγκαταστάσεις όπως τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρισμού και οι δεξαμενές νερού. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 1949, στο βιομηχανικό κέντρο της Νάουσας είχαν καταστραφεί όλα τα εργοστάσια και σχεδόν όλα τα καταστήματα. Τώρα, ο Δημοκρατικός Στρατός έδειχνε μεγαλύτερη ικανότητα για πόλεμο θέσεων, κι άρχισε να παρατάσσει μεγαλύτερες δυνάμεις πιο νότια στη Θεσσαλία και τη Ρούμελη. Έτσι, στη Θεσσαλία, από τον Ιούλιο και μετά, οι αντάρτες έκαναν διαδοχικές επιδρομές σε πεδινές κωμοπόλεις, και τον Δεκέμβριο, με μια δύναμη 3.000 ίσως, κατέλαβαν τη σημαντική πόλη της Καρδίτσας που την ειρηνική περίοδο είχε πληθυσμό 19.000. Αυτή τη χωρίς προηγούμενο επιτυχία, ακολούθησε τον Ιανουάριο του 1949 η κατάληψη της Νάουσας, στη δυτική Μακεδονία, και του Καρπενησίου στη Ρούμελη. Το Καρπενήσι το κράτησαν για περισσότερο από δυο βδομάδες και το λεηλάτησαν συστηματικά, όπως εξάλλου και τη Νάουσα και την Καρδίτσα. Πρέπει να παραδεχτεί κανείς πως οι υπερασπιστές και των τριών πόλεων δεν ήταν ισχυροί: λιγότεροι από χίλιους σε κάθε περίπτωση, και πολλοί απ' αυτούς χαμηλής ποιότητας. Οι επιθέσεις, πάντως, είχαν προετοιμαστεί και οργανωθεί καλά. Βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών, πίστευαν τον Φεβρουάριο του 1949 ότι «η οργάνωση, η ηγεσία και οι πολεμικές ικανότητες» του ΔΣΕ ήταν «πολύ υψηλότερου επιπέδου απ' ό,τι την ίδια περίοδο πέρσι», και παράλληλα «η δύναμη και ο οπλισμός του δεν έδειχναν να έχουν μειωθεί ούτε στο ελάχιστο» 32. Κατά το τέλος του 1948, οι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού και οι ξένοι σύμβουλοί τους πίστευαν ακόμα πως δε θα τα κατάφερναν ποτέ να καταστρέψουν τον ΔΣΕ. Οι απρόσμενες μεταβολές της τύχης του πολέμου στον Γράμμο και το Βίτσι, και η αποτυχία του εθνικού στρατού να ξεκολλήσει τους αντάρτες από την καινούρια τους βάση στο Βίτσι, επηρέασαν πολύ άσχημα το ηθικό. Στρατιώτες που είχαν οδηγηθεί στο έσχατο όριο της αντοχής τους, συνειδητοποιούσαν πως δεν υπήρχε τέλος σ' αυτόν τον πόλεμο μ' έναν αντίπαλο που μπορούσε να βρίσκει καταφύγιο σε ξένο έδαφος κι ύστερα να επιστρέφει κατά το δοκούν. Ερευνήτρια του Φόρεϊν Όφις, ανέφερε ότι τα εννέα δέκατα των Ελλήνων αξιωματικών με τους οποίους ήρθε σε επαφή τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο, ήταν απαισιόδοξοι. Τόσο η αμερικανική πρεσβεία όσο και οι αγγλικές μυστικές υπηρεσίες κατέληξαν τον Ιανουάριο του 1949 στο συμπέρασμα ότι η στρατιωτική κατάσταση είχε επιδεινωθεί κατά τους προηγούμενους δώδεκα μήνες 33 . Κι ωστόσο, μέσα σε οκτώ μήνες, ο ΔΣΕ ηττήθηκε αποφασιστικά και το μεγαλύτερο μέρος της χώρας απαλλάχτηκε από την απειλή των ανταρτών. Πώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει αυτή την απότομη μεταβολή; Ο πιο σημαντικός λόγος είναι ότι μέσα σ' όλο αυτό το διάστημα, η δύναμη και η αποτελεσματικότητα του εθνικού στρατού αυξάνονταν. Ακόμα και στις απογοητευτικές εκστρατείες του 1947, οι διοικητές είχαν πάρει δυο σημαντικά μαθήματα: είχαν μάθει πόσο μάταιες ήταν οι προσπάθειες για αργή περικύκλωση, και πόσο αναγκαίες ήταν οι συνεχείς καταδιώξεις και η εκπαίδευση στον ανταρτοπόλεμο. Κι όπως ο στρατός αποκτούσε πείρα, τόσο και αυξάνονταν οι αξιωματικοί που ήταν ικανοί για τέτοιου είδους πόλεμο, και μερικοί απ' αυτούς έπαιρναν νευραλγικές θέσεις. Από τον Μάρτιο του 1948 κιόλας, οι εθνικές δυνάμεις στα βορειοανατολικά επιδείκνυαν μια διαρκώς αυξανόμενη ικανότητα να περνούν στην επίθεση και να προκαλούν απώλειες στον εχθρό -ικανότητα που επέδειξαν στη συνέχεια και σ' άλλες περιοχές. Αργότερα, στα 1949, μερικές δυνάμεις έδειξαν ότι είχαν μάθει να επιχειρούν αιφνιδιασμούς, να καταδιώκουν συνεχώς τον εχθρό σε δυσπρόσιτα μέρη, να μετακινούνται τη νύχτα, και να επιτίθενται από απρόσμενες κατευθύνσεις 34. Κομμουνιστές διοικητές, συναντούσαν από τον Αύγουστο του 1949 στρατιώτες με πολύ καλύτερη πειθαρχία και εκπαίδευση από το προηγούμενο καλοκαίρι. Οι υπηρεσίες Digitized by 10uk1s
πληροφοριών του στρατού βελτιώθηκαν, εν μέρει επειδή αυξήθηκε ο έλεγχος πάνω στον πληθυσμό, κι έτσι ήταν σε καλύτερη θέση να προβλέπουν επιθέσεις και να εκμεταλλεύονται αδυναμίες. Ο αριθμός νέων και λιγότερο διστακτικών στρατευσίμων αυξήθηκε επίσης, καθώς υπήρχαν πια διαθέσιμα κεφάλαια για την επιστράτευσή τους. Οι απώλειες του Δημοκρατικού Στρατού, ήταν αναμφιβόλως βαρύτερες το 1948 απ' ό,τι το 1947, έστω κι αν σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν λιγότεροι από τις 30.000 που ισχυρίστηκε η κυβέρνηση 35. Ουσιαστικό ρόλο σ' αυτή την αύξηση της αποτελεσματικότητας έπαιξε η αμερικανική υποστήριξη. Η άφιξη Αμερικανών συνδέσμων τον Οκτώβριο του 1947, που τοποθετήθηκαν κάτω από την Κοινή, Συμβουλευτική και Σχεδιασμού Αμερικανική Στρατιωτική Ομάδα (JUSMAPG), άρχισε να ενσταλάζει στους αξιωματικούς του εθνικού στρατού λίγη από την τόσο απαραίτητη αισιοδοξία 36. Μια αλλαγή στην τακτική του στρατού εφαρμόστηκε από τους Αμερικανούς και Άγγλους στρατιωτικούς συμβούλους υπό τον Βαν Φλητ, που έγινε διευθυντής της JUSMAPG τον Μάρτιο του 1948. Ο Βαν Φλητ είχε ένα πλούσιο μητρώο διακεκριμένων υπηρεσιών στα πεδία της μάχης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, και θα γινόταν ο διάδοχος του Ντάγκλας Μακάρθουρ στη διοίκηση των δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών στην Κορέα, το 1951. Και ενώ, πριν από το 1948 η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή περιοριζόταν στην εκπαίδευση, οργάνωση και παροχή εφοδίων, οι Αμερικανοί και Άγγλοι αξιωματικοί έπαιρναν τώρα μέρος τόσο στο σχεδιασμό των επιχειρήσεων, όσο και στην εκτέλεσή τους, μέχρι επιπέδου μεραρχίας. Κι η επιρροή των πολιτικών σ' αυτά τα ζητήματα μειώθηκε δραστικά. Το νέο πνεύμα της αμερικανικής αποστολής ήταν να αρχίζουν επιχειρήσεις κατά των ανταρτών, αντί να περιμένουν να χτυπήσουν εκείνοι πρώτοι. Καθώς οι Έλληνες διοικητές κέρδιζαν σε πείρα, ο ρόλος των Αγγλοαμερικανών περιοριζόταν. Με αμερικανικά κεφάλαια για να επιστρατεύσει, εκπαιδεύσει και εξοπλίσει τις απαιτούμενες ενισχύσεις, ο στρατός έφτασε σε δύναμη τις 147.000 άντρες το 1948. Οι αναποδιές στο Βίτσι έπεισαν τελικά τους Αμερικανούς συμβούλους για την ανάγκη αντικατάστασης των παλιών εφέδρων. Η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή και η JUSMAPG ζήτησαν τώρα δραστικές αυξήσεις των εξόδων από την αμερικανική κυβέρνηση, και το αίτημα τους έγινε μερικώς δεκτό 37. Βασική συνεισφορά για την τελική νίκη, ήταν και το ότι η βοήθεια αυτή απελευθέρωσε κεφάλαια της ελληνικής κυβέρνησης που μπόρεσαν να χρησιμοποιηθούν για παραγωγικές επενδύσεις και για ανακούφιση των πληγέντων. Ως τώρα, το ΚΚΕ κέρδιζε μεγάλο μέρος της υποστήριξής του εκμεταλλευόμενο τη δυσαρέσκεια που προκαλούσε η ελεεινή κατάσταση της οικονομίας. Η αποκατάσταση των δεινών της Κατοχής είχε αναβληθεί εξαιτίας της ανάγκης της κυβέρνησης να ρίξει μεγάλα κεφάλαια στη διεξαγωγή του πολέμου. Μια ακόμα απαραίτητη προϋπόθεση για τη νίκη, ήταν η ύπαρξη ενός διοικητή που θα είχε πλήρη έλεγχο πάνω στη στρατηγική και τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Ως καταλληλότερος υποψήφιος πρόβαλλε ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, που είχε χρηματίσει αρχηγός του Γενικού Επιτελείου κατά τη δικτατορία Μεταξά και στη συνέχεια αρχιστράτηγος στον αλβανικό πόλεμο. Όλα αυτά, του χάριζαν το προβάδισμα στη στρατιωτική ιεραρχία, πλεονέκτημα που δεν είχαν οι άλλοι αρχηγοί του Γενικού Επιτελείου: ακόμα κι ο Δ. Γιαντζής που κατείχε τη θέση αυτή το 1948 και, γενικά, έκανε πολύ σωστά τη δουλειά του, είχε δείξει πως οι δυνατότητές του να επιβάλλει τη θέλησή του στους υφισταμένους του, ήταν «αυστηρά περιορισμένες». Κι αυτή η έλλειψη κύρους, εξηγούσε κατά μέγα μέρος την τάση που υπήρχε σ' όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας ν' αποφεύγεται η εκτέλεση των διαταγών38. Υπήρχαν όμως κι άλλοι παράγοντες που βοήθησαν τον Παπάγο να κερδίσει το σεβασμό τόσο των πολιτικών όσο και των αξιωματικών. Αριστοκρατικής καταγωγής και με οικογενειακούς δεσμούς με τα Ανάκτορα, είχε παίξει ουσιαστικό ρόλο Digitized by 10uk1s
στην αποκατάσταση της μοναρχίας το 1935 κι είχε επιδείξει ακλόνητη αφοσίωση σ' αυτήν, σ' όλες τις δοκιμασίες της από το 1941 και μετά. Στην Κατοχή, είχε προσπαθήσει να σχηματίσει μια αντιστασιακή οργάνωση με μέλη ανώτερους αξιωματικούς, αλλά τον είχαν συλλάβει οι Γερμανοί και πέρασε τον υπόλοιπο πόλεμο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τον Οκτώβριο, όταν ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ επισκέφτηκε την Αθήνα, διαπίστωσε ότι χωρίς ικανή ηγεσία, όση βοήθεια κι αν στελνόταν στην Ελλάδα, οι κυβερνητικές δυνάμεις δε θα τα κατάφερναν να νικήσουν στον πόλεμο. Η επιθυμία των Αμερικανών για συγκεντρωτική ηγεσία του εθνικού στρατού οδήγησε τελικά στην επιλογή του Παπάγου, ο οποίος όμως έθεσε πολύ σκληρούς όρους για να δεχτεί. Τελικά, ένας συμβιβασμός ανάμεσα στον Παπάγο και τους Αμερικανούς οδήγησε τον Ιανουάριο στο διορισμό του στη θέση του Αρχιστρατήγου 39. Από το 1945 μέχρι τότε, το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας (ΑΣΕΑ) -στο οποίο συμμετείχαν οι τρεις πολεμικοί υπουργοί, οι αρχηγοί των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων και οι, χωρίς δικαίωμα ψήφου, αρχηγοί της βρετανικής και της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής- λειτουργούσε υπό την προεδρία του πρωθυπουργού. Το ΑΣΕΑ ασχολιόταν με τη χάραξη της αμυντικής πολιτικής, την επιλογή της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων και τη διανομή των στρατιωτικών δαπανών. Με το διορισμό του Παπάγου, το ΑΣΕΑ αντικαταστάθηκε από ένα Πολεμικό Συμβούλιο καθαρά διακοσμητικό, ενώ όλες οι αρμοδιότητες για τα στρατιωτικά ζητήματα ανατέθηκαν στον Αρχιστράτηγο. «Οι υποδείξεις του, μέσα στις οποίες περιλαμβανόταν ακόμα και η κήρυξη στρατιωτικού νόμου, ήταν δεσμευτικές για τον υπουργό Άμυνας. Οι έκτακτες εξουσίες του Παπάγου, που του είχαν παραχωρηθεί εξαιτίας της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που είχε δημιουργηθεί από τον εμφύλιο πόλεμο, συγκέντρωναν την εξουσία πάνω σ' όλες τις στρατιωτικές αποφάσεις και διευκόλυναν την εγκαθίδρυση αμερικανικής επιρροής ανεμπόδιστης από πολιτικές αντιδράσεις» 40. Παρόλο που διαφύλασσε ζηλότυπα τις εξουσίες του, ο Παπάγος έτεινε να συμφωνεί με τους Αμερικανούς συμβούλους, τόσο στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων όσο και στην αντικατάσταση των μη αποδοτικών αξιωματικών, κι έτσι φρόντιζε ώστε οι συμβουλές τους να εφαρμόζονται πιο αποτελεσματικά από πριν. Όλοι οι παρατηρητές συμφωνούν ότι ο Παπάγος βελτίωσε το ηθικό και την πειθαρχία του σώματος των αξιωματικών41. Το κύρος και η δύναμη του χαρακτήρα του, του επέτρεψαν να εξασφαλίσει ορισμένες από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη νίκη. Ανάμεσά τους, περιλαμβανόταν το σταμάτημα των επεμβάσεων των πολιτικών στους διορισμούς και στη χάραξη της στρατηγικής. Κι επίσης, η συμμόρφωση των υφισταμένων του στρατιωτικών στις διαταγές των επιχειρήσεων και η υποταγή τους στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων42. Μ' όλα αυτά, ο Παπάγος μείωσε την ικανότητα του ΔΣΕ να κάνει τον εθνικό στρατό να ξεφεύγει από τους βασικούς αντικειμενικούς σκοπούς του. Εκτός από την αποκατάσταση του Βεντήρη στην ενεργό υπηρεσία, ελάχιστες αλλαγές πραγματοποίησε στην ανώτατη διοίκηση. Έδωσε όμως σ' όλους τους διοικητές να καταλάβουν καλά ότι οι προαγωγές θα γίνονταν ανάλογα με την αξία κι όχι με τα πολιτικά μέσα, κι ότι οι ανίκανοι θα αποπέμπονταν. Ως αποτέλεσμα, αντικαταστάθηκαν πολλοί διοικητές ταγμάτων και ταξιαρχιών. Άλλοι διοικητές που γαλβάνισαν τις εθνικιστικές δυνάμεις το 1949 ήταν οι Τσακαλώτος, Βεντήρης, Πεντζόπουλος και Θ. Γρηγορόπουλος. Ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος, μοναρχικός της εποχής του Εθνικού Διχασμού, είχε καταφέρει να επιβιώσει των εκκαθαρίσεων του μεσοπολέμου και να αποκτήσει φήμη ως διοικητής της Ορεινής Ταξιαρχίας στη μάχη του Ρίμινι. Διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού στα 1946, έγινε υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου το 1947, διοικητής του Α' Σώματος Στρατού το 1948, κι ανέλαβε την ευθύνη και για το Β' Σώμα. Εκκαθάρισε τη δυτική Ήπειρο τον Ιούλιο-Αύγουστο Digitized by 10uk1s
του 1948. Σταθεροποίησε το μέτωπο στο Βίτσι τον Οκτώβριο. Εξαπέλυσε τον Δεκέμβριο τις επιχειρήσεις που εκκαθάρισαν τελικά την Πελοπόννησο, πριν παραδώσει τη διοίκησή της στον Πεντζόπουλο. Καταδίωξε τη δύναμη που είχε κυριεύσει το Καρπενήσι και την εκδίωξε από την Άρτα. Τέλος, ηγήθηκε της τελικής επίθεσης κατά του Γράμμου, στην Επιχείρηση Πυρσός. Ο Τσακαλώτος ήταν ένας ιδιόρρυθμος αξιωματικός ο οποίος στο πεδίο της μάχης μπορούσε να εμφυσήσει τον ενθουσιασμό στους άντρες του και να ηγηθεί πολύπλοκων επιχειρήσεων. Κατά τον Γουντχάουζ: «Η δυσαρμονία μεταξύ Παπάγου και Τσακαλώτου, έμοιαζε μ' εκείνη μεταξύ Αϊζενχάουερ και Μοντγκόμερι... Ο Τσακαλώτος ήταν ένας εξαίρετος διοικητής για το πεδίο της μάχης, εγωιστής και παράφορος, που πίστευε πάντα πως η καρδιά κάθε στρατηγικού προβλήματος βρισκόταν στο σημείο που τύχαινε να διοικεί αυτός. Ο Παπάγος, πάλι, ήταν ένας έξοχος επιτελικός αξιωματικός, αξεπέραστος στο λογιστικό σχεδιασμό και στους ακριβείς υπολογισμούς, αυθεντία στην πολιτική και τη διπλωματία του πολέμου, με μικρή πείρα ανώτατης διοίκησης στο πεδίο της μάχης» 43. Ο στρατηγός Κωνσταντίνος Βεντήρης, στενός φίλος του ιδρυτή των Φιλελευθέρων Ελευθέριου Βενιζέλου, ήταν ένας από τους ελάχιστους Φιλελεύθερους που κατέλαβαν υψηλές θέσεις στον εθνικό στρατό κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, κι έγινε συχνά στόχος των δεξιών εφημερίδων για το αντιβασιλικό παρελθόν του. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε γίνει φανατικός εθνικόφρων, αντιδρώντας στην κομμουνιστική απειλή. Διορισμένος αρχηγός του Γενικού Επιτελείου από την εξόριστη κυβέρνηση στα 1944, οργάνωσε την Ορεινή Ταξιαρχία, την οποία διοίκησε στη συνέχεια ο Τσακαλώτος. Κι έτσι, για ένα διάστημα, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, ο Βεντήρης αναδείχτηκε στον αξιωματικό με τη μεγαλύτερη πολιτική επιρροή του μοναρχικού στρατοπέδου. Διορίστηκε αρχιστράτηγος για λίγο, μετά την Απελευθέρωση, και αρχηγός του Γενικού Επιτελείου το 1947. Κατά τον Βαν Φλητ, το 1949 θεωρούσαν τον Βεντήρη «τον καλύτερο στρατιωτικό διοικητή της Ελλάδας». Και με τον τίτλο του Διοικητή Στρατιάς, ο Βεντήρης επέβλεψε τις τελικές επιθέσεις κατά του Βίτσι και του Γράμμου 44. Τις παραμονές αυτών των επιχειρήσεων, η σύνθεση των εθνικών δυνάμεων ήταν η ακόλουθη: τον στρατό ξηράς αποτελούσαν πεζικό, πυροβολικό, τεθωρακισμένα και μηχανικό. Μια μεραρχία απαρτιζόταν από πεζικό, και λόχους στρατηγείου και διαβιβάσεων. Τα βοηθητικά όπλα ήταν κάτω από τον έλεγχο διαφόρων διευθύνσεων του Γενικού Επιτελείου. Οι ορεινές μεραρχίες ενισχύονταν συνήθως από ένα απόσπασμα ιππικού, ένα λόχο πολυβόλων, μηχανικό, κι ένα σύνταγμα ορεινού πυροβολικού. Παρόμοιες ενισχύσεις έπαιρναν και οι πεδινές μεραρχίες, μόνο που αυτές, αντί για ιππικό και ορεινό πυροβολικό, διέθεταν τεθωρακισμένα και πεδινό πυροβολικό. Η κυβέρνηση χρησιμοποιούσε έξι τύπους πεζικού: Ορεινό, Πεδινό, Καταδρομείς, Μονάδες Εθνικής Άμυνας (ελαφρό πεζικό), Χωροφυλακή και στοιχεία ενόπλων πολιτών. Οι Μονάδες Εθνικής Άμυνας σχηματίζονταν από παλιές σειρές εφέδρων, για να παρέχουν στατική άμυνα γραμμών επικοινωνιών, κωμοπόλεων και σημαντικών εγκαταστάσεων. Καθώς ο στρατός γινόταν όλο και πιο ενεργητικός, οι Μονάδες Εθνικής Άμυνας χρησιμοποιούνταν ως τάγματα ελαφρού πεζικού σε αναγνωριστικές επιχειρήσεις. Η Χωροφυλακή συνέχιζε να βοηθάει στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, διεξάγοντας έρευνες για να εξακριβωθεί αν μια περιοχή είχε απαλλαγεί από τους αντάρτες. Για να ανακεφαλαιώσουμε: στα μέσα του 1949, οι εθνικιστικές δυνάμεις αποτελούνταν από 150.000 άντρες του τακτικού στρατού, 50.000 των Μονάδων Εθνικής Άμυνας, 25.000 της Χωροφυλακής (από τις οποίες λιγοστές μόνο χιλιάδες έπαιρναν τώρα πια μέρος στις μάχες), 7.500 της Αστυνομίας, περίπου 50.000 σε μονάδες εθνοφυλακής, 14.300 στο ναυτικό, και 7.500 στην αεροπορία. Τα πιο σημαντικά πλεονεκτήματα του εθνικού στρατού έναντι του Δημοκρατικού Στρατού, ήταν τα ακόλουθα: ο πρώτος μπορούσε να παρατάξει Digitized by 10uk1s
ισορροπημένες δυνάμεις διαφόρων όπλων, στις οποίες οι αντάρτες μπορούσαν ν' αντιτάξουν μονάδες πεζικού μόνο, υποστηριζόμενες από λιγοστά πεδινά πυροβόλα. Οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν την υποστήριξη βοηθητικών υπηρεσιών και εφοδιασμού. Αυτό, τους εξασφάλιζε στρατηγική κινητικότητα και ικανότητα παραμονής. Και, τέλος, η κυβέρνηση μπορούσε να στρατολογεί χωρίς προβλήματα άντρες, αντλώντας από τα πλούσια αποθέματα έμψυχου δυναμικού των αστικών περιοχών 45. Και ενώ η εθνική κυβέρνηση κινητοποιούσε μεγάλες δυνάμεις, τα αποθέματα των αντιπάλων της μειώνονταν. Από την αρχή κιόλας του πολέμου, ο Δημοκρατικός Στρατός πρόσεξε πως οι πηγές του σε μαχητές και τρόφιμα εξαφανίζονταν, καθώς οι εθνικιστικές δυνάμεις εκκένωσαν τα ορεινά χωριά. Σύμφωνα με τους καλύτερους διαθέσιμους υπολογισμούς, ο συνολικός αριθμός όσων μεταφέρθηκαν αλλού με τη βία (στον οποίο συμπεριλαμβάνονται και λίγοι που έφυγαν με τη θέλησή τους) ήταν μεταξύ 200.000 και 300.000 το 1947, και έφτασαν στον ανώτατο αριθμό τους, των 700.000, στις αρχές του 1949. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχούσε σε ένα δέκα τοις εκατό περίπου του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας, και σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των κατοίκων των ορεινών περιοχών. Έτσι, μεγάλες περιοχές της οροσειράς της Πίνδου και των μακεδονικών βουνών απογυμνώθηκαν πληθυσμιακά. Για να στρατολογήσει μαχητές και να βρει τρόφιμα, ο ΔΣΕ αναγκαζόταν όλο και πιο συχνά να κάνει επιδρομές σε κωμοπόλεις και πόλεις. Παράδειγμα, η επιδρομή στην Καρδίτσα -που είχε γίνει κέντρο προσφύγων- η οποία απέφερε πάνω από χίλιους αιχμαλώτους και λεία που μεταφέρθηκε με 200 κάρα, 500 μουλάρια και τρία φορτηγά. Αυτές οι επιδρομές, όμως, κόστιζαν στους επιτιθέμενους τη ζωή πολλών έμπειρων μαχητών, κι ο ΔΣΕ έβρισκε όλο και πιο δύσκολα τρόπους για να αντικαταστήσει τις απώλειές του, ακόμα κι όταν άρχισε να απαιτεί όλο και μεγαλύτερες προσπάθειες απ' τις υπάρχουσες δυνάμεις του, και να κινητοποιεί τις εφεδρείες που κρατούσε έξω από την Ελλάδα. Ο αριθμός των πολεμιστών του μειώθηκε από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του 1948, αυξήθηκε για τους επόμενους τρεις μήνες περίπου, κι ύστερα ακολούθησε ξανά φθίνουσα πορεία σ' όλο το 1949 46. Η έλλειψη εφεδρειών τονιζόταν από τους κομμουνιστές ηγέτες ως η μεγαλύτερη στρατιωτική αδυναμία τους, μόλο που είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαν να εξοπλίσουν και να εφοδιάσουν πολλούς περισσότερους μαχητές απ' όσους είχαν. Και, στο μεταξύ, ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε έναν εχθρό που το 1949 πια είχε αριθμητική υπεροχή δέκα προς ένα περίπου, χωρίς να έχει ακόμα κινητοποιήσει το σύνολο των διαθέσιμων δυνάμεών του. Η δυνατότητα του εχθρού να μπλοκάρει από τον Μάρτιο του 1949 τις γραμμές ανεφοδιασμού του ΔΣΕ προκάλεσε μεγάλες ελλείψεις τροφίμων στους μαχητές του, ελλείψεις που όσο απομακρύνονταν από τα σύνορα χειροτέρευαν τόσο πολύ, ώστε κατά τις τελευταίες εκστρατείες του 1949 πολλοί υπέφεραν από την πείνα. Στην Πελοπόννησο, όπου είχαν εκκενωθεί λίγα σχετικά χωριά, οι στερήσεις που αντιμετώπισαν οι αντάρτες οφείλονταν κυρίως στην ανηλεή καταδίωξή τους από τις εθνικιστικές δυνάμεις, που εκμεταλλεύονταν τις σχετικά καλές επικοινωνίες της περιοχής 47. Οι απώλειες του ΔΣΕ αυξάνονταν όσο αυτός προσέφευγε στον τακτικό πόλεμο. Για να το επιτύχει, επέκτεινε τη διοικητική υποδομή του, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν νοσοκομεία, επιτροπάτα, τυπογραφεία και συνεργεία επισκευών. Ακόμα, ο ΔΣΕ ίδρυσε σχολές αξιωματικών, οπλουργών και υγειονομικού προσωπικού. Τον Δεκέμβριο του 1948, τα τυπογραφεία έβγαζαν καθημερινά 20.000 αντίγραφα ειδησεογραφικών δελτίων, καθώς και άλλα έργα όπως ήταν η εφημερίδα της κυβέρνησης και μια μηνιαία στρατιωτική επιθεώρηση. Οι υπηρεσίες αυτές βρίσκονταν και έξω από τα σύνορα, και στις βάσεις του Γράμμου και του Βίτσι. Για να διατηρούν υψηλό το ηθικό, οι πολιτικοί κομισσάριοι αυξάνονταν διαρκώς και προσκολλούνταν ακόμα και σε μονάδες μικρές όσο μια διμοιρία. Κι εκεί, για να ενθαρρύνουν τις πρωτοβουλίες και τη συναδελφικότητα, βασίζονταν σε συνεχείς «δημοκρατικές συνελεύσεις», στις οποίες ενθαρρύνονταν όλοι να πουν τη γνώμη Digitized by 10uk1s
τους για το πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί η ικανότητα της μονάδας. Οι νεοσύλλεκτοι ενσωματώνονταν στις μονάδες μ' ένα κράμα πολιτικής καθοδήγησης, ομαδικής πίεσης και αυστηρής πειθαρχίας. Τον Σεπτέμβριο του 1947, σύμφωνα με αμερικανικές πληροφορίες, οι νεοσύλλεκτοι περνούσαν από βασική εκπαίδευση οκτώ με δέκα εβδομάδων, σε στρατόπεδα που συνήθως βρίσκονταν πέρα από τα σύνορα, κι ύστερα συνέχιζαν την εκπαίδευση στις μονάδες τους, από στελέχη του Κόμματος 48. Η επιτυχία της διοίκησης του ΔΣΕ στη δημιουργία ενός τακτικού στρατού, φαίνεται από τις εκτιμήσεις του Βαν Φλητ που, τον Οκτώβριο του 1948, θεωρούσε την ηγεσία των ανταρτών από επίπεδο τάγματος και κάτω, εξαιρετική και ανώτερη από του εθνικού στρατού. Ο υποστράτηγος Έρνεστ Ντάουν, επικεφαλής της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, σχολίασε λίγο αργότερα τον ΔΣΕ, λέγοντας ότι «το επιθετικό του πνεύμα διαχεόταν σ' όλες τις βαθμίδες». Αυτή η ανωτερότητα του ηθικού σε σχέση με τον εθνικό στρατό είναι αξιοπρόσεκτη, αν σκεφτούμε τις στερήσεις αλλά και τη σύνθεση των στρατιωτών του Δημοκρατικού Στρατού. Από τα 1947 κιόλας, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ανέφεραν ότι η σωματική κατάσταση των ανταρτών ήταν κατώτερη από εκείνη των αντιπάλων τους. Στα 1948, το ένα τέταρτο των μαχητών του ΔΣΕ ήταν γυναίκες, ενώ τα τέσσερα πέμπτα του στρατού ήταν κάτω των είκοσι πέντε χρόνων, και πολλοί ήταν ακόμα έφηβοι. Στα 1949, η πλειοψηφία ήταν Σλαβόφωνοι που διατηρούσαν χωριστή οργάνωση και (σε πολλές ή και όλες τις περιστάσεις) χρησιμοποιούσαν τη δική τους γλώσσα 49. Γνωρίζουμε -τόσο από ξένες όσο και από ελληνικές αριστερές πηγές- ότι το ηθικό του ΔΣΕ και η πειθαρχία του παρέμειναν σε σχετικά υψηλά επίπεδα, αν και στα 1948 φθείρονταν μερικές φορές, κάτω από την πίεση των εχθρικών επιθέσεων. Οπωσδήποτε, οι πηγές του υψηλού ηθικού των στρατιωτών μεταβλήθηκαν. Μέσα στο 1947 ήταν η ιδεολογία, οι κοινές εμπειρίες των διωγμών της λευκής τρομοκρατίας, και η βεβαιότητα των εθελοντών πως αν τους έπιαναν, κατά πάσα πιθανότητα θα τους εκτελούσαν. Στη συνέχεια, οι προοπτικές της νίκης μειώθηκαν, η κατωτερότητά τους σε υλικοτεχνική υποδομή γινόταν όλο και πιο φανερή, και η αναλογία επιστράτων μεγάλωνε. Κατά συνέπεια, η πειθαρχία επιβαλλόταν πια με καταναγκασμό, και τη διατηρούσαν μ' ένα ιεροεξεταστικό σύστημα πολιτικής επιτήρησης. Επίστρατοι που είχαν μαζευτεί με το ζόρι, εμποδίζονταν από το φόβο να δραπετεύσουν, και μερικοί αξιωματικοί τουφεκίστηκαν κατηγορούμενοι για στρατιωτικές αποτυχίες. Η πειθαρχία που επιτυγχανόταν έτσι, παρέμεινε γενικά σταθερή, ακόμα και στις ακραίες αναποδιές του 1949. Οι διοικητές, βέβαια, διαμαρτύρονταν για αύξηση των λιποταξιών, αλλά αυτές αφορούσαν κυρίως σε νεοσύλλεκτους που τους έδιωχνε η πείνα, ενώ δεν υπάρχουν εκθέσεις για ομαδικές παραδόσεις 50. Τελικά, η τάση του Δημοκρατικού Στρατού για διεξαγωγή κανονικού πολέμου, είχε ως αποτέλεσμα μια τακτική που οδήγησε σε μεγάλες απώλειες ζωών: συνεχείς επιθέσεις σε πόλεις με φρουρές, και πεισματική άμυνα οχυρωμένων βουνών κοντά στα σύνορα. Για να υπερασπιστούν τον Γράμμο και το Βίτσι τα καλοκαίρια του '48 και του '49 αντιστοίχως, απέσυραν στρατεύματα από άλλες περιοχές έτσι που, στο τέλος, το μεγαλύτερο μέρος του ΔΣΕ βρισκόταν τον Ιούλιο του 1949 σ' αυτά τα βουνά. Σκοπός του ΔΣΕ ήταν να πετύχει μια αποφασιστική νίκη, και κατέβαλε γι' αυτό το σκοπό απελπισμένες προσπάθειες να κυριεύσει ή να υπερασπιστεί οχυρά σημεία. Για να εφαρμόσει αυτή την πολιτική ο Ζαχαριάδης, τον Αύγουστο του 1948 ή λίγο μετά, αντικατέστησε τον Μάρκο και άλλους βετεράνους διοικητές του ΕΛΑΣ με κομματικούς αξιωματούχους άπειρους στον ανταρτοπόλεμο, που δε γνώριζαν καλά ως πού έφταναν οι δυνατότητες των ανταρτών 51. Είναι φανερό πως οι προσπάθειες του ΔΣΕ για διεξαγωγή τακτικού πολέμου ήταν πέρα από τις δυνατότητές του σε οπλισμό, εφόδια και προσωπικό, και ότι τον έβλαψαν σημαντικά. Σπαταλήθηκαν αναντικατάστατοι στρατιώτες, ενώ οι υπόλοιποι συγκεντρώθηκαν σε Digitized by 10uk1s
οχυρά/καταφύγια όπου έχασαν το πλεονέκτημα της κινητικότητας. Έτσι, ο εθνικός στρατός μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ανωτερότητά του σε αριθμούς και δύναμη πυρός. Ακόμα κι όταν κινούνταν, όμως, οι μεγάλες μονάδες δύσκολα μπορούσαν να κρυφτούν και ν' ανεφοδιαστούν. Οι κατακτητές του Καρπενησίου, για παράδειγμα, διώχτηκαν από 'κεί με μεγάλες απώλειες. Και εκείνοι που επιτέθηκαν στη Φλώρινα, εκτός του ότι υπέστησαν κι αυτοί πολλές απώλειες, εκτέθηκαν στους κινδύνους μιας τρομερής αντεπίθεσης 52 . Η έλλειψη αξιωματικών εκπαιδευμένων στον τακτικό πόλεμο γινόταν συνεχώς φανερή. Ο Βαν Φλητ, στην έκθεσή του της 1ης Οκτωβρίου 1948, χαρακτηρίζει τον ΔΣΕ εξαίρετο στον ανταρτοπόλεμο, αλλά κακό σε παρατεταμένες επιθετικές επιχειρήσεις και ανίκανο να χρησιμοποιήσει το πυροβολικό του. Την τελευταία αδυναμία την είχαν αναγνωρίσει οι διοικητές του, μαζί με την έλλειψη αξιωματικών ικανών να διοικήσουν μεγάλες μονάδες. Γι' αυτό ο Μάρκος απέσπασε τη συμπάθεια των βετεράνων του ΕΛΑΣ, όταν υποστήριξε -στη γεμάτη διαφωνίες «πλατφόρμα» του τον Νοέμβριο του 1948- ότι έπρεπε να επιστρέψουν στον ανταρτοπόλεμο μικρής κλίμακας, με τον οποίο ήταν εξοικειωμένοι 53. Ωστόσο, ο Μάρκος δεν σκεφτόταν ρεαλιστικά όταν υπέθετε πως αυτή η πορεία θα κατάφερνε οτιδήποτε άλλο εκτός, ίσως, από το να αναβάλει την τελική ήττα. Το ξέρουμε αυτό επειδή στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τη Θράκη, οι μαχητές έμειναν πιστοί στην τακτική του ανταρτοπόλεμου κι ωστόσο εκμηδενίστηκαν ή εκδιώχτηκαν μέσα στο 1949. Η κατάρρευση του Δημοκρατικού Στρατού το 1949 ήταν τόσο ξαφνική, ώστε οι ιστορικοί να την αποδίδουν σε νέες εξελίξεις. Οι περισσότερες εξιστορήσεις του εμφυλίου πολέμου περιλαμβάνουν στις αιτίες της ήττας του ΔΣΕ την αλλαγή πολιτικής της Γιουγκοσλαβίας, και την αλλαγή της γραμμής του ΚΚΕ για τη Μακεδονία. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα στοιχείο που να υποστηρίζει πως οι παράγοντες αυτοί εξασθένισαν ουσιαστικά τον ΔΣΕ στις ζωτικής σημασίας επιχειρήσεις του 1949. Η αλλαγή στην πολιτική της Γιουγκοσλαβίας υπήρξε αποτέλεσμα της αποπομπής του Τίτο από την Κομινφόρμ, τον Ιούνιο του 1948. Ύστερα απ' αυτό, ο Τίτο προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις του με τις δυτικές δυνάμεις, και μείωσε βαθμιαία την παροχή βοήθειας προς τον ΔΣΕ μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της γιουγκοσλαβικής μεταστροφής ήταν σοβαρές, επειδή η Γιουγκοσλαβία υπήρξε ο κυριότερος ξένος υποστηρικτής του ΚΚΕ. Ωστόσο, οι επιπτώσεις της στις τελευταίες εκστρατείες του Ιανουαρίου-Αυγούστου 1949, μπορεί να μην ήταν ουσιαστικές. Ο ισχυρισμός του Ζαχαριάδη, που απέδωσε την ήττα στο «πισώπλατο χτύπημα» του Τίτο, αμφισβητήθηκε μετά τον Αύγουστο από ορισμένους από τους διοικητές του, όπως ο Γεώργιος Μπλάνας. Ο ΔΣΕ δε φάνηκε να υποφέρει, κοντά στα σύνορα, από τη μείωση των προμηθειών του. Μπορεί και να είχε κρυμμένα αποθέματα. Κι εξάλλου, η Αλβανία αλλά ίσως και η Βουλγαρία, αύξησαν τη βοήθειά τους. Ο στρατός άφησε πίσω του άφθονα όπλα και περιορισμένες ποσότητες πυρομαχικών για μικρά όπλα και κανόνια, όταν εγκατέλειψε τελικά τον Γράμμο και το Βίτσι τον Αύγουστο. Η Γιουγκοσλαβία δεν έκλεισε τα σύνορά της παρά στις 10 Ιουλίου, πράγμα που έτσι κι αλλιώς δεν επηρέασε σοβαρά τις μάχες του Βίτσι και του Γράμμου, ο ανεφοδιασμός των οποίων έγινε κυρίως -ή και ολοκληρωτικά- από την Αλβανία. Οι περισσότεροι μαχητές που βρέθηκαν αποκλεισμένοι στη Γιουγκοσλαβία με το κλείσιμο των συνόρων, φαίνεται πως ήταν τραυματίες που βρίσκονταν ακόμα στο στάδιο της ανάρρωσης. Το κλείσιμο όμως αυτό απέκλεισε παραπέρα μελλοντικές επιχειρήσεις από τα παλιά οχυρά του ΔΣΕ κατά μήκος των γιουγκοσλαβικών συνόρων, τις περιοχές δηλαδή με τις πυκνές εγκαταστάσεις Σλαβοφώνων. Έτσι, η βασική επίπτωση της αλλαγής πολιτικής του Τίτο -όπως το δήλωσε άλλωστε κάποτε κι ο Ζαχαριάδης- ήταν ότι κατέστησε ακόμα πιο δύσκολο για τον ΔΣΕ να επαναλάβει τις επιχειρήσεις του μετά τη μάχη του Γράμμου 54. Η αμέριστη συμπαράσταση του ΚΚΕ, που κοινολογήθηκε τον Φεβρουάριο, για το δικαίωμα Digitized by 10uk1s
των Μακεδόνων να αποχωριστούν από το ελληνικό κράτος εξασθένισε, προφανώς, την επιρροή του Κόμματος μεταξύ των Ελλήνων, αλλά όχι και πολύ, γιατί εδώ και αρκετό καιρό η εθνικιστική πλευρά κατηγορούσε το Κόμμα -και με αρκετή αληθοφάνεια- γι' αυτή του την πολιτική. Εξάλλου, αυτή η αλλαγή ήρθε πολύ αργά για να επηρεάσει σοβαρά τις πολεμικές τύχες του ΔΣΕ. Τώρα πια, οι εθνικιστικές δυνάμεις τού είχαν αφαιρέσει εντελώς σχεδόν τη δυνατότητα να στρατολογεί δυνάμεις απ' την υπόλοιπη χώρα, ενώ ο ίδιος κρατούσε σφιχτά τους άντρες του με σιδερένια πειθαρχία και πλήρη έλεγχο της πληροφόρησής τους. Η τελική σειρά εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του εθνικού στρατού άρχισε από την Πελοπόννησο, τον Δεκέμβριο του 1948. Τώρα πια, οι εθνικιστικές δυνάμεις εκμεταλλεύονταν αυτές το χειμώνα, που καθιστούσε δύσκολη για τους αντάρτες την εξεύρεση τροφής και καταφυγίων, αλλά και τη μετακίνηση τους. Ο στρατός εφάρμοσε την τακτική της συνεχούς καταδίωξης με μονάδες που οι πορείες τους συνέκλιναν και κλιμακώνονταν σε βάθος, ενώ οι αντάρτες προσπαθούσαν ματαίως να γλιτώσουν σκορπίζοντας, κρυβόμενοι, ή περνώντας στα κρυφά μέσα από τις κυβερνητικές γραμμές. Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1949, το μεγαλύτερο ποσοστό των 3.000-4.000 ανταρτών της Πελοποννήσου είχαν συλληφθεί ή σκοτωθεί, κι οι υπόλοιποι είχαν μεταβληθεί σε φυγάδες που λιγόστευαν καθημερινά. Βορειότερα, οι τύχες του πολέμου άλλαξαν στα μέσα Φεβρουαρίου με την ανακατάληψη του Καρπενησίου και την υπεράσπιση της Φλώρινας. Τον Μάρτιο, το Γ' Σώμα Στρατού υπό τη διοίκηση του Γρηγορόπουλου πέρασε στην επίθεση στη βορειοανατολική Ελλάδα όπου, ύστερα από τρεις μήνες, ανάγκασε τους αντάρτες να γυρίσουν πίσω στα σύνορα. Τον Μάιο-Ιούνιο, οι εθνικές δυνάμεις επανέλαβαν με επιτυχία στα νότια και κεντρικά βουνά της ηπειρωτικής χώρας τη στρατηγική που είχαν χρησιμοποιήσει στην Πελοπόννησο. Τον Ιούλιο-Αύγουστο, ο εθνικός στρατός εκκαθάρισε τα ορεινά οχυρά κοντά στα βόρεια σύνορα, όπου είχε συγκεντρωθεί πια ο κύριος όγκος του ΔΣΕ. Οι κυριότερες νίκες του, ήταν οι διαδοχικές καταλήψεις του Βίτσι και Γράμμου, όπου δυνάμεις του ΔΣΕ που έφταναν συνολικά τους 12.000 μαχητές με 54 πεδινά πυροβόλα, αντιστάθηκαν γερά σε εθνικές δυνάμεις πενταπλάσιες σχεδόν σε αριθμό. Αυτές οι τελευταίες, χρησιμοποίησαν αεροπλάνα -χρησιμοποιήθηκε μάλιστα για πρώτη φορά και μια μοίρα Χελντάιβερς- με μια χωρίς προηγούμενο συχνότητα: κατά τις έντεκα μέρες των δύο επιθέσεων, πραγματοποιήθηκαν 1.450 έξοδοι αεροπλάνων που χρησιμοποίησαν βόμβες, ρουκέτες και ναπάλμ. Αφού έχασε 3.000 άντρες -νεκρούς και αιχμαλώτους- ο Δημοκρατικός Στρατός υποχώρησε με τάξη πέρα από τα σύνορα, στις 30 Αυγούστου 55. Η μάχη του Γράμμου απομάκρυνε κάθε σοβαρή απειλή του ΔΣΕ, αλλά δεν τερμάτισε κιόλας κάθε αντάρτικη δραστηριότητα. Μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Σεπτεμβρίου, ο αριθμός των αριστερών ανταρτών στην Ελλάδα μειωνόταν καθημερινά: ο εθνικός στρατός υπολόγιζε ότι τον Οκτώβριο του 1949 ήταν περίπου 1.800, και τον Νοέμβριο του 1950 μόνο 240. Μέσα σ' αυτή την περίοδο, μερικές μικρές συμμορίες ξαναμπήκαν στη χώρα από την Αλβανία και τη Βουλγαρία, μα κατανικήθηκαν αρκετά γρήγορα. Αυτή που μάλλον ήταν η τελευταία συμμορία κάποιου μεγάλου μεγέθους (δηλαδή πάνω από 50 άτομα), αποδεκατίστηκε στη Χαλκιδική, τον Ιανουάριο του 1950, αφού πρώτα είχαν εκτοπιστεί εκατοντάδες από τους άμαχους υποστηρικτές της. Στους επόμενους μήνες, αναφέρθηκαν κάποιες πράξεις δολιοφθοράς. Αλλά και μόνο με την ύπαρξή τους, οι αντάρτες προκαλούσαν την ανησυχία των εθνικών δυνάμεων που κατέβαλλαν μεγάλες προσπάθειες σε περιπόλους, και δήλωναν ότι έχασαν 201 ζωές μέσα στο 1950. Ένας ακόμα λόγος ανησυχίας ήταν ότι στις γειτονικές χώρες, στα βόρεια της Ελλάδας, υπήρχε μεγάλο μέρος του ΔΣΕ (12.000 στις αρχές του 1950, σύμφωνα με το ελληνικό Γενικό Επιτελείο). Δεν υπήρχαν όμως σοβαρές προοπτικές για να ξαναρχίσει τον πόλεμο, επειδή οι κυβερνήσεις που τον φιλοξενούσαν δεν είχαν πια καμιά προθυμία να τον βοηθήσουν σε κάτι τέτοιο. Οι εξόριστοι ηγέτες του ΚΚΕ αναγνώρισαν τη στρατιωτική αδυναμία τους στην Έβδομη Digitized by 10uk1s
Ολομέλεια, τον Οκτώβριο του 1949, οπότε και τυπικά εγκατέλειψαν τον πόλεμο, αποφασίζοντας όμως να συνεχίσουν να ασκούν πίεση στην ελληνική κυβέρνηση, στέλνοντας στη χώρα μικρές αντάρτικες ομάδες. Αυτές, όμως, βρίσκονταν σε πολύ μειονεκτική θέση εξαιτίας της έλλειψης εφοδίων. Έτσι, το κύριο ενδιαφέρον τους ήταν να δραπετεύουν και να επιβιώνουν. Η επανακατοίκηση των ορεινών χωριών προχώρησε πια χωρίς σοβαρά εμπόδια, ακόμα και σε περιοχές στις οποίες κυριαρχούσε προσφάτως ο ΔΣΕ. Οι χωρικοί δεν αισθάνονταν ακόμα μεγάλη ασφάλεια, αλλά γι' αυτό έφταιγαν ίσως οι διεθνείς συνθήκες καθώς, όπως άλλωστε κι η πλειονότητα των συμπατριωτών τους, πίστευαν ότι βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του Ψυχρού Πολέμου 56.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI* Το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα, 1945-9 Ole L. Smith
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Μόλο που έχουν περάσει πια σαράντα χρόνια αφότου τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος, οι Έλληνες κομμουνιστές δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα το ρόλο που έπαιξαν οι ίδιοι στην αντιπαράθεση, αλλά ούτε και τα ουσιαστικά πολιτικά ζητήματα που συνδέθηκαν με το ξέσπασμα, τη διεξαγωγή και την τελική έκβαση αυτού του σκληρού αγώνα. Η κομμουνιστική ηγεσία, δεν έχει αρχίσει ακόμα να μιλάει με ειλικρίνεια. Η παρασιώπηση αυτή, μπορεί να ερμηνευτεί κυρίως από το γεγονός ότι το ΚΚΕ έχασε τον πόλεμο, και για μεγάλη περίοδο δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως ένας φυσιολογικός πολιτικός οργανισμός, καθώς ήταν παράνομο στην Ελλάδα κι η ηγεσία του, που ζούσε εξόριστη στις σοσιαλιστικές χώρες, ήταν απομονωμένη από την ελληνική πραγματικότητα 1. Στους λόγους της παρασιώπησης, πάντως, περιλαμβάνονται υποκειμενικοί και αντικειμενικοί παράγοντες. Η ζωή των γηραιότερων μελών του ΚΚΕ επηρεάστηκε βαθιά από τον εμφύλιο, και γι' αυτούς οι αναμνήσεις είναι οδυνηρές. Οι σημερινοί ηγέτες του ΚΚΕ έχουν σχεδόν όλοι πάρει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο και στις πικρές εσωκομματικές διενέξεις που ακολούθησαν την υποχώρηση του Αυγούστου του 1949. Μερικοί απ' αυτούς, μάλιστα, έπαιξαν ηγετικό ρόλο ως στρατιωτικοί διοικητές με δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους υφισταμένους τους -διόλου παράξενο, λοιπόν, που δεν είναι πρόθυμοι να μιλήσουν. Ορισμένοι από τους αντικειμενικούς παράγοντες είναι λιγότερο εύκολο να κατανοηθούν. Για έναν τρίτο παρατηρητή, η μυστικοπάθεια του ΚΚΕ όσον αφορά σε καθαρά πολιτικά ζητήματα, όπως είναι οι μοιραίες αποφάσεις της ηγεσίας του Κόμματος σε διάφορες φάσεις της συμπλοκής, μπορεί σήμερα να φαίνεται υπερβολική, μη αναγκαία και εκνευριστική. Και η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ μπορεί εύκολα να γεννήσει την υποψία πως κάτι έχει να κρύψει. Το γεγονός ότι η ιστορία χρησιμοποιείται στις σύγχρονες πολιτικές συζητήσεις και πολεμικές ανάμεσα στα ελληνικά κόμματα, αποτελεί μέρος της ερμηνείας 2. Είναι όμως επίσης φανερό ότι το ΚΚΕ πιστεύει πως έχει να υπερασπιστεί την ιστορία του, ακόμα κι ύστερα από τις επίσημες κομματικές δηλώσεις που αναθεώρησαν μεγάλα τμήματα όσων άλλοτε θεωρούνταν αδιαμφισβήτητες ερμηνείες σημαντικών γεγονότων. Μπορεί κανείς να πει ότι υπάρχουν μεγάλα κενά στην ιστορία του ΚΚΕ της περιόδου 1945-9. Ελπίζουμε όμως ότι οι πρόσφατες εξελίξεις στο ΚΚΕ και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα θα επιτρέψουν να καλυφθούν αυτά τα κενά 3. Για παράδειγμα, ο ρόλος που έπαιξε η τότε σοβιετική ηγεσία μπορεί να συζητηθεί σύντομα στις πραγματικές του διαστάσεις, ως αποτέλεσμα της βαθμιαίας επανεκτίμησης της σοβιετικής ιστοριογραφίας για το ρόλο και την πολιτική του Στάλιν στα μεταπολεμικά χρόνια 4. Εμφανώς, το ΚΚΕ δε θέλει να συζητήσει το κεντρικό θέμα της θέσης της Ελλάδας στον Ψυχρό Πόλεμο -κατά συνέπεια, είναι αδύνατον να φτάσουμε σε βάσιμα συμπεράσματα για οποιαδήποτε πλευρά του εμφυλίου στην οποία είχε αναμιχθεί η Σοβιετική Ένωση (θεωρώντας δεδομένο ότι το ΚΚΕ έχει στην κατοχή του τα σχετικά ντοκουμέντα). Όπως θα δούμε στις σελίδες που ακολουθούν, η απροθυμία αυτή αποτελεί το μεγαλύτερο, ίσως, εμπόδιο 5.
*
Αυτό το κεφάλαιο γράφτηκε πριν από το 1989
Digitized by 10uk1s
Ακόμα, πρέπει να λάβουμε υπόψη και τον καθαρά ελληνικό κομμουνιστικό παράγοντα. Καθώς ο εμφύλιος και το αποτέλεσμά του αποτέλεσαν το επίκεντρο ανελέητων συγκρούσεων μέσα στο ΚΚΕ και κυριάρχησαν στις συζητήσεις του Κόμματος τουλάχιστον μέχρι τη στρατιωτική δικτατορία του Απριλίου του 1967, οι κύκλοι του ΚΚΕ πιστεύουν πως η συζήτηση για την ιστορία του εμφυλίου πολέμου θ' ανοίξει ξανά παλιές πληγές. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου αλλά και μετά απ' αυτόν, οι αιτίες της ήττας, συζητήθηκαν μετά μανίας και η ηγεσία Ζαχαριάδη αναγκάστηκε να πάρει άκρως σκληρά και αντιδημοκρατικά μέτρα προκειμένου να κάμψει τις αντιδράσεις, και να εμποδίσει την υπονόμευση του κύρους της εξουσίας από τις επανειλημμένες απόπειρες για θεμελιώδη κριτική. Ως αποτέλεσμα, το τελικό ξέσπασμα των κομματικών διενέξεων πήρε τη μορφή ανοιχτού ρήγματος τις παραμονές του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967 6. Εκτός όμως από το σχίσμα αυτό, το θέμα του εμφυλίου προκάλεσε τη δημιουργία κι άλλων, μικρότερης σημασίας ρηγμάτων και γκρουπούσκουλων στην περίοδο της παρανομίας και των διωγμών 1949-74. Πρόσφατες δημοσιεύσεις, κατέδειξαν ότι η ιστορία του εμφυλίου πολέμου μπορεί ακόμα να χρησιμοποιηθεί από τους αντιπάλους της ηγεσίας του ΚΚΕ σαν μέσο προπαγάνδας για ένα «νέο και διαφορετικό ΚΚΕ» 7. Κατά συνέπεια, η ανάλυση της ιστορίας του ΚΚΕ κατά την περίοδο του εμφυλίου βρίθει παγίδων για τον απρόσεκτο, και κινδύνου υπεραπλοποιήσεων για τον πιο προσεκτικό. Κάθε προσπάθεια για αξιοπίστευτη ερμηνεία, δε θα αποτελεί εύκολο διάβασμα. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε προς το παρόν, είναι να περιγράψουμε τα προβλήματα και να αποπειραθούμε να δώσουμε κάποιες απαντήσεις, ελπίζοντας πως θα εμφανιστούν στοιχεία που θα τις τροποποιήσουν ή θα τις διαψεύσουν. Στο κάτω κάτω της γραφής, υπάρχει τόσο πολύ διαθέσιμο υλικό, ώστε να είναι αναγκαία μια προκαταρκτική σύνθεση 8.
Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ, 1945-6 Ύστερα από τη μερική στρατιωτική ήττα στις μάχες του Δεκεμβρίου του 1944 στην Αθήνα, το ΚΚΕ αντιμετώπισε δυο προβλήματα: την αναδιοργάνωση του Κόμματος και την κριτική επανεκτίμηση της πολιτικής του, κυρίως κατά τη διάρκεια της τελευταίας φάσης της Κατοχής, και την Απελευθέρωση. Στα μέλη του Κόμματος επικρατούσε έντονη ανησυχία και δυσαρέσκεια, που έφτανε μέχρι και την Κεντρική Επιτροπή. Τον Απρίλιο του 1945, στην πρώτη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής μετά τη Βάρκιζα, δηλαδή στην Ενδέκατη Ολομέλεια, ακούστηκαν ανοιχτές επικρίσεις για την πολιτική γραμμή που ακολουθήθηκε στην περίοδο της Αντίστασης, και μερικοί από τους πιο σκληρούς ομιλητές ζήτησαν ωμά την αποπομπή της ηγεσίας. Επίκεντρο των επικρίσεων ήταν η υποταγή του Κόμματος στις βρετανικές επιθυμίες κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι επικριτές, όμως, δε συμφωνούσαν μεταξύ τους για το τι άλλο έπρεπε να είχε γίνει -ή για το τι έπρεπε να γίνει τώρα. Οπωσδήποτε, συμφωνήθηκε να παραπεμφθούν τα βασικά προβλήματα στο Έβδομο Συνέδριο του Κόμματος, που θα γινόταν τον Οκτώβριο. Αν και αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί τακτικός ελιγμός της πλευράς Ιωαννίδη-Σιάντου, για να κερδίσουν χρόνο, πρέπει να θυμάται κανείς ότι η ηγεσία διέθετε ακόμα την πλειοψηφία στην Κεντρική Επιτροπή, και ότι μια ριζική αλλαγή στην κορυφή θα επιδείνωνε, κατά πάσα πιθανότητα, την μπερδεμένη κι επικίνδυνη κατάσταση που κυριαρχούσε. Κι ακόμα, μια επίσημη αναγνώριση της απαίτησης για πιο επιθετική γραμμή, θα γεννούσε αμφιβολίες για την προθυμία του ΚΚΕ να τηρήσει τη συμφωνία της Βάρκιζας. Εξάλλου, το ότι η Ολομέλεια αποφάσισε να διαγράψει τον Άρη Βελουχιώτη επειδή αψηφούσε δημοσίως τη συμφωνία της Βάρκιζας, δείχνει ποιες ήταν οι προτεραιότητες των υπολογισμών του ΚΚΕ. Έπρεπε οπωσδήποτε ν' αποκατασταθεί η κομματική ενότητα, και το ΚΚΕ δεν μπορούσε να στηρίξει προβοκατόρικες ενέργειες που Digitized by 10uk1s
μπορούσαν να στραφούν εναντίον του. Η επιστροφή στην ομαλότητα είχε προτεραιότητα 9. Στο τέλος Μαΐου του 1945, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης που είχε επιζήσει της φυλάκισής του στο στρατόπεδο του Νταχάου, επέστρεψε στην Ελλάδα. Εδώ, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τα μέλη του Κόμματος που πίστευαν ότι ο Ζαχαριάδης, αλώβητος από τα λάθη της ηγεσίας της πολεμικής περιόδου, θα μπορούσε ν' αποκαταστήσει την ενότητα και να κάνει πράξη τον τόσο απαραίτητο αναπροσανατολισμό του Κόμματος (αν και δεν ήταν ξεκάθαρο προς ποια κατεύθυνση). Παρόλο που είναι φανερό ότι το ΚΚΕ ξανακέρδισε μεγάλο μέρος της δυναμικής του, και ότι καινούριες ελπίδες και αισιοδοξία γεννήθηκαν στα μέλη ύστερα από την οπισθοδρόμηση της Βάρκιζας, ο Ζαχαριάδης δεν ήθελε να ξεκόψει ανοιχτά με το παρελθόν. Προφανώς, φοβόταν για την ενότητα του Κόμματος, σε περίπτωση σύγκρουσής του με την ομάδα Σιάντου-Ιωαννίδη 10. Έτσι, στη Δωδέκατη Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής τον Ιούνιο του 1945, στην έκθεσή του ο Ζαχαριάδης παραδέχτηκε πως είχαν γίνει κάποια σφάλματα, αλλά είπε ότι γενικά, το ΕΑΜ είχε ακολουθήσει πολιτικά ορθή πορεία. Δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση ούτε καν τη συμφωνία του Λιβάνου. Όλο το φταίξιμο, ρίχτηκε στον αγγλικό παράγοντα. Η αποτυχία της μάχης του Δεκεμβρίου, αποδόθηκε κι αυτή στην ένοπλη βρετανική επέμβαση. Ο Ζαχαριάδης έφτασε ως το σημείο να αποκηρύξει εκείνους που ακόμα και τώρα προτιμούσαν την «εύκολη» αντάρτικη πάλη, από την «πολιτική πάλη των μαζών» 11. Στις αποφάσεις της Ολομέλειας που δημοσιεύτηκαν, δηλωνόταν ότι η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν χαοτική. Το ΚΚΕ ζητούσε την επέμβαση των τριών μεγάλων δυνάμεων για να εξασφαλιστεί ότι οι όροι της συμφωνίας της Γιάλτας θα εφαρμόζονταν στην Ελλάδα. Απαιτούσε το σχηματισμό αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης απ' όλα τα κόμματα που δεν είχαν συνεργαστεί με τις δυνάμεις Κατοχής, και ελεύθερες εκλογές μέσα σε τρεις, τέσσερις μήνες. Για τη συνεχιζόμενη επιδείνωση της κατάστασης της χώρας, υπεύθυνη ήταν η υποστήριξη ξένων κύκλων (των Άγγλων) προς τους Έλληνες αντιδραστικούς και τις συμμορίες των τρομοκρατών. Έτσι και σταματούσε αυτή η αγγλική υποστήριξη, η ομαλότητα θα επέστρεφε σε δυο εβδομάδες. Η τρομοκρατία της Δεξιάς έπρεπε ν' αντιμετωπιστεί με «μαζική λαϊκή αυτοάμυνα», κι έπρεπε ν' αντιδράσουν με κάθε διαθέσιμο μέσο σ' ένα ενδεχόμενο φασιστικό πραξικόπημα 12. Οι απαιτήσεις αυτές, επέστρεψαν ξανά και ξανά στις διακη 13ρύξεις του ΚΚΕ κατά τα επόμενα δυο χρόνια, μ' ελάχιστες παραλλαγές και χωρίς αποτέλεσμα. Μετά τη Δωδέκατη Ολομέλεια, διακρίνει κανείς μια αυξανόμενη αισιοδοξία στο ΚΚΕ. Μόλο που η έλλειψη μιας κριτικής επανεκτίμησης του παρελθόντος απογοήτευε πολλά από τα απλά μέλη, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η επιστροφή του Ζαχαριάδη, μαζί με τη διοργάνωση μαζικής πολιτικής αντίδρασης στη λευκή τρομοκρατία, επηρέασε θετικά τα μέλη και τους συμπαθούντες του Κόμματος. Παρόλο που η απαίτηση για αποχώρηση των Άγγλων ήταν ξεκάθαρη στην έκθεση του Ζαχαριάδη προς την Ολομέλεια, επίσημη πολιτική παρέμεινε η συνεργασία με τις μεγάλες δυνάμεις για να εξασφαλιστεί η δημοκρατική και ομαλή εξέλιξη. Η στάση αυτή, αναγνωρίζεται και στην αποκαλούμενη «διπολική» θεωρία του Ζαχαριάδη, που συνεπαγόταν μια ρεαλιστική θεώρηση της Ελλάδας στην ιδιαίτερη γεωγραφική της θέση ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και την Αγγλία. Ίσως επειδή θεωρήθηκαν πολύ τολμηρές, οι ιδέες αυτές δεν διακηρύχθηκαν δημοσίως στις αποφάσεις της Ολομέλειας 14. Η πεποίθηση ότι η κατάσταση της Ελλάδας θα βελτιωνόταν ριζικά αρκεί οι Άγγλοι να έπαυαν να υποστηρίζουν την άκρα Δεξιά, και ότι οι δημοκρατικές δυνάμεις θα έπαιρναν το πάνω χέρι εφόσον θα αποκαθιστάτο η ομαλότητα, ήταν φανερές και στο Έβδομο Συνέδριο του Κόμματος, τον Οκτώβριο του 1945. Όπως μπορεί κανείς να το δει στα δημοσιευμένα Digitized by 10uk1s
πρακτικά και στις εισηγήσεις προς το Συνέδριο, το ΚΚΕ έκανε σοβαρές προτάσεις για κοινωνική και οικονομική αποκατάσταση μετά από τα δεινά του πολέμου. Για τους Έλληνες κομμουνιστές, οι προοπτικές εκείνη την ώρα ήταν αποκλειστικά ειρηνικές: αποκατάσταση της Δημοκρατίας, κοινωνική δικαιοσύνη και βιομηχανική ανάπτυξη. Η κεντρική εισήγηση του Ζαχαριάδη, είναι ένα νηφάλιο και πραγματικό κείμενο, στο οποίο το ΚΚΕ παρουσιάζει για πρώτη φορά μια συμπαγή και ρεαλιστική ανάλυση της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδας, βασισμένη σε υλικό που προμήθευσαν μερικοί από τους πιο διακεκριμένους ειδικούς της χώρας (Ν. Κιτσίκης, κ.ά.). Τόσο εδώ, όσο και στο πρόγραμμα για λαϊκή δημοκρατία, βλέπει κανείς το ΚΚΕ να επενδύει τις ελπίδες του όχι στον ένοπλο ξεσηκωμό, αλλά στη δημοκρατική πρόοδο 15. Ωστόσο, δεν διέλαθε της προσοχής το ότι η πολιτική κατάσταση της χώρας είχε επιδεινωθεί κι άλλο. Παρόλο που δε βρίσκει κανείς πολλές πολεμικές κραυγές στα έγγραφα του Συνεδρίου, υπάρχουν ορισμένες παράγραφοι στα πρακτικά, που αποκτούν ενδιαφέρον κάτω από το φως των κατοπινών εξελίξεων. Το ΚΚΕ ονειρευόταν ξεκάθαρα μια ειρηνική και κοινοβουλευτική μετάβαση στο Σοσιαλισμό, αλλά υπήρχε και μια προειδοποίηση να προετοιμάζεται για το χειρότερο, μπροστά σ' εκείνο που αποκαλούσε «μονόπλευρο εμφύλιο πόλεμο» της Δεξιάς. Παρουσιάζοντας το καινούριο πρόγραμμα του Κόμματος, ο Μήτσος Παρτσαλίδης τόνισε την ανάγκη για ειρηνική μετάβαση, προκαλώντας έτσι τις επικρίσεις του Ζαχαριάδη, ο οποίος πρόβαλε την αντίρρηση ότι μια ειρηνική μετάβαση αποτελούσε ένα ενδεχόμενο μόνο, κι όχι μια βεβαιότητα. Συνήθως, παραβλέπεται το γεγονός ότι η κριτική του Ζαχαριάδη έκανε τον Παρτσαλίδη -που, γενικά, θεωρείται ένθερμος υποστηρικτής της ειρηνικής εξέλιξης μ' οποιοδήποτε τίμημα- να αποκηρύξει την αισιοδοξία του και να κάνει μια ωμή προειδοποίηση από εκείνες που έχουμε συνδυάσει με τον Ζαχαριάδη: «Η κατάσταση απαιτεί να προετοιμαστούμε με όλα τα μέσα για να επιβάλουμε τη θέληση του λαού, ακόμα και με τη δύναμη των όπλων αν χρειαστεί». Δηλαδή, ο Παρτσαλίδης επανέλαβε ένα μοτίβο του Ζαχαριάδη, που είχε χρησιμοποιηθεί πέντε βδομάδες νωρίτερα στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Γενικός Γραμματέας είχε προειδοποιήσει ανοιχτά ότι ο λαός θα πάρει τα όπλα για να υπερασπιστεί τη Δημοκρατία. Όπως κι αν έχει το πράγμα, οι απειλές αυτές ακούγονταν αραιά μέσα στο 1945, τότε που η τακτική του ΚΚΕ χαρακτηριζόταν από μια τυφλή, κάποτε, αφοσίωση στις κοινοβουλευτικές και νόμιμες μεθόδους 16. Έχει λεχθεί μερικές φορές ότι το ΚΚΕ, ύστερα από την επιστροφή του Ζαχαριάδη, ετοιμαζόταν αν όχι για εμφύλιο πόλεμο, οπωσδήποτε για κάποιο είδος στρατιωτικής δράσης. Υποστηρίχτηκε ότι ο Ζαχαριάδης είχε ήδη αποφασίσει πως ο εμφύλιος ήταν αναπόφευκτος, και ότι εξωθούσε μυστικά τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Η μαζική αυτοάμυνα που προτάθηκε στη Δωδέκατη Ολομέλεια, κι ορισμένες από τις πρωτοβουλίες του Έβδομου Συνεδρίου, έχουν διαβαστεί κάτω από το φως των κατοπινών εξελίξεων, κι έχουν αδικαιολόγητα φορτωθεί με απειλητικά νοήματα. Στο Έβδομο Συνέδριο, αποφασίστηκε να συγκροτηθεί μια επιτροπή που θα ήταν υπεύθυνη για την πολιτική δουλειά στις ένοπλες δυνάμεις. Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρούμε ότι αυτή η επιτροπή είχε μυστικούς στόχους, μια που η ύπαρξή της αποκαλύπτεται στο πρόγραμμα του Συνεδρίου. Σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας του το ΚΚΕ είχε παρεμφερείς επιτροπές, όπως είχε και για τη δουλειά ανάμεσα στις γυναίκες, τους δημοσίους υπαλλήλους, τους αγρότες και άλλες κοινωνικές ομάδες 17. Δεν έχουμε κανένα πραγματικό στοιχείο που να μας λέει ότι το ΚΚΕ προετοίμαζε ένα στρατιωτικό ξεκαθάρισμα. Το αντίθετο, μάλλον. Τα μέτρα που πάρθηκαν για να προστατευτούν οι κομματικοί αξιωματούχοι από την τρομοκρατία της Δεξιάς και το συνηθισμένο μυστικό δίκτυο, που στήθηκε μέσα στο 1945, δεν αποδείκνυαν ότι η ηγεσία Digitized by 10uk1s
Ζαχαριάδη προετοιμαζόταν για εμφύλιο πόλεμο, ούτε καν ότι θεωρούσε τον εμφύλιο ως την πιο πιθανή εξέλιξη της κρίσης. Τέτοια μέτρα, ήταν φυσιολογικά σ' όλη την πορεία της ιστορίας του Κόμματος. Στην πραγματικότητα, αυτό που μας κάνει ν' απορούμε, είναι πώς το ΚΚΕ γαντζώθηκε τόσο απελπισμένα στην ψευδαίσθηση ότι ήταν δυνατές δημοκρατικές και κοινοβουλευτικές εξελίξεις, και πώς δεν πάρθηκαν στην ώρα τους τα αναγκαία μέτρα για ν' αντιδράσει στρατιωτικά.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΟΠΛΗ ΠΑΛΗ Στις επίσημες δηλώσεις του, το ΚΚΕ δεν κρύβει το γεγονός ότι διεξαγόταν ήδη ένας μονόπλευρος πόλεμος. Από την αρχή του φθινοπώρου του 1945, κομματικοί αξιωματούχοι υπογράμμιζαν ότι ο διωγμός των παλιών αγωνιστών της Αντίστασης είχε πια μεταβληθεί σε γενική κινητοποίηση των δεξιών και δικτατορικών δυνάμεων εναντίον κάθε δημοκρατικού πολίτη. Ως τότε η αντίδραση του Κόμματος ήταν, απλώς, να προπαγανδίζει την αυτοάμυνα. Από εδώ κι εμπρός, όμως, ο Τύπος άρχισε να δημοσιεύει περιπτώσεις τρομοκρατών που σκοτώθηκαν από δημοκράτες οι οποίοι υπεράσπιζαν τους εαυτούς τους. Και υπογραμμιζόταν ότι οι δημοκρατικοί πολίτες είχαν συνταγματικό δικαίωμα να το πράττουν αυτό, να υπερασπίζονται δηλαδή τη ζωή τους όταν δέχονταν επίθεση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε καμία επίσημη ένδειξη ότι η ένοπλη αυτοάμυνα υποστηριζόταν, ή έστω ήταν ανεκτή. Ο διαδεδομένος συμμοριτισμός στην ύπαιθρο δεν είχε καθόλου τις ευλογίες του ΚΚΕ, παρόλο που στον κομμουνιστικό Τύπο γίνονταν αναφορές για τέτοια δραστηριότητα παλιών μελών του ΕΛΑΣ. Τα δημοσιεύματα αυτά, όμως, υπονοούσαν ότι τα άτομα που έβγαιναν στο βουνό, το έκαναν για να γλιτώσουν από τις επιθέσεις της Δεξιάς. Και, σαφώς, τα μέλη του ΚΚΕ δεν ενθαρρύνονταν να συντροφέψουν τους διωκόμενους συντρόφους τους στα βουνά 18. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ΚΚΕ, σ' όλο το 1945 και στις αρχές του 1946, υποστήριζε την άποψη ότι ο αγώνας ήταν πολιτικός, κι άρα έπρεπε να διεξαχθεί στις πόλεις, τις μαζικές οργανώσεις, τα επαγγελματικά συνδικάτα και τους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το ότι η άποψη αυτή είχε κάποιο δίκιο και κάποια επιτυχία. Αντίθετα απ' ό,τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς, η εμμονή σε δημοκρατικές και κοινοβουλευτικές μεθόδους, μαζί με τις συντονισμένες προσπάθειες για αναδιοργάνωση του κομματικού μηχανισμού, άρχισε να φέρνει αποτελέσματα. Το ΚΚΕ ξανακέρδισε την επιρροή του στις μάζες κι έκανε τη δύναμή του αισθητή στις περισσότερες σφαίρες -πρωταρχικά και πάνω απ' όλα, φυσικά, στις εργατικές ενώσεις, όπου οι περισσότερες αρχαιρεσίες αναδείκνυαν κομμουνιστικές πλειοψηφίες 19. Ο κίνδυνος που έκρυβε αυτή η επιτυχία, ήταν ότι οι ηγέτες του ΚΚΕ μπορούσαν να παρερμηνεύσουν την προθυμία του κόσμου ν' ακολουθήσει πολιτικά το Κόμμα ως προθυμία να το ακολουθήσει επίσης και στις στρατιωτικές του περιπέτειες. Αργότερα, ο Ζαχαριάδης υπέθεσε λανθασμένα ότι η επιτυχία του Κόμματος στις μαζικές οργανώσεις, καθιστούσε ρεαλιστικό να προσφύγουν σε ένοπλα αντίποινα κατά της δεξιάς τρομοκρατίας 20. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να υπολογίσουμε πραγματικά πόση λαϊκή υποστήριξη είχε το Κόμμα, μια και υπάρχουν ελάχιστα σχετικά στοιχεία. Λέγεται, συμπερασματικά, ότι στην Απελευθέρωση, το ΚΚΕ αριθμούσε 400.000 μέλη περίπου, κι ότι είχε μεγάλες απώλειες εξαιτίας του Δεκεμβρίου του 1944. Τον Απρίλιο του 1945, το ΚΚΕ πρέπει να είχε περίπου 200.000 μέλη, τα μισά από τα οποία μεταφέρθηκαν αργότερα στο ΑΚΕ, όταν η Δωδέκατη Ολομέλεια αποφάσισε να ιδρύσει το ενιαίο Αγροτικό Κόμμα. Τα στοιχεία που δίνουν οι εκλογές του Μαρτίου 1946, δύσκολα μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Εξάλλου, ακόμα κι αν ήταν δυνατόν να υπολογιστεί πόσα άτομα μποϊκοτάρισαν τις εκλογές, δεν ήταν όλοι τους Digitized by 10uk1s
κομμουνιστές, ούτε καν συμπαθούντες. Συντηρητικοί υπολογισμοί μερικές βδομάδες πριν από τις εκλογές, μετρούσαν ένα 25-35 τοις εκατό κομμουνιστικών ή Εαμικών ψήφων. Η πιο πρόσφατη και καλύτερα τεκμηριωμένη μελέτη για τις εκλογές του 1946, υπολογίζει ότι η αποχή Κεντροαριστερών πρέπει να ήταν της τάξης του 25 τοις εκατό 21. Κατά συνέπεια, ακόμα κι αν συμπεριλάβουμε τον εξαναγκασμό των τότε Κεντροαριστερών συμπαθούντων, οι σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές κι οι συνοδοιπόροι τους δεν μπορεί να ξεπερνούσαν το 25 τοις εκατό του εκλογικού σώματος. Και η προτίμηση των εκλογέων στο ΚΚΕ δύσκολα μπορεί να έχει την παραμικρή σχέση με όσα υποστηρίχτηκαν το 1944, ή έστω και το 1945, ότι αποτελούσε δηλαδή την πλειοψηφία. Η Αριστερά ήταν μια υπολογίσιμη και αποτελεσματική δύναμη, αλλά οι αριθμοί δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι στη χώρα, ως σύνολο, οι μοναρχικοί και η Δεξιά αποτελούσαν εξίσου ισχυρή δύναμη, αν και αυτοί επίσης πρέπει να αποτελούσαν μειοψηφία την ώρα των εκλογών. Το βασικό πολιτικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε το ΚΚΕ στα τέλη του 1945 και στις αρχές του 1946, ήταν οι κοινοβουλευτικές εκλογές. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ απαιτούσαν μια σε βάθος αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων, ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους στις εκλογές. Δεν ήθελαν να δημιουργήσουν την εντύπωση στο εξωτερικό ότι μπορούσαν να γίνουν εκλογές με την κρατούσα αναρχική κατάσταση. Κι όπως δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι η κυβέρνηση θα έκανε αναθεώρηση ή θα αποκαθιστούσε το νόμο και την τάξη, το Κέντρο και η Αριστερά προτιμούσαν να μποϊκοτάρουν τις εκλογές που ήταν προγραμματισμένες για το τέλος του Μαρτίου 1946. Και το ΚΚΕ σχεδίαζε να συζητήσει την τελική του απόφαση πάνω σ' αυτό το ζήτημα στη Δεύτερη Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής 22. Στην Κεντρική Επιτροπή, υπήρχε μια μειοψηφία τουλάχιστον που επιθυμούσε να συμμετάσχει στις εκλογές το ΚΚΕ, έστω κι αν δεν υπήρχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Καθώς πολλά απ' όσα ειπώθηκαν για τις συζητήσεις της συνεδρίασης αυτής χρωματίζονται έντονα από τις μετέπειτα εξελίξεις, δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι για το τι ακριβώς συνέβη, ή για το αν, στην πραγματικότητα, κατοπινοί επικριτές φόρτωσαν στη συνεδρίαση αυτή την ιδέα της αποχής. Φαίνεται, οπωσδήποτε, ότι υπήρχε αντίθεση στην αποχή, μια που η τελική απόφαση αφέθηκε για το Πολιτικό Γραφείο. Ο Ζαχαριάδης, που υποστήριζε την αποχή, αποδέχτηκε ότι το Πολιτικό Γραφείο θα έπρεπε να πάρει την τελική απόφαση, όταν θα γίνονταν γνωστές οι απόψεις των αδελφών κομμάτων, και κυρίως του σοβιετικού. Ο Μήτσος Παρτσαλίδης, που ήταν μέλος του Πολιτικού Γραφείου, επρόκειτο να επιστρέψει από τη Μόσχα όπου είχε πάει με μια αντιπροσωπεία του ΕΑΜ, κι όπου θα είχε την ευκαιρία να συζητήσει τα προβλήματα με τη σοβιετική ηγεσία. Τελικά, όμως, ο Παρτσαλίδης δεν έφερε μαζί του σαφείς κατευθυντήριες γραμμές από τη Μόσχα, καθώς το μόνο που αποκόμισε ήταν μια συμβουλή της τελευταίας στιγμής από έναν αξιωματούχο του Τμήματος Εξωτερικών Υποθέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ. Και καθώς στα τέλη Μαρτίου το ΕΑΜ είχε πάρει σταθερά πια θέση υπέρ της αποχής, ο Ζαχαριάδης μπόρεσε να ξεπεράσει τις αντιδράσεις στο Πολιτικό Γραφείο με το περίφημο επιχείρημά του ότι δεν υπήρχε πια Κομιντέρν, κι ότι το κάθε κόμμα έπρεπε να παίρνει μόνο του τις αποφάσεις του 23. Οπωσδήποτε, υπήρχαν ακόμα εναλλακτικές λύσεις λίγες μέρες πριν από τις εκλογές. Δεν είναι φανερό τι ήταν εκείνο που έκανε την ηγεσία του ΚΚΕ να αναζητήσει μια διέξοδο της τελευταίας στιγμής από το δίλημμα. Μάλλον δεν έχει καμιά σχέση με την απουσία του Ζαχαριάδη, που είχε πάει στην Πράγα για να παραστεί στο Συνέδριο του Τσεχικού Κόμματος. Λίγες ώρες μετά την αναχώρηση του Ζαχαριάδη στις 20 Μαρτίου, ο Σιάντος έκανε για λογαριασμό του ΚΚΕ ανοίγματα στους Αριστερούς Φιλελεύθερους, προτείνοντας να κατέβουν δικοί τους υποψήφιοι στις εκλογές, που θα τους ψήφιζε όλη η Αριστερά. Το σχέδιο αυτό δεν οδήγησε πουθενά, όμως, γιατί η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ ήταν Digitized by 10uk1s
εναντίον του. Κι έτσι, δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα ότι το ΚΚΕ, κι ο Ζαχαριάδης προσωπικά, αποτελούσαν τη βασική δύναμη πίσω από την πολιτική του μποϊκοτάζ. Αργότερα, οι σοσιαλιστές ηγέτες της ΣΚ-ΕΛΔ υποστήριξαν ότι εκείνοι πίεσαν το ΚΚΕ για να εξασφαλιστεί το μποϊκοτάζ 24. Συνήθως, το ζήτημα αυτό συζητιέται μαζί με το άλλο μεγάλο πρόβλημα που υπήρχε στην ημερήσια διάταξη της Δεύτερης Ολομέλειας: την αντίδραση στο ογκούμενο κύμα της δεξιάς τρομοκρατίας. Καθώς λοιπόν η σχετική μ' αυτό το τελευταίο ζήτημα απόφαση της Ολομέλειας δε δημοσιεύτηκε ποτέ, και καθώς έχει αμφισβητηθεί ακόμα κι η ύπαρξη μιας τέτοιας απόφασης, πρέπει ν' ασχοληθούμε λεπτομερειακά με το πρόβλημα 25. Στις δημοσιευμένες αποφάσεις αυτής της Ολομέλειας, στην παράγραφο 4 υπάρχει αριθμός, αλλά όχι και κείμενο δίπλα του. Στην πρωτότυπη δημοσίευση του κειμένου στην κομματική εφημερίδα του Ριζοσπάστη υπάρχει μόνο μια σειρά κουκκίδες, που διατηρήθηκε και στις επόμενες αναδημοσιεύσεις του κειμένου. Ένας μελετητής, έφτασε ως το σημείο να υποθέσει ότι δεν υπάρχει κείμενο, επειδή δεν πάρθηκε απόφαση 26. Αυτό, δεν μπορεί να αληθεύει. Υπάρχουν πολλές αναφορές σε κατοπινά κείμενα του ΚΚΕ για μια απόφαση που πάρθηκε στη Δεύτερη Ολομέλεια, για αντίμετρα κατά της λευκής τρομοκρατίας. Η πιο πιθανή ερμηνεία, είναι ότι η απόφαση κρατήθηκε μυστική, για να μπορεί να λέγεται ότι δεν υπάρχει. Κι όπως δεν έχει δημοσιευτεί, ήταν εύκολο να αμφισβητείται το περιεχόμενό της. Πάντως, η πιο αξιόπιστη ερμηνεία της απουσίας της παραγράφου, είναι η εξής: αποφασίστηκε να οικοδομηθεί βαθμιαία ένα αντάρτικο κίνημα, αρχίζοντας από τις ομάδες που βρίσκονταν ήδη στα βουνά. Όπου θα το επέτρεπαν οι τοπικές συνθήκες, το κίνημα θα αναπτυσσόταν. Κι οι αντάρτες θα είχαν για στόχο ν' ασκούν από την ύπαιθρο πίεση στην κυβέρνηση για πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Αρχικά, το αντάρτικο κίνημα θα το είχαν σαν αμυντικό όπλο. Αν η κυβέρνηση δεν υποχωρούσε, κι αποδεικνύονταν αδύνατες οι δημοκρατικές εξελίξεις, τότε οι αντάρτικες ομάδες θα έπαιζαν έναν περισσότερο δραστήριο και επιθετικό ρόλο. Κι εκτός απ' το ότι επέμεινε στην αμυντική φύση του κινήματος, η απόφαση του Κόμματος καθιστούσε σαφές ότι δεν έπρεπε να προκληθούν οι Άγγλοι 27. Αυτή φαίνεται ότι ήταν, ουσιαστικά, η πολιτική του ΚΚΕ που παρουσιάστηκε στο ΚΚΣΕ από τον Παρτσαλίδη, κι έγινε αποδεκτή από τον εκπρόσωπο του ΚΚΣΕ στη Μόσχα: Ότι το ΚΚΕ έπρεπε να περιμένει και να δει, χρησιμοποιώντας τόσο κοινοβουλευτικές και νόμιμες μεθόδους, όσο και ένοπλη δράση, αναλόγως με τις περιστάσεις και τις ευκαιρίες που θα παρουσιάζονταν. Η διπλή αυτή στρατηγική ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει το ΚΚΕ κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες. Οπωσδήποτε, ειπώθηκε αργότερα ότι μποϊκοτάροντας τις εκλογές, το ΚΚΕ προτίμησε αποκλειστικά την ένοπλη επανάσταση. Ηγέτες του ΚΚΕ που πείστηκαν αργότερα ότι ο εμφύλιος πόλεμος υπήρξε τραγικό λάθος που μπορούσε να είχε αποφευχθεί, χαρακτήρισαν αποφασιστικό λάθος την αποχή, ενώ ο Ζαχαριάδης τη θεώρησε μόνο σαν τακτική γκάφα. Η επιχειρηματολογία αυτή, που μπορεί να φαίνεται υπερβολικά σχολαστική, πρέπει να εξεταστεί κάτω από το φως των μετέπειτα εξελίξεων: εφόσον το μποϊκοτάζ μπόρεσε ν' αποδοθεί στην εμμονή του Ζαχαριάδη να παραβλέψει τις συμβουλές του ΚΚΣΕ, το σφάλμα μεγαλοποιήθηκε κατά τρόπο παραμορφωτικό. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει λόγος που να αιτιολογεί ότι το μποϊκοτάζ έκανε αναπόφευκτο τον εμφύλιο πόλεμο, κι ούτε υπάρχει κανένας λόγος που να μας κάνει να σκεφτούμε ότι θα αποκλειόταν οπωσδήποτε μια στρατιωτική ενέργεια αν υπήρχαν αριστεροί αντιπρόσωποι στη Βουλή των Ελλήνων. Και, τέλος, πρέπει να δώσουμε έμφαση στο γεγονός ότι μόνο υπό μια κάποια έννοια αποφάσισε τον εμφύλιο η Δεύτερη Ολομέλεια: ό,τι, δηλαδή, το ΚΚΕ αποφάσισε ν' απαντήσει με τη βία στις επιθέσεις που γίνονταν εναντίον του μήνες τώρα. Ολόκληρη η γραμμή του ΚΚΕ ήταν ακόμα αμυντική, με αποτέλεσμα τα μέλη κι οι συμπαθούντες του Κόμματος να δυσκολεύονται πολύ να καταλάβουν τι συμβαίνει. Στον Ριζοσπάστη, το κεντρικό θέμα ήταν πάντα η «συμφιλίωση», Digitized by 10uk1s
ενώ στην ύπαιθρο και στο βουνό γνωστοί κομμουνιστές ανάσταιναν τον ΕΛΑΣ. Το ΚΚΕ δεν ξεπέρασε αυτή τη διχοτόμηση παρά τον Οκτώβριο του 1947, όταν ήταν πια πολύ αργά 28. Μετά τη Δεύτερη Ολομέλεια, ένας αριθμός ηγετικών στελεχών του ΕΛΑΣ στάλθηκε στα βουνά για να οργανώσει τις ήδη υπάρχουσες ομάδες διωκόμενων παλιών αγωνιστών της Αντίστασης. Δεν φαίνεται να υπήρχαν κάποια γενικά σχέδια για στρατολόγηση, ούτε λεπτομερειακές οδηγίες για τη δύναμη που έπρεπε να έχει το αντάρτικο κίνημα σ' αυτό το εμβρυϊκό στάδιο, εκτός από τις γενικές αρχές που υιοθετήθηκαν στη Δεύτερη Ολομέλεια29. Ταυτοχρόνως, οι κομματικές οργανώσεις έπαιρναν εντολή να βρίσκονται σ' ετοιμότητα για την περίπτωση μοναρχικού πραξικοπήματος. Φήμες για κάτι τέτοιο κυκλοφορούσαν εδώ και αρκετό καιρό, αλλά μέχρι τώρα δεν έχουμε στοιχεία για αντίμετρα του ΚΚΕ. Αμέσως όμως μετά τη Δεύτερη Ολομέλεια, έγινε μια σύσκεψη για να συζητηθούν οι στρατιωτικές προετοιμασίες. Οι κομματικές οργανώσεις, πήραν εντολή να στείλουν αναφορές στο Πολιτικό Γραφείο για τις διαθέσιμες δυνάμεις. Από τη σύσκεψη, όμως, δε φαίνεται να προέκυψε τίποτα το σημαντικό -συζητήθηκαν, πάντως, διάφορες πιθανότητες, συμπεριλαμβανομένου κι ενός κανονικού αντικινήματος 30. Για ορισμένες περιοχές, έχουμε λεπτομερειακές αναφορές για σχέδια κατάληψης στρατιωτικών μονάδων της κυβέρνησης με τη βοήθεια του ΚΚΕ και συμπαθούντων, που υπηρετούσαν στον τακτικό στρατό. Υπάρχουν επίσης στοιχεία ότι ο φόβος για μοναρχικό πραξικόπημα εντάθηκε όσο πλησίαζαν οι εκλογές. Λίγες μέρες όμως πριν από τη διεξαγωγή τους, οι προετοιμασίες για αντίμετρα σταμάτησαν 31. Βλέποντάς τη από μακριά, η επίθεση στο Λιτόχωρο τη νύχτα της 30-31 Μαρτίου 1946 χαρακτηρίστηκε αρχή της ένοπλης ανταρσίας. Στην πραγματικότητα, σκοπός της ήταν να δοθεί μια προειδοποίηση στην κυβέρνηση, και είχε διαταχθεί από τον Ζαχαριάδη. Όσο απομονωμένο γεγονός κι αν ήταν, η επίθεση αυτή αποτέλεσε μια καλά οργανωμένη ενέργεια μιας σχετικά μεγάλης ομάδας ανταρτών, και έγινε μακριά από τα συνηθισμένα σημεία τέτοιων περιστατικών. Μέχρι τότε, το "αγαπημένο" πεδίο δράσης ήταν οι μεθοριακές περιοχές 32.
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ Μετά την επίθεση στο Λιτόχωρο, στρατιωτικές προπαρασκευές φαίνεται πως συνεχίστηκαν με αργό ρυθμό μέχρι που ο Ζαχαριάδης, τον Ιούλιο του 1946, έδωσε εντολή στον Μάρκο Βαφειάδη, διοικητή του ΕΛΑΣ Μακεδονίας τον καιρό του πολέμου και τώρα επικεφαλής του κομματικού μηχανισμού Μακεδονίας-Θράκης, να πάει στο Βελιγράδι για να συναντηθεί με τους εκπροσώπους του Πολιτικού Γραφείου, Γιάννη Ιωαννίδη και Πέτρο Ρούσο, και να συζητήσει μαζί τους τις προοπτικές ανάπτυξης του αντάρτικου. Την απόφαση ν' αναλάβει ο Μάρκος τη διοίκηση των ανταρτικών ομάδων, δεν την πήρε το Πολιτικό Γραφείο: ήταν προσωπική πρωτοβουλία του Ζαχαριάδη33. Στο μεταξύ, ο Ζαχαριάδης είχε την ευκαιρία να συζητήσει την ελληνική κατάσταση με τα αδελφά κόμματα. Στην Πράγα, συναντήθηκε με κορυφαίους κομμουνιστές ηγέτες από διάφορες χώρες, κι ακόμα πήγε μυστικά στη Μόσχα, όπου είδε τους Στάλιν, Μολότοφ και Ζντάνοφ. Οι Σοβιετικοί ηγέτες συμφώνησαν με τις αποφάσεις της Δεύτερης Ολομέλειας, και έδωσαν έμφαση στο ότι το ΚΚΕ δεν έπρεπε να προκαλέσει τους Άγγλους. Το αντάρτικο κίνημα, θα είχε περιορισμένους στόχους. Έπρεπε ν' ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση, για να οδηγηθούν σε ένα συμβιβασμό. Αργότερα, ο Ζαχαριάδης υποστήριξε ότι αυτός ήταν ο λόγος για τις αμφιταλαντεύσεις της πορείας του το 1946 και την άνοιξη του 1947. Αυτό, όμως, είναι εν μέρει μόνο αληθινό, μια που το ΚΚΕ είχε με τη Δεύτερη Ολομέλεια ταχθεί ήδη υπέρ μιας στρατηγικής τόσο όμοιας μ' αυτή που πρότεινε ο Στάλιν ώστε να έχει κανείς την εντύπωση ότι ο τελευταίος αποδέχτηκε, λίγο Digitized by 10uk1s
πολύ, απόψεις που είχε ήδη υιοθετήσει το ΚΚΕ. Οπωσδήποτε, ο Στάλιν άφησε τον Ζαχαριάδη ελεύθερο να εφαρμόσει μια πολιτική με πολύ λεπτές ισορροπίες μεταξύ ειρήνης και πολέμου. Κι ακόμα, ο Στάλιν είπε στον Ζαχαριάδη να συζητήσει τις λεπτομέρειες με τον Τίτο. Αν και δεν αναφέρεται στις πηγές μας τι ακριβώς σήμαινε αυτό, είναι φυσικό να υποθέσουμε πως η αριθμητική ισχύς του αντάρτικου στρατού εξαρτιόταν από τη βοήθεια που ήταν σε θέση να δώσουν οι Γιουγκοσλάβοι. Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που το δείχνουν αυτό. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο το ότι ο Στάλιν, που δυσπιστούσε βαθύτατα απέναντι στον Τίτο και τις γιουγκοσλαβικές βλέψεις στα Βαλκάνια, εμπιστεύτηκε σ' αυτόν το ελληνικό πρόβλημα, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της βρετανικής παρουσίας στην Ελλάδα και της φοβίας του Στάλιν για μια ανοιχτή σύγκρουση με τους Δυτικούς Συμμάχους 34. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για να καθορίσουμε τις αιτίες πίσω από τις πρωτοβουλίες του ΚΚΕ. Δεν έχουμε ιδέα γιατί ο Ζαχαριάδης αποφάσισε να επισπεύσει τις στρατιωτικές προπαρασκευές το καλοκαίρι του 1946, κι έδωσε εντολή στον Μάρκο να οργανώσει ένοπλες δυνάμεις που έγιναν γνωστές σαν Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) τον Δεκέμβριο. Μπορεί να έπαιξε κάποιο ρόλο σ' αυτό, η ψήφιση έκτακτων μέτρων από την κυβέρνηση. Απ' την άλλη, όμως, μέχρι και τον Σεπτέμβριο ακόμα, το ΚΚΕ θεωρούσε τη νόμιμη δραστηριότητα τόσο σημαντική, ώστε να πάρει μέρος στο νόθο δημοψήφισμα για τη μοναρχία. (Δεν είναι απολύτως ξεκαθαρισμένο γιατί αποφάσισε να πάρει μέρος στο δημοψήφισμα αφού είχε μποϊκοτάρει τις εκλογές). Κι ούτε υπάρχουν κάποια βάσιμα στοιχεία που να μας επιτρέπουν να διαλέξουμε μια από τις αντικρουόμενες απόψεις για το μέγεθος των στρατιωτικών προπαρασκευών του ΚΚΕ το φθινόπωρο. Υπάρχει κάποια ένδειξη ότι ο Ζαχαριάδης έδωσε εντολή για μια κινητοποίηση δυνάμεων πολύ πιο εκτεταμένη απ' ό,τι πιστεύεται γενικά, η οποία βασίζεται στις μετέπειτα περιγραφές των γεγονότων που έκανε ο Μάρκος. Αν συνέβη πραγματικά αυτό, ο Μάρκος είτε είχε αντίθετες διαταγές από το Βελιγράδι, είτε, όπως ισχυρίστηκαν ορισμένοι από τους επικριτές του, απέτυχε στην εφαρμογή των διαταγών που είχε δώσει ο Ζαχαριάδης. Οι εμφανείς αβεβαιότητες του ΚΚΕ μπορεί να οφείλονται στη γιουγκοσλαβική επιρροή, μια που είναι φανερό ότι η προτεινόμενη δύναμη του ΔΣΕ πρέπει να είχε συζητηθεί με τον Τίτο όταν ο Ζαχαριάδης πέρασε από το Βελιγράδι τον Απρίλιο ή αργότερα, όταν ο Ιωαννίδης κι ο Ρούσος έμεναν μόνιμα στη γιουγκοσλαβική πρωτεύουσα 35. Το τηλεγράφημα (που πιστεύεται ότι καθρεφτίζει σοβιετικές απόψεις) του Βούλγαρου κομμουνιστή ηγέτη Γκεόργκι Δημητρόφ, τον Δεκέμβριο του 1946, με το οποίο λέει στο ΚΚΕ ότι την κλιμάκωση της στρατιωτικής δραστηριότητας δεν τη βοηθούσε ούτε η διεθνής κατάσταση ούτε ο χειμώνας που πλησίαζε, και ότι έπρεπε να προστατευτούν τα στελέχη του Κόμματος, μπορεί να σημαίνει μόνο ότι το ΚΚΕ δεν έπρεπε να περιμένει μεγάλη βοήθεια από τα αδελφά κόμματα εκείνη την εποχή. Το τηλεγράφημα δεν λέει αν ο στόχος των 15.000-20.000 αντρών ήταν υπερβολικός. Το τηλεγράφημα του Δημητρόφ, μπορεί -το πολύ- να εκληφθεί ως υπενθύμιση προς το ΚΚΕ ότι δεν είχε ωριμάσει ακόμα η στιγμή για μια ένοπλη επίθεση. Στη Μόσχα, θεωρούσαν ακόμα τη διπλή στρατηγική σαν την πιο χρήσιμη. Αργότερα, ο Μάρκος υποστήριξε ότι ζητούσε συνεχώς απ' το Πολιτικό Γραφείο να στείλει στελέχη στον ΔΣΕ και ότι τον στενοχωρούσε η διστακτικότητα της ηγεσίας του ΚΚΕ. Δεν ξέρουμε, όμως, αν ο Μάρκος είχε ενημερωθεί ότι δεν έπρεπε να περιμένει μαζική έξοδο απ' τις πόλεις. Οι περισσότεροι αξιωματικοί και τα περισσότερα στελέχη του εκείνη την περίοδο φαίνεται ότι προέρχονταν από τη Γιουγκοσλαβία, όπου πολλοί παλιοί μαχητές του ΕΛΑΣ είχαν αναζητήσει καταφύγιο μετά τη Βάρκιζα, και τώρα γύριζαν κρυφά στην Ελλάδα για να πάρουν μέρος στο καινούριο αντάρτικο 36. Στις αρχές του 1947, πάντως, έχουμε αρκετές ενδείξεις ότι η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε επιτέλους να επικεντρώσει τις προσπάθειές της στη στρατιωτική σφαίρα. Και πάλι, δε Digitized by 10uk1s
γνωρίζουμε τι υπάρχει πίσω απ' αυτή την αλλαγή πολιτικής. Φαίνεται ότι σε μια συνεδρίασή του τον Φεβρουάριο, το Πολιτικό Γραφείο, αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στον ένοπλο αγώνα και πως ύστερα από αυτό πάρθηκαν κάποιες πρωτοβουλίες που θα οδηγούσαν ολοκληρωτικά στον εμφύλιο πόλεμο. Ενδεχομένως, το ΚΚΕ να άρχισε να αντιμετωπίζει την πιθανότητα επικείμενης αποχώρησης των Άγγλων απ' την Ελλάδα, και να θεωρεί ότι μια αυξημένη στρατιωτική προσπάθεια θα ανέτρεπε σύντομα τον αδύναμο κρατικό μηχανισμό. Καθώς δεν έχουμε συγκεκριμένα στοιχεία, μπορούμε μόνο να καταγράφουμε τις κινήσεις του ΚΚΕ από τα ντοκουμέντα που δόθηκαν στη δημοσιότητα. Τον Απρίλιο, στάλθηκαν νέες οδηγίες στον Μάρκο, κι από εκείνη τη στιγμή ακούμε για σχέδια για απελευθέρωση των βόρειων επαρχιών, συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης. Και, μάλιστα, δόθηκε εντολή στον Μπαρτζιώτα, που είχε γίνει γραμματέας της κομματικής οργάνωσης Μακεδονίας, να ετοιμάσει ένοπλες ομάδες για ν' αναλάβουν δράση στη Θεσσαλονίκη και να υποστηρίξουν επίθεση του ΔΣΕ 37. Στις 6 Απριλίου, ο Ζαχαριάδης πήγε στο Βελιγράδι και συνάντησε τον Τίτο. Προφανώς, τότε έδωσε ο Τίτο την έγκρισή του στα σχέδια του ΚΚΕ για την απελευθέρωση της βόρειας Ελλάδας, και την υπόσχεση να προμηθεύσει την απαραίτητη υλική βοήθεια. Μελετήθηκε τότε και μια αύξηση της αριθμητικής δύναμης του ΔΣΕ στις 50.000 άντρες. Από το Βελιγράδι, ο Ζαχαριάδης πήγε στη Μόσχα, όπου τον Μάιο είχε παρεμφερείς συναντήσεις με τον Στάλιν και τον Μολότοφ οι οποίοι, σύμφωνα με όσα στοιχεία έχουμε στη διάθεσή μας, δε φαίνεται να πρόβαλαν αντιρρήσεις στα σχέδια που τους παρουσίασε ο Ζαχαριάδης 38. Σ' αυτό το σημείο, λοιπόν, μπορούμε να παρατηρήσουμε μια σειρά από γεγονότα, παρόμοια μ' όσα συνέβησαν μετά τη Δεύτερη Ολομέλεια. Το ΚΚΕ πήρε αποφάσεις και τις παρουσίασε στη συνέχεια στα αδελφά κόμματα, ζητώντας την έγκρισή τους και τη βοήθειά τους για να τις κάνει πράξη. Είναι φανερό πως το ΚΚΕ έγινε μ' αυτόν τον τρόπο απόλυτα εξαρτημένο από την ξένη βοήθεια, και ότι η παράξενη αυτή αντιστροφή των συνηθισμένων διαδικασιών από τον Ζαχαριάδη έκανε το ΚΚΕ ευάλωτο, μια που η εφαρμογή των ειλημμένων αποφάσεων εξαρτιόταν από παράγοντες έξω από τον έλεγχό του. Στην πράξη, ο ΔΣΕ θ' αντιμετώπιζε συνεχώς στενότητα εφοδίων, και η βοήθεια δε θα έφτανε με τους ρυθμούς που είχε θεωρήσει δεδομένους στα σχέδιά της η ηγεσία του ΚΚΕ. Οι στόχοι είχαν καθοριστεί πριν εξασφαλιστεί η απαιτούμενη βοήθεια για την επίτευξή τους. Προφανώς, το ΚΚΕ δε θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία για το ότι θα έφτανε η υποστήριξη που του είχαν υποσχεθεί. Η αλλαγή στην πολιτική, όμως, είχε γίνει πράξη πριν συζητηθεί με τον Στάλιν και τον Τίτο. Αν είναι σωστό, όπως έχουμε συμπεράνει, ότι η σημαντική απόφαση να προετοιμαστούν για ολοκληρωτικό πόλεμο πάρθηκε τον Φεβρουάριο, είναι στα σίγουρα αξιοσημείωτο ότι η επέμβαση των ΗΠΑ, που ανακοινώθηκε τον Μάρτιο του 1947, δεν επέδρασε καθόλου στα σχέδια του ΚΚΕ. Και ούτε, επίσης, η έντονη προειδοποίηση του προέδρου Τρούμαν και η διακήρυξή του σχετικά με το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την Ελλάδα, φαίνεται πως επηρέασαν τη σοβιετική ή τη γιουγκοσλαβική προθυμία ν' αφήσουν το ΚΚΕ να επιχειρήσει μια ανοιχτή προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας, με στρατιωτικό υλικό που θα του προμήθευαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες. Μήπως δε θεώρησαν επαρκή για τη σωτηρία της Ελλάδας την αμερικανική βοήθεια -ή μήπως οι Σοβιετικοί ηγέτες υποτίμησαν την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ; Δεν μπορούμε να δώσουμε με σιγουριά μια απάντηση. Μέσα από τα στοιχεία που διαθέτουμε, φαίνεται μόνο πως και ο Στάλιν και ο Τίτο αποδέχτηκαν τα σχέδια του ΚΚΕ, και εξέφρασαν την προθυμία και την ικανότητά τους να δώσουν την αναγκαία βοήθεια. Δεν μπορεί να θεώρησαν αρκετά σοβαρούς τους κινδύνους που εγκυμονούσε η ομιλία του Τρούμαν, και δεν υπάρχει κανένας λόγος που να μας κάνει να Digitized by 10uk1s
πιστέψουμε ότι ο Στάλιν ήταν διατεθειμένος να συγκρουστεί με τις ΗΠΑ για την Ελλάδα 39.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ Η απουσία του Ζαχαριάδη από την Ελλάδα, συμπίπτει εν μέρει με την υποτιθέμενη συμμετοχή του στο Συνέδριο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που έγινε τον Ιούνιο στο Στρασβούργο. Στην πραγματικότητα, όμως, ο μόνος εκπρόσωπος του ΚΚΕ στο Συνέδριο ήταν ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, που εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να συζητήσει τα ελληνικά πράγματα σ' ένα διεθνές φόρουμ, και να εκφράσει ξανά την απαίτηση του ΚΚΕ για ελεύθερες, δημοκρατικές εκλογές 40. Αυτό, θεωρείτο ως η απολύτως ελάχιστη προϋπόθεση για ένα συμβιβασμό. Αν η πρόταση αυτή απορριπτόταν, το ΚΚΕ θα προχωρούσε στη διοργάνωση μιας «Ελεύθερης Ελλάδας» στις περιοχές που βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο των ανταρτών. Η κυβέρνηση της Αθήνας αντέδρασε με εκτεταμένες συλλήψεις στελεχών και συμπαθούντων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, ενέργεια που ερμηνεύτηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ σαν ωμή άρνηση για διαπραγματεύσεις 41. Κι έτσι, το ΚΚΕ προετοιμάστηκε για μια ανοιχτή ρήξη με τη νομιμότητα και για γενική κινητοποίηση των εφεδρειών του Κόμματος. Την ίδια στιγμή, φαίνεται πως άρχισε να υλοποιείται και η γιουγκοσλαβική βοήθεια. Από το Βελιγράδι, ο Ιωαννίδης είπε τον Αύγουστο στον Μάρκο να επιταχύνει το ρυθμό της στρατολόγησης, μια που τώρα θα ήταν δυνατός ο διπλασιασμός της αριθμητικής δύναμης του ΔΣΕ. Μοναδικό πρόβλημα ήταν το πώς θα γινόταν η διανομή των εφοδίων42. Όπως κι αν έχει το πράγμα, το σκηνικό ήταν καθ' όλα έτοιμο για το τελικό κάλεσμα στα όπλα που έγινε στην Τρίτη Ολομέλεια, η οποία συνήλθε μυστικά στη Γιουγκοσλαβία στις 11-12 Σεπτεμβρίου του 1947. Στην Τρίτη Ολομέλεια, πήραν μέρος έξι μόνο μέλη της Κεντρικής Επιτροπής (Ζαχαριάδης, Ιωαννίδης, Στρίγκος, Ρούσος, Ερυθριάδης και Μάρκος). Μετά, τα κείμενα της συνάντησης αυτής της ομάδας στάλθηκαν στην Αθήνα για να συζητηθούν από τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής που βρίσκονταν ακόμα εκεί. Τίποτα δεν αποδεικνύει ότι ο Ζαχαριάδης προσπάθησε να κρατήσει τους επικριτές του μακριά από αυτή τη συνεδρίαση, όπως έχει συχνά ειπωθεί. Η μικρή συμμετοχή, φαίνεται πως οφείλεται στις δύσκολες συνθήκες. Στη μυστική απόφαση της Ολομέλειας, διατυπώνονταν τώρα επισήμως οι αλλαγές που είχαν ήδη γίνει στην πολιτική του ΚΚΕ. Δηλαδή: δημιουργία μιας Ελεύθερης Ελλάδας, αύξηση της δύναμης του ΔΣΕ και σχηματισμός κανονικού στρατού 43. Η απόφαση που δημοσιεύτηκε, υπογραμμίζει ότι τώρα ήταν καθήκον κάθε Έλληνα κομμουνιστή να πολεμήσει στον ΔΣΕ 44. Όταν ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε το επίσημο κείμενο με την ανοιχτή προπαγάνδα του για τον ΔΣΕ, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία της εφημερίδας. Το ίδιο το ΚΚΕ, όμως, δεν κηρύχθηκε εκτός νόμου μέχρι που δημιουργήθηκε η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, η «κυβέρνηση του βουνού», τον Δεκέμβριο. Στην έκθεσή του προς την Ολομέλεια, ο Μάρκος ανέφερε μια αύξηση της αριθμητικής δύναμης σχεδόν κατά εκατό τοις εκατό, που θα είχε ολοκληρωθεί μέσα στις αρχές του 1948. Την εποχή εκείνη, θεωρούσαν το στόχο αυτό -στο Βελιγράδι τουλάχιστον- ρεαλιστικό. Στην Αθήνα, όμως, τα έβλεπαν αλλιώς τα πράγματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκεί ηγεσία, που βρισκόταν κάτω από την καθοδήγηση του Στέργιου Αναστασιάδη και της Χρύσας Χατζηβασιλείου, διατηρούσε ακόμα κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Οι κομμουνιστές της Αθήνας επηρεάζονταν από το παραδοσιακό πολιτικό παιχνίδι, ακόμα και κάτω από συνθήκες ημι-νομιμότητας. Η συνεργασία κι οι συζητήσεις τους με άλλες πολιτικές ομάδες, τους έκαναν ν' αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την προοπτική του ένοπλου αγώνα. Προφανώς, δυσκολεύονταν πάρα πολύ να εγκαταλείψουν τις ελπίδες τους για ομαλές Digitized by 10uk1s
πολιτικές εξελίξεις. Το χάσμα ανάμεσα στην Αθήνα και τα βουνά, βάθαινε. Από τον Ιούλιο κιόλας, η ομάδα της Αθήνας είχε εκδώσει μια απόφαση η οποία επικρίθηκε έντονα από το Βελιγράδι, μια που θεωρήθηκε ότι περιείχε ξεπερασμένα συνθήματα και δεν καθοδηγούσε τα μέλη του Κόμματος για τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τη διακήρυξη του Στρασβούργου. Τον Σεπτέμβριο, σ' ένα γράμμα του προς τον Τίτο, ο Ζαχαριάδης παραδέχεται ότι υπάρχουν προβλήματα στην κομματική οργάνωση της Αθήνας 45. Ύστερα απ' όλα αυτά, όταν τα έγγραφα της Τρίτης Ολομέλειας διαβάστηκαν στην Αθήνα, η ομάδα Αναστασιάδη αντέδρασε οργισμένα στον υπαινιγμό της τελικής απόφασης της Ολομέλειας, ότι οι κομμουνιστές των μεγάλων πόλεων ήταν απρόθυμοι να καταταγούν στον ΔΣΕ, και πληγώθηκε βαθιά απ' την κατηγορία ότι μερικοί προτιμούσαν να πάνε στη φυλακή παρά στο βουνό. Είναι φανερό ότι υπήρχε μια μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις δυο ομάδες. Ο Στέργιος Αναστασιάδης αντέδρασε για τις άδικες επικρίσεις: «Δε λέγαμε εμείς στον κόσμο τι να κάνει». Φαίνεται όμως ότι αυτή η διαμαρτυρία δεν έγινε πιστευτή στο Βελιγράδι. Με τα στοιχεία που έχουμε τώρα στη διάθεσή μας, δεν μπορούμε να πούμε ποιος είχε άδικο. Μέχρι την Τρίτη Ολομέλεια, οι κομμουνιστές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης δεν ενθαρρύνονταν καθόλου να πάνε με τους αντάρτες. Δεν είχε εκδοθεί, τουλάχιστον, κάποια γενική ντιρεκτίβα, ούτε καν στο εσωτερικό του Κόμματος. Πολλοί κομμουνιστές είπαν αργότερα ότι, αντιθέτως, τους συγκρατούσαν για να μην πάνε με τον Μάρκο. Τους έλεγαν ότι είχε προτεραιότητα ο αγώνας του προλεταριάτου των πόλεων. Αν είχαν δοθεί διαταγές, θα είχαν -στην καλύτερη περίπτωση- δοθεί ατομικά, μετά τη διακήρυξη του Στρασβούργου και τις μαζικές συλλήψεις του Ιουλίου 46. Για πολλά στελέχη στην Αθήνα, αυτή η διαταγή να μείνουν στην πρωτεύουσα, ήταν αδιανόητη. Η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει πολύ. Η αστυνομική επιτήρηση καθιστούσε σχεδόν αδύνατη κάθε κομματική δραστηριότητα, και οι περισσότεροι κομματικοί αξιωματούχοι είχαν από καιρό περάσει στην παρανομία, κυνηγημένοι απ' τις αρχές. Στις επαρχιακές πόλεις, η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη. Από τα τέλη κιόλας του 1946, η ομαλή κομματική ζωή είχε διακοπεί. Είναι λοιπόν κατανοητό, το ότι τα στελέχη πίεζαν να τους επιτρέψουν να καταταγούν στον ΔΣΕ: πίστευαν πως έχαναν τον καιρό τους, καθώς δεν ήταν σε θέση να κάνουν την παραμικρή κίνηση, από το φόβο των συλλήψεων47. Μετά την Τρίτη Ολομέλεια, ο Ζαχαριάδης, σ' ένα γράμμα του προς τον Τίτο, επαναλαμβάνει το αίτημα για βοήθεια μ' έναν τέτοιο τρόπο, που να φαίνεται πια παράξενη η αυτοπεποίθηση με την οποία διαβεβαίωνε πρωτύτερα τον Μάρκο ότι η βοήθεια είχε κιόλας δοθεί. Λες και είχαν εμφανιστεί απρόσμενες δυσχέρειες. Αργότερα, ο Μάρκος ισχυρίστηκε ότι την εποχή εκείνη, αυτός κι ο Ζαχαριάδης συναντήθηκαν με τον Τίτο, και ότι εκείνος τους συμβούλεψε πως έπρεπε να συνεχιστεί ακόμα ο ανταρτοπόλεμος, κι ο ΔΣΕ να δράσει σαν ελαφρά οπλισμένη δύναμη. Αυτό, όμως, είναι το αντίθετο ακριβώς από εκείνο που οι Γιουγκοσλάβοι, αν κρίνουμε από τις πληροφορίες μας, φαίνεται πως είχαν αποδεχτεί επανειλημμένως. Κι ο Μάρκος δεν πήρε απάντηση από τον Ζαχαριάδη, όταν τον ρώτησε τι είχε απογίνει με τους 50.000 άντρες που θα εξόπλιζαν οι Γιουγκοσλάβοι, έτσι ώστε να είναι ικανοί να υπερασπίσουν μια απελευθερωμένη περιοχή. Εξάλλου, το πρόβλημα της αμερικανικής επέμβασης άρχισε να γίνεται φανερό για το ΚΚΕ. Στο γράμμα που αναφέραμε, ο Ζαχαριάδης διαμαρτύρεται για την έλλειψη ανοιχτής αναγνώρισης του ΔΣΕ, γεγονός που θα αντιστάθμιζε την υποστήριξη που έδιναν οι Αμερικανοί στην κυβέρνηση της Αθήνας. Το πρόβλημα αυτό έγινε ακόμα πιο οξύ μετά το σχηματισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, η οποία δεν αναγνωρίστηκε από καμία Λαϊκή Δημοκρατία 48. Το συμπέρασμα ότι υπήρχαν επιφυλάξεις κι από τη Σοβιετική Ένωση για παροχή υποστήριξης στο ΚΚΕ, μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι το ελληνικό ζήτημα δεν αναφέρθηκε καν στην ιδρυτική διάσκεψη της Κομινφόρμ που έγινε στην Πολωνία, στα τέλη Σεπτεμβρίου. Την είδηση της ίδρυσής της, το ΚΚΕ την πληροφορήθηκε αρκετές μέρες μετά, στις αρχές Digitized by 10uk1s
Οκτωβρίου, κι ο Ζαχαριάδης ζήτησε να μάθει αν γινόταν να μπει και το ΚΚΕ στην οργάνωση, θεωρώντας προφανώς λανθασμένα ότι επρόκειτο για μια νέα μορφή της Κομιντέρν. Δεν είναι γνωστό αν πήρε επίσημη απάντηση στο αίτημά του, κι ούτε βλέπουμε να αναφέρεται ξανά το θέμα στα δημοσιευμένα ντοκουμέντα του ΚΚΕ. Φαίνεται πως οι Έλληνες δεν γνώριζαν ότι η συζήτηση για το ελληνικό ζήτημα διακόπηκε αμέσως από τον Ζντάνοφ, όταν προσπάθησε ν' ανακινήσει το θέμα η γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η μη αποστολή πρόσκλησης για τη διάσκεψη της Πολωνίας, δεν αποτελεί αναγκαία και κόλαφο για το ΚΚΕ 49. Μετά από μια σύσκεψη του Πολιτικού Γραφείου στις 2 Δεκεμβρίου του 1947, το ΚΚΕ προχώρησε στο σχηματισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ), η οποία και αναγγέλθηκε στις 24 Δεκεμβρίου, πράγμα που έδωσε στην κυβέρνηση της Αθήνας την ευκαιρία να ανακηρύξει παράνομο το ΚΚΕ και τις συγγενικές του οργανώσεις. Φαίνεται πως μέχρι την τελευταία στιγμή γίνονταν διαπραγματεύσεις με εξέχοντες σοσιαλιστές στην Αθήνα, για να δοθεί στην ΠΔΚ ένας ευρύτερος αριστερός χαρακτήρας. Έγιναν επαφές με δυο τουλάχιστον υψηλά ιστάμενους πολιτικούς της ΣΚ-ΕΛΔ, που φάνηκαν πρόθυμοι να ενταχθούν στην ΠΔΚ. Δεν γνωρίζουμε όμως γιατί δεν βγήκε τίποτα από αυτές τις προσπάθειες. Για ένα διάστημα, κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο Ηλίας Τσιριμώκος ήταν έτοιμος να τεθεί επικεφαλής μιας εναλλακτικής κυβέρνησης. Στο τέλος, όμως, έγινε οδυνηρά ξεκάθαρο ότι στην ΠΔΚ είχαν μπει μόνο γνωστοί κομμουνιστές. Και μόλο που το ΚΚΕ πρέπει να είχε κάποιες ανεπίσημες ενδείξεις ότι οι Λαϊκές Δημοκρατίες θα αναγνώριζαν την ΠΔΚ, δεν έγινε τίποτα 50.
ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΚΑΙ ΗΤΤΑ, 1948-9 Μια σύσκεψη σε ανώτατο επίπεδο του ΔΣΕ, τον Ιανουάριο του 1948, προσπάθησε ν' αποδώσει την αποτυχία της εφαρμογής των αποφάσεων της Τρίτης Ολομέλειας σε διάφορες δυσχέρειες, χωρίς να γίνει προσπάθεια να αναθεωρηθεί η στρατηγική ή η πολιτική του Κόμματος μπροστά στις αναποδιές που προέκυψαν. Οι στόχοι της Τρίτης Ολομέλειας θεωρούνταν ακόμα ρεαλιστικοί. Παρ' όλα όσα υποστηρίχτηκαν αργότερα, δεν έχουμε στοιχεία που να λένε ότι εκφράστηκαν κάποιες σοβαρές διαφορές απόψεων. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι εκείνη την περίοδο, ή κατά τους λίγους επόμενους μήνες, οι ηγέτες του ΚΚΕ πήραν στα σοβαρά υπόψη τους την καινούρια πραγματικότητα που διαμορφωνόταν. Πίστευαν ακόμα ότι με τα απαραίτητα αποθέματα εφοδίων θα ήταν δυνατόν να απελευθερωθούν και να κρατηθούν με στατική άμυνα μεγάλα τμήματα της βόρειας Ελλάδας 51. Η στρατολόγηση όμως μειώθηκε σημαντικά, εξαιτίας της κυβερνητικής τακτικής μεταφοράς του πληθυσμού από την ύπαιθρο, όπου δρούσαν οι αντάρτες. Επιπλέον, τα ισχυρά μέτρα ασφαλείας εμπόδιζαν τους κομμουνιστές των μεγάλων πόλεων να φύγουν για το βουνό. Χρειάστηκαν μήνες για να οργανωθεί η ασφαλής έξοδος των ελάχιστων κομματικών αξιωματούχων που είχαν κατορθώσει να γλιτώσουν από τα βρόχια της αστυνομίας 52. Ακόμα κι έτσι, τον Δεκέμβριο του 1947 και ξανά τον Μάρτιο του 1948, στα μέλη του ΚΚΕ που βρίσκονταν στις πόλεις ειπώθηκε ότι αν έμεναν μακριά από τον ένοπλο αγώνα, αυτό θα ισοδυναμούσε με προδοσία. Δε θα είχαν τα αναγκαία αποθέματα εφοδίων, αλλά κανείς, προφανώς, δεν είχε σκοπό να βγάλει τα απαραίτητα σκληρά συμπεράσματα. Έχουν λεχθεί πολλά για διερευνητικές επαφές που έκανε η κυβέρνηση της Αθήνας το καλοκαίρι του 1948, την ώρα που μαίνονταν οι μάχες στον Γράμμο. Υποστηρίχτηκε, μάλιστα, ότι ο Ζαχαριάδης απέρριψε μια πρόταση για διαπραγματεύσεις. Η ιστορία για έναν απεσταλμένο του Τσαλδάρη προς τον Ζαχαριάδη και τον Μάρκο τον Ιούλιο του 1948 Digitized by 10uk1s
φαίνεται πως είναι ψεύτικη, ενώ δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει ότι ο Ζαχαριάδης απέρριψε μια πρόταση που του μετέφερε Αμερικανός δημοσιογράφος. Μα ούτε και φαίνεται πιθανό να έκανε μια τέτοια κίνηση η κυβέρνηση της Αθήνας, τη στιγμή που οι αμερικανικές αρχές επιθυμούσαν μια ολοκληρωτική στρατιωτική νίκη53. Η εποχή που θα αντιμετώπιζαν μια πολιτική λύση, είχε περάσει από καιρό. Προτάσεις για διαπραγματεύσεις από τον ΔΣΕ και την ΠΔΚ αντιμετωπίζονταν σαν αδυναμίες. Παρόλο που η μερική επιτυχία στις επιχειρήσεις του Γράμμου, στο τέλος του καλοκαιριού του 1948 χάρισε κάποια αισιοδοξία στον ΔΣΕ και την ηγεσία του ΚΚΕ, οι ελπίδες διαλύθηκαν σύντομα από την είδηση για τη ρήξη Κομινφόρμ-Τίτο που, αναπόφευκτα, επηρέαζε την κατάσταση στην Ελλάδα. Αργότερα, την κρίση Μόσχας-Βελιγραδίου θα τη θεωρούσαν αποφασιστικό παράγοντα για την έκβαση του εμφυλίου πολέμου. Οπωσδήποτε, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η ρήξη δεν είχε άμεσες επιπτώσεις για το ΚΚΕ. Οι ηγέτες του πρέπει να ήξεραν από καιρό τι ακριβώς συνέβαινε, κι όπως κι αν έχει το πράγμα μάλλον πρέπει να είχαν ακούσει από τους Γιουγκοσλάβους για τις τριβές μεταξύ Τίτο και Στάλιν. Γιουγκοσλαβικές πηγές επιμένουν ότι ο Ζαχαριάδης βρισκόταν στο Βελιγράδι και τη Μόσχα πριν κοινοποιηθεί ο αφορισμός του Τίτο, και ότι αμέσως μετά τη δημοσίευση της είδησης συγκαλέστηκε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής. Αυτό είναι αμφίβολο, γιατί δεν έχουμε πληροφορίες για οποιαδήποτε άλλη συνεδρίαση εκτός από την Τέταρτη Ολομέλεια, που έγινε ένα μήνα αργότερα, στα τέλη Ιουλίου. Ακόμα, ο άλλος γιουγκοσλαβικός ισχυρισμός ότι εκδόθηκε μια εγκύκλιος προς τους πολιτικούς επιτρόπους του ΔΣΕ μερικές μέρες μετά τον αφορισμό, στην οποία το Κόμμα στρεφόταν ανοιχτά κατά του Τίτο, δείχνει να αντικρούεται από άλλα δεδομένα. Οι αξιωματικοί του Γενικού Επιτελείου του ΔΣΕ ενημερώθηκαν για τη ρήξη στις 2 Ιουλίου, αλλά ακόμα κι η απόφαση να σταθούν στο πλευρό του Στάλιν, κρατήθηκε μυστική. Μετά την Τέταρτη Ολομέλεια της 28ης Ιουλίου, ο Ζαχαριάδης επισκέφτηκε το Βελιγράδι για να εξηγήσει την άποψη του ΚΚΕ 54. Η γιουγκοσλαβική βοήθεια προς τον ΔΣΕ δεν μειώθηκε αισθητά μέσα στο 1948, κι είναι το λιγότερο συζητήσιμο το αν οι Γιουγκοσλάβοι συνέβαλαν πολύ στην τελική ήττα του ΔΣΕ μέχρι, ίσως, τις λίγες τελευταίες εβδομάδες 55. Η ρήξη Τίτο-Στάλιν, δείχνει να είναι άσχετη με τη ρήξη Μάρκου-Ζαχαριάδη, που δημοσιοποιήθηκε πια τον Νοέμβριο του 1948. Είναι αλήθεια πως οι Γιουγκοσλάβοι θεωρούσαν τον Μάρκο δικό τους άνθρωπο, κι είχαν την τάση να βλέπουν τις διαφορές ανάμεσα στα μέλη της ηγεσίας του ΚΚΕ ανάλογα με τα δικά τους προβλήματα 56. Ο Μάρκος, πάντως, δεν ήταν τιτοϊκός με την ιδεολογική έννοια του όρου, αν και ήταν υπέρ του ανταρτοπόλεμου για τον οποίο ο Τίτο έλεγε πως έπρεπε να έχει προτεραιότητα, αντί για τον τακτικό πόλεμο. Είναι αλήθεια πως ο Μάρκος κατηγορήθηκε για τιτοϊσμό, και ότι ορισμένοι από τους συνεργάτες του πίστευαν πως είχε ταχθεί με την πλευρά του Τίτο. Όπως κι αν έχει όμως το πράγμα, στην Τέταρτη Ολομέλεια δεν υπήρξαν διαφωνούντες. Πραγματικά, δεν είναι εύκολο να ερμηνεύσουμε την αποπομπή του Μάρκου, τον Αύγουστο του 1948, μέσα στα πλαίσια κάποιας πολιτικο-ιδεολογικής διαφωνίας ανάμεσα στα μέλη της ηγεσίας του ΚΚΕ. Φαίνεται πως οι απόψεις τις οποίες υποστήριξε ο Μάρκος στην επιστολή που έστειλε τον Νοέμβριο στο ΚΚΣΕ και στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ (η επονομαζόμενη «πλατφόρμα» του), διαμορφώθηκαν στο εξωτερικό. Οπωσδήποτε, δείχνουν να αποτελούν αποκρυστάλλωση ιδεών στις οποίες κατέληξε αφού είχε φύγει από το Αρχηγείο του ΔΣΕ. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1948, δεν υπάρχει καμιά απόδειξη για το ότι ο Μάρκος μπορεί να είχε ριζικά διαφορετικές απόψεις, ούτε για το ότι διατύπωσε επικρίσεις γύρω από τη βασική στρατηγική του ΔΣΕ και την πολιτική του ΚΚΕ. Οι απόψεις που διατυπώθηκαν στη συνεδρίαση του Νοεμβρίου του 1948, όπου παρουσιάστηκε η πλατφόρμα του, ήταν ένα είδος εκ των υστέρων κριτικής. Ο Ζαχαριάδης ήταν σίγουρος, Digitized by 10uk1s
ύστερα από μια επίσκεψη που πραγματοποίησε στη Μόσχα τον Σεπτέμβριο, ότι η αποφασιστική υλική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένων αεροπλάνων και βαρέος πυροβολικού, θα ερχόταν επιτέλους. Και η κακή κατάσταση του κυβερνητικού στρατού, ενέπνεε αισιοδοξία -έτσι, οι απόψεις του Μάρκου απορρίφθηκαν χωρίς να συζητηθούν σοβαρά. Οι αποφάσεις της Τρίτης Ολομέλειας θεωρούνταν ακόμα ρεαλιστικές. Η τελευταία ευκαιρία για να ληφθεί υπόψη η δραστικά αλλαγμένη κατάσταση, αφέθηκε ανεκμετάλλευτη. Το ΚΚΕ εξαρτιόταν πια ολοκληρωτικά από τη Σοβιετική Ένωση, την Αλβανία και τη Βουλγαρία. Και για δικούς της λόγους, η σοβιετική κυβέρνηση δεν υλοποίησε ποτέ τις υποτιθέμενες υποσχέσεις της προς τον Ζαχαριάδη 57. Από εδώ κι εμπρός, η αποτυχία επίτευξης στρατιωτικών στόχων αποδιδόταν όλο και πιο συχνά σε διάφορους αποδιοπομπαίους τράγους. Η ηγεσία της κομματικής οργάνωσης της Αθήνας αποπέμφθηκε βάναυσα τον Οκτώβριο του 1948, με την κατηγορία ότι δεν είχε επιτελέσει το καθήκον της. Στον ΔΣΕ υπήρξαν αποτρόπαια παραδείγματα αξιωματικών που περνούσαν από στρατοδικείο και εκτελούνταν χωρίς δικαιολογία. Η διοίκηση του ΔΣΕ είχε περάσει στα χέρια πολιτικών όπως ο Μπαρτζιώτας, ο Βλαντάς κι ο Βοντίσιος-Γούσιας που είχαν μικρή ή και καθόλου στρατιωτική πείρα, και δε συνειδητοποιούσαν σωστά τι ήταν εφικτό και τι όχι. Η Πέμπτη Ολομέλεια, τον Ιανουάριο του 1949, αποτέλεσε ουσιαστικά μια προσπάθεια για να σταματήσουν οι επικρίσεις κατά της πολιτικής Ζαχαριάδη. Η απόρριψη εκ μέρους του της πολιτικής πορείας του ΚΚΕ στην Αντίσταση, μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογεί τη δική του γραμμή από το 1945 και μετά, με την οποία έγινε προσπάθεια να διορθωθούν τα λάθη που έκανε η ηγεσία της περιόδου του πολέμου. Η τάση αυτή έγινε ακόμα πιο έντονη μετά το τέλος του εμφυλίου, όταν αναγκάστηκε να δικαιολογήσει την πολιτική του ενάντια στην υποτακτική και συνεργάσιμη στάση της ηγεσίας του πολέμου, και της έλλειψης εκ μέρους της ξεκάθαρης επαναστατικής προοπτικής. Ο Ζαχαριάδης επέμενε ότι από το 1945 και μετά, το ΚΚΕ ακολουθούσε ξεκάθαρη πορεία προς τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ο αγώνας του ΔΣΕ ονομαζόταν απερίφραστα επαναστατικός αγώνας, πράγμα που δεν υπήρξε ποτέ (βλέπε κεφάλαιο 1). Παρόλο που μπορεί κανείς να σημειώσει ορισμένες θεαματικές ενέργειες, η μάχη είχε χαθεί για το ΚΚΕ από την αρχή του 1949. Το κλείσιμο των γιουγκοσλαβικών συνόρων το προηγούμενο καλοκαίρι, όξυνε μια κρίση που σερνόταν στο εσωτερικό της μεγάλης ομάδας των Σλαβομακεδόνων του ΔΣΕ, κρίση η οποία είχε οδηγήσει ήδη σε ένα βλαβερό φλερτάρισμα με την παλιά ιδέα -που είχε ήδη απορριφθεί-για δημιουργία χωριστού μακεδονικού κράτους. Η απόφαση της Πέμπτης Ολομέλειας που μιλάει για «πλήρη εθνική αποκατάσταση», θεωρήθηκε ευρύτατα ως υπόσχεση αποχωρισμού της Μακεδονίας από την υπόλοιπη Ελλάδα. Η βίαιη διάψευση που εκδόθηκε από το ΚΚΕ, δεν απέφερε τίποτα, κυρίως αφού η σλαβομακεδονική οργάνωση ΝΟΦ στο Δεύτερο Συνέδριό της είχε μιλήσει πολύ καθαρά για χωριστό μακεδονικό κράτος, κι οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ στο Συνέδριο δεν είχαν προβάλει αντιρρήσεις. Είναι αμφίβολο πάντως, αν αυτή η αλλαγή στο μακεδονικό ζήτημα επηρέασε, αρνητικά ή θετικά, τη μαχητική ικανότητα του ΔΣΕ 58. Στις αρχές του 1949, έγιναν κάποιες σοβιετικές απόπειρες για να σταματήσει ο πόλεμος, κυρίως εξαιτίας του κινδύνου που δημιουργούσε για την Αλβανία. Είχε γίνει πιστευτό ότι ο ελληνικός κυβερνητικός στρατός θα πραγματοποιούσε εισβολή στην Αλβανία για να τη σταματήσει να στηρίζει τον ΔΣΕ, και γι' αυτό η Σοβιετική Ένωση έδωσε κάποια στιγμή εντολή στο ΚΚΕ να υποχωρήσει. Δεν έγινε όμως τίποτα, και η διαταγή ανακλήθηκε σύντομα 59.
Digitized by 10uk1s
Η τελική ήττα τον Αύγουστο του 1949 δεν οδήγησε σε κάποιες ουσιαστικές αλλαγές στις απόψεις ή την πολιτική του ΚΚΕ. Η ηγεσία του διατήρησε μικρές ένοπλες ομάδες στο εσωτερικό της Ελλάδας, και η κατάσταση αντιμετωπιζόταν ακόμα ως επαναστατική. Η ηγεσία κατόρθωσε να υπονομεύσει επιτυχώς κάθε κριτική, χρησιμοποιώντας καθαρά γραφειοκρατικές μεθόδους. Αφού μερικά υψηλά ιστάμενα στελέχη αναγκάστηκαν να σωπάσουν μέσα στο 1950, ο Ζαχαριάδης -με την πλήρη υποστήριξη του Στάλιν, ο οποίος υπέγραψε μαζί του ένα έγγραφο στο οποίο γινόταν μια πολύ επιδερμική ανάλυση των αιτίων και των δεδομένων της ήττας- βασίλευε αδιαμφισβήτητος μέσα στο Κόμμα μέχρι το 1956, οπότε το Εικοστό Συνέδριο του ΚΚΣΕ επέτρεψε να ξανασυζητηθεί η ταραγμένη ιστορία της δεκαετίας του '40 60. Η ήττα του ΚΚΕ στον εμφύλιο πόλεμο πρέπει να αποδοθεί σε διάφορους λόγους, που δε βρίσκονται όλοι μέσα στα πλαίσια μιας ιστορίας του ΚΚΕ. Είναι πολύ πιθανό ότι αν το ΚΚΕ επιχειρούσε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα το 1946, θα έφτανε πολύ κοντά στην εξουσία. Οι γνώμες διχάζονταν τότε για την πιθανότητα επιτυχίας ενός τέτοιου κινήματος. Υπάρχουν όμως λιγότερες αμφιβολίες για το αν μια πλήρης κινητοποίηση του δυναμικού του ΚΚΕ μέσα στο 1946 θα έκανε από νωρίς την πλάστιγγα του πολέμου να γείρει προς το μέρος του. Υπήρχαν αρκετοί ηγέτες που σύστηναν αυτή την πορεία. Η Σοβιετική Ένωση, πάλι, ήταν ξεκάθαρα αντίθετη σε μια επιθετικότητα τέτοιου είδους. Και δόθηκε η συμβουλή στο ΚΚΕ να τηρήσει στάση αναμονής, χρησιμοποιώντας μια διπλή στρατηγική που ταίριαζε πολύ καλά με τις συμβιβαστικές τάσεις που επικρατούσαν στην ηγεσία. Ακολουθώντας όμως αυτή τη συμβουλή, το ΚΚΕ έχασε σύντομα την ελευθερία επιλογής που είχε, καθώς έφτασε να εξαρτάται από την ξένη βοήθεια για να αντισταθμίσει τη χαμένη ευκαιρία. Ύστερα απ' αυτό, το ΚΚΕ μπορούσε μόνο να ελπίζει σ' ένα συμβιβασμό μ' έναν εχθρό που τον υποστήριζαν τα τεράστια αποθέματα των Ηνωμένων Πολιτειών. Παράξενα τυφλό μπροστά στη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, το ΚΚΕ προσπάθησε στο σημείο αυτό ακριβώς να εκβιάσει τα πράγματα. Από τα τέλη του 1947 δεν μπορούσε πια να κάνει πίσω, και δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για συμβιβασμούς. Μόνο με μια παράδοση άνευ όρων θα μπορούσε να πετύχει την ειρήνη ο ΔΣΕ, εκτός κι αν κατάφερνε να επιδείξει στρατιωτικές επιτυχίες σε πόλεμο θέσεων, και αν μπορούσε να επιβληθεί σαν ουσιαστική δύναμη στη βόρεια Ελλάδα. Όμως μια προσπάθεια για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, θα οδηγούσε σε καταστροφή απέναντι σ' έναν καλύτερα εφοδιασμένο στρατό 61. Το ΚΚΕ έχασε τον αγώνα εξαιτίας των δικών του λαθών, ένα από τα οποία είναι, ασφαλώς, το ότι ο Ζαχαριάδης εμπιστεύτηκε τον Στάλιν και τον Τίτο, που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν την Ελλάδα για τους δικούς τους σκοπούς. Το ΚΚΕ επέλεξε να γίνει απόλυτα εξαρτημένο, κι αρνήθηκε να δει την αλήθεια μέχρι που ήταν πια πολύ αργά.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII Η ανοικοδόμηση του κράτους της Δεξιάς David Η. Close
Η ΛΕΥΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ Τον καιρό της Βάρκιζας, η εθνική κυβέρνηση ήταν ένα σώμα χωρίς κεφάλι: διορισμένη από τους Άγγλους, δεν είχε ουσιαστικά καμιά οργανωμένη υποστήριξη στο εσωτερικό της Ελλάδας, ούτε κανένα μέσο για να επιβάλει τη θέλησή της. Στις μεγάλες πόλεις, η εξουσία της εξαρτιόταν από την υποστήριξη των Άγγλων αξιωματικών και των ελληνικών δυνάμεων ασφαλείας που εκείνοι εξόπλιζαν. Στα άλλα μέρη, εκτός από μερικά νησιά, η εξουσία βρισκόταν αποκλειστικά σχεδόν στα χέρια του ΕΑΜ το οποίο, σε τοπικό επίπεδο, είτε είχε υποκαταστήσει, είτε είχε διαβρώσει τη διοίκηση. Έτσι, η κυβέρνηση εξαρτιόταν από τις δυνάμεις ασφαλείας, τις οποίες δεν έλεγχε απολύτως, για να τσακίσει την τοπική εξουσία του ΕΑΜ. Η διαδικασία αυτή, πήρε αρκετούς μήνες. Κι από εκεί και μετά, όλο το φάσμα των δημοσίων υπηρεσιών -όπως η είσπραξη των φόρων, η εκπαίδευση, η απονομή δικαιοσύνης και η επιβολή του νόμου- αναβίωσαν αργά, ανάπηρες όπως ήταν από έλλειψη μέσων και κακές επικοινωνίες. Η κυβέρνηση εμποδιζόταν να αποκαταστήσει την εξουσία της από το διχασμό της χώρας ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά. Σε μια προσπάθεια να ξεπεράσουν αυτή την πόλωση, οι Άγγλοι διόρισαν στην κυβέρνηση μέλη του Κέντρου, που απαρτιζόταν κυρίως από κατάλοιπα του παλιού Κόμματος των Φιλελευθέρων. Δυστυχώς, όμως, το Κέντρο, είχε από αρκετό καιρό εξασθενίσει κι αποθαρρυνθεί από το φόβο του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, κι η τάση αυτή ενισχύθηκε από τα Δεκεμβριανά. Από τότε, πολλοί Κεντρώοι συμμερίζονταν την άποψη της Δεξιάς ότι το ΚΚΕ ήταν ένας επικίνδυνος, ανατρεπτικός οργανισμός, σύμμαχος των δορυφόρων της Μόσχας, οι οποίοι είχαν βλέψεις σε ελληνικές περιοχές. Η επιβίωση ανταρτικών ομάδων και το σύστημα υποστήριξής τους από άμαχους πολίτες, προκαλούσε την υποψία ότι το ΚΚΕ μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει ενάντια στην κυβέρνηση. Οι Φιλελεύθεροι, δυσκολεύονταν πια να πιστέψουν στο παλιό τους σύνθημα για αβασίλευτη Δημοκρατία, όταν όλα έδειχναν ότι αυτό θα έδινε στο ΚΚΕ την ευκαιρία να γίνει κυβέρνηση μέσα από τις αποδεδειγμένες δυνατότητές του για μαζικές κινητοποιήσεις και ανατρεπτικές συνωμοσίες. Η μοναρχία, απ' την άλλη πλευρά, φάνταζε σαν ένας ελκυστικός κυματοθραύστης μπροστά σ' ένα κομμουνιστικό πραξικόπημα. Για το λόγο αυτό, μεγάλος αριθμός φιλελευθέρων άρχισε να υποστηρίζει τη βασιλεία το 1944 και, μετά την Απελευθέρωση, η τάση αυτή παρατηρήθηκε ακόμα και σε περιοχές που ήταν οχυρά του Φιλελευθερισμού, όπως η Θράκη και η Κρήτη 1. Πριν από τις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 1946, πρώην κεντρώες ομάδες, με αρχηγούς τον Στυλιανό Γονατά, τον Απόστολο Αλεξανδρή και τον Ναπολέοντα Ζέρβα, σύστησαν την Ενωμένη Παράταξη Εθνικοφρόνων μαζί με το Λαϊκό Κόμμα. Άλλες κεντρώες ομάδες με αρχηγούς τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον Σοφοκλή Βενιζέλο και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, σχημάτισαν την Εθνική Πολιτική Ένωση, που ήταν ουδέτερη στο βασικό ζήτημα της μοναρχίας, αλλά έκλινε προς τα δεξιά. Όσον καιρό το ΚΚΕ θα φάνταζε σαν μια σταθερή απειλή -δηλαδή μέχρι το 1949- η διάκριση μεταξύ Κεντρώων και Δεξιάς θα βρισκόταν αποκλειστικά σχεδόν στο επίπεδο των προσωπικών ανταγωνισμών. Η Δεξιά αυτοκαθορίστηκε το 1945 με την υποστήριξη στο παραδοσιακό της σύμβολο, τη μοναρχία. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό που την έδενε με τη μοναρχία ήταν ο φόβος της Digitized by 10uk1s
Αριστεράς μάλλον, παρά οτιδήποτε άλλο. Κι έτσι, μετά την αποκατάσταση της μοναρχίας τον Σεπτέμβριο του 1946, η Δεξιά χαρακτηρίστηκε κυρίως από την ετοιμότητά της να χρησιμοποιεί σκληρές μεθόδους κατά της Αριστεράς. Παρόλο που όλα τα μέλη της Δεξιάς ήταν πρόθυμα να καταπατήσουν σε σημαντικό βαθμό τις ατομικές ελευθερίες για να πολεμήσουν την Αριστερά, υπήρχε ένας διαχωρισμός -σ' όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και για πολύ καιρό μετά- ανάμεσα στους υποστηρικτές μιας στρατιωτικής δικτατορίας και στους υποστηρικτές ενός κοινοβουλευτικού συστήματος. Οι πρώτοι υπερείχαν, προφανώς, μεταξύ των αξιωματικών του στρατού και της αστυνομίας, πολλοί από τους οποίους είχαν προαχθεί ή κερδίσει βαθμούς κατά τη δικτατορία Μεταξά. Ωστόσο, τους συγκρατούσε η γνωστή αντίθεση Άγγλων και Αμερικανών για στρατιωτικό πραξικόπημα. Οι περισσότεροι πολιτικοί υποστήριζαν από πεποίθηση ή από συνήθεια τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς -ή έστω από σεβασμό για τους Αγγλοαμερικάνους. Ο τελευταίος παράγοντας, ανάγκαζε ακόμα και τους παλιούς μεταξικούς να δηλώνουν πίστη στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Εκτός από τον ερυθρό μπαμπούλα, το μεγαλύτερο στήριγμα της Δεξιάς ήταν ο εθνικισμός, που τώρα τον χρησιμοποίησε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Φόβοι για αλυτρωτικές αξιώσεις από ένα σοβιετικό δορυφόρο, τη Γιουγκοσλαβία, συνδυάζονταν παράλογα κάπως αλλά πολύ έντονα, με την πλατιά διαδεδομένη πεποίθηση ότι η Ελλάδα δικαιούνταν εδαφικά κέρδη σε βάρος δυο άλλων δορυφόρων, της Αλβανίας και της Βουλγαρίας, που νωρίτερα ήταν δορυφόροι του Άξονα. Το εθνικιστικό συναίσθημα ήταν πιο ισχυρό στις κοντά στα βόρεια σύνορα περιοχές, και ενισχυόταν από την ανάμνηση λεηλασιών που έγιναν είτε από τους Βούλγαρους κατακτητές, είτε από εθνικές μειονότητες (Αλβανούς Τσάμηδες και Σλαβομακεδόνες) οπλισμένες από τις δυνάμεις Κατοχής. Όσο περισσότερο συνδεόταν η Αριστερά με τη σλαβόφωνη μειονότητα, τόσο ο εθνικισμός γινόταν ένα με τον Αντικομμουνισμό 2. Αντικομμουνισμός και εθνικισμός αποτελούσαν τμήματα της κοινής ιδεολογίας της Δεξιάς, της εθνικοφροσύνης. Άλλα στοιχεία της ιδεολογίας αυτής ήταν η θρησκεία και η υπεράσπιση της παραδοσιακής κοινωνικής ιεραρχίας. Το ότι η Δεξιά θα προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τη χριστιανική ορθόδοξη πίστη, ήταν αναπόφευκτο, καθώς η πίστη αυτή αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού εθνικισμού, και τα Κομμουνιστικά Κόμματα των γειτονικών χωρών ήταν γνωστό ότι καταδίωκαν τη θρησκεία. Η εκκλησία, όμως, αντίθετα από τις αδελφές της στην Ιταλία και την Ισπανία, αρχικά δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να προσδεθεί στη Δεξιά. Το ΚΚΕ δεν απειλούσε ανοιχτά την εκκλησία, και το ΕΑΜ είχε μεταξύ των υποστηρικτών του ιερείς, καθώς και δυο μητροπολίτες. Στον εμφύλιο πόλεμο, κι οι δυο πλευρές θα σκότωναν ιερείς. Η κεφαλή της εκκλησίας, όμως, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, και μάλλον και η πλειοψηφία των μητροπολιτών, φοβούνταν τις προθέσεις του ΚΚΕ, κι όταν αυτό επαναστάτησε ανοιχτά ενάντια στην κυβέρνηση, αφέθηκαν να συρθούν προς την εθνικιστική πλευρά: στα μέσα του 1947, ο αρχιεπίσκοπος καταδίκασε επισήμως την κομμουνιστική ανταρσία 3. Η παραδοσιακή κοινωνική τάξη πραγμάτων περιλάμβανε και μεθόδους για τον προσπορισμό πολιτικής δύναμης, βασισμένες σε τοπικό επίπεδο στην προστασία που παρείχαν οι πρόκριτοι στην πελατεία τους, και σε εθνικό επίπεδο σε ένα συνδυασμό πολιτικής ευνοιοκρατίας και κοινωνικών δεσμών. Αυτή η ιεράρχηση των επιρροών, μπλεκόταν αξεδιάλυτα με μια εξαιρετικά συγκεντρωτική διοίκηση, που έδινε ένα νευραλγικό ρόλο στους βουλευτές -όταν επανεμφανίστηκαν με τις εκλογές του 1946- οι οποίοι επηρέαζαν τη διοίκηση προς χάρη των ψηφοφόρων τους. Η διοίκηση έγινε ακόμα πιο συγκεντρωτική με τη συνεχή αναβολή των δημοτικών εκλογών (που δεν έγιναν καθόλου ανάμεσα στο 1934 και το 1951), και την πλήρωση των κενών θέσεων στα δημοτικά και Digitized by 10uk1s
κοινοτικά συμβούλια από τους νομάρχες. Αυτό το σύστημα ήταν ολιγαρχικό και αθηνοκεντρικό. Η μοναρχία, όταν αποκαταστάθηκε στα 1946, αποτέλεσε την κορυφή μιας ιεραρχίας βασισμένης στο πατρονάρισμα και το σεβασμό των κοινωνικών διακρίσεων. Οι πολιτικοί είχαν την τάση να ασχολούνται με τα θέματα που αφορούσαν ιδιαίτερα στο επάγγελμά τους, και αντιδρούσαν με βραδύτητα στις απαιτήσεις των φτωχών και των αμόρφωτων. Το γεγονός ότι στις γενικές εκλογές του 1946 κυριάρχησε το παραδοσιακό ζήτημα της βασιλείας, και ότι τις μποϋκοτάρισαν πολλοί πολιτικοί με δημιουργικές ιδέες, διευκόλυνε την αναγέννηση προπολεμικών πολιτικών με προπολεμική συμπεριφορά. Οι μισοί από τους βουλευτές που εκλέχτηκαν στα 1946 ήταν βουλευτές και στα 1936 ή και παλαιότερα, και οι Δεξιοί πολιτικοί, σε ερωτήσεις που τους έκαναν ξένοι, έδειχναν μικρό ενδιαφέρον για κοινωνικά ή οικονομικά θέματα 4. Η σύνθεση των βουλευτών της Δεξιάς και του Κέντρου κατά επαγγέλματα ήταν παρεμφερής, και δεν άλλαξε ουσιαστικά απ' τη δεκαετία του '30 έως τη δεκαετία του '60. Τη μεγαλύτερη ομάδα (πάνω από 40 τοις εκατό), την αποτελούσαν δικηγόροι ή άνθρωποι που είχαν σπουδάσει Νομικά. Έπειτα έρχονταν οι γιατροί (πάνω από 10 τοις εκατό) κι ακολουθούσαν στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι, δημόσιοι υπάλληλοι, επιχειρηματίες και κτηματίες. Ομοιότητα μεταξύ Δεξιάς και Κέντρου, καθώς και συνέχεια από τη δεκαετία του '30 έως τη δεκαετία του '60, υπήρχε και στις μεθόδους πολιτικής οργάνωσης. Και η Δεξιά και το Κέντρο, μέσα στις δεκαετίες αυτές, συνέχισαν να βασίζονται σε προσωπικούς και πελατειακούς δεσμούς, που είχαν τους μοιραίους περιορισμούς τους: εξάρτηση από άτομα ζωτικής σημασίας, από την τοπική αφοσίωση και από τη διαθεσιμότητα «μέσων» 5. Κατά συνέπεια, οι ομάδες αυτές φοβούνταν το 1946 τις μεθόδους μαζικής κινητοποίησης που εφάρμοζε το ΕΑΜ, μεθόδους βασισμένες σε ιδεολογικές πεποιθήσεις και πειθαρχημένη αφοσίωση σε μια οργάνωση. Στον κοινωνικό συντηρητισμό περιλαμβανόταν και η υπεράσπιση οικονομικών προνομίων, που ήταν ευάλωτα, εν μέρει γιατί μεγάλο μέρος του πληθυσμού βρισκόταν σε απελπιστική ένδεια, κι εν μέρει επειδή πολλοί επιχειρηματίες, μικροί και μεγάλοι, είχαν κερδίσει από τη συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις ή από την κερδοσκοπία και τη μαύρη αγορά 6. Οι λιγοστοί οικονομικοί δοσίλογοι που παραπέμφθηκαν σε δίκη αντιμετωπίστηκαν με επιείκεια, πράγμα που ερχόταν σε αντίθεση με τις βάρβαρες ποινές που επιβάλλονταν στους Εαμίτες. Οι κερδοσκόποι βοήθησαν να σαμποταριστεί το πρόγραμμα άμεσης φορολόγησης και ελέγχου των τιμών που αποπειράθηκε να εφαρμόσει το 1945 ο υπουργός Κυριάκος Βαρβαρέσος. Και, παράλληλα, στην Αίγυπτο υπήρχαν πλούσιοι επιχειρηματίες που ήθελαν ένα ασφαλές περιβάλλον στην Ελλάδα, για να μεταφέρουν εδώ τον πλούτο τους. Όλες οι παραπάνω ομάδες συμφερόντων, βοήθησαν οικονομικά δεξιούς πολιτικούς, κι ανάμεσά τους και τον Γεώργιο Γρίβα, τον Ναπολέοντα Ζέρβα και τον Πέτρο Μαυρομιχάλη 7. Το 1946, στις δυνάμεις ασφαλείας κυριαρχούσαν οι δεξιοί οι οποίοι, με την ανοχή των Άγγλων, προσλάμβαναν μόνο δικούς τους ανθρώπους. Αυτοί, και οι ανεπίσημες συμμορίες με τις οποίες σχετίζονταν, ασκούσαν τεράστια επιρροή που τους έδινε το χαρακτήρα ενός παρακράτους. Οι κεντρώες κυβερνήσεις κρατούσαν μια επαμφοτερίζουσα στάση, επειδή φοβούνταν το ΕΑΜ. Έτσι, η κυβέρνηση του ναυάρχου Πέτρου Βούλγαρη (Απρίλιος με Σεπτέμβριο του 1945) διόρισε πολλούς αντικομμουνιστές στο Δημόσιο, οι οποίοι δεν προσπάθησαν να εμποδίσουν τη νοθεία στους εκλογικούς καταλόγους 8. Η κυβέρνηση Φιλελευθέρων του Θεμιστοκλή Σοφούλη (Νοέμβριος 1945-Απρίλιος 1946) ήθελε από τις δεξιές δυνάμεις να καταδιώκουν τους αριστερούς παράνομους, αλλά να μην κυνηγούν τους δικούς τους οπαδούς, πράγμα που οι δυνάμεις αυτές το έκαναν με τόση μανία μάλιστα, ώστε οι Φιλελεύθεροι υπουργοί να μην μπορούν να κάνουν τις προεκλογικές εκστρατείες τους, και οι νομάρχες να προσπαθούν ματαίως να ελέγξουν την αστυνομία. Η κυβέρνηση αυτή, εμποδίστηκε από τη Βρετανική Αποστολή να διορίσει (κατά τον παραδοσιακό τρόπο) Digitized by 10uk1s
τους υποστηρικτές της στο στρατό και την αστυνομία, κι αυτό γιατί οι Άγγλοι ήθελαν να εμποδίσουν εκείνο που οι ίδιοι έβλεπαν σαν μεροληπτική επέμβαση που θ' αποτελούσε τροχοπέδη στην αποτελεσματική λειτουργία του κράτους. Οι διάφορες αποστολές είχαν δίκιο να φοβούνται κάτι τέτοιο, αλλά υποτιμούσαν σοβαρότατα την πολιτική βαρύτητα και μεροληψία των δυνάμεων ασφαλείας, κι έτσι δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν να εμπεδώνεται η εντύπωση ότι οι δυνάμεις τους απολάμβαναν της βρετανικής υποστήριξης στο κυνήγι τους κατά της Αριστερά. Όπως είπε και ο διπλωμάτης K.M. Γουντχάουζ, ύστερα από μια περιοδεία του στην Πελοπόννησο τον Αύγουστο του 1945, «η Δεξιά θεωρεί δεδομένη τη δική μας έγκριση». Ένας από τους λόγους για το λάθος αυτό της βρετανικής αποστολής, ήταν το ότι τα μέλη της δεν διέθεταν την πείρα του Γουντχάουζ στα ελληνικά πράγματα, και τους τύφλωνε κι ο αντικομμουνισμός. Για παράδειγμα, ένα μέλος της βρετανικής αστυνομικής αποστολής, έγραφε σε ιδιωτική επιστολή του ότι οι κομμουνιστές ήταν «κακός κόσμος, φαίνεται πως είναι όλοι τους εγκληματίες και δολοφόνοι, κακοντυμένοι, ψειριάρηδες και κτηνώδεις»9. Οι Άγγλοι αξιωματικοί του στρατού φαίνεται ότι συμμερίζονταν αυτή την άποψη, κι είχαν συνηθίσει να συνεργάζονται με τους βασιλόφρονες αξιωματικούς οι οποίοι κυριαρχούσαν στον ελληνικό στρατό στο εξωτερικό, ύστερα από τις εκκαθαρίσεις που είχαν κάνει οι Άγγλοι μετά τις ανταρσίες στην Αίγυπτο. Για αρκετούς μήνες μετά τη Βάρκιζα, την ευθύνη για την εσωτερική ασφάλεια την είχε ο στρατός, ενώ τις δυνάμεις ασφαλείας απάρτιζε κυρίως η Εθνοφυλακή, που τη διοικούσαν αξιωματικοί του στρατού. Τον καιρό της Βάρκιζας, στην Εθνοφυλακή υπηρετούσαν κυρίως εθελοντές που είχαν στρατολογηθεί για να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά, κι ανάμεσά τους βρίσκονταν Χίτες και πρώην Ταγματασφαλίτες. Στη συνέχεια, ο αριθμός τους αυξήθηκε από εφέδρους παλαιότερων σειρών που τους καλούσαν ο στρατός κι η αστυνομία, και φρόντιζαν να απορρίπτονται οι αριστεροί και να παίρνονται οι σίγουροι αντικομμουνιστές. Τα «Αθηναϊκά Τάγματα» της Εθνοφυλακής ακολουθούσαν τα αγγλικά στρατεύματα στις επαρχίες, όπου συγκροτούσαν καινούρια τάγματα. Ως τον Μάιο, η Εθνοφυλακή είχε εγκατασταθεί σ' όλες τις περιοχές, και σύντομα έφτασε τους 60.000 άντρες. Οι περισσότεροι δρούσαν στις δικές τους περιοχές και εκμεταλλεύονταν τη θέση τους για να συνεχίσουν παλιές βεντέτες, κυρίως ενάντια σε Εαμίτες των οποίων λεηλατούσαν τα γραφεία και τα τυπογραφεία 10. Η ταραχοποιός συμπεριφορά της Εθνοφυλακής εξώθησε την κυβέρνηση να μεταθέσει δυνάμεις από αυτήν στη χωροφυλακή, κατά τα μέσα του χρόνου. Μέσα στο χρόνο αυτό, η χωροφυλακή ανέλαβε σταδιακά την ευθύνη για την τήρηση της τάξης. Δεν είχε όμως αρκετές ικανότητες γι' αυτό το ρόλο. Εξαιτίας των εμπειριών της κατά την Κατοχή και μετά απ' αυτήν, το 1945 την είχε βρει με χαμηλό ηθικό και ανεπαρκώς εξοπλισμένη, ενώ οι άντρες της έφταναν τα δύο τρίτα του προπολεμικού αριθμού των 16.200. Το σώμα των αξιωματικών της, όμως, είχε διογκωθεί από πολιτικούς διορισμούς των κυβερνήσεων των κουίσλιγκ, πρόβλημα που επιδείνωσε η κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα επαναφέροντας στην ενεργό υπηρεσία βενιζελικούς αξιωματικούς που είχαν αποστρατευτεί στις εκκαθαρίσεις του 1935. Έτσι, το σώμα των αξιωματικών έπρεπε να εκκαθαριστεί εξαρχής αλλά με κριτήρια επαγγελματικής ικανότητας, και να εκπαιδευτεί ξανά σε μεγάλο βαθμό, ενώ οι νεοσύλλεκτοι έπρεπε να προσέρχονται μόνο όσο σύντομα επέτρεπαν τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Ωστόσο, η βρετανική αποφασιστικότητα να δημιουργηθούν συνθήκες κατάλληλες για δημοψήφισμα και εκλογές το ταχύτερο δυνατό, σύμφωνα με τις επιταγές της συμφωνίας της Βάρκιζας, επέβαλλε βιασύνη. Κι έτσι οι αξιωματικοί δεν επανεκπαιδεύονταν (αν και αυτό έγινε με τους υπαξιωματικούς), ενώ η εκπαίδευση των νεοσυλλέκτων περιορίστηκε σημαντικά. Ο μισθός και οι συνθήκες στο σώμα ήταν ελεεινά, και δεν προσέλκυαν αρκετούς καλούς εθελοντές. Έτσι, οι περισσότεροι οπλίτες προέρχονταν από τους κληρωτούς του στρατού, που η έλλειψη θέλησης από Digitized by 10uk1s
μέρους τους για εκτέλεση αστυνομικών καθηκόντων θα αποτελούσε μόνιμο πρόβλημα. Αργότερα, το σώμα ενισχύθηκε από εφέδρους χωρίς καμία αστυνομική εκπαίδευση (6.700 άντρες έως τον Σεπτέμβριο του 1946). Με αυτούς τους τρόπους, το συνολικό μέγεθος της χωροφυλακής διογκώθηκε σαν μανιτάρι μέσα σ' ένα χρόνο από τη Βάρκιζα, κι έφτασε τις 23.000 άντρες, ενώ και η δύναμη της Αστυνομίας Πόλεων που δρούσε κυρίως στην Αθήνα και τον Πειραιά, αυξήθηκε από 4.500 (όσο περίπου ήταν και πριν από τον πόλεμο), σε 6.500. Στη συνέχεια, η εξέλιξη της χωροφυλακής παραμορφώθηκε κι άλλο από την ανάγκη να καταπολεμηθούν οι ένοπλες ομάδες της Αριστεράς, καθήκον το οποίο ανέλαβε στην αρχή σχεδόν αποκλειστικά, καθώς ο στρατός δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο. Έτσι, οι απώλειες της χωροφυλακής κατά τα τέλη του 1946 υπολογίζονται από Άγγλους παρατηρητές τρεις φορές μεγαλύτερες από εκείνες του στρατού. Και για να καλυφθεί το κενό, προχώρησαν σε νέες προσλήψεις εφέδρων από το στρατό 11. Η αστυνομία ήταν περισσότερο αντικομμουνιστκή και από τους αξιωματικούς του στρατού, και από την Εθνοφυλακή. Οι αστυνομικοί που είχαν πάρει μέρος στην Αντίσταση κι έτσι μπορεί να ήταν υπέρ της αυτοσυγκράτησης απέναντι στην Αριστερά, εκκαθαρίστηκαν μετά τη Βάρκιζα. Οι βενιζελικοί που είχαν διοριστεί από τον Πλαστήρα ήταν από μόνοι τους αντικομμουνιστές και, σαν τους ομολόγους τους στο στρατό, δεν ήταν ούτε τόσοι πολλοί, ούτε τόσο φανατικοί όσο οι βασιλόφρονες, για ν' αλλάξουν ουσιαστικά τη νοοτροπία της υπηρεσίας τους. Οι αστυνομικοί, κύριοι στόχοι των επιθέσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος από παράδοση, υπέστησαν τρομακτικές απώλειες στην Κατοχή και κυρίως στα Δεκεμβριανά, όταν 458 χωροφύλακες σκοτώθηκαν στην Αθήνα και τον Πειραιά. Όταν οι επιθέσεις από τους ένοπλους της Αριστεράς ξανάρχισαν στις αρχές του 1946, αυτοί κι οι οικογένειές τους αναδείχτηκαν ξανά σε πρωταρχικούς στόχους. Κι έτσι, 28 χωροφύλακες σκοτώθηκαν τον Ιανουάριο-Μάιο. Στη συνέχεια, και μέχρι το τέλος σχεδόν του πολέμου, η εκτέλεση των αιχμαλώτων αστυνομικών ήταν κάτι συνηθισμένο. Μετά τη Βάρκιζα, η αστυνομία απέκτησε την τάση να φέρεται κτηνωδώς απέναντι στο ΕΑΜ και γενικά να δικαιολογεί ή ακόμα να συμμετέχει στις βίαιες ενέργειες συμμοριών ή των Εθνοφυλάκων 12. Τα μειονεκτήματα της αστυνομίας δείχνουν πόσο εξωπραγματική ήταν η απόπειρα των Άγγλων να εγκαθιδρύσουν ένα συνταγματικό καθεστώς χωρίς την εκτεταμένη και παρατεταμένη συμμετοχή δικών τους αξιωματικών στο στρατό και την αστυνομία. Η αγγλική πολιτική απαιτούσε να μεταμορφωθεί ολοταχώς η ελληνική αστυνομία σε δραστήριο κι αμερόληπτο τηρητή του νόμου και της τάξης. Η απόπειρα αυτή άρχισε τον Ιούλιο από μια αγγλική αποστολή, επικεφαλής της οποίας ήταν ένα πρώην στέλεχος της αστυνομίας της Βόρειας Ιρλανδίας, ο συνταξιούχος σερ Τσαρλς Γουίκαμ, και τον Ιανουάριο του 1946 την αποτελούσαν 45 αξιωματικοί της αστυνομίας. Η αποστολή συνέχισε το έργο της, με αμερικανική υποστήριξη, μέχρι το τέλος του 1951, και σ' όλη αυτή την περίοδο είχε εξουσιοδοτηθεί με ελληνικό νόμο για να αναδιοργανώσει και εκπαιδεύσει τα αστυνομικά σώματα, ενώ οι εξουσίες της είχαν ενισχυθεί με τον έλεγχο που της είχε εκχωρηθεί στα εφόδια και τον εξοπλισμό 13. Στην πράξη, όμως, ο Γουίκαμ ελάχιστα μπορούσε να κάνει για ν' αλλάξει τις μεθόδους της ελληνικής αστυνομίας, καθώς δεν μπορούσε να υποκαταστήσει τις αρμοδιότητες των αξιωματικών της. Για παράδειγμα, η αποστολή του έπεισε την Αστυνομία Πόλεων της Αθήνας, το 1946, να ελέγχει ειρηνικά τις πολιτικές συγκεντρώσεις -κατόρθωμα σημαντικό, αν θυμηθεί κανείς πώς άρχισαν τα Δεκεμβριανά- αλλά δεν μπόρεσε να εμποδίσει τους άντρες της να καταδιώκουν αριστερούς για αθώες πολιτικές δραστηριότητες ή να δέρνουν τους αριστερούς κρατουμένους 14. Όσο για να κατορθώσει να ελέγξει τη χωροφυλακή στην ύπαιθρο, οι ελπίδες της αποστολής ήταν ακόμα μικρότερες. Τον κύριο ρόλο στην καταδίωξη της Αριστεράς ανέλαβαν συμμορίες ατάκτων που κατέφυγαν σε αντεκδικήσεις και εκβιασμούς, και πολιτικές οργανώσεις όπως η «Χ». Σε Digitized by 10uk1s
μερικές περιοχές, όπως η Κρήτη, η νότια Πελοπόννησος και η Θεσσαλία, οι αντικομμουνιστικές συμμορίες ήταν περισσότερες από τις επίσημες δυνάμεις ασφαλείας μέχρι το τέλος του 1946 ή και αργότερα ακόμα 15. Κίνητρο για συμμετοχή στις συμμορίες ήταν και η επιθυμία τόσο για εκδίκηση, όσο και για ασφάλεια: σε μερικές περιοχές, οι δεξιοί πολίτες φοβούνταν τους ένοπλους αριστερούς, κι έτσι αποζητούσαν την προστασία δεξιών συμμοριών. Οι επίσημες δυνάμεις ασφαλείας βοηθούσαν τις δεύτερες διανέμοντάς τους όπλα σε μεγάλες ποσότητες (15.000 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1946 σύμφωνα με αγγλικούς υπολογισμούς), από τις κρυψώνες όπλων του ΕΛΑΣ που ανακαλύπτονταν. Κι όπως στο μεταξύ οι επίσημες δυνάμεις εξοπλίζονταν από τους Άγγλους, τα όπλα ήταν ένα από τα ελάχιστα αγαθά που βρίσκονταν σε αφθονία στην Ελλάδα. Οι συμμορίες διατηρούσαν συνήθως φιλικές σχέσεις με τις επίσημες δυνάμεις, κι ανάμεσά τους γινόταν συνεχής ανταλλαγή μελών. Μερικοί συμμορίτες * όπως οι Κατσαρέας, Ζάρας και Αντόν Τσαούς ήταν παλιοί αξιωματικοί του στρατού ή της αστυνομίας, ενώ άλλοι πήραν αργότερα στρατιωτικούς βαθμούς. Στην Ήπειρο, την Εθνοφυλακή αποτελούσαν αποκλειστικώς μέλη του ΕΔΕΣ. Και στην Πελοπόννησο, πολλοί συμμορίτες κατατάχθηκαν στην Εθνοφυλακή κι αργότερα στη χωροφυλακή ή τις MAY, σαν έφεδροι του στρατού που ήταν. Ακόμα και στην περίοδο των κεντρώων κυβερνήσεων και κάτω από τη βρετανική καθοδήγηση, στα 1945-6, οι αρχές ελάχιστες προσπάθειες κατέβαλαν για να υποτάξουν τις συμμορίες. Εξαίρεση αποτέλεσε η αποστολή μιας στρατιωτικής μονάδας στην Καλαμάτα, ύστερα από εισβολή στην πόλη συμμορίας με αρχηγό τον Μαγκανά, που είχε τη συνενοχή ντόπιων χωροφυλάκων. Η πειθαρχική δράση της στρατιωτικής δύναμης, δεν έγινε -σύμφωνα με Αμερικανούς παρατηρητές- με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και χρειάστηκε να επέμβει η Βρετανική Αστυνομική Αποστολή για να παρακινηθούν οι Έλληνες να κάνουν τη δουλειά τους 16. Πολιτικές οργανώσεις ξεπετάγονταν παντού, με τοπικές πρωτοβουλίες, όσο η Εθνοφυλακή προχωρούσε στις διάφορες επαρχίες μετά τη Βάρκιζα. Η παρουσία τους παντού, και το εύρος των δραστηριοτήτων τους (κάλυπταν τα πάντα, από οργανώσεις νεολαίας, φορείς προπαγάνδας, τρομοκρατίας και ελέγχου της τοπικής αυτοδιοίκησης), καθρέφτιζαν την επιθυμία της Δεξιάς να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε με την ανατροπή του ΕΑΜ 17. Πολλές οργανώσεις και συμμορίες ενθαρρύνονταν από πράκτορες της «Χ» να συνάψουν σχέσεις με τη δική τους οργάνωση. Η «Χ» στρατολογούσε επίσης άφθονα μέλη από τις επίσημες δυνάμεις ασφαλείας. Τον Σεπτέμβριο, λόγου χάρη, αναφέρθηκε ότι ανήκαν στην «Χ» 500 χωροφύλακες της Θεσσαλονίκης, που φρουρούσαν για λογαριασμό της μεγάλες ποσότητες όπλων. Ο Γρίβας, ο αρχηγός της «Χ», συνεργαζόταν στενά με τον Κωνσταντίνο Βεντήρη ο οποίος, σύμφωνα με την αμερικανική πρεσβεία, ήταν αρχηγός του «εσωτερικού μυστικού κύκλου» του Γενικού Επιτελείου. Ο Γρίβας συνεργαζόταν, επίσης, ως ένα βαθμό, με ηγέτες του Λαϊκού Κόμματος, που εξελισσόταν στο ισχυρότερο κόμμα μεταξύ των επαγγελματιών πολιτικών. Έτσι, η «Χ» συνδεόταν με όλους τους κλάδους της Δεξιάς, και μπορεί να συντόνιζε τις δραστηριότητές τους. Αμερικανοί παρατηρητές, για παράδειγμα, πίστευαν ότι έδινε συστηματικό χαρακτήρα, σε ορισμένες περιοχές, στους διωγμούς που εξαπέλυαν η αστυνομία και η Εθνοφρουρά 18. Ο Γρίβας, όμως, ελάχιστο έλεγχο φαίνεται να ασκούσε στα 200.000 μέλη που ισχυριζόταν ότι είχε εκείνο το φθινόπωρο. Και στον τομέα της συγκέντρωσης κεφαλαίων, άρχισαν να τον υποσκελίζουν άτομα με περισσότερη επιρροή, όπως οι πολιτικοί Ζέρβας και Μαυρομιχάλης.
*
Ή ληστές. Έχουμε κι εδώ το ίδιο πρόβλημα με τη λέξη BANDIT, όπως σε όλο το βιβλίο, μόνο που εδώ η περίπτωση είναι χαρακτηριστική. (Σ.τ.Μ.). Digitized by 10uk1s
Γενικά, οι απόπειρες των δεξιών για δημιουργία μαζικών οργανώσεων δεν ήταν αντίστοιχες με το θόρυβο που έκαναν. Διαδηλώσεις της Δεξιάς στην Αθήνα, το χειμώνα του 1945-6, συγκέντρωναν ελάχιστο μόνο ποσοστό των ατόμων που συγκέντρωναν οι διαδηλώσεις του ΕΑΜ. Και ο καλά ενημερωμένος διπλωμάτης και μετέπειτα ιστορικός Γ.Χ. Μακνίλ παρατηρούσε ότι το 1945, οι οργανώσεις της Δεξιάς στην ύπαιθρο δεν ξεσήκωναν γενικά τόσον ενθουσιασμό όσο το ΕΑΜ το 1944 19. Η λευκή τρομοκρατία μεταξύ Βάρκιζας και εκλογών προκάλεσε, σύμφωνα με το ΕΑΜ, 1.289 δολοφονίες (953 από συμμορίτες, 250 από την Εθνοφυλακή, 82 από τη χωροφυλακή, 4 από τους Άγγλους), 6.681 τραυματισμούς, 677 γραφεία του ΕΑΜ κατεστραμμένα και φθορά περιουσιών 18.767 ατόμων. Οι αριθμοί αυτοί, μπορεί να βρίσκονται πολύ κοντά στην αλήθεια. Διάφοροι Άγγλοι και Αμερικανοί παρατηρητές επιβεβαιώνουν ότι η έκταση των διώξεων ήταν τεράστια, και ότι επί εννέα μήνες μετά τη Βάρκιζα το μέγεθος της βίας της Αριστεράς ήταν ασήμαντο, εκτός από τις σλαβόφωνες περιοχές κοντά στα βόρεια σύνορα. Η κυβέρνηση παραδέχτηκε ότι πάνω από 80.000 άτομα διώχτηκαν ποινικώς μέσα στο 1945, και η Βρετανική Αστυνομική Αποστολή υπολόγισε ότι τον Δεκέμβριο βρίσκονταν στις φυλακές περίπου 19.000 άτομα (αριθμός διπλάσιος από τον προπολεμικό). Άγγλοι παρατηρητές επιβεβαιώνουν ότι τα περισσότερα θύματα των επισήμων διώξεων ήταν αριστεροί. Οι συνθήκες στις φυλακές ήταν συνήθως αποτρόπαιες, και η διεξαγωγή των δικών καθυστερούσε πολύ εξαιτίας της έλλειψης δικαστών. Εισαγγελέας της εποχής, στα αποκαλυπτικά απομνημονεύματά του, γράφει ότι στη βιασύνη τους και την προκατάληψή τους κατά της Αριστεράς, οι δικαστές επέβαλλαν συχνά ποινές εξωφρενικής αυστηρότητας 20. Αντιθέτως, η μεταχείριση των δοσιλόγων της εποχής του πολέμου ήταν σχετικά επιεικής. Σύμφωνα με επίσημους αριθμούς, 2.896 μόνο από το σύνολο των 16.700 κρατουμένων, βρίσκονταν στις φυλακές τον Σεπτέμβριο του 1945. Αν και αργότερα καταδικάστηκαν κι άλλοι, οι δοσίλογοι ήταν μόνο 1.275 στους συνολικά 28.000 κρατουμένους που υπήρχαν την 1η Ιανουαρίου 1951. Και εκείνη την εποχή αποφυλακίστηκε κι ο προτελευταίος από τους κουίσλιγκ υπουργούς που είχαν φυλακιστεί. Ο λόγος γι' αυτή την επιείκεια ήταν ότι πολλοί πολιτικοί, κρατικοί αξιωματούχοι και μέλη των δυνάμεων ασφαλείας είχαν τόσο ταραχτεί από την πρόσφατη τρομοκρατία του ΕΑΜ, ώστε να βλέπουν με συμπάθεια τον αντικομμουνισμό των δοσιλόγων. Κι έτσι, στην περιοδεία του στην Πελοπόννησο, ο Γουντχάουζ έβλεπε ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς που είχαν κάποια εξουσία ή αξίωμα, «χώριζαν ειλικρινά όλους τους Έλληνες σε εθνικόφρονες (δικούς μας) και κομμουνιστές». Πρώην ταγματασφαλίτες εκτιμούνταν ιδιαίτερα για τα ταλέντα και την εμπειρία τους, και πολλοί έγιναν ξανά δεκτοί στο στρατό και τη χωροφυλακή, πράγμα που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα της Βάρκιζας. Ανάμεσα σε όσους διορίστηκαν στο σώμα των αξιωματικών του στρατού, συμπεριλαμβάνονταν 228 ταγματασφαλίτες και 221 Ελασίτες. Οι τελευταίοι όμως κρατήθηκαν αδρανείς από το Γενικό Επιτελείο μέχρι τη συνταξιοδότησή τους 21. Οι διάφορες δυνάμεις της Δεξιάς ενώνονταν από την απόφασή τους να κερδίσουν το δημοψήφισμα που προέβλεπε η Βάρκιζα, κι έτσι ν' αποκαταστήσουν τη βασιλεία. Όταν, τον Σεπτέμβριο του 1945, οι Άγγλοι έβαλαν στη θέση του δημοψηφίσματος εκλογές για συντακτική Βουλή, η Δεξιά αγωνίστηκε με επιτυχία να καταστήσει την αποκατάσταση της μοναρχίας κεντρικό θέμα των εκλογών αυτών. Θέλοντας να εκμεταλλευτεί την απέχθεια του δημόσιου αισθήματος κατά του ΕΑΜ μετά τα Δεκεμβριανά, η Δεξιά πίεσε διαδοχικές κυβερνήσεις να κάνουν τις εκλογές το ταχύτερο δυνατό. Και πολλές συνωμοτικές ενέργειες της «Χ» στρέφονταν εν μέρει κατά οποιασδήποτε απόπειρας αναβολής ή παρεμπόδισης των εκλογών. Τον Ιανουάριο, πάντως, έγινε φανερό ότι οι εκλογές είχαν ήδη αναβληθεί πάρα πολύ, επειδή μεγάλο μέρος του πληθυσμού θεωρούσε τώρα τη δεξιά τρομοκρατία εξίσου καταστρεπτική με την τρομοκρατία της Αριστεράς, ενώ το ΕΑΜ εκμεταλλευόταν με Digitized by 10uk1s
επιτυχία την οικονομική δυσαρέσκεια στις πόλεις 22. Η μείωση των οπαδών τους, ανάγκασε τους δεξιούς πολιτικούς να στηριχτούν ακόμα περισσότερο στον εκφοβισμό, τις πιέσεις και την εκλογική νοθεία. Οι επίσημες και ανεπίσημες οργανώσεις του παρακράτους εργάστηκαν με ενεργητικότητα για το χατίρι τους. Ο Ηλίας Νικολακόπουλος έχει δώσει ένα παράδειγμα της επιρροής τους στην Ήπειρο, όπου το κόμμα του Ζέρβα το 1946 κέρδισε τους διπλάσιους ψήφους απ' ό,τι το 1950, που οι συνθήκες ήταν πιο ομαλές, κι ας είχε τους ίδιους σχεδόν υποψηφίους. Για το λόγο αυτό, ο Σοφούλης έκανε τις εκλογές μόνο ύστερα από επιταγή των Άγγλων, κι αφού έντεκα από τους υπουργούς του παραιτήθηκαν διαμαρτυρόμενοι για την απόφασή του. Και κάτι ακόμα πιο σοβαρό, το ΕΑΜ αποφάσισε αποχή από τις εκλογές, όπως έκαναν και αρκετοί ταλαντούχοι και εξέχοντες πολιτικοί της Κεντροαριστεράς που θα μπορούσαν να είχαν προσπαθήσει να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στο ΕΑΜ και τα άλλα κόμματα. Η αποχή αυτή, συνέβαλε πολύ στην πλειοψηφία (65 τοις εκατό των ψήφων) που κατέγραψε η Δεξιά. Σύμφωνα με τον προσεκτικό υπολογισμό του Νικολακόπουλου, τα κόμματα που απείχαν θα έπαιρναν το 25 τοις εκατό των ψήφων, ενώ η Δεξιά θα έπαιρνε μόνο το 48-49 τοις εκατό, ποσοστό πιο κοντινό στο 54 τοις εκατό που προέβλεπαν μεταξύ τους οι δεξιοί οργανωτές τον Ιανουάριο, τότε που θεωρούσαν ότι η Αριστερά θα έπαιρνε μέρος στις εκλογές 23. Ακόμα κι αυτοί οι αριθμοί, είναι -όπως καταδείξαμε- βαριά επηρεασμένοι από τον εκφοβισμό και την πλαστογράφηση των εκλογικών καταλόγων. Άρα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Δεξιά αποτελούσε μια μειοψηφία του πληθυσμού, ενώ απέσπασε τις 236 από τις 354 έδρες της Βουλής. Έχοντας εκλεγεί μέσα σε μια ατμόσφαιρα αντικομμουνιστικής υστερίας, οι βουλευτές που απάρτιζαν αυτή την πλειοψηφία ήταν αποφασισμένοι να περιχαρακωθούν στην εξουσία και να τσακίσουν την Αριστερά. Η αποφασιστικότητα αυτή, συνέβαλε πολύ στο ξέσπασμα της τελικής φάσης του εμφυλίου πολέμου.
Η ΔΕΞΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ Οι ηγέτες της Ενωμένης Παράταξης Εθνικοφρόνων σχημάτισαν κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, που αναδείχτηκε σε αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος το οποίο, με τους 156 βουλευτές του, δέσποζε στο συνασπισμό. Βασικά, η κυβέρνηση ήταν κυβέρνηση Λαϊκών, άρα δεχόταν ευμενέστερα τις απαιτήσεις των υποστηρικτών της για σκληρά μέτρα κατά της Αριστεράς, παρά τις αγγλικές εκκλήσεις για μετριοπάθεια. Σύμφωνα με την παράδοση, οι νικητές πολιτικοί διόρισαν σιγά σιγά τους υποστηρικτές τους σε όλες τις βαθμίδες της κρατικής μηχανής. Αντικατέστησαν όλους τους νομάρχες, ακόμα και στις ακραιφνώς φιλελεύθερες περιοχές, κι αυτοί με τη σειρά τους συμπλήρωσαν τα κενά στα συμβούλια της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα περισσότερα από τα οποία πέρασαν κάτω απ' τον έλεγχο της Δεξιάς. Ακόμα, εκκαθάρισαν τον κλάδο των λειτουργών της εκπαίδευσης, καθώς και τις δημόσιες υπηρεσίες (το 13 τοις εκατό των εργαζομένων εκεί απολύθηκε τον Απρίλιο του 1947, ουσιαστικά για πολιτικούς λόγους) 24. Και η παράταξή τους γιόρτασε την αποκατάσταση του βασιλιά Γεωργίου Β' τον Σεπτέμβριο. Η κυβέρνηση δε χρειαζόταν να κοπιάσει πολύ για να φέρει με τα νερά της τις δυνάμεις ασφαλείας. Χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, εξασφάλισε τη συγκατάθεση των Άγγλων για ν' αντικαταστήσει τους ηλικιωμένους κι αναποτελεσματικούς Φιλελεύθερους που κατείχαν ανώτερες θέσεις στο στρατό και τη χωροφυλακή. Διόρισε βαθιά πολιτικοποιημένους στρατηγούς στα γενικά επιτελεία, και συνεργάστηκε με τη συνωμοτική οργάνωση ΙΔΕΑ, για να διασφαλιστούν η προαγωγή και ο διορισμός εθνικοφρόνων αξιωματικών, και να εμποδιστεί η εξέλιξη των δημοκρατικών 25. Γεννημένος τον καιρό της Κατοχής -σαν μια προσπάθεια αντίπραξης στο ΕΑΜ- και οργανωμένος ουσιαστικά το χειμώνα του 1944-5, ο Digitized by 10uk1s
ΙΔΕΑ ήταν μια μυστική οργάνωση βασιλοφρόνων και συντηρητικών αξιωματικών που προσπάθησε, με κάποια επιτυχία, στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε, να διεισδύσει σε υψηλές θέσεις και να ξεριζώσει ό,τι είχε απομείνει από φιλελεύθερα στοιχεία στο σώμα των αξιωματικών. Κι έτσι, το σώμα αυτό υποτάχτηκε ακόμα περισσότερο από πριν σε μια εθνικιστική ιδεολογία ιδιαίτερα φανατικού είδους. Η ιδεολογία αυτή διέφερε από εκείνη του Λαϊκού Κόμματος, εν μέρει στο ότι δυσπιστούσε προς τις κοινοβουλευτικές μεθόδους, κι εν μέρει στον πουριτανικό τρόπο με τον οποίο απέρριπτε τις πολυτέλειες της αθηναϊκής κοινωνίας. Η σκωπτική αυτή αντιμετώπιση γεννήθηκε από τις συνθήκες του εμφυλίου πολέμου, μέσα στις οποίες η Αθήνα ζούσε σχετικά άνετα και με ασφάλεια 26. Με την καινούρια κυβέρνηση, ο στρατός και η αστυνομία συνέχισαν να επανδρώνονται. Ως το τέλος του 1947, ο στρατός είχε φτάσει τους 120.000 άντρες (αντί για 75.000 που ήταν στο τέλος του 1945), ενώ η αστυνομία αριθμούσε 40.000 περίπου. Επίσης, η κυβέρνηση αύξησε και τις αρμοδιότητες των σωμάτων αυτών πάνω στους πολίτες. Τον Μάιο του 1946, επανίδρυσε τις Επιτροπές Ασφαλείας που μπορούσαν, χωρίς να ακούσουν κάποια υπεράσπιση, να διατάξουν τον εκτοπισμό όσων κατηγορούνταν για αριστερές δραστηριότητες. Αποτελούμενες από ένα νομάρχη και δυο δικαστικούς, ενεργούσαν ύστερα από πρόταση αξιωματικών της αστυνομίας, την οποία συνήθως αποδέχονταν χωρίς συζήτηση. Με το Γ' Ψ ήφισμα της Βουλής, τον Ιούνιο του 1946, τέθηκαν εκτός νόμου διάφορες «ανατρεπτικές δραστηριότητες», που όσοι τις διέπρατταν θα δικάζονταν από ειδικά στρατοδικεία στη βόρεια Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Με το ίδιο ψήφισμα, η αστυνομία αποκτούσε το δικαίωμα να κάνει έρευνες σε σπίτια για όπλα, να επιβάλλει απαγόρευση της κυκλοφορίας και να ζητάει να ενημερώνεται από πριν για απεργίες και διαδηλώσεις. Τον Οκτώβριο του 1947 απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των αθηναϊκών εφημερίδων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ (οι επαρχιακές είχαν κλείσει νωρίτερα), και τον Δεκέμβριο τέθηκαν εκτός νόμου και οι ίδιες οι οργανώσεις αυτές, με τον «Νόμο 509», ο οποίος επέτρεπε σε διοικητικά όργανα (που προφανώς ενεργούσαν ύστερα από αστυνομική υπόδειξη) να απαγορεύουν τη λειτουργία όποιων θεωρούσαν κλάδους ή συνεργαζόμενες οργανώσεις των ΚΚΕ και ΕΑΜ 27. Μ' αυτά και με άλλα μέτρα έκτακτης ανάγκης, η διάκριση που υπήρχε το 1945 ανάμεσα σε κράτος και παρακράτος, έπαψε να υπάρχει σε μεγάλο βαθμό. Σκοπός της νομοθεσίας αυτής, ήταν να επιβάλει ιδεολογική ομοιογένεια στους πολίτες, καθορίζοντας τον όρο ιδεολογία με τρόπο αόριστο και παραδοσιακό. Μέσα στα πλαίσια αυτά, ο νόμος 509 υπεράσπιζε «πατρίδα, θρησκεία κι οικογένεια», κι απηχούσε τον αντικομμουνιστικό Ιδιώνυμο Νόμο του 1929, καταγγέλλοντας τις προσπάθειες για βίαιη ανατροπή του πολιτικού συστήματος ή του «κρατούντος συστήματος», ή για απόσπαση τμήματος της επικράτειας -κι αυτό το τελευταίο ήταν αναφορά στη θρυλούμενη υποστήριξη του ΚΚΕ προς τους χωριστικούς Σλαβόφωνους. Κύρια διαφορά αυτού του νόμου με την προπολεμική του διατύπωση, ήταν η μεγαλύτερη έμφαση στη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας, αποτέλεσμα της εξάρτησης του ΚΚΕ από την υποστήριξη των Σλαβομακεδόνων και των γειτονικών Κομμουνιστικών Κομμάτων. Η νομοθεσία μεριμνούσε ώστε η ιδεολογική συμμόρφωση να επιβάλλεται με αυστηρό και αυθαίρετο τρόπο. Τιμωρούσε ακόμα και την εκδήλωση απλής πρόθεσης για επιτέλεση των απαγορευμένων πράξεων, μια πρόθεση την οποία αξιολογούσε με διαδικασίες που παρείχαν ελάχιστες διασφαλίσεις στον κατηγορούμενο. Οι Επιτροπές Ασφαλείας και τα στρατοδικεία επέβαλλαν συχνά ποινές αποτρόπαια αυστηρές: μπορούσες να καταδικαστείς, και μόνο αν ήσουν συγγενής γνωστού ενόχου ή αν αρνιόσουν να υπογράψεις δήλωση μετάνοιας (για πράξεις που μπορεί και να μην είχες κάνει). Τα στρατοδικεία τιμωρούσαν μερικές φορές δημοσιογράφους και άλλους, απλώς και μόνο επειδή ασκούσαν κριτική στις αρχές. Digitized by 10uk1s
Πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων (άλλο προπολεμικό εφεύρημα που αναγεννήθηκε στις αρχές του 1948), ήταν απαραίτητο για πρόσληψη σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία, για έκδοση διαβατηρίου και άδειας οδήγησης, ή ακόμα και για εγγραφή στο πανεπιστήμιο. Και πριν εκδώσει τέτοιο πιστοποιητικό η αστυνομία, έκανε έρευνες για το παρελθόν του αιτούντος, αλλά και των συγγενών του 28. Η έκταση των εξουσιών των δυνάμεων ασφαλείας πάνω στους πολίτες, φαίνεται από τον αριθμό των καταδικών που επέβαλλαν. Ο αριθμός των εκτοπισθέντων στα νησιά με απόφαση των Επιτροπών Ασφαλείας, παραμένει ακαθόριστος. Από τα υπάρχοντα στοιχεία, όμως (όπως είναι οι επίσημοι αριθμοί που πήρε η Βρετανική Αστυνομική Αποστολή και ένας υπολογισμός του Ερυθρού Σταυρού) πρέπει να έφτασαν τις 30.000 κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Επιπλέον, πρέπει να εκτοπίστηκαν άλλες 10.000 περίπου κατά τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, με διαταγές διαφόρων στρατιωτικών διοικητών. Κι ακόμα, υπάρχουν οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών που, τα χρόνια 1947-9 τα χωριά τους εκκενώθηκαν με τη βία κι εκείνοι στάλθηκαν στις πόλεις. Αυτοί πρέπει να είναι και οι περισσότεροι από τους 700.000 πρόσφυγες που ανέφερε ότι υπήρχαν τον Ιανουάριο του 1949 η κυβέρνηση. Σύμφωνα με τους επίσημους αριθμούς, 37.000 άτομα δικάστηκαν από τα ειδικά στρατοδικεία και 17.000 καταδικάστηκαν, από τους οποίους οι 3.000 εκτελέστηκαν. Οι κληρωτοί του στρατού που στάλθηκαν στη Μακρόνησο για να αναμορφωθούν από τις αριστερές ιδέες τους, έφτασαν συνολικά τις 29.000. Οποιαδήποτε χρονική στιγμή μέσα στα χρόνια 1947-9, οι κρατούμενοι στις φυλακές αριθμούσαν γύρω στις 20.000. Σύμφωνα με δήλωση της κυβέρνησης, ο συνολικός αριθμός κρατουμένων και εκτοπισμένων τον Σεπτέμβριο του 1949 έφτανε τα 50.000 άτομα. Σ' αυτόν τον αριθμό, όμως, δεν έχουν υπολογιστεί τα πολλά άτομα (που αναφέρονται, για παράδειγμα, από τη Βρετανική Αστυνομική Αποστολή), τα οποία κρατούνταν χωρίς να τους έχει απαγγελθεί κατηγορία 29. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη και οι διάδοχοί της έφεραν βαθμιαία τις διάφορες δυνάμεις του παρακράτους κάτω από επίσημη διαχείριση και διεύθυνση. Πριν από το σχηματισμό της κυβέρνησης Τσαλδάρη, η λευκή τρομοκρατία ήταν έργο άτακτων συμμοριών και των κατώτερων οργάνων των δυνάμεων ασφαλείας που ενεργούσαν κυρίως από δική τους πρωτοβουλία. Τώρα, κατευθυνόταν από ανώτερους αξιωματούχους -και τα πολιτικά αφεντικά τους. Μέσα σ' αυτή τη διαδικασία, οι διώξεις κατά της Αριστεράς αυξήθηκαν γενικά. Τη νέα κατάσταση εικονογράφησε το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου: υπήρξε γενικός και ανοιχτός εκφοβισμός τόσο από τραμπούκους, όσο και από την αστυνομία, ενώ οι εφορευτικές επιτροπές παραβίαζαν τη μυστικότητα της ψήφου ή γέμιζαν με πλαστές ψήφους τις κάλπες 30. Ο ρόλος των άτακτων δυνάμεων της Δεξιάς μειωνόταν, και η ύπαρξή τους ενοχλούσε πια την κυβέρνηση που πιεζόταν από τους Αγγλοαμερικανούς να τις εξοντώσει. Γι' αυτό, ο Τσαλδάρης διατήρησε την απαγόρευση λειτουργίας της «Χ» που είχε επιβληθεί από τον Σοφούλη, και η εθνικιστική αυτή οργάνωση επέζησε μόνο σε επίπεδο τοπικών επιτροπών επαγρύπνησης που βοηθούσαν τις επίσημες αρχές στο κυνήγι των μαγισσών της Αριστεράς. Άλλες συμμορίες βοηθήθηκαν να νομιμοποιήσουν τη θέση τους με τις τρεις αμνηστίες οι οποίες αναγγέλθηκαν στο δωδεκάμηνο που άρχισε τον Νοέμβριο του 1946. Οι περισσότερες απορροφήθηκαν από επίσημες δυνάμεις, ιδίως τις μονάδες τοπικής εθνοφυλακής (γνωστές στην αρχή ως MAY ή ΜΑΔ και στη συνέχεια ως ΜΕΑ ή TEA), που ιδρύθηκαν από το στρατό σε συνεργασία με το υπουργείο Εσωτερικών, από τον Οκτώβριο του 1946. Οι περισσότερες απ' αυτές ήταν στατικές, άμισθες μονάδες που υπεράσπιζαν τα δικά τους χωριά (MAY) ενώ άλλες (ΜΑΔ) ήταν κινητές και πληρώνονταν. Ως τα μέσα του 1947, ο στρατός είχε διαθέσει πάνω από 40.000 όπλα σ' αυτά τα σώματα, και δήλωσε τον Μάιο του 1948 ότι η δύναμή τους ήταν σχεδόν 41.000 άντρες. Η δημιουργία αυτών των Digitized by 10uk1s
τοπικών εθνοφρουρών επέτρεψε στον υπουργό Εσωτερικών να αναγγείλει (ανειλικρινώς) τον Απρίλιο του 1947, ότι οι συμμορίες των ατάκτων ήταν λιγοστές και εξαφανίζονταν. Μερικές, οπωσδήποτε, επέζησαν γιατί τις προστάτευαν δεξιοί βουλευτές και αξιωματικοί του στρατού ή της αστυνομίας, που σε ορισμένες περιπτώσεις τις θεωρούσαν στρατιωτικά αξιόλογες. Έτσι, οι τελευταίοι δεξιοί συμμορίτες δεν υπέκυψαν στην αστυνομική εξουσία παρά μόνο στις παραμονές των εκλογών του 1950 31.
ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ Οι ηγέτες των Λαϊκών έπαιζαν το παιχνίδι της πολιτικής με τους μοναδικούς όρους που γνώριζαν, κι οι οποίοι ήταν αυτοί που ίσχυαν μέχρι το 1936 και που, κάτω από τις συνθήκες του 1946, αποδείχτηκαν καταστροφικοί. Για ν' αντιμετωπιστεί η στρατιωτική απειλή που αντιπροσώπευε το ΚΚΕ, χρειαζόταν είτε κατευνασμός (τον οποίο οι Λαϊκοί και πιθανόν και οι περισσότεροι Κεντρώοι δεν τον σκέφτονταν καν), είτε πόλεμος με πλήρη κινητοποίηση των εθνικών εφεδρειών. Η δεύτερη επιλογή εμποδιζόταν από το φατριασμό της κυβέρνησης Τσαλδάρη που απέκλειε από κάθε αξίωμα τους κεντρώους και τους οπαδούς τους, τα ταλέντα των οποίων χρειάζονταν. Και, στο μεταξύ, οι κρατικοί αξιωματούχοι καταδίωκαν τους κεντρώους και τον Τύπο τους, κι έτσι τους έδιναν αφορμή να επιτίθενται, με τη σειρά τους, στην εκδικητικότητα της κυβέρνησης και να υπογραμμίζουν ότι αυτή δυνάμωνε την ένταση του εμφυλίου πολέμου. Αποτέλεσμα: για τους περισσότερους κληρωτούς, τα κίνητρα να πολεμήσουν τους συμπατριώτες τους για λογαριασμό μιας φατριαστικής κυβέρνησης που πατρονάριζε κακοποιούς, ήταν ελάχιστα. Ο φατριαστικός χαρακτήρας της κυβέρνησης αμβλύνθηκε κατά τη διάρκεια του 1947, κάτω από τις αμερικανικές πιέσεις, που βοηθούνταν από μια αυξανόμενη αναγνώριση, εκ μέρους της Δεξιάς, της ανάγκης για συνασπισμούς. Έτσι, οι Λαϊκοί αναγκάστηκαν να εκχωρούν ένα όλο και πιο μεγάλο τμήμα της εξουσίας στους Φιλελεύθερους αντιπάλους τους μέχρι που, τελικά, στα 1949, έχασαν όλα τα βασικά υπουργεία εκτός από εκείνο των Εξωτερικών, και παραχώρησαν στους Φιλελεύθερους τις μισές νομαρχίες. Σταθμό στη διαδικασία αυτή αποτέλεσε η επιστροφή στην πρωθυπουργία του Σοφούλη, τον Σεπτέμβριο του 1947, και δέκα οπαδών του σε ισάριθμα υπουργεία. Ο Σοφούλης ανακοίνωσε αμέσως την πιο αποφασιστική μέχρι στιγμής αμνηστία, που εξασφάλισε την παράδοση σχεδόν 4.000 αριστερών ανταρτών. Ωστόσο, η κυριαρχία της Δεξιάς στη Βουλή και τις δυνάμεις ασφαλείας, τον εμπόδισε να επιφέρει κι άλλες σημαντικές αλλαγές στην πολιτική έναντι της Αριστεράς. Κι έτσι, το αποτέλεσμα του συνασπισμού ήταν να συσχετίσει τους Φιλελεύθερους με τον πόλεμο των δεξιών κατά του ΚΚΕ. Η άνοδος και των Φιλελευθέρων στην εξουσία βελτίωσε το επίπεδο των υπουργικών ικανοτήτων και αύξησε την υποστήριξη προς την κυβέρνηση. Υπό τον Σοφούλη (που έμεινε πρωθυπουργός μέχρι το θάνατό του, τον Ιούνιο του 1949), η κυβέρνηση εκπροσωπούσε πιθανώς μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού. Ο συνασπισμός, όμως, προκάλεσε μια επιστροφή στην κυβερνητική αστάθεια που είχε υπάρξει μεταξύ Βάρκιζας και εκλογών. Οι Φιλελεύθεροι του Σοφούλη και οι Λαϊκοί ήταν ανήσυχοι συνεταίροι, κι οι πρώτοι δέχονταν αδιάκοπα επιθέσεις από δεξιούς βουλευτές, που τους κατηγορούσαν για επιείκεια προς την Αριστερά. Η αστάθεια ήταν ιδιαίτερα οξεία ανάμεσα στον Οκτώβριο του 1948 και τον Απρίλιο του 1949, περίοδο κρίσιμη για τον πόλεμο. Σ' αυτή την περίοδο των εθνικών βασάνων, το θέαμα των πολιτικών που χόρευαν καντρίλιες μέσα στην ασφάλεια της Αθήνας, γεννούσε πικρίες ακόμα κι ανάμεσα στους οπαδούς της Δεξιάς στις επαρχίες. Η απογοήτευση εντεινόταν από την απουσία εμπνευσμένων ηγετών, και κυρίως ηγετών που να ασκούν οποιαδήποτε έλξη στους νέους 32. Όλοι όσοι ανέλαβαν πρωθυπουργοί στα Digitized by 10uk1s
χρόνια 1946-9 ήταν ηλικιωμένοι -κι έδειχναν την ηλικία τους. Ο Σοφούλης ήταν αυτός που πλησίασε περισσότερο το ρόλο του πολεμικού ηγέτη, αλλά είχε περάσει τα ογδόντα, και οι σωματικές και πνευματικές ικανότητές του έφθιναν. Από τους άλλους πρωθυπουργούς του εμφυλίου πολέμου, ο Τσαλδάρης (Απρίλιος 1946-Ιανουάριος 1947) ήταν μια μικρόνοη μετριότητα, ενώ ο Δημήτριος Μάξιμος (Ιανουάριος-Αύγουστος 1947) και ο Αλέξανδρος Διομήδης (Ιούνιος 1949-Ιανουάριος 1950) υπήρξαν άχρωμοι τοποτηρητές. Ο βασιλιάς Παύλος (που διαδέχθηκε τον αδερφό του Γεώργιο τον Απρίλιο του 1947) και η βασίλισσά του Φρειδερίκη, που επισκέπτονταν συχνά τις χτυπημένες απ' τον πόλεμο περιοχές, έδειχναν να κερδίζουν μεγαλύτερη δημοτικότητα από κάθε πολιτικό 33. Πολλά από τα μειονεκτήματα των πολιτικών ήταν παραδοσιακά, ιδίως η έγνοια τους για την προώθηση προσωπικών και κομματικών συμφερόντων σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Αλλά υπήρχαν και άλλες παλιές αδυναμίες στο πολιτικό σύστημα, που το ΚΚΕ τις εκμεταλλευόταν αποτελεσματικά. Μια απ' αυτές ήταν το γενικά χαμηλό επίπεδο ικανοτήτων και εντιμότητας στις δημόσιες υπηρεσίες, όπου οι πειρασμοί για δωροδοκίες και εξαγορές αυξάνονταν με την κακή οικονομική κατάσταση. Μέσα στα χρόνια 1945-9, τοπικές επιτροπές εκταμίευσαν τεράστια ποσά για την ανακούφιση των φτωχών, ποσά που το 1945-7 προέρχονταν από την UNRRA, και αργότερα από την κυβέρνηση. Ήταν φυσιολογικό αυτή η βοήθεια να μοιράζεται με τρόπο διεφθαρμένο ή φατριαστικό, και τα θύματα αυτής της κακής διανομής ήταν γενικά αριστεροί. Η αδυναμία της διοίκησης ήταν, επίσης, ένας σημαντικός λόγος για την κακή κατανομή των βαρών του πολέμου. Υπήρχαν κραυγαλέα περιστατικά αποφυγής της στρατιωτικής υπηρεσίας από γόνους πλουσίων οικογενειών, και φαίνεται πως ήταν συνηθισμένο να αποφεύγουν την υπηρεσία στα ΜΕΑ όσοι είχαν «τα μέσα». Οι διοικητικές αδυναμίες ήταν ίσως αποφασιστικός λόγος για τον οποίο δεν μπορούσε να αναμορφωθεί το αναχρονιστικό φορολογικό σύστημα, και δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί κάποιο αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου των τιμών 34. Μια άλλη παραδοσιακή ανεπάρκεια, που τώρα γινόταν εξωφρενική, ήταν ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός. Οι τοπικοί αξιωματούχοι περνούσαν μεγάλο μέρος του χρόνου τους στην Αθήνα χτυπώντας πόρτες, προσπαθώντας να αποσπάσουν αποφάσεις από υπουργεία ή απολαμβάνοντας τις ανέσεις της πρωτεύουσας. Αυτό συνέβαινε με γενικούς διοικητές, νομάρχες, δημάρχους, δικαστικούς, αξιωματικούς της χωροφυλακής και, βέβαια, βουλευτές (που οι περισσότεροι, κατά τα φαινόμενα, απουσίαζαν μονίμως από τις εκλογικές τους περιφέρειες). Ως αποτέλεσμα, οι επαρχίες, και κυρίως οι βόρειες, αισθάνονταν παραμελημένες από «την κυβέρνηση της Αθήνας», ενώ τα ορεινά χωριά ένιωθαν εντελώς παρατημένα -κυρίως εκείνα που είχαν οργανωθεί από το ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής 35 . Τους κινδύνους αυτής της κατάστασης αντιλήφθηκε ένας αξιωματικός της χωροφυλακής της Ναυπάκτου, ο οποίος εξήγησε τον Νοέμβριο του 1947 γιατί οι χωρικοί των ορεινών περιοχών έπεφταν θύματα της κομμουνιστικής προπαγάνδας. Αυτός, λοιπόν, ανέφερε ότι ούτε πριν, ούτε μετά τον πόλεμο, είχαν νιώσει «τη φροντίδα και τη στοργή του κράτους». Ότι οι μόνοι εκπρόσωποι του κράτους που ενδιαφέρονταν για τα προβλήματά τους ήταν χωροφύλακες, αμόρφωτοι παπάδες και δάσκαλοι πολιτικά σαθροί, αν όχι κομμουνιστές. Κι αν ποτέ τους επισκέπτονταν κάποιοι ανώτεροι αξιωματούχοι, αυτοί τους έδιναν την εντύπωση ότι το κράτος αδιαφορούσε για τις ανάγκες τους. Συχνά, συζητώντας με χωρικούς της Ρούμελης ή της Θράκης, άκουγε ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένας ανώτερος αξιωματικός ανασκεύαζε τις λανθασμένες εντυπώσεις που είχαν δημιουργήσει οι αντίπαλοι προπαγανδιστές. Τους πολιτικούς, οι χωρικοί τους έβλεπαν σπανίως και ελάχιστα, στις προεκλογικές περιόδους. Οι ανώτερες τάξεις (μητροπολίτες, επαγγελματίες, βιομήχανοι, μεγαλέμποροι) δεν είχαν καμιά επαφή μαζί τους. Κι ωστόσο, οι χωρικοί χρειάζονταν απελπισμένα οικονομική βοήθεια και πολιτική διαφώτιση. Εκείνοι που τα χωριά τους εκκενώνονταν, ζούσαν χειμωνιάτικα στο ύπαιθρο, στα περίχωρα της Λαμίας, Digitized by 10uk1s
κι εξαιτίας της έλλειψης χορτονομής αναγκάζονταν να πουλάνε πάμφθηνα τα ζώα τους σε εμπόρους που κερδοσκοπούσαν σε βάρος τους 36. Οι αριστεροί αντάρτες χειροτέρεψαν την απομόνωση των χωρικών, αναγκάζοντας τους προέδρους των χωριών, τους δασκάλους, τους αστυνομικούς, τους γιατρούς και τους παπάδες να φεύγουν από τα χωριά τους για την κοντινότερη πόλη. Οι παπάδες φαίνεται πως ήταν οι τελευταίοι που έφευγαν. Αυτή η υποχώρηση του κράτους από τα βουνά άρχισε σε τμήματα της βόρειας Ελλάδας από τον Ιανουάριο κιόλας του 1946. Το αποτέλεσμα ήταν, για ένα μεγάλο μέρος της αγροτικής Ελλάδας, η επιστροφή στις συνθήκες της Κατοχής και, στους επόμενους έξι περίπου μήνες, στην εξουσία του ΕΑΜ. Ως τον Ιούνιο του 1948, το ένα τρίτο περίπου των αγροτικών σταθμών της χωροφυλακής είχαν κλείσει, ενώ το ποσοστό πάνω στα βουνά πρέπει να ήταν ακόμα πιο ψηλό. Τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, ο Γουίκαμ έγραφε για τη χωροφυλακή ότι «γίνεται πολλή αστυνομική εργασία εξαιτίας της έλλειψης εκπαιδευμένων χωροφυλάκων και των συνθηκών που επικρατούν στα περισσότερα μέρη της χώρας». Η θλιβερή κατάσταση πολλών ορεινών περιοχών εικονογραφείται από το νομό της Δράμας όπου, τον Οκτώβριο του 1949, βρέθηκε ότι οι 35 από τους 40 γιατρούς ζούσαν στην πρωτεύουσα του νομού, ενώ το ένα τρίτο και παραπάνω των σχολείων ήταν κλειστά 37. Καλά πληροφορημένοι ξένοι, έβρισκαν το 1948-9 ότι αυτές οι ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος υπονόμευαν το ηθικό της εθνικιστικής πλευράς και ενίσχυαν την προσχώρηση ατόμων στον Δημοκρατικό Στρατό. Ο επικεφαλής της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής ανέφερε ότι η έλλειψη επιθετικού πνεύματος που παρατηρούνταν γενικά στον εθνικό στρατό, οφειλόταν κατά ένα μέρος «σε έλλειψη εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση», έλλειψη πίστης στον αγώνα της και, κυρίως, στα ανεπαρκή οικογενειακά εισοδήματα. Ο Άγγλος στρατιωτικός ακόλουθος έγραφε τότε ότι «η γενική επίγνωση των εξόφθαλμων αδικιών, η ανισότητα των δικαιωμάτων και ο εγωισμός, σε συνδυασμό με το ατέλειωτο παιχνίδι της κομματικής συναλλαγής... στην Αθήνα... δείχνει να έχει δημιουργήσει μια πηγή έμπνευσης για το στρατό των ανταρτών... και ταυτόχρονα... να διαβρώνει το ηθικό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων...» Και ένας Άγγλος επισκέπτης στη Θεσσαλονίκη, που ρώτησε αιχμαλώτους εναντίον τίνος πολεμούσαν, πήρε την απλή απάντηση «την Αθήνα» 38. Εκείνα τα χρόνια, ο κάθε στρατός έκανε έντονη προπαγάνδα τόσο προς την αντίπαλη πλευρά, όσοι και προς τους δικούς του μαχητές. Ενώ όμως η εθνικιστική προπαγάνδα είχε να καλύψει τα εμφανή μειονεκτήματα του καθεστώτος της Αθήνας, ο Δημοκρατικός Στρατός είχε λιγότερα πρακτικά προβλήματα, κι έτσι μπορούσε να δίνει συναρπαστικές υποσχέσεις. Οπωσδήποτε, φαίνεται πιθανό ότι μια πλειοψηφία του πληθυσμού, όσο κι αν ένιωθε ελάχιστο ενθουσιασμό για τον αγώνα των εθνικοφρόνων, τους προτιμούσε από τον Δημοκρατικό Στρατό. Ένας λόγος ήταν ότι η εθνική κυβέρνηση είχε κάτω από τον έλεγχό της τον πληθυσμό και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Έτσι, διέθετε τεράστια οικονομική δύναμη. Μπορεί πραγματικά να δει κανείς πόσο επηρέαζε οικονομικά η κυβέρνηση την πλειοψηφία του πληθυσμού, αν υπολογίσει όχι μόνο όσους εργάζονταν στο δημόσιο ή σε υπηρεσίες που ελέγχονταν απ' αυτό, αλλά και τις μάζες των ανέργων που έλπιζαν να εξασφαλίζουν έναν τέτοιο διορισμό, τους επιχειρηματίες (όλους, ίσως, ή τους περισσότερους) που χρειάζονταν κρατική άδεια για τη δουλειά τους, τους λιανοπωλητές και τους καταστηματάρχες που υπόκεινταν στους κανονισμούς της αγορανομίας, τους χωρικούς που έπαιρναν ή έλπιζαν να πάρουν δάνεια από την Αγροτική Τράπεζα, και τους εκτοπισμένους ή πρόσφυγες που έπαιρναν επιδόματα βοήθειας 39 . Με όλα αυτά, η κυβέρνηση έπαιρνε με το μέρος της τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού που δεν είχε ισχυρές ιδεολογικές τοποθετήσεις, αλλά ήταν διατεθειμένη να υποστηρίξει όποια πλευρά ασκούσε ρυθμιστική εξουσία στην καθημερινή της ζωή. Επιπλέον, η αμερικανική υποστήριξη έκανε Digitized by 10uk1s
κατά πάσα πιθανότητα πιο ελκυστική την εθνικιστική πλευρά στον περισσότερο κόσμο, επειδή έβλεπαν γενικά την Αμερική σαν μέρος επιθυμητό για μετανάστευση και σαν πλούσια πηγή βοήθειας. Οι κομμουνιστικές χώρες δεν είχαν να προσφέρουν παρόμοια πλεονεκτήματα και μερικές έδειχναν να απειλούν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Φαίνεται απίθανο ότι ακόμα και το ΕΑΜ -με το πατριωτικό του φωτοστέφανο και το πρόγραμμά του για ειρηνικές μεταρρυθμίσεις- θα μπορούσε να κερδίσει την πλειοψηφία αν γίνονταν τίμιες εκλογές τον Μάρτιο του 1946. Και το ΚΚΕ, πρέπει να ήταν ακόμα λιγότερο ελκυστικό για το εκλογικό σώμα, όταν ξεκίνησε μια ένοπλη ανταρσία που προκαλούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες και εξαρτιόταν φανερά απ' την υποστήριξη των παραδοσιακών εχθρών της Ελλάδας, πέρα από το γεγονός ότι κουβαλούσε μαζί του και τον κίνδυνο απώλειας μέρους ή και όλης της Μακεδονίας.
Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ Κατά τη διάρκεια του 1947, έγινε φανερό ότι ο Δημοκρατικός Στρατός θα μπορούσε να ηττηθεί μόνο αν ο εθνικός στρατός έλεγχε απόλυτα τις εναντίον του επιχειρήσεις. Έτσι, από τα μέσα του 1947, το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας, ύστερα από αμερικανικές πιέσεις, σχεδίασε τη μεταφορά των πολεμικών αρμοδιοτήτων της χωροφυλακής στο στρατό, και τη διάλυση των ταγμάτων χωροφυλακής, που ήταν περίπου είκοσι οκτώ. Εξαιτίας των ελλείψεων του στρατού σε ανθρώπινο δυναμικό, η τελευταία αυτή ενέργεια θα γινόταν πολύ αργά κι έτσι, στα μέσα του 1948, υπήρχαν ακόμα αρκετές χιλιάδες χωροφύλακες στα πεδία των μαχών. Το 1947, πάντως, ο στρατός ανέλαβε την ευθύνη της ασφάλειας στην ηπειρωτική Ελλάδα, και κατά το τέλος της ίδιας χρονιάς ανέλαβε παρεμφερή καθήκοντα και στην Πελοπόννησο. Η ευθύνη αυτή, έφερε μαζί της και τον έλεγχο των μονάδων της εθνοφυλακής, καθώς και των χωροφυλάκων όταν αυτοί έπαιρναν μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις 40 . Μέχρι τότε, αυτού του είδους οι επιχειρήσεις βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο πολιτικών όπως ο Ζέρβας (όταν ήταν υπουργός Δημόσιας Τάξης, από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 1947). Και το αποτέλεσμα ήταν να ασκείται τρομοκρατία στους πολίτες, που οδηγούνταν έτσι στην αγκαλιά των αριστερών ανταρτών41. Από 'κεί και μετά, πάντως, ο έλεγχος των μονάδων της Εθνοφυλακής και των υπολοιπόμενων ομάδων ατάκτων πέρασε από τους πολιτικούς στο στρατό 42. Με τον τρόπο αυτό, ο πληθυσμός υπαγόταν όλο και πιο πολύ κάτω από τη στρατιωτική εξουσία. Από την αρχή του πολέμου, οι πολιτικοί ασκούσαν ελάχιστο έλεγχο στα ειδικά στρατοδικεία τα οποία, ορισμένες φορές, ενεργούσαν ύστερα από προτροπή ομάδων Χιτών. Στρατοδικεία εγκαταστάθηκαν τώρα και σε καινούριες περιοχές, μέχρι που, από τον Νοέμβριο του 1948 υπήρχε ένα σε κάθε νομό. Από τον ίδιο μήνα, ο στρατιωτικός νόμος ίσχυσε σ' όλη τη χώρα, επιτρέποντας στους στρατιωτικούς διοικητές να επιβάλλουν λογοκρισία στον Τύπο, να περιορίζουν τις μετακινήσεις των πολιτών, να επιβάλλουν την καταγγελία αριστερών δραστηριοτήτων, να καθορίζουν τους όρους κάτω από τους οποίους δινόταν αμνηστία και να διατάζουν μαζικές συλλήψεις. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονταν μέσω της αστυνομίας, που μπήκε κάτω από στρατιωτικό έλεγχο. Οι στρατιωτικές ειδήσεις στον Τύπο περιορίστηκαν στα επίσημα ανακοινωθέντα του Γενικού Επιτελείου. Στις περιοχές όπου δρούσαν αντάρτες, οι στρατιωτικοί διοικητές μπορούσαν να επιβάλλουν στις τοπικές αρχές να ικανοποιούν τις απαιτήσεις του στρατού 43. Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο ο στρατός έλεγχε τους πολίτες, ήταν η στρατολογία. Όσοι κληρωτοί χαρακτηρίζονταν αριστεροί από τις ειδικές στρατιωτικές επιτροπές (που ενεργούσαν εν μέρει με πληροφορίες της αστυνομίας) στέλνονταν από τα μέσα του 1947 στο στρατόπεδο αναμόρφωσης της Μακρονήσου, πενήντα χιλιόμετρα από την Αθήνα. Η δοκιμασία της αναμόρφωσης περιλάμβανε αποκήρυξη των κομμουνιστικών δοξασιών και εκφώνηση Digitized by 10uk1s
λόγου στους συγκρατουμένους τους. Η εκπαίδευσή τους, που βασιζόταν στον πατριωτισμό και τη θρησκεία, ήταν χοντροκομμένη και οι μέθοδοι διδασκαλίας αποκαλύπτονται από το σχόλιο ενός Βρετανού αξιωματικού που επισκέφθηκε το στρατόπεδο, κι ο οποίος είχε διοικήσει στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Γερμανία: «Τα σπασμένα πλευρά είναι καθημερινό φαινόμενο στη Μακρόνησο». Τελικά, οι θηριωδίες της Μακρονήσου προκάλεσαν εθνικό σκάνδαλο. Πριν αποκαλυφθούν, όμως, το στρατόπεδο κέρδισε τέτοια αποδοχή, ώστε από το 1948 έως το 1950 πολλές χιλιάδες εκτοπισμένων πολιτών βρίσκονταν στο απόλυτο έλεος των στρατιωτικών διοικητών του 44. Οι αξιωματικοί του στρατού επιθυμούσαν μια σταθερή δεξιά κυβέρνηση και, κατά συνέπεια, θορυβήθηκαν από την κατάρρευση της κυβερνητικής σταθερότητας τον Αύγουστο του 1947, και την επιστροφή στην εξουσία του Σοφούλη, ο οποίος κήρυττε τον κατευνασμό. Η ανοχή του ΚΚΕ και της εφημερίδας του στην Αθήνα, ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική. Τον Αύγουστο ο Βεντήρης, ως αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, διέταξε ουσιαστικά τον βασιλιά, εξ ονόματος του στρατού, να βάλει τέλος στην κυβερνητική κρίση, κι ο βασιλιάς συμμορφώθηκε διορίζοντας ξανά τον Τσαλδάρη πρωθυπουργό. Τότε όμως, οι Αμερικανοί επέβαλαν το δικό τους έλεγχο στην κατάσταση, εξαναγκάζοντας τον Τσαλδάρη να παραχωρήσει τη θέση του στον Σοφούλη. Οι περισσότεροι στρατιωτικοί ηγέτες αναγνώρισαν τότε ότι ο αμερικανικός παράγοντας ήταν αποφασιστικός, κι ότι οι Αμερικανοί αντιτίθενταν στην ανάμιξη του στρατού στην πολιτική. Οι αξιωματικοί, όμως, συνέχισαν ν' ανησυχούν για την αστάθεια του συνασπισμού και για τις προθέσεις των Φιλελεύθερων υπουργών. Κι άρχισαν να δυσπιστούν γενικά προς τους πολιτικούς. Ένιωθαν απογοητευμένοι από την αδυναμία των πολιτικών να τους στηρίξουν, κυρίως στο θέμα της εξασφάλισης της λαϊκής υποστήριξης στην πολεμική προσπάθεια 45. Ορισμένοι διοικητές έδειχναν την περιφρόνησή τους στους Φιλελεύθερους υπουργούς μέσα από τις δίκες στα στρατοδικεία, όπως σε μια περίπτωση κατά τεσσάρων εκδοτών αθηναϊκών εφημερίδων και σε μια άλλη κατά δύο ατόμων που είχαν ήδη καταδικαστεί από στρατοδικείο αλλά είχαν ασκήσει με επιτυχία έφεση σε ανώτερο πολιτικό δικαστήριο. Στη διάρκεια της κυβερνητικής κρίσης του Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 1948, ο ΙΔΕΑ έστειλε ανώνυμες επιστολές σε διάφορους εξέχοντες πολιτικούς, απαιτώντας μη κομματική κυβέρνηση. Οι αποδέκτες, όμως, δεν πήραν στα σοβαρά την απαίτηση αυτή 46. Κάθε παραπέρα τάση των στρατιωτικών να παρέμβουν στην πολιτική, εμποδίστηκε από το διορισμό του Παπάγου στην αρχιστρατηγία, τον Ιανουάριο του 1949. Ο Παπάγος, με το κύρος και τη βασιλοφροσύνη του, επιβαλλόταν αδιαμφισβήτητα στον ΙΔΕΑ και σε κάθε άλλον αξιωματικό. Και ο στρατιωτικός νόμος που θα διαρκούσε όσο εκείνος θα έκρινε αναγκαίο, του έδινε σχεδόν δικτατορικές εξουσίες. Έτσι, ενώ ήταν έτοιμος να πιέσει τους Αμερικανούς για τα εφόδια και τις δυνάμεις που θεωρούσε αναγκαίες, αποδεχόταν την προτίμησή τους για ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς. Αντίθετα από την κατάσταση που διαμορφώθηκε στο στρατό υπό τον Παπάγο, η αστυνομία εξακολούθησε να υπόκειται σε εκτεταμένες κομματικές επεμβάσεις, και στις προαγωγές και στις μεταθέσεις, σε βαθμό που να βλάπτονται η αποτελεσματικότητα και η συνοχή της. Ο Γουίκαμ έγραφε τον Ιανουάριο του 1952 ότι ενώ οι αξιωματικοί της χωροφυλακής έπρεπε να υπηρετήσουν δυο χρόνια τουλάχιστον σε μια θέση πριν μετατεθούν ξανά, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που παρέμεναν τόσο στις θέσεις τους. Η χωροφυλακή της Θεσσαλονίκης, ωστόσο, που είχε σχετικά μεγάλη συνοχή, γλίτωσε για κάποιο λόγο τις πολιτικές μεταθέσεις. Κι ακόμα, η Αστυνομία Πόλεων δεν πρέπει να υπέφερε πολλά απ' αυτές, καθώς υπήρχε ουσιαστικά μόνο στην Αθήνα και τον Πειραιά. Κατά τα άλλα, όμως, οι επιπτώσεις της κυβερνητικής αστάθειας στην αστυνομία ήταν καταστροφικές. Για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Ρέντης, υπουργός Δημόσιας Τάξης του Σοφούλη στα χρόνια 1947-9, προσπάθησε να δημιουργήσει κομματική πελατεία μέσα στο σώμα, προάγοντας πολλούς πέρα από κάθε όριο νομιμότητας, και διατάσσοντας 800 μεταθέσεις στους τέσσερις Digitized by 10uk1s
πρώτους μήνες της υπουργίας του 47. Εκείνο που, προφανώς, δεν μπόρεσε να επιτύχει, ήταν να αλλοιώσει τις πολιτικές πεποιθήσεις του σώματος, πράγμα που δεν εκπλήσσει καθώς η αστυνομία στο σύνολό της πολεμούσε κατά του ΚΚΕ. Ούτε, καταπώς φαίνεται, μπόρεσε ο Ρέντης να κάνει πολλά πράγματα για να διαλύσει τα τοπικά δίκτυα αμοιβαίων επιρροών που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ αξιωματικών του στρατού και της αστυνομίας και δεξιών κομματαρχών, που όλοι τους μισούσαν την Αριστερά και δυσπιστούσαν απέναντι στους κατευναστές Φιλελεύθερους 48. Ο ειδικός ρόλος της αστυνομίας στον πόλεμο ήταν η συλλογή πληροφοριών. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητά της σ' αυτό το ρόλο μειωνόταν από τις πολιτικές μεταθέσεις, και από την αποτυχία των κυβερνήσεων του 1945 να εκκαθαρίσουν και να επανεκπαιδεύσουν τους αξιωματικούς της. Μια άλλη ατυχία της ήταν η κατάρρευση, το 1941, του δραστήριου οργανισμού που είχε δημιουργηθεί τον καιρό του Μεταξά. Η γερμανική εισβολή είχε αναγκάσει τον υπουργό αστυνομίας του Μεταξά, τον Μανιαδάκη, να δραπετεύσει στο εξωτερικό (μαζί με πολλούς από τους αστυνομικούς υφισταμένους του). Και μετά την Απελευθέρωση, εξακολουθούσε να είναι πολύ αντιπαθής στους πολιτικούς ώστε να μπορέσει να αναλάβει ξανά καθήκοντα. Ο κλάδος της αστυνομίας που ήταν κυρίως υπεύθυνος για τον αντικομμουνιστικό αγώνα, η Ειδική Ασφάλεια, είχε γίνει τόσο μισητή υπό τον Μεταξά και τις κατοχικές κυβερνήσεις, ώστε να διαλυθεί μετά την Απελευθέρωση, κι ακόμα και το αρχηγείο της να καταστραφεί κατά τα Δεκεμβριανά. Από 'κεί και πέρα, η αστυνομία δεν είχε κάποια ιδιαίτερη οργάνωση με ειδικά εκπαιδευμένους αξιωματικούς που να ασχολείται αποκλειστικά με την πολιτική ασφάλεια. Συνδυασμός λοιπόν όλων αυτών των παραγόντων, συνέβαλε στην εξόφθαλμη αδυναμία της χωροφυλακής κατά το μεγαλύτερο μέρος του εμφυλίου πολέμου, και στην κακή πληροφόρησή της για την κατάσταση που επικρατούσε στις αγροτικές περιοχές όπου δρούσαν οι αντάρτες. Μια ακόμα δυσχέρεια, κυρίως στα χρόνια 1946-7, ήταν η απροθυμία των χωρικών να δίνουν πληροφορίες, είτε από αγάπη είτε από φόβο για τους αντάρτες. Αναφορικά με τη Βόρεια Ελλάδα, ο Γουίκαμ παρατήρησε (έχοντας κατά νου την εμπειρία που αποκόμισε στην Ιρλανδία) ότι «η έλλειψη συνεργασίας των πολιτών είναι ό,τι πιο δύσκολο μπορεί ν' αντιμετωπίσει οποιαδήποτε αστυνομική δύναμη» 49. Από το 1948, όμως, το πρόβλημα αυτό ξεπεράστηκε καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας έγιναν αρκετά δυνατές ώστε ο κόσμος να τις φοβάται περισσότερο από τους αντάρτες. Κατά τον τελευταίο χρόνο του εμφυλίου πολέμου, η χωροφυλακή συνέβαλε στη νίκη ξεσκεπάζοντας τα αγροτικά δίκτυα πληροφοριών και εφοδίων του Δημοκρατικού Στρατού, και επιλέγοντας τα θύματα των μαζικών συλλήψεων. Μέσα σ' αυτή την περίοδο που ο στρατιωτικός νόμος είχε επιβληθεί σ' ολόκληρη τη χώρα, η χωροφυλακή ήταν εκείνη που συνέχισε να συλλέγει τις περισσότερες πληροφορίες, τις οποίες έπαιρναν και συντόνιζαν οι στρατιωτικοί διοικητές 50. Στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη η αστυνομία τα κατάφερε καλύτερα να ελέγχει τον πληθυσμό, βοηθούμενη ίσως και από το ότι εκεί ήταν σχετικά ελεύθερη από πολιτικές μεταθέσεις. Κι ακόμα, οι άντρες της εκεί ήταν αποφασισμένοι να εκδικηθούν για τις φρικαλεότητες που υπέφεραν πριν από τον Ιανουάριο του 1945. Έτσι, στις πόλεις και τις κωμοπόλεις η αστυνομία έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο στη συλλογή πληροφοριών για τους οπαδούς της Αριστεράς. Οι προσπάθειές τους αυτές, τους επέτρεψαν να συλλάβουν μαζικά αριστερούς τον Μάρτιο και τον Ιούλιο του 1947. Κι έτσι, εμπόδισαν πολλούς κομμουνιστές να βγουν στο βουνό. Στο ενεργητικό της αστυνομίας καταγράφεται κατά μέγα μέρος το ότι οι κομμουνιστές των πόλεων συνέβαλαν πολύ λίγο στον ένοπλο αγώνα του κόμματός τους. Από τις αρχές του 1947 έως τα μέσα του 1948, η αστυνομία εξάρθρωσε τις μαζικές οργανώσεις του ΚΚΕ στις μεγάλες πόλεις, και στην Αθήνα ειδικά φαίνεται ότι ως τον Απρίλιο του 1949 είχε συλλάβει όλα τα σημαντικά στελέχη.
Digitized by 10uk1s
Όλα αυτά, επιτεύχθηκαν εν μέρει με ικανή αστυνομική εργασία -που απέσπασε το θαυμασμό της Αστυνομικής Αποστολής- και εν μέρει με εντατική παρακολούθηση και τρομοκράτηση του πληθυσμού. Για παράδειγμα, η αστυνομία υποστήριζε ότι το 1948, η τακτική που εφάρμοσε να κάνει έρευνες σε σπίτια της Θεσσαλονίκης τα χαράματα, δυσκόλευε τους κομμουνιστές που διείσδυαν στην πόλη να βρίσκουν καταφύγιο, ακόμα και στα σπίτια των συγγενών τους. Στην Αθήνα, πάλι, η αστυνομία συνέλαβε 700 άτομα ύστερα από επιδρομή σε καφενεία και εστιατόρια γύρω από την Ομόνοια, στις 10 Μαρτίου 1948, ενώ συνολικά συνέλαβε και ανέκρινε 5.267 άτομα σε ελέγχους που έκανε στο δρόμο και σε κέντρα, μέσα σε τέσσερις μήνες του ίδιου χρόνου, και άλλα 1.714 τον Ιανουάριο του 1950 51. Σημαντικός παράγοντας στην επιτυχία της αστυνομίας της Αθήνας, ήταν η πείρα του αρχηγού της Άγγελου Έβερτ, που κατείχε αυτή τη θέση από το 1941 και είχε διακριθεί στην Αντίσταση ακριβώς από αυτή τη θέση. Αργότερα, ειπώθηκε ότι είχε αποκτήσει φίλους σ' όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου -εκτός από τους κομμουνιστές- κι ότι ήξερε τόσα πολλά, άπλυτα, ηγετικών πολιτικών, ώστε ήταν δύσκολο να τον βγάλουν από τη θέση του. Ο Γουίκαμ καταθέτει μαρτυρίες για την ικανότητά του, σημειώνοντας ότι «είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση κι ήταν εξαιρετικά καλά πληροφορημένος» όταν αντιμετώπισε μια απεργία τον Σεπτέμβριο του 1945. Γενικά, η Αστυνομία Πόλεων υπέφερε λιγότερο από τα γεγονότα της Κατοχής και της Απελευθέρωσης σε σύγκριση με τη Χωροφυλακή, και έφτασε (σύμφωνα με τη Βρετανική Αστυνομική Αποστολή) σε ένα λογικό επίπεδο στη δίωξη του εγκλήματος από το 1946 κιόλας 52. Καθώς η ύπαιθρος εκκαθαριζόταν από τους αντάρτες, η χωροφυλακή επέβαλλε στον πληθυσμό παρακολούθηση εξίσου στενή μ' εκείνη που εφαρμοζόταν στις πόλεις. Και με τη διαδικασία αυτή, διέλυσε ό,τι είχε απομείνει από την οργάνωση του ΚΚΕ. Η επαναλειτουργία των αγροτικών τμημάτων και σταθμών χωροφυλακής είχε ξεκινήσει ήδη τον Μάρτιο του 1949, και ολοκληρώθηκε σχεδόν ως τα μέσα του 1950, αν και θα χρειαζόταν πολύς καιρός ακόμα για να επισκευαστούν οι ζημιές στα κτίρια και να εφοδιαστούν με τηλέφωνα. Θα χρειαζόταν ακόμα καιρός για να στελεχωθεί με ειδικευμένο προσωπικό ένα σώμα που ως τότε ασχολιόταν με στρατιωτικά καθήκοντα. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι από τους 1.820 υπενωμοτάρχες της χωροφυλακής ήταν, σύμφωνα με τον Γουίκαμ, ακατάλληλοι να αναλάβουν έναν αστυνομικό σταθμό. Όταν εγκαταστάθηκαν ξανά στους σταθμούς τους, οι χωροφύλακες θεώρησαν ότι το βασικό τους καθήκον ήταν να φτιάξουν δίκτυα καταδοτών και να καταρτίσουν καταλόγους υπόπτων που έπρεπε να παρακολουθούνται -όπως, λόγου χάρη, οι εκτοπισμένοι που επέστρεφαν στον τόπο τουςκαθώς οι προϊστάμενοί τους τους πίεζαν συνεχώς να δείχνουν τις ικανότητές τους, παρενοχλώντας τέτοιους ανθρώπους. Ο Άγγλος πρόξενος στην Πάτρα δήλωσε ότι τον Αύγουστο του 1949 ο έλεγχος των χωροφυλάκων στους χωρικούς ήταν «πλήρης». Ακόμα και τους Φιλελεύθερους να συμπαθούσε κανείς, μπορούσε να αντιμετωπίσει «σοβαρές συνέπειες». Κλήση για παρουσίαση στο αστυνομικό τμήμα, έπρεπε να υπακουστεί στη στιγμή. Και σ' ένα χωριό που το ανοικοδομούσαν, κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει ένα σπίτι αν δεν επιβεβαιωνόταν πρώτα η «εθνικοφροσύνη» του, όπως το γνώριζε προσωπικά ο πρόξενος. Ένας από τους λόγους της καταπιεστικής συμπεριφοράς των χωροφυλάκων, ήταν η στρατιωτική νοοτροπία που είχαν αποκτήσει. Αναφερόμενη τον Οκτώβριο του 1950 σε ένα πρόσφατο επεισόδιο κοντά στη Σπάρτη, όπου χωροφύλακας σκότωσε πάνω στο θυμό του έναν πολίτη, η Αστυνομική Αποστολή σημείωνε (υποβιβάζοντας κλασικά το γεγονός) ότι πολλοί χωροφύλακες είχαν ακόμα την τάση «να το παρακάνουν» απέναντι στο κοινό 53. Στο σύνολο της χώρας, η αστυνομία παρέμεινε σε κατάσταση συναγερμού όσον αφορά στις δραστηριότητες του ΚΚΕ, πιστεύοντας -το 1950 ακόμα- ότι οι οπαδοί του αναδιοργανώνονταν εκτεταμένα. Κυρίως, την απασχολούσαν απόπειρες του ΚΚΕ να στείλει στην Ελλάδα αντάρτες από τα βόρεια σύνορα, με σκοπό να διαβρώσει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις στις πόλεις. Ενάντια στο πρώτο ενδεχόμενο, τον Δεκέμβριο του 1949 διέθετε το Digitized by 10uk1s
10 τοις εκατό των δυνάμεών της σε περιπολίες, ποσοστό που μειώθηκε βαθμιαία μέσα στα επόμενα δυο χρόνια. Η τάση αυτή, πάντως, οδήγησε την αστυνομία στο να συλλαμβάνει και να ασκεί δίωξη χωρίς αιτία, σε πολύ κόσμο. Για παράδειγμα, θεωρούσαν ως ένδειξη κομμουνιστικών πεποιθήσεων τη συμμετοχή κάποιου στην Αντίσταση. Τόσο διαβόητη είχε γίνει αυτή η έλλειψη κρίσης, ώστε τον Ιανουάριο του 1951 εξέχων δικαστικός διακήρυξε μέσα στο δικαστήριο ότι δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στις καταθέσεις αστυνομικών, για τις πολιτικές πεποιθήσεις του κόσμου. «Δεν ξέρω πότε θα καταγραφώ κι εγώ ως Κομμουνιστής», φέρεται να είπε, «επειδή η Ασφάλεια ενεργεί σύμφωνα με την άποψη του οποιουδήποτε αστυφύλακα» 54. Με τον τερματισμό των εχθροπραξιών, κατόρθωσε κι η χωροφυλακή να βελτιώσει το επίπεδο της φυσιολογικής αστυνομικής της εργασίας. Το σώμα μπόρεσε να γίνει πιο εκλεκτικό στη στρατολόγηση αντρών, και να επιμηκύνει τις περιόδους εκπαίδευσης στους διάφορους βαθμούς και θέσεις, ενώ άρχισε να στέλνει σε επιμορφωτικές σχολές τους αξιωματικούς του. Κάτω από την πίεση των Κεντρώων κυβερνήσεων, έγιναν προσπάθειες για να βελτιωθούν οι σχέσεις της με το κοινό. Βελτιώθηκε επίσης αξιοσημείωτα η αποδοτικότητά της στην καταγγελία και επίλυση μη πολιτικών αδικημάτων. Μέσα στο 1950, δραστήριοι υπουργοί Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης επέβαλλαν απολύτως απαραίτητες μεταρρυθμίσεις σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των φυλακών, του ποινικού κώδικα και των νόμων σχετικά με την οργάνωση της χωροφυλακής55. Το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα αυτής της εργασίας θα ήταν μια αύξηση του σεβασμού του κοινού προς το κράτος. Από τα τέλη του 1949, ο στρατιωτικός νόμος χαλάρωσε κάπως. Τον Οκτώβριο διακόπηκαν οι εκτελέσεις πολιτών καταδικασμένων από τα στρατοδικεία, εν μέρει, φαίνεται, εξαιτίας της σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Όταν ξανάρχισαν οι εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων το 1951, ήταν σε μικρούς μόνο αριθμούς 56. Οι αποκαλύψεις του Τύπου, κατέστησαν κακόφημη τη Μακρόνησο κατά τα τέλη του 1949. Ωστόσο, η αξία της ήταν μεγάλη για την κυβέρνηση, που τη χρησιμοποιούσε προκειμένου να ξεκαθαρίζει όσους πολίτες εκτοπισμένους ήθελε να απολύσει, κατά τρόπο αποδεκτό από τη δεξιά κοινή γνώμη. Κι έτσι, μόνο τον Απρίλιο του 1950 αποφασίστηκε να κλείσει το πολιτικό της τμήμα. Ο στρατιωτικός νόμος καταργήθηκε σταδιακά ανάμεσα στον Δεκέμβριο του 1949 και τον Φεβρουάριο του 1950, κι έτσι η αστυνομία βρέθηκε ξανά κάτω από πολιτικό έλεγχο. Ο Παπάγος πίεζε για ένα διάστημα την κυβέρνηση να παραχωρήσει στο στρατό το μόνιμο έλεγχο της αστυνομίας, κι υπήρχαν πολλοί στο σώμα (συμπεριλαμβανομένου και του Έβερτ) που θα ήθελαν να τον δουν να το πετυχαίνει. Ασφαλώς, ήταν ανώμαλο οι αστυνομικές υπηρεσίες που ασχολούνταν με τον εντοπισμό της κομμουνιστικής κατασκοπείας να βρίσκονται διαχωρισμένες από το στρατό, όταν μέσα στα πρωταρχικά καθήκοντα του τελευταίου ήταν και η εσωτερική ασφάλεια. Εξαιτίας της αντίδρασης των Κεντρώων και των Αριστερών κομμάτων πάνω σ' αυτό το θέμα, ο Παπάγος αναγκάστηκε να ικανοποιηθεί με ένα νόμο του Απριλίου του 1950, που παραχωρούσε τον έλεγχο της αστυνομίας στο στρατό μόνο σε καιρό πολέμου. Όπως παραδέχτηκε αργότερα ο Παπάγος, η ανάγκη για αλλαγή δεν ήταν επείγουσα, επειδή η αστυνομία συνέχισε να συνεργάζεται σε βάθος με το στρατό σε θέματα ασφαλείας. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούσαν συχνά τα στρατοδικεία για τη δίωξη αριστερών, κάτω από την κάλυψη άρθρων, τόσο του νόμου 509, όσο και του νόμου του 1936 για την κατασκοπεία. Ανάμεσα στα θύματα τέτοιων δικών, ήταν και σοσιαλιστές ακτιβιστές που πήραν μέρος στον προεκλογικό αγώνα του 1950, και διώχθηκαν με χαλκευμένες κατηγορίες 57. Το γεγονός ότι τα στρατοδικεία συνέχισαν μέσα σ' όλο το 1950 και το 1951 να αποτελούν σημαντικό όπλο κατά της Αριστεράς, καταδεικνύει την επιρροή του στρατού στα θέματα ασφαλείας.
Digitized by 10uk1s
Αλλά και μετά την άρση του στρατιωτικού νόμου, ο στρατός εξακολούθησε να έχει έκτακτες εξουσίες. Οι κεντρώοι πολιτικοί που σχημάτισαν κυβερνήσεις τα χρόνια 1950-51, δεν αμφισβήτησαν τις εξουσίες του Παπάγου ως Αρχιστρατήγου, θέση που διατήρησε μέχρι την παραίτηση του, τον Μάιο του 1951. Ο Παπάγος είχε επίσης τεράστιο κύρος στους εθνικόφρονες πολίτες, και το αποτέλεσμα ήταν να κυριαρχήσει στη Δεξιά όταν μπήκε στην πολιτική το 1951. Ο στρατός δεν εξασθένισε ως θεσμός μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Όπως η αστυνομία, μπόρεσε κι αυτός, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, να διαθέσει περισσότερο χρόνο στην εκπαίδευση. Η αποστράτευση δεν είχε προχωρήσει πολύ όταν, το 1951, ο στρατός άρχισε ξανά να διογκώνεται εξαιτίας της απειλητικής διεθνούς κατάστασης, κι ιδίως εξαιτίας της στάσης της Βουλγαρίας. Οι δυνάμεις της εθνοφρουράς έδιναν στο στρατό ένα μέσο για να οργανώνει τους εθνικόφρονες αγρότες, και να κρατά κάτω από παρακολούθηση την Αριστερά. Προς το τέλος του εμφυλίου πολέμου, στρατιωτικοί διοικητές μεγέθυναν αυτές τις δυνάμεις μέσα στα πλαίσια του προγράμματος για επανεγκατάσταση μετατοπισθέντων χωρικών. Αν λάβουμε υπόψη εκθέσεις και αναφορές από διάφορες περιοχές της χώρας, από τον Σεπτέμβριο του 1949 έως τον Αύγουστο του 1950, ο συνολικός αριθμός των δυνάμεων της εθνοφυλακής ξεπερνούσε μάλλον τους 50.000 άντρες. Επανδρώνονταν με κληρωτούς, κι όταν υπήρχαν αριστεροί επιβλέπονταν προσεκτικά. Έργο τους, γενικά, ήταν να βοηθούν τη χωροφυλακή σε καθήκοντα φρούρησης και περιπολιών, και τους διοικούσαν αξιωματικοί του στρατού οι οποίοι τους επέβαλαν βαθμιαία πειθαρχία και τάξη. Επειδή τρομοκρατούσαν όσους ψήφιζαν κατά της Δεξιάς, οι πολιτικοί του Κέντρου ήθελαν την αποστράτευσή τους κατά τους προεκλογικούς αγώνες και τις εκλογές -ή ακόμα και την πλήρη διάλυσή τους. Μόνο χάρη στην επιμονή του Παπάγου παρέμειναν υπό τα όπλα κατά τις εκλογές του 1950, αλλά στις εκλογές του 1951 και του 1952 αποστρατεύτηκαν στις νότιες επαρχίες 58.
ΔΕΞΙΕΣ ΑΞΙΕΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Είναι πολύ πιθανό ότι οι περισσότεροι αξιωματικοί της αστυνομίας και του στρατού διατήρησαν μετά τον εμφύλιο πόλεμο μια κακή γνώμη για τον κοινοβουλευτισμό, τους πολιτικούς του και τους θεσμούς του. Βρετανοί παρατηρητές εντόπισαν μια εκτεταμένη επιθυμία για δικτατορία μεταξύ των αξιωματικών των σωμάτων ασφαλείας και των κρατικών αξιωματούχων στα χρόνια 1949-50, κι ακόμα βρήκαν πολλούς θαυμαστές του καθεστώτος Μεταξά και μια αυξανόμενη τάση να προσβλέπουν τον Παπάγο ως τον νέο Μεταξά. Η στάση αυτή, ερμηνεύεται εύκολα. Η κυβερνητική αστάθεια έδειχνε να μην έχει τελειωμό, καθώς δέκα κυβερνήσεις διαδέχτηκαν η μια την άλλη από τις εκλογές του 1946 ως την ανάρρηση του Παπάγου στην εξουσία τον Νοέμβριο του 1952. Οι πολιτικοί ελάχιστα είχαν αγωνιστεί για τη νίκη στον εμφύλιο πόλεμο. Και λίγο μετά το τέλος του, την εξουσία κατέλαβαν κεντρώοι εμφορούμενοι από μετριοπαθείς πολιτικές απόψεις, τις οποίες τα σώματα ασφαλείας είχαν την τάση να θεωρούν επικίνδυνες και προσπαθούσαν να τις παρεμποδίσουν, χρησιμοποιώντας τα έκτακτα μέτρα που ίσχυαν ακόμα για να καταδιώκουν την Αριστερά 59 . Ωστόσο, υπήρχαν αξιωματικοί με επιρροή, συμπεριλαμβανομένου και του Παπάγου, που δέχονταν πως η κοινοβουλευτική διακυβέρνηση ήταν απαραίτητη για την πολιτική σταθερότητα και τη διεθνή νομιμότητα. Η υπηρεσιακή κυβέρνηση που ανέλαβε τη διεξαγωγή των εκλογών του 1950 περιλάμβανε και αξιωματικούς του στρατού, που αναγνώριζαν πως οι εκλογές αυτές έπρεπε να είναι αποδεκτές από ένα μεγαλύτερο φάσμα της κοινής γνώμης απ' ό,τι οι εκλογές του 1946. Ένας από αυτούς ήταν και ο Σωτήριος Μανιδάκης, που είχε χρηματίσει διοικητής Σώματος Στρατού στις επιχειρήσεις του 1949 και τώρα, ως υπουργός Δημόσιας Τάξης, ταξίδεψε σ' Digitized by 10uk1s
ολόκληρη τη χώρα κάνοντας διαλέξεις, στις οποίες προσπαθούσε να πείσει τους αστυνομικούς ότι το καθήκον τούς επέβαλλε να εμποδίζουν τις παρατυπίες, και καλώντας τα κόμματα να υποβάλλουν διαμαρτυρίες όποτε χρειαζόταν. Ο Παπάγος τον υποστήριξε, με διαταγή προς το στρατό να μην αναμιχθεί στις εκλογές, και έθεσε υπό περιορισμό ένα διοικητή Σώματος (τον Γρηγορόπουλο), επειδή παρέβη τη διαταγή 60. Το αποτέλεσμα ήταν τα δεξιά κόμματα να μπορούν να βασιστούν πολύ λιγότερο απ' ό,τι το 1946 στην τρομοκρατία, κι έτσι να υποστούν τη μνησικακία των ψηφοφόρων για την τρομοκρατία που ασκούσε πριν το παρακράτος. Υπέστησαν ακόμα τις επιπτώσεις του ότι κυριαρχώντας στον κρατικό μηχανισμό στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την ανασφάλεια και τα οικονομικά βάσανα εκείνης της περιόδου 61 . Παράλληλα, φαίνεται ότι εξαιτίας της μόνιμης απουσίας τους από τις περιοχές τους, πολλοί βουλευτές δεν είχαν καταφέρει να προσελκύσουν ψηφοφόρους. Όλοι αυτοί οι παράγοντες, συνδυασμένοι με τη συμμετοχή στις εκλογές των κομμάτων που είχαν κάνει αποχή το 1946, προκάλεσαν την πτώση των ψήφων της Δεξιάς από το 65 τοις εκατό του 1946, σε ένα 37 τοις εκατό, και την αναλογικά μικρότερη εκπροσώπησή της στη νέα Βουλή. Λίγο αργότερα, έγινε πρωθυπουργός ο Νικόλαος Πλαστήρας ο οποίος, από το 1948, ήταν βασικός υποστηρικτής της συμφιλιωτικής πολιτικής απέναντι στην Αριστερά. Τα κόμματα της Δεξιάς διατήρησαν μικρό μόνο μερίδιο της εξουσίας μέχρι τον Νοέμβριο του 1952. Και σ' αυτή την περίοδο, οι κεντρώες κυβερνήσεις μείωσαν σημαντικά τον αριθμό των πολιτικών κρατουμένων. Τέτοια μετατόπιση εξουσίας τόσο σύντομα μετά τον εμφύλιο πόλεμο ήταν αξιοσημείωτη, και μπορεί να αποδοθεί στην προτίμηση των Αμερικανών σε ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενός ευρέος φάσματος πολιτικών που επιθυμούσαν να εργαστούν μέσα από τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Το καθεστώς, όμως, διατήρησε τεράστιες εξουσίες για λογαριασμό των σωμάτων ασφαλείας, και ασκούσε πολιτική βαρύτατων διακρίσεων κατά της Αριστεράς. Εκτός από τις δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές του κομμουνισμού που βρίσκονταν εξορία τον Απρίλιο του 1950, υπήρχαν άλλες 40.000 αριστεροί ή ύποπτοι για αριστερά φρονήματα στις φυλακές 62. Πολλοί αριστεροί ψηφοφόροι (20.000 σύμφωνα με υπολογισμούς που αναφέρει η Αμερικανική Πρεσβεία) είχαν στερηθεί των εκλογικών τους δικαιωμάτων επειδή είχαν μετακινηθεί στις πόλεις για να γλιτώσουν από τους διωγμούς ή για να βρουν εργασία. Στα χωριά, οι σιωπηρές πιέσεις κατά της Αριστεράς παρέμεναν ισχυρές, και υπήρχαν περιστατικά ανοιχτού εκφοβισμού από την αστυνομία, την εθνοφρουρά ή διάφορους τραμπούκους. Το αποτέλεσμα, καθρεφτιζόταν στο χαμηλό ποσοστό ψήφων υπέρ των κομμάτων της Αριστεράς στις αγροτικές περιοχές 63. Οι κεντρώες κυβερνήσεις εμποδίζονταν να ασκήσουν την πολιτική που ήθελαν απέναντι στην Αριστερά, από ένα φάσμα θεσμών διαποτισμένων με δεξιές αρχές: το στρατό και την αστυνομία, τη μοναρχία και τις αμερικανικές υπηρεσίες, που τους επικουρούσαν οι δημόσιες υπηρεσίες, το δικαστικό σύστημα και το διδασκαλικό κατεστημένο. Οι κεντρώοι πολιτικοί και διανοούμενοι υπέκυπταν στις δεσμεύσεις, εν μέρει επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, εν μέρει επειδή κι αυτοί οι ίδιοι συμμερίζονταν τους φόβους της Δεξιάς για τον κομμουνισμό. Πραγματικά, ισχυρά τμήματα του Κέντρου με επικεφαλής τον Σοφοκλή Βενιζέλο και τον Γεώργιο Παπανδρέου αντιστοίχως, διέφεραν ελάχιστα ή και διόλου από τη Δεξιά στη στρατηγική τους κατά της Αριστεράς. Έτσι, ακόμα και με τις κεντρώες κυβερνήσεις του 1950-2, στην κοινωνία εξακολούθησαν να κυριαρχούν οι αξίες της Δεξιάς. Οι Φιλελεύθεροι διανοούμενοι εξευμενίζονταν από την ύπαρξη ορισμένων πολιτικών ελευθεριών, και δελεάζονταν από την ελπίδα διορισμού στο Digitized by 10uk1s
δημόσιο, το οποίο περιλάμβανε το 40 τοις εκατό των υπαλληλικών θέσεων και απορροφούσε την πλειονότητα των πτυχιούχων πανεπιστημίου. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν πάρα πολλοί σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, επειδή στην Ελλάδα η εκπαίδευση ως μέσο για διορισμό στο δημόσιο ήταν ανέκαθεν ο κυριότερος τρόπος για την κοινωνική άνοδο εκείνων που προέρχονταν από χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Στο μεταξύ, οι σοσιαλιστές και κομμουνιστές διανοούμενοι δυσκολεύονταν ή αδυνατούσαν εντελώς να εκφράσουν τις απόψεις τους. Οι αρχές παρεμπόδιζαν τη διανομή εφημερίδων που εξέφραζαν σοσιαλιστικές ιδέες, ενώ στις αγροτικές περιοχές έφταναν μόνο δεξιές εφημερίδες. Καλλιτέχνες και διανοούμενοι ένιωθαν να βρίσκονται υπό απαγόρευση από την ατμόσφαιρα που επικρατούσε σ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '50, κι έτσι απέφευγαν οποιαδήποτε συζήτηση για την πρόσφατη ιστορία ή τα σύγχρονα προβλήματα. Το εκπαιδευτικό σύστημα έστρεφε τη ράχη στις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις του μεσοπολέμου, και ξανασχεδιαζόταν έτσι ώστε να μεταδίδει απαρχαιωμένες αρχές και να απομακρύνει τους σπουδαστές από τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα. Για παράδειγμα, η γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας και τα Θρησκευτικά ήταν κύρια μαθήματα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ακόμα, στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, οποιοδήποτε μάθημα θα μπορούσε να ενθαρρύνει την κοινωνική κριτική -όπως η κοινωνιολογία, οι πολιτικές επιστήμες, η σύγχρονη ιστορία και φιλοσοφία- το παραμελούσαν ή το αγνοούσαν εντελώς 64. Η κυριαρχία της Δεξιάς διατηρούσε τεράστιες κοινωνικές ανισότητες που αποτελούσαν κληρονομιά της Κατοχής κι αυξάνονταν άμεσα ή έμμεσα από την οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων από το 1945 και μετά. Οι κυβερνήσεις εφάρμοζαν αυτήν την πολιτική όχι μόνο με μεθόδους συνηθισμένες και σε άλλες χώρες, όπως η κρατική ιδιοκτησία ορισμένων τομέων των υπηρεσιών ή η νομισματική πολιτική και ο περιορισμός του εξωτερικού εμπορίου, αλλά και με την άσκηση ελέγχου πάνω σ' ένα συγκεντρωτικό τραπεζικό σύστημα. Η κυβέρνηση έλεγχε ή επηρέαζε τους διορισμούς στην Τράπεζα της Ελλάδος, στην Εθνική Τράπεζα και στην Αγροτική Τράπεζα. Και την εξουσία της αυτή την ισχυροποίησε ακόμα περισσότερο το 1946, με την ίδρυση της Νομισματικής Επιτροπής που είχε την αρμοδιότητα να ρυθμίζει όλη την πιστωτική πολιτική. Το γενικό αποτέλεσμα της κυβερνητικής δραστηριότητας ήταν να βοηθείται ο ιδιωτικός επιχειρηματικός τομέας και οι ξένοι επενδυτές να αποκομίζουν μεγάλα κέρδη στον τριτογενή τομέα -και ως ένα βαθμό και στον δευτερογενή- της οικονομίας. Η μια κυβέρνηση μετά την άλλη ευνοούσαν τους επιχειρηματίες με τα εξής μέσα: τη διοχέτευση σ' αυτούς της ξένης βοήθειας. Τη διατήρηση ενός πολύ οπισθοδρομικού φορολογικού συστήματος. Την παραχώρηση πιστώσεων που γίνονταν πολύ φτηνές εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού, επιτρέποντας τη μετατροπή των κερδών σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα. Βάζοντας ποσοστώσεις στις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων που ανταγωνίζονταν τις νότιες βιομηχανίες. Και κρατώντας χαμηλό το εργατικό κόστος. Σ' αυτούς που επωφελούνταν από αυτή την πολιτική περιλαμβάνονταν και πολλοί μικροί επιχειρηματίες που ξεκίνησαν τις επιχειρήσεις τους στη δεκαετία του '40. Εκείνοι όμως που κυρίως ωφελούνταν, ήταν λιγοστοί μεγαλοεπιχειρηματίες που απέκτησαν σημαντική δύναμη πάνω στην οικονομία. Αρκετοί, έγιναν στενοί συνεργάτες του βασιλιά ή εξεχόντων πολιτικών. Ένα άλλο αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής ήταν, όπως και στη δεκαετία του '30, να γίνονται διακρίσεις κατά των συμφερόντων της αγροτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού -με την ιδιότητα του παραγωγού, του καταναλωτή και του φορολογούμενου- και να παρεμποδίζεται η απόδρασή τους από τη φτώχεια και την καθυστέρηση. Ένα ακόμα αποτέλεσμα, ήταν η μη ισόρροπη ανάπτυξη με μια συνεχή εγκατάλειψη της γεωργίας, της βαριάς βιομηχανίας, κι ακόμα και της ελαφριάς βιομηχανίας μετά το 1952. Μόνο μετά τα μέσα της δεκαετίας του '60 θα διορθωνόταν εν μέρει η εγκατάλειψη αυτή της βιομηχανίας, Digitized by 10uk1s
μέσω των ξένων επενδύσεων. Νωρίτερα, οι μεγάλοι επενδυτές -που συνέχιζαν για πολύ καιρό μετά τον εμφύλιο να αισθάνονται αβέβαιοι για το πολιτικό μέλλον της χώραςαναζητούσαν ταχύτερους κι ασφαλέστερους τρόπους προσπορισμού κέρδους σ' άλλους τομείς, και κυρίως τη ναυτιλία, μεγάλο μέρος της οποίας βρισκόταν κάτω από ξένες σημαίες. Αποτέλεσμα αυτής της μη ισοζυγισμένης οικονομικής πολιτικής, ήταν να καθυστερήσει η μείωση της ανεργίας και να παρακινηθεί η μετανάστευση προς το εξωτερικό από τις πληθυσμιακά πνιγμένες αγροτικές περιοχές 65. Η κυβέρνηση έπληξε ευθέως το επίπεδο ζωής των εργατών των αστικών κέντρων ελέγχοντας τις εργατικές ενώσεις και σωματεία, και χειραγωγώντας τις συνδικαλιστικές εκλογές μέσω διαφόρων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας και του δικαστικού σώματος. Ο κρατικός έλεγχος πάνω στο συνδικαλισμό ήταν απόλυτος επί δικτατορίας Μεταξά, και κάποια μορφή του υπήρχε και παλιότερα. Μετά τις γενικές εκλογές του 1946, διαδοχικές κυβερνήσεις εκμεταλλεύονταν την εμφυλιοπολεμική ατμόσφαιρα για να επηρεάζουν το διορισμό συνδικαλιστών ηγετών και να εκκαθαρίζουν τα συνδικάτα από τους αριστερούς. Κατά συνέπεια, οι εργατικές ενώσεις σ' όλα τα επίπεδα -από τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) μέχρι τα επιμέρους σωματεία και τα τοπικά επιμελητήρια- διευθύνονταν σε όλο και μεγαλύτερη έκταση από ανθρώπους που, λόγω των δεξιών πεποιθήσεών τους ή από οπορτουνισμό, υπάκουαν πειθήνια στην κυβέρνηση και τους Αμερικανούς υποστηρικτές της. Η διοίκηση της ΓΣΕΕ υπάκουε στις επιθυμίες της αμερικανικής υπηρεσίας AMAG για περιορισμό των αιτημάτων των εργατών, και για παροχή ελάχιστων παραχωρήσεων, ίσα ίσα για να διατηρεί την εξουσία της πάνω στα μέλη της. Η πλειοψηφία των εργατών υπέστη μείωση των πραγματικών απολαβών της τα χρόνια 1947-50, και μάλλον συνέχισε να υποστηρίζει την Αριστερά, όπως έκανε στις συνδικαλιστικές εκλογές πριν ανέβει στην εξουσία η Δεξιά. Γι' αυτό, ο έλεγχος των εργατικών ενώσεων απαιτούσε διαρκή επαγρύπνηση από την πλευρά της κυβέρνησης και των Αμερικανών συμβούλων της 66. Το αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής πολιτικής ήταν η συνύπαρξη εξόφθαλμων οικονομικών προνομίων με ένα ελεεινό επίπεδο ζωής για την πλειονότητα του πληθυσμού. Το εκτός νόμου Κομμουνιστικό Κόμμα, ως ο περισσότερο συνεπής υποστηρικτής μιας πιο δίκαιας πολιτικής, ασκούσε μεγάλη έλξη στις μάζες των παλιών υποστηρικτών του που διατηρούσαν το εκλογικό τους δικαίωμα, πολλοί από τους οποίους μπορούσαν, από το 1950 και μετά, να ψηφίζουν κόμματα της Αριστεράς. Κι έτσι, η ελίτ που είχε θριαμβεύσει στον εμφύλιο -πολιτικοί, επιχειρηματίες, στρατιωτικοί και αστυνομικοί- έβλεπαν με ταραχή ότι η επιρροή του ηττημένου εχθρού τους εξακολουθούσε να υφίσταται. Και το πρόβλημά τους, ήταν ο περιορισμός αυτής της επιρροής μέσα σ' ένα πολιτικό σύστημα που επέτρεπε κάποια ελευθερία του Τύπου και της ψήφου. Οι λύσεις που θα έβρισκαν, θα ήταν μεγαλοφυείς και μερικές φορές αδυσώπητες.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII Η Βρετανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα, 1945-9 Ι. Ο. Ιατρίδης
ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ Το φθινόπωρο του 1944, η απελευθέρωση από την εχθρική κατοχή δεν έφερε μαζί της και την αποκατάσταση του αποτελεσματικού ελέγχου της ελληνικής κυβέρνησης πάνω στις εσωτερικές υποθέσεις και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Αντιθέτως, η ταυτόχρονη ύπαρξη δυο άκαμπτων εκφάνσεων της πραγματικότητας συνωμότησε για να υπονομεύσει τις κυριαρχικές εξουσίες του έθνους τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, και να δημιουργήσει μια κατάσταση διάλυσης και παράλυσης. Η πρώτη από αυτές τις πραγματικότητες ήταν μια βαθύτατη εσωτερική κρίση, προερχόμενη από την κατάρρευση των παραδοσιακών πολιτικών θεσμών και διαδικασιών, και την εμφάνιση αγεφύρωτων κοινωνικών χασμάτων και μαζικής βίας. Οι πιο άμεσες ρίζες αυτής της εσωτερικής αστάθειας βρίσκονταν στην επίδραση της κατά τον πόλεμο αντίστασης, η οποία, όσο πατριωτικά κι αν ήταν τα κίνητρά της, βάθυνε ακόμα πιο πολύ τις μικρές πολιτικές διαιρέσεις της χώρας, κι εξαπέλυσε ένα μαζικό κίνημα που δεν είχε το προηγούμενό του σε ζωτικότητα και ριζοσπαστισμό. Ο διχασμός του έθνους έγινε ακόμα πιο σοβαρός από την ερήμωση του τόπου και τα βάσανα που υπέφερε ο λαός κατά τον πόλεμο ενάντια στον Άξονα και κατά την εξαχρειωτική εχθρική Κατοχή. Στο δημόσιο στίβο, η καταδίκη του προπολεμικού καθεστώτος που το χαρακτήριζαν όχι μόνο η δικτατορία Μεταξά και η αντιπαθής στο λαό μοναρχία, αλλά και τα χωρίς έμπνευση, εγωιστικά και ουσιαστικά νεκρά αστικά κόμματα, ήταν σχεδόν ομόφωνη. Ιδεολογικά τουλάχιστον, η χώρα ήταν ώριμη για μια σε βάθος αλλαγή. Αν όμως ήταν εύκολο να αποκηρύξει κανείς το παρελθόν, δεν υπήρχε ομοφωνία για το τι έπρεπε να πάρει τη θέση του και σε τίνος την άποψη για «κοινωνική δικαιοσύνη», «πρόοδο» και «δημοκρατία» θα έπρεπε να βασίζεται. Ανέτοιμοι να καταπιαστούν με μια εποικοδομητική αναζήτηση συμβιβαστικών λύσεων σε θεμελιώδη προβλήματα, οι πολιτικοί ηγέτες εστίαζαν τις συζητήσεις και τις πολεμικές τους σε κενές ιδεολογικές διατριβές για περασμένα αδικήματα και αμφισβητούσαν ο ένας τη νομιμότητα του άλλου και το δικαίωμα συμμετοχής στις κυβερνητικές διαδικασίες. Στη μια πλευρά, οι ηγέτες των προπολεμικών αστικών κομμάτων, αβέβαιοι για τη δύναμή τους, διαιρεμένοι από αμοιβαία δυσπιστία και τρομαγμένοι από την προοπτική ριζοσπαστικών αλλαγών που θα μπορούσαν να τους στερήσουν την εξουσία, υπεραμύνονταν της λατρευτής τους κοινωνικής τάξης, αποκηρύσσοντας τους αντιπάλους τους ως αντεθνικά σκεφτόμενους, και όργανα του Σλαβοκομμουνισμού 1. Στην άλλη πλευρά, μια μαχητική αριστερή συμμαχία χειραγωγούμενη από το Κομμουνιστικό Κόμμα ευαγγελιζόταν ένα αόριστο πρόγραμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και, συνεπαρμένη από την καινουριοαποκτημένη της δύναμη, τρομοκρατούσε τους αρνητές της αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του έθνους με το φάσμα ενός καθεστώτος μπολσεβίκικου τύπου που θα εγκαθιδρυόταν με τη βία 2. Η ύπαρξη χιλιάδων οπλισμένων βετεράνων της αντίστασης, που είχαν ήδη πολεμήσει αναμεταξύ τους κατά τη διάρκεια του πολέμου και που τώρα εκπροσωπούσαν τους στρατούς των πολιτικών φατριών της Ελλάδας, έκανε ακόμα μεγαλύτερο τον κίνδυνο να μετατραπεί σε βίαιη η αναμέτρηση. Τον Δεκέμβριο του 1944, η εσωτερική κρίση ξέσπασε σε εμφύλιο πόλεμο μέσα και γύρω από την πρωτεύουσα 3.
Digitized by 10uk1s
Αν οι Έλληνες είχαν ξεκαθαρίσει μόνοι τους αυτή την οικογενειακή διαμάχη, οι ανώτερες στρατιωτικές δυνάμεις και η μαζική κινητοποίηση θα είχαν δώσει το πάνω χέρι στην Αριστερά. Αυτό, όμως, εμποδίστηκε από τη δεύτερη πραγματικότητα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα σ' εκείνη την κρίσιμη μεταπολεμική περίοδο: ξένη χειραγώγηση και έλεγχο, δηλαδή, σε καταπληκτικό βαθμό. Αναμφιβόλως, η εσωτερική κρίση είχε καταστήσει την Ελλάδα πολύ ευεπίφορη σε εξωτερικές επιρροές, καθώς μάλιστα οι περισσότεροι Έλληνες επιθυμούσαν διακαώς να εξασφαλίσουν πλεονεκτήματα απέναντι στους αντιπάλους τους, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ευλογίες και υποστήριξη από το εξωτερικό. Σ' όλη του τη σύγχρονη ιστορία, το έθνος γρονθοκοπιόταν από ισχυρές εξωτερικές δυνάμεις. Ωστόσο, ο κυρίαρχος ρόλος της Βρετανίας στην ελληνική οικονομία και ασφάλεια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '30 και κατά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940-1, είχε δώσει στην αγγλική κυβέρνηση μια μοναδική ευκαιρία να επηρεάσει τις μελλοντικές εξελίξεις στην Ελλάδα 4. Αυτή η σχέση πελάτη-πάτρονα συσφίχτηκε σημαντικά στα χρόνια 1941-4, όταν η εξόριστη κυβέρνηση του βασιλιά Γεωργίου Β' χρωστούσε την ύπαρξή της στη βρετανική υποστήριξη, κι οι βρετανικές αρχές επιδίωκαν να ελέγξουν την ελληνική αντίσταση τόσο στρατιωτικά, όσο και πολιτικά. Ένας αριθμός σημαντικών αποφάσεων των κυριότερων Συμμάχων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν εκείνες του Κεμπέκ (Αύγουστος 1943), της Μόσχας (Οκτώβριος 1943), ξανά του Κεμπέκ (Σεπτέμβριος 1944) και ξανά της Μόσχας (Οκτώβριος 1944), σηματοδοτούσαν την προθυμία της Ουάσιγκτον και της Μόσχας να επιτρέψουν στο Λονδίνο να έχει ελευθερία κινήσεων στις ελληνικές υποθέσεις, για τη διάρκεια του πολέμου τουλάχιστον. Κι από τη δική τους πλευρά, οι κυβερνήσεις Τσώρτσιλ και Άτλη, για τις οποίες η ανατολική Μεσόγειος παρέμενε μια περιοχή ζωτικής σημασίας, συμπέραιναν ότι τα βρετανικά συμφέροντα καθώς και εκείνα του ελληνικού έθνους, απαιτούσαν να μείνει η Ελλάδα έξω από τη διαρκώς διευρυνόμενη σφαίρα της σοβιετικής επιρροής. Κι όπως οι Έλληνες έδειχναν να μην είναι από μόνοι τους σε θέση να το πετύχουν, έπρεπε να εγγυηθεί το αποτέλεσμα αυτό η Αγγλία, εμποδίζοντας μια κομμουνιστική νίκη στην Αθήνα 5. Σύντομα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδέχτηκαν τη βρετανική άποψη ότι η ελληνική περίπτωση έπρεπε να αντιμετωπιστεί μέσα σε παγκόσμια πλαίσια, κι ότι χρειάζονταν έκτακτα επεμβατικά μέτρα για να διαφυλαχτούν τα συμφέροντα ολόκληρης της Δύσης. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει η Ελλάδα αντικείμενο ισχυρών εξωτερικών επιρροών, που οι απώτατοι στόχοι τους προχωρούσαν πολύ περισσότερο από την ανάγκη να λυθούν τα μεταπολεμικά προβλήματα της Ελλάδας.
Η ΑΓΓΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Π ο λ ι τ ι κ έ ς π ρ ο ο π τ ι κ έ ς κ α ι σ τ ό χ ο ι : Ο επεμβατικός ρόλος της Αγγλίας στη μεταπελευθερωτική Ελλάδα προέκυψε από δυο χωριστές αλλά αλληλένδετες σκέψεις. Η πρώτη ήταν ότι από το 1939, τότε που η Αγγλία είχε προσφέρει στην Ελλάδα μια «εγγύηση» κατά του Άξονα, και σ' όλη τη διάρκεια των δύσκολων χρόνων του Πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης, μια σωρεία εξελίξεων είχε φορτώσει στη βρετανική κυβέρνηση το έργο της περιφρούρησης των ελληνικών εθνικών συμφερόντων -όπως τα έβλεπαν οι αξιωματούχοι του Λονδίνου. Για τον πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ ιδίως, που είχε απόψεις γεμάτες ισχυρογνωμοσύνη για τα βασικά ζητήματα και συχνά χειριζόταν προσωπικά την ελληνική πολιτική, η Βρετανία είχε κερδίσει το δικαίωμα να προΐσταται ενεργά στο θέμα της αποκατάστασης της νομιμότητας στη μεταπολεμική Αθήνα, και να βοηθά στην παγίωση της δημόσιας τάξης. Και, μια που οι Έλληνες έδειχναν να είναι απελπιστικά διχασμένοι και να επιδιώκουν βίαιες λύσεις, οι Άγγλοι επίσημοι ένιωθαν υποχρεωμένοι ν' αναλάβουν αποφασιστική δράση σε κάποιες κρίσιμες ώρες, ώστε να Digitized by 10uk1s
διατηρήσουν μια επίφαση ισορροπίας, ενόσω θα προσπαθούσαν να διατηρούν ένα είδωλο εξουσίας σε ελληνικά χέρια. Ως αποτέλεσμα, οι πρώτες μεταπελευθερωτικές κυβερνήσεις της Ελλάδας ήταν σχεδόν απλά βρετανικά δημιουργήματα που χρειάζονταν τις ευλογίες και τη συνεχή υποστήριξη του Λονδίνου για να επιζήσουν μπροστά στους εσωτερικούς αντιπάλους τους, εκπροσώπους είτε της μαχητικής Δεξιάς, είτε της μαχητικής Αριστεράς, είτε και των δυο. Υπήρχε ωστόσο και μια δεύτερη προϋπόθεση, που έκανε ακόμα πιο ουσιαστική την πρώτη: τα στρατηγικά συμφέροντα. Τον Οκτώβριο του 1944, ο Τσώρτσιλ είχε ενημερώσει τον Στάλιν ότι μετά τον πόλεμο η Βρετανία θα διεκδικούσε ξανά την κυριαρχική της θέση στη Μεσόγειο και, κατά συνέπεια, η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει στη βρετανική σφαίρα επιρροής 6. Μετά τον Ιούλιο του 1945, μπορεί η ρητορική της κυβέρνησης Άτλη-Μπέβιν να ήταν σε χαμηλότερους τόνους από του προκατόχου τους, αλλά το ενδιαφέρον τους για την εξασφάλιση των παραδοσιακών βρετανικών συμφερόντων δεν ήταν καθόλου μικρότερο. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Έρνεστ Μπέβιν, «η Ελλάδα αντιπροσώπευε το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα κράτη του Βορρά και τα Βαλκάνια, κι έπρεπε να εξετάζεται με τα κριτήρια και των μεν, και των δε. Νησιά του Αιγαίου και Κρήτη, καθώς και η ηπειρωτική Ελλάδα, είχαν στρατιωτική σημασία στον τρόπο που έβλεπε η Αγγλία την άμυνα της οδού προς την Ινδία, τον έλεγχο των Στενών και της εισόδου και εξόδου στη Μαύρη Θάλασσα, καθώς και για την κυριαρχία του Βασιλικού Ναυτικού στην Ανατολική Μεσόγειο» 7. Ανταποκρινόμενοι στη διπλή αυτή συλλογιστική, οι Άγγλοι επίσημοι επιδίωξαν να προωθήσουν στην Αθήνα λύσεις που θα έφερναν την πολιτική σταθερότητα και τη μετριοπάθεια, διατηρώντας ταυτοχρόνως την πρωτοκαθεδρία του Λονδίνου στους εξωτερικούς προσανατολισμούς της Ελλάδας. Παρόλο όμως που ο Τσώρτσιλ θεωρούσε την αποκατάσταση του βασιλιά Γεωργίου Β' στο θρόνο σαν ουσιαστικό στοιχείο για την επιτυχία της αγγλικής πολιτικής, πολλοί ανάμεσα στους βασικούς συμβούλους του διαφωνούσαν. Έτσι, ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Ήντεν «δεν είχε καμιά μεγάλη επιθυμία να επιστρέψει αυτός (ο Γεώργιος)» 8. Ο Χάρολντ Μακμίλαν, που μέχρι τον Μάιο του 1945 ήταν υπεύθυνος για τη βρετανική πολιτική στη Μεσόγειο, έγραψε στ' απομνημονεύματά του (Ιανουάριος 1945) ότι «πέρα, φυσικά, από τους κομμουνιστές συνωμότες του ΚΚΕ, ο αληθινός κακός του έργου είναι ο Βασιλιάς των Ελλήνων» 9. Όπως λοιπόν το συνόψισε ο Ήντεν, «Στόχος μας είναι μια Ελλάδα -είτε βασιλική είτε δημοκρατική- ευημερούσα, φίλη μας και ειρηνική» 10. Ο στόχος αυτός, θα αποδεικνυόταν ηράκλειος άθλος που θα έσπρωχνε ως τα ακραία τους όρια τις δυνατότητες και την αντοχή της Αγγλίας. Η βρετανική πολιτική στην Ελλάδα, ήταν ασυζητητί επηρεασμένη από τον αυξανόμενο σοβιετικό επεκτατισμό στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, και προς την κατεύθυνση του Περσικού Κόλπου. Ωστόσο, δεν υπήρχε κάποια χειροπιαστή απόδειξη ότι η Μόσχα ενδιαφερόταν για την Ελλάδα 11. Ο Στάλιν ο ίδιος, με τα λόγια και τα έργα του, έδειχνε με κάθε τρόπο ότι η χώρα αυτή δεν περιλαμβανόταν στα μεταπολεμικά του σχέδια. Μετά τη διάσκεψη του Πότσνταμ, οι σοβιετικές επικρίσεις για τη βρετανική ανάμιξη στις ελληνικές υποθέσεις αποδίδονταν γενικά στις ραγδαία επιδεινούμενες σχέσεις της Μόσχας με τους μεγάλους συμμάχους της, και τη θεωρούσαν απλώς σαν μια προειδοποίηση προς τη Δύση να μην ανακατωθεί στα υπόλοιπα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη. Ο φόβος των Άγγλων αξιωματούχων ήταν η πιθανότητα -ίσως και η βεβαιότητα- ότι νίκη της υπό κομμουνιστικό έλεγχο Αριστεράς στην Ελλάδα θα δημιουργούσε συνθήκες τόσο ευνοϊκές για τη Σοβιετική Ένωση, που θα παρακινούσαν τον Στάλιν να ενδιαφερθεί ενεργά και γι' αυτή τη βαλκανική χώρα 12. Ένα κομμουνιστικό καθεστώς στην Αθήνα, θα εξασφάλιζε στη Μόσχα απευθείας πρόσβαση στη Μεσόγειο και θα εκμηδένιζε την αξία των Στενών ως φραγμού στο σοβιετικό ναυτικό. Για να εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη, η βρετανική Digitized by 10uk1s
κυβέρνηση έπρεπε να εξουδετερώσει τους Έλληνες κομμουνιστές, που δεν είχε καμιά ελπίδα να τους θέσει υπό τον έλεγχό της. Κι ακόμα, για να αποθαρρύνει οποιοδήποτε όψιμο ενδιαφέρον των Σοβιετικών για τις ελληνικές υποθέσεις, πράγμα που δεν μπορούσε να το κάνει μόνη της, έπρεπε η Αγγλία να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Ουάσιγκτον 13. Κι από 'κεί και μετά, οι βρετανικοί αντικειμενικοί στόχοι θα περιορίζονταν στη δημιουργία εκείνων των βασικών προϋποθέσεων πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας που θα επέτρεπαν στους μετριοπαθείς Έλληνες να βρουν λογικές λύσεις στα εσωτερικά προβλήματα της χώρας τους. Τ α κ τ ι κ έ ς : Την ώρα της απελευθέρωσης, οι Άγγλοι επίσημοι είχαν εμπιστευτεί την επιτυχία των σχεδίων τους στην πολιτική δεξιοτεχνία του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος συνδύαζε τα εξαίρετα πιστοποιητικά του ως Φιλελεύθερος, με μια αμείλικτη εχθρότητα για τους κομμουνιστές. Όμως, η εξέγερση στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1944, που την κατέστειλαν τα αγγλικά στρατεύματα ύστερα από σκληρές μάχες, τερμάτισε απότομα την αποτελεσματικότητα του Παπανδρέου, και μετέτρεψε ένα σοβαρό πολιτικό διχασμό σε εθνική βεντέτα την οποία ούτε ένας Έλληνας πολιτικός έδειχνε ικανός να χειριστεί. Κι ακόμα, έδωσε θάρρος σε ακροδεξιούς και δοσιλόγους, που τώρα έβγαιναν στην παρέλαση ως οι σωτήρες του έθνους απ' τον Σλαβοκομμουνισμό. Καθώς βρέθηκαν από λάθος σχεδόν σε πλήρη έλεγχο των ελληνικών δημοσίων πραγμάτων, οι Άγγλοι στράφηκαν στον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό που, από τη θέση του αντιβασιλιά, έγινε το κεντρικό πρόσωπο του απελπιστικά διασπασμένου κόσμου της ελληνικής πολιτικής. Ισχυρές βρετανικές πιέσεις ανάγκασαν τις ελληνικές φατρίες, καθώς και το βασιλιά που βρισκόταν ακόμα στο Λονδίνο, να αποδεχτούν την ηγεσία του Δαμασκηνού και να καταλήξουν στη συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) που θα ήταν η βάση για την επίλυση των κρίσιμων προβλημάτων του έθνους, συμπεριλαμβανομένων του μέλλοντος της μοναρχίας, της παροχής αμνηστίας, της εκκαθάρισης των δοσιλόγων της Κατοχής και της διεξαγωγής εκλογών14. Προς μεγάλη απογοήτευση όλων των αστικών φατριών, οι Άγγλοι αρνήθηκαν να κυνηγήσουν και νικήσουν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο, αλλά ικανοποιήθηκαν με την τυπική παράδοση του οπλισμού τους 15 . Κατά τα άλλα, οι Άγγλοι έλπιζαν να εξουδετερώσουν τους κομμουνιστές πατρονάροντας ένα μετριοπαθές πολιτικά Κέντρο, και συγκεντρώνοντας πίσω του όλες τις προοδευτικές αστικές δυνάμεις 16. Για να καθησυχάσει τους αντιβασιλικούς στο συνταγματικό ζήτημα, το Λονδίνο ενέκρινε την επιλογή του Δαμασκηνού ο οποίος ανέθεσε την πρωθυπουργία στον αμετακίνητο δημοκράτη Νικόλαο Πλαστήρα 17. Εκτός από το ότι επέβλεπαν όλους τους βασικούς πολιτικούς διακανονισμούς, οι Άγγλοι επιχείρησαν να προικίσουν τις αρχές της Αθήνας με τα πιο βασικά μέσα για την επίτευξη σταθερότητας και ανάκαμψης. Άγγλοι ειδικοί αγωνίζονταν να επιβάλουν νομισματικούς ελέγχους, να διαχειριστούν προγράμματα βοήθειας και να παράσχουν συμβουλές σε οικονομοτεχνικά προβλήματα. Μια Βρετανική Αστυνομική Αποστολή με πάρα πολύ εκτεταμένες αρμοδιότητες στάλθηκε να επιβλέψει τη δημιουργία και εκπαίδευση νέας αστυνομίας και χωροφυλακής, με την ελπίδα ότι η τάξη και η εμπιστοσύνη στο κράτος θα μπορούσαν να αποκατασταθούν σ' όλη τη χώρα. Μια Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή, υποστηριζόμενη από ένα μικρό στρατιωτικό σώμα, ανέλαβε να εκπαιδεύσει και εξοπλίσει ένα νέο εθνικό στρατό, απαλλαγμένο από πολιτικές επεμβάσεις και φαβοριτισμούς. Όμως, παρόλο που η επιρροή τους ήταν αισθητή σε κάθε τμήμα του κρατικού μηχανισμού 18, οι Άγγλοι εξακολούθησαν ν' αντιμετωπίζουν το ρόλο τους στην Ελλάδα ως ουσιαστικά προσωρινό και επικουρικό. Περίμεναν από τις ελληνικές αρχές ν' αναλάβουν αυτές την ευθύνη όλων των τομέων της εσωτερικής διοίκησης, αμέσως μόλις θα υπήρχε μια εκλεγμένη κυβέρνηση.
Digitized by 10uk1s
Οι Άγγλοι, στην αντιμετώπιση των μεταπελευθερωτικών προβλημάτων της Ελλάδας, είχαν απέναντί τους μια σοβαρότατη τροχοπέδη: τις δικές τους, πολύ ουσιαστικές οικονομικές δυσκολίες. Οι Έλληνες πολιτικοί ανέμεναν να πάρουν από τους Συμμάχους μαζική οικονομική βοήθεια, την οποία η Αγγλία, την επαύριο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ήταν, απλώς, σε θέση να παράσχει. Η πραγματική όμως αιτία της σύγχυσης, που μπέρδευε τους Άγγλους αξιωματούχους στο Λονδίνο και την Αθήνα, πήγαζε από ένα πολύ πιο θεμελιώδες θέμα: έπιαναν τους εαυτούς τους να επεμβαίνουν και ουσιαστικά να «κυβερνούν» ένα κράτος για το οποίο πίστευαν ότι ήταν φιλικό, κι επιδίωκε με ζήλο την ανεξαρτησία και την κυριαρχία του. Οι Άγγλοι, όμως, είχαν όλη την ευθύνη (και σ' αυτούς επέρριπταν όλο το φταίξιμο) της διαχείρισης των ελληνικών δημοσίων υποθέσεων, χωρίς όμως και να αναλαμβάνουν τον απευθείας έλεγχο και τις ενέργειες εκείνες που μπορεί να τους εξασφάλιζαν την επιτυχία. Όσο αναγκαία κι όσο ελπιδοφόρα κι αν ήταν μια πολιτική που θα σχεδίαζαν στο Λονδίνο ή την Αθήνα, ήταν μοιραίο ν' αποτύχει αν δεν την εφάρμοζαν οι αρμόδιες ελληνικές αρχές. Παράλυτοι μπροστά στο κολοσσιαίο μέγεθος του έργου τους, κι απασχολημένοι έντονα από τις μαινόμενες πολιτικές τους έχθρες, οι Έλληνες αξιωματούχοι δεν μπόρεσαν να πειστούν να εφαρμόσουν τα σχέδια του Λονδίνου. Σε έσχατη περίπτωση, ο Άγγλος πρεσβευτής, με τη συγκατάθεση του αντιβασιλιά, μπορούσε να αντικαταστήσει τον πρωθυπουργό με κάποιον άλλο που αναμενόταν ότι θα ήταν πιο υπάκουος στις συμβουλές του Λονδίνου. Οι Άγγλοι στρατιωτικοί σύμβουλοι, πάλι, μπορούσαν να εισηγηθούν μέτρα που θα έκαναν τις δυνάμεις ασφαλείας πιο αποτελεσματικές στην καταστολή των αυξανόμενων αντάρτικων ομάδων. Όμως, ενώ στην Αθήνα ο πρεσβευτής Ρέτζιναλντ Λήπερ ήταν διατεθειμένος να παίξει σκληρό παιχνίδι, το Λονδίνο δεν ήταν. Ο Λήπερ δεν έχανε ευκαιρία να κάνει κήρυγμα στους Έλληνες πολιτικούς για την ανάγκη μετριοπάθειας και «κοινωνικής δικαιοσύνης», για να μπορέσει η χώρα να συνέλθει από τα πλήγματα του πολέμου και της εμφύλιας διαμάχης 19. Το Λονδίνο όμως δεν ήθελε να παραεμπλακεί στις ελληνικές υποθέσεις. «Δε νομίζω πως πρέπει να αναλάβουμε εμείς την ευθύνη να διδάξουμε τους Έλληνες πώς να φτιάξουν ένα πρόγραμμα κοινωνικής δικαιοσύνης», προειδοποιούσε τον υπουργό του των Εξωτερικών ο Τσώρτσιλ. «Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το κάνουν μόνοι τους... Εμείς δεν επιθυμούμε να εμπλακούμε και πάρα πολύ στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας αλλά, αντιθέτως, να πάρουμε τα στρατεύματά μας από 'κεί όσο πιο σύντομα μπορούμε» 20. Αργότερα, όταν ο Λήπερ προέτρεπε την κυβέρνηση των Εργατικών να επιμείνει δημοσίως να δεχτούν οι Έλληνες «μια κυβέρνηση που να βρίσκεται ανάμεσα στα δυο άκρα... μια δημοκρατική κυβέρνηση που να αποτελείται από άντρες με σύγχρονες και προοδευτικές ιδέες, οι οποίοι να βάζουν πρώτα τα συμφέροντα του λαού», ο Μπέβιν απέρριψε την πρόταση επειδή παραήταν «δραστική». Το Φόρεϊν Όφις υπενθύμισε τότε στον Λήπερ ότι «το καθήκον μας είναι να καθόμαστε στις κερκίδες και να επιβλέπουμε να είναι τίμιος ο αγώνας, κι όχι να παίρνουμε οι ίδιοι μέρος στον αγώνα»21. Πιο εύκολα όμως το έλεγε, παρά το έκανε κανείς, να «κάθεται στις κερκίδες» στη μεταπολεμική Αθήνα, και στην ελληνική πολιτική δεν υπήρχε κάτι τέτοιο σαν τον «τίμιο αγώνα». Μετά τη διάσκεψη του Πότσνταμ, όπου οι εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη αποτέλεσαν σημείο μεγάλων τριβών ανάμεσα στη σοβιετική κυβέρνηση και τους Δυτικούς πρώην συμμάχους της, η βρετανική κυβέρνηση επιθυμούσε ακόμα πιο πολύ να μη φανεί ότι επεμβαίνει ανοιχτά στις ελληνικές υποθέσεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κι ενώ οι Βρετανοί επίσημοι αγωνιούσαν για το ποια έπρεπε να είναι η επόμενη κίνησή τους στην Αθήνα, η Ελλάδα παρασυρόταν στην πολιτική παράλυση και τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Πλαστήρας, που θεωρούσε την κυβέρνησή του «αριστερή και δημοκρατική» και που, μετά τη νίκη των Εργατικών στην Αγγλία ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα έπρεπε να γίνει Δημοκρατία χωρίς να μεσολαβήσει δημοψήφισμα 22, έριχνε κι άλλο λάδι στη φωτιά της Digitized by 10uk1s
πολιτικής. Δεν έδειχνε όρεξη να τιμωρήσει τους δοσίλογους. Προσπαθούσε να γεμίσει το στρατό με τους φίλους του και περίμενε από τους Άγγλους να λύσουν τα νομισματικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας του. Όπως κι ο Παπανδρέου πριν απ' αυτόν, αποδείχτηκε ανίκανος να προσελκύσει και να οικοδομήσει γύρω του μια ομάδα μετριοπαθών Κεντρώων που θα μπορούσε να δώσει στη χώρα σταθερότητα και εθνική προοπτική. Αντιθέτως, κατόρθωσε να προκαλέσει τη μανία των βασιλοφρόνων που θορυβούσαν ζητώντας την επιστροφή του βασιλιά. Στις αρχές του Απριλίου 1945, ο Λήπερ έπεισε τελικά τον αντιβασιλιά να διώξει τον Πλαστήρα και να διορίσει μια υπηρεσιακή κυβέρνηση με επικεφαλής τον ναύαρχο Πέτρο Βούλγαρη, που υποσχέθηκε να οδηγήσει το έθνος στο δημοψήφισμα και σε εκλογές «πρόσω ολοταχώς»23. Χωρίς δεσμούς με πολιτικές φατρίες και καθόλου χαρισματικός, ο Βούλγαρης δεν προσέλκυσε την υποστήριξη κανενός, αλλά προκάλεσε τις επικρίσεις των πάντων. Καθόταν και παρακολουθούσε, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα, τις ολοένα αυξανόμενες διώξεις των αριστερών από τη Δεξιά, και έβλεπε σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις που είχε εισηγηθεί ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησής του και υπουργός Εφοδιασμού Κυριάκος Βαρβαρέσος να εγκαταλείπονται, ύστερα από επιθέσεις τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς 24. Τον Σεπτέμβριο του 1945 πια, η χώρα αντιμετώπιζε την οικονομική κατάρρευση, ενώ η πολιτική βία εξακολουθούσε να ογκώνεται. Όταν ο Βούλγαρης δοκίμασε να παραιτηθεί, ο αντιβασιλιάς κι ο Λήπερ δεν του το επέτρεψαν: δεν μπορούσαν να βρουν κανένα ικανό να σχηματίσει μια καινούρια κυβέρνηση. Αντιθέτως, ο Δαμασκηνός ταξίδεψε στο Λονδίνο για να εξασφαλίσει υποστήριξη σ' ένα καινούριο σχέδιο που μπορεί να έβγαζε την Αθήνα από το αδιέξοδο. Ο Δαμασκηνός φοβόταν ότι, κάτω από τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα, ένα δημοψήφισμα για το ζήτημα του θρόνου θα είχε ως αποτέλεσμα την άμεση επιστροφή του βασιλιά, πράγμα που θα άνοιγε το δρόμο για ένα δεξιό καθεστώς, που με τη σειρά του θα κλιμάκωνε ακόμα πιο πολύ την πόλωση και τη βία. Αυτό που πρότεινε, λοιπόν, ήταν να καθυστερήσει το δημοψήφισμα (που, κατά τη συμφωνία της Βάρκιζας έπρεπε να γίνει πριν από τις εκλογές και μέσα στο 1945) και να γίνουν πρώτα οι εκλογές, με την ελπίδα ότι μια εκλεγμένη κυβέρνηση με αρκετά πλατιά βάση θα μπορούσε ν' αποκαταστήσει βαθμιαία κάποιο μέτρο σταθερότητας και τάξης. Ύστερα απ' αυτό, η χώρα θα ήταν καλύτερα προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει το εκρηκτικό ζήτημα του θρόνου. Ωστόσο, δεν ήθελε να παρουσιάσει δημοσίως αυτό το σχέδιο σαν δικό του. Για να αναγκαστεί να το δεχτεί η Δεξιά, έπρεπε ν' ανακοινωθεί πως την εφαρμογή του απαιτούσε η αγγλική κυβέρνηση 25. Ο Μπέβιν, που δεν είχε καμιά επιθυμία να υποστηρίξει την υπόθεση του βασιλιά, προσυπέγραψε την αλλαγή της σειράς δημοψηφίσματος και εκλογών αλλά δίσταζε να φορτώσει στην κυβέρνησή του την τυπική ευθύνη για την πρόταση του αντιβασιλιά. Κι υποχώρησε μόνο όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες συμφώνησαν να μοιραστούν με το Λονδίνο την πατρότητα του σχεδίου 26. Για τους Άγγλους, ο διακανονισμός αυτός, μαζί με το ότι η Ουάσιγκτον συμφωνούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στην επίβλεψη των ελληνικών εκλογών, ήταν ένα ευπρόσδεκτο σημάδι πως οι Αμερικανοί ήταν επιτέλους έτοιμοι να επωμιστούν ένα σημαντικό μέρος των ελληνικών βαρών. Το σχέδιο του Δαμασκηνού, αποδείχτηκε εν μέρει μόνο επιτυχημένο. Καθώς ήταν επισήμως ταυτισμένο με τις επιθυμίες Βρετανίας και Ηνωμένων Πολιτειών, δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπιστεί με επιτυχία από την ελληνική Δεξιά, που άλλαξε τώρα τακτική κι έριξε το βάρος της στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές. Με την Αριστερά ηττημένη και σε σύγχυση, και το κεντρώο Κόμμα των Φιλελευθέρων κατατεμαχισμένο, η Δεξιά (το Λαϊκό Κόμμα) βάλθηκε να κερδίσει τις εκλογές και ν' ανοίξει το δρόμο για την αποκατάσταση της μοναρχίας. Έτσι, αντί να εκτονώσει την κατάσταση, η αναβολή του δημοψηφίσματος όξυνε μόνο το κλίμα, κι ανέβασε τον τόνο της εκλογικής αντιπαράθεσης 27.
Digitized by 10uk1s
Και ενώ ο Μπέβιν διαβεβαίωνε προσωπικά τον Δαμασκηνό ότι κάθε απόπειρα πραξικοπήματος, είτε από τη Δεξιά είτε από την Αριστερά, θα πατασσόταν από Άγγλους στρατιώτες, ο Λήπερ ενορχήστρωνε το σχηματισμό μιας δημοκρατικής κυβέρνησης κάτω από την ηγεσία του Φιλελεύθερου ηγέτη Θεμιστοκλή Σοφούλη. 28 Αναγγέλθηκε επίσης ένα αγγλικό δάνειο δέκα εκατομμυρίων λιρών, καθώς και η ίδρυση μιας υπό βρετανικό έλεγχο νομισματικής επιτροπής που θα σταθεροποιούσε την καταρρέουσα δραχμή. Ωστόσο, η Αγγλία δε θα παρείχε οικονομική βοήθεια για ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα ανάκαμψης και ανοικοδόμησης 29. Ο Λήπερ συνέχισε να παίζει το ρόλο του χεριού που καθοδηγούσε τον Έλληνα πρωθυπουργό, επιφέροντας αλλαγές στο υπουργικό συμβούλιο και αντιτιθέμενος σε διορισμούς ηγετικών στελεχών στις ένοπλες δυνάμεις και τη χωροφυλακή. Όμως, παρά τις ακάματες προσπάθειες του πρεσβευτή, «οι μετριοπαθείς» αρνούνταν να συνεργαστούν και να σχηματίσουν ένα βιώσιμο Κέντρο. Οι εθνικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, τις οποίες όλες οι φατρίες εκτός από τους Λαϊκούς προσπάθησαν ν' αναβάλουν, και τις οποίες μποϊκοτάρισε η Αριστερά, είχαν ως αποτέλεσμα μια καθαρή νίκη των βασιλοφρόνων και το σχηματισμό δεξιάς κυβέρνησης υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη. Τρεις βδομάδες νωρίτερα, ο Λήπερ είχε πάρει μετάθεση και τον είχε αντικαταστήσει ο σερ Κλίφορντ Νόρτον. Οι οδηγίες του Φόρεϊν Όφις στον καινούριο άνθρωπό του στην Αθήνα, περιλάμβαναν την προτροπή να μην επεμβαίνει στις εσωτερικές ελληνικές υποθέσεις όσο ο προκάτοχός του: το Λονδίνο ήθελε να περιορίσει την ανάμιξή του, κι εξακολουθούσε να ελπίζει ότι μια κυβέρνηση συνασπισμού των προοδευτικών στοιχείων, με πλατιά βάση, θα εφάρμοζε μια πολιτική μετριοπάθειας και οικονομικής ανάκαμψης 30. Όπως όμως οι Λαϊκοί δεν έχαναν ευκαιρία να πάνε κόντρα στους Άγγλους συμβούλους τους, ο Νορτον δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη δίνη της αθηναϊκής πολιτικής. Όταν εξέφρασε την άποψη ότι η αντιβασιλεία του Δαμασκηνού θα μπορούσε να παραταθεί ως το 1948, οι βασιλόφρονες κατηγόρησαν τον πρεσβευτή ότι εργαζόταν κατά της επιστροφής της βασιλείας 31 . Ο Δαμασκηνός απαίτησε από τον Νόρτον να κάνει κήρυγμα στον Τσαλδάρη για τους κινδύνους ενός πρόωρου δημοψηφίσματος, και για τις υπερβολές της Δεξιάς που είχαν στόχο ολόκληρο το φάσμα των δημοκρατικών. Παρόλο που η ικανότητά τους να ελέγχουν την ελληνική κυβέρνηση περιορίστηκε μετά τις εκλογές, οι Άγγλοι δεν μπορούσαν να αποσείσουν την ευθύνη για την κακή οικονομική κατάσταση και την ανικανότητα των σωμάτων ασφαλείας να επιβάλουν τη δημόσια τάξη. Για τους αξιωματούχους του Λονδίνου -τους υπεύθυνους για την ελληνική πολιτική- το 1946 θα ήταν ένας χρόνος ογκούμενης σύγχυσης και απελπισίας. Αγνοώντας τις προειδοποιήσεις της πρεσβείας, η κυβέρνηση του Τσαλδάρη έφτιαξε νόμους για τη δημόσια ασφάλεια που, στην πράξη, ενθάρρυναν την άσκηση τρομοκρατίας από τους βασιλόφρονες κι έδειχναν να σπρώχνουν κι άλλους κομμουνιστές να βγουν στο βουνό, όπου οι συμμορίες των ανταρτών γίνονταν όλο και πιο δυνατές και δρούσαν κατά των δυνάμεων ασφαλείας. Βασιλόφρονες αξιωματικοί προωθούνταν, σε βάρος άλλων, κι έτσι οι ένοπλες δυνάμεις αποκτούσαν την πολιτική ακριβώς απόχρωση που η βρετανική πολιτική, θεωρητικά τουλάχιστον, είχε προσπαθήσει ν' αποτρέψει. Τα βρετανικά εφόδια κι η εκπαίδευση δεν μπορούσαν να μετατρέψουν την Εθνοφυλακή και τη χωροφυλακή σε ένα αποτελεσματικό εργαλείο κατά των ανταρτών. Οι οικονομικοί σύμβουλοι της πρεσβείας έχαναν κάθε ελπίδα ότι θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τις ενέργειες μιας κυβέρνησης η οποία, σαν μόνη λύση για τα οικονομικά της προβλήματα, ζητούσε κι άλλο αγγλικό δάνειο. Όπως υπογράμμισε ένας απ' αυτούς, «πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός ότι δεν μπορούμε να κάνουμε την ελληνική κυβέρνηση να πειθαρχήσει σε μια κρίση, και να ανεχθούμε την κακή χρήση των βρετανικών προμηθειών καθώς και τη μια αποστασία μετά την άλλη, στενόμυαλων και εγωκεντρικών Ελλήνων πολιτικών» 32. Για να χειροτερέψουν Digitized by 10uk1s
ακόμα πιο πολύ τα πράγματα, οι σχέσεις της Ελλάδας και των γειτόνων της στα Βαλκάνια επιδεινώθηκαν σοβαρά. Κι έρχονταν όλο και πιο πολλά στοιχεία ότι οι Έλληνες αντάρτες έπαιρναν βοήθεια από την άλλη πλευρά των συνόρων. Μόλο που το Φόρεϊν Όφις συνέχιζε ν' αμφιβάλλει για το αν έφταιγε η σοβιετική κυβέρνηση, ο Νόρτον είχε την άποψη ότι τα κομμουνιστικά κράτη των Βαλκανίων ενεργούσαν σύμφωνα με σχέδια της Μόσχας 33. Ο Μπέβιν, που απέρριψε σοβιετικές επικρίσεις στα Ηνωμένα Έθνη για το ρόλο της Αγγλίας στην Ελλάδα και υπερασπίστηκε όσο καλύτερα μπορούσε την κυβέρνηση της Αθήνας, κουράστηκε απ' αυτή την προσπάθεια, κυρίως μετά που ο Τσαλδάρης φάνηκε πρόθυμος να προκαλέσει φασαρίες για την παραμονή της Αγγλίας στην Κύπρο 34. Στην ειρηνευτική διάσκεψη του Παρισιού, η αγγλική κυβέρνηση αγνόησε ουσιαστικά τις ελληνικές εδαφικές αξιώσεις που τις θεωρούσε υπερβολικές και πίστευε ότι θα προκαλούσαν ανθελληνικές κινήσεις του Σοβιετικού Μπλοκ. Και μόλο που ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Μπερνς ήταν διατεθειμένος να προτρέψει τους Άγγλους να εμποδίσουν μια νίκη των κομμουνιστών στην Αθήνα 35 και, όταν δινόταν η ευκαιρία, ο πρεσβευτής την ΗΠΑ Λίνκολν Μακβή συνεργαζόταν με τον Άγγλο ομόλογό του και πίεζαν τον Τσαλδάρη να διευρύνει την κυβέρνησή του, η Ουάσιγκτον έδειχνε απρόθυμη να κάνει τίποτ' άλλο εκτός απ' το να στέλνει, περιοδικώς, κάποιες ναυτικές δυνάμεις της να επισκέπτονται τα ελληνικά νερά. Το καλοκαίρι του 1946 πια, οι κυβερνητικοί κύκλοι στην Αγγλία έθεταν διστακτικά το ζοφερό ερώτημα: «Τι μπορεί να γίνει για να μην έχουμε μια κομμουνιστική Ελλάδα του χρόνου;» 36 Εκφράζοντας σοβαρότατες αμφιβολίες για το αν η Αγγλία θα μπορούσε να βοηθάει για πολύ ακόμα την Ελλάδα, το Φόρεϊν Όφις δεν ήταν, οπωσδήποτε, διατεθειμένο να προτείνει πλήρη αποχώρηση απ' αυτή τη χώρα, όπως το πρότειναν ήδη το Θησαυροφυλάκιο και οι στρατιωτικές αρχές. Τον Δεκέμβριο, ο Μπέβιν, που είχε εκνευριστεί από τις μεθόδους του Τσαλδάρη κι είχε βαρεθεί την ελληνική κατάσταση γενικά, κατόρθωσε να πείσει την κυβέρνησή του να συνεχίσει τη χρηματοδότηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων για μια ακόμα επίθεση κατά των ανταρτών, που θα γινόταν την επόμενη άνοιξη. Συμφωνήθηκε όμως πως ύστερα απ' αυτό, θα σταματούσε κάθε βοήθεια προς την Ελλάδα. Κι όλα έδειχναν ότι οι προσπάθειες της Αγγλίας στη μεταπολεμική Ελλάδα θα τελείωναν με μια αποχώρηση και μια αποτυχία 37. Υπήρχε ωστόσο μια ακτίνα ελπίδας, όχι από την Αθήνα όπου η κατάσταση εξακολουθούσε να επιδεινώνεται, αλλά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Στα μέσα Οκτωβρίου, ο υπουργός Μπερνς διακήρυξε ότι η Ελλάδα κι η Τουρκία ήταν πολύτιμοι παράγοντες στη μάχη κατά του σοβιετικού επεκτατισμού. Κι ότι μια αμερικανική οικονομική αποστολή θα ταξίδευε σύντομα στην Ελλάδα προκειμένου να εκτιμήσει τις ανάγκες της 38 . Καθώς πλησίαζε το τέλος του 1946, γινόταν φανερό ότι οι ΗΠΑ εγκατέλειπαν την πολιτική της αποστασιοποίησης, κι ετοιμάζονταν ν' ασχοληθούν με τα προβλήματα της Ελλάδας. Η Ουάσιγκτον, όμως, αργούσε να δράσει, και το Λονδίνο φοβόταν ότι σε λίγο θα ήταν πολύ αργά. Τον Δεκέμβριο, η κυβέρνηση Τσαλδάρη κατέρρευσε κάτω από το βάρος της ανικανότητάς της, κι η χώρα άρχισε να βυθίζεται ραγδαία σε ολοκληρωτικό εμφύλιο πόλεμο. Η νέα κυβέρνηση του Δημητρίου Μαξίμου βρέθηκε αμέσως αντιμέτωπη με μια απεργία των δημοσίων υπαλλήλων που παρέλυσε τα πάντα, και έφερε ξανά στο προσκήνιο το πάγιο αίτημα για ξένη οικονομική βοήθεια. Στις 11 Φεβρουαρίου, ο Άγγλος υπουργός Οικονομικών Χίου Ντάλτον προειδοποίησε την κυβέρνηση Άτλη ότι η Αγγλία έπρεπε να εφαρμόσει χωρίς καμιά χρονοτριβή «την πιο αυστηρή οικονομία στα έξοδά της στο εξωτερικό», και πρόσθεσε: «Εγώ, θα άρχιζα αμέσως περικόπτοντας τους Έλληνες» 39. Ο Μπέβιν συμφώνησε. Ήταν καιρός ν' ανατεθεί το ζήτημα απόλυτα στους Αμερικανούς. Στις 21 Φεβρουαρίου του 1947, η αγγλική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον πληροφόρησε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι η βοήθεια προς την Ελλάδα θα διακοπτόταν οριστικά στις 31 Μαρτίου. Κατά συνέπεια, «αν πρόκειται να εφαρμόσουμε μια κοινή πολιτική αποτελεσματικής και Digitized by 10uk1s
έμπρακτης υποστήριξης προς την Ελλάδα», το Λονδίνο έλπιζε ότι «η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα συμφωνούσε ν' αναλάβει από την 1η Απριλίου 1947, το οικονομικό βάρος» 40. Για την αμερικανική κυβέρνηση, δεν υπήρχε καμιά λογική στην ανάληψη του οικονομικού βάρους, εκτός κι αν αναλάμβανε συγχρόνως και τις προσπάθειες για την έξοδο του ελληνικού κράτους από την κρίση. Αλλιώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρηματοδοτούσαν προγράμματα και επιχειρήσεις πάνω στα οποία η Ουάσιγκτον δε θα ασκούσε αποτελεσματικό έλεγχο. Με δυο λόγια, η επιτυχία της αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα απαιτούσε τη συρρίκνωση του ρόλου της Βρετανίας σ' εκείνον ενός μικρού συνεταίρου -αλλαγή που το Λονδίνο δέχτηκε ευχαρίστως παρά τον εκνευρισμό ορισμένων από τους εκπροσώπους του στην Ελλάδα, που βρέθηκαν ξαφνικά υφιστάμενοι των Αμερικανών «συναδέλφων» τους. Μπορεί λοιπόν κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μέχρι το 1947, η Βρετανία είχε μόλις και μετά βίας κατορθώσει να περισώσει την Ελλάδα από μια ολοκληρωτική εσωτερική κατάρρευση. Στο τέλος, όμως, η βρετανική κυβέρνηση αποδείχτηκε πολύ αναποφάσιστη, φοβισμένη και φτωχή για ν' αναλάβει μια αυθεντική επιχείρηση διάσωσης. Το έργο αυτό αφέθηκε στους Αμερικανούς, που έδειχναν να έχουν πολύ περισσότερους πόρους και πολύ λιγότερους ενδοιασμούς να υπαγορεύσουν τη θέλησή τους στους ανυπότακτους Έλληνες.
ΟΙ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Π ο λ ι τ ι κ έ ς π ρ ο ο π τ ι κ έ ς κ α ι σ τ ό χ ο ι : Μέχρι το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ δεν διέθεταν κάτι που να μοιάζει έστω κι από μακριά με επίσημη πολιτική για την Ελλάδα. Βέβαια, από επίσημα χείλη είχαν εκφραστεί διάφορες περιστασιακές εκφράσεις συμπάθειας για τον αγώνα της ανεξαρτησίας του ελληνικού έθνους, και μετά το 1921 η Αμερική είχε δώσει σημαντική οικονομική και διοικητική υποστήριξη στις προσπάθειες της Κοινωνίας των Εθνών για την επανεγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Υπήρχε ακόμα και κάποιο ενδιαφέρον για την ελληνική αγορά, όπου θα μπορούσαν ίσως να διατεθούν ορισμένα αμερικανικά προϊόντα. Και πολλοί ιδιώτες Αμερικανοί ασχολούνταν με εκπαιδευτικά, ανθρωπιστικά και αρχαιολογικά προγράμματα41. Ωστόσο, η Ελλάδα, όπως κι ολόκληρη η νοτιοανατολική Ευρώπη, βρισκόταν έξω από τον κύκλο των αμερικανικών συμφερόντων και οι πολιτικές εξελίξεις σ' αυτή τη χώρα δε γεννούσαν κανένα ενδιαφέρον ή ανησυχία στην Ουάσιγκτον. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν έπρεπε ν' αναγνωριστεί η Ελλάδα σαν ένας γενναίος, αν και μικρός σύμμαχος, η Ουάσιγκτον απέφυγε οποιαδήποτε ενεργό ανάμιξη στις ελληνικές υποθέσεις, κι αντιστάθηκε στις προσπάθειες για εξασφάλιση αμερικανικής οικονομικής βοήθειας για την ανακούφιση και ανοικοδόμηση της Ελλάδας, πέρα από τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει μέσω της UNRRA 42. Η Ελλάδα, ήταν αγγλικό πρόβλημα. Στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν ν' αποφεύγουν την άμεση ανάμιξη στα κατ' εξοχήν ελληνικά ζητήματα. Όμως, αυξανόταν συνεχώς το ενδιαφέρον τους για τις ευρύτερες πολιτικές προοπτικές, στο πλαίσιο των οποίων η Ελλάδα μπορούσε να θεωρηθεί ένα είδος πειράματος. Έτσι, ταραγμένη εξαιτίας της σοβιετικής συμπεριφοράς στην ανατολική Ευρώπη, η κυβέρνηση Τρούμαν αντιμετώπισε την ανάγκη να στηρίξει τη διακήρυξη της Γιάλτας για την απελευθερωμένη Ευρώπη, σύμφωνα με την οποία οι τρεις μεγάλοι Σύμμαχοι αναλάμβαναν να επιβλέψουν την αποκατάσταση της δημοκρατίας σε κράτη προσφάτως απελευθερωμένα από την εχθρική κατοχή. Κι έτσι, οι ΗΠΑ βοήθησαν στην επίβλεψη των βουλευτικών εκλογών στην Ελλάδα, συνεργαζόμενες με την Αγγλία και τη Γαλλία. Η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε να συμμετάσχει. Όπως ήταν φυσικό, αυτό προκάλεσε την άσκηση σημαντικής, αν και σπασμωδικής, επιρροής στην ελληνική πολιτική σκηνή, μέσω κυρίως Βρετανών αξιωματούχων, κι άνοιξε το δρόμο για ένα περισσότερο επεμβατικό ρόλο στα κατοπινά χρόνια. Επίσης, παρά την προηγούμενη Digitized by 10uk1s
αντιπάθεια για την «τυραννική τακτική» και τα «ανακατώματα» της Αγγλίας στις ελληνικές υποθέσεις, οι Αμερικανοί επίσημοι θεωρούσαν την Αγγλία ουσιαστικό στοιχείο στη μεταπολεμική παγκόσμια τάξη που επιθυμούσαν να οικοδομήσουν οι ΗΠΑ. Κι έτσι, η αγγλική πολιτική στην Ελλάδα και τα Ηνωμένα Έθνη (όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε επίπεδο πολέμου λέξεων μεταξύ Λονδίνου και Μόσχας το «Ελληνικό Πρόβλημα»), αντιμετωπίστηκε με συμπάθεια στην Ουάσιγκτον. Πιο σημαντικό, όμως, ήταν το ότι η Ελλάδα έγινε αντικείμενο αμερικανικού ενδιαφέροντος μόνο όταν η κυβέρνηση Τρούμαν πείστηκε ότι ο ελληνικός πόλεμος ήταν άμεσο αποτέλεσμα της διαμάχης Ανατολής-Δύσης που είχε προκαλέσει ο σοβιετικός επεκτατισμός, κι οι ΗΠΑ ήταν έτοιμες να σπεύσουν σε βοήθεια της Ευρώπης 43. Σύμφωνα με τα λόγια Αμερικανού επισήμου, η Ελλάδα είχε γίνει «ο δοκιμαστικός σωλήνας τον οποίο παρακολουθούν οι λαοί όλου του κόσμου για να διαπιστώσουν αν η αποφασιστικότητα των Δυτικών Δυνάμεων ν' αντισταθούν στην επιθετικότητα, είναι ίση με εκείνη του διεθνούς Κομμουνισμού που θέλει ν' αποκτήσει νέες περιοχές και νέες βάσεις για παραπέρα επιθετικότητα. Είμαστε πεπεισμένοι ότι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτρέψουν την κατάκτηση της Ελλάδας, οι λαοί, και ιδίως εκείνοι της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, θα βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα και θα πληγούν από αβεβαιότητα και σύγχυση παρόμοιες μ' εκείνες που επικρατούν στην Ελλάδα σήμερα» 44. Με δυο λόγια, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σκοπό να εμποδίσουν μια παραπέρα σοβιετική επέκταση, η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει ένα σημαντικό πεδίο μάχης, κι ο εμφύλιός της η πρώτη μεγάλη αψιμαχία 45. Τις παραμονές της ομιλίας του Προέδρου Τρούμαν στις 12 Μαρτίου 1947 (με την οποία η πολιτική της ανάσχεσης παρουσιάστηκε με πολύ θολούς και βαρύτατα ιδεολογικούς όρους) 46 , ο ξεκάθαρος στόχος της αμερικανικής κυβέρνησης θα ήταν «η ήττα των Σοβιετικών στις προσπάθειές τους να καταστρέψουν την πολιτική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας... Κατά συνέπεια, οι ΗΠΑ πρέπει να κάνουν πλήρη χρήση της πολιτικής, οικονομικής και, αν χρειαστεί, και της στρατιωτικής δύναμής τους, μ' όποιον τρόπο θα είναι περισσότερο πρόσφορος για να μην βρεθεί η Ελλάδα κάτω από την κυριαρχία της ΕΣΣΔ, είτε ύστερα από εξωτερική ένοπλη επίθεση, είτε μέσω κομμουνιστικών κινήσεων κατόπιν προτροπής της ΕΣΣΔ στο εσωτερικό της Ελλάδας, και εφόσον η νομίμως εκλεγμένη κυβέρνηση της Ελλάδας επιδεικνύει αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση μιας τέτοιας κομμουνιστικής επιθετικότητας» 47. Και σύμφωνα μ' όλα αυτά, οι αξιωματούχοι της Ουάσιγκτον βάλθηκαν να δημιουργήσουν τις συνθήκες που εκείνοι θεωρούσαν απαραίτητες για την επιτυχία τούτης της πολιτικής. Η ε φ α ρ μ ο γ ή : Πρώτα απ' όλα, για να είναι άξια οποιουδήποτε είδους αμερικανικής υποστήριξης, η κυβέρνηση της Αθήνας έπρεπε ν' απομακρυνθεί από τον έλεγχο της Δεξιάς και να ανατεθεί σε μια πλατιά συμμαχία αντικομμουνιστικών ομάδων που θα μπορούσε να τερματίσει τις υπερβολές των δεξιών και ν' αποκαταστήσει μια επίφαση, έστω, νομιμότητας και δημοκρατικής διακυβέρνησης. Έγιναν λοιπόν προτροπές προς τους Έλληνες πολιτικούς να συνεργαστούν στο σχηματισμό μιας κυβέρνησης «με όσο το δυνατόν ευρύτερη βάση, όλων των πατριωτικών και υπέρ της νομιμότητας κομμάτων» 48 . Μια τέτοια πολιτική αναμόρφωση στην κορυφή, θα στερούσε από τους αντάρτες τη λαϊκή υποστήριξη και θα τους χαρακτήριζε πιο καθαρά ως εχθρούς του έθνους και όργανα του Σλαβοκομμουνισμού. Θα μπορούσε ακόμα να βάλει τέρμα στις διαιρέσεις των «εθνικοφρόνων», να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την ανταρσία και να ξεκινήσει τη διαδικασία της εθνικής συμφιλίωσης και της οικονομικής ανόρθωσης. Κι ακόμα, θα έκανε την ελληνική κυβέρνηση ν' ανταποκρίνεται πιο θετικά στις αμερικανικές συμβουλές και θα σταματούσε τις επικρίσεις που ακούγονταν στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ότι η κυβέρνηση Τρούμαν πήγαινε να βοηθήσει ένα αντιδραστικό καθεστώς.
Digitized by 10uk1s
Ακόμα όμως κι αν μπορούσε να δημιουργηθεί μια ιδανική κυβέρνηση συνασπισμού, η επιτυχία της θα ήταν αμφίβολη, εφόσον θα έπρεπε να εργαστεί με μια αποθαρρημένη, καταπτοημένη, κομματικοποιημένη και ανεπαρκή κρατική γραφειοκρατία, όπως είχε ανακαλύψει ήδη με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο η βρετανική εμπειρία. Κατά συνέπεια, για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του προτεινόμενου προγράμματος βοηθείας, και κυρίως στους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας, έπρεπε Αμερικανοί αξιωματούχοι ν' αναλάβουν τον έλεγχο βασικών κυβερνητικών λειτουργιών στην Αθήνα. Τέλος, αφού στόχος της Ουάσιγκτον ήταν να προστατέψει την Ελλάδα ενάντια στην εξωτερική και εσωτερική κομμουνιστική επιθετικότητα, ήταν «εκ των ων ουκ άνευ» να κρατηθούν μακριά οι ξένοι εχθροί της Ελλάδας και να νικηθούν τα ντόπια παρακλάδια τους. Έτσι, οι ΗΠΑ προειδοποίησαν αυστηρά και επανειλημμένα τα καθεστώτα του Σοβιετικού Μπλοκ να μην αναγνωρίσουν την κομμουνιστική «κυβέρνηση» του βουνού, και στη συνέχεια ανέλαβαν δραστήριο ρόλο στις προσπάθειες του ΟΗΕ για εντοπισμό της ξένης βοήθειας που έπαιρναν οι Έλληνες αντάρτες 49 . Και περισσότερο επί της ουσίας, η Ουάσιγκτον πήρε από το Λονδίνο το έργο της χρηματοδότησης, εφοδιασμού και διεύθυνσης των δυνάμεων της ελληνικής κυβέρνησης στον πόλεμό τους κατά του κομμουνιστικού Δημοκρατικού Στρατού. Και παρόλο που οι κατοπινοί επικριτές της αμερικανικής πολιτικής έχουν δίκιο όταν λένε πως οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις οικοδομήθηκαν με θέματα εσωτερικής ασφάλειας κατά νου, το επιχείρημα αυτό μάλλον δεν είναι σοβαρό: στα τέλη της δεκαετίας του '40, το καλύτερο που μπορούσε να ελπίζει κανείς ήταν να κάνει τον ελληνικό στρατό ικανό να νικήσει τον εσωτερικό εχθρό 50. Την αντίσταση κατά των στρατιών του Σοβιετικού Μπλοκ, μπορούσε να μελετήσει κανείς μόνο μέσα στα πλαίσια μιας εκτεταμένης σύρραξης Ανατολής-Δύσης, κατά την οποία την άμυνα της Ελλάδας θα έπρεπε να εξασφαλίσουν οι πάτρονές της. Σ' όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι μελετούσαν στα σοβαρά την αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να υποστηρίζει την ιδέα, και το υπουργείο Άμυνας να την πολεμά 51. Τελικά, η αποσκίρτηση της Γιουγκοσλαβίας από το Σοβιετικό Μπλοκ και η νίκη των δυνάμεων της ελληνικής κυβέρνησης, έβαλαν τέλος στις συζητήσεις. Αν όμως δε χρειάστηκαν αμερικανικά στρατεύματα για να ηττηθούν οι αντάρτες, ο πόλεμος διεξήχθη κάτω από τα άγρυπνα βλέμματα μιας μεγάλης αμερικανικής αποστολής, η επιρροή κι ο έλεγχος της οποίας ήταν αισθητοί σε κάθε βήμα του σχεδιασμού και της εκτέλεσης των επιχειρήσεων. Αν, στα πρώτα χρόνια, οι Άγγλοι σύμβουλοι βασίζονταν στον Δαμασκηνό για την εφαρμογή του πολιτικού τους προγράμματος, οι Αμερικανοί εμπιστεύτηκαν τελικά τους στρατιωτικούς στόχους τους στον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο που, μετά τις αμφίρροπες μάχες του 1948, ανέλαβε σχεδόν δικτατορικές αρμοδιότητες και έπεισε την κυβέρνηση να θέσει σαν πρωταρχική της προτεραιότητα την πάταξη του στρατού των ανταρτών 52. Αρχικά, η κρυφή φιλοφοξία της Ουάσιγκτον ήταν να εισαγάγει στην Ελλάδα σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, κάτι σαν το «Νιου Ντιλ» του Φράνκλιν Ρούζβελτ, που θα δημιουργούσαν μια κοινωνία με μεγαλύτερη ισότητα, φιλελεύθερη-προοδευτική, και με αποτελεσματική κυβέρνηση. Σύντομα, ωστόσο, η άμεση και στενή ενασχόληση με τις ανάγκες της καταπολέμησης της ανταρσίας που επισκίαζαν όλα τ' άλλα, μαζί με τις ατέλειωτες δυσκολίες που συναντούσαν στη «μεταφύτευση» σε ξένη γη αδοκίμαστων ιδεών «κοινωνικής μηχανικής» και την αμετακίνητη αντίδραση σε κάθε αλλαγή της ελληνικής ελίτ της εξουσίας, ανάγκασαν τους Αμερικανούς να ικανοποιηθούν με τον πολύ μέτριο στόχο της σωτηρίας της Ελλάδας από τον κομμουνισμό 53. Βέβαια, μια μαζική βοήθεια κάθε είδους προμήθευσε την αναγκαία βάση για μια μακροπρόθεσμη οικονομική ανάκαμψη και πολιτική σταθερότητα. Στη διπλωματική γλώσσα μιας μελέτης του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας που γράφτηκε αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου... Digitized by 10uk1s
Στο εσωτερικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες προώθησαν την εφαρμογή υγιών πολιτικών και κοινωνικών απόψεων σε αντίβαρο των ανατρεπτικών προσπαθειών των κομμουνιστών και ενθάρρυναν την τήρηση δημοκρατικών, συνταγματικών διαδικασιών καθώς και την προστασία των πολιτικών ελευθεριών, σε βαθμό που να μην αντιστρατεύονται την ασφάλεια του κράτους. Οι προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών για προώθηση και εφαρμογή νομοθεσίας που θα επέτρεπε τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών, θα βελτίωνε την αποτελεσματικότητα των ελληνικών οικονομικών και διοικητικών διαδικασιών και θα απάλλασσε την ελληνική οικονομία από μονοπωλιακές και αντιφατικές πρακτικές, υπήρξαν εν μέρει μόνο επιτυχίες 54. Ο ι μ έ θ ο δ ο ι : Μόλις η κυβέρνηση Τρούμαν πήρε την απόφαση να προμηθεύσει στην Ελλάδα βοήθεια ευρείας κλίμακας, βάλθηκε ν' αποσπάσει τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού από τους απαρχαιωμένους συντηρητικούς του Λαϊκού Κόμματος, και να τον παραδώσει σε μια πλατιά συμμαχία υπό τον Σοφούλη, τον ηγέτη των Φιλελευθέρων. Όταν, κατά τα τέλη Αυγούστου του 1947, ο πρεσβευτής Μακβή αποδείχτηκε πολύ μαλακός και διπλωματικός για να επιτύχει το ζητούμενο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έστειλε επιτόπου έναν ανώτερο αξιωματούχο, τον Λόι Γ. Χέντερσον, ο οποίος προειδοποίησε ωμά τους Έλληνες πολιτικούς και τον βασιλιά Παύλο (που είχε διαδεχτεί τον αδελφό του Γεώργιο τον Απρίλιο του 1947) ότι αν δεν συνεργάζονταν αμέσως στο σχηματισμό της κυβέρνησης που τους είχε προταθεί, «το Κογκρέσο κι ο αμερικανικός λαός μπορούσαν ωραιότατα ν' αρνηθούν να συνεχίσουν να ξοδεύουν την ενέργεια και τους πόρους τους σε βοήθεια για την Ελλάδα»55. Στις 7 Σεπτεμβρίου, ορκίστηκε καινούρια κυβέρνηση με τον Σοφούλη πρωθυπουργό και τον Τσαλδάρη να διατηρεί την αντιπροεδρία και το υπουργείο των Εξωτερικών. Από εκεί και μετά, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι μπορούσαν να θεωρούν δεδομένο ότι οι Έλληνες πολιτικοί και τα Ανάκτορα -κι ας συνεχίστηκαν οι διαφωνίες κι οι εναλλαγές υπουργών- θα εκτελούσαν τα προστάγματα της Ουάσιγκτον, στη θεωρία τουλάχιστον. Αντίθετα από τους Άγγλους, που είχαν προσπαθήσει να καθοδηγήσουν τις εξελίξεις στην Ελλάδα περιορίζοντας τις πιέσεις τους στην κυβέρνηση, οι Αμερικανοί ήταν διατεθειμένοι ν' αποκτήσουν τον άμεσο έλεγχο νευραλγικών τομέων της κρατικής γραφειοκρατίας, για να εξασφαλίσουν τη σωστή λειτουργία τους σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές των ανώτατων κλιμακίων 56. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε μέσα από έναν αριθμό επίσημων συμφωνιών ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ 57 , και με την προσεκτική κατανομή αρμοδιοτήτων ανάμεσα στον πρεσβευτή των ΗΠΑ και τον επικεφαλής της Αμερικανικής Αποστολής Βοήθειας για την Ελλάδα (AMAG). Πρόσθετες, συγκεκριμένες αρμοδιότητες ανατέθηκαν απευθείας στο Κοινό Αμερικανικό Επιτελείο Στρατιωτικών Συμβούλων και Ομάδας Σχεδιασμού (JUSMAPG). Με όλα αυτά, παρόλο που στους τομείς των δαπανών, εσόδων, νομίσματος, εμπορίου, κ.λπ., η οικονομική επιτροπή είχε τον πρώτο λόγο, ο κατάλογος των αρμοδιοτήτων της πρεσβείας κάθε άλλο παρά αμελητέος ήταν. Ήταν υπεύθυνη για: α) Κάθε ενέργεια των εκπροσώπων των ΗΠΑ σε σχέση με μεταβολές στην ελληνική κυβέρνηση, β) Κάθε ενέργεια από εκπροσώπους των ΗΠΑ για μεταβολές ή αποτροπή μεταβολών στην ανώτατη διοίκηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, γ) Κάθε ουσιαστική αύξηση ή μείωση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, δ) Κάθε διαφωνία με τις ελληνικές ή τις αγγλικές αρχές που, άσχετα με την προέλευσή της θα μπορούσε να βλάψει τη συνεργασία ανάμεσα στους Αμερικανούς αξιωματούχους στην Ελλάδα και τους Έλληνες ή τους Άγγλους επισήμους, ε) Κάθε σημαντικό ζήτημα σχετικό με τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, τα Ηνωμένα Έθνη, ή οποιαδήποτε ξένη χώρα άλλη από τις ΗΠΑ. στ) Κάθε σημαντικό ζήτημα αναφορικά με την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στα ελληνικά κόμματα, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τα ανατρεπτικά στοιχεία, τις αντάρτικες Digitized by 10uk1s
στρατιωτικές δυνάμεις κ.λπ., συμπεριλαμβανομένων και των ζητημάτων αμνηστίας, τιμωρίας, και τα παρόμοια, ζ) Κάθε ζήτημα που θα αναφέρεται στη διενέργεια εκλογών στην Ελλάδα 58. Όταν ο επικεφαλής της οικονομικής αποστολής Ντουάιτ Γκρίζουολντ κατηγορήθηκε επειδή έγινε -για τα μάτια ορισμένων, τουλάχιστον- ο «πιο ισχυρός άνθρωπος στην Ελλάδα», εκείνος αποκρίθηκε: «Πιστεύω πως ήταν πρόθεση του Κογκρέσου η Αποστολή αυτή να ενεργεί διακριτικά αλλά και με πυγμή, για να βοηθήσει στην αποκατάσταση της Ελλάδας έτσι που να σταματήσουμε εδώ τον Κομμουνισμό. Το Κογκρέσο είχε επίσης την πρόθεση -και μέλη του που μας επισκέφτηκαν εδώ το υπογράμμισαν- η Αποστολή να ασκεί αυστηρούς ελέγχους στις δαπάνες αμερικανικών και ελληνικών κεφαλαίων. Αυτό, προϋποθέτει ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις, και δεν βλέπω να κερδίζουμε τίποτα προσποιούμενοι πως πρόκειται για κάτι άλλο» 59. Πέρα από τις επίσημες δομές του ελληνικού κράτους, αφιερώθηκε ιδιαίτερη προσοχή στις συνδικαλιστικές οργανώσεις οι οποίες, αν και παραδοσιακά υπόκεινταν στη χειραγώγηση του κράτους παρέμεναν, όπως ήταν φυσικό, ευάλωτες στον ακτιβισμό της Αριστεράς και κατά συνέπεια ικανές να παρεμποδίζουν τις προσπάθειες της αμερικανικής και της ελληνικής κυβέρνησης για σταθεροποίηση και ενίσχυση της οικονομίας. Με τους αξιωματούχους της πρεσβείας συνεργάστηκαν εκπρόσωποι της Αμερικανικής Εργατικής Ομοσπονδίας (AFL), του Συνεδρίου Βιομηχανικών Οργανισμών (CIO), και της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Ελεύθερων Εργατικών Συνδικάτων (ICFTU), για να κατανικηθούν απόπειρες να περάσει η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας και οι συνδεδεμένες μ' αυτήν οργανώσεις κάτω από κομμουνιστική ηγεσία 60. Όπως ήταν φυσικό, εκείνοι που χάραζαν την αμερικανική πολιτική αντιμετώπιζαν την κατανίκηση της ανταρσίας σαν τη λυδία λίθο των προσπαθειών τους στην Ελλάδα. Μετά το 1947, παρόλο που μια μικρή αγγλική στρατιωτική αποστολή παρέμεινε στην Ελλάδα, ο ρόλος της συρρικνώθηκε ουσιαστικά σε μια συμβολική παρουσία που βασικά είχε εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Από τότε, η JUSMAPG ανέλαβε την αρμοδιότητα -σε στενή συνεργασία με την ανώτερη στρατιωτική αρχή των ΗΠΑ- να αποφασίζει για το επιθυμητό μέγεθος και τον ανάλογο εξοπλισμό του ελληνικού στρατού, τη σωστή του οργάνωση και δομή, τους βασικούς διοικητές του και τα σχέδια για τις μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις του. Ο αρχηγός της αποστολής, στρατηγός Τζέιμς Βαν Φλητ, συχνά με πολύ καυστική γλώσσα, κριτικάριζε διοικητές στο πεδίο της μάχης για την απόδοση των αντρών τους και βομβάρδιζε τον στρατηγό Παπάγο με συμβουλές και παράπονα. Ακόμα και τον Φεβρουάριο του 1949, στους τελευταίους δηλαδή μήνες του εμφυλίου, ο Βαν Φλητ θα ενημέρωνε τον Παπάγο ότι: ...μέχρι σήμερα τα αποτελέσματα δεν είναι ανάλογα με τα δαπανηθέντα κεφάλαια και τις διαθέσιμες δυνάμεις. Ειδικότερα, η έλλειψη επιθετικότητας και αποφασιστικότητας απέναντι στον εχθρό, σε συνδυασμό με την αποτυχία συμμόρφωσης και εφαρμογής των διαταγών, επηρέασαν τις επιχειρήσεις αρνητικά, περισσότερο από κάθε άλλον παράγοντα. Πάρα πολλοί διοικητές, πάρα πολύ συχνά, δεν αναλαμβάνουν αποφασιστική δράση σύμφωνα με την αποστολή τους και την κατάσταση του εχθρού 61. Παράλληλα, Αμερικανοί αξιωματικοί προσκολλούνταν συχνά σε μεγάλες ελληνικές μονάδες και παρακολουθούσαν περιοδικώς μάχες από κοντά. Τα προβλήματα που κατέτρυχαν τις κυβερνητικές δυνάμεις στις πρώτες φάσεις του Digitized by 10uk1s
εμφυλίου πολέμου ήταν πολλά και περίπλοκα. Οι Αμερικανοί επίσημοι είχαν φανερά κάθε λόγο να είναι δυσαρεστημένοι με το ρυθμό που προχωρούσε η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του στρατού απέναντι στους πολύ λιγότερους κι ελαφρότερα οπλισμένους αντάρτες. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι αμερικανικές πιέσεις, που μείωσαν τις πολιτικές επεμβάσεις σε στρατιωτικά ζητήματα, σε συνδυασμό με τα καλύτερα και άφθονα όπλα που προμήθευσαν οι Αμερικανοί, συνέβαλαν στη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων. Εκείνο όμως που ο Βαν Φλητ κι οι συνάδελφοί του δεν μπορούσαν να καταλάβουν, ήταν οι ψυχολογικές επιπτώσεις του πολέμου στο σύνολο των Ελλήνων, και κυρίως σ' όσους φορούσαν στολή. Ένας εμφύλιος πόλεμος είναι μια μοναδικά στρεβλωτική εμπειρία για ολόκληρο το έθνος, και είναι μοιραίο να επηρεάζει αρνητικά το ηθικό των στρατιωτών και την απόδοσή τους. Πιο απλά, οι Έλληνες διοικητές κι οι Αμερικανοί σύμβουλοί τους ήταν εξίσου ανέτοιμοι για να νικήσουν έναν εχθρό που χρησιμοποιούσε τακτικές ανταρτοπόλεμου σ' ένα δύσβατο πεδίο όπως το ελληνικό, και βρισκόταν πολύ κοντά σε κράτη που πρόσφεραν καταφύγιο κι υποστήριξη στους αντάρτες 62. Τελικά, η βελτίωση του ηθικού, της εκπαίδευσης, της δύναμης πυρός και της τακτικής του κυβερνητικού στρατιώτη, μαζί με τη στροφή των ανταρτών στις στατικές μάχες, τις ελλείψεις τους σε εφόδια και το κλείσιμο των γιουγκοσλαβικών συνόρων, ήταν οι παράγοντες που έκριναν την έκβαση του πολέμου. Α ν α κ ε φ α λ α ί ω σ η : Κάθε προσπάθεια να εκτιμηθεί η επίδραση της αγγλικής και της αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, είναι μοιραίο να χρωματίζεται έντονα από υποκειμενικότητα και ιδεολογικές τοποθετήσεις. Στο τέλος, η συζήτηση εκφυλίζεται σε υποθέσεις για το τι θα γινόταν στην Ελλάδα αν δεν είχαν επέμβει η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι, αυτοί που βλέπουν τον Δημοκρατικό Στρατό σαν παράγωγο της δεξιάς τρομοκρατίας και δεν πιστεύουν ότι στη μετά τη Βάρκιζα περίοδο το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε σκοπό την κατάληψη της εξουσίας με τη βία, θεωρούσαν πως η αγγλοαμερικανική επέμβαση εμπόδισε την πραγματοποίηση των νόμιμων πόθων της κυρίαρχης πολιτικής δύναμης της χώρας, και διέκοψε την πρόοδο προς μια αληθινά δημοκρατική κοινωνία. Άλλοι θεωρούν ότι η Αγγλία και οι ΗΠΑ εμπόδισαν συνδυασμένες προσπάθειες να υποταχθεί η Ελλάδα στην κομμουνιστική τυραννία και τη σοβιετική κυριαρχία, κι επέτρεψαν στη χώρα να διατηρήσει την ανεξαρτησία της και τον -κατά βάσηδημοκρατικό χαρακτήρα της. Ανάμεσα σ' αυτές τις δυο αντίθετες ερμηνείες, βρίσκονται αμέτρητες άλλες παραλλαγές αναφορικά με την κρίση μετά τη Βάρκιζα και τις πιθανότητες επίλυσής της χωρίς την αγγλοαμερικανική ανάμιξη. Όπως κι αν έχει το πράγμα, σαράντα χρόνια μετά την ήττα της ανταρσίας, ο κύριος όγκος των υπαρχόντων στοιχείων φαίνεται πως υποστηρίζει ορισμένα συμπεράσματα που μπορούν να ανακεφαλαιωθούν ως εξής: Στην απόφασή τους να επέμβουν στις ελληνικές υποθέσεις, η Αγγλία και οι ΗΠΑ σπρώχτηκαν από τα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα, και κυρίως από το φόβο σοβιετικής επέκτασης στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Μόλο που είναι λανθασμένη η θεώρηση ότι ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε ύστερα από σοβιετική παρακίνηση, όταν ο συλλογισμός αυτός γινόταν στα τέλη της δεκαετίας του '40 έδειχνε να υποστηρίζεται από τις εξελίξεις που σημειώνονταν αλλού. Την ίδια στιγμή, κι οι δυο δυτικές κυβερνήσεις πίστευαν ειλικρινά ότι η πολιτική τους υπηρετούσε τα συμφέροντα της Ελλάδας και ωφελούσε το ελληνικό έθνος. Απ' την άλλη, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα των ηγετών τους να δώσουν λύσεις στα δεινά της χώρας, οι περισσότεροι Έλληνες καλοδέχτηκαν την αγγλοαμερικανική επέμβαση όχι μόνο επειδή έφερνε μαζί της υλική βοήθεια, αλλά και σαν συμπαγή απόδειξη ότι η Ελλάδα παρέμενε σημαντικός παράγοντας για τις δυο παραδοσιακά φιλικές δυνάμεις που βρίσκονταν τώρα επικεφαλής του Δυτικού Κόσμου. Κι ακόμα, εκτός από την άκρα Αριστερά, οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες επιδίωκαν να γίνει πιο βαθιά η αγγλοαμερικανική ανάμιξη στη χώρα τους, και την Digitized by 10uk1s
εκμεταλλεύονταν προς όφελος των κομματικών συμφερόντων τους. Αν και τα προγράμματα για την οικονομική ανόρθωση και την ανοικοδόμηση περνούσαν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην πολεμική προσπάθεια κατά των ανταρτών, θεμελίωσαν πάντως την αξιοπρόσεκτη πρόοδο που ακολούθησε στις επόμενες δεκαετίες. Απ' την άλλη, η ξένη υποστήριξη στις προπολεμικές ελίτ της εξουσίας, σε συνδυασμό με την πόλωση που ο εμφύλιος πόλεμος ώθησε σε νέα άκρα, κατέστρεψε την οποιαδήποτε ευκαιρία μπορεί να υπήρχε για απόλυτα αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η αγγλική και αμερικανική επέμβαση επέδρασαν άθελά τους στην προώθηση αντιδημοκρατικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου και του στρατού που, απαλλαγμένος από τον πολιτικό έλεγχο, έβλεπε τον εαυτό του σαν σωτήρα του κράτους και ρυθμιστή της νομιμότητας. Κάτω από τις πιέσεις του εμφυλίου πολέμου και της επίμονης επέμβασης Άγγλων και Αμερικανών αξιωματούχων, υπονομεύτηκε κι άλλο η ελληνική κυριαρχία και ανεξαρτησία, καθώς κι η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στον εαυτό τους, ενώ τους γεννήθηκε ένα αίσθημα δουλικότητας απέναντι στους ξένους πάτρονες. Με δυο λόγια, η ανάμιξη της Αγγλίας και των ΗΠΑ στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο επέδρασε τόσο αρνητικά όσο και θετικά στο χαρακτήρα και την παραπέρα ανάπτυξη των ελληνικών κρατικών θεσμών και της κοινωνικής τάξης πραγμάτων.
Digitized by 10uk1s
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX Η κληρονομιά David Η. Close
Η ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΕΞΙΑΣ Η θεσμική κληρονομιά του εμφυλίου πολέμου επέζησε κατά μέγα μέρος ως το 1974. Κεντρικός της άξονας, ήταν οι συστηματικές διακρίσεις σε βάρος των ηττημένων. Τις διακρίσεις αυτές τις δικαιολογούσε η επίσημη ιδεολογία που, ενσωματωμένη στο Σύνταγμα του 1952, διακήρυσσε ότι σκοποί της κρατικής Παιδείας ήταν και η αποτύπωση της «εθνικής συνείδησης» και του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Ταυτοχρόνως, οι δημόσιοι υπάλληλοι, συμπεριλαμβανομένων των δασκάλων, δεν μπορούσαν να έχουν «οποιαδήποτε ιδεολογία που σκοπεύει στη βίαιη ανατροπή του πολιτικού συστήματος ή της καθεστηκυίας τάξης της κοινωνίας» 1 . Την επίσημη ιδεολογία προσυπέγραψαν οι πολιτικοί της Δεξιάς και του Κέντρου που εναλλάσσονταν στην εξουσία, ενώ ο στρατός και η αστυνομία θεωρούσαν δεδομένο ότι η ιδεολογία αυτή προσωποποιούσε την πολιτική, κοινωνική και ηθική τάξη πραγμάτων που περιγράφτηκε στο κεφάλαιο 7. Η Ορθόδοξη Εκκλησία διατήρησε τη θέση της ως ένας από τους κλάδους του Κράτους, με προνόμια στα οποία περιλαμβανόταν ένας ουσιαστικός ρόλος στη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των μαθητών στα σχολεία, και ο αποκλειστικός έλεγχος του γάμου. Επηρεασμένη, προφανώς, από τις διάφορες δυνατότητες της κυβέρνησης να επεμβαίνει στα εκκλησιαστικά πράγματα, η ιεραρχία έγινε εντελώς δεξιά 2. Οι διακρίσεις σε βάρος των ηττημένων του εμφυλίου εφαρμόζονταν μέσω εκείνου που έγινε γνωστό ως «παρασύνταγμα», το οποίο αποτελούσαν μια σειρά διατάγματα που εκδόθηκαν στα χρόνια 1946-8 3. Αν και βρίσκονταν σε αντίθεση με τις εγγυήσεις για τις πολιτικές ελευθερίες και τη λαϊκή κυριαρχία που περιέχονταν στο Σύνταγμα του 1952, τα διατάγματα αυτά έδιναν πρακτική υπόσταση στην επίσημη ιδεολογία του ίδιου Συντάγματος. Το σημαντικότερο στοιχείο του παρασυντάγματος ήταν ο Νόμος 509 του 1947, που έδινε το δικαίωμα στην αστυνομία να παρενοχλεί την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) -που μετά το 1951 ήταν το βασικό αριστερό κόμμα- με την κατηγορία ότι επιδίωκε κομμουνιστικούς στόχους. Εξίσου σημαντικός ήταν κι ο Νόμος 516 του 1948, που απαιτούσε την έκδοση πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων για την απόκτηση κρατικών αδειών και την κατάληψη θέσεων στο δημόσιο. Οι κανονισμοί αυτοί συμπληρώνονταν από ένα πλέγμα ελέγχων και διακρίσεων που καθιστούσε δύσκολο για οποιονδήποτε ύποπτο αριστερών πεποιθήσεων να κερδίσει τη ζωή του, κυρίως στις αγροτικές περιοχές όπου ζούσε ακόμα η πλειονότητα του πληθυσμού. Το κράτος, που έπαιρνε ακόμα αμερικανική βοήθεια στη δεκαετία του '50, διατηρούσε την οικονομική εξουσία πάνω στον πληθυσμό, όπως περιγράφτηκε στο κεφάλαιο 7, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού παρέμενε φτωχό και κατά συνέπεια ευάλωτο στις επίσημες πιέσεις... Η ανεργία κι η υποαπασχόληση εξακολούθησαν να υπάρχουν σ' όλη τη δεκαετία του '50 σε κλίμακα αγνώστων ακριβών διαστάσεων, αλλά οπωσδήποτε τεράστια. Η ανεργία υπολογιζόταν ότι έφτανε το 30% του εργατικού δυναμικού. Η κοινωνική ασφάλιση και οι συντάξεις ήταν γλίσχρες και κάθε άλλο παρά καθολικές. Κι έτσι, οι κρατικές δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια ήταν εξαιρετικά χαμηλές σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά επίπεδα, ιδίως όταν λάβουμε υπόψη την αδυναμία, στην Ελλάδα, των ιδιωτικών ασφαλιστικών οργανισμών και την οπισθοδρομική φύση της φορολογίας 4. Η αστυνομική πίεση, συμπλήρωνε την οικονομική. Κι έτσι, όπως παρατήρησε αργότερα ένας δικαστικός Digitized by 10uk1s
των Επιτροπών Ασφαλείας, το σύστημα του εκτοπισμού των ταραχοποιών χωρίς δίκη ήταν ένα φτηνό υποκατάστατο της κοινωνικής πρόνοιας 5. Ο κρατικός έλεγχος πάνω στα εργατικά σωματεία συνεχίστηκε σ' όλην αυτή την περίοδο, αν και κάπως χαλαρά στα χρόνια 1964-7. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις της Δεξιάς και του Κέντρου χρησιμοποίησαν διάφορους νόμους για να εμποδίζουν τις απεργίες. Οι πάντες ήξεραν ότι, προκειμένου να επιβάλλουν τον έλεγχό τους, η αστυνομία κι ο στρατός διατηρούσαν φακέλους για τους περισσότερους κατοίκους της χώρας. Ο στρατός κατέγραφε πολιτικού περιεχομένου πληροφορίες για όλους τους κληρωτούς, συνεχίζοντας τις διαδικασίες επιλογής και χαρακτηρισμού που είχαν καθιερωθεί κατά τον εμφύλιο πόλεμο, ενώ η αστυνομία χρησιμοποιούσε τους φακέλους της για να εκδίδει ή να αρνείται πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Και φαίνεται ότι μια παρελθούσα σχέση με τον Δημοκρατικό Στρατό εξασφάλιζε κάποιου είδους επίσημο διωγμό, ενώ συνήθως έφτανε για κάτι τέτοιο και κάποια σχέση με το ΕΑΜ, είτε του ενδιαφερομένου είτε κάποιου συγγενούς του 6. Σ' όλην αυτή την περίοδο, οι αξιωματικοί του στρατού διατήρησαν μεγάλο μέρος του συστήματος αξιών που είχαν αποκτήσει κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Θυμούνταν πάντα τον ουσιαστικό ρόλο που έπαιξαν αυτοί και οι Αμερικανοί στη διάσωση της χώρας από τον «Σλαβοκομμουνισμό», και τον αντίστοιχο επονείδιστο ρόλο των πολιτικών. Έτσι, σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα, αποτελούσαν ένα ιδιόμορφα πολιτικοποιημένο σώμα και διατηρούσαν μια ιδεολογική ομοιογένεια, καθώς θεωρούσαν τους εαυτούς τους προστάτες της επίσημης ιδεολογίας την οποία και προωθούσαν με διάφορους τρόπους: μέσω της διαφώτισης των στρατευμένων, μέσω της διοίκησης των TEA, και μέσω του ραδιοφωνικού τους σταθμού (που ιδρύθηκε το 1951 και ασκούσε μεγάλη επιρροή ως μέσο διαφώτισης) που τον ακολούθησε κι ένας σταθμός τηλεόρασης το 1967. Τα TEA χρησιμοποιούνταν για τον επηρεασμό των εκλογών υπέρ της κοινοβουλευτικής Δεξιάς και οι στρατιώτες είχαν τη δυνατότητα (που τους δόθηκε το 1954 από την κυβέρνηση Παπάγου, παρ' όλες τις έντονες διαμαρτυρίες) να ψηφίζουν σ' όποια εκλογική περιφέρεια υπηρετούσαν. Το Γενικό Επιτελείο, επέμενε να εκμεταλλεύεται τον Νόμο 375 του 1936 κατά της κατασκοπείας, για να έχει το ίδιο τη δικαιοδοσία να δικάζει στα στρατοδικεία όσους κατηγορούνταν για κομμουνιστικές δραστηριότητες. Η Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) που ιδρύθηκε από την κυβέρνηση Παπάγου το 1953 πάνω στα πρότυπα της αμερικανικής CIA, απαρτιζόταν από αξιωματικούς της αστυνομίας και του στρατού. Υπεύθυνη πρωταρχικώς για την εσωτερική ασφάλεια και υπόλογη απευθείας στον πρωθυπουργό, η υπηρεσία αυτή ήταν το νευραλγικό κέντρο του παρακράτους. Είχε πράκτορες σ' όλα τα σημεία του κρατικού μηχανισμού κι επαφές μ' ένα δίκτυο ανεπίσημων οργανώσεων περεμφερών με την παλιά «Χ». Ο μηχανισμός αστυνομικής παρακολούθησης περιλάμβανε και μεγάλο αριθμό πληρωμένων πληροφοριοδοτών, οι οποίοι το 1962 υπολογίστηκαν σε 60.000 7. Το Γενικό Επιτελείο εξασφάλιζε τη θέση του και τη σχετική ανεξαρτησία του από τη Βουλή με την ειδική του σχέση με δυο πηγές εξουσίας, κληρονομημένες από τον εμφύλιο: τη μοναρχία και τους Αμερικανούς. Οι Αμερικανοί και το πολιτικό κατεστημένο έβλεπαν τον βασιλιά ως εγγυητή της κοινωνικής τάξης πραγμάτων και της δυτικόφιλης τοποθέτησης. Με τεράστια εισοδήματα, και πυρήνες μιας φατρίας με μεγάλη επιρροή, ο Παύλος κι ο διάδοχός του Κωνσταντίνος -καθώς και η ισχυρογνώμων σύζυγος του Παύλου Φρειδερίκη-παρέβλεπαν τη διάταξη του Συντάγματος που έλεγε ότι έπρεπε να βασιλεύουν, και όχι να κυβερνούν. Διόριζαν λοιπόν και απέλυαν πρωθυπουργούς τους οποίους, ακολουθώντας κάτι που εξελισσόταν σε οικογενειακή παράδοση, τους χρησιμοποιούσαν τόσο αδέξια, ώστε να αποσταθεροποιούν το πολιτικό σύστημα. Ο βασιλιάς ασκούσε, επίσης -μέσω σιωπηρών συμβάσεων- ιδιαίτερη επιρροή στο διορισμό των κορυφαίων στρατιωτικών και της ιεραρχίας του υπουργείου Άμυνας. Μ' αυτόν τον τρόπο, τα Ανάκτορα άρχισαν ν' ασκούν την εξουσία τους στις ένοπλες δυνάμεις μετά την παραίτηση του Digitized by 10uk1s
Παπάγου από την αρχιστρατηγία τον Μάιο του 1951. Η σχέση του αυτή με τον βασιλιά, ενίσχυσε την έλλειψη σεβασμού του στρατού προς την κοινοβουλευτική εξουσία 8. Βέβαια, ο βασιλιάς κι ο στρατός δεν ήταν αφοσιωμένοι άνευ όρων ο ένας στον άλλο. Ο βασιλιάς δυσπιστούσε απέναντι στους συνωμότες στρατιωτικούς, κι οι συνωμότες στρατιωτικοί είχαν αψηφήσει το 1951 τον βασιλιά, υποστηρίζοντας τον Παπάγο. Αυτή η σύγκρουση συμφερόντων παρέμεινε σε λανθάνουσα κατάσταση για πολλά χρόνια μετά το 1951, και οδηγήθηκε σε ρήξη το 1967, όταν η στρατιωτική δικτατορία ανάγκασε τον βασιλιά να φύγει από τη χώρα. Οι Αμερικανοί, διατήρησαν αμείωτη την επιρροή τους στο στρατό στις δεκαετίες του '50 και του '60. Συνέβαλαν σημαντικά στα οικονομικά του και εκπαίδευαν σε αμερικανικό έδαφος μεγάλος μέρος των αξιωματικών, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που υπηρετούσαν στις υπηρεσίες ασφαλείας. Οι αξιωματικοί ξεπλήρωναν αυτές τις υπηρεσίες υποστηρίζοντας σθεναρά τους Αμερικανούς και το NATO 9. Κι ενώ οι Αμερικανοί εγκατέλειψαν στα μέσα της δεκαετίας του '50 τον άμεσο έλεγχο πάνω σε διάφορους δημόσιους τομείς, διαδοχικές κυβερνήσεις συνέχισαν να συμμορφώνονται με τις αμερικανικές απαιτήσεις στην εξωτερική και την οικονομική πολιτική. Το 1953, η τότε κυβέρνηση αύξησε την υποταγή της εθνικής οικονομίας στις αμερικανικές απαιτήσεις με μια συμφωνία (που πήρε τη νομική υπόσταση συνταγματικής διάταξης) η οποία παραχωρούσε εγγυήσεις, ακόμα και φοροαπαλλαγή στους ξένους επενδυτές. Αμερικανοί εκπρόσωποι συνέχιζαν να θεωρούν δεδομένο ότι δικαιούνταν κατά καιρούς να επηρεάζουν την εκλογή κυβερνήσεων, και Έλληνες πολιτικοί συνέχισαν να επηρεάζονται από τις αμερικανικές επιθυμίες 10. Ο ποινικός μηχανισμός του παρασυντάγματος συνέχισε να λειτουργεί σε μεγάλη κλίμακα μέχρι το 1974. Για παράδειγμα, 1722 άτομα εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό μεταξύ του 1952 και του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967, τα περισσότερα με διαταγές των Επιτροπών Ασφαλείας. Πολλοί ύποπτοι για πολιτικά αδικήματα συνέχισαν να καταδικάζονται από τα στρατοδικεία. Για παράδειγμα, φαίνεται ότι το 1963 εβδομήντα άτομα βρίσκονταν στη φυλακή με τέτοιες καταδίκες. Ωστόσο, καθώς οι κυβερνήσεις αισθάνονταν όλο και πιο ασφαλείς από την κομμουνιστική ανατρεπτική δραστηριότητα, οι διώξεις αυτές έγιναν λιγότερο εκτεταμένες και λιγότερο κτηνώδεις, μέχρι το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967. Οι αντάρτικες δραστηριότητες «έγιναν αμελητέες μέσα στο 1951, αν και μερικοί εκτός νόμου παρέμειναν ασύλληπτοι για μερικά χρόνια. Η αστυνομία, κατόρθωσε να συλλάβει όλους ή σχεδόν όλους τους πράκτορες που έστελνε στη χώρα η ηγεσία του ΚΚΕ για ν' ανοικοδομήσουν τον κομματικό μηχανισμό, που είχε πάψει σχεδόν να υπάρχει» 11. Και σαν συνέπεια, η αστυνομία, παραμένοντας βέβαια πάντα σε επαγρύπνηση, απέκτησε περισσότερη αυτοπεποίθηση για την ικανότητά της να ελέγχει τις κομμουνιστικές δραστηριότητες. Με τη νόμιμη Αριστερά, που από το 1951 την εκπροσωπούσε βασικά η ΕΔΑ, η σχέση της κυβέρνησης θύμιζε τη σχέση της γάτας και του ποντικιού. Οι δυνάμεις ασφαλείας παρενοχλούσαν τις εφημερίδες της ΕΔΑ, ακόμα και μέσα στο πιο φιλελεύθερο κλίμα της δεκαετίας του '60. Από το φόβο της Αριστεράς, οι πρώτες δημοτικές εκλογές αναβάλλονταν από διαδοχικές κυβερνήσεις, μέχρι τον Απρίλιο του 1951, οπότε πια είχαν παρθεί μέτρα κατά της Αριστεράς, όπως ήταν η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων όσων μετοικούσαν σε πόλεις, και στις κάτω των είκοσι πέντε χρόνων γυναίκες. Παρ' όλα αυτά, οι πεντακόσιοι αριστεροί που κατόρθωσαν να εκλεγούν σε δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια, σε διάφορες βόρειες επαρχίες, απολύθηκαν από την κυβέρνηση Παπάγου. Κατά ένα μέρος για να εξασθενίσει την Αριστερά, το εκλογικό σύστημα άλλαξε επανειλημμένα, και νοθεύτηκε με περίπλοκους τρόπους. Για παράδειγμα, το 1956 και το 1958, και ως ένα βαθμό το 1961, οι βουλευτικές έδρες κατανεμήθηκαν με βάση την απογραφή του πληθυσμού του 1940 αντί Digitized by 10uk1s
για εκείνη του 1951 12 . Η στάση της κυβέρνησης Παπάγου απέναντι στην ΕΔΑ, εικονογραφείται από μια σύσκεψη που έγινε τον Απρίλιο του 1953 ανάμεσα σε Αμερικανούς διπλωμάτες, τον υπουργό Εσωτερικών και δυο κορυφαίους αξιωματικούς της αστυνομίας, ένας από τους οποίους ήταν ο Έβερτ. Ένας Αμερικανός εκπρόσωπος, πίεσε την κυβέρνηση να θέσει εκτός νόμου την ΕΔΑ, με το αιτιολογικό ότι έδινε στους αριστερούς ένα μέσο για πολιτικές δραστηριότητες όταν απολύονταν από τις φυλακές. Ο υπουργός, όμως, και ο Έβερτ ήταν υπέρ της ιδέας να ανεχθούν την ΕΔΑ (και σ' αυτό, λένε, τους υποστήριξαν ο Παπάγος και ο υπουργός με μεγάλη επιρροή τότε, Σπ. Μαρκεζίνης), γιατί η ύπαρξή της έβγαζε στην επιφάνεια τους κομμουνιστές. Ο Έβερτ πρόσθεσε ότι είχαν και ένα εναλλακτικό σχέδιο για να θέσουν εκτός νόμου την ΕΔΑ και να συλλάβουν εξέχοντες κομμουνιστές, αν παρουσιαζόταν τέτοια ανάγκη. Ακόμα, η κυβέρνηση γοητευόταν από την αποδεδειγμένη ικανότητα της ΕΔΑ να κόβει ψήφους από τα Κεντρώα Κόμματα. Κι έτσι, η ΕΔΑ παρέμεινε νόμιμη 13. Μέσα σ' αυτό το κλίμα αυξανόμενου αισθήματος ασφάλειας, διαδοχικές κυβερνήσεις αποφυλάκισαν τους περισσότερους απ' όσους είχαν φυλακιστεί κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Ο κεντρώος πολιτικός Πλαστήρας, που χρημάτισε πρωθυπουργός στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1950-2, ακολούθησε αυτή την πολιτική πιο γρήγορα απ' όσο θεωρούσαν πρέπον οι Αμερικανοί και τα σώματα ασφαλείας. Ωστόσο, η δεξιά αντιπολίτευση υπό την ηγεσία του Παπάγου, παρόλο που εκμεταλλεύτηκε κομματικά όσο μπορούσε τους κινδύνους αυτής της πολιτικής, την αποδέχτηκε στην ουσία της και τη συνέχισε όταν κατέλαβε την εξουσία στο τέλος του 1952. Μετά το 1961, η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων επιταχύνθηκε από τη σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, και τη φιλολαϊκή πολιτική της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Τον Ιανουάριο του 1952, αναφέρθηκε ότι οι πολιτικοί κρατούμενοι σε στρατόπεδα και φυλακές έφταναν στον πειστικό αριθμό των 17.089. Και φαίνεται πως τον Νοέμβριο του 1955 ήταν 5.396, και τον Μάρτιο του 1962 1.655. Μέχρι το 1967 δεν υπήρχε σχεδόν κανείς στις φυλακές, ενώ είχαν απομείνει ελάχιστες εκατοντάδες κρατουμένων σε κέντρα εκτοπισμού. Βέβαια, στους αριθμούς αυτούς δεν συμπεριλαμβάνονται εκείνοι που κρατούσε υπόδικους η αστυνομία 14. Στη δεκαετία του '50, στο πολιτικό σύστημα εξακολουθούσαν να κυριαρχούν οι παραδοσιακές ελίτ, που κρατιούνταν στην εξουσία με παραδοσιακά μέσα. Ο κύριος όγκος του Κέντρου, είχε -όπως καταδείχτηκε στο κεφάλαιο 7- παρόμοια κοινωνική σύνθεση και πολιτικούς στόχους με τη Δεξιά. Η κεντρώα κυβέρνηση του Πλαστήρα ήταν εκείνη που εισηγήθηκε το Σύνταγμα του 1952 και, ταυτοχρόνως, την ανανέωση του παρασυντάγματος. Το Κέντρο, συμφωνούσε επίσης με τη Δεξιά στη στήριξη της υπάρχουσας στρατηγικής οικονομικής ανάπτυξης, με την εύνοια προς τους επιχειρηματίες, την οπισθοδρομική φορολόγηση και την εξάρτηση από τη βιομηχανία της Δύσης 15. Μ' αυτές τις συνθήκες,, η πραγματική αντιπολίτευση ήταν η ΕΔΑ, που έμοιαζε πολύ στο παλιό ΕΑΜ όσον αφορά στην προέλευση των οπαδών της, την κοινωνική της σύνθεση και την πολιτική της. Στην τελευταία, περιλαμβανόταν η ανάπτυξη κρατικών βιομηχανιών για να μειωθεί η εξάρτηση της χώρας από τις Δυτικές Δυνάμεις και να αυξηθούν οι ευκαιρίες για εργασία. Επίσης, καλύτερες συνθήκες για τους αγρότες, κατάργηση κάθε στρατιωτικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ καθώς και των βαρύτατων αμυντικών δαπανών που συνεπαγόταν αυτή, φιλικές σχέσεις με το Σοβιετικό Μπλοκ, επέκταση του συστήματος κοινωνικών παροχών και του εκπαιδευτικού συστήματος, ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, βελτίωση της κατάστασης του κατώτερου κλήρου, αναβάθμιση της θέσης των γυναικών, υιοθέτηση της Δημοτικής ως επίσημης γλώσσας, και μεγαλύτερη εξάρτηση των οικονομικών από την άμεση φορολογία, ώστε να γίνει περισσότερο προοδευτικό το φορολογικό σύστημα. Μ' όλα αυτά, η ΕΔΑ πρότεινε γιατρειά σε δεινά που τα έβλεπε όλος ο πληθυσμός μετά τον Digitized by 10uk1s
εμφύλιο, και ιδίως οι εργάτες των αστικών κέντρων, που διέφεραν από τους αγρότες στο ότι είχαν περισσότερες ευκαιρίες για συλλογική δράση και περισσότερα μέσα πληροφόρησης 16. Η ΕΔΑ έμοιαζε στο ΕΑΜ και κατ' άλλους τρόπους. Διέθετε το μονοπώλιο της μαζικής εκλογικής οργάνωσης, κι έτσι είχε μεγάλα πλεονεκτήματα απέναντι στα άλλα κόμματα σε θέματα προπαγάνδας και εκλογικής δράσης. Λειτουργούσε σαν βιτρίνα για το ΚΚΕ, και του παρείχε το μοναδικό αποτελεσματικό μέσο δράσης στο εσωτερικό της χώρας. Η σχέση της με τους κομμουνιστές ήταν κοινό μυστικό, και ξεκαθαριζόταν με τη μαρξιστική φρασεολογία του προγράμματος της ΕΔΑ κι από το ότι πολλά μέλη της ηγεσίας της ήταν και μέλη του ΚΚΕ. Ωστόσο, η επίδραση του ΚΚΕ δεν ήταν ίδια σε όλα τα θέματα, ούτε όλες τις ώρες. Γενικά, φαίνεται πως ήταν μικρότερη απ' ό,τι στην περίπτωση του ΕΑΜ 17. Στο μεταξύ, το ΚΚΕ αυτό καθαυτό το διοικούσαν εξόριστοι που γίνονταν όλο και πιο συντηρητικοί, σύμφωνα με τα δεδομένα των Κομμουνιστικών Κομμάτων του σοβιετικού μοντέλου. Στα τέλη του εμφυλίου, όταν οι τιτοϊκοί εκκαθαρίζονταν από πολλά κόμματα της ανατολικής Ευρώπης, ο Ζαχαριάδης παρέμεινε αφοσιωμένα σταλινικός. Εκδιώχθηκε απ' την ηγεσία του ΚΚΕ το 1956, αλλά κι ο διάδοχός του, ο Κώστας Κολιγιάννης, ελάχιστα διέφερε απ' αυτόν τόσο στη γραμμή όσο και στις μεθόδους άσκησης της ηγεσίας. Αποκομμένοι όπως ήταν από την Ελλάδα εξαιτίας των μέτρων της αστυνομίας, οι εξόριστοι έχασαν κάθε σχεδόν επαφή με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα. Κι ωστόσο, επενέβαιναν έντονα και συχνά άκριτα στις υποθέσεις της ΕΔΑ, χρησιμοποιώντας ως κύριο μέσο επικοινωνίας το ραδιοφωνικό σταθμό της Ελεύθερης Ελλάδας. Η άρνησή τους να παραχωρήσουν αρκετό βάρος στους συντρόφους τους μέσα στη χώρα, ήταν ο ουσιαστικός λόγος της διάσπασης που συνέβη το 1968 και της απομάκρυνσης της ομάδας που από καιρό ήταν γνωστή ως ΚΚΕ-Εσωτερικού, και που υιοθέτησε Ευρωκομμουνιστικές θέσεις 18. Μέσα στις συνθήκες της μαζικής φτώχειας και της εκτεταμένης καταπίεσης που ακολούθησαν τον εμφύλιο πόλεμο, η ΕΔΑ ασκούσε δυνατή έλξη στους ψηφοφόρους. Το κόμμα αυτό έγινε ακόμα πιο ισχυρό, όταν αποφυλακίστηκαν πολλοί Αριστεροί ακτιβιστές. Μετά από το πρόβλημα που αναφέραμε πιο πάνω, η ΕΔΑ κατόρθωσε να κερδίσει αρκετή δύναμη στα δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια των περισσότερων μικρών πόλεων, στις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης του 1954. Μαζί με διάφορες αριστερές ομάδες που είχαν αποσκιρτήσει από το ΚΚΕ κέρδισε το 11 % περίπου των ψήφων στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1951 και του 1952, κι ύστερα το 24% στις εκλογές του 1958, βοηθημένη από τη διάσπαση των πολιτικών του Κέντρου. Κι έτσι, έγινε Αξιωματική Αντιπολίτευση -επίτευγμα εντυπωσιακό, αν συλλογιστούμε την ένταση των επίσημων διακρίσεων σε βάρος της. Στις επόμενες εκλογές, του 1961, το παρακράτος φρόντισε να μην επαναληφθεί αυτό το πάθημα, βάζοντας σ' εφαρμογή το Σχέδιο Περικλής, ένα πρόγραμμα εκλογικής τρομοκρατίας που οδήγησε στο φόνο δυο ακτιβιστών της ΕΔΑ. Αυτές οι μέθοδοι βοήθησαν την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση που κυβερνούσε έχοντας διαδεχτεί το κόμμα του Παπάγου, να κερδίσει τις εκλογές. Ήταν όμως επικίνδυνα προκλητικές, δεδομένου ότι έπλητταν και το Κέντρο, μαζί με την Αριστερά 19.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ, 1963-74 Και, πραγματικά, το Κέντρο -συνενωμένο με το όνομα Ένωση Κέντρου, κάτω από τη σθεναρή ηγεσία του Γεωργίου Παπανδρέου-και όχι η Αριστερά, ήταν εκείνο που εκμεταλλεύτηκε περισσότερο τη δημόσια δυσαρέσκεια για την εκλογική βία. Με τον «ανένδοτο αγώνα» που ανέλαβε προκειμένου να ανατρέψει το αποτέλεσμα των εκλογών, ο Digitized by 10uk1s
Παπανδρέου ξαναπήρε τους κεντρώους ψηφοφόρους από την ΕΔΑ και, εν μέρει γι' αυτό το λόγο, κέρδισε στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964 το 53% των ψήφων, ενώ η ΕΔΑ απέσπασε ένα 12%. Η ερμηνεία αυτών των γεγονότων, βρίσκεται κατά ένα μέρος στις μακροπρόθεσμες κοινωνικές αλλαγές. Η ευρύτερη στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις -δεξιές, κεντρώες και στρατιωτικές- σ' όλη την περίοδο 1949-74 ήταν κατακριτέα για πολλά πράγματα, αλλά προώθησε την αύξηση του κατά κεφαλή εισοδήματος μ' ένα ρυθμό (6% κατά μέσο όρο στα τριάντα χρόνια μετά τον εμφύλιο) υψηλό, ανάλογα με τα πρότυπα της υπόλοιπης Ευρώπης, ανατολικής και δυτικής. Ένα αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης, ήταν η μεταμόρφωση στη δεκαετία του '60 των κοινωνικών συνθηκών της δεκαετίας του '40. Οι άνεργοι αγρότες, που η ύπαρξή τους κρατούσε χαμηλά τα ημερομίσθια σ' ολόκληρη τη χώρα, έβρισκαν τώρα εργασία και καλύτερο επίπεδο ζωής στις πόλεις ή στη Δυτική Γερμανία και την Αυστραλία. Έτσι, τα ορεινά χωριά που είχαν υποστηρίξει το Αντάρτικο έχαναν τους νέους τους. Στις πόλεις, πάλι, η ανεργία μειωνόταν. Παρόλο που τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης κατανέμονταν άνισα, ακόμα και οι χωρικοί και οι μεροκαματιάρηδες ζούσαν πολύ καλύτερα όταν ήρθε η δεκαετία του '60. Ταυτοχρόνως, έγιναν στην οικονομία δομικές αλλαγές που ήταν πολιτικά σημαντικές. Ο αριθμός των χειρωνακτών και των υπαλλήλων γραφείου που εργάζονταν σε μεγάλες επιχειρήσεις όπου η συνδικαλιστική τους οργάνωση ήταν πιο εύκολη, αυξανόταν διαρκώς. Επίσης, η οικονομική ανάπτυξη οδηγούσε στη διεύρυνση διαφόρων επαγγελματικών ομάδων -όπως ήταν οι λογιστές, οι μηχανικοί, οι φαρμακοποιοί, οι δάσκαλοι- που ως τότε ήταν μικρές και εκπροσωπούνταν ανεπαρκώς στα μεγάλα κόμματα. Ανάμεσα στις πολιτικές συνέπειες αυτών των εξελίξεων, ήταν κι η μείωση της δύναμης της Δεξιάς και των δυνάμεων ασφαλείας, καθώς όλο και λιγότεροι άνθρωποι ζούσαν στην ύπαιθρο όπου μπορούσε να χειραγωγηθεί η ψήφος τους, και όλο και λιγότεροι υπόκεινταν σε οικονομικές πιέσεις και εκβιασμούς. Περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν τώρα στις πόλεις, όπου μπορούσαν να συμμετέχουν σε συλλογικές δραστηριότητες για να προωθήσουν κι άλλο τα συμφέροντα και τις απόψεις τους. Οι διευρυνόμενες επαγγελματικές ομάδες θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στα αριστερά και κεντροαριστερά κόμματα. Όμως, παρουσιαζόταν και κάτι άλλο, που μείωνε την έλξη της παλιάς Αριστεράς. Την ΕΔΑ την βάραινε ο έλεγχος του ΚΚΕ, δεν είχε δημοφιλείς ηγέτες και, παρά τις εξαγγελίες της, δεν τα κατάφερνε να προσαρμόσει το λόγο της σε ψηφοφόρους όλο και περισσότερο εξασφαλισμένους οικονομικά, καλύτερα πληροφορημένους και δυτικοποιημένους σε υλικές και ηθικές αξίες 20. Αυτά τα γεγονότα κι οι υποθέσεις δείχνουν να εξηγούν γιατί η Αριστερά απέκτησε την τάση για κατάτμηση από τις αρχές της δεκαετίας του '60, και γιατί οι κοινωνικές αλλαγές ωφέλησαν το Κέντρο περισσότερο από την Αριστερά. Σημαντικές εξάλλου ήταν και οι διεθνείς εξελίξεις που συνέβησαν από τα μέσα της δεκαετίας του '50 και μετά. Η Δεξιά εξασθένισε κι άλλο, από τη μείωση του φόβου του κόσμου για την επιθετικότητα του Σοβιετικού Μπλοκ κι από τη βαθμιαία αντίδραση κατά της επιρροής των ΗΠΑ 21. Όσο για την παλιά Αριστερά, αυτή επλήγη από τη μείωση της έλξης που ασκούσε έξω από το Σοβιετικό Μπλοκ το σοβιετικό μοντέλο του Κομμουνισμού. Τέλος, και τα δύο άκρα εξασθένισαν από τους αυξανόμενους δεσμούς στο εμπόριο και τις επενδύσεις της χώρας με την ΕΟΚ, και την αντίστοιχη μείωση των ανάλογων δεσμών με τις ΗΠΑ. Επίσης, σημαντικό ρόλο έπαιξε η εξυπνάδα του Παπανδρέου να κλέψει αρκετά από τα συνθήματα της ΕΔΑ κατά τη διάρκεια του «ανένδοτου αγώνα» του και ύστερα από την Digitized by 10uk1s
αναρρίχησή του στην εξουσία, το 1964. Ενώ απέρριπτε κάθε -έστω και εικονικήσυνεργασία με την Αριστερά και αρνιόταν να αποκαταστήσει το ΕΑΜ, ο Παπανδρέου προσπάθησε να περιορίσει τις πολιτικές διακρίσεις κατά των Αριστερών και να μειώσει τον αριθμό των πολιτικών κρατουμένων. Προειδοποίησε ακόμα -και με επιτυχία- τις δυνάμεις ασφαλείας να μην επαναλάβουν στις εκλογές του 1963 και του 1964 τη βία των εκλογών του '61. Κι ύστερα, όταν βρέθηκε στην εξουσία, διέλυσε τις ανεπίσημες οργανώσεις μέσω των οποίων είχε ασκηθεί αυτή η βία, κι εξασφάλισε στον Τύπο μεγαλύτερη ελευθερία από τις κυβερνητικές πιέσεις. Προσπάθησε επίσης να επιβάλει μεγαλύτερη κοινωνική ισότητα επεκτείνοντας το εκπαιδευτικό σύστημα, βελτιώνοντας τις κοινωνικές ασφαλίσεις και τις επιδοτήσεις για τους αγρότες, παραχωρώντας αυξήσεις μισθών σε μεγάλες μερίδες του εργατικού δυναμικού κι ενισχύοντας την ανεξαρτησία των συνδικαλιστικών ενώσεων. Αν και το κόμμα του δεν είχε έναν εκλογικό οργανισμό ανάλογο με της ΕΔΑ, είχε το πλεονέκτημα της προσωπικής γοητείας του Παπανδρέου, που προβλήθηκε με τις πανεθνικές εκστρατείες του. Εκείνο που προκάλεσε την πτώση του Παπανδρέου, ήταν το ότι προσπάθησε να πάρει στα χέρια του τον κεντρικό μοχλό δύναμης του πολιτικού συστήματος: τον έλεγχο των διορισμών στις ένοπλες δυνάμεις. Προκλήθηκε -κι ίσως εκβιάστηκε- να αποζητήσει αυτόν τον έλεγχο, από ορισμένους αξιωματικούς που, με την ενθάρρυνση των Αμερικάνων και τη συνεργασία της ΕΡΕ, τον αψηφούσαν. Τον Ιούλιο του 1965 ο νέος βασιλιάς Κωνσταντίνος Β', ανάγκασε τον Παπανδρέου να παραιτηθεί αρνούμενος να τον αφήσει να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Καθώς όμως ο Παπανδρέου είχε μια καθαρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το αποτέλεσμα ήταν παρατεταμένη αστάθεια. Αυτή, θα τερματιζόταν κατά πάσα πιθανότητα με νέα νίκη του Παπανδρέου στις προγραμματισμένες για τον Μάιο του 1967 εκλογές, αν δε μεσολαβούσε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Κατά πολλούς τρόπους, έμμεσους και άμεσους, το πραξικόπημα αυτό ήταν αποτέλεσμα του εμφυλίου. Από τον καιρό του πολέμου και μετά, βασική μέριμνα του στρατού ήταν η παρεμπόδιση των ανατρεπτικών κινήσεων. Και για το λόγο αυτό, υπήρχε ένα σχέδιο του NATO για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, το οποίο οι συνωμότες ενεργοποίησαν χωρίς την έγκριση του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου. Ο θρυλούμενος κομμουνιστικός κίνδυνος προεξείχε ανάμεσα στις δικαιολογίες που πρόβαλαν για το πραξικόπημά τους οι αξιωματικοί, δίνοντας κιόλας στη δημοσιότητα περιγραφές κομμουνιστικών ωμοτήτων κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Όπως είπε κι ένας αξιωματικός, «το αίμα είναι ακόμα νωπό». Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να ερμηνευτεί από τις προσωπικές εμπειρίες των αξιωματικών, που συνέχιζαν να τους επηρεάζουν στον κλειστό και απομονωμένο κόσμο μέσα στον οποίο ζούσαν. Οι ηγέτες της συνωμοσίας είχαν όλοι πάρει μέρος στον εμφύλιο, ενώ είχαν εισαχθεί στις στρατιωτικές σχολές κατά τη δικτατορία του Μεταξά. Οι αξιωματικοί που υποστήριξαν το πραξικόπημα έβλεπαν ακόμα την Ελλάδα να απειλείται τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά από τον Κομμουνισμό, κι υποψιάζονταν πως οι πολιτικοί του Κέντρου ήταν έτοιμοι να συνεργαστούν με την Αριστερά22. Η πεποίθηση πως αποστολή τους ήταν η σωτηρία του έθνους, τους εξωθούσε στη δημιουργία συνωμοτικών οργανώσεων, που τις ενθάρρυνε ως ένα βαθμό η CIA. Έτσι, ο ΙΔΕΑ συνέχισε να επηρεάζει τους διορισμούς ανωτέρων αξιωματικών στις δεκαετίες του '50 και του '60. Η ύπαρξή του αναζωογονήθηκε από την άνοδο της ΕΔΑ το 1958, κι εκείνη περίπου την εποχή γεννοβόλησε και την Ένωση Ελλήνων Νέων Αξιωματικών (ΕΕΝΑ). Αρκετοί, ίσως κι όλοι, από τους δώδεκα βασικούς συνωμότες του 1967, είχαν συμμετάσχει στον ΙΔΕΑ. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, η ηγετική φυσιογνωμία της Χούντας του 1967, ήταν επίσης και ηγέτης της ΕΕΝΑ, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο Σχέδιο Περικλής και (όπως ορισμένοι από τους συνεργούς του) ήταν σημαίνον στέλεχος της ΚΥΠ 23.
Digitized by 10uk1s
Ένας παράγοντας που ανανέωσε το φόβο του Κομμουνισμού, ήταν η διόγκωση των ταραχών στις πόλεις κατά τη δεκαετία του '60. Παρατεταμένο ξέσπασμα ταραχών προκλήθηκε από τη βία και τη νοθεία στις εκλογές του 1961, κι ένα άλλο ξέσπασμα -βίαιο αυτή τη φορά-ακολούθησε μετά το «βασιλικό πραξικόπημα» του 1965. Η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, ένα πλατύ και μαχητικό νεολαιίστικο κίνημα της Αριστεράς, οργανώθηκε σε αντίδραση για τη δολοφονία από δεξιούς -με την υποστήριξη ορισμένων αντρών της χωροφυλακής- του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Μάιο του 1963. Και, στο μεταξύ, οι απεργίες για οικονομικά αίτια αυξήθηκαν πολύ από το 1961 και μετά. Αυτές οι τελευταίες, οφείλονταν στις κοινωνικές μεταβολές που αναφέραμε νωρίτερα, καθώς και στην τάση των μισθών και των αγροτικών εισοδημάτων να μένουν πίσω από το ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης, στην ενδυνάμωση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργατών, αλλά και την ταυτόχρονη παρεμπόδιση από κυβερνητικής πλευράς αποτελεσματικών συλλογικών διαπραγματεύσεων. Εξάλλου, η απώλεια ενός μέρους της παλιάς ικανότητας της αστυνομίας να καταστέλλει τις απεργίες, οφειλόταν στη γενική φιλελευθεροποίηση του πολιτικού συστήματος στη δεκαετία του '60. Οι αξιωματικοί που πήραν μέρος στο στρατιωτικό πραξικόπημα -και που όλοι τους σχεδόν ήταν ταπεινής και επαρχιακής καταγωγής- αντιπαθούσαν πολλές από αυτές τις αλλαγές, καθώς και την αναταραχή των εργατών των αστικών κέντρων, αλλά και την παραμέληση από την κυβέρνηση των αγροτικών περιοχών και την πολυτελή διαβίωση των κοινωνικών ομάδων που δέσποζαν στην κοινωνία. Για όλα αυτά, οι συνωμότες στρατιωτικοί αντιδρούσαν ενάντια στις κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής στρατηγικής που είχαν ακολουθήσει διαδοχικές κυβερνήσεις από τον εμφύλιο και μετά 24. Βέβαια, οι συνωμότες στρατιωτικοί είχαν κι άλλο ένα κίνητρο, που μπορεί να ήταν και το αποφασιστικό: ανησυχούσαν για τη δουλειά τους και τις προοπτικές της σταδιοδρομίας τους. Αφού θα κέρδιζε τις εκλογές του Μαΐου ο Παπανδρέου, ήταν αναμενόμενο ότι θα έβαζε κάτω από την εξουσία του και τους διορισμούς στο στράτευμα -και, δίχως άλλο, συνωμότες σαν τον Παπαδόπουλο θα υπέφεραν. Βρήκαν λοιπόν υποστήριξη από τους πολλούς, μεσαίας βαθμίδας αξιωματικούς οι οποίοι, όπως κι αυτοί, υπέφεραν από την παρεμπόδιση των προαγωγών, που είχε επίσης προκληθεί από την κληρονομιά του εμφυλίου: αφού πήραν τους πρώτους βαθμούς τους κατά την επέκταση του σώματος των αξιωματικών στα τέλη της δεκαετίας του '40, οι αξιωματικοί αυτοί έβλεπαν τώρα να τους αρνούνται ευκαιρίες για προαγωγή, εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού θέσεων στις ανώτερες βαθμίδες. Η διάψευση αυτή των ελπίδων τους, χειροτέρεψε ακόμα πιο πολύ, από τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών στη δεκαετία του '60. 25 Ένας καινούριος παράγοντας, που εμφανίστηκε μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ήταν η εμφανής προθυμία των διαφόρων αμερικανικών υπηρεσιών να ανέχονται ή και να ενθαρρύνουν τις στρατιωτικές συνωμοσίες ενάντια στις κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις. Η προθυμία αυτή μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι στη δεκαετία του '50, εξαιτίας των απαιτήσεων του Ψυχρού Πολέμου, η υποστήριξη των Αμερικανών στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς είχε πάψει να εμπνέεται από ένα φιλελεύθερο ιδεαλισμό, και στηριζόταν μάλλον σε πραγματιστικούς υπολογισμούς που έλεγαν ότι ήταν περισσότερο πιθανό να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις. Στα μέσα της δεκαετίας του '60, όμως, ο υπολογισμός αυτός είχε πάψει να ισχύει, επειδή το εκλογικό σύστημα δεν «μαγειρευόταν» πια εύκολα, και η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου έδειχνε περισσότερη ανεξαρτησία απέναντι στις επιθυμίες των Αμερικανών, απ' ό,τι οι προκάτοχοί της 26. Όταν άρπαξαν την εξουσία, οι συνωμότες στρατιωτικοί ανακάλυψαν ότι αντιμετώπιζαν μεγάλη έλλειψη συνεργατών. Είχαν ενεργήσει χωρίς εξουσιοδότηση του βασιλιά ή κάποιας Digitized by 10uk1s
πλειοψηφίας των ανώτερων αξιωματικών, πολλοί από τους οποίους είχαν στο μεταξύ αποστρατευτεί. Τελικά, οι απόστρατοι έφτασαν να είναι ίσοι με το ένα τρίτο των εν ενεργεία αξιωματικών. Ελάχιστοι -ίσως και κανένας- από τους πολιτικούς επιθυμούσαν πραξικόπημα, επειδή η κοινοβουλευτική Δεξιά ήταν προετοιμασμένη ν' αντιμετωπίσει τον Παπανδρέου με συνταγματικά μέσα. Όπως και πολλοί από τους οπαδούς της, αναγνώριζε ότι το πρόγραμμα του Παπανδρέου δεν παρουσίαζε αληθινό κίνδυνο για την υπάρχουσα κατανομή του πλούτου και των εισοδημάτων. Φαίνεται, μάλιστα, ότι και η πλειονότητα των δημοσίων υπαλλήλων δεν αντιμετώπιζε μ' εμπιστοσύνη τους νέους κυρίους της, πράγμα που ίσχυε και για ένα τουλάχιστον μέρος της αστυνομίας. Η Χούντα δεν είχε επίσης επαγγελματικούς συμβούλους διαφόρων ειδικοτήτων, που τους χρειαζόταν για να κυβερνήσει 27. Και, κυρίως, δεν είχε κάποια ιδεολογική δικαιολογία για την «επανάστασή» της. Τα ιδεώδη της -ίδια μ' αυτά που συμμερίζονταν οι αξιωματικοί του στρατού από τον εμφύλιο πόλεμο- φάνταζαν τώρα αναχρονιστικά στο μεγαλύτερο μέρος του λαού, κι ιδίως στους νέους. Ο αρχικός ισχυρισμός της Χούντας, ότι υπήρχε κομμουνιστική συνωμοσία για την κατάληψη της εξουσίας ήταν τόσο γελοίος, ώστε χρειάστηκε σύντομα να εγκαταλειφθεί. Δεν υπήρχε καν απαραίτητη οργάνωση για μια τέτοια συνωμοσία 28. Και, τελικά, η Χούντα έχασε κάθε ηθικό στήριγμα, καθώς έγινε εξίσου διεφθαρμένη με τις πολιτικές κυβερνήσεις που είχαν υπάρξει πριν απ' αυτήν. Έτσι, το καθεστώς αναγκάστηκε να καταφύγει σε εκτεταμένη και κτηνώδη καταπίεση, που γέμισε ξανά τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η καταπίεση κλιμακώθηκε σε αιματηρή κατάπνιξη εκ μέρους του στρατού των αντικαθεστωτικών εκδηλώσεων που γενικεύτηκαν τον Νοέμβριο του 1973 -εκδηλώσεων που ανάμεσά τους περιλαμβάνεται κι η διάσημη πια κατάληψη του Πολυτεχνείου της Αθήνας από φοιτητές και άλλους. Σαράντα τρία τουλάχιστονν άτομα σκοτώθηκαν σ' αυτά τα γεγονότα. Λίγο μετά, η Χούντα προσπάθησε να γίνει δημοφιλής ενθαρρύνοντας ένα πραξικόπημα στην Κύπρο, που εμφανίστηκε σαν πρελούδιο της ένωσης με την Ελλάδα 29 . Το αποτέλεσμα ήταν μια τουρκική εισβολή στο νησί και μια γενική επιστράτευση στην Ελλάδα, η οποία αποκάλυψε ότι η άμυνα της χώρας βρισκόταν σε διάλυση. Η πανωλεθρία αυτή έκανε πολλούς ανώτερους αξιωματικούς να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στη δικτατορία και να επιμείνουν, τον Ιούλιο του 1974, σε μια επιστροφή στην πολιτική διακυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που ήταν ο διάδοχος του Παπάγου στην πρωθυπουργία από το 1955 ως το 1963.
H ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, 1974-90 Η καταστροφική συμπεριφορά της Χούντας έκανε ακόμα και τη Δεξιά να χάσει την εκτίμηση της σε βασικά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος που είχαν προκύψει από τον εμφύλιο πόλεμο. Έτσι, η αίσθηση των αξιωματικών του στρατού ότι είχαν να επιτελέσουν μια πολιτική αποστολή εξασθένισε και σχεδόν έσβησε. Οι πιστοί στη Χούντα μειώθηκαν πολύ, καθώς τριάντα επτά απ' αυτούς φυλακίστηκαν (αρκετοί ισόβια) και 500 περίπου άλλοι αποστρατεύτηκαν. Σ' αυτούς που απέμειναν, το νέο καθεστώς φέρθηκε με τακτ και τους βοήθησε να βρουν ένα νέο λόγο ύπαρξης στην υπεράσπιση της χώρας ενάντια στην ανανεωμένη τουρκική απειλή. Έτσι, υπήρξε μια σταθερή μείωση της απειλής που εξέφραζε ο στρατός για τον πολιτικό έλεγχο 30. Η μοναρχία, πάλι, δυσφημίστηκε θανάσιμα από την αποσταθεροποίηση που επέφερε ο βασιλιάς στην κοινοβουλευτική δημοκρατία στα χρόνια 1965-67 και, όταν το 69% του λαού ψήφισε εναντίον της στο δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974, η βασιλεία καταργήθηκε κι αντικαταστάθηκε από Προεδρευόμενη Δημοκρατία. Οι Αμερικανοί δυσφημίστηκαν κι αυτοί εξαιτίας του σημαντικού τους ρόλου στη στήριξη της Χούντας αλλά και για την προώθηση, τα προηγούμενα χρόνια, της συνωμοτικής νοοτροπίας Digitized by 10uk1s
μεταξύ των αξιωματικών, πράγμα που έκανε δυνατό το πραξικόπημα. Έτσι, μέσα στο αντιαμερικανικό κλίμα που κυριάρχησε μετά το 1974, ήταν αδιανόητο να υπάρχει αμερικανική επιρροή πάνω στο πολιτικό σύστημα. Κι οι διαδοχικές κυβερνήσεις υιοθέτησαν μια στάση επιδεικτικής ανεξαρτησίας απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ενδυνάμωση των δεσμών της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα σχετιζόταν με όλα αυτά τα δεδομένα. Η αίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή για πλήρη ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ έγινε τον ίδιο μήνα -τον Ιούνιο του 1975- με την ψήφιση από τη Βουλή ενός καινούριου Συντάγματος. Την ένταξη αυτή, ο Καραμανλής την έβλεπε ως ένα μέσο ισχυροποίησης της θέσης της Ελλάδας απέναντι στις ΗΠΑ, καθώς και εδραίωσης του δημοκρατικού καθεστώτος 31. Άλλο ένα «θύμα» του 1974 ήταν και το σύστημα του πολιτικού απαρτχάιντ που είχε γεννήσει ο εμφύλιος. Ο Κομμουνισμός νομιμοποιήθηκε αμέσως, έτσι που να μπορέσουν να πάρουν μέρος στις εκλογές το ΚΚΕ και το ΚΚΕ(εσωτερικού) και, από το 1981, αν όχι και νωρίτερα, οι οπαδοί τους άρχισαν να καταλαμβάνουν και δημόσια αξιώματα. Οι γενικές εκλογές του 1974, όπως κι αυτές που τις ακολούθησαν, έγιναν με τόση τιμιότητα που να είναι γενικά αποδεκτό το αποτέλεσμά τους. Το 1975, καταργήθηκαν τα περισσότερα στοιχεία του παρασυντάγματος και το καινούριο Σύνταγμα που ψηφίστηκε προχωρούσε περισσότερο απ' οποιοδήποτε άλλο ελληνικό του εικοστού αιώνα στην προστασία των πολιτικών ελευθεριών και στην παροχή ισονομίας. Χαρακτηριστικό είναι το ότι η Βουλή πήρε σχεδόν ομόφωνα όλα αυτά τα μέτρα 32 . Αργότερα, οι πολιτικές ελευθερίες ενισχύθηκαν κι άλλο με την καθιέρωση του πολιτικού γάμου και την εξίσωση της θέσης της γυναίκας με εκείνη του άντρα στο οικογενειακό δίκαιο. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό διακρίσεων του παλιού πολιτικού συστήματος που καταργήθηκε, ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους, η Καθαρεύουσα. Και ένα μέτρο βαθμιαίας φιλελευθεροποίησης από το 1981 και μετά, ήταν η αυξανόμενη δυνατότητα των κομμάτων της Αντιπολίτευσης να εκφράζουν τις απόψεις τους από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Η ισχυρότερη ίσως απόδειξη της σταθερότητας του κοινοβουλευτικού καθεστώτος, ήταν η άνοδος στην εξουσία, το 1981 με ξεκάθαρη πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ, κόμματος με εκπεφρασμένες σοσιαλιστικές αρχές. Πραγματικά, σύμφωνα με τα διεθνή κριτήρια σταθερότητας, η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ελλάδα πήγε πολύ καλά. Για παράδειγμα, μέσα στα εννέα χρόνια μετά το 1974, υπήρξαν σχετικά λίγες πράξεις πολιτικής βίας. Αν και έγιναν ορισμένες δολοφονίες από τρομοκρατικές οργανώσεις, αυτές ήταν λιγότερες -σε αναλογία με τον πληθυσμό- απ' όσες έγιναν στην Ιταλία ας πούμε, ή στην Ισπανία. Και την ίδια στιγμή, η ζωτικότητα της πολιτικής ζωής καταδείχτηκε από το μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που παίρνει μέρος στις πολιτικές διαδικασίες 33. Βέβαια, κάποια αυταρχικά χαρακτηριστικά του παλιού καθεστώτος επέζησαν. Ένα, ήταν η εξουσία της ΚΥΠ για εσωτερική κατασκοπεία. Η εκτεταμένη χρήση αυτών των εξουσιών από τον κατοπινό πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου για την παρακολούθηση τηλεφώνων πολιτικών και δημοσιογράφων, προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο το 1989. Ένα άλλο, ήταν η διατήρηση από το στρατό (για αρκετά χρόνια οπωσδήποτε) μέρους του πολιτικού του ρόλου, με την προσπάθεια χρησιμοποίησης των TEA, για παράδειγμα, στον επηρεασμό των ψηφοφόρων, και με την καταγραφή των πολιτικών πεποιθήσεων των στρατευμένων 34. Η ενασχόληση όμως μ' αυτά τα κατάλοιπα του αυταρχισμού, αποσπά την προσοχή από το ουσιαστικό στοιχείο της Μεταπολίτευσης, που ήταν η μετακίνηση της εξουσίας. Χαμένοι, βγήκαν η βασιλεία, οι Αμερικανοί και -κάπως πιο αργά αυτός- ο στρατός. Κερδισμένοι αναδείχτηκαν τα πολιτικά κόμματα και -με τον καιρό- το εκλογικό σώμα. Χαρακτηριστικό αυτής της μετακίνησης ήταν πως η αστυνομία απώλεσε τις αυθαίρετες εξουσίες της που την είχαν καταστήσει γενικό φόβητρο. Η απώλεια αυτή, συνέβαλε σε μια μακροπρόθεσμη Digitized by 10uk1s
κατάρρευση της εξουσιαστικής κοινωνίας συνολικά: σας σχέσεις ανάμεσα σε αφεντικό και υπάλληλο, καθηγητή και σπουδαστές, δάσκαλο και μαθητές, κληρικό και λαϊκούς, πατέρα και οικογένεια. Μια άλλη αλλαγή που επέφερε η Μεταπολίτευση ήταν ότι το κύριο κόμμα της Δεξιάς -που τώρα ήταν η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ)- έχασε την προνομιακή του θέση, που πριν από το 1967 πήγαζε από τη σχέση του με το παλάτι, τους Αμερικανούς και το στρατό. Κι έτσι, βρέθηκε αναγκασμένο να συναγωνίζεται με τα άλλα κόμματα για τις ψήφους των πολιτών. Τα κόμματα, γενικά, άρχισαν να κερδίζουν τη λαϊκή υποστήριξη, εν μέρει με εντατικές κινητοποιήσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την απότομη αύξηση των μελών τους και την επέκταση της επιρροής τους στην κοινωνία -στα εργατικά συνδικάτα, για παράδειγμα, στα επαγγελματικά σωματεία, τους πολιτιστικούς συλλόγους, τα σχολεία και τα καφενεία των χωριών. Και το ΚΚΕ έπαψε να μονοπωλεί τις μαζικές εκλογικές οργανώσεις, καθώς το παράδειγμά του το ακολούθησε με επιτυχία το ΠΑΣΟΚ και, με πιο αργό ρυθμό η Νέα Δημοκρατία, που αποτελούσαν τους κύριους διεκδικητές της εξουσίας από τα τέλη της δεκαετίας του '70 και μετά. Η παραδοσιακή μέθοδος των κομμάτων για εκλογικά κέρδη μέσω του κρατικού πατροναρίσματος αυξήθηκε με την εμφάνιση του πραγματικού ανταγωνισμού και της νέας δύναμης των ψηφοφόρων. Γι' αυτόν κυρίως το λόγο, οι κρατικές δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα -που αυξάνονταν βαθμιαία μέσα στα είκοσι πέντε χρόνια τα οποία προηγήθηκαν του 1974- αυξήθηκαν ραγδαία κατά τα δεκαπέντε επόμενα. Η αύξηση αυτή στον τομέα των κοινωνικών παροχών υπήρξε ιδιαίτερα ταχεία στη δεκαετία του '80, οπότε και το χάσμα σ' αυτόν τον τομέα ανάμεσα στην Ελλάδα και τις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες μίκρυνε ουσιαστικά. Η αυξανόμενη δύναμη των ψηφοφόρων συνέβαλε επίσης σε μια μακροπρόθεσμη αλλαγή της κατανομής του εθνικού εισοδήματος, πράγμα που αποτελούσε ανέκαθεν δείγμα της στενής σχέσης που υπήρχε από καιρό στην Ελλάδα ανάμεσα στο πολιτικό καθεστώς και το κοινωνικό οικοδόμημα. Έτσι, στη Μεταπολίτευση οφείλεται κατά ένα μέρος το ότι το μερίδιο στο εθνικό εισόδημα των ενοικίων και των κερδών από επιχειρήσεις μειώθηκε, ενώ αυξήθηκε εκείνο των μισθών, ημερομισθίων και αγροτικών εισοδημάτων. Την αύξηση των μισθών ακολούθησε μια αύξηση της πληρωμένης άδειας και μια απότομη μείωση των ωρών εργασίας 35. Οι αριστερές τάσεις της κοινής γνώμης κατά τη δεκαετία του '70 μπορούν να αποδοθούν γενικά στη συνειδητοποίηση εκ μέρους των ψηφοφόρων και των συνδικαλιστών της νέας τους δύναμης, και των αντιδράσεών τους κατά των προ του 1974 καθεστώτων. Ειδικότερα, η τάση αυτή προς τα αριστερά ενισχύθηκε από την αυξανόμενη επιρροή της «γενιάς του Πολυτεχνείου», των ατόμων δηλαδή που απέκτησαν ριζοσπαστικές απόψεις όταν ωρίμαζαν στον καιρό της δικτατορίας. Αυτό που προέκυψε από τούτη την τάση, ήταν η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981. Κάτω από την ηγεσία του γιου του Γεωργίου Παπανδρέου, Ανδρέα, το ΠΑΣΟΚ δηλώνει ότι ανήκει στο ίδιο αριστερό στρατόπεδο με τα Κομμουνιστικά Κόμματα, σε ορισμένα μέλη των οποίων έδωσε θέσεις και διορισμούς. Έτσι, ανάμεσα στους άλλους, μπήκαν και κομμουνιστές στους διάφορους τομείς του κρατικού μηχανισμού, συμπεριλαμβανομένων του στρατού και της αστυνομίας. Ωστόσο, παρά τη σοσιαλιστική ρητορική του, το ΠΑΣΟΚ εγκαταστάθηκε μετά την εκλογική του νίκη το 1981 κοντά στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, αντιμετωπίζοντας όμως με επιτυχία και την πρόκληση των κομμάτων που βρίσκονταν στα αριστερά του. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ άσκησε έλξη στους αριστερούς ψηφοφόρους, δηλώνοντας ότι θα εκπληρώσει τα οράματα του ΕΑΜ, δήλωση που προφανώς στηρίζεται στις υποσχέσεις του για περιορισμό της επιρροής των ΗΠΑ, καθώς και για την ενίσχυση της οικονομικής αυτοτέλειας της χώρας, της επέκτασης της κοινωνικής πρόνοιας, της «κοινωνικοποίησης» μέρους της οικονομίας, της ενίσχυσης της τοπικής αυτοδιοίκησης, της βελτίωσης της θέσης της γυναίκας και της αποκατάστασης των Digitized by 10uk1s
αριστερών. Η τελευταία υπόσχεση πραγματοποιήθηκε με τη χορήγηση γενικής αμνηστίας και την παραχώρηση του δικαιώματος επιστροφής στην Ελλάδα όλων των μελών του Δημοκρατικού Στρατού, καθώς και την επίσημη αναγνώριση της εθνικής αντίστασης κατά των κατακτητών, που τη συνόδευε η υπόσχεση χορήγησης σύνταξης σε πολλούς από εκείνους που πήραν μέρος σ' αυτήν. Η επιστροφή των εξορίστων, που είχε αρχίσει ήδη να επιταχύνεται, έγινε τώρα ακόμα πιο μαζική, όπως καταδείχτηκε στο κεφάλαιο 1. Και, επίσημη αναγνώριση στην Αντίσταση μαζί με την αναγνώριση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, είχε παραχωρηθεί έως τον Ιανουάριο του 1991 σε 200.000 βετεράνους του ΕΑΜ και σε 80.000 βετεράνους άλλων οργανώσεων 36. Αυτές οι κατευναστικές πολιτικές υποστηρίζονταν τώρα από την πλειοψηφία των εκλογέων που γεννήθηκαν μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Η πλειοψηφία αυτή, όπως έδειξαν σφυγμομετρήσεις που έγιναν στην Αθήνα, διέφερε στα μέσα της δεκαετίας του '80 από τους μεγαλυτέρους της, στο ότι αντιδρούσε σθεναρά στις κυρίαρχες αξίες του πολιτικού συστήματος που γεννήθηκε από τον εμφύλιο: το σεβασμό δηλαδή στον ιδιωτικό καπιταλισμό και τις ξένες επενδύσεις, την αποδοχή της αυθεντίας της εκκλησίας σε θέματα ηθικής και την υποστήριξη της Δύσης. Αντιμετώπιζε ακόμα με συμπάθεια τις απόψεις της Αριστεράς για την αντίσταση και τον εμφύλιο, και τοποθετούσε τον Άρη Βελουχιώτη ανάμεσα στις πέντε μεγαλύτερες φυσιογνωμίες που πρόσφεραν πολλά στην ιστορία του έθνους. Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, το ΚΚΕ συνέχισε να αντλεί υποστήριξη από τα ιδανικά και τη μυθολογία της δεκαετίας του '40, καθώς πολλοί από τους ηγέτες του και τα πιο ηλικιωμένα μέλη του συνδέονταν από τις κοινές τους εμπειρίες εκείνης της περιόδου. Τα κόμματα της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του ΠΑΣΟΚ, κατόρθωσαν να δώσουν σε πολλούς ψηφοφόρους την εντύπωση ότι η ΝΔ ήταν δεμένη με τις μεταεμφυλιακές αξίες της Δεξιάς. Έτσι, οι σφυγμομετρήσεις οι σχετικές με τον εμφύλιο δείχνουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους ψηφοφόφους της ΝΔ και σ' εκείνους των άλλων κομμάτων 37 . Οι σφυγμομετρήσεις αυτές δείχνουν ότι ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την αντίσταση και τον εμφύλιο συνέβαλε στην έντονη κομματική πόλωση που εμφανίστηκε στην αρχή της δεκαετίας του '80. Οι συνθήκες αυτές ξεσκέπασαν τις δραματοποιημένες και μυθολογικές ιδέες για τη δεκαετία του '40, που είχαν και οι δυο πλευρές. Και πιο εποικοδομητικά, προκάλεσαν τη δημοσίευση απομνημονευμάτων και ντοκουμέντων. Ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα, η κληρονομιά του εμφυλίου εξασθένισε από τα εσωτερικά και διεθνή γεγονότα των χρόνων 1988-90. Τον Δεκέμβριο του 1988, το ΚΚΕ ενίσχυσε τις δεσμεύσεις του προς την κοινοβουλευτική δημοκρατία φτιάχνοντας τον Συνασπισμό με την Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ, διάδοχο του ΚΚΕ-εσ.). Όταν το ΠΑΣΟΚ έχασε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία στις εκλογές του Ιουνίου 1989, ο Συνασπισμός βρήκε ότι είχε κοινό συμφέρον με τη ΝΔ να διερευνήσει τα σκάνδαλα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, και κοινό στόχο τη διενέργεια νέων εκλογών. Έτσι, Συνασπισμός και ΝΔ σχημάτισαν μια προσωρινή συμμαχική κυβέρνηση. Η συμβολική σημασία αυτής της κίνησης, υπογραμμιζόταν απ' το ότι εξέχοντα μέλη και των δυο κομμάτων είχαν πάρει μέρος στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα της δεκαετίας του '40. Η κυβέρνηση αυτή, ακύρωσε μ' ένα νόμο περί συμφιλίωσης τις νομικές συνέπειες του εμφυλίου και διέταξε το κάψιμο -στην τεσσαρακοστή επέτειο της μάχης του Γράμμου- αστυνομικών φακέλων που είχαν δημιουργηθεί από τη δεκαετία του '40 μέχρι το 1974, κι υπολογίζονταν σε 18 εκατομμύρια 38. Τον ίδιο καιρό, ο Μάρκος παρακολούθησε την κηδεία του Τσακαλώτου. Η βασική σημασία των γεγονότων αυτών είναι ίσως το ότι τα μεγάλα κόμματα έθαψαν τις παλιές τους έχθρες, κι ότι αυτά που εκπροσωπούσαν τους νικητές του εμφυλίου απέδωσαν πλήρη πολιτική ισότητα στους πρώην εχθρούς τους. Παράλληλα, τα θέματα και οι συμπεριφορές της περιόδου του εμφυλίου άρχισαν να έχουν Digitized by 10uk1s
λιγότερη σημασία εξαιτίας των ριζικών αλλαγών που σημειώνονταν στο διαλυόμενο Σοβιετικό Μπλοκ: της πολιτικής της περεστρόικα, δηλαδή, και του αφοπλισμού που επικράτησε στην ΕΣΣΔ, και την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης. Το ΚΚΕ, που είχε διατηρήσει το παραδοσιακό σοβιετικό σύστημα ως μοντέλο του, εκτέθηκε τώρα με το χαρακτηρισμό του ιδεολογικά ξεπερασμένου, κι ας μην έδειχναν να το συνειδητοποιούν οι ηγέτες του. Και, κατά έναν πιο έμμεσο τρόπο, η άκρα Δεξιά, που τώρα πια δεν είχε κάποια ουσιαστική οργάνωση, πρέπει να ενοχλήθηκε πολύ χάνοντας τον παραδοσιακό εχθρό της. Στο μεταξύ, διάφορες σφυγμομετρήσεις δείχνουν ότι πολλοί ψηφοφόροι έχουν απογοητευτεί από τη διαμάχη Δεξιάς και Αριστεράς, κι έχουν αρχίσει να ενδιαφέρονται για θέματα που αφορούν στην ποιότητα της ζωής -και κυρίως τη μόλυνση του περιβάλλοντος των πόλεων- που κάνουν όλα τα κόμματα να τα χάνουν. Μέρος αυτής της αλλαγής, αποτελεί κι η απότομη κάμψη, από το 1987 και μετά, του αριθμού των νεαρών οπαδών του ΚΚΕ και της ΕΑΡ 39. Ωστόσο, η πολιτική κληρονομιά του εμφυλίου πολέμου επέζησε κατά πολλούς άλλους τρόπους. Οι τρεις κοινοβουλευτικές εκλογές ανάμεσα στον Ιούνιο του 1989 και τον Απρίλιο του 1990, έδειξαν ότι σε μεγάλο βαθμό, οι παλιές εκλογικές συνήθειες εξακολουθούσαν να υπάρχουν, επηρεασμένες πάντα, όπως είδαμε, από τις θέσεις περί εμφυλίου πολέμου. Για παράδειγμα, το 10,3% των ψηφοφόρων που απέσπασε ο Συνασπισμός τον Απρίλιο του 1990 βρισκόταν κοντά στο συνηθισμένο ποσοστό που έπαιρναν τα όμοιά του κόμματα στις εκλογές από το 1974 και μετά, κι ας είχε αλλάξει κάπως η σύνθεση της εκλογικής του βάσης. Η στάση των κομματικών μελών με επιρροή, διαμορφωνόταν ακόμα από το παρελθόν. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 1991 διέρρευσαν ντοκουμέντα που έδειχναν ότι οι αξιωματικοί των δυνάμεων ασφαλείας που είχε διορίσει η ΝΔ, πίστευαν -χωρίς να υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία- ότι η τρομοκρατική οργάνωση της «17ης Νοέμβρη» είναι πράκτορας του διεθνούς Κομμουνισμού, και κατευθείαν απόγονος των τρομοκρατικών ομάδων του ΚΚΕ της δεκαετίας του '40. Σε πολλά σημαντικά θέματα, εξάλλου, το ΚΚΕ εξακολουθούσε να ζει στο παρελθόν. Και ο γενικός γραμματέας του μετά το συνέδριο του Δεκεμβρίου του 1991, ήταν ένας βετεράνος του εμφυλίου πολέμου 40. Σε προσωπικό και λαϊκό επίπεδο, μεγάλο μέρος της ζημιάς που προκάλεσε ο εμφύλιος εξακολούθησε να υπάρχει. Φαίνεται ότι υπήρξαν πολλοί που υπέφεραν οικονομικά από τη σχέση τους με την πλευρά των χαμένων, και για τους οποίους ο νόμος περί συμφιλίωσης του 1989 δεν έκανε τίποτα. Εξόριστοι που επιστρέφουν, δυσκολεύονται να εγκλιματιστούν σε μια κοινωνία που τους φαίνεται παράξενη, κι ιδίως όταν βλέπουν τη γη που κάποτε τους είχαν κατασχέσει, ν' ανήκει τώρα σε άλλους. Κάποιες έχθρες της δεκαετίας του '40 επιμένουν να υπάρχουν ακόμα, ανάμεσα σε οικογένειες ή μεμονωμένα άτομα. Πολλοί, πενθούν ακόμα για χαμένους συγγενείς των οποίων, σε ορισμένες περιπτώσεις, δε γνωρίζουν τη μοίρα, και κάποιες φορές, διστάζουν να τους πενθήσουν ανοιχτά, «μήπως και προκαλέσουν την άλλη πλευρά» 41.
Digitized by 10uk1s
Βιβλιογραφία
Δευτερεύουσες εργασίες και αναμνήσεις Alexander, G. Μ., «British perceptions of EAM/ELAS rule in Thessaloniki», Balkan Studies, 1980, vol. 21, ηο. 2, pp. 203-216. — The Prelude to the Truman Doctrine: British Policy in Greece, 1944-1947, Oxford, Clarendon Press, 1982. Alexander, H., Report by the Supreme Allied Commander Mediterranean to the Combined Chiefs of Staff in Greece, London, 1949. Alivizatos, N. C, Les Institutions politiques de la Grèce à travers les crises, 1922-1974, Paris, R. Pichon et R. Durand-Auzias, 1979 (και ελληνική έκδοση, Νίκος Αλιβιζάτος, Οι Πολιτικοί Θεσμοί σε Κρίση (1922-1974), Αθήνα, Θεμέλιο, 1983. — Το νομικό καθεστώς των σωμάτων ασφαλείας, Νομικό Βήμα, 1983, No 31, σ. 621-633. — Κράτος και Ραδιοτηλεόραση. Η Θεσμική Διάσταση, Αθήνα, Σάκουλας, 1986. Amen, M. Μ., «American institutional penetration into Greek military and political policymaking structures: June 1947-October 1949», Journal of the Hellenic Diaspora, Fall 1978, vol. 5, no. 3, pp 89-113. Anderson, T. H., The United States, Great Britain and the Cold War, 19441947, Columbia, University of Missouri Press, 1981. Angelopoulos, Α., «Population distribution of Greece today according to language, national consciousness and religion», Balkan Studies, 1979, vol. 20, no. 1, pp. 123-132. Αντωνακέας, Νίκος Α., Φως εις το σκότος της κατοχής, Αθήνα, 1947. Αντωνίου, Κ. Σ., Ιστορία της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, 3 τόμοι, Αθήνα, 1965. Αρχιμανδρίτου, Ν. Ο., Ψυχολογικός Πόλεμος, Κατασκοπεία, Αντικατασκοπεία, Αθήνα, 1960. Auty, P., and Clogg, R. (eds), British Policy towards Wartime Resistance in Yugoslavia and Greece, London, Macmillan, 1975. Baerentzen, L., «The demonstration in Syntagma Square on Sunday 3rd December 1944», Scandinavian Studies in Modern Greek, 1978, no. 2, pp. 33-45. — «The German withdrawal from Greece in 1944 and British naval "inactivity"», Journal of Modem Greek Studies, October 1987, vol. 5, no. 2, pp. 237-265. — (ed.) British Reports on Greece, 1943-44, Copenhagen, Museum Tusculanum Press, 1982. Baerentzen L., Iatrides, J. O., and Smith O. L (eds), Studies in the History of the Greek Digitized by 10uk1s
CivilWar, 1945-1949, Copenhagen, Museum Tusculanum Press, 1987. Ελληνική έκδοση, Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο, 1945-1949, Αθήνα, Ολκός, 1992. Banac, I., With Stalin against Tito, Ithaca, NY, Cornell University Press, 1989. Barker, E., British Policy in South-Eastern Europe in the Second World War, London, Macmillan, 1976. Barnet, R., Intervention and Revolution: The United States in the Third World, New York, World, 1958. Βαφειάδης, Μ., Απομνημονεύματα, τόμοι 1-2, Αθήνα, Δίφρος, 1984, τόμοι 3-4, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1985. Βερέμης, Θ., Οι Επεμβάσεις του Στρατού στην Ελληνική Πολιτική, 1916-1936, Αθήνα, Οδυσσέας, 1983. Βλαντάς, Δ., Η Προδομένη Επανάσταση, 1941-1944. Πολιτική Ιστορία ΚΚΕ, Αθήνα, Ευαγγελίου, 1977. — Εμφύλιος Πόλεμος 1945-1949, Αθήνα, Γραμμή, 1981. Βοντίσιος-Γούσιας, Γ., Οι Αιτίες για τις Ήττες, τη Διάσπαση τον ΚΚΕ και της Ελληνικής Αριστεράς, 2 τόμοι, Αθήνα, Να Υπηρετούμε το Λαό, 1977. «-Ο Ζαχαριάδης μου Είπε...», Αντί, 25 Φεβρ. 1978, τεύχ. 93, σσ. 24-25. Βουρνάς, T., Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας. Ο Εμφύλιος, Αθήνα, 1981. Brown, J., «The military in politics: a case study of Greece», αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή («Οι στρατιωτικοί στην πολιτική: μια περιπτωσιολογική μελέτη της Ελλάδας»), State University of New York at Buffallo, 1971. Bullock, Α., Ernest Bevin, foreign Secretary, New York, Norton, 1983. Burdick, C. B., Hubert Lanz. General der Gebirgstruppe, 1896-1982, Osnabruck, Biblio Verlag, 1988. Burks, R. V., The Dynamics of Communism in Eastern Europe, Princeton University Press, 1961. Chandler, G., The Divided Land: An Anglo-Greek Tragedy, London, Macmillan, 1959. Chiclet, C, Les Communistes Grecs dans la Guerre. Histoire du Parti Communiste de Grèce, 1941-1949, Paris, Editions L' Harmattan, 1987. Churchill, W. S., History of the Second World War, vol. 6, London, Cassell, 1954. Clapham, C, and Philip, G.(eds), The Political Dilemmas of Military Regimes, London, Croom Helm, 1985. Clive, Ν., A Greek Experience, 1943-1948, Salisbury, M. Russell, 1985. Ελληνική έκδοση, Ν. Digitized by 10uk1s
Κλάιβ, Εμπειρία στην Ελλάδα (1943-1948), Ελληνική Ευρωεκδοτική. Clogg, R., Parties and Elections in Greece: The Search for Legitimacy, London, C. Hurst, 1987. Clogg, R., (ed.), Greece in the 1980s, London, Macmillan, 1983. Clogg, R., and Yannopoulos, G. (eds), Greece under Military Rule, London, Seeker and Warburg, 1972. Compton, C. C, The Morning Cometh: 45 Years with Anatolia College, ed. J. O. Iatrides and W. R. Compton, New York, Caratzas, 1986. Couloumbis, T. Α., The United States, Greece and Turkey: The Troubled Triangle, New York, Praeger, 1983. Couloumbis, Τ. Α., Petropulos, J. A. and Psomiades, H. J., foreign Interference in Greek politics: A Historical Perspective, New York, Pella, 1976. Couloumbis, Τ. Α., and Iatrides, J. O. (eds), Greek-American Relations: A Critical Review, New York, Pella, 1980. Couvaras, C, OSS with the Central Committee of EAM, San Francisco, Wire Press, 1982. Ελληνική έκδοση, Κουβαράς Κ., OSS με την Κεντρική του ΕΑΜ, Αθήνα, Εξάντας, 1976. Γρηγοριάδης, Φ. Ν., Το Αντάρτικο, 5 τόμοι, Αθήνα, Καμαρινόπουλος, 1964. -Ιστορία τον Εμφυλίου Πολέμου. Το Δεύτερο Αντάρτικο, 4 τόμοι, Αθήνα, Καμαρινόπουλος (δεν αναφέρεται χρονολογία). Γρηγορόπουλος, Θ., Από την Κορυφή του Λόφου, Αθήνα, 1966. Cruickshank, C. G., Deception in World War Two, London, Oxford University Press, 1979. Danopoulos, C. P., Warriors and Politicians in Modern Greece, Chapel Hill, NC, Documentary Publications, 1984. Δαφνής, Γρ., Η Ελλάς Μεταξύ Δύο Πολέμων, 1923-1940, Αθήνα, Ίκαρος, 1955. — Σοφοκλής Βενιζέλος, Αθήνα, 1970. Δασκαλάκης, Α. Β., Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 2 τόμοι, Αθήνα, Τσιβεριώτης, 1973. Deakin, W., Barker, Ε. and Chadwick, J. (eds), British Political and Military Strategy in Central, Eastern and Southern Europe in 1944, London, Macmillan, 1988. Δελαπόρτα, Π., To Σημειωματάριο ενός Πιλάτου, Αθήνα, Θεμέλιο (1977). Demertzis, Ε., «Factionalism in the Greek Communist Party, unpublished PhD thesis (αδημοσίευτη διδακτορική εργασία), New York University, 1979. Demichel A. and F., Les Dictatures européennes, Paris, Presses Universitaires de France, Digitized by 10uk1s
1973. Δημητρίου, Π. (εκδ.) Η Διάσπαση του ΚΚΕ, 2 τόμοι, Αθήνα, Θεμέλιο, 1978. Eden, Α., The Reckoning, Boston, Houghton Mifflin, 1965. Ελεφάντης, Α., Η Επαγγελία της Αδύνατης Επανάστασης, 2η έκδοση, Αθήνα, Θεμέλιο 1979. Ελευθερίου, Λ., Συνομιλίες με τον Νίκο Ζαχαριάδη, Αθήνα, Κένταυρος, 1986. Esche, M., Die Kommunistische Partei Griechenlands, 1941-1949, Munich/ Vienna, R. Oldenbourg, 1982 («To Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, 1941-1949»). Eudes, D., The Kapetanios. Partisans and Civil War in Greece, 1943-1949, New York, Monthly Review Press, 1972. Επίσης, έκδοση γαλλική, Les Kapetanios..., Paris, Fayard, 1970 και ελληνική, Οι Καπετάνιοι. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, 1943-1949, Αθήνα, Εξάντας, 1975. Ζαλοκώστας, Χ., Το Χρονικό της Σκλαβιάς, Αθήνα, Εστία. Ζαφειρόπουλος, Δ., Ο Αντισυμμοριακός Αγών, 1945-1949, 2 τόμοι, Αθήνα, 1956. Ζαχαριάδης, Ν., «Δέκα Χρόνια Πάλης. Συμπεράσματα, διδάγματα, καθήκοντα», Νέος Κόσμος (περιοδικό), Αυγ.-Σεπτ. 1950, αρ. 8. Ζωίδης Γ., Καΐλας Δ. κ. ά. (εκδ.),Στ' Άρματα! Στ' Άρματα! Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης, 1940-1945, Αθήνα, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1967, επανεκδόθηκε από τις «Γνώσεις», 1986. Θεοδωράκης, Μ., Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου, 2 τόμοι, Αθήνα, Κέδρος, 1986. Featherstone, Κ., «The "party state" in Greece and the fall of Papandreou» (To κόμμα-κράτος στην Ελλάδα και η πτώση του Παπανδρέου), West European Politics, Jan. 1990, vol. 13, no. 1, pp. 101-115. Featherstone, K., and Katsoudas, D. K. (eds), Political Change in Greece: Before and After the Colonels, London, Croom Helm, 1987. Feis, H., Churchill, Roosevelt, Stalin: The War they waged and the Peace they Sought, Princeton, NJ, Princeton University Press, 1957. Ferrell, R. Η., George C. Marshall, New York, Cooper Square, 1966. Fleicher, H., «The "anomalies" in the Greek Middle East forces, 1941-1944», Journal of the Hellenic Diaspora, 1978, vol. 5, no. 3, pp. 5-36. — «Νέα στοιχεία για τη σχέση Γερμανικών αρχών κατοχής και ταγμάτων ασφαλείας», Μνήμων, Αθήνα, 1980-82, τόμ. 8ος, σ. 189-203. — Im Kreuzschatten der Maechte. Griechenland 1941-1944 (Okkupation – Resistance – Kollaboration), Frankfurt-am-Main, Peter Lang, 1986.
Digitized by 10uk1s
— Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, τόμοι 1 και 2, Παπαζήσης, 1988 και 1994 (Ένα τμήμα της προηγούμενης εργασίας του Φλάισερ, αναθεωρημένο και μεταφρασμένο από τα γερμανικά). — «ΕΑΜ 1941-1947: an approach for reconsideration», unpublished paper delivered to Lehrman Institute conference on the Greek civil war, at Vilvorde, Copenhagen, 3-5 June 1987. (Αδημοσίευτη εργασία). Fleischer, Η., and Svoronos, N. (eds), Πρακτικά του Διεθνούς Ιστορικού Συνεδρίου. Η Ελλάδα 1936-1944. Δικτατορία, Κατοχή, Αντίσταση, Αθήνα, Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδας, 1989. Frazier, R., Anglo-American Relations with Greece: The Coming of the Cold War, 1942-1944, New York, St Martin's Press, 1991. Freris, A. F., The Greek Economy in the Twentieth Century, London, Croom Helm, 1986. Gaddis, J. L., The United States and The Origins of the Cold War, 1941-1947, New York, Columbia University Press, 1972. — «Was the Truman Doctrine a real turning-point?», foreign Affairs, January 1974, no. 52, pp. 386-402. Gilbert, M., The Holocaust, New York, Holt, Rinehart and Winston, 1985. Hammond, N. G. L., Venture into Greece: With the Guerrilhs, 1943-1944, London, W. Kimber, 1983. Ελληνική έκδοση, Hammond, Ν., Με τους Αντάρτες 1943-1944, Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική. Hammond, Τ. Τ. (ed.), Witnesses to the Origins of the Cold War, Seattle, University of Washington Press, 1982. Harbutt, F. J., The Iron Curtain: Churchill, America, and the Origins of the Cold War, London, Oxford University Press, 1986. Heinlein, D., «The Truman Doctrine: a chief executive in search of the presidency», unpublished PhD thesis, (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή), Johns Hopkins University, 1975. Hilberg, R., The Destruction of the European Jews, Chicago, Quadrangle Books, 1961. Hinsley, F. H., British Intelligence in the Second World War: Its Influence on Strategy and Operations, London, HMSO, vol., 3 part 1, 1984· part 2, 1988. Homer, F. X. J., and Wilcox, L. D. (eds), Germany and Europe in the Era of the Two World Wars, Charlottesville, VA, University of Virginia Press, 1986. Hondros, J. L., Occupation and Resistance: The Greek Agony, 1941-1944, New York, Pella 1983. Iatrides, J. O., Revolt in Athens: The Greek Communist «Second Round», 1944-1945, Digitized by 10uk1s
Princeton, NJ, Princeton University Press, 1972. Ελληνική έκδοση, Ιατρίδης, Ι., Εξέγερση στην Αθήνα, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1974. — (ed.) Ambassador MacVeagh Reports: Greece, 1943-1947, Princeton, NJ, Princeton University Press, 1980. — (ed.) Greece in the 1940s: A Nation in Crisis, Hanover, NH, and London, University Press of New England, 1981. Ελληνική έκδοση, Η Ελλάδα στη Δεκαετία 1940-1950, Ένα Έθνος σε Κρίση, Αθήνα, Θεμέλιο, 1984. Inglehart, R., Culture Shift in Advanced Industrial Society, Princeton, NJ, Princeton University Press, 1990. Ιωαννίδης, Γιάννης, Αναμνήσεις. Προβλήματα της Πολιτικής του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση, 1940-1945, εκδ. Α. Παπαπαναγιώτου, Αθήνα, Θεμέλιο, 1979. Jackson, W., and Gleave, T. P., History of the Second World War, vol. 6, part 3, London, HMSO, 1988. Jecchinis, C, Trade Unionism in Greece: A Study in Political Paternalism, Chicago, Labor Education Division, Roosevelt University, 1967. Jones, Η., A New Kind of War, London, Oxford University Press, 1989. Jones, J. M., The Fifteen Weeks, New York, Viking, 1955. Καραμπελιάς, Γ., Κράτος και Κοινωνία στη Μεταπολίτευση (1947-1989), Αθήνα, Εξάντας, 1989. Κατσανέβας, Θ., Trade Unions in Greece (Εργατικά συνδικάτα στην Ελλάδα), Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1984. Κατσιμάγκλης, Δ., Η Ιστορία του Αστυνομικού Θεσμού στην Αθήνα, Ρώμη, Γαλλία, Αγγλία και Αμερική, Αθήνα, 1981. Κατσούλης, Γ., Ιστορία του ΚΚΕ, 7 τόμοι, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1976-78. Kirjazovski, R., Narodno Osloboditelniot Front i Drugite Organizatsii na Makedontsite od Egejska Makedonija (1946-1949), Skopje, Kultura, 1985 [Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και Φιλικές Οργανώσεις των Μακεδόνων, στη Μακεδονία του Αιγαίου (1946-49)]. Kofos, Ε., Nationalism and Communism in Macedonia, Salonica, Institute for Balkan Studies, 1964. Koliopoulos, J. S., Greece and the British Connection, 1935-1941, Oxford, Clarendon Press, 1977. Ελληνική έκδοση, Κολιόπουλος, Ι. Σ., Παλινόρθωση, Δικτατορία, Πόλεμος 1935-1941, Αθήνα, Εστία, 1985. — «General Papagos and the Anglo-Greek talks of February 1941», Journal of the Hellenic Diaspora, 1980, vol. 7, no. 1, pp. 27-46.
Digitized by 10uk1s
— «Uneasy truce: band activity in post-Varkiza Greece (1945-46)», αδημοσίευτη εργασία που κατατέθηκε στο Ινστιτούτο Lehrman, στο συνέδριο για τον Ελληνικό εμφύλιο πόλεμο στο Vilvorde, Κοπεγχάγη, 3-5 Ιουν. 1987. Κουκουλές, Γ., «Ο σιδηρούς νόμος του διορισμού προσωρινών διοικήσεων στο ΚΚΕ», Συνδικαλιστική Επιθεώρηση, 1987, αρ. 27, σσ. 39-76. Koumoulides, J. Τ. Α. (ed.), Greece in Transition, London, Zeno, 1977. Κούνδουρος, P., Η Ασφάλεια του Καθεστώτος, Αθήνα, Καστανιώτης, 1978. Kourvetaris, G. Α., «The contemporary army officer corps in Greece: an inquiry into its professionalism and interventionism», αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, North Western University, 1969. Κωνσταντάρας, Κ., Αγώνες και Διωγμοί, Αθήνα, 1964. Larsen, S. U., et al. (eds), Who Were the Fascists? The Sosial Roots of European Fascim, Bergen-Oslo-Tromso, Universitetsforlaget, 1980. Leeper, R., When Greek Meets Greek, London, Chatto and Windus, 1949. Legg, K. R., Politics in Modern Greece, Stanford, CA, Stanford University Press, 1969. Λογοθετόπουλος, Κ., Ιδού η Αλήθεια, Αθήνα, 1948. Loulis, J. C, The Greek Communist Party, 1940-1944, London, Croom Helm, 1982. Macmillan, H., The Blast of War, 1939-1945, New York, Harper and Row, 1967. — War Diaries, London, Macmillan, 1984. McNeil, W. H., The Greek Dilemma: War and Aftermath, New York, Lippincott, 1947. — The Metamorphosis of Greece since World War Two, Oxford, Blackwell, 1981. Marc, L., Les Heures douloureuses de la Grèce libérée. Journal d'un témoin (Oct. 1944-Jan. 1945), Paris, 1947. Μαργαρίτης, Γ., «Πολιτικές προοπτικές και δυνατότητες κατά την απελευθέρωση», Μνήμων, 1984, τ. 9, σσ. 174-193. Mastny, V., Russia's Road to the Cold War, New York, Columbia University Press, 1979. Matthews, K., Memories of a Mountain War, London, Longman, 1972. Maule, H., Scobie, Hero of Greece: The British Campaign, 1944-45, London, A. Barker, 1975. Μαυροειδής, Λ., Από τον Σταλινισμό στην Περεστρόικα, Αθήνα, Θεμέλιο, 1988. Mavrogordatos, G. T., Stillborn Republic: Social Conditions and Party Strategies in Greece, Digitized by 10uk1s
1922-1936, Berkeley, University of California Press, 1983. Meynaud, J., Πολιτικές Δυνάμεις στην Ελλάδα, Αθήνα, Μπάιρον. Μητσόπουλος, Θ., Το 30ό Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, Αθήνα, Οδυσσέας, 4η έκδοση, 1987. Μίσιος, Χρ., Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, Αθήνα, Γράμματα, 1985. Moran, C. Μ. L. (Lord), Winston Churchill: The Struggle for Survival, 1940-1965, London, Constable, 1965. Morgenthau, H., Ι Was Sent to Athens, New York, Doubleday, 1929. Ελληνική έκδοση, Η Αποστολή μου στην Αθήνα, Τροχαλία, 1994. Mouzelis, Ν., Modern Greece: Facets of Underdevelopment, London, Macmillan, 1978. — Politics in the Semi-Periphery: Early Parliamentarism and Late Industrialisation in the Balkans and Latin America, London, Macmillan, 1986. Μπαρτζιώτας, Β. Γ., Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1979, επίσης 5η έκδοση, 1985. — Ο Αγώνας τον Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1981. — Εξήντα Χρόνια Κομμουνιστής, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Μπλάνας, Γ. Ο., Eμφύλιoς Πόλεμoς 1946-1949. Όπως τα έζησα, Αθήνα, 1976. Murray, J. C, «The anti-bandit war: part 1», Marine Corps Gazette, Jan. 1954, no. 38, pp. 14-23. — «The anti-bandit war: part 2», Marine Corps Gazette, Feb. 1954, no. 38, pp. 50-59. — «The anti-bandit war: part 3», Marine Corps Gazette, Mar. 1954, no. 38, pp. 48-57. — «The anti-bandit war: part 4», Marine Corps Gazette, April 1954, no. 38, pp. 52-57. — «The anti-bandit war: part 5», Marine Corps Gazette, May 1954, no. 38, pp. 52-58. Myers, E. C. W., Greek Entanglement, London, Hart-Davis, 1955. Meyers, E. C. W., H Ελληνική περιπλοκή, Αθήνα, Εξάντας, 1976 (ελληνική έκδοση). Νεφελούδης, Π., Στις πηγές της κακοδαιμονίας, Αθήνα, Γκούτεμπεργκ, 1974. Νικολακόπουλος, Η., Κόμματα και Βουλευτικές Εκλογές στην Ελλάδα, 1946-1964, Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1985. O'Ballance, Ε., The Greek Civil War, 1944-1949, London, Faber and Faber, 1966. Organisation for Economic Cooperation and Development (OECD), Social Expenditure, 1960-90: Problems of Growth and Control, Paris, OCDE, 1985. Digitized by 10uk1s
Pantelakis, Ν., «L' armée dans la société grecque contemporaine» (O Στρατός στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία), διδακτορική εργασία, Université René Descartes (Paris V), 1980. Pantelis, A. M., Les Grands Problèmes de la nouvelle constitution hellénique (Ta μεγάλα προβλήματα του νέου ελληνικού συντάγματος), Paris, R. Pichon et R. Durand-Auzias, 1979. Παπαγιαννόπουλος, Τ. Ε., 5/42-Ψαρρός: Ματωμένος Θρύλος, Αθήνα, 1981. Παπαϊωάννου, Α., Η Διαθήκη του Νίκου Ζαχαριάδη, Αθήνα, Γλάρος, 1986. Παπακωνσταντίνου, Θ., Ανατομία της Επαναστάσεως. Θεωρητική και Ιστορική Ανάλυσις της Δυναμικής του Κομμουνισμού, Αθήνα, 1952. Παπακωνσταντίνου, Κ., Η Νεκρή Μεραρχία, 2 τόμοι, Αθήνα, Αλφειός, 1987. Papastratis, P., British Policy Towards Greece during the Second World War, 1941-1944, London, Cambridge University Press, 1984. Παπαθανασίου, Παρμ., Για τον Ελληνικό Βορρά, Μακεδονία 1941-1944, Αντίσταση και Τραγωδία, Αθήνα, Παπαζήσης, 1988. Παρτσαλίδης, Μ., Διπλή Αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα, Θεμέλιο, 1978. Pedersen, J. Η., «focal point of conflict: the United States and Greece, 1943-47» (Εστία της σύγκρουσης: Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα, 1943-47), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, University of Michigan, 1947. Πεπονής, Α., Προσωπική Μαρτυρία, Αθήνα, Κέδρος, 1970. Πεσμαζόγλου, Γ. Ι., Η Πολιτική μου Ζωή, Αθήνα, Διογένης, 1982. Reale, Ε., Nascita del Cominform (Γέννηση της Κομινφόρμ), Milano, Arnoldo Mondadori, 1958. Ρήγος, Α., Η Β' Ελληνική Δημοκρατία, 1924-1935, Αθήνα, Θεμέλιο, 1988. Richter, Η., 1936-1946. Δύο Επαναστάσεις και Αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα, 2 τόμοι, Αθήνα, Εξάντας, 1975 (μετάφραση από τη γερμανική έκδοση). — British Intervention in Greece: From Varkiza to Civil War, London, Merlin Press, 1985. Ritter, H. R. Jr, «Herman Nenbacher and the German occupation of the Balkans» (Ο Χέρμαν Νοϊμπάχερ και η γερμανική κατοχή των Βαλκανίων), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, University of Virginia, 1969. Roberts, W. R., Tito, Mihailovic and the Allies, 1941-1945, Durham, NC, Duke University Press, 1987. Roubatis, Y. P., Tangled Webs: The US in Greece, 1947-1967, New York, Pella, 1987. Ελληνική έκδοση, Ρουμπάτης, Γ. Π., Δούρειος Ίππος. Η αμερικανική διείσδυση στην Ελλάδα, 1947-1967, Αθήνα, Οδυσσέας, 1987. Digitized by 10uk1s
Ρούσος, Π., Η Μεγάλη Πενταετία, 2 τόμοι, Αθήνα, κεντρ. διάθεση Σύγχρονη Εποχή, 1976-1978. Royal Fusiliers. (City of London Regiment.) History of the 2nd Battalion in North Africa, Italy and Greece (anon.), Aldershot, Gale & Polden, Wellington Press, 1946. Samatas, M., «Greek McCarthyism: a comparative assessment of Greek post-civil war repressive anticommunism and the U. S. TrumanMcCarthy era», Journal of the Hellenic Diaspora, Fall-Winter 1986, vol. 13, nos. 3 and 4, pp. 5-75 (Ο Ελληνικός Μακαρθισμός: Μια συγκριτική εκτίμηση του ελληνικού μετεμφυλιακού καταπιεστικού αντικομμουνισμού και η αμερικανική περίοδος Τρούμαν-Μακάρθυ). Sarafis, M. (ed.), Greece From Resistance to Civil War, Nottingham, Spokesman, 1980. Ελληνική έκδοση, Σαράφη, Μ., (επιμέλεια)-Σβορώνος Ν. (εισαγ.), Από την Αντίσταση στον Εμφύλιο Πόλεμο, Αθήνα, Νέα Σύνορα,1982. Σαράφης, Στ., Μετά τη Βάρκιζα, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1979, με εισαγωγή της Μάριον Σαράφη. — ELAS: Greek Resistance Army, London, Merlin Press, 1980 (με εισαγωγή της Μάριον Σαράφη). Ελληνική έκδοση, Σαράφης, Στ., Ο ΕΛΑΣ, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1980. Smith, Ο. L., «At urning point in the Greek civil war, 1945-1949: the meeting between Zachariadis and Markos», Scandinavian Studies in Modern Greek, 1979, no. 3, pp 40-41 (« Ένα σημείο καμπής στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, 1945-1949: Η συνάντηση ανάμεσα στον Ζαχαριάδη και τον Μάρκο»). — «On Zachariadis' theory of two poles», Scandinavian Studies in Modern Greek, 1981, no. 5, pp. 29-35. («Για τη θεωρία των δύο πόλων του Ζαχαριάδη»). — «The boycott of the elections, 1946: a decisive mistake?», Scandinavian Studies in Modern Greek, 1982, no. 6, pp. 69-88 («To μποϊκοτάρισμα των εκλογών του 1946: Ένα καθοριστικό λάθος;») — «The memoirs and reports of the British liason officers in Greece, 1942-1944: problems of source value», Journal of the Hellenic Diaspora, Fall 1984, vol. II, no. 3, pp. 9-32. («Οι αναμνήσεις και οι αναφορές των Βρετανών αξιωματικών συνδέσμων στην Ελλάδα, 1942-1944: Προβλήματα αξιοπιστίας των πηγών»). — «The problems of the Second Plenum of the Central Committee of the KKE», Journal of the Hellenic Diaspora, Summer 1985, vol. 12, no. 2, pp. 43-62. («Τα προβλήματα της Δεύτερης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ»). — «ΚΚΕ reactions to the Truman Doctrine», Journal of Modern Hellenism, 1988, no. 5, pp. 1-8. («Αντιδράσεις του ΚΚΕ στο Δόγμα Τρούμαν»). Smothers, F., McNeil, W. H., and E. G., Report on the Greeks, New York, Twentieth Century Fund, 1948. Solaro, Α., Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Αθήνα, Πλειάς, 1975. Μετάφραση της πρώτης ιταλικής έκδοσης, Solaro, Α., Storia del Partito Communista Greco, Digitized by 10uk1s
Milano, 1973. Speer, Α., Erinnerungen (Αναμνήσεις), Berlin, Propylaen Verlag, 1969. Spourdalakis, M., The Rise of the Greek Socialist Party, London, Routledge, 1988. Spriano, P., I Communisti Europei e Stalin, Turin, Einaudi, 1983 (Οι Ευρωπαίοι Κομμουνιστές και ο Στάλιν). Stavrakis, P. J., «Soviet policy in Greece: sources and the problem of method», Modem Greek Society: A Social Science Newsletter, Dec. 1987, vol. 15, no. 1, pp. 3-39. («Σοβιετική πολιτική στην Ελλάδα: Πηγές και το πρόβλημα της μεθόδου»). — Moscow and Greek Communism, 1944-1949, Ithaca, NY, Cornell University Press, 1989. Stavrianos, L. S., Greece -American Dilemma and Opportunity, Chicago, H. Regnery, 1952. Ελληνική έκδοση, Σταυριανός Λ. Σ., Η Ελλάδα σε Επαναστατική Περίοδο, σαράντα χρόνια αγώνες, Αθήνα, Κάλβος, 1977. — «The Greek National Liberation Front (EAM): a study in resistance organisation and administration», Journal of Modern History, March 1952, vol. 24, no. 1, pp. 42-55. [«To Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (EAM): Μια μελέτη για την αντιστασιακή οργάνωση και διοίκηση»]. Σταύρου, Ν., Συμμαχική Πολιτική και Στρατιωτικές επεμβάσεις. Ο πολιτικός ρόλος των Ελλήνων στρατιωτικών, Αθήνα, Παπαζήσης, 1974. Sulzberger, C. L., A Long Row of Candles: Memoirs and Diaries, New York, Macmillan, 1969. Sweet-Escott, B., Greece -A Political and Economic Survey, 1939-1953, London, Royal Institute of International Affairs, 1954. Τσακαλώτος, Θ., Σαράντα Χρόνια Στρατιώτης της Ελλάδος, 2 τόμοι, Αθήνα, 1960. Tsoucalas, C, The Greek Tragedy, Harmondsworth, Penguin, 1969. Ελληνική έκδοση, Τσουκαλάς, Κ., Η Ελληνική Τραγωδία, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1981. — Κράτος, Κοινωνία, Εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα, Αθήνα, Θεμέλιο, 1986. Valaoras, V. G. (Βαλαώρας, Β. Γ.,), «Some effects of famine on the population of Greece», Milbank Memorial Fund Quarterly, July 1946, vol. 24, no. 3, pp. 215-234 («Μερικές συνέπειες της πείνας επί του πληθυσμού της Ελλάδος»). — «A reconstruction of the demographic history of modern Greece», Milbank Memorial Fund Quarterly, April 1960, vol. 38, no. 2, pp. 115-139. («Μια αναπαράσταση της δημογραφικής ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας»). Van Greveld, Μ., Hitler's Strategy 1940-1941: The Balkan Clue, London, Cambridge University Press, 1973. Vlavianos, H., «The Greek civil war: the Strategy of the Greek Communist Party 1944-1947», Digitized by 10uk1s
αδημοσίευτη διδακτορική εργασία, Oxford University, 1988. Vucinich, W. S. (ed.), At the Brink of War and Peace: The Tito-Stalin Split in a Historic Perspective, New York, Brooklyn College Press, 1982. Wittner, L. S., «American Policy towards Greece during World War II», Diplomatic History, Spring 1979, vol. 3, pp. 129-149. «Η Αμερικανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου»). — American Intervention in Greece, 1943-1949, New York, Columbia University Press,1982. Ελληνική έκδοση, Γουίτνερ, Α., Η Αμερικανική επέμβαση στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1991. Woodhouse, C. Μ., Apple of Discord: A Survey of Recent Greek Politics in their International Setting, London, Hutchinson, 1948. Ελληνική έκδοση, Woodhouse, C. M., To Μήλο της Έριδος. Η Ελληνική Αντίσταση και η Πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, Αθήνα, Εξάντας, 1976. — «Early British contacts with the Greek resistance in 1942», Balkan Studies, 1971, vol. 22, no. 2, pp. 347-363. («Πρώιμες Βρετανικές επαφές με την Ελληνική αντίσταση, το 1942».) — The Struggle for Greece, 1941-1949, London, Hart-Davis, MacGibbon, 1976. — Something Ventured, London, Granada, 1982. — The Rise and Fall of the Greek Colonels, London, Granada, 1985, Ελληνική έκδοση, Woodhouse, C. M., H Άνοδος και η Πτώση των Συνταγματαρχών, Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική. Woodward, L., British foreign Policy in the Second World War, vol. 3, HMSO, London, 1971. Woozley, A. D., History of the King's Dragoon Guards, 1938-1945, Glascow, McCorquodale, 1950. Χατζής, Θ., Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε, 4 τόμοι, Αθήνα, Παπαζήσης, 1977-1979, 1982.
ΕΠΙΣΗΜΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ Βρετανική Κυβέρνηση Baerentzen, L. (ed.), British Reports on Greece, 1943-1944, Copenhagen, Museum Tusculanum Press, 1982. («Βρετανικές Εκθέσεις για την Ελλάδα, 1943-1944»). Documents Regarding the Situation in Greece, January, 1945, Parliamentary Accounts and Papers, Command 6592, vol. 10, 887-900. (Ντοκουμέντα Σχετικά με την Κατάσταση στην Ελλάδα, Ιανουάριος 1945, Κοινοβουλευτικοί Απολογισμοί και Έγγραφα). Report of the British Parliamentary Delegation to Greece, August 1946, London, HMSO, Digitized by 10uk1s
1947. (Έκθεση της Βρετανικής Κοινοβουλευτικής Αντιπροσωπείας στην Ελλάδα, Αύγουστος 1947). Ελληνική Κυβέρνηση Γενικόν Επιτελείον Στρατού, Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ), Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Αντισυμμοριακόν Αγώνα, 1946-1949, Αθήνα, 1971. Γενικόν Επιτελείον Στρατού (ΓΕΣ), Διεύθυνσις Εθνικής Διαπαιδαγώγησης, Η Μάχη του Έθνους, Αθήνα, 1952. Σουλτανιά, Κατερίνα, «Η αποκατάσταση των Ελλήνων επαναπατρισθέντων πολιτικών προσφύγων» (Αθήνα, Ιούνης 1986), αδημοσίευτη έκθεση που συντάχθηκε από την Ομάδα Επεξεργασίας Θεμάτων Κοινωνικής Πολιτικής, της Γενικής Γραμματείας Αποδήμου Ελληνισμού, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Εκδόσεις ΚΚΕ Δημοκρατικός Στρατός (μηνιαίο περιοδ. 1948-1949). Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ, Σύγχρονη Εποχή. Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Σύντομη Ιστορία του ΚΚΕ, Σχέδιο, Μέρος Α, 1918-1949, Έκδοση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1988. Στα 40 Χρόνια τον Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987. Τρίτη Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, Αθήνα, Γλάρος, 1988. Δέκα Χρόνια Αγώνες, 1935-1945, Αθήνα, Πορεία, 1977. Βοήθημα για την Ιστορία του ΚΚΕ, Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, 1952. Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1945. Κυβέρνηση Ηνωμένων Πολιτειών Foreign Relations of the United States (FRUS), Government Printing Office, Washington DC. Chouliaras, Y., and Georgakas, Dan (eds), Documents, Dispatches of Lincoln MacVeah, Journal of the Hellenic Diaspora, Spring 1985, vol. 12, no. 1, pp. 29-50. Εφημερίδες Ελευθεροτυπία, αθηναϊκή ημερήσια. Παρουσίασε μια σειρά ντοκουμέντων για τον Δημοκρατικό Στρατό, σχολιασμένη από τον Γιώργο Μαύρο με τίτλο «Εμφύλιος Πόλεμος», από 11 Δεκ. 1978-13 Ιαν. 1979, και από 20 Ιαν. 1986-Αύγ. 1986. Η Αυγή, αθηναϊκή, ημερήσια. Παρουσίαση μιας σειράς ντοκουμέντων σχετικά με το ΚΚΕ, Digitized by 10uk1s
από τον Φίλιππο Ηλιού, με τίτλο «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα». Η σχετική σειρά ντοκουμέντων δημοσιεύθηκε σε συνέχειες από 2 Δεκεμβρίου 1979-23 Ιανουαρίου 1980. Η Καθημερινή, αθηναϊκή ημερήσια. New York Times, αμερικανική ημερήσια Ν. Υόρκης. Ριζοσπάστης, ημερήσιο δημοσιογραφικό όργανο ΚΚΕ. Το Βήμα, αθηναϊκή, εβδομαδιαία. Αδημοσίευτες Πηγές British State Papers (Έγγραφα Βρετανικού Κράτους), Public Record Office, Kew: foreign Office, Cabinet and War Office Papers (Έγγραφα Φ. Όφις, Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείου Στρατιωτικών). Woodhouse papers (Έγγραφα Γουντχάουζ), Liddel Hart Centre, King's College, London. United States National Archives (Εθνικά Αρχεία ΗΠΑ), Washington DC: Archives of the Department of State, Department of the Army, and Office of Strategic Services (OSS). (Έγγραφα Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Υπουργείου Στρατιωτικών και Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών OSS). United States National Archives (Εθνικά Αρχεία ΗΠΑ), Αρχειακό Κέντρο Β' Παγκοσμίου Πολέμου, Alexandria, VA: Microcopies of records of German Field Commands and the German foreign Ministry (Μικροαντίγραφα των αρχείων των Γερμανικών Πολεμικών κατά τόπους Διοικήσεων και του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών).
Digitized by 10uk1s
Σημειώσεις
1
Ε. O'Ballance, The Greek Civil War, 1944-1949, London, Faber and Faber, 1966· C. M. Woodhouse, The Struggle for Greece, 1941-1949, London, Hart-Davis, MacGibbon, 1976. 2
Τα πρακτικά των διαδοχικών ιστορικών συνεδρίων δημοσιεύονται στα βιβλία: Μ. Sarafis (ed.), Greece: From Resistance to Civil War, Nottingham, Spokesman, 1980 (βλ. και ελληνική έκδοση, Από την Αντίσταση τον Εμφύλιο, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1982)· J. Ο. Iatrides (ed.), Greece in the 1940s: A Nation in Crisis, Hanover, NH, and London, University Press of New England, 1981 (βλ. και ελληνική έκδοση, Η Ελλάδα στη Δεκαετία 1940-1950, Ένα Έθνος σε Κρίση, Αθήνα, Θεμέλιο, 1984)· L. Baerentzen, J. Ο. Iatrides and Ο. L. Smith (eds), Studies in the History of the Greek Civil War, 1945-1949, Copenhagen, Museum Tusculanum Press, 1987 (βλ. και ελληνική έκδοση, Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο 1945-1949, Αθήνα, Ολκός, 1992)· Χ. Φλάισερ και Ν. Σβορώνος (εκδ.), Πρακτικά του Διεθνούς Ιστορικού Συνεδρίου. Η Ελλάδα 1936-1944. Δικτατορία, Κατοχή, Αντίσταση. Αθήνα, Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδας, 1989. Δεν έχουν ακόμα εκδοθεί οι εισηγήσεις που έγιναν σ' ένα άλλο ιστορικό συνέδριο, το οποίο οργανώθηκε από το Ινστιτούτο Lehrman, με θέμα τον "Τρίτο Γύρο" του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, 1945-1949, και έλαβε χώρα στο Vilvorde, της Κοπεγχάγης, μεταξύ 3-5 Ιουνίου 1987. 1
Θ. Παπακωνσταντίνου, Ανατομία της Επαναστάσεως. Θεωρητική και Ιστορική Ανάλυσις της Δυναμικής του Κομμουνισμού, Αθήνα, 1952, σ. 211. 2
Γ. Ζωίδης και Δ. Καΐλας (εκδ.), Στ' Άρματα, Στ' Άρματα! Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης, 1940-1945, Αθήνα, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1967, επανεκδόθηκε από τις "Γνώσεις", 1986, σσ. 116,193· W. Η. McNeil, The Greek Dilemma: War and Aftermath, New York, Lippincott, 1947, σσ. 71-72· C. M. Woodhouse, Apple of Discord: A Survey of Recent Greek politics in their International Setting, London, Hutchinson, 1948, σσ. 86-87, 91-93· Η. Fleischer, «Contacts between German occupation authorities and the major Greek resistance organizations: sound tactics or collaboration?», in J. O. Iatrides (ed.), Greece in the 1940s: A Nation in Crisis, Hanover, NH, and London, University Press of New England, 1981, σσ. 48-60 (στην ελληνική έκδοση, σσ. 91-115)· J. L. Hondros, Occupation and Resistance: The Greek Agony, 1941-1944, New York, Pella, 1983, σ. 142.
3
McNeil, ό.π., σ. 51· Hondros, ό.π. σσ. 82-83, 141-142, 150, 157· Χ. Φλάισερ, «Νέα στοιχεία για τη σχέση Γερμανικών αρχών κατοχής και ταγμάτων ασφαλείας», Μνήμων, 1980-1982, 8ος τόμος, σσ. 193-194· Woodhouse, ό.π., σσ. 135, 167, 175· C. Chiclet, Les Communistes Grecs dans la Guerre, Paris, Editions L' Harmattan, 1987, σ. 77· S. Aschenbreuner, «The civil war from the perspective of a Messenian village» (στην ελληνική έκδοση, «Ο Εμφύλιος από την οπτική ενός μεσσηνιακού χωριού», σσ. 115-135) στο L. Baerentzen, J. Ο. Iatrides, and Ο. L. Smith (eds), Studies in the History of the Greek Civil War, 1945-1949, Copenhagen, Museum Tusculanum Press, 1987, σσ. 116-117, Θ. Χατζής, Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε, Αθήνα, Παπαζήσης, 1978, τόμος 2, σσ. 197, 211-214· Χ. Ζαλοκώστας, Το χρονικό της σκλαβιάς, Αθήνα, Εστία, σ. 289. 4
Hondros, ό.π., σ. 150, Woodhouse, ό.π., σ. 175, Chiclet, ό.π., σ. 77· Χ. Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα, Παπαζήσης, (1988), τόμος 1, σ. 415· Τ. Ε. Παπαγιαννόπουλος, 5/42-Ψαρρός. Ματωμένος Θρύλος, Αθήνα, 1981, σ. 90. Digitized by 10uk1s
5
Α. Β. Δασκαλάκης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, Αθήνα, Τσιβεριώτης, 1973, τόμος 1, σ. 558· Εθνικά Αρχεία ΗΠΑ, Washington DC (εφεξής αναφερόμενα ως Nars), RG 84, Confidential File 1945, W. H. McNeil, «The political imbroglio» (To πολιτικό χάος).
6
V. G. Valaoras (Β. Γ. Βαλαώρας), «A reconstruction of the demographic history of modern Greece» (Μια αναπαράσταση της δημογραφικής ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας), Milbank Memorial Fund Quarterly, April 1960, τόμος 38, αρ. 2, σσ. 127-128. Στο ίδιο, Ιούλιος 1946, τόμος 28, αρ. 3, σσ. 215-234.
7
Chiclet, ό.π., σσ. 116,119-121· Κ. Κωνσταντάρας, Αγώνες και Διωγμοί, Αθήνα, 1964, σ. 307· Δασκαλάκης, ό.π., τόμ. 1, σελ. 561· J. Ο. Iatrides, Revolt in Athens: The Greek Communist «Second Round», 1944-1945, Princeton, NJ, Princeton University Press, 1972, σ. 250 (βλ. και ελληνική έκδοση, Ι. Ιατρίδη, Εξέγερση στην Αθήνα, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1974)· Φ. Ν. Γρηγοριάδης, Ιστορία τον Εμφυλίου Πολέμου. Το Δεύτερο Αντάρτικο, Αθήνα, Καμαρινόπουλος, τόμος 2, σσ. 343,469· Παπακωνσταντίνου, ό.π., σ. 175· Documents Regarding the Situation in Greece, January 1945, Great Britain, Parliamentary Papers, Accounts and Papers 1944-1945, Command 6592, τόμ. 10 887-900, σσ. 3-8· Great Britain, Foreign Office (Public Record Office, Kew-Δημόσιο Αρχειακό Γραφείο-Αρχεία Φόρεϊν Όφις, εφεξής αναφερόμενα ως PRO, FO), 286/1165, τηλεγράφημα από Θεσσαλονίκη προς Αθήνα, 19 Ιαν. 1945· Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Foreign Relations of the United States (εφεξής αναφερόμενο ως FRUS), τόμ. 8, σ. 107· Nars, Στέιτ Ντιπάρτμεντ, 868.00/10-749, από Αθήνα προς υπουργό Εξωτερικών, όπου αναφέρονται επίσημα αριθμοί που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Ακρόπολις» της 2ας Οκτωβρίου 1949· (ανώνυμο) Η Μάχη του Έθνους, Αθήνα, Διεύθυνση Εθνικής Αγωγής, Γενικόν Επιτελείον Στρατού, 1952, σσ. 35-37· Δ. Βλαντάς, Η Προδομένη Επανάσταση, 1941-1944. Πολιτική Ιστορία ΚΚΕ, Αθήνα, Ευαγγελίου, 1977, σσ. 328-337· S. Sarafis, Greek Resistance Army, London, Merlin Press, 1980, σσ. 510-512 (βλ. και ελληνική έκδοση, Στ. Σαράφης, ο ΕΛΑΣ, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1980)· Ρ. Κούνδουρος, Η Ασφάλεια του Καθεστώτος, Αθήνα, Καστανιώτης, 1978, σ. 146, αρ. 10· W. Jackson and T. P. Gleave, History of the Second World War, vol. 6, part 3, London, HMSO, 1988, σσ. 77,171. Ο Β. Γ. Βαλαώρας στο άρθρο του με τίτλο «Some effects of famine on the population of Greece», Milbank Memorial Fund Quarterly, July 1946, τόμ. 24, αρ. 3, σσ. 216-217, δείχνει, ως συναγωγή συμπεράσματος από επίσημους αριθμούς για την Αθήνα-Πειραιά, ότι οι θάνατοι από τον Οκτώβριο 1944 ως το Μάρτιο 1945 ήσαν 9.667, σε σύγκριση με 5.767 για την αντίστοιχη περίοδο ένα χρόνο νωρίτερα. Πιθανώς, πολλοί ή οι πλείστοι από τους θανάτους και στις δύο περιόδους οφείλονταν σε φυσικές αιτίες.
8
Δ. Ζαφειρόπουλος, Ο Αντισυμμοριακός Αγών, 1945-1949, Αθήνα, 1956, τόμ. 1, σσ. 83-670· Nars, 868.00/10-749, από Αθήνα στον υπουργό των Εξωτερικών (τηλ.)· Α. Laiou, «Population movements in the Greek countryside during the Civil War», in Baerentzen et al. (eds.), Studies, σσ. 59-60 (βλ. ελληνική έκδοση, Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο, Α. Λαΐου: Μετακινήσεις πληθυσμού στην ελληνική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, σ. 67-114)· Nars, 868.00/10-1348, J. Van Fleet (Τζέιμς Βαν Φλητ) «Εκτίμηση της τρέχουσας στρατιωτικής κατάστασης στην Ελλάδα», 1 Οκτ. 1948· J. Ο. Iatrides «Civil war 1945-1949: national and international aspects», in Iatrides (ed.), βλ. και ελληνική έκδοση, Η Ελλάδα στη Δεκαετία 1940-1950, Ένα Έθνος σε Κρίση, Γ. Ο. Ιατρίδη, Εμφύλιος Πόλεμος, 1945-1949: εθνικοί και διεθνείς παράγοντες, σσ. 341-382. 9
Chiclet, ό.π., σ. 136· L. Baerentzen «To "Παιδομάζωμα" και οι παιδουπόλεις της βασίλισσας», στο Studies in the History of the Greek Civil War, σ. 155, βλ. και ελληνική Digitized by 10uk1s
έκδοση, Μελέτες για τον Εμφύλιο..., σσ. 137-164· Ε. Kofos (Ε. Κωφός), Nationalism and Communism in Macedonia, Salonika, Institute for Balkan Studies, 1964, σσ. 148, 186-187· Ν. Pappas, «The Soviet-Yugoslav conflict and the Greek civil war», in W. S. Vucinich (ed.), At the Brink of War and Peace: The Tito-Stalin Split in a Historic Perspective, New York, Brooklyn College Press, 1982, σ. 220· McNeil, Greek Dilemma, σ. 16. 10
A. Angelopoulos (Α. Αγγελόπουλος) «Population distribution of Greece today according to language, national consciousness and religion, Balkan studies, 1979, τόμ. 20, αρ. 1, σσ. 123-132. Είμαι ευγνώμων στον Ευάγγελο Κωφό για τις επισημάνσεις και τα σχόλιά του γι' αυτό το άρθρο. 11
Κ. Σουλτανιά, «Η αποκατάσταση των Ελλήνων επαναπατρισθέντων πολιτικών προσφύγων», Αθήνα, Ιούνιος 1986, που εκδόθηκε από την Ομάδα Επεξεργασίας Θεμάτων Κοινωνικής Πολιτικής της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, βλ. ιδιαίτερα σσ. 69, 74. Το σχόλιο για τους εξόριστους των οποίων το μητρώο χάθηκε, έγινε προσωπικά σε μένα. Είμαι ευγνώμων στη δεσποινίδα Σουλτανιά για το σχολιασμό της επί αυτής της έκθεσης και στον Νίκο Πετρόπουλο, του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, γιατί μου επέδειξε το χειρόγραφο και σχολίασε επ' αυτού. Σχετικά με τους Σλαβόφωνους, βλ. P. Hill, The Macedonians in Australia, Carlisle, Western Australia, Hesperian Press, 1989, σ. 123.
12
Κ. Vergopoulos (Κ. Βεργόπουλος), «The emergence of the new bourgeoisie, 1944-1952», in Iatrides (ed.), Greece in the 1940s, σσ. 310-311 (βλ. και ελληνική έκδοση, Η Ελλάδα στη Δεκαετία 1940-1950..., Κ. Βεργόπουλος, Η συγκρότηση της νέας αστικής τάξης 1944-1952, σσ. 529-559)· Α. F. Freris, The Greek Economy in the Twentieth Century, London, Croom Helm, 1986, σσ. 118-119, 121· Β. Sweet-Escott, Greece · A Political and Economic Survey, 1939-1953, London, Royal Institute of International Affairs, 1954, σσ. 131-133· Report of the British Parliamentary Delegation to Greece, August 1946, London, HMSO, 1947 σ. 10· Nars, 868.00/3-1149, από Αθήνα προς υπουργό Εξωτερικών, όπου αναφέρονται οι αριθμοί του εθνικού στρατού· Nars, RG 84, box 118, μνημόνιο από Ο. S. Crosby και J. D. Ιams, 9 Μαΐου 1949· 781.00/1-2852, ο Αμερικανός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη (J. G. Holt) προς υπουργό Εξωτερικών, «Εντοπισμός και παράγοντες για την Κομμουνιστική και συνοδοιποριακή ψήφο στη Βόρεια Ελλάδα»· Προσωπική επικοινωνία με μετανάστες στην Αυστραλία. 13
Woodhouse, Apple of Discord, p. 281 (βλ. και ελληνική έκδοση, Το Μήλο της Έριδος).
14
S.D. Salamone, «Mount Athos: where heaven rests on earth's back», The Athenian, August 1989, σ. 25· Χατζής Θ., ό.π., τόμ. 2, σ. 269. 15
G. Τ. Mavrogordatos, Stillborn Republic: Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936, Berkeley, University of California Press, 1983, σ. 127· Kofos, Nationalism and Communism in Macedonia, σσ. 148, 186-187· Nars, 868.00/3-148, Πρόξενος Θεσσαλονίκης, επισυνάπτεται έκθεση της 10ης Ταξιαρχίας Πεζικού της Βρετανίας που έδρευε στη Βόρεια Ελλάδα· PRO, FO 371/72327, R 11016. 16
Mavrogordatos, ό.π., σσ. 144, 196· McNeil, Greek Dilemma, σ. 167· Freris, ό.π., σσ. 41-42.
17
Nars, RG 84, Confidential file 1945· W. H. McNeil, «The political imbroglio».
Digitized by 10uk1s
18
Οφείλω αυτό το σημείο, καθώς επίσης και άλλες χρήσιμες υποδείξεις γι' αυτό το κεφάλαιο, στον Ole Smith.
19
Η. Richter, British Intervention in Greece: From Varkiza to Civil War, London, Merlin Press, 1985, σσ. 262, 269· R. V. Burks, The Dynamics of Communism in Eastern Europe, Princeton, NJ, Princeton University Press, 1961, σσ. 63, 71· L. S. Wittner, American Intervention in Greece, 1943-1949, New York, Columbia University Press, 1982, σ. 154 (βλ. και ελληνική έκδοση στη βιβλιογραφία)· Hondros, ό.π., σσ. 119-120· Α. Πεπονής, Προσωπική Μαρτυρία, Αθήνα, Κέδρος, 1970, σσ. 54-55· Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, τόμ. 1, σ. 311· Α. Gerolymatos, «The role of the Greek officer corps in the resistance», Journal of the Hellenic Diaspora, Fall 1984, τόμ. 11, αρ. 3, σσ. 74-79· Nars, 868.00/12-948, από Αθήνα προς υπουργό Εξωτερικών RG 319, mil. attaché, 7 Nov. 1948· Κατάλογος των συλληφθέντων συμπεριλαμβάνεται στην ανταπόκριση αρ. 17, Nars, 868.00/7-2347. 20
W. H. McNeil, The Metamorphosis of Greece since World War Two, Oxford, Blackwell, 1981, σσ. 147-148,179· G. Chandler, The Divided Land: An Anglo-Greek Tragedy, London, MacMillan, 1959, σσ. 20-21· PRO, FO 286/1175, έκθεση της «A. F. M.» για Θεσσαλία, 25 Αυγούστου 1946· 371/37202/3, R 3853, έκθεση του Γ. Πολυχρονιάδη, «Αγροτική συνεργασία στην Ελλάδα»· Mavrogordatos, ό.π, σσ. 145, 155, 160· Nars, 781.00/1-2852, Πρόξενος ΗΠΑ Θεσ/κης προς υπουργό Εξωτερικών Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, τόμ. 1, σ. 235. 21
Nars, RG84, Confidential File (Εμπιστευτικός Φάκελος), 1945, McNeil, «The political imbroglio»· Δασκαλάκης, ό.π., τόμ. 2, σ. 809· Aschenbrenner στο Baerentzen-Iatrides-Smith (εκδ.), Studies..., σ. 115 (βλ. και ελληνική έκδοση)· Nars, 781.00/1-2851· Γ. Μαργαρίτης, «Εμφύλιες διαμάχες στην Κατοχή (1941-1944), αναλογίες και διαφορές», στο Φλάισερ και Σβορώνου (εκδ.), Πρακτικά, σσ. 508, 512-513. 22
PRO, FO 286/1175, «Α. F. Μ.», σχετικά με Λαμία, 25 Αυγ. 1946· Γρ. Δαφνής, Σοφοκλής Βενιζέλος, Αθήνα, 1970, σσ. 417-418· Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, τόμ. 1, σσ. 226-227, 403-404· D. Kitsikis «Evolution de l' élite politique Grecque» (Εξέλιξη της ελληνικής πολιτικής ελίτ), στο Μ. Β. Kiray (ed.), Social Stratification and Development in the Mediterranean Basin, The Hague, Mauton, 1973, σσ. 229-230. 23
Κ. Λογοθετόπουλος, Ιδού η Αλήθεια, Αθήνα, 1948, σσ. 123-138· Ρ. Papastratis, «The purge of the Greek civil service on the eve of the civil war», in Baerentzen et al. (eds), Studies, σ. 45 (βλ. και ελληνική έκδοση, Π. Παπαστράτης, Η εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών στην Ελλάδα τις παραμονές του εμφυλίου πολέμου, σσ. 47-66, στο βιβλίο Μελέτες για τον Εμφύλιο)· C. Couvaras, OSS with the Central Committee of EAM, San Francisco, Wire Press, 1982, σ. 95 (βλ. και ελληνική έκδοση στη βιβλιογραφία)· Ζωΐδης-Καΐλας κ. ά. (έκδ), Στ' Άρματα..., σσ. 234, 530-531· Hondros, ό.π., σσ. 143, 181· Γ. Ι. Ράλλης, Ο Ιωάννης Ράλλης ομιλεί εκ του Τάφου, Αθήνα, 1947, σσ. 55-56,64· Θ. Μητσόπουλος, Το 30ό Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, 4η έκδοση, Αθήνα, Οδυσσέας, 1987, σ. 183· Π. Ι. Παπαθανασίου, Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-1944, Αντίσταση και Τραγωδία, Αθήνα, Παπαζήσης, 1988, τόμ. 2, σσ. 608-609· Fleischer, in Iatrides (ed.), ό.π., σ. 52, Kofos, ό.π., σσ. 120, 147· PRO, FO 286/1165, Ο Βρετανός Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη προς τον Λήπερ, 14 Απριλ. 1945· Chandler, ό.π., σ. 5· Woodhouse, ό.π., σ. 91-92· Χατζής, ό.π., τόμ. 2, σσ. 178-179· Μαργαρίτης στο Φλάισερ και Σβορώνος (εκδ.), ό.π., σσ. 508, 512-513.
Digitized by 10uk1s
24
Έκθεση ΚΚΕ, Σεπτέμβρης 1946, στην Αυγή, 6 Δεκεμβρίου 1979, σ. 3· Γ. Μαργαρίτης, «Πολιτικές προοπτικές και δυνατότητες κατά την απελευθέρωση», Μνήμων, 1984, τόμ. 9, σσ. 189-190.
25
Nars, 868.00/1-2148, ο Α. L. Moffat (Μόφατ) προς Κ. Rankin (Κ. Ράνκιν)· PRO, FO 371/72328, R 12506· G. M. Alexander, «British perceptions of EAM/ELAS rule in Thessaloniki», Balkan Studies, 1980, τόμ. 21, αρ. 2, σσ. 215-216· Chiclet, ό.π., σελ. 150.
26
Chiclet, ό.π., σ. 170· F. Smothers, W. H. and E. McNeil, Report on the Greeks (Έκθεση σχετικά με τους Έλληνες), New York, Twentieth Century Fund, 1948, σσ. 153, 155, 169-170· PRO, FO 286/1175, ο πρεσβευτής προς Φόρεϊν Όφις, 27 Ιουν. 1946· Ελευθεροτυπία, 2 Απριλ. 1986, σ. 18 και 15 Ιουν. 1986, σ. 16.
27
Σουλτανιά, έκθεση, σ. 5· Δ. Βλαντάς, Εμφύλιος Πόλεμος, 1945-1949, Αθήνα, Γραμμή, 1981, κεφ. 21, σ. 297· Nars, 868.00/12-948, από Αθήνα προς υπουργό Εξωτερικών όπου συνοψίζονται οι εντυπώσεις του F. L. McShane, ενός Αμερικανού μηχανικού που απήχθη από τους αντάρτες το 1948 για δώδεκα μέρες, στη διάρκεια των οποίων επισκέφθηκε 32 χωριά της Πελοποννήσου και σχημάτισε την εντύπωση ότι οι πλείστοι των χωρικών ήσαν έτοιμοι να υποταχθούν σε όποια πλευρά αποδεικνυόταν η ισχυρότερη, αλλά οι συμπαθούντες τους αντάρτες υπερτερούσαν των αντιπάλων τους, ιδιαίτερα ανάμεσα στη νεολαία. 28
Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 3, σσ. 738-739· Β. Γ. Μπαρτζιώτας, Εξήντα Χρόνια Κομμουνιστής, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986, σ. 301· Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6, σσ. 452-457· Π. Μαυρομμάτης, «Η λαϊκή μας εξουσία», Δημοκρατικός Στρατός, Ιούνης 1949, αρ. 6, σσ. 403-407. 29
P. J. Stavrakis, Moscow and Greek Communism, 1944-1949, Ithaca, NY, Cornell University Press, 1989, σσ. 92-93, 103-104,110· H. Vlavianos, «The Greek civil war: the strategy of the Greek Communist party, 1944-1947», αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Oxford University, 1988, σσ. 158-160, 297, 382· Μ. Παρτσαλίδης, Διπλή Αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα, Θεμέλιο, 1978, σσ. 28-31. 30
Report of British Parliamentary Delegation, σ. 4.
31
Η. Fleischer, «EAM 1941-1947: an approach for reconsideration» (EAM 1941-1947: Μια προσέγγιση για επανεξέταση), αδημοσίευτη εισήγηση που δόθηκε στο συνέδριο του Ινστιτούτου Lehrman για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο στο Vilvorde της Κοπεγχάγης, 3-5 Ιουνίου 1987, σ. 11· Chiclet, ό.π., σσ. 92-93, 141, 150· Smothers κ. ά., ό.π., σσ. 177-178· PRO, FO 286/1166, Ο J. Smith-Hughes, σχετικά με την Κρήτη, 11 Μαΐου-6 Ιουνίου 1945.
32
Βλ. κεφάλαιο 7.
33
Βλ. κεφάλαιο 6.
34
Βλ. κεφάλαιο 5.
35
Βλ. κεφάλαιο 9.
Digitized by 10uk1s
1
New York Times, 19 Φεβρουαρίου 1989, σ. 2.
2
Τ. Α. Couloumbis (Θ. Κουλουμπής), J. A. Petropoulos (Ι. Πετρόπουλος) and Η. J. Psomiades (Χ. Ψωμιάδης), Foreign Interference in Greek Politics: A Historical Perspective, New York, Pella Publishing Co., 1976, σ. 9. Για μια αριστοτεχνική εργασία που δίνει έμφαση στη σπουδαιότητα των εσωτερικών δυνάμεων στην ελληνική πολιτική ζωή και μειώνει το ρόλο της εξωτερικής επιρροής και επέμβασης, βλ. G. T. Mavrogordatos, Stillborn Republic: Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936, Berkeley, University of California Press, 1983.
3
W. H. McNeil, «The View From Greece», στο Τ. Τ. Hammond (ed.), Witnesses to the Origins of the Cold War, Seattle, University of Washington Press, 1982, σ. 121.
4
Mavrogordatos, ό.π., σ. 126.
5
C. Tsoucalas, The Greek Tragedy, Harmondsworth, Penguin, 1969, σ. 31, (βλ. και ελληνική έκδοση στη βιβλιογραφία).
6
Mavrogordatos, ό.π., σσ. 328-333.
7
Στο ίδιο, σσ. 57, 60.
8
Στο ίδιο, σ. 305.
9
Στο ίδιο, σσ. 306-308.
10
Στο ίδιο, σσ. 88-89.
11
Αναφέρεται στο, Θ. Βερέμης, Οι Επεμβάσεις του Στρατού στην Ελληνική Πολιτική, 1916-1936, Αθήνα, Οδυσσέας, 1983, σσ. 60-61. 12
Mavrogordatos, ό.π., κεφ. 3.
13
Αναφέρεται στο, Γρ. Δαφνής, Η Ελλάς Μεταξύ Δύο Πολέμων, 1923-1940, Αθήνα, Ίκαρος, 1955, τόμ. 2, σ. 92. 14
Υ. Andrikopoulos (Γιάννης Ανδρικόπουλος), «The power base of Greek authoritarianism», στο S. U. Larsen et al. (eds), Who Were the Fascits?: The Social Roots of European Fascism («Ποιοι ήταν οι Φασίστες; Οι κοινωνικές ρίζες του Ευρωπαϊκού Φασισμού»), Bergen-Oslo-Tromso, Universitetsforlaget, 1980, σ. 573.
15
Mavrogordatos, ό.π., σσ. 345-346.
16
J. C. Loulis, The Greek Communist Party, 1940-1944, London, Croom Helm, 1982, σσ. 1-2.
17
Mavrogordatos, ό.π., σ. 349.
18
Για δυο πρόσφατες απόψεις σχετικά με αυτή τη συζήτηση, βλ. J. S. Koliopoulos, Greece and the British Connection, 1935-1941, Oxford, Clarendon Press, 1977, σσ. 51-58 (βλ. και Digitized by 10uk1s
ελληνική έκδοση στη βιβλιογραφία του παρόντος), και Η. Richter, Griechenland zwischen Revolution und Konterrevolution, 1936-1946, Frankfurt-am-Main, Europäische Verlagsanstalt, 1973, σσ. 54-67 (βλ. και ελληνική έκδοση, στη βιβλιογραφία, στο τέλος του βιβλίου). 19
Andrikopoulos, στο Larsen κ. ά. (εκδ.), ό.π., σ. 581.
20
Μ. Van Creveld, Hitler's Strategy, 1940-1941: The Balkan Clue, London, Cambridge University Press, 1973, κεφ. 2 και 4-5. 21
J. S. Koliopoulos, «General Papagos and the Anglo-Greek talks of February 1941» («Ο Στρατηγός Παπάγος και οι Αγγλο-Ελληνικές συνομιλίες, τον Φεβρουάριο του 1941»), Journal of the Hellenic Diaspora, 1980, τόμ. 7, αρ. 1, σσ. 27-46.
22
Public Record Office, Kew (εφεξής PRO-Δημόσιο Αρχειακό Γραφείο), WO, 204/8871, Political Intelligence Report, «Greece: Political Situation», έκθεση με τίτλο («Ελλάδα: Πολιτική Κατάσταση»), Ιανουάριος 1944. 23
Richter, Griechenland, σσ. 135-136.
24
Εθνικά Αρχεία ΗΠΑ, Washington DC (εφεξής αναφερόμενα ως Nars), Modern Military Records, Record Group 226, Office of Strategic Services (OSS), 17405. 25
S. B. Thomadakis, «Black markets, inflation and force in the economy of Greece», in J. O. Iatrides (ed.), Greece in the 1940s, Hanover, NH, and London, University Press of New England, 1981, σ. 62 (βλ. και ελληνική έκδοση, Στ. Β. Θωμαδάκης, Μαύρη αγορά, πληθωρισμός και βία στην οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας, στο Η Ελλάδα στη Δεκαετία 1940-1950, σσ. 117-144.
26
Η. R. Ritter, Jr, «Hermann Neubacher and the German Occupation of the Balkans», (Ο Χέρμαν Νοϊμπάχερ και η Γερμανική Κατοχή των Βαλκανίων), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, University of Virginia, 1969. 27
Nars, Microcopy T-501, Mil. Befh. Grld (Γερμανός Στρατιωτικός Διοικητής στην Ελλάδα), 58004/3, Roll 255, σε μικροφίλμ, Lagerbericht 16 Μαΐου-15 Ιουνίου (Έκθεση σχετικά με την κατάσταση), 15 Ιουνίου 1944. 28
Η. Fleischer, Im Kreuzschatten der Mächte: Griechenland, 1941-1944 (Okkupation-Resistance-Kollaboration), Frankfurt-am-Main, Peter Lang, 1986, τόμ. 1, σ. 117 (βλ. και ελληνική έκδοση στη βιβλιογραφία του παρόντος βιβλίου). 29
PRO, WO 204/8765 (μνημόνιο χωρίς ημερομηνία για τις πολεμικές καταστροφές στην Ελλάδα). Το μνημόνιο τονίζει ότι ακριβείς αριθμοί για το σύνολο της χώρας δεν ήταν διαθέσιμοι. Ο αριθμός των 415.300 θυμάτων για όλη την περίοδο της κατοχής καθορίστηκε, υπολογίζοντας το πλεόνασμα των θανάτων σε σύγκριση με αυτό των γεννήσεων για την περίοδο 1940-1944. 30
Ravitaillement de la Grèce pendant l'occupation, 1941-1944, et pendant les premiers cinq mois après la libération (Ο Εφοδιασμός της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της κατοχής, Digitized by 10uk1s
1941-1944 και κατά τους πρώτους πέντε μήνες μετά την απελευθέρωση), Αθήνα, 1949, σ. 606. 31
Η. Ritter, «German policy in occupied Greece and its economic impact, 1941-1944» (Γερμανική πολιτική στην κατεχόμενη Ελλάδα και ο οικονομικός της αντίκτυπος), στο F. Χ. J. Homer and L. D. Wilcox (εκδ.), Germany and Europe in the Era of the two World Wars, Charlottesville, VA, University of Virginia Press, 1986, σ. 165.
32
J. L. Hondros, Occupation and Resistance: The Greek Agony, 1941-1944 (Κατοχή και Αντίσταση: Η Ελληνική Αγωνία, 1941-1944), New York, Pella Publications, 1983, σσ. 66-67.
33
Fleischer, Griechenland, 1941, κεφ. 1, σ. 189.
34
Στο ίδιο, σσ. 187-188.
35
Στο ίδιο, σ. 459.
36
Nars, Microcopy Τ-120, Αρχεία του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών, Roll 166, Frame 081868, 22 Μαρτίου 1943. 37
PRO, WO 208/713, και Nars, Microcopy T-311, Αρχεία της Γερμανικής Ομάδας Στρατιών Ε (HGrE), 65031/1, Roll 284, Frame 000032, 29 Σεπτεμβρίου 1944. 38
PRO, WO 208/713. O Πούλος το έσκασε με τις γερμανικές δυνάμεις το 1944, αλλά παραδόθηκε στην Ελλάδα, δικάστηκε και εκτελέστηκε το 1945. 39
Nars, T-311 HGrE 65027/2 Roll 176, Frame 000363, 29 Οκτωβρίου 1943· 65027/3, Roll 176, Frame 000384, 13 Νοεμβρίου 1943 και Frame 000405, 12 Νοεμβρίου 1943.
40
Nars, T-501, Γερμανικά Αρχεία των Μετόπισθεν Περιοχών, 58004/4 (Στρατιωτικός Διοικητής στην Ελλάδα), Roll 255, Frame 000592, Έκθεση για την Κατάσταση, 1-31 Δεκεμβρίου 1943, και Roll 251, Frame 000270, Έκθεση για την Κατάσταση, 16 Μαΐου-15 Ιουλίου 1944. 41
Nars, T-311 HGrE 65028/2, Roll 177, Frame 000315, 2 Ιουνίου 1944· Α. Ι. Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη, 1949, σσ. 145-146. 42
Hondros, ό.π., σ. 83.
43
Χ. Φλάισερ, «Νέα στοιχεία για τη σχέση Γερμανικών αρχών κατοχής και ταγμάτων ασφαλείας», Μνήμων, Αθήνα, 1980-1982, τόμ. 8, σ. 191.
44
PRO, WO 208/713 και Nars, 226/OSS L44602 και L49081.
45
Nars, T-311 HGrE 65027/4, Roll 176, Frames 000591-594, 3 Φεβρουαρίου 1944· 65017/5, Roll 176/000687-690, 29 Φεβρ. 1944· 75139/2α, Roll 286, Frame 000399-401, 16 Μαρτίου 1944 και το ίδιο, 000359, 3 Μαΐου 1944. 46
Ο Φλάισερ παραθέτει την ελληνική απογραφή του 1940 που καταχωρεί 67.661 Εβραίους Digitized by 10uk1s
να ζουν στην Ελλάδα, εκείνη την περίοδο, εκ των οποίων, οι 53.125 δήλωσαν ότι μιλούν «Spaniolen», μια ισπανική διάλεκτο, «Sephardic» ή «Ladino». Οι Εβραίοι συγγραφείς αναφέρουν αριθμούς μεταξύ 73.000 και 77.000 συμπατριωτών τους, που ζούσαν τότε στην Ελλάδα. Βλ. Fleischer, Griechenland, 1941-1944, τόμ. 2, σ. 687. Για την καλύτερη ανάλυση της πολιτικής του αντι-σημιτισμού στη Θεσσαλονίκη, βλ. Mavrogordatos, ό.π., σσ. 253-262. 47
R. Hilberg, The Destruction of the European Jews, Chicago, Quadrangle Books, 1961, σσ. 442-448, 570· M. Gilbert, The Holocaust, New York, Holt, Rinehart and Winston, 1985, σσ. 683-685· Hondros, ό.π., σσ. 90-95.
1
Θ. Χατζής, Η Νικηφόρα Επανάσταση που Χάθηκε, Αθήνα, Παπαζήσης, 1977-1979.
2
Στην 11η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ο Βασίλης Μπαρτζιώτας προσδιόρισε τα μέλη του κόμματος σε 406.224: βλ. Π. Ρούσος, Η Μεγάλη Πενταετία, τόμ. 2, Αθήνα, 1976, σ. 390. Βλ. επίσης τους κάπως ανεπιβεβαίωτους αριθμούς που δόθηκαν στο κεφ. 1, σ. 289. Αφού αυτός ο αριθμός των 406.224 μελών δίνεται τον Απρίλιο του 1945, λογικά συμπεραίνεται ότι ο αριθμός των μελών πρέπει να υπήρξε αισθητά υψηλότερος τον Οκτώβριο του 1944 πριν από τη σύγκρουση του Δεκέμβρη. Ο Χ. Ρίχτερ (στο «British Intervention in Greece: From Varkiza to Civil War», London, Merlin Press, 1985, σ. 270), αμφισβητεί αυτούς τους αριθμούς και πιστεύει ότι 200.000 μέλη του Κόμματος κατά την απελευθέρωση είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. 3
Βλ. Κομμουνιστική Επιθεώρηση, Ιούνης 1945.
4
Π.χ. από τον C. Μ. Woodhouse, The Struggle for Greece, 1941-1949, London, Hart-Davis, MacGibbon, 1976, σ. 56· D. Eudes, Les Kapetanios, Paris, Fayard, 1970, σ. 141 (βλ. και ελληνική έκδοση). 5
Η. Richter, Griechenland zwischen Revolution und Konterrevolution, Frankfurt-am-Main, Europäische Verlagsanstalt, 1973, σσ. 119, 346, 366 ff (βλ. και ελληνική έκδοση του βιβλίου του Ρίχτερ). 6
Βλ. Ο. L. Smith, «The memoirs and reports of the British liaison officers in Greece, 1941-1944: problems of source value», Journal of the Hellenic Diaspora, τέλη 1984, τόμ. 11, αρ. 3, σσ. 22, 28f. 7
Για τη συμφωνία των Εθνικών Ομάδων, βλ. Η. Fleischer, Im Kreuzschatten der Mächte, σσ. 204-232. 8
Ριζοσπάστης, 20 Αυγούστου 1943.
9
Β. Μπαρτζιώτας, Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1979, σσ. 132 (σημ.)· Fleischer, ό.π., σ. 319. 10
Στην πραγματικότητα ο σχεδιασμός του ΕΑΜ άρχισε πολύ νωρίτερα, όπως θα φανεί από ένα τηλεγράφημα από τον Μάγιερς στις 4 Ιουλίου 1943 (PRO, FO 371/37197, R6418). Για τη στρατηγική του ΚΚΕ εκείνη την εποχή, βλ. Fleischer, ό.π., σ. 316. 11
Όπως τονίζεται από τον Φλάισερ, ό.π., σ. 316. Digitized by 10uk1s
12
Η τελική απόφαση για τον Μάγιερς πάρθηκε από την Επιτροπή Άμυνας Μέσης Ανατολής στις 7 Δεκεμβρίου 1943. Σχετικά με αυτό, βλ. (το ίδιο), σ. 352 σημ. 31, διορθώνοντας προηγούμενα λάθη.
13
Το ίδιο, σ. 320.
14
Το ελληνικό κείμενο του γράμματος του Άρη είναι στο, Μ. Παρτσαλίδης, Διπλή Αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα, Θεμέλιο, 1978, σσ. 79-81.
15
Μ. Esche, Die Kommunistische Partei Griechenlands, 1941-1949, Munich/Vienna, R. Oldenbourg, 1982, σσ. 99 και συνέχεια: λανθασμένα ισχυρίζεται ότι το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ πήρε την απόφαση για ένοπλη δράση εναντίον του Ζέρβα. 16
Fleischer, ό.π., σ. 324.
17
Εξαντλητική ανάλυση στο ίδιο, σ. 327 και μετά. Βλ. επίσης J. L. Hondros, Occupation and Resistance, σ. 175 και συνέχεια.
18
P. Auty and R. Clogg (εκδ.), British Policy towards Wartime Resistance in Yugoslavia and Greece, London, MacMillan, 1975, σ. 280. Ο Ζέρβας, δεν πρέπει να θεωρείται ως μυημένος στις βρετανικές σκέψεις εκείνης της περιόδου για την αλλαγή της πολιτικής τους στη Γιουγκοσλαβία, για την οποία, βλ. W. R. Roberts, Tito, Mihailovic and the Allies, 1941-1945, Durham, NC, Duke University Press, 1987, σ. 129 και συνέχεια. 19
Fleischer, ό.π., σ. 350.
20
Στο ίδιο, σσ. 350, 355.
21
Στο ίδιο, σσ. 337.
22
Στο ίδιο, σσ. 352, 355.
23
Στο ίδιο, σσ. 356· βλ. τώρα επίσης και P. J. Stavrakis, Moscow and Greek Communism, 1944-1949, Ithaca, NY, Cornell University Press, 1989, σ. 15.
24
Fleischer, ό.π., σσ. 337, 357. Ο Π. Παπαστράτης (στο «British Policy towards Greece during the Second World War, 1941-1944», Cambridge, Cambridge University Press, 1984, σ. 154), πιστεύει ότι οι Βρετανοί ιθύνοντες στο Κάιρο επιδοκίμασαν την επίθεση του Ζέρβα. 25
Για την υπόθεση Σαράντη, βλ. Fleischer, ό.π., σ. 340 και συνέχεια.
26
Στο ίδιο, σ. 342.
27
Σημείωση συντάκτη: Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του Οκτωβρίου 1943-Φεβρουαρίου 1944, αψιμαχίες έλαβαν χώρα σε πολλά μέρη, κατά μήκος της οροσειράς της Πίνδου και σε διάφορες πλευρές αυτής, από τα σύνορα κοντά στην Αλβανία μέχρι τον Κορινθιακό Κόλπο. Ο ΕΛΑΣ διέλυσε τις ομάδες του ΕΔΕΣ στη Βόρεια Ήπειρο, τη Δυτική Θεσσαλία και τη Δυτική Ρούμελη. Κατά συνέπεια ο ΕΔΕΣ περιορίσθηκε, από τον Φεβρουάριο του 1944, σε μια περιοχή που εκτεινόταν κυρίως δυτικά της κεντρικής Digitized by 10uk1s
ραχοκοκαλιάς της οροσειράς της Πίνδου, νότια των δρόμων που διατρέχουν από το Μέτσοβο διαμέσου των Ιωαννίνων ως την Ηγουμενίτσα και βόρεια του δρόμου από Άρτα προς Πρέβεζα. Βλ. L. Baerentzen (εκδ.), British Reports on Greece, 1943-1944, Copenhagen, Museum Tusculanum Press, 1982, σσ. 125-126· Φ. Ν. Γρηγοριάδης, Το Αντάρτικο, Αθήνα, Καμαρινόπουλος, 1964, τόμ. 4, σσ. 418,441-446. Βλ. επίσης τους χάρτες στο τέλος του βιβλίου. 1
F. Η. Hinsley, British Intelligence in the Second World War: Its Influence on Strategy and Operations, London, HMSO, τόμ. 3, μέρος 2, 1988, σσ. 367-369. 2
D. Dilks, «British political aims in central, eastern and southern Europe, 1944» (Βρετανικοί πολιτικοί στόχοι στην κεντρική, ανατολική και νότια Ευρώπη το 1944), στο W. Deakin, Ε. Barker και J. Chadwick (εκδ.), British Political and Military Strategy in Central, Eastern and Southern Europe in 1944, London, Macmillan, 1988, σ. 30.
3
Έγγραφα Γουντχάουζ, 1. 15, Liddel Hart Centre, King's College, London, Σημείωμα από τον Λόρδο Seiborne προς τον Πρωθυπουργό (Τσώρτσιλ), 14 Ιουλίου 1944. 4
Baerentzen (εκδ.), British Reports, σ. 41.
5
Στο ίδιο, σσ. 119-120.
6
Woodhouse, Apple, σσ. 303-304· Iatrides, Revolt in Athens, σσ. 291-293 (βλ. και ελληνική έκδοση).
7
Μ. Ε. Φατσέα, «Η πολιτική τύπου και προπαγάνδας του ΚΚΕ κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Φλάισερ και Σβορώνος (εκδ.), Πρακτικά, σ. 493. 8
Η. Fleischer, «The "Anomalies" in the Greek Middle East forces, 1941-1944», Journal of the Hellenic Diaspora, 1978, τόμ. 5, αρ. 3, σ. 27.
9
M. Howard, British Intelligence in the Second World War, τόμ. 5, Strategic Deception, London, HMSO, 1990, σ. 148· C. Cruickshank, Deception in World War II, London, Oxford University Press, 1979, σ. 152.
10
Παπαγιαννόπουλος, 5/42-Ψαρρός, σσ. 90-93· FO 381/43688/230, R 9725, Έκθεση Γουντχάουζ, με εσώκλειστο γράμμα της 15ης Ιουνίου 1944. 11
Papastratis, British Policy, σσ. 177-186.
12
R. Clogg, «"Pearls from swive": the Foreigh Office Papers, S. Ο. Ε. and the Greek resistance», στο Auty και Clogg (εκδ.), British Policy, σσ. 198-199· Ν. G. L. Hammond, Venture into Greece: With the Guerrillas, 1943-1944, London, W. Kimber, 1983, σσ. 169-178 (βλ. και ελληνική έκδοση του βιβλίου του Χάμοντ). 13
Ο απολογισμός της συνομιλίας του Ήντεν με τον Γκούσεφ που αναφέρεται εδώ είναι υπό τη μορφή μηνύματος προς τον Βρετανό πρεσβευτή στη Μόσχα, σερ Α. Κλαρκ Κερ, F0 371/43686/, R 4294. 14
Papastratis, ό.π., σσ. 198-200· Η. Feis, Churchill, Roosevelt, Stalin: The War they Waged and the Peace they Sought, Princeton, NJ, Princeton University Press, 1957, σσ. 447-451· R. Frazier, Anglo-American Relations with Greece: The Coming of the Cold War, 1942-1947, New York, St Martin's Press, 1991, σσ. 56-57. Digitized by 10uk1s
15
Baerentzen (ed.), British Reports, σ. 96.
16
C. M. Woodhouse, Something Ventured, London, Granada, 1982, σ. 85· Alexander, Prelude, σσ. 38-39. 17
C. Couvaras, OSS with the Central Committee of EAM, San Francisco, Wire Press, 1982, σσ 72-76 (βλ. και ελληνική έκδοση)· L. Baerentzen, «Η άφιξη της Σοβιετικής Στρατιωτικής Αποστολής τον Ιούλιο 1944», στο Φλάισερ και Σβορώνος (εκδ.), Πρακτικά, σσ. 563-597. 18
Hammond, όπ., σ. 167· Χατζής, Η Νικηφόρα Επανάσταση..., τόμ. 2, σ. 193, Ιωαννίδης, Αναμνήσεις, σ. 288· Φλάισερ, Στέμμα, τόμ. 1, σ. 417. 19
Βλ. τις δυο προηγούμενες σημειώσεις για πηγές. Αυτός ο παράγοντας έχει υποτιμηθεί στο βιβλίο του Stavrakis, Moscow, σσ. 30-32. 20
Jackson and Gleave, History of the Second World War, τόμ. 6, μέρος 2, σ. 208.
21
PRO, CAB 80/86 COS(44) 768(0), 25 Αυγ. 1944, Μελλοντικές Επιχειρήσεις, Συνομιλίες στη Ρώμη.
22
Για μια θετική άποψη, βλ. Η. Maule, Scobie, Hero of Greece: The British Campaign, 1944-1945, London, A. Barker, 1975. 23
Προσωπική σημείωση Πρωθυπουργού no. M942/4, 29 Αυγούστου 1944, αναφέρεται στο PRO, CAB 80/87, COS(44) 783(0), 30 Αυγ. 1944. 24
PRO, WO 204/8508, Force 140, Διαταγή αρ. 1, 7 Σεπτ. 1944.
25
Φλάισερ, «Νέα Στοιχεία», Μνήμων, τόμ. 8, σσ. 189-203· J. L Hondros, «Η Μ. Βρετανία και τα Ελληνικά Τάγματα Ασφαλείας 1943-1944», στο Φλάισερ και Σβορώνος (εκδ.), Πρακτικά, σσ. 262-276.
26
PRO, FO 371/58844/9-16, R 738· Δασκαλάκης, Ιστορία, τόμ. 1, σσ. 202, 208-210, 216· Μητσόπουλος, 30ό Σύνταγμα, σσ. 404-407· Ζωίδης κ.ά. (εκδ.), Στ' Άρματα!..., σσ. 444, 450, 455, 462-467.
27
Jackson and Gleave, ό.π., τόμ. 6, μέρος 2, σσ. 325-326.
28
Baerentzen, «The liberation of the Peloponnese, September 1944», στο Iatrides (εκδ.), Greece in the 1940s, σσ. 131-144· Κωνσταντάρας, Αγώνες, σσ. 254-272.
29
Couvaras, OSS, σσ. 16-17· Γρηγοριάδης, Αντάρτικο, τόμ. 5, σσ. 151-154· Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 166. 30
Woodhouse, Apple, σσ. 306-307· Iatrides, Revolt, σσ. 116, 311-313· Alexander, Prelude, σσ. 53-55· Stavrakis, Moscow, σσ. 33-34· M. Esche, Die Kommunistische Partei Griechenlands, 1941-1949, Munich/Vienna, Oldenbourg, 1982, σσ. 154-155. 31
Μπαρτζιώτας, Εθνική Αντίσταση, πέμπτη έκδοση, 1985, σσ. 290-291· Ιωαννίδης, Αναμνήσεις, σ. 304.
32
PRO, WO 204/8461, έκθεση του Συνταγματάρχη Tod.
33
Γ. Παπανδρέου, Ο Λόγος της Απελευθερώσεως, Αθήνα, Ελληνικά Θέματα, σ. 13· Μαργαρίτης, Digitized by 10uk1s
«Πολιτικές Προοπτικές», Μνήμων, τόμ. 9, σσ. 179-180. 34
Υπάρχουν εκθέσεις για τη διοίκηση του ΕΑΜ στους φακέλους του Φ. Όφις 371/43694, 43695, 43699. Βλ. επίσης Alexander, «British perceptions», Balkan Studies, τόμ. 21, σσ. 203-216· Χατζής, ό.π., τόμ. 3, σσ. 121-195· Woodhouse, Apple, σ. 214. 35
Sweet-Escott, Greece, σ. 99.
36
PRO, FO 371/43691/192, R 13425, Περιοδική Σύνοψη Πληροφοριών, αρ. 28· Ζαλοκώστας, Χρονικό, σσ. 293-296. 37
Μπαρτζιώτας, ό.π., σ. 325.
38
G. Μ. Alexander, «The demobilization crisis of November 1944» (H κρίση αποστράτευσης του Νοεμβρίου 1944) στο Iatrides (ed), Greece in the 1940s, σσ. 155-166 (βλ. και ελληνική έκδοση)· Alexander, Prelude, σσ. 64-76. Ο Ιερός Λόχος ήταν μια μικρή μονάδα αποτελούμενη ολοκληρωτικά από αξιωματικούς. Σχηματίσθηκε το 1942.
39
Nars, OSS Papers, έκθεση του J. S. Sealey, II Νοεμβρ. 1944· L. Marc, Les Heures douloureuses de la Grèce libèrè, Paris, 1947, σσ. 55-56. 40
Στις 18 Ιανουαρίου, όταν η κυβέρνηση ενισχύθηκε με βρετανικές δυνάμεις, ο Λήπερ και ο Μακμίλαν συμφώνησαν ότι η Ταξιαρχία θα πρέπει να διαλυθεί· Alexander, Prelude, σ. 92. 41
Σύμφωνα με ό,τι ο γραμματέας του, Ιωάννης Φραντζής, είπε στον Αμερικανό Στρατιωτικό Ακόλουθο σε γεύμα εκείνη τη μέρα: Nars, OSS 107142, έκθεση του Συνταγματάρχη Stirling Larrabee, 2 Δεκ. 1944. 42
Ιωαννίδης, ό.π., σ. 336· Χατζής, ό.π., τόμ. 3, σ. 270· Sarafis, ELAS, σ. 497.
43
Nars, OSS Papers, Συλλογή Κουβαρά (ψευδώνυμο Περικλής). Η έκθεση συζητήθηκε από τον Baezentzen με τον Κουβαρά τον Οκτώβριο 1978. Η πηγή ίσως να ήταν ο Ιωαννίδης, από τον οποίο ο Κουβαράς ενημερωνόταν συχνά. 44
Βλ. κατωτέρω.
45
Alexander, Prelude, σ. 86. Η πολιτική εσφαλμένη κρίση του Σκόμπι μπορεί επίσης να οφείλεται στην αποτυχία του να ακούσει τις γνώμες των Βρετανών Αξιωματικών Συνδέσμων (BLO) της περιόδου της κατοχής.
46
L. Baerentzen, «The demonstation in Syntagma Square on Sunday 3rd December 1944» (Η διαδήλωση στην πλατεία Συντάγματος την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1944), Scandinavian Studies in Modern Greek, 1978, αρ. 2, σσ. 35-45. Ο συγγραφέας μελέτησε αδημοσίευτες φωτογραφίες των κρίσιμων στιγμών της διαδήλωσης από τον φωτογράφο του περιοδικού «Life» Dmitri Kessel. Αυτές εικονογραφούν τον απολογισμό που δίνεται εδώ. Το ξενοδοχείο «Astir Palace» βρίσκεται τώρα στη θέση του αρχηγείου της Αστυνομίας. 47
Περίληψη της πολιτικής πληροφόρησης διαβιβάσθηκε από τον Αμερικανό Πολιτικό Σύμβουλο στο Αρχηγείο Συμμαχικών Δυνάμεων (AFHQ), προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις 12 Δεκεμβρίου. Nars, Στέιτ Ντιπάρτμεντ, 868.00/12-1244. 48
Jackson and Gleave, ό.π., τόμ. 6, μερ. 3, σ. 77· Α. D. Woozley, History of the King's Dragoon Guards Digitized by 10uk1s
1938-1945, Glasgow, McCorquodale, 1950, σ. 76· Χατζής, ό.π., τόμ. 3, σσ. 281-283, 341, 346. 49
W. S. Churchill, History of the Second World War, London, Cassell, 1954, τόμ. 6, σσ. 251-253. Νωρίς στις 5 Δεκεμβρίου ο Σκόμπι δέχθηκε την περίφημη οδηγία του Τσώρτσιλ «να δράσει σαν να ήταν σε μια κατεχόμενη πόλη όπου μια τοπική εξέγερση είναι σε εξέλιξη», αν και με την προσθήκη ότι «θα είναι μεγάλο πράγμα για σας να το επιτύχετε χωρίς αιματοχυσία αν είναι δυνατόν». Αυτή η διαταγή βρήκε το δρόμο της για την εφημερίδα «Washington Post» της 12ης Δεκεμβρίου. Jackson and Gleave, ό.π., τόμ. 6, μέρος 3, σ. 104. 50
C. M. L. Moran, Winston Churchill: The Struggle for Survival, London, Constable, 1965, σ. 226.
51
Jackson and Gleave, ό.π., τόμ. 6, μέρος 3, σσ. 73, 90.
52
Ν. Clive, Α Greek Experience, 1943-1948, Salisbury, M. Russell, 1985, σ. 158 (βλ. και ελληνική έκδοση)· Η. Alexander, Report by the Supreme Allied Commander Mediterranean to the Combined Chiefs of Staff on Greece (Χ. Αλεξάντερ, Έκθεση τον Ανώτατου Συμμαχικού Διοικητή Μεσογείου στο Μικτό Γενικό Επιτελείο σχετικά με την Ελλάδα), London, 1949, σσ. 9-10· Jackson and Gleave, ό.π., τόμ. 6, μέρος 3, σσ. 86-87· Macmillan, War Diaries, London, Macmillan, 1984, σσ. 602-607. 53
Χατζής, ό.π., τόμ. 3, σσ. 341-342, 320-321, 402· Sarafis, ELAS, σ. 502· Κωνσταντάρας, ό.π., σσ. 300, 307. 54
War Diary of HQ 10th Corps (Πολεμικό Ημερολόγιο Αρχηγείου 10ου Σώματος), 17 Δεκ. 1944, PRO, WO 170/4048. 55
Βλαντάς, Προδομένη Επανάσταση, σ. 328· Χατζής, ό.π., τόμ. 3, σ. 373. Για τους άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας ο Χατζής αναφέρει και σχολιάζει τους αριθμούς που έχουν δοθεί από τον Λεωνίδα Σπαή, υφυπουργό των Στρατιωτικών. Άλλες πηγές είναι: Ν. Αντωνακέας, Φως εις το Σκότος της Κατοχής, Αθήνα, 1947, σ. 390· PRO, FO 371/43700/169, R 21981, AIS Weekly Report, αρ. 8, 3-9 Δεκ. 1944· Couvaras, OSS, σ. 110· Jackson and Gleave, ό.π., τόμ. 6, μέρος 3, σ. 107· Alexander, Prelude, σ. 92. 56
The Royal Fusiliers. (City of London Regiment) History of the 2nd Battalion in North Africa, Italy and Greece, Aldershot, Gale and Polden, Wellington Press, 1946, σ. 74.
57
Προκήρυξη που μαζεύτηκε σ' ένα δρόμο από τον καθηγητή Donald Nicol.
58
Jackson and Gleave, ό.π., τόμ. 6, μέρος 3, σ. 108· Χατζής, ό.π., τόμ. 3, σ. 452.
59
FRUS, τόμ. 8, σ. 107· Nars, R and A, OSS, L 55145, «Source probably British» (πηγή πιθανώς βρετανική), 5 Απριλίου 1945· PRO, FO 286/1165, τηλεγράφημα από Θεσσαλονίκη προς βρετανική πρεσβεία, Αθήνα, 19 Ιαν. 1945. Οι κομμουνιστές, διά του εκπροσώπου τους Ζεύγου, παραδέχθηκαν στις 10 Ιανουαρίου ότι κρατούσαν 5.000 ομήρους από την Αθήνα: Alexander, Prelude, σ. 90· βλ. επίσης στο Sarafis, ELAS, σ. 520. 60
Jackson and Gleave, ό.π., τόμ. 6, μέρος 3, σ. 107.
61
McNeil, Greek Dilemma, σ. 152· Alexander, Prelude, σ. 92.
62
Stavrakis, Moscow, σσ. 36-37· Alexander, Prelude, σσ. 75,79.
63
Ιωαννίδης, ό.π., σσ. 316, 326, 336-338· Χατζής, ό.π., τόμ. 3, σσ. 268-270. Digitized by 10uk1s
64
Woodhouse, Apple, σσ. 218-219.
65
Χατζής, ό.π., τόμ. 3, σσ. 463-465· Ιωαννίδης, ό.π., σσ. 367-368.
66
Η. Fleischer, «The "third factor" and the struggle for an indpendent socialist policy during the Greek civil war» (Χ. Φλάισερ, Ο «τρίτος παράγοντας»: Προσπάθειες για ανεξάρτητη σοσιαλιστική πολιτική στις συνθήκες του Εμφυλίου), στο Baerentzen κ.ά. (εκδ.), Studies, σσ. 190-192 (βλ. και ελληνική έκδοση, σσ. 195-231)· Στ. Σαράφης, Μετά τη Βάρκιζα, Αθήνα, Επικαιρότητα, σσ. 21-22.
67
Πεπονής, Προσωπική Μαρτυρία, σσ. 136-137· Θ. Γρηγορόπουλος, Από την Κορυφή τον Λόφου, Αθήνα, 1966, σ. 303· Κ. Λογοθετόπουλος, Ιδού η Αλήθεια, Αθήνα, 1948, σ. 5.
68
Π. Νεφελούδης, Στις πηγές της κακοδαιμονίας, Αθήνα, Γκούτεμπεργκ, 1974, σ. 245. Βλ. Κεφάλαιο 1 για εκτιμήσεις για τον αριθμό των εκτελεσμένων. 69
Alexander, Prelude, σ. 15.
70
D. W. Ellwood, Italy 1943-1945, Leicester, Leicester University Press, 1985, σ. 159· P. Ginsborg, Α History of Contemporary Italy, London, Penguin, 1990, σσ. 58, 68. 1
Δ. Ζαφειρόπουλος, Ο Αντισυμμοριακός Αγών, 1945-1949, Αθήνα, 1956, τόμ. 1, σ. 155· G. Chandler, The Divided Land: An Anglo-Greek Tragedy, London, Macmillan, 1959, σσ. 72, 82, 97-98· W. H. McNeil, The Greek Dilemma, New York, Lippincott, 1947, σσ. 166-167· PRO, FO 286/1169, D. Agnew, 18/19 Αυγ. 1945, και C. M. Woodhouse, 11 Αυγ. 1945· C. Hadjiiosif, «Economic stabilization and political unrest: Greece 1944-1947» (Οικονομική σταθεροποίηση και πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα), 1944-1947, ελληνική έκδοση, σσ. 29-45), στο L. Baerentzen κ.ά. (εκδ.), Studies in the History of the Greek Civil War, 1945-1949, Copenhagen, Museum Tusculanum Press, 1987, σ. 29· J. S. Koliopoulos, «Uneasy truce: band activity in post-Varkiza Greece (1945-1946)» -Ανήσυχη ανακωχή: η συμμοριακή δραστηριότητα στη μετα-Βαρκιζιανή Ελλάδα-, εισήγηση που κατατέθηκε στο συνέδριο του Ινστιτούτου Lehrman για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο στο Vilvorde, Κοπεγχάγη, 3-5 Ιουνίου 1987· Δ. Βλαντάς, Εμφύλιος Πόλεμος, 1945-1949, Αθήνα, Γραμμή, 1981, τόμ. 3, κεφ. 5, σ. 106· Γ. Μαύρος, στην Ελευθεροτυπία, 11 Δεκ. 1978, σσ. 8-9. 2
PRO, FO 286/1165, Consul-General (Γενικός Πρόξενος Βρετ.), Θεσσαλονίκη, 14 Απριλίου 1945· 286/1175, M. Bayley, 11 Μαΐου 1946· Α. Β. Δασκαλάκης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, Αθήνα, Τσιβεριώτης, 1973, τόμ. 1, σ. 558· Ε. Kofos, Nationalism and Communism in Macedonia, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών, 1964, σσ. 148, 166, 170, 186-187. Για τον αριθμό των Σλαβοφώνων, βλ. επίσης, Α. Ρήγος, H B' Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935, Αθήνα, Θεμέλιο, 1988, σσ. 205-206.
3
PRO, FO 371/58759/63-6, R 14872· 371/58852/10· Εκθέσεις αστυνομικής αποστολής για τον Νοέμβρ. 1945, Ιαν. και Μάιο 1946 (αυτές οι μηνιαίες εκθέσεις είναι στο PRO, FO 371/48372, 58754-5, 58758, 67131, 72258, 72317, 87771-2, 101829)· Ζαφειρόπουλος, ό,π.,τόμ. 1, σσ. 157-160· Φ. Ν. Γρηγοριάδης, Ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου. Το Δεύτερο Αντάρτικο (Αθήνα, Καμαρινόπουλος), τόμ. 2, σσ. 421-423· D. Eudes, The Kapetanios: Partisans and Civil War in Greece, 1943-1949, New York, Monthly Review Press, 1972, σσ. 273-279 (βλ. και ελληνική έκδοση). 4
PRO, FO, Εκθέσεις αστυνομικής αποστολής για Μάιο, Ιούλιο, Σεπτέμβριο 1946, με παραρτήματα· PRO, FO 286/1175, M. Bayley, 11 Μαΐου 1946· Ο. L. Smith «Self-defence and Communist policy, 1945-1947» (Αυτοάμυνα και κομμουνιστική πολιτική, 1945-1947), στο Baerentzen κ. ά. (εκδ.), Studies σ. 165 (βλ. και ελληνική έκδοση, σσ. 165-184). 5
Μ. Βαφειάδης, Απομνημονεύματα, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1985, τόμ. 3, σ. 138· PRO, FO, Έκθεση Digitized by 10uk1s
αστυνομικής αποστολής για τον Ιούλιο 1946· Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 3, σ. 784· Smith, στο Baerentzen κ. ά. (εκδ.), Studies, σ. 171· Ντοκουμέντα δημοσιευθέντα με σχόλια από τον Φίλιππο Ηλιού στην «Αυγή», 2 Δεκ. 1979, σ. 5, 6 Δεκ. 1979, σ. 3, 19 Δεκ. 1979 σ. 3. 6
Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σσ. 176-182· PRO, FO 286/1175, Norton (πρεσβευτής Νόρτον) προς Άτλη (πρωθυπουργό Βρετανίας), 12 Νοεμβρ. 1946. 7
PRO, FO 286/1181, (Βρετ.) Πρόξενος Πάτρας, 17 Νοεμβρ. 1946· Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σ. 181· Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 3, σσ. 733, 749· PRO, FO, Εκθέσεις αστυνομικής αποστολής για Σεπτ. και Οκτ. 1946· Nars, 868.00/11-2046, 12-446, Πρεσβεία Αθήνας· Mavrogordatos, Stillborn Republic, σ. 203. 8
PRO, FO 371/58759/101, R 15557· Nars, 868.00/11-3046, Πρεσβεία Αθήνας· 868.00/2-2147, end. to disp. 3671· RG 84, Confidential File, 1947, Μνημόνιο συνομιλίας, 2 Σεπτ. 1947· RG 319, Ρ και Ο 091, Greece TS, Case 8/2, Έκθεση Chamberlain, 20 Οκτ. 1947, III, σ. 8· Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σσ. 177-182, 187, 197· C. M. Woodhouse, The Struggle for Greece, 1941-1949, London, Hart-Davis, MacGibbon, 1975, σ. 196· J. C. Murray, «The Anti-Bandit War», Marine Corps Gazette, τόμ. 38 (Φεβρ. 1954), σσ. 56, 59· I. Banac, With Stalin against Tito, Ithaca, NY, Cornell University Press, 1989, σ. 35· J. O. Iatrides, «Civil war 1945-1949: national and international aspects», in J. O. Iatrides (ed), Greece in the 1940s, Hanover, NH, και London University Press of New England, 1981, σσ. 201, 212 (βλ. και ελληνική έκδοση, Εμφύλιος Πόλεμος 1945-1949... σσ. 341-382)· Βλαντάς, ό.π., τόμ. 3, κεφ. 44, σ. 370· Γ. Βοντίσιος-Γούσιας, Οι Αιτίες για τις ήττες, τη Διάσπαση του ΚΚΕ και της Ελληνικής Αριστεράς, Αθήνα, Να Υπηρετούμε το Λαό, 1977, τόμ. 1, σ. 109· Ελευθεροτυπία, 15 Δεκ. 1978, σ. 7, 18 Δεκ. 1978, σ. 7, 22 Ιαν. 1986, σσ. 14-15, 24 Ιαν. 1986, σσ. 14-15, 31 Ιαν. 1986, σ. 18· Αυγή, 1 Ιαν. 1980, σ. 5. 9
Nars, 868.00/9-1547, 868.00/4-248, Πρόξενος Θεσσαλονίκης· RG 319, US military attaché, 7 Νοέμβρ. 1948· PRO, FO 371/67143/, R1 1924· Woodhouse, Struggle, σ. 206. 10
Αυγή, 19 Δεκ. 1979, σ. 3, Ιαν. 1980, σ. 5· Ελευθεροτυπία, 3 Ιαν. 1980, σ. 7· Γ. Μπλάνας, Ο Εμφύλιος Πόλεμος, 1946-1949. Όπως τα Έζησα, Αθήνα, 1976, σσ. 99, 126· Βλαντάς, ό.π., τόμ. 3, κεφ. 44, σ. 374· Ιωαννίδης, Αναμνήσεις, σ. 172· Μπαρτζιώτας, Εξήντα Χρόνια, σ. 246. 11
Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 2, σ. 525· PRO, FO 371/67079/59, R 15325· Nars, 868.00/2-1748, Πρόξενος Θεσσαλονίκης. 12
Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 3, σσ. 755-756, 912, 917, 1021, 1162· Δασκαλάκης, ό.π., τόμ. 2, σ. 623· FRUS 1948, τόμ. 4, σσ. 198-199· Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 2, σ. 414· Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6, σσ. 484-485· Chiclet, Communistes Grecs, σ. 208· Ν. Ζαχαριάδης, «Δέκα Χρόνια Πάλης», Νέος Κόσμος, Αύγ.-Σεπτ. 1950, αρ. 8, σ. 417· Nars, RG 319, Ρ και Ο, 091 Greece TS, Case 8/2, Έκθεση Chamberlain, III, σ. 7· Αυγή, 26 Δεκ. 1979, σ. 3, 5 Ιαν. 1980, σ. 3· Βοντίσιος-Γούσιας, ό.π., τόμ. 1, σσ. 143-240. 13
Murray, ό.π. (βλ. σημ. 8 πιο πάνω), Μάρτ. 1954, σ. 55.
14
Nars, RG 319, 15 Οκτ. 1948.
15
Οι επόμενες δυο παράγραφοι βασίζονται στους: Murray, ό.π., Φεβρ. 1954, σσ. 56, 59· Woodhouse, Struggle, σ. 196· Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σσ. 177-182, 187, 197· PRO, FO 371/58759/101, R15557· Nars 868.00/11-3046, πρεσβεία (ΗΠΑ) Αθήνας, 868.00/2-2147, encl. to disp. 3671, RG 84, Confidential File, 1947, Μνημόνιο συνομιλίας, 2 Σεπτ. 1947.
16
Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σ. 183· PRO, FO 371/58851/115, R 13981, 371/78393/, R 713, J. Tahourdin, 22 Δεκ. 1948· Nars RG 319, Ρ και Ο, 091 Greece TS, Case 8/2, Έκθεση Chamberlain, III, σ. 7· Smith, στο Baerentzen κ. ά. (εκδ.), Studies, σ. 167. Digitized by 10uk1s
17
Murray, ό.π., Φεβρ. 1954, σ. 54.
18
Θ. Τσακαλώτος, Σαράντα Χρόνια Στρατιώτης της Ελλάδος, Αθήνα, 1960, τόμ. 2, σ. 51· PRO, FO 371/58852/10, σ. 3, 371/72332 R 4609, 371/67029, R 2711· FRUS, 1948, τόμ. 4, σ. 211.
19
Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σσ. 106-109, 117· PRO, FO 371/58850/4, Λήπερ προς Μπέβιν, 9 Ιαν. 1946, 371/67029, R 2711, 371/72332, R 4609.
20
Nars, RG 319, Ρ και Ο, 091, Greece TS, Βαν Φλητ, 12 Φεβρ.· PRO, FO 371/78386, R 6417, D. S. L. Dodson, 10-14 Ιουν. 1949. 21
Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σσ. 94-95.
22
Στο ίδιο, σσ. 274, 430· Murray, ό.π., Φεβρ. 1954, σσ. 57-59 και Μάιος 1954, σσ. 52-57· FRUS 1948, τόμ. 4, σ. 163· Nars, 868.00/10-1247, Συνταγματάρχης C. R. Lehner, Μνημόνιο, 8 Οκτ. 1947. 23
Nars, 868.00/4-248, Πρόξενος Θεσ/νίκης (ΗΠΑ) προς υπουργό Εξωτερικών RG 319, Ρ και Ο, 091, Greece TS, Case 8/2, Έκθεση Chamberlain, III, σσ. 4, 7· Α. Laiou, «Population movements in the Greek country-side during the Civil War», στο Baerentzen κ. ά. (εκδ.), Studies, σσ. 57-58 (βλ. και ελληνική έκδοση, Α. Λαΐου, Μετακινήσεις πληθυσμού στην ελληνική ύπαιθρο..., σ. 67-114).
24
Nars, RG 319, Ρ και Ο, 091, Greece TS, S. Rawlins· Μπλάνας, ό.π., σσ. 116, 118· Βοντίσιος-Γούσιας, ό.π., τόμ., 1, σ. 210· Laiou, στο Baerentzen κ. ά. (εκδ.), Studies, σ. 59· Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σ. 261. 25
Nars, 868.00/2-1748, Δεκαπενθήμερη Πληροφοριακή Ανασκόπηση της 10ης Ταξιαρχίας Πεζικού (Βρεταν.)· Nars, RG 319, Ρ και Ο, 091, Greece TS, entry 154, box 13, Rawlins, «Μια στρατιωτική ανασκόπηση της κατάστασης στην Ελλάδα», 1 Σεπτ. 1947. 26
PRO, FO, έκθεση αστυνομικής αποστολής για Οκτ. 1947, σ. 5· Nars 868.00/1-1248, 868.00/3-2748, 868.00/4-1348, Πρόξενος Θεσ/νίκης· RG 319, Ρ και Ο, 091, Greece TS, Case 8/2, Έκθεση Chamberlain, σ. 6· Chiclet, ό.π., σ. 197· Murray, ό.π., Φεβρ. 1954, σ. 52. 27
Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 4, σ. 1196· Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σσ. 250, 288-293· Μπλάνας, ό.π., σ. 126. 28
Αυγή, 6 Ιαν. 1980, σ. 5, 15 Ιαν. 1980, σ. 3.
29
·
Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 3, σσ. 910, 915-916, 923· Μπλάνας, ό.π., σσ. 144-145 Κ. Παπακωνσταντίνου, Η Νεκρή Μεραρχία, Αθήνα, Αλφειός, 1987, τόμ. 2, σσ. 799, 800-804. 30
Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 2, σ. 452· Nars, RG 319, Στρατιωτικός Ακόλουθος, 15 Οκτ. 1948.
31
Nars, 868.00/9-448, πρεσβεία Αθήνας, 868.00/15-1048, το ίδιο· FRUS, 1948, τόμ. 4, σ. 196· PRO, FO, έκθεση αστυνομικής αποστολής για Οκτώβριο 1948. 32
PRO, FO 371/78389, R 1508, 371/78357, R 1147, R00034· Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 4, σ. 1213· Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 2, σσ. 544, 551.
33
PRO, FO 371/72328, R 14278, 371/78389, R 1508· FRUS, 1949, τόμ. 6, σσ. 242-243.
34
Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σσ. 275, 283-284, τόμ. 2, σ. 635. Digitized by 10uk1s
35
Iatrides, στο Iatrides (ed.), Greece in the 1940s, σ. 213· Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σσ. 267-268, Θ. Γρηγορόπουλος, Από την κορυφή του λόφου, Αθήνα, 1966, σ. 408· Nars, 868.00/3-1648, Πρόξενος Θεσ/νίκης 868.00/4-1348, το ίδιο· Μπλάνας, ό.π., σ. 186. 36
Ε. O'Ballance, The Greek Civil War, 1944-1949, London, Faber & Faber, 1966, σ. 156.
37
L. S. Wittner, American Intervention in Greece, 1943-1949, New York, Columbia University Press, 1982, σ. 245 (βλ. και ελληνική έκδοση στη βιβλιογραφία)· PRO, FO 371/101818, Έκθεση της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής (ΒΜΜ), σσ. 6-7· Nars, RG 334, JUSMAPG, Gen. Dec, File 1949, entry 146, box 55, T. G. Holland, 16 Ιουνίου 1949. 38
Nars, 868.00/10-1348, Βαν Φλητ «Εκτίμηση της τρέχουσας στρατιωτικής κατάστασης στην Ελλάδα», 1 Οκτ. 1948. 39
Wittner, ό.π., σ. 248.
40
Τ. Veremis (Εκτιμήσεις ασφαλείας και πολιτικο-στρατιωτικές σχέσεις στη μεταπολεμική Ελλάδα), «Security considerations and civil-military relations in post-war Greece», στο R. Clogg (ed.), Greece in the 1980s, London, Macmillan, 1983, σ. 178· Nars, RG 334, Gen. Dec. File 1949, entry 146, box 55, Βαν Φλητ, 29 Ιαν. 1949, Συνταγματάρχης Τ. G. Holland προς τον Διευθυντή JUSMAPG, 16 Ιουν. 1949. 41
Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 2, σσ. 536-537· C. L. Swlzberger, A Long Row of Candles: Memoirs and Diaries, New York, Macmillan, 1969, σ. 411.
42
Γρηγορόπουλος, ό.π., σ. 420· Nars, RG 334, JUSMAPG, Gen. Dec. File 1949, entry 146, box 55, T. G. Holland, 16 Ιουν. 1949. 43
Woodhouse, Struggle, σ. 270.
44
Nars, RG 334, JUSMAPG, entry 146, box 55, Βαν Φλητ προς τον Υποστράτηγο R. Τ. Maddocks, 29. Ιαν. 1949· Alexander, Prelude, σ. 32. 45
Murray, ό.π., τόμ. 4, σ. 196· Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 4, σ. 1341.
46
FRUS, 1948, τόμ. 4, σ. 196· Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 4, σ. 1341.
47
Laiou (Λαΐου) στο Baerentzen κ. ά. (εκδ.), Studies, σσ. 66, 75-77, 82-83· Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 4, σ. 1005· PRO, FO 371/78357, R 500, R 00033. 48
Β. Μπαρτζιώτας, Αγώνας, σσ. 47-48, 499-502· Nars, 868.00/10-1348, Βαν Φλητ, 1 Οκτ. 1948· RG 319, Ρ και Ο, 091, Greece TS, 1949, Sec. 1, case 6, Υποστράτηγος Ε. Ε. Down (Βρετ.), 3 Φεβρ. 1949· RG 319, Ρ και Ο, 091, Greece TS, case 8/2, Έκθεση Chamberlain, σ. 8. 49
Μπαρτζιώτας, Αγώνας, σ. 82· Α. Solaro, Ιστορία τον Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Αθήνα, Πλειάς, 1973, σσ. 186-187· Woodhouse, Struggle, σ. 262· Banac, ό.π., σ. 36· Ελευθεροτυπία, 9 Φεβρ. 1986, σ. 17. 50
Nars, 868.00/2-2648, Πρόξενος Πάτρας (ΗΠΑ), 868.00/13-1048, Βαν Φλητ, 1 Οκτ. 1948· Nars, RG 319, Ρ και Ο, Greece TS, 1949, Case 6, 1949-1950 files· PRO, FO 371/78389, R 1508· Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 4, σσ. 1171, 1224-1225· Δημοκρατικός Στρατός (περιοδ.), Δεκ. 1948, σ. 501· Μπαρτζιώτας, Αγώνας, σσ. 213-214, 307· Ελευθεροτυπία, 1 Φεβρ. 1986, σ. 18, 10 Μαρτ. 1986, σ. 23, 20 Μαρτ. 1986, σ. 19, 29 Μαρτ. 1986, σ. 19. Digitized by 10uk1s
51
Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 4, σσ. 1202-1203, 1257-1258· Iatrides στο Iatrides (εκδ.), Greece in the 1940s, σσ. 211-212· Chiclet, ό.π., σ. 231.
52
PRO, FO 371/78389, R 3966· Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 2, σ. 556.
53
Nars, 868.00/10-1348, Βαν Φλητ· Iatrides, στο Iatrides (εκδ.), Greece in the 1940s, σ. 213· Μπαρτζιώτας, Αγώνας, σσ. 499-500· Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6, σ. 498· Ελευθεροτυπία, 7 Δεκ. 1978, σ. 7. 54
Ζαχαριάδης, ό.π., σ. 419· Μπλάνας, ό.π., σσ. 191-192· Βοντίσιος-Γούσιας, ό.π., τόμ. 1, σσ. 524-525· Μπαρτζιώτας, Εξήντα Χρόνια..., σσ. 286-287. Βλ. επίσης Woodhouse, Struggle, σ. 272· FRUS, 1948, τόμ. 4, σ. 211, FRUS, 1949 τόμ. 6, σσ. 366-367, 454· Nars, 868.00/7-149, Πρόξενος Θεσ/νίκης· Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 4, σ. 1353· Ν. Pappas, «The Soviet-Yugoslav conflict and the Greek civil war», στο W. S. Vucinich (εκδ.), At the Brink of War and Peace: The Tito-Stalin Split in a Historic Perspective, New York, Brooklyn College Press, 1982, σσ. 223-224, 234-235· Ε. Barker «The Yugoslavs and the Greek civil war of 1946-1949», στο Baerentzen κ. ά. (εκδ.), Studies, σσ. 305-307 (βλ. και ελληνική έκδοση, Ε. Barker, «Η γιουγκοσλαβική πολιτική προς την Ελλάδα στα 1947-1949», σ. 285-318). Ο ισχυρισμός του Murray (Marine Corps Gazette, Ιαν. 1954, σ. 19) ότι η γιουγκοσλαβική βοήθεια έπεσε στο ελάχιστο από τον Ιανουάριο του 1949 δεν υποστηρίζεται από άλλους Αμερικανούς παρατηρητές (βλ. π.χ. Βαν Φλητ προς Μπράντλι, 12 Μαΐου 1949, Nars, RG 319, Ρ και O, 091, Greece· FRUS 1949, τόμ. 6, σσ. 366-367. 55
PRO, FO 371/78385, R 3362, 4098, 371/78387, R 7928· Nars, 868.00/4-549, πρόξενος Θεσ/νίκης, 868.00/7-1149, το ίδιο· Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 2, σσ. 504-508, 622, 633· Woodhouse, Struggle, σ. 27. 56
Nars, RG 319, Ρ και Ο, 091, Greece, Σειρά 1949-1950, τμήμα 3, JUSMAPG, Μηνιαία Έκθεση Πληροφοριών, 3 Φεβρ. 1950· PRO, FO 371/78360, R 9801, Εκθέσεις αστυνομικής αποστολής για Ιαν. Απρ., Αύγ., Οκτ. 1950· Γρηγοριάδης, ό.π., τόμ. 4, σ. 1341· Woodhouse, Struggle, σ. 285· Δασκαλάκης, ό.π., τόμ. 2, σ. 794· Γ. Βοντίσιος-Γούσιας, «Ο Ζαχαριάδης μου είπε...», Αντί, 25 Φεβρ. 1978, αρ. 93, σ. 25. 1
Για τις απόψεις του ΚΚΕ σήμερα, βλ. Σύντομη Ιστορία του ΚΚΕ. Σχέδιο, μέρος Α, 1918-1949, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1988, σσ. 286-288. Επίσης τις διαλέξεις από το συμπόσιο που οργανώθηκε από το ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1986: «Στα 40 χρόνια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987. 2
Για ένα συγκριτικά πρόσφατο παράδειγμα: κατά τη διάρκεια των κοινοβουλευτικών εκλογών του 1985 το ΠΑΣΟΚ έκανε πολεμική χρήση του παλιού συνθήματος του ΚΚΕ «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας» εναντίον του ΚΚΕ και του ΚΚΕ-εσωτερικού, ισχυριζόμενο ότι δεν έκαναν διάκριση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας.
3
Για παράδειγμα, είναι τώρα δυνατόν να συμβουλευθούμε ατομικούς κομματικούς φακέλους στα Αρχεία της Κομιντέρν στη Μόσχα με άδεια από το μέλος του Κόμματος. Οι φάκελοι του Εκτελεστικού Γραφείου της Κ. Δ. παραμένουν κλειστοί.
4
Στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα μια συζήτηση για τη μεταπολεμική πολιτική του Στάλιν συνεχίσθηκε για κάποιον καιρό. Βλ., για παράδειγμα, Paolo Spriano, I Comunisti Europei e Stalin, Turin, Einaudi, 1983, σ. 209. 5
Υπάρχουν μερικές εξαιρετικές παρατηρήσεις για πηγές σχετικά με την Ελλάδα στη βιβλιογραφική έκθεση του Peter J. Stavrakis, στο Modern Greek Society: A Social Science Newsletter, Δεκέμβριος 1987, τόμ. 15, αρ. 1, σσ. 1 και μετά και 16 και συνέχεια. Digitized by 10uk1s
6
Είναι χαρακτηριστικό ότι η συλλογή ντοκουμέντων του Πάνου Δημητρίου για τη διάσπαση του Κόμματος το 1968 αρχίζει με τον εμφύλιο πόλεμο και την «πλατφόρμα» του Μάρκου το 1948: «Η Διάσπαση του ΚΚΕ», τόμ. Α-Β, Αθήνα, Θεμέλιο, 1978, σσ. 19 και μετά.
7
Η πρόσφατη δημοσίευση των εργασιών της Τρίτης Συνδιάσκεψης του Κόμματος, το 1950, είναι έκδηλα μια συμβολή προς μια «αναγέννηση» του ΚΚΕ εκθειάζοντας «αιρετικούς» όπως τον Μάρκο, τη Χατζηβασιλείου, τον Καραγιώργη, τον Παρτσαλίδη και τον Λευτέρη Αποστόλου: Τρίτη Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, Αθήνα, Γλάρος, 1988. 8
Προηγούμενες αξιολογήσεις του ΚΚΕ και του εμφυλίου πολέμου που αναφέρονται εδώ, περιλαμβάνουν: Matthias Esche, Die Kommunistische Partei Griechenlands, 1941-1949, Munich/Vienna, R. Oldenbourg, 1982: η καλύτερη διαθέσιμη συνολική ανάλυση, μόνο που είναι ελαφρά ξεπερασμένη. Γ. Δ. Κατσούλης, Ιστορία του ΚΚΕ, τόμ. 6, 1946-1949, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1976-1978: Ευρύς απολογισμός, εκτεταμένες αναφορές από δημοσιευμένα ντοκουμέντα, αλλά λίγη εμπεριστατωμένη ανάλυση. Φίλιππος Ηλιού, «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα», μια σειρά από άκρως ενδιαφέροντα ντοκουμέντα του ΚΚΕ με σχολιασμό από τον Ηλιού, δημοσιευμένα στην εφημερίδα Αυγή, Δεκέμβρ. 1979-Ιαν. 1980. 9
Για την Ενδέκατη Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, βλ. τα δημοσιευμένα ντοκουμέντα στο «ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα», τόμ. 5, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1981, σσ. 250-262. Επίσης, έκθεση του Σιάντου στο ίδιο σσ. 417 και συνέχεια· Οργανωτική έκθεση του Μπαρτζιώτα, στο ίδιο σσ. 433 και συνέχεια· Ομιλία του Ιωαννίδη, που δημοσιεύθηκε στο Γ. Ιωαννίδης, Αναμνήσεις, Αθήνα, Θεμέλιο, 1979, σσ. 479-489. Για τις συνομιλίες, βλ. Π. Ρούσος, Η Μεγάλη Πενταετία, τόμ. 2, Αθήνα, 1978, σσ. 390 και μετά και Ιωαννίδης, ό.π., σ. 350· Esche, ό.π., σ. 210. 10
Βλ. π.χ. Β. Μπαρτζιώτας, Εξήντα Χρόνια Κομμουνιστής, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986, σσ. 233 και συνέχ.· Γ. Μπλάνας, Εμφύλιος Πόλεμος, 1946-1949, Αθήνα, 1976, σ. 66.
11
Δέκα Χρόνια Αγώνες, 1935-1945, Αθήνα, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1945, επανεκδόθηκε από την Πορεία, 1977, σ. 277. Βλ. επίσης Μπαρτζιώτας, Εξήντα Χρόνια..., σ. 235.
12
Απόφαση της Δωδέκατης Ολομέλειας, στο ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987, σ. 33. 13
Ole L. Smith, «Self-defence and Communist policy, 1945-1947», στο L. Baerentzen, J. Iatrides και Ο. Smith (εκδ.), Studies in the History of the Greek Civil War, 1945-1949 (βλ. και ελληνική έκδοση, Ο. Smith, «Αυτοάμυνα και κομμουνιστική πολιτική 1945-1947», σσ. 165-183), Copenhagen (Κοπεγχάγη), Museum Tusculanum Press, 1987, σσ. 162 και μετά. 14
Για τη θεωρία των «δύο πόλων», βλ. Ο. L. Smith «Περί της θεωρίας των δύο πόλων του Ζαχαριάδη», Scandinavian Studies in Modern Greek, 1981, αρ. 5, σσ. 29 και μετά. Αν και ο Ζαχαριάδης κυρίως απασχολήθηκε με τα χρόνια του πολέμου, υπάρχει (ένα σημείο που παρέβλεψα), ένας υπαινιγμός που επίσης αναφέρεται στη μεταπολεμική περίοδο επίσης, υπό την έννοια ότι η Ελλάδα έπρεπε να τελειώσει την απομόνωσή της από την Ευρώπη και από τη Σοβιετική Ένωση. Δεν μίλησε όμως για ελληνική ουδετερότητα, όπως μερικές φορές έχει υποτεθεί. 15
Το 7ο συνέδριο τον ΚΚΕ. Εισήγηση και τελικός λόγος του Ν. Ζαχαριάδη, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1945, σσ. 3-64. Το πρόγραμμα έχει τώρα δημοσιευθεί στα Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6, σ. 416. 16
Για τις ομιλίες του Παρτσαλίδη και του Ζαχαριάδη πάνω στο πρόγραμμα του ΚΚΕ, βλ. τόμ. 5, «Το 7ο Συνέδριο τον ΚΚΕ», σσ. 9,18 και 28. Για την ομιλία του Ζαχαριάδη στη Θεσσαλονίκη, βλ. Esche, ό.π., σ. 221.
Digitized by 10uk1s
17
O Esche (ό.π., σσ. 220 και μετά), υποστηρίζει την άποψη ότι ο Ζαχαριάδης είχε διαμορφώσει την άποψη πως μια ένοπλη αντιπαράθεση είναι αναπόφευκτη. Η στρατιωτική επιτροπή που εκλέχτηκε στο Έβδομο Συνέδριο δεν έχει τίποτα να κάνει με τη «στρατιωτική σύσκεψη» στη Δεύτερη Ολομέλεια (Φεβρ. 1946). Ο Esche (το ίδιο, σσ. 223 και 229), παραποιεί το ζήτημα. 18
O «Ριζοσπάστης», 22 Σεπτ. 1945, ανέφερε την περίπτωση δύο μελών του ΚΚΕ που είχαν εξορισθεί για ένοπλη δραστηριότητα. Μέχρι τη Δεύτερη Ολομέλεια τα μόνα μέλη του ΚΚΕ που είχαν πάρει διαταγή να φύγουν στο εξωτερικό, ήταν εκείνα που στάλθηκαν στη Γιουγκοσλαβία.
19
Μια ενδιαφέρουσα ανάλυση με εκτεταμένη τεκμηρίωση της εξέλιξης στα εργατικά συνδικάτα έχει δοθεί από τον Γ. Κουκουλέ στο «Ο σιδηρούς νόμος του διορισμού προσωρινών διοικήσεων στο ΚΚΕ», Συνδικαλιστική Επιθεώρηση, 1987, αρ. 27, σσ. 39-76. 20
Βλ. π.χ. την επίσημη ιστορία του κόμματος από το 1952, Βοήθημα για την Ιστορία του ΚΚΕ, Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, 1952, σ. 234. Ο Ζαχαριάδης επίσης χρησιμοποίησε αυτό το επιχείρημα, για την επικράτηση των Κομμουνιστών στα εργατικά συνδικάτα και άλλες μαζικές οργανώσεις, στην ομιλία του κατά την Έβδομη Ολομέλεια του 1957, όπου υπεράσπισε τον εαυτό του, Π. Δημητρίου, Η Διάσπαση του ΚΚΕ, τόμ. Α, σ. 92. 21
O Ζαχαριάδης στην Τρίτη Συνδιάσκεψη του Κόμματος (Τρίτη Συνδιάσκεψη, σ.. 63) και Μπαρτζιώτας, Επίσημα Κείμενα, τόμ. 5, σ. 435. Ο τελευταίος λέει ότι τα μέλη του κόμματος τον Απρίλιο του 1945 στις σαράντα μεγαλύτερες πόλεις είναι 73.845 και ότι τα μέλη αγροτικής προέλευσης είναι η πλειοψηφία στο ΚΚΕ. Συνολικός αριθμός (σε όλη την Ελλάδα) δεν δίνεται. Ο Ρούσος (ό.π., τόμ. 2, σ. 390) πρέπει να αναφέρεται στο συνολικό αριθμό των μελών στην απελευθέρωση. Βλ. Ηλίας Νικολακόπουλος, Κόμματα και Βουλευτικές Εκλογές στην Ελλάδα, 1946-1964, Αθήνα, ΕΚΚΕ, 1985, σ. 140, σχετικά με τις εκλογές του 1946. 22
Για τις συζητήσεις σχετικά με τις εκλογές, βλ. Esche, ό.π., σσ. 231 και μετά· Η. Richter, British Intervention in Greece, London, Merlin Press, 1986, σσ. 450 και μετά.
23
Για την αποχή, βλ. Ole L. Smith, «The Boycott of the elections, 1946: a decisive mistake?» (To μποϊκοτάρισμα των εκλογών του 1946: ένα αποφασιστικό λάθος;), Scandinavian Studies in Modern · · Greek, 1982, αρ. 6, σσ. 69 και μετά Esche, ό.π., σσ. 235 και μετά Richter, ό.π., σσ. 497 και μετά. Αργότερα ο Μολότοφ υποστήριξε ότι στο ΚΚΕ είχε εκφρασθεί απερίφραστα η σοβιετική άποψη. Ο Μολότοφ άσκησε κριτική στο ΚΚΕ για την αποχή, βλ. Λ. Ελευθερίου, Συνομιλίες με τον Νίκο Ζαχαριάδη, Αθήνα, Κένταυρος, 1986, σσ. 34 και 48. 24
·
Esche, ό.π., σ. 239 Richter, ό.π., σσ. 502 και συνέχεια. Για την άποψη του ΕΑΜ, βλ. Μ. Παρτσαλίδης, Διπλή Αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα, Θεμέλιο, 1978, σ. 196. Για τους σοσιαλιστές, βλ. Hagen Fleischer, «The "Third Factor": the struggle for an independent socialist policy during the Greek civil war», στο Baerentzen (εκδ.), Studies, σ. 197 (βλ. και ελληνική έκδοση). 25
·
Για τη Δεύτερη Ολομέλεια, βλ. Richter, ό.π., σσ. 477 και μετά Ο. L. Smith, «The problems of the Second Plenum of the Central Committee of the KKE, 1946» (Τα προβλήματα της Δεύτερης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, 1946), Journal of the Hellenic Diaspora, 1985, τόμ. 12, αρ. 2, σσ. 43 και μετά. 26
Richter, ό.π., σ. 482.
27
Βασ. Μπαρτζιώτας, Ο Αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1981, σσ. 27 και μετά. Η χαμένη παράγραφος 4 δεν έχει βρεθεί από τους εκδότες του έκτου τόμου των Επίσημων Κειμένων του ΚΚΕ, παρ' όλη την εκτεταμένη έρευνα.
Digitized by 10uk1s
28
Βλ. Smith, «Αυτοάμυνα», σσ. 168 και μετά. Το πολυσυζητημένο επεισόδιο του Λιτόχωρου θα πρέπει να θεωρηθεί σαν ένα μεμονωμένο ξέσπασμα βίας, όχι σαν ένα σύνθημα για εμφύλιο πόλεμο. 29
Στην ομιλία του στην Έβδομη Ολομέλεια, το 1957, ο Ζαχαριάδης ανέφερε ότι ο Κίσσαβος (Γ. Μπλάνας) και ο Λευτεριάς (Βαγ. Παπαδάκης) στάλθηκαν έξω. Στην περίπτωση του Μπλάνα έχουμε τη δική του μαρτυρία ότι διατάχθηκε να φύγει για το βουνό στις 15 Αυγούστου το αργότερο και να κινητοποιήσει δυνάμεις μέχρι τον Δεκέμβριο 1946 σε μία κλίμακα παρόμοια με τη δύναμη του ΕΛΑΣ κατά την κατοχή. Βλ. Μπλάνας, ό.π., σ. 75. Περίπου την ίδια περίοδο πρώην παρτιζάνοι του ΕΛΑΣ στάλθηκαν πάλι στην Ελλάδα από τη Γιουγκοσλαβία για να οργανώσουν και να συντονίσουν ένοπλες ομάδες. Βλ. επίσης, Smith, «Problems», σσ. 59 και μετά και ιδίου «ΚΚΕ perceptions, strategy and tactics, 1945-1949» (Αντιλήψεις, στρατηγική και τακτική του ΚΚΕ, 1945-1949), Εργασία από το Συνέδριο του Ινστιτούτου Lehrman για τον Ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, Vilvorde, Copenhagen, 1987. 30
Βλ. Smith, «Problems», σ. 53.
31
Ανάλυση των αναδεικτικών στοιχείων, στο ίδιο, σσ. 54 και μετά.
32
Για το επεισόδιο του Λιτόχωρου, βλ. Smith «Αυτοάμυνα», σσ. 168 και μετά.
33
Μπαρτζιώτας, Εξήντα Χρόνια, σσ. 253 και μετά. Ο Μπαρτζιώτας υποστηρίζει ότι ο Μάρκος προειδοποιήθηκε ότι αν δεν συμμορφωνόταν με τις διαταγές θα διαγραφόταν από το ΚΚΕ. Αν και μέλος του Πολιτικού Γραφείου ο Μπαρτζιώτας, δεν ρωτήθηκε για την επιλογή του Μάρκου ως αρχηγού του ΔΣΕ (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας). 34
Για τις συνομιλίες του Ζαχαριάδη με τον Στάλιν, βλ. Ελευθερίου, ό.π., σ. 34 και μετά. Επιφυλάξεις γι' αυτή την πηγή (πιθανώς όχι τελείως δικαιολογημένες) στο Smith, «Problems», σσ. 57 και μετά. 35
Πιθανώς μια δύναμη 20.000 ανδρών συμφωνήθηκε με τον Τίτο. Βλ. Ο. L. Smith, «Aturning point in the Greek civil war, 1945-1949: the meeting between Zachariadis and Markos, July 1946» («Ένα αποφασιστικό σημείο στον Ελληνικό εμφύλιο πόλεμο 1945-1949: Η συνάντηση ανάμεσα στον Ζαχαριάδη και τον Μάρκο, Ιούλιος 1946»), Scandinavian Studies in Modern Greek, 1979, αρ. 3, σσ. 40-41 και την έκθεση που στάλθηκε από το ΚΚΕ στα αδελφά κόμματα τον Σεπτέμβριο 1946 (Αυγή, 6 Δεκ. 1979). Για τις διαταγές του Μάρκου που αλλάχθηκαν στο Βελιγράδι, βλ. Μπλάνας, ό.π., σ. 95. 36
Τηλεγράφημα Δημητρόφ, Αυγή, 2 Δεκ. 1979. Ομιλία του Μάρκου στην 7η Ολομέλεια, Νέος Κόσμος, 1957, τόμ. 4, σ. 53. 37
Απόδειξη για την απόφαση του Πολιτικού Γραφείου στο μνημόνιο προς τον Στάλιν, που δημοσιεύθηκε από τον Ηλιού στην Αυγή, 14 Δεκ. 1979. Οδηγίες προς τον Μάρκο, το ίδιο, 12 Δεκ. 1979. Βλ. Smith, «ΚΚΕ perceptions». Οι ιστορικοί του ΚΚΕ μέχρι τώρα δεν μπόρεσαν να βρουν οποιαδήποτε άλλη αναφορά στη συνάντηση του Πολιτικού Γραφείου του Φεβρουαρίου 1947 και δεν υπάρχει τίποτα στα Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6. 38
Smith, «ΚΚΕ perceptions». Η τεκμηριωμένη απόδειξη έχει δημοσιευθεί στην Αυγή, 9 και 12 Δεκ. 1979. 39
Για την Ελληνική Κομμουνιστική αντίδραση στο δόγμα Τρούμαν, βλ. Ο. L. Smith, «ΚΚΕ reactions to the Trumam doctirine», Journal of Modern Hellenism, 1988, αρ. 5, σσ. 1-8. Αυτό το κεφάλαιο συμπληρώθηκε πριν από τη δημοσίευση ενός σημαντικού έργου του P. J. Stavrakis, «Moscow and Greek Communism, 1944-1949» (Η Μόσχα και ο Ελληνικός Κομμουνισμός, 1944-1949), Ithaca, NY, Cornell University Press, 1989. 40
Η δήλωση στο Στρασβούργο δημοσιεύθηκε στον Ριζοσπάστη, 28 Ιουν. 1947. Βλ. τώρα Επίσημα Digitized by 10uk1s
Κείμενα, τόμ. 6, σσ. 440 και μετά. Πιστεύεται ακόμα πλατιά ότι ο Ζαχαριάδης ήταν παρών στο συνέδριο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (βλ. Σύντομη Ιστορία, σ. 259). 41
Αυτή η άποψη εκφράσθηκε από τον Π. Ρούσο σε ένα μνημόνιο προς τη σοβιετική κυβέρνηση, 17 Ιουλίου 1947. 42
Τηλεγράφημα από Ιωαννίδη προς Μάρκο, Αυγή, 25 Δεκ. 1979.
43
Το επίμαχο ζήτημα της δύναμης του ΔΣΕ εκείνη την περίοδο, λύθηκε με τη δημοσίευση των ντοκουμέντων από τον Ηλιού στην Αυγή, της 1, 3 και 6 Ιαν. 1980. Εκεί αναφέρεται ότι είναι 22.000-24.000. Δεν υπάρχει απόδειξη που να επιβεβαιώνει ότι ο Μάρκος παραπλάνησε την Κεντρική Επιτροπή επιμένοντας πως η δύναμη ήταν 35.000, αν και ο Ζαχαριάδης είπε κάτι τέτοιο στη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου στις 2 Δεκ. 1947 (βλ. Μπαρτζιώτας, Αγώνας, σ. 41). 44
Η μυστική απόφαση είναι γνωστή σήμερα μόνο σε ρωσική μετάφραση και νέα μετάφραση στα ελληνικά, στην Αυγή, 3 Ιαν. 1980. Η δημοσιευμένη απόφαση μπορεί να βρεθεί στα Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6, σσ. 245 και μετά, δημοσιευμένη αρχικά στον Ριζοσπάστη της 8 Οκτ. 1947. Βλ. Esche, ό.π., σ. 284· Smith, «ΚΚΕ perceptions». 45
Βλ. την απόφαση στα Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6, σσ. 242-244 και τηλεγράφημα Ιωαννίδη της 8 Αυγ. 1947 (Αυγή, 28 Δεκ. 1979). Γράμμα του Ζαχαριάδη στον Τίτο, 20 Σεπτ. 1947, στην Αυγή, 11 Ιαν. 1980. 46
Για τις αντιδράσεις στην Αθήνα, βλ. το γράμμα από τον Αναστασιάδη, δημοσιευμένο στην Αυγή της 10ης Ιαν. 1980.
47
Για δυο πολύ διαφορετικούς απολογισμούς, βλ. Μπαρτζιώτας, Εξήντα Χρόνια, σσ.. 243 και μετά, σχετικά με τις συνθήκες στο Βόλο και τη Λάρισα το 1946, και Μ. Θεοδωράκης, Οι Δρόμοι του Αρχαγγέλου, τόμ. 2, Αθήνα, Κέδρος, 1986, για τη ζωή στην Αθήνα.
48
Γράμμα του Ζαχαριάδη στον Τίτο, βλ. Αυγή, 11 Ιαν. 1980. Για τη συνάντηση με τον Τίτο, βλ. τη συνέντευξη με τον Μάρκο στην Αυγή, 29 Μαρτ. 1983. 49
Smith, «ΚΚΕ perceptions»· Ε. Reale, Nascita del Cominform, Milan, Arnoldo Mondadori, 1958, σσ. 121-122. Βλ. επίσης Spriano, ό.π., σσ. 280 και μετά. 50
Για τις συζητήσεις στην Αθήνα, βλ. τηλεγράφημα Αναστασιάδη, 19 Δεκ. 1947, που δημοσιεύθηκε στην Αυγή, 19 Ιαν. 1980. Για τη σοσιαλιστική αντίδραση, βλ. Φλάισερ, ό.π., σ. 209· Για τον Τσιριμώκο το ίδιο, σ. 205. Δεν υπήρξε δυνατόν να επιβεβαιωθεί ποιοι ήταν οι δύο σοσιαλιστές που ήθελαν να συμμετάσχουν στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (Π.Δ.Κ.). Για τις αντιδράσεις από τις Λαϊκές Δημοκρατίες, βλ. Ελευθερίου, ό.π., σ. 40 και Λ. Μαυροειδής, Από τον Σταλινισμό στην Περεστρόικα, Αθήνα, Θεμέλιο, 1988, σ. 46. Και οι δύο αυτοί ενημερωμένοι συγγραφείς υποδεικνύουν ότι ο Στάλιν δεν κράτησε την υπόσχεση να αναγνωρίσει την Π.Δ.Κ. 51
Smith, «ΚΚΕ perceptions» και Esche, ό.π., σσ. 292 και μετά, ο οποίος δέχεται τον ισχυρισμό του Μάρκου ότι εξέφρασε διαφωνία. 52
Βλ. π.χ. Δ. Βλαντάς, Εμφύλιος Πόλεμος 1945-1949, πρώτος ημι-τόμος, Αθήνα, 1979, σσ. 219 και μετά. Έκανε τρεις μήνες να φθάσει από τον Πειραιά στον ΔΣΕ. 53
Σχετικά με αυτή την υπόθεση, βλ. Ο. Smith, Έψιλον, 1987, αρ. 1, σσ. 83 και μετά.
54
Για γιουγκοσλαβικές πηγές, βλ. Ε. Barker, «Yugoslav policy towards Greece, 1947-1949» στο Digitized by 10uk1s
Baerentzen κ. ά., Studies, σσ. 275 και μετά (βλ. και ελληνική έκδοση)· R. Kirjazovski, Narodno Osloboditelniot Front i Drugite Organizatsii na Makedontsite od Egejska Makedonija (1946-1949), Skopje, Kultura, 1985, σσ. 240 και μετά και 243 και μετά. Για την ενημέρωση των αξιωματικών του ΔΣΕ, βλ. Γ. Βοντίσιος-Γούσιας, Οι αιτίες για τις Ήττες..., Αθήνα, Να υπηρετούμε το Λαό, 1977, τόμ. 1, σ. 376. 55
Για τις γιουγκοσλαβικές αντιδράσεις, βλ. τη θαυμάσια ανάλυση της Ε. Barker, «The Yugoslavs and the Greek civil war» (Οι Γιουγκοσλάβοι και ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος), στο Baerentzen κ. ά. (εκδ.), Studies, σο. 297-308. 56
Στο ίδιο, σ. 304. Ο Ζαχαριάδης νόμιζε ότι ο Μάρκος είχε μυστικές επαφές με τους Γιουγκοσλάβους, βλ. Α. Παπαϊωάννου, Η Διαθήκη τον Νίκου Ζαχαριάδη, Αθήνα, Γλάρος, 1986, σσ. 39 και μετά.
57
Η πλατφόρμα του Μάρκου έχει δημοσιευθεί αρκετές φορές, βλ. τώρα Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6, σσ. 482-489. Για τις συνθήκες της συνεδρίασης της 15 Νοεμβρίου 1948, βλ. Μπαρτζιώτας, Αγώνας, σ. 42· Esche, ό.π., σσ. 309 και μετά, με μερικές ανακρίβειες στις λεπτομέρειες. Για τις σοβιετικές υποσχέσεις, βλ. Βοντίσιος-Γούσιας, ό.π., σ. 440. 58
Για την πολιτική του ΚΚΕ στο Μακεδονικό ζήτημα, Esche, ό.π., σσ. 315 και μετά· Ε. Kofos, «The impact of the Macedonian question on the Greek civil war» (Ε. Κωφός, Η επίδραση του Μακεδονικού ζητήματος στον Ελληνικό εμφύλιο πόλεμο), (αδημοσίευτη) εργασία που κατατέθηκε στο Συνέδριο του Ινστιτούτου Lehrman για τον Ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, στην Κοπεγχάγη, το 1987. Βλ. επίσης Παπαϊωάννου, ό.π., σ. 52, όπου ο Ζαχαριάδης δηλώνει ο ίδιος υπεύθυνος για την αλλαγή. 59
Βοντίσιος-Γούσιας, ό.π., σ. 550· Esche, ό.π., σ. 328· Smith, «ΚΚΕ perceptions».
60
Η διαμάχη στο ΚΚΕ τεκμηριώνεται στα πρακτικά από την Τρίτη Συνδιάσκεψη του Κόμματος τον Οκτώβριο του 1950, βλ. πιο πάνω σημ. 7. Επίσης, Κατσούλης, ό.π., τόμ. 7, σσ. 53 και μετά. Για το ντοκουμέντο Ζαχαριάδη-Στάλιν, βλ. Ελευθερίου, ό.π., σσ. 44 και μετά. 61
Σχετικά με τη σύγκρουση Μάρκου-Ζαχαριάδη, βλ. Esche, ό.π., σσ. 292 και μετά, για την «παραδοσιακή» άποψη. Ο Smith, «ΚΚΕ perceptions», έχει επιχειρηματολογήσει υπέρ της άποψης ότι καμία διαφωνία δεν μπορεί να βρεθεί μέχρι τον Νοέμβριο του 1948. 1
L. S. Stavrianos, Greece, American Dilemma and Opportunity, Chicago, H. Regnery, 1952, σσ. 170-171 (βλ. και ελληνική έκδοση)· F. Smothers, W. H. and E. G. McNeil, Report on the Greeks, New York, Twentieth Century Fund, 1948, σσ. 177-184·, PRO, FO 286/1166, J. Smith-Hughes σχετικά με Κρήτη, 11 Μαΐου-6 Ιουν. 1945. 2
Nars, 868.00/7-2045, Εβδομαδιαία Έκθεση για τις Εξελίξεις-Weekly Progress Report, αρ. 27· FRUS, 1946, τόμ. 7, σ. 141. 3
Nars, RG 84, Εμπιστευτικός Φάκελος 1947, ο Μακβή προς τον υπουργό Εξωτερικών, 27 Ιουν.· Γρηγοριάδης, Ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου, τόμ. 4, σσ. 1358-1359.
4
Η. Νικολακόπουλος, Κόμματα και βουλευτικές Εκλογές στην Ελλάδα, 1946-1964, Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), 1985, σ. 146· Smothers κ. ά., ό.π., σσ. 204-207.
5
Κ. R. Legg, Politics in Modem Grèce, Stanford, CA, Stanford University Press, 1969, σ. 284· J. Meynaud, Πολιτικές Δυνάμεις στην Ελλάδα, Αθήνα, Μπάιρον, σσ. 43,314.
Digitized by 10uk1s
6
Βλ. C. Hadjiiossif, «Economic stabilization and political unrest: Greece 1944-1947» στο L. Baerentzen κ. ά. (εκδ.), Studies, σσ. 29, 32 (βλ. και ελληνική έκδοση).
7
PRO FO 371/67075/9, W. L. C. Knight, 11 Δεκ. 1946· Nars, RG 226, XL 11220, XL 41498, L55168· Έκθεση πρεσβείας ΗΠΑ για (οργάνωση) Χ, 26 Οκτ. 1945, Journal of Hell. Diaspora, 1985, τόμ. 12, αρ. 1, σσ. 37, 42. 8
Έκθεση πρεσβείας ΗΠΑ, 2 Οκτ. 1945, στο ίδιο, σ. 35.
9
PRO, FO 371/58753, από Α. G. Ralph, 14 Ιαν. 1936(1946)· 286/1169, Woodhouse, 11 Αυγ. 1945.
10
W. Η. McNeil, The Greek Dilemma, New York, Lippincott, 1947, σσ. 150, 163· Nars, RG 84, Εμπιστευτικός Φάκελος 1945, μνημόνιο από W. H. McNeil, «The political imbroglio» (Αύγ. 1945)· 868.00/5-1545, «Πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, 1-15 Μαΐου»· RG 226, L 59536· Ζαφειρόπουλος, Ο Αντισυμμοριακός Αγών, τόμ. 1, σ. 160. 11
Μια σοβαρή πηγή για την αστυνομία αποτελούν οι μηνιαίες εκθέσεις της Βρετανικής αστυνομικής αποστολής από το 1945 ως το 1951 (PRO, FO 371/48372, 58754-755, 58758, 67131, 72258, 72317, 87771-72, 101829) και οι επιθεωρήσεις της χωροφυλακής και αστυνομίας πόλεων από τον Γουίκαμ (αρχηγό της Βρεταν. αστυνομικής αποστολής στην Ελλάδα) τον Ιαν. 1952 (στο 286/1203, και 371/11829 αντίστοιχα). Μηνιαίες εκθέσεις χρήσιμες γι' αυτή την παράγραφο ήταν του Δεκ. 1945 (σ. 1), Μαΐου 1946 (σσ. 1, 2, 10) και Νοεμβρ. 1947 (σ. 1). 12
Nars, 868.00/5-945, AGIS weekly report, 22-29 Απριλ. 1945· 868.00/8-1447, μνημόνιο συνομιλίας με C. Schemerhorrr RG 319, Πρόξενος Θεσ/νίκης, 24 Μαΐου 1947· US military attaché 7 Νοεμ. 1948· PRO, FO 371/58753, 185-187, R 2318· 371/48372/10· 371/67080/16, R 16213· 286/1169, C. W. Fassnidge, 21 Ιουν. 1945· 286/1175, M. Bayley, 11 Μαΐου 1946· Smothers κ.ά., ό.π., σ. 166, Δασκαλάκης, Ιστορία, τόμ. 1, σσ. 521-522. 13
PRO, FO 371/48366/134-136, R 9193· Κ. Αντωνίου, Ιστορία της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, Αθήνα, 1965, τόμ. 3, σ. 2093. 14
PRO, FO, εκθέσεις αστυνομικής αποστολής, Ιαν. 1946, σ. 30· Μάιος 1946, σ. 11.
15
PRO, FO 286/1173, Α. M. Rendel, 6-20 Νοεμβρ. 1946· 286/1181, Πρόξενος Πάτρας, 17 Νοεμβρ. 1946· 371/72327, Πρόξενος Πάτρας, 17 Μαΐου 1948· έκθεση αστυνομικής αποστολής, Ιουλ. 1947, σ. 9· Stavrianos, ό.π., σ. 178. 16
Nars, 868.00/2-746, ο Ράνκιν προς υπουργό Εξωτερικών.
17
McNeil, Greek Dilemma, σ. 165· Nars, RG 226, Πηγή Ζ, 8 Ιουλ. 1945· 868.00/4-2445, 7-2045, 5-2845, εβδομαδιαίες εκθέσεις στρατιωτικού συνδέσμου.
18
Journal of Hell. Diaspora, 1985, τόμ. 12, αρ. 1, σσ. 37-43· Nars, RG 226, XL 41498, XL 11220.
19
McNeil, Greek Dilemma, σ. 165· Nars, RG 226, L 52310· 868.00/2-1446, Ράνκιν προς υπουργό Εξωτ.
20
Π. Δελαπόρτα, Το Σημειωματάριο ενός Πιλάτου, Αθήνα, Θεμέλιο (1977), σσ. 39-40· G. Τ. Mavrogordatos, «The 1946 election and plebiscite: prelude to civil war», στο J. Iatrides (ed.), Greece in the 1940s, σ. 377, (βλ. και ελληνική έκδοση, Γ. Θ. Μαυροκορδάτος, Οι εκλογές και το δημοψήφισμα του 1946: προοίμιο του Εμφυλίου Πολέμου, στο Η Ελλάδα στη Δεκαετία 1940-1950, σσ. 307-340)· PRO, FO 286/1196, C. Woodhouse, 11 Αυγ. 1945· Έκθεση αστυνομικής αποστολής, Ιαν. Digitized by 10uk1s
1946· Ν. Alivizatos, «The emergency regime and civil liberties», στο Iatrides (εκδ.), ό.π. σσ. 221-222 [βλ. και ελληνική έκδοση, Ν. Αλιβιζάτος, Καθεστώς έκτακτης ανάγκης και πολιτικές ελευθερίες, 1946-1949, σσ. 383-398 στο Ιατρίδης (εκδ.), Θεμέλιο]. 21
Alexander, Prelude, σσ. 137-138,162· Alivizatos, στο Iatrides (εκδ.), ό.π., σσ. 221/392 (βλ. και ελληνική έκδοση, ό.π.)· PRO, FO 371/58851/20, R 10463· 58851/187, R15045· 286/1196, 11 Αυγ. 1945, Woodhouse. 22
McNeil, Greek Dilemma, σ. 165· PRO, FO 286/1166, έκθεση για την Κρήτη, 6-12 Νοεμβρ. 1945· Nars, 868.00/2-1446, Ράνκιν προς υπουργό Εξωτ.· Alexander, Prelude, σσ. 138, 150-151.
23
Νικολακόπουλος, ό.π., σσ. 143-144· Nars, 868.00/2-1446, Ράνκιν.
24
Ν. C. Alivizatos, Les Institutions politiques de la Grèce à travers les crises, 1922-1974, Paris, R. Pichon et R. Durand-Auzias, 1979, σ. 372 (βλ. και ελληνική έκδοση στη βιβλιογραφία του παρόντος)· PRO, FO 371/67090, R 662· 371/58779/150-153, R 3119· Nars, 868.00/6-1748, πρακτικά συνομιλίας μεταξύ Γκρίζουολντ, Βενιζέλου και Ρέντη· 868.00/5-2549, Η. Β. Minor· 868.00/7-1448, Γκρίζουολντ. 25
Alexander, Prelude, σ. 196· Ν. Σταύρου, Συμμαχική Πολιτική και Στρατιωτικές Επεμβάσεις, Αθήνα, Παπαζήσης, 1974, σσ. 115-116· PRO, FO 371/58757/141, R 8293· 371/67029, R 2711.
26
Nars, RG 319, Ρ και Ο 091.713 (1949), Ι, 4, sketch of Solon Gikas (πορτρέτο του Σολ. Γκίκα)· Κ. Matthews, Memories of a Montain War, London, Longman, 1972, σσ. 159-160· Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σ. 168. 27
Alivizatos, Institutions, σσ. 359-414· P. Κούνδουρος, Η Ασφάλεια του Καθεστώτος, Αθήνα, Καστανιώτης, 1978, σσ. 128-132. 28
Alivizatos, στο Iatrides (εκδ.), ό.π., σσ. 224-225· PRO, FO 371/58916/106, R18513· 371/67075/13, R1101. 29
A. Laiou, «Population movements in the Greek countrys during the Civil War», στο Baerentzen κ. ά. (εκδ.), Studies, σσ. 66, 77 (βλ. και ελληνική έκδοση, Ολκός)· Nars RG 84, Εμπιστευτικός Φάκελος 1949, μήνυμα 640, Αμερικανική πρεσβεία, 6 Σεπτ. 1949, Minor· PRO, FO, Εκθέσεις αστυνομικής αποστολής που συμπεριλαμβάνουν εκείνες του Ιουλ. 1947, σ. 1, Σεπτ. 47, σ. 3, Φεβρ. 1948, σ. 4 και Μαΐου 1948, σ. 1· 371/78353, R 00032· Alivizatos, Institutions, σ. 366.
30
Συμμαχική Αποστολή για την Επίβλεψη των Ελληνικών Εκλογών (AMFOGE), δύο εκθέσεις στα Nars, 868.00/9-646, 1346· Νικολακόπουλος, ό.π., σ. 150· PRO, FO 286/1175, «Α. F. M», 25 Αυγ. 1946· Έκθεση αστυνομικής αποστολής Μαΐου 1946, σ. 3. 31
PRO, FO 371/87668, RG 10113/14· Nars, 868.00/4-2847, μήνυμα 3955· 868.00/6-848, C. G. Ross, 6-14 Μαΐου. 32
Α. Πεπονής, Προσωπική Μαρτυρία, Αθήνα, Κέδρος, 1970, σσ. 47,150· PRO, FO 371/78385, R 1393, Πρόξενος Πάτρας (Βρετ.). 33
Alexander, Prelude, σσ.. 205, 235· Γ. Ι. Πεσμαζόγλου, Η πολιτική μου ζωή, Αθήνα, Διογένης, 1982, σσ. 182-183· Θ. Γρηγορόπουλος, Από την Κορυφή, σσ. 358-359· Nars, RG 84, Εμπιστευτικός Φάκελος 1949, R. Β. Memminger προς Ο. S. Crosby, 7 Δεκ. 1949. 34
Nars, RG 84, Εμπιστευτικός Φάκελος 1946, G. M. Widney, 6 Νοεμβρ. 1946· Το ίδιο, 1947, Έκθεση Γ. Digitized by 10uk1s
Δημουλά, διοικητή χωροφυλακής στην Τρίπολη, 16 Μαΐου 1947· PRO, FO 371/78386, R 6234· Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σ. 168· L. S. Wittner, American Intervention in Greece, 1943-1949, New York, Columbia University Press, 1982, σσ. 174-175 (βλ. και ελληνική έκδοση). 35
PRO, FO 286/1189, C. M. Woodhouse, 13 Αυγ. 1945· Nars, 868.00/7-1149, μην. αρ. 90 από πρόξενο Θεσσαλονίκης, όπου ανέφερε τον τοπικό Τύπο· 868.00/6-848, εσώκλειστο 1 στο μήνυμα 624 από G. C. Ross, 31 Μαΐου 1948. 36
Δασκαλάκης, ό.π., τόμ. 2, σ. 622.
37
Alexander, Prelude, σ. 170· Nars, 868.00/10-1849, Πρόξενος Θεσ/νίκης (ΗΠΑ)· PRO, FO, εκθέσεις αστυνομικής αποστολής, Σεπτ. 194, σ. 7, Ισυλ. 1948, σ. 2. 38
Nars, RG 319, Ρ και O, 091, Greece TS, Case 6, Υποστράτηγος Ε. Ε. Down (Βρετ.)· PRO, FO 371/7238, R 13713, Συνταγματάρχης Α. Ο. Shortt, 1 Δεκ. 1948· 371/78394, R 6285, έκθεση Α. W. Maclean για περίοδο 11 Μαΐου-1 Ιουν. 1949.
39
Για κάποια στοιχεία, βλ. C. Tsoucalas, «The ideological impact of the civil war» στο Iatrides (εκδ.), ό.π., σ. 322 (βλ. και ελληνική έκδοση, Κ. Τσουκαλάς, Η ιδεολογική επίδραση του Εμφυλίου Πολέμου, σσ. 561-594) και Κ. Vergopoulos, «The emergence of the new bourgeoisie» στο ίδιο, σσ. 311, 412 (βλ. και ελληνική έκδοση, Κ. Βεργόπουλος, Η συγκρότηση της νέας αστικής τάξης, 1944-1952, σ. 529-559), Γ. Καραμπελιάς, Κράτος και Κοινωνία στη Μεταπολίτευση, Αθήνα, Εξάντας, 1989, σ. 161· Freris, Greek Economy, σσ. 158-159. 40
Nars, Dept of Army (Υπουργείο Στρατιωτικών ΗΠΑ), Ρ και O, 091.7 TS, W. G. Livesay, 28 Ιουλ. 1947· · RG 334, box 49, file 322, O. L. Daniel προς Υποστράτηγο Τζένκινς, 9 Ιουν. 1948 PRO, FO, εκθέσεις αστυνομικής αποστολής, Μάιος 1947, σ. 2, Οκτώβρ. 1947, σ. 1, Οκτ. 1948, σ. 2.
41
Nars, RG 84, Εμπιστευτικός Φάκελος 1947, Έκθεση Γ. Δημουλά, 16 Μαΐου 1947· 868.00/8-1347, F. Ayer Jr. 42
Nars, 868.00/6-1748, πρακτικό συνομιλίας ανάμεσα στον Ρέντη, τον Βενιζέλο και τον Γκρίζουολντ, 4 Ιουν. 1948. 43
PRO, FO 371/78385, R2563, Έκθεση αστυνομικής αποστολής Οκτωβρίου 1948, σ. 1.
44
PRO, FO 371/87647, Ταξίαρχος Μπαϊρακτάρης, «Makronisos reformative organization» (Η αναμορφωτική οργάνωση Μακρονήσου)· RG 1016, Αντισυν/ρχης D. I. Strangways, 20 Ιαν. 1950.
45
Ζαφειρόπουλος, ό.π., τόμ. 1, σ. 187· Ambassador MacVeagh Reports, Iatrides (εκδ.), σ. 724· Nars, 868.00/12-1347, περίληψη διαφόρων συνομιλιών του Γκρίζουολντ· 868.00/12-3047, μνημόνιο Γκρίζουολντ Σταύρου, ό.π., σ. 127. 46
Nars, 781.00/10-2751, Memminger, προς υπουργό Εξωτ. 868.00/11-1948, Γκρέιντι προς υπουργό Εξωτ.· 868.00/11-2648, μνημόνιο Ράνκιν. 47
PRO, FO, Έκθεση αστυνομικής αποστολής, Νοέμβρ. 1951, σ. 9· Nars, 868.105/3-2647, Κήλυ προς υπουργό Εξωτ. 48
Nars, 868.00/5-2250, Memminger προς υπουργό Εξωτ.
49
PRO, FO 286/1175, σημείωση Γουίκαμ· 21 Μαΐου 1946· 286/1173, Σ. Ν. Γονατάς, 23 Νοεμβρίου Digitized by 10uk1s
1946· 286/1203, Επιθεώρηση Χωροφυλακής από τον Γουίκαμ· Έκθεση αστυνομικής αποστολής, Μάιος 1950, σ. 3. 50
PRO, FO 371/78414, R 8586· 371/78385, R 2242· 371/78414, R 4698· 371/78357, R 2293.
51
PRO, FO, εκθέσεις αστυνομικής αποστολής, Μαρτίου, Ιουνίου, Αυγούστου, Οκτωβρ. 1948, Δεκεμβρ. 1949, Ιαν. 1950· Βλαντάς, Εμφύλιος Πόλεμος, τόμ. 3, κεφ. 34, σ. 262. 52
PRO, FO, Εκθέσεις αστυνομικής αποστολής Μαΐου 1946, Αυγ. 1947· 371/48366/181-3, R 9592· Nars, 881.501/5-2250, πρεσβεία Αθήνας (ΗΠΑ)· 781.00/9-1754, στο ίδιο.
53
PRO, FO 371/78387, R 8081, πρόξενος Πάτρας, 8 Αυγ. 1949· 371/87651/-RG 1018/38, πρόξενος Πάτρας, 1 Αυγ. 1950· Εκθέσεις αστυνομικής αποστολής Ιαν., Φεβρ., Ιουν., Οκτ. 1950. 54
Nars, 881.501/1-2751, ο Μέμινγκερ αναφέρει και σχολιάζει τη δήλωση του Κ. Σταυρόπουλου.
55
PRO, FO, Εκθέσεις αστυνομικής αποστολής, Δεκ. 1949, όλων των μηνών του 1950, Νοεμβρ. 1951.
56
PRO, FO 371/95120/-, RG 1016/1· 371/87663/-, RG 10110/96· 371/87648-, RG 1016/19, 20· Έκθεση αστυνομικής αποστολής, Μάρτ. 1950· 371/87683/-, RG 10134/3· 371/95121/-, RG 10116/26· Nars, 881. 501/5-2250, η πρεσβεία (ΗΠΑ) προς τον υπουργό Εξωτ. και /10-3150, Μέμινγκερ προς υπουργό Εξωτ. 57
PRO, FO 371/95121/-, RG 10116/20· Nars, 781. 00(W)/3-1452· Alivizatos, Institutions, σ. 458.
58
Nars, 868.00/6-2549, Πρόξενος Θεσ/νίκης προς υπουργό Εξωτ.· PRO, FO 371/78386, R 6231· 371/78388, R 11728· Εκθέσεις αστυνομικής αποστολής, από Δεκ. 1949 έως Ιουν. 1950. 59
PRO, FO 371/87651/-, RG 1018/38· 371/72328, R 14278· 371/87650/-RG 1018/1, 3, 10, 11· 371/78385, R 764· 371/78394, R 6285. 60
Nars, 781.00/3-250, από Αθήνα προς υπουργό Εξωτ., 781.00/2-1050, στο ίδιο.
61
Nars, RG 84, Εμπιστευτικός Φάκελος 1949, Crosby, 9 Μαΐου, Μέμινγκερ, 7 Δεκ.· RG 319, Πρόξενος Θεσ/νίκης προς υπουργείο Στρατιωτικών (ΗΠΑ), 7 Ιουν. 1947· 868.00/1-2949, Ράνκιν προς υπουργό Εξωτ. 62
Κούνδουρος, ό.π., σ. 127· PRO, FO 371/87668/-, RG 10113/11.
63
Νικολακόπουλος, ό.π., σ. 164· Nars, 881.51/3-351, C. W. Yost προς Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
64
Tsoucalas, στο Iatrides (εκδ.), ό.π., σσ. 331-335· Tsoucalas, Greek Tragedy, σσ.. 116-118 (βλ. και ελληνική έκδοση), Τσουκαλάς, Κράτος, Κοινωνία, Εργασία στη Mετaπoλεμική Ελλάδα, Αθήνα, Θεμέλιο, 1987, σσ. 88, 96.
65
Vergopoulos, στο Iatrides (εκδ.), ό.π., σσ. 303-304, 310-314.
66
Α. Pollis, «US intervention in Greek trade unions, 1947-1950» (Αμερικανική επέμβαση στα ελληνικά εργατικά συνδικάτα, 1947-1950), στο Iatrides (εκδ.), ό.π., σσ. 264-273 (βλ. και ελληνική έκδοση, Θεμέλιο)· Nars, 781.00/3-750, Hare προς υπουργό Εξωτ.· 781.00/5-250, R. Β. Memminger προς υπουργό Εξωτ.
Digitized by 10uk1s
1
Προς εμπέδωση αυτού του επιχειρήματος βλ., J. A. Petropoulos «The traditional political parties of Greece during the Axis occupation» στο J. Iatrides (εκδ.), Greece in the 1940s..., Hanover, NH, and London, University Press of New England, 1981, σσ. 27-36 (βλ. και ελληνική έκδοση, Ι. Α. Πετρόπουλος, σσ. 55-67, «Τα ελληνικά παραδοσιακά πολιτικά κόμματα κατά την περίοδο της Κατοχής»). 2
Σχετικά με τον αριστερό συνασπισμό την περίοδο του πολέμου, βλ. ιδιαίτερα, Η. Richter, 1936-1946: Δύο Επαναστάσεις και Αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα, 2 τόμοι, Αθήνα, Εξάντας, 1975· L. S. Stavrianos, «The Greek National Liberation Front (EAM): a study in resistance organization and administation», Journal of Modern History, Μάρτ. 1952, τόμ. 24, αρ. 1, σσ. 42-55· Μ. Παρτσαλίδης, Διπλή Αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα, Θεμέλιο, 1978, και Η. Fleischer, «EAM, 1941-1947: an approach for reconsideration», εργασία που παρουσιάσθηκε στο συνέδριο του Ινστιτούτου Lehrman για τον Ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, Κοπεγχάγη, Ιουν. 1987.
3
Θ. Χατζής, Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε, 3 τόμοι, Αθήνα, Παπαζήσης, 1977-1979· J. Ο. Iatrides, Revolt in Athens: The Greek Communist «Second Round» 1944-1945 (βλ. και ελληνική έκδοση, Εξέγερση στην Αθήνα), Princeton, NJ, Princeton University Press, 1972. 4
J. S. Koliopoulos, Greece and the British Connection, 1935-1941, Oxford, Clarendon Press, 1977 (βλ. και ελληνική έκδοση). 5
Για τη βρετανική πολιτική, βλ. ιδιαίτερα G. Μ. Alexander, The Prelude to the Truman Doctrine: British Policy in Greece, 1944-1947, Oxford, Clarendon Press, 1982· W. Churchill, Closing the Ring, Boston, Houghton Mifflin, 1951· R. Lepper, When Greek meets Greek, London, Chatto & Windus, 1949· H. MacMillan, The blast of War, 1939-1945, NY, Harper & Row 1967· A. Eden, The Reckoning, Boston, Haughton, Mifflin, 1965· P. Papastratis, British policy towards Greece during the Second World War, 1941-1944, Cambridge, Cambridge University Press, 1984· and L lewellyn Woodward, British foreigh Policy in the Second World War, τόμ. 3, London, HMSO, 1971.
6
Ε. Barker, «Greece in the framework of Anglo-Soviet relations, 19411947», στο M. Sarafis (εκδ.), Greece: From Resistance to Civil War, Nottingham, Spokesman, 1980, σ. 27 (βλ. και ελλην. έκδοση, Από την Αντίσταση στον Εμφύλιο, το κείμενο της Ε. Barker, Η Ελλάδα στο πλαίσιο των αγγλοσοβιετικών σχέσεων, σσ. 25-54). 7
Α. Bullock, Ernest Bevin, foreign Secretary, NY, Norton, 1983, σ. 40.
8
Alexander, Prelude, σ. 104.
9
Macmillan, ό.π., σ. 643.
10
Alexander, Prelude, σ. 245. Ένα μνημόνιο του Φόρεϊν Όφις, το 1948, για τις «Μελοντικές Προοπτικές στην Ελλάδα» συνόψισε τη βρετανική πολιτική ως εξής: α) Σε περίοδο Ειρήνης: Η Ελλάδα θα πρέπει να είναι εκτός του "Σιδηρού Παραπετάσματος" και μέσα στον Δυτικό Κόσμο των Κοινοβουλευτικών Δημοκρατιών, επαρκώς καλά κυβερνώμενη ώστε να μην αποτελεί όνειδος για τις Δυτικές ιδέες και έναν πονοκέφαλο για την κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας. Αρκετά ισχυρή ώστε να διατηρεί την ασφάλεια στο χώρο των δικών της συνόρων και να διαθέτει τουλάχιστον κάποια αποτρεπτική δύναμη σε περίπτωση ξένης επίθεσης, χωρίς την παρουσία των Συμμαχικών Δυνάμεων, και οικονομικά να είναι όσο γίνεται πιο αυτάρκης, β) Σε περίπτωση Πολέμου: Να εξασφαλίσει ότι οι ελληνικές βάσεις και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, δεν θα είναι διαθέσιμες στη Σοβιετική Ένωση πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, χωρίς όμως, σε κάθε περίπτωση, να δεσμευθούν βρετανικές δυνάμεις στην υπεράσπιση της κυρίως Ελλάδας, απέναντι σε επίθεση από Βορρά και πάνω απ' όλα να διασφαλισθεί ότι η Βρετανία δεν θα εμπλακεί σ' έναν πόλεμο, στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πάρουν άμεσα μέρος, λόγω της παρουσίας των Digitized by 10uk1s
Βρετανικών, αλλά όχι των Αμερικανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, γ) Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας επιθυμεί να μειώσει τις υποχρεώσεις της στην Ελλάδα στο μίνιμουμ, σύμφωνα με τα παραπάνω», PRO, FO 371/72242, 77610. 11
P. J. Stravrakis, Moscow and Greek Communism, 1944-1949 (Η Μόσχα και ο Ελληνικός Κομμουνισμός, 1944-1949), Ithaca, NY, Cornell University Press, 1989· Vojtech Mastny, Russia's Road to the Cold War, New York, Columbia University Press, 1979. 12
Barker, στο Sarafis (εκδ.), ό.π., σ. 20.
13
Terry Η. Anderson, The United States, Great Britain and the Cold War, 1944-1947, Columbia, University of Missouri Press, 1981· Fraser J. Harbutt, The Iron Curtain: Churchill, America and the Origins of the Cold War, London, Oxford University Press, 1986. 14
H. Richter, «The Varkiza agreement and the origins of the Civil War», στο Iatrides (εκδ.), Greece in the 1940s (βλ. και ελληνική έκδοση, Θεμέλιο, σσ. 285-306, Η συμφωνία της Βάρκιζας και τα αίτια του εμφυλίου πολέμου).
15
Macmillan, ό.π., σσ. 514-525· J. Ο. Iatrides (εκδ.) Ambassador MacVeagh Reports: Greece, 1933-1947, Princeton, NJ, Princeton University Press, 1980, σ. 665. 16
N. Clive, «British policy alternatives, 1945-1946», στο L. Baerentzen-J. Iatrides-O. Smith (εκδ.), Studies in the History of the Greek Civil War, 1945-1949, Κοπεγχάγη, Museum Tusculanum Press, 1987 (βλ. και ελληνική έκδοση, Ολκός, σσ. 233-244, «Εναλλακτικές δυνατότητες της Βρετανικής πολιτικής, 1945-1949»). 17
Alexander, Prelude, σ. 88.
18
Για τις Βρετανικές απόπειρες να αντιμετωπίσουν τα ελληνικά εργατικά συνδικάτα, βλ. Η. Richter, British Intervention in Greece: From Varkiza to Civil War, London, Merlin Press, 1986· Επίσης, Adamantia Pollis, «US intervention in Greek trade unions, 1947-1950» στο Iatrides (εκδ.), Greece in the 1940s (βλ. και ελληνική έκδοση, Θεμέλιο, σσ. 461-482,«Επέμβαση των ΗΠΑ στα ελληνικά εργατικά συνδικάτα, 1947-1950»). 19
Alexander, Prelude, σ. 89.
20
Στο ίδιο, σ. 90.
21
Στο ίδιο, σσ. 141-142.
22
Στο ίδιο, σσ. 87,125.
23
Σχετικά με την πτώση του Πλαστήρα βλ. Richter, British Intervention in Greece, σσ. 88-100· Iatrides (εκδ.), MacVeagh Reports, σ. 676.
24
Richter, British Intervention in Greece, σσ.. 210-214· C. Hadjiiossif, «Economic stabilization and political unrest: Greece, 1946-1952» στο Baerentzen κ.ά. (εκδ.), Studies (βλ. και ελληνική έκδοση, Ολκός, σσ. 29-45). 25
Alexander, Prelude, σ. 133.
26
Στο ίδιο, σ. 136. Digitized by 10uk1s
27
Για τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, βλ. Richter, British Intervention in Greece, σσ. 405-476· G. Mavrogordatos, «The 1946 election and plebiscite: prelude to civil war» στο Iatrides (εκδ.) Greece in the 1940s (βλ. και ελλην. έκδοση, Θεμέλιο)· Ο. Smith, «The boycott of the elections, 1946: A decisive mistake?», Scandinavian Studies in Modem Greek, 1982, αρ. 6.
28
Alexander, Prelude, σ. 144.
29
Richter, British Intervention in Greece, σσ. 292-305.
30
Alexander, Prelude, σ. 189.
31
Στο ίδιο.
32
Στο ίδιο, σ. 240.
33
Στο ίδιο, σ. 215. Τον Ιανουάριο του 1948 ο Βρετανός πρεσβευτής στο Βελιγράδι ανέφερε ότι «το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι παρά ένα μικρό μέρος, αν και ομολογουμένως πολύ σημαντικό, του μοντέλου που η Ρωσία έχει σχεδιάσει για την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή». Και ο Βρετανός πρεσβευτής στη Μόσχα: «Θα πρέπει να εκτιμήσω ότι η Σοβιετική Κυβέρνηση έχει ευρέως δυο στόχους στην Ελλάδα: α) Να την απορρίψει ως μια οχυρή θέση των Αμερικανών και β) Να την αποκτήσει σαν ένα προγεφύρωμα για τους δικούς της επεκτατικούς σκοπούς στη Μεσόγειο...», PRO, FO 371/72237. 34
Alexander, Prelude, σ. 229.
35
Στο ίδιο, σ. 193.
36
Στο ίδιο, σ. 215. Ο πρωθυπουργός Άτλη παρατήρησε αναφορικά: «Η στρατηγική μας θέση στην Ελλάδα ήταν αδύναμη και η μόνη άμυνα εναντίον μιας επίθεσης βασίζεται σε μια συμφωνία με τη Ρωσία...», Bullock, ό.π., σ. 244. 37
Alexander, Prelude, σο. 215-234.
38
FRUS, 1946, τόμ. 7, Washington DC, Government Printing Office, 1969, σ. 244. To ίδιο μνημόνιο, με ημερομηνία 21 Οκτ. 1946 ανέφερε ότι «Οι ΗΠΑ θα πρέπει να κάνουν φανερό στον κόσμο ότι είμαστε αποφασισμένοι όπως η Ελλάδα παραμείνει ανεξάρτητη και υπεύθυνη των δικών της υποθέσεων και ότι είμαστε διατεθειμένοι να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα προς υποστήριξη της πολιτικής και εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας σαν σημαντικά για την ασφάλεια των ΗΠΑ». 39
Alexander, Prelude, σ. 243· Bullock, ό.π., σσ. 368-369.
40
FRUS, 1947, τόμ. 5, σσ. 32-35.
41
Iatrides (εκδ.), MacVeagh Reports· Carl C. Compton, The Morning Cometh: 45 years with Anatolia College, εκδ. J. Iatrides και W. R. Compton, New York, Caratzas, 1986· H. Morgenthau, Ι Was Sent to Athens, New York, Doubleday, 1929 (βλ. και ελλην. έκδοση, Τροχαλία). 42
J. O. Iatrides, «United States attitudes toward Greece during World War II (Η αμερικάνικη στάση απέναντι στην Ελλάδα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο), στο Essays in memory of Basil Laourdas, Θεσσαλονίκη, 1975. Για μια διαφορετική ερμηνεία, βλ. την εργασία του L. Wittner (Λ. Γουίτνερ), ειδικότερα το «American policy towards Greece during World War II» (H αμερικάνικη πολιτική απέναντι στην Ελλάδα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο), Diplomatic History, Άνοιξη Digitized by 10uk1s
1979, τόμ. 3, σσ. 129-149· ιδίου, «American policy toward Greece, 1944-1949», Iatrides (εκδ.) Greece in the 1940s (βλ. και ελλην. έκδοση, σσ. 399-417). Και ιδίου (Λ. Γουίτνερ), American Intervention in Greece, 1943-1949, New York, Columbia University Press, 1982 (βλ. και ελλην. έκδοση). 43
J. Iatrides, «American attitudes toward the political system of postwar Greece» (Η αμερικανική στάση απέναντι στο πολιτικό σύστημα της μεταπολεμικής Ελλάδας), στο Th. A. Couloumbis-J. O. · Iatrides (εκδ.), Greek-American Relations: A Critical Review, NY, Pella, 1980 J. O. Iatrides, «Perceptions of Soviet involvement in the Greek Civil War, 1945-1949» στο Baerentzen κ. ά (εκδ.), Studies· J. Ο. Iatrides, «Creece and the United States: the strained partnership (Ελλάδα-Ηνωμένες Πολιτείες: Η τεταμένη συνεργασία), στο R. Clogg (εκδ.) Greece in the 1980s, London, Macmillan, 1983· J. O. Iatrides, «Greece and the origins of the Cold War (Η Ελλάδα και η απαρχή του Ψυχρού Πολέμου), στο J. T. A Koumoulides (εκδ.), Greece in Transition, London, Zeno, 1977. 44
FRUS, 1948, τόμ. 4, σ. 12.
45
Iatrides, «Perceptions of Soviet Involvement in the Greek Civil War, 1945-49».
46
Για το Δόγμα Τρούμαν, βλ. ειδικότερα, G. J. Buckley, «The Truman Doctrine and public opinion», διδακτορική διατριβή, University of Denver, 1973· R. Barnet, Intervention and Revolution: The United States in the Third World, NY, World, 1958· R. H. Ferell, George C. Marshall, NY, Cooper Square, 1966· J. L. Gaddis, «Was the Truman Doctrine a real turning-point?», foreign Affairs, January 1974, τόμ. 52, σσ. 386-402· του ιδίου, The United States and the origins of the Cold War, 1941-1947, NY, Columbia University Press, 1972· D. Heinlein, «The Truman Doctrine: a chief executive in search of the presidency» διδακτορική διατριβή, Johns Hopkins University, 1975· Howard Jones, A New Kind of War, London, Oxford University Press, 1989· J. M. Jones, The Fifteen Weeks, NY, Viking, 1955· J. H. Pedersen, «focal point of conflict: the United States and Greece, 1943-1947, διδακτορική διατριβή, University of Michigan, 1974. 47
FRUS, 1948, τόμ. 4, σ. 5.
48
Αρχεία Στέιτ Ντιπάρτμεντ, 111. 75/9-1647, disp. 5406, Σεπτ. 1947, encl. 6.
49
FRUS, 1947, τόμ. 5, σσ. 470-478.
50
Βλ. για παράδειγμα, Yiannis P. Roubatis, Tangled Webs: The US in Greece, 1947-1967, NY, Pella, 1987, σσ. 53-80 (βλ. και ελληνική έκδοση, Οδυσσέας). 51
Iatrides, «Greece and the United States: the strained partnership», σσ. 41-42.
52
Wittner, American Intervention in Greece, 1943-1949, σσ. 247-249.
53
Iatrides, «American attitudes toward the political system of postwar Greece».
54
Iatrides, «Greece and the United States: the strained partnership», σσ. 160-161.
55
Iatrides (εκδ.), MacVeagh Reports, σ. 725.
56
Έτσι, για παράδειγμα, ο διευθυντής της Διοίκησης Εξωτερικού Εμπορίου στην Αθήνα επέμεινε στην υπογραφή «όχι μόνο του πρωτοτύπου κάθε εγγράφου που έφευγε από το υπουργείο (Εθνικής Οικονομίας-συμπεριλαμβανομένων των συνηθισμένων αδειών για εισαγωγές και εξαγωγές), αλλά επίσης όλων των αντιγράφων. Ακριβώς δεν εμπιστευόταν κανέναν από τους Έλληνες επισήμους, ότι τα αντίγραφα που έκαναν από το υπογραμμένο πρωτότυπο κείμενο θα ήταν τα αληθινά Digitized by 10uk1s
αντίγραφα...», «Συνθήκες στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας», 30 Ιαν. 1948, βρίσκεται στα έγγραφα του L. MacVeagh, στην κατοχή του συγγραφέα. 57
Μ. Mark Amen, «American institutional penetration into Greek military and political policymaking structures: June 1947-October 1949 (Αμερικάνικη θεσμική διείσδυση στη δημιουργία Ελληνικών στρατιωτικών και πολιτικών δομών), Journal of Hellenic Diaspora, τέλη 1978, τόμ. 5, αρ. 3· Α. Α. Fatouros, «Building formal structures of penetration: the United States in Greece, 1947-1948» στο Iatrides (εκδ.), Greece in the 1940s (βλ. και ελληνική έκδοση, Θεμέλιο). 58
Iatrides (εκδ.), MacVeagh Reports, σ. 728.
59
Στο ίδιο, σ. 727.
60
Pollis «US intervention in Greek trade unions, 1947-1950».
61
J. O. Iatrides, «Civil War, 1945-1949: national and international aspects», στο Iatrides (εκδ.), Greece in the 1940s» (βλ. και ελληνική έκδοση, Θεμέλιο).
62
Για την αντάρτικη τακτική του Δημοκρατικού Στρατού, βλ. Ελληνικόν Γενικόν Επιτελείον Στρατού, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Αντισυμμοριακόν Αγώνα, 1946-1949, Αθήνα, 1971· Συνταγ/ρχης J. C. Murray, «The Anti-Bandit War», Marine Corps Gazette, Ιαν. -Μάιος 1954, αρ. 38. 1
Alivizatos, Institutions, σ. 416.
2
Meynaud, Πολιτικές Δυνάμεις, σσ. 358-359, Ρ. Ν. Diamandouros, «Greek political structure in transition: historical origins, evolution, current trends» (Οι Ελληνικές πολιτικές δομές σε μετάβαση: ιστορική γέννηση, εξέλιξη, τρέχουσες τάσεις), και Τ. Ware «The church: a time of transition», στο R. Clogg (εκδ.), Greece in the 1980s, London, Macmillan, 1983, σσ. 58, 213. 3
A. M. Pantelis, Les Grands Problèmes de la nouvelle constitution hellénique, Paris, R. Pichon & Durand-Auzias, 1979, σσ. 45-48· Κούνδουρος, Ασφάλεια, σ. 154. 4
Τσουκαλάς, Κράτος, Κοινωνία, Εργασία, σσ. 89, 119· Καραμπελιάς, Κράτος και Κοινωνία, σ. 272· Organisation for Economic Cooperation and Development, Social Expenditure, 1960-1990: Problems of Growth and Control, Paris, OCDE, 1985, σσ. 18,22. 5
Δελαπόρτα, Σημειωματάριο, σσ. 246-247.
6
C. Jecchinis, Trade Unionism in Greece: A study in Political Paternalism (Συνδικαλισμός στην Ελλάδα: Μια μελέτη στον πολιτικό πατερναλισμό), Chicago, Labor Education Division, Roosevelt University, 1967, σσ. 169, 172-173, 177· M. Samatas, «Greek McCarthyism: a comparative assessment of Greek post-civil war repressive anti-communism and the US Truman-McCarthy era», Journal of the Hellenic Diaspora, τέλη χειμώνα, 1986, τόμ. 13, αρ. 3-4, σσ. 31-33,50-53· Meynaud, ό.π., σσ. 175-177, 180, 184-187, 210· Κούνδουρος, ό.π., σσ. 160, 163. 7
A and F. Demichel, Les Dictatures européennes, Paris, Presses Universitaires de France, 1973, σσ. 295-296· Alivizatos, Institutions, σσ. 147, 197-198, 201-202· Ν. Αλιβιζάτος, Κράτος και Ραδιοτηλεόραση. Η Θεσμική Διάσταση, Αθήνα, Σάκουλα, 1986, σσ. 21, 28· Τ. Veremis, «The Military», στο Κ. Featherstone και D. Κ. Katsoudas (εκδ.), Political change in Greece, Before and After the Colonels (Πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα, πριν και μετά τους συνταγματάρχες), London, Croom Helm, 1987, σ. 221· Katsoudas, «The media - the state and broadcasting», στο ίδιο, σ. 191· Meynaud, ό.π., σσ. 251, 263, 352· Nars, 781.00/3-1954, 3-3054, 4-1054· Ν. Ο. Αρχιμανδρίτου, Ψυχολογικός Πόλεμος,
Digitized by 10uk1s
Κατασκοπεία, Αντικατασκοπεία, Αθήνα, 1960, τόμ. 1, σ. 752· Tsoucalas, Greek Tragedy, σ. 148. 8
Meynaud, ό.π., σσ. 340-342· Alivizatos, Institutions, σσ. 186-188, 191.
9
Veremis, στο Featherstone και Katsoudas (εκδ.), ό.π., σ. 221.
10
T. A. Couloumbis, The United States, Greece and Turkey: The Troubled Triangle, NY, Praeger, 1983, σσ. 48-51· Veremis, στο Featherstone και Katsoudas (εκδ.), ό.π., σ. 221· S. B. Thomadakis, «Notes on AmericanGreek economic relations» στο T. A. Couloumbis και J. O. Iatrides (εκδ.), Greek-American Relations: A Critical Review, NY, Pella, 1980, σσ. 76-78· J. Ο. Iatrides «Greece and the United States: the strained partnership» στο Clogg (εκδ.), ό.π., σ. 151· Meynaud, ό.π., σσ. 266, 309-311, 394-395. 11
V. Kapetanyannis, «The Communists», στο Featherstone και Katsoudas (εκδ.), ό.π., σ. 149· Solaro, Ιστορία του ΚΚΕ, σσ.. 198-199. 12
Meynaud, ό.π., σ. 216· R. Clogg, Parties and Elections in Greece: The Search for Legitimacy, London, C. Hurst, 1987, σσ. 192-195· PRO, FO 371/95117/, Κλ. Νόρτον προς Μόρισον, 9 Μαΐου 1951· 371/107480/, WG 1013/23· Nars, 781.00/1-2854, Πρόξενος Θεσ/κης· 881.51/3-351, C. W. Yost. 13
Nars, 781.00/4-1853.
14
Κούνδουρος, ό.π., σσ. 153, 160-161· Alivizatos, Institutions, σσ. 460-461· PRO, FO 371/101796, G 1016-2. 15
Meynaud, ό.π., σσ. 317-323· βλ. επίσης κεφ. 7.
16
Stavrianos, Greece, σσ. 226-228· PRO, FO 317/107483, WG 1017/20, 26· Nars, 781.00/1-2854, Πρόξενος Θεσ/κης· 781.00/11-2254, Πρόξενος Θεσ/κης· 781.00/3-154, πρεσβεία Αθήνας.
17
Meynaud, ό.π., σσ. 196-197,200· Νικολακόπουλος, Κόμματα και Βουλευτικές Εκλογές, σσ. 241-247· Solaro, ό.π., σσ. 200-207· Legg, Politics in Modem Greece, σσ. 196-214. 18
Solaro, ό.π., σσ. 201-205, 211, 217· Meynaud, ό.π., σ. 227· Ε. Demertzis, «Factionalism in the Greek Communist Party», διδακτορική εργασία, New York University, 1979, σσ. 149-153. 19
Νικολακόπουλος, ό.π., σσ. 258-261.
20
Jecchinis, ό.π., σσ. 177, 181· Μ. Spourdalakis, The Rise of the Greek Socialist Party, London, Routledge, 1988, σσ. 26-27· Χ. Μίσιος, Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, Αθήνα, Γράμματα, 1985, σσ. 186-187. 21
Iatrides, στο Clogg (εκδ.), ό.π., σ. 164.
22
G. Α. Kourvetaris, «The contemporary army officer corps in Greece: an inquiry into its professionalism and interventionism», διδακτορική εργασία, Northwestern University, 1969, σσ. 80-81, 141-142· J. Brown, «The military in politics: a case study of Greece», διδακτορική εργασία, State University of New York, στο Buffalo, 1971, σσ. 178-179· G. Zaharopoulos, «Politics and the army in post-war Greece», στο R. Clogg και G. Yannopoulos (εκδ.), Greece Under Military Rule, London, Seeker & Warburg, 1972· N. Pantelakis, «L' armée dans la société grecque contemporaine», διδακτορική εργασία, Université René Descartes (Paris V), 1980, σσ. 187-188. 23
Ν. P. Mouzelis, Politics in the Semi-Periphery: Early Parliamentarism and Late Industrialisation in Digitized by 10uk1s
the Balkans and Latin America, London, Macmillan, 1986, σ. 142· Brown, ό.π., σσ. 185-186· Zaharopoulos, στο Clogg και Yannopoulos (εκδ.) ό.π., σ. 21· Veremis, στο Featherstone και Katsoudas (εκδ.), ό.π., σ. 219. 24
Ν. P. Mouzelis, Modern Greece: Facets of Underdevelopment, London, Macmillan, 1978, σσ. · 122-126 Θ. Κ. Κατσανέβας, Εργατικά Συνδικάτα στην Ελλάδα, Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), 1984, σσ. 88, 99, 124-125· Kapetanyannis, στο Featherstone και Katsoudas (εκδ.), ό.π., σ. 164· Kourvetaris, ό.π., σ. 151.
25
C. P. Danopoulos, Warriors and Politicians in Modern Greece, Chapel Hill, NC, Documentary Publications, 1984, σσ. 54, 137· T. Veremis, «Greece», στο C. Clapham και G. Philip (εκδ.), The Political Dilemmas of Military Regimes, London, Croom Helm, 1985, σ. 32. 26
Couloumbis, ό.π., σσ. 48-51· Iatrides, «American attitudes towards the political system of post-war Greece», στο Couloumbis και Iatrides (εκδ.), ό.π., σσ. 49-73. 27
Danopoulos, ό.π., σσ. 67, 73-74· J. Pesmazoglou, «The Greek economy since 1967», στο Clogg και Yannopoulos (εκδ.), ό.π., σ. 78· Δ. Κατσιμάγκλης, Η Ιστορία τον Αστυνομικού Θεσμού στην Αθήνα, 1981, σσ. 167, 169· Mouzelis, Modern Greece, σσ. 112-113· C. M. Woodhouse, The Rise and Fall of the Greek Colonels, London, Granada, 1985, σ. 9 (βλ. και ελληνική έκδοση, Ελληνική Ευρωεκδοτική)· Pantelakis, ό.π., σ. 189. 28
Solaro, ό.π., σ. 219.
29
Danopoulos, ό.π., σσ. 109-110.
30
Το ίδιο, σσ. 133-138.
31
Van Koufoudakis, «Greek foreign policy, 1945-1985», στο Featherstone και Katsoudas (εκδ.), ό.π., σσ. 235-236· S. Verney, «Τα πολιτικά κόμματα και η ένταξη στην ΕΟΚ, 1974-1979. Ένα ξένο μάτι», Σύγχρονα Θέματα, Μάιος 1989, αρ. 38, σσ. 61-66. 32
·
Alivizatos, Institutions, σσ. 552-556· Pantelis, ό.π., σσ. 221-222 Αλιβιζάτος, «Το νομικό καθεστώς των σωμάτων ασφαλείας», Νομικό Βήμα, 1983, αρ. 31, σσ. 628, 630. 33
T. A. Couloumbis και P. Yannas, «The stability quotient in Greece's post-1974 democratic institutions», Journal of Modern Greek Studies, October 1983, τόμ. 1, αρ. 2, σσ. 359-372· R. Inglehart, Culture Shift in Advanced Industrial Society, Princeton, NJ, Princeton University Press, 1990, σσ. 343, 348, 354-355. 34
Samatas, ό.π., σσ. 46,50-51.
35
Καραμπελιάς, ό.π., σσ. 120, 139, 143-144, 167, 266, 274, 277· Τσουκαλάς, Κράτος, Κοινωνία, Εργασία, σσ.. 89-90· Μ. Κατσανοπούλου, «Η τρύπια ασφάλιση», Το Βήμα, 8 Οκτ. 1989, σ. 32.
36
Καραμπελιάς, ό.π., σ. 225· Το Βήμα, 2 Ιουν. 1991, σ. Α37. Δεν παρατήρησα ενδείξεις διακρίσεων, στη χορήγηση των συντάξεων, ανάμεσα σ' εκείνους που ανήκαν στο ΕΑΜ και εκείνους άλλων οργανώσεων. 37
Katsoudas, στο Featherstone και Katsoudas (εκδ.), ό.π., σσ. 67-76· V. Kapetanyannis, «The Communists», στο ίδιο, σ. 157· Ν. Mouzelis, «Continuities in Greek politics», στο ίδιο, σ. 281· Ελευθεροτυπία, 11 Μάρτ. 1986, σσ. 12-13. Digitized by 10uk1s
38
Η Καθημερινή, 30 Αυγ. 1989, σ. 3 και 1 Σεπτ. 1989, σ. 3· Το Βήμα, 6 Αυγ. 1989, σ. 6· The Athenian, Οκτ. 1989, σ. 7. 39
Το Βήμα, 11 Δεκ. 1988, σ. 10· Γρ. Φαράκος, στο ίδιο, 17 Δεκ. 1989, σσ. 10-11· Ν. Μουζέλης, «Τι σημαίνει σήμερα Αριστερά», ίδιο, 29 Απριλ. 1990, σ. 42· Inglehart, Culture Shift, σ. 379· Κ. Featherstone, «The "party-state" in Greece and the fall of Papandreou», West European Politics, Jan. 1990, τόμ. 13, αρ. 1, σσ. 101-115· G. Pridham και S. Verney, «The coalition of 1989-1990 in Greece», το ίδιο, Οκτ. 1991, τόμ. 14, αρ. 4, σ. 51. 40
Δ. Νικολακόπουλου, «Η κλαδική των... Κλουζό», Το Βήμα, 22 Δεκ. 1991, σ. Α12· Ν. Μαράκη, «Το βάθος του ουρανού δεν ήταν κόκκινο...», το ίδιο, 29 Δεκ. 1991, σ. Α7. 41
Γ. Μαύρος, στην Ελευθεροτυπία, 26 Ιαν. 1986, σ. 9· Το Βήμα, 6 Αυγ. 1989, σ. 6· το ίδιο, 27 Αυγ. 1989, σ. 27· Aschenbrenner στο Baerentzen κ.ά. (εκδ.), Studies, σσ. 124-125 (βλ. και ελληνική έκδοση, Ολκός).
Digitized by 10uk1s