Μ Α Ρ Ξ ΙΣ Μ Ο Σ ΚΑ Ι ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞ Ε Λ ΙΞ Ε ΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟ Ν ΕΣ ΣΥΖΗ ΤΗ ΣΕΙΣ ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ
JOHN ...
54 downloads
336 Views
2MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Μ Α Ρ Ξ ΙΣ Μ Ο Σ ΚΑ Ι ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞ Ε Λ ΙΞ Ε ΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟ Ν ΕΣ ΣΥΖΗ ΤΗ ΣΕΙΣ ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ
JOHN HALDON
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ Π Ρ Ο Σ Φ Α Τ Ε Σ Ε Ξ Ε Λ ΙΞ Ε ΙΣ ΚΑΙ Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Ε Σ Σ Υ Ζ Η Τ Η Σ Ε Ι Σ Σ Τ Η Β Ρ Ε Τ Α Ν ΙΑ
Μ ετάφραση: ΚΩ ΣΤΑ Σ ΓΑ ΓΑ Ν Α Κ Η Σ
Ε.Μ .Ν.Ε. -
ΜΝΗΜΩΝ 1992
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ Μ Ε Λ ΕΤΕ Σ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ 12
ISBN 960-7089-04-9 β Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Άνακρέοντος 24-28, 162 31 ’Αθήνα
Π Ρ Ο Λ Ο Γ ΙΚ Ο ΣΗ Μ Ε ΙΩ Μ Α Το άνά χεΐρας βιβλίο γράφηκε από τον John Frederick Haldon ειδ ι κά γ ιά τις έκδόσεις τής Ε.Μ.Ν.Ε.-ΜΝΗΜΩΝ. Το χειρόγραφο έφθασε τον ’Ιούνιο τοϋ 1990 καί ή μετάφραση ολοκληρώθηκε το Σ ε πτέμβριο τοϋ 1991. Ό συγγραφέας είναι καθηγητής τής βυζαντι νής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο τοϋ Birmingham (Centre for Byzan tine & Modern Creek Studies). Ά π ό τις μελέτες του έχουν έκδοθεΐ αΰτοτελώς οί έξής: Recruitment and conscription in the Byzantine army c. 5 5 0 -950: a study o f the origins o f the 'stratiotika ktemata ’ (Βιέννη 197 9 ), Byzantine Praetorians: an administrative, institutio nal and social survey o f the Opsikion and Tagmata c. 58 0 -9 0 0 ( Β ε ρολίνο/Βόννη 1984), Constantine Porphyrogenitus, Three Treatises on Imperial Military Expeditions, (εισαγωγή, έκδοση, μετάφραση καί σχολιασμός) Βιέννη 1989, Byzantium in the Seventeenth Cen tury: the Transformation o f a Culture (Cambridge University Press 1990). Έ χ ε ι έκδόσει, μαζί με τον I. Κουμουλίδη, Perspectives on Byzantine History and Culture (Ά μ σ τερντα μ 1986). Διευθύνει το περιοδικά Byzantine and Modern Greek Studies καί ανήκει σε ένα κύκλο ιστορικών γύρω άπό τον Rodney Hilton, καθηγητή τής με σαιωνικής ιστορίας καί συνεκδότη τοϋ περιοδικοΰ Past and Present. Ή μετάφραση τοϋ έργου έγινε άπό τον Κώστα Γαγανάκη, διδάκτορα ιστορίας τοϋ Πανεπιστημίου τής Γλασκώβης. Προσέκρουσε σε πολλές δυσκολίες, κυρίως στην απόδοση θεωρητικών ορών, οί όποιες ά ξίζει να μνημονευθοΰν. Υ πήρξαν δυσκολίες πού προέρχονται άπό τό γεγονός ότι στις δυτικές γλώσσες δημιουργοΰνται θεωρητικοί νεολογισμοί με την άντληση ριζών τόσο άπό τό λατινικό όσο καί άπό τό έλληνικό άπόθεμα, ένώ ή νέα έλληνική ΰποχρεοΰται να π εριορίζεται μόνο στό τελευταίο. Ά λ λ ες δυσκολί ες προέρχονται άπό τη διάζευξη τοϋ νοήματος τών δάνειων άπό τά άρχαϊα έλληνικά νεολογισμών στις δυτικές γλώσσες, άπό τό νόημα
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
που οί fStoi όροι διατηρούν σ τ * νέα έλληνικά. Τέλος συναφείς με τις προηγούμενες δυσκολίες είναι έκεΐνες πού προέρχονται άπό τήν άπουσία θεωρητικών επεξεργασιών στή νεοελλληνική γλώσσα, γ ε γονός πού δημιουργεί ένα συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα άνάμεσα στο σύγχρονο θεωρητικό λόγο πού κατά κύριο λόγο διατυπώνεται .στις δυτικές γλώσσες, καί στη δυνατότητα νά άποδοθεΐ στα νέα έλληνικά. Τον κίνδυνο αύτό γ ια τη γλώσσα μας δέν φαίνεται νά τον συνειδητοποιούμε. Τελικά υΐοθετηθηκε μια άναλυτικοϋ τύπου μ ε ταφραστική προσέγγιση με άλλοτε μικρή καί άλλοτε μεγαλύτερη άπόκλιση άπό το κείμενο (π.χ. ό όρος conventionalism άποδόθηκε ώς νέο επιστημολογικό ρεϋμα), με κύριο στόχο νά άποδοθοϋν τα νοήματα τοϋ έργου σε ενα πλαίσιο άναφορών, κατά το δυνατον οικείο στόν άναγνώστη, ώστε νά τά άναγνωρίζει. Ά ντώνης Λιάκος
Π ΡΟ Λ Ο ΓΟ Σ
Ή μαρξιστική ή Ιστορική υλιστική ιστοριογραφία εχ ει αναμφισβή τητα προσφέρει μερικές άπό τις παραγωγικότερες καί προκλητικό τερες αναλύσεις της νεότερης κοινωνικής και οικονομικής ιστοριο γραφίας. Αύτό είναι γεγονός τόσο για τή Βρετανία και τήν Ευρώ πη, δυτική και ανατολική, όσο καί για τις ΗΠΑ καθώς καί για εκείνες τ ις χώρες οι όποιες κατατάσσονται, όμολογουμένως κάπως άκομψα, άπό τούς πολιτικούς και οικονομικούς σχολιαστές στον Τρίτο Κόσμο. Κ α ί όμως, ή μαρξιστική ιστορία καί ερευνά παραμέ νει στή Βρετανία (καί κατέληξε πρόσφατα στή Γα λ λία ) ενας σχε τικά περιθωριοποιημένος τομέας ό όποιος, όπως θά άναφέρω και στο τέλος αύτης της μελέτης, ά ντιμετω πίζεται μέσα στά πλαίσια της πολεμικής πού ξέσπασε μ ετά τά πρόσφατα γεγονότα στήν Ε Σ Σ Δ καί στήν ’Α νατολική Εύρώττη. 'Α νεξάρτητα άπό την περίοδο καί τό άντικείμενο τοϋ ενδιαφέ ροντος τους, οί βρετανοί ιστορικοί υιοθετούν αύτό πού εντελώς γενικευμένα μ π ο ρεϊ νά περιγράφειώ ς μ ία φιλελεύθερη καί πλουραλισ τική προσέγγιση. Κάποιοι υιοθετούνμιά σκληρή άντιθεωρητική στάση, μ ε τόν ισχυρισμό ότι τό ιστορικό έργο πρέπει νά βασίζεται στή βαθιά γνώση τών πηγών, σε μ ιά κάποια « ενστικτώδη» άντίδραση στήν ιστορική πληροφορία καί τέλος στή «διαίσθηση» γιά την ιστορία1. Αύτή ή τάση, έκφραση μια ς μακρας βρετανικής έμπειριστικής παράδοσης, άνάγεται στά πρώτα χρόνια τοϋ δέκατου ίνατου αιώνα καί πέρα. Σύμφωνα μ ε αύτήν την προσέγγιση, οΐ ιστορικοί δεν δημιουργοϋνται (μ ε τήν κοινωνικο-πολιτισμική έν νοια) άλλά « γεννιούνται». Μ ία εναλλακτική, πιό «σύγχρονη» προσέγγιση υιοθετεί ό,τι
1. Λ.χ. G. R. Elton, The Practice o f History, Sydney 1967.
10
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
θεω ρεί ώς τ ις χρησιμότερες πλευρές οίουδήποτε συνόλου ίστοριχών -αναλυτικών προτάσεων συναντά χαί, αγνοώντας τις επιστημολο γικές έπιπλοχές μια ς τέτοια ς έκλεκτικής διαδικασίας, τις συνδυά ζει μ ε την παραδοσιακή άρχειαχή προσέγγιση. Σ έ συνδυασμό μ έ την (υποτιθέμενη) «κοινή λογιχή» τών ιστορικών, ή προσέγγιση αύτή προσφέρει εν αν ελαστικότερο — άλλα κάποιες φορές ευφάν ταστο — τρόπο ερμηνείας2. Ένας τρίτος τύπος ιστοριογραφίας διαμορφώθηκε άπό την έπιρροή τών Annales στη Γαλλία. Έν γένει υλιστικός, ό τρόπος αυτός ερμηνείας τείνει να άπορρίφει τις γενικές κατηγορίες της μαρξιστικής ιστορικής άνάλυσης ώς πολύ περιοριστικές, προτι μώντας να κρατα τις επιλογές του άνοιχτές, ιδιαίτερα εκείνες πού συνδυάζουν τη χρήση στατιστικών μ έ τήν κοινωνική ανθρωπολο γία. Εντύπωση μου είναι ότι, στήν πλειοφηφία τους, οΐβρετανο'ι ιστορικοί κινούνται γενικά στα όρια αύτών τών τριών κατηγοριών. Ή μαρξιστική ιστορία αντιπροσωπεύει τόν τέταρτο τύπο της σύγ χρονης βρετανικής ιστοριογραφίας. Ό μαρξισμός δεν είναι πλέον — αν ήταν ποτέ — ένα κλειστό σύστημα. Α ντίθετα , ιδιαίτερα στο τέλος της δεκαετίας του 1950 και στά πρώτα χρόνια της δεκαετίας τοϋ i9 6 0 , ή δυτική Εύρώπη και ή βόρεια 'Α μερική γνώρισαν έναν δραματικό κατακερματισμό τοϋ μαρξιστικού θεωρητικού σώματος καί τό ούσιαστικό ξεκίνημα μια ς συζήτησης καί διαμάχης ανάμεσα σέ διαφορετικές, άνταγωνι στικές καί συχνά άντίπαλες έκφράσεις της μαρξιστικής κοινωνικο οικονομικής άνάλυσης. Αύτό ήταν έν μέρει άποτέλεσμα της άναθεώρησης πού συνέβη μ ετά τό 1956, ιδιαίτερα της σταδιακής άπογύμνωσης της φύσης τοϋ Στα λινισμού 6χι μόνον ώς συστήματος κρατικής καταστολής μ έ τις φυσικές καί φυχολογικές του άπολήξεις, άλλά κυρίως ώς τρόπου διανοητικής καταπίεσης, χειρα γώ γη σης καί άποκλεισμοΰ. Είνα ι ίσως άτυχία τό ότι ή γνώση αύτών τών «δυτικών» εξ ελ ί ξεων έμεινε εξαιρετικά περιορισμένη στον σοβιετοκρατούμενο κό-
2. Βλέπε τά σχόλιά μου στά «'jargon' vs. 'the facts’? Byzantine History-writing and Contemporary debates», Byzantine and Modern Creek Studies 9 (1984-85) 95 κ.έξ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
11
σ μ ο μ έ αποτέλεσμα νά μην μπορούν στις χώρες αύτές να διακρίνουν τις πραγματικές διαφορές μεταξύ της σταλινικής και τής μετα σταλινικής κρατικής ιδεολογίας τοϋ «μαρξισμοϋ-λενινισμοϋ»· της επίσημης εκδοχής τοϋ διαλεκτικού ύλισμοϋ αφενός, καί της ανε ξάρτητης εξέλιξης τοϋ «δυτικού» ιστορικού ύλισμοϋ αφετέρου. Ό πραγματικός κατακερματισμός όμως έπηλθε μ έ την έμφάνιση τοϋ έργου του Louis Althusser, ό όποιος και αμφισβήτησε ευθέως τ ις βασικές προτάσεις αύτης πού κατόπιν ονομάσθηκε μαρ ξιστική ανθρωπιστική παράδοση. Πολλά έχουν ειπ ω θ εί γιά την έγκυρότητα και τη σημασία τοϋ έργου τοϋ Althusser και των μαθη τών του, ιδιαίτερα τοϋ Etienne Balibar. Είνα ι γενικά αποδεκτό, ιδ ιαίτερα στούς βρετανικούς μαρξιστικούς κύκλους, ότι ή πρόκληση τοϋ Althusser, αν καί στόχευσε σωστά σέ προγενέστερες, άνεπαρχώς ανεπτυγμένες θεωρήσεις γιά τό ρόλο και τη λειτουργία τοϋ ατόμου στην κοινωνική δομή, τή φύση της ιδεολογίας, τή δύναμη τών δομικών άνταγωνισμών κ.&., διεπόταν ωστόσο άπό σοβαρές άδυναμίες: οι δομιστικές βάσ εις της δέν της έπέτρεπαν νά προσεγ γίσ ει ολοκληρωμένα διαχρονικές έξελίξεις, ένώ ή έντελώς σχετικιστική πραγμοποίηση (reification) τοϋ ανθρώπινου παράγοντα δέν άφηνε περιθώριο στήν άτομική καινοτόμο πράξη ή τήν έπαναστατική αλλαγή. Σίγουρα, ή βιβλιογραφ ία πάνω στο θέμα είναι τεράστια καί έδώ περιορίζομαι σέ κάποιες μόνον άναφορές3. “Όμως οΐ άλτουσεριανές καί μετα-αλτουσεριανές (δομιστικές καί μετα-δομιστικές) μ ελ έτες ύποχρέωσαν τούς μαρξιστές νά άναθεωρήσουν άρκετά άπό τά βασικά στοιχεία τοϋ έπιστημολογικοϋ τους οπλοστασίου. Κ α ί αύτό ίσχυσε ιδιαίτερα γιά τούς ιστορικούς. Σ το έπόμενο μέρος θά προσπαθήσω νά σκιαγραφήσω μ έ περισσότερη λεπτομέρεια τις βασικές θεωρητικές καί μεθοδολογικές τάσεις της βρετανικής ιστοριογραφίας καί νά έπιχειρήσω κάποιες άπαντήσεις στις κ ρ ιτι κές πού —έντελώς νόμιμα — έκτοξεύθηκαν κατά καιρούς έναντίον τών μαρξιστικών ιστορικών μεθόδων.
3. Γιά μιά χολή έπισχόπηση αύτής τής εξέλιξης στήν ιστορική, διανοητική χαί πολίτικη της διάσταση, βλ. G. McLennan, Marxism and the Methodologies o f Histo ry, Λονδίνο 1981 χαί ιδιαίτερα T. Benton, The Rise and Fall of Structuralist Marxism, Λονδίνο 1984.
Μ Ε Ρ Ο Σ A' 1. ΌριομοΙ Θα ξεκινήσω μέ μιά προσπάθεια περιγραφής ορισμένων βασικών στοιχείω ν στή θεωρία της ιστορίας τα όποια καί προκάλεσαν συζή τηση μετά τή δεκαετία τοϋ 1950. Ή «ιστορία » αύτή καθ’ έαυτή ύπόκειται σέ ποικίλους όρισμούς. ’Εδώ, τή χρησιμοποιώ στήν εύρύτερή της έννοια, ως σύνολο δηλαδή μεθόδων καί συγκεκριμένων προσεγγίσεων στή μελέτη τοϋ παρελθόντος, πού συμπεριλαμβά νουν τήν ιστορία της τέχνης καί της πολιτισμικής παραγωγής γενι κότερα, τή μελέτη τοϋ ρόλου της συμβολικής άναπαράστασης στήν πίστη καί στήν πρακτική, τή μελέτη της δομής καί της μετεξέλιξης τών κοινωνικών σχηματισμών καθώς καί τών πολιτικών καί θεσμι κών έξελίξεω ν κ.ο.κ. Ο ί ιστορικοί — ανεξάρτητα άπό τήν έξειδίκευσή τους— άσχολοΰνται όλοι με τό άνθρώπινο παρελθόν καί άπό αύτή τήν άποψη τό Ιργο τους προϋποθέτει μιά γενική όπως καί μία έξειδικευμένη προοπτική. Καί αύτό είναι πού συσχετίζει άμεσα τήν έμπ ειρική έρευνα με τις διαμάχες τών ιστορικών, όσο κι άν αύτές εμφανίζονται θεωρητικές καί άπομακρυσμένες άπό τήν ιστο ρική πραγματικότητα. Ο ί διαμάχες καί ή πολλαπλότητα τών μεθοδολογικών τάσεων δεν πρωτοαναπτύχθηκαν βέβαια στή δεκαετία τοϋ 1950, ούτε καί ή διάσταση άνάμεσα στή «θεω ρία» καί τήν «έμπειρική πρακτική» έπισημάνθηκε τότε. Ωστόσο ή δεκαετία τοϋ 1950 καί τά πρώτα χρόνια τής δεκαετίας τοϋ 1960 είδαν τήν άπαρχή τοϋ κατακερμα τισμού αύτής πού ήταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, μιά σχετικά ενοποιημένη παράδοση ύπό τήν κυριαρχία μιας έμπειρικής, ανθρωπιστικής συναίνεσης σε όλο τό εύρος τών κοινωνικών καί ιστορικών έπιστημών. Αύτό φυσικά δέ σήμαινε παντελή άπουσία έναλλακτικών προτάσεων. Στήν ιστορία, γιά παράδειγμα, ύπήρξε ή έξέλιξη τοϋ ρεύματος τών Annales στις δεκαετίες τοϋ 1940 καί
14
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
τοϋ 1950 καί ή ύπαρξη ποικίλων μαρξιστικών προσεγγίσεων πού άφηναν πολλά περιθώρια για άναθεώρηση. ΤΗταν όμως μόνον στα ύστερα χρόνια τής δεκαετίας τοϋ ’50 πού αύτές οί έναλλακτικές προτάσεις, μαζί με τήν έκρηξη τών κοινωνιολογικών καί κοινωνικών-άνθρωπολογικών προσεγγίσεων οδήγησαν σε ριζικές έπιστημολογικές ανακατατάξεις. Ή παλιά συναίνεση έσπασε, άλλα δια τήρησε κάποια άπό τήν παλιά της δύναμη τήν οποία διατηρεί καί σήμερα, άν μή τ ι άλλο, έπειδή πολλοί ιστορικοί —έκπαιδευμένοι στις παραδόσεις καί τις άρχές της— τή μεταλαμπαδεύουν στους μαθητές τους. Ποιά ήταν όμως τά κυρίαρχα χαρακτηριστικά αύτής της παράδοσης; Μπορώ νά παρουσιάσω μόνο μιά περίληψη έδώ, μέ τήν προει δοποίηση ότι οί περιλήψεις τείνουν νά ύπεραπλουστεύουν καί νά άγνοοΰν παραλλαγές καί ιδιομορφίες πού κρύβονται πίσω άπό τό γενικό περίγραμμα. Καί ίσως είναι καλύτερο νά ξεκινήσω μέ κά ποιους γενικούς όρισμούς, έπειδή ή άφθονία τεχνικών όρων πού έμπλέκονται σέ μιά συζήτηση όπως ή δική μας δρα συνήθως άποθαρρυντικά γιά τόν μελετη τή. Ε π ιπ λέο ν , ή άκριτη χρήση αυτών τών όρων, ή άκόμα ή παρερμηνεία της καταλληλότητας της χρήσης τους έχ ει δυστυχώς —καί έντελώς δικαιολογημένα— προκαλέσει μιά έντονη δυσφορία άπέναντι στήν έμφάνισή τους κάτω άπό όποιεσδήποτε περιστάσεις! Είνα ι άναγκαΐο νά έπισημάνουμε πολύ συ νοπτικά τις άξίες πού οί όροι αύτοί περικλείουν καθώς καί τό γενικό πλαίσιο μέσα στό όποιο συνήθως έμφανίζονται. Κ ά τι τέτοιο μπορεΐ νά θεωρηθεί άπό πολλούς μιά π εριττή (καί άναπόφευκτα έπιφανειακή) άπόπειρα, άλλα θεωρώ ότι έξυπηρετεΐ κάποιο σκοπό. Ό ροι όπως εμπειρισμός, ορθολογισμός, ιδεαλισμός, ρεαλισμός καί ούτω καθ’ έξης πλημμυρίζουν τις σελίδες θεωρητικών συζητή σεων. Γ ιά νά γίνω σαφέστερος, παραθέτω έναν σύντομο κατάλογο. Προφανώς «θά δείξω στόν παππού ποΰ είναι τά άμπελοχώραφά του», άλλά έλπίζω πώς αύτό θά άποτελέσει μιά χρήσιμη άφετηρία της προσέγγισής μου. Ό εμπειρισμός άναφέρεται σέ μιά ιδιαίτερη ομάδα θεωριών της γνώσης. Προϋποθέτει έναν πραγματικό κόσμο, άνεξάρτητο άπό σκέψη ή συνείδηση καί προσεγγίσιμο μέσω της άντίληψης ή τής έμπειρίας. Ό μω ς ό εμπειρισμός «της κοινής λογικής» τ είν ει νά ταυτίσει τήν οντολογία μέ τήν έπιστημολογία. Κάθε γνωσιολογική
ΟΡΙΣΜΟΙ
15
θεωρία κρύβει μέσα της μια ένυπάρχουσα οντολογία, δηλαδή μιά θεωρία τοϋ πώς είναι ό κόσμος καί τοϋ τ ί υπάρχει μέσα σ’ αύτόν. Γ ιά τον έμπειρισμό, ό,τιδήποτε είναι αληθινό πρέπει να ύπόκειται στήν αντίληψη ή την έμπειρία. Συχνά όμως, με το να καθιστά αύτο ώς το μόνο κριτήριο τής πραγματικότητας, ό έμπειρισμός συνθλί β ει αύτο πού μ π ο ρεΐ νά γίνει γνωστό μέσα σε αύτο πού είναι γνω στό. Γ ιά τον έμπειρισμό λοιπόν, ό κόσμος ορίζεται ώς απαρτιζό μενος άπό γεγονότα τά όποια είναι άντικείμενα τής εμπειρίας. Θεμελιώδης παράμετρος αύτής τής έπιστημολογίας είναι βέβαια το συνειδητό γιγνώσκον ύποκείμενο, με άλλα λόγια το άτομο πού βιώ νει, συλλαμβάνει καί γ ι’ αύτο πραγματώνει τή γνώση. Είνα ι ή λειτουργία καί ή συγκρότηση αύτοΰ τοϋ μή προβληματικού —γιά τον έμπειρισμό— ύποκειμένου πού βρέθηκε στό επίκεντρο τών κρι τικών τής έμπ ειριστικής θεωρίας. 'Ωστόσο, πολλοί έμπ ειριστες είχαν γνώση άρκετών άπό αύτά τά προβλήματα ήδη άπό τον 18ο αιώνα κι έχουν προσφέρει ποικιλία εμπεριστατωμένων άπαντήσεων4. Ό θετικισμός είναι μία πιο περιορισμένη καί άνελαστική εξ έ λιξη τοϋ έμπειρισμοϋ, τουλάχιστον στις βασικές του μορφές. ’Ισχυρίζεται πώς ή γνώση μπορεΐ νά έπιτευχθεϊ μόνο μέ τή χρήση
4. Γ ιά παράδειγμα, στό πεδίο τής ιστορίας, τό νομολογιχό μοντέλο τοϋ Hempel καί ή «ύποθετιχο-παραγωγική» μέθοδος τοϋ Popper. Βλέπε είδιχότερα, Κ. R. Pop per, The Logic o f Scientific Discovery, Λονδίνο 1974· C. C. Hempel, Aspects o f Scientific Explanation and Other Essays in the Philosophy o f Science, Νέα Ύάρκη 1965 (περιλαμβάνεται μία έπανέχδοση τής πρώτης είσήγησης τοϋ 1943). Βλ. έπΐσιχ Μ. Mandelbaum, «The problem of 'covering laws’», στό P. Gardiner (έκδ.), The Philosophy o f History, ’Οξφόρδη 1974, 51-65 (άρχιχά στό History and Theory 1 (1961) 229-242), γιά μ(α περαιτέρω έξέταση χαί βιβλιογραφία. Ή καλύτερη γενι κή έπισχόπηση όλων αύτών τών χινημάτων χαί φιλοσοφικών προβλημάτων, έχτός τών πιό προσφάτων, είναι άχόμα ή μελέτη τοϋ Bertrand Russell, History o f Western Philosophy (νέα Ιχδοση, Λονδίνο 1961). Γ ιά χαλές, γενιχίς παρουσιάσεις τής έμπειριστιχής, θετιχιστιχής χαί ρασιοναλιστικής προσέγγισης στό πρόβλημα τής πρα γματικότητας χαί τής γνώσης, άλλα άπό μια χριτιχή ρεαλιστική σκοπιά, βλ. Roy Bhaskar, A Realist Theory o f Science, Brighton 1978· τοϋ Ιδιου, The Possibility o f Naturalism: a Philosophical Critique o f the Contemporary Human Sciences, Brighton 1979· R. Harré, Philosophies o f Science: an Introductory Survey, ’Οξφόρδη 1972. Βλέπε έπ(σης, D. Hillel-Ruben, Marxism and Materialism, Brighton 1979* C. McLen nan, Marxism and the Methodologies o f History, Λονδίνο 1981 χαί τοϋ (διου, Marx ism, Pluralism and Beyond, Cambridge 1989.
16
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
μεθόδων τών φυσικών επιστημών ή, τουλάχιστον, στή βάση συνα φών μεθοδολογικών κατευθύνσεων, θ εω ρ ε ί δεδομένη τή διαθεσιμό τητα τών άντικειμένων στήν υποκειμενική έμπ ειρία καί τήν άνθρώπινη σύλληψη ώς τή μόνη πηγή γνώσης. Καί πάλι, στον πυρήνα του βρίσκεται ή προϋπόθεση καί ή άναγκαιότητά του «γιγνώσκοντος υποκειμένου». Ό ιδεαλισμός, όπως ό έμπειρισμός, ήταν προϊόν τοϋ ύστερου 17ου-18ου αιώνα καί άποτελοΰσε κυρίως προσπάθεια υπέρβασης τοϋ δυϊσμοΰ πού ήταν έγγενής στον καρτεσιανό ορθολογισμό. Σ ε αντίθεση με τον έμπειρισμό, ό ιδεαλισμός θεωρούσε τις διανοητι κές κατασκευές —δημιουργήματα τοΰ έλεύθερου άνθρώπινου πνεύ ματος— ώς τή βάση τής γνώσης τοϋ κόσμου. Ό ορθολογισμός, όπως αναπτύχθηκε άπό τόν Καρτέσιο (Σκέφτομαι, άρα υπάρχω), πρέσβευε εναν δυϊσμό νόησης καί ύλης, σύμφωνα μέ τόν όποιο τό μυαλό, παρά οί αισθήσεις, είναι τό μόνο σίγουρο στοιχείο, ό μονα δικός γνώστης τών εξωτερικών πραγμάτων. Σχετικά πρόσφατα, ό ορθολογισμός καί τό έπιστημολογικό ρεϋμα τοϋ Kuhn έπέστρεψαν στις καρτεσιανές τους ρίζες — άν καί σέ μιά πολύ έξελιγμένη μορ φή— γιά νά άμφισβητήσουν τόν εμπειρισμό τών κοινωνικών καί ιστορικών έπιστημών. Τό «νέο έπιστημολογικό ρεϋμα», πού άναπτύχθηκε κυρίως στό εργο του Τ . Kuhn καί τών οπαδών του5, ισχυρίζεται ότι ή σύλληψη τών αισθήσεων καί ή έμπ ειρία τελικά έξαρτώνται άπό τή «θεω ρία», δηλαδή άπό ΰποβόσκουσες άντιλήψεις γιά τόν κόσμο. Έ τσ ι, τό τ ί συλλαμβάνουμε έξαρτάται άπό συστήματα δεδομένων υποθέ σεων. Ή γνώση δέν μπορεΐ νά έπικυρωθεΐ μέσω τής εμπειρίας, έπειδή ή τελευταία καθορίζεται μέ τή σειρά της άπό υποθέσεις, θεωρώντας έτσ ι αύταπόδεικτα τά έρωτήματα στά όποια καλείται νά άπαντήσει. Τελικά , γ ιά τόν Kuhn ό κόσμος συγκροτείται μέσα καί μέσω της «θεω ρίας». Ό μω ς μιά προφανής κριτική είναι ότι, έφόσον δέν υπάρχουν άντικειμενικοί τρόποι έπιλογης άνάμεσα σέ
5. T. S. Kuhn, The Structure o f Scientific Revolutions, Σικάγο 1970 χαΐ τή διαμάχη ανάμεσα οτόν Kuhn χαί τούς όπαδοΰς τοΰ Popper, στό: I. Lakatos, A. Musgrave (έχΐ.), Criticism and the Growth o f Knowledge, Cambridge 1970. Γιά ρεαλιστικές κριτικές τής θεωρίας τοΰ Kuhn, βλ. σημ. 2.
ΟΡΙΣΜΟΙ
θεωρίες καί ή μόνη μας πρόσβαση στήν έξωτερική πραγματικότη τα συντελεΐται μέσω θεωριών οί όποιες καί την περιγράφουν με αμοιβαία αποκλειστικό τρόπο, ή ιδέα της πραγματικότητας ώς αύτόνομης κατάστασης πέραν της ανθρώπινης υποκειμενικότητας καθίσταται άκυρη. Ένώ αναγνωρίζει σωστά τήν κοινωνική συγκρό τηση τής γνώσης, ό Kuhn τελικά υπονοεί ότι ή πραγματικότητα καθορίζεται άποκλειστικά άπό τή θεωρία — σέ άντίθεση μέ τον άφελή έμπειρισμό— καθώς καί ότι υπάρχουν τόσες πραγματικό τητες όσες καί οί άντίστοιχες θεωρίες. Τέλος, ό ρεαλισμός , ό όποιος στις νεότερες εκδοχές του (συχνά άποκαλεΐται νεο-ρεαλισμός) μπορεΐ νά θεωρηθεί μιά προσπάθεια ξεπεράσματος τών δυσκολιών τοϋ έμπειρισμοϋ καί τών απόψεων τοϋ Kuhn. Ό ρεαλισμός έμπ εριέχει στοιχεία καί άπό τά δύο ρεύ ματα. ’Αφενός υπογραμμίζει τήν ύπαρξη ένός πραγματικοΰ κό σμου, έξωτερικοϋ άπό τήν άνθρώπινη έμπειρία, ό όποιος δέν μπο ρεΐ νά συλληφθεϊ μόνον μέσω τής γλώσσας ή της θεωρίας, άλλα παραμένει παρ’ όλα αΰτά αναγνωρίσιμος, άφετέρου θεωρεί ότι ή γνώση συγκροτείται κοινωνικά, καθώς καί ότι γλώσσα καί έμ π ει ρία καθορίζονται κοινωνικά καί πολιτισμικά, δηλαδή, σύμφωνα μέ τή σκέψη τοϋ Kuhn, είναι διαποτισμένες άπό θεωρίες. Καί όμως σκοπός τής γνώσης είναι νά παράγει γνώση τοϋ πραγματικοΰ, όν τολογικά άνεξάρτητου κόσμου, κι οχι απλά σειρές λογικών, συνε κτικών θεωριών, οί όποιες άντιστοιχοϋν πρός τις έσωτερικές λο γι κές λειτουργίες, σύμφωνα μέ τή θεωρία του Kuhn. Γ ιά νά πραγμα τώ σει τή γνώση τοϋ άληθινοϋ, έπομένως, ό ρεαλισμός υιοθετεί μιά «θεω ρία άντιστοιχιών» («correspondence theory») κι αύτό άντίθετα μέ τόν Kuhn ό όποιος δέν χρειάζεται μιά τέτοια θεωρία, έπειδή δέν πρεσβεύει τήν ύπαρξη μιας άνεξάρτητης πραγματικότητας στήν όποία πρέπει νά άντιστοιχοϋν οί παράγωγές της θεωρίες. Σ έ άντίθεση μέ τόν έμπειρισμό ό όποιος τα υτίζει τήν «πραγμα τικ ότητα » μέ τόν έμπειρικό κόσμο όπως αύτός συλλαμβάνεται στό έπίπεδο της έμπειρίας (παρατήρησης ή πειράματος), οί θεωρίες τοϋ ρεαλισμοϋ άναφέρονται σέ όντολογικές δομές οί όποιες καί γεννοϋν τα διάφορα άντιληπτά άπό τόν παρατηρητή φαινόμενα. Οί θεωρίες έρμηνεύουν φαινόμενα γ ια τί αύτά είναι αίτιακά συνδεδεμένα μέ τις δομές πού τά δημιουργοϋν. Έ πομένω ς, ή πραγματικότη τα γιά τόν ρεαλισμό δέν είναι αύτή ή όποία μπορεΐ νά συλληφθεϊ
1Η
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
εμπειρικά ή νά εξαχθεί άπό τήν παρατήρηση. Ό μω ς ή πραγματικό τητα εχ ει έπιδράσεις καί είναι άκριβώς ή σχέση άνάμεσα στήν (παρατηρήσιμη) έπιφάνεια καί το υπόβαθρο πού τελικά καθιστά δυνατή τήν προσέγγιση τοϋ «πραγματικοΰ»6. Ά π ό αύτή τήν άπο ψη, καί ό μαρξισμός είναι ρεαλισμός — άν καί υπήρξαν καί έπιρροές τοΰ έμπειρισμοΰ, ΐδεαλισμοΰ καί, πρόσφατα, τοΰ Kuhn —κάτι πού ωστόσο κρύβει ή πληθώρα τών διαφόρων έκδοχών του, όπως καί τών ισχυρισμών άκριβοΰς αναπαραγωγής της «γνήσιας μαρξικής σκέψης». Πολλά περισσότερα θά μποροΰσαν νά είπωθοΰν γιά όλα αυτά τά φιλοσοφικά ρεύματα καί φοβοΰμαι πώς δέν ήμουν άκριβοδίκαιος στήν άπόδοσή τους. Ό μ ω ς, παρά τή σημαντική ύπεραπλούστευση, πιστεύω ότι έχουμε κατοχυρώσει κάποια άντίληψη αύτών τών θε μελιωδών ζητημάτων πού θά μάς επ ιτρέψ ει νά παρακολουθήσουμε τή συζήτηση έντάσσοντάς την σέ ενα άμεσα άναγνώσιμο πλαίσιο.
6. Βλ. τό έργο τών Bhaslcar, HillelRuben xai McLennan στήν παραπομπή 4. ’Επίσης τά άρθρα στό: J. Mepham, D. Hillel Ruben (έχί.), Issues in Marxist Philoso phy 111: Epistemology, Science, Ideology, Brighton 1979.
2. Σύγχρον«ς έπιλογές χαί προκλήσεις Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της έμπειριστικής ιστοριογραφικής πα ράδοσης υπήρξε, όπως ήταν Αναμενόμενο, ή πεποίθηση ότι το πα ρελθόν πρέπει νά θεω ρείται ώς μή προβληματικό καί όντολογικά πραγματικό. Έ ργο τοϋ ίστορικοΰ ορίζεται ή περιγραφή της παρελθούσας πραγματικότητας. Σ ε αΰτή τήν προσέγγιση συχνά παρατηρεΐται μια διάσταση ανάμεσα στήν πεποίθηση δτι το παρελ θόν είναι άληθινό καί σε εκείνη πού πρεσβεύει ότι τό παρελθόν είναι άμεσα άντιληπτό. Ή πρώτη είναι άφελής ρεαλιστική προσέγγιση, ή δεύτερη πιό καθαρά έμπ ειριστική. Καί οΐ δύο Ιχουν καταστεί —στις χονδροειδέστερες μά καί τις πιό έπεξεργασμένες μορφές τους— αντικείμενα σκληρής κριτικής άπό άλλες μεθοδολογικές τάσεις. Θά πρέπει πάντως νά τονισθεϊ ότι ή έμπ ειριστική ιστοριογρα φία είναι συχνά έμπνευσμένη καί εκλεπτυσμένη στις διαπιστώσεις της (κάτι πού συχνά ύποβαθμίζεται άπό τούς έπικριτές της) καθώς επίσης πώς έλάχιστοι είναι οί έμπ ειριστές ιστορικοί πού θά ίσχυρισθοΰν ότι συλλαμβάνουν άπευθείας τό παρελθόν7. Περισσότερο, έντοπίζουν στοιχεία τοϋ παρελθόντος, τά όποια κατόπιν μποροΰν νά άποδώσουν μέ άληθοφανή τρόπο. Ισ τορ ικ οί όλων τών άποχρώσεων θά συμφωνούσαν προφανώς ότι εργάζονται μέσα σέ ένα π λαί σιο άναφορών τό όποιο καθορίζει τό άντικείμενο, ή περίοδος ένδιαφέροντός τους, οί πηγές τους, καθώς καί οΐ έρμηνευτικές πιθανότη τες καί οΐ συγκριτικές καί άναλογικές ύποθέσεις πού έπηρεάζουν τήν κατεύθυνση της ερευνάς καθώς καί τά συμπεράσματά της. Τό πλαίσιο καθ’ έαυτό προσδίδει, έμμεσα ή άμεσα, μιά θεωρία άνώτερης κλίμακας στό ολοκληρωμένο προϊόν τής έρευνας. Κ ι αύτό γ ια τί
7. Βλ. τήν παρουσίαση τοϋ McLennan, Marxism and the Methodologies o f Histo ry, ειδικά σ. 66 κ. έξ„ 97 κ. έξ.
20
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
οί άρχικές ομάδες άναφορών ύπόκεινται σέ ορισμένες τάσεις οί όποιες είναι παρούσες σε όποιοδήποτε ιστοριογραφικά κείμενο. Τό τελικό, συνδυασμένο τους άποτέλεσμα θα διαφέρει ανάλογα με τόν καθορισμό τους άπό έμπ ειριστικές, ρεαλιστικές ή άλλες άπόψεις γιά τή φύση τών άποδείξεων καί τή συγκρότηση τής γνώσης τοϋ παρελθόντος. Τό πρόβλημα στήν έμπειριστική προσέγγιση έγ κ ει τα ι στό γεγονός ότι δεν γίνετα ι άποδεκτός ή άγνοεΐται ό καθορι στικός ρόλος τών άπόψεων τοϋ ίδιου τοϋ ίστορικοΰ. Τά γεγονότα συχνά έκλαμβάνονται σά νά συγκροτοΰνται άναλλοίωτα άπό τό παρελθόν ή στό παρελθόν. Έ νώ ό ιστορικός μπορεΐ νά έπεξεργασθεϊ τήν περιγραφή ή τις αίτιακες συνδέσεις πού ενυπάρχουν σ ’ αύτά τά διακριτικά άποδεικτικά στοιχεία, τά τελευταία άποτελοΰν μιά σταθερά ή όποία μπορεΐ νά παραβλεφθεΐ ή καί νά ύποβαθμισθεΐ, δεν μπορεΐ όμως νά άλλάξει. Μ ιά τέτοια άντίληψη είναι βέβαια σημαντικότατη. Γ ια τ ί έάν οί ιστορικοί άγνοοΰν τόν καθοριστικό ρόλο πού οί ίδιοι παίζουν στήν άποσαφήνιση καί επιλογή τών άποδεικτικών στοιχείω ν, καί συνακόλουθα τό ρόλο πού παίζουν οί δικές τους άντιλήψεις, π.χ. στόν καθορισμό της φύσης καί τοϋ τύπου τών αίτιακών σχέσεων τις όποιες συλλαμβάνουν, έπόμενο είναι οί ιστορικές τους περιγραφές νά άναπαράγουν άενάως αΰτο-αναπαραγόμενα μοντέλα της ίδιας τους της κουλτούρας (ή οποίου τμήματός της συλλαμβάνουν). Αύτός είναι άκριβώς ό κίνδυνος τόν όποιο προσπάθησε νά άποφύγει τό ίστορικιστικό κίνημα τοϋ ύστερου 19ου καί τοϋ πρώιμου 20οϋ αιώνα. Ή άνυπαρξία «θεωρητικοποίησης», ή άδυναμία άποσαφήνισης τών έπιστημολογικών άρχών πάνω στις όποιες βασίζε τα ι ή ιστορική άνάλυση δεν είναι βέβαια έγγενής στήν έμπειριστική σκέψη. Ά π ο τ ελεϊ μάλλον μίαν έπιλογή ή όποία χαίρει μιας παρα δοσιακής πρωτοκαθεδρίας στό διάστημα άρκετών γενεών. Γ ια τί οί κάθε λογης άφαιρέσεις θεωροϋνται τελικά άποπροσανατολισμοί άπό τόν κύριο σκοπό της συλλογής, τακτοποίησης καί έπεξεργασίας τών στοιχείω ν, τών γεγονότων πού μόνο αύτά μποροϋν νά μας προσφέρουν γνώση τοϋ παρελθόντος. Ε π ιπ λέο ν , συχνά εχ ει προ β ληθεί μια θεμελιώδης άντίφαση άνάμεσα στήν «ιστορία» άφενός καί τή «θεω ρία» άφετέρου. Αύτό οδήγησε στήν άποψη σύμφωνα με τήν όποία ή «ιστορία » καθίσταται μιά μοναδική έμπ ειρία άντιληπτή μόνο μέ τό «βά πτισ μα » τοϋ ίστορικοΰ στα κείμενα καί τις
ΣΪΤΧΡΟΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
21
πηγές της έποχής —γ ιά τά όποια ά πα ιτεϊτα ι κάποια διαίσθηση— καί τά όποια τελικά γίνονται ή καθοριστική άρχή της έρμηνευτικής μεθόδου. Αύτό τό χαρακτηριστικό —τό όποιο δχι εντελώς δίκαια απορ ρίπτετα ι άπό τούς έπικριτές του ώς «ουμανιστικό»— έμφανίζεται σήμερα ώς τό κυρίαρχο στοιχείο στή βρετανική, τήν πλειοψηφία τής δυτικοευρωπαϊκής καί τή βορειο-αμερικανική ιστορική παρα γωγή καί λειτουργεί άνασταλτικά σε κάθε προσπάθεια θεωρητικοποίησης8. ’Αποτέλεσμα: ύπηρξε μιά πλήρης εναντίωση καί άρ νηση άποδοχής της έγκυρότητας κάθε κριτικής, πού δέν στηρίχτηκε παρά στήν πεποίθηση ότι ό θεωρητικισμός, έφόσον δέν βασίζεται έμφανώς σέ γεγονότα, είναι όλότελα υποκειμενικός καί γι* αύτό άχρηστος καί άποπροσανατολιστικός9.
8. Γιά κάποιες γενικές παρατηρήσεις, βλ. McLennan, Marxism and the Metho dologies o f History, 97-111. Βέβαια, υπάρχουν πολλά στοιχεία σέ αύτό το παράδει γμα, χαί οϊ εκπρόσωποί του σίγουρα θά διαφωνούσαν μέ μιά τέτοια πρόχειρη πα ρουσίαση: Ή ανελαστική προσέγγιση τοϋ θετικισμού, όπως αντιπροσωπεύεται στο έργο τοΰ Ranke, ή έμφαση τών ΐστοριχιστών σέ μία σχετικιστική ερμηνευτική μέθο δο (δχι εντελώς ανόμοια στις εφαρμογές της αν καί ριζικά διαφορετική στις μεθό δους της άπό τον δομισμό τοΰ Lévi-Strauss), τέλος, πιό πρόσφατες συζητήσεις πάνω στά προβλήματα παραγωγής ιστορικών/κοινωνιολογικών νόμων (έπιστρέφοντας, για παράδειγμα, στή διαμάχη πού αναζωπυρώθηκε άπό τούς Hempel καί Dray), ίλα αύτά άποδειχνύουν τό βάθος τής συζήτησης καί τήν αυξανόμενη συνειδητοποίηση τών έπιστημολογιχών δυσκολιών πού κληρονόμησε ή έμπειριστική καί θετιχιστική παράδοση στή σύγχρονη μή μαρξιστική ιστοριογραφία. Γ ιά περαιτέρω διαπραγμά τευση τοΰ θέματος καί βιβλιογραφία, βλ. Κ. Η. Lembeck, «Die Gultigkeit historischen Wissens: zum Zusammenhang von Ceschichtstheorie une Geschichtstheologie bei Ernst Troeltsch», Saeculum 33 (1982) 103-208’ H. Schnadelbach, Geschichtsphilosophie seit Hegel. Die Problème des Historismus, Freiburg/Munchen 1974. Βλ. έπίσης τήν υπόλοιπη άρθρογραφία στο Saeculum 33 (1982), ειδικότερα 0 . Marquard, «Universalgeschichte und Multiversalgeschichte», 106-115. Γιά γενι χές επισκοπήσεις, βλ. Μ. Mandelbaum, The Anatomy o f Historical Knowledge, Βαλ τιμόρη 1977' P. Gardiner, The Philosophy o f History. Ειδικότερα γιά τόν ίστορικισμό, βλέπε τό προαναφερμένο άρθρο τοΰ Lembeck καί, βέβαια, F. Meinecke, Die Entstehung des Historismus, Μόναχο 1936· έπίσης, Μ. Mandelbaum, History, Man and Reason, Βαλτιμόρη 1971, σ. 429, 113 x. έξ. 9. Τά δύο άκρα συνοψίζονται μέ τόν καλύτερο τρόπο στό Β. Hindess and P. Q. Hirst, Mode o f Production and Social Formation, Λονδίνο 1977 — μία χονβενσιονα-
22
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πριν προχωρήσουμε στήν έξέταση κάποιων πρόσφατων εξ ελ ί ξεων της εύρύτερης έμπειριστικής παράδοσης, θά πρέπει νά ασχο ληθούμε μέ ορισμένες άπό τις έναλλακτικές προτάσεις. Τό πρό βλημα όμως έδώ είναι ότι κάποιες έναλλακτικές προτάσεις στήν ούσία μοιράζονται άρκετές έπιστημολογικές άντιλήψεις μέ τό έμπειριστικό ρεϋμα ή πέφτουν σέ παρόμοιες παγίδες μ’ αΰτό. Ά λ λ ες έναλλακτικές προτάσεις δέν υποπίπτουν άναγκαστικά σέ τέτοια σφάλματα, άνάλογα μέ τό πώς προσεγγίζουν τό πρόβλημα τοϋ παρελθόντος. Γ ιά νά γίνω σαφέστερος, θά χωρίσω αυτές τις έναλ λακτικές προτάσεις σέ τρεις εΰρεΐες ομάδες: αυτήν της εύρύτερης μαρξιστικής ή ίστορικο-υλιστικής κατεύθυνσης, αύτήν τής παρά δοσης τών Annales καί αύτήν τών δομιστικών καί μετα-δομιστικών κριτικών. Ό λες Ιχουν στοιχεία κοινά- όλες έμπεριέχουν κάποιες ιδιαίτερες υπογραμμίσεις· όλες έχουν έπωφεληθεϊ άπό τήν άμοιβαία άνταλλαγή προβληματισμών, άσχετα μέ τούς συχνά σκληρούς διαξιφισμούς μεταξύ τους. Καί όλες ύπήρξαν έπικριτικές τής στοιχειο-θηρικής καί άκριτης έρμηνείας τών πηγών πού χαρακτηρίζει τήν έμπειριστική ή τή θετικιστική παράδοση. Ο ί μαρξιστικές άπόψεις είναι πιθανόν οί δυσκολότερες νά περιγραφοΰν, έν μέρει έξαιτίας της συχνής κακοποίησης τοϋ ορού κι έν μέρει έξα ιτία ς τών ποικιλιών στήν έμφαση της «μαρξιστικής» τους ύπόστασης. Δ έν θά έπιχειρήσω κάποια έκτεταμένη άναφορά στις διαφορές τους. Πάντως, μποροΰμε νά έπισημάνουμε τρία κυρίαρχα ρεύματα, όλα τους βασισμένα στόν τεράστιο δγκο τοϋ μαρξικοϋ έργου, άλλά καί έπηρεασμένα άπό τις προκλήσεις τής μή μαρξι στικής άλλά καί της μαρξιστικής ιστοριογραφίας. Ά π ό τή μιά μεριά, μία οίκονομιστική τάση, μέ μεγάλη έμφαση στις παραγωγι κές δυνάμεις καί στή δυναμική τους ύπέρβασης ξεπερασμένων πα ραγωγικών σχέσεων, καθώς καί στό μοντέλο «βάση-ύπερδομή», πού προκάλεσε βαθύτερες άναλύσεις τών κοινωνικών καί οικονομι κών σχέσεων άλλά ταυτόχρονα προήγαγε μιά παραμόρφωση της μαρξιστικής ιστορικής έρμηνείας10.
λιστική απόρριψη όλόκληρης τής ιστορίας ώς αναπόφευκτα έμπειριστικής. Βλ. έπίσης, τή μάλλον περιφρονητική απόρριψη κάθε θεωρητικοποίησες άπό τόν J. Hexter στό The History Primer, Λονδίνο 1972. 10. Γιά μια καλή έπισκόπηση —καί κριτική— αυτής τής τάσης όπως άντιπρο-
ΙΊΤΧΡΟΝΚΣ ΚΠΙΛΟΓΚΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΚΙΙ
Ά π ό τήν άλλη, οί δομιστιχοί μαρξισμοί άσκησαν κριτική τόσο στις προηγούμενες απόψεις όσο καί στή φιλελεύθερη ιστοριογρα φία, καί άποπειράθηκαν νά ύπογραμμίσουν έκ νέου τήν π ο λιτισ μι κά ένεργή φύση τών κοινωνικών σχέσεων καί τήν ένότητα τής κοι νωνικής δομής, ύποβιβάζοντας ετσ ι τό μοντέλο τής βάσης-ύπερδομής καί τήν κεντρική θέση τοϋ δημιουργικού άνθρώπου-παραγωγοϋ. Παράλληλα με αύτες έμφανίσθηκε — αν καί Ιλκ ει μακρά παράδοση πίσω της— μια αύστηρά ρεαλιστική ύλιστική κριτική καί τών δύο τάσεων, έπικριτική τής τελεολογίας καί τοϋ οίκονομισμοΰ τής πρώτης καί τών μηχανιστικών, συχρονιστικών καί, τ ελ ι κά, ίδεαλιστικών άντιλήψεων τής δεύτερης. Αύτό βέβα ια δεν ση μαίνει ότι δέν ύπήρξαν έξαιρετικά γόνιμες καί παραγωγικές έκφράσεις τής πρώτης τάσης, ούτε φυσικά ό τι ή δεύτερη τα υτίζετα ι άποκλειστικά μ έ τούς Althusser καί Balibar, ή τούς Hindess καί H irst11, ή άκόμα, ότι αύτή ή κριτική ετυχε γενικής άποδοχής ή καί ελυσε
σωπευόταν πριν λίγο στή σοβιετική καί άνατολικοευρωπαϊκή ιστορική γραφή, βλ. McLennan. Marxism and the Methodologies o f History, ειδικότερα 2-14 για τόν «διαλεκτικό υλισμό». ’Επίσης, γιά μιά υπεράσπιση μιας εξελιγμένης προσέγγισης τής «βάσης καί υπερδομής», βλ. C. A. Cohen, Karl Marx's Theory o f History: A Defense, ’Οξφόρδη 1979. 11. Οί κλασικές δομιστικές κριτικές αναπτύσσονται στά: L. Althusser, Ε. Bali bar, Reading Capital (άγγλ. μετφρ., Λονδίνο 1974)' L. Althusser, For Marx (άγγλ. μετφρ. Harmondsworth 1969). Γιά κάποιες κριτικές βλ. Ν. Geras, «Althusser’s Mar xism: an account and assessment», New Left Review 71 (1972) 71-86' S. Clarke, «Althusserian Marxism», στό One-Dimensional Marxism (έκδ. S. Clarke κ.ά.), Λονδί νο 1980, άκόμα γιά μία έντονότερη —καί άποδοτικότερη— πολεμική, Ε. P. Thom pson, The Poverty o f Theory, Λονδίνο 1979. Γ ιά τούς «μετα-άλτουσεριανούς», βλ. τό έργο τών Hindess καί Hirst (σημ. 9), καθώς καί τό ίργο τους Pre-Capitalist Modes o f Production, Λονδίνο 1977' P. Hirst, «Althusser’s theory of ideology», Economy and Society 5 (1976). Καμμία άπό αυτές τις εργασίες δέν είναι άπολύτως αντιπρο σωπευτική ίλης τής προβληματικής στήν «περιοχή» τους, ώστόσο παρέχουν μιάν ιδέα γιά τά θεμελιώδη προβλήματα καί τις διαμάχες. Ή πιό χρήσιμη άνάπτυξη τής ρεαλιστικής θέσης άπό τή σκοπιά τοΰ ίστορικοΰ είναι πάντα McLennan, Marxism and the Methodologies o f History. Βλ. έπίσης τή σύνοψη τών σύγχρονων συζητήσεων στό: C. McLennan, «Philosophy and History: some issues in recent Marxist theory», στο Making Histories: Studies in History-Writing and Politics, (έκδοση τοΰ CCCS), Λονδίνο 1982,133-152 καί N. Mouzelis, «On the Crisis of Marxist Theory», British Journal o f Sociology 35 (1984) 112-121.
24
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
όλα τά προβλήματα τών προηγούμενων δύο. Τουναντίον, ή διαμά χη ακόμα διεξά γετα ι καί βρισκόμαστε μάλλον μακριά άπό τήν οριστική της έπίλυση. Αύτό όφείλεται έν μέρει στο γεγονός ότι αύτές οί άπόψεις μοιράζονται κοινό έδαφος, καθώς καί στο ότι πλέκονται ή μία με τήν άλλη τόσο σέ έπιστημολογικό (οί κατηγο ρίες γιά έμπειρισμό καί ορθολογισμό είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς) όσο καί σέ μεθοδολογικό επίπεδο. Τέλος, στό ότι οί διάφοροι τόνοι έμφασης πού προέκυψαν τά τελευταία χρόνια άντανακλοϋν σέ μ ι κρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, καί άρκετά συνειδητά, τις πολιτικές έπιδιώ ξεις τών άμεσα έμπλεκομένων στις διαμάχες καί, τελικά, τήν πολιτική άναγκαιότητα τοϋ άγώνα γιά τήν έπικράτηση τοϋ σοσιαλισμού, οποιοσδήποτε νά ύπήρξε καί όπως νά ορίζεται αύτός, καί όποιαδήποτε τά ούσιαστικά του άποτελέσματα12. Έ τ σ ι, ή έμφαση στήν ταξική πάλη, γιά παράδειγμα, ένισχύετα ι άπό τήν άπόπειρα — πολύ πρόσφατα έμφανή στό έργο τοϋ Derek Sayer καί ά λλω ν"— άμφισβήτησης ορισμένων βασικών προ τάσεων τοϋ «κλασικού» μαρξισμού: τής διάκρισης άνάμεσα σέ βά ση καί ύπερδομή καί τής πρωτοκαθεδρίας τών παραγωγικών δυνά μεων. Αύτή ή άμφισβήτηση διατείνετα ι ότι οί κοινωνικές σχέσεις δέν περιορίζονται σέ μιά στενή άντίληψη τής «οικονομίας», ούτε καί ύπόκεινται στις παραγωγικές δυνάμεις. Οί παραγωγικές δυνά μεις είναι οί ίδιες ένσωματωμένες στις κοινωνικές σχέσεις καί δέν ορίζονται μέ καμία α ιτιότητα άλλά άντίθετα άπό τήν άνοιχτή φύ ση τής κοινωνικής διαπάλης καί άλλαγής. "Ως ενα βαθμό, αύτό
12. ’Αξίζει νά το τονίσουμε. Οί οπαδοί τής μαρξιστικής/υλιστικής έρμηνείας τής ιστορίας είναι συνήθως έν γένει «σοσιαλιστές» ένός ή άλλου τύπου. Δεν είναι όμως μοναδικοί. Όπως έχουμε δεϊ, όλοι οί ιστορικοί εργάζονται μέ θεωρίες, έμμε σα ή άμεσα, καί οί μέθοδοι καί τά συμπεράσματά τους άντανακλοϋν μέ τή σειρά τους τις «πολιτικές» τής ιδιαίτερης κοινωνικής καί πολιτισμικής τους πραγματικό τητας. 'Ακόμη καί ό πιό έντονα «άπολιτικός» μελετητής είναι άναπόφευκτα πολι τικός/ή στή διανοητική πρακτική καί στις συνέπειές της. Γ ιά μια χρήσιμη παρουσί αση, βλ. R. Blackburn (έκδ.), Ideology in Social Science: readings in critical social theory, Λονδίνο 1972, ειδικότερα C. Stedman-Jones, «History: The Poverty of Empi ricism», 95-115. 13. Βλ. D. Sayer, Marx's Method, Brighton 1979’ D. Sayer, «Science as Critique: Marx vs. Althusser», στό Issues in Marxist Philosophy III (όπως καί στή σημ. 6).
ς ι τ χ ρ ο ν κ ς ε π ιλ ο γ ή ς κ α ι π ρ ο κ λ ή σ ε ις
άποτελεϊ μέρος τής ρεαλιστικής απάντησης στην άλτουσεριανή κριτική καί μαζί μια προσπάθεια έπανεκτίμησης κλασικών μαρξι στικών θέσεων υπό τό φώς τής κριτικής τοϋ δομιστικοΰ μαρξισμού. Ά π ό τήν άλλη όμως, ήρθε σέ σύγκρουση μέ άλλους άντιπροσώπους τοΰ ρεαλισμού. Ο ί μαρξιστικές έρμηνεΐες, έπομένως, είναι πολλές καί ποικίλες. Ο ί 8υό θεμελιώ δεις οπτικές πού αναπτύχθηκαν άπό τό 1890 καί συνέβαλαν στόν γόνιμο άλληλοεπηρεασμό μέ άλλα στοιχεία έντός καί έκτός τοϋ μαρξικοϋ θεωρητικού σώματος έξακολουθοϋν νά βρί σκονται σέ άντίθεση. Αύτές οί δύο οπτικές —μία φιλοσοφική/έξελικτική πού ύπογραμμίζει τή φύση τής ιστορίας ώς διαδικασίας τής έξέλιξης καί ολοκλήρωσης τοΰ άνθρώπου (μέ άπορρέουσα τήν τάση πρός τελεολογικές καί ντετερμινιστικές εξηγήσεις) καί μία εμ π ει ρική/ιστορική προσέγγιση, ή όποία ύπογραμμίζει τήν πρωτοκαθε δρία τών κοινωνικών σχέσεων τής παραγωγής καί τών παραγωγι κών δυνάμεων καθώς καί τήν άναφορά τής ιστορικής άλλαγής καί τών ιδεών στή διαδικασία παραγωγής καί άναπαραγωγής τής ύλικής ζωής— εξακολουθούν νά τροφοδοτούν τή διαμάχη. Ό μω ς, πάνω άπ’ όλα, καί οί δυό πρόσφεραν καί έξακολουθοϋν νά προσφέ ρουν σπουδαίες έναλλακτικές λύσεις. 'Η ιστορική πρόταση τών Annales ή όποία καί έδραιώθηκε στις δεκαετίες τοΰ 1930 καί τοΰ 1940 άσκησε, όπως κι ό ιστορικός υλισμός, εύρεία έπίδραση στή θετικιστική άλλά καί στή μαρξιστική ιστοριογραφία. Βασική της άρχή ήταν ή έμφαση σέ «οικολογικά στοιχεία» —όπως δημογραφικοί παράγοντες— καί στήν έπίδρασή τους στή διαμόρφωση καί άνάπτυξη συγκεκριμένων κοινωνιών στά πλαίσια ένός εύρύτερου ίστορικοΰ πλαισίου, τόσο τοπικά όσο καί χρονικά. Ή «μεγάλη διάρκεια» είναι προφανώς τό γνωστότερο έννοιολογικό έργαλεΐο αύτής τής μεθόδου. Σ τα τισ τικές μέθοδοι άνάλυσης συνδυάζονται μέ γενικές θεωρίες τής άνθρώπινης έξ έλ ι ξης, όπως αύτή επηρεάζεται άπό περιβαλλοντολογικούς περιορι σμούς. Ά π ό μιά σχετικά πρόσφατη μαρξιστική οπτική, μπορούμε νά προσάψουμε σέ αύτές τις οικολογικά προσανατολισμένες θεωρίες μιά μορφή ντετερμινισμοΰ, σύμφωνα μέ τήν όποία οί κοινωνικές καί πολιτικές σχέσεις τείνουν νά συμμορφώνονται μέ τις «φυσικές» συνθήκες ύπαρξής τους κατά εναν μονοδιάστατο τρόπο. Αύτή ή
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
ντετερμινιστική τάση εχει έν μέρει ξεπερασθεΐ μέ τήν παραδοχή τής ύπαρξης σειράς διαφορετικών καί συχνά άντιμαχόμενων ρυ θμών οί όποιοι διέπουν τά διάφορα καθοριστικά στοιχεία τής ΰπό διερεύνηση κοινωνίας καί έπιτρέπουν στό υποκείμενο (άτομο ή κοι νωνική όμάδα) εναν περιορισμένο βαθμό άνεξαρτησίας. Ή παράδοση τών Annales υπογράμμισε έπιπλέον τήν άναγκαιότητα τής διεπιστημονικής σύνθεσης καί της έξαγωγής άπό τά υλι κά τεκμήρια μιας εύρύτερης θεωρητικής προοπτικής. Ό λα αύτά τά στοιχεία συγκροτούν τήν ιστοριογραφική άποψη τών Annales. 'Ωστόσο πρέπει νά έπισημανθεϊ ότι ιστορικοί πού τοποθετούν τούς έαυτούς τους στό εσωτερικό τοϋ κινήματος έχουν διαφορετικές άπόψεις, τόσο ώς πρός τήν προσέγγισή τους όσο καί ώς πρός τις έπιμέρους μεθοδολογίες τοϋ κινήματος. Ο ί διαφορές αύτές έντοπίζονται τόσο άνάμεσα στις διάφορες «γενεές», όσο καί στό έσωτερικό μιας συγκεκριμένης γενεάς: γιά παράδειγμα, πολλές καί έμφανεϊς είναι οΐ διαφορές στις προσεγγίσεις καί τή μέθοδο άνάμεσα στους Marc Bloch καί François Furet14. Ά π ό πολλές πλευρές, οί ιστορικοί τών Annales λειτούργησαν καί λειτουργοΰν σέ Ινα πλαίσιο όχι πολύ διαφορετικό άπό τόν ρεα λιστικό ύλισμό πολλών μαρξιστών, πλαίσιο πού άνήκει στή βεμπε-
14. Γιά μερικές γενικές επισκοπήσεις τής ιστοριογραφίας τών Annales, βλ. Κ. Ε. Born, «Neue Wege der Wirtschafts · und Sozialgeschichte in Frankreich. Die Historiker-Gruppe der "Annales” », Saeculum 15 (1964) 298-309' V. Rittner, «Ein Versuch systematischer Aneignung von Ceschichle: die "Schule der Annales"», στό I. Ceiss, R. Tamchina, Ansichten einer kiinftigen CeschichIswissenschafl I (1974) 153-172' G. C. Iggers, New Directions in European Historiography. Middletown. Conn. 1975' τοϋ Γδιου, «Die "Annales” und ihre Kritiker», Hislorische Zeitschrift 219 (1974) 578-608. Επίσης, τά έργα αντιπροσώπων τών Annales: Μ. Bloch, The Historian’s Craft, Manchester 1954· Slavery and Serfdom n the Middle Ages: Selected Essays, Berkeley 1975' L. Febvre, A Geographical Introduction to History, Λονδίνο 1932· P. Burke (Ικδ.), A New Kind o f History: from the writings o f Febvre, Λονδίνο 1973' E. Le Roy Ladurie, The Territory o f the Historian, Hassocks 1979' F. Braudel, The Mediterranean and the Mediterranean World in the Age o f Philip II, 2 τόμοι, (άγγλ. μετφρ. Λονδίνο 1975), ειδικά τήν εισαγωγή. F. Furet, «Quantitative History», στό F. Gilbert, S. Craubard, Historical Studies Today, Νέα Ύόρκη 1971, 45-61. Γιά ένα συγκεκριμένο στοιχείο τής παράδοσης τών Annales, βλ. Ρ. Η. Hutton, «The History of Mentalities: the New Map of Cultural History», History and Theory 20 (1981) 237-259.
ΣΤ'ΓΧΡΟΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
27
ριανή μάλλον παρά στή μαρξιστική παράδοση. Εξά λλου ή ιστορι ογραφία τών Annales επηρεάστηκε σημαντικά άπό τόν δομισμό, ιδιαίτερα στις άνθρωπολογικες μελέτες. 'Ιστορικοί σαν τόν Jacques Le G off καί τήν βυζαντινολόγο Evelyne Patlagean έπιχείρησαν νά ένσωματώσουν στό εργο τους στοιχεία τοϋ λεβιστρωσιανοΰ δομιστικοΰ παραδείγματος15. Ή έπιρροή της ιστοριογραφίας τών An nales υπήρξε βαθιά. *Αν καί πολλές άπό τις προτάσεις καί μεθό δους της έχουν ένσωματωθεΐ στή δεσπόζουσα θετικιστική ιστοριο γραφία, αΰτή διατηρεί τήν ίδιαιτερότητά της καί έξακολουθεϊ νά έπηρεάζει τήν ιστορική ερευνά καί νά διαλέγετα ι με άλλες ιστοριο γραφικές οπτικές. Σ τ ις δεκαετίες τοϋ 1960 καί 1970 ή δομιστική καί «μεταδομιστική» θεωρία άμφισβήτησε έντονα τόν «άνθρωπισμό» τών Anna les καί της παραδοσιακής μαρξιστικής ιστορίας. Ώ ς μεθοδολογικό ρεΰμα, ό δομισμός εχει μακρά καί διακεκριμένη ιστορία. Ο ί γνωστό τεροι εκφραστές του υπήρξαν άνθρωπολόγοι ή γλωσσολόγοι, δπως οί Claude Lévi-Strauss, Ferdinand de Saussure, Roman Jacobson καί άλλοι. Ή σπουδαιότερη συνεισφορά του στήν άνθρωπολογική θεω ρία είναι ή πρόταση ότι ή πολυμορφία καί τό τυχαίο μπορεΐ νά προκληθοΰν άπό τή λειτουργία ένός περιορισμένου άριθμοϋ άρχών καί ότι, πέρα άπό τις έμφανίσεις καί τά φαινόμενα που συγκροτούν τόν κόσμο όπως τόν άντιλαμβανόμαστε, ΰπόκειται μιά βαθύτερη ένότητα καί συστηματικότητα. ’Ισχυρίζεται επίσης ότι τά φαινό μενα αύτά άναλύονται πιό ολοκληρωμένα ΰπό τόν τύπο διπλών άντιθετικών ζευγών, τά όποια συγκροτούν σαφές νόημα μέσω τής σύζευξης ή της άντίθεσής τους. Σ τό σύνολό της, ή προσέγγιση αύτή πηγάζει άπό τή γλωσσολογία. Συγκεκριμένα άπό τήν έννοιολογική διαφορά άνάμεσα στή γλώσσα ώς άφηρημένο σύστημα καί τή γλώσσα «έν χρήσει», δπως καί άνάμεσα στό «σημαίνον» καί τό «σημαινόμενο». Τ ις δύο δψεις δηλαδή τοϋ γλωσσολογικοΰ κώδικα οί όποιες καθορίζουν τό νόημα σύμφωνα με τά συμφραζόμενα κι
15. Βλ. elSixà J. Le Goff, P. Nora (έκδ.), Faire de l'histoire, Παρίσι 1974· Ε. Patlagean, Pauvreté économique et pauvreté sociale à Byzance, 4e-7e siècles, Παρίσι 1974 χαί τά άρθρα trri Structure sociale, famille, chrétienté i Byzance, Λονδίνο, Variorum, 1981.
28
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
επιτρέπουν μ’ αύτόν τον τρόπο τήν έπικοινωνία, όπως τις έπεξεργάσθηκε στό εργο του ό Saussure16. Σ έ ό,τι άφορα τήν άποψη οτι δομικές άρχές βρίσκονται πίσω άπό τά φαινόμενα τοϋ άντιληπτοΰ κόσμου, ό λεβιστρωσιανός δομι σμός Ιχ ει αρκετά κοινά σημεία μέ μαρξιστικές προσεγγίσεις όπως καί — σέ μια διαφορετική κατεύθυνση— μέ τή φροϋδική ψυχανάλυ ση ή όποία ισχυρίζεται έπίσης ότι δομικοί ή αίτιακοί μηχανισμοί καθορίζουν τήν πολλαπλότητα τών έπιφανειακών φαινομένων. Ή προσοχή τοΰ Lévi-Strauss συγκεντρώθηκε κυρίως στους μετασχηματιστικούς μηχανισμούς στό έσωτερικό μιας δεδομένης κοινωνικο-πολιτισμικής δομής, πολλοί όμως δομιστές άνθρωπολόγοι τόνι σαν ιδιαίτερα τή δυνατότητα τής άνθρωπολογικής προσέγγισης νά ερμηνεύει τή μετάβαση άπό μιά δομή σέ μιάν άλλη. Γ ιά παράδει γμα, τή μετάβαση άπό τήν κοινωνία τών καστών στήν ταξική, ή άπό ενα σύστημα συγγένειας σέ ενα άλλο. Ή δομιστική άνθρωπολογία —καί οί ιστορικές έκφράσεις της— παρουσιάζει βέβαια μιά πολυμορφία, άπό τήν άποψη τών προβλημάτων στά όποια δίνει έμφαση, στά πλαίσια αύτοΰ τοΰ γενικοΰ σχήματος, καί επηρέασε σημαντικά συγγενείς έπιστημες17. Συνδυασμένη μέ στοιχεία άπό τή μαρξιστική σκέψη καί τή φροϋδι κή καί μετα-φροϋδική ψυχανάλυση ήταν καθοριστική στή δημιουρ γία αύτοΰ πού ονομάσθηκε «μετα-δομισμός» ή «άπο-δομισμός» (de-constructionism). Καί οί δυό όροι είναι άσαφεΐς, μιά καί περιγράφουν τις γενικές κατευθύνσεις ένός συνόλου κριτικών οί όποιες, ξεκινώντας άπό δι αφορετικές προοπτικές, εστιάζουν τήν προσοχή τους σε θεμελιώδη
16. Γιά μιά πολύ σύντομη παρουσίαση, βλ. J. F. Haldon, «On the Structuralist Approach to the Social History of Byzantium», BS 42 (1981) 203 χ.έξ. 17. Βλ. M. Godelier, Horizon, trajets marxistes en anthropologie, Παρίσι 1973' M. Auge, «Towards a rejection of the meaning-function alternative». Critique of Anthropology 13/14 (1979) 61-75 (άρχιχάστό L'Homme 18 (1978) 139-154)· τοΰ Ιδιου, The Anthropological Crete: Symbol, Function, History, (Cambridge Studies in Social Anthropology, 37), Cambridge 1982· M. Glucksman, Structural Analysis in Contemporary Social Thought: a Comparison o f the Theories o f Claude Lévi-Strauss and Louis Althusser, Λονδίνο 1974 καί A. Assiter, «Althusser and Structuralism», British Journal o f Sociology 35 (1984) 272-296.
ΣΤΓΧΡΟΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
29
στοιχεία μιας έξίσου πλατιάς ποικιλία ς άλλων προσεγγίσεων. Σπουδαιότατη θέση σε όλες τ ις μετα-δομιστικές άναπτύξεις κ ατέ χ ει ή κριτική της θέσης τοϋ «υποκειμένου», δηλαδή τοΰ ατόμου τοϋ προικισμένου με ορισμένες κριτικές ιδ ιότητες καί μιά έλευθερία ανταπόκρισης στο περιβάλλον στο όποιο ζεΐ. Πάντως άρκετοί οπαδοί αύτής της κατεύθυνσης δεν έπιθυμοΰν νά συμπεριληφθοΰν στούς «μετα -δομιστες» κι έξακολουθοΰν νά δηλώνουν «μαρξιστές» ή «δομιστές». ' Επομένως, τ ί άποτελεϊ ό «μεταδομισμός»; Ίσως θα ήταν χρήσιμο νά απαριθμήσουμε τά κύρια στοιχεία τά όποια συνδυάσθηκαν στήν παραγωγή αύτοΰ τοΰ ρεύματος: τόν δομιστικό μαρξισμό τοΰ Althusser, τή σημειολογία καί τίς σημειω τι κές προσεγγίσεις στή συμβολική άναπαράσταση καί γλώσσα καί, τέλος, τήν ψυχανάλυση τοϋ Jacques Lacan, χωρίς νά παραλείψουμε τίς κριτικές τοΰ άλτουσεριανοΰ έργου στό έσωτερικό τοΰ μαρξιστικοϋ στρατοπέδου. Δίχω ς άμφιβολία, ό αναγνώστης έχει ήδη μπερ δευτεί! Ό δομιστικός μαρξισμός τοΰ Althusser, άναπτυγμένος στίς δε κα ετίες τοΰ 1950 καί 1960, άποτελοΰσε κυρίως μία κριτική τών οίκονομιστικών μαρξιστικών αναλύσεων στίς όποιες ή σχέση «ιδ ε ολογίας» μέ τήν κοινωνική πρακτική καθώς καί μέ τό οικονομικό έπίπεδο μιας κοινωνικής δομής εμφανιζόταν άπλουστευτική καί χωρίς προβλήματα. Ό Althusser προσπάθησε νά διορθώσει τά πράγ ματα αποβάλλοντας άπό τό μαρξιστικό σώμα τίς άνθρωπιστικές, έμπειριστικές καί ίστορικιστικές έρμηνεΐες. ’Ανθρωπισμό θεωροΰσε τήν πλάνη ότι ή άνθρώπινη υποκειμενικότητα έκλαμβάνεται άκριτα ώς ό ρυθμιστής τών πάντων καί έμπειρισμό τήν άποψη ότι ή γνώση μπορεΐ νά προέλθει άπό έναν «άληθινό» κόσμο καί νά καταστεί γνωστή μέσω της έμπειρίας. Καταρχήν, ό Althusser ισχυρίστηκε ότι ήταν άναγκαΐο νά άπορριφθεΐ τό παραδοσιακό μοντέλο της «βάσης-έποικοδομήματος» τών κοινωνικών σχηματισμών. Τό θεωρούσε έμπειριστική δι ατύπωση ή όποία άντιπροσωπεύει μια δυϊστική άντίθεση άνάμεσα στή νόηση καί τήν ύλη, σύμφωνα μέ τήν όποία οί ιδέες θεωροΰνται μόνον άντανακλάσεις τής υλικής πραγματικότητας, μέρος τοΰ «έποικοδομήματος». ’Αντίθετα, είσηγήθηκε ένα μοντέλο κοινωνικοΰ σχηματισμού άποτελούμενο άπό σειρά κοινωνικών πρακτικών ή έπιπέδων, τά όποια άλληλεξαρτώνταν αν καί ήταν σχετικά αύτό-
30
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
νομα. Τ à προσδιόρισε ώς οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό καί θε ωρητικό έπίπεδο. Τ ά έπίπεδα ή οί πρακτικές αύτές θεωρούνται στήν ολότητά τους ότι «ύπερκαθορίζονται» (ό όρος δανεισμένος άπό τόν Φρόϋντ) συγκυριακά άπό μία συγκεκριμένη πρακτική. Τό οικονομικό θεωρείται καθοριστικό «μόνον στήν έσχατη περίπτω ση», οσο οί σχέσεις παραγωγής καθορίζουν τήν άποτελεσματικότη τα τών άλλων έπιπέδων στήν ολότητα ένός κοινωνικού σχηματι σμού. Επ ιπ λέο ν , ό Althusser προτείνει καί μιά γνωσιοθεωρία: γνώση δέν είναι κάτι πού ένυπάρχει στόν πραγματικό κόσμο καί άποσπαται μέσω της έμπειρίας, άλλα τό άποτέλεσμα μιας συγκε κριμένης πρακτικής μέσω τής όποίας τά άτομα συγκροτούνται μ έ σα σέ συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις, τις όποιες έπ ειτα οί ίδιοι άναπαράγουν μέ τή σειρά τους ώς «φορείς» της ίδιας τής κοινωνι κής πραγματικότητας. Ή έννοια τής ιδεολογίας είναι σπουδαία έδώ γ ια τί είναι μέσω τών «βιω μένω ν» ιδεολογιών —συγκεκριμέ νων μορφών παραγωγής γνώσης πού προκαλοϋνται άπό τις πρα κτικές συγκρότησης άτόμων στις όποιες άναφερθήκαμε προηγουμέ νως— πού τά άτομα δέχονται τόν χαρακτήρα καί τήν προσωπικό τητά τους. Ή ιδεολογία θεω ρείται ετσ ι ότι καθορίζει αύτό πού τά άτομα πιστεύουν ότι γνωρίζουν γιά τόν κόσμο. Σ τή σκέψη τοϋ Althusser, έπομένως, γνώση καί ιδεολογία δέν θεωροΰνται σώματα σκέψης τά όποια άντανακλοϋν τήν έμπειρία, άλλα πρακτικές καθ’ έαυτές, τό ίδιο «ύλικές» όπως καί άλλες πού περικλείουν συγκεκριμένες έπιδράσεις/άποτελέσματα, όπως τό «γνωσιολογικό» καί τό «ιδεολογικό»18.
18. Βλ. τό Ιργο καί τις κριτικές τοϋ Althusser στήν παρ. 11, πιό πάνω. Ή προσέγγισή του τής ιδεολογίας (5ν καί άπό τότε προσπάθησε να τήν τροποποιήσει άνάλογα μέ όρισμένες κριτικές που δέχθηκε) έκφράζεται καλύτερα στό: «Ideology and Ideological State Apparatuses (notes towards an investigation) », Lenin and Philo sophy and Other Essays, Λονδίνο 1977,121-173. Γιά σχολιασμό καί συζήτηση, βλ. G. McLennan, V. Molina, R. Peters, «Althusser’s theory of ideology». On Ideology (Centre for Contemporary Cultural Studies, University of Birmingham, Working Pa pers 1 0 ,2 1977), Λονδίνο 1978, 75-105· P. Q. Hirst, «Althusser’s Theory of Ideolo gy», Economy and Society 5 (1976). Ό Althusser οφείλει κάτι καί στόν Gramsci, ιδιαίτερα άναφορικά με τήν ιδέα τής ιδεολογίας ώς μηχανισμού χοινωνιχής συνοχής. Βλ. S. Hall, R. Lumley, G. McLennan, «Politics and Ideology: Gramsci», On Ideology, 45 κ. έξ.
ΙΪΤΧΡΟ Ν ΚΣ ΚΠΙΛΟΓΚ1 ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΗ!!
Κεντρική θέση στή θεωρία τοϋ Althusser —καί ταυτόχρονα, τό άφετηριακό σημείο τών κριτικών τοϋ άλτουσεριανοϋ έργου— κατέ χει τό Ιργο τοϋ ψυχαναλυτή Lacan. Ό τελευταίος ανέπτυξε ένα μοντέλο συγκρότησης τοϋ ατόμου, τοϋ υποκειμένου, τό όποιο έπηρεάστηκε — αν καί διαφοροποιήθηκε ριζικά— άπό τό έργο τοϋ Freud. Ό Lacan έπικέντρωσε τό ένδιαφέρον του στό φροϋδικό οιδι πόδειο σύμπλεγμα— άπό τό όποιο περνούν θεωρητικά όλα τά άγόρια — άντιμετωπίζοντας τις διάφορες φάσεις καί διαδικασίες πού αύτό περιέχει ώς καθοριστικές γιά τήν «έξοδο» τοϋ παιδιού στήν κοινωνία καί τή γλώσσα. ’Αποτέλεσμα είναι ενα ύποκείμενο τό όποιο είναι προϊόν τοϋ συνδυασμού προκατασκευασμένων εικόνων, είναι έπομένως άνερμάτιστο, καί χαρακτηρίζεται άπό ύπαρκτες καί έν δυνάμει έντάσεις καί άντιφάσεις. Ούσιαστικά, δεν ύπάρχει άνθρώπινο ύποκείμενο ούτε άνθρώπινη φύση, παρά μιά συνάθροιση άπό ιδεολογικές έπιδράσεις καί εικόνες τοϋ «έαυτοϋ» πού προέρ χονται άπό τά κοινωνικά καί πολιτισμικά περιβάλλοντα μέσα στά όποια μεγαλώνει τό παιδί. Ό συλλογισμός τοϋ Lacan δεν τελ ειώ νει έδώ' είναι πολύ πιό σύνθετος καί πολύπλοκος. Ό μω ς έχουμε ήδη π ει άρκετά γιά νά διαφανεϊ ή σπουδαιότητά του στον άλτουσεριανό ορισμό τών ιδεολογικών πρακτικών ώς έκείνων οί όποιες καθορίζουν τό χαρακτήρα καί τήν ύποκειμενικότητα19. Τό τρίτο σκέλος της μετα-δομιστικής σκέψης είναι λιγότερο έσωτερικό. Άναφέρεται στά γλωσσολογικά στοιχεία τοϋ δομι σμού, συγκεκριμένα, στή θεωρία τών δύο όψεων ένός κώδικα έπικοινωνίας, τοϋ «σημαίνοντος» καί τοϋ «σημαινόμενου», καθώς καί στήν ύπαρξη διπλών ζευγών καί άντιθέτων. Σύμφωνα με αύτή τήν προσέγγιση, ή θέση ή ή άντιστροφή τών σημείων —γλωσσολογικών ή, εύρύτερα, «πολιτισμικώ ν»— μπορεΐ νά άλλάξει τό νόημα τό
19. Βλ. L. Althusser, «Freud and Lacan», New Left Review 55 (1969), D. Adlam et al., «Psychology, Ideology and the Human Subject», Ideology and Consciousness 1 (1977) 5-56, καί σύγκρινε μέ τήν απάντηση τοϋ S. Hall, «Some Problems with the Ideology/Subject Couplet», Ideology and Consciousness 3 (1978) 113-121. Βλ. έπίσης, R. Wollheim, New York Review o f Books, τόμ. 25,σημ. 21-2 ( Ίαν. 1979). Γιά περαιτέρω ανάπτυξη, βλ. R. Coward, «Lacan and Signification: an Introduction», Edinburgh '76 Magazine 1 (1976) 6-20.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
όποιο, καθοριζόμενο άπό τή θέση καί ετσ ι άπό τό πλαίσιο άναφοράς του, δέν μένει ποτε άναλλοίωτο. ' Ερμηνεία (γιά παράδειγμα, ένός κειμένου ή μιας ομάδας πο λιτισμικώ ν φαινομένων) σημαίνει πρώτα άπ’ όλα προσδιορισμό τοϋ πλαισίου, καθορισμό τών στοιχείων τά όποια ένεργοΰν ώς ση μαίνοντα καί σημαινόμενα, καθώς καί τοϋ τρόπου λειτουργίας τους. Τό νόημα καθίσταται ετσ ι μονίμως «άνοιχτό». Τελικά , οί προθέσεις τοΰ συγγραφέα δεν έχουν καμία σχέση μέ τήν πραγματι κή λειτουργία τοΰ κειμένου, γ ια τί νέα νοήματα συνεχώς άντλοΰντα ι, άνάλογα με τό πολιτισμικό πλαίσιο άναφορίς τοΰ άναγνώστη. Καί έφόσον καί ό άναγνώστης συγκροτείται άπό τό κοινωνικό πλαίσιο στό όποιο ζεϊ, όπως καί άπό τό πλαίσιο στό όποϊο έγγράφεται ή «άνάγνωση», οί πιθανές άναγνώσεις πού μποροΰν νά άποδοθοΰν σε ενα κείμενο γίνονται άναριθμητές20. Φυσικά, οί όροι «κείμενο» καί «άνάγνωση» πρέπει νά έκληφθοΰν στήν εύρύτερη δυνατή εννοιά τους. Αύτά είναι τά κύρια ρεύματα της μετα-δομιστικής ή «άποδομιστικής» σκέψης. Ά π ό κοινοΰ με τίς εννοιες τοΰ «λόγου» (discourse) καί τής «πρακτικής τοΰ λόγου» (discursive practice) —όπως αυτές τελειοποιήθηκαν στό εργο τών δομιστών γλωσσολόγων καί ιδ ια ί τερα τοΰ Michel Foucault— άσκησαν σκληρή κριτική τόσο στήν παραδοσιακή λογοτεχνική κριτική όσο καί στή μαρξιστική καί μή μαρξιστική ιστοριογραφία21. Ό λόγος (discourse) άναφέρεται ού-
20. Βλ., γιά παράδειγμα, R. Giraud, Semiology, Λονδίνο 1975· R. Barthes, Ele ments o f Semiology, Λονδίνο 1970' P. Macherey, A Theory o f Literary Production, Λονδίνο 1978- M. Foucault, «What is an author?», στο D. F. Bouchard (έκδ.), Language. Counter-Memory, Practice: Selected Essays and Interviews, Νέα Ύόρκη 1977. 21. To έργο τοϋ Foucault προκάλεσε εύρεία συζήτηση στα πεδία πού άναφέραμε. Βλ. είδιχότερα τό Archaeology o f Knowledge, Λονδίνο 1972, The Order of Things: An Archaeology o f the Human Sciences, Λονδίνο 1973, The History o f Sexuality I: An Introduction, Λονδίνο 1978, «Politics and the study of discourse». Ideology and Consciousness 3 ( 1978). Γ ιά μια χρήσιμη άνάλυση χαί παρουσίαση τοϋ έργου, τής έπιρροής, καί τής εξέλιξης τών ιδεών του, βλ. J. Weeks, «Foucault for Historians», History Workshop Journal 14 (1982) 106-119 μέ βιβλιογραφία χαί επίσης P. Η. Hutton, The History o f mentalities (όπως χαί παρ. 14), ιδιαίτερα 251 κ.
ΣΪΤΧΡΟ.ΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
σιαστικά σε μιά πολιτισμική γλώσσα ή «σημαίνουσα πρακτική». Σ το σύνολο δηλαδή τών κωδίκων συμπεριφοράς, σκέπτεσθαι καί γλώσσας, τούς οποίους συνεπάγεται κάποιος πολιτισμικά καθορι σμένος ρόλος —ή σύνολο ρόλων— όπως, για παράδειγμα, αυτός τοϋ «παντρεύομαι» ή «είμ α ι ιστορικός». Συνήθως, χρησιμοποιείται με εύρύτερη έννοια, ώς «λόγος» τοΰ κοινωνικού όλου, δηλαδή του συνόλου τών τρόπων έπικοινωνίας καί ανταλλαγής στα πλαίσια τοϋ όποιου συγκροτείται καί άναπαράγεται ή κοινωνική ύπαρξη. Στήν πιό αναπτυγμένη της διατύπωση, ή προσέγγιση αύτή δια τείν ετα ι ότι δεν μπορεΐ νά γ ίν ει διάκριση ανάμεσα «στό χώρο τοΰ λόγου» καί «στό χώρο τών άληθινών άντικειμένων», στόν όποιο ό πρώτος άντιστοιχεΐ. ’Αντίθετα, υ ιοθετείτα ι ή άποψη ότι είναι αδύ νατο νά άναφερθοΰμε σέ οτιδήποτε έκτός λόγου σά μέτρο άπόδειξης ή έγκυρότητας αύτοΰ τοΰ λόγου. Δ εν αμφισβητείται ή ύπαρξη ένός «πραγματικοΰ» κόσμου· όμως έφόσον ή ανθρώπινη ύποκειμενικότητα συγκροτείται μέσω τοΰ λόγου, οί όροι τοΰ οποίου καθορί ζουν τούς τρόπους με τούς οποίους οτιδήποτε μπορεΐ νά γ ίν ει γνω στό, μάλιστα αύτό πού μπορεΐ νά γ ίν ει γνωστό, τό τε τίπ ο τε δεν μπορεΐ νά ειπω θεί καταρχήν γιά αύτόν τόν κόσμο. Σ τή βάση αύτής της ύπόθεσης, δεν μπορεΐ νά υπάρξει επικοινωνία διά μέσου λόγων. ’Επ ιχειρήματα πού προέρχονται άπό τό έσωτερικό ένός λόγου δεν μπορούν νά άνασκευάσουν καί νά άκυρώσουν έκεϊνα πού προέρχον τα ι άπό τό έσωτερικό ένός άλλου. Πρόκειται για δύο άσυμβίβαστες ομάδες παραλλαγών γιά τις όποιες δέν ύπάρχει άλλη δυνατότητα άπό τήν άπλή άντιπαράθεση. Ό μόνος τρόπος άντιμετώπισης ένός θεωρητικοΰ λόγου είναι ή ύποβολή του σε μιά αύστηρή έσωτερική έξέταση, σε άναζήτηση έσωτερικών άντιφάσεων καί άσυνεπειών. Ή «πρακτική τοΰ λόγου» άφορα τό σύνολο τών πρακτικών —διανοητικών καί ύλικών— πού συνδυάζονται γιά νά διατηρήσουν καί νά άναπαράγουν Ινα δεδομένο λόγο. «Δ ια -λογικές πρακτικές» (inter-discursive practices) είναι έκείνες πού έπιτρέπουν στόν άν θρωπο νά τροποποιήσει τήν πρακτική του, περνώντας άπό τούς περιορισμούς ένός λόγου σε έκείνους ένός άλλου22.
έξ. A. Megill, «Foucault, Structuralism and the Ends of History», Journal of Modern History 51 (1979) 451-503. 22. Τά σαφέστερα παραδείγματα αύτοΰ τοΰ έπιχειρήματος ίχουν παρατεθεί
ΜΑΡΞΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Καθίσταται σαφές ότι αύτή ή προσέγγιση είναι επηρεασμένη άπό τόν ορθολογισμό καί τή σκέψη τοϋ Kuhn, άρα ύπόκειται στήν ίδ ια άκριβώς κριτική. Στήν ούσία, άποτελεϊ μιά άντιστροφή τοϋ έμπειρισμοΰ καί συναντά τις ίδ ιες δυσκολίες, εγγενείς στό έργο τοϋ Saussure καί «κληρονομημένες» στή μετα-δομιστική σκέψη. Τό πρόβλημα τής μετα-δομιστικής θεωρίας γενικότερα παραμένει αυ τό τής κατανόησης τοϋ τρόπου μέ τόν όποιο στοιχεία τά όποια άντλοΰν τό νόημά τους άπό τή θέση τους μέσα σε ενα σύστημα είναι δυνατό νά άναφέρονται σέ πραγματικά άντικείμενα τά όποϊα καί έχουν μία άνεξάρτητη ύπαρξη, πέραν τοϋ συστήματος αύτοΰ2·1. Αύτό τό όποιο συνέβη —έν μέρει έξαιτίας τής ένασχόλησης τοϋ μετα-δομιστικοΰ λόγου μέ τήν πολιτισμική παραγωγή (λογοτε χνία, κινηματογράφο, κ.ά.)— είναι ότι ή γλώσσα, άπό τή θέση της ώς κατεξοχήν συστήματος έπικοινωνίας, κατέλαβε τή δεσπόζουσα θέση στή διαδικασία συγκρότησης τής πραγματικότητας. Ή πραγ ματικότητα καθίσταται μία λειτουργία της γλώσσας. Ταυτόχρονα, δύο στοιχεία κυρίαρχα σέ όποιαδήποτε άπόπειρα έρμηνείας τής κοινωνικής άλλαγής, τής πολιτικής σύγκρουσης καί τής ιδεολογι κής μετεξέλιξης, δηλαδή ή άνθρώπινη έπενέργεια καί οί δομικές
άπό τούς Β. Hindess καί P. Q. Hirst, Mode o f Production and Social Formation (ό.π. σημ. 9). Βλ. έπίσης, Macherey, A Theory o f Literary Production (δ.π. σημ. 20), P. Q. Hirst, «The Social Theory of Anthony Ciddens: a New Syncretism?» Theory, Culture and Society 1 (1982)· τοϋ ίδιου, On Law and Ideology, Λονδίνο 1979. Αύτά άναφέρονται κυρίως σέ ένα κοινωνιολογικό/ιστορικό πλαίσιο* όμως ή μεγάλη σπουδαιό τατα τής γλώσσας καί τής γλωσσικής κατασκευής είναι σαφής, καί εκφράζεται στό έργο τών Macherey καί Barthes, όπως καί σέ έκεϊνο τοϋ Pecheux: R. Woods, «Dis course Analysis: The work of Michel Pecheux», Ideology and Consciousness! (1977) 57-59. Βλ. επίσης, C. Haroche, P. Henry, M. Pecheux, «La semantique et la coupure Saussurienne: langue, langage, discours», Langages 24 (1971), 93-106. 23. Βέβαια, πολλοί μετα-δομιστές θά ισχυρίζονταν πώς δέν υπάρχει κανένας λόγος έρμηνείας αυτών τών σχέσεων, έπειδή κάθε λόγος είναι όλοκληρωμένος άπό μόνος του καί άναφέρεται μόνο στό έσωτερικό του. Αύτό οδηγεί στήν παραδοχή ότι οί λόγοι έρχονται σέ σύγκρουση στή βάση τής τύχης, καί ότι τά «νοήματα πού εμφανίζονται νά έχουν περίπου ίδιες άξίες σέ διαφορετικούς λόγους τό κάνουν τυ χαία». Έάν δεχθούμε αύτή τή συλλογιστική, δέν ύπάρχει καμία άπολύτως δικαιολόγηση τής μελέτης τόσο τοϋ παρελθόντος όσο καί τής λογοτεχνίας, έκτος ίσως γιά λόγους προσωπικής εύχαρίστησης.
ΣΪΤΧΡΟΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
35
επιδράσεις της κοινωνικής πρακτικής πάνω στον χρόνο, υποβαθμί ζονται σέ θέση άσημαντότητας. Έ τσ ι γ ίνετα ι αδύνατο νά έρμηνευθ εΐ ή γένεση τής άλλαγής, μόνιμο πρόβλημα τής δομιστικής άνάλυσης24. Πρέπει πάντως νά έπισημάνουμε σέ αύτο το σημείο ότι ή ακραία άπο-δομιστική λογική —πού έκπροσωπεϊται για παράδει γμα άπό τον Jaques Derrida— δέν εγινε ευρέως άποδεκτή στή μετα-δομιστική σχολή, ένώ πολλοί υπήρξαν καί κριτικοί άπέναντί της, συμπεριλαμβανομένου καί τοϋ Foucault. Σ χετικ ά πρόσφατα, γιά παράδειγμα, ή μετα-δομιστική σκέψη έστιασε το ένδιαφέρον της στίς μή γλωσσολογικές δυνάμεις πού καθορίζουν τίς μορφές τοΰ λόγου. Σ έ άντίθεση μέ τήν έμφαση στήν προτεραιότητα τοΰ συμβολικοΰ έπιπέδου —γραφής, μορφής τ έ χνης, έπικοινωνίας μέσω σημασιοδότησης (σημαίνον - σημαινόμενο)— διανοητές όπως ό Cilles Deleuze, ό François Lyotard καί ό Foucault προσπάθησαν νά άναπτύξουν μια θεωρία συγκρότησης τοΰ υποκειμένου μέσω τοΰ λόγου τοϋ έπικεντρωμένου στή δύναμη καί τήν έπιθυμία —τή «φιλοσοφία τής έπιθυμίας» όπως αυτή εγινε γνωστή. ’Αμφισβητώντας τήν προγενέστερη άποψη'ότι είναι τά συστήματα έπικοινωνίας, δηλαδή άνταλλαγής συμβόλων, τά όποια συγκροτοΰν τό κοινωνικό, αύτή ή προσέγγιση διατείνετα ι ότι οί συμβολικές δομές στήν ουσία έξυπηρετοΰν τήν κάλυψη τών σχέσε ων έξουσίας, οί όποιες συμπεριλαμβάνουν καί «σχέσεις έπιθυμίας» στήν εύρύτερή τους έννοια. Τά επιχειρήματα ύπήρξαν σύνθετα καί οί πλευρές πού άποσαφηνίστηκαν πολύ σημαντικές. Ω στόσο μιά άπό τίς δυσκολίες πού προέκυψαν ήταν ή παραγωγή τής έννοιας τής έξουσίας ή όποία ένυπάρχει στίς δομές τής κοινωνικής ζωής καί ή συνακόλουθη ύποστασιοποίηση τής έξουσίας καί τής έπιθυ-
24. Γιά τή μετα-δομιστική ότττική, βλ. D. Adlam, A. Salfield, «A Matter of Language: Review of R. Coward, J. Ellis, Language and Materialism: Developments in Semiology and the Theory o f the Subject, Λονδίνο 1977», στό Ideology and Con sciousness 3 (1978) 95-111. Για κριτικές βλ. Bob Scholte, «From Discourse to Silen ce: the Structuralist Impasse», Towards a Marxist Anthropology: Problems and Per spectives, (έκδ. S. Diamond), Νέα Ύόρκη-Χάγη 1979, 31-67 καί D. E. Coodfriend, «Plus ça change, plus c'est la même chose: the Dilemma of the French Structuralist Marxists», στο ίδιο, 91-124.
36
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
μίας, κάτι πού ό μεταδομισμός στάθηκε άνίκανος νά αντιμετω πίσ ει25. Ο ί συζητήσεις αύτές προκάλεσαν πληθώρα επιχειρημάτω ν καί ι ιυκνή άρθρογραφία. ’Ιδιαίτερα, ή κριτική πού άσκησαν οί μεταδομιστες στόν εμπειρισμό καί τον ιστορικό υλισμό, τόσο στις λογο τεχνικές όσο καί στις καθαρά ιστορικές τους έκφράσεις, προκάλεσε νέες έξελίξεις στή διαμάχη γύρω άπό τή συγκρότηση της γνώσης καί τοϋ ρόλου πού παίζουν σ’ αύτή τή διαδικασία οί άφηγηματικες μορφές. Ή αφήγηση είναι σπουδαία γ ια τί είναι μιά μορφή κοινή, τόσο στή λογοτεχνία, ώς μυθοπλασία, όσο καί στήν ιστορία: καί οί δύο χρησιμοποιοΰν άφηγηματικες δομές οί όποιες ένσωματώνουν ρητορικά στοιχεία μέ σκοπό νά πείσουν τό άναγνωστικό κοινό γιά τήν έγκυρότητα κάποιου έπιχειρήματος. Βέβα ια , ό άπώτερος σκο πός της λογοτεχνίας είναι διαφορετικός άπό αύτόν της ιστορίας, όμως παραμένουν άρκετά κοινά στοιχεία ικανά νά προκαλέσουν κοινά προβλήματα. ’Επιπλέον, ή διαμάχη γύρω άπό τήν άφήγηση δέν άφορα μόνο τή μορφή. Τό ζήτημα τοΰ κατά πόσο οί άφηγηματικες δομές, πέραν άπό τις λειτουργίες έπικοινωνίας καί πειθοΰς, συγκροτοΰν άμεσα τήν ιστορική γνώση καθ’ έαυτή, είναι σαφώς στενά συνδεδεμένο με τά προαναφερθέντα έπιστημολογικά προβλή ματα. Ισ ω ς ό γνωστότερος έκφραστής αύτης της άποψης είναι ό Hayden White ό όποιος υποστήριξε ότι, έφόσον ή άφηγηματική μορφή άποτελεΐ καταρχήν μέρος της λογοτεχνικής φαντασίας, ή ιστορία μπορεΐ νά «διασω θεί» άπό τις έπιστημες (δηλαδή, άπό τήν άποστεωτική έφαρμογή συστημάτων άποδείξεων, όπως αύτή έφαρμόζεται στις φυσικές έπιστημες) μέσω της έμφασης της συγγένειάς της μέ τή λογοτεχνία16.
25. Γιά μιά καλή σύνοψη τών πρόσφατων συζητήσεων σέ αύτή τήν περιοχή, βλ. P. Dews, «Power and Subjectivity in Foucault», New Left Review 144 (Μάρτιος-’Α πρίλιος 1984) 72-95 κι έπίσης, Cary Wickham, «Power and Power Analysis: Beyond Foucault?», Economy and Society 12 (1983) 468-498. 26. Hayden White, Metahistory: The Historical Imagination in Nineteenth-Century Europe, Βαλτιμόρη 1973, Tropics o f Discourse, Βαλτιμόρη 1978. Βλ. έπίσης, L. J. Goldstein, Historical Knowing Austin, Τέξας/Λονίίνο 1976, P. Munz, The Shapes o f Time: A Mew Look at the Philosophy o f History, Connecticut 1977.
Σ1ΓΧ Ρ 0Ν Ε Σ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
37
Αύτή ή «άφ ηγηματιστική» θέση συνδέεται άπό πολλές πλευρές μέ τις απόψεις τών μετα-δομιστών κριτικών στή θεωρία τής λογο τεχνίας. Πρεσβεύεται ότι τό παρελθόν δέν μπορεΐ νά νοηθεί ώς καθορισμένη πραγματικότητα, στοιχεία τής όποίας αναμένουν νά ανακαλυφθούν άπό τόν ιστορικό —κάτι πού, άλλωστε, άποτελεϊ μιά πλατιά διαδεδομένη κριτική τοϋ άφελοΰς έμπειρισμοϋ. ’Α ντί θετα, τό παρελθόν συλλαμβάνεται σαν ενα χαοτικό συνονθύλευμα στοιχείω ν, στερούμενο νοήματος, πάνω στό όποιο άποκρυσταλλώνεται Ινα νόημα μέσω τής έφαρμογής τής άφηγηματικής δομής. ’Αλλά έφόσον υπάρχει ποικιλία άφηγηματικών δομών ή μορφών, συνεπάγεται ότι δέν υπάρχει μοναδική «σωστή» έρμηνεία μέσω τής όποίας μπορεΐ νά συλληφθεΐ τό «νόημα» τοϋ παρελθόντος, άλλά μιά πολυμορφία άντιμαχόμενων νοημάτων άνάμεσα στά όποια ό ιστορικός κα λείτα ι νά έπ ιλ έξει έκεΐνο τής άρεσκείας του. Μ ’ αύτόν τόν τρόπο, οί ιστορικοί είναι έλεύθεροι νά έρμηνεύσουν σύμφωνα μέ τις δικές τους άπόψεις, καί μοναδική αιτία έπιλογής μιας συγκε κριμένης άποψης είναι ότι αύτή πιθανόν φωτίζει καλύτερα τό άντικείμενο, σύμφωνα πάντοτε μέ τ ις άνάγκες τοϋ έρμηνευτή άλλά καί τοϋ άναγνωστικοΰ κοινοΰ. Ή έπιλογή αύτή βασίζεται στή δυνατό τητα ορισμένων μετα-ιστορικών δομών νά άποδίδουν νόημα σέ κά τ ι τό όποιο άπό μόνο του σ τερείτα ι νοήματος. Αύτές οί μετα-ιστορικές δομές είναι κοινές τόσο στή λογοτεχνική όσο καί τήν ιστορική άφήγηση. Ή μετα-ιστορία, όπως έγινε γνωστή αύτή ή τάση, όφείλει κάτι στις κριτικές έναντίον τοϋ όντολογικοΰ έμπειρισμοϋ καί τοϋ άφελοϋς ρεαλισμού καθώς καί στις μετα-δομιστικές κριτικές τών δια φόρων μορφών τοϋ ιστορικού ύλισμοϋ. 'Ωστόσο ή κύρια κριτική πού της άσκήθηκε άναφέρεται στις μεγάλες έσωτερικές της άντιφάσεις. Γ ιά παράδειγμα, ή άποδοχή έκ μέρους της ότι υπάρχουν άποδεικτικά στοιχεία στό παρελθόν προϋποθέτει τή σύλληψη τοϋ παρελ θόντος ώς πραγματικότητας27.
27. Κριτικές τής μετα-ίστορίας μπορούν νά βρίθουν ατό History and Theory 19/ 4 (1980 (=Metahistory: six critiques. History and Theory Beiheft 19). Βλ. ιδιαίτερα P. Pomper, «Typologies and Cycles in Intellectual History», 30-38 καί M. Mandelbaum, «The Presuppositions of Metahistory», 39-54.
38
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ό μω ς, ή ιδέα τής αφήγησης συνάντησε καί άλλους, έλαφρώς διαφοροποιημένους στον προσανατολισμό τους, οπαδούς όπως ό Lawrence Stone ό όποιος καί έπιχειρηματολόγησε έναντίον αΰτοϋ πού ό ίδιος ονομάζει «ΰπερέμφαση στό ρόλο της δομής» στήν ιστο ρία καί ύπερ μιας έπιστροφής στόν άνθρωπιστικό πυρήνα τής δ υτι κής ιστοριογραφίας. Ό Stone προτρέπει τούς ιστορικούς νά είναι καί πλουραλιστες καί έκλεκτικοί σέ οτιδήποτε δανείζονται άπό τίς κοινωνικές έπιστήμες καί, τελικά, νά χρησιμοποιούν μόνον αύτό πού έξυπηρετεΐ τίς άμεσες καί ιδιαίτερες άνάγκες τους. Ή άποψη τοϋ Stone, άν καί έλαστικότερη τών μετα-ιστορικών, ετυχε κι αυτή σφοδρής κριτικής28. Ά ρ κ εΐ νά ποΰμε ότι ή διαμάχη συνεχίζεται καί ότι παρήγαγε, σχετικά πρόσφατα, μιά άσαφή στήν έστίασή της τάση, άποκαλούμενη στίς ΗΠΑ —όπου καί χαίρει τής μεγα λύτε ρης έκτίμησης— ώς «Ν έα Ισ το ρ ία ». Ή «Ν έα Ισ το ρ ία » όμως ύπήρξε σαφώς λιγότερο νεωτεριστική άπό τήν «Ν έα ’Αρχαιολο γ ία » ή όποία άσκησε βαθιά έπίδραση στους άρχαιολόγους καί άνθρωπολόγους29. Τέλος, θά πρέπει νά άναφερθοϋμε στή «δομίζουσα» άποψη τών
28. Βλ. L. Stone, «The Revival of Narrative: Reflections on an Old New History», Past and Present 85 (Νοέμβριος 1979) καί τό The Past and the Present, Princeton, N.J. 1982 (συλλογή άρθρων). Γιά κριτικές, βλ. Hobsbawm, «The revival of Narrati ve: Some Comments», Past and Present 86 (Φεβρουάριος 1980) 308, καί Ph. Abrams, «History, Sociology», Past and Present (Μάιος 1980) 3-16. 29. Βλ. Th. K. Rabb, R. I. Roberg (êxS.), The New History: the 1980s and Beyond, Princeton 1982. Ή «Νέα Ιστορία» είναι ένα μίγμα διαφορετικών κι έκλεκτικών απόψεων, παρά μία διακριτή άποψη ή σύνολο απόψεων. ’Αντίθετα, ή «Νέα ’Αρχαι ολογία», όπως αντιπροσωπεύεται άπό τή δεκαετία τοΰ 1960, ιδιαίτερα άπό τό έργο τών Lewis Binford καί Graham Clark, παρουσιάζει μιά πιό συμπαγή εικόνα. Ξεκίνησε μιά προσπάθεια μύησης τών άρχαιολόγων στήν κοινωνιολογική καί άνθρωπολογική ιστορία καί διεύρυνσης τόσο τής οπτικής όσο καί τής αντίληψης τών μελετητών. Βέβαια, είναι πολύπλευρη, περιλαμβάνοντας άπό «σφιχτές» στατιστι κές προσεγγίσεις έως καί τήν πιό θεωρητική δημιουργία ερμηνευτικών μοντέλων, σίγουρα πάντως παρουσιάζει ένα βαθμό ενότητας καί μια σαφή εξέλιξη. Βλ. ειδικό τερα Κ. Paddaya, «Myths about the New Archaeology», Saeculum 34 (1983) 70-104, μιά έξοχη ανάπτυξη καί ανάλυση τών δυσκολιών που παρουσιάζονται στήν προσπά θεια δημιουργίας μιας «θεωρητικοποιημένης» άρχαιολογίας. Βλ. έπίσης, D. Bayard, «15 jahre "New Archaeology” : eine kritische Cbersicht», Saeculum 29 (1978) 69-106.
ΣΤΓΧΡΟΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
39
βρετανών κοινωνιολόγων Anthony Giddens καί Philip Abrams. Ό Giddens ισχυρίζεται πώς ιστορία καί κοινωνιολογία άποτελοϋν ου σιαστικά τήν ίδ ια έπιστημη. Πώς έχουν δηλαδή ταυτότητα ένδιαφερόντων καί στις άρχές καί στή λειτουργία τους30. Αύτή ή ταυτό τη τα έντοπίζετα ι στον κοινό στόχο της ερμηνείας. Σύμφωνα μέ αύτή τήν άποψη, ή κοινωνική ιστορία/ιστορική κοινωνιολογία ξε χωρίζει όχι μόνον έξαιτίας τοϋ μεθοδολογικοΰ πλουραλισμού της, άλλά κι έξαιτίας της συγκεκριμένης έρμηνευτικης υποχρέωσης της νά έρευνήσει — άλλά καί νά θεωρητικοποιήσει πάνω σ’ αυτήν— τήν αλληλεπίδραση τοϋ ανθρώπινου παράγοντα καί τών κοινωνικών δομών στό χρόνο. Καί αύτό είναι ενα έγχείρημα ταυτόχρονα θεω ρητικό στις προθέσεις του καί πρακτικό στις συγκεκριμένες άναφορές του. Αύτή ή άποψη άμφισβητεΐ τή θέση τών μεθοδολογικά έκλεκτικών περί «έπιστημολογικής άπεραντοσύνης» τοΰ κοινωνικοΰ κό σμου καί θ έτει ώς άφετηριακό θεώρημα τήν υπόθεση ότι ή άνθρώπινη δράση καί ιδιαιτερότητα δεν θά έπικαλυφθοϋν άπό δομικές ολότητες καί γενικές λειτουργίες. Βασική έννοια σέ αύτή τήν προ σέγγιση είναι ή «δομοποίηση» (structuration) ή «ή προβληματική τοϋ δομεϊν» (problematic of structuring). Αύτός ό όρος περιγράφει ιστορικές διαδικασίες καί έμφανίζεται εύλογα σάν πρόκληση στόν άφηρημένο δομισμό. Ταυτόχρονα όμως, υπονοεί τή δυνατότητα έκτίμησης ορισμένων κεντρικών καί άντικειμενικά έξαναγκαστικών σχέσεων στήν ιστορία, κατασκευασμένων άπό τόν άνθρώπινο παράγοντα, άλλά έπίσης διαποτισμένων άπό μιά πραγματικότητα πέραν της δίκης τους μεταβαλλόμενης σύνθεσης. Αύτό άποτελεΐ μιά σημαντική πρόοδο, τόσο άπό τις παραδοσιακές μή-μαρξιστικές, όσο καί άπό τις παραδοσιακές μαρξιστικές άπόψεις περί «βά σης καί εποικοδομήματος». Καί αύτή ή θεωρία δέν στερείται άδυναμιών. Χαρακτηρίζεται άπό μιά κάποια έκλεκτική επιλογή κοινωνικών μεθοδολογιών μέ περιορισμένη προσοχή σέ πιθανές έπιστημολογικές άντιφάσεις31.
30. A. Giddens, Central Problems in Social Theory, Λονδίνο 1979, Ph. Abrams, Historical Sociology, Shepton Mallet 1982. 31. Γιά ένα γενικό σχολιασμό αυτής τής προσέγγισης, βλ. G. Stedman-Jones,
40
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Καί αύτή καθ’ έαυτή ή διαδικασία άνάλυσης, βασισμένη πάνω σε πληθώρα νέων προσδιορισμών καί ευρηματικών εννοιών τις όποιες έπικα λεΐτα ι λόγου χάρη ό Giddens, παραμένει άσαφής. Ή λειτουρ γία τής «δυαδικότητας τής δομής» (οί δομές ώς προϊόντα άλλά καί παραγωγοί τής άνθρώπινης παρέμβασης) παραμένει δύσκολο νά έφαρμοσθεΐ, έφόσον δεν υπάρχει όρατή επικυριαρχία κάποιων δο μών —ή δομιστικών πρακτικών— πάνω σε άλλες. Συνεπώς, οί αίτιακες προτεραιότητες είναι δύσκολο νά έντοπισθοϋν. Ή άποψη τοϋ Giddens κατηγορήθηκε γιά άκατάσχετο συγκρητισμό. "Αν καί βασίζεται έμφανώς στόν ιστορικό υλισμό, έρχεται σε άντίθεση μέ ορισμένες άπό τις βασικές άπολήξεις τής σύγχρονης (δυτικής) μαρ ξιστικής θεωρίας12. Αύτά είναι τά γενικά ρεύματα τής τριάδας ιστορία - κοινωνιολογία - φιλοσοφία μέ τά όποια ό ιστορικός υλισμός συνυπάρχει καί τά όποια άνταγωνίζεται στή δυτική Εύρώπη καί ειδικότερα στή Βρετανία. Είνα ι προφανές ότι οί παραδοσιακοί ιδεολογικοί άντίπαλοι τής μαρξιστικής ιστοριογραφίας έντοπίζονται στό έμπειριστικό-θετικιστικό ρεϋμα, γ ια τί θά ήταν σωστό νά έπισημάνουμε ότι τό μετα-αλτουσεριανό έπιστημολογικό ρεϋμα —τουλάχιστον στήν ιστορία— εχει υποχωρήσει τελείως. Ή μαρξιστική ιστοριο γραφία εκανε σημαντικές προόδους κατά τά τελευτα ία 15-20
XP0vΑύτό l“·....................... πού θά ήθελα νά κάνω τώρα είναι νά ασχοληθώ έκτενέ-
στερα μέ τις πιό πρόσφατες καί δημιουργικές άμφισβητήσεις της ίστορικής-ύλιστικής θεωρίας στόν άγγλόφωνο κόσμο, αύτές που έπικεντρώνονται στή «θεωρία τοϋ κράτους». Σίγουρα, αύτές δέν άντιπροσωπεύουν τή μόνη πρόκληση στόν ιστορικό υλισμό. Ό μαρξισμός δέν κατέχει κανενός είδους μονοπώλιο τοϋ φιλοσοφικού ρεαλισμοΰ. Κατά μιά έννοια, ή φεμινιστική ιστορία πήγασε άπό τή πολιτικά κατανοητή άπουσία συναφούς προβληματισμοΰ σέ άλλα
«From Historical Sociology to Theoretical History», British Journal o f Sociology 27 (1976). Ειδικότεροι πάνω στόν Giddens, βλ. C. McLennan, «Critical or Positive Theory? a Comment on the Status of Anthony Ciddens' Social Theory», Theory, Culture and Society 2/2 (1984) 123-129. 32. C. McLennan, Marxism, Pluralism and Beyond, Cambridge 1989, 204 κ.έξ.
ΣΪΓΧΡΟΝΈΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
«I
ρεύματα σκέψης, συμπεριλαμβανομένου καί τοϋ μαρξισμοϋ, καί έπισήμανε τον κεντρικό χαρακτήρα τών κοινωνικών σχέσεων πού βασίζονται στή γονιμότητα, τον καταμερισμό τής σπιτικής έργασίας καί ιδεολογίες περί φύλου στα πλαίσια πατριαρχικών κοινωνικο-πολιτισμικών σχηματισμών. Τέτοιες σχέσεις έχουν κάποια έννοιολογική συνοχή, ώστόσο ύπόκεινται σέ άλλαγή καί έξέλιξη. Ή φεμινιστική θεωρία προσπάθησε νά διαμορφώσει ενα έρευνητικό πρόγραμμα (ή προγράμματα, έπειδή υπάρχει πληθώρα θέσεων στο έσωτερικό της) το όποιο θα αντικαταστήσει τό μαρξισμό καί άλλα ρεύματα σκέψης πού δέν έδωσαν τή δέουσα προσοχή σε θέματα σχετιζόμενα με τό φύλο στήν κοινωνία. Πάντως, ύπάρχει πάντοτε ό κίνδυνος ταύτισης τών κοινωνικών σχέσεων με τό φύλο (κάτι άνάλογο μέ τόν οίκονομισμό τοΰ παραδοσιακού μαρξισμοϋ) καί άξίζει νά έπισημάνουμε ότι ή σύγχρονη φεμινιστική θεωρία καί ιδιαίτερα ή ιστοριογραφία εχει συνδεθεί πιό στενά μέ μια υλιστική σύλληψη τής γνώσης·*·1.
33. A. Weir, Ε. Wilson, «The British Women's Movement», New Left Review 148 (Νοέμ.-Δεκ. 1984) 74-103. Γ ιά μιά χρήσιμη πρόσφατη επισκόπηση, βλ. P. Ander son, «A culture in Contraflow», New U ft Review 180 (Μάρτιος-Απρίλιος 1990)
Μ Ε Ρ Ο Σ Β'
1. Μαρξισμός Mai Octdpta τοΰ κράτους: τό πρόβλημα τοΰ κράτους Σ τό υπόλοιπο μέρος αύτης της έργασίας, θά έξετάσω μιά συγκε κριμένη σύγχρονη πρόκληση στήν ίστορικο-υλιστική άνάλυση καί θεωρία καί θά προσπαθήσω νά δείξω ότι μιά ολοκληρωμένη καί έξελιγμένη υλιστική άνάλυση παραμένει ή πιό χρήσιμη ευρηματική καί έρμηνευτική προσέγγιση στήν κατανόηση τών τρόπων έξέλιξης καί λειτουργίας τών παρελθουσών κοινωνιών. Ή θεωρία τοϋ κράτους έκπροσωπεΐται, καί σε μεγάλο βαθμό θεμελιώθηκε, άπό τήν ’Αμερικανίδα ιστορικό Theda Skocpol καί τό έργο της γιά τις κοινωνικές έπαναστάσεις·’'·. Τό εργο της Skocpol άποτελεΐ σημαντική πρόοδο στό χώρο τοΰ ίστορικοΰ ρεαλισμοΰ. Συνδυάζει ύπό κοινό πρίσμα κοινωνικές έπιστημονικές (θεω ρητι κές) έννοιες καί έμπειρική έργασία;,\ Ή Skocpol άντιμετω πίζει τις κοινωνικές έπαναστάσεις σαν υπαρκτά, δομικά καί σύνθετα γεγονό τα στή νεότερη ιστορία, στό υπόστρωμα τών οποίων βρίσκονται σαφείς οργανωτικές προϋποθέσεις. Αύτές περιλαμβάνουν, μέ μιά έμπειρική ματιά, τήν άριστοκρατική άντίδραση, τήν άποτυχία στόν πόλεμο, καί τήν πάλη τών τάξεων στήν ύπαιθρο. ’Αντί όμως νά άντιμετω πίσει τά αποτελέσματα τών κοινωνικών άγώνων καί έπαναστάσεων ώς έξαρτώμενα άπό τήν ταξική πάλη ή τό τυχόν πλεονέκτημα μιας συγκεκριμένης τάξης (όπως στό μαρξιστικό μοντέλο), ή Skocpol υπογραμμίζει τόν άποφασιστικό καί συχνά άπρόβλεπτο ρόλο τών περιφερειακών έλ ίτ οί όποιες έμφανίζονται σαν οί άνορθωτές τοΰ νέου κράτους. Ή οπτική της συνδυάζει μέ
34. Τ. Skocpol, Stales and Social Revolutions, Cambridge 1979. 35. Γιά μιά λεπτομερή κριτική καί αποτίμηση αυτής τής εξέλιξης, βλ. C. McLennan, Marxism, Pluralism, and Beyond, ό.π., 224 κ.έξ.
44
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
αύτόν τον τρόπο θεωρητικές καί έμπειρικές παρατηρήσεις. Γ ιά πολλούς μαρξιστές, αύτή ή θεωρητικοποίηση, μέ το συνδυασμό τοϋ έπιστημολογικοϋ ρεαλισμού καί μιας συγκεκριμένης έκφρασης τών κυρίαρχων ρευμάτων στήν έξέταση συγκεκριμένων κοινωνικοιστορικών διαδικασιών, άποτελεϊ σημαντική πρόοδο σέ σχέση μέ τήν άφηρημένη διαμάχη άνάμεσα στή θεωρία (φιλοσοφία τής ιστο ρίας) καί τήν άπλή έμπειριστική ιστοριογραφική πρακτική. Σημαντικό κέντρισμα στο ένδιαφέρον τών ιστορικών γιά το κρά τος καί το σχηματισμό του άπό τούς άρχαίους χρόνους εως τή νεότερη περίοδο άποτέλεσε σειρά συγκριτικών ιστορικών καί κοι νωνιολογικών μελετών οί όποιες άσχολήθηκαν μέ τίς αίτιακές σχέ σεις πού όδηγοϋν στήν πολυμορφία τών πολιτικών δομών καί τών μορφών κατανομής τής έξουσίας στήν άνθρώπινη κοινωνία. Δύο άπό αύτές τίς μελέτες άντιπροσωπεύουν καί τίς σημαντικότερες άμφισβητήσεις τής βεμπεριανής καί τής μαρξιστικής προσέγγισης στό πρόβλημα, αν καί οί ίδιες είναι σαφώς έπηρεασμένες άπό αύτές τίς παραδόσεις. Αύτές είναι οί μελέτες τοΰ Michael Mann, The Sources o f Social Power, καί τοΰ W. G. Runciman, A Treatise on Social Theory (ιδιαίτερα ό δεύτερος τόμος)18. Αύτές οί μελέτες άντιπροσωπεύουν μιά πρόκληση έπειδή πηγά ζουν άπό Ολιστικές έπιστημολογικες θέσεις (αν καί διαφοροποιούν τα ι άπό τά «παραδοσιακά σ ημεία» αύτών τών θέσεων) καί προτεί νουν νέους τρόπους σύλληψης καί άνάλυσης τών κοινωνικών σχέσε ων (μέ τήν οικονομική, πολιτικο-ιδεολογική ή κοινωνική-δομική έννοια). Συγκεκριμένα, καί οί δύο άποτελοΰν μέρος μιας εύρύτερης άναπτυσσόμενης άναλυτικής προσέγγισης, στήν όποία κεντρική έν
36. Michag) Mann, The Sources o f Social Power, x. 1 :4 History o f Power from the Beginning to A.D. 1760, Cambridge 1986, W. C. Runciman, A Treatise on Social Theory, τ. 1: The Methodology of Social Theory, Cambridge 1989 —βλ. ιδιαίτερα τόν 2o τόμο. Μιά τρίτη δημοσίευση άσχολεϊται παρομοίως μέ τέτοια φαινόμενα, όμως άπό μιά πιό περιορισμένη σκοπιά καί δέν προσφέρει νέες θεωρητικοποιήσεις: Joseph A. Tainler, The Collapse of Complex Societies, Cambridge 1988. Βέβαια, τό κλασικό έργο είναι: Barrington Moore Jr., Social Origins o f Dictatorship and Democracy. Harmondsworth 1967/1973. Γ ιά μιά έπισκόπηση τής συζήτησης γιά τά καπιταλι στικά κράτη, βλ. Ralph Miliband, «State Power and Class Interests». New Left Review 138 (1983) 57-68.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ TOI' ΚΡΑΤΟΤΣ
νοια είναι ή σχέση ανθρώπινου παράγοντα-κοινωνικής δομής. ’Α μ φισβητούν τήν τάση άγνόησης τοϋ δομικοΰ ρόλου τής άνθρώπινης υποκειμενικότητας, τήν όποία θεωρούν έγγενή στή μαρξιστική σύλληψη τής άνθρώπινης έπενέργειας καί αιτιότητας. Ε π ίσ η ς, προσπαθούν νά άποκαταστήσουν ύπό διάφορες μορφές αύτό πού θά ονομάζαμε μεθοδολογικό άτομικισμό, κάτι πού θ έτει προβλήματα καί άντιπροσωπεύει μιά άμφισβήτηση τής ΐστορικο-υλιστικής ιστορίας καί κοινωνιολογίας. Τέλος, άποτελοϋν τμήμα ένός διογκούμενου ρεύματος ύπερ τής μακρο-ιστορικής κοινωνιολογίας, τής άνάλυσης δηλαδή μακροπρόθεσμων ιστορικών καί κοινωνικών εξ ε λίξεων, μέσω μικρο-ιστορικών άναλύσεων. Σ τό εργο τοϋ Mann, γιά παράδειγμα, κεντρική είναι ή έννοια τής κοινωνικής δύναμης, ή όποία καί θεω ρείται θεμελιώδης στήν τελική διαμόρφωση διαφορετικών δικτύων κοινωνικών σχέσεων καί τών κρατικών σχηματισμών πού άπορρέουν άπό αύτά. Εξίσ ου σημαντική είναι ή θεώρηση τοϋ κράτους ώς αύτόνομου παράγοντα στήν έξέλιξη κοινωνικο-οικονομικών καί έξουσιαστικών σχέσεων17. Φυσικά, καμία άπό αύτες τις δύο εννοιες δεν είναι ξένη πρός τή μαρξιστική άνάλυση (στά πλαίσια τής όποίας άσκώ τις δικές μου παρατηρήσεις), άλλά πιστεύω ότι χρειάζονται έπαναπροσδιορισμό σε πολλές καί σημαντικές τους πλευρές. ’Α ντίθετα, τό βιβλίο τοϋ Runciman προχωρεί σε πιό γενικευμένες συγκρίσεις καί δεν άφοσιώνεται τόσο στή μακροπρόθεσμη ιστο ρική έξέλιξη. Έ νώ ό Mann προσπαθεί νά εξηγήσει τούς λόγους καί τις διαδικασίες πίσω άπό τήν παγκόσμια ιστορική έπικυριαρχία τής Δύσης, ό Runciman ένδιαφέρεται γιά τά μικροδομικά στοιχεία τά όποια καθιστούν δυνατή τήν άλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις καί τά όποια όδηγοϋν στήν έξέλιξη ή τή φαλκίδευση ορισμένων τρόπων κατανομής τής έξουσίας. Πάντως, καί τά δύο εργα, όπως καί άρκετά άλλα πού έμφανίσθηκαν τά τελευτα ία χρόνια38, έδωσαν νέα
37. Μ. Mann, «The Autonomous Power of the State: its origins, mechanisms, and results». Stales in History, έκδ. J. A. Hall, ’Οξφόρδη 1986, 109-136. 38. Skocpol, States and Social Revolutions, S.it., έπίσης τά άρθρα στό J. A. Hall, β.π.,χαθώςχαί R. Cohen & E. R. Service (έχδ.), Origins o f the State. The Anthropo logy o f Political Evolution, Φιλαδέλφεια 1978, H. J. M. Claessen, P. Skalnik (έχδ.),
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
έρεθίσματα σε όσους προσπαθούν νά κατανοήσουν τούς λόγους για τούς οποίους τά κράτη έξελίσσονται καί αναπτύσσονται όπως άναπτύσσονται, καθώς καί για τό πώς, γ ια τί καί έάν τά κράτη τροποποιούν ή όχι τις κοινωνικές σχέσεις στις όποιες βασίστηκαν καί άπό τις όποιες πήγασαν. Έχοντας ύπόψη αύτή τή σπουδαία καί συνεχιζόμενη διαμάχη, όσο καί τό γεγονός ότι ή μακρόχρονη μαρξιστική ένασχόληση μέ τό σχηματισμό τοϋ κράτους εχει δώσει πλήθος έναλλακτικών έρμηνειών σχετικά μέ τή σχέση κρατών καί κοινωνικών σχηματισμών39, θά ήθελα νά ασχοληθώ μέ ενα συγκεκριμένο πρόβλημα στήν παρού σα έργασία: ποιά είναι ή σχέση άνάμεσα στις κρατικές δομές, τό προσωπικό τους (κρατικές έλ ίτ) καί τις σχέσεις παραγωγής, στους προ-καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς; Μέ άλλα λόγια, πόσο «αύτόνομα» μπορούν νά άποβοΰν αύτά τά κράτη καί κάτω άπό ποιές συνθήκες; Ά λλ ά έφόσον αύτό τό έρώτημα θέτει αύτομάτως τό ζήτημα τοϋ καθορισμού ή μή τών τρόπων μέ τούς οποίους αύτή ή σχέση έξελίσσεται άπό τό οικονομικό έπίπεδο, θά άσχοληθώ καί μέ αύτό τό πρόβλημα, καί πάλι στό συγκεκριμένο πλαίσιο τών προκαπιταλιστικών κρατικών σχηματισμών. Γ ιά τούς μαρξιστές ιστορικούς αύτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Πάρα πολλές ήταν οί κριτικές, εμμεσες ή άμεσες, τών μαρξιστικών έργων γ ιά τό κράτος καί τό σχετιζόμενο ζήτημα τών ταξικών καί
The Study o f the State, Χάγη 1981, H. J. M. Claessen, P. Skalnik, The Early State, Χάγη 1978 καί J. H. Kautsky, The Politics o f Aristocratic Empires, Chapel Hill 1982. 39. Οί έμπειρική αναλύσεις καί τό μεγάλο ένδιαφέρον γιά τά κράτη καί τήν καταγωγή τους όφείλουν πολλά στις πρωτοπόρες προσπάθειες τοΰ F. Engels, The Origins o f the Family, Private Property and the State, πρωτοδημοσιευμένο στα 1877 (άγγλ. μτφρ. Ε. Leacock, Λονδίνο 1972): έργο τό όποιο προτείνει μιά έξελιχτιχή προσέγγιση τών κρατών ώς τών άναγχαίων πολιτικών μηχανισμών μέσω τών όποιων έλέγχονται οί ταξικοί ανταγωνισμοί καί διατηρείται ή ήγεμονιχή θέση τής άρχουσας τάξης καθώς αναπτύσσεται ό κοινωνιχός καταμερισμός τής εργασίας. Ό Engels πίστευε ότι τά κράτη μπορούσαν νά δημιουργηθοϋν μέσω μιας διαδικασίας κατάχτησης καί τής άνάπτυξης άρχηγικών έπικρατειών, οί όποιες σταδιακά δημι ουργούσαν τούς θεσμικούς μηχανισμούς τών κρατών κι έτσι αντιπροσώπευαν τελικά τά συμφέροντα τής κυρίαρχης έλίτ. Βλ. F. Engels, Anti-Dühring, (δημ. 1877/78, άγγλ. μτφρ. Νέα Ύάρκη 1939, 197 κ.έξ.).
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ TOT ΚΡΑΤΟΤΣ
47
οικονομικών σχέσεων. Παράδειγμα το βιβλίο πού έπιμελήθηκε ό J. A. Hall, States in History (1 9 8 6 )40, καί στο όποιο ή πλειοψηφία τών συντελεστών εκδηλώνει μια φανερή δυσπιστία καί, σε μερικές π ε ριπτώσεις, εχθρα άπέναντι στήν ίστορικο-υλιστική προσέγγιση. Παρ’ όλα αύτά, όλες οί συνεργασίες ήταν παραγωγικές, προκλητι κές καί χρήσιμες. Λαμβάνοντας ύπόψη τίς έμφανεΐς αποτυχίες τής παραδοσιακής μαρξιστικής προσέγγισης, έμπειρικής καί θεω ρητι κής, άπέναντι στό πρόβλημα τοϋ κράτους, αύτή ή έπικριτική στάση δεν είναι διόλου άναπάντεχη, άκόμη περισσότερο όταν είναι σαφές ότι ή μετα-αλτουσεριανή καί άλλες έκφράσεις τής μαρξιστικής σκέ ψης άρθρωσαν μόνο μία ισχνή άντεπίθεση άπέναντι στίς μή-μαρξιστικες θεωρίες περί αύτονομίας τών πολιτικών καί ιδεολογικών πρακτικών άπό τήν οικονομική «βάση». Αύτή βασίσθηκε κυρίως στήν έννοια τής «σχετικής αύτονομίας» άπό τήν όποία άπορρέει ή διάκριση άνάμεσα στόν καθορισμό άπό τή μια μεριά καί τήν κυριαρχία άπό τήν άλλη. Έ τσ ι ό Νίκος Πουλαντζάς, άκολουθώντας τόν Althusser, ίσχυρίσθηκε ότι άν καί ή οικονομία (οί σχέσεις παραγωγής καί άναπαραγωγής ένός κοινω νικού σχηματισμού) είναι τελικά καθοριστική, δεν σημαίνει άναγκαστικά ότι πα ίζει τόν κυρίαρχο ρόλο: καθοριστικό ρόλο μποροΰν νά παίξουν ορισμένα στοιχεία «τοϋ εποικοδομήματος» — φερ’ είπεΐν, ή ιδεολογία— , αν καί οί πιθανότητες μιας τέτοιας κυριαρχίας εντάσσονται στή δομή τής οικονομικής σφαίρας. Με αύτό τόν τρό πο, στοιχεία τά όποια με τή κλασική άντίληψη άνήκουν στό έποικοδόμημα, μποροϋν νά διακρίνονται άπό μιά «σχετική αύτονομ ία »41. Ό μω ς καί αύτή ή άποψη παραμένει άνοιχτή στήν κριτική
40. J. A. Hall (έκδ.), States in History, 'Οξφόρδη 1986. 41. Ή πιό έγκυρη λεπτομερής θεωρητική άνάπτυξη αϋτής τής προσέγγισης παραμένει τό ίργο τοϋ Ν. Poulantzas, Political Power and Social Classes (Παρίσι 1968/Λονδίνο 1978). Πρέπει νά έπισημάνουμε πώς ή Εννοια τής «τελικής ανάλυ σης» πρωτοδιατυπώθηκε άπό τόν Engels (γράμμα στόν J. Bloch: Marx, Engels, Selected Works, Λονδίνο 1968,682-83) σέ μιά προσπάθεια άποφυγής μιας ντετερμινιστικής καί άναγωγιστικής απόδοσης. Ό Engels δυσανασχετεί μέ τό γεγονός πώς ή έννοια τής «παραγωγής καί άναπαραγωγής τής πραγματικής ζωής ώς τοϋ τελικά καθοριστικού στοιχείου στήν ιστορία» είχε ήδη τροποποιηθεί σαν «τό οικο νομικό στοιχείο ώς τό μόνο καθοριστικό»: « Ό Marx χι εγώ εύθυνόμαστε έν μέρει
48
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
όσων ισχυρίζονται ότι δέν αφήνει περιθώρια στήν αυτόνομη δράση τοϋ πολιτικοϋ, καθώς καί άπό εκείνους που θεωροϋν απαράδεκτη τή μαρξιστική θεωρία τής τάξης καί τής ταξικής πάλης. Τέλος, υπήρξαν καί πολλές κριτικές αυτής τής προσέγγισης (όπως καί έκείνης τοϋ οίκονομικοϋ καθορισμοϋ) άπό τό έσωτερικό τοϋ μαρξιστικοϋ στρατοπέδου. Ό πω ς θά δείξω , ή συνεχιζόμενη χρήση (ή κατάχρηση) τοϋ μοντέλου «βάσης-έποικοδομήματος» άποτελεϊ καί τήν πηγή τών περισσότερων άδυναμιών τοϋ άλτουσεριανοϋ εγχειρή ματος. Έ νας στόχος αύτής τής μελέτης, έπομένως, είναι νά καταδ είξει ότι μιά τέτοια κριτική τελικά βασίζεται σέ μιά θεμελιώ δη παρεξήγηση τοϋ πώς ορίζονται ή τάξη καί ή ταξική πάλη στήν ιστορική έρμηνεία. Σ τήν πραγματικότητα, βέβαια, δέν είναι μόνον οί μαρξιστές ιστορικοί υπόλογοι γ ιά τάσεις άναγωγισμοϋ. Ή σχολή τών Anna les (έάν ή λέξη «σχολή» μπορεΐ πράγματι νά καλύψει παρόμοιο εύρος έρευνητικών προγραμμάτων καί πολυμορφία προσανατολι σμών), όπως έκφράζεται στό εργο τοϋ Braudel καί ιδιαίτερα στήν έννοια τής «μεγάλης διάρκειας», μπορεΐ κάλλιστα νά κατηγορηθεΐ γιά μιά συρρικνωτική προσέγγιση τοϋ πολιτικού, σύμφωνοι μέ τήν όποία φυσικές, κλιματικές, γεω πολιτικές κ.λπ. δομές εκμηδενίζουν τις άνθρώπινες, άτομικές περιστάσεις τής κοινωνικής έξέλιξης καί άλλαγής. Ό δηγούμαστε ετσι στό συμπέρασμα ότι αύτές οί αμφι σβητήσεις τοϋ μαρξισμού άντιπροσωπεύουν κάποια άπό τις δύο βασικές θεωρητικές στάσεις: είτε άποτελοϋν άπάντηση στήν επ ι τυχία τών μαρξιστικών ερμηνειών τόσο στόν προσδιορισμό έρωτημάτων όσο καί στήν δυνατή έπίλυσή τους, είτ ε είναι άντανάκλαση της πολιτικής καί ιδεολογικής εχθρότητας στόν μαρξισμό, όπως αύτή έμφανίζεται στή δυτική Εύρώπη καί τή βόρεια ’Α μερική άπό τή δεκαετία τοϋ 1980.
γιά τόν ύπερτονισμό τοϋ οίχονομιχοΰ από τούς νεότερους. Έπρεπε νά τοϋ δώσουμε έμφαση σάν άπάντηση ατούς αντιπάλους μας, πού τό άρνοΰνταν... Δυστυχώς, συμ βαίνει συχνά οι άνθρωποι νά πιστεύουν πώς ΐχουν κατανοήσει πλήρως μιά νέα θεωρία xai μπορούν νά την έφαρμόσουν άμεσα άπό τη στιγμή πού αφομοίωσαν τις χύριες άρχές της, άχόμα χι ίταν τις έχουν παρερμηνεύσει, xai Si μπορώ νά έξαιρέσω μεριχούς άπό τούς πρόσφατους "μαρξιστές”, γιατί οί πιό ίχπληχτυάς ανοησίες έχουν διατυπωθεί χαί άπό αύτόν τόν χώρο».
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ TOT ΚΡΑΤΟΤΣ
Μ ιά δεύτερη κατηγορία κριτικών σχετικών με το ίδιο ζήτημα άναφέρεται στο πρόβλημα τοϋ κοινωνικοΰ ανθρωπισμού τοΰ Μάρξ. 'Η φιλοσοφική ανθρωπολογία ή όποία ένέπνευσε πολλά γραπτά του καί διαμόρφωσε τα σοσιαλιστικά του ιδανικά, άναμφισβήτητα άποτελοΰσε μιά έξελικτική ήθική άποψη σύμφωνα μέ τήν όποία ή άνθρώπινη ιστορία θα κατέληγε στο μαρασμό τών κρατών κα'ι τήν παλινόρθωση τών ουσιαστικά καλών, μή άνταγωνιστικών γνωρι σμάτων της άνθρωπότητας. Έάν άποδεχθοΰμε αυτήν τήν άποψη, είμασ τε αναγκασμένοι νά άποδεχθοΰμε έπίσης τήν υποτελή καί, στήν ούσία, μή αΐτιακή φύση τοΰ κράτους (γιά παράδειγμα) τό όποιο καθίσταται άπλώς Ινα έξάρτημα της ταξικής κοινωνίας. Αύτή ή έπισήμανση εγινε σέ σχέση τόσο μέ μαρξιστικές άπόπειρες έρμηνείας τοΰ κράτους κα'ι τοΰ σχηματισμοΰ τών κρατών, όσο καί μέ μαρξιστικές προσεγγίσεις σέ ιστορικές διαδικασίες στις όποιες πρωτεύοντα ρόλο πα ίζει ό πόλεμος. Ό πω ς έπισήμανε ό Ernest Gellner, κεντρική ιδέα της μαρξιστικής προσέγγισης, όπως έμφανίζεται, είναι πώς ή ρίζα της διαμάχης, τών δεινών καί τής δυσκολίας προσαρμογής στήν κοινωνία είναι ή ταξική έκμετάλλευση. Ό πολιτικός έξαναγκασμός σ τερείτα ι όντολογικής θεμελίωσης, έφόσον άποτελεΐ άπλώς μόνον άντανάκλαση της ταξικής πά λης στις θεσμοποιημένες δομές τοΰ κράτους42.
42. Γ ιά ένα σχολιασμό τής αντιμετώπισης τοΰ πολιτικού άπό τόν Braudel, βλ. C. McLennan, Marxism and the Methodologies o f History, Λονδίνο 1981, 136 κ.έξ. Έπίσης, βλ. τήν κριτική τοϋ Christopher Hill στήν προσέγγιση τοΰ πολιτικοΰ άπό τά Annales, «Braudel and the State», The Collected Essays o f Christopher Hill, 3: People and Ideas in Seventeenth-Century En^/aW, Brighton 1986,125-142. Γιά μιά καλή άνάλυση τών ήθικοφιλοσοφυιών τάσεων στή μαρξιχή σκέψη καί τών τρόπων μέ τούς όποίους αύτές αφομοιώθηκαν άπό τούς μεταγενέστερους μαρξιστές, βλ. John Elster, Making Sense of Marx, Cambridge 1985. Γ ιά τήν κριτική τοΰ Gellner, βλ. «Soviets against Wittfogel: or, the Anthropological Preconditions of Mature Marx ism», Hall (έκδ.), States in History, 78-108 (άνατύπωση άπό τό Theory and Society 14 [1985]). Γιά μιά καλή έπισκόπηση τοΰ έργου τοΰ Gellner, βλ. τά άρθρα στό State and Society in Soviet Thought, ‘Οξφόρδη 1988 (τό όποιο περιλαμβάνει μιά έλαφρά αναθεωρημένη μορφή αυτής τής μελέτης μέ τόν τίτλο «The Asiatic Trauma», 3968). Όμως οί έπικρίσεις τοΰ Gellner στηρίζονται συχνά σέ μιά έθελοτυφλούσα κατανόηση τής δυναμικής τής μαρξιστικής άνάλυσης καί τοΰ πολιτικοΰ της στόχου, όπως έπισημαίνεται εύστοχα άπό τήν Ellen Meiksins Wood, «Marxism and the Course of History», New Left Review 147 (1984) 95-107, ιδιαίτερα 99-100.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δεύτερος στόχος αύτής τής μελέτης είναι νά προτείνει ότι αύτή ά ποτελεΐ μιά μόνον πιθανή άνάγνωση τών γραπτών τοϋ Μάρξ καί τών έπιγόνων του. Είνα ι όμως γεγονός ότι ό ιστορικός υλισμός, ώς ολοκληρωμένο διανοητικό καί πολιτικό σύστημα, δεν δεσμεύεται άπό όποιαδήποτε θρησκευτική προσήλωση στο εργο τοΰ Μάρξ ού τε καί στον θεωρητικο-ίδεολογικο λόγο στά πλαίσια τοΰ οποίου αύτος κινήθηκε.
2. Ιστορικός ύλισμός: ή έσωτεριχή άποψη Προτοϋ ασχοληθώ με το κράτος καθ’ έαυτό, οφείλω λοιπόν μια μερική άπάντηση σε κάποιες άπό αύτές τίς θεμελιώδεις κριτικές, ξεκινώντας άπό το όλο ζήτημα τής φιλοσοφικής θεμελίωσης τοϋ μαρξικοΰ εγχειρήματος· κι έδώ, θά κάνω δύο κύριες έπισημάνσεις: Καταρχήν, θεωρώ πώς οί μαρξιστές έξαναγκάσθηκαν άπό τίς ιδεολογικές άνάγκες τών ιστορικών συγκυριών μέσα άπό τίς όποιες διεξήγαγαν τόν πολιτικό τους άγώνα νά δώσουν μεγαλύτερη έμφα ση, έμμεσα ή άμεσα, στή «μαρξολογική» τους κληρονομιά, παρά στή δομή ένός ίστορικοΰ ύλισμοϋ4·1. Είναι γενικά άποδεκτό ότι τά γραπτά τοΰ Μάρξ γιά τήν ιστορία περικλείουν τρεις κυρίως κατευ θύνσεις. Ή άρχική τους διατύπωση καί ή άκόλουθη έξέλιξή τους ήταν άλληλεξαρτώμενες, άλλά ή ύπαρξη κάθε μιας άπό αύτές τίς κατευθύνσεις δέν προϋπέθετε τίς άλλες. Ή πρώτη άπό αύτές τίς τρεις κατευθύνσεις άποδόθηκε ώς μιά γενική φιλοσοφία τής ιστορίας. Συνεπάγεται μιά έννοια προόδου καί έξέλιξης, καθώς καί μιά ήθική άποψη, ή όποία περιλαμβάνει τή διαδικασία τής άνθρώπινης ολοκλήρωσης μέσω τής σύγκρουσης καί τής επίλυσης τών άντιφάσεων στή δομή τής παραγωγικής διαδικα σίας καί τής κατανομής τοΰ πλούτου. Ό ίδιος ό Μάρξ δέν ήταν ποτέ σαφής άναφορικά μέ αύτόν τόν όραματισμό, τή σχεδόν νομο τελεια κή έκφραση στό εργο του, τάση σαφώς κληρονομημένη άπό τόν Hegel. Ό μω ς αύτή είναι όρατή στά πολιτικά του γραπτά καί, σέ κάποιο βαθμό, στό πιό άναλυτικό του εργο. Ή δεύτερη κατεύθυνση άφορα μιά γενική θεωρία ιστορικής αι τιότητα ς καί άλλαγής, βασισμένη στήν θεωρούμενη πρωτοκαθε δρία τών παραγωγικών δυνάμεων. ’Αναπτύχθηκε, άργότερα τρο-
43. Βλ. τίς εργασίες τής Ellen Meilcsin Wood, καί χυρίως «Marxism and the Course of History», δ.π., 102.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
ποποιήθηκε, μετά άπορρίφθηκε άπό τον Cohen καί συνεχίστηκε άπό άλλους44. Ή προσέγγιση αύτή δέχθηκε σφοδρή κριτική στο έσωτερικό τοϋ μαρξιστικού στρατοπέδου. Α ιτία ήταν άφενός ό Θε ωρούμενος ντετερμινισμός της, άφετέρου το γεγονός ότι οί παρα γωγικές δυνάμεις προσδιορίζονται διαφορετικά άπό ιστορικό σέ ιστορικό. Ό πω ς έπισήμανε ό Gregor McLennan, έρωτήματα τά όποια πηγάζουν άπό αυτά τά έπιχειρήματα μπορούν νά άπαντηΘοϋν μόνο σέ ενα έξαιρετικά άφηρημένο καί φορμαλιστικό έπίπεδο. Ή έγγενής τελεολογία στή χρήση της πρωτοκαθεδρίας τών παρα γωγικών δυνάμεων ώς θεμελιώδους αιτίου άλλαγης καί έξέλιξης, τήν καθιστά άστήρικτη ώς τυπική κατηγορία καί άνεπαρκή άπέναντι στις άπαιτήσεις μιας έμπεριστατωμένης άνάλυσης πραγμα τικών ιστορικών διαδικασιών καί τών στοιχείω ν τά όποια αύτές δημιούργησαν4·11. Τέλος, ύπάρχει ή άναλυτική κατεύθυνση, ή όποία αφορά τις εννοιες τών τρόπων παραγωγής, τήν ιστορική τους διαδοχή καί τή σχέση τών κοινωνικών σχηματισμών μέ τις ευρηματικές εννοιες μέσω τών οποίων αύτοί προσεγγίζονται. Πρόσφατες θεωρήσεις τείνουν νά έπικεντρώνονται σέ αύτή τήν τρίτη κατεύθυνση καί είναι σέ αύτό τό έπίπεδο πού προβλήματα σχετικού καθορισμού ή αίτιακής αύτονομίας άντιμετωπίσθηκαν μέσω μιας θεωρητικά έπεξεργασμένης εμπειρικής ερευνάς. Δ έν μπορώ νά προσεγγίσω έκτενώς αύτές τ ις σύνθετες συζητή σεις. Ό μω ς σχετικά πρόσφατα οί μαρξιστές Ιχουν άρχίσει νά άπομακρύνονται άπό τις ιδιαίτερες άπόψεις τοϋ Μάρξ γιά νά συγ κροτήσουν μιά σύγχρονη καί έπιστημολογικά ρεαλιστική ίστορικο-
44. C. A. Cohen, Karl Marx's Theory o f History: a Defense, 'Οξφόρδη 1978. Τοΰ ίδιου, «Reconsidering Historical Materialism», στο J. Chapman, J. R. Pennock (έκδ.), Marx and Legal Theory, Νέα Ύόρκη 1983 (= Nomos 24), D. Laibman, «Modes of Production and Theories of Transition», Science and Society 48/3 (1984). 45. Βλ. τήν έξοχη σύντομη ανασκόπηση τοΰ C. McLennan, «Marxist Theory and Historical Research: between the hard and the soft options». Science and Society 50/ 1 (1986) 125-142. Για μία θετικότερη εκτίμηση βλ. C. Bertram, «International competition in Historical Materialism», New Left Review 138 (Σεπτέμβριος-'Οκτώ βριος 1990) 116-128 καί J. McMutry, The Structure o f Marx’s World View, Prince ton 1978.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΓΛΙΣΜΟΣ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
53
υλιστική εκδοχή τής κοινωνικής άλλαγής. Ο ί Μάρξ καί Έ νγκελς άφησαν πληθώρα κειμένων διαμορφωμένων άπό κάποιες άναλυτικές άρχές, άρχές πού διαποτίζουν τά ύστερά τους γραπτά. Ά π ό αύτές —παρά τίς κάποιες ελλείψ εις, άσάφειες ή καί άντιφάσεις— μπορεΐ νά άντληθεϊ στίς γενικές της γραμμές μ ιά συμπαγής υ λισ τι κή θεωρία τής ιστορίας. Ό μω ς ουδέποτε άποκρυστάλλωσαν τίς άπόψεις τους καί αύτή ή έλλειψη προκάλεσε τίς διαμάχες άνάμεσα σέ άντιμαχόμενες θεωρήσεις τοϋ έργου τους. Θα Ιλεγα πώς, αν καί οί Μάρξ καί Έ νγκελς ήταν σίγουρα οί άρχικοί προωθητές τής ύλιστικής σύλληψης τής ιστορίας όπως τήν άντιλαμβανόμαστε σήμερα, ή τελευταία δέν χρειάζεται πλέον τίς χεγκελιανές έπιδράσεις πού, όμολογουμένως, διαπερνούν τή σκέψη τοΰ Μάρξ46. Μιά τέτοια θεωρία πρέπει νά είναι σέ θέση νά άνταποκριθεΐ μέ έλαστικότητα τόσο στίς απαιτήσεις μιας έπί τόπου έμπειρικής ερευνάς, όσο καί σ’ αύτές μιας υψηλότερης μορφής μεταθεωρίας τής άνθρώπινης κοινωνικής εξέλιξης καί τών αίτιακών άρχών πού καθορίζουν τήν άλλαγή καί τή μετάλλαξη. Ό πω ς έπέμεναν οί ίδιοι οί Μάρξ καί Έ νγκελς, τά βασικά στοιχεία μιας ευρη ματικά χρήσιμης έννοιολόγησης τής άνθρώπινης κοινωνίας πρέπει νά άντληθοϋν άπό τή λεπτομερειακή μελέτη συγκεκριμένων ιστο ρικών περιπτώσεων καί δέν πρέπει νά προέλθουν έκ τοϋ μηδενός, στή βάση συνειδητών ή άσυνείδητων τελεολογικών άντιλήψεων47. Δ έν μπορώ έδώ παρά νά παραφράσω τή προσέγγιση τοΰ McLennan ό όποιος τόνισε πώς μιά ρεαλιστική έπιστημολογία πα ρέχει τό πλαίσιο στό έσωτερικό τοΰ όποιου έγγράφεται άριθμός
46. Κυρίαρχος εκπρόσωπος τής ρεαλιστιχής ΰλιστιχής άποψης υπήρξε & Roy Bhaskar, «Emergence, Explanation and Emancipation» στό P. F. Secord (έκδ.), Explaining Human Behaviour: Consciousness, Human Action and Social Structure, Beverley Hills 1982, 275-31· A Realist Theory o f Science, Brighton 1978’ Scientific Realism and Human Emancipation, Λονδίνο 1987. Βλ. έπ(σης τά έπιχειρήματα τοΰ Terry Lovell, Pictures o f Reality, Λονδίνο 1980, ιδιαίτερα 9-28. Ή συζήτηση γύρω άπό αύτό τό πρόβλημα χαι τήν « αναθεώρηση» τοϋ μαρξισμοϋ στους βρετανιχούς χαί βορειο-αμεριχανιχούς χόχλους έχει συνοψισθεϊ άπό τόν McLennan, «History and Theory: contemporary debates and directions». Literature and History 10/2 (1984) 139-164. ['Ελληνική μετάφραση: «'Ιστορία χαί θεωρία: σύγχρονες διαμάχες χαΐ κατευθύνσεις», θεωρία καί Κοινωνία, 3 (Δεκέμβριος 1990) 177-221], 47. «History and Theory», δ.π., 156-162.
54
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
διαφορετικών ιστοριογραφικών καί κοινωνιολογικών τάσεων, καί μέσα στο όποιο μπορούν νά παρακαμφθοϋν οΐ έγγενεϊς τους άνταγωνισμοί, οχι μέ τήν αναφορά τους σέ κάποιον κοινό παρονομαστή, άλλα μέ τήν παραδοχή τών διαφορετικών λειτουργικών τους προθέ σεων καί κάλυψης. Σύμφωνα μέ τόν McLennan, ό ρεαλισμός περι κλείει μιά σύνθετη άλλά ένιαία σύλληψης τής ιστορίας. Επίσης περιλαμβάνει —καί αύτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό άπό τή σκοπιά μας— μιά θεωρία άντιστοιχιών (correspondence theory) γιά τήν άλήθεια στήν ιστορία48. Έ τσι, άπορρίπτεται ή άποψη ότι άντίπαλα ερευνητικά προγράμματα είναι μεταξύ τους άσυμβίβαστα. Ή θέση τοϋ McLennan άντίκειται στόν έπιστημολογικό πλουραλισμό, ώστόσο έπιτρέπει τόν πλουραλισμό στήν ιστοριογραφική διαμάχη. Τέλος υπογραμμίζει τή σύνθετη καί άλληλένδετη δομή τών αίτιακών διαδικασιών. Ό ιστορικός υλισμός, ό όποιος είναι ρεαλισμός καί ταυτόχρονα είναι σέ θέση νά λάβει ΰπόψη άντιμαχόμενες ρεαλιστικές έρμηνευτικές θέσεις (π.χ. τήν ιστοριογραφία τών Annales, τή θεωρία τοϋ σχηματισμοΰ τοϋ κράτους, τή φεμινιστική θεωρία κ.λπ.) περιέχει ενα μοντέλο βραχυπρόθεσμης καί μακροπρόθεσμης δομικής άλλαγής καί μπορεΐ νά έξετάζει καί συγχρονικά καί διαχρονικά στοι χεία. Ή θεωρία του γιά τούς τρόπους παραγωγής άποτελεΐ εναν ολιστικό τρόπο έννοιολόγησης τών αΐτιακών καί λειτουργικών σχέ σεων στή μακρά διάρκεια, καί είναι έπίσης παραγωγικός στόν προσδιορισμό τών γενικών τάσεων. Οΐ θεμελιακές του κατηγορίες άποτελοΰν άπό μόνες τους τή βάση γιά έναλλακτική δια-ιστορική έρμηνεία βασισμένη, γιά παράδειγμα, στήν άνάλυση τής έξουσίας καί τών έξουσιαστικών σχέσεων. Ό π ω ς τόνισε ή Ellen Meiksins Wood, έκτός άπό τις γενικές άρχές μιας (ρεαλιστικής) υλιστικής προσέγγισης στή μελέτη τής κοινωνίας, ό Μάρξ διατύπωσε δύο σπουδαία άφετηριακά σημεία: « Έ να σημείο εισόδου στις ιστορικές διαδικασίες... ίναν τρόπο ανακάλυψης μιας λογικής της διαδικασίας στην ιστορία, κυρίως μέσω τών γενικών του άρχών. Δηλαδή τής κεντρικότητας της πα ραγωγικής διαδικασίας στήν ανθρώπινη κοινωνική οργάνωση και
48. D. Hillel-Ruben, Marxism and Materialism, Λονδίνο 1979.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΓΛΙΣΜΟΣ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
τής πρότασης οτι τό "βαθύτερο μυστικό" της κοινωνικής δομής είναι ή συγκεκριμένη μορφή με την όποια εξάγεται ή υπεραξία άπό τούς άμεσους παραγωγούς». Επίσης, ό Μάρξ μας έφοδίασε μέ μια λεπτομερή, παραγωγική καί συγκεκριμένη έφαρμογή αύτών τών γενικών άρχών στήν ανάλυση τοϋ καπιταλισμού49. Σημειωτέον ότι λογική μιας διαδικασίας δέν είναι λογική μιας προόδου ούτε λογική τοϋ άναπόφευκτου. Ό μω ς πρέπει νά τονισθεϊ καί Ινα ακόμη σημείο: αύτή ή ανα θεώρηση τής μαρξικής σκέψης δέν συνεπάγεται έγκατάλειψη τοϋ σοσιαλιστικοΰ έγχειρήματος πραγματοποίησης τών συνθηκών χει ραφέτησης κάτω άπό τις όποιες θά έξαφανισθοΰν ή καταπίεση καί έκμετάλλευση. Ούτε καί τής άνάγκης νά έκλάβουμε τις οικονομικές σχέσεις ώς καθοριστικές τής δομής καί τών πιθανοτήτων, άλλαγης, μεταμόρφωσης ή καί εξαφάνισης τών κοινωνικών σχηματισμών, άρα, έρμηνευτικές τής πορείας τής άνθρώπινης ιστορίας καί αίτια γιά συγκεκριμένες ιστορικές έξελίξεις καί προοδευτικά «άλματα πρός τά εμπρός». Καταρχήν, κάθε ιστορική άνάλυση έπηρεάζεται άπό μιά θεω ρία ή όποία διαμορφώνεται άπό τά πολιτισμικά συμφραζόμενα καί τήν παράδοση καί γι* αύτό είναι διαποτισμένη έπίσης μέ μιά γενι κή φιλοσοφία τής άνθρώπινης έξέλιξης (άκόμα κι αν αύτή είναι άρνητική, άντιτελεολογική). Δέν μοΰ φαίνεται παράλογο νά άσπαζόμασ-ct μιά πιό θετική προσέγγιση στά προβλήματα τοϋ κόσμου, αν καί συνήθως οΐ σοσιαλιστικές πολιτικές υποδεικνύουν τήν άνάγκη γιά μιά πιό άγνωστικιστική άνάγνωση μελλοντικών δυνατοτή των καί κατευθύνσεων. Ό μω ς, πέρα ά π ’ αύτό, ή άνθρώπινη ιστο ρία ώς σύνολο υπήρξε —τόσο άπό ποσοτική όσο καί άπό ποιοτική άποψη— ή ιστορία τής έπέκτασης τής χρήσης τών πόρων καί τής δημιουργίας πλούτου, άκόμα κι αν ήταν έξίσου μιά ιστορία συνεχοΰς πολυπλοκότητας τοϋ κατακερματισμοΰ τής έργασίας, τών τρόπων ιδιοποίησης καί κατανομής τής υπεραξίας, τόσο σέ τοπικό, όσο καί σέ διεθνές έπίπεδο. Υπήρξε έπίσης, σέ ορισμένες περι πτώσεις, ή ιστορία τών συνειδητών προσπαθειών βελτίωσης τής κοινωνίας γιά τό γενικό καλό, άσχετα μέ τό αν θεωροΰμε πώς
49. Ε. Meiksins-Wood, «Marxism and (he Course of History», 6.rt.
56
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
τέτοιες απόπειρες ήταν λιγότερο άπό έπιτυχεΐς άπό πολλές πλευ ρές. Ίσω ς ενας άπό τούς λόγους της άποτυχίας όφείλεται καί στό γεγονός ότι διέφυγαν άπό τήν προσοχή όσων έπιδίωκαν αύτές τις άλλαγές πολλές άπό τις μικρο-δομικές όψεις ειδικά αύτών τών πλευρών τών άνθρώπινων καί κοινωνικών έξουσιαστικών σχέσεων. Ή μελέτη τής ιστορίας είναι σέ θέση (ή, τουλάχιστον, θά επρεπε νά είναι) νά έξηγήσει τό γιατί καί τό πώς μιά τέτοια διαδικασία συμβαίνει σέ ορισμένες περιοχές καί όχι σέ άλλες, καί μέ ποιούς συγκεκριμένους τρόπους, καθώς καί ποιά θά ήταν τά αποτελέσμα τα σέ περιοχές όπου αύτή δέν ήταν πρωταρχικής σημασίας. Αύτό άναμφίβολα βαραίνει στις προσπάθειες τοϋ Cohen νά θεωρητικο ποιήσει τις αίτιακές έπιδράσεις τών δυνάμεων παραγωγής στήν κίνηση της άνθρώπινης ιστορίας καί, πιό εύλογα, στή μεταφορική άπόδοση της κοινωνικής έξέλιξης ώς «μεταλαμπάδευσης» στό έργο τοΰ Elster50. Έπειδή βασίζεται στις καθοριστικές έπιδράσεις τών οικονομικών σχέσεων, ό μαρξισμός —ή ό ιστορικός ύλισμός—δέν μπορεΐ νά άποκοπεΐ άπό τό σοσιαλιστικό εγχείρημα καί νά κατα στεί απλά μιά άπό τις πολλές έναλλακτικές ιστοριογραφικές καί κοινωνιολογικές προτάσεις. Οί δυνατότητες γιά ενα σοσιαλιστικό μέλλον έξαρτώνται σέ σημαντικό βαθμό άπό ζητήματα παραγω γής καί κατανομής τοΰ πλούτου στήν πρωταρχική τους σημασία (γιατί άν καί ό πολιτικός έλεγχος καί ό γεωπολιτικός άνταγωνισμός μποροΰν νά καθορίζουν τήν κατανομή τοΰ πλούτου, αύτά τά στοιχεία καθορίζονται καταρχήν άπό τήν πρόσβαση στόν έλεγχο καί τήν κατανομή τών μέσων παραγωγής). Κατά δεύτερο λόγο, ό συσχετισμός ιστορικής έξέλιξης καί οι κονομικών σχέσεων θέτει μιά εύρεία θεματολογία άλλά δέν πρέπει κ α τ’ άνάγκην νά ύπαγορεύει ούτε τις μεθοδολογίες πρός χρήση οΰτε καί τόν σκοπό (καί, συνακόλουθα, τή λειτουργία) συγκεκριμέ νων ιστορικών ή κοινωνιολογικών άναλύσεων. ’Αφήνει πολλά περι θώρια στή συγκρότηση ένός συγκριτικοΰ έρωτηματολογίου τό όποιο άποτελεΐ τή μορφή μιας τών κυριοτέρων αμφισβητήσεων τοΰ ίστορικοΰ ύλισμοΰ άπό τή συγκριτική άνθρωπολογία καί κοινωνιολογία. Τέλος, δέν ύπονομεύεται άπό μιά «μείωση» τοΰ καθοδηγη-
50. J. Elster, Making Sense o f Marx (βλ. σημ. 42).
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ 1’ΛΙΣΜΟΣ: Η ΚΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
τικοΰ ρόλου όποιασδήποτε γενικής καί προγραμματικής θεωρίας πού τον ακολουθεί. Έ νας τέτοιος συσχετισμός σίγουρα δέν άποκλείει μια λεπτομερή μικρο-ανάλυση συγκεκριμένων στιγμών στήν ιστορία συγκεκριμένων κοινωνικών σχηματισμών οΰτε καί μάς αναγκάζει νά αποδεχθούμε τυφλά κατηγορίες ή αίτιακες σχέσεις χωρίς προηγουμένως νά τίς κρίνουμε στή βάση τής έρμηνευτικής τους δυνατότητας καί άναλυτικής έπάρκειας. Αύτά είναι ενα ση μείο πού τονίσθηκε ιδιαίτερα άπό τον Πλεχάνοφ στά 1890, όταν, άναφερόμενος στο ρόλο τών άτόμων στήν ιστορική έρμηνεία καί αιτιότητα, προειδοποιούσε έναντίον κάθε μορφής συρρίκνωσης καί άναγωγής τών αιτιών τοϋ ένός φαινομένου σε άλλο, γιά τον όποιο είναι θεωρητικά υπόλογοι οί μαρξιστές. Εξάλλου αύτά έπισημάνθηκε με τήν ίδια έμφαση καί πρόσφατα51. Πάντως, ό μαρξισμός έμφανίζεται έντελώς έκτεθειμένος ειδικά στή σύνδεση άνάμεσα στό γενικό, μακρο-θεωρητικό μοντέλο τής κοινωνικο-οικονομικής έξέλιξης καί τό μικρο-επίπεδο τών συγκε κριμένων κοινωνικών σχηματισμών, τής έσωτερικής τους διάρθρω σης καί δόμησης καί τών ίδεολογικών/προωθητικών «συμφερόν των» τά όποια αύτοί περικλείουν. Αύτό όφείλεται κατά κύριο λόγο στό γεγονός ότι τό ένδιαφέρον τείνει νά έπικεντρώνεται σε θέματα γενικής θεωρίας καί μετα-θεωρίας παρά στήν άπτή έμπειρική έρευνα. Είναι ικανό ένα μοντέλο τό όποιο λειτουργεί σέ έναν τόσο μεγάλο βαθμό άφαίρεσης —όπως αύτό τοΰ τρόπου παραγωγής— νά ερμηνεύσει τά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τών κοινωνιών
51. Βλ., για παράδειγμα, P. Burke, Sociology and History, Λονδίνο 1980. Τό έργο τών Skocpol, Mann, Runciman χαί άλλων άντιπροσωπεύει μερικές άπό τίς σπουδαιότερες μορφές αύτής τής συγκριτικής κριτικής προσέγγισης. Γ ιά τήν πολύ προγενέστερη άπάντηση τοΰ Plekhanov σέ τμήμα τής χριτιχής που περιέχεται σέ αύτά τά έργα, βλ. C. V. Plekhanov, «On the Question of the Individual's Role in History» (1898), Selected Philosophical Works, II, Μόσχα 1976, 283-315. Βλ. έπίσης, J. Larrain, A Reconstruction o f Historical Materialism, Λονδίνο 1986. Ή άποψη τοΰ Larrain, μέ τήν όποία είμαι γενικά σύμφωνος, όπως χι έχείνη τοΰ McLen nan, προτείνει ότι ένας «άνασχευασμένος» ιστορικός υλισμός («έπαναδιατυπωμένος» θα ήταν μάλλον ό όρθότερος όρος) μπορεΐ νά διατηρήσει μιά ισχυρή έννοια τής δομικά καθορισμένης φύσης τής χοινωνιχής άλλαγής χαί ιστορίας, ένώ ταυτόχρονα μπορεΐ νά διατηρήσει τήν κεντρικότητα τής άνθρώπινης έπενέργειας, τής πράξης καί τοΰ ταξιχοΰ άγώνα, ή έκβαση τών όποιων δέν είναι καθόλου προχαθορισμένη.
58
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
στις όποιες έφαρμόζεται; "Η μήπως οΐ γενικές του κατηγορίες περιλαμβάνουν τά πάντα, ετσι ώστε νά καθίστανται έρμηνευτικά άχρηστες; Κατά τήν άποψή μου, αύτό συνιστα ένα πρόβλημα τό όποιο άντιμετωπίζεται καλύτερα μόνο με άναφορές σέ συγκεκριμέ νες εφαρμογές. Οΐ ιστορικές υλιστικές άρχές παρέχουν ένα ευρηματικό πλαίσιο μέσω τοϋ οποίου οΐ ιδιαίτερες μορφές τών δομών τοΰ μακρο-επιπέδου μποροΰν νά έντοπισθοΰν στό μικρο-επίπεδο καί νά συνδεθοϋν μέ έξελικτικές κατευθύνσεις σέ ενα δεδομένο κοινωνικό σχηματι σμό. Αύτό τό πλαίσιο δέν προκαθορίζει τή μορφή πού παίρνουν οί δομές. Παρέχει όμως Ινα άναλυτικό καί λειτουργικό μοντέλο για τά περιοριστικά, έξαναγκαστικά ή δυναμικά τους άποτελέσματα. Ό μω ς κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται μόνον μέσω λεπτομεροΰς έμπειρικής άνάλυσης καί μόνον μέ μια τέτοια έργασία μπορεΐ νά συσχετισθεΐ αίτιακά ή πολυμορφία τών κοινωνικών, οικονομικών καί πο λιτικών παρεμβάσεων στα πλαίσια μιας καθαρά ολιστικής άνάλυ σης. Ά π ό αύτή τήν άποψη, ΐσως οί μαρξιστές καί οί κριτικοί τους νά περιμένουν πολλά άπό τό πλαίσιο άναφορδς τους. Ό χ ι όμως καί νά μποροΰν νά συσχετίσουν κοινωνικές άλλαγές καί μορφές μέ τις όποιες οΐ σχέσεις παραγωγής έκφράζονται σέ κάθε διαφορετική κουλτούρα σάν νά άποτελοϋν άπευθείας αντανάκλαση άναγκών «οικονομικών» παραγόντων. ΤΗταν άκριβώς αύτή ή βαθιά λαθεμέ νη κριτική, στηριγμένη σ ’ αύτήν τήν παρεξήγηση, που καταδείχθηκε καί άπαντήθηκε άπό διανοητές σάν τόν Πλεχάνοφ. Στήν εύρύτερη δυνατή της έννοια, ή πολιτική οικονομία όποιωνδήποτε παραγωγικών σχέσεων θά καλυφθεί άπό μορφές πολιτι σμικής πράξης καί σχηματισμοΰ ρόλων άμεσα άναφερόμενων σέ συγκεκριμένες πολιτισμικές περιοχές. Καί είναι αύτή ή «αποκάλυ ψη» πού συνιστα τό κρισιμότερο σημείο της μαρξιστικής Ιρευνας. Τό Κεφάλαιο τοΰ Μάρξ άποτελεΐ τό κλασικό παράδειγμα της μεθό δου στή συγκεκριμένη καί έφαρμοσμένη της μορφή. Μαρξιστές οί όποιοι προσπάθησαν σκληρά νά συνδέσουν τό μικρο-δομικό έπίπε δο μέ τό μακρο-δομικό πλαίσιο μέσα στό όποιο αύτό γίνεται άντιληπτό (σάν τό πρώτο νά ήταν άπλά μιά άντανάκλαση τοΰ δεύτε ρου), άποτέλεσαν δικαιολογημένα τό στόχο τών κριτικών τόσο τών μαρξιστικών όσο καί τών μή μαρξιστικών θεωριών τοΰ κράτους. ’Από μιά άποψη, λοιπόν, ό ιστορικός ύλισμός, αν καί βαθιά
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΛΙΣΜΟΣ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
ριζωμένος στο φιλοσοφικό πεδίο μιας ρεαλιστικής υλιστικής έπιστημολογίας, είναι περισσότερο εμπειρική θεωρία παρά φιλοσο φία. Δέν βασίζεται σέ άφηρημένα φιλοσοφικά δόγματα άλλά, όπως τονίσαμε, σέ αρχές που μπορούν νά έπαληθευθοϋν μέ έμπειρική ανάλυση. Ή συζήτηση για τό κατά πόσο αυτές οί αρχές μπορούν πράγματι νά έξαχθοΰν μέ αυτόν τόν τρόπο ή άποτελοϋν a priori υποθέσεις συνεχίζεται. Ό μω ς τό έγχείρημα θά δικαιωθεί μόνον στή βάση τής ικανότητάς του νά προσφέρει ενα βιώσιμο έρευνητικό πρόγραμμα. Σέ τελική ανάλυση, λοιπόν, ή προτίμησή μου γιά μιά θεωρία ιστορίας καί δομικής κοινωνικής άλλαγής πού παρέχει προ τεραιότητα στήν καθοριστική έπίδραση τοϋ οΐκονομικοΰ βασίζεται στήν ευρηματική της ανωτερότητα. Παρά τήν τελεολογία καί τόν οίκονομισμό μέρους τής μαρξιστικής ιστοριογραφίας, παρά τις έλλείψεις καί τά κενά της, αύτή μοΰ φαίνεται ότι άποτελεΐ ακόμη τήν καλύτερη δυνατότητα μιας ολιστικής περιγραφής τής ιστορικής άλλαγής, χωρίς νά χάνει καθόλου τή διαλεκτική πολυπλοκότητα τής ιστορίας, όπως τις «έξουσιαστικές σχέσεις» ή τό πολυσύνθετο τής άνθρώπινης ψυχολογίας καί τών κινήτρων, τών προθέσεων καί τής ταυτότητας πού έμφανίσθηκαν σέ δεσπόζουσα θέση σέ πρό σφατες συζητήσεις. Παράδειγμα τό εργο τοϋ Elster καί ιδιαίτερα τοϋ John Roemer, πού χαρακτηρίσθηκε «μαρξισμός τής ορθολογι κής έπιλογής», καί τό όποιο συνέβαλε πολύ στόν έπαναπροσανατολισμό της μετα-αλτουσεριανής μαρξιστικής θεωρίας καί στήν έπανεκτίμηση τών έπιδράσεων τής «στρουκτουραλιστικής στιγμής»52. ’Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ό ισχυρισμός τοϋ μαρξισμοΰ ότι μπορεΐ νά έρμηνεύσει έξουσιαστικές σχέσεις, κρατικούς σχηματι σμούς καί μορφές καταπίεσης καί πάλης στό έννοιολογικό πλαίσιο τών δυνάμεων καί σχέσεων παραγωγής. Τό γεγονός ότι τά προη
52. Βλ. Elster, Making Sense o f Marx (δ.π.) κοù J. Roemer, A General Theory o f Exploitation and Class, Cambridge, Mass. 1982, μέ τή χρήσιμη έπισκόπηση τοΰ Alan Carling, «Rational Choice Marxism», New Left Review 160 (1986) 24-62. Γιά μια αρνητική κριτική αποτίμηση, βλ. Ellen Meiksins Wood, «Rational Choice Marxism: is the game worth the candle?». New Left Review 177 (1989) 41-88. Γ ιά μιά έξαιρετική κριτική τής θεωρίας τοΰ κράτους καί τής προσέγγισης τής «όρθολογικής έπιλο γής» βλ. έπίσης P. Cammack, «Statism, New Internationalism and Marxism», Social ist Register, Λονδίνο 1990, 147-170.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
γούμενα δεν έχουν αναλυθεί έπαρκώς μέχρις στιγμής δέν ακυρώνει άπό μόνο του, όπως ΐσχυρίσθηκαν μερικοί, τή μαρξιστική απόπει ρα. 'Οπωσδήποτε όμως παρουσιάζει μιά σειρά προκλήσεων άπέναντι στίς όποιες οί μαρξιστές μόλις άρχισαν νά τοποθετούνται. Αύτό ισχύει ιδιαίτερα γιά τήν «άγγλομαρξιστική» παράδοση όπως τήν ονόμασε ό Perry Anderson53. Τά παραπάνω άποτελοϋν βέβαια μιά φτωχή διατύπωση τής σχέσης τοϋ μαρξισμοϋ μέ τόν σοσιαλισμό καί ίσως, στήν προσπά θεια άποφυγής κάποιου ντετερμινισμοΰ, νά κατέληξα σε μιά όλότελα πλουραλιστική προσέγγιση. Έάν αύτό πράγματι συνέβη, δέν τό θεωρώ άξεπέραστο έμπόδιο. Τό σοσιαλιστικό έγχείρημα άναγκάζεται άπό τή φύση του νά τονίσει τήν οικονομική διάσταση τής άνθρώπινης κοινωνικής οργάνωσης σάν θεμελιώδη, άνεξάρτητα άπό τή φύση καί τή δομή τών άτομικών έπιλογών καί τών πρακτι κών οί όποιες εμφανίζονται. Ό ιστορικός υλισμός, ό όποιος θεωρεί τίς υλικές συνθήκες ύπαρξης καί άναπαραγωγής τής άνθρώπινης κουλτούρας καθοριστικές, πρέπει νά συνεχίσει νά παρέχει τό νοητικό μηχανισμό γιά μιά σοσιαλιστική πολιτική. Σκοπός είναι νά δείξουμε γιατί ό μηχανισμός αύτός δέν χρειάζεται νά είναι ούτε οικονομικά καθοριστικός, ουτε λειτουργιστικός, ούτε πάλι μονογραμμικός στόν τρόπο έρμηνείας του. Ή διαλεκτική έρμηνεία δέν περικλείει έκλεκτικιστικό πλουραλισμό, όπως άκριβώς ό οικονομι κός καθορισμός δέν προϋποθέτει τήν άπόρριψη τοΰ πολιτικοΰ, συναισθηματικοΰ ή ψυχολογικού στοιχείου ώς κρίσιμων αίτιακών έρεθισμάτων. Αύτό πού δέν θέλω νά κάνω σέ αύτή τή μελέτη είναι νά προσ παθήσω νά διασώσω παραδοσιακές διατυπώσεις της μαρξιστικής κοινωνικής θεωρίας άπλά μέ τό νά έπιβεβαιώσω τήν άνωτερότητα ή χρησιμότητά τους, ή νά ίσχυρισθώ ότι αύτές ετυχαν παρανόησης ή κακής έφαρμογής άπό μέρους τών έπικριτών τους ( άν καί αύτό συνέβη σέ άρκετές περιστάσεις). Κάτι τέτοιο θα ήταν διανοητικά καί πολιτικά άχρηστο καί θά άποτελοΰσε χάσιμο χρόνου. Ό μω ς μοΰ φαίνεται γεγονός ότι πολλές άπό τίς κριτικές κατά τοΰ μαρξι σμού προέρχονται άπό τή συγκεκριμένη μορφή καί έρμηνεία μιας
53. Perry Anderson, In the Tracks o f Historical Materialism, Λονδίνο 1983, 24.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΛΙΣΜΟΣ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
61
ιδιαίτερης παράδοσης της μαρξιστικής ιστοριογραφίας, άπό τήν όποία καί μποροΰν νά πηγάσουν γενικευμένα σημεία διαφωνίας. Καί, στήν πραγματικότητα, θά ήθελα νά τονίσω ότι ή μαρξιστική ιστορική καί κοινωνιολογική άνάλυση είναι γενικά πολύ πιο έκλεπτυσμένη καί άνοιχτή ά π ’ ό,τι άφήνουν νά διαφανεΐ μερικές άπό τις χονδροειδέστερες άπορρίψεις της. Επιπλέον, πολλές πρόσφα τες έπιθέσεις σέ πλευρές της μαρξιστικής θεωρίας —ιδιαίτερα σέ ό,τι άφορα το σχηματισμό κρατών ή τις εξουσιαστικές σχέσεις— είτε φάνηκαν άπρόθυμες νά δοΰν τις διαφορετικές λειτουργικές προθέσεις καί πόσο άνταποκρίθηκε σ ’ αύτές τό έργο στό όποιο συγκεντρώνουν τά πυρά τους, είτε έξαπέλυσαν τήν κριτική τους άπό ενα έπίπεδο άνάλυσης καθαρά άσυμβίβαστο μέ τό εργο τό όποιο καλοΰνται νά άναλύσουν. Γ ιά παράδειγμα, ή άποψη τοΰ J. A. Hall ότι ό μαρξισμός δέν μπορεΐ νά χειρισθεΐ τό θέμα τών αιτίων τών πολέμων χωρίς νά καταφύγει στόν οίκονομισμό άποτελεΐ άφενός γενίκευση κάποιας μορφής «μαρξιστικής/λενινιστικής σκέψης», καί άφετέρου μιά άντίληψη πού συρρικνώνει τόν τρόπο μέ τόν όποιο πρέπει νά συλληφθεΐ τό «οικονομικό». Ά πό μιά ίστορικο-υλιστική προοπτική δέν υπάρχει κανένας λόγος νά μήν είναι ό ιμπεριαλισμός «στην πρα γματικότητα το αποτέλεσμα γεωπολιτικής αντιπαλότητας παρά οικονομικής αναγκαιότητας»Μ. Ποιά όμως είναι τά αίτιακά χαρα
54. J. A. Hall (έκδ.), States in History, ό.π., σ. 5. Στήν πραγματικότητα, ή κριτική τοΰ Hall είναι συχνά πολύ έπιφανειαχή γιά νά τύχει κάποιας σοβαρής απάν τησης. Φαίνεται ότι στηρίζεται στήν υπόθεση 4τι 1 ) οί μαρξιστές βασίζουν τήν επιχειρηματολογία τους αποκλειστικά στις άναπτύξεις καί υποθέσεις τών Marx, Engels καί Lenin, οί όποιες θεωροΰνται έντελώς άπαλλαγμένες άπό κάθε έσωτερική άντιφατικότητα, αμφιβολία καί πιθανές έναλλακτικές προτάσεις, καί γι' αύτό έχουν ήδη παραποιηθεί άπό τή μεταγενέστερη έργογραφία (μία άποψη άρκετά όμοια μέ έκείνη τοΰ Gellner), όπως έπίσης 2) ότι ό μαρξισμός δέν έχει ιστορία (έξέλιξης, άναζήτησης, κριτικής). Ε κ ε ί πού διαφοροποιείται ό Λένιν άπό τόν Μάρξ, ή έπιχειρηματολογία του «δέν είναι διόλου μαρξιστική». Βλ. J. A. Hall, G. John Ikenberry, The State (Milton Keynes 1989) 8. Έπίσης προφανώς ισχυρίζεται (αν καί έπί τροχά δην) ότι ή μαρξιστική θεωρία στήν Ε ΣΣ Δ , τήν άνατολική καί δυτική Εύρώπη καί τις ΗΠΑ, αντιπροσωπεύει ένα άδιαφοροποίητο block —άγνοώντας μ’ αύτόν τόν τρόπο τό κεντρικό θέμα τοΰ (διού τοΰ έργου του: τήν πολιτική. Τελικά συμπεραίνει πώς τό έργο τοΰ Μάρξ ύπήρξε ή μοναδική καί σπουδαιότερη αιτία τής απώλειας
62
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
κτηριστικά τά όποια καί καθιστούν τήν γεωπολιτική αντιπαλότη τα αύτό πού είναι; Σίγουρα, ό άγώνας γιά τόν έλεγχο καί τήν έκμετάλλευση τών πόρων καί, έπομένως, για τις συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής στις ύπό έξέταση κοινωνίες παίζει έναν κεν τρικό ρόλο. Πρέπει βέβαια νά έπισημάνουμε ότι αύτά τά συμφέ ροντα έμφανίζονται στά ιστορικά ύποκείμενα μέ μιά πολυμορφία ιδεολογικών όρων —έθνική ύπερηφάνεια, μιλιταριστική παράδοση, κ.λπ.,— αύτό όμως δέν άλλοιώνει άπό μόνο του τό γεγονός ότι οί κρατικές ελίτ δέν οδεύουν στόν πόλεμο μόνον γιά χάρη τών ιδεών. Θά μπορούσε άλήθεια νά ΐσχυρισθεϊ κανείς ότι οί ΗΠΑ προχώρη σαν στή σύρραξη στό Βιετνάμ ή ή Ε ΣΣΔ στό ’Αφγανιστάν μόνο στή βάση ιδεολογικών έπιταγών οί όποιες δέν είχαν καμία εξάρτη ση άπό τις κοινωνίες πού τις δημιούργησαν;
τοϋ ενδιαφέροντος τής σύγχρονης κοινωνικής επιστήμης γιά τό κράτος (States in History, 3-4), κάνοντας τεράστια κι αυθαίρετα άλματα άπό τούς Μάρξ-Ένγκελς Λένιν στή σταλινική περίοδο καί, τέλος, στή σύγχρονη πραγματικότητα. Στήν ου σία, οί παρατηρήσεις τοΰ Hall αντιπροσωπεύουν μία χαμηλής ποιότητας απόρριψη τοΰ μαρξισμού, βασισμένη μάλλον σέ πολιτική καί ιδεολογική εχθρότητα παρά σέ θεωρητική διαπραγμάτευση. 'Αντίθετα, τά έργα τών Skocpol καί Mann παρουσιά ζουν μία λιγότερο δογματική, πιό πλουραλιστική καί παραγωγική προσέγγιση, όπως δείχνει καθαρά ή έπισκόπηση τοϋ McLennan. Marxism, Pluralism and Beyond, δ.π., 226 κ.έξ. Καί οί δύο προσεγγίσεις όμως μπορούν νά κατηγορηθοΰν γιά μία έρμηνευτική ύπεραπλούστευση τών αρχών τής ΰ/.ιστικής άνάλυσης. Οί μαρξιστές ίέν προτείνουν μία άναγωγιστική έρμηνεία τής πολιτικής ή τών κρατικών θεσμών, βασισμένη σέ μία θεωρία άντανάκλασης. Ό πω ς θά δείξω στό τέλος αύτοϋ τοΰ κεφαλαίου, ή άποδοχή μιας τέτοιας αντίληψης σημαίνει σύγχυση τής σκέψης τών Μάρξ καί Ένγκελς άπό τή μιά, καί τής σύγχρονης δυτικο-ευρωπαϊκής καί βορειοαμερικανικής μαρξιστικής άνάλυσης άπό τήν ίλλη, μέ τις πολιτικές προτεραιότη τες τοΰ σταλινικού δογματισμού, ένός πολιτικο-ιδεολογικοΰ τρόπου ό όποιος ήταν έξ άνάγκης έχθρικός σέ κάθε λεπτομερή άνάλυση τών κρατικών έλίτ, τής άναπαραγωγής τής κρατικής ισχύος καί τών οικονομικών της μηχανισμών καθώς καί τοΰ ρόλου τών χαρισματικών ήγετών. Ό σύγχρονος μαρξισμός έχει σίγουρα υποφέρει (καί έξακολουθεΐ νά υποφέρει) άπό τή σταλινική έπίδραση. Ό μ ω ς, όποιος είναι γνώστης τών γραπτών τοΰ Plekhanov —ή, τοΰ λιγότερο γνωστού Bogdanov— θά διαπιστώσει, πέρα άπό μία «άνοιχτή» ανάγνωση τών Μάρξ καί Ένγκελς, πώς ή ίστορικο-υλιστική προσέγγιση, σέ άντίθεση μέ τήν πρακτική έφαρμογή μιας έκφρα σης τοϋ μαρξισμού στή σταλινική ιστοριογραφία, είναι άρκετά έπαρκής γιά νά άντιμετωπίσει στόχους γιά τούς οποίους οί θεωρητικοί τοΰ κράτους ισχυρίζονται πώς δέν ταιριάζει έρμηνευτικά.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΪΛΙΣΜΟΣ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
Έφόσον δέν έπιθυμοΰμε νά ύποστασιοποιήσουμε τις ιδεολογίες καί νά άρνηθοΰμε όποιαδήποτε θεμελίωσή τους στή δομή τής κοι νωνικής πράξης καί τοϋ κοινωνικοΰ σχηματισμού, αύτό το έπιχείρημα είναι έμφανέστατα άτοπο. Κι αν άκόμα άρνηθοΰμε (ώς ενα βαθμό, δικαιολογημένα) ότι ή ’Ινδοκίνα άντιπροσώπευε κάποιο έμμεσο ή άμεσο οικονομικό όφελος γιά τίς ΗΠΑ (άν καί παντοΰ υπάρχει έν δυνάμει άγορά, καί συνεχώς έξαπλωνόμενες άγορές εί ναι άπαραίτητες γιά τήν ικανοποίηση τών άναγκών τής καπιταλι στικής παραγωγής) πρέπει παρ’ όλα αύτά νά έξηγήσουμε το πλαί σιο μέσα στο όποιο έγγράφονται «ιδεολογικές έπιταγές». Καί είναι άναμφισβήτητο ότι αύτό τό πλαίσιο άνήκει στόν πολιτικό καί έπο μένως στόν οικονομικό άνταγωνισμό άνάμεσα σέ κρατικά συστή ματα. Στό έσωτερικό τών κρατών έπίσης ύπάρχει άνταγωνισμός άνάμεσα σέ πολιτικο-οικονομικές φατρίες καί έπενδυμένα συμφέ ροντα, ή ισχύς τών όποιων μπορεΐ νά διατηρηθεί καλύτερα μέ τήν προώθηση ή τήν άντίθεση σέ έπενδύσεις σέ πολεμικές βιομηχανίες ή στόν ίδιο τόν πόλεμο. Καί οί δύο πλευρές, είτε άναφερόμαστε σέ κράτη είτε σέ πολιτικές φατρίες, παραθέτουν έπιχειρήματα μέ μιά ιδεολογική μορφή. Ή πραγματικότητα όμως τελικά είναι ό έλεγ χος τών πόρων καί ή διατήρηση, ένίσχυση καί έπέκταση τοΰ ένός ή τοϋ άλλου συστήματος οικονομικών σχέσεων. Έ κεΐ όπου κράτη έμφανίζονται νά προχωρούν σέ σύρραξη άποκλειστικά γιά ιδεολογικούς λόγους (π.χ., οί υποχρεώσεις πού άπορρέουν άπό μιά συνθήκη), μποροΰμε νά είμαστε σίγουροι ότι κάτι κρύβεται πίσω άπό αύτές τίς ιδεολογίες, κάτι πού δέν είναι άπαραίτητα άπευθείας συνδεδεμένο ή άποτελεΐ άντανάκλαση μιας συγκεκριμένης ομάδας συμφερόντων. Εξάλλου θά ήταν έντελώς άκριτο νά δεχθοΰμε a priori ότι οί πηγές μάς λένε πάντα τήν άλήθεια. Οί ιδέες διαμορφώνονται σέ ένα πλαίσιο άκόμα κι όταν αύτές άντιδροΰν έμφανώς σέ αύτό, καί αύτές οί ιδέες άντιπροσωπεύουν συμφέροντα σέ σχέση μέ τήν έξουσία. Καί ή έξουσία άφορα τόν έλεγχο τών πόρων, άνθρώπινων καί υλικών, μέ σκοπό τήν υλοποίη ση ένός συγκεκριμένου στόχου ή συνόλου στόχων: συνήθως τή διατή ρηση, άναπαραγωγή καί όπου υπάρχει ή όρατή πιθανότητα (φυσι κά καί ιδεολογικά) τήν έπέκταση ένός δεδομένου συνόλου θεσμών —συστημάτων ίεραρχικών σχέσεων— καί, άναπόφευκτα, σχέσεων παραγωγής.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Άκόμα κι όταν ή έξουσία διεκδικεϊται γιά χάρη τής έξουσίας (όταν, γιά παράδειγμα, ή κινητήρια δύναμη πίσω άπό μιά συγκε κριμένη πολιτική σύγκρουση είναι, τουλάχιστον φαινομενικά, ή έκ φραση μιας συγκεκριμένης ψυχολογίας ή ένός προγράμματος), τά άποτελέσματα αύτής τής σύγκρουσης καί ή επίλυσή της πρέπει νά προσλάβουν τή μορφή τής διατήρησης ή διατάραξης συγκεκριμέ νων πρακτικών οί όποιες συγκροτούν άπό μόνες τους τίς σχέσεις παραγωγής καί άναπαραγωγής τοϋ κοινωνικού σχηματισμού. Βέβαια, κανείς δεν θά συνέδεε στα σοβαρά τά αίτια τοΰ Πρώ του Παγκοσμίου Πολέμου με τήν άμεση οικονομική άναγκαιότητα, κάτι πού, σύμφωνα με τόν Hall, ή μαρξιστική θεωρία είναι ύποχρεωμένη νά κάνει. Ό μω ς ή διαπίστωση ότι ό πόλεμος άποτελεϊ «τό χαρακτηριστικό προϊόν ένός πολυπολικοΰ κρατικού συστήματος» συνιστά μιά ισχνότατη άντίκρουση τοΰ καθοριστικοΰ ρόλου έπενδυμένων ή διαφαινόμενων οικονομικών συμφερόντων αύτών τών κρατών (έξωτερικός παράγων) καί τών εξουσιαστικών σχέσεων στό έσωτερικό αύτών τών κρατών, άπό τήν άποψη τών κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής όπως αύτες εκφράζονται στίς συναφείς τελι κές πολιτικές ιδεολογίες (έσωτερικός παράγων). Εξίσου λαθεμένη είναι ή άποψη τοΰ Hall ότι ή θεωρία τών τάξεων τοϋ Μάρξ εχει άδυναμίες έπειδή οί διάφορες έθνικές έργατικες τάξεις δεν κατάφεραν νά ένωθοΰν σέ ενα διεθνικό άντι-καπιταλιστικό κίνημα. Ή συντριβή τοΰ προλεταριακού διεθνισμοΰ είναι ενα σημαντικό καί ένδιαφέρον παράδειγμα τής ήττας ένός πολιτι κού πιστεύω άπό Ινα άλλο, συναισθηματικά καί πολιτικά ισχυρό τερο, παρ’ όλες τίς άντιφάσεις πού προκαλεΐ. Τό γεγονός ότι οί οικονομικές σχέσεις μποροΰν νά ύπερκαθορίζονται άπό ιδεολογίες γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα δέν άποτελεϊ ένδειξη ότι οί πρώ τες δέν μποροΰν νά είναι διεθνικές. Ή διαφοροποιημένη σχέση τής άγγλικής, γαλλικής καί γερμανικής έργατικής τάξης με τά μέσα παραγωγής είναι άπό τήν άποψη τής συστημικής άνάλυσης ταυτό σημη, παρά τό γεγονός ότι οί πολιτικές καί θεσμικές μορφές μέσω τών όποιων έκφράστηκε αύτή ή σχέση διέφεραν. Καί οί καπιταλι στές άνά τόν κόσμο τείνουν νά άντιδροΰν με τόν ίδιο τρόπο όταν άντιμετωπίζουν ορατές άπειλες στόν τρόπο ζωής τους. Ό πω ς οί Γάλλοι καπιταλιστές προτίμησαν νά έπενδύσουν στήν τσαρική Ρωσία, όπου άνέμεναν μεγαλύτερα κέρδη άπ ’ ο,τι στή χώρα τους ή
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΛΙΣΜΟΣ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
65
τις αποικίες, έτσι καί το βρετανικό έπενδυτικό κεφάλαιο διέρρεε παραδοσιακά άπό το 'Ηνωμένο Βασίλειο πρός περιοχές μέ φτηνό καί χειραγωγημένο εργατικό δυναμικό, υψηλότερο βαθμό έκμετάλλευσης καί ταχύτερη άπόδοση τών επενδύσεων55. Τό γεγονός ότι οί οικονομικές τάξεις στο παγκόσμιο καπιταλι στικό σύστημα καθορίζονται έπίσης σέ θέματα πολιτικής δραστη ριότητας καί ιδεολογιών άπό έθνικές καί διεθνικές συνειδήσεις δέν άλλοιώνει τήν κοινή οικονομική τους κατάσταση, ούτε καί άποκλείει τό ένδεχόμενο τής μελλοντικής εμφάνισης μιας διεθνικής ταξικής πολιτικής. Σέ ένα βαθμό, αύτή είναι ήδη υπαρκτή γιά τούς διεθνείς έπενδυτές κεφαλαίων. Ή έλευση τοϋ 1992 καί ή διαμάχη γύρω άπό τόν Εύρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη ήδη άναδεικνύουν κάποιες πιθανότητες πρός αύτή τήν κατεύθυνση. Παρ’ όλα αύτά, τά σχόλια τοΰ Hall περικλείουν ύπαρκτές καί πολύ άληθινές κριτικές μέρους τής μαρξιστικής ιστορικής καί κοι νωνιολογικής γραφής καί ζητούμενη είναι μιά ολοκληρωμένη υλι στική θεωρία τοΰ κράτους ικανή νά άποφύγει αύτούς τούς σκοπέ λους. Στό ύπόλοιπο μέρος, θά έπανέλθω συχνά στό ζήτημα τοΰ οίκονομικοϋ.
55. Βλ., για παράδειγμα, τις παρατηρήσεις τοΰ G. Thompson, «The Relationship between the Financial and the Industrial Sectors in the United Kingdom Economy», Economy and Society 6 /3 (1977) χαί Tom Nairn, «The future of Britain’s Crisis», New Left Review 113-114 (1979) 43-69, βλ. 55 χ.έξ.
3. Ή φύση τοΰ κράτους Γιά νά άναπτύξω περισσότερο αύτές τις σκέψεις, θά ήθελα νά έπανέλθω στό έρώτημα πού έθεσα στήν εισαγωγή μου, άναφορικά μέ μια ΐστορικο-υλιστική προσέγγιση στό κράτος, τις κρατικές έλίτ, τή σχετική ή άπόλυτη αυτονομία τών κρατικών δομών καί πρακτικών, όπως καί τό ρόλο τοϋ οίκονομικοΰ στή μαρξιστική ιστορική έρμηνεία. Ξεκινώ μέ τό έρώτημα: «τί είναι κράτος;» Ή άπάντηση είναι κατά κάποιον τρόπο προβληματική, έπειδή δέν υπάρχει τυπική ομοφωνία γιά τόν ορισμό τοϋ κράτους άνάμεσα σέ όλους τους ιστο ρικούς καί κοινωνιολόγους. Έ χει διατυπωθεί πληθώρα ορισμών, άνάλογα μέ τις ιδιαίτερες διανοητικές καί πολιτικές κατευθύνσεις αύτών πού άσχολήθηκαν μέ τό πρόβλημα. Στις γραμμές πού άκολουθοΰν, θά χρησιμοποιήσω σαν άφετηριακή περιγραφή τό γενικό ορισμό πού έδωσαν σύγχρονοι μελετητές, συγκεκριμένα οί Skalnik καί Claessen, ό Krader καί, πιό πρόσφατα, ό Mann56: τό κράτος άντιπροσωπεύει ενα σύνολο θεσμών καί προσωπικοΰ οί όποιοι είναι συγκεντρωμένοι σέ ενα μοναδικό σημείο στό χώρο καί άσκοΰν έξουσία σέ μιά διακριτή έπικράτεια. Ό π ω ς έπισημαίνει ό Mann57, αύτή ή περιγραφή συνδυάζει θεσμικά καί λειτουργικά στοιχεία πού σχετίζονται μέ τήν ύπαρξη τών κρατικών μηχανισμών, καθώς καί μέ τή λειτουργία καί τις έπιδράσεις τους. Επιπρόσθετα, θά έλεγα πώς τό κεντρικό σημείο στό όποιο φαινομενικά έντοπίζεται ή κρα τική ισχύς μπορεΐ νά μετακινείται. Έπίσης, ότι ή έξουσία είναι κατ ’ άρχήν κανονιστική καί δεσμευτική καί στηρίζεται στόν έξα-
56. Mann, «The Autonomous Power of the State», ί.π . καί H. J. M. Claessen, P. Skalnik, «The Early State: Theories and Hypotheses», The Early Stale, ί.π ., 3-29, R. Cohen, «State Origins: a reappraisal». The Early State 31-75, ciSixirepa τά άρθρα τής τρίτης ένίτητας αύτοΰ τοΰ τίμου. 57. Mann, «The Autonomous Power of the State», ί.π ., 112.
Η ΦΤΣΗ TOT ΚΡΑΤΟΤΣ
67
ναγκασμό. Τέλος, ότι ή άποτελεσματικότητα αύτής της έξουσίας έξαρτάται άπό σειρά παραγόντων όπως ή γεωγραφική έκταση τοϋ κράτους, οί θεσμικές μορφές μέσω τών οποίων άσκεΐται ή έξουσία (γιά παράδειγμα, μέσω μιας συγκεντρωτικής καί έλεγχόμενης κεν τρικής γραφειοκρατίας ή μέσω μιας άποκεντρωμένης περιφερεια κής διοικούσας έλίτ). Μποροΰμε νά συμφωνήσουμε έπίσης μέ τή διαπίστωση τοΰ Radcliffe Brown ότι το κράτος είναι προϊόν κοινω νικών καί οικονομικών σχέσεων καί ότι, έπομένως, δέν μπορεΐ νά προσωποποιηθεΐ ή νά πραγμοποιηθεΐ στή διαδικασία τής άνάλυσης. Είναι σημαντικό νά τονίσουμε όμως πώς τό κράτος έχει μιά ταυτότητα ώς πεδίο δράσης καί ένεργός θέση ισχύος καί πρακτι κών οί όποιες, κάτω άπό ορισμένες προϋποθέσεις, μποροΰν νά αύτονομοΰνται άπό τά οικονομικά καί πολιτικά συμφέροντα που κυριαρχοϋν σέ αύτό. Μιά τέτοια γενική έπισήμανση έχει βέβαια γίνει καί στή μαρξιστική καί στή μή μαρξιστική ιστορία καί κοινωνιολογία τά τελευταία χρόνια. Ό μω ς, όπως έδειξαν καί οί προαναφερθεΐσες κριτικές τής μαρξιστικής άνάλυσης, αύτή δέν δοκιμάσθηκε μέ έπιτυχία στήν πράξη, δηλαδή στήν έξέταση καί στήν έρμηνεία τοΰ κράτους58. Τέλος, άξίζει νά υπογραμμίσουμε πώς, κατά έναν καθαρά λει τουργικό τρόπο, όλα τά κράτη (όπως καί όλες οί όμοιες θεσμοποιημένες δομές) έχουν μιά αύτονομία πρακτικής, έφόσον άποτελοΰν ένα πλέγμα έξειδικευμένων ρόλων καί πρακτικών διαχωρισμένων άπό τήν καθημερινή κοινωνική καί πολιτισμική άναπαραγωγή. Τό προσωπικό τους κατέχει καί έκτελεΐ ένα θεσμοποιημένο καί καθο ριστικό τής συμπεριφοράς ρόλο, προσιδιάζοντα στίς συμβολικές καί λειτουργικές άνάγκες τοϋ σκοποΰ πού τοΰ ανατέθηκε. Ό μω ς δέν είναι αύτό που άπασχολεΐ τήν ΰπό έξέταση διαμάχη, μάς ένδιαφέρουν οί οργανωτικές έπιταγές τών κρατικών μηχανισμών καί ό
58. A. R. Radcliffe-Brown, African Political Systems, (έκδ. M. Fortes, Ε. Ε. Evans· Pritchard), Λονδίνο 1940, βλ. IX x. έξ. Γιά τό χράτος ώς «θεσμική μορφή» βλ. Skocpol, Stales and Social Revolutions (όπως χαί σημείωση 34) χαί αύτή έπίσης έπισημαίνει πώς οί μαρξιστές δέν έδωσαν τή δέουσα προσοχή στό κράτος: Τ. Skoc pol, «Political Response to Capitalist Crisis: neo-marxist theories of the State and the case of the New Deal», Theory and Society 10/2 (1980), 200.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
βαθμός της ανεξαρτησίας τους άπό τούς βασικούς δομικούς περιο ρισμούς τοϋ κοινωνικού σχηματισμοΰ στον οποίο ένυπάρχουν. Επομένως, καί άντίθετα μέ τούς Mann, Hall, ή τήν Skocpol, πιστεύω ότι μιά μαρξιστική θεωρία τοϋ κράτους δέν είναι καθόλου ταξικά συρρικνωτική. Δηλαδή, ή μαρξιστική θεωρία δέν είναι δε σμευμένη νά δεϊ τό κράτος απλώς σάν όργανο τής άρχουσας τάξης. Σίγουρα, οΐ μαρξιστές τείνουν νά δοΰν τό κράτος ώς σύνολο θεσμών οί όποιοι έγγυώνται τή διατήρηση καί άναπαραγωγή τών έκμεταλλευτικών ταξικών σχέσεων —καί αύτό κατά τή γνώμη μου άρκετά σωστά. Ό μω ς αύτό δέν σημαίνει ότι άποτελεΐ μιάν άπλοϊκή καί συρρικνωτική ή άναγωγιστική άποψη, ούτε έπίσης ότι πρέ πει νά υιοθετήσουμε μιά λειτουργική άποψη ότι τά κράτη δημιουργοΰνται μόνο γιά τήν έξυπηρέτηση αύτοΰ τοΰ σκοποΰ. Ό χονδροειδής λειτουργισμός της οίκονομιστικής μαρξιστικής σκέψης (ιδιαίτερα στή δεκαετία 1930-1950) έχει έπισημανθεΐ καί έπικριθεΐ άπό τόν Giddens. Ό μω ς, άρκετοί κριτικοί της μαρξιστι κής θεωρίας βρίσκουν εύκολότερο νά έπιτίθενται σέ αύτόν τόν εύ κολο στόχο, άγνοώντας τούς νεότερους μαρξιστές ιστορικούς. Έ τσι, οί μαρξιστικές θεωρίες τοΰ κράτους πού προσπάθησαν νά συσχετίσουν τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής ώς σύνολο μέ τις κρατικές δομές στις όποιες αύτές ένυπάρχουν καί μέ τις όποιες έχουν μιά διαλεκτική σχέση, άπορρίφθηκαν άπό τόν Mann ώς έξης: « Ο ί περισσότερες θεωρίες τοϋ κράτους ήταν λαθεμένες για τί ήταν άναγωγιστικές. Ταύτισαν τό κράτος μ ε τις προϋπάρχουσες δομές της πολιτικής κοινωνίας. Αύτό Ισχύει Ιδιαίτερα γιά τη μαρξιστική, τή φιλελεύθερη και τή φονξιοναλιστική θεωρία τοΰ κράτους, κάθε μιά άπό τις όποιες άντιμετώπισε τό κράτος σάν ίνα χώρο, μιά άρένα όπου εκφράζεται καί θεσμοποιειται ή πάλη τών τάξεων, οργανωμένων συμφερόντων καί ατόμων»59. Μιά τέτοια γενίκευση μοΰ φαίνεται άδικαιολόγητη, άν καί άντιλαμβανόμαστε τή ρητορι κή λογική τής δήλωσης. Καί ό Μάρξ καί ό Ένγκελς άναγνώριζαν στό κράτος Ινα σημαντικό βαθμό αύτονομίας. Τό πρόβλημα έγκει ται κυρίως στήν άποσπασματική χρήση στοιχείων τοΰ Ιργου τους.
59. Mann, «The Autonomous Power of the Staten, i. it., 110. Έπίσης βλ. A. Ciddens, A Contemporary Critique o f Historical Materialism, Λονδίνο 1982.
Η ΦΤΣΗ TOT ΚΡΑΤΟΤΣ
Στήν έφαρμογή τους δηλαδή σε συγκεκριμένα θέματα άπό μεταγε νέστερους μελετητές, δέσμιους τοϋ συγκεκριμένου πολιτικοΰ καί διανοητικοΰ χώρου τους. Προβληματικές είναι έπίσης καί οί συγ κεκριμένες ιεραρχήσεις της μαρξιστικής πολιτικής άνάλυσης τοΰ κράτους ή όποία, όπως καί κάθε άλλη άνάλυση, λειτουργεί στά πλαίσια συγκυριακών περιορισμών καί άναγκών. Ά πό τήν άλλη, είναι άληθές ότι ό μαρξισμός άγνόησε τήν κοι νωνική ψυχολογία τής «έξουσιολαγνείας» (άτομικής ή συλλογικής), τής συμφεροντολογίας καί τής άπληστίας, κάτι πού δέν είναι περίεργο αν λάβουμε ύπόψη ότι ό μαρξισμός έστιασε τήν προσοχή του στις ευρύτερες σχέσεις πού συνδέουν τις κοινωνικές ομάδες. Ό μ ω ς αύτό δέν προεξοφλεί ότι είναι άνίκανος νά έξετάσει παρό μοια φαινόμενα60. Οί πρόσφατες κριτικές πέτυχαν νά καταδείξουν
60. Ό π ω ς προσπάθησα νά δείξω σέ μία μελέτη για τήν κοινωνικο-πολιτική κρίση στόν ανατολικό Ρωμαϊκό/Βυζαντινό κόσμο στόν ύστερο 7ο αιώνα: J. F. Haldon, «Ideology and Social Change in the seventh century: military discontent as a barometer», KlioSS (1986) 139-190. Πράγματι, πρόσφατες συζητήσεις σχετικά μέ αύτό πού όνομάαθηκε «μαρξισμός τής όρθολογικής έπιλογής» δείχνουν ξεκάθαρα τήν αναγκαιότητα τοϋ συσχετισμού δια-υποκειμενικών πρακτικών, στάσεων καί τής διαμόρφωσης καί σχηματοποίησης τών ψυχολογιών (μικρο-θεμελιαχή άνάλυση) μέ μακροπρόθεσμες τάσεις καί τις δομικές συνέπειες τής άλληλεπίδρασης μεταξύ άτόμων, όμάδων, ρόλων καί θεσμών, σέ σχέση μέ τήν πορεία μιας όποιασδήποτε πλευράς ένός κοινωνικού σχηματισμού. Κι αύτές μέ τή σειρά τους πρέπει νά συσχετισθοϋν μέ τις θεωρητικές καί έννοιολογικές κατηγορίες οί όποιες σχεδιάσθηκαν γιά νά παράσχουν ένα πλαίσιο στό έσωτερικό τοϋ οποίου μποροΰν νά παρατηρηθούν αύτές οί συνέπειες τής κοινωνικής πρακτικής, κι έναν ευρηματικό όδηγό μέσω τοΰ όποιου μποροΰν νά κατανοηθοϋν αύτές καί οί συνέπειές τους. ’Εννοείται ότι δέν σκοπεύω νά προτείνω κάποιον μεθοδολογικό άτομικισμό: μακρο-φαινόμενα δέν μπορούν νά άναχθοΰν στις μικρο-θεμελιώσεις τους σέ μιά βάση £να-πρός-£να. Ό μ ω ς δέ χωρεΐ καμία άμφιβολία πώς ό προσδιορισμός τής πολλαπλότητας τών αίτιακών σχέσεων οί όποιες συγκροτούν άπό κοινοΰ τάσεις, ρεύματα, «δομές» καί «γεγονότα», άποτελεϊ μία ούσιαστική θεμελίωση τής ιστορικής καί κοινωνιολογι κής κατανόησης —όπως διαπίστωσαν πολύ νωρίς οί Μάρξ καί Ένγκελς, άσχετα μέ τό έάν αύτό δέν Ιγινε Ιδιαίτερα άντιληπτό άπό κάποιους άπό τούς έπιγόνους τους. Βλ. Elster, Mating Sense o f Marx, ί.π ., Roemer, A General Theory o f Exploitation and Class, ί.π ., τήν έπισχόπηση τοϋ Carling, «Rational Choice Marxism», ί.π ., καθώς καί τις κριτικές αποτιμήσεις τών A. Levine, Ε. Sober, Ε. Olin-Wright, «Marxism and Methodological Individualism», New Left Review 162 (1987) 67-84. Ellen Meiksins Wood, «Rational Choice Marxism: is the game worth the candle?» (ί.π .) καί Alex
70
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
τά κενά καί τίς ανεπάρκειες έμπειρικών έργασιών πού βασίστηκαν σε γενικές θεωρίες οί όποιες άγνοοϋν αύτά τά στοιχεία, καθώς καί νά εξαναγκάσουν τούς μαρξιστές νά λάβουν σοβαρά ύπόψη τήν κοινωνικά ένεργό φύση αύτών τών πλευρών τής άνθρώπινης κοι νωνίας. Στήν πραγματικότητα, ό Μάρξ είχε σαφή έπίγνωση τών συμ φερόντων καί επιδιώξεων πού μπορεΐ νά άναπτύξει Ινας κρατικός μηχανισμός, άνεξάρτητα άπό τά ιδιαίτερα συμφέροντα τής άρχουσας τάξης —όπως φαίνεται ιδιαίτερα στή μελέτη του γιά τό γαλ λικό κράτος τοϋ 19ου αιώνα61. Παρά τό γεγονός ότι ούτε ό Μάρξ ουτε ό Ένγκελς άναφέρθηκαν έκτενώς στά προ-καπιταλιστικά κρά τη (οδηγώντας σέ άναπόφευκτες μεταγενέστερες άντιφάσεις καί άσυνέπειες τοΰ μαρξιστικού λόγου), στό έργο τοϋ Ένγκελς Ή Κ αταγω γή της Οικογένειας διαφαίνεται μιά συνειδητοποίηση τής πιθανής αύτονομίας τών κρατικών δομών (άν καί έκφρασμένη με μιά ταξικά άναγωγιστική διατύπωση): « Υπάρχουν περίοδοι στις όποιες οι άντιμαχόμενες τάξεις ισορροπούν τόσο ολοκληρωτικά ώστε ή κρατική έξουσία... προσλαμβάνει... ένα σχετικό βαθμό αυ τονομίας καί άπό τις δυο...»62. ’Αποδεχόμενοι ή όχι ιδέες όπως ή «σχετική αύτονομία», άπό τή μιά μεριά, ή ή ύπαρξη ένός συνεταιρισμού άνάμεσα στήν κυρίαρχη οικονομικά τάξη καί στήν κρατική έλίτ, καί εκκινώντας άπό μαρ ξιστική ή όχι κριτική, φαίνεται πώς μιά μαρξιστική θεωρία τοϋ κράτους είναι δυνατή63. ’Οφείλει όμως νά χαρακτηρίζεται άπό τήν ελαστικότητα πού άπαιτοϋν οί σύγχρονες κριτικές της καί νά είναι πολύ καλά θεωρητικά έπεξεργασμένη. ’Από αύτή τήν άποψη, ση
Callinicos, Making History: Agency, Structure and Change in Social Theory, Λονδίνο 1987/1989, καί Gregor McLenann, Marxism, Pluralism and Beyond, Λονδίνο 1989. 61. K. Marx, The Eighteenth Brumaire o f Louis Bonaparte, Marx & Engels, Selec ted Works, Λονδίνο 1968, 96-179, βλ. 169 - υποσημείωση, καί The Civil War in France, ibid., 271-309, βλ. 285 κ. έξ. Αύτά τά σημεία έχουν τονισθεϊ μέ σαφήνεια χαί ένταση άπ4 τόν Ralph Miliband, «State Power and Class Interests», New Left Review 138 (1983) 57-60. 62. F. Engels, The Origins o f the Family, Private Property and the State, Marx & Engels, Selected Works, δ.π., 461-583, ιδιαίτερα 577 χ,έξ. 63. Ό π ω ς ισχυρίζεται i Miliband, «State Power and Gass Interests», i.n., 65-7.
Η Φ Π Η TÜV KPATüVi;
71
μαντική υπήρξε ή έπίδραση τοϋ Gramsci — γιά παράδειγμα ή άπο ψη ότι ή κυριαρχία τής άρχουσας τάξης πραγματώνεται μέσω συ ναίνεσης καί έξαναγκασμοΰ καθώς καί ότι τό κράτος παίζει ση μαντικό ρόλο στή διαδικασία νομιμοποίησης τής κοινωνικής ιεραρ χίας καί έδραίωσης μιας πολιτικής καί πολιτισμικής ήγεμονίας. Αύτές οΐ έπισημάνσεις άφοροΰν κυρίως κράτη τοΰ 20οΰ αιώνα. Παρ’ όλα αυτά είναι σημαντικές γιά τήν κατανόηση άφενός τών κρίσιμων ιδεολογικών καί πολιτικο-οικονομικών σχέσεων σέ εναν κοινωνικό σχηματισμό, άφετέρου τοϋ ρόλου καί τών πράξεων τών κρατικών έλίτ*4. Συνάγεται ότι τό κράτος εχει πράγματι τή δυνατότητα άσκη σης έξουσίας καί πειθοΰς ΰπέρ συμφερόντων τά όποια άνταποκρίνονται περισσότερο στις έπιταγές μιας συγκεκριμένης πολιτικής ιδεολογίας παρά σέ αύτές τών κυρίαρχων κοινωνικών καί οικονομι κών τάξεων. Ό μω ς ταυτόχρονα, άπό μιά μαρξιστική σκοπιά, αύτή ή αύτονομία πρέπει νά θεωρείται περιορισμένη γιατί, όπως θά έπιχειρηματολογήσω πιό κάτω, τό κράτος είναι έπίσης ριζωμένο στόν κοινωνικό σχηματισμό άπό τόν όποιο άντλεΐ τό προσωπικό του καί τή νομιμοποίηση τής ύπαρξής του. Έ τσι, τό έρώτημα «αύτονομία άπό τί;» άποκτα ιδιαίτερη βαρύτητα. Ό π ω ς είδαμε, ή παραδοσιακή οπτική πού άποδίδεται στούς μαρξιστές είναι ή εξής: τά κράτη, έφόσον άναπτυσσονται άπό τήν αύξηση τής ιδιωτικής περιουσίας, τοϋ κοινωνικού καταμερισμοΰ τής έργασίας καί τήν δξυνση άνταγωνιστικών, ταξικών σχέσεων μεταξύ έξουσιαστικών καί έξουσιαζομένων, κυρίαρχων καί ύποτελών στρωμάτων, πρέπει νά λειτουργοΰν πρός τήν κατεύθυνση εξυ πηρέτησης τών συμφερόντων τής άρχουσας τάξης, μέσω τών οποίων άλλωστε άναπτύσσονται. Δοσμένη μέ Ιναν τόσο άναγωγιστικό καί λειτουργιστικό τρόπο, αύτή ή άποψη φαίνεται ιδιαίτερα άπλουστευτική, άν όχι όλότελα λαθεμένη. Ό μ ω ς αύτό δέν συνιστα
64. Γ ιά κάποιες πλευρές τής διαμάχης αναφορικά μέ τό σύγχρονο χράτος, βλέπε τά επιχειρήματα τών Πουλαντζά καί Miliband, New Left Review 58 (1969), 59 (1970), 82 (1973), τά σχόλια τοΰ Ladau, «The Specificity of the Political: around the Poulantzas-Miliband Debate», Economy and Society 5/1 (1975), δπως έπίσης καί τά σχόλια τοΰ Πουλαντζά, New Left Review, 95 (1976).
72
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
τή μοναδική άνάγνωση τοϋ έργου τών Μάρξ καί Ένγκελς, ούτε καί της ευρύτερης ΐστορικο-υλιστικής άποψης. Άντιθέτως, μοΰ φαίνεται ούσιώδες νά προωθήσουμε στα πλαί σια ένός γενικού μοντέλου τής «ταξικής πάλης ώς κινητήρα τής ιστορίας» ένα μοντέλο τοϋ κράτους, αφενός ώς de facto οργάνου ταξικής καταπίεσης καί άρένας για τήν ταξική πάλη, καί άφετέρου ώς θεσμικού πλέγματος έξουσιαστικών σχέσεων τό όποιο δημιουρ γεί τις δικές του πρακτικές άνεξάρτητα άπό τις ιδιαιτερότητες αύτής τής ταξικής πάλης. Ό μω ς —καί αύτό είναι σημαντικό γιά τήν ίστορικο-υλιστική προσέγγιση— αύτή ή άνεξαρτησία είναι πάντοτε σχετική. Όσο κι αν μιά γραφειοκρατία ή κρατική έλίτ —ή όποία έχει άποδεσμευθεΐ, ολικά ή μερικά, άπό τις κοινωνικές, οικο νομικές καί πολιτισμικές της ρίζες μέσα άπό τήν ύπηρεσία τοΰ κράτους—, θά μποροΰσε νά ταυτιστεί ή νά έπανερμηνεύσει στή βάση τών δικών της θεσμικών συμφερόντων τά δεδομένα συμφέ ροντα καί λειτουργίες τοΰ κράτους, δύο βασικοί παράγοντες έξακολουθοΰν νά λειτουργούν, άπό τήν άποψη τών κυρίαρχων ιδεολο γικών μορφών καί τών συνακόλουθων πολιτικών δραστηριοτήτων. Καταρχήν, μιά κυρίαρχη κοινωνική τάξη είναι πάντοτε σέ θέση νά έκμεταλλεύεται τήν ύπαρξη τοΰ κράτους γιά τήν προώθηση τών δικών της συμφερόντων. Αντίστοιχα τό κράτος (ή οί ήγέτες του) μπορεΐ νά έπιβιώσει μόνον εάν διατηρήσει τήν ύποστήριξη αύτής τής τάξης, όσο άνταγωνιστική κι αν είναι αύτή πολιτικά στις συγ κεκριμένες έπιλογές μεμονωμένων ήγετών. Κατά δεύτερο λόγο, τό κράτος υπάρχει πάντα στά πλαίσια έκμεταλλευτικών σχέσεων πα ραγωγής καί άποτελεΐ άναγκαστικά τήν άρένα ή όποία διευκολύνει τήν προώθηση τών συμφερόντων τής κυρίαρχης τάξης ή, τουλάχι στον, δέν παρεμβαίνει άντιθετικά πρός αύτά. ’Αναφορικά μέ τό καπιταλιστικό πλαίσιο, αύτή ή άποψη έχει διατυπωθεί μέ σαφή νεια άπό τόν Ralph Milliband. Καί τό γεγονός ότι αύτό σπάνια μπορεΐ νά είναι μιά συνειδητή καί ορθολογική πρόθεση τών κρατι κών ήγεσιών δέν άκυρώνει τήν παραπάνω διατύπωση65.
65. Ή διατύπωση θεωρεί αυταπόδεικτο τ4 6τι τά χράτη αναπτύσσονται πάντο τε στο πλαίσιο ταξιχών ανταγωνισμών. Ή απάντηση μπορεΐ νά έξετασθεϊ εμπειρι κά καί οπωσδήποτε είναι θετιχή. Ό λες σχεδόν οϊ συγχριτιχίς ιστορικές χαι χοινω-
Η ΦΪΤΗ TOV ΚΡΑΤΟΊ'Σ
73
Μπορούμε λοιπόν νά έπιβεβαιώσουμε, ελαφρά τροποποιημένη, τήν άρχική διατύπωση τοϋ Ένγκελς ή όποία έχει δεχθεί πολλή κριτική: «έφόσον τά κράτη αναπτύσσονται στα πλαίσια ταξικών ανταγωνισμών, σπάνια δεν παρέχουν συνθήκες εύνοϊκές γιά τά συμφέροντα της οικονομικά άρχουσας τάξης, η οποία μέσω αύτών καθίσταται και πολιτικά άρχουσα και είναι σέ θέση νά διασφαλίσει την άναπαραγωγή τών κυρίαρχων σχέσεων εκμετάλλευσης και καθυπόταξης». Ά λλά αύτή ή διαπίστωση έ π ’ οΰδενί λόγω άρνεΐται τή δυνατότητα νά άποτελοϋν οΐ κρατικές έλ'ιτ τήν άρχουσα τάξη ή καί νά λειτουργούν βραχυπρόθεσμα μέ κατευθύνσεις άντίθετες πρός τά συμφέροντα τής άρχουσας τάξης. Οΰτε καί άποκλείει τήν πιθανότητα αύτές οί ελίτ νά συμπεριφέρονται μακροπρόθεσμα μέ τρόπο «ταξικά ουδέτερο», όταν υπάρχει μιά έξισορρόπηση άνάμε σα στά δικά τους συμφέροντα καί σέ έκεϊνα τής άρχουσας τάξης. Ό μω ς, σέ τελική άνάλυση, τό κράτος άποτελεΐ μέρος τών έκμεταλλευτικών σχέσεων οί οποίες διατηρούν τις δύο κυρίαρχες ομά δες στήν έξουσία, οικονομική καί πολιτική.
νικο-ανθρωπολογικές εργασίες οί όποιες αντιμετώπισαν τό ζήτημα τής καταγωγής τών κρατών, είτε «πρωτόγονων» είτε «δευτερευόντων», χαί άπό όποιαδήποτε θεω ρητική σκοπιά, τό επιβεβαιώνουν: Βλ., άπό μία μαρξιστική οπτική, Jonathan Fried man, «Tribes, States and Transformations», M. Bloch (έκδ.), Marxist Analyses and Social Anthropology, Λονδίνο 1984,161-202' κι άπό μία μή μαρξιστική (αν καί όχι μή-ΰλιστική) σκοπιά, Mann, The Sources o f Social Power, ό.π., 82 κ.έξ., Runciman, A Treatise on Social Theory, 2, 185 κ.έξ., R. Cohen, «State Origins: a reappraisal», στό H. J. M. Claessen, P. Skalnik (έκδ.), The Early State, Χάγη 1978,31-75, ιδιαίτε ρα 32 χ.έξ. Βλ. έπίσης καί τις άλλες έργασίες αύτοϋ τοΰ τόμου. Μ. Η. Fried, The Evolution o f Political Society, Νέα 'Τόρκη 1967, τοΰ ίδιου, «The State, the Chicken and the Egg: or, what came First?», R. Cohen, E. R. Service (έκδ.), Origins o f the State: the anthropology o f political evolution, Φιλαδέλφεια 1978, 35-47. Εξαίρεση άποτελεΐ ό E. R. Service, Origins o f the State and Gvilisation, Νέα 'Τόρκη 1975, ό όποιος ισχυρίζεται ότι τό κράτος γεννήθηκε σέ μία διαδικασία άμοιβαίων χαί δεσμευτιχών σχέσεων άνάμεσα σέ διαφορετικές όμάδες καί οικολογικές θέσεις σέ !να δεδομένο κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο, στό όποιο τό κράτος άντιπροσωπεύει τά συμφέροντα όλων στήν κατεύθυνση τής καλύτερης δυνατής έξυπηρέτησής τους. "Αν καί αύτή ή πρόταση παρέχει μία ιδεολογική λογική γιά πολλούς κρατικούς σχημα τισμούς τοϋ χθές καί τοΰ σήμερα, άποτελεΐ μία στενή φονξιοναλιστική άποψη πού δέ συνάντησε εύρεία υποστήριξη. Γ ιά τό σχόλιο τοΰ Miliband, «State Power and Class Interests», δ.π., 66-67.
7'.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ά πό τήν άλλη, δπως θα δοΰμε, ή κυρίαρχη τάξη καί οί ύποστηρικτές της μποροΰν νά άκυρώσουν έχθρικές πράξεις, είτε μέ τήν κατάληψη αύτοϋ τοΰ ίδιου τοϋ κράτους, είτε μέ τον έξαναγκασμό άλλαγής πολιτικής μέσω τής μή συνεργασίας, ανοιχτής έξέγερσης ή —στον καπιταλισμό— άπόσυρσης κεφαλαίου καί άλλων μορφών οίκονομικοϋ καί φορολογικοϋ «σαμποτάζ». Τέλος, πρέπει να θυμό μαστε ότι αύτή ή σχετική αύτονομία κρατικών μηχανισμών, πρα κτικών καί πολιτικών, πρέπει νά νοείται πάντοτε στα πλαίσια συγκεκριμένων ιδεολογικών όρων: οί λογικές τίς όποιες έπικαλοΰνται οί διάφορες φατρίες καί ομάδες οργανωμένων συμφερόντων, καί οί όποιες μποροΰν νά προωθήσουν μια κατεύθυνση δράσης σέ βάρος μιας άλλης, άποτελοΰν τά κύρια στοιχεία γιά νά κατανοή σουμε τό γιατί, καί κάτω άπό ποιες συνθήκες, οί κρατικές έλίτ ή φατρίες στό έσωτερικό τους έκμεταλλεύονται τή σχετική αύτονο μία τοΰ μηχανισμοΰ τόν όποιο στελεχώνουν. Μιά μαρξιστική θεωρία τοΰ κράτους, έπομένως, πρέπει νά βα σίζεται στήν οπτική τής κοινωνικής διαστρωμάτωσης μέ τήν οικο νομική της έννοια, δηλαδή, τήν άντικειμενική ύπαρξη οικονομικών τάξεων μέ διαφορετικές καί άντιφάσκουσες σχέσεις πρός τά μέσα παραγωγής, συνακόλουθα, άνταγωνιστικές. Πρέπει ταυτόχρονα νά βασίζεται καί στήν ύπαρξη μιας οικονομικά κυρίαρχης τάξης πρός τά συμφέροντα τής όποίας, οικονομικά (ταξικά) καί πολιτικά/ιδε ολογικά (φατρίες, οργανωμένα συμφέροντα, κλπ., καθορισμένα άπό συγκυριακές πολιτικο-ιδεολογικές κατευθύνσεις) ή κρατική έλίτ έρχεται ή όχι σέ άντίθεση. Ή σχέση αύτή μπορεΐ νά πάρει μορφές όπως είναι ή έν δυνάμει σχετική αύτονομία τοΰ κράτους κάτω άπό εναν ηγεμόνα καί μιά σχετικά ή ολοκληρωτικά έξαρτημένη ά π ’ αύτόν κρατική έλίτ (ή μιά ομάδα της) ή ό περιορισμός αύτής τής σχετικής αύτονομίας, άπό τήν άποψη τών σχέσεων πα ραγωγής στά πλαίσια τών οποίων λειτουργοΰν όλα τά μέλη τής κοινωνίας καί οί μηχανισμοί καί θεσμοί πού συγκροτούν. Πρόκειται γιά εναν περιορισμό ό όποιος λειτουργεί δομικά καί χρονικά. Μιά τέτοια θεωρία πρέπει έπίσης νά λάβει ύπόψη τό δομικό ρόλο τής ιδεολογίας καί τοΰ συμβολικοΰ κόσμου μέσα στόν όποιο συγκροτεί ται ή ύπό έξέταση κουλτούρα. Τή δύναμη δηλαδή ύπερκαθορισμοΰ τών οικονομικών σχέσεων πού διακρίνει τά συστήματα πίστης καί συμβολισμών. Ειδικότερα, πρέπει νά λάβει ύπόψη καί νά μπορεΐ νά
Η ΦΤΣΗ TOT ΚΡΑΤΟΤΣ
75
έξηγήσει το γεγονός ότι ή ύπαρξη ανταγωνιστικών τάξεων στίς προ-καπιταλιστικές κοινωνίες σημαίνει ότι αύτές ήταν έπίσης δι αιρεμένες θεσμικά καί ιδεολογικά, δηλαδή στή βάση μή οικονομι κών όρων: γιά παράδειγμα, οί «θεσμικά καθορισμένες τάξεις» (Estates) τής μεσαιωνικής Ευρώπης ή ή τριμερής πολιτική διαίρεση τοϋ άνατολικοΰ χριστιανικού κόσμου σε παραγωγούς, πολεμιστές καί ιερείς. Τέτοιες διαιρέσεις πάντως άποτελοϋν μέρος τών σχέ σεων παραγωγής καί θά ελεγα πώς οί οικονομικές (ταξικές) σχέ σεις καθόριζαν πάντα τίς παραμέτρους στα πλαίσια τών οποίων άναπτύσσονταν καί λειτουργούσαν όλες οί άλλες σχέσεις66.
66. Τό γεγονός ότι τέτοιες διαιρέσεις εκφράζονται νομικά, για παράδειγμα μέσω μιας ιεραρχίας νομικά προσδιορισμένων θέσεων, άποτελεϊ, ώς ένα βαθμό, ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας. Αύτό πού προέχει είναι οί τρόποι με τούς όποιους οϊ τάξεις διαιρούνται ή ένώνονται έσωτερικά —μέ δομές συγγενείας ή κοινής κατα γωγής, συσπειρώσεις στή βάσΐ) τής κοινωνικής θέσης καί πολιτικές όργανώσεις, τοπικές καί περιφερειακές ταυτότητες ή ιδεολογικές καί θρησκευτικές προσχωρή σεις. Ε πειδή τέτοιες δομές διαπερνούν κάθετα τις οικονομικές διαιρέσεις, όποιαδήποτε προσπάθεια έρμηνείας τής πολιτικής στή βάση μοναχά τής οικονομικής ταξι κής θέσης —άσχετα μέ τά ιδεολογικά πλαίσια οτά όποια λειτουργούν οί άνθρω ποι— καθίσταται άκυρη. Σχεδόν σέ όλους τούς προβιομηχανικούς κοινωνικούς σχη ματισμούς ή γενική οικονομική δομή έχει κερματισθεϊ άπό τέτοιες χάθετες διαιρέσεις, μερικές φορές φέρνοντας ένα στοιχείο μιας οικονομικά κυρίαρχης όμάδας ένάντια σέ ένα άλλο, συχνά διασπώντας τήν άγροτική κοινωνία στή βάση γραμμών συγγενείας καί ταυτότητας καί έπομένως ένώνοντας ιδεολογικά σέ ένα περιφερεια κό ή άκόμη πιό περιορισμένο τοπικά έπίπεδο τίς έκμεταλλεύτριες χαί τίς έχμεταλλευόμενες τάξεις. Μ' αυτόν τόν τρόπο οί οικονομικά κυρίαρχες τάξεις μπορεΐ νά υποφέρουν πολιτικά στά χέρια εΓτε τοΰ κράτους (όταν αύτό προσκολλάται σέ άλλες τάξεις) ή μιας συμμαχίας υποτελών πολιτικά καί οικονομικά τάξεων ΰπό κανονικές συνθήκες. Αύτό ίμω ς δέν σημαίνει ίτ ι οί οικονομικές σχέσεις δέν είναι καθοριστικές γιά τίς τυχόν σχηματοποιήσεις σέ ένα δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό. Σημαίνει, ιδιαίτερα στήν προ-καπιταλιστική κοινωνία, ότι τό οικονομικό έκφράζεται πάντοτε μέσω δομών —συνόλων πρακτικών— οί όποιες έχουν κι άλλες λειτουργίες, όπως έχουμε δει. Σημαίνει έπίσης ότι οί πολιτικές μορφές άσχησης τής κρατικής έξουσίας καί οί πολιτικές κατευθύνσεις τών κυρίαρχων στρωμάτων, θά καθορίζονται άνά πάσα στιγμή άπό τή σχετική οικονομική δύναμη καί ιδεολογική σπουδαιότητα τέτοιων δομών. Αύτό μπορεΐ νά ιδωθεί όλοκάθαρα, γιά παράδειγμα, στήν έξαιρετική ανάλυση τής έσωτεριχής πολιτικής τών έλληνικών πόλεων-κρατών καί τής ανό δου τής ρωμαϊκής δημοκρατίας καί αύτοχρατορίας άπό τόν C. Ε. Μ. de Ste Croix, The Class Struggle in the Ancient Greek World, Λονδίνο 1981. Ή «ασύμμετρη»
76
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μιά τέτοια θεωρία πρέπει έπίσης να είναι έξελικτική καί περι γραφική — ή συγχρονικότητα πρέπει νά συμπληρώνεται άπό τή διαχρονικότητα. Οΐ δομές δέν παραμένουν ποτέ παγιωμένες στό χρόνο. Οί θεσμοί, ανεξάρτητα άπό τή φύση τους, είναι στήν ουσία δομές κοινωνικής άναπαραγωγής, δηλαδή είναι έγγενής στήν ίδια τους τήν ύπαρξη μιά διαδικασία μεταβολών. Ή ιστορία πρέπει νά ένσωματώνεται σέ όποιαδήποτε δομική άνάλυση καί νά μήν έκλαμβάνεται σάν πρόσθετο συστατικό τό όποιο θά προστεθεί τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά έρμηνεύσει τό, διαφορετικά παράδοξο, φαινόμενο τής άλλαγής. Είναι σαφές οτι μιά θεωρία τοϋ κράτους πρέπει νά είναι συμβα τή μέ μιά ένσωματωμένη θεωρία γιά τόν σχηματισμό καί τήν προέ λευση τοΰ κράτους. Ό μω ς, δέν έπιθυμώ νά έπεκτείνω τό συλλογι σμό μου —έν μέρει έπειδή πιστεύω ότι πρόσφατες, μή μαρξιστικές προσεγγίσεις στή θεωρία τοΰ κράτους έχουν προωθήσει σημαντικά τή δημιουργία μιας τέτοιας θεωρίας, ή όποία δέν θά είναι άσυμβίβαστη μέ τήν ίστορικο-υλιστική προσέγγιση, πα ρ’ όλες τις προαναφερθεΐσες διαφορές τους. Συγκεκριμένα, ή τυπολογία κρατών καί κοινωνικών σχηματισμών που άνέπτυξε ό Runciman βασιζόμενος στους Max Weber καί Μάρξ είναι συμβατή μέ αύτή τήν προσέγγι ση67, αν καί, όπως ήδη έπεσήμανα, κινείται σέ διαφορετικό έπίπεδο θεωρίας καί άνάλυσης, σέ ένα διαφορετικό βαθμό έξειδίκευσης άπό αύτήν πού συνήθως έπεξεργάζονται τά ίστορικο-υλιστικά προ γράμματα. Μέ άλλα λόγια, έχει διαφορετικές λειτουργικές προθέ σεις καί συνακόλουθα διαφορετικό βαθμό κάλυψης ορισμένων ζη τημάτων. Ό Runciman διακρίνει τέσσερα κρίσιμα στάδια, έξελικτικές κατευθύνσεις, οί όποιες δέν όδηγοΰν υποχρεωτικά ή μιά στήν άλλη, στις όποιες όμως παίζει θεμελιώδη ρόλο ό βαθμός τής κοινωνικής διαστρωμάτωσης, τοϋ κοινωνικοϋ καταμερισμοϋ έργασίας καί τής άνάπτυξης άντιθετικών σχέσεων παραγωγής. Αύτά συνδέονται μεταξύ τους γιά νά μορφοποιήσουν τρόπους κατανομής τής έξου-
φύση τών ταξιχών σχέσεων στήν προ-βιομηχανιχή κοινωνία τονίζεται ιδιαίτερα άπό τόν Mann, The Sources o f Social Power, ί.π ., 216 χ.έξ. 67. Runciman, A Treatise on Social Theory, ί.π ., τ. 2, 150 χ.έξ.
Η ΦΤΣΗ TOT ΚΡΑΤΟΤΣ
77
σίας, στούς οποίους ή μορφή της οικονομικής, ιδεολογικής καί εξα ναγκαστικής (κατασταλτικής) έξουσίας, κατανεμημένης διά μέσου διαφορετικών κοινωνικών ρόλων καί λειτουργιών, προσδίδει σέ κά θε κοινωνική δομή ιδιαίτερη μορφή καί περιεχόμενο68. Καταρχήν, υπάρχουν κοινωνικοί σχηματισμοί μέ «διασκορπι σμένη» ή «μοιρασμένη» έξουσία —γιά παράδειγμα, οί ομάδες κυνηγών-συλλεκτών ή, μέ κοινωνικο-ανθρωπολογικους όρους, μικρές προ-ταξικές κοινωνίες οργανωμένες στή βάση τής γραμμής τής καταγωγής. Στις όποιες δηλαδή ή «διαστρωμάτωση» ισχύει σαν κάθετος διαχωρισμός ανάμεσα σέ ομάδες οικογενειών μέ δεδομένες κοινωνικές λειτουργίες παρά σάν οριζόντιος άνάμεσα σέ ομάδες μέ διαφορετική οικονομική δύναμη. Κατά δεύτερο λόγο, ύπάρχουν ψευδοκράτη, συνήθως πρόσκαι ρες έπεκτάσεις τής έξουσίας ένός άρχηγοϋ, αποτέλεσμα πολέμου ή έμφύλιας διένεξης. Τρίτον, προϋποθέτοντας μιά πιό αναπτυγμένη μορφή έξαναγκασμοΰ καί μιά σαφέστερη πολιτική ιδεολογία, ύπάρχουν «πρωτο-κράτη» τά όποια περνοΰν, σύμφωνα μέ τόν Runciman, «άπό τό στάδιο έξειδιχευμένων πολιτικών ρόλων οΐ όποιοι δέν έχουν πραγματώσει ίνα ουσιαστικό μονοπώλιο όλων τών τρόπων εξαναγκασμού, στό στάδιο έν δυνάμει μόνιμων, καθ ’ εαυτό κυβερνητικών θεσμών»69. ' Ο Runciman προχωρεί στή δια μόρφωση πέντε βασικών κατηγοριών κρατών, σύμφωνα μέ αύτό πού ό ίδιος άποκαλεΐ «κατανομή της έξουσίας». Πριν όμως προχω ρήσουμε, είναι σκόπιμο νά άναφερθοΰμε σέ ένα θεμελιώδες σημείο —για τό όποιο έχω ήδη μιλήσει περιληπτικά— τόν ρόλο τοΰ «οίκονομικοΰ» ώς καθοριστικοΰ παράγοντα στή μαρξιστική άνάλυση τών άνθρώπινων κοινωνιών.
68. Στό Βιο, 148 κ.έξ. 69. Στό Ιδιο, 153.
4. Τό οικονομικό: πράξη, έπενέργεια, δομή Ό πω ς εχει γίνει ώς τώρα σαφές, οί έπικριτές τής μαρξιστικής προσέγγισης τοϋ κράτους στήριξαν τή διαφωνία τους στο ζήτημα τοΰ κατά πόσον τά κράτη άντιπροσωπεύουν ή έξυπηρετοΰν τήν κυρίαρχη οικονομική τάξη σε εναν δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό καθώς καί αν ή άποψη αύτή ενσωματώνει μιά άναπόφευκτα λειτουργιστική προσέγγιση. Ή διαφωνία αύτή άποτελεϊ άντίδραση στήν έμφαση πού δίνουν οί μαρξιστές στό «οικονομικό» καί τόν ρόλο τής πάλης τών τάξεων. Καθίσταται λοιπόν άναγκαϊο νά άποσαφηνίσουμε τό πώς πρέπει νά νοείται αύτή ή διάσταση τής κοινω νικής δομής καί πώς πρέπει νά χρησιμοποιείται στήν άνάλυση. Μιά έξέταση τής συζήτησης στό έσωτερικό τοΰ μαρξιστικοΰ στρατοπέδου άλλα καί άνάμεσα στόν μαρξισμό καί τούς έπικριτές του φανερώνει μιά μεγάλη έλαστικότητα στή χρήση τής ορολογίας. Ά π ό τή μιά μεριά, οί έπικριτές της μαρξιστικής προσέγγισης έχουν συστηματικά παρερμηνεύσει τήν κατεύθυνση πολλών μαρξι στικών έργων. Ξεκινώντας άπό τήν προχειρότητα πού χαρακτηρί ζει τή χρήση έννοιών όπως «οικονομική βάση» στούς μαρξιστές, κατηγόρησαν μεγάλο μέρος της μαρξιστικής παραγωγής σαν οίκονομιστικό: ότι δηλαδή άπέδιδε πρωτοκαθεδρία στίς οικονομικές σχέσεις έπί τής δομής καί λειτουργίας τών κοινωνικών καί τών ιδεολογικών θεσμών ένώ παράλληλα ύποβάθμιζε άλλα στοιχεία όπως ή πολιτική καί ή ιδεολογία, ή θεσμική άποκρυστάλλωση, ό πόλεμος κλπ. Ά πό τήν άλλη, αν καί ίδιες έπικρίσεις Ιχουν προέλθει κατά καιρούς καί άπό μαρξιστές, σημαντική μερίδα μαρξιστι κών έργων χαρακτηρίσθηκε άπό μιά ύπερ-ντετερμινιστική καί οίκονομιστική προσέγγιση ούτως ώστε νά δικαιώνει τήν άμφισβήτησή τους. Ιδιαίτερα προβληματική ύπήρξε ή τάση τοΰ οίκονομισμοΰ νά άγνοεΐ τήν έπιστημολογικά θεμελιώδη διαλεκτική φύση τής κοινωνικής πράξης καί έτσι νά παράγει ένα είδος λειτουργιστικής λογικής ή όποία περιγράφει μάλλον παρά ερμηνεύει.
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ, ΕΠΕ.ΝΈΡΓΕΙΑ, ΔΟΜΗ
79
Ό Μάρξ, βέβαια, ένδιαφερόταν κυρίως γιά τή λειτουργία τών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Τά σχόλια καί οί άναλύσεις του για προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς καί, ιδιαί τερα, προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, ήταν τό λιγότερο στοιχειώδη. Πάντως, τό έργο τών Μάρξ καί Ένγκελς, όπως καί ή σύγχρονη μαρξιστική παραγωγή προσφέρουν τή δυνατότητα ανά πτυξης ένός βασικού πλαισίου γιά τήν ανάλυση τέτοιων ιστορικών κοινωνιών. Τί έννοοϋμε, έπομένως μέ τήν «οικονομική βάση», τό «οικονο μικό», τις «οικονομικές σχέσεις» καί ουτω καθ’ έξής; Καταρχήν, αύτοί οΐ όροι δέν άναφέρονται σέ κάποια μερική, αποσπασματική μορφή θεσμών ή ύλικών συνθηκών άλλα στό σύνολο τών παραγωγι κών σχέσεων ή, μέ άλλα λόγια, τών ταξικών σχέσεων μιας κοινω νίας στήν ολότητά τους. Τό διάσημο άπόσπασμα άπό τήν Εισαγω γή στήν Συμβολή στήν Κριτική τής Πολιτικής Οικονομίας όπου αύτό γίνεται σαφές, επιβεβαιώνεται σέ ολόκληρο τό μαρξιστικό έργο. Γιά παράδειγμα, στόν 3ο τόμο τοϋ Κεφαλαίου ό Μάρξ ση μειώνει ότι «είναι πάντα η άμεση σχέση τών κυρίων τών συνθηκών παραγωγής μ ε τούς άμεσους παραγωγούς —μιά σχέση πού πάντο τε άντιστοιχει φυσικά σέ ένα συγκεκριμένο στάδιο τής άνάπτυξης τών μεθόδων έργασίας, συνακόλουθα, τής κοινωνικής της παραγω γικότητας— ή όποία άποκαλύπτει τό βαθύτερο μυστικό, τη κρυμ μένη βάση ολόκληρης τής κοινωνικής δομής, και μαζί μ ’ αύτην τις πολιτικές μορφές τών σχέσεων έπικυριαρχίας και έξάρτησης, άπλούστερα, τών άντιστοίχων μορφών τοϋ κράτους»10. Κατά δεύτερο λόγο, ή μεταφορική χρήση στό χώρο τών έννοιών τής οικονομικής βάσης καί τοϋ έποικοδομήματος μπορεΐ, όπως συ χνά γίνεται, νά παρερμηνευθεΐ. Οί Μάρξ καί Ένγκελς είχαν σαφή έπίγνωση αύτοϋ τοΰ κινδύνου. Ό Μάρξ έπέμενε νά τονίζει ότι ή σχέση άνάμεσα στις δύο είναι ιστορική. Έξαρτάται καί άντιστοιχεΐ, είναι δηλαδή συμβατή, μέ τά θεσμικά, οργανωτικά καί ιδεολο γικά δεδομένα τής κοινωνίας στά όποια έπίσης άπέδιδε μιά δυνατό τητα έπίδρασης. Ό π ω ς λέει ό ίδιος, τό γεγονός ότι είναι ή σχέση άνάμεσα στούς ιδιοκτήτες τών μέσων παραγωγής καί τούς άμε
70. Karl Marx, Capital, Λονδίνο 1970, t . 3, 791.
80
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
σους παραγωγούς ή όποία « άποκαλύτττει... τήν κρυμμένη βάση ολό κληρης της κοινωνικής δομής» δέν «εμποδίζει τήν ίδια οικονομική βάση —ίδια, στή βάση τών κυρίων συνθηκών της— έξαιτίας καί άμέτρητων διαφορετικών οικονομικών περιστάσεων, τοΰ φυσικοΰ περιβάλλοντος, τών φυλετικών σχέσεων, τών έξωτερικών ιστορι κών επιρροών κ.λπ., να παρουσιάζει άπειρες ποικιλίες καί διαβα θμίσεις στήν εμφάνισή της, οί όποιες και μποροΰν νά έξακριβωθοΰν μόνο μ ε τήν άνάλυση εμπειρικά δεδομένων περιστάσεων»1'. Αύτό ένισχύεται άπό τήν άπάντησή του στήν κριτική ότι ό οικονομικός καθορισμός τών κοινωνικών θεσμών είναι ένα απο κλειστικά καπιταλιστικό φαινόμενο καί δέν άφορα γιά παράδειγμα τήν μεσαιωνική κοινωνία στήν όποία πρωταρχικό ρόλο Ιπαιζαν ή ιδεολογία καί ή πολιτική (θρησκεία). Ό Μάρξ τόνιζε πώς «ό μεσαίωνας δέν μπορούσε νά ζήσει μόνο μ έ τόν καθολικισμό, οΰτε καί ό άρχαϊος κόσμος μόνον μ έ τήν πολιτική· αύτές όμως ήταν οί μορ φές μέσω τών οποίων οί οικονομικές σχέσεις έκφράζονταν ένμέρει, αίτιολογοΰνταν καί βιώνονταν»12. Ά π ό τή μεριά του ό Ένγκελς χρησιμοποιούσε τήν έννοια τοϋ «τελικού καθορισμού» άπό τήν οι κονομία θέλοντας νά δείξει ότι οί σχέσεις παραγωγής παρέχουν τό πλαίσιο όπου έγγράφονται όλες οί άλλες διαστάσεις τής κοινωνι κής ζωής, άλλά όπου, ταυτόχρονα, λειτουργεί μιά διαλεκτική δια δικασία μέσω τής όποίας «δευτερεύουσες δομές» μποροΰν έπίσης νά καθορίσουν τή μορφή καί τήν άνάπτυξη τών οικονομικών σχέ σεων73. Α ξίζει νά υπογραμμίσουμε ότι οί Μάρξ καί Ένγκελς κινήθηκαν στά πλαίσια ένός μοντέλου —αΰτοΰ τής βάσης-έποικοδομήματος— ειδικά σχεδιασμένου γιά νά φωτίσει άφενός τίς ανεπάρκειες τής θεώρησης της κλασικής πολιτικής οικονομίας γιά τόν τρόπο λειτουργίας τών κοινωνιών άπό μιά οικονομική προοπτική, καί
71. Στό Ιδιο, 791-2. 72. Στό Γδιο, τ. 1, 85 xai σημ. 2. Είναι ένδιαφέρον ίτ ι Ιχ*ι Ιπαναχάμψιι ή αντίληψη πώς οί προ-καπιταλιστιχοΐ τρόποι παραγωγής δέν μποριΐ νά Αρίζονται οίχονομιχά ίπω ς ό καπιταλισμός. Βλ. τά έπιχειρήματα τοΰ Perry Anderson, The Lineages o f the Absolutist State, Λονδίνο 1974/1979, 401 χ,Ιξ. 73. Engels, γράμμα στόν J. Bloch, στό Marx, Engels, Selected Works, 682-83.
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ, ΚΠΚΝΕΡΓΚΙΑ. ΔΟΜΗ
ΚΙ
άφετέρου τις ανεπάρκειες τών παραδοσιακών άπόψεων για τή φύ ση τοϋ κράτους, της ιδεολογίας κλπ. ’Ατυχείς διατυπώσεις τοϋ τύπου «δευτερεύουσες δομές» αναπόφευκτα δίνουν λαβή γιά πα ρερμηνείες άπό μεταγενέστερους μελετητές. Ό μ ω ς καί οί δύο άντιλήφθηκαν τήν άνεπάρκεια αύτοΰ τοΰ όρισμοΰ στά πλαίσια μιας εύρύτερης άνάλυσης καί προσπάθησαν νά άποφύγουν τό διαφαινόμενο ντετερμινισμό του μέ σχόλια στά όποια άναφερθήκαμε παρα πάνω. « Καί οί δύο υποβαθμίσαμε αύτή τή διάσταση' είναι πάντα ή ίδια ιστορία: ή μορφή παραμελεϊται γιά χάρη τοϋ περιεχομένου»1''. Καί γίνεται κατανοητό γιατί αύτό τό μοντέλο της βάσης καί τοΰ έποικοδομήματος, τό όποιο, αν καί ξεπερνά μιά άπλή μεταφορά, άποσκοποΰσε νά άποτελέσει ένα βασικό όδηγό γιά τόν τρόπο μέ τόν όποιο έπρεπε νά συλληφθοϋν οί οικονομικές καί κοινωνικές σχέσεις, έχει παρερμηνευθεϊ καί παραποιηθεί στή χρήση του7\ Δη-
74. Engels, γράμμα στόν F. Mehring, στό ίδιο, 689-93, δές 690-91. 75. Πολλές προσπάθειες έχουν καταβληθείγιά τήν ανάπτυξη μιας πιό έξελιγμίνης μορφής αύτοΰ τοΰ μοντέλου, ξεκινώντας άπό τόν Λένιν, ό όποιος, στήν επίθεσή του στόν Μπογχτάνοφ τό 1908, μέ τόν τίτλο Materialism and Empirio-Criticism (Collected Works, 14, Μόσχα 1962) προσπάθησε νά αναπτύξει ένα είδος θεωρίας άντανάχλασης για τήν ιδεολογία χαί τό κράτος (σέ άντίθεση μέ τήν πιό άναλυτιχή του ανάπτυξη τής πολιτικής οργάνωσης). ’Αντίστοιχα, ό Πλεχάνοφ προσπάθησε νά αναπτύξει μια πληρέστερη διατύπωση, άλλα τελικά κατέληξε στή δημιουργία ένός πραγμοποιημένου μοντέλου άλληλουχίας καί χώρου άπό «επίπεδα» καί «ολότητες»: C. V. Plekhanov, Fundamental Problems o f Marxism (Μόσχα 1908), Λονδίνο 1969, 70. ’Αξίζει πάντως νά έπισημανθεΐ πώς ό Μπογκτάνοφ είχε ήδη προχωρήσει στήν άνάπτυξη ένός πιό εξελιγμένου μοντέλου τών κοινωνιχο-οιχονομιχών δομών καί τής φύσης τοΰ καθορισμού άπό τό οικονομικό στό Short Course in the Economic Science (Kralkii kurs ekonomiceskoi nauki, Μόσχα 1897) τό όποϊο άποτέλεσε τή βάση τής κριτικής τοΰ Λένιν. Βλ. R. C. Williams, The Other Bolsheviks, Bloomington 1986,38 χ.έξ. (Είμαι ευγνώμων στόν Julian Cooper γι’ αυτήν τήν αναφορά). Ή πιό πρόσφατη άπόπειρα υπεράσπισης καί εξήγησης τής μεταφοράς «βάση-ύπερδομή» υπήρξε τό £ργο τοΰ C. A. Cohen, Karl Marx's Theory o f History: a Defense, ’Οξφόρδη 1978. Κριτιχές στό μοντέλο τής βάσης καί υπερδομής διατυπώθηκαν άπό τούς L. Althusser, Ε. Balibar, Reading Capital, Λονδίνο 1971 χαί τό Ν. Πουλαντζά, Political Power and Social Classes, State, Power, Socialism, Λονδίνο/Νέα 'Τόρχη 1978. Ό Άλτουσέρ έδραίωσε ένα μοντέλο στό όποιο τό έπίπεδο τοΰ οίχονομιχοϋ, τής πολιτιχής χαί τής ιδεολογίας, διαμορφωμένο άπό συγκεκριμένες πρακτικές, σχηματίζει μία δομική ολότητα, στήν όποία ή ιδέα τοΰ καθορισμού αντικαθίσταται
82
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
μιουργεϊ τήν έντύπωση μιας στατικής καί άντιδιαλεκτικής δομής με παράλληλη ύποβάθμιση τών δυναμικών πλευρών τής κοινωνικής άλλαγής καί τοϋ άλληλεπηρεασμοΰ τών εξουσιαστικών σχέσεων. Τέλος, έμφανίζεται σάν λειτουργιστική καί περιγραφική άπόδοση παρά σάν δυναμική έρμηνευτική πρόταση. Δύο σχετικές έπισημάνσεις πρέπει νά γίνουν ούτως ώστε νά άποφύγουμε αύτές τις παρερμηνείες καί νά αιτιολογήσουμε τήν έννοια τοΰ καθοριστικοΰ ρόλου τοΰ οΐκονομικοΰ στους τρόπους λει τουργίας όποιουδήποτε κοινωνικού σχηματισμοΰ. Ό ρόλος του θεωρείται καθοριστικός γιατί διατυπώνει πιθανότητες γιά θεσμι κές καί πολιτισμικές μορφές καί βάζει όρια στήν έκμετάλλευση τής κοινωνικής δύναμης. Καταρχήν, καί όπως τόνισε ό Maurice Godelier, οί διαστάσεις τής κοινωνικής δομής οΐ όποιες έμφανίζονται νά κυριαρχοΰν στις μή καπιταλιστικές κοινωνίες, παρ ’ όλο πού φαί νονται νά μήν είναι οικονομικές, ρυθμίζουν πα ρ’ όλα αύτά τήν άναπαραγωγή συγκεκριμένων κατηγοριών κοινωνικών σχέσεων. Παράδειγμα ή κυριαρχία τής θρησκείας σέ πολλούς κοινωνικούς σχηματισμούς (όπως στή μεσαιωνική Εύρώπη) ή οί δομές συγγέ νειας στούς ιθαγενείς τής Αύστραλίας, ή άκόμα ή πολιτική στόν κλασικό κόσμο™. Ό λ α αύτά τά παραδείγματα χρησιμοποιήθηκαν
άπό αύτήν τής δομικής αιτιότητας. Παρ' όλα αύτά, τό οικονομικό επίπεδο παραμέ νει «τελικά διαμορφωτιχό», επειδή είναι αύτό πού καθορίζει ποιό άπό τά επίπεδα είναι κυρίαρχο, καθορίζοντας τά όρια τής σχετικής αυτονομίας τών υπόλοιπων καί παρέχοντας τους τις αναγκαίες για τήν άναπαραγωγή τους λειτουργίες. Ό μ ω ς έχει συχνά τονισθεϊ ότι, παρ’ όλο πού αύτό τό εναλλακτικό μοντέλο άμφισβητεϊ τό χυδαίο ντετερμινισμό, στήν ούσία δέν αλλάζει τίποτε σχετικά μέ τό «οικονομικό έπίπεδο». Ή σχετική αύτονομία τών μή-οίκονομικών επιπέδων έξαρτάται άπό τή λειτουργία τους ώς αναγκαίων γιά τήν άναπαραγωγή τοϋ οΐκονομικοΰ επιπέδου, καί στήν ούσία εισάγει ένα διαχωρισμό άνάμεσα στις δικές του συνθήκες άναπαραγωγής καί έκεϊνες τής παραγωγής έν γένει. Αύτό άγνοεϊ μία θεμελιώδη διάσταση τών ίστορικο-υλιστικών εννοιών τής διαλεκτικής καί εξελικτικής φύσης τής άνθρώ πινης πράξης. Βλ. Μ. Glucksmann, «A Ventriloquist Structuralism», New Left Revi ew 72 (1972) καί τό άρθρο στό S. Clarke κ.ά., One-Dimensional Marxism, Λονδίνο 1980. 76. M. Codelier, «Infrastructures, Societies and History», Current Anthropology 19/4 (1978) 763-771, δημοσιευμένο μέ τόν ίδιο τίτλο καί έλαφρά τροποποιημένο κείμενο στό New Left Review 111 (1978) 84-96.
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ, ΕΠΕΝΈΡΓΕΙΑ, ΔΟΜΗ
83
γιά νά κατακεραυνώσουν τή μαρξιστική προσέγγιση γιά τον υποτι θέμενο άναγωγισμό της. Ό π ω ς όμως έχει έπισημάνει ό Μάρξ, καί δπως έπαναβεβαίωσε ό Godelier, αύτές οί φαινομενικά τελείως μή οικονομικές διαστά σεις τοϋ έποικοδομήματος λειτουργούσαν έπίσης καί ώς σχέσεις παραγωγής, έπειδή δλες οί κοινωνίες άποτελοϋνται άπό δομές οί όποιες λειτουργούν γιά νά διατηρούν καί νά άναπαράγουν τίς δεδο μένες σχέσεις παραγωγής άπό τίς όποιες αύτές συντίθενται. Κυρί αρχες μή οικονομικές δομές λειτουργούν έπίσης σέ αύτήν τήν κατεύ θυνση. Αύτή ή διατύπωση δέν άποσκοπεΐ νά ισοπεδώσει τήν δλη πραγματικότητα, άνάγοντάς την στό οικονομικό, ούτε καί νά ύποβαθμίσει τίς διάφορες διαστάσεις τής κοινωνικής δομής, ταυτίζοντάς τις μέ όποιαδήποτε όψη πού τυχαίνει νά είναι κυρίαρχη. Οί δομές είναι πάντα πολυλειτουργικές. Παραμένουν όμως καί θεσμι κά αύτόνομες καί δομικά άναπόσπαστες άπό τήν άναπαραγωγή τών σχέσεων παραγωγής. Ή καταγωγή, ό γάμος καί ή κληρονομιά ρυθμίζονται σέ δλες τίς κοινωνίες άπό τή συγγένεια (άσχετα άν αύτή άναπαρίσταται μέσω ένός συγκεκριμένου θρησκευτικο-ιδεολογικοΰ θεσμοΰ). Ή σχέση τών άνθρώπων μέ τό υπερφυσικό ρυ θμίζεται σέ δλες τίς κοινωνίες άπό θρησκείες μέ μικρότερο ή μεγα λύτερο βαθμό άνάπτυξης. Καί δμως δέν κυριαρχούνται δλες οί κοι νωνίες άπό δομές θρησκείας ή συγγένειας καί ή σαφής λειτουργία αύτών τών ρυθμιστικών συστημάτων, δπου αύτά είναι κυρίαρχα, δέν μπορεΐ άπό μόνη της νά έρμηνεύσει τήν κυριαρχία τους. Κάποια άκόμη λειτουργία πρέπει νά δρα, καί αύτή είναι μιας κοινωνι κής σχέσης (ή συστήματος σχέσεων) παραγωγής. Μέ άλλα λόγια, τό σημαντικό στοιχείο πού πρέπει νά έχουμε ύπόψη δέν είναι τό πώς έμφανίζονται οί κοινωνικές σχέσεις —πολι τική, συγγένεια, θρησκεία— άλλά ποιός είναι ό ρόλος τους. Καί είναι στόχος τοΰ ίστορικοΰ νά έντοπίσει τή φύση τής κυριαρχίας μιας συγκεκριμένης διάστασης καθώς καί νά άνακαλύψει γιατί αύ τή έξελίχθηκε έπίσης ώς ή άντιπροσωπευτικότερη μορφή τών σχέ σεων παραγωγής. Αύτό δμως δέν σημαίνει, έπισημαίνω, πώς πρέ πει νά άφεθοΰμε στή λειτουργιστική θεώρηση. «Λειτουργία» καί «άναγκαιότητα» μποροΰν νά χρησιμοποιηθοΰν καί μέ τήν ισχυρή καί μέ τήν άδύνατή τους έννοια. Άνάμεσα στίς άλλες έπιδράσεις τους, οί κοινωνικές άναπαραγωγικές πρακτικές συντηροΰν συγκε
84
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
κριμένες δομές, ιδιαίτερα τις σχέσεις παραγωγής. Ύ πό αύτή τήν έννοια μπορούμε νά άναφερόμαστε στή λειτουργία ένός ιδιαίτερου συνδυασμού πρακτικών έφόσον αυτός ό συνδυασμός άσκεΐ ορισμέ νες έπιδράσεις. Καί ακριβώς έπειδή οί προθέσεις τών ανθρώπων περιορίζονται άπό τις πολιτισμικές πιθανότητες πού τούς παρέχει τό σύνολο τών πρακτικών τής κοινωνίας τους, τά άσυνείδητά τους άποτελέσματα συντελούν αΐτιακά στήν άναπαραγωγή αύτών τών πολιτισμικά περιοριστικών ή καθοριστικών σχέσεων καί πρακτι κών. Ό που συμβαίνουν σημαντικές άλλαγές ή άνατροπές στις σχέ σεις πρέπει νά άναμένουμε νά εντοπίσουμε έπίσης ρωγμές τής άποτελεσματικότητας τών πολιτισμικών όρίων πάνω στις σχετι κές πρακτικές. Καί μιά τέτοια ρήξη σημαίνει πιθανόν άντιφάσεις στις σχέσεις παραγωγής. Κατά δεύτερο λόγο, οί άνθρωποι κατέχουν πλειάδα κοινωνικών ρόλων —όπως έχει τονίσει ό Roy Bashkar— καί οί θεσμοί πού συγκροτούνται άπό αύτούς τούς ρόλους είναι έπίσης πολυλειτουργικοί έφόσον έχουν μιά διαλεκτική σχέση μέ άλλους θεσμούς, ρό λους καί άτομα. Αύτή ή άποψη διατυπώνεται τόσο στό έργο τοϋ Mann καί τοϋ Runciman, όσο καί σέ πληθώρα μετα-δομιστικών κειμένων, μέ διαφορετικούς πάντως τονισμούς καί προθέσεις. Συνά γεται ότι τό «οικονομικό» πρέπει νά νοείται στήν εύρύτερή του έννοια, τής «παραγωγής καί άναπαραγωγής τής καθημερινής ζω ής», κάτι πού έπισήμανε καί ό ίδιος ό Ένγκελς στήν προσπάθειά του νά προλάβει οίκονομιστικές παραφράσεις τής μαρξιστικής θε ωρίας7'. Βέβαια, είναι ή άνθρώπινη πρακτική πού ούσιαστικά συγκροτεί τις οικονομικές καί άλλες δραστηριότητες στήν ολότητα τής κοι νωνικής ζωής. Οΐ οικονομικές σχέσεις είναι λοιπόν πολυδιάστατες πρακτικές οί όποιες έχουν μιά «οικονομική» όψη σέ ένα συγκεκριμέ νο χώρο δράσης ή πλαίσιο, άλλά έχουν έπίσης άναπόφευκτα καί πολιτισμικές καί κοινωνικές έπιδράσεις. Παρόμοια, ή κοινωνική πρακτική έν γένει είναι άνάλογη πρός τήν κοινωνική άναπαραγω-
77. Bhaskar, «Emergence, Explanation and Emancipation» καί Scientific Realism and Human Emancipation, ο.π. Γ ιά τον Ένγκελς, δες τό γράμμα του στον Μπλόχ τοΰ Σεπτ. 1890 στο Marx, Engels, Selected Works, 682-3.
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ, ΕΠΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΔΟΜΗ
γική πρακτική. Γι ’ αύτό το λόγο είναι ανάλογη πρός τήν αναπαρα γωγή καί διατήρηση συγκεκριμένων παραγωγικών - οικονομικών σχέσεων. Δίχως τήν ύπαρξη τής υπεραξίας, ή όποία έπιτρέπει στους κοινωνικούς σχηματισμούς νά αλλάζουν, δέν μποροΰν νά ύπάρχουν ποσοτικές κινήσεις στή συσσώρευση καί έκφραση τής έξουσίας, ούτε ποιοτικές στροφές στις οικονομικές σχέσεις. Ά πό αύτή τήν άποψη μοΰ φαίνεται λογικό καί αναγκαίο νά θεωρήσουμε τις οικονομικές σχέσεις προσδιοριστικές καί καθοριστικές τών πι θανοτήτων για άλλαγή, πρόοδο ή οπισθοχώρηση τών ανθρώπινων κοινωνιών. Ό π ω ς έχω ήδη αναφέρει, αύτή δέν άποτελεΐ οικεία λογική γιά τούς Mann καί Runciman οί όποιοι παραθέτουν τρεϊς (ή τέσσερις) άλληλεξαρτώμενες άλλα μή άναγώγιμες διαστάσεις τής κοινωνι κής έξουσίας. Ό Runciman, γιά παράδειγμα, τονίζει ότι τό νά θεωρούμε μιά διάσταση καθοριστική τών ύπολοίπων, μέ όποιονδήποτε τρόπο καί έκτός τών πλαισίων μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας, άποτελεΐ άκριτο καί προκαταβολικό περιορισμό τής άνάλυσης. Ή δυσκολία μέ αύτή τήν έκτίμηση έγκειται, κατά τή γνώμη μου, στόν καθορισμό, έπίσης μέ προκαταβολικό τρόπο, τοϋ έπιπέδου στό όποιο πρέπει νά κινηθεί ή άνάλυση· τοΰ έπιπέδου δηλαδή όπου οικονομικές, ιδεολογικές καί έξαναγκαστικές δυνά μεις άλληλεπιδροΰν γιά νά δρομολογήσουν άλλαγές ή καί νά άλλάξουν τις κατευθύνσεις τών πρακτικών. Ό πω ς θά έπισημάνω, τά μικρο-αναλυτικά πλαίσια τών Mann καί Runciman στοχεύουν (καί καταλήγουν) σέ ένα έπίπεδο άνάλυσης πού μόλις άναδεικνύεται καί τό όποιο πρέπει πρώτα νά όριοθετηθεΐ σέ ένα πρωταρχικό πλαίσιο ή μιά δυναμική δομή. Θά μπορούσαμε έπίσης νά ίσχυρισθοΰμε ότι οί τρεις βασικοί τρόποι κατανομής τής έξουσίας στόν Runciman λειτουργοΰν μάλ λον σάν περιγραφικές καί άξιολογικές κατηγορίες παρά σάν έρμηνευτικές αίτιακών σχέσεων. Ό π ω ς παραδέχεται ό ίδιος ό Runci man, ή χρήσιμη έννοια τής «άνταγωνιστικής έπιλογής πρακτικών» πού παραθέτει στό άφετηριακό του έπιχείρημα λειτουργεί σέ ένα περιγραφικό έπίπεδο, άλλά δέν άπαντά στό έρώτημα τοΰ πώς συντελεΐται αύτή ή έπιλογή. Στήν ούσία, οί άπαντήσεις πού προσφέρει είναι λειτουργικοΰ τύπου: κάποιες πρακτικές έπιλέχθηκαν άνταγωνιστικά έπειδή πρέ
86
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
πει νά ήταν, ιστορικά καί πολιτισμικά, οΐ καταλληλότερες λει τουργικά γιά νά ικανοποιήσουν τίς συγκεκριμένες άπαιτήσεις τής άναπαραγωγής τών κοινωνικών δομών. Ό Runciman δείχνει πολύ ορθά πώς λειτουργεί αύτό το σχήμα καί γιά κατευθύνσεις κοινωνι κής έξέλιξης οΐ όποιες άπέβησαν άδιέξοδες ή, άντίθετα, οδήγησαν σέ σημαντικές ανακατατάξεις. Ό μ ω ς τελικά μοϋ φαίνεται ότι αύ τή ή πρόταση είναι ίδια μέ τήν άντίστοιχη τοϋ Godelier γιατί, άντίθετα μέ τόν ισχυρισμό του, όλα τά παραδείγματά του ούσιαστικά στηρίζονται σέ οικονομικά κριτήρια: άπειλές, άλλαγές καί έπαναστοιχίσεις στίς παραγωγικές σχέσεις, άν καί έκφρασμένες μέ διαφορετικούς πολιτισμικούς-ίδεολογικούς όρους καί άντιπροσωπευόμενες άπό διαφορετικές θεσμικές άπαντήσεις σέ διαφορετικές κοινωνίες. Ή διαφορά άνάμεσα στούς Runciman καί Mann άπό τή μία, καί τήν ιστορική ύλιστική θεώρηση άπό τήν άλλη, έγκειται στούς τύπους τής κοινωνικής πράξης πού μποροΰν νά χαρακτηρισθοΰν αύτόνομοι, καθώς καί στό βαθμό τής δομικής καί αΐτιακής προτε ραιότητας πού έπιθυμοϋμε νά τούς προσδώσουμε. Ειδικότερα, έξαρταται άπό τό πλαίσιο στό όποιο κάποιος έπιθυμεΐ νά τούς χρησιμοποιήσει στή διατύπωση συγκεκριμένων ερωτημάτων. Προφανώς, τό πλαίσιο μέσα στό όποιο τίθενται τά ερωτήματα καί οΐ άπαντήσεις πού άναζητοΰμε έχουν μιά βασική λειτουργική ση μασία γιά τούς τύπους τών έρωτημάτων τά όποια μποροΰν νά διατυπωθούν. Μιά μαρξιστική προσέγγιση θά θεωρήσει τίς σχέσεις παραγωγής —όπως καί τίς δυνάμεις παραγωγής— πρωταρχικές γιατί, όπως έπισήμανε άπό διαφορετική σκοπιά τό βιβλίο τοϋ Mann, ή άνθρώπινη ιστορία σάν όλον έχει νά έπιδείξει μιά ποιοτική έξέλιξη τοΰ πλούτου καί τής έξουσίας, καί έπειδή αύτή βασίσθηκε στή σταδιακή καί διαρκώς έντεινόμενη παραγωγή, έκμετάλλευση καί κατανομή τών οικονομικών πόρων, άσχετα μέ τό άν αύτή συντελέσθηκε μέ έναν μερικό ή σποραδικό τρόπο. Ό μω ς αύτό σίγουρα δέν μάς λέει τίποτε γιά τόν έντοπισμό, τήν πιθανότητα, τήν ταχύ τητα, τό βαθμό ή τή συχνότητα μιας τέτοιας άναπτυξιακής άλλαγής78. Ά π ό αύτή τήν άποψη, ή ταξική πάλη άνάμεσα σέ ομάδες μέ
78. Mann, The Sources o f Social Power, 31, ίπου ίσχυρίζίτιι πώς αύτό δέν
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ. ΕΠΕΝΕΡΓΕΙΑ. ΔΟΜΗ
87
διαφορετικές καί αντιθετικές σχέσεις μέ τά μέσα παραγωγής καθί σταται σημαντική (άσχετα μέ τό αν έκφράζεται μέσω πολιτικοιδεολογικών θεσμών ή μέσω της βίας) καί έπομένως ό Μάρξ είχε δίκιο όταν διαβεβαίωνε ότι ή ανθρώπινη ιστορία ύπήρξε ή ιστορία της πάλης τών τάξεων. Μια πιό άγνωστικιστική προσέγγιση στό πρόβλημα τοϋ καθο ρισμού, όπως υιοθετείται άπό τούς Mann καί Runciman, προτιμά μιά πολλαπλότητα αίτιακών στοιχείων τά όποια καθορίζουν καί ύπερκαθορίζουν τό ένα τό άλλο ανάλογα μέ τό πλαίσιο. Δηλαδή τό χρόνο, τό χώρο καί τή δομή. Αύτός ό πλουραλισμός συνιστα άπόρριψη ένός βασικού στοιχείου της μαρξιστικής κοινωνικής καί ιστο ρικής θεωρίας. Ό μ ω ς ή χρησιμοποιούμενη άναλυτική ταξινόμηση (άντίθετα μέ τό βαθμό αίτιακής αύτονομίας πού άποδίδεται σέ συγκεκριμένα στοιχεία στό έσωτερικό της) δέν είναι κ α τ’ άνάγκην άσυμβίβαστη μέ ένα ίστορικο-υλιστικό πλαίσιο: οί διαλεκτικές σχέ σεις άνάμεσα σέ θεσμούς, ρόλους καί πρακτικές είναι αύτονόητες γιά τή μαρξιστική άνάλυση. Πιστεύω πώς στόχος γιά τούς μαρξι στές (όπως ιδιαίτερα τόνισε ό Godelier) είναι νά δείξουν πώς καί γιατί φαινομενικά μή οικονομικές σχέσεις μποροΰν νά έχουν τήν ίδια έπίδραση μέ τις σχέσεις παραγωγής. Τέλος, ό Runciman κατευθύνει τήν άνάλυση καί τήν έρμηνεία του στις συγκεκριμένες καί συγκυριακές ρωγμές τών κοινωνιών πού έξετάζει. Αύτό όμως άποτελεΐ ένα έπίπεδο άνάλυσης τό όποιο έχει ήδη άπομακρυνθεΐ άπό τή θεμελιακά καθοριστική δομή τών οικο νομικών σχέσεων, κάτι πού έχω ήδη έπισημάνει. Άσχολεΐται μέ τις φαινομενικές μορφές, όπως αύτές έξελίχθηκαν σέ κάθε περί-
άποτελεϊ μιάν αναγκαία χαί τελεολογική άλλά, μάλλον, μιά ίξελιχτιχή χαί τυχαία διαδικασία. Ό μ ω ς δέν έπιθυμώ νά έπιστρέψω σέ έναν ντετερμινισμό τών παραγω γικών δυνάμεων στόν όποιο μονάχα ή πρωτοκαθιδρία τών παραγωγικών δυνάμεων είναι θεμελιώδης (ίπω ς υπονοείται στόν Cohen, Karl Marx's Theory o f History). Είναι xai οί κοινωνικές σχέσεις παραγωγής μέσω τών όποίων αυτοί ΰφίστανται καταπίεση, χειραγώγηση χι έχμετάλλευση. Βλ. τά σχόλια τοΰ Hobsbawm, «Marx and History», New Left Review 143 (1984) καί Ιδιαίτερα E. Olin Wright, aCidden's Critique of Marx», New Left Review 138 (1983) 11-35, εΐδιχά 24-31, ίπου συνοψί ζεται εύστοχα ένα μή τελεολογικό μοντέλο τής τάσης γιά ανάπτυξη τών παραγω γικών δυνάμεων.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
πτώση, μέ ιδιαιτερότητες πού προκύπτουν άπό τήν πολιτισμική της φυσιογνωμία καί τόν δεσμευτικό ρόλο τής παράδοσής της. Μέ αύτόν τόν τρόπο, οΐ τρεις διαστάσεις τής κοινωνικής έξουσίας, πού ορίζει, έγγράφονται ήδη στό έσωτερικό τοϋ περιορισμένου (οικο νομικού) τους πλαισίου άναφοράς καί πιθανότητας. Ή άνάλυσή του περιστρέφεται γύρω άπό μικρό- καί μεσο-δομικά στοιχεία κοι νωνικής πρακτικής καί προσπαθεί νά διαφωτίσει τά πολυπαραγοντικά χαρακτηριστικά πού προκύπτουν άπό τήν άλληλεπίδρασή τους. 'Ωστόσο αύτό καθ’ έαυτό δέν άποτελεΐ πρόκληση σέ μιά ευρηματική προσέγγιση ή όποία θεωρεί τά οικονομικά σημεία άναφοράς καθοριστικά, μιά καί είναι όλότελα ξεκάθαρο —όπως θά τόνιζε κάθε μαρξιστής ιστορικός— ότι σέ αύτό τό έπίπεδο τό «οι κονομικό» πολύ σπάνια παίζει έναν άμεσο ή όρατό ρόλο στήν κίνη ση τών κοινωνικών δυνάμεων, στά κοινωνικο-ψυχολογικά «συμφέ ροντα» (δηλ. τις άντιλήψεις) καί στις συνειδητές δραστηριότητες τών κοινωνικών υποκειμένων, στή διαμόρφωση τών κρατικών πο λιτικών καί στις μορφές τις όποιες προσλαμβάνουν οί σχέσεις πα ραγωγής στή διαδικασία τής άναπαραγωγής των. Μέ αύτή τήν Ιννοια, όπως έπισήμανε ό Milliband, τό έργο τών Skocpol, Mann καί Runciman άποτελεΐ περισσότερο μιά πίεση στούς μαρξιστές νά έφαρμόσουν εμπειρικά τις θεωρίες τους παρά μιά άμφισβήτηση τών βασικών άρχών της ίστορικο-υλιστικής θεώρησης. Αύτό τό έπιχείρημα διατυπώθηκε εύλογα άπό τόν Norman Ge ras. Απαντώντας στις παρατηρήσεις τοΰ Νίκου Μουζέλη (ότι όλες οί μορφές τοΰ μαρξισμοϋ περικλείουν μιά άναγωγιστική τάση ή όποία καί υποβαθμίζει άνεπαίσθητα τό πολιτικό, άκόμα καί όταν τοϋ άποδίδει μιά σχετική αύτονομία, στό έπίπεδο τής έπενέργειας καί τής συγκυρίας, δίχως νά τοΰ προσδίδει τό βάρος πού άπαιτοΰν οί διάφορες θεσμικές του δομές γιά νά θεωρητικοποιηθούν ιδίω δικαιώματι), ό Geras σημειώνει ότι στήν ούσία αύτό άντικατοπτρίζει τήν έλλειπή άνάπτυξη τοΰ πολιτικοΰ στή μαρξιστική σκέψη. (Στήν πραγματικότητα, βέβαια, όπως τόνισε ό Hall, αύτή ή έλλειπής άνάπτυξη τοΰ πολιτικοΰ δέν χαρακτηρίζει μόνο τή μαρξιστική έρευνα). Στήν πράξη, οΐ μαρξιστές άπέρριψαν έκδοχές άπόλυτης αυτονομίας τοΰ πολιτικοΰ διότι, άπό τήν ίστορικο-υλιστική σκο πιά, οί άνταγωνιζόμενες έπιδράσεις, όρια καί πιέσεις πού έπιβάλλονται άπό τις οικονομικές σχέσεις (έκμεταλλευτικές καί ταξικές δομές) έχουν μεγαλύτερη αίτιακή βαρύτητα.
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ, ΕΠΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΔΟΜΗ
Ό μ ω ς ή σχετική αυτονομία δεν είναι λιγότερο αληθινή, τονίζει ό Geras, έπειδή είναι σχετική: « Ή κρίση την όποία εκφέρουν [οί μαρξιστές] σέ αύτό τό σημείο, σχετικά μ έ την έρμηνευτικη πρωτο καθεδρία τών ταξικών και παραγωγικών σχέσεων» δεν άποτελεϊ «.μία a priori αλήθεια αλλά μιά εμπειρική υπόθεση, αν και μακράς ιστορικής έμβέλειας»19. Καί άξίζει νά προσθέσουμε ότι αν καί το οικονομικό είναι καθοριστικό, δεν είναι περισσότερο αύτόνομο άπό όποιαδήποτε άλλη σχέση ή πεδίο στο έσωτερικο ένός κοινωνικού σχηματισμού. Αύτό είναι άκριβώς πού προσδίδει σε διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, στηριγμένους στόν ίδιο βασικό τρόπο παραγωγής (ή συνδυασμό τρόπων παραγωγής), τή μοναδικότητά τους καί τον διακριτό τρόπο λειτουργίας τους. Αύτό είναι πού καθιστά δυνατές διαφορετικές έξελίξεις καί μορφές οργάνωσης στό εσωτερικό τοϋ ίδίου βασικοΰ συστήματος οικονομικών σχέσεων — δπως αύτό συλλαμβάνεται άπό τή σκοπιά τής πολιτικής οικονομί ας. Καί είναι αύτές οΐ άλλες σχέσεις πού μποροΰν νά ύπερκαθορίσουν καί νά άντεπιδράσουν στίς παραγωγικές σχέσεις, προκαλώντας κρίσεις καί άκόμα ύπερβαίνοντάς τις, άνοίγοντας τό δρόμο σέ άνακατατάξεις σέ όλα τά έπίπεδα, άκόμα καί όταν οί λύσεις αύτοΰ τοΰ είδους κρίσεων περιορίζονται μέ τή σειρά τους άπό τήν ολότη τα τών σχέσεων παραγωγής. ’Από τά όρια δηλαδή πού προκαλεϊ ό πολλαπλός συνδυασμός τών στοιχείων πού άποτελοΰν τήν «οικο νομική δομή» τής κοινωνίας σύμφωνα μέ τή μαρξική διατύπωση. Αύτό είναι άκριβώς πού άπασχολεΐ τούς ιστορικούς καί τούς ιστο ρικούς κοινωνιολόγους. Ό μω ς δέν σημαίνει ότι τό οικονομικό είναι μόνον ένα στοιχείο άνάμεσα σέ πλήθος άλλων ισότιμων. 'Αλλά αύτό τό σημείο θά τό τονίσω στήν έπόμενη ένότητα. Στήν ουσία, έχουμε νά άντιμετωπίσουμε τίς πολυπληθείς δια φορετικές τάξεις καί έπιδράσεις τής κοινωνικής πράξης άπό τήν άποψη τής άναπαραγωγής τής καθημερινής ζωής. Κάθε μεμονωμέ
79. Γιά τίς παρατηρήσεις τοΰ Hall, States in History, 1 κ. έξ. βλ. Norman Geras, «Ex-Marxism without substance: being a real reply to Laclau and Mouiïe», New Left Review 169 (1988), 40-41. Βλ. έπίσης N. Mouzelis, «Marxism ■ Post-Marxism?», New Left Review 167 (1988) 107-123, βλ. 117 γιά τό ζήτημα τοΰ πολιτιχοΰ χαί τής «ΰποβάθμισής» του.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
νο μέλος ενός κοινωνικού σχηματισμού καταλαμβάνει σειρά διαφο ρετικών θέσεων στό δίκτυο της κοινωνικής πράξης. Μέ άλλα λόγια, κάθε συνδυασμός κοινωνικών πρακτικών έχει διαφορετικές έπιδράσεις. Τέτοιες θέσεις χαρακτηρίζονται άπό δύο ποιότητες: συμβάλ λουν αΐτιακά στή διατήρηση καί άναπαραγωγή ένός άριθμοϋ σχέ σεων μέ άλλα μέλη τής κοινωνίας καί προμηθεύουν τόν φέροντα μέ Ινα σύστημα αντίληψης τοϋ έαυτοΰ του καί, κατ’ έπέκταση, τοΰ κόσμου. Διαφορετικοί πολιτισμικοί σχηματισμοί θά τονίσουν ή θά δώσουν προτεραιότητα σέ διαφορετικούς ρόλους καί θέσεις σύμφω να μέ τό δικό τους συμβολικό κόσμο καί τις πολιτικές ιδεολογίες οί όποιες άναπτύσσονται άπό αύτόν τόν συμβολικό κόσμο. Ό μω ς τελικά ό σύγχρονος μελετητής πρέπει νά άποφασίσει ποιοι συνδυα σμοί κοινωνικών σχέσεων συμβάλλουν αΐτιακά στήν κατάρρευση ή τή μεταμόρφωση κοινωνικών καί πολιτισμικών άναπαραγωγικών πρακτικών, καί πώς έξελίσσονται νέες πρακτικές καί γιατί ορισμέ νες πρακτικές καί όχι άλλες. Νομίζω ότι οί καθοριστικές τομές γίνονται στόν τύπο τής κοι νωνικής άναπαραγωγικής πρακτικής, μέσα δηλαδή στά πλαίσια τών παραγωγικών σχέσεων καί τής κατανομής τής υπεραξίας, πα ρά στή συστολή ή στή διαστολή τών σχέσεων έξουσίας ή τών μετα τοπίσεων στά πρότυπα πίστης. Βεβαίως αύτά καθορίζονται, άλλά μέ τή σειρά τους μποροΰν νά καθορίσουν τή φαινομενική μορφή τών σχέσεων αύτών. Αύτό δέν σημαίνει ότι ή άνθρώπινη πράξη δέν είναι διαλεκτική καί ότι δέν συγκροτεί (όπως έξάλλου διαμορφώνεται ή συγκροτεί ται άπό) τις προϋπάρχουσες δομές πρακτικής μέσα στις όποιες γεννιέται κάθε μέλος τής κοινωνίας. ’Αντίθετα, αύτό τό πολυεπίπεδο καί διαλεκτικό μοντέλο άνθρώπινων κοινωνικών σχέσεων εί ναι κρίσιμο γιά μιά υλιστική κατανόηση τής κοινωνίας. Στήν υπο κειμενική έμπειρία τής καθημερινότητας οί περισσότερες δραστη ριότητες προσλαμβάνουν ισότιμη άξια στό κοινωνικό όλον τής ύπαρξης. Μόνον όταν προκύπτουν συγκεκριμένα έρωτήματα καί προβλήματα, μερικές παίρνουν μιά συγκεκριμένη καί έρμηνευτικά λειτουργική σημασία. Αύτό ισχύει γιά τήν ιστορική καί κοινωνιο λογική έρμηνεία. Γ ιά νά κατανοήσουμε όχι μόνον τό γεγονός τής άλλαγής, άλλά καί τήν πορεία της, χρειάζεται νά έντοπίσουμε μιά δυναμική ή ένα κινητήρα, νά τονίσουμε συγκεκριμένες σχέσεις γιά
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ: ΠΡΑΞΗ, ΕΠΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΔΟΜΗ
χάρη λειτουργικών αναγκών έρμηνείας καί άποσαφήνισης, οί όποι ες πρέπει μετά νά έπανασυσχετισθοΰν μέ τις πραγματικές αΐτιακές σειρές καί δομές πού έπηρεάζουν τις έξεταζόμενες κοινωνίες. Προσσπαθώντας νά προσδιορίσει τούς παράγοντες πού κρύβονται πίσω άπό τήν άλλαγή, ό ιστορικός, όσο κι άν είναι περιορισμένη ή οπτική του, θά καταλήξει σέ έκεΐνα τά στοιχεία τά όποια περιορίζουν, προωθούν ή λύνουν οικονομικές, πολιτικές, νομικές καί πολιτισμι κές μορφές καί πρακτικές. Θά έλεγα ότι αύτοί οί παράγοντες έντοπίζονται πάντοτε στό λειτουργικό χώρο τοϋ οικονομικού.
5.
Κρατικός σχηματισμός, κοινωνικός σχηματισμός
"Ας έπανέλθουμε στήν τυπολογία τών κρατικών σχηματισμών. Ή προτεινόμενη άπό τον Runciman τούς προσδιορίζει στή βάση τών διαφορετικών τρόπων κατανομής τής έξουσίας. Άναφέρονται πέν τε βασικές κατηγορίες: αύτές στις όποιες ύπάρχει μιά θεμελιώδης διάκριση άνάμεσα σέ πολίτες καί μή πολίτες, πολεμιστές καί ύπηκόους, άνάμεσα σέ μιά γραφειοκρατία στήν ύπηρεσία κάποιου ηγε μόνα καί στό σύνολο τών πολιτών ή ύπηκόων. Υπάρχει ό φεουδαλικός τύπος, όπου ή έξουσία είναι άποκεντρωμένη, στά χέρια μιας τάξης ισχυρών, καί ό άστικός, όπου ή κυρίαρχη ομάδα τοποθετεί ται «στό μέσον», άνάμεσα στή μάζα τών υπηκόων ή πολιτών καί σέ έναν άπόλυτο μονάρχη80. Αύτή ή τυπολογία τέμνει πολιτικο-ιδεολογικές καί οικονομικές σχέσεις καί άφορα ένα ήδη έξελιγμένο σύστημα κοινωνικών πρα κτικών. Ό λοι οί ορισμοί άντιπροσωπεύουν πολιτικές οργανωτικές δομικές μορφές παρά άμεσα οικονομικές. Ώ ς γενική τυπολογία, διασχίζει έπίσης τό μαρξιστικό πλαίσιο τών τρόπων παραγωγής (ίδεότυποι συστημάτων παραγωγικών σχέσεων) καί κοινωνικών σχηματισμών (συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα αύτών τών ίδεότυπων, συνήθως σέ συνδυασμό). Ό π ω ς παραδέχεται ό Runci man, καί ή δική του σχηματοποίηση βασίζεται σέ ίδεότυπους, αν καί αισθάνεται υποχρεωμένος νά έξετάσει ειδικότερα «υβρίδια» (όπως ή άρχαία Βαβυλωνία καί ή αγγλο-σαξονική ’Αγγλία τοϋ ΐρου καί 11ου αιώνα)81. Αύτό όμως άποκαλύπτει ένα σημαντικό πρόβλημα, έπειδή ό Runciman προχωρεί στή σχηματοποίηση του βασιζόμενος σέ πραγ ματικές ιστορικές κοινωνίες, άπό τις όποιες καί άντλεΐ τούς πέντε
80. Runciman, λ Treatise on Social Theory, ί.π ., 2, 155-160. 81. Στο ίδιο, 160 χ.έξ.
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
βασικούς του τύπους. Άκόμα κι αν δεχθούμε υποθετικά τήν έπιλογή τών τύπων, αντιμετωπίζει σαφώς δυσκολίες μέ κοινωνίες πού δεν «χωροϋν» έντελώς στό μοντέλο του. Ένας αριθμός ίδεότυπων άπαιτεΐται για νά περιγράφει όχι μόνον έναν ταιριαστό άριθμό παραλλαγών σέ υπάρχοντα συστήματα, άλλά καί έναν άριθμό συ νεκτικών δομών καί σχέσεων οί όποιες είναι έννοιολογικά άπαραίτητες γιά τή συγκρότηση μιας αίτιακής έρμηνείας τέτοιων συστη μάτων, στή βάση ορισμένων κοινών παρονομαστών. Σίγουρα, υπάρχουν πάντα περιπτώσεις πού δέν ταιριάζουν άκριβώς σέ ένα σχήμα. Δεδομένου μάλιστα τοϋ άπειρου βαθμοϋ άποκλίσεων άνά μεσα σέ υπαρκτούς κοινωνικούς σχηματισμούς, οί περισσότερες κοινωνίες έπιδεικνύουν άσυνέπειες καί παραδοξότητες. Αύτό άχρηστεύει αύτή καθ’ έαυτή τήν άπόπειρα έρμηνείας όλων τών υβριδίων γιατί, τελικά, άκυρώνει τή θεωρητική άξία τοϋ σχήματος. Τό ίδιο πρόβλημα προέκυψε μέ τόν γνωστό «μεταβατικό» τρό πο παραγωγής τοΰ Balibar. Είτε άποδεχόμαστε τό έννοιολογικό πλαίσιο ώς έπαρκές μέ δεδομένους τούς περιορισμούς έρμηνείας όλων τών μεταβλητών, είτε τό έγκαταλείπουμε καί άντιμετωπίζουμε κάθε ιστορική κοινωνία σάν ad hoc παραλλαγή τοΰ θέματος «κατανομή τής έξουσίας». Στήν πρώτη περίπτωση βέβαια, πρέπει νά δημιουργήσουμε ένα έννοιολογικό πλαίσιο έξελιγμένο καί ευέλι κτο γιά νά άνταποκριθεΐ στήν άποστολή του. Στήν ούσία, ό Runci man χρησιμοποιεί τό σχήμα του άπλώς σάν ένα κώδικα ταξινόμη σης: στή βάση ορισμένων περιγραφικών χαρακτηριστικών άπό τήν άποψη τής κατανομής της έξουσίας καί τής πολιτικής οργάνωσης, οί κοινωνίες μποροΰν νά ταξινομηθοΰν σέ πέντε τύπους. Αύτές πού δέν ταιριάζουν μέ αύτό τό σχήμα άντιμετωπίζονται σάν «ύβρίδια». Κάτι τέτοιο όμως δέν μοΰ φαίνεται ότι μάς παρέχει ένα δημιουργι κό έρμηνευτικό μοντέλο. Οί ίδεότυποι έτσι τείνουν νά έξηγοΰνται μέσω υπαρκτών ιστο ρικών όρων, σέ άντίθεση μέ τήν έννοια τοΰ τρόπου παραγωγής, ή όποία άποτελεΐ έναν ειδικά θεωρητικό χώρο στόν όποιο μποροΰν νά έξετασθοϋν εύρηματικά διάφοροι κοινωνικοί σχηματισμοί. Ά πό τήν ίστορικο-υλιστική σκοπιά, τό πλαίσιο τών τρόπων παραγωγής (παραμερίζοντας πρός στιγμήν τό έρώτημα τοΰ ποιοί τρόποι μποροΰν νά έδραιωθοΰν έννοιολογικά καί τοΰ αν ύπάρχει ή όχι μιά ιστορικά άναγκαία έξελικτική σειρά) άποτελεΐ βεβαίως
94
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
εναν τρόπο έρμηνείας κοινωνιών άπό τήν πλευρά πρωτίστως τής πολιτικής τους οικονομίας- πρόκειται όμως γιά μιά ολιστική έξέ ταση. Έ τσι, οί κοινωνικοί σχηματισμοί έκλαμβάνονται ώς ολότη τες, συμπεριλαμβάνοντας αμοιβαίες σχέσεις καί έπιδράσεις με γει τονικούς πολιτισμούς καί οικονομικά συστήματα, μέ συμπτώσεις καί συνέχειες σε διαφορετικά έπίπεδα ή διαστάσεις — άν καί αύτό συνανταται πολύ περισσότερο στή μαρξιστική έμπειρική ερευνά παρά στή θεωρητικοποίηση. Ό μω ς ή κύρια διαφορά άνάμεσα στήν προσέγγιση τοϋ Runciman καί στή μαρξιστική είναι ότι ή πρώτη άναπαριστά τούς διάφορους τρόπους κατανομής τής έξουσίας πρωταρχικά άπό τή σκοπιά τών πολιτικών δομών. Με αυτόν τόν τρόπο, ή άρχαία καί ή φεουδαλική κοινωνία περιγράφονται άπό τή σκοπιά τών κυρίαρχων μορφών πολιτικής οργάνωσης, ή όποία θεω ρείται ώς σύνολο άριθμοϋ πρακτικών καί ρόλων, οί όποιοι έκφράζουν τήν κατανομή τής έξουσίας. 'Ως περιγραφική καί άξιολογική διαδικασία είναι χρήσιμη. Καί έφόσον οί τρεις τρόποι παραγωγής, πειθοΰς καί έξαναγκασμοϋ προσλαμβάνουν ισότιμες αίτιακές άξι ες, οί άλλαγές μεταξύ τους καί στό έσωτερικό τους, άπό τήν άποψη τών πρακτικών άπό τίς όποιες αύτοί συγκροτούνται, είναι άρκετές γιά νά δώσουν μιά έπαρκή έρμηνεία τής προέλευσης καί τών άποτελεσμάτων τής άλλαγής*-’. Ή κοινωνική πρακτική δεν άγνοεΐται. Άντίθετα, τής άποδίδεται ενας σημαντικός βαθμός πρωτοκα θεδρίας. Μ ’ αυτόν τόν τρόπο τά άτομα καθίστανται ικανά, άπό τήν έλαστικότητα τών πρακτικών (πού αύτά ένσωματώνουν), νά προ σαρμόζονται σέ άλλαγές στό περιβάλλον συνακόλουθα, νά μεταλ λάζουν ή νά άνασυνδυάζουν πρακτικές γιά νά διατηρήσουν τήν οι κονομική, ιδεολογική καί έξαναγκαστική δύναμη τών ρόλων τους. Δεν ύπάρχει τίποτε τό άντιμαρξιστικό σέ αύτή τήν προσέγγιση111.
82. ’Από αύτή τήν άποψη, ή απόδοση τής ιστορικής αιτιότητας άπό μέρους τοΰ Runciman δέν άπέχει άπό έχείνη τών «πλουραλιστών» μαρξιστών, όπως τοΰ D. Sayer, The Violence o f Abstraction: the Analytic Foundation o f Historical Materialism, ’Οξφόρδη 1987, τοΰ R. Gottlieb, «Feudalism and historical materialism: a critique and synthesis». Science and Society 48/1 (1984). 83. Runciman, A Treatise on Social Theory, 40 χ.έξ., 295. Για μιά παρόμοια
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Ό μω ς γιά τον Runciman, ιστορία είναι στήν ούσία το σύνολο σει ρών ολοένα εύρυνόμενων καί άλληλοδιαπλεκόμενων «δεξαμενών» ιδεολογικής, οικονομικής καί έξαναγκαστικής δύναμης, στις όποιες ύποβόσκον κίνητρο καί δυναμική εϊναι ό ανταγωνισμός γιά τήν έξουσία. Σέ αύτό τό σημείο οί ορισμοί τής «έξουσίας» έχουν σημασία. Στή συζήτηση στήν όποία έχω μέχρι τώρα άναφερθεΐ, ή έξουσία συλλαμβάνεται έν γένει ώς κοινωνική έξουσία, σαν ένα γενικό μέσο έξυπηρέτησης συγκεκριμένων σκοπών. Έξουσία είναι ό έλεγχος πάνω σέ ποικιλία πόρων (πλούτος, άνθρωποι, γνώση), έξαρτώμενων άπό τις περιοχές τής κοινωνικής ζωής όπου επιτυγχάνονται αύτοί οί στόχοι. Έ τσι, ή έξουσία μπορεΐ νά άσκηθεΐ σέ πλειάδα έπιπέδων — άπό τό πιό προσωπικό (τήν άσκηση τής έξουσίας ένός άτόμου πάνω σέ ένα άλλο, βασισμένη στή γνώση ή τήν πιθανότητα φυσικού έξαναγκασμοϋ) ώς τό πιό δημόσιο (πολιτικο-στρατιωτική έξουσία πού άσκεΐται σέ στρατούς, άστυνομικά σώματα, τόν έφοδιασμό σέ τρόφιμα κλπ.). Ό μω ς, σέ όλες αύτές τις περιπτώσεις ή άσκηση τής έξουσίας άποσκοπεΐ σέ ένα μόνον σκοπό (άκόμα κι άν, στό παράδειγμα τοϋ προσωπικού φυσικοΰ έξαναγκασμοϋ, δηλαδή τής βιαιοπραγίας, ό σκοπός αύτός δέν είναι τίποτε άλλο άπό τήν ψυχολογική ικανοποίηση). Ά π ό μιά μαρξιστική οπτική, έξουσία είναι ή πολιτική καί ψυ χολογική έκφραση τής οικονομικής κυριαρχίας (έφόσον, τελικά, οί πόροι άποτελοϋν ούσιαστικά μιά οικονομική κατηγορία), άν καί αύτό δέν γίνεται υποχρεωτικά φανερό στό σύγχρονο σχολιαστή ούτε καί μπορεΐ νά έννοιολογηθεϊ σάν τέτοιο άπό έκείνους πού τήν άσκοΰν. Γιατί, όπως είδαμε, οί κοινωνικές σχέσεις παραγωγής καί συνακόλουθα ό έλεγχος σέ ζωτικές περιοχές τους, συνήθως άναπαρίστανται μέ μιά ιδεολογική μορφή ή όποία δέν έχει ένα προφανές μοναδικό οικονομικό σημείο άναφορίς. Ή έξουσία είναι τό προϊόν τοΰ συνδυασμού καί τής άρθρωσης τής άνθρώπινης ψυχολογίας καί τών πολιτισμικών μορφών μέ τό οικονομικό πλαίσιο. Έ στω καί
προσέγγιση τής πρακτικής τών συλλήψεων τής πραγματικότητας καί τοϋ δομικού ρόλου τών αφηγήσεων βλ. J. F. Haldon, «Ideology and Social Change in the Seventh Century», ί.π ., βασισμένο στό ίστορικο-υλιστικό πλαίσιο άνάλυσης.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
άν, όπως έχω ήδη πεϊ, ασκείται μέ μια σχετική αυτονομία άπό άλλες δομές άπό τήν άποψη τών άμεσων έπιδράσεών της, δέν είναι έντελώς άνεξάρτητη. Εξουσία, έξαναγκασμός καί ιδεολογία είναι μορφές ή έκφράσεις τής πράξης. Είναι τρόποι μέσω τών οποίων μποροΰν νά διατηρηθοΰν καί νά άναπαραχθοΰν συγκεκριμένες κα τηγορίες σχέσεων. Ή έξουσία μπορεΐ νά άποτελεΐ πράγματι τό κεντρικό σημείο άναφοράς τής κοινωνικής θεωρίας. Ό μω ς ή πάλη γιά τήν έπίτευξη καί άσκηση τής έξουσίας άφορα τούς πόρους καί πρέπει νά νοηθεί έξ όρισμοΰ μέσα στά όρια καί τις πιθανότητες πού θέτουν οί ΰπάρχουσες δυνάμεις καί σχέσεις παραγωγής8*. Μποροΰμε νά έπιβεβαιώσουμε τή γενική έγκυρότητα τής μαρ ξιστικής θεωρίας τών καθορισμένων τρόπων παραγωγής, κατά πρώτο λόγο, άπό τις θεμελιώδεις διαφορές άνάμεσα σέ άντιφατικά συστήματα πολιτικής οικονομίας. Σέ αύτή τήν όμάδα κατηγοριών ύπάρχει βέβαια άφθονος χώρος γιά μιά ταξινόμηση σέ ένα δεύτερο έπίπεδο τών πολιτικών καί έξουσιαστικών δομών, όπως αύτή πού προτείνει ό Runciman. Έ τσ ι είναι δυνατό νά συμφωνήσουμε μαζί του όταν δηλώνει: κή μελέτη τών κοινωνιών είναι μ ελέτη τών αν θρώπων σε ρόλους και ή μελέτη τών ανθρώπων σέ ρόλους είναι ή μελέτη τοϋ θεσμικοΰ έπιμερισμοϋ της έξουσίας καί έφόσον η έξου σία διακρίνεται σέ τρία μη άναγώγιμα άλλα άλληλεξαρτώμενα εΐδη, οί κοινωνίες μποροΰν νά έκληφθοΰν ώς τρισδιάστατες δεξαμε νές στις όποιες οί ρόλοι είναι τροχιές τών όποιων ή σχετική θέση ορίζεται άπό τούς κανόνες τών θεσμών πού οί ίδιοι συγκροτούν» —άλλά στις όποιες ή έξουσία (στις τρεις της μορφές) νοείται ταυ τόχρονα σάν γνήσιο προϊόν τής κοινωνικής πράξης καί μιά λειτουρ γία κοινωνικής άναπαραγωγής. Ή άξία της μαρξιστικής προσέγγισης έγκειται στήν οικονομι κή σαφήνειά της. Γ ενικά προσδιορισμένοι τρόποι παραγωγής έπιτρέπουν στόν ιστορικό νά προτείνει γιά διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς θέσεις σέ ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων παραγω γής, άπό τήν άποψη τής γενικής δυναμικής τοΰ κοινωνικοΰ σχημα τισμού καί τών τρόπων μέ τούς οποίους οί οικονομικές σχέσεις
84. Mann, The Sources o f Social Power, δ.π., 6, καί M. Foucault, The History o f Sexuality, Λονδίνο 1979, 81 κ.έζ.
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
97
έκφράζονται θεσμικά, μέσω της πράξης. Μια τέτοια προσέγγιση έξαλλου περιορίζει τούς τύπους τών κοινωνικών σχηματισμών πού μποροΰν νά αναπτυχθούν κάτω άπό συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις καί, έπομένως, παρέχει 2να δεύτερο αΐτιακό ερμηνευτικό πλαίσιο γιά τήν κατανόηση τοϋ πώς καί γιατί συμβαίνει ή άλλαγή. Στήν έπόμενη ένότητα θά εξετάσω τούς τρόπους άναφορϊς τοΰ φεουδαλικοΰ τρόπου παραγωγής —προσδιορίζοντάς τον άπό τήν άποψη τών θεμελιωδών οικονομικών σχέσεων πού τόν διαφοροποιοΰν άπό άλλους τρόπους παραγωγής, παρά μέσα άπό τήν περιγρα φή τών θεσμικών του μορφών.
6 . Ή Ewota τοΰ φΜυδαλιχοϋ τρόπον παραγωγής Ό φεουδαλικός τρόπος παραγωγής έχει βέβαια άποτελέσει —όπως καί ή ευρύτερη μαρξιστική σχηματοποίηση τών τρόπων παραγωγής— αντικείμενο έντονων συζητήσεων στό έσωτερικό τοϋ μαρξισμοΰ καί κριτικών άπ’ έξω85. Ή κριτική άπό μέρους τών μή μαρξιστών συνήθως παίρνει τή μορφή διαφωνίας μέ τόν ύποτιθέμενο οίκονομισμό τής έννοιας ή, ιδιαίτερα άπό πλευράς ιστορικών, μέ τήν έλλειψη ιστορικής σαφήνειας καί θεσμικής συνέχειας διά μέσου διαφορετικών πολιτισμικών μορφωμάτων. Δέν έπιθυμώ νά έπαναλάβω αύτές τις συζητήσεις, άλλωστε ή πρώτη έπισήμανση έχει ήδη έξετασθεΐ στήν παρούσα έργασία ένώ ή δεύτερη άποτελεΐ μέρος τής ένδο-μαρξιστικής διαμάχης. Αύτή άσχολήθηκε κύρια μέ τό έάν θά έπρεπε νά έπεκταθεΐ ή έννοια τοϋ φεουδαλικοϋ τρόπου παρα γωγής, καλύπτοντας μιάν ευρύτερη ομάδα κοινωνικών σχηματι σμών άπό έκείνους τών οποίων οί φαινομενικές μορφές καί θεσμι κές δομές προσομοιάζουν ή είναι ταυτόσημες μέ τις δύο κατ’ εξο χήν φεουδαλικές κοινωνίες, τή μεσαιωνική δυτική Ευρώπη τοΰ 9ου αιώνα κι έφεξής καί τή μεσαιωνική ’Ιαπωνία άπό τόν 11ο αιώνα. Ύπό αύτήν τήν έννοια, πρέπει νά θυμηθούμε ότι ή ιστορία τής έννοιας «φεουδαλισμός» υπήρξε έν πολλοΐς ή ιστορία τών προσπα θειών τών εύρωπαίων ιστορικών νά κατανοήσουν τήν ουσία τής
85. Γιά τή σημαντική πρόσφατη συζήτηση βλ. Β. Hindess & P. Q. Hirst, Pre-Ca pitalist Modes o f Production, Λονδίνο 1975 xal τή διαμάχη που άχολούθησε βλ. τήν έπισχόπηση τών T. Asad χαί Η. Wolpe, Economy and Society, 5 (1976) 470-506. Άναφοριχά μ ΐ συγκεκριμένα ίστοριχέ προβλήματα, βλ. C J. Wickham, «The Uni queness of the East», Journal o f Peasant Studies 12 (1985) 166-196, Halil Berktay, «The Feudalism Debate: the Turkish end - is 'ta i vs. rent’ necessarily the product and sign of a moral difference?». Journal o f Peasant Studies 14 (1987) 291-333. J. F. Haldon, «The Feudalism Debate once more: the case of Byzantium», Journal o f Pea sant Studies 17 (1989) 5-39 χαί τοΰ Βίου, State Theory, State Autonomy and the Medieval State, Λονδίνο 1992.
Η ΕΝΝΟΙΑ TOT ΦΕΟΓΔΑΛΙΚΟΤ ΤΡΟΠΟΤ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
ευρωπαϊκής κουλτούρας. Έχοντας αύτό ύπόψη μας, είναι σίγουρα καιρός νά περάσουν οΐ ιστορικοί άπό μιά περιγραφική μεθοδολογία της όποίας οί ρίζες άνάγονται στόν άνθρωπιστικό έμπειρισμό τοϋ 18ου αιώνα σε μιάν εύρύτερη καί πιό άναλυτική προσέγγιση. Έ να άπό τά έμφανέστερα άποτελέσματα τής έντεινόμενης ευρωπαϊκής ιστορικής συνειδητοποίησης μή εύρωπαΐκών κοινωνικών σχηματι σμών, ύπήρξε ή έπαναδιατύπωση έννοιών δπως ό φεουδαλισμός, δπου ή Εύρώπη δεν έμφανίζεται πλέον ώς τό έπίκεντρο καί τό μέτρο σύγκρισης άλλων κοινωνικών συστημάτων, άλλά στήν όποία βαρύνουν κοινωνικές καί οικονομικές σχέσεις οΐ όποιες μποροΰν νά συνδράμουν στήν άνάλυση άλλων κοινωνιών καί ιστοριών. Σέ αύτή τήν έπαναδιατύπωση, σημαντικότατη ύπήρξε ή συμβολή τών μαρ ξιστών, τόσο σέ θεωρητικό, δσο καί σέ πρακτικό, έμπειρικό έπίπεδο. Έ χ ω έπιχειρηματολογήσει άλλοΰ γιά τήν άνάγκη πλατύτερης έφαρμογής τής έννοιας86. Είναι προτιμότερο νά έξετασθοΰν στό γενικό πλαίσιο τών φεουδαλικών παραγωγικών σχέσεων οί προκαπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί, παρά μέσα άπό άναφορές σέ πληθώρα διαπλεκόμενων ύπο-κατηγοριών (ένα άπό τά πιθανά άποτελέσματα τής μεθόδου τών Mann καί Runciman). Ό φεουδαλισμός πρέπει νά άντιμετωπίζεται ώς ό βασικός καί γενικός προ-καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στίς ταξικές κοι νωνίες. Σίγουρα, συνυπάρχει μέ άλλους τρόπους, άλλά οΐ οικονομι κές σχέσεις πού τόν διακρίνουν είναι ιστορικά οΐ κυρίαρχες. Καί άξίζει νά θυμηθούμε δύο σημεία: Πρώτον, ό Μάρξ ούδέποτε άνέπτυξε μιά μοναδική, συμπαγή θεωρία περί φεουδαλισμού· άντίθε τα, κινήθηκε άνάμεσα σέ μιά περιγραφική καί έμπειρική εύρωπαιοκεντρική προσέγγιση, στήν όποία κυριαρχούν τά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τών εύρωπαΐκών φεουδαλικών κοινωνιών, καί σέ μιάν εύρύτερη θεωρητική έπεξεργασία τών φεουδαλικών σχέσεων
86. Haldon, «The Feudalism Debate once more·, 8.π. Έ χει υπάρξει ώς τώρα έχθρότητα βτήν έχτεταμένη χρήση τοϋ όρου «φεουδαλιχός τρόπος παραγωγής» χαί 6 Perry Anderson, Lineages o f the Absolutist State, Λονδίνο 1974/1979, Ιχει έπιχειρηματολογήσει για τό ζήτημα αύτό διά μαχρών. Ή θέση του όμως άμφισβητήθηχε άπό τόν Chris Wickham, «The Uniqueness of the East», Economy and Society 4 /4 (1975) 446-475, χαί άπό τόν Haldon, State Theory..., β.π., Ιδιαίτερα στό κεφάλαιο Β'.
100
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
παραγωγής. Δεύτερον, διατύπωσε τούς τρόπους παραγωγής του μέσω θεωρητικής αφαίρεσης βασισμένης σέ έμπειρικά δεδομένα («ιστορικά γεγονότα»), συλλεγμένα άπό κάθε ιστορικό κοινωνικό σχηματισμό σύμφωνα πρός τό έπίπεδο τών παραγωγικών του δυνά μεων, ώστε νά είναι σέ θέση νά προχωρήσει σέ τέτοιες γενικεύσεις. Αύτές οί φεουδαλικές οικονομικές σχέσεις άποτελοϋνται άπό τις άκόλουθες, βασικές, διαφοροποιούμενες προτάσεις: 1) Ή έξαγωγή τής προσόδου, μέ τήν έννοια τής φεουδαλικής προσόδου, κά τω άπό όποιαδήποτε θεσμική ή οργανωτική μορφή (φόρος, φόρος ύποτελείας, ενοίκιο) είναι θεμελιώδης. 2) Ή έξαγωγή τής φεουδα λικής προσόδου, ώς γενική μορφή έκμετάλλευσης προ-καπιταλιστικών δυναστευόμενων κοινοτήτων χωρικών, δέν έξαρτάται άπό τό έάν αύτοί οί χωρικοί είναι ένοικιαστές κάποιου φεουδάρχη μέ τήν νομικιστική Ιννοια, άλλά άπό τό ότι ό μή οικονομικός έξαναγκασμός άποτελεΐ τή βάση έξαγωγής τής ύπεραξίας άπό μιά άρ χουσα τάξη ή τούς έντολοδόχους της. 3) Ή σχέση άνάμεσα σέ άρχοντες καί ύποτελεΐς είναι έκμεταλλευτική καί άντιθετική ώς πρός τόν ελεγχο τών μέσων παραγωγής. Ό π ω ς έπισημαίνει μέ σαφήνεια ό Halil Berktay, αύτή ή θεμελιώδης ταξική δομή «αντι στοιχεί xai καθορίζεται άπό αύτό τό επίπεδο τών παραγωγικών δυνάμεων οί όποιες έν γένει εμφανίσθηκαν μ έ τή νεολιθική έπανάσταση, και συμπεριλαμβάνει καλλιέργεια της γης βασισμένη σέ όργανική ένέργεια και χειρωνακτικά εργαλεία, ικανή γιά παραγω γή ύπεραξίας καθώς καί άναπαραγωγή της άγροτικης οικογέ νειας»87. Στις συγκεκριμένες ιστορικές του ιδιαιτερότητες, ό φεουδαλικός τρόπος παραγωγής έκφράζεται σέ κοινωνικούς σχηματισμούς στούς οποίους κυριαρχούν αύτές οί συνθήκες καί σχέσεις παραγω γής. Ό μω ς, ταυτόχρονα, κάθε κοινωνία άναπτύσσει τις ίδιαίτερές της θεσμικές πρακτικές καί ιδεολογικές μορφές μέσω τών όποίων βιώνονται αύτές οί σχέσεις, βασισμένες σέ μιά προϋπάρχουσα πο λιτισμική παράδοση. Καί τά κράτη τά όποια έμφανίζονται ή έδραιώνονται σέ κάποιους ή όλους αύτούς τούς πολιτισμικούς σχη
87. Berkley, «The Feudalism Debate: the Turkish end», ί.π ., 311.
Η ΕΝΝΟΙΑ TOT ΦΕΟΤΔΑΛΙΚΟΤ ΤΡΟΠΟΤ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
101
ματισμούς, θά είναι άντίστοιχα διαφορετικά στή μορφή τους καί στήν ιδεολογική καί νομιμοποιητική τους πρακτική. Στή βάση τοϋ φεουδαλικοΰ τρόπου παραγωγής έξέτασα άλλοΰ τόν ύστερο ρωμαϊκό, βυζαντινό καί οθωμανικό κρατικό σχηματι σμό. Πρόθεσή μου ήταν νά διευκρινησω δύο σημεία: 1) Ό τ ι οποι οσδήποτε κι άν είναι ό βαθμός αυτονομίας μιας κρατικής δομής καί τής έλίτ που τή στελεχώνει, όσοδήποτε κι αν είναι έκτεταμένη ή θεσμοποιημένη τους έξουσία, τόσο ιδεολογικά (θεωρία) όσο καί ούσιαστικά (πρακτική), ή ιστορική τους εξέλιξη καί ή δυνατότητα μετεξέλιξης καθορίζονται άπό τις οικονομικές σχέσεις, άπό τις σχέσεις παραγωγής που τις δημιουργούν. 2) Τά κράτη μποροΰν νά δράσουν αύτόνομα άπό τήν άρχουσα τάξη τής κοινωνίας τους μόνον γιά μιά περιορισμένη περίοδο καί κάτω άπό ορισμένες ιδεολογικές προϋποθέσεις. Ό τα ν άντιτίθεται στά συμφέροντα τής άρχουσας τάξης, προκύπτει μιά πολιτική καί δομική κρίση. Έ κεΐ όπου έπιτυγχάνουν νά προωθήσουν μιά αύτόνομη πολιτική, άνταγωνιστική στά συμφέροντα τής άρχουσας τάξης, τό άποτέλεσμα είναι συνή θως ή κατάρρευση ή ό κατακερματισμός τοϋ κράτους. ’Ακόμα κι όταν τό κράτος είναι σέ θέση νά συγκροτήσει άπό μόνο του μιά άρχουσα τάξη, ή διατήρηση καί άναπαραγωγή αύτής τής έλίτ έχει καθορισθεΐ άπό τις πιθανότητες που παρέχουν οί παραγωγικές σχέ σεις στόν έξεταζόμενο κοινωνικό σχηματισμό.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Προσπάθησα νά παρουσιάσω μιά άποψη της πολυπλοκότητας καί τοϋ δυναμισμού πού χαρακτηρίζει τις σύγχρονες συζητήσεις στή βρετανική μαρξιστική, μή μαρξιστική καί άντι-μαρξιστική ιστορι ογραφική παραγωγή. ’Αναπόφευκτα, αύτή ή οπτική χρωματίσθηκε μέ τίς δικές μου έμπειρίες καί έπιδιώξεις ώς ίστορικοΰ τοΰ μεσαιωνικού άνατολικοΰ μεσογειακοΰ κόσμου. Ό μω ς έλπίζω ότι κατάφερα να δείξω δτι οί σχετικές συζητήσεις άφοροϋν όλους τούς ιστορικούς, δχι μόνο τούς μαρξιστές κι δχι μόνο στή Βρετανία. ’Επίσης πρότεινα κάποιες πιθανές απαντήσεις σέ πρόσφατες κρι τικές τής μαρξιστικής ιστορικής θεωρίας καί πρακτικής, ειδικότε ρα σέ έκεΐνες πού διατείνονται δτι ό μαρξισμός είναι έξ ανάγκης Ινας άναγωγιστικός καί οίκονομιστικός τρόπος ανάλυσης. Οί αντι θέσεις άνάμεσα σέ αύτές τίς διαφορετικές παραδόσεις δημιουργοΰν τίς προκλήσεις καί τίς άπαιτήσεις γιά τήν έπίλυση τών προβλημά των καί τελικά καθίστανται άπό τίς σημαντικότερες προωθητικές δυνάμεις στήν ιστορική άνάλυση καί έρευνα. Βέβαια, σάν μαρξιστής ιστορικός σέ μιά χώρα πού βρίσκεται ύπό τόν έλεγχο μιας άπό τίς άντιδραστικότερες δεξιές αύτο-αποκαλούμενες «δημοκρατικές» κυβερνήσεις στή δυτική Εύρώπη, θεω ρώ δτι ή ιστορική έρευνα προσλαμβάνει άναπόφευκτα καί μιά κα θαρά πολιτική διάσταση. Αύτό άκριβώς τό πλαίσιο οδήγησε στήν τόσο ζωντανή συζήτηση πάνω στή φύση καί τή λειτουργία τοΰ κράτους, ιδιαίτερα τονισμένη άπό τήν κατάρρευση τών καταπιε στικών καθεστώτων της άνατολικής Εύρώπης καί τήν άνάγκη διά κρισης άνάμεσα στίς θετικές καί τίς άρνητικές πλευρές αύτών τών έξελίξεων: τό διογκούμενο κύμα έθνικισμοΰ καί ρατσισμοΰ τό όποιο εμφανίσθηκε μέ τήν άποδυνάμωση της κρατικής καταπίεσης, τόν κίνδυνο ολικής άπώλειας τών δποιων έπιτευγμάτων αύτών τών καθεστώτων στίς δομές της κοινωνίας καί της πρόνοιας, τό σάρωμα τών άδύναμων οικονομιών τους άπό τόν έπιθετικό δυτικό καπι-
104
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
ταλισμο της άγορϊς. Ή συζήτηση συνεχίζεται καί ή ιστορική κα τανόηση, άρα ή ιστορική θεωρία, θά παίξει κεντρικό ρόλο στή μελ λοντική της πορεία. ’Ιούνιος 1990
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σελίδες ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ..............................................
7-8
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ......................................................................
9-11
ΜΕΡΟΣ Α' 1. 'Ορισμοί ....................................................................... 2. Σύγχρονες έπιλογές καί προκλήσεις ..........................
13-18 19-41
ΜΕΡΟΣ Β' 1. Μαρξισμός καί θεωρία τοϋ κράτους .......................... 2. Ιστορικός υλισμός: ή έσωτερική ίποψη .................... 3. Ή φύση τοϋ κράτους .................................................... 4. Τό οικονομικό: πράξη, έπενέργεια, δομή .................. 5. Κρατικός σχηματισμός, κοινωνικός σχηματισμός . . . 6. Ή έννοια τοΰ φεουδαλικοΰ τρόπου παραγωγής .........
43-50 51-65 66-77 78-91 92-97 98-101
ΕΠΙΛΟΓΟΣ .......................................................................103-104
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOT JOHN HALDON ΜΑΡΞΙ ΣΜΟΣ Κ Α Ι ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ Κ Α Ι ΣΤΓΧΡΟΝΕΣ ΣΤΖΗΤΗ Σ ΕΙΣ Σ ΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΣΤΑ ΓΑΓΑΝΑΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΦΟΤΟΓΡΑΦΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΦύΤΟΣΤΝ ΘΕΣΗ «ΠΟΡΕΙΑ», ΤΤΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΤΠΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΩΝ Κ. ΠΛΕΤΣΑ - Ζ. ΚΑΡΔΑΡΗ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ Κ. ΧΩ ΡΙΑΤΑΚΗ ΤΟΝ ΙΟΤΝΙΟ 1992 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑ ΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ «Ε.Μ.Ν.Ε.-ΜΝΗΜΩΝ»