ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΕΡΡΙΚΟΪ ΜΠΕΛΙΕ ΣΕ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΙΗΣΗ
Εγκόλπιο (Κέδρος) Οί δίαυλοι (Κέδρος) Το διακεκριμένο σώμα (Οδυσσέβχς) Πόλεως...
127 downloads
1296 Views
4MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΕΡΡΙΚΟΪ ΜΠΕΛΙΕ ΣΕ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΙΗΣΗ
Εγκόλπιο (Κέδρος) Οί δίαυλοι (Κέδρος) Το διακεκριμένο σώμα (Οδυσσέβχς) Πόλεως (Οδυσσέας) Τα εισόδια (Κο^στανιώτης, Οδυσσέας) Φαινόμενον ως να έπλεε και μένον ακίνητον (Οδυσσέας) ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ
Βιρτζίνια Γουλφ: Το δωμάτιο του Τζάκομπ (Οδυσσέας). Γκράχαμ Σουίφτ: Υδάτινη χώρα (Εστία), Φτερωτό μπαλάκι (Εστία), Ο καταστηματάρχης (Εστία), 'Εξω από τον κόσμο αυτό (Εστία), Μαθήματα κολύμβησης (Εστία). Μαριάν Μακντόναλντ: Ο Ευριπίδης στον κινηματσγράψο (Εστ«), Οι όροι της ευτυχίας στον Ευριπίδη (0&^σσέας). Ντ. Χ. Λώρενς: Η ράβδος του Ααρών (Κ<χστανιώτης). Περ Λάγκερκβιστ: Ο νάνος (Καστανιώτης). Μαίρη Σέλλεϋ: Φράνκεσταιν (Εστία). Ντερκ Μπόγκαρντ: Τζέρικο (Πατάκης). Τζων Γκρίσαμ: Η εταιρεία (Πατάκης). Πωλ Γκάλλικο: Η αγριόχηνα (Ωκεανίδα), Το μικρό θαύμα (Ωκεανίδα). Τζανκάρλο Μενόττι: Ο Αμάλ και οι νυχτερινοί επισκέπτες (Ωκεανίδα). Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: Παραμύθια (Ωκεανίδα), Παραμύθια (Άμ4Αος). Φ. Σ. Φιτζέραλντ: Τ απομεινάρια της ευτυχίας (Κέδρος). 'Οσκαρ Ουάιλντ: Ο ευτυχισμένος πρίγκηπας (Κέδρος). Τεννεσσή Ουίλλιαμς: Διηγήματα (Πατάκης), Η νύχτα της Ιγκουάνα (Πατάκης), Είκοσι επτά βαγόνια γεμάτα μπαμπάκι (Πατάκης). Α. Φρανκ Μπάουμ: Ο μάγος του Οζ (Άμμος). Ρίτσαρντ Γουώκερ: Ο Τζακ κι η φασολιά (Άμμος). Τονυ Μπον: Ο δεινοσαυροχορός (Άμψιος). Αλεξέι Τολστόι: Η πελώρια κολοκύθα (Άμμος). ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
Τεννεσσή Ουίλλιαμς: Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι (Κέδρος), Τριαντάφυλλο στο στήθος (Κέδρος), Το τέλος του κόσμου (Κέδρος), Άγγελος Θανάτου (Κέδρος), Μια υπέροχη Κυριακή για εκδρομή (Κέδρος), Λυσσασμένη γάτα (Κέδρος), Γυάλινος κόσμος (Κέδρος), Λεωφορείο ο πόθος (Κέδρος), Μονόπρακτα (Κέδρος), Γλυκό πουλί της νιότης, Καλοκαίρι και καταχνιά (Κέδρος), Ο Ορφέας στον Άδη, Η νύχτα της ιγκουάνα. Ευγένιος Ο' Νηλ: Ένα φεγγάρι για τους καταραμένους (Κέδρος), Πόθοι κάτω από τις λεύκες (Κέδρος). Έντουαρντ Άλμττη: Ιστορία του ζωολογικού κήπου (Πατάκης), Τρεις φηλές γυναίκες (Κέδρος), Το μωρό (Κέδρος), Η γίδα (Κέδρος). Αντόν Τσέχωφ: Ο γλάρος (Τψιλον), Ο θείος Βάνιας ('Τψιλον), Μονόπρακτα (Κέδρος). Μάρραιη Σίσγκαλ: Ο τίγρης (Πατάκης). Ευριπίδη: Τρωάδες (Πατάκης). Ζαν Κοκτώ: Οι τρομεροί γονείς (Πατάκης). Μπράιαν Φρίελ: Μόλλυ Σουήνυ (Πατάκης), Ο Θαυματοποιός (Πατάκης). Άρθουρ Μίλλερ: Ο θάνατος του εμποράκου (Πατάκης). Ουίλλιαμ Σαίξττηρ: Όπως σας αφέσει (Κέδρος), Το χειμωνιάτικο παφαμύθι (Κέδρος), Πολύ κακό για το τίποτα (Κέδρος), Δωδέκατη νύχτα (Κέδρος), Ιούλιος Καίσαρας (Κέδρος), Τίτος Ανδρόνικος (Κέδρος), Ριχάρδος ο Γ^ (Κέδρος), Ο έμπορος της Βενετίας (Κέδρος), Οθέλλος (Κέδρος), Όνεφο καλοκαιρινής νύχτας (Κέδρος), Η Τρικυμία (Κέδρος), Η κωμωδία των παρεξηγήσεων (Κέδρος), Αντώνιος και Κλεοπάτρα (Κέδρος), Το ημέρωμα της στρίγκλας (Κέδρος), Ο βασλιάς Αηρ (Τψιλον), Άμλετ ('Τψιλον), Μακμπέθ ('Τψιλον), Τρωίλος και Χρυσηίδα (Κέδρος), Ρωμαίος και Ιουλιέτα ('Τψιλον), Ριχάρδος ο Β' (Κέδρος), Δύο άρχοντες από τη Βερόνα (Κέδρος), Οι εύθυμες κυράδες του Γουίντζορ (Κέδρος), Τίμων ο Αθηναίος, Βασιλιάς Ιωάννης, Κοριολανός (Κέδρος), Αγάπης αγώνας άγονος (Κέδρος), Κυμβελίνος (Κέδρος). Ι^φρίκος ο Δ^ [Πρίύτο Μέρος], Ρφρίκος ο ^^ [Δεύτερο Μέρος], Τέλος καλό όλα καλά, Με το ίδιο μέτρο, ΙΙερικλής, Ερρίκος ο Ε', Ερρίκος ο Στ' [Πρώτο Μέρος], Ερρίκος ο [Δεύτερο Μέρος], Ερρίκος ο Στ' Τρίτο Μέρος], Ερρίκος ο //'.
Α Ν Τ Ο Ν
Τ Σ Ε Χ Ω Φ
Π
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΕΛΙΕΣ
ύψιλον/^ί^λία ΘΕΑΤΡΟ
© Ερρίκος Μπελιές, ύψλονΙβιβλία, 2003
ΤΑ Π Ρ Ο Σ Ω Π Α
ΤΟΤ
ΕΡΓΟΪ
ΙΡΙΝΑ ΝΙΚΟΛΑΓΙΕΒΝΑ ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ: Χήρα Τρέπλιεφ, ηθοποιός. ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝ ΓΚΑΒΡΙΑΟΒΙΤΣ ΤΡΕΠΛΙΕΦ: Γιος της. ΠΙΟΤΡ ΝΙΚΟΑΑΓΙΕΒΙΤΣ ΣΟΡΙΝ: Αδελφός της. ΝΙΝΑ ΜΙΧΑΗΑΟΒΝΑ ΖΑΡΕΤΣΝΑΓΙΑ: Νέα κοπέλα, κόρη πλούσιου γαιοκτήμονα. ΙΑΙΑ ΑΦΑΝΑΣΙΕΒΙΤΣ ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ: Απόστρατος ανθυπολοχαγός, επιστάτης στο χτήμια του Σόριν. ΠΩΑΙΝΑ ΑΝΤΡΕΓΙΕΒΝΑ: Γυναίκα του. ΜΑΣΑ (ΜΑΡΙΑ ΙΑΙΝΙΤΣΝΑ): Κόρη του. ΜΠΟΡΙΣ ΑΑΕΞΕΓΙΕΒΙΤΣ ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ: Συγγραφέας. ΓΙΕΒΓΚΕΝΙ Σ Ε Ρ Γ Κ Ε Γ Ι Ε Β Ι Τ Σ ΝΤΟΡΝ: Γιατρός. ΣΕΜΙΟΝ ΣΕΜΙΟΝΟΒΙΤΣ ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ: Δάσκαλος. ΓΙΑΚΩΦ: Εργάτης. Ένας ΜΑΓΕΙΡΑΣ Μια ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ
Η (Στο χτήμα καί της Τέταρτης
ΣΚΗΝΗ
του Σ Ο Ρ Ι Ν . Μεταξύ Πράξης
της
Τρίτης
έχουν περάσει δύο
χρόνια.)
ΠΡΩΤΗ
ΠΡΑΞΗ
(Ένα μέρος του πάρκου στο χτήμα του ΣΟΡΙΝ. Μια πλατιά ^εντροστοιχία ξεκινάει από το προσκήνιο, διασχίζει το πάρκο και καταλήγει σε μια λίμνη. Μια πρόχειρη σκηνή για ερασιτεχνική παράσταση έχει στηθεί στη μέση της δεντροστοιχίας και κρύβει τη λίμνη από τους θεατές. Δεξιά και αριστερά της σκηνής, θάμνοι. Λίγα καθίσματα, ένα τραπεζάκι. Μόλις έχει βασιλέψει ο ήλιος. Πάνω στη σκηνή και πίσω από την κλειστή αυλαία δουλεύουν ο ΓΙΑΚΩΦ και μερικοί ακόμα εργάτες. Τους ακούμε να βήχουν και να χτυπάνε με σφυριά. Η ΜΑΣΑ και ο ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ μπαίνουν από αριστερά, επιστρέφοντας από περίπατο.)
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Γιατί φοράτε πάντα μαύρα; ΜΑΣΑ Πενθώ για τη ζωή μου. Είμαι δυστυχισμένη. ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Μα, γιατί; (Σκεφτικός) Δεν το καταλαβαίνω. Είσαστε γερή. Ο πατέρας σας μπορεί να μην είναι πλούσιος, αλλά περνάτε άνετα. Η δική μου ζωή είναι πολύ πιο δύσκολη απ' τη δική σας. Εγώ παίρνω μόνο είκοσι τρία ρούβλια το μήνα, μείον οι κρατήσεις για τη σύνταξη. Κι όμως, δεν φοράω μαύρα. (Κάθονται)
ΜΑΣΑ Σημασία δεν έχουν τα χρήματα. Κι ένας φτωχός μπορεί να είν' ευτυχισμένος. ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Θεωρητικά, ναι. Αλλά στην πράξη φαίνεται αλλιώς: εγώ, η μητέρα μου, οι δύο αδελφές μου κι ένας μικρός αδελφός περνάμε μόνο με το δικό μου μισθό, με είκοσι τρία ρούβλια όλα κι όλα. Και δεν πρέπει να φάμε; Να πιούμε; Και το τσάι, η ζάχαρη, ο καπνός; Δύσκολη η κατάσταση — πώς να τα βγάλουμε πέρα; ΜΑΣΑ (Στρέφει και κοιτάζει τη σκηνή) Όπου να ναι αρχίζει η παράσταση. ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Ναι, θα παίξει η Νίνα Ζαρέτσναγια και το έργο το έγραψε ο Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς. Είναι ερωτευμένοι, κι απόψε οι ψυχές
10
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
τους θα ενωθούν σε μια προσπάθεια να δώσουν ένα έργο τέχνης. Ενώ η δική σας η ψυχή και η δική μου δεν έχουνε κανένα σημείο επαφής. Εγώ σας αγαπώ, στο σπίτι μου δεν βρίσκω ησυχία, γιατί θέλω να σας βλέπω και κάνω κάθε μέρα έξι βέρστια με τα πόδια να έρθω κι άλλα τόσα να γυρίσω. Αλλά, απ' την πλευρά σας συναντάω μόνον αδιαφορία. Δεν λέω, το καταλαβαίνω, γιατί εγώ είμαι φτωχός κι έχω μεγάλη οικογένεια... Ποια θα παντρευόταν κάποιον που δεν έχει ούτε να φάει; ΜΑΣΑ Ανοησίες! (Ρουφάει μία πρέζα καπνό) Με συγκινεί ο έρωτάς σας,
αλλά δεν μπορώ ν* ανταποκριθώ. Αυτό είν' όλο. (Του προσφέρει τψ ταμπακέρα της) Ορίστε.
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Δεν έχω διάθεση τώρα. (Παύση)
ΜΑΣΑ Κουφόβραση. Μάλλον θα ρίξει μπόρα απόψε. Εσείς ή φιλοσοφείτε συνέχεια ή μιλάτε για χρήματα. Πιστεύετε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από τη φτώχεια, όμως εγώ λέω πως χίλιες φορές καλύτερα να γυρνάς με κουρέλια και να ζητιανεύεις, παρά... Βέβαια, πού να καταλάβετε εσείς... (Ο ΣΟΡΙΝ ΧΑΊ Ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ μπαίνουν από 8εξιά)
ΣΟΡΙΝ (Στηρίζεται στο μπαστούνι του) Εμένα, η ζωή στην εξοχή δεν μου πάει, παιδί μου. Και σίγουρα δεν θα τη συνηθίσω ποτέ. Χτες βράδυ ξάπλωσα στις δέκα και σήμερα σηκώθηκα στις εννέα κι ένιωθα λες και το μυαλό μου είχε κολλήσει στο κρανίο μου απ' τον πολύ ύπνο, εν τοιαύτη περιπτώσει. (Γελάει) Το μεσημέρι, μετά το φαΐ, με πήρε πάλι ο ύπνος άθελά μου. Και τώρα, είμαι πάλι χάλια, λες και ξύπνησα από εφιάλτη... ΤΡΕΠΑΙΕΦ Έχεις δίκιο, έπρεπε να ζεις στην πόλη. (Βλέπει τη ΜΑΣΑ και τον ΜΕΝΤΒΈΝΤΕΝΚΟ; Ακούστε εσείς οι δύο, θα σας φωνάξουν, όταν αρχίσουμε. Τώρα δεν κάνει να είσαστε εδώ. Σας παρακαλώ, πηγαίνετε.
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΣΟΡΙΝ (Στη ΜΑΣΑ^ Μαρία Ιλίνιτσνα, πείτε στον πατέρα σας να δώσει εντολή να λύσουνε το σκύλο. Όσο τον έχουνε δεμένο, ουρλιάζει. Η αδελφή μου έμεινε πάλι ξάγρυπνη χτες το βράδυ. ΜΑΣΑ Γιατί δεν το λέτε ο ίδιος στον πατέρα μου; Εγώ δεν πρόκειται να του το π ω . Και τώρα, με συγχωρείτε. (Στον ΜΕΝΤΒΕΝΤΕ-
ΝΚΟ; Πάμε. ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ • Στείλτε κάποιον να μας φωνάξει πριν αρχίσετε — εντάξει; (Βγαίνουν η ΜΑΣΑ ΚΑΊ Ο ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ^
ΣΟΡΙΝ Δηλαδή, πάλι θα ουρλιάζει όλο το βράδυ το σκυλί; Τι ιστορία κι αυτή! Αοιπόν, ποτέ μου δεν κατάφερα να ζήσω στην εξοχή όπως θα ήθελα. Παλιότερα, έπαιρνα κανα μήνα άδεια κι ερχόμουνα για να ξεκουραστώ, εν τοιαύτη περιπτώσει... Όμως, μόλις πατούσα το πόδι μου εδώ, αρχίζαν όλοι να με ζαλίζουνε με τις ανοησίες τους κι από την πρώτη μέρα ήθελα να ξαναφύγω. (Γελάει) Η καλύτερη στιγμή μου ήταν πάντα όταν έφευγα..., τώρα όμως, που πήρα τη σύνταξή μου, δεν έχω πού να πάω. Τέλος πάντων, μ' αρέσει δεν μ* αρέσει, εδώ θα μείνω... ΓΙΑΚΩΦ (Στον ΤΡΕΠΑΙΕΦ) Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς, εμείς πάμε για μια βουτιά στη λίμνη. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Εντάξει, αλλά να είσαστε στις θέσεις σας σε δέκα λεπτά. (Κοιτάζει το ρολόι του) Σε λίγο αρχίζουμε. ΓΙΑΚΩΦ Ό,τι πείτε, αφεντικό. (Βγαίνει)
ΤΡΕΠΑΙΕΦ (Ρίχνοντας μια ματιά προς τη σκηνή) Ν α και το θέατρο που ήθελες.
Αυλαία, η μια κουίντα, η άλλη κουίντα, και στη μέση κενό. Χωρίς σκηνικό. Φόντο η λίμνη κι ο ορίζοντας. Η αυλαία θ' ανοίξει ακριβώς στις οχτώμισι, όταν βγαίνει το φεγγάρι.
12
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΣΟΡΙΝ Θαυμάσια. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Όμως, αν αργήσει η Νίνα Ζαρέτσναγια, όλο το εφέ θα πάει χαμένο. Έπρεπε να έχει έρθει. Βλέπεις, ο πατέρας της κι η μητριά της δεν την αφήνουνε στιγμή από τα μάτια τους και της είναι δύσκολο να φύγει από το σπίτι — ούτε φυλακή να ή τ α ν ε ! (ΔιορΘώνεί τη γραβάτα του θείου του) Τ α μαλλιά σου και
τα γένια σου είναι άνω κάτω. Να τα κουρέψεις λιγάκι, να τα περιποιηθείς, κάτι... ΣΟΡΙΝ (Κάνει μια κίνηση να ταχτοποιήσει τα μαλλιά και τα γένια του) Α υ τ ή
είναι η τραγωδία της ζωής μου. Η εμφάνισή μου. Ακόμα και στα νιάτα μου έμοιαζα σαν μπεκρής, εν τοιαύτη περιπτώσει. Οι γυναίκες δεν μ' αγάπησαν ποτέ. (Κάθεται) Η αδελφή μου τι έχει κι είναι στις κακές της; ΤΡΕΠΛΙΕΦ Τι έχει; Βαριέται. (Κάθεται 8ίπλα του) Και ζηλεύει. Τα 'χει βάλει μαζί μου, και με την παράσταση, και με το έργο μου, γιατί θα παίξει η Νίνα Ζαρέτσναγια κι όχι αυτή. Το έργο μου δεν το ξέρει, αλλά ήδη το σιχαίνεται. ΣΟΡΙΝ (Γελάει) Κάτι ιδέες που σου 'ρχονται! ΤΡΕΠΑΙΕΦ Την έχει πιάσει η κακία της, που ως και σ' αυτό το θεατράκι μπορεί να κάνει επιτυχία η Νίνα Ζαρέτσναγια κι όχι αυτή! (Κοιτάζει το ρολόι του) Ψυχολογικό φαινόμενο η μητέρα μου. Και ταλαντούχα είναι, κι έξυπνη είναι, και μπορεί να κλάψει με λυγμούς διαβάζοντας ένα βιβλίο, κι όλα τα ποιήματα του Νεκράσωφ τα ξέρει απέξω, και τους αρρώστους φροντίζει σαν άγγελος. Αλλά τόλμα να πεις μπροστά της καλή κουβέντα για την Ντούζε! Ωχ, ωχ, ωχ! Μόνον αυτή πρέπει να υμνούν όλοι, μόνο γι* αυτή να γράφουν, μόνο αυτή ν' αποθεώνουν για το μοναδικό παίξιμό της στην Κυρία με τις καμέλιες, ή στο Μεθύσι της ζωής. Όμως εδώ, στην εξοχή, της λείπει αυτό το ναρκωτικό και βαριέται κι εκνευρίζεται και μας βλέπει όλους εχθρούς της...· εμείς φταίμε για όλα. Χώρια που είναι και προληπτική και φοβάται τα τρία κεριά και τον αριθμό δεκατρία. Και τσιγκούνα είναι. Στην τράπεζά της, στην Οδησσό, έχει εβδομήντα χιλιάδες ρούβλια — αυτό το ξέρω
ο Ι^ΛΛΡΟΣ
Ι^
σίγουρα. Όμως, κάνε να της ζητήσεις δανεικά και θ' αρχίσει να σου κλαίγεται! ΣΟΡΙΝ Σου 'χει μπει η ιδέα πως το έργο δεν θ' αρέσει στη μητέρα σου και, εν τοιαύτη περιπτώσει, σ' έχει πιάσει ανησυχία... Ηρέμησε, η μητέρα σου σε λατρεύει. ΤΡΕΠΛΙΕΦ (Μαδώντας ένα λουλούδι) Μ' αγαπά... δεν μ' αγαπά... μ' αγαπά... δεν μ' αγαπά... (Γελάει) Να το: η μητέρα μου δεν μ' αγαπάει! Ε, φυσικό είναι. Αυτή ήθελε να ζήσει, να γνωρίσει έρωτες, να φοράει τουαλέτες πολύχρωμες. Κι εγώ είμαι κιόλας είκοσι πέντε χρόνων και της θυμίζω συνέχεια πως δεν είναι πια νέα. Όταν δεν είμαι παρών γίνεται τριαντάρα, όμως όταν με βλέπει μπροστά της, είναι σαράντα τριών — να γιατί με μισεί. Κι έπειτα, ξέρει πως εγώ το θέατρο δεν το εκτιμώ. Αυτή λατρεύει το θέατρο — νομίζει πως με την υποκριτική της υπηρετεί την ανθρωπότητα και την τέχνη. Ενώ ξέρει ότι εγώ πιστεύω πως το σύγχρονο θέατρο είναι ρουτίνα, είναι μια στείρα σύμβαση με την παράδοση. Όταν εγώ βλέπω ν' ανοίγει η αυλαία σ' ένα μισοφωτισμένο χώρο με τρεις τοίχους... Όταν βλέπω αυτά τα μεγάλα ταλέντα, αυτούς τους προκαθήμενους της ιερής τέχνης να παριστάνουν πώς οι άνθρωποι τρώνε, πίνουν, ερωτεύονται, περπατάνε, φοράνε τα ρούχα τους... Όταν τους ακούω με φτηνές φράσεις και εικονοπλασίες να στήνουνε μια ηθική μικρόψυχη και εύπεπτη, κατάλληλη για κάθε οικιακή χρήση... Όταν βλέπω να μου σερβίρουν χιλιάδες παραλλαγές του ίδιου παλιομοδίτικου πιάτου... Ε, τότε το βάζω στα πόδια ολοταχώς, όπως ο Γκυ ντε Μωπασσάν όταν αντίκρισε τον πύργο του Άιφελ και τον αρρώστησε η χυδαιότητά του. ΣΟΡΙΝ Κι όμως, δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς το θέατρο. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Χρειαζόμαστε καινούργιες φόρμες. Νέους τρόπους έκφρασης που, αν δεν τους βρούμε, καλύτερα να μην κάνουμε θέατρο. (Κοιτάζει το ρολόι του) Την αγαπάω τη μητέρα μου, την αγαπάω πολύ, όμως κάνει μια ζωή χωρίς νόημα... Τριγυρνάει παντού μ' αυτόν το συγγραφέα και τ' όνομά της είναι συνέχεια στις εφημερίδες... Όλα αυτά εμένα με κουράζουνε πολύ. Ώρες ώρες, μιλάει μέσα μου ο κοινός θνητός και σκέφτομαι εγωιστικά, και τότε θλίβομαι, που έχω μητέρα μια γνωστή ηθοποιό... Νομίζω, πως αν είχα μια απλή
14
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
συνηθισμένη γυναίκα, θα ήμουνα κι εγώ πιο ευτυχισμένος. Μα, πες μου θείε, υπάρχει πιο απογοητευτική, πιο γελοία κατάσταση απ' τη δική μου; Πολλές φορές το σπίτι της ήταν γεμάτο επισκέπτες, όλους διασημότητες, συγγραφείς και ηθοποιούς, κι ανάμεσά τους βρισκόμουν εγώ μόνος, ένα τίποτα, που καταδεχόντουσαν να με προσέξουν, επειδή ήμουνα γιος της. Ποιος είμαι; Τι είμαι; Παράτησα το πανεπιστήμιο στο τρίτο έτος «ένεκα περιστάσεων διά τας οποίας δεν φέρομεν καμίαν ευθύνην», όπως λένε στις εφημερίδες. Δεν έχω κανένα ιδιαίτερο χάρισμα, δεν έχω ούτε πεντάρα δική μου και, σύμφωνα με το διαβατήριό μου, είμαι ένας μικροαστός από το Κίεβο. Κι ο πατέρας μου μικροαστός από το Κίεβο ήταν, αλλά εκείνος κατάφερε να γίνει πολύ γνωστός ηθοποιός. Στο σαλόνι της μητέρας μου, που λες, μαζευόντουσαν όλοι αυτοί οι ηθοποιοί και συγγραφείς και όταν καταδέχονταν να μου ρίξουν κάποια ευγενική ματιά, εγώ ένιωθα πως με το βλέμμα τους μετρούσαν το μέγεθος της ασημαντότητάς μου. Μάντευα τις σκέψεις τους κι ένιωθα μεγάλη ταπείνωση — υπέφερα πραγματικά... ΣΟΡΙΝ Με την ευκαιρία, πες μου: τι άνθρωπος είν' αυτός ο συγγραφέας; Δεν μπορώ να τον καταλάβω. Ποτέ δεν ανοίγει το στόμα του. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Έξυπνος, απλός και λίγο μελαγχολικός. Πραγματικά αξιοπρεπής κύριος. Δεν έχει κλείσει ακόμα τα σαράντα κι είναι κιόλας διάσημος, χορτασμένος από τη ζωή... Όσο για τα γραφτά του — τι να πω; Συμπαθητικά είναι, με πολύ ταλέντο... Αλλά, άμα έχεις διαβάσει Τολστόι και Ζολά, δεν σου 'ρχεται μετά να διαβάσεις Τριγκόριν. ΣΟΡΙΝ Ναι, παιδί μου, αλλά εγώ έχω αδυναμία στους ανθρώπους των γραμμάτων. Κάποτε υπήρχανε μόνο δύο πράγματα που ήθελα με πάθος στη ζωή μου: να παντρευτώ και να γίνω λογοτέχνης. Δεν κατάφερα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ε, ναι, ωραίο να είναι κάποιος λογοτέχνης, ακόμα και μικρός, εν τοιαύτη περιπτώσει. ΤΡΕΠΛΙΕΦ (Ακούεί με προσοχή) Ακούω βήματα. (Αγκαλιάζει το Θείο του) Χωρίς
αυτήν δεν μπορώ να ζήσω... Ακόμα κι ο ήχος των βημάτων της είναι θεϊκός... Ω, νιώθω τρελά ευτυχισμένος... (Τρέχει να συναντήσει τη ΝΙΝΑ που μπαίνει) Μάγισσά μου..., όνειρό μου...
ΝΙΝΑ (Ταραγμένη) Δεν άργησα... Σίγουρα δεν άργησα...
ο ΓΛΑΡΟΣ
^
ΤΡΕΙΙΛΙΕΦ (Της φιλάει τα χέρια) Ό χ ι , όχι, όχι...
ΝΙΝΑ Όλη μέρα ήμουν ανήσυχη, φοβόμουνα τόσο πολύ! Φοβόμουνα πως ο πατέρας δεν θα μ' άφηνε να έρθω... Αλλά πριν λίγο βγήκε με τη μητριά μου. Ο ουρανός ήταν κόκκινος, το φεγγάρι άρχιζε να βγαίνει, κι εγώ χτυπούσα τ' άλογο να τρέξει, το χτυπούσα. (Γελάει) Μα τώρα είμαι τόσο χαρούμενη! (Σφίγγει
το χέρι του Σ Ο Ρ Ι Ν )
ΣΟΡΙΝ (Γελώντας) Σαν να βλέπω δάκρυα σε τούτα τα ματάκια... Χε, χε — κακό αυτό! ΝΙΝΑ Δεν είναι τίποτα... Δείτε πόσο λαχάνιασα... Σε μισή ώρα θα φύγω — πρέπει να βιαστούμε. Δεν μπορώ να μείνω παραπάνω* για το Θεό! μη με καθυστερήσετε. Ο πατέρας δεν ξέρει πως βρίσκομαι εδώ. ΣΟΡΙΝ Πάω να τους φωνάξω, εν τοιαύτη περιπτώσει. (Πηγαίνει προς τα Βεζιά τραγουδώντας)
«Δύο
γρεναδιέροι
στη
Γαλλία...»
(Στρέφει)
Κάποτε, λοιπόν, έλεγα αυτό το τραγούδι, κι ένας αντιεισαγγελέας μου είπε, «Η φωνή σας είναι πολύ δυνατή, εξοχότατε». Τστερα, σκέφτηκε για λίγο και συμπλήρωσε: «Πολύ δυνατή, αλλά απαίσια». (Γελάει και βγαίνει)
ΝΙΝΑ Ο πατέρας μου κι η μητριά μου δεν μ' αφήνουνε να έρχομαι εδώ. Αένε πως εδώ είσαστε όλοι πολύ μποέμ... φοβούνται μήπως γίνω θεατρίνα. Εγώ, όμως, νιώθω να με τραβάει αυτή η λίμνη, λες κι είμαι γλάρος... Π καρδιά μου είναι γεμάτη από σένα. (Κοιτάζει
γύρω)
ΤΡΕΠΑΙΕΦ Είμαστε μόνοι.
ΝΙΝΑ Μου φαίνεται πως κάποιος είν' εκεί.
ΛΝΤΟΝ ΤΣΚΧΩΦ
ΤΡΕΠΛΙΕΦ Κανένας δεν είναι. (Φίλίούνται)
ΝΙΝΑ Αυτό τι δέντρο είναι; ΤΡΕΠΛΙΕΦ Φτελιά. ΝΙΝΑ Γιατί είναι τόσο σκοτεινή; ΤΡΕΠΑΙΕΦ Βραδιάζει κι όλα σκοτεινιάζουν. Μη φύγεις νωρίς, σε ικετεύω." ΝΙΝΑ Αδύνατον να μείνω. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Κι αν σ' ακολουθήσω εγώ ως το σπίτι σου, Νίνα; Θα στέκομαι όλη νύχτα στον κήπο σου και θα κοιτάζω το παράθυρό σου. ΝΙΝΑ Όχι — θα σε δει ο νυχτοφύλακας. Κι ο Τρεζόρ δεν σε ξέρει ακόμα, θα γαβγίζει. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Σ' αγαπώ. ΝΙΝΑ Σςςςς... ΤΡΕΠΑΙΕΦ (Ακούει βήματα) Ποιος είναι; Γιάκωφ; ΓΙΑΚΩΦ (Πίσω από τη σκψή) Ναι, αφεντικό.
ΤΡΕΠΑΙΕΦ Στις θέσεις σας. Ώρα ν' αρχίσουμε. Βγήκε το φεγγάρι; ΓΙΑΚΩΦ Ναι, αφεντικό. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Εντάξει το οινόπνευμα; Και το θειάφι; Όταν φανούνε τα κόκκινα μάτια, πρέπει να μυρίζει θειάφι. (Στη ΝΙΝΑ^ Πήγαινε, όλα είν' έτοιμα. Έχεις τρακ;
ΝΙΝΑ Ναι, πολύ. Η μητέρα σου..., καλά... αυτή δεν τη φοβάμαι. Αλλά
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ο Τριγκόριν... Φοβάμαι, ντρέπομαι να παίξω μπροστά του... Ένας διάσημος συγγραφέας... Είναι νέος; ΤΡΕΠΛΙΕΦ Ναι. ΝΙΝΑ Υπέροχα τα διηγήματά του. ΤΡΕΠΛΙΕΦ (Ψυχρά) Αυτό δεν το ξέρω. Δεν τα έχω διαβάσει. ΝΙΝΑ Δύσκολο να παίξει κάποιος στο έργο σου. Δεν έχει ζωντανά πρόσωπα. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Ζωντανά πρόσωπα! Τη ζωή δεν πρέπει να τη δείχνουμε όπως είναι ή όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά όπως μας φανερώνεται στα όνειρα. ΝΙΝΑ Μα το έργο σου δεν έχει δράση, είναι όλο σαν απαγγελία. Και, κατά τη γνώμη μου, σ' ένα θεατρικό έργο πρέπει να υπάρχει κι έρωτας. (Πηγαίνουν και οί 8ύο πίσω από τη σκηνή. Μπαίνουν η ΠΩΛΙΝΑ ΑΝΤΡΕΓΙΕΒΝΑ ΚΑΊ Ο ΝΤΟΡΝ.)
ΠΩΑΙΝΑ Έχει υγρασία εδώ έξω. Να πάτε αμέσως να φορέσετε τις γαλότσες σας. ΝΤΟΡΝ Εγώ ζεσταίνομαι. ΠΩΑΙΝΑ Δεν προσέχετε τον εαυτό σας. Από πείσμα το κάνετε. Αφού είσαστε γιατρός, ξέρετε πολύ καλά πως η υγρασία βλάπτει, αλλά εσείς θέλετε να με βλέπετε να υποφέρω. Και χτες, που μείνατε στη βεράντα όλο το βράδυ επίτηδες, για να... ΝΤΟΡΝ (Σιγοτραγουδάει) «Μη [χου θυμίζεις τα νιάτα που πήγαν χαμένα...» ΠΩΑΙΝΑ Είχατε απορροφηθεί τόσο στην κουβέντα σας με την Ιρίνα Νικολάγιεβνα, που δεν νιώθατε ούτε το κρύο. Ελάτε τώρα, παραδεχτείτε το, σας αρέσει... ΝΤΟΡΝ Είμαι πενήντα πέντε χρόνων.
18
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
ΠΩΛΙΝΑ Ε, και; Για τον άντρα δεν είναι πολλά. Κι εσείς είσαστε μια χαρά, αρέσετε ακόμα στις γυναίκες. ΝΤΟΡΝ Ωραία. Και τώρα τι θέλετε; ΠΩΛΙΝΑ Όλοι οι άντρες, μόλις δείτε θεατρίνα, πέφτετε στα πόδια της. Όλοι σας! ΝΤΟΡΝ (Σιγοτραγουδάει) «Ήρθα
χί απόφε...»
Είναι πολύ φυσικό ο κόσμος
να θαυμάζει περισσότερο τους καλλιτέχνες και να τους φέρεται διαφορετικά απ' ό,τι, ας πούμε, στους εμπόρους. Αυτό είναι ο ιδεαλισμός, που λένε. ΠΩΑΙΝΑ Μια ζωή, οι γυναίκες είναι ξετρελαμένες μαζί σας και τρέχουν από πίσω σας. Ιδεαλισμός είναι κι αυτό; ΝΤΟΡΝ (Ανασηκώνεί τους ώμους) Και λοιπόν; Σ τ ι ς σχέσεις που είχαν οι
γυναίκες μαζί μου υπήρχανε πολλά καλά. Πρώτα απ' όλα: στο πρόσωπο μου αγαπούσανε τον εξαιρετικό γιατρό. Πριν δέκα, δεκαπέντε χρόνια, ήμουνα, θυμάστε, ο μόνος γυναικολόγος σ' όλη την περιοχή. Και πάντα υπήρξα τίμιος. ΠΩΑΙΝΑ (Του πιάνει το χέρι) Κ α λ έ μου!
ΝΤΟΡΝ Σσσσς! Έρχονται. (Μπαίνουν η ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ, στηριγμένη στο μπράτσο του ΣΟΡΙΝ, ο ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ, Ο ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ, Ο ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ ΚΑΊ η ΜΑΣΑ)
ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Το 1873, στο πανηγύρι της Πολτάβας, έδωσε μια παράσταση κι ήταν υπέροχη. Θρίαμβος! (ϊττ^ν ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ) Αλήθεια, τι απόγινε ο Τσάντιν, ο Πάβελ Σεμιόνοβιτς Τσάντιν, ο κωμικός; Ήταν θαυμάσιος στο ρόλο του Ρασπλούγιεφ, καλύτερος κι απ' τον Σαντόφσκη. Αόγω τιμής, ευγενέστατη κυρία. Τι απόγινε; ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Πάντα ρωτάτε για κάποιον προϊστορικό. Πού να ξέρω εγώ; (Κάθεται)
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ (Αναστενάζει) Ο Πάσκα Τσάντιν! Που να βρεις τέτοιους ηθοποιούς σήμερα! Το θέατρο περνάει παρακμή, Ιρίνα Νικολάγιεβνα. Κάποτε, βλέπαμε στη σκηνή ολόκληρες βαλανιδιές - τώρα βλέπουμε μόνο κούτσουρα. ΝΤΟΡΝ Η αλήθεια είναι πως σήμερα έχουμε ελάχιστα μεγάλα ταλέντα, από την άλλη, όμως, το μέσο επίπεδο των ηθοποιών έχει ανέβει πολύ. ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω. Βέβαια, είναι και θέμα γούστου. Όο §ιΐδίίΐ3ΐΐδ 1)0116, αυΐ ηίΙιΠ*. (Ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ έρχεται από τη σκηνή)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Στο γιο της) Καλέ μου, θ' αρχίσετε καμιά φορά; ΤΡΕΠΑΙΕΦ Σ' ένα λεπτό, μητέρα. Αίγη υπομονή. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Απαγγέλλει από τον Άμλετ)
«Άμλετ, πάφε πια! Μου έστρεφες τα μάτια βαθιά μες στην φυχή μου' βλέπω, είναι γεμάτη σημάδια μαύρα, που δεν ξεπλένονται με τίποτα.» ΤΡΕΠΑΙΕΦ (Απαγγέλλει από τον Άμλετ)
«Κάθισε τώρα να σου σφίξω την καρδιά εγώ, αν είναι από ευαίσθητο υλικό.» (Ακούγεται σάλπισμα πίσω από την αυλαία) Κυρίες και κύριοι, αρχί-
ζουμε! Προσοχή, παρακαλώ! (Παύση) Αρχίζω. (Χτυπάει ένα μπαστούνι και απαγγέλλει μεγαλόφωνα) Ω ίσκιοι σεβάσμιοι, πανάρχαιοι
ίσκιοι, που τις νυχτερινές ώρες πλανιόσαστε πάνω απ' αυτή τη λίμνη, χαρίστε ύπνο στα βλέφαρά μας για να ονειρευτούμε όσα μέλλουν να συμβούν μετά από διακόσιες χιλιάδες χρόνια. ΣΟΡΙΝ Μετά από διακόσιες χιλιάδες χρόνια δεν θα υπάρχει τίποτα. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Εντάξει. Αφήστε να δούμε αυτό το τίποτα. * Περί προτιμήσεως όλα μπορούν να λεχθούν, και τίποτα.
(Σ.τ.Μ.)
20
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Μακάρι να το δούμε, γιατί σε λίγο θα μ,ας πάρει ο ύπνος. (Η αυλαία ανοίγει και φαίνεται η λίμνη. Το φεγγάρι, πάνω από τον ορίζοντα, καθρεφτίζεται στο νερό. Η ΝΙΝΑ ΖΑΡΕΤΣΝΑΓΙΑ, ντυμένη στ' άσπρα, κάθεται σε μια μεγάλη πέτρα.)
ΝΙΝΑ Άνθρωποι, λέοντες, αετοί, πέρδικες, ελάφια κερασφόρα, χήνες, αράχνες, ψάρια βουβά του πόντου, αστερίες και πλάσματα που μάτι δεν αντίκρισε* κοντολογίς, κάθε μορφή ζωής, κάθε μορφή ζωής που ολοκλήρωσε το θλιβερό της κύκλο, έχει σβήσει... Χιλιάδες χρόνια τώρα, έμβιο πλάσμα δεν πάτησε στη Γη και τούτο το φτωχό φεγγάρι το λύχνο του ανάβει άνευ λόγου. Τα λιβάδια δεν ξυπνούν από τον πρωινό κρωγμό των γερανών ούτε οι χρυσόμυγες βομβίζουν στης φλαμουριάς το φύλλωμα. Κρύο, κρύο, κρύο παντού... Ερημιά, ερημιά, ερημιά παντού... Φρίκη, φρίκη, φρίκη παντού... (Παύση) Όλα τα λείψανα των ζωντανών πλασμάτων γινήκαν σκόνη και η Αιώνια 'Υλη τα μεταμόρφωσε σε πέτρα, ύδωρ, σύννεφο, ενώ οι ψυχές τους λιώσανε και σμίξανε σε μία και μοναδική ψυχή. Αυτή η οικουμενική Ψυχή είμαι εγώ... Εγώ... Εντός μου εμπεριέχονται οι ψυχές του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Καίσαρα, του Σαίξπηρ, ακόμα κι η ψυχή της ταπεινότερης βδέλλας. Μέσα μου η ανθρώπινη συνείδηση έσμιξε με το ένστικτο του ζώου. Τους θυμάμαι όλους, τα θυμάμαι όλα, όλους κι όλα, και ζω την κάθε χωριστή ζωή μες στη δική μου ύπαρξη! (Λάμφεις στη λίμνη, σαν μικρές φλόγες)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Σιγανά) Έχει μια κάποια ά€θ2ίάοηο&. ΤΡΕΠΑΙΕΦ (Ικετευτικά και επιτιμητικά) Μαμά!
ΝΙΝΑ Παντέρμη πορεύομαι. Κάθε εκατό χρόνια τα χείλη ανοίγω να μιλήσω κι η πένθιμη φωνή μου αντηχεί στην ερημιά, χωρίς κανείς να την ακούει... Ούτε κι εσείς, αντιφεγγίσματα χλομά, μπορείτε να μ' αφουγκραστείτε. Ο λασπωμένος βάλτος σάς γεννά πριν απ' το χάραμα κι εσείς περιπλανιέστε, ωσότου έρθει φως δίχως λογισμούς,
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
δίχως βούληση και δίχως παλμό ζωής. Γιατί ο Σατανάς, πατέρας της Αιώνιας 'Τλης, φοβάται μήπως εντός σας γεννηθεί κάποια μορφή ζωής, γι' αυτό μέσα σας εναλλάσσει αδιάκοπα κάθε σας μόριο, όπως και κάθε μόριο στην πέτρα και στο ύδωρ, για να σας μεταμορφώνει ακατάπαυστα. Στο Σύμπαν ολάκερο, μόνο το πνεύμα παραμένει σταθερό και αναλλοίωτο. (Παύση) Σαν έγκλειστη, ριγμένη σε βαθύ, αδειανό πηγάδι, δεν ξέρω πια πού βρίσκομαι και τι με περιμένει. Το μόνο που γνωρίζω είναι η πεισματώδης κι ανελέητη πάλη μου με τον Σατανά —κυρίαρχο κάθε δυνάμεως της 'Τλης— απ' όπου είναι γραμμένο πως θα νικήσω εγώ. Και τότε, 'Τλη και Πνεύμα θα σμίξουνε σε μια περίλαμπρη αρμονία κι η βασιλεία της Κοσμικής Βούλησης θ' αρχίσει. Όμως, αυτό θα επισυμβεί αγάλι αγάλι, με την παρέλευση μυριάδων χρόνων, όταν πια η Σελήνη, ο λαμπρός Σείριος και τούτη η Γη θα έχουν γίνει σκόνη. Και έως τότε, φρίκη... φρίκη... (Παύση. Στο βάθος της λίμνης ανά-
βουν 8ύο φωτεινά σημεία.) Και τώρα, να! ο παντοδύναμος εχθρός μου, ο Σατανάς, σιμώνει. Βλέπω τα πορφυρά, τρομαχτικά του μάτια... ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Μυρίζει θειάφι. Έτσι πρέπει; ΤΡΕΠΑΙΕΦ Ναι. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Γελώντας) Α, πολύ ωραίο εφέ. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Μαμά! ΝΙΝΑ Ο Σατανάς νιώθει πλήξη χωρίς την παρουσία του ανθρώπου... ΠΩΑΙΝΑ (Στον ΝΤΟΡΝ) Γιατί βγάλατε το καπέλο σας; Βάλτε το αμέσως, θα συναχωθείτε. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ο γιατρός έβγαλε το καπέλο του στον Σατανά, τον πατέρα της Αιώνιας 'Τλης. ΤΡΕΠΑΙΕΦ (Έξαλλος. Φωνάζει.) Στοπ! Τέλος! Αυλαία! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Μα, γιατί θυμώνεις; ΤΡΕΠΑΙΕΦ Αρκετά! Αυλαία! Κλείσε την αυλαία! (Χτυπάει κάτω το πόδι του)
22
ΛΝΊΌΝ ΤΣΕΧΩΦ
Αυλαία! (Κλείνει η αυλαία) Συγγνώμη που δεν έλαβα υπόψη πως μόνο μερικοί προνομιούχοι έχουνε το δικαίωμα να γράφουν και να παίζουν. Παραβίασα το μονοπώλιό τους! Για μένα... Θέλω να πω... Εγώ... (Προσπαθεί να συνεχίσει Μετά κάνει μια χειρονομία σαν να μην μπορεί να πει αυτό που Θέλει και βγαίνει από αριστερά.)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Τι έπαθε αυτός; ΣΟΡΙΝ Ιρίνα, καλή μου, χρειάζεται μεγαλύτερη επιείκεια στη νεανική φιλοδοξία! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Μα, τι του είπα; ΣΟΡΙΝ Τον πρόσβαλες. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Μα, ο ίδιος το είχε πει — όλο αυτό ήταν ένα παιχνίδι. Έκανα κι εγώ ένα αστείο... ΣΟΡΙΝ Ναι, αλλά όσο να ναι... ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Εντάξει, δηλαδή θα το βγάλουμε κι αριστούργημα; Σας παρακαλώ! Έστησε όλη αυτή την παράσταση, μας φλόμωσε και με θειάφι, όχι για να μας διασκεδάσει, αλλά για να μας κάνει μάθημα; Να μας διδάξει πώς γράφονται τα θεατρικά έργα και πώς παίζονται; Μα, ελάτε, πολύ δεν πάει; Αυτές οι επιθέσεις εναντίον μου, συνέχεια, κι αυτά τα υπονοούμενα — όποιος και να ήτανε στη θέση μου θα γινόταν έξω φρενών. Φαντασμένο, ιδιότροπο παιδί! ΣΟΡΙΝ Να σ' ευχαριστήσει ήθελε. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Μη μου πεις! Αν ήταν έτσι, έπρεπε να διαλέξει ένα κανονικό έργο κι όχι να μας αναγκάσει να υποστούμε αυτό το παραλήρημα της ποιητικής παρακμής. Δεν έχω αντίρρηση ν' ακούω οποιοδήποτε . παραλήρημα, αρκεί να γίνεται γι' αστείο, αλλά εδώ φαίνεται να υπάρχουν αξιώσεις για καινούργιες φόρμες έκφρασης και νέες απόψεις για την τέχνη. Και βέβαια, αξιώσεις είδα, καινούργιες φόρ-
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
μες δεν είδα. Και είδα και την κακή συμπεριφορά του γιου μου! ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Καθένας γράφει όπως θέλει κι όπως μπορεί. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ωραία, ο Κόστια μπορεί να γράφει όπως θέλει κι όπως μπορεί, αλλά εμένα να μ' αφήνει στην ησυχία μου. ΝΤΟΡΝ Οργίστηκες, ω Δία! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Δεν είμαι Δίας, γυναίκα είμαι! (Ανάβει τσιγάρο) Και δεν θυμώνω καθόλου, απλώς εκνευρίζομαι που ένας νέος ξοδεύει το χρόνο του σε τόσο ανιαρά πράγματα. Και δεν είχα καμία πρόθεση να τον προσβάλω! ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Δεν έχουμε λόγο, ούτε και δικαίωμα να ξεχωρίζουμε το πνεύμα από την ύλη, διότι μπορεί και το ίδιο το πνεύμα να αποτελείται από μόρια ύλης. (Στον Τ Ρ Ι Γ Κ Ο Ρ Ι Ν , ζωηρά) Ό μ ω ς , κάποιος πρέ-
πει να γράψει κι ένα έργο για τη δικιά μας ζωή, των δασκάλων. Είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη η ζωή μας! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Δεν είναι κακή ιδέα, όμως ας μη μιλήσουμε άλλο ούτε για θέατρο ούτε για μόρια ύλης. Η βραδιά είναι τόσο ωραία! Δεν ακούτε; Τραγουδάνε. (Όλοι ακούν με προσοχή) Τπέροχα!
ΠΩΑΙΝΑ Είναι από την άλλη μεριά της λίμνης. (Παύση)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Στον ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ^ 'Ελα, κάθισε κοντά μου. Πριν από δέκα, δεκαπέντε χρόνια, άκουγες πάντα μουσικές και τραγούδια σ αυτήν τη λίμνη — σχεδόν κάθε βράδυ. Γύρω από τη λίμνη υπάρχουν έξι μεγάλα χτήματα. Γέλια, θυμάμαι, φασαρία, τουφεκιές — άσε τα ειδύλλια, πολλά ειδύλλια. Και ο ]ουη€ ρΓοιηίοΓ, το ίνδαλμα, το είδωλο όλων των χτημάτων ήταν... Επιτρέψτε μου να σας τον παρουσιάσω... (Γνέφει με το κεφάλι στον ΝΤΟΡΝ^ Ο δόκτωρ Γιεβγκένι Σεργκέγιεβιτς. Και τώρα
είναι πολύ γοητευτικός, αλλά εκείνη την εποχή ήταν ακαταμάχητος... Όμως, αρχίζω να νιώθω τύψεις. Γιατί πλήγωσα το καημένο το αγόρι μου; Δεν μπορώ να ησυχάσω. (Φωνάζει) Κόστια! Κόστια, αγόρι μου!
24
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
ΜΑΣΑ Πάω εγώ να τον βρω. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ναί, καλή μου, σε παρακαλώ. ΜΑΣΑ (Πηγαίνει αριστερά) Ω, ω! Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς! Ω, ω! (Βγαίνει)
ΝΙΝΑ (Βγαίνει πίσω από την αυλαία) Ό π ω ς φαίνεται, δεν θα συνεχίσουμε,
άρα μπορώ να βγω κι εγώ. Καλησπέρα σας. (Φίλάε^ την ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ
την ΠΩΛΙΝΑ>)
ΣΟΡΙΝ Μπράβο! Μπράβο! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Μπράβο! Μπράβο! Όλοί σας θαυμάσαμε. Με τέτοια εμφάνιση και τέτοια φωνή είναι κρίμα που μένετε εδώ, στην επαρχία. Εσείς έχετε ταλέντο! Ακούστε με — πρέπει να βγείτε στο θέατρο! ΝΙΝΑ Ω, Αυτό είναι τ' όνειρο μου. (Αναστενάζει) Αλλά όνειρο θα μείνει. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ποτέ δεν ξέρετε. Να σας συστήσω τον κύριο Τριγκόριν, Μπορίς Αλεξάντροβιτς Τριγκόριν. ΝΙΝΑ Α, χαίρομαι τόσο πολύ που... (Τα χάνεί από αμηχανία) Σας διαβάζω πάντα... ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Την κάνει να καθίσει άπλα της) Μην ντρέπεσαι, καλή μου. Είναι διά-
σημος, αλλά είναι καλός στην ψυχή. Ορίστε, κι αυτός κοκκίνισε. ΝΤΟΡΝ Νομίζω πως τώρα μπορούμε ν' ανοίξουμε την αυλαία. Μας πνίγει απαίσια. ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ (Φωνάζει) Γιάκωφ, άνοιξε την αυλαία. (Η αυλαία ανοίγει)
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΝΙΝΑ (Στον ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ; Παράξενο έργο, ε; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Δεν κατάλαβα τίποτα. Αλλά το παρακολούθησα ευχάριστα. Εσείς παίξατε πολύ αληθινά. Και το σκηνικό έξοχο. (Παύση) Αυτή η λίμνη θα πρέπει να έχει πολύ ψάρι. ΝΙΝΑ Ναι. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Αατρεύω το ψάρεμα. Για μένα η μεγαλύτερη απόλαυση είναι να κάθομαι αργά το απόγευμα στην όχθη και να παρακολουθώ το φελλό της πετονιάς μου... ΝΙΝΑ Εγώ πίστευα πως όποιος έχει δοκιμάσει τη χαρά της δημιουργίας, δεν δίνει καμία σημασία στις άλλες απολαύσεις. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Γελάει) Μην του λέτε τέτοια. Όταν ακούει επαίνους, τα χάνει και δεν ξέρει πού να κρυφτεί. ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Κάποτε, στην όπερα της Μόσχας, ο Σίλβα, ο περίφημος μπάσος, είχε πιάσει ένα κοντράλτο. Στον εξώστη καθόταν ο μπάσος που ψέλνει στην ενορία μας. Και ξαφνικά τον ακούμε κατάπληκτοι να φωνάζει απ' τον εξώστη: «Μπράβο, Σίλβα!»... Αλλά μία ολόκληρη οκτάβα χαμηλότερα... Να, έτσι. (Με φωνή μπάσου) «Μπράβο, Σίλβα.» Ολόκληρο το θέατρο έμεινε κόκαλο! (Παύση)
ΝΤΟΡΝ Ιερή σιγή! ΝΙΝΑ Εγώ πρέπει να πηγαίνω. Χαίρετε. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Πού πάτε; Από τώρα; Δεν σας αφήνουμε να φύγετε. ΝΙΝΑ Με περιμένει ο πατέρας μου. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Α, έχουμε κι αυτόν!... (Φίλίούνται) Αφού δεν γίνεται αλλιώς... Κρίμα, κρίμα που φεύγετε.
26
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
ΝΙΝΑ Να ξέρατε πόσο μου κακοφαίνεται. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Κάποιος πρέπει να σε συνοδέψει, μικρούλα μου. ΝΙΝΑ (Έντρομη) Ό χ ι , όχι!
ΣΟΡΙΝ (Στη ΝΙΝΑ, ικετευτικά) Μείνετε λίγο. ΝΙΝΑ Δεν μπορώ, Πιότρ Νικολάγιεβιτς. ΣΟΡΙΝ Μόνο για μια ώρα, εν τοιαύτη περιπτώσει. Ελάτε, δα... ΝΙΝΑ (Μετά από σκέφη, δακρύζοντας) Αδύνατον. (Του σφίγγει το χέρι και βγαίνει
γρήγορα)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Άτυχο κορίτσι. Αένε πως η μακαρίτισσα η μάνα της άφησε όλη την περιουσία στον πατέρα της, όλα σ' εκείνον, ως το τελευταίο καπίκι. Και τώρα το κορίτσι θα μείνει απένταρο, γιατί ο πατέρας της έκανε διαθήκη και τ' αφήνει όλα στη δεύτερη γυναίκα του. Ντροπή! ΝΤΟΡΝ Ναι, ο πατερούλης της είναι μεγάλο κάθαρμα, για να λέμε την αλήθεια. ΣΟΡΙΝ (Τρίβοντας τα χέρια του για να τα ζεστάνει) Δεν πάμε κι εμείς μέσα; Έχει υγρασία. Τα πόδια μου με πονάνε. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Τα πόδια σου! Ούτε από ξύλο να 'τανε — με το ζόρι τα κουνάς! Έλα, γεροντάκο μου, έλα καημένε μου. (Τον πιάνει από το μπράτσο)
ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ (Προσφέρει το μπράτσο στη γυναίκα του)
Μ^άαΐηο!
ΣΟΡΙΝ Ορίστε, το σκυλί άρχισε πάλι! (Στον ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ^ Ίλια Αφανάσιεβιτς, πείτε, σας παρακαλώ, να τα λύσουν.
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΣΛΜΡΑΓΙΕΦ Αποκλείεται, Πιότρ Νικολάγιεβιτς. Φοβάμαι μήπως μπούνε κλέφτες στην αποθήκη - έχω κεχρί μέσα, όλη τη σοδειά μας. (Στον ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ, που προχωρεί 8ίπ\α του) Μάλιστα, κύριε, μια
ολόκληρη οκτάβα χαμηλότερα. «Μπράβο, Σίλβα!», φώναξε. Και δεν ήτανε κανονικός τραγουδιστής της όπερας, ψάλτης στη χορωδία της ενορίας ήτανε. ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Πόσα παίρνει ένας ψάλτης στη χορωδία; (Βγαίνουν όλοί εκτός από τον ΝΤΟΡΝ^
ΝΤΟΡΝ (Μόνος) Τι να πω: ή δεν καταλαβαίνω τίποτε ή τρελάθηκα εντελώς... Αλλά εμένα το έργο μού άρεσε... έχει κάτι. Κι όταν η κοπέλα μίλησε για τη μοναξιά, και μετά φάνηκαν εκείνα τα κόκκινα μάτια του Σατανά, εγώ συγκινήθηκα, τα χέρια μου τρέμαν. Είχε μια φρεσκάδα, μια αμεσότητα... Α, να τος, έρχεται. Νιώθω την ανάγκη να του μιλήσω, να του πω δυο καλά λόγια. (Μπαίνει ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ^
ΤΡΕΠΑΙΕΦ Έφυγαν όλοι; ΝΤΟΡΝ Εγώ εδώ είμαι. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Έ χ ω και την καημένη τη Μάσα που με κυνηγάει σ' όλο το πάρκο. Ανυπόφορο πλάσμα! ΝΤΟΡΝ Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς, θέλω να ξέρετε πως το έργο σας μου άρεσε πάρα πολύ. Βεβαίως, είναι κάπως περίεργο και δεν ξέρω πώς τελειώνει, όμως μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Έχετε ταλέντο, πρέπει να συνεχίσετε. (Ο ΤΡΕΠΑΙΕΦ του σφίγγει το χέρι και τον αγκα-
λιάζει αυθόρμητα) Τι παρορμητικός που είσαστε! Ορίστε, δακρύσατε κιόλας! Αυτό που θέλω να πω είναι το εξής: το θέμα σας το αντλήσατε από το χώρο των αφηρημένων εννοιών. Και κάνατε πολύ καλά, διότι το έργο τέχνης πρέπει να εκφράζει ένα μεγάλο ιδεολόγημα. Ωραίο είναι μόνο το σοβαρό. Μα, είσαστε πολύ χλομός!
28
ΛΝΊΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΤΡΕΠΛΙΕΦ Δηλαδή, λέτε να συνεχίσω; ΝΤΟΡΝ Ναι, αλλά θα πρέπει να καταγράφετε μόνον ό,τι είναι σημαντικό κι αιώνιο. Ξέρετε, εγώ έχω δει πολλά στη ζωή μου, που τη χάρηκα, γιατί έκανα τις επιλογές μου — και είμαι πολύ ευχαριστημένος γι' αυτό. Όμως, αν είχα το προνόμιο να δοκιμάσω την πνευματική ανάταση που νιώθει ο καλλιτέχνης τη στιγμή της δημιουργίας, πιστεύω πως θα περιφρονούσα το σαρκίο μου και ό,τι έχει σχέση μ' αυτό και θα προσπαθούσα ν' ανυψωθώ όσο γίνεται μακριά από τη Γη. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Συγγνώμη, πού είναι η Νίνα Ζαρέτσναγια; ΝΤΟΡΝ Και κάτι ακόμα: κάθε έργο τέχνης πρέπει να εκφράζει μια ξεκάθαρη, συγκεκριμένη ιδέα. Είναι απαραίτητο να ξέρετε γιατί γράφετε, διότι, αν ακολουθήσετε το σαγηνευτικό δρόμο της λογοτεχνίας χωρίς συγκεκριμένο στόχο στο μυαλό σας, θα χαθείτε και το ταλέντο σας θα είναι η καταστροφή σας. ΤΡΕΠΛΙΕΦ (Ανυπόμονα) Πού είναι η Νίνα Ζαρέτσναγια; ΝΤΟΡΝ Έφυγε για το σπίτι της. ΤΡΕΠΛΙΕΦ (Με απόγνωση) Τι θα κάνω τώρα; Θέλω να τη δω... είναι ανάγκη να τη δω... Θα πάω στο... (Μπαίνει η ΜΑΣΑ^
ΝΤΟΡΝ (Στον ΤΡΕΠΛΙΕΦ^ Ηρεμήστε, φίλε μου.
ΜΛΣΛ Ελάτε μέσα, Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς. Σας περιμένει η μητέρα σας. Ανησυχεί. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Πείτε της, έφυγα. Και, σας παρακαλώ, όλους σας, κάντε μου τη χάρη, αφήστε με ήσυχο! ΝΤΟΡΝ Μα, μα μην κάνετε έτσι, αγαπητέ μου... Δεν πρέπει...
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΤΡΕΠΛΙΕΦ (Δακρυσμένος) Αντίο, γιατρέ. Και σας ευχαριστώ... (Βγαίνει)
ΝΤΟΡΝ (Αναστενάζει) Αχ, τα νιάτα, τα νιάτα! ΜΑΣΑ Όταν οι άνθρωποι δεν βρίσκουν τίποτ' άλλο να πουν, λένε: «Αχ, τα νιάτα»... (Ρουφάει. καπνό)
ΝΤΟΡΝ (Της αρπάζει την ταμπακερα και την πετάει στους Θάμνους) Απαίσια
συνήθεια! (Παύση) Σαν ν' ακούω μουσική από το σπίτι. Πρέπει να πάμ,ε κι εμείς. ΜΑΣΑ Σταθείτε. ΝΤΟΡΝ Τι θέλετε; ΜΑΣΑ Θέλω να σας το ξαναπώ — άλλη μια φορά... Έ χ ω ανάγκη να μιλήσω... (Ταραγμένη) Τον πατέρα μου δεν τον αγαπάω, αλλά εσάς σας έχω σε ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Δεν ξέρω γιατί, η καρδιά μου σας νιώθει πολύ δικό της άνθρωπο... Βοηθήστε με, βοηθήστε με, αλλιώς θα κάνω καμιά κουταμάρα που θα με γελοιοποιήσει και θα με καταστρέψει... δεν αντέχω άλλο. ΝΤΟΡΝ Μα, τι συμβαίνει; Εγώ να σας βοηθήσω σε τι; ΜΑΣΑ Κανένας, κανένας δεν ξέρει το μαρτύριό μου. (Ακουμπάει το κεφάλι της στο στήθος του και λέει πολύ σιγά) Α γ α π ώ τον Κόστια!
ΝΤΟΡΝ Όλοι τους τόσο νευρικοί! Τόσο νευρικοί! Και τόσος έρωτας!... Αχ, αυτά τα μάγια της λίμνης! (Τρυφερά) Όμως, εγώ σε τι μπορώ να βοηθήσω, παιδί μου; Σε τι; (Αυλαία)
ΔΕΤΤΕΡΠ
ΠΡΑΞΗ
(Γήπεδο για κροκέ. Δεξιά στο βάθος, το σπίτι με μια μεγάλη βεράντα. Αριστερά η λίμνη, όπου καθρεφτίζεται ο λαμπερός ήλιος. Παρτέρια με λουλούδια. Μεσημέρι και ζέστη. Στη μια πλευρά του γηπέδου η ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ, ο ΝΤΟΡΝ και η ΜΑΣΑ κάθονται σ' έναν πάγκο, στον ίσκιο μιας γέρικης φιλύρας. Ο ΝΤΟΡΝ έχει στα γόνατά του ένα ανοιχτό βιβλίο.)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Στη ΜΑΣΑ) Ελάτε, σηκωθείτε. (Σηκώνονται και οι δύο) Σταθείτε δίπλα μου. Είσαστε είκοσι δύο κι εγώ έχω σχεδόν τα διπλάσια χρόνια σας. Γιεβγκένι Σεργκέγιεβιτς, ποια απ' τις δυο μας φαίνεται νεότερη; ΝΤΟΡΝ Εσείς, φυσικά. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Βλέπετε; Και ξέρετε γιατί; Γιατί εγώ εργάζομαι, νιώθω το κάθετί γύρω μου και βρίσκομαι συνεχώς σε κίνηση. Ενώ εσείς δεν κουνιέστε από τη θέση σας... Εσείς δεν ζείτε... Άλλωστε, εγώ έχω έναν κανόνα: δεν νοιάζομαι ποτέ για το μέλλον! Δεν σκέφτομαι ποτέ ούτε τα γεράματα ούτε το θάνατο. Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει. ΜΑΣΑ Εγώ, πάλι, νιώθω σαν να έχω γεννηθεί πριν από αιώνες. Σέρνω τη ζωή μου πίσω μου, ατελείωτη ουρά στο φόρεμά μου... Και συχνά δεν έχω το κουράγιο να ζήσω άλλο. (Κάθεται) Βέβαια, όλ' αυτά είναι κουταμάρες. Πρέπει να συνέλθω και να τα πετάξω από πάνω μου. ΝΤΟΡΝ (Σιγοτραγουδάει) «Μιλήστε
της, λουλούδια μου
εσείς...»
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Επίσης, εγώ φροντίζω για την εμφάνισή μου σαν Εγγλέζος. Μάλιστα, αγαπητή μου, εγώ είμαι πάντα ντυμένη «στην τρίχα», όπως λένε. Πάντα καλοντυμένη και πάντα χτενισμένη οοιηιηο ΐ1 ί&υΐ. Να επιτρέψω εγώ στον εαυτό μου να βγει από το σπίτι, έστω και μέχρι τον κήπο, με τη ρόμπα κι αχτένιστη; Ποτέ! Να γιατί παραμένω νέα: επειδή δεν υπήρξα ποτέ απεριποίητη κι επει-
32
ΛΝΊΧ)Ν ΤΣΕΧΩΦ
δή δεν αφέθηκα, όπως κάνουν μερικές... (Με τα χέρια στους γοφούς, περπατάει πάνω κάτω στο γήπεδο του κροκέ) Ορίστε, βλέπετε: σ τ η τ ή
σαν πέρδικα! Στη σκηνή μπορώ να παίξω και δεκαπεντάχρονο κοριτσάκι! ΝΤΟΡΝ Τέλος πάντων, εσείς καλά τα λέτε, αλλά εγώ συνεχίζω. (Πιάνει το βιβλίο του) Είχαμε σταματήσει στο σιτέμπορο και στους αρουραίους... ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ναι, στους αρουραίους. Παρακάτω. (Κάθεται) Όχι, δώστε μου, θα διαβάσω εγώ. Είναι η σειρά μου. (Παίρνει το ^ι^λίο και φάχνει με το βλέμμα να βρει το σημείο) Στους αρουραίους... Ν α το. (Διαβάζει) «Και
είναι αναμφίβολα επικίνδυνο για άτομα της καλής κοινωνίας να περιποιούνται και να κολακεύουν συγγραφείς, ακριβώς όπως είναι επικίνδυνο ο σιτέμπορος να συντηρεί αρουραίους στην αποθήκη του. Κι όμως, οι λογοτέχνες είναι περιζήτητοι στους καλούς κύκλους. Έτσι, όταν μία κυρία επιλέξει έναν συγγραφέα και θελήσει να τον κατακτήσει, τον πολιορκεί με φιλοφρονήσεις, κολακείες και επαίνους.» Τι να πεις! Αυτά μπορεί να ισχύουν στη Γαλλία, να τα κάνουν οι Γαλλίδες, εδώ όμως δεν γίνονται τέτοια πράγματα. Εμείς δεν κάνουμε τέτοιους προγραμματισμούς. Στον τόπο μας, όταν μια γυναίκα σκεφτεί να κατακτήσει ένα συγγραφέα, είναι κιόλας ερωτευμένη μαζί του. Μην πάτε μακριά, παράδειγμα ο Τριγκόριν κι εγώ... (Μπαίνει ο ΣΟΡΙΝ, ακουμπώντας στο μπαστούνι του. Δίπλα του περπατάει η ΝΙΝΑ. Πίσω τους έρχεται ο ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ σπρώχνοντας μια πολυθρόνα με ρόδες.)
ΣΟΡΙΝ (Με τον τρυφερό τρόπο που μιλάνε στα παιδιά) Επιτέλους, χαρούμενοι
σήμερα; Στα κέφια μας, εν τοιαύτη περιπτώσει; (Στην αδελφή του) Εμείς είμαστε πανευτυχείς. Ο πατέρας κι η μητριά μας φύγανε για το Τβερ κι έχουμε την ελευθερία μας για τρεις ολόκληρες ημέρες. ΝΙΝΑ (Κάθεται δίπλα στην ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ και την αγκαλιάζει) Είμαι τόσο
ευτυχισμένη! Τώρα είμαι όλη δική σας. ΣΟΡΙΝ (Κάθεται στην πολυθρόνα με τις ρόδες) Ομορφούλα είσαι σήμερα.
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Πολύ ωραία ντυμένη και γοητευτική... Μπράβο, καλή μου... (Τη φιλάει) ΑΧΚά, τέρμα οι έπαινοι, μη σας ματιάσουμε. Πού είναι ο Μπορίς Αλεξέγιεβιτς;
ο Ι^ΛΛΡΟΣ
^
ΝΙΝΑ Ψαρεύει στη λίμνη. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Απορώ πώς δεν βαριέται. (Ετοιμάζεται να συνεχίσει το διάβασμα)
ΝΙΝΑ Τι είν' αυτό; ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Είναι το "δυιΤο^ιι" του Μωπασσάν, καλή μου. (Διατρέχει με το θρέμμα μερικές αράδες) Α, τα παρακάτω είναι ασήμαντα — και λέει κι ανακρίβειες. (Κλείνει το βιβλίο) Γιατί είναι τόσο μελαγχολικός; Περνάει μέρες ολόκληρες στη λίμνη κι εγώ δεν τον βλέπω σχεδόν καθόλου. ΜΑΣΑ Κάτι βαραίνει την καρδιά του. (Στη ΝΙΝΑ, ^ειλά) Μπορείτε να μας διαβάσετε κάτι από το έργο του;
ΝΙΝΑ (Ανασηκώνει τους ώμους) Θέλετε; Δεν έχει και τόσο ενδιαφέρον.
ΜΑΣΑ (Συγκρατεί τον ενθουσιασμό της) Όταν διαβάζει ο ίδιος, τα μάτια του αστράφτουν και το πρόσωπό του χλομιάζει. Έχει ωραία, μελαγχολική φωνή και φέρσιμο ποιητή. (Ακούγεται ο Σ Ο Ρ Ι Ν που ροχαλίζει)
ΝΤΟΡΝ Καληνύχτα. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Πετρούσα! ΣΟΡΙΝ Ε; ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Κοιμάσαι; ΣΟΡΙΝ Εγώ; Όχι, βέβαια. (Παύση)
34
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Δεν προσέχεις καθόλου την υγεία σου, αδελφούλη μου, κι αυτό είναι πολύ άσχημο. ΣΟΡΙΝ Εγώ θα έκανα και θεραπεία, αλλά, να, ο γιατρός δεν θέλει. ΝΤΟΡΝ Τώρα πια! Θεραπεία! Εξήντα χρόνων άνθρωπος! ΣΟΡΙΝ Γιατί; Στα εξήντα του ο άνθρωπος δεν θέλει να ζήσει; ΝΤΟΡΝ (Εκνευρισμένος) Καλά, πάρτε μερικές σταγόνες βαλεριάνα. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Καλό θα του 'κανε να πάει στα λουτρά. ΝΤΟΡΝ Γιατί όχι; Αν θέλει, να πάει. Αλλά, αν δεν θέλει, να μην πάει. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Άντε να καταλάβεις τι εννοεί ο γιατρός. ΝΤΟΡΝ Δεν χρειάζεται να καταλάβει κανείς τίποτα. Είπα ξεκάθαρα τη γνώμη μου. (Παύση)
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Ο Πιότρ Νικολάγιεβιτς πρέπει να κόψει το κάπνισμα. ΣΟΡΙΝ Κουταμάρες. ΝΤΟΡΝ Όχι, δεν είναι κουταμάρες. Το αλκοόλ και ο καπνός καταστρέφουν την προσωπικότητα. Μετά από ένα πούρο ή ένα ποτήρι βότκα, δεν είσαστε πια ο Πιότρ Νικολάγιεβιτς, αλλά ο Πιότρ Νικολάγιεβιτς συν κάποιος άλλος. Το «Εγώ» σας θολώνει κι αρχίζετε να φερόσαστε στον εαυτό σας σαν να ήταν τρίτο πρόσωπο, σαν να ήταν «Εκείνος». ΣΟΡΙΝ (Γελώντας) Κοιτάξτε ποιος μιλάει! Εσείς τη ζήσατε τη ζωή σας, ρωτάτε όμως κι εμένα; Εγώ υπηρέτησα στο Υπουργείο Δικαιο-σύνης είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια, γι' αυτό δεν έχω ζήσει ακόμα, δεν έχω εμπειρίες, εν τοιαύτη περιπτώσει. Είναι φυσικό να θέλω να ζήσω τώρα. Εσείς είστε χορτάτος, δεν σας νοιάζει τίποτα πια, έχετε την
ο Ι^ΛΛΡΟΣ
^
πολυτέλεια να μένετε αδιάφορος και να φιλοσοφείτε. Ενώ εγώ θέλω να ζήσω. Γι' αυτό και πίνω κόκκινο κρασί με το φαΐ μου, γι' αυτό και καπνίζω πούρα, εν τοιαύτη περιπτώσει... Αυτό είν' όλο. ΝΤΟΡΝ Τη ζωή πρέπει να την παίρνουμε σοβαρά. Αλλά, εξήντα χρόνων άνθρωπος να ζητάει θεραπείες και να κλαίγεται που δεν γλέντησε τα νιάτα του, αυτά, συγγνώμη που το λέω, είναι επιπολαιότητες. ΜΑΣΑ (Σηκώνεται) Νομίζω π ω ς είναι ώρα για φαγητό. (Περπατάει αργά
και με προσπάθεια) Μούδιασε το πόδι μου... (Βγαίνει)
ΝΤΟΡΝ Τώρα θα κοπανήσει κανα δυο ποτηράκια βότκα, πριν κάτσει στο τραπέζι. ΣΟΡΙΝ Της λείπει η προσωπική ευτυχία, της κακομοίρας. ΝΤΟΡΝ Ό,τι θέλετε λέτε, εξοχότατε! ΣΟΡΙΝ Μιλάει ο χορτάτος. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Τίποτα δεν είναι πιο ανιαρό απ' αυτήν τη γλυκιά πλήξη της εξοχής! Ζέστη, ησυχία, κανένας δεν κάνει τίποτα, όλοι κάθονται και λένε φιλοσοφίες... Είναι ωραία εδώ, μαζί σας, φίλοι μου, και μου είν' ευχάριστα όσα λέτε, αλλά... καλύτερα να βρισκόμουνα σ' ένα ξενοδοχείο και να μελετούσα το ρόλο μου. ΝΙΝΑ (Ενθουσιάζεται) Μπράβο! Σας καταλαβαίνω απόλυτα! ΣΟΡΙΝ Ω, βέβαια, πολύ καλύτερα στην πόλη. Κάθεσαι στο γραφείο σου, ο κλητήρας δεν αφήνει κανέναν να περάσει αν δεν σε ρωτήσει, έχεις το τηλέφωνο δίπλα σου... Ο δρόμος έχει κίνηση, αμάξια, εν τοιαύτη περιπτώσει... ΝΤΟΡΝ (Σιγοτραγουδάει) «Μιλήστε
της, λουλούδια μου,
εσείς»..,
(Μπαίνει ο ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ και πίσω του η ΠΩΑΙΝΑ)
36
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Όλοι εδώ είμαστε! Καλημέρα σας! (Φιλάει πρώτα το χέρι της ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ και μετά της ΝΙΝΑΣ) Χαίρομαι που σας βλέπω
όλους καλά. (Στην ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ) Μου είπε η γυναίκα μου πως θέλετε να πάτε μαζί της στην πόλη. Αλήθεια; ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ναι, το σκεφτόμαστε. ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Μμμ! Θαυμάσια! Όμως, με τι μέσον θα πάτε, αξιότιμη κυρία; Σήμερα κουβαλάμε τη σίκαλη κι όλοι οι εργάτες έχουν δουλειά. Και με τι άλογα θα πάτε, αν επιτρέπετε; ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Με τι άλογα; Και πού να ξέρω εγώ με τι άλογα! ΣΟΡΙΝ Αφού έχουμε άλογα για την άμαξα. ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ (Εκνευρίζεται) Άλογα
για την άμαξα; Και λαιμαριές για να τα
ζέψω πού θα βρω εγώ; Άλλο και τούτο πάλι! Ακατανόητο! Σεβαστή μου κυρία, με την άδειά σας, υποκλίνομαι στο ταλέντο σας, είμ' έτοιμος να προσφέρω δέκα χρόνια από τη ζωή μου για χάρη σας, όμως άλογα δεν μπορώ να σας δώσω. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Και αν εγώ πρέπει να πάω; Ορίστε κατάσταση! ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Σεβαστή μου κυρία, με την άδειά σας, εσείς δεν ξέρετε τι πάει να πει να κουμαντάρεις ένα ολόκληρο χτήμα. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Φουντώνει) Κάθε φορά τα ίδια! Πολύ καλά, λοιπόν — φεύγω σήμερα κιόλας για τη Μόσχα. Πες να νοικιάσουν άλογα απ' το χωριό, αλλιώς θα πάω με τα πόδια στο σταθμό! ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ (Φουντώνει κι αυτός) Αφού είν' έτσι, κι ε γ ώ σας υποβάλλω την
παραίτησή μου. Ψάξτε να βρείτε άλλον επιστάτη! (Φεύγει)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Κάθε καλοκαίρι, η ίδια ιστορία, κάθε καλοκαίρι που έρχομαι, τρώω προσβολές! Δεν θα ξαναπατήσω εδώ!
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
(Βγαίνει από αριστερά, προς ττην πλευρά που θα πρέπει να βρίσκονται οι καμπίνες. Λίγες στιγμές αργότερα, τη βλέπουμε να μπαίνει στο σπίτι, ακολουθούμενη από τον Τ Ρ Ι Γ Κ Ο Ρ Ι Ν , που κρατάει καλάμια του φαρέματος κι έναν κουβά.)
ΣΟΡΙΝ (Θυμωμένος) Τι θράσος! Αυτό ξεπερνάει κάθε όριο! Τα βαρέθηκα όλα αυτά! Να μου φέρουν αμέσως εδώ όλα τ' άλογα! ΝΙΝΑ (Στην ΠΩΛΙΝΑ^ Να αρνηθεί στην Ιρίνα Νικολάγιεβνα, τη διάσημη πρωταγωνίστρια! Η παραμικρή της επιθυμία, ως και κάποια ιδιοτροπία της, είναι πολύ πιο σπουδαία απ' όλο το χτήμα! Είναι απίστευτο! ΠΩΑΙΝΑ (Σε απόγνοΜτη) Εγώ τι μπορώ να κάνω; Ελάτε στη θέση μου — τι μπορώ να κάνω; ΣΟΡΙΝ (Στη ΝΙΝΑ) Πάμε να βρούμε την αδελφή μου. Θα την παρακαλέσουμε όλοι να μη φύγει. (Κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση που έφυγε ο ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ) Ανυπόφορος άνθρωπος! Τύραννος! ΝΙΝΑ (Δεν τον αφήνει να σηκωθεί) Καθίστε, καθίστε... θα σας παμε εμείς. (Αυτή και ο ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ σπρώχνουν την πολυθρόνα) Φοβερό
αυτό που έγινε. ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Ναι, φοβερό. Αλλά εγώ δεν θα τον αφήσω να φύγει. Θα πάω να του μιλήσω τώρα αμέσως. (Βγαίνουν. Ο ΝΤΟΡΝ και η ΠΩΑΙΝΑ μένουν μόνοι.)
ΝΤΟΡΝ Κουραστικοί που γίνονται οι άνθρωποι! Κανονικά, τον άντρα σου έπρεπε να τον πετάξουν από δω, κι όμως, άλλο θα γίνει: και ο Πιότρ Νικολάγιεβιτς, που 'χει ξεμωραθεί, και η αδελφή του θα του ζητήσουν και συγγνώμη από πάνω. ΠΩΑΙΝΑ Έστειλε στα χωράφια ακόμα και τ' άλογα που ζεύουμε στην άμαξα. Κάθε μέρα οι ίδιοι καβγάδες. Αν ήξερες πόσο με ταράζουν όλ' αυτά! Να, τρέμω!... Δεν αντέχω τους κακούς τρόπους του. (Ικετευτικά) Γιεβγκένι, καλέ μου, αγαπημένε μου, πάρε με μαζί σου... Τα χρόνια περνάνε, δεν είμαστε πια νέοι... Μακάρι στο τέλος
38
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
της ζωής μ,ας να καταφέρουμε να μην κρυβόμαστε άλλο και να μη λέμε ψέματα... ΝΤΟΡΝ Είμαι πενήντα πέντε χρόνων: πολύ αργά ν' αλλάξω ζωή. ΠΩΛΙΝΑ Δεν είν' αυτός ο λόγος. Μ' αρνιέσαι γιατί υπάρχουν κι άλλες γυναίκες που σ' ενδιαφέρουν. Αλλά δεν μπορείς να τις πάρεις όλες μαζί σου. Συγχώρεσέ με... Σε κουράζω... (Κοντά στο σπίτι εμφανίζεται η ΝΙΝΑ, που μαζεύει λουλούδια)
ΝΤΟΡΝ Όχι, δεν πειράζει. ΠΩΑΙΝΑ Η ζήλια μου με κάνει να υποφέρω. Βέβαια, εσύ γιατρός είσαι, δεν μπορείς ν' αποφεύγεις τις γυναίκες. Το καταλαβαίνω... ΝΤΟΡΝ (Στη ΝΙΝΑ που πλησιάζει) Π ώ ς είναι η κατάσταση εκεί μέσα;
ΝΙΝΑ Η Ιρίνα Νικολάγιεβνα κλαίει και τον Πιότρ Νικολάγιεβιτς τον έπιασε το άσθμα του. ΝΤΟΡΝ (Σηκώνεται) Πάω να δώσω και στους δύο λίγη βαλεριάνα. ΝΙΝΑ (Του προσφέρει τα λουλούδια) Για σας!
ΝΤΟΡΝ ΜβΓοί ΐ3ίοη. (Πηγαίνει προς το σπίτι)
ΠΩΑΙΝΑ (Πηγαίνει μαζί του) Ωραία λουλούδια! (Κοντά στο σπίτι και με σιγανή φωνή) Δώσ' τα μου, δώσ' τα μου! (Ο ΝΤΟΡΝ της δίνει τα λουλούδια και η ΠΩΛΙΝΑ τα κάνει κομμάτια και τα πετάει. Μπαίνουν και οι δύο στο σπίτι.)
ΝΙΝΑ (Μόνη) Τι παράξενο να βλέπεις μια διάσημη ηθοποιό να κλαίει...
ο Ι^ΛΛΡΟΣ
^
Και για τέτοια ασήμαντη αφορμή! Κι ακόμα πιο παράξενο που ένας διάσημος συγγραφέας, που τον λατρεύει το κοινό, που όλες οι εφημερίδες γράφουνε γι' αυτόν, που οι φωτογραφίες του πουλιούνται παντού και τα έργα του μεταφράζονται σε ξένες γλώσσες — αυτός ο άνθρωπος να περνάει όλη τη μέρα του στο ψάρεμα και να ενθουσιάζεται που έπιασε δύο γωβιούς! Εγώ νόμιζα πως οι διάσημοι είναι ακατάδεχτοι κι απρόσιτοι, και ότι περιφρονούσαν τους κοινούς ανθρώπους. Νόμιζα πως η δόξα τους και η αίγλη που έχει τ' όνομά τους τους επέτρεπε να εκδικούνται τους κοινούς θνητούς που βάζουν πάνω απ' όλα την καταγωγή και τα πλούτη. Να, όμως, που κι αυτοί κλαίνε, ψαρεύουν, παίζουνε χαρτιά, γελάνε και θυμώνουν, όπως όλος ο κόσμος... ΤΡΕΠΛΙΕΦ (Μπαίνει χωρίς καπέλο, κρατώντας ένα τουφέκι κι έναν σκοτωμένο
γλάρο)
Μόνη σου είσαι; ΝΙΝΑ Ναι. (Ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ αφήνει το γλάρο στα π68ια της) Τι σημαίνει αυτό;
ΤΡΕΠΛΙΕΦ Σήμερα έκανα κάτι ελεεινό — σκότωσα αυτόν το γλάρο. Τον αφήνω στα πόδια σου. ΝΙΝΑ Μα, τι έπαθες; (Σηκώνει το γλάρο και τον κοιτάζει)
ΤΡΕΠΛΙΕΦ (Μετά από παύση) Πολύ σύντομα θα σκοτώσω και τον εαυτό μου με τον ίδιο τρόπο. ΝΙΝΑ Δεν σ' αναγνωρίζω. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Ναι, από τότε που έπαψες εσύ να είσαι η ίδια. Άλλαξες απέναντί μου, με κοιτάς ψυχρά και σ' ενοχλεί ακόμα και η παρουσία μου.
ΝΙΝΑ Τώρα τελευταία έχεις γίνει πολύ νευρικός. Λες πράγματα ασυ-
40
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
νάρτητα — σαν να μιλάς με σύμβολα. Κι αυτός ο γλάρος τώρα κάποιο σύμβολο θα πρέπει να 'ναι* όμως, συγχώρεσέ με, δεν καταλαβαίνω... (Ακουμπάει το γλάρο στον πάγκο) Το μυαλό μου είναι πολύ απλοϊκό για να σε καταλάβει. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Αυτό άρχισε μετά από κείνο το βράδυ της παράστασης, μετά από κείνο το ηλίθιο φιάσκο. Οι γυναίκες δεν συγχωρούν την αποτυχία. Τα χειρόγραφά μου τα έκαψα όλα, ως και το τελευταίο χαρτάκι. Αν ήξερες πόσο δυστυχισμένος είμαι! Η ξαφνική ψυχρότητά σου είναι τρομαχτική... και μου είναι αδιανόητη... Σαν να ξύπναγα ένα πρωί κι άξαφνα έβλεπα τη λίμνη ξεραμένη, λες και την είχε ρουφήξει το χώμα. Είπες πριν λίγο πως το μυαλό σου είναι πολύ απλοϊκό για να με καταλάβει. Μα, πες μου, τι να καταλάβει; Το έργο μου δεν άρεσε σε κανέναν, εσύ δεν έχεις καμία εκτίμηση στην έμπνευσή μου, κι-εμένα τον ίδιο με θεωρείς μετριότητα, έναν ασήμαντο, όπως χιλιάδες άλλοι... (Χτυπάει κάτω το πό8ι του) Αυτό το έχω καταλάβει — το έχω απόλυτα καταλάβει. Είναι σαν καρφί σφηνωμένο στο μυαλό μου. Στο διάολο να πάει κι αυτό κι η ματαιοδοξία μου, που μου ρουφάει το αίμα, μου το βυζαίνει σαν φίδι... (Βλέπει τον ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ που έρχεται άα^άζοντας ένα βιΟ^ίο) Όμως, να, καταφτάνει η αληθινή μεγαλοφυία... Περπατώντας μ' ένα βιβλίο στο χέρι, σαν τον Άμλετ! (Μιμείται) «Λέξεις, λέξεις, λέξεις».,. Ακόμα δεν σε πλησί(χσε αυτός ο
ήλιος, κι άρχισες να χαμογελάς, το βλέμμα σου λιώνει κάτω από τις ακτίνες του. Δεν θα σας γίνω εγώ εμπόδιο... (Βγαίνει γρήγορα)
ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ (Γράφοντας στο σημειωματάριο του) Ρουφάει καπνό και πίνει βότκα. Ντυμένη πάντα στα μαύρα. Ο δάσκαλος ερωτευμένος μαζί της.... ΝΙΝΑ Καλημέρα, Μπορίς Αλεξέγιεβιτς! ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Καλημέρα. Όπως φαίνεται, ορισμένα απρόβλεπτα γεγονότα μάς αναγκάζουν να φύγουμε σήμερα. Το πιθανότερο είναι να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ. Κρίμα, γιατί σπάνια μου τυχαίνει να συναντήσω κοπέλα τόσο νέα κι ενδιαφέρουσα. Έ χ ω ξεχάσει πώς νιώθει κάποιος στα δεκαοχτώ ή στα δεκαεννιά του — ναι, δεν μπορώ ούτε να το φανταστώ. Γι' αυτό και οι κοπέλες που βάζω στα
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
βιβλία μου είναι ψεύτικες, είναι κατασκευάσματα. Θα ήθελα να βρισκόμουνα στη θέση σας, έστω και για μία ώρα, μόνο και μόνο να δω τι σκεφτόσαστε, να δω τι πλασματάκι είσαστε. ΝΙΝΑ Κι εγώ θα ήθελα να βρισκόμουνα στη δική σας θέση. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Γιατί; ΝΙΝΑ Για να μάθω πώς νιώθει ένας μεγάλος, ταλαντούχος συγγραφέας. Πώς βιώνει κάποιος τη δόξα; Εσάς, τι συναισθήματα σας προκαλεί η διασημότητα; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Συναισθήματα; Ίσως τίποτα ιδιαίτερο... Αυτό δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. (Μετά από σκέφη) Αοιπόν, κάτι από τα δύο συμβαίνει: ή εσείς υπερτιμάτε τη φήμη μου ή για μένα δεν σημαίνει τίποτα ιδιαίτερο. ΝΙΝΑ Μα, καλά, κι όταν διαβάζετε αυτά που σας γράφουν οι εφημερίδες; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Όταν μ' επαινούν, χαίρομαι, όταν με βρίζουν, χάνω το κέφι μου για μια δυο μέρες. ΝΙΝΑ Ζείτε σ' έναν υπέροχο κόσμο. Αν ξέρατε πόσο σας ζηλεύω — αν ξέρατε!... Πόσο διαφορετική είναι η μοίρα κάθε ανθρώπου! Πολλοί σέρνουν με κόπο την άχρωμη κι αξιολύπητη ύπαρξή τους και είναι όλοι όμοιοι και ίδια δυστυχισμένοι. Ενώ άλλοι, όπως εσείς, για παράδειγμα, ο ένας στο εκατομμύριο, ζείτε μια συναρπαστική ζωή, λαμπερή, γεμάτη νόημα... Ω, είσαστε τυχερός! ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Εγώ; (Ανασηκώνει τους ώμους) Χμ!... Βλέπετε; Εσείς μου μιλάτε για δόξα και ευτυχία και ζωή λαμπρή κι ενδιαφέρουσα, όμως όλα αυτά τα ωραία λόγια σας —και συγχωρήστε με— είναι για μένα σαν εκείνα τα πολύ εμφανίσιμα γλυκάκια που εγώ ούτε καν τα δοκιμάζω. Είσαστε πολύ νέα και πολύ καλοπροαίρετη. ΝΙΝΑ Η ζωή σας είναι υπέροχη. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Τι υπέροχο της βρίσκετε; (Κοιτάζει το ρολόι του) Τώρα πρέπει να
42
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
πηγαίνω, γιατί έχω να γράψω κάτι. Συγγνώμη, αλλά με πιέζει ο χρόνος... (Γελάει) Ξέρετε, μου πατήσατε τον κάλο, όπως λένε, κι άρχισα να εκνευρίζομαι, ίσως και να θυμώνω. Πάντως, ας το συζητήσουμε. Ας μιλήσουμε για τη λαμπερή κι υπέροχη ζωή μου. Εντάξει, από πού θέλετε ν' αρχίσουμε; (Μετά από σκέφη) Τπάρχει, ξέρετε, αυτό που ονομάζεται «έμμονη ιδέα», και είναι αυτό που κολλάει στο μυαλό του ανθρώπου και το σκέφτεται μέρα νύχτα... Για παράδειγμα, το φεγγάρι — πολλοί έχουν έμμονη ιδέα με το φεγγάρι. Ε λοιπόν, έχω κι εγώ το δικό μου φεγγάρι, που μέρα νύχτα με στοιχειώνει με τη μία και μοναδική σκέψη: Να γράψω, να γράψω, να γράψω... Για κάποιον άγνωστο λόγο, μόλις τελειώσω ένα κομμάτι, πρέπει ν' αρχίσω το άλλο, και το άλλο, και το άλλο... Γράφω ασταμάτητα, σαν να βιάζομαι να φτάσω κάπου — και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Και σας ρωτάω, τι λαμπερό, τι υπέροχο βρίσκετε σ' αυτό; Ελεεινή ζωή! Ορίστε, και τώρα που είμαι μαζί σας και νιώθω μια ταραχή — ούτε τώρα καταφέρνω να ξεχάσω πως με περιμένει το ατέλειωτο μυθιστόρημά μου... Για παράδειγμα, βλέπω ένα σύννεφο που θυμίζει" πιάνο με ουρά... Αμέσως σκέφτομαι πως πρέπει να το βάλω σ' ένα έργο μου, ότι στον ουρανό ήταν ένα σύννεφο που θύμιζε πιάνο με ουρά. Μου έρχεται μια μυρωδιά από ηλιοτρόπια. Αμέσως κρατάω σημείωση στο μυαλό μου: «Βαριά μυρωδιά, χρώμα πένθιμο, να μπει στην περιγραφή καλοκαιρινού δειλινού»... Αρπάζω κάθε λέξη, κάθε φράση που λέμε κι εσείς κι εγώ, και γρήγορα τις κλειδώνω στο λογοτεχνικό κελάρι μου, μην τύχει και μου χρειαστούν κάποτε. Κι όταν τελειώσω το γράψιμο, τρέχω στο θέατρο ή φεύγω για ψάρεμα, για να ξεκουραστώ, να ξεχαστώ. Μάταια, όμως, γιατί μια βαριά, σιδερένια μπάλα έχει αρχίσει να στριφογυρνάει στο μυαλό μου: ένα καινούργιο θέμα για μυθιστόρημα! Που με σέρνει πάλι στο γραφείο μου, να καθίσω να ξαναγράψω, και να γράφω, να γράφω... Και πάντα έτσι γίνεται, πάντα... Ο εαυτός μου δεν μ' αφήνει ποτέ σε ησυχία. Νιώθω πως καταβροχθίζω την ίδια μου τη ζωή, πως γι' αυτό το μέλι που προσφέρω σε άγνωστους αναγνώστες ρουφάω τη γύρη από τα καλύτερά μου λουλούδια, κι ύστερα τα ξεριζώνω και ποδοπατώ τις ρίζες τους. Είμαι ή δεν είμαι τρελός; Αλλά μήπως κι οι φίλοι και γνωστοί μού φέρνονται σαν να είμαι λογικός; «Τι δουλεύετε τώρα;» «Ποια έκπληξη μας ετοιμάζετε πάλι;» Τα ίδια και τα ίδια. Κι όλα αυτά, έπαινοι, λόγια, θαυμασμοί, όλα μου φαίνονται απάτη, σαν να με ξεγελάνε,
ο ΓΛΑΡΟΣ
^
όπως κάνουνε μ.ε τους αρρώστους. Μερικές φορές, φοβάμαι πως μπορεί κάποια στιγμή να έρθουν από πίσω μου κρυφά, να μ' αρπάξουνε και να με ρίξουνε στο φρενοκομείο σαν τον Ποπρίστσιν, τον ήρωα του Γκόγκολ στο Ημερολόγιο ενός τρελού. Να μη θυμηθώ και τα πρώτα χρόνια, τα νιάτα μου, το ξεκίνημά μου, γιατί και τότε η ιδιότητα του συγγραφέα ήτανε για μένα μόνιμο μαρτύριο. Ο νεαρός, άσημος συγγραφέας, όταν μάλιστα δεν έχει γνωρίσει καμία επιτυχία, νιώθει αδέξιος, αμήχανος, άχρηστος... Τα νεύρα του είναι συνέχεια τεντωμένα, έτοιμα να σπάσουν, κι όμως, τρέχει μαγνητισμένος πίσω από «παράγοντες» στα γράμματα και στις τέχνες, τριγυρνάει ανάμεσά τους ανώνυμος κι απαρατήρητος, ανίκανος να τους κοιτάξει στα μάτια με θάρρος, σαν παθιασμένος χαρτοπαίχτης που δεν έχει δεκάρα στην τσέπη του. Βέβαια, τους αναγνώστες μου δεν τους είχα δει ποτέ, αλλά, δεν ξέρω γιατί, τους φανταζόμουνα εχθρικούς και δύσπιστους. Φοβόμουνα το κοινό, με τρομοκρατούσε η ιδέα, και όποτε ανέβαινε ένα καινούργιο θεατρικό έργο μου είχα την αίσθηση πως όλοι οι μελαχρινοί θεατές με παρακολουθούσανε με κακεντρέχεια και όλοι οι ξανθοί με παγερή αδιαφορία. Ω, ήταν τρομερό! Σκέτο μαρτύριο! ΝΙΝΑ Μα, και να 'ναι έτσι, η ώρα της έμπνευσης, ο πυρετός της δημιουργίας, δεν σας χαρίζουνε στιγμές έκστασης κι αγαλλίασης; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Ναι, όταν γράφω, το απολαμβάνω... Επίσης, μ' αρέσει πολύ όταν κοιτάζω τυπογραφικές διορθώσεις... Όμως, από τη στιγμή που ένα βιβλίο μου θα κυκλοφορήσει, δεν το μπορώ πια. Καταλαβαίνω πως δεν είν' αυτό που ήθελα, πως είναι λάθος, πως έπρεπε να μην το έχω γράψει καθόλου... Και τότε θυμώνω κι η ψυχή μου πλακώνεται... (ΓελάεΟ Και το κοινό που με διαβάζει λέει: «Ω, καλά τα γράφει, κι έξυπνος δείχνει, αλλά δεν είναι και Τολστόι»... Ή το άλλο: «Καλή δουλειά, αλλά καμία σύγκριση με το Πατέρας και παίδίά του Τουργκένιεφ». Κι αυτό θα με ακολουθήσει ως τον τάφο, καλά θα τα γράφω κι έξυπνος θα δείχνω, αλλά τίποτα παραπάνω. Κι όταν θα έχω πεθάνει, οι φίλοι θα περνάνε απ' τον τάφο μου και θα λένε: «Να και του Τριγκόριν. Καλός συγγραφέας, αλλά όχι σαν τον Τουργκένιεφ».
ΝΙΝΑ Συγγνώμη, αλλά δεν θέλω να μπω καν στη διαδικασία να σας καταλάβω. Σας κακόμαθε η επιτυχία, σας παραχάιδεψε.
44
ΛΝΤΟΝ
ΤΣΙ^^ΧΩΦ
ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Ποια επιτυχία... Εγώ ποτέ δεν είχα καλή γνώμη για τον εαυτό μου. Ως συγγραφέα, δεν με εκτιμώ καθόλου! Και το χειρότερο είναι πως πολύ συχνά βρίσκομαι σ' ένα είδος μέθης και δεν καταλαβαίνω τι γράφω. Αυτή τη λίμνη την αγαπώ, τα δέντρα, τον ουρανό. Έ χ ω άμεση συναίσθηση της φύσης, ξυπνάει μέσα μου ένα πάθος, μια ακατανίκητη επιθυμία να γράψω. Αλλά εγώ δεν είμαι ζωγράφος να καταγράφω μόνο τοπία, είμαι και συνειδητός πολίτης, αγαπάω τη χώρα μου και τους ανθρώπους της. Ως συγγραφέας, έχω καθήκον να γράψω για το λαό μας, τα βάσανά του, το μέλλον του. Αλλά και για την επιστήμη πρέπει να μιλήσω και για τα δικαιώματα του ανθρώπου και για πολλά., πολλά άλλα. Γι' αυτά όλα γράφω βιαστικά, γράφω γιατί με πιέζουν απ' όλες τις μεριές, με κυνηγάνε, θυμώνουνε μαζί μου κι εγώ τρέχω εδώ κι εκεί σαν αλεπού κυκλωμένη από λαγωνικά. Βλέπω τη ζωή και την επιστήμη να προχωρούν, ενώ εγώ μένω πίσω σαν τον μουζίκο που έχασε το τρένο. Και τελικά διαπιστώνω πως το μόνο που είμαι άξιος να κάνω είναι να περιγράφω τοπία..., διαπιστώνω πως σε όλα τ' άλλα είμαι ψεύτικος, κάλπικος. ΝΙΝΑ Έχετε δουλέψει ασταμάτητα και πολύ σκληρά, γι' αυτό δεν βρήκατε ούτε το χρόνο ούτε τη διάθεση να συνειδητοποιήσετε την αξία σας. Μπορεί ο ίδιος να είσαστε δυσαρεστημένος από τον εαυτό σας, όμως για τους άλλους είσαστε μεγάλος και θαυμαστός! Αν εγώ ήμουνα συγγραφέας όπως εσείς, θ' αφιέρωνα τη ζωή μου στους απλούς ανθρώπους — ξέροντας, βέβαια, πως η μεγαλύτερη ευτυχία τους θα ήτανε να βρεθούν στο δικό μου ύψος και να σύρουν το άρμα μου. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Το άρμα μου! Μα, ποιος είμαι, ο Αγαμέμνων; (Χαμογελάνε
και οι 8ύο)
ΝΙΝΑ Εγώ για μια τέτοια ευτυχία, να γινόμουνα συγγραφέας ή ηθοποιός, θα μπορούσα ν' αντέξω την περιφρόνηση των δικών μου, τη φτώχια, την απογοήτευση — θα μπορούσα να ζω σε σοφίτα και να τρώω μόνο ξερό ψωμί. Θα υπέφερα, γιατί θα ήξερα τις αδυναμίες μου, όμως θα επιζητούσα ως αντάλλαγμα τη δόξα... Την πραγμα-
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
τική, την εξαργυρώσιμη δόξα... (Σκεπάζει το πρόσωπο με τα χέρια της)
Το κεφάλι μου γυρίζει! Ουφ! (Ακούγεται η φωνή της ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ από το σπίτι)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Μπορίς Αλεξέγιεβιτς! ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Με φωνάζουν... Μάλλον για να ετοιμάσω τα πράγματά μου... Κι όμως, δεν έχω καμία διάθεση να φύγω. (Κοιτάζει τη λίμνη) Έξοχη θέα! Παράδεισος! ΝΙΝΑ Βλέπετε εκεί, απέναντι, εκείνο το σπίτι με τον κήπο; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Ναι. ΝΙΝΑ Ήταν της μητέρας μου, που έχει πεθάνει. Εκεί γεννήθηκα. Όλη μου τη ζωή την πέρασα πλάι σ' αυτήν τη λίμνη και ξέρω το κάθε της νησάκι. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Είσαστε θαυμάσια εδώ. (Βλέπει το γλάρο) Αυτό τι είναι; ΝΙΝΑ Γλάρος. Τον σκότωσε ο Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Όμορφο πουλί! Ειλικρινά, δεν θέλω να φύγω... Πρέπει να πείσετε την Ιρίνα Νικολάγιεβνα να μείνει. (Γράφει στο σημειωματάριό του)
ΝΙΝΑ Τι γράφετε; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Κάτι... Μια ιδέα που μου ήρθε. (Βάζει το σημειωματάριο στην τσέπη
του) Το θέμα για ένα διήγημα: μια κοπέλα, σαν κι εσάς, έχει περάσει όλη της τη ζωή πλάι σε μια λίμνη. Αγαπάει τη λίμνη σαν γλάρος και είν' ευτυχισμένη και ελεύθερη σαν γλάρος. Αλλά κάποιος περνάει τυχαία, τη βλέπει και, επειδή του ήρθε στο μυαλό, τη σκοτώνει..., όπως αυτόν εδώ το γλάρο. (Παύση. Η ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ εμφανίζεται στο παράθυρο.)
46
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Μπορίς Αλεξέγιεβιτς! Πού είσαι; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Ε δ ώ ! Έ ρ χ ο μ α ι ! (Φεύγει. Στρέφει και κοιτάζει τη Ν Ι Ν Α . Στψ
ΝΤΙΝΑ.; Τι συμβαίνει; ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Θα μείνουμε. (Ο Τ Ρ Ι Γ Κ Ο Ρ Ι Ν μπαίνει στο σπίτι)
ΝΙΝΑ (Προχωράει στο προσκήνιο. Μετά από σκέφη.)
(Αυλαία)
Ονειρεύομαι!
ΑΡΚΑ-
Τ Ρ Ι Τ Η
Π Ρ Α Ξ Η
(Η τραπεζαρία στο σπίτι του ΣΟΡΙΝ. Πόρτες 8εξίά και αριστερά. Ένας μπουφές και ένα ντουλάπι με φάρμακα. Στη μέση του δωματίου ένα τραπέζι. Βαλίτσες και καπελιέρες δείχνουν ετοιμασία για αναχώρηση. Ο Τ Ρ Ι Γ Κ Ο Ρ Ι Ν παίρνει το πρωινό του. Η ΜΑΣΑ στέκεται όρθια 8ίπλα στο τραπέζι.)
ΜΑΣΑ Αυτά τα λέω, επειδή εσείς είσαστε συγγραφέας. Μπορείτε να τα χρησιμοποιήσετε, αν θέλετε. Σας μιλάω ειλικρινά, εάν είχε τραυματιστεί σοβαρά, δεν θα μπορούσα να ζήσω ούτε λεπτό. Κι όμως, έχω κουράγιο. Την πήρα την απόφασή μου: θα βγάλω απ' την καρδιά μου αυτόν τον έρωτα, θα τον ξεριζώσω. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Πώς; ΜΑΣΑ Θα παντρευτώ. Τον Μεντβεντένκο. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Το δάσκαλο; ΜΑΣΑ Ναι. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Και ποιο τ' όφελος; ΜΑΣΑ Ποιο τ' όφελος ν' αγαπάς χωρίς ελπίδα, να περιμένεις χρόνια ολόκληρα κάτι — τι;... Άμα παντρευτώ, δεν θα έχω καιρό για έρωτες, οι καινούργιες έγνοιες θα πνίξουν τις παλιές... Τέλος πάντων, θα είναι και μια αλλαγή. Θα πιούμε άλλο ένα; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Πολύ δεν πάει; ΜΑΣΑ Ω, ελάτε! (Γεμίζει δύο ποτηράκια) Μη με κοιτάτε έτσι. Οι γυναίκες πίνουν πιο πολύ απ' όσο νομίζετε. Αίγες πίνουν φανερά όπως εγώ, αλλά οι περισσότερες πίνουν στα κρυφά. Α, βέβαια! Και πάντα βότκα ή κονιάκ. (Τσουγκρίζει το ποτήρι του) Σας εύχομαι κάθε καλό. Είσαστε ειλικρινής κι ευγενικός άνθρωπος. Πραγματικά λυπάμαι που μας φεύγετε.
48
ΛΝΊ'ΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Εγώ δεν θέλω να φύγουμε. ΜΑΣΑ Γίατί δεν της ζητάτε να μείνετε; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Α, όχι, τώρα δεν μένει με τίποτα. Η συμπεριφορά του γιου της είναι αχαρακτήριστη. Πρώτα κάνει απόπειρα ν' αυτοκτονήσει και τώρα, όπως λένε, θέλει να καλέσει εμένα σε μονομαχία. Γιατί όλα αυτά; Μας κρατάει μούτρα, μας ειρωνεύεται, μας κάνει κηρύγματα για «αναθεώρηση της φόρμας έκφρασης»... Βρε, αφού υπάρχει χώρος για όλους, και για τους καινούργιους και για τους παλιούς, γιατί αυτό το σπρωξίδι και η αντιπαλότητα; ΜΑΣΑ Μπαίνει στη μέση κι η ζήλια. Αλλά αυτά δεν είναι δικιά μου δουλειά. (Παύση. Ο ΓΙΑΚΩΦ Πασχίζει τη σκηνή από αριστερά προς τα 8εζιά κρατώντας μια βαλίτσα. Η ΝΙΝΑ μπαίνει και στέκεται μπροστά στο παράθυρο.)
ΜΑΣΑ Ο δάσκαλός μου δεν είναι πολύ έξυπνος, αλλά είναι καλός άνθρωπος και φτωχός και μ' αγαπάει πολύ. Τους λυπάμαι, κι αυτόν και τη γριά μητέρα του. Αοιπόν, σας εύχομαι κάθε καλό. Να με θυμιάστε κάπου κάπου, κι ελπίζω η ανάμνησή σας να μην είναι κακή. (Του σφίγγει το χέρι) Σας είμαι ευγνώμων για το φιλικό ενδιαφέρον που μου δείξατε... Και, όποτε μπορείτε, στέλνετέ μου τα βιβλία σας, με αφιέρωση βέβαια. Μόνο μη γράψετε: «Με εκτίμηση», και όλ' αυτά τα κοινά, γράψτε καλύτερα: «Στη Μάσα, που δεν έχει ρίζες, ούτε ξέρει γιατί υπάρχει σ' αυτόν τον κόσμο». Χαίρετε. (Βγαίνει)
ΝΙΝΑ (Εκτείνει το χέρι της με την παλάμη κλειστή προς τον ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ^
Μονά ή ζυγά; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Ζυγά.
ΝΙΝΑ (Αναστενάζει) Δηλαδή, όχι! Μόνο ένα μπιζέλι κρατάω. Κι είχα βάλει στο μυαλό μου: «Να γίνω ηθοποιός ή να μη γίνω;» Ας βρισκότανε κάποιος να με συμβουλέψει.
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Σ' αυτό δεν μπορεί να σας συμβουλέψει κανένας. (Παύση)
ΝΙΝΑ Σε λίγο θα χωρίσουμε... Και μάλλον δεν θα συναντηθούμε ξανά. Θα ήθελα να δεχτείτε αυτό το μικρό μενταγιόν — για ενθύμιο. Έδωσα να το χαράξουν: από τη μια τ αρχικά σας κι από την άλλη ο τίτλος του βιβλίου σας: Ημέρες και νύχτες. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Τπέροχο. (Φιλάει το μενταγιόν) Καταπληκτικό δώρο! ΝΙΝΑ Να με σκεφτόσαστε καμιά φορά. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Θα σας σκέφτομαι. Θα σας σκέφτομαι όπως σας είδα τις προάλλες, με τη λιακάδα —θυμόσαστε, πριν μια βδομάδα ήταν— και φορούσατε ανοιχτόχρωμο φόρεμα... Και μιλήσαμε... και κοντά σας, στον πάγκο, ήταν ένας άσπρος γλάρος. ΝΙΝΑ (Σκεφτική) Ναι, ένας γλάρος... (Παύση) Δεν γίνεται να μιλήσουμε άλλο εδώ, κάποιος έρχεται! Θέλω να σας δω, έστω για δύο λεπτά, πριν φύγετε..., σας ικετεύω... (Βγαίνει από αριστερά. Ταυτόχρονα μπαίνουν από Βε^ιά η ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ και ο ΣΟΡΙΝ, που φοράει φράκο με πάνω του στερεωμένο τον Αστέρα κάποιου τιμητικού τάγματος. Ακολουθεί ο ΓΙΑΚΩΦ, που φροντίζει τις αποσκευές.)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Εσύ να μείνεις εδώ, καλέ μου. Πώς σου 'ρθε να τρέχεις τώρα σ' επισκέψεις... με τους ρευματισμούς σου! (2τον ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ^ Ποιος ήταν εδώ; Η Νίνα; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Ναι. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ραιάοπ, σας διακόψαμε... (Κάθεται) Κομίζω πως τα μάζεψα όλα. Ράκος είμαι. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ (Διαβάζει την επιγραφή στο μενταγιόν) «Ημέρες
121, αράδες 11 και 12.»
και νύχτες,
σελίδα
50
ΛΝΊΟΝ Ί'ΣΕΧΩΦ
ΓΙΑΚΩΦ (Μαζεύει τα σερβίτσια από το τραπέζι) Θα πάρετε και τα σύνεργα του
ψαρέματος, αφεντικό; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Ναι, θα τα χρειαστώ. Αλλά τα βιβλία δώσ' τα όπου θέλεις. ΓΙΑΚΩΦ Μάλιστα, αφεντικό. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ (Μονολογεί) Ί1ζΚί8οί 121, αράδες 11 και 12! Τι να γράφω εκεί; (Στψ ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ) ϊπάρχουν βιβλία μου εδώ; ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ναι, στο Γραφείο του αδελφού μου, στη γωνιακή βιβλιοθήκη. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Σελίδα 121... (Βγαίνει)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ακου με που σου λέω, Πετρούσα, το σωστό είναι να μείνεις εδώ. ΣΟΡΙΝ Άμα φύγετε, δεν θ' αντέξω να μείνω σ' αυτό το σπίτι μόνος. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Και στην πόλη — θα κάνεις τι; ΣΟΡΙΝ Τίποτα ιδιαίτερο, αλλά... (Γελάει) Όσο να 'ναι, κάτι γίνεται, έχουμε και την τελετή για την ανέγερση του καινούργιου δημαρχείου, εν τοιαύτη περιπτώσει... Θέλω να ξεφύγω, έστω και για μια δυο ωρίτσες, απ' αυτήν τη στατική ζωή, γιατί έχω μουχλιάσει σαν παλιό τσιμπούκι παρατημένο σε ντουλάπι. Είπα να φέρουν τ' άλογα στη μία για να ξεκινήσουμε όλοι μαζί. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Μετά από παύση) Αφού εδώ πρέπει να μείνεις, πάρ' το απόφαση... Και πρόσεχε μην αρπάξεις κανένα κρύωμα. Το νου σου και στο γιο μου! Φρόντιζέ τον... δίνε του καμιά καλή συμβουλή. (Παύση) Ορίστε, φεύγω και δεν θα ξέρω γιατί ο Κόστια πήγε ν' αυτοκτονήσει. Πιστεύω πως ο κυριότερος λόγος ήταν η ζήλια, γι' αυτό πρέπει να πάρω από δω τον Τριγκόριν όσο γίνεται πιο γρήγορα. ΣΟΡΙΝ Τέλος πάντων... Τπάρχουν κι άλλοι λόγοι. Καταλαβαίνεις..., ένας
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
νέος κι έξυπνος να ζεο στην επαρχία, στην ερημιά, χωρίς λεφτά, χωρίς κοινωνική θέση, χωρίς μ,έλλον... Χωρίς επάγγελμα, χωρίς οποιαδήποτε απασχόληση. Ντρέπεται και φοβάται γι' αυτή την απραξία του. Εγώ τον αγαπάω πολύ, κι αυτός μου δείχνει μεγάλη αφοσίωση, όμως νιώθει κατά κάποιον τρόπο σαν περιττός εδώ, σαν παράσιτο, εν τοιαύτη περιπτώσει. Καταλαβαίνεις..., έχει κι αυτός τον εγωισμό του. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Έ χ ω βρει τον μπελά μου μ' αυτό το παιδί! (Σκέφτεται) Αν έβρισκε δουλειά σε καμιά δημόσια υπηρεσία; ΣΟΡΙΝ (Σφυρίζει, μετά λέει πολύ διστακτικά) Ν ο μ ί ζ ω π ω ς το καλύτερο θα
ήτανε... να του 'δινες λίγα λεφτά. Πρώτα πρώτα, χρειάζεται μερικά ρούχα ανθρωπινά, εν τοιαύτη περιπτώσει. Πρόσεξέ τον, τρία χρόνια έχει το ίδιο τριμμένο σακάκι... και δεν έχει καν παλτό... (Γελάει) Ε, και δεν πειράζει να διασκεδάσει λιγάκι το παιδί..., να πάει ένα ταξίδι στο εξωτερικό, για παράδειγμα... Δεν σου μιλάω και για τρομερά έξοδα. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Κι όμως... Εντάξει, ένα κουστούμι θα το βολέψουμε, αλλά για ταξίδια στο εξωτερικό... Όχι, προς το παρόν δεν έχω ούτε για ρούχα να του δώσω. (Αποφασιστικά) Γιατί δεν έχω λεφτά! (Ο ΣΟΡΙΝ γελάει) Δεν έχω!
ΣΟΡΙΝ (Αρχίζει να σφυρίζει) Για να το λες... Με συγχωρείς, καλή μου, δεν θέλω να θυμώνεις. Σε πιστεύω... Εσύ και μεγαλόψυχη είσαι και γενναιόδωρη. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Με δάκρυα) Δεν έχω λεφτά!
ΣΟΡΙΝ Καταλαβαίνεις πως αν είχα εγώ, θα του έδινα, όμως εγώ δεν έχω δεκάρα. (Γελάει) Όλη τη σύνταξη που παίρνω μου τη ροκανίζει ο επιστάτης μου και την ξοδεύει στο χτήμα, στα κοπάδια, στα μελίσσια — και πάνε όλα μου τα λεφτά χαμένα. Οι μέλισσες πεθαίνουν, οι αγελάδες πεθαίνουν, τ' άλογα δεν τα 'χω όποτε θέλω... ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Καλά, παραδέχομαι πως έχω λίγα λεφτά, όμως εγώ είμαι ηθοποιός: μόνο μ' αυτά που δίνω για τα φορέματά μου, σε λίγο θα χρεοκοπήσω.
52
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΣΟΡΙΝ Ναι, εσύ είσαι καλόκαρδος άνθρωπος... εκτιμώ τα αισθήματα σου... Ναι... Κάτι μ' έπιασε πάλι... (Κλονίζεται) Το κεφάλι μου γυρίζει. (Στηρίζεται στο τραπέζι) Θα λιποθυμήσω...
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Τρομαγμένη) ΐΐζτ^οϋσαΐ (Προσπαθεί να τον στηρίξει) Πετρούσα, καλέ μου!... (Φωνάζει) Βοήθεια! Βοήθεια! (Μπαίνουν ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ, με επίδεσμο στο κεφάλι, και ο ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ>) Θα λιποθυμήσει!
ΣΟΡΙΝ Δεν είναι τίποτα...· τίποτα... (Χαμογελάει και πίνει νερό) Μου πέρασε κιόλας..., εν τοιαύτη περιπτώσει... ΤΡΕΠΛΙΕΦ (Στη μητέρα του) Ησύχασε, μαμά, δεν είναι σοβαρό. Ο θείος το παθαίνει αυτό συχνά τώρα τελευταία. (Στο θείο του) Να ξαπλώσεις λίγο, θείε. ΣΟΡΙΝ Ναι, λίγο... Αλλά στην πόλη θα πάω. Θα ξαπλώσω λίγο και μετά θα πάω... Αυτό να λέγεται... (Προχωρεί να βγει ακουμπώντας στο μπαστούνι του)
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ (Τον βοηθάει κρατώντας τον από το μπράτσο) Το ξέρετε το αίνιγμα; Το
πρωί με τα τέσσερα, το μεσημέρι με τα δύο και το βράδυ με τα τρία... ΣΟΡΙΝ (Γελάει) Ακριβώς. Και τη νύχτα ανάσκελα. Άσε με, μπορώ και μόνος μου, ευχαριστώ... ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Μην το κάνετε θέμα — μεταξύ μας... (Βγαίνει με τον ΣΟΡΙΝ^
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Με κατατρόμαξε! ΤΡΕΠΑΙΕΦ Δεν του κάνει καλό που ζει στην εξοχή. Τον πιάνει στενοχώρια. Αν πάθαινες κάποια κρίση γενναιοδωρίας, δεν θα μπορούσες να του δανείσεις εσύ κανα δυο χιλιάδες ρούβλια; Θα τον φτάνανε να ζήσει έναν ολόκληρο χρόνο στην πόλη.
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Δεν έχω λεφτά. Ηθοποιός είμαι, όχι τραπεζίτης! (Παύση)
ΤΡΕΠΑΙΕΦ Θα μου αλλάξεις τον επίδεσμο; Πιάνει το χέρι σου σ' αυτά. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Βγάζει από το ντουλάπι ένα μπουκάλι με ιώΒιο και ένα κουτί με γάζες)
Άργησε ο γιατρός. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Είπε πως θα είν' εδώ στις δέκα και κοντεύει μεσημέρι. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Τώρα κάτσε ήσυχος. (Του βγάζει τον επίδεσμο από το κεφάλι) Σαν να φοράς σαρίκι. Κάποιος περαστικός ρωτούσε χτες στην κουζίνα αν είσαι ξένος... Η πληγή έχει κλείσει... μόνον εδώ, στην άκρη, θέλει λίγο ακόμα. (Τον φιλάει στο κεφάλι) Τώρα που θα φύγω, δεν θα ξαναρχίσεις τα μπαμ-μπουμ, ελπίζω. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Όχι. Μια στιγμή απελπισίας ήταν, που δεν ήξερα τι έκανα. Δεν θα ξαναγίνει. (Της φιλάει τα χέρια) Τα χέρια σου είναι μαγικά. Θυμάμαι παλιά, τότε που έπαιζες στο Κρατικό Θέατρο κι εγώ ήμουνα παιδάκι, που έγινε ένας καβγάς στην αυλή μας και χτυπήσανε μια νοικάρισσά μας, μια πλύστρα. Το θυμάσαι; Τη μαζέψαν αναίσθητη, κι εσύ πήγαινες στο καμαράκι της και τη φρόντιζες, και της πήρες φάρμακα, και της έπλυνες τα παιδιά της σε μια σκάφη. Θυμάσαι; ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Όχ^. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Σ' εκείνο το σπίτι μένανε και δυο χορεύτριες του κλασικού μπαλέτου... Κι ερχόντουσαν και πίνανε καφέ... ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Αυτό το θυμάμαι. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Ήτανε πολύ της θρησκείας κι οι δυο τους. (Παύση) Τώρα τελευταία, είναι λίγες μέρες δηλαδή, που νιώθω να σ' αγαπάω τόσο τρυφερά κι απόλυτα, όπως τότε που ήμουνα παιδί. Δεν έχω κανέναν στον κόσμο, εκτός από σένα. Αλλά, το μόνο που θέλω να σε ρωτήσω, γιατί άφησες να σε επηρεάζει τόσο αυτός;
54
ΛΝΤΟΝ
ΤΣΙ^^ΧΩΦ
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Δεν μπορείς να τον καταλάβεις, Κόστια. Είναι ανώτερος άνθρωπος... ΤΡΕΠΛΙΕΦ Ανώτερος, ναι, αλλά όταν έμαθε πως θέλω να τον καλέσω σε μονομαχία έγινε κατώτερος... Δειλός... Και να, ορίστε, φεύγει. Επαίσχυντη αποχώρηση! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ανοησίες! Εγώ τον παρακάλεσα να φύγουμε. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Ανώτερος άνθρωπος! Βλέπεις; Εμείς κοντεύουμε να μαλώσουμε εξαιτίας του, κι αυτός τριγυρνάει κάπου, στον κήπο ή στο σαλόνι, και μας κοροϊδεύει... Και κάνει κατήχηση στη Νίνα, προσπαθώντας συνέχεια να την πείσει για τη μεγαλοφυία του. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ηδονίζεσαι να με πικραίνεις! Εγώ, όμως, αυτόν τον άνθρωπο τον θαυμάζω και σε παρακαλώ να μη μιλάς μπροστά μου άσχημα γΓ αυτόν. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Εσύ τον θαυμάζεις, όχι εγώ. Και πολύ θα ήθελες να τον θεωρώ κι εγώ μεγαλοφυία, όμως, τι κρίμα που δεν μπορώ να πω ψέματα. Εμένα τα βιβλία του με κάνουν και ξερνάω! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Αυτό είναι φθόνος. Οι ατάλαντοι και φιλόδοξοι που έχουνε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους κατακρίνουν και κακολογούν τ' αληθινά ταλέντα. Οι ανόητοι, έτσι προσπαθούν να παρηγορηθούν! ΤΡΕΠΑΙΕΦ (Ειρωνικά) Τ' αληθινά ταλέντα! (Με θυμό) Αφού το θες, θα τ' ακούσεις: εγώ έχω πιο πολύ ταλέντο απ' όλους εσάς! (Τραβάει τον επίδεσμο από το κεφάλι του) Όμως, εσείς όλοι, που αναπαράγετε την πνευματική ρουτίνα, έχετε πιάσει όλα τα πόστα και θεωρείτε νόμιμο και γνήσιο μόνο αυτό που κάνετε εσείς. Όλα τ' άλλα τα λιώνετε στο πέρασμά σας, τα πνίγετε! Αρνιέμαι να σας παραδεχτώ, επειδή έτσι το θέλετε εσείς! Αρνιέμαι να παραδεχτώ κι εσένα κι εκείνον! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Όοο3ίάοηΙΙ... Παρακμιακέ!... ΤΡΕΠΑΙΕΦ Ναι, τρέχα εσύ στο λατρευτό σου θέατρο και παίζε τα ελεεινά εργάκια σου!
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΑΡΚΛΝΤΙΝΑ Εγώ! Ελεεινά εργάκια! Παράτα με! Ποιος μιλάει — εσύ που δεν είσαι ικανός να γράψεις ούτε χοντροκομμένη κωμωδία! Μικροαστέ από το Κίεβο! Παράσιτο! ΤΡΕΠΛΙΕΦ Παλιοτσιγκούνα! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Αλήτη!
(Ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ
κάθεταί και κλαίει σιωπηλά)
Τιποτένιε!
(Πηγαινοέρχεται ταραγμένη) Μην κλαις, σε παρακαλώ... Δεν πρέπει να κλαις... (Κλαίει) Γιατί κλαις... (Τον φιλάει στο μέτωπο, στα μάγου-
λα, στα μαλλιά) Καλό μου, χρυσό μου, λατρεμένο μου παιδί, συγχώρεσέ με... Συγχώρεσε την αμαρτωλή μητέρα σου! Συγχώρεσε μια δυστυχισμένη γυναίκα! ΤΡΕΠΑΙΕΦ (Την αγκαλιάζει) Αν ήξερες! Έ χ ω χάσει τα πάντα. Εκείνη δεν μ' αγαπάει πια, εγώ δεν μπορώ να γράψω ούτε μια λέξη... Δεν μου μένει καμιά ελπίδα. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Μην απελπίζεσαι... Όλα θα φτιάξουν... Αυτός θα φύγει, κι εκείνη θα σ' αγαπήσει ξανά. (Του σκουπίζει τα δάκρυα) Έλα, όχι άλλα δάκρυα. Τώρα είμαστε και πάλι αγαπημένοι. ΤΡΕΠΑΙΕΦ (Της φιλάει τα χέρια) Ναι, μαμά.
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Τρυφερά) Κοίτα να συμφιλιωθείς και μ' εκείνον. Τι τον καλείς σε μονομαχία — τι τα θες αυτά;... Έτσι δεν είναι; ΤΡΕΠΑΙΕΦ Καλά... Όμως, μαμά, δεν θέλω να ξαναβρεθώ μαζί του... Δεν αντέχω να τον ξαναδώ..., είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. (Μπαίνει ο ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ^ Ν α , έρχεται... Ε γ ώ φεύγω... (Ξαναβάζει γρήγορα στο ντουλάπι τους επιδέσμους και τα φάρμακα) Τον επίδεσμο
θα μου τον βάλει ο γιατρός... ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ (Ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο) Σελίδα 121... αράδες 11 και 12. Να το... (Διαβάζει) «Αν χρειαστείς κάποτε τη ζωή μου, εδώ είναι, έλα και πάρ' τη.» (Ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ μαζεύει από κάτω τον επίδεσμο του και βγαίνει)
56
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Κοιτάζει το ρολόι της) Σε λίγο έρχεται η άμαξα. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ (Μόνος) «Αν χρειαστείς κάποτε τη ζωή μου, εδώ είναι, έλα και πάρ' τη.» ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ελπίζω να μάζεψες όλα τα πράγματά σου. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ (Ανυπόμονα) Ναι, ναι... (Σκεφτικά) Γιατί το κάλεσμα αυτής της αθώας ψυχής μου έφερε τόση θλίψη; Γιατί σφίγγεται τόσο η καρδιά μου;... «Αν χρειαστείς κάποτε τη ζωή μου, εδώ είναι, έλα και πάρ' τη.» (Στην ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ^ Ας μείνουμε μια μέρα ακόμα! (Η ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ κουνάει αρνητικά το κεφάλι) Μια μέρα. Μόνο!
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Αγάτητ) μου, ξέρω πολύ καλά τι σε κρατάει εδώ. Αλλά, προσπάθησε να επιβληθείς στον εαυτό σου. Μη μεθάς τόσο εύκολα — σύνελθε! ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Σύνελθε κι εσύ, και δείξε ψυχραιμία και κατανόηση. Δες το θέμα σαν αληθινή φίλη, σε ικετεύω... (Της σφίγγει τα χέρια) Εσύ μπορείς να κάνεις θυσίες... Ας μείνουμε φίλοι — άσε με ελεύθερο... ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Πολύ ταραγμένη) Σ' έχει μαγέψει τόσο πολύ; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Με μαγνητίζει! Μπορεί να είναι αυτό που χρειάζομαι τώρα. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ο έρωτας μιας κοπελίτσας που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην επαρχία; Ω, πόσο λίγο ξέρεις τον εαυτό σου! ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Καμιά φορά, οι άνθρωποι την ώρα που περπατάνε, ταυτόχρονα κοιμούνται. Έτσι κι εγώ τώρα, που σου μιλάω και είναι σαν να κοιμάμαι και να βλέπω εκείνη στα όνειρά μου. Γλυκά, θαυμάσια όνειρα... Άσε με ελεύθερο... ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Τρέμοντας) Όχι, όχι... Γυναίκα είμαι κι εγώ, όπως όλες — μη μου μιλάς έτσι... Μη με βασανίζεις... Μπορίς... Φοβάμαι... ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Αν το θελήσεις, μπορείς να μην είσαι σαν τις άλλες. Ο έρωτας μιας κοπέλας, νεανικός, γοητευτικός, ποιητικός —ο έρωτας που σε ανεβάζει στον κόσμο των ονείρων—, μόνον αυτός μπορεί να προ-
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
σφέρει την απόλυτη ευτυχία στη ζωή! Κι εγώ δεν έχω ακόμ,α γνωρίσει τέτοιον έρωτα... Στα νιάτα μου δεν είχα ποτέ καιρό, γιατί ξημεροβραδιαζόμουν έξω από τις πόρτες των εκδοτών για να βγάλω ένα κομμάτι ψωμί... Και να, τώρα αυτός ο έρωτας βρέθηκε εδώ, και με καλεί... Γιατί να τον αποφύγω; ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Θυμωμένη) Έχεις τρελαθεί! ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Πες το κι έτσι. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Σήμερα όλοι σας βαλθήκατε να με βασανίσετε! (Κλαίει)
ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ (Σφίγγει το κεφάλι με τις παλάμες των χεριών του) Δεν καταλαβαίνει!
Δεν θέλει να καταλάβει! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Τόσο γριά κι άσχημη είμαι, που μπορείς να μου μιλάς γι' άλλες γυναίκες χωρίς να ντρέπεσαι καθόλου; (Τον αγκαλιάζει και τον φιλάει) Δεν γίνεται — έχεις τρελαθεί! Όμορφέ μου, αγαπημένε μου, υπέροχε... Εσύ είσαι η τελευταία σελίδα της ζωής μου! (Γονατίζει μπροστά του) Χαρά μου, καμάρι μου, ευτυχία μου!... (Του αγκαλιάζει τα γόνατα) Μια ώρα να μ' αφήσεις, δεν θ' αντέξω, θα πεθάνω, θα τρελαθώ — ακριβέ μου, μοναδικέ μου, κύριέ μου... ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Σήκω, μην έρθει κανένας... (Τη βοηθάει να σηκωθεί)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ας έρθει όποιος θέλει. Δεν ντρέπομαι που σ' αγαπώ. (Του φιλάει τα χέρια) Θησαυρέ μου, θεοπάλαβο αγόρι, θέλεις να κάνεις τρέλες, αλλά εγώ δεν θα σ' αφήσω, δεν θέλω να σ' αφήσω... (Γελάει) Είσαι δικός μου... δικός μου... Αυτό το μέτωπο είναι δικό μου, αυτά τα μάτια, αυτά τα υπέροχα μεταξένια μαλλιά είναι κι αυτά δικά μου... Ολόκληρος είσαι δικός μου! Είσαι τόσο ταλαντούχος, τόσο έξυπνος — είσαι ο καλύτερος σύγχρονος συγγραφέας, είσαι η μοναδική ελπίδα της Ρωσίας... Έχεις τόση απλότητα, τόση φρεσκάδα, τόσο πηγαίο χιούμορ... Με μια
58
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
μόνη φράση σου αποδίδεις τέλεια έναν ανθρώπινο χαρακτήρα ή ένα τοπίο. Οι ήρωες στα βιβλία σου είναι τόσο ζωντανοί! Είναι αδύνατον να σε διαβάσει κάποιος και να μη μαγευτεί. Νομίζεις πως θέλω να σε κολακέψω, να σε λιβανίσω; Κοίταξέ με στα μάτια... κοίταξέ με! Σου μοιάζω για ψεύτρα; Να, βλέπεις; Μόνο εγώ ξέρω να εκτιμήσω την αξία σου, είμαι ο μόνος άνθρωπος που σου λέει την αλήθεια, αγάπη μου, ακριβέ μου... Θα έρθεις μαζί μου; Ναι; Δεν θα μ' αφήσεις... ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Δεν έχω δική μου θέληση... ποτέ μου δεν είχα. Άβουλος, νωθρός, πάντα υποχωρητικός — πώς γίνεται ν' αρέσω σε οποιαδήποτε γυναίκα; Πάρε με, πάρε με από δω..., αλλά μη μ' αφήσεις ούτε μια στιγμή μόνον... ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Μόνη) Τώρα είσαι δικός μου! (Σε αδιάφορο ύφος, σαν να μη συνέβη
τίποτα) Φυσικά, αν θέλεις μπορείς να μείνεις. Φεύγω εγώ, κι έρχεσαι εσύ σε μια βδομάδα. Άλλωστε, γιατί να βιαστείς; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Όχι, καλύτερα να φύγουμε μαζί. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ό π ω ς θέλεις. Μαζί θέλεις; Μαζί... (Παύση. Ο Τ Ρ Ι Γ Κ Ο Ρ Ι Ν γράφει κάτι στο σημειωματάριο του.) Τι γράφεις;
ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Σήμερα το πρωί άκουσα μια ωραία έκφραση: «Ο δρυμός των παρθένων»... Μπορεί να μου χρειαστεί. (Τεντώνεται) Ώστε, φεύγουμε; Πάλι βαγόνια, σταθμοί, κυλικεία, σάντουιτς, φλυαρίες... (Μπαίνει ο ΣΑΗΡΑΓΙΕΦ^
ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Έ χ ω την τιμή να σας αναγγείλω πως τα άλογα είναι έτοιμα και να εκφράσω τη λύπη μου για την αναχώρησή σας. Ευγενεστάτη κυρία, είναι ώρα να ξεκινήσετε για το σταθμό, το τρένο φτάνει στις δύο και πέντε. Θα μπορέσετε να μου κάνετε και μια μικρή χάρη, Ιρίνα Νικολάγιεβνα — να ρωτήσετε τι απόγινε ο ηθοποιός Σουσνάλτσεφ; Ζει, είναι καλά; Κάποτε τα πίναμε μαζί. Στη Ληστεία του ταχυδρομείου ήταν αμίμητος... Εκείνη την εποχή, θυμάμαι, παίζανε στο Ελισαβέτγκραντ μαζί με τον Ισμαηλώφ — μεγάλος τραγωδός κι αυτός και σπουδαία προσωπικότητα... Μη βιάζεστε, ευγενεστάτη κυρία, έχουμε ακόμα πέντε λεπτά. Κάποτε,
ο ί^ΛΛΡΟΣ
^
που λέτε, οι δυο τους έπαιζαν τους συνωμότες σ' ένα μελόδραμα κι έπρεπε, τη στιγμή που τους πιάνανε, να φωνάζουνε μαζί: «Ωχ, τη βάφαμε!» Κι ο Ισμαηλώφ είπε: «Ωχ, την κάφαμε!» (Γελάει ηχηρά) Άκου, «την κάφαμε!». (Όσο μιλάει, ο ΓΙΑΚΩΦ ασχολείται με τις βαλίτσες. Μία ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ φέρνει στην ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ το καπέλο, το παλτό, την ομπρέλα και τα γάντια της. Όλοι βοηθάνε την ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ να ντυθεί. Ο ΜΑΓΕΙΡΑΣ κρυφοκοιτάζει από την πόρτα, άστάζει για λίγο, μετά αποφασίζει να μπει. Στη συνέχεια, μπαίνουν η ΠΩΑΙΝΑ, ο Σ Ο Ρ Ι Ν κα^ ο Μ Ε Ν Τ Β Ε Ν Τ Ε Ν Κ Ο . ;
ΠΩΛΙΝΑ (Κρατώντας ένα μικρό καλάθι. Στην ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ.) Λίγα δαμάσκηνα
για το ταξίδι... Είναι πολύ γλυκά... Μήπως θελήσετε κάτι δροσερό. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Καλοσύνη σας, Πωλίνα Αντρέγιεβνα. ΠΩΛΙΝΑ Καλό σας ταξίδι. Κι αν έγινε κάτι που δεν σας άρεσε, συγχωρήστε μας. (Κλαίει)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Την αγκαλιάζει) Όλα ήταν θαυμάσια, όλα. Μόνο, μην κλαίτε! ΠΩΛΙΝΑ Περνάνε γρήγορα τα χρόνια μας! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ ΓΓ αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. ΣΟΡΙΝ (Μπαίνει από την αριστερή πόρτα φορώντας παλτό με μπέρτα στους ώμους και καπέλο και ακουμπώντας στο μπαστούνι του. Μιλάει, καθώς προχωράει στο δωμάτιο.) Ώρα να πηγαίνουμε, αδελφούλα μου. Έ λ α ,
θ' αργήσουμε, εν τοιαύτη περιπτώσει... Κατεβαίνω να καθίσω στην άμαξα. (Βγαίνει)
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Εγώ θα έρθω με τα πόδια ως το σταθμό... να σας χαιρετίσω εκεί. Δεν θ' αργήσω. (Βγαίνει)
60
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Γεια σας, φίλοι μου... Αν όλα πάνε καλά, θα ιδωθούμε πάλι του χρόνου το καλοκαίρι... (Η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ, ο ΜΑΓΕΙΡΑΣ καί ο ΓΙΑΚΩΦ της φιλάνε το χέρι) Μ η με ξεχνάτε. (Δίνει στον ΜΑΓΕΙΡΑ ένα ρούβλι) Αυτό το ρούβλι να το μοιραστείτε οι τρεις σας.
ΜΑΓΕΙΡΑΣ Καλοσύνη σας, δέσποινά μου. Καλό ταξίδι. Σας είμαστε υποχρεωμένοι. ΓΙΑΚΩΦ Ο Θεός μαζί σας. ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Αν μπορείτε, γράψτε μας δυο λόγια — θα μας δώσετε μεγάλη χαρά. Αντίο, Μπορίς Αλεξέγιεβιτς. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Πού είναι ο Κόστια; Πείτε του, φεύγω, θέλω να τον χαιρετίσω. Να με θυμόσαστε πότε πότε. (Στον ΓΙΑΚΩΦ) Έδωσα ένα ρούβλι στο μάγειρα. Είναι και για τους τρεις σας. (Βγαίνουν όλοι από 8εξιά. Η σκηνή μένει ά8εια. Εκτός σκηνής, ακούγονται αποχαιρετισμοί και ήχοι αναχώρησης. Ξαναμπαίνει η ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ, παίρνει το καλαθάκι με τα Βαμάσκηνα και ξαναβγαίνει.)
ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ (Ξαναμπαίνει) Το μπαστούνι μου; Θα τ' άφησα στη βεράντα. (Πηγαίνει προς την πόρτα αριστερά και συναντιέται με τη ΝΙΝΑ, που
μπαίνει) Α, εσείς! Εμείς φεύγουμε... ΝΙΝΑ Το ήξερα πως θα συναντιόμαστε και πάλι. (Ταραγμένη) Μπορίς Αλεξέγιεβιτς, το πήρα απόφαση, ο κύβος ερρίφθη: θα βγω στο θέατρο! Φεύγω από δω αύριο, φεύγω από το σπίτι του πατέρα μου, αφήνω πίσω μου τα πάντα κι αρχίζω καινούργια ζωή... Πάω στη Μόσχα..., όπως κι εσείς... Θα συναντηθούμε εκεί. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ (Κοιτάζει
γύρω του) Ν α
μείνετε
στο
ξενοδοχείο
«Σλαβιάνσκυ
Μπαζάρ». Μόλις φτάσετε, ειδοποιήστε με... Οδός Μολτσάνοφσκα, οικία Γκροχόλσκυ... Τώρα, πρέπει να πηγαίνω... (Παύση)
ΝΙΝΑ Μια στιγμή...
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ (Χαμηλόφωνα) Είσαστε τόσο όμορφη... Ω, πόσο ευτυχισμένος είμαι που θα σας ξαναδώ! (Η ΝΙΝΑ γέρνει το κεφάλι τ-ης στον ώμο του)
Θα ξαναδώ αυτά τα υπέροχα μάτια, αυτό το εξαίσιο, τρυφερό χαμόγελο... αυτό, το γλυκό πρόσωπο με την αγγελική διαύγεια! Αγάπη μου... (Παρατεταμένο φιλί) (Αυλαία)
ΤΕΤΑΡΤΒί
ΠΡΑΞΗ
(Δύο χρόνια αργότερα. Σαλόνι στο σπίτι του ΣΟΡΙΝ, που ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ το έχει μετατρέψει σε Γραφείο. Πόρτες αριστερά και 8εξιά που ο8ηγούν σε άλλους χώρους του σπιτιού. Στο κέντρο, μπαλκονόπορτα προς τη βεράντα. Εκτός από τα συνηθισμένα έπιπλα σαλονιού, στη γωνία 8εζιά ένα γραφείο και δίπλα στην αριστερή πόρτα ένα ντιβάνι και μια βιβλιοθήκη. Βιβλία στα περβάζια των παραθύρων και στις καρέκλες. Βράδυ. Το δωμάτιο φωτισμένο μόνον από μια λάμπα με αμπαζούρ. Το σφύριγμα του ανέμου στα δέντρα και στην καμινάδα του τζακιού. Έξω ακούγεται ο νυχτοφύλακας που χτυπάει το μπαστούνι του. Μπαίνουν ο ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ ΚΑΊ η ΜΑΣΑ.)
ΜΑΣΑ (Φωνάζει) Κονσταντίν Γκαβρίλοβίτς! Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς! (Κοιτάζει γύρω) Μπα, κανένας. Ο γέρος ρωτάει συνέχεια: «Πού είναι ο Κόστια, που είναι ο Κόστια;»... Δεν κάνει ούτε στιγμή χωρίς αυτόν... ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Φοβάται να μ,είνει μόνος του. (Ακούει με προσοχή) Χάλια ο καιρός. Δυο μέρες τώρα. ΜΑΣΑ (Δυναμώνει το φως της λάμπας) Η λίμνη έχει κύματα, θεόρατα κύματα. ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Σκοτάδι στον κήπο. Αλήθεια, πρέπει να πούμε να ξηλώσουνε πια κι αυτό το θέατρο. Στέκεται εκεί, μέσα στη μέση, γυμνό κι απαίσιο σαν σκελετός, κι η αυλαία του κάνει φασαρία με τον αέρα. Ξέρεις, χτες το βράδυ που περνούσα από κει, σαν να μου φάνηκε πως κάποιος έκλαιγε. ΜΑΣΑ Τι άλλο έχω ν' ακούσω... (Παύση)
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Πάμε σπίτι, Μάσα. ΜΑΣΑ (Κουνάει αρνητικά το κεφάλι) Ό χ ι , ε γ ώ θα μείνω εδώ απόψε.
64
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ (Ικετευτικά) Έλα, Μάσα, πάμε. Το μωρό θα πεινάει. ΜΑΣΑ Μη λες κουταμάρες. Θα το ταΐσει η Ματριόνα. (Παύση)
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Το λυπάμαι, το καημένο. Είναι τρεις νύχτες χωρίς τη μάνα του. ΜΑΣΑ Έχεις γίνει πολύ βαρετός! Τουλάχιστον, παλιά πέταγες και καμιά φιλοσοφία..., τώρα όλο το μωρό και το σπίτι — δεν ακούω τίποτ' άλλο από το στόμα σου. ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Έλα, Μάσα! ΜΑΣΑ Πήγαινε μόνος σου. ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Ο πατέρας σου δεν θα μου δώσει άλογο. ΜΑΣΑ Θα σου δώσει. Ζήτα του και θα σου δώσει. ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Καλά, θα του ζητήσω... Δηλαδή, εσύ θα έρθεις αύριο; ΜΑΣΑ (Ρουφάει καπνό) Ε , ναι, αύριο. Μ ' έσκασες! (Μπαίνουν ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ ΧΑΊ η ΠΩΑΙΝΑ. Ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ κουβαλάει μαξιλάρια και μια κουβέρτα, η ΠΩΑΙΝΑ σεντόνια. Τ αφήνουν όλα στο ντιβάνι. Ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ πηγαίνει και κάθεται στο γραφείο του.)
ΜΑΣΑ Τι είν' αυτά, μαμά; ΠΩΑΙΝΑ Για τον Πιότρ Νικολάγιεβιτς. Είπε να του στρώσουμε εδώ, στο δωμάτιο του Κόστια. ΜΑΣΑ Άσε, θα τα φτιάξω εγώ. (Στρώνει το κρεβάτι)
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΠΩΛΙΝΑ (Αναστενάζει) Οι γέροι είναι σαν τα μωρά... (Πηγαίνει στο γραφείο, ακουμπάει τους αγκώνες της και κοιτάει ένα χειρόγραφο. Παύση.)
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Ε γ ώ να πηγαίνω. Καληνύχτα, Μάσα. (Φιλάει το χέρι της γυναίκας
του) Καληνύχτα, μητέρα. (Κάνει να φιλήσει το χέρι της ΠΩΛΙΝΑΣ)
ΠΩΛΙΝΑ (Ενοχλημένη) Είπες να πηγαίνεις — άντε, λοιπόν πήγαινε! ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Καληνύχτα, Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς. (Ο ΤΡΕΠΑΙΕΦ του Βίνει το χέρι χωρίς να μιλήσει. Βγαίνει ο ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ.)
ΠΩΑΙΝΑ (Κοιτάζοντας το χειρόγραφο) Ποιος θα το 'λεγε, Κόστια, π ω ς θα
γινόσουνα πραγματικός συγγραφέας! Αλλά, δόξα να 'χει ο Μεγαλοδύναμος, τώρα βγάζεις λεφτά κι απ' τα περιοδικά που γράφεις. (Του χαϊδεύει τα μαλλιά) Κι έχεις ομορφύνει... Κόστια, καλέ μου, εσύ που είσαι τόσο ευγενικός, δεν μπορείς να γίνεις λίγο πιο τρυφερός και με τη Μάσα μου; ΜΑΣΑ (Στρώνοντας το κρεβάτι) Ασ' τον ήσυχο, μαμά.
ΠΩΑΙΝΑ (Στον ΤΡΕΠΑΙΕΦ) Είναι καλό κορίτσι! (Παύση) Το μόνο που θέλει η γυναίκα, Κόστια μου, είναι μια τρυφερή ματιά — τίποτ' άλλο. Το ξέρω α π ' τον εαυτό μου. (Ο ΤΡΕΠΑΙΕΦ σηκώνεται από το γραφείο και βγαίνει χωρίς να μιλήσει)
ΜΑΣΑ Να! Τον θύμωσες! Τι του φορτώνεσαι;
66
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΠΩΛΙΝΑ Σε λυπάμιαι, Μάσα. ΜΑΣΑ Δεν έχω ανάγκη από τη λύπη σου. ΠΩΑΙΝΑ Η καρδιά μου πονάει. Μήπως δεν έχω μάτια να δω — δεν καταλαβαίνω; ΜΑΣΑ Βλακείες! Έρωτες χωρίς ελπίδα — αυτά τα λένε τα μυθιστορήματα. Αόγια και τίποτ* άλλο. Όποιος έχει μυαλό, αντιστέκεται... όχι να κάθεσαι να περιμένεις, να ελπίζεις — τι, μήπως αλλάξει κάτι με τον καιρό;... Αμα ο έρωτας τρυπώσει στην καρδιά σου, πέταξέ τον έξω αμέσως, μια και καλή! Τποσχεθήκανε στον άντρα μου μετάθεση γι' άλλη επαρχία. Μόλις βρεθούμε μακριά, θα τα ξεχάσω όλα..., θα τα ξεριζώσω απ' την καρδιά μου. (Δύο δωμάτια πιο πέρα κάποιος παίζει ένα μελαγχολικό
βαλς)
ΠΩΑΙΝΑ Ο Κόστια παίζει. Βλέπεις; Είναι θλιμμένος. ΜΑΣΑ (Σιωπηλά κάνει 8υο τρεις στροφές βαλς) Αυτό που έχει
σημασία,.
μαμά, είναι να μην τον βλέπω μπροστά μου. Ας πάρει ο Σεμιόν τη μετάθεση και θα δεις, θα τα ξεχάσω όλα μέσα σ' ένα μήνα. Όλα τ' άλλα είναι βλακείες! (Ανοίγει η πόρτα αριστερά. Ο ΝΤΟΡΝ και ο ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ σπρώχνουν τψ πολυθρόνα όπου κάθεται ο ΣΟΡΙΝ.^
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Εφτά στόματα έχω να θρέψω τώρα. Και το αλεύρι έφτασε εβδομήντα καπίκια. ΝΤΟΡΝ Ζορίζεσαι, καημένε μου! ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Γελάτε εσείς* αλλά τι ανάγκη έχετε; εσείς από χρήμα άλλο τίποτα! ΝΤΟΡΝ Χρήμα! Τριάντα ολόκληρα χρόνια γιατρός, αγαπητέ μου, τριάντα χρόνια τόσες ευθύνες, από τότε που ήτανε δύσκολες οι εποχές.
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
και δεν κατάφερα να μαζέψω παρά μόνο δύο χιλιάδες ρούβλια. Που τα ξόδεψα με το τελευταίο μου ταξίδι..., είπα κι εγώ να πάω στην Ευρώπη! Δεκάρα δεν έχω τώρα. ΜΑΣΑ (Στον άντρα της) Ακόμα εδώ είσαι;
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ (Απολογητικός) Πώς να φύγω..., αφού δεν μου δίνουν άλογο; ΜΑΣΑ
(Πικρά, με πολύ χαμηλή φωνή) Δεν α ν τ έ χ ω ούτε να τον βλέπω!
(Σπρώχνουν τον ΣΟΡΙΝ στην αριστερή πλευρά του δωματίου. Η ΠΩΛΙΝΑ, η ΜΑΣΑ ΚΑΊ Ο ΝΤΟΡΝ κάθονται κοντά του. Ο ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ πηγαίνει και κάθεται πιο πέρα θλιμμένος.)
ΝΤΟΡΝ Κοίτα αλλαγές! Το σαλόνι έγινε Γραφείο. ΜΑΣΑ Ο Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς νιώθει πιο άνετα να δουλεύει εδώ. Κι όποτε θέλει βγαίνει, στον κήπο, να καθίσει να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. (Ακούγονται τα χτυπήματα του φύλακα)
ΣΟΡΙΝ Πού είναι η αδελφή μου; ΝΤΟΡΝ Πήγε στο σταθμό, να υποδεχτεί τον Τριγκόριν. Σε λίγο θα είν' εδώ. ΣΟΡΙΝ Για να φέρνετε την αδελφή μου εδώ, θα πρέπει να είμαι πολύ άρρωστος. (Μικρή σιωπή) Δεν είναι περίεργο να είμαι τόσο άρρωστος και να μη μου δίνουν ούτε ένα φάρμακο. ΝΤΟΡΝ Φάρμακο θέλετε; Τι προτιμάτε; Βαλεριάνα; Σόδα; Κινίνο; ΣΟΡΙΝ Άρχισε πάλι τις φιλοσοφίες του. Ωχ, σκέτο μαρτύριο είναι! (Δείχνει με το κεφάλι του το ντιβάνι) Για μένα το στρώσατε;
68
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
ΠΩΛΙΝΑ Για σας, Πιότρ Νικολάγιεβιτς. ΣΟΡΙΝ Ευχαριστώ. ΝΤΟΡΝ (Τραγουδάει) «Το φεγγάρι
αρμενίζει
σε νυχτερινό
ουρανό...»
ΣΟΡΙΝ Λοιπόν, θέλω να προτείνω στον Κόστια ένα θέμα για μυθιστόρημα.
Τίτλος:
Ο άνθρωπος
που
ήθελε,
υ
Ηοπιτηβ (ΐηί νοαίπ.
Στα
νιάτα μου ήθελα να γίνω λογοτέχνης — και δεν έγινα. Ήθελα να μιλάω ωραία — και μίλαγα απαίσια... (Μιμείται τον εαυτό του) «Επί του θέματος, και επί των άλλων θεμάτων, ενδεχομένως, υπό το φως των περιστάσεων...» Άρχιζα να λέω την άποψή μου και στριφογύρναγα τις φράσεις, και ίδρωνα... Ήθελα να παντρευτώ — και δεν παντρεύτηκα. Ήθελα να ζω στην πόλη — και τελειώνω τις μέρες μου στην εξοχή... εν τοιαύτη περιπτώσει... ΝΤΟΡΝ Θέλατε να γίνετε Σύμβουλος Επικρατείας — και γίνατε. ΣΟΡΙΝ (Γελάει) Αυτό δεν το προσπάθησα, ήρθε από μόνο του. ΝΤΟΡΝ Στα εξήντα δύο σας και να παραπονιόσαστε για τη ζωή σας! Αυτό δεν δείχνει και μεγάλη ψυχική ανωτερότητα. ΣΟΡΙΝ Βρε επιμονή ο άνθρωπος! Μα, δεν μπορείτε να το καταλάβετε; Θέλω να ζήσω! ΝΤΟΡΝ Επιπολαιότητες! Κάθε ζωή έχει και τέλος — έτσι λέει ο νόμος της φύσης. ΣΟΡΙΝ Αυτά τα λέτε εσείς, επειδή είσαστε χορτάτος. Ζήσατε ό,τι και όπως θέλατε και τώρα αδιαφορείτε για τη ζωή. Όταν όμως έρθει εκείνη η ώρα, κι εσείς θα το φοβηθείτε το θάνατο. ΝΤΟΡΝ Φόβο του θανάτου πρέπει να έχουνε τα ζώα. Εμείς πρέπει να τον υπερνικούμε. Μόνο οι θρησκόληπτοι φοβούνται το θάνατο, γιατί πιστεύουν στη μεταθανάτια ζωή και τρέμουνε μήπως πληρώσουν για τις αμαρτίες τους. Η δική σας περίπτωση είναι διαφορετική, γιατί, πρώτον, δεν πιστεύετε σε τέτοια, και, δεύτερον, τι αμαρτίες να έχετε εσείς; Είκοσι πέντε χρόνια στο Τπουργείο Δικαιοσύνης — κι αυτό ήταν όλο.
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΣΟΡΙΝ (Γελώντας) Είκοσι οχτώ... (Μπαίνει ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ και κάθεται σ ένα μικρό σκαμνί στα π68ια του ΣΟΡΙΝ. Η ΜΑΣΑ τον κοιτάζει συνέχεια.)
ΝΤΟΡΝ Εμποδίζουμε τον Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς να συνεχίσει τη δουλειά του. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Ω, όχι, δεν πειράζει. (Παύση)
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Αν επιτρέπετε, γιατρέ, στο εξωτερικό που πήγατε, ποια πόλη σας άρεσε πιο πολύ; ΝΤΟΡΝ Η Γένοβα. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Γιατί η Γένοβα; ΝΤΟΡΝ Γιατί ο κόσμος στους δρόμους είναι κάτι μοναδικό. Βγαίνεις το βράδυ απ' το ξενοδοχείο και οι δρόμοι είναι γεμάτοι. Τριγυρίζεις εδώ κι εκεί, μέσα στο πλήθος, όπου θες, πάνω κάτω, μοιράζεσαι τη ζωή τους, συγγενεύεις ψυχικά μαζί τους και φτάνεις, τέλος, να πιστέψεις πως υπάρχει κάποια οικουμενική ψυχή, κάτι σαν κι αυτό που λέγατε στο έργο σας — εκείνο που έπαιξε πρόπερσι η Νίνα Ζαρέτσναγια... Αλήθεια, πού είναι η Νίνα Ζαρέτσναγια; Τι κάνει; ΤΡΕΠΛΙΕΦ Καλά είναι. ΝΤΟΡΝ Άκουσα ότι ζει κάπως παράξενα. Δηλαδή, τι της συμβαίνει; ΤΡΕΠΛΙΕΦ Α, είναι μεγάλη ιστορία, γιατρέ. ΝΤΟΡΝ Κάντε τη μικρή και πείτε την. (Παύση)
70
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΤΡΕΠΛΙΕΦ Είχε φύγει από το σπίτι της και ζούσε με τον Τριγκόριν. Αυτό το ξέρατε; ΝΤΟΡΝ Ναι, αυτό το ήξερα. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Έκανε κι ένα παιδί που πέθανε... Του Τριγκόριν τού πέρασε ο έρωτας και ξαναγύρισε στην παλιά του ζωή — αυτό ήταν αναμενόμενο, γιατί ποτέ δεν είχε κόψει τους δεσμούς με την παλιά του ζωή... Άβουλος ναι, αλλά όπου θέλει τα καταφέρνει μια χαρά. Ενώ, απ' όσα έχω καταλάβει κι όσα έχω ακούσει, η προσωπική ζωή της Νίνας ήταν σκέτη αποτυχία. ΝΤΟΡΝ Και το θέατρο; ΤΡΕΠΛΙΕΦ Εκεί να δείτε — χειρότερα! Πρωτόπαιξε ένα καλοκαίρι σε κάποιο θεατράκι κοντά στη Μόσχα και μετά έφυγε περιοδεία στην επαρχία. Εκείνο τον καιρό, παρακολουθούσα τις κινήσεις της, ήξερα πού πήγαινε, κι έτρεχα πίσω της. Της δίνανε πάντα μεγάλους ρόλους, αλλά, τι να πω — ήταν άγαρμπη, αδούλευτη, εξωτερική, όλο παρατονισμούς και μελοδραματικές χειρονομίες. Βέβαια, υπήρχαν μέσα της στοιχεία ταλέντου —μια κραυγή, ένας θάνατος—, αλλά αυτά ήτανε μόνο στιγμές. ΝΤΟΡΝ Δηλαδή, κάποιο ταλέντο το έχει. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Δύσκολο να σας το πω αυτό. Θα πρέπει να έχει. Εγώ, φυσικά, την ακολουθούσα και την έβλεπα στη σκηνή, όμως αυτή αρνιότανε να με δει στο ξενοδοχείο της και δεν μ' αφήνανε να μπω στο δωμάτιό της. Τελικά, κατάλαβα σε ποια ψυχολογική κατάσταση βρισκόταν και δεν επιδίωξα πια να τη δω. (Παύση) Τι άλλο θα μπορούσα να σας πω; Λργότερα, όταν γύρισα εδώ, μου έστειλε μερικά γράμματα, έξυπνα, θερμά, ενδιαφέροντα γράμματα... Ποτέ κανένα παράπονο, αλλά εγώ ένιωθα πως ήτανε βαθύτατα δυστυχισμένη, πως κάθε λέξη της ήταν ένα πονεμένο, τεντωμένο νεύρο... Υπέγραφε: «Ο Γλάρος». Θυμόσαστε στη Νεράιδα του Πούσκιν, που ο μυλωνάς λέει πως είναι κοράκι;... Έτσι κι αυτή έλεγε στα γράμματά της πως είναι γλάρος... Είν' εδώ τώρα.
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΝΤΟΡΝ Εδώ; Πού; ΤΡΕΠΛΙΕΦ Στην πόλη, μένει σ' ένα φτηνό ξενοδοχείο. Είναι τέσσερις πέντε μέρες που ήρθε. Πήγα και προσπάθησα να τη δω, κι η Μαρία Ιλίνιτσνα (Δείχνει τη ΜΑΣΑ^ πήγε να τη δει, αλλά δεν δέχεται κανέναν. Ο Σεμιόν Σεμιόνοβιτς (Δείχνει τον ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ^ επιμένει πως την είδε χτες το βράδυ να τριγυρνάει στα χωράφια, δυο βέρστια μακριά από δω. ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Ναι, την είδα. Έφευγε από δω και πήγαινε προς την πόλη. Τη χαιρέτισα και τη ρώτησα γιατί δεν ήρθε να μας δει. Μου απάντησε πως θα έρθει. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Δεν θα έρθει. (Παύση) Ο πατέρας της κι η μητριά της δεν θέλουν ούτε να την ξέρουν. Βάλανε και φύλακες για να μην μπορεί να πλησιάσει στο χ τ ή μ α . (Πηγαίνει προς το γραφείο του μαζί με το για-
τρό) Είδατε, γιατρέ, να κάνεις το φιλόσοφο είναι πολύ εύκολο στο χαρτί και πολύ δύσκολο στην πράξη. ΣΟΡΙΝ Ήτανε χαριτωμένη κοπέλα. ΝΤΟΡΝ Τι; ΣΟΡΙΝ Είπα, ήτανε χαριτωμένη κοπέλα. Ο Σύμβουλος Επικρατείας Σόριν ήταν κάποτε ερωτευμένος μαζί της. ΝΤΟΡΝ Γερο-σάτυρε! (Εκτός σκηνής, ακούγεται το γέλιο του ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ^
ΠΩΛΙΝΑ Νομίζω πως έρχονται. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Ναι, ακούω τη μαμά. (Μπαίνουν η ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ με τον ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ ΚΑ^ πίσω τους Ο ςΑΜΡΑΓΙΕΦ;
72
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ (Μπαίνοντας) Όλοι γερνάμε, όλους.μιας δέρνουνε οι άνεμοι και τα στοιχειά της φύσης σαν τα δέντρα, όμως εσείς, ευγενεστάτη δέσποινα, μένετε πάντα νέα... Πάντα κομψή, πάντα γεμάτη ζωντάνια και χάρη... ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Γινόσαστε ενοχλητικός* θα με ματιάσετε πάλι! ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ (Στον ΣΟΡΙΝ^ Καλησπέρα, Πιότρ Νικολάγιεβιτς. Πάλι άρρωστος; Α, δεν πάμε καλά! (Στη ΜΑΣΑ, με χαρά) Μαρία Ιλίνιτσνα! ΜΑΣΑ Με θυμηθήκατε; (Σφίγγουν
τα χέρια)
ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Παντρεμένη; ΜΑΣΑ Από καιρό. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Ευτυχισμένη; (Χαιρετάει με υπόκλιση τον ΝΤΟΡΝ και τον ΜΕΝΤΒΕΝ Τ Ε Ν Κ Ο , που του ανταποδίδουν το χαιρετισμό με τον ίδιο τρόπο. Μετά,
πλησιάζει διστακτικά τον ΤΡΕΠΛΙΕΦ.) Η Ιρίνα Νικολάγιεβνα μου είπε πως ξεχάσατε τα παλιά και δεν μου κρατάτε κακία... (Ο Τ Ρ Ε Π Α Ι Ε Φ του δίνει το χέρι)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Στο γιο της) Κοίτα, ο Μπορίς Αλεξέγιεβιτς έχει φέρει το περιοδικό με το τελευταίο σου διήγημα. ΤΡΕΠΑΙΕΦ (Παίρνοντας το περιοδικό, στον ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ^ Σας ευχαριστώ, καλοσύνη σας. (Κάθονται)
ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ (Στον ΤΡΕΠΑΙΕΦ^ Έχετε χαιρετισμούς από τους θαυμαστές σας. Στην Πετρούπολη, αλλά και στη Μόσχα, ενδιαφέρονται πολύ για σας και με ρωτάνε πώς είσαστε, πόσων χρόνων, ξανθός ή μελα-
ο ί^ΛΛΡΟΣ
χρινός — τα πάντα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, όλοι σας νομίζουν μεσόκοπο. Και κανένας δεν ξέρει το πραγματικό σας όνομα, αφού γράφετε πάντα με ψευδώνυμο. Παραμένετε μυστηριώδης σαν τον Άνθρωπο με το σιδηρούν προσωπείον. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Θα μείνετε καιρό; ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Όχι, αύριο μάλλον φεύγω για τη Μόσχα. Πρέπει να φύγω. Βιάζομαι να τελειώσω ένα μυθιστόρημα. Εκτός αυτού, υποσχέθηκα να δώσω κι ένα διήγημά μου σε μια ανθολογία. Με δυο λόγια, πολλή δουλειά, όπως πάντα. (Όσο μιλάνε, η ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ και η ΠΩΛΙΝΑ φέρνουν στη μέση του δωματίου ένα τραπέζι για χαρτιά και το ανοίγουν. Ο ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ ανάβει τα κεριά και βάζει καρέκλες γύρω από το τραπέζι. Βγάζουν μια τόμπολα από την ντουλάπα.)
ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Ο καιρός δεν μου έκανε και την καλύτερη υποδοχή! Φοβερός αέρας! Αν πέσει αύριο το πρωί, θα πάω στη λίμνη για ψάρεμα. Άλλωστε, θέλω να ρίξω και μια ματιά στον κήπο, στο μέρος που παίχτηκε το έργο σας — θυμόσαστε; Έ χ ω στο μυαλό μου μια ιδέα για ένα διήγημα και θέλω να φρεσκάρω στη μνήμη μου το χώρο. ΜΑΣΑ (Στον πατέρα της) Μπαμπά, άσε τον Σεμιόν να πάρει ένα άλογο. Πρέπει να γυρίσει στο σπίτι. ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ (Τη μιμείται) Ένα άλογο... να γυρίσει στο σπίτι... (Αυστηρά) Είδες ότι τ' άλογα γυρίσαν μόλις τώρα από το σταθμό. Πού να τα ξαναστείλω πάλι... ΜΑΣΑ Μα, υπάρχουν κι άλλα άλογα... (Βλέποντας πως ο πατέρας της 8εν απαντάει, η ΜΑΣΑ κάνει μια χειρονομία που δείχνει την απελπισία της)
Τι κάθομαι και χάνω τα λόγια μου... ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ Δεν πειράζει, Μάσα, πάω με τα πόδια... ΠΩΛΙΝΑ (Αναστενάζοντας) Μ ' αυτόν τον καιρό!... (Κάθεται στο τραπέζι) Π ε -
ράστε, κυρίες και κύριοι.
74
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ 'Εξι βέρστια είναι, δεν πειράζει... Καληνύχτα... (Φίλάεί το χέρι της γυναίκας του) Καληνύχτα, μητέρα. (Η ΠΩΛΙΝΑ του Βίνει απρό^μα το χέρι
της, να το φιλήσει) Δεν ήθελα να ενοχλήσω, αλλά έχουμε, βλέπετε, και το μωρό... (Χαιρετάει όλους με γενική υπόκλιση) Χαίρετε... (Βγαίνει γεμάτος
ενοχές)
ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Να πάει με τα πόδια, γιατί να μην πάει, στρατηγός είναι; ΠΩΛΙΝΑ (Χτυπάει με τα χέρια το τραπέζι) Ελάτε, παρακαλώ. Μη χάνουμε
χρόνο, σε λίγο θα μας φωνάξουνε για φαγητό. (Ο ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ ΚΑΊ Ο ΝΤΟΡΝ κάθονται στο τραπέζι)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Στον ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ) Μόλις αρχίσουν αυτά τα ατέλειωτα φθινοπωρινά βράδια, παίζουμε πάντα τόμπολα. Κοίτα, αυτή είναι η ίδια τόμπολα που παίζαμε με τη μακαρίτισσα τη μητέρα μου, όταν ήμαστε παιδιά — είδες πόσο έχει παλιώσει! Να παίξουμε μια παρτίδα πριν το φαγητό; (Αυτή και ο ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ κάθονται στο τραπέζι) Είναι λίγο ανιαρό παιχνίδι, αλλά άμα το συνηθίσεις... (Μοιράζει καρτέλες στον καθένα)
ΤΡΕΠΑΙΕΦ (Ξεφυλλίζοντας το περιοδικό) Το δικό του διήγημα το διάβασε — στο δικό μου δεν έκανε ούτε τον κόπο να κόψει τις σελίδες. (Αφήνει το περιοδικό στο γραφείο του και πηγαίνει προς τα αριστερά. Καθώς περνάει δίπλα από τη μητέρα του, τη φιλάει στα μαλλιά.)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Εσύ δεν θα παίξεις, Κόστια; ΤΡΕΠΑΙΕΦ Συγγνώμη, δεν έχω καθόλου διάθεση... Πάω μια βόλτα... (Βγαίνει)
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Η μίζα είναι δέκα καπίκια. Βάζετε και για μένα, γιατρέ; ΜΑΣΑ Βάλατε όλοι; Αρχίζω. Είκοσι δύο! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Ναι. ΜΑΣΑ Τρία! ΝΤΟΡΝ Τρία — εγώ. ΜΑΣΑ Το βάλατε το τρία; Οχτώ! Ογδόντα ένα! Δέκα! ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Μην τα λες τόσο γρήγορα. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Τι υποδοχή μου κάνανε στο Χάρκοβο! Χριστέ μου! Ακόμα γυρίζει το κεφάλι μου! ΜΑΣΑ Τριάντα τέσσερα! (Εκτός σκψής,
ακούγεται ένα μελαγχολικό
βαλς)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Οι φοιτητές με αποθέωσαν... Τρία μεγάλα καλάθια με λουλούδια, δύο στεφάνια, κι αυτό... (Βγάζει από το στήθος της μια καρφίτσα και τψ πετάει στο τραπέζι)
ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Πωπώ, ωραίο πράγμα... ΜΑΣΑ Πενήντα! ΝΤΟΡΝ Σκέτο πενήντα; ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Είχα βάλει ένα υπέροχο φόρεμα... Αν κάτι ξέρω, είναι να ντύνομαι. ΠΩΑΙΝΑ (Ακούει το πιάνο) Ο Κόστια είναι που παίζει. Πολύ στενοχωρημένο τον βλέπω, τον καημένο.
76
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Τον χτυπάνε πολύ οι κριτικοί στις εφημερίδες. ΜΑΣΑ Τριάντα εφτά! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Φταίει που τους δίνει σημασία. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Είναι αδέξιος. Δεν έχει καταφέρει να βρει το προσωπικό του ύφος. Τα γραφτά του είναι παράξενα, αδιαμόρφωτα — συχνά μοιάζουν με παραληρήματα αρρώστου. Στα έργα του δεν έχει ούτε ένα ζωντανό πρόσωπο! ΜΑΣΑ Έντεκα! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Στρέφει στον ΣΟΡΙΝ^ Πετρούσα, βαριέσαι; (Παύση) Κοιμάται. ΝΤΟΡΝ Ο Σύμβουλος Επικρατείας κοιμάται. ΜΑΣΑ Εφτά! Ενενήντα! ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Αν ζούσα σ' ένα τέτοιο χτήμα, δίπλα σε λίμνη, νομίζετε πως θα είχα γράψει έστω και μια αράδα; Θα έπνιγα το πάθος μου για γράψιμο και θα ψάρευα απ' το πρωί ως το βράδυ. ΜΑΣΑ Είκοσι οχτώ! ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Πέρκες, τσιπούρες: να η πραγματική ευτυχία! ΝΤΟΡΝ Εγώ, πάντως, πιστεύω στον Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς. Έχει κάτι αυτό το παιδί. Σίγουρα έχει κάτι. Σκέφτεται με εικόνες, τα διηγήματά του είναι δυνατά, γεμάτα χρώματα και, τουλάχιστον εμένα, με συγκινούν. Το πρόβλημα είναι που ο ίδιος δεν έχει συγκεκριμένους στόχους. Κάνει εντύπωση, εντάξει, αλλά τίποτα παραπάνω, και όταν κάνεις μόνο εντύπωση, ως πού μπορείς να φτάσεις; Ιρίνα Νικολάγιεβνα, χαιρόσαστε που έχετε γιο συγγραφέα; ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Αν θέλετε το πιστεύετε: δεν έχω διαβάσει τίποτα δικό του* δεν βρήκα ποτέ χρόνο.
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
ΜΑΣΑ Είκοσι έξι! (Ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ μπαίνει αθόρυβα και πηγαίνει στο γραφείο του)
ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ (Στον ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ^ Αλήθεια, Μπορίς Αλεξέγιεβιτς, έχουμε εδώ κάτι δικό σας. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Δικό μου; ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Ο Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς είχε σκοτώσει κάποτε ένα γλάρο κι εσείς μου είχατε πει. τότε να σας τον δώσω να τον βαλσαμώσουνε. ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Δεν το θυμάμαι. (Σκέφτεται) Όχι, δεν θυμάμαι τίποτα. ΜΑΣΑ Εξήντα ένα! Ένα! ΤΡΕΠΑΙΕΦ (Ανοίγει το παράθυρο και ακούει) Τι σκοτάδι! Γιατί είμαι τόσο ανήσυχος; ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Σε παρακαλώ, κλείσε το παράθυρο! Κάνει ρεύμα. (Ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ κλείνει το παράθυρο)
ΜΑΣΑ Ογδόντα οχτώ! ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ Τόμπολα! Κυρίες και κύριοι, κέρδισα! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Ζωηρά) Μπράβο! Μπράβο! ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ Μπράβο σας! ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Τυχερός άνθρωπος, κερδίζει παντού και πάντα! (Σηκώνεται) Και τώρα, πάμε να φάμε κάτι. Ο διαπρεπής επισκέπτης μας δεν έχει βάλει μπουκιά στο στόμα του σήμερα. Θα συνεχίσουμε μετά το φαγητό. (Στο γιο της) Κόστια, αγόρι μου, παράτα τη συγγραφή κι έλα να φας.
78
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΤΡΕΠΛΙΕΦ Δεν θέλω, μαμά, δεν πεινάω καθόλου. ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Όπως νομίζεις. (Ξυπνάει τον ΣΟΡΙΝ^ Πετρούσα, τρώμε! (Στηρίζετοα στο μπράτσο του ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ^ Να σας πω για την υποδοχή. Όταν έφτασα στο Χάρκοβο... (Η ΠΩΛΙΝΑ σβήνει τα κεριά στο τραπέζι και μετά σπρώχνουν μαζί με τον ΝΤΟΡΝ τψ πολυθρόνα του ΣΟΡΙΝ. Βγαίνουν όλοι, εκτός από τον Τ Ρ Ε Π ΛΙΕΦ, που κάθεται στο γραφείο του.)
ΤΡΕΠΑΙΕΦ (Ετοιμάζεται να γράφει, διαβάζει αυτά που έχει η^η γράφει) Έ χ ω γρά-
ψει τόσα πολλά για τις καινούργιες φόρμες της τέχνης, κι όμως, τώρα νιώθω να ξεπέφτω σιγά σιγά στη ρουτίνα. (Διαβάζει) «Η αφίσα στον τοίχο διακήρυσσε... ένα χλομό πρόσωπο με φόντο τα κατάμαυρα μαλλιά του...» Διακήρυσσε... φόντο τα κατάμαυρα μαλλιά του... Κοινοτοπίες! (Διαγράφει λέξεις από το κείμενο) Θ' αρχίσω με την παράγραφο όπου ο θόρυβος της βροχής ξυπνάει τον ήρωά μου. Όλα τ' άλλα, πέταμα! Η περιγραφή της νύχτας κι εδώ με το φεγγάρι — πολλή φλυαρία κι εξεζητημένες εκφράσεις... Βέβαια, ο Τριγκόριν έχει βρει το στιλ του και του βγαίνουν εύκολα αυτά τώρα πια... Αυτός θα έβαζε το λαιμό μιας σπασμένης μπουκάλας να γυαλίζει πάνω στο φράγμα και τη μαύρη σκιά κάποιου νερόμυλου — και να την αμέσως η φεγγαρόλουστη βραδιά... Ενώ εγώ έχω και τρεμάμενο φως, και μαρμαρυγή των άστρων, συν το μακρινό ήχο του πιάνου που σκορπίζεται στη βουβή, μυρωδάτη ατμόσφαιρα... Μαρτύριο είναι το γράψιμο! (Παύση) Ναι, τώρα το βλέπω όλο και πιο καθαρά: το πρόβλημα δεν είναι οι παλιές κι οι καινούργιες φόρμες, το πρόβλημα είναι πώς καταφέρνεις να γράψεις χωρίς να βάζεις το μυαλό σου σε καλούπια, να γράφεις αυτό που αναβλύζει από τα βάθη της ψυχής σου. (Ακούγεται χτύπημα στο τζάμι του παραθύρου που είναι κοντά στο γραφείο του) Τι είν' αυτό; (Κοιτάζει από το παράθυρο) Δεν βλέπω τίποτα... (Ανοίγει την μπαλκονόπορτα και κοιτάει
στον κήπο) Κάποιος κατεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά. (Φωνάζει) Ποιος είναι; (Βγαίνει και ακούγονται τα βιαστικά βήματά του στη βεράντα. Αίγες στιγμές αργότερα επιστρέφει με τη ΝΙΝΑ.^ Νίνα! Νίνα! (Η ΝΙΝΑ ακουμπάει το κεφάλι της στο στήθος του και κλαίει.
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
Ο ΤΡΕΠΛΙΕΦ είναι πολύ συγκινημένος.) Νίνα! Νίνα! Εσύ... Εσύ!... Είχα προαίσθημα, ένιωθα ένα φοβερό σφίξιμο στην καρδιά... (Η ΝΙΝΑ βγάζει τψ κάπα και το καπέλο της) Γλυκό μου, λατρευτό μου κορίτσι, επιτέλους ήρθες! Μα, δεν πρέπει να κλαίμε! ΝΙΝΑ Κάποιος είναι. ΤΡΕΠΛΙΕΦ Κανένας δεν είναι. ΝΙΝΑ Σε παρακαλώ, κλείδωσε την πόρτα, μην μπει κανένας. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Δεν θα μπει κανείς. ΝΙΝΑ Ξέρω πως έχει έρθει η Ιρίνα Νικολάγιεβνα. Κλείδωσε τις πόρτες. ΤΡΕΠΑΙΕΦ (Κλειδώνει την πόρτα 8εζιά και κατευθύνεται προς την πόρτα αριστερά)
Αυτή δεν έχει κλειδαριά. Θα βάλω μια καρέκλα. (Βάζει μια πολυθρόνα κόντρα στην πόρτα) Μ η φοβάσαι, κανένας δεν θα μπει.
ΝΙΝΑ (Τον κοιτάζει έντονα στο πρόσωπο) Άσε με να σε δω. (Κοιτάζει
γύρω)
Ζεστά, όμορφα είν' εδώ!... Εδώ είχατε σαλόνι. Έ χ ω αλλάξει πολύ; ΤΡΕΠΑΙΕΦ Ναι... Είσαι πιο αδύνατη και τα μάτια σου έχουν μεγαλώσει. Νίνα, είναι απίστευτο: σε ξαναβλέπω! Γιατί δεν με άφηνες να σε δω; Και, τόσον καιρό εδώ, γιατί δεν ήρθες νωρίτερα; Ξέρω πως είσαι τουλάχιστον μια βδομάδα εδώ!... Εγώ ερχόμουνα στο ξενοδοχείο σου κάθε μέρα, πολλές φορές κάθε μέρα, και στεκόμουνα κάτω από το παράθυρό σου σαν ζητιάνος. ΝΙΝΑ Φοβόμουνα πως με μισούσες. Κάθε βράδυ βλέπω στον ύπνο μου πως με κοιτάς και δεν μ' αναγνωρίζεις. Αχ, αν ήξερες! Από τότε που γύρισα, έρχομαι συνέχεια εδώ... στη λίμνη. Έφτασα και στο σπίτι αρκετές φορές, αλλά δεν τόλμησα να μπω μέσα. Έλα να καθίσουμε. (Κάθονται) Να καθίσουμε και να μιλήσουμε, να μιλήσουμε... Είναι ωραία εδώ, ζεστά και άνετα. Ακούς τον αέρα; Ο Τουργκένιεφ γράφει κάπου: «Τυχερός όποιος μια τέτοια νύχτα έχει μια στέγη να τον προστατεύει και μια ζεστή γωνιά Βιχιά. του». Εγώ είμαι γλάρος... Όχι, δεν είν' αυτό... (Τρίβει το μέτωπό της)
80
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
Τι έλεγα; Α, ναι... Ο Τουργκένιεφ... «Και ο Θεός βοηθός για όσους τριγυρνάνε άστεγοι»... Δεν έχει σημασία... (Κλαίεί με
λυγμούς)
ΤΡΕΠΛΙΕΦ Νίνα, πάλι κλαις!... Νίνα! ΝΙΝΑ Δεν πειράζει, καλό μιού κάνει... Είχα να κλάψω δύο χρόνια. Αργά χτες το βράδυ, ήρθα στον κήπο, να δω αν υπάρχει ακόμα το θεατράκι μας. Και υπάρχει! Άρχισα να κλαίω, για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια, και μου 'φυγε ένα βάρος από την καρδιά — ένιωσα καλύτερα. Βλέπεις; Δεν κλαίω τώρα. (Του πιάνει το χέρι) Ώστε, έγινες συγγραφέας... Εσύ συγγραφέας κι εγώ ηθοποιός. Μας άρπαξε κι εμάς ο ανεμοστρόβιλος. Πόσο ωραία έχω ζήσει εδώ σαν παιδί — ξύπναγα το πρωί κι άρχιζα το τραγούδι. Αγαπούσα εσένα, ονειρευόμουνα δόξες... Και τώρα; Αύριο το πρωί παίρνω το τρένο για το Γιέλιετς — τρίτη θέση, μαζί με τους μουζίκους. Και στο Γιέλιετς, οι νεόπλουτοι έμποροι θα μου κολλάνε και θα μου λένε κομπλιμέντα. Η ζωή είναι χυδαία! ΤΡΕΠΑΙΕΦ Γιατί πας στο Γιέλιετς; ΝΙΝΑ Έκλεισα συμβόλαιο για όλο το χειμώνα. Πρέπει να φύγω. ΤΡΕΠΑΙΕΦ Όλο αυτόν τον καιρό, Νίνα, σε καταριόμουνα: σε μισούσα, έσκιζα τα γράμματα και τις φωτογραφίες σου, όμως κάθε στιγμή ένιωθα πως η ψυχή μου είναι δεμένη μαζί σου για πάντα! Μου είναι αδύνατον να πάψω να σ' αγαπώ, Νίνα. Από τότε που σ' έχασα κι άρχισα να δημοσιεύω τα έργα μου, η ζωή μου έχει γίνει αφόρητη. Δεν αντέχω... Νιώθω σαν να μου κλέψαν άξαφνα τα νιάτα μου, σαν να έγινα ενενήντα χρόνων. Φωνάζω τ' όνομά σου, φιλάω το χώμα που έχεις πατήσει... Όπου κοιτάξω, νομίζω πως βλέπω το πρόσωπο σου, εκείνο το γλυκό χαμόγελο που φώτισε τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου... ΝΙΝΑ (Ταραγμένη) Γιατί τα λέει αυτά... Γιατί τα λέει αυτά; ΤΡΕΠΑΙΕΦ Είμαι μόνος στον κόσμο — δεν έχω κανέναν να με ζεστάνει με
ο Ι^ΛΛΡΟΣ
^
την αγάπη του. Κρυώνω σαν να είμαι κλεισμένος σε υπόγειο και ό,τι γράφω βγαίνει άψυχο και σκληρό και ζοφερό. Μείνε εδώ, Νίνα, σε ικετεύω: ή μείνε εδώ ή άσε με νά 'ρθω εγώ μαζί σου. (Η ΝΙΝΑ φοράει γρήγορα το καπέλο και τψ κάπα της) Νίνα, γιατί;
Για τ' όνομα του Θεού, Νίνα... (Την κοιτάζει που ντύνεται. Παύση.)
ΝΙΝΑ Η άμαξα με περιμένει στην πόρτα του κήπου. Μη με συνοδεύεις, θα πάω μόνη μου... (Δακρυσμένη) Δώσε μου λίγο νερό. ΤΡΕΠΛΙΕΦ (Της 8ίνει νερό) Πού πας τώρα;
ΝΙΝΑ Στην πόλη. (Παύση) Η Ιρίνα Νικολάγιεβνα είν' εδώ, ε; ΤΡΕΠΑΙΕΦ Ναι... Ο θείος χειροτέρεψε από την Πέμπτη και της τηλεγραφήσαμε να έρθει. ΝΙΝΑ Γιατί είπες ότι φιλούσες το χώμα που πατούσα; Εμένα θα 'πρεπε κάποιος να με σκοτώσει! (Σκύβει στο τραπέζι) Είμαι τόσο κουρασμένη! Ω, μακάρι να μπορούσα να ξεκουραστώ... μόνο να ξεκουραστώ! (Υφώνει το κεφάλι) Εγώ είμαι γλάρος... Όχι, δεν είν' αυτό. Είμαι ηθοποιός! Ναι, βέβαια. (Εκτός σκηνής, ακούγονται τα γέλια της ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ και του ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ. Η Νίνα τ' ακούει, τρέχει στην πόρτα αριστερά και κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα.) Α, είναι κι αυτός εδώ! (Ξανάρχεται κοντά
στον ΤΡΕΠΛΙΕΦ^ Ναι, βέβαια... Δεν έχει σημασία... Ναι... Αυτός δεν πίστευε στο θέατρο, κορόιδευε τα όνειρά μου, και σιγά σιγά έπαψα να πιστεύω κι εγώ... Έτσι έχασα το κουράγιο μου... Άλλωστε, ο έρωτας, η ζήλια μου, ο φόβος για το παιδί μου — αυτά μ' είχαν απορροφήσει... Κι έγινα ελεεινή και μικρόψυχη, κι όταν βρισκόμουνα στη σκηνή, έπαιζα ηλίθια... Δεν ήξερα τι να κάνω τα χέρια μου, πώς να σταθώ, πώς να χρησιμοποιήσω τη φωνή μου... Ω, δεν μπορείς να το φανταστείς, είναι φριχτό να ξέρεις ότι παίζεις απαίσια. Εγώ είμαι γλάρος. Όχι, δεν είν' αυτό... Θυμάμαι που σκότωσες ένα γλάρο. Κάποιος πέρασε τυχαία, τον είδε, κι επειδή του ήρθε στο μυαλό, τον σκότωσε... Θέμα για διήγημα... Όχι δεν είν' αυτό. (Τρίβει το μέτωπό της) Τι έλεγα;... Ναι, για το θέατρο. Τώρα δεν είμαι έτσι... Τώρα είμαι πραγματική ηθοποιός, παίζω με συναίσθημα, μ' ενθουσιασμό. Και πάνω
82
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
στη σκηνή μεθάω και νιώθω πως είμαι όμορφη. Όμως, όσον καιρό είμαι εδώ, κάνω συνέχεια περιπάτους... περπατάω και σκέφτομαι... σκέφτομαι και νιώθω κάθε μέρα πιο δυνατή... Τώρα το ξέρω, Κόστια, το καταλαβαίνω πως αυτό που έχει σημασία για μας —είτε για μένα που είμαι ηθοποιός είτε για σένα που είσαι συγγραφέας— δεν είναι ούτε η φήμη ούτε η δόξα ούτε όλα αυτά που ονειρευόμουνα κάποτε* αυτό που έχει σημασία για μας είναι να ξέρουμε ν' αντέχουμε. Να ξέρουμε να σηκώνουμε το σταυρό μας με πίστη. Εγώ τώρα έχω πίστη και δεν υποφέρω τόσο πολύ..., τώρα σκέφτομαι τον προορισμό μου και δεν φοβάμαι πια τη ζωή. ΤΡΕΠΛΙΕΦ (Θλιμμένος) Εσύ βρήκες το δρόμο σου, ξέρεις πού πηγαίνεις. Ενώ εγώ ακόμα περιπλανιέμαι σ' ένα χάος από όνειρα κι οράματα, χωρίς να ξέρω σε τι χρησιμεύουν... Δεν έχω πίστη και δεν ξέρω τον προορισμό μου. ΝΙΝΑ (Ακούει) ΣςςςςΙ... Φεύγω τώρα. Αντίο. Άμα γίνω μεγάλη ηθοποιός, έλα να με δεις να παίζω. Μου το υπόσχεσαι; Και τώρα... (Του σφίγγει το χέρι) Είναι αργά... Δεν με αντέχουν άλλο τα πόδια μου... Είμαι εξαντλημένη και πεινάω... ΤΡΕΠΛΙΕΦ Μείνε λίγο, να σου φέρω κάτι να φας. ΝΙΝΑ Όχι, όχι... Μη με συνοδεύεις, θα πάω μόνη μου... Η άμαξα δεν είναι μακριά... Ώστε, τον έφερε μαζί της; Ε, καλά, δεν έχει σημασία... Όταν δεις τον Τριγκόριν, μην του πεις τίποτα... Τον αγαπώ. Τον αγαπώ πιο πολύ από πριν. Θέμα για διήγημα... Ναι, τον αγαπώ παράφορα, απελπισμένα! Πόσο ωραία ήμασταν παλιά, Κόστια! Θυμάσαι; Πόσο γαλήνια, θερμή, χαρούμενη κι αγνή ήταν η ζωή μας! Και τα αισθήματά μας σαν τρυφερά, υπέροχα λουλούδια... Θυμάσαι;... (Απαγγέλλει) «Άνθρωποι, λέοντες, αετοί, πέρδικες, ελάφια κερασφόρα, χψες, αράχνες, φάρια βουβά του πόντου, αστερίες και πλάσματα που μάτι δεν αντίκρισε κοντολογίς, κάθε ΐ^-ορφή ζωής, κάθε ΐ^-ορφη ζωης που ολοκλήρωσε το θλιβερό της κύκλο, έχει σβήσει... Χιλιάδες χρόνια τώρα, έμβιο πλάσμα δεν πάτησε στη Γη και τούτο το φτωχό φεγγάρι το λύχνο του ανάβει άνευ λόγου. Τα λιβάδια δεν ξυπνούν από τον πρωινό κρωγμό των γερανών, ούτε οι χρυσόμυγες βομβίζουν στης φλαμουριάς το φύλλωμα»...
ο ΓΛΑΡΟΣ
Η
(Αυθόρμητα αγκαλιάζει τον ΤΡΕΠΛΙΕΦ και βγαίνει τρέχοντας από την μπαλκονόπορτα)
ΤΡΕΠΛΙΕΦ (Μετά από παύση) Μακάρι να μην τη δει κανένας, γιατί θα το πει στη μαμά και θα τη στενοχωρήσει... (Για λίγα λεπτά, κοιτάζει τα χειρόγραφά του, τα σκίζει και τα πετάει κάτω από το γραφείο. Μετά, ξεκλειδώνει την πόρτα δεξιά και βγαίνει.)
ΝΤΟΡΝ (Προσπαθώντας ν' ανοίξει την αριστερή πόρτα) Περίεργο! Σαν να 'ναι κλειδωμένη... (Μπαίνει και βάζει την πολυθρόνα στη θέση της) Δρόμος
μετ' εμποδίων. (Μπαίνουν η ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ ΚΑΊ η ΠΩΛΙΝΑ. Ακολουθεί ο ΓΙΑΚΩΦ ΤΤΟΊ; μεταφέρει ποτά και πίσω του έρχονται η ΜΑΣΑ, ο ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ και ο ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ.;
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Το κόκκινο κρασί και η μπύρα στο τραπέζι, για τον Μπορίς Αλεξέγιεβιτς. Θα πίνουμε παίζοντας. Ελάτε, καθίστε. ΠΩΛΙΝΑ (Στον ΓΙΑΚΩΦ) Φέρε και το τσάι. (Ανάβει τα κεριά και κάθεται στο τραπέζι με την τόμπολα)
ΣΑΜΡΑΓΙΕΦ (Πηγαίνει τον Τ Ρ Ι Γ Κ Ο Ρ Ι Ν προς την ντουλάπα) Ε δ ώ είναι που σας έλεγα... (Βγάζει από την ντουλάπα το βαλσαμωμένο γλάρο) Εσείς τον είχατε παραγγείλει.
ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ (Κοιτάζοντας το γλάρο) Δεν το θυμάμαι. (Σκέφτεται) Ό χ ι , δεν το
θυμάμαι! (Ακούγεται πυροβολισμός εκτός σκηνης, δεξιά. Όλοι πετάγονται.)
ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ Τι ήταν αυτό;
84
ΛΝΤΟΝ ΤΣΙ^^ΧΩΦ
ΝΤΟΡΝ Τίποτα. Θα έσπασε κάτι στην τσάντα μου με τα φάρμακα. Μην ανησυχείτε. (Βγαίνει από τψ πόρτα $εξιά, επιστρέφει μετά από μισό
λεπτό) Όπως το είπα. Έσπασε ένα μπουκαλάκι με αιθέρα. (Σιγοτραγου8άει) «Μαγεμένος στέκω μπροστά σου και πάλι...» ΑΡΚΑΝΤΙΝΑ (Κάθεται στο τραπέζι) Αχ, τρόμαξα! Μου θύμισε την ημέρα που... (Καλύπτει το πρόσωπο με τα χέρια της) Για μια στιγμή, όλα σκο-
τείνιασαν... ΝΤΟΡΝ (Ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό, στον Τ Ρ Ι Γ Κ Ο Ρ Ι Ν ) Αυτό το περιοδικό
είχε ένα άρθρο πριν από δύο μήνες... ένα γράμμα από την Αμερική, και ήθελα να σας ρωτήσω... (Πιάνει από τη μέση τον ΤΡΙΓ Κ Ο Ρ Ι Ν και τον οδηγεί στην άκρη της σκηνής) Διότι μ' ενδιαφέρει
πολύ το θέμα... (Χαμηλώνει τη φωνή) Βρείτε τρόπο να πάρετε από δω την Ιρίνα Νικολάγιεβνα. Ο Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς αυτοκτόνησε... (Αυλαία)
ΤΕΑΟΣ
ΤΟΪ
ΕΡΓΟΪ
τ ο ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Ο ΓΛΑΡΟΣ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΡΡΙΚΟΥ ΜΠΕΑΙΕ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΝΙΚΗ ΚΑΛΕΜΗ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ 2003 ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΥΨΙΛΟΝ/β/^/ΙΙ4» Κεντρική διάθεση: Τζαβέλλα 15,106 81 Αθήνα, Τηλ.: 210 3838257, Ρδχ: 210 3840349 ΙδΒΝ: 960-17-0115-Χ