ΛΟΥΤΣΙΟ ΚΟΛΕΤΙ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΔΥΣΣΕΑΣ»»
Τίτλος
πρωτοτύπου
Ideologia e società
Μετάφραση
Μυρσ...
75 downloads
266 Views
14MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΛΟΥΤΣΙΟ ΚΟΛΕΤΙ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΔΥΣΣΕΑΣ»»
Τίτλος
πρωτοτύπου
Ideologia e società
Μετάφραση
Μυρσίνη Ζορμπά Βασίλης Πασσας
"Εξώφυλλο
Χά,ρης Παπατραγίάννης
Στοιχεύοθεσία
^Ολοκλήρωση τυπογραφικής
-
εκτύπωση
εργασίας
Copyright
^Εκδόσεις
ΆφοΙ Χωριανόπουλοι O.E. Σαπφούς 6,, "Αθήνα Τηλ. 32.47.085
Μάρτης 1975 «Ό'δυσσέας»
((* Οδυσσέας))
'Αναστασίου Γενναδίου 58-60 Τηλ. 64^8^376
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Ό Μπερνστάιν καΐ δ ·μαρξισμός της Δεύτερης Διεθνούς
7
1. Ή «πολιτική διαθήκη» του "Ενγκελς, σ. 7. - 2. Τα θέματα της κριτικής του Μπερνστάιν, σ. 11. - 3. Ή «θεοορία της κατάρευσης», σ. 17. - 4. Ή «Μεγάλη "Τφεση», σ. 22. - 5. Τελεολογία και αΐτιότητα, α. 30. - 6. Πραγματικές και άξιο/ιογικές κρίσεις, σ. 44. - 7. Ή θεωρία της εργασιακής άξιας, σ. 50. - 8. Θεωρία τής άξιας και φετιχισμός, σ. 58. - 9. 'Ισοδυναμία καΐ υπεραξία, σ. 73. - 10. Τό «κοινωνικό κεφάλαιο», σ. 79. - 11. Σύνταγμα καΐ καπιταλισμός, σ. 87.
Ό μαρξισριός σαν κοινωνιολογία
97
1. Τό άντικείμενο του «Κεφαλαίου», σ. 97. - 2. Ενότητα οΐκονομίας καΐ κοινωνιολογίας, σ. 107. - 3. «Δαρβίνος και Χέγκελ», σ. 117. - 4. Ό Μαξ Βέμπερ καΐ μερικές άπ,ό^ρεις τής σύγχρονης άστικής κοινωνιολογίας, σ. 135.
Κράτος δικαίου και λαϊκή κυριαρχία
159
Μαρξισμός: έπιστήμη η επανάσταση;
187
Τό «Κράτος και Επανάσταση» του Λένιν
197
Για το σταλινισμό
207
ο ΜΠΕΡΝΣΤΑ Ι'Ν ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ
Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ
1. Ή «πολιτική διαθήκη» τοϋ "Ενγκελς Στην εισαγωγή στην πρώτη άνατύτϋωση του «Ταξικοί αγώνες στή Γαλλία»y γραιρυμένη το Μάρτη του 1895,, λίγους μήνες πρίν πεθάνεί, ό 'Ένγκελς ση:μ.ειώνεχ δτι το κύριο λάθος πού διέπραξαν δ Μαρξ κι αύτος την εποχή της έπανάστασης του '48 ήταν δτι Ικριναν τήν εύρωπαϊκή κατάσταση τότε ώρι'μη για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμ.ό : «Ή ιστορ'ία ε'δωσε &δικο σέ :μάς καΙ σέ κείνους πού σκέφτονταν με τρόπο ανάλογο. "Εδειξε κα·θαρά δτι ή κατάσταση της οικονομικής εξέλιξης στήν ήπειρωτική Ευρώπη δέν ήταν τότε καθόλου ώριμη για τήν κατάργηση της καπιταλιστικής παραγωγής' το εδειξε μέ τήν οικονομική επανάσταση πού μετά το 1848 επεκτάθηκε σέ δλη τήν ήπειρο καΐ [...] έκανε τη Γερμανία, αληθινά^ μια πρώτης τάξης βιομηχανική χώρα»\ Σ' αυτή τη λαθεμένη κρίση για τδ πραγματικό επίπεδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης τδ 1848,, ειχε συντείνει κατεξοχήν, συ-μφ·ωνα μέ τδν "Ενγκελς,, και ή λαθεμένη π Ο' λ ι τ ι κ ή αντίληψη πού αύτδς καΙ δ Μαρξ είχαν τότε συναγάγει άπδ τήν προηγούμενη ιστορική επαναστατική,, γαλλική κυρίως, εμπειρία: δηλαδή,. ή ιδέα της έπανάστασης σαν πράξης μιας «μειοφηφ'ίας/>. «'Ηταν φυσικδ ^αι αναπόφευκτο δτι οι άντιλήψεις ιμας για τή φύση καΙ τήν ανάπτυξη της "κοινωνικής"' έπανάστασης πού ειχε κηρυχτεί στδ Παρίσι τδ Φλεβάρη του 1848, της έπανάστασης του προλεταριάτου,, ήταν ζωηρά χρωματισμένες άπδ τις αναμνήσεις των προτύπων τοϋ 1789 - 1830». Αλλά, άφου «δλες οί προηγού1. Ή εισαγωγή του "Ενγκελς στήν πρώτη ανατύπωση τοΐ5 «Ταξικοί αγώνες στή Γαλλία» του Μαρξ εχει ημερομηνία 6 Μαρτίου 1895. (ελλ. μετ. εκδ. 'Αναγνωστόπουλος, «Διαλεχτά εργα», 'Αθήνα 1964, σ. 131 - 2. Τα δύο επόμενα αποσπάσματα πού παραθέτονται σ' αυτό τό κεφάλαιο βρίσκονται αντίστοιχα στίς σ. 144 - 5 και σ. 136. 'Όλες οι επόμενες αναφορές σ' αυτό τό εργο θα γίνονται σέ σελίδες της ελληνικής έκδοσης).
μενες έπαναστάσεις όδήγησαν στήν άντίκατάσταση της κυριαρχίας μιας τάιξης \ιί κείνη μιας άλλης» καΐ «ώς τώρα δλες οΐ κυρίαρχες τάξεις ήταν μόνο' μικρές μειοψηφίες ώς ττρός τήν κυριαρχούμενη μάζα του λαου»,, «ή κο:νή μορφή βλω-ν αυτών των επαναστάσεων βρισκόταν στο γεγονός δτι ήταν δλες επαναστάσεις μειοψηφίας»: «κι δταν άκόμα ή πλειοψηφία έπαιρνε ενεργά μέρος σ' αύτές^ τό εκανε μόνΟ',, συνειδητά ή δχι,, στήν υπηρεσία μιας μειοψηφίας' αυτό τό γεγονός δμως,. ή εστω τό γεγονός της παθητικής στάσης ή της ελλειψης άντίστασης της πλειοψηφίας,, εμφάνιζε τή μειοψηφία σαν αντιπροσωπευτική δλου του λαου». Τώρα, και σ' αυτή έπίσης τήν καταχρηστική επέκταση του χαραχτή'ρα των προηγουμένων επαναστάσεων «'στους αγώνες του προλεταριάτου για τή χειραφ-έτηση του»,, ή ιστορία είχε αντιτείνει μια σκληρή 'διάψευση. Ή ιστορία «αποκάλυψε»,, γράφει δ 'Ένγκελς, «δτι ή αντίληψη μας τότε ήταν μια αυταπάτη». «Ή ιστορία πήγε άκόμα μακρύτερα·: δέν γκρέμισε μονάχα τό λάθος μας έκβίνης της ιέποχής,, άλλα άνέτρεψε ριζχκά τΙς συνθήκες στις όποιες τό προλεταριάτο πρεπει νά άγωνιστεϊ. Ή μέθο-δος πάλης του 1848 ©ι να ι ·σήιμερα· άπ' δλες τις άπόψε·ις παλιωμένη,, κι αυτό είναι ενα. σημείο πού με τήν ευκαιρία αυτή άξίζεχ να εξεταστεί άπό π ιό κοντά». Τ'ό συμπέρασμα του "Ενγκελς, πού προκύπτει άπ' αυτή τήν έξέταση είναι δτι,, υπολογίζοντας τούς μεγάλους μόνιμους στρατούς (πέρα, φυσικά, άπό τόν ίδιο τό χαρα·κτήρα του σοσιαλιστικού μετα-σχη-ματισμου) „ «ή εποχή τών αιφνιδιασμών, τών επαναστάσεων πού γίνονταν άπό μικρές μειοψηφίες επικεφαλής μή συνειδητών μαζών», πέρασε άνεπιστρεπτί. «Έκεϊ δπου πρόκειται για τόν πλήρη μετασχηματισμό τών κοινωνικών όργανώσεων,. έκει πρέπει νά συμμετέχουν οι ίδιες οΕ μάζες' εκεί, οι ίδιες οί μάζες πρ-έπει πια νά έχουν καταλάβει για τί πρόκειται, για ποιό πράγμα δίνουν τό αίμα τους και τή ζωή τους. Αυτό μας δίδαξε ή Ιστορία τών τελευταίων πενήντα χρόνων. Άλλα για να καταλάβουν οι μάζες τί πρέπει νά γίνει eimi άναγκαία μια μακρόχρονη και υπομονετική εργασία, κι αύτη είναι πού κάνουμε τώρα, καΐ μέ τόση επιτυχία πού φέρνει τόν άντίπαλο σέ άπελπισία». Ή άναγκαιότητα αυτής της μακριάς καΐ ύπομονετικής ερ-
8
γασίας — π ο υ είναι «ή αργή εργασία προπαγάνδας %α1 κοινοβουλευτικής δραστηρ'ΐότητας»— αναγνωρίστηκε «σάν τό άμεσο καθήκον του'κο[]ΐματος»,, δχι μόνο στή Γερμανία,: αλλά και στή Γαλλία καΐ στίς άλλες «νεολατινικές χώρες», στις όποιες ιέπίσης «γίνεται δλο καΐ περισσότερο αντιληπτό δτι ή παλιά τακτική πρέπει να 'επανεξεταστεί». "Οπωσδήποτε, «δ,τι κι αν συμβεί στΙς άλλες χώρες»,, αυτός είναι ό δρό'μος στόν οποίο πρέπει να συνεχίσει να προχωρεί ή γερμανική σοσιαλδημοκρατία, σάν πρωτοπορία τοϋ δ'ΐεθνους κινήματος. Τά δι;6 εκατομμύρια ψηφοφόροι που στέλνει στις κάλΊτες, μαζί μέ τους νέους, μη εκλογείς, ττού τήν ακολουθούν, σχη,ματίζουν την πιο πολυάριθμη, πιο στέρεα μάζα, τήν αποφασιστική «ΐομάδαι εφόδου» τοΰ διεθνούς προλεταριακού στρατού. Αυτή ή μάζα προσφέρει τώρα πιά περισσότερο από τό ενα τέταρτο των ψήφων^ και βρίσκεται σέ συνεχή αύξηση, δπως δείχνουν οί συμπληρωιματικές εκλογές γιά τό Ράιχσταγκ, οί εκλογές για τις βουλές των ξεχωριστών Κρατών, οί δημοτικές και κοινοτικές εκλογές. Ή αύξηση της συντελείται αυθόρμητα, σταθερά, αναπόφευκτα και ταυτόχρονα ήσυχα, σάν φυσική διαδικασία. 'Όλες οί απόπειρες της κυβέρνησης να τήν εμποδίσουν στάθηκαν χωρίς αποτέλεσμα. 'Ήδη σήμερα μπορούμε νά υπολογίζουμε σέ δύο κι ένα τέταρτο έκατομμύρια εκλογείς. Προχωρώντας· μ' αύτό τό βήμα, κατά τό τέλος τοϋ αιώνα θά έχουμε κατακτήσει τό μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων στρωμάτων της κοινωνίας μας, τών μικροαστών και τών uiKpo - αγροτών και θά έχουμε γίνει στή χώρα ή αποφασιστική δύναμη, στήν όποία δλες οί άλλες θά πρέπει νά υποκλίνονται, τό θέλουν δέν τό θέλουν. Νά διατηρήσουμε συνεχή τό ρυθμό αυτής τής αύξησης, ώσπου νά νικήσει από μόνη της τό κυρίαρχο κυβερνητικό σύστημα ( . . . ) / OCUTÔ είναι τό βασικό μας καθήκον.
Ά π ' αυτή τή γεμάτη ·έ'μπιστοσύνη οπτική,, ως πρός τήν κατΕύθυνση πρός τήν οποία, έξελίσσονται τα πράγματα καΐ τήν ταχ*τητα 'μέ τήν οποία μπορεί νά προσεγγιστεί δ στόχος (πού μπορΛ νά επιτευχθεί,, άν δ ρυθμός θέν διακοπεί από λάθη, ήδη «κατά τό τέλος του αιώνα», δηλαδή χρειάζονταν μόλις πέντε χρόνια) ,, ο 'Έιγκελς παίρνει άφορμή γιά νά προβάλει και νά τονίσει αυτό πού είνα: τό κεντρικό θ'έμα τοΰ' γραφτού του: δηλαδή,, τήν άναγκαιατητα και επικαιρότητα τής «στροφής» πού εχει ήδη ολοκληρώσω ή σοσιαλδημοχρατία στή Γερμανία καΐ πού άρχισε έπίσης
9
στίς άλλες χώρες. Ή «αναθεώρηση» της παλιας τακτικής έπιβάλλεταί γχατί σήμερα «ύπαρχε ι ε να μόνο' μέσο·,, -με το οποίο θά μπορούσε να παγιδευτεί προς. στιγμή καΐ μάλιστα να οπισθοδρο-μήσει για ενα ορισμένο διάστημα αυτή ή συνεχής αύξηση των μαχητικών δυνάμεων του σοσιαλισμού στή Γερμανία: ·— μία σύγκρουση ok μεγάλη κλίμακα ·μέ τδ στρατό,, μία· αφαίμαξη σαν εκείνη του 1871 στο Παρίσι», πού αν καΐ ιμέ τον καιρό θα ξεπερνιόταν, δέν θα μπορούσε δμως παρά να «φρενάρει» την «κανονική εξέλιξη». Ή νέα τακτική,, δμως,, πού μόνη μπορεί να ευνοήσει και να βοηθήσει αυτή την προοδευτική και άναπότρεπτη έξέλιξη προς το σοσιαλισμό στον όποιο ωθεί ή Γδια ή καπιταλιστική ανάπτυξη, στον κολοφώνα τώρα πια της ώριμότητάς της,, είναι ή τακτική της «έξυπνης χρησιμοποίησης» του καθολικού εκλογικού δικαιώματος; πού έμαθαν να κάνουν ο'ΐ γερμανοΊ εργάτες, καΙ στήν οποία οφείλεται ή εκπληκτική ανάπτυξη του κόμματος, πού αποδείχνεται από τις εκλογικές δ·ιαπιστο)σεις, πού παραθέτει δ "Ενγκελς: Χάρη στήν εξυπνάδα με την όποία οί γερμανοί εργάτες ήξεραν νά χρησιμοποιήσουν το καθολικά εκλογικό δικαίομα(. . . ) , ή εκπληκτική ανάπτυξη τοΟ κόμματος διακηρύχθηκε ανοιχτά σε ολόκληρο τον κόσμο μέ αναμφισβήτητους αριθμούς. 1 8 7 1 : 102.000· 1 8 7 4 : 3 5 2 . 0 0 0 · 1 8 7 7 : 4 9 3 . 0 0 0 σοσιαλδημοικρατικοί ψήφοι. Στη συνέχεια ήρθε η αναγνώριση αυτών τών προόδων από τις αρχές μέ τή μορφή του νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές· τό κόμμα προς στιγμή διαλύθηκε, ό α ριθμός τών ψήφων πέφτει τό 1881 στους 312.000'. Ά λ λ α αυτό ξεπεράστηκε γρήγορα και ( . . . ) τώρα άρχισε πραγματικά ή γρήγορ· επέκταση του κινήματος. 1 8 8 4 : 5 5 0 . 0 0 0 · 1 8 8 7 : 7 6 3 . 0 0 0 · 189ûi: 1 . 4 2 7 . 0 0 0 ψήφοι. Τότε παράλυσε τό χέρι τοΰ Κράτους. Ό νόμβς ένάντια στους σοσιαλιστές καταργήθηκε* ό αριθμός τών σοσιαλιστικών ψήφων ανέβηκε στους 1 . 8 7 8 . 0 0 0 , περισσότερο από ενα τέταρτο τίον συνολικών ψήφων. Ή κυβέρνηση και οί κυρίαρχες τάξεις εΪχαν έξίχντλήσει δλα τους τά μέσα, ανώφελα, άσκοπα, χωρίς επιτυχία ( . . . ) . Τό Κράτος εΪχε φτάσει στό τέλος της κυριαρχίας του· οί εργάτες ήταν στήν αρχή της δίκης τους.
Μ' αυτή τή χρησιμοποίηση τοΰ δικαιώματος ψήφου οι γερμανοΊ εργάτες δεν οικοδόμησαν μονο «το πιο δυνατό, πιο πειθαρχημένο,. πιο γρήγορο στήν ανάπτυξη του κόμμα»' έδωσαν Ιίιίσης
10
«στους συντρόφ'ους τους δλων των χωρών» ενα άπο τα πιο αποτελεσματικά δπλα, δείχνοντας πώς μπο,ρεί να χρησιμεύσει αυτό το καθολικό εκλογικό δικαίωμα πού «σύμφωνα μέ τα λόγια του γαλλικού· μαρξιστικού προγράμματος, [...] μετασχηματίστηκε άπ' αυτούς από δργανο άπατης, πού ήταν ως το)ρα,, σε οργανο χειραφέτησης». Κι ακριβώς «αύτη ή αποτελεσματική χρησιμοποίηση του καθολικού εκλογικού δικαιώματος» είναι «ή νέα αγωνιστική μέθοδος», πού τό προλεταριάτο υιοθέτησε ήδη,, κι άπό τήν όποια θα πρέπει να προσπαθήσεΊ νά έξυπη'ρετη'θίεΤ και στό μέλλον. Άφού^ δπως πάει να άποδειχτει,, «ή αστική τάξη και ή κυβέρνη^ση» φοβούνται το>ρα πια «πολύ περισσότερο τή νόμιμη δράση του εργατικού κόμματος άπό τήν παράνομη, περισσότερο τις εκλογικές νίκες άπ' ο,τι τήν εξέγερση». « Ή ειρωνεία της ιστορίας — συμπεραίνει ό "Ενγκελς — άναποδογυρίζει κάθε τι. ΈμεΤς, οί "έπανα·στάτες", οι "ανατρεπτικοί'^, προκόβουμε πολύ καλύτερα μέ τα νόμιμα μέσα απ' δ,τι μέ τα παράνομα^ καΙ τήν άνατροπή'.. Τα κόμματα της τάξης,, δπως αύτοαποχαλουνται,, βρίσκουν τήν καταστροφή τους στή νόμιμη τάξη πού αύτά τα ϊδια δημιούργησαν. Φωνάζουν Απελπισμένα μέ τόν Όντιόν Μπαρό: ή νομιμότητα είναι δ θάνατος μας* ένω έμεις σ' αυτή τή νομιμότητα άποχταμε γερούς μυς κιι ρόδινα μάγουλα κα! προ^κόβουμε εύχαρίστημένοι».,
2. Τά θέματα της κριτικής τον Μυιερνστάιν Λυτό τό γραφτό του "Ενγκελς,, πού ό επικείμενος θάνατος το εκανε «πολιτική διαθήκη» του,, ειναχ του 1895. "Ενα χρόνο μετά, δ Μπει^νστάιν αρχίζει νά δημοσιεύει στή Neue Zeit μια σειρά άρθρων jil τόν τίτλο «Προβλήματα του σθ'σιαλισ[ΐοϋ» πού διακόπηκε και ξανιίίρχισε περισσότερες άπό μία φορές ανάμεσα στό '96 και το '98 έίαιτίας διαφόρων άντιδράσεων πολεμικής, και τελικά τροποποιήθηιε και διευρύνθηκε άπό τό συγγραφέα,, τό Μάρτη του 1899^ στό κΟΈ προϋποθέσεις του σοσιαλισμού καΊ τά καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας»^. Ό τρόπος,, μέ τον οποίο διατυπώνει τΙς θέ2. Ε. Μπ8ΐ?νστάιν, Die Voraussetzungen
des Sozialismus
und die
11
σε:ς του, ανάγεται άμεσα στά ζητήματα, πού είχε Οίξεχ δ 'Ένγκελς στο γροίφτό του: στη λαθεμένη χρίση στην οποία αύτος χαί 6 Μαρξ είχαν περίπεσε: δταν αξιολόγησαν τη διάρκεια της κο'ΐνωνικης καΐ πολιτικής εξέλιξης' τη λαθεμένη άντίληψη της, .έπανάστασης σαν «επανάστασης μιας μειοψηφίας»' την αναγκαιότητα της «αναθεώρησης» της «παλιας τακτικής» της εξέγερσης, ευνοώντας τη νέα ταχτική,, υιοθετημένη ήδη άπο τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία και βασισμένη στη χρησιμοποίηση του δικαιώματος ψήφου. Ό 'Ένγκελς είχε μιλήσει για μια αναθεώρηση της «τακτικής»' ό Μπερνστάιν αντιτείνει δτι αύτη ή άναθεώρηοη της τακτικής δέν μπορεί να μη συνεπάγεται και την αναθεώρηση της στρατηγικής»,, δηλαδή των Γδιων των προϋποθέσεων του θεωρητικού μαρξισμού. Τα λάθη, λοιπόν,: πού καταγγέλλει δ "Ενγκελς δέν Iχουν τυχαία προέλευση, άλλα προέρχονται άπο ουσιαστικά σημεία της βεωρίας' κι άν αύτη ή τελευταία δέν έπανεξετασθεί, θα είναι αδύνατο νά άπελευθερωθεϊ άπ' αυτά. Ό Μπερνστάιν δέν διαφωνεί, συνεπώς, μέ τη νέα τακτική. Ή πολιτική πρακτική τοί κινήματος είναι σωστή. Μόνο πού, για νά προχωρήσουμε y λέει, σωστά καΐ χωρίς άντιφάσεις στην πορεία πού ύποδείχνεται àto τη νέα τακτική, πρέπει νά άπαλλαγούμε άπο την ούτοπιστική χα! έξεγερσιακή φ-ρασεολογία πού τροφοδοτείται άπο την παλιά θεωρία. «Τό γερμανικό κόμμα, πραγματικά, Ικανέ πολύ συχνί, ή μάλλον πάντοτε, πραχτική του τον οπορτουνισμό». Παρόλα αυτά, ή μάλλον άκριβώς γι' αύτό «ή πολιτική του, σέ κάθ-ε περίπτωση, υπήρξε πάντοτε άρκετά πιο σωστή άπο τη φρασεολογία. Δέ θέλω, συνεπώς, καθόλου να μεταβάλω την πραγματική τυλιτική του κόμματος [..,]' αύτδ στο οποίο τείνω, και στό δποίο... dkv θεωρητικός πρέπ·ει νά τείνω, είναι νά άποκαταστήσω την ενότητα Aufsahen
der Sozialdemokratie,
Στουτγάρδη 1899. Ol καλύτερες α-
παντήσεις στό βιβλίο του Μπερνστάιν ήταν έκεΐνες του Κάο/τσκι^
stem und das sozialdemokratische
Programm,
Bern-
Στουτγά^η 1899, καΐ
της P . Λούξεμπουογκ, «Κοινοονική μεταρύθμιση ή έπανάστκση», Λειψία 1899 (έλλ. μετ. έκό. Διεθνής Βιβλιοθήκη). Επίσης τα α(^ρα του Πλεχάνοφ σέ πολεμική μέ τα «Προβλήματα του σοσιαλισμού! και σέ ανταπάντηση στον Κόνραντ Σμιτ πού προσέτρεξε σέ ιΐϊοστήριξη τοί3 Μπερνστάιν.
12
θεωρίας καΐ πραγματικότητας,, λόγων καΐ δpάσης»^ Αυτή ή διακήρυξη βρίσκεται σ' ενα γράμμα στο Μπέμπελ τον Όκτώβρη του '9β. Τό Φεβρουάριο του "99,, δ Μπερνστάιν γράφει στο Βίκτωρα "Αντλερ μ' αυτούς τους δρους: «Ή θεωρία»,, δηλαδή δ μαρξισμός, «δεν είναι για μένα ρεαλιστική σέ ικανοποιητικό βαθμό καΐ εχει μείνει, άς πούμε,, πίσω από τήν πρακτική ανάπτυξη του κινήματος. Μπορεί, ισως,, να ται·ριάζει ακόμα στή Ρωσία [...],, αλλά, για τή Γερμανία,, με τήν παλιά της, μορφή',, είναι ξεπερασμένη»"^. 'Ανάμεσα στις θεωρητικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού, έπο'μένως,, καΙ τήν πρακτική της σοσιαλδημοκρατίας (από δώ κι δ τίτλος του βιβλίου) υπάρχει αντίφαση. Τό καθήκον πού έπιβάλλεται είναι να έπανεξετάσου^με τή θεωρία, τώρα πια ουτοπιστική και παλιωμένη, για να τή συγχρονίσουμε με τήν πολιτική πρακτική του κό'μματος. Πρ'όθεση του βιβλίου,, με λίγα λόγια,, είναι νά άρνηθεί ότι υπάρχει αναγκαία σχέση άνάμεσα στό μαρξισμ,ό και τό εργατικό κίνη'μα. Ό σοσιαλισμός πρεπει να μπορέσει να άπαλλαγεί άπό τα εμπόδια της παλιας θεωρίας. «Τό ελάττωμα, του μαρξισμού βρίσκεται στήν υπερβολή της αφαίρεσης» κα: στή «θεωρητική φρασεολογία» πού αυτή συνεπάγετα-ι. «Μήν ξεχνάς — γράφει στό Μπέμπελ— δτι τό «Κεφάλαιο» με δλη του τήν έπιστημονικότητα ήταν,, σέ τελευταία ανάλυση,, ενα γραφτό πολιτιτικοΰ προσανατολισμού πού παρεμεινε ατέλειωτο,, — ατέλειωτο, κατά τή γνώ·μη μου y ακρ ιβώς γιατί ή σύγκρουση έπιστη:μονικότητας και πολιτικού προσανατολισμού εκανε τό καθήκον του Μαρξ δλοένα π ιό δύσκολο·., Ά π ' αυτή τήν άποψη,, ή μοίρα· αύτου του μεγάλου Ιργου •— συμπεραίνει— είναι σχεδόν συμβολική καί,, σέ κάθε περίπτωση, είναι μια προειδοποίηση»^. Τα λάθη πού κατάγγειλε δ 'Ένγκελς δέν προέρχονται, συνεπώς,, από τυχα,ιες αιτίες,, άλλα από τήν ιδια τή θεωρία. Τό λάθος για τΙς φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης προέρχεται άπό τό διαλεκτικό άπριορισμδ χεγκελιανού τύπου·,, άπό τή μοιρολα3. "Αντλερ, Brietwechsel
mit August Bebel und Karl
Kautsky,
1954, σ. 259. To γράμμα του Μπερνστάιν στό Μπέμπελ είναι της 20 κτίοβρίου 1898. 4. "Αντλερ, εργο προηγ., σ. 289. 5. "Εργο προηγ., σ. 261.
ί3
τρία καΐ τό ντετ·ερ.μινισ'μ6 της ύλιστικης αντίληψης της Ιστορίας: είναί,, ·|χέ λίγα λόγια, τό λάθους της «θ'εωρ'ίας της 7wατάpευσης» (Zusammenbruchst;heorie) „ δηλαδή της διαρκούς αναμονής της ιέπ:κείμ.&νης καΐ αναπόφιευχτης «καταστροφής», στην οποία σύμφωνα μέ τό μαρξισμό είναι καταδικασμένο από την Ι'δια τΟ'Ό τή φυση^ τό καπιταλιστικό σύστημα,., Τό λάθος του σαράντα οκτώ, της άντίληψης της ανόδου στην εξουσία .μέ τή μορφή της «έπανάστασης» ή μιας «πολιτικής καταστροφής» καί,, συνεπώς, της ανατροπής το-ΰ Κράτους,, προέρχεται ομοίως από τον άπριοριστικό και προσανατολιστικό χαρα'κτήρα πού εχει συχνά δ προβληματισμός του Μαρξ —- προβληματισμός πού σ' αυτή τήν περίπτωση, λέει δ Μπερνστάιν, είναι εξολοκλήρου δανεισμένος από τό μπλανκισμό· Μέ λίγα λόγια,, δ άπριορχσμός πού πηγάζει από τήν δπτική τής ιστορικής προόδου σαν διαλεκτικής αντίθεσης,, τό πνεύμα προσανατολισμού ή,, δπως θα λέγαμε σήμερα, «'ιδεολογικής» πρόθεσης,, οδήγησαν τό Μαρξ να εκβιάσει τα αποτελέσματα τής ο·ίκονοιμικής ανάλυσης. ^Από δώ κι ή θεωρία του τής πόλωσης τής κοινωνίας σέ δύο ακραίες τάξ·εις' από δώ ή αντίληψη τής αύξουσας εξαθλίωσης και τής προλεταριοποίησης τών μεσαίων στρωμάτων' από ·δώ, τέλος ή αντίληψη τής όξυνσης τών θίκ0'ν0'μικώ·ν κρίσεων και τής αύξησης,, κατά συνέπεια, τής επαναστατικής έντασης.. Ή απόδειξη του άπριοριστικου χαρακτήρα δλων αυτών τών θέσεων βρίσκεται στό γεγο-νός, λέει ό Μπε·ρνστάιν, δτι διαψεύστηκαν από τήν ιστορική πορεία,. Τα τυράγματα δέν προχώρησαν μέ τόν τρόπο πού πρόβλεπε και προοιώνιζε δ Μάρξ. Δέν είχαμε συγκεντροποίηση τής παραγωγής καί εξάλειψη τής μικρής επιχείρησης από τή μεγάλη: γιατί, ενώ στό εμπόριο κα^ι τή βιομηχανία αυτή ή συγχεντροποίηση επαληθεύτηκε ως τώρα μέ εξαιρετική βραδύτητα, στη γεωργία ή εξάλειψη τής -μικρής επιχείρησης δχι μόνο ·δέν εγινε,, άλλα δημ.ιουργήθηχε μάλιστα τό αντίθετο φαινόμενο. Δέν είχαμε επιδείνωση' κα,Ι ένταση· τών κρίσεων: γιατί, ενώ αυτές έγιναν σπανιότερες καΐ λιγότερο οξείες, αυξήθηκαν αντίθετα — μέ τό σχηματισμό καρτέλ καΐ τραστ — τά δργανα αύτοδιόρθωσης πού μπορεί σήμερα να διαθέτει δ καπιταλισμός. Ουτε
14
εΓχαμε, τέλος,. πόλο)ση της χοίΫωνίας σε δύο άχραΐες τάξεις: εφόσον ή ελλιπής προλεταριοποίηση των μεσαίο^ν στρωμάτων κα·1 ή βελτίωση των συνθηκών ζωης των έργαζο'μένων τάξεο^ν μετρίασαν αντί νά οξύνουν την πάλη των τάξεων. «Ή όξυνση των %οινιχών σχέσεων,, λέει δ Μπερνστάιν,, δεν όλοχληρώθηχε με τον τρόπο που προδίέγραψ'ε δ Μαρξ στο «'Μανιφ'έστο». Να το χρύβουμε δεν είναι μόνο ανώφελο,, άλλα χι ανόητο. Τ) άριθμός, των ιδιοκτητών ·δέν 'μειώθηκε αλλά αυξήθηκε. Ή τεράστια αύξηση του κοινωνικού πλούτου δέ συνοδεύτηκε από τό σχηματισμό ενός δλο καΐ στενότερου κύκλου καπιταλιστών, άλλα από την άρίθμητικη αυξηση· καπιταλιστών κάθε βαθμού. Τα μεσαία στρώματα αλλάζουν χαρακτήρα,, άλλα χωρΊς να εξαφανίζονται άπό τήν^ κοινωνική κλίμακα».. Τέλος,, «άπό πολιτική άποψη,, σε δλες τΙς προοδευμένες χώρες —προσθέτει ό Μπερνστάιν^— βλέπου^με τα προνόμια της καπιταλιστικής άστικής τάξης να ύποχωρουν, σιγά σιγά,, απέναντι στους δη'μοκρατικούς 'θεσμούς. Κάτω άπό τήν έπιροή αυτών τών θεσμών και μπροστά στην δλο και πιό αποφασιστική ώθηση του εργατικού κινήματος, μπήκε σέ κίνηση ή άντίδραση της κοίνωνίας άπέ\αντι στίς έκμεταλλευτικές τάσεις του κεφαλαίου, πού άν και σήμερα είναι άκόμη αβέβαιη' και ασταθής,, ωστόσο χτυπάει δλο καΙ πιό εκτεταμένους τομείς της οικονομικής ζωής». Μέ συντομία,, ή «έργοστασια-κή νομοθεσία», ή «·δημοχρατικοποίη·ση τής κοινοτικής διοίκησης»,, τό καθολικό εκλογικό δικαίωμα τείνουν νά άδυνατίσουν τις ϊδιες τις βάσεις τής ταξικής πάλης,, ·— ενισχύοντας και επαληθεύοντας δτι,, δπου κυριαρχεί ή κοινοβουλευτική δημοκρατία, δεν είναι πιά δυνατό νά θεωρείται τό Κράτος σαν οργανο τής ταξικής κυριαρχίας. «"Οσο περισσότερο δημοχρατικοποιοΰνται οι πολιτικοί θεσμοί τών σύγχρονων εθνών, τόσο περισσότερο μειώνονται οι ευκαιρίες και οι αναγκαιότητες μεγάλων πολιτικών καταστροφών». Ή εργατική τάξη δεν πρέπ-ει, συνεπώς, να σκοπεύει νά Ιδιοποιηθεί τήν εξουσία μέ τήν επανάσταση, άλλα πρέπει νά μεταρυθμίσει τό Κράτος μετασχηματίζοντάς τΟ' δλο πιό δημοκρατικά. Συμπερασματικά: ανάμεσα στην πολιτική δημοκρατία και τήν καπιταλιστική εκμετάλλευση υπάρχει άντίφαση. Ή άνάπτυξη τής πρώτης, δηλαδή τής πολιτικής ισότητας, δεν μπο-
15
ρεΐ να μήν άποροφα m l άνασυνθέτει, προοδευτικά,, τΙς olxovoji·.κές ανισότητες καΐ μαζί μ αυτές τΙς Γδιες τΙς ταξικές διαφορές. Είναι φανερό δτι δ 'Ένγκελς,. στίς σκέψεις πού είχε έκθ'έσει δεν ήθελε να πει τίποτε άπ' δλα> αυτά. "Αλλωστε, δ Ιδιος δ Μπερνστάιν, δ οποίος βέβαια ύπογραμιμίζει τή σημασία της «πολιτικής διαθήκης» του,, αναγνωρίζει δτι δεν μπορούσε να περιμένει άκριβώς άπδ τον "Ενγκελς να αναλάβει «την απαραίτητη αναθεώρηση της θεωρίας». Κι οπωσδήποτε, την εποχή πού αρχίζει τή σειρά των άρθρων του στη Neue Zeit,, δ Μπερνστάιν χαίρει μεγάλης εκτίμησης στή γερμανική σοσιαλδημοκρατία,, οχι μόνο' γιατί διηύθυνε επί χρόνια: στή Ζυρίχη το δργανο· του κόμματος κατά τήν περίοδο των έκτακτων νόμων στή Γερμανία' δχι μόνο γιατί συνεργάστηκε με τον Κάουτσκι στψ προετοιμασία, του «Προγράμματος της Έρφούρτης»' αλλά, κυρίως, γιατί εζησε επί χρόνια στήν 'Αγγλία στο πλευρό του 'Ένγκελς,, σαν μαθητής καΙ φίλος. <<Άπο τό 1883· δ 'Ένγκελς θεωρούσε τό Μπερνστάιν καΐ μένα — θα θυμηθεί δ Κάουτσκι αργότερα — σαν τους πιο αφοσιωμένους εκπρόσωπους της μαρξιστικής θεωρίας.»^ Τον Αύγουστο του 1895,, μέ τό θάνατο του 'Ένγκελς,, άπο^καλύπτεται δτι δ προτιμώμενος ανάμεσα^ στους δύο ήταν ακριβώς .εκείνος, — δ Μπερνστάιν — στον οποίο ή διαθήκη εμπιστεύεται τό «συγγραφίκό κληροδότημα» του 'Ένγκελς καΐ τού' Μάρξ. Είναι φανερό δτι θα ήταν^ κενή επιχείρηση να θέλει κανείς να συναγάγει άπ' αύτά τα στοιχεία μια κοινότητα οπτικής ανάμεσα στόν 'Ένγκελς και τό Μπερνστάιν. Μολονότι, πραγματικά, δ Μπερνστάιν, ύπαινίχθη'κε μερίκές φορές δτι ή «εσωτερική πάλη» του καΐ «ή νέα δράση», πού ωρίμαζαν σ' αυτόν, δέν άποτ:ελοΰ·σαν μυστικό για τόν 'Ένγκελς, είναι αναμφίβολο, δπως λέει δ Κάουτσκι δτι «άν είχε υποψίες για τήν αλλαγή του,, δ 'Ένγχελς δεν θα του είχε βέβαια εμπιστευθεί ακριβώς τό συγγραφικό κληροδότημα»^. Κι οπωσδήποτε,, βγάζοντας από τή μέση αύτές, τις δευτερεύουσες απόψεις,, νομίζουμε οτι ή ίδια ή χωρίς διακοπή σχέση 6. «'Αλληλογραφία 'Ένγκελς-Κάουτσκι». 7. Γράμμα του Κάουτσκι στόν Β . "Αντλερ στίς 21 Μαρτίου 1899, στοΰ "Αντλερ, έργο προηγ.
16
τους φτάνε: γιά νά ύπΌγρ'αίμ.μισ'ει δύο^ ση|ΐαντικά γεγονότα: δηλαδή,, δχι 'μόνο δτι δ «ρεβιζιονισμος» γεννήθηκε m l νοϋ άνοχχτηκε Ό δρό'μος από τήν Ιδια την χαρδιά της Δεύτερης Διεθνούς, άλλα ΌΤΙ ή πολεμική του Μπερνστάιν είναι ά^κατανΌητη αν δέν παρατηρήσου>μ.ε τήν Ιδιαίτερη φυσιογνωμία α ύ τ ο ΰ του μαρξισμού,, άπ' δπου ξεπήιοησε,, καΐ ώς προ τον όποιο· παρέμεινε πάντα, άπ6 κάθε άποψη',, συμπληρωιματική.
3. Η «Θεωρία της κατάρενσης» Ό άξονας γύρω από τον όποΐο γυρίζει ολόκληρη ή συλλογιστική του Μπερνστάιν είναι ή xpmxij της «θεωρίας της κατάρευσης». Στο βιβλίο του, «Ό Μπερνστάιν καΐ τδ σοσιαλδημοκρατικό πρόγρα.μμα»,. που εμφανίστηκε μέσα στο ιδιο το 1899, ό Κάουτσκί τονίζει σούστα οτι «ο Μαρξ κι 6 'Ένγκελς δέν δημιούργησαν πστε μια ειδική "θεωρία της κατάρευσης"» και δτι «αύτος ό δρος ?χει τήν καταγωγή του στο Μπερνστάιν,, δπως ό δρος "θεωρία τής έξα0λίο>σης" προέρχεταχ από άντίπαλους του μαρξισμού». Άλλα, στήν ουσία,, αυτό πού ό Μπερνστάιν εννοεί ιμ"" αυτή τή θεωρία δέν είναι άλλο άπό τό Ι'διο τό περΊεχόμενΟ' της λαμπρής παραγράφου του «Κεφ·αλαίου·» για τήν «ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης». Ο'ΐ αναγκαστικοί νύμοι του συνάγωνισμοΰ,, λέει ό Μαρξ, καθορίζουν τήν προοδευτική άπαλλοτρ'ίωση των μικρότερων καπιταλιστών από τους μεγαλύτερους καί,, 'μ' αυτό, μια ολοένα· μεγαλύτερη «συγκέντριο^ση των κεφαλαίων». Αυτή ή πρ'όοδος, πού έπιταχύνεται περ'ίοδικά άπό τήν εμφάνιση οικονο^μικών χρίσεων^ ψέρνει στό φως τό δριο πού είναι αύ'μφυτο στό καπιταλιστικό καθεστώς: τήν αντίφαση άνάμεσα στόν κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής καΐ τήν ιδιωτική .μορφή της ιδιοποίησης. Άπό τή ;μιά ιμεριά, λέει. δ Μαρξ, «άναπτύσσονταιΐ σε ολοένα· αύξανόιμενη' κλίμακα ή συνεργατική μορψή της. εργασιακής διαδικασίας [...], ή μετατροπή των μέσων εργασίας σε μέσα εργασίας, πού μπορούν νά χρησιμοποΊηθουν μόνο συλλογικά, ή οικονομία δλων των μέσων παραγωγής
2
17
αέσω της χρησιμοποίησης το^υς σαν μέσων παραγωγής της συνδυασμένης,, κοινωνικής εργασίας»' άπο την αλλη,, ««μέ τη διαρκτ) μείωση του αριθμού· των κεφαλαιούχων,, πού εκμεταλλεύονται και μονοπωλούν δλα τα πλεονεκτήματα αύτης της διαδικασίας μετασχηματισμου·,, αύξάνει ή μάζα^ της φτώχειας,, της καταπίεσης,, της ύπο·δούλθ3σης,, του έκφυλισμου,, της εκμετάλλευσης,, άλλα αύξάνει Ιπίσης ή έπα,ναστατικότητα της εργατικής τάξης πού δλο καΐ περισσότερο μεγαλώνει και πειθαρχεΐτα',,, ενωμένη και δργανο^μένη άπο τον Γδιο το μηχανισμό της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας»» «Τ ό μ ο ν ο π ώ λ ι ο του κεφαλαίου — συμπεραίνει δ Μαρξ •— γ ί ν ε τ α ι δ ε σ μ ά γ ι ά τ ο ν τ ρ ό π ο π α, ρ α γ ω γ η ς πού άνθινσε μαζί ·μ' αύτό και κάτω απ' αύτό. Ή συγκέντρωση των παραγωγικών μέσων και ή κοινωνικοποίηση της εργασίας φτάνουν στδ σημείο νά μη μπορούν νά συμβιβαστούν με τό καπιταλιστικό τους περικάλυμμα. Κι αύτο κατακομματιάζεται. Σ η ιμ α ί ν ε ι ή τ ε λ ε υ τ α ί α , ώρα της κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ή ς α τ ο μ ι κ ή ς ι δ ι ο^ κ τ η σ ί α ς. Ο ι ά π α λ λ ο τ ρ ι ω^ τ έ ς α π α λ λ ο τ ρ. ι ώ ν ο· ντα Είναι γεγονός δτι ό Μπερνστάιν διαφωνεί μ' αύτη την περιγραφή της «ι-στορικης τάσης της καπιταλιστικής συσσώpcυσης.^ πού τή θεωρεί «βεωρησιακή προκαταβολή». Καί,, δχι τυχαία, ή κύρια, προσπάθίεια, δλου του βιβλίου του στρέφεται στό νά αρνηθεί η νά περιο'ρι'σει έντονα αύτήν πού σήμερα θεωρείται,, άκό'μη^ κι άπο τούς μη μαρξιστές οίκονο'μολόγους,, ή πιό έπαλη·θευμένη άπό τι:; προβλέψεις του Μάρξ: τήν πρόγνωση της καπιταλιστικής συγκεντροποίησης'. Σ' αύτη τήν περίπτωση εχει συνεπώς δίκιο ή Λού·· 8. Κ. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», (έλλ. μετ. Σκουριώτη, τόμος I , er. 836, 'Όλες οί έπόμενες αναφορές στό «Κεφάλαιο» θά γίνονται σέ σελίδες της έλλ. εκδ.). 9. "Ας θυμίσουμε έδω μόνο τήν κρίση ενός διάσημου αμερικανού οίκονομολόγου πού άπορίπτει πολλές απόψεις ττίς θεωρίας τοί) Μάρξ,
του Β. Λεόντιεφ στό American
Economic
Review Supplement,
Μάρ-
της 1938, ό όποιος παρατηρεί, άναφορικα με τή «λαμπρή μαρξική ανάλυση των μακροχρόνιων τάσεων του καπιταλιστικού ουστήματος», τά ακόλουθα; « Ό αληθινά εντυπωσιακός κατάλογος: αΰξουσα συγκεντροποίηση του πλούτου, ταχεία εξάλειψη των μικρών καΐ μεσαίων επιχειρήσεων, προοδευτικός περιορισμός του ανταγωνισμού, διαρ'ίίής τεχνολογική έξέλιξη συνοδευμένη από τήν ολοένα αυξανόμενη σημασία του σταθερού κε-
18
ξεμπουργκ và λέει δτι «το ζήτημα πού τέθηκε άπα τ4 Μπερνσυάιν δέν elva: ή ταχύτητα της ανάπτυξης,, αλλά ή πορεία της ϊδιας της εξέλιξης της καπιταλιστικής κοΊΥωνίας, και σχετικά μ' αυτήν τδ πέρασμα στή σοσιαλιστική τάξη», Ό Μπερνστάινν πραγματικά, «δέν ανασκευάζει μόνο· μιά ορισμένη μο'ρφή κατάρ£ΐ>σης του καπιταλισμού,, άλλα αρνιέται τό Γδιο· το γεγονός». 'Ή,, για να τά ποΰμε καλύτερα, δέν αρνιέται μόνο τήν «κατάρευση» (πού,, οπως θα δούμε,, δέν είναι Ιδέα του Μαρξ), άλλα αρνιέται επίσης — για να αφήσουμε κατά μέρος τήν οποιαδήποτε αυτόματη «κατάρευση» καί,, κατά συνέπεια,, τή λιουξεμπουργκική θ'έση δτι τό σύστημα «πάει αυθόρμητα νά καταστραφεί και νά καταλήξει σε μιά καθαρή και απλή αδυναμία ύ π α ρ ξ η ς » — αυτό πού είναι αντίθετα ο ζωτικός πυρήνας τού μαρξισμού: τήν ιδέα δτι ή καπιταλιστ'ΐκή τάξη πραγμάτων είναχ : σ τ Ο' ρ ι κ ό φαινόμενο, μ ε τ α β ατ ι κ ή κι οχι «φυσική» τάξη, καΐ οτι αυτή, εξαιτίας των δικών της εσωτερικών καί αντικειμενικών αντιφάσεων, ώριμάζει αναπόφευκτα στό σώμα της δυνάμεις πού ώθουν προς μίαν άλλη οργάνωση της κοινωνίας,. "Οτι δ Μπερνστάιν άπορ·ίπτει δλα αυτά είναι αναμφίβολο. Ή καλύτερη απόδειξη, άν χρειάζεται, είναι τό καθήκον πού θέτει στον εαυτό του νά αποδείξει τις δυνατότητες «αύτο - διόρθωσης» πού εχει 6 καπιταλισμός. Τά καρτέλ,, ή πίστη, τό βελτιω^μένο σύστημα επικοινωνιών, ή εξέλιξη^ της έργατικής τάξης — στό βαθμό πού εξαλείφουν ή τουλάχιστον καταπραΰνουν,, σύμφωνα μέ τό Μπερνστάιν,, τις εσωτερικές αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, εμποδίζοντας τήν ανάπτυξη χαΐ τήν δξυνσή' τους — εξασφαλίζουν στό σύστημα τή δυνατότητα μιας απεριόριστης επιβίωσης. Μ' αυτή τήν εννοΊα, δ Μπερνστάιν αντικαθιστά τή βασική αντίληψη του Μάρξ,, σύμφιονα μέ τήν δποία δ έρχομός το'ύ σοσιαλισμού εχει άντικειμενικούς δ ρ· ο υ ς και ρίζες στήν ϊδια τή διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής,, μέ τό σοσιαλισμό σάν φα?^αίου καί, τελευταίο αλλά δχι λιγότερο σημαντικό, τό μή ελαττωμένο εύρος των περιοδικών κύκλθ3ν, συνιστά μια χωρίς προηγούμενο σειρά επαληθευμένων προβλέψεων, απέναντι στήν οποία ή σύγχρονη οίκονομική θεο3ρία, μέ δλες της τις εκλεπτύνσεις, εχει πολύ λίγα να επιδείξει». 10. Αύτη ή θέση θα αναπτυχθεί, μετά, από τή Λούξεμπουργκ, δπως είναι γνωστό, στό «Συσσώρευση του κεφαλαίου».
19
ή θ ι χ ό ί δ ε ώ δ' 'ε ς,, δηλαδή σαν στόχο μιας πο·>ατ:σμένης άνθ'ρωπότητας ελεύβερης να επιλέξει το μέλλον της χαΐ να συ-μμορφωθεί στίς ύφηλότερ€ς αρχές ήθχκης καΐ δικαιοσύνης. 'Όπως σηίμεχώνει ;μέ οργή ή Λούξειμπουργκ, εδώ «αυτό πού μ,ας παρουσιάζεται είναι μια θεμελίωση- του σοσιαλιστικού· προγράμματος 'μέσω μιας "καθαρής γνώσης'', για να το πούμε ιμέ φτωχά λόγια, μια Ιδεαλιστική θ-εμελίωση, ενώ μειώνεται ή αντικειμενική αναγκαιότητα,, δηλαδή ή θεμελίωση μέσα από την υλική κοινωνική διαδικασία». Άλλα, άφιοΰ άναγνωριίσουμε δλα αυτά,, οφ-είλουμε να παραδεχτούμε επίσης δτι δ τρόπος ]xè τον οποίο· ή θέση του· Μαρ'ξ ερμηνευόταν από τό ·μαιρξισμό της Ιποχής μεταμόρφωνε έκεΐνο πού^ για τόν Ι'διο τό Μαρξ,, ήταν μια ι σ τ ο ρ ι κ ή τ ά σ η σε «άναπόφ·ευκτΌ φ υ σ ι κ ό ν ό μ ο». Μ,ιά κρίση εξαιρετικής βιαιότητας θα παρήγαγε,, αργά ή γρήγορα y συνθήκες μεγάλη·ς φτώχειας, ·οί όποιες θα αναζωπύρωναν τΙς ψυχές ενάντια στο σύ·στημα, αποδείχνοντας δτι ήταν αδύνατο νά συνεχιστεί ή παλιά τάξη πραγμάτων. Αυτή ή βα.ρια καΐ μο·ιρα·α ο·1κονθ'μική κρίση θα επεκτεινόταν, μετά,, σε γενική κρίση της κοινωνίας,, κλείνοντας,, τελικά,, 'μέ τήν^ άνοδο του προλεταριάτου στήν εξουσία.. χΑύτή ήταν^ σύ^μφωνα μέ τό Μπερνστάιν,, ή αντίληψη πού κυριαρχούσε στη σοσιαλδη>μοκρατία. Σ' αυτήν ειχε τώρα πια ριζώσει, γράψει^ «ή πεπο-ίθηση δτι αυτός δ δρόμος άνάπτυξης είναι Ινας ά ν α π ό φ^ ε υκ τ ο ς φ υ σ ι κ ό ς ν ό μ ο ς κι δτι μια μ,εγάλη γενική οικονομική κρίση «είναι ή ύπο-χρεωτική πορεία προς τή σοσιαλιστική κοινωνία». Ό Κάουτσκι απέκρουσε μέ πολύ αποφασιστικότητα,, στήν έπιχειρηματο'λογηιμένη του· απάντηση ·στό «Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας» αυτή τήν άπό'δοση, στή γερμανική σοσιαλδη-μοχρατία, της θέσης μιας επικείμενης κι αναπόφευκτης «κατάρευσης» της αστικής κοινωνίας κάτω από τή μοιραία ώθηση «καθαρά οιίκονο'μικων αιίτίων». «ΣτΙς επίσηιμες δ·ιακηρύξ€ΐς της γερμανικής σοσιαλδη^μοκρατίας, δ Μπερνστάιν θα ψάξει ανώφελα για μια βεβαίωση πού να ηχεί μέ τήν έννοια της θεωρ.ίας της κατάρευσης πού δ ϊδχος άναφόρ^ει, Στό
20
άπόσπασ[ΐα· του «Προγράμ-ματος της Έρφούρτης», πού πραγματεύ-ετα: τΙς χρίσεις,, δέν ύπαρχε: λέξη γιά χατάρεΌση»^\ 'Ωστόσο, σαν άπό.δειξη δτι μέ τήν χατηγορία του δ Μπερνστάιν εχει κατά κάποχο' τρ'όπο' χτυπήσει σω^στά,, πέρα άπο 'μερικές αντιδράσεις που τότε υπήρξαν από τή μαρξιστική πλευρά (Κουνόβ, π.χ.) καΐ πού θα ξαναβεβαιώσουν δτι δ Μαρξ κι δ "Ενγκελς πίστευαν πραγματικά σέ μια καταστροφική κατάρευση του καπιταλισμού^^,, μπορούμε να θυμηιθουμε τό ιδιο· το «Πρόγρα^μμα της Έρφούρτης» πού συνέταξε ό Κάουτσκι ανάμεσα στο 1891 καΐ 1892: στο δποϊο είναι ακριβώς προφανής ή μετατροπή καΐ μετάφραση της «ιστορικής τάσης», για τήν οποία μιλοϋ-σε ό Μαρξ, στους δρους -μιας ν ατ ό υ^ ρ α λ ι σ τ ι κ ή ς και μοιρ'ολατρικής άναγκαιότητας. Θεωρούμε τήν κατάρευση τ^ς σύγχΡονης κοινωνίας άναπόψευκτη -έξηγοΟσε τότε ό Κάουτσκι, σχολιάζοντας το πρόγ,ραμμα— γιατί ξέρουμε δτι ή οικονομική ανάπτυξη τταράγει μέ φυσίική αναγκαιότητα συνθήκες οι όττοΐες αναγκάζουν τους ©κμεταλλευόμενους νά άγωνίζρνται ενάντια στήν άτομίική ιδιοκτησία· ότι αυτή αυξάνει τον αριθμό και τή δύναμη των έκμεταλλευομένων και μειώνει τόν αριθμό και τή δι> ναμη των εκμεταλλευτών πού ένδιαφέρονται γιά τή διατήρηση της σύγχρονης κατάστασης πραγμάτων πράγμα πού όδηγεί, τέλος, σε συνθήκες άβάσταχτες για τή μά£;α του πληθυσμού, που αφήνουν σ ' αυτή τήν τελευταία, μόνα τήν επιλογή ανάμεσα στή συμ(|>υή άπακτήνωση ή τήν ενεργητική ανατροπή της υφιστάμενης ιδιοκτησιακής τάξης.
Κι δ Κάουτσκι πρόσθετε: « Έ καπιταλιστική κοινωνία ναυάγησε* ή διάλυση της είναι πια μόνο ζήτηιμα χρόνου' ή άναπόφ-ευκτη οικονομική ανάπτυξη παράγει μέ φυσική αναγκαιότητα τή χρεωκοπία του καπιταλί'στικοΰ τρόπου παραγωγής. Ή οικοδόμηση μιας νέου τύπου κοινωνίας στή θέση τής σημερινής δεν είναι πια μόνο κάτι τό ε π ι θ' υ μ η τ ό„ άλλα εγινε κάτι το ά ν απ ό φ ε υ κ τ ο». Αύτό τό θέμα· του έπικείμενου τέλους της καπιταλιστικής κοινωνίας και του επικείμενου περάσματος στο σο^σιαλισμο συνι11. Κάουτσκι, « Ό Μπερνστάιν καΐ τό Πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας». 12. Για τήν αναβίωση της συζήτησης γύρω από τή «θεωρία της κα-
τάρευσης» πρβλ. Π. Σουήζυ, The theory of capitalist
development-
21
στα ενα βασικό μοτίβο' προσανατϋλισ[ΐοϋ της Συζήτησης Μπερνστάιν [Bernstein Debatte] ^ δχι μόνο γ ώ θεωρητικούς ή έπιστημανχκούς λόγους^ πού έδώ ύπαΊν.σσόμαστε %αΙ στους οποίους θ'ά εχουιμε τήν εύκαιρχα νά ξαναγυ^ίσο-υμε γρήγορ'α, άλλα γιατί στΙς διάφορες αποχρώσεις πού παχρνει αύτο zb θέμα στην περίοδο· δπου διασταυρώνονται οΐ δύο α'ιωνες,, άντανα.κλαται μία πραγματική βαθιά ιστορική .διαδικασία,, πού εδω είναι απαραίτητο τουλάχιστον νά ύπαινιχθουμε.
4. Ή «Μεγάλη "Ύφεση» Tb τελευταίο τέταρτο τοΰ· 19ου αιώνα ήρθε παίρνοντας άπο xôtipô, στο .μυαλό των οικονομολόγων, τή σηιμασία μιας κρ-ίσιμης φάσης στήν ίστορχα του καπιταλισμού·. Αυτή ή περίοδος χαρακτηιριίστηκε άπο 'μια μακρόχρονη' ο'Ικονομική χρ·ίση, πού φέρνει τό όνομα Μεγάλη· 'Ύφεση και πού άρχισε τό 1873 καΐ παρατάθηκε, έκτος άπο δυο σύντομες στιγμές άν^ρθωσης, ως το 1895^^ Στή διάρκεια αυτής της κρίσης,, πού άρχισε με ενα βίαιο κράχ, άλλα πήρε γρήγορα μια πιο ήπια εξέλιξη,, αν και εξαντλητικής διάρκειας,, (αύτό πού ένμέρει επέτρεψε σέ πολλούς σύγχρονους να ιμήν τήν αναγνωρίσουν σαν αληθινή και ιδιαίτερη κρίση,, μέ τήν κλασική έννοια τής λ έ ξ η ς ) έ π α ι ξ α ν τό ρόλο τους καΐ βρήκαν πλήρη έφαρι^ογή δλες οΊ βασικές κατηγορίες της ανάλυσης του Μάρξ: πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους,, σαν συνέπεια της αυξανόμενης «οργανικής σύνθεσης» του κεφαλαίου,, άποτελμάτιοση 'καΐ μερικός 'κορεσμός των ευκαιριών για επενδύσεις, άνασταλτική δράση του ανταγωνισμού πού, έτοτος άπό τό δτι ειχε έπιπτώσεις στα περιθώρια κέρδους, έπέφερε μια θεαματική πτώση των τιμών. Μέ τήν ευκαιρία τής έκδοσης του Τρίτου Βιβλίου του «Κεφαλαίου», σέ -μια μεγάλη σημείωση πού παρενέβαλε στή διαπρα13, Μ. Ντόμπ, Studies in the development
of capitalism-^ Για
βιβλιογραφικές πληροφορίες και βαοικα στοιχεία για τή Μεγάλη "Τφεση (διαρθρο)μένα κατά λήμματα: απασχόληση, επενδύσεις, τιμές, κλπ.)
βλέπε Σ. Τζ. Ε. Λίθ, British Economic 1950.
22
History since 1760, Λονδίνο
γριάτευση του Μαρξ σχετχχά ιμέ τΙς μετοχικές εταιρίες, δ 'Ένγχελς ύπαινχ'χθηκε τή Μεγάλη "Γφεση πού υπήρχε τό·τε αυτά τα λόγια: Ή όλοένα αυξανόμενη ταχύτητα μέ την οποία μπορεί σήμερα νά αυξηθεί ή παραγωγή σέ δλα τά πεδία της μεγάλης βιομηχανίας, εχει σαν αντίθετο την όλοένα αυξανόμενη βραδύτητα με τήν οποία επεκτείνεται ή αγορά που θά επρεπε να άποροψάει αυτή τήν αυξανόμενη ποσότητα προϊόντων. Αυτό πού ή παραγωγή πιροσ({>έρει σέ μήνες, ή αγορά μπορεί νά τό άποροφήσει μόλις σέ χ ρ ό ν ι α ( . . . ) · Οί συνέπειες είναι μια χρόνια γενική ύπερπαραγωγή, μείωση των τιμών, μείωση και έπίσης ολική έξα(ΐ>άνιση των κερδών μέ λίγα λόγια, ή τόσο εκθειασμένη ελευθερία του ανταγωνισμού δέν εχει πια τίποτα να πεΪ και είναι υποχρεωμένη να άναγγείλει αυτή ή ϊδια τή φανερή και σκανδαλώδη χρεωκοπία της14.
Ή επιμονή αύτοΰ του κειμένου στήν δλοένα αύξαν6·μενη^ βραδύτητα,, μέ τήν οποία Ίπεκτεχνεται ή άγορά,. αναφέρεται, Ιδιαίτερα, σ' ε να βασικό γεγονος πού ώρίμασε έκεινα· τα χρόνια και το δποΤο δ "Ενγκελς υπαινίχθηκε σέ πολλές εύκαιρ'ίες: τό τέλος του αγγλικού βιομηχανικού μονοπωλίου στον οίόσμο,, ή αρχή της διεθνούς πάλης για τις αγορές — δχι, προφανώς, για τήν έξαγο)γή των έμπορευμάτιον^ άλλα των κεφαλαίων. Πραγματικά, σΐήν περίοδο- της Μεγάλης 'Τφ-εσης ή γερ'μανική κι αμερικανική βιομηχανία — οί όποιες είχαν μπει στή διαδικασία της συγκεντροποίησης πριν καΐ αρκετά πιο έντονα από τή βρεταννική — Αρχίζουν νά εμποδίζουν τήν παγκόσμια κυρχαρχία αυτής της τελευταίας^^. ;!': 14. Μαρξ, «Τό Κεφάλαιο», τ. I I I , σ. 547.
15. Τξ. Μ. Τριβέλιαν, Sioria délia società imlese,
Τορίνο 1948:
« Ό γαλλο-πρωσσικός πόλεμος του 1870 ήταν τό πρώτο πλήγμα* στις τρεις επόμενες δεκαετίες ή 'Αμερική καΐ ή Γερμανία αναπτύχθηκαν σέ αντιπάλους μας ώς προς τήν βιομηχανική ικανότητα. ΟΙ ασύγκριτα μεγαλύτερες φυσικές πηγές της 'Αμερικής, ή τεχνική και επιστημονικής εκπαίδευση πού διέθεταν οι προβλεπτικές κυβερνήσεις στή Γερμανία γίνονταν κάθε χρόνο και πιο αισθητές. Για να αντιμετωπιστεί αυτή ή νέα κατάσταση, ή πολιτιστική ελευθερία, ή ελεύθερη ανταλλαγή καΐ τό πνεύμα ατομικής προοτοβουλίας τα όποια είχαμε δίκιο να εκθειάζουμε κατέληγαν νά μήν είναι άπό μόνα τους Ικανοποιητικά. 'Όταν αυτό παρατηρήθηκε προσπαθήσαμε νά βελτιώσουμε τήν τεχνική μας προετοιμασία* κι ακόμη, να ρίξουμε μια πιό προσεχτική ματιά στα «υπερπόντια εδάφη» μας: πρά-
23
Αύτο το τέλος του «άγγλικοΰ βιομηχανικού μονοπωλίου» πημεγάλη· σημασία στη σκέψη του "Ενγκελς στα τελευταία του χρόνια. Τό ύπαινίσσεται στην εισαγωγή του 1892 στην «Κατάσταση της έρ^γατικης τάξης στην Αγγλία»: τό τέλος αύτοϋ του μονοπωλίου επρεπε να φ<έρει μαζί του «την απώλε-ια της προνομιακής θέσης» ·της βρεταννικης εργατικής τάξης καΐ «την ανο^5ο του σοσιαλισμού· στην Αγγλία». Καχ', απ' δσο φα^ίνεται,, μπροστά στα αποτελέσματα της "Γφεσης κα;1 την «αποτυχία» του έλεύβερου άνταγωνιομου> πρέπει να ενισχύθηκε σ' αυτόν — καΐ περισσότερο ακόμα,, βέβαια,, στους μαθητές, του — ή αίσθηση δτι τό σύστημα κατευθυνόταν γρήγορα προς τό τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών.· «Άχριβώς την Ιποχή της τρίτης μου επίσκεψης στο Λονδίνο (18β5),, δ "Ενγκελς δεν κουραζόταν να βεβαιώνει -— θά θυμηθεί αργότερα ό Κάουτσκι — δτι ή άπομάκρυνση των άγγλοι ν έργατών από τό σοσιαλισμό συνδεόταν με τή μονοπωλιακή θέση της αγγλικής βιομηχανίας στό παγκόσμιο εμπόριο,, ή οποία επέτρεπε στους καπιταλιστές να παραχωρούν στα άγγλικα συνδΊκάτα 'εξαιρετικές διευκολύνσεις. Άλλα τώρα,, μέ την ανάπτυξη δυναμικών βιομηχανιών άλλων χωρών,, αυτό τό μονοπώλιο θα τελείωνε και ή άντίθ'εση ανάμεσα στην οργανωμένη εργασία και τό κεφάλαιο θα όξυνόταν καΙ στην Αγγλία», Κι δ Κάουτσκι προσθέτει: «στην πραγματικότητα,, περιμέναμε από τήν κρίση τότε πολύ περισσότερα. 'Όχι μ/νο τήν ενίσχυση του σοσιαλιστικού· κινήματος στήν 'Αγγλία άλλα τήν κατάρεύση του καπιταλισμού σέ δλόκληρο τόν κόσμο. Αυτή ή αναμονή ήταν αυταπάτη. Ό καπιταλισμός επέζησε της κρίσης,, παρά τήν τεράστια· έπέκτασή της στό χώρο καΐ τό χρόνο και τήν εξαιρετική της βαρύτητα·. Φάνηκε μια νέα εποχή καπιταλιστικής ευφορίας. 'Αλλά αυτό πού ήρθε τώρα,, ήταν ενας καπιταλισμός δλοκληρωτικα άλλα-γμένος. Ό παλιός ήταν ώραιος καΙ περασμένος» ^ γμα πού οδήγησε στό ιμπεριαλιστικό κίνημα μετά το 1890 καΐ σε μια πιο φιλική και μέ διάθεση σεβασμού συμπεριφορά προς τήν 'Αμερική (...) καΐ τΙς «αποικίες», δπως άκόμα ονομάζονταν ό Καναδάς και τά εδάφη της Αυστραλίας». 16. «'Αλληλογραφία "Ενγπελς-Κάουτσκι». Τό σχόλιο του Κάουτσκι στα γράμματα είναι τοί5 1935.
24
Αύτο είναι ίσως,, το βασικό σημείο. Ή μακριά κρίση πέρασε και ό καπιταλισμός επέζησε. Μάλιστα,, ξεπέρασε την κρίση μετασχη'μ7.τιζόμενος. Παίρνοντας μαθή-ματα άπο τα δραστικά αποτελέσματα του ανταγωνισμού δσον άφορα τις τιμές καΐ τά περ·ιθώρια κέρδους, ô καπιταλισμός αντιδρά ενισχύοντας άποφασιστικα το δρό'μο- της 'μονοπωλιακής ανάπτυξης^ Ό καπιταλισμός μ.παίνει στη Μεγάλη "Γφεση, μέ την κλασική του μορφή του 18ου αιώνα σαν ανταγωνιστική οικονομία, καΐ βγαίνει στο τέλος του αιώνα μέ μια ρ'ίζικα αλλαγμένη φυσιογνωμία. Ή παλιά σημαία τοϋ laissez - faire εγκαταλείπεται. Στή θέση του άπεριόρ;στου ανταγωνισμού υπεισέρχονται τα περιοριστικά μέτρα του ίδιου του άνταγωνισμο-υ·,, στή θέση της εμπιστοσύνης στις αύτοδιορθωτικές ικανότητες του συστήματος,, οί συμφωνίες για τΙς τιμές καΐ τΙς ποσότητες πού πρέπει να παραχθούν. Μέχρι τό '70' ο έλεύθίερος άνταγο^νισμός κυριαρχεί σχεδόν ανεμπόδιστος· στις αρχές του νέου αιώνα τα καρτέλ έχουν ήδη γίνει μια από τις βάσεις της οιίκονομικής ζωής. Ή μεγάλη ώθηση των επιχειρήσεων μετά τό 1895 καΐ ή νέα κρίση του 1900 - 1903 αναπτύσσονται γι-α πρώτη φορά — τουλάχιστον στίς μεταλλευτικές και σιδερουργικές βιομηχανίες — ολοκληρωτικά κάτω άπό συ-μπτώ^ματα μονοπο^λιακής καρτελοπο.'ίησης. . , '! Ή ελευθερία του εμπορίου υποχωρεί ολοένα περισσότερο απέναντι στόν προστατευτισμό' 'μέ τή διαφορά δμως δτι ενώ, αρχικά, δ προστατευτισμός είχε σαν καθήκον νά διασώσει τΙς εθνικές βιομηχανίες πού βρίσκονταν στό δρόμο τής ανάπτυξης από τόν άνισο ανταγωνισμό των πιό προοδευμένων χωρών, αλλάζει τώρα εντελώς τή λειτουργία του καί, κυριολεκτικά, την ανατρέπει, μέ τό μετασχηματισμό του «από μέσο αμυνας ενάντια στήν έσιοτερική έκμετάλλευση άπό την ξένη βιομηχανία», σέ «όργανο για τήν κατάκτηση των ξένων αγορών προς όφελος τής έ'θνικής βιομηχανίας, άπό 17. Ό Ροστόου,
Investment
and the Great
Depression
στό
Είτοίΐ. / / ΰ ί . Review, Μάης 1938, (παραθέτεται από τό Ντόμπ, έργο προην.) παρατηρεί ρτι οι καπιταλιστές «άρχισαν να αναζητούν σωτηρία (μετά τή μείωση των περιθοορίων κέρδους) στίς εξασφαλισμένες άπό τήν Ιμπεριαλιστική εξάπλωση άγορές, στή δασμολογική προστασία, στα μονοπώλια, στίς έπιχειρηματικές ενώσεις».
25
άι[ΐυντχ%ο δπλο των άδυνάτο3ν σε επιθετικό δπλο των Ισχυρών»^®. Εξίσου βαθιές αλλαγές επέρχονται έπίσης στο πεδίο της άποικιακης πολιτικής. Στην κλασική περίοδο της ελευθερίας του εμ,πορίου τό αποικιακό σύστηΐ^ ειχε πέσει σέ τέτοιο σημείο δυσπιστίας πού, δπο)ς θυμίζει ό Λένιν, καΙ .μετά τό '60 «οι πολιτικοί ηγέτες της 'Αγγλίας ήταν α ν τ ί π α λ ο ι της άποικιακής πολιτικής καΐ θεωρούσαν αναπόφευκτη και χρήσιμη τήν απελευθέρωση των αποικιών καΐ τόν πλήρη αποχωρισμό τους άπό τήν Άγγλία»^^. Άντί'θετα, μετά τό '80, άφυπνίζεται μ:ά νέα αίσθηση της οικονομικής αξίας των άποικιών. Ό Χόμπσον, στό εργο του για τόν ιμπεριαλισμό, σημειώνει ιδιαίτερα τήν περίοδο από τό 1884 ως τό 1900 σαν περίοδο της μεγαλύτερης εδαφικής επέκτασης των σημαντικότερων ευρωπαϊκών χωρών. Ή 'Αφρική, που μέχρι τό 1876 ήταν κατειλημμένη μόνο κατά τό ενα δέκατο, στΙς αρχές του '900 είναι κάτω από τήν ξένη κυριαρχία περι τα èvvià δέκατα. Τα αποτελέσματα αυτής της ουσιαστικής και βαθιας στροφής στήν καπιταλιστική ανάπτυξη αποτελούν εναν άπό τους αποφασιστικούς παράγοντες τής «κρίσης του μαρξισμού» πού εκρήγνυται στό τέλος του α!ο)να. Τό σύστημα, πού μετά τό '70 φαινόταν να μπαίνει σέ μια φάση μακρόχρονου κώματος, πέρα άπό τό δποΐο διαφαινόταν — 'κοντινή και χειροπιαστή —· ή τελική κατάρευση τής αστικής κοινωνίας και ό ερχομός του σοσιαλισμού, εχει μια ξαφνική άνοδο πού άνατρέπει, άπό τα βάθη, τό ευρωπαϊκό καΐ παγχόσμιο πλαίσιο, διαψεύδοντας εκείνες τις άκλόνητες προσδοκίες για τήν επικείμενη «κατάρευση» τής παλιας κοινωνίας πού φαίνονταν να στηρίζονται σέ μιαν άθραυστη « φ υ σ ι κ ή αναγκαιότητα». «Στήν πραγματικότητα, κάτω άπ' αύτό τό θόρυβο φιλονικιών — γράφει δ Λαμπριόλα για τό ξέσπασμα τής Συζήτησης-Μπερνστάιν — υπάρχει ενα ζήτημα σοβαρό καΐ βασικό: οί φλογερές, ζωηρότατες, πρόο)ρες έλπί·δες ενός χρόνου πριν —' εκείνες ο! προσδοκίες άπό πολύ ακριβείς λεπτομέρειες και ενδείξεις — προσκρούουν τώρα στήν π ιό περίπλοκη άντίσταση τών οικονομικών σχέσεων καΐ στους πιο πολύπλοκους μηχανισμούς του πολιτικού κόσμου»^^. 18. Ρ . Χίλφερντιγγκ, «Τό χρηματιστικό κεφάλαιο». 19. Λένιν, « Ό Ιμπεριαλισμός τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού». 20. Πρβλ. γράμμα του Λαμπριόλα στό Λαγκαρντέλ, 15 'Απριλίου
26
"Αρχιζε μια νέα εποχή καπιταλιστικής ευφορίας. Ό καπιταλισμός ξαναγεννιόταν άπο τΙς Γδιες του τΙς στάχτες, βαθιά αλλαγμένος. Και παρότι ή Μεγάλη "Γφεση ειχε βεωρηθει, μετά, άπο τους οικονομολόγους σαν «τό χαρακτηριστικό μιας διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σέ δυό φάσεις του καπιταλισμού: ισχυρή, πρόσφορη σέ - και εμψυχωμένη από έρμηνευτική αισιοδοξία, ή πρώτη* /] δεύτερη πιο βασανισμένη, πιο διστακτική και, κατά τή γνώμη μερικών, σημαδεμένη ήδη από δείγματα γηρατειών καΙ παρακμής»^^ — ή έντύποιση πού κυριαρχουσε σέ πολλούς σύγχρονους ήταν δτι μπαίνει όποισδήποτε, μια ν έ α εποχή, κυβερνημένη από μηχανισμούς ενμέρει αδιερεύνητους, γεμάτη δυσκολίες ως τότε απρόβλεπτες. Ή αίσθηση δέν ήταν του Λαμπριόλα μόνο. Στο φύλλο της Neue Zeit δπου για πρώτη φορά διακηρύσσει ρητά τή διαφωνία του μέ τό Μπερνστάιν, ο Κάουτσκι βεβαιώνει δτι οι αλλαγές στήν οικονομική καΐ πολιτική ζο^ή των τελευταίων είκοσι ετών εφεραν στό φώς σημεία ακόμη κρυμμένα τήν εποχή του «Μανιφέστου» και του «Κεφαλαίου». «Μια επανεξέταση, μια αναθεώρηση τών θέσεών μας εχει καταστεί συνεπώς αναγκαία». "Αν καΐ δ ίδιος δέν συμμερίζεται ουτε τή μέθο^δο ουτε τα αποτελέσματα πού ανέκυψαν ως εκείνη τή στιγμή από τά αρθρα του Μπερνστάιν, είναι σ' αυτά πού οφείλεται ή τοποθέτηση του προβλήματος^^^ Ή στενοχώρια και ή αβεβαιότητα απέναντι στή νέα κατάσταση πού προχύπτει, είναι τόσο οξύτερη δσο πιό απερίσκεπτη καΙ πειστική ήταν ή αισιοδοξία πριν λίγα χρόνια. Και στήν παλιά γεν1899, στό Α. Λαμπριό?ια, Sa^^i sul materialismo
ύ. 302.
storico,
Ρώμη 1964,
21. Ντόμπ, εργο προηγ. 22. Αύτη ή αίσθηση εξηγεί τήν ευνοϊκή υποδοχή ή κυριολεκτικά συμιπάθεια, μέ τήν οποία, στήν αρχή, έγιναν συχνά δεκτά τα άρθρα του Μπερνστάιν στή Neue Zeit- 'Ακόμη τό Νοέμβρη το\1 1898, δηλαδή αφού στό Συνέδριο της Στουτγάρδης οι θέσεις του Μπερνστάιν είχαν αποριφθεΐ άπό τό γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ό Λαμπριόλα π.χ. δείχνει νά βλέπει μέ συμπάθεια τή θέση (πρβλ. Τζ. Προκάτσι, Antonio
Lahriola e la revisione del marxismo attraverso Γ ei)istolario con Bernstein e con Kautskv^ Annali του 'Ινστιτούτου Τζ. Τζ.
Φελτρινέλι, Μιλάνο 19G1, σ. 268). 'Όπως εχει τονίσει άλλωστε ό Τξερατάνα στήν εισαγωγή του στό Λαμπριόλα, Del materialismo storico, Ρώμη 1964, κατ' αρχήν, ουτε κι δ Λένιν ειχε καταλάβει τή σημασία τών ρων του Μπερνστάιν.
27
νια αυτή ή στενοχώρια περιπλέκεται κι άπο το σάστισμα έξαιτίας του πρόσφατου χαμοΰ της καθοδήγησης του "Ενγκελς. «Βλέπω παντού — γράφει δ "Αντλερ στο Μπέ·μπελ — μόνο τή δυσκολία πού άπό'μεινε από το θάνατο του 'Ένγκελς· δ Γέρος θα μας είχε διευκολύνει άκόμη και τήν «αναθεώρηση», στο μέτρο πού αυτή είναι άναγκαία.»23 Και λίγο αργότερα, γράφοντας στον Κάουτσκι, προσθέτει: «Εσείς» — δηλαδή δ Μπερνστάιν κι δ Ιοιος δ Κάουτσκι — «θα επρεπε νά δλοκληρώσετε μ α ζ Ι το εργο, πού ήταν αναγκαίο καΙ μάλιστα είναι ακόμα, να μεταθέσετε τό κόμμα άπδ τήν οπτιχή του 1847 στήν οπτική του 1900». Μέ τό πέρασμα λίγο.)ν χρόνων ή οικονομικο - κοινωνική κατάσταση παρουσιάζεται, συνεπώς, κάτω από ενα φως ριζικά αλλαγμένο: αυτό πού λίγο καφό πρίν φαινόταν τό άμεσο προανάκρουσμα της «τελικής στροφής», ξαφνικά αποκαλύπτεται σαν τό σχεδίασμα ';.ιιας νέας εποχής, ΚαΙ ακριβώς δπως συμβαίνει δταν ξεπερνιέται μια διαχιοριστί'κή γραμμή, μικρές διαφορές βή>ματος ανάμεσα σε πρόσωπα πού προχωρούν μαζί, φτάνουν για να τούς αποκαλύψουν διαφορετικούς ορίζοντες. Τό 1895, στήν εισαγωγή στήν πρώτη άνατύπωση του «Ταξικοί αγώνες στή Γαλλία», ή αισιοδοξία του "Ενγκελς, πού βλέπει τόν -καπιταλισμό να πηγαίνει αναπόφευκτα στή γρήγορη δύση του μέχρι «τό τέλος του αιώνα», ενώ ή άνοδος της σοσιαλδημο^κρατίας στήν έξουσία του φαίνεται να προχωρεί «αυθόρμητα, σταθερά, ακαταμάχητα καΐ ταυτόχρονα ήσυχα σαν φυσική διαδικασία»: — ενα πλαίσιο, δπου δλα φαίνονται να συνωμοτούν για τήν έπικείμενη καταστροφή της καθεστηκυίας τάξης, άκό'μα και «ή νόμιμη τάξη» πού ή Γδια ή αστική τάξη εφτιαξε* τό 1896, άντίθετα, οι αμφιβολίες, ή «διάψευση», δ αποπροσανατολισμός του Μπερνστάιν, πού βλέπει τώρα πια μόνο τήν τακτική, τό «κίνημα» κάθε μέρας, τή ρουτίνα, και δεν τ.αταλαβαίνει πια τί νόημα εχει δ «τελικός σκοπός». Κι οι δυό άντιλαμβάνονται τα ίδια φαινόμενα, κι οι δυό καταγράφουν τή γέννηση καρτέλ και τράστ. Άλλα αυτά τα ίδια φαινόμενα αποχτούν στόν προβληματισμό τους αντίθετες σημασίες. Στή μεγάλη σημ^είωση, πού ήδη θυμίσαμε, πού παρενέβαλε στή 23. "Αντλερ, εργο προηγ.
28
διαπραγμάτευση του Μαρς για τΙς μετοχικές έταφιες, ο 'Ένγκελς μιλάει για «νέες μορφές βιομηχανικής δργάνωσης, πού υψώνουν τΙς μετοχικές εταιρίες στη δεύτερη καΐ τρίτη δύνιαμη». Σέ κάθε χώρα, γράφει, «οι μεγάλοι βιομήχανοι ένός ορισμένου τομέα μαζεύονται σ' ενα καρτέλ για να ρυθμίσουν τήν παραγωγή. Μια έπιτροπή καθορίζει την ποσότητα πού πρέπει να παράγει κάθε εργοστάσιο καΐ μοιράζει τις παραγγελίες πού παίρνει. Σέ μερικές περιπτώσεις εχουμε -και διεθνή καρτέλ, π.χ. ανάμεσα σέ άγγλους καΙ γερμανούς παραγωγούς σίδερου»^^. "Αλλά, ενώ για τον "Ενγκελς αυτό τό φαινόμενο της μονοπωλιακής καρτελοποίησης καΐ ή «ρύθμιση» τής παραγωγής πού αύτη εισάγει, σημαίνει τήν τελική συσπείρωση, τήν επικείμενη τώρα πια εξάλειψη του συστήματος, τήν «αποτυχία» του ελεύθερου άνταγωνισμου σαν αρχής - βάσης του καπιταλιστικού συστήματος, για τό Μπερνστάιν, άντίθετα — δ όποιος, δπο)ς παρατηρεί μέ όξύνοΓα δ Κάουτσκι,, σιωπά για τα καρτέλ δταν αυτά μιλούν σ' επιβεβαίωση τής επελθούσας καπιταλιστικής σ^υγκέντρωσης και συνεπώς «ύπέρ του Μάρξ», και τα θυμάται μετά δταν πρέπει να μαρτυοήσουν «ένάντια στο Μάρξ» — , για τό Μπερνστάιν τα καρτέλ και ή «ρύθμιση» τής παραγωγής πού αυτά εισάγουν, σημαίνουν τόν ερχομό ένός ν έ ο υ "καπιταλισμού καί, ας ποΰμε, αναγεννημένου, πού εχει μάθει να διορθώνει τα παλιά του λάθη (τήν άναρχία) «.αύτοδ:ορθο3νόμενος», και πού γι' αύτό είναι ικανός να επιζήσει άπεριόριστα. Ή διαφορά τους προέρχεται κυρίως άπό τή διαφορετική αντίληψη του ιστορικού στοιχείου. Και σ' αύτό, δηλαδή στήν παρατήρηση δτι οι καιροί άλλαζαν, δ Μπερνστάιν, πρέπει να τό πούμε, προηγήθηκε καΐ ξεπέρασε τόν 'Ένγκελς, τόν Κάουτσκι κι δλους τούς άλλους. Ή συνείδηση του δτι βρισκόταν μπροστά σέ μια νέα κατάσταση ύπήρξε τό πλεονέκτημα και ή δύναμή του. ΚαΙ μολονότι ή άπόπειρά του να ρίξει φώς στα φαινόμενα τής πιό πρόσφατης καπιταλιστικής άνάπτυξης ύπήρξε, άπό επιστημονική ^ποψη, άσήμαντη, τό γεγονός δτι προηγήθηκε έξηγει πώς, παρά τόν άρχαισμό του μεγαλύτερου μέρους του προβλημ;ατισμου του μπορεί να φαίνεται σέ μερικά σημεία — χάρη στήν έτοιμότητα μέ τήν οποία 24. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τ. I I I , σ. 547.
29
χαράζει τή vsoc πορεία καΐ δχι, προφανώς, λόγοί της ερμηνείας πού της δίνει — πιο κοντά ατή γενιά των Λένιν και των Χίλφερντινγκ, παρά σε κείνη των Κάουτσκι και των Πλεχάνωφ. Μετοχικές εταιρίες, ανάπτυξη των καρτέλ xocl των τραστ, διαχωρισμός «ιδιοκτησίας» καΐ «.Ιλέγχου-^>, αύξανόιμενη «κοινωνικοποίηση της παραγωγής», «δημοκρατικοποίηση του "κεφαλαίου» κλπ., τα θέματα πού τονίζονται πολύ στον προβληματισμό του Μπερνστάιν, είναι επίσης τα θέματα του «Χρηματιστικού κεφαλαίου» του Χίλφερντινγκ καΐ του «Ιμπεριαλισμού» του Λένιν: πράγμα πού μας κάνει να αντιληφθούμε πώς οι πιο ικανοποιητικές απαντήσεις στο Μπερνστάιν πρέπει να αναζητηθούν, τελικά, ακριβώς σ' αυτά τα γραφτά.
5. Τελεολογία και αιτιότητα ''Λλλα πίσω άπο τή φιλονικία για τή «θεωρία της κατάρευσης» δεν ύπάρχει μόνο ή εμπειρία της Μεγάλης "Γφεσης καΐ της επακόλουθης «στροφής» της καπιταλιστικής ανάπτυξης. "Ενα αλλο συστατικό, πού, σέ μια ανάπλαση, εστω μόνο συνοπτική, τής ιστορικής στιγμής κατά τήν οποία το βιβλίο του Μπερνστάιν είδε το φώς, δεν θ'ά επρεπε νά λείπει, είναι ο χαρακτήρας του μαρξισμού τής Δεύτερης Διεθνούς: του τρόπου μέ τον οποίο είχε δεχτεί καΐ αντιληφθεί τό εργο του Μάρξ' τής έπιροής πού είχαν ασκήσει τα γραφτά του 'Ένγκελς^^' τής μ.όλυνσης και υποταγής εκείνου του 25. Μια εξαντλητική ερευνά για τήν έπιδραση πού ασκήθηκε από τα γραφτά του 'Ένγζελς στή διαμόρφωση των κυρίων εκπροσώπων του μαρξισμού τής Δεύτερης Διεθνούς είναι ακόμα να γίνει, άπ' δσο ξέρουμε. Έ δ ώ ας σημειωθεί, κυρίους, δτι ή πλήρης καΐ ολική ταύτιση τής σκέ\ί)ης τοΰ Μαρξ μέ του 'Ένγκελς (στις ακριτικές μορφές πού έφτασαν ως εμάς) αρχίζει να παίρνει σχήμα ακριβώς αυτή τήν περίοδο (για νά γίνει μετά άναντίρητη από τό Λένιν και τό ρώσικο μαρξισμό). Ή έπιροή του "Ενγκελς—δποος βεβαιώνουν όλες οΐ άμεσες μαρτυρίες—φαίνεται δτι μπορεί να αποδοθεί σέ διάφορους λόγους. Κατά πρώτο, στό γεγονός δτι τό μεγαλύτερο μέρος τών θεωρητικών γραφτών τοΰ 'Ένγκελς (τα όποια πέφτουν ή στα τελευταία χρόνια τής ζωής τοΰ Μαρξ ή μετά τό θάνατό του) συμπέφτουν μέ τήν εποχή πού διαμορφώνεται ή γενιά τών Κάουτσκι και τών Πλεχάνωφ, μέ τούς οποίους ό "Ενγκελς βρίσκεται νά εχει κοινά μορφωτικά ένδιαφέροντα (τό δαρβινισμό, τΙς έθνολογικές ερευνες, μέ μιά λέξη: όλη τή μορφωτική ατμόσφαιρα τής εποχής). Κατά δεύτερο, λόγο, αυτή ή έπιροή, (πού ενισχύθηκε από τΙς συχνές προσωπικές σχέσεις) φαίνεται νά μπορεί νά αποδοθεί, επίσης—πέρα από τή μεγαλύτερη απλότητα και έκλαϊκευτική σαφήνεια τών γραφτών τοΰ "Ενγκελς, δπως υπογραμμίστηκε πολλές φορές από τόν Κάουτσκι, τόν Πλεχάνωφ και άπό δλους τούς άλλους, βλέπε π.χ. Κ. Κάουτσκι, F, Endels (sein Le-
30
μαρξισμού στίς κυρίαρχες κατευθύνσεις της κουλτούρας εκείνης της εποχής. Ή θέση του Μπερνστάιν, απ' αύτη την ίίποψη, είναι δτι ή «θεωρία της κατάρευσης» προέρχεται αμεσα άπό τό «φαταλισμό» και το «ντετερμινισμό» της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Ή αναμονή της επικείμενης καΙ αναπόφευκτης καταστροφής της αστικής κοινωνίας άπο τή δράση « κ α θ α ρ ά • ο ι κ ο ν ο μ ι κ ώ ν» αιτίων άναπαράγει, λέει αυτός, τό δριο καΐ το λάθος κάθε υλιστικής εξήγησης, για τήν οποία ή υλη καΐ οι κινήσεις της υλης πρέπει να είναι ή αιτία των πάντων. «Να είσαι ύλιστής σημαίνει κυρίως να ανάγεις δ,τι ·συμβαίνει σέ αναγκαίες κινήσεις της υλης». 'Από τήν αλλη μεριά «ή κίνηση της υλης ολοκληρώνεται, σύμφωνα μέ τήν υλιστική θεωρία, κατά τρόπο άναγκαΐο, σάν μηχανική διαδικασία». Αύτό συνεπάγεται δτι, άφου αύτή ή κίνηση είναι επίσης εκείνο πού πρέπει να ορίζει «τή διαμόρφωση των Ιδεών καΐ του προσανατολισμού της θέλησης», δ ιστορικός καΐ ανθρώπινος κόσμος διαγράφεται σάν μια διαδοχή προκαθορισμένων και αναπόφευκτων γεγονότο^ν: ετσι πού δ ύλιστής, συμπεραίνει δ Μπερνστάιν, είναι «ενας καλβινιστής χωρίς Θεό». ΕΓναι γνωστό πώς δ μαρξισμός της εποχής απέκρουσε δυνατά αύτή τήν κατηγορία για «φαταλισμό». Ό Κάουτσκι απάντησε δτι ποτέ δ ιστορικός ύλισμός δεν ονειρεύτηκε νά ξεχάσει τή βασική σημασία πού εχει ή άνθρώπινη παρέμβαση στήν ιστορία. Τό ξεπέρασμα της ^απίταλιστικής κοινωνίας δεν αφέθηκε από τό Μαρξ μόνο στή δράση «καβαρα οικονομικών» αιτίων: στήν Γδια τήν παράγραφο για τήν «ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης», πέρα από τήν αναφορά στις οικονομικές αντιφάσεις, δ Μαρξ ύπογράμμιζε καΐ εναν άλλο παράγοντα: τήν «ώριμότητα» καΐ τήν ben, sein^ Wirken, seine Schriften) 1908—στήν ανάπτυξη πού εδιοσε ό "Ενγκελς στό, ας τό ποΰμε ετσι, φιλοσοφικο-κοσμολογικό η φιλοσοφίας της φύσης μέρος, δηλαδή στήν ανάπτυξη και τή «διεύρυνση» τοί5 ιστορικού ύλισμοΰ στό «διαλεκτιννό υλισμό», πού δπως είναι 7νΰ)στό ό ϊδιος ό "Ενγκελς του εδοσε αυτό τό δνομα. Αύτή ή τελευταία άποψη είχε καθοριστικό 6άρος καΐ στήν επόμενη γενιά, δπως π.χ. στό Μαξ "Αντλερ, πού στό γραφτό του Endels als Denker, Βερολίνο 1925, υπογραμμίζει ακριβώς, πρός τιμήν του "Ενγκελς, τό δτι απελευθέρωσε τό μαρξισμό από τήν «ειδική οίκονομικο-κοινωνική μορφή», πού του δόθηκε από τό Μαρξ, διευρύνοντάς τον μέχρι να φτάσει να γίνει eine Weltauffassun^, (κοσμοαντίληψη).
31
παιδεία της εργατικής τάξης, τον υψηλό βαθιμό συνείδησης ατόν οποίο πρέπει να φτάσει, την ικανότητα της για οργάνωση και πειθαρχία^β. 'Όχι πολύ ·διαφορετική— αν καΐ 'έπιχειρηΊ^ατολογηΊΐένη \ιε μεγαλύτερη φιλοσοφική 'συστηματι-κότητα και ·μέ αξιοσημείωτη δόση πολεμικού δηλητηρίου —• υπήρξε, δπως θα δούμε, καΙ ή απάντηση του Πλεχάνωφ* δ οποίος, ήδη για λογαριασμό του, άλλωστε, είχε έκδόσει τό 1898 τό «Ή λειτουργία της προσωπικότητας στήν ιστορία». 'Ωστόσο, αυτό πού είναι χαρακτηριστικό στις άντι,μπερνσταϊνικές θέσεις της εποχής (δπως έπίσης σ' ενα μεγάλο μέρος του σύγχρονου μαρξισμού, πού θα κοκκίνιζε από ντροπή μόνο να φανταστεί τον εαυτό του «ντετερμινιστή») είναι δτι έχουν κοινή μέ τό Μπερνστάιν μια προϋπόθεση: τή στοιχειώδη^^ και απλοϊκή έννοια της «οικονομίας». ΚαΙ σ' αυτή τήν περίπτο>ση, τό σημείο άπ' δπου ξεκινάει δ προβλη]χατισμός του Μπερνστάιν είναι ενα λαμπρό άπόσπασμα αυτοκριτικής του 'Ένγκελς: 'ί<Σύμφωνα μέ τήν υλιστική αντίληψη της ιστορίας δ παράγοντας πού σ ε τ ε λ ε υ τ α ί α άνάλυσ η είναι καθοριστικός στήν ιστορία είναι ή παραγωγή και ή αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Περισσότερα — γράφει δ "Ενγκελς τό 1890 —• δέν βεβαιώθηκαν ποτέ ουτε από τό Μαρξ ουτε άπό μένα. 'Άν τώρα κανείς διαστρεβλώνει τα πράγμ-ατα, βεβαιώνοντας δτι δ οίκονομ-ικός παράγοντας είναι δ μ ο ν α δ ι y. ό ς καθοριστικός παράγοντας, μετατρέπει τήν πρόταση μας σέ κενή, άφηρη·μένη, ανόητη φράση»^^. Και συνεχίζει δ 'Ένγκελς: «Τό γεγονός δτι οι νέοι καμιά φορά αποδίδουν στήν οικονομι·κή πλευρά μια σημασία μεγαλύτερη άπό κείνη πού της ·άνήκει, είναι ένμέρει λάθος του Μαρξ καΐ δικό μου. 'Απέναντι στους άντιπάλους επρεπε να υπογραμμίζουμε τή βασική αρχή πού αύτοί αρνούνταν, καΐ τότε δέν βρίσκαμε πάντοτε τον καιρό, τό χώρο και τήν ευκαιρία να κρα-
26. Κάουτσκι, « Ό Μπερνστάιν καΐ τό Πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας». 27. Μια σημαντική απόδειξη αύτοΰ του «στοιχειώδους» βρίσκεται στα αρχικά κεφάλαια του "Οσκαρ Λάνγκε, «Πολιτική Οικονομία», δπου ανακαλούνται ποικιλότροπα, άλλωστε, συγγραφείς καΐ κείμενα του μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς. 28. Γράμμα του 'Ένγκελς στο Μπλόχ, 21 Σεπτεμβρίου 1890.
32
τήσουμε Ισσροπία ·μέ τούς δίλλους παράγοντες πού 'συμμετέχουν στήν άμοιβαία δράση»^^, Αύτές οί παρατηρήσεις αυτοκριτικής του 'Ένγκελς θεωρήθηκαν από το Μπερνστάιν σαν ούσιαστικος νεωτερισμός ώς προς τόν αρχικό «ντετερμινισμό» της ύλιστΐ"κής αντίληψης της ιστορίας, πού είχε διατυπωθεί από τό Μαρξ στόν πρόλογο του 1859 της «Κριτιycfjç της πολιτικής οικονο-μίας». ΚαΙ είναι γνωστό δτι -μια ανάλογη κρίση (αν και χωρίς την κριτική αναφορά στό κείμενο του '59) κατέληξε να προ-βάλλεται από καιρό και στό σύγχρονο 'μαρξισμό, δπου εξίσου υπογραμμίζεται ή αποφασιστική άξία π.χ. του γραψίματος πού εστειλε τό '94 ό "Ενγκελς στό Στάρκενμπουργκ: «Ή πολιτική, νομική, φιλοσοφική, φιλολογιχή, καλλιτεχνική κλπ. εξέλιξη, στηρίζεται στήν οικονομική εξέλιξη. Άλλα δλες αντιδρούν, τόσο ή μια πάνω στήν αλλη, δσο και πάνω στήν οικονομική βάση. Δέν είναι σωστό δτι ή οικονομική 'κατάσταση είναι ή μ ό ν η δ ρώ σα αιτία κι δλα τα υπόλοιπα δέν είναι παρά παθητικό αποτέλεσμα. 'Αντίθετα, υφίσταται αμοιβαία δράση πάνω στή βάση της οικονομικής αναγκαιότητας, πού σ έ τ ε λ ε υ τ α ί α αν ά λ υ σ η επιβάλλεται πάντοτε». Τό σχόλιο του Μπερνστάιν σ' αυτές τις γραμμές του 'Ένγκελς υπογραμμίζει δτι γίνεται περισσότερο κακό παρά νναλό στόν ιστορικό υλισμό, δταν άπορίπτεται μέ υπεροψία, σαν εκλεκτικισμός, δ αποφασιστικός τονισμός «άλλων παραγόντων» πού δέν είναι «καθαρά οικονομικής» φύσης, για να περιοριστούμε άντίθετα στήν «τεχνική της παραγωγής» (Produktionstechnik) . Ό εκλεκτικισμός — 29. Πρέπει να τονίσουμε δτι αύτές οΐ «αυτοκριτικές» διαπιστώσεις τοί5 "Ενγκελς (μπροστά στις όποιες, ας ειπωθεί παρενθετικά, έκδήλωσαν σοβαρή αμηχανία συγγραφείς, άν καΐ πολύ διαφορετικοί, δπως ο Πλεχάνωφ καΐ ό Μαξ "Αντλερ) δέν επιτρέπουν να γίνουν εύκολα κατανοητές. Παρμένες κατά γράμμα, θα επρεπε νά σημαίνουν δτι στό εργο του Μαρξ δόθηκε εξαιρετική σημασία στόν «οίκονομικό παράγοντα». Παρότι ό 'Ένγκελς ό ίδιος, στή συνέχεια του γράμματος του αποκλείει αυτή τήν έρμηνεία («μόλις εφτανε στήν εκθεση μιας περιόδου της Ιστορίας, δηλαδή στήν πρακτική έφαρμογή, τό πράγμα αλλαζε καΐ κανένα λάθος δέν ήταν δυνατό»). Τό ελάττωμα, για τό όποιο λυπάται ό 'Ένγκελς, θα επρεπε λοιπόν να αναφέρεται στις γενικές διατυπώσεις πού άφοροιητ τόν Ιστορικό ύλισμό. Ά λ λ α είναι γνωστό πόσο αύτές οΐ διατυπώσεις στό εργο του Μαρξ είναι σπάνιες και πώς αίττές («Θέσεις για τό Φόυερμπαχ», Α ' μέρος της «Γερμανικής Ιδεολογίας») ξεφεύγουν, εκτός ϊσως από μια περίπτωση (πρβλ. σημ. 30) από αύτό τό είδος της κριτικής.
3
33
προσθέτε: αύτος σέ πολεμική μέ το μ ο ν t σ μ ό του Πλεχάνωφ —' είναι συχνά μόνο ή φυσική αντίδραση ενάντια στή θεωρητική παρόρμηση να θέλουμε να τα άναγάγουμε δλα σέ μία καΐ μοναδική αρχή. 'Ωστόσο, παρόλα τοΰτα, αυτό πού δ Μπερνστάιν εχει "κοινό μέ τον Πλεχάνωφ — καΐ πού ή «αυτοκριτική» του 'Ένγκελς δέν μπορούσε να χρησιμεύσει στο να τό διορθώσει, άλλα μόνο να τό τονίσει — είναι ή βαθιά αλλοίωση της έννοιας της «οικονομίας» ή, ακόμα καλύτερα, των «κοινωνικών σχέσεων παραγωγής», πού βρίσκεται στο κέντρο καΐ τή βάση ολου του έργου του Μάρξ. Μέ τήν εννοΐ'α δτι χωρισμένη από τούς άλλους «παράγοντες» καΐ γι' αυτό μειωμένη αυτή ή ιδια σ' ε ν α ν άπομονο>μένο παράγοντα, ή λεγόμενη οικονομική σφαίρα — πού, για τό Μαρξ είναι παραγωγή π ρ α γ μ ά τ ω ν και μαζί παραγωγή (άντικειμενοποίηση) ι δ ε ώ ν , παραγωγή καΐ διυποκειμενική επικοινωνία, υλική παραγωγή και παραγωγή κοινωνικών σχέσεων (ή σχέση του ανθρώπου μέ τή φύση, λέει, είναι μαζί σχέση του ανθρώπου μέ τόν άνθρο3πο, και αντίστροφα) — τείνει νά αδειάσει από κάθε πραγματικό ι σ τ ο ρ ι κ ο - κ ο ι ν ω ν ι κ ό περιεχόμενο, για να παρουσιαστεί άντίθετα σαν σφαίρα προηγούμενη >:αι προκαταρκτική της διανθρώπινης μεσολάβησης^®. Ή κ ο ι ν ω ν ι κ ή παραγω30. Αύτός είναι ό κίνδυνος, στον οποίο κατά τή γνώμη μου αφήνει περιθώρια ή θεωρία των «παραγόντο)ν» πού υπαινίσσεται ό 'Ένγκελς στα γράμματα του' στα όποια, ακριβώς στο βαθμό πού υπογραμμίζεται ό αποφασιστικός ρόλος πού ασκήθηκε, πέρα από τήν «οικονομική βάση», επίσης από τό λεγόμενο «έποικοδόμημα», ευνοείται ή ερμηνεία δτι ή «οικονομική βάση» είναι μια σφαίρα «καθαρά υλική» ή «τ ε χ ν ι κ οοικονομική», πού δεν περιέχει κοινωνικές σχέσεις καί, συνεπώς, διυποκειμενική επικοινωνία. Ά λ λ α εδώ επιβάλλεται μεγάλη περίσκεψη* ας σημειώσουμε δτι ό Βόλτμαν π.χ. πίστεψε δτι ανακάλυψε, στήν προκειμένη περίπτωση, μιά διαφορά ανάμεσα στήν κοινωνική έννοια της «οικονομίας», ακριβώς τοι3 Μάρξ, καΐ τή νατουραλιστική εκείνη των "Ενγκελς, Κάουτσκι καΐ Κουνόβ (πρβλ. Κάουτσκι, « Ό Μπερνστάιν καΐ τό Πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας»). Ή διάκριση «βάσης» καΐ «εποικοδομήματος», πού στό Μάρξ είναι πολύ σπάνια καΐ μόλις κάτι περισσότερο άπό μεταφορά, απόχτησε υπερβολική σημασία στόν επακόλουθο μαρξισμό. Πρέπει δμως νά παρατηρήσουμε δτι τουλάχιστον ενα μέρος της ευθύνης για τήν επακόλουθη ανάπτυξη ανάγεται στό λαμπρό πρόλογο του Μάρξ στήν «Κριτική της πολιτικής οικονομίας» δπου διατυπώσεις δπως: «ό τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής έξαρτά, γενικά, τήν κοινωνική, πολιτική και πνευματική διαδικασία της ζωής», σέ κάνουν νά υποθέσεις, άν παρθούν κατά γράμμα, δτι μπορεί νά υπάρχει «υλική παραγωγή» πού νά μήν είναι μαζί καΐ «κοινωνική διαδικασία».
34
γή μετατρέπεται ΐτοι σέ « τ ε χ ν ι κ ή της παραγωγής», το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας σέ άντικείμενο τής τεχνολογίας. Κι άφου αυτή ή «τεχνική», πού είναι ή. «ύλική παραγωγή» με τή στενή έννοια τής λέξης, αποχωρίζεται από κείνη τήν δ·λλη και ταυτόχρονη π α ρ α γ ω γ ή πού οι άνθρωποι 'συντελουν μέ τΙς Ι'διες τους τις σ χ έ σ ε ι ς (καΐ χωρίς τήν οποία, για τό Μαρξ, δέν είναι πραγματική ούτε ή πρώτη), ή υλιστική άντίληψη τής ιστορίας τείνει να μετασχηματιστεί σέ τεχνολογική άντίληψη τής ιστορίας: δίνοντας ετσι δίκιο σέ κείνους τους -κριτικούς του μαρξισμού, δπως 6 καθηγητής Ράμπινς, για τούς οποίους δ ιστορικός υλισμός συνοψίζεται στήν ιδέα «δτι ή υλική τεχνική τής παραγωγής εξαρτά τή μορφή δλων των κοινωνικών θεσμών, καΙ δτι Ολες οι αλλαγές στους κοινωνικούς θεσμούς είναι τό άποτέλεσμα τών αλλαγών στήν τεχνική τής παραγωγής» ή, τέλος, δτι «ή ΊστΟ'ρία είναι τό επιφαινόμενο τών τεχνικών άλλαγών»^^. Ή κυρία συνέπεια αυτής τής οπτικής τών «παραγόντων», πού υποβόσκει λίγο πολύ άνοιχτα σέ δλο τό μαρξισμό αυτής τής έποχής — καΐ πού είναι ή κοινή βάση σέ απόψεις, -αν και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, δπως του Μπερνστάιν ή του Πλεχάνωφ — ε ί ν α ι διάκριση «παραγωγής» καΐ «κοινωνίας», ύ λ ι σ ^μ ο υ και ι σ τ ο ρ ί α ς , ή διάκριση τής σχέσης του ανθρώπου μέ τή φύση από τή σύγχρονη σχέση του ανθρώπου μέ τόν άνθρωπο: μέ συντομία, ή ανικανότητα να αντιληφθούν δτι — χωρίς διανθρώπινη ή κοινωνική μεσολάβηση — είναι ακατανόητος δ ίδιος δ θεσμός τής εργασίας καΙ τής παραγωγικής δραστηριότητας. «Στήν παραγωγή, λέει δ Μάρξ, οι άνθρωποι δέν δρουν μόνο πάνω στή φύση, αλλά επίσης οι μέν πάνω στους δέ. Παράγουν μόνο εφόσον συνεργάζονται μ' ενα καθορισμένο τρόπο καΐ ανταλλάσσουν άμοιβαΐα τΙς δραστηριότητές τους. Για να παράγουν Ιρχονται μεταξύ τους σέ καθορισμένους δεσμούς και σχέσεις, καΐ ή δράση τους πάνω στή φύση, ή παραγωγή, έ'χει θέση μόνο στό πλαίσιο αύτών τών δεσμών καΐ τών κοινωνικών σχέσεων»^^. 31. Λ. Ρόμπινς, «Δοκίμιον περί της φύσεως καΐ σημασίας τής οίκονομικής επιστήμης», έν 'Αθήναις, 1942, σ. 34. 32. Κ. ΜάρΙ, «Μισθωτή εργασία καΐ κεφάλαιο» (έλλ. μετ., εκδ. «Θεμέλιο», 'Αθήνα 1966, σ. 41-2).
35
Ή διασταύρα>ση αυτών των δύο διαδίκασιών είναι τό κλειδί του ι σ τ ο ρ ι κ ο ύ ύλισμου. Ό παραδοσιακές υλισμός, που θεωρεί τους ανθρώπους σαν προϊόν χαΐ αποτέλεσμα του περιβάλλοντος, ξεχνάει, λέει ό Μάρξ^^, δτι οί άνθρωποι τροποποιούν μέ τή σειρά τους το περιβάλλον κι δτι «δ Ι'διος δ παιδαγωγός πρέπει να διαπαιδαγωγείται»' ξεχνάει, δτι δεν αρκεί νά θεωρούμε τις πρακτι,κο - υλικές περιστάσεις σαν α ι τ ί α -καΙ τον άνθρωπο σάν απ ο τ έ λ ε σ μ α , άλλα οτι πρέπει να διατηρούμε παρούσα καΐ τήν άντίστροφη κίνηση: άφου, δπως δ άνθρωπος πού είναι τδ αποτέλεσμα είναι μαζί αιτία της αιτίας του, ετσι κι αυτή ή τελευταία είναι ταυτόχρονα αποτέλεσμα του άποτελέσματός της. Μέ συνομία: προϊόν της αντικειμενικής ύλικης αιτίασης, δ άνθρωπος είναι ταυτόχρονα και ή άρχή μιας νέας αιτιακης διαδι,κασίας πού είναι τδ αντίθετο της πρώτης καΙ στην δποία τδ ση^μεϊο έκκίνησης δέν είναι πια τδ φυσικδ περιβάλλον αλλά ή έννοια, ή ιδέα του ανθρώπου, τδ νοητικό του σχέδιο. Αύτη ή δεύτερη διαδικασία, πού εχει σαν prius τήν ιδέα και στήν δποία ή αιτία δέν είναι συνεπώς αντικείμενο άλλα έ ν ν ο ι α , ώς πρδς τήν δποία μάλιστα τδ αντικείμενο τοποθετείται σαν σκοπδς και σημείο άφιξης, είναι ή λεγόμενη τελική αιτιότητα, δ φιναλισμδς ή τελεολογική διαδι-κασία, σέ αντίθεση μέ τήν αποτελεσματική ή υλική α ι τ ι ό τ η τ α της πρώτης περίπτωσης. «Ό σκοπός», λέει δ Κάντ, «είναι τδ άντικείμενο -μιας έννοιας, έφόσον αύτή θεωρείται σαν αιτία εκείνου (τδ πραγματικό θεμέλιο της δυνατότητάς του) * καΐ ή αιτιότητα ιμιας Ι ν ν ο ι α ς άναφορικά μέ τδ ά ν τ ι -κ ε ί μ ε ν ό της είναι ή τελικότητα (forma f i n a I i s ) » S 4 . Ό φιναλισμός, λοιπόν, ανατρέπει και άντιστρέφει τήν τάξη της αποτελεσματικής αιτιότητας, μέ τήν έννοια βτι, ένώ σύιμφωνα μ' αύτή τήν τελευταία λέμε δτι ή αιτία προηγείται του άποτελέσματος καΐ τδ καθορίζει, δταν τδ αποτέλεσμα είναι ενας σκοπός, δηλαδή ένας ήθελημένος στόχος, τότε είναι άκριβώς αύτδς πού καθορίζει τήν άποτελεσματική αιτία, ή δποία γίνεται άπλδ μ έ σ ο στήν υπηρεσία του. Τώρα, ή σύμπτωση αύτών τών δύο διαδικασιών, καθεμιά άπδ 33. Τρίτη θέση για τό Φόυερμπαχ. 34. Κάντ, «Κριτική της κρίσης».
36
τΙς δποΐες είνα'. ή άνατροπή της δίλλης καΐ πού ώστό-σο συντρέχουν μαζί για να σχηματίσουν έχείνη την umwaelzende ή revolution naere' PraxH για την δποία γίνεται λόγος στΙς «Θέσεις για τδ Φόυερμπαχ», είναι δχι μόνο τδ κλειδί καΙ τδ μυστικδ του ιστορικ ο ύ ύ λ ι σ μ ο υ στή διπλή του σημασία, ακριβώς, σαν αιτιότητας (ύλισμδς) καΐ τελι^ότητας (ιστορία), άλλα επιτρέπει επίσης να έξηγήσουμε εκείνο τδ νευραλγικό σημείο του έργου του Μαρξ πού είναι ή εννοιά του της «παραγωγής» ή «εργασίας», σαν παραγωγής π ρ α γ μ ά τ ω ν καΙ μαζί παραγωγής (άντικειμενοποίησης) ιδεών, διυποκειμενικης παραγωγής καΐ επικοινωνίας, υλικής παραγωγής καΐ παραγωγής κοινωνικών σχέσεων. Ή αράχνη —γράψει ό Μαρξ σ' ενα λαμπρό κομμάτι ταΟ «Κεψαλαίοι/»35— έκπλη,ρώνει εργα πού μοιάζουν ιμέ τού υφαντουργοί), ή μέλισσα ντροπιάζει πολλούς αρχιτέκτονες μέ το χτίσιμο της κερήθρας της. Ά λ λ α αυτό πού διακρίνει άπό την αρχή τό χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα, είναι τό γεγονός δτι αυτός εχει χτίσει την κερήθρα ,μέσα στό ΐκε<Ι>άλι του, πριν τη χτίσει στό κερί. Στό τέλος της έργασιακής διαδικασίας προκύπτει ενα αποτέλεσμα πού ήταν ήδη παρόν από τήν αρχή (της εργασιακής διαδικασίας), στήν ι δ έ α τ ο υ ε ρ γ α ζ ό μ ε ν ο υ , ήταν συνεπώς παρόν ι δ ε α τ ά . "^Οχι δτι αυτός φ έ ρ ν ε ι μόνο μία μεταμόρφωση του φυσικού στοιχείου* π ρ α γ μ α τ ο π ο ι ε ί στό φυσικό στοιχείο ταυτόχρονα τ ό δ ι κ ό τ ο υ σ κ ο π ό , πού τόν γ ν ω ρ ί ζ ε ι , και πού καθορίζει σα νόμος τόν τρόπο της δράσης του.
Τδ προϊδν της εργασίας, λοιπόν, είναι δ Ίξαντικειμενισμός, ή εξωτερίκευση της ι δ έ α ς του εργαζόμενου: είναι τδ εξωτερικό καΐ πραγματικό γίγνεσθαι της έννοιας ή προγράμματος μέ τδ όποιο δ 'εργαζόμενος μπαίνει στδ εργο. Πράγμα πού σημαίνει δτι ή έργασί.α είναι ·φιναλιστΐ"κή δραστηριότητα* δτι ή παραγωγή δέν είναι μόνο σχέση του ανθρώπου μέ τη φύση, άλλά χαΐ σχέση διανθρώπινη, δηλαδή γλώσσα^® αύτή ή ιδια, έ-κδήλωση του άνθρωπου προς τον άλλο άνθρωπο. Άπδ τήν άλλη μεριά, εφόσον για νά π ρ 'α γ μ α τ ο π ο ι ή σ ε ι τήν εργασιακή ιδέα ή 35. «Τό Κεφάλαιο)/, τόμ. I , σ. 166. 36. Σ τ ή «Γερμανική ιδεολογία» ή παραγωγή ορίζεται σαν «γλώσσα της πραγματικής ζωής».
37
σχέδιο πρέπει να ύπολογίζεί καΐ την ε ί δ ί κ ή φύση των ύλίκών πώ Θ3ί& ιμεταχειριστεΐ, ή εργασιακή διαδικασία άποκαλύπτεται, πέρα άπδ φιναλισμός, καΙ άποτελεσματική αιτιότητα. Πραγματικά, για να εξαντικειμενιστεΐ στο προϊόν ή ιδέα, δηλαδή «εκείνο το ιδεατό κίνητρο πού άποτελεΐ τήν έσωτερική ώθηση της παραγωγής και τήν προϋπόθεση της» καΐ να μετασχη^ματιστει ετσι ή φύση σύμφωνα 'με τα σχέδιά μας και τΙς προθέσεις ιμας, πρέπει και ή ιδέα έπίσης, πού από μιαν άποψη καθορίζει τό αντικείμενο, ν Î3c κ α θορίζεται, 'μέ τή σειρά της, α π ό α ύ τ ό: σύμφωνα μέ τό λαμπρό αφορισμό του Βάκωνα δτι για να διατάζεις τή φύση πρέπει καΐ να τήν ύπακους καΐ δτι για να προσαρμόσου'με τό αντικείμενο σέ μας είναι -άπαραίτητο να προσαρμοστου^με -καΙ μεΐς σ' αύτό. «Ή παραγο)γή, λέει δ Μάρξ, παράγει δχι μόνο ενα αντικείμενο για τό υποκείμενο, άλλα κι ενα ύποκείμενο για τό αντικείμενο». Ή «ιδεατή ώθηση», πού δρα στήν παραγωγή «σαν έσωτερική εικόνα, σαν ·άνάγκη, σαν κίνητρο -καΙ σαν σκοπός» δέν είναι μόνο α ι τ ί α είναι και α π ο τ έ λ ε σ μ α : άφοΰ «αυτή ή ?δια σαν κίνητρο μεσολαβεΤτιαι από τό άντικεί-μενο, και ή άνάγκη αύτου του τελευταίου, πού αύτή άποδείχνει, δημιουργείται άπδ τή σύλληψη του ϊδιου του άντικειμένου»^'^. Δέν είναι Ίδώ ή περίπτωση να δου-με πώς αύτή ή σχέση αιτιότητας - φιναλισμοΰ είναι ή ίδια ή σχέση ·έπαγωγής - απαγωγής και συνεπώς πώς ή μαρξική έννοια τών «κοινωνικών σχέσεων παραγωγής» συνεπάγεται Ιπίσης μια λογική της Ιπιστημονικής ερευνάς. Γυρίζοντας στό Μπερνστάιν καΐ στήν πολεμική πού προκάλεσε γύρω από τό «ντετερ·μινισμό» της ύλιστι-κής αντίληψης της ιστορίας, συμφέρει περισσότερο να τονίσουμε πώς δλες οι τάσεις του μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς φτάνουν άκριβώς στή δυσκολία να άντιληφθουν αύτή τήν αμοιβαία διείσδυση αΐτιότητας και φιναλισμοΰ, τήν δποία υπαινιχθήκαμε πριν λίγο. «Ή δραστηριότητα του άνθρώπου», γράφει δ Πλεχάνωφ σ' ενα άπδ τα άρθρα του ενάντια στό Μπερνστάιν καΐ τήν κριτική του 37. Κ. Μάρξ, «ΕΙσαγωγή (του 1857) στήν κριτική της πολιτικής οικονομίας» (έλλ. μετ., έκδ. «Νέοι Στόχοι», 'Αθήνα 1971, σ. 329. ' Ό λες οι επόμενες αναφορές σ' αυτό τό εργο θα γίνονται σέ σελίδες της έλλ. εκδ.).
38
στον υλισμό, «μπΟ'ρεΙ νά ιδωθεί κάτω άπο δυο διαφορετικές απόψεις». 'Από τή ]xià μεριά, «μας εκδηλώνεται σαν α ι τ ί α αυτών ή εκείνων των κοινωνικών φαινομένων», στο βαθμό πού ό άνθρωπος εχει 'συνείδηση δτι είναι τέτια αιτία, «στο βαθμό πού υποθέτει δτι α π ' αυτόν ε ξ α ρ τ α τ .α ι να προκαλέσει τέτια κοινωνικά φαινό^μενα». 'Από τήν άλλη -μεριά, «δ άνθρωπος, πού μας έμφανίζεται σαν ή αιτία ενός δεδομένου κοινωνικού φαινομένου, μπορεί καΙ πρέπει νά θεωρείται, σαν σ υ ν έ π ε ι α αυτών των κοινωνικών φ.αινομένων πού επέδρασαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του καΐ στην κατεύθυνση της θέλησης του. "Αν θεωρηθεί σαν σ υ ν έ π ε ι α , δ κοινωνικός άνθρωπος δέν μπορεί νά θεωρηθεί δτι δρα ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς , γιατί δέν έξαρτήθηκαν ·άπό τή θέλησή του οι περιστάσεις εκείνες πού καθόρισαν τήν κίνησή του. Συνεπώς ή δραστηριότητά του φαίνεται τώρα σάν δραστηριότητα ύ π ο τ α γ |χ , έ νη στ ό νόμο της άναγ κ α ι ότ ητ α ς»^^. Ό προβληματισμός δέν θά μπορούσε νά είναι πιό καθαρός: δ άνθρωπος, πού στή δική του σ υ ν ε ί δ η σ η φαντάζεται δτι είναι αιτία, είναι σ τ ή ν π ρ α γ 'μ α τ ι χ ό τ η τ α αποτέλεσμα καΐ μόνο αποτέλεσμα. Ό Πλεχάνωφ, μ' άλλα λόγια, δέν κατορθώνει νά συνδυάσει ·μαζι αιτιότητα καΐ φιναλισμό: ή έννοια της umwaelzende Praxis, δηλαδή της παραγωγικής δραστηριότητας πού ανατρέπει καΐ υποτάσσει στόν εαυτό της τΙς 'ίδιες τΙς συνθήκες άπ' δπου προέρχεται — ή του «παιδαγωγού πού πρέπει νά διαπαιδαγ(ογειται» —• μένει γι' αυτόν μιά αιτία άπιαστη. Ά π ' αυτό προκύπτει δτι ό μόνος τρόπος 'μέ τον όποιο κατορθώνει νά συνθέσει αυτές τΙς δύο διαστάσεις είναι νά άναγνωρίσει σάν π ρ αγ 'μ α τ ι ·κ ή μόνο τήν αναγκαιότητα ή ύλική αιτιότητα, καΐ νά αποδώσει, άντίθετα, στή ισυνείδηση, δηλαδή στό φιναλισμό καΙ τήν ελευθερία, μόνο τό καθήκον νά πραγματοποιεί εκείνη τήν άναγκαία καΐ αναπόφευκτη τάξη. Ή έλευθερία — λέει δ Πλεχάνωφ επαναλαμβάνοντας τόν "Εινγκελς και μέσω του "Ενγκελς τό Χέγ38. Πλεχάνοοφ, «Καντ εναντίον Κάντ, ή ή πνευματική διαθήκη του κ. Μπερνστάιν», ρωσική έκδοση, «"Εργα», τ. X I , σ. 77.
39
κελ — είναι ή «άναγνώριση της άναγκαιότητας»^^: ή ελευθερία, δηλαδή, είνα: ή Ίπίγνωση δτ: είμαστε καθορισμένοί. Δέν μπαροΟιμε εδώ να σταματήσουμε για να δείξουμε πώς αύτη ή άναφορα στο Χέγκελ γύ.ρω άπδ τή σχέση ελευθερίας - αναγκαιότητας θεμελιώνεται, το ϊδιο -μέ δλες τΙς άλλες χεγκελιανές προτάσεις τΙς δανεισμένες από τό «διαλεκτικό ύλισ^ιό» του 'Ένγκελς καΐ του Πλεχάνωφ, σε μια «άνάγνωση» πού βρίσκεται πολύ λίγο κοντά στό πνεύμα του μεγάλου γερμανού φιλόσοφου^®. Ή ταυτότητα ελευθερίας καΐ άναγκαιότητας ή, πράγμα πού είναι τό Γδιο, ή τ α υ τ ό τ η τ α σκέψης καΐ ειναι^^, είναι θέματα πού άναβρίσκονται ιμόνο στό τελευταίο φιλοσοφικό εργο του 'Ένγκελς, άλλα άπόλυτα ξένα ·στή σκέψη του Μάρξ. Σ' αυτή την περίπτωση, άλλωστε, ποια είναι ή πραγματική συγγένεια αύτών τών θέσεων αποδείχτηκε, δχι χωρίς εύφυία, άπό τον Γδιο τόν Πλεχάνωφ δταν πρός ύποστήριξη της ταυτότητας ελευθερίας και άναγκαιότητας ανατρέχει, πέρα άπό τό Χέγκελ, στις τελευταίες σελίδες του Τετάρτου Τμημάτος του «Συστήιματος του μεταφυσικου ιδεαλισμού» του Σέλινγκ^^. Έδώ ιμας ενδιαφέρει περισσότερο να τονίσουμε, πόσο ξένες είναι οί 'άρχές στΙς όποιες καταλήγει δ «δρθόδοξος» μαρξισμός της Δεύτερης Διεθνούς ως πρός τήν πρωτότυπη προβληματική του Μάρξ. 39. Πλεχάνοοφ, Essais sur Γ histoire
1957, (T. 123.
du matérialisme,
Παρίσι
40. Για τή σχέση μέ τό Χέγκελ βλέπε, Ιδιαίτερα, τό άρθρο τοί3
Πλεχάνωφ, Zu He^eV s sechzigstem 1891-2.
Todestag,
στη Neue
Zeit,
41. Πλεχάνο^φ, «Τα βασικά προβλήματα του μαρξισμού» (ελλ. μετ. έκδ. «Φλόγα», 'Αθήνα 1956). 42. Σέλινγκ, «Σύστημα του μεταφυσικοΰ Ιδεαλισμού». 'Αναφορά σ' αυτές τΙς σελίδες τοί) Σέλινγκ υπάρχει σέ ολα σχεδόν τα φιλοσοφικά γραφτά του Πλεχάνωφ. Τά αποσπάσματα του Σέλινγκ, πάνω στά όποια ό Πλεχάνωφ προσάρμοσε τή σκέψη του είναι, Ιδιαίτερα, αυτά: « Ή νόηση είναι ελεύθερη μόνο σαν εσωτερικό φαινόμενο, και γι' αυτό υπάρχουμε, καΐ πιστεύουμε μέσα uaç οτι είμαστε ελεύθεροι, άλλα τό φαινόμενο της ελευθερίας μας, ή ή ελευθερία μας, εφόσον μεταφέρεται στόν αντικειμενικό κόσμο, πέφτει κάτοο άπό φυσικούς νόμους, εξίσου μέ κάθε άλλο γεγονός». «Κάθε πράξη, τόσο του ά τ ό μ ο υ, δσο καΐ ολόκληρου του είδους, σαν πράξη, πρέπει νά εχει συλληφθεί στή σκέψη ελεύθερα, άλλά, σαν άντικειμενικός στόχος, υπόκειται στους φυσικούς νόμους. Τποκειμενικά, λοιπόν, δρούμε χάρη στό εσωτερικό φαινόμενο* άντικειμενικά, δέν δρούμε, άλλά κάτι άλλο δρά σχεδόν διαμέσου μας».
40
Ό άνθρωπος γίνεται άντιληπτος μόνο σαν ένας κρίκος της άντικειμενίκης υλικής διάδοχης, σαν κάποιο είναι του οποίου ή δράση «εξαναγκάζεται» από μια ανώτερη καΐ μεταφυσική δύναμη —· πού δ Πλεχάνωφ όνομάζει "Γλη, άλλα πού θα μπορούσε να λέγεται επίσης 'Απόλυτο ή «πονηριά του Λόγου» — ή δποία δρα μέσα άπό τή δράση την Ι'δια του ανθρώπου, άναπτύσσοντας ετσι προς άλλα άποτελέσματα τούς στόχους πού αυτός συνειδητά (χαί, συνεπώς, αύταπατώμενος) επιδιώκει. Ό νεο)τερισμός καΐ ή ιδιαιτερότητα του ίστορικο - ανθρώπινου κόσμου — πού περικλείεται στη σύνθετη μαρξική έννοια της «παραγωγής», σάν παραγωγής διανθρώπινων σ χ έ σ ε ω ν καΙ μαζί π ρ α γ μ ά τ ω ν χαί, συνεπώς, σάν αύτοπαραγωγή και άναπαραγωγή «άλλου» — άγνοεΐται εδώ ολοκληρωτικά και αθεράπευτα: μέ αποτέλεσμα ή αντίληψη, στήν δποία δδηγει, να μην μπορεί παρά νά είναι, άν οχι μια πολύ άφελής μεταφυσική καΙ ίστοριχο - εξελικτική κοσμολογία, πάντως μια φιλοσοφία της θείας πρόνοιας δίκαια εκτεθειμένη στήν κατηγορία του φαταλισμου. Μερικοί συγγραφείς, -ττ.χ. ό Στάμλερ, παρατηρούν —γράφει ό Πλεχάνωφ— δτι αν ό θρίαμβος τοΰ σοσιαλισμού εΪναι ιστορική αναγκαιότητα, ή πρακτική δραστηριότητα της σοσιαλδημοκρατίας είναι εντελώς περιττή. Γιά ποιο λόγο, πράγματι, να έργαζόμαστε για να φέρουιμε ενα φαινόμενο που σέ κάθε περίπτωση θά ερθει τό Τδιο και αναπόφευκτα; Άλλα αυτό εΪναι ενα σόφισμα ευτελές και γελοίο. Ή σοσιαλδημοκρατία βλέπει τήν ιστορική ανάπτυξη άπό τήν οπτική γωνιά της άναγκαιότητας, και τή δική της δραστηριότητα σάν ενα ά π α ρ α ί τ η τ ο κ ρ ί κ ο στήν αλυσίδα εκείνων των α ν α γ κ α ί ω ν σ υ ν θ η κών, τό σύνολο τών οποίων καθιστά αναπόφευκτο τό θρίο^μβο του σοσιαλισμού. "Ενας ά ν α γ α ί ο ς κρίκος δέν μπορεί νά είναι π ε ρ ι τ τ ό ς . 'Άν τόν αφαιρούσαμε, θα σπάγαμε δλη τήν άλυσίδα τών γεγονότων43.
Ή κύρια συνέπει,α αύτης της οπτικής είναι ή άπορόφηση — ή καλύτερα θά λέγαμε: τό κατραχύλισμα — του είδιχου επιπέδου της υλιστικό - ιστορικής άνάλυσης, δηλαδή της οικονομικο - κοινωνικής προβληματικής του Μάρξ, σέ μιά κοσμολογία καΐ κοσμογονία πού όνομάζεται «υλιστική» χαΐ είναι ιμόνο ενα φιλοσοφικό 43. «'Έργα», ρωσική έκδοση, τ. X I , σ. 88.
41
μυθιστόρημα. "Ολα είναι διαλεκτική εξέλιξη της Τ λ η ς . Κι αύτη ή εξέλιξη δλοκληρώνεται, σε κάθε τάξη χαΐ βαθμό, χάρη σε πανταχού παρόντες και γενικότατους «νόμους» πού είναι οι νόμοι τόσο της μηχανικης κίνησης καΐ της ανάπτυξης της φύσης, δσο καΐ της ανθρώπινης κοινωνίας και της σκέψης^^. Ή «οικονομική βάση» του Μαρξ γίνεται ετσι ή 'Τλη. Κι αυτή ή δχι ειδική, δχι καθορισμένη "Γλη, πού είναι μαζί δλα και τίποτα, απλή μεταφυσική ύπόσταση και συνεπώς κατεξοχήν άντιυλιστι-κή, δείχνει τή θεολογική της κατασκευή··, άποκαλυπτόμενη, στήν άφελή πεζότητα του Πλεχάνωφ, σαν ή τελευταία ποικιλία του deus absconditus: «στή ζωή των λαών υπάρχει κάτι, ενα χ, ενας άγνωστος, στή «δύναμη» του οποίου, δπο)ς ·έκείνη τών διαφόρων κοινωνικών τάξεων πού υπάρχουν στους κόλπους τους, οι ίδιοι οί λαοί οφείλουν τήν κ α τ α γ CO γ ή τους, τήν κ α τ ε ύ θ υ ν σ η τους και τις μεταμορφώσεις τους. Είναι καθαρό, με λίγα λόγια, δτι κάτι σχηματίζει τή βάση αύτής της ϊδιας της «δύναμης» καΐ πρέπει εδώ να καθορίσουμε τή φύση αύτου του άγνωστου παράγοντα»^^. Ή προσοχή αποσπάται άποφασιστΐ"κά άπδ τήν ιστορία, δηλαδή από τήν ανάλυση τών οίκονομικο - κοινο)νικών σχηματισμών, για να συγκεντρωθεί στή μελέτη αύτοΰ πού αληθινά ενδιαφέρει: τήν πρωτογενή υλη άπο τήν οποία προκύπτουν δλα, το μεγάλο fictio αύτής της λαϊκής θρησκευτικότητας. «Ή υλη κινείται σ' έναν αιώνιο κύκλο (...) . Σ' αυτόν δέν υπάρχει τίποτε τό αιώνιο παρά ή υλη, πού μετασχηματίζεται αιώνια, κινείται αιώνια, καΙ οι νόμοι σύμφωνα \χε τούς οποίους μετασχηματίζεται και κινείται». Καί, άφοΰ δλα περνούν καΐ τίποτα δέν πεθαίνει, «έμεις εχουμε τή βεβαιότητα δτι ή υλη σε δλες της τΙς αλλαγές παραμένει αιώνια ή ίδια, δτι καμιά από τΙς ίδιότητές της δέν μπορεί ποτέ να χαθεί, κι δτι γι' αυτό αύτή πρέπει ξανά να δημιουργήσει, σε δλλο χρόνο ΎΜ σέ αλλο τόπο, τό πιό ύψηλό προϊόν της, τό σκεπτόμενο πνεύμα, χάρη στήν Ι'δια σιδερένια αναγκαιότητα πού θα φέρει τήν έξαφάνισή του πάνω στή γή»'^®. Ή ταυτότητα σκέψης και είναι μεταφέρεται στο ίδιο τό σώμα 44. "Ενγκελς, «Άντι-Ντύρινγκ» καΐ «Διαλεκτική της Φύσης».
45. Πλεχάνωφ, Essais sur Γ histoire
du matérialisme,
ο. 138.
46. "Ενγκελς, «Διαλεκτική της Φύσης», (ελλ. μετ., σ. 59 - 60).
42
της "Γλης. Δέν υπάρχει πια θ·εωρία της σκέφης, σαν σκέψης του φυσικοΰ οντος «άνθρωπος»^ ^— της κοινωνικότητας του — καί, συνεπώς, μια θεωρία της σκέψης στην ένότητα-διάκρισή της ·μέ τη γλώσσα καΐ μέ κείνη την πρακτικό - πειραματική δράση που είναι ή παραγωγή και ή εργασία. Ή θεωρία της σκέψης αφαιρεί τον άνθρωπο, δηλαδή ή συζήτηση για τή σκέψη γίνεται συζήτηση για το Απόλυτο , σαν πρωτότυπη ταυτότητα σκέψης καΐ είναι. Γν(-θσιολογία και επιστημολογία μηδενίζονται άπο τήν απλοϊκή προσφυγή στήν «εξέλιξη» («τα προϊόντα του ανθρώπινου μυαλοϋ», γράφει δ 'Ένγκελς, «τα οποία σέ τελευταία ανάλυση είναι κι αυτά φυσικά προϊόντα, δέν άντιφάσκουν στο δεσμό της φύσης πού παραμένει, άλλα αντίθετα του είναι αντίστοιχα») . "Ένας Χέγκελ «λαϊ7νθπΌΐημένος», παίρνει τή θέση του Μάρξ. ΚαΙ πίσο) άπο το Χέγκελ προβάλλει δ Σέλινγκ* καΙ πίσο) άπο το Σέλινγκ δ Σπινόζα. Ό ΙΙλεχάνωφ, λοιπόν, πού παίρνει δλες τΙς πιδ στοιχειώδεις μορφές του ύλισμου, επαναλαμβάνοντας ήσυχα δτι ή σκέψη είναι έκκριση του μυαλου^"^' δ Πλεχάνωφ, πού βλέπει τήν υλιστική γνωσιολογία δλόκληρη ήδη στον Έλβέτιο και το Χόλμπαχ, είναι επίσης αύτος πού θεωρεί τδ Μάρξ μόνο σαν έπιμήκυνση καΙ εξήγηση του Σπινόζα. Υποστηρίζω, μετά τήν
πλήρως πεπεισμένος,
υ λ ι σ τ ι κ ή
δτι
ό Μαρξ κι ό 'Ένγικελς,
στροφή της εξέλιξης τους, δεν εγκατέλει-
ψαν ποτέ τήν οπτική τοΟ Σπινόζα. Κι αυτή ή πεποίθηση μου βασίζεται, ανάμεσα σ τ ' άλλα^ σέ
μια προσωπιική μαρτυρία τοΰ "Ενγκελς.
Τό 1889, ενώ βρισκόμουν στο Παρίσι 'Έκθεσης,
με τήν ευκαιρία της διεθνούς
έπίοΦελήθηκα από τήν περίσταση
για να πάω στο
Λον-
δίνο και να γνωρίσω προσωπικά τον 'Ένγικελς. Είχα τήν Ικανοποίηση νά περάσω σχεδόν
μια ολόκληρη έβδομάδα
μέ
μεγάλες
συζητήσεις
μαζί του, πάνω σέ διάφορα πρακτικά ικαΐ θεωρητικά θέματα. Μιά φορά ή συζήτησή μας επεσε στή φιλοσοφία. Ό
"Ενγικελς κριτικάρισε μέ
οξύτητα αυτό που ό Στέί3ν μέ πολύ ανακριβή τρόπο ονομάζει «υλισμό της
φιλοσοφίας
της
φύσης».
"Ωστε
για
σας —τόν
ρώτησα— ό
γερο - Σπινόζα εΪχε δίκιο λέγοντας δτι ή σκέψη και ή έκταση δέν εΐ-
47. Πλεχάνωφ, «'Έργα», τ. X V I I L
σ. 310.
43
ναι παρά δύο χαρακτηριστικά μιάς και της ίδιας ουσίας; «Φυσικά —απάντησε ό "Ενγκελς— ό γερο - Σπινόζα εΪχε οατόλυτα δίκιο.»48
Πραγματικές και άξιολογικες κρίσεις Ό Πλεχάνωφ άνάγει το Μαρξ στο Σπινόζα* ο Κάουτσκι στο Δαρβίνο. Ό άνθρωπος, λέει αυτός, ζει σέ δύο κόσμους, εκείνον του παρελθόντος καΐ κείνον του ιμέλλοντος^^. Ό πρώτος είναί δ κόσμος της εμπειρίας, της επιστημονικής γνώσης, του ντετερμινισμού καΙ της άναγκαιότητας. Ό δεύτερος, της ελευθερίας καΐ της δράσης. Ή αντιπαράθεση αυτών τών δύο κόσμων πέφτει -με τό πέσιμο της διάκρισης μεταξύ «κοινωνίας» και «φύσης». "Οποια κι αν είναι ή ιδιαιτερότητά του, δ ίστοριοίος ανθρώπινος κόσμος είναι μια «στιγμή» ·στή σειρά της εξέλιξης" δ κόσμος της ελευθερίας και του ηθικού νόμου είναι ενα ιδιαίτερο θραύσμα (Stückchen) του αισθητού κόσμου^®. Ό Κάουτσκι θα ήθελε να εγγυηθεί τή διάκριση ελευθερίας καΐ άναγκαιότητας, άποφεύγοντας, δμως, φυσικά τό δυϊσμό. Βλέπει, πράγματι, καλά τή δυσκολία του εμπειρισμού καΐ της διαφο)τιστικής αισθησιοκρατίας πού, ανάγοντας τήν ηθική ζωή σέ άπλδ ένστικτο, δέν κατορθώνει να εξηγήσει τδ ιδιαίτερο της «θέλησης»: ή δποία, σέ διαφορά προς τδ ένστικτο, συνεπάγεται επιλογή, άπόφαση και συνεπώς υπευθυνότητα. Παρόλα αυτά, τδ συμπέρασμα, άπδ τδ οποίο ουτε αύτδς δέν μπορεί να ξεφύγει, είναι δτι συμπιέζεται σέ τέτοιο σημείο δ ιστορτ/ο - κοινωνικός κόσμος μέσα στδ πλαίσιο της κοσμικο - φυσικής έξέλιξης, πού να μήν μπορεί πια μετά να διακριθεί άπδ αύτήν. Ή ήθική επιλογή καταλήγει ετσι να μήν προ'κύπτει τίποτα περισσότερο άπδ ένστικτο αυτή ή Γδια (ein tie48. Πλεχάνιοφ, « Ό Μπερνστάιν καΐ ό υλισμός» «'Έργοχ», τ. X I er. 21. Kfxi επίσης στα «Βασικά προβλήματα του μαρξισμού», δπου υποστηρίξει δτι ό Φόυερμπαχ άντιπροσοοπεΰει τό σπινοζισμό απελευθερωμένο από τό θεολογικό ένδυμα, και προσθέτει δτι «είναι ακριβώς αυτός ό σπινοζίσμός (...) πού ό Μαρξ r.al ό 'Ένγκελς υιοθέτησαν, δταν έκοψαν από τόν ιδεαλισμό». 49. Κάουτσκι, «Ήθική και υλιστική αντίληψη της ιστορίας» (ελλ. μετ., έκδ. Άναγνωστίδη, σ. 51). 50. "Εργο προηγ., σ. 55.
44
rischer Trieb) * καΐ ό «ηθικός νόμος» φυσιχή παρόρμηση ομοια μέ το ένστικτο της τεκνοποίησης^^. Ό γνήσια μονιστικός καΐ μεταφυσικός χαρακτήρας αύτών των κατασκευών του «όρθόδοξου» μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς μας κάνει να καταλάβουμε καλά ποιό είδος αντίθεσης πρέπει νά ξεπηδούσε από τό Γδιο της το σώμα και πώς σ' αύτη την αντίθεση 'έπρεπε αυτό να βρίσκει τό φυσικό του συμπλήρωμα. Εξίσου μέ τόν ΙΙλεχάνωφ καΐ δ Μπερνστάιν επίσης κινείται από μια νατουραλιστική έννοια της «οικονομίας». Μιλάει για τήν οικονοιμία σαν για ενα «ένστικτο» ή για φυσική οίκονοιμική δύναμη (oekonomische Naturkraft) ανάλογη προς τή φυσική - νατουραλιστική δύναμη. Παρόλα αυτά, ενώ για τόν Πλεχάνωφ αυτός δ κόσμος της άντικειμενικής αίτιακής διαδοχής είναι τό παν, για τό Μπερνστάιν, πλάι καΐ πάνο) από αύτήν βρίσκεται τό «ηθικό ιδεώδες», τό «δέον είναι» του Κάντ, στό οποίο άνατέθηκε τώρα ή ι δια ή πραγματοποίηση του σοσιαλι·σμοΰ^2^ Ή χο^νωνία του μέλλοντος δεν είναι τό άναπόφευκτο αποτέλεσμα της αντικειμενικής εξέλιξης, άλλα ενας ιδεατός στόχος πού ή ανθρώπινη θέληση θέτει έλεύθερα. Ή σιδερένια 'Αναγκαιότητα ανακαλεί τό αφηρημένο της άντίθετο: τήν Ελευθερία* δ ντετερμινισμός τόν απόλυτο ιντετερ^μινισμό* ή κλεισμένη άλυσίδ.α του «είναι» τήν ανοιχτή καΐ άόριστη του «δέοντος είναι». Κι άφου ή καθεμιά άπό τΙς δύο άντίθετες αρχές εχει τή δύναμη να ανατρέπει τήν άλλη, χωρίς δμως να μπορεί να επιζήσει άπό μόνη της, οι δυο αντιθετικές άρχές γεννιόνται καΐ άναπαράγονται άμοιβαία, μερικές φορές, σ' ενα και μόνο συγγραφέα. Παράδειγμα: ή «Ηθική καΐ υλιστική αντίληψη της ιστορίας», δπου δ Κάουτσκι άφοΰ εχει πανηγυρικά άντιταχθεί στόν ηθικό νεοκαντιανό σοσιαλισμό κι εχει μειώσει τήν ηθική απόφαση σέ άπλό ένστικτο, άπροσδόκητα κλείνει μέ τήν έκκληση σ' ενα ήθικό ιδε-
45
51. "Εργο προηγ., σ. 82 καΐ 86. Για τήν κριτική αύτου του βιβλίου του Κάουτσκι άπό νεοκαντιανή θέση, πρβλ. "Οτο Μπάουερ, Marxismus
und Ethik, στο Neue Zeit, 1906. Ή απάντηση του Κάουτσκι στό Μπάουερ εχει τόν τίτλο Lehen, Wissenschaft und Ethik στό Neue Zeit, 1906.
52. Για τήν ολοκλήρωση του Ιστορικού ύλισμοΰ μέ τήν ηθική του Κάντ βλέπε επίσης Κ. Φορλάντερ, Marx und Kant, 1904. Ol Ιδέες αυτής της διάλεξης αναπτύχθηκαν μετά άπό τό Φορλάντερ στό Κ.
Marx, sein Lehen und sein Werk, 1929.
ώδες χωρίς το δποΐο δεν '[ΐπορεί νά γίνε: ουτε ή ταξίκή πάλη, χαΐ πού, λόγω της άντίθεσής του προς δ,τι υπάρχει στην παρούσα κοινωνία καΐ συνεπώς λόγω της ά ρ ν η τ t κ ό τ η τ ,α ς του περιεχομένου του, δέν είναι άλλο από την ιδια τή μορφή της θέλησης πού επικαλούνται οι νεο-καντιανοί. Ή σοχτιαλδημοκρατική οργάνωση τού προλεταριάτου δέν μπορεί να μή βάλει στην τ α ξ ι κ ή της π ά λ η το ηθικό ίδεωιδες, την ηθική αγανάκτηση ένάντια στην ταξική έκμετάλλευση ικαΐ ικαταπίεση. 'Αλλά αυτό τό ιδεώδες δεν εχει να κάνει καθόλου μέ τόν έ π ι σ τ ημ ο ν ι ικ ό σοσιαλισμό, που είναι ή μελέτη των νόμων που κυβερνούν τήν εξέλιξη του κοινωνικού οργανισμού ( . . . ) . ΕΪναι αλήθεια δτι, όταν πρόκειται για σοσιαλιστή, ό διανοούμενος εΪναι επίσης αγωνιστής και δτι κανείς δέν μπορεί νά διαιρεθεί τεχνητά σε δυο μέρη., από τά οποία τό ενα νά μήν εχει σχέση μέ τό άλλο* ετσι, ακό,μη και στο Μάρξ, προβάλλει πολλές φορές^ στήν πορεία της οτιστημονικής του έρευνας, ή πράξη ένός ηθικού' ιδεώδους. 'Αλλά, δίκαια ό Μαρξ προσπάθησε να τό άφησε ι κατά μέρος δσο ήταν δυνατό. 'Αφού στήν επιστήμη τό ηθικό ιδεώδες είναι πηγή λαθών53.
Έ αντιπαράθεση αιτιότητας καΙ φιναλισμου προβάλλει έδώ μέ τή μορφή αντίθεσης ανάμεσα σε πραγματικές κρίσεις καΐ άξιολογικές κρίσεις, ανάμεσα σέ επιστήμη καΐ Ιδεολογία^^. Έ επιστήμη «διαπιστώνει»: δέν έχει να προτείνει επιλογές στήν ανθρώπινη δράση. 'Ανάμεσα στις αντικειμενικές καΙ αμερόληπτες πραγματικές διαπιστώσεις της επιστήμης και τήν τελικότητα της θέλησης υπάρχει ριζικός διαχωρισμός. 'Από τήν ο ρ ι σ τ ι κ ή των προτάσεων της επιστήμης είναι άδύνατο νά βγάλουμε συμπεράσματα πού νά είναι στήν π ρ ο σ τ α κ τ ι κ ή ^αι νά δεσμεύουν στή δράση. Ειπώθηκε — γράφει στικό κεφάλαιο»— δτι ή μελιωμένη, σέ τελευταία δέν μπαίνουν στόν κύκλο
ό Χίλφερντινγκ στόν πρόλογο στό «Χρηματιπολιτική είναι μια κανονιστική θεωρία, θεάνάλυση, πάνω σέ άξιολογικές κρίσεις πού της έπιστήμης, επειδή ή πολιτική διαπρα-
53. Κάουτσκι, εργο προηγ., σ. 169. 54.. Για μια λα|.ιπρή αναπαράσταση αυτών των διλημμάτων στό μαρξισμό της Δεύτερης Διεθνούς, πρέπει νά θυμίσουμε τό άριστο δοκίμιο του
Λ. Γκολντμάν, Υ a-t-il un sociologie τ. 140, Όκτώβρης 1957.
46
marxiste
οτό Temps
moderne,
γμάτευση εΪναι ξένη στη σ(|>αίρα της έπιστηΐμονικής έρευνας. Να διεισδύσεις, στο σηιμείο αυτό, στά θεωρητικό - θεωρησιοοκά ζητή.ματα πού συζητιόνται γιά τις σχέσεις μεταξύ θεωρίας των κανόνων και θεωρίας των νόμων, μεταξύ θεολογίας και αιτιότητας, είναι προφανώς αδύνατο ( . . . ) · Έιδώ πΐρέπει να ποΟμιε μόνο δτι για τό μαρξισμό σκοπός της πολιτικής διαπραγιμάτευσης μπορεί νά είναι επίσης μόνο ή ανακάλυψη αΐτιακών δ ε σ μ ώ ν ( . . . ) . Στην άνακάλυψη των παραγόντων που καθορίζουν τη θέληση των τάξεων, βρίσκεται, σύμφωνα μέ τή μαρξιστική άντίληψη^ τό καθήκον μιας επιστημονικής πολιτικής^ μιας πολιτικής δηλαδή πού νά ξέρει νά περιγράφει αΐτιακούς δεσμούς. "Οπως ή θεωρία ετσι και ή πολιτική του μαρξισμού εΪναι απαλλαγμένη από «άξιολογικές κρίσεις».
ΚαΙ ό Χίλφερνζίνγχ
συ^μπεραίνει:
Είναι λοιπόν λαθεμένη αντίληψη, αν ικαΐ διαδομένη εντός και εκτός των τειχών, να ταυτίζεται χωρίς άλλο μαρξισμός και σοσιαλισμός. Άφου, άν τό παρατηρήσουμε λογικά, ιδωμένος μόνο σάν έπιστηιμονικό σύστημα —αφήνοντας δηλαδή κατά μέρος τήν ίστορίική του αποτελεσματικότητα— ό 'μαρξισμός εΪναι μόνο μια θεωρία τών νόμων το"' γίγνεσθαι τής κοινωνίαςί. . . ). Να αναγνωρίζουμε τήν ισχύ του μαρξισμού (πράγμα που συνεπάγεται τήν άναγνώριση τής αναγκαιότητας του σοσιαλισμού) δέ σημαίνει μέ κανένα τρόπο δτι διατυπώνουμε αξιολογήσεις, ουτε πολύ περισσότερο σημαίνει δτι ύποδείχνουμε μια πρακτική γραμμή σΜμπεριφοράς. "Αφού άλλο πράγμα είναι νά αναγνωρίζουμε μιαν αναγκαιότητα κι άλλο πράγμα νά μπαίνουμε στήν υπηρεσία αυτής τής άναγικαιότητας^δ.
Τό διαζύγιο μεταξύ επιστήμης καΐ 'επανάστασης, μεταξύ γνώσης καΐ μετασχηματισμού του κόσμου δεν θα μπορούσε να είναι πληρέστερο. Σ' αυτό τό διαζύγιο βρίσκεται δ κατώτερος χαρακτήρας του μαρξισμού τής Δεύτερης Διεθνούς, διαιρεμένου σε θετικιστικό έπιστημονισμό καΙ νεοκαντιανισμό, και σ' αυτή τήν αντίθεση, ωστόσο, έσωτερικα αμοιβαίου. Ό ντετερμινιστικός αντικειμενισμός δεν κατορθώνει να περικλείσει τήν ιδεολογική στιγμή, τό πολιτικό επαναστατικό πρόγραμμα®^. 'Από τήν &λλη μεριά, άποκλει55. Χίλφερντινγκ, εργο προηγ. Πρβλ. Τιέρ, Etappen
nterpretation,
στο Marxismusstudien,
1954.
der
Marxi-
56. Σ ' ενα σχόλιο στα περιθώρια τής «Γερμανικής Ιδεολογίας» ό Μαρξ σημειώνει: « Ή λεγόμενη α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ή Ιστοριογραφία αποτελούσε ακριβώς τή σύλληιΐ^η τών Ιστορικών καταστάσεοον σέ διάκριση άπό τή δραστηριότητα. 'Αντιδραστικός χαρακτήρας».
47
σμένη άπο τήν 'έπιστήμη ή ιδεολογία ξαναπροτείνεται σαν ô κόσμος της «ήθιχης ελευθερίας», πλά: στον κόσμ,ο της φυσικής «αναγκαιότητας», άναπαράγοντας η αυτό τόν ϊδιο τό νεοκαντιανό δυϊσμό μεταξύ φυσικου δέοντος και ηθικού δέοντος. Αυτός δ προβληματισμός στό Χίλφερντινγκ δπως καΐ στό Μαξ "Αντλερ καΙ -στόν αύστρΌ·μαρξισμό γενικά, άναπτύσσεται ·μέ μια λεπτότητα επιχειρημάτων πού θα ήταν μάταιο νά την αναζητήσουμε στα φιλοσοφικά γραφτά του Κάουτσκι ή του Πλεχάνωφ. "Ωστόσο ή πεποίθηση πώς -μπορεί να υπάρχει ενα σώμα επιστημονικών γνώσεων, αποκτημένων άνεξάρτητα από κάθε α ξ ι ο λ ό γ η σ η , δείχνει καθαρά τόν απλοϊκό θετικισμό πού βρίσκεται στη βάση αύτοϋ του προβληματισμού καΐ τήν άνικανότητά του νά αντιληφθεί δτι ό ρόλος πού εκπληρώνει δ φιναλισμός στήν επιστημονική ερευνά είναι, α π ό μ ι ά ο ρ ι σ μ έ ν η άποψη, δ 'ίδιος δ ρόλος της θ ε μ ε λ ί ω σ η ς . Ή τελικότητα — άς θυμηθουμε τόν δρισμό του Κάντ — είναι ή αιτιότητα μιας έννοιας ώς πρός τό άντικείμενό της: είναι ή διαδικασία πού εχει σάν prias μιαν ιδέα. Τώρα, δσο αδύνατο είναι νά έξαλείψΌυ'με αυτή τή διαδικασία άπό τήν επιστημονική ερευνά άλλο τόσο είναι άδύνατο νά κάνει ή επιστήμη χωρίς τήν ιδεατή π ρ ο κ α τ α β ο λ ή καΐ τήν υπόθεση. Ή θεωρία πρέπει νά είναι ενα prius, γιατί χωρίς ιδέες δέν υπάρχει παρατήρηση κα: γιατί βλέπουμε μόνο αυτό πού οί ιδέες πού εχουμε συλλάβει άπό πριν μας προετοιμάζουν και μας προδιαθέτουν νά δούμε («Ή θεωρία», λέει δ Μίρνταλ, «πρέπει νά είναι πάντα prius ώς πρός τήν εμπειρική παρατή'ρηση τών φαινομένων», γιατί «τα φαινόμενα παίρνουν τή σημασία τους μόνο αν είναι επιβεβαιωμένα και είσαγμένα οργανικά σ' ενα θεωρητικό σχήμα»^"^. «Πρέπει να τίθενται οι ερωτήσεις προτού νά είναι δυνατό νά έπιτευχθουν οι άπαντήσεις. Και οί ερωτήσεις είναι έκφραση του ένδιαφέροντός μας για τόν κόσμο, είναι σε τελευταία άνάλυση αξιολογήσεις»^'^· πού είναι δσα είχε ήδη παρατηρήσει δ Κάντ, το νίζοντας οτι «δταν δ Γαλιλαίος εκανε να κυλουν οι σφαίρες του. . 57. Γκ. Μίρνταλ, «Οικονομική θεωρία καΐ υπανάπτυκτες χώρες» καΐ βλέπε, γενικά, ολόκληρο τό συντομότατο, άλλα πολύ σημαντικό κεφ X I I με τίτλο « Ή λογική δυσκολία κάθε επιστήμης». 58. Γκ. Μίρνταλ, «Τό πολιτικό στοιχείο στήν οίκονομική θεωρία» ελλ. μετ., έκδ. Παπαξήση, σ. X V I I - X V I I I , μέ τή σημαντική αύτοκρι
48
καΐ δ Τοροτσέλι. . . κλπ. καΙ ό Στάλ. . . κλπ., καταλάβαιναν βτι δ λόγος βλέπει μόνο αυτό πού αυτός δ Γδιος παράγει σύμφωνα μέ τό σχέδιό του, καΐ δτι. . . πρέπει να μπει μπροστά καΙ να άναγκά-σει τή φύση να απαντήσει στίς ερωτήσεις του' και να μήν άφεθεΐ να κρατάει αυτή, άς τό πούμε ετσι, τά ήνία»^^) . Πράγμα πού σημαίνει δτι αυτό πού κατ' αρχή φαίνεται απλή παρατήρηση ή διαπίστωση είναι, στήν πραγματικότητα, -θεμελίωση, άντικειμενιχοποίηση των ιδεών μας, δηλαδή προβολή στόν κόσμο των άξιολογήσεών μας και των εκ των προτέρων συλλήψεών μας. 'Από τήν αλλη μεριά — κι έ'δώ, πάλι, ο φιναλισμός ξαναμετατρέπεται σέ αιτιότητα, ή απαγωγή σέ 'έπαγωγή — αυτό πού διακρίνει τις άπαραίτητες από πριν συλλήψεις της επιστήμης από τΙς προκαταλήψεις του μεταφυσικου (τΙς υποθέσεις της πρώτης άπό τΙς υποστάσεις του δευτέρου) είναι δτι «άν ή Θεωρία είναι prius, άπό τήν άλλη μεριά μια πρώτη αρχή της επιστήμης είναι δτι τά γεγονότα είναι κυρίαρχα». Πράγμα πού σημαίνει δτι, «δταν οι παρατηρήσεις των φαινομένων δέ συμφωνουν μέ τή θεωρία, δταν δηλαδή δέν έχουν νόημα μέσα στο θεωρητικό σχήμα πού χρησιμοποιείται γιά νά ολοκληρωθεί ή ερευνά, ή θεωρία πρέπει νά άποριφθει καΐ νά άντ ι κατασταθεί άπό μιάν αλλη πού νά είναι συνεπής στά γεγονότα»' ή δτι, γιά νά είναι άληθινή ή θεωρία πρέπει νά εχει τήν πηγή της και τήν κ α τ α γ ω γ ή της μέσα στήν πραγματικότητα, δηλαδή δτι πρέπει νά εχει στΙς πλάτες της «μία βασική έμπειριτιή ερ·ευνα·>, πού «πρέπει νά προηγείται της κατασκευής της άφηρημένης θεωρίας και πού είναι άναγκαία γιά νά τήν καθιστά ρεαλιστική καΙ άρμόδια»^^. Μ' άλλα λόγια: άναπόφευκτη παρουσία των αξιολογικών κρίσεων στήν ιδια τήν έπιστημονική ερευνά* αλλά σάν χρίσεις, τών οποίων ή τελευταία σημασία εχει έπαφεθει στή δυνατότητά τους τική της αρχικής θέσης του βιβλίου: «παντού στο βιβλίο υπάρχει λανθάνουσα ή Ιδέα πώς δταν αποκοπούν ριζικά δλα τά μεταφυσικά στοιχεία, θά παραμείνει ενα υγιές σώμα θετικής οίκονομικής θεωρίας, τό σύνολο του όποιου είναι ανεξάρτητο άπό αξιολογήσεις ( . . . ) . Αύτη ή υπονοούμενη πίστη στήν ύπαρξη ενός σώματος επιστημονικής γνώσης κατακτημένης ανεξάρτητα άπό κάθε είδους αξιολόγηση είναι, δπως τό βλέπω τώρα, αφελής εμπειρισμός». 59. Κάντ, «Κριτική του καθαρού λόγου». 60. Μίρνταλ, εργο προηγ., σ. 204.
4
49
vie στηρίζουν τήν ίστορικο-πρακτοκή -επαλήθευση η τψ έμπεφία καχ, συνεπώς, στήν Ικανότητα τους να 'μετατρέπονται τέλος σέ πραγματικές κρίσεις. Πού είναι δ ίδιος δ δεσμός επιστήμης - πολιτικής, γνώσης-μετασχηματισμου του κόσμου, πραγματοποιημένος από το Μαρξ στο Ιστορικο - ηθικό πεδίο («Ό Μαρξ είχε ενώσει στο εργο του —• εχει παρατηρηθεί — αδιάσπαστα τΙς πραγματικές διαπιστώσεις καΙ τΙς αξιολογικές κρίσεις»^^) V καΐ πού επιτρέπει επίσης να αντιληφθούμε πώς αύτο πού δ Μπερνστάιν και τόσοι άλλοι ύπό'δειξαν σαν ελάττωμα και άδυναμία του «Κεφαλαίου» — τό συνδυασμό σ' ,αύτό επιστήμης καΐ ιδεολογίας —• παρουσιάζεται έδώ, άντίθετα σαν ή βαθύτερη πρωτοτυπία καΐ τό στοιχείο μεγαλύτερης δύναμης.
7. ' / / θεωρία της έργασιακής άξιας Ή άνεπάρκεια και τό στοιχειώδες της έννοιας «οικονομία», πού τονίστηκε πρίν και πού συνιστά τό λίγο πολύ κοινό στοιχείο δλων τών χατευθύσεων του μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς, μας επιτρέπει να καταλάβουμε επίσης πώς, ακριβώς αύτη τήν περίοδο, μπαίνουν οΐ βάσεις μιας ερμηνείας της θ ε ω ρ ί α ς της εργασιακής αξίας από τήν οποία ούτε δ μετέπειτα μαρξισμός θα ξέρει να άπομακρυνθεΤ. Αύτή ή ερμηνεία, πού αποτελεί αναγωγή της θεωρίας της αξίας του Μαρξ σέ κείνη του Ρικάρντο, ή, στήν κυριολεξία, στή θεωρία εκείνη πού ώρίμασε κατά τή «διάλυση της ρικαρντιανής σχολής», χαρακτηρίζεται από τήν άνικανότητα να κατανοήσει, ή ακόμη καΙ μόνο να ύποπτευθει, δτι ή θεωρία της αξίας του Μαρξ είναι ή ίδια του ή θ ε ω ρ ί α του φετιχισμού και δτι, ακριβώς απ' αυτό τό στοίχεΤο (στό όποιο επίσης μέ τή διαίσθηση, άντίθετα, άνακαλύπτεται τό βάρος καΐ ή σημασία της σχέσης μέ τό Χέγ-κελ) , αύτή ·διαφοροποιεΐται, άπό άποψη αρχών, άπό δλη τήν κλασική πολιτική οικονομία. Ή τΓολιτική οικονομία —γρά^ΐ^ει ό Μ α ρ ξ — εχει βέβαια άναλύσει, εστω ικαί ατελώς, τήν αξία και το μέγεβος της αξίας, και ανακάλυψε το κρυμμένο σ ' αυτές τις μορ(ΐ>ές περιεχόμενο. 'Αλλά δεν εθεσε 61. Γκολντμάν, άρθρο προηγ.
50
ποτέ TO ιτρόβλημα τού yicxri αύτο τό περιεχόμενο παίρνει αυτή μορφή και συνεπώς του γιατί ή έργασία παρουσιάζει τον έαυτό στήν α ξ ί α , και γιατί το μέτρο της εργασίας, μέ τή χρονική διάρκεια, παρουσιάζει τον εαυτό του στο ά ξ ι α κ ό μ έ γ ε θ TOÛ προϊόντος της έργασίας62.
τη της της ο ς
Ή άξί'α καΐ τά δρια της κλα-σικης πολιτικής οικονοΊχίας υποδείχνονται εδώ ιμέ έξαφετική σαφήνεαο;. Ή άξια της είναι, δτι, — εστω καΐ ατελώς καΙ \ιε ποικίλες άσυνέπειες —• ή πολιτική οίκονο•μία κατάλαβε πώς ή α ξ ί α τών έμπορευιμάτων δίνεται από τήν ένσω-ματωμένη c αυτά έ ρ γ α σ ί α , ή δτι αυτό πού παρουσιάζεται σαν «αξία» «πριαγμάτων» είναι στην · πραγματικότητα (να «τό κρυμμένο σ' αύτη τή μορφή περιεχόμενο») ή ι'δια ή «ανθρώπινη έργασία» πού είναι υποχρεωμένη να τα παράγει. Τά δριά της, αντίθετα, είναι δτι δέν εθεσε ποτέ τό πρόβλημα «του γιατί αυτό τό περιεχόμενο παίρνει αυτή τή μορφή», θηλαδή γιατί ή άνθρώπινη έργασι'α παρουσιάζεται σάν α ξ ί α πραγμάτων καί, μέ μια λέξη, στή βάση ποιών ιστοριχο - κοινωνικών συνθηκών τό προϊόν της έργασίας παίρνει τή μορφή του έ ιμ π ο ρ ε ύ μ α τ ο· ς. Αυτό τό πρόβλη'μα, έξηγει ό Μάρξ, ή πολιτική οικονομία δέν τό εθεσε γιατί δέν είδε δτι «ή άξιακή μορφή του προϊόντος της εργασίας είναι ή πιο άφηρημένη αλλά και ή πιό γενική μορφή του αστικού τρόπου παραγωγής»' αλλά, άντίθετα, θεώρησε, εσφαλμένα, δτι ή παραγωγή εμπορευμάτων δέν ήταν ένα ι σ τ ο ρ ι κ ό φαινόμενο, αλλά ήταν «ή αιώνια φυσική μορφή της κοινωνικής παραγωγής»®^: σάν νά μήν μπορούσε νά ύπάρχει παραγωγή στήν κοινωνία χωρίς νά υπάρχει παραγωγή εμπορευμάτων, καΙ λές καΐ σέ δλες τΙς κοινωνίες τό προϊόν της ανθρώπινης 'εργασίας επρεπε νά παίρνει αυτή τή μορφή®^. Ή κύρια συνέπεια πού προκύπτει άπ' ιαύτή τή διαφορετική τοποθέτηση είναι δτι ή κλασική πολιτι-κή οικονομία — θεωρώντας τήν ύπαρξη του έ μ π ο ρ ε ύ μ α τ ο ς σάν «φυσιχό» %(χΙ συν62. Μαρξ, «Τό Κεφάλαιο», τ. I. σ. 54-55. 63. "Εργο προηγ., σ. 55, σημ. 32. 64. Αύτη ή σύγχυση υπάρχει ήδη στίς πρώτες σελίδες του «Πλούτου τών εθνών», δπου ό Σμιθ ταυτίζει «καταμερισμό της εργασίας» καΐ «ανταλλαγή». Βλέπε σχετικά, Σουήζυ, έργο προηγ., καί, επίσης, Ρ . Λού-
ξεμπουργκ, Einführung
in die
Nationaloekonomie-
61
επώς καθόλου προβληματικό γεγονος —• περιορίστηκε ατό να έρευνήσει τΙς αναλογίες μέ τΙς δποΐες τα έμπορεύματα άνταλλάσσονταί μεταξύ τους, εντοπίζοντας την εξέταση της στην ά ν τ α λ λ α κ τ ι κ ή . α ξ ί α άντί στην κυριολεκτικά χαρακτηριζόμενη ώς ά ξ i α («ή ανάλυση του άξιακου μεγέθους, λέει δ Μάρξ, άπο'ροφάει εντελώς την προσοχή του ΣμΙΘ καΐ του Ρικάρντο») για τό Μάρξ, αντίθετα, τό βασικό πρόβλημα — πρίν από κείνο των άναλογιών ανταλλαγής των έμπορευμάτων — ήταν να εξηγήσει γιατί τό προϊόν της εργασίας παίρνει τή μορφή του έ μ π ο ρεύματος, γιατί ή «ανθρώπινη εργασία» 'δηλαδή παρουσιάζεται σαν «αξία» «πραγμάτων»: ετσ; ή αποφασιστική σημασία πού απόχτησε σ' αυτόν ή άνάλυση του «φετιχισμού», ή «αλλοτρίωσης», ή «πραγμοποίησης» (Verdinglichung) , δηλαδή εκείνης της διαδικασίας λόγω της οποίας, ενώ ή ανθρώπινη ή κοινωνική ύ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ ή Ιργασία παρουσιάζεται μέ τή μορφή μιας εσωτερικής στα Γδια τα π ρ ά γ μ α τ α ποιότητας, αυτά τα τελευταία μέ τή σειρά τους — προκύπτοντας προικισμένα μέ δικές τους υποκειμενικές ή κοινωνικές ποιότητες — έμφανίζονται, άς πούμε, «προσωποποιημένα» καΙ «μέ ψυχή», σα νά ήταν αυτόνομα υποκείμενα. "Οττου ή εργασία γίνεται αϊτό KOIVOD —^γράφει ό ΛΑιάρξ— οί σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στην κοινωνική τταραγωγή τταρουσιάζονται σαν «αξία» «πραγμάτων». Ή άνταλλαγή προϊόντων σαν èμπopεuμάτων εΪναι μια ικαθορισμένη μέθοδος της εργασιακής ανταλλαγής, τής έξάρτησης τής εργασίας τοΟ ένος άπό την έργασία τοΟ άλλου, §να καθορισμένο εΪδος κοινωνικής εργασίας ή κοινωνικής παραγωγής. Στο πρώτο μέρος τοΟ γραψτοΟ μου> ύπαινί)(θηκα πώς αυτο που χαρακτηρίζει τη βασισμένη στην ιδιωτική άνταλλαγή έργασία εΪναι ότι ό κοι65. Μάρξ, «Θεωρίες για την υπεραξία»: (ελλ. μετ. Σκουριώτη, εκδ. άνολοκλ.) : ό Ρικάρντο «δεν αναζητάει την αξία ανάλογα μέ τή μορφή — την καθορισμένη μορφή πού παίρνει ή έργασία σαν ουσία τής άξιας — άλλα μόνο τά άξιακά μεγέθη»' συνεπώς, «θα μπορούσαμε νά μεμφθουμε τό Ρικάρντο δτι πολύ συχνά ξεχνούσε αυτήν τήν «πραγματική αξία» ή «απόλυτη» καΐ δτι κρατούσε μόνο τή «σχετική» ή «συγκριτική» αξία». «Τό λάθος του Ρικάρντο συνίσταται στό δτι δέν απασχολήθηκε παρά μέ τό άξιακό μ έ γ ε θ ο ς . . . » . Σ ' αυτό βρίσκεται ή κύρια διαφορά ανάμεσα στή θεωρία τής αξίας του Ρικάρντο καΐ κείνη του Μάρξ επίσης
σύμφο^να μέ τό Σουμπέτερ, History 1954.
52
of Economic
Analysis,
Ν. 'Τόρκη,
νωνικός χαρακτήρας της εργασίας «παρουσιάζεται» σαν «ιδιότητα» των «πραγμάτων» — από την άνάπσδη· δτι μια κοινωνική σχέση εμφανίζεται σαν σχέση των πραγμάτων μεταξύ τους (των προϊόντων, άξιων χρήσης, έμπορει/μάτων)66.
Ό τρόπος \ιζ τον οποίο διενεργείτια: αυτή ή άνταλλαγή του ύποκειμενίκου μέ τό αντικειμενικό ^αΐ άντίστροφα, στον οποίο συνίσταται ό φετιχισμός της παραγωγής των έμπορευμάτων, έξηγήθηκε άπο τό Μαρξ μέ τή λαμπρή του έννοια τής «αφηρημένης εργασίας» ή «ι σ η ς α ν θ ρ ώ π ι ν η ς εργ α σ ί α ς». Ή αφηρημένη εργασία, λέει, είναι τό Γ σ ο καΐ κοινό πού υπάρχει σε δλες τΙς συγκεκριμένες ανθρώπινες εργασιακές δραστηριότητες (ξυλουργική, υφαντουργία, νηματου,ργία, κ. λπ.), όταν αύτές οι δραστηριότητες παρατηρηθούν, άφήνοντας κατά μέρος τα πραγματικά άντικείμενα (ή αξίες χρή'σης) μέ τα όποια αυτές πράγματι εργάζονται και σέ λειτουργία πρός τα οποία διαφοροποιούνται. "Αν κάνουμε άφαίρεση των υλικών, πάνω στα όποια ασκείται ή εργασία, αφαιρούμε, λέει δ Μαρξ, -καΙ τόν καθορισμό τής παραγωγικής δραστηριότητας, δηλαδή τό συγκεκριμένο χαρακτήρα πού διαφορίζει τις διάφορες χρήσιμες μεταξύ τους εργασίες. Άλλα δταν γίνει αυτή ή ά φ α ί ρ ε σ η , αυτό πού μένει από τΙς διάφορες έργασίες είναι μόνο τό γεγονός δτι αυτές αποτελούν ανάλωση α ν θ ρ ώ π ι ν η ς έργασιακής δύV α μ η ς. «Ραφτική καΐ υφαντουργία, μολονότι ποιοτικά είναι διαφορετικές παραγωγικές δραστηριότητες, είναι και οι δυό άνάλωση ανθρώπινου μυαλου, μυώνων, νεύρων, χεριών κλπ.: καΐ μ' αυτή τήν έννοια είναι καΙ οί δυό α ν θ ρ ώ π ι ν η έ ρ γ α σ ί α»®'^. Λοιπόν, αυτή ή 'ίση ή α φ η ρ η μ έ ν η ανθρώπινη έργασία — πού είναι ακριβώς ή εργασία πού θεωρείται σαν κατανάλωση και άντικειμενοποίηση ανθρώπινης εργασιακής δύν(χμης χωρίς διάκριση, δηλαδή παρμένης Ανεξάρτητα άπό τΙς 'συγκεκριμένες μορφές δραστηριότητας δπου αυτή πραγματοποιείται — είναι ή εργασία πού, σύμφωνα μέ τό Μάρξ, παράγει ά ξ ί α: ·κι αυτή ή τελευταία δέν είναι άλλο άπό «μια άπλή συμπύκνωση άνθρώ66. Μάρξ, «Θεωρίες για τήν υπεραξία». 67. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τ. I, σ. 13.
53
πινης έργασιακης δύναμης αδιάκριτα, δηλαδή άνάλωση άνθρώπινης 'έργασιακης δύναμης χωρίς άναφορίχ στη 'μορφή της άνάλωσής της». "Αν δλα τα προϊόντα των συγκεκριμένων εργασιών θεωρηθούν σαν προϊόντα της ά φ' η ρ η -μ έ ν η ς έ ρ γ α ·σ ί α ς, οι αισθητές ή πραγματικές τους ποιότητες σαν άξιων χρήσης, παρουσιάζουν τώρ,α πια μόνο «τδ γεγονός δτι στήν παραγωγή τους χαταναλώθηκε ανθρώπινη εργασιακή δύναμη, συσσωρεύτηκε ανθρώπινη εργασία». ΚαΙ «σαν κρυ·σταλλϋ')ματα αύτής της κοινωνΐ"κής ούσίιας πού είναι κοινή σ' αυτά, αποτελούν άξιες, -εμπορευ-ματικές άξίες»®^. Τώρα, τό σημείο στο δποΐο θα θέλαμε να τραβήξουμε τήν προσοχή, δχι χωρίς κάποια 'έμφαση, είναι τό γεγονός δτι, όχι μόνο οι κριτικοί του Μάρξ, άλλα χαι οι ϊδιοι οι συνεχιστές καΙ 'μαθητές του — κι δχι μόνο εκείνοι της Δεύτερης Διεθνούς, άλλα καΐ οί κατοπινοί ώς τΙς μέρες μας — , άποδείχτηκαν ως τώρα πραγματικά άνίκανοι να κατανοήσουν και να πραγματοποιήσουν πλήρως τή σημασία αυτής της εννοιιας. Ή «ιάφηρημένη εργασία» ·έμφανίστηκε σαν οδσιαστιχά ειρηνική καΐ σαφής έννοια. ΚαΙ ουτε δ Κάουτσκι στίς «Οικονομικές θεωρίες του Κ . Μάρξ»^^, ούτε δ Χίλφερντινγκ στη, μολονότι τόσο σημαντική, απάντηση του, στο Μπέμ - Μπάδερκ*^^, ούτε ή Λούξεμπουργκ στή μεγάλη της «Εισαγωγή στήν πολιτική οίκονομία»'^^, ουτε δ Λένιν και δλοι οι &λλοι, Αντιμετώπισαν ποτέ άληθινά αυτό πού είναι τό «καρφί» δλης της θεωρίας της αξίας. «Ή άφηρημένη έργασια» — γράφει δ Σουήζυ (πού είναι, πάντως, έκεινος πού προχώρησε πιο πολύ) — «είναι αφηρημένη μόνο μέ τήν έννοια, διακηρύσσεται καθαρά, δτι -άγνοουνται δλα τα ειδικά χαρακτηριστικά πού διαφορίζουν ενα είδος εργασίας από ενα άλλο. Όριστικά, ή έκφραση «άφηρημένη εργασία», δπως προκύπτει -καθαρά άπό τήν Ι'δια τή χρήση πού της κάνει δ Μάρξ, ισοδυναμεί μέ «έργασία γενικά»' είναι αυτό πού είναι κοινό σέ κάθε άνθρώπινη παραγωγική δραστηριότητα»'^'^. Ό προβληματισμός είναι σαφής. Ή «άφηρημένη εργασία» είναι άφαίρεση μέ τήν έννοια δτι είναι ν ο η τ ι κ ή γ ε ν ί κ ε υ68. "Εργο προηγ., σ. 7.
69. Κ. Κάουτσκι, J^arÎ Marx' s oekonomische Lehren, 1887. 70. Xi'k(çzQ'\}Ti\'yyi, B'ôhm-Bawerks Marx-Kritik, 1904. 71. Λούξεμπουργκ, Einführuns: in die Nationaloekonomie72. Σουήζυ, εργο προηγ.
54
σ η των πολλαπλών χρήσιμων η συγκεκριμένων εργασιών' είναι τό γενικό καΐ κ ο ι ν ό στοιχείο δλων αυτών τών εργασιών. Αύτή ή γενίκευση — προσθέτει δ Σουήζυ — επαληθεύεται ·στήν καπιταλιστική πραγματικότητα, εφόσον — άφου σ' αύτο τον τύπο -κοινωνίας ή εργασία μεταθέτεται ακολουθώντας τΙς επενδύσεις του κεφαλαίου — ενα καθορισμένο μέρος της ανθρώπινης εργασίας προσφέρεται, ανάλογα μέ τΙς μεταβολές της ζήτησης, μια ορισμένη στιγμή μέ μια καθορισμένη μορφή, μιαν αλλη στιγμή μέ ιμιαν αλλη -μορφή επίσης: πράγμα πού είναι ή επικύρωση της δευτερεύουσας ση.μασίας πού, σ' αύτό τό καθεστώς, έχουν οι διάφοροι ειδικοί τύποι εργασίας, ως πρός τήν εργασία γενικά ή καθαυτή καΐ δι' έαυτήν. 'Αλλά, παρότι ό Σουήζυ προσθέτει άκό^μη πώς «πρέπει νά καταλάβου'με καλά δτι ή άναγωγή κάθε εργασίας σ' ενα κοινό παρονομαστή (...) δέν είναι μια αύθαίρετη αφαίρεση, υπαγορευμένη κατά κάποιο τρόπο από τήν Ιδιοτροπία του έρευνητή», αλλά «είναι περισσότερο, δπως ·σωστά παρατηρεί δ Αούχατς, μια άφαίρεση "πού ανήκει στήν ούσύα του καπιταλισμού"», παρόλα αυτά — εξαιτίας της απουσίας της 'αποσαφήνισης, πού σε -{ίας φαίνεται 'αποφασιστική — ή «αφηρημένη εργασία» 'μένει πάντοτε, σε τελευταία ανάλυση, ν ο η τ ι κ ή γενίκευση. Τό έλάττω'μα αύτοϋ του τρόπου κατανόησης της «άφηρημένης έργασίας» είναι δχι ιμόνο δτι — αν αύτη είναι νοητική γενίκευση — δέν φαίνεται πώς μπορεί νά είναι κάτι τό πραγματικό, αύτό πού ή έργασία αυτή πρέπει νά παράγει: τήν ά ξ ί α* άλλα δτι fji' αύτό τον τρόπο ανοίγεται δ δρόμος για νά -μετιασχη-ματιστει ή 'ίδια ή αξία σέ μια αφηρημένη γενικότητα ή σε μιαν ιδέα. Μέ τήν έννοια δτι, δπως σ' αυτή τήν περίπτωση φαίνονται πραγματικές μόνο οι χρήσιμες ή συγκεκριμένες εργασίες, καΐ ή «άφηρη[ΐένη» έργασία φαίνεται, αντίθετα, σαν απλό ν ο η τ ι κ ό γεγονός, ετσι πρέπει νά φαίνονται επίσης πραγματικά μόνο τά προϊόντα τών χρήσιμων εργασιών, οι α ξ ί ε ς χρήσης, καΐ άφηρημένη, δηλαδή απλό γενικό χαΐ κ ο ι ν ό σ' αυτά στοιχείο, ή άξια. Ή ερμηνευτική γραμμή πού υιοθετεί δ Μπερνστάιν είναι άκριβώς αυτή: ή «αξία» είναι ein Gedankenbild, μια απλή νοητική κατασκευή* αυτή είναι, στό εργο του Μάρξ, μιά τυπική άρχή πού ε-
55
ξυπηρετεί στό νά βάλει τάξη καΐ 'σύστη^μυα ατό σύνολο της ανάλυσης, άλλά πού στερείται πραγματικής ύπαρξης. «Εφόσον παρατηρούμε τά μεμονωμένο εμπόρευμα, ή άξια — λέει δ Μπερνστάιν — χάνει κάθε συγκεκριμένο περιεχόμενο και γίνεται απλή νοητική κατασκευή». Είναι συνεπώς σαφές, δτι «τή στιγμή κατά τήν οποία ή έργασιακή άξία δείχνει οτι μπορεί να αξίζει μόνο σα φόρμουλα της σκέψης (gedankliche Formel) ή σαν επιστημονική υπόθεση, και ή ύπεραξία έπίσης γίνεται καθαρή φόρμουλα, — μια φόρμουλα πού βασίζεται σέ μιαν υπόθεση». Είναι γνωστό πώς, πριν από τό Μπερνστάιν, αυτή ή ερμηνεία προβλήθηκε από τό Βέρνερ Ζόμπαρτ καΐ τόν Κόνραντ Σμίτ, σέ τέτια έποχή πού μπόρεσε δ "Ενγκελς να ασχοληθεί μ' ιαυτήν στις «Συμπληρωματι-κες παρατη,ρήσεις στό Τρίτο Βιβλίο του ''Έεφαλαί0 U Ή άξία, διαπιστώνει δ Ζόμπαρτ, «δέν είναι εμπειρικό γεγονός, άλλά λογικό, της σκέψης». Και δ ΣμΙτ δρίζει τό νόμο της άξιας, στή μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής, κυριολεκτικά σάν «φανταστικό», αν καΐ θεωρητικά άναγκαιο. Τώρα, ακόμη -καΙ σ"" αυτό τδ άποφασιστικό σημείο γιά τή γένεση του «ρεβιζιονισμου» εϊναι χτυπητή ή άβεβαιότητα καΐ τό ουσιαστικό λάθος της απάντησης του "Ενγκελς: δ δποιος, μολονότι άναπτύσσει μερικές επιφυλάξεις πρός τούς Ζόμπαρτ και Σμίτ, καταλήγει ώστόσο νά δέχεται στο βάθος τό έπιχείρημά τους (δηλαδή δτ:. δ νόμος της αξίας δέν είναι πραγματικός δταν τά εμπορεύματα παράγονται σ έ κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ έ ς συνθήκ ε ς ) , άναστηλώνοντας ετσι τή θέση του ΣμΙΘ (πού τήν είχε κριτικάρει ήδη στήν εποχή της δ Μάρξ) 'δηλαδή εξορίζοντας τό νόμο της αξίας στίς π ρ ο - καπιταλιστικές συνθήκες. Μέ άλλα λόγια, «άφηρημένη εργασία» καΐ «άξία» — νά τό σημείο άπ' δπου εξαρτώνται τα πάντα — νοούνται εδώ σάν καθαρές νοητικές γενικεύσεις πού διενεργούνται άπό τον ερευνητή (στήν προκειμένη περίπτωση, άπδ τό Μάρξ) : χωρίς ποτέ νά καταλαβαίνουν δτι — άν ήταν πραγματικά τέτιες —· στήν επεξεργασία αυτής τής γενίκευσης δ Μάρξ θά είχε διαπράξει ένα «χονδροειδές 73. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τ. I I I σ. λη'. 74. Γι' αύτη τήν κριτική του Μαρξ στό ΣμΙΘ πρβλ. «Θεωρίες γιά τήν ύπεραξία».
56
λάθος» κα.Ι θα ίσχυε εναντίον του δλη ή χριτική του Μπεμ - Μπάβερκ. Τό κεντρικό έπιχείρημα, πράγματ:, αύτης της κριτικής — πού περιεχόταν ηδη στο Geschichte und Kritik der Kapitalzinstheorien καΐ πού δ Μπέμ - Μπάβερκ ξανάπιασε, μετά, τό 1896 στο Zum Abschluss des Marxschen Systems (γραφτό πού δ Μπερνστάιν είχε 'ίσως υπόψη του) — είναι δτι, αν ή «αξία» είναι γενίκευση των «άξιων χρήσης», αυτή τότε είναι ή ά ξ ι α χρήσης «γενικά» καΐ δχι, δπως προτείνει δ Μάρξ, μια δντότητα ποιοτικά διαφορετική άπ' αυτήν. Τό λάθος του Μάρξ, λέει δ Μπέμ Μπάβερκ, υπήρξε τό λάθος εκείνων πού «μπερδεύουν τήν άφαίρεση ά π ό - μ ι α κ α τ ά σ τ α σ η γενικά με τήν άφαίρεση ά π ό τ Ι ς ειδικές συνθήκες κάτω άπό τις όποιες ίαύτή ή κατάσταση εμφανίζεται»'^^: τό λάθος οποίου πιστεύει, δτι ή άφαίρεση άπό τις δ ι α φ ο ρ έ ς πού οι άξίες χρήσης παρουσιάζουν μεταξύ τους σημαίνει δτι παραβλέπουμε τήν άξία χρήσης γ ε ν ι κ ά ' εκεΐ δπου, βεβαιώνει αυτός, ή αληθινή άξία είναι ή ίδια ή α ξ ί α χ ρ ή σ η ς , καΐ ή άληθινή θεωρία της αξίας ή θεωρι'α της άξιας - χ ρ η σ ι μ ό τ η τ α ς . Ή συνέπεια αύτου του «λογικού λάθους» δπου δ Μαρξ είχε τάχα πέσει ήταν, συμφο3ν'α μέ τό Μπέμ - Μπάβερκ δτι — άντί να δει στήν «άνταλλακτική άξία» μια σχέση ή μιαν απλή ποσοτική αναλογία άνάμεσα στις άξίες χρήσης και να τή θεο^ρήσει, συνεπώς, δπως κάθε σχέση, μή πραγματική εξω άπό τις συσχετισμένες δντότητες — δ Μαρξ υπέθεσε, πίσω άπό τήν άνταλλακτική άξία, τήν ύπαρξη ενός αντικειμενικού στοιχείου (της «άξίας») , χωρίς να άντιληφθει δτι αύτή ή «δντότητα» ήταν μόνο ενα «σχολαστικό - θεολογικό» προϊόν, μια υπόσταση πού τήν είχε γεννήσει ή ελαττωματική του λογική"^®. Είναι γνωστή ή απάντηση πού κατά παράδοση δίνεται σ' αυτές τΙς άντιρήσεις άπό τούς μαρξιστές. Ή άπάντηση ·συνίσταται, 75. Μπέμ-Μπά6ερκ, Zum Ahshluss des Marxschen
Systems,
Ή άπάντηση του Χίλφενρτινγκ στο Μπέμ-Μπάβερκ, πού είναι ή καλύτερη κριτική πού υπάρχει άπό μαρξιστικής πλευράς για τή θεοορία της οριακής χρησιμότητας, είναι σ* αυτό τό σημείο λαθεμένη: « Ά λ λ α αυτό πού ό Μάρξ επιχειρεί, είναι στήν πραγματικότητα μόνο μιά άφαίρεση των καθορισμένων συνθηκών κάτω άπό τΙς όποιες παρουσιάζεται ή άξία χρήσης». 76. Μπέμ-Μπάβερκ, εργο προηγ. 'Ανάλογη κριτική του Τξ. Κα-
λοτξέρο, / / metodo
delV economia
e il marxismo,
Μπάρι 1967.
57
τό πολύ, σέ μ,ιαν άνάκλησγ] στην άρχική αντίληψη του Ρίκάρντο πού — δπο)ς προκύπτει καΐ άπο την τελευταία του άτελη πραγματεία — ε!χε ήδη διακρίνει, πρΙν άπο το Μαρξ, Absolute Value and Exchangeable Value. Παρόλα αυτά, πέρα άπο τΙς παρατηρήσεις του Μαρξ για την τάση της ρικαρντιανης ανάλυσης νά ασχολείται περισσότερο μέ την «άνταλλακτική αξία» παρά μέ την κυριολεκτικά χαρακτηριζόμενη «άξια», αυτό πού άδυνατίζει αύτη την άπάντηση είναι το γεγονός δτι, άπέναντι στή μή - σύμπτωση των «άξιων» μέ τις «τιμές παραγο)γης», αύτη ή έρμηνευτική γραμμή ωθείται συνεχώς προς τή θέση των Ζόμπαρτ - ΣμΙτ ή, κυριολεκτικά, του Γδιου του· Μπερνστάιν: μέ τήν έννοια δτι — άφοΰ διαπιστώνει δτι ή άξια δεν ταυτίζεται μέ τις συγκεκριμένες άνταλλακτικές άξιες ή τιμές άνταγωνισμου στις οποίες πουλιόνται 'στήν πραγματικότητα τά κατά καπιταλιστικό τρόπο παραγμένα προϊόντα — γυρίζει νά προσφέρει στήν «άξια» τή βασική σημασία μιας άφ α ί ρ ε σ η ς . Τυπική, μ' αύτή τήν έννοια, ή περίπτωση του Ντόμπ, δ οποίος — άφοΰ βεβαιώνει δτι «ή άξια ε ί ν α ι μόνο μια άφηρημένη προσέγγιση στις συγκεκριμένες ανταλλακτικές άξιες» καΐ δτι «αυτός δ προσεγγιστικός χαρακτήρας θεωρήθηκε γενικά ολέθριος για τή θεωρία» καΐ «αύτός ήταν δ πυρήνας της κριτικής του Μπέμ - Μπάβερκ στό Μάρξ» — περιορίζεται νά συμπεράνει δτι «κάθε άφαίρεση μένει πάντοτε σαν προσέγγιση στήν πραγματικότητα» και δτι «τό νά επαναλαμβάνουμε άπλα αύτή τή διαπίστωση δέν συνιστά καμιά κριτική της θεωρίας της άξίας»'^'^.
8, Θεωρία της άξιας και φετιχισμός Τό άποφασιστικό'σημείο πού σέ δλες αύτές τις ερμηνείες δέν έκτιμαται δσο πρέπει, κατά τή γνώμη μας, είναι δπ(ος ε'ίπαμε ήδη ή έννοια της «αφηρημένης εργασίας»: 'δηλαδή α) πώς παράγεται αύτή ή άφαίρεση της εργασίας, και 6) τί πράγμα σημαίνει άκριβώς. Τό πρώτο μέρος του προβλήματος είναι τό πιό άπλό σχετικά. Τά προϊόντα της έργασίας, λέει δ Μάρξ, παίρνουν τή μορφή του 77. Μ. Ντόμπ. «Πολιτική οίκονομία και καπιταλισμός».
58
έ μ π ο ρ ε ύ »Ji α τ ο· ς, δταν παράγονται για την ά ν τ α λ λ α γ ή. ΚαΙ παράγονται για την ανταλλαγή, δταν παράγονται άπο αυτόνομες ί δ ι 03 τ ι κ έ ς εργασίες, πού συντελούνται ή μια ανεξάρτητα άπο την άλλη. Σάν τό Ροβινσώνα, δ παραγο^γδς εμπορευμάτο3ν άποφασίζε: άπο μόνος του πόσο και τι πράγμα παράγει. 'Αλλά, σέ άντιδιαστολή προς τό Ροβινσώνα, αυτός ζει στήν κοινο^νία καί, συνεπώς, μέσα στον κ ο ι ν ο ) ν ι κ δ καταμερισμό της έ ρ γ α σ ί α ς, δπου ή εργασία του έξαρταται άπό κείνη των άλλο)ν και άντίστροφα. "Άπ' αυτό προκύπτει δτι, ενώ δ Ροβινσώνας Εκπληρώνει δ λ ε ς τις απαραίτητες εργασίες ά π ό μόνος του και υπολογίζει για την ικανοποίηση τών άναγκών του μόνο στη δική του έργασία, δ παραγωγός εμπορευμάτων εκπληρώνει μόνος του μ ι ά καθορισμένη Ιργασία, τα προϊόντα της οποίας προορίζονται για τούς άλλους δπως τα προϊόντα τών διαφόρων εργασιών τών άλλων γι' αυτόν. "Αν αυτός δ κοινιονικός καταμερισμός της εργασίας ήταν μιά συνειδητή καΐ προγραμματισμένη κατανομή άπό τη μεριά της κοινωνίας, σέ δλα τα μέλη της, τών διαφόρων ειδών εργασίας πού χρειάζεται να συντελεστούν καΐ τών ποσοτήτων πού είναι άναγκαΐο νά παραχθούν, τά προϊόντα τών άτομικών εργασιών ·δέ θά έπαιρναν τή μορφή του έ μ π ο ρ ε ύ μ α τ ο ς. Σέ μιάν άγροτική πατριαρχική οικογένεια π.χ., γίνεται καταμερισμός τών εργασιών πού τά μέλη της Γδιας της οικογένειας πρέπει νά κάνουν, άλλα χωρίς τά προϊόντα αυτών τών εργασιών νά γίνονται εμπόρευμα, ή δσοι άποτελουν τόν οικογενειακό πυρήνα νά άγοράζουν-πουλάνε τά προϊόντα τους'^^. ΙΙαρόλα αυτά, στις συνθήκες της παραγωγής εμπορευμάτων, οί ατομικές εργασίες δέν είναι εργασίες πού τό άτομο φέρνει σέ πέρας κατά παραγγελία και εντολή της κοινωνίας' άλλα είναι ι δ ι ω τ ι κ έ ς ατομικές έργασίες, α ύ τ όV ο μ ε ς, πού εκτελούνται, δηλαδή, ή μιά ανεξάρτητα άπό τήν άλλη. Πράγμα πού σημαίνει δτι, άφού λείπει σ' αυτή τήν περίπτωση εκείνος δ προκαταρκτικός καΙ συνειδητός καθορισμός ή κατανομή, άπό τή μεριά της κοινωνίας, οι άτομικές εργασίες δέν είναι άμεσα διαρθρώσεις της κοινωνικής εργασίας, άλλά κατορθώ78. Πρβλ. «Τό Κεφάλαιο», τ. I, σ. 53.
59
νουν να προσδίδουν άξια στή φύση τους, σαν μερών ή όποπολλαπλασίων της συνολικής εργασίας, μόνο ε μ μ ε σ α, δηλαδή μέσω της άνταλλαγής η της άγορας. Τώρα, ή βασική θέση του Μαρξ είναι οτι, για να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους, οι άνθρωποι πρέπει να τα εξισώσουν, δηλαδή νά αφαιρέσουν τή φυσική ή αξίας χρήσης πλευρά τους, εξαιτίας της οποίας ενα προϊόν διαφέρει άπό τό αλλο (τό στάρι από τό σίδερο, τό σίδερο άπό τό γυαλί, κλπ.) ' δτι, δμως, αφαιρώντας τά συγκεκριμένα άντικείμενα ή υλικά της εργασίας τους, αφαιρούν ipso facto αυτό σε σχέση πρός τό δποιο διαφοροποιούνται οι εργασίες τους. «Μαζί μέ τό χαρακτήρια της χρησιμότητας των προϊόντων της εργασίας εξαφανίζεται κι ό χαρακτήρας της χρησιμότητας των εργασιών πού άντιπροσωπεύονται σ' αύτά, έξαφανίζονται επίσης οι διάφορες συγκεκριμένες μορφές αυτών τών εργασιών, οί όποιες 'δέν ξεχωρίζουν πιά, άλλα άνάγονται δλες μαζί σέ ιση άνθρώπινη εργασία, ανθρώπινη 'εργασία γενικά»'^®. Με τήν άφαίρεση, λοιπόν, της φυσικής ή αισθητής άντικειμενικότητας άπό τά προϊόντα τους, οί άνθρωποι αφαιρούν, ταυτόχρονα, κι αυτό πού διαφορίζει τις ποικίλες ύ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ έ ς δραστηριότητές τους. Ή εργασία που οατοτελεΐ τήν ουσία τών άξιων — γράψει ό Μαρξ — είναι ϊση άνθρώττινη έργασία, δαπάνη της ίδιας ανθρώπινης έργασιακής δύναμης. Ή συνολική εργασιακή δύναμη της κοινωνίας, πού παρουσιάζεται στις αξίες του εμπορευματικού κόσμου, μετράει έδώ σαν ^ovαδική και ταυτόσιμη άνθρώπινη εργασιακή δύναμη, μολονότι οπτοτελείται άπό αναρίθμητες ατομικές έργασιακές δυνάμεις. Καθεμιά άπ* αυτές τις ατομικές εργασιακές δυνάμεις εΪναι μια άνθρώπινη εργασιακή δύναμη, ταυτόσιμη uL· τις άλλες, εφόσον κατέχει τα χαρακτηριστικά αιάς μέσης (κοινωνικής εργασιακής δύναμης και έψόσον δρα σαν τέτια μέση κοινωνική εργασιακή δύναμηδΟ.
Μπορούμε μ' αυτά νά θεο3ρήσουμε άποσαφηνισμένο πώς ή διαδικασία, μέ τήν οποία φτάνουμε στήν ά φ η ρ η μ έ ν η Ίργασία, δέν είναι κατά κύριο λόγο ν ο η τ ι.κ ή άφαίρεση του έρευνητη, άλλά είναι μιά άφαίρεση πού συντελείται κάθε μέρα 79. "Εργο προηγ., τ. I, 0. 6-7. 80. "Εργο προηγ., τ. I, σ. 7.
60
στην πραγ:ματικότητα τήν Ι'δια της ανταλλαγής («ΟΕ άνθρωποι», γράφει δ Μαρξ, «έξισώνουν δ Ινας μέ τδν αλλο τΙς διαφορετικές εργασίες τους σαν ανθρώπινη έργασία, εξισώνοντας δ ? ν α ς |ΐέ τ ό ν δλλο, σαν αξίες, στην άνταλλαγή, τα ετερογενή προϊόντα τους. Δέν ξέρουν δτι τδ κάνουν, άλλα τδ κάνουν»®^) . Μένει τώρα να καταλάβουμε τδ δεύτερο μέρος του προβλήματος, δηλαδή τΐ άν-ριβώς σημαίνει αυτή ή αφαίρεση. Τδ άποφασιστικδ σημείο είναι κι 'έδώ απλό. Σέ αντιδιαστολή πράγματι πρδς τους έρμηνευτές, οι δποΐοι βεωρουν ειρηνικό, προφανές, μή προβληματικδ τδ γεγονδς δτι, στήν παραγωγή των εμπορευμάτων, καθεμιά άπδ τΙς άτομικές εργασιακές δυνάμεις θεωρείται και γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης σαν «ανθρώπινη 'εργασιακή δύναμη ταυτόσιμη μέ τΙς άλλες» ή σαν «μέση κοινωνική εργασιακή δύναμη», καΙ οι οποίοι, συνεπώς, δέν άναρωτιουνται ποτέ τΐ σημαίνει αυτή ή εξίσωση* έμεΐς θεωρούμε, αντίθετα, δτι άγ-ριβώς σ' αυτή τήν εξίσωση βρίσκεται δλόκληρη ή σημασία της «αφηρημένης έργασίας'> καΐ της θεωρίας της αξίας. Καί, άκριβέστερα, μέ τήν έννοια δτι ένώ πράγματι οι εργασιακές ικανότητες ή εργασιακές δυνάμεις είναι διαφορετικές οι μέν άπδ τΙς δέ, είναι άνισες μεταξύ τους, δπως τα άτομα στα δποΐα αυτές ανήκουν καΐ πού «δ έ ν θ ά ήταν διαφορετικά ά. τ ο μ ια ά ν δ έ ν ήταν ά ν ι σ άντίθετα, στήν πραγματικότητα του κόσμου των εμπορευμάτων, οί εργασιακές δυνάμεις εξισώνονται οί μέν πρδς τΙς δέ, ακριβώς εφόσον παίρνονται αφηρημένα ή ξ έ χ ω ρ α άπδ τά έμπειρικο-πραγματικά άτομα στα δποΐα στήν πραγματικότητα άνήκουν: ακριβώς 'έφόσον, δηλαδή, γίνονται άντικείμενο διαπραγμάτευσης σα «δύναμη» ή οντότητα «καθαυτή», καΐ παραβλέπονται τα Ι'δια τά άτομα των δποίων άποτελουν τις δυνάμεις. Πράγμα πού μας δδηγει νά πούμε, σαν συμπέρασμα, δτι ή «άφηρημένη έργασία» είναι ή ά λ λ ο τ ρ ι ω μ έ ν η εργασία, δηλαδή διακριμένη και α π ο ξ ε ν ω μ έ ν η άπδ τδν Γδιο τδν άνθρωπο. «Ό χρόνος εργασίας που άντιπροσωπεύεται στήν άνταλλακτι81. "Εργο προηγ., τ. I, σ. 47. 82. Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος Καμπίτση, σ. 2 5 ) .
της Γκότα»
(έλλ.
μετ.
61
κή αξία», λέει ό Μαρξ, <^ε1ναι δ χρόνος εργασίας τού ατόμου, άλλα του ατόμου του αδιαφοροποίητου προς τό αλλο άτομο, προς ολα τα ατομα έφόσον πληρούν μιαν Ιση εργασία (...). Είναι δ χρόνος έργασίας του ατόμου, δ χρόνος τ ο υ έργ(χσίας, άλλα μόνο σαν χρόνος εργασίας κοινός σε δλους, για τον όποιο είναι άδιάφορο ποιου μεμονωμένου ατόμου είναι δ χρόνος έργασίας»^^. Πράγμα πού σημαίνει, ακριβώς, οτι εδώ ή εργασία θεωρήθηκε σαν μια διαδικασία καθαυτή, άνεξάρτητα άπο τον άνθρωπο πού την έκπληρώνει: γιατί αύτο πού ενδιαφέρει δέν είναι δ καθορισμένος άν'θρο3πος πού εκτελεί τήν εργασία ή ή καθορισμένη εργασία πού αυτός εκτελεί, άλλα ή εργασιακή δύναμη πού ξοδεύεται ετσι, αφήνοντας κατά μέρος τό <^πο ι ο ö' μεμονωμένου άτομου» είναι ή δύναμη καΐ για ποια συγκεκριμένη εργασία δαπανάται* ή γιατί, μέ μια κουβέντα, αυτό πού ενδιαφέρει είναι ή άνθρώπινη ενέργεια σαν τ έ τ ι α, ή εργασιακή δύναμη ετσι δπως είναι, εξω και άνεξάρτητα από τον άνθρωπο πού τήν ξόδεψ-ε: σχεδόν σαν να μήν ήταν δ άνθρωπος τό π ρ α γ μ α τ ι κ ό υ π ο κ ε ί μ ε ν ο άλλα ή Ι'δια ή εργασιακή δύναμη, 'καΐ στον άνθρωπο νά μήν εμενε τώρα πια άλλο από τό να ^ΐαίζει το ρόλο οχήματος ή μέσου για τήν 'εκδήλωση εκείνης^^. Μέ άλλα λόγια, ή εργασιακή δύναμη —• πού εΐ83. Μαρξ, «Κριτική της πολιτικής οικονομίας», σ. 28. 84. Για να διευκολυνθεί ή παρακολούθηση τής επιχειρηματολογίας πού αναπτύσσεται σ' αυτές τις σελίδες, μπορούν να φάνουν χρήσιμες μερικές επεξηγήσεις. 'Όπου ή εργασία γίνεται από κοινού (τό πιό άπλό παράδειγμα: μια πρωτόγονη κοινότητα) ή κ ο ι ν ω ν ι κ ή εργασία είναι άπλα τό σύνολο των άτομικών και συγκεκριμένων εργασιών: είναι ή όλότητά τους, καΐ δεν υπάρχει ξεχωριστά άπ' αυτά τά μέρη της. Σ τήν εμπορευματική παραγωγή, αντίθετα, όπου ή κοινωνική εργασία παρουσιάζεται σάν ι σ η ή α φ η ρ η μ έ ν η έργασία, δχι μόνο υπολογίζεται χωρίς νά παίρνονται ύπ* όψη οΐ άτομικές καΐ συγκεκριμένες εργασίες, άλλά αποκτάει μιά διακρινόμενη και ανεξάρτητη άπ' αυτές ουσία. Μιά ατομική έργασία, πού στήν πραγματικότητα στοίχισε δέκα ώρες, μπορεί νά Ισχύει σάν κοινιονική εργασία πέντε ωρών. «Π.χ. μετά τήν εισαγωγή του άτμοκίνητου αργαλειού στήν Αγγλία», ό άγγλος υφαντουργός πού εργαζόταν μέ τό «χειροκίνητο άργαλειό», «είχε άνάγκη πραγματικά τόν ϊδιο χρόνο εργασίας* άλλά τό προϊόν τής άτομικής εργασιακής του ώρας άντιπροσώπευε τώρα πιά (...) μόνο τή μισή κοινωνική έργασιακή ώρα, και συνεπώς επεσε στό μισό τής προηγούμενης άξιας του» (πρβλ. «Τό Κεφάλαιο», τ. I, σ. 8 ) . Αυτή ή άφαιρεση τής έργασίας άπό τό συγκεκριμένο εργασιακό υποκείμενο, αυτό τό δτι γίνεται άνεξάρτητη άπό τόν άνθρωπο, κυριαρχεί στή μορφή του σύγχρονου μισθωτοί5 εργαζόμενου. Τό άναποδογύρισμα, ή άνατροπή χάρη στήν οποία ή έργασία δέν φαίνεται πιά σάν έκδήλοοση του άνθρώπου, άλλά ό άνθρωπος σάν
62
vat μια ιδιοκτησία, ενας προσδιορισμός η μια ιδιότητα του ανθρώπου μετασχηματίζεται σέ ανεξάρτητο η καθαυτό υποκείμενο πού παρουσιάζεται σαν «αξία» «πραγμάτων»' ενώ οι άνθρωποι σαν άτομα, πού είναι τα αληθινά πραγματικά υποκείμενα, γίνονται προσδιορισμοί αύτου του προσδιορισμού τους, δηλαδή διαρθρώσεις ή εξαρτήματα της κοινής εργασιακής τους δύναμης, πού εχει μ^ αυτό τόν τρόπο ύποοτασιοποιηθεϊ. «Ή εργασία, πού μετριέται μέ τό χρόνο, δεν φαίνεται πράγματι, λέει ο Μάρξ, σαν εργασία δι·αφορεέκδήλωση της εργασίας, γίνεται εδώ απτή καΐ άμεση ύπαρξη. Ό μισθωτός είναι ό ι δ ι ο κ τ ή τ η ς της εργασιακής του Ικανότητας, της εργασιακής του δύναμης, δηλαδή των φυσικών και νοητικών του ένεργειών. Αυτές οΐ ενέργειες, πού στήν πραγματικότητα είναι ενα καΐ τό αυτό μέ τή ζωντανή προσωπικότητα, είναι εδώ σέ τέτιο σημείο α φ η ρ η μ έ ν ε ς (ή διακεκριμένες) από τόν άνθρωπο, πού παρουσιάζονται σαν ε μ π ό ρ ε υ μ α , δηλαδή σαν «αξία» πού εχει για «σώjm» της (ή «αξία χρήσης») τόν ανϋρωπο. Ό μισθωτός εΪναι άπλα τό όχημα, ό φορέας του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη. 'Τποκείμενο, έπομένως, είναι αυτό τό έμπόρευμα, ή ατομική Ιδιοκτησία' κατηγορούμενο ό άνθρωπος. Δεν είναι ή εργασιακή δύναμη Ιδιοκτησία του ανθρώπου, άλλα ό άνθρο)πος ιδιοκτησία ή τρόπος του είναι ττ"ίς «άτομικής Ιδιοκτησίας». «Για τόν άνθρωπο, πού δέν είναι τίποτα περισσότερο άπό ε ρ γ ά τ η ς , τα άνθρώπινα χαρακτηριστικά του σάν έργάτης—λέει ό Μαρξ—^υφίστανται μόνο όσο είναι γι' αυτόν ξ έ ν ο κεφάλαιο». ΚαΙ πράγματι, στό βαθμό πού κατορθώνει νά πραγματοποιηθεί (στήν άγορα-πωλησία) σάν έμπόρευμα ή «άξια», ή εργασιακή δύναμη γίνεται μέρος του κεφαλαίου. Είναι εκείνο τό μέρος πού ό Μαρξ ονομάζει, όπως είναι γνωστό, «μεταβλητό κεφάλαιο». Τό άναποδογύρισμα ή άνατροπή, για τήν όποία είπαμε παραπάνω, γυρνάει εδώ μέ μιά πιό καθορισμένη μορφή: τήν «άξία» της εργασιακής δύναμης, πού, σαν «άξία» άποτελεΐ μέρος του ϊδιου του κεφαλαίου, προσαρτάται ή χ ρ ή σ η της εργασιακής δύναμης, δηλαδή ό ίδιος ό εργαζόμενος. Στήν εργασία του, ό άνθρωπος δέν άνήκει στόν έαυτό του, άλλά σέ κείνον πού εχει άποκτήσει τήν εργασιακή του δύναμη. Οι ένέργειές του δέν είναι πιά «δικές του» άλλά του «άλλου». Ή παραγωγική Ικανότητα της εργασίας εγινε ή «παραγωγικότητα του κεφαλαίου». Αυτή ή «άποξένωση», αυτό τό δτι γίνεται άνεξάρτητη ή εργασία άπό τόν άνθρϋ)πο — πού κυριαρχεί στή σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία δπου «δέν είναι ό έργάτης πού χρησιμοποιεί τΙς συνθήκες εργασίας^ άλλά, άντίστροφα, οι συνθήκες εργασίας πού χρησιμοποιούν τόν έργάτη» (πρβλ. «Τό Κεφάλαιο», τ. I, σ. 4 5 1 : «στό εργοστάσιο υπάρχει ενας μηχανισμός νεκρός άνεξάρτητα άπ' αυτούς, καΐ οΐ εργάτες είναι ενσωματωμένοι σάν άνθρώπινα έξαρτήματα») — εκφράζει, σύμφωνα μέ τό Μάρξ, «τήν ουσία τής καπιταλιστικής παραγωγής, ή αν θέλετε, της μισθωτής εργασίας, τής άποξενωμένης άπό τόν έαυτό της εργασίας, στήν οποία ό πλούτος πού δημιουργείται άπ' αυτήν άντιπαραθέτεται σάν πλούτος άλλων, ή δική της παραγωγική δύναμη σάν παραγωγική δύναμη του προϊόντος της, δ πλουτισμός της σάν εξαθλίωση του εαυτού της, ή κοινωνική της δύναμη σάν δύναμη τής κοινωνίας πάνω της» («Θεωρίες γιά τήν υπεραξία»).
63
τικών υποκειμένων, άλλα τα διάφορα ατο'μα πού έργάζονται φαίνονται σαν άπλα όργανα της έργασίας»^^. Μέ συντομία: «οΐ άνθρωποι έξαφανίζονται ^μπροστά στην έργασία»' «δ ρυθμιστής του ατμολέβητα εγινε το άκριβές μέτρο της σχετικής δραστηριότητας δύο εργατών, δπως είναι κι δ ρυθμιστής της ταχύτητας δύο άτμο;μηχανών»: ώστε — συμπεραίνει δ Μαρξ — «δέν πρέπει πια να λέμε πώς μια ώρα ένδς ανθρώπου αξίζει δσο ^μιά ώρα ένδς άλλου ανθρώπου, άλλα μάλλον πώς ενας άνθρωπος μιας ώρας άξίζει δσο κι ενας άλλος άνθρωπος μιας ώρας. Ό χρόνος είναι τδ παν, δ άνθρωπος δέν είναι πια τίποτε' είναι τδ πολύ πολύ δ σκελετός του χρόνου»^®. 'Άς μας επιτραπεί να βοηθηθούμε μέ μιαν άναλογία. "Όπως δ Χέγκελ ξεχώρισε τή σκέψη του άνθρώπου άπδ τον ίδιο τον άνθρωπο, κάνοντας την «ανεξάρτητο υποκείμενο» μέ τδ ονο;μα Ιδέα, ετσι πού, γι' αυτόν, δέν είναι πια δ άνθρωπος πού σκέφτεται, άλλα ή 'Ιδέα, δ Λόγος πού, μέσω του άνθρώπου, σκέφτεται αύτδν τδν ίδιο* καΐ δπ(ος, σ' αυτή την περίπτωση, «νά άφαιρεις σημαίνει να τοποθετείς (...) τήν ουσία του άνθρώπου εξω άπδ τδν άνθρωπο, τήν ουσία της σκέψης εξω άπδ τήν 'ενέργεια της σκέψης», ετσι πού «ή θεωρησιακή φιλοσοφία», λέει δ Φόυερμπαχ, «εγκατέστησε θεωρητικά αύτδ τδ σχίσμα των βασικών ποιοτήτων του άνθρώπου πρδς τδν ίδιο τδν άνθρωπο, καΐ συνεπώς κατέληξε νά παρουσιάσει σαν θείες, καθαρά άφηρημένες ποιότητες, σαν νά ήταν ούοίες καθαυτές»^"^' ετσι εκανε δ κόσμος τών εμπορευμάτων στδν ίδιο τδν πραγματικό άνθρωπο. 'Ακύρωσε, χώρισε ή άφαίρεσε άπδ τδν άνθρωπο τήν «ύποκειμενικότητά» του, δηλαδή τή «φυσική καΐ διανοητική» του ενέργεια, τήν «ικανότητά» του για εργασία, καΐ τή μετάτρεψε σε ούσίια καθαυτή* τοποθέτησε τήν ανθρώπινη ενέργεια σ ά ν τ έ τ ι α σε κείνο τδ «'κρύσταλλο» ή «θρόμβο» εργασίας πού είναι ή ά ξ ί α, ·κάνοντάς την ετσι ενα διακεκριμένο είναι, δηλαδή οχι μόνο ενα είναι αυτόνομο και ανεξάρτητο άπδ τδν άνθρωπο, άλλα πού κυριαρχεί πάνω στδν ίδιο τδν άνθρωπο. Εκείνο πού έδω παίρνει για τους ανθρώπους τή φαντασιμαγορι85. Μαρξ, «Κριτική της πολιτικής οικονομίας», σ. 25-6. 86. Μαρξ, «'Αθλιότητα της φιλοσοφίας» (ελλ. εκδ. «Νέοι Στόχοι», σ. 4 9 ) . 87. Λ. Φόυερμπαχ, «'Αρχές της φιλοσοφίας του μέλλοντος».
64
κή μορφή μιάς σχέσης μεταξύ ττραγμάτων —γράφει ό Μ α ρ ξ — εΪναι μόνο ή καθορισμένη κοινωνική σχέση, άνάμεσα στους ανθρώπους τους Τδιους. Συνεπώς^ για νά βρούμε μιαν άναλογία^ Ίτρέττει να έξαφανιστουμε μέσα στή νεφελώδη περιοχή του θρησκευτικού κόσμου. ΈκεΪ/ τα προϊόντα του άνθρώπινου voû φαίνονται σαν άνεξάρτητες μορφές, προικισμένες με διική τους ζωή, που βρίσκονται σε σχέση μεταξύ τους και σέ σχέση μέ τους ανθρώπους. Έ τ σ ι κάνουν, στον κόσμο των έμπορευμάτων, τ ά προϊόντα του άνθρώπινου χεριού. Αύτο τό όνομάζω φετιχισμό που κολλάει πάνω σ τ α προϊόντα της έργασίας, μόλις παραχθούν σαν έμπορεύματα, και που εΤναι συνεπώς αναπόσπαστος άπό τή>> εμπορευματική παραγωγή88.
Συιμπερασματικά, ή «αφηρημένη εργασία» δεν είναι μόνο αύτο πού είναι «κοινό» για κάθε ανθρώπινη παραγωγική δραστηριότητα, δέν είναι μόνο μια νοητική γενίκευση, άλλα είναι πραγματική δραστηριότητα αύτή ή Γδια, αν καΙ ά ν τ ί θ ε τ ο υ είδους απ" δλες τΙς χρήσιμες ή συγκεκριμένες εργασίες: καΐ Ακριβέστερα, μια δραστηριότητα πού, σε άντιδιαστολή πρός τΙς άλλες, δέν αντιπροσωπεύει τήν ι δ ι ο π ο ί η σ η του αντικειμ ε ν ι κ ο ύ φυσικου κόσμου, δσο, άντί'θετα, τήν απαλλοτρίωση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας, δηλαδή τό χωρισμό της «ικανότητας» ή έργασιακής «δύναμης», πού νοείται σαν τό σύνολο των φυσικών καΐ νοητικών ανθρώπινων ιδιοτήτων, άπό τόν ϊδιο τόν άνθρωπο. Πράγμα πού σημαίνει δτι σέ μια κοινωνία στήν δποία οι άτομικές δραστηριότητες έχουν ι δ ι ω τ ι κ ό χαρακτήρα καΙ δπου, ·συνεπώς, τα συμφέροντα τών άτόμων είναι διαιρεμένα καΐ αντιτιθέμενα ή, δπως λέγεται, σ έ ά ν τ α γ ω ν ι σ μ ό μεταξύ τους, τό στοιχείο της κ ο ι ν ω ν ι κ ή ς ένότητας μπορεί να ισχύει μόνο μέ τή μορφή ενός άφηρημένου ε ξ ι σ ω τ ι σ μ ο υ πού αφήνει στήν ακρη τα ϊδια τα δτοιμα, χαΐ γ^ αύτό, στήν περίπτωσή μας, μπορεί να ισχύει μόνο μέ τή μορφή της δντοποίησης της εργασιακής δύναμης, ή δποία δνομάστηκε ι σ η ή κ ο ι ν ω ν ι κ ή , οχι γιατί είναι άληθινά δ λ ω ν m l συνεπώς μεσολαβεί άνάμεσα στα ατομα, άλλά μόνο γιατί δέν είναι κ α ν ε ν ό ς , δηλαδή φτάνουμε σ' ιαύτήν παραβλέποντας τΙς πραγματικές άνισότητες τών άτόμων. Πού είναι άκριβώς δσα λέει δ Μάρξ, δταν γράφει δτι ή άφηρημένη εργασία είναι «ή Ιργασία 88. Μάρξ, «Τό Κεφάλαιο», τ. I, σ. 45.
6
65
δπου εξαλείφεται ή άτο'ριικότητα αύτοΰ πού εργάζεται», ή βτι Smv αγοραστής καΐ πωλητής άνταλλάσσουν τα προϊόντα τους καΐ κάνοντας Ιτσι εξισώνουν τΙς εργασίες τους «μπαίνουν σ' αύτή τή σχέση jxôvo εφόσον αρνούνται την ατομική τους -εργασία, κι αύτή ή τελευταία γίνεται, ·δηλαδή, εργασία κ α ν ε ν ό ς μεμονωμένου άτόμου, γίνεται χρήμα»^^· ή, τέλος, δταν ορίζει τό κεφάλαιο σαν «ανεξάρτητη κοινωνική δ ύ ν α μ η» πού, εφόσον αύτονομήθηκε άπό τήν κοινωνία ή δποία του έδωσε μια υπόσταση ιδιαίτερη ή καθαυτή, έγινε ή «δύναμη έ ν ο ς μέρους της κοινωνίας» ενάντια στό αλλο, δηλαδή μια δύναμη «πού διατηρείται καΐ αυξάνεται μέσω της ανταλλαγής μέ τή ζωντανή δμεση εργασιακή δύναμη»^^. Δέν είναι εδώ ή περίπτωση να σταθούμε να δούμε πώς αύτή ή αντίληψη για τή θεωρία της άξί'ας, συνιστά το πιό βαθύ στοιχείο συνέχειας άνάμεσα στ6 νεανικό καΐ το της πλήρους ώριμότητας εργο του Μάρξ. Στήν ϊδια τή «Γερμανική ιδεολογία», άλλωστε, ύπογραμμίζεται δτι, στίς σύγχρονες συνθήκες, οι εργασιακές ή παραγωγικές δυνάμεις «εμφανίζονται σαν εντελώς ανεξάρτητες καΐ αποσπασμένες από τά άτομα, σαν ενας ξεχωριστός κόσμος πλάι στα άτομα»: μέ συνέπεια, νά εχουμε άπό τή μια μεριά «μιαν δλότητα παραγωγικών δυνάμεων πού πήραν, ·άς πούμε Ιτσι, μιαν άντικειμενική μορφή και πού γιά τα ϊδια τά άτομα δέν είναι πιά δυνάμεις δικές τους, αλλά της ατομικής ιδιοκτησίας, καΐ συνεπώς τών άτόμων μόνο σάν άτομικών ιδιοκτητών»', ένώ «άπό τήν άλλη πλευρά, σ' αύτές τΙς παραγωγικές δυνάμεις άντιπαρατάσσεται ή πλειοψηφία τών άτόμων, άπό τά οποία αύτές οι δυνάμεις άποσκάστηκαν, καΐ πού άπογυμνώθηκαν άπό κάθε πραγματικό περιεχόμενο ζωής, έγιναν αφηρημένα άτομα». ΚαΙ δέν είναι εδώ ή περίπτωση ουτε γιά νά σταθούμε νά δούμε πώς αύτή ή ερμηνεία μας της θεωρίας της άξίας, πού έξομοιώνει τήν «άξία» μέ τις διαδικασίες ύποστασιοποχησης του Χέγκελ, ξανασυνδέει έπίσης τόν ε ξ ι σ ω τ ι σ μ ό, άπ' δπου βγαίνει ή «άφηρημένη 'έργασία», μέ τήν πολιτική μ ό ν ο ισότητα πού 89. Μάρξ, «Κριτική της πολιτικής οικονομίας», σ. 23 καΐ 140. 90. Μάρξ, «Μισθωτή έργασία και κεφάλαιο» (ελλ. εκδ. «Θεμέλιο», 'Αθήνα 1966, σ. 4 4 ) .
66
πpαγματαπocεtταc στο σύγχρονο αντιπροσωπευτικό %ράτος' («τ6 •συλλογικό συμφέρον» — λέει ό Μαρξ στή «Γερμανική ιδεολογία» — «παίρνει μιαν αύτονομη μορφή σαν Κ ρ ά τ ο ς , διακεκριμένο άπο τα πραγματικά ατομικά καΙ γενικά συμφέροντα», έφόσον, «ακριβώς γιατί τα άτομα αναζητούν -μ ό ν ο τό ιδιαίτερο συμφέρον τους, πού δεν ^συμπέφτει ^μέ τδ συλλογικό τους συμφέρον, καΙ τό γενικό είναι -συνήθως ένας άπατηλάς τύπος της συλλογικότητας, αυτό (τό συμφέρον) έπιβάλλεται σαν «γενικό» συμφέρον, κι αύτό επίσης μέ τή σειρά του σαν ιδιαίτερο· καΐ ειδικό·, «ξένο» σ' αυτά καΐ «ανεξάρτητο» άπ' αύτά»· δπου «ή κοινωνική έξουσία», μεταμορφωμένη σε έξουοία του Κράτους, «φαίνεται σ^ αυτά τα ατομα..., δχι σαν ή δική τους ενοποιημένη εξουσία, αλλά σαν ξένη δύναμη, τοποθ'ετημένη εξω απ' αυτά, για τήν οποία δέν ξέρουν από που ερχεται καΐ που πάει») Έ δ ώ , μας ενδιαφέρει περισσότερο νά ύποδηλώσουμε πώς ,αύτή ή συμβολή της θεωρίας της άξίας μέ τή θεωρία του φετιχισμού ή αλλοτρίωσης, στό Μάρξ., συνιστά οχι μόνο τή θεμελιακή διαφορά άρχων άπό τήν κλασική πολιτική οικονομία, για τήν οποία ή θεωρία της άλλοτρίωσης είναι απόλυτα άκατανόητη, αλλά συνιστά, επίσης, τήν όπτική ·άπό τήν οποία ό Μαρξ εξηγεί τή γέννηση και τό πεπρωμένο της πολιτικής οικονομίας σαν επιστήμης. Τή γ έ ν ν η σ η : έφόσον θεωρεί δτι ή προϋπόθεση για νά ξεπηδήσει ή οικονομική σκέψη είναι νά σκοτεινιάσουν και νά μπλεχτούν, στα μάτια των ανθρώπων, οί κοινωνικές τους σχέσεις, σαν συνέπεια της γ ε ν ί κ ε υ σ η ς , στή σύγχρονη αστική κοινωνία, της παραγωγής των έμπορευιμάτων και του φετιχισμού πού συνδέεται μ"" αυτήν («οι άρχαΐοι κοινωνικοί οργανισμοί παραγωγής», λέει δ Μάρξ, «είναι έξαιρετιχά πιό άπλοί •καΙ πιό διαφανείς από τόν άστικό όργανισμό», γιατί, άν και εμφανίζεται ή παραγωγή εμπορευμάτων καΐ σ' αύτούς, έμφανίζεται ωστόσο μόνο σαν περιθωριακός καΐ δευτερεύων κλάδος μέσα στους τρόπους παραγωγής, πού βασίζονται στή φυσική οικονομία, δηλαδή στήν άμεση κατανάλωση των προϊόντων, παρά στόν ερχομό τους στήν άγορά). Τό π ε π ρ ω ^μ έ ν ο: ιέφόσον τό κα91. «Γερμανική Ιδεολογία» (ελλ. μετ.: α) Λ. Μιχαήλ, έκδ. «Άναγνωστίδης», σ. 31-32 και β) Κ. Φιλινη, έκδ. «Γκούτεμπεργκ», 'Αθήνα 1974, σ. 78-79).
67
θηκον της πολιτικής οΙκονομίας σαν επιστήμης συνίσταται, σύμφωνα μέ το Μαρξ, βασικά — ας άντιπαρέλθουμε το νεολογισμέ — •στην άποφετιχοποίηση του κόσμου των εμπορευμάτων, δηλαδή στήν προοδευτική κατανόηση δτι αυτό πού παρουσιάζεται σαν «αξία» «πραγμάτων» είναι, στήν πραγματικότητα, δχι μια ιδιότητα των ίδιων των πραγμάτων, άλλα πραγμοποιημένη ανθρώπινη εργασία: κι αύτο είναι ά-κριβώς τδ νήμα πού, σύμφωνα με τό Μάρξ, διαπερνάει δλη τήν ιστορία των οΙκονομικών θεωριών, άπδ τό (μερκαντιλισμό ως τδ Σμίθ, δηλαδή ή βαθμιαύα ξαναανακάλυφη, κάτω άπδ τή φετιχιστική άντικειμενικότητα, της άλλοτριωμένης άνθρώπινης υποκειμενικότητας. «Το νομισματικό σύστημα π.χ. — γράφει στήν "Εισαγωγή του '57'' — τοποθετεί τόν πλούτο μέ τρόπο 'έπίσης απόλυτα αντικειμενικό, σαν κάτι εξω άπό τόν έααυτό του, στό χρήμα. 'Αναφορικά πρός αυτή τήν δπτική ήταν μεγάλη πρόοδος δταν τό χειροτεχνιακό και 'έμπορικό σύστημα μετέφερε τήν πηγή του πλούτου άπό τό άντικείμενο στήν υποκειμενική δραστηριότητα, -στήν εμπορική καΙ χειροτεχνιακή έργασία», πού δμως τήν αντιλαμβανόταν πάντοτε «άπό τήν περιορισμένη άποψη μιας δραστηριότητας πού παράγει χρήμα». «Σέ σύγκριση μ' αύτό τό σύστημα», συνεχίζει ο Μάρξ, «μια περαιτέρω πρόοδος υπήρξε τό φυσιοκρατικό σύστημα, που τοποθετεί σαν δημιουργό του πλούτου μια καθορισμένη μορφή της εργασίας —• τή γεωργία — και αντιλαμβάνεται τό ϊδιο τό άντικείμενο δχι πιά κάτω άπό τή μεταμφίεση του χρήματος, άλλα σαν προϊόν γενικά, σαν γενικό αποτέλεσμα της εργασίας' αν και αύτό τό προϊόν, σύμφωνα μέ τόν περιορισμένο χαρακτήρα της δραστηριότητας, είναι ακόμη πάντοτε ενα προϊόν καθορισμένο άπό τή φύση, προϊόν γεωργικό, προϊόν της γης κατεξοχήν». Τέλος, «μια τεράστια πρόοδο», συμπεραίνει δ Μάρξ, «πραγματοποίησε δ 'Άνταμ Σμίθ, άπορίπτοντας κάθε καθορισμένο χαρακτήρα της παραγωγικής δραστηριότητας του πλούτου καΐ Θεωρώντας την εργασία χωρίς άλλο: δχι μανιφακτούρα, ούτε έμπορική έργασία, ουτε γεωργική, άλλα τή ,μιά καΐ τήν άλλη μαζί»^^^ "Εχουμε ήδη δει πώς, παρόλη αύτή τήν άξια της, και ή κλασική έπίσης πολιτική οικονομία, κι δχι μόνο ή Vulgäroekonomie, 92. «Εισαγωνή του '57», σ. 350.
68
προκύπτει βέβαια τελικά δέσμια του φετιχισμου^^, έξαιτίας της ίδιας της της άν·ικανότητας να θέσει τό πρόβλημα του γιατί τό προϊόν της εργασίας παίρνει τη μορφή εμπορεύματος ^αι, ^συνεπώς, του γιατί ή ανθρώπινη εργασία παρουσιάζεται σαν «αξία» «πραγμάτων». Αύτος δ τονισμος μας προσφέρει τώρα την ευκαιρία-ydc άναφερθου'με σ' ενα βασικό θέμα πού λησμονήθηκε σήμερα δλοκληρωτικά, δηλαδή πώς δ Μαρξ θεωρεί δτι, ιμέ τό τέλος της 'εμπορευματικής παραγωγής, πρέπει να ερΟει κ α Ι τό τ έ λ ο ς τ ή ς πολιτικής ο ι κ ο ν ο μ ί α ς που γεννήθηκε μαζί της, καΐ πώς τό εργο του συνεπώς είναι — πρίν άπό τό έργο ένός strictu sensu οικονομολόγου — μια κ ρ ι τ ι κ ή , σέ άντίθεση πρός τήν πολιτική οικονομία τήν ϊδια^^: ^σύ^μφωνα μ,έ τό δπως ήχει, άλλωστε, δ υπότιτλος του «Κεφαλαίου», τό γραφτό του '59 «Για τήν κριτική τής πολιτικής οίκονο'μίας», κι -ακόμη τό μ-εγάλο πρόχειρο γραφτό του '58 πού εχει τό δνομα, άκριβώς, Grundrisse der Kritik der politischen Oekonomie. Ή «αξία» είναι τό προϊόν τής άνθρώπινης έργασίας. Ή «υπεραξία», πού είναι τό προϊόν τής μισθωτής άνθρώπινης εργασίας, υποδιαιρείται σέ κέρδος και πρόσοδο (πέρα, φυσικά, άπό τήν άνα93. «Θεωρίες για τήν υπεραξία»: « Σ τ ο μέτρο πού αναπτύσσεται ή πολιτική οιν-ονομία — και ό Ρικάρντο είναι ή οξύτερη έκφραση αυτής τής ανάπτυξης, οσον αφορά τΙς θεμελιώδεις αρχές — αύτη παρουσιάζει τήν εργασία σαν τό μοναδικό στοιχείο τής άξιας ( . . . ) . Ά λ λ α στόν ιδιο βαθμό πού ή εργασία γινόταν αντιληπτή σαν ή μ ο ν α δ ι κ ή πηγή τής αξίας ( . . . ) , στόν ϊδιο βαθμό τό «κεφάλαιο» εγινε αντιληπτό από τούς ίδιους οικονομολόγους, καΐ εΙδικα άπό τό Ρικάρντο (άλλα άκόμα περισσότερο άπό τούς Τόρενς, Μάλθους, Μπέλεϋ, κλπ. μετά άπ' αυτόν) σαν ό ρυθμιστής τής παραγωγής, ή πηγή του πλούτου καΐ ό σκοπός τής παραγωγής ( . . . ) . Σ ' αυτή τήν άντίφαση, ή πολιτική οικονομία δεν κάνει άλλο άπό τό να εκφράζει τήν ουσία τής καπιταλιστικής παραγωγής ή, αν θέλετε, τής μισθωτής εργασίας' τής άποξενωμένης απ' αυτή τήν ιδια εργασίας στήν όποία άντιπαραβάλλεται ό πλούτος πού δημιουργήθηκε άπ' αυτήν σάν πλούτος άλλων, ή δική της παραγωγική δύναμη σαν παραγ(ογική δύναμη του προϊόντος της, ό πλουτισμός της σάν εξαθλίωση αυτής τής Ι'διας, ή κοινωνική της δύναμη σάν δύναμη τής κοινωνίας πάνιο της». 94. Αυτό τό θέμα του τέλους τής πολιτικής οικονομίας τό εθιξε
ο Χίλφερντινγκ, ατο Böhm-Bawerks
Marx-Kritik,
η Λούξεμπουργκ,
στό Einführung, ^οιΐ βρίσκεται τέλος στή βάση του έργου του ρώσου οικονομολόγου, μέλους τής τροτσκιστικής άντιπολίτευσης, Ε . Πρεομπραζένσκι, La nouvelle Economique, Παρίσι 1966. Μια εξαιρετικού ενδιαφέροντος εξέταση αυτών των προβλημάτων υπάρχει στού Κάρλ Κόρς, «Κάρλ Μαρξ» (ελλ. μετ., έκδ. 'Οδυσσέας, 'Αθήνα 1975).
69
σύσταση του μισθού) . Στήν π ο λ ι τ ι κ ή οικονομία, ή δποία δεν κατορ·θο)νει να συντονίσεί καΐ να άναγάγει σε ένότητα αύτές τΙς κατηγορίες, ή πρόσοδος έμφ-ανίζεται ενα προϊον της γης σαν τέτιο, δηλαδή σαν rudis indigestaque moles' τδ κέρδος, σαν τό προϊδν της περίφημης «παραγωγικότητας του κεφαλαίου», δηλαδή τών^ μηχανών καΐ πρώτο^ν ύλών σαν τέτιων' δ μισθός, σάν xb προϊδν της έργασίας. Κατηγορίες φυσικές (δπως ή γη καΙ τα μέσα παραγωγής) καΐ κατηγορίες οικονομικο-κοίνωνικές (δπως τδ κέρδος, ή πρόσοδος, κλπ.) — δηλαδή μεγέθη άσύμμετρα μεταξύ τους — προκύπτουν, λέει δ Μαρξ στδ λαμπρδ κεφάλαιο πάνω στδν «Τριαδικό τύπο»^^, φετιχιστικά συγκεχυ^μένα και άνακατεμμένα μεταξύ τους. 'Αντίθετα, στήν κ ρ ι τ ι κ ή της πολιτικής οίκονο'μίας πού έπεξεργάστηκε δ Μαρξ, τδ πλαίσιο εμφανίζεται βαθιά άλλαγμένο. Πέφτει ή μυστηριώδης τριάδα, Κεφάλαιο, Γ η καΐ Εργασία. Κι άφοϋ ή «άξία» θεωρείται σαν δ έξαντικειμενισμδς δ ϊδιος της άνθρώπινης Εργασιακής δύναμης, ή κριτικό - επιστη·μονική ή άντιφετιχιστική συλλογιστική του «Κεφαλαίου» συμπέφτει μέ τ ή ν ϊ'δια τήν ιαυτοσυν ε ί δ η σ η τ η ς έργατι·κής τ ά ξ η ς (πολλοστή έπικύρωση της ενότητας έπιστή^μης καΐ ιδεολογίας) . Μέ τήν έννοια δτι, δπως ή μισθωτή έργασία, για να γνωρίσει τήν ουσία του «κεφαλαίου» καΐ της «άξίας», τα αναγνωρίζει σαν τδ δικό της (Ιξαντικειμενισμένο «έαυτδ» (δπου, γνωρίζοντας ·αύτά τα αντικείμενα, αποχτάει ταυτόχρονα 'συνείδηση του έαυτου της) , ετσι για να γνωρίσει τδν έαυτό τ^ηζΐ ή εργατική τάξη πραγματοποιεΤ επίσης — δντας κέρδος καΙ πρόσοδος μορφές πού ξεπηδούν άπδ τήν ύπεραξία —• τή γνώση του τόπου καταγωγής m l των πηγών της ζωής τών δλλων τάξεων, καί, ταυτόχρονα, δλοκλήρου της κοινωνίας^®. Γίνεται άντιληπτή εδώ ή βαθιά διαφορά άνάμεσα στδ Μαρξ καΐ τους ρικαρντιανους μαρξιστές έρμηνευτές του (λιγότερο ή περισσότερο συνειδητούς) : οι δποίοι — μή έχοντας αντιληφθεί τήν οργανική ενότητα μεταξύ της θ ε ω ρ ί ι α ς της α ξ ί α ς καΐ της θ ε ω ρ ί α ς του φ ε τ ι χ ι σ μ ο ύ —• συγχέουν 95. «Τό Κεφάλαιο», τ. I I I , α. 1027. 96. Αυτό τό μοτίβο θίγει ό Λούκατς στό «^Ιστορία καΐ ταξική συνείδηση» (έλλ. μετ., έκδ. 'Οδυσσέας, 'Αθήνα 1975).
70
άναγκαστίκα δυο πράγματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους: 'δηλαδή, από τή μια πλευρά, τήν αναγκαιότητα να υπολογίζει μια κοινωνία, για ν·ά διαιρεί καΐ να διανέμει στΙς διάφορες άσχολίες το σύνολο των εργασιακών της δυνά'μεων, τύ χ ρ ό ν ο εργασίας πού καθεμιά απ' αυτές τις ασχολίες άπαιτεΐ^^' κι άπο τήν αλλη, τον ειδικό τρόπο μ^έ τόν δπο·ιο αύτός δ νό'μος δρα, αντίθετα, στόν καπιταλισμό: οπού, επειδή λείπει ενας συνειδητός καΐ προγραμματισιμένος καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας, δ χρόνος εργασίας πού οί διάφορες παραγωγικές δραστηριότητες απαιτούν παρουσιάζεται σαν ' ε σ ω τ ε ρ ι κ ή ποιότητα των ϊδιων των προϊόντων, 'δηλαδή σαν «αξία» «πραγμάτων». Αυτή ή σύγχυση του νό'μου του χρόνου εργασίας (τόν δποιο καμιά κοινωνία δέν μπορεί να παραβλέψει) ^μέ τή φετιχιστική του πραγματοποίηση ·στόν κόσμο του κεφαλαίου χαΐ των εμπορευμάτων ή, μέ πιο σύγχρονους δρους, ή σύγχυση τ η ς αρχής του σχεδιασμού μέ τ ό ν ό μ ο της αξίας, στήν κυριολεξία του δρου, βρίσκεται στήν προέλευση του ρεβιζιονισμοΰ των ήμερων μας, 8πως αυτός διαφαίνεται μέσα από τΙς ·σημερινές οικονομικές συζητήσεις στη Σοβιετική 'Ένωση. Ένώ στήν Ιταλία, βρίσκεται στήν προέλευση της πιό πρόσφατης θεωρητικής θέσης (πού μας φαίνεται Αδύνατο να συμμεριστούμε) δυό μελετητών, του Γκαλβάνο Ντελα Βόλπε καΐ του Τζούλιο Πιετρανέρα, ·άπέναντι στους οποίους 97. ΜάρΙ, Grundrisse' «"Οταν προϋποθέτουμε τήν από κοινού παραγωγή, ό καθορισμός του χρόνου παραμένει φυσικά βασικός. 'Όσο λιγότερος χρόνος χρειάζεται στήν κοινωνία για να παράγει στάρι, ζώα, κλπ., τόσο περισσότερο χρόνο εχει στή διάθεσή της για τήν υπόλοιπη παραγοίγή, υλική ή πνευματική. Μέ τόν ϊδιο τρόπο στό μεμονωμένο άτομο, ή πολυπλευρικότητα της άνάπτυξής του, της απόλαυσης από τή μεριά του ζωής και της δραστηριότητάς του, εξαρτάται από τήν αποταμίευση χρόνου. ΟΙκονομία χρόνου, να σέ τΐ ανάγεται τελικά ολόκληρη ή οικονομία. 'Όπως ή κοινωνία πρέπει νά μοιράζει τό χρόνο της μέ κατάλληλο τρόπο, μέ σκοπό να πραγματοποιήσει μια παραγωγή ανάλογη πρός τΙς συνολικές της ανάγκες, ετσι καΐ τό άτομο πρέπει νά μοιράζει κατάλληλα τό χρόνο του, μέ τρόπο πού νά εφοδιάζεται μέ γνώσεις σέ επαρκή βαθμό ή να ικανοποιεί τις διάφορες απαιτήσεις της ζωής του. Οικονομία χρόνου, δπως καΐ προγραμματισμένη κατανομή του χρόνου εργασίας ανάμεσα στους διάφορους τομείς της παραγωγής, παραμένει λοιπόν, στίς συνθήκες καΐ στή βάση τής από κοινού παραγωγής, ό πρώτος οικονομικός νόμος. ΚαΙ σ' αυτή τήν περίπτοοση γίνεται ακόμα Ισχυρότερος νόμος. ^Ωστόσο, αυτό είναι βασικά διαφορετικό από τή μέτρηση τών ανταλλακτικών αξιών μέ τό χρόνο εργασίας».
71
inb δλλες άπόψ'εις άναγνω,ρίζουμε τό χρέος μας. Της θέσης του πρώτου: δταν — σέ πολεμική προς τή σωστή διαπίστωση του Σουήζυ δτι «άξια καΐ σχεδιασμός είναι τόσο άντίθετα, -καΙ για τους ίδιους λόγους, δσο καπιταλισμός καΐ σοσιαλισμός» — δ Ντελα Βόλπε άντιτείνει δτι «μεταξύ άξίας καΐ 'σχεδιασμού υπάρχει μόνο μια διαφορά β α θ μ ο ύ , δηλαδή ά ν ά π τ υ ξ η ς : τίποτα τό άρνητικα "'"άντιπαρατασσόμενο" ή "άντίθετο"»^®. ΚαΙ της θέσης του δεύτερου: δταν, στα ϊχνη του 'Όσκαρ Λάνγκε, δ Πιετρανέρα μιλάει για τήν «άγορα» καΐ τό «κέρδος» δχι σαν άναπόφευκτες επιβιώσεις άστικών θεσμών στή σοσιαλιστική κοινωνία, σαν κοινωνία κατεξοχήν μ ε τ α β α τ ι κ ή , άλλα «σαν λογικά κριτήρια ή δείκτες οιχονομικότητας, δηλαδή σαν κάτι τδ θ ε τ ι κ ό πού πρέπει να διατηρηθεί στήν προγραμματισμένη σοσιαλιστική οικονομία» χαί, τέλος, σαν θεσμούς σ ο σ ι α λ ι σ τ ι κ ο ύ ς άπδ τήν ϊδια τους τή φύση^^. 'Όπου φαίνεται καλά έκεινο πού εμείς θεωρούμε σαν ενα περαιτέρω και ανάλογο λάθος του Ντελα Βόλπε, -δηλαδή τδ δτι παρουσιάζει (στις τελευταίες εκδόσεις του «Ρουσώ καΐ Μαρξ») τδ Κράτος στδ σοσιαλισμό — τδ Κράτος, προσέξτε καλά, δηλαδή τήν υπόσταση του «γενικού συμφέροντος» πού θεωρήθηκε (ας θυμηθουμε τό Μαρξ) ανεξάρτητο καΐ «ξένο» πρός τήν κοινότητα των συμφερόντων —• δχι σαν ε π ι β ί ω σ η (πού είναι δ τρόπος, άντίθετα, μέ τδν δποΐο μιλάει γι' αυτό π.χ. δ Λένιν στδ «Κράτος καΙ επανάσταση», δταν γράφει δτι ή συνέχιση της ισχύος, στδ σοσιαλισμό, του «άστικου δικαίου, δσον άφορα τή διανομή των κ α τ α ν α λ ω τ ι κ ώ ν προϊόντων, προϋποθέτει βέβαια απαραίτητα ενα ά σ τ ι κ δ Κ ρ ά τ ο ς , άφου τδ δίκαιο δέν είναι τίποτα χωρίς ενα μηχανισμό ικανό να υ π ο χ ρ ε ώV ·ε ι τδ σεβασμό τών νομικών κανόνων»: δπου συμπεραίνει δτι στή νέα κοινωνία, «Ίπιζουν, για δρισμένο καιρό, δχι μόνο τό άστικδ δίκαιο, άλλα καΐ τδ άστικδ Κράτος, χωρίς αστική τάξη!»ι®®) ^ άλλα σαν ενα Κράτος σ ο σ ι α λ ι σ τ ι κ ό στδ εσωτερικό του ή νέου τύπου.
98. Γκ. Ντελα Βόλπε, Chiave délia dialettica 99. Τς. Πιετρανέρα, Capitalismo
ed economia,
100. Λένιν, «Κράτος καΐ επανάσταση».
72
storica. Ρώμη 1964. Τορίνο 1966.
9, 'Ισοδυναμία και ντιεραξία Γυρίζοντας τώρα στο Μπερνστάιν, πρέπει να τονίσουμε δτι ή πρώτη καΐ σημαντικότερη συνέπ'εΐ'α της ερμηνείας του της «άξίας» σαν άπλου «νοητικού γεγονότος» είναι δτι — στην άδυναμία του να εξηγήσει τήν άξία καί,, πολύ περισσότερο, την ύ π ε ρ ας ί α σαν ενα αποτέλεσμα της καπιταλιστικής παραγωγής — δ Μπερνστάιν πρέπει να μεταφέρει τδ πεδίο της γέννησής της άπδ τη σφαίρα της παραγωγής στη σφαίρα της κυκλοφορίας χαΐ της ανταλλαγής, σά να ξεπηδούσε ή υπεραξία άπδ ενα βιασμό της μ ε τ α τ ρ ε π τ ι κ η ς δικαιοσύνης, δηλαδή του νόμου της άνταλλαγής !μέ βάση τήν ισοδυναμία, αποκαθιστώντας ετσι κυριολεκτι·κά τήν παλιά μερκαντιλιστική αντίληψη του profit upon alienation, δηλαδή της γέννησης του κέρδους άπδ μια πράξη πώλησης σέ ψηλότερη τιμή άπδ τήν τιμή της άγορας (άπ' δπου, τέλος, καΙ ή σημασία πού παίρνουν ατή σκέψη του Μπερνστάιν οί «καταναλωτικοί συνεταιρισμοί») . Αυτή ή οπτική — πού εχει σαν άποτέλεσμα τήν παλινόρθωση του σχήματος του προβληματισμού του «ούτοπικοΰ σοσιαλισμού» καί, στήν προκειμένη περίπτωση, έκείνου του Προυντόν, με τή θέση του για τήν εκμετάλλευση σαν κ λ ο π ή καΐ επομένως για τήν α ν τ ί φ α σ η μεταξύ εκμετάλλευσης -καΙ νομιμότητας — συνιστά τδ βασικδ πυρήνα του « ρ εβιζ ιονισμού»: άφοΰ, ενώ γιά τδ Μαρξ ή σύγχρονη κ ο ι ν ω ν ι κ ή ανισότητα, ή "καπιταλιστική εκμετάλλευση, παράγεται ταυτόχρονα μέ τήν πλήρη καΐ ολική ανάπτυξη της ν ο μ ι κ ο - π ο λ ι τ ι κ ή ς ισότ η τ α ς , εδώ, αντίστροφα, ή νομικο - πολιτική ισότητα (καί, συνεπώς, οριακά, τδ σύγχρονο άντιπροσωπευτικδ Κράτος) γίνεται δ μοχλδς για να εξαλειφθούν καΐ να συνδεθουν προοδευτικά οί πραγματικές ανισότητες, πού φαίνονται περισσότερο σαν καρπός της αυθαιρεσίας παρά σαν δργανικδ άποτέλεσμα του ίδιου του συστήματος. Υπογραμμίζουμε τή σημασία πού αύτδς δ δεσμδς ισότητας άνισότητας εχει στή σκέψη του Μαρξ, γιατί, πέρα άπδ τις συνέπειες της πολιτικής φιλοσοφ.ίας πού θά 'θίξουμε, συνοψίζεται σ' αύτδν μια άπδ τις μεγαλύτερες επιστη·μονικές συνεισφορές του ϊδιου του
73
Μαρξ, δηλαδή ή λύση πού εδωσε στό λεγό|]ΐενο «παρ&δοξο» του νό]χο·υ της άξιας. Ό νάμος της άξιας, λέει ό Σμίθ, είναι δ νόμος της άνταλλαγης μέ βάση την Ισοδυναμία. Αύτδς δ νύμος, πέρα άπό τήν άξιακή ισότητα των άνταλλασσο-μένων εμπορευμάτων, προϋποθέτει èπίσης, δπως ύπογραιμμίζει βέβαια ό Μαρξ, τήν Ισότητα των συμβαλλομένων στήν άνταλλαγή. Στήν ανταλλαγή, πράγματι, «οι έμπορευματοκάτοχοι πρέπει να αναγνωριστούν, άμοιβαΐα, σαν ά τ ο μ ι κ ο ι ιδιοκτήτες», εγκαθιστώντας μιαν «ε ν ν ο μ η σχέση, πού μορφή της είναι ή σ ύ μ β α σ η , άναπτυγμένη ή δχι νομικά»^^^. Τώρα, τδ «παράδοξο» είναι δτι, ενώ ή παραγο3γή των εμπορευμάτων (ή ή άνταλλαγή) γίνεται κυρίαρχη για πρώτη φΟ'ρά μόνο στίς καπιταλιστικές συνθήκες, άκριβώς σ' αυτή τήν περίπτωση δπου δ νόμος θα επρεπε να βρίσκει τήν πλήρη του έφαρμογή, φαίνεται άντίθετα να ερχεται σε άντίφαση με τδ φαιν'όμενο της υ π ε ρ α ξ ί α ς καΙ της εκμετάλλευσης, δηλαδή μέ τήν έμφάνιση μιας ά ν ι σ η ς άνταλλαγής. Είναι γνωστό πώς μπροστά σ' ίαύτδ τδ «παράδοξο», δ ΣμΙΘ πέρασε άπδ τή θεωρία της π ε ρ ι ε χ ο μ έ ν η ς εργασιακής αξίας στη θεωρία της δ ι α τ ε τ α γ μ έ ν η ς εργασιακής άξίας, περιορίζοντας τήν ισχύ του νόμου της άξίας στίς προχαπιταλιστικές συνθήκες. Και είναι γνωστό επίσης πώς δ Ρικάρντο — αν καΐ τονίζει τή διαφορά πού υπάρχει ανάμεσα στήν ίση άνταλλαγή εμπορεύματος με έμπόρευμα και τήν άνισότητα πού χαρακτηρίζει άντίθετα τήν άνταλλαγή έμπορεύματος μέ έργασιακή δύναμη (πού είναι άκριβώς ή καπιταλιστική άνταλλαγή) — δέν εξήγησε δμως «πώς αυτή ή ε ξ α ί ρ ε σ η συμφωνεί μέ τήν έννοια της άξίας»^^^. Τώρα, ή θεο^ρία του Μάρξ, άντίθετα, -έξηγει τδ φαινόμενο της σύγχρονης ά π α λ λ ο τ ρ ί ω σ η ς ή άνισότητας άκριβώς με τή γενίκευση του δ ι κ α ι ώ μ α τ ο ς ιδιοκτησίας ή της νομικής μόνο Ισότητας. Ό καπιταλισμός, λέει, είναι ή γενίκευση της άνταλλαγής* δλες οι σπουδαιότερες κοινωνικές σχέσεις γίνονται, σ"" αύτδ τδ καθεστώς, άνταλλακτικές σχέσεις, άρχίζοντας άπδ τήν. παραγωγική 101. «Τό Κεφάλαιο», τ. I , σ. 59. 102. «Θεωρίες για τήν υπεραξία».
74
σχέση την ïSta πού προϋποθέτε: την άγορα - πωλησία της εργασιακής δύναμης. Με τή γενίχευση της άνταλλαγης, ·δη!ριιουργεΐται για πρώτη φορά επίσης ή σφαίρα της ν ο μ ι κ ή ς Ισότητας πού εκτείνεται σέ δλους. Ό σύγχρονος έργαζόμενος εχει τίτλους δικαιωμάτων, είναι πρόσωπο ' ε λ ε ύ θ ε ρ ο και γι' αύτό ικανό να συνάψει ενα συμβόλαιο, δσο, λέει δ Μάρξ, είναι ικανός να τό κάνει κι δ εργοδότης. «Ή μισθωτή έργασία σε εθνική κλίμακα, καΐ συνεπώς και δ καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, δέν είναι δυνατός», γράφει, «παρά μόνο δπου δ εργάτης είναι σαν πρόσωπο ελεύθερος. Αυτός βασίζεται στήν προσωπι·κή ελευθερία των έργατών»^®^. Εργοδότης καΙ πωλητής της εργασιακής δύναμης είναι εδώ καΐ οι δυο πρόσωπα νομικά ϊσα γιατί είναι ά τ ο μ ι κ ο ι ιδιοκτήτες, δηλαδή έμπορευματοκάτοχοι. Παραταυτα, αύτό πού, σύμφωνα μέ τδ Μάρξ, καθιστά τυπική τή σχέση ισότητας και κάνει ώστε, κάτω απ' αύτήν, να κρύβεται ή πριαγματική άνισότητα, είναι τδ γεγονδς δτι ή ιδιοκτησία πού διαθέτει δ έργάτης (ή δική του εργασιακή ι κ α ν ό τ η τ α ) είναι μόνο φαινομενικά ι δ ι ο -κ τ η σ ί α και στήν πραγματικότητα είναι τδ αντίθετο: μια κατάσταση ανάγκης* άφου «άν δέν πουληθεί, δέν ·€ξυπηρετεΐ σέ τίποτα τον έργαζόμενο, άλλα αντίθετα, σ' αύτή τήν περίπτωση, ιαύτδς θα αισθανθεί σαν σκληρή φυσική αναγκαιότητα τό γεγονός δτι ή εργασιακή του ικανότητα άπαιτεΤ μια ορισμένη ποσότητα μέσων επιβίωσης για νά προαχθεί, και συνεχίζει να τήν απαιτεί για νά αναπαράγεται»^®^. Μέ συντομί^α:, «στήν έννοια ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς έ ρ γ α ζ όμ ε ν ο ς υπονοείται ήδη, γράφει δ Μάρξ, δτι αυτός είναι ενας pauper: ενας δυνάμει pauper»' εφόσον, «σύμφωνα μέ τις οικονομικές συνθήκες του, αυτός είναι καθαρή ζ ω ν τ α ν ή εργασιακή ικανότητα», πού — μέ τό νά είναι «προικισμένη μέ ζωτικές ανάγκες», αλλά στερημένη από τα μέσα γιά να τΙς μετατρέψει σέ πράξη —' άποκαλύπτεται, %αθαυτή, δ χ ι άγαθό ή ι δ ι ο κ τ η σ ί α αλλά «ενδεια άπ' δλες τΙς απόψεις»!®^. Ή γ ε ν ί κ ε υ σ η συνεπώς της άνταλλαγής, πού είναι 103. "Εργο προηγ. 104. «Τό Κεφάλαιο», τ. I, σ. 160.
105. Μάρξ, Grundrisse'
75
το τυπικό φαινόμενο του σύγχρονου καπιταλισμού, δχι μόνο επεκτείνει, για πρώττ] φορά, σέ δλους τή σφαίρα της ν ο μ ι κ ή ς Ισότητας, άλλα ενεργεί αυτή την άπελευθέρωση μέ διπλό τρόπο, εφόσον ή επέκταση της συμβατι-κης σχέσης καΐ στην παραγωγή, μέσω της άγορα - ποΛησίας της έργασιακής δύναμης, σημαίνει τόσο δτι δ έργαζόμενος είναι έλεύ'θερος μέ τήν εννοι·α δτι είναι «έ λ ε ύ θ ε ρ ο ς ι δ ι ο κ τ ή τ η ς της δικής του ικανότητας έργασίας καΐ του δικού του προσώπου», δσο χι δτι είναι 'ελεύθερος μέ τήν έννοια δτι του έχουν ά π α λ λ ο τ ρ ι ω θ ε ΐ τα μέσα παραγωγής, δηλαδή είναι «στερημένος και άπαλλαγμένος άπ' δλα τα άναγκαΐα για τήν πραγματοποίηση της εργασια-κής του δύναμης πράγματα»^^®. Τώρα, ή εφαρμογή του Ι'σου δίκαιου ή ιδιοκτησίας σέ δυό πρόσωπα, άπό τα όποια μόνο τό ενα είναι άληθινά ιδιοκτήτης, εξηγεί γιατί αυτό τό τυπικά Γσο δίκαιο είναι στήν πραγματικότητα τό δίκαιο του ισχυρό τ έρου: πού είναι δσα δ Μάρξ βεβαιώνει δταν γράφει δτι «οί άστοι οικονομολόγοι» — οι όποιοι βλέπουν «δτι μέ τή σύγχρονη άστυνομία μπορούμε να παράγουμε καλύτερα άπ' δ,τι μέ τό δίκαιο του ισχυροτέρου» — «ξεχνούν μόνο (...) δτι τό δίκαιο του ισχυροτέρου συνεχίζει νά ζει κάτω άπό άλλη μορφή στό «Κράτος δικαίου» τους»^®"^. Συμπερασματικά, δ νόμος της άξίας, πού είναι δ νόμος της άνταλλαγής μέ βάση τήν ι σ ο δ υ ν α μ ί α, τή στιγμή πού πραγματοποιείται άληθινά, δηλαδή δταν γίνει "κυρίαρχος νόμος, αποκαλύπτεται σαν δ νόμος της ύ π ε ρ α ξ ί α ς καΙ της καπιταλιστικής ιδιοποίησης. Ή άνταλλαγή ισοδυνάμων που εμφανιζόταν σαν ή άρχική ενέργεια εχει μεταστραφεί —^λέει ό Μ ά ρ ξ — κατά τρόπο που τώρα γίνονται ανταλλαγές μόνο φ α ι ν ο μ ε ν ι κ ά εφόσον, κατά πρώτο λόγο, το τμήμα του κεφαλαίου που άνταλλάσσεται μέ εργασιακή δύναμη είναι αυτό τό ϊδιο, μόνο ενα μέρος του ε ρ γ α σ ι α κ ο ύ π ρ ο ϊ ό ν τ ο ς άλλων, ά π ο χ τ η μ έ ν ο , χωρίς ισοδ ύ ν α μ ο , καί, κατά δεύτερο λόγο, αυτό δχι (μόνο πρέπει νά αντικατασταθεί άπό τον παραγωγό του, τον εργάτη, αλλά πρέπει νά αντικατασταθεί μέ ν έ ο π λ ε ό ν α σ μ α ( . . . ). 'Αρχικά τό δκκαί106. «Τό Κεφάλαιο», τ. I , σ. 155. 107. «ΕΙσαγωγή του '57», σ. 322.
76
ωμα της ιδιοκτησίας μας παρουσιάστηκε σαν θεμελιωμένο στην προσ&χιτική έργασία. Τοι/λάχιστον εττρεττε νά θεωρείται δτι ισχύει αύτη ή ύπόθεση, αφού βρίσκονται ό ενας απέναντι στον άλλο, ιαόνο σαν έμπορευματοκάτοχοι μέ ϊσα δικαιώματα, και το μέσο γιά την απόκτηση έμπορεύματος άλλων εΪναι μόνο ή άττοξένωση του δικού τους εμπορεύματος, και αυτό τό τελευταίο μπορεί νά παραχθεί μόνο μέ την έργασία. Τώρα ή ιδιοκτησία παρουσιάζεται, άπό τη μεριά του καπιταλιστή σάν τ ο δ ι κ α ί ω μ α ιδιοποίησης ε ρ γ α σ ί α ς ά λ λ ω ν μη ά μ ε ι β ό μ ε ν η ς ή του προϊόντος της, κι από τη μεριά του έργάτη, σάν ή άδυναμία νά ιδιοποιηθεί τό δικό του προϊόν. Ό χ ω ρ ι σ μ ό ς α ν ά μ ε σ α σέ ι δ ι ο κ τ η σ ί α και έ ρ γ α σ ί α —συμπεραίνει ό Μ ά ρ ξ — γίνεται άναγκαία συνέπεια ενός νόμου πού, φαινομενικά, έβγαινε άπο την ταυτότητά τους108,
^A.π6 δώ ή άντίθεση του Μάρξ οτόν· «ουτοπικό σοσιαλισμό», η «ρεβιζιον.σμό» ante litteram, ό όποιος, «ιδιαίτερα στή γαλλική του εκδοχή» (Πρσυντόν), έννοεΐ, λέει δ Μάρξ, «το σοσιαλισμό σαν πρ'αγματοποίηστ] των ιδεών πού διατυπώθηκαν άπό τή γαλλική Ε πανάσταση), για τήν α σ τ ι κ ή κοινωνία»: σαν να μπορούσε ή πλήρη: πραγματοποίηση των «δικακομάτων του άνθρώπου», ή άρχων του '89 — ή, δπως θα λέγαμε σήμερα, του ρεπουμπλικάνικου Συντάγματος — να γιατρέψει τή σύγχρονη κοινωνική άνισότητα, που αυτές οι νομικές καΐ συνταγματικές άρχές έδωσαν σαν προϋπόθεση στή γέννησή τους "και άπό τότε πάντοτε τήν έπικύρωναν. ΑύτοΙ οι σοσιαλιστές, λέει δ Μάρξ, «άποδείχνουν δτι ή άνταλλαγή, ή άνταλλακτική άξία κλπ., ά ρ χ ι κ α (στό χρόνο) ή κ α θ α υ τ έ ς και δι' έ α υ τ έ ς (στήν κατάλληλη μορφή τους), δημιουργουν τό σύστημα της ελευθερίας καΐ της Ισότητας δλων, άλλα νοθεύτηκαν άπό τό χρήμα, άπό τό κεφάλαιο, κλπ. (...) . Σ' αυτούς πρέπει ν' άπαντήσουμε: δτι ή άνταλλακτική άξία ή ακριβέστερα τδ νομισματικό σύστημα εΤναι στήν πραγματικότητα τδ σύστημα της ισότητας καΐ της ελευθερίας κι δτι αύτδ πού στήν πιδ πρόσφατη άνάπτυξη αύτου του συστήματος τους φαίνεται άντιφατι-κό, είναι μιά ένδογενής στό ϊδιο τδ σύστημα άντίφαση, δηλαδή άκριβώς ή πραγματοποίηση της ι σ ό τ η τ α ς καΙ της ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς πού άποδείχνονται ανισότητα καΙ άνελευθερία». Κι δ Μαρξ συνεχίζει: 108. «Τό Κεφάλαιο», τ. I, σ. 633.
77
Είναι δνσς ττόθος ιεύσε6ής κι ανόητος^ νά μην άναπτυχθεί σέ κεφάλαιο ή άνταλλακτική άξια, ή ή έργασία πού παράγει άνταλλακτική άξια, να μή γίνει μισθωτή έργασία. Αύτο πού διακρίνει αύτούς τους κι/ρίοϋς άπό τους άπολογητές της αστικής κοινωνίας, εΪναι, από τη μια μεριάς ή κατανόηση, των άντιφάσεων πού έμπεριεχει τό σύστημα· άπο την άλλη/ ό ουτοπισμός, πού δεν τους επιτρέπει να καταλάβουν την άναγκαία διάκριοη; πού υπάρχει ανάμεσα στην ιδεώδη και την πραγματική εικόνα της αστικής κοινωνίας και πού, βέβαια, τους οδηγεί νά άναλαμβάνουν τήν έπιφανειακή άποστολή νά θέλουν ξανά νά πραγματοποιήσουν έκείνη τήν ιδεώδη εκψραση^ που εΪναι στήν πραγματικότητα μόνο ή άντανάκλαση αυτής τής πραγματικότητας109.
Ή νομική 'μεταρύβμίση, λοιπόν, δεν μπορεί να προσβάλει καΐ να ιμετασχηματίσει τούς βασικούς μηχανισμούς του συστήματος' και δεν το μπορεί γιατί —' δπως τονίζει μέ οξύνοια ή Λούξεμπουργκ στήν πολεμική της στο Μπερνστάιν — αυτό πού αντιδιαστέλλει τήν αστική κοινωνία από τΙς προηγούμενες ταξικές κοινωνίες, άρχαΐες %αι μεσαιωνικές, εινα-ι ακριβώς τό γεγονός δτι ή ταξική κυριαρχία δε στηρίζεται σήμερα πάνω σέ «κεκτημένα δικαιώματα» ή ä ν ι σ α, δπως στό παρελθόν, άλλα σέ πραγματικές οικονομικές σχέσεις, πού μεσολαβουνται άπό τό ι σ ο δίκαιο. «Δέν είναι ή εξαναγκαστική μορφή κανενός νόμου», γράφει, «πού υποδουλώνει τό προλεταριάτο στό κεφάλαιο, άλλα ή κατάσταση ανάγκης, ή ελλειφη μέσων παραγωγής». ΚαΙ «κανένας νόμος στόν κόσμο δέν μπορεί στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας να θεσπίσει τή χορήγηση αυτών τών μέσων, δεδομένου δτι τό προλεταριάτο απογυμνώθηκε άπ' αυτά δχι μέ νόμους, άλλα μέ μια οικονομική διαδικασία». Και κάτι παραπάνω, «ή εκμετάλλευση στό ε σ ω τ ε ρ ι κ ό τής μισθωτής σχέσης είναι τό ϊδιο άνεξάρτητη άπό τό νομικό σύστημα, γιατί τό επίπεδο τών 'μισθών δέν καθορίζεται νομοθετικά, άλλα άπό οικονομικούς παράγοντες. ΚαΙ τό ϊδιο τό γεγονός τής εκμετάλλευσης δέν βασίζεται σέ κάποια νομοθετική πρόβλεψη (...) . Μέ μια λέξη, δλες οι βασικές σχέσεις τής καπιταλιστικής ταξικής κυριαρχίας δέν μπορούν νά τροποποιηθούν μέ νομοθετικές μεταρυθμίσεις σέ αστική βάση, γιατί δέν εΓναι προϊόν άστικών νόμων οΰτε έχουν πάρει τέτια μορφή». 109. GrundrisseIS
Στο νομοθετικό ιμας σύστημα, συνεχίζει ή Λούξεμπουργκ, δέ θά βρεθεί ουτε μια νομική διατύπωση για τή σύγχρονη ταξιχή κυριαρχία. «Πώς λοιπόν να ξεπεράσουμε βαθμιαία «με τό νομικά δρόμο» τή σκλαβιά του μισθού, άφοΰ αύτή δέν διατυπώνεται ουτε στή νομοθεσία;» Ή άλήθεια είναι, συμπεραίνει, δτι οποίος έκδηλώνεται «ευνοϊκά για τό δρόμο των νομικών μεταρυθμίσεων ενώ αντιτίθεται στήν κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας καΐ τήν ανατροπή της κοινωνίας, έπιλέγει στήν πραγματικότητα δχι ενα δρόμο πιό ήσυχο, σίγουρο, αργό προς ενα τ α υ τ ό σ ι μ ο σ τ ό χ ο , άλλα μάλλον εναν ά λ λ ο σκοπό, δηλαδή άντί γιά τόν ερχομό μιας νέας κοινωνικής τάξης μόνο δευτερεύουσες τροποποιήσεις της παλιάς. "Ετσι άπό τήν πολιτική οπτική του ρεβιζιονισμου φτάνουμε στή ήδη βγαλμένα άπό τις οικονομικές του θεωρίες συμπεράσματα: πού αυτές βασιχά προσβλέπουν δχι πια στήν πραγματοποίηση της σ ο σ ι α λ ι σ τ ι κ ή ς τάξης, άλλα μόνο στή μεταρύθμιση της κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ή ς τάξης, δχι στο ξεπέρασμα του συστήματος του μισθού, άλλα σέ μια μεγαλύτερη ή μικρότερη δόση έκμετάλλευσης» — δηλαδή στό «Γσο κέρδος», σύμφωνα με τήν πρόσφατη ιταλική φόρμουλα — , «μέ μια λέξη στόν παραμερισμό τών καπιταλιστικών παρεκκλίσεων, και οχι του ϊδιου του οιαπιταλι-
10. Τό «κοινωνικά κεφάλαιο» Ή έπιμονή πού δείξαμε ως τώρα νά υπογραμμίσουμε τα δρια της θεωρητικής άντίληψης του Μπερνστάιν καΐ του μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς δεν πρέπει νά μας κάνει νά ξεχάσουμε ωστόσο δτι ή σημασία αυτών τών δρίων — καΐ έπίσης ή έννοια της ^πισθοδρό-μησης, ώς πρός τό Μάρξ, πού είναι τυπική γιά ενα μεγάλο μέρος του μαρξισμού ^στό τέλος του 19ου αιώνα — θά άποκτήσει δλο τό καθοριστικό της βάρος μόνο μέ τήν παρουσία καΐ κάτω άπό τήν ώθηση ^μιάς νέας καΐ σύνθετης ιστορικής κατάστασης, δπου μια σειρά φαινόμενα — μερικές φορές τά είχε ήδη διαβλέψει 110. Λούξεμπουργκ, «Κοινωνική μεταρύθμιση ή έπανάστασ-ή;»
79
δ Μαρξ, άλλα έ-κεινη την εποχή σαν αναπτυγμένα μόνο μικροσκοπικά — τροποποίησαν βαθιά την παραδοσιακή φυσιογνωμία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στα χρόνια του περάσματος του καπιταλισμού στή μονοπωλιακή φάση σημειώθηκε μια κολοσιαία ανάπτυξη της διαδικασίας κοινωνικοποίησης της παραγωγής, με τήν εισαγωγή στήν κοινωνική καΐ παραγωγική ζωή των μεγάλων σύγχρονων «.μαζών», πού πρίν ήταν διασκορπισμένες σε απασχολήσεις, πού έπιζουσαν άπό τούς παλιούς τρόπους, παραγωγής. Αυτή ή διαδικασία «κοινωνικοποίησης», έπιταχυμένη άπό τό σχηματισμό των «μετοχικών εταιριών», σήμανε δχι μόνο τήν τεράστια διεύρυνση της κλίμακας της παραγωγής καΐ τών επιχειρήσεων πού δε θα ήταν δυνατή μέ ατομικά κεφάλαια, αλλά σήμανε επίσης τή γέννηση της λεγό-μενης σύγχρονης «κοινωνικής επιχείρησης», δίνοντας ζωή σ' αύτό τό σύνθετο φαινόμενο πού είναι ή εκμηδένιση της α τ ο μ ι κ ή ς καπιταλιστικής βιομηχανίας στή βάση του Γδιου του καπιταλιστικού συστήματος. «Τό κεφάλαιο, πού βασίζεται καθαυτό σ' εναν κοινωνικό τρόπο παραγωγής και προϋποθέτει τήν κοινωνική συγκέντρωση τών παραγωγικών μέσων καΐ τών εργασιακών δυνάμεων, άποκτάει εδώ» —• δηλαδή στίς 'μετοχι-κές εταιρίες, λέει δ Μαρξ —• «άμεσα τή μορφή κοινωνικού κεφαλαίου (κεφάλαιο άτόμων πού συνεταιρίζονται άμεσα) άντιπαρατασσόμενο στό ατομικό κεφάλαιο, και οί επιχειρήσεις του παρουσιάζονται σάν κοινωνικές επιχειρήσεις άντιπαρατασσόμενες στίς άτομικές επιχειρήσεις. Είναι ή κατάργηση του κεφαλαίου σάν άτομικής ιδιοκτησίας στα πλαίσια του Ι'διου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής»^^^. Οι κύριες συνέπειες αύτου του φαινομένου (άρχίζοντας άπό τό διαχωρισμό «ιδιοκτησίας» -καΙ «ελέγχου»), πού ήταν μόλις κάτι παραπάνω άπό τά πρώτα τους βήματα τήν εποχή πού γραφόταν τό «Κεφάλαιο», θίχτηκαν πάντως, στα βασικά τους σημεία, άπό τόν ιδιο τό Μάρξ. Ή άνάπτυξη του κ ο ι ν ω ν ι κ ο ύ κεφαλαίο υ, γράφει αυτός, επιφέρει τό «μετασχηματισμό του πραγματικά ενεργού καπιταλιστή σέ απλό ·διευθυντή, διαχειριστή κεφαλαίου άλλων, καΐ τών Ιδιοκτητών κεφαλαίου σέ καθαρούς Tcal απλούς ίδι108. «Τό Κεφάλαιο», τ. I, σ. 633.
80
οκτητες, καθαρούς καΐ απλούς χρηματικούς καπιταλιστές». *Α·κόμη κι δταν τα ;|χερί·σματα πού αύτοί παίρνουν περιέχουν τύν τόκο καΐ τύ κέρδος του έπιχειρηματία, ή τύ συνολικό κέρδος, «αύτδ τύ συνολικά κέρδος», συνεχίζει δ Μάρξ, «τσεπώνεται μόνο σαν τό'κος, ή σαν άπλή άποζημίωση της κεφαλαιουχικής ιδιοκτησίας, ιδιοκτησία πού τώρα είναι (...) ετσι διαχωρισμένη άπό τή λειτουργία του κεφαλαίου, δπως, στο πρόσωπο του διευθυντή, «αυτή ή λειτουργία είναι διαχωρισμένη άπο την ιδιοκτησία του κεφαλαίου»!^^^ Άπο δω προκύπτουν δυό αποτελέσματα πού ή άνάλυση του Μαρξ δέν παραλείπει να υπογραμμίσει. Δηλαδή, πρώτο, ή πράξη «ειρηνικής απαλλοτρίωσης» πού άσκει τό μεγάλο κεφάλαιο — με τό πιστωτικό σύστημα γενικά και τις μετοχικές έταιρίες ιδιαίτερα —• απέναντι στα ήδη σχηματισμένα ή στήν bhb τοΰ σχηματισμού τους μικρά κεφάλαια, δημιουργώντας μια κατάσταση στήν όποία, ένώ ή μεγάλη πλειοψηφία των μετόχων στερείται τδν ελεγχο της ιδιοκτησίας προς οφελος μιας μικρής μειοψηφίας Ιδιοκτητών, αυτοί ο'ι τελευταίοι αντίστροφα, βρίσκονται να διαθέτουν μιαν έξουσία πού πάει πολύ πέρα άπο τα δρια τής πραγματικής τους ιδιοκτησίας. Δεύτερο, με τήν προοδευτική α π ο π ρ ο σ ω π ο π ο ί η σ η τής ιδιοκτησίας πού πετυχαίνεται μέ τήν ανάπτυξη τής μεγάλης σύγχρονης «ανώνυμης» έταιρίας, καΙ πού συνεπάγεται τήν προβολή σ α ν ύ π ο κ ε ι μ έ ν ο υ του Ι'διου τοΰ Αντικειμένου Ιδιοκτησίας, δηλαδή τήν πλήρη χειραφέτηση τής ι δ ι ο κ τ η σ ί α ς άπδ τον Γδιο τόν ä-νθρωπο, δπου ή έπιχείρηση φαίνεται να άποχτάει άνεξάρτητη ζωή σαν νά μήν ήταν ίδιοκτ/]σία κανενός, καΐ μετασχηματίζεται σέ μιαν οντότητα καθαυτή, μέ χαρακτηριστικά άνάλογα προς εκείνα του Κράτους. Τώρα, ακριβώς αύτή ή διάδοση των μετοχικών έταιριών, μέ δλες της τΙς κερδοσκοπικές καΐ περιπετειώδεις πλευρές (αναφορικά προς τις όποιες δ Μαρξ γράφει δτι «έπανεμφανίζεται μια νέα χρηματιστική άριστοκρατία, μιά νέα κατηγορία παρασίτων μέ τή μορφή έπινοητών σχεδίων, ιδρυτών καΐ διευθυντών πού είναι τέτιοι μόνο κατ' δνομα* ενα σύνολο άπατών m l μηχανοραφιών πού ϊχει σα στόχο τή θεμελίωση έταιρίας, τήν έκδοση %αΙ τό έμπόριο μετοχών»), άκριβώς αύτό τό φαινόμενο γίνεται Ινας άπό τούς κύ112. ' Έ ρ γ ο προηγ., σ. 546.
81
ριους μοχλούς του προ·βληι[]ΐατισ'μου του Μπερνστάιν γιά τον προοδευτικό «έκδημοκρατι^ιχο του καπιταλισμού». Τ ή σύγχρονη β ι ομηχανική συγκέντρωση συνοδεύει, με τΙς ^μετοχικές εταιρίες, λέει δ Μπερνστάιν, δχι μια ανάλογη συγκέντρωση της ί δ ι ο -κ τ η σ ί α ς (δπως ύποστήριζ-ε δ Μαρξ) , άλλα ή διάδοση της, δ πολλαπλασιασμδς του άριθμου των καπιταλιστών, ή ^προοδευτική διεύρυνση έ"κείνων πού καλούνται νά μοιραστούν τα άγαθα των μεγάλων σύγχρονων «κοινωνικών επιχειρήσεων». Κι άφου οι καπιταλιστές πληθαίνουν άντί να ελαττώνονται, δ προβληματισμός του Μαρξ για τή συγκέντρωση καΐ τήν έπακόλουθη συσσώρευση του πλούτου σ' ενα πόλο της κοινωνίας, καταλήγει ετσι, λέει δ Μπερνστάιν, να μην ισχύει καΙ να είναι άντιφατιχός. Δέν θα σταθούμε εδώ να δούμε πώς αυτό τό θέμα ξαναπιάστηκε σέ χρόνια σχετικά πρόσφατα, στο εργο δυό νεο - φιλελεύθερων αμερικανών, τών Μπέρλ και Μήνς^^^, μέ τή θέση δτι, άφου οί μεγάλες μετοχικές εταιρίες άντιπροσωπεύουν μόνο μια τ ε χ ν ι κ ο - βιο'μηχανι^ή συγκέντρωση, πού δχι μόνο δέ 'συνεπάγεται τή συγκέντρωση της ίδιο'κτησίας, άλλα ^μάλιστα συνεπάγεται τή διάδοση και τήν άποκέντρωσή της, αυτές μπορεί νά αποτελούν από μόνες του τό ξεπέρασμα του καπιταλισμού, — :μέ τόν δρο δτι δ ελεγχος αυτών τών «σχεδόν δημοσίων» επιχειρήσεων αφήνεται στα χέρια τεχνικών χωρίς συμφέροντα (οι Μπέρλ καΐ Μήνς προοιωνίζουν τόν ερχομό μιας «αμερόληπτης τεχνοκρατίας») χαΐ μέ τόν δρο δτι ή μετοχική ιδιοκτησία επεκτείνεται προοδευτικά και διευρύνεται σέ δλα τα στρώματα της κοινωνίας. Έδώ μας ένδιαφέρει περισσότερο να ύπογραμμίσουμε — μ' άφορμή τήν έπιστη'μονική άφέλεια πού βρίσκεται πίσω από τό επιχείρη-μα του Μπερνστάιν για τόν πολλαπλασιασμό τών καπιταλιστών — τήν άποτελεσματι-κότητα δυό άντιρήσεων πού του άντιτείνει ή Αούξεμπουργκ: δηλαδή, 1) δτι «δ Μπερνστάιν σαν καπιταλιστή δέ θεωρεί μια κατηγορία της παραγωγής, άλλα του δικαιώιματος ιδιοκτησίας, δχι μια οίκονο^μική άλλα μια δημοσιονομική ιχονάδα* καΙ σαν κεφάλαιο δχι μια παραγωγική δλότητα, άλλα άπλά μιά χρη113. Μπέρλ και Μήνς, «Μετοχική εταιρία καΐ ατομική Ιδιοκτησία».
82
ματ:κή κληρονομιά»: ετσι ώστε, συμπεραίνει ή Λούξεμπουργχ, «ο Μπερνστάιν μεταφέρει τό ζήτημα τοΰ σοσιαλισμού άπά τή σχέση κεφαλαίου - εργασίας στη σχέση πλούσιου wal φτωχού». Και 2) οτι ή θέση του Μπερνστάιν για την προοδευτική διάλυση των μεγάλων κεφαλαίων σέ μια μυριάδα μικρών Ιδιοχτησιών, δπως καΐ ένγένει ή ροπή του να υπογραμμίζει τις τάσεις ενάντια στή συγκέντρθ!)ση, αποκαλύπτονται —• πέρα άπο προϊόν ουτοπικής φαντασίας — σαν β α σ ι κ ά αντιδραστικά επιχειρήματα, μέ την έννοια δτι — άν μπορούσαν να είναι αληθινά — θα μας εφερναν σέ «ενα στιαμάτημα της ανάπτυξης του συστήματος της καπιταλιστικής παραγωγής» καΙ σέ μια επιστροφή του στην προγενεσιακή του φάση^^^. Τό ίδιο μπορούμε νά πούμε και γιά τον προβληματισμό πού ανέπτυξε 6 Μπερνστάιν γιά τή διατήρηση και τήν αύξηση της μικρής καΐ μεσαίας επιχείρησης. Τό «άμείωτο σχεδόν πλήθος» των μεσαίθ3ν έπιχειρήσεων είναι, γι' αυτόν, τό σημάδι οτι ή άνάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας δέν εχει άποτέλεσμα διαλυτικό, μέ τήν έννοια του συγκεντριοτισμοϋ, δπως πρόβλεπε δ Μάρξ. 'Αλλά, μολονότι ή ·κρίση του Σουμπέτερί^^ θά μπορούσε σ' αυτή τήν περίπτωση νά μας απαλλάξει από κάθε περαιτέρω χαθυ'στέρηση («ό Μπερνστάιν ήταν ένας αξιοθαύμαστος άνθρωπος, άλλα δέν ήταν βαθύς στοχαστής και ειδικότερα δέν ήταν θεωρητικός. Σέ μερικά σημεία, ειδικά δσον άφορα... τή συγκέντρωση της οικονομικής εξουσίας, οι απόψεις του ήταν έξαιρετικά επιφανειακές») , μέ τή Λούξεμπουργκ τονίζεται δτι «τό νά περιμένουμε νά έξαφανιστουν οί μεσαίες έπιχειρ7]σεις βαθμιαία από τήν επιφάνεια της γής, σημαίνει στην πραγματικότητα δτι δέν καταλάβαμε τίποτε από τήν ανάπτυξη τής μεγάλης βιομηχανίας»: καί, ιδιαίτερα, δτι δέν καταλάβαιμε δτι, απέναντι σ' αυτήν, «τό μικρό κεφάλαιο παίζει τό ρόλο πιονιέρου τής τεχνικής έπανάστασης άπό δυό απόψεις, τόσο δσον άφορα τΙς νέες μεθόδους παραγωγής σέ παλιούς ^αΐ σίγουρους κλάδους, ήδη ριζωμένους στέρεα, δσο και σέ άναφορά π,ρός τή δημιουργία νέων παραγωγικών κλάδων, πού δέν έχουν ακόμα γίνει αντικείμενο έκμετάλλευσης από τό μεγάλο κεφάλαιο». «Ή πάλη του μεσαίου 114. Λούξεμπουργκ, εργο προηγ. 115. Σουμπέτερ, «^Ιστορία τής Οικονομικής Ανάλυσης»
83
ιμέ τό |χεγάλο κεφάλαιο — συνεχίζει ή Λούξεμπουργκ — δεν πρέπει να γίνεται άντιληπτή σαν κανονική μάχη, δπου τα στρατεύματα του πιό άδύνατου μέρους έξαντλουνται άιμεσα καΐ ποσοτικά δλο και περισσότερο, άλλα σαν περιοδική φιαλκιδευση του μικρού -κεφαλαίου-, πού κατόπιν ξανανθίζει γρήγορα για να φαλκιδευτεί ξανά άπο τή μεγάλη βιομηχανία». Πράγμα πού, συμπεραίνει ή Ι'δια, δεν έκφράζεται απαραιτήτως «στήν απόλυτη άριθμητική μείωση των μεσαίων επιχειρήσεων, άλλα κατά πρώτο λόγο στή βαθμιαία αύξηση του δριακοΰ κεφαλαίου πού είναι άναγκαίο για τήν Επιχειρησιακή ϋπαρξη των παλιών κλάδων και, κατά δεύτερο λόγο, στό μικρότερο χρονικο διάστημα πού μένει στο μικρό κεφάλαιο για τήν εκμετάλλευση των νέων κλάδων»^^^. Ποιες είναι, λοιπόν, σχετικά μ' αυτό τό επιχείρημα, οι άπλοϊκότητες (ας τό πούμε ετσι) στις όποιες επεσε δ Μπερνστάιν στή χρήση των στατιστικών ύλικών, τόσο δσον άφορα τή διάδοση των μικρών και μεσαίων έπιχειρήσεων, δσο καΙ δσον άφορα τις μεταβολές στή ροή τών προσό'δων, δ αναγνώστης θα -μπορέσει voc τδ δει αιτιολογη'μένο κατά τρόπο 'εξαντλητικό στο βιβλίο πού εγραψ'ε δ Κάουτσκι ενάντια στον Μπερνστάιν —• ενα εργο για τδ δποίο εδώ δεν μπορέσαμε νά πούμε παρά μόνο πολύ λίγα καΐ πού δμως άποτελεΐ (ιδιαίτερα στα κεντρικά κεφάλαιια) , μαζί με τδ «'Αγροτικό ζήτημα», δ,τι καλύτερο εγραφε δ συγγραφέας του. "Οπως επίσης, άπδ άλλη αποφη, είναι εύκαιρία νά ποΰμε δτι στδν ϊδιο τδν Κάουτσκι καΐ κυρίως στδ «Χρηματιστικό κεφάλαιο» του Χίλφ^ε,ρντινγκ, πρέπει νά "κατευθυνθεί δ αναγνώστης για νά βρει μιαν άπάντηση στή συζήτηση πού ανακίνησε δ Μπερνστάιν γύρω άπδ τά «νέα μεσαία στρώματα»: ενα μεγάλο πρόβλημα, πού στήν περίοδο του ιμπεριαλισμού ή σημασία του είναι εξέχουσα, ειδικά σάν συνέπεια της υπερβολικής άνάπτυξης του μηχανισμού διανομής, πού προ'καλειται άπδ τδ μονοπώλιο, πέρα <άπδ τήν έλεφαντίαση του γραφειοκρατικού καΐ στρατιωτικού μηχανισμού πού είναι χαρακτηριστική τών συγχρόνων Κρατών. Έδώ μένει άκόμα μόνο νά θίξουμε, κάπως περισσότερο, τή λεγόμενη θεωρία της «απόλυτης έξαθλίωσης» ή της αιώνιας άθλι116. Λούξεμπουργκ, εργο προηγ.
84
ότητας των μαζών, πού, μετά τδ Μπερνστάιν, Ιγινε συνήθεια της πώ διαφορετικής δημοσιογραφίας, οπως επίσης, τουλάχιστον '[Jiixpt έλάχιστα χρόνια πρίν, καΐ των πιο χοντροκομμένων εκπροσώπων του σοβιετικού «διιαλε^τικοΰ ύλισμοΰ» να τήν αποδίδουν στη σκέψη του Μαρξ. Μέ τήν εύκαιρία πρέπει να τονίσουμε 8τι, δχι μόνο ή ανυπαρξία, άλλα κυριολεκτικά το άδύνατο να παράξει δ Μαρξ μια παρόμοια θεωρία άποδείχτηκε (αν οχι άπδ τίποτε ίίλλο) άπλα άπο τό γεγονός δτι στον καθορισμό της «τιμής τής εργασίας» δ Μαρξ εισάγει (άπομακρυνόμενος κι εδώ, άλλωστε, άπδ τδ Ρικάρντο) ενα ρητδ ι σ τ ο ρ ι κ ο - η θ ι κ δ ^συστατικό. Γιά νά καθορίσουμε «τδ ποσό τών μέσων επιβίωσης», πού πρέπει να είναι «Ίπαρκές γιά νά διατηρήσει τδ άτομο πού έργάζεται στήν κανονική του ζωή», δέν άρκεί — λέει —• νά θεωρήσουμε δτι «οΕ φυσικές άνάγ•κες δπως τροφή, ντύσιμο, θέρμανση, κατοικία κλπ. είναι διαφορετικές κάθε φορά άνάλογα μέ τΙς κλιματικές και άλλες φυσικές ιδιομορφίες τών διαφόρων χωρών»: ενας περαιτέρω παράγοντας τδν δποΐο πρέπει νά υπολογίζουμε είναι δτι «ή έ κ τ α σ η τών λεγομένων ά π α ρ α ί τ η τ ω ν ά ν α γ κ ώ ν, καθώς καΐ δ τρόπος ικανοποίησης τους, είναι Ιπίσης ενα π ρ ο ϊ ό ν τής ιστορίας και εξαρτάται ^συνεπώς, σέ μεγάλο μέρος, άπδ τδ βαθμό πολιτισμού μιας χώρας, "κι άνάμεσα ·στά άλλα έπίσης καΐ βασικά άπδ τις συνθήκες, καΐ έπομένως κι άπδ τΙς συνήθειες καΐ τΙς άπαιτήσεις άπδ τις δποιες διαμορφώθη-κε ή τάξη τών ελεύθερων εργαζομένων»^^''. 'Αλλά άρκει άκριβώς νά σκεφτούμε αυτό τδν Ι σ τ ο ρ ι κ ά σχετικό χαρακτήρα πού σημαδεύει τδν καθορισμό τής λεγόμενης «τιμής τής έργασί·ας» και πού δ Μάρξ υπογραμμίζει βεβαιώνοντας ρητά δτι «-δ καθορισμός τής άξίας τής εργασιακής δύναμης, άντίθετα άπ' δ,τι συμβαίνει γιά τά άλλα εμπορεύματα, περιέχει ενα ιστορικό καΐ ήθικδ στοιχείο», άρκεϊ νά σκεφτούμε αύτό γιά νά καταλάβουμε πώς, δ Μάρξ: περισσότερο άπ' δποιονδήποτε άλλο, είναι άδύνατο, γιά λόγους άρχών, νά μιλήσει γιά α ι ώ ν ι α έ ξ α θ λ ί ω σ η τών εργατών, δηλαδή γιά χειροτέρευση, %ατ' ά π ό λ υ τ ε ς τιμές, του επιπέδου ζωής 108. «Τό Κεφάλαιο», τ. I, σ. 633.
85
των έργαζθ|ΐένων τάξεων στή -διάρκεια της πολλών αιώνων καπιταλιστικής ανάπτυξης. Είναι βέβαιο δτι, στο «Μανιφέστο» δπως και σέ πολλά άλλα γραφτά του, δ Μαρξ ιμιλάει γιά την ιέξαθλίωση της εργατικής τάξης, τήν αυξανόμενη εξάρτηση γιά τή διατροφή της από τή θέληση των άλλων, δηλαδή άπδ τή θέληση των καπιταλιστών, καΐ μιλάει γιά τήν αύξηση της «φτώχειας», του «έκφυλισμοΰ» και της «υποδούλωσης» τών εργατών' μιλάει γιά τήν αυξανόμενη άστάθειια —• τήν αυξανόμενη άβεβαιότητα — της εργασίας τους χαΐ βεβαιώνει δτι, «στο μέτρο πού συσσωρεύεται το χεφάλαιο, ή κατάσταση του εργάτη, δ π ο ι α δ ή π ο τ ε κ ι ά ν ε ί ν α ι ή αμ ο ι β ή του (ύπογρ. δική μας) υψηλή ή χαμηλή, πρέπει νά χειροτερεύει». 'Αλλά αύτδ πού είναι πεποίθηση, στή ν δποία δ Μάρξ εμεινε πιστός σέ δλη του τή ζωή, δέ σημαίνει άλλο παρά δτι —' σέ άντί'θεση προς δσα πιστεύει δ ρεφορμιστικός «βελτιωτισμδς» — ή καπιταλιστική ανάπτυξη δέν είναι προορισμένη νά τους μετατρέψει δλους σέ καπιταλιστές καΐ ιδιοκτήτες, δέν θά ανασυνθέσει, μέσω βαθμιαίων μεταρυθμίσεων, τή θεμελιώδη κοινωνική ανισότητα μεταξύ κεφαλαίου καΙ εργασίας, αλλά θά προσπαθεί, αντίθετα, νά τήν άναπαράγει σταθερά καΐ νά τήν αναπαράγει μάλιστα επιδεινωμένη' ή, σημαίνει θεωρία της σ χ ε τ ι κ ή ς εξαθλίωσης, δηλαδή της αύξησης της διαφοράς επιπέδου ή ανισότητας της εργατικής κατάστασης σ έ σ χ έ σ η προς τΙς συνθήκες της τάξης πού κατέχει τά μέσα παραγωγής^^^. Μιά αισθητή αύξηση τοΟ μισθού —γράφει ό Μαρξ τό 1 8 4 9 — ττροϋτΓοθέτει mà γρήγορη αύξηση τοί> παραγωγικού κεφαλαίου (που) προκαλεί .μιαν άλλο τόσο γρήγορη αιίξηση του πλούτου, της πολυτέλειας, τών κοινωνικών αναγκών και τών «κοινωνικών απολαύσεων. Παρό•λο πού αυξήθηκαν λοιπον οι απολαύσεις τοΟ εργάτη^ ή κοινωνική Ικανοπο'ίηρ'η που του προσφέρουν μειώθηικε σέ σύγκριση μέ τις αυξανόμενες απολαύσεις του καπιταλιστή, που εΤναι απρόσιτες στον εργάτη, -σέ σύγκριση μέ το βαθμό άνάπτυξης της κοινωνίας γενικά. Οί ανάγκες μας και οι απολαύσεις μας προέρχονται από τήν κοινωνία* τις μετράμε, συνεπώς, μέ βάση τήν κοινωνία κ α ι όχι μ έ β ά σ η τ α υ λ ι κ ά μ έ σ α για τήν ικανοποίησή τους. Ά φ ο υ ή 118. Τξίλμαν, «Τό ποσοστό του κέρδους».
φ ύ σ η τ ο υ ς σ χ ε τ ι κ η119.
ε Î ν α ι
κ ο ι ν ω ν ι κ ή
ε ί ν α ι
κ α ι
'Όχι μόνο, λοιπόν, ή θεωρία του Μαρξ δέν αποκλείει καθόλου τήν αύξηση των πραγματικών μισθών, κι δχι μόνο αυτή ή αύξηση — δ,τι κι αν σκέφτονται δ Μπερνστάιν καΙ ή -κυρία Ρόιμπινσον — δέν άπο δείχνε ι άπολύτως τίποτα έναντι α στη σκέψη του Μαρξ, άλλα ή θεωρία του για τήν αύξηση της εκμετάλλευσης «ισχύει» θαυμάσια καΐ στήν περίπτωση επίσης πού αυξάνεται δ μισθός. Κι δχι μόνο γιατί αυτή ή αύξηση τών άπολαύσεων του έργάτη δέν άπο·κλείει καθόλου να μειώνεται ή «κοινωνική ικανοποίηση» πού αυτές του προσφέρουν σ έ α ν α λ ο γ ί α , άλλα γιατί τΙς ανάγκες μας καΐ τΙς απολαύσεις ;μας δ έ ν τΙς μετράμε μόνο «στη βάση τών ύλικών ιμέσων για τήν ικανοποίησή τους», άλλα τις μετράμε ακριβώς σέ κοινωνική «κλί-μαχα» ή «αναφορά»: κι αύτές μας λένε πώς «δπως τδ ντύσιμο, ή τροφή, ή καλύτερη μεταχείριση και ένα 'μεγαλύτερο κομπόδεμα δέν καταργούν τή σχέση εξάρτησης ή τήν εκμετάλλευση του δούλου, ετσι δέν καταργούν ουτε του μισθωτου»ΐ20. Πράγμα πού είναι τδ αληθινό αποφασιστικό σημείο δλης της μαρξικής αντίληψης της εκμετάλλευσης — το σημείο το δποΤο βοηθάει να φωτιστεί καΐ ή δική ΐΑ,ας έρ;μηνεία της θεωρίας της αξίας σαν θεωρίας της αλλοτρίωσης —• δηλαδή·, δτι είναι ή ε ξ ά ρ τ η σ η πού δένει τούς εργάτες μέ τή θέληση του κεφαλαίου, κι δχι ή φτώχεια τους, λέει δ Μάρξ, πού 'συνιστά «τήν ε ι δ ι "κ ή δ ι α φ ο ρ ά της καπιταλιστικής παραγωγ^ς>>ΐ2ΐ· ή g.^^ ή καπιταλιστική ιδιοποίηση δέν είναι ]ΐ6νο καΐ πρωταρχικά ιδιοποίηση π ρ α γ μ ά τ ω ν , άλλα Ιδιοποίηση της ύποκειμενικότητας ή της έργασιακής ένέργειας της ίδιας, σαν συνόλου τών φυσικών και νοητικών ικανοτήτων του άνθρωπου.
11, Σύνταγμα και καπιταλισμός 'Όποιος πάρει να παρατηρήσει στο σύνολό του τδ βιβλίο του 119. «Μισθωτή εργασία καΐ κεφάλαιο», σ. 49-50. 120. «Τό Κεφάλαιο», τ. I, σ. 674. 121. "Εργο προηγ., τ. I σ. 674.
87
Μπερνστάιν θα άνακαλύψ'εί δτι xb σημείο στό δποΐο γυρίζει σταθερά δ προβληιχατισριός του %αΙ άπό τό δποΐο άρχίζουν πάντα δλες του 0? θέσεις είναι, άπο τή μια μεριά ή «άντιφαση» πού υπάρχει μεταξύ π ο λ ι τ ι κ ή ς ισότητας και κοινωνικής ά ν ι σ ό τ η τ α ς, κι άπο τήν αλλη, ή ικανότητα της κοινοβουλευτικής κυβέρνησης, ή του σύγχρονου άντιπροσωπευτικοΰ Κράτους, να συνθέσει καΐ να έξυγιάνει προοδευτικά, δσπου να τούς άφανίσει κυριολεκτικά τις ρίζες, τΙς συγκρούσεις καΐ τΙς èvτάσεις πού προέρχονται άπό τΙς ταξικές διαφορές. Ή έκκληση στα άναφαίρετα «δικαιώματα του άνθρωπου», πού διακηρύχτηκαν άπο τή γαλλική Επανάσταση, δ Ισχυρός δικαιοφυσικός τονισμός πού βρίσκεται στό βάθος του «ηθικού» μπερνσταϊνικου σοσιαλισμού, ή έξύμνηση του «φιλελευθερισμού» πού έπιχειρεί δ Μπερνστάιν — καΐ πού τόν θεωρεί κυριολεκτικά σαν τήν ψυχή της σύγχρονης δημοκρατίας, &ς τό σημείο νά μειώνει αυτή τήν τελευταία άπλά σέ «πολιτική μορφή» του φιλελευθερισμού —• δλα αύτά μας άπαλλάσσουν, με τήν 'ίδια τους τήν εύγλωττη σαφήνεια, άπό τήν άνάγκη σχολίων, πού, άν είχαμε τό χρόνο καΐ τό χώρο, δέ θα ήταν δυνατό νά γίνουν χωρίς νά άναχθούμε σε συγκρίσεις με τό άξιοθαύμαστο ντοκουμέντο ήθικο-πολιτικής σκέψης πού είναι τό νεανικό γραφτό του Μάρξ πάνω στό «Εβραϊκό ζήτημα». Έδώ, γιά νά συνδέσουμε έπίσης τή συζήτηση μέ δσα είπαμε στήν άρχή, μας συμφέρει μάλλον νά υπογραμμίσουμε πώς ή ώρίμανση αύτής της διαταξικής άντίληψης του Κράτους δλοκληρώθηκε στή γερμανική σοσι·αλδη;μοκρατία προδευτικά καΐ σχεδόν χάρη σέ μια άργή ιστορική συσσώρευση καΐ σέ σχέση μέ τά πρακτικοπολιτικά συμβάντόο του κόμματος. Τό 1890, μέ τήν πτώση του Βίσμαρκ, ήρθε καΐ τό τέλος του νόμου ενάντια στούς σοσιαλιστές. Μέ τήν εισαγωγή αύτου του νόμου, πού -άνάγκασε τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία γιά δώδεκα περίπου χρόνια σέ μια σχεδόν παράνομη ύπαρξη, δέν ήταν ξένες καΐ οΐ δυσκολίες πού προήλθαν 'άπό τήν οικονομική ύφεση τήν δποία -άναφέραμε στήν άρχή. «Μέ τό νόμο ένάντια στούς σοσιαλιστές, ή μεγάλη βιομηχανία, κάτω άπό τόν άντίκτυπο της μεγάλης κρίσης, συντάχτηκε», γράφει δ Μέρινγκ, «μέ τΙς άντιδραστικές τάξεις. Σέ άντάλλαγμα είχε τούς βιομηχανικούς δασμούς, δπως οι Γιουνκερ, τώρα πια σέ πλήρη πα-
88
ρακμή, διατηρήθηκαν στή ζωή τεχνητά μέ τους γεωργικούς δασμούς καΐ άλλες παραχωρήσεις καΐ δ στρατιωτικός Απολυταρχισμός ελευθερώθηκε ·μέ τΙς οικονομικές παροχές από τόν κοινοβουλευτικό ελεγχο, βέβαια πάντα ενοχλητικό, παρά τήν άδυναμία των κοινοβουλευτικών κομμάτων»^^^. Ά π ' αυτή τή δύσκολη περίοδο, πού τήν αντιμετώπισε μέ άποφασιστικότητα καΙ κουράγιο, ή γερ'μανική σοσιαλδη!μοκρατία βγήκε οπωσδήποτε εξαιρετικά ένισχυμένη. "Οταν έκδόθηκαν οί έκτακτοι νό-μοι τό κόιμμα εΤχε 437.000 ψήφους %αΙ οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μετρούσαν 50.000 έγγεγραμμένους' 3ταν δ νόμος ενάντια στους σοσιαλιστές καταργήθηκε τό κό-μμα μπορούσε να -καυχιέται για 1.427.000 ψήφους καΐ οι συνδικαλιστικές οργανώσεις γιά περισσότερους από 200.000 εγγεγραμμένους. «Σέ δώδεκα χρόνια πάλης τό κό··μμα δέν είχε μόνο γίνει μεγαλύτερο και πιό ισχυρό, άλλα ειχε έπίσης άναπτυχθεΤ πλούσια στήν έσωτεριχή του ύπαρξη. Είχε δχι μόνο άγωνιστει 'καΐ χτυπηθεί, άλλα έπίσης είχε εργαστεί καΙ μάθει* είχε δώσει δχι μόνο άποδείξεις της δύναμής του άλλα καΐ του πνεύματός του»^^^. Αύτη ή ποσοτική αύξηση και ή επιστροφή στή νομιμότητα, εστω καΐ μέσα στα αρκετά περιορισμένα δρια πού έπέτρεπαν οΐ ιδιαίτερες γερμανικές συνθήκες, δημιούργησαν μια σειρά ποιοτικά νέα προβλήματα. Τό κόμμα μπαίνοντας τώρα πιά στήν πλήρη του άνάπτυξη Ιπρεπε νά -άντιμετωπίσει τό δύσκολο καΐ σύνθετο πέρασμα άπό τή φάση της άπλής προπαγάνδας στή φάση των συγκεκριμένων πολιτικών έπιλογών καΐ της συντονισμένης καΐ σταθερής δράσης. Στό 'διάστημα πού τό κόμμα ήταν προγραμμένο, ήταν αναγκασμένο να έξυπηρετεΐταΓ άπό τό κοινοβούλιο σάν βήμα γιά τήν προπαγάνδα του σοσιοΛισμου. "Αλλά τώρα πού δ Βίσμαρκ ειχε παραιτηθεί, τώρα πού άνοιγόταν ή προοπτική μιας γρήγορης καΐ σταθερής εκλογικής ανόδου καΙ τό γενικό κλίμα φαινόταν εύνοϊκό γιά τήν εισαγωγή κοινωνικών μεταρυθμίσεων, δέν επιβαλλόταν ή εγκατάλειψη αυτής τής καθαρά άρνητικής συμπεριφοράς; Δέν επρεπε ή αντιπροσωπεία στό κοινοβούλιο νά γίνη ερμηνευτής τών διεκδικήσεων του συνδικαλιστικού κινήματος, νά ευνοήσει τήν εγ122. Φ. Μέρινγκ, «Ιστορία της γερμανικής (Τοσιαλδημοκρατίας». 123. 'Έργο προηγ.
89
χριοη εκείνων των μεταρυθιχιστικών μέτρων πού θα φιαίνονταν πραγματοποίήσι,μα καί, τέλος, να παρεμβληθεί -κατά κάποιο τρόπο θετικά στΙς συζητήσεις στο Ράιχσταγκ, περνώντας από τή μή-συνεργασία σε μια Ιποικοδομητική τίολιτική Ή στροφή εθετε μεγάλα προβλήματα τακτικής καΐ στρατηγικής. ^Ηταν θεμιτό να άναζητήσουν συνεργασίες καΐ συμμαχίες μέ τΙς άλλες πολιτικές δυνάμεις, ή διέτρεχαν τόν κίνδυνο, απ' αυτό, να χάσει τό κόμμα, ακόμα νέο και πολύ περισσότερο κολακευμένο από τή συροή προσφάτων στρατολογήσεων, τήν ανεξαρτησία του και τή φυσιογνωμία του; ΚαΙ τό γερμανικό Ράιχ ιδρυμένο τό 1870: επρεπε να τό θεωρήσουν σαν τόν εχθρό πού είχαν να παλέψουν, ή να τό 'δεχτούν σαν ε να γεγονός στό εσωτερικό του οποίου να εργαστούν για νά πετύχουν ακριβώς εκείνες τΙς μεταρυθμίσεις της αστικής δημοκρατίας από τις όποιες τό γερμανικό Κράτος βρισκόταν ακόμη τόσο μακριά; Στό Συνέδριο τής Έρφούρτης (Όκτώβρης 1891) ή στάση πού κυριαρχούσε φαινόταν πλατιά εμπνευσμένη από πίστη και αισιοδοξία. Τό κόμμα υπέστη — είναι αλήθεια — σ' αυτή τήν περίπτωση ενα μικρό σχίσμα από τ' αριστερά, άλλα αυτό φαίνεται να υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο τή σταθερή απόφαση τής πλειοψηφίας να αγωνιστεί και να προχωρήσει στή νί^μιμότητα. Ή εποχή πού μόλις ειχε αρχίσει, εβλεπε τό κόμμα "και τό συνδικαλιστικό κίνημα να μεγαλώνουν καΙ να ενισχύονται μέ βαθμιαία άλλα αδιαμφισβήτητη κίνηση. Ή σοσιαλδημοκρατία θα κατακτούσε, σέ λογικό χρόνο, τήν πλειοψηφία των εδρών στό Ράιχσταγκ — μια πλειοψηφία πού καμιά κυβερνητική αστυνόμευση δέν θά μπορούσε ποτέ νά διαλύσει. Και τότε, παρακινημένη από τήν ωριμότητα καΐ τή συνείδηση δπου είχαν φτάσει οί μάζες, θά επιχειρούσε, έξυπηρετούμενη από τό Γδιο τό κοινοβούλιο, τό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό τής ·κοινο)νίας. Τό δτι τό "κόμμα, γιά τήν ώρα, δέν είχε ακόμα άποφασιστική επιροή στό Ράιχσταγκ, δέν επρεπε νά οδηγήσει στό νά καταδικάσουν τό σύστημα. «Τό κοινοβούλιο», ελεγε δ γέρος Βίλμελμ Λήμπκνεχτ στό Συνέδριο, «δέν είναι άλλο από άντιπροσώπευση του λαου. "Αν ώς τώρα δέν πετύχαμε άποτελέσματα στό κοι124. Για δλο αύτό τό μέρος, βλέπε
Thought,
90
Cole,
Α History
τόμ. I I I , μέρος I, Λονδίνο 1963, σ. 249 έπ.
of
Socialist
νοβούλιο, αυτό δέν zhm άπο ελάττωμα του συστήματος, άλλα άπλα από τό γεγονός δτι δέν εχου'με στη χώρα καΐ στο λαό την αναγκαία δύναμη»^25^ 'Q «άλλος δρό^ιος», αυτός που ύπέθαλπαν μερικοί, δ «πιό σύντομος» δρόμος, δ δρόμος της «βίας, ήταν δ δρόμος της αναρχίας. Ο! σελίδες του 'Ένγκελς, πού παραθέσαμε στην άρχή, άντικχθρεφτίζουν, δπως θα θυμάστε, βασικά αυτή τη στρατηγική οπτιτοή. Τό δικαίωμα ψήφου θεωρήθηκε τό δπλο πού θα φέρει, στό συντομότερο χρονιν.ό διάστημα, τό προλεταριάτο στήν εξουσία* ή Κομμούνα του Παρισιού θεωρήθηκε σαν ενα λουτρό αΓματος πού δέν επρεπε να επαναληφθεί. Επιμένουμε νά λέμε δτι αυτή ή στρατηγική οπτική δέν είναι βέβαια άκόμα «ρεβιζιονισμός». Άλλα αν δέν είναι «ρεβιζιονισμός», είναι ωστόσο τό ασυνείδητο προοίμιο καΐ ή προετοιμασία του. Ή γερμανική σοσιαλδημοκρατία επιλέγει στήν Έρφούρτη τόν «κοινοβουλευτικό δρόμο», δχι γιατί εχει ήδη 'εγκαταλείψει τήν ταξική αντίληψη για τό Κράτος, άλλα γιατί ή «μοιρολατρική» και «της θείας πρόνοιας» πίστη της στό αυτόματο προχώρημα της ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή ς ε ξ έ λ ι ξ η ς , της δίνει τή βεβαιότητα δτι ή άνοδός της στήν εξουσία είναι προορισμένη νά συντελεστεί «-κατά τρόπο αυθόρμητο, σταθερό, άδιαμφισβήτητο, καΐ ταυτόχρονα ήσυχο, σαν μια φυσική διαδικασία». Αύτό από τή μια πλευρά* άπό τήν άλλη, δ νατουραλιστικός αντικειμενισμός πού σημαδεύει αύτή τήν έννοια της «οικονομικής εξέλιξης» είναι επίσης αύτό πού κάνει κενή άπό κάθε έννοια τή μαρξική θεωρία του Κράτους. 'Άς πίχμε ως τό βάθος του ζητήματος. Ή θεωρία του Κρά-τους για τό μαρξισμό της Δεύτερης Διεθνούς είναι ή θεωρία πού περιέχεται στήν «Καταγωγή της οικογένειας, της άτομικής ιδιοκτησίας καΐ του Κράτους» (1884) του "Ενγκελς. Εκείνο πού χαρακτηρίζει αύτό τό γραφτό, δπως και δλες τΙς μετά άπό τότε συζητήσεις για τό Κράτος, είναι ή μετάθεση των ε ί 'δ ι -κ ώ ν χαρακτηριστικών του σύγχρονου αντιπροσωπευτικού Κράτους στό Κράτος γ ε ν ι κ ά , δποια κι άν είναι ή ιστορική εποχή καΐ τό οικονομικο-κοινωνικό 'καθεστώς πού άντιστοιχουν σ' αύτό. Ή γνωστή βεβαίωση του Μαρξ δτι στήν αστική κοινωνία τά «ιδιαί125. Παραθέτεται άπό τόν Cole,
εογο προηγ., σ. 253 έπ.
91
τερα» ή -σο/ξικά 'συ·[]ΐφέροντα παίρνουν την ψ-ευδη μορφή «καθολικών» ή «γενικών» συμ^φερόντων - - πού είναι τά θεμελιακά θέμα προς τό οποίο συγκλίνει δλη του ή άνάλυσγ], πού θίξαμε παραπάνω, για τή σύγχρονη σχέση ιμεταξύ π ο λ ι τ ι κ ή ς ισότητας και κ ο ι ν ω ν ι κ ή ς ά ν ι σ ό τ η τ α ς — παρουσιάζεται έδώ άπο τ6ν "Ενγκελς σαν χαρακτηριστικό δ λ ω ν τών τύπων ταξικής κυριαρχίας: μέ άποτέλεσμα, στήν άδυναμία να συνδεθεί με την Ιδιαίτερη οικονο'μικο-κοινωνική κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ή δθ|χή καί, συνεπώς, να εξηγηθεί σαν δργανικο προϊόν α ύ τ ο υ του καθορισμένου τύπου κοινωνίας, αυτή ή διαδικασία αντικειμενικής «-άφαίρεσης» η «εξάτμισης» διαγράφεται σαν 'μια «-μεταμφίεση» ή άπάτη πού σ υ ν ε ι δ η τ ά επιδιώκουν οι κυρίαρχες τάξεις: κατά τρόπο δχι πολύ διαφορετικό άπ' δπως δ Βολταίρος φανταζόταν δτ: οι Θρησκείες όφειλαν τήν καταγωγή τους 'στήν πονηριά τών παπάδων. Ή συνέπεια αυτής της ανικανότητας να ^συνδεθεί πραγματικά τό σύγχρονο Κράτος μέ τΙς ειδικές οίκονοιμικές του βάσεις είναι, κατά πρώτο λόγο, ·μιά β ο λ ο ν τ α ·ρ ι σ τ ι κ ή άντίληφη πού βλέπει στο Κράτος, ή τουλάχιστον 'στη μορφή πού αυτό παίρνει, ενα προϊόν σκόπιμο, μια ad hoc επινόηση της κυρίαρχης τάξης* κατά δεύτερο λόγο, είναι μια άντίληφη πού — εφόσον θεωρεί ά δ ι ά φ ο ρ η τή ιμορφή του Κράτους πρός τόν τύπο τών κοινωνικών σχέσεων πού αυτή διευθύνει — άνοίγεται ταυτόχρονα (σύμφωνα μέ ιμιά διαδικασία, άλλωστε, πού επαναλήφθηκε καΐ πρόσφιατα) στόν πιό ξέφρενο υποκειμενισμό και μαζί τή διαταξικότητα. Στόν υποκειμενισμό, εφόσον θεωρεί αποφασιστικό και βασικό γιά τό σοσιαλισμό νά προωθείται ή άνοδος στήν εξουσία ενός όρισμένου πολιτικού προσοιπικου, παρά νά τροποποιείται από τις ρίζες ή δοιμή της εξουσίας της ϊδιας (άπ' δπου τά λεγόμενα καθεστώτα άλά Ράκοζι) * στη διαταξικότητα, εφόσον, νοούμενο ετσι, δηλαδή θεωρούμενο σαν Ι'διο κι άπαράλλαχτο 'έργαλειο πού μπορεί νά εξυπηρετήσει, άνάλογα μέ τΙς περιστάσεις, άντίθετα συ^μφέροντα, ή εξουσία είναι πια προορισμένη νά φαίνεται, στήν εσωτερική της δομή, -άδιάφορη σε κάθε ταξικό περιεχόιμενο (δπως στήν πρό^σφατη θεωρία του λεγομένου «Κράτους δλου του λαου»). « Ό Μαρξ ιμας δίδαξε» —^ γράφει δ Λένιν στό "Κράτος καΙ
92
έπανάσταση" — «δτι το προλεταριάτο δέν 'μπορεί νά κατακτήσει καθαρά καΐ άπλα την εξουσία του Κράτους — μ ε τ ή ν έννοια να π ε ρ ά σ ε ι σέ κ α ι ν ο ύ ρ γ ι α χέρια δ παλιός ·ριηχανισ{χός του Κ ρ ά τ ο υ ς (ύπογρ. δική μας) άλλα πρέπει νά σπάσουμε, να καταστρέψου:με αυτό τό μηχιανισμό και νά τόν άντ ι καταστήσουμε μ' ενα καινούρδηλαδή μ' ενα Κράτος πού νά άρχισε ι νά "φθίνει'' παραχωρώντας τό προβάδισμα σέ ολο και πιό έκτεταμένες μορφές άμεσης δημοκρατίας. Είναι μιά σκέψη πού μπορεί νά συζητηθεί, άλλά πού στη σκέψη του Μάρξ εχει βοϋθιά κίνητρα. ΚαΙ πού άρχίζει άντίθετα, νομίζουμε, νά μπαίνει σέ κρίση μέ τήν «πολιτική διαθήκη» του "Ενγκελς: δπου, δπως ή «νόμιμη τάξη» φαίνεται νά στρέφεται ενάντια στΙς κοινωνικές καΐ πολιτικές δυνάμεις πού τήν είχαν άρχικά εκφράσει, ετσι κι δ παλιός μηχανισμός του Κράτους φαίνεται προορισμένος νά δεχτεί στό έσωτερικό του τούς νέους κληρονόμους, άρκει αύτοί νά ξέρουν «νά διατηρήσουν άδιάκοπο τό ρυθμό της εκλογικής τους άνάπτυξης, μέχρις δτου αυτός καταβάλει άπό μόνος του τό κυρίαρχο σύστημα διακυβέρνησης». Είναι τώρα άδύνατο νά πούμε πώς αυτή ή άντίληψη — μοναδικά διιαθέσιμη σέ δυό άντίθετες έρμηνείες: εκείνη, τή σεχταριστική και πρωτόγονη, πού θεωρεί τήν π ο λ ι τ ι κ ή ισότητ α καθαρή άπάτη, καΐ κείνη, τή "ρεβιζιονιστική", πού βλέπει στό σύγχρονο αντιπροσωπευτικό Κράτος τήν έκφραση του «γενικού καΐ κοινού» συμφέροντος — τροφοδότησε, εξαντλητικά, τΙς δυό άντίθετες παραδόσεις του έργατικου κινήματος. Έ·δώ άρκεΤ μόνο νά άναφέρουμε — σάν ενδειξη γιά τό πόσο πιό ρεαλιστική καΐ σύνθετη ήταν ή άνάλυση του Μάρξ — μιά άπό τΙς πιό άξιόλογες καΐ 126. Λένιν, «Κράτος καΐ επανάσταση». Πρέπει να τονίσουμε, σχετικά, ότι ό Μπερνστάιν παραθέτει πολλές φορές μιά βεβαίωση του Μάρξ, παρμένη άπό τήν εΙσαγωγή του 1872 στό Μανιφέστο, στην όποια γράφεται δτι «ή εργατική τάξη δεν είναι δυνατό νά πάρει στήν κατοχή της καθαρά κι άπλα μιά κρατική μηχανή ήδη έτοιμη καΐ νά τήν βάλει σέ κίνηση γιά τούς δικούς της σκοπούς». Ή έννοια της διαπίστωσης του Μαρξ είναι δτι ή εργατική τάξη δεν μπορεί νά περιοριστεί νά πάρει τήν εξουσία, άλλά πρέπει νά τή μετασχηματίσει, νά «σπάσει» τήν παλιά δομή, νά τήν άντικαταστήσει μέ μιά εξουσία νέου τύπου. Σύμφωνα μέ τό Μπερνστάιν, άντίθετα, ό Μάρξ α' αύτά τά λόγια καθιστοίΐσε προσεκτική τήν έργατική τάξη α π έ ν α ν τ ι στήν υπερβολική επαναστατική όρμή τή στιγμή της κατάκτησης της εξουσίας.
93
Ικανοποίητικές φόρμουλες, πού συνέλαβε στους «Ταξτ/ούς αγώνες στή Γαλλία» αναφορικά ιμέ το γαλλικό σύνταγμα του 1848. Ή άντίφαοτη ττού εχει ολόκληρα τό Σύνταγμα —εγραφε τότε ό Μ α ρ ξ — βρίσκεται στο γεγονός δτι οί τάξεις των οποίων ιτρέττει νά διαιωνίσει την κοινωνική δουλεία, τό ιτρολεταριάτο, οι αγρότες, οί μικροαστοί, με τό καθολίικό εκλογικό δικαίωμα, εισέρχονται στην κατοχή της ττολιτικής εξουσίας, ενώ οατό τήν τάξη της οποίας τήν παλιά κοινωνική εξουσία αυτό τό ϊδιο καθαγιάζει, από τήν αστική τάξη, αφαιρεί τις πολιτικές εγγυήσεις αυτής της εξουσίας. Στριμώχνει τήν πολιτική κυριαρχία της σε δημοκρατικούς δρους, οί οποίοι διευκολύνουν σε κάθε στιγμή τή νίκηι τών έχθρικών τάξεων και βάζουν σε συζήτηση τις 'ίδιες τις βάσεις της άστικής κοινωνίας. Ά π ό τις μεν άπαιτεί νά μήν προχωρήσουν άπό τήν πολιτική χειραφέτηση στήν κοινωνική χειραφέτηση, από τήν άλλη, να μήν όπισθοχωρήσει àiïfo τήν κοινωνική παλινόρθωση στήν πολιτική παλινόρθωση127.
Ό συγγραφέας πού πρώτος (αν δέν κάνουμε λάθος) «ανακάλυψε» αύτη τή σελίδα κάνοντάς την τό κέντρο της δίκης του ανάλυσης της σχέσης φιλελεύθερης δημοκρατίας καΐ σοσιαλιστικής δημοκρατίας, ήταν δ 'Ότο Μπάουερ πού, σ' ένα περίφημο κι άπό πολλές άπόψεις σημαντικό του βιβλίο του 1936, Zwischen zwei Weltkriegen, της δίνει μιαν έρμηνεία εντελώς ομοια προς τις θέ-σεις του Μπερνστάιν, καΐ πού μετά υιοθετήθηκε, άπό τήν άρχή, άπό τον Τζών Στράτσεϋ στο βιβλίο του για τό «Σύγχρονο καπιταλισμό». Σύμφωνα μ' αύτή τήν έρμηνευτική γραμμή, τό -κείμενο του Μαρξ επιβεβαιώνει τήν κεντρική Θέση ένος μέρους τουλάχιστον της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας: τή θέση, δηλαδή, δτι στίς μεγάλες «δυτικές δημοκρατίες», «οι βασικές τάσεις ατό πολιτικό πεδίο %αΙ τό οικονομικό πεδίο έχουν», δπως γράφει ακριβώς δ Στράτσεϋ, «διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις». Με τήν έννοια δτι, ενώ «ή επέκταση του εκλογικού δικαιώματος και της δλο m l πιο ικανοποιητικής χρησιμοποίησής του, ή ενίσχυση του συνδικαλισμού», κλπ., είχαν στο πρώτο μισό του αιώνα μας, «έπεκτείνει τήν πολιτική εξουσία» άποθέτοντάς την σιγά σιγά στα χέρια τών έργαζομένων τάξεων, «στις ίδιες δεκαετίες», αντίθετα, δπως διαπιστώνει δ Στράτσεϋ, «ή οικονομική εξουσία συγκεντρώθηκε στα χέρια τών μεγαλύτερων ολιγοπωλίων». 127. Μαρξ, «Ταξικοί αγώνες στή Γαλλία», σ. 190.
94
To συμπέρασμα πού βγαίνει άπ αύτη τήν ερμηνεία είναι δτ: στίς «μεγάλες δυτικές δημο-κρατίες» ή χατάστασγ) χαρακτηρίζεται βαθιά από τήν αντίθεση πού ύπάρχει μεταξύ πολιτικής και οι-κονομι'ας, δηλαδή ανάμεσα στο σύνταγμα ή Κράτος δικαίου ή κοινοβουλευτική κυβέρνηση (πού είναι λίγο πολύ ή κοινή πολιτική μορφή δλων αυτών των χωρών) καΐ τήν ακόμα καπιταλιστική οικονομική τους κατάσταση. Δέ θα χρειαζόταν, μ' άλλα λόγια, να αναζητήσουμε μια νέα ή άλλου τύπου δημοκρατία: αυτή πού υπάρχει είναι ή μόνη δυνατή. Τό πρόβλημα, συνίσταται μάλλον, στο να μεταφέρουμε τή δημοκρατία άπο τό πολιτικό πεδίο, δπου ήδη ζει, στό πεδίο της οικονομίας (χωρίς, από τήν άλλη, δμως, να «άνατρέψ'ουμε» τό σύστημα) ' ή, για να χρησιμοποιήσουμε τή συνήθη φόρμουλα, σαν να πρέπει να ξαναδώσουμε περιεχόμενο, σαν να μήν τό έχουν μέ τόν τρόπο τους, στις «ελευθερίες» πού είναι σήμερα μόνο «τυπικές». Γυρίζοντας στό κείμενο του Μαρξ, νομίζουμε, αντίθετα, δτι μ' αυτή τήν ερμηνεία χάνουμε από τήν οπτική μας δλη τή συνθετότητα. Ό Μαρξ στήν πραγματικότητα αναγνωρίζει, βέβαια, δτι, μέσω του καθολικού 'εκλογικού δικαιώματος, τό σύγχρονο σύνταγμα βάζει τις εργαζόμενες τάξεις, κατά κάποιο τρόπο, «στήν κατάκτηση της πολιτικής έξουσίας», άλλα τονίζει επίσης δτι αύτό πρέπει ταυτόχρονα «να διαιωνίσει τήν κοινωνική δουλεία» αυτών άκριβώς τών τάξεων. 'Αναγνωρίζει δτι τό σύνταγμα αφαιρεί άπό τήν άστική τάξη «τις πολιτικές έγγυήσεις της έξουσίας της», άλλα διακηρύσσοντας μαζί δτι αυτή τούς «'καθαγιάζει τήν παλιά κοινωνική έξουσία». Μέ συντομία: ενώ για τή σοσιαλδημοκρατία ή άντίφαση βρίσκεται μόνο μεταξύ συντάγματος οίαΐ καπιταλισμού, για τό Μαρξ ή άντίφαση πού βρίσκεται στό Ισωτερικό της κοινωνίας περνάει κι άπό τό εσωτερικό του συντάγματος. Μέ τήν έννοια, δτι αν άπό τή μια πλευρά αύτό καλεί, μέ τό καθολικό έκλογικό δικαίωμα, στήν πολιτική ζωή δ λ ο υ ς καΐ για πρώτη φορά άναγνο3ρίζει ετσι τήν ύπαρξη ενός -^coivoö ή δημόσιου συμφέροντος και συνεπώς μιας «γενικής θέλησης» ή κυριαρχίας του λαου, άπό μιαν άλλη άποψη δέν μπορεί να μήν κάνει αύτό τό κοινό συμφέρον μόνο τ υ π ι κ ό , άφου ύπάρχουν τα πραγματικά συμφέροντα άκόμα, εύνοιοκρατικά ή άντιτιθέμενα, λόγω της ταξικής διαίρεσης
95
της κοινωνίας («Τό συντα.γμ.ατικό Κράτος», γράφεο ό Μάρξ, «εΐvat τά Κράτος στό όποιο το κρατικό συΐ|Α>φέρον, οαν πραγμιατικό συμφέρον του λαου, υπάρχει ό ν ο τυπικά. Τ 6 συμφέρον του Κράτους εχει τ υ π ι κ ά ξαναγίνει εδώ πραγματικότητα σαν ^συμφέρον του λαου, άλλα πρέπει επίσης να εχει μόνο αυτή την τυπική πραγματικότητα», άφου, πράγματι, τό σύγχρονο συνταγματικό Κράτος, προσθέτει δ Ι'διος, είναι ακριβώς εκείνο στό όποΐο «τόσο ο·ι γενικές επιχειρήσεις δσο καΙ τό νά άσχολεισαι μ' αυτές είναι μονοπώλιο, καΐ δπου, άντίθετα, τα μονοπώλια είναι οι πραγματικές γενικές επιχειρήσεις») . Σα συμπέρασμα, τό σύνταγμα της άστικής δημοκρατικής ρεπούμπλικας είναι τό résumé, ή ϊδια ή σύνοψη τών αντιφάσεων πού υπάρχουν άνάμεσα στίς τάξεις αύτής της κοινωνίας. Ά λ λ α άφου «από τις μέν» αυτό «απαιτεί να μ ή ν προχωρούν άπό τήν πολιτική χειραφέτηση στήν κοινωνική χειρ,αφέτηση κι άπό τήν άλλη, νά μην οπισθοχωρεί άπό τήν κοινωνική παλινόρθωση στήν πολιτική παλινόρθωση», αυτή ή ρεπούμπλικα είναι για το Μάρξ, δχι ή σύνθεση η τό ξεπέρασμα τών θεμελιακών συγκρούσεων, άλλα μόνο τό καλύτερο έδαφος για νά μπορέσουν αυτές νά άναπτυχθοΰν καΐ νά φτάσουν στήν ωρίμανση.
96
ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΣΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
1. Τό άντικείμενο τον «Κεφαλαίου» 'Ανοίγουμε τό «Κεφάλαιο» στον πρόλογο της πρώτης του έκδοσης. Τονίζουμε κυρίως δυο συνθήκες, ή πρώτη άπό τΙς οποίες είναι αύτη. 'Αντίθετα απ' δλους τούς οικονομολόγους οΐ όποιοι, πριν άπ' αυτόν, μιλούσαν για την κοινωνία «γενικά», δ Μαρξ μιλάει μόνο για μ ι α κοινωνία, για τη σύγχρονη κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ή κοινωνία* λέει, δηλαδή, δτι εχει εξετάσει τούς νόμους της ανάπτυξης α υ τ ή ς και μόνο της κοινωνίας, καΐ καμιάς (^λλης. Στο «Κεφάλαιο», μ' άλλα λόγια, δέ μελεταται Ή κοινωνία, δηλαδή ή α φ α ί ρ ε σ η : κοινωνία «γενικά», άλλα α υ τ ή ή κοινο3νία: αξίζει να πούμε δτι τό θέμα της ανάλυσης δέν είναι μια ι δ έ α (ενα άντ ι κείμενο ιδεατό), άλλα ενα άντικείμενΌ· υ λ ι κ ά κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν ο ή πραγματικό. Αυτό κατά πρώτο λόγο. ΚαΙ άφου αυτός ό «πρώτος λόγος» είναι ήδη τέτιος πού να μας βάζει σέ σκέψεις, άς άσχοληθουμε κάπως περισσότερο μαζί του. Ποιός είναι —κυρίως— εκείνος πού προβληματίζεται για τήν κοινωνία γ ε ν ι κ ά ; ΑύτοΙ —μπορούμε νά απαντήσουμε— πού πιστεύουν πώς τό ειδικό στοιχείο της ιστορίας και τών ανθρώπινων κοινωνιών είναι ό παράγοντας «συνείδηση» καί, κατά συνέπεια, δσοι ύποστηρίζουν πώς οι κοινωνίες διερευνώνται μ ό ν ο στό έπίπεδο τών ι δ ε ο λ ο γ ι κ ώ ν κοινωνικών σχέσεων. Σ' αυτή τήν περίπτωση, πράγματι, άφου οι νομικές και πολιτικές μορφές τέτιων κοινωνιών (οχ ιδεολογικές μορφές γενικά), πρέπει αναγκαία να εμφανιστούν —παρατηρεί ό Αένιν— σαν «προερχόμενες από αυτή ή εκείνη τήν ί δ έ α του ανθρώπινου γένους», καί, κατά συνέπεια, σαν άπλα π ρ ο ϊ ό ν τ α ή σ τ ι γ μ έ ς τ η ς σ κ έ ψ η ς, ή ερευνά δέ στρέφεται πια σ' ενα άντικείμενο π ρ α γ μ α τ ι κ ό , άλλα σέ μιαν άντικειμενικότητα άποκλειστικά ιδεατή. Ή σχέση της θεωρίας με τό άντικείμενο, μέ άλλα λόγια, συστέλλεται, λόγο3 της ιδεατής φύσης του τελευταίου, σέ μιαν απλή σχέση
7
97
ιδέας μέ Ιδέα, σε ενα καθαρό, εσωτερικό μονόλογο της σκέψης. Τό αντικείμενο της ανάλυσης διαλύεται μέσα στα χέρια μας, καΐ μείς βρισκόμαστε σέ αδυναμία —λέει δ Λένιν— να αναλάβουμε τη μελέτη των γ ε γ ο ν ό τ ω ν , των κοινωνικών διαδικασιών, ακριβώς γιατί δεν εχουμε πια μπροστά μας μ ι α κοινωνία, ενα πραγματικό άντικείμενο, άλλα μόνο την ι δ έ α της κοινωνίας, την κοινωνία γ ε ν ι κ ά . Νά οι υποστάσεις στις όποιες βασίζεται ή αστική κοινωνιολογία. Έδώ γίνεται λόγος για την κοινωνία ^<γενικά», συζητιέται μέ τούς διάφορους Σπένσερ «δ ορισμός της κοινωνίας γενικά, δ σκοπός καΐ ή ουσία της κοινωνίας», δηλαδή πώς αυτή θ α ε π ρ ε π ε να διαμορφωθεί για να ικανοποχήσει τή μια ή τήν άλλη «απαίτηση» της «ανθρώπινης φύσης», χωρίς να βλέπουμε —λέει δ Λένιν— δτι «τέτιες θεωρίες είναι βλαβερές από τό Γδιο τό γεγονός δτι υπάρχουν' είναι βλαβερές για τις θεμελιώδεις μεθόδους τους, για τόν καθαρά και δλοκληρωτικα μεταφυσικό χαρακτήρα τους». Πράγματι, τό προφανέστερο γνώρισμα της μεταφυσικής, σέ αντίθεση μέ τήν δποία γεννήθηκε κάθε επιστήμη, είναι ακριβώς αυτό: ωσότου δέν καταφέρνει να άναλάβει τή μελέτη τών γεγονότων, εφευρίσκει a priori γενικές θεωρίες πού απομένουν πάντα στείρες* δηλαδή, ά ν τ ι κ α θ ι σ τ α τό π ρ α γ μ α τ ικ ό άντικείμενο πού πρέπει να εξηγηθεί ή θέτει πάνω άπ' αύτο ενα άντικείμενο γ εν ι κ ό ή ι δ ε α τ ό . Ή μεταφυσική, μέ μια λέξη, δέν πετυχαίνει ποτέ μια πραγματική άνάλυση, γιατί γι' αυτήν, αύστηρά, δέν ύπάρχουν πια γ ε γ ο ν ό τ α , ή καλύτερα γιατί, στή θέση τών συγκεκριμένων ιστορικών φαινομένων, αυτή παρενέβαλε τήν ι δ έ α , στή θέση μιας συγκεκριμένης και καθορισμένης κοινωνίας τοποθέτησε τήν κοινωνία «γενικά»\ 1. Λ Ε Ν Ι Ν , « τ ι ί·:ιναι οΐ ''φίλοι του λαου"», "Απαντα, ελλ. εκδ. Μέλισσα, τόμ. I, σ. 133 έπ. ΚαΙ οι αναφορές πού άκολουθοΰν έχουν παρθεί από τό πρώτο μέρος αύτου του έργου. Σχετικά μέ τήν υπόσταση, ή τήν αντικατάσταση, πού έδώ αναφέρεται/ του «γεγονότος» από τήν «Ιδέα», πού είναι κριτική και πάει πολύ μακρύτερα από τήν θετικιστική κοινωνιολογία αλά Σπένσερ κλπ. (δπως κάποιος θα μπορούσε να πιστεύει), πρβλ. αύτή τήν ενδιαφέρουσα παραδοχή του "Αλφρεντ^ Βέμπερ {Wesen und Aufsähe den Soziologie), ό όποιος, παρατηρώντας τα γενικά γνωρίσματα της κοινωνιολογίας μετά τό Μάρξ, σημειώνει πώς σ' αυτό τό σημείο, επήλθε μια «ρήξη»: έξαφανίστηκαν άπό τόν ορίζοντα της ανάλυσης «οΐ μεγάλες, ιστορικά εξελιγμένες δυνάμεις», δπως ό καπιταλισμός, ή σύγχρονη έπι-
98
Αέει μέ μεγάλη άκρίβολογία δ Λένιν: ό μετα(|>υσικός χημικός, μή ξέροντας ακόμη: νά ερευνήσει ττραγματικά τις χημίικές αντιδράσεις, έπινοοΟσε μια θεωρία πού να άπαντα στην έρωτηση: τί δύναμη εΪναι ή χημική συγγένεια; Ό μεταφυσικός βιολόγος πραγματευόταν τό ζήτημα: τί είναι ή ζωή και ή ζωτική δύναμη; Ό μεταφυσικός ψυχολόγος συλλογιζόταν γύρω άπό τό ερώτημα: τί είναι ή ψυχή; Έ δ ώ —συνεχίζει ό Λένιν— ή Τδια ή τοποθέτηση ήταν άτοπη. Δεν μπορούμε να προβληματιζόμαστε για τήν ψυχή χωρίς νά έξηγουμε τις επιμέρους ψυχικές διαδικασίες· έδώ ή πρόοδος πρέπει νά συνίσταται άκριβώς στό νά άποριφθοΰν οί γενικές θεωρίες και τά φιλοσοφικά πονήματα, σχετικά με τό έρώτηιμα: τί είναι ή ψυχή; γιά νά μάθουμε νά θέτουμε σε επιστημονικό πεδίο τή μελέτη τών γεγονότων που χαρακτηρίζουν αυτές ή εκείνες τις ψυχικές διαδικασίες.
Ή πρόοδος πρέπει, δηλαδή, να συνίσταται στό να άναστηλώνουμιε και να αποκαθιστούμε, ενάντια ατίς υποστάσεις πού τα αποκρύβουν,, εκείνα τα «γεγονότα», εκείνες τις π ρ α γ μ α τ ·ι κ έ ς δ ι α δ ι κ α σ 'ί ε ς, πού δ^ιαφ-εύγο-υν άπό τό μεταφυσικό καΐ τό^ν ξεπερνούν, καΐ τών οποίων ή άντικευμενική ύπαρξη -είναι ή απαραίτητη προϋπόθεση, γιά να επιχειρήσουμε οποιαδήποτε επιστημονική εριευνα. 'Αλλά, άν μια ερευνά της κοινωνίας πού περιορίζεται μόνο στό ι δ ε ο λ ο γ ι κ ό επίπεδο συνεπάγεται τή διαφυγή του π ρ α γ μ α τ ι κ ο ύ αντικειμένου καί, κατά • συνέπεια, τή συστολή της άνάλυσης σέ άπριοριστικούς συλλογισμούς, είναι προφανές, τουλάχιστον σαν ύπόθεση, πώς δ μόνος τρόπος να εγγυηθούμε τή δυνατότητα μιας επιστημονικής άνάλυσης δεν μπορεί να είναι παρά εκείνος, πού διερευνά τήν κοινωνία στό υ λ ι κ ό της στήμη, κλπ., καΐ φάνηκαν αντίθετα «μια μυριάδα άπό κοινωνιολογίες πού, όσο κι άν είναι διαφορετικές, δέν θέτουν πιά, κατά μεγάλο μέρος, τό καθήκον νά δώσουν μιαν άνάλυση — εκείνη του παρόντος — σαν μιας Ι δ ι α ί τ ε ρ η ς Ιστορικής έποχής». «Αυτές οΐ κοινωνιολογίες, άντίθετα, μιλώντας για τήν "κοινωνία", αντικαθιστούν — σημειώνει ό "Α. Βέμ π ε ρ — μιαν Ιστορική πραγματικότητα με μιαν **εννοια" καί, γ ι α ν ά τ ό πούμε καλύτερα, με μιαν έννοια έφαρμόσιμη μόνο στη σημερινή κατάσταση, λες καΐ αυτές τήν άντιπροσωπεύουν». Ά π ό τήν άλλη μεριά, γιά τήν ανοιχτή μαρτυρία τών σπιριτουαλιστικών καΐ άνορθολογιστικών προσανατολισμών της σύγχρονης Konstel· lationssozioloaie καί, γενικά, του «υποκειμενισμού στήν κοινωνιολογία»,
πρβλ. "Αλφρεντ Βέμπερ, Wesen und Aufsahe
den
Soziologie-
επίπεδο, στο επίπεδο, δηλαδή, εκείνης της πραγματικής βάσης πού τήν ίδίαίτεροποιεί, έμποδίζοντάς την να διαλυθεί σε μιαν ιδέα. Πράγμα πού σημαίνει, μέ τη σειρά του (άφου ύλικο ή πραγματικό είναι μόνο α υ τ ό τό αντικείμενο και δχι τ ό αντικείμενο, μόνο α ύ τ η ή ιδιαίτερη διαδικασία και οχι Ή διαδικασία) , δτι για να μελετήσει τό καθορισμένο αντικείμενο «κοινωνία» δ Μαρξ επρεπε αναπόφευκτα να μελετήσει ακριβώς α ύ τ η τήν κοινο3νία. Ή πρώτη συνθήκη πού προκύπτει από τόν πρόλογο στό «Κεφάλαιο» φαίνεται, ετσι, λίγο - πολύ ξεκαθαρισμένη. Άλλα —και νά ή άλλη δφη του νομίσματος— αν στη μελέτη της κοινο^νίας τό να περιοριζόμαστε σε μόνο τό ιδεολογικό επίπεδο συνεπάγεται τή συστολή της ανάλυσης σε μια άπριοριστική καΐ μεταφυσική συζήτηση, είναι δυνατό να βεβαιώσουμε, κατόπιν, δτι για να κάνουμε επιστήμη αρκεί να περιοριστούμε στή μελέτη μόνο του ύλικου έπιπέδου; 'Ή: είναι επαρκές να πούμε δτι ενα αντικείμενο είναι υ λ ι κ ό για να μπορεί αύτό να ειπωθεί κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν ο, και να είναι, ετσι, α ύ τ ό τό αντικείμενο; 'Αρχίζουμε, συνεπώς, παρατηρώντας πώς υλικό είναι τό παν' οτιδήποτε ύ π ά ρ χ ε ι' χωρίς να αποκλείονται κι αύτές ακόμη οι πιό απελπιστικά σπιριτουαλιστικές φιλοσοφίες. Πράγματι, αν καΐ τό «πνεύμα» δεν είναι τό «γράμμα», αύτές οι φιλοσοφίες είναι καθορισμένοι φιλοσοφικοί οργανισμοί. Αύτές δηλαδή ε ι ν α : (ύπάρχουν) , στό βαθμό πού είναι ε κ φ ρ α σ μ έ ν ε ς , στό βαθμό δηλαδή πού «τό στοιχείο της ζωτικής εκδήλωσης της σκέψης, ή γ λ ώ σ σ α , είναι —δπως λέει ό Μαρξ— αισθητής φύσης». Τό νά λέμε, λοιπόν, οτι ενα αντικείμενο είναι ύλικό είναι σα νά μή λέμε τίποτα. Ή ύλικότητα σάν τέτια δεν εξειδικεύει, άλλά είναι μιά γ ε ν ι κ ή διαπίστωση, μιά ιδιότητα κοινή σέ δ λ α τά πράγματα. 'Ακόμα περισσότερο, δσο κι αν αύτό μπορεί νά φανε: περίεργο και νά εξαναγκάσει σέ διαμαρτυρία κανέναν υπερβάλλοντα «ύλιστή», πρέπει νά που·με ξεκάθαρα δτι ή υ λ η σάν τέτια είναι καθαυτή μιά ί δ έ α„ eva καθαρό flatus vocis. Σέ ενα από τά πιό οξυδερκή κομμάτια της «Διαλεκτικής της Φύσης», δπου συλλογίζεται σάν συνεπής ύλιστής,, ό "Ενγκελς μας, ·δίνεχ (αν και άθελα) τά επιχειρήματα γιά νά αντικρούσουμε δλες τις ι δ ε α-
100
λ ί σ τ c κ έ ς γενικεύσεις στις οποίες αυτός, κατά τα αλλα, άφήνεται αρκετά συχνά στα υπόλοιπα 'μέρη αύτου του έργου' και οπού, π.χ., μας κάνει να καταλάβουμε δτι δεν εχει κανένα νόημα να μιλάμε (δπως κάνει, βέβαια, αυτός) για την «κίνηση με την πιό γενική έννοια, νοούμενη δηλαδή σαν τρόπο του είναι, σαν σύμφυτη ιδιότητα της υλης», πού «περιλαμβάνει μέσα της δλες τΙς μεταβολές και τις διαδικασίες πού συντελούνται στο σύμπαν από τήν απλή μετακίνηση [στό χώρο] μέχρι τή σκέψη»' καΐ δτι δέν εχει κανένα νόημα να μιλάμε και για ενα νόμο αυτής της γενικής κίνησης, για «ενα γενικό νόμο ανάπτυξης τής φύσης, τής κοινωνίας και τής σκέψης»* σέ ενα από αυτά τα κομμάτια —δπως είπαμε— δ "Ενγκελς γράφει τα εξής: Ή υλη σαν τέτια ι£Ϊναι μιά ικαθαρή δημιουργία τής σκέψης και mà αφαίρεση. Δέν άντιλαμβανόμαστε τις ποιοτικές δια<|>ορές των πραγμάτων, μέ τό να τα συναθροίζουμε μαζί σαν ύτταρκτα σώματα, κάτω από την έννοια τής ΰλης. Ή υλη σαν τέτια, αντίθετα από τις καθορισμένες, υπαρκτές υλες, δέν εχει γι' αυτό καμιά αισθητή ύπαρξη.
Πράγματι, κανένας δέν έχει ακόμα δεΪ ή μέ όποιοδήποτε τρόπο πειραματιστεί — συνεχίζει ό 'Ένγίκελς— την υλη σαν τέτια και τήν κίνηση σαν τέτια, άλλα ιμόνο τις δια<ΐκ)ρετικές ουσίες και μορφές τής κίνησης (που εΪναι οί μόνες) πραγματικά υπαρκτές. Ή ουσία, ή υλη, δέν είναι άλλο από τό σύνολο των ουσιών, από τις όποΪες αυτή ή έννοια βγαίνει μέ τήν αφαίρεση· ή κίνηση σάν τέτια δέν εΪναι άλλο άπό τό σύνολο δλων των μορφών τής κίνησης πού γίνονται αντιληπτές μέ τις αίσθήσεις· λέξεις δπως υλη και κίνηση δέν εΪναι άλλο παρά σ υ ν τ ο μ ε ύ σ ε ι ς , στις όποΐες συνθέτουμε, σύμφωνα με τις κοινές τους ιδιότητες^ πολλά διαφορετικά πράγαατα, αντιληπτά μέ τις αισθήσεις. Ή υλη και ή κίνηση δέν μπορούν νά αναγνωριστούν διαφορετικά —συμπεραίνει ό "Ένγκιελς— παρά μέ τή μελέτη τών μεμονωμένων ούσιών και μορφών κίνησης2.
Συμπερασματικά, λοιπόν, ενώ εξω άπό τήν ύλη είναι άδύνατο να έξειδικεύσο^υμε κάτι,, παριμένη σ α ν τ έ τ ι α · , ή άπό μόνη της ή υλη περιμένει αυτή ή ιδια να εξειδικευτεί. Πράγμα πού σημαίνει πώς, δπως μια καθορισμένη κοινωνία μετασχηματίζεται σέ κοινωνία «γενικά», αν εξεταστεί μόνο στό ι δ ε ο λ ο γ ι κ ό έπί2. Φ. "Ενγκελς « Ή διαλεκτική τής Φΰσης», έκδ. Άναγνωστίδη, α. 375 και 347.
101
πεδο καΐ άφήσουμε κατά μέρος (ή εξω) τΙς υ λ ι κ έ ς σχέσεις παραγωγής, τό Γδίο συμβαίνει επίσης αν έξεταστεί μόνο ή υλική παραγωγή καΙ 'άφήσουμε κατά μέρος τΙς ιδεολογικές σχέσεις. Πράγματι, σέ τί άνάγεται ή «παραγωγή» δταν αφαιρείται το στοιχείο πού κάνει αύτήν τήν υ λ ι κ ή παραγωγή επίσης μαζί καΐ παραγωγή ι δ ε ώ ν καί, κατά συνέπεια, παραγωγή διανθρώπινων σχέ σεων (για τό δποιο, βέβαια, χρειάζεται ακριβώς, ξανά, σκέψη, γλώσσα και έπικοινωνία) ; Αυτή θα υποβιβαστεί προφανώς στή σχέση του μ ε μ ο ν ω μ έ ν ο υ ανθρώπου μέ τή φύση (οι λαμπρές αστικές ροβινσωνάδες!) , δηλαδή σέ ενα γεγονός π ρ ο κοινωνικό ή άκοινωνικό. Αξίζει να πούμε (αν θεωρούμε πώς τό αν τικείμενο της εξέτασης μας είναι έδώ ακριβώς ή κ ο ι ν ω ν ί α ) , πώς αυτή θα υποβιβαστεί σέ διαφυγή από τό πεδίο της ερευνάς, δηλαδή σέ ξεστράτισμα άπό τό υπό μελέτη αντικείμενο. Στήν πρώτη περίπτωση, διέφευγε ή κοινωνία επειδή ξεπερνιόταν' στή δεύτερη περίπτωση, ή κοινωνία διαφεύγει εφόσον δέ φτάνουμε ουτε να τήν αγγίξουμε, εφόσον δηλαδή δέν καταφέρνουμε να ανέβουμε στό κοινωνικό «έπίπεδο». Πρώτα, μέ μόνες τΙς ιδεολογικές σχέσεις, ή κοινωνία χανόταν στό Π ν ε ύ μ α , στήν Ιδέα* τώρα, μέ μόνο τό υλικό επίπεδο, αυτή διασκορπίζεται μέσα στό μεγάλο πλαίσιο της Φ ύ σ η ς . "Όλη ή μέχρι τώρα αντίληψη της ιστορίας —τταρστηρούσε ήδη ή «Γερμανική ιδεολογία»— ή δεν ελαβε οατόλυτα υπόψη αυτή τήν πραγματική 6άοη της ιστορίας (που εΪναι ή παραγωγή) ή τή θεώρησε μόνο σαν πλάγια, πού βρίσκεται εξω από κ(χβε δεσμό ^μέ τήν πορεία της ιστορίας. Γι* αυτό τό λόγο, συνεχίζει ό Μάρξ, εΥμαστε πάντα υποχρεωμένοι να γράφουμε τήν ιστορία σύμ(Ι>ωνα μ' ενα κριτήριο που της είναι ξένο· ή π ρ α γ μ α τ ι κ ή π α ρ α γ ω γ ή τ η ς ζωής έ μ φ α ν ί ζ ε τ α ι σαν (προκοινωνικό) γ ε γ ο ν ό ς , ενώ τό ι σ τ ο ρ ι κ ό γ ε γ ο ν ό ς , ν ο ο ύ μ ε ν ο σαν κάπ ο ι ο π ρ ά γ μ α πού χωρίζεται άπό τήν κοινή ζωή, έ μ φ α ν ί ζ ε τ α ι σαν έξωκαι υπερκόσ μ ι ο. Συνακόλουθα ή σχέση του ανθρώπου μέ τή ψύση, αποκλείεται άπό τήν ιστορία και άπό δω γεννιέται ή άντίθεση φύσης - ιστορίας, φύσης - πνεύματος^. 3. «Γερμανική Ιδεολογία»
(υπογράμμιση δική μου), έκδ.
berg, σ. 88-9, έκδ. Άναγνωστίδη, σ. 42.
102
Guten-
'Άν πάρουμε, λοιπόν, μ ε μ ο ν ω μ έ ν α (δηλαδή αφηρημένα) ή μόνο το ιδεατό έπίπεδο ή ·μόνο το ύλικό, προκύπτει (όπως βλέπουμε) ενας δυϊσμός ανάμεσα στην παραγωγή, σαν παραγωγή π ρ α γ μ ά τ ο 3 ν , από τή μια μεριά, και τήν παραγωγή, σαν παραγωγή α ν θ ρ ώ π ι ν ω ν σ χ έ σ ε ο ^ ν από τήν άλλη* ή ενα σχίσμα π α ρ α γ ω γ ή ς καΐ δ ι α ν ο ιχ ή ς"^ (νοούμενης αυτής της τελευταίας, κυρίως, σαν κατανομής των ανθρώπινων έργασιακών δυνάμεων στους διάφορους κλάδους καΐ τομείς της παραγωγής) ' ή, ακόμα, μια διαίρεση π α ρ α γ ω γ ή ; καΐ κ ο ι ν ω ν ί α ς ' ή, τέλος, ενας διαχωρισμός ανάμεσα σ^ μια σχέση (πού υποτίθεται σαν) αποκλειστικά υ λ ι κ ή ή φυσικ?], από τή μια πλευρά, καΐ μια σχέση (πού υποτίθεται σαν) αποκλειστικά ανθρώπινη ή καλύτερα αποκλειστικά ^ π ν ε υ μ α τ ι κ ή , από τήν άλλη. Ή σχέση άνθρωπος - φύση, μέ άλλα λόγια, άποκλείεται ετσι από τή σχέση του ανθρώπου μέ τόν άνθρωπο' και στόν άνθρωπο, ας τό πούμε ετσι, διαιρείται ψυχή και σώμα, καΐ θεωρείται μόνο σαν σώμα ό εργαζόμενος, δ άνθρωπος πού βρίσκεται σέ σχέση μέ τή φύση (καί, κατά συνέπεια, ολόκληρη ή παραγωγική διαδικασία σάν μια διαδικασία ρυθμισμένη από αιώνιους «φυσικούς» νόμους) καί, αντίστροφα, μόνο σάν ψυχή, μόνο σά συνείδηση, δ άνθρωπος πού βρίσκεται σέ σχέση μέ τούς άλλους ανθρώπους (καί, κατά συνέπεια, δλόκληρη ή ιστορική διαδικασία σάν μια διαδικασία αποκλειστικά πνευματική ή ιδεατή) . 'Αδύνατον, λοιπόν, νά εχουμε μιά σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν η κοινωνία παρά μόνο σέ συνθήκες δπου παίρνονται μαζί: παραγωγή καΐ διανομή, σχέσεις παραγωγής καΐ κοινωνικές σχέσεις, οικονομική βάση και ιδεολογικο - πολιτικό έπίπεδο, βάση καΐ εποικοδόμημα. Τό όποιο, μέ τή σειρά του, είναι δμως δυνατό μόνο μέ τόν δρο δτι άντλουμε από τήν πραγματικότητα, δηλαδή δτι έγκαταλείπου{ΐε εκείνη τή μέθοδο της ά π ρ ο σ δ ι ό ρ ι σ τ η ς ή γ ε ν ι κ ή ς α φ α ί ρ ε σ η ς , άπό τήν οποία παράγεται —δπο)ς ε'ίδαιμε— ή διπλή άφαίρεση του Monsieur Γ Esprit καΐ της Madame la Matière. Διάσταση, λοιπόν, μιας μεθόδου ή μιας άφαί4. Για τήν ανάλυση αυτής τής σχέσης πρβλ. Μαρξ, «Εισαγωγή (του '57) στήν κριτική τής πολιτικής οΙκονομίας», έκδ. Νέοι Στόχοι, 'Αθήνα 1971, ολόκληρο τό μέρος I I , σ. 323 έπ.
103
ρεσης νέου τύπου. ΚαΙ άκροβέστερα: άπο τή μια μεριά, δίάσταση μιας ·μεθόδου πού —στο βαθμό πού δέν παραβλέπει τις δ ι α φ ο ρ έ ς πού παρουσιάζει ενα άντικείμενο ή ενα ε ί δ ο ς σέ σχέση μέ δλα τα άλλα καί, κατά συνέπεια, για παράδειγμα ή άστική κοινωνία σέ σχέση μέ τή φεουδαρχική— δέν καταλήγει στή γ ε ν ικ ή ιδεαλιστική αντίληψη της κοινωνίας «γενικά», άλλα μένε: περισσότερο σ' α ύ τ ή τήν καθορισμένη κοινωνία, στο ιδιαίτερο αντικείμενο πού εξετάζει. (Διάσταση μιας μεθόδου πού δέν μας δίνει αφαιρέσεις, άλλα γεγονότα.) Kai άπο τήν· αλλη μεριά,, ωστόσο, στο βαθμό πού τό μεμονωμένο γεγονός σαν τέτιο, άν παίρνεται στο άνεπανάληπτό του, στή ν α π ό λ υ τ η μοναδικότητά του, είναι άλλο τόσο γενικό δσο τό αφηρημένο είδος: διάσταση μιας δχι έμπειρικιστικής μεθόδου, πού να είναι δηλαδή επίσης —έκτος άπό γεγονός— άφαίρεση, ή πού να μήν παραβλέπει τήν ειδική τ α υ τ ό τ η τ α , τό ε ί δ ο ς , καί, συνεπώς, εκείνη τήν τ υπ ι κ ό τ η τ α σύμφωνα μέ τήν οποία κάθε πράγμα είναι αυτό πού είναι άκριβώς έπειδή είναι έκφραση της «τάξης» του. Άπό μιαν άποψη, λοιπόν, διάσταση της παρατήρησης - επαγωγής: και εδώ είναι άδιανόητο ενα αντικείμενο ή διαδικασία πού να μήν είναι αυτή ή ι δ ι α ί τ ε ρ η δ ι α δ ι κ α σ ί α , αυτή ή ιδιαίτερη φ ύ σ η * άπό μιαν άλλη άποψη, αντίθετα, διάσταση της υπόθεσης - άπαγωγής: δηλαδή, είναι αδιανόητη για μας μια ιδιαίτερη διαδικασία ή φαινόμενο πού να μήν είναι ένα φαινόμενο •· μ ο ν τ έ λ ο ή τυπικό' αδύνατο για μας «αυτό» τό καθορισμένο συμβάν της φ ύ σ η ς πού να μήν είναι ν ό μ ο ς της φύσης καί, συνεπώς, πού νά μήν είναι ατομικό και έ π α ν α λ ή ψ ι μ ο ταυτόχρονα. Για να γυρίσουμε στό παραπάνω παράδειγμα, λοιπόν: ουτε άφαίρεση άπό τις διαφορές άνάμεσα στήν άστική κο^ν(.ονία και τα άλλα κοινωνικά καθεστώτα* ουτε άφαίρεση —δταν εξετάζεται μια ιδιαίτερη χώρα δπως ή 'Αγγλία του 19ου - 20ου αιώνα π . χ . — άπό αυτό πού είναι ή ειδική ή ο υ σ ι ώ δ η ς όψη αυτής της χώρας: ή κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ή της οργάνωση. Διάσταση μέ μιά λέξη της μεθόδου της καθορισμένης ή ειδικής ή επιστημονικής αφαίρεσης* δηλαδή —άν μας επιτρέπεται τό λογοπαίγνιο—διάσταση μιας μεθόδου πού να μήν είναι πιά, ή μόνο, μέθοδος, του-
104
λάχιστον κείνο το παραδοσιακό φορμαλιστικό νόημα, σύμφωνα μέ τό οποίο ή σκέψγ] καΐ ή λογική θεωρούνται ακόμα σαν σφαίρες κλεισμένες στον εαυτό τους ή αυτόνομες. Καί, πράγματι, ένώ σ' αυτή τήν τελευταία περίπτοοση εχουμε τήν κλασική έναλλαγή, από τή μια μεριά, αυτών πού πιστεύουν πώς ή προβληματική έπάνο) στή μέθοδο μπορεί να μήν είναι ταυτόχρονα κι ενας τρόπος πού συνεπάγεται τήν πραγματικότητα (Καντ και νεοκριτικιστες) καί, από τήν άλλη, αυτών πού διαλύουν, αντίθετα, τήν προβληματική πάνω στήν πραγματικότητα στήν προβληματική πάνω στή λογική (Χέγκελ και Σια) μέ τό Μάρξ, αντίθετα, ή προβληματική πάνω στή μέθοδο συνεπάγεται μιαν ιδιαίτερη σύλληψη της πραγματικότητας, άν και χωρίς να καταφέρνει ποτέ να τή διαλύει μέσα της ή να τήν εκμηδενίζει. Μέ τό Μάρξ, συνοπτικά, εχουμε ακριβώς αυτό πού τώρα βλέπουμε: απ' τή μεριά του αντικείμενου, τήν αναγκαιότητα να παίρνουμε πάντοτε μαζί παραγωγή καΐ διανομή, ο ίκ ο ν ο μ ί α κ α Ι π ο λ ι τ ι κ ή , γιατί [ΐόνο ετσι τό αντικείμενο θα είναι κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν ο και ή «κοινωνία» θα είναι α υ τ ή ή κοινωνία* απ' τή μεριά του υποκείμενου, τήν αναγκαιότητα «αυτή» ή κοινωνία να είναι, δμως, ταυτόχρονα και μια ειδική γ εν ί κ ε υ σ η, ενας τ ύ π ο ς ή «μοντέλο», ή ακόμη οχι ή 'Αγγλία, άλλα δ καπιταλιστικός ο ι κ ο ν ο μ ι κ ο - κ ο ι ν ω ν ικ ό ς σ χ η μ α τ ι σ μ ό ς (ή, καλύτερα, ή 'Αγγλία σ α ν έδ ρ α «κλασική» μιας φάσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης) . "Οπου βλέπουμε καλά πώς μια ιδιαίτερη σύλληψη της μεθόδου συνεπάγεται μιαν ιδιαίτερη δόμηση του αντικειμένου και αντίστροφα·' άπ' δπου (καΙ άς τό συγκρατήσου-με καλά αυτό) ουτε ή μέθοδος του Μάρξ θά μπορεί να διαχο^ρίζεται από τις ιδιαίτερες αντικειμενικές μορφές πού αντανακλώνται σ' αυτήν (και πολύ λιγότερο, λοιπόν, από τόν υλισμό) ' ουτε αυτές οι υλικές - αντικειμενικές μορφές θα μπορούν νά αντικατασταθούν ή να ολοκληρωθούν από κανένα σοβαρό μαρξιστή μέ τά «αντικείμενα», ετσι δπως προσφέρονται από τις πραγματείες άλλο^ν μεθοδολογιών. Συναντάμε εδώ
(τελικά)
τή δεύτερη συνθήκη πού πρέπει
5. 'Ακόμη, από αύτη τήν άλτερνατίβα καθορίστηκε, κατά τή γνώμη μας, ολόκληρη ή συζήτηση, μερικά χρόνια πριν, μεταξύ υποστηρικτών του μαρξισμού σαν «μεθόδου» καΙ υποστηρικτών του μαρξισμού σαν «κοσμοαντίληψης».
105
vcc υπογραμμιστεί ακόμη καΐ σέ ενα απλό διάβασμα του προλόγου στο «Κεφάλαιο». Ό Μά.ρξ, πράγματι, μελετά, βέβαια, αύτη τήν κοινο>νία ε δ ώ καΐ τ ώ ρ α* άλλα αυτή ή κοινωνία είναι ή «σύγχρονη» κοινο)νία, δ καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και ανταλλαγής,, δχι ή Γαλλία,, ή 'Αγγλία,, κλπ., σαν τέτιες. Ό (ΐ^ιχτικος τταροχτη,ρεΪ τις φυαιικές διαδικασίες στο χώρο δττου αυτές έμφανίζονται με την πιο ορισμένη και λιγότερο συσκοτισμένη από διαταρακτικές έπιροές μορφή, ή, δταν εΪναι δυνατό, κάνει πειράματα — εξηγεί ό Μαρξ— σέ τέτιες συνθήκες που να εγγυώνται τήν ανάπτυξη της διαδικασίας στην καθαρή της κατάσταση. Σ ' αυτό τό εργο πρέπει να ερευνήσω τον κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ό τρόπο π α ρ α γ ω γ ή ς και τις σ χ έ σ ε ι ς π α ρ α γ ω γ ή ς και α ν τ α λ λ α γ ή ς πού τοΰ άντιστοιχουν. Μέχρι αυτή τή στιγμή, ή κλασική τους εδρα είναι ή ' Α γ γ λ ί α . Γι' αυτό τό λόγο είναι κυρίως ή 'Αγγλία πού χρησιμεύει στό να φωτίσει τήν ανάπτυξη τής θεωρίας μου. 'Άν ωστόσο 6 γερμανός αναγνώστης σηκώσει φαρισαϊκά τους ώμους, σχετικά uè τις συνθήκες τών άγγλων εργατών τής βιομηχανίας και τής γεωργίας ή καθησυχάσει αισιόδοξα τόν εαυτό του uè τή σκέψη πώς στη Γερμανία τά πράγματα δέν πάνε και τόσο άσχημα, κάθε άλλο μάλιστα, τότε πρέπει να τοΟ φωνάξω: Για σένα μιλάει ό μύθος.
Ή 'Αγγλία, λοιπόν, ναΐ μέν μπαίνει στην ανάλυση αλλά, λέε: δ Μάρξ, «...γι' αύτο το λόγο»: δηλαδή μόνο εφόσον καΐ στο βαθμό πού σ' αυτήν, σέ μια ορισμένη ιστορική στιγμή, παράχθηκε μια αντικειμενική κατάσταση τέτια πού voc πραγματοποιεί τΙς συνθήκες «μοντέλο» πού είναι απαραίτητες για μια επιστημονική ανάλυση. Τό αντικείμενο τής ερευνάς, ωστόσο, δέν είναι ή 'Αγγλία σαν τέτια, άλλα ή α ν ά π τ υ ξ η τ ο υ κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ο ύ τ ρ ό π ο υ π α ρ α γ ω γ ή ς πού, σέ μια ορισμένη φάση του, βρήκε σέ κείνη τή χώρα τις συνθήκες και τό κατάλληλο θέατρο για να αναπτύξει τή δυναμική του και τό άπόγειό του μέ μορφές «τυπικές» και «κλασικές»*^. «Καθαυτό και δι' εαυτό» —προσθέτει δ Μαρξ αμέσως μετά— εδώ «δέν πρόκειται για τόν ύψηλότερο ή 6. Πρβλ. Τξούλιο Πιετραλέρα, « Ή λογική δομή του "Κεφαλαίου"», μέρος I I , έπιθ. S octet à, Αΰγουστος 1956. Μελέτη πού εδώ αξίζει να τήν υποδείξουμε, Ιδιαίτερα, για τις μεγάλης σπουδαιότητας παρατηρήσεις πού κάνει σχετικά μέ τόν ιστορικό χαρακτήρα πού εχει ή ϊδια ή μαρξική σύλληψη τής «'ίσης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σέ δλους τούς κλάδους τής παραγοογής»: πού είναι, δπιος είναι γνωστό, ή συνθήκη για τήν
106
χαμηλότερο βαθμό ανάπτυξης [στα δίάφορα εθνη] των κοινωνικών ανταγωνισμών, πού ξεπηδούν άπο τους φυσικούς νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής, άλλα πρόκειται α κ ρ ι β ώ ς γι' α ύ τ ο ύ ς τ ο ύ ς ν ό μ ο υ ς». «Ή βιομηχανικά πιο αναπτυγμένη χώρα δείχνει στη λιγότερο άναπτυγμένη την ·εικόνα του μέλλοντος της». Άπο μιαν αποφη, λοιπόν, τό «Κεφάλαιο» πραγματεύεται οχι τ η ν κοινο3νία, αλλά α ύ τ η την κοινωνία, δχι μιαν άφαίρεση, άλλα μια πραγματική διαδικασία (μια φυσική διαδικασία) , δχι ενα νοητικό άντικείμενο άλλα ενα ύλικο άντικείμενο. 'Από μιαν άλλη άποψη, ωστόσο, «αύτή» ή κοινωνία είναι ή «τυπική γενικευμένη μορφή δλων τών καπιταλιστικών κοινωνιών πού υπάρχουν» (Ντόμπ) , δηλαδή είναι μια άφαίρεση πού επιτεύχθηκε «μέ τό διαχωρισμό, για να εξηγηθούμε μέ ενα παράδειγμα, αύτου πού διακρίνει μια καπιταλιστική χώρα άπο μιαν άλλη καΐ μέ τήν άνάλυση αύτου πού είναι κοινο σέ δλες» (Λένιν) . Άπο μιαν άποψη, λοιπόν, εχουμε ενα φυσικό φαινόμενο' άπο μια άλλη άποψη, δμο3ς, αύτή ή φ ύ σ η είναι φυσικός ν ό μ ο ς . Άπό τή μιά πλευρά, αύτή ή κοινωνία ε δ ώ και τ ώ ρ α * άλλά, άπό τήν άλλη αύτό τό ε δ ώ και τ ώ ρ α είναι ενας κοινωνικο-οικονομικός σ χ ημ α τ ι σ μ ό ς.
2, "Ενότητα οικονομίας και κοινωνιολογίας )
Τ) χαρακτήρας του «δλου», πού εχει τό άντικείμενο του «Κεφαλαίου», και πού και γλωσσικά έκτέθηκε μέ τρόπο άρκετά πλαστικό μέ τόν δρο «κοινωνικο - οικονομικός σχηματισμός», προκύπτει λοιπόν —δπως είδαμε— άπό τό άδύνατο να διαχωριστούν στά δυό τα δυό επίπεδα (τό υ λ ι κ ό και τό ι δ ε ο λ ο γ ι κ ό επίπεδο) , ή άπό τό γεγονός δτι τό άντικείμενο προκύπτει άληθινά σαν ενα άντικείμενο καί, συνεπώς, κάτι τό κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν ο μόνο μέ τή βοήθεια καΐ τών δύο αύτών συνθηκών: μόνο μέ τή δύναμη —ας πούμε— της μεταξύ τους σχέσης. Αύτό είναι συνεπώς Ισχύ της θεωρίας της εργασιακής άξιας καΐ πού αντίθετα θεωρείται ακόμη και σήμερα (μερικές φορές από τόν ϊδιο τόν Ντόμπ) σαν μια ρικαρντιανοΰ τύπου αφαίρεση.
107
ενα totum,, κάτι δηλαδή που περίέχεί νόσο το xoiyomxo ε ΐ ν α ι δσο καΐ τήν κοινωνική σ υ ν ε ί δ η σ η , ή τόσο τις συνθήκες άπο τη μεριά του άντικείιμεν'ου,. δσο κ-αΐ κείνες από τή |];εριά του υποκείμενου. Άλλα τώρα αναρωτιέται κανένας: μέ πο.ιό τρόπο στέκονται εδώ μαζί υποκείμενο και αντικείμενο; Ένας πρώτος τρόπος, προφανώς, είναι αυτός: το υποκείμενο είναι μ έ ρ ο ς του αντικειμένου, εσωτερική στιγμή στο αντικείμενο καί, συνεπώς, αυτό τό ίδιο α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ό . Δηλαδή, αντικείμενο καΐ υποκείμενο σχηματίζουν εδώ τή διαδικασία: αντικείμενο - υποκείμενο ά ντ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ό. Τό εποικοδόμημα είναι μια δψη και μια διάρθρο3ση αυτό τό ίδιο της βάσης* ή συνείδηση είναι αυτή ή ίδια ενας τρόπος του είναι, ή γνώση της ζωής, αυτή ή ίδια ενας τρόπος καΐ μια εκδήλωση ζωής. Τέχνη, φιλοσοφία, επιστήμη είναι, από αυτή τήν οπτική γωνία, πραγματικότητα και κοινωνικοί θεσμοί, δηλαδή εκφράσεις, αρθρώσεις της κοινωνίας. Ή κριτική σ' αυτές, ή αντανάκλαση της σκέψης πάνω σ' αυτές είναι ήδη ερευνά πάνω στήν κοινωνία, δηλαδή κοινωνιολογία. Στό νεανικό έργο τοΰ^ Μαρξ π.χ., βλέπουμε πώς, 'μελετώντας τό Χέγκελ καΙ (δχι τυχαία) τό εργο του «Φιλοσοφία του Δικαίου», δ Μαρξ μελετάει, μέσα απ' αυτό, δχι μόνο τήν αστική θ ε ω ρ ί α του Κράτους, άλλα τό ίδιο τό αστικό Κ ρ ά τ ο ς' μέσα από τό Σμ^ίθ, τό Ρικάρντο ή τό ΣαΙ («Χειρόγραφα τοϋ· '44») μελετάει οχι 'μόνο τήν αστική θεωιρητική οίκονομία, άλλα (άν και σαν πρώτη δοκιμή) και τΙς άντικειμενικές σχέσεις άνάμεσα στό κεφάλαιο καΐ τή γαιοπρόσοδο, άπό τή μια μεριά, και τή μισθωτή εργασία, άπό τήν άλλη. Τώρα δμως, άν αυτό είναι άληθινό, δχι λιγότερο άληθινό είναι επίσης δτι τό του εποικοδομήματος και ιδεολογικό επίπεδο, άν είναι 'μέρος της, βάσης καΙ του κοΊ'νο>νικοΰ 'είναι, του είναι παρόλα αυτά μέρος σαν σ υ ν ε ί δ η σ η ή ιδεολογία, δηλαδή μέ ενα δικό του ε ι δ ι κ ό σέ σχέση μέ τα άλλα μέρη της βάσης ρόλο. 'Ένα εργο τέχνης ή ενα επιστημονικό εργο, π.χ. ή «'Ανθρώπινη Κωμωδία» του Μπαλζάκ, δέν είναι τό γαλλικό σιδηροδρομικό δίκτυο. 'Αντίθετα μάλιστα, άκριβώς καΐ μόνο χάρη σ' αυτό τό γεγονός, τό εργο είναι μέρος της κοινωνίας: γιατί ή κοινωνία, διαμέσου αύτοΰ, πραγματοποιεί μιαν ειδική λειτουργία της πού δέ θα
108
μπορούσε διαφορετικά να πραγματοποιήσει (π.χ. παράγοντας μπουλόνια) . Αυτό πού τό κάνει μ έ ρ ο ς , λοιπόν, είναι αυτό πού το δ ι α χ ω ρ ί ζ ε ι άπό χείνο τό totum,, στό οποίο αυτό' άνηκει* και στήν περίπτωση της συνείδησης —είναι γνωστό— τό ειδικό χαρακτηριστικό εγκειται ακριβώς σ' αυτό: δτι„ ενώ αύτη είναι μέρος του κοινωνικού είναι καΐ συνεπώς είναι εσωτερική στή ζωή, α ν τ α ν α κ λ ά τ α ι δμως πάνω σ' αυτήν, δηλαδή νοητικά τήν αγκαλιάζει μέσα της* και δτι, ξανά, ενώ τήν αγκαλιάζει μέσα της, της είναι μ έ ρ ο ς , δηλαδή της είναι μόνο μ ι α λειτουργία πού εχει τις άλλες λειτουργίες της ζωής και της κοινωνίας ε ξ ω ά π ό α υ τ ή ν . «Ή σκέψη καΐ τό είναι, λέει ό Μάρξ, είναι, βέβαια, ε ν ω μ έ ν α , αλλά ταυτόχρονα δ ι α κ ε κ ρ ι μ έ ν α τό ενα άπό τό άλλο». Δηλαδή: ή συνείδηση ανήκει πράγματι στό είναι, στήν κοινωνική πρακτική' ή θεωρία είναι πράγματι αυτή ή ιδια ή ζωή, πρακτική* μεταξύ τών δύο υπάρχει, βέβαια, διείσδυση και ενότητα. 'Αλλά ή συνείδηση άνήκει τόσο στή ζωή • δσο της είναι ενα μ έ ρ ο ς ' ή θεωρία είναι τόσο πρακτική δσο είναι 'μ ί α δψη καί μιά στιγμή της πρακτικής,, δηλαδή στό βαθμό πού περιλαμβάνεται στό εσωτερικό αυτής της πρακτικής σάν (χΐ'Ζ ειδική λειτουργία της καί, συνεπώς, στό βαθμό πού, άντι να τήν εξαντλεί μέσα της, είναι περιτριγυρισμένη άπ' αύτήν καΐ τήν εχει εξω της. Άπό μιαν άποψη ή παραγωγή είναι διανομή, άνταλλαγή καΐ κατανάλωση, άπό μιαν άλλη, διανομή, άνταλλαγή καΐ κατανάλωση είναι μόνο στιγμές της παραγωγής, πού προϋποθέτουν σαν προηγούμενο τους τήν παραγωγή. "Ας τό καταλάβουμε, λοιπόν, καλά, είναι άκριβώς ή ενότητα είναι καί συνείδησης, ή διείσδυσή τους, πού συνεπάγεται τό θεμελιώδες ή προτεραιότητα του είναι πάνω στή σκέψη, δηλαδή τόν υ λ ι σ μ ό ^ . 7. Γι' αύτη τή σχέση παραγωγή-διανομή-κατανάλωση πρβλ. ξανά Κ. Μάρξ, «ΕΙσαγωγή στήν κριτική της πολιτικής οικονομίας», μέρος I I . * Ολόκληρη ή «αντίφαση» πού ό Κέλσεν ( « Ή κομμουνιστική θεωρία του δικαίου», Μιλάνο 1956) πιστεύει πώς βρίσκει στή μαρξική αντίληψη του δικαίου, δπου αύτό τό τελευταίο νοείται, ταυτόχρονα, τόσο σάν κοιν ω ν ι κ ή σ χ έ σ η ή πραγματικότητα, δσο καΐ σαν έπίγνοοση ή σ τ ο χ α σ μ ό ς π ά ν ω σ' αύτή τήν κοινωνική σχέση, έξηγεΐται μέ τό γεγονός δτι αύτός δεν κατανόησε άκριβώς αύτό τόν κεντρικό δεσμό της σκέψης του Μάρξ, δηλαδή οτι τό έποικοδόμημα είναι μαζί τόσο μ έ ρ ο ς ή στιγμή της βάσης, δσο καΐ μ ο ρ φ ή της. Αύτός ό δεσμός ή ενότητα τών ετερογενών στον Κέλσεν φαίνεται σαν αντίφαση,
109
Άλλα, άν τά πράγματα είνα: σταλήθεια έτσι, τότε άπορέουν δυο συνέπειες. Μια πρώτη —μ ε θ ό δ ο υ — μέ βάση την οποία πρέπει να πούμε δτι, άφου τό εποικοδόμημα άντανακλα τη βάση άποτελώντας μ έ ρ ο ς της, τό περιεχόμενο της θεωρητικης γενίκευσης πρέπει να ε π α λ η θ ε ύ ε τ α ι σαν ενας καθορισμός, μια πλευρά ή οψη του αντικειμένου πού εξετάζεται. Μια δεύτερη, δ ο μ ι κ ή συνέπεια, μέ βάση την οποία επιβάλλεται τό συμπέρασμα δτι, άν ή βάση είναι πάντοτε «βάση καΐ εποικοδόμημα^·) μαζί, άν ή «κοινωνία» είναι πάντοτε αντικείμενο - υποκείμενο αντικειμενικό, οί άντικειμενικοι οροι της ανάλυσης θα τυρέπει να εμφανιστούν επίσης σαν δ ρ ώ ν τ α αντικείμενα, δηλαδή σαν αντικείμενα ικανά να αναφέρονται θεωρητικά στον εαυτό τους καί, συνεπώς, σαν αντικείμενα πού, ενώ από τή μια είναι επιδεκτικά περιγραφής μέ δρους καθαρά φ υ σ ι κ ο ύ ς , από τήν άλλη είναι καί κοινωνικοί φ ο ρ ε ί ς . Ή διαδικασία είναι πράγματι φ υσ ι κ ή' αλλά αυτή ή φύση είναι ί σ τ ο ρ ι κ ο - κ ο ι ν ω ν ι κ ή . Με άλλα λόγια, ή ανάλυση της β ά σ η ς , της πραγματικής καπιταλιστικής δομής, αποτελεί, βέβαια, τό σ κ ε λ ε τ ό του «Κεφαλαίου»' «τό παν βρίσκεται δμως στο γεγονός —λέει ό Λένιν— δτι ό Μαρξ δεν αρκέστηκε σ' αυτό τό σκελετό, δεν περιορίστηκε σε μόνη τήν «οικονομική θεο^ρία» μέ τή συνηθισμένη έννοια τής λέξης,, στό δτι αυτός —άν καί εξηγεί τή δομή καΐ τήν εξέλιξη ενός δεδομένου κοινωνικού σχηματισμού ά π ο κ λ ε ι σ τ ι κ α μέ τις παραγωγικές σχέσεις— ερεύνησε παρόλα αυτά πάντοτε και παντού τα εποικοδομήματα πού άντιστοιχουν σ' αυτές τΙς παραγωγικές σχέσεις, γέμισε τό σκελετό μέ κρέας και αιμα», Ικανέ δηλαδή ταυτόχρονα οικονομία κ α Ι ιστορία, οικονομία κ α ι κοινωνιολογία. Σ' αυτό τό αποτέλεσμα, είναι φανερό, δ Μαρξ δέ φτάνει μέσα άπό μιαν εργασία αντιπαράθεσης: κάνοντας, δηλαδή, πρώτα μιαν άνάλυση κ α θ α ρ ά οικονομική και επενδύοντας μετά, τα δεδομένα αυτής της ανάλυσης μέ ιστορικά και πολιτικά στοιχεία. Ό Μάρξ δέν εργάστηκε μέ δ υ ό κ ρ ι τ ή ρ ι α , αλλά μέ κατηγιατί αύτός κινείται άπό τον παλιό νεοκριτικιστικό διαχωρισμό «γεγονότος» και «άξιας»: διαχωρισμό στόν όποιο έπανοδηγοΰνται, άν καΐ άπό άντιθετες μεριές, ό σημερινός κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ι σ μ ό ς καΐ νομικός κ α ν ο ν ι κ ι σ μ ό ς .
110
γοριες πού από τήν αρχή καΐ ήδη στην πιο εσωτερική τους δομή αντιπροσωπεύουν μαζί π α ρ ά γ ο ν τ ε ς (αντικείμενα, συνθήκες) της παραγωγής και ί σ τ ο ρ ι κ ο - κ ο ι ν ω ν ι κ ο ύ ς φ ο ρ ε ί ς , είναι δηλαδή μέ μια γέννα οικονομικές καΐ ιστορικές. Ή επιστημονική άνάλυση τού καττιταλιστικού τρόπου παραγωγής αποδείχνει —γράφει ό Μαρξ στις τελευταίες σελίδες του «Κεφαλαίου» — δτι ( . . . ) οί συνθήικες τής διανοιμής ταυτίζονται στήν ουσία μέ τις συνθήκες παραγωγής, συνιστούν τήν άλλη δψηι αυτών των τελευταίων ( . . . ) . Ό μισθός προϋποθέτει τή μισθωτή εργασία, το κέρδος προϋποθέτει τό κεφάλαιο. Αυτές οι καθορισμένες μορφές διανομής προϋποθέτουν συνεπώς καθορισμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά τών συνθηκών τής παραγωγής και καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στους φορείς τής παραγωγής. . .
Ποτέ στο Μάρξ, λοιπόν, οικονομικές κατηγορίες πού να είναι κ α θ α ρ έ ς οικονομικές κατηγορίες. 'Όλες οί εννοιές του, άντίθετα, είναι μαζί οικονομικές καΐ κοινωνιολογικές. Ή πιο αφηρημένη και πιο απλή καπιταλιστική σχέση, ή σχέση Χ - Ε - Χ, είναι ήδη ή σχέση κεφάλαιο - εργασιακή δύναμη* δηλαδή είναι ήδη μια σχέση ανάμεσα σέ δυο κ ο ι ν ω ν ι κ έ ς τάξεις. Στη μαρξιστική επιχειρηματολογία —^γράφει ό Σουμπέτερ— κοινωνιολογία ικαΐ οικονομία άλληλοεμποτίζονται· δλες οί εννοιες και οί θεμελιώδεις θέσεις εΤναι οικονομικές και κοινωνιολογικές μαζί και έχουν τήν ϊδια σηιμασία και σ τ ά δυο έ π ί π ε δ α — άφου γίνει δεκτό δτι άπό τήν όπτική μας γωνιά μπορούμε άκόμη νά (μιλάμε γιά δυο έπίπεδα. "Ετσι ή οικονομική κατηγορία έργασία(- κή δύναμη) και ή κοινωνική τάξη προλεταριάτο, τουλάχιστον άπο θέση άρχών, συγκλίνουν καί, πρακτικά, ταυτίζονται. "Η^ ή λειτουργική κατανομή τών οικονομολόγων —^δηλαδή ή εξήγηση τού τρόπου μέ τον όποΐο προκύπτει τό εισόδημα, στό βαθμό πού είναι άντίστοιχο μέ τις παραγωγικές υπηρεσίες, άνεξάρτητα άπό τήν κοινωνική τάξη,, στην οποία κάθε μεμονωμένος αποδέκτης του άνηκε ι — μπαίνει στό μαρξιστικό σχήμα, μόνο κάτω άπό τή μορφή μιάς κατανομής μεταξύ κοινωνικών τάξεων και παίρνει ετσι διαφορετικά χαρακτηριστικάδ.
Ή «ολικότητα», αύτο το καΐ φιλολογικά επίσης μεγαλειώδες άποτέλεσμα πού αναδύεται άπό τΙς σελίδες του «Κεφαλαίου», δέν 8. Σουμπέτερ, «Καπιταλισμός, Κ Ε Π Ε , 'Αθήνα 1972, σ. 76-7.
Σοσιαλισμός καΐ Δημοκρατία», εκδ.
111
είναι τό αποτέλεσμα, λοιπόν, μιας μηχανικης τοποθέτησης «επιπέδων» του ενός πάνω στο άλλο: δεν είναι δτι —για να επαναλάβουμε τους δρους της μεταφορας του Λένιν— δόθηκε π ρ ώ τ α μια ανάλυση του «σκελετού» και μ ε τ ά ή επένδυση του μέ «κρέας και αίμα». Αυτό τό αποτέλεσμα υπάρχει τελικά γιατί ηδη υπάρχει, δπως είπαμε, σε κείνη την αρχική σχέση Χ - Ε - Χ, τόσο αφηρημένη και λεπτή, μέ τήν οποία ανοίγει τό «Κεφάλαιο» και ποο είναι ή αληθινή «σφίγγα» ολόκληρου του τεράστιου οικοδομήματος. Έδώ, πράγματι, από τή μια μεριά εχουμε δτι ή σχέση Χ - Ε, ή σχέση κεφάλαιο - εργασιακή δύναμη, εκφράζει τή σχέση σ τ αθερου κεφαλαίου - μ ε τ α β λ η τ ο ύ κεφαλαίου, δηλαδή μια σχέση ανάμεσα σέ άπλα ά ν τ ι κ ε ί μ ε ν α , δπως είναι οι πρώτες υλες και οί μηχανές, άπό τή μιά μεριά, και τό υπόλοιπο τών οργάνων παραγωγής, άπό τήν άλλη, στόν καπιταλισμό. Καί, άπό τήν άλλη μεριά, άντίθετα, εχουμε δτι αυτή ή σχέση μεταξύ τών άπλών ά ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ώ ν σ υ ν θ η κ ώ ν της παραγωγής, μεταξύ τών άπλών μέσων ή έργαλείων μέ τά όποια συντελείται ή άντικειμενική υ λ ι κ ή διαδικασία της παραγωγής, είναι 'μιά σχέση, πράγματι, μεταξύ αντικειμένων, αλλά μεταξύ άντικειμένων δ ρ ώ ν τ ω ν, δηλαδή μεταξύ κεφαλαίου καί εργασιακής δύναμης, μεταξύ εργοδότη και μισθωτού εργάτη: μιά σχέση, μέ μιά λέξη, μεταξύ ιστορικο - κοινωνικών φ ο ρ έ ω ν . Γίνεται άντιληπτό, σ' αυτό τό σημείο, πώς αυτή ή έ ν ό τ ητ α οικονομίας και κοινωνιολογίας, φύσης και ιστορίας στό Μάρξ δ ε ν σημαίνει ταυτότητα τών δύο δρων' πώς δηλαδή, αυτή, δέν επιφέρει ούτε μιάν άναγωγή της κοινωνίας στή φύση, ούτε μιάν άναγωγή της φύσης στήν κοινωνία: ούτε μιάν άναγωγή της άνθρώπινης κοινωνίας σέ μυρμηγκιά, ούτε μιάν άναγωγή της ανθρώπινης ζωής σέ φιλοσοφική ζωή. Άλλά γίνεται άντιληπτό επίσης, άντίστροφα, πώς συμβαίνει τό προσπέρασμα αυτών τών δυό μονόπλευρων άντιθέσεων άκριβώς εξαιτίας της οργανικής τους σύνθεσης, άπό τή μεριά του Μάρξ, καί, συνεπώς, της έπανένωσής τους σέ ενα «δλο»: πού είναι, πράγματι, ολότητα, άλλά κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν η ' πού είναι, πράγματι σύνθεση, άλλά τών διακεκριμένων' πού είναι πράγματι έ ν ό τ η τ α, άλλά τών ε τ ε ρ ο γ ε ν ώ ν . "Οπου είναι εύκολο νά δοΰμε (άν καΐ σέ μικρογραφία) αύ-
112
•το πού δ Μάρξ χρωστάει στο Χέγκελ καΐ πώς,, άπο τήν άλλη μεριά, αυτός του είναι ταυτόχρονα μακρινός'^. Μέ αλλα λόγια, τό «Κεφάλαιο» εχει, βέβαια, σαν θέμα μια διανθρώπινη διαδικασία, δηλαδή σχέσεις κοινωνικές και δχι μετ α ξ ύ π ρ α γ μ ά τ ο 3 ν , άλλα αυτή ή κοινωνική διαδικασία είναι, από τήν άλλη μεριά, αυτή ή Γδια μια διαδικασία φυσικό - αντικειμενική. Δηλαδή: άν είναι πράγματι αλήθεια δτι τό «Κεφάλαιο» πραγματεύεται μιαν άνθρώπινη κοινωνική διαδικασία, αυτό δέ σημαίνει καθόλου πώς μια άνθρώπινη κοινωνική διαδικασία άνάγεται, μ ε τ ά , , σέ απλές, ι δ £ ο· λ ο· γ ι κ έ ς κοινωνικές, σχέσεις, δηλαδή σέ ένα σύμπλεγμα απλών σ κ ό π ι μ ω ν , συνειδητών συμπεριφορών, σέ μιαν απλή σχέση ιδεών. 'Αντίθετα, είναι μιά σχέση πού καθορίζεται άνάμεσα σέ υποκείμενα πού είναι φ υ σ ι κ ά δ ν τ α' άν καί, κατόπιν, είναι άλήθεια πώς αυτά τα φυσικά δντα έχουν μέ τή σειρά τους τήν ιδιομορφία να είναι υ π ο κ ε ί μ ε ν α . Ούτε ή παραμικρή άντίληφη, λοιπόν, του ι σ τ ο ρ t κ ο· υ ύ π ο κ ·ε ι μ έ νο·υ σαν Ιδέας ή κοσμικού' Πνεύματος ή βικιανής Πρόνοιας ή ύπερβατικού ύποκιειμένου' ουτε ή πα^ραμιχρή αντίληψη αύτοϋ σαν 'Εξέλιξης ή 'Αγώνα για τήν ύπαρξη ή συνεταιριστικού 'Ένστικτου ή Φυλής, κλπ. Ενάντια σ' αυτές τις γενικές άφαιρέσεις, δλες στόν Γδιο βαθμό στείρες, δ Μαρξ μας δίνει μάλλον μια νέα αντίληψη του ύποκειμένου σαν ιστορικο - φυσικού δντος, δηλαδή σαν ε ι δ ο υ ς ή σαν συνόλου εμπειρικών σχηματισμών πού είναι άκριβώς οι κοινωνικές τ ά ξ ε ι ς * είδος πού αύτός άναλύει στό φώς καθορισμένων ή επιστημονικών εννοιών, δηλαδή άκριβώς εκείνων... τών «ψευτοεννοιών» πού είναι τόσο άπεχθεϊς στόν ιδεαλιστικό και θεολογίζοντα ίστορικισμό. Νά ή οργανική ενότητα οικονομίας και κοινωνιολογίας: ή έννοια της τάξης: μέ τή διπλή σημασία, τόσο του παράγοντα ή ά ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ώ ν σ υ ν θ η κ ώ ν της παραγωγής (φυσικά, σέ μιαν ορισμένη ιστορική φάση του καταμερισμού της εργασίας) δσο καΐ του π ο λ ι τ ι κ ο ύ φ ο ρ έ α δλόκληρης της άνθρώπινης κοινωνικής διαδικασίας. Οί τάξεις* δηλαδή —άς τό προσέξουμε κα9. Γι' αύτη τήν έννοια, θεμελιακή, για τήν ένότητα τών ετερογενών, βλέπε Γκαλβάνο Ντελα Βόλπε, « Ή Λογική σαν Ιστορική επιστήμη», Μεσσίνα-Φλωρεντία 1956.
8
113
λα—' τομείς πού μας δίνουν τόσο τήν κάθετη δσο καΐ τήν δριζόντια τομή όλόκληρης της κοινωνίας, άπό τή βάση ώς τήν κορυφή. ΚαΙ γίνεται αντιληπτή, τότε, ή βαθιά και οργανική ένότητα ανάμεσα στο ιστορικο - ο ι κ ο ν ο μ ι κ ά καΐ το ιστορικο - π ο λ ι τ ι κ ό έργο του Μάρξ πού είναι δ,τι λέει 6 Λένιν, δταν παρατηρεί πώς τό «Κεφάλαιο» δείχνει «ολόκληρο τόν καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό σαν ενα ζωντανό πράγμα, με τΙς δψεις του της καθημερινής ζωής, μέ τή συγκεκριμένη κοινωνική εκδήλωση του ανταγωνισμού των τάξεων πού είναι συμφυής στις σχέσεις παραγωγής, μέ τό άστικό πολιτικό εποικοδόμημα πού προστατεύει τήν κυριαρχία των καπιταλιστών, μέ τΙς αστικές ιδέες τής ελευθερίας, της ισότητας κλπ.». «Ή σύνθεση τοΰ' Μαρξ —έπιχειρηματολογει ό Σουμπέτερ— αγκαλιάζει δλα εκείνα τα ιστορικά γεγονότα —πολέμους, έπαναστάσεις, νομικές μεταβολές— και δλους εκείνους τούς κοινωνικούς θεσμούς —ιδιοκτησία, συμβατικές σχέσεις, μορφές διακυβέρνησης— πού οι μή μαρξιστές οικονομολόγοι είναι συνηθισμένοι να θεωρούν σαν παρενοχλητικα στοιχεία ή άπλα δεδομένα. Ή χαρακτηριστική διάσταση του μαρξιστικού συστήματος είναι δτ; αυτό υποβάλλει καΐ κείνα επίσης τα ιστορικά γεγονότα καΐ κείνους τούς κοινωνικούς θεσμούς στήν ερμηνευτική διαδικασία τής οικονομικής άνάλυσης ή, για να χρησιμοποιήσουμε τήν τεχνική γλώσσα, τα πραγματεύεται δχι σαν δεδομένα, άλλα σαν μεταβλητές»^ "Αληθινό καΐ μεγάλο ιστορικό εργο, λοιπόν, πρέπει να θεωρήσουμε ακριβώς και κυρίως τό ίδιο τό «Κεφάλαιο». «Ή 18η Μπρυμαίρ», «Οι ταξικοί αγώνες στή Γαλλία» κλπ., δλα τα λεγόμενα Ιστορικά γραφτά, δχι μόνο έχουν τΙς ρίζες τους σ' αυτό τό εργο, δχι μόνο τό προϋποθέτουν και τό έχουν για βάση, άλλα μακριά άπό τό να άντιπροσωπεύουν ενα «πέρασμα σέ άλλο είδος» στήν έρευνα του Μάρξ, παραμένουν κλεισμένα στόν ίδιο δικό του όρίζοντα. Τό νά μή βλέπουμε αυτό (δπως πολλοί μαρξιστές άκόμη δέν τό βλέπουν) σημαίνει πρακτικά δτι παραγνωρίζουμε τήν ιστορικο-κοινωνική μεστότητα, πού έχουν δλες οι οικονομικές κατηγορίες του «Κεφαλαίου», άκόμη και οι πιο «άφηρημένες» καί. 10. Σουμπέτερ, εργ. προηγ., <τ. 78-9.
114
συνεπώς, οτι επιμένουμε στον άστικό διαχωρισμό οικονομίας καΐ πολιτικής, φύσης και ιστορίας: σαν ή κίνηση της κοινωνίας να μην ήταν για το Μαρξ «μια κίνη^ση: μ έ σ α από τα θΐεμέλιά της, άλλα μόνο π ά ν ω στα θεμέλια της»'^' σα να μην ήταν άκριβώς μια διαδικασία ι σ τ ο ρ ι κ ο - φ υ σ ι κ ή , άλλα μια-διαδικασία πού πρέπει να συνδεθεί έπίσης μόνο μέ τδ πεδίο των «ιδεολογικών κοινωνικών σχέσεων». Όργανική ενότητα, λοιπόν, των δύο «έπιπέδων»: δπως άποδείχτηκε άπδ τό γεγονός δτι τα τέσσερα βιβλία του «Κεφαλαίου» μας παρουσιάζουν τόσο την άνάλυση της καπιταλιστικής ο ι κ οV ο· 'μ ι κ ή ς βάσης,, δηλαδή τήν ιστορία m l τή δυνα·μική του τρόπου παραγωγής τής άστικής κοινωνίας, δσο και τήν άνάλυση τής άστικής πολιτικής οικονομίας (οΐ «Θεωρίες για τήν υπεραξία»), δηλαδή τήν £·στορία τής ο Ι κ ο ν ο μ ι κ ή ς σ κ έ ψ η ς' και δπως αποδείχτηκε, άκόμη καλύτερα, άπό τό άρχικό σχέδιο του έργου, σύμφωνα μέ τό οποίο αυτό θα επρεπε να επεκταθεί ώσότου άγκαλιάσει: τή «σύνθεση τής άστικής κοινωνίας μέ τή μορφή του κράτους* τις "μή παραγωγικές" τάξεις* τους φόρους* τό κρατικό ελλειμμα* τή δημόσια πίστη* τόν πληθυσμό* τΙς αποικίες: μετανάστευση, διεθνείς σχέσεις τής παραγωγής, διεθνής καταμερισμός τής έργασίας, διεθνής άνταλλαγή, εισαγωγή καΐ έξαγωγή, συνάλλαγμα, παγκόσμια άγορα και κρίσεις»^^ Και άφου μ έ θ ο δ ο ς καΐ ά ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο παίρ11. Μ. Ντόμπ, «Πολιτική οικονομία και καπιταλισμός», Τορίνο 1950, (Τ. 66. 12. Κ. Μαρξ, «Εισαγωγή στήν κριτική τής πολιτικής οίκονομίας», σ. 359. "Ενα ενδιαφέρον aperçu πάνω σ' αύτή τήν αμοιβαία εφαρμογή «προβλήματος τής Ιστορίας» καΐ «θεωρητικής Ιστορίας του προβλήματος» στου Γκ. Λουκατς, «^Ιστορία και ταξική συνείδηση», έκδ. 'Οδυσσέας, κεφ. «Ρόζα Λούξεμπουργκ μαρξίστρια», δπου, πραγματευόμενος τή «Συσσώρευση» τής Λούξεμπουργκ, αυτός θεωρεί σαν τό μεγαλύτερο έπίτευγμα μεθόδου του έργου τό δτι εδεσε σέ ενα ενιαίο δλο τήν πραγμάτευση των π ρ α γ μ α τ ι κ ώ ν π ρ ο β λ η μ ά τ ω ν καΐ τή θ ε ω ρ η τ ι κ ή Ι σ τ ο ρ ί α των ϊδιων των προβλημάτων, δηλαδή τήν άνάλυση των πραγματικών προβλημάτων καΐ τήν άνάλυση των θεωρητικών έρμηνειών αυτών των προβλημάτων. «**Κεφάλαιο" καΐ **Θεωρίες για τήν υπεραξία" συνιστούν στήν ουσία τους, λέει ό Λούκατς, ενα μόνο εργο». Έ δ ώ , δμως, πρέπει να σημειωθεί δτι σύντομα εμφανίζεται στήν προβληματική του Λούκατς ή τάση νά ανάγει. Ιδεαλιστικά, τήν πραγματική Ιστορία σέ Ιστορία τής θεωρίας. Ά ν τ Ι να δεί στή historia
rerum
aestarum
τή σχέση.
μια λειτουργία τών r^^ gestae,
άνατρέπει χεγκελιανά
115
νονται εδώ οργανικά, αντιλαμβανόμαστε δτ: εχεϊνοι οί μαρξιστές, πού ως τώρα δεν κατάφεραν να διεισδύσουν στή βαθιά πρωτοτυπία της μεθόδου του Μαρξ, άποτυχαίνουν και στο να αναγνωρίσουν τό αντικείμενο του έργου του. Καί, πράγματι, δπως μπροστά στο ζωντανό και δυναμικό χαρακτήρα, μέ τον δποΐο το καθεστώς της αστικής παραγωγής και ανταλλαγής ξεπηδά από τις σελίδες του «Κεφαλαίου», αύτοι κάνουν εκκλήσεις στην «ψεύτικη κινητικότητα» (Μαρξ) της χεγκελιανής διαλεκτικής, στα τυπικά παιχνίδια της «άρνησης της άρνησης», χωρίς να αντιληφθούν δτι είναι ακριβώς από κείνη την ε ν ό τ η τ α τ ω ν ε τ ε ρ ο γ ε ν ώ ν (δπου, επαναλαμβάνουμε, οί α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ο ί παράγοντες της παραγωγής παρουσιάζονται μαζί σαν υ π ο κ ε ί μ ε ν α ή κοινωνικές τάξεις) πού ή ανάλυση του Μάρξ αντλεί τό δ υ ν α μ ι κ ό της χ α ρ α κ τ ή ρ α ε τ σ ι 7wai, ξεστρατισμένοι άπό τόν «έξατομικευτικό» φιλολογικό χαρακτήρα πού εχει ή ιστορική διήγηση της «18ης Μπρυμαίρ»,- ή «ΟΊ ταξικοί αγώνες στή Γαλλία»,, κλπ..,, αυτοί σηκώνουν ενα διαχωρισμό αρχών μεταξύ αυτών τών έργων και του «Κεφαλαίου», χωρίς να καταλαβαίνουν οτι, δπως τα πρόσωπα της ιστορίας είναι πάντοτε οι κοινωνικές τ ά ξ ε ι ς , ετσι καί αυτά τα γραφτά δέν μπορούν να μήν είναι εργα ιστορίας - ε π ι σ τ ή μ η ς , δηλαδή αναλύσεις μιας κατάστασης μ ο ν τ έ λ ο υ πού, δσον άφορα τήν ανάπτυξη τών αστικών π ο λ ι τ ι κ ώ ν θεσμών καί τους τρόπους μέ τους οποίους αρθρώνεται σ' αύτό τό επίπεδο ή πάλη τών τάξεων, δ Μαρξ τή βρήκε —δπως είναι γνωστό— στή γαλλική κοινωνία, δπου τό σύγχρονο αντιπροσωπευτικό Κράτος, δ γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός καί, μέ δυό λόγια, δλες οί πολιτικές ανατροπές μιας αστικής ταξικής κοινωνίας παρήγαγαν έκείνη τή δική τους ύποδειγματική καί «κλασική» φαινομενολογία, της οποίας αυτός πρόσφερε δχι μόνο τήν περιγραφή, άλλα καί τήν ίστορικο - κοινωνιολογική άνάλυση^"^. 13. "Α. Βέμπερ, εργο προηγ., σ. 107: «Μέ αύτό τό εργο («Τό Κεφάλαιο») ό Μαρξ γίνεται δχι μόνο ό πρώτος πού αποκάλυψε αλλά και ό πρώτος πού ανάλυσε καΐ είδε καλά τή σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία σαν ενα γιγάντιο μηχανισμό προικισμένο μέ αύτοκινηση». ' 14. Αυτή τή σημασία του ίστορικο-πολιτικού έργου του Μαρξ τήν είδε μέ καθαρότητα, δπως είναι γνωστό, ό 'Ένγκελς στόν πρόλογο της τρίτης γερμανικής έκδοσης της «18ης Μπρυμαίρ»: « Ή Γαλλία είναι ή χώρα δπου περισσότερο από οπουδήποτε άΠου οΐ ταξικοί άγώνες εφτα-
116
3. «Δαρβίνος και Χέγκελ» Σε ενα γράιιμα στον Κάουτσκι στίς 26.6.1884, παίρνοντας τήν ευκαιρία από τό «Άντφοντμπέρτους», δ "Ενγκελς φτάνει σέ \νΛ κριτική παρατήρηση πού μπορεί θαυμάσια να χρησιμεύσει σαν οδηγός τουλάχιστον για ενα πρώτο προσανατολισμό σέ κείνη τή ναν κάθε φορά ως τήν αποφασιστική μάχη καΐ όπου, συνεπώς, διαγράφονταν μέ τον πιο ανάγλυφο τρόπο οι μεταβαλλόμενες πολιτικές μορφές, πού μέσα τους κινούνται οΐ ταξικοί αγώνες και δπου συνοψίζονται τά άποτελέσματά τους. Κέντρο της φεουδαρχίας στο Μεσαίοονα, πρότυπο χώρας της ένιαίας φεουδαρχικής ^ μοναρχίας υστέρα από τήν 'Αναγέννηση, ή Γαλλία τσάκισε μέ τή Μεγάλη της Επανάσταση τό φεουδαρχισμό καΐ εγκαθίδρυσε τήν καθαρή κυριαρχία της αστικής τάξης μέ τέτια κλασική μορφή πού δέν τήν εφτασε καμιά αλλη ευρωπαϊκή χώρα (...). Αυτός είναι ο λόγος πού ό Μαρξ δχι μόνο μελετούσε μέ Ιδιαίτερη προτίμηση τή γαλλική ιστορία του παρελθόντος, αλλά και παρακολουθούσε σέ δλες της τΙς λεπτομέρειες τήν τρέχουσα ιστορία...» Κάρλ Μάρξ, «Ί-ί 18η Μπρυμαιρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», έκδ. 'Αναγνωστόπουλου, Διαλεχτά 'Έργα, σ. 280. Τήν κοινο^νιολογική φύση του ιστορικο-πολιτικού έργου του Μάρξ και τή σπουδαιότητα, γιά τούς σκοπούς της ανάλυσης, των Ιστορικών ή πραγματικών μ ο ν τ έ λ ω ν τις είδε καθαρά καΐ ό Λένιν στό «Κράτος και Επανάσταση» δπου — αφού αναρωτήθηκε «άν είναι σιοστό νά γενικεύονται ή εμπειρία, οι παρατηρήσεις καΐ τά συμπεράσματα του Μαρξ και να εφαρμόζονται σέ μια ευρύτερη περίοδο άπ' δ,τι ή ιστορία τριών χρόνων της Γαλλίας: από τό 1848 ως τό 1851» και αφού αναφέρει τό χωρίο τού 'Ένγκελς πού αναφέραμε κι εμείς πιό πάνω — συνεχίζει ετσι: «'Αλλά άς ρίξουμε μιά συνολική ματιά στήν ιστορία των προοδευμένων χωρών στο τέλος τού δέκατου ένατου αιώνα και στίς αρχές τού είκοστού. Θά δούμε πώς, μέ περισσότερη βραδύτητα, μέ πιό ποικίλες μορφές, σέ ενα πολύ πιό εκτεταμένο πεδίο, πραγματώθηκε ή ϊδια διαδικασία: από τή μια πλευρά, ή επεξεργασία μιας «κοινοβουλευτικής εξουσίας», τόσο στις χώρες μέ ρεπούμπλικα (Γαλλία, 'Αμερική, Ε λ β ε τ ί α ) , δσο καΐ σέ κείνες μέ μοναρχία ('Αγγλία, Γερμανία μέχρις ενός βαθμού, 'Ιταλία, σκανδιναυικές χώρες, κλπ.)' από τήν άλλη πλευρά, ό αγώνας γιά τήν εξουσία τών διαφόρίον αστικών ή μικροαστικών κομμάτων πού χωρίζουν μεταξύ τους καΐ αναδιανέμουν τό «ψητό» τών κρατικών θέσεων, ενώ παραμένουν οι βάσεις τού αστικού καθεστώτος* τέλος μιά διαδικασία τελειοποίησης καΐ σταθεροποίησης της «εκτελεστικής εξουσίας» καΐ τού γραφειοκρατικο-στρατιωτικού της άπαράτ. Δέν υπάρχει καμιά αμφιβολία πώς αυτά είναι τά κοινά χαρακτηριστικά ολόκληρης της σύγχρονης εξέλιξης τών καπ;ιταλιστικών Κρατών γενικά. Μέσα σέ τρία χρόνια, από τό 1848 ως τό 1851, ή Γαλλία απόδειξε, μέ μιά γρήγορη, καθαρή καΐ συμπυκνοομένη μορφή, τις διαδικασίες ανάπτυξης τού συνόλου τού καπιταλιστικού κόσμου». Γιά τό χαρακτήρα ε κ λ ο γ ι κ ε υ μ έ νης ι σ τ ο ρ ί α ς τού ϊδιου τού έργου τού Λένιν, μιά οξεία παρατήρηση τού Λούκατς στό «^Ιστορία καΐ ταξική συνείδηση», δπου αυτός σημειώνει δτι τό «Κράτος και Επανάσταση» είναι ταυτόχρονα, τόσο μιά θεωρία της έπανάστασης, δσο και «μιά εσωτερική Ιστορία τών ευρωπαϊκών επαναστάσεων τού 19ου αιώνα».
117
σύνθετη υπόθεση πού είναι ή Ιστορία της έρμηνείας του Μαρξ κατά την περίοδο της Δεύτερης Διεθνούς. Ή παρατήρηση είναι αύτη: Μόλις λες μέσα παραγο^γής —γράφει ό ^Ενγκελς— λες και κοινωνία, ικαΐ κοινωνία iroù συγκαθορίζεται, ται/τόχρονα, άπ' αυτά τα εργαλεία παραγωγής. "Οπως δεν ύητάρχοιη/ μέσα παραγωγής ικ α θ α υ τ ά, εξω άπό την κοινωνία και χωρίς να την έπηρεάζουν, ετσι δεν υπάρχει κι êva κεφάλαιο κ α θ α υ τ ό .
Ή παρατήρηση, πού δ "Ενγκελς την ξανάπιασε και τη βάθυνε, στη συνέχεια, σ' ενα γράμμα του Σεπτέμβρη του '84, άπό τήν &ποψη της μεθόδου αφαίρεσης 'του Ροντμπέρτους καΐ των λαθών πού μ^ αύτόν μοιράζεται ή μέθοδος του Κάουτσκι, στοχεύει στο κέντρο ένύς άπδ· τά πιδ ένδίαιφέροντα θιεωρητικά σημεία, δηλαδή, τήν παραμόρφωση πού ή έννοια των κ ο ι ν ω ν ι κ ώ ν σχέσεων π α ρ α γ ω γ ή ς θα άρχιζε λίγο άργότερα να ύφίσταται τόσο άπό τή μεριά τών λεγόμενων «δρθόδοξων» (τύπου Κάουτσκι καΐ Πλεχάνωφ), δσΌ', πιό υστέρα,, κα: άπό τήν άντίθ'ετη' κατεύθυνση, δηλαδή τή γραμμή του αύστρομαρξισμου. Θα κάνουμε λόγο στή συνέχεια, για τό πώς οι δυό αύτοί προσανατολισμοί παραπέμπουν στις δυό θεμελιακές κατευθύνσεις στίς όποιες χωρίζεται ή άστική κουλτούρα στό δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Για τήν ώρα, περιοριζόμενοι στήν πρώτη άπ^ αυτές, μπορούμε να παρατηρήσουμε πώς οί θεμελιακοί οροι της διαφοράς πρέπει να όδηγηθουν άκριβώς στόν τρόπο σύλληψης της ένότητας ύ λ ι κ ή ς παραγωγής καΐ τϋαραγωγής τών ι δ ε ώ ν, τοαραγωγής τ ώ ν π ρ α γ μ ά τ ω ν καΐ παραγωγής τών διανθ'ρώπινων σ χ έ σ ε ω ν,, στήν όποία είδαμε πώς συντελείται στό Μαρξ ή 'συγκόλληση ιστορίας καί φύσης. Ή παραγωγή είναι, ταυτόχρονα, τόσο ή ενότητα διανομής, άνταλλαγής καΐ κατανάλωσης, δσο καΐ ή βάση όλόκληρης αύτής τής σχέσης. Αυτή €Ϊναι τόσο ή όλότητα της ·σχέσης, δσο καΙ αύτό πού έξαρτα και καθορίζει τήν ιδια τή σχέση. Δηλαδή, αυτή δέν γίνεται άντιληπτή σαν ενα π ρ ώ τ α άπό τό οποίο περνάμε μ ετ ά στους ύπόλοιπους καθορισμούς' δεν είναι ενας σκελετός στόν όποιο προστίθεται στή συνέχεια κρέας καΐ αιμα. Ή σχέση Χ - Ε, έπαναλαμβάνουμε, βχι μόνο είναι επίσης και άμεσα σχέση κοι-
118
νωνικών τάξεων, άλλα είναι μια σχέση πού ήδη συνεπάγεται μιαν δλόκληρη σειρά άπο συνθήκες πολιτικές καΐ του έποικοδομήματος. Για παράδειγμα, ή σχέση της εργασιακής δύναμης μέ τα άλλα εργαλεία παραγωγής, δηλαδή μέ τό κεφάλαιο, είναι άδιανόητη άν ήδη δέν συμπεριληφθούν οι νομικο - πολιτικές μορφές πού κάνουν τό σύγχρονο εργαζόμενο εναν «ελεύθερο» εργαζόμενο, δηλαδή ικανό να διαθέτει τό πρόσωπό του, να συνάπτει μια σ ύ μ β α σ η ' αν ήδη δέν υπολογιστεί, δηλαδή, έκείνη ή νομική ή τυπική ισότητα πού δ Μαρξ π ρ έ π ε ι ακριβώς να τήν επικαλεστεί στο συμπέρασμα του κεφαλαίου για τή «μετατροπή του χρήματος σέ κεφάλαιο», δηλαδή στήν αρχή του μέρους για τήν «παραγωγή της απόλυτης υπεραξίας» («Εεφάλαιο», I ) . Είναι, λοιπόν, μόνο ά π ό τ ό ε σ ω τ ε ρ ι κ ό αύτής της ενότητας οικονομίας και πολιτικής πού δ Μαρξ άντλει τήν πρωταρχική ή θεμελιώδη λειτουργία της οικονομίας: ακριβώς γιατί, ξανά, μόνο χάρη σ' αύτή τήν ένότητα τό άντικείμενο προκύπτει πραγματικά σαν ά ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο καΐ γι"" αύτό άντίθετο,. δηλαδή ιμιά καθαρή παραγωγή κ α θ α υ τ ή σαν χ ar τ ι τ ό κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν ο. Να παίρνου^με, συνεπώς, σχέσεις παραγωγής καΐ ανταλλαγής μαζί (καί, σ τ ό ε σ ω τ ε ρ ι κ ό α ύ τής της συσχέτισης, τΙς πρώτες σα βασικές), είναι μια αναγκαιότητα πού αποτελεί ενα μέ τήν άλλη, πού ήδη ύπογραμμίσαμε, χάρη στήν δποία ή ανάλυση, για να είναι πραγριατικα άνάλυση' καί, συνεπώς, μελέτη ένός καθοριμένου αντικειμένου, πρέπει πάντοτε να κινείται άπό τό π α ρ ό ν , , δηλαδή στήν περίπτωση μας «άπό τό παρόν κεφάλαιο» π·ού„ δπως λέει δ 'Ένγκελς, είναι «τό μοναδικό π,ραγματικά ύπαρχτό».. Άλλα είναι διαφορετικό τό πλαίσιο πού μας παρουσιάζεται άν περάσουμε στό ν Κιάουτσκι και τόν Πλεχάνωφι. Έίδώ, πράγματι, παραγωγή και κοινωνικές σχέσεις, ύλι-κές σχέσεις καΙ ιδεολογικές σχέσεις παρουσιάζονται σαν μια χρονολογική σειρά, δηλαδή σαν ενα π ρ ώ τ α και ενα μ ε τ ά , , οπού' φύση· καΐ ιστορία διαχωρίζονται ξανά, και δπου,, έπειδή^ εχει χαθεί ή άναγκαία αναφορά στήν άχρίβεια του παρόντος, αλλο δέν μένει πια άπό μια φ ι λ ο σ ο φ- ί α τ ή ς ι σ τ ο ρ ί α ς,. Δέν είναι έδω ή περίπτωση· να έξετάσουμε
συγκεκpιμivα
119
πώς άπ' ·αύτ6 το καινούργιο θεωρητικό πλαίσιο εξαρτάται [,ιεγάλο μέρος της ιδίας της, έρμηίνείας της θεωρίας των κρίσεων: τόσο στην παιραλλαγή της ύποκατανάλωσης,, ή οποία βλέπει ακριβώς την κατανάλωση μ ό ν ο από την άποψη δτι αύτη είναι ενα φαινό'^ενο εξωτερικό στην παραγωγή* δσο καΐ στην παραλλαγή, που άνάγεται στον Τουγκαν - Μπαρανόφσκι, πού υποθέτει, δπως τόνισε σωστά δ Χίλφερ-ντινγκ στο «Χρηματιστικό κεφάλαιο»,, τό αντίθετο, δηλαδή μια καθαρή παραγωγή κ α θ α υ τ ή σαν κ α θ α ρ ή οί'κονομική βάση^. Εϊναι γεγονός, ώστόσο, δτι από τό έργο του 'Κάουτσκι καΐ του^ Πλεχάνωφ' εκείνη ή έ ν ότ η τ α τ ω ν ε τ ε ρ ο γ ε ν ώ ν , , στήν οποία στηρίζεται ή θεωρητική προσπάθεια του Μά.ρ(ξ„ επιστρέφει σέ μας σαν μια σειρά, τυπικά τακτοποιημένη, άλλα εσωτερικά αποσυνδεμένη,, «παραγόντων»,, πού ταξινομούνται δ ενας πάνω στον άλλο σέ μια χρονολογική διαδοχή, μέ τον τρόπο π.χ., πού γίνεται αυτό στα «Βασικά προβλήματα του μα,ρξισμου», 'δηλαδή: « 1 ) κ α τ ά σ τ α σ η τ ω ν π α ρ α γ ω γ ι κ ώ ν δ υ ν ά μ ε ω ν* 2) ο ι κ, ο ν ο μ ι κ έ ς σ χ έσ ε ι ς εξαρτημένες από αυτές τις δυνάμείς' 3) κ ο ι ν ω ν ι κ οπ ο λ ι τ ι κ ό κ α· θ^ ε σ τ ώ ς^ οικοδομημένο' σέ μια δοσμένη οικονομική «δάση»' 4) ψ^ υ χ ο λ ο γ ί α τ ο ΰ % ο ι ν ω ν ι κ ο ϋ α ν θ ρ ώ π ο υ , καθορισμένη· ενμέρει αμεσα άπο τήν οΊκονομία, ένμέρει άπό δλο τό οικοδομημένο πάνω ·σ' αύτήν κοινωνικοπολιτικό καθεστώς* 5) διάφορες ι δ ε ο λ ο γ ί ε ς , πού αντανακλούν αυτή τήν ψυχολογία».'^ 'Ήδη^ τονίστηκε πώς, γι' αυτή τήν αντίληψη,, «οΐ παραγωγικές δυνάμεις άναπτύσσονται άπό μόνες τους,, αυτόματα, εξω άπό τή μορφή τους της παραγωγής και άνεξάρτητα άπό τΙς σχέσεις παραγωγής», καΙ πώς αυτές συ^νεπώς εμφανίζονται εδώ σάν μια «αφηρημένη προϋπόθεση για τήν ανάπτυξη δλων τών υπολοίπων "παραγόντων"»., Άλλα για οποίον θά πίστευε πώς ή παρατήρηση εχει αξία μόνο για μια μεμονωμένη εξαιρετική περίπτωση, θά ήταν ωφέλιμο νά θυμηθεί δτι αυτή είναι βασικά ή θέύΥ] πού συναντιέται στά γραφτά τοδ Πλεχάνωφ καΙ του· Κάοϋτσκι. «Ή παραγωγή τών μέσων ζωής και ή παραγωγή τών άνθρώπων 15. Πλεχάνωφ, «Τα βασικά προβλήματα του μαρξισμού», έκδ. Φλόγα, 'Αθήνα 1956, σ. 80.
120
είναι δυο ούσ:αστι%ά διαφορετίκές διαδικασίες», δηλώνει ό Κάουτσκι στο Vermehrung und Entwicklung* «ή σχέση του εργαζόμενου μέ τα .πράγματα,^ την τεχνική,, δπως και ή σχέση του καταναλωτή μέ τα πράγιματα πού χαταναλώνει,. είναι π,ροφανώς κάτι το πολύ διαφορετικό από τη σχέση πού διατηρούν oC άνθρωποι μεταξύ τους στην εργασιακή διαδικασία,, στήν οικονομία. Μόνο αυτή ή τελευταία είναι κοινωνική διαδικασία,, οί πρώτες δέν είναι». Εκείνη ή ενότητα, λοιπόν,, δυνάμει της οποίας δ Μαρξ μπορούσε να δηλώνει στο «Κεφάλαιο» δτι «ή καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής,, δταν τή δούμε στή συνοχή της, ή σα διαδικασία αναπαραγωγής,, παράγει δχι μόνο εμπόρευμα, δχ·ι μόνο υπεραξία, άλλα παράγει καί άναπαράγει τήν Γδια τήν καπιταλιστική σχέση, δηλαδή από τή μια μεριά το κεφάλαιο, άπό τήν άλλη το μισθωτό εργαζόμενο», επανεμφανίζεται έδώ διαμελισμένη στά άφηρημένα και στοιχειώδη συστατικά της: τή φ υ σ ι κ ή διαδικασία, άπό τή μιά, και τήν ι σ τ ο ρ ι κ ο - κ ο ί ν ω ν ι κ ή, άπό τήν άλλη. Π ρ ώ τ α υπάρχει ή φύση,, μ ε τ ά ή κοινωνία* δηλαδή, ή σχέση δε βγαίνει μέ τό μόνο συγκεκριμένο τρόπο πού αυτό μπορεί να γίνει,,, δηλαδή μέ τό νά σκεφτούμε τήν προτεραιότητα της φύσης άπό τό εσωτερικό εκείνης της ιστορικο - συγκεκριμένης συνθήκης, άπό τήν οποία πηγάζει τό πρόβλημα, και πού είναι προφανώς ή συνθήκη- δπου,, εκτός άπό τή φύση, είναι ήδη παρών δ άνθρωπος πού τήν έρευνα, συνεπώς ή κοινχονία, και δπου άρα ή απλή φυσική διαδικασία ήδη άνατράπηκε σέ μιά διαδικασία ι σ τ Ο' ρ ι κ ο - φυσική* άλλά άντίθετα μεταφέρεται μέ άφέλεια στήν άρχή των κόσμο^ν* ανάγεται, δηλαδή, άπό τήν άλληλεπίδραση σέ κείνο τό «κάτι τό τρίτο» ή «πιό φηλό»^®, δηλαδή σέ κείνη τήν άρχή του μονισμού (πού στό Χέγκελ ήταν ή Ι δέα και πού έδώ είναι ή "Γλη σαν τ έ τ ι α) , ή δπο·ία πρέπει τώρα νά έμφανιστει σάν τό θεμέλιο δλόκληρης της ιστορικο - επαγωγικής διαδικααίας: χωρίς ποτέ νά γίνει άντιληπτό δτι ετσι ξεκινάμε ξανά άπό μιάν άφαίρεση. Τά χαρακτηριστικά του γεοΛγραφικοΰ περιβάλλοντος
—γράφει
ό
16. Πλεχάνοοφ, εργο προηγ., σ. 134.
121
Πλεχάνω4>— καθορίζουν τήν άνάπτυξη των παροχγωγικών δυνάμεων^ ή όποία, μέ τη σειρά της, καθορίζει την άνότπτυξη των οικονομικών δυνάμεων καί/ μ' αύτές^ την άνάτττυξη δλων των άλλων σ χ έ σ ε ω ν 1 7 . Μέχρι ενα ορισμένο σημείο μένου^με σύμφωνοι, λοιπόν, μέ το Μπάχλ' μετά, σιγά - σιγά χαθώς ·μέ τή χρονιχή διαδοχή cl κατηγορίες ταξινομούνται, ή συμφ'ωνία παραβλέπεται. Ή παραγωγική δραστηιριότητα, πού στήν πρωτόγονη κοινωνία θα άσκουσε δμεση έπιροή πάνω στήν κοσμοαντίληψη, στή Γαλλία του 18ου αιώνα, αντίθετα,, θά ενεργούσε με τή μεσολάβηση της ψυχολογίας. 'Όπως το αγαλμα του Κοντιγιάκ, ετσι έδώ ή ίστο;ρ'ία και ή ζωή εμψυχώνονται μέ διαδοχικές προσθήκες. Πρώτα εχουιμε τον &γριο. Μετά τον κάνουμε να ιμιλήσει. Μετά να προσευχηθεί, Τέλος να κάνει ποίηση. Τήν κατηγορία της γλώσσας άκολουβεί ή κατηγορία· της θρησκείας, τήν κατηγορία της θρησκείας εκείνη της τέχνης και καθ'εμια γεμίζει -μιαν ίστορι,κή έποχή, Δηλαδήν «πρώτο χρονικά» γίνεται τό θ ε μ έ λ ι ο (δλό-κληρου του οικοδοιμήματος. Το βιβλίο πού θα παρείχε «μια θεωρητική δικαίωση του ιστορικού ύλισμοϋ» θα ήταν, γράφει δ Πλεχάνωφ, «μια 'συνοπτική πραγματεία της παγκόσμιας ιστορίας από υλιστική οπτική γωνιά».. «Αυτή τή στιγμή —συνεχίζει δ Ιδιος— μια τέτια πραγματεία δέ θα μπορούσε να γραφτεί ούτε άπο ενα μελετητή μεμονωμένο.... ούτε άπο μιαν ομάδα μελετητών»* «για ενα βιβλίο του 'είδους αύτού δέν ύπάρχουν επαρκή ύλικα καΐ δέ θά υπάρχουν για πολύν καιρό.» Άλλα ή μακρυά. άναμονή, ό λόγος του συνεχούς θρήνου σέ δλόκληρο τδ μαρξισμό της Δεύτερης Διεθνούς (—γιατί δ Μάρξ ·δέ μας άφη'σε, άντί για το «Κεφάλαιο», τήν άνοικοθόμη^ση ο λ ό κ λ η ρ η ς της ιστορίας;—) θά Ιβρί'σκε μετά άπο λίγα χρόνια μια πρώτη ικανοποίηση' στο άμορφο συνοθύλευμα του γέρου Κάουτσκι: «Ή ύλιστική άντίληψη της ιστορίας»! Έδώ, δέν μπορούμε νά διασπάσουμε τήν ανάλυση μας άναφέροντας δλες τΙς συνέπειες πού συνεπάγεται το ζήτημα. ΆρκεΙ, 17. "Εργο προηγ., σ. 18. "Εργο προηγ., σ. ράγοντα, Ιδιαίτερα σ. 69 19. "Εργο προηγ., σ.
122
45. 52 έπ. Για τήν επέμβαση του -ψυχολογικοί) παέπ. 87.
δμως, να υπογραμμίσου'με τη βαβια αλλοίωση πού υπέστη μ' αύτό τον τρόπο νο περιεχό-μενο καιΐ ή μέθοδος της ανάλυσης του Μαρξ. ΣτΙς σύγχρονες μαρξιστικές δημοσιεύσεις προέχει μέχρι τώρα (καΐ αυτό είναι ε να τυπικό άποτέλεσμα της ερμηνείας πού ηδη καθιερώθηκε στο μαρξισμό της Δεύτερης Διεθνούς) „ ή ιδέα δτι τό «Κεφάλαιο» δέν είναι άΧλο από ενα «παράδειγμα» ή μια «ί'διαιτερη έφαρμογή» μιας γενικής αντίληψης της π,ρίν απ' αύτο ιστορίας. Τπάρχει φόβος,, με αλλα λόγια,, ύπογραμμίζοντας δτι ολόκληρος ό μαρξισμός βαραίνει και στηρίζεται σ' αυτό τό έργο, να φανεί δ Μαρξ σαν δ μελετητής α ύ τ ο υ μόνο του φαινομένου, —και κατά τά άλλα ενας άγνωστικιστής. Δεν γίνεται άντιληπτό, στήν πραγματικότητα,, σε τί σΐυνίσταται ή εργασία της επιστήμης ή, καλύτερα ακόμη, γίνεται αποδεκτή (στα κρυφά) μιά έ'μπειρικιστική έρμηνειία, σχεδόν σάν νά μπορούσε καΐ στό μαρξισμό νά άναπαραχθ'ει τό παραδοσιακό σχίσμα άνάιμεσα. στήν προβληματική της δλότητας (ή ψ i l ο σ ο φ ι κ ή προβληματική) κα,ι τήν προβληιματική τού^ μέρους (ή ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ή προβληματική) . Παίρνουμ,ε, πράγματι, μιά δποίαδήποτε από τις εννοιίες του «Κεφαλαίου»: Π .χ. τήν εννο-ια της εργασιακής δύνα^ιης. Έιδώ πρέπει να καταλάβουμε ενα πολύ νέο φαινόμενο, χαρακτηριστικό μόνο της αστικής κοινωνίας: τή μισθωτή έργασία* πρέπει δηλαδή να κατανοήσουμε μόνΟ' ενα ι δ ι α ί τ ε ρ ο γεγονός. Έ-ντούτοις άρκει να ακολουθήσουμε τήν ανάλυση του Μαρξ για νά δοΰμε πώς ή κατανόηση αυτού· του «ιδιαίτερου» δέν είναι άλλο άπό τήν κατανόηση· των β α σ ι κ ώ ν δ ι α φ ο ρ ώ ν πού αύτό παρουσιάζει σε σχέση μέ τις άλλες μορφές με τις Όποιες εμφανίστηχε στήν ιστορία ή μορφή του εργαζόμενου. Πράγματι, στήν αστική κοινωνία, σ έ ·δ ι α φ ο ρ α από τή με·σαχωνική, δπου δ άμεσος παραγωγός βρίσκεται κάτοχος τών δικών του μέσων παραγωγής, δ εργαζόμενος Ιργάζεται σέ συνθήκες παραγωγής πού ανήκουν σέ άλλους, δπως κατά τήν περίοδο της δουλείας* άπό τήν άλλη μεριά, και σ έ δ ι α φ ο ρ ά άπό τή δουλεία, ή σχέση του μέ τόν κάτοχο τών μέσων παραγωγής είναι καθαρά σ υ μ β α τ ι κ ή (πράξη εκχώρησης ή μίσθωσης έργου·, πού μπορεί νά λυθ'ει σέ σύντομο χρόνο) : ο εργαζόμενος, δηλαδή-, είναι ελεύθερος νά
123
διαλέξει εναν εργοδότη καΐ να τόν αλλάξει,, m l δέν υποβάλλεται σέ υποχρεώσεις εργασίας
η
πληρώμης προς τον εργοδότη
πού
δέν θά είναι εχεινες οί συμφωνημένες στη σύ-μβαση·. Να καταλάβου'με το «Ιδιαίτερο» υπό εξέταση φαινόμενο, λοιπόν,, δέν είναι άλλο από τό να κατανοήσουμε δλες τις διαφορές πού αυτό παρουσιάζει σέ σχέση μέ τα αλλα φαινόμενα του είδους του και,, συνεπώς,, να ιέξετάσουμε αυτό τό ε ί δ ο ς , άλλα μόνο α ρ ν η τ ι κ ά , μόνο δηλαδή μέχρι να συλλάβουμε εκείνη τήν α ν τ ί θ ε σ η ή ουσιαστική διαφορά άπ' αυτό πού αποτελεί ακριβώς τό ειδικό ή θεμελιακό χαρακτηριστικό του σύγχρονου έργαζό·μενου. Στό βαθμό πού για να διαφοροποΊησουμε καΙ να άντιπαραθέσουμε είναι απαραίτητο να ά ν α φ· ε ρ θ ο υ ρι ε καΐ να συνδέσουμε,, είναι καθαρό δτι ή έννοια της εργασιακής δύναμης θα μας δώσει, κατά κάποιο τρόπο, και τό κοινό στοιχείο δλων τών ιστορι,κών μορφών της σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν η ς εργασίας καί, συνεπώς, θα μας δώσει τήν εργασία α φ η ρ η μ έ ν α ή «γενικά». "Αν, πράγματι, για να έχουμε τό γενικό στο-ιχειο δλων τών εργασιών δέν μπορούμε παρά νά προσπεράσουμε τούς διάφορους τύπους του α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ο υ , χάρη στή λειτουργία τών οποίων ή έργασία κάθε φορά έξηγήθηχε και ειδικεύτηχε στήν πορεία της ιστορίας, είναι φανερό πώς αυτό πού θα παραμείνει κοινό σέ δλους είναι ακριβώς 6 χαρακτήρας τους ανάλωσης εργασιακής δύναμης. Μόνο πού αυτό ισχύει, στό βαθμό πού ή αναφορά δέν είναι εδώ μια ταύτιση ή σύγχυση, αλλά, αντίθετα,, ά·κριβώς μια ά ν τ ιπ α ρ ά θ ε ση,, καΐ τό κοινό στοιχείο σέ ολόκληρο τό παρελθόν πράγματι εξετάζεται για να καταλάβουμε τό παρόν, άλλα μόνο μέ τό σκοπό νά τό ά π ο κ λ ε ί σ ο υ μ ε, μόνο δηλαδή μέ τό σκοπό νά άντιληφβούμε μέ ποιό τρόπο ή σημερινή κοινωνία δ έ ν ε ίνα ι οι άλλες, χαΐ δτι άντίθετα διαφέρει ουσιαστικά απ' αυτές* έχουμε, δτι ή αφηρημένη εργασία συνοψίζει, βέβαια,, τό κοινό στοιχείο δλων τών συγκεκριμένων εργασιών, άλλα ακριβώς για νά έ·κφράσει αυτό τό νεωτερισμό σέ σχέση μ' αύτές, πού είναι ή αφαίρεση ή ό π ρ α γ μ α τ ι κ ό ς αποχωρισμός άπό τά μέσα και από τό άντικείμενο της εργασίας, δπως έμφανίζ^'^αι έ κ τ ώ ν π ρ α γ μ ά τ ο ) ν στήν άστική κοινωνία: δηλαδή, δ ημερομίσθιος
124
εργάτης η σύγχρονος μισθωτός,, δηλαδή ή εργασιακή δύναμη στήν πραγματική της διαίρεση από τα »εργαλεία παιραγωγής. Πού είναι άκρι&ώς αύτο πού κάνει δ Μαρξ στο πέμπτο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου» («Έργασια^κή διαδικασία καΐ διαδικασία άξιοποίη-ση-ς») ,, στο οποϊο για να αποδώσει το χαρακτήρα πού εχει ή παραγωγική εργασία στον καπιταλισμό,, πρέπει να αποδείξει μέ ακρίβεια πώς αυτή είναι το αντίθετο αύτου πού ήταν σε δλες τις προ-αστικές κο'ΐνωνίες: και, συνεπώς, οχ ι εργασία πού κατευθύνεται στήν παραγωγή αξιών χρή'σης ή κατανάλωσης (δπως β-ασικά συνέβαινε σε δλες έ'κεινες), άλλα εργασία πού παράγει μπότες,, καρφίτσες,, πανί,, κλπ.,, δηλαδή λξίες χρήσης, .μόνο σαν ^μ έ σ ο (να ή άνατροπή) για να στερεοποιεί ή να άποροφα τήν -εργασιακή -δύναμη. "Οπου βλ,έπουμε καθαρά, πώς ή αφαίρεση «Ίργασία», ή τό να μή λογαριάζουίμε τή σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν η μορφή της Ί,ργασίας (δηλαδή,, άν αυτή είναι όργωμα ή κλώσιμο) , είναι ιέδώ ο μόνος τρόπος να αντιληφθούμε τήν ειδική διαφορά,, δηλαδή τον πραγματικό χαρακτήρα πού εχει ή εργασία σε μια κοινο^νία ά σ τ ι κ ή,, στήν δπο'ία Οί συγκεκριμένοι τρόποι της εργασίας είναι αδιάφοροι,, οχι„ δηλαδή,, σκοπός, άλλα μέσο* καΐ άκριβέστερα: οι συγκεκριμένες έργασίες,, μ,έσα διανομής της εργασιακής δύναμης,, τα προϊόντα των συγκεχρ'ΐμένων -εργασιών,, μέσα για να άποροφοΰν ή στερεοποιούν αυτή τήν ξοδεμένη ενέργεια. ΚαΙ δπου,, τελιχά,, φαίνεται πώς δ Μαρξ δέν άναζητα «γενικότατους» νόμους ή κουταμάρες πού ισχύουν για δλες τΙς έπο-χές, αλλά δτι αύτδς ανοίγει, αντίθετα, μια γενική προοπτική στήν ιστορία, άκριβώς στο βαθ·μό πού εμβαθύνει στήν ανάλυση^ του παρόντος, ακριβώς δηλαδή στδ βαθμό πού συλλέγει τις άκραίες η ουσιαστικές διαφορές, μέ τις όποιες τό παρόν άνακαλεΐ και φωτίζει, εστω και εμμεσα ολόκληρο τό παρελθόν.. Έδώ δέν ξ·εκιν%ιε άπο τό γένος για να άναχθουμε μετά άπ' αυτό στό είδος* δέν ξεκινάμε από τήν άπλή έργασιακή διαδικασία γιά νά βγάλου·με μετά άπ' αυτήν τή διαδικασία αξιοποίησης. 'Αντίθετα, ξεκινάμε από τήν ανάλυση αύτής της τελευταίας: διαπιστώνουμε πώς αύτη παρουσιάζεται τόσο σαν έργασια,κή
125
διαδικασία, δηλαδή σα σχηματισμός αξιών χρήσης, δσο καΐ σαν διαδικασία άξιοπο.ίη:σης ή, καλύτερα, πώς αύτη είναι μια διαδικασία άξιοποχησης πού πραγματοποιείται μ έ σ α από τήν εργασιακή διαδικασία.. Ή γενική φύση της εργασίας: προσαρμογή, αφομοίωση των φυσικών αντικειμένων στΙς ανθρώπινες ανάγκες, έμφανίζεται έδώ, με αλλα λόγια,, υποβιβασμένη σε μ έ σ ο μιας διαδικασίας της οποίας δ σκοπός είναι πια δχι εκείνος της προσαρμογής και άφομοίω^σης τών άντικειμένων της εργασίας στόν άνθρωπο, δηλαδή της ίκανοποίη-σης τών αναγκών,, άλλα περισσότερο της ένσωμάτωσης της ζωντανής εργασιακής δύναμης στή νεκρή τους αντικειμενικότητα, τής μετατροπής της αξίας σέ κεφάλαιο, πού σημαίνει σ έ α ύ τ ο α ξ ι ο π ·ο ι ο ύ μ ε ν η ά ξ, ί α. Τό γένος (ή εργασιακή διαδικασία) έμφανίζεται, συνεπώς, δχι σαν τό πρώτο, άλλα σαν μια άρθρωση ή μια λειτουργία έσωτερική του είδους (τής διαδικασίας αξιοποίησης) ' δπου, δπως άκριβ'ώς διεισδύοντας στήν ανάλυση αύτου άντιλαμβανόμαστε εκείνη πού ήταν 'άντίθετα ή γενική φύση τής παραγωγής στις άλλες κοινωνίες, έτσι, κατανοώντας αυτό, επικυρώνουμε επίσης ταυτόχρονα τή δ'ΐαφορά ανάμεσα στήν άνθρώπινη εργασία από τή μια μεριά και τή ζωώδη εργασία άπο τήν άλλη' πού είναι ακριβώς δσα σέ μικρογραφία βλέπει ο Μαρξ στο πέμπτο κεφάλαιο τοϋ προ')του βιβλίου. Ή άράχνη συντελεί έργασίες πού μιάζουν μέ κείνες του ύφαντουργοΟ, ή μέλισσα ντροπΐ(5οζει πολλούς άρχιτέκτονες μέ το χτίσιμο ττ^ς κερηθρας της. 'Αλλά αυτο που άπό την άρχη ξεχωρίζει τό χειρότερο άρχιτέκτονα άπό την καλύτερη μέλισσα είναι τό γεγονός δτι αυτός εχτισε τήν κερήβρα στό κεφάλι του πριν τή χτίσει ιμέ τό κερί. Στό τέλος της έργασιακής διαδικασίας προκύπτει ενα άποτέλεσμα που ήδη υπήρχε στήν άρχή στην ι δ έ α τ ο υ έ ρ γ α ζ ό μ ε ν ο υ , πού συνεπώς προϋπήρχε ιδεατά. Δέν π ε τ υ χ α ί ν ε ι αυτός μόνο μια αλλαγή μορφής του φυσικού στοιχείου* π ρ α γ μ α τ ο π ο ι ε ΐ, στό φυσικό στοιχείον ταυτόχρονα, τό δ ι κ ό τ ο υ σκ ο π ό^ που ό ϊδιος γ ν ω ρ ί ζ ε ι , σ κ ο π ό που κ α θ ο ρ ί ζ ε ι σάν ν ό μ ο ς τόν τ ρ ό π ο που έ ν ε ρ γ ε ί (Ι^σ. 166).
Δέν ξεκινάμε, λοιπόν, άπό τή φύση για να καταλήξουμε μετά στήν κοινωνία* καί, άπό τήν κοινωνία «γενικά», σ' αυτή τήν
126
Ιδιαίτερη κοινωνία. Άπό'πεφες αύτοΰ του· είδους, ογι στο Χέγχελ, άλλα ποτέ καΐ σέ χανένα δέν θά πετύχουν. Γιατί —ιέξηγεί π.χ. δ Μάρξ^° —«δέν υπάρχει γέφυρα à%b τήν όποια να περνάμε άπό τή γενική ί'δεα του οργανισμού [άδιάφορο αν αυτός είναι φυτικός όργανισμός, ζωικός η κοινωνικός, κλπ.] στην καθαρισμένη Ιδέα του κρατικού οργανισμού η πολιτικού συντάγματος, και στήν αιωνιότητα δεν θά 'Sîvai δυνατό νά στηθεί τέτια γέφυρα». 'Αντίθετα, ξεκινάμε άπό τό παρόν, δπου, σέ άντί'θεση προς «δλες τις μορφές (της κοινωνίας), στίς οποίες κυριαρχούσε ή Ιγγεια ιδιοκτησία» καΐ «ή σχέση μέ τή φύση ήταν άκόμη κυριαρχική·», κυριαρχεί τό κεφάλαιο, 'δηλαδή «προεχει τό κοινωνικ-ό, ιστορικά παραγμένο στοιχείο»' ^^ για νά κατανοήσουμε μετά, άκριβώς αφού διαπιστώσουμε αυτή τή «διαφορά», στήν οποία ή ιστορικο χρονολογική τάξη εμφανίζεται άνεστραμμένη, πώς στίς άλλες κοινωνίες ήταν, άντίθετα, κυριαρχική ή σχέση μέ τή φύ-ση καί, άκόμη παραπέρα, πώς, πριν άπό τΙς άνθρώπινες κοινωνίες, υπήρχε μόνο ή φύση. Δέν άποκλείεται δλα αυτά νά φάνουν σέ κάποιον μόνο μιά τυπική άνατροπή. Στήν πραγματικότητα είναι μιά άνατροπή περιεχομένων χάρη στήν οποία, άπό τή μιά μεριά, εχουμε τήν άνάλυση πού μας δίνει ο Μάρξ — τό «Κεφάλαιο»* άπό τήν άλλη, άντίθετα, τήν ανάλυση πού μας δίνει π.χ. δ Εάουτσκι, δηλαδή μιά προβληματική πού κινείται στό πρώτο βιβλίο της «Άντίληψης της ιστορίας» σάν «Πνεύμα και κόσμος», περνάει στό δεύτερο στήν «'Ανθρώπινη φύση» (τά ένστικτα, ή προσαρμογή, τό φύλο, κλπ.) κα! μόνο στό τρίτο βιβλίο στήν «'Ανθρώπινη· κοινωνία»' άλ>ϋά, ας προσέξουμε καλά, άρχίζοντας άπό τή «Φυλή», γιά νά ερθουμε μετά στήν «άνθρωπογεο)γραφία», άπό δω στήν «τεχνική» (όργανα φιυσικά καΐ τεχνητά, κλπ.), και τέλος, μόνο μετά άπό χίλιες σελίδες, σέ μιά σειρά άπό άδύναμους καΐ γενικούς δρισμούς για τήν ιστορία «γενικά», τις τάξεις «γενικά», τό Κράτος «γενικά», κλπ.^'^ 20. Κ. 21. Κ. σ. 357. 22. Κ. 1927, τόμοι
Μάρξ, «Κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας τοί3 δικαίου». Μάρξ, «ΕΙσαγωγή cyτήv κριτική της πολιτικής οίκονομιας», Κάουτσκι, « Ή υλιστική αντίληψη της Ιστορίας», Βερολίνο 2.
127
Εννοείται δτι αυτά λέγονται κυρίως καΐ πρωταρχικά για τό «ψιλοσοψο» Κάουτσχι' καΐ πώς,, άναφορικα και προς. αυτή του την πλευρά, υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στόν «ορθόδοξο» Κάουτσ^κι και τον κατοπινό. Άλλα είναι πάντοτε παρόν ενα δδηγητικό νήμα,, ακόμη και στο εργο των καλύτερων χρόνων: καΐ είναι ή αρχή σύμφωνα μέ τήν δπο·ία αυτός κινείται άπ' αυτό πού είναι κοινό σέ δλες τΙς εποχές για να ερθει μόνο αργότερα στις διαφορές: χωρίς να καταλαβαίνει πώς ετσι τα εΓδη ή τα μερικά παραμένουν πάντοτε φ α ι ν ο μ ε ν ι κ έ ς υποδιαιρέσεις στό γενικό - γενικόλογο, και δτι γι"" αυτό δέν καταφ'έρνει ποτέ νά βγει από τήν αφαίρεση.. Είναι συνεχής στά εργα του, λ.χ., ή διαμαρτυρία ενάντια στις αναγωγές των βιολογικών νόμων σέ νόμους ολόχληρου του γίγνεσθαι, ενάντια στό μαλθουσιανισμό, ενάντια στον κ·3ΐνω-νικό δαρβινισμό, κλπ. 'ΚαΙ συνεχής επίσης ή ανάκληση στό γεγονός δτι κάθε κοινωνία εχει τους ειδικούς νόμους της. 'Αλλά άρχει νά γνωρίζει κάνεις τό εργο του λίγο, για νά δεϊ πώς ό μαρξισμός του φαίνεται πάντοτε μια 'εξακολούθηση του δαρβινισμου καΐ οί δαό, μετά, μόνο Ιδιαίτερες στιγμές του γένους «Εξέλιξη». Ποτέ δ'έ γίνεται ετσι αντιληπτή ή α ν α τ ρ ο π ή , μέ τήν όπο'ία στήν ιστορία αυτό πού πρώτα ήταν θεμελιακό καΐ ειδικό γίνεται δευτερεύον καΐ γενικό, και αυτό πού αντίθετα ήταν ιδιαίτερο ή γενικό άναπτύσσεται σέ βασικό ή εί'δικό χαρακτηριστικό. Τό κεφάλαιο, π.χ.., πού στό Μεσαίωνα ήταν μόνο μια άρθρωση της εγγειας ιδιοκτησίας, γίνεται μέ τήν αστική κοινωνία ή β ά σ η ολόκληρης της παραγωγικής διαδικασίας: ενώ ή γαιοπρόσοδος καταλήγει μόνο σέ ·συνάρτηση ή στιγμή της. Τό ιδιο ισχύει για τήν εξάρτηση' από τή φύση. Τό κλίμα, ή εύφορία της γης κλπ., δλες αύτές οί φ'ϋσικές συνθήκες, ενεργούν στήν ανθρώπινη ιστορία σάν συναρτήσεις τών κοινωνικών καθεστώτων, ποτέ άντίστροφα.. Τώρα, στόν Κάουτσκι δλα αύτά έχουν βέβαια συχνά «ειπωθεί»' άλλα κατόπιν διαψεύδονται από τή ·δομή και 23. Κάουτσκι, εργο ττροηγ. τόμ. I, σ. 196-8. Σε πολεμική μέ τή διατύπωση του Βόλτμαν, πώς «ό οικονομικός υλισμός απλώνεται σέ βιο λ ο γ ι κ ό υ λ ι σ μ ό μέ τήν έννοια της δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης», ό Κάουτσκι άπαντα πώς «ή παρατήρηση είναι σωστή αν, για κείνη πού ό Βόλτμαν ονομάζει δαρβινική θεωρία της εξέλιξης, θέλει να πει τή θεοορία της έξέλιξης γενικά».
128
τήν εσωτερική λειτουργία των γραφτών του. Ή κοινωνική ζωή, π.χ.., είναι γι' αυτόν ειδίκευση του Ινστικτου της αύτοσυντήρησης, ,μια από τις ι^διαίτερες [χορφές του αγώνα για τήν^ ύπαρξη. Αυτή 5ριως δέ χα·ρα.κτηρίζεται ποτέ από τόν α π ο κ λ ε ι σ μ ό των χαρακτηριστικών που εχει δ «αγώνας για τήν ύπαρξη» στα αλλα έπίπεδα. κα-Ι από τήν άντικατάσταισή τους άπό θεμελιακά νέα, ή ί σ τ ο ρ ·ι κ ο - ανθρώπινα χαιρακτη-ριστικά,, πού να υποτάσσουν τή δράση των πρώτων' αλλά, άντίθετα, τα νέα χαρακτηριστικά π ρ ·ο σ θ' έ τ ο· ν τ α Ί στα πρώτα,, που μένουν Ιτσι σαν θεμέλιο. Δεν καταφέρνει,, δηλαδή, νά βγει ποτέ από τό «γενικό πλαίσιο» καί, στή βάση του δλου,, παραμένει, για νά τό πούμε με τά λόγια του Μάρξ„ «ή αθάνατη^ άνακάλυψη· πώς δ άνθρωπος σέ δλες τις περιστάσιεχς πρεπει νά τρώει, νά πίνει κλπ.»,^^ ή Ικείνη ή γενικότητα, στήν δποία δ 'ίδιος δ "Ενγκελς, περισσότερες άπό μιά φορά, υποβίβασε τή σημασία του μαρξισμού, δηλαδή πώς, «δπως δ Δαρβίνος άνακάλυψε τό νόμΟ' της εξέλιξης της οργανικής φύσης, ετσι και δ Μάρξ άνακάλυφε τό νόμο της εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας», τό νόμο «πώς οι άνθρωποι πρέπει κυρίως νά τρώνε,, νά πίνουν, νά στεγάζονται καΐ νά ντύνονται»: ενα γενικό νόμο ανάπτυξης γιά δ λ ε ς τΙς εποχές! Δέν είναι εδώ ή περίπτωση νά έξετάσουμε πόσο αύτή ή «στροφή» πού υφίσταται, με τόν Κάουτσκι καΐ τόν Πλεχάνωφ·, ή σκέψη του Μάρξ (καΙ εδώ έμεις περιοριζόμαστε σέ ραψω-διακές νύξεις) βρίσκεται ή'δη ιένμέρει προετοιμασμένη, αν κα.Ι έμβρυακά σέ μερικές πλευρές του έργου του 'Ένγκελς; και πώς, (3υνοπτικά, ή άναζήτηση· γενικότατο^ν νόμων ανάπτυξης της φύσης καΐ της ιστορίας τόν Ιφεραν νά προετοιμάσει εκείνο τό μίασμα χεγκελιανισμου καΐ δαρβινισμου (αυτός δ τελευταίος νοείται περισσότερο σύμφο)να μέ τά συμπεράσματα του Χαΐχελ) , δυνάμει του δποίου οι άφηρημένες «θέσεις» καΐ «άντιθέσεις» το\)> χεγκελιανου διαλεκτισμου επρεπε νά μετατραπούν σέ «κληρονομικότηΓ τα» καΙ «προσαρμογή»: δπου, π.χ., στήν Προεργασία του «"ΆντιΝτύρινγκ» αυτός μπορεί νά γράφει, δτι «δ Χαΐκελ Ιχει άπόλυτο δίκιο νά θεωρεί τήν κληρονομικότητα βασικά σάν τή συντηρητι24. κ . Μάρξ, «Περιθο)ριακά σχόλια στον "Αντολφ Βάγκνερ».
129
κή καΐ θετική πλευρά καΐ τήν προσαρμογή σαν τήν αρνητική καΐ έπαναστατική πλευρά της διαδικασίας», μεταμορφώνοντας τσι αύτα τα δυο γενικότατα χαρακτηριστικά σέ φορείς δλόκληρηζ τ^ήζ εξελικτικής διαδικασίας άπο το κύτταρο ώς το σοσιαλισμό. Οϋτε είναι έιδω ή περίπτωση να δοΰμε πόσο αυτή ή αντικατάσταση του «πιο άπλοΰ στή σκέφη^> μέ το πραγματικό θεμέλιο και\ συνεπώς, ή άντικατάσταση της λογικο-αφηρημένης πορείας μέ τήν Ιστο-ρικο-συγκεκριμένη, συνεισέφερε (διαμέσου της υπερεκτίμησης του έργου του Μόργκαν) στήν άνάπτυξη της έθνολογικίστικης κατεύθυνσης ένος αρκετά μεγάλου- μέρους του μαρξισμού της εποχής (τύπου Κάουτσκι καΐ Κουνώβ). Είναι γεγονός, ωστόσο, δτι, αν και σέ προσεγγιστικές καΐ στοιχειώδεις βάσεις, οχι μόνο βρίσκουμε μορφοποιημένη τή θέση σέ πολυάριθμους συγγραφτείς της εποχής, αρχίζοντας άπό τό «'Ιστορία της σύγχρονης φιλοσοφίας» του Εουνο Φίσερ, σύμφωνα μέ τον οποίο είναι ακριβώς ή θεμελιακή άρχή του Χέγκελ — ή ιδέα της «καθολικής ανάπτυξης»— που θριαμβεύει μέ το Δαρβίνο καΐ στίς φυσικές επιστήμες, άλλα παραβρισκόμαστε στή συνδυασμένη ενέργεια θετικισμού καΙ ιδεαλισμού υπέρ τής διάλυσης τής έννοιας τής α ι τ ί α ς : άπό τή μια μεριά, λόγω τής, τυπικά χεγκελιανής, αποστροφής προς τις διαχρι'σεις του νου καΐ τήν α'ιτιακή έξήγηση (τό φηιμι^μένο «Εξηγώ» Erklären) καί, άπο τήν άλλη, λόγω τής θετικιστικής άντικατάστασης τής επιστημονικής άφαίρεσης μέ τήν απλή «Ιστορική» περιγρα'φή^. Οί όρισμοί —^γρ(χφει ήδη ό 'Ένγκελς στην Προεργασία που αναφέραμε τταραπάνω — στερούνται αξίας για τήν επιστήιμη, γιατί εΪναι πάντοτε άνεπαρκεΐς. Ό μοναδικός πραγματικός όρισμος εΪναι ή άνάπτυξη τού ϊδιου τοΟ πράγματος^ που δέν εΪναι δμως πια ένας όρισμός. Γιά να γνωρίσουμε και να άποδείξουμε τί εΪναι ή ζοοή, πρέπει να έρευ^ νήσουμε δλες τις μορφές τής ζωής και να τις παρουσιάσουμε στή σύνδεση τους.
Δηλαδή, ή άπλή ιστορικο - χρονολογική διαδοχή παριστάνει δλες τις υπηρεσίες τής αιτιακής - επιστημονικής εξήγησης* ή εξελικτική σειρά τών οργανισμών πρέπει νά άποσαφηνίσει, επίσης, δλα τά προβλήματα πού άφορουν τή δο'μή καΐ τή φυσιολο-
130
γία των οργανικών δντων' ή οντογένεση δέν είναι άλλο, δπως λέει δ Χαικελ,, από «μια σύντΟ'ριη καΐ ταχεία άνακεφαλαίωστ] της φυλογένεσης». Ό ίστορικος παράγο^ντας δέν ύποστηριζ-εται, δπως στο Μαρξ, από τον ορθολογιχο η αιτιατό - άναλυιτικό, έγκαθιστώντας εκείνη την αμοιβαία λειτουργικότητα λόγου καΐ ύλης πού είναι το πείραμα, άλλα τον άντικαθ'ΐστα* ή λογικο - αφηρημένη σ υ ν έ χ ε ι α δέν υποστηρίζεται άπά την α σ υ' ν έ χ ε ι α του πραγματικού και τό διαχωρισμό των ειδών, άλλα επιβάλλεται σ' αύτη. Τί θα πούμε σήμερα —γράψει ό Πλεχάνωφ στη «Μονιστική αντίληψη της ιστορίας»— για τό βιολόγο πού υποστηρίζει δτι χρειάζεται να αναζητήσουμε στην οντογένεση την τελευταία έξήγηση της φυλογένεσης; Ή σύγχρονη βιολογία ένεργεί ακριβώς άντίστροφα: αυτή εξηγεί ιμέ την ιστορία των είδων τήν έμβρυακή έξέλιξη του άτόμου25. Ό Δαρβίνος και ό Μαρξ έστησαν μια γέφυρα — εξηγεί ό Τιμιργιάζεφ στο δέκατο και τελευταίο μάθημα του πάνω στην «Ιστορική μέθοδο στή βιολογία»— μεταξύ βιολογίας -και κοινωνιολογίας, χρησιμοποιώντας τήν ιστορική μέθοδο και άπό τις δυο πλευρές, δπως σωστά είδε ό "Ενγκελς στο λόγο του πάνω στον τά(|κ) του φίλου(. . . ) . Μελετώντας τό ενα μετά τό άλλο δλα τ α μέρη τοΟ οργανικού κόσμου και βρίσκοντας συνεχώς ανάλογα χαρακτηριστικά και π ο τ έ μ ι α μόνη δ ι ά κ ρ ι σ η ; πού να χ α ρ ά ζ ε ι π ρ α γ α α τ ι κ ά αυτή τή συνεχή πορεία^ ό Δαρβίνος φτάνει μέχρι τις ηθικές και πνευματικές ΐδιότητες26.
"Ενας μοναδικός νόμος αύλακώνει τήν ομοιογενή πορεία των καιρών: αυτός είναι ή άρνηση της άρνησης, πού μας έξηγεΐ πώς τό υγρό μεταπερνα στό στερεός δ γυρίνος στό βάτραχο, ή αστική κοινωνία στό σοσιαλισμό' ή, ό μέγας νόμος της «προσαρμογής καΐ της κληρονομικότητας». Καί, δπως στό «Άντι - Ντύ-ρινγχ» δ "Ενγκελς ειδοποιεί πώς «ή πολιτική οικονομία, σαν έπιστήιμη τών συνθηικών καΐ τών μορφών μέσα στις όποιες οι διάφορες άνθρώπινες κοινωνίες παρήγαγαν καΐ άντάλλαξαν καΐ μέσα στις όποιες κάθε φορά διένειμαν τα προϊόντα τους με τρόπο άνάλογο σ' αυτή τήν παραγωγή καΐ σ' αυτή τήν άνταλλαγή, ·— ή πολιτική οικονομία 25. Γ . Πλεχάνωφ, «Δοκίμιο για τήν άναπτυξη της μονιστικής άντιληψης της Ιστορίας». 26. Κ. Α. Τιμιργιάζεφ, « Ή Ιστορική μέθοδος στή Βιολογία».
131
μ' αύτη τήν τόσο ευρεία έκταση,, πρέπει ακόμη να δημιουργηθεί»: ξεχνώντας έτσι αυτό πού σωστά είχε διαισθανθεί στην Παρουσίαση του «Κριτί'κή της Πολιτικής Οικονομίας», δηλ. δτι ή μέθοδος της επιστήμης δεν είναι ή ιστορικο-·χ ρ ο ν ο λ ο γ ι . κ ή μέθοδος, άλλα ή λογικο - ιστορική, ή δτι «ή αντανάκλαση σέ άφηρημένη καΐ θεωρητικά συνεπή μορφή της πορείας της ιστορίας-'^ πρέπει να «διορθώνεται» συνεχώς καΐ να 'συγκρίνεται μέ τό π α.ρ ό ν, στη βάση του γεγονότος δτι κάθε κατηγορία καΙ κάθε στιγμή «παρατηρείται στο σημείο της ανάπτυξης στο όποιο εφτασε στήν πλή'ρη ωριμότητα της, στην κλασικότητά της» καί,, συνεπώς, στό φως του ·σή:μερα· Ιτσι καΐ .μέ τόν ιδιο τρόπο ό Φορλέντερ (για νά διαλέξουμε ενα πα,ράιδειγμα στήν τυχη) παραπονιέται στό βιβλίο του «Καρλ Μάρξ»,, σχετικά μέ τή μέθοδο του- «^Κεφαλαίου», δτι «ή έπιστημονική άνάλυση τών μορφών της ανθρώπινης ζωής δεν αρχίζει^ δπως θα ήταν πιό εύκολο, τόσο για τό συγγραφέα δσο καΐ για τόν άναγνώστη... μέ τήν ιστορία της πραγματικής της έίξέλιξη·ς,, άλλα άς ποΰμε «κατόπιν εορτής» μέ τά τελικά άποτελέσματα της διαδικασίας ανάπτυξης»^^. 'Όπου,, είναι καθ·αρό, πώς δέ γίνεται αντιληπτό δτι, αν ή επιστήμη πρέπει να είναι επιστήμη τοΰ' π ρ α γ μ α τ ι κ ο 0', αυτή δεν μπορεί να κατανοήσει τό παρελθόν παρά μόνο κινούμενη άπό τΙς δ ι α φ ο ρ έ ς του μέ τό π α ρ ό ν (πού είναχ τό μόνο ύ π α ρ κ τ ό) καί, συνεπώς, μόνο κινούμενη άπό τις κατηγορίες πού εκφράζονται άπ' αύτό. Πράγματι, δπως, π.χ. ή γαιοπρόσοδος δεν μπορεί νά γίνει αντιληπτή χω·ρ1ς τό κεφάλαιο,, ενώ τό κεφάλαιο, αντίθετα,, μπορεί να κατ^χνοηθ'ει κα·ι χωρείς τή γαιοπρόσοδΌ,, ετσι, θ·ά ήταν πράγμα «άνεφαρ'μοστο καΙ 'σφαλερό»,, λέει 6 Μάρξ,, να χρη'σΐιμοποΊοϋσε ή έπιστήιμη τΙς κατηγορίες μέ τή διαδοχή πού αυτές ήταν καθοριστικές γιά τή γενική πορεία της ιστορίας* «άφου·,, ή σειρά άχολουθίας τους, συνεχίζει δ ιδίος,, εξαρτάται βασικά άπό τή σχέση πού.αυτές έχουν ή μια μέ τήν άλλη στη σύγχρονη^ αστική κοινωνία, και αυτή ή σειρά είναι ακριβώς ή α ν τ ί σ τ ρ ο φ η τ ή ς φυσικής τους διαδοχής, δπως και της άνάπτυ27. Φ. 'Ένγπελς, «Άγτι-Ντύρινγκ», έκδ. Άναγνωστίδη, σ. 224* Φ. "Ενγκελς, «Παρουσίαση», έκδ. 'Αναγνωστόπουλου, Διαλεχτά 'Έργα, σ. 428-39· Κ. Φορλέντερ, «Καρλ Μάρξ», Ρώμη 1946, σ. 240.
132
ξής τους στο χρόνο. Έ&ώ —προσθέτει καΐ καταλήγει δ Μάρξ— δέν πρόκειται για τή θιέση πού ο: οικονομικές σχέσεις καταλαμβάνουν ιστορικά στή διαδοχή των διαφόρων κοινωνιών καΐ πολύ λιγότερο για τή διαδοχή τους «στήν Ίδ-έα»,, δπως φαντάστηκαν δ Χέγκελ καΐ δ Προυντόν,. άλλα αντίθετα για τήν ά ρ θ ρ ω σ ή τους στο - ε σ ω τ ε ρ ι κ ό της. σ ύ γ χ ρ ο ν η ς κ ο ι ν ω ν ί α ς^®. Μ,όνο„ λοιπόν,, άπδ τήν ύλικότητα του· παρόντος μπορεί να πηγάσει ή αφαίρεση ή επιστημονική ύπόθ'εση,. 'δηλαδή ή αιτίακή - αναλυτική εξήγηση* έτσι δπως^ αντίστροφα, είναι μόνο το πραγματικό υλικό της παρατήρησης πού,, δπως σωστά τόνισε δ 'Ένγκελς σ' ε να κομμάτι της «Διαλεκτικής της Φύσης»^'^ «καθαρίζει αυτές τις υποθέσεις,, άλλες άπορίπτει, άλλες διορθώνει, μέχρι πού, στο τέλος, καταφέρνει να δλοκληιρώσει και νά προβάλει το νόμο». Χάνοντας τον υλισμό χάνεται και ή έπιστήμη' αλλά χάνοντας αυτή τήν τελευταία και, συνεπώς^ τήν καθοριστικότητα ή ιδιαιτερότητα των άφαιρ-έσεων,. χάνεται μέ τή σειρά της κάθε άναφορά στήν πραγματικότητα. Καταλήγου·με, δηλαδή^ σέ κείνους τους πολύ ακαθόριστους νόμους, καλούς γιά κάθ'ε εποχή και κάθε τόπο, τδ μοναδικό άποτέλεσμα των δποίων είναι νά δίνουν σχέσεις πού ισχύουν ·σέ κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν ε ς ' άπ' δλες τΙς απόψεις και σέ δλα τα επίπεδα της πραγματικότητας σ υ ν θήκες: δπως, μέ μεγάλη δξύνεια, σημείωνε δ Λένιν στο «ίΟικονομικδ περιεχόμενο του λα'ίκισμου» (1894),, κάνοντας ακριβώς άναφορά σέ κείνο τδ νόμο του πληθυσμού πού τόσο διαφΌρετικά θά πραγματεύονταν δ Κάουτσκι δέκα εξι χρόνια αργότερα στδ Vermehrung und Entwicklung. «Οί συνθήκες άναπαραγωγής του άνθρωπου —ίγροίψ'ε τότε ό Λένιν σέ πολεμική μέ τδ Λάνγκε και τδ Στρουβε— εξαρτώνται κατευθείαν άπδ τή δομή τών διαφόρων κοινωνικών οργανισμών,, καΐ γι' αύτδ δ νόμος του πληθυσμού πρέπει νά μελετηθεί ξεχωριστά για τδν καθένα άπ' αυτούς τούς δργανισμούς και δχι άφηρημένα,, δηλαδή χωρίς άναφορά στίς ιστο28. Κ. Μάρξ, «Εισαγωγή στήν κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», σ. 357 - 8. ^^ 29. Φ. "Ενγκελς, «Διαλεκτική της Φύσης», σ. 354.
133
ρικά διαφορετικές μορφές της κοινωνικής δομής. Ή ερμηνεία του Λάνγκε δτι ή αφαίρεση είναι ή εξαγωγή του καθολικού άπο τα δμοιογενη φαινόμενα, στρέφεται ολοκληρωτικά ενάντια στον ϊδιο τδ συγγραφέα: εμείς μπορούμε να θεω,ρήσουμε ομοιογενείς [δταν πρόκειται για τις ανθρώπινες κοινωνίες] μόνο τις συν'θηκες ύπαρξης των ζώων και των φυτών, άλλα μέ κανένα τρόπο τΙς κοινωνίες του άνθρώπου, άφοΰ γνωρίζουμε πώς αύτδς έζησε σέ κοινωνικές ενώσεις διαφορετικές κατά τδν τύπο οργάνωσης»., « Έ θεωρία του Μάρξ —συνεχίζει δ Λένιν— δεν κομματιάζει καθόλου τδ νημα πού διαπερνά δλ,όκληρη την δργανική φύση, συμπεριλαιμβανομένου τοΟ άνθρώπου», δέν κο'μματιάζει καθόλου τη σ υ νέ χ ε ι α* «άπαιτεί μόνο νά ιμή λυθεί το εργατικό ζήτημα. —μιας καΐ αύτδ τδ ζήτημα υπάρχει μόνο στην καπιταλιστική κοινωνία— στή βάση γενικών ερευνών γιά τήν άναπαραγωγή του άνθρώπου, άλλα στή βάση ιδιαίτερων ερευνών πάνω στούς νόμους των καπιταλιστικών σχέσεων»' απαιτεί μόνο, δηλαδή, νά μή γίνεται ή συνέχεια ένα πρόσχημα γιά νά διαγράφονται δλες οΐ δ ι α φ ορ έ ς, δηλαδή νά μετατραπεί άπδ συνέχεια σέ σύγχυση. «Ό καλδς Λάνγκε —προσθέτει δ Λένιν— έσπρωξε το ζήλο του μέχρι πού νά υπερασπίζεται τον εργάτη άπδ τδ Μάρξ, άποδείχνοντας στο Μάρξ δτι δ εργάτης «σπρώχνεται άπδ τήν ανάγκη» καΐ «βτι [...] αυτή ή άνάγκη άλλο δέν είναι άπδ μιά μεταμόρφωση του άγώνα για τήν ύπαρξη». Νά σέ τί ανακαλύψεις δδηγοΰν «οι γενικές έρευνες γιά τήν ύπαρξη, τήν άναπαραγωγή και τήν τελειοποίηση του άνθρώπινου γένους»! Φτάνουμε Γσως νά καταλάβοιυμε κάτι για τΙς αιτίες της «άνάγκης», γιά τό πολιτικο - οικονομικό περιεχόμενο της και τήν ανάπτυξη της, αν μας ειπωθεί δτι αύτή είναι μιά μεταμόρφωση του άγώνα γιά τήν ύπαρξη; 'Λλλά, αν θέλετε, αύτδ μπορεί νά ειπωθεί γιά κάθε πράγμα: για τΙς σχέσεις του· εργάτη μέ τδν καπιταλιστή, του γαιοκτήμονα μέ το χειροτέχνη και μέ τό δουλοπάροικο, κλπ. κλπ. Ή προσπάθεια του Λάνγκε νά διορθώσει τδ Μάρξ δέν μας δίνει άλλο παρά , άσύστατες κοινοτοπίες ή αφέλειες», οι όποιες επιβεβαιώνουν μόνο, καταλήγει δ Λένιν, «τήν άδυναμία νά οικοδομηθεί ενας άφηρηίμένος νόμος του πληθυσμού σύμφωνα ·μέ τή φόρμουλα του συσχετισμού της
134
αυξψής του με τα μέσα έπιβίιοσης,, επειδή αγνοούνται τα 'ιδιαίτερα ιστορικά συστήματα των κοινωνικών σχέσεων καΐ οι φάσεις της άνάπτυξής τους»^°.
4. Ό Μάξ Βέμπερ καΐ μερικές άπόψεις της σύγχρονης άστικής κοινωνιολογίας Στήν εισαγωγή στο «Τα δρια της διαμόρφωσης των εννοιών τών φυσικών επιστημών», παίρνοντας θέση απέναντι στίς παραδοσιακές κατευθύνσεις της σκέψης πάνω στήν ιστορία,, δ Ρίκερτ προτείνει μερικές σύντομες σκέψεις για το Χεγκελ και τον Κόμτ, πού το τελικό τους νόημα είναι πρακτικά αυτό: Τόσο ή φ·ιλοσοφ'ία της ιστορίας ιδεαλιστικού τύπου δσο καΐ κείνη νατουραλιστικού τύπου «'ανακάλυψαν», λέει αύτός^ ενα «νόημα» και μερικούς «νόμους» στήν ιστορία, χωρίς ποτέ να τεθεί τδ πρόβλημα της θεωρίας της γνώσης, χωρίς να ερευνήσουν, δηλαδή, αν αυτό τδ «νόημα» ή αύτοι οΐ «νόμοι» υπάρχουν πραγματικά, ή τουλάχιστον άν είναι δυνατό να τα γνωρίσει το ανθρώπινο πνεύμα. Ά π ' αύτη την οπτική γωνιά, προσθέτει, και στίς δύο θ'έσεις λείπει, συνεπώς, ενα «γνωσιολογικό θεμέλιο»· καΊ «δσο κι άν σε πολλούς μπορεί να φανεί και σήμερα ακόμη τόσο «σύγχρονη», ή φίλοσοφ-ία της ιστορίας του Κόμτ, μπροστά στήν κριτική της γνώσης, είναι δχι λιγότερο άοπλη από κείνη του γεριμανικου' 'ιδεαλισμού»., Τόσο δ Χέγκελ δσο και δ Κόμτ, καταλήγει δ Ρίκερτ, θεωρητικολόγησαν πάνω στο αντικείμενο, χωρίς να μελετήσουν ταυτόχρονα τις συνθήκες της σχέσης ύποκείμενο - αντικείμενο, δηλαδή τις συνθήκες της ιστοριογραφικής κρίσης. Μέσα σε περιορισμένα δρια, ή παρατήρηση μπορεί να ισχύει κατά κάποιο τρόπο. 'Όπως, πράγματι, για τδ Χέγκελ, δ προβληματισμός πάνω στή λογική, δηλαδή ή σχέση ύποκείμενο - άντικείμενο μ έ σ α στο ύ π ο κ ε ί μ ε ν ο , αναπτύσσεται γρήγορα δχι μόνο σέ προβληματισμό πάνω σέ ο λ ό κ λ η ρ η τήν πραγματικότητα, άλλα σέ πραγματική διαδικασία καθαυτή, 30. Λένιν, "Απαντα, έκδ. Μέλισσα, τόμ. I, σ. 474 έπ.
135
ϊται για τΙς θετικιστικές φιλοσοφίες της Ιστορίας συ.μβαίνει το αντίστροφο: |χέ τήν έννοια δτι αύτος δ νατουραλισμ,ός βλέπει,, πράγματι, δτι τδ υποκείμενο είναι καθαυτό μια στιγμή της αντικειμενικότητας, άλλα κατόπιν δέ θεωρεί πό^ς αύτδ της είναι μέρος, μέ μια είιδική λειτου-ργία του,, δηλαδή μέ τδ να ά ν τ α ν ακλατ-αι πάνω τ η ς,, και, συνεπώς, δτι αύτδ -είναι, ταυτόχρονα, έκτδς άπδ μ έ ρ ο ς, επίσης καΐ κ ρ ι τ ή ρ ι ο καΐ επιλογέας της Γδιας της πραγματικότητας. ΚαΙ οί δυ'δ κατευθύνσεις, μέ αλλα λόγια, έχουν τδ ελάττωμα να είναι κατευθύνσεις μ ο ν ι σ τ ι κ έ ς, δηλαδή να ανάγουν τήν ένότητα - .διάκριση σκέψης καΐ είναι σέ αποκλειστική τ α υτ ό τ η τ α: ή μια στήν Ί'δέα, ή αλλη στήν Τ λ η σ α ν τετ ι α. Πού σημαίνει, μετά, δτι, έξαιτίας αύτοΰ του άφηρημένου μονισμου τους, και d δύο κατευθύνσεις καταλήγουν σ' Εναν πραγματικό δ υ ϊ σ μ ό : δηλαδή, δ Χέγκελ καταλήγει στήν πολύ γνωστή παλινόρθωση του «ιάοίριτικοΰ θετικισμού», δπως δταν, έχοντας οΈκοδομήσει π.χ. «τή θεωρία του φωτδς καΐ των χρωμάτων άπδ τήν καθαρή σκέψη», «πέφτει ετσι —λέει δ "Ενγκελς-— σ τ δ ν πιδ χ ο ν δ - ρ ο ε ι δ ή έ μ π ε ι ρ ι σ μ δ πού χαρακτηρίζει τή στενή εμπειρία των Φιλισταίων»' δ Κάουτσκι, άντίθ€τά, si parva licet..., προβάλλοντας τήν πολύ γνωστή παλινόρθωση του ήθ'ΐκου Ιδεαλισμού: δπως, δταν π.χ.,, άφοΰ άναπτύσσει στήν «Ηθική» μέχρι τέλος τδ συλλογισμό του μέ δρους ζωώδους ένστίκτου» βρίσκεται ιμετά να αξιώνει Ινα Δέον, ενα ήθικδ Ιδεώδες, πού δέν ?χει να κάνει τίποτα μέ τδ «ντετερμινισμδ» της έπιστήμ.ης^\ άλλα πού ακριβώς γι' αύτδ στριμώχτηκε δταν εφ·τασαν στδ χτένι οΐ ιστορικοί κόμποι των άστικών «έλευθεριών». Μένοντας σ' αύτδ τδν τελευταίο προσανατολισμό, πού είναι κοϋΐ κείνος στδν δποΐο βασικά χτυπάει b Ρίκερτ, στδ βαθμδ πού δ 31. Κ. Κάουτσκι «Ηθική καΐ υλιστική αντίληψη της ^Ιστορίας», έκδ. Άναγνο>στίδη, σ. 162 έπ. Αυτή ή αμοιβαία πλοκή οίκονομικου ντετερμινισμού και ηθικού καντιανισμοΰ εγινε, γενικά, καλά άντι?ςηπτή από τον Λούκατς, «^Ιστορία και ταξική συνείδηση», δπου αυτός π.χ. σημειώνει πώς «οικονομική μοιρολατρία καΐ ήθική έπαναστήλο^ση του σοσιαλισμού εναλλάσσονται κατά τις περιστάσεις». «Δέν είναι τυχαίο — προσθέτει αυτός — δτι εμείς ξαναβρίσκουμε αυτά τα πράγματα, μέ τον ϊδιο τρόπο, στό Μπερνστάιν, στον Τουγκάν-Μπαρανόβσκι και στόν "Οτο Μπάουερ».
136
προβλη!μ·ατίσμός του προσανατολίζεται κυρίως ένάντια στο νατουραλισμό καΐ (μέσα απ' αυτόν) ενάντια στίς μορφές, του συρμοϋ τότε y του Ιστορικού ύλισμου η ο'ικονομισμου^ — το κυριότερο σημείο πού πρέπει να τονιστεί είναι ή ανικανότητα άρχων αύτης τη; κατεύθυνσης να καταγράψει τη 'στιγμή της δ ρ ά σ η ς καΐ της επέμβασης του άνθρωπου στην ιστορία. 'Ανικανότητα πού άκολουθεϊ εκείνη του να συλληφθούν μαζί παραγωγή και κοινωνικές σχέσεις, ή να γίνει αντιληπτό πώς τα ά ν τ ι κ ε ί μ ε ν α της οικονομικής διαδι-^ιασίας είναι ταυτόχρονα υ π ο κ ε ί μ ε ν α ή κοινωνικές τάξεις. Χωρίς να φτάνουν τήν οριακή περίπτωση του Λαφάργκ πού στο «Ό οικονομικός ντετερμινισμός του Κάρλ Μάρξ», καταλήγει να άντιλαμβάνεται τις άλλαγές του κοινωνικού περιβάλλοντος σαν άλλαγές πού επιδρούν «άμεσα και μηχανικά» στους άνθρώπους, κάνοντας τους ν α λ ε ι τ ο υ ρ γ ο ύ ν , — μπορούμε νά πού·με δτι, παρά τις άντίΟετες προσπάθειες, λιγότερο ή περισσότερο ρητά αυτή είναι ή θέση των «όρθόδοξίον» της έποχής στους όποιους άνήκει κι δ Γδιος δ Πλεχάνωφ, δ οποίος στο I I I κεφάλαιο του «Ό ρόλος της προσωπικότητας στήν ιστορία» δείχνει καθαρά να μήν καταφ'έρνει νά κατανοήσει τή στιγμή της συνειδητής επέμβασης ή της δράσης παρά σάν παράγοντα ενός μαθηματικού αθροίσματος,, ή — εξαιτίας του καθαρά άτομικού χαρακτηριστικού του —σάν ενα απλό τ υ χ α ί ο πού Εκδηλώνεται στό σημείο διασταύρωσης ά ν α γ κ α ί ω ν διαδικασιών'"^^. Θά ήταν ενδιαφέρον νά δούμε πόσο αυτές οι θέσεις συνδέονται πραγματικά μέ μερικές κατευθύνσεις τού θετικισμού: π.χ.. πώς ορισμένες διατυπώσεις τού Πλεχάνωφ άνακαλούν, ακόμη και φιλολογικά, ανάλογες διατυπώσεις πού έγιναν από τό Τζών Στιούαρτ Μιλ στό τέταρτο βιβλίο τού «Συστήματος Λογικής» του, δηλαδή στο μέρος πού άφ'ίερώνεται στη «λογική τών ήθ'ΐκών έπιστημών»' και μαζι μ' αυτό, φυσικά, πόσες διαφορές παραμένουν ακόμη ανάμεσα στους δυο προσανατολισμούς. ^Ωστόσο,, συμπυκνώνον32. Πρβλ. αντίθετα Λένιν, "Απαντα, τόμ. I, σ. 418, για τήν αντιπαράθεση αντικειμενισμού και ύλισμου. 'Ιδιαίτερα: «ό άντικειμενιστής μιλά για '^ακατανίκητες Ιστορικές τάσεις"' ό ύλιστής μιλά για τήν τάξη πού ^'διαχειρίζεται" μια καθορισμένη οικονομική δ ι ά τ α ξ η . . . » .
137
τας το χρόνο της συζήτησης,, εδώ άρχει να υπογραμμίσουμε δτι αυτός ο προσανατολισμός,, παρά τις άναντίρητες εσωτερικές του διαφορές, ανάγει,, στην ούσία^ τή στιγμή της υ π ο κ ε ι μ ε ν ι κότητας σέ εναν άπλο κρίκο της αντικειμενικής αίτιακ ή ς αλυσίδας, ή αλλιώς σέ άπλο τυχαίο* και δτι, τελικά, άποκλείει τή δυνατότητα νά κατανοήσουμε δτι ή ανθρώπινη πράξη, δπου συμπεριλαμβάνεται κι ή ϊδια ή πράξη της γ ν ώ σ η ς , αν βέβαια εγγράφεται στήν άντικειμενικότητα, είναι επίσης αλλο^στε μια άνεστραμμένη αιτιότητα,, δηλαδή ενας φ'ΐναλισμός, ή μια 'διαδικασία πού χαρακτηρίζεται (ας θυμηθ'ουμε το άπόσπασμα του Μαρξ για τήν ανθρώπινη εργασία) από τήν προΰπαρξη ή τήν ι δ ε α τ ή παρουσία, στο νου·, του αποτελέσματος. Έδώ δέ φαίνεται, μ' άλλα λόγια, δτι αν ή υποκειμενικότητα ειναχ 'μια λειτουργία της αντικειμενικότητας καΙ δτι αν ή σχέση άνθρωπος - φύση είναι σίγουρα (καΙ θεμελιακά) μια σχέση μέσα στή φύση, αυτή παράγεται επίσης, βέβαια, και σαν διανθρώπινη σχέση, δπου ό αισθητός κόσμος είναι •— σαν γλώσσα στή γνώση και σαν άντικείμενο στήν εργασία — διέξοδος και medium με τή σειρά του τών ζωτικών εκδηλώσεων του ανθρώπου. Π .χ., στο βαθμό πού ή φιλοσοφία του Χέγκελ είναι αυτή ή ϊδια ενα άντικειμενικό δεδομένο, ενας πραγματικός ιστορικός θεσμός, μια εκδήλωση της κοινωνίας, είναι καθαρό πώς δταν δ Μαρξ διαπιστώνει τήν ατελή καΐ άνάρμοστη σχέση πού διαμορφώνεται άνάμεσα σέ σκέψη και είναι, άνάμεσα σέ θεωρία και πρακτική, μ έ σ α σ' α ύτ ή τ ή φ' ι λ ο σ ο φ· ί α, διαπιστώνει ταυτόχρονα καΐ τήν ψεύτικη σχέση πού υπάρχει ά ν ά μ ε σ α σ' αυτή τή φχλοσοφιία και τον κόσμο, δηλαθή άνάμεσα σέ θεωρία καΐ πρακτική, άνάμεσα σέ διεύθυνση καΐ εκτέλεση μέσα στήν αντικειμενικότητα, ή τήν ψεύτικη σχέση πού υπάρχει άνάμεσα στα συστατικά μέρη της αστικής κοινωνίας. Μ' αυτή τήν έννοια — δπως εχου-με πει — τό νεανικό εργο του Μαρξ, τό λεγόμενο φχλοσοφ'ΐκό, είναι ήδη ερευνά πάνω στήν κοινωνία, καθαυτή κοινωνιολογία. Μόνο πού, αν αυτό είναι αλήθεια καΐ αν ΐεπίσης ή φιλοσοφία είναι ενα μέρος, μια εκδήλωση, μια πραγματική άρθρωση της κοινωνίας, δχι λιγότερο αλήθεια είναι, έπομένως,, δτι θα ήταν λάθος μετά νά ταυτίσουμε άμεσα μια φ·ιλοσοφ'ία ιμέ τα άντικε-όμενα μέ τά όποΐα αύ-
138
τη α σ χ ο λ ε ί τ α ι . Πράγματι,, δ τρόπος μέ τόν όποΓο αυτή μαρτυρ·εΙ για τήν πραγματικότητα ανάγεται κατευθείαν στον τρόπο μέ τόν όποιο επιλέγει καΐ συλλέγει τα δεδομένα αύτης της πραγματικότητας καχ,, συνεπώς,, στη φύση της σαν κ ρ ι τ ήρ ι 0. Για να μείνουμε στο παράδειγμα, δ Μάρξ, μελετώντας τη «Φιλοσοφ'ία του Δικαίου» του Χέγκελ,, μελετά τό ϊδιο τδ άστικο Κράτος, άλλα ταυτόχρονα και τη φ'ΐλοσοφία του Χέγκελ σαν μ έθ ο δ ο ή κριτήριο μέ τδ δποΤο προβληματίζεται πάνω σ' αυτδ τδ Κράτος, και συνεπώς,, σαν κάτι του οποίου ή αξία μαρτυρίας της πραγματικότητας δεν μπορεί να καταξιωθεί .διαφορετικά παρά μόνο ά ν ε π α λ η θ ε υ τ ε ί έκ των πραγμάτων ή συνέπεια μ' αυτή, δηλ,αδή περνώντας στην ά μ ε σ η ανάλυση του ϊδιου του Κράτους καιι της αστικής κοινωνίας. Ά π ' αυτή τήν οπτική γωνιά, τδ νεανικδ εργο του Μαρξ δεν είναι ακόμη τδ «Κεφάλαιο»: στδ νεανικό του εργο ή ανάλυση της πραγματικής κοινωνίας αρθρώνεται μόνο στδ βαθμδ πού είναι ·άπαραίτητη για τήν κριτική απέναντι στή μ έ θ ο δ ο του Χιέγκελ και συνεπώς για τήν επίτευξη μιας καινούργιας μεθοδολογικής προοπτικής, ή οποία — άς προσέξουμε καλά — φτάνει στδ επιστέγασμα της καΐ στήν τελειοποίησή της μόνο μέ τήν «Εισαγωγή» του '57 στα Grundrisse, δηλαδή μέ τδ πρώτο σέ πλατιά κλίμακα σχεδίασμα του «Κεφαλαίου». "Οπως είναι αδύνατο νά άντικαταστήσουμε,, λοιπόν, τήν κοινωνική αντικειμενικότητα μέ μιαν οποιαδήποτε φυϋΐκή αντικειμενικότητα, και νά αγνοήσουμε τή βαθιά αλλοίωση πού υπέστη ή γήινη φύση μέ τδν έρχομδ του ανθρώπου' δπως είναι αδύνατο νά αντικαταστήσουμε τήν κοινωνιολογία μέ τή βιολογία* ετσι πρέπει νά είναι, αντίστροφα,, καΐ άιδύνατο νά πάρουμε τήν ανθρώπινη πράξη ή κυριολεκτικά τή γ ν ώ σ η^ για τή μ ο ν α δ ι κ ή αντικειμενικότητα. Πού είναι ακριβώς ή λύση, άντίθίετα,, πού μας παρουσιάζει τδ άλλο θεωρητικό ρεΰμα της Δεύτερης Διεθνούς: δ αυστρομαρξισμός., «Κάθε κοινωνική αιτιότητα — γράφει π.χ. δ Μάξ "Αντλερ (και εδώ μπορούμε με ευχέρεια νά πολλαπλασιάσουμε τις παραπομπές) — πορεύεται μόνο στδ εσωτερικό μιας καθορισμένης τελεολογικής μορφής, πού της χαράζει ή πνευματική φύση του άν-
139
θρώπου, καΐ elvat συγεπώς εσωτερικά φ·:ν·αλιστική.»^^ «Στο έπίπεδο της πνευματικής φύσης», δηλαδή, του ανθρώπου, «το ε IV α ι δεν είναι πια μια υλική κατάσταση, άλλα κάτι πού δεν πρέπει νά θεωρείται παρά μόνο σαν πνευματική πραγμάτωση, σαν σκέψη, θέληση, δράση». Δηλαδή, «τ ό δ τ ι δ έ ν ' μ π ορει να π ρ ο χ ω ρ ή σ ε ι διαφ'ορετικά ή αναγκαία άντικειμενί'κή πορεία της κοινωνίας αποδείχνεται ταυτόαη^μο με τήν ε π ι λ ο γ ή καΙ τήν καθοριστική σκέψη της δημιουργικής συνείδησης, πού είναι ή μόνη πού θέτει καΐ πού παράγει, μέ τΙς πράξεις της θέλησης, αυτή τήν αναγκαία πορεία»^^. «Βάση- καΐ έποίκοδόμημα •—καταλήγείΐ δ Μάξ "Αντλερ— είναι μιας καΙ της ίδχας ταυτόσημης φύσης»' αυτά συνθέτουν «Ινα άΐδιαχώριστο δλο», «μιαν ενιαία λειτουργική σύνδεση., στήν οποία βάση και εποικοδόμημα Ιχουν τάν ιδιο χαΐ ταυτόσηιμο χαρακτήρα καί, ακριβέστερα, ενα χαρακτήρα πνευματικό»^^. Μέ άλλα λόγια, ή θεωρία δεν είναι μια εκδήλωση ζωής, άλλα είναι ή μ ο ν α δ ι κ ή μορφή ζωής* ή πραγματικότητα δέν είναι άλλο από τήν πραγματοποίηση ή τήν επιτέλεση της επιλογής' ή αντικειμενικότητα δέν είναι άλλο άπο τό είναι τοϋ δ έ0 ν τ ο ς, ή παραγωγή ή ή αποτελεσματικότητα δέν είναι άλλο άπό τήν καθοριστική σκέψη. 'Αντιδρώντας στίς νατουραλιστικές άναγωγές του «οικονομικού'» ντετερμινισμού, αυτή ή δεύτερη κατεύθυνση συλλαμβάνει πράγματι τήν Αλληλεπίδραση, τήν εσωτερική συνέπεια παραγωγής καΐ κοινωνικών σχέσεων συλλαμβάνει, πράγματι, — οπως θα πει πολλά χρόνια αργότερα ο Χίλφ)ερντινγκ στο τελευταίο του γραφτό «Τό ιστορικο πρόβλημα» — δτι «ή παραγωγική σχέση είναι ή σχέση των άνθρώπων μεταξύ τους και μέ τ'ις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις» καί, συνεπώς, δτι «δπως ή παραγωγική σχέση είναι πάντοτε ταυτόχρονα μια σχέση δικαίου», ετσι «σέ κάθε οικονομική δομή ενυπάρχει μια καθορισμένη σχέση ιδιοκτησίας, συνεπώς μια νομική σχέση». Μόνο πού στο βαθμό πού αύτή δέν εχει συλλάβει πώς ή αλληλεπίδραση, άκρι33. Μάξ "Αντλερ, « Ό Μαρξ σαν διανοητής», Βερολίνο 1908, σ. 35. 34. "Όπου παραπ., σ. 38. 35. Μάξ "Αντλερ, « Ή αντίληψη τοϋ Κράτους στο μαρξισμό», Βιέννη 1922, σ. 88.
140
βώς yiÔL να είναι τέτια,, συνεπάγεται τή δ ι ά κ ρ ι σ η των δύο δρων καί,, συνεπώς,, τήν π ρ ο τ ε ρ α ι ό τ η τ α του είναι, — χάνει τή σχέση κάνοντάς την να συστέλλεται ξανά σέ τ α υ τ ό τ η τ α . Ή παραγωγική σχέση,, γράφει π.χ. δ Χιλφερντινγκ, «είναι πάντοτε τό άθροισμα των σχέσεων των άνθρο> πων '.μεταξύ τους,, σχέσεων πού αύτοί εγκαθιδρύουν καΙ στίς οποίες έρχονται για νά μπορούν να παράγουν τις ανάγκες τους μέ τό σκοπο νά συντηρήσουν και να καλυτερέψουν τή ζωή τους». «Ή παραγωγική σχέση, ή ο'ικονομική βάση^ δεν είναι λοιπόν ενα φυσικό δεδομένο, αλλά μια νομική καΐ πολιτική σχέση, της οποία; τό περιεχόμενο καθορίζεται από τΙς απαιτήσεις της παραγωγής»: «ή παραγωγική σχέση,, ακόμη καΐ ή απλή,: δεν είναι κάτι τό σο)ματικό, αλλά είναι μιά ανθρώπινη σχέση, καΐ επομένως πάντοτε πνευματικά άνθρώπινη». Πράγμα πού ση;μαίνει δτι, ένάντια στον «οικονομικό μυστικισμό,, για τόν όποιο οί οικονομικές συνθήκες κάνουν, για νά τό ποΰμε ετσι, Ιστορία μέ τρόπο αύτόνομο, πίσο^ άπό τή συνεύδηση των πραγματικών ανθρώπων», έδω αναγνωρίζεται, βέβαια, βτι δεν υπάρχει ύλική παραγωγή ή όποια νά μήν είναι επίσης καΐ παραγωγή άνθρώπινων σχέσεων καί, συνεπώς, και ιδεών' αλλά, μέ τέτιο τρόπο,, ώστε αύτή ή αναγνώριση νά μετατρέπεται .μετά στήν ακριβώς αντίθετη δίαπίστωση άπό τήν πρώτη, δηλαδή οχι μόνο στή θ'έση δτι «τά συμφέροντα μπορούν νά γίνουν άποτελεσματικα μόνον δταν γίνουν συνειδητά», άλλα δτι «μόνο συνειδησιακά γεγονότα μπορούν νά είναι καθοριστικά της θέλησης,, κίνητρα της άνθρώπινης δράσης»' ή πώς ή δύναμη του Κράτους είναι «αυτόνομη»' πώς ή πολιτική καθορίζει τήν οιΐκονομία' ή βία τήν ιστορία. Ά π ' δπου, στό τέλος, εχουμε πώς αφού ή «βία είναι τυφλή» καΐ «τό άποτέλεσμά της δεν είναι προβλέψιμο», «άρκεΐ αυτό γιά να ορίσει τήν αντίληψη· μιας εξέλιξης της ιστορίας πού ρυθμίζεται άπό νόμους»' ή — δπως καταλήγει ό Χίλφερντινγκ — «έμεις δεν μπορούμε νά μιλάμε γιά αναγκαιότητα μέ τήν Ιννοια του Μαρξ,, άλλά μόνο γιά chance μέ τήν Ιννοια του Μάξ Βέ^περ»^^. 36. Γενικά, για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των τάξεων, δχι στή βάση της λειτουργίας τους στήν παραγωγή, αλλά στή βάση της απλής
141
Άπο τη μια μεριά,, λοιπόν,, ανικανότητα να υπολογίσουν πώς «ή ελεύθερη καΐ συνειδητή δραστηριότητα είναι τό ειδικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου»· δηλαδή πώς «ό άνθρωπος κάνει τήν ϊδια τή ζωτική του -δραστηριότητα αντικείμενο της θέλησής του και της συνείδησής του» και,, συνεπώς,, πώς «ή συνειδητή ζωτική δραστηριότητα διακρίνει αμεσα τον άνθρωπο άπό τή ζωώδη ζωτική δραστηριότητα» (Μαρξ). Άπό τήν αλλ,η μεριά,, αντίθετα, ανικανότητα να παρατηρήσουν δτι αυτή ή συνειδητή δραστηριότητα είναι ή ιδιότητα του ανθρώπου σαν αντικειμενικού φυσικου δντος,, δηλαδή σαν μέρους της φύσης,, καΙ συνεπώς,, ή αναφορά του άνθρώπου στο γένος του ή στον εαυτό του είναι έπίσης,, καΐ θεμελιακά,, μια αναφορά στα ά λ λ α δντα της φάσης, μια π α ρ α γ ω γ ή σύμφωνα μέ τα μέτρα του κάθο εϊδους. Άπο τή μια μεριά, λοιπόν,, γενικεύσεις πού παίρνουν για ομοιογενές αυτό πού ομοιογενές δεν είναι* πού συγχέου^ν βιολογία και κοινωνιολογία* καΐ πού^ ακριβώς εξαιτίας αυτής της γενικής ή ακαθόριστης φύσης τους,, δεν μπορούν να μήν περιορίσουν τή στιγμή της υποκειμενικής επέμβασης στο ρόλο του άπλου δευτερεύοντος τυχαίου. Άπό τήν άλλη, αντίθετα, επαναξιολόγηση της υποκειμενικής ή α τ ο μ ι κ ή ς στιγμής σαν στιγμής πού αποκλείει τή γενίκευση καί, συνεπώς, σαν απλής μ ή επανάληψης, πού δεν μπορεί να άναχθει σέ νόμο καΐ γι' αύτό στήν ιδιαίτερα έπιστημονική γνώση. Συνανταμε εδώ τΙς διάφορες νεοκριτικιστικές φιλοσοφίες καί, ιδιαίτερα, τή φιλοσοφία τών ««άξιων» των Βίντελμπαντ καΐ Ρίκερτ μέ το διαχωρισμό, για λόγους αρχής, φύσης καΐ ιστορίας, Naturwissenschaft καΙ Kulturwissenschaft, αιτιότητας καί φιναλισμου, γνώσης πού γενικεύει και γνώσης πού άτομικεύει,, Erklären και Verstehen, και της οποίας ο άρ'χικός σκο-πός είναι δχι πια να άμφίσβητή-σει τή δυνατότητα της «κοινωνιολογίας» (πού αντίθετα αύτή τή δέχεται, μέ τον δρο δτι θα νοείται σαν ή επιστήμη των ά π λ α φυσικών ρυθιμίσεων), άλλα να άσχέσης πολιτικής εξουσίας, πρβλ. έπίσης Κέλσεν, « Ή κομμουνιστική θεωρία του δικαίου», σ. 109: «Μια τάξη εχει τό χαρακτήρα του προλεταριάτου μόνο γιατί καΐ στο βαθμό πού καταπιέζεται άπό μιαν αλλη τ ά ξ η . . . Και μια τάξη εχει τό χαρακτήρα της αστικής τάξης μόνο γιατί και στό βαθμό πού καταπιέζει μιαν άλλη τάξη μέ σκοπό νά τήν εκμεταλλεύεται. Μόλις αύτή γίνει ή καταπιεζόμενη τάξη παύει να είναι αστική τάξη».
142
ποκρούσει τή δυνατότητα μιας naturwissenschaftlichen Geschichte^^,, δηλαδή τή δυνατότητα της κατανόησης της ιστορίας σαν «ιστορικής φυσικής όίαδίκασίας» για τήν οποία γίνεται λόγος ακριβώς στο «Κεφάλαιο»' καΐ πού, δπως λέει αντίθετα ό Λένιν, εκανε δυνατή για πρώτη φορά «μιαν αυστηρά επιστημονική συμπεριφορά απέναντι στα ιστορικά καΐ κοινωνικά πραβλήματα», έπιτρέποντας να «τονιστεί ή έπαναληπτικότητα και ή κανονικότητα τους», ή φέρνοντας για πρώτη φορά «τήν κοινωνιολογία σέ ενα επιστημονικό πεδίο, έγκαθΊδρύοντας τήν αντίληψη του οικονομί'κοκοινωνικοϋ σχηματισμού σαν συμπλέγματος καθορισμένων παραγωγικών σχέσεων καΐ διαπιστώνοντας [τέλος] πώς ή εξέλιξη τέτιων σχηματισμών είναι μια διαδικασία ίστοριχο - φυσική»^®. Δέν είναι ή περίπτωση τώρα να σταθούμε να δοΰμε στίς λεπτομέρειες πώς αυτός ό διαχωρισμός γνώσης πού γενικεύσει (με τήν έννοια, δμως, τών γ ε ν ι κ ό λ ο γ ω ν γενικεύσεων) και γνώσης πού άτομικεύει, πού από τήν αρχή είχε γίνει αντιληπτός από τό Ρίκερτ σαν απλή διάκριση ύποκειμενικών «μεθόδων» ή «όπτικών γωνιών», μεταπηδά μετά, άναπόφεοκτα, σέ ενα διαχωρισμό «πεδίων» καΙ αντικειμενικών σφαιρών ερευνάς. Ενδιαφέρει περισσότερο να ύπογραμμίσουμε πώς αύτός ό δυϊσμός ιστορίας και φύσης άντανακλαται, μετά, καΙ στό ϊδιο τό εσωτερικό της ιστορικής γνώσης: καθορίζοντας, από τή μια μεριά, τήν άναγωγή τΟ'ύ άτο-μικου ά, ν τ ι κ ε ι .μ έ ν ο υ σέ άπλή κ α τ η γ ο ρ ί α πού τό νοεί, δπως δταν π.χ. ό Ρίκερτ γράφει δτι «ιέμεΐς αναζηταμε οπουδήποτε όχι πια να εξάγουιμε τήν επιστήμη από τήν έννοια του αντικειμένου της, οσο αντίθετα να εξάγουμε τήν έννοια του αντικειμένου από τήν έννοια της επιστήμης πού τό πραγματεύεται»^^' m l από τήν άλλη μεριά, αντίθετα, καθορίζοντας εναν Άλυτο δυϊσμό ανάμεσα στήν ϋδια τήν ιστορική έννοια καΙ τό ατομικό πού αυτή πραγματεύεται, δπως δταν π.χ. — έχοντας διαπιστώσει πώς τό ατομικό είναι ά δ ι α ί ρ ε τ ο"^^, ανεπανάληπτο 37. Ρίκερτ, Die Grenzen-σ. 201. 38. Πρβλ. Τσ. Λουπορίνι, «Μαρξισμός καΐ κοινωνιολογία. Ή του οίκονομικο-κοινωνικου σχηματισμοί»». 39. Ρίκερτ, εργο προηγ., σ. 173. 40. "Οπου παραπ., σ. 242-3.
έννοια
143
καΐ γι' αυτό ανεπίδεκτο ανάλυσης — δ Ρίκερτ εμπιστεύεται τήν ίστοριογραφ'ΐκή (εκτέλεση σέ κείνη τή «φυγή» της σ κ έ ψ η ς ^ t ή διαισθη·ση του ιστορικού. 'Από τή |χιά μεριά, λοιπόν, διάκριση αρχής ανάμεσα σέ ο^οινωνικές ·έπιστήμες και φυσικές Ίπιστήμες,, πού οΐ πρώτες νοούνται σαν οι επιστήμες πού ο ι κ ο δ ο μ ο ύ ν καΙ δημιουργοΰν vb άντικειμενό τους,, καί οί δεύτερες,, αντίθετα, σαν έχείνες πού χο-υν να κάνουν μέ φ' υ σ ι κ ά δεδο·μένα. 'Από μιαν άλλη« μεριά,, ωστόσο (στό ίδιο το εσωτερικό των κοινωνικών επιστημών) , διαίρεση,, ξανά,, ανάμεσα στΙς θεωρίες πού κατά κάποιο τρόπο- γενικεύουν και τήν ιστορία στήν κυριολεκτική σημασία του δρουι, ή ανάμεσα σέ εννοιες «σχετικά ιστορικές» καΐ εννοιες «απόλυτα ιστορικές», ή, για να ερβουμε επιτέλους στό Μαξ Βέμπερ, ανάμεσα σέ «ιιδεατούς τύπους» καί πραγματικότητα.. 'Όσον άφορα τό πρώτο σημείο, έχουμε, δπως λέει δ Ντόμπ,, μιαν οπτική σύμφωνα μέ τήν οποία «τα "σύνολα" μέ τα όποια ασχολούνται οι κοινωνικές επιστήμες δέν μπορούν να περιγραφούν μέ δρους τών κοινών φχυσικών ιδιοτήτων, άλλα μόνο μέ τ ε λ ε ο λ ο γ ι κ ο ύ ς ορούς συμπεριφορών, πού εμείς αναγνωρίζουμε στή βάση τών αναλογιών τους μέ τα χαιρακτηριστικά τού· πνεύματός μας»' ^συνεπώς, «δλες οΐ γενικές εννοιες πού αποτελούν αντικείμενο της θεωρίας τών κοινωνικών επιστημών μπορούν να εξαχθούν a priori από τή γνώση του ίδιου του πνεύματός μας,»' και', κατά συνέπεια, δσον άφορα τήν οικονομία, — κατεβάζοντας τήν κοινωνία σέ απλές διανθρώπινες σχέσεις — «άπομονώνεται ή ά γ ο ρ ά σαν μοναδικό άντικεί|)^νο τής οικονομικής επιστήμης»: δηλαδή, «τό πρόβλημα να μετατρέπεις σέ σκοπούς ελλιπή μέσα» (δπουι ο·ι «σκοποΊ» βρίζονται ύποκειμενικα μέ ορούς άνθρώπινων Ιπιθυμιών) γίνεται «ή άποψη της άγορας στήν οποία ή οικονομική μελέτη άναφέρεται ούσιαστικά». σον άφορα, άντίθετα, τό δεύτερο σημείο, εχουμε, γιά νά τό πούμε πάντοτε δπως ο Ντόμπ, πώς ενώ «ή οικονομική θεωρία, τουλάχιστον ξεκινώντας από τό Τζέβονς καΐ τήν αυστριακή σχολή», «διατυπώνεται δλο και περισσότερο μέ δρους ιΐδιοτήτων κοινούς α-έ κάθε τύπο άνταλλακτικής κοινωνίας», άντίθετα «τό θεσμικό ύλι41. 'Όπου παραπ., α. 266.
144
κό, πού είνα'. ιστορικά σχετικό,, αν καΐ δέν παραμερίζεται τελειωτικά», δμ-ως. «εισάγεται μόνο σε ενα άνώτερο επίπεδο τοΰ· οικοδομήματος, καΐ αναλύεται γενικά μόνο σαν ενα σύνολο παραλλαγών των "δεδoμέyωv'^, πού μπΟ'Ρ'Οϋν νά επιδράσουν στήν άξια των σχετικών μ' αυτά μεταβλητών, χωρίς δμως να αλλοιώνουν τΙς γενικές εξισώσεις και τις θ-εμελιακές σχέσεις, κυριαρχικές ολόκληρου του συστήματος, πού αυτά εκφράζουν». 'Ή εχουμε νά «διακρίνονται καθαρά δυο σφαίρες: ή μιά, Ικείνη τών σχέσεων άνταλλαγης, στήν οποία Ισχύουν ιδιότητες καΙ αναγκαιότητες άνεξάρτητες γενΐ'κά από κάθε μεταβΰλή του "συστήματος'', καΐ πού είναι αντικείμενο της ερευνάς τών οικονομολόγων' ή άλλη, ή σφαίρα τών θεσμικών ιδιοτήτων καΐ τών ταξικών σχέσεων, στήν οποία οι κοινωνιολόγοι καί οι ιστορικοί τών θεσμών μπορούν νά άναπτύ-σσουν κατά βούληση τις άντικρουόμενες και άνεπιστημονικές συζητήσεις τους πάνω στά "συστήματα" Διαχωρισμός,, λοιπ'όν, φύσης και ιστορίας, οικονομίας καΙ πολιτικής,, οικονομίας καΐ κοινωνιολογίας, πού φωτίζει καλύτερα και κάνει νά καταλάβουμε, ιέξ άντανακλάσεως, τό μέγεθος της θεωρητικής προσπάθειας του Μάρξ. ι Υπάρχει —γράψει ό Σουμπέτερ— ενα ιτράγμα θεμελιοοκοϋ ένδιαΦέροντος γ là την οικονομική μεθοδολογία, πού εκανε ό Μάρξ. Οί οικονομολόγοι ή είχαν αναπτύξει ενα προσωπικό εργο στο πεδίο της οίκονομικής ιστορίας ή εΪχαν χρησιμοποιήσει τό ιστορικό εργο κάποιου άλλοι;. Ά λ λ α τα γεγονότα της οίκονομικής ιστορίας παρέμεναν περιορισμένα σε êva ξεχωριστό τμήμα. "Εμπαιναν στη θεωρία^ άν ποτέ έμπαιναν, ίμέ μόνη την ιδιότητα έπεξηγήσεων, ή, ενδεχόμενα, επικύρωσης τών αποτελεσμάτων και συγχωνεύονταν μόνο μηχανικά μ' αύτήν. Στο Μάρξ ή συγχώνευση εΪναι χημικής φύσης: με άλλα λόγια, ε δ ώ τά γεγ ο ν ό τ α ε ι σ ά γ ο ν τ α ι στήν κ α ρ δ ι ά τοΰ συλλ ο γ ι σ μ ο ύ , ά π ό τόν ό π ο ΐ ο ε ξ ά γ ο ν τ α ι τά σ υ μ π ε ρ ά σ α α τ α . Αυτός ήταν ό πρώτος μεγάλος οικονομολόγος πού κατάλαβε και δίδαξε μέ συστηματικό τρόπο, πώς ή οικονομική θεωρία μπορεί νά μεταμορφωθεί σε ιστορική ανάλυση, και ή ιστορική διήγηση σε histoire raisonnée^^42. M. Ντόμπ, «Προβλήματα Ιστορίας τοΰ καπιταλισμού», 1958, σ. 44-5. 43. Σουμπέτερ, εργο προηγ., σ. 74.
10
Ρώμη
145
Μποροΰ'με và πλησιάσου^με,, σ' αύτο το σημείο,, τή βεμπεριανή θεωρία των «Ιδεατών τύτιο^ν», δηλαδή τή συνάντηση «κριτικισμου» καΙ «Ιοριακής θ^εωρίας»: μια προσπάθεια,, πού υποκειμενικά δέ στερείται μεγέθους,, άλλα αντικειμενικά είναι απεγνωσμένη·,, να ετοιμάσει μιαν απάντηση άπο τήν αστική πλευρά ή, καλύτερα, μια κατάριψη καΙ μαζι μια σύλληψη μερικών θεμελιακών κόμπο^ν της σκέψης του Μάρξ. Δέν είναι εδώ ή περίπτωση να υπογραμμίσουμε καί νά αναφερθούμε εκτεταμένα στο πώς δ Μαξ Βέμπερ, ξαναπαίρνοντας και εκσυγχρονίζοντας τΙς κριτικές αιχμές του Ρίκερτ προς το Χέγκελ καΐ τόν Κόμτ, πήρε συχνά καλή θ'έση απέναντι στις τότε ερμηνείες του συρμου,, στή Γερμανία,, της σκέψης του Μάρς* καΐ πώς από ορισμένες πλευρές, αυτός, αντίθετα μάλιστα, κατέβηκε σ' αυτή τήν πολεμική, ακριβώς για τήν «επανερμηνεία» ορισμένων βασικών θεμάτων αυτής της σκέψης, που από καιρό είχαν βγει άπό τό θεωρητικό ορίζοντα της Δεύτερης Διεθνούς. Ο'ΐ παρατηρήσεις του για «τή γεμάτη πίστη δίάιθεση του νατουιραλιστικου' μονισμου» (πού ανέκυψε από «τήν ΐ'^χυρή ανάπτυξη της βιολογικής ερευνάς, άπό τή μια πλευρά, και τήν πλημμύρα του χεγκελιανου πανλογισμου, άπό τήν άλλη») «νά υποτάξει δ,τι είναι βασικό» για καθορισμένα αντικείμενα «σ' ενα σχήμα νόμων πού ισχύουν γενικά»"^^· οί ίδιοι οί σαρκασμοί του ενάντια στους ερασιτέχνες πού, λόγω «του άνεξάλειπτου μονιστικοϋ χαρακτήρα κάθε μορφής γνώσης στερημένης άπό τήν κριτική επίγνωση άπέναντι στήν ιδια τήν εργασία τους», «ικανοποιούνται μ.έ τις πχό χαλαρές υποθέσεις και τις πιό γενικές διατυπώσεις», χτυπουν άναμφιβολα — αν καΊ γρήγο'ρα απλώνονται μέ τρόπο εξαιρετικά βολικό καΙ στή «λεγόμενη "υλιστική αντίληψη· της ιστορίας'', μέ τήν παλιά έννοια, έξυπνα πρωτόγονη, πού εμφανίζεται π.χ. στο κομμουνιστικό "Μανιφέστο"»'^^, '— μιαν άντικειμενική έλλειψη της «ορθόδοξης» γραμμής του μαρξισμού της εποχής. Τό ιδ-ιο μπορούμε νά πούμε, π.χ., για ορισμένες οξείες παρατηρήσεις του πάνω στήν ίστορικο - χρο44. Μ. Βέμπερ, « Ή μέθοδος των Ιστορικο-κοινωνικών επιστημών», σέ επιμέλεια Πιέτρο Ρόσι, Τορίνο 1958, σ. 102-3. 45. "Οπου παραπ., σ. 80.
146
νολογική μέθοδο,, δηλαδή πάνω στην ύπαλλαγή του «πρώτου μέσα στο χρόνο» μέ τό γενιχο θεμέλιο ή αιτία. Μια «πρωτότυπη κατάσταση» τού κόσμου, πού δεν φέρ\τει μέσα της ίναν άτομικο χαρακτήίρα, ή που τον φέρνει σ έ μικρότερο βαθμό από την παρούσα κοσμική πραγματικότητα, θα ήταν φυσικά μια αρχή στερημένη νοήματος. 'Ωστόσο —άναρωτιέται ό Β έ μ π ε ρ — ενα υπόλειμμα τέτιων παρουσιάσεων δεν προκύπτει στό πεδίο μας, μέ κείνες τις συλλήψεις, άλλοτε νοούμενες δικαιοψυσικά, άλλοτε αντίθετα επαληθευμένες στή βάση της παρατήρησης των «πρωτόγονων λαών», των οίκονομικο - κοινωνικών «πρωτότυπων καταστάσεων», που στερούνται τό ιστορικό «τυχαίο»— δπως στή ν περίπτωση του «πρωτόγονου άγ,ροτικου κομμουνισμού», της σεξουαλικής «έπιμειξίας^ κλπ.^ άπό τις όποΐες πηγάζει ή ατομική ιστορική ανάπτυξη διαμέσου ενός εϊδους πτώσης στό συγκεκριμένο; 46
Είναι ευywOλo να παραδεχτοΰ·με δτι ή παρατήρηση είναι' σωστή* καΐ πώς είναι ικανοποιητική — αν άναφερεται στό ίστορικο - μορφωτικό πλαίσιο της εποχής — ή υπενθύμιση δτι «γιά τή γνώση των ιστορικών φαινομένων στή συγεκριμένη τοας βάσηι οι πιο γ ε ν ι κ, ο ι νόμοι, δντας οι περισσότερο κενοί περιεχόμενου·, είναι... κατά κανόνα και οί περισσότερο στερημένοι άξιας»: «ιάφ'ου οσο πιο Εκτεταμένη είναι ή ισχύς μιας έννοιας...., δηλαδή τό π λ α ί ·σ ι ό της, τόσο περισσότερο αυτή μας αποσπά άπο τή συγκεκριμένη πραγματικότητα»^^. Μόνο πού, άφοΟ άναγνωριστεϊ αυτό, είναι θεμελιακό, από τήν αλλη μεριά, να καταλάβου^με δτι ή απάντηση του Β-έμπερ στίς άναγιογες των διαφόρων ιμονισμών δεν ξεπερνά ποτέ τα 'δρ'ΐα πού του· έπιβλήθηκαν άπό τον ούσιαστικό «-κριτικισμό» του, δη'λαδή άπό τό δτι προτείνει ξανά μια διαίρεση των πεδίων ανάμεσα στίς επιστήμες της φύσης, πού προσανατολίζονται στόν καθορισμό ενός συστήματος ν ό μ ω ν , καΐ τις έπιστήμες της κουλτούρας, πού κατευθύνονται άντίθετα στήν άνακάλυψη της «μορφωτικής σημασίας» των άνθρώπινων ·συίμβάντων στήν άτ'ομικότητά τους* πρόταση', δπου άναμφιίσβήτητα έπιστρ-έφεΊ, άν καΊ ιμεταμφΊεσμένος και εκλεπτυσμένος, ό καντιανός δυ-ισμός φυσικού Δέοντος καΊ ήθχκου· Δέον46. 'Όπου παραπ., σ. 86. 47. 'Όπου παραπ., σ. 95.
147
τος,, γ ν ώ σ η^ ς καΐ σμού καΐ ήθικης ζωης.
è λ ε υ θ ε ρ l α ς,
φ-υίσικου ντετερμινι-
Μέ πρώτη ματιά, αύτο φαίνεται να αντιτίθεται σέ ενα άπο τα θειμελιακα χαρακτηριστικά της 'σκέψης του Βέμπερ: τήν ά ν α ξ ι ολ ο γ ι κ ό τ η τ α των κοινωγικών επιστημών, τήν ανεξαρτησία της •Ιστορικά - έπιστη'μονικης ερευνάς από τΙς λεγόμενες α ξ ι ο λ ο γικές κ ρ ί σ ε ι ς ^ βηλαδή από τις «επιλογές», άπο τΙς προτιμήσεις, κλπ. Σύντομα θαρθουμε στήν εξέταση και αύτου του λόγοϋ. Για τήν ώρα παρατηρούμε, ωστόσο, πώς άκριβώς εξαιτίας αύτοΰ του δυ-ισμοΰ, το αντικείμενο «ιστορία» υπόκειται στα χέρια του Βέμπερ, δπως ήδη· στο Ρίκερτ, τδ μοναδικό υποβιβασμό σέ ιστορία μόνο των μ ο ρ φ ω τ ι κ ώ ν φι α ι ν ο μ έ ν ω ν: ό ανθροιπος, τον υποβιβασμό σέ ε ί ν α ι μόνο μορφωτικό' ή Γδια ή οικονομική βάση, τόν υποβιβασμό σέ απλή «μ ο ρ φ· ωτ ι.κ ή ' σ η :μ α σ ί α της οιίχονομικής βώσης»"^®. 'Όπως, μέ άλλα λόγια, ο άνθρωπος εμφανίζεται εδώ μόνο μέ τή μορφή ενός Sinngeber, δηλαδή κάποιου πού δίνει «νόημα» στήν πραγματικότητα, ετσι αυτή ή τελευταία καταντάει, άντίθετα, να εχει ν ·ό η μ α δχι μόνο στό βαθμό πού είναι αποκλειστικά άνθ.ρώπινο προϊόν, αλλά στό βαθμό πού είναι ενα προϊόν της γ ν ω σ τ ι κ ή ς ή μ ο ρ φ ω τ ι κ ή ς δράσης του άνθρώπου. Κατεξοχήν ιστορικά αντικείμενα είναι, π.χ., γιά τό Βέμπερ «τό "Κεφάλαιο" του Μάρξ, ή ό "Φάουστ'\ ή ό θόλος της Καπέλα Σιξτίνα, ή οι " Όμιολ'ογίιες" τοό Ρουσσώ» κλπ.'^^· άν θέλετε, κα! τά φαινόμενα της ανταλλαγής, καΙ τό χρήμα, και τό κοινωνικό φαινόμενο της πορνείας, αλλά μόνο στό βαθμό πού «ή πορνεία είναι ^μ ο ρ φ ω τ ι κ ό φαινόμενο εξίσου δσο ή θρησκεία ή τό χρήΔηλαδή, ή άντικεΐίμενικότητα παρεμβάλλεται μ,όνο στό βαθμό πού είνα: ενα μέσο γιά τήν ά ν θ ρ ώ π t ν η έ π ι κ ο· ι ν^ ων ί α' μ-όνο στό βαθμό πού είναι τό 'μ έ σ ο άπό τό οποίο έξυπηρετοΟ'νται οί άνθρωποι γιά νά εκδηλώσουν τά α'ισθήματά τους καΐ τΙς Ιδέες τους (μέ γραφτά, συζητήσεις, ζωγραφιές, εργα, χειρονομίες κλπ.) : χωρίς ποτέ, κατά τά άλλα, νά βλέπουμε τό άντί48. 'Όπου παραπ., σ. 96-7. 49. 'Όπου παραπ., σ. 178. 50. 'Όπου παραπ., σ. 97.
148
στροφο, δηλαδή πώς δχι μόνο αύτη ή ανταλλαγή Ι-δεών πάντοτε καΐ μέσα στο έσωτεpt7wό υποκειμένων πού είναι φί^οικα δντα καΐ πώς, συνεπώς,, δέν μπορούν να μήν παράγουν,, μέ τΙς σχέσεις τους, α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ έ ς κοινωνικές σχέσεις, άλλα δτι οι Γδιες αύτές κοινο^νικές σχέσεις πηγάζουν, μέ τή σειρά τους,, άπδ τη λειτουργία της π α ρ α γ ω γ ή ς , δηλαΐδή της οργανικής ανταλλαγής μέσα στη φΰιση καί„ συνεπώς, μόνο από τή λειτουργία μιας σχέσης στήν οποία είναι δ Ι'διος ο άν'θρωπος και ή κοινωνία πού εμφανίζονται, σέ τελευταία ανάλυση, σαν δ δρόμος και το μέσο για μια μεσολάβηση εσωτερική στή φύση. Ή Ιστορία είναι μόνο ή κουλτούρα' καΐ αύτη, μέ τή σειρά της, είναι «Ινας τομέας πεπερασμένος τής δίχως νόημα άπεραντοσύνης του γίγνεσθαι του κόισμου, στήν οποία άποδόθηκε νόημα και σημασία από τήν οπτική γο^νια του α ν θ ρ ώ π ο υ » ^ ' . Μένει δηλαδή απέξω ή β ι ο μ η χ α ν ί α , εκείνη ή σχέση, δπως λέει δ Μάρξ, στήν όποια «εχου^με μπροστά μας ά ν τ ι κ ε ι μ ενοποιημένες τΙς βασικές, δυνάμεις, του ά ν θ ρ ω π ο υ», «τ ό α ν ο ι χ τ ό β ι β λ ί ο » τών δϋίνάμεών του, «τήν ανθρώπινη ψ υ χ ο λ ο γ ί α μπροστά στα μάτια μας μέ τρόπο αισθητό»' ίένώ, άντίθετα, δλόκληρη ή ανθρώπινη δραστηριότητα και πράξη συστέλλονται στή σ υ ν ε ί δ ησ η, δηλαδή στή σ κ ό π ι μ η συμπεριφορά, ή ακόμα δχι σ' αύτό πού κ ά ν ε ι ό άνθρωπος, άλλα στόν τρόπο μέ τόν δποίο β λ έ π ε ι αύτό πού κάνει. «Όντότητες, δπως τό χρήμα, — λέει π.χ. δ Ντόμπ άναφερόμενος σ^ αύτή τήν άποψη — δέν μπορούν να δριστουν μέ τούς δρους τών πραγματικών χρήσεων δπως τις βρίσκουμε διαθέσιμες», άλλα «μέ βάση τις γνώμες πού βρίσκουμε νά υπάρχουν γι' αύτές». Δηλαδή, δπως ύποστηρίζει δ Χάγιεκ (ακολουθώντας τή γραμμή της σκέψης του Μάξ Βέμπερ), τά δντα πού αποτελούν αντικείμενο τών κοινωνικών επιστημών «δέν είναι φυσικά γεγονότα», άλλα «σύνολα» πού αποτελούνται άπό «συνηθισμένες κατηγορίες του νου μας». «Οί θ'εωρίες τών κοινωνικών επιστημών —λέει αύτός:— δέν αποτελούνται άπό "νόμους" μέ τήν έννοια έμπειρικών κανόνων πού άφορουν τή συμπερι51. "Οπου παραπ., or. 96.
149
φορά άντχκειμένων πού μπορούν να δριστοϋν μέ φυσικούς δρο.υς>>* άντί6·ετα, xi χάβε τι πού αύτές μας δίνουν είναι «μια όρθολογιχή τεχνική πού 'μας βοηθάει νά σ^ϋν^εσουμε 'μεταξύ τους τα μεμονωμένα γεγονότα, άλλα πού, δπως ή λογική ή τα μαθηματικά,, αυτή ^ ϊδια 'δεν άφορα τα γεγονότα», καΙ «δεν μπορεί ποτέ νά επαληθευτεί ή νά 'διαψευστεί μέσω της άναφορας σέ γεγονότα». «Αυτό πού μπορούμε καΐ πρέπει νά έπαληΟεύσουμε —καταλήγει ό Χάγιεκ— είναι ή παρουσία αύτου πού^ υποθέσαμε στήν ειδική,, ύπο συζήτηση, περίπτωση..·. Άλλα ή Γ&ια ή θεωρία... υποβάλλεται στή μόνη δοκι,μή της τυπιχής συνέπειας»^^ ' Α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο της ιστορίας, λοιπόν, είναι οί σκόπιμες συμπεριφορές των ανθρώπων, οι «διαισθήσεις του κόσμου», οι «έπιλογές», οι σκοποί πού όδήγησαν τή δράση τους, ή λήψη θέσης γιά τήν υποστήριξη καθορισμένων «άξιων». Αυτό είναι για τό Βέμπερ τό ε ί ν α ι , τό Έστορικο - ανθρώπινο άντικείμενο. Ή γνώση και ή έπιστήμη,, ώστόσο, δέν μπορούν να συζητήσουν τα προτερήματα των άξιων, δεν μπορούν νά άντιπαραθιέσουν άξιολογικές κρίσεις σέ άιξιολογικές κρίσεις, άλλα μπορούν νά προσφέρουν μόνο, τό πολύ',, μιά τ ε χ ν ι κ ή κ ρ ι τ ι κ ή , δηλαιδή νά έξετάσουν σέ κείνες τις τελεολογικές στάσεις τήν καταλληλότητα των μέσων πρός τούς σκοπούς, «νά διατιιστώσουν μέ έγκυρο τρόπο π ο ι α μέσα υιοθετήθηκαν γιά νά οδηγήσουν σέ ενα επιδιωκόμενο σκοπό» καχ', 'συνεπώς, νά ^μετρήσουν τις chances αύτίθιυ^\ Γίνεται αντιληπτό, 'σ' αυτό τό σημείο, πώς δ Βέμπερ πρέπει νά βασιστεί ή σέ ενα δυϊσμό γνώσης και ζωής, έπιστή·μης και πραγματικότητας, ή •— πού κατόπιν είναι τό Γδιο — νά καταλήξει στόν άνο'ρθολογισμό. Πράγματι, άν ή άντικειμενικότητα άνάγεται σέ απλές συμπεριφορές σκοπιμότητας ή σέ σχέσεις «μέσου - σκοπού», πού τόσο' είναι πραγματικές καΐ συγκεκριμένες δσο δ σκοπός είναι πραγματικά η θ ε λ η μ έ ν ο ς , είναι καθαρό δτι ή επιστήμη. ή θά διεισδύσει σ' αυτή τήν πραγματικότητα μέ τό νά ταυτιστεί αύτή ή Γδια ιμέ τούς «σκοπούς», — και τότε δέν θά είναι πιά θ ε ω ρ ί α , άλλα αυτή ή ι δια ε π ι λ ο γ ή καΐ πράξη ζωής* 52. Μ. Ντόμπ, εργο προηγ., σ. 44. 53. Μ. Βέμπερ, εργο προηγ., α. 59.
150
ή δέν θα είναι επιλογή καΐ θά παραμείνεχ απλός σ τ ο χ ασ ρι ος πάνω σ' αυτούς τους σκοπούς, άλλα τότε θα εχει χάσει για πάντα τή συγκεκριμενότητά τους. Στήν πρώτη περίπτωση, ή έπιστήμη δέν θα είναι κ ρ ι τ ή ρ ι ο ζωής,, άλλα αυτή ή ϊδια ζ ω ή * στή δεύτερη, ·μ έ τ ο ν α π ρ ο β λ η μ α τ ί ζ ε τ α ·ι πάνω στους «σκοπούς»,, δέν θα καταφέρει ποτέ να προσαρμοστεί στήν πραγματική φύση αυτών, πού δέν είναι αντικείμενα της θεωρίας,, αλλά αντικείμενα της θ έ λ η σ η ς^"^. 'Από τή jiià μεριά,, ή επιστήμη,, άναφερόμενη στο μεμονο)μένο ιστορικό συμβάν ή συμπεριφορά σκοπι·μότητας,, δέν μπορεί παρά να τό εντάξει σέ ιμια σχέση - μ ο^ ν τ έ λ ο «'μέσων - σκοπών» πού, μέ τό να είναι μόνο θεωρητικοποιη·μένη, άλλα δχί και ήθελημένη, θα πρέπει βέβαια να διαλυθεί άναγκαία σέ μια σχέση αφηρημένων έννοιών, δηλαδή «σέ ενα κόσμο έ ν ν ο ι ο λ ογ ι κ ώ ν συνδέσμων στερημένο καθαυτό τυπικών αντιφάσεων», άλλα πού', «λόγω του περί'εχοιμένου του, εχει τό χαρακτήρα ούτoπίας»^^, δηλαδή δέν άνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα. (Και εδώ έχουμε δτι ή θεωρ'ία δέν καταφέρνει να μας δώσει τό πραγματικό, δτι ή άφαίρεση παραμένει πάντοτε έξω άπό τή ζωή) . Άπό την άλλη μεριά, άντίθετα, στό βαθμό πού ή θεωρία θέλει πραγματικά να άγγιξε ι την πραγματικότητα, θα έχουμε πώς αύτή δέν θά είναι πια θεωρία, ή πώς «ή "έρ^μηνεία" της πνευ'ματικής, αισθητικής ή ήθικής δημιουργίας ένεργεί έ'δώ κατά τόν ϊδιο τρόπο πού ενεργεί αύτή ή τελευταία» (δηλαδή πώς αύτή δέν είναι πια αύστηρά ε ρ μ η ν ε ί α , άλλα άξιολογική επιλογή) * ή, δπως λέει δ Βέμπερ, πώς «εδώ έχει τόν πυρήνα της αλήθειας της ή βεβαίωση δτι ή "ίστο'ρία" είναι σύιμφωνα μέ 'μιαν έννοια "τέχνη", καθώς έπίσης και ό καθορισμός των "επχστη'μών του πνεύματος" σαν "ύποκειμενιζουσών"^^». 'Ακριβώς μέσα σ' αύτό τό πλαίσιο έναλλακτικών λύσεων διαγράφεται τώρα ή βεμπεριανή θεωρία τών «Ιδεατών τύπων». Άπό τή !μιά πλευρά, πράγματι, ό ί δ £ α τ ό ς τ ύ π ο ς του δέν 54. Ενδιαφέροντα σημεία για τόν ανορθολογισμό του Μαξ Βέμπερ στό Λούκατς, « Ή καταστροφή του λόγου», Βερολίνο 1954, σ. 474. Ά λ λα ή βάση της ανάλυσης είναι συχνά συζητήσιμη. 55. Μ. Βέμπερ, εργο προηγ., σ. 107-8. 56. "Όπου παραπ., σ. 179.
151
είναι δλλα άπό την αφαίρεση της οριακής θεωρίας,, δηλαδή ενα κα'θαρά &ψη<ρημέγθ' χαΐ σ υ .μ. β α τ ι χ ο «μοντέλο» πού «δέν μπορεί ποτέ να βρεθεί εμπειρικά ·στήν πραγματικότητα»,, άλλα πού,, δπως κάθε ούτοπία,, άποκτιέται άκριβώς, λέει δ Βέμπερ, «διαμέσου του μονόπλευρου τ ο ν ι σ μ ο ύ 'μιας ή μερ ι κ ώ ν όπτικών γωνιών,, καί διαμέσου της σύνδεσης μιας ποσότητας ιδιαίτερων φαινομένων, μέτριων καΙ διασκορπισμένων, πού ύπάρ'χουν εδώ κι έκει σε μεγαλύτερο η μικρότερο βαθμό,, καμιά φορά και άπόντων [...],, σε ενα ενιαίο καθαυτό έ ν ν ο ι ο λ ογ ι κ à πλαίσιο» γιατί είναι τυπικό: με τον τρόπο, π.χ., πού ή «άφηρημένη οΊκονομική θεωρία μας προσφέρει ένα ιδεατό πλαίσιο τών διαδικασιών πού συντελούνται σέ μια αγορά άγαθών, πάνω στη βάση μιας κοινωνικής οργάνωσης πού βασίζεται σέ μια οίκονοιμία ανταλλαγών, ένάς ελεύθερου ανταγωνισμού· καΙ μ,ιας αυστηρά δρθολογικής 'δράσης»^^' ή, άκόιμη, μέ κείνο τον τρόπο πού,, για να καταδειχτει π.χ. ή ιΐδέα τής συντεχνίας, συνδέουμε, λέει αυτός, «τονίζοντας -μονόπλευρα· τις συνέπειές τους, καθορισμένα δείγματα, πού 'μπορούν να βρεθούν διαδομένα στούς εργαζόμενους βιομηχανικών επιχειρήσεων τ ώ ν π ι δ δ ι α φ^ ο ρ ε τ ι κ ώ ν έ π ο χ ώ ν κ α Ι χ ω ρ ώ ν»^® (δπου δ Βέμπερ, πού γνωρίζει έπαρκώς το Μάρξ, ξέρεχ καλά πώς, κάνοντας έτσι, θα πρέπει να φορτωθεί επίσης και τήν υπεράσπιση δλων τών αστικών «ροβχνσωνάδων»).. Άπο τήν άλλη· πλευρά, αντίθετα, δ «ιδεατός τύπος» ·δέν είναι πια 'μια γενική άφαίρεση, δηλαδή μια σ ù τ οπ ί α, πού άποκτήθηκε σπρώχνοντας μέχρι τέλος «τον τονισμό» μερικών πραγματικών δειγμάτων, ή βιάζοντας τήν έπιστη-μονική ά π λ ο π ο ί η σ η ^μέχρχ το σηιμεϊο να αποκτήσουμε εκείνες τΙς έννοιες, δπως «οικονομία της πόλης» ή «οίικονο'μία της υπαίθρου» κλπ., στίς δποχες δέν μπορούμε να αναγνωρίσουμε πια τα ιστορ'ΐκά καθεστώτα παραγωγής στα δπο'ΐα αυτές αναφέρονται' άλλα έκφράζει Απλούστατα δχι πια μιαν αφαίρεση, άλλα μιαν άτ ο ιμ ι κ ή άξια,, καΙ δχι μόνο άτοιμική, άλλα άσχετη προς δλη τήν ιστορική πορεία, δηλαδή έκείνη τήν αξία στήν οποία συνοφί57. 'Όπου παραπ., σ. 107. 58. 'Όπου παραπ., er. 109 (ή υπογράμμιση δική μου).
152
ζετα:,, σύ:{ΐφων'α μέ το Β^έμπερ', ή «χριστιανό - καπιταλιστική και συνταγματική κουλτούρα μας»: ή μοναδική πού αληθινά μπορούμε να καταλάβουμε,, τόσο γιατί είναι ή ιμοναδική στήν ·δπο·ία μας παρακινεί το ίστο^ρικό σ υ ιμ φ έ ρ ο ν μας, δσο· καΙ γιατί αύτο το συμφέρον προσανατολίζεται ακριβώς άπο^κλειστικα μέ βάση τΙς άξιες της'^ Λίγο πριν άναφ'έραμε δτι,, στήν πολεμική του ενάντια στον ιστορικό υλισμό,, δ Μάξ Βέμπερ προσπάθησε να έπωφ^εληβεΐ από μερικούς βασικούς κόμπους της σκέψης του Μάρξ και πάνω απ"' δλα άπδ κείνες τΙς πλευρές πού τότε είχαν βγει εξω άπδ τδ θ·εο3ρητικδ δρίζοντα του μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς. Ειΐναι ακριβώς αυτή ή περίπτωση,, Ιδιαίτερα,, τόσο της θεωρίας των «ιδεατών τύπων», του σπουδαιότερου παραδείγματος ο'ικοδόμησης, γιά τους δπο'ίους αυτός αναγόταν ρητά στδ Μάρξ^°· δσο — πράγμα πού είναι κατόπιν τδ ϊδιο — και ή περίπτωση έκείνης της ενν^'^ας του «κοινωνικού σχηματισμού» πού δ Βέμπερ· προσπάθησε μέ τόν τρόπο του να επαναλάβει καΙ νά «επανερμηνεύσει» ειδικά στδ «Μερικές κατηγορίες της άξχολογικής κοινωνιολογίας». Άρκεΐ δμως και μια έπιφανειακή σύγκριση γιά νά διαπιστωθεί, δέ θά πώ ή άπόσταση ανάμεσα σ' αυτές τις δυό θέσεις, αφού αυτή είναι προφανής, άλλα ή διαφορετική άναλυτική ίκανότητα πού χαρακτηρίζει τούς ιδεατούς τύπους του Βέμπερ και τις καθορισμένες άφαιρέσεις τού Μάρ'ξ. Αύτδ πού άντιπροσωπεύει μια κατάκτηση τού Μάρξ ξαναπαρουσιάζεται πράγματι στδ Βέμπερ μόνο άποδιαρθρωμένο: δηλαδή, άπδ τή μια μεριά, σαν απλή ά φ α ί ρ ε σ η, άπδ τήν άλλη σαν άπλή ά τ ο μ ι κ ό τ η τ α ή άξία, χωρΊς οι δυδ πλευρές να μεσολαβούνται ή νά συντίθενται ποτέ. Κινούμενος, μέ άλλα λόγια, άπδ τήν οξεία παρατήρηση για τδ πώς ή επιστήμη δρα ά π λ ο π ο ι ώ ν τ α ς ή, δπως ελεγε δ Χέγκελ, οξύνοντας τήν άμβλεία πολλαπλότητα τού πραγματικού μέχρι νά τή συλλάβει στη μορφή της β α σ ι κ ή ς δ ι αψ ο ρ ä ς,, ίδ Βέμπερ κατάλαβε (άντί'θετα άπδ τδ Ρίκερτ) πώς ή στιγμή της αφαίρεσης η τυποποίησης ήταν άπαραίτητη καΐ 59. "Οπου παραπ., α. 191. 60. "Οπου παροιπ., σ. 124-5.
153
για τΙς κοίνων:κές έπχστημες, καΐ —ας το —πώς δ Μαρς δεν ήταν Κό·μιτ^ πώς οΐ άφαιρέσεις του «Κεφαλαίου» ήταν κάτι πολύ διαφορετικά άπο τις άσαφ·εΐς γενικότητες των φιλοσοφιών της Ιστορίας. Συνέλαβε,, δηλαδή,, τη λ ε ι τ ο υ ρ γ ι κ ή φύση αυτών τών αφαιρέσεων. Άλλα,, καθώς το π α ρ ό ν,, άπο τό οποίο αύτος κινιόταν, ·δέν ήταν ή υ λ ι κ ή οργάνωση αύτής της κοινωνίας, παρά μόνο οι « α ξ ί ε ς » , , π α ρ ο ύ σ ε ς στή συνείδησή του σαν άστοΰ διανοούμενου,, και καθώς στΙς αφαιρέσεις του' επρεπ·ε, λο'ΐπόν, να λείπει εκείνο τό «υλικό παρατήρησης» πού, άκ.·ριβώς σαν υ λ ι κ ό , «ξεκαθαρίζ-ει τΙς υποθέσεις, άλλες άπορίπτει, άλλες διορθώνει,, μέχρι πού στο τέλος καταφέρνει νά ολοκληρώσει και να βγάλει το νόμο» ('Ένγκελς) ' ετσι δ λειτουργικός χαρακτήρας τών έπιστημονίκών αφαιρέσεων μετατράπηκε γι' αυτόν σε άπλή σ υ μ β α τ ι κ ό τ η τ α , δηλαδή στο αδύνατο του να βγει με την πειραματική επαλήθευση από την πληθώρα τών αιτίων. Ή επιστημονική έννοια παραμορφώθηκε ετσι σέ ο· ύ τ οπ·ία, δηλαδή σέ ακαθόριστη αντίληψη* καί, σ' αυτή τήν απροσδιοριστία, δπως αυτή ιειχε τήν πρόθεση να συνδέσει φαινόμενα τελείως ανόμοια μεταξύ τους χωρίς αναφορά στίς Ιδιαιτερότητες τών ιστορικο - κοινωνικών καθεστώτων (σύγκρινε, π.χ.,, τή βεμπεριανή αντίληψη για τή γραφειοκρατία, τό Κράτος κλπ.), δπως ήσυχα παρομοίαζε τα ειδικά γνωρίσματα του παρόντος μέ κείνα του παρελθόντος, ετσι άπο'καλύφθηκε επίσης, μέ τον τρόπο πού ό Βέμπερ π.χ. αναγνωρίζει τή δική του ι δ έ α της καπιταλιστικής κ ο υ λ τ ο ύ ρ α ς, μόνο μιά άπο τις τόσες ουτοπίες αύτοΰ' του τύπου, πού μπορούν νά σκιαγραφηθούν «σέ εξαιρετικά ;μεγάλο βαθμό, πού " κ α μ ι ά δεν εΙναΊ ιδία με τις άλλες και πού καμιά [βέβαια] δέν μπορεί νά παρατηρηθεί πραγματικά στην έμπειρική πραγματικότητα»^\ Τό περ^εχό^μενο της θεωρητικής γενίκευσης, μέ άλλα λόγια, δέν κατάφερνε νά αγγίξει τήν πραγματικότητα. Ή αιτιακή - αναλυτική εξήγηση πού, στήν πορεία της διάλυσής της, είχε πάρει με τό θετικισμό τό δρόμο· του ιστορικού π ε ρ ι γ ρ α φ ι σ μ ο ö'„ χανόταν εδώ μέσα
61. 'Όπου παραπ. σ. 109.
154
στήν πληθώρα των αΊτίων και,, συνεπώς,, στον ύ π ο λ ο ^ γ ι σ μ ο των π t θ α ν ο τ ή τ ω ν. 'Αντίστροφα, μέ τή χρεωκοπία της δυνατότητας να δει πώς ή ·£πιστη:μονική άφαψεση δεν είναι μια κενή γενικότητα,, άλλα το πιο απλό γνώρισμα ένος υπό εξέταση συγκεκριμένου καχ,, συνεπώς, ενα γνώρισμα ή μια δψη πραγματική του Ι'διου του άντικειμένου, ό Βέμπερ επρ'επε επίσης να ξαναπροτείνει το π α ρ ό ν μονάχα στα χνάρια του άνορθΌλογισμοϋ της φ'ΐλοσοφίας τών άξιών, δηλαδή, δχι μόνο σαν α ξ ί α (άντι σαν γ ε γ ο ν ό ς ) , άλλα σάν μια άξία μη μεταδόσιμη καΐ «μή - σχετική». Ή κατανόηση του παρόντος, ;μέ άλλους δρ^ους,, επρ·επε νά του· παρουσιαστεί τώρα μόνο άπό τήν πλευρά της κατανόησης πο^υ ά π ο κ λ ·ε ί ε ι τό παρελθόν* ή άνάκληση αύτοΰ του τελευταίου επρεπε να του παρουσιαστεί ·μόνΌ σαν ένας τρόπος γιά να «όρχοθετήσει άρνητικα ορισμένες εννοιες μέ τις όποιες εργαζόμαστε στήν ιστορία της ε ύ ρ ω π α ν κ ή ς χουλτού-ρας, δσον άφορα ιέκεινα τά ε τ ε ρογενή περιεχόμενα»'^^ πού είναι τα περιεχόμενα πού είχαν οι περασμένες κουλτούρες: χωρίς ποτέ αυτός νά φτάσει νά δει, εξάλλου, πώς σί διαφορές του παρόντος ά π ό τ ό παρελθόν, είναι επίσης καΐ διαφορές του ά π ό τ ό σήμερα καί, συνεπώς, τρόποι να φωτίσου-με τή σχετικότητα καί τή μεταβατικότητα του ίδιου του παρόντος. Ή επιστήμη, πού αυτός είχε συλλάβει στήν άρχή μόνο άπο τήν άποψη τεχνικής κριτικής ή λογικο - τυπικοϋ οικοδομήματος, ά:διάφορου καΐ εξωτερικού στά πραγ;ματικά περιεχόμενα ή, για νά τό ποϋμε μέ τή γλώσσα του, στΙς «άξίες», επρεπε, τώρα, νά του ^μετατραπεί αυτή ή ίδια σε μιαν ά ξ ί χ η σε μιάν ε π ι λ ο γ ή , αδικαιολόγητη κα·1 άνεξέλεγκτη· έξίσου μέ οποιαδήποτε άλλη.. Ή έπιστήιμη έξαντλείται, δηλαδή, στο επίπεδο μιας όποιασδήποτε άνθρώπινης συμπεριφοράς, άτομικής και αυθαίρετης έξ'ίσου 'μέ οποιαδήποτε άλλη υποκειμενική πίστη.. Στήν καλύτερη περίπτωση αυτή δέν άποδείχνεται άλλο άπό «ενας τρόπος νά διαισθανθούμε τή ζωή και τήν πραγματικότητα», χαρακτηριστικό μιας άπό τις τόσες εποχές, καΐ άκριβέστερα τής άστικο καπιταλιστικής. 62. 'Όπου παραπ., σ. 191.
155
'Όπως δ Βέμπερ είχε άναζητήσεί την ουσία τού καπιταλισμού δχι στήν ανατομία του καΐ τήν ο'ιχονομική' του φυσιολογία, άλλα σέ κείνη τήν ποικιλία νοητικών στάσεων καΐ ανθρώπινων συμπεριφορών πού δ ίδιος συνό-ψισε στήν άντίληψη του «πνεύματος του καπιταλισμού», δηλαδή σέ κείνη τήν άκόμα γενική άντίληψη της «δυνατότητας ύπολογισμου» που χαρακτηρίζει τή διεύθυνση της καπιταλιστικής έπιχείρησης και,, ^συνεπώς, «στή στάση της ορθολογικής καΐ .^συστηματικής άναζήτησης του κέρδους»: δπου δ καπιταλισμός ερχόταν γι' αύτδν να ταυτιστεί, κατά κάποιο τρόπο, μέ τήν ορθολογική άπλοποίηση της τεχνικής καΐ της επιστήμης* ετσι, άντίστροφα, αυτές οι τελευταίες δέν επρεπε νά του έμφανιστουν τώρα παρά σαν μια υποκειμενική π ί σ τ η , καΐ ακριβέστερα μια άπδ τ'Ις «άξιες» ή τους σκοπούς, άνορθολογικούς δπως τα Ιδεώδη δλων τών άλλο)ν εποχών, πού ενας ιδιαίτερος πολιτισμός ειχε παράξει άπαντώντας στήν «πρόκληση» του κόσμου". Ξεκινώντας άπο τδ γεγονός δτι ή ιστορική πραγματικότητα εΐνα·ι μια πραγματικότητα πού άποτελεΐται .μόνο από σ κ ό π ιμ ε ς συμπεριφορές,, άνακαλύπτουμε ετσι δτι τέτια είναι τώρα και ή σκέψη πάνω σ' αυτή τήν πραγματικότητα, δηλαδή ή επιστήμη και πώς δχι μόνο οί κοινωνικές σχέσεις είναι ιδεολογικές σχέσεις, άλλα πώς 'ιδεολογία είναι καΙ ή επιστήμη της ιστορίας. Διαγράφεται Ιδώ ή εξακολούθηση (καΐ δ εκχυδαϊσμός) του έργου του Βέμπερ σέ κείνο του Μανχάιμ. Ή κοινωνική πραγματικότητα δέν είναι τίποτε άλλο παρά τό σύνολο τών «νοημάτων» πού τα μέλη της κοινωνίας αποδίδουν στόν κόσμο* αυτά τα νοήματα δμως, μέ τή σειρά τους,, δέν περιέχουν τίποτα τό άντικειμενικό, άλλα αντίθετα μόνο' «μια καθορισμένη ψυχο κο'ΐνωνική λεΊτουργία-., καιΐ άκριβέστερα έκείνη του νά προσηλώνουν τήν προσοχή τών ατόμων, πού σκοπεύουν νά 'δράσουν 'μαζί, σέ κάποια "εκτίμηση της πραγματικότητας'" νΔηλαδή',, ή έννοια άντιπροσωπεύει μόνο «Ινα είδος τ α μ π ο ύ Ινάντια σέ άλλα πιθανά νοήματα», μόνο 63. Για τήν έκχυδαϊσμένη επανάληψη ορισμένων απ' αυτά τα θέματα πρβλ. Μερλώ-Ποντύ, « 0 1 περιπέτειες της διαλεκτικής», Παρίσι 1955, π. χ. σ. 36. 64. Κ. Μανχάιμ, «'Ιδεολογία καΙ Ουτοπία», Μπολώνια 1957, α. 23.
156
ενα «μύθο» η ενχ πραγματιστικό εργαλείο πού κάνει δυνατή «μιαν απλοποίηση καΊ ένοπο'ίηση· των πολλαπλών στοιχείων της ζωης για τούς σκοπούς της δράσης». "Οχι μόνο ή πραγματικότητα είναι ολόκληρη «ιδεολογίες», άλλα ιδεολογία είναι τώρα και ή ιδεολογία της ιδεολογίας, δηλαδή ή Wissenssoziologie πού προβληματίζεται πάνω σ' αύτή^^. Και άφοϋ, δταν ή γνο>ση θεο)ρ'εΐται μ όV ο σαν μια εκδήλωση ζωής του ανθρώπου καΐ δχι επίσης σαν μαρτυρία καΐ σκέψη πάνω στην πραγματικότητα, στή γνώση δέν μένει παρά να εκδηλώσει το «ασυνείδητο» ή τή συλλογική «ψυχή», ετσι εχου^με δτι ή κοινωνιολογία γίνεται μια ψυχανάλυση της κοινωνίας,, δηλαδή ενας τρόπος να «ανακαλύψουμε» δτι κάθε μορφή γνώσης είναι μόνο φορέας ή προσ^οπεΐο ψυχολογικών ενδιαφερόντων, ετσι,, αντίστροφα, ή αποκάλυψη αυτής της κατάστασης πραγμάτων είναι «κάθαρση», δηλαδή καθαρτήρια γνώση. Ό δεσμός μέ τό Βέμπερ είναι άκό-μη προφανής. Μόνο πού —δπως σωστά σημεια)νει δ Λούκατς^^— στή θέση του νεοκαντιανισμού του Ρίκερτ,, ύπεισέρχεται εδώ «μια κοινωνιολογημένη υπαρξιακή φιλοσοφ··ία αλά Γιάσπερς-Χάιντεγκερ», δηλαδή ενας ανορθολογισμός, άν είναι δυνατό, ακόμη πιό θολός καΐ ακάλυπτος.
65. "Οπου παραπ., σ. 24 καΐ 89. 66. Λούκατς, <.Ή καταστροφή του λόγου», σ. 501.
157
ΚΡΑΤΟΣ
ΔΙΚΑΙΟΥ
ΚΑΙ ΛΑ ΪΚΗ
ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ
1. Δ η |JL ο κ ρ α τ ί α σημαίνει, κατά γράμμα, λαϊκή εξουσία, κυβέρνηση του λάου. "Οποιος διατρέξει, ώστόοο, δ,τι εκδίδεται άπο σύγχρονα πολιτι-κα κείμενα θα βρει δτι ανάμεσα στην κατά γράμμα σημασία της λέξης «'δημοκρατία» καΙ τους ποικίλους δρισμούς πού της δίνουν, ύπάρχει βαθιά 'διαφορά. Στην περίπτωση αύτη, πράγματι, οι ορισμοί πού διατυπώνονται άπό πολλές πλευρές, έχουν αύτο τό χαρακτηριστικό: δέν ορίζουν τη δημοκρατία σαν δ ρ ώ σ α πολιτική εξουσία, πού ασκείται άπό τ6ν κάτοχο της κυριαρχίας, δηλαδή άπο το λαό, άπο τΙς λαϊκές κοιΐ εργαζόμενες μάζες" άντίθετα, ορίζουν τή δημοκρατία σαν σύστημα φραγμών, περιορισμών καΐ φρένων πού πρέπει να περικλείουν και νά χαλιναγωγούν τή λαϊκή κυριαρχία. Ή δημοκρατία δέν είναι, λοιπόν, ή εξουσία του λαου, άλλα οί περιορισμοί πού τίθενται σ' αύτή τήν εξουσία. «Ή ''λαϊκή εξουσία" μας — λέει π.χ. δ Σαρτόρι—^ειναι εντελώς άλλο πράγμα» άπό κείνη της άρχαίας δημοκρατίας ή από κείνη της άμεσης δημοκρατίας τύπου Ρουσσώ. «Τό γεγονός είναι δτι (σε μας) ή λαϊκή εξουσία ξεπηδάει καΐ καθίσταται ενεργή γιατί δέν είναι πια τό στοιχείο τών πολιτικών μηχανισμών πού άποροφα μέσα του δλα τα δλλα, άλλα άντίθετα αύτό άποροφήθηκε άπό τά άλλα. ΣτΙς έξουσιαστικές διαδικασίες τών φιλελεύθερων δηιμοκρατικών καθεστώτων τό στενό στοιχείο "δημοκρατία"—σαν τέτοιο—^είναι μόνο τό πιό χτυπητό τό πιό 'έμφανές, άλλα καθαυτό δέν είναι βέβαια τό πιό σημαντικό». ΚαΙ τέλος —• συμπεραίνει —> «δέν είναι ή ""'λαϊκή έξουσία'\ δπωσδήποτε νοείται καΐ άναπτύσσεται, πού κάνει να λειτουργούν δπως πρέπει οί μηχανισμοί ένός ελεύθερου καθεστώτος (...)». "Εναν παρόμοιο δρισμό συναντάμε επίσης στόν πρόσφατο τόμο του Τ ζ . Μαρανίνι «Μύθοι χαΐ πραγματικότητα της δημοκρατίας». «Για κείνους πού ξέρουν πώς οί κυβερνώντες είναι π ά ν τ ο τ ε μια μειοψηφία, καΐ πώς ή δημοκρατία συνίσταται μόνο σέ καθορισμένες ιδιότητες καΐ χαρακτηριστικά αυτής της μειοψηφίας, τό
159
καθεστώς της πλειοψηφίας—γράφει δ Μαρανίν:—δεν είναι παρά τό καθεστώς της τυραννίας. Οί μεγάλες ιστορικές "δη'μοκρατίες" (εννοεί τΙς άγγλοσαξωνικές) είναι στην πραγματικότητα, αν μελετήσουμε τη 'δομή τους, περίπλοκα καΐ ισχυρά συστήματα άμυνας απέναντι στην πλειοψηφία (...)». Γιά νά άποφύγουμε παρεξηγήσεις, πρέπει να κάνουμε αμέσως σαφές δτι αύτοι οι ορισμοί δέν ορίζουν τη δημοκρατία, αλλά το φιλελευθερισμό, τη φιλελεύθερη δημοκρατία, πού είναι ακριβώς·—δπως θά δούμε—ή άντίθεση της δημοκρατίας. «Οι παρεξηγήσεις γεννιόνται—λέει ο Σαρτόρι—άπό τό γεγονός δτι μερικές φορές λέμε δημοκρατία γιά νά ποΰμε "φιλελεύθερη δημοκρατία'', καΐ μερικές φορές γιά νά πούμε μόνο "δημοκρατία": στην πρώτη περίπτωση καταλήγουμε νά ρίχνουμε στη δημοκρατία δλα τά χαρακτηριστικά του φιλελευθερισμού, ενώ στη δεύτερη φιλελευθερισμός και δημοκρατία καταλήγουν σέ δυο διαφορετικά πράγματα»^. Έ αληθινή δημοκρατία, συνεπώς, ή εξουσία του λάου, παρουσιάζεται σάν τυραννία' αντίθετα, αυτό πού καταστέλλει, αυτό πού θέτει δρια καΙ δεσμεύσεις στήν εξουσία του λαου, δηλαδή τό φιλελεύθερο Κράτος, εμφανίζεται σάν δημοκρατία. Είναι σημαντι1. Τς. Σαοτόρι, Democrazia e Μπολώνια 1957, σ. 177: «"Αν υπογράμμισα τή διακοπή της συνέχειας ανάμεσα στήν αρχαία καΐ τή δική μας δημοκρατία (...) είναι γιατί στήν προσπάθειά μας να πούμε δημοκρατία, με συντομία, εκείνο πού δέν ονομάζουμε ξεχνιέται ή υποβιβάζεται και υποτιμάται: καταλήγει ή δημοκρατία (ό δρος πού εκφράζεται) νά βρίσκεται πάνο) καΐ ό φιλελευθερισμός (έννοια υπονοούμενη) νά βρίσκεται κάτίο. Πράγμα πού είναι ακριβώς τό αντίθετο της αλήθειας. Εφόσον μιά ιστορική προοπτική με μικρή ακτινοβολία μπορεί νά εμφανίσει μεγάλο αυτό πού είναι μόνο κοντινό, δεν είναι δύσκολη ύπόθεστι τό ξεπέρασμα πού πετυχαίνει σήμερα ή δημοκρατία σέ βάρος του φιλελευθερισμού, αναφορικά πρός τό αντίστροφο ξεπέρασμα, δηλαδή εκείνο πού πέτυχε ό φιλελευθερισμός ώς πρός τήν αρχαία δημοκρατία. Ή αλήθεια είναι δτι ή σύγχρονη δημοκρατία θά υφίσταται, εφόσον εγκαθιδρύθηκε άπό τό φιλελεύθερο ξεπέρασμα της κατά γράμμα δημοκρατίας. Παρόλο πού πολύ λίγο λέγεται, ή δημοκρατία πού σεβόμαστε καΙ πραγματοποιούμε είναι ή '^φιλελεύθερη δημοκρατία": καΐ είναι γι' αυτό τό λόγο πού ή Ιδέα της δημοκρατίας έκφράζει σήμερα τήν Ιδέα της έλευθερίας». Σ τ ή ν ϊδια γραμμή κινείται καΐ ό Μαρανίνι, ό όποιος — αφού αναφέρει τή διαπίστωση του Μπ. Ράσελ δτι «αν και μπορεί νά υπάρχει δημοκρατία χο^ρίς ελευθερία, σίγουρη ελευθερία δέν μπορεί νά υπάρχει χωρίς δημοκρατία» — παρατηρεί δτι εδώ «είναι ακόμα καθαρότερη ή συνηθισμένη σύγχυση ανάμεσα στήν έννοια του φιλελεύθερου καθεστώτος, ή εστω του "κράτους δικαίου" καΐ τήν πλειοψηφική και εξωτερική έννοια της "δημοκρατίας"».
160
κδ và ύπογραι^μίσουμε αυτό το ay]:[Ji£co γιατί, δπως θα δούμε, ή αστική δημοκρατία, ή φιλελεύθερη δημοκρατία—αντιτιθεμένη, ταυτόχρονα, τόσο στη δεσποτική κυβέρνηση (στή φωτισμένη άπολυταρχία) δσο καΙ στή λαϊκή εξουσία—φτάνει στδ σημείο να Ίγκαθιδρύει μια ταυτότητα άνάμεσα σ' αυτά τα δυο αντίθετα καθεστώτα, θεωρώντας τή δημοκρατία δχι λιγότερο τυραννική καΐ δεσποτική άπό τήν παλιά απολυταρχία και τή σύγχρονή της ενσάρκωση, τόν άντιδραστι-κδ καισαρισμό. «Τα πιδ μισητά δικαστικά μέτρα των επαναστατών χρησιμοποιούνται τώρα —> εγραφε ο ΤοκεβΙλ στδν Ριβ τδ 1852 — γιά νά έξυπη.ρετήσουν τΙς μνησικακίες καΐ κυρίως γιά νά καθησυχάσουν τούς φόβους του συντηρητικού κόμματος. Χρειάζεται νά άνατρέξουμε ώς τήν Επιτροπή Δημόσιας Τγείας καΐ τήν Τρομοκρατία γιά νά ξαναβρούμε στήν ιστορία μας κάτι τδ ανάλογο μ' αύτδ πού βλέπουμε τώρα». Μέ άπόσταση πέντε χρόνια, δ εγγλέζος μεταφραστής του καΙ αρχισυντάκτης τών «Τάιμς», άκριβώς δ Χ . Ρίβ, τον εφερνε σάν ύπόδειγμα παρατηρώντας δτι «τδ κοινοβουλευτικό πνεύμα δέν άνευρίσκεται ούτε στις ταραχώδεις συνελεύσεις της επανάστασης ούτε στά άφωνα σώματα της Αυτοκρατορίας». Επιχείρημα πού είναι τδ ιδιο μέ κείνο μέ τδ οποίο οι φιλελεύθεροι φτάνουν, σήμερα, στήν ταύτιση φασισμού -καΙ κομμουνισμού σάν καθεστώτων, καΐ τών δύο, ολοκληρωτικών. Ή αστική δημοκρατία, ή φιλελεύθερη δημοκρατία, συνεπώς, είναι ή εξουσία της μειοψηφίας ενάντια στήν πλειοψηφία, του- μέρους ενάντια στδ δλο, τών λίγων ενάντια στδ λαό. Ή φιλελεύθερη δημοκρατία, φράφει δ Μαρανίνι, «·δέν είναι καρπδς του καθολικού εκλογικού δικαιώματος, αντίθετα (...) κατόρθωσε νά άντισταθεϊ αρκετά καλά στδ καθολικδ εκλογικδ δικαίωμα» ειδικά εκεί, δπως στήν 'Αγγλία, δπου «τδ καθολικδ έκλογικδ δικαίωμα βρήκε εγκατεστημένες έλΙτ τόσο πλατιές, τόσο ευκίνητες καΐ πού συμμετέχουν τόσο στή ζωή της χώρας, πού αυτές οι ελίτ, μέ τή βοήθεια της κοινοβουλευτικής εκλογικής περιφέρειας καΐ της σχετικής πλειοψηφίας άπορόφησαν "και κατηύθυναν τδ έκλογικδ δικαίωμα περισσότερο άπ' δσο μπόρεσε τδ έκλογικδ δικαίωμα νά άνατρέψει τΙς έλίτ. Γ ι ' αύτδ ή 'Αγγλία είναι ακόμα δημοκρατία». ΕαΙ λίγο παρακάτω δ Μαρανίνι προσθέτει: «δέν ήταν πάντα σαφές σέ δλους τδ άθεράπευτα ασυμβίβαστο ανάμεσα στήν πραγματική φύση της κοινοβου-
10
161
λευτικης κυβέρνησης (σάν έμπερικοΰ καΐ ιστορικού συστήματος οριοθετήσεων, προσεγγίσεων καΐ πολιτικών συνθέσεων) καΐ δποιαδήποτε αύστηρα ρασιοναλιστική αντίληψη* ιδιαίτερα, 'μετά, δέν υπήρξε σαφές τό άσυ^μβίβαστο ανάμεσα στην κοινοβουλευτι-κή κυβέρνηση και τή λαϊκή κυριαρχία (...) ». «Σέ κάθε Σύνταγμα^—γράφει δ Τζών Στιούαρτ ΜΙλ—θα επρεπε να υπάρχει ενα κέντρο αντίστασης ενάντια στήν επικρατούσα εξουσία χαί, κατά συνέπεια, σ' ενα δη-μοκρατικά Σύνταγμα, ενα μέσο Αντίστασης ένάντια -στή δημοκρατία»^. Ή φιλελεύθερη δημοκρατία, λοιπόν, ιμάχεται τήν εξουσία του λαου, τή λαϊκή κυριαρχίιχ, τήν ά μ ε σ η άσκηση της εξουσίας, από μέρους των μαζών, βεβαιώνοντας δτι αυτή ή εξουσία είναι δεσποτική, ισοπεδωτική, έξισωτι-κή. Σύμφωνα με τδ φιλελεύθερο, ή δηιμοκρατία βιάζει χαι καταπιέζει τήν ατομική ελευθερία* εισάγει δμοιομορφία και ισοπέδωση έκει δπου ή ελευθερία είναι ποικιλία, πολλαπλότητα, δχι μονότονη αρμονία άλλα αντίθεση, πάλη, επιλογή καΐ συναγωνισμός. Αύτα είναι τα θεμελιακά θέματα της άντιδη^μο'κρατιχής πολεμικής. Κι αυτά, Ίπίσης, τά θέματα άπδ τα δποϊα φωτίζεται, αντίθετα, ή πραγματική σημασία χαΐ ή αποτελεσματική λειτουργία του φιλελεύθερου Κράτους ή Κράτους δικαίου, δηλαδή της κοινοβουλευτικής κυβέρνησης ^μέ τδ σύστημά της Εσοροπιών, άντιβάρων, με τή balance des pouvoirs της ή τις συνταγματικές εγγυήσεις. Μπορούμε νά πουιμε δτι αύτα τα άντίβαρα άνάγονται δλα στή δημιουργία ι δ ι α ί τ ε ρ ω ν σωμάτων πού θέτουν φραγμδ καΐ φρένο στις μάζες»—Ή κυριαρχία είναι του λαου—. Είναι χυριαρχία πού εχει ενα ιμόνο κάτοχο. Είναι εξουσία ενιαία, άδιαίρετη. θ ά πρέπει, συνεπώς, να κατακερματίσουμε αύτή τή μοναδικότητα της έξουσίιας, της κυριαρχίας, εισάγοντας τή δ ι α ί ρ ε σ η τών εξουσιών. 'Ένας άλλος τρόπος για να διαιρέσουμε τήν έξουσία, ενας άλλος τρόπος για να κάνουμε να περάσει σέ άλλα χέρια ή έξουσία, θα είναι να μεταφέρουμε τήν κυριαρχία άπδ τδ λαδ στο Κοινοβούλιο, εξασφαλίζοντας τήν ανεξαρτησία του Κοινοβουλίου άπδ τή χώρα, τήν άνεξ'αρτησία του βουλευτή άπδ τδν Ίκλογέα. Ά 2. Τζών Στιούαρτ Μιλ, «Παρατηρήσεις yià μιαν αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση».
162
γώνας, συνεπώς, ενάντια 'Οτήν έπιτα%τική εντολή, άγώνας ενάντια στήν ενότητα κυβέρνησης καΙ κυριαρχίας, άγώνας ενάντια στό δη·μ.οκρατικο συγκεντρωτισιμό. «Οί ελευθερίες—^γράφει δ Μαρανίνι—δηλαδή οί έγγυήσεις, είναι κυριολεκτικά άσυ|]υβίβιαστες ιμέ τ ή ν ελευθερία. ΚαΙ δέν υπάρχει αμφιβολία δτι ή κοινοβουλευτική κυβέρνηση στήν ι^στορική της γένεση, και στό βαθύτερο πνεύμα της είναι σύστημα ελευθεριών (πολλών μιαζί ελευθεριών) , σύστημα εγγυήσεων. Ανώτατη θρησκεία της είναι ή υπεράσπιση του άνθρώπινου προσώπου, πολύ περισσότερο απ' δ,τι είναι ή νομική και οικονομική ισότητα τών ανθρώπων: καΐ μπορεί να στρέφεται, χωρίς να λοξοδρο:μεΐ σέ μια τέτοια ισότητα, μόνο για vî3c τή χρησιμοποιεί σαν ·μέσο για να σταθεροποιεί τήν υπεράσπιση του άνθρώπινου προσώπου' δέν στρέφεται σ' αυτήν σαν στο ε'ίδωλο στ6 δποιο άκόιμη m l xb άνθρώπινο πρόσωπο 'μπορεί και πρέπει να θυσιάζεται. Μή άναγώγιμη ουσία της είναι, συνεπώς, το κομμάτιασμα της πολιτικής έξουσίας, άν και αυτό το κοιμμάτιασμα ·δέν μπορεί άναγκαστικα να επιτευχθεί 'μέ τον τρόπο πού 'διακηρύσσει ό Μοντεσκιέ. ΚαΙ ή δυναμική της είναι δυναμική άντίβαρων καΐ φρένων, άν καΙ δέν συγκεκριμενοποιεί ενα αυστηρό σύστημα έξισοροπημένων Ίξουσιών, όπως το προεδρικό σύστημα τών HJI.A. Ή ούσίία τών δύο συστη^λάτων—κοινοβουλευτικοί) και προεδρικού—είναι άνάλογη, δπως άλλωστε μια είναι ή παλιά ιστορική τους καταγωγή. Άλλα τό άμερικάνικο προεδρικό 'σύστημ,α, γεννηιμένο σέ μιαν άτμόσφαιρα στήν δποίια ή φιλελεύθερη πίστη ήταν πιο δυνατή άπό τό ρασιοναλιστικό δόγμα, εστρεφε τήν άπόλυτη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας στήν υπηρεσία τ ώ ν ελευθεριών. Ό' Μοντεσκιέ, πολύ περισσότερο άπό τό Ρουσσώ, 'μιλάει μέσα άπό τα άπλα άρθρα του δμο'σπονδιακοϋ αμερικάνικου Συντάγματος, εγγυοώμενος με τή διαίρεση τών εξουσιών τήν ενότητα καΙ τή δύναμη της κρατικής διάταξης καΐ κάνοντας αυτή τή διάταξη άμυνα της μειοψηφίας καΙ τών άτόμων άπέναντι στήν αυθαιρεσία της πλειοψηφίας». «Ή άπαίτηση της διαίρεσης τών εξουσιών — 'συ'μπεραίνει δ Μαρανίνι — παραμένει %αΙ θα παραμείνει μια αιώνια άπαίτηση της ύπεράσπισης του άνθρώπινου προσώπου». Διαίρεση, συνεπώς, τών εξουσιών, δημιουργία
ι δ t α ί τ ε-
163
ρων σ ω μ ά τ ω ν πού κομματιάζουν τήν ενότητα της λαϊκής κυρίαρχίας. Τό Ιδιωτικό πρέπει να άξίζει περισσότερο άπό το δημόσιο. Τό άτομο περισσότερο άπο τήν κοινωνία. Τδ μέρος περισσότερο άπό τό δλο. «Ό μεγάλος κίνδυνος των δημοκρατικών εποχών, να είσθε βέβαιος, εγραφε δ Τοκεβιλ στόν Ρίβ, είναι ή καταστροφή -καΙ τό εξαιρετικό αδυνάτισμα τών μ ε ρ ώ ν του κοινωνικού σώματος απέναντι στο δ λ ο. "Ολα αύτά πού στις μέρες μας έξυμνουν τήν ιδέα του ατόμου είναι σωστά. "Ολα αυτά πού δίνουν μιαν ύπαρξη καθεαυτή στό γένος καΐ πού ενισχύουν τήν έννοια του γενικού είναι έπικίνδυνα». Άλλα ας ερθουμε στον πιό σημαντι-κό φραγμό, δηλαδή, όπως λέει ό Κέλσεν, στό «αντιπροσωπευτικό πλάσμα», στό συ^στημα της κοινοβουλευτικής κυβέρνησης. Έδώ «ή λειτουργία διακυβέρνησης μεταφέρεται, λέει δ Κέλσεν, άπό τούς οργανωμένους σε λαϊκή συνέλευση πολίτες στα εί-δικα όργανα (...) . Αυτή—συνεχίζει— είναι μια αξιοσημείωτη μείωση της αρχής του πολιτικού αύτοπροσδιορισμου. Είναι χαρακτηριστική της λεγόμενης εμμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Πρόκειται για μια δημοκρατία δπου ή νομοθετική λειτουργία ασκείται άπό ενα κοινοβούλιο εκλεγμένο άπό τό λαό, καΐ ή διοικητική καΙ δικαιοδοτική λειτουργία άπό λειτουργούς εκλεγμένους δμοίως άπό ενα εκλογικό σώμα. Σύμφωνα με τόν παραδοσιακό δρισμό, μια κυβέρνηση είναι «άντιπροσωπευτική» άφου ^αΐ δσο οι λειτουργοί της, στή διάρκεια της θητείας τους, άντανακλουν τή θέληση του έκλογικου σώματος καΐ είναι υπεύθυνοι άπέναντι σ' αυτό». Βέβαια, δμως, «δεν μπορεί νά υπάρξει ά^μφιβολία, συνεχίζει δ Κέλσεν, δτι, μέ βάση αύτό τό κριτήριο, καμιά άπό τΙς υπάρχουσες δημοκρατίες πού δνομάζονται «άντιπροσωπευτικές» δέν μπορεί νά θεωρηθεί πραγματικά τέτια. Στό μεγαλύτερο μέρος τους, τά διοικητικά καΐ δικαιοδοτικά όργανα εκλέγονται μέ μεθόδους διαφορετικές από της λαϊκής εκλογής' -καΙ σέ δλες σχεδόν τις λεγόμενες «άντιπροσωπευτικές» δημοκρατίες τά αιρετά μέλη του κοινοβουλίου και άλλοι εκλεγμένοι άπό τό λαό λειτουργοί, καΐ δ Αρχηγός του Κράτους ιδιαίτερα, δέν είναι νομικά υπεύθυνοι απέναντι στό εκλογικό σώμα». «Για νά έγκαθιδρύσουμε μιάν αληθινή σχέση άντιπροσώπευσης—είναι πάντα δ Κέλσεν πού μιλάει—δεν αρκεί δ άντιπρόσωπος
164
να 'διοριστεί ή να εκλεγεί άπο τον άντιπροσωπευόμενο. Είναι αναγκαίο 6 άντιπρόσωπος να είναι νοριικα υποχρεωμένος να εκτελεί τή θέληση τοΰ άντιπροσωπευόμενου, καΙ ή έ-κπλήρωση αύτης της υποχρέωσης να είναι νομικά εγγυημένη. Ή τυπική εγγύηση είναι ή εξουσία του άντιπροσωπευομένου να ανακαλεί τον αντιπρόσωπο, στήν περίπτωση πού ή δραστηριότητα αύτου του τελευταίου δέν προσαρμόζεται στήν έπιθυμία του πρώτου». Άλλα «εί'δικα τα μέλη του κοινοβουλίου των ·σύγχρονο3ν δημοκρατιών δέν είναι, κατά κανόνα, νομικά υπεύθυνα απέναντι στήν εκλογική τους περιφέρεια' δέν είναι δυνατό να ανακληθούν από τό εκλογικό σώιμα. Τα αιρετά όργανα ενός σύγχρονου κοινοβουλίου ·δέν είναι νομικά δεσμευμένα από τις οδηγίες της εκλογικής τους περιφέρειας. Ή νομοθετική εντολή δέν εχει τό χαρακτήρα της έπιτακτικής 'εντολής (...) . Αυτή ή ανεξαρτησία του κοινοβουλίου από τό εκλογικό σώμα είναι μια χαρακτηριστική :πλευρά του αύγχρονου κοινοβουλευτισμου». Αυτή θα δικαιολογούνταν μέ τό γεγονός δτι ό βουλευτής δέν αντιπροσωπεύει τους έκλογεΐς του γιατί πρέπει να αντιπροσωπεύει δλο τό έθνος. "Ο^μως, 'σ'Jvεχίζει ό Κέλσεν, «ή φόρμουλα δτι τό μέλος του κοινοβουλίου δέν είναι δ αντιπρόσωπος τών εκλογέων του άλλα ολόκληρου του λαου, ή, δπως γράφουν μερικοί, ολόκληρου του Κράτους, και δτι γι' αυτό δέν είναι δεσμευμένος άπό -καμιά οδηγία τών έκλογέο)ν του και γι' αυτό δέν ιμπορει να άνακληθει, είναι πολιτικό πλάσμα. Ή νομική ανεξαρτησία του εκλεγμένου άπό τους έκλογεΐς είναι ασυμβίβαστη μέ τή νομική άντιπροσώπευση. Ή βεβαίωση δτι ό λαός αντιπροσωπεύεται άπό τό κοινοβούλιο σημαίνει δτι, ενώ δ λαός δέν μπορεί να ασκήσει απευθείας καΙ &μεσα τή νομοθετική εξουσία, τήν άσκει δμως κατ' εξουσιοδότηση. Άλλα άν δέν υπάρχει καμιά νομική εγγύηση δτι ή θέληση τών εκλογέων ακολουθείται από τόν εκλεγόμενο, άν αυτός είναι νομικά άνεξάρτ1}^ος άπό τους εκλογείς, δέν υπάρχει καμιά νομική σχέση έξουσιοδότησης ή αντιπροσώπευσης». «'Άν οι πολιτικοί συγγραφείς επιμένουν νά όρίζουν σάν "άντιπροσωπευτικό" δργανο τό κοινοβούλιο της σύγχρονης δηιμοκρατί•ας, παρά τή νομική του ανεξαρτησία άπό τό εκλογικό σώμα, άν μερικοί συγγραφείς διακηρύσσουν άκόμη και δτι ή επιτακτική εντολή είναι αντίθετη στήν αρχή της αντιπροσωπευτικής διακυβέρ-
165
νησης, αύτοί δέν παρουσιάζουν jJiLav 'έπΐ'στη'[]ΐονιχή θεωρία, άλλα ύποστηρίζουν 'μια πολιτική ιδεολογία. Ή λειτουργία αυτής τής ιδεολογίαςεΐναι να κρύβει—συνεχίζει δ Κέλσεν—^τήν πραγμ;ατική κατάσταση, να διατηρεί τΙς αυταπάτες δτι δ νομοθέτης είναι δ λαός, παρά τό γεγονδς δτι, στήν πραγματικότητα, ή λειτουργία του λάου (...) είναι περιορισμένη στή δημιουργία του νομοθετικού οργάνου». «Ή νομική ανεξαρτησία του κοινοβουλίου άπο τό έκλογικο σώμα σημαίνει δτι ή άρχή τής δημοκρατίας άντικαταστάθηκε, ως ενα βαθμό, άπδ κείνη του καταμερισμού τής εργασίας. Για να κρυ'φτεΐ αύτδ τό πέρασμα άπο τή μια άρχή στήν δλλη, άνατρέχουν— συμπεραίνει—^στό πλάσμα σύμφωνα μέ τό δποιο τό κοινοβούλιο ''''άντιπροσωπεύει" τό λαό»^. 'Άς συνοψίσουμε τα θέματα τής φιλελεύθερης δημον-ρατικής πολεμικής ενάντια στή δημοκρατία, ένάντια στή λαϊκή εξουσία. Ή δημοκρατία είναι τυραννική, δεσποτική. Έ δημοκρατία είναι Ισοπεδωτική, έξισωτική. Πνίγει τΙς 'διαφορές, τΙς διάφορες άσυμφωνίες άπ' δπου ζει ή ελευθερία για να τις άντικαταστήσει μέ μονότονη δμοιομορφία, τήν δμοιομορφία πού καταπιέζει τό άτομο. Αυτή ταυτίζει κυρίαρχο και κυβέρνηση, κάνει δηλαδή τό λαό, πού είναι δ τιτλουχος τής κυριαρχίας μαζι καΐ διαχειριστή της. Είναι συγκεντρωτική, βεβαιώνει τό άδιαίρετο τής εξουσίας. Σ' αυτό τόν «τυραννικό» συγκεντρωτισμό τής δημοκρατίας, ή φιλελεύθερη ή άστική πολιτική θεωρία άντιπαραβάλλει : τή διαίρεση των εξουσιών, τή μεταφορά τής κυριαρχίας άπό τό λαό στό κοινοβούλιο (συνεπώς τήν ανεξαρτησία του βουλευτή άπό τό εκλογικό σώμα) , τή διάκριση κυριαρχίας καΐ διακυβέρνησης. Στήν ένιαία 'ελευθερία τής δημοκρατίας, άντιπαραβάλλει τΙς έίευθερίες τών ιδιαίτερων σωμάτων. Πριν κλείσουμε αύτό τό μέρος τών σκέψεων μας άς ξαναδοΟιμέ τους δρους αύτής τής πολεμικής, ετσι δπως μας έρχονται άπο"^ στόμα ενός συχωρεμένου άντιφασίστα' ενός άντιφασίστα πού πλήρωσε μέ φυλακή, ιμετα τό '41, τήν Αναδημοσίευση του έργου του «Ιστορία του εύρωπαϊκου φιλελευθερισμού»: του Γκουίντο Ντε Ρουτζέρο. «'Ανάμεσα στό μοναρχικό m l τό 'δημοκρατικό δεσποτισμό—εγραφε, σέ έποχή', προσέξτε, αγώνα ενάντια στό φασισμό!— 3. Κέλσεν, General
166
Theory
of Law and State, Harvard,
1946.
δέν ύπάρχει πολύ διαφορά, τουλάχιστον ώς προς τή 'δουλεία»^. «Ή συ'μττύκνωσγ] ^μιάς τεράστιας εξουσίας στην υπηρεσία μιας πλειοψηφίας συχνά πλάστης, είναι αληθινά τυραννική' γι^ αύτό, δχι άδικα, ή δημοκρατία κι ό 'δεσποτισμός μπαίνουν στήν ϊδια γραμμή. Μάλιστα, είναι πιο βαριά καΙ 'επικίνδυνη μορφή δεσποτισμού εκείνη πού προέρχεται άπο τή δημοκρατία, άπο τό ίδιο τό γεγονός δτι κινείται άπό τα πιό χαμηλα στρώματα της κοινωνίας (,..) ». «Είναι γεγονός άναντίρητο—^συνεχίζει c Ντε Ρουτζέρο'—^δτι ή αυστηρή και μή ^εύφυής εφαρμογή της αρχής της ισότητας τείνει να άχρωτηριάσει τα εργα της ελευθερίας πού αναγκαστικά διαφοροποιούνται και είναι ανόμοια, και να διαδώσει, μαζι μέ τΙς μέτριες ποιότητες, τήν άγάπη της μετριότητας. Ό δημοκρατικός φθόνος προς τή μεγάλη προσωπική τύχη μειώνει κάθε πρακτική δυνατότητα ατομικής ανεξαρτησίας, ·αύτο-κυβέρνησης, αντίστασης στήν καταπίεση της κεντρικής εξουσίας, ^συγκεντρώνει δλα τα καλά καΙ δλες τις αξίες σέ απρόσωπους καΙ ανώνυμους οργανισμούς δλο πιό γενικούς, γραφειοκρατικοποιει τήν κοινωνική ζωή κατεβάζοντάς της τον τόνο». Κι ακόμα: «Επειδή ό δημοκρατικός δεσποτισμός —- λέει δ Ντε Ρουτζέρο—ανατρέπει δλες τΙς μορφές της ατομικής καΐ κοινωνικής δραστηριότητας, πρέπει ή ελευθερία να του αντιτίθεται σέ δλα τα σημεία (...) . Πρέπει, συνεχίζει, να καλλιεργηθεί μέ δλες τις εννοιες τό ιστορικό Ιδαφος πού ισοπέδωσε δ δεσποτισμός, να δημιουργήσουμε παντού κέντρα άντίστασης καΐ αναχαίτισης. Αύτό τόν έ γ γ υ η τ ι σ μ ό πού ή φιλελεύθερη σκέψη της ΙΓαλινό.ρθωσης επεξεργάστηκε προσεχτικά, σ' άντίθεση μέ τις δεσποτικές απαιτήσεις των μοναρχικών, πρέπει να τόν στρέψουμε ενάντια στή νέα μοναρχία ( ! ! ) , πού δέν διαφέρει άπό τήν προηγούμενη παρά στό δτι εχει πιό βαθιές καΙ πλατιές ρίζες», θ ά πρέπει, συμπεραίνει, να <•' άποκαταστήσουμε τΙς ιδιαίτερες ελευθερίες παρουσία των κυρίαρχο3ν δημοκρατιών», αν καΙ αύτό είναι δύσκολο «σα να σκάβεις ένα χαράκωμα παρουσία του εχθρού». Στή δημοχρατία, «οι άνθρωποι διαβάζουν τα ίδια πράγματα, άκουν τα ίδια πράγματα, ζουν στους ίδιους χώρους, οι έλπίδες τους κι οί φόβοι τους χατευθύνονται στους ίδιους σκοπούς' έχουν τα ίδια δικαιώματα, τΙς 4. Τς. Ντε Ρουτξέοο, Sioria del liheralismo
ö. 13.
europeo,
Μπάρι 1945,
167
ϊδιες έλευ'θερίες, τους ίδιους τρόπους να τΙς διεκδικούν. Τπάρχει συνεπώς ·στή ·δη|χοκρατία ενα άδιάλειπτο εργο ισοπέδωσης, πού καθιστά δλους τους ανθρώπους έξίσου μέτριους* ενα είδος ανώνυμης καΐ συλλογικής τυραννίας, πού κατεβάζει κάθε κορυφή, αμβλύνει κάθε άκμή, σβύνει κάθε ζωντανό τόνο. Έδώ βρίσκεται δ μεγαλύτερος κίνδυνος για τήν ατομικότητα και την ανθρώπινη πρόοδο». Kt 4ς άχούσουμε τώρα, πάντοτε από τό στάμα του Ντε Ρουτζέρο, τή φιλελεύθερη κριτική στδ Ρουσσώ. «Ή Ιννοια της κυριαρχίας του λαου—^γράφει— (...) άναπτύχθη-κε από τό Ρουσσώ ως τΙς πιό αύστηρές της συνέπειες». «Δεδομένης της ταυτότητας και 'συνέχειας της συντακτικής εξουσίας και της συντεταγμένης εξουσίας (της ταυτότητας δηλαδή χάρη στήν οποία ο λαός πού είναι κυρίαρχος δέν εκποιεί, ^σύμφωνα μέ τό Ρουσσώ, αυτή τήν κυριαρχία στήν κυβέρνηση, άλλα διαχειρίζεται άμεσα τήν έξουσία) , ή κυριαρχία παραμένει ·διαρκώς στό λαό. Αυτή δέν μπορεί να είναι άντικείμενο άντιπροσώπευσης, διαφορετικά δ λαός δέ θα ήταν κυρίαρχος παρά μόνο τή στιγμή πού εκλέγει τούς αντιπροσώπους του καί, μόλις θα έκλέγονταν τα μέλη του κοινοβουλίου, θα γύριζε στή δουλεία (...). Ό λαός—συνεχίζει δ Ντε Ρουτζέρο εκθέτοντας τό Ρουσσώ— δέν μπΟ'ρεΤ να εχει άντιπροσώπους παρά μόνο έπιτρόπους, δηλαδή απεσταλμένους υπεύθυνους και οχι εξουσιοδοτημένους να καταλήγουν σέ κάτι τό δριστικό χωρίς τή λαϊκή επικύρωση (...) . Αυτά τα χαρακτηριστικά, προσθέτει δ Ντε Ρουτζέρο, αποτελούν ακριβώς τό αντίθετο τών άρχων τοΰ^ ε γ γ υ η τ ι σ μ ο ΰ πού βγαίνουν άπό τό άγγλικό σύνταγμα. Τό άδιαίρετο είναι ή αντίθεση της διαίρεσης τών εξουσιών και τών άντι-δυνάμεων' ή μή άντιπροσωπευτικότητα τείνει νά άρνηθει τα προνόμια του Κοινοβουλίου. «Πώς είναι δυνατό να μείνουμε σ' αυτή τήν άντίληψη — αναρωτιέται δ Ντε Ρουτζέρο — τών φυσικών, άτομικών δικαιωμάτων του ανθρώπου;». «Τι μας ενδιαφέρει νά είναι ελεύθερο τό Κράτος δταν δέν είναι τά ά^τομα;». Ή σκέψη του Ρουσσώ (συνεχίζει) δίνει χώρο «σέ μια δημαγωγική «άποχαλίνωση λαϊκής αυθαιρεσίας. Για νά άποφύγουμε τέτιες υπερβάσεις, ή έξουσία πρέπει νά είναι, οπωσδήποτε, μια στήν πηγή της άλλα διαιρεμένη στήν άσκηση της* ή κυριαρχία πρέπει νά μένει στό λαό, άλλά δχι μέ τήν έννοια δτι τό πλήθος Ιπιβάλλεται μέ ταραχές του πεζοδρομίου στούς άντιπροσώ-
168
πους του κατεβάζοντας τους σέ έ-μποροϋπαλλήλους* άλλα μέ την έννοια δτι ή συνέλευση των άντιπροσώπων είναι αύτη ή ίδια δ οργανωμένος πολιτικός λαος (...) ». Δηλαδή, ο λαός πού εχει πολιτική βαρύτητα και σημασία δεν είναι δ πραγματικός λαός αποκλειστικά, άλλα τό κοινοβούλιο, ή, για να τό πούμε 'μέ τό Μάρξ, «δ λαός σέ μικρογραφία». "Οπως στό μεσαίωνα, ετσι κι έδώ οι άντιπρόσωποι θα επρεπε να ύποκαθιστοΰν τό λαό σέ 'μια άντιπροσωπ ε υ τ ι κ ή σύνοψη. Τό κοινοβούλιο θα έπρεπε να είναι μια έ π ι τ ο μ ή β α σ ι λ ε ί ω ν^. Μόνο αν τόν πάρει σέ τόσο μικρές δόσεις δ φιλελεύθερος, δ αστός μπορεί να ανεχθεί τό λαό! 2. Ή δημοκρατία, λοιπόν, — να ή κατηγορία πού της ρίχνει δ φιλελευθερισμός—^γεννάει μιαν δμοιογενή κοινωνία, μια κοινωνία οπου υφίστανται κ ο ι ν ά συμφέροντα, δπου δλοι έχουν τά ιδια δικαιώματα, τΙς ίδιες ελευθερίες, τούς ίδιους τρόπους να τά διεκδικούν. Αύτή ή δμοιογένεια του κοινωνικού πλέγματος, πού γιά τό φιλελεύθερο είναι δμοιομο·ρφία, μονοτονία, κάνει τήν έλευ·θερία νά λιμνάζει, άφοΰ ή φιλελεύθερη ελευθερία —• νά τό σημείο -στό δποίο πρέπει τώρα νά εμβαθύνουμε και νά τό άποσαφηνίσουμε — προϋποθέτει άντίθετα ποικιλία καΐ ά ν ι σ ό τ η τ α καταστάσεων, διαφορές, αντιθέσεις συμφερόντων. Καμιά ελευθερία γιά τόν άστό χωρίς ε π ι χ ε ι ρ η μ α τ ι κ ή ελευθερία, χωρίς ά ν τ α γ ω ν t σ μ ό. "Ας παραχο3ρήσουμε τό λόγο στό 'μεγαλύτερο θεο^ρητικό του Κράτους δικαίου, τό στοχαστή πού μέ τή μεγαλύτερη δύναμη και αυστηρότητα συνέλαβε και αποκάλυψε τις θεμελιακές δομές του σύγχρονου άστί'κου Κράτους, πού βγήκε άπό τή γαλλική επανάσταση. Στό «Ιδέα μιας καθολικής ιστορίας» δ Κάντ γράφει: «χωρίς τόν δρο της ά-κοινωνικότητας, καθαυτόν βέβαια μή επιθυμητό, απ' δπου ξεπηδάει ή αντίσταση πού καθένας πρέπει αναγκαστικά νά συναντάει στίς έγο3ΐστικές του αξιώσεις, δλα τά ταλέντα θά έμεναν αΐ03νί0.)ς σέ έμβρυα)δη κατάσταση σέ μιάν αρκαδική ποιμενική ζωή τέλειας αρμονίας, επάρκειας, άμοιβαίας αγάπης: οι άνθρωποι, άγαθοι σάν τα πρόβατα πού τά δδηγουν στή βοσκή, δέν θά έδιναν στήν υπαρξή τους αξία μεγαλύτερη άπ' δση έχει αυτό δ. ' Ό τ ο φόν Γκίρκε, «Τξ. Άλθούσιους».
169
τό κατοικίδιο ζώο τους (...) . Χρωστάμε χάρη, λοιπόν» στη φύση για τήν ιδιοτροπία πού γεννάει, για τή ζηλότυπη αμιλλα της κενοδοξίας, για την άπληστία πού δέν ικανοποιείται ποτέ άπό υπάρχοντα η -και εξουσία! Χωρίς αυτά δλες οί εξαιρετικές φυσικές προδιαθέσεις πού είναι εμφυτες στην άνθρωπότητα θα εμεναν αιώνια ναρκωμένες χωρίς να άναπτυχθουν. Ό άνθρωπος θέλει αρμονία' άλλα ή φύση ξέ-ρει καλύτερα τΙ είναι καλό για το γένος του: αύτη θέλει δυσαρμονία. Ό άνθρωπος θέλει νά ζει άνετα και ευχάριστα' άλλα ή φύ'ση θέλει, άφοΰ αύτος βγει άπο την κατάσταση :μαλθακότητας καΙ άδρανοΰς ικανοποίησης, νά αντιμετωπίσει πόνους καΐ κόπους για νά επινοήσει τά μέσα, ώστε νά άπελευθερωθεί μέ τήν ί'κανότητά του άπ' αυτούς»®. Ή ελεύθερη κοινωνία, λοιπόν, είναι ή κοινωνία οπου τα συμφέροντα κατακερματίζονται, διαιρούνται, σέ πάλη καΐ άνταγωνισμό μεταξύ τους. «Εννοώ εδώ, λέει δ Κάντ, 'μέ τό δνομα του άνταγωνισμοΰ τήν ά-κ ο ι ν ω ν ι κ ή κοινωνικότητα τών άνθρώπο^ν, δηλαδή τήν τάση τους να ενώνονται σέ κοινωνία, τάση συνδεμένη 'μέ μια γενική άπέχθεια, πού άπειλει συνεχώς νά άποσυνθέσει αυτή τήν κοινωνία». Οί άνθρωποι έχουν ολοι αντιτιθέμενα συιμφέροντα. Ή κοινωνία, λοιπόν, είναι ιμιά κατάσταση εξαναγκασμού, μια βεβιασμένη συμβίωση. Άπο τήν άλλη μεριά, άκριβώς αυτά τά άμοιβαια δρια καΐ εμπόδια πού οι άνθρωποι παρεμβάλλουν μεταξύ τους, άκριβώς αυτή ή πάλη και δ άνταγωνισμδς είναι τδ έλατήριο της προόδου. Σέ κατάσταση «φυσικής» ελευθερίας ή σύγκρουση θα επαιρνε μορφές άγριας καταπίεσης. Στήν κοινωνία γίνεται μιά σύγκρουση ρυθμισμένη, κανονισμένη άπό μερικούς κανόνες του παιχνιδιού πού δλοι άναλαμβάνουν τήν ύποχρέο^ση νά άναγνο^ρίζουν. «Ό άνθρωπος, στον όποιο βέβαια ή χωρίς δρια ελευθερία θά ήταν τόσο άγαπητή, είναι ύποχρεωμένος—^^γράφει δ Κάντ—νά υποστεί αυτήν τήν κατάσταση καταναγκασμού (πού είναι ή ζωή στήν κοινωνία) άπδ τήν άναγκαιότητα, καΐ για τήν ακρίβεια, άπδ.τή μεγαλύτερη όλων τών άναγκαιοτήτων, εκείνη του νά ξεφύγει άπο τά κακά πού οι άνθρωποι προκαλούν ό ένας στον άλλο. Οι κλίσεις τους τούς Γ). Κάντ, « Ί δ ε α μιας καθολικής Ιστορίας», πρβλ. έλλ. μετ. Παπανούτσου, έκδ. Δοοδώνη, 'Αθήνα 1971, σ. 29. στον τόμο «Δοκίμια».
170
κάνουν Ιτσχ πού να 'μήν μπορούν να άντέχουν για πολύ μαζί σέ άγρια (απολίτιστη) ελευθερία. Παρόλα αυτά,, στδν κλειστό χώρο της πολιτιστικής κοινωνίας, ακόμη ·και τέτιες τάσεις δίνουν το -καλύτερο αποτέλεσμα, δπως τα δέντρα ο' ενα δάσος, επειδή τό καθένα προσπαθεί να πάρει αέρα καΐ ήλιο άπο το αλλο, είναι υποχρεωμένα αμοιβαία να προσπαθούν το καθένα να άνέβει ψηλότερα άπο τον έαυτό του καΐ γι' αυτό αναπτύσσονται δμορφα καΐ Ισια, ενώ τα δέντρα πού ελεύθερα καΙ μακριά μεταξύ τους βγάζουν κλαδιά κατά βούληση μεγαλώνουν στραβά, καμπουριασμένα καΙ καλοφτιαγμένα. Κάθε κουλτούρα καΙ τέχνη, στόλισμα της ανθρωπότητας, ή καλύτερη κοινωνική διάταξη, είναι καρποί—^^συμπεραίνει δ Καντ— της ά-κοινωνικότητας, ή οποία ύποχρεώνεται άπο μόνη της να αύτοπειθαρχεί καΙ να άναπτύσσει τα σπέρματα της φύσης μέ βεβιασμένη τέχνη». Ή κοινωνία, λοιπόν, είναι μια κοινωνία αποσυνθεμένη, δπου δλοι πολεμούν δλους. Αυτό πού διαφοροποιεί τήν «πολιτιστική κατάσταση» άπο τή «φυσική κατάσταση» είναι δτι στήν κοινωνία αυτή ή πάλη, αυτή ή άμοιβαία καταπίεση επιδιώκεται μέ τό σεβασμό μερικών θεμελιωδών κανόνων. ΑύτοΙ οι Θεμελιώδεις κανόνες είναι τό δ ί κ α ι ο, ό ν ό μ ο ς,—^δ δποΐος προδιαγράφει δτι καθένας Ίπιδιώκε: τό συμφέρον του άλλα μέ δρους %oCi "κατά τρόπο πού να επιτρέπει καΐ στους άλλους να επιδιώκουν τό δικό τους. «Τό 'δ ί κ α ι ο, λέει δ Κάντ, είναι (...) τό σύνολο τών δρων μέσα άπό τούς οποίους ή αυθαιρεσία του ενός μπορεί να ταιριάξει μέ τήν αυθαιρεσία ενός άλλου, σύμφωνα μέ ενα καθολικό νόμο της ελευθερίας». Μέ 'άλλους δρους ή κατάσταση είναι αυτή: τό συμφέρον μου είναι τό άντίθετο του δικοΰ σου, τό κέρδος μου είναι τό χάσιμό σου και άντίστροφα. Τά συμφέροντα είναι διαιρεμένα. Αυτή ή σύγκρουση συμφερόντων δέ θεραπεύεται μέ τήν είσοδο στήν κοινωνία, παραμένει και α αυτήν. Μόνο πού, μέ τήν εισοδό τους στήν κοινωνία, οι άνθρωποι κάνουν μια συμφωνία, τοποθετούν άμοιβαία ενα δριο. Θά συνεχίσουν να επιδιώκουν δλοι ατομικά τό συμφέρον τους— τό πλεονέκτημα του ένός πού είναι τό μειονέκτημα του άλλου — άλλα θα τό κάνουν κατά τέτιο τρόπο πού κανείς δέ θά παραβιάζει τή σφαίρα δράσης του άλλου. Ή ελευθερία είναι τό ·δικαίωμα'
171
άλλα «7νά'&ε δικαίωμα, λέει δ Κάντ, συνίσταται στον περιορισμό της ελευθερίας κάθε άλλου \ιε τον δρο δτι αύτη μπορεί νά συνυπάρχει ίμέ τη δική μου συμφο^να μ' ενα καθολικό νόμο». Δηλαδή, ή ελευθερία δέν βρίσκεται στην ενωσή μας (άντίθετα, μάλιστα, αύτη είναι «δ κλειστός χώρος της πολιτιστικής κοινωνίας») ' ή ελευθερία δέν είναι ελευθερία μ έ σ α στην καΐ μέσα άπό την κοινωνία. Είμαι ελεύθερος, άντίθετα, στό βαθμό πού ή σφαίρα μου περιορίζεται και ξεχωρίζει άπό τη δική σου. Ή ελευθερία μου είναι ή εγγύηση δτι οι άλλοι, ή κοινωνία, δέν θά εισβάλουν στό πεδίο μου. Ή ελευθερία, δηλαδή, είναι ελευθερία ά π ό τ ή. ν κοινωνία. Τό Κράτος δικαίου είναι τό Κράτος πού επαγρυπνεί για τη διατήρηση αύτής της διαίρεσης, τό Κράτος δηλαδή πού πρέπει να εγγυάται την κανονική άνάπτυξη της πάλης, του ανταγωνισμού. Άλλα άς εμβαθύνουμε στην ανάλυση. Κι αύτή άκό|Λη ή διασπασμένη κοινωνία, πού είναι ή αστική ή φιλελεύθερη κοινωνία, παρουσιάζει ενα σημείο συνάντησης άνάμεσα στούς άνθρώπους. Δέν θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί καΐ νά διατηρηθεί (τουλάχιστον σύμφωνα μέ τήν υπόθεση του κοινωνικού συμβολαίου) χωρίς μια συμφωνία άνάμεσα σέ δλους. Βέβαια, δμως, συμφωνία σημαίνει ενότητα σκοπών, αναγνώριση ενός κοινού συμφέροντος, διαμόρφωση μιας γε ν ι κ ή ς θ έ λ η σ η ς . "Αν είναι ετσι, θά χρειαζόταν νά άναγνο>ρίσουμε, λοιπόν, δτι πάνω άπό τή διαίρεση των ιδιωτικών 'συμφερόντων διαμορφώνεται στήν άστική κοινωνία ενα δημόσιο ^συμφέρον, ενα ^οινό συμφέρον. Θά χρειαζόταν νά άναγνωρίσουμε δτι ή φιλελεύθερη δημοκρατία δέν αποκλείει μιαν δρισμένη άλληλεγγύη ή κοινωνική δμοιογένεια. Τό σημείο πού αγγίζουμε εδώ είναι άξιοσημείωτο. Στήν άστική κοινωνία αυτό τό κοινό σχέδιο, αύτό τό ·δη·μόσιο ή γενικό συμφέρον υφίσταται. Είναι δ νόμος, τό δίκαιο, τό Κράτος. ΚαΙ άκριβώς δ νόμος είναι αύτός πού φαίνεται νά προκύπτει άπό τή συμφωνία δλων τών άνθρώπων. "Αν δχι, τότε τΙ εκφράζει τό δίκαιο, δ νόμος; Πάνω σέ τι συμφωνούν οι άνθρωποι δταν, γιά νά σταθούμε στά λόγια του Κάντ, Αποφασίζουν νά μπουν στήν κοινωνία καΐ νά ρυθμίσουν αυτή τή βεβιασμένη τους συμβίωση ; Συμφωνούν—δπως είδαμε — στό γεγονός δτι γιά νά μπορεί νά έπιδιώχει καθένας τό
172
δικό του συ^ιφέρον κατά τρόπο σίγουρο, πρέπει voc δέχονται μερι-κούς Αμοιβαίους περιορισμούς. Αυτό στο δποΤο προς στιγμήν όλες οι ιδιαίτερες θελήσεις συνενώνονται, ή συμφωνία σύστασης τής πολιτιστικής κοινωνίας, δεν είναι λοιπον ή αναγνώριση ενός κοινού θετικού, πραγματικού συμφέροντος. 'Αντίθετα, δλοι συμφωνουν στήν αναγνώριση δτι τό μοναδικό συμφέρον δλων, τό μοναδικό κοινό συμφέρον είναι δτι καθένας μπορεί να άσχολεΐται Ανενόχλητος καΙ μέ άσφάλεια με τήν επιδίωξη των δ ι κ ώ ν του ιδιωτικών συμφερόντων. Είναι δλοι σύμφωνοι δτι δ καθένας πρέπει να ασχολείται μέ τΙς υποθέσεις του. Ή γενική θέληση πού λέγεται δτι εκφράζεται στό νόμο, στό δίκαιο, δέν είναι αληθινή γενική θέληση, δέν εκφράζει κάποιο κοινό θ ε τ ι κ ό συμφέρον, άλλα μόνο ενα κοινό συμφέρον Αρνητικής τ ά ξ η ς . Αυτή ή «γενική θέληση» δέ γεννιέται άπό τό γεγονός δτι ξεπερνιόνται οι Αποκλίσεις των συμφερόντων καί, συνεπώς, τών ιδιωτικών αυθαιρεσιών. Δέν γεννιέται Από τή σύνθεση τών πραγματικών συμφερόντων. Δέν είναι καρπός πραγματικής συνένωσης τών 'Ανθρώπων. Δέν προκύπτει Από τήν επικοινωνία. Από τήν κ ο ι ν ω ν ι κ ο π ο ί η σ η τών συμφερόντων τους. Δέν εκφράζει, 'συνεπώς, συγκεκριμένα κοινά συμφέροντα. Έδώ δέν υπάρχει διαμόρφωση ενός πραγματικού γενικού συμφέροντος. Τό μοναδικό -κοινό συμφέρον πού προκύπτει έδώ, βρίσκεται στό γεγονός δτι δλες οι ιδιωτικές αυθαιρεσίες συμφωνουν να Αναγνωρίσουν τή σκοπιμότητα του να σέβονται ορισμένα δρια, ορισμένες Ιγγυήσεις, κατά τρόπο πού ή Ίπιδίωξη τών Ατομικών σκοπών νά μπορεί να γίνεται μέ τάξη. ΤΑ πραγματικά συμφέροντα παραμένουν Αντίθετα, διακεκριμένα. Ή συνένωση γίνεται μόνο για να υπάρξει «εγγύηση» για τόν πραγματικό διαχωρισμό. Ό νόμος, συνεπώς, δέν ενώνει, δέν είναι Αληθινή γενική θέληση, δέν δημιουργεί ενα ενιαίο, ομοιογενές σώμα. Ουτε διαχωρίζει. 'Αντίθετα καθιστά νόμιμη τήν Α-κοινωνικότητα. Ό νόμος, δηλαδή, έπικυρώνει καΙ εγγυάται τή σύγκρουση τών διαφόρων μερών, νομιμοποιεί τήν ταξική πάλη. Ή συμφωνία τών Ανθρώπων, ή στιγμή τής ένωσης τους, δηλαδή ή κοινωνία, ζει μόνο τή στιγμή πού διατυπώνεται δ νόμος. Άλλα αν ή μοναδι-κή κοινωνία είναι τό δίκαιο, αν ή μοναδική συν-
173
ένωση είναι ή νομιχή καΐ τυπική, καΐ εξω άπο το vôjjio υπάρχει μόνο δ κόσμος του άνταγωνισμοΰ ρυθμισμένος άπ'' αυτόν, προκύπτει τότε μια 'μοναδική σ7Jvέπεια. Δέν είναι δ λαδς πού κάνει το νό-μο, άλλα δ νό;μος πού κάνει τδ λαό. Έξηγου^μαι. "Αν σαν μοναδική ενότητα θεωρηθεί τδ δίκαιο, δ νόμος, και π ρ α γ μ α τ ι κ ή ενότητα δέν υπάρχει, τότε δέν είναι δ λαδς πού δημιουργεί τήν κοινωνική συμφωνία, άλλα είναι ή συμφωνία, δ νόμος, πού δημιουργεί τδ λαό. ':<Άπέναντι στον υπέρτατο νομοθέτη του Κράτους, λέει δ Κάντ, δέν μπορεί να υπάρχει καμιά νόμιμη άντίθεση έκ μέρους του λαου: γιατί μόνο χάρη οτήν υποταγή δλων στήν καθολικά νομοθετική θέληση του είναι δυνατδ ενα νομικδ κράτος», δηλαδή μια κοινωνία. Μέ άλλα λόγια, αν αύτδ πού ενώνει τούς ανθρώπους είναι μόνο δ νόμος^ ή μοναδική εξουσία είναι ή νομοθετική εξουσία. Άληθινδς λαδς δέν είναι δ πραγματικός λαδς άλλα τδ κοινοβούλιο. "Εξω άπδ τδ κοινοβούλιο δέν υπάρχει λαός: υπάρχει μόνο μιά διαλυμένη πολλαπλότητα ατόμων, ιδιωτών. Αύτδ σημαίνει, λοιπόν, δπως γράφει δ Κάντ, δτι «πρέπει νά ύπακούουμε στήν εκάστοτε ύφιστάμενη νομοθετική εξουσία, δποια κι αν είναι ή καταγωγή της»"^. Ό λαός, συνεχίζει δ Κάντ, εχει τδ καθήκον «νά υπομένει τήν κατάχρηση της ύπέρτατης εξουσίας ωσότου αύτδ γίνει άνυπόφορο». Ή βασιλοκτονία, ή εκτέλεση του Αουδοβίκου Ι Σ Τ ' παρουσιάζει επομένως για τδν Κάντ αύτή τήν άνακολουθΐα: δτι δ λαδς γίνεται άφέντης του μονάρχη «ατή νομοθεσία του δποίου οφείλει τήν ύπαρξη του». Κλείνουμε αύτδ τδ μέρος. Ό νόμος—^ειπαμε—επικυρώνει %αΙ καθίστα άναντίρητη τή διαίρεση των συμφερόντων, τΙς διαφορές ιδιοκτησίας. Οί άνθρωποι, δηλαδή, συμφωνούν μόνο σ' αύτό: δτι καθένας πρέπει νά μπορεί νά επιδιώκει ανενόχλητος τά συμφέροντά του. 'Ανενόχλητος, μέ πλήρη ασφάλεια,—^δηλαδή ούτε πρέπει νά ενοχλεί τούς άλλους, ουτε νά ενοχλείται άπ' αύτούς. Δημιουργείται ενα Κράτος, μιά δημόσια δύναμη, γιά νά συγκρατεί οποίον βιάζει 7. Κάντ, έργο προηγ. Γκίρκε, εργο προηγ. : « . . . ό Κάντ πρότεινε γιά τό Κράτος ενα Ιδεώδες» πού «παρουσιάζει τά χαρακτηριστικά ενός συνταγματικού Κράτους, στό όποιο ή κυριαρχία του λαού είναι δχι μόνο δρώσα άποκ?ιειστικά μέσα από τή συνέλευση των αντιπροσώπων, αλλά μειώνεται σε πλήρη αδυναμία, απέναντι στόν τιτλοΰχο της εκτελεστικής εξουσίας, εξαιτίας της αυστηρής εφαρμογής τής αρχής τής διαίρεσης των εξουσιών».
174
τον κανόνα. Ό νόμος, λοιπόν, θέτει τή δημόσια δύναμη προς υπεράσπιση του Ιδιωτικού συμφέροντος. Ό νόμος είναι τόσο λίγο γενική θέληση, πού δέν κοινωνικοποιεί, δεν ενοποιεί τα πραγματικά συμφέροντα, άλλα έπικυρώνει τή διαίρεση και διάκριση τους, θέτοντας στήν υπηρεσία του θιγόμενου ιδιιοτικου συμφέροντος, δλη τήν καταναγκαστική δύναμη του Κράτους. Εισέρχομαι στήν κοινωνία για να -δω εγγυημένα τα δικαιώματά μου. "Αν μέ συμφέρει να "κλείσω τό εργοστάσιο, δ νόμος θα μου είναι εγγύηση ενάντια στους άνθρώπους πού απέλυσα. Ή δύ'/αμη δλων η, καλύτερα, ή. . . δημόσια δύναμη θα είναι στήν υπηρεσία των συμφερόντων μου. Τα δικαιώματα του άνθρωπου, το δικαίοιμα στήν ελευθερία, τήν άσφάλεια, τήν ιδιοκτησία, είναι το ανυπέρβλητο δριο πού κανένας, ούτε ·κι ολόκληρος ό λαός, δέν μπορεί να παραβιάσει. Ή θέληση ενός ολόκληρου λαου ·δέν εχει καμιά δύναμη άπέναντι στο δικαίωμά μου. Τα δικαιώματα του ανθρώπου, δηλαδή, είναι δχι πια ή έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, άλλα ή έκφραση της κυριαρχίας του ιδιώτη πάνω -και ενάντια στο λαό. «Ή κυριαρχία—λέει δ Μπεντζαμιν Κονστάν—δέν υφίσταται παρά μόνο κατά τρόπο περιορισμένο καΙ σχετικό. Στο σημείο πού άρχίζει ή άνεξαρτησία και ή ατομική ύπαρξη, φυλακίζεται ή δικαιοδοσία αυτής της κυριαρχίας. "Αν ή κοινωνία ύπερβει αυτή τή γραμμή, είναι δχι λιγότερο ένοχη άπδ το δεσπότη (...) »S. Να γιατί για τό φιλελεύθερο ή δημοκρατία είναι τυραννική. Είναι τυραννική γιατί θέτει το δλο πάνω άπο τό μέρος, τδ λαο πάνω άπδ τον ιδιώτη, τά δημόσια συμφέροντα πάνω άπδ τά άτομικά (δταν τα συμφέροντα του ατόμου, φυσικά, είναι επιζήμια για τα δημόσια) . Είμαστε σέ θέση να αντιληφθούμε, σ' αύτδ τδ σημείο, τό -μέγεθος του Ρουσσώ, τή ριζιτιή στροφή πού ση^μείωσε στήν ιστορία της πολιτικής σκέψης. Σύμφωνα μέ τή δικαιοφυσικο-φιλελεύθερη γραμμή (τή γραμμή πού εχει τά ύψηλότερά της σημεία στό Αόκ, τό Μοντεσκιέ, τόν Κάντ) , ή κοινωνία, ή νομικο-πολιτική τάξη Ιρχεται για να Ιπικυρώσει τήν πραγματική, οικονοιμική διάλυση. Ή καθΌλικότητα του νόμου έξυπηρετεί στό να εγγυηθεί καθολικά, δηλαδή ενάντια στήν καθολικότητα των ανθρώπων, τά ιδιαίτερα συμφέροντα, Έδώ δέν ύπάρχει άκόμα πραγματιS. Μπ. Κονστάν, Principes
de politique,
Παρίσι 1815.
175
κή xotyo)Vta^. ΟΕ Ιδιώτες μένουν Ιδιώτες δπως ήταν m l πρίν άπο τήν είσοδο στην κο'.νο)νία, έκτος άπό τό γεγονος οτι ή Ιδιωτική σφαίρα είναι εγγυημένη και προστατευμένη, ή ιδιοκτησία γίνεται άναντίρητη άπδ τδ νύμ,ο. 'Αντίθετα, στο Ρουσσώ, ή κοινωνία συν^ τάσσεται μέ τδ δλοκληρωτικδ δώσιμο κάβε εταίρου, μέ δλα του τα δικαιώματα, σέ δλη τήν κοινότητα. Ή θεωρία της ελευθερίας πού προκύπτει ετσι είναι αντίθετη προς τη φιλελεύθερη γιατί είναι μια θεωρία αληθινά δημοκρατική. Ή ελευθερία δεν είναι πιά ελευθερία ά π ό , ελευθερία άπο τήν κοινωνία, -ελευθερία του ιδιωτικού άπδ τδ δημόσιο* άλλα τδ άτομο γίνεται ελεύθερο ^μέσα καΙ μέσω της "κοινωνίας. Άπδ τήν άλλη μεριά, ή κοινωνία γίνεται ελεύθερη εφόσον άνατρέπει κάθε δικαίωμα του ιδιώτη πού άςιώνει να είναι άνώτερο άπδ τήν κοινότητα. "Ας άποσαφηνίσουμε αύτδ τδ σημείο. Είδαμε δτι «τά δικαιώματα του άνθρώπου», τά δικαιώματα του ιδιώτη, τά δικαιώματα του άστου, είναι δικαιώματα πού κάνουν τδ άτομο πιδ ισχυρό άπ' δλη τήν κοινότητα. «Ή θέληση ένδς ολόκληρου λαοΰ, — γράφει δ Κονστάν — δέν μπορεί νά κάνει δίκαιο αύτδ πού είναι άδικο». Σέ διάκριση άπδ τούς αρχαίους, συνεχίζει δ ίδιος, των οποίων ή «διακυβέρνηση ήταν πιδ ισχυρή άπδ τούς ιδιώτες, στις μέρες μας οι ιδιώτες είναι ισχυρότεροι άπδ τή δημόσια εξουσία». Ή έλευθερία του ιδιώτη, ή φιλελεύθερη ελευθερία εχει σάν άντίστοιχό της, λοιπόν, τήν υποδούλωση της κοινωνίας. 9. Ό Τς. Σολάρι στην είσαγο^γή στα «Πολιτικά γραφτά» του Καντ (6λ. εκδ. ύποσ. 6 ) , γράφει: « . . . ε ν ώ για τό Ρουσσώ τό συμβόλαιο σημαίνει παραίτηση άπό τή φυσική κατάσταση καΐ ελευθερία, δημιουργία μιας νέας ηθικής καΐ κοινωνικής τάξης, για τον Κάντ αυτό δέν πρωτοτυπεί απέναντι στή φυσική νομική τάξη άλλα τείνει μόνο να τή στερεώσει, να τήν πραγματοποιήσει μέ πληρέστερη και λογικότερη μορφή. Γι' αυτό, τό συμβόλαιο του Κάντ δεν είναι κοινοονικό άλλα πολιτικό: δεν δημιουργεί τό Κράτος, άλλά τό συντάσσει στις μορφές του δικαίου». "Οπου θα ήταν, ομως, προτιμότερο να πούμε: τό συμβόλαιο του Κάντ δέν είναι κο'ΐνοονικό, άλλα πολιτικό: δ έ ν δ η μ ι ο υ ρ γ ε ί τ ή ν κ ο ι ν ω ν ί α , ά λ λ ά μ ό ν ο τό Κ ρ ά τ ο ς . Δηλαδή, δ Κάντ γνωρίζει μόνο ενα κοινό, δημόσιο συμφέρον: τή δημόσια δύναμη! Για τή γένεση, στή σύγχρονη άστική κοινωνία, της προσωπικής ή Ιδιωτικής άνεξαρτησίας, και για τή σχετική άνάπτυξη, σ' αυτή τήν κοινωνία για πρώτη φορά, του δημόσιου δίκαιου ή, γενικά, του Κράτους σάν π ο λ ι τ ι κ ο ύ Κράτους, προβλ. Ου. Τσερόνι, SîiÎ/a storicità del-
la distinzione 19G0.
176
tra
diritto privato e diritto
pubhlico,
Μιλάνο
Τώρα, δταν ό Ρουσσώ ζητάει το ολοκληρωτικό δώσιμο δλων των δικαιωμάτων των ατόμων στην -κοινότητα, δέν προοιωνίζει, βέβαια, »μια κοινωνία 'μυ.ριμηγκιά. Προοιωνίζει ,μόνο δτι θα είναι έλεύθερα δ λ α τα ατομα, καΐ δχι πια μόνο ·μερικοί. Ζητάει τήν ελευθερία της κοινωνίας, δηλαδή τήν ελευθερία δλων, — ή δποία απαιτεί, ακριβώς, να μήν είναι κανένας ανώτερος από τήν κοινωνία (γιατί, αλλιώς, κάποιος θα υποφέρει άπ^ αυτό) ' δηλαδή, τό μέρος να 'μήν αξίζει περισσότερο από τό δλο, ή θέληση του ιδιώτη να ,μήν αξίζει περισσότερο από τή γενική θέληση (γιατί, αλλιώς, οΐ δλλες άτο'μικές θελήσεις θα συντρίβονται) . Να γιατί ή κυριαρχία του λάου δέν μπορεί να παραχωρηθεί, σύμφωνα ;μέ τό Ρουσσώ. Δέν μπορεί, γιατί αν παραχωρηθεί, αν μεταφερθεί στους αντιπροσώπους, αυτό τό Ιδιαίτερο σώμα γίνεται ισχυρότερο από τό γενιχό σώμα^®. Ή δημοκρατία δέν |ΐπορει να μήν είναι συγκεντρωτική γιατί γεννιέται από τή διάλυση τών δικαιωμάτων-προνομίων τών ιδιαίτερων σωμάτων, πού προσπαθούν να περιορίσουν και να εξαναγκάσουν τή γενική θέληση. Εξισωτική έλευθερία, λοιπόν, δέ σημαίνει ισοπέδωση. Σημαίνει μόνο έλευθερία δλων καΙ δχι πια μόνο μερικών. Αυτή είναι ισοπέδωση, άν ειπωθεί ετσι, μόνο μέ μιαν έννοια πολύ άκριβή: δτι αρνείται στό άτομο τό δικαίωμα να είναι ισχυρότερο άπό τήν κοινότητα, —• τό δικαίωμα να κάνει να πληρώνεται ή δική του άτομική έλευθερία μέ τήν υποδούλωση τών έίλλων. Οι λόγοι της αντιπάθειας τών φιλελεύθερων πρός τό Ρουσσώ είναι δλοι Ιδώ, στό γεγονός οτι διακήρυξε τό ά δ ι α ί ρ ε τ ο της λαϊκής κυριαρχίας, τόν άπεριόριστο χαρακτήρα αυτής της κυριαρχίας, τήν παντοδυναμία της γενικής θέλησης. «Ή άδύνατη μεταφυσική του "Κοινωνικού Συμβολαίου"^—γράφει δ Κονσταν—^δέν είναι Εοίανή, στις μέρες μας, παρά μόνο να προσφέρει δπλα καΐ προσχήματα σέ κάθε είδους τυραννία, σέ κείνη του ένός μόνο, τών πολλών, έκεί10. Γκίρκε, εργο προηγ.: « . . ό Ρουσσώ (...) οδήγησε στίς ακραίες της συνέπειες τήν τάση (...) πού αντιτασσόταν στήν άπορόφηση της λαϊκής συνέλευσης από τή συνέλευση τών αντιπροσώπων. Εύπειθής μαθητής του απολυταρχισμού, απώθησε καθαρά τήν αντιπροσωπευτική αρχή ( . . . ) . 'Ακόμη κι άπ' αυτή τήν άποψη ή θεωρία του Ρουσσώ παρέμεινε τό Ευαγγέλιο του συνακόλουθου ριζοσπαστισμού, πού ως σήμερα δέν επαψε να τείνει στό πολιτικό Ιδεώδες της άμεσης δημοκρατίας».
10
177
νη δλων, στην καταπίεση πού γίνεται κάτω άπο νόμιμες μορφές ή ασκείται άπό τή λαϊκή παραφορά». «"Αν ερθουμε στήν εποχή μας—^συνεχίζει δ Κονσταν^—ή έκταση της κοινωνικής εξουσίας, της συλλογικής κυριαρχίας άλλων αιώνων, αύτο τό έξοχο δαιμόνιο πού εμψυχωνόταν από τήν πιο καθαρή αγάπη για τήν ελευθερία, πρόσφερε παρόλα αύτά ολέθρια προσχήματα σε περισσότερα άπό ενα ε'ιδη τυραννίας». Τίποτα δέν μπορεί να περιορίσει, λοιπόν, τή γενική θέλησηΐ^: ουτε μεμονωμένα πρόσωπα, ούτε Ιδιαίτερα σώματα. Αυτή προκύπτει, πράγματι, ακριβώς άπό τήν άποσύνθεση δλων των καθαρά ιδιωτικών συμφερόντων πού ξεχωρίζονται μεταξύ τους* καί, συνεπώς, άπό τή 'διάλυση της σύγκρουσης δημόσιου και ιδιωτικού. Στον Κάντ, δπως είδαμε, ή κοινωνία ήταν μόνο ή «νομική τάξη»' ήταν μόνο μια νομική, τυπική κοινωνία πού συνιστόταν για νά αναγνωρίσει ·και να επικυρώσει τον πραγματικό διαχο3ρι·σμό. 'Εδώ δέν μπορούσε να υπάρχει πραγματική γενική θέληση γιατί, μέ τό να παραμένουν τά συμφέροντα διαιρεμένα, κατέληγε να λείπει ένας κοινος πραγματικός σκοπός προς επιδίωξη. Σ' αυτή τήν περίπτωση, ή γενική θέληση μετατρεπόταν μάλιστα στό άντίθετο, ύφίστατο δηλαδή μόνο σαν θέληση του νόμου ή του Κράτους δικαίου πού βάζει δλη τή δημόσια δύναμη στήν ύπηρεσία του ιδιώτη. 'Αντίθετα, στό Ρουσσώ δ διαχωρισμός δέν είναι μόνο νομι-κός άλλα καΙ πραγματικός, Ή κοινωνία γεννιέται σαν ομοιογενές και ενιαίο σώμα, ρυθμίζοντας μέσα της δλες τΙς διαφορές καΙ τΙς διαιρέσεις. Ή γενική θέληση γίνεται δυνατή γιατί τα συμφέροντα συναντιόνται, ένώνονται. 'Έστω κι αν είναι αληθινό, μετά, δτι λόγω τών σπιριτουαλιστικών καΐ βολονταριστικών ορίων του, δ Ρουσσώ συνέλαβε τή δημιουργία αύτοϋ του ενιαίου και δμοιογενους σώματος σαν «συνταγματική» ή «ηθική» επανάσταση παρά σαν ταξική πάλη και κ ο ι ν ω ν ι κ ή έπανάσταση. Ί ί ενοποίηση του κοινωνικού σώματος, πού για τό Μαρξ έρχεται μέ τήν κοινωνικοποίηση των πραγματικών συμφερόντων, της ο ί κ ο ν ο μ ί α ς , για τό Ρουσσώ 11. Γκίρκε, εργο προηγ. : Για τό Ρουσσώ «εμενε δρθια μόνο ή απεριόριστη εξουσία της λαϊκής συνέλευσης, πού μέ τήν απλή της παρέμβαση ακύρωνε δλε^ τις συντεταγμένες εξουσίες και ολο τό ισχύον σύνταγμα, και από τήν οποία εβγαζε τό πρόγραμμα του της διαρκοί5ς επανάστασης».
178
διαγραφόταν ακόμα τότε σαν η θ ι κ ή κοινο^νικοποίηση, δηλαδή σαν εκείνες τΙς «δημοκρατικές αρετές», πού έξέφραζε δ αρχαίος κόσμος, οί όποιες επρεπε να εγγυώνται τήν «άγάπη στήν πατρίδα», 'δηλαδή τον Αμοιβαίο ουγχρωτισμά άτόμου χαΐ κοινωνίας. Αυτό δέν αφαιρεί, ωστόσο, τό γεγονός δτι, έστω καΐ ·σέ περιορισμένα δρια, ό Ρουσσώ ειχε δει τή βαθιά αντίφαση της κοινωνίας του εμπορικού άνταγο^νισμου, καΐ της δικαιοφυσικο-φιλελεύθερης παράδοσης, πού τήν εξέφρασε y^ai τήν ενίσχυσε στό θεωρητικό πεδίο. Σ' αυτό τό καθεστώς, λέει στήν ουσία, εχου^με τήν αντίφαση δτι, ενώ τα άτομα παίρνονται σαν α π ό λ υ τ ε ς ενότητες, 'δηλαδή σαν τιτλουχοι π ρ ο κ ο ι ν ω ν ι κ ώ ν ή «φυσικών» δικαιωμάτο3ν, μετά προτείνεται να συσταθεί άπ αυτές τΙς ατομιστικές και ά-κοινωνικές ενότητες μια κοινωνία, άπ αύτα τα «φυσικά» υποκείμενα μια ιστορική καΙ πολιτιστική τάξη. Αυτό πού προκύπτει είναι δτι ή πολιτιστική τάξη, ή νομική τάξη ερχεται μόνο να Ιπικυρώσει μια προκοινωνική καΐ ά-κοινωνική κατάσταση, χωρίς ουσιαστικά νά τήν αλλάξει. Ό φυσικός άνθρωπος χάθηκε. 'Από τήν άλλη μεριά, αυτή ή δεύτερη φύση, τεχνητή καΐ ιστορική, πού θά επρεπε νά ·άντικαθιστά τό χαμένο φυσικό αύβορμητισμό ακόμα δέν υπάρχει. Ή φυσική τάξη τελείωσε, ή νέα τάξη δέν γεννήθηκε ακόμα. Δηλαδή, ή κοινωνία του εμπορίου καΐ του χρήματος άρχισε ενα εργο πού δέν τό αποπεράτωσε. Εκφύλισε τον άνθρωπο άλλα οχι ικανοποιητικά, όχι ως τό σημείο νά τίόν ξαναπλάσει κάνοντάς τον κ ο ι ν ω ν ι κ ό είναι, οχι ως τό σημείο πού νά καταλαβαίνει δτι οι νόμοι της ζούγκλας, ή του δάσους για τούς οποίους μιλάει ό Κάντ, είναι ακατάλληλοι γιά άν'θρώπινα δντα. Άλλα περιορίστηκε νά κάνει τον άνθρωπο ενα είναι μικτό, πού άνήκει ταυτόχρονα στή «φυσική κατάσταση» και σΐήν «κοινωνική», τό είναι μιας αντιφατικής κοινωνίας. Με διαφορετική γλώσσα και σε πραγματικά νέο έπίπεδο, δ Μαρξ θά πει δτι ή αντίφαση της σύγχρονης άστικής "κοινωνίας βρίσκεται άκριβώς στό ν κοινωνικό καΐ μαζί «φυσικό» χαρακτήρα της. ""Από μιάν άποψη, αύτή είναι ή πρώτη κοινοινία δπου ή βιομηχανία υπερισχύει της γεωργίας, δπου υπερισχύει δηλαδή τό στοιχείο πού δημιουργήθηκε από τήν ίδια τήν κοινωνία, τό ιστορικο-ανθρώπινο στοιχείο. Είναι ή πρώτη κοινωνία πού δημιούργησε καθολικές σχέ-
179
σεις àvà[Jû£aa στους ανθρώπους, πού παρήγαγε μια παγκάσμια αγορά καΙ συνεπώς σύνδεσε τό α-τομο μέ το άνθρώπίνο γένος. "Άπο μιαν αλλη απο-ψη, αύτό το ανθρώπινο κοινωνικο στοιχείο δρα, όμως, σ^ αυτή τήν κοινωνία ά-κόμα μέ τον Ιρασιοναλισμά των φυσικών νόμων, δηλαδή μέ τόν ιρασιοναλισμο τών νόμων της αγοράς. 3. Ή ελευθερία του Κάντ, ή φιλελεύθερη ελευθερία είναι ή ελευθερία α π ό τήν κοινωνία, είναι ή ατομική άνεξαρτησία* ή ελευθερία συνίσταται δηλαδή στον 'άμοιβαιο διαχωρισμό καΐ διαίρεση πού καθαγιάζεται καΙ παίρνει εγγύηση από τό δίκαιο. Ή δημοκρατική ελευθερία, ή σοσιαλιστική ελευθερία είναι, αντίθετα, μια απελευθέρωση μέσα χαΐ μέσω της κοινωνίας. Δεν είναι ή ελευθερία του άστου, πού συνεπάγεται καΐ προϋποθέτει τήν κατάσταση υποδούλωσης καΐ άνελευθερίας τών άλλων' άλλα είναι ή ελευθερία πού πραγματοποιείται σαν ελευθερία δλων καί, μαζί, δλων τών άλλων, δηλαδή της κοινωνίας. Στό αστικό -καπιταλιστικό καθεστώς, ή κατάφαση ένός ατόμου είναι δριο καΐ εμπόδιο στήν κατάφαση του άλλου ανθρώπου' ή ελευθερία είναι ελευθερία του ανταγωνισμού' έτσι καΐ ή άναγκαιότητα εκείνου του φιλελεύθερου Κράτους δικαίου πού πρέπει να έγγυαται τό διαχωρισμό του άνθρώπου άπό τόν άνθρωπο, δ ρ ι ο θ ε τ ώ ν τ α ς μέτό νόμο τή σφαίρα της ατομικής ελευθερίας καθενός. "Αντίθετα, στή σοσιαλιστική κοινωνία, ή ελευθερία τών άλλων είναι δρος της έλευθερίας μου, ετσι δπως ή δική μου είναι δρος εκείνης τών άλλων. Χωρίς να είναι άναγκαίο να αποκλειστούν άμοιβαΐα, ή ελευθερία του άτόμου προϋποθέτει καΐ επικυρώνεται άπό τήν έλευθερία τών άλλων. «Είναι άκριβώς ή ένωση τών ατόμων — γράφει δ Μαρξ —> (ή Ινωση ας σημειωθεί καθαρά, κι δχι δ άμοιβαΐος διαχωρισμός για τόν δποΐο μιλάει ό Κάντ) πού δημιουργεί τις συνθήκες της ελεύθερης προσωπικής άνάπτυξης. Μόνο στήν κοινότητα με τούς άλλους κάθε άτομο εχει τα μέσα να άναπτύξει άπ' δλες τις άπόψεις τΙς κλίσεις του* μόνο στήν κοινότητα γίνεται λοιπόν δυνατή ή προσωπική έλευθερία»ΐ2^ «"βς -ζΐί^ροι^ ονομάστηκε προσωπική έλευθερία —• συνεχίζει δ ,Μάρξ—τό δικαίωμα να μπορείς νά απολαμβάνεις ανενόχλητος τό απρόβλεπτο» της άγορας. «Μέσα στήν κομμουνιστική κοινωνία, τή 12. Μάρξ-'Ένγκελς, «Γερμανική Ιδεολογία».
180
μοναδική κοινωνία στήν όποια ή ελεύθερη -καΙ πρωτότυπη ανάπτυξη των άτόμων δεν είναι 'μια φράση, ή ατομική ανάπτυξη εχει τήν προϋπόθεση της άκριβώς στη σχέση καΐ τή σύνδεση των ανθρώπων». Άπο μιαν αποφη, ή ελευθερία μου πρέπει λοιπόν νά συμβιβάζεται μέ τήν έλευθερία ό λ ω ν των Άλλων. "Εχω δικαίωμα, δηλαδή, στήν έλευθερία μόνο έφόσον δε ζημιώνει τό κοινό συμφέρον: συνεπώς, για να τό ποϋμε μέ τό Λένιν, «διανομή της έλευθερίας, ένόψει του γεγονότος ότι ή έλευθερία είναι ενα αγαθό πολύτιμο για όλους», δηλαδή όχι μόνο για μένα άλλα καΙ για τους άλλους, όχι μόνο για τόν αστό άλλα για όλο τό λαό. (Κι έδώ ή έλευθερία, Βα μπορούσαμε να πούμε, καταλήγει στήν Ι σ ό τ η τ α : είναι, δηλαδή, νόμιμα μόνο Ικεινα τα ιδιωτικά συμφέροντα πού συμπίπτουν μέ το κοιν^ καλό) . Άπό τήν άλλη μεριά, άν αυτό τό -κοινό καλό πρέπει νά είναι άληθ^νά τέτιο, χοινό γιά δλους καΐ όχι μόνο για ένα μέρος, πρέπει έπίσης καΐ τό καλό τής χοινωνίας νά γίνεται δ ι κ ό μ ο υ καλό* πρέπει, δηλαδή, ή ισότητα νά έπιτρέπει στήν προσωπική μου έ λ ε υ θ ε ρ ί α νά έκφράζεται σέ δλη της τήν πληρότητα. Σάν υπήκοος πρέπει νά υπακούω στους νόμους της κοινο^νίας. Άπό τήν άλλη, αύτοί οΐ νόμοι ειναι^'σταλήθεια υποχρεωτικοί γιά μένα, μόνο άν τους εχω κατακυρώσει κι έγώ. Μπορώ νά είμαι υπήκοος χωρίς μ' αυτό νά είμαι καΙ υπόδουλος, μόνο άν είμαι κυρίαρχος. Ή δημοκρατία προϋποθέτει ομοιογένεια συμφερόντων, ενότητα, συγκεντρωτισμό. Ό συγκεντρωτισμός, άπό τήν άλλη μεριά, πρέπει νά είναι 'δημοκρατικός καΙ δχι γραφειοκρατικός. "Ας συντομεύσουμε αυτές τΙς συμπερασματικές παρατηρήσεις. Ή έξισωτική έλευθερία, ή έλευθερία δ λ ω ν, ή δημοκρατιχή έλευθερία, προϋποθέτει—^δπως είδαμε—τήν όμοιογενοποίηση του κοινωνικού ύποστρώ'ματος, προϋποθέτει δηλαδή τήν ενοποίηση ή τήν κοινωνικοποίηση των πραγματικών συμφερόντων. Αύτό σημαίνει, όμως, δτι είναι α δ ύ ν α τ η δ η μ ο κ ρ α τ ί α χωρίς κ ο ι ν 0) ν ι κ ο π ο ί η σ η τ ώ ν μ έ σ ω ν π α ρ α γ ω γής, άδύνατη ή δημοκρατία πού δε θά είναι σοσιαλισμός. Άπό μιαν άποψη, λοιπόν, ή δημοκρατία άποκαλύπτεται φιλελεύθερη 'δημοκρατία, φιλελευθερισμός· άπό μιαν άλλη, ή δημοκρατία δέν είναι
181
πια φιλελεύθερη, ή άληθινή δημοκρατία αποκαλύπτεται ενα \ιε το σοσιαλισμό. Άκάμα μια φορά είναι ή φιλελεύθερη δημοκρατική σκέψη, ή έξυπνη άστική σκέψη, πού μας βοηθάει να έντοπίσου'με τήν αντίθεση, με τό στάμα ενός από τους πιό πρόσφατους αντιπροσώπους της. «Ένώ ή διευθυνόμενη δημοκρατία — κατάλληλα διορθωμένη — , γράφει δ νεοφιλελεύθερος Σαρτόρι, ει ναι δυνατή σαν δημοκρατία, δεν πιστεύο) δτι μπορούμε να πούμε τό 'ίδΐΌ για μια προγραμματ'.σμένη δημοκρατία, με τή σημασία ακριβώς της έννοιας του προγραμματισμού. Μια προγραίμματισμένη δημοκρατία, με τό πέρασμα του χρόνου — συνεχίζει — , είναι άτοπη, γιατί καταλήγει, θέλοντας μή θέλοντας, σέ ολοκληρωτική δημοκρατία. 'Ολοκληρωτική μέ δλες τις εννοιες της λέξης: ολοκληρωτική λόγω της έκτασης και της διείσδυσης της δημόσιας έπέιμ-^σης στήν ιδιωτική σφαίρα' ολοκληρωτική, λόγω της αυταρχικής, 'έπιτακτι-κής και καταναγκαστικής δύνα^ιης πού Απαιτείται από μια εξουσία πού προγραμματίζει (...) ». Κι από τήν οπτική του εχει, δίκιο. Ή φιλελεύθερη δημοκρατία δέν μπορεί να ανεχτεί τόν προγραμματισμό, τήν κοινο^νικοποίηση των οργάνων παραγωγής, ακριβώς γιατί εκφράζει μια κοινο3νία ανταγωνισμού, μια κοινωνία διιστάμενη, μια κοινωνία διαιρεμένων συμφερόντων καΙ σέ πάλη ιμεταξύ τους. Δέν μπορεί να άνεχτε'ί τόν προγραμματισμό, γιατί έκφράζει δχι μια κοινωνία άλλά, κατά γράμμα, τό δάσος του Κάντ μέ τούς νόμους του. Αυτό αντίθετα πού μπορεί να ανεχτεί είναι ή «διευθυνόμενη» δημοκρατία, 'δηλαδή δχι τό καθεστό^ς του κοινο)νικου προγραμματισμού, άλλα τό καθεστώς του μονοπωλιακού «προγραμματισμού». Σου ερχεται να γελάσεις δταν ξανασκέφτεσαι τήν πολεμική για τό δεσμό οικονομικού φιλελευθερισμου-πολιτικου φιλελευθερισμού, μερικά χρόνια πρίν, μεταξύ Λουίτζι Έϊνάουντι καΙ Μπενεντέτο Κρότσε και δτι κόστισε, εδώ σέ μας, τόση διανοητική ταλαιπωρία. Ό οικονομικός φιλελευθερισμός προϋποθέτει τόν πολιτί'κό φιλελευθερισμό σαν άναγκαιο του δρο ύπαρξης; Είναι σαφές δτι αυτό άληθεύει: δ πολιτικός φιλελευθερισμός, ή κοινοβουλευτική κυβέρνηση, τό Κράτος δικαίου ζει καΙ εύδοκιμει εξίσου %αλά, τόσο μέ τόν καπιταλισμό της ελεύθερης έπιχείρησης, δσο και μέ χεινον πού
182
του είναι δ νόμιμος γιος, τό μονοπωλιακο καπιταλισμό. 'Από τήν άλλη μεριά, δέν είναι λιγότερο άλη-θινό, δμως, δτι ή φιλελεύθΐρ^ ελευθερία, ή ελευθερία του ιδιώτη πάνω και ενάντια ατήν της κοινωνίας, μπορεί να ισχύει μόνο σ' ενα καθ?^το>« '^τομιτ^ης Ιδιοποίησης,— να παρεμιβάλλεται πρη^ οφελο^,^ου καπιταλιστή μέ ονομα και επώνυμο η προς όφελος των, <ίύγχρονων «μετοχικών εταιριών». / Δέν υπάρχει, αληθινή δημοκρατία χωρίς προγραμματισμένη χοινωνί^ί Χ^^^ρΙζ σοσιαλισμό. Ή δημο·κρατία είναι συγκεντρωτισμός-- ί ό πρόβλημα πού τίθεται, λοιπόν, γι' αυτήν είναι μόνο δτι ε ί ν / ενας δ η μ ο κ ρ α τ ι κ ό ς κ.α ι ο χ ι γ ρ α φειοκρατικός συγκεντρωτισμός. Μ' άλλα λόγια, οι εγγυήσεις της δημο-νιρατίας υι^. πρ^τ,^ι να άναζτιτηθουν στήν άποκένχγΐίτ εξουσίας, στή δημιοηογία ιδιαίτερων σωμάτων πού να γίνουν φράγμα καΐ Ιμποζ;ν. .Γττίς ^'ενν,,^ΐς έξουσίες. Ή τεχνική «να πολεμήσουμε—δπως λέει δ Σαρτόρι—τό -^ν^^ντρωτισυιό της έξουσί.ας μέσω άντι-εξουσιών», είναι μια τεχνική, οπω^ δίδαμε, φιλελεύθερη, είναι ή τεχνιχή της τοπικής αύτοδιοίκησης αγγλικά^ τύπου. Είναι ή τεχνική πού προτείνεται από τόν Τοκεβίλ. Είναι ή τεχνική του φεντεραλισμού καΙ του τοπικισμού, ρεφορμιστικού και σοσιαλ-φιλελεύθερου τύπου. Τό πρόβλημα της δημοκρατίας -είναι άλλο: είναι να δημοκρατιχοποιήσουμε δχι, ή δχι μόνο, τήν περιφέρεια άλλα να δημοκρατικοποιήσουμε μαζί καΐ κυρίως τήν κεντρική εξουσία. Είναι τό πρόβλημα, δηλαδή, δπως λέει δ Μάρξ, της «εξάλειψης της εξουσίας του παρασιτικού Κράτους»' είναι τό πρόβλημα του περάσματος, εστω καΐ βαθμιαίου, από τήν εμμεση στήν άμεση δημοκρατία. Άλλα άς φυλαχτου·με από τό να συγχέουμε α υ τ ή τήν άμεση δημοκρατία μέ τό φεντεραλισμό, μέ τήν τοπική ή κοινοτική αύτοκυβέρνηση, δπθ-)ς συμβαίνει μερικές φορές από διάφορες πλευρές. «Είναι καθαρά τερατώδες—λέει δ Λένιν—^νά συγχέουμε τήν οπτική του Μαρξ για τήν «εξάλειψη της εξουσίας του παρασιτι-κοΰ Κράτους» μέ τό φεντεραλισμό του Προυντόν», μέ τόν τρόπο άκριβώς πού τό έκανε δ Μπερνστάιν. Αυτό δέν γίνεται τυχαία, άφου «από τό μυαλό του δπορτουνιστή—συνεχίζει ό Αένιν·—ούτε καν περνάει δτι δ Μάρξ δέ μιλάει καθόλου γιά τό φεντεραλισμό σέ αντίθεση
183
πρ6ς xi συγκεντρωτισμό, άλλα για τήν καταστροφή της παλιας μηχα-νης του άστικου Κράτους πού υφίσταται σε δλες τΙς άστικές χώρες. "Ατζά το ^ιυαλέ του οπορτουνιστη περνάει |Λ0νο αύτο πού βλέπει γύρω τΟυ-, στο ,περιβάλλον του του .μικροαστικού φιλισταιισμου καΐ του «ρεφορμιστικς^> λιμνάσρ^,χος, δηλαδή ιμόνο οι «δημαρχίες»! 'Όσο για τήν 'έπανάσταση του προλεταριάτου, δ οπορτουνιστής ξέμαθε άκόμη χαΐ νά σκέφτεται (...). Ό Μάί,^ξ -απέχει συνεχίζει δ Λένιν — τάσο άπ® τδν Προυντόν δσο κι άπδ ^^'Μπακούνιν άκριβώς à^OL^opi^T. πρός τό φεντεραλισμό (...) . Άπδ θέση-<3ορχων, δ φεντεραλισμός προκύπτει άπδ τή μικροαστική οπτική του ^ναρχ^^^μού (>0<χ1 χου φιλελευθερισμού) . Ό Μαρξ είναι συγκεντρωτικά^ (...). Μόνο άνθρωποι ποτισμένοι από μια χυδαία «ύπερβατική πίστη» στο Κράτος μπορεί να πάρουν -c^u '»^»βί^^φή της άστιχης ^ηχοΜ^^ σάν καταστροφή του συγκεντρωτισινοΟ»^^. ,· .;· •" Τό λάθος, ή σ ύ γ χ υ σ η , καί" τοπικιστικής ή κοινοτικης,,.άποχίντρω^'·'^ ^^ ^^ προσέξουμε, άπό άρνηση J τό κέντρο, δηλαδή νά άρχίσει ή --^^μιαία Εξάλειψη του Κράτους. Ό ρεφορμιστής, δ σοσιαλφιλελεύθερ^ς, άντιπαραθέτει δημοκρατία και συγκεντρωτισμό άκριβώς λό^ω της «υπερβατικής πίστης» του στό Κράτος, άκριβώς λόγω της άνικανότητάς του, δηλαδή, νά φανταστεί εναν αλλο συγκεντρωτισμό πού νά μήν είναι κρατικός ή γραφειοκρατικός. «'Αλλά άν δ προλετάριος καΐ οι φτωχοί χωρικοί—^συνεχίζει δ Λένιν—^^κατακτήσουν τήν κρατική εξουσία, οργανωθούν μέ πλήρη ελευθερία σε κοινότητες και σ υ ν τ ο ν ί σ ο υ ν τή δράση δλων τών κοινοτήτων γιά νά χτυπήσουν τό κεφάλαιο, νά τοατακοιμματιάσουν τήν άντίσταση τών καπιταλιστών, νά άπο·δώσουν σέ δ λ ο τό έθνος, σε δλη τήν κοινωνία τήν άτομική ιδιοκτησία τών σιδηροδρόμων, τών έργοστασίων, της γης κλπ., αύτό δέν είναι μήπως συγκεντρωτισμός; καΙ μαζι (ας σημειωθεί ή άκριβολογία), προλεταριακός συγκε ντρ ωτισμός ; ». « Ό Μπερνστάιν—^συνεχίζει δ Λένιν— είναι άπλώς άνίκανος νά άντιληφθεΐ τή δυνατότητα ενός ηθελημένου ·συγκεντρωτισμου, μιας ηθελημένης ένωσης τών -κοινοτήτων σέ έθνος, μιας ήθελημένης συγχώνευσης τών προλεταριακών κοινοτήτων στό εργο της καταστρο13. Λένιν, «Κράτος καΐ έπανάσταση».
184
φης της αστικής κυριαρχίας και της αστικής κρατικής μηχανης. Ό Μπερνστάιν (...) —^συμπεραίνει δ Λένιν—^παρουσιάζει το συγκεντρωτισμό σαν κάτι πού, καθώς ερχεται μόνο από τα πάνω, δέν μπορεί να επιβληθεί και να διατηρηθεί παρά μόνο από τη γραφειοκρατία και τό μιλιταρισμό»^'^. Δέ βλέπει, μ' αλλα λόγια, την αντιπαράθεση μεταξύ «προλεταριακού, συνειδητοϋ, δημοκρατικού 'συγκεντρωτισμού» χαι «αστικού, στρατιωτικού, γραφει^^ν.ρατικοΰ any^ccv τρωτισμοΰ». «Δέν π ρ ό κ ε ι τ α ι — Λ έ ν ι ν στό "'Αγροτικό ζήτη-απόφαση στό χαρτί τΙς τοπικές εâvàvTia στό σφετερισμό του κέντρου* δέν cïVai δυνατό να τό κάνουμε όχι μόνο στό χαρτί, αλλά ούτε με τό κανόνι, άφου (και άκουστε τό λόγο) ή καπιταλιστική ανάπτυξη προχωρεί πρός τό συγκεντρο^τισμό, συγκεντρώνει στα χέρια της κεντρικής αστικής έξουσίας μια δύναμη τέτια πού οι "επαρχίες'' ν α μ ή ν μ π ο ρ ο υ ν ν ά τ ή ς ά ν τ ι τ ε θ ο υ ν».^^. Τό «καπιταλιστικό κράτος είναι συγκεντρωτικό—^συνεχίζει δ Λένιν—Ιχι πια ·σύμφωνα μέ την αυθαιρεσία τής γραφειοκρατίας, αλλά εξαιτίας των ·έπιτακτικών απαιτήσεων τής οικονομιτίής άνάπτυξης (...) ». «Νά δώσουμε ενα πρόγραμμα τής "αγροτικής επανάστασης" και νά τό συνδέσουμε μ ό ν ο μέ τόν εκδημοκρατισμό τής τοπικής αυτοδιοίκησης καΐ δχι τής 'κεντρικής έξουσίας, νά παρουσιάσουμε τόν πρώτο σαν αληθινό "προμαχώνα" καΐ "στερέωση", αυτό, στην ουσία, δέν είναι άλλο από μια σ υ ν δ ι α λ λ α γ ή τύπου καντέτ μ έ τ η ν ά ν τ ί δ ρ α σ η». 'Λντίθετα, αυτό για τό όποιο πρόκειται, συμπεραίνει ο Λένιν, είναι «νά δοθεί ή πολιτική 'εξουσία στην Γδ ι α τ η ν τ ά ξ η , τόσο στό κέντρο δσο καΐ στην περιφέρεια, ετσι πού έκει και εδώ να πραγματοποιηθεί κατά τρόπο εντελώς συνεπή ενας β α θ μ ό ς απόλυτα ισης δημο^κρατίας, πού νά έξασφαλίζει την π λ ή ρ η δ η μ ο κ ρ α τ ί α (...) γιά την πλειοψηφία του πληθυσμού». Τό πρόβλημα, λοιπόν, δέν είναι νά ζητήσουμε μ ό ν ο τόν έκδημοκρατισμό στην περιφέρεια αλλά νά άποδυθουμε, μαζί, στόν αγώνα στό κέντρο, στόν αγώνα ενάντια στά μονοπώλια, χωρίς νά 14. "Εργο προηγ. 15. Λένιν, « Ή έπανάΓτταση χυΰ
( I I . Τό άγροχί-^ ζ^'^^^^«)·
185
πέσουμε στο λάθος νά πιστέψουμε οτι αυτός 6 αγώνας μπορεί να περάσει μόνο ή κυρίως μέσα από τΙς «αυτόνομες» -επαρχίες. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι να συνδέσουμε τον τοπικό αγώνα με τόν εθνικό καΐ γενικό, τοποθετώντας μέ κουράγιο τό πρόβλημα της δημοκρατίας σ τ ο κέντρο, δηλαδή, για νά δώσουμε ενα παράδειγμα, τοποθετώντας τό πρόβλημα του να ένισχυβεΐ τό κοινονά ,αυξηθουν οί έξουοίες του καί, μαζί, οι ε υ θ ύ ν ε ς απέναντι στό λαό, κατά τρόηο πού· να σπάσει τό αρχικό του πλαίσιο, ή ανεξαρτησία του άπό τή χώρ.., γίνει προοδευτικά κάτι άλλο άπό ενα αστικό κοινοβούλιο, ή το . ένοποίησης καΐ σ υ ν τ ο ν ι σ μ ο ΰ δλων των εξουσιών ή των COV. Στό σοσιαλισμό, λέει ό Λένιν, «οι κοινοβουλευτικοί πρέπει αυτοί οι Ι'διοι νά εργάζονται, νά εφαρμόζουν αύτοί οι ϊδιοι τους νόμους τους, νά επαληθεύουν αύτοί οί ίδιοι τ' άποτελέσματά τους, νά απαντούν γι' αυτούς άμεσα αύτοι οι Ι'διοι στους εκλογείς τους. 01 άντιπροσιοπευτικοι θεσμοί παραμένουν, άλλά δ κοινοβουλευτισμός, σάν ειδικό σύστημα, σάν διαίρεση της νομοθετικής και έκπαιδευτι-κης εργασίας (...) , δ έ ν υ φ ί σ τ α τ α ι π ι ά. ΈμεΤς — προσθέτει καΙ καταλήγει δ Λένιν — δεν μπορούμε ν·ά παρουσιάσουμε μιά δημοκρατία, εστω καί προλεταριακή, χωρίς άντιπροσωπευτικούς Θεσμούς, ·άλλά μπορούμε καί π ρ έ π ε ι νά την παρουσιάσουμε χωρίς κοινοβουλευτισμό, αν ή κριτική της αστικής κοινωνίας δεν είναι γιά μας λέξη κενή σημασίας (...) , Καί ακριβώς αυτό, δχι άλλο, είναι δ δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, δ «ηθελημένος συγκεντρο)τισμός», ή «ηθελημένη ένωση των κοινοτήτων σέ εθνος>\ δηλαδή εκείνη ή κομμουνιστική ελευθερία, εκείνη ή νέα μορφή ελευθερίας, δπου τό δικαίωμα του ιδιώτη δεν είναι πιά τό δικαίοψα του αστού πού αντιτίθεται καί ύπερτίθεται στά δικαιώματα της κοινωνίας, άλλά δπου ή ελευθερία του ανθρώπου είναι μαζί ή ελευθερία δ λ ω ν των άνθρώπο)ν, δπου ή ατομική ελευθερία είναι δρος καί εκδήλωση, ταυτόχρονα, της ελευθερίας της κοινωνίας.
«Κράτος και έπανάσταση>/.
186
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ:
ΕΠΙΣΤΗΜΗ
'7/
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ;
Μαρξισμός σαν επίστήμη ή μαρξισμός σαν έπανάστασγ] ; Ή άλτερνατίβα ύπηρξε xocl υπάρχει μίχρ^ τώρα, Τό να λυ'θεΐ είναι δυσκολότερο άπ' δ,τι συχνά πιστεύεται. Θ' άρχίσω από τό πρώτο σκέλος διλήμματος — τό μαρξισ|,ιό σαν επιστήμη. Τό θέμα, γενικές γραμμές,, απορεί να τοποθετηθεί ετσι. Ό μαρξισμός είναι μια θεωρία των νόμων του γίγνεσθαι της ανθρώπινης κοινιονίας. Στό «Κεφάλαιο», δ Μαρξ μελέτησε χαΐ ανάλυσε τους νόμους πού ρυθμίζουν τό γίγνεσθαι της καπιταλιστικής παραγωγής, ανάλυσε στα συστατικά του ·μέρη καΐ περιέγραφε αυτό τόν ιδιαίτερο «μηχανισμό». Σαν επιστημονική θεωρία, ό -μαρξισμός, ουσιαστικά συνίσταται στήν ανακάλυψη αντικειμενικών αΐτιακών δεσμών. 'Ανακαλύπτει και αναλύει τους νόμους πού κάνουν τό σύστημα να λειτουργεί, περιγράφει τις από τα :μέσα αντιφάσεις πού τό απειλούν και πού του χαράζουν τό πεπρωμένο. Επιπλέον, σαν επιστημονικό εργο και δχι ιδεολογία, τό «Κεφάλαιο», δέν Επιτρέπει τη μόλυνση αυτής τής ανάλυσης από «αξιολογικές κρίσεις», ή ύπο'κειμενικές προτιμήσεις, άλλα αντίθετα εκφράζει μόνο «πραγματικές κρίσεις», αντικειμενικές κρίσεις, διαπιστώσεις πού, οριακά, μπορούν νά ισχύουν για δλους. Οι προτάσεις τής 'επιστήμης είναι στήν οριστική. Δέν υπαγορεύουν «έπιλογές» ή σκοπιμότητα. 'Από τις αντικειμενικές καΙ αμερόληπτες δ ι απ ι στ ο') σε ι ς τής επιστήμης είναι αδύνατο νά άγτληθουν προσταγές. 'Όπο)ς είναι γνο>στό, αυτός είναι ό προβληματισμός πού αναπτύχθηκε από τό Χίλφερντινγκ στόν πρόλογο του «Χρηματιστικού Κεφ.αλαίου» (προβληματική, λίγο-πολύ, ολόκληρου του ορθόδοξου μαρξισμού τής Δεύτερης Διεθνούς) . «Ό μαρξισμός είναι μόνο μ-ΐά θεωρία τών νό'μιον του γίγνεσθαι τής κοινιονίας», «Αυτούς τούς νό·μους πού διατυπώνει γενικά ή μαρξιστική αντίληψη τής ιστορίας, ή μαρξιστική οικονομία τούς εφαρμόζει στήν Ιποχή τής έμπορευ·ματικής παραγωγής.» «Ό μαρξισμός είναι επιστημονικά λογική, αντικειμενική θεωρία, δέν είναι δεσμευμένος σε αξιολογικές κρίσεις». Σαν έπιστή|ΐη δ μαρξισμός εχει τό καθήκον νά «περιγράφει αιτιακούς δεσμούς». 'Άν και συνεχώς συγχέονται μεταξύ τους «σοσιαλισμός» χαι «μα.ρξισμός» δ έ ν είναι τό Ι'διο πράγμα. Ό σοσιαλισμός είναι ένας σκοπός, Ινας στόχος, αντικείμενο τής πολιτικής θέλησης και δράσης. 'Αντίθετα δ μαρξισμός σαν Ιπιστήμη, είναι αντικειμενική και αμερόληπτη γνώση. Ή έπιστήμη μπορεί νά γίνει
187
άποδεκτή καΐ ό σκοπός να είναι άνεπιθυμητός. «Τό να άναγνωρίζεις τήν Ισχύ του ίμαρξισμου — λέει δ Χίλφερντινγκ — δέν σημαίνει σε καμιά περίπτωση δτι 'διατυπώνεις αξιολογήσεις, ουτε πολύ περισσότερο δτι χαράζεις μια συγκεκριμένη γραμμή πρακτικής συμπεριφοράς. Άφοϋ άλλο πράγμα είναι να αναγνωρίζεις μιαν άναγκαιότητα κι άλλο νά μπαίνεις στην υπηρεσία της». Στα nXixiaw αύτης της αντίληψης, τδ νά μιλάς,, δεν λέω για μεροληψία της επιστήμης, άλλά εστω μόνο για το δεσμδ έ π ι σ τ ή μ ης και τ α ξ ι κ ή ς ·Γ7υνε{δησης, επιστήμης και ιδεολογίας, είναι ολοφάνερα αδύνατο. Το çixoYOμικο-χοινωνικό γίγνεσθαι θεο)ρεΐται σάν μια διαδικασία ποι> ξετυλίγεται μπροστά στά μάτια του παρατηρητή καΐ του επιστήμονα, δπως ακριβώς δ τρόπος κίνησης των άστρων. Οι «οικονομικοί νόμοι» είναι αντικειμενικοί νόμοι, εξω άπδ τάξεις καΐ ανεξάρτητοι άπδ τη θέλησή μας, δπως ο! φυσικοί νόμοι (βλέπε Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στη Σοβιετική "Ενωση») . Ό «νόμος της αξίας» είναι σάν τδ νόμο της βαρύτητας. Στή βάση αυτής της αντίληψης, βρίσκεται λίγο-πολύ πάντα παρούσα ή «θεωρία τής κατάρευσης». Οχ νόμοι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής φέρνουν τδ σύστημα αναπόφευκτα στδ τέλος του. Ή εξαφάνιση του καπιταλισμού είναι άναπόφευ-κτη. Κατάντησε μοιραία και σχεδδν αυτόματη άπδ τήν εξέλιξη των Γδιων των νόμων της. Έκτδς άπδ αποχρώσεις και μικρές παραλλαγές αυτή ήταν, λίγοπολύ, ή άντίληψη πού επικράτησε και στήν Τρίτη Διεθνή. Κατά τη διάρκειά της και ιδιαίτερα μέ τδ Στάλιν, αύτδ πού μόνο προστέθηκε επιπλέον είναι τδ κριτήριο τής «μεροληψίας» (ενα στοιχείο, άλλωστε, ήδη σε λανθάνουσα κατάσταση στδ Λένιν) . Ά λ λά ιεκτδς άπδ τον τυφλδ και σεχταριστικό τρόπο μέ τδν οποίο προωθήθηκε, αύτδ τδ κριτήριο στάθηκε μόνο σάν άντίβαρο σέ κείνο του νατουραλιστικού άντικειμενισμου. Σάν άντίβαρο και ποτέ σέ οργανική σχέση μ' αυτόν, δηλαδή ενωμένο μαζί του μόνο μέ κόλλα και σπάγγο. Μέ άσύγκριτα πιδ έξευγενισμένες και ραφιναρισμένες μορφές, αύτή ή «φυσικιστική» θέση κυριαρχεί μέχρι σήμερα στους καλύτερους μαρξιστές οικονομολόγους. Τυπική ή περίπτωση του "Οσκαρ Λάνγκε, και ακόμα περισσότερο του Μ. Ντόμπ (πού, άπδ τήν άλλη μεριά, είναι ενας πολύ σοβαρδς μελετητής) . Ό νόμος τής άξίας θεωρείται άπδ τδ Ντδμπ σάν ενας νόμος πού επιτρέπει νά άνοι^οδομηθοΰν, ενοποιηθούν, ταξινομηθούν 'και εξηγηθούν δλες οι κινήσεις και οι -κύριοι μηχανισμοί του συστήματος. Μέ τό €ργα τοΟ "Ανταμ Σμιθ ικαι τήν ττιο αυστηρή συστηματοποίηση του άτπο το Ρικάρντο, ή ττολιτική οικονομία —^γράψει ό Ντόμττ—
188
δημιούργησε μια ποσοτική αρχή ένοποίησης^ ττου τήν κατέστησε ικανή να διατυπώσει άξιώματα μέ δρους γενικής ίσοροπίας τοΟ οικονομικού συστήματος, να διατυπώσει νόμους για τις γενικές σχέσεις ανάμεσα στά σημαντικότερα στοιχεία τοί> συστήματος. Σ τήν πολιτική οικονομία, αυτή ή άρχή ένοποίησης ή σύστημα γενικών νόμων που εκφράζεται μέ ποσοτική μορφής συνίσταται στή θεωρία της αξίας.
Αύτό πού εδώ, κυρίως, τονίζεται είναι δ κόινο^νικά ού'δέτερος, οριακά, χαρακτήρας του νό|ΐου της αξίας. Ό νόμος επιτρέπει τό συσχετισμό των πι6 σημαντικών μεγεθών του συστήματος καΐ τήν εγκατάσταση ποσοτικά υπολογίσιμων σχέσεων μεταξύ αυτών τών μεγεθών — δπως τό επιτρέπει, στ6 δικό του πεδίο, δ νόμος της παγκόσμιας έλξης (τό παράδειγμα είναι τό Ι'διου του Ντόμπ). Αυτό δμως πού δέ φαίνεται εδώ, είναι ή ιδιαίτερη φύση — «φετιχιστική» ή «αλλοτριωμένη» — τών μεγεθών πού αυτός δ νόμος συσχετίζει. Κατά τό Μάρξ, όχι μόνο δέν υπήρξαν από πάντα τό εμπόρευμα και τό κεφάλαιο, άλλα και δέ θά υπάρχουν πάντα. 'Εκτός άπό τΙς ε σ ω τ ε ρ ι κ έ ς σχέσεις του συστήματος, δ Μαρξ ·άναλύει -και κριτικάρει τ ό Γδιο τό σ ύ σ τ η μ α. Μας λέει γιατί τό προϊόν της εργασίας παίρνει τή μορφή «έμπορεύματος»' γιατί ή άνθρώπινη εργασία παρουσιάζεται σαν «άξία» «πραγμάτων»' γιατί (δηλαδή κάτω άπό ποιές συνθήκες) υπάρχει καΐ άναπαράγεται τό κεφάλαιο. Αντίθετα δ Ντόμπ σκέφτεται σαν τό ΣμΙΘ %οά τό Ρικάρντο: οί δποΐοι, θεωρώντας τό εμπόρευμα σαν τή «φυσική» καΙ άναπόφευκτη μορφή τών προϊόντων της εργασίας, καΐ τήν ά γ ο ρ à σαν ενα_θεσμό πού πρέπει να υπάρχει πάντα, παρουσιάζουν τό νόμο της άξίας σά νόμο διαρκών μεγεθών ή παραγόντο)ν (καΐ συχνά, πράγματι, τόν συγχέουν μέ τό πρόβλημα του «μέτρου» τών άξιών) . Δέ χρειάζεται να μακρυγορήσουμε πάνω σ' αύτό. Άρκει μόνο νά παρατηρήσουμε πώς καΙ για τό Μαρξ δ νόμος της αξίας είναι άντικειμενικός νόμος, νόμος πού δρα άνεξάρτητα άπό τή συνείδηση καΐ "κυριολεκτικά «πίσω άπό τΙς πλάτες» τών άνθρώπων. Μόνο πού, γι' αυτόν, πρόκειται για μια εντελώς ειδική άντικειμενικότητα: Είναι, άν Ιτσι μπορούμε νά τό πούμε, μιά· ψευδής άντικειμενικότητα και πρέπει να καταργηθεί. Οι νόμοι της άγορας —• γράφει δ Μαρξ — ισχύουν για τούς άνθρώπους σαν «φυσική άναγκαιότητα». Οί διακυμάνσεις της άγορας είναι άπρόβλεπτες, δπως οί σεισμοί. Άλλα δχι γιατί ή αγορά είναι ενα «φυσικό» φαινόμενο. Αύτό πού εδώ πήρε τήν άντικειμενιχή μορφή π ρ α γ μ ά τ to ν και διαδικασιών μεταξύ πραγμάτων δέν είναι τίποτε άλλο, 'στήν πραγματικότητα, παρά οι 'ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις τών άνθρώπων μεταξύ τους. «Αύτές οι φόρμουλες — γράφει δ
189
Μάρξ — έχουν γραμμένο στο μέτωπο τους δτι ανήκουν σ' εναν κοινωνικό σχηματισμό,, δπου ή παραγωγική διαδικασία δεσπόζει πάνω στους ανθρώπους και δ άνθρωπος δέν κυριαρχεί -ακόμη στήν παραγωγική διαδικασία». Και λίγο πιό κάτω προσθέτει: «Ή μορφή τής κοινωνικής ζωτικής διαδικασίας, δηλαδή τής υλικής παραγωγικής διαδικασίας, βγάζει τό μυστικιστικό της νεφελώδες πέπλο μόνο δταν βρίσκεται, σαν προϊόν άνθρώποιν ελεύθερα ένο.)μένων σέ χοινωνία, κάτω από τό συνειδητό καΐ καθοδηγητικό σύμφωνα μέ ενα σχέδιο έλεγχό τους». Πράγμα πού μπορεί νά συμβεί — δπως είναι γνωστό — μόνο με τήν επανάσταση. 'Έτσι, ερμηνευμένος μέ τό πνεύμα του Ρικάρντο, δ νόμος τής αξίας τείνει νά φυσικοποιηθει και νά εμφανιστεί σαν ενας νόμος κοινωνικά ουδέτερος. Οι νόμοι τής φύσης δέν έχουν ταξικό χαρακτήρα. Κατά τόν ίδιο τρόπο y ούτε ή εμπορευματική παραγο.)γή, ούτε ή ύπαρξη τής άγορας έχουν ταξικό χαρακτήρα. "Από δώ και οί σημερινές συζητήσεις πού δλοι γνωρίζουν. Ή. «αγορά» και τό «κέρδος» δέν θεωρούνται, κατά τήν πρώτη φάση τής σοσιαλιστι•κής κοινωνίας, στο βαθμό πού κατεξοχήν είναι μ ε τ α β α τ ι κ ή κοινωνία, σάν αναπόφευκτες επιβιώσεις αστικών θεσμών, αλλά σάν «κριτήρια ή ορθολογικοί δείκτες οίκονομικότητας», δηλαδή σάν κάτι τό θετικό πού θά πρέπει νά υπάρχει πάντα. Τ πάρχει μιά αγορά και ενα κέρδος «σοσιαλιστικά». Ή έπανάσταση δέν γίνεται γιά νά καταργηθεί τό κέρδος, δηλαδή ή έκμετάλλευση. Ή έπανάσταση γίνεται μόνο γιά τό γούστο νά παρελαύνουμε κατά σχηματισμούς καΙ νά χειρο·κροτοΰμε κάτιο από κάποια εξέδρα. Μια άλλη βαθιά λαθεμένη ερμηνεία, πού είναι στενά δεμένη μέ τήν προηγούμενη, είναι ή παραγνώ'ριση τής φύσης καΐ τής σημασίας του έργου του Μάρξ. Γιά τό Μάρξ, ή πολιτική οικονομία γεννιέται μέ τήν επέκταση καΐ τή γενίκευση τής εμπορευματικής παραγωγής. Γεννιέται μέ τόν καπιταλισμό καΐ δύει μαζί του (δηλαδή μέ τήν προοδευτική εξαφάνιση τών έπιβιώσεών του στή μεταβατική κοινωνία) ' αυτό εξηγεί πώς τά βασικότερα εργα του Μάρξ έχουν σάν τίτλο ή υπότιτλο: κ ρ ι τ ι κ ή τής πολιτικής οι-κονομίας. 'Αντίθετα, γιά πολλούς σημερινούς μαρξιστές, είναι αλήθεια τό εντελώς άντίθετο: ή πολιτική οικονομία πρέπει νά ύπάρχει πάντα (βλέπε τό «'Εγχειρίδιο τής πολιτικής οικονομίας» τής Σοβιετικής 'Ακαδημίας επιστημών) , δπως πρέπει πάντα νά υπάρχουν τό δίκαιο, τό Κράτος κι αύτοί πού εξηγούν στις μάζες αυτό πού οί 'ίδιες οι μάζες πρέπει νά σκέφτονται καΐ νά πιστεύουν.
190
Δίακόπτω τΙς σκέψεις πού e%avoL ώς Ιδώ για να ξαναπιάσω το πρόβληι|χα άπο μια διαφορετική οπτική γωνιά. "Ας άνοίξουιμε το πρώτο άληθινα σπουδαίο γραφτό τοΰ Μαρξ, τήν «Κριτική της χεγκελιανης φιλοσοφίας τοΰ' δημοσίου 'δικαίου»» Αύτο εχει μια μοναδι·κή διάρθρωση. Το έργο οχι μόνο αρχίζει με μια κριτική της χεγκελιανής φ ι λ ο σ ο φ ί α ς του Κράτους καί, ανεπαίσθητα, μετατρέπεται κατόπιν σε κριτική του Κ ρ ά τ ο υ ς , άλλα καΐ στΙς δυο περιπτώσεις — δηλαδή, τόσο δταν πρόκειται για τον τρόπο πού δ Χέγκελ βλέπει το Κράτος, οσο καΙ δταν πρόκειται για τό Γδιο τδ Κράτος —· ή κριτική αναπτύσσεται σύ^μφωνα 'με τδ Γδιο υπόδειγμα. 'Αναποδογυρισμένη ή «με τδ κεφάλι κάτω» ^δέν είναι μ.όνο ή παρουσίαση της πραγματικότητας του Κράτους πού δίνει δ Χέγκελ: αναποδογυρισμένη — λέει δ Μαρξ — είναι ή "ίδια ή πραγματικότητα πού γεννάει τδ Κράτος. «Ή ακρισία, δ μυστικισμός — γράφει — είναι τόσο τδ μυστήριο της χεγ•κελιανής φιλοσοφίας δσο καΐ τδ αίνιγμα τών σύγχρονων θεσμών. Αυτή ή δρ,αση είναι βέβαια αφηρημένη, ·άλλά είναι ακριβώς ή αφαίρεση του πολιτικού Κράτους, δπο)ς δ ίδιος δ Χέγκελ τδ έπαγάγει. Είναι ακόμη άντίληψη ατομικιστική, άλλα εϊναι 6 άτομικισμδς της Γδιας της κοινωνίας. Ή δράση δεν μπορεί να είναι συγκεκριμένη δταν τδ άντικείμενό της είναι αφηρημένο». Συνήθως, ενα: συγγραφέας κριτικάρει εναν άλλο συγγραφέα, άποδείχνοντάς του πώς τά-πράγματα είναι διαφορετικά απ' δ,τι αύτδς τα περιέγραψε. Τον κρίνει στδ δνομα και στή βάση της πραγματικότητας. Έδώ ή ακολουθία φαίνεται διαφορετική: ή θανατι-κή καταδίκη πού άπαγγέλθηκε ένάντια στήν παλιά φιλοσοφία χτυπάει ταυτόχρονα και τδ α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο πού αυτή πραγματεύεται. Ό Μαρξ δέ θέλει μόνο τδ τέλος της χεγκελιανής φ ι λ ο σ ο φ ί α ς του Κράτους: 'θέλει τήν Γδια τήν «εξαφάνιση» τοΰ Κράτους. Κι αυτό, πάλι, στδ βαθμδ πού θεωρεί δτι — ψευδής, μεταφυσική ή «μέ τδ κεφάλι κάτω» —• δέν είναι μόνο ή φιλοσοφική άναπαράσταση της πραγματικότητας, αλλά ή Ι'δια ή πραγματικότητα, δηλαδή αύτδς δ Ιδιαίτερος τύπος 'κοινο^νιχοΰ καθεστώτος πού εκφράζεται στδ αντιπροσωπευτικό Κράτος ή σύγχρονη "κοινοβουλευτική διακυβέρνηση. 'Ανάλογη είναι ή κατάσταση πού παρουσιάζεται στδ «Κεφάλαιο». Κι Ιδώ δ Μαρξ δέν περιορίζεται στήν κριτική τοΰ «λογικού μυστικισμού» τών οικονομολόγων, της «τριαδικής φόρμουλάς» τους: Γη, Κεφάλα'.ο, Εργασία. Ό «φετιχισμός» τους έξηγεΐται μέ τδ φετιχισμό της Γδιας της πραγματικότητας, δηλαδή τοΰ καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αύτδ είναι ευδιάκριτο σε μιαν δλόκληρη σειρά εκφράσεων. Το «Κεφάλαιο» περιέχει φράσεις σαν κι αυτές: «δ μυστικιστικός χαρακτήρας τοΰ εμπορεύματος», ή «δ-
191
λος δ }χυστικι·σ.ριός του κόσ;μου των έμπο·ρευ·μιάτων, δλό-κληρη ή μαγεία που σκεπάζει -μέ σύννεφα τα προϊόντα της έργασίας, στή βάση της εμπορευματικής παραγωγής» ή τέλος «δ μυστικός νεφελώδης πέπλος». 'Όλα αυτά δεν είναι προσθήκες των άστών ερμηνευτών της «κοινωνικής ζωτικής διαδικασίας, δηλαδή της υλικής παραγωγικής διαδικασίας», άλλα ανήκουν ακριβώς σ' αυτή τή διαδικασία, ή δποία μάλιστα ε μ φ α ν ί ζ ε τ α ι στή ν πολιτική οικονομία σαν τέτια πού είναι. Μέ λίγα λόγια, άναποδογυρισμένη είναι ή Γδια ή πραγματικότητα. Αέν πρόχειται, συνεπώς, μόνο για τήν κριτική του τρόπου μέ τον δποιο οι οικονομολόγοι καΙ οι φιλόσοφοι παρουσίασαν τήν πραγματικότητα. Πρόκειται για τήν ανατροπή — δηλαδή τήν ·έπανόρθωση και το ξαναστήσιμο «στα πόδια» — της ϊδιας της πραγματικότητ.ας. «Μέχρι τώρα οι φιλόσοφοι δέν έκαναν τίποτε άλλο άπδ τδ νά ερμηνεύουν τον κόσμο. Τδ ζήτημα είναι να τδν αλλάξουμε». ΣτΙς πιδ πάνω σελίδες είδαμε τδ μαρξισμδ σαν επιστήμη. Τώρα βρισκόμαστε στδ μαρξισμό σαν επανάσταση. Παρακαλούμε τδν άναγνώστη να μή θυμώσει, άλλα να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά και νά βάλει τδ μυαλό του σε λειτουργία. Σε δσα είπαμε παραπάνω υπάρχει ενα αρκετά αμφίβολο και κυριολεκτικά επικίνδυνο σημείο. "Ενας συγγραφέας -κρίνει εναν αλλο συγγραφέα κάνοντας έκκληση στην π ρ α γ μ α τ ι κ ό τητα, δείχνοντας του πώς τά πράγματα είναι διαφορετικά απ' δ,τι τά παρουσίασε καΐ τά περιέγραφε. Είναι δ μόνος σωστδς τρόπος συμπεριφοράς πού υπάρχει. 'Αντίθετα, δ Μαρξ — τόσο μέ τ;δ Χέγκελ δσο και μέ τούς οικονομολόγους — φ α ί ν ε τ α ι δτι δέν μπορεί νά κάνει τδ Γδιο* δτι δέν μπορεί, γιατί τδ κριτήριο πού επικαλείται — ή πραγματικότητα — είναι αύτδ τδ Γδιο ενα μέτρο παραποιημένο. "Αν τά πράγματα ήταν άκριβώς ετσι, δ Μαρξ θά ήταν μόνο ενας προφήτης (πολύ μικρδ πράγμα), -κι εμείς ρεβιζιονιστές. Στή βάση τίνος πράγματος, άλήθεια, λέμε πώς ή καπιταλιστική πραγματικότητα είναι αναποδογυρισμένη ή μέ τδ κεφάλι κάτω ; Ό Μπερνστάιν άπαντάει: Στή βάση του ή θ ι κ ο υ ι δ ε ώ δ ο υ ς . Ή ιδέα της «δικαιοσύνης», ή ήθική του Κάντ, μου λένε πώς δ κόσμος πρέπει νά διορθωθεί, νά αναμορφωθεί. 'Αξία καΙ υπεραξία είναι λόγια. Ό σοσιαλισμός είναι προϊόν των καλών θελήσεων. 'Αλλάξτε τήν ψυχή των ανθρώπων! Γυρίστε άπδ τδν επιστημονικό σοσιαλισμό στδν ουτοπικό. Ή πραγματικότητα δέ μετράει καθόλου. Τά «γεγονότα» είναι μηδέν. 'Αρνούμαστε τήν πραγματικότητα για νά κάνουμε χώρο στήν πραγματοποίηση του ιδεώδους. Ό Αόγος είναι ή "Επανάσταση. Ό Μπερνστάιν των ήμερών μας φαίνεται τοποθετημένος στήν άριστερά. Είναι δ μικρό-'
192
αστι-κος άν·αρχίο.μος του Μαρκοϋζε χαΐ δλων αυτών πού τδν πήραν στα σσβαρά. "Ας σταματήσουμε για λιγο για να βάλουμε τάξη στή συζήτηση. Ή πραγματικότητα είναι σίγουρα αναποδογυρισμένη: αλλιώς δέ θα χρειαζόταν ·έπανάσταση. 'Από την άλλη μεριά, δ μαρξισμός πρέπει να είναι καΐ επιστήμη: αν οχι, δέ θά υπήρχε επιστημονικός σοσιαλισμός, άλλα μεσσιανικές αναμονές, δηλαδή θρησκευτικές ελπίδες. Με λίγα λόγια, αν δ Μαρξ είναι επιστήμονας, πρέπει να μετρήσει τΙς Ιδέες του και τις Ιδέες τών άλλων ;αέ τα γεγονότα, να ελέγξει πειραματικά τις ύποθέσεις μέ την πραγματικότητια. Μέ πιό άπλα καΙ οικεία λόγια, .αύτό σημαίνει πώς δταν δ Μάρξ κριτικάρει τόν Χέγκελ, τους οικονομολόγους και δλη τήν καπιταλιστική πραγματικότητα, πρέπει πάντα νά τό χάνει σ-^ό δνο|χα και σ τ ή βάση της π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α ς . Τό κριτήριο της κριτικής του δεν μπορεί νά είναι τό ι δ ε ώ δ ε ς (πού είναι πάντοτε τό Ιδεώδες του ενός καΐ του άλλου), άλλα ένα κριτήριο βγαλμένο από τήν πραγματικότητα. 'Άς μοϋ επιτραπεί να συντομεύω. Αέω δτι στόν καπιταλισμό υπάρχουν δ υ ό π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ ε ς : αύτή πού εκφράζεται από τό Μάρξ κι αύτή πού έκφράζεται από τούς συγγραφείς πού ,αυτός κριτικάρει. Θά προσπαθήσω τώρα νά τό αποδείξω μέ τον πιό απλό και γρήγορο τρόπο, εξετάζοντας τή σχέση κεφαλαίου καΐ μισθωτής εργασίας.
'Αρχίζουμε, βλέποντας πώς νοείται αύτή ή σχέση από τήν οπτική γωνιά του καπιταλιστή. Ό καπιταλιστής επενδύει τό χρήμα του αγοράζοντας αδράχτια, μπαμπάκι και εργατικά χέρια. Αυτά τά βρίσκει στην άγορά, κατά συνέπεια σάν 'εμπορεύματα. Τά αγοράζει, δπως κάποιος μπορεί νά αγοράσει καμτσίκι, άλογο και κάρο. Άφοΰ αποκτά αύτά τά πράγματα (καΙ άς ύποθέσουμε στήν πραγματική τους άξία), δ καπιταλιστής βάζει κατόπι τόν εργάτη στό αδράχτι για νά μετατρέψει τό μαλλί σέ νήμα. Σ' αύτό τό σημείο, λέει δ Μάρξ, «ή εργασιακή διαδι-κασία είναι μιά διαδικασία πού πραγματώνεται μέ πράγματα πού δ καπιταλιστής ά γ ό ρ α σ ε, μέ π ρ ά γ μ α τ α π ο ύ τ ο υ ά ν ή κ ο υ ν. Κατά συνέπεια, τό προϊόν αυτής της 'διαδικασίας του άνή'κει, δπως του άνήχει τό προϊόν της ζύμωσης στό κελάρι του». 'Ανάμεσα 'στα διάφορα άποκτημένα πράγματα, τό βλέμμα του καπιταλιστή, πού είναι ·συνηθισμένο στή 'σύνθεση καΐ στήν πανοραμική θέα, δέν μπαίνει στόν κόπο να διακρίνει. 'Από τή δική του οπτική γωνιά, ή μισθωτή εργασία είναι ένα μ έ ρ ο ς του· κεφαλαίου, δπως άκριβώς τα αδράχτια καΐ οι πρώτες δλες: είναι
10
193
το «ίμετοϋβλητο» μέρος του κεφαλαίου, τα «έξοδα .μιο'θών», σέ αντιδιαστολή πρόζ το μέρος πού έπενδύεται στήν απόχτηση των μέσων παραγωγής. Το γεγονός δτι ή εργασία του εργάτη, εκτός από τό δτι άναπαράγει τήν άξια της, δηλαδή τό μισθό, παράγει %αΙ υπεραξία, είναι μια ευτυχής σύμπτωση πού δέν του γεννά θεωρητικά προβλήματα. Στόν χαπιταλιστή, αυτή ή γονιμότητα της εργασίας εμφανίζεται αμεσα σαν ή π α ρ α γ ω γ ι κ ό τ η τ α του ί δ ι ο υ του κ ε φ α λ α ί ο υ τ ο υ : εκείνου δηλαδή του κεφαλαίου τοϋ οποίου τα εργατικά χέρια αποτελούν, ακριβώς αυτά τα Ι'δια, ενα μέρος, ε να άπό τα πράγματα πού άποκτήθηκαν. Αυτή, δπως είναι γνωστό, είναι ή θέση ολόκληρης της μή μαρξιστικής οικονομίας, αυτό πού δ Μαρξ ονομάζει φετιχισμό της πολιτικής οικονομίας. Δέν είναι μόνο ή εργασία πού παράγει τήν αξία, άλλα καΙ τό κεφάλαιο. Ό μισθός άνταμοίβει τήν παραγωγικότητα της πρώτης, τό κέρδος τήν παραγο^γικότητα του δεύτερου. Ή γή παράγει τό εισόδημα* τό κεφάλαιο καΙ οι μηχανές τό κέρδος· ή εργασία π.αράγει τό μισθό. Καθένα τό δικό του. "Ετσι λοιπόν εγκαθιδρύεται μια καΙ καλή ή άρμονία και ή συνεργασία μεταξύ των συντελεστών της παραγωγής. Μπορεί νά μας πουν πώς αυτή εΐναι ή οπτική γωνιά «τών αφεντικών». Άλλα τό σπουδαιότερο είναι νά καταλάβουμε δτι δέν πρόκειται μόνο γιά μιά υποκειμενική οπτική γωνιά, άλλά γιά μιά οπτική γωνιά πού κατά μία έννοια άντιστοιχεϊ στήν πραγματική πορεία τών πραγμάτων. Ή εργατική τάξη αναπαράγει τά μέσα επιβίωσης της καί, ταυτόχρονα, παράγει ύπεραξία (δηλαδή κέρδος, εισόδημα καΐ τόκο) ' έφοδιάζει με τήν εργασία της τά εισοδήματα δλων τών άλλων θεμελιακών τάξεων της κοινωνίας. ΚαΙ —δ σ ο θ ά β ρ ί σ κ ε τ α ι άπό κ ά τ ω — ή εργατική τάξη είναι, πράγματι, μόνο ενα γρανάζι του καπιταλιστικού μηχανισμού. Τό κεφάλαιο παράγεται άπό τήν έργασία: αυτή είναι ή αιτία, εκείνο τό αποτέλεσμα. Ωστόσο, δχι μόνο στή λογιστική τών επιχειρήσεων, άλλά στόν ιδιο τόν πραγματικό μηχανισμό, ή εργατική τάξη φαίνεται μόνο σάν «μεταβλητό κεφάλα?ιο·» καΙ έξοδα μισθών. Τό «δλο» κατάντησε «μέρος» καΐ τό μέρος 2λο. Νά ή άνα.ποδογυρισμένη ή μέ τό «κεφάλι κάτω» πραγματικότητα πού λέγαμε πρίν: ή πραγματικότητα πού δ Μάρξ δχι μόνο δέν παίρνει σάν κριτήριο και μέγεθος μέτρησης, άλλά πού, -άντίθετα, θέλει νά τήν αναποδογυρίσει, νά τήν άνατρέψει. Σκεφτείτε τήν αμερικάνικη εργατική τάξη. Είναι μονάχα ενα γρανάζι του κεφαλαίου, ενα μέρος αύτου του μηχανισμού. Μάλιστα, πιό σωστά, δέν είναι ουτε «τάξη» (δέν εχει ταξική συνεί-
194
δηση) : ενα σύνολο «κατηγοριών»: εργάτες μετάλλου, χημ^ίιχς, υφαντουργίας, κλπ. "Οταν άποφασίζει να απεργήσει, ή σχέση, 'στην οποία βρίσκεται με το 'σύνολο του κοινωνικού «μηχανισμού», είναι άνάλογη μέ κείνη που βρίσκεται μια Ιρεθισμένη χολιοδόχος χύστη σέ σχέση μέ ολόκληρο τό ανθρώπινο σώμα: ζητάει μόνο δνα χάπι πού θα της επιτρέψει να είναι χαλύτερα. Αύτη ή τάξη (αλλά, βέβαια, κάθε εργατική τάξη εχει περάσει απ' αύτά τό στάδιο, καΐ μέχρι ενα σημείο άκόμη και σϊ^μερα τό περνά, ωσότου πάρει τήν εξουσία) , αύτή ή τάξη, λέγοομε, είναι μ έ ρ ο ς του κεφαλαίου, πραγματικά: άν καΙ είναι ιέπίσης αλήθεια (για νά άφήσουμε κατά μέρος τήν ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση τών εργαζομένων των άλλων χο>ρών) δτι αύτό του οποίου α,ύτή είναι μέρος (τό κεφάλαιο), είναι, μέ τή σειρά του, ενα μ έ ρ ο ς της αξίας πού αύτή ή εργατική τάξη παράγει. Ή οπτική γωνιά από τήν οποία τοποθετείται δ Μαρξ είναι ακριβώς ή έκφραση αυτής της άλλης πραγματικότητας. Τό κεφάλαιο, του οποίου ή μισθωτή εργασία είναι μόνο τό μεταβλητό συστατικό, είναι στήν πραγματι-κότητα μέρος αύτου του μέρους του (πού είναι κατά συνέπεια ή «ολότητα»). Είναι προϊόν της «ζωντανής 'εργασίας». Χωρίς λοιπόν νά επαναλαμβάνει τήν ήθικολογία του Μπερνστάιν ή τις «ουτοπίες» του Μαρκουζε, δ Μαρξ ανατρέπει τή συζήτηση τών οικονομολόγων χαΐ δείχνει τήν ανατροπή του ίδιου του καπιταλισμού, ιέπιχαλούμενος τα δεδομένα της πραγματικότητας. Ό μαρξισμός, λοιπόν, είναι επιστήμη. Είναι μια άναλυτική άνάπλαση του τρόπου λειτουργίας του μηχανισμού της καπιταλιστικής παραγωγής. Άπό τήν άλλη μεριά, εκτός άπό επιστήμη, δ μαρξισμός είναι επαναστατική ιδεολογία. Είναι ανάλυση της πραγματικότητας άπό τήν οπτική γωνιά της εργατικής τάξης. Πράγμα πού σημαίνει, μέ τή σειρά του, πώς ή εργατική τάξη δέν μπορεί να αποτελέσει τάξη παρά χάνοντας δική της τήν επιστημονική άνάλυση του «Κεφαλαίου». Χωρίς αύτό, θά είναι Αποσυνθεμένη σε μυριάδες «κατηγορίες». Ή εργατική τάξη (ας ξυπνήσουν οι δνειροπόλοι!) δεν είναι ενα δ ε δ ο μ έ ν ο, δέν είναι προϊόν τής φύσης. Είναι ενα σημείο &φιξης: είναι προϊόν της ί σ τ ο ρ ι χ ή ς δράσης, δηλαδή δχι μόνο τών ύλικών συνθηκών, άλλα καΐ της π ο λ ι τ ι κ ή ς ·συνείδησης. Μέ λίγα λόγια, ή τάξη γίνεται τάξη δταν, εκτός άπό τό διεκδικητικό αύθορμητισμό, Αναπτύσσει τή συνείδηση πώς είναι άνταγωνιστιχή σέ δλόχληρο τό σύστημα: τή συνείδηση πώς είναι πρωταγωνίστρια μιας Επανάστασης, πού δε χειραφετεί μόνο τούς εργάτες, άλλα δλόχληρη τήν
195
κοινωνία. Αυτή ή συνείδηση, ,μέσα άπ6 τήν οποία ή τάξη συντίθεται σέ πολιτική όργάνωση και ιμπαίνει Ιπικεφαλής των συ|]ΐμάχων της, δέν ^μπορεί να της ερθει από άλλου εκτός από τό «Κεφάλαιο». Μ' αυτή τήν έννοια — μου φαίνεται —' δτι δ Λένιν êλεγε πώς, για τήν οικοδόμηση του κόμματος, χρειαζόταν καΐ κάτι πού νά ερχεται «από τα εξω».
196
TO «ΚΡΑΤΟΣ
KAI
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»
TOT
ΛΕΝΙΝ
To θεμελιακό θέ.|ΐα τοΰ' γραφτού — έχείνο πού χαράζεται .ανεξίτηλα στη μνήμη καΐ στο οποίο τρέχει αμέσως δ νους δταν σκεφτούμε τό «Κράτος καΙ Επανάσταση» — είναι τό θέμα της 'έπανάστασης σαν κ α τ α σ τ ρ ο ψ ι κ η ς καΐ β ί α ι η ς δράσης. Ή 'έπανάσταση δέν μπορεί να είναι μόνο ή κατάκτηση της εξουσίας, πρέπει να είναι και ή καταστροφή του παλιού Κράτους. «Τό βασικό»^ λέει δ Λένιν, «είναι να ξέρουμε άν θα διατηρηθ:ει ή παλιά μηχανή του Κράτους ή θα χ α τ α σ τ ρ α φ ε ι». Sprengen, Zerbrechen, καταστρέφω, τινάζω στον άέρα: εδώ βρίσκεται δ τόνος του γραφτού. Ό Λένιν δέν κάνει πολεμική ενάντια σέ οποίον δέ θέλει τήν κατάκτηση της εξουσίας. Τό αντικείμενο της έπίθεσής του δέν είναι δ ρεφορμισμός. Κάνει, άντίθετα, πολεμι-κή ενάντια σέ οποίον θέλει τήν κατάκτηση της εξουσίας, άλλα δχι και τήν καταστροφή του παλιού Κράτους. Ό' 'συγγραφέας πού σκοπεύει είναι δ Κάουτσκι. 'Λλλά δχι δ Κάουτσκι, άς προσέξουμε καλά, δπως θά έκδηλωθή μετά τδ '17 (στο «Τρομοχρατία και Κομμουνισμός» π.χ.), άλλα δ Κάουτσκι των αφιερωμένων στήν πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό γραφτών: δ Κάουτσκι πού θ έ λ ε ι τήν έπανάσταση, τήν κατάκτηση της εξουσίας, άλλα δ έ θ έ λ ε ι τήν καταστροφή της παλιάς μηχανής του Κράτους,. Ή πρώτη εντύπωση πού προκύπτει είναι δτι πρόκειται για ενα γραφτό άμείλικτο άλλα σεχταριστικό, ποτισμένο από «άσιατική οργή» — ενα είδος «'έγκώμιου της βίας για τή βία». Έ ιδέα της «επανάστασης», πού φαίνεται να προκύπτει, μιάζει να περιέχει μιαν ύποβίβαση της επανάστασης στα π ιό στοιχειώδη καΐ έξωτερικά δεδομένα: τήν "κατάκτηση τών χειμερινών 'Λνακτόρων, τό Τπουργειο Εσωτερικών ·στις φλόγες, τή σύλληψη χαΐ έκτέλεση του παλιού κυβερνητικού' πολιτικού προσωπικού. Κι είναι αύ'τή ακριβώς ή ερμηνεία πού ύπέστη τό «Κράτος καΐ Επανάσταση» σέ δλη τή διάρχεια της σταλινικής εποχής, για περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια, από τό "28 ως τό '53, δχι μόνο ·στή Ρωσία, άλλα σέ δλα τα κομμουνιστικά χόμματα του κόσμου. Ή επανάσταση· είναι βίαιη. 'Ό' Κάουτσκι είναι σοσιαλδημοχράτης γιατί δε θέλει τή βία. Είνα,ι άδύνατο να είσαι κομμουνιστής και να μή θέλεις τή βίαιη κατάκτη'ση της έξουσίας. 'Όποιος, ως τό '53, ανήκοντας σ' ενα χομμουνιστικό κόμμα (περιλαμβανομένου' χαΐ
197
του ιταλικού), τολιχοΰσε να 'άριφιβάλλει γι' αύτή τήν αναγκαιότητα της βίας, βρισκόταν στήν ίδια θέση πού βρίσκ-εται σήιμερα δποιος Ικφράζει αμφιβολίες για τον «ειρηνικό καΐ 'συνταγ;ματικο δρόμο». Δέ θα διαπράξουμε τήν ανοησία να πούμε δτι δ Λένιν είναι ά ν τ ί θ ε τ ο ς στη βία. Λένιν ευνοεί τή βίαιη εξέγερση^, όπως είναι ύπέρ της ειρηνικης εξέλιξης της επανάστασης τον Ι ούνιο του '17. Είναι ύπέρ του ενός ή του άλλου δρόμου, ανάλογα μέ τΙς συνθήκες. ""Λντί'θετα, έκεΤ πού ή σκέψη του δεν άλλάζει είναι δτι, σε κάθε περίπτωση και π ά ν τ ο τ ε , πρέπει νά κ α τ α σ τ ιρ α Φ ε ι ή μηχανή του Κράτους. Ο'ΐ τρόποι μέ τούς οποίους μπορεί να συντελεστεί ή 'επανάσταση είναι ένμέρει συμπτωματικοί* εξαρτώνται άπδ μια συγκυρία γεγονότων, πάνω στήν οποία θα ήταν μάταιο να φιλονικεις εκ των προτέρων. Ούτε είναι δ άριθμδς των νεκρών, σαν τέτιος, πού δίνει τό βάθος της έπαναστατικής διαδικασίας. 'Λντίθετα, τδ β,ασιν-ό στοιχείο της επανάστασης, ή κ α τ α σ τ ρ ο φ ή ή οποία δέν ιμπορεΐ νά άποφευχθεί (και πού ή βία άπδ μόνη της, δμως, δέ φτάνει καθαυτή για να τήν εγγυηθεί) είναι ή καταστροίφή του άστικου κράτους, σαν δ ι α χ ω ρ ι σ μ έ ν η ς καΐ ά ν τ ι τ ι θ ε ·μ έ ν η ς στίς μάζες εξουσίας καΐ ή άντικατάστασή του μέ μιαν Ί-ξουσία ν έ ο υ τ ύ π ο υ. Τό βασικό σημείο είναι αυτό. Ή παλιά ,μηχανή του Κράτους πρέπει να καταστραφεί, λέει δ Λένιν, γιατί τό αστικό Κράτος στηρίζεται στό διαχωρισμό καΐ τήν ά π ο ξ έ ν ω σ η της Ιξουσίας από τις μάζες. Στήν καπιταλιστική κοινωνία ή δημοκρατία είναι, στήν καλύτερη τών περιπτώσεων, «πάντα περιορισμένη άπό τό στενό πλαίσιο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης». «Ή πλειοψηφία του πληθυσμού αποκόβεται άπό τή 'συ^μμετοχή στήν πολιτικο-κοινο^νική ζωή». "Ολοι οι μηχανισμοί του άστικου Κράτους είναι περιορισμοί πού «άποκλείουν, αποβάλλουν τούς φτωχούς άπό τήν πολιτική, άπό τήν ενεργό συ'μμετοχή στή δημοκρατία». Μια σοσιαλιστική επανάσταση πού θά άφηνε δρθιο αύτόν τόν τύπο Κράτους θά διατηρούσε στή ζωή τό χ ω ρ ι σ μ ό της εξουσίας άπό τΙς μάζες, τήν εξάρτηση καΐ τήν ύποταγή τους. "Λν ή κοινωνικοποίηση τών μέσων παραγωγής πρέπει να σημαίνει δτι ή κοινωνία, χειοαφετούμενη άπό τήν κυριαρχία του κεφαλαίου, γίνεται κυρία του έαυτού της και θέτει τις παραγωγικές δυνάμεις κάτω άπό τό σϋνειδητό και προγραμματισμένο ελεγχό της, ή πολιτική μορφή μέ τήν οποία μπορεί νά συντελεστεί αύτή ή οικονομική χειραφέτηση της εργασίας δέν μπορεί παρά νά εχει
198
σαν κέντρο τήν πρωτοβουλία καΙ την αύτοκυβέρνηση των παραγωγών. Προβάλλει εδώ το αληθινό βασικό θέμα του «Κράτος καΐ Ε πανάσταση». Ή καταστροφή της [χηχανης του άστικου Κράτους δέν είναι το Υπουργείο Εσωτερικών στίς φλόγες, δέν είναι τα οδοφράγματα. 'Όλα αυτά μπορεί να υπάρχουν, άλλα δέν είναι τό βασικό. Αυτο πού είναι βασικό για την επανάσταση είναι ή καταστροφή του φράγματος πού χωρίζει τήν εξουσία άπό τΙς εργαζόμενες τάξεις, ή χειραφέτηση καΐ ό αύτοκαθορισμός αύτών, ή μεταβίβαση της εξουσίας άμεσα στα χέρια του λαου. Ή Κομμούνα πρόσφερε τήν άπό'δειξη. λέει δ Μάρξ, δτι «ή εργατική τάξη δέν μπορεί νά κυριεύσει άπλα καΐ μόνο μιά κρατική μηχανή ήδη έτοιμη· %αΙ νά τή βάλει σε κίνηση για τούς δικούς της ·σκρπούς». Δέν τό μπο,ρει: γιατί ή σοσιαλιστική έπανάσταση «δέ συνίσταται στό νά μεταβιβαστεί άπό ενα χέρι σέ άλλο ή στρατιωτική και γραφειοκρατική μηχανή», άλλά στό να μεταβιβαστεί ή έξουσία άμεσα στά χέρια του λαου, — πράγμα πού είναι άδύνατο αν αυτή ή μηχανή δέν κομματιαστεί. Νά λίγες γραμμές πού πρέπει νά μελετηθούν άληθινά: ή σοσιαλιστική επανάσταση δέ ·συνίσταται στό νά μεταβιβαστεί «άπό ενα χέρι σέ άλλο» ή στρατιοηική και γραφειοκρατική μηχανή* ή καταστροφή της στρατιωτικής καΐ γραφειοκρατικής μηχανής του Κράτους, λέει δ Μάρξ, «είναι δ πρωταρχικός δρος κάθε πραγματικής λαϊκής Επανάστασης»: καΐ ή «λαϊκή επανάσταση», σχολιάζει δ Λένιν, είναι εκείνη στήν δποία «ή μάζα του λαου, ή πλειοψηφία του, τά κατώτερα κοινωνικά στρώματα, νναταπιεσμένα άπό τό ζυγό καΐ τήν εκμετάλλευση εξεγέρθηκαν σέ δλο τους τό βάθος, αύτόνομα,· σημάδεψαν δλη τήν έπαναστατική διαδικασία μέ τις διεκδικήσεις τ ο υ ς , τΙς άπόπειρές τ ο υ ς νά οικοδομήσουν μέ τρόπο πρωτότυπο μιά νέα κοινωνία στη θέση της παλιάς πού καταστράφηκε». Ή σημασία αύτών τών λόγων είναι καθαρή. Ή καταστροφή της παλιάς μηχανής είναι ή καταστροφή τών δ ρ ί ω ν πού παρεμβάλλονται άνάμεσα στο άστικό Κράτος και τή δημοχρατία. Είναι τό πέρασμα άπό μιά «στενή και περιορισμένη» 'δημοκρατία σέ μιά πλήρη. Και ή «πιό πλήρης δημοκρατία — προσθέτει δ Λένιν — δ έ ν είναι ποιοτικά τό ιδιο πράγμα μέ τή 'μή πλήρη».. Πίσω άπό κείνη πού τυπικά μπορεί νά φαίνεται σαν ποσοτική διαφορά, βαραίνει, στήν πραγματικότητα, «ή μεγαλειώδης άντικατάσταση ενός τύπου θεσμών μέ θεσμούς διαφορετικούς άπό άποψη άρχών». Γίνεται ετσι σ' αυτό τό σημεϊο κατανοητή επίσης ή σημασία της πολεμικής μέ τόν Κάουτσκι. Ή σύγκρουση μέ τόν Κάουτσκι
199
είναι σηπαντική γιατί αποκαλύπτει ενα -δίλημμα πού θα αποτελέσει, ύστερα, τό σταυρό δλης της έμπειρίας του εργατικού κινήματος μετά το Λένιν. Ό Κάουτσκι θέλει την κατάκτηση της εξουσίας, άλλα δε θέλει την καταστροφή του Κράτους. Το βασικό, λέει, είναι να κυριεύσουμε καθαρά καΐ απλά τήν κρατική μηχανή, έτοιμη πιά ετσι νά εξυπηρετήσει τούς δικούς μας σκοπούς. "Οποιος δώσει προσοχή στά διαφορετι·κο αυτών των δύο διατυπώσεο>ν, θά άνακαλύψει, πίσο) από τήν αθώα διαφορά των λέξεων, μιά διαφορά ουσιαστικότερη και βαθύτερη. Γιά τό Λένιν ή Επανάσταση είναι δχι μόνο τό πέρασμα της εξουσίας α π ό μ ι ά τ ά ξ η σε ά λ λ η , , άλλά είναι ακόμη τό πέρασμα α π ό εναν τύπο ε ξ ο υ σ ί α ς σ ε ά λ λ ο ν: τά δυό πράγματα, γιά κείνον, κάνουν ιενα, γιατί ή εργατική πού παίρνει τήν εξουσία ·ειναι ή εργατική τάξη πού αύτοδ ι ευθύνεται. Γιά τόν Κάουτσκι, άντίθετα, ή κατάκτηση της εξουσίας δέ σημαίνει οικοδόμηση μιας ν έ α ς ε ξ ο υ σ ί α ς , άλλά είναι, απλά, ή προώθηση στη χρήση της π α λ ι ά ς έξουσίας του πολιτικού προσωπικού πού ά ν τ ι π ρ ο σ ω π ε ύ ε ΐ- τήν έργατική τάξη, άλλά δέν είναι ή 'ίδια ή έργατική τάξη. Γιά τόν ενα δ σοσιαλισμός είναι ή αύτοκυβέρνηση των μαζών (στό σοσιαλισμό, λέει δ Λένιν, «ή μ ά ζ α του πληθυσμού θά φτάσει σε μιάν α ύ τ οV ο μ η συμμετοχή δχι μόνο στίς ψηφοφορίες καΐ στίς εκλογές ά λ λ ά σ τ ή ν % α θ' η μ ε ρ ι ν ή δ ι ο ί κ η σ η . Στό σοσιαλιστικό καθεστώς δ λ ο ι θά κυβερνούν εκ περιτροπής καΐ θά συνηθίσουν πολύ γρήγορα νά κάνουν ετσι πού νά μήν κυβερνά κανένας->) . Γιά τόν άλλο δ σοσιαλισμός είναι ή διεύθυνση της έξουσί-, ας σ τ ό δνομα τών μαζών. Γιά τό Λένιν ή σοσιαλιστική επανάσταση πρέπει νά καταστρέφει τή μηχανή του παλιού Κράτους γιατί πρέπει νά καταστρέφει τήν Γ ^δ ι α τ ή δ ι α φ ορά ά ν ά μ ε σ α σ έ κ υ β ε ρ ν ώ ν τ ε ς % α ι κυβερνώμενους. Γιά τόν Κάουτσκι τό Κράτος καΐ δ γραφειοκρατικός του μηχανισμός δέν πρέπει νά "καταστραφούν, γιατί ή γραφειοκρατία, δηλαδή ή διαφορά άνάμεσα σέ κυβερνώντες και κυβέρνώμενους είναι άνεξάλειπτη καΐ πρέπει νά υφίσταται πάντοτε. Γιά τό Λένιν ή Ιπανάσταση είναι τό τέλος τών άφεντικών' γιά τόν Κάουτσκι είνα'. μόνο δ έρχομός ένός νέου άφεντικού. Επαναλαμβάνουμε δτι δ Κάουτσκι -ενάντια στόν οποίο κάνει πολεμική εδώ δ Λένιν είναι ένας Κάουτσκι ακόμα μαρξιστής, πού ύποστηρίζει τήν ταξιχή αντίληψη του Κράτους. Ή πολιτική του δράση, μάλιστα, εχει ενα σκληρό εργατικό τόνο. "Οπως σέ δλό•κληρο τό μαρξισμό της I I Διεθνούς, ή ταξικότητά του είναι κυριολεκτικά τόσο στενή ώστε νά μετατρέπεται συχνά σέ κορπορατιβιστικδ κλείσιμο. Λυτά πού γράφει δ Λένιν ενάντια στόν Πλεχάνωφ
200
καΙ τους άλλους, για να υπερασπιστεί τήν έννοια, της «λ α ϊ κ η ς επανάστασης» του Μαρξ, μπορούν ανετα να Επεκταθούν καΙ σ' αύτόν. ^ Ωστόσο, παρά τη σκληρή ταξικότητά του, ή Ιδέα της ε ξ ο υ σ ί α ς. πού εχει δ Κάουτσκι είναι ήδη φορτωμένη ·μέ δλη τή (μελλοντική του ανάπτυξη. Πράγματι, εκείνο τό Κράτος πού δεν πρέπει νά •καταστραφεί, άλλα του οποίου άρκεΐ ή κυρίευση γιά νά τό στρέψουμε στους σκοπούς μας, 'έ-κείνη ή στρατιωτική καΐ γραφειοκρατι•κή 'μηχανή πού 'δεν πρέπει νά άποδιαρθρο,νθεΐ, αλλά να μεταβιβαστεί «από ενα χέοι σέ άλλο», είναι σ τ ο ν π υ ρ ή ν α του ενα Κράτος ήδη «άδιάφορο» στην ταξική φύση: είναι ενα τεχνικό καΐ «ουδέτερο» εργαλείο, ενα απλό μ έ σ ο πού μπορεί νά κάνει τό καλό ή τό κακό, άνάλογα μέ τό ποιός τό εχει στό χέρι και •εξυπηρετείται άπ' αυτό. Ή θεωρία της κατάκτησης μόνο, αλλά όχι και της καταστροφής-μ·ετασχηματΐ'σμοΰ της εξουσίας, περιέχει συνεπώς στό σπέρμα της μιαν ύπερ-ταξική θεωρία του Κράτους. Αυτή ·εΐναι, για νά τό πού'με καλύτερα, ή διαρκής ταλάντευση άνάμ-εσα σέ δυό άκρ'αίους πόλους: εναν ·άχαλίνοκο ύποκεΐ'μενισμό πού βλέπει τήν ουσία της επανάστασης και του σοσιαλισμού στήν προώθηση στήν εξουσία ενός ορισμένου π ο λ ι τ ι κ ο ύ προσωπικού, πού μετά, δπο^ς είναι γνωστό, αποτελεί τή γραφειοκρατία ενός κόμματος' καΐ μιά ύπερταξική αντίληψη του Κράτους. Ή πρώτη περίπτωση μας δίνει τά λεγόμενα καθεστώτα αλά Ράκοζι: τή «δΊκτατορία του προλεταριάτου» κ α τ ά π λ η ρ ε ξ ο υ σ ι ό τ η τ α, πού ξέρει μετά νά -εξελιχθεί, μέ τόν καιρό, στήν αντίληψη του. . . «Κράτους δλου του λάου». Ή δεύτερη μας δίνει τούς ιμανδαρίνους της σοσιαλδημοκρατικής γραφειοχρατίας: τούς Σάιντεμαν, τούς Λεόν Μπλούμ:, τούς Μ,ολέ, τούς Ο'ύίλσον πού — ενώ καΐ άκριβώς γιατί υπηρετούν τό αστικό Κρ'άτος — πιστεύουν γι' αυτό τό λόγο δτι υπηρετούν τό συ'μφέρον δ λ ό · κ λ η ρ η ς της κοινωνίας, τό «γενικό» και «κοινό» ·συιμφέρον. Σκοπός της πολιτικής μας πάλης, γράφει ό Κάουτσκι, είναι «ή κατάκτηση της κρατικής έξουσίας μέσιο της επίτευξης της πλειοψηφίας στό κοινοβούλιο καΙ του μετασχηιματισμου του κοινοβουλίου σέ άφεντικό της κυβέρνησης». Τό κοινοβούλια — δπως βλέπουμε —' όπάρχει πρίν, υπάρχει μετά, πρέπει νά υπάρχει πάντοτε. Είναι όχι αόνο ανεξάρτητο 'άπό τΙς τάξεις, αλλά κυριολεκτι-κά άνεξάρτητο κι άπό τις ιστορικές εποχές. Βρισκόμαστε σέ πλήρη ύπερταξικότητα. Ή φόρμουλα του Κάουτσκι (και δλων τών ση.μερινών μιμητών του) δέν περιέχει ούτε κάν σάν ύπόθεση οτι τό κοινοβουλευτικό καθεστώς μπορεί νά είναι κατά κάποιο τρόπο δεμένο μέ τήν ταξική δομή της 'άστικής κοινο)νίας. Αυτή ή φόρμ,ουλα παρουσιάζεται σάν talDula rasa ώς προς ολόκληρη τήν κριτι-κή του
201
Μαρξ στο σύγχρονο άντίπροσωπευτιχό Κράτος, άλλα βλέπει τδν ταξικό χαρακτήρα του κοινοβουλευτικου καθεστώτος, πού αυτή βέβαια είναι διατεθειμένη να δεχτεί, οχι στο ιδιο τό καθεστώς σαν τ έ τ ι ο, άλλα στις παραμορφώσεις του: τις εκλογικές μηχανοραφίες, τον πολιτικό καιροσκοπισμό, τους συμβιβασμούς, τήν παρασκηνιακή διακυβέρνηση, κλπ.' «ανωμαλίες», πού τόσο περισσότερο υπογραμμίζει ευχαρίστως, δσο περισσότερο αυτές της επιτρέπουν να -επικαλείται τό «αληθινό κοινοβούλιο», τό κοινοβούλιο «πιστό καθρέφτη της χώρας», ευοίωνο άκόμη καΙ για τόν Τολιάτι: δ μοναδικός ούτοπισμός πού ξέρουν νά δέχονται οι «γριές αλεπούδες». Να επιτευχθεί πλειοψηφία στο κοινοβούλιο καΐ να '.μετασχηματιστεί τό κοινοβούλιο σέ αφεντικό της κυβέρνησης. Τό βασικό ζήτημα για τόν Κάουτσκι είναι να αποφασιστεί ποιός διατάζει σ τ ό . κ ο ι ν ο β ο ύ λ ι ο* είναι να αλλάξει, βέβαια μέ ριζικό τρόπο, τό πολιτικό προσωπικό διακυβέρνησης. "Οτι μπορούμε %<χΙ πρέπει να παμε πιό πέρα, δτι τό βασίΥνό μάλιστα είναι νά ανατρέφουμε τη διάσταση μεταξύ κυβερνώντων καΐ κυβερνωμένων, αύτό δ Κάουτσκι δέ φτάνει ουτε νά τό φανταστεί. Τό κοινοβούλιο «άφεντικό της κυβέρνησης» είναι ή φόρμουλά του' δ λαός «αφεντικό του κοινοβουλίου» — δηλαδή κατάργηση του κοινοβουλίου σαν τέτιου — ή φόρμουλα του Λένιν. '"'Ας δώσουμε προσοχή να καταλάβουμε καλά αύτή τήν κριτική του Λένιν στό κοινοβουλευτικό σύστημα. Δέν είναι ή σεχταριστική "και προηόγονη κριτική, ή ανίσχυρη κριτική του Μπορντίγκα, ή καταγγελία δτι τό κοινοβούλιο είναι «απάτη», «απάτη» ή πολιτική δημοκρατία, κλπ. Λυτή είναι ή κριτική πού υπερίσχυσε ιστορικά στήν κομμουνιστική παράδοση. Είναι ή στοιχειώδης κριτική πού, μή κατορθώνοντας να δώσει μια ταξική ανάλυση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και νά -συναγάγει τόν οργανικό τρόπο μέ τόν δποΐο αύτή συμφύεται μέ τό οιχονομικο-κοινωνικό καπιταλιστικό καθεστοκ, καταγγέλει μέ ύποκειμενικούς δρους τό κοινοβούλιο και τό σ^ίγχρονο άντιπροσιοπευτικό Κράτος σαν αύτό να ήταν ενα «επινοημένο» επίτηδες από τήν κυρίαρχη τάξη δργανο για να εξαπατά τό λαό (μέ τόν Γδιο τρόπο πού, για τό Βολταιρο, ή θρησκεία ήταν επινόηση των παπάδιον) . Τό επιφανειακό καΐ ή αδυναμία αυτής της ·κριτικής προβάλλει καλά δταν παρατηρήσουμε δτι άπ' αυτήν βγαίνει δ ίδιος νιχιλιστικός εμπαιγμός για τό πρόβλημα της δημοκρατίας και της δ ο μ ή ς της ε ξ ο υ σ ί α ς σέ μια σοσιαλιστική κοινωνία, πού επέτρεψε ώς τώρα μέσα της δλη τήν εμπειρία των σταλινικών και μετα-σταλινικών πολιτικών κατηγοριών. Στδ «Κράτος και Επανάσταση», αντίθετα, ή κριτική του Λένιν στό κοινοβούλιο κατορθώνει νά ανακτήσει για πρώτη
202
φορά — καΐ γι% πρώτη φορά, ας το προσέξουμε, στα ϊδια τα πλαίσια της σκέψης του Λένιν (άπ' δπου καΐ ή βασική σημασία αύτοΰ του γραφτού, πού είναι χωρίς άλλο τό μεγαλύτερό του από τήν άποψη της πολιτικής θεωρίας) — μερικές από τις θεμελιακές γραμμές της κριτικής του Μαρξ στο σύγχρονο (αντιπροσωπευτικό Κράτος. Αυτό είναι τόσο αληθινό πού, δπως στο πρακτικο-πολιτικό επίπεδο τό «Κράτος καΐ Επανάσταση» συμπέφτει με τήν πρώτη αληθινή διείσδυση και ανακάλυψη, από τό Λένιν, της σημασίας του σοβιέτ (γεννημένου ήδη στήν πορεία της επανάστασης του 1905, άλλα ακατανόητου γι' αΟτόν για πολύ καιρό) , ετσι στο θεωρητικο-πολιτικό επίπεδο τό «Κράτος καΙ 'Επανάσταση» συμπέφτει μέ τήν ανακάλυψη ότι ή «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν είναι ή δικτατορία του κόμματος, άλλα είναι ή Κομμούνα του Παρισιού, ή Γδια 'εκείνη Κομμούνα πού άκόμα τους πρώτους μήνες του Ί 7 δ Λένιν θεωρούσε, άντίθετα, μόνο μια μορφή, έστω καΐ άκραία, «αστικού δημοκρ<ατικισμοΰ». Ή διαφορά στίς δυό οπτικές γο)νιές είναι τόσο ριζική πού ενώ στήν πρώτη περίπτωση ή κριτική του κοινοβουλίου γίνεται κριτική της δ η μ ο κ ρ .α τ ί α ς, στήν περίπτωση του Λένιν άντίθετα ή κριτική στό κοινοβούλιο, 'δηλαδή στή φιλελεύθερ η ή ά σ τ ι κ ή δημο-κρατία είναι μια κριτική στήν α ν τ ι δ η μοκρατική φύση του κοινοβουλίου — μια κριτι-κή πού συντελείται στό όνομα έκείνης της άπειρα «πληρέστερης» δημοκρατίας (καί, βέβαια, ποιοτικά διαφορετικής) πού είναι ή δημοκρατία των σΟ'βιέτ, ή μόνη δημοκρατία πού άξίζει τό όνομα σοσιαλιστική. Ή μαρξιστική φιλολογία μετά τό Μαρξ δέ γνωρίζει τίποτα πού να μπορεί να συγκριθεί, εστο) κι από μακριά, μέ τή σοβαρότητα της κριτικής στό κοινοβούλιο, πού περιέχεται στό «Κράτος χαΐ Επανάσταση»· τίποτα πού να είναι ποτισμένο, ταυτόχρονα, από μια τόσο βαθιά δημοκρατική παρόρμηση σαν αυτή πού διαπνέει, άπό τή μια άκρη ώς τήν άλλη, τό γραφτό του Λένιν. Ή «επιτακτική ·έντολή», ή διαρκής καΙ σταθερή δυνατότητα άνάκλησης των άντιπροσώπων άπό τούς άντιπροσωπευόμενους, ή ύπαρξη μιας νομοθετικής εξουσίας πού να μ ή ν είναι «κοινοβουλευτικός όργανισμός, ·άλλά οργανισμός εργασίας, Εκτελεστικός και νομοθετικός ταυτόχρονα» χαΐ στον όποιο, συνεπώς, οι άντιπρόσωποι «πρέπει νά επεξεργάζονται αύτοι οι ίδιοι, νά πραγματώνουν αύτοι οι ίδιοι τούς νόμους, νά ελέγχουν αύτοι οι ίδιοι τα άποτελέσματά τους, να άπαντουν γι' αυτούς άπευθείας στούς έκλογεις τους»: δλα αυτά δέν είναι «μεταρύθμιση» του κοινοβουλίου, (δπως μπορεί νά φαντάζεται τό 'εξτρεμιστικό φολκλόρ κάποιας παράνομης συνέλευσης, πού είναι έτοιμη γιά τήν κομματική γραφειοκρατία, αλλά «άμείλικτη» στήν καταγγελία του. . . κοινοβουλευτισμοΰ του Λένιν!) , άλλά είναι ή κ α τ ά ρ γ η σ η του κοινοβουλίου, ή άντικατάστασή του
203
|χέ άντ:προσο3πευτικ·ούς θεσμούς «συμβουλχακου» ή «σοβιετιχοϋ» τύπου: είναι, για να επαναλάβουμε τα ίδια τα λόγια του Λένιν, «ή μεγαλειώδης αντικατάσταση ενός τύπου θεσμών μέ διαφορετι-κούς θεσμούς από άποψη αρχών». Καταστροφή του Κράτους και άντικατάστασή του, συνεπώς, μέ τους θεσμούς της «προλεταριακής δημοκρατίας», δηλαδή μέ τήν αύτοκυβέρνηση τών παραγωγικών μαζών. Ή λογική του Λένιν είναι τόσο αυστηρή πού δέ διστάζει ουτε μπροστά στις ακραίες συνέπειες: τό ίδιο τό σοσιαλιστικό Κράτος — στό μέτρο πού δ σοσιαλισμός (δηλαδή ή πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας) εχει άκόμη ανάγκη από ένα Κράτος — είναι ένα 'κατάλοιπο αύτό τό ίδιο του αστικού Κράτους. «Τό Κράτος εξαφανίζεται δταν δέν υπάρχουν πια καπιταλιστές, δέν υπάρχουν πια τάξεις καΐ συνεπώς δέν είναι πια δυνατό νά κ .α τ α σ τ έ λ λ ε τ α ι ·κάποια τ άξ η». 'Λλλά τό Κράτος δέν εξαφανίζεται ακόμα εντελώς εφόσον θά παραμένει τό εμπόδιο του «αστικού δικαίου» (δηλαδή της αρχής «στόν καθένα ανάλογα μέ τήν εργασία του» κι δχι σύμφωνα μέ τΙς ανάγκες του) πού καθαγιάζει «τήν πραγματική ανισότητα». Στήν πρώτη του φάση, ^συνεπώς, «δ κομμουνισμός δ έ ν μπορεί ακόμα νά είναι έντελώς ώριμος από οικονομική άποψη, πλήρως ελεύθερος από τις παραδόσεις και τά ύπολείμματα του καπιταλισμού. 'Λπό δώ ένα ενδιαφέρον φαινόμενο οπως ή διατήρηση του "στενού δρίζοντα του αστικού δικαίου" στήν πρώτη φάση του κομμουνιστιχου χαθεστώτος». Κι άφοϋ «τό αστικό δίκαιο,, δσον άφορα τήν κατανομή τών κ α τ α ν α λ (.0 τ ι κ ώ ν αγαθών προϋποθέτει, άπαραίτητα, χαι τό α σ τ ι κ ό Κ ρ ά τ ο ς» («γιατί τό δίκαιο είναι μηδέν χωρίς ένα μηχανισμό ικανό νά έξαναγκάζει τό σεβασμό τών κανόνο)ν του») , έτσι προκύπτει —· συμπεραίνει δ Λένιν — «δτι στό σοσιαλιστικό καθεστώς για μια ορισμένη περίοδο παραμένει δχι μόνο τό άστικό δίκαιο, άλλά άκόμη και τό αστικό Κράτος — χωρίς τήν αστική τάξη!». Ό βαθμός ανάπτυξης του σοσιαλισμού έδώ μετρήθηκε — δπως βλέπουμε —• από τό επίπεδο ανάπτυξης τής δημοχρατίας. 'Ό'σο πιό προχο)ρημένη ή διαδικασία έξάλειψης του Κρ'άτους, δσο πιό έκτεταμένη ή αύτοκυβέρνηση τών μαζών, τόσο πιό προοδευμένο τό πέρασμα χαι ή ανάπτυξη από τό σοσιαλισμό στόν χομμουνισμό. Ό κομιχουνισμός δέν είναι τό κανάλι Βόλγα - Ντόν συν τό Κράτος. Δέν είναι οι «δασικές λουρίδες πού κόβουν τόν άνεμο» σύν τήν αστυνομία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης καΐ τή γραφειοκρατική παντοδυναμία. Ή ιδέα του Λένιν είναι άλλη. 'Λλλά, ακριβώς επειδή αύτή ή ιδέα είναι ακόμα σήμερα μόνο μια ιδέα, οφείλουμε νά κόψουιιε κάθε συνένοχη άλληλεγγύη και να μιλήσουμε τολμηρά. Τό «Κράτος και Επανάσταση» γράφτη'κε τόν Λυγουστο - Σε-
204
πτέμβρη του 1917, σέ πλήρη εξέλιξη της επαναστατικής διαδικασίας. Δεν ύπαρχου ν γραφτά του Λένιν πού νά έχουν «θεωρησιακό» χαρακτήρα. Πολύ λιγότειρο τέτιος είναι ό χαρα%τήρας του «Κράτος καΐ 'Επανάσταση». Ό Λένιν το πιάνει για να αποφασίσει τι να κάνει ·στήν 'επανάσταση πού εξελίσσεται. Είναι ένας ρεαλιστής πού δέν έ'ΐχπιστεύεται στήν «έ'μπνευση», στόν πολιτικο αύτοσχεδιασ|χό της στιγμής, άλλα πού ζητάει νά δράσει μέ πλήρη τή συνείδηση αύτου πού συντελεί. Ή στιγμή κι δ άνθρωπος πού γεννούν τδ «Κρ-άτος καΐ Επανάσταση» είναι αυτά. ^Ωστόσο, άρκει σήμερα νά στρέψουμε τό βλέ^μμα γύρω μ.ας για νά καταλάβουμε δτι ή σχέση ανάμεσα σ' αυτή τήν ι δ έ α του σοσιαλισμού καΙ τό σοσιαλισμό πού υπάρχει, είναι παρόμοια μέ τή σχέση της «Έπι του 'Όρους ομιλίας» μέ τήν «''Λγία Πόλη του Βατικανού». Ή απάντηση πού επιβάλλεται εδώ — άλλα πού πρέπει να δ'οθει χωρίς σκάνδαλα, μέ ^στάθμιση και ήρεμία — είναι αυτή πού ήδη δλοι ξέρουν: τις χώρες πού λέμε σοσιαλιστικές, τις λέμε ετσι μεταφορικά. Είναι χώρες δ χ ι π ι α καπιταλιστικές. Είναι χώρες δπου έ'θνΐ"κοποιήθηκαν καΐ κρατικοποιήθηκαν —• δέν κ ο ιν ώ ν ι κ ο π ο ι ή θ η κ α ν δμως, πράγμα πού είναι πολύ διαφορετικό — δλα τά κύρια μέσα παραγωγής. Είναι οι «κρίκοι» της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας πού εσπασε. (Κι αυτή ή αλυσίδα εχει σπάσει ως τώρα στούς πιό αδύνατους κρίκους). 'Έτσι ή Κίνα, ετσι οι «λαϊκές δημοκρατίες», ετσι ή 'ίδια ή Σοβιετική "Ενωση. Καμιά άπ^ αυτές τΙς χώρες δέν είναι σταλήθεια σοσιαλιστική ουτε θα μπορούσε νά είναι. Ό' σοσιαλισμός δέν είναι εθνική διαδικασία, άλλα παγκόσμια. Λυτή ή τεράστια 'διαδικασία — πού σήμερα είναι κατά -κύιριο λόγο ή αποσύνθεση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος —' είναι ή διαδικασία πού ζούμε και πού λόγω τών Γδιων της τών διαστάσεων, πού δέ γνώρισε ποτέ ως τώρα ή ιστορία του κόσμου, δέν μπορεί νά ολοκληρωθεί σέ μια μέρα. Ή διαδικασία γίνεται κάτω από τα μάτια δλων. Μόνο δ κοντόφθαλμος «ρεαλισμός» της σοσιαλδημοκρατίας, πού είναι πεπεισμένη δτι θά βρίσκεται καβάλα αιωνίως, μπορεί νά 'δέχεται τήν πολυτέλεια νά μήν τή βλέπει. ΚαΙ σ^ αυτή τή σοσιαλδημοκρατική αυταπάτη είναι προορισμένος νά πέσει οποίος θεωρεί ξεπερασμένη τήν ιδέα του «Κράτος καΐ Επανάσταση». Λίγα γραφτά βρίσκονται περισσότερο άπ'' αυτό στό υψος τών καιρών. Ξεπερασμένος δέν είναι δ Λένιν. Ξεπερασμένος είναι δ εθνικός σοσιαλισμός, ή «οικοδόμηση του σοσιαλισμού σέ μια μόνο χώρα». Ό' -κομμουνισμός δέν μπορεί νά υπάρξει, ελεγε δ Μάρξ, σάν «τοπικό φαινόμενο»: «τό προλεταριάτο μπορεί νά ύπάρχει μόνο στό πεδίο της π α γ κ ό σ μ ι α ς ι σ τ ορ ί α ς, δπως κι ό κομμουνισμός, πού είναι ή δράση του, δέν μπορεί νά υπάρξει παρά μόνο σάν ιστορικο-παγκόσμια κατάσταση».
205
η A το
ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟ
'Όταν τό Νοέμβρη του '17 το μπoλσεβίywίκo χό^μμα χήρυξε τήν επανάσταση καΐ πήρε την εξουσία, ή Ιδέα πού κυρίαρχουσε στο μυαλό του Λένιν καΐ των συντρόφων του ήταν πώς αύτη ήταν ή πρώτη πράξη της παγκόσμιας επανάστασης. Αύτή ή πράξη συντελούνταν στή Ρθ3σία πρίν άπ' όπουδήποτε αλλού, ογι γΐιατί ή Ρωσία θεωρούνταν ώριμη από εσωτερική αποφη για τη σοσιαλιστική επανάσταση, άλλα γιατί ό παγκόσμιος πόλεμος πού διαρκούσε άπο τό 1914, τό ατέλειωτο μακελειό καΐ οι σφαγές στα πεδία της μάχης, οι στρατιωτικές ήττες, ή πείνα και ή δίχως προηγούιμενο εξαθλίωση των μαζών, είχαν, έκει πρίν απ' οπουδήποτε άλλού, επιταχύνει τήν κοινωνική και πολιτική κρίση, προκαλώντας τό Φλεβάρη τού '17, ιμέ τήν κατάρευση τού τσαρισμού, τή γέννηση μ-ΐας άβέβαιης και ταλαντευόμενης άστικής δημοκρατίας πού ήταν άνίκανη να αντιμετωπίσει τήν κοινωνική καταστροφή και τις στοιχειώδεις πρώτες ζωτικές άνάγ·κες των λαϊκών μαζών. ' H i É f c μ' αλλα λόγια, ήταν πώς τό μπολσεβίκικο κόμμα μπορούσε VvH^ei τήν εξουσία καΙ ν' αρχίσει και στή Ρωσία τή σοσιαλιστική 'επανάσταση παρόλη τήν αιώνια καθυστέρηση της χώρας, γιατί δ παγκόσμιος πόλεμος ειχε επιβεβαιώσει άκό'μη ^μια φορά αύτό πού ήδη διαφαίνονται άπό τό 1905, πώς δηλαδή — δχι παρά., μά, αντίθετα, ακριβώς έξαιτίας της ίδιας της της καθυστέρησης καΐ εξαιτίας τού συνόλου τών παλιών καΐ νέων αντιφάσεων πού συσσωρεύονταν εκεί — ή Ρωσία ήταν το πιο έκρηχτικό ση,μειο -καΙ ταυτόχρονα ό «πιό αδύνατος κρίκος» της παγκόσμιας ιμπεριοιλιστικής αλυσίδας: αύτός ό κρίκος πού αν εσπαζε θα παράσερνε -μαζί του ολάκερη τήν αλυσίδα, έπιταχύνοντας τήν επαναστατική διαδικασία στίς πιό εκβιομηχανισμένες καΐ εξελιγμένες χώρες της Ευρώπης, αρχίζοντας κυρίως άπό τή Γερμανία. Τό σχέδιο δέν ήταν λοιπόν να πραγματοποιηθεί ή έπανάσταση σέ μια χαθορισμένη χώρα, εστω καΙ σέ μια χώρα ιμέ τΙς γιγαντιαίες αναλογίες της τσαρικής αύτοκραταρίας, άπλωμένη σέ δυό ήπείρους. Τό σχέδιο ήταν ή παγκόσμια έπανάστοοση. Ή επανάσταση πού έκαμαν οι ,μπολσεβίκοι στή Ρωσία θεωρούνταν άπό τούς ίδιους δχι σάν μια ρώσικη ούσιαστικά επανάσταση, αλλά σαν δ πρώτος σταθμός μιας εύρωπαϊκής καΐ παγκόσμιας έπανάστασης' σαν άποκλειστικά ρώσικο φαινόμενο, δέν ειχε γι' αυτούς καμιά σημασία, καμιά ισχύ καΐ καμιά πιθανότητα έπιβίωσης.
207
Ή χώρα^ συνεπώς, άπο την οποία άρχιζε ή επαναστατική διαδικασία, ενδιέφερε τούς μπολσεβίκους οχι σίχν τέτια, δηλαδή για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καΐ το εθνικό της πεπρωμένο, άλλα σαν ή πλατφόρμα από τήν οποία θα επρεπε να ξεκινήσει μια παγκόσμια εξέγερση. Ή Εύιρώπη της εποχής, ήταν — ή φαινόταν άκό,μη να είναι — ή -καρδιά του κόσμου. "Αν, ξεκινώντας από τήν καθυστερημένη άλλα τεράστια Ρωσία, ή επανάσταση θριάμβευε στή Γερμανία, στήν αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας, στήν Ι ταλία, κλπ.,^δ άξονας ολόκληρου του κόσμου θα ειχε μετατοπιστεί. Αυτό πού εκπλήσσει σήμερα, ξαναγυρνώντας νοερά σέ κείνους τούς καιρούς, είναι δ μόχθος καΙ ή άκαμπτη άποφασιστικότητα μέσα από τήν οποία τό μπολσεβίκικο κόμμα είχε, σέ ενα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, κατασταλάξει καΐ επιλέξει αυτή τή στρατηγική του οπτική. Τό π,ρώτο δεδο-μένο πού εντυπωσιάζει σ' αυτήν είναι ή αυστηρή αδιαλλαξία απέναντι σέ όποιαδήποτε εθνικιστική παραχώρηση. Στά τελευταία χρόνια του προηγούιμενου αιώνα, δ μαρξισμός είχε διεισδύσει στή Ρωσία δχι μόνο σάν μια ξένη Ιδεολογία, άλλα ειχε εισχωρήσει αρνούμενος ανοιχτά — άρκει νά σκεφτεί κανένας τήν αμείλικτη πολεμική του Πλεχάνωφ καΐ του Αένιν ενάντια στό λαϊκισμό — πώς ή Ρωσία επρεπε νά πραγματοποιήσει στον κόσμο μιά δική της ιδιαίτερη «αποστολή», ενα δικό της «προνομιούχο» δρόμο για νά φτάσει στό σοσιαλισμό. Ενάντια στις σλαοόφ·ιλες τάσεις, βαθιά ριζωμένες στή ρώσικη κουλτούρα καΐ πού συχνά κατείχαν, σέ πολιτικό επίπεδο, τΙς πιό μαχητικές καΐ έπαναστατιο^ες θ'έσεις, οι πρώτοι μαρξιστικοί πυρήνες αύτού πού θά γινόταν αργότερα τό ρώσικο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, δέν δίσταζαν νά ύπο'δείχνουν τό δρόμο της δυτικοποίησης. Ή οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας δέν έπαφίονταν στις πρωτογενείς αρετές της Μεγάλης Μητέρας Ρωσίας. Ή άνάπτυξη ήταν ή εκβιομηχάνιση, δ ερχομός του καπιταλισμού. Τά μόνα φάρμα^/α πού θά μπορούσαν νά γιατρέψουν τα κακά πού προέρχονταν από τήν «ασιατική καθυστέρηση» της τσαρικής Ρωσίας ήταν ή επιστήμη και ή δυτική τεχνική, ή καπιταλιστική βιομηχανική άνάπτυξη πού θά εφερνε μαζί της επίσης και τήν άνάπτυξη του σύγχρονου εργοστασιακού προλεταριάτου. Ή σπουδαιότητα αύτου του βασικού ιδεολογικού δεδομένου και ή άφοσίωση μέ τήν δποία ολόκληρη ή πρώτη ρώσιχη μαρξιστική γενιά εργάστηκε γύρω άπ' αυτό,, τεκμηριώνονται άπό τή μνημειώδη ερευνά του Αένιν, άφιερωμένη στήν «Άνάπτυξη του "καπιταλισμού στή Ρωσία».. Στήν τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, οι ρώσοι μαρξιστές βρίσκονταν ετσι στήν καθόλου εύκολη θέση (πού οι λαϊκιστές δέν παράλειψαν νά ιέκμεταλλευτοΰν πολιτικά) νά ύπερασπίζονται, άν και μέ στόχους καΙ σέ μιά προοπτική ριζικά διαφο-
208
ρετική, τήν Γδια διαδικασία έπιταχυνο^ριενης έκβιοιμηχάνισης πού τότε ενθαρρυνόταν από τή φιλελεύθερη ιμεγαλοαστική τάξη. Ή Ιδέα πού τούς κατείχε ήταν αύτη πού αποτελεί τήν καρδιά και τον Γδιο τον πυρήνα ολόκληρης της σκέψης του Μαρξ. Ή σοσιαλιστι-κή επανάσταση είναι ή επανάσταση πού οδηγείται καΐ διευθύνεται άπό τήν εργατική τάξη, άλλα ή έργατική τάξη αναπτύσσεται με τήν Ι'δια τήν ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισ[]ΐου. Ή σοσιαλιστική επανάσταση είναι ή ολοκληρωμένη χειραφέτηση του ανθρώπου, άλλα αυτή ή χει,ραφέτηση προϋποθέτει, άν(ί^με'σα στίς ιστορικές και υλικές της συνθήκες, οχι μόνο τήν «κοινωνικοποίηση της εργασίας» ή διαμό·ρφο>ση του «συλλογικου εργάτη», δχι μόνο μιαν ιλιγγιώδη αύξηση της παραγωγικότητας της έργασίας, άλλα προϋποθέτει επίσης εκείνο τό σπάσιμο των τοπικιστικών και κορπορατιβιστι-κών ορίων πού —• έξίσου μέ δλες τΙς άλλες συνθήκες — πραγματοποιείται μόνο στα πλαίσια της σύγχρονης βιομηχανικής παραγωγής καΐ της παγκόσμιας καπιταλιστικής άγορας. 'Έξω άπ'. αύτές τις δυο αποφασιστικές προϋποθέσεις, πού είναι, άπό τή μια μεριά, ενα επαναστατικό θέατρο πού έκτείνεται σέ. δλο τόν κόσμο, πάνω στο οποίο πραγματοποιεΤται ή ενοποίηση του άνθρώπινου γένους ή παγκόσμιος κομμουνισμός και, άπό τήν αλλη, ενα έπαναστατικό ύπο·κείμενο δεμένο μέ ο ρ θ ο λ ο γ ι κ έ ς %αΙ ê π ι σ τ η μ ο ν ι κ έ ς έργασιακές διαδικασίες, σαν τό σύγχρονο έργάτη και τεχνικό, ολόκληρος ό προβληματισμός του Μαρξ μένει άνυπόστατος. 'Ωστόσο, στον -κορμό αύτών των προτάσεων, 6 ρώσικος μαρξισμός δέν άργησε να μπολιάσει, ήδη στα πρώτα χρόνια αύτοΰ του αιώνα, μια σειρά Ιδιαιτερότητες και μερικές φορές άκόμη καΐ παραλλαγές, οι οποίες —• δίνοντάς του τήν εύκαιρία νά διορθώσει τό στόχο του σύμφωνα με τΙς ιδιομορφίες του κοινωνικού καΐ πολιτικού χώρου πού ενεργούσε, και κατά συνέπεια τής ρώσικης κοινωνίας εκείνης της εποχής — του επέτρεψαν να μπει βαθιά στήν πραγματικότητα και νά δράσει αποτελεσματικά. σάν 'έπανο^ττατική δύναμη. Ή πρώτη, καΐ μιά άπό τΙς σπουδαιότερες άπ' αυτές τις Ιδιαιτερότητες, ήταν εκείνη τής «γιακωβινικής» αντίληψης του χόμ.ματος εισαγμένη, δπως είναι γνωστό, άπό τό Λένιν χαΐ στή βάση τής δποίας τό κόμμα διαγραφόταν σάν «κόμμα στελεχών» ή «επαγγελματιών έπαναστατών» καί, μέ μιά λέξη, σαν ισχυρά συγκεντρωτικό στοιχείο πρωτοπορίας, θέση στήν οποία, άκριβώς, δέν είναι δύσκολο νά άναγνωρίσει κανένας τό στοιχείο τής πίεσης, άν δχι τής έπι'βολής, πού άσκουνταν στό ρώσικο μαρξισμό άπό τΙς Ιδιαίτερες συνθήκες τής π α ρ α ν ο μ ί α ς στΙς οποίες τό "κόμμα δρούσε κάτω άπό τόν τσαρικό άπολυταρχισμό.
10
209
Ή δεύτερη Ιδιαιτερότητα, αντίθετα, ή δπως θα .μπορούσε νά πεί κανείς χαλύτερ-α γι' αυτήν την περίπτωση, ή δεύτερη παραλλαγή, ήταν εκείνη της αμφισβήτησης του κλασικού μαρξικου σχήματος (ή εκείνου, ytà να το πούμε καλύτερα, πού μέχρι τότε νομιζόταν πώς ήταν το σχήμα του Μαρξ) , δηλαδή ή θεώρηση των δυο εποχών ή σταθμών της (επανάστασης —· εκείνου της άστικο-δημοκρατικής και εκείνου της καθ,αρά σοσιαλιστικής — σαν ξεχωριστών φάσεων πού τοποθετούνται σε διαδοχικές ιστορικές περιόδους. Τό πρόβλημα πού θιγόταν εδώ ήταν στενά δεμένο, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, μέ τήν ιδιομορφία του ρώσικου χώρου δπου γινόταν ή επιχείρηση. Άλλα αύτή τή φορά ήταν τέτιας σημασίας ώστε να χτυπήσει βαθιά ολόκληρη τή στρατηγική καΐ το ΐ'διο το πεπρωμένο του εργατικού κόμματος. Δεδομένου, πράγματι, του αύταρχικου χαρακτήρα του τσαρικού καθεστώτος καΐ της ολοκληρωτικής απουσίας όποιασδήποτε μορφής συνταγματικού φιλελευθερισμού (πέρ.α, φυσικά, από τήν εξαιρετικά ισχνή ανάπτυξη του σύγχρονου βιομηχανικού καπιταλισμού) , ή κατάσταση πού πρόκυπτε ήταν πώς τό μαρξιστικό κόμμα βρισκόταν να δρα σ' ενα περιβάλλον δπου, κατά γενική παραδοχή, πρίν άπο τή σοσιαλιστική επανάσταση, 'θα επρεπε σε κάθε περίπτο>ση να συντελεστεί ή αστική επανάσταση. Τώρα, μπρος σ' αύτή τήν επανάσταση (πού θα διευκόλυνε και τήν παραπέρα καπιταλιστική ανάπτυξη, Ικτός άπό τήν ισχυροποίηση καΐ τήν οργάνωση της 'ίδιας της -εργατικής τάξης)^ — πώς θα επρεπε να συμπεριφερθεί τό μαρξιστικό -κόμμα; Είναι γεγονός δτι, σχεδόν μέχρι τό 1905, οι ρώσοι μαρξιστές ικανοποιούνταν γενικά μέ τό νά αποδέχονται τή θέση δτι μια σοσιαλιστική έπανάσταση δέν ήταν δυνατή σε μια καθυστερημένη οικονομικά χώρα δπως ή Ρωσίια, σε μια χώρα, ·δηλαδή, δπου το εργοστασιακό προλεταριάτο ήταν ελάχιστη μειοψηφία καΐ δπου δέν είχε συντελεστεί ή άστική έπανάσταση. Στήν Ρωσία —^ σκέφτονταν — ή έπανάσταση δέν μ,πορούσε παρά να είναι άστική έπανάσταση καΐ ή λειτουργία τών ρώσων σοσιαλδημοκρατών δέν μπορούσε παρά νά είναι εκείνη της υποστήριξης της αστικής τάξης καΐ δχι του νά κάνουν μιαν έπανάσταση για λογαριασμό τους. Μόνο πού, μετά το 1905, άπόμειναν νά υποστηρίζουν αύτή τή θέση μονάχα οί μενσεβίκοι. Δίπλα στή γραμμή τους (πού συνεπάγονταν, έναλλακτικά, τήν υποστήριξη της φιλελεύθερης αστικής τάξης για τήν πραγματοποίηση της αστικής έπανάστασης καΐ μιά πολιτική αποχής άπό τή μεριά του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, πού δέν έπρεπε νά «λερώσει τα χέρια») , κατά τή διάρκεια της έπανάστασης τού 1905, πήραν οριστικά μορφή μέσα στο ρώσικο Ιργατικό κίνημα δυο άλλες προοπτικές στρατηγικής (άντιτιθέμενες στήν πρώτη, άλλα καΐ σέ άντίθεση μεταξύ τους) : εκείνη της «δη-
210
μοκρατικο-επαναστατικης δικτατορίας των Ιργατών καΐ των -αγροτών» έπεξεργασμένη από τό Λένιν καΐ εκείνη της «διαρκούς επανάστασης» του Τρότσκι. Σέ σχέση -μέ τους μενσεβίκους, καΙ οί δυο ιαύτές γραμμές είχαν κοινό τό γεγονός δτι απέδιδαν στους ρώσους σοσιαλδημοκράτες ε να ρόλο ηγετικό και θετικό ακόμη καΐ κατά τη διάρκεια της άστικο-δημο'κρατικης επανάστασης: άλλα με τόσο βαθιές διαφορές πού τις καθιστούσαν, για άλλους λόγους, αντιθετικές μετοοξύ τους. Πράγματι, δ Λένιν σκεφτόταν πώς τό κόμμα θά επρεπε να γίνει υποστηρικτής ένός επαναστατικού έργατο-αγροτικου συνασπισμου δ δποΐος, αν καΙ θα προετοίμαζε — πραγματοποιώντας την άστιχή έπανάσταση — τό 'έδαφος για τη σοσιαλιστική, θα εμενε άπό τήν άλλη μεριά δμως πάντοτε (δεδομένης της υπεροχής των άγροτικών μαζών) , τουλάχιστον γιά μιάν δλόκληρη ιστορική περίο·δ·ο, σέ μια έπανάσταση μ ό ν ο αστική. Ό Τρότσκι, αντίθετα, θεωρούσε πώς τό ρώσικο προλεταριάτο θά επρεπε βέβαια νά στηριχτεί στούς άγρότες καΐ νά τους δδηγήσει στήν αστική έπανάσταση, αλλά αυτό δέν θά μπορούσε νά σταματήσει έ'κεΤ: άφου, όλοχληρώνοντας τήν αστική έπανάσταση, θά ήταν άναπόφευχτο νά όδηγηθεί τό προλεταριάτο νά αρχίσει τήν δική του, χωρίς διακοπή της συνέχειας. Είναι σημαντικό νά τονίσουμε πώς και οί δυό αύτές γραμμές, πού γεννήθηκαν ακριβώς μέ σκοπό νά δώσουν απάντηση στό ειδικό πρόβλημα της επανάστασης σ τ ή Ρ ω σ ί α , προϋπέθεταν ώστόσο, λίγο-πολύ ρητά, δλοκλήρωση, υποστήριξη καΙ τελείωση σέ διεθνές επίπεδο καΙ πώς, άν εμεναν εξω απ' αυτή τήν άναφορά καΙ περιορίζονταν στά δρια της ρώσικης κοινωνίας της έποχής, θά κατέληγαν σαφώς ανεφάρμοστες και αυθαίρετες. 'Ανεφάρμοστη ή γραμμή του Λένιν, γιατί απαιτούσε από τό προλεταριάτο νά συμμετάσχει σάν πρωταγωνιστής χαΐ ηγετική δύναμη στήν εγκαθίδρυση, μέσα άπό τήν άστικο-δημοκρατική έπανάσταση, ένός καθεστώτος στό όποιο τό ϊδιο τό προλεταριάτο θά εβρισκε μόνο τό γενικευμένο βασίλειο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της μισθωτής εργασίας. 'Λνεφάρμοστη ή γραμμή του Τρότσκι, γιατί ύπερμαχόταν τήν αδιάκοπη συνέχιση της άστικής επανάστασης σέ σοσιαλιστική, σέ μιά χώρα δπου τό βιομηχανικό προλεταριάτο ήταν μονάχα μιά μικρή νησίδα περιτριγυρισμένη άπό μιαν ατέλειωτη αγροτική θάλασσα. Μόνο πού, παρά τις διαφορές τους m l πέρα έπίσης άπό μερικά πραγματικά ορια, αισθητά προπάντων στις θεωρητικοποιήσεις του 1905, αύτό πού συνέθετε τή δύναμη και τήν πρωτοτυπία τών δύο συλλογισμών ήταν τό γεγονός δτι και οι δυό εθεταν άποφασιστικά στό κέντρο τήν πραγματική α ν τ ί φ α σ η στήν δποία βρισκόταν τό ρώσικο κόμμα: τήν αντίφαση, δηλαδή, νά είναι τό
211
κόμιμα της σοσιαλιστικής έπανάστασης σέ μια χώρα βαθιά ανώριμη γι^ αύτή την έπανάσταση καΐ παρόλα αυτά, να είναι ενα κό^μμα γεννημένο μ' αύτό τον προορισμό καΐ τοποθετημένο σέ κείνο τον τόπο φαινομενικά κατά λάθος, δχι άπό λόγους τυχαίους, άλλα άπό αιτίες βαθιά ιστορικές. Θέτοντας πράγματι στο κέντρο εκείνη τήν άντίφαση, οι δυο γραμμές έπικαλουνταν ορισμένα καινούργια στοιχεία ανάλυσης πού θα Ιβλεπαν πλήρως τό φως καΐ θα έβρισκαν τήν κατάλληλη έρμηνεία τους μόνο μερικά χρόνια αργότερα, στα πλαίσια της λενινιστικής θεωρίας του ι μ π ε ρ ι α λ ι σ μ ο ύ . Τό πρώτο άπ' αυτά τα στοιχεία ήταν ή αντίληψη δτι στόν 20ό αΙώνα δέν μπορεί να υπάρχει πια επαναστατική άστική τάξη (άπ' δπου βγαίνει δτι είναι αναπόφευκτο για τό προλεταριάτο να οδηγήσει αυτό τό ϊδιο και σέ πρώτο πρόσωπο κ α ι τήν άστικο-δημοχρατική επανάσταση — 'έκει δπου ακόμη είναι απαραίτητη — ) : στοιχείο, αυτό, μέσω του οποίου άνακτιόταν και άναπτυσσόταν ολόκληρη ή ήδη προδιαγραμμένη άπό τό Μαρξ προβληματική, στήν ανάλυση του της ·σύγχρονης γερμανικής ιστορίας, σχετικά μέ τήν αδυναμία καΙ τήν ανικανότητα της γερμανικής άστικής τάξης να επιλύσει τό πρόβλη^μα της έπανάστασής της και να σπάσει τό συμβιβασμό μέ τό πρωσσικό Junkertum. Τό δεύτερο άπ' αυτά τα στοιχεία — πιό ανοιχτά ανανεωτικό — ήταν αντίθετα έκεΐνο που άρχιζε νά θεωρεί βέβαιη τήν υπόθεση δτι ή σοσιαλιστική έπανάσταση δέν θά επρεπε αναγκαία νά εκραγεί, σ τ ή ν άρχή, στήν καρδιά τών χωρών του άνεπτυγμένου καπιταλισμού της Δύσης αλλά θα μπορούσε μάλλον να ξεκινήσει άπό τήν καθυστερημένη 'Ανατολή ή, τουλάχιστον, άπό σχετικά περιφερειακές περιοχές σέ σχέση μέ τις .μητροπόλεις καΐ τα νευραλγικά κέντρα του συστήματος: θέση αύτή ή τελευταία πού, προδιαγράφοντας κατά κάποιο τρόπο έχεινο πού κατόπιν θά γινόταν ή προβληματική του Λένιν για τόν Ιμπεριαλισμό, ερχόταν νά προετοιμάσει τήν άναγνώριση Ικείνου πού αύτός ονόμασε νόμο της «άνισόμερης άνάπτυξης», δηλαδή δτι τό πιό εκρη-κτικό σημείο του παγκόσμιου 'συστήματος δέν είναι άναγχαια- ό πιό ισχυρός κρίκος, άλλά μπορεί νά είναι, άντίθετα, δ «πιό αδύνατος κρίκος», άπό τήν άποψη της καπιταλιστικής ανάπτυξης: ενας κρίκος πού παρά τήν άδυναμία του, είναι φορτισμένος μέ έπαναστατικό δυναμικό καΐ ιέκρηκτική δύναμη, στό βαθμό ακριβώς που 'συσσωρεύει τις παλιές άντιφάσεις μέ τΙς καινούργιες. Συχνά παρατηρήθηκε — καΙ οι μενσεβίκοι, άλλω'στε, τό τόνισαν άπό τούς πρώτους — δτι, %αΙ στίς δυό αύτές γραιμμές, τό σχήμα καΐ ή αρχική όπτική του Μαρξ υπέστησαν ορισμένες βαθιές μετατροπές. Παρόλα αυτά, άπό μιά αμερόληπτη έξέταση πού τήν επιτρέπει τώρα πια ή μεγάλη ιστορική àπόστtxση, ή έντύπω-
212
ση τιού σχηματίζεται είναι οτι παρόλες τΙς μεταβλητές καΐ τΙς μετατροπές πού εισήγαγαν, τόσο ή γραμμή του Λένιν δσο χαΐ κείνη του Τρότσκι, δχι μόνο διατήρησαν τό βασικδ της άνάλυσης του Μάρξ, άλλα ήταν κυριολεκτικά ακατανόητες εξω άπ' αυτήν. Και πράγματι, μολονότι αποδεχόμενες και οι δυό τήν «πρόκληση» πού τους ερχόταν από τήν ιστορία, δηλαδή τήν πρόκληση να σκεφτούν τα έπαναστατικα -καθήκοντα ενός μαρξιστικού εργατικού κόμματος σέ μιά (σχετικά) καθυστερημένη ακόμα χώρα, αύτό πού είναι χαρακτηριστικό και για τις δυο γραμμές, είναι δχι μόνο ή συνείδηση τους πώς ή λύση, πού ώρίμαζε, ·δέν μπορούσε να είναι άλλο (αύτό πού ήταν καΐ τό σημείο εκκίνησης) άπο μια δ "ι ε θ ν ή έπαναστατική λύση — μοναδική πρέπουσα άπάντη·ση στό παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα* άλλα καΐ δτι ό αποφασιστικός χώρος πού θα παιζόταν τό παιχνίδι δέν μπορούσε να είναι δλλος από τό χέντρο καΐ τΙς Γδιες τις μητροπόλεις του καπιταλισμού (στή γλώσσα της εποχής: -κυρίως στή Γερμανία) , ουτε άλλος, συνεπώς, ο κύριος πρωταγωνιστής από τό -σύγχρονο εργοστασιακό προλεταριάτο, τό ιστορικό ύποκείμενο της ^επανάστασης σύμφωνα μέ τό Μάρξ. Είναι σημαντικό να εχουμε πεντακάθαρα αύτα τα σημεία δχι μόνο γιατί αύτα άνταποκρίνονται στήν ιστορική άλήθεια, δηλαδή στή συνείδηση μέ τήν οποία τό μπολσεβίκικο κόμμα πήρε τήν έξουσία τό ""17, καΐ -στή βάση της οποίας δλοι οι ήγέτες του 'συνέχισαν να σκέφτονται και να ένεργουν τουλάχιστον μέχρι τό 1924' άλλα γιατί μόνο ή συνειδητή αναφορά, από μέρους Ικείνων των πρωταγωνιστών, στις γραμμές και στα περιεχόμενα της ανάλυσης του Μαρξ επιτρέπει νά εξηγηθεί αύτό πού άποτελεΐ τό πιό σημαντικό χαρακτηριστικό τών μεγαλύτερων άπ' αύτούς: δηλαδή, ή συνείδηση, πού αύτοί συχνά δείχνουν να έχουν, του «εξαιρετικού» χαρα-κτήρα, καΐ κατά κάποιο τρόπο, δπως ήδη ειπώθηκε, αντιφατικού, τών καθηκόντων πού έμπαιναν στό ρώσικο κόμμα σαν εργαλείου της σοσιαλιστικής έπανάστασης σέ μια χώρα ακόμα άνο)ριμη γι' αυτήν. Υπάρχει, σ' αύτό τό Θέμα, μια σελίδα έξαιρετικα διορατική στό « Ό πόλεμος τών χωρικών στή Γερμανία», του "Ενγκελς, πού μπορεί να μας βοηθήσει να εκφράσουμε αύτό πού εχουμε στό νου:
213
μεταξύ των μεμονωμένων τάξεων και από τό βαθμό άνάτττι/ξης των υλικών συνθηκών τή,ς ύπαρξης και τών σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής». Έ ν ώ «αυτό που αυτός π ρ έ π ε ι νά κάνει —συνεχίζει ό 'Ένγκελς—, αυτό που τό KÔuua του απαιτεί από α υ τ ό ν ( . . . ) . είναι συνδεμένο με τις θεωρίες που έπαγγέλθηκε και με τις απαιτήσεις πού εθεσε μέχρι εκείνη, τη στιγμή(. . . ) . Βρίσκεται λοιπόν αναγκαστικά αντί μέτοοπος σ* Ινα άλυτο δίλημμα: αυτό πού αυτός μ π ο ρ ε ί να κάνει, άντιφάσκει με δ,τι εχει κάνει μέχρι τώρα, με τις αρχές του και μέ τα άμεσα συμφέροντα τού' κόμματος του, και αυτό που πρέπει νά κάνει είναι ά ν ε ψ ά ρ μ ο σ τ ο . Συνοπτικά^ εΪναι αναγκασμένος νά αντιπροσωπεύει, όχι τό κόμμα του, την τάξη του^ άλλα την τάξη γιά τής οποίας την κυριαρχία εΪναι ώριμο ιό κίνημα. Για λογαριασμο τού κινήματος, αυτός πρέπει νά πραγματοποιήσει τά συμφέροντα μιάς τάξης που του εΪναι ξένη, και νά άπαλλαγεί άπό τη τάξη του μέ φράσεις, μέ υποσχέσεις, μέ τη διαβεβαίοχτη πώς τα συμφέροντα εκείνης τής τάξης, ξένης σ ' αυτήν^ είναι τ α δικά της συμφέροντα. "Όποιος βρεθεί σε μια τέτια έρμαφρόδιτη θέση —συμπεραίνει ό "Ενγκελς— είναι αναμφίβολα χαμένος».
Τώρα, έκτος άπό το γεγονος δτι κανέν-ας άπό τους ΐ{χπολσ€βί•κους ηγέτες — καΐ λ'.γότερο^ άπό χάΘε άλλον c Λένιν — θα δεχόταν ποτέ τήν προοπτική να θεωρηθεί αναμφίβολα χα{χένος, αυτό πού ένδιαφέρει να τΌνίσου,[ΐε είναι πώς το 'ριπολσεβίκικο -κόμμα εδειξε, σέ πολλές περιπτώσεις, να εχει τόσο πλήρη επίγνωση τής ά ν τ ί φ α σ η ς μέσα στήν οποία ή ιστορία καΐ ή ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού του επέβαλλαν νά ενεργεί, πού — για να κυριαρχήσει σέ κείνη τήν άντίφαση άντι νά παρασυρθεί άπ' αύτη — διάλεξε το μοναδικό σωστό δρόμο πού υπήρχε: δηλαδή, δχι εκείνον πού θά τήν άγνσουσε ή πού θά τήν εκρυβε, άλλα εκείνον πού δεχόταν ανοιχτά τους δρους της μέσα στήν ίδια τή στρατηγική του. Αυτό δεν έξηγεΤ μόνο τΙς πρώτες πράξεις τής μπολσεβίκικης εξουσίας μετά το "17, δπο)ς το διάταγμα τής διανομής τής γής στούς χωρικούς ή εκείνο τής αναγνώρισης του δικαιο>ματος τών λαών γιά αύτοδιάθεση (δηλαδή νά χο)ριστουν — άν το ήθελαν — άπό τή Ρωσία, άποχο)ρώντας άπό τήν ενότητα τής πρώην τσαρικής αυτοκρατορίας) : μέτρα πού, δπο)ς είναι γνωστό, χριτικαρίστηκαν άπό μερικούς, μεταξύ τών οποίων και ή Λούξεμπουργκ, μέ τήν κατηγορία πώς ήταν άκόμη μόνο άστικο-δημοκρατικά μέτρα, άντιπαραγο^γικά ή πού άκριβώς θά εμπόδιζαν τούς σκοπούς τής μελλοντικής δημιουργίας μιας σοσιαλιστικής κοινο^νίας. Ούτε εξηγεί μόνο τον πολύχρονο μόχθο τής σκέψης του Λένιν πάνω στή φύση τής οχτωβριανής επανάστασης (δηλαδή, αν πράγματι δ χαρακτήρας της θά ήταν σοσιαλιστικός) , δχι μόνο στίς βδομάδες πού άμεσα προηγήθηκαν τής
214
κατάληψης της εξουσίας άλλα επίσης αργότερα, το '19 ή το ' 2 1 : μάχθος πού άνταναχλάστηκε, τελικά,, στην' Γδια την επίσημη επωνυμία πού δόθηκε στην καινούργια εξουσία («Κυβέρνηση των εργατών χαΐ των αγροτών») και από την οποία σβήστηκε ακόμα και τό δνομα της Ρωσίας, για να ύπογραμμιοτεΐ καλύτερα ή διεθ ν ι σ τ ι κ ή προβολή· ωστόσο,, τώρα, σήκωνε τΙς σημαίες της, δίπλα στήν εργατική τάξη, μια δεύτερη τάξη (τών αγροτών) , πού δεν τήν πρόβλεπε ή αρχική θεωρία της «δικτατορίας του προλεταριάτου». 'Αλλά εξηγεί επίσης — εκείνη ή συνείδηση της αντίφασης, για τήν οποία μιλούσαμε πιο πάνω — δλες τις πράξεις καΐ τα ζΐκ-ζάκ της λενινιστικής πολιτικής, από τήν αρχή μέχρι τό τέλος. Σήμερα φαίνεται να θεωρείται άναγ-καία — ουτε θα θέλαμε νά είμαστε εμείς πού θα εναντιωθούμε σ' αυτή τήν άπαίτηση — μια απροκατάληπτη επανεξέταση μερικών αποφασιστικών σημείων της σκέψης και του έργου του Λένιν. Τό θέμα μέ τό όποιο καταπιάνεται περισσότερο ή ανησυχία τών ήμερών μας είναι, δπως είναι γνο>στό, από τή μια μεριά, εκείνο της αντίληψης του για τό κόμμα, καΐ από τήν αλλη, ή αργοπορία μέ τήν οποία εφτασε νά εκτιμήσει τό ρόλο και τή σημασία τών σοβιέτ, πού ήδη είχαν εκδηλωθεί κατά τή 'διάρκεια της επανάστασης του 1905. Πρόκειται — δπως είναι εύκολο νά μαντέψει κάποιος — για ερωτηματικά πού γεννιόνται, προπάντίον, στο φώς καΐ στή βάση τών δσων συνέβησαν στη Ρωσία [ΐετά τό θάνατο του iVéviv. Ξαναποχαλύπτεται, ετσι, τό προφητικό νόημα τών λαμπρών λέξεων της Ρόζας Λούξεμπουργκ στή μπροσούρα της για τή «Ρ(οσικη επανάσταση»: «"Οταν καταπνίγεται ή πολιτική ζωή σέ ολόκληρη τή χώρα, είναι μοιραίο πώς ή ζωή παραλύει ολοένα περισσότερο και μέσα σ τ α ϊδια τά σοβιέτ. Χωρίς γενικές εκλογές^ χωρις άπεριόριστη ελευθερία τοΟ τύπου και TOÛ συνέρχεσθαι, χωρίς ελεύθερη πάλη τώιν αντιλήψεων^ ή ζωή πεθαίνει σέ κάθε δημόσιο θεσμό, γίνεται ζωή φαινομενική δπου ή γραφειοκρατία απομένει τό μοναδικό ενεργό στοιχείο. Ή δημόσια ζωή άργοπέφτει σέ λήθαργο* μερικές δωδεκάδες στελεχών του κόμματος, ακούραστης ενεργητικότητας και άπεριόριστου ιδεαλισμού, διευθύνουν και κυβερνούν μεταξύ τους^ στήν πραγματικότητα, καθοδηγεί μια δωδεκάδα ανώτερων έγκεφάλων και μια ε λ ί τ της εργατικής τάξης συναθροίζεται κάπου - κάπου σέ συγκεντρώσεις, για να χειροκροτήσει τους λόγους τών αρχηγών και να ψηφίσει ομόφωνα τΐς αποφάσεις πού της προτείνονται. Είναι, λοιπόν^ κατά βάθος —συμπεραίνει ή Αούξεμπουργκ — μια κυβέρνηση κλίκας, μια δικτατορία, βέβαια^ άλλα δχι ή δικτα' τορία τοΟ προλεταριάτου, παρά ή δικτατορία μιάς χούφτας πολιτίκών; ανδρών, μια δικτατορία μέ τήν αστική έννοια, μέ τή γιακωβίνικη έννοια».
215
Γεγονός είναι — δπως δ ϊδιος δ Λένιν το άναγνώρισε άμέσως — δτι ή μορφή του πολιτικού καθεστώτος πού πραγιχατοποίησε ή έπανάσταση του Όχτώβρη στη Ρο>σία δεν ήταν ποτέ, ουτε και στήν άρχή, μια δικτατορία του προλεταριάτου άλλά ήταν μια δ ι κ τ α τ ο ρ ί α του κόμματος για λογαριασμό του προλεταριάτου. Εξαιτίας του «χαμηλού πολιτιστικού έπιπέδου των εργατικών μαζών — εγρ·αφε δ Λένιν ήδη τό '19 — τα σοβιέτ πού, στή βάση του προγράμματος τους, είναι όργανα διοίκησης δ ι ε υθ υ ν ό μ ε ν α από τ ο ύ ς ε ρ γ ά τ ε ς , είναι έκ τών πραγμάτων όργανα διοίχησης γ ι α τ ο ύ ς ε ρ γ ά τ ε ς διευθυνόμενα άπό την πρωτοπορία του προλεταριάτου, δχι άπό τΙς εργατικές μάζες». Τόν Γδιο χρόνο, δήλο)σε, δχι λιγότερο ρητά, δτι ή δικτατορία του κόμματος θα επρεπε να 'θεο3ρη'θεΐ ή πραγματική μορφή της δι%τατορίας του προλεταριάτου, και διευκρίνιζε δτι «ή 'δικτατορία της έργατικής τάξης πραγματοποιήθηκε άπό τό κόμμα τών μπολσεβίκων πού, άπό τό 1905 ή χαι πρΙν ακόμη, ενώθηκε με δλόκληρο τό έπαναστατικό προλεταριάτο». Μόνο πού, εύαίσθητοι δπως εϊμαστε στα προβλήματα πού τίθενται έδώ, μας πέφτει επίσης τό καθήκον να ύπογρ.αμμίσουμε μέ δύναμη δυό πράγματα: 1) δτι αυτές οι «αντιφάσεις» της πολιτικής του Λένιν καΐ τών μπολσεβίκων δεν ήταν κάτι τό περιπτωσιακό ή τυχαίο πού επήλθε μ ε τ ά τήν κατάκτηση της εξουσίας, άλλα ήταν μια άπό τις πολλές μορφές %άτω άπό τις όποιες πάντοτε ξαναπαρουσιάστηκε ή βαθιά άντίφαση, πού λίγο πρίν προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε: ή άντίφαση, δηλαδή, ενός κόμματος εργαλείου της σοσιαλιστικής επανάστασης σέ μια χώρα άνώριμη άκόμα γι^ αυτήν: μια άντίφαση, κατά συνέπεια, πού δέν μπορεί -κανένας να τήν καταλογίσει με 'έλαφρότητα στό Λένιν, χωρίς να του καταλογίσει ταυτόχρονα αυτό για τό δποΐο τόν κατηγορούσαν οι μενσεβίκοι, δηλαδή δτι έκανε τήν έπανάσταση άντι να άφήσει τήν εξουσία στόν Κερένσκι. Και 2) δτι, δπως προκύπτει καΙ άπό τα σύντομα άποσπάσματα πού αναφέρθηκαν, αύτή ή άντίφαση πάντοτε (ή σχεδόν) π ά ρ θ η κ ε άπό τό Λένιν και άπό τα πιό καθαρά κεφάλια του μπολσεβίκικου κόμματος μ έ π λ ή ρ η επ ί γ ν ω σ η , δηλαδή θεματοποιημένη και δηλωμένη άνοιχτά: πράγμα πού δέν είναι — δπο3ς θα μπορούσε νά ύποστηρίξει κάποιος — μόνο ζήτημα μορφής, άλλά καΐ .περιεχομένου ή ουσίας, μιας καΐ ήδη — μέ τήν ιθια τήν πράξη της δήλωσής της — εμπαινε και τό πρόβλημα τών εργαλείων πού θα χρησιμοποιούνταν, άν δχι γιά.νά γιατρέψουν έκείνη τήν άντίφαση, τουλάχιστο για νά τή συγκρατήσουν καΐ νά τή μετριάσουν. Είναι πολύ πιθανό πώς τό λάθος του Λένιν στάθηκε μερικές φορές τό δτι έκανε, πολύ εύκολα, «τήν άνάγκη φιλοτιμία», δηλαδή
216
οτι ετοίμαζε τα εργαλεία πού απαιτούνταν γ^α να δράσει σ τ ή Ρ ω σ ί α χωρίς να τονίζει, ταυτόχρονα χαΐ ·μέ σαφη τρόπο, τα ιστορικά, κοινωνικά καΙ πολιτικά ορι·α μέσα στα όποια εκείνα τα εργαλεία έμπαιναν καΐ μπορούσαν νά θεωρηθούν εγκυρ.α. Μπορεί νά είναι αυτή ή περίπτωση, για παράδειγμα, του ίσχυροΰ συγκεντρωτισμού του κόμματος (πού εζησε, απο τήν άλλη μεριά, κατά τό πλείστον σέ 'συνθήκες παράνομες) . Δέν είναι δμως ή περίπτωση, κατά τή γνώμη μας, εκείνης της δψης της θεωρί,ας του (ή «πολιτική συνείδηση» πού μεταφέρεται στήν εργατική «άπό τά εξω») , πού προκαλεί τόσο σκάνδαλο σήμερα στους κύκλους του αύθορμητιτίστικου έργατικισμου μερικών 'διανοουμένων. Και παρόλα αυτά, δταν βρεθεί κανένας αντιμέτωπος με το βασικό δεδομένο (πού κανενός είδους σόφισμα δέν θά καταφέρει ποτέ νά παραποιήσει) — τό δεδομένο της ανώριμης για τό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό' Ρωσίας — βλέπει πώς εκείνο τό κόμμα (συμπαγές, μικρό και παρόλα αυτά διαποτισμένο άπό μιά πολιτική διαλεκτική πού σήμερα δέν καταφέρνουμε ουτε νά τή φανταστούμε) ήταν τό απαραίτητο δργανο γιά νά δράσει κανένας σέ κείνες τΙς συνθήκες. 'Άν και κανένας δο^-ΐμάζει άμηχανία επιμένοντας σ' αυτές τις προφανείς καταστάσεις, είναι %αλό νά ξανατονιστεί πώς ή «απομόνωση» της μπολσεβίκικης πρωτοπορίας άπό τις μάζες δέν ήταν μια «ελεύθερη επιλογή» του Λένιν ή, πολύ περισσότερο, ενα άποτέλεσμα της πολιτικής «του»: ήταν τό δεδομένο πού τέθηκε άπό τήν άντικειμενική ·κατάσταση. Μπορεί κανένας νά άντιτάξει πώς αν, συνολικά, ή Ρωσία ήταν καθυστερημένη, δεν ήταν όμως καθυ·στερημενα μερικά βιομηχανικά της κέντρα, καΐ πώς, ένώ ή χώρα ήταν ή λιγότερο προηγμένη της Ευρώπης, ειχε δμως αναπτύξει, σέ δρισμένους τομείς, μιά βιομηχανία από τΙς πιό σύγχρονες Γσως του κόσμου και της οποίας «δ συντελεστής συγκέντρωσης —' δπως παρατήρησε δ Ντόυτσερ — ήταν πιό ψηλός άκόμη και άπό κεινον της τότε άμερικάνικης βιομηχανίας». Μόνο πού, αν αυτό είναι αλήθεια καΐ άν ακριβώς αυτό χρησιμεύει νά εξηγήσει πώς — άντίθετα άπό τήν κινέζικη, πού στάθηκε βασικά άγροτική επανάσταση — ή επανάσταση του Ό'κτώβρη στάθηκε, στό νεύρο της, μιά εργατική έπανάσταση, μιά έπανάσταση πού διαδόθηκε άπό τις πόλεις στά χωριά καΙ δχι άντίστροφα, δέν θά πρέπει δμως νά ξεχαστεί ή τεχνητή γέννηση καΐ ή άπό τά πάνω προώθηση εκείνης της συγκέντρωσης, τό σύντομο χρονικό διάστημα μέσα ·στό όποιο αυτή πραγματοποιήθηκε καί, τέλος, δτι, συνολικά, ή Ρωσία πάντοτε παρέμενε μιά χώρα με συντριπτική άγροτική πλειοψηφία. Τό νά παραβλέπεις αυτή τήν κατάσταση σημαίνει πώς άποκλείεις κάθε δυνατότητα νά άντιληφθεΤς τό ε'ργο και τή δράση του Λένιν. Τό μπολσεβίκικο κόμμα, ε%φραση — τουλάχιστον στά ά-
217
μέσως προηγούμενα του '17 χρόνια — πυρήνων της έργατΐ7νης τάξης σέ ύφηλο βαθμό συγκεντρωμ-ένων και, κατά συνέπεια, δυνάμει προικισμένων μέ δλα τα χαρακτηριστικά της πει&αρχίας, της οργάνωσης, της προ^τοποριακης συνείδησης, πού είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σύγχρονου «συλλογικού εργάτη», εμενε παρόλα αύτά «κρεμασμένο στον αέρα» συγκριτικά καΙ σε σχέση ,μέ την ολότητα της χώρας. Αύτη ή κατάσταση πραγμάτων — δχι -και τόσο άνόιμοια στην ούσία της από αύτη πού περιγράφει ό 'Ένγκελς στον «Πόλεμο των χωρικών στη Γερμανία» — περιέκλεινε μεσα της μιαν αντικειμενική παγίδα, της οποίας ή συνείδηση κυριαρχεί σέ ολόκληρη τή δράση και το εργο του Λένιν: τήν παγίδα, δηλαδή, ένος κόμματος πού — στο β,αθ'{ΐ6 πού στρεφόταν να ενεργήσει στήν κατεύθυνση της σοσιαλιστικής επανάστασης —• ήταν ύποχρεωιμένο να ύποστεΐ μιαν αναπόφευκτη «άπομ.όνο>ση» και ε να ξέκομμα από τά πιο πλατιά καΐ βαθιά καθυστερημένα στρώματα της ρώσικης κοινωνίας: άπο δώ προέρχεται και ή τάση πού ειχε, να κλειστεί καΙ νά συγκεντρο)θεΐ στον εαυτό του, δηλαδή νά τεβεΐ δχι μόνο σαν «πρωτοπορία», αλλά, κυριολεκτικά, σάν δ θεματοφύλακας ένδς πολιτικού σχεδίου, άγνοιστου γιά τούς περισσότερους γιατί ήταν «ανώριμοι» κ·αί, άπδ τήν άλλη μεριά, μιά παγίδα τήν οποία τό χόμμα επρεπε μέ κάθε θυσία νά μπορέσει νά αποφύγει αν, σταλήθεια, ήθελε νά ενεργήσει σάν - ε π α ν α σ τ α τ ι κ ή δύναμη, δηλαδή κινητήρια δύναμη των μαζών, καΐ δχι σάν απλή πραξικοπηματική οργάνωση. Μπαίνει έδώ ενα πρόβλημα στο όποιο χάθηκε άπδ καιρδ ή συνήθεια νά δίνεται προσοχή και πού στο Λένιν, αντίθετα, τονιζόταν πάντοτε και είχε κεντρ^/ή σημασία: τδ πρόβλημα —• θέλου^με νά ποΰμε — της σ υ ν α ί ν ε σ η ς, δηλαδή της άναγκαχότητας, γιά τδ κόμμα, νά ένεργεί στήν κατεύθυνση καΐ μέ σεβασμδ τών βαθιών προσδοκιών τών μεγάλιον μαζών. 'ί2ς πρδς αύτό, αρκεί νά ξεφυλλίσει κανένας σχεδδν κατά τύχη τά γραφτά τοΟ και ιδιαίτερα εκείνα του '17, γιά νά βρει εκει μιά συνεχή Ιπιμονή σ' αύτδ τδ θέμα. «Τδ κόμμα του προλεταριάτου δέν μπορεί μέ κανένα τρόπο νά προτείνει τδ σκοπδ της «έγκιαθ ίδρυση ς» του σοσιαλισμού σέ μιά χώρα μικροαγροτών, εφόσον ή συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού δέν θά εχει άποκτήσει τή συνείδηση της αναγκαιότητας μιας σοσιαλιστικής επανάστασης». Και ακόμη: «Έμεΐς δέν ε'ίμαστε — γράφει ô Λένιν —' μπλανκιστές, δέν είμαστε παρτιζάνοι της κατάχτησης της εξουσίας άπδ ·|.ιιά μειοψηφία. Είμαστε μαρξιστές». «Ή Κομμούνα — δηλαδή τά σοβιέτ τών εργατών και αγροτών βουλευτών —' δέν "εισάγει", δέν προτείνει νά "εισάγει" καΐ δέν πρέπει νά εισάγει καμιά μεταρύθμιση πού νά μήν είναι απόλυτα ώριμη καΐ στήν οικονομική πραγματικότητα καΐ στή συνείδηση της συντριπτικής
218
πλειοψηφίας του λαοϋ. 'Όοο μικρότερη είναι ή οργανωτική εμπειρία του ρώσικου λαου, τόσο πιο αποφασιστικά χρειάζεται να προχωρούμε στην οργανωτική οικοδόμηση μέσα από τ ο ν ι δ ιο τ ο λ α ό». Τα προβλήματα πού πηγάζουν από δώ θα άξιζαν τό καθένα κι από ενα κεφάλαιο, ά ^ ά δ αναγνώστης θα πρέπει νά προσπαθήσει νά τά διαισθανθεί από μόνος του. Αυτό πού ονομάσαμε τό π·ρόβλη·μα τ η ς συναίνεσης είναι, ταυτόχρονα, τό — τόσο χαρακτηριστικό και βασικό του λενινισμου — ζήτημα της προσοχής πού δόθηκε ·στό πρόβλη.μα των αγροτών καΐ της σύνδεσης, γενικά, μέ τούς μικροαστούς. («Ή Ρο>σία — εγραφε δ Λένιν τό '17 —• είναι ·μιά χώρα ιιικροαστών. Ή συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ανήκει σ' αύτή τήν τάξη») . 'Όπως είναι επίσης τό πρόβλημα των εθνοτήτων, άλλα καΙ εκείνο των 'μαζών του άποικιακου •κόσμου. "Οπο^ς, τελικά, είναι καΐ τό πρόβλημα (σπουδαιότερο απ' δλα, τό οποίο δμ^ως, σήμερα, συνειδητοποιείται καθαρά) της αναγκαιότητας νά 'δομείται και να διαρθρώνεται ή ταξική πάλη σαν π ο λ ι τ ι κ ή πάλη, δηλαδή πάλη πού, στό βαθμό πού ξεπερνά τα δρια του καθαρού έργατικισμου, δέν μπορεί νά μή λογαριαστεί, αναγκαστικά, και μέ τό ζήτημα των συμμαχιών, σύμφωνα, αλλιοστε, καΐ μέ δσα ελεγε δ Μαρξ ήδη από τό 1844: δηλαδή, πώς άν καΐ ή σοσιαλιστική επανάσταση είναι «μια πολιτική έπανάσταση μέ κοινωνική ψυχή», ώστόσο δέν της φτάνει ή ψυχή ή τό κοινωνικό περιεχόμενο αλλά χρειάζεται επίσης πολιτική μορφή, γιατί «ή επανάσταση γενιχα είναι πολιτ ι κ ή πράξη» κα! «χωρίς έπανάσταση δ σοσιαλισμός δέν μπορεί νά πραγματοποιηθεί». Αύτή ή προσοχή στήν κατάκτηση της συναίνεσης των μαζών, και από τήν αλλη πλευρά, τό αντικειμενικό ξέκομμα πού κρατούσε, κατά κάποιο τρόπο,, τό σοσιαλιστικό πρόγραμμα «κρεμασμένο στόν αέρα» οσον άφορα τά πλατιά καθυστερημένα στρώματα της ρώσι'κης κοινωνίας, εξηγεί τα ζικ-ζακ καΐ τά συνεχή διορθώματα της λενινιστικής πολιτικής κα! τό πώς αύτή, τελικά, πάντοτε κινήθηκε ανάμεσα στήν ένταση δυό άντιθετικών απαιτήσεων: της πρώτης πού, επιβάλλοντας τή σ υ μ μ ε τ ο χ ή στή ρώσικη κατάσταση, επέβαλλε δχι μόνο τό διαφορισμό των αυστηρά σοσιαλιστικών στόχο)ν άλλα επίσης και τό νά παραμείνει στό μεταξύ σαν υποκείμενο και θεματοφύλακάς τους μόνο τό κόμμα. Τής δεύτερης πού, βλέποντας αντίθετα στή Ρωσία μόνο τό σημείο εκκίνησης καΐ τήν προσωρινή πίστα τής ευρωπαϊκής ή παγ-κόσμιας επανάστασης, προηγούνταν τής ύπάρχουσας κατάστασης πραγμάτο,)ν, για νά διαγράψει ?χι μόνο τήν προοπτική τής μετάβασης στό σοσιαλισμό, άλ-
219
λα κυριολεκτικά τή μετάβαση στήν κομμουνιστική κοινωνία, μέ τήν πλήρη έννοια της λέξης. Άπδ δω, ή δρμή και ή ιδεατή προοπτική του «Κράτος καΐ επανάσταση» — γραφτού «ούτοπικοΰ» άν ληφθεί υπόψη ή στιγμή καΙ δ τόπος πού συντάχτηκε άλλά, άπδ τήν αλλη μεριά, απαραίτητου καταστατικού τών στόχων και τών σκοπών "κάθε αύθεντικής σοσιαλιστικής επανάστασης* καΙ άπδ εδώ επίσης — αντίθετα — οΐ αμηχανίες, οι αμφιβολίες, οι δεύτερες σκέψεις — τήν Ι'δια σχεδδν στιγμή πού ξετυλιγόταν ή επανάσταση του Όκτώβρη — γύρω άπδ τή φύση καΐ τή σημασία αύτής της έπανάστασης: στιγμή, οπού δχι μόνο άγγίζεται χειροπιαστά ή δραματική σοβαρότητα του μαρξισμού του Λένιν, άλλα πού δ Λένιν διαχωρίζεται άπδ δλους τούς άλλους — άπδ τδ Ζηνόβιεφ, τδν Κάμενεφ, τδ Στάλιν, τδν Μπουχάριν άκόμη και τδν Τρότσκι — γιά νά άναδειχθει, άκριβώς γι' αύτή του τήν αβεβαιότητα, σάν δ πιδ ·συνειδητδς πρωταγωνιστής απ' δλους. Τδν Λύγουστο του 1921, γράφει πώς ή επανάσταση άνάμεσα στδ Νοέμβρη του '17 και τΙς 5 του Γενάρη του '18 ήταν άστικο-δημοκρατική και πώς, μέ τήν έγ-καθίδρυση της προλεταριακής δημ,οκρατίας, άρχιζε απλά δ σοσιαλιστικός σταθμός. Άλλά, ταυτόχρονα, διαφαίνεται %ι ενας άλλος διαχωρισμός σέ περιόδους: δ σοσιαλιστικός σταθμδς θά πετυχαίνονταν μόνο δταν τδ χίνημα της έπιτροπής τών φτωχών θά εφερνε στήν ύπαιθρο τήν ταξική πάλη ενάντια ατούς χουλάκους. Και οι ταλαντεύσεις δέν σταματούν. Δυδ μήνες αργότερα, τδν Όκτώβρη του 1921, φαίνεται νά εμφανίζεται ενας άκόμη νέος χωρισμός σέ περιόδους, στή βάση του οποίου δ άστικο-δημοκρατικδς σταθμδς της επανάστασης δέν θα τέλειωνε παρά μέσα στδ ιδιο τδ 1921, δηλαδή τή στιγμή κατά τήν δποία τότε δ Λένιν εγραφε. Γεγονός είναι πώς, πίσω άπδ δλες αυτές τις ταλαντεύσεις χαΐ στή βάση τους βρισκόταν τδ στοιχείο πού λιγότερο είχε προβλεφτεί, δηλαδή πώς ή αποφασιστική προϋπόθεση, στήν δποία ειχε ύπολογίσει κατά τή στιγμή της κατάληψης της εξουσίας ή ήγετική δμάδα τών «ιπολσεβίκων, και πού θά εφτανε άπδ μόνη της νά έξισοροπήσει δλες τις παραγμένες άπδ τή ρώσικη χαθυστέρηση διαταραχές, άργουσε νά· πραγματοποιηθεΤ. Ή έπανάσταση στή δυτική Εύρώπη δέν είχε γίνει άκόμη ή, καλύτερα, είχε ήδη γίνει, άλλά μέχρι στιγμής, ειχε νικηθεί. Καί, μέσα άπδ διαδοχικά κύματα καθυστερήσεων, δ Λένιν ήταν ύποχρεωμένος νά επαληθεύσει άκόμα μιά φορά αύτά πού ήξερε καλύτερα άπδ δλους καΐ άπδ πάντα: δτι, δηλαδή, οι άπαραίτητες οίχονομικο-κοινωνικές βάσεις γιά τήν πραγματοποίηση τών σκοπών της σοβιετικής εξουσίας στή Ρωσία ελειπαν σχεδόν δλοκληρωτικά και δτι, γι' αύτό, ή δικτατορία του κόμματος ήταν «μετέωρη». Μέ άλλα λόγια, μέ τήν κατάληψη της έξου-
220
σιας, ή παλιά αντίφαση, \ιε την οποία τδ κόιψα επρεπε να λογαριαστεί από τη γέννησή του, ξαναπαρουσιαζόταν γιγαντωμένη: ή Ρωσία, αν και διέθετε το πιο πρ·οχο)ρη·ριένο πολιτικά καθεστώς του κόσμιου, δέν ήταν σέ θέση νά παρουσιάσει άντί·στοιχα ουτε ενα μίνιμουμ. άνάλογης οικονομικής βάσης. Οί δροι της λαμπρής φόρμουλας του ιστορικού ύλισμου, πού αφορούν τΙς σχέσεις μεταξύ βάσης καΐ έποικοδομήματος, ξανατίθονταν, ετσι, στους πιό πιστούς οπαδούς της με μορφή ανεστραμμένη. Και οι μενσεβίκοι, χτυπημένοι και άναδιπλωμένοι στό πεδίο της ιστορικής δράσης, μπορούσαν τώρα νά κραδαίνουν, ενάντια στο Λένιν, τΙς φόρμουλες της θεωρίας. Ή κατάληψη της πολιτικής εξουσίας μέ τήν άπουσία μιας κατάλληλης βάσης, ή δικτατορία του προλεταριάτου σχεδόν χωρίς προλεταριάτο καί, ακόμη περισσότερο, εκφρασμένη από ενα κόμμα στό όποιο τό προλεταριάτο μειοψηφούσε, ή Ιπαναφορα του καπιταλισμού, μέ τή ΝΕΡ (Νέα Οικονομική Πολιτική) , μετά τήν έπανάσταση, ή επικράτηση, τέλος, μιας τεράστιας κρατικής μηχανής γραφεισκρατικοποιημένης, συνέθεταν ενα σύνολο άναντίρητων γεγονότων πού άμφισβητουσαν τή θεωρία και τόν κοινό νου. Ουτε δυό χρόνια μετά τό «Κράτος και έπανάσταση», στό όποιο θεωρητικοποιήθηκε ή «καταστροφή της κρατικής μηχανής», δ Λένιν 'έπρεπε να διαπιστώσει, μέ τή συνηθισμένη του ευθύτητα, δτι οχι μόνο ή μηχανή ήταν ακόμη δρθια, άλλα δτι συχνά βρισκόταν ακόμη στα χέρια του παλιού προσωπικού. «'Έχουμε 'στίς πιό ψηλές σφαίρες τής εξουσίας, δέν ξέρουμε ακριβώς πόσους, άλλα τό λιγότερο καμιά χιλιάδα, τό περισσότερο καμιά δεκάδα χιλιάδες, δικούς μας. ''Ωστόσο, στή βάση τής ιεραρχίας, εκατοντάδες χιλιάδες πρώην λειτουργών, πού κληρονομήσαμε άπό τόν τσάρο και από τήν άστι-κή κοινωνία, εργάζονται, ένμέρει συνειδητά ένμέρε'. ασυνείδητα, εναντίον μας». "Αν προστεθούν σέ δλα αύτά ό Ιμφύλιος πόλεμος μέ τήν ένοπλη επέμβαση των ξένων δυνάμεων, ή εΙκόνα των τεράστιων δυσκολιών μέ τις δποΐες επρεπε να μετρηθεί ή μπολσεβίκικη ήγετι%ή δμάδα θ' άρχίσει νά παίρνει συγκεκριμένη μορφή. Μερικούς μήνες μετά τόν Όχτώβρη, τό κόμμα βρίσκεται επικεφαλής ενός περικυκλωμένου πεδίου, πεινασμένου, προσβλημένου άπό κάθε πλευρά, ώς και άπό τά μέσα. Για νά άντι·σταθει, πρέπει να άνατρέχει δλοένα καΐ περισσότερο στό συγκεντρωτισμό. Οι ιμάζ-ες πού τό ύποστήριξαν κατά τή διάρκεια τής πρώτης φάσης τής επανάστασης, δπισθοχωρουν άποδεκατισμένες καΐ εξαντλημένες. Ένώ τά έργατικά τάγματα άφήνουν τά ερειπωμένα και σχεδόν κατεστραμμένα έργοστάσια γιά νά πυκνώσουν τό μέτωπο. Σ' αύτό τό πλαίσιο, πού δυστυχώς δέν είναι δυνατό παρά να διατρέξεις τόν κίνδυνο να τα βάψεις μαΰρα, ή ρώσικη κοινωνία, ήδη 'βίαια τρανταγμένη άπό τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, φαίνεται
221
σχεδόν voc τρέχει προς τήν καταστροφή της, κάτω άπο τα συνδυασιμένα χτυπήματα του φυσικου άποδεκατίσμου καΐ της βιομηχανικής παράλυσης. 01 επιζώντες πυρήνες τής έργατικής τάξης σκορπάνε στην ύπαιθρο για να γλυτώσουν από τήν πείνα. ΚαΙ ή ιστορία τής ανθρώπινης προόδου, πού πάντοτε προχώρησε ·άπό τήν ύπαιθρο πρός τήν πόλη, φαίνεται να κάνει βίαια μεταβολή στους ίδιους της τους άξονες για να αλλάξει πορεία. Άπό τό 1917 μέχρι τό 1920, δπ(ος πρόσφ,ατα υπενθυμίσαμε, στό ευρωπαϊκό τμήμα τής Ρωσίας ό πληθυσμός των πόλεων μειώνεται κατά 35,2%. Ή Πετρούπολη, π'ού τό 1916 είχε 2.400.000 κατοίκους, τό 1920 εχει μόνο 740.000, χαΐ ή Μόσχα περνά, τήν Γδια περίοδο, από τους 1.900.000 στους 1.120.000. Σ' αυτή τήν κατάσταση στήν οποία ή Ιπαναστατική ένταση εφτασε πια στα ακρ,α των δυνάμεών της, ή ΝΕΡ επέρχεται σαν μια αναπόφευκτη αναδίπλωση. Μετά τόν Όκτώβρη και τΙς φοβερές προσπάθειες του εμφυλίου πολέμου, ή παλιά Ρωσία, πού μέχρι τότε ήταν μόνο ή εμπροσθοφυλακή τής διεθνούς επανάστασης, ρίχνει στή ζυγαριά δλο τό βάρος τής καθυστέρησής της. Μετέωρο μεταξύ μιας κουρασμένης έργατικής τάξης, πού είναι μόνο ή σκιά του παρελθόντος της, και των χωρικών πού επιθυμούσαν να βγάλουν επιτέλους κέρδος άπό τή γή πού ή Ιπανάσταση τούς ειχε δώσει, τό κόμμα βρίσκεται να άντιμετοιπίζει τό καθήκον τής επιβίωσης μιας αναιμικής y^al παραλυμένης κοινωνίας, ολοκληρωτικά απασχολημένης στό νά βρει να φάει, νά ντυθεί, νά ζεσταθεί. Οί μεγάλοι -επαναστατικοί στόχοι παραμερίζονται, τά πολιτικά προγράμματα παραχωρούν τή θέση τους στήν καθημερινή ρουτίνα, ή ανατρεπτική θεωρία στήν παραδοσιακή πρακτική. Καί, άφοΰ ή κατάσταση του έπιβάλλει να είναι παντού παρόν καΐ να έκπληρώνει τις λειτουργίες ενός οργανισμού, δχι μόνο πολιτικού αλλά καΐ διοικητικού, κοινωνικού, οικονομικού, κλπ., τό κόμμα υποχρεώνεται νά αυξάνει, νά εξογκώνει επίφοβα τό μηχανισμό του, άλλά δχι μέ πολιτικούς, ομιλητές καΐ άγκιτάτορες, αλλά μέ διαχειριστές πού ξέρουν νά ελέγχουν, νά διαχειρίζονται, νά ελίσσονται καΐ νά διευθύνουν: οι άνθρωποι πού ή καινούργια κατάσταση απαιτεί. Είναι ή στιγμή του μεγαλύτερου ξεκόμματος ανάμεσα στήν προ^τοπορία w l τήν τάξη πού αυτή θά επρεπε νά αντιπροσωπεύει. ΚαΙ τά Ι'δια τά αποτελέσματα του '17 φαίνονται νά πηγαίνουν οριστικά χαμένα, Μέ τήν ελευθερία του εμπορίου, ή ΝΕΡ εισάγει μέτρα πού επιτρέπουν τήν άποκατάσταση και τήν ·εύημερία επιχειρηματιών, εμπόρων, καπιταλιστών. Καί, ενώ διευκολύνει τούς χωρικούς, άρχίζοντας κυρίως άπό τά μεσαία καΐ πλούσια ·στρώματα, είναι αναγκασμένη νά απογοητεύει δλο και περισσότερο τις προσδοκίες εκείνου του προλεταριάτου πού μέχρι τότε σήκωνε τό μεγαλύ-
222
τερο βάρος της -επανάστασης. Το σημαντικότερο στοιχείο, ωστόσο, πού βρίσκεται στΙς ρίζες της καινούργιας κατάστασης, δπως διαγράφεται ήδη κατά τη διάρκεια της ΝΕΡ, είναι ή οριστική δύση της στριατηγικής, στή βάση της οποίας συντελέστηκε ή επανάσταση του Ό'κτώβρη. Σβύνει και ή τελευταία έλπίδα της έπανάστασης στήν Ευρώπη. Ή αστική τάξη πραγμάτο^ν, πού τρεις φορές στή Γερμανία εφτασε σέ σημείο κατάρευσης, αντιστέκεται. Καί, ενώ ή νίκη της φέρνει ήδη στους κόλπους της το ναζιστικό έμβρυο, συμβάλλει γρήγορα στήν οριστική άπομ.όνωση της ΕΣΣΔ, δπου ενισχύει δλες τΙς τάξεις της μετεπαναστατικής κάμψης κι εμπλοκής. Ή οριστική άνοδος του Στάλιν, πρώτα στίς κορυφές του κόμματος και κατόπι στήν κορυφή των πάντων, συνδέεται :μ' αυτή τήν προοπτική. Ή φιγούρα του αρχίζει νά αναφαίνεται μέ τήν αυξανόμενη γράφειοκρατικοποίηση του κόμιματος -καΙ του Κράτους. Ά λ λα ή γραφειοκρατία, από τή μεριά της, αυξάνεται καΐ επεκτείνεται στή βάση της ακραίας καθυστέρησης της Ρωσίας καΐ της απομόνωσης της. Ή γραφειοκρατία είναι τό προϊόν της κάμψης της επανάστασης πού βρίσκεται στριμωγμένη στα δρι·α μιας οικονομίας της ανεπάρκειας καΙ βασισμένης πάνο) σέ μια άπέραντη μάζα καθυστερημένων χωρικών. Ή στροφή πού συντελείται σ' .αυτά τα χρόνια πού προηγούνται και επ:νται άμεσα του θανάτου του Λένιν, είναι μια στροφή άπό τήν οποία εξαρτήθηκε, κατά ενα 'μεγάλο μέρος, ολόκληρη ή πορεία της ιστορίας του κόσμου από τότε μέχρι τα χρόνια μας. Έ άποτυχία της επανάστασης στή Δύση εκμηδενίζει τή στρατηγική στήν οποία στηρίχτηκε μέχρι εκείνη τή στιγμή ολόκληρη ή μπολσεβίκικη δράση. Ή δυνατότητα να καλυφθεί βαθμιαία τό κενό πού ύπάρχει μεταξύ ρώσικης καθυστέρησης και σοσιαλιστικού προγράμματος, ιμέ τήν ύποστήριξη πού θα ερχόταν στή μπολσεβίκικη εξουσία από τούς βιομηχανικούς καΐ πολιτιστικούς πόρους της σοσιαλιστικής Ευρώπης, χάνεται άπρόοπτα. Καί, σχεδόν αύτόματα, τό κό'μμα βρίσκεται πια χωρίς έδαφος κάτω από τα πόδια. Τό πρώτο αποτέλεσμα αυτής της νέας κατάστασης πραγ;μάτο)ν εινιαι ή πορεία πού παίρνει ή πάλη στο εσωτερικό της ·μπολσεβίκικης ομάδας, μετά τό θάνατο του Λένιν. Ή γρήγορη ήττα στήν οποία καταδικάστηκε ή 'Λντιπολίτευση της αριστεράς δεν είναι ή ήττα του ονείρου καΐ του επαναστατικού ρομαντισμού, είναι ή αντανάκλαση στήν ΕΣΣΔ της αποτυχίας της έπανάστασης στήν Εύρώπη. Είναι αδύνατο, πράγματι, νά υποβιβάσεις τήν πάλη μεταξύ Στάλιν και 'Λντιπολίτευσης σέ μια σειρά συγκρούσεων για τήν έξουσία, στήν πορεία τών οποίων δ βαρύς καΐ αργός Στάλιν προωθείται μέ τήν πανουργία του πάνω σ' εναν αντίπαλο ανώτερο,
223
πού απόδειξε τον '(Κτώβρη του '17 ή κατά τή διάρκεια του έμφυλίου πολέιμου μεγάλες ικανότητες ελιγμού, αλλά πού εγινε άπρόσμενα Εξαιρετικά σίγουρος για τύν εαυτό του, ύπερήφανος, τυφλός καΐ άδέξιος. Οί προϋποθέσεις εκείνης της ήττας πρέπει να άναζητηθοϋν άλλου. Ο'ί σοσιαλδημοκράτες ήγέτες πού δολοφόνησαν τον Ιανουάριο του 1919 τή Ρόζα Λούξεμπουργκ κ·αί τον Κάρλ Λίμπκνεχτ, των οποίων ή απουσία επρεπε να βα,ραίνει τόσο στίς ήττες του '21 καΐ του '23, έβαλαν τήν πρώτη πέτρα στο δρόμο πού Ιφερνε το Στάλιν στήν εξουσία. Τις υπόλοιπες πέτρες τΙς εβαλε, μετά, το αντιδραστικό κύμα πού θα χτυπήσει τήν Ευρώπη και πού θά σηκώσει ψηλά τό Μουσολίνι, τον Πρίμο Ντέ Ριβέρα, τό Χόρθύ καΙ τόσους άλλους. Άπομονο>μένο και άφημένο, πρόσωπο με πρόσωπο με τήν «άσιατική καθυστέρηση» της παλιάς Ρωσίας, το κόμμα ζει "κάτι παραπάνω από μιαν άπλή άλλαγή στρατηγικής: ζει τήν έμπειρία διαμέσου της οποίας τό βάρος μαζί και ή άδράνεια της ρώσικης «ιστορικής κληρονομιάς» ψάχνει τή ρεβάνς της Ινάντια στις δυνάμεις της άλλαγής καΙ της επαναστατικής τομής. Ή επανεμφάνιση των χαρακτηριστικών της παλιάς τάξης πραγμάτων δέν εκδηλώνεται μόνο με τή μορφή της έπανεγκαθίδρυσης μιας προηγούμενης θεσμικής καΐ ιδεολογικής τάξης, άλλα — δπως τονίστηκε άπό τόν Ε. Κάρ — καΐ με τή μορφή μιας ε θ ν ι · κ ή ς παλινόρθ ω σ η ς . Οί ήττημένες κοινωνικές δυνάμεις πού τώρα ξαναεμφανίζονται για νά πραγματοποιήσουν τό 'συμβιβασμό τους μέ τή νέα έπαναστατική τάξη πραγμάτων καΐ νά τής αλλάξουν τήν πορεία χοιρίς να τό καταλάβει, είναι επίσης και εθνικές δυνάμεις πού επιβεβαιώνουν τήν εγκυρότητα μιας γηγενούς παράδοσης ενάντια στήν εξάρτηση άπό ξένες έπιροές. Ή υπόθεση τής Ρωσίας καΐ ή ύπόθεση του μπολσεβικισμού αρχίζουν τώρα νά ενώνονται σέ ενα σύνολο μοναδικό .καΐ άδιαφοροποίητο: αληθινά νόθο άμάγαλμα, δπου οι παλιές σλαβόφιλες και άντιδιαφωτιστικές τάσεις δέν χάνουν τήν ευκαιρία νά ζήσουν μιαν απρόσμενη γι' αυτές καινούργια Ιποχή. Είναι ενα βήμα πρός- τά πίσω σέ σχέση μέ τις άρχές. Και δ κομμουνισμός —• πού μπήκε στή Ρωσία μέ τό πρόγραμμα τής δυτιννοποίησης (βιομηχανία, έπιστήμη, σύγχρονη εργατική τάξη, κριτικό και πειραματικό τρόπο ζωής) , εκείνο τό πρόγραμμα πού δ Λένιν θα συμπύκνωνε στή φόρμουλα «εξηλεκτρισμός + σοβιέτ», στό οποίο κλείνεται τό κάθε τΙ πού εχει νά πει ό μαρξισμός στό σύγχρονο κόσμο — άρχίζει νά διαποτίζεται άπό τους 'διεφθαρμένους χυμούς τής αυταρχικής μεγαλο-ρωσικής νοοτροπίας. «Άφήνοντάς μας, δ σύντροφος Λένιν μας πρόσταξε νά %ρο(.τΎΐ' σουμε ψηλά και νά διατηρήσουμε άγνό τό μεγάλο τίτλο του μέλους
224
του κ6[]ΐματος. Σου ορκιζόμαστε, σύντροφ£ Λένχν, πώς θα έκτελέσουμε ,μέ τιιχή αύτή σου τήν προσταγή!... Άφήνοντάς ιμιας, δ σύντροφος Λένχν μας πρόσταξε να προφυλάξουμε, σαν τήν κόρη των ματιών μας, τήν ενότητα του -κόμματός μας. Σου ορκιζόμαστε, σύντροφε Λένιν, πώς θα εκτελέσουμε με τιμή καΐ αυτή σου τήν προσταγή! . . Είναι μερικές φράσεις άπο τον περίφημο λόγο του Στάλιν στά X I Συνέδριο των σοβιέτ,. στις 26 Γενάρη του 1924. Μια άβυσσος αιώνων — άνάμεσα στους οποίους στέκονται δ Γαλιλαίος, δ Νεύτωνας, δ Βολταιρος καΙ δ Εάντ — χωρίζει αυτή τή γλώσσα %αΙ αύτή τή νοοτροπία, από έκείνη του Μαρξ καΐ του Λένιν. Ό τόνος αύτου του «δρκου», πού είναι παραγεμισμένος μέ θρησκευτικές λιτανείες καΙ στον οποίΟ' δ Στάλιν παρουσιάζεται σαν δ επΙ γης τοποτηρητής καΐ Ικτελεστής της διαθήκης του άποδημήσαντος θεου, επιτρέπει νά καταλάβουμε, καλύτερα άπδ δποιαδήποτε μακρυγορία, τήν αλληλεγγύη πού διαγράφεται ανάμεσα στδ Στάλιν καΐ τδ γραφειο'κρατικό του μηχανισμό, άπδ τή μια μεριά (ενα μηχανισμό δπου πολλαπλασιάζονται οι σκοτεινοί λειτουργοί, ξένοι στήν ιστορία του μπολσεβικισμου καΐ στήν ϊδια τήν επανάσταση: Ποσκρέβιτσεφ, Σμίττεν, "Ετζωφ, Ποσπέλωφ, Μπάουμαν, Μέχλις, Ούρίτσκι, Βάργκα, Μαλένκωφ, κλπ.) , καΐ άπό τήν άλλη, ή μάζα ενός κόμματος πού ή «κλάση Λένιν», οι εκκαθαρίσεις πού αναπτύσσονται %αΙ πού σέ λίγο θά άναπτυχθουν ακόμη περισσότερο, ή μαζική εισβολή των μενσεβίκων m l των ερείπιων του παλιού καθεστώτος, %αθ·ιστουν ολοένα καΐ περισσότερο σβυσμένο καΐ σκιώδες σώμα, αποτελούμενο, κατά το μεγαλύτερο μέρος ήδη, ή άπό έκτελεστές «Αφοσιωμένους στόν αρχηγό» ή, κυριολεκτικά, άπό άναλφάβητους πολιτικούς. Είναι σημαντικό να άποτυπώσουμε καλά στδ μυαλό δλη αυτή τήν κατάσταση, για να καταλάβουμε τι άκριβώς σημαίνει ή ση* μαία κάτω άπό τήν δποία νικάει δ Στάλιν, ή σημαία του «σοσιαλισμού σέ μια μόνη χώρα». Λυτή ή σημαία, πράγματι, δε σημαίνει (δπως τό θέλει δ θρύλος) δτι δ Στάλιν στάθη"κε δ μόνος, μέσα σέ μιαν ηγετική ομάδα σαστισμένη καΐ συγχυσμένη, πού είχε τή δύναμη να ύποδείξει μια 'διέξοδο, στίς συνθήκες Απομόνωσης πού βρέθηκε ή ΕΣΣΔ μετά τήν ήττα της έπανάστασης στή Δύση. Δέν ύπάρχει ενα πρόγραμμα ή μια πολιτική στρατηγική (άν είναι αύτδ πού εννοείται μέ τόν δρο «διέξοδος») πού να φέρνει άχριβώς τό 8νομα του Στάλιν. Οί ιδέες, γι' αυτόν, στάθηκαν πάντοτε άπλα μέσα ή, για να ειπωθεί καλύτερα, μόνο προφάσεις. Ό Ζηνόβιεφ καΐ δ Κάμενεφ τόν εφοδίασαν μέ τα θέματα της άντιτροτσκιστικής πάλης. Οί θέσεις του Μπουχάριν για τό «σοσιαλισμό μέ βήμα σαλιγκαριοΰ» του χρησίμευσαν σα βάση για τό «σοσιαλισμό σέ μια μόνη χώρα» %αΙ γιά τήν πάλη ενάντια στήν ένοποιημένη ^Αντιπολίτευση.
10
225
To πρόγρ'οομ'μα, τέλος, της εκβιομηχάνισης, επεξεργασμένο άπδ την 'Αντιπολίτευση, του χρησίμευε σαν πλατφόρμα για να χτυπήσει τό Μπουχάριν, -άφου δμως ή "Αντιπολίτευση ειχε ήδη διωχτεί από το κόμμα. Αυτό πού συνθέτει τόν ιδιαίτερο τόνο του Στάλιν καί, αν είναι αυτό πού περιμένει 'κανένας να μας ακούσει να λέμε, επίσης τό στοιχείο, βέβαια, του μεγαλείου του (ενα στοιχείο πού τόν ?κανε να εγερθεί, δπιος τα τό'θελε δ Χέγκελ, στό ρόλο «παγκοσμιο-ιστορικου» ατόμου) ήταν ή ικανότητα του να ερμηνεύσει την απομόνωση στην οποία υποχρέωνε τή Ρωσι'α (και πού, από την επαναστατική μαρξιστική οπτική γωνιά, δεν μπορούσε να μή διαγράφεται σαν αρνητικό γεγονός, πού θάπρεπε να ξεπεραστεί αμέσως μόλις ήταν δυνατό) , σαν μια εύτυχή εύκαιρία, από τήν οπτική γωνιά της Ρωσίας και του κρατικού πεπρωμένου της. Αύτό δεν σημαίνει πώς, ήδη από τό '25 ή τό '26, θα πρέπει νά μιλάμε για σοιβινισμό ή και μόνο για εθνικισμό με τή συνηθισμένη σημασία της λέξης. Πρόκειται για κάτι πιό περίπλοκο. Πρόκειται, δπως με οξύνεια τόνισε ό Κάρ, για ενα αίσθημα υπερηφάνειας για τό γεγονός δτι, τελικά, ή ρώσικη επανάσταση πέτυχε: ενα α'ί(ίθημα ύπερηφάνειας για τό γεγονός δτι ή έπανάσταση ήταν μια ρώσικη κατάκτηση, για τό γεγονός δτι ή Ρωσία εφτασε πρώτη σ' ενα πεδίο, δπου άλλες χώρες, πού λεγόντουσαν πιό προοδευμένες, είχαν αποτύχει. Για δποιον δο-κίμαζε αύτή τήν καινούργια «έθνικιστικο-επαναστατική» ύπερηφάνεια, ήταν απέραντη χαρά να ακούει νά τόν διαβεβαιώνουν πώς ή Ρωσία θά ήταν οδηγός γιά τόν κόσμο οχι μόνο επειδή πραγματοποιεί τήν έπανάσταση, άλλα καΐ επειδή οικοδομεί μια νέα οικονομία. Και ακριβώς στήν ικανότητα, σχεδόν ενστικτώδη, νά γίνει ερμηνευτής αυτής της «δύναμης» — νατουραλιστικής καΐ σκοτεινής, δπως τό κάθε τι πού κινείται μέσα στό βόρβορο του λεγόμενου «πνεύματος των λαών» — βρίσκεται τό στοιχείο με τό δποχο δ Στάλιν εχτισε και στέριωσε τήν εξουσία του. Ή θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα» ήταν πρίν άπ' δλα αυτό: μια διακήρυξη ανεξαρτησίας από τή Δύση, μιά διακήρυξη στήν δποία επανηχοϋσε κάτι από τήν παλιά σλαβόφιλη ρώσικη παράδοση. Δέν ήταν μιά οικονομική ανάλυση ή ενα πρόγραμμα, μια πολιτική στρατηγική μακρόπνοη. Ή διανοητική ποιότητα του Στάλιν ήταν απόλυτα ανεπαρκής γιά κάτι τέτιο. 'Ανεπαρκής ή δική του άλλα και κείνη των οργάνων του: οι Μολότωφ, οι Καγκάνοβιτς, οι Όρντζονίκιτζε, οί Κύρωφ, οι Γιαροσλάβσκι, οι Γιάγκοντα καί, αργότερα, οι Μπέρια, οι Ζντάνωφ κλπ. ~Ηταν περισσότερο — εκείνη ή διακήρυξη — κάτι τό τελείως αλλιώτικο: -κάτι γιά τό όποιο ή ύφηλή μαρξιστική διανοητική άνάπτυξη καΙ ή βαθιά διεθνής μόρφωση καθιστούσαν απόλυτα άκατάλληλους δλους τούς με-
226
γαλύτερους μπολσεβίκους ήγέτες. ^Ηταν, με .μιά λέξη, ·|ΐιά διακήρυξη πίστης στίς ικανότητες καΙ στα πεπρω^μένα του ρώσικου λαοΰ. Συιμπέφτουν 'έδώ — για να ξαναγυρίσουμε στην εκτίμηση του Κάρ, την τόσο ευνοϊχή από πολλές απόψεις για το Στάλιν — δ υ ό χαρακτηριστικά ·στοιχ·ει,α της προσωπικότητας του, πού του έπέτρεψαν να έ-κφράσει και να αντιπροσωπεύσει μια τάση πού υπήρχε μέσα στα ι'δια τα πράγματα, στα χρόνια πού αμεσα ακολουθούν τό θάνατο του Λένιν: δηλαδή, από τή μια μεριά, «μια αντίδραση ένάντι-α στο κατεξοχήν "ευρωπαϊκό" μοντέλο με τό όποιο μέχρι τότε όδηγήθηκε και προβλήθηκε ή ^επανάσταση», πράγμα πού 'ευνοούσε «μια συνειδητή ή ασυνείδητη επιστροφή στίς ρώσικες έθνικές παραδόσεις»· καί, από τήν άλλη, μια 'εγκατάλειψη των διανοητικών καΙ θεωρητικών τοποθετήσεων, ισχυρά άναπτυγμένων κατά τή διάρκ'εια όλόκληιρου του χρονικού διαστήματος πού ό Λένιν βρισκόταν επικεφαλής της μπολσεβί-κικης πολιτικής, κι αυτό για «μια άποφιασιστική έπανεκτίμηση των πρακτικών και εμπειρικών καθηκόντων της διοίκησης». Ό υιοναδικός ανάμεσα σέ δλους τούς μπολσεβίκους ήγέτες πού δέν ειχε ποτέ ζήσει στήν Ευρώπη ούτε ποτέ ειχε διαβάσει ή μιλήσει καμιά δυτική γλώσσα, δ Στάλιν, άντιπροσωπεύ'ει, άπ' αυτή τήν άποψη, μέ τήν άνοδό του, ε να φαινόμενο πού ξεπερνά κατά πολύ τό πρόσο)πό του: τή διαδοχή ή άντικατάσταση — θέλουμε νά πούμε — πού συντελείται στο ήγετικό πλαίσιο του κόμματος, μετά τό θάνατο του Λένιν, μιας ολόκληρης πολιτι·κής «τάξης», σέ συνδυασμό μέ τήν υιοθέτηση του «σοσιαλισμού σέ μιά μόνη χώρα». Τρότσκι, Ράντεκ, Ρακόοσκι, Πρεομπραζένσκι, Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Πιατάκωφ, Μπουχάριν, κλπ., βγαίνουν, σιγά-σιγά, από τήν πολιτική σκηνή για νά παραχωρήσουν τό βήμα α ενα ,ριζικά διαφορετικό πολιτικά προσωπικό, στο όποιο τό πρώτο πράγμα πού χτυπάει στο μάτι είναι μιά σχέση ούσιαστικής αδιαφορίας προς τό θεωρητικά μαρξισμό και μιά καθαρά «διοικητική» στάση απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της ανάλυσης καΐ της πολιτικής στρατηγικής. Ό Μολότωφ, δ Κίρωφ, δ Καγκάνοβιτς, ό Βοροσίλωφ, δ Κιούμπιτσεφ, κλπ., πού είναι οί άνθρωποι πού βρίσκονται πιό κοντά στο Στάλιν από δώ και πέρα, είναι οπο)ς και κείνος εντελώς στερημένοι από δυτικές έπιρΟ'ές και άπό οποιαδήποτε διεθνιστική προβολή. «'Όλοι οι μπολσεβίκοι ήγέτες τής πρώτης γενιάς, εκτός >άπό "τό Στάλιν, ήταν κατά κάποιο τρόπο κληρονόμοι κιαΐ προϊόντα τής ρώσικης ιντελιγκέντσιας και δέχονταν πλήρως τΙς προτάσεις του δυτικού ρασιοναλισμού του 19ου αιώνα. Μόνο δ Στάλιν διαμορφώθηκε μέ μιαν εκπαιδευτική και πολιτιστική παράδοση πού οχι μόνο ήταν αδιάφορη στούς τρόπους ζιοής και στή σκέψη τής Δύσης, άλλα καΐ τούς άπέκρουε άποφασιστικά. Στό μαρξισμό των παλιότε-
227
ρων μπολσεβίκων υπήρχε μια ασυνείδητη άφομοιωση των δυτικών πολιτιστικών θεμελίων άπο τα δποΐα πήγασε αρχικά ο ·μαρξ,ι·σμός. Οι βασιν-ές αρχές του διαφωτισμού ποτέ δέν μπήκαν σέ αμφισβήτηση και βασίστηκαν πάντοτε σέ προϋποθέσεις και τεκμήρια όρθολογικά. Ό 'μαρξισμός του Στάλιν, άντίστροφα, μπολιάστηκε πάνω σέ μια παράδοση ολοκληροιτικα ξένη πρός αυτόν καΙ πηρε περισσότερο τό χαρακτήρα μιας φοριμαλιστικής πίστης παρά |χιας 'διανοητικής πεποίθησης» (Κάρ) . Ό ερχομός αυτής τήν νέας πολιτικής σχολής, για τήν δποία στήν %αλύτερη περίπτωση ιμπορει να ειπωθεί πώς έξέφραζε ιμια συνείδηση «σοσιαλιστική έθνική» περισσότερο παρά διεθνή, εξηγεί τόν καινούργιο προορισμό πού δ Στάλιν καταντάει να έπιβάλει στήν Τρίτη Διεθνή — «αύτήν πού ο Γδιος σύντομα θά εφτανε να δνο-μάσει «τό μαγαζί». Στα χρόνια πού ή Κομιντέρν ήταν ακόμη ενας ζωντανός οργανισμός %αι υποχρέωνε σέ μια πυρετώδη καΙ παθιασμένη δραστηριότητα Λένιν, Τρότσκι και Ζηνόβιεφ, αυτός δέν έδειξε κανένα ενδιαφέρον γι' αυτήν. "Αρχισε να άσχολεΐται μόνο μετά τό "24, δταν ή Διεθνής ειχε πάψει καθαρά να είναι ενα όργανο στήν υπηρεσία τής παγκόσμιας επανάστασης και είχε καταντήσει μια γραφειοκρατική μηχανή και ενα πλαίσιο ελιγμών για να διευκολύνει τήν πολιτική τής σοβιετικής Ρωσίας ή, καλύτερα, τα ιδιαιτέρα προσωπικά του σχέδια. Ή έγκατάλειψη τής διεθνιστικής προοπτικής έγινε, από κεΤ και πέρα, τέλεια. ΚαΙ ενώ, στό χώρο έκείνης τής προοπτικής και κείνης τής σκοπιμότητας, ύπεισέρχονταν οι απροκάλυπτοι διπλωματικοί ελιγμοί μέ τα διάφορα καπιταλιστικά κράτη, ολοκληρωνόταν οριστικά ή πλήρης ύποταγή του παγκόσμιου έργατικου -κινήματος και δλων τών κομμουνιστικών κο'μμάτων στα συμφέροντα του σοβιετικού Κράτους: ένός Κράτους άπέναντι στό δποΐο δ Στάλιν δχι μόνο απόδειξε πώς είναι δ πιό «ρώσος» μεταξύ τών ήγετών τής παλιάς μπολσεβίκικης γενιάς, άλλα στό δποΤο ύπόταξε και λύγισε μέ τή βία δλες τις 31λλες έθνότητες (αρχίζοντας από τήν Γδια του τή γενέτειρα Γεωργία), πού περικλείνονταν στα σύνορα τής πρώην τσαρικής αύτοκρατορίας. 'Ανώφελο να μείνουμε αλλο 'σ' αυτές τις δψεις, πού ή παραπέρα πορεία τών πραγμάτων τΙς έκανε μέ τό παραπάνω σαφείς καΐ εμφανείς. Ή ύποτέλεια και δ εκφυλισμός τής κοιμμουνιστικής Διεθνούς είναι γραμμένα στό μέτωπο τών μέτριων γραφειοκρατών πού αύτή προοδευτικά επιλέγει κατά τή διάρ-κεια του αφανισμού τών ήγετικών ομάδων τών διαφόρων έθνικών τομέων καΐ πού, μεταπολεμικά, θα εμφανιστούν, στα κράτη. δορυφόρους, επικεφαλής τών έτσι λεγόμενων «λαϊκών 'δημοκρατιών»: οι Μπιέρουτ, οι Ράκοζι, οι "Αννες Πάου^κερ και οι Γκεόργκιου Ντέι, οί Γκότβαλντ, οι Νοβότνι, οΐ Οΰλμπριχτ, κλπ. — πρόσωπα πού ή λαϊκή απέχθεια καταδίω-
228
ξε συχνά μέχρί καΐ μετά τον τάφο ^αΐ πού, κι δταν ζουν, δέν μπορούν μερικές φορές να πατήσουν το πόδι τους στα Γδια τους τα χωριά. Ή σωβινιστική και μεγαλο-ρώσικη διαφθορά άποτέθηκε, άντίθετα, για να μή μιλήσουμε για τα υπόλοιπα, στο σύμφωνο πού κλείστηκε άπο το Στάλιν μέ το Χίτλερ, καΙ μέ την ευκαιρία του οποίου πρέπει να πούμε πώς, ά-κόμα κι αν ή διακήρυξη μή-έπί'θεσης ήταν μιά κατάσταση ανάγκης γιά την ΕΣΣΔ, δέν ήταν το ιδιο, σίγουρα, τό «σύμφωνο φιλίας» πού περιείχε τούς μυστικούς δρους μέ τους δποίους ή Σοβιετική "Ενωση αποκτάει —^ καΙ διατηρεί μετά τόν πόλεμο — τΙς βαλτρ/ές δημοκρατίες (Λεττονία, Λιθουανία, Εσθονία) , ενα μεγάλο μέρος από τήν Πολωνία και τή Βεσαραβία: μια πραγματικά άλη'θινή άνταπάντηση, σέ διάστημα μικρότερο από τριάντα χρόνια, στο γραφτό του Λένιν για τό δικαίωμα των λαών για αύτοδιάθεση καΐ πρώτο παράδειγμα μιας «σοσιαλιστικής πολιτικής» στήν υπηρεσία της εξάπλωσης καΙ τών εδαφικών προσαρτήσεων ενός Κράτους. Τό νόημα, αλλο^στε, τής νοοτροπίας καΐ τών πολιτικών σκοπιμοτήτο3ν, μέ τις όποιες δ Στάλιν βασίλεψε πάνω σ' αυτήν πού θα επρεπε να είναι ή «'Έν.ωση τών Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών», καλύπτει πράξεις καΐ σημεία πού, ακόμη καΙ δταν φαίνονται δευτερεύοντα, δέν παραλείπουν να είναι εύγλωττα. Τό 1944, διαλύει τήν Κομιντέρν σαν ενέχυρο καΐ εγγύηση προς τήν 'Αμερική καΐ τήν 'Λγγλία. Τήν Γδια εκείνη χρονιά, αντικαθιστά τό τραγούδι τής Διεθνούς μέ ενα νέο έ θ ν ι κ ό υμνο, τό κείμενο του οποίου υμνεί τή δόξα και τή μεγαλοσύνη του ίδιου. Τό Μάρτη του 1946, ξαναβαφτίζει τό Συμβούλιο τών επιτρόπων του λαου σέ Συμβούλιο τών υπουργών, τίτλο πού στό Λένιν προκαλούσε ναυτία. ΣτΙς 25 Φλεβάρη του 1947, αλλάζει τό δνομα τής «Κόκκινης Στρατιάς τών εργατών και τών αγροτών» σέ «'Ένοπλες Δυνάμεις τής ΕΣΣΔ». Στό Ι Θ ' Συνέδριο του κόμματος, καταργεί τήν άναφορα «μπολσεβίκικο» πού συνόδευε μέχρι τότε τό δνομα. «Λυτός ·ένδιαφερόταν τόσο πολύ να ·σπάσει κάθε δεσμό, ακόμη καΙ τυπικό, πού επανασύνδεε τή μεταπολεμική ΕΣΣΔ μέ τήν επανάσταση του Όκτώβρη πού, στό λόγο του στις 9 Φλεβάρη του 1946, μιλώντας για τους "χωρίς κόμμα'' και τούς "στρατευμένους στό -κόμμα" δηλώνει: ' Ή μόνη διαφορά μεταξύ τους συνίσταται σ' αυτό: δτι οι μέν είναι μέλη του κόμματος καΐ οι άλλοι δχι. 'Λλλα αυτή είναι μόνο μια τυπική διαφορά'» (Ζαν-Ζακ Μαρί) . Είναι μια πράξη πού επικυρώνει τυπικά τό θάνατο του κόμματος σαν τέτιου. 'Λπό πολύν καιρό, τό κόμμα είναι ήδη μόνο Ινα από τα τόσα όργανα τά όποια διαθέτει ή απόλυτη εξουσία του, μαζί και παράλληλα μέ τΙς διάφορες μυστικές άστυνομίες. 'Ένα στρώμα — συμπαγές καΐ σκληρό σα σί-δερο —- λειτουργών, άστυφυλά-
229
κο}ν, χαφιέδων, λιβανιστάδων χαΐ γραφειοκρατών, σκεπάζει καΐ συνθλίβει κάτω άπο το βάρος του τήν -κοινωνία καΐ δλόκληρη τη χώρα. «Για να τους κολακέψει, ό Στάλιν ξεχωρίζει τους 'μικρούς από τους μεγάλους γραφειοκράτες, πάνω στους όποιους στηρίζει τήν εξουσία του»: στις 28 Μάη του 1943 τό προσωπικό του υπουργείου Εξωτερικών βλέπει να του αποδίδονται βαθμοί «οι όποιοι συνοδεύονται μέ έπωμίδες κιατασκευασμένες από σειρήτι κεντημένο μέ ασημένιο νημα και φέρνουν 'επίχρυσα διαζώματα πού άναπαρασταίνουν διασταυρωμένους φοίνικες». Διακριτικά καΙ στολές ιερια,ρχουν τήν κομψότητα δλων τών υψηλών λειτουργών. Μέ τή σειρά τους, για να ανταποδώσουν τα δείγματα της εύνοιάς του, δ ατέλειωτος δχλος μικρών καΙ μεγάλων υπαλλήλων, άκαδημαϊ-κών, ψευτοεπιστημόνων, μυωπικών βάρδων του καθεστώτος, βγάζουν μέ τή μορφή στίχων ή «έπιστημονικών άπομνημονευμάτων» αυτό πού δ Τάκιτος όνόμαζε άπλα — mere in servitium. «I.B. Στάλιν καΐ ή Γλωσσολογία», «Ι.Β. Στάλιν και ή Χημεία», «Ι.Β. Στάλιν καΐ ή Φυσική», καΐ δέ συμμαζεύεται. Ή «Πράβδα», πού άλλοτε είχε φιλοξενήσει την κοφτερή καΐ σαρκαστική πρόζα του Λένιν, τραγουδά τώρα τό νάνι-νάνι στίς μάζες μέ ποιήματα όπως αυτό: «Έσύ, ώ Στάλιν, μεγάλε αρχηγέ τών λαών,/ Έσύ, πού έκανες να γεννηθεί δ άνθρωπος,/ Έσύ, πού γονιμοποιείς τή γη,/ Έσύ, πού κάνεις τή λύρα να τραγουδά. . ./ Έσύ είσαι τό λουλούδι της "Ανοιξης μου, ένας ήλιος πού αντανακλάται από χιλιάδες ανθρώπινες καρδιές. . .». Ή αλλαγή, άλλωστε, πού συντελέστηκε στή Ρωσία, κατά τό πέρασμα άπό τήν εποχή του Λένιν σέ κείνη του Στάλιν, αποδείχτηκε κατά τρόπο άδιαμφισβήτητο άπό τΙς «δυνάμεις» καΐ τΙς «αξίες» στίς δπΟ'ΐες ή έξουσία κάνει έκκληση κατά τή διάρκεια του Β ' παγκοσμίου πολέμου. Οί πνευματικές δυνάμεις της χώρας δεν κινητοποιούνται στο δνομα της άμυνας του κομμουνισμού, άλλα του «ρώσικου πατριωτισμού». Στις 7 Νοέμβρη του 1941, τή στιγμή πού οι ναζιστικές στρατιές πιέζουν τή Μόσχα, μιλώντας άπό τήν Κόκκινη Πλατεία, δ Στάλιν κάνει έκκληση στους ιδρυτές της «ρώσικης πατρίδας» και στους μεγάλους τσαρικούς στρατηγούς: «"Λς σας 'εμπνέει σ' αυτό τόν πόλεμο τό ένδοξο παράδειγμα τών προγόνων μας, 'Αλεξάντερ Νέφσκι, Ντιμίτρι Ντουσκόι, Κούζμα Μίνιν, Ντιμίτρι Πογιάρσκι, Αλεξάντερ Σουβόρωφ, Μιχαήλ Κουτούζωφ!». Τόν Όκτο>βρη του 1942, καταργεί τό σώμα τών πολιτικών επιτρόπων του Κόκκινου Στράτου καί, μετά άπό καμιά'βδομάδα, δημιουργεί μόνο για τους άξιωματικούς τις τάξεις Σουβόρωφ, Κουτούζωφ καΐ 'Αλεξάντερ Νέφσκι. «Στις αρχές του 1943, ύπαγο-ρεύει έναν κανονισμό πού δρίζει τα προνόμια της κάστας τών αξιωματικών •καΐ έπαναφέρει δρισμένα στοιχεία της τσαρικής εθιμοτυπίας. Γιά τούς ούκρανούς, δημιουργεί τήν τάξη του Μπογντάν-Χμελνίτσκι,
230
άπό το δνοιμα του άρχαιου άτα'μάνου, ούκρανοΰ άρχισυμ-μορίτη, έξ€ΐδικευμ£νο·υ στά άντι-εβραΐν-ά πογχρομ» (Ζαν-Ζαχ Μαρί) . Ή νέα έθνχκή ενωσγ] έπισφιραγίστηχε, τέλος, άπό τήν προσέγγιση της ρώσικης ορθόδοξης εκκλησίας. Ό Στάλιν έπιτρέπει τη στέψη του πατριάρχη της Μόσχας, επιτρέπει την επανασύσταση της Ίερας Συνόδου, δέχεται τους τρεις μητροπολίτες της ρώσικης εκκλησίας, Σέργιο, Αλέξιο και Νικόλαο πού χαιρετίζουν «τον Πατέρα δλων ήμών, Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς». Ό Β ' παγκόσμιος πόλεμος θα περάσει από δώ και στό έξης, στή Ρωσία, -κάτω άπό τήν επίσημη ονομασία «μεγάλος πατριωτικός πόλεμος». Και μ/ αύτό τό όνομα θα τελειώσει. Τήν ημέρα της συνθηκολόγησης της Ί,απο^νι'ας, δ Στάλιν απευθύνει ενα μήνυιμα στό σοβιετικό λαό: «Περιμέναμε ε δ ώ κ α Ι σ α ρ ά ν τ α χρόνια αυτή τήν ή^μέρα. . .». Πρόκειται, καθαρά, για τή ρεβάνς στήν τσαρική ήττα στό ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο, ήττα πού εφερε τήν 'επανάσταση του 1905 και πού ολοι οι ·έπαναστάτες χαιρέτησαν τότε σαν -μια νίκη. Τό πολιτικό παρελθόν της σταλινικής ΕΣΣΔ δέν είναι πιά, λοιπόν, τό πολιτικό παρελθόν του μπολσεβικισμου, άλλα τό παρελθόν της τσαρικής Ρωσίας. Τό νόημα δλου αυτού του μ,έρους του έργου του Στάλιν εχει τήν επισφράγιση του στό κλίμα μέσα στό οποίο — ^έ ενα τρόπο πού μέχρι τώρα είναι τυλιγμένος στό ιμυστήριο --- αυτός ύπέκυψε τό 1953. Ή Ρωσία του Λένιν, πρώτο φρούριο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού του 'κόσμου, άνή'κει πιά μόνο στόν κόσμο τών άναμνήσεων. Μέ τό θάνατο του Στάλιν, ή χώρα είναι λεία της λύσσας του σκοταδισμού. Άπό τή Μόσχα δέν ξεκινάει πια ή έκκληση «προλετάριοι δλου του κόσμου ενωθείτε!», άλλα οι άντισημιτικές εκτελέσεις (ή δίκη τών γιατρών!) καΙ ή μέχρι θανάτου πάλη ενάντια στό λεγόμενο «κοσμοπολιτισμό». Δε χρησιμεύει νά θυιμηθούμε εδώ τΙς δίκες της Μόσχας ή να μιλήσουμε για τή συστηματική εξόντωση δλων τών παλιών στελεχών καΐ τών άγωνιστών μπολσεβίκων. Δέν ώφελεΐ νά θυμηθούμε τούς άριθμούς της «κάθαρσης», τών μαζικών 'εκκαθαρίσεων, τών στρατοπέδων συγκέντρωσης και τών εκτοπισμένων πληθυσμών. 'Αφού ή αγανάκτηση και ή ηθική άποστροφή δέν τελειώνουν, εδώ χρειάζεται νά χαλιναγωγηθεί ή όριμητικότητα του μίσους και νά δοθεί πίστη μόνο στό συλλογισμό. Αυτός δ άνθρωπος, πού περιγράφαμε ετσι, ψυχρός και δεσποτικός* πού βαραίνει τή συνείδηση του •μέ περισσότερους κο,μμουνιστές άπ' δσους εχει έξολοθρεύσει !μέχρι τώρα ή παγκόσμια αντί δράση' απαθής υπολογιστής μπροστά στήν καταστροφή ολόκληρων πληθυσμών* μακριά άπό τις μάζες, -καΙ πού κάτω άπό τό καθεστώς του τά σοβιέτ, γεννημένα τό '17, κατέληξαν στΙς άρ·μοδιότητες του υπουργού της άστυνοιμίας: αύτός δ άνθρω-
231
πος, thai παρόλα αύτά — αν καΐ -μέ ενα τρόπο πού πρέπει να καταβάλου'με προσπάθεια για να τον όρισουμε, δχι τόσο για να καταλάβουμε αύτόν, δαο για να χαταλάβΌυμε αδτο πού αύτος παρήγαγε —• μέ τδν τρόπο του ενας «μεγάλος». "Εγραψε δ Κάρ, δ φιλελεύθερος άγγλος ιστορικός: «Ό Στάλιν είναι δ πιδ απρόσωπος ·άπδ τΙς -μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες». Έκβιοιμηχανίζοντάς την, «δυτικοποίησε τή Ρωσία, άλλα διαμέσου μιας εξέγερσης ένμέρει συνειδητης ένμέρει άσυνείδητης, ενάντια στήν έπιροή -και τδ κύρος της Δύσης, καΐ μιας έπιστροφης σέ συνηθισμένους τρόπους κιαΐ έθνικές παραδόσεις. Ό προς επίτευξη σκοπδς συχνά φάνηκε να είναι σέ τεράστια άντίφαση μέ τα έπιλεγμένα μέσα (...). Ή διφορούμενη καριέρα του Στάλιν ήταν μια εκδήλωση αύτου του διλήμματος. 'Ηταν απελευθερωτής καΐ τύραννος, ένας άνθρωπος ταμένος σέ μιαν υπόθεση, άλλα καΐ ένας δικτάτορας* έδειξε μέ συνέπεια μιαν άκούραστη ένεργητικότητα, πού συγκεκριμενοποιήθη-κε άπδ τή μια μεριά, σέ άκραία τόλμη και άποφασιστικότητα και, άπδ τήν άλλη, σέ άκραία ασχήμια ·καΙ αδιαφορία για τα ανθρώπινα δεινά. Τδ κλειδί αυτής της διπλής δψ·ης δέν μπορεί να βρεθεί άγνά και άπλοϊκά στδν άνθρωπο. Ή άρχική εντύπωση δσων 5έν κατάφεραν να βρουν στο Στάλιν κανένα διακριτικό γνώρισμα άξιο προσοχής είχε κάποια δικαιολογία. Λίγοι μεγάλοι άντρες στάθηκαν τόσο φανερά, δπως δ Στάλιν, τδ προϊδν του χρόνου καΐ του τόπου στον δποιο έζησαν». Αυτή ή κρίση δέν θα είχε λόγο ύπαρξης — δπως είναι φανερδ — άν στήν εποχή του Στάλιν δέν υπήρχαν ή εκβιομηχάνιση καΐ τά μεγάλα πενταετή σχέδια. Μ' αύτδ τδ έργο, δχι μόνο ή Ρωσία έγινε τδ δεύτερο βιομηχανικδ Κράτος στδν κόσμο, αλλά μ"" αύτδ παρεμβάλλεται — άπδ τά πράγματα άλλα και άπδ τή δυναμι-κή τους —· ένα απελευθερωτικό περιεχόμενο πού δέν μπορεί να άγνοηθεΐ. Στερημένες μάζες ανθρώπων φερμένες σέ επαφή μέ τή σύγχρονη παραγωγική διαδικασία, μέ τήν τεχνική καΐ τδν επιστημονικό της ορθολογισμό. Νικημένος δ άναλφαβητισμός. Ε θνότητες τής κεντρικής 'Ασίας· αποκόβονται άπδ τδ νομαδισμδ και μπαίνουν, κατά κάποιο τρόπο, στδ κύκλωμα τής 'σύγχρονης ζωής. Ικανοποιημένες οι πρωταρχικές ανάγκες τής ζωής καΙ τής κουλτούρας. Μηχανοποιημένη ή γεωργία, δηλαδή αρχίζει δ μετασχηματισμός του μουζί-κου σέ εργάτη. Οι κριτικές σχετικά μέ τούς τρόπους πού πραγματοποιήθηκε ή κολεκτιβοποίηση στις επαρχίες είναι γνωστές και είναι και σωστές. Κτηνωδία καΐ βία. Καμιά άναζήτηση τής συναίνεσης. Ε κατομμύρια χαΐ έκατομμύρια τα θύματα. Μά, κι άν δέν υπήρχαν έκεινες οι κριτικές, θά μιλούσε, άντι γι' αυτές, ή διαρκής κρίση τής σοβιετικής γεωργίας, ή χαμηλή παραγωγι-κότητα τής έργασί-
232
ας, το άκόμη έξαιρετικά υψηλά ποσοστό των έργατικών χεριών πού άπασχολοΰνται στήν έπαρχία, ή Ρωσία εισαγωγέας σιταριού. "Ωστόσο, στή βάση εκείνων των κριτικών υπάρχει έπίσης, ϊσως, ή υποτίμηση του «ανορθολογισμού» ή, τουλάχιστον, της έξαιρετικότητας του προβλή^ματος ιμπροστα στο οποίο, τότε καΐ έπίσης πολλές άλλες φορές αργότερα, βρέθηκε τό μπολσεβίκικο κό'μμα καί, μαζί μ' αύτό, μερικά άλλα κομμουνιστικά κόμματα πού έφτασαν στην εξουσία: τό πρόβλημα, θέλουμε νά πούμε, της οικοδό'.μησης του σοσιαλισμού σέ μ:ά χώρα ή βποία χρειάζεται ακόμη νά ολοκληρώσει τη σ υ σ σ ώ ρ ε υ σ η , εκείνη τή συσσώρευση γιά την οποία στήν Ευρώπη ειχε προβλέψει δ καπιταλισμός και ή βιομηχανική του έπανάσταση . Οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας σημαίνει εγκαθίδρυση σ ο σ ι α λ ι σ τ ι κ ώ ν σχέσεων παραγωγής. 'Όπως καΐ αν θέλετε νά τό εννοήσετε, αυτή ή οικοδόμηση είναι άδιαχώριστη από τήν άνάπτυξη τής σ ο σ ι α λ ι σ τ ι κ ή ς δ ημ ο κ ρ α τ ί α ς, τής εξουσίας των σοβιέτ, ή αύτοκυβέρνησης των παραγωγών, μέ τήν πραγματική καΐ δχι τή μεταφορική έννοια τής λέξης. 'Από τήν άλλη πλευρά, άντίθετα, σ υ σ σ ώ ρ ε υ σ η , δηλαδή απόσπαση εξαιρετικά υψηλών ποσοστών του εθνικού προϊόντος γιά νά 'έπενδυθουν στή βιοιμηχανική οικοδόμηση, σημαίνει βίαια καταπίεση της κατανάλωσης τών μαζών, βίαια συ-μπίεση τών άναγκών τους: αύτό πού απαιτεί τό αντίθετο τής δημοκρατίας, τό αντίθετο τών σοβιέτ: δηλαδή, καταπιεστικός 'μηχανισμός, χαρισματική εξουσία, κατά ·συνέπεια χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ιμ ε ν ε ς |ΐάζες άντι γιά μάζες πού αύτοδιευθύνονται. Είναι αύτό τό πρόβλημα μπροστά στο οποίο βρέθηκε δ Στάλιν ή ακόμη καλύτερα, μπροστά στό δποιο ή «κατάσταση» διάλεξε τό Στάλιν. ΚαΙ είναι αύτό, επίσης, τό πρόβλημα μπροστά στό όποιο, mutatis mutandis, βρίσκεται σ τ ή ν ο ύ σ ί α τοποθετημένος δ,τι κι άν υποθέτει ή αθωότητα τόσων διανοουμένων — δ Μάο και ή κινέζικη ηγετική δμάδα. Γιατί ή βιομηχανική συσσώρευση; Γιατί δέν είναι δυνατό νά οικοδομηθεί δ σοσιαλισμός μέ τήν αγροτική παραγωγή ή, άκόμη πιό άπλά, μεταβάλλοντας τήν ψυχή, κάνοντας έκκληση στόν άλτρουϊσμό, μεταβάλλοντας δλους από λύκους σέ περιστερές; Γιατί νά μήν καταργήσουμε, από σήμερα μέχρι αύριο, τή «διαίρεση τής εργασίας»; Ή άθωότητα μέ τήν δποία αύτές οι ερωτήσεις στολίζουν τό στόμα τόσων διανοουμένων, μας επιβεβαιώνουν τή ριζική καταστροφή πού συντελέστηκε στόθεωρητικό μαρξισμό αύτές τις δεκαετίες. Είναι αλήθεια: ή άπάντηση σ' αύτές τΙς έ,ρωτήσεις δέν περιέχεται σέ κανένα ιδιαίτερο σημείο του έργου του Μάρξ. Περιέχεται μόνο σέ δλες τις σελίδες πού αύτός εγραψε, άπό τήν πρώτη ώς
233
τήν τελευταία, αρχίζοντας φυσικά άπο το «Μανιφέστο του κο^ρυμουνιστικου "κό·μματος» (νά, τό κόιμμα ηδη στο Μάρξ!) του 1848. Ή αύτοκυβέρνηση των μαζών προϋποθέτει: υψηλή παραγωγικότητα της έργασιας, τή δυνατότητα μιας δραστικής μείωσης της εργάσιμης ή.μέρας, τον προοδευτικό συνδυασμό, στη μορφή του εργάτη-τεχνικου, διανοητικής και βιομηχανικής -εργασίας, προϋποθέτει μάζες συνειδητές και ικανές να κάνουν νά λειτουργήσει ή χοινωνία σέ ένα πιό υψηλό επίπεδο ζωής. Συνοπτικά, ή ιαύτοκυβέρνηση των μαζών, ή κυβέρνηση του προλεταριάτου, προϋποθέτει τό σύγχρονο σ υ λ λ ο γ ι κ ό εργάτη: συνθήκες, δλες αυτές, πού μ,ας δίνει ή μεγάλη βιομηχανία καΐ όχι οι γεωργι-κές κοινότητες ή ή παραγωγή μέ τό ξύλινο άροτρο. "Ας ξαναπιάσουμε τό νήμα της συζήτησης. Ό' Στάλιν λοιπόν «μεγάλος», σαν δημιουργός ενός μεγάλου Κράτους (έ'κείνου του Κράτους πού δ Λένιν ήθελε νά «φθαρεί» ταχύτατα) , δη.μιουργός μιας μεγάλης δύναμης. Μεγάλος, δπο3ς ήταν στον καιρό του ό Μεγάλος Πέτρος. Ή 'μεγαλοσύνη του ανήκει δμως πολύ περισσότερο στήν «προ-ιστορία» του διεθνούς έργατικοϋ κινήματος παρά στήν ιστορία του, στήν προ-ιστορία αυτή πού φεύγει πέρα από κάθε προσδοκία μας: τήν ιστορία δχ', της χειραφέτησης του ανθρώπου, άλλα τών μεγάλων δυνάμεων πού χωρίζουν τον κόσμο, τής λογικής του Κράτους, τών φυλών πού άντιμετο^πίζουν ή μια τήν άλλη υπερπηδώντας τις ταξικές διαιρέσεις, τήν ιστορία πού κυβερναται από τήν γεωπολιτική. Μπροστά στις γιγάντιες διαστάσεις αύτου πού αυτός έχτισε, κυριάρχησε γιά πολύ ·στή συνείδηση πολλών δ θαυμασμός για τόν τόσο ρεαλισμό του. Τί ενδιαφέρουν οι αρχές; τί ενδιαφέρει πώς ζει δ κόσμος, πόσο μετράει αυτός, πόσο αποφασίζει; Ενδιαφέρουν τά εκατομμύρια τών τόνων του άτσαλιου, οι πύραυλο·ι, τό πυρηνικό δυναμικό. Και δ θαυμασμός γιά τό ρεαλισμό και τήν ισχύ δδήγησαν -και δδηγουν συχνά ατό -συμπέρασμα πώς «δ Στάλιν οικοδόμησε τό σοσιαλισμό» καΐ πώς «ή Ρωσία είναι ή πρώτη σοσιαλιστική χώρα!». Στήν πραγματικότητα, αυτό πού παρήγαγε δ Στάλιν είναι αδιάσπαστο από τόν τ ρ ό π ο μέ τόν όποιο παράχθηκε. Δεκαεφτά χρόνια μετά τόν θάνατό του (μιά δλόκληρη ιστορική εποχή!) , ή Ρωσία είναι κλεισμένη στενά, περισσότερο άπό ποτέ, στις ίδιες αντιφάσεις του 1953. Είναι μιά κοινωνία — δπως δ καιρός άποδείχνει — πού δέν μπορεί νά μεταρυθμιστεΐ ειρηνικά 'και πού, άπό τήν άλλη μεριά, χωρίς νά μεταρυθμιστεΐ είναι προορισμένη γιά δυνατούς σπασμούς. Πώς νά δρίσουμε, λοιπόν, αυτήν τήν κοινωνία; Ό βασικός τομέας τών μέσων παραγωγής είναι κρατικοποιημένος. Ή κρατι-
234
%οποίηση είναι βέβαια αλλο πράγμα άπο την κοινωνικοποίηση των -μέσων παραγωγής. 'Ωστόσο, αυτή επιτρέπει μια πολιτική σχεδίου, ή οποία (οποία κι αν είναι τα èλαττώμιατά της) οχι ιμόνο είναι τελείως διαφορετικής φύσης από τους λεγόιμενους 'δυτικούς «προγραμματισμούς», αλλά, στο βαθμό πού ιμειώνει καΙ διατηρεί κάτω από ελεγχο τούς ^μηχανισμούς τής άγορας, αποκλείει τή δυνατότητα να μιλάμε, τουλάχιστον για τώρα., για 'μια πραγματική καπιταλιστική παλινόρθωση. Να αποδώσουμε, από τήν αλλη μεριά, σ' αυτή τήν κοινωνία τΙς λεγόμενες βάσεις του σοσιαλισμού εΐνα.ι αδύνατο, γιατί, αν οι λέξεις έχουν ε να νόημα, αυτές οι «βάσεις» θα ήταν οι ίδιες οί σ ο σ ι αλί στ ι κ έ ς σ χ έ σ ε ι ς παραγωγής καΐ ανταλλαγής: και αυτές οι σχέσεις στή Ρωσία ·δέν ύπάρχουν. "Ενα προσωρινό συμπέρασμα — σίγουρα ανεπαρκές, άλλα πού είναι, Γσως, το πιό αποδεκτό άνάιιεσα σέ κείνα πού τό .μυ-αλό μπορεί νά φανταστεί — μας οδηγεί νά ξαναπάρουιμε τή φόρμουλα τής «μεταβατικής κοινωνίας», αλλά όχι .μέ τό κλασικό νόημα ή τό αρχικό, -σύμφωνα μέ τό όποιο ή «.μεταβατική» κοινωνία είναι δ Γδιος δ «σοσιαλισμός», αλλά «μέ τήν έννοια μιας κοινωνίας πού είναι στα μισά του δρόιμου 'μεταξύ καπιταλισμού καΐ σοσιαλισμού κιαΐ πού ·μπορει, λοιπόν, νά πάει μπροστά η νά γυρίσει πίσω* τακτοποιώντας, έστω, παραπέρα αυτή τή φόρμουλα >μέ τήν πρόσθεση δτι, στό σημερινό εκφυλισμό του ρώσικου κράτους, 'εκφράζονται όχι οι γενικοί νόμοι τής μετάβασης από τόν •καπιταλισμό στό σοσιαλισμό, άλλα μια ιδιαίτερη διάθλαση, έξαιρερετική και προσο^ρινή, αυτών των νόμων, στίς συνθήκες μιας χώρας πού ξεκίνησε άπό ενα επίπεδο ανάπτυξης βαθιά καθυστερημένο καΐ πού άπό πολλές δεκαετίες είναι καταπιεσμένη καΙ χτυπη'μένη άπό μιά γραφειοκρατία οτήν δποία συχνά συνδυάζονται έθιμα και τρόποι ζωής του αύταρχικου απολυταρχισμού μέ μεθόδους φασιστικής προέλευσης. Συμπερασματικά, ή σταλινική και μετα-σταλινική Ρωσία αποτελεί ενα 'μεγάλο διάλειμμα α π ο τ ε λ μ ά τ ω σ η ς στή διαδιχασία τής μεταμόρφωσης τής αστικής κοινωνίας πρός τή σοσιαλιστική: αποκρουστικό διάλειμμα, πού μ π ο ρ ε ί νά άποτελέσει τό προοίμιο και τήν πρώτη φάση μιας νέας έκμεταλλευτικής κοινωνίας. Σ' αυτό τό χάος των προβλημάτων, απόλυτα άπρόβλεπτο)ν άπό τή θεωρία, και οπου, μερικές φο-ρές, φαίνεται πώς δ νους πρέπει νά χάνεται και ή ψυχή νά ταλαντεύεται, ένα πράγμα διαγράφεται ήδη καθαρά: και είναι πώς ή 'έποχή του «σοσιαλισμού σέ μιά μόνη χώρα» τέλειο3σε και πώς, τελειώνοντας, αυτή ή εποχή — πού πάντοτε γνώρισε τό θρίαμβο τής Realpolitik πάνω στήν «ούτοπία» —· αποδείχνει τή μή ρεαλιστική πλευρά αύτου του «ρεαλισμού». 'Όχι μόνο ή Ρωσία βγήκε άπό τά χέρια του Στάλιν προσ-
235
βλημένη άπο βαριές άσθένει·ες, άλλα ολόκληρο το οΕκοδόμη;μα, του οποίου αύτή στάθηκε για πολλά χρόνια ή κιαρδια καΐ τό κεφάλι, πηγαίνει στα κομμάτια. Τό λεγόμενο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο», ένμέρει είναι διαλυμένΟ: ένμέρει διατηρείται σαν σύνολο από τή στρατιο)τική δύναμη και την αστυνομική αύ·θαιρεσί.α. Κίνδυνος πολέμου δέν διατρέχεται σήμερα στή γραμμή των συνόρων μεταξύ ΕΣΣΔ και ιμπεριαλιστικού κόσμου, άλλα σέ κείνη των συνόρων ΕΣΣΔ καΐ Λαϊκής Κίνας. Ή επαναστατική σκέψη συχνά πλήρωσε τό μερτικό της στήν ουτοπία. Άλλα με τόν καιρό, αν και για άντίθετους λόγους, ουτοπία αποδεικνύεται χαί ή Realpolitik, δηλαδή ή πεποίθηση πώς, στήν ιστορία, οί «ηθικές ενέργειες» δέν βαραίνουν καθόλου, πώς τό παν είναι μόνο ή δύναμη, καΐ άρκει μόνο ή δύναμη για να «κρατήσει» τους λαούς. Αύτή ή Realpolitik σήμερα χρεωκόπησε. Τοποθετημένη μπροστά στα προβλήματα πού άν.αφαίνονταν άπό τήν ύπαρξη ενός «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», δηλαδή .μιας κοινότητας λιαών άφιερωμένων στήν κοινή οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ή πολιτική του «σοσιαλισμού σέ μια μόνη χώρα» άποδείχτηκε απόλυτα άνεπαρκής στα νέα καθήκοντα, ·άποκαλύπτοντας αύτό πού στό ιμεταξύ £ΐχε καταντήσει: εν»α χονδροειδές μασκάρε·μα της παλιάς λογικής του Κράτους, μια θεωρία — άκριβώς — της «περιορισμένης κυριαρχίας», δηλαδή περιορισμένης για τα πιό άδύναμα Κράτη, απεριόριστης για τό σωβινισμό του πιό δυνατου Κράτους. Αύτή ή ιστορική ήττα του σταλινισμού — του σταλινισμού δπουδήποτε εύδοκί'μεΐ — εχει μόνο ·μιά θετική πλευρά: πώς φαίνεται νά αποδίδει ενα νόημα άλήθειας καΐ επικαιρότητας στή διεθνιστική προβληματική τοϋ Μαρξ και του Αένιν, για τούς οποίους δ σοσιαλιστικός μετασχηματισμός του κόσμου ήταν άδιανόητος χωρίς τήν αποφασιστική συμβολή της έπανάστασης στή Δύση, δηλαδή στήν καρδιά καΐ στα κέντρα τα Γδια του καπιταλισμού. Ωστόσο, πρέπει έπίσης να πούμε πώς — αν καΐ οι -καιροί των κοινωνιών δέν είναι οι καιροί των άτόμων — δ Γδιος δ θεωρητικός μαρξισμός βρίσκεται σήμερα σέ δοκιμασία, δπου πέφτει και σέ μας έπίσης δ κλήρος να άποφασί-, σουμε άν αύτός θα πρέπει να είναι μόνο 2νας χιλιασμός ή ή τσιμπίδα, Εκανή νά κάνει τήν ιστορία νά ξεγεννήσει.
236
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ
Αντόνιο Γκράμσι Ιστορικός Τλίσμός
Κάρλ Κορς Καρλ Μαρξ
Γκεόργκη Λονκατς 'Ιστορία καΐ ταξική συνείδηση
Κυλέτι, Τσερόνι, Βάκα, κΛ» Ό μαρξισμός σήμερα
Μάριο Μανακόρντα Για μια σύγχρονη παιδαγωγική
Τζονζέπε Βάκα Δηίμοκρατία, άστικό "κράτος καΐ σοσιαλισμός
Άλμπανέζε,
Λιούτζι, Περέλα
Τα εργοστασιακά συμβούλια στήν 'Ιταλία
'Αλμπέρτο Άζόρ Ρόζα Το σπουδαστικό ^ίίνηιμα
Ό Λούτσιο Κολέτι είναι σήμερα 6, καλύτερος καΐ ό πιο χαρακτηριστικός έκπρόσωτιος της «Ιταλικής σχολής» του μαρξισμού. Τα Ëpya του έχουν μεταφραστεί στίς πιο διαδομένες εύρωπαικές γλώσσες καΐ τροφοδοτούν, έντονα καΐ γόνιμα, τΙς συζητήσεις των μαρξιστών σέ διεθνές έιτιπεδο. Τα δοκίμια, TCOÙ τΕαρουσιάζουμε σ* αυτό τόν τόμο, προβάλλουν, μέσα από την «έπιστροφή στο Μάρξ», μερικές αποφασιστικές πλευρές ή φάσεις ανάπτυξης της κριτικής της σύγχρονης αστικής κοινωνία ς : από την πάλη τών Ιδεών μέσα στη Δεύτερη Διεθνή καΐ τήν αναθεώρηση του μαρξισμού, μέ πρωτεργάτη τό Μπερνστάιν, μέχρι τη θεμελίωση μιας μαρξιστικής κοινωνιολογίας, δπω.ς προκύπτει από τ ά κείμενα του Μάρξ' από τήν κριτική τής φιλελεύθερης δημοκρατίας καΐ τήν αποκάλυψη τής μυθολογίας της, μέχρι τΙς θέσεις του Λένιν για τήν αναγκαιότητα τής καταστροφής του αστικού Κράτους' από τήν ανάλυση του σταλινισμού και τών υλικών του 6άσεων μέχρι τήν παρουσίαση τής διπλής ουσίας του μαρξισμού, ώς έπανάστασης καΐ έπιστήμης.