Ευχαριστίες
ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ πω ότι ένα βιβλίο που επιχειρεί να φα νταστεί χαμένους κόσμους και πολιτισμούς οφείλει τ...
205 downloads
2179 Views
3MB Size
Report
This content was uploaded by our users and we assume good faith they have the permission to share this book. If you own the copyright to this book and it is wrongfully on our website, we offer a simple DMCA procedure to remove your content from our site. Start by pressing the button below!
Report copyright / DMCA form
Ευχαριστίες
ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ πω ότι ένα βιβλίο που επιχειρεί να φα νταστεί χαμένους κόσμους και πολιτισμούς οφείλει τα πά ντα στις αυθεντικές λογοτεχνικές πηγές, στην περίπτωση αυτή στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο, στον Πλούταρχο, στον Παυσανία, στο Διόδωρο, στον Πλάτωνα, στο Θουκυδίδη, στον Ξενοφώντα και σε πολλούς άλλους. Χωρίς αυτούς δε θα μπορούσα να γράψω τίποτε. Το ίδιο αναγκαίοι ωστόσο ήταν και οι εκπληκτικοί επι στήμονες και ιστορικοί της εποχής μας, των οποίων τη δη μοσιευμένη σοφία έκλεψα ασυστόλως. Ελπίζω να συγχωρή σουν το συγγραφέα αυτού του έργου που δε διέθετε τις δι κές τους γνώσεις αν αναγνωρίσει με ευγνωμοσύνη και ονο μαστικά μερικούς από τους διακεκριμένους αυτούς κλασικι στές — Paul Cartledge, G.L. Cawkwell. Victor Davis Hansen, Donald Kagan, John Keegan, H.D.F. Kitto, J.F. Lazenby, E.V. Pritchett, W.K. Pritchett και ιδιαίτερα τη Mary Renault. Θα ήθελα να ευχαριστήσω ακόμη δυο πολύτιμους συνερ γάτες που οι συμβουλές και η καθοδήγησή τους ήταν απα ραίτητες: Πρώτα το Hunter B. Armstrong, διευθυντή της Διεθνούς Οπλολογικής Εταιρείας, ο οποίος είχε την καλοσύνη να μοι ραστεί μαζί μου τις γνώσεις του στα όπλα των οπλιτών, στις τακτικές και στην εφαρμογή και για τις ανεκτίμητες ενορά σεις και φανταστικές αναπαραστάσεις των αρχαίων μαχών. Όντας ο ίδιος φημισμένος αθλητής όπλων, το εξασκημένο στη μάχη μάτι του αγωνιστή Η. Armstrong συνέβαλε ανε κτίμητα στο να φανταστούμε τον τρόπο που πολεμούσαν οι Έλληνες οπλίτες. Τέλος, εκφράζω τη βαθύτατη ευγνωμοσύνη μου στο δρα
Ιπποκράτη Κάντζιο, επίκουρο καθηγητή της Ελληνικής Γλώσ σας και Λογοτεχνίας στο κολέγιο Ρίτσαρντ Στόκτον του Νιου Τζέρσεϊ, για τη γενναιόδωρη εγκυκλοπαιδική του βοή θεια σε όλα τα στάδια αυτού του εγχειρήματος. Δεν ήταν μόνο καθοδηγητής και μέντοράς μου στα ιστορικά γεγονό τα και στις αυθεντικές γλωσσικές εκφράσεις και μεταφρα στής (μεταφράσεις ελεύθερες αλλά ακριβείς) των επιγρα φών, των αποσπασμάτων και των όρων σε όλο το βιβλίο, αλ λά και επενέβη πολλές φορές με σοφία και έμπνευση. Δεν υπάρχει σελίδα σ' αυτό το βιβλίο που να μην οφείλει κάτι σε σένα, Ιπποκράτη. Σ' ευχαριστώ για τις αμέτρητες δημιουρ γικές συνεισφορές σου, τη συνεχή σου ενθάρρυνση και τις ολύμπιες συμβουλές σου.
Ιστορικό σημείωμα
Το 480 π.Χ. ο στρατός της Περσικής Αυτοκρατορίας υπό την αρχηγία του βασιλιά Ξέρξη, που, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αριθμούσε δύο εκατομμύρια άντρες, πέρασε τον Ελλήσπο ντο και άρχισε την προέλασή του, με σκοπό να καταλάβει και να υποδουλώσει την Ελλάδα. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τους καθυστερήσει, μια επίλεκτη δύναμη τριακοσίων Σπαρτιατών στάλθηκε στο στε νό των Θερμοπυλών, όπου τα όρια ανάμεσα στα βουνά και στη θάλασσα ήταν τόσο στενά, που το πλήθος των Περσών και το ιππικό τους θα εξουδετερώνονταν εν μέρει. Έλπιζαν ότι εκεί μια δύναμη επίλεκτων αντρών, πρόθυμων να θυσιά σουν τη ζωή τους, θα μπορούσε να απωθήσει, τουλάχιστον για λίγες μέρες, τις μυριάδες των εισβολέων. Τριακόσιοι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοι τους κράτησαν τους εισβολείς επτά ημέρες. Κι όταν τα σπαθιά τους λύγισαν και έσπασαν, πολεμούσαν με «νύχια και με δόντια» (όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος), πριν τελικά νικηθούν. Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοι τους Θεσπιείς έπεσαν μέ χρις ενός. Όμως η θυσία τους δεν πήγε χαμένη, γιατί έκανε τους Έλληνες να ενωθούν, κι εκείνο το φθινόπωρο και την άνοιξη νίκησαν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα και στις Πλαται ές, κι ακόμη προφύλαξαν τη δημοκρατία και την ελευθερία που είχαν αρχίσει να γεννιούνται στη Δύση, ώστε να μη χα θούν στο λίκνο τους. 11
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Δύο μνημεία υπάρχουν σήμερα στις Θερμοπύλες. Στο νε ότερο, που λέγεται μνημείο του Λεωνίδα, προς τιμήν του Σπαρτιάτη βασιλιά που έπεσε εκεί, είναι χαραγμένη η απάντηση του στην απαίτηση του Ξέρξη να παραδώσουν τα όπλα τους. Η απάντηση του Λεωνίδα ήταν δυο λέξεις: «Μο λών λαβέ». «Έλα να τα πάρεις». Το δεύτερο μνημείο, το αρχαίο, είναι μια λιτή επιτύμβια στήλη, που πάνω της είναι χαραγμένα τα λόγια του ποιητή Σιμωνίδη. Οι στίχοι του είναι ίσως ο σπουδαιότερος επιτά φιος όλων των πολεμιστών: Ω ξείν', αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι. (Ξένε, μήνυσε στους Λακεδαιμονίους ότι εδώ βρισκόμα στε θαμμένοι, υπακούοντας στις προσταγές τους.)
• 12 •
Απ' όλους τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς που πολέμη σαν τόσο ηρωικά το πιο εκπληκτικό δείγμα θάρρους δόθη κε από το Σπαρτιάτη Διηνέκη. Λέγεται ότι πριν από τη μά χη ένας ντόπιος από την Τραχίνα του είπε πως όταν οι Πέρ σες ρίχνουν βέλη είναι τόσα πολλά, ώστε κρύβουν τον ήλιο. Ο Διηνέκης τότε, εντελώς ατάραχος μπροστά στο μέγεθος του περσικού στρατού, είπε ότι ήταν ευχάριστη η είδηση που τους έφερνε ο ξένος από την Τραχίνα, γιατί, αν οι Πέρσες έκρυ βαν τον ήλιο, θα πολεμούσαν με σκιά*. ΗΡΟΔΟΤΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Πολλά ξέρει η αλεπού' ένα ο σκαντζόχοιρος. Ένα για όλα. ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
* Μετάφραση: Β. Αναστασοπούλου-Χ. Τσάκα, Ηρόδοτος, Ιστορία 7, Πολύμνια, Εκδόσεις Κάκτος.
• 13 •
1
Βιβλίο πρώτο ΞΕΡΞΗΣ
ΚΑΤΟΠΙΝ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΗΣ Μεγαλειότητάς Του, του Ξέρξη, γιου του Δαρείου, Μεγάλου Βασιλέα της Περσίας και της Μηδίας, Βασιλέα των Βασιλέων, Βασιλέα των Χωρών κυβερνήτη της Λιβύης, της Αιγύπτου, της Αραβίας, της Αιθιοπίας, της Βαβυ λωνίας, της Χαλδαίας, της Φοινίκης, του Ελάμ, της Συρίας, της Ασσυρίας και των χωρών της Παλαιστίνης· άρχοντα της Ιωνίας, της Λυδίας, της Φρυγίας, της Αρμενίας, της Κιλικίας, της Καππαδοκίας, της Θράκης, της Μακεδονίας και της Υπερκαυκασίας, της Κύπρου, της Ρόδου, της Σάμου, της Χί ου, της Λέσβου και των νήσων του Αιγαίου· ανώτατου άρχο ντα της Παρθίας, της Βακτριανής, της Κασπίας, της Σουσιανής, της Παφλαγονίας και της Ινδίας· αφέντη όλων των αν θρώπων από Ανατολής μέχρι Δύσης, του Αγιοτάτου, Σεβα σμιοτάτου και Υψηλοτάτου, του Αήττητου και Αδιάφθορου, του Ευλογημένου από το θεό Αχούρα Μάζντα και Παντο δύναμου μεταξύ των θνητών. Τούτα προστάζει η Μεγαλει ότητά Του, όπως καταγράφηκαν από το Γοβάρτη, γιο του Αρτάβαζου, τον ιστορικό Του: Έτσι, μετά τη λαμπρή νίκη των δυνάμεων της Μεγαλειό τητάς Του επί του αντίπαλου πελοποννησιακού στρατού, των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, στο στενό των Θερ μοπυλών, παρ' όλο που είχε εξολοθρεύσει τον εχθρό μέχρις ενός και ανεγείρει τρόπαια για τη γενναία τούτη κατάκτη ση, η Μεγαλειότητά Του, με τη θεόπνευστη σοφία Του, θέ λησε να πάρει περισσότερες πληροφορίες τόσο για ορισμέ νες τακτικές του πεζικού που χρησιμοποιήθηκαν από τον εχθρό και οι οποίες είχαν ορισμένες επιπτώσεις στα στρα• 17 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τεύματα της Μεγαλειότητάς Του όσο και για το ποιόν των στρατιωτών, οι οποίοι, παρ' όλο που δεν ήταν υποχρεωμέ νοι λόγω υποτέλειας ή δουλείας, αν και βρέθηκαν αντιμέ τωποι με ανυπέρβλητα εμπόδια και σίγουρο θάνατο, διάλε ξαν, παρά ταύτα, να παραμείνουν στις θέσεις τους και να σκοτωθούν μέχρις ενός. Όταν η Μεγαλειότητά Του εξέφρασε τη θλίψη Του για την έλλειψη πληροφοριών και γνώσεων πάνω σ' αυτά τα θέμα τα, ο θεός Αχούρα Μάζντα μεσολάβησε προς όφελός Του. Ανακαλύφθηκε ένας επιζών των Ελλήνων, βαριά τραυματι σμένος, σε απελπιστική κατάσταση, κάτω από τους τροχούς μιας στρατιωτικής άμαξας. Δεν είχε γίνει αντιληπτός λόγω των αμέτρητων πτωμάτων των αντρών και των υποζυγίων που είχαν στοιβαχτεί σε κείνο το μέρος. Κλήθηκαν πάραυ τα οι χειρουργοί της Μεγαλειότητάς Του και ανέλαβαν επί ποινή θανάτου να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να διαφυλά ξουν τη ζωή του αιχμαλώτου. Ο θεός εισάκουσε για άλλη μια φορά την επιθυμία της Μεγαλειότητάς Του. Ο Έλληνας κατάφερε να επιβιώσει τη νύχτα και το επόμενο πρωινό. Μέσα σε δέκα μέρες είχε ξαναβρεί τη λαλιά του και τη νοη τική του ικανότητα και, παρ' όλο που ήταν καθηλωμένος στο στρώμα, κάτω από την άμεση φροντίδα του βασιλικού χει ρουργού όχι μόνο μπόρεσε να μιλήσει αλλά εξέφρασε και τη θερμή του επιθυμία να το κάνει. Οι αξιωματικοί που είχαν αναλάβει τη φρούρησή του πα ρατήρησαν ορισμένα ανορθόδοξα χαρακτηριστικά στον οπλι σμό και στην ενδυμασία του αιχμαλώτου. Κάτω από την περικεφαλαία δεν υπήρχε ο μάλλινος πίλος του Σπαρτιάτη οπλίτη, αλλά η κυνή, ο σκούφος από σκυλοτόμαρο που φο ρούσαν οι είλωτες, η τάξη των Λακεδαιμονίων δούλων, οι δουλοπάροικοι. Από την άλλη, πάλι, οι αξιωματικοί της Με γαλειότητάς Του δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το γεγονός ότι η ασπίδα και η πανοπλία του αιχμαλώτου ήταν από τον • 18 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
εκλεκτότερο ορείχαλκο, χαραγμένο με σπάνιο κοβάλτιο της Ιβηρίας*, ενώ το κράνος του έφερε το λοξό λοφίο ενός πραγ ματικού Σπαρτιάτη, και μάλιστα αξιωματικού. Σε προηγούμενες συνεντεύξεις ο τρόπος που είχε μιλήσει ο άντρας ήταν ένα αμάλγαμα της πιο ευγενικής φιλοσοφικής και λογοτεχνικής έκφρασης, πράγμα που έδειχνε βαθιά γνώ ση των ελληνικών επών, και της χυδαιότερης γλώσσας. Ακό μα και οι πιο γλωσσομαθείς διερμηνείς της Μεγαλειότητάς Του δεν μπόρεσαν να τα ερμηνεύσουν. Ο Έλληνας ωστόσο προσφέρθηκε μόνος του να κάνει τη μετάφραση, και το έκα νε χρησιμοποιώντας χυδαίες εκφράσεις στα αραμαϊκά και στα περσικά, τις οποίες, όπως είπε, έμαθε σε μερικά θαλασ σινά ταξίδια που έκανε εκτός Ελλάδας. Εγώ, ο ιστορικός του Μεγάλου Βασιλέα, θέλοντας να προστατέψω τα αυτιά της Μεγαλειότητας Του από την αισχρή και πολλές φορές αη διαστική γλώσσα του αιχμαλώτου, προσπάθησα να αφαι ρέσω το προσβλητικό υλικό πριν η Μεγαλειότητά Του υπο χρεωθεί να το ακούσει. Η Μεγαλειότητά Του ωστόσο, με τη θεόπνευστη σοφία Του, διέταξε το δούλο Του να μεταφέρει επακριβώς τα λόγια του άντρα, μεταφράζοντάς τα σε όποια διάλεκτο και ιδιωματισμό κρινόταν απαραίτητο, ώστε να αποδίδουν το ελληνικό νόημα. Αυτό επιχείρησα να κάνω κι εγώ. Προσεύχομαι η Μεγαλειότητά Του να ανακαλέσει την ευθύνη με την οποία με επιφόρτισε και να μην κατηγορήσει το δούλο Του για τα αποσπάσματα της παρακάτω κατα γραφής, τα οποία σίγουρα θα προσβάλουν κάθε πολιτισμέ νο ακροατή. Χαράχτηκε και υποβλήθηκε τη δεκάτη έκτη μέρα του Ουλούλου, Πέμπτου Έτους από την Ανάρρηση της Μεγαλειότη τάς Του.
* Ιβηρία: χώρα της Ασίας στον Καύκασο, η σημερινή Γεωργία.
• 19 •
1 ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ του Τασριτού, Πέμπτου Έτους από την Ανάρρηση της Μεγαλειότητάς Του, στα νότια των συνόρων με τη Λοκρίδα, ο στρατός της αυτοκρατορίας, συνεχίζοντας την απρόσκοπτη προέλαση του στην κεντρική Ελλάδα, στρα τοπέδευσε απέναντι από την ανατολική πλαγιά του όρους Παρνασσός, που τα υδάτινα ρεύματά του, όπως τόσα άλλα πρωτύτερα κατά την πορεία από την Ασία, δεν ήσαν επαρ κή για το στρατό και τα άλογα, με αποτέλεσμα να στερέ ψουν. Η ακόλουθη πρώτη συνέντευξη έλαβε χώρα στη σκηνή εκ στρατείας της Μεγαλειότητάς Του, τρεις ώρες μετά τη δύση του ήλιου, αφού τερματίστηκε το βραδινό γεύμα και διεκπε ραιώθηκαν όλες οι υποθέσεις της αυλής. Τότε, οι αξιωματικοί που φρουρούσαν τον αιχμάλωτο διατάχτηκαν να φέρουν μέ σα τον Έλληνα. Ήταν όλοι παρόντες, στρατάρχες, συμβουλάτορες, άντρες της βασιλικής φρουράς, ο μάγος και οι γρα φείς. Ο αιχμάλωτος ήρθε πάνω σε ένα φορείο, με τα μάτια δεμένα, γιατί δεν επιτρεπόταν να αντικρίσει τη Μεγαλειότη τά Του. Ο μάγος είπε τα ξόρκια του και έκανε τον εξαγνισμό, που θα επέτρεπαν στον άντρα να μιλήσει ενώπιον της Μεγα λειότητάς Του. Ο αιχμάλωτος διατάχτηκε να μη μιλά απευ θείας στη Βασιλική Παρουσία, αλλά να απευθύνεται στους αξιωματικούς της βασιλικής φρουράς, των Αθανάτων, που βρίσκονταν στα αριστερά της Μεγαλειότητάς Του. • 21 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦ1ΛΝΤ
Ο Ορόντης, ο αρχηγός των Αθανάτων, είπε στον Έλληνα να συστηθεί. Εκείνος αποκρίθηκε ότι το όνομά του ήταν Χίο νης, γιος του Σκαμανδρίδη, από τον Αστακό, μια πόλη της Ακαρνανίας. Ο άντρας Χίονης είπε ότι θα ήθελε πρώτα να ευχαριστήσει τη Μεγαλειότητά Του που τον κράτησε στη ζωή και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη και το θαυμασμό του για την ικανότητα της ομάδας των βασιλικών χειρουργών. Μιλώ ντας από το φορείο του, ανασαίνοντας ακόμα με δυσκολία εξαιτίας ορισμένων ανεπούλωτων πληγών στους πνεύμονες και στα όργανα του θώρακα, απευθύνθηκε στη Μεγαλειότη τά Του, λέγοντας πως δεν ήταν συνηθισμένος στον περσικό τρόπο συνομιλίας και πως, δυστυχώς, δε διέθετε το χάρισμα του ποιητικού λόγου, ούτε ήξερε να διηγείται ωραίες ιστο ρίες. Είπε πως η αφήγησή του δε θα ήταν για στρατηγούς και βασιλιάδες, για πολιτικές μηχανορραφίες των μεγάλων, για τί δεν ήταν σε θέση να τις γνωρίζει. Θα έλεγε την ιστορία όπως ακριβώς την είχε βιώσει ο ίδιος από την πλεονεκτική θέση ενός νέου, βοηθητικού του στρατού, ενός δούλου. Ίσως, είπε ο αιχμάλωτος, η Μεγαλειότητά Του έβρισκε κάποιο εν διαφέρον σ' αυτή την αφήγηση για τους απλούς πολεμιστές, «τους άντρες της σειράς», όπως τους αποκάλεσε ο αιχμάλω τος. Η Μεγαλειότητά Του, αποκρινόμενη μέσω του Ορόντη, του αρχηγού των Αθανάτων, τον διαβεβαίωσε ότι μια τέτοια εξιστόρηση επιθυμούσε κυρίως. Η Μεγαλειότητά Του, είπε, διέθετε ήδη άφθονες πληροφορίες για τις συνωμοσίες των μεγάλων αυτό που ήθελε ν' ακούσει τώρα ήταν «την ιστο ρία του οπλίτη». Τι είδους άνθρωποι ήταν αυτοί οι Σπαρτιάτες, που μέσα σε τρεις μέρες είχαν σκοτώσει, μπροστά στα μάτια της Με γαλειότητάς Του, είκοσι χιλιάδες και πάνω από τους γεν ναιότερους στρατιώτες Του; Ποιοι ήταν αυτοί οι αντίπαλοι, που έπαιρναν μαζί τους στον οίκο των νεκρών δέκα ή, όπως • 22 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
αναφέρουν μερικοί, είκοσι άντρες για κάθε έναν από τους δικούς τους που έπεφτε; Πώς ήταν ως άνθρωποι; Τι τους άρεσε; Με τι γελούσαν; Η Μεγαλειότητά Του ήξερε ότι φοβόνταν το θάνατο, όπως όλοι οι άνθρωποι. Ποια φιλοσοφία όμως είχε ασπαστεί ο νους τους; Αλλά, πάνω απ' όλα, είπε η Μεγαλειότητά Του, επιθυμούσε να καταλάβει τα ίδια τα άτομα, τους αληθινούς ανθρώπους, από σάρκα και οστά, τους οποίους έβλεπε από ψηλά, πάνω από το πεδίο της μά χης, αμυδρά ωστόσο και από απόσταση, δυσδιάκριτα πρό σωπα, κρυμμένα μέσα στα αιματοβαμμένα καβούκια του κράνους και της πανοπλίας τους. Κάτω από τα δεμένα του μάτια ο αιχμάλωτος υποκλίθη κε και έστειλε μια ευχαριστήρια προσευχή σε κάποιον από τους θεούς του. Η ιστορία που επιθυμούσε να ακούσει η Με γαλειότητά Του, βεβαίωσε, ήταν η μόνη που μπορούσε και επιθυμούσε πραγματικά να πει. Θα ήταν αναγκαστικά η δική του ιστορία, όπως και των πολεμιστών που είχε γνωρίσει. Θα είχε η Μεγαλειότητά Του την υπομονή να την ακούσει; Έπειτα, η αφήγηση δε θα πε ριοριζόταν αποκλειστικά στη μάχη. Ήταν υποχρεωμένος να αναφερθεί σε γεγονότα προηγούμενων εποχών, γιατί μόνο κάτω από το φως τους και από αυτή την προοπτική οι ζω ές και οι πράξεις των πολεμιστών που η Μεγαλειότητά Του παρακολουθούσε στις Θερμοπύλες θα αποκτούσαν το αλη θινό τους νόημα και σημασία. Η Μεγαλειότητά Του, οι στρατάρχες, οι στρατηγοί και οι συμβουλάτορες ικανοποιήθηκαν από την απάντησή του. Δό θηκε στονΈλληνα ένα κύπελλο με κρασόμελο για να σβήσει τη δίψα του και του ζητήθηκε να αρχίσει από όπου ήθελε εκείνος, να πει την ιστορία με όποιον τρόπο θεωρούσε καλύ τερο. Ο άντρας Χίονης υποκλίθηκε άλλη μια φορά από το φορείο του και άρχισε:
• 23 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Πάντα αναρωτιόμουν πώς είναι να πεθαίνει κανείς. Υπήρχε μια άσκηση που κάναμε εμείς οι βοηθητικοί του στρατού όταν χρησιμεύαμε ως σάκοι που πάνω τους ασκού νταν οι Σπαρτιάτες οπλίτες. Τη λέγαμε «βαλανιδιά», επει δή παρατασσόμαστε κατά μήκος μιας σειράς από βαλανι διές στις παρυφές της κοιλάδας Οτόνα, όπου οι Σπαρτιάτες και οι υπομείονες* έκαναν τα γυμνάσιά τους κάθε φθινό πωρο και χειμώνα. Εμείς παρατασσόμαστε σε βάθος δέκα αντρών, με τις ολόσωμες ασπίδες μας από λυγαριά καλά στερεωμένες στη γη, ενώ εκείνοι μάς επιτίθεντο. Τα στρα τεύματα κρούσης διέσχιζαν την πεδιάδα σε θέση μάχης, σε βάθος οχτώ αντρών, με αργό βηματισμό στην αρχή, πιο γρή γορα κατόπιν, ύστερα τροχάδην και τέλος τρέχοντας του σκοτωμού. Η σύγκρουση με τις ενισχυμένες ασπίδες τους υποτίθεται ότι έπρεπε να σου κόβει την ανάσα. Κι αυτό γι νόταν. Θαρρούσες πως είχε πέσει πάνω σου ολόκληρο βου νό. Τα γόνατά σου, άσχετα πόσο καλά στερεωμένα τα είχες, λύγιζαν σαν δεντράκια όταν η γη υποχωρεί μπροστά τους. Για μια στιγμή χάναμε το θάρρος μας. Μοιάζαμε με ξερά κοτσάνια, βαθιά ριζωμένα μπροστά στη λεπίδα του ζευγά. Κάπως έτσι νιώθει κανείς όταν πεθαίνει. Το όπλο που με έπληξε στις Θερμοπύλες ήταν το δόρυ ενός Αιγυπτίου οπλί τη, που τρύπησε το πλευρό μου. Όμως η αίσθηση δεν ήταν αυτή που περίμενα. Δεν το ένιωσα να με διαπερνά, αλλά να με πλήττει με δύναμη, όπως ακριβώς νιώθαμε εμείς οι βοη θητικοί κάτω από τις βαλανιδιές. Φανταζόμουν ότι οι νεκροί είναι αποστασιοποιημένοι. Ότι αντικρίζουν τη ζωή αντικειμενικά και με σοφία. Όμως * Oι υπομείονες ήταν oι Σπαρτιάτες που είχαν ξεπέσει και είχαν χάσει τα πολι τικά τους δικαιώματα. Συμμετείχαν στην Απέλλα (την Εκκλησία του Δήμου των Σπαρτιατών) αλλά χωρίς δικαίωμα ψήφου. Σ.τ.Μ.
• 24 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
η εμπειρία μου δείχνει το αντίθετο. Κυριαρχούσαν μόνο τα συναισθήματα. Η καρδιά μου πόνεσε και ράγισε. Ο θάνατος με αγκάλιασε ενώ με διαπερνούσε ένας φοβερός αβάσταχτος πόνος. Είδα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, την αγαπη μένη μου εξαδέλφη Διομάχη, που τόσο αγαπούσα. Είδα το Σκαμανδρίδη, τον πατέρα μου, και την Ευνίκη, τη μητέρα μου, το Βρύαξη, το Δέκτωνα και τον «Αυτόχειρα», ονόματα που δε σημαίνουν τίποτα για τη Μεγαλειότητά Του, αλλά που για μένα ήταν πιο αγαπητά κι απ' τη ζωή και τώρα που πεθαίνω ακόμα πιο πολύ. Πέταξαν μακριά μου, όπως πέταξα κι εγώ μακριά από αυτούς. Είχα πλήρη συνείδηση των συμπολεμιστών μου που εί χαν πέσει μαζί μου. Ο δεσμός που μας ένωνε ήταν εκατό φο ρές πιο ισχυρός από κείνον που ένιωθα να με δένει μαζί τους στη ζωή. Αισθάνθηκα μια ανεξήγητη ανακούφιση και συνει δητοποίησα ότι αυτό που φοβόμουν πιότερο κι απ' το θά νατο ήταν μήπως τους αποχωριστώ. Έτρεμα το φοβερό μαρ τύριο του ανθρώπου που επιζεί μετά τον πόλεμο, την αίσθη ση της απομόνωσης και της αυτοπροδοσίας που νιώθουν εκείνοι που επιλέγουν να κρατηθούν, να ανασαίνουν, όταν οι σύντροφοι τους έχουν χαλαρώσει τη λαβή. Το στάδιο που αποκαλούμε ζωή είχε τελειώσει. Ήμουν νεκρός. Ωστόσο, όσο οδυνηρή κι αν ήταν η αίσθηση του θανάτου, υπήρχε μια άλλη πιο επιτακτική, που με βασάνιζε και που σί γουρα τυραννούσε και τους συμπολεμιστές μου. Ότι η ιστο ρία μας θα χανόταν μαζί μας. Ότι δε θα τη μάθαινε κανείς. Δε με ένοιαζε για τον εαυτό μου, για τον εγωισμό μου ή για τους ματαιόδοξους στόχους μου, αλλά για κείνους. Για το Λεωνίδα, για τον Αλέξανδρο και τον Πολύνεικο, για την Αρέτη, που θα ορφάνευε η καρδιά της, και περισσότερο από όλους για το Διηνέκη. Το ότι η ανδρεία του, η ευφυΐα του, • 25 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
οι κρυφές του σκέψεις, που είχα το προνόμιο να τις μοιρά ζεται μόνο μαζί μου, αυτά που ο ίδιος και οι σύντροφοί του είχαν πετύχει και υποφέρει θα εξαφανίζονταν, θα χάνονταν σαν τον καπνό της φωτιάς. Ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το αντέξω. Είχαμε φτάσει στο ποτάμι πια. Μπορούσαμε να ακούμε με αυτιά που δεν ήταν πια αυτιά και να βλέπουμε με μάτια που δεν ήταν πλέον μάτια το ποτάμι της Λήθης και τις στρα τιές των πεθαμένων που υπέφεραν για μεγάλο χρονικό διά στημα και που ο γύρος τους κάτω από τη γη είχε επιτέλους τελειώσει. Επέστρεφαν στη ζωή, πίνοντας από αυτά τα νε ρά που θα έσβηναν κάθε ανάμνηση της ζωής τους εδώ ως σκιών. Όμως εμείς από τις Θερμοπύλες ήμαστε αιώνιοι, δε θα πίναμε από τον ποταμό της Λήθης. Θα θυμόμαστε. Μια κραυγή που δεν ήταν κραυγή, αλλά ο απέραντος πό νος της καρδιάς των πολεμιστών, που είχαν κι αυτοί τα ίδια συναισθήματα με μένα, διαπέρασε το φοβερό σκηνικό με απερίγραπτο πάθος. Τότε από πίσω μας, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν διαφορετικές κατευθύνσεις παρά μόνο μία, φάνηκε μια λάμψη τόσο μεγαλειώδης, που κατάλαβα, όλοι το καταλάβαμε αμέσως, ότι ήταν ένας θεός. Ο Τοξοβόλος Φοίβος, ο ίδιος ο Απόλλωνας, με πολεμική στολή, περιφερόταν ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και στους Θεσπιείς. Δεν αντάλλαξαν λέξη. Δε χρειαζόταν. Ο Τοξότης μπορούσε να νιώσει την αγωνία των αντρών κι εκείνοι ήξε ραν ότι αυτός, ο πολεμιστής και γιατρός, βρισκόταν εκεί για να τους συντρέξει. Πριν καλά καλά το καταλάβω, το βλέμ μα του στράφηκε σε μένα, τον τελευταίο που θα περίμενε κανείς, παρ' όλο που ο Διηνέκης, ο αφέντης μου στη ζωή, ήταν πλάι μου. Εγώ όμως ήμουν αυτός που επιλέχτηκε να γυρίσει πίσω • 26 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
και να μιλήσει. Αισθάνθηκα έναν πόνο πιο δυνατό από κάθε άλλο. Η ίδια η γλυκιά ζωή, ακόμα και η απελπισμένη επιθυ μία μου να διηγηθώ την ιστορία φάνταζαν ξαφνικά πιο υπο φερτές μπροστά στο σπαραγμό μου που ήμουν αναγκασμέ νος να αφήσω εκείνους που είχα τόσο πολύ αγαπήσει. Όμως, και πάλι, καμιά παράκληση δεν ήταν δυνατή ενώ πιον του μεγαλείου του θεού. Είδα πάλι ένα φως, αδύνατο στην αρχή, πιο δυνατό κα τόπιν, ώσπου έγινε πολύ έντονο. Και τότε κατάλαβα ότι ήταν ο ήλιος. Είχα γυρίσει πίσω. Άκουσα φωνές μέσω των φυσι κών αυτιών μου. Κουβέντες στρατιωτών που μιλούσαν αι γυπτιακά και περσικά, ενώ δερματογαντοφορεμένα χέρια με τραβούσαν από κάτω από το σωρό των κουφαριών. Οι Αιγύπτιοι ναυτικοί μού είπαν αργότερα ότι είχα μουρ μουρίσει τη λέξη «λόκας», που στη γλώσσα τους σημαίνει «γαμώτο», και έβαλαν τα γέλια, καθώς τραβούσαν το κομ ματιασμένο κορμί μου στο φως της ημέρας. Έκαναν λάθος. Η λέξη ήταν «Λοξίας» — ο τιμητικός τίτ λος του Πανούργου Απόλλωνα, που δίνει τους χρησμούς του με διφορούμενο και πλάγιο τρόπο. Φώναζα και τον καταριό μουν επειδή ανέθεσε τούτη τη φοβερή ευθύνη σε μένα, που δεν είχα τα προσόντα να τη φέρω σε πέρας. Καθώς οι ποιητές καλούν τη Μούσα να μιλήσει μέσω αυ τών, παραπονέθηκα με έναν άναρθρο γρυλισμό στο Μακροσαγιτάρη. Αν, πράγματι, με επέλεξες, Τοξότη, επίτρεψε τότε στα λε πτοδουλεμένα βέλη σου να εκτοξευτούν από το τόξο μου. Δάνεισέ μου τη φωνή σου, Τοξοβόλε. Βοήθησέ με να αφηγη θώ την ιστορία.
• 27 •
2 ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΕΙΝΑΙ μια λουτρόπολη. Η λέξη στα ελληνι κά σημαίνει «θερμές πύλες», από τις ιαματικές πηγές και, όπως γνωρίζει η Μεγαλειότητά Του, από τα στενά και δύ σβατα δερβένια που σχηματίζουν το μοναδικό πέρασμα από το οποίο μπορεί να πλησιάσει κανείς την περιοχή — στα ελ ληνικά λέγονται πύλες, η Ανατολική, η Μεσαία και η Δυτι κή Πύλη. Το τείχος των Φωκέων γύρω από το οποίο δόθηκαν οι πιο απελπισμένες μάχες δεν κατασκευάστηκε από τους Σπαρ τιάτες και τους συμμάχους τους. Υπήρχε εκεί πολύ πριν τη μάχη. Το είχαν ανεγείρει παλιά οι κάτοικοι της Φωκίδας και της Λοκρίδας για να προστατευτούν από τις επιδρομές των βορείων γειτόνων τους, τους Θεσσαλούς και τους Μακεδό νες. Όταν οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν τα Στενά, το τείχος ήταν ένας σωρός από ερείπια. Το ξανάχτισαν. Για τους Έλληνες ο χώρος αυτός ήταν ιερός και οι ιαμα τικές πηγές, όπως και το πέρασμα δεν ανήκαν μόνο στους αυτόχθονες της περιοχής αλλά σε όλους τους κατοίκους της Ελλάδας. Τα ιαματικά λουτρά, πιστεύουν, έχουν θεραπευ τικές ιδιότητες· το καλοκαίρι η περιοχή γεμίζει από επισκέ πτες. Η Μεγαλειότητά Του παρατήρησε τα πανέμορφα βα θύσκιωτα δασάκια και τα σπιτάκια, τις ιερές βαλανιδιές αφιερωμένες στην Αμφικτυονίδα Δήμητρα κι εκείνο το όμορ φο φιδογυριστό μονοπάτι που οδηγεί στο Τείχος των Λεό• 28 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ντων, που τις πέτρες του λέγεται ότι τις έβαλε ο ίδιος ο Ηρα κλής στις θέσεις τους. Σε εποχή ειρήνης κατά μήκος του το ποθετούν συνήθως τις πολύχρωμες σκηνές και τα παραπήγ ματα τους οι πωλητές από την Τραχίνα, την Ανθήλη και τους Αλπηνούς, για να εξυπηρετήσουν τους ριψοκίνδυνους ταξι διώτες που κάνουν τη διαδρομή μέχρι τα ιαματικά λουτρά. Υπάρχει μια διπλή πηγή αφιερωμένη στην Περσεφόνη, η Σκυλλία πηγή, στους πρόποδες της χαράδρας δίπλα στη Μεσαία Πύλη. Εκεί έστησαν οι Σπαρτιάτες το στρατόπεδό τους, ανάμεσα στο τείχος των Φωκέων και στο γήλοφο όπου δόθηκε η τελική μάχη, τότε που πολέμησαν με νύχια και με δόντια. Η Μεγαλειότητά Του γνωρίζει πόσο λίγο είναι το πό σιμο νερό στα γύρω βουνά. Το έδαφος ανάμεσα στις πύλες είναι συνήθως τόσο ξηρό και γεμάτο σκόνη, που στη λουτρόπολη αγγαρεύανε τους δούλους να λιπαίνουν τους δρό μους για να διευκολύνονται οι λουόμενοι. Η γη είναι σκλη ρή σαν πέτρα. Η Μεγαλειότητά Του είδε πόσο γρήγορα αυτό το σκλη ρό σαν μάρμαρο χώμα μετατράπηκε σε λάσπη κατά τη διάρ κεια της μάχης. Ποτέ μου δεν ξανάδα τόση λάσπη και τόσο βαθιά, που η υγρασία της να προήλθε μόνο από το αίμα και το κάτουρο των τρομοκρατημένων αντρών που μάχονταν πάνω της. Όταν η εμπροσθοφυλακή των Σπαρτιατών έφτασε στις Θερμοπύλες πριν τη μάχη, λίγες ώρες πριν το κυρίως σώμα, που προχωρούσε με βήμα ταχύ, ανακάλυψε, προς μεγάλη της έκπληξη, δυο παρέες ανθρώπων που πήγαιναν στα λουτρά. Η μία ήταν από την Τίρυνθα και η άλλη από την Αλκυόνη, τριάντα άτομα συνολικά, άντρες και γυναίκες, ο καθένας στο δικό του λουτρό, σε διάφορα στάδια γύμνιας. Αυτοί οι ταξι διώτες ξαφνιάστηκαν, για να μην πούμε τίποτε άλλο, από την ξαφνική εμφάνιση των πορφυροντυμένων Σκιριτών. Ήταν όλοι άντρες διαλεχτοί, κάτω από τα τριάντα, που είχαν επι• 29
•
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λεγεί για την ταχύτητα των ποδιών και την ανδρεία τους στις ορεινές μάχες. Οι άντρες της εμπροσθοφυλακής έδιω ξαν τους λουόμενους και όσους τους συνόδευαν, αρωματοπώλες, χειρομαλάκτες, πωλητές ψωμιού και γλυκών από σύ κα, τα κορίτσια που δούλευαν στα λουτρά και στα λάδια και τα αγόρια που αφαιρούσαν με τη στλεγγίδα τον ιδρώτα και τη βρομιά. Όλοι τους γνώριζαν για την προέλαση των Περ σών, αλλά πίστευαν ότι η καταιγίδα που είχε πλήξει πρό σφατα την κοιλάδα είχε κάνει τα βόρεια περάσματα προ σωρινά αδιάβατα. Οι Σπαρτιάτες κατάσχεσαν όλα τα τρό φιμα, τα σαπούνια, τα ασπρόρουχα και τον ιατρικό εξοπλι σμό και ιδίως τις τέντες της λουτρόπολης, που αργότερα φά νταζαν πολύ αταίριαστες, καθώς κυμάτιζαν πανηγυρικά πά νω από το μακελειό. Οι άντρες της εμπροσθοφυλακής ξανάστησαν αυτά τα καταλύματα στο πίσω μέρος, στο στρατό πεδο των Σπαρτιατών, δίπλα στη Μεσαία Πύλη, με σκοπό να τα χρησιμοποιήσουν ο Λεωνίδας και η βασιλική φρουρά του. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, όταν έφτασε, αρνήθηκε να χρη σιμοποιήσει αυτό το κατάλυμα, επειδή το θεώρησε ανάρμο στο. Το πεζικό επίσης των Σπαρτιατών απέρριψε αυτές τις ευκολίες. Η ειρωνεία είναι ότι οι σκηνές κατέληξαν τελικά στους Σπαρτιάτες είλωτες, στους δούλους των Θεσπιέων, των Φωκέων και των Οπουντίων Λοκρών και άλλων συνοδών της μάχης που είχαν τραυματιστεί από βέλη ή άλλα όπλα βο λής. Αλλά κι αυτοί, την άλλη μέρα κιόλας, αρνήθηκαν αυτό το κατάλυμα. Οι πολύχρωμες από αιγυπτιακό λινό τέντες της λουτρόπολης, κουρελιασμένες πια, κατέληξαν, όπως εί δε η Μεγαλειότητά Του, να προστατεύουν τα υποζύγια, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια που μετέφεραν την επιμελητεία, τα οποία είχαν τρομάξει από το θέαμα και τις οσμές της μά χης και δεν μπορούσαν να τα κρατήσουν οι ζευγολάτες τους. Στο τέλος, οι τέντες κόπηκαν σε λωρίδες για να δεθούν οι πληγές των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους. 30
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Όταν λέω Σπαρτιάτες, εννοώ τον επίσημο ελληνικό όρο, που αναφέρεται στην ανώτατη τάξη των Λακεδαιμονίων —στους ομοίους—, στους ίσους μεταξύ ίσων. Κανείς από την τάξη των υπομειόνων ή από τους περιοίκους, τους δεύ τερους τη τάξει Σπαρτιάτες, οι οποίοι δεν είχαν πλήρη πο λιτικά δικαιώματα, ή από κείνους που στρατολογήθηκαν από τις γειτονικές πόλεις της Λακεδαίμονας δεν πολέμησε στις Θερμοπύλες. Ωστόσο, προς το τέλος, όταν οι εναπο μείναντες Σπαρτιάτες ήταν τόσο λιγοστοί, που δεν μπορού σαν να σχηματίσουν πολεμικό μέτωπο πια, ο «αφρός», όπως τους αποκάλεσε ο Διηνέκης, των απελεύθερων δούλων, των οπλοκουβαλητών και των βοηθητικών της μάχης πήρε την άδεια να συμπληρώσει τις κενές θέσεις. Η Μεγαλειότητά Του ίσως νιώσει περηφάνια αν μάθει ότι τα στρατεύματά του νίκησαν τον ανθό της Ελλάδας, την αφρόκρεμα των καλύτερων και γενναιότερων πολεμιστών της. Όσο για τη δική μου θέση στη μάχη, η εξήγηση ίσως απαιτεί μια μικρή εκτροπή, για την οποία ελπίζω να δείξει υπομονή η Μεγαλειότητά Του. Αιχμαλωτίστηκα σε ηλικία δώδεκα ετών (ή, για την ακρί βεια, παραδόθηκα) σαν ηλιοκεκαυμένος. Πρόκειται για ένα χλευαστικό σπαρτιατικό όρο, που κυριολεκτικά σημαίνει «καψαλισμένος από τον ήλιο». Αναφέρεται σε έναν τύπο άγριων σχεδόν εφήβων, που είχαν γίνει μαύροι σαν τους Αι θίοπες από την έκθεσή τους στα στοιχεία της φύσης και που γέμιζαν εκείνη την εποχή τα βουνά, πριν και μετά τον Α' Περ σικό Πόλεμο. Στην αρχή με έριξαν ανάμεσα στους Σπαρτιά τες είλωτες, την τάξη των δουλοπάροικων που είχαν δημι ουργήσει οι Λακεδαιμόνιοι από τους κατοίκους της Μεσση νίας και του Έλους, όταν τους κατάκτησαν και τους σκλά βωσαν αιώνες πριν. Αυτοί οι εργάτες της γης ωστόσο με απέρριψαν λόγω μιας μικρής σωματικής αναπηρίας μου, που 31
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
με καθιστούσε άχρηστο για τις αγροτικές δουλειές. Οι εί λωτες επίσης μισούσαν και δεν εμπιστεύονταν κανέναν ξέ νο ανάμεσα τους που μπορούσε να αποδειχτεί χαφιές. Έζη σα σκυλίσια ζωή πάνω από ένα χρόνο, πριν η μοίρα, η τύ χη ή το χέρι ενός θεού με ρίξει στην υπηρεσία του Αλέξαν δρου, ενός νεαρού Σπαρτιάτη και προστατευομένου του Διηνέκη. Αυτό μου έσωσε τη ζωή. Μου αναγνώρισαν, έστω και ειρωνικά, ότι γεννήθηκα ελεύθερος και, όταν έδειξα ότι διέθετα ικανότητες άγριου ζώου, κάτι που θαύμαζαν οι Λα κεδαιμόνιοι, προβιβάστηκα στη θέση του παραστάτη παίδα, ένα είδος εφεδρικού συντρόφου των νέων που είχαν προ σληφθεί στην αγωγή, τη δεκατριάχρονη περιβόητη και ανε λέητη στρατιωτική εκπαίδευση που μετέτρεπε τα αγόρια σε Σπαρτιάτες πολεμιστές. Κάθε οπλίτης από την τάξη των Σπαρτιατών πηγαίνει στον πόλεμο ακολουθούμενος από έναν τουλάχιστον είλω τα. Οι ενωμοτάρχες, οι διοικητές των ενωμοτιών, παίρνουν δύο. Αυτός ήταν αργότερα ο βαθμός του Διηνέκη. Δεν ήταν ασυνήθιστο για έναν αξιωματικό της σειράς του να διαλέ ξει ως πρώτο βοηθό του, ως βοηθητικό στη μάχη, ένα γεν νημένο ελεύθερο ξένο ή ακόμα και ένα νεαρό μόθακα (ένα παιδί που δεν ήταν Σπαρτιάτης από γεννησιμιού του ή που ήταν νόθο και που μπορούσε να «περάσει» από την αγωγή). Ήταν τυχερό μου, για κακό ή για καλό, να επιλεγώ από τον κύριο μου γι' αυτή τη θέση. Είχα αναλάβει να φροντίζω και να μεταφέρω τον οπλισμό του, να έχω έτοιμα πάντα όσα χρειάζονταν για το ταξίδι, να ετοιμάζω το φαγητό του και το μέρος που θα κοιμόταν, να δένω τα τραύματά του, να ασχολούμαι γενικά με ό,τι ήταν απαραίτητο, ώστε να τον αφήνω ελεύθερο να γυμνάζεται και να πολεμά. Η γενέτειρά μου, πριν η μοίρα με ρίξει στο δρόμο που με οδήγησε στις Θερμοπύλες, ήταν ο Αστακός, μια πόλη της Ακαρνανίας, βόρεια της Πελοποννήσου, όπου τα βουνά βλέ32
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πουν προς τη Δύση, πάνω από τη θάλασσα προς την Κε φαλληνία και πέρα από τον ορίζοντα στη Σικελία και στην Ιταλία. Το νησί της Ιθάκης, πατρίδα του μυθικού Οδυσσέα, φαί νεται μέσα από τα στενά, αν και εγώ δεν είχα ποτέ τη χαρά να αγγίξω το ιερό χώμα του ήρωα σαν παιδί ή αργότερα. Θα μπορούσα να περάσω απέναντι στα δέκατα γενέθλιά μου, ένα φίλεμα από το θείο και τη θεία μου. Αλλά έπεσε πρώ τα η πόλη μας. Οι άντρες της φυλής μου σφάχτηκαν και οι γυναίκες πουλήθηκαν σκλάβες, η γη των προγόνων μας κα τακτήθηκε κι εγώ βρέθηκα ολομόναχος —μόνο η εξαδέλφη μου Διομάχη σώθηκε—, χωρίς οικογένεια ή πατρίδα, τρεις μέρες πριν αρχίσει ο δέκατος χρόνος μου προς τον ουρανό, όπως λέει ο ποιητής.
33
3 ΕIXΑΜΕ ΕΝΑ ΔΟΥΛΟ στο υποστατικό του πατέρα μου όταν ήμουν μικρός, έναν άντρα που λεγόταν Βρύαξης. Διστάζω να χρησιμοποιήσω τη λέξη «δούλος», γιατί ο πατέρας μου ήταν μάλλον κάτω από την εξουσία του Βρύαξη παρά το αντίθετο. Όλοι μας ήμαστε, ιδίως η μητέρα μου. Ως κυρά του σπιτιού, αρνιόταν να πάρει και την πιο ασήμαντη από φαση ακόμη πάνω στο νοικοκυριό —και για πολλά άλλα θέματα, πολύ πιο σοβαρά— χωρίς να εξασφαλίσει πρώτα τη συμβουλή και την επιδοκιμασία του Βρύαξη. Ο πατέρας μου τον άκουγε ουσιαστικά σε όλα τα θέματα, εκτός από τα πολιτικά, όσα δηλαδή αφορούσαν την πόλη. Εγώ, πάλι, ήμουν κυριολεκτικά αιχμάλωτος της γοητείας του. Ο Βρύαξης ήταν Έλειος. Είχε αιχμαλωτιστεί από τους Αργείους όταν ήταν δεκαεννιά ετών. Τον τύφλωσαν με καυ τό κατράμι, αν και οι γνώσεις του πάνω στις θεραπευτικές αλοιφές αποκατέστησαν αργότερα ένα μικρό μέρος της όρασής του. Έφερε στο μέτωπο το σημάδι των δούλων των Αργείων, ένα κέρατο βοδιού. Ο πατέρας μου τον απόκτησε όταν είχε περάσει πια τα σαράντα, ως αποζημίωση για ένα φορτίο λάδι από υάκινθο που χάθηκε στη θάλασσα. Ο Βρύαξης, απ' όσο ξέρω, γνώριζε σχεδόν τα πάντα. Μπο ρούσε να βγάλει ένα χαλασμένο δόντι χωρίς γαρίφαλο ή πι κροδάφνη. Μπορούσε να μεταφέρει τη φωτιά με γυμνά χέ ρια. Και, το κυριότερο για το παιδικό μου μυαλό, ήξερε κά• 34 •
ΟI ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
θε ξόρκι και μαγγανεία για να απομακρύνει την κακοτυχία και το κακό μάτι. Το μόνο αδύνατο σημείο του Βρύαξη, όπως είπα, ήταν η όραση του. Δεν έβλεπε τίποτα μετά τα δέκα πόδια*. Αυτό ήταν μια μυστική πηγή ευχαρίστησης, αν όχι ενοχής, για μέ να, επειδή, υποτίθεται, χρειαζόταν συνέχεια μαζί του ένα αγόρι να τον οδηγεί. Πέρασα βδομάδες ολόκληρες χωρίς να φύγω στιγμή απ' το πλευρό του, ούτε και στον ύπνο ακόμα, εφόσον επέμενε να με προσέχει. Τον έπαιρνε λιγάκι πάνω σε μια προβιά στα πόδια του μικρού κρεβατιού μου. Εκείνο τον καιρό θαρρείς και είχαμε πόλεμο κάθε καλο καίρι. Θυμάμαι τα γυμνάσια που γίνονταν στην πόλη κάθε άνοιξη μόλις τελείωνε το φύτεμα. Η πανοπλία του πατέρα μου κατέβαινε από την εστία και ο Βρύαξης λάδωνε κάθε στεφάνι και ένωση, ξαναλύγιζε και ξανασυνέδεε τα «δύο ακόντια και τα δύο εφεδρικά» και τοποθετούσε πάλι τις λα βές από σχοινί και δέρμα μέσα στο κοίλωμα του από βαλα νιδιά και ορείχαλκο όπλου** του. Τα γυμνάσια γίνονταν σε μια μεγάλη πεδιάδα δυτικά της συνοικίας των αγγειοπλα στών, ακριβώς κάτω από τα τείχη της πόλης. Εμείς, αγόρια και κορίτσια, εφοδιασμένοι με αλεξήλια και γλυκά από σύ κα, σκαρφαλώναμε στο τείχος, στη θέση με την καλύτερη θέα, και παρακολουθούσαμε τα γυμνάσια των πατέρων μας, που διεξάγονταν κάτω από τον ήχο των σαλπίγγων και το ρυθ μό των πολεμικών τυμπάνων. Τη χρονιά για την οποία μιλώ διαφώνησαν πάνω σε μια πρόταση που έκανε ο πρύτανης της συνόδου, κάποιος κτη ματίας που λεγόταν Οναξίμανδρος. Ήθελε να σβήσουν όλοι οι άντρες το οικόσημο της φυλής ή του οίκου τους από την ασπίδα και να το αντικαταστήσουν με ένα πανομοιότυπο * Πους: μονάδα μήκους ίση με 0,33 εκ. περίπου. Σ.τ.Μ. ** Όπλον αποκαλούνταν συνήθως και η βαριά, μεγάλη ασπίδα των βαρέως οπλι σμένων πολεμιστών, από όπου και η λέξη οπλίτης. Σ.τ.Μ.
• 35 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
άλφα για την πόλη μας τον Αστακό. Υποστήριξε ότι όλες oι ασπίδες των Σπαρτιατών έφεραν ένα περήφανο λάμδα για τη χώρα τους τη Λακεδαίμονα. Πολύ καλά, ήρθε η ειρωνι κή απάντηση, αλλά εμείς δεν είμαστε Λακεδαιμόνιοι. Κά ποιος είπε την ιστορία ενός Σπαρτιάτη του οποίου η ασπί δα δεν είχε κανένα οικόσημο, αλλά μια κοινή μύγα ζωγρα φισμένη σε φυσικό μέγεθος. Όταν οι συνάδελφοι του στο στρατό τον κορόιδεψαν γι' αυτό, ο Σπαρτιάτης είπε ότι στη μάχη θα είναι τόσο κοντά στον εχθρό, που η μύγα θα φα ντάζει μεγάλη σαν λιοντάρι. Κάθε χρόνο τα στρατιωτικά γυμνάσια ακολουθούσαν τον ίδιο σχεδιασμό. Επί δύο μέρες επικρατούσε ενθουσιασμός. Κάθε άντρας ένιωθε τόση ανακούφιση που θα ήταν ελεύθε ρος από τις δουλειές των κτημάτων ή των μαγαζιών και ήταν τόση η χαρά του που θα ήταν πάλι μαζί με τους συμπολεμι στές του (χωρίς να έχει τα παιδιά και τις γυναίκες στα πό δια του), ώστε το γεγονός έπαιρνε γεύση πανηγυριού. Πρωί και βράδυ γίνονταν θυσίες. Οι γαργαλιστικές μυρωδιές των σουβλιστών αρνιών απλώνονταν παντού. Υπήρχαν σταρένια γλυκόψωμα και γλυκά με μέλι, φρέσκα γλυκά από σύκα και πιάτα με κουκιά και κριθάρι βρασμένο με γλυκό φρέσκο σησαμέλαιο. Την τρίτη μέρα οι άντρες άρχισαν να γεμίζουν φουσκάλες. Βραχίονες και ώμοι έφεραν τα σημάδια των βαριών ασπίδων. Οι πολεμιστές, αν και αγρότες οι περισσότεροι ή ξυλοκόποι και σκληραγωγημένοι, υποτίθεται, άνθρωποι, στην πραγμα τικότητα διεκπεραίωναν τις αγροτικές δουλειές τους στη δροσιά του δωματίου λογαριασμών και όχι πίσω από το άροτρο. Η ζέστη ήταν αφόρητη κάτω από τις περικεφαλαί ες και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι. Την τέταρτη μέρα οι ταλαι πωρημένοι από τον ήλιο πολεμιστές έβρισκαν σοβαρές δι καιολογίες. Το κτήμα χρειαζόταν αυτό, το μαγαζί χρειαζόταν εκείνο, οι δούλοι τους κατάκλεβαν, έλεγαν, ενώ έσφιγγαν τα • 36 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
χέρια με αμηχανία. «Κοίτα πόσο ίσια προχωράει τώρα η γραμμή στο πεδίο των ασκήσεων» έλεγε γελώντας ο Βρύαξης, κοιτώντας λοξά εμένα και τα άλλα αγόρια. «Δε θα βα δίζουν και τόσο ζωηρά όταν ο ουρανός αρχίσει να βρέχει βέ λη και δόρατα. Κάθε άντρας θα τραβηχτεί προς τα δεξιά για να είναι στη σκιά του συμπολεμιστή του». Δηλαδή στο καταφύγιο της ασπίδας του άντρα στα δεξιά του. «Μόλις χτυπήσουν την εχθρική γραμμή, η δεξιά πτέρυγα θα καλυ φθεί μισό στάδιο* περίπου και, για να επανέλθει στη θέση της, θα πρέπει να καταδιωχθεί από το ίδιο της το ιππικό!» Πάντως, ο στρατός της πόλης μας (θα μπορούσαμε να ρί ξουμε στο πεδίο της μάχης τετρακόσιους περίπου πεζούς με βαρύ οπλισμό, σε ένα πλήρες προσκλητήριο), παρά τις κοι λιές και τα προγούλια, τα κατάφερνε αρκετά καλά, απ' όσο θυμάμαι εγώ τουλάχιστον το λίγο καιρό που έζησα εκεί. Ο ίδιος πρύτανης, ο Οναξίμανδρος, είχε δυο ζεύγη βόδια, που είχε αρπάξει από τους Κερυνίτες**. Οι δυνάμεις μας, που εί χαν συμμαχήσει με τους Αργείους και τους κατοίκους των Ελευθερών***, λεηλατούσαν άγρια την περιοχή τους επί τρία χρόνια, καίγοντας εκατοντάδες αγροκτήματα και σκοτώνο ντας πάνω από εβδομήντα άντρες. Ο θείος μου ο Τέναγρος είχε μια γερή φοράδα και έναν πλήρη πολεμικό εξοπλισμό από κείνη την εποχή. Όλοι κάτι είχαν αρπάξει. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στα στρατιωτικά μας γυμνάσια. Την πέμπτη μέρα οι πατέρες της πόλης ήταν εντελώς εξου θενωμένοι, βαριεστημένοι και αηδιασμένοι. Οι θυσίες στους θεούς διπλασιάστηκαν, με την ελπίδα ότι η εύνοια των θεών θα «μπάλωνε» κάθε έλλειψη πολεμικής τεχνικής ή εμπειρίας * Στάδιο: μονάδα μήκους ίση με 185 μ. περίπου. ** Κάτοικοι της Κερυνίας, αχαϊκής πόλης της Πελοποννήσου, γνωστής από το μύ θο το σχετικό με τον Ηρακλή και την κερυνίτιδα έλαφο. Σ.τ.Μ. *** Eλευθερές: αρχαία πόλη στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας. Θεωρείται πατρί δα του Διονύσου- Σ.τ.Μ.
• 37 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
από μέρους του στρατού μας. Τώρα στο πεδίο των ασκήσε ων υπήρχαν τεράστιες τρύπες κι εμείς τα αγόρια κατεβαίνα με κάτω με τις ψεύτικες ασπίδες και τα κοντάρια μας. Ήταν το σινιάλο για να σταματήσουν τα γυμνάσια. Προς μεγάλη δυσαρέσκεια των ζηλωτών και μεγάλη ανακούφιση του κύ ριου σώματος, ηχούσε το κάλεσμα για την τελευταία παρέ λαση. Όλοι οι σύμμαχοι που είχε η πόλη εκείνη τη χρονιά (οι Αργείοι είχαν στείλει το στρατηγό τους αυτοκράτορα, τον ανώτατο στρατιωτικό διοικητή της πόλης) έπαιρναν χα ρούμενα τις θέσεις τους για την επιθεώρηση. Οι αναζωογο νημένοι πολίτες-στρατιώτες μας, γνωρίζοντας ότι τα βάσανα τους είχαν σχεδόν τελειώσει, φορτώνονταν με όλα τα όπλα που διέθεταν και περνούσαν με δόξα και τιμή την επιθεώ ρηση. Το τελευταίο γεγονός που περιμέναμε όλοι με συγκίνη ση και αγωνία ήταν το μεγάλο φαγοπότι. Υπήρχαν άφθονο φαγητό και μουσική, για να μην αναφερθώ στο πρώιμο ανοι ξιάτικο κρασί. Στο τέλος επιστρατεύονταν τα κάρα των αγροκτημάτων για να μεταφέρουν μέσα στην άγρια νύχτα τα τριάντα πέντε κιλά ορειχάλκινα όπλα και τα ογδόντα πέντε περίπου κιλά του πολεμιστή που ροχάλιζε δυνατά. Εκείνο το πρωινό που έκρινε τη μοίρα μου εξελίχθηκε έτσι εξαιτίας των αυγών μιας βουνοχιονόκοτας*. Ανάμεσα στα πολλά ταλέντα του Βρύαξη, την πρώτη θέ ση κατείχε η επιδεξιότητά του να πιάνει πουλιά. Ήταν δά σκαλος στις παγίδες. Έστηνε τα δίχτυα του στο κλαδί που κούρνιαζε η λεία του. Με ένα ποπ! τόσο ελαφρύ, που μόλις ακουγόταν, οι έξυπνες παγίδες του έπεφταν, φυλακίζοντας * Πτηνό του γένους Λαγόπους (Lagopus, οικ. Tetraoni-dae). Έχει μήκος 35 εκ. και είναι η πιο ψυχρόβια χιονόκοτα. Το πτέρωμά της αλλάζει ανάλογα με την εποχή: Κατάλευκο με μαύρη ουρά το χειμώνα, το καλοκαίρι γίνεται σκούρο κάστανο ή σταχτί στο σώμα, διατηρώντας τις λευκές φτερούγες και τη μαύρη ουρά. Απαντά στην περιαρκτική ζώνη της Ευρώπης. Σ.τ.Μ.
• 38 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
το στόχο τους «ώσπου να πεις κύμινο», όπως έλεγε ο Βρύαξης, και πάντα απαλά. Ένα απόγευμα ο Βρύαξης με κάλεσε κρυφά πίσω από το κοτέτσι. Με θεατρικές κινήσεις σήκωσε το μανδύα του, απο καλύπτοντας το τελευταίο του λάφυρο, μια βουνοχιονόκοτα, ζωηρή και έτοιμη για δράση. Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Είχαμε έξι ήμερες κότες στο κοτέτσι. Άλλη μια κότα σήμαι νε πιο πολλά αυγά! Και τα αυγά ήταν μια υπέροχη λιχου διά, που άξιζε μια περιουσία για ένα αγόρι στην αγορά της πόλης. Όπως ήταν φυσικό, μέσα σε μια βδομάδα η φιλενάδα μας είχε γίνει η βασίλισσα της αυλής και περιφερόταν πέρα δώ θε γεμάτη καμάρι. Δεν πέρασε πολύς καιρός και κρατούσα στις χούφτες μου τα αυγά της βουνοχιονόκοτας. Θα πηγαίναμε στην πόλη! Στην αγορά. Ξύπνησα την εξα δέλφη μου τη Διομάχη πριν καλά καλά ξημερώσει, τόσο πο λύ αδημονούσα να πάω στο κοτέτσι του αγροκτήματός μας, να πάρω τα αυγά και να τα πουλήσω. Ήθελα πολύ ένα δί αυλο, ένα διπλό φλάουτο, με το οποίο, όπως μου είχε υπο σχεθεί ο Βρύαξης, θα με μάθαινε να μιμούμαι τη φωνή της αγριόπαπιας και του γερανού. Η είσπραξη από τα αυγά θα ήταν η πηγή των οικονομικών μου. Ο διπλός αυλός θα ήταν το έπαθλό μου. Η Διομάχη κι εγώ ξεκινήσαμε δυο ώρες πριν το ξημέρω μα, με δυο σάκους φρέσκα κρεμμυδάκια και τρία κεφάλια τυρί τυλιγμένα σε πανιά, που τα φορτώσαμε σε μια σχεδόν κουτσή γαϊδούρα, που τη φωνάζαμε Κουτσάβλα. Το νεο γέννητο γαϊδουράκι της το είχαμε αφήσει σπίτι δεμένο στο στάβλο. Έτσι, όταν αφήναμε ελεύθερη τη μαμά στην πόλη, αφού ξεφορτώναμε, εκείνη θα πήγαινε μόνη της κατευθεί αν στο σπίτι στο μωρό της. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα στην αγορά χωρίς να συνοδεύομαι από κάποιο μεγάλο και η πρώτη φορά που θα • 39 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
πουλούσα κάτι για μένα. Αλλά και η παρουσία της Διομάχης με αναστάτωνε πολύ. Εγώ δεν ήμουν ακόμα δέκα, εκεί νη ήταν δεκατριών. Εμένα μού φαινόταν ολόκληρη γυναίκα. Η ομορφότερη και η εξυπνότερη απ' όλες. Έλπιζα ότι θα συ ναντούσα τους φίλους μου στο δρόμο, μόνο και μόνο για να με δουν να περπατάω δίπλα της. Μόλις φτάσαμε στο δρόμο της Ακαρνανίας, είδαμε τον ήλιο. Ήταν μια φωτεινή κίτρινη λάμψη ακόμα στο ρόδινο ουρανό. Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα: Ανάτελλε από το βορρά. «Αυτό δεν είναι ο ήλιος» είπε η Διομάχη σταματώντας απότομα και τραβώντας δυνατά το καπίστρι της Κουτσάβλας. «Αυτό είναι φωτιά». Ήταν το υποστατικό ενός φίλου του πατέρα μου, του Πιερίωνα. Το αγρόκτημα καιγόταν. «Πρέπει να τους βοηθήσουμε» είπε η Διομάχη με φωνή που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Κρατώντας με το ένα χέρι τα αυγά μου, την ακολούθησα με γρήγορο βήμα, τραβώντας με το άλλο την κουτσή γαϊδούρα. «Πώς είναι δυνατό να συμ βαίνει κάτι τέτοιο πριν το φθινόπωρο» αναρωτήθηκε η Διο μάχη καθώς τρέχαμε. «Οι αγροί δεν έχουν ξεραθεί ακόμα. Κοίτα τις φλόγες, δε θα έπρεπε να είναι τόσο μεγάλες». Είδαμε μια δεύτερη φωτιά. Ανατολικά του κτήματος του Πιερίωνα. Κι άλλο αγρόκτημα. Η Διομάχη κι εγώ σταματή σαμε στη μέση του δρόμου. Και τότε ακούσαμε τα άλογα. Το έδαφος κάτω από τα πόδια μας άρχισε να τρέμει, λες και γινόταν σεισμός. Είδαμε τη λάμψη των πυρσών. Ιππικό. Ολόκληρο απόσπασμα. Τριάντα έξι άλογα κάλπαζαν ολο ταχώς καταπάνω μας. Είδαμε πανοπλίες και περικεφαλαί ες με λοφία. Αρχισα να τρέχω προς το μέρος τους, κουνώ ντας το χέρι μου ανακουφισμένος. Τι τύχη! Θα μας βοηθού σαν! Με τριάντα έξι άντρες θα σβήναμε τη φωτιά σε... • 40 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Η Διομάχη με τράβηξε άγρια πίσω. «Αυτοί δεν είναι οι άντρες μας». Πέρασαν από δίπλα μας καλπάζοντας. Φαίνονταν τερά στιοι, βλοσυροί και άγριοι. Οι ασπίδες τους ήταν μαυρισμέ νες, καπνιά βρόμιζε τις λευκές βούλες και τις οπλές των αλό γων τους. Οι ορειχάλκινες κνημίδες τους ήταν γεμάτες μαύ ρη λάσπη. Στο φως των πυρσών είδα το λευκό κάτω από τη μαυρίλα των ασπίδων τους. Αργείοι. Οι σύμμαχοι μας. Τρεις καβαλάρηδες σταμάτησαν απότομα μπροστά μας. Η Κουτσάβλα γκάριξε τρομαγμένη και πήγε να φύγει. Η Διομάχη τη συγκράτησε από το καπίστρι. «Τι έχεις εκεί, κοριτσάκι;» ρώτησε ο πιο χοντρός από τους καβαλάρηδες, οδηγώντας το αφρισμένο, γεμάτο λάσπες άλογο του μπροστά στους σάκους με τα κρεμμύδια και τα τυριά. Ήταν στ' αλήθεια τεράστιος, σαν τον Αίαντα, με ανοι χτό, βοιωτικό κράνος και με λίπος κάτω από τα μάτια του, για να βλέπει στο σκοτάδι. Νυχτερινοί καβαλάρηδες. Έγει ρε από τη σέλα του και χτύπησε δυνατά την Κουτσάβλα. Η Διομάχη τότε κλότσησε το ζώο του άντρα στην κοιλιά. Το άλογο χλιμίντρισε και νευρίασε. «Εσείς καίτε τα υποστατικά μας, προδότες, παλιάνθρωποι!» Η Διομάχη άφησε ελεύθερο το καπίστρι της γαϊδούρας και χτύπησε το κατατρομαγμένο ζώο με όλη της τη δύνα μη. Η γαϊδούρα άρχισε να τρέχει σαν να την κυνηγούσαν οι Ερινύες, το ίδιο κι εμείς. Έχω τρέξει στη μάχη ενώ τα βέλη και τα δόρατα έπε φταν βροχή με τριάντα κιλά όπλα στην πλάτη μου. Αμέτρη τες φορές στα γυμνάσια ακολούθησα μουσκεμένα και τσα κισμένα πρόσωπα τρέχοντας του θανατά. Ποτέ όμως η καρδιά και τα πνευμόνια μου δεν καταπονήθηκαν τόσο όσο εκείνο το φοβερό πρωινό. Αφήσαμε αμέσως το δρόμο, από φόβο μην απαντήσουμε κι άλλους ιππείς, και μέσα από την • 41 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ύπαιθρο τρέξαμε σαν αστραπή στο σπίτι. Τώρα βλέπαμε κι άλλα αγροκτήματα να έχουν παραδοθεί στις φλόγες. «Πρέ πει να τρέξουμε πιο γρήγορα!» φώναξε η Διομάχη. Είχαμε διανύσει δεκαεπτά, είκοσι στάδια σχεδόν, κατευθυνόμενοι προς την πόλη, και τώρα έπρεπε να καλύψουμε την ίδια απόσταση μέσα από απόκρημνες πλαγιές γεμάτες θάμνους. Τα βάτα μάς κατάσκιζαν, οι πέτρες πετσόκοβαν τα γυμνά μας πόδια, οι καρδιές μας πήγαιναν να σπάσουν στα στήθη μας. Καθώς τρέχαμε σε ένα λιβάδι, είδα κάτι που έκανε το αίμα μου να παγώσει. Χοίροι. Τρεις γουρούνες με τα μικρά τους διέσχιζαν γοργά το λιβάδι, η μία πίσω από την άλλη, με κατεύθυνση το δάσος. Δεν ήταν φυγή, δεν ήταν πανικός, αλ λά μια πολύ ζωηρή, πειθαρχημένη και γρήγορη πορεία. Σκέ φτηκα: Αυτά τα γουρουνάκια θα επιζήσουν σήμερα, ενώ η Διομάχη κι εγώ όχι. Είδαμε κι άλλους ιππείς. Κι άλλο απόσπασμα κι άλλο, Αιτωλοί από την Πλευρώνα και την Καλυδώνα. Αυτό ήταν το χειρότερο. Σήμαινε ότι η πόλη δεν είχε προδοθεί μόνο από ένα σύμμαχο αλλά από ολόκληρο το συνασπισμό. Φώ ναξα στη Διομάχη να σταματήσει, η καρδιά μου ήταν έτοι μη να σπάσει από την προσπάθεια. «Θα σε παρατήσω εδώ, σκατόπαιδο» είπε και μου έδωσε μια σπρωξιά. Ξαφνικά, από το δάσος πρόβαλε ένας άντρας. Ήταν ο θείος μου ο Τέναγρος, ο πατέρας της Διομάχης. Φορούσε μόνο ένα νυχτι κό και κρατούσε ένα κοντάρι δυόμισι μέτρα περίπου. Μόλις είδε τη Διομάχη, πέταξε το όπλο και έτρεξε να την αγκαλιά σει. Αρπάχτηκαν ο ένας από τον άλλο ασθμαίνοντας. Όμως εγώ τρόμαξα ακόμα πιο πολύ. «Πού είναι η μητέρα;» άκου σα τη Διομάχη να ρωτάει. Τα μάτια του Τέναγρου ήταν γε μάτα θλίψη. «Πού είναι η μητέρα μου;» φώναξα. «Ο πατέ ρας μου είναι μαζί σου;» «Είναι νεκροί. Είναι όλοι νεκροί». «Πώς το ξέρεις; Τους είδες;» • 42 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Τους είδα και καλύτερα να μην τους δεις κι εσύ». Ο Τέναγρος ξαναπήρε το ακόντιο από το χώμα. Ήταν εξουθενωμένος και έκλαιγε γοερά. Τα μπούτια του στο μέ σα μέρος ήταν λερωμένα από υγρά σκατά. Ήταν ο αγαπη μένος μου θείος, αλλά τώρα τον μισούσα με δολοφονικό πά θος. «Το 'σκασες!» τον κατηγόρησα με την απονιά που δεί χνουν συνήθως τα παιδιά. «Έδειξες τις φτέρνες σου, δειλέ!» Ο Τέναγρος στράφηκε προς το μέρος μου με οργή. «Πή γαινε στην πόλη! Πήγαινε πίσω από τα τείχη!» «Και ο Βρύαξης; Τι απέγινε; Είναι ζωντανός;» Ο Τέναγρος με χαστούκισε τόσο δυνατά, που με πέταξε κάτω. «Ανόητο παιδί. Νοιάζεσαι περισσότερο για έναν τυ φλό δούλο παρά για τη μητέρα και τον πατέρα σου». Η Διομάχη με βοήθησε να σηκωθώ. Είδα στα μάτια της την ίδια οργή και απελπισία. Τα είδε κι ο Τέναγρος. «Τι έχεις στα χέρια σου;» με ρώτησε. Κοίταξα και είδα τα αυγά της βουνοχιονόκοτας να κου νιούνται στο πανί μέσα στη χούφτα μου. Η ροζιασμένη γροθιά του Τέναγρου έπεσε με δύναμη πά νω στην παλάμη μου. Τα εύθραυστα τσόφλια έσπασαν και το κίτρινο υγρό χύθηκε στα πόδια μου. «Πηγαίνετε στην πόλη, αυθάδη παλιόπαιδα! Πηγαίνετε πίσω από τα τείχη!»
• 43 •
4 Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ TOΥ έχει παραστεί στη λεηλασία αμέτρη των πόλεων και δε χρειάζεται να ακούσει με λεπτομέρειες τι έγινε την εβδομάδα που ακολούθησε. Ένα μόνο θα πω σαν παιδί παραλυμένο από το φόβο που έχασε από τη μια στιγμή στην άλλη μητέρα και πατέρα, οικογένεια, πατριά, φυλή και πόλη, ότι ήταν η πρώτη φορά που τα μάτια μου αντίκριζαν τέτοια πράγματα, που η εμπειρία μάς διδάσκει ότι συνηθίζονται σε όλες τις μάχες και τις σφαγές. Αυτό έμαθα έκτοτε: ότι υπάρχει μόνο φωτιά. Μια πνιγερή καταχνιά κρέμεται στον αέρα νύχτα και μέ ρα και ένας ωχροκίτρινος καπνός φράζει τα ρουθούνια. Ο ήλιος έχει το χρώμα της στάχτης και οι δρόμοι είναι στρω μένοι με μαύρες πέτρες που καπνίζουν. Όπου κι αν κοιτά ξει κανείς, κάτι φλέγεται. Ξύλα, σάρκες, η ίδια η γ η . Ακόμα και το νερό καίγεται. Οι ανελέητες φλόγες ενισχύουν την αί σθηση του θυμού των θεών, της μοίρας, της τιμωρίας, των πε πραγμένων και της πληρωμής. Όλα είναι το αντίθετο αυτών που είχαν γίνει. Πράγματα καταρρέουν που έπρεπε να στέκουν ολόρθα. Πράγματα ελευθερώνονται που έπρεπε να είναι δεμένα και δένονται αυτά που έπρεπε να είναι ελεύθερα. Πράγματα που είχαν συσσωρευτεί μυστικά τώρα τινάζονται και πετιούνται έξω. Κι εκείνοι που τα είχαν συσσωρεύσει παρακολουθούν με βλέμμα σκυθρωπό χωρίς να κάνουν τίποτα. • 44 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Τα αγόρια έγιναν άντρες και οι άντρες αγόρια. Οι δού λοι ήταν τώρα ελεύθεροι και οι ελεύθεροι άνθρωποι δούλοι. Η παιδική μου ηλικία είχε πετάξει. Η σφαγή του πατέρα μου και της μητέρας μου μου προκαλούσε λιγότερη θλίψη γι' αυ τούς ή φόβο για τον εαυτό μου από την επιτακτική ανάγκη να πάρω ως δεδομένη την κατάσταση. Πού ήμουν το πρωι νό του θανάτου τους; Δεν ήμουν εκεί, γιατί είχα ξεκινήσει να κάνω ένα θέλημα. Γιατί δεν είχα προβλέψει το χαμό τους; Γιατί δε βρισκόμουν στο πλευρό του πατέρα μου, οπλισμέ νος, έχοντας τη δύναμη ενός άντρα, να υπερασπιστώ την εστία μας ή να πεθάνω τιμημένα μπροστά του, όπως ο πα τέρας και η μητέρα μου; Πτώματα κείτονταν στο δρόμο. Άντρες κυρίως, αλλά και γυναίκες και παιδιά. Όλοι με την ίδια σκούρα κηλίδα του υγρού, βουτηγμένοι στη βρόμα. Η ζωή τους είχε προσπε ράσει γεμάτη θλίψη. Όλοι ήταν βρόμικοι. Πολλοί δεν είχαν υποδήματα. Όλοι προσπαθούσαν να αποφύγουν τις φάλαγ γες των δούλων και τη συγκέντρωση που θα άρχιζε σε λίγο. Γυναίκες κουβαλούσαν τα μικρά τους, μερικά ήδη νεκρά, ενώ κάποιες άλλες αποσβολωμένες φιγούρες περνούσαν από δί πλα σαν σκιές, μεταφέροντας κάποια οικτρά άχρηστα πράγ ματα, μια λάμπα ή ένα βιβλίο με στίχους. Τον καιρό της ει ρήνης οι παντρεμένες γυναίκες της πόλης κυκλοφορούσαν με περιδέραια, με βραχιόλια στα πόδια και δαχτυλίδια· τώρα κανείς δεν είδε ούτε ένα χρυσαφικό. Μπορεί όμως να ήταν κρυμμένα κάπου για να πληρωθούν τα διόδια σε ένα βαρκάρη ή για να αγοραστεί λίγο μπαγιάτικο ψωμί. Συναντή σαμε ανθρώπους που γνωρίζαμε και δεν τους αναγνωρίσα με. Ούτε εκείνοι μάς αναγνώρισαν. Οι άνθρωποι μαζεύονταν με την ψυχή στο στόμα στις άκρες του δρόμου ή στα δασά κια και τα νέα είχαν να κάνουν με νεκρούς και με αυτούς που σύντομα θα πέθαιναν. Αλλά αυτά που ήταν πραγματικά για λύπηση ήταν τα • 45 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ζώα. Είδα ένα σκύλο να καίγεται εκείνο το πρώτο πρωινό και έτρεξα να σβήσω την καπνισμένη γούνα του με την κά πα μου. Το έβαλε στα πόδια, φυσικά, δεν μπόρεσα να τον πιάσω και η Διομάχη με έφερε πάλι πίσω, ενώ καταριόταν την ανοησία μου. Εκείνος ο σκύλος ήταν ένας από τους πολ λούς. Άλογα με κομμένους τους τένοντες από τις λεπίδες των σπαθιών κείτονταν στο πλευρό με τα μάτια τους ορθά νοιχτα, λίμνες άφατου τρόμου. Μουλάρια ξεκοιλιασμένα· βό δια με δόρατα στα πλευρά, που βέλαζαν θλιβερά, αλλά που ήταν πολύ τρομαγμένα για να αφήσουν οποιονδήποτε να τα πλησιάσει. Αυτό σού ράγιζε πιότερο την καρδιά: τα δύσμοι ρα τα ζώα, που δεν είχαν φωνή να μιλήσουν και που το μαρτύριό τους ήταν ακόμα πιο μεγάλο επειδή δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι γινόταν. Οι κουρούνες και τα κοράκια είχαν γιορτή. Πρώτα ορ μούσαν στα μάτια. Τσίμπησαν την κωλοτρυπίδα ενός άντρα, ένας θεός ξέρει γιατί. Οι άνθρωποι τα έδιωχναν στην αρχή, γεμάτοι αγανάκτηση για τα πουλιά που τρέφονταν με κου φάρια. Αυτά απομακρύνονταν για λίγο και μετά ξαναγύρι ζαν για να συνεχίσουν το φαγοπότι, όταν το έδαφος ήταν κα θαρό. Το σωστό θα ήταν να θάψουμε τους συμπολίτες μας, αλλά ο φόβος του εχθρικού ιππικού δε μας άφηνε. Μερικές φορές οι άνθρωποι έσερναν τα πτώματα σε ένα χαντάκι και έριχναν από πάνω μερικές φτυαριές χώμα, που συνοδεύο νταν από μια μικρή προσευχή. Οι κουρούνες πάχυναν τόσο πολύ, που με δυσκολία σηκώνονταν από το έδαφος. Η Διομάχη κι εγώ δεν πήγαμε στην πόλη. Είχαμε προδοθεί εκ των ένδον, μου εξήγησε, μιλώντας αργά, λες και μιλούσε σε κανένα βλάκα, για να είναι σίγου ρη ότι την καταλάβαινα. Μας πούλησαν οι ίδιοι οι συμπολί τες μας, κάποια φατρία που ήθελε την εξουσία και που προ δόθηκε κι αυτή με τη σειρά της από τους Αργείους. Ο Αστα κός ήταν ένα ασήμαντο λιμανάκι, αλλά δεν έπαυε να είναι • 46 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ένα λιμάνι προς τη Δύση, που το Άργος εποφθαλμιούσε εδώ και πολύ καιρό. Τώρα ήταν δικό του. Βρήκαμε το Βρύαξη την αυγή της επόμενης μέρας. Το ση μάδι της δουλείας τον είχε σώσει. Αυτό και η τυφλαμάρα του, για την οποία τον κορόιδευαν οι κατακτητές ακόμα κι όταν τους καταριόταν και τους πετούσε ό,τι έβρισκε μπρο στά του. «Είσαι ελεύθερος, γέρο!» Ελεύθερος να πεθάνει από την πείνα ή να εκλιπαρήσει το ζυγό του νικητή για να καλύψει τις ανάγκες του στομαχιού του. Έβρεξε εκείνο το βράδυ. Φαίνεται ότι η βροχή είναι το συμπλήρωμα της σφαγής. Ό,τι ήταν στάχτη έγινε τώρα γκρί ζα λάσπη και τα γυμνά πτώματα που δεν τα είχαν ζητήσει γιοι και μάνες λαμποκοπούσαν τώρα ένα αρρωστημένο λευ κό, καθαρισμένα από τους θεούς με το δικό τους άσπλαχνο τρόπο. Η πόλη μας δεν υπήρχε πια. Όχι μόνο ο τόπος, οι πολίτες, τα τείχη και τα αγροκτήματα, αλλά και το πνεύμα του έθνους μας, η ίδια η πόλη, το ιδανικό του νου που λεγόταν Αστακός. Ναι, μπορεί να ήταν μικρότερη κι από ένα δήμο της Αθήνας, της Κορίνθου ή των Θηβών και, ναι, μπορεί να ήταν φτωχό τερη κι από τα Μέγαρα ή την Επίδαυρο ή την Ολυμπία, παρ' όλα αυτά υπήρχε ως πόλη. Η πόλη μας, η πόλη μου. Τώρα εί χε εξαφανιστεί εντελώς. Κι εμείς που αυτοαποκαλούμαστε Αστακιώτες είχαμε χαθεί μαζί της. Χωρίς την πόλη, ποιοι ήμαστε; Τι ήμαστε; Ανατολικά του Πεδίου του Άρεως, όπου ήταν θαμμένοι όσοι είχαν πέσει στη μάχη, είδαμε έναν άντρα που έσκαβε έναν τάφο για ένα μικρό παιδάκι. Το μωρό, τυλιγμένο στο μανδύα του άντρα, κείτονταν σαν μπόγος στην άκρη του λάκ κου. Μου ζήτησε να του το δώσω. Φοβόταν μήπως το πά ρουν οι λύκοι, γι' αυτό είχε κάνει την τρύπα τόσο βαθιά. Δεν ήξερε το όνομα του παιδιού. Μια γυναίκα τού το έδωσε στο δρόμο καθώς έφευγε από την πόλη. Κουβαλούσε το μωρό . 47 .
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
δυο ολόκληρες μέρες. Το τρίτο πρωινό πέθανε. Ο Βρύαξης δε με άφησε να του δώσω εγώ το μωρό. Ήταν γρουσουζιά, εί πε, για ένα ζωντανό νεαρό πνεύμα να πιάσει ένα νεκρό. Το έδωσε εκείνος. Εκείνη τη στιγμή αναγνωρίσαμε τον άντρα. Ήταν ένας μαθηματικός, ένας δάσκαλος της αριθμητικής και της γεωμετρίας, από την πόλη. Η γυναίκα και η κόρη του εμ φανίστηκαν τότε από το δάσος. Καταλάβαμε ότι κρύβονταν μέχρι να βεβαιωθούν ότι δε θα τους κάνουμε κακό. Είχαν χάσει όλοι το μυαλό τους. Ο Βρύαξης είχε μάθει στη Διομάχη και σε μένα τα σημάδια. Η τρέλα ήταν κολλητική, δεν έπρεπε να καθυστερήσουμε. «Σπαρτιάτες χρειαζόμασταν» είπε ο δάσκαλος σιγανά, με βουρκωμένα μάτια. «Πενήντα μόνο αρκούσαν να σώσουν την πόλη». Ο Βρύαξης μας σκουντούσε με τον αγκώνα να φύγουμε. «Βλέπετε πόσο άβουλοι καταντήσαμε;» συνέχισε ο άντρας. «Τα χάνουμε σιγά σιγά, δεν έχουμε πια επαφή με τη λογική μας. Ποτέ δε θα δεις Σπαρτιάτες σ' αυτή την κατάσταση. Αυτό» —έδειξε το γκρίζο τοπίο ολόγυρα— «είναι το στοι χείο τους. Κινούνται μέσα σ' αυτά τα τρομερά πράγματα με μάτι καθαρό, ανεπηρέαστοι. Και μισούν τους Αργείους. Εί ναι οι χειρότεροι εχθροί τους». Ο Βρύαξης μας απομάκρυνε από κοντά του. «Πενήντα από δαύτους!» φώναξε πάλι ο άντρας, ενώ η γυναίκα του αγωνιζόταν να τον πάρει μαζί της στην ασφά λεια του δάσους. «Πέντε! Ένας μόνο θα μπορούσε να μας σώσει!» Θάψαμε τα πτώματα της μητέρας της Διομάχης, της μη τέρας μου και του πατέρα μου την παραμονή της τρίτης μέ ρας. Μια μονάδα του πεζικού των Αργείων είχε στρατοπε δεύσει γύρω από τα καπνισμένα ερείπια του υποστατικού μας. Οι χωρομέτρες και οι υπάλληλοι με τις αιτήσεις είχαν φτάσει από τις πόλεις των κατακτητών. Εμείς παρακολου- 48 -
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
θούσαμε κρυμμένοι από το δάσος τους δημόσιους λειτουρ γούς, που σημάδευαν τα κομμάτια της γης, αφού τα μετρού σαν πρώτα με τα ραβδιά τους. Κατόπιν τα κατέγραφαν πά νω στον άσπρο τοίχο του κήπου, έξω από την κουζίνα της μητέρας μου, και σημείωναν τη φατρία των Αργείων που θα αποκτούσε τώρα τη δική μας γη. Μας εντόπισε ένας Αργείος, που ήρθε να ουρήσει. Το βά λαμε στα πόδια, αλλά εκείνος μάς φώναξε να σταματήσου με. Κάτι στη φωνή του μας έπεισε ότι αυτός και οι άλλοι δε σκόπευαν να μας βλάψουν. Είχαν χορτάσει αίμα προς το παρόν. Μας έκαναν νόημα να πλησιάσουμε και μας έδωσαν τις σορούς. Καθάρισα το λείψανο της μητέρας μου από τις Λάσπες και το αίμα με το φανελάκι που μου είχε φτιάξει για το πολυπόθητο ταξίδι στην Ιθάκη. Η σάρκα της ήταν σαν παγωμένο κερί. Δεν έκλαψα ούτε όταν τύλιξα τη σορό της στο σάβανο που είχε υφάνει με τα χέρια της και που σαν από θαύμα δεν είχε κλαπεί από το ντουλάπι της ούτε όταν έθα βα τα κόκαλα τα δικά της και του πατέρα μου κάτω από την πλάκα που έφερε το οικόσημο και τη σφραγίδα των προγό νων μας. Κανονικά, έπρεπε να γνωρίζω την ιεροτελεστία, αλλά δεν την είχα διδαχτεί, γιατί περίμενα πρώτα τη μύησή μου στη φυλή όταν θα έκλεινα τα δώδεκα χρόνια μου. Η Διομάχη άναψε τη φωτιά και οι Αργείοι τραγούδησαν τον παιάνα, το μόνο ιερό τραγούδι που ήξεραν. Δία Σωτήρα, λυπήσου εμάς, που βαδίζουμε μέσα στη φωτιά σου Δώσε μας κουράγιο να παραμείνουμε ασπίδα με ασπίδα με τα αδέλφια μας Υπό την πανίσχυρη αιγίδα σου • 49 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Προχωρούμε Άρχοντα του Κεραυνού, ελπίδα μας και προστάτη μας. Όταν τέλειωσε ο ύμνος, οι άντρες τη βίασαν. Στην αρχή, δεν κατάλαβα τι σκόπευαν να κάνουν. Νόμι ζα ότι είχε παραβιάσει κάποιο μέρος της ιεροτελεστίας και θα την έδερναν γι' αυτό. Ένας στρατιώτης με άρπαξε από το κεφάλι και ένα χέρι μαλλιαρό τυλίχτηκε στο λαιμό μου για να μου τον σπάσει. Ο Βρύαξης είδε ένα ακόντιο να απει λεί το λαιμό του, ενώ η μύτη ενός σπαθιού τρύπησε τη σάρ κα της πλάτης του. Κανείς δεν είπε κουβέντα. Ήταν έξι από δαύτους, χωρίς πανοπλία, το δέρμα των σπολάδων* τους εί χε σκουρύνει από τον ιδρώτα. Οι γενειάδες που έδειχναν το βαθμό τους ήταν βρόμικες και τα τριχωτά τους στήθη μου σκεμένα από τη βροχή. Οι γάμπες τους χοντροκομμένες, τα μαλλιά τους αχτένιστα και ρυπαρά. Κοίταζαν συνέχεια τη Διομάχη, τα όμορφα κοριτσίστικα πόδια της και τα στήθη της κάτω από το χιτώνα, που μόλις είχαν αρχίσει να σχη ματίζονται . «Μην τους πειράξετε» είπε μόνο η Διομάχη, εννοώντας το Βρύαξη κι εμένα. Δυο άντρες την πήραν και την πήγαν πίσω από τον τοίχο του κήπου. Όταν τελείωσαν, πήγαν άλλοι δύο και μετά το τελευταίο ζευγάρι. Όταν ο εφιάλτης πέρασε, το σπαθί χαμή λωσε από την πλάτη του Βρύαξη. Τότε, εκείνος πήγε να ση κώσει τη Διομάχη στην αγκαλιά του, να την πάρει μακριά από κείνο το μέρος. Όμως εκείνη δεν τον άφησε. Στάθηκε μόνη στα πόδια της, αν και χρειάστηκε να κρατηθεί από τον τοίχο για να τα καταφέρει. Είδα ότι οι μηροί της ήταν γεμά* Σπολάδα: δερμάτινο ιμάτιο που φοριόταν κάτω από το θώρακα. Σ.τ.Μ.
• 50 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τοι αίματα. Οι Αργείοι μάς έδωσαν λίγο κρασί, και το πήρα με. Ήταν φανερό ότι η Διομάχη δεν μπορούσε να περπατή σει. Ο Βρύαξης την πήρε στην αγκαλιά του. Ένας από τους Αργείους μου έβαλε ένα σκληρό ψωμί στα χέρια. «Άλλα δυο συντάγματα έρχονται από το Νότο αύριο. Ανεβείτε στα βουνά και πηγαίνετε βόρεια, μην κατεβείτε πριν βγείτε από την Ακαρνανία». Μιλούσε ευγενικά, σαν να ήμουν γιος του. «Αν συναντήσετε καμιά πόλη, μην πάτε το κορίτσι εκεί, αλ λιώς θα πάθει πάλι τα ίδια». Γύρισα και έφτυσα πάνω στο μαύρο από τη βρομιά χι τώνα του, μια απέλπιδα κίνηση αδυναμίας. Με άρπαξε από το χέρι καθώς έκανα να φύγω. «Και ξεφορτώσου το γέρο. Είναι άχρηστος. Θα γίνει αιτία εσύ να αιχμαλωτιστείς και το κορίτσι να σκοτωθεί».
• 51 •
5 ΟΤΙ ΤΑ φαντάσματα μερικές φορές, αυτά που δεν μπορούν να κόψουν το δεσμό τους με τη ζωή, σέρνονται και στοιχειώνουν τα γεγονότα των ημερών τους, τριγυρίζοντας σαν αόρατα σαρκοφάγα πουλιά, αρνούμενα να πειθαρχή σουν στην προσταγή του Άδη να αποσυρθούν κάτω από τη γη. Έτσι ακριβώς ζήσαμε ο Βρύαξης, η Διομάχη κι εγώ τις εβδομάδες που ακολούθησαν τη λεηλασία της πόλης μας. Πάνω από ένα μήνα εκείνο το καλοκαίρι δεν μπορούσαμε να εγκαταλείψουμε την άδεια μας πόλη. Τριγυρίζαμε στην ύπαιθρο πάνω από τα αγρότερα*, στα χέρσα εδάφη που πε ριβάλλουν την καλλιεργημένη γη. Κοιμόμαστε την ημέρα, που έκανε ζέστη, και κινούμαστε τη νύχτα, σαν σκιές που ήμαστε. Από τις κορυφογραμμές παρακολουθούσαμε τις κι νήσεις των Αργείων κάτω, που επανοίκιζαν τα αλσύλλια και τα υποστατικά μας με τους περίσσιους κατοίκους των πό λεών τους. ΛΕΝΕ
Η Διομάχη δεν ήταν πια η ίδια. Περιπλανιόταν μόνη της στα σκοτεινά ξέφωτα και έκανε ανείπωτα πράγματα στα γυναικεία της μέρη. Προσπαθούσε να θανατώσει το παιδί που μεγάλωνε ίσως μέσα της. «Νομίζει ότι πρόσβαλε το θεό Υμένα» μου εξήγησε ο Βρύαξης όταν έπεσα πάνω της μια μέρα και με έδιωξε με κατάρες και με βροχή από πέτρες. * Τους αγρούς. Σ.τ.Μ.
• 52 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Φοβάται ότι μπορεί να μη γίνει ποτέ η γυναίκα ενός άντρα, αλλά μόνο δούλα ή πόρνη. Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι αυτό είναι ανοησία, αλλά δε με άκουσε, γιατί προέρχεται από έναν άντρα». Υπήρχαν πολλοί σαν κι εμάς τότε στα βουνά. Τρέχαμε κοντά τους στις πηγές και προσπαθούσαμε να ξαναβρούμε τα συναισθήματα της αδελφοσύνης που είχαμε μοιραστεί σαν Αστακιώτες. Όμως η εξαφάνιση της πόλης μας είχε σπάσει αυτά τα δεσμά για πάντα. Τώρα ο καθένας ήταν για τον εαυτό του, κάθε φατρία, κάθε σόι. Μερικά παιδιά που ήξερα είχαν φτιάξει συμμορία. Ήταν έντεκα αγόρια, ο μεγαλύτερος με περνούσε δυο χρόνια, και είχαν γίνει το φόβητρο της περιοχής. Έφεραν όπλα και υπερηφανεύονταν ότι είχαν σκοτώσει μεγάλους άντρες. Με έδει ραν μια μέρα επειδή αρνήθηκα να πάω μαζί τους. Το ήθε λα, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω τη Διομάχη. Θα μπορού σαν να την πάρουν κι αυτή, αλλά ήξερα ότι δε θα τους πλη σίαζε ποτέ. «Αυτή είναι η περιοχή μας» με προειδοποίησε ο αρχη γός των αγοριών, ένα θηρίο δώδεκα ετών που αποκαλούσε τον εαυτό του Σφαιρέα, «παίκτη της σφαίρας», επειδή εί χε γεμίσει με δέρμα ζώου το κεφάλι ενός Αργείου που είχε σκοτώσει και τώρα το κλοτσούσε, θέλοντας να δείξει τη δύ ναμή του. Εννοούσε φυσικά την περιοχή της συμμορίας του, στα ψηλώματα, πάνω από την πόλη, όπου δεν έφταναν τα όπλα των Αργείων. «Αν σε ξαναπιάσουμε να περνάς τα σύ νορά μας εσύ, η εξαδέλφη σου ή εκείνος ο δούλος, θα σας κόψουμε το συκώτι και θα το δώσουμε να το φάνε οι σκύ λοι». Το φθινόπωρο τελικά αφήσαμε πίσω μας την πόλη, το Σε πτέμβρη, όταν αρχίζει να φυσά ο βοριάς. Χωρίς το Βρύαξη και τις γνώσεις του για τις ρίζες και τις παγίδες θα είχαμε πεθάνει της πείνας. • 53 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Πρώτα, στο υποστατικό του πατέρα μου, πιάναμε άγρια πουλιά για τον περιστερώνα μας, για να τα ζευγαρώσουμε ή για να τα κρατήσουμε καμιά ώρα και να τα αφήσουμε ελεύθερα μετά. Τώρα τα τρώγαμε. Ο Βρύαξης μας έμαθε να τρώμε τα πάντα εκτός από τα φτερά. Τραγανίζαμε τα μικρά κοκαλάκια· τρώγαμε τα μάτια και τα ποδαράκια ίσαμε κά τω. Πετούσαμε μόνο το ράμφος και το μέρος του ποδιού που δε μασιόταν. Ρουφούσαμε αυγά. Μαζεύαμε σκουλήκια και σαλιγκάρια. Καταβροχθίζαμε κάμπιες και σκαθάρια και δί ναμε μάχη για τις τελευταίες σαύρες και τα φίδια, πριν το κρύο τα κάνει να κρυφτούν κάτω από το έδαφος για τα κα λά. Ροκανίζαμε τόσο πολύ γλυκάνισο, που μέχρι σήμερα αη διάζω όταν φτάνει στη μύτη μου η παραμικρή ριπή από τη μυρωδιά του, κι από μια τσιμπιά ακόμα για να πάρει λίγο άρωμα το στιφάδο. Η Διομάχη έγινε αδύνατη σαν καλάμι. «Γιατί δε μου μιλάς πια;» τη ρώτησα μια νύχτα καθώς βαδίζαμε σε μια πλαγιά γεμάτη πέτρες. «Δεν μπορώ να βά λω το κεφάλι μου στην ποδιά σου, όπως κάναμε παλιά;» Άρχισε να κλαίει και δε μου απάντησε. Είχα φτιάξει μό νος μου ένα ακόντιο πεζικάριου, που το είχα σκληρύνει στη φωτιά. Δεν ήταν πια το παιχνίδι ενός αγοριού, αλλά ένα όπλο έτοιμο να σκοτώσει. Οράματα εκδίκησης έτρεφαν την ψυχή μου. Θα ζούσα ανάμεσα στους Σπαρτιάτες. Θα έσφα ζα Αργείους κάποτε. Γυμναζόμουν, όπως έβλεπα να κάνουν οι πολεμιστές μας, προχωρώντας σαν σε γραμμή, κρατώντας με το ένα χέρι μια φανταστική ασπίδα ψηλά και με το άλλο το ακόντιο γερά πάνω στο δεξί μου ώμο, έτοιμο να πλήξει τον εχθρό. Ένα σούρουπο κοίταξα ψηλά και είδα την εξα δέλφη μου να με παρακολουθεί με ύφος ψυχρό. «Θα γίνεις κι εσύ σαν κι αυτούς όταν μεγαλώσεις» είπε. Εννοούσε τους στρατιώτες που την είχαν ντροπιάσει. «Όχι, δε θα γίνω!» «Θα γίνεις άντρας. Δε θα μπορείς να κάνεις αλλιώς». • 54
•
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Μια νύχτα, μετά από πολλές ώρες περπάτημα, ο Βρύαξης ρώτησε τη Διομάχη γιατί ήταν πάντα τόσο σιωπηλή. Ανησυχούσε για τις μαύρες σκέψεις που δηλητηρίαζαν το νου της. Στην αρχή αρνήθηκε να μιλήσει. Τελικά, όταν μαλάκω σε λιγάκι, μας μίλησε με γλυκιά, θλιμμένη φωνούλα για το γάμο της. Τον σχεδίαζε όλη τη νύχτα στο μυαλό της. Τι φό ρεμα θα φορούσε, τι είδους γιρλάντα θα το στόλιζε, σε ποια θεά θα αφιέρωνε τη θυσία της. Σκεφτόταν ώρες ολόκληρες, μας είπε, πώς θα ήταν οι εμβάδες* της! Τις είχε πλέξει ήδη με το μυαλό της και τις είχε στολίσει με χάντρες. Θα ήταν πολύ ωραίες οι εμβάδες της! Μετά τα μάτια της συννέφια σαν και γύρισε αλλού το κεφάλι. «Αυτό δείχνει πόσο ανόη τη έχω γίνει. Κανείς δε θα με παντρευτεί». «Θα σε παντρευτώ εγώ» είπα αμέσως. Εκείνη γέλασε. «Εσύ; Σπουδαία τύχη!» Πόσο κουτό μού φαίνεται τώρα που το ξαναλέω, αλλά εκείνα τα απερίσκεπτα λόγια πλήγωσαν την καρδιά μου βα θιά. Ποτέ στη ζωή μου λόγια δε με πόνεσαν τόσο πολύ. Ορ κίστηκα ότι μια μέρα θα παντρευόμουν τη Διομάχη. Θα γι νόμουν άντρας και πολεμιστής ικανός να την προστατέψει. Το φθινόπωρο δοκιμάσαμε να ζήσουμε στα παράλια. Κοι μόμαστε σε σπηλιές και χτενίζαμε τους βάλτους και τα έλη. Εκεί τουλάχιστον μπορούσες να φας. Υπήρχαν θαλασσινά και καβούρια, μύδια και αχινοί, που βρίσκαμε στους βρά χους. Μάθαμε να πιάνουμε γλάρους την ώρα που πετούσαν με παλούκια και δίχτυα. Αλλά, όταν ήρθε ο χειμώνας, τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ. Ο Βρύαξης άρχισε να υποφέ ρει. Ποτέ δεν άφηνε να φανεί η αδυναμία του όταν νόμιζε ότι η Διομάχη κι εγώ τον κοιτάζαμε, αλλά παρακολουθούσα μερικές φορές το πρόσωπό του όταν κοιμόταν. Έμοιαζε για εβδομήντα χρονών. Δεν ήταν εύκολο να τα βγάλει πέρα με * Οι νυφικές παντόφλες. Σ.τ.Μ.
• 55 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τα στοιχεία της φύσης στην ηλικία του. Όλες οι παλιές πλη γές πονούσαν, αλλά εκείνος είχε δώσει την ύπαρξη του ολό κληρη για να επουλώσει τις δικές μας, της Διομάχης και τη δική μου. Μερικές φορές τον έπιανα να με παρατηρεί, να με λετά κάθε αλλαγή στο πρόσωπό μου ή στον τόνο της φωνής μου. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν είχα αρχίσει να τρελαίνο μαι ή να ζωοφέρνω. Όταν το κρύο έπιασε για τα καλά, ήταν πιο δύσκολο ακό μα να βρούμε τροφή. Έπρεπε να ζητιανεύουμε. Ο Βρύαξης διάλεγε μια απομονωμένη αγροικία και πλησίαζε την αυ λόπορτα μοναχός. Τα κυνηγετικά σκυλιά ορμούσαν όλα μα ζί και οι άντρες του υποστατικού εμφανίζονταν, επιφυλα κτικά, από τους αγρούς ή από καμιά ετοιμόρροπη αποθή κη* αδέλφια και πατέρας, κρατώντας στα ροζιασμένα χέρια τους εργαλεία που μπορούσαν να μετατραπούν σε όπλα αν χρειαζόταν. Τα βουνά ήταν γεμάτα από παράνομους τότε. Οι αγρότες ποτέ δεν ήξεραν ποιος θα πλησίαζε στην πόρτα τους και με ποιον ύπουλο σκοπό. Ο Βρύαξης έβγαζε την κά πα του και περίμενε τη γυναίκα του σπιτιού, αφού σιγου ρευόταν πρώτα ότι είχε προσέξει το λευκό των τυφλών μα τιών του και το βασανισμένο του κορμί. Έδειχνε τη Διομάχη κι εμένα, που τρέμαμε από το κρύο στο δρόμο, και ζη τούσε από την οικοδέσποινα όχι φαγητό, που θα μας έκανε να φανούμε ζητιάνοι στα μάτια των κτηματιών, με αποτέλε σμα να αφήσουν τα σκυλιά ελεύθερα να ορμήσουν καταπά νω μας, αλλά οποιοδήποτε σπασμένο αντικείμενο της περίσ σευε — μια τσουγκράνα, κάτι για το αλώνισμα, μια φθαρμέ νη κάπα, κάτι που θα μπορούσαμε να επισκευάσουμε και να πουλήσουμε στην επόμενη πόλη. Τους έδινε να καταλά βουν ότι ζητούσε οδηγίες και ότι ανυπομονούσε να συνεχί σει το δρόμο του. Έτσι, ήξεραν ότι, αν μας έδειχναν καλο σύνη, δε θα την εκμεταλλευόμαστε γιατί δε θέλαμε να κα θυστερήσουμε. Σχεδόν πάντα οι γυναίκες των υποστατικών • 56 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μάς πρόσφεραν φαγητό μόνες τους και καμιά φορά μάς κα λούσαν μέσα για να ακούσουν τα νέα που τους φέρναμε από ξένα μέρη και να πουν τα δικά τους. Κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου θλιβερού γεύματος άκου σα για πρώτη φορά τη λέξη «Σήπεια». Είναι μια τοποθε σία της Αργολίδας, μια δασώδης περιοχή κοντά στην Τί ρυνθα, όπου είχε διεξαχθεί πρόσφατα μια μάχη μεταξύ των Αργείων και των Σπαρτιατών. Το αγόρι που έφερε αυτό το νέο ήταν ο ανιψιός του κτηματία, ο οποίος είχε έρθει για επί σκεψη. Ήταν μουγγός και επικοινωνούσε με νοήματα που ακόμα και οι δικοί του δυσκολεύονταν να καταλάβουν. Οι Σπαρτιάτες υπό την αρχηγία του βασιλιά Κλεομένη, μας έδωσε να καταλάβουμε το αγόρι, είχαν επιτύχει μια εντυ πωσιακή νίκη. Δυο χιλιάδες Αργείοι νεκροί ήταν η μία εκδο χή που είχε ακούσει, αν και άλλοι τους ανέβαζαν σε τέσσε ρις, ακόμα και σε έξι χιλιάδες. Η καρδιά μου πέταξε από χα ρά. Μακάρι να ήμουν εκεί! Να ήμουν μεγάλος άντρας και να βάδιζα στην πρώτη γραμμή της μάχης και να θέριζα σε δί καιο αγώνα τους άντρες του Άργους, όπως είχαν σκοτώσει εκείνοι ύπουλα τη μητέρα και τον πατέρα μου. Οι Σπαρτιάτες έγιναν για μένα το αντίστοιχο των θεών τιμωρών. Δε χόρταινα να ακούω γι' αυτούς τους πολεμιστές που είχαν νικήσει και εξολοθρεύσει τους δολοφόνους των γονιών μου, τους βιαστές της αθώας εξαδέλφης μου. Κανέ νας ξένος δεν ξέφευγε από την παιδική μου ανάκριση. Πες μου για τη Σπάρτη. Πες μου για τους δύο βασιλιάδες της. Για τους τριακόσιους ιππείς που τους προστάτευαν. Για την αγωγή που εκπαίδευε τα νιάτα της πόλης. Για τα συσσίτια, την τροφή που δίνεται στους στρατιώτες. Ακούσαμε και μια ιστορία για τον Κλεομένη. Κάποιος ρώτησε το βασιλιά για τί δεν εξαφάνισε το Άργος μια για πάντα όταν ο στρατός του βρισκόταν προ των πυλών και η πόλη απλωνόταν ανυ περάσπιστη μπροστά του. «Χρειαζόμαστε τους Αργείους» • 57 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
αποκρίθηκε ο Κλεομένης. «Πάνω σε ποιους θα εξασκούνται οι νέοι μας;» Το χειμώνα στα βουνά πεινούσαμε πολύ. Ο Βρύαξης γι νόταν όλο και πιο αδύναμος. Άρχισα να κλέβω. Η Διομάχη κι εγώ κάναμε επιδρομές στο κοπάδι ενός βοσκού τη νύ χτα, πολεμώντας τα σκυλιά με τα ραβδιά, και όποτε μπο ρούσαμε αρπάζαμε κανένα κατσίκι. Πολλοί βοσκοί είχαν μα ζί τους τόξα· τα βέλη περνούσαν σύρριζα από δίπλα μας στο σκοτάδι. Σταματούσαμε να τα πάρουμε και σύντομα μαζέ ψαμε αρκετά. Ο Βρύαξης δε χαιρόταν καθόλου που είχαμε καταντήσει κλέφτες. Μια φορά βουτήξαμε ένα τόξο κάτω από τη μύτη του γιδοβοσκού. Το όπλο ανήκε σε ένα Θεσσα λό ιππέα και ήταν τόσο γερό, που ούτε η Διομάχη ούτε εγώ μπορούσαμε να το τεντώσουμε. Και τότε συνέβη το γεγονός που άλλαξε τη ζωή μου και την έβαλε στο δρόμο που τέρ μα του ήταν οι Θερμοπύλες. Με τσάκωσαν να κλέβω μια χήνα. Ήταν σπουδαίο κομ μάτι, παχιά παχιά, και τα φτερά της θα μοσχοπουλιόνταν στην αγορά. Χωρίς να προσέξω, καβάλησα τον τοίχο και πή δησα μέσα στην αυλή. Με άρπαξαν οι σκύλοι. Οι άντρες του υποστατικού με έσυραν στη λάσπη μιας στάνης και με κάρ φωσαν σε μια τομαροσανίδα με σκουριασμένα καρφιά από τις παλάμες. Ήμουν ανάσκελα και ούρλιαζα από τους πό νους· κλοτσούσα και κοπανούσα τα πόδια μου πάνω στη σανίδα. Οι άντρες του υποστατικού τότε μου τα έδεσαν σφιχτά με ένα σχοινί, ενώ έπαιρναν όρκο πως μετά το φαί θα με ευνούχιζαν σαν τραγί και θα κρεμούσαν τ' αρχίδια μου πάνω από την αυλόπορτα, προς γνώση και συμμόρφω ση όλων των κλεφτών. Η Διομάχη και ο Βρύαξης, κρυμμένοι στην πλαγιά του βουνού, άκουγαν τα πάντα...
Σ' αυτό το σημείο ο αιχμάλωτος διέκοψε την αφήγηση. Η • 58 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κούραση και οι πόνοι των τραυμάτων είχαν καταπονήσει τό σο τον άντρα ή μήπως, φαντάστηκαν οι ακροατές του, προ σπαθούσε να φέρει στη μνήμη του τα γεγονότα; Η Μεγαλει ότητα Του, μέσω του Ορόντη, ρώτησε τον αιχμάλωτο αν εί χε ανάγκη να συγκεντρωθεί. Ο άντρας αρνήθηκε. Ο δισταγ μός στο να συνεχίσει την ιστορία, είπε, δεν προερχόταν από κάποια αδυναμία του αφηγητή της, αλλά έγινε κατόπιν προτροπής του θεού που κατηύθυνε τη σειρά των γεγονό των και ο οποίος τώρα πρόσταζε να αλλάξει για λίγο την πορεία της δράσης. Ο άντρας Χίονης βολεύτηκε στο φορείο του και, αφού ζήτησε την άδεια να βρέξει το λαρύγγι του με λίγο κρασί, συνέχισε.
Δυο καλοκαίρια μετά από αυτό το επεισόδιο, στη Λακεδαί μονα, έγινα μάρτυρας ενός διαφορετικού βασανιστηρίου: Ένα αγόρι από τη Σπάρτη ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από τους εκπαιδευτές του. Το παιδί αυτό λεγόταν Τερίανδρος και ήταν δεκατεσσά ρων ετών. Τον φώναζαν Τρίποδα επειδή κανένας από την τά ξη του δεν μπορούσε να τον ρίξει κάτω στην πάλη. Τα χρό νια που ακολούθησαν είδα κατά τη διάρκεια της φοίτησης πάνω από είκοσι αγόρια να υφίστανται την ίδια σκληρή δο κιμασία. Κανένα, σαν τον Τρίποδα, δεν καταδέχτηκε να βγά λει ούτε ένα βογκητό παρ' όλο τον πόνο, αλλά εκείνος, εκεί νο το παιδί, ήταν ο πρώτος. Οι ραβδισμοί είναι κάτι συνηθισμένο κατά την εκπαί δευση στη Λακεδαίμονα, όχι ως τιμωρία για την κλοπή τρο φίμων (τα αγόρια ενθαρρύνονται να διαπράττουν κλοπές για να αναπτύσσουν την εφευρετικότητά τους στον πόλεμο) αλλά επειδή έγινε αντιληπτή. Οι ξυλοδαρμοί γίνονται δίπλα στο ναό της Ορθίας Αρτέμιδος σε μια στενή κοιλάδα που λέ γεται Πέρασμα. Η τοποθεσία αυτή είναι γεμάτη πλατάνια, • 59 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ένα σκιερό και ευχάριστο μέρος σε λιγότερο μακάβριες κα ταστάσεις. Ο Τρίποδας ήταν το ενδέκατο αγόρι που μαστιγώθηκε εκείνη τη μέρα. Οι δύο είρενες, οι εκπαιδευτές που εκτελού σαν τους ξυλοδαρμούς, είχαν αντικατασταθεί από ένα ξε κούραστο ζευγάρι. Ήταν είκοσι ετών, είχαν τελειώσει πριν λί γο καιρό την αγωγή και ήταν γεροδεμένοι, όπως όλοι οι νέ οι της πόλης. Γινόταν, λοιπόν, το εξής: Το αγόρι που είχε σειρά κρατιόταν από μια οριζόντια σιδερένια βέργα, στερε ωμένη στις βάσεις δύο δέντρων (η βέργα είχε λεπτύνει πολύ μετά από τόσες δεκαετίες, κάποιοι έλεγαν αιώνες, που γινό ταν αυτό το τελετουργικό), και μαστιγωνόταν με ραβδιά από σημύδα, χοντρά όσο το μεγάλο δάχτυλο ενός ανθρώπου. Οι είρενες τον χτυπούσαν με τη σειρά. Μια ιέρεια της Άρτεμης στεκόταν στο πλευρό του αγοριού, αναπαριστώντας μια αρ χαία ξύλινη εικόνα, η οποία έπρεπε, όπως έλεγε η παράδο ση, να δεχτεί τις πιτσιλιές του ανθρώπινου αίματος. Δύο σύντροφοι του αγοριού από την ίδια αγέλη γονάτι ζαν δίπλα του έτοιμοι να πιάσουν το παιδί τη στιγμή που θα έπεφτε. Το αγόρι μπορούσε να τερματίσει το μαρτύριο όποτε ήθελε αφήνοντας το σίδερο και πέφτοντας πάνω στο χώμα. Θεωρητικά, αυτό γινόταν όταν ένα παιδί έχανε τις αι σθήσεις του, αλλά πολλοί αφήνονταν επειδή δεν άντεχαν άλ λο τον πόνο. Εκατό με διακόσια άτομα παρακολουθούσαν εκείνη τη μέρα: Παιδιά από άλλες αγέλες, πατέρες, αδελφοί και προστάτες, ακόμα και μερικές μητέρες των αγοριών, που στέκονταν διακριτικά πίσω. Ο Τρίποδας συνέχισε να δέχεται τους ραβδισμούς αδια μαρτύρητα. Η σάρκα στην πλάτη του είχε σκιστεί σε πολ λά σημεία. Μπορούσες να δεις ιστούς και περιτονία, πλευ ρά και μυς, ακόμα και τη σπονδυλική στήλη. Δε θα έπεφτε κάτω. «Πέσε!» τον παρότρυναν οι δύο σύντροφοι του ανά μεσα στα χτυπήματα, εννοώντας να αφήσει τη βέργα και να • 60 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πέσει. Ο Τρίποδας αρνιόταν. Ακόμα και οι είρενες άρχισαν να του το σφυρίζουν μέσα από τα δόντια τους. Αν κοίταζες το πρόσωπο του αγοριού, έβλεπες ότι δε σκεφτόταν πια λο γικά. Είχε αποφασίσει να πεθάνει καλύτερα παρά να σηκώ σει το χέρι ζητώντας οίκτο. Οι είρενες ενήργησαν τότε όπως είχαν διδαχτεί να κάνουν σε τέτοιες περιπτώσεις: Ετοιμά στηκαν να καταφέρουν στον Τρίποδα τέσσερα απανωτά δυ νατά χτυπήματα, ώστε να πέσει αναίσθητος και να σώσουν έτσι τη ζωή του. Ποτέ δε θα ξεχάσω τον ήχο εκείνων των τεσ σάρων χτυπημάτων στην πλάτη του αγοριού. Ο Τρίποδας κατέρρευσε. Οι εκπαιδευτές δήλωσαν αμέσως ότι το βασα νιστήριο τελείωσε και φώναξαν το επόμενο αγόρι. Ο Τρίποδας κατάφερε να ανασηκωθεί για λίγο στα τέσ σερα. Αίμα πετιόταν από το στόμα, τη μύτη και τα αυτιά του. Δεν μπορούσε να δει ή να μιλήσει. Κατάφερε ωστόσο να γυρίσει και να σταθεί για λίγο, αλλά μετά σωριάστηκε στη θέση του, έμεινε εκεί για λίγο και μετά έπεσε με γδούπο στο χώμα. Ήταν ολοφάνερο ότι δε θα σηκωνόταν ποτέ ξανά. Αργότερα εκείνο το βράδυ, όταν όλα είχαν τελειώσει (το τελετουργικό δε σταμάτησε εξαιτίας του θανάτου του Τρί ποδα, αλλά συνεχίστηκε άλλες τρεις ώρες), ο Διηνέκης, που ήταν παρών, έφυγε μαζί με τον προστατευόμενό του, τον Αλέξανδρο, στον οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως. Εκείνη την περίοδο υπηρετούσα τον Αλέξανδρο. Ήταν δώδεκα ετών, αλλά δε φαινόταν μεγαλύτερος από δέκα. Ήταν εκπληκτικός δρομέας, αλλά πάρα πολύ αδύνατος και με ευαίσθητη κρά ση. Δεσμοί στοργής και φιλίας τον ένωναν με τον Τρίποδα το μεγαλύτερο αγόρι ήταν κάτι σαν φύλακας και προστάτης του. Ο Αλέξανδρος καταρρακώθηκε από το θάνατό του. Ο Διηνέκης με τον Αλέξανδρο, ακολουθούμενος από το βοηθό του και τον υποφαινόμενο, κατευθύνθηκαν σε ένα ση μείο κάτω από το ναό της Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης, ακριβώς στην κατηφοριά όπου ήταν το άγαλμα του θεού - 61 -
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Φόβου. Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τη δική μου εκτίμη ση, ο Διηνέκης πρέπει να ήταν τριάντα πέντε χρονών. Είχε κερδίσει ήδη δύο βραβεία ανδρείας, στις Ερυθρές κατά των Θηβαίων και στο Αχίλλειο κατά των Κορινθίων και των Αρκάδων συμμάχων τους. Απ' όσο θυμάμαι, μ' αυτό τον τρό πο δίδασκε ο μεγαλύτερος άντρας τον προστατευόμενό του: Πρώτα, με ευγενικό και τρυφερό τόνο, μίλησε για την πρώτη φορά που είδε κι εκείνος, παιδί ακόμα, μικρότερος ίσως κι από τον Αλέξανδρο, ένα σύντροφό του στην αγέλη να μαστιγώνεται μέχρι θανάτου. Αναφέρθηκε σε μερικά βα σανιστήρια που είχε υποστεί ο ίδιος στην κοιλάδα του Πε ράσματος, κάτω από τα χτυπήματα του ραβδιού. Κατόπιν, άρχισε μια σειρά ερωτήσεων και απαντήσεων, μια διαδικασία που πάνω της βασίζεται η εκπαίδευση των Λακεδαιμονίων. «Απάντησέ μου σ' αυτό, Αλέξανδρε. Όταν οι συμπατριώ τες μας θριαμβεύουν στη μάχη, τι είναι αυτό που νικά τον εχθρό;» Το αγόρι απάντησε με το λακωνικό τρόπο των Σπαρτια τών: «Το ατσάλι μας και η επιδεξιότητά μας». «Ναι, και αυτά» τον διόρθωσε ο Διηνέκης ευγενικά «αλ λά υπάρχει και κάτι άλλο. Αυτό». Έδειξε το άγαλμα του Φό βου. Φόβος. Ο ίδιος ο φόβος τους νικάει τους εχθρούς μας. «Και τώρα απάντησε. Ποια είναι η πηγή του φόβου;» Όταν ο Αλέξανδρος κόμπιασε, ο Διηνέκης άπλωσε το χέ ρι και το ακούμπησε στο στήθος και στον ώμο του. «Ο φόβος ξεκινά από δω: από τη σάρκα. Αυτή παράγει το φόβο» δήλωσε. Ο Αλέξανδρος άκουγε με την προσήλωση ενός παιδιού που ξέρει ότι όλη του η ζωή θα είναι πόλεμος, ότι οι νόμοι του Λυκούργου απαγορεύουν στον ίδιο αλλά και σε όλους . 62 .
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τους Σπαρτιάτες να μάθουν ή να ασχοληθούν με οτιδήποτε άλλο εκτός από τον πόλεμο. Ότι η υποχρέωση του αυτή αρ χίζει από τα είκοσι μέχρι τα εξήντα του χρόνια και πως καμία δύναμη στη γη δε θα τον αποτρέψει να πάρει σύντομα, πολύ σύντομα, τη θέση του στη μάχη και να συγκρουστεί ασπίδα με ασπίδα, κράνος με κράνος με τον εχθρό. «Τώρα απάντησε πάλι, Αλέξανδρε. Μήπως παρατήρησες σήμερα στον τρόπο που οι είρενες μαστίγωναν το αγόρι κά ποιο σημάδι ή ένδειξη κακίας;» Το αγόρι απάντησε αρνητικά. «Θα χαρακτήριζες τη συμπεριφορά τους βάρβαρη; Μή πως αντλούσαν ευχαρίστηση βασανίζοντας τον Τρίποδα;» «Όχι». «Μήπως η πρόθεσή τους ήταν να συντρίψουν τη θέλησή του ή να κάμψουν το πνεύμα του;»
«Όχι». «Ποια ήταν η πρόθεση τους;» «Να ατσαλώσουν το νου του κατά του πόνου». Σε όλη τη συζήτηση ο μεγαλύτερος άντρας μιλούσε με φωνή τρυφερή, γεμάτη αγάπη. Ό,τι κι αν έκανε ο Αλέξαν δρος, η αγάπη του Διηνέκη δε θα μειωνόταν, ούτε θα τον εγκατέλειπε ποτέ. Αυτή είναι η ιδιάζουσα ευφυΐα του σπαρ τιατικού συστήματος, να συντροφεύεται κάθε αγόρι κατά την αγωγή από έναν προστάτη και όχι από τον πατέρα του. Ένας προστάτης και φίλος μπορεί να πει πράγματα που αδυνατεί να πει ένας πατέρας. Ένα αγόρι μπορεί να εκμυ στηρευτεί στον προστάτη του κάτι που θα ντρεπόταν να αποκαλύψει στον πατέρα του. «Ήταν μια κακή μέρα σήμερα, έτσι δεν είναι, μικρέ μου φίλε;» Μετά ο Διηνέκης ρώτησε το αγόρι πώς φανταζόταν τη μάχη, την αληθινή μάχη, σε σύγκριση με αυτά που είχε ζή σει σήμερα. • 63 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Δεν απαιτούσε ούτε περίμενε απάντηση στο ερώτημά του. «Μην ξεχνάς ποτέ, Αλέξανδρε, ότι αυτή η σάρκα, αυτό το σώμα, δε μας ανήκει. Δοξάζω τους θεούς γι' αυτό. Αν πί στευα ότι αυτό το πράγμα είναι δικό μου, δε θα μπορού σα να κάνω βήμα για να αντιμετωπίσω τον εχθρό. Αλλά δεν είναι δικό μας, φίλε μου. Ανήκει στους θεούς και στα παιδιά μας, στους πατέρες και στις μητέρες μας και στους χιλιά δες Λακεδαιμονίους που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί. Ανήκει στην πόλη που μας παρέχει όλα όσα έχουμε και που ζητά ουκ ολίγα σε ανταπόδοση». Ο άντρας και το αγόρι άρχισαν να κατηφορίζουν την πλα γιά προς το ποτάμι. Ακολουθούσαν το μονοπάτι προς το αλ σύλλιο με τη διπλόκορμη μυρτιά που λεγόταν Δίδυμοι, αφιε ρωμένη στους γιους του Τυνδάρεω και στην οικογένεια στην οποία ανήκε ο Αλέξανδρος. Εδώ, σ' αυτό το μέρος, τη νύχτα του τελευταίου μαρτυρίου και της μύησής του θα έμενε μό νος, χωρίς τη μητέρα και τις αδελφές του, για να λάβει το βάλσαμο και την έγκριση των θεών της γενιάς του. Ο Διηνέκης κάθισε στο χώμα κάτω από τους Διδύμους. Είπε στον Αλέξανδρο να κάτσει πλάι του. «Προσωπικά, πιστεύω ότι ο φίλος σου ο Τρίποδας ήταν κουτός. Αυτό που έκανε σήμερα έμοιαζε μάλλον με απερι σκεψία παρά με αληθινό θάρρος, ανδρεία. Στέρησε την πό λη από τη ζωή του, την οποία θα μπορούσε να χάσει στη μά χη με μεγαλύτερο όφελος». Ωστόσο ήταν φανερό ότι ο Διηνέκης ένιωθε σεβασμό γι' αυτόν. «Αλλά με αυτή του την πράξη μάς έδειξε σήμερα τι ση μαίνει αρχοντιά. Έδειξε σε σένα και σε κάθε αγόρι που πα ρακολουθούσε τι σημαίνει να μην ταυτίζεσαι με το σώμα, να μη δίνεις σημασία στον πόνο, στο φόβο και στο θάνατο. Εί χες τρομοκρατηθεί παρακολουθώντας το αγώνισμά του, αλ λά το δέος που ένιωσες ήταν αυτό που σε συγκλόνισε πραγ• 64 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ματικά, έτσι δεν είναι; Δέος για κείνο το αγόρι ή για όποιο δαίμονα τον εμψύχωνε. Ο φίλος σου ο Τρίποδας μας έδει ξε την περιφρόνηση του γι' αυτό». Και πάλι ο Διηνέκης έδει ξε τη σάρκα. «Μια περιφρόνηση που φτάνει στο ύψος του θείου». Από τη θέση μου πάνω στην όχθη έβλεπα τους ώμους του παιδιού να τραντάζονται, καθώς η θλίψη και ο τρόμος της ημέρας ξεχύνονταν από την καρδιά του, αποζητώντας την κάθαρση. Ο Διηνέκης τον αγκάλιασε και τον παρηγό ρησε. Όταν τελικά το παιδί συνήλθε, ο προστάτης του τον άφησε απαλά. «Σας δίδαξαν οι εκπαιδευτές σας γιατί οι Σπαρτιάτες συγχωρούν χωρίς τιμωρία τους πολεμιστές που χάνουν την περικεφαλαία ή το θώρακά τους στη μάχη, αλλά τιμωρούν με στέρηση όλων των πολιτικών του δικαιωμάτων τον άντρα που πετάει την ασπίδα του;» Τους το είχαν διδάξει, απάντησε ο Αλέξανδρος. «Επειδή ο πολεμιστής φέρει την περικεφαλαία και το θώ ρακα για τη δική του προστασία, αλλά την ασπίδα για την ασφάλεια όλης της γραμμής». Ο Διηνέκης χαμογέλασε και έβαλε το χέρι στον ώμο του προστατευομένου του. «Ένα να θυμάσαι, μικρέ μου φίλε. Υπάρχει μια δύναμη πέρα από το φόβο. Πιο ισχυρή από εκείνη της αυτοσυντή ρησης. Πήρες μια γεύση σήμερα με τρόπο ωμό και χωρίς να το γνωρίζεις, το παραδέχομαι. Συνέβη ωστόσο και ήταν αυ θεντικό. Ας θυμόμαστε πάντα το φίλο σου τον Τρίποδα και ας τον τιμούμε γι' αυτό».
Εγώ ούρλιαζα πάνω στην τομαροσανίδα. Ακουγα τις κραυ γές μου να αντηχούν πέρα από τους τοίχους του μαντριού, να γίνονται ουρλιαχτά, που πολλαπλασιάζονταν στις πλα• 65 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γιές των βουνών. Ήξερα ότι ήταν ντροπή, αλλά δεν μπορού σα να σταματήσω. Εκλιπαρούσα τους άντρες του υποστατικού να με ελευ θερώσουν, να βάλουν τέλος στην αγωνία μου. Θα έκανα ό,τι ήθελαν και τα περιέγραψα ένα προς ένα χρησιμοποιώ ντας όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου. Τα έβαλα με τους θεούς με τρόπο επαίσχυντο και οι τσιρίδες μου έφταναν μέ χρι τη βουνοπλαγιά. Ήξερα ότι ο Βρύαξης με άκουγε. Η αγάπη του για μένα θα τον έσπρωχνε να ορμήσει μέσα και να τον καρφώσουν δίπλα σε μένα; Δε μ' ένοιαζε. Ήθελα να μην πονάω πια. Παρακαλούσα τους άντρες να με σκοτώ σουν. Ένιωθα τα κόκαλα των χεριών μου να θρυμματίζονται από τα καρφιά. Ποτέ δε θα κρατούσα ένα ακόντιο, ούτε καν ένα τσαπί από αυτά που σκάβουν τους κήπους. Θα ήμουν ένας ανάπηρος, με σακατεμένα χέρια. Η ζωή μου είχε τελει ώσει, και μάλιστα με το χειρότερο, επαίσχυντο τρόπο. Μια γροθιά μού έσπασε τα μούτρα. «Σκάσε, κωλόπαιδο, κλαψιάρικο σκουλήκι!» Οι άντρες έστησαν την τομαροσανίδα όρθια, σχηματίζοντας γωνία με τον τοίχο, κι εκεί πάνω, παλουκωμένος, συνέχισα να χτυπιέμαι, ενώ ο ήλιος συνέχι ζε την αέναη πορεία του στον ουρανό. Χαμίνια από τα υπο στατικά πάνω από την κοιλάδα είχαν μαζευτεί για να κά νουν χάζι που ούρλιαζα. Τα κορίτσια έσκισαν τα κουρέλια μου και άρπαξαν τ' αχαμνά μου. Τα αγόρια με κατούρησαν. Οι σκύλοι μύριζαν τις γυμνές μου πατούσες, λαχταρώντας να με κάνουν μια μπουκιά. Μόνο όταν από το λαιμό μου δεν έβγαινε πια καμιά φωνή, μόνο τότε σταμάτησα να ουρλιά ζω. Προσπαθούσα να ελευθερωθώ τραβώντας τις παλάμες μου μέσα από τα καρφιά, αλλά οι άντρες έδεσαν ακόμα πιο σφιχτά τους καρπούς μου, για να μην μπορώ να κουνηθώ. «Σου αρέσει, παλιοκλέφτη; Για να δούμε αν θα ξαναβουτήξεις άλλο λάφυρο, σιχαμένο ποντίκι». Όταν τελικά οι διαμαρτυρίες των στομαχιών τους ανά• 66 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
γκασαν τους βασανιστές μου να πάνε για φαγητό, η Διομάχη κατέβηκε κρυφά από το βουνό και με ελευθέρωσε. Τα καρφιά δεν έβγαιναν από τις παλάμες μου. Έπρεπε να κό ψει γύρω γύρω το ξύλο με το εγχειρίδιο της. Τα χέρια μου ελευθερώθηκαν, με τα σκουριασμένα καρφιά περασμένα ακό μα μέσα τους. Ο Βρύαξης με κουβάλησε στα χέρια, όπως τη Διομάχη πρωτύτερα, μετά το βιασμό της. «Ω θεοί» είπε η εξαδέλφη μου όταν είδε τα χέρια μου.
• 67 •
6 Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ, όπως είπε ο Βρύαξης, ήταν ο χειρό τερος που θυμόταν. Τα πρόβατα πάγωναν στα ψηλά βο σκοτόπια. Έξι μέτρα χιόνι έκλεινε τα περάσματα. Τα ελά φια ήταν τόσο απελπισμένα από την πείνα, που ξέκοβαν από το κοπάδι τους και, σκελετωμένα, τυφλά από τον υποσιτι σμό, πήγαιναν κατευθείαν στα χειμερινά μαντριά, προσφέ ροντας τον εαυτό τους για σφαγή, εύκολος στόχος για τα τόξα των τσοπάνων. Εμείς μέναμε πάνω στα βουνά, τόσο ψηλά. που οι γούνες των κουναβιών και των αλεπούδων είχαν γίνει άσπρες σαν το χιόνι. Κοιμόμαστε σε καταφύγια σκαμμένα στη γη που είχαν εγκαταλείψει οι βοσκοί ή σε σπηλιές από χιόνι, που το σπάγαμε με πέτρινα τσεκούρια. Στο πάτωμα στρώναμε πευκόκλαδα, όπου ξαπλώναμε όπως όπως, κουκουλωμένοι με τις τρεις κάπες μας, ο ένας πάνω στον άλλον, σαν τα κουτά βια. Παρακαλούσα το Βρύαξη και τη Διομάχη να με αφήσουν να πεθάνω ειρηνικά μέσα στο κρύο. Επέμεναν να τους επι τρέψω να με μεταφέρουν σε μια πόλη, σε ένα γιατρό. Εγώ αρνήθηκα. Ποτέ ξανά δε θα άφηνα τον εαυτό μου εκτεθει μένο μπροστά σε έναν ξένο, οποιονδήποτε ξένο, χωρίς ένα όπλο στα χέρια μου. Μήπως φανταζόταν ο Βρύαξης ότι οι γιατροί είχαν εντονότερο το αίσθημα της τιμής από τους άλ λους ανθρώπους; Τι πληρωμή θα ζητούσε ένας κομπογιαννίτης που ζούσε σε μια πόλη πάνω στο βουνό; Με ποια ανταΕΚΕΙΝΟΣ
• 68 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μοιβή θα βοηθούσε ένα δούλο και ένα σακάτικο αγόρι; Πώς θα χρησιμοποιούσε ένα πεινασμένο δεκατριάχρονο κορίτσι; Αλλά είχα κι άλλο λόγο που αρνιόμουν να πάω στην πό λη. Μισούσα τον εαυτό μου για τον επαίσχυντο τρόπο που ούρλιαζα και επειδή δεν μπορούσα να σταματήσω τις κραυ γές μου όσες ώρες κράτησε το μαρτύριο μου. Είχα δει την καρδιά μου και ήταν η καρδιά ενός δειλού. Περιφρονούσα τον εαυτό μου, δεν ένιωθα κανέναν οίκτο γι' αυτόν. Οι ιστο ίες για τους Σπαρτιάτες που τόσο μού άρεσαν με έκαναν να τον απεχθάνομαι πιότερο ακόμα. Κανείς τους δε θα εί χε παρακαλέσει για τη ζωή του όπως εγώ, δίχως ίχνος αξιο πρέπειας. Η φοβερή δολοφονία των γονιών μου εξακολου θούσε να με βασανίζει. Πού ήμουν την ώρα της αγωνίας τους; Δεν ήμουν εκεί τη στιγμή που με χρειάζονταν. Από το νου μου περνούσε και ξαναπερνούσε η εικόνα της σφαγής τους, κι εγώ ήμουν πάντα απών. Ήθελα να πεθάνω. Η μό νη σκέψη που με παρηγορούσε λιγάκι ήταν η βεβαιότητα ότι πολύ γρήγορα θα τέλειωνα, κι έτσι θα γλίτωνα από την κόλαση της επαίσχυντης ζωής μου. Ο Βρύαξης διάβασε τις σκέψεις μου και δοκίμασε με την ευγένεια που τον διέκρινε να μου τις βγάλει από το μυαλό. Ήμουν παιδάκι ακόμα, είπε. Ποια κατορθώματα μπορούσε να περιμένει κανείς από ένα αγόρι δέκα χρονών; «Τα αγό ρια στα δέκα είναι άντρες στη Σπάρτη» δήλωσα. Αυτή ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που είδα το Βρύαξη πραγματικά θυμωμένο. Με άρπαξε από τους ώμους και με τράνταξε άγρια. Με πρόσταξε να τον κοιτάξω. «Άκου σε με, αγόρι μου. Μόνο οι θεοί και οι ήρωες μπορούν να εί ναι γενναίοι στη μοναξιά τους. Ένας άντρας αποδεικνύει ότι έχει θάρρος με έναν τρόπο μοναχά, στους στοίχους με τους συμπολεμιστές του, στη γραμμή της φυλής του και της πό λης του. Η πιο αξιοθρήνητη κατάσταση απ' όλες πάνω στη γη είναι αυτή του μοναχικού άντρα που έχει στερηθεί τους • 69 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
θεούς της πατρίδας του και την πόλη του. Άντρας δίχως πό λη δεν είναι άντρας. Είναι ένας ίσκιος, ένα κοχύλι, είναι χλεύη και εμπαιγμός. Αυτό έχεις γίνει τώρα, φτωχέ μου Χίονη. Κα νείς δεν περιμένει ανδρεία από κάποιον που έχει απομείνει μοναχός, που έχει αποκοπεί από τους θεούς της πατρίδας του». Μετά κλείστηκε στον εαυτό του. Τα μάτια του γέμισαν θλίψη. Είδα το σημάδι του δούλου στο μέτωπό του. Κατά λαβα. Αυτή ήταν η κατάσταση που υπέφερε όλα αυτά τα χρόνια στο σπίτι του πατέρα μου. «Όμως εσύ φέρθηκες σαν άντρας, μικρέ μου γερο-θείε» είπα χρησιμοποιώντας την πιο τρυφερή φράση που χρησιμοποιούσαν οι Αστακιώτες. «Πώς τα κατάφερες;» Με κοίταξε με τα θλιμμένα, ευγενικά του μάτια. «Την αγάπη που θα έδινα στα παιδιά μου την έδωσα σε σένα, ανιψούδι μου. Αυτή ήταν η απάντησή μου στις άγνωστες βουλές των θεών. Αλλά φαίνεται ότι οι Αργείοι είναι πιο αγαπητοί σε κείνους απ' ό,τι εγώ. Τους άφησε να λεηλατή σουν τη ζωή μου όχι μία αλλά δύο φορές». Αυτά τα λόγια, που υποτίθεται ότι θα μου χάριζαν λίγη γαλήνη, ενίσχυσαν πιο πολύ την απόφασή μου να πεθάνω. Τα χέρια μου είχαν γίνει διπλάσια από το πρήξιμο. Πύον και δηλητήριο έβγαιναν από μέσα τους, που στη συνέχεια πά γωναν και γίνονταν μια απαίσια μάζα, που έπρεπε να ξε φλουδίζω κάθε πρωί για να φανεί από κάτω η παραμορ φωμένη σάρκα. Ο Βρύαξης έκανε ό,τι μπορούσε με αλοιφές και καταπλάσματα, αλλά άδικος κόπος. Και τα δύο κεντρι κά κόκαλα του δεξιού μου χεριού είχαν γίνει θρύψαλα. Δεν μπορούσα να κλείσω τα δάχτυλα, ούτε να κάνω γροθιά. Δε θα μπορούσα να κρατήσω ποτέ ακόντιο ή να πιάσω σπαθί. Η Διομάχη θέλησε να με παρηγορήσει, παρομοιάζοντας την ατυχία μου με τη δική της. Η απάντηση μου ήταν γεμάτη πι κρία: «Εσύ είσαι ακόμα γυναίκα. Όμως εγώ τι μπορώ να κά• 70 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νω; Πώς θα μπορέσω να πάρω θέση στη γραμμή της μά χης;»· Τις νύχτες τα ρίγη του πυρετού εναλλάσσονταν με τους σπασμούς, που έκαναν τα δόντια μου να κροταλίζουν. Γινό μουν ένα κουβάρι στην αγκαλιά της Διομάχης, ενώ ο Βρύαξης πάσχιζε να μας ζεστάνει με το σώμα του και τους δυο. Φώναζα συνέχεια τους θεούς, αλλά απόκριση καμιά. Ήταν φανερό, μας είχαν εγκαταλείψει τώρα που δεν ανήκαμε ού τε στον εαυτό μας, τώρα που δεν ανήκαμε πια στην πόλη μας. Μια νύχτα που βασανιζόμουν από τον πυρετό, δέκα μέ ρες περίπου από το περιστατικό στο υποστατικό, η Διομά χη και ο Βρύαξης με τύλιξαν σε δέρματα και ξεκίνησαν μή πως και βρουν τίποτα φαγώσιμο. Είχε αρχίσει να χιονίζει και έλπιζαν πως με λίγη τύχη θα πλησίαζαν αθόρυβα κανένα λα γό ή κανένα κοπάδι αγριόπαπιες που είχε κατέβει στη γη. Αυτή ήταν η ευκαιρία μου. Αποφάσισα να την αρπάξω. Περίμενα μέχρι να απομακρυνθούν αρκετά η Διομάχη και ο Βρύαξης. Όταν δεν τους έβλεπα ούτε τους άκουγα πια, πέ ταξα την κάπα, τις γούνες και τα κουρέλια που σκέπαζαν τα πόδια μου και ξεκίνησα ξυπόλυτος μέσα στη θύελλα. Είχα την αίσθηση ότι σκαρφάλωνα ώρες ολόκληρες, αλ λά δεν ήταν ούτε πέντε λεπτά. Βασανιζόμουν από τον πυ ρετό. Είχα τυφλωθεί σαν τα ελάφια, όμως θαρρείς και ένα αλάθητο ένστικτο οδηγούσε τα βήματά μου στη σωστή κα τεύθυνση. Βρήκα ένα μέρος ανάμεσα σε μια συστάδα πεύκων και κατάλαβα πως αυτός ήταν ο προορισμός μου. Με είχε καταλάβει ένα βαθύ αίσθημα ανθρωπιάς. Ήθελα να γί νουν όλα στην εντέλεια και πάνω απ' όλα χωρίς να προκα λέσω προβλήματα στη Διομάχη και στο Βρύαξη. Διάλεξα ένα δέντρο και ακούμπησα την πλάτη μου, ώστε το πνεύμα του, που άγγιζε τόσο τη γη όσο και τον ουρα νό, να οδηγούσε με ασφάλεια το δικό μου μακριά από τού το τον κόσμο. Ναι, αυτό ήταν το δέντρο. Ένιωθα τον Ύπνο, • 71 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τον αδελφό του Θανάτου, να πλησιάζει ακροπατώντας. Το κορμί μου από τη μέση και κάτω δεν το αισθανόμουν. Όταν το μούδιασμα φτάσει στην καρδιά, θα περάσω στον Κάτω Κόσμο, σκέφτηκα. Τότε, μια φοβερή ιδέα μου πέρασε από το μυαλό. Κι αν αυτό δεν ήταν το σωστό δέντρο; Ίσως έπρεπε να γείρω σε κείνο εκεί κάτω. Ή στο άλλο παραπέρα. Με έπια σε ο πανικός της αμφιβολίας. Ήμουν σε λάθος μέρος! Έπρε πε να σηκωθώ, αλλά μου ήταν αδύνατο πια να διατάξω τα μέλη μου να κινηθούν. Βόγκηξα. Είχα αποτύχει ακόμα και στο θάνατό μου. Τη στιγμή που ο πανικός και η απελπισία μου έφταναν στα όριά τους, ξαφνιάστηκα βλέποντας έναν άντρα να στέκεται ακριβώς από πάνω μου μέσα στο δα σάκι! Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι θα με βοηθούσε να κινηθώ. Θα μπορούσε να με συμβουλέψει. Θα με βοηθούσε να απο φασίσω. Μαζί θα διαλέγαμε το σωστό δέντρο και θα με έβα ζε να ακουμπήσω την πλάτη πάνω του. Από το ναρκωμένο μου νου μια σκέψη πέρασε ξαφνικά: Τι δουλειά είχε αυτός ο άνθρωπος εδώ πάνω, τέτοια ώρα, μέσα στη θύελλα; Μισόκλεισα τα μάτια και προσπάθησα με όση δύναμη μου απέμενε να τον κοιτάξω. Όχι, δεν ήταν όνειρο. Όποιος κι αν ήταν, ήταν πράγματι εδώ. Η σκέψη ότι μπορεί να ήταν θεός πέρασε αμυδρά από το νου μου. Μάλλον είχα φερθεί με ασέ βεια απέναντι του. Τον είχα προσβάλει. Κανονικά, θα έπρε πε να νιώσω τρόμο ή δέος ή να πέσω μπρούμυτα μπροστά του. Κάτι όμως στο ύφος του, που δεν ήταν σοβαρό, αλλά μάλλον αλλόκοτο, φαινόταν να λέει «μην ενοχλείσαι». Το δέ χτηκα. Φάνηκε να ευχαριστιέται. Ήξερα ότι θα μιλούσε και τα λόγια που θα έβγαιναν από το στόμα του θα ήταν πολύ σημαντικά για μένα, για τη ζωή μου εδώ στη γη ή στην άλ λη. Έπρεπε να ακούσω με όλες τις αισθήσεις μου σε επιφυ λακή και να μην ξεχάσω τίποτα. • 72 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου. Το βλέμμα του ήταν ευγενικό, καλοσυνάτο και κάπως κοροϊδευτικό. «Πάντα θεωρούσα το ακόντιο άχαρο όπλο» είπε με ήρε μη μεγαλοπρέπεια, που δεν μπορούσε παρά να ανήκε στη φωνή ενός θεού. Μα τι είναι αυτά που λέει, σκέφτηκα. Και γιατί «άχαρο»; Είχα την αίσθηση ότι η λέξη είχε ει πωθεί σκόπιμα, ένας συγκεκριμένος όρος που βρήκε ο θεός. Φαινόταν να έχει πολύ μεγάλη σημασία για κείνον, αν και εγώ δεν είχα ιδέα τι εννοούσε. Μετά είδα το ασημένιο τόξο περασμένο στον ώμο του. Ο Τοξότης. Ο Απόλλωνας ο Μακροσαγιτάρης. Μια λάμψη, που δεν ήταν ούτε κεραυνός ούτε αποκάλυ ψη, φώτισε το νου μου. Η αλήθεια ήταν τόσο απλή και απέ ριττη... Κατάλαβα τι σήμαιναν οι λέξεις και η παρουσία του εδώ. Ήξερα τι εννοούσε και τι έπρεπε να κάνω. Το δεξί μου χέρι. Οι κομμένοι τένοντές του ποτέ δε θα κατάφερναν να κρατήσουν γερά ένα ακόντιο. Αλλά τα δάχτυλά τoυ μπορούσαν να πιάσουν και να τραβήξουν τη διπλή χορδή ενός τόξου. Το αριστερό μου, αν και δεν είχε τη δύναμη να πιάσει τη λαβή μιας ασπίδας, μπορούσε ακόμα να κρατήσει σταθερά ένα τόξο και να το τεντώσει όσο έπαιρνε.
Το τόξο. Το τόξο θα με προστάτευε. Τα μάτια του Τοξότη εξερεύνησαν τα δικά μου, απαλά, για μια στιγμή ακόμα. Είχα καταλάβει; Το βλέμμα του δεν έμοιαζε να ρωτά «θα με υπηρετήσεις τώρα;», αλλά μάλλον πιστοποιούσε το γεγονός, άγνωστο σε μένα ακόμη, ότι θα ήμουν στην υπηρεσία του σε όλη μου τη ζωή. Αισθάνθηκα τη ζεστασιά να ξαναγυρίζει στο κορμί μου και το αίμα να κυλά σαν την πλημμυρίδα στα πόδια μου. Άκουσα από κάτω να φωνάζουν το όνομά μου και κατάλαβα ότι • 73 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ήταν η εξαδέλφη μου. Εκείνη και ο Βρύαξης, αλαφιασμένοι, χτένιζαν τη βουνοπλαγιά για να με βρουν. Η Διομάχη έφτασε κοντά μου, διέσχισε στα τέσσερα τη χιονισμένη βουνοκορφή και μπήκε παραπατώντας στο πευ κοδάσος. «Τι κάνεις εδώ πάνω μοναχός;» Ένιωσα τα χα στούκια της στα μάγουλά μου, άγρια, λες και ήθελε να με συνεφέρει από ένα όραμα ή από κάπου που ταξίδευα. Φώ ναζε, με άρπαξε σφιχτά στα δυο της χέρια και με αγκάλια σε. Έβγαλε την κάπα της και την τύλιξε γύρω μου. Φώνα ξε το Βρύαξη, που, τυφλός καθώς ήταν, σκαρφάλωνε όσο πιο γρήγορα μπορούσε την πλαγιά. «Είμαι καλά» άκουσα τη φωνή μου να την καθησυχάζει. Με χαστούκισε ξανά και ξανά και μετά, κλαίγοντας, με κα ταράστηκε που ήμουν τόσο ανόητος και τους κατατρόμα ξα. «Όλα καλά, Διομάχη» άκουσα τη φωνή μου να επανα λαμβάνει. «Είμαι καλά».
• 74 •
7 ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΤΗ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ Του να δείξει υπομονή για την αφήγηση των γεγονότων που ακολούθησαν τη λεηλασία μιας πόλης που δεν είχε ποτέ ακουστά, μιας πόλης ταπει νής, δίχως φήμη, κανενός μυθικού ήρωα το λίκνο, που δεν έχει καμιά σχέση με τα σημαντικά γεγονότα τούτου του π ο λέμου και της μάχης όπου ήρθαν αντιμέτωπα τα στρατεύ ματα της Μεγαλειότητας Του με τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους στο στενό των Θερμοπυλών. Πρόθεσή μου είναι απλώς να δώσω μέσα από τις εμπει ρίες δύο παιδιών και ενός δούλου ένα μικρό δείγμα του τρό μου της ψυχής και της καταστροφής που ένας κατακτημέ νος λαός, οποιοσδήποτε λαός, αναγκάζεται να υποστεί την ώρα της εξαφάνισης του έθνους του. Γιατί, αν και η Μεγα λειότητά Του έχει διατάξει τη λεηλασία ολόκληρων αυτοκρα τοριών, αν θέλουμε να μιλήσουμε ειλικρινά, έχει γίνει μάρτυ ρας των βασάνων των λαών μόνο από μακριά, καθισμένος σε θρόνο πορφυρό ή καβάλα σε έναν ομορφοστολισμένο επιβήτορα, προστατευμένος από τα ακόντια με τα χρυσά σφαιρώματα της βασιλικής φρουράς του. Στα δέκα χρόνια που ακολούθησαν περισσότερες από έξι μάχες, εκστρατείες και πόλεμοι διεξήχθησαν μεταξύ των πό λεων της Ελλάδας. Τουλάχιστον σαράντα πόλεις, ανάμεσα τους πολλές απόρθητες ακροπόλεις, όπως η Κνίδος, η Αρέ θουσα, οι Κολώνες, η Άμφισσα και η Μητρόπολη, λεηλατή• 75 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
θηκαν εκ βάθρων ή ένα μέρος τους. Αμέτρητα υποστατικά πυρπολήθηκαν, ναοί κάηκαν, πολεμικά πλοία βυθίστηκαν, στρατιώτες σφαγιάστηκαν, σύζυγοι και θυγατέρες σύρθηκαν στη δουλεία. Κανένας Έλληνας, όσο ισχυρή κι αν είναι η πό λη του, δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι για ένα διάστη μα, έστω όσο κρατάει μια εποχή, θα βρίσκεται πάνω στη γ η , με το κεφάλι ακόμα πάνω στους ώμους του, τα παιδιά και τη γυναίκα του να κοιμούνται δίπλα του ασφαλείς. Αυτή η κατάσταση ήταν κάτι συνηθισμένο, ούτε καλύτερη ούτε χει ρότερη από οποιαδήποτε άλλη εποχή εδώ και χιλιάδες χρό νια, από τον Αχιλλέα και τον Έκτορα, το Θησέα και τον Ηρακλή, από τη γέννηση των ίδιων των θεών. Επιχειρήσεις, ως συνήθως, όπως λένε και οι έμποροι. Κάθε Έλληνας ήξερε τι σημαίνει ήττα στον πόλεμο και γνώριζε ότι αργά ή γρήγορα θα έπινε κι αυτός το ίδιο πι κρό ποτήρι. Ξαφνικά, με την άνοδο της Μεγαλειότητάς Του στην Ασία, φάνηκε ότι αυτή η ώρα δε θ' αργούσε να 'ρθει. Ο τρόμος της λεηλασίας σκορπίστηκε σε όλη την Ελλάδα, καθώς τα νέα άρχισαν να καταφτάνουν διά στόματος τόσων πολλών, που ήταν αδύνατο να μην τα πιστέψεις. Μιλούσαν για το μέγεθος της κινητοποίησης της Μεγαλειότητάς Του στην Ανατολή και την πρόθεσή του να περάσει την Ελλάδα διά πυρός και σιδήρου. Όλους, λοιπόν, τους διακατείχε μια μεγάλη ανησυχία, στην οποία είχαν δώσει ένα όνομα. Φόβος. Φόβος για σένα. Μεγαλειότατε. Φόβος για την οργή του Ξέρξη, του γιου του Δαρείου, μεγάλου βασιλέα της ανατο λικής αυτοκρατορίας, αφέντη όλων των ανθρώπων από την Ανατολή ίσαμε τη Δύση και για τις μυριάδες των πολεμιστών που όλη η Ελλάδα γνώριζε ότι πορεύονταν κάτω από το λά βαρό του για να την υποδουλώσουν. • 76 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Δέκα χρόνια είχαν περάσει από την καταστροφή της πό λης μου, κι όμως ο τρόμος εκείνης της περιόδου είχε σημα δέψει για πάντα την ψυχή μου. Ήμουν δεκαεννιά χρονών πια. Διάφορα γεγονότα, που θα διηγηθώ όταν έρθει η σειρά τους, με είχαν χωρίσει από την εξαδέλφη μου και το Βρύαξη και με είχαν οδηγήσει, όπως ήταν η επιθυμία μου, στη Λακεδαίμονα και στη συνέχεια, μετά από λίγο, στην υπη ρεσία του αφέντη μου, του Διηνέκη της Σπάρτης. Με αυτή την ιδιότητα βρέθηκα (με άλλους τρεις ακολούθους) στη συ νοδεία του Διηνέκη και τριών άλλων Σπαρτιατών απεσταλ μένων, του Ολύμπιου, του Πολύνεικου και του Αριστόδημου, στο νησί της Ρόδου, που αποτελεί τμήμα της αυτοκρατο ρίας της Μεγαλειότητάς Του. Σε κείνο τον τόπο οι πολεμι στές κι εγώ πήραμε μια γεύση της δύναμης της Περσίας στα όπλα. Πρώτα ήρθαν τα πλοία. Μια και είχα ελεύθερο το από γευμά μου κι επειδή ήθελα να χρησιμοποιήσω το χρόνο μου για να μάθω όσο πιο πολλά μπορούσα για το νησί, κόλλη σα σε μια παρέα σφενδονιστών που έκαναν εξάσκηση. Πα ρακολουθούσα εκείνους τους ενθουσιώδεις νεαρούς να εκ σφενδονίζουν με εκπληκτική ταχύτητα τις μολυβένιες σφαί ρες τους, που ήταν τρεις φορές μεγαλύτερες από το χοντρό δάχτυλο ενός άντρα. Ήταν ικανοί να στείλουν εκείνα τα δο λοφονικά βλήματα, που τοποθετούσαν σε ένα κεντρικό εύ καμπτο κομμάτι από ξύλο πεύκου, ενάμισι εκατοστό περί που, προσαρμοσμένο σε δυο ιμάντες, εκατοντάδες βήματα μακριά και να πλήξουν ένα στόχο όσο το στήθος ενός άντρα τρεις φορές στις τέσσερις. Ένας από αυτούς, ένας νεαρός στην ηλικία μου, μου έδειχνε πώς οι σφενδονιστές χάραζαν με τη μύτη του εγχειριδίου τους στο μαλακό μολύβι των σφαιρών τους παράξενους χαιρετισμούς —«Φα το» ή «Αγά πη και φιλάκια»—, όταν κάποιος άλλος από την παρέα σή κωσε το κεφάλι και έδειξε πέρα στον ορίζοντα, προς την • 77 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Αίγυπτο. Είδαμε πανιά, ίσως μια μοίρα στόλου, που απεί χε τουλάχιστον μια ώρα. Οι σφενδονιστές τους ξέχασαν και συνέχισαν την εξάσκηση τους. Μετά από λίγο, έτσι μας φά νηκε τουλάχιστον, το ίδιο αγόρι φώναξε πάλι, αλλά τούτη τη φορά με έκπληξη και δέος. Όλοι σηκώθηκαν πάνω και κοίταξαν. Η μοίρα του στόλου είχε καταφτάσει με πλοία τρεις φορές μεγαλύτερα από τα δικά μας, με τα πανιά τους σηκωμένα για ταχύτητα. Έστριβαν ήδη τον κάβο και κα τευθύνονταν γρήγορα προς τον κυματοθραύστη. Κανείς δεν είχε ματαδεί τόσο μεγάλα πλοία και τόσο γρήγορα. Πρέπει να είναι γλάροι, είπε κάποιος. Κοχύλια που παραβγαίνουν στο δρόμο. Αποκλείεται να είναι ολόκληρα καράβια και σί γουρα κανένας στρατιώτης δε θα μπορούσε να σχίζει το νε ρό με ταχύτητες σαν κι αυτές. Κι όμως ήταν πολεμικά πλοία. Τριήρεις από την Τύρο, τόσο σταθερές στην επιφάνεια, που ο κυματισμός δε φαι νόταν να ανεβαίνει πάνω από μια παλάμη κάτω από τους πάγκους των θαλαμίσκων τους. Έκαναν αγώνα δρόμου με ταξύ τους κάτω από το λάβαρο της Μεγαλειότητάς Του. Γυμνάζονταν για την Ελλάδα. Για τον πόλεμο. Για την ημέ ρα που τα χαλκοντυμένα κουπιά τους θα έστελναν τα πλοία της Ελλάδας στο βυθό. Εκείνο το βραδάκι ο Διηνέκης και οι άλλοι απεσταλμέ νοι πήγαν με τα πόδια στο λιμανάκι της Λίνδου. Τα πολεμι κά πλοία είχαν τραβηχτεί στην ακτή, σε μια περίμετρο επαν δρωμένη από Αιγυπτίους ναυτικούς, οι οποίοι αναγνώρισαν τους Σπαρτιάτες από τους κόκκινους μανδύες και τα μα κριά μαλλιά τους. Και τότε ακολούθησε μια παράξενη σκη νή. Ο καπετάνιος των ναυτικών έκανε νόημα στους Σπαρ τιάτες να πλησιάσουν. Τους φώναξε χαμογελώντας να προ σπεράσουν τους αργόσχολους που χάζευαν τα πλοία, για να τους δείξουν τη ναυαρχίδα. Οι άντρες αναρωτιόνταν, μέ σω ενός διερμηνέα, πότε θα ξεσπούσε ο πόλεμος κι αν η • 78 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μοίρα θα τους έφερνε αντιμέτωπους την ώρα της σφαγής. Οι Αιγύπτιοι ναυτικοί ήταν οι πιο ψηλοί άντρες που εί χα δει στη ζωή μου και ήταν σχεδόν μαύροι από τον ήλιο της ερήμου. Ήταν οπλισμένοι, φορούσαν μπότες από δέρμα ελαφιού, φολιδωτούς θώρακες και κράνη με φτερά στρου θοκαμήλου διακοσμημένα με χρυσό. Όπλα τους ήταν το δό ρυ και το γιαταγάνι. Είχαν ακμαίο ηθικό τούτοι οι ναυτικοί. Συνέκριναν τους μυς των πισινών και των μηρών τους με εκείνους των Σπαρτιατών και έκαναν ανόητα αστεία μετα ξύ τους στη γλώσσα τους. «Χάρηκα που σας γνώρισα, αιμοβόροι μπάσταρδοι» είπε με ένα σαρκαστικό χαμόγελο στα δωρικά ο Διηνέκης, χτυπώντας τον καπετάνιο στον ώμο. «Ανυπομονώ να κόψω να μπαλάκια σου και να τα στείλω στην πατρίδα σου πεσκέσι». Οι Αιγύπτιοι γέλασαν, αν και δεν κατάλαβαν τι τους είπε, και απάντησαν χαμογελώντας με μια ξενική βρισιά, σί γουρα το ίδιο απειλητική και πρόστυχη. Ο Διηνέκης ρώτησε το όνομα του καπετάνιου. Ο άντρας τού είπε ότι τον έλεγαν Ψαμμίτιχο. Η γλώσσα του Σπαρτιά τη μπερδεύτηκε και αποφάσισε να τον λέει «Τόμμι», που φάνηκε να ευχαρίστησε εξίσου τον αξιωματικό. Τον ρώτησαν πόσα τέτοια πολεμικά πλοία είχε στο στόλο του ο μεγάλος βασιλιάς. «Εξήντα» ήρθε η απάντηση μέσω του διερμηνέα. «Εξήντα πλοία;» ρώτησε ο Αριστόδημος. Οι Αιγύπτιοι τους χάρισαν ένα αστραφτερό χαμόγελο. «Εξήντα μοίρες». Οι ναύτες συνόδευσαν τους Σπαρτιάτες για μια πιο λε πτομερή επιθεώρηση των πλοίων που είχαν τραβηχτεί στην άμμο, με την καρίνα στο πλάι, αφήνοντας σε κοινή θέα το κάτω μέρος του σκελετού τους. Οι Τυρινοί ναυτικοί το κα θάριζαν και το στεγανοποιούσαν, μια δουλειά στην οποία επιδίδονταν με ενθουσιασμό. Μύρισα κερί. Οι ναυτικοί λί παιναν τις κοιλιές των πλοίων για να αναπτύσσουν μεγαλύ• 79 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τερη ταχύτητα. Οι σανίδες του καραβιού ενώνονταν στις άκρες με σφήνες που εφάρμοζαν στις εγκοπές με τόση ακρί βεια, που δεν έμοιαζε με δουλειά ναυπηγοξυλουργού, αλλά ενός μάστορα επιπλοποιού. Τα ενωμένα μεταλλικά φύλλα μεταξύ του εμβόλου και του σκελετού ήταν γυαλισμένα με ενισχυμένο ψημένο πηλό και κερωμένα με ένα είδος λαδιού με βάση το νέφτι, που άπλωναν οι ναύτες, αφού το έλιωναν πρώτα, με κουπιά. Δίπλα σ' αυτά τα γρήγορα πλοία, η Ορ θία, το καράβι των Σπαρτιατών, έμοιαζε με μαούνα που με ταφέρει σκουπίδια. Αλλά αυτό που άξιζε ιδιαίτερης προσο χής δεν είχε σχέση με τις έγνοιες της θάλασσας. Ήταν oι πλεκτές μπροστέλες που φορούσαν οι ναυτικοί για να προστατεύουν τα απόκρυφα μέλη τους. «Τι είναι αυτές οι πάνες;» ρώτησε ο Διηνέκης, γελώντας και τραβώντας την ούγια του ρούχου που κάλυπτε το στέρ νο του καπετάνιου. «Πρόσεχε, φίλε μου» απάντησε ο ναυτικός με μια θεα τρική κωμική κίνηση. «Έχω ακούσει για σας τους Έλληνες!» Ο Αιγύπτιος ρώτησε τους Σπαρτιάτες γιατί είχαν τόσο μακριά μαλλιά. Ο Ολύμπιος απάντησε με τα λόγια του νο μοθέτη Λυκούργου: «Γιατί κανένα άλλο στολίδι δεν κάνει έναν ωραίο άντρα ωραιότερο ή έναν άσχημο τρομακτικότε ρο. Και είναι και τζάμπα». Μετά ο ναυτικός άρχισε να πει ράζει τους Σπαρτιάτες για τα περιβόητα κοντά τους ξίφη. Αρνιόταν να πιστέψει ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αυτά τα όπλα μαζί τους στη μάχη. Έμοιαζαν με παιχνίδια. Πώς ήταν δυνατό ένα τόσο δα μαχαιράκι, ικανό να καθαρίζει μόνο μή λα , να βλάψει τον εχθρό; «Το κόλπο είναι να το δουλεύεις όμορφα και έξυπνα» είπε ο Διηνέκης, πιέζοντας το στήθος του πάνω στο στήθος του Αιγύπτιου Τόμμι για να του δείξει. Όταν ήρθε η ώρα του χωρισμού, οι Σπαρτιάτες πρόσφε ραν στους ναυτικούς δύο ασκιά κρασί από τα Φάλαρα, το • 80 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
καλύτερο που είχαν, ένα δώρο που προοριζόταν για το διοι κητή της Ρόδου. Οι ναυτικοί έδωσαν σε κάθε Σπαρτιάτη από ένα χρυσό δαρεικό (η αμοιβή ενός μήνα για έναν Έλληνα κωπηλάτη) και από ένα σακί φρέσκα ρόδια από το Νείλο. Η αποστολή επέστρεψε στη Σπάρτη χωρίς επιτυχία. Οι Ρόδιοι, όπως γνωρίζει η Μεγαλειότητά Του, είναι Δωριείς. Μιλούν μια διάλεκτο παρόμοια με αυτή των Λακεδαιμονίων και αποκαλούν τους θεούς τους με τα ίδια δωρικά ονόμα τα. Όμως το νησί τους ήταν συμμαχικό της αυτοκρατορίας πριν τον Α' Περσικό Πόλεμο. Ποια άλλη επιλογή είχαν οι Ρό διοι εκτός από την υποταγή, αφού το έθνος τους βρίσκεται στη σκιά των ιστών του αυτοκρατορικού στόλου; Η πρε σβεία των Σπαρτιατών έλπιζε, πέρα από κάθε προσδοκία, να αποσπάσει, επικαλούμενη τους αρχαίους δεσμούς της φυλής, ένα μέρος του στόλου των Ροδίων από την υπηρεσία της Με γαλειότητάς Του. Δε βρήκε υποστηρικτές. Το ίδιο αποτέλεσμα όμως είχαν, όπως έμαθε η πρεσβεία μας όταν επέστρεψε στην πατρίδα, και οι άλλες παρόμοιες αποστολές που στάλθηκαν στην Κρήτη, στην Κω, στη Χίο, στη Λέσβο, στη Σάμο, στη Νάξο, στην Ίμβρο, στη Σαμοθρά κη , στη Θάσο, στη Σκύρο, στη Μύκονο, στην Πάρο, στην Τή νο και στη Λήμνο. Ακόμα και η Δήλος, η γενέτειρα του Απόλ λωνα, είχε προσφέρει γη και ύδωρ στους Πέρσες. Φόβος. Αυτόν το φόβο μπορούσε να τον ανασάνει κανείς στον αέρα της Άνδρου, όπου προσεγγίσαμε στην επιστροφή για την πατρίδα. Τον ένιωθες σαν ιδρώτα στο κορμί στην Κέα και στην Ερμιόνη, όπου από κανένα πανδοχείο του λιμανιού δεν έλειπαν οι καπεταναίοι και οι κωπηλάτες με τις τρο μακτικές ιστορίες τους για το μέγεθος της κινητοποίησης στην Ανατολή και τις αναφορές των αυτοπτών μαρτύρων για τις μυριάδες του εχθρού. Φόβος. • 81 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Αυτός ο ξένος συντρόφευε την πρεσβεία όταν αποβιβά στηκε στη Θηρέα και άρχισε τη διήμερη ανάβαση μέσα στη σκόνη του Πάρνωνα για να φτάσει στη Λακεδαίμονα. Τα ξιδεύοντας στην ανατολική οροσειρά, οι απεσταλμένοι έβλε παν τους αγρότες και τους πληθυσμούς των πόλεων να με ταφέρουν τα υπάρχοντά τους στα βουνά. Αγόρια οδηγούσαν γαϊδούρια φορτωμένα με σακιά γεμάτα καλαμπόκι και κρι θάρι. Ένοπλοι άντρες της οικογένειας τα προστάτευαν. Σύ ντομα θα ακολουθούσαν οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά. Στην εξοχή ομάδες από την ίδια φατρία έθαβαν κιούπια με κρα σί και λάδι, έχτιζαν μαντριά και έσκαβαν πρόχειρα κατα φύγια στις απόκρημνες πλαγιές. Φόβος. Στο συνοριακό φρούριο των Καρυών η ομάδα μας έπεσε πάνω σε μια πρεσβεία από την ελληνική πόλη των Πλαται ών. Αποτελούνταν από καμιά δεκαριά άντρες μαζί με έφιπ πη συνοδεία και κατευθυνόταν στη Σπάρτη. Πρέσβης τους ήταν ο Αρίμνηστος, ο ήρωας του Μαραθώνα. Λένε ότι αυτός ο σπουδαίος άντρας, αν και είχε περάσει τα πενήντα, σε κεί νη την περίφημη μάχη πριν δέκα χρόνια είχε μπει στο νερό με πλήρη οπλισμό και έκοβε με το σπαθί του τα κουπιά από τις περσικές τριήρεις που προσπαθούσαν να φύγουν για να σωθούν. Στους Σπαρτιάτες άρεσαν κάτι τέτοια. Επέμεναν, λοιπόν, η ομάδα του Αρίμνηστου να φάει με τη δική μας και να πορευτούμε μαζί το υπόλοιπο του δρόμου προς την πόλη. Ο άντρας από τις Πλαταιές μάς είπε όσα γνώριζε για τους Πέρσες. Ο περσικός στρατός, ανέφερε, αποτελούνταν από δύο εκατομμύρια άντρες, που είχαν στρατολογηθεί από όλα τα έθνη της αυτοκρατορίας. Είχαν συγκεντρωθεί στην πρωτεύουσα του μεγάλου βασιλέα, στα Σούσα, το περα σμένο καλοκαίρι. Οι στρατιωτικές δυνάμεις είχαν προωθη θεί στις Σάρδεις, όπου και ξεχειμώνιασαν. Από εκείνο το • 82 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μέρος, όπως θα σχεδίαζε και ο πλέον άπειρος αξιωματικός, οι μυριάδες θα βάδιζαν βόρεια κατά μήκος των ακτών της Μικράς Ασίας μέσω της Αιολίας και της Τροίας, θα διέσχι ζαν τον Ελλήσποντο φτιάχνοντας γέφυρα με πλοία ή με μα ζικό πέρασμα του στενού με πορθμεία, κατόπιν θα προχω ρούσαν δυτικά, θα διέσχιζαν τη Θράκη και τη Χερσόνησο, νο τιοδυτικά διαμέσου της Μακεδονίας και μετά νότια στη Θεσ σαλία. Στην ίδια την Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες τους είπαν αυτά που είχαν μάθει από τους Ροδίους, ότι ο περσικός στρατός είχε ξεκινήσει ήδη από τις Σάρδεις. Το κυρίως σώμα βρισκόταν αυτή τη στιγμή στην Άβυδο και ετοιμαζόταν να διαβεί τον Ελλήσποντο. Θα ήταν στην Ευρώπη μέσα σε ένα μήνα. Στη Σελλασία ένας αγγελιαφόρος σταλμένος από τους εφόρους της Σπάρτης περίμενε τον αφέντη μου για να του αναθέσει μια νέα αποστολή. Ο Διηνέκης έπρεπε να αποσπα στεί από την ομάδα και να σπεύσει στην Ολυμπία. Μόλις φτάσαμε, λοιπόν, στο δρόμο για την Πελλάνα, αποχωρίστη κε από τους άλλους και, συνοδευόμενος μόνο από μένα, άρ χισε να βαδίζει γοργά, σκοπεύοντας να καλύψει τα τετρα κόσια τριάντα πέντε στάδια σε δυο μέρες. Δεν είναι ασύνηθες σε τέτοιες διαδρομές, καθώς βαδίζει κανείς πεζή, να πέσει πάνω σε μερικά πανέξυπνα σκυλιά, ακόμα και σε χαμίνια σε ημιάγρια κατάσταση από τα πέ ριξ. Καμιά φορά οι ξένοιαστοι αυτοί σύντροφοι παραμένουν στην παρέα όλη μέρα, τρέχοντας χαρούμενα πέρα δώθε ακο λουθώντας τον οδοιπόρο. Ο Διηνέκης αγαπούσε τα αδέσπο τα αυτά ζώα. Πάντα τα καλοδεχόταν και χαιρόταν την ωραία απροσδόκητη συντροφιά τους. Εκείνη τη μέρα ωστόσο έδιω ξε βίαια όλους όσους συναντήσαμε, σκυλιά και ανθρώπους, βαδίζοντας αποφασιστικά προς τα μπρος, χωρίς να κοιτά ζει δεξιά ή αριστερά. • 83 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Δεν τον είχα ξαναδεί τόσο προβληματισμένο ή τόσο σο βαρό. Κάτι είχε γίνει στη Ρόδο και ήμουν σίγουρος ότι αυτό ήταν η πηγή της ταραχής του αφέντη μου. Το επεισόδιο αυτό συ νέβη στο λιμάνι, αμέσως μόλις οι Σπαρτιάτες και οι Αιγύ πτιοι ναυτικοί τελείωσαν την ανταλλαγή των δώρων και ετοι μάζονταν να αποχωριστούν. Σε τέτοιες περιπτώσεις πολλές φορές οι ξένοι βάζουν κατά μέρος τις τυπικότητες στην επι κοινωνία, σύμφωνα με τις οποίες συμπεριφέρονταν και συ ζητούσαν μέχρι τότε, και μιλούν ως άντρας προς άντρα, από καρδιάς. Ο καπετάν Ψαμμίτιχος ήταν φανερό ότι είχε συ μπαθήσει ιδιαίτερα τον αφέντη μου και τον πολέμαρχο Ολύ μπιο, τον πατέρα του Αλέξανδρου. Τους πήρε κατά μέρος και τους είπε ότι ήθελε να τους δείξει κάτι. Τους οδήγησε στη σκηνή εκστρατείας του διοικητή του στόλου, που είχε στηθεί στην παραλία, και με την άδεια του αξιωματικού μάς έδειξε κάτι που όμοιό του οι Σπαρτιάτες, κι εγώ φυσικά, δεν είχαμε αντικρίσει ποτέ. Ήταν ένας χάρτης. Μια γεωγραφική αναπαράσταση όχι μόνο της Ελλάδας και των νησιών του Αιγαίου αλλά του κόσμου ολάκερου. Ο χάρτης απλωνόταν σε πλάτος σχεδόν δυο μέτρων. Ήταν φτιαγμένος με μεγάλη λεπτομέρεια και δεξιοτεχνία πάνω σε πάπυρο του Νείλου, ένα εκπληκτικό μέσο. Αν τον κρατούσε κανείς στο φως, μπορούσε να δει μέσα από αυτόν, όμως ακό μα και τα δυνατότερα χέρια ενός ανθρώπου δε θα μπορού σαν να τον σκίσουν η κόψη μιας λεπίδας τον προφύλασσε από το να σκιστεί όταν πρωτοάνοιγε. Ο ναυτικός ξετύλιξε το χάρτη πάνω στο τραπέζι του δι οικητή της μοίρας. Έδειξε στους Σπαρτιάτες την πατρίδα τους, στην καρδιά της Πελοποννήσου, με την Αθήνα χίλια διακόσια δεκαοχτώ στάδια περίπου βορειοανατολικά, τις Θήβες και τη Θεσσαλία προς το Βορρά και τα βουνά Όσσα •
84
•
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
και Όλυμπο στο βορειότερο άκρο της Ελλάδας. Στα δυτικά ο κατασκευαστής του χάρτη είχε ζωγραφίσει με το στύλο τη Σικελία, την Ιταλία και όλους τους συνασπισμούς της θά λασσας και της ξηράς μέχρι τις Ηράκλειες Στήλες. Ωστόσο ο κύριος όγκος του χάρτη μόλις είχε αρχίσει να ξετυλίγεται. «Θέλω απλώς να σας δείξω, για το δικό σας καλό, φίλοι μου» είπε ο Ψαμμίτιχος μέσω του διερμηνέα του «το μέγε θος της αυτοκρατορίας της Μεγαλειότητάς Του και τα μέσα που έχει στη διάθεσή του απέναντι σας, ώστε να αποφασί σετε αν θα αντισταθείτε ή όχι, βασιζόμενοι σε γεγονότα και όχι στη φαντασία». Ξετύλιξε το χάρτη προς τα ανατολικά. Κάτω από το φως της λάμπας φάνηκαν τα νησιά του Αιγαίου, η Μακεδονία, η Ιλλυρία, η Θράκη και η Σκυθία, ο Ελλήσποντος, η Λυδία, η Καρία, η Κιλικία, η Φοινίκη και οι ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. «Όλα αυτά τα έθνη διοικούνται από το μεγά λο βασιλέα. Όλα αυτά τα μέρη είναι στην υπηρεσία του. Ολοι αυτοί έρχονται εναντίον σας. Αλλά αυτή είναι η Περ σία; Ακόμα δε φτάσαμε στην καρδιά της αυτοκρατορίας...» Κι άλλοι συνασπισμοί χωρών φάνηκαν με το ξετύλιγμα του χάρτη. Το χέρι του Αιγυπτίου σύρθηκε στο περίγραμμα της Αιθιοπίας, της Λιβύης, της Αραβίας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας, της Βαβυλωνίας, της Σουμερίας, της Καππαδο κίας, της Αρμενίας και της Υπερκαυκασίας. Εκθείασε τη φή μη καθενός από εκείνα τα βασίλεια και ανέφερε τους αριθ μούς των πολεμιστών τους, τα όπλα και τον εξοπλισμό τους. «Ένας άντρας που ταξιδεύει με γρήγορο ρυθμό μπορεί να διασχίσει την Πελοπόννησο σε τέσσερις ημέρες. Κοιτάξτε εδώ, φίλοι μου. Για να πάει κανείς από την Τύρο στα Σού σα, την πρωτεύουσα του μεγάλου βασιλέα, είναι τρεις μήνες πορεία. Και όλη αυτή η γ η , όλοι οι άνθρωποι και τα πλούτη της ανήκουν στον Ξέρξη. Και τα έθνη του δεν επιτίθενται το ένα εναντίον του άλλου, όπως αρέσκεστε να κάνετε εσείς • 85 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
οι Έλληνες. Στις συμμαχίες δεν υπάρχουν διαιρέσεις και φι λονικίες. Όταν ο βασιλιάς λέει "συγκεντρωθείτε", τα στρα τεύματα του συγκεντρώνονται. Όταν λέει "προχωρήστε", προχωρούν. Κι ακόμη» είπε «δε φτάσαμε στην Περσέπολη και στην καρδιά της Περσίας». Ξετύλιξε κι άλλο το χάρτη. Μπροστά στα μάτια τους εμφανίστηκαν κι άλλοι συνα σπισμοί με ακόμα πιο περίεργα ονόματα. Ο Αιγύπτιος ανέ φερε κι άλλους αριθμούς. Διακόσιες χιλιάδες από αυτή τη σατραπεία, τριακόσιες χιλιάδες από κείνη. Η Ελλάδα στη Δύση φαινόταν όλο και πιο ασήμαντη. Έμοιαζε να ζαρώνει σε ένα μικρόκοσμο, αντίθετα από τον ατέλειωτο όγκο της περσικής αυτοκρατορίας. Ο Αιγύπτιος μιλούσε τώρα για πα ράξενα ζώα και μυθικά τέρατα. Καμήλες και ελέφαντες, άγρια γαϊδούρια μεγάλα σαν άλογα. Έδειξε τις χώρες της ίδιας της Περσίας, μετά τη Μηδία, τη Βακτριανή, την Αρία, τη Σογδιανή και την Ινδία, έθνη που οι ακροατές τους δε γνώριζαν καν την ύπαρξή τους και τα ονόματά τους. «Από αυτές τις μεγάλες χώρες η Μεγαλειότητά Του αντλεί μυριάδες πολεμιστές, άντρες μεγαλωμένους κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο της Ανατολής, σκληραγωγημένους όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε, οπλισμένους με όπλα που δεν έχε τε αντιμετωπίσει ποτέ σε μάχη. Άντρες που πληρώνονται με χρυσάφι και αμέτρητους θησαυρούς. Καθετί που παρά γεται , κάθε φρούτο, σπόρος, χοίρος, πρόβατο, αγελάδα, άλο γο, η παραγωγή κάθε ορυχείου, αγροκτήματος, δάσους και αμπελώνα, ανήκει στη Μεγαλειότητά Του. Και όλα αυτά τα έχει διοχετεύσει στη συγκρότηση αυτού του στρατού που βα δίζει για να σας υποδουλώσει. »Ακούστε με, αδέλφια. Η φυλή των Αιγυπτίων είναι αρ χαία, μετράει τις γενιές των προπατόρων της εκατοντάδες χρόνια στην αρχαιότητα. Έχουμε δει αυτοκρατορίες να έρ χονται και να φεύγουν. Κυβερνήσαμε και μας κυβέρνησαν. • 86 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ακόμα και τώρα θεωρούμαστε κατακτημένος λαός, υπηρε τούμε τους Πέρσες. Κοιτάξτε όμως την κατάστασή μου, φί λοι μου. Μοιάζω για κακομοίρης; Είναι η συμπεριφορά μου αναξιοπρεπής; Κοιτάξτε εδώ, μέσα στο πουγκί μου. Με όλο το σεβασμό, αδέλφια, θα μπορούσα να σας πουλήσω και να σας αγοράσω όλους με αυτά που έχω πάνω μου». Σ' αυτό το σημείο ο Ολύμπιος διέκοψε τον Αιγύπτιο και του ζήτησε να μπει στο θέμα. «Το θέμα είναι το εξής, φίλοι μου. Η Μεγαλειότητά Του δε θα τιμήσει εσάς τους Σπαρτιάτες λιγότερο από εμάς τους Αιγυπτίους ή οποιονδήποτε πολεμικό λαό αν δείξετε σω φροσύνη και θέσετε τους εαυτούς σας οικειοθελώς κάτω από το λάβαρο του. Στην Ανατολή έχουμε μάθει κάτι που εσείς οι Έλληνες δε γνωρίζετε. Ότι ο τροχός γυρίζει και ο άνθρω πος πρέπει να γυρίζει μαζί του. Η αντίσταση δεν είναι απλώς παραλογισμός, αλλά τρέλα». Τότε παρατήρησα τα μάτια του αφέντη μου. Προφανώς, καταλάβαινε την ειλικρινή πρόθεση του Αιγυπτίου και ότι τα λόγια που πρόφερε ήταν από φιλία και ενδιαφέρον. Ωστόσο δεν μπόρεσε να κρύψει το θυμό του. «Δεν έχεις γευτεί ποτέ την ελευθερία, φίλε» είπε ο Διη νέκης «αλλιώς θα γνώριζες ότι δεν εξαγοράζεται με χρυσά φι αλλά με ατσάλι». Βρήκε γρήγορα την αυτοκυριαρχία του και, πιάνοντας τον Αιγύπτιο φιλικά από τον ώμο, τον κοί ταξε στα μάτια χαμογελώντας. «Όσο για τον τροχό στον οποίο αναφέρθηκες» ολοκλή ρωσε ο κύριος μου «όπως όλοι, γυρίζει και προς τις δύο με ριές». Φτάσαμε στην Ολυμπία το απόγευμα της δεύτερης μέ ρας από την Πελλάνα. Οι Ολυμπιακοί αγώνες, αφιερωμένοι στο Δία, είναι η πιο ιερή από όλες τις ελληνικές λατρευτικές εορτές. Κατά τη διάρκειά τους κανένας Έλληνας δεν επι τίθεται σε κάποιον άλλο, ούτε και σε ξένο εισβολέα ακόμα. • 87 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Εκείνη τη χρονιά οι Αγώνες θα διεξάγονταν σε μερικές εβδο μάδες· στην πραγματικότητα, τα ολυμπιακά γήπεδα και οι κοιτώνες ήταν ήδη γεμάτα αθλητές και προγυμναστές από όλες τις ελληνικές πόλεις και προετοιμάζονταν επιτόπου, όπως ορίζει ο νόμος των θεών. Αυτοί οι αθλητές, όλοι πάνω στην εφηβεία τους και άφθαστοι σε ταχύτητα και ανδρεία, περικύκλωσαν τον αφέντη μου αμέσως μόλις έφτασε. Επι κράτησε μεγάλη οχλοβοή. Ζητούσαν να μάθουν για την προ έλαση των Περσών και σπάραζαν επειδή απαγορευόταν να φέρουν όπλα όσο διαρκούσαν οι Αγώνες. Δεν ήταν δική μου δουλειά να ρωτήσω ποια ήταν ακριβώς η αποστολή του αφέ ντη μου. Αυτό που θα μπορούσε να εικάσει μόνο κανείς ήταν ότι είχε σταλεί να υποβάλει αίτηση για απαλλαγή από τους ιερείς. Περίμενα έξω στον περίβολο όσο ο Διηνέκης έκανε μέσα τη δουλειά του. Όταν τελείωσε, ήταν ακόμα μέρα. Οι δυο μας, λοιπόν, μια και δε συνοδευόμαστε από κανέναν, κανονικά θα έπρεπε να επιστρέψουμε αμέσως στη Σπάρτη. Όμως η παράξενη συμπεριφορά του κυρίου μου συνεχίστηκε. Κάτι είχε στο νου του. «Έλα» μου είπε κατευθυνόμενος στην Οδό των Πρωταθλητών, δυτικά του Ολυμπιακού Σταδίου, «θα σου δείξω κάτι για να μαθαίνεις». Παρακάμψαμε τις τιμητικές στήλες, όπου ήταν γραμμέ να τα ονόματα και τα έθνη των νικητών των Αγώνων. Το μά τι μου έπεσε στο όνομα του Πολύνεικου, ενός από τους συ ντρόφους του αφέντη μου στην αποστολή στη Ρόδο, που ήταν χαραγμένο δυο φορές επί δύο συνεχείς Ολυμπιάδες. Ήταν νικητής στην οπλιτοδρομία, δηλαδή σε αγώνα δρόμου με πλήρη εξοπλισμό. Ο Διηνέκης έδειξε τα ονόματα κι άλ λων Σπαρτιατών πρωταθλητών, που τώρα ήταν τριάντα ή σαράντα ετών και τους οποίους γνώριζα εξ όψεως, αλλά και άλλους που είχαν πέσει στη μάχη δεκαετίες ή και αιώνες πριν. Έπειτα έδειξε ένα τελευταίο όνομα, πριν από τέσσερις • 88 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ολυμπιάδες, στον κατάλογο των νικητών του πεντάθλου. Ιατροκλής γιος του Νικοδιάδη Λακεδαιμόνιος «Ήταν ο αδελφός μου» είπε ο Διηνέκης. Εκείνη τη νύχτα ο αφέντης μου βρήκε καταφύγιο στον κοιτώνα των Σπαρτιατών. Μια καλύβα εκκενώθηκε για χά ρη του και σε μένα παραχωρήθηκε λίγος χώρος κάτω από το προστώο. Αλλά η διάθεση του δεν είχε αλλάξει. Πριν ακόμα βολευτώ πάνω στις κρύες πέτρες, εμφανίστηκε με πλήρη ενδυμασία και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Διασχίσαμε τους άδειους δρόμους πηγαίνοντας προς το Ολυμπια κό Στάδιο και μέσω της σήραγγας των αθλητών βγήκαμε στην ευρύχωρη και σιωπηλή έκταση του αγωνιστικού χώ ρου, που φάνταζε μενεξελής και μελαγχολικός κάτω από το φως των αστεριών. Ο Διηνέκης ανέβηκε την πλαγιά όπου στέκονταν οι κριτές και πήγε στις θέσεις πάνω στο χορτά ρι που ήταν κρατημένες για τους Σπαρτιάτες κατά τη διάρ κεια των Αγώνων. Διάλεξε ένα απάνεμο μέρος κάτω από τα πεύκα στην κορφή της πλαγιάς που έβλεπε στο Στάδιο και κάθισε. Έχω ακούσει να λένε ότι για τον εραστή οι εποχές είναι σημαδεμένες από τη θύμηση των ερωμένων του, που η ομορ φιά τους πυρπόλησε την καρδιά του. Θυμάται τη χρονιά που, φεγγαροχτυπημένος, κυνηγούσε κάποια αγαπημένη του στην πόλη και μια άλλη, τότε που η ευνοούμενη του υπέκυψε τε λικά στη γοητεία του. Για τη μητέρα και τον πατέρα, πάλι, οι εποχές μετριού νται με τις γεννήσεις των παιδιών τους — τότε έκανε το πρώτο του βήμα, τότε είπε την πρώτη του λεξούλα. Μ' α υ τά τα οικογενειακά περιστατικά σημαδεύεται το ημερολόγιο • 89 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
της ζωής των στοργικών γονέων και γεμίζει το βιβλίο των αναμνήσεων. Αλλά για τον πολεμιστή οι εποχές δε σημαδεύονται από τέτοια γλυκά μέτρα και σταθμά, ούτε από τα ίδια τα ημερο λογιακά χρόνια, αλλά από τις μάχες. Πολεμικές εκστρατεί ες και χαμένοι σύντροφοι· δοκιμασίες για τους επιζήσαντες. Συγκρούσεις και διαμάχες από τις οποίες ο χρόνος σβήνει κάθε περιττή ανάμνηση, αφήνοντας μόνο τα πεδία των μα χών και τα ονόματά τους, που δημιουργούν στη μνήμη του πολεμιστή μια εξευγενισμένη κατάσταση πέρα από κάθε άλλο μνημόσυνο, αγορασμένο με το ιερό νόμισμα του αίμα τος και πληρωμένο με τη ζωή των αγαπημένων συμπολεμι στών. Όπως ο ιερέας με τη γραφίδα του και τον κέρινο άβακα, έτσι και ο οπλίτης έχει τον τρόπο γραφής του. Η ιστορία του είναι σμιλεμένη πάνω στο άτομό του με το στύλο του ατσαλιού, η αλφάβητός του είναι χαραγμένη με ακόντιο και σπαθί ανεξίτηλα πάνω στη σάρκα του. Ο Διηνέκης βολεύτηκε στη σκοτεινή γη πάνω από το Στά διο. Άρχισα τότε, όπως απαιτούσε το καθήκον μου ως βοη θού, να ετοιμάζω και να τοποθετώ το ζεστό λάδι, ανακατε μένο με γαρίφαλο και σύμφυτο, που ζήτησε ο κύριος μου, και βασικά κάθε όμοιος μετά τα τριάντα, για να πέσει απλώς στη γη να κοιμηθεί. Ο Διηνέκης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ηλικιωμένος, ήταν περίπου σαράντα δύο ετών. Τα μέλη ωστό σο του σώματός του και οι κλειδώσεις του έτριζαν σαν να ήταν γέρος. Ο προηγούμενος βοηθός του, ο Αυτόχειρας, μου είχε μάθει με ποιον τρόπο να κάνω μαλάξεις στους κόμβους και στα εξογκώματα των ουλών των αμέτρητων τραυμάτων του αφέντη μου και τα μικρά κολπάκια στον εξοπλισμό του, ώστε να μη διακρίνονται οι αναπηρίες. Ο αριστερός του ώμος δεν ανέβαινε ψηλότερα από το αυτί του και δεν μπο ρούσε να λυγίσει καλά τον αγκώνα του ίδιου χεριού. Η σπολάδα τυλιγόταν πρώτα γύρω από τον κορμό του και μέχρι • 90 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
να περάσω τα λουριά στους ώμους του και να τα στερεώσω την κρατούσε με τους αγκώνες. Δεν μπορούσε να λυγίσει τη μέση για να πάρει την ασπίδα του κι όταν ακόμα αναπαυόταν στο γόνατό του. Εγώ έπρεπε να πιάσω την ορειχάλκινη χειρίδα και να την περάσω στο βραχίονά του, έτσι όπως στε κόταν όρθιος. Ο Διηνέκης αδυνατούσε επίσης να λυγίσει το αριστερό του πόδι, εκτός κι αν του γίνονταν μαλάξεις στον τένοντα μέχρι να αποκατασταθεί η λειτουργία του. Αλλά το πιο φοβερό τραύμα του κυρίου μου ήταν μια απαίσια ουλή, μεγάλη όσο ο δείκτης του χεριού ενός ανθρώ που, που διέτρεχε οδοντωτά όλο το πάνω μέρος του φρυδιού του, ακριβώς κάτω από τη γραμμή των μαλλιών. Συνή θως δεν ήταν ορατή, αφού σκεπαζόταν από τις πλούσιες μπούκλες που έπεφταν στο μέτωπό του. Όταν σήκωνε όμως τα μαλλιά του για να δεχτεί την περικεφαλαία ή τα έδενε προς τα πίσω για να κοιμηθεί, η σκούρα αυτή χαρακιά εμ φανιζόταν σε όλο της το μεγαλείο. Τη διέκρινα καθαρά εκεί νη τη στιγμή, κάτω από το φως των αστεριών. Προφανώς, η γεμάτη περιέργεια έκφραση που ζωγραφίστηκε στο πρόσω πό μου ήταν πολύ αστεία, γιατί γέλασε και ψηλάφισε με το χέρι του την ουλή. «Αυτό ήταν το δώρο μου από τους Κορινθίους, Χίονη. Είναι πολύ παλιά, τότε που γεννήθηκες εσύ. Η ιστορία της, αρκετά ενδιαφέρουσα, είναι η ιστορία του αδελφού μου». Ο αφέντης μου κοίταξε πέρα, κάτω στην πλαγιά και προς την Οδό των Πρωταθλητών. Ίσως ένιωθε τη σκιά του αδελ φού του εκεί κοντά ή τις μακρινές θύμησες από την παιδική του ηλικία, τη μάχη ή τον αγώνα των Αγώνων. Μου έγνεψε να του γεμίσω ένα κύπελλο με κρασί και να πιω κι εγώ λίγο. «Δεν ήμουν αξιωματικός τότε» άρχισε να λέει μόνος του, συλλογισμένος ακόμα. «Φορούσα τον αστείο πίλο αντί για το λοφίο». Εννοούσε το κράνος του οπλίτη με το λοφίο που ξεκινούσε από το μέτωπο προς τα πίσω, αντί για το κράνος • 91 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
με τον εγκάρσιο λόφο του ενωμοτάρχη. «Θέλεις ν' ακούσεις την ιστορία, Χίονη; Είναι σαν παραμύθι». Απάντησα πως πολύ θα το ήθελα. Ο κύριός μου φάνηκε να συλλογίζεται για λίγο. Ήταν φανερό ότι αναρωτιόταν μή πως η αφήγηση της ιστορίας ήταν ματαιοδοξία από μέρους του ή υπερβολική αυτοπροβολή. Αν ήταν έτσι, θα σταμα τούσε αμέσως. Ωστόσο, το επεισόδιο αυτό σίγουρα θα πε ριείχε κάποιο δίδαγμα, γιατί, με ένα ελάχιστα αντιληπτό αρ νητικό κούνημα της κεφαλής, ο κύριός μου έδωσε στον εαυ τό του την άδεια να συνεχίσει. Βολεύτηκε καλύτερα στην πλαγιά και άρχισε. «Συνέβη στο Αχίλλειο, εναντίον των Κορινθίων και των Αρκάδων συμμάχων τους. Δε θυμάμαι καν για ποιο λόγο εί χε γίνει αυτός ο πόλεμος, αλλά, όποιος κι αν ήταν, αυτοί οι πουτάνας γιοι είχαν βρει το κουράγιο να μας στριμώξουν άγρια. Η γραμμή είχε σπάσει, οι τέσσερις πρώτες σειρές εί χαν μπερδευτεί, η μάχη γινόταν σώμα με σώμα. Ο αδελφός μου ήταν αρχηγός του λόχου κι εγώ ένας τρίτος». Εννοούσε ότι αυτός, ο Διηνέκης, διοικούσε την τρίτη ενωμοτία, δεκα έξι θέσεις πίσω σε διάταξη πορείας. «Έτσι, όταν αναπτυ χθήκαμε στη γραμμή ανά τέσσερις, βρέθηκα στη θέση μου ως τρίτος δίπλα στον αδελφό μου, επικεφαλής της ενωμοτίας μου. Πολεμήσαμε σαν δυάδα ο Ιατροκλής κι εγώ' εκ παιδευόμαστε σαν ζευγάρι από παιδιά. Μόνο που τώρα δεν αθλούμαστε, ήταν αληθινό αιματοκύλισμα. »Ξαφνικά, βρέθηκα μπροστά σε ένα τέρας. Ο αντίπαλός μου ήταν δυο μέτρα ψηλός και χοντρός όσο δυο άντρες και ένα άλογο μαζί. Ήταν σαστισμένος, το ακόντιο του είχε σπά σει και τον είχε κυριεύσει τέτοια οργή, που δεν είχε το μυα λό να τραβήξει το σπαθί του. Διηνέκη, είπα στον εαυτό μου, καλύτερα να βάλεις λίγο σιδερικό σ' αυτό τον μπάσταρδο πριν θυμηθεί ότι έχει αυτό τον μπαλτά για μαργαρίτες στο μπούτι του. • 92 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
»Όρμησα εναντίον του. Με αντιμετώπισε χρησιμοποιώ ντας την ασπίδα του ως όπλο. Η άκρη της ήταν σαν τσεκού ρι. Το πρώτο του χτύπημα έσκισε την ασπίδα μου. Εγώ, με το ακόντιο στο χέρι, προσπάθησα να τον διαπεράσω, αλλά εκείνος το έσπασε με ένα δεύτερο χτύπημα. Τώρα στεκόμουν άοπλος μπροστά σε κείνον το δαίμονα. Κούνησε την ασπίδα σαν να σέρβιρε ένα απολαυστικό πιάτο. Με βρήκε ακριβώς εδώ, πάνω από το μάτι. »Ένιωσα το πάνω μέρος της περικεφαλαίας να σκίζεται και να πέφτει, ξυρίζοντας το μισό μου κρανίο. Το κάτω μέρος της τρύπας του ματιού της προσωπίδας είχε σκίσει τους μυς κάτω από το φρύδι. Το αριστερό μου μάτι γέμισε αί ματα. »Με τύλιξε το συναίσθημα της αδυναμίας που έχεις όταν είσαι πληγωμένος, όταν ξέρεις ότι είσαι άσχημα, αλλά δεν ξέρεις πόσο άσχημα, που νομίζεις ότι είσαι ήδη νεκρός, αλ λά δεν είσαι σίγουρος. Όλα γίνονται με αργό ρυθμό σαν σε όνειρο. Ήμουν πεσμένος μπρούμυτα. Ήξερα ότι ο γίγαντας εκείνος ήταν από πάνω μου, έτοιμος να με ξαποστείλει με ενα χτύπημα στον Κάτω Κόσμο. »Ξαφνικά, βρέθηκε δίπλα μου. Ο αδελφός μου. Τον είδα να κάνει ένα βήμα και να εκσφενδονίζει το ξίφος του ενα ντίον του αντιπάλου μου. Χτύπησε τον Κορίνθιο γίγαντα ακριβώς κάτω από τη μύτη. Το σίδερο κομμάτιασε τα δο ντια του, τρύπησε το κόκαλο του σαγονιού και χώθηκε στο λαιμό του. Έμεινε εκεί, με τη λαβή να εξέχει μπροστά από το πρόσωπό του». Ο Διηνέκης κούνησε το κεφάλι και άφησε να του ξεφύγει ενα άγριο γέλιο, όπως όταν προσπαθεί να θυμηθεί κανείς μια μακρινή ιστορία, γνωρίζοντας πόσο κοντά έφτασε στο θάνατο και νιώθει δέος για τους θεούς που επέζησε. «Δεν κατά φερε ωστόσο να γονατίσει το γίγαντα με το απαλό χέρι. Γύ ρισε αμέσως προς τον Ιατροκλή, με γυμνά τα χέρια, και το • 93 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γουρούνι του κατάφερε μια μπουνιά στο σαγόνι. Εγώ τον έπιασα από τα πόδια και ο αδελφός μου από τα χέρια. Τον ρίξαμε κάτω σαν παλαιστή. Έχωσα τη μύτη του κονταριού μου, που από δυόμισι μέτρα είχε καταντήσει τριάντα εκα τοστά, στην κοιλιά του, μετά άρπαξα τη μύτη ενός ακοντί ου που είχε σπάσει από κάτω και έπεσα με όλο μου το βά ρος πάνω του, διαπερνώντας το βουβώνα μέχρι το έδαφος, καρφώνοντας τον εκεί. Ο αδελφός μου είχε αρπάξει το σπα θί του μπάσταρδου και του είχε κόψει το πάνω μέρος του κεφαλιού, μαζί με την ορειχάλκινη περικεφαλαία του. Πάλι σηκώθηκε επάνω. Δεν είχα ξαναδεί τον αδελφό μου ποτέ πραγματικά τρομαγμένο, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν σοβαρά. "Παντοδύναμε Δία!" φώναξε και δεν ήταν κα τάρα αλλά προσευχή, μια προσευχή που σε έκανε να κατου ριέσαι πάνω σου». Είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα. Ο αφέντης μου τύλιξε το μαν δύα γύρω από τους ώμους του και ήπιε μια γουλιά κρασί. «Είχε ένα βοηθό, για τον αδελφό μου μιλάμε, από την Αντάουρα της Σκυθίας, για τον οποίο σίγουρα έχεις ακου στά. Αυτό τον άνθρωπο οι Σπαρτιάτες τον έλεγαν "Αυτόχειρα"». Η έκφρασή μου πρέπει να πρόδωσε την έκπληξή μου,για τί ο Διηνέκης γέλασε πονηρά αντί για άλλη απάντηση. Αυ τός ο άντρας, ο Σκύθης, υπήρξε βοηθός του Διηνέκη πριν από μένα. Ήταν ο προστάτης και ο δάσκαλος μου. Δεν το ήξε ρα ότι εκείνος ο άνθρωπος είχε υπηρετήσει τον αδελφό του αφέντη μου πριν από τον ίδιο. «Αυτός ο αχαΐρευτος είχε έρθει στη Σπάρτη όπως εσύ, Χίονη, μόνος του, ο παλιομπάσταρδος. Τον κυνηγούσε το αί μα που είχε χύσει. Είχε κάνει μια δολοφονία· είχε σκοτώ σει τον πατέρα του ή τον πεθερό του, δε θυμάμαι καλά, κα τά τη διάρκεια μιας μονομαχίας μεταξύ των αρχηγών της φυλής για ένα κορίτσι. Όταν ήρθε στη Λακεδαίμονα, ζήτησε • 94 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
από τον πρώτο άντρα που συνάντησε να τον σκοτώσει, αλλά και από πολλούς άλλους τις ημέρες που ακολούθησαν. Κανείς δεν το έκανε, όλοι φοβόνταν μήπως μολυνθούν. Τε λικά, ο αδελφός μου τον πήρε μαζί του στη μάχη, με την υπόσχεση ότι εκεί θα έβρισκε αυτό που ζητούσε. »Ο άντρας έγινε ο φόβος και ο τρόμος των εχθρών. Ήταν αδύνατο να μείνει στα μετόπισθεν, όπως οι άλλοι βοηθητι κοί. Ορμούσε μπροστά, άοπλος, επιζητώντας το θάνατο, επι καλούμενος το θάνατο. Το όπλο του, όπως ξέρεις, είναι το δόρυ. Τα έφτιαχνε μόνος του. Πριόνιζε κοντάρια όχι μακρύτερα από το χέρι ενός ανθρώπου, που τα έλεγε "βελόνες μανταρίσματος". Κουβαλούσε πάντα μαζί του δώδεκα από δαύτα σε μια θήκη σαν αυτή που βάζουμε τα βέλη και πε αγε τρία τρία, το ένα μετά το άλλο, κρατώντας το τρίτο για το κλείσιμο της δουλειάς». Αυτό, πράγματι, έδειχνε τι άνθρωπος ήταν. Ακόμα και τώρα, είκοσι χρόνια αργότερα δηλαδή, παρέμενε ατρόμητος σε σημείο παραφροσύνης και αδιαφορούσε εντελώς για τη ζωή του. «Τέλος πάντων, ήρθε, λοιπόν, αυτός ο τρελός Σκύθης. Χουμ, χου, χουμ, έχωσε τρεις βελόνες μανταρίσματος στο συκώτι του τέρατος της Κορίνθου, που βγήκαν από την πλάτη του. Πρόσθεσε όμως άλλη μία για καλό και για κακό εκεί ακριβώς που κρεμόταν το φρούτο του άντρα. Αυτό ήταν. Ο τιτάνας με κοίταξε στα μάτια, λύγισε και μετά σωριάστηκε σαν σακί που πέφτει από το κάρο. Αργότερα κατάλαβα ότι το μισό μου κρανίο ήταν εκτεθειμένο στον ήλιο, το πρό σωπό μου μια μάζα από αίμα και η δεξιά πλευρά της γε νειάδας μου στο μάγουλο και στο πιγούνι είχε κοπεί». «Πώς βγήκες από τη μάχη;» ρώτησα. «Να βγω; Έπρεπε να πολεμήσουμε άλλα χίλια μέτρα πε ρίπου πριν υποχωρήσει ο εχθρός και τελειώσουν όλα. Ο αδελ φός μου δε με άφηνε να αγγίξω το πρόσωπό μου. "Έχεις • 95 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μερικές γρατσουνιές" είπε. Εγώ όμως ένιωθα το αεράκι στο κρανίο μου. Ήξερα ότι είχα πληγωθεί άσχημα. Θυμάμαι μό νο εκείνο τον απαίσιο χειρουργό, το φίλο μας τον Αυτόχειρα, να με ράβει με σπάγκο που χρησιμοποιούν οι ναυτικοί, ενώ ο αδελφός μου κρατούσε το κεφάλι μου και έλεγε αστεία. "Δε θα είσαι και τόσο όμορφος μετά απ' αυτό. Δε θα ανη συχώ πια μήπως μου κλέψεις τη γυναίκα μου"». Στο σημείο αυτό ο Διηνέκης σταμάτησε. Σκυθρώπιασε και πήρε επίσημο ύφος ξαφνικά. Είπε ότι η ιστορία από δω και πέρα ήταν καθαρά προσωπική. Έπρεπε να βάλει τελεία. Τον παρακάλεσα να συνεχίσει. Μπορούσε να δει την απο γοήτευση στο πρόσωπό μου. «Παρακαλώ, αφέντη. Δε χρει άζεται να πεις την ιστορία με λεπτομέρειες, μόνο αυτά που θέλεις εσύ». «Ξέρεις» είπε με ύφος επιτιμητικό «τι παθαίνουν οι βοη θοί που διαδίδουν ιστορίες εκτός σχολείου». Ρούφηξε μια γουλιά κρασί και, αφού σκέφτηκε λιγάκι, ολοκλήρωσε: «Σί γουρα γνωρίζεις ότι δεν είμαι ο πρώτος σύζυγος της γυναί κας μου. Η Αρέτη ήταν παντρεμένη πριν με τον αδελφό μου». Το ήξερα αυτό, αλλά δεν το είχα ακούσει ποτέ από τα χείλη του αφέντη μου. «Αυτό έγινε αιτία να δημιουργηθεί ρήξη στην οικογένειά μου, γιατί συνήθως αρνιόμουν να μοιραστώ το φαγητό τους. Πάντα έβρισκα μια δικαιολογία. Ο αδελφός μου ήταν βαθιά πληγωμένος από αυτό, επειδή νόμιζε ότι δε σεβόμουν τη γ υ ναίκα του ή ότι είχα βρει κάποιο ελάττωμα πάνω της που δεν ήθελα να το κοινοποιήσω. Την είχε πάρει από την οικο γένειά της πολύ νέα, δεκαεπτά μόλις χρονών, κι αυτή η βια σύνη ήξερα ότι τον στενοχωρούσε. Την ήθελε τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να περιμένει. Φοβόταν μήπως τη ζητήσει κα νένας άλλος. Έτσι, όταν απέφευγα το σπίτι τους, νόμιζε ότι θεωρούσα λάθος αυτό που έκανε. • 96 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
»Πήγε στον πατέρα μας, ακόμα και στους εφόρους, και τους ζήτησε να με αναγκάσουν να δεχτώ τις προσκλήσεις του. Μια μέρα παλεύαμε στην παλαίστρα και λίγο έλειψε να με πνίξει (δεν τον έφτανα ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι). Με διέταξε να παρουσιαστώ εκείνο το βράδυ σπίτι του, με τα καλύτερά μου ρούχα και τρόπους. Ορκίστηκε ότι θα μου τσάκιζε την πλάτη αν τον προσέβαλλα άλλη μια φορά. »Σουρούπωνε όταν τον είδα να με πλησιάζει πάλι, δίπλα στο Μεγάλο Γύρο, τη στιγμή που τελείωνα την προγύμνασή μου. Ξέρεις τη δέσποινα Αρέτη και τη γλώσσα της. Είχε μια συζήτηση μαζί του. "Είσαι τυφλός, Ιατροκλή" του είπε. "Δε βλέπεις ότι ο αδελφός σου έχει αισθήματα για μένα; Γι' αυτό αποφεύγει όλες τις προσκλήσεις να μας επισκεφτεί. Ντρέπεται που έχει τέτοιο πάθος για τη γυναίκα του αδελφού του". »Ο αδελφός μου με ρώτησε στα ίσα αν αυτό ήταν αλήθ ε ι α . Είπα ψέματα σαν σκύλος, αλλά εκείνος είδε μέσα μου, όπως πάντα. Ήταν φανερό ότι προβληματίστηκε πολύ. Στε κόταν εντελώς ακίνητος, όπως έκανε από παιδί, και συλλο γιζόταν το θέμα. "Θα είναι δική σου όταν σκοτωθώ στη μά χη" δήλωσε. Κι η υπόθεση έκλεισε γι' αυτόν. »Όχι όμως και για μένα. Σε μια βδομάδα βρήκα κάποια δικαιολογία για να φύγω από την πόλη, παίρνοντας μέρος σε μια πρεσβεία πέρα από τη θάλασσα. Κατάφερα να κρατηθώ μακριά ολόκληρο το χειμώνα και γύρισα μόνο όταν το σύνταγμα του Ιατροκλή κλήθηκε για την Πελλήνη. Ο αδελ φός μου σκοτώθηκε εκεί. Δεν το έμαθα αμέσως, όχι πριν κερ ηθεί η μάχη και συγκεντρωθεί πάλι ο στρατός. Εγώ ήμουν είκοσι τεσσάρων ετών. Εκείνος τριάντα ενός». Το ύφος του Διηνέκη έγινε ακόμα πιο επίσημο. Η όποια επίδραση του κρασιού είχε χαθεί. Δίστασε αρκετά. Φαινόταν να αναρωτιέται αν έπρεπε να συνεχίσει ή να διακόψει την αφήγηση σε κείνο το σημείο. Κοίταξε ερευνητικά την έκ• 97 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
φρασή μου, ώσπου τελικά φάνηκε να ικανοποιείται, μια και άκουγα με την απαιτούμενη προσοχή και σεβασμό. Στράγ γισε το κύπελλό του και συνέχισε. «Πίστεψα ότι για το θάνατο του αδελφού μου έφταιγα εγώ, λες και τον είχα θελήσει μυστικά και οι θεοί είχαν αντα ποκριθεί σ' αυτή την ανίερη προσευχή. Ήταν το πιο οδυνη ρό πράγμα που μου συνέβη ποτέ. Ένιωθα ότι δεν μπορού σα να ζήσω άλλο, αλλά δεν ήξερα πώς να βάλω τέρμα στη ζωή μου με έντιμο τρόπο. Έπρεπε να γυρίσω σπίτι για το χατίρι του πατέρα και της μητέρας μου και για τους επική δειους αγώνες. Δεν πλησίασα ούτε μια φορά την Αρέτη. Σκό πευα να φύγω από τη Λακεδαίμονα μόλις τελείωναν οι αγώ νες, όμως ήρθε και με βρήκε ο πατέρας της. "Δε θα πεις ού τε μια λέξη στη θυγατέρα μου;" Δε γνώριζε τίποτε για τα αισθήματα που έτρεφα για κείνη. Εννοούσε απλώς ότι έπρε πε να δείξω την απαιτούμενη ευγένεια ως κουνιάδος και ότι είχα υποχρέωση να σιγουρευτώ ότι η Αρέτη θα έπαιρνε τον κατάλληλο σύζυγο. Είπε ότι αυτός ο σύζυγος έπρεπε να ήμουν εγώ. Ήμουν ο μοναδικός αδελφός του Ιατροκλή, οι οικογένειες ήταν ήδη γερά ενωμένες και, εφόσον η Αρέτη δεν είχε γεννήσει παιδί, αυτά που θα έκανα μαζί της θα ήταν και του αδελφού μου επίσης. »Αρνήθηκα. »Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν δυνατό να μαντέψει τον πραγματικό λόγο, ότι δεν μπορούσα να αντέξω την ντροπή να ικανοποιήσω το μεγαλύτερο πάθος μου στα κόκαλα του αδελφού μου. Ο πατέρας της Αρέτης δε θα καταλάβαινε. Πράγματι, πληγώθηκε πολύ και προσβλήθηκε. Ήταν μια αφόρητη κατάσταση, που έσπερνε τον πόνο και τη θλίψη σε όλους. Δεν ήξερα τι να κάνω για να διορθώσω τα πράγμα τα. Ήμουν στην πάλη ένα απόγευμα. Είχα αρχίσει να κάνω τις κινήσεις, κουβαλώντας πάντα μέσα μου το αιώνιο βάσα νο μου, όταν προκλήθηκε αναταραχή στην πύλη του Γυμνα• 98 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σίου. Μια γυναίκα είχε μπει στον περίβολο. Κανένα θηλυκό, όπως ξέρουμε όλοι, δεν επιτρέπεται να πατήσει το πόδι του σ' αυτά τα μέρη. Προσβλητικοί ψίθυροι άρχισαν να ακού γονται. Κι εγώ ο ίδιος σηκώθηκα από το σκάμμα —γυμνός, όπως όλοι— για να βοηθήσω τους άλλους να πετάξουν τον παρείσακτο έξω. »Και τότε την είδα. Ήταν η Αρέτη. »Οι άντρες παραμέρισαν μπροστά της όπως ο σπόρος μπροστά στους θεριστές. Εκείνη σταμάτησε ακριβώς δίπλα στα δρομάκια όπου στέκονταν οι παλαιστές γυμνοί, περι μένοντας να μπουν στην παλαίστρα. »"Ποιος από σας θα με πάρει γυναίκα του;" ρώτησε τους παρευρισκομένους, που στέκονταν τώρα με το στόμα ανοι χτό, χωρίς να βγάζουν λέξη, σαν μοσχάρια. Η Αρέτη είναι μια αξιαγάπητη γυναίκα, έστω και μετά από τέσσερις κόρες, αλλά τότε, παιδούλα ακόμα δεκαεννιά χρονών, ήταν εκτυ φλωτική σαν θεά. Δεν υπήρχε άντρας που να μην την ποθούσε. Όμως όλοι τους στέκονταν παραλυμένοι, χωρίς να προ φέρουν λέξη. "Δε θα έρθει κανείς να με ζητήσει;" »Έκανε στροφή, βάδισε προς το μέρος μου και στάθηκε μπροστά μου. "Τότε, πρέπει να με πάρεις εσύ γυναίκα σου, Διηνέκη, διαφορετικά ο πατέρας μου δε θα αντέξει την ντροπή". »Η καρδιά μου διχάστηκε. Η μισή μισοζαλισμένη από την αδιαντροπιά και την τόλμη αυτής της γυναίκας, αυτού του κοριτσιού, που είχε το θράσος να κάνει κάτι τέτοιο, η άλλη μισή συγκινημένη από το θάρρος και την εξυπνάδα της». «Τι έγινε μετά;» ρώτησα. «Μήπως είχα άλλη επιλογή; Έγινα σύζυγός της». Ο Διηνέκης είπε κι άλλες ιστορίες για τους άθλους του αδελφού του στους Αγώνες και την ανδρεία του στη μάχη. Σε κάθε τομέα, στην ταχύτητα, στην εξυπνάδα και στην ομορ φιά, στην αρετή και στη μεγαλοψυχία, ακόμα και στο χορό. • 99 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ο αδελφός του τον ξεπερνούσε. Ήταν φανερό ότι ο Διηνέκης τον σεβόταν όχι μόνο επειδή ήταν ο μεγάλος του αδελφός αλ λά και ως άντρα. Τον εκτιμούσε βαθιά και τον θαύμαζε. «Τι υπέροχο ζευγάρι ήταν ο Ιατροκλής και η Αρέτη. Όλη η πόλη περίμενε με αγωνία τους γιους τους. Τι πολεμιστές και ήρω ες θα έβγαζε ο συνδυασμός των δύο οικογενειών τους». Αλλά ο Ιατροκλής και η Αρέτη δεν απόκτησαν παιδιά και αυτά που έκανε η γυναίκα με το Διηνέκη ήταν όλα κορίτσια. Ο Διηνέκης δεν είπε ποτέ κουβέντα, αλλά η θλίψη ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Γιατί οι θεοί να τους χαρί σουν μόνο κορίτσια; Τι άλλο θα μπορούσε να είναι εκτός από την κατάρα τους, από την τιμωρία τους για το έγκλημα της ιδιοτελούς εκείνης αγάπης στην καρδιά του αφέντη μου; Ο Διηνέκης συνήλθε από τις σκέψεις του ή από αυτό που ήμουν σίγουρος ότι τον απασχολούσε και έδειξε κάτω, την Οδό των Πρωταθλητών. «Καταλαβαίνεις, λοιπόν, Χίονη, πόσο πιο εύκολο είναι για μένα να αντιμετωπίζω με θάρρος τον εχθρό απ' ό,τι οι άλλοι. Έχω το παράδειγμα του αδελφού μου μπροστά μου. Ξέρω πως, όποια ανδραγαθήματα κι αν μου επιτρέψουν οι θεοί να κάνω, ποτέ δε θα τον φτάσω. Αυτό είναι το μυστικό μου. Αυτό με κρατάει ταπεινό». Χαμογέλασε. Ένα παράξενο, θλιμμένο χαμόγελο. «Τώρα, λοιπόν, Χίονη, ξέρεις τα μυστικά της καρδιάς μου. Και πώς έφτασα να γίνω το ωραίο παλικάρι που βλέπεις μπροστά σου». Γέλασα, όπως ήθελε ο αφέντης μου. Ωστόσο κάθε ίχνος χαράς είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπό του. «Κουράστηκα όμως» είπε και γύρισε πλευρό πάνω στο χώμα. «Αν μου επιτρέπεις, είναι ώρα να ξεπαρθενέψουμε τη γεροντοκόρη, όπως λένε». Και με αυτά τα λόγια κουλουριάστηκε στα καλάμια με τα οποία ήταν στρωμένο το έδαφος και κοιμήθηκε αμέσως. • 100 •
Βιβλίο δεύτερο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
8 Η ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ προηγούμενων συνεντεύξεων κράτησε αρκετά βράδια ενώ τα στρατεύματα της Μεγαλειότητάς Του συνέχιζαν την απρόσκοπτη προέλαση τους στην Ελλάδα. Μετά την ήττα στις Θερμοπύλες ο ελληνικός στόλος υπέστη σοβαρές απώλειες τόσο σε πλοία όσο και σε άντρες στη ναυμαχία που δόθηκε ταυτόχρονα στο Αρτεμίσιο. Όλοι οι Έλληνες και οι σύμμαχοί τους, στρατός και στόλος, υποχω ρούσαν. Οι ελληνικές χερσαίες δυνάμεις αποσύρθηκαν νότια προς τον Ισθμό της Κορίνθου. Μαζί τους ενώθηκαν και τα στρατεύματα άλλων ελληνικών πόλεων, συμπεριλαμβανο μένης της Σπάρτης, μετά το γενικό προσκλητήριο. Σκόπευ αν να δημιουργήσουν ένα τείχος για να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο. Τα πλοία αποσύρθηκαν στην Εύβοια και στο ακρωτήριο Σούνιο για να ενωθούν με το κυρίως σώμα του Ελληνικού στόλου στην Αθήνα και στη Σαλαμίνα, στον κόλπο του Σαρωνικού. Οι δυνάμεις της Μεγαλειότητάς Του πυρπόλησαν όλη τη Φωκίδα. Αυτοκρατορικά στρατεύματα έκαψαν εκ βάθρων τις πόλεις Δρυμό, Χαράδρα, Έρωχο, Τεθρώνιο, Άμφισσα, Νέωνα, Πεδιείς, Τρίτεια, Ελάτεια, Υάμπολη και Παραποτάμους. Όλοι οι ναοί των θεών των Ελλήνων, όπως και ο να ός του Απόλλωνα στις Άβες, ισοπεδώθηκαν και οι θησαυροί τους λεηλατήθηκαν. Όσο για τη Μεγαλειότητά Του, ο βασιλικός χρόνος Του • 103 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
καταναλωνόταν μέρα και νύχτα σε επείγοντα στρατιωτικά και διπλωματικά θέματα. Αυτές οι απαιτήσεις ωστόσο δε μείωσαν την επιθυμία της Μεγαλειότητάς Του να ακούσει τη συνέχεια της ιστορίας του αιχμαλώτου Χίονη. Διέταξε να συνεχιστούν οι συνεντεύξεις και κατά την απουσία Του και όσα λεχθούν να καταγραφούν, ώστε η Μεγαλειότητά Του να τα διαβάζει τις ελεύθερες ώρες Του. Ο Έλληνας ανταποκρίθηκε με θέρμη σ' αυτή τη διαταγή. Η θέα της πατρίδας του Ελλάδας, που καταστρεφόταν από τις αμέτρητες αυτοκρατορικές δυνάμεις, προκάλεσε μεγά λη στενοχώρια στον άντρα και φαινόταν να πυρπολεί τη θέ λησή του να καταγραφούν όσο πιο πολλά γινόταν από την ιστορία του και όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Οι επιστολές που αναφέρονταν στη λεηλασία του ναού του Απόλλωνα στο Μαντείο των Δελφών φάνηκαν μόνο να μεγαλώνουν τη θλί ψη του αιχμαλώτου. Εμπιστεύτηκε την ανησυχία του μήπως η Μεγαλειότητά Του είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με τη δι κή του ιστορία και τις προσωπικές ιστορίες άλλων ανθρώ πων και αγωνιούσε να περάσει σε πιο ενδιαφέροντα θέμα τα, όπως οι τακτικές των Σπαρτιατών, η εκπαίδευση και η πολεμική φιλοσοφία. Ο Έλληνας ικέτευσε την υπομονή της Μεγαλειότητάς Του, λέγοντας ότι η αφήγηση έμοιαζε να «λέ γεται από μόνη της» με την καθοδήγηση του θεού και ότι αυτός, ο αφηγητής της, μπορούσε μόνο να ακολουθήσει όπου αυτή οδηγούσε. Αρχίσαμε πάλι, απουσία της Μεγαλειότητάς Του, ένα βρά δυ της ένατης μέρας του Τασριτού, στη σκηνή του Ορόντη, αρχηγού των Αθανάτων.
Η Μεγαλειότητα Του ζήτησε να αναφερθώ σε ορισμένες εκ παιδευτικές πρακτικές των Σπαρτιατών, ιδίως αυτές που σχετίζονται με τους νέους και την ανατροφή τους, σύμφω• 104 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
να με τον πολεμικό κώδικα του Λυκούργου. Ένα συγκεκρι μένο επεισόδιο ίσως είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό όχι μόνο επειδή παρέχει κάποιες λεπτομέρειες αλλά και γιατί μετα φέρει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκεί. Το επεισόδιο αυτό δεν ήταν καθόλου παράτυπο. Το αναφέρω τόσο για την αξία των πληροφοριών του όσο και επειδή εμπλέκονται σ' αυτό αρκετοί από τους άντρες τον ηρωισμό των οποίων πιστοποίησε η Μεγαλειότητά Του με τα ίδια του τα μάτια στη μάχη των Θερμοπυλών. Αυτό το επεισόδιο συνέβη έξι χρόνια περίπου πριν τη μάχη στις Θερμοπύλες. Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών τότε και δεν είχα προσληφθεί ακόμη από τον αφέντη μου ως βοηθός του. Στην πραγματικότητα, είχα μόνο δυο χρόνια που κατοικούσα στη Λακεδαίμονα. Υπηρετούσα ως παραστάτης παις, κάτι σαν σύντροφος στην εκπαίδευση, ενός νεαρού Σπαρτιάτη που λεγόταν Αλέξανδρος. Τον έχω αναφέρει μια δυο φορές μέχρι τώρα. Ήταν γιος του πολέμαρχου Ολύμπιου και εκείνη την εποχή, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, ο προστατευόμενος του Διηνέκη. Ο Αλέξανδρος ήταν γόνος μιας από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της Σπάρτης. Η γενιά του από την πλευρά των Ευρυποντιδών καταγόταν απευθείας από τον Ηρα κλή. Δεν ήταν ωστόσο κατάλληλος λόγω ιδιοσυγκρασίας για το ρόλο του πολεμιστή. Σε έναν πιο ευγενικό κόσμο ο Αλέξανδρος μπορεί να ήταν ποιητής ή μουσικός. Εύκολα κατάφερε να γίνει ο καλύτερος αυλητής της τάξης του, αν και σπάνια άγγιζε το όργανο για να εξασκηθεί. Τα προσόντα του ως τραγουδιστή ήταν εξαιρετικά, τόσο όταν ήταν παιδί, γιατί διέθετε φωνή άλτο, όσο και όταν έγινε άντρας αργότερα, οπότε η φωνή του σταθεροποιήθηκε σε πραγματικού τενόρου. Εντελώς συμπτωματικά, εκτός κι αν ήταν θέλημα κάποιου θεού, εκείνος και εγώ, όταν ήμαστε δεκατριών ετών, είχα• 105 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
με μαστιγωθεί ταυτόχρονα, για διαφορετικά παραπτώματα, σε διαφορετικά σημεία του ίδιου πεδίου ασκήσεων. Το δι κό του παράπτωμα είχε σχέση με κάποια παράβαση στη βούα της αγωγής του, της ομάδας εκπαίδευσής του. Το δι κό μου ήταν επειδή δεν είχα ξυρίσει καλά το λαιμό μιας κα τσίκας που προοριζόταν για θυσία. Στον ξεχωριστό ξυλοδαρμό μας ο Αλέξανδρος έπεσε πιο μπροστά από μένα. Δεν το αναφέρω αυτό για λόγους περη φάνιας. Το λέω απλώς επειδή εγώ δέχτηκα περισσότερους ραβδισμούς. Ήμουν περισσοότερο συνηθισμένος σ' αυτό. Η αντίθεση στη συμπεριφορά μας, δυστυχώς για τον Αλέξαν δρο, θεωρήθηκε ντροπή για την ανώτερη τάξη. Για να τρι φτεί, λοιπόν, η μύτη του, οι παιδονόμοι με υποχρέωσαν να είμαι συνεχώς δίπλα του και τον διέταξαν να παλεύει συνε χώς μαζί μου μέχρι να με κάνει να ξεράσω αίμα. Όσο για μένα, με πληροφόρησαν ότι, αν υποψιάζονταν ότι τον διευ κόλυνα, από φόβο μήπως μου κάνει κακό, θα με μαστίγω ναν μέχρι να φανούν στον ήλιο τα κόκαλα της ράχης μου. Οι Λακεδαιμόνιοι είναι ιδιαίτερα διορατικοί σ' αυτά τα θέματα, ξέρουν ότι καμιά άλλη ρύθμιση δεν είναι τόσο πο νηρά φτιαγμένη για να δεσμεύσει δυο νέους. Γνώριζα πολύ καλά ότι, αν έπαιζα το ρόλο μου ικανοποιητικά, θα συνέχι ζα να παραμένω στην υπηρεσία του Αλέξανδρου και θα γι νόμουν βοηθός του όταν θα έφτανε στα είκοσι και θα έπαιρ νε τη θέση του ως πολεμιστή στη γραμμή της μάχης. Ήταν ό,τι έπρεπε για μένα. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο είχα έρθει στη Σπάρτη — να παρακολουθήσω την εκπαί δευση από κοντά και να υποστώ όση από αυτή επέτρεπαν οι Σπαρτιάτες. Ο στρατός βρισκόταν στις βαλανιδιές, στην κοιλάδα Οτόνα, ένα ζεστό απομεσήμερο στα τέλη του καλοκαιριού, σε μια οκτωνυκτία, όπως την αποκαλούν οι Λακεδαιμόνιοι, η μόνη πόλη που την εφαρμόζει. Πρόκειται για γυμνάσια συ• 106 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ντάγματος*, αν και στην περίπτωση αυτή λάβαινε μέρος μια μεραρχία. Μια ολόκληρη μόρα, πάνω από χίλιοι διακό σιοι άντρες με πλήρη εξοπλισμό και όλα όσα χρειάζονται στη μάχη, με ισάριθμους βοηθητικούς και είλωτες, είχε πο ρευτεί μέχρι τα οροπέδια. Οι άντρες γυμνάζονταν στο σκο τάδι επί τέσσερις νύχτες και κοιμόνταν την ημέρα σε ανοι χτούς καταυλισμούς, με βάρδιες, σε πλήρη ετοιμότητα, χω ρίς κάλυψη, και μετά συνέχιζαν τα γυμνάσια νύχτα και μέ ρα για τις επόμενες τρεις ημέρες. Οι συνθήκες ήταν επίτη δες δύσκολες για να μοιάζουν όσο γίνεται πιο πολύ με εκεί νες μιας πραγματικής εκστρατείας, προσποιούμενοι τα πά ντα εκτός από τις στρατιωτικές απώλειες. Γίνονταν ψεύτικες έφοδοι από πλαγιές είκοσι μοιρών, με κάθε άντρα να φέρει γυλιό και πανοπλία, που σήμαινε τριάντα έξι κιλά ασπίδα και εξοπλισμό. Ορμούσαν από το λόφο και στη συνέχεια κα ταλάμβαναν την κοιλάδα. Το μέρος είχε επιλεγεί λόγω της πετρώδους μορφής του εδάφους και των πολλών ροζιασμέ νων βαλανιδιών με τα χαμηλά κλαδιά, από τις οποίες ήταν διάστικτες oι πλαγιές. Η τέχνη ήταν να καταλάβεις τα πά ντα, όπως το νερό περνά πάνω από τους βράχους, χωρίς να διασπαστεί η γραμμή. Δεν υπήρχαν ευκολίες. Το κρασί ήταν μισή μερίδα τις τέσ σερις πρώτες μέρες, καθόλου τις άλλες δυο και κανένα υγρό, ούτε νερό, τις υπόλοιπες δύο. Το σιτηρέσιο ήταν ξερό ψωμί * Υπάρχουν δύο απόψεις για τον τρόπο διάρθρωσης του στρατού των Σπαρτιατών. Ο Θουκυδίδης (5.68, το 418 π.Χ.) παραδίδει ότι το στράτευμα διαρθρώνεται σε λόχους, πεντυκοστύες και ενωμοτίες, ενώ οι αντίστοιχοι υπεύθυνοι ήταν ο λοχα γός, ο πεντηκοντήρ και ο ενωμοτάρχης. Τέσσερις ενωμοτίες (4 x 32 άντρες) συ γκροτούσαν μία πεντηκοστύν και τέσσερις πεντηκοστύες (4 χ 128 άντρες) ένα λόχο (512 άντρες). Διευκρινίζει μάλιστα ότι υπήρχαν 7 λόχοι και επιπλέον 600 Σκιρίτες (περίοικοι που αποτελούσαν επίλεκτο σώμα), ενώ η συγκεκριμένη δύ ναμη αποτελούσε τα 5/6 του συνόλου της Σπάρτης. Ο Ξενοφώντας, αντίθετα (Λακ. Πολ. 11,4), παραδίδει ότι υπήρχαν συνολικά 6 μόρες οπλιτών και ιππέων με υπεύθυνο στην καθεμιά έναν πολέμαρχο. Η μόρα διέθετε 4 λοχαγούς, 8 πεντηκοντήρες και 16 ενωμοτάρχες. Αναφέρεται, επομέ νως, σε μια διαφορετική διάρθρωση του στρατεύματος. Σ.τ.Μ.
• 107 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
από λιναρόσπορο, που, όπως έλεγε ο Διηνέκης, έκανε μόνο για να μονώνεις στάβλους, και σύκα. Τίποτα μαγειρευτό. Αυτού του είδους τα γυμνάσια γίνονται εν αναμονή της νυ χτερινής δράσης. Ο κύριος σκοπός τους είναι να εκπαιδεύ σουν τους πολεμιστές να πατούν σταθερά, να προσανατο λίζονται μέσα στη φάλαγγα και στη μάχη χωρίς να βλέ πουν, ιδίως σε ανώμαλα εδάφη. Για τους Λακεδαιμονίους εί ναι αξίωμα ότι ένας στρατός οφείλει να παρατάσσεται και να κινείται στη γραμμή το ίδιο επιδέξια στα τυφλά όπως και όταν υπάρχει ορατότητα. Γιατί, όπως γνωρίζει η Μεγαλειό τητά Του, μέσα στη σκόνη και στον τρόμο, μες στον ορυμα γδό της μάχης, κανείς δεν μπορεί να δει πάνω από ενάμισι μέτρο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Δεν μπορεί ούτε τη φωνή του ν' ακούσει μέσα σε κείνο τον αχό. Οι άλλοι Έλληνες έχουν τη λανθασμένη αντίληψη, την οποία έχουν καλλιεργήσει επίτηδες οι Σπαρτιάτες, ότι ο χα ρακτήρας της στρατιωτικής εκπαίδευσης των Λακεδαιμο νίων είναι σκληρός και δε σηκώνει αστεία. Όμως αυτό απέ χει πολύ από την πραγματικότητα. Δεν έχω ζήσει ποτέ κά τω από άλλες συνθήκες την ατέλειωτη ιλαρότητα που επι κρατεί κατά τη διάρκεια αυτών των εξαντλητικών γυμνα σίων. Οι άντρες αρχίζουν τ' αστεία από τη στιγμή που η σάλ πιγγα θα ηχήσει το εγερτήριο μέχρι την ώρα που οι κουρα σμένοι πολεμιστές θα τυλιχτούν στους μανδύες τους για να κοιμηθούν. Ακόμα και τότε μπορείς να τους ακούσεις να ψι θυρίζουν αστεία, ενώ τα πνιχτά τους γέλια αντηχούν παρά ξενα στην πεδιάδα αρκετή ώρα πριν αποκοιμηθούν βαθιά. Είναι τα αστεία που λένε μεταξύ τους οι στρατιώτες που πηγάζουν από την εμπειρία της κοινής τους μιζέριας και τα οποία ερμηνεύονται συχνά λανθασμένα από κείνους που δεν έχουν ίδιους στόχους και δεν υφίστανται τις ίδιες ταλαιπωρίες. «Σε τι διαφέρουν ένας Σπαρτιάτης βασιλιάς και ένας μεσαίος οπλίτης;» ρωτά ένας άντρας το σύντρο• 108
•
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
φό του καθώς ετοιμάζονται να ξαπλώσουν στο ύπαιθρο μέσα στη βροχή. Ο φίλος του κάνει πως σκέφτεται λιγάκι. «Ο βασιλιάς κοιμάται σε κείνη τη βρομότρυπα εκεί κάτω» απαντά «ενώ εμείς κοιμόμαστε σ' αυτή τη βρομότρυπα εδώ
πέρα».
Όσο πιο άθλιες οι συνθήκες τόσο πιο ξεκαρδιστικοί οι αστεϊσμοί ή έτσι τουλάχιστον έδειχναν. Έχω δει σεβάσμιους ομοίους από πενήντα και πάνω, με γκρίζες γενειάδες και αρ χοντική εμφάνιση σαν το Δία, να πέφτουν στα τέσσερα με τα αστεία, να κυλιούνται ανάσκελα και να κατουριούνται κυ ριολεκτικά πάνω τους από τα γέλια. Κάποτε που είχα πάει για ένα θέλημα, είδα τον ίδιο το Λεωνίδα ανίκανο να κρα τηθεί στα πόδια του περισσότερο από ένα λεπτό, τόσο π ο λύ είχε λιγωθεί από κάποιο έξυπνο χωρατό. Κάθε φορά που προσπαθούσε να σηκωθεί, κάποιος από τους συντρόφους του, γκριζομάλληδες λοχαγοί κοντά στα εξήντα, αλλά για κείνον φίλοι παιδικοί που τους φώναζε ακόμη με τα παρα τσούκλια που είχαν στην αγωγή, τον βασάνιζε με μια άλλη έκδοση του αστείου, που τον αναστάτωνε πάλι και τον έκα νε να γονατίζει ξανά. Αυτό και άλλα παρόμοια περιστατικά έκαναν το Λεω νίδα αγαπητό σε όλους τους άντρες, όχι μόνο στους Σπαρ τιάτες ομοίους αλλά και στους υπομείονες και στους περι οίκους. Έβλεπαν το βασιλιά τους, που κόντευε τα εξήντα, να υπομένει όλα όσα υπέφεραν κι αυτοί. Ήξεραν ακόμη πως τη στιγμή του αγώνα θα έπαιρνε τη θέση του όχι στην ασφά λεια των μετόπισθεν αλλά στην πρώτη γραμμή, στο πιο επι κίνδυνο σημείο του πεδίου της μάχης. Ο σκοπός μιας οκτωνυκτίας είναι να οδηγήσει τα άτομα της μεραρχίας, αλλά και όλης της μονάδας, πέρα από τους αστεϊσμούς. Λένε πως μόλις τελειώνουν τα χωρατά αρχίζουν τα πραγματικά μαθήματα και κάθε άντρας, και η μόρα ως σύνολο, κάνει τις μεγάλες προόδους που θα αποπληρωθούν • 109 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
την κρίσιμη στιγμή. Τα σκληρά γυμνάσια έχουν σκοπό να δυ ναμώσουν το νου μάλλον παρά την πλάτη. Οι Σπαρτιάτες λένε πως οποιοσδήποτε στρατός μπορεί να νικήσει εφόσον έχει ακόμα τα πόδια του στη θέση τους· η πραγματική δο κιμασία έρχεται όταν όλες οι δυνάμεις έχουν φύγει και οι άντρες πρέπει να νικήσουν μόνο με τη θέληση τους. Η έβδομη μέρα είχε φτάσει και κόντευε να τελειώσει. Ο στρατός βρισκόταν στο στάδιο της εξουθένωσης και στα όρια της αντοχής του. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο στόχος της οκτωνυκτίας. Ήταν αργά το απόγευμα. Οι άντρες μό λις είχαν σηκωθεί μετά από έναν ανεπαρκή ύπνο, άνυδροι και ρυπαροί, μέσα στη βρόμα, λίγο πριν αρχίσει η τελευ ταία νυχτερινή άσκηση. Όλοι ήταν πεινασμένοι, κουρασμέ νοι και εντελώς στεγνοί από νερό. Ακούστηκαν εκατό πα ραλλαγές του ίδιου αστείου, ενώ οι άντρες εύχονταν να εί χαν αληθινό πόλεμο. Έτσι, θα μπορούσαν να κοιμηθούν πά νω από μισή ώρα και να φάνε μια γεμάτη καραβάνα. Οι στρατιώτες μάζευαν τα μακριά, υγρά από τον ιδρώτα μαλ λιά τους και τα στερέωναν πίσω, ενώ οι βοηθοί και οι εί λωτές τους, το ίδιο άθλιοι και στεγνοί με τα αφεντικά τους, τους έδιναν το τελευταίο ξεροκόμματο της συκόπιτας, χω ρίς κρασί ή νερό, και τους ετοίμαζαν για τη βραδινή θυσία. Όλα τα όπλα τους και η πανοπλία περίμεναν στην εντέλεια να πιάσουν νυχτερινή δουλειά. Η εκπαιδευτική ομάδα του Αλέξανδρου είχε ήδη ξυπνή σει και παραταχθεί. Αποτελούνταν από άλλα οχτώ παιδιά, δεκατριών και δεκατεσσάρων ετών, που υπάκουαν στις δια ταγές των εικοσάχρονων εκπαιδευτών τους. Ήταν στις χα μηλότερες πλαγιές, κάτω από το στρατόπεδο. Αυτές οι ομά δες της αγωγής ήταν συνήθως εκτεθειμένες στα μάτια των μεγαλυτέρων τους και υφίσταντο τα καψόνια τους. Αυτό γι νόταν για να μεγαλώσει πιο πολύ το ένστικτο της άμιλλας μεταξύ τους. Εμένα με είχαν στείλει στο πάνω στρατόπεδο 110
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
να δώσω ένα μήνυμα. Σε μια στιγμή, κάτω στην πεδιάδα, δη μιουργήθηκε αναταραχή, που ο απόηχός της έφτασε μέχρι εδώ πάνω. Γύρισα και είδα τον Αλέξανδρο μόνο του, στο άκρο της ομάδας του, και τον Πολύνεικο, ιππέα και ολυμπιονίκη, να στέκει μπρος του οργισμένος. Ο Αλέξανδρος ήταν δεκατεσ σάρων, ο Πολύνεικος είκοσι τριών. Κι από μακριά ακόμα έβλεπες ότι το αγόρι ήταν τρομοκρατημένο. Αυτός ο πολεμιστής, ο Πολύνεικος, δεν αστειευόταν. Ήταν ανιψιός του Λεωνίδα, με ένα μετάλλιο ανδρείας ήδη στο όνομά του και ανελέητος. Προφανώς, είχε κατέβει από το πάνω στρατόπεδο για να κάνει έφοδο, είχε επιθεωρήσει τα αγόρια της αγωγής και διέκρινε κάποιο παράπτωμα στην πειθαρχία. Οι όμοιοι ψηλά απ' την πλαγιά άκουγαν τώρα τα πάντα. Ο Αλέξανδρος είχε παραμελήσει την ασπίδα του ή, για να χρησιμοποιήσω το δωρικό όρο, την είχε ατιμάσει. Δεν την κρατούσε, την είχε αφήσει κάτω, μπρούμυτα, πάνω στο έδα φος, με το μεγάλο κοίλο τμήμα της, τον ομφαλό, να βλέπει στον ουρανό. Ο Πολύνεικος στάθηκε μπροστά του. «Τι είναι αυτό που βλέπω στο χώμα εμπρός μου;» ούρλιαξε. Οι Σπαρτιάτες ψη λά άκουγαν κάθε συλλαβή. «Θα πρέπει να είναι ουροδοχείο, ένα κομψό καθίκι που κοιτάζει προς τα πάνω». «Είναι καθίκι;» ρώτησε τον Αλέξανδρο. Το αγόρι απά ντησε όχι. «Τότε τι είναι;» «Είναι μια ασπίδα». Ο Πολύνεικος είπε ότι αυτό ήταν αδύνατο. «Δεν μπορεί να είναι ασπίδα, είμαι σίγουρος γι' αυτό». Η φωνή του αντήχησε δυνατά στην αμφιθεατρική κοιλάδα. «Γιατί ακόμα και το πιο κουτό, το πιο τιποτένιο σκατό, ένα παιδάριο, δε θα άφηνε την ασπίδα του με το πρόσωπο προς • 111 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τα κάτω, από όπου δε θα μπορούσε να την πιάσει αμέσως αν ο εχθρός ερχόταν εναντίον του». Ύψωσε το ανάστημά του πάνω από το τρομοκρατημένο παιδί. «Είναι ένα καθίκι» δήλωσε ο Πολύνεικος. «Γέμισε το». Το μαρτύριο άρχισε. Ο Αλέξανδρος διατάχτηκε να ουρήσει μέσα στην ασπίδα. Ναι, ήταν μια εκπαιδευτική ασπίδα. Όμως ο Διηνέκης ήξερε, καθώς κοίταζε κάτω με τους άλλους ομοίους από την πλα γιά, ότι εκείνη ειδικά η ασπίδα, η χιλιομπαλωμένη μετά από τόσες δεκαετίες, ανήκε στον πατέρα του Αλέξανδρου και πιο πριν στον παππού του. Ο Αλέξανδρος ήταν τόσο τρομαγμένος και τόσο αφυδα τωμένος, που δεν έβγαλε ούτε μια σταγόνα. Τώρα ένα δεύτερο γεγονός ήρθε να προστεθεί στο πρώ το: μια τάση ανάμεσα στους νεαρούς εκπαιδευόμενους, που δεν ήταν προς το παρόν το αντικείμενο της οργής του ανω τέρου τους, να δημιουργήσουν αναταραχή με τη διεστραμ μένη χαρά τους για τη δυστυχία του άτυχου συντρόφου τους, που ήταν αναγκασμένος να βγάλει τα κάστανα από τη φω τιά. Τα αγόρια που στέκονταν στη γραμμή δάγκωναν τις γλώσσες τους για να συγκρατήσουν τα γέλια τους. Ένας νε αρός, ο Αρίστωνας, που ήταν πολύ όμορφος και ο ταχύτε ρος δρομέας της τετάρτης τάξης, κάτι σαν τη νεότερη έκ δοση του Πολύνεικου, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Ένα πνιχτό γέλιο ξέφυγε από τα σφιγμένα σαγόνια του. Ο Πολύνεικος στράφηκε προς το μέρος του αγριεμένος. Ο Αρίστωνας είχε τρεις αδελφές, που όλες τους άξιζαν ένα «διπλό κοίταγμα», όπως έλεγαν οι Λακεδαιμόνιοι, εννοώ ντας ότι ήταν τόσο ωραίες, που μια ματιά δεν ήταν αρκετή, έπρεπε να τις κοιτάξεις δυο φορές για να τις εκτιμήσεις. Ο Πολύνεικος ρώτησε τον Αρίστωνα αν νόμιζε ότι αυτό ήταν αστείο. «Όχι» αποκρίθηκε το αγόρι. • 112 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Αν νομίζεις ότι αυτό είναι αστείο, περίμενε να ριχτείς στη μάχη. Τότε θα σε πιάσει υστερία από τα γέλια». «Όχι». «Και όμως έτσι είναι. Θα γελάς νευρικά, όπως οι αδελ φές σου». Πλησίασε ακόμα πιο πολύ. «Αυτό νομίζεις ότι εί ναι ο πόλεμος, γαμημένε μπάσταρδε;» «Όχι». Ο Πολύνεικος πλησίασε το πρόσωπό του στου αγοριού. Τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν από κακία. «Πες μου. Πότε νομίζεις ότι θα γελάσεις περισσότερο: Όταν χωθεί ένα εχθρικό ακόντιο σαράντα πέντε πόντους στα παπάρια σου ή όταν χτυπηθεί ο υμνωδός συμμαθητής σου Αλέξανδρος;» «Σε καμία περίπτωση». Το πρόσωπο του Αρίστωνα έγι νε πέτρα. «Με φοβάσαι, έτσι δεν είναι; Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που γέλασες. Είσαι πολύ ευτυχισμένος που δεν επέ λεξα εσένα». «Όχι». «Πώς; Δε με φοβάσαι;» Ο Πολύνεικος απαιτούσε μια απάντηση. Γιατί, αν ο Αρίστωνας τον φοβόταν, θα ήταν δειλός. Αν δεν τον φοβόταν, θα ήταν άμυαλος και αμαθής, πολύ πιο χειρότερο ακόμα. «Ποιο απ' τα δύο συμβαίνει, σκατόπαιδο; Γιατί καλά θα κάνεις να με φοβάσαι. Θα βάλω την ψωλή μου στο δεξί σου αυτί, θα τη βγάλω από το αριστερό και θα γεμίσω αυτό το καθίκι μόνος μου». Ο Πολύνεικος διέταξε τα αγόρια να αναλάβουν τη δου λειά του Αλέξανδρου. Κι ενώ οι σταγόνες των ούρων τους λέρωναν το πλαίσιο της ασπίδας που ήταν ντυμένο με ξύλο και δέρμα, πάνω από τα φυλαχτά που είχαν φτιάξει η μητέ ρα και οι αδελφές του Αλέξανδρου και τα οποία κρέμονταν από το μέσα μέρος του πλαισίου, ο Πολύνεικος έστρεψε πά λι την προσοχή του στον Αλέξανδρο και άρχισε να τον ρω• 113 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τά για το πρωτόκολλο της ασπίδας, που το αγόρι γνώριζε από τότε που ήταν τριών ετών. «Η ασπίδα πρέπει να είναι όρθια συνεχώς» είπε ο Αλέ ξανδρος με δυνατή φωνή «με τη χειρίδα και τη λαβή σε ετοι μότητα. Αν ο πολεμιστής είναι σε ανάπαυση, η ασπίδα του πρέπει να ακουμπά στα γόνατά του. Αν κάθεται ή είναι ξα πλωμένος, πρέπει να στέκει όρθια, στηριγμένη στη βάση του τρίποδα, ενός ελαφριού στηρίγματος με τρία πόδια που με τέφεραν όλοι στον ομφαλό της ασπίδας, σε μια θήκη φτιαγ μένη ειδικά γι' αυτόν το σκοπό». Οι άλλοι νεαροί, εκτελώντας τις διαταγές του Πολύνεικου, είχαν τελειώσει το κατούρημα κακήν κακώς μέσα στον ομφαλό της ασπίδας του Αλέξανδρου. Έριξα μια ματιά στο Διηνέκη. Το πρόσωπό του δεν έδειχνε την παραμικρή συγκί νηση, αν και ήξερα ότι αγαπούσε τον Αλέξανδρο και ότι το μόνο που ήθελε ήταν να κατηφορίσει την πλαγιά και να σκο τώσει τον Πολύνεικο. Όμως ο Πολύνεικος είχε δίκιο. Ο Αλέξανδρος είχε κάνει λάθος. Το αγόρι έπρεπε να πάρει το μάθημά του. Ο Πολύνεικος είχε τώρα τον τρίποδα του Αλέξανδρου στα χέρια. Ο μικρός τρίποδας ήταν φτιαγμένος από τρία ξύλα ενωμένα στο ένα άκρο με ένα δερμάτινο λουρί. Τα ξύλα ήταν χοντρά όσο το δάχτυλο ενός χεριού και είχαν μήκος γύρω στα σαράντα πέντε εκατοστά. «Γραμμή μάχης!» μούγκρισε ο Πολύνεικος. Η ομάδα των παιδιών υπάκουσε αμέσως. Τους έβαλε όλους να αφήσουν κάτω τις ασπίδες τους, ατιμασμέ νες, όπως είχε κάνει ακριβώς ο Αλέξανδρος. Τώρα όμως χίλιοι διακόσιοι Σπαρτιάτες ψηλά από το λό φο παρακολουθούσαν το θέαμα και μαζί τους άλλοι τόσοι βοηθητικοί και είλωτες. «Ασπίδες αναλάβετε!» Τα αγόρια έσπευσαν να σηκώσουν τα βαριά αμυντικά όπλα από το έδαφος. Την ίδια στιγμή ο Πολύνεικος χτύπη• 114 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σε τον Αλέξανδρο στο πρόσωπο με τον τρίποδα. Το αίμα τι νάχτηκε με ορμή. Μετά είχε σειρά το άλλο αγόρι και το επό μενο μέχρι το πέμπτο, που τελικά άρπαξε τη βαριά, άβολη ασπίδα και την έβαλε μπροστά του για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Τους έβαλε να κάνουν το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά. Αρχιζε από το ένα άκρο της γραμμής, μετά από το άλλο και τέλος από τη μέση. Ο Πολύνεικος, όπως έχω ήδη πει, ήταν απόγονος των Αγιδών, ένας από τους τριακόσιους ιππείς και ολυμπιονίκης επιπλέον. Μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Ο εκ παιδευτής, που ήταν απλός είρενας, είχε πάει στην άκρη και το μόνο που έκανε ήταν να παρακολουθεί με λύπη. «Κι αυτό για γέλια είναι, σωστά;» ρώτησε ο Πολύνεικος τα αγόρια. «Είμαι εκτός εαυτού, εσείς; Ανυπομονώ να ριχτώ στη μάχη, θα έχει μεγαλύτερη πλάκα». Οι έφηβοι κατάλαβαν τι τους περίμενε μετά. Θα γαμούσαν το δέντρο. Όταν ο Πολύνεικος κουραζόταν να τους βασανίζει, θα έβαζε τον εκπαιδευτή τους να τους πάει μέχρι τις παρυφές της πεδιάδας, σε μια μεγάλη γερή βαλανιδιά. Εκεί θα τους διέταζε να πάρουν θέση και, σπρώχνοντας με τις ασπίδες τους, να πετάξουν το δέντρο κάτω, όπως θα έκαναν όταν ορ μούσαν εναντίον του εχθρού στη μάχη. Τα αγόρια έμπαιναν σε σειρές, οχτώ βάθος, και η ασπίδα του κάθε παιδιού πίεζε το βαθούλωμα της πλάτης του αγο ριού που ήταν μπροστά του. Με οδηγό την ασπίδα του πρώ του αγοριού έπεφταν με όλο το βάρος τους και με μεγάλη πίεση πάνω στη βαλανιδιά. Έπειτα θα έκαναν την άσκηση του ωθισμού. Θα έσπρωχναν. Θα πίεζαν. Θα γαμούσαν εκείνο το δέντρο για να βγάλουν το άχτι τους. • 115 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Οι πατούσες των γυμνών ποδιών τους όργωναν το χώ μα , ανασηκώνονταν, πιέζονταν, τεντώνονταν, δημιουργώντας ένα βαθύ αυλάκι, ενώ συνέθλιβαν ο ένας την κοιλιά του άλ λου, καμπουριάζοντας και ουρλιάζοντας, σπρώχνοντας εκεί νο τον κορμό που δεν κουνιόταν με τίποτα. Όταν το πρώτο αγόρι δεν άντεχε άλλο, πήγαινε στο τέλος και τη θέση του έπαιρνε το αμέσως επόμενο. Δυο ώρες αργότερα ο Πολύνεικος θα επέστρεφε, πιθανόν με αρκετούς νεαρούς πολεμιστές, οι οποίοι είχαν περάσει από την ίδια κόλαση κατά τη διάρκεια της αγωγής τους. Πα ρατηρούσαν σοκαρισμένοι και χωρίς να το πιστεύουν ότι εκείνο το δέντρο ήταν ακόμα όρθιο. «Μα τους θεούς, τού τες οι κυράδες σπρώχνουν εδώ και μισή σκοπιά κι αυτό το κακόμοιρο δεντράκι είναι ακόμα στη θέση του!» Τώρα στον κατάλογο με τα κρίματα των παιδιών θα προσετίθετο και η θηλυκότητα. Ούτε να το σκεφτούν ότι θα τους επέτρεπαν να γυρίσουν στην πόλη τη στιγμή που το δέντρο αντιστεκόταν ακόμα. Μια τέτοια αποτυχία θα ατίμαζε τους πατέρες και τις μητέρες τους, αδέλφια, αδελφές, θείες, θεί ους και εξαδέλφια, όλους τους θεούς και τους ήρωες της γε νιάς τους, για να μην πούμε για τα σκυλιά, τις γάτες, τα πρόβατα και τις κατσίκες, ακόμα και τα ποντίκια που χοροπη δούσαν στις καλύβες των ειλώτων. Όλοι αυτοί θα κατέβαζαν το κεφάλι και θα έφευγαν κρυφά για την Αθήνα ή καμιά άλ λη κωλο-πόλη όπου οι άντρες θα ήταν άντρες και ήξεραν πώς να ξεπετάξουν ένα αξιοπρεπές γαμήσι. Αυτό το δέντρο είναι ο εχθρός! Γαμήστε τον εχθρό! Αυτό θα συνεχιζόταν όλη νύχτα. Όμως στα μισά της δεύ τερης σκοπιάς τα αγόρια, χωρίς να το θέλουν, θα άρχιζαν να ξερνούν και να αποπατούν. Θα γέμιζαν ξερατά και σκα τά, ενώ τα κορμιά τους θα τσάκιζαν από την κούραση. Έπει τα, όταν οι πρωινές θυσίες θα έφερναν επιτέλους την επιεί116
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κεια και την αναστολή της ποινής, τα αγόρια θα εξορμούσαν για άλλη μια μέρα ασκήσεων χωρίς να κοιμηθούν λεπτό. Αυτό το μαρτύριο ήξεραν ότι θα τραβούσαν τα αγόρια, καθώς δέχονταν τα χτυπήματα του Πολύνεικου στο πρόσω πο. Έπρεπε να προετοιμαστούν λοιπόν. Στο σημείο αυτό όλες οι μύτες στο σχηματισμό είχαν σπά σει. Τα πρόσωπα όλων των αγοριών ήταν γεμάτα αίματα. Ο Πολύνεικος έπαιρνε μια ανάσα (είχε κουραστεί το χέρι του να χτυπά), όταν ο Αλέξανδρος, εντελώς απερίσκεπτα, έπια σε με το χέρι του το γεμάτο αίματα πρόσωπό του. «Τι νομίζεις ότι κάνεις, γαμιόλη;» Ο Πολύνεικος στράφη κε αμέσως προς το μέρος του. «Σκουπίζω το αίμα, κύριε». «Και γιατί το έκανες αυτό;» «Για να βλέπω, κύριε». «Και ποιος σου είπε ότι έχεις δικαίωμα να βλέπεις;» Ο Πολύνεικος συνέχισε την κοροϊδία. Για ποιο λόγο νό μιζε ο Αλέξανδρος ότι η μόρα έκανε νυχτερινά γυμνάσια; Δεν το έκαναν για να μάθουν να πολεμούν χωρίς να βλέ πουν; Μήπως ο Αλέξανδρος θαρρούσε ότι θα τον άφηναν να κάνει διάλειμμα για να σκουπίσει το πρόσωπό του; Αυ τό ήταν λοιπόν. Ο Αλέξανδρος θα φώναζε στον εχθρό κι αυ τοί θα σταματούσαν ευγενικά για λίγο, μέχρι να βγάλει το αγόρι ένα κάκαδο από τη μύτη του ή να σκουπίσει το σκα τό από τον κώλο του. «Σε ξαναρωτάω, είναι καθίκι αυτό;» «Όχι, κύριε. Είναι η ασπίδα μου». Και πάλι το ξύλο του Πολύνεικου έπεσε με δύναμη στο πρόσωπο του παιδιού. «Μου;» ρώτησε άγρια. «Μου;» Ο Διηνέκης κοίταζε ακίνητος από κει που στεκόταν στην άκρη του πάνω στρατοπέδου. Ήταν πολύ οδυνηρό για τον Αλέξανδρο να ξέρει ότι ο προστάτης του τον παρακολου θούσε. Φάνηκε να ανακτά την ψυχραιμία του, να ξαναβρί σκει τις αισθήσεις του. Το αγόρι έκανε ένα βήμα μπροστά, • 117 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
με την ασπίδα ψηλά. Στάθηκε προσοχή μπροστά στον Πολύνεικο και απήγγειλε με φωνή όσο πιο δυνατή και καθα ρή μπορούσε: Αυτή είναι η ασπίδα μου. Την κουβαλώ πάντα μαζί μου στη μάχη, αλλά δεν είναι μόνο δική μου. Προστατεύει τον αδελφό μου στα αριστερά. Προστατεύει την πόλη μου. Ποτέ δε θ' αφήσω τον αδελφό μου έξω από τη σκιά της, ούτε την πόλη μου έξω από το καταφύγιό της. Θα πεθάνω με την ασπίδα μου μπροστά αντιμετωπίζοντας τον εχθρό. Το αγόρι τελείωσε. Τα τελευταία λόγια τα φώναξε με τό ση δύναμη, που αντηχούσαν ώρα πολλή στην κοιλάδα. Δυό μισι χιλιάδες άντρες άκουγαν και παρακολουθούσαν. Είδαν τον Πολύνεικο να κουνάει το κεφάλι ικανοποιημέ νος. Γάβγισε μια διαταγή. Τα αγόρια ξαναπήραν τις θέσεις τους. Η ασπίδα του κάθε παιδιού ήταν στη θέση της, όρθια, στηριγμένη στα γόνατα του ιδιοκτήτη της. «Ασπίδες αναλάβετε!» Τα αγόρια άρπαξαν τα αμυντικά όπλα τους. Ο Πολύνεικος κατέβασε το τρίποδο. Με έναν ξερό κρότο που ακούστηκε σε όλη την κοιλάδα τα φαρμακερά ραβδιά χτύπησαν την ασπίδα του Αλέξανδρου. Ο Πολύνεικος χτύπησε μετά το διπλανό αγόρι και μετά το επόμενο. Όλες οι ασπίδες ήταν στη θέση τους. Η γραμμή προστατευόταν. Έκανε το ίδιο από τα δεξιά και από τα αριστερά. Οι ασπίδες χοροπηδούσαν στα χέρια των αγοριών, που τις κρα τούσαν γερά από τη λαβή. Έπαιρναν γρήγορα τη θέση τους μπροστά τους. • 118 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Εκεί. Με ένα νόημα στον είρενα της ομάδας, ο Πολύνεικος οπι σθοχώρησε. Τα αγόρια στάθηκαν γρήγορα προσοχή, με τις ασπίδες ψηλά, ενώ το αίμα είχε αρχίσει να πήζει στα μελα νιασμένα μάγουλά τους και στις σπασμένες τους μύτες. Ο Πολύνεικος επανέλαβε τη διαταγή του στον εκπαιδευ τή, ότι εκείνοι οι πουτάνας γιοι θα γαμούσαν το δέντρο μέ χρι το τέλος της δεύτερης σκοπιάς και μετά θα συνέχιζαν την άσκηση με τις ασπίδες μέχρι την αυγή. Προχώρησε κατά μήκος της γραμμής, κοιτάζοντας κάθε αγόρι στα μάτια. Μπροστά στον Αλέξανδρο έκανε μια στά ση. «Η μύτη σου ήταν πολύ ωραία, γιε του Ολύμπιου. Ήταν μύτη κοριτσίστικη». Πέταξε τον τρίποδα του αγοριού κάτω μπροστά στα πόδια του. «Μου αρέσει καλύτερα τώρα».
• 119 •
9 Ε Ν Α ΑΠΟ ΤΑ αγόρια πέθανε εκείνη τη νύχτα. Το όνομά του ήταν Ερμιώνας, αλλά τον φώναζαν «Βουνό». Στα δεκατέσ σερά του ήταν τόσο δυνατός όσο και τα άλλα συνομήλικα παιδιά της αγέλης του κι από τα μεγαλύτερά του ακόμα, αλ λά η αφυδάτωση, σε συνδυασμό με την υπερκόπωση τον κα τέβαλαν. Κατέρρευσε κατά το τέλος της δεύτερης σκοπιάς και έπεσε σε κώμα, συνοδευόμενο από σπασμούς, μια κα τάσταση που οι Σπαρτιάτες αποκαλούν νεκροφάνεια, μι κρό θάνατο, από τον οποίο μπορεί να επανέλθει ο άνθρω πος μόνο αν αφεθεί στην ησυχία του, αλλά πεθαίνει αν δο κιμάσουν να τον σηκώσουν ή να σηκωθεί μόνος του. Το Βουνό κατάλαβε την κρισιμότητα της κατάστασης του, αλ λά αρνήθηκε να μείνει κάτω τη στιγμή που οι σύντροφοι του ήταν όρθιοι και συνέχιζαν τις ασκήσεις τους. Εγώ και ο σύντροφός μου είλωτας, ο Δέκτωνας, που αρ γότερα τον ονόμασαν «Κόκορα», προσπαθήσαμε να πείσου με την ομάδα να πιει λίγο νερό. Τους πήγαμε ένα ασκί κα τά τα μέσα της πρώτης σκοπιάς, αλλά τα αγόρια αρνήθηκαν να το πάρουν. Την αυγή μετέφεραν το Βουνό πάνω στους ώμους τους, όπως κουβαλούν τους πεσόντες στη μάχη. Η μύτη του Αλέξανδρου ποτέ δεν έγιανε πραγματικά. Ο πατέρας του έβαλε τους καλύτερους στρατιωτικούς χειρουρ γούς να του τη σπάσουν και να του την ξαναφτιάξουν, αλλά η ένωση εκεί που ο χόνδρος συναντά το κόκαλο ποτέ δε ρά120
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
φτηκε σωστά. Η δίοδος του αέρα στένευε χωρίς να το θέλει, προκαλώντας εκείνους τους σπασμούς στα πνευμόνια που οι Έλληνες αποκαλούν άσθμα και που είναι οδυνηρό μόνο να το βλέπεις, πόσο μάλλον να το υφίστασαι. Ο Αλέξανδρος κατηγορούσε τον εαυτό του για το θάνατο του παιδιού που λεγόταν Βουνό. Αυτές οι κρίσεις, ήταν σίγουρος γι' αυτό, ήταν η τιμωρία των θεών για την έλλειψη προσοχής και την αντι πολεμική συμπεριφορά του. Οι σπασμοί αποδυνάμωναν την αντοχή του Αλέξανδρου και έμοιαζε ολοένα και λιγότερο με τους συνομηλίκους του στην τάξη στην αγωγή. Τα πράγματα χειροτέρευαν ακόμα πιο πολύ στις απρόβλεπτες κρίσεις. Όταν τον έπιαναν, έπε φτε κάτω και παρέμενε εκεί. Αν δεν έβρισκε τρόπο να ανα στρέψει αυτή την κατάσταση όταν θα έφτανε στην ενηλι κίωση, δε θα μπορούσε να γίνει πολεμιστής. Θα έχανε τα πο λιτικά του δικαιώματα και θα έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε μια ταπεινωτική ζωή ή στην αξιοπρέπεια και να αυτο κτονήσει . Ο πατέρας του, σοβαρά προβληματισμένος, έκανε συνέ χεια θυσίες. Συμβουλεύτηκε ακόμα και την Πυθία στους Δελ φούς. Τίποτα δε βοήθησε. Η κατάσταση επιδεινωνόταν από το γεγονός πως, παρά τα όσα είχε πει ο Πολύνεικος για τη σπασμένη μύτη του αγο ριού, ο Αλέξανδρος παρέμενε «όμορφος». Ούτε οι δυσκολίες που είχε στην αναπνοή επηρέασαν, για κάποιο λόγο, το τρα γούδι του. Φαινόταν ωστόσο ότι ο φόβος μάλλον παρά κά ποια σωματική αδυναμία ήταν η αιτία αυτών των κρίσεων. Οι Σπαρτιάτες έχουν μια πειθαρχία που τη λένε θεωρία περί φόβου, γνώση του φόβου. Ο Διηνέκης, ως προστάτης του, δούλευε με τον Αλέξανδρο ιδιαιτέρως πάνω σ' αυτό, με τά το βραδινό συσσίτιο και πριν την αυγή, όταν οι ομάδες συγκεντρώνονταν για τη θυσία. Η πειθαρχία του φόβου αποτελείται από είκοσι οχτώ • 121 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ασκήσεις, που η καθεμία επικεντρώνεται σε ένα ξεχωριστό τμήμα του νευρικού συστήματος. Τα πέντε κυριότερα είναι τα γόνατα και οι κνήμες, οι πνεύμονες και η καρδιά, τα πλευ ρά και τα σπλάχνα, το κάτω μέρος της πλάτης και η ζώνη των ώμων, κυρίως οι τραπεζοειδείς μύες, που ενώνουν τον ώμο με τον αυχένα. Ένα δευτερεύον τμήμα, για το οποίο οι Λακεδαιμόνιοι έχουν άλλες δώδεκα ασκήσεις, είναι το πρόσωπο, ιδίως οι μύες της σιαγόνας, του λαιμού και οι τέσσερις οφθαλμικοί σφιγκτήρες γύρω από τις κόγχες του ματιού. Αυτές οι ενώ σεις αποκαλούνται από τους Σπαρτιάτες φοβοσυνακτήρες, αποταμιευτές φόβου. Ο φόβος γεννιέται στο σώμα, διδάσκει η θεωρία περί φό βου, και εκεί πρέπει να καταπολεμηθεί. Γιατί, από τη στιγ μή που η σάρκα καταληφθεί, αρχίζει ο φοβόκυκλος, που τρέ φεται από τον εαυτό του και μετατρέπεται σε μια «φυγή» τρόμου. Βάλε το σώμα σε κατάσταση αφοβίας, πιστεύουν οι Σπαρτιάτες, και το μυαλό θα ακολουθήσει. Κάτω από τις βαλανιδιές κι ενώ ακόμα αχνόφεγγε η αυ γή, ο Διηνέκης γυμναζόταν μόνος με τον Αλέξανδρο. Χτυπού σε το αγόρι με ένα κλαδάκι ελιάς, πολύ ελαφρά, στο πρόσω πο. Αυτόματα, οι μύες του τραπεζοειδούς συσπώνταν. «Νιώ θεις το φόβο; Εδώ. Τον νιώθεις;» Η φωνή του μεγαλύτερου άντρα ήταν απαλή, σαν του εκγυμναστή που ημερεύει ένα πουλάρι. «Τώρα. Ρίξε τον ώμο σου». Χτυπούσε πάλι απαλά το μάγουλο του παιδιού. «Άσε το φόβο να διαρρεύσει. Τον νιώθεις;» Ο άντρας και ο έφηβος δούλευαν ώρες ολόκληρες πάνω στους «μυς της κουκουβάγιας», τους μυς των οφθαλμών, που περιβάλλουν τα μάτια. Αυτοί οι μύες, έλεγε ο Διηνέκης στον Αλέξανδρο, ήταν οι πιο ισχυροί από όλους, γιατί οι θε οί τους έκαναν να αντιδρούν έντονα, ώστε να προστατεύε ται η όραση των θνητών. «Παρατήρησε το πρόσωπό μου • 122 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
όταν συσπώνται οι μύες» είπε ο Διηνέκης. «Ποια έκφραση είναι αυτή;» «Φόβος». Ο Διηνέκης, μαθημένος στην πειθαρχία, διέταξε τους μυς του προσώπου του να χαλαρώσουν. «Τώρα τι δείχνει η έκφραση μου;» «Αφοβία». Αυτό φαινόταν πανεύκολο όταν το έκανε ο Διηνέκης. Αλ λά και τα άλλα παιδιά το μάθαιναν στην εκπαίδευση τους και τα κατάφερναν αρκετά καλά. Για τον Αλέξανδρο όμως οτιδήποτε απαιτούσε πειθαρχία δεν ήταν καθόλου εύκολο. Η μόνη στιγμή που η καρδιά του χτυπούσε άφοβα ήταν όταν ανέβαινε στο βάθρο του χορού, μόνος του, να τραγουδήσει στις Γυμνοπαιδιές και στις άλλες γιορτές των εφήβων. Ίσως πραγματικοί φύλακές του να ήταν οι Μούσες. Ο Διηνέκης έβαλε τον Αλέξανδρο να κάνει θυσία σ' αυτές, στο Δία και στη Μνημοσύνη. Η Αγάθη, μια από τις όμορφες αδελφές του Αρίστωνα, έκανε ένα φυλαχτό από κεχριμπά ρι στην Πολύμνια και ο Αλέξανδρος το κουβαλούσε μαζί του, κρεμασμένο στο μέσα μέρος της ασπίδας του. Ο Διηνέκης ενθάρρυνε τον Αλέξανδρο στο τραγούδι. Οι θεοί προικίζουν κάθε άνθρωπο με ένα χάρισμα με το οποίο μπορεί να νικήσει το φόβο. Του Αλέξανδρου, ο Διηνέκης ήταν σίγουρος γι' αυτό, ήταν η φωνή του. Στη Σπάρτη η ικανότη τα στο τραγούδι έρχεται δεύτερη, αμέσως μετά τη στρατιω τική ανδρεία, και σχετίζεται πράγματι, μέσω της καρδιάς και των πνευμόνων, με την πειθαρχία του φόβου. Γι' αυτό οι Λα κεδαιμόνιοι τραγουδούν καθώς πορεύονται προς τη μάχη. Μαθαίνουν να ανοίγουν το λαιμό και να καταπίνουν αέρα, να δουλεύουν τους πνεύμονες μέχρι οι κυψέλες να χαλαρώ σουν και να σπάσουν τη σύσπαση του φόβου. Υπάρχουν δυο διαδρομές για να τρέξεις στην πόλη: ο Μι κρός Γύρος, που αρχίζει από το Γυμνάσιο και ακολουθεί την • 123 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Κυνουρία οδό κάτω από το ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς, και ο Μεγάλος Γύρος, που αγκαλιάζει και τα πέντε χωριά, περ νάει από τις Αμυκλές, κατά μήκος της Υακινθίου οδού και μέσα από τις πλαγιές του Ταΰγετου. Ο Αλέξανδρος έκανε το Μεγάλο Γύρο, εξήντα στάδια περίπου, ξυπόλυτος, πριν τη θυσία και μετά το βραδινό συσσίτιο. Οι είλωτες του έδιναν κρυφά επιπλέον μερίδες. Τα αγόρια της βούας του, σε μια σιωπηρή συμφωνία, τον προστάτευαν στα γυμνάσια. Τον κά λυπταν όταν τα πνευμόνια του τον πρόδιδαν, όταν υποψιά ζονταν ότι μπορεί να τον έβγαζαν έξω για τιμωρία. Ο Αλέ ξανδρος το δεχόταν, αν και μέσα του ένιωθε ντροπή, που τον έκανε να προσπαθεί ακόμα πιο πολύ. Αρχισε να ασκείται στο «όλα μέσα», σε ένα είδος πάλης των αγοριών που γίνεται μόνο στη Λακεδαίμονα, κατά την οποία επιτρέπονται όλες οι λαβές. Ο αντίπαλος μπορεί να κλοτσά, να δαγκώνει, να βγάζει μάτια, να κάνει οτιδήποτε, εκτός από το να σηκώσει το χέρι για έλεος. Ο Αλέξανδρος ανέβαινε ξυπόλυτος ενάντια στο ρεύμα του νερού μέχρι τις Θυρίδες, τα απόκρημνα άκρα του Ταΰγετου κοντά στο Ταί ναρο, και χτυπούσε με γυμνά χέρια το σάκο των αθλητών του παγκρατίου. Έτρεχε φορτωμένος, χτυπούσε τις γροθιές του στα σακιά της άμμου του εκγυμναστή. Τα λεπτά του χέ ρια γέμισαν σημάδια και χόνδρους. Η μύτη του έσπασε ξα νά και ξανά. Πάλευε με τα παιδιά της ομάδας του, αλλά και από άλλες, πάλευε και μαζί μου. Εγώ μεγάλωνα γρήγορα. Τα χέρια μου δυνάμωναν. Όποια αθλητική πράξη κι αν έκανε ο Αλέξανδρος, εγώ την έκανα καλύτερα. Στην παλαίστρα το μόνο που μπορούσα να κά νω ήταν να μην του τσακίσω περισσότερο το πρόσωπο. Θα έπρεπε να με μισεί, αλλά δεν ήταν τέτοιος χαρακτήρας. Μοι ραζόταν μαζί μου τα επιπλέον συσσίτια και ανησυχούσε μή πως μαστιγωθώ επειδή τον διευκόλυνα. Μιλούσαμε επί ώρες κρυφά για την εσωτερική αρμονία, • 124 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
για την κατάσταση της αυτοκυριαρχίας. Σ' αυτή στοχεύουν οι ασκήσεις για το φόβο. Όπως η χορδή της κιθάρας πάλ λεται με μοναδικό τρόπο, βγάζοντας μία μόνο νότα της μουσικής κλίμακας, έτσι και ο πολεμιστής πρέπει να απο βάλει από το πνεύμα του όσα πλεονάζουν, ώστε να πάλλε ται κι αυτός στον τόνο που του υπαγορεύει ο προσωπικός του δαίμονας. Η επίτευξη αυτού του ιδανικού στη Λακεδαί μονα μετράει περισσότερο από το θάρρος στο πεδίο της μά χης. Θεωρείται υπέρτατη προσωποποίηση της αρετής, της ανδρείας, ενός πολίτη και ενός άντρα. Εκτός από την εσωτερική αρμονία υπάρχει και η εξωτε ρική αρμονία, η σύμπνοια δηλαδή με τους συντρόφους σου, που παραλληλίζεται με τη μουσική αρμονία ενός πολύχορδου οργάνου ή με το χορό. Στη μάχη, η εξωτερική αρμονία κάνει τη φάλαγγα να κινείται και να χτυπά σαν ένας άν θρωπος, με μία μόνο θέληση και μυαλό. Στο πάθος, ενώνει το σύζυγο με τη σύζυγο, τον εραστή με τον εραστή, σε μια απερίγραπτα τέλεια ένωση. Στην πολιτική, η εξωτερική αρ μονία δημιουργεί μια πόλη στην οποία επικρατούν ομόνοια και ενότητα, όπου κάθε άνθρωπος, εξασφαλίζοντας την πιο ευγενική έκφραση του χαρακτήρα του, τη χαρίζει ο ένας στον άλλο, υπακούοντας στους νόμους της κοινής ευημερίας, όπως οι χορδές της κιθάρας στα αμετάβλητα μαθηματικά της μουσικής. Στην επιείκεια, η εξωτερική αρμονία δημι ουργεί μια σιωπηλή συμφωνία, η οποία ευφραίνει κυρίως τα ώτα των θεών. Στα μέσα εκείνου του καλοκαιριού έγινε ένας πόλεμος με το Αντίρριο. Κινητοποιήθηκαν τέσσερις από τους δώδεκα λόχους (ενισχυμένοι από μερικούς Σκιρίτες, που αποτελού σαν ξεχωριστό λόχο στο στρατό). Κλήθηκαν επίσης οι πρώ τες δέκα τάξεις, δύο χιλιάδες οχτακόσιοι έφηβοι συνολικά. Δεν ήταν ευκαταφρόνητη δύναμη. Συμμετείχαν όλοι οι Λα κεδαιμόνιοι, υπό την αρχηγία του ίδιου του βασιλιά. Οι άμα• 125 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ξες με τα εφόδια του στρατού έπιαναν μισό στάδιο περίπου. Θα ήταν η πρώτη πλήρης εκστρατεία από το θάνατο του βα σιλιά Κλεομένη και η τρίτη όπου ο Λεωνίδας είχε την αρχη γία ως βασιλιάς. Ο Πολύνεικος, ως ιππέας, θα ήταν σωματοφύλακας του βασιλιά. Ο Ολύμπιος, με το τάγμα της Κυνηγού, στο λόχο της Αγριελιάς και ο Διηνέκης, ως ενωμοτάρχης, στη διμοιρία του Ηρακλή. Ακόμα και ο Δέκτωνας, ο μόθακας φίλος μου, θα έπαιρνε μέρος ως βοηθός βοσκού των ζώων που προορί ζονταν για θυσία. Ολόκληρο το συσσίτιο* του Δευκαλίωνα όπου «παρίστα το» ο Αλέξανδρος, έκανε δηλαδή χρέη περιστασιακού βοη θού στο σερβίρισμα ώστε να παρακολουθεί τους μεγαλυτέ ρους του και να μαθαίνει, είχε κληθεί να λάβει μέρος στην εκστρατεία εκτός από τους πέντε μεγαλύτερους άντρες που ήταν μεταξύ σαράντα και εξήντα. Αυτή η κινητοποίηση έβα λε τον Αλέξανδρο, αν και ήταν έξι χρόνια πιο μικρός από τους εφήβους που κλήθηκαν, ακόμα πιο βαθιά στο σύννε φό του. Οι όμοιοι που δεν είχαν κληθεί δεν έκρυβαν την απο γοήτευσή τους, Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ τεταμένη και έτοι μη να εκραγεί. Ένα βράδυ, κι εγώ δεν ξέρω πώς, ένας αγώνας «όλα μέ σα» άρχισε ανάμεσα στον Αλέξανδρο και σε μένα έξω, πί σω από το συσσίτιο. Οι όμοιοι μαζεύτηκαν γεμάτοι ανυπο μονησία. Λίγη δράση ήταν ό,τι χρειάζονταν. Ακουσα τη φω νή του Διηνέκη να μας δίνει κουράγιο. Ο Αλέξανδρος φαινό ταν να έχει πάρει φωτιά. Παλεύαμε με γυμνά χέρια και οι μι κρές γροθιές του έπεφταν γρήγορες σαν βέλη. Με κλότσησε * Οι ενήλικοι Σπαρτιάτες ήταν υποχρεωμένοι να μετέχουν στα συσσίτια (ή φειδίτια ή ανδρεία ή συσκηνίες). Η είσοδος ενός Σπαρτιάτη στο 15μελές συσσίτιο γινόταν μετά από ψηφοφορία μεταξύ των μελών του. Κάθε μέλος έπρεπε να συ νεισφέρει μηνιαίως ορισμένη ποσότητα τροφίμων και ένα μικρό ποσό σε νόμι σμα. Η ανελλιπής εισφορά ήταν προϋπόθεση για να ανήκει ο Σπαρτιάτης στους ομοίους, να έχει δηλαδή πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Σ.τ.Μ.
• 126 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
άγρια στον κρόταφο. Ακολούθησε μια αγκωνιά στην κοιλιά. Έπεσα. Ήταν αληθινή πτώση, πράγματι χτύπησα, αλλά οι όμοιοι είχαν δει τόσες φορές το φίλο του Αλέξανδρου να τον καλύπτει, που νόμιζαν ότι έκανα και τώρα το ίδιο. Το ίδιο πίστεψε και ο Αλέξανδρος. «Σήκω πάνω, ξενόφερτο σκατό!» Στάθηκε από πάνω μου με τα πόδια ανοιχτά και με χτύπησε πάλι όταν έκανα να σηκωθώ. Για πρώτη φορά άκουσα τη φωνή του να δονείται από το ένστικτο του φόνου. Οι όμοιοι το άκουσαν κι αυτοί και φώναξαν από αγαλλίαση. Στο μεταξύ, τα κυνηγόσκυλα, που δεν ήταν ποτέ λιγότερα από είκοσι μετά την ώρα της καραβάνας, ούρλιαζαν και ορμούσαν από όλες τις μεριές, ερεθισμένα από τις φωνές των αφεντικών τους. Σηκώθηκα πάνω και χτύπησα τον Αλέξανδρο. Ήξερα ότι μπορούσα εύκολα να τον δείρω, παρά τη δύναμη που του έδινε η οργή του. Συγκράτησα κάπως τη γροθιά μου, προ σέχοντας να μην το καταλάβουν. Το κατάλαβαν όμως. Ένα ουρλιαχτό αποδοκιμασίας σηκώθηκε από τους ομοίους του συσσιτίου, αλλά και από των γειτονικών, που είχαν μαζευ τεί, σχηματίζοντας έναν κλοιό από τον οποίο ούτε εγώ ού τε ο Αλέξανδρος μπορούσαμε να ξεφύγουμε. Οι γροθιές στ' αυτιά μου άρχισαν να πέφτουν βροχή. «Ρίξ' του, γαμιόλη!» Το ένστικτο του ζώου είχε κυριεύσει τους παλιανθρώπους, ήταν έτοιμοι να χάσουν τον εαυτό τους και να γίνουν όμοιοι με τα ζώα τους. Ξάφνου δυο άντρες όρμη σαν στον κύκλο. Ο ένας κατάφερε μια τσιμπιά στον Αλέξαν δρο πριν τον ξαποστείλουν τα ραβδιά των άλλων αντρών. Αυτό ήταν. Ένας σπασμός τράνταξε τα πνευμόνια του Αλέξανδρου, ο λαιμός του συσπάστηκε, άρχισε να πνίγεται. Η γροθιά μου έμεινε μετέωρη. Ένα ραβδί, ένα μέτρο περίπου, έβαλε φω τιά στην πλάτη μου. «Χτύπησέ τον!» Υπάκουσα. Ο Αλέξαν δρος έπεσε στο ένα γόνατο. Τα πνευμόνια του είχαν παγώ• 127 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σει, ήταν ανυπεράσπιστος. «Κοπάνησε τον, πουτάνας γιε!» φώναξε μια φωνή πίσω μου. Ήταν ο Διηνέκης. Το ραβδί του με χτύπησε τόσο δυνατά, που έπεσα στα γόνατα. Το παραλήρημα των φωνών κάλυπτε τις αισθήσεις. Όλοι μού φώναζαν να λιώσω τον Αλέξανδρο. Δεν το έλεγαν επειδή ήταν οργισμένοι μαζί του. Ούτε επειδή ήταν υπέρ εμού. Οι όμοιοι δε θα νοιάζονταν λιγότερο για μένα. Για κείνον το έκαναν, για να τον διδάξουν, να πάρει το χιλιοστό σκληρό μάθημα από τα δέκα χιλιάδες που θα υφίστατο πριν τον κάνουν σκληρό σαν πέτρα, όπως απαιτούσε η πόλη, και του επιτρέψουν να πάρει τη θέση του ως ίσου και πολεμι στή. Ο Αλέξανδρος το γνώριζε αυτό και σηκώθηκε με τη δύναμη της απελπισίας, προσπαθώντας να ανασάνει. Έκανε σαν γουρούνι. Ένιωσα το μαστίγωμα. Χτύπησα με όλη μου τη δύναμη. Ο Αλέξανδρος έκανε μια στροφή και έπεσε με τα μούτρα στο χώμα, ενώ αίμα και σάλια έβγαιναν από το στόμα του. Έμεινε εκεί, ακίνητος, σαν πεθαμένος. Οι φωνές των ομοίων σταμάτησαν στη στιγμή. Μόνο το αποτρόπαιο ξεφάντωμα των σκύλων συνεχίστηκε, που ούρ λιαζαν σαν τρελοί. Ο Διηνέκης πλησίασε την πεσμένη φιγού ρα του προστατευομένου του και γονάτισε να ακούσει την καρδιά του. Η αναπνοή είχε επανέλθει στο αναίσθητο κορ μί του Αλέξανδρου. Ο Διηνέκης σκούπισε τα σάλια από τα χείλη του αγοριού. «Τι κοιτάτε με το στόμα ανοιχτό!» φώναξε άγρια στους ομοίους. «Τελείωσε! Αφήστε τον!» Ο στρατός ξεκίνησε το άλλο πρωί για το Αντίρριο. Ο Λε ωνίδας βάδιζε μπροστά με πλήρη εξοπλισμό, κρατώντας την ασπίδα του, με το μέτωπο στεφανωμένο, ενώ η χωρίς λοφίο, λιτή περικεφαλαία του ακουμπούσε στο γυλιό του, στο πά νω μέρος του κόκκινου μανδύα του. Τα μακριά, στο χρώμα του ατσαλιού μαλλιά του, άψογα χτενισμένα, έπεφταν στους • 128 •
OΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ώμους του. Τον συνόδευε η μισή φρουρά των ιππέων (εί χαν κληθεί οι εκατόν πενήντα), με τον Πολύνεικο στην πρώ τη τιμητική γραμμή μαζί με άλλους έξι ολυμπιονίκες. Δε βά διζαν άκαμπτοι ούτε με ύφος βλοσυρό, σιωπηλοί ο ένας κο ντά στον άλλο, αλλά άνετοι. Μιλούσαν και αστειεύονταν μεταξύ τους, με τους συγγενείς και τους φίλους, που στέ κονταν στην άκρη του δρόμου. Ο ίδιος ο Λεωνίδας, αν δεν τον πρόδιδαν τα χρόνια και η τιμητική του θέση, δε θα ξε χώριζε από τους άλλους οπλίτες. Τόσο κοινός ο οπλισμός του, τόσο αμελητέα η παρουσία του. Όλη η πόλη γνώριζε ωστόσο ότι αυτή η εκστρατεία, όπως και οι δύο προηγού μενες υπό την αρχηγία του, γινόταν επειδή το ήθελε εκεί νος και μόνον εκείνος. Στόχευε την περσική εισβολή που ο βασιλιάς ήξερε ότι πλησίαζε, όχι φέτος ούτε μετά από πέ ντε χρόνια ίσως, αλλά σίγουρα και αναπόφευκτα. Τα δυο λιμάνια του Ρίου και του Αντιρρίου έλεγχαν τη δυτική είσοδο του Κορινθιακού κόλπου. Αυτός ο δρόμος τρόμαζε την Πελοπόννησο και όλη την κεντρική Ελλάδα. Το Ρίο, το κοντινότερο λιμάνι, βρισκόταν ήδη στο πλευρό της ηγεμονίας της Σπάρτης. Ήταν σύμμαχος. Αλλά το Αντίρριο απέναντι παρέμενε υπεροπτικά ουδέτερο, πιστεύοντας ότι δε θα το άγγιζε η δύναμη των Λακεδαιμονίων. Ο Λεωνίδας ήθελε να του δείξει ότι έκανε λάθος. Θα το έκανε να γονα τίσει και θα έκλεινε τον κόλπο, προστατεύοντας έτσι την κεντρική Ελλάδα από μια περσική εισβολή μέσω θαλάσσης, από τα βορειοδυτικά τουλάχιστον. Ο πατέρας του Αλέξανδρου Ολύμπιος βάδιζε επικεφα λής του τάγματος της Αγριελιάς, με το Μηριόνη, τον πενηντάχρονο αιχμάλωτο μάχης και πρώην λοχαγό της Ποτίδαι ας, δίπλα του ως βοηθό του. Ο ευγενής αυτός άντρας είχε μεγάλη γενειάδα, λευκή σαν το χιόνι. Συνήθιζε να κρύβει μι κρούς θησαυρούς μέσα στην πυκνή του κρυψώνα, που έβγα ζε και πρόσφερε ως δώρα-έκπληξη στον Αλέξανδρο και στις • 129 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
αδελφές του όταν ήταν παιδιά. Το ίδιο έκανε και τώρα. Πλη σίασε στην άκρη του δρόμου και έβαλε στο χέρι του Αλέξαν δρου ένα μικροσκοπικό σιδερένιο φυλαχτό σε σχήμα ασπί δας. Ο Μηριόνης έσφιξε το χέρι του παιδιού, του έκλεισε το μάτι και συνέχισε το δρόμο του. Εγώ στεκόμουν ανάμεσα στο πλήθος μπροστά στο Ελλήνιον με τον Αλέξανδρο και τα άλλα αγόρια της αγέλης, με τις γυναίκες και τα παιδιά. Όλη η πόλη είχε μαζευτεί κάτω από τις ακακίες και τα κυπαρίσσια, τραγουδώντας τον ύμνο του Κάστορα, καθώς ο στρατός πορευόταν προς τη Δημο σία οδό. Είχαν τις ασπίδες στα χέρια και τα ακόντια λοξά, τις περικεφαλαίες ριγμένες λοξά στους ώμους των κόκκινων μανδύων τους, πάνω από τους πολεμοθύλακές τους, τους στρατιωτικούς σάκους που κουβαλούσαν οι όμοιοι όσο τους έβλεπε ο κόσμος και που στη συνέχεια, όπως τον οπλισμό τους, μαζί με τα εφεδρικά ακόντια και σπαθιά, θα μετέφε ραν στους ώμους οι βοηθοί τους όταν ο στρατός θα παρα τασσόταν σε φάλαγγα πορείας και θα ξεντυνόταν για το μακρύ χωματόδρομο που οδηγούσε στο Βορρά. Το όμορφο, σακατεμένο πρόσωπο του Αλέξανδρου πα ρέμεινε απαθές σαν μάσκα μόλις φάνηκε ο Διηνέκης, με τον Αυτόχειρα στο πλευρό του, επικεφαλής του λόχου του Ηρα κλή. Το κυρίως σώμα του στρατού πέρασε. Μπροστά και πί σω από κάθε λόχο ακολουθούσαν τα ζώα, φορτωμένα με τις προμήθειες της επιμελητείας, ενώ οι βοηθοί των ειλώτων τα χτυπούσαν ζωηρά με τα ραβδιά στα καπούλια. Κατόπιν πέρασαν οι άμαξες με τα όπλα, μαύρα κιόλας από τη σκό νη του δρόμου. Στη συνέχεια έρχονταν τα ψηλά κάρα με τα τρόφιμα, υπήρχαν κιούπια με λάδι και κρασί, σακιά με σύ κα, ελιές, πράσα, κρεμμύδια, ρόδια. Τα μαγειρικά σκεύη και οι κουτάλες, που κρέμονταν από κάτω, πήγαιναν πέρα δώ θε, χτυπώντας το ένα το άλλο ρυθμικά μέσα στη σκόνη της περπατησιάς των μουλαριών, δίνοντας έναν κουδουνιστό • 130 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μετρονομικό σκοπό στην κακοφωνία που δημιουργούσαν οι καμτσικιές, οι στριγγλιές από το στεφάνι των τροχών, τα σκουξίματα από τους ζευγολάτες και τα βογκητά από τους
άξονες.
Πίσω από τις άμαξες με τις προμήθειες ακολουθούσαν τα φορητά σιδηρουργεία και τα εργαλεία των οπλοποιών με τις εφεδρικές λεπίδες των σπαθιών και τις μύτες των ακο ντίων, έπειτα τα εφεδρικά ακόντια, ακατέργαστα ξύλα με λιάς και κοντάρια, δεμένα σφιχτά κατά μήκος των αμαξών. Είλωτες οπλοποιοί περπατούσαν στο πλάι μέσα στο σύννε φο της σκόνης, φορώντας πίλους από σκυλοτόμαρο και πο διές, με τα χέρια γεμάτα ουλές από τα καψίματα του σιδηρουργείου. Τελευταίες έρχονταν οι κατσίκες και οι προβατίνες που προορίζονταν για τις θυσίες, με δεμένα τα κέρατα, ενώ οι βοηθοί των ειλώτων τις κρατούσαν από τα λουριά. Τα ζώα αυτά τα οδηγούσε ο Δέκτωνας. Τα λευκά του ρούχα, μια και ήταν το παιδί που θα βοηθούσε στις θυσίες, είχαν γίνει ήδη μαύρα από τη σκόνη. Έσερνε από το καπίστρι ένα γάιδαρο, φορτωμένο με ζωοτροφές και δυο εύρωστους πετεινούς σε κλούβες, έναν σε κάθε πλευρό του ζώου. Χαμογέλασε λοξά καθώς περνούσε, ενώ μια λάμψη ευχαρίστησης άστραψε στο άψογο και σεβάσμιο κατά τα άλλα παρουσιαστικό του. Κοιμόμουν βαθιά εκείνη τη νύχτα, πάνω στην πέτρα της στοάς της εφορείας, όταν ένιωσα ένα χέρι να με σκουντά. Ήταν η Αγάθη, η νεαρή Σπαρτιάτισσα που είχε φτιάξει το φυλαχτό για τον Αλέξανδρο στην Πολυμνία. «Σήκω λοιπόν!» σφύριξε για να μην ξυπνήσει τους άλλους εφήβους της αγω γής, που είτε κοιμόνταν είτε φύλαγαν σκοπιά γύρω από τα δημόσια κτίρια. Έριξα μια ματιά γύρω μου. Ο Αλέξανδρος, που κοιμόταν δίπλα μου, είχε εξαφανιστεί. «Βιάσου!» Το κορίτσι χάθηκε αμέσως στις σκιές. Το ακολούθησα γρή γορα μέσα στα σκοτεινά δρομάκια μέχρι το δασάκι όπου • 131 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
βρίσκεται η δίκορμη μυρτιά, που την ονομάζουν Διόσκουρους, Διδύμους, στα δυτικά της εκκίνησης του Μικρού Γύρου. Ο Αλέξανδρος ήταν εκεί. Είχε φύγει από την αγέλη χω ρίς εμένα (αν τον έπιαναν, θα μας μαστίγωναν αλύπητα και τους δυο). Τώρα στεκόταν όρθιος, με το μαύρο μανδύα του παιδός και το γυλιό, απέναντι από τη μητέρα του, τη δέ σποινα Παράλεια. Ήταν ακόμα εκεί ένας από τους αρσενι κούς είλωτες του σπιτιού και οι δυο μικρότερες αδελφές του. Λόγια σκληρά εκτοξεύτηκαν. Ο Αλέξανδρος επέμενε να ακο λουθήσει το στρατό στον πόλεμο. «Θα πάω» δήλωσε. «Τί ποτε δε με σταματά». Η μητέρα του Αλέξανδρου με διέταξε να τον ρίξω κάτω. Είδα κάτι ν' αστράφτει στο χέρι του: η ξυάλη*, το μικρό δρεπανοειδές ξίφος που έφεραν όλα τα παιδιά. Το είδε και η γυναίκα. Είδε ακόμη στο αποφασιστικό βλέμμα του αγο ριού ότι δε θα δίσταζε να σκοτώσει. Για αρκετή ώρα όλοι πά γωσαν. Η κατάσταση ήταν πέρα για πέρα παράλογη, όπως και η αδαμάντινη αποφασιστικότητα του αγοριού. Η μητέρα του ίσιωσε το κορμί της. «Πήγαινε λοιπόν» είπε τελικά η δέσποινα Παράλεια στο γιο της. Δε χρειάστηκε να προσθέσει ότι θα πήγαινα κι εγώ μαζί του. «Και είθε ο θεός να σε προστατέψει στο μαστίγω μα που θα υποστείς όταν επιστρέψεις».
* Ξυήλη και δωρικά ξυάλη: μικρό δρεπανοειδές μαχαιρίδιο ή ξίφος των Λακώνων, που το κρεμούσαν από τη ζώνη. Σ.τ.Μ.
• 132 •
10 Δ Ε Ν ΗΤΑΝ ΔΥΣΚΟΛΟ να ακολουθήσουμε το στρατό. Το μο νοπάτι κατά μήκος του ποταμού Οινούντα ήταν ανασκαμ μένο και το χώμα έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Στη Σελλασία το σύνταγμα Στέφανος των περιοίκων είχε ενωθεί με τον υπόλοιπο στρατό. Ο Αλέξανδρος κι εγώ φτάσαμε εκεί νύχτα. Παρ' όλο το σκοτάδι, διακρίναμε στο έδαφος τα ίχνη του στρατεύματος που είχε παραταχθεί εκεί. Στο βωμό το αίμα ήταν νωπό ακόμα από τις θυσίες και το διάβασμα των οιωνών. Ο ίδιος ο στρατός απείχε μισή μέρα. Δεν μπορού σαμε, λοιπόν, να σταματήσουμε για ύπνο. Έπρεπε να συνε χίσουμε το δρόμο όλη τη νύχτα. Την αυγή ανταμώσαμε κάποιους ανθρώπους που τους αναγνωρίσαμε. Ένας είλωτας οπλοποιός, ο Ευκράτης, είχε σπάσει το πόδι του σε μια πτώση και δυο σύντροφοι του τον βοηθούσαν να επιστρέψει στην πατρίδα. Μας πληροφόρησε ότι στο συνοριακό οχυρό του Οίου φρέσκα νέα έφτασαν στο Λεωνίδα. Οι κάτοικοι του Αντιρρίου όχι μόνο δεν αναδιπλώ θηκαν και δεν παραδόθηκαν, όπως έλπιζε ο βασιλιάς, αλλά έστειλαν κρυφά απεσταλμένους στον τύραννο Γέλωνα, στη Σικελία, ζητώντας βοήθεια. Ο Γέλωνας γνώριζε, όπως ο Λε ωνίδας και οι Πέρσες, τη στρατηγική θέση του Αντιρρίου· το ήθελε κι αυτός. Σαράντα πλοία από τις Συρακούσες, με ταφέροντας δύο χιλιάδες πολίτες και μισθοφόρους στρα τιώτες, βρίσκονταν στο δρόμο για να ενισχύσουν τους υπε• 133 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ρασπιστές του Αντιρρίου. Τελικά, θα δινόταν πραγματική μάχη. Ο σπαρτιατικός στρατός διέσχισε την Τεγέα. Οι Τεγεάτες, σύμμαχοι της Πελοποννησιακής Συμμαχίας και υποχρεωμέ νοι να «ακολουθούν τους Σπαρτιάτες οπουδήποτε τους οδη γούν», ενίσχυσαν το στρατό με εξακόσιους άντρες από το δι κό τους πεζικό. Έτσι, οι μάχιμοι άντρες ξεπέρασαν τις τέσ σερις χιλιάδες. Ο Λεωνίδας δεν επιζητούσε παράταξη, μάχη εκ παρατάξεως, με τους κατοίκους του Αντιρρίου. Μάλλον έλπιζε να τους τρομάξει με την επίδειξη μιας τόσο μεγάλης δύναμης και να τους κάνει να καταλάβουν πόσο παράλογο ήταν να επιμένουν και να προσχωρήσουν με τη θέλησή τους στη συμμαχία εναντίον των Περσών. Ανάμεσα στο κοπάδι του Δέκτωνα ήταν ένας δεμένος ταύρος, που τον είχαν φέ ρει εκ των προτέρων για τη γιορτινή θυσία προς τιμήν του νέου συμμάχου. Όμως οι κάτοικοι του Αντιρρίου, που είχαν εξαγοραστεί ίσως από το χρυσάφι του Γέλωνα, επηρεασμέ νοι από τα φλογερά λόγια μερικών διψασμένων για δόξα δημαγωγών ή προδομένοι από έναν ψεύτικο χρησμό, είχαν επιλέξει να πολεμήσουν. Όταν ο Αλέξανδρος μίλησε στους είλωτες στο δρόμο, τους ζήτησε ειδικές πληροφορίες σχετικές με το στρατό των Συ ρακούσιων: Ποιες μονάδες ήταν, ποιοι ήταν οι διοικητές τους, πόσοι βοηθητικοί τους ενίσχυαν. Οι είλωτες δεν ήξεραν. Σε οποιονδήποτε άλλο στρατό εκτός από των Σπαρτιατών μια τέτοια άγνοια θα προκαλούσε άγριο βρισίδι ή κάτι χειρότε ρο. Ο Αλέξανδρος ωστόσο το άφησε να περάσει έτσι. Οι Λα κεδαιμόνιοι απλώς αδιαφορούν από ποιους και από τι απο τελείται ο εχθρός. Οι Σπαρτιάτες έχουν μάθει να αναφέρο νται στον αντίπαλο σαν να μην έχει όνομα ή πρόσωπο. Πι στεύουν ακράδαντα πως πρόκειται για έναν κακώς προε τοιμασμένο και ερασιτεχνικό στρατό, που πριν τη μάχη στη ρίζεται πάνω σ' αυτό που αποκαλούν ψευτοανδρεία, εννοώ• 134 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ντας την τεχνητή πολεμική φρενίτιδα που προκαλεί ένας στρατηγός με μια αγόρευση της τελευταίας στιγμής ή μερι κούς ψευτοπαλικαρισμούς, προκαλώντας μεγάλο θόρυβο με φωνές, χτυπήματα των ασπίδων και διάφορα άλλα. Στο μυαλό του Αλέξανδρου, που σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών καθρεφτιζόταν εκείνο των στρατηγών της πόλης του, ένας Συρακούσιος ήταν τόσο καλός όσο ο επόμενος αντίπαλος, κάθε στρατηγός του εχθρού δε διέφερε από τους άλλους. Τι κι αν ο αντίπαλος ήταν από τη Μαντινεία, την Όλυνθο ή την Επίδαυρο; Τι κι αν ερχόταν με επίλεκτες μονάδες ή με ορ δές αλαλάζοντος όχλου με επίλεκτα συντάγματα της πόλης ή ξένους μισθοφόρους που πήγαν μαζί τους για το χρυσάφι. Δεν είχε καμία διαφορά. Κανένας αντίπαλος δεν ήταν ισά ξιος των Λακεδαιμόνιων πολεμιστών. Κι αυτό το γνώριζαν οι πάντες. Για τους Σπαρτιάτες η δουλειά του πολέμου είναι ξε κάθαρη και απρόσωπη. Κι αυτό φαίνεται από το λεξιλόγιό τους, που περιέχει αναφορές τόσο αγροτικές όσο και αι σχρές. Η λέξη τους την οποία μετέφρασα προηγουμένως ως «γαμώ» στην περίπτωση των νέων που γαμούσαν το δέντρο δεν έχει τόσο την έννοια του διεισδύω όσο του κονιορτο ποιώ, όπως στη μυλόπετρα. Οι τρεις πρώτες σειρές «γα μούν» ή «αλέθουν» τον εχθρό. Το ρήμα «σκοτώνω» στα δω ρικά είναι «θερίζω». Οι πολεμιστές της τέταρτης, πέμπτης και έκτης σειράς αποκαλούνται μερικές φορές «θεριστές» τόσο για τη δουλειά που κάνουν στον εχθρό που το έχει βά λει στα πόδια με την αιχμή του ακοντίου τους, που αποκα λούν «σφαγέα της σαύρας», όσο και για τον τρόπο με τον οποίο τους εξολοθρεύουν με το κοντό τους ξίφος, που απο καλούν «θεριστή». Όταν αποκεφαλίζουν έναν άνθρωπο, λέ νε «τον αποτελειώνω» ή «του κάνω ένα κουρεματάκι». Το κόψιμο ενός χεριού ή ενός βραχίονα λέγεται «κλάδεμα». Ο Αλέξανδρος κι εγώ φτάσαμε στο Ρίο, στην απόκρημνη 135
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ακτή που βλέπει στο λιμάνι, από όπου θα επιβιβαζόταν ο στρατός, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της τρίτης μέρας. Τα φώ τα στο λιμάνι του Αντιρρίου αστραφτοκοπούσαν. Φαίνονταν καθαρά μέσα από το στενό πέρασμα. Οι παραλίες ήταν ήδη γεμάτες από άντρες και εφήβους, γυναίκες και παιδιά, από έναν ενθουσιώδη όχλο που είχε συγκεντρωθεί να δει το θέ αμα: Ήταν εκεί μαζεμένες οι τριήρεις του στόλου, ακτοπλοϊ κά σκάφη, επιστρατευμένα εμπορικά πλοία, πορθμεία, ακό μα και ψαράδικα. Τα είχαν συγκεντρώσει από πριν οι σύμ μαχοι από το Ρίο για να μεταφέρουν το στρατό μέσα στο σκοτάδι δυτικά κατά μήκος της ακτής, πέντε μίλια παρα κάτω. Ο Λεωνίδας, σεβόμενος τη φήμη των κατοίκων του Αντιρρίου στις ναυμαχίες, είχε αποφασίσει να κάνει αυτό το πέρασμα τη νύχτα. Ανάμεσα σ' αυτούς που χαιρετούσαν με δυνατές φωνές από την κορφή της απόκρημνης ακτής, ο Αλέξανδρος κι εγώ εντοπίσαμε ένα αγόρι της ηλικίας μας, που ο πατέρας του, όπως είπε, διέθετε ένα γρήγορο ψαράδικο και που δε θα εί χε αντίρρηση να τσεπώσει το μάτσο με τις αττικές δραχμές που κρατούσε ο Αλέξανδρος στη χούφτα του, με αντάλλαγ μα ένα γρήγορο, σιωπηλό πέρασμα, χωρίς ερωτήσεις. Το αγό ρι μάς οδήγησε κάτω, ανάμεσα από τους θεατές και τους γλεντοκόπους, σε μια σκοτεινή παραλία που λέγεται Φούρ νοι, πίσω από το σκοτεινό κυματοθραύστη. Δεν είχαν περά σει είκοσι λεπτά από τη στιγμή που επιβιβάστηκε και ο τε λευταίος Σπαρτιάτης, όταν βρεθήκαμε κι εμείς στο νερό, ακολουθώντας το στόλο που είχε χαθεί από τα μάτια μας προς τα δυτικά. Πάντα φοβάμαι τη θάλασσα, πόσο μάλλον μια αφέγγαρη νύχτα κι ανάμεσα σε ξένους. Ο καπετάνιος μας επέμενε να πάρει μαζί του τα δύο αδέλφια του, αν και ένας άντρας με ένα αγόρι θα μπορούσαν εύκολα να κουμαντάρουν το ελαφρύ, γρήγορο σκάφος. Τους ήξερα αυτούς τους παράλι136
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ους και τους εργάτες και δεν τους είχα εμπιστοσύνη. Τα αδέλφια του, αν έλεγε αλήθεια, ήταν κάτι αργοκίνητα βό δια που δεν μπορούσαν ούτε να μιλήσουν, με τόσο πυκνές γενειάδες, που άρχιζαν ακριβώς κάτω από τα μάτια και έφταναν μέχρι το μαλλιαρό τους στέρνο. Μια ώρα πέρασε. Το ψαροκάικο πήγαινε πολύ γρήγορα. Γλιστρούσε απαλά κάτω από το ρυθμικό παφλασμό της πα λάμης των κουπιών καθώς βυθιζόταν στα σκοτεινά νερά και το τρίξιμο της λαβής τους πάνω στους σκαρμούς. Ο Αλέξαν δρος πρόσταξε τον πειρατή δυο φορές να μειώσει ταχύτητα, αλλά ο άντρας το απέρριψε με ένα γέλιο. Είχαμε με το μέ ρος μας τον άνεμο, είπε, κανείς δεν μπορούσε να μας ακού σει, αλλά ακόμα κι αν μας άκουγαν θα μας περνούσαν για μέρος της νηοπομπής ή για κάποιο από τα πλοία των θεα τών που πήγαιναν να προλάβουν τη δράση. Όπως ήταν φυσικό, μόλις η κοιλιά της ακτής κατάπιε τα φώτα του Ρίου πίσω μας, μια σπαρτιατική λέμβος αναδύ θηκε από το σκοτάδι και προσπάθησε να μας κόψει το δρό μο. Δωρικές φωνές ζήτησαν από το ψαράδικο να σταματή σει και να τραβερσώσει. Ξαφνικά, ο ιδιοκτήτης του πλοίου ζήτησε τα λεφτά του. «Όταν φτάσουμε στη στεριά» επέμει νε ο Αλέξανδρος «όπως έχουμε συμφωνήσει». Οι γενειάδες σήκωσαν τα κουπιά ψηλά σαν όπλα. «Η λέμβος πλησιάζει, αγόρια. Τι θα γίνει αν σας πιάσουν;» «Μην του δίνεις τίποτα, Αλέξανδρε» σφύριξα. Αλλά το αγόρι αντιλήφθηκε τη δύσκολη θέση που βρισκό μαστε. «Φυσικά, καπετάνιε. Με μεγάλη μου ευχαρίστηση». Ο πειρατής δέχτηκε το ναύλο του χαμογελώντας σαν το Χάροντα στο πορθμείο για τον Κάτω Κόσμο. «Και τώρα, παιδιά, τα πράγματα είναι σκούρα για σας». Βρεθήκαμε στη μέση του φαρδύτερου σημείου του κόλ που. Ο βαρκάρης μάς έδειξε τη σπαρτιατική λέμβο, που πλη• 137 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σίαζε γοργά. «Πιάστε ένα σχοινί και μείνετε κάτω από την πρύμνη μέχρι να ταΐσω αυτούς τους ατζαμήδες λίγα σκατά». Οι γενειάδες εμφανίστηκαν σαν φαντάσματα. «Μόλις ξεφορ τωθούμε αυτούς τους βλάκες, θα σας ανεβάσουμε πάλι πά νω κι ούτε γάτα ούτε ζημιά». Κάναμε ό,τι μας είπαν. Η λέμβος πλησίασε. Ακούσαμε το θόρυβο του μαχαιριού που έκοβε το παλαμάρι. Βρεθήκαμε με το σχοινί στα χέρια. «Καλή απόβαση, παιδιά!» Αστραπιαία το πηδάλιο βυθίστηκε στο νερό. Οι δυο ανά ξιοι αγροίκοι έβαλαν ξαφνικά τα δυνατά τους. Με τρία γε ρά τραβήγματα του κουπιού το ψαράδικο έφυγε σαν σφε ντόνα. Βρεθήκαμε έρμαια των κυμάτων στη μέση του καναλιού. Η λέμβος μάς προσπέρασε και συνέχισε να κυνηγά το ψα ράδικο, που γρήγορα χάθηκε από τα μάτια μας. Οι Σπαρ τιάτες δε μας είχαν δει ακόμη. Ο Αλέξανδρος με άρπαξε από το χέρι. Δεν έπρεπε να βγάλουμε τσιμουδιά, θα ήταν ατιμω τικό. «Συμφωνώ. Το πνίξιμο είναι πιο αξιοπρεπές». «Βούλωσ' το». Καθίσαμε σιωπηλοί, κουνώντας τα πόδια μας απαλά στο νερό για να κρατηθούμε στην επιφάνεια, ενώ η λέμβος χτέ νιζε την περιοχή. Έψαχνε να βρει άλλα σκάφη που μπορεί να ήταν κατασκοπευτικά. Τελικά, έκανε στροφή και απομα κρύνθηκε. Ήμαστε μόνοι κάτω από τ' αστέρια. Η θάλασσα μπορεί να φαίνεται απέραντη από το κατά στρωμα ενός πλοίου, από μια σπιθαμή ύψος από την επιφά νεια της ωστόσο φαίνεται ακόμα πιο απέραντη. «Σε ποια ακτή θα κατευθυνθούμε;» Ο Αλέξανδρος μου έριξε μια ματιά σαν να είχα χάσει τα λογικά μου. Φυσικά, μπροστά. Είχα την αίσθηση πως κολυμπούσαμε ώρες ολόκληρες. Η • 138 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ακτή δεν είχε πλησιάσει ούτε όσο είναι το μήκος ενός κονταριού. «Κι αν το ρεύμα είναι εναντίον μας; Εμένα μου φαίνε ται πως κολλήσαμε στο ίδιο μέρος ή ότι πάμε πάλι πίσω». «Είμαστε πιο κοντά» επέμεινε ο Αλέξανδρος. «Τα μάτια σου πρέπει να είναι καλύτερα από τα δικά μου». Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο, μόνο να κολυ μπάμε και να προσευχόμαστε. Ποια θαλάσσια τέρατα τρι γυρνούσαν τώρα από κάτω μας, έτοιμα να τυλίξουν τα π ό δια μας στις τρομερές κουλούρες τους ή να μας τα κόψουν από τα γόνατα; Άκουσα τον Αλέξανδρο να καταπίνει νερό, πολεμώντας μια ασθματική κρίση. Ήρθαμε πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Τα μάτια μας κολλούσαν από το αλάτι. Τα χέ ρια μας τα νιώθαμε σαν μολύβι. «Πες μου μια ιστορία» είπε ο Αλέξανδρος. Για μια στιγμή φοβήθηκα μήπως τρελάθηκε. «Για να πάρουμε Θάρρος. Για να κρατήσουμε ξύπνιο το πνεύμα μας. Πες μου μια ιστορία». Απήγγειλα μερικούς στίχους από την Ιλιάδα, που μας εί χε αναγκάσει να μάθουμε απέξω ο Βρύαξης το δεύτερο κα λοκαίρι μας στα βουνά. Δεν τηρούσα το εξάμετρο, αλλά ο Αλέξανδρος δε νοιαζόταν φαίνεται ότι οι λέξεις τον δυνά μωναν πολύ. «Ο Διηνέκης λέει ότι ο νους είναι ένα σπίτι με πολλά δω μάτια» είπε. «Υπάρχουν δωμάτια όπου δεν πρέπει να μπαί νει κανείς. Το να προβλέψεις το θάνατο κάποιου είναι ένα από αυτά τα δωμάτια. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυ τό μας ούτε καν να το σκεφτεί». Μου είπε να συνεχίσω επιλέγοντας μόνο στίχους που εί χαν σχέση με την ανδρεία. Είπε ότι δεν έπρεπε σε καμία πε ρίπτωση να σκεφτούμε την αποτυχία. «Νομίζω ότι οι θεοί μάς έριξαν εδώ επίτηδες. Για να μας διδάξουν γι' αυτά τα δωμάτια». • 139 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Συνεχίσαμε να κολυμπάμε. Ο Ωρίωνας ο Κυνηγός στεκό ταν ακριβώς από πάνω μας όταν αρχίσαμε, τώρα το τόξο του κατέβαινε, είχε κάνει το μισό δρόμο στον ουρανό. Η ακτή παρέμενε πάντα το ίδιο μακρινή. «Ξέρεις την Αγάθη, την αδελφή του Αρίστωνα;» ρώτησε ξεκάρφωτα ο Αλέξανδρος. «Θα την παντρευτώ. Δεν το έχω πει ποτέ σε κανέναν αυτό». «Συγχαρητήρια». «Νομίζεις ότι αστειεύομαι. Όμως οι σκέψεις μου όλο σε κείνη τριγυρνούν όλες αυτές τις ώρες, τέλος πάντων όση ώρα είμαστε εδώ». Σοβαρολογούσε. «Πιστεύεις ότι θα με θέλει;» Φαινόταν εντελώς λογικό να κουβεντιάζουμε αυτό το θέ μα στη μέση του πελάγους σαν να μην έτρεχε τίποτα. «Η οι κογένειά σου είναι ανώτερη από τη δική της. Αν ο πατέρας σου τη ζητήσει, ο δικός της θα πει το ναι», «Δεν τη θέλω μ' αυτό τον τρόπο. Την έχεις δει. Πες μου την αλήθεια. Θα με θέλει;» Το σκέφτηκα. «Σου έφτιαξε εκείνο το φυλαχτό. Τα μάτια της δεν ξεκολλάνε από πάνω σου όταν τραγουδάς. Έρχεται στο Μεγάλο Γύρο με τις αδελφές της όταν τρέχεις. Κάνει πως γυμνάζεται, αλλά στην πραγματικότητα θέλει να βλέπει εσένα». Τα λόγια μου άρεσαν πολύ στον Αλέξανδρο. «Ας κά νουμε μια προσπάθεια. Ας κολυμπήσουμε είκοσι λεπτά όσο πιο δυνατά μπορούμε, να δούμε πόσο μακριά θα πάμε». Όταν τα καταφέραμε την πρώτη φορά, αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε πάλι. «Αγαπάς κι εσύ μια κοπέλα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Αλέξανδρος καθώς κολυμπούσαμε. «Από την πόλη σου. Το κορίτσι με το οποίο έζησες πάνω στα βουνά, την εξαδέλφη σου που πήγε στην Αθήνα». Είπα πως ήταν αδύνατο να τα ξέρει όλα αυτά. Εκείνος γέλασε. «Ξέρω τα πάντα. Τα άκουσα από τα κο• 140 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρίτσια και τους γιδοβοσκούς, αλλά και από τον είλωτα φί λο σου, το Δέκτωνα». Είπε ότι ήθελε να μάθει περισσότε ρα γι' αυτό «το κορίτσι από τα μέρη σου». Του είπα ότι δε θα του έλεγα. «Μπορώ να σε βοηθήσω να τη δεις. Ο θείος του πατέρα μου είναι πρόξενος στην Αθήνα. Μπορεί να τη βρει και να τη φέρει στην πόλη, αν θες». Τα κύματα είχαν γίνει μεγαλύτερα τώρα. Ένας παγω μένος αέρας είχε σηκωθεί. Εμείς συνεχίζαμε να κολυμπάμε προς το πουθενά. Βοήθησα τον Αλέξανδρο όταν τον έπιασε πάλι κρίση. Έβαλε το δάχτυλο του ανάμεσα στα δόντια του και το δάγκωσε μέχρι που έβγαλε αίμα. Ο πόνος φαινόταν να τον δυναμώνει. «Ο Διηνέκης λέει ότι οι πολεμιστές που πάνε στη μάχη πρέπει να μιλούν σταθερά και ήρεμα ο ένας στον άλλο, κάθε άντρας να ενθαρρύνει το σύντροφό του. Πρέπει να συνεχίσουμε την κουβέντα, Χίονη». Ο νους παίζει πολλά παράξενα παιχνίδια σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις. Δεν μπορώ να πω πόση ώρα μιλού σα δυνατά στον Αλέξανδρο τις ώρες που ακολούθησαν, πό σο απλά κολύμπησα μπροστά στης μνήμης τον οφθαλμό καθώς αγωνιζόμαστε συνεχώς να φτάσουμε στην ακτή, που αρνιόταν να πλησιάσει. Θυμάμαι ότι του μίλησα για το Βρύαξη. Αν η γνώση μου για τον Όμηρο ήταν μεγαλύτερη, θα επαινούσα καλύτερα αυτόν το δύσμοιρο άντρα, που ήταν αόμματος σαν τον ποι ητή, και τη σφοδρή του θέληση ώστε εγώ και η εξαδέλφη μου να μη μεγαλώσουμε σαν άγριοι και αμόρφωτοι μέσα στα βουνά. «Αυτός ο άντρας ήταν ο προστάτης σου» είπε σοβαρά ο Αλέξανδρος «όπως είναι ο Διηνέκης για μένα». Είπε ότι θα ήθελε να μάθει περισσότερα. «Πώς είναι να χάνεις τον πατέ ρα σου και τη μητέρα σου, να βλέπεις την πόλη σου να καί γεται; Πόσο καιρό μείνατε στα βουνά εσύ και η εξαδέλφη • 141 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σου; Πώς βρίσκατε τροφή και πώς προστατεύατε τον εαυ τό σας από τα στοιχεία της φύσης και τα άγρια θηρία;» Κομπιάζοντας και ξεροκαταπίνοντας, του τα είπα όλα.
Το δεύτερο καλοκαίρι μας στα βουνά η Διομάχη κι εγώ εί χαμε γίνει τόσο καλοί κυνηγοί, που όχι μόνο δε χρειαζόταν να κατέβουμε στην πόλη ή σε κάποιο υποστατικό αλλά ού τε που το θέλαμε πια. Ήμαστε ευτυχισμένοι στα βουνά. Τα σώματά μας αναπτύσσονταν. Είχαμε κρέας όχι μόνο μία ή δύο φορές το μήνα ή σε περίπτωση κάποιας γιορτής, όπως στα σπίτια των πατέρων μας, αλλά κάθε μέρα με κάθε φα γητό. Είχαμε βρει σκύλους. Αυτό ήταν το μυστικό μας. Δυο κουταβάκια για την ακρίβεια, αφημένα στη μοίρα τους. Ήταν αρκαδικά τσοπανόσκυλα κι όταν τα ανακαλύ ψαμε είχαν τα ματάκια τους ακόμα κλειστά και έτρεμαν από το κρύο. Τα είχε εγκαταλείψει η μητέρα τους, που τα είχε γεννήσει πριν την ώρα της μέσα στο καταχείμωνο. Τα βγάλαμε το ένα Ευτυχία και το άλλο Τυχερό, και πράγμα τι ήταν. Την άνοιξη έτρεχαν ήδη και τα δυο και το καλοκαί ρι το ένστικτό τους τα έκανε κυνηγούς. Μ' αυτούς τους σκύ λους οι μέρες της πείνας μας πέρασαν ανεπιστρεπτί. Μπο ρούσαμε να κυνηγήσουμε και να σκοτώσουμε οτιδήποτε ανάσαινε. Μπορούσαμε να κοιμόμαστε και με τα δύο μά τια κλειστά, σίγουροι ότι τίποτε δε θα μας έπιανε στον ύπνο. Ήμαστε τόσο καταπληκτική ομάδα η Διομάχη, εγώ και τα κυνηγόσκυλα, που αφήναμε να μας ξεφύγουν πολλές ευκαι ρίες. Πιάναμε τα ζωάκια για να παίξουμε και μετά τα αφή ναμε να φύγουν με την ευλογία των θεών. Κάναμε κάτι τσι μπούσια σαν να ήμαστε άρχοντες. Βλέπαμε τους αγρότες που ιδροκοπούσαν στην κοιλάδα και τους γιδοβοσκούς που κόπιαζαν σκληρά στα υψώματα και τους λυπόμαστε. Ο Βρύαξης άρχισε να φοβάται για μας. Σιγά σιγά γινό• 142 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μαστε άγριοι. Απόλιδες. Παλιά, τα βράδια, ο Βρύαξης απήγγελλε Όμηρο και μας ζητούσε, σαν παιχνίδι, να του πούμε όσους στίχους μπορούσαμε χωρίς κανένα λάθος. Τώρα αυ τή η άσκηση ήταν θέμα ζωής και θανάτου για κείνον. Εξα σθενούσε όλο και πιο πολύ. Όλοι το ξέραμε. Δε θα ήταν για πολύ ακόμα μαζί μας. Ό,τι γνώριζε έπρεπε να μας το μά θει. Ο Όμηρος ήταν το σχολείο μας, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια τα κείμενα των μαθημάτων μας. Ο Βρύαξης μας επαναλάμ βανε συνεχώς τους στίχους που αναφέρονταν στην επιστρο φή του Οδυσσέα, τότε που, ρακένδυτος και αγνώριστος, αυ τός, ο βασιλιάς της Ιθάκης, ο ήρωας της Τροίας, αναζητά κα ταφύγιο στην καλύβα του Εύμαιου, του χοιροβοσκού. Αν και ο Εύμαιος δεν έχει ιδέα ότι ο ξένος στη θύρα του είναι ο αληθινός βασιλιάς του και νομίζει ότι πρόκειται για άλλον ένα απόλιδα ζητιάνο, από σεβασμό στο Δία, που προστα τεύει τους οδοιπόρους, καλεί τον ταξιδευτή ευγενικά να μπει μέσα και μοιράζεται μαζί του το ταπεινό φαΐ του. Αυτό σήμαινε ταπεινοφροσύνη, φιλοξενία, καλοσύνη προς τον ξένο. Έπρεπε να ποτιστούμε από αυτά, να μουλιάσου με μέχρι το κόκαλο. Ο Βρύαξης μας δίδασκε συνέχεια τη συ μπόνια και την αρετή, που είδε να εγκαταλείπουν μέρα με τη μέρα τις καρδιές μας, που είχαν σκληρύνει πάνω στα βου νά. Μας έβαζε να απαγγέλλουμε τους στίχους προς το τέ λος της Ιλιάδας, τότε που ο Πρίαμος της Τροίας γονατίζει μπροστά στον Αχιλλέα και φιλά ικετευτικά το χέρι του αν θρώπου που σκότωσε τους γιους του, συμπεριλαμβανομέ νου και του πιο αντρειωμένου και πλέον προσφιλούς σ' αυ τόν, του Έκτορα, του ήρωα και προστάτη του Ίλιου. Μετά ο Βρύαξης μας έψηνε πάνω σ' αυτό. Τι θα κάναμε αν ήμα στε ο Αχιλλέας; Αν ήμαστε ο Πρίαμος; Ήταν η πράξη του κά θε ανδρός σωστή και ευσεβής στα μάτια των θεών; Έπρεπε να έχουμε μια πόλη, δήλωσε ο Βρύαξης. • 143 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Χωρίς πόλη δεν ήμαστε καλύτεροι από τα άγρια ζώα που κυνηγούσαμε και σκοτώναμε. Αθήνα. Εκεί, επέμενε ο Βρύαξης, έπρεπε να πάμε η Διομάχη κι εγώ. Η πόλη της Αθήνας ήταν η μόνη πραγματικά ανοιχτή πόλη της Ελλάδας, με τις μεγαλύτερες ελευθερίες, και η πιο πολιτισμένη. Η αγάπη για τη σοφία, η φιλοσοφία, έχαιρε στην Αθήνα μεγαλύτερης εκτίμησης από κάθε άλλη επιδίω ξη. Καλλιεργούσαν και τιμούσαν το νου και τον ενίσχυαν με υψηλής ποιότητας θέατρο, μουσική, ποίηση, αρχιτεκτο νική και καλές τέχνες. Αλλά και στην πρακτική του πολέ μου οι Αθηναίοι δεν ήταν κατώτεροι από οποιαδήποτε πό λη της Ελλάδας. Οι πρόσφυγες ήταν καλοδεχούμενοι στην Αθήνα. Ένα δυνατό αγόρι σαν εμένα θα μπορούσε να ασχοληθεί με το εμπόριο, να μπει μαθητευόμενο σε κάποιο μαγαζί. Οι Αθη ναίοι, εξάλλου, είχαν στόλο. Ακόμα και με τα σακατεμένα μου χέρια θα μπορούσα να τραβήξω κουπί. Με την επιδε ξιότητα που είχα στο τόξο θα μπορούσα να γίνω τοξότης, ένας ναυτικός τοξότης, να διακριθώ στον πόλεμο και να εκ μεταλλευτώ αυτή την υπηρεσία για να βελτιώσω τη θέση μου. Αλλά και η Διομάχη στην Αθήνα έπρεπε να πάει. Μια και ήταν γεννημένη ελεύθερη, ήξερε να μιλά ωραία, είχε τρόπους και έτσι όμορφη που ήταν θα μπορούσε να μπει στην υπη ρεσία κάποιου αξιοσέβαστου οίκου και να προσελκύσει πολ λούς θαυμαστές. Είχε τη σωστή ηλικία για να παντρευτεί. Ήταν, βέβαια, πέρα από κάθε φαντασία ότι θα μπορούσε να μνηστευθεί έναν πολίτη. Αλλά ακόμα και ως σύζυγος ενός μέτοικου, ενός ξένου κατοίκου της πόλης, θα μπορούσε να με προστατέψει και να με βοηθήσει να βρω μια απασχόλη ση. Και θα είχαμε ο ένας τον άλλο. Καθώς οι δυνάμεις του Βρύαξη λιγόστευαν με το πέρα144
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σμα των εβδομάδων, η πεποίθηση του ότι έπρεπε να ακο λουθήσουμε τη θέληση του σ' αυτά τα θέματα μεγάλωνε. Μας έβαλε να ορκιστούμε πως όταν ερχόταν η ώρα του θα κατεβαίναμε από τα βουνά και θα πηγαίναμε στην Αττική, στην πόλη της Αθήνας. Τον Οκτώβριο της δεύτερης χρονιάς η Διομάχη κι εγώ, αν και κυνηγούσαμε μια ολόκληρη μέρα μέσα στην παγωνιά, δεν καταφέραμε να σκοτώσουμε τίποτα. Επιστρέφαμε στον καταυλισμό γκρινιάζοντας ο ένας στον άλλο. Ξέραμε ότι μας περίμενε ένας φτωχικός χυλός από χορταρικά οσπρίων και φασόλια του βουνού και, το χειρότερο, η θέα του Βρύαξη. Κάθε μέρα που περνούσε γινόταν όλο και πιο οδυνηρό για μας να τον βλέπουμε να καταπέφτει και να κάνουμε πως δεν έτρεχε τίποτα. Αυτός δε χρειαζόταν κρέας. Είδαμε τον κα πνό και τα σκυλιά που ανέβαιναν το βουνό, κάτι που τους άρεσε πολύ να κάνουν. Έτρεχαν στο φίλο τους να δεχτούν το χάδι και το καλωσόρισμά του στο φτωχικό του. Στη στροφή κάτω από τον καταυλισμό ακούσαμε τα γα βγίσματά τους. Όχι τις συνηθισμένες παιχνιδιάρικες διαπε ραστικές φωνές, το γάβγισμά τους ήταν πιο έντονο, πιο επί μονο. Σε μια στιγμή φάνηκε ο Τυχερός εκατό πόδια πιο πά νω. Η Διομάχη με κοίταξε. Ξέραμε και οι δύο τι είχε συμβεί. Μας πήρε μια ώρα να ετοιμάσουμε την πυρά του Βρύα ξη. Όταν το κοκαλιάρικο, σημαδεμένο από τη σκλαβιά κορ μί του ξάπλωσε τελικά μέσα στις εξαγνιστικές φλόγες, άνα ψα ένα βέλος αλειμμένο με κατράμι ακριβώς πάνω από την καρδιά του και το άφησα να πετάξει με όλη μου τη δύνα μη. Το βέλος, φλεγόμενο, διέγραψε μια καμπύλη σαν κο μήτης και έπεσε στη σκοτεινή κοιλάδα. ...έπειτα ο Γερήνιος Νέστορας, που όμοιό του δεν είχε σε σοφία ανάμεσα στους Αχαιούς με την πλούσια κόμη, έγειρε πλήρης ετών και έκλεισε • 145 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τα μάτια λες και κοιμόταν, χτυπημένος από της Άρτεμης τις απαλές σαΐτες. Δέκα αυγές αργότερα η Διομάχη κι εγώ στεκόμαστε στο Τρίστρατο, στα σύνορα της Αττικής με τα Μέγαρα, όπου ο δρόμος για την Αθήνα στρίβει ανατολικά, η Ιερά Οδός πη γαίνει προς τους Δελφούς, ενώ ο δυτικός και νοτιοδυτικός οδηγεί στον Ισθμό και στην Πελοπόννησο. Σίγουρα αποτε λούσαμε το πιο άγριο ζευγάρι κουρελιάρηδων. Ήμαστε ξυ πόλυτοι, με τα πρόσωπα αναψοκοκκινισμένα από τον ήλιο και με τα μακριά μαλλιά μας πιασμένα πίσω αλογοουρά. Και οι δύο κουβαλούσαμε εγχειρίδια και τόξα, ενώ τα σκυ λιά περπατούσαν δίπλα μας σκυφτά, το ίδιο άθλια και αδύ νατα με τα αφεντικά τους. Η κυκλοφορία ήταν μεγάλη στο Τρίστρατο, άμαξες που είχαν ξεκινήσει πριν φέξει, μεγάλα κάρα με διάφορα προϊ όντα, άνθρωποι που μετέφεραν καυσόξυλα, αγροτόπαιδα που κατευθύνονταν στην αγορά με τα τυριά, τα αυγά και τους σάκους με τα κρεμμύδια, όπως ακριβώς εγώ και η Διο μάχη εκείνο το πρωινό που άρχισαν όλα στον Αστακό. Πό σο μακρινά μού φαίνονταν όλα αυτά, κι όμως είχαν περά σει μόνο δυο χειμώνες, σύμφωνα με το ημερολόγιο. Σταμα τήσαμε στο σταυροδρόμι και ρωτήσαμε ποια κατεύθυνση έπρεπε να πάρουμε για την Αθήνα. Να, μας έδειξε ένας ζευγολάτης, ο δρόμος για την Αθήνα είναι από δω, δυο ώρες μακριά μόνο. Η εξαδέλφη μου κι εγώ ελάχιστα μιλήσαμε όλη τη βδο μάδα που κράτησε η πεζοπορία μας από τα βουνά. Κάνα με σκέψεις για τις πόλεις και πώς θα ήταν η νέα μας ζωή. Παρατηρούσα πώς την κοίταζαν οι άλλοι ταξιδιώτες που μας προσπερνούσαν στη δημοσιά. Είχε μεγάλη ανάγκη να νιώθει γυναίκα. «Θέλω μωρά» είπε ξαφνικά την τελευταία μέρα καθώς βαδίζαμε. «Θέλω ένα σύζυγο να τον νοιάζομαι • 146 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
και να νοιάζεται για μένα. Θέλω ένα σπίτι. Δε με νοιάζει αν είναι ταπεινό, απλώς θέλω ένα μέρος όπου να μπορώ να φτιάξω ένα μικρό κήπο, να βάλω λουλούδια στο περβάζι και να το κάνω όμορφο για τον άντρα μου και τα παιδιά μου». Μ' αυτό τον τρόπο μου έδειχνε την καλοσύνη της, κρατού σε μια απόσταση εκ των προτέρων, ώστε να μπορέσω να το χωνέψω. «Καταλαβαίνεις, Χίονη;» Καταλάβαινα. «Ποιο σκύλο θέλεις;» «Μη μου θυμώνεις. Απλώς, προσπαθώ να σου πω πώς έχουν τα πράγματα και πώς πρέπει να είναι». Αποφασίσαμε εκείνη να πάρει τον Τυχερό κι εγώ να κρα τήσω την Ευτυχία. «Μπορούμε να μείνουμε μαζί στην πόλη» είπε τη σκέψη της δυνατά καθώς προχωρούσαμε. «Θα λέμε στον κόσμο ότι είμαστε αδελφός και αδελφή. Αλλά, κατάλαβε το, Χίονη, αν βρω έναν τίμιο άντρα, κάποιον που θα μου φέρεται με σε βασμό...» «Καταλαβαίνω. Μπορείς να πάψεις τώρα». Δυο μέρες αργότερα μια αριστοκράτισσα των Αθηνών μάς προσπέρασε στη δημοσιά. Ταξίδευε με άμαξα μαζί με το σύζυγό της και μερικούς φίλους και υπηρέτες. Εκείνη η κυρά ξαφνιάστηκε βλέποντας το άγριο εκείνο κορίτσι, τη Διομάχη, και επέμενε να βάλει τις υπηρέτριές της να την πλύνουν, να την αλείψουν με λάδι και να της φτιάξουν τα μαλλιά. Ήθελε να κάνει το ίδιο και σε μένα, αλλά δεν τους άφησα να με πλησιάσουν. Η παρέα σταμάτησε σε ένα σκιε ρό ποταμάκι και διασκέδαζε με γλυκά και κρασί, ενώ οι υπηρέτριες πήραν τη Διομάχη για να την καλλωπίσουν. Όταν εμφανίστηκε η εξαδέλφη μου, δεν την αναγνώρισα. Η Αθη ναία κυρά στεκόταν δίπλα της γεμάτη χαρά. Δε σταμάτη σε να παινεύει τις χάρες της Διομάχης και να προβλέπει ότι η εκτυφλωτική ομορφιά της θα προκαλούσε μεγάλη ταρα χή στους νέους της πόλης. Η κυρά επέμενε να πάμε κατευ147
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
θείαν στο σπίτι του συζύγου της μόλις η Διομάχη κι εγώ φτά ναμε στην Αθήνα. Θα αναλάμβανε να μας βρει δουλειά και να συνεχίσουμε την εκπαίδευσή μας. Ένας υπηρέτης θα μας περίμενε στις Θριάσιες Πύλες. Όποιον και να ρωτούσαμε θα μας έλεγε πού μένει. Βαδίζαμε με δυσκολία εκείνη την τελευταία ατέλειωτη μέρα. Πάνω στις άμαξες διαβάζαμε τώρα τις λέξεις «Φά ληρο» και «Αθήνα» γραμμένες βιαστικά πάνω στις ταινίες προορισμού των στριμωγμένων αμφορέων με το κρασί και των γεμάτων με εμπορεύματα κρατήρων. Η προφορά γινό ταν τώρα αττική. Σταματήσαμε να χαζέψουμε μια ομάδα του ιππικού των Αθηνών που έκανε τη βόλτα της. Τέσσερις ναυτικοί μάς προσπέρασαν, ο καθένας με το κουπί του στον ώμο, κουβαλώντας το σχοινί και το μαξιλάρι του. Έτσι θα ήμουν σε λίγο κι εγώ. Πάνω στα βουνά εγώ και η Διομάχη κοιμόμαστε αγκα λιά, όχι ως εραστές αλλά για να ζεσταινόμαστε. Τα τελευ ταία βράδια στο δρόμο τυλιγόταν με την κάπα της και κοι μόταν χωριστά. Όταν φτάσαμε στο Τρίστρατο, είχα σταμα τήσει και παρακολουθούσα μια μεταφορική άμαξα που περ νούσε. Ένιωθα τα μάτια της εξαδέλφης μου καρφωμένα πά νω μου. «Δε θα έρθεις, έτσι δεν είναι;» Δεν είπα τίποτα. Ήξερε ποιο δρόμο θα έπαιρνα. «Ο Βρύαξης θα θυμώσει μαζί σου» είπε. Η Διομάχη κι εγώ είχαμε μάθει από τα σκυλιά και το κυ νήγι να επικοινωνούμε με το βλέμμα. Της είπα αντίο με τα μάτια μου και την παρακάλεσα να καταλάβει. Θα περνούσε καλά σ' αυτή την πόλη. Η ζωή της ως γυναίκας μόλις άρχιζε. «Οι Σπαρτιάτες θα είναι σκληροί μαζί σου» είπε η Διο μάχη. Τα σκυλιά τριγύριζαν ανυπόμονα στα πόδια μας. Δεν ήξεραν ακόμα ότι θα χώριζαν κι αυτά. Η Διομάχη πήρε τα 148
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
χέρια μου στα δικά της. «Και δε θα ξανακοιμηθούμε ποτέ ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, εξάδελφε;» Σίγουρα ήμαστε παράξενο θέαμα για τους αγρότες και τα χωριατόπαιδα που μας προσπερνούσαν. Δεν ήταν συνη θισμένοι στη θέα δυο άγριων παιδιών που αγκαλιάζονταν στην άκρη του δρόμου, με τα τόξα και τα εγχειρίδια τους και τους μανδύες μπόγο πάνω στη ράχη τους, όπως κάνουν οι ταξιδιώτες. Η Διομάχη πήρε το δρόμο της κι εγώ το δικό μου. Ήταν δεκαπέντε. Εγώ ήμουν δώδεκα.
Πόσα από αυτά μοιράστηκα με τον Αλέξανδρο τις ώρες που ήμαστε στο νερό δεν ξέρω. Η αυγή δεν είχε φανερώσει ακό μα το πρόσωπό της όταν τελείωσα. Κρατιόμαστε σφιχτά από ένα ακόντιο που επέπλεε. Μετά βίας μπορούσε να κρα τήσει έναν κι εμείς ήμαστε πολύ εξαντλημένοι για να κολυ μπήσουμε. Το νερό είχε παγώσει ακόμα πιο πολύ. Τα άκρα μας είχαν πάθει υποθερμία. Άκουσα τον Αλέξανδρο να βή χει και να φτύνει. Αγωνιζόταν να βρει δύναμη να μιλήσει. «Πρέπει να αφήσουμε αυτό το ακόντιο. Διαφορετικά, θα πεθάνουμε». Προσπάθησα να κοιτάξω προς το Βορρά. Διέκρινα μερι κές βουνοκορφές, αλλά η ακτή παρέμενε ακόμα αόρατη. Το παγωμένο χέρι του Αλέξανδρου άρπαξε το δικό μου. «Ό,τι κι αν γίνει» ορκίστηκε «δε θα σε εγκαταλείψω». Παράτησε το ακόντιο. Τον ακολούθησα. Μια ώρα αργότερα σωριαστήκαμε σαν τον Οδυσσέα σε μια απόκρημνη ακτή, κάτω από μια κορακοφωλιά. Ήπια με αχόρταγα από το νερό μιας πηγής που ανάβλυζε από ένα βράχο, ξεπλύναμε τα μαλλιά και τα μάτια μας από το αλάτι και γονατίσαμε να ευχαριστήσουμε τους θεούς για τη σωτηρία μας. Το μισό πρωινό κοιμόμαστε σαν πεθαμένοι. 149
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Σκαρφάλωσα στη φωλιά για αυγά, που τα ρουφήξαμε από το τσόφλι, όρθιοι στην άμμο με τα κουρελιασμένα μας ρού χα. «Σ' ευχαριστώ, φίλε μου» είπε ήρεμα ο Αλέξανδρος. Άπλωσε το χέρι του. Το πήρα. «Κι εγώ σ' ευχαριστώ». Ο ήλιος βρισκόταν στο ζενίθ του, οι χιτώνες μας, κάτα σπροι από το αλάτι, είχαν στεγνώσει στις πλάτες μας. «Καιρός να του δίνουμε» είπε ο Αλέξανδρος. «Χάσαμε μισή μέρα».
• 150 •
11 Η ΜΑΧΗ ΔΟΘΗΚΕ σε μια άγονη πεδιάδα δυτικά της πόλης του Αντιρρίου, μέσα σε έναν καταιγισμό από βέλη που εκτο ξεύονταν από την παραλία και κάτω από τα τείχη του φρου ρίου. Ένας ξεροπόταμος, ο Ακάνανθος, διέσχιζε την κοιλά δα, χωρίζοντας τη στη μέση. Κάθετα στο ποτάμι, προς την πλευρά της θάλασσας, οι κάτοικοι του Αντιρρίου είχαν φτιά ξει ένα πρόχειρο τείχος. Απότομα βουνά προφύλασσαν προς τα αριστερά τον εχθρό. Ένα τμήμα της πεδιάδας που συνό ρευε με το τείχος είχε μετατραπεί σε νεκροταφείο πλοίων καταστραμμένα σκάφη έπιαναν κάθε γωνιά και έφταναν μέ χρι τη μέση της κοιλάδας, ανάμεσα σε ετοιμόρροπες ψαροκαλύβες και βρόμικους σωρούς ναυαγίων. Σμήνη γλάρων πετούσαν από πάνω τους σκούζοντας. Ακόμη, ο εχθρός είχε σκορπίσει βότσαλα και κομμάτια ξύλου που είχε ξεβράσει η θάλασσα, για να μην είναι ίσιο το έδαφος από όπου θα προ έλαυναν ο Λεωνίδας και οι άντρες του. Η δική τους πλευρά, του αντιπάλου, ήταν καθαρισμένη και λεία σαν διδασκαλική έδρα. Όταν ο Αλέξανδρος κι εγώ φτάσαμε τρέχοντας, λαχανια σμένοι και αργοπορημένοι, οι Σκιρίτες μόλις είχαν παραδώ σει στις φλόγες το σκουπιδότοπο του εχθρού. Οι στρατοί ήταν παραταγμένοι, σε απόσταση τεσσάρων σταδίων περί που, με τα φλεγόμενα σαπιοκάραβα ανάμεσα τους. Όλα τα τοπικά εμπορικά πλοία και τα ψαράδικα είχαν τραβηχτεί • 151 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
στην ξηρά, για να μην είναι προσιτά στον εχθρό, είτε βρί σκονταν, λοιπόν, στη σιγουριά του οχυρωμένου τμήματος του αγκυροβολίου είτε κάπου στην παραλία. Όμως αυτό δεν εμπόδισε τους Σκιρίτες να πυρπολήσουν τις αποβάθρες και τις αποθήκες του λιμανιού ή να ποτίσουν με νέφτι τα ξύλι να υπόστεγα των πλοίων. Ολόκληρη η ακτή είχε παραδοθεί στις φλόγες. Οι υπερασπιστές του Αντιρρίου, όπως πολύ καλά γνώριζαν ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες, ήταν πολιτοφύλακες, αγρότες, αγγειοπλάστες και ψαράδες, στρατιώ τες μόνο για το καλοκαίρι, όπως ο πατέρας μου. Η κατα στροφή του λιμανιού τους είχε σκοπό να τους εκνευρίσει, να παραλύσει τις ικανότητές τους επειδή δεν είχαν συνηθί σει σε τέτοια θεάματα και να σημαδέψει τις ασυνήθιστες αισθήσεις τους με τη δυσοσμία και το μαστίγιο της επερ χόμενης σφαγής. Ήταν πρωί, η ώρα της αγοράς, και είχε ση κωθεί ένα θαλασσινό μελτεμάκι. Μαύροι καπνοί από τα κα ταστραμμένα ναυάγια άρχισαν να σκοτεινιάζουν το πεδίο της μάχης· το κατράμι και η παρκετίνη των ξύλων τους φλέ γονταν με μανία και φούντωναν από τον αέρα, που είχε με τατρέψει τις φωτιές που κρυφόκαιγαν στους σωρούς των σκουπιδιών σε τεράστιες πυρκαγιές. Ο Αλέξανδρος κι εγώ εξασφαλίσαμε πρώτη θέση κατά μήκος της απόκρημνης ακτής όχι περισσότερο από διακόσια μέτρα πάνω από την τοποθεσία όπου θα συγκρούονταν οι δύο παραταγμένοι στρατοί. Ο καπνός μάς έπνιγε. Σκαρφα λώσαμε στην πλαγιά. Κι άλλοι όμως είχαν διεκδικήσει εκεί νο το μέρος πριν από μας: αγόρια και μεγαλύτεροι άντρες του Αντιρρίου, οπλισμένοι με τόξα, σφεντόνες και όπλα βο λής, που υποτίθεται ότι θα έριχναν εναντίον των Σπαρτιατών καθώς θα προέλαυναν. Όμως οι Σκιρίτες καθάρισαν εγκαί ρως αυτές τις ελαφρά οπλισμένες δυνάμεις και καμάρωναν από ψηλά τους συμπολεμιστές τους, oι οποίοι θα βάδιζαν, όπως πάντα, στην τιμητική τους θέση, στα αριστερά των Λα• 152 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κεδαιμονίων. Οι περίοικοι κατέλαβαν το μπροστινό τμήμα, αναγκάζοντας τους ακροβολιστές του εχθρού να αποτραβη χτούν προς τα πίσω, αχρηστεύοντας έτσι τις σφεντόνες και τα βέλη τους, αφού δεν μπορούσαν να βλάψουν το στρατό. Ακριβώς από κάτω, διακόσια τριάντα μέτρα μακριά, οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοι τους έπαιρναν τις θέσεις τους στις σειρές τους. Οι βοηθητικοί εξόπλιζαν τους πολεμιστές από την κορυφή ίσαμε τα νύχια, αρχίζοντας με τις βαριές από βοδινό δέρμα σόλες, που μπορούσαν να περάσουν πά νω από τη φωτιά. Μετά ήταν η σειρά των ορειχάλκινων κνημίδων, που οι βοηθοί έδεναν γύρω από τα καλάμια των πο διών των αφεντάδων τους, στηρίζοντας τες στο πίσω μέρος του γαστροκνήμιου λυγίζοντας απλώς το μέταλλο. Βλέπαμε καθαρά τον πατέρα του Αλέξανδρου Ολύμπιο και τη λευ κή γενειάδα του βοηθού του Μηριόνη. Τα στρατεύματα έδεναν κατόπιν τα απόκρυφα μέρη τους, μια πράξη που συνοδευόταν από πρόστυχα αστεία, καθώς κάθε πολεμιστής αποχαιρετούσε με επίσημο κοροϊδευτικό τρόπο τον ανδρισμό του και έκανε την προσευχή του ώστε εκείνος και αυτό να ήταν ακόμη μαζί στο τέλος της ημέρας. Αυτή τη διαδικασία εξοπλισμού για τη μάχη, στην οποία οι πολίτες-στρατιώτες των άλλων πόλεων εξασκούνταν όχι πάνω από δέκα φορές το χρόνο στα ανοιξιάτικα και στα κα λοκαιρινά γυμνάσια, οι Σπαρτιάτες την έκαναν και την ξα νάκαναν διακόσιες, τετρακόσιες, εξακόσιες φορές την επο χή των στρατιωτικών ασκήσεων. Οι πενηντάρηδες την είχαν κάνει δέκα χιλιάδες φορές. Είχε γίνει δεύτερη φύση τους, όπως όταν άλειφαν με λάδι ή πασπάλιζαν με άμμο τα μέ λη τους πριν από την πάλη ή όταν περιποιούνταν τα μακριά μαλλιά τους. Αυτό ετοιμάζονταν να κάνουν και τώρα, αφού φόρεσαν πρώτα το ιμάτιο από λινάρι στον κορμό, τη σπολάδα και τους ορειχάλκινους θώρακες με ιδιαίτερη φροντί δα και επισημότητα, βοηθώντας ο ένας τον άλλο σαν ένα • 153 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σύνταγμα λιμοκοντόρων που ετοιμάζονταν για το χορό. Η όλη σκηνή είχε κάτι το εξωπραγματικό, ενώ επικρατούσε μια ατμόσφαιρα γαλήνης και νωχελικότητας. Τελικά, οι άντρες έγραψαν τα ονόματα τους ή κάποια δια κριτικά πάνω στις σκυταλίδες, τα πρόχειρα βραχιόλια από κλαδιά που αποκαλούσαν «εισιτήρια». Μ' αυτό τον τρόπο θα ξεχώριζαν τα σώματά τους αν έπεφταν και ήταν φρικτά παραμορφωμένα για να αναγνωριστούν. Χρησιμοποιούσαν ξύλο επειδή δεν είχε αξία για να το πάρει ως λάφυρο ο εχθρός. Πίσω από τους συγκεντρωμένους άντρες, διαβάζονταν οι οιωνοί. Ασπίδες, περικεφαλαίες και οι μεταλλικές αιχμές των ακοντίων (τριάντα πόντοι περίπου) γυάλιζαν σαν κα θρέφτες. Αστραφτοκοπούσαν κάτω από τον ήλιο, κάνοντας το σχηματισμό να φαντάζει σαν μια κολοσσιαία αλεστική μηχανή, φτιαγμένη όχι τόσο από άντρες όσο από ορείχαλκο και σίδερο. Τώρα οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες πήραν τις θέσεις τους στη γραμμή. Πρώτοι οι Σκιρίτες, στα αριστερά, δίπλα το σύνταγμα του Στεφάνου της Σελλασίας, χίλιοι εκατό πε ρίοικοι οπλίτες. Στα αριστερά των συγκεντρωμένων οι εξα κόσιοι βαριά οπλισμένοι πολεμιστές της Τεγέας, έπειτα το άγημα των ιππέων στο κέντρο της γραμμής —ο Πολύνεικος διακρινόταν ανάμεσά τους—, με τριάντα ασπίδες πλάτος και πέντε βάθος, για να υπερασπίζονται και να πολεμούν γύρω από το βασιλιά. Στα δεξιά των ιππέων έπαιρνε τη θέ ση του το σύνταγμα της Αγριελιάς, εκατόν σαράντα τέσσε ρις στο πλάτος, με το τάγμα του Πάνθηρα δίπλα στους ιπ πείς. Κατόπιν η Κυνηγός με τον Ολύμπιο στην πρώτη γραμ μή και το Μενελάιο. Στα δεξιά τους είχαν ήδη παραταχθεί τα τάγματα του Ηρακλή, άλλοι εκατόν σαράντα τέσσερις κατά πλάτος, με το Διηνέκη, που διακρινόταν καθαρά επι κεφαλής της ενωμοτίας των τριάντα έξι αντρών που τώρα • 154 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
είχαν μοιραστεί σε τέσσερις σειρές ή στοίχους, από εννέα άντρες η καθεμία, καλύπτοντας τη δεξιά πτέρυγα. Το σύνο λο, εκτός από τους οπλισμένους βοηθητικούς που χρησίμευ αν ως εφεδρικοί, ήταν πάνω από τέσσερις χιλιάδες πεντακό σιους άντρες και εκτείνονταν, από πτέρυγα σε πτέρυγα, γ ύ ρω στα εξακόσια μέτρα πλάτος. Από τη θέση μας ο Αλέ ξανδρος κι εγώ βλέπαμε το Δέκτωνα, ψηλό και σωματώδη σαν πολεμιστή, άοπλο, φορώντας το λευκό χιτώνα του βοη θού των θυσιών, να οδηγεί γρήγορα δυο κατσίκες στο Λεω νίδα, που στεκόταν τριγυρισμένος από τους ιερείς της μάχης μπροστά στη φάλαγγα έτοιμος για τη θυσία. Χρειάζονταν δυο κατσίκες σε περίπτωση που η πρώτη δε σφαζόταν όπως έπρεπε. Η στάση των διοικητών, όπως και των συγκεντρω μένων πολεμιστών, έδειχνε μεγάλη αμεριμνησία. Απέναντι τους, οι κάτοικοι του Αντιρρίου και οι Συρα κούσιοι σύμμαχοι τους είχαν παρατάξει τις δυνάμεις τους σε πλάτος ίσο με των Σπαρτιατών, αλλά σε βάθος έξι επι πλέον ή και περισσότερων ασπίδων. Τα παροπλισμένα σκά φη στο νεκροταφείο των πλοίων είχαν γίνει στάχτη. Μόνο οι σκελετοί είχαν απομείνει, ξερνώντας έναν άσπρο καπνό μέ σα στην κοιλάδα. Πιο πέρα οι πέτρες του λιμανιού τσιτσιριζαν κατάμαυρες καθώς έπεφτε πάνω τους το νερό, ενώ τα καρφιά των καμένων δοκαριών της αποβάθρας προεξείχαν από την επιφάνεια σαν επιτύμβιες στήλες, μια πυκνή στα χτιά ομίχλη μαύριζε ό,τι είχε απομείνει στο μέτωπο της πα ραλίας. Ο άνεμος έφερε τον καπνό προς τον εχθρό, πάνω στους παραταγμένους άντρες, που η δύναμή τους τους είχε ήδη εγκαταλείψει· τα γόνατα και οι ώμοι τους έτρεμαν και λύγι ζαν κάτω από το βάρος του οπλισμού τους, στον οποίο δεν είχαν συνηθίσει, ενώ οι καρδιές τους σφυροκοπούσαν στα στήθη τους και το αίμα τραγουδούσε στ' αυτιά τους. Δε χρει αζόταν να είναι μάντης κανείς για να καταλάβει την ταρα• 155 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χή τους. «Παρατήρησε τις μύτες των κονταριών τους» είπε ο Αλέξανδρος δείχνοντας τους παραταγμένους αντιπάλους, που συνωστίζονταν στις σειρές τους. «Κοίτα τους πώς τρέ μουν. Ακόμα και τα λοφία από τα κράνη τους κουνιούνται». Κοίταξα. Στη σπαρτιατική γραμμή το δάσος των σιδερένιων αιχμών των ακοντίων υψωνόταν σταθερά σαν φράχτης από δόρατα. Κάθε κοντάρι στητό και ευθυγραμμισμένο, εντε λώς ίσιο σαν γεωμετρική γραμμή και χωρίς να κουνιέται καθόλου. Του εχθρού απέναντι πήγαιναν κι ερχόντουσαν. Κανείς, εκτός από τους Συρακούσιους στο κέντρο, δεν ήταν στη γραμμή και στη σειρά του. Μερικά ακόντια μάλιστα χτυπούσαν πάνω στα γειτονικά τους, τρίζοντας σαν δόντια. Ο Αλέξανδρος μέτρησε τα τάγματα στους στοίχους των Συρακούσιων. Βρήκε ότι ήταν δύο χιλιάδες οκτακόσιες ασπί δες και χίλιοι διακόσιοι με χίλιοι πεντακόσιοι μισθοφόροι συν τριακόσιοι πολιτοφύλακες από την πόλη του Αντιρρίου. Ο εχθρός ήταν αριθμητικά ο μισός από τους Σπαρτιάτες. Δεν ήταν αρκετός, και ο αντίπαλος το γνώριζε. Και τότε άρχισε ο σάλαγος. Από τις σειρές του εχθρού οι πιο γενναίοι (ή ίσως οι πιο φοβισμένοι) άρχισαν να χτυπούν τις μύτες των κονταριών τους πάνω στα ορειχάλκινα αφαλωτά σκουτάρια τους, δη μιουργώντας το σαματά της ψευτοανδρείας, που αντήχησε στη σφιχταγκαλιασμένη από βουνά κοιλάδα. Άλλοι, πάλι, ενίσχυσαν τούτη την οχλοβοή κουνώντας τα κοντάρια απει λητικά στον ουρανό, επικαλούμενοι τους θεούς και βγάζο ντας κραυγές φοβέρας και θυμού. Ο θόρυβος έγινε τρεις φο ρές πιο δυνατός, μετά πέντε, δέκα, καθώς οι πίσω σειρές και οι πτέρυγες του εχθρού προστέθηκαν στο χορό και άρχισαν να φωνάζουν και να χτυπούν τις ασπίδες τους. Πολύ γρήγο ρα όλοι οι άντρες ήταν παραδομένοι στην κραυγή του πολέ μου. Ο διοικητής τους προέτεινε το ακόντιό του και ο στρα τός τον ακολούθησε. • 156 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν κάνει καμία κίνηση και δεν εί χαν βγάλει τσιμουδιά. Περίμεναν υπομονετικά στους πορφυροντυμένους στοί χους τους, χωρίς να μορφάζουν ή να είναι σφιγμένοι. Έλεγαν λόγια ήρεμα, ενθαρρυντικά και διασκεδαστικά ο ένας στον άλλο, ενώ έκαναν τις τελευταίες προετοιμασίες που είχαν επαναλάβει εκατοντάδες φορές στα γυμνάσια και εκτελέσει δεκάδες φορές στη μάχη. Ο εχθρός προχωρούσε επιταχύνοντας συνεχώς το βήμα. Τώρα βάδιζε γρήγορα. Πλησίαζε με μεγάλα βήματα. Η γραμ μή εκτεινόταν και άνοιγε στα δεξιά, καθώς οι φοβισμένοι άντρες έμπαιναν στη σκιά της ασπίδας του συμπολεμιστή που ήταν στα δεξιά τους. Μπορούσε ήδη να δει κανείς τις σειρές του εχθρού να παραπατούν και τη γραμμή να χαλά ει, καθώς οι γενναίοι ορμούσαν μπροστά και οι δειλοί έκα ναν προς τα πίσω. Ο Λεωνίδας και οι ιερείς στέκονταν ακάλυπτοι στην πρώ τη γραμμή. Το ρηχό ποτάμι υπήρχε ακόμα μπροστά στον εχθρό. Οι στρατηγοί του αντιπάλου, που περίμεναν να προ χωρήσουν πρώτοι οι Σπαρτιάτες, είχαν παραταχθεί έτσι ώστε ο ξεροπόταμος να είναι ανάμεσα στους δύο στρατούς. Σύμ φωνα με το σχέδιο του εχθρού, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η φιδογυριστή κοίτη του ποταμού θα χαλούσε τις σειρές των Λακεδαιμονίων και θα τις έκανε τρωτές τη στιγμή της επίθε σης. Οι Σπαρτιάτες ωστόσο περίμεναν. Από τη στιγμή όμως που άρχισε ο πάταγος, οι διοικητές του εχθρού ήξεραν ότι δε θα μπορούσαν να συγκρατήσουν άλλο τις σειρές. Έπρεπε να προχωρήσουν όσο τα αίματα των αντρών τους ήταν ξαναμ μένα, διαφορετικά ο πυρετός θα έπεφτε και μέσα τους θα κυριαρχούσε ο τρόμος. Το ποτάμι τώρα στρεφόταν εναντίον του εχθρού. Οι μπρο στινές σειρές κατέβηκαν στην κοίτη· απείχαν τετρακόσια εξή ντα μέτρα ακόμη από τους Σπαρτιάτες. Όταν ανέβηκαν, η 157
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ήδη άτακτη παράταξη τους διασπάστηκε ακόμα πιο πολύ. Τώρα ήταν πάλι σε ομαλό έδαφος, αλλά με τον ποταμό πί σω τους· σε περίπτωση άτακτης φυγής σίγουρα θα τα έβρι σκαν σκούρα. Ο Λεωνίδας παρακολουθούσε απαθής ανάμεσα στους ιε ρείς της μάχης και στο Δέκτωνα με τις κατσίκες του. Ο εχθρός απείχε τώρα γύρω στα τριακόσια εβδομήντα μέτρα και επι τάχυνε το βήμα. Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν ακόμα κουνηθεί, ο Δέκτωνας άρπαξε το σχοινί της κατσίκας που ήταν μπρο στά του. Τον είδαμε να κοιτάζει φοβισμένος καθώς η πε διάδα άρχισε να βροντά από το θόρυβο που έκαναν τα πό δια του εχθρού, ενώ ο αέρας αντηχούσε από τις φωνές τους, τόσο από το φόβο τους όσο και από το θυμό τους. Ο Λεωνίδας ευλόγησε τα σφάγια, επικαλούμενος δυνατά την Κυνηγό Άρτεμη και τις Μούσες. Μετά διαπέρασε με το μοναδικό σπαθί του το λαιμό της κατσίκας, ακινητοποιώ ντας τα πίσω πόδια της με τα γόνατά του, ενώ με το αρι στερό του χέρι κρατούσε το σαγόνι του ζώου προς τα έξω καθώς η λεπίδα διαπερνούσε το λαιμό του. Δεν έμεινε μάτι στην παράταξη που να μην είδε το αίμα να αναπηδά και να χύνεται στη Γαία, τη μάνα γ η , πιτσιλώντας καθώς έπεφτε τις ορειχάλκινες κνημίδες του Λεωνίδα και βάφοντας κόκκινα τα πόδια του με τις δερμάτινες σόλες της μάχης. Ο βασιλιάς γύρισε, ενώ το θύμα του σπαρταρούσε ακό μα ανάμεσα στα γόνατά του, προς τους Σκιρίτες, τους Σπαρ τιάτες, τους περιοίκους και τους Τεγεάτες, που στέκονταν ακίνητοι και σιωπηλοί στις σειρές τους. Τέντωσε το όπλο του, που έσταζε ακόμα από το αίμα της ιερής θυσίας, πρώτα προς τα πάνω στους θεούς, των οποίων τη βοήθεια τώρα ζητούσε, μετά ένα γύρο προς το μέρος του εχθρού, που προχωρούσε γρήγορα εναντίον τους. «Δία Σωτήρα και Έρωτα!» αντήχησε βροντερή η φωνή του, που ακούστηκε παρ' όλη την οχλοβοή. «Λακεδαιμόνιοι!» • 158 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Η σάλπιγγα ήχησε «εμπρός!». Οι σαλπιγκτές κράτησαν το ρυθμό μέχρι να κάνουν οι άντρες δέκα βήματα και μετά σταμάτησαν απότομα, δίνοντας τη σκυτάλη στους αυλητές. Οι διαπεραστικές νότες των αυλών τους έσχιζαν το φοβερό σάλαγο σαν κραυγή χιλιάδων Μαινάδων. Ο Δέκτωνας άρπα ξε τη σφαγμένη κατσίκα και τη ζωντανή και έφυγε σαν κυ νηγημένος να τρυπώσει ανάμεσα στους στοίχους. Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοι τους προχωρούσαν ακο λουθώντας το ρυθμό, με τα ακόντια ψηλά, ενώ οι γυαλισμέ νες αιχμές τους άστραφταν στον ήλιο. Τώρα ο αντίπαλος άρ χισε την επέλαση. Ο Λεωνίδας, χωρίς βιασύνη ή ανυπομονη σία, πήγε στη θέση του στην πρώτη γραμμή, καθώς εκείνη προχωρούσε για να τον καλύψει, ενώ οι ιππείς παρέμειναν ακλόνητοι στη θέση τους, δεξιά και αριστερά του. Τώρα από τις σειρές των Λακεδαιμονίων υψώθηκε ο παι άνας, ο ύμνος στον Κάστορα, από τέσσερις χιλιάδες στόμα τα. Στον ανιόντα ρυθμό της δεύτερης στροφής, τα ακόντια Αδελφέ που λάμπεις στους ουρανούς Ουρανογέννητε ήρωα των τριών πρώτων στοίχων από κάθετα πήραν τη θέση της επίθεσης. Τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν το δέος και τον τρόμο που προκαλεί στον αντίπαλο, σε κάθε αντίπαλο, αυ τή η φαινομενικά απλή χειρονομία, που στη Λακεδαίμονα λέγεται «καρφώστε το» ή «το πεύκο ανά χείρας», τόσο εύ κολο να το κάνεις στην παρέλαση και τόσο εκπληκτικό κά τω από συνθήκες ζωής και θανάτου. Η αλλαγή της θέσης του ακοντίου εκτελέστηκε με μεγάλη ακρίβεια και χωρίς φόβο. Κανένας άντρας δεν πήγε προς τα μπρος εκτός ελέγχου, ού τε προς τα πίσω, από φόβο, κανείς δεν πήγε προς τα δεξιά στη σκιά της ασπίδας του συμπολεμιστή του, όλοι στέκο• 159 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
νταν σταθεροί και αδιάσπαστοι, σφιχτοδεμένοι σαν τις φο λίδες στα πλευρά ερπετού, με την καρδιά σταματημένη από το δέος, τα μαλλιά όρθια στον αυχένα, ενώ δυνατά ρίγη διέ τρεχαν το ριζοπλάτι τους. Σαν το τεράστιο θεριό που, στριμωγμένο απ' τα σκυλιά, σαν σβούρα από τη μάνητα γυρίζει, μ' ολόρθες τις τρίχες απ' τη λύσσα, που, αν κι εξαντλημένο στη δύναμη του, ανα παύεται, το φόβο αψηφώντας, έτσι κι η χαλκοπόρφυρη φά λαγγα των Λακεδαιμονίων σαν ένας άνθρωπος κινήθηκε με το μοναδικό της τρόπο να σκοτώνει. Η αριστερή πτέρυγα του εχθρού, ογδόντα άντρες πλάτος, διαλύθηκε πριν ακόμα οι ασπίδες των προμάχων τους πλη σιάσουν στα τριάντα βήματα τους Σπαρτιάτες. Μια κραυγή τρόμου βγήκε από το λαιμό του αντιπάλου, τόσο πρωτόγο νη, που πάγωνε το αίμα κι ύστερα το κατάπιε της μάχης ο αχός. Το αριστερό κέρας του εχθρού διασπάστηκε από μέσα. Αυτή η πτέρυγα, που το πλάτος της πριν λίγο ήταν σα ράντα οχτώ ασπίδες, έγινε ξαφνικά τριάντα, μετά είκοσι, μετά δέκα, καθώς ο πανικός σάρωνε σαν φωτιά που γιγα ντώνεται από το δυνατό αέρα από τους τρομοκρατημένους άντρες των άκρων στο κυρίως σώμα του στρατού. Οι άντρες των τριών πρώτων σειρών που είχαν τραπεί σε φυγή έπε φταν πάνω στους συμπολεμιστές τους που ακολουθούσαν. Η μία ασπίδα χτυπούσε πάνω στην άλλη, το ένα ακόντιο έπεφτε πάνω στο άλλο. Το αποτέλεσμα ήταν μια μάζα από σάρκες και ορείχαλκο, καθώς οι άντρες, φορτωμένοι με τριά ντα κιλά ασπίδες και οπλισμό, μπερδεύονταν και έπεφταν, εμποδίζοντας έτσι τους συμπολεμιστές τους να προχωρή σουν. Έβλεπες τους γενναίους να ορμούν φωνάζοντας ορ γισμένα στους συμπατριώτες τους που είχαν εγκαταλείψει. Όσοι διατηρούσαν ακόμα το κουράγιο τους παραμέριζαν εκείνους που το είχαν χάσει, φωνάζοντας υπερβολικά και • 160 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μανιασμένα, ποδοπατώντας τις μπροστινές σειρές, ή πάλι, καθώς το θάρρος τους εγκατέλειπε κι αυτούς, τα παρατού σαν και έτρεχαν να σώσουν το τομάρι τους. Τη στιγμή που η σύγχυση είχε κορυφωθεί από τη μεριά του εχθρού, η δεξιά πτέρυγα των Σπαρτιατών έπεσε πάνω τους. Τώρα και oι πιο γενναίοι έσπασαν. Γιατί ένας γενναί ος άντρας πρέπει να πεθαίνει όταν δεξιά και αριστερά του, μπροστά και πίσω του οι σύντροφοι του τον εγκαταλείπουν; Ασπίδες πετιόνταν, ακόντια εκσφενδονίζονταν άγρια στο έδαφος. Μισή χιλιάδα άντρες το είχε βάλει στα πόδια και έτρεχε τρομαγμένη. Εκείνη τη στιγμή το κέντρο και η δεξιά πτέρυγα της εχθρικής γραμμής συγκρούστηκαν με το κυρίως σώμα των Σπαρτιατών. Εκείνος ο πάταγος που τόσο καλά γνώριζαν όλοι οι πο λεμιστές, αλλά που ο Αλέξανδρος και τα νεανικά αυτιά μου δεν είχαν ποτέ ματακούσει, ήταν αποτέλεσμα της σύγκρου σης του ωθισμού. Κάποτε στην πατρίδα, όταν ήμουν μικρός, ο Βρύαξης κι εγώ είχαμε βοηθήσει το γείτονά μας Πιερίωνα να βάλει σε άλλη θέση τρεις από τις κολλημένες ξύλινες κυψέλες του. Καθώς πηγαίναμε την κυψέλη στη νέα της θέση, κάποιου το πόδι γλίστρησε. Η κυψέλη έπεσε. Και τότε μέσα από το κλει στό κιβώτιο, που καταφέραμε να πιάσουμε ωστόσο, δημι ουργήθηκε ένας φοβερός αχός, που δεν έμοιαζε μήτε με ουρ λιαχτό μήτε με κραυγή, βρυχηθμό ή μουγκρητό, ήταν ένας συνεχής θόρυβος από το πουθενά, μια παλλόμενη οργή και λαχτάρα για φόνο, που έβγαινε όχι από τον εγκέφαλο ή την καρδιά αλλά από τα κελιά της κερήθρας, από τις μέλισσες που ζούσαν στις κυψέλες. Ο ίδιος ακριβώς αχός, εκατό, χίλιες φορές πιο δυνατός, υψώθηκε τώρα, απόρροια της σύγκρουσης των αντρών και των όπλων, σε όλη την κοιλάδα. Τώρα καταλάβαινα τη φρά ση του ποιητή «ο μύλος του Άρη» και ένιωσα στο πετσί μου 161
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γιατί οι Σπαρτιάτες μιλούσαν για τον πόλεμο σαν να ήταν δουλειά. Ένιωσα τα νύχια του Αλέξανδρου να βυθίζονται στο χέρι μου. «Βλέπεις τον πατέρα μου; Βλέπεις το Διηνέκη;» Ο Διηνέκης κυνηγούσε εκείνους που είχαν τραπεί σε φυ γή ακριβώς από κάτω μας. Βλέπαμε πολύ καλά το λοξό λο φίο του, τη «βούρτσα» του στα δεξιά του Ηρακλή, στην πρώτη γραμμή της τρίτης ενωμοτίας. Κι ενώ στις σειρές του εχθρού επικρατούσε το χάος, εκείνες των Σπαρτιατών πα ρέμεναν άθικτες και ενωμένες. Η πρώτη γραμμή δεν είχε πέ σει με μανία πάνω στους αντιπάλους, που έτρεχαν σαν άγρι οι, ούτε προχωρούσε όμως με την αδιάφορη ακρίβεια των παρελάσεων. Μάλλον ορμούσαν ενωμένοι σαν μια σειρά πο λεμικών πλοίων που ετοιμάζονται να εμβολίσουν. Μέχρι τώ ρα δεν είχα καταλάβει πόσο πιο μακριά από τις ενισχυμέ νες ορειχάλκινες ασπίδες των προμάχων το δολοφονικό σί δερο των ακοντίων τους μπορούσε να φτάσει. Τρυπούσαν και χτυπούσαν από ψηλά, οδηγημένα με όλη τη δύναμη του δεξιού βραχίονα και του ώμου, πάνω απ το στεφάνι της ασπίδας. Τα ακόντια όχι μόνο της πρώτης σειράς αλλά και της δεύτερης και της τρίτης ακόμα εκτείνονταν πάνω από τους ώμους των συμπολεμιστών τους για να σχηματίσουν μια αλωνιστική μηχανή που προχωρούσε σαν ένα δολοφο νικό τείχος. Καθώς η αγέλη των λύκων ρίχνει κάτω το ελά φι που τρέχει να σωθεί, έτσι ακριβώς έπεφταν και οι Σπαρ τιάτες πάνω στους υπερασπιστές του Αντιρρίου, όχι με λύσ σα και οργή, στραβώνοντας τα χείλη και δείχνοντας τα δό ντια, αλλά σαν ψύχραιμοι ληστές, που χρησιμοποιούν το ατσάλι με τη σιωπηλή συνοχή της φονικής αγέλης και τη δο λοφονική επιτηδειότητα του κυνηγού. Ο Διηνέκης τους ανάγκασε να αλλάξουν κατεύθυνση. Οδήγησε την ενωμοτία του έτσι ώστε να χτυπήσει τον εχθρό από το πλάι. Χάθηκαν στον καπνό τώρα. Αδύνατο πια να 162
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
δει κανείς. Ήταν τόση η σκόνη που σηκωνόταν από τα πό δια των αντρών έτσι όπως έτρεχαν και ανακατευόταν με τον καπνό των φλεγόμενων σαπιοκάραβων, που ολόκληρη η πεδιάδα έμοιαζε να έχει πάρει φωτιά. Κι από τούτο το πνιγηρό σύννεφο υψωνόταν εκείνος ο ήχος, εκείνος ο τρο μερός, αδιευκρίνιστος ήχος. Νιώθαμε μάλλον παρά διακρί ναμε το λόχο του Ηρακλή ακριβώς από κάτω μας, όπου η σκόνη και ο καπνός ήταν πυκνότερα. Κυνηγούσαν την αρι στερή πτέρυγα του εχθρού. Οι μπροστινές σειρές είχαν ανα λάβει να καθαρίσουν όλους τους άτυχους μπάσταρδους που είχαν πέσει κάτω, είχαν ποδοπατηθεί ή που τα πανικόβλη τα πόδια τους δεν είχαν τη δύναμη να τους απομακρύνουν αρκετά γρήγορα και να γλιτώσουν τη σφαγή. Στο κέντρο και στα δεξιά, κατά μήκος ολόκληρης της γραμμής, οι Σπαρτιάτες και οι Συρακούσιοι πολεμούσαν ασπίδα με ασπίδα, κράνος με κράνος. Μέσα σε κείνη τη δί νη ελάχιστα μπορούσαμε να δούμε, μόνο μερικές φευγαλέ ες σκηνές, κυρίως των πίσω στοίχων, που είχαν βάθος οχτώ αντρών από την πλευρά των Λακεδαιμονίων, δώδεκα και δεκάξι από των Συρακούσιων, καθώς πίεζαν τον ομφαλό της ασπίδας τους, που είχε τρία πόδια πλάτος, στην πλάτη του άντρα που ήταν εμπρός τους στη γραμμή και αναση κώνονταν και χαμήλωναν και έσπρωχναν με όλη τους τη δύναμη. Οι σόλες των κνημίδων τους έσκαβαν χαντάκια στην πεδιάδα και έστελναν ακόμα πιο πολλή σκόνη στην ήδη πνι γηρή ατμόσφαιρα. Ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς άνθρωπο πια, ακόμα και μονάδες. Το μόνο που μπορούσαμε να δούμε ήταν το μπρος πίσω των παρατάξεων και να ακούμε αδιάκοπα εκεί νον το φοβερό αχό, που σου έκοβε το αίμα. Σαν την πλημμύρα που κατεβαίνει απ' τα βουνά και το υδάτινο τείχος της με πάταγο στα ξεροπόταμα ορμάει, τα στην πέτρα στηριγμένα δοκάρια του φράγματος τσακίζο• 163 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ντας, που από χέρι ανθρώπου έχει φτιαχτεί, έτσι όρμησε και η γραμμή των Σπαρτιατών στο κυρίως σώμα των Συρακού σιων. Το κυρίως φράγμα, θεμελιωμένο τόσο γερά ενάντια στην πλημμύρα όσο ο φόβος και η προνοητικότητα μπορούν να επινοήσουν, μοιάζει να 'χει τη ρίζα του βαθιά και να κρα τάει, να 'χει τη δύναμή του φυτεμένη περήφανα στη γη κι ώρα πολλή σημάδια υποχώρησης να μη φανερώνει. Κι έπει τα, μπροστά στα μάτια του φυτευτή που με αγωνία παρα κολουθεί, μια φουσκονεριά ένα βαθιά μπηγμένο πάσσαλο αρχίζει ν' ανατρέπει, άλλη μια πέτρινη επένδυση υποσκά πτει. Σε κάθε τμήμα της ρωγμής το βάρος και η δύναμη του ορμητικού κύματος ακατανίκητα γίνονται, κι έτσι το κύμα όλο και πιο βαθιά σφυροκοπά, σκίζει και σκάβει, το χάσμα μεγαλώνει, εξερευνώντας το κάθε φορά με τη βίαιη ροή του. Τώρα το φράγμα, που ίσαμε ένα χέρι φάρδος είχε ανοί ξει, πιότερο σχίζεται και πιο πολύ βαθαίνει. Ο απίστευτος όγκος του νερού, τόνοι μολύβι ο ένας πάνω στον άλλο, το βάρος του προσθέτει στην ασυγκράτητη πλημμύρα που όλο και φουσκώνει. Σ' όλο το μήκος του αναχώματος που το νερό κυλάει ανάμεσά του κομμάτια γης συντρίβονται από τη δίνη του χειμάρρου που αφροκοπά παρασυρμένα. Έτσι ακριβώς το κέντρο των Συρακούσιων χτυπιόταν και σφυροκοπιόταν από των Τεγεατών το βαρύ πεζικό. Τότε, λοι πόν- ο βασιλιάς μαζί με τους ιππείς του και τα συγκεντρω μένα τάγματα της Αγριελιάς το ξεφλούδισμα και το γκρέ μισμα άρχισαν. Οι Σκιρίτες είχαν πάρει στο κατόπι το δεξί του εχθρού. Από τα αριστερά τα τάγματα του Ηρακλή κύκλωσαν από τα πλάγια τον εχθρό. Κάθε Συρακούσιος που κάλυπτε την πτέ ρυγα αναγκάστηκε να γυρίζει σαν τη ρόδα για να υπερα σπίζεται την αφύλαχτη πλευρά του, που σήμαινε άλλη μια υποχώρηση μπροστά στο μέτωπο των Σπαρτιατών που προ χωρούσε. Ο αχός της σκληρής μάχης φάνηκε να μεγαλώνει • 164 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
για μια στιγμή, έπειτα ακολούθησε νεκρική σιγή, καθώς οι απελπισμένοι άντρες είχαν αντλήσει κάθε απόθεμα αντρειοσύνης από τα εξουθενωμένα τους μέλη. Μια αιωνιότητα πέρασε, θαρρείς, ώσπου τα στήθη να πάρουν μιαν ανάσα κι έπειτα, με τον ίδιο αρρωστημένο θόρυβο του ορεινού υδροφράχτη καθώς υποχωρεί, ανίκανος να αντισταθεί στην επι θετικότητα του χειμάρρου, η γραμμή των Συρακούσιων ρά γισε και έσπασε. Τώρα μέσα στη σκόνη και στη φωτιά της πεδιάδας άρ χισε η σφαγή. Μια κραυγή, ανάμεικτη από χαρά και δέος, ξέφυγε από τα λαρύγγια των πορφυροχίτωνων Σπαρτιατών. Η πίσω γραμ μή των Συρακούσιων έπεσε, άρχισε να υποχωρεί, όχι άτα κτα όμως και με φασαρία, όπως των συμμάχων τους των κα τοίκων του Αντιρρίου, αλλά πειθαρχημένα, κατά ομάδες, που συγκρατούσαν ακόμα οι αξιωματικοί τους ή κάθε γενναίος άντρας που είχε αναλάβει από μόνος του χρέη αξιωματικού, διατηρώντας τις ασπίδες τους μπροστά και στα μετόπισθεν του στοίχου καθώς υποχωρούσαν. Οι μπροστάρηδες Σπαρ τιάτες, οι άντρες των πέντε πρώτων σειρών, ήταν η αφρό κρεμα της πόλης σε ταχύτητα και δύναμη. Κανείς, εκτός από τους αξιωματικούς, δεν ξεπερνούσε τα είκοσι πέντε χρόνια. Πολλοί, όπως ο Πολύνεικος, που πολεμούσε μπροστά με τους υπόλοιπους ιππείς, ήταν δρομείς των Ολυμπιακών και κά τι σαν ολυμπιακός θεσμός, τόσες φορές που είχαν στεφθεί ολυμπιονίκες ενώπιον των θεών. Αυτοί, λοιπόν, ελεύθεροι από το Λεωνίδα και οδηγημέ νοι από τον πόθο τους για δόξα, αποφάσισαν να περάσουν από το ατσάλι τους Συρακουσίους που υποχωρούσαν. Όταν οι σαλπιγκτές φύσηξαν τις σάλπιγγες τους και το διαπεραστικό βουητό τους ήχησε το κάλεσμα να πάψει η σφαγή, και το πλέον άπειρο μάτι μπορούσε να διαβάσει το πεδίο της μάχης σαν βιβλίο. • 165 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Εκεί, στα δεξιά των Σπαρτιατών, όπου το τάγμα του Ηρα κλή είχε καταδιώξει τους κατοίκους του Αντιρρίου, έβλεπε κανείς το χορτάρι ανέπαφο και το πεδίο της μάχης πέρα σπαρμένο με ασπίδες και κράνη, ακόντια, ακόμα και θώρα κες πεταμένους στην άκρη από τον εχθρό, που υποχωρούσε άτακτα. Πτώματα υπήρχαν εδώ κι εκεί, μπρούμυτα, με τα επαίσχυντα τραύματα του θανάτου στις γυρισμένες κατά τη φυγή πλάτες τους. Στα δεξιά, όπου τα δυνατότερα στρατεύματα του εχθρού είχαν κρατήσει πιο πολύ ενάντια στους Σκιρίτες,το μακελειό ήταν μεγαλύτερο, το χορτάρι άγρια ποδοπατημένο· κατά μή κος του τείχους που ο αντίπαλος είχε σηκώσει για να καλύ ψει το πλευρό του, έβλεπε κανείς σωρούς από κατακρεουρ γημένα κουφάρια, γιατί παγιδεύτηκαν από το ίδιο τους το τείχος και μάταια αγωνίζονταν να σκαρφαλώσουν πάνω. Μετά, το μάτι πήγαινε στο κέντρο, όπου είχε γίνει η αγριό τερη σφαγή. Εδώ η γη ήταν σκισμένη και γεμάτη ρωγμές, θαρρείς και χίλια ζεύγη βόδια είχαν εισβάλει πάνω της με τη δύναμη των οπλών τους και το ατσάλι του αλετριού τους, που χώνεται βαθιά στη γη. Το χώμα εκεί που τα πόδια των αντι πάλων ανασηκώνονταν και τεντώνονταν διεκδικώντας τη γη ήταν ανασκαμμένο, μαύρο απ' το κατράμι και το αίμα, σε μια απόσταση που είχε μήκος τριακόσια μέτρα και πλάτος εκα τό. Τα κουφάρια απλώνονταν σαν χαλί πάνω στο έδαφος, σε κάποια μέρη δυο δυο και τρία μαζί, το ένα πάνω στ' άλλο. Στα μετόπισθεν, σε όλο το μήκος της πεδιάδας όπου είχαν υποχωρήσει οι Συρακούσιοι και κατά μήκος των όχθεων του ποταμού, μπορούσε να δει κανείς κι άλλα πτώματα, εδώ κι εκεί, δύο ή τρία μαζί, πέντε και επτά. Τούτοι κατά την υπο χώρηση βρίσκονταν σε κλειστούς στοίχους και σταμάτησαν καταδικασμένοι όπως τα κάστρα από άμμο μπροστά στην παλίρροια. Έπεσαν από τραύματα τιμής, αντιμετωπίζοντας το Σπαρτιάτη αντίπαλο αποκλεισμένοι από το μέτωπο. • 166 •
ΟΙ ΠϊΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ένας ολολυγμός σηκώθηκε από τις πλαγιές των γύρω λόφων, από όπου οι Αντιρριώτες ακροβολιστές παρακολου θούσαν τον αφανισμό των συντρόφων τους, ενώ από τα τεί χη του φρουρίου σύζυγοι και θυγατέρες μοιρολογούσαν όπως η Εκάβη και η Ανδρομάχη στις επάλξεις του Ίλιου, Οι Σπαρτιάτες έσυραν τα πτώματα από τους σωρούς των σκοτωμένων, αναζητώντας το φίλο ή τον αδελφό που ήταν πληγωμένος και προσκολλημένος ακόμα στη ζωή. Όταν άκουγαν όμως το βογκητό κάποιου άντρα του εχθρού, τον αποτελείωναν χώνοντάς του τη λεπίδα του ξίφους τους στο λαιμό. «Σταματήστε!» φώναξε ο Λεωνίδας και πήγε βιαστι κά στους σαλπιγκτές για να ηχήσουν το σάλπισμα της παύ σης. «Φροντίστε τους! Φροντίστε και τον εχθρό επίσης!» φώ ναξε και οι αξιωματικοί μεταβίβασαν τη διαταγή σε όλη τη γραμμή. Ο Αλέξανδρος κι εγώ, κουτρουβαλώντας την πλαγιά, εί χαμε φτάσει τώρα στην πεδιάδα. Ήμαστε στο πεδίο της μά χης. Στάθηκα δυο βήματα πίσω, καθώς το αγόρι έψαχνε με θανατερή αγωνία ανάμεσα στους πληγωμένους πολεμιστές, που η σάρκα τους θαρρείς και καιγόταν απ' το καμίνι της ορ γής, ενώ η ανάσα τους φαινόταν να εξατμίζεται στον αγέρα. «Πατέρα!» φώναξε ο Αλέξανδρος κατατρομαγμένος και τότε μπροστά του είδε το λοξό λοφίο της περικεφαλαίας του αξιωματικού και μετά τον ίδιο τον Ολύμπιο όρθιο και αλώ βητο. Η έκφραση της έκπληξης στο πρόσωπο του πολέμαρ χου ήταν σχεδόν κωμική όταν είδε το γιο του να τρέχει προς το μέρος του μέσα από κείνο το μακελειό. Ο άντρας και το αγόρι αγκαλιάστηκαν με λαχτάρα. Τα δάχτυλα του αγοριού έψαχναν το θώρακα και το ύφασμα κάτω από το στέρνο του για να βεβαιωθεί ότι και τα τέσσερα άκρα του ήταν ανέπα φα και ότι κάποιες αόρατες ακόμα πληγές δεν έτρεχαν μαύ ρο αίμα. Ο Διηνέκης αναδύθηκε από το πλήθος που έψαχνε ακό• 167 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μη. Ο Αλέξανδρος πέταξε στην αγκαλιά του. «Είσαι καλά; Μήπως σε λάβωσαν;» Πλησίασα κι εγώ. Ο Αυτόχειρας στε κόταν δίπλα στο Διηνέκη, με τις βελόνες μανταρίσματος στα χέρια και το πρόσωπο γεμάτο εχθρικό αίμα. Είδα μια ομά δα ανθρώπων να κοιτάζει κάτι. Ανάμεσα στα πόδια τους διέκρινα την κατακρεουργημένη και ακίνητη μορφή του Μη ριόνη, του βοηθού του Ολύμπιου. «Τι κάνετε εδώ;» ρώτησε ο Ολύμπιος το γιο του. Ο τό νος της φωνής του είχε αγριέψει καθώς συνειδητοποίησε τι κίνδυνο είχε διατρέξει το παιδί. «Πώς φτάσατε εδώ;» Κι άλλα πρόσωπα γύρω μας φανέρωναν την ίδια οργή. Ο Ολύμπιος χτύπησε δυνατά το γιο του στο κεφάλι. Τότε το παιδί είδε το Μηριόνη. Με μια κραυγή πόνου έπεσε στα γό νατα πάνω στο χώμα, δίπλα στον ετοιμοθάνατο βοηθητικό. «Κολυμπήσαμε» είπα. Δέχτηκα μια δυνατή γροθιά, μετά μια άλλη κι άλλη. «Για τι το περάσατε, για διασκέδαση; Τι ήρθατε να κά νετε , να δείτε το θέαμα;» Οι άντρες ήταν έξαλλοι από θυμό, όπως έπρεπε να είναι. Ο Αλέξανδρος, που δεν άκουγε, προσηλωμένος καθώς ήταν στο Μηριόνη, γονάτισε πάνω από τον άντρα που κείτονταν ανάσκελα ανάμεσα σε δυο πολεμιστές. Το ακάλυπτο κεφά λι του ακουμπούσε πάνω σε μια ασπίδα και η πυκνή άσπρη γενειάδα του ήταν λερωμένη από πηγμένο αίμα, μύξα και σάλια. Ο Μηριόνης, ως βοηθητικός, δεν είχε θώρακα να προ φυλάσσει το στήθος του' είχε δεχτεί ένα ακόντιο από τους Συρακούσιους κατευθείαν στο κόκαλο του στέρνου. Η πλη γή που έτρεχε ακόμα είχε σχηματίσει στην κοιλότητά του μια κόκκινη λίμνη. Ο χιτώνας του είχε μαζευτεί προς τα πά νω και ήταν ποτισμένος από το σκούρο πηγμένο αίμα. Ακού γαμε το σφύριγμα του αέρα μέσα από τα σακατεμένα του πνευμόνια, που αγωνίζονταν να εισπνεύσουν και εξέπνεαν αίμα αντί για αέρα. 168
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Τι έκανε στη γραμμή;» Η φωνή του Αλέξανδρου ήταν ραγισμένη από τη θλίψη καθώς ρωτούσε τους συγκεντρωμέ νους πολεμιστές. «Υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να είναι εδώ!» Το αγόρι ζήτησε νερό. «Κομιστή!» φώναξε ξανά και ξα νά. Έσκισε το χιτώνα του, δίπλωσε το λινό ύφασμα και το πίεσε πάνω στο σακατεμένο στέρνο του πληγωμένου φίλου του. «Γιατί δεν του δένετε το τραύμα;» ακούστηκε να λέ ει η νεανική φωνή του στους άντρες που βρίσκονταν ολό γυρα και παρακολουθούσαν με ύφος σοβαρό. «Πεθαίνει! Δε βλέπετε ότι πεθαίνει;» Φώναξε πάλι να φέρουν νερό, αλλά κανείς δεν ήρθε. Οι άντρες ήξεραν το γιατί, και τώρα, καθώς τον έβλεπε, το κατάλαβε και ο Αλέξανδρος, όπως το γνώρι ζε ήδη κι ο Μηριόνης. «Ένα βήμα ακόμα και θα περάσω στην άλλη μεριά του ποταμού, μικρό μου παλιοανιψούδι» είπε με δυσκολία ο πρώην πολεμιστής. Το φως της ζωής έσβηνε γρήγορα από τα μάτια του πο λεμιστή. Όπως έχω πει, δεν ήταν από τη Σπάρτη, αλλά από την Ποτίδαια, αξιωματικός στην πατρίδα του, που είχε πια στεί αιχμάλωτος πριν από πολύ καιρό και δεν του επέτρε ψαν ποτέ να ξαναδεί το σπίτι του. Με μια προσπάθεια που σου έφερνε δάκρυα στα μάτια, ο Μηριόνης βρήκε τη δύνα μη να σηκώσει το μαύρο από τα αίματα χέρι του και να το βάλει πάνω στου παιδιού. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν, ο άντρας που ξεψυχούσε παρηγορούσε το ζωντανό έφηβο. «Δεν υπάρχει καλύτερος θάνατος από αυτόν» είπε ανα σαίνοντας βαριά. «Θα σε πάω στην πατρίδα» ορκίστηκε ο Αλέξανδρος. «Μα τους θεούς, θα κουβαλήσω εγώ ο ίδιος τα κόκαλα σου». Ο Ολύμπιος γονάτισε κι αυτός και πήρε το χέρι του βοη θού του στο δικό του. «Πες το κι έγινε, παλιόφιλε. Οι Σπαρ τιάτες θα σε πάνε εκεί». • 169 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο γέροντας προσπάθησε να μιλήσει, αλλά οι φωνητικές χορδές του δεν τον υπάκουαν. Προσπάθησε αδύναμα να ση κώσει το κεφάλι. Ο Αλέξανδρος τον εμπόδισε. Μετά, απα λά, πέρασε το χέρι του κάτω από τον αυχένα του γέροντα και τον ανασήκωσε. Ο Μηριόνης κοίταξε μπροστά του και πλαγίως, όπου ανάμεσα στο ανασκαμμένο και υγρό χορτά ρι διακρίνονταν οι κόκκινοι μανδύες των άλλων σκοτωμέ νων πολεμιστών. Γύρω από τον καθένα τους ήταν συγκε ντρωμένοι μερικοί σύντροφοι και συμπολεμιστές. Μετά, με μια προσπάθεια που φαινόταν να εξαντλεί όση δύναμη του είχε απομείνει, μίλησε: «Όπου ταφούν αυτοί, εκεί να χώσετε κι εμένα. Εδώ εί ναι η πατρίδα μου. Τίποτ' άλλο δε ζητώ». Ο Ολύμπιος ορκίστηκε. Ο Αλέξανδρος, φιλώντας το μέ τωπο του Μηριόνη, επανέλαβε τον όρκο. Τα μάτια του άντρα σκοτείνιασαν, αλλά φαινόταν ανα κουφισμένος. Πέρασε λίγη ώρα. Τότε ο Αλέξανδρος, με την καθαρή φωνή τενόρου που διέθετε, είπε το στερνό αντίο στον ήρωα: Τούτο το δαίμονα που οι θεοί όταν γεννήθηκα μέσα μου εμφύσησαν με χαρούμενη καρδιά τον επιστρέφω πάλι σ' αυτούς. Για τη νίκη ο Δέκτωνας έφερε στο Λεωνίδα τον κόκορα που θα θυσιαζόταν για να ευχαριστήσουν το Δία και τη Νί κη. Το αγόρι ήταν ξαναμμένο από το θρίαμβο, κουνούσε βί αια τα χέρια του και σκέφτηκα πως μακάρι να του είχαν επι τρέψει να κρατήσει ασπίδα και κοντάρι και να πάρει θέση στη γραμμή της μάχης. Όσο για μένα, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από τα πρόσωπα των πολεμιστών που είχα γνωρίσει και παρακο• 170 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
λουθήσει στα γυμνάσια και στις ασκήσεις, αλλά που μέχρι τώρα δεν τους είχα δει μέσα στο αίμα και στον τρόμο της μά χης. Από καιρό τους θεωρούσα ανώτερους από τους άντρες κάθε πόλης που γνώριζα, αλλά τώρα τους είχα βάλει στο βά θρο μαζί με τους ήρωες και τους ημίθεους. Τους είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια να κατατροπώνουν τους κατοίκους του Αντιρρίου, που δεν τους έλειπε η ανδρεία, αφού πολεμούσαν μπροστά στα τείχη τους υπερασπιζόμενοι τα σπίτια και τις οικογένειες τους, και να συντρίβουν μέσα σε λίγα λεπτά τα επίλεκτα στρατεύματα των Συρακούσιων και τους μισθοφό ρους τους, οι οποίοι εκπαιδεύονταν και εξοπλίζονταν από το απεριόριστο χρυσάφι του τυράννου Γέλωνα. Πουθενά σε όλο το πεδίο της μάχης δεν κλονίστηκαν οι Σπαρτιάτες. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσο αίμα, η πει θαρχία τους έκανε να είναι σοβαροί και αξιοπρεπείς, χωρίς κομπασμούς και περηφάνιες. Δεν έγδυσαν τα πτώματα, όπως θα έκαναν με ανυπομονησία και απληστία οι στρατιώτες άλ λων πόλεων, ούτε ανήγειραν τρόπαια από ματαιοδοξία και ξιπασιά από τα όπλα των ηττημένων. Η μόνη ευχαριστήρια προσφορά τους ήταν ένας κόκορας, που άξιζε λιγότερο από έναν οβολό, όχι επειδή δε σέβονταν τους θεούς αλλά επει δή ένιωθαν δέος και το θεωρούσαν αναξιοπρεπές να εκφρά σουν υπερβολικά τη θνητή χαρά τους γι' αυτόν το θρίαμβο που τους είχαν χαρίσει οι θεοί. Είδα το Διηνέκη να ανασυντάσσει τους στοίχους της ενωμοτίας του, να καταγράφει τις απώλειες τους και να προ σφέρει βοήθεια στους τραυματίες. Οι Σπαρτιάτες έχουν έναν όρο γι' αυτή την κατάσταση του νου η οποία πρέπει να απο φεύγεται πάση θυσία στη μάχη. Την αποκαλούν κατάληψη. Εννοούν τη διαταραχή των αισθήσεων που προέρχεται όταν ο τρόμος ή η οργή κυριεύουν το νου. Καθώς παρακολουθούσα το Διηνέκη να συγκεντρώνει και να περιποιείται τους άντρες του, συνειδητοποίησα ότι αυ• 171 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τός ακριβώς ήταν ο ρόλος του αξιωματικού: να προφυλάσ σει όσους είναι κάτω από τις διαταγές του σε όλα τα στά δια της μάχης —πριν, κατά τη διάρκεια και μετά— ώστε να μην «καταληφθούν». Ακόμη, να υποδαυλίζει την ανδρεία τους όταν πάει να τους εγκαταλείψει και να συγκρατεί την οργή τους όταν υπάρχει φόβος να τους παρασύρει. Αυτή ήταν η δουλειά του Διηνέκη. Γι' αυτό φορούσε την περικεφαλαία με το λοξό λοφίο του αξιωματικού. Δεν είχε τον ηρωισμό ενός Αχιλλέα, το έβλεπα τώρα. Δεν ήταν ένας υπεράνθρωπος που ορμούσε άτρωτος στη σφαγή, σκοτώνοντας μόνος του αμέτρητους εχθρούς. Ήταν απλώς ένας άνθρωπος που έκανε τη δουλειά του. Μια δου λειά που ο κύριος προορισμός της ήταν η αυτοσυγκράτηση και η αυτοκυριαρχία όχι για το δικό του καλό αλλά για κεί νους που οδηγούσε με το παράδειγμά του. Μια δουλειά που ο αντικειμενικός της σκοπός μπορούσε να υποτιμηθεί, όπως έκανε στις Θερμοπύλες το πρωινό που πέθανε, όταν είπε ότι έκανε «κάτι συνηθισμένο κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες». Οι άντρες μάζευαν τα εισιτήριά τους τώρα. Αυτά, όπως ανέφερα πρωτύτερα, είναι τα ξύλινα βραχιόλια που δένουν οι άντρες με σπάγκο στο χέρι. Τα φτιάχνουν πριν τη μάχη, ώστε να αναγνωρίζεται το σώμα τους, αν είναι απαραίτητο, μετά τη σύγκρουση. Ο άντρας γράφει ή χαράζει το όνομά του δυο φορές, μία σε κάθε άκρη του κλαδιού, και μετά το σπάζει στη μέση. Το «μισό του αίματος» το δένει με σπά γκο στον αριστερό του καρπό και το φορά κατά τη διάρ κεια της μάχης· το «μισό του κρασιού» μένει πίσω στο κα λάθι μαζί με τα εφόδια στα μετόπισθεν. Τα μισά κόβονται επίτηδες δαντελωτά, ώστε, ακόμα κι αν το όνομα της γενιάς σβηστεί ή λερωθεί με κάποιο τρόπο, το δίδυμό του να μπο ρεί να ταιριάξει με αδιαμφισβήτητα αναγνωρίσιμο τρόπο. Όταν τελειώνει η μάχη, κάθε άντρας ξαναπαίρνει το εισιτή172
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ριό του. Όσα παραμένουν αζήτητα στο καλάθι δείχνουν τον αριθμό και την ταυτότητα των σκοτωμένων. Όταν οι άντρες άκουγαν τα ονόματά τους και πλησίαζαν να πάρουν τα εισιτήριά τους, τα χέρια τους και τα πόδια τους έτρεμαν. Σε όλη τη γραμμή έβλεπε κανείς πολεμιστές να μαζεύο νται σε ομάδες, δυο ή τρεις μαζί, καθώς ο φόβος που είχαν καταφέρει να συγκρατήσουν κατά τη μάχη τώρα έλυνε τα δεσμά του και ορμούσε καταπάνω τους, κυριεύοντας τις καρδιές τους. Κρατώντας γερά τους συντρόφους τους από το χέρι, γονάτιζαν όχι μόνο από ευσέβεια, αν και δεν τους έλειπε, αλλά και επειδή η δύναμη είχε πετάξει ξαφνικά από τα γόνατα τους, που δεν τους κρατούσαν πια. Πολλοί έκλαι γαν, άλλοι έτρεμαν σύγκορμοι. Αυτό δεν το θεωρούσαν μαλθακότητα, αλλά, όπως το έλεγαν στη δωρική διάλεκτο, «χύσμα φόβου», κάθαρση ή «αποβολή του φόβου». Ο Λεωνίδας περιφερόταν ανάμεσα στους άντρες του, για να δουν όλοι ότι ο βασιλιάς τους ήταν ζωντανός και αλώ βητος. Οι άντρες ρούφηξαν λαίμαργα τη μερίδα του δυνα τού βαριού κρασιού και δεν ντράπηκαν καθόλου να πιουν και νερό, και μάλιστα άφθονο. Το κρασί πήγαινε κάτω γρή γορα και δεν είχε καμιά παρενέργεια. Μερικοί άντρες βάλ θηκαν να φτιάχνουν τα μαλλιά τους σαν να μην έτρεχε τί ποτα. Τα χέρια τους όμως έτρεμαν τόσο πολύ, που ήταν αδύ νατο να το κάνουν. Άλλοι γελούσαν κοροϊδευτικά βλέποντας τους· ήταν οι παλαίμαχοι, που ήξεραν καλά ότι η προσπά θειά τους θα πήγαινε χαμένη. Ήταν αδύνατο να κάνουν τα μέλη τους να υπακούσουν και έτσι οι απογοητευμένοι καλλωπιζόμενοι ανταπέδιδαν το γέλιο, ένα σκοτεινό γέλιο από τον Άδη. Όταν όλα τα εισιτήρια βρήκαν το ταίρι τους και τους ιδιοκτήτες τους, όσα απόμειναν στο καλάθι πιστοποιούσαν ποιοι άντρες είχαν σκοτωθεί ή ήταν πολύ άσχημα τραυματι• 173 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σμένοι για να έρθουν να τα πάρουν. Τα έπαιρναν στη θέση τους αδέλφια ή φίλοι, πατέρες και γιοι και εραστές. Καμιά φορά ένας άντρας, εκτός από το δικό του εισιτήριο, έπαιρνε κι ένα δεύτερο και ίσως ένα τρίτο, κλαίγοντας καθώς τα δε χόταν. Πολλοί πήγαιναν πάλι στο καλάθι για να κοιτάξουν απλώς μέσα. Έτσι καταλάβαιναν τον αριθμό των νεκρών. Σήμερα ήταν είκοσι οχτώ. Η Μεγαλειότητά Του ίσως συγκρίνει αυτό τον αριθμό με τις χιλιάδες των σκοτωμένων σε μεγαλύτερες μάχες και τον θεωρήσει ασήμαντο. Για μας όμως έμοιαζε με αποδεκατισμό. Δημιουργήθηκε αναταραχή. Και τότε φάνηκε ο Λεωνίδας να προχωρά κατά μήκος της γραμμής των συγκεντρωμένων πολεμιστών. «Γονατίσατε;» Συνέχισε να προχωρά όχι αγο ρεύοντας σαν κάποιος αλαζόνας μονάρχης που αντλούσε ευ χαρίστηση από τον ήχο της ίδιας του της φωνής αλλά μι λώντας απαλά σαν ένας σύντροφος. Αγγιζε κάθε άντρα στον ώμο, μερικούς τους φιλούσε, άλλους τους αγκάλιαζε από τους ώμους, μιλούσε στον κάθε πολεμιστή ως άντρας προς άντρα, όμοιος στον όμοιο, χωρίς βασιλική συγκατάβαση. Συ γκέντρωση. Η λέξη διαδιδόταν ψιθυριστά χωρίς να χρειάζε ται να ειπωθεί. «Έχουν όλοι οι άντρες τα μισά των εισιτηρίων τους; Τα χέρια σας σταμάτησαν το τρέμουλο ώστε να μπορέσετε να τα ταιριάξετε;» Γέλασε και οι άντρες γέλασαν μαζί του. Τον αγαπούσαν. Οι νικητές δεν παρατάχθηκαν με ιδιαίτερη τάξη, τραυμα τίες και μη, βοηθητικοί και είλωτες μαζί. Καθάρισαν ένα μέ ρος για το βασιλιά, ενώ οι μπροστινοί γονάτισαν ώστε οι σύ ντροφοι τους από πίσω να μπορούν να βλέπουν και να ακού νε. Ο Λεωνίδας, πάλι, πηγαινοερχόταν μπροστά στη γραμμή, για να ακούγεται η φωνή του και να τον βλέπουν όλοι. Ο ιερέας της μάχης, ο Ολύμπιος σ' αυτή την περίπτωση, σήκωσε ψηλά το καλάθι μπροστά στο βασιλιά. Ο Λεωνίδας • 174 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
έβγαλε κάθε αζήτητο εισιτήριο και διάβασε το όνομα. Δεν πρόφερε κανένα εγκώμιο. Καμιά λέξη εκτός από το όνομα. Οι Σπαρτιάτες τη θεωρούν ως την πιο αγνή μορφή ιεροτε λεστίας. Αλκαμένης, Δάμων. Ανταλκίδας. Λύσανδρος. Και ο κατάλογος συνεχίστηκε. Οι σοροί, που οι βοηθητικοί είχαν πάρει ήδη από το πε δίο της μάχης, θα καθαρίζονταν και θα αλείφονταν με λάδι, θα λέγονταν προσευχές και θα γίνονταν θυσίες. Καθένας από τους πεσόντες θα σαβανωνόταν με το μανδύα του ή ενός φί λου και θα ενταφιαζόταν εδώ, σ' αυτό το μέρος, δίπλα στους συντρόφους του, κάτω από έναν τύμβο. Οι σύντροφοι του θα κουβαλούσαν στην πατρίδα μόνο την ασπίδα, το σπαθί, το ακόντιο και την πανοπλία του, εκτός κι αν οι οιωνοί έλεγαν ότι η σορός τους άξιζε να γυρίσει πίσω και να ταφεί στη Λα κεδαίμονα . Ο Λεωνίδας έβγαλε τώρα το βραχιόλι του και συνταίριαξε τα δύο μισά. «Αδέλφια και σύμμαχοι, σας χαιρετώ. Συ γκεντρωθείτε, φίλοι, και ακούστε τα λόγια της καρδιάς μου». Σταμάτησε για μια στιγμή. Το ύφος του ήταν σοβαρό και επίσημο. Έπειτα, όταν επικράτησε σιωπή, μίλησε: «Όταν ένας άντρας κατεβάζει μπροστά στα μάτια του την ορειχάλκινη προσωπίδα της περικεφαλαίας του και αρ χίζει να προχωρεί στη γραμμή εκκίνησης του, χωρίζει τον εαυτό του, όπως χωρίζει το εισιτήριό του, σε δύο μέρη. Το ένα μέρος το αφήνει πίσω του. Είναι το μέρος που παίρνει χαρά από τα παιδιά του, που υψώνει τη φωνή του στο χορό, που αγκαλιάζει τη γυναίκα του στη γλυκιά σκοτεινιά του λί κνου του. • 175 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
»Αυτό το μισό του, το καλύτερο μέρος του, ο άντρας το βάζει κατά μέρος και το αφήνει πίσω του. Αποδιώχνει απ' την καρδιά κάθε συναίσθημα τρυφερότητας και οίκτου, κά θε συμπόνια και καλοσύνη, κάθε σκέψη ή έννοια που θα τον έκανε να θεωρεί τον εχθρό άντρα ανθρώπινη ύπαρξη σαν κι αυτόν. Βαδίζει στη μάχη κουβαλώντας μόνο το δεύτερο κομ μάτι του εαυτού του, το κατώτερο, αυτό το μισό που ξέρει να σφάζει, να πετσοκόβει και να μη σπλαχνίζεται κανέναν. Διαφορετικά δε θα μπορούσε να πολεμήσει». Οι άντρες άκουγαν, σιωπηλοί, με επισημότητα. Ο Λεωνί δας εκείνη την εποχή ήταν πενήντα πέντε χρονών. Είχε λά βει μέρος σε περισσότερες από σαράντα μάχες από τα εί κοσι του χρόνια. Σημάδια από τραύματα παλιά τριάντα χρό νων διακρίνονταν πάνω στους ώμους και στις κνήμες του, στο λαιμό και κάτω από την ασημένια γενειάδα του. «Μετά ο άντρας αυτός επιστρέφει ζωντανός· έχει γλιτώ σει από τη σφαγή. Ακούει το όνομά του και πλησιάζει να πάρει το εισιτήριο του. Διεκδικεί εκείνο το κομμάτι του εαυ τού του που είχε αφήσει κατά μέρος πρωτύτερα. »Αυτή είναι μια ιερή στιγμή. Μια μυσταγωγία. Μια στιγ μή κατά την οποία ο άντρας νιώθει τους θεούς τόσο κοντά όσο την ανάσα του. »Ποια ακατανόητη δύναμη μας λυπήθηκε και μας γλί τωσε σήμερα; Ποια σπλαχνική θεότητα έστρεψε το ακόντιο του εχθρού από το λαιμό μας και το οδήγησε μοιραία στο στήθος του αγαπημένου συντρόφου στο πλευρό μας; Γιατί πατούμε ακόμα πάνω στη γη εμείς, που δεν είμαστε ούτε καλύτεροι ούτε γενναιότεροι, που δε σεβόμαστε περισσό τερο τους ουράνιους από τ' αδέλφια μας που οι θεοί ξαπό στειλαν στον Άδη; »Όταν ένας άντρας ενώνει τα δυο μέρη του εισιτηρίου του και τα βλέπει να εφαρμόζουν, αισθάνεται εκείνο το κομ μάτι του, το κομμάτι που νιώθει οίκτο και συμπόνια, να • 176 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πλημμυρίζει το είναι του. Αυτό είναι που λυγίζει τα γόνατα του. »Τι άλλο μπορεί να νιώθει ένας άντρας εκείνη τη στιγμή εκτός από αληθινή και βαθιά ευγνωμοσύνη για τους θεούς, οι οποίοι, για άγνωστους λόγους, γλίτωσαν σήμερα τη ζωή του; Αύριο μπορεί ν' αλλάξουν γνώμη. Την επόμενη εβδο μάδα, την επόμενη χρονιά. Όμως σήμερα ο ήλιος λάμπει από πάνω του, νιώθει τη ζεστασιά του στους ώμους του, βλέπει ολόγυρα του τα πρόσωπα των συντρόφων του, τους οποίους αγαπά, και χαίρεται για το γλιτωμό τους όσο και για το δικό του». Ο Λεωνίδας σταμάτησε τώρα στο κέντρο του χώρου που είχαν αφήσει ελεύθερο για κείνον οι άντρες του. «Διέταξα να σταματήσει η καταδίωξη του αντιπάλου. Πρόσταξα να μπει τέλος στη σφαγή εκείνων που σήμερα αποκαλούμε εχθρούς. Ας τους αφήσουμε να γυρίσουν στα σπίτια τους. Ας τους αφήσουμε να αγκαλιάσουν τις γυναί κες και τα παιδιά τους. Ας τους αφήσουμε, όπως εμείς, να χύσουν δάκρυα για τη σωτηρία τους και να κάνουν ευχαρι στήριες θυσίες στους θεούς. »Ας μην ξεχάσει κανείς από μας ή παρεξηγήσει το λόγο για τον οποίο πολεμήσαμε άλλους Έλληνες σήμερα. Δεν το κάναμε για να υποδουλώσουμε τους αδελφούς μας, αλλά για να τους κάνουμε συμμάχους ενάντια σε ένα μεγαλύτερο εχθρό. Με την πειθώ, ελπίζαμε. Με τον εξαναγκασμό, όπως έδειξαν τα γεγονότα. Πάντως, όπως και να 'χει το πράγμα, τώρα είναι σύμμαχοι μας και θα τους φερθούμε ως τέτοι ους προς το παρόν. »Τον Πέρση!» Ξαφνικά, η φωνή του Λεωνίδα υψώθηκε. Ήταν τόσο έντο νη η συναισθηματική του έκρηξη, που όσοι ήταν κοντά ξαφ νιάστηκαν. «Τον Πέρση πολεμήσαμε σήμερα εδώ. Η παρου σία του αχνοφαινόταν, αόρατη, πάνω από το πεδίο της μά• 177 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χης. Αυτός ευθύνεται που αυτά τα εισιτήρια βρίσκονται ακό μα στο καλάθι. Γι' αυτό είκοσι οχτώ από τους ευγενέστερους άντρες της πόλης δε θ' αντικρίσουν ποτέ ξανά την ομορφιά των βουνών της, ούτε θα ξαναχορέψουν στη γλυκιά μουσι κή της. Ξέρω πως πολλοί από σας σκέφτονται ίσως ότι τα έχουμε φάει τα ψωμιά μας, τόσο εγώ όσο και ο βασιλιάς Κλεομένης, που συμβασιλεύει μαζί μου». Γέλια ακούστηκαν από τους άντρες. «Ακούω τους ψιθύρους και καμιά φορά δεν είναι απλώς ψίθυροι». Κι άλλα γέλια. «Ο Λεωνίδας ακούει φωνές που οι υπόλοιποι δεν ακούνε. Ριψοκινδυνεύει τη ζωή του με τρόπο που δεν αρμόζει σε βασιλιά και προετοιμάζε ται για πόλεμο εναντίον ενός εχθρού που δεν έχει δει ποτέ του και που πολλοί λένε ότι δε θα έρθει. Όλα αυτά είναι αλήθεια...» Οι άντρες γέλασαν πάλι. «Όμως ακούστε αυτό που θα σας πω και μην το ξεχάσετε ποτέ: Ο Πέρσης θα έρθει. Θα έρθει σε αριθμούς που θα κάνουν να μοιάζουν ασήμαντοι εκείνοι που έστειλε πριν τέσσερα χρόνια, όταν οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς τον νίκησαν τόσο ένδοξα στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Θα έρθει δέκα φορές, εκατό φορές πιο ισχυρός. Θα έρθει, και σύντομα μάλιστα». Ο Λεωνίδας σταμάτησε πάλι. Η φωτιά που έκαιγε στο στήθος του έκανε το πρόσωπό του να κοκκινίζει και τα μά τια του να λάμπουν σαν αναμμένα κάρβουνα. Ήταν πολύ σίγουρος γι' αυτά που έλεγε. «Ακούστε με, αδέλφια. Ο Πέρσης δεν είναι ένας βασιλιάς όπως ήταν σε μας ο Κλεομένης ή όπως εγώ τώρα. Δεν παίρ νει τη θέση του με ασπίδα και ακόντιο μέσα στην ανθρωπο σφαγή, αλλά την παρακολουθεί, ασφαλής, από απόσταση, από την κορφή ενός βουνού, πάνω σε θρόνο χρυσό». Ειρω νικοί ψίθυροι βγήκαν απ' τα λαρύγγια των αντρών σε τούτα τα λόγια του Λεωνίδα. «Οι σύντροφοι του δεν είναι όμοιοι και ισότιμοι, ελεύθεροι να πουν αυτά που έχουν κατά νου 178
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ενώπιόν του δίχως φόβο, αλλά δούλοι και κτήματά του. Κά θε άντρας, και ο ευγενέστερος ακόμα, όχι μόνο δε θεωρείται ίσος ενώπιον των θεών αλλά είναι ιδιοκτησία του βασιλιά και δεν αξίζει πιότερο από ένα γίδι ή ένα χοίρο. Κι όταν οδηγεί ται στη μάχη δεν το κάνει από αγάπη για το έθνος του ή για τη λευτεριά του αλλά από το βούρδουλα ενός άλλου δούλου. »Αυτός ο βασιλιάς δοκίμασε την ήττα από τα χέρια των Ελλήνων και είναι πολύ πικρό για την υπεροψία του. Έρχε ται τώρα να πάρει εκδίκηση, όχι ως άνθρωπος άξιος σεβα σμού αλλά ως κακομαθημένο και νευρικό παιδί πάνω σε μια έκρηξη οργής, όταν ένας συμπαίκτης του του αρπάζει ένα παιχνίδι. Το φτύνω εγώ το στέμμα ενός τέτοιου βασιλιά, δεν καταδέχομαι να βάλω τον κώλο μου στο θρόνο του, γιατί εί ναι το κάθισμα ενός δούλου και γιατί δεν πασχίζει για κάτι ευγενές, αλλά για να κάνει δούλους όλους τους άλλους αν θρώπους. »Ό,τι έχω κάνει μέχρι τώρα ως βασιλιάς και ό,τι έχει πράξει ο Κλεομένης πριν από μένα, κάθε εχθρός που έτυ χε καλής μεταχείρισης, κάθε ομοσπονδία που δημιουργήθη κε, κάθε απρόθυμος σύμμαχος που γονάτισε, έγινε για ένα μόνο λόγο: για τη μέρα που ο Δαρείος ή κάποιος από τους γιους του ξανάρθει στην Ελλάδα για να μας το ξεπληρώσει». 0 Λεωνίδας σήκωσε τώρα το καλάθι που περιείχε τα ει σιτήρια των πεσόντων. «Γι' αυτόν το λόγο τούτοι, καλύτεροι άντρες από μας, έδωσαν τη ζωή τους εδώ σήμερα, γι' αυτό καθαγίασαν με το ηρωικό τους αίμα τούτη τη γη. Γι' αυτό θυσιάστηκαν. Θυσία σαν τα σπλάχνα τους όχι γι' αυτόν το σκατοπόλεμο για τον οποίο πολεμήσαμε σήμερα, αλλά στην πρώτη από τις πολλές μάχες του μεγαλύτερου πολέμου που οι θεοί στον ουρανό και όλοι εσείς στις καρδιές σας ξέρετε ότι πλησιάζει. Αυτά τ' αδέλφια μας είναι ήρωες τούτου του πολέμου, που θα είναι ο σοβαρότερος και ο καταστρεπτικότερος στην ιστορία. • 179 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
»Εκείνη τη μέρα» και ο Λεωνίδας έδειξε με το χέρι του τον κόλπο, το Αντίρριο και το Ρίο απέναντι από το στενό «εκείνη τη μέρα, όταν ο Πέρσης φέρει το πλήθος των στρα τιωτών του εναντίον μας μέσω αυτής της οδού, δε θα βρει ελεύθερο πέρασμα ή πληρωμένους φίλους, αλλά εχθρούς ενωμένους και αμείλικτους. Έλληνες συμμάχους που θα σπεύσουν να τον συναντήσουν και από τις δύο ακτές. Κι αν επιλέξει κάποιον άλλο δρόμο, αν οι σπιούνοι του αναφέ ρουν τι τον περιμένει εδώ και διαλέξει άλλο πέρασμα, κά ποια άλλη τοποθεσία για τη μάχη, όπου η γη και η θάλασ σα θα παρέχουν μεγαλύτερο πλεονέκτημα σε μας, θα οφεί λεται σ' αυτό που κάναμε σήμερα, στη θυσία των αδελφών μας που τις σορούς τους ενταφιάζουμε τώρα μέσα σε τάφο ηρώων. »Εξάλλου, δεν περίμενα από τους Συρακούσιους και τους κατοίκους του Αντιρρίου, τους σημερινούς εχθρούς μας, να στείλουν τους κήρυκες τους σε μας, όπως συνηθίζεται, για να ζητήσουν την άδειά μας να πάρουν τις σορούς των νε κρών τους. Έστειλα τους δικούς μας δρομείς πρώτα, για να τους προσφέρω ανακωχή χωρίς μνησικακία, αλλά με γεν ναιοδωρία. Ας επιτρέψουμε στους νέους μας συμμάχους να ζητήσουν με σεβασμό τα όπλα των πεσόντων τους, ας τους αφήσουμε να πάρουν αβίαστα τις σορούς των συζύγων και των γιων τους. »Κι αυτοί που χάσαμε σήμερα ας στέκονται δίπλα μας στη γραμμή της μάχης τη μέρα που θα μάθουμε στον Πέρ ση μια για πάντα πόση ανδρεία μπορούν να δείξουν οι ελεύ θεροι άνθρωποι ενάντια στους δούλους, ανεξάρτητα από το πόσοι είναι ή πόσο βίαια οδηγούνται από το μαστίγιο του παιδιού-βασιλιά τους».
• 180 •
Βιβλίο τρίτο Ο ΚΟΚΟΡΑΣ
12 Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ της αφήγησης συνέβη ένα ατυχές περι στατικό όσον αφορά τον Έλληνα Χίονη. Ένας υφιστάμενος του βασιλικού χειρουργού κατά τη διάρκεια της συνεχιζό μενης θεραπείας των τραυμάτων του αιχμαλώτου πληρο φόρησε άθελά του το συνάδελφό του για την τύχη του Λε ωνίδα, του Σπαρτιάτη βασιλιά και αρχηγού του στρατού, μετά τη μάχη στο στενό των Θερμοπυλών και ποια ιεροσυ λία, στα μάτια του Έλληνα, τα στρατεύματα της Μεγαλειό τητάς Του διέπραξαν στο λείψανό του όταν ανασύρθηκε από τους σωρούς των νεκρών μετά τη μάχη. Ο αιχμάλωτος είχε άγνοια μέχρι τώρα αυτού του γεγονότος. Η αντίδραση του άντρα ήταν άμεση και βίαιη. Αρνήθηκε να μιλήσει περαιτέρω και ζήτησε από εκείνους που τον είχαν αιχμαλωτίσει, τον Ορόντη και τους αξιωματικούς των Αθα νάτων, να τον θανατώσουν, και μάλιστα αμέσως. Ο άντρας Χίονης φαινόταν πραγματικά συντετριμμένος για την κα ρατόμηση και τη σταύρωση του σώματος του βασιλιά του. Όλα τα επιχειρήματα, οι φοβέρες και οι κολακείες απέτυ χαν να τον βγάλουν από τη βαθιά θλίψη του. Ήταν ξεκάθαρο πλέον στον αρχηγό Ορόντη ότι, από τη στιγμή που η Μεγαλειότητά Του θα πληροφορούνταν την περιφρονητική στάση του αιχμαλώτου, παρά τη μεγάλη επιθυ μία Του να ακούσει τη συνέχεια της ιστορίας του άντρα, ο αιχμάλωτος Χίονης έπρεπε για την αυθάδειά του στο Βασι• 183 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λικό Πρόσωπο να θανατωθεί. Ο αρχηγός, για να πω την αλή θεια, φοβόταν εξίσου τόσο για το δικό του κεφάλι όσο και για των αξιωματικών του, αν, λόγω της αδιαλλαξίας του Έλληνα, δεν ικανοποιόταν η επιθυμία της Μεγαλειότητάς Του να μά θει όσα μπορούσε για το Σπαρτιάτη εχθρό. Ο Ορόντης, μέσω διαφόρων ανεπίσημων συζητήσεων με τον άντρα Χίονη κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, είχε γίνει κατά κάποιον τρόπο έμπιστός του και, αν η σημασία της λέ ξης μπορεί να επεκταθεί μέχρι σ' αυτό το σημείο, φίλος του. Προσπάθησε με δική του πρωτοβουλία να διευκολύνει τη θέση του αιχμαλώτου. Έτσι, επιχείρησε να ξεκαθαρίσει στον Έλληνα τα ακόλουθα: Ότι η Μεγαλειότητά Του μετάνιωσε βαθιά για τη βεβή λωση που έγινε στο σώμα του Λεωνίδα αμέσως μόλις έδω σε τη διαταγή. Η διαταγή αυτή δόθηκε πάνω στη θλίψη για τις συνέπειες της μάχης, όταν το αίμα της Μεγαλειότητάς Του έβραζε από οργή βλέποντας με τα ίδια Του τα μάτια το χαμό χιλιάδων —ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ανέρχονται σε είκοσι χιλιάδες— επίλεκτων πολεμιστών της αυτοκρατο ρίας, οι οποίοι σφαγιάστηκαν από το στρατό του Λεωνίδα. Η περιφρόνηση του στη θέληση του Αχούρα Μάζντα μόνο ως προσβολή ενάντια στο θεό θα μπορούσε να εκληφθεί από τους Πέρσες. Εκτός αυτού, δυο αδέλφια του ίδιου του βα σιλιά, ο Αβρακόμας και ο Υπεράνθης, και πάνω από τριάντα συγγενείς Του είχαν σταλεί στον οίκο του θανάτου από το Σπαρτιάτη εχθρό και τους συμμάχους του. Έπειτα, πρόσθεσε ο αρχηγός των Αθανάτων, ο ακρωτη ριασμός του πτώματος του Σπαρτιάτη, από άλλη σκοπιά ιδωμένος, ήταν απόδειξη του σεβασμού και του δέους που έτρεφε η Μεγαλειότητά Του για το Σπαρτιάτη βασιλιά, για τί για κανέναν άλλο αρχηγό του εχθρού δεν είχε διατάξει μια τόσο ακραία και βάρβαρη εκδίκηση — στα μάτια των Ελλήνων φυσικά. 184
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ο άντρας Χίονης παρέμενε ακλόνητος μπροστά σ' αυτά τα επιχειρήματα και επαναλάμβανε την επιθυμία του να θανατωθεί αμέσως. Αρνιόταν να φάει και να πιει. Φαινόταν ότι η αφήγηση της ιστορίας του θα σταματούσε εδώ και δε θα ολοκληρωνόταν. Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο Ορόντης, που φοβόταν ότι ήταν αδύνατο πια να κρατούν κρυφή αυτή την κατά σταση από τη Μεγαλειότητά Του, σκέφτηκε το Δημάρατο, τον εκθρονισμένο βασιλιά της Σπάρτης, που ζούσε στην αυ λή ως φιλοξενούμενος εξόριστος και σύμβουλος, και ζήτησε τη μεσολάβησή του. Ο Δημάρατος δέχτηκε και πήγε ο ίδιος στη σκηνή του βασιλικού χειρουργού και μίλησε ιδιαιτέρως με το Χίονη πάνω από μια ώρα. Όταν βγήκε, πληροφόρησε τον αρχηγό Ορόντη ότι ο άντρας είχε αλλάξει γνώμη και ήταν πρόθυμος τώρα να συνεχιστεί η ανάκριση. Η κρίση είχε περάσει. «Πες μου» ρώτησε ο Ορόντης, ανα κουφισμένος, «ποιο επιχείρημα και ποια πειθώ χρησιμοποί ησες για να πετύχεις αυτή την αλλαγή;». Ο Δημάρατος απάντησε ότι, από όλους τους Έλληνες, οι Σπαρτιάτες ήταν οι πλέον ευσεβείς και αυτοί που φοβόνταν περισσότερο τους θεούς. Του έκανε την παρατήρηση ότι σ' αυτό το θέμα από τους Λακεδαιμονίους οι κατώτεροι στρα τιώτες και οι βοηθητικοί του στρατού, ιδίως οι ξένοι που ήταν στην ίδια θέση με τον αιχμάλωτο Χίονη, ήταν χωρίς καμία εξαίρεση «πιο Σπαρτιάτες κι από τους Σπαρτιάτες», για να χρησιμοποιήσω τη φράση του Δημάρατου. Ο Δημάρατος, όπως είπε, επικαλέστηκε το σεβασμό του ανθρώπου για τους θεούς, ιδίως για το Φοίβο Απόλλωνα, για τον οποίο ο άντρας ήταν φανερό ότι έτρεφε βαθύ σε βασμό. Πρότεινε να επιτρέψουν στον αιχμάλωτο να προ σευχηθεί και να κάνει θυσία, ώστε να εξασφαλίσει, όσο γι νόταν, τη θέληση του θεού. Γιατί, είπε στο Χίονη, σίγουρα ο Μακροσαγιτάρης Απόλλωνας τον βοήθησε να πει την ιστο• 185 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ρία μέχρι τώρα. Για ποιο λόγο να διατάξει τη διακοπή της; Μήπως ο άντρας Χίονης, ρώτησε ο Δημάρατος, έβαζε τον εαυτό του πάνω από τους αθάνατους θεούς, υποθέτοντας ότι ήξερε την άγνωστη θέληση τους, και σταματούσε το λό γο τους επειδή έτσι ήθελε αυτός; Όποια απάντηση κι αν λάβαινε ο αιχμάλωτος από τους θεούς του, ήταν φανερό ότι θα συμφωνούσε με τη συμβου λή που του είχε δώσει ο Δημάρατος. Η αφήγηση συνεχίστηκε, λοιπόν, τη δέκατη τέταρτη ημέ ρα του μήνα Τασριτού.
Ο Πολύνεικος πήρε το βραβείο ανδρείας για τη μάχη στο Αντίρριο. Ήταν το δεύτερό του και κατόρθωσε να το πάρει στην απίστευτη ηλικία των είκοσι τεσσάρων ετών. Κανένας άλ λος όμοιος, εκτός από το Διηνέκη, δεν είχε στεφθεί δυο φο ρές, κι αυτό όχι πριν φτάσει τα σαράντα. Για τον ηρωισμό του ο Πολύνεικος διορίστηκε αρχηγός των ιππέων θα είχε την τιμή να προΐσταται στο διορισμό των τριακοσίων συνο δών του βασιλιά για την επόμενη χρονιά. Η ανώτατη αυτή διάκριση, που ήρθε να προστεθεί στο δάφνινο στεφάνι του δρομέα που είχε κερδίσει στην Ολυμπία, εδραίωσε τη φήμη του Πολύνεικου, που ξεπέρασε κατά πολύ τα σύνορα της Λακεδαίμονας. Τον θεωρούσαν ήρωα όλης της Ελλάδας, ένα δεύτερο Αχιλλέα, που στεκόταν τώρα στο κατώφλι μιας δί χως όρια αθάνατης δόξας. Προς τιμήν του, ο Πολύνεικος δεν έγινε αλαζόνας. Αν πή ραν έστω και λίγο τα μυαλά του αέρα, αυτό είχε ως αποτέ λεσμα ακόμα μεγαλύτερη αυτοπειθαρχία, αν και ο ζήλος του για την αρετή, όπως αποδείκνυαν τα γεγονότα, μπορούσε να φτάσει στα άκρα όταν αφορούσε άλλους λιγότερο προικι σμένους από αυτόν. 186
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Όσο για το Διηνέκη, του έκαναν κάποτε την τιμητική πρό ταση να μπει στην ομάδα των ιππέων όταν ήταν είκοσι έξι ετών και αρνήθηκε με σεβασμό κάθε άλλο προβιβασμό που του έγινε μετά. «Προτιμώ την αφάνεια του διοικητή μιας ενωμοτίας» έλεγε. Ένιωθε πολύ καλύτερα ανάμεσα στους στοίχους. Πίστευε ότι θα πρόσφερε περισσότερα οδηγώντας απευθείας άντρες, και μάλιστα έναν ορισμένο αριθμό. Αρ νήθηκε κάθε προσπάθεια να προβιβαστεί πέρα από το επί πεδο της ενωμοτίας. «Δεν μπορώ να μετρήσω πάνω από τριάντα έξι» ήταν η συνηθισμένη του δήλωση. «Μετά από αυτό, ζαλίζομαι». Θα προσθέσω, από δική μου παρατήρηση, ότι ο Διηνέκης, πέρα από πολεμιστής και αξιωματικός, είχε τα προσόντα και την κλίση ενός δασκάλου. Όπως όλοι όσοι γεννιούνται δάσκαλοι, ήταν πρώτα μα θητής. Μελετούσε το φόβο και το αντίθετό του. Αλλά, αν συνεχίσω να παρεκκλίνω από το θέμα, η αφή γηση θα μας πάει αλλού. Για να τελειώνουμε με το Αντίρ ριο: Στο δρόμο της επιστροφής για τη Λακεδαίμονα, για τι μωρία επειδή συνόδευσα τον Αλέξανδρο όταν ακολούθησε το στρατό, με πήραν από τη νεανική συντροφιά και με ανά γκασαν να βαδίζω μέσα στη σκόνη στα μετόπισθεν, με το κοπάδι των θυσιών και το μόθακα φίλο μου Δέκτωνα. Στο Δέκτωνα είχαν δώσει στο Αντίρριο ένα νέο παρατσούκλι, Κόκορας, επειδή αμέσως μετά τη μάχη είχε παραδώσει τον πετεινό που ήταν για τη θυσία μισοστραγγαλισμένο από τα ίδια του τα χέρια, τόσο τρελαμένος ήταν από τη συγκίνηση της μάχης και τη δική του απογοήτευση επειδή δε συμμε τείχε σ' αυτή. Το όνομα αυτό τού κόλλησε. Ο Δέκτωνας ήταν ένας κόκορας. Όπως οι συνονόματοι του στην αυλή του κοτετσιού, ήταν πάντα σε εμπόλεμη κατάσταση και έτοιμος για • 187 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
καβγά. Μπορούσε να τα βάλει με κάποιον που ήταν τρεις φορές ψηλότερος από κείνον. Η νέα αυτή ταμπέλα γοήτευ σε ολόκληρο το στρατό, που άρχισε να θεωρεί το αγόρι κά τι σαν τυχερό φυλαχτό, το γούρι της νίκης. Αυτό, φυσικά, έθιξε την περηφάνια του Δέκτωνα και τον έκανε να εξοργιστεί πέρα από τη συνηθισμένη του πολεμο χαρή διάθεση. Για κείνον,το όνομα ισοδυναμούσε με συγκα τάβαση, ένας ακόμα λόγος να μισεί τους κυρίους του και να περιφρονεί τη θέση του στην υπηρεσία τους. Με αποκάλεσε χοντροκέφαλο που ακολούθησα το στρατό. «Δεν έπρεπε να πας» μου σφύριξε από το πλάι, καθώς σερνόμαστε μέσα στη σκόνη και στη δυσοσμία της ουράς. «Αξίζεις κάθε ραβδισμό που θα λάβεις, όχι γι' αυτό που σε κατηγορούν αλλά επειδή δεν έπνιξες αυτό τον υμνωδό, τον Αλέξανδρο, τότε που είχες την ευκαιρία και κολυμπώντας να πας κατευθείαν στο ναό του Ποσειδώνα». Εννοούσε το ιερό στο Ταίναρο, όπου κατέφευγαν οι φυγάδες για να βρουν άσυλο. Ο Δέκτωνας με κατσάδιασε και εκφράστηκε κοροϊδευτι κά για την αφοσίωση μου στους Σπαρτιάτες. Είχα μπει στην εξουσία του αγοριού δυο χρόνια μετά που η μοίρα με έφερε στη Λακεδαίμονα, όταν και οι δύο, κι εκείνος κι εγώ, ήμα στε δώδεκα χρονών. Η οικογένεια του δούλευε στο κτήμα του Ολύμπιου, του πατέρα του Αλέξανδρου, ο οποίος συγ γένευε με το Διηνέκη από τη γυναίκα του, την Αρέτη. Ο ίδιος ο Δέκτωνας ήταν ένας μόθακας, νόθος γιος, όπως έλεγαν οι φήμες, ενός ομοίου που η επιτύμβια πλάκα του βρισκόταν Ιδοτυχίδης στον πόλεμο στη Μαντινεία στην Αμυκλαία οδό απέναντι από τα συσσίτια. Η μισή σπαρτιατική του καταγωγή δε βοήθησε το Δέκτω• 188 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
να να ανέβει κοινωνικά. Είλωτας ήταν και είλωτας θα έμενε. Τώρα, αν οι νέοι της ηλικίας του, και οι όμοιοι πιο πολύ, τον έβλεπαν με καχυποψία, οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Δέκτωνας διέθετε πολύ μεγάλη σωματική δύναμη και ικανό τητες αθλητή. Στα δεκατέσσερα είχε την ανάπτυξη ώριμου άντρα και την ίδια σχεδόν δύναμη. Θα του χρειαζόταν κάποτε, κι αυτό το ήξερε καλά. Εγώ τότε ήμουν μισό χρόνο στη Λακεδαίμονα, ένα άγριο αγόρι που είχε κατέβει από τα βουνά, και με είχαν στείλει να κάνω την κατώτερη αγροτική δουλειά, εφόσον αυτό ήταν ασφαλέστερο από το να διακινδυνεύσουν να μολυνθούν σκο τώνοντάς με. Η αποτυχία μου σ' αυτή ήταν τόσο μεγάλη, που οι είλωτες αφέντες μου παραπονέθηκαν απευθείας στον κύ ριό τους, τον Ολύμπιο. Ο ευγενής αυτός με λυπήθηκε, ίσως επειδή είχα γεννηθεί ελεύθερος, ίσως επειδή είχα περάσει στην κατοχή της πόλης όχι ως αιχμάλωτος αλλά με τη θέληση μου. Με έστειλαν στα γίδια και στα κατσίκια. Θα ήμουν βοηθός βοσκού στα ζώα που προορίζονταν για τις θυσίες, θα φρόντιζα τα ζώα που εξυπηρετούσαν τις πρω ινές και βραδινές τελετές και θα ακολουθούσα το στρατό στα γυμνάσια. Το επικεφαλής αγόρι ήταν ο Δέκτωνας. Με μίσησε από την αρχή. Δέχτηκα τον πιο φαρμακερό χλευασμό του για την ιστορία μου, που εντελώς αστόχαστα του εμπιστεύτηκα, ότι με συμβούλεψε ο ίδιος ο Μακροσαγιτάρης Απόλλωνας. Ο Δέ κτωνας το βρήκε γελοίο. Πώς ήταν δυνατό να νομίσω, να ονει ρευτώ, να φανταστώ ότι ένας Ολύμπιος θεός, γιος του Δία του Βροντόλαλου, προστάτης της Σπάρτης και των Αμυκλών, προστάτης των Δελφών και της Δήλου και ποιος ξέρει πόσων πόλεων ακόμα, θα έχανε τον πολύτιμο χρόνο του να κατέβει και να πιάσει ψιλή κουβέντα μες στο χιόνι με έναν απόλιδα ηλιοκεκαυμένο σαν κι εμένα; Για το Δέκτωνα ήμουν ο πιο ανόητος τρελοβουνίσιος αγροίκος που είχε δει στη ζωή του. • 189 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣ£ΦΙΛΝΤ
Με διόρισε σφογγοκωλάριο του κοπαδιού. «Νομίζεις ότι έχω καμιά όρεξη να γυμνώσω την πλάτη μου επειδή έδωσα στο βασιλιά ένα κατσίκι με το σκατό στον κώλο; Εμπρός λοιπόν, κάνε αυτή την κωλοτρυπίδα να λάμπει!» Ο Δέκτωνας δεν έχανε ευκαιρία να με ταπεινώνει. «Σε μορφώνω, άχρηστε. Αυτές οι κωλοτρυπίδες είναι η ακαδη μία σου. Το σημερινό μάθημα είναι ίδιο με το χθεσινό: Ποια είναι η ζωή ενός δούλου; Ένας δούλος είναι υποχρεωμένος να δέχεται εξευτελισμούς και υποβιβασμούς, και επιπλέον πρέπει να τους ανέχεται. Πες μου, ελευθερογεννημένε φίλε μου, σου αρέσει αυτό;» Δεν απαντούσα, απλώς έκανα ό,τι μου έλεγε. Με περι γελούσε πιο πολύ γι' αυτό. «Με μισείς, έτσι δεν είναι; Το μόνο που θέλεις είναι να με κάνεις κομματάκια. Τι σε εμποδίζει; Για δοκίμασε λοιπόν!» Στάθηκε μπρος μου ένα απομεσήμερο, όταν εμείς και τα άλ λα αγόρια βοσκούσαμε τα ζώα στο βοσκοτόπι του βασιλιά. «Κάθεσαι ξύπνιος όλη νύχτα και το σχεδιάζεις» είπε σαρ καστικά ο Δέκτωνας. «Ξέρεις πώς θα το έκανες. Με το θεσ σαλικό σου τόξο, αν βέβαια σε άφηναν να το πλησιάσεις οι αφέντες σου. Ή με κείνο το εγχειρίδιο που έχεις φυλαγμένο ανάμεσα στις σανίδες του στάβλου. Μα δε θα με σκοτώσεις. Άσχετα πόσο σε ντροπιάζω, άσχετα πόσο σε υποβιβάζω». Άρπαξε μια πέτρα και μου την πέταξε από πολύ κοντά. Με βρήκε με δύναμη στο στήθος και παραλίγο να με πετά ξει κάτω. Τα άλλα αγόρια μαζεύτηκαν για να δουν. «Αν ήταν φόβος αυτό που σε σταμάτησε, θα το σεβόμουν. Θα είχε τουλάχιστον νόημα». Ο Δέκτωνας εκσφενδόνισε κι άλ λη πέτρα, που με βρήκε στο λαιμό. Αίμα άρχισε να τρέχει. «Αλλά ο λόγος σου δεν έχει κανένα νόημα. Δε θέλεις να με βλάψεις για τον ίδιο λόγο που δε χτυπάς κάποιο από αυ τά τα άθλια βρομερά ζώα». Και, λέγοντας αυτό, κλότσησε άγρια μια γίδα στην κοιλιά, στέλνοντάς τη να κυλιστεί στο • 190 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
έδαφος, ενώ φώναζε: «Επειδή κάτι τέτοιο θα τα προσέβαλ λε». Έδειξε με πικρία και περιφρόνηση πέρα από την πε διάδα προς τα πεδία των γυμνασίων όπου τρεις ενωμοτίες Σπαρτιατών ασκούνταν στο ακόντιο μέσα στον ήλιο. «Δε θα με αγγίξεις επειδή είμαι ιδιοκτησία τους, όπως αυτά τα σκατογίδια. Σωστά;» Η έκφραση μου απάντησε αντί για μένα. Με κοίταξε με περιφρόνηση. «Τι σου είναι αυτοί οι άν θρωποι, ηλίθιε; Η πόλη σου λεηλατήθηκε, όπως λένε. Μισείς τους Αργείους και νομίζεις ότι αυτοί οι γιοι του Ηρακλή» — έδειξε τους ομοίους που γυμνάζονταν, προφέροντας την τε λευταία φράση με σαρκασμό και αποστροφή— «είναι εχθροί τους. Ξύπνα! Τι νομίζεις ότι θα έκαναν αυτοί αν ήταν στη θέση τους; Τα ίδια και χειρότερα! Αυτό που έκαναν και στη χώρα μου, τη Μεσσηνία, και σε μένα. Κοίτα το πρόσωπό μου. Κοίτα και το δικό σου. Διέφυγες τη σκλαβιά,για να γί νεις κατώτερος κι από ένα δούλο από μόνος σου». Ο Δέκτωνας ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είχα γνωρίσει, άντρας ή αγόρι, που δε φοβόταν καθόλου τους θεούς. Δεν τους μισούσε, όπως μερικοί, ούτε κορόιδευε τα καμώματα τους, όπως είχα ακούσει ότι έκαναν οι ασεβείς σκεπτικιστές στην Αθήνα και στην Κόρινθο. Ο Δέκτωνας δεν αποδεχόταν την ύπαρξη τους. Δεν υπήρχαν θεοί, αυτό ήταν όλο. Αυτό μού προκαλούσε φόβο και δέος. Άρχισα να τον παρακολουθώ, περιμένοντας να πέσει κάτω ξερός από κάποιο θεϊκό χτύ πημα. Τώρα, στο δρόμο της επιστροφής από το Αντίρριο, ο Δέ κτωνας (καλύτερα να λέω ο Κόκορας) συνέχισε το λογύδριο που είχα ακούσει από αυτόν τόσες φορές: ότι οι Σπαρτιά τες με είχαν εξαπατήσει, όπως τους εξαπατούν όλους· ότι εκμεταλλεύονται την κινητή τους περιουσία δίνοντας τους τα ψίχουλα από το τραπέζι τους· ότι ανύψωναν ένα δούλο λίγο περισσότερο από έναν άλλο, μετατρέποντας την άθλια • 191 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
πείνα του ανθρώπου για μια θέση σε αόρατα δεσμά που τον κρατούν αλυσοδεμένο και σκλαβωμένο. «Αν μισείς τους αφέντες σου τόσο πολύ» τον ρώτησα «γιατί χοροπηδούσες σαν τον ψύλλο κατά τη διάρκεια της μάχης και ανυπομονούσες τόσο πολύ να ριχτείς στη σφαγή κι εσύ;». Ήξερα ότι άλλο ένα γεγονός μεγάλωνε την απογοήτευση του Κόκορα. Είχε αφήσει έγκυο τη φιλενάδα του της απο θήκης (όπως αποκαλούν τις παράνομες κοπέλες τους οι νε αροί είλωτες). Σύντομα θα γινόταν πατέρας. Πώς θα μπο ρούσε να το σκάσει λοιπόν; Σίγουρα δε θα εγκατέλειπε το παιδί του, ούτε μπορούσε να φύγει σέρνοντας μαζί του ένα κορίτσι και ένα μωρό. Άρχισε να πηγαινοέρχεται οργισμένος, έβρισε ένα από τα αγόρια που έχασε δυο γίδες, κυνήγησε πάλι το παιδί όταν οι χαμένες κατσίκες ξαναγύρισαν στο κοπάδι. «Κοίταξε με» μούγκρισε όταν βρέθηκε πάλι δίπλα μου. «Μπορώ να τρέ ξω όσο τρέχουν κι αυτοί οι μαλάκες οι Σπαρτιάτες. Είμαι μόνο δεκατεσσάρων, αλλά μπορώ να παλέψω με οποιονδή ποτε εικοσάρη και να τον βάλω κάτω. Κι όμως σέρνομαι εδώ πέρα, φορώντας αυτόν το ζουρλομανδύα, κρατώντας το σχοινί μιας κατσίκας». Ορκίστηκε ότι θα έκλεβε μια ξυάλη και θα έκοβε μια μέ ρα το λαιμό ενός Σπαρτιάτη. Του είπα να μη μιλάει έτσι μπροστά μου. «Γιατί; Τι θα κάνεις; Θα με αναφέρεις;» Δε θα το έκανα, και το ήξερε. «Μα τους θεούς όμως» ορκίστηκα «κάνε πως σηκώνεις το χέρι σου εναντίον τους, σε οποιονδήποτε από αυτούς, και θα σε σκοτώσω». Ο Κόκορας γέλασε. «Βγάλε ένα μυτερό ξύλο από την άκρη του δρόμου και χώσ' το στα μάτια σου, φίλε μου. Δε θα γινόσουν πιότερο στραβός απ' όσο είσαι τώρα». 192
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ο στρατός έφτασε στα σύνορα, στο Οίον, το σούρουπο της επόμενης μέρας και δώδεκα ώρες αργότερα στη Σπάρ τη. Δρομείς είχαν προηγηθεί του στρατού. Η πόλη γνώριζε εδώ και δυο μέρες τις ταυτότητες των τραυματιών και των σκοτωμένων. Ετοιμάζονταν ήδη επικήδειοι αγώνες. Θα γί νονταν μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες. Εκείνο το δειλινό και η επόμενη μέρα πέρασαν με τις συ νηθισμένες μετά τον πόλεμο εργασίες: Ξεφορτώνονταν οι άμαξες που είχαν ακολουθήσει το στρατό στη μάχη, όπλα και πανοπλίες καθαρίζονταν και επισκευάζονταν, επιδιορθώνο νταν τα σπασμένα ακόμα, όπως και οι δρύινοι ομφαλοί των ασπίδων, ενώ οι αρματωσιές των αμαξών λύνονταν και απο θηκεύονταν. Άλλοι, πάλι, φρόντιζαν τα κοπάδια των ζώων και τα υποζύγια, αφού βεβαιώνονταν ότι κάθε ζώο είχε πο τιστεί και φροντιστεί σωστά, το έστελναν με τους είλωτες ζευγολάτες τους στους διάφορους κλήρους, στις αγροικίες όπου δούλευαν. Το δεύτερο βράδυ οι όμοιοι που είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο επέστρεψαν επιτέλους στα συσσίτια τους. Ήταν συνήθως μια επίσημη βραδιά, μετά τα γεγονότα της μάχης. Κατά τη διάρκεια της μνημόνευαν τους πεσόντες συ ντρόφους τους, αναγνώριζαν τις πράξεις ανδρείας και επέκριναν την ατιμωτική διαγωγή, ξανάβλεπαν τα λάθη τους και έπαιρναν μαθήματα από αυτά και το σημαντικό κεφάλαιο της μάχης φυλασσόταν για τις μελλοντικές ανάγκες. Τα γεύματα των ομοίων είναι συνήθως λιμανάκια ανά παυλας και μυστικότητας, ιερά, όπου κάθε συζήτηση είναι προνομιακή και ιδιωτική. Εδώ, μετά από μια ολόκληρη μέ ρα, οι φίλοι μπορούν να αφήσουν τα μαλλιά τους ελεύθερα ανάμεσα σε φίλους, να μιλήσουν από καρδιάς κι ακόμη, χω ρίς να υπερβάλλουν ποτέ, να απολαύσουν μια ή δυο κούπες κρασί. Αυτή η νύχτα, ωστόσο, δεν προσφερόταν για ανάπαυση και ευθυμία. Οι ψυχές των είκοσι οχτώ νεκρών αιωρούνταν • 193 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
βαριά πάνω από την πόλη. Η μαστική ντροπή του πολεμιστή, αυτό που ήξερε ο καθένας βαθιά μέσα του ότι θα μπορούσε να τα έχει πάει καλύτερα, να κάνει περισσότερα ή με λιγό τερο δισταγμό' αυτή η κατηγορία που είναι πάντα πολύ πιο ανηλεής όταν εκτοξεύεται στον ίδιο τον εαυτό σου βασάνιζε τα σωθικά των αντρών, γιατί δεν μπορούσε να ειπωθεί για να ανακουφιστούν. Κανένα παράσημο ή έπαινος ανδρείας, ού τε η ίδια η νίκη μπορούσε να την καταπνίξει εντελώς. «Λοιπόν» ο Πολύνεικος κάλεσε τον έφηβο Αλέξανδρο να κάνει ένα βήμα μπροστά και του είπε αυστηρά: «Πώς σου φάνηκε;». Εννοούσε τον πόλεμο. Να είσαι εκεί, να τον βλέπεις να εξελίσσεται και να ολο κληρώνεται. Η νύχτα είχε ήδη προχωρήσει. Η ώρα της επαίκλας είχε εκπνεύσει. Πρόκειται για το δεύτερο γεύμα, όπου μοιράζε ται κρέας κυνηγιού και σταρένιο ψωμί. Τώρα οι δεκάξι όμοι οι του συσσιτίου του Δευκαλίωνα είχαν βολευτεί στους άβο λους ξύλινους πάγκους, αρκετά χορτάτοι πια. Τα παιδιά που παρευρίσκονταν στο συσσίτιο για την εκπαίδευση τους πή γαν στη σχάρα και άρχισαν να ψήνουν. Ο Αλέξανδρος στεκόταν όρθιος μπροστά στους μεγαλύ τερους του σε στάση προσοχής, όπως άρμοζε σε ένα αγό ρι, με τα χέρια κρυμμένα στις πτυχές του χιτώνα του για να μη φαίνονται, τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα σαν να μην είναι άξιος ακόμα να κοιτάξει καταπρόσωπο έναν όμοιο. «Διασκέδασες με τη μάχη;» ρώτησε ο Πολύνεικος. «Με έκανε να αηδιάσω» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης το αγόρι ομολόγησε ότι δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι από τότε ούτε στο καράβι ού τε στο δρόμο για την πατρίδα. Αν έκλεινε τα βλέφαρα έστω και για μια στιγμή, είπε, έβλεπε πάλι με τον ίδιο τρόμο τις σκηνές της σφαγής, ιδίως τον επιθανάτιο σπασμό του φίλου • 194 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
του Μηριόνη. Η συμπόνια του, παραδέχτηκε, ήταν τόσο για τις απώλειες του εχθρού όσο και για τους πεσόντες ήρωες της πόλης μας. Μετά από μεγάλη πίεση, το αγόρι χαρακτή ρισε τη σφαγή της μάχης «βάρβαρη και ανόσια». «Βάρβαρη και ανόσια λοιπόν;» αποκρίθηκε ο Πολύνεικος, σκυθρωπιάζοντας από οργή. Οι όμοιοι στα συσσίτια τους ενθαρρύνονται, αν κρινόταν χρήσιμο για την εκπαίδευση του εφήβου, να επιλέγουν ένα παιδί ή κι έναν όμοιο ακόμη και να το κακομεταχειρίζονται λεκτικά με τον πιο σκληρό και ανηλεή τρόπο. Αυτό ονομά ζεται «άροση» (όργωμα, δηλαδή δοκιμασία). Σκοπός του, όπως ο σωματικός ξυλοδαρμός, είναι να συνηθίσουν τις αι σθήσεις στην προσβολή, να ατσαλώσουν τη θέληση ώστε να μην ανταποκρίνονται με οργή και φόβο, τα δύο κακά που εξασθενίζουν τον αυτοέλεγχο, στα οποία συμπεριλαμβάνε ται και η κατάσταση της κατάληψης, όπως αποκαλείται. Η απάντηση που ζητούν οι όμοιοι πρέπει να είναι διασκεδα στική. Να παρακάμπτεις την προσβολή με ένα αστείο που όσο πιο χοντρό είναι τόσο το καλύτερο. Να της γελάς κατάμουτρα. Ο νους που διατηρεί τη διαύγειά του θα τα βγά λει πέρα στον πόλεμο. Αλλά ο Αλέξανδρος δεν ήταν καλός στα ευφυολογήματα. Δεν ήταν στο χαρακτήρα του. Το μόνο που μπορούσε να κά νει ήταν να απαντά με καθαρή, αγνή φωνή και με τη μεγα λύτερη ειλικρίνεια. Τον παρατηρούσα από τη θέση μου, στα αριστερά της εισόδου, κάτω από τη σκαλιστή πλάκα Έξω της θύρας ουδέν —«Τίποτα έξω από την πόρτα»—, δηλαδή καμία λέξη που προφέρεται μέσα σ' αυτούς τους τοίχους δεν πρέπει να επα ναληφθεί αλλού. Αυτό που έκανε ο Αλέξανδρος απαιτούσε πολύ μεγάλο • 195 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
θάρρος, να αντέχει δηλαδή το σφυροκόπημα των ομοίων χω ρίς ούτε ένα αστείο ή ένα ψέμα. Οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της άροσης το παιδί μπορεί να γνέψει και να ζη τήσει να σταματήσει η δοκιμασία. Είναι δικαίωμά του, σύμ φωνα με τους νόμους του Λυκούργου. Η περηφάνια ωστόσο δεν άφηνε τον Αλέξανδρο να κάνει κάτι τέτοιο, και το γνώ ριζαν όλοι αυτό. «Ήθελες να δεις πόλεμο» άρχισε ο Πολύνεικος. «Πώς τον φανταζόσουν, αλήθεια;» Αυτό που ζητούσαν από τον Αλέξανδρο ήταν να απαντή σει με το σπαρτιατικό τρόπο, αμέσως και πολύ σύντομα. «Τα μάτια σου τα 'σκιαξε η φρίκη, η καρδιά σου πόνε σε στη θέα του μακελειού. Απάντησε σ' αυτά: Γιατί νόμιζες ότι ήταν το ακόντιο; Η ασπίδα; Το ξίφος;» Τέτοιες ερωτήσεις ετίθεντο στο παιδί όχι με άγριο και προσβλητικό τόνο, που θα ήταν ευκολότερο να τον ανεχτεί, αλλά ψυχρά, λογικά, που απαιτούσαν μια συνοπτική λογική απόκριση. Έβαλαν τον Αλέξανδρο να περιγράψει τα τραύ ματα που μπορεί να προκαλέσει ένα ακόντιο οκτώ ποδών και κάθε είδους θάνατο που θα επέφερε. «Μια ρίψη με το χέρι ψηλά στόχευε το λαιμό ή το στήθος;» «Αν ο τένοντας της κνήμης ενός εχθρού κοπεί, σταματάς για να τον αποτε λειώσεις ή πιέζεις προς τα μπρος για να προχωρήσεις;» «Αν χώσεις ένα ακόντιο στο βουβώνα πάνω από τους όρ χεις ενός άντρα, πρέπει να το τραβήξεις προς τα έξω ή προς τα πάνω με κάθετη την αιχμή, για να τον ξεκοιλιάσεις;» Το πρόσωπο του Αλέξανδρου κοκκίνισε, η φωνή του ράγισε και έσπασε. «Θέλεις να σταματήσεις, αγόρι; Μήπως δεν αντέχεις άλλο αυτή την εκπαίδευση;» Ερώτηση συγκεκριμένη: «Μπορείς να φανταστείς έναν κόσμο δίχως πόλεμο;». • 196 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Μπορείς να φανταστείς οίκτο από έναν εχθρό;» «Περίγραψε την κατάσταση της Λακεδαίμονας χωρίς το στρατό της, χωρίς τους πολεμιστές της, για να την υπερα σπιστεί». «Τι είναι καλύτερο, η νίκη ή η ήττα;» «Να κυβερνάς ή να κυβερνιέσαι;» «Να κάνεις χήρα τη σύζυγο του εχθρού ή να χηρέψει η δικιά σου;» «Ποια είναι η υπέρτατη αρετή ενός άντρα; Γιατί; Ποιον απ' όλους μες στην πόλη θαυμάζεις πιο πολύ; Γιατί;» «Δώσε τον ορισμό της λέξης "οίκτος". Δώσε τον ορισμό της λέξης "συμπόνια". Είναι αρετές του πολέμου ή της ει ρήνης; Των αντρών ή των γυναικών; Είναι τελικά αρετές;» Από τους ομοίους που δοκίμαζαν τον Αλέξανδρο εκείνο το βράδυ φαινομενικά δεν ήταν ο Πολύνεικος ο πλέον αδιάλ λακτος ή αυτός που έδειχνε υπερβολική αυστηρότητα. Δε διηύθυνε αυτός την άροση, ούτε η ανάκρισή του ήταν φανε ρά σκληρή ή μοχθηρή. Απλώς δεν την άφηνε να σταματήσει. Ο τόνος της φωνής των άλλων αντρών, όσο αλύπητα κι αν ανέκριναν τον Αλέξανδρο, έδειχνε κατά βάθος την αποδο χή τους. Ο Αλέξανδρος ήταν αίμα τους, ήταν ένας από αυ τούς- ό,τι κι αν έκαναν απόψε ή οποιαδήποτε άλλη νύχτα δεν είχε σκοπό να συντρίψει το πνεύμα του ή να τον τσακίσει, όπως γίνεται με τους δούλους, αλλά να τον κάνει δυνατότε ρο, να ισχυροποιήσει τη θέλησή του, ώστε να γίνει ακόμα πιο άξιος να λέγεται πολεμιστής, να πάρει τη θέση του ως Σπαρ τιάτη και ομοίου. Του Πολύνεικου η ανάκριση ήταν διαφορετική. Υπήρχε κάτι προσωπικό σ' αυτή. Μισούσε το αγόρι, αν και ήταν αδύ νατο να μαντέψει κανείς το λόγο. Αυτό που ήταν αβάσταχτο τόσο να το βλέπεις όσο και να το αντέχεις ήταν η υπέροχη σωματική ομορφιά του Πολύνεικου. Όλα πάνω στον ιππέα, τόσο στο πρόσωπο όσο και στο 197
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦ1ΛΝΤ
σώμα, ήταν αψεγάδιαστα, λες και ήταν θεός. Όταν εμφανι ζόταν γυμνός στο Γυμνάσιο δίπλα σε εφήβους, ακόμα και σε πολεμιστές γεμάτους χάρη και ομορφιά που με την προγύμναση είχαν φτάσει σε άριστη φυσική κατάσταση, ο Πολύνεικος υπερείχε. Δεν είχε τον όμοιο του, τους ξεπερνού σε όλους με τη συμμετρία της μορφής και την αψεγάδιαστη σωματική του κατασκευή. Ντυμένος με λευκό χιτώνα για τη συνέλευση, έλαμπε σαν τον Άδωνη. Κι όταν αρματωνόταν για τον πόλεμο, με τον μπρούντζο της ασπίδας του ν' αστραφτοκοπά, τον κόκκινο μανδύα γύρω από τους ώμους και την περικεφαλαία του ιππέα με το λοφίο από ουρά αλόγου σπρωγμένη προς τα πίσω πάνω στο μέτωπό του, έλαμπε ολόκληρος, ασύγκριτος σαν τον Αχιλλέα. Για να παρακολουθήσουν την προγύμναση του Πολύνεικου στο Μεγάλο Γύρο κατά την προετοιμασία του για τους αγώνες στην Ολυμπία, στους Δελφούς ή στη Νεμέα, για να τον δουν στο απαλό φως του λυκόφωτος, όταν αυτός και οι άλλοι δρομείς είχαν τελειώσει τη μακρινή διαδρομή και τώ ρα, κάτω από το βλέμμα των προγυμναστών τους, φορού σαν την αρματωσιά τους για το δρόμο ταχύτητας, ακόμα και ot πιο σκληροτράχηλοι όμοιοι, που προπονούνταν στην παλαίστρα ή πάλευαν, σταματούσαν αυτό που έκαναν και παρακολουθούσαν. Τέσσερις δρομείς γυμνάζονταν συνήθως μαζί με τον Πολύνεικο: δυο αδέλφια, ο Μαλινέας και ο Γόργος, νικητές και οι δυο στη Νεμέα στο δίαυλο (δρόμος διπλού σταδίου), ο Δωριέας, ο ιππέας που ξεπερνούσε στο τρέξιμο άλογο κούρ σας πάνω από εξήντα μέτρα, και ο Τελαμόνιος, παλαιστής και ενωμοτάρχης του τάγματος της Αγριελιάς. Οι πέντε δρομείς έπαιρναν θέση και ένας προγυμναστής χτυπούσε τα χέρια για να ξεκινήσουν. Για τριάντα μέτρα, καμιά φορά για πενήντα, στο στίβο δεν έβλεπε κανείς πα ρά ένα σωρό από ορείχαλκο και σάρκα, που αγκομαχούσε • 198 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κάτω από το βάρος του εξοπλισμού και για όσο κρατάει ένα καρδιοχτύπι οι όμοιοι που παρακολουθούσαν θαρρούσαν πως αυτή τη φορά, αυτή τη μοναδική φορά, ίσως κάποιος τον ξεπερνούσε. Τότε, από μπροστά, καθώς η επιταχυνόμενη δύναμη των δρομέων άρχιζε να σπάζει τα δεσμά των φορ τίων τους, εμφανιζόταν η ασπίδα του Πολύνεικου, δέκα κιλά βαλανιδιά και ορείχαλκος, στηριγμένη στην πρησμένη σάρ κα και στον τένοντα του αριστερού βραχίονά του, πρώτα έβλεπες τη λάμψη της περικεφαλαίας του· κατόπιν εμφα νίζονταν οι αστραφτερές κνημίδες του, που πέταγαν σαν τα πέδιλα του Γοργοπόδαρου Ερμή. Κι έπειτα, με μια εκπλη κτική δύναμη που σταμάταγε καρδιές, ο Πολύνεικος εκτο ξευόταν απ' την ομάδα, τρέχοντας ολοταχώς με τόσο απί στευτη ταχύτητα θαρρείς κι ήταν γυμνός κι είχε φτερά στα πόδια, ακαταπόνητος από το βάρος που κουβαλούσε στο χέρι και στην πλάτη. Στη στροφή πετούσε. Το φως της ημέ ρας διακρινόταν πια ανάμεσα σε κείνον και στους διώκτες του. Ορμούσε προς το τέρμα, έχοντας τρέξει δυο στάδια συ νολικά. Με το νου δε συναγωνιζόταν άλλο τους κατώτερους συναθλητές του, τους κοινούς θνητούς, που οποιοσδήποτε από αυτούς σε άλλη πόλη θα ήταν αντικείμενο θαυμασμού, αλλά που εδώ, μπροστά σε τούτο τον ανίκητο δρομέα, ήταν καταδικασμένοι να τρώνε τη σκόνη των ποδιών του, και με ευχαρίστηση μάλιστα. Αυτός ήταν ο Πολύνεικος. Κανείς δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και η σωματική του διάπλαση ήταν μοναδικά, ένας συν δυασμός που οι θεοί επιτρέπουν μόνο σε ένα θνητό κάθε γενιά. Και ο Αλέξανδρος ήταν ωραίος. Ακόμα και με τη σπα σμένη μύτη, δώρο του Πολύνεικου, η σωματική του τελειό τητα πλησίαζε εκείνη του ασύγκριτου δρομέα. Ίσως αυτό, κατά κάποιον τρόπο, ευθυνόταν για το μίσος που ένιωθε ο άντρας για το αγόρι. Επειδή εκείνος, ο Αλέξανδρος, που η • 199 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χαρά του ήταν το τραγούδι και όχι ο στίβος, ήταν ανάξιος του δώρου της ομορφιάς· επειδή σε κείνον δεν αντανακλού σε την αντρική αρετή, την ανδρεία, τόσο φανερή στον Πο λύνεικο. Εγώ, ωστόσο, υποψιαζόμουν ότι η εχθρότητα του δρομέα είχε ως έναυσμα τη συμπάθεια που έτρεφε ο Διηνέκης για τον Αλέξανδρο. Γιατί από όλους τους άντρες στην πόλη με τους οποίους ο Πολύνεικος συναγωνιζόταν σε αρετή και υπεροχή μισούσε τον αφέντη μου. Όχι τόσο για τις τιμές που του εί χαν δοθεί από τους ομοίους του στη μάχη, γιατί ο Πολύνεικος, όπως κι ο αφέντης μου, είχε τιμηθεί με το βραβείο της ανδρείας δυο φορές και ήταν δέκα ή δώδεκα χρόνια νεότε ρος του. Κάτι άλλο ήταν, κάποια λιγότερο ορατή πλευρά του χα ρακτήρα του Διηνέκη, την οποία αναγνώριζε όλη η πόλη και τιμούσε ενστικτωδώς, χωρίς υποδείξεις ή τελετές. Ο Πολύνεικος το καταλάβαινε από τον τρόπο που αγόρια και κο ρίτσια αστειεύονταν με το Διηνέκη όταν περνούσε από τα σφαιροπεδία τους, τα γήπεδα όπου έπαιζαν με τη σφαίρα, την ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος. Το αντιλαμβανό ταν από το αμυδρό χαμόγελο μιας κυράς και των υπηρετριών της στις πηγές ή μιας γερόντισσας που περνούσε από την πλατεία. Ακόμα και οι είλωτες έτρεφαν μεγάλη αγάπη και σεβασμό για τον αφέντη μου, κάτι που δε συνέβαινε με τον Πολύνεικο, παρ' όλες τις τιμές που είχε συγκεντρώσει. Αυτό τον πείραζε, τον παραξένευε. Αυτός, ο Πολύνεικος, μπόρεσε να σπείρει δύο γιους, ενώ τα παιδιά του Διηνέκη ήταν όλα θηλυκά, τέσσερις κόρες, που, εκτός κι αν η Αρέτη έκανε γιο, θα έσβηναν τη γενιά του, ενώ του Πολύνεικου οι γιοι που με γάλωναν γρήγορα θα γίνονταν μια μέρα πολεμιστές και άντρες. Το γεγονός ότι ο Διηνέκης είχε τόσο φανερά το σε βασμό της πόλης και η ταπεινοφροσύνη με την οποία τον αποδέχονταν πίκραιναν ακόμα πιο πολύ τον Πολύνεικο. 200
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Γιατί ο δρομέας δεν έβλεπε στο Διηνέκη ούτε ομορφιά στη μορφή ούτε γρηγοράδα στα πόδια. Αντί γι' αυτό, διέ κρινε μια ωραία διάνοια και μια αυτοκυριαρχία που, παρά τα δώρα που του χαρίσαν οι θεοί, δε συγκαταλέγονταν στα προτερήματα του ιδίου. Το θάρρος του Πολύνεικου έμοια ζε με του λιονταριού, με του αετού, το είχε στο αίμα. στο μεδούλι του, εμφανιζόταν από μόνο του, δίχως σκέψη, και δοξαζόταν με την ενστικτώδη υπεροχή του. Το θάρρος του Διηνέκη ήταν αλλιώτικο. Διέθετε την αρε τή ενός ανθρώπου, ενός θνητού που έκανε λάθη, η ανδρεία του ήταν απόρροια της καρδιάς του, μιας εσωτερικής δύ ναμης άγνωστης στον Πολύνεικο. Αυτός ήταν ο λόγος που μισούσε τον Αλέξανδρο; Γι' αυτό είχε σπάσει τη μύτη του αγοριού εκείνο το βράδυ της οκτωνυκτίας; Τώρα ο Πολύνεικος λαχταρούσε να τσακίσει κάτι άλλο εκτός από το πρό σωπο του εφήβου. Εδώ στο συσσίτιο ήθελε να τον συντρίψει, να τον δει να γίνεται κομμάτια. «Φαίνεσαι δυστυχισμένος, παιδί. Θαρρείς και η προοπτι κή της μάχης δε σου υπόσχεται καμιά χαρά». Ο Πολύνεικος διέταξε τον Αλέξανδρο να απαγγείλει τις χάρες του πολέμου. Το αγόρι υπάκουσε και άρχισε να τις λέει απέξω' ανέφερε την ικανοποίηση του να μοιράζεται κα νείς τη δοκιμασία, το θρίαμβο ενάντια στην κακοτυχία, τη συντροφικότητα και τη φιλαδέλφεια,την αγάπη για το συ μπολεμιστή του. Ο Πολύνεικος συνοφρυώθηκε. «Νιώθεις ευχαρίστηση όταν τραγουδάς, αγόρι;» «Ναι». «Κι όταν τραβολογάς εκείνη την τσούλα την Αγάθη;» «Ναι». «Τότε φαντάσου την ευχαρίστηση που σε περιμένει όταν συγκρουστείς στη γραμμή της μάχης ασπίδα με ασπίδα με έναν εχθρό που φλέγεται από επιθυμία να σε σκοτώσει κι • 201 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
εσύ, από την άλλη, να τον σφάξεις. Μπορείς να φανταστείς αυτή την έκσταση, σκουλήκι;» «Ο παις προσπαθεί». «Άσε με να βοηθήσω. Κλείσε τα μάτια σου και φαντάσου το. Υπάκουσε με!» Ο Πολύνεικος γνώριζε πολύ καλά το μαρτύριο που περ νούσε ο Διηνέκης, ο οποίος προσπαθούσε να συγκρατηθεί και να παραμείνει απαθής πάνω στο άβολο κάθισμα του, δυο θέσεις παρακάτω. «Το να χώνεις όλη τη μύτη ενός ακοντίου στην κοιλιά ενός ανθρώπου είναι σαν το γαμήσι, κι ακόμα καλύτερο. Σου αρέ σει να γαμάς, έτσι δεν είναι;» «Το αγόρι δεν ξέρει». «Μην παίζεις μαζί μου και μη μου τιτιβίζεις σαν σπουρ γίτι !» Ο Αλέξανδρος, όρθιος εδώ και μια ώρα, στεκόταν αλύγι στος. Απαντούσε στις ερωτήσεις του βασανιστή του ψυχρά και προσεκτικά, με τα μάτια καρφωμένα στο χώμα, έτοιμος μέσα του να ανεχτεί τα πάντα. «Το να σκοτώνεις έναν άνθρωπο είναι σαν να γαμάς, αγό ρι, μόνο που αντί να δίνεις ζωή την παίρνεις. Νιώθεις την έκ σταση της διείσδυσης καθώς το πολεμικό σου κεφάλι χώνε ται στην κοιλιά του εχθρού και ακολουθεί το κοντάρι. Βλέ πεις το άσπρο των ματιών του να αναποδογυρίζει στις κόγ χες της περικεφαλαίας του. Νιώθεις τα γόνατά του να υπο χωρούν και το βάρος της παραπαίουσας σάρκας του να τρα βάει προς τα κάτω τη μύτη του κονταριού σου. Τα βλέπεις όλα αυτά;» «Ναι». «Έχει σκληρύνει η ψωλή σου;»
«Όχι».
«Πώς; Έχεις το ακόντιό σου στα σπλάχνα ενός άντρα και ο σκύλος σου δεν είναι ντούρος; Τι είσαι; Γυναικούλα;» • 202 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Σ' αυτό το σημείο οι όμοιοι του συσσιτίου άρχισαν να χτυπούν τις γροθιές τους στο ξύλο, ένδειξη ότι η εκπαίδευ ση του Πολύνεικου τράβηξε πολύ. Ο δρομέας τους αγνόησε. «Τώρα φαντάσου μαζί μου, αγόρι. Νιώθεις το χτύπο της καρδιάς του εχθρού πάνω στο σίδερό σου και μετά το τρα βάς, στρίβοντας το συγχρόνως. Μια αίσθηση χαράς ανεβαί νει από την άκρη του κονταριού σου, περνάει μέσα από το χέρι σου, ανεβαίνει στο βραχίονά σου και φτάνει στην καρ διά. Το απολαμβάνεις αυτό τώρα;» «Όχι». «Νιώθεις σαν τους θεούς αυτή τη στιγμή εξασκώντας το δικαίωμα που μόνο αυτοί και ο πολεμιστής στη μάχη μπο ρούν να βιώσουν: του να δίνεις θάνατο, να ελευθερώνεις την ψυχή ενός ανθρώπου και να τη στέλνεις κάτω στον Άδη. Θέ λεις να το γευτείς, να στρίψεις τη λεπίδα βαθύτερα και να τραβήξεις μαζί της την καρδιά και τα σπλάχνα του ανθρώ που καρφωμένα στη σιδερένια αιχμή του κονταριού σου, αλ λά δεν μπορείς. Πες μου γιατί». «Γιατί πρέπει να συνεχίσω και να σφάξω τον επόμενο άντρα». «Είσαι έτοιμος να βάλεις τα κλάματα τώρα;» «Όχι». «Τι θα κάνεις όταν έρθουν οι Πέρσες;» «Θα τους σφάξω». «Κι αν στέκεσαι στα δεξιά μου στη γραμμή της μάχης; Η ασπίδα σου θα με προστατέψει;» «Ναι». «Κι αν προχωρήσω προστατευμένος από τη σκιά της ασπίδας σου; Θα συνεχίσεις να την κρατάς μπροστά μου;» «Ναι». «Θα ρίξεις κάτω τον άντρα σου;» «Θα το κάνω». «Και τον επόμενο;» 203
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Ναι». «Δε σε πιστεύω». Σ' αυτό οι όμοιοι άρχισαν να χτυπούν πιο δυνατά τις γροθιές τους στα τραπέζια. Ο Διηνέκης μίλησε. «Αυτό δεν είναι πια αγωγή, Πολύνεικε. Αυτό είναι μνησικακία». «Είναι;» ρώτησε ο δρομέας χωρίς να καταδεχτεί να κοι τάξει προς το μέρος του αντιπάλου του. «Θα ρωτήσουμε το αντικείμενο του. Νομίζεις ότι φτάνει, υμνωδέ του κώλου;» «Όχι. Το αγόρι παρακαλεί τον όμοιο να συνεχίσει». Ο Διηνέκης μπήκε στη μέση. Ευγενικά, με συμπόνια, απευθύνθηκε στον έφηβο, τον προστατευόμενό του. «Για τί λες την αλήθεια, Αλέξανδρε; Θα μπορούσες να πεις ψέ ματα, όπως κάθε άλλο αγόρι, και να ορκιστείς ότι διασκε δάζεις βλέποντας τη σφαγή, απολαμβάνεις τη θέα των σχι σμένων μελών, των ακρωτηριασμένων αντρών, αλεσμένων από τα σαγόνια του πολέμου». «Το σκέφτηκα, κύριε. Αλλά η συντροφιά θα με καταλά βαινε». «Έχεις δίκιο σ' αυτό» βεβαίωσε ο Πολύνεικος. Άκουσε το θυμό στη φωνή του και γρήγορα τον έλεγξε. «Ωστόσο, από σεβασμό στο σύντροφό μου, τον οποίο εκτιμώ»—έκα νε μια κοροϊδευτική υπόκλιση στο Διηνέκη— «θα απευθύ νω την επόμενη ερώτηση μου όχι στο παιδί αλλά προς όλους εσάς». Έκανε μια παύση και μετά έδειξε το αγόρι που στε κόταν προσοχή μπροστά του. «Ποιος θα σταθεί μ' αυτή τη γυναικούλα δεξιά του στη γραμμή της μάχης;» «Εγώ» αποκρίθηκε ο Διηνέκης χωρίς δισταγμό. Ο Πολύνεικος ρουθούνισε. «Ο προστάτης σου προσπαθεί να σε προφυλάξει, παιδάριο. Με την περηφάνια της παλικαριάς του, φαντάζεται ότι μπορεί να πολεμήσει για δύο. Αυτό δείχνει απερισκεψία. Η πόλη δεν μπορεί να διακινδυνεύει το θάνατό του επειδή θέ λει να βλέπει το όμορφο κοριτσίστικο πρόσωπό σου». • 204 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Αρκετά, φίλε μου». Αυτό το είπε ο Μέδοντας, ο πρε σβύτερος του συσσιτίου. Οι όμοιοι τον ενίσχυσαν χτυπώντας τις γροθιές τους εν χορώ. Ο Πολύνεικος χαμογέλασε. «Αποδέχομαι την ετυμηγορία σας, φίλοι και πρεσβύτεροι. Παρακαλώ, συγχωρήστε τον υπερβολικό μου ζήλο. Προσπαθώ απλώς να μεταδώσω στο νεαρό μας σύντροφο μερικές γνώσεις, με τρόπο πραγματι στικό, για την κατάσταση του ανθρώπου όπως τον έφτια ξαν οι θεοί. Μπορώ να ολοκληρώσω την αγωγή του;» «Εν συντομία» τον προειδοποίησε ο Μέδοντας. Ο Πολύνεικος στράφηκε πάλι στον Αλέξανδρο. Τώρα η φωνή του ήταν ευγενική και χωρίς κακία, αν μη τι άλλο, φαι νόταν να διαπνέεται από κάτι που έμοιαζε με καλοσύνη κι ακόμη, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, από θλίψη. «Η ανθρωπότητα όπως είναι φτιαγμένη» είπε ο Πολύνεικος «είναι κακό σπυρί και μάστιγα. Παρακολουθήστε τα βρομερά υποκείμενα σε οποιοδήποτε άλλο έθνος εκτός από τη Λακεδαίμονα. Ο άνθρωπος είναι αδύνατος, άπληστος, άνανδρος, ασελγής, λεία κάθε είδους κακίας και διαφθοράς. Θα πει ψέματα, θα κλέψει, θα εξαπατήσει, θα σκοτώσει, θα λιώσει τα αγάλματα των ίδιων των θεών και θα μετατρέψει σε νομίσματα το χρυσάφι τους για να τα ξοδέψει στις πόρ νες. Αυτός είναι ο άνθρωπος. Αυτή είναι η φύση του, όπως βεβαιώνουν οι ποιητές. »Ευτυχώς, οι θεοί μέσα στην ευσπλαχνία τους έδωσαν ένα αντιστάθμισμα απέναντι στην έμφυτη διαφθορά του εί δους μας. Αυτό το δώρο, νεαρέ μου φίλε, είναι ο πόλεμος. »Ο πόλεμος, όχι η ειρήνη, δημιουργεί αρετή. Ο πόλεμος, όχι η ειρήνη, εξαγνίζει το κακό. Ο πόλεμος και η προετοι μασία γι' αυτόν φέρνουν στην επιφάνεια κάθε ευγενές και έντιμο στοιχείο που υπάρχει σε έναν άντρα. Τον ενώνει με τα αδέλφια του και τους δένει όλους με ανιδιοτελή αγάπη, ρίχνοντας στο χωνευτήρι της ανάγκης καθετί χυδαίο και πο• 205 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ταπό. Εκεί, λοιπόν, στον ιερό μύλο της σφαγής ακόμα και ο κατώτερος άντρας μπορεί να αναζητήσει και να βρει εκείνο το κομμάτι του εαυτού του, καταχωνιασμένο κάτω από τη διαφθορά, που λάμπει προς τα έξω αστραφτερό και ενάρε το, άξιο τιμής ενώπιον των θεών. Μην απεχθάνεσαι τον πό λεμο, νεαρέ μου φίλε, μην αυταπατάσαι ότι ο οίκτος και η συμπόνια είναι αρετές ανώτερες από την ανδρεία». Τελεί ωσε γυρνώντας προς το Μέδοντα και τους πρεσβύτερους. «Συγχωρήστε με αν παρεκτράπηκα λιγάκι». Η δοκιμασία τελείωσε. Οι όμοιοι σκορπίστηκαν. Ο Διη νέκης αναζήτησε τον Πολύνεικο κάτω από τις βαλανιδιές. Απευθύνθηκε σ' αυτόν με το εγκωμιαστικό του όνομα Κάλ λιστος, που μπορεί να σημαίνει «αρμονικά ωραίος» ή «τέ λειας συμμετρίας», αν και στον τόνο που χρησιμοποίησε ο Διηνέκης δινόταν η αντίστροφη ερμηνεία, δηλαδή «ωραίο αγόρι» ή «αγγελοπρόσωπος». «Γιατί μισείς αυτό τον έφηβο τόσο πολύ;» ρώτησε ο Διη νέκης . Ο δρομέας απάντησε χωρίς να διστάσει: «Επειδή δεν αγαπά τη δόξα». «Και είναι η αγάπη της δόξας η υπέρτατη αρετή ενός άντρα;» «Είναι του πολεμιστή». «Και ενός αλόγου κούρσας κι ενός κυνηγετικού σκύλου». «Είναι η αρετή των θεών, για την οποία μας διατάζουν να αγωνιζόμαστε». Οι υπόλοιποι άντρες του συσσιτίου άκουγαν αυτή τη συ ζήτηση, χωρίς να το θέλουν, αν και, σύμφωνα με τους νόμους του Λυκούργου, κανένα θέμα που συζητιόταν πίσω από αυ τές τις πόρτες δεν έπρεπε να μεταφερθεί σε πιο δημόσια μέ ρη. Το συνειδητοποίησε όμως και ο Διηνέκης, βρήκε την ψυ χραιμία του και αντιμετώπισε τον Πολύνεικο με στραβό χα μόγελο . • 206 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Η ευχή που σου δίνω, Κάλλιστε, είναι να επιβιώσεις από τόσες πραγματικές μάχες όσες έχεις αγωνιστεί με τη φαντα σία σου. Ίσως τότε αποκτήσεις την ταπεινοφροσύνη ενός ανθρώπου και να μη θεωρείς τον εαυτό σου ημίθεο πια, όπως κάνεις μέχρι τώρα». «Μην ανησυχείς για μένα, Διηνέκη. Να ανησυχείς για το φίλο σου. Χρειάζεται την έννοια σου πιότερο από μένα». Ήταν η ώρα που τα συσσίτια στην Αμυκλαία οδό αφή νουν ελεύθερους τους άντρες που είναι πάνω από τριάντα να πάνε στα σπίτια και στις γυναίκες τους, ενώ οι μικρότεροι άντρες των πρώτων πέντε κλάσεων αποτραβιούνται οπλι σμένοι στις στοές των δημόσιων κτιρίων και είτε μένουν εκεί φρουροί όλη τη νύχτα είτε κοιμούνται τυλιγμένοι στους μαν δύες τους. Ο Διηνέκης εκμεταλλεύτηκε αυτές τις στιγμές για να μιλήσει ιδιαιτέρως στον Αλέξανδρο. Ο άντρας αγκάλιασε το παιδί από τον ώμο. Περπάτη σαν αργά κάτω από τις σκοτεινές βαλανιδιές. «Ξέρεις» εί πε ο Διηνέκης «ότι ο Πολύνεικος θα έδινε τη ζωή του στη μάχη για σένα. Αν έπεφτες πληγωμένος, η ασπίδα του θα σε προστάτευε, το ακόντιό του θα σε έφερνε πίσω ασφαλή. Κι αν σε έβρισκε θανατηφόρο χτύπημα, θα ορμούσε χωρίς δισταγμό μες στη σφαγή και θα 'δίνε και τη ζωή του ακό μα για να πάρει το σώμα σου και να μην επιτρέψει στον εχθρό να σου πάρει την πανοπλία. Τα λόγια του ίσως είναι σκληρά, Αλέξανδρε, αλλά τώρα είδες τον πόλεμο και ξέρεις ότι είναι εκατό φορές πιο σκληρός. »Απόψε ήταν διασκέδαση. Ήταν πρακτική. Προετοίμασε το νου σου για να τον αντέξει, ώσπου να μη σημαίνει τίπο τα για σένα, μέχρι να μάθεις να γελάς κατάμουτρα στον Πολύνεικο και να του αντιγυρίζεις τις προσβολές του με ανά λαφρη καρδιά. »Να θυμάσαι ότι τα αγόρια της Λακεδαίμονας άντεξαν τέτοιες δοκιμασίες εκατοντάδες χρόνια. Ξοδεύουμε δάκρυα • 207 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τώρα για να μη χυθεί αίμα αργότερα. Ο Πολύνεικος δεν ήθε λε να σε βλάψει απόψε. Προσπαθούσε να σου διδάξει την πειθαρχία του νου, που θα μπλοκάρει το φόβο όταν οι σάλ πιγγες ηχήσουν και οι αυλητές της μάχης κρατήσουν το ρυθ μό. »Να θυμάσαι αυτά που σου είπα για το σπίτι με τα πολ λά δωμάτια. Υπάρχουν δωμάτια όπου δεν επιτρέπεται να μπούμε. Θυμός. Φόβος. Κάθε πάθος που οδηγεί το νου προς την "κατοχή", η οποία καταστρέφει τους άντρες που μάχο νται. »Η συνήθεια θα είναι ο υπερασπιστής σου. Όταν εξασκείς το νου σου να σκέφτεται με έναν και μόνο τρόπο, όταν αρ νείσαι να του επιτρέψεις να σκεφτεί διαφορετικά, αυτό θα σε κάνει πολύ δυνατό στη μάχη». Σταμάτησαν κάτω από μια βαλανιδιά και κάθισαν. «Σου μίλησα ποτέ για τη χήνα που είχαμε στον κλήρο του πατέρα μου; Αυτό το πουλί είχε μια συνήθεια, ένας θεός ξέ ρει γιατί, να ραμφίζει τρεις φορές σε ένα συγκεκριμένο μέ ρος πάνω στο γρασίδι πριν κατευθυνθεί στο νερό μαζί με τους αδελφούς και τις αδελφές του. Όταν ήμουν μικρός, αυ τό το πράγμα μού προκαλούσε μεγάλη έκπληξη. Η χήνα το έκανε κάθε φορά. Λες και ήταν υποχρεωμένη, »Μια μέρα μού μπήκε η ιδέα να την εμποδίσω. Μόνο και μόνο για να δω τι θα χάνει. Πήγα και στάθηκα στο σημείο που φύτρωνε εκείνο το χορτάρι —δεν ήμουν πάνω από τεσ σάρων ή πέντε χρονών εκείνη την εποχή— και δεν άφηνα τη χήνα να πλησιάσει. Τρελάθηκε. Όρμησε καταπάνω μου και με χτύπησε με τις φτερούγες της, με τσιμπούσε μέχρι που μου έβγαλε αίμα. Το έβαλα στα πόδια σαν ποντικός. Η χήνα βρήκε αμέσως την αυτοκυριαρχία της. Τσιμπολόγη σε τρεις φορές το χορτάρι που ήταν σε κείνο το σημείο και γλίστρησε στο νερό ευχαριστημένη». Οι μεγαλύτεροι όμοιοι έφευγαν τώρα για τα σπίτια τους, • 208 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
οι νεότεροι άντρες και τα αγόρια επέστρεφαν στους σταθ μούς τους. «Η συνήθεια είναι ένας ισχυρός σύμμαχος, νεαρέ μου φί λε. Η συνήθεια του φόβου και του θυμού ή η συνήθεια της αυτοκυριαρχίας και του θάρρους». Αγκάλιασε με θέρμη το αγόρι από τους ώμους. Απόμειναν έτσι για λίγο. «Πήγαινε τώρα. Προσπάθησε να κοιμηθείς λιγάκι. Σου υπόσχομαι ότι μέχρι να ξαναδείς μάχη θα σε έχουμε οπλί σει με όλες τις απαραίτητες συνήθειες».
• 209 •
13 ΟΤΑΝ ΟΙ ΝΕΟΙ άρχισαν να σκορπίζονται στους σταθμούς τους, ο Διηνέκης μαζί με το βοηθό του, τον Αυτόχειρα, πή γαν να συναντήσουν την παρέα των άλλων αξιωματικών που συγκεντρώνονταν για να πάνε στην Απέλλα, όπου θα συζη τούσαν για την οργάνωση των προσεχών επικήδειων αγώ νων. Ένα αγόρι-είλωτας είχε πλησιάσει το Διηνέκη πριν το φαγητό και του είχε δώσει ένα μήνυμα. Ετοιμαζόμουν να φύγω με τον Αλέξανδρο για τις στοές γύρω από την Πλατεία Ελευθερίας, να πιάσω μια θέση για τη νύχτα, όταν άκουσα ένα διαπεραστικό σφύριγμα να με καλεί. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ήταν ο Διηνέκης. Έτρεξα γρήγορα προς το μέρος του και στάθηκα με σε βασμό στα αριστερά του, στην πλευρά της ασπίδας του. «Γνωρίζεις πού βρίσκεται το σπίτι μου;» ρώτησε. Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που μου απηύθυνε άμεσα. Απάντησα πως ήξερα. «Πήγαινε τότε. Αυτό το αγόρι θα σε οδηγήσει». Το σπίτι που είχε στην πόλη η οικογένεια του Διηνέκη, σε αντίθεση με την αγροικία όπου δούλευαν οι οικογένειες των ειλώτων της, πέντε χιλιόμετρα περίπου νότια κατά μή κος του Ευρώτα, βρισκόταν δυο στενά από την Οδό του Δει λινού, στο δυτικό άκρο της κώμης Πιτάνης. Δε συνόρευε με άλλα οικήματα, όπως πολλά άλλα σπίτια σε κείνη τη συ νοικία, αλλά ήταν απομονωμένο στις παρυφές ενός αλσυλ λίου κάτω από αιωνόβιες βαλανιδιές και ελιές. Παλιά ήταν • 210 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κι αυτό αγροικία και διέθετε τη λιτή χάρη ενός κλήρου της υπαίθρου. Το σπίτι ήταν εντελώς απλό εξωτερικά. Κάπως μεγαλύτερο από ένα αγροτόσπιτο, λιγότερο όμορφο ακόμα κι απ' το σπίτι του πατέρα μου στον Αστακό, αν και η αυ λή και η γύρω περιοχή, κουρνιασμένες μέσα σε ένα δασάκι από μυρτιές και υακίνθους, έμοιαζαν με γαλήνιο λιμανάκι. Ήταν στ' αλήθεια πολύ όμορφα. Φτάσαμε στο σπίτι αφού περάσαμε μια σειρά από ανθοστολισμένα σοκάκια, που το καθένα σε έφερνε όλο και πιο κοντά σε ένα χώρο γαλήνης και απομόνωσης. Καθώς βαδίζαμε, περνούσαμε μπροστά από τα πολύχρωμα συγκροτήματα των αγρεπαύλεων άλ λων ομοίων. Οι εστίες τους έκαιγαν, γιατί έκανε ψύχρα εκεί νο το βράδυ, ενώ από μέσα ακούγονταν τα γέλια των παι διών και τα ευτυχισμένα γαβγίσματα των σκύλων τους, που βρίσκονταν πάλι πίσω από τους τοίχους του σπιτιού. Η ίδια η τοποθεσία και τα περίχωρά της δεν απείχαν πολύ από τα όρια της περιοχής όπου γίνονταν τα γυμνάσια, ούτε διέφε ραν πολύ ή πρόσφεραν μεγαλύτερες ανέσεις σε όσους διέ μεναν εκεί. Η μεγαλύτερη κόρη του Διηνέκη, η Ιλάειρα, έντεκα χρο νών τότε, με άφησε να περάσω την πύλη. Διέκρινα χαμηλούς άσπρους τοίχους που περιέβαλλαν μια άψογα σκουπισμένη αυλή, ντυμένη με πλακάκια από ίσιο κεραμίδι, στολισμένη με λουλούδια μέσα σε πήλινες γλάστρες πάνω στο πεζούλι. Το γιασεμί άνθιζε στα αγυάλιστα δοκάρια μιας τσεκουροπελεκημένης πέργολας. Γλυσίνες και πικροδάφνες στόλιζαν την πρόσοψη. Ένα ρυάκι από πέτρα πελεκητή, όχι φαρδύτερο από ένα χέρι, κελάρυζε κατά μήκος του βορινού τοίχου. Μια μικρή υπηρέτρια, που δε γνώριζα, περίμενε στη σκιά δίπλα σε ένα κάθισμα από λυγαριά. Με οδήγησαν σε μια πέτρινη λεκάνη και μου είπαν να πλύνω τα χέρια και τα πόδια μου. Μερικά καθαρά λινά ρού χα κρέμονταν σε ένα δοκάρι. Σκουπίστηκα και τα φόρεσα • 211 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
προσεκτικά. Η καρδιά μου βροντοχτυπούσε, αν και, στη ζωή μου, δεν ήξερα γιατί. Η κόρη Ιλάειρα με πέρασε στο δωμά τιο όπου ήταν η εστία, το μοναδικό εξάλλου, εκτός από την κρεβατοκάμαρα του Διηνέκη και της Αρέτης, που είχε το σπί τι. Και οι τέσσερις θυγατέρες του Διηνέκη ήταν παρούσες. Υπήρχαν ακόμα ένα παιδάκι που κοιμόταν και ένα νεογέν νητο. Η Ιλάειρα πήγε και κάθισε κοντά στην αδελφή της την Αλεξώ και άρχισαν να ξαίνουν μαλλί, λες και δεν έκαναν τί ποτε άλλο κάθε μεσονύχτι. Τα κορίτσια τα επέβλεπε η δέ σποινα Αρέτη, που καθόταν με το μωρό στο στήθος σ' ένα χαμηλό σκαμνί χωρίς μαξιλάρι, δίπλα στην εστία. Αμέσως κατάλαβα ότι δε με είχαν φωνάξει για να υπη ρετήσω την κυρά του Διηνέκη. Δίπλα της, προς τη μεσημ βρινή πλευρά του δωματίου, καθόταν η δέσποινα Παράλεια, η μητέρα του Αλέξανδρου και σύζυγος του πολέμαρ χου Ολύμπιου, Τούτη η κυρά άρχισε αμέσως, χωρίς τσιριμόνιες, να με ρω τά για τη δοκιμασία που είχε περάσει ο γιος της πριν από μισή ώρα στο συσσίτιο. Το ότι έμαθε το συμβάν, και μάλι στα τόσο γρήγορα, ήταν κάτι που με ξάφνιασε αρκετά. Κά τι στα μάτια της με προειδοποίησε ότι έπρεπε να επιλέγω με προσοχή τα λόγια μου. Η δέσποινα Παράλεια δήλωσε ότι είχε πλήρη επίγνωση και έτρεφε βαθύ σεβασμό για την επιγραφή που δεν επέ τρεπε να αποκαλύπτονται όσα λέγονταν μέσα στους τοίχους του συσσιτίου των ομοίων. Ωστόσο, εγώ έπρεπε, χωρίς να παραβιάσω την ιερότητα του νόμου, να της δώσω —μια μά να, όπως ήταν φυσικό, νοιαζόταν για την ευτυχία και το μέλ λον του γιου της— κάποια ένδειξη, αν όχι τα ίδια τα λόγια και τις πράξεις του προαναφερθέντος γεγονότος, κάποια μέρη ίσως που θα έδιναν μια γεύση για το τι είχε συμβεί. Στην αρχή με ρώτησε, με τον ίδιο υποτιμητικό τόνο με • 212 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τον οποίο οι όμοιοι στο συσσίτιο είχαν ανακρίνει τον Αλέ ξανδρο, ποιος κυβερνούσε την πόλη. Οι βασιλείς και οι έφο ροι, απάντησα αμέσως, και βέβαια οι νόμοι. Η δέσποινα χα μογέλασε και κοίταξε για μια στιγμή την κυρά την Αρέτη. «Ναι» είπε «σίγουρα έτσι πρέπει να είναι». Μ' αυτό τον τρόπο ήθελε να μου πει ότι οι γυναίκες κι νούσαν τα νήματα και, αν δεν ήθελα να βρεθώ μια για πά ντα στα χωράφια, καλύτερα να άρχιζα να ξερνάω μια ικα νοποιητική δόση πληροφοριών. Μέσα σε δέκα λεπτά είχε μάθει αυτά που ήθελε. Κελάηδησα σαν πουλάκι. Επιθυμούσε, άρχισε η δέσποινα Παράλεια, να μάθει ό,τι είχε κάνει ο γιος της από τη στιγμή που είχε αψηφήσει τις επιθυμίες της στο άλσος των Διδύμων και έφυγε για να ακο λουθήσει το στρατό στο Αντίρριο. Με ανέκρινε σαν να ήμουν σπιούνος. Η δέσποινα Αρέτη δεν τη διέκοψε. Οι μεγαλύτε ρες κόρες της δε σήκωσαν τα μάτια προς το μέρος μου ού τε προς τη δέσποινα Παράλεια, παρέμειναν σεμνά σιωπη λές, προσέχοντας ωστόσο κάθε λέξη. Έτσι μάθαιναν. Το μά θημα σήμερα ήταν πώς να ξεροψήσεις ένα αγόρι που σε υπη ρετεί. Πώς το κάνει αυτό μια κυρά. Ποιον τόνο χρησιμοποι εί, ποιες ερωτήσεις υποβάλλει, πότε η φωνή της υψώνεται για να φοβερίσει λιγάκι και πότε χαμηλώνει υιοθετώντας έναν πιο εμπιστευτικό, γλυκό τόνο. Τι τρόφιμα είχαμε πάρει ο Αλέξανδρος κι εγώ; Τι όπλα; Όταν η τροφή μας τελείωσε, πώς βρήκαμε άλλη; Συναντή σαμε ξένους στο δρόμο μας; Πώς φέρθηκε ο γιος της; Πώς ανταποκρίθηκαν οι ξένοι; Του έδειξαν σεβασμό όπως αξί ζει σε ένα Σπαρτιάτη; Η συμπεριφορά του γιου της ήταν αυ τή που έπρεπε; Η δέσποινα άκουγε τις απαντήσεις μου χωρίς να δείχνει τι αισθάνεται, αν και ήταν φανερό ότι σε ορισμένα σημεία αποδοκίμαζε τη διαγωγή του γιου της. Μόνο μια φορά επέ τρεψε στον εαυτό της να δείξει θυμό, όταν αναγνώρισα με• 213 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τά από πίεση ότι ο Αλέξανδρος δεν έμαθε το όνομα του κα πετάνιου που μας πήρε για να μας περάσει απέναντι και μας πρόδωσε. Η φωνή της δέσποινας ράγισε. Μα τι συνέβαινε μ' αυτό το παιδί; Τι είχε μάθει όλα αυτά τα χρόνια στο τραπέ ζι του πατέρα του και στα κοινά συσσίτια; Δεν κατάλαβε ότι αυτός ο χαμερπής, αυτός ο ψαροκαπετάνιος έπρεπε να τι μωρηθεί, να εκτελεστεί αν κρινόταν απαραίτητο, για να μά θουν αυτοί οι παλιάνθρωποι τι σημαίνει να παίζεις ύπουλα με το γιο ενός ομοίου Λακεδαίμονα; Ή, αν η φρόνηση το απαιτούσε, ότι αυτός ο βαρκάρης θα μπορούσε να χρησιμο ποιηθεί προς όφελος μας; Αν γινόταν ο πόλεμος με τον Πέρ ση, αυτός ο χυδαίος, αν γινόταν σπιούνος, θα μπορούσε να αποδειχτεί πολύτιμη πηγή πληροφοριών για το στρατό. Ακό μα κι αν προσπαθούσε να το παίξει προδότης, θα αποκαλυ πτόταν αμέσως και θα παίρναμε πολύτιμες πληροφορίες. Γιατί δεν έμαθε ο γιος της το όνομά του; «Ο δούλος σας δε γνωρίζει, κυρά. Ίσως ο γιος σας και ο υπηρέτης του να είχαν άγνοια πάνω σ' αυτό το θέμα». «Όταν μιλάς για τον εαυτό σου να λες "εγώ"» με μάλω σε η δέσποινα Παράλεια. «Δεν είσαι δούλος, μη μιλάς λοιπόν έτσι». «Μάλιστα, κυρά». «Το αγόρι χρειάζεται κάτι να βρέξει το λαιμό του, μητέ ρα» είπε η κόρη Ιλάειρα με ένα γελάκι. «Κοίτα τον. Αν το πρόσωπό του κοκκινίσει κι άλλο, θα σκάσει σαν ντομάτα». Η ανάκριση συνεχίστηκε άλλη μια ώρα. Ωστόσο στη δυ σφορία που ένιωθα πάνω σ' αυτό το καυτό σκαμνί ήρθε να προστεθεί και η επίδραση που είχε πάνω μου η φυσική εμ φάνιση της Παράλειας, η οποία έμοιαζε εκπληκτικά με το γιο της. Όπως εκείνος, η δέσποινα ήταν όμορφη και, όπως εκείνος, η ομορφιά της είχε το λιτό, συγκρατημένο σπαρτια τικό τύπο. Οι σύζυγοι και οι κοπέλες της γενέτειράς μου, του Αστα• 214 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κού, αλλά κι εκείνες των άλλων πόλεων της Ελλάδας χρησι μοποιούν συνήθως καλλυντικά και βάφουν τα πρόσωπα τους για να αναδείξουν την ομορφιά τους. Εκείνες οι κυράδες γνωρίζουν πολύ καλά την επίδραση της τεχνητής λάμψης των μαλλιών τους ή των κόκκινων βαμμένων χειλιών τους στους αρσενικούς, που κάνουν σαν τρελοί για τα θέλγητρά τους. Η Παράλεια όμως, αλλά και η Αρέτη δεν είχαν καμία σχέ ση μ' αυτά. Ο πέπλος της ήταν σχισμένος με το σπαρτιατι κό τρόπο, αποκαλύπτοντας το γυμνό της πόδι μέχρι το μη ρό. Αυτό σε οποιαδήποτε άλλη πόλη θα έπαιρνε διαστάσεις σκανδάλου. Ωστόσο εδώ στη Λακεδαίμονα περνούσε εντε λώς απαρατήρητο. Αυτό είναι ένα πόδι. Όπως και οι άντρες, κι εμείς οι γυναίκες έχουμε πόδια, όπως έλεγαν και οι ίδιες οι Σπαρτιάτισσες. Για ένα Σπαρτιάτη άντρα ήταν αδιανόη το να στραβοκοιτάξει ή να γλυκοκοιτάξει μια κυρά που ήταν ντυμένη έτσι. Έβλεπαν τις μητέρες, τις αδελφές και τις θυ γατέρες τους γυμνές από τότε που πρωτάνοιξαν τα μάτια, τόσο στην αθλητική εκπαίδευση των κοριτσιών και των γ υ ναικών όσο και στις θρησκευτικές τελετές. Ωστόσο και οι δυο αυτές κυράδες δεν είχαν άγνοια του προσωπικού μαγνητισμού τους και της επιρροής που ασκού σαν και στον υπηρέτη ακόμα που βρισκόταν μπρος τους. Στο κάτω κάτω, και η Ελένη Σπαρτιάτισσα δεν ήταν; Η σύ ζυγος του Μενέλαου που ο Πάρης πήρε μαζί του στην Τροία, που απ' αφορμή της και για χατίρι της απαράμιλλης ομορφιάς της πλήθος γενναίοι Αχαιοί μακριά απ' τον τόπο τους τον πατρικό εχαθήκαν. Οι Σπαρτιάτισσες ξεπερνούν σε ομορφιά όλες τις άλλες Ελληνίδες κι αυτό που γοητεύει ιδιαίτερα είναι ότι δεν κά νουν τίποτε γι' αυτή. Δε λατρεύουν την Αφροδίτη αλλά την Κυνηγό Άρτεμη. Κοτάξτε τα υπέροχα μαλλιά μας, φαίνεται • 215 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΪΛΝΤ
να λένε με το φέρσιμό τους, πώς αστραφτοκοπούν κάτω απ' το φως της λάμπας, όχι τεχνητά, με την τέχνη του καλλωπι σμού, αλλά με τη λάμψη της υγείας και το λούστρο της αρετής. Κοιτάξτε τα μάτια μας που συναντούν τα αντρικά χωρίς να χαμηλώνουν δήθεν από αιδημοσύνη αλλά ούτε φτε ρουγίζοντας πίσω από βαμμένες βλεφαρίδες σαν τις Κορίν θιες πόρνες. Τα πόδια μας δεν τα περιποιούμαστε με κερί και μυρτιά, αλλά τα εκθέτουμε στον ήλιο όταν τρέχουμε κά νοντας το Γύρο. Ήταν σπουδαίες γυναίκες τούτες οι κυράδες, σύζυγοι και μητέρες που το κυριότερο καθήκον τους ήταν να γεννήσουν γιους που μεγαλώνοντας θα γίνονταν πολεμιστές και ήρω ες, υπερασπιστές της πόλης. Οι Σπαρτιάτισσες ήταν σαν τις φοράδες —οι καλομαθημένες δέσποινες των άλλων πόλεων μπορεί να σαρκάσουν—, ναι, μπορεί να ήταν φοράδες, αλλά ήταν και δρομείς, ολυμπιονίκες. Η αθλητική λάμψη και το σφρίγος που αποκτούσαν στη γυναικαγωγή, στην εκπαίδευ ση των γυναικών στην πειθαρχία, σήμαινε δύναμη, κι αυτό το γνώριζαν καλά. Καθώς στεκόμουν μπροστά σ' αυτές τις γυναίκες, οι σκέ ψεις μου, παρά τις προσπάθειές μου, με γύρισαν στο παρελ θόν, στη Διομάχη και στη μητέρα μου. Είδα με τα μάτια της θύμησης τα γυμνά πόδια της εξαδέλφης μου ν' αστράφτουν δυνατά και καλοφτιαγμένα όταν κυνηγούσαμε κανένα λα γό ή ελάφι, ενώ τα σκυλιά μας έτρεχαν μπροστά σκαρφα λώνοντας σε κάποια κακοτράχαλη πλαγιά. Είδα την απαλή λάμψη της σάρκας του χεριού της όταν τέντωνε το τόξο, τα μάτια της, που στένευαν για το τίποτα, και την κοκκινίλα της νιότης και της ελευθερίας που κάλυπτε το δέρμα του προ σώπου της όταν χαμογελούσε. Είδα πάλι τη μητέρα μου, εί κοσι έξι μόλις χρονών όταν πέθανε. Πάντα θα θυμάμαι την ανυπέρβλητη ευγένεια και την αρχοντιά της. Αυτές οι σκέ ψεις ήταν σαν το δωμάτιο στο σπίτι του νου που έλεγε ο Διη• 216 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νέκης, ένα δωμάτιο που είχα ορκιστεί στο Τρίστρατο ότι δε θα επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου να διαβεί το κατώφλι του. Τώρα όμως που βρισκόμουν σ' αυτό το αληθινό δωμά τιο ενός αληθινού σπιτιού, ανάμεσα σε γυναικείους ψιθύρους και αρώματα, στις θηλυκές αύρες τούτων των συζύγων, μη τέρων και θυγατέρων, έξι στο σύνολο, τόση θηλυκή παρου σία σε έναν τόσο στενό χώρο, ο νους μου ξαναγύρισε πίσω χωρίς να το θέλω. Χρειάστηκα όλη την αυτοκυριαρχία μου για να καταχωνιάσω την επίδραση αυτών των αναμνήσεων και να απαντήσω στις συνεχιζόμενες ερωτήσεις της κυράς με τάξη. Τελικά, η ανάκριση φάνηκε να πλησιάζει στο τέλος της. «Απάντησέ μου τώρα σε μια τελευταία ερώτηση. Μίλη σε με ειλικρίνεια. Αν πεις ψέματα, θα το μάθω. Ο γιος μου έχει θάρρος; Εκτίμησε την ανδρεία του, την αντρική του αρε τή, ως έφηβος που σύντομα πρέπει να πάρει τη θέση του ως πολεμιστή;» Δε χρειαζόταν ιδιαίτερη εξυπνάδα για να καταλάβω ότι βρισκόμουν σε δύσκολη θέση. Πώς ήταν δυνατό να απα ντήσω σε μια τέτοια ερώτηση; Ίσιωσα το κορμί και μίλησα απευθείας στη δέσποινα. «Υπάρχουν χίλια τετρακόσια παιδιά στις εκπαιδευτικές ομάδες της αγωγής. Μόνο ένα είχε την τόλμη να ακολου θήσει το στρατό, και μάλιστα αψηφώντας την επιθυμία της ίδιας της μητέρας του, αν και είχε πλήρη επίγνωση της τι μωρίας που τον περίμενε στο γυρισμό». Η δέσποινα, αφού σκέφτηκε λιγάκι, απάντησε: «Είναι πο λιτική απάντηση, αλλά καλή. Τη δέχομαι». Σηκώθηκε και ευχαρίστησε τη δέσποινα Αρέτη που κα νόνισε αυτή τη συνέντευξη και για την εχεμύθειά της. Μου είπαν να περιμένω έξω στην αυλή. Η υπηρέτρια της δέσποι νας Παράλειας ήταν ακόμα εκεί χαμογελώντας πονηρά. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι είχε ακούσει τα πάντα και θα τα διέδιδε σε όλη την κοιλάδα του Ευρώτα μέχρι την ανατολή της • 217 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
επόμενης ημέρας. Μετά από λίγο εμφανίστηκε και η κυρά. Δεν καταδέχτηκε να με κοιτάξει καν, ούτε να μου μιλήσει και συνοδευόμενη από την υπηρέτριά της κατηφόρισε το σκο τεινό σοκάκι χωρίς τη βοήθεια δαδιού. «Είσαι αρκετά μεγάλος για να πιεις κρασί;» Η δέσποινα Αρέτη μού απηύθυνε άμεσα το λόγο, μιλώ ντας από το κατώφλι της πόρτας και κάνοντας μου νόημα να περάσω μέσα στην οικία. Και οι τέσσερις κόρες της κοιμόνταν τώρα. Η ίδια η δέσποινα ετοίμασε ένα κύπελλο κρασί για μένα, αραιώνοντάς το έξι προς ένα, όπως αρμόζει σε ένα αγόρι. Το ρούφηξα με ευγνωμοσύνη. Ήταν φανερό ότι αυτή η νύχτα των συνεντεύξεων δεν είχε τελειώσει ακόμα. Η κυρά με έβαλε να καθίσω. Εκείνη βολεύτηκε στη θέ ση της οικοδέσποινας δίπλα στην εστία. Έβαλε ένα μεγάλο κομμάτι κριθαρένιο ψωμί ως άλφιτα* σε ένα πιάτο μπροστά μου και έφερε λάδι, τυρί και κρεμμύδι. «Κάνε υπομονή, αυτή η νύχτα ανάμεσα σε γυναίκες γρή γορα θα τελειώσει. Θα ξαναγυρίσεις στους άντρες, όπου ανά μεσα τους σίγουρα νιώθεις πιο άνετα». «Νιώθω άνετα, κυρά. Αλήθεια. Είναι ανακούφιση για μέ να να απομακρυνθώ για μια ώρα από τη ζωή του στρατώνα, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα χορεύω ξυπόλυτος στο καυ τό ατσάλι της χύτρας». Η κυρά χαμογέλασε, αλλά ήταν φανερό ότι το μυαλό της απασχολούσε ένα θέμα πιο σοβαρό. Με ανάγκασε να την κοιτάξω. «Έχεις ακουστά το όνομα Ιδοτυχίδης;»
Είχα. «Ήταν ένας Σπαρτιάτης που σκοτώθηκε στη μάχη της Μαντινείας. Έχω δει την επιτύμβια στήλη του πριν το συσ σίτιο της Πτερωτής Νίκης στην Αμυκλαία οδό». * Κομμένο μικρά κομμάτια. Σ.τ.Μ.
• 218 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Τι άλλο γνωρίζεις γι' αυτόν τον άντρα;» ρώτησε η δέ σποινα. «Τίποτα» μουρμούρισα. «Τι άλλο;» επέμεινε εκείνη. «Λένε ότι ο Δέκτωνας, το αγόρι-είλωτας που το λένε Κό κορας, είναι νόθος γιος του. Μητέρα του ήταν μια Μεσση νία που πέθανε στη γέννα». «Και τα πιστεύεις αυτά;» «Μάλιστα, κυρά». «Γιατί;» Με είχε στριμώξει για τα καλά τώρα. Είδα ότι η δέσποι να το κατάλαβε. «Μήπως επειδή αυτό το αγόρι, ο Κόκορας, μισεί τόσο πολύ τους Σπαρτιάτες;» απάντησε αντί για μένα. Ξαφνιάστηκα αφάνταστα που το ήξερε αυτό και για αρ κετή ώρα κατάπια τη γλώσσα μου. «Έχεις παρατηρήσει» συνέχισε η δέσποινα με φωνή που, προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν έδειχνε ούτε προσβολή ούτε θυμό «ότι από τους δούλους οι πιο ασήμαντοι μοιάζουν να δέχονται τη μοίρα τους χωρίς μεγάλη στενοχώρια, ενώ oι πιο ευγενικοί, αυτοί που είναι πολύ κοντά στην ελευθερία, εξε γείρονται εντονότερα; Λες και όσο πιο πολύ νιώθει ο δούλος ότι είναι άξιος τιμής, κι ωστόσο του αρνούνται τα μέσα να το αποδείξει, τόσο πιο μαρτυρική είναι γι' αυτόν η ζωή στη δουλεία». Έτσι ακριβώς ήταν ο Κόκορας. Ποτέ δεν το είχα σκεφτεί αυτό, αλλά τώρα που το είπε η δέσποινα κατάλαβα ότι ήταν αλήθεια. «Ο φίλος σου ο Κόκορας μιλάει πολύ. Κι όσα η γλώσσα του τα συγκρατεί το φέρσιμό του τα φανερώνει». Και ανέ φερε κατά λέξη ορισμένες επαναστατικές δηλώσεις που εί χε κάνει ο Δέκτωνας σε μένα μόνο, έτσι νόμιζα, στο δρόμο της επιστροφής από το Αντίρριο. Είχα βουβαθεί και με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Η έκ• 219 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
φραση στο πρόσωπο της δέσποινας Αρέτης παρέμενε ανε ξιχνίαστη . «Ξέρεις τι είναι η κρυπτεία;» ρώτησε. Ήξερα. «Είναι μια μυστική οργάνωση μεταξύ των ομοί ων. Κανείς δεν ξέρει τα μέλη της, εκτός του ότι είναι από τους νεότερους, τους δυνατότερους και κάνουν τη δουλειά τους τη νύχτα». «Και τι δουλειά είναι αυτή;» «Εξαφανίζουν ανθρώπους. Είλωτες, εννοώ. Προδότες εί λωτες». «Τώρα απάντησέ μου σ' αυτό και σκέψου καλά πριν μι λήσεις». Η δέσποινα Αρέτη σώπασε, σαν να ήθελε να τονί σει τη σπουδαιότητα της ερώτησης που ετοιμαζόταν να κά νει. «Αν ήσουν μέλος της κρυπτείας και ήξερες όσα σου εί πα προ ολίγου γι' αυτό τον είλωτα, τον Κόκορα, ότι είχε εκ φράσει επαναστατικά συναισθήματα απέναντι στην πόλη και ότι ανέφερε επιπλέον την πρόθεση του να τα κάνει πράξη, τι θα έκανες;» Μόνο μια απάντηση υπήρχε. «Θα ήταν καθήκον μου να τον σκοτώσω αν ήμουν μέλος της κρυπτείας». Η δέσποινα το άκουσε χωρίς ν' αλλάξει τίποτα στην έκ φραση της. «Τώρα απάντησε: Αν ήσουν φίλος με αυτό τον είλωτα, τον Κόκορα, τι θα έκανες;» Κάτι ψέλλισα για ιδιάζουσες καταστάσεις, ότι ο Κόκο ρας ήταν ένας θερμοκέφαλος, ότι πολλές φορές μιλούσε χω ρίς να σκέφτεται, ότι τα περισσότερα απ' όσα έλεγε ήταν φούσκες και πως όλοι το γνώριζαν αυτό. Η αρχόντισσα στράφηκε προς τις σκιές. «Λέει ψέματα αυτό το αγόρι;» «Μάλιστα, μητέρα». Πετάχτηκα ξαφνιασμένος. Οι δυο μεγαλύτερες αδελφές • 220 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ήταν ξυπνητές στο κρεβάτι που μοιράζονταν και άκουγαν τα πάντα. «Θα απαντήσω εγώ αντί για σένα, νεαρέ» είπε η κυρά βγάζοντας με από τη δύσκολη θέση. «Νομίζω πως θα έκα νες το εξής: Θα έλεγες στο αγόρι να μη μιλάει έτσι μπρο στά σε σένα και να μην κάνει τίποτα, έστω και το παραμι κρό, διαφορετικά εσύ θα τον σκότωνες». Τώρα τα είχα χάσει εντελώς. Η δέσποινα χαμογέλασε. «Είσαι ένας ψευταράκος. Τα ψέματα δεν είναι στη φύση σου. Το θαυμάζω αυτό. Αλλά πατάς σε επικίνδυνο έδαφος. Η Σπάρτη μπορεί να είναι η μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, αλλά δεν παύει να είναι μια μικρή πόλη. Ένα ποντίκι δεν μπορεί να φταρνιστεί χωρίς να του πουν όλες οι γάτες "με τις υγείες σου". Οι υπηρέτες και οι είλωτες ακούνε τα πά ντα και οι γλώσσες τους πάνε ροδάνι για ένα κομμάτι μελόπιτα». Αυτό το έλαβα υπόψη μου. «Και η δική μου» ρώτησα «θα λυθεί για μια κούπα κρα σί;». «Το αγόρι φέρεται με ασέβεια απέναντι σου, μητέρα!» Αυτό το είπε η Αλεξώ, που ήταν στα εννιά. «Πρέπει να τον γδάρεις». Προς μεγάλη μου ανακούφιση, η δέσποινα Αρέτη με κοί ταξε στο φως της λάμπας χωρίς θυμό ή αγανάκτηση, αλλά ήρεμα, με παρατηρούσε. «Ένα άλλο αγόρι στη θέση σου κα νονικά θα έπρεπε να φοβάται τη σύζυγο ενός ομοίου της τά ξης του άντρα μου. Πες μου: Γιατί δε με φοβάσαι;» Δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι, πράγματι, δεν τη φοβόμουν. «Δεν είμαι σίγουρος, κυρά. Ίσως επειδή μου θυμίζεις κάποια». Για αρκετή ώρα η δέσποινα δε μίλησε, αλλά συνέχισε να με κοιτάζει το ίδιο έντονα και ερευνητικά. «Μίλησε μου γι' αυτή» πρόσταξε. • 221 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Για ποια;» «Γα τη μητέρα σου». Πάλι κοκκίνισα. Με μπέρδευε το γεγονός ότι αυτή η γυ ναίκα μάντευε όσα είχα στην καρδιά πριν ακόμα μιλήσω. «Εμπρός, πιες λίγο κρασί. Δε χρειάζεται να το παίζεις σκληρός μπροστά μου». Μα τον Άδη, κατέβασα την κούπα μονορούφι. Βοήθησε. Μίλησα στην κυρά εν συντομία για τον Αστακό, για τη λε ηλασία του και για τη δολοφονία του πατέρα και της μη τέρας μου από τα χέρια των Αργείων στρατιωτών, που κυ κλοφορούσαν ύπουλα τη νύχτα. «Οι Αργείοι είναι δειλοί» παρατήρησε εκείνη με περιφρό νηση, που την έκανε πολύ πιο αγαπητή σε μένα απ' όσο μπο ρούσε να φανταστεί. Σίγουρα τα μακριά αυτιά της είχαν μά θει τη μικρή μου ιστορία, άκουγε ωστόσο προσεκτικά, φαι νόταν να ανταποκρίνεται με εμπάθεια καθώς την άκουγε από τα δικά μου χείλη. «Η ζωή σου ήταν δυστυχισμένη, Χίονη» είπε. Ήταν η πρώτη φορά που με έλεγε με τ' όνομά μου. Προς μεγάλη μου έκπληξη, αυτό με συγκίνησε βαθιά. Πάλεψα για να μην το δείξω. Προσπάθησα, λοιπόν, να βρω όσο γινόταν την ψυχραιμία μου, να μιλώ σωστά, σε καλά ελληνικά, άξια ενός λευτερογεννημένου, και να φέρομαι με σεβασμό όχι μόνο για κείνη αλλά και για τη χώρα μου και την οικογένειά μου. «Και γιατί ένα αγόρι χωρίς πόλη δείχνει τόση αφοσίω ση στο ξένο κράτος της Λακεδαίμονας, στο οποίο δεν ανή κει και ούτε πρόκειται να ανήκει ποτέ;» Την απάντηση τη γνώριζα, αλλά δεν ήξερα πόσο μπο ρούσα να την εμπιστευτώ. Απάντησα με πλάγιο τρόπο. Της μίλησα με λίγα λόγια για το Βρύαξη. «Ο παιδαγωγός μου με δίδαξε ότι ένα αγόρι πρέπει να έχει μια πόλη, διαφορετικά δεν μπορεί να ολοκληρωθεί ως άντρας. Αφού δεν είχα πια • 222 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
δική μου πόλη, ήμουν ελεύθερος να επιλέξω όποια ήθελα». Αυτό ήταν μια νέα άποψη, αλλά είδα τη δέσποινα να την επιδοκιμάζει. «Γιατί δε διάλεξες τότε μια πόλη με πλούτη και ευκαιρίες; Τις Θήβες, την Κόρινθο ή την Αθήνα; Το μό νο που μπορείς να έχεις εδώ είναι ξερό ψωμί και βουρδουλιές στην πλάτη». Αποκρίθηκα με ένα απόφθεγμα που είχε πει κάποτε ο Βρύαξης στη Διομάχη και σε μένα: Οι άλλες πόλεις φτιά χνουν μνημεία και ποίηση, ενώ η Σπάρτη άντρες. «Και είναι αλήθεια αυτό;» ρώτησε η δέσποινα. «Θέλω να απαντήσεις με απόλυτη ειλικρίνεια, τώρα που είχες την ευ καιρία να μελετήσεις την πόλη μας και να δεις και τα κα κά και τα καλά της». «Είναι, κυρά». Προς μεγάλη μου έκπληξη, τούτα τα λόγια φάνηκαν να συγκινούν τη δέσποινα βαθιά. Απέστρεψε το βλέμμα, ανοιγόκλεισε τα μάτια μερικές φορές. Η φωνή της, όταν συνήλ θε και μπόρεσε να μιλήσει, ήταν βραχνή απ' τη συγκίνηση. «Ό,τι έχεις ακούσει για τον όμοιο Ιδοτυχίδη είναι αλή θεια. Ήταν ο πατέρας του φίλου σου του Κόκορα. Αλλά ήταν και κάτι άλλο επίσης. Ήταν αδελφός μου». Είδε το ξάφνιασμά μου. «Δεν το ήξερες αυτό;»
«Όχι, κυρά». Συγκράτησε τη συγκίνηση, τη θλίψη, το καταλάβαινα τώ ρα που απειλούσε να τη διαλύσει. «Όπως βλέπεις» είπε χαμογελώντας βεβιασμένα «αυτό κάνει το νεαρό Κόκορα κάτι σαν ανιψιό για μένα. Κι εμέ να θεία του». Ρούφηξα κι άλλο κρασί. Η δέσποινα χαμογέλασε. «Μπορώ να ρωτήσω γιατί η οικογένεια της κυράς δεν ανέλαβε τον Κόκορα, ώστε να τον προωθήσει σε μόθακα;» Είναι μια ειδική εξαίρεση στη Λακεδαίμονα, μια κατηγορία • 223 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
εφήβων που ονομάζονται «θετοί αδελφοί». Σ' αυτήν έχουν πρόσβαση οι κατώτεροι κοινωνικά ή νόθοι γιοι Σπαρτιατών πατέρων κυρίως. Παρά την ταπεινή καταγωγή τους, αυτά τα αγόρια υποστηρίζονται, ανατρέφονται από Σπαρτιάτες και στρατολογούνται στην αγωγή. Εκπαιδεύονται μαζί με τους γιους των ομοίων. Ακόμη, αν δείξουν αρκετά προσόντα και θάρρος στη μάχη, μπορούν να γίνουν πολίτες. «Ρώτησα το φίλο σου τον Κόκορα πολλές φορές» απο κρίθηκε η δέσποινα. «Με απέκρουσε». Είδε τη δυσπιστία στα μάτια μου. «Με σεβασμό» πρόσθεσε. «Με μεγάλο σεβασμό. Αλλά ανέκκλητα». Σκέφτηκε για μια στιγμή. «Υπάρχει και κάτι άλλο περίεργο στον τρόπο σκέψης των δούλων, ειδικά εκείνων που προέρχονται από έναν κατακτη μένο λαό, όπως αυτό το αγόρι, ο Κόκορας, που είναι από Μεσσηνία μητέρα. Οι περήφανοι τούτοι άνθρωποι συντάσ σονται συχνά με το κατώτερο μισό της γενιάς τους, από μί σος φυσικά ή επειδή δε θέλουν να φανούν ότι ζητούν χάρη, επιδιώκοντας να πάνε με το μέρος των ανωτέρων». Πράγματι, αυτό συνέβαινε με τον Κόκορα. Θεωρούσε τον εαυτό του Μεσσήνιο και ήταν περήφανος γι' αυτό. «Αυτό σου λέω μόνο, νεαρέ μου φίλε, για το δικό σου κα λό αλλά και για του ανιψιού μου: Η κρυπτεία ξέρει. Τον πα ρακολουθούν από πέντε ετών. Παρακολουθούν κι εσένα επί σης. Μιλάς καλά, έχεις θάρρος, είσαι καπάτσος. Δεν υπάρ χει τίποτε που να μην το παρατηρούν ή να μην το σημειώ νουν. Θα σου πω και κάτι άλλο. Υπάρχει κάποιος στην κρυ πτεία που δε σου είναι άγνωστος. Είναι ο αρχηγός των ιπ πέων, ο Πολύνεικος. Δε θα διστάσει καθόλου να κόψει το λαιμό ενός προδότη είλωτα και δε νομίζω ότι ο φίλος σου ο Κόκορας, όση δύναμη και εξυπνάδα κι αν διαθέτει, θα μπο ρέσει να ξεφύγει από τον ολυμπιονίκη». • 224 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Όλα τα κορίτσια κοιμόνταν τώρα βαθιά. Το ίδιο το σπί τι και το σκοτάδι έξω από τους τοίχους του δημιουργούσαν μια παράξενη ατμόσφαιρα. «Ο πόλεμος με τον Πέρση πλησιάζει» είπε η δέσποινα. «Η πόλη θα χρειαστεί κάθε άντρα. Η Ελλάδα θα χρειαστεί κάθε άντρα. Αλλά, όσο σημαντικός κι αν είναι αυτός ο π ό λεμος, για τον οποίο όλοι συμφωνούν ότι θα είναι ο μεγα λύτερος στην ιστορία, θα γίνει σκηνή για δύναμη και στίβος για μεγαλείο. Ένα πεδίο όπου ένας άντρας θα μπορέσει να αποδείξει με τα κατορθώματά του την αρχοντιά που του αρνήθηκαν στη γέννηση του». Τα μάτια της δέσποινας συνάντησαν τα δικά μου και δεν τα άφησαν. «Θέλω αυτό το αγόρι, τον Κόκορα, ζωντανό μέχρι να έρ θει ο πόλεμος. Θέλω να τον προστατεύεις. Αν τ' αυτιά σου εντοπίσουν οποιονδήποτε κίνδυνο, την παραμικρή φήμη, πρέπει να έρθεις κατευθείαν σε μένα. Θα το κάνεις;» Το υποσχέθηκα. «Νοιάζεσαι γι' αυτό το αγόρι, Χίονη. Έστω κι αν σε έχει βασανίσει, βλέπω τη φιλία σου γι' αυτόν. Σε ικετεύω στο όνομα του αδελφού μου και του αίματος του που ρέει στις φλέβες αυτού του αγοριού, του Κόκορα. Θα τον προσέχεις; Θα το κάνεις αυτό για μένα;» Υποσχέθηκα ότι θα το κάνω. «Ορκίσου». Συμμορφώθηκα, μα τους θεούς. Μου φαινόταν παράλογο. Πώς μπορούσα να εμποδίσω την κρυπτεία ή οποιαδήποτε άλλη δύναμη ήθελε να δολοφο νήσει τον Κόκορα; Ωστόσο η υπόσχεσή μου φάνηκε να ανα κουφίζει την κυρά. Μελέτησε το πρόσωπό μου αρκετή ώρα. «Πες μου, Χίονη» είπε απαλά. «Έχεις... έχεις ζητήσει πο τέ κάτι για τον εαυτό σου;» Απάντησα πως δεν καταλάβαινα την ερώτησή της. • 225 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Θέλω άλλο ένα πράγμα από σένα. Θα το κάνεις;» Ορκίστηκα να το κάνω. «Σε προστάζω να κάνεις κάποτε μια πράξη μόνο για σέ να και όχι επειδή θα σου το ζητήσει κάποιος άλλος. Θα το καταλάβεις όταν έρθει αυτή η ώρα. Υποσχέσου το. Πες το δυνατά». «Το υπόσχομαι, κυρά». Τότε σηκώθηκε με το κοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά, πή γε σε μια κούνια, που ήταν ανάμεσα στα κρεβάτια των άλ λων κοριτσιών, έβαλε μέσα το μωρό και το σκέπασε με τα απαλά σκεπάσματα. Αυτό ήταν το σινιάλο ότι ήταν ώρα να φύγω. Είχα ήδη σηκωθεί, όπως όριζε ο σεβασμός, όταν η δέ σποινα ξαναγύρισε. «Μπορώ να ρωτήσω κάτι, κυρά, πριν φύγω;» Τα μάτια της άστραψαν πονηρά. «Άσε με να μαντέψω. Είναι για κάποιο κορίτσι;» «Όχι, κυρά». Είχα ήδη μετανιώσει για την τόλμη μου. Η ερώτηση που ήθελα να κάνω ήταν αδιανόητη, παράλογη. Κανείς θνητός δε θα μπορούσε να απαντήσει. Η περιέργεια της δέσποινας είχε ήδη ανάψει και με πίε σε να συνεχίσω. «Πρόκειται για ένα φίλο» της είπα. «Δεν μπορώ να του απαντήσω εγώ γιατί είμαι πολύ μικρός ακόμα και δεν ξέρω τον κόσμο. Ίσως εσύ, κυρά, με τη σοφία σου να μπορέσεις. Αλλά θα μου υποσχεθείς ότι δε θα γελάσεις, ούτε θα σκαν δαλιστείς». Εκείνη συμφώνησε. «Δε θα το πεις σε κανέναν, ούτε στο σύζυγό σου». Το υποσχέθηκε. Πήρα βαθιά ανάσα και άρχισα, «Αυτός ο φίλος... πιστεύει ότι κάποτε, όταν ήταν μι κρός, μόνος του στο χείλος του γκρεμού, του μίλησε ένας θεός». • 226 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Σταμάτησα και αναζήτησα με αγωνία κάποιο σημάδι περιφρόνησης ή αγανάκτησης. Με μεγάλη μου ανακούφιση. η έκφραση της κυράς δεν έδειχνε τίποτα. «Αυτό το αγόρι... ο φίλος μου... θέλει να ξέρει αν κάτι τέτοιο είναι δυνατό. Γίνεται... μια θεότητα να καταδεχτεί να μιλήσει σε ένα αγόρι χωρίς πόλη ή μέρος να μείνει, ένα άπο ρο αγόρι που δεν είχε δώρα να θυσιάσει και που δεν ήξερε καν τα κατάλληλα λόγια μιας προσευχής; Μήπως ο φίλος μου αυτός έβλεπε φαντάσματα, μήπως είχε πέσει θύμα πα ραισθήσεων από τη μοναξιά και την απελπισία;» Η δέσποινα ρώτησε ποιος ήταν ο θεός που μίλησε στο φίλο μου. «Ο Τοξότης θεός. Ο Απόλλωνας ο Μακροσαγιτάρης». Με έτρωγε η αγωνία. Σίγουρα η δέσποινα θα περιφρο νούσε τόση τόλμη και αλαζονεία. Δεν έπρεπε ν' ανοίξω το στόμα μου. Αλλά δεν κορόιδεψε την ερώτησή μου, ούτε τη θεώρησε ασεβή. «Είσαι κι εσύ κάτι σαν τοξότης, το καταλαβαίνω, κι έχεις φτάσει αρκετά μακριά αυτά τα τέσσερα χρόνια. Σου πήραν το τόξο σου, σωστά; Σου το κατάσχεσαν μόλις εμ φανίστηκες στη Λακεδαίμονα;» Μου είπε πως η τύχη πρέπει να με οδήγησε στην εστία της εκείνη τη νύχτα, γιατί, ναι, οι θεές της γης βρίσκονταν εκεί γύρω. Τις αισθανόταν. Οι άντρες σκέφτονται με το νου, είπε η κυρά, ενώ οι γυναίκες με το αίμα τους, που φουσκώ νει και πλημμυρίζει με την εχεμύθεια του φεγγαριού. «Δεν είμαι ιέρεια. Ανταποκρίνομαι μόνο με τη γυναικεία μου καρδιά που διαισθάνεται και διακρίνει εύκολα την αλή θεια». Απάντησα πως αυτό ακριβώς ήθελα κι εγώ. «Πες στο φίλο σου τούτο» είπε η κυρά. «Αυτό που είδε ήταν αλήθεια. Το όραμα του ήταν, πράγματι, ο θεός». Εντελώς ξαφνικά, δάκρυα άρχισαν να αναβλύζουν από τα • 227 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μάτια μου. Με έπνιξε η συγκίνηση. Λύγισα και άρχισα να κλαίω με αναφιλητά, ντροπιασμένος που έχασα τον αυτοέ λεγχο μου και έκπληκτος από την ένταση του πάθους που φάνηκε να ξεπηδάει από το πουθενά για να με κυριέψει. Έχωσα το πρόσωπό μου στα χέρια μου και άρχισα να κλαίω σαν παιδί. Η δέσποινα με πλησίασε, με έπιασε απαλά, με χτύπησε στον ώμο σαν μητέρα και μου ψιθύρισε όμορφα λό για παραμυθίας. Μετά από λίγο είχα ξαναβρεί τον εαυτό μου. Ζήτησα συ γνώμη για το ολίσθημά μου. Η δέσποινα δεν ήθελε να ακού σει τίποτα. Με μάλωσε μάλιστα, λέγοντας ότι τόσο πάθος ήταν ιερό, εμπνευσμένο από το θεό, και δεν έπρεπε να με τανιώνω ή να απολογούμαι γι' αυτό. Στεκόταν τώρα στην ανοιχτή εξώθυρα, απ' όπου τρύπω νε το φως των αστεριών και μπορούσε ν' ακούσει κανείς το απαλό μουρμούρισμα του ρυακιού στην αυλή. «Θα ήθελα να είχα γνωρίσει τη μητέρα σου» είπε η δέ σποινα Αρέτη, ενώ με κοίταζε με καλοσύνη. «Ίσως εκείνη κι εγώ συναντηθούμε κάποτε, πέρα από το ποτάμι. Θα μιλή σουμε για το γιο της και την κακοτυχιά που του όρισαν οι θεοί». Με άγγιξε άλλη μια φορά στον ώμο και είπε: «Πήγαινε τώρα και πες στο φίλο σου τούτο: Μπορεί να με ξαναρωτή σει, αν το επιθυμεί. Μόνο που την επόμενη φορά πρέπει να έρθει ο ίδιος. Θέλω να δω το πρόσωπο αυτού του αγοριού που έκατσε και κουβέντιασε με το γιο του Ουρανού».
• 228
•
14 Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ εγώ φάγαμε τις βουρδουλιές μας για το Αντίρριο το επόμενο βράδυ. Εκείνον τον ξυλοφόρτωσε ο πα τέρας του, ο Ολύμπιος, μπροστά στους ομοίους του συσσι τίου του, εμένα με μαστίγωσε χωρίς τελετές, στους αγρούς, ένας είλωτας αγρότης. Ο Κόκορας με βοήθησε μετά, μόνος μέσα στο σκοτάδι, να φτάσω σε ένα δασάκι, στο Αμόνι, δί πλα στον Ευρώτα, όπου με έπλυνε και έδεσε τις πληγές μου. Ήταν ένα μέρος αφιερωμένο στη Δήμητρα των Αγρών. Το χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Μεσσήνιοι είλωτες. Σε κείνο το μέρος υπήρχε παλιά ένα σιδηρουργείο, από όπου και το όνο μά του. Προς μεγάλη μου ανακούφιση, ο Κόκορας δε μου έκανε τη συνηθισμένη του αγόρευση περί δουλείας, απλώς περιο ρίστηκε στην παρατήρηση ότι ο Αλέξανδρος μαστιγώθηκε ως αγόρι ενώ εγώ σαν σκύλος. Ήταν καλός μαζί μου και, το σπουδαιότερο, ήταν ειδικός στο να πλένει και να τοπο θετεί εκείνες τις φλούδες από σημύδα πάνω στη γυμνή σάρ κα της πλάτης. Πρώτα άφθονο νερό, μετά βούτηγμα όλου του σώματος μέχρι το λαιμό στο παγωμένο ποτάμι. Ο Κόκορας με κρα τούσε από πίσω, με τα χέρια περασμένα κάτω από τις μα σχάλες μου, αφού το σοκ από το παγωμένο νερό πάνω στις πληγές προκαλεί συνήθως λιποθυμία. Το κρύο μουδιάζει τη σάρκα και έτσι μπορεί ν' αντέξει κανείς μια πλύση από βρα• 229 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σμένες τσουκνίδες και βότανο του Νέσσου*. Αυτό σταματά την αιμορραγία και βοηθά στη γρήγορη επούλωση των πλη γών. Ένα μάλλινο ή λινό πανί θα ήταν αφόρητο σ' αυτό το στάδιο, έστω κι αν το τοποθετούσε κανείς πολύ απαλά. Αλ λά η γυμνή παλάμη ενός φίλου, τοποθετημένη, απαλά στην αρχή, με πίεση κατόπιν, πάνω στη σάρκα που τρέμει και πα ραμένοντας εκεί, προσφέρει ανακούφιση, που τα αποτελέ σματα της αγγίζουν τα όρια της έκστασης. Ο Κόκορας είχε πάρει κι αυτός το μερίδιό του στις βουρδουλιές και ήξερε καλά τη διαδικασία. Μέσα σε πέντε λεπτά μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Σε δεκαπέντε το δέρμα μου μπορούσε να δεχτεί το σφάγνο, που ο Κόκορας πίεσε στην κόκκινη μάζα για να απορροφή σει το δηλητήριο και να χύσει το δικό του αναισθητικό. «Μα τους θεούς, υπάρχει ακόμα παρθένο έδαφος» παρατήρησε, εννοώντας ένα κομμάτι που ήταν ακόμα σάρκα των θεών και όχι μια ανοιγμένη και ξανανοιγμένη ουλή. «Δε θα μπορείς να κουβαλάς την ασπίδα του υμνωδού σ' αυτή την πλάτη για ένα μήνα». Είχε αρχίσει να κατηγορεί πάλι με δηλητηριώδη λόγια το νεαρό μου αφέντη, όταν ακούστηκε ένα τρίξιμο στην όχθη από πάνω μας. Κουλουριαστήκαμε, έτοιμοι για τα πάντα. Ήταν ο Αλέξανδρος. Προχώρησε και στάθηκε κάτω από τα πλατάνια. Ο μανδύας του ήταν ριγμένος προς τα μπρος, αφήνοντας και τη δική του κομματιασμένη πλάτη γυμνή. Ο Κόκορας κι εγώ παγώσαμε. Ο Αλέξανδρος θα μαστιγωνόταν πάλι αν τον έβρισκαν εδώ τέτοια ώρα, κι εμάς μαζί του. «Ορίστε» είπε κατεβαίνοντας την όχθη για να έρθει κο* Πρόκειται για τον Κένταυρο Νέσσο, γιο του Ιξίονα και της Νεφέλης, ο οποίος για να εκδικηθεί τον Ηρακλή, που τον πλήγωσε θανάσιμα όταν αποπειράθηκε να βιάσει τη Δηιάνειρα, χάρισε το ματωμένο του πουκάμισο στη γυναίκα, το οποίο, όταν το φόρεσε ο Ηρακλής, προκάλεσε το Θάνατό του από το δηλητη ριασμένο αίμα του Κενταύρου. Το φυτό αυτό λέγεται ότι φύτρωσε από το αί μα του. Σ.τ.Μ.
• 230 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ντά μας. «Διέρρηξα το ντουλάπι του χειρουργού γι' αυτό». Ήταν ρητίνη από σμύρνα. Δυο δάχτυλα περίπου, τυλιγ μένη σε πράσινα φύλλα μελιάς. Μπήκε στο ποτάμι και ήρ θε κοντά μας. «Τι του έβαλες στην πλάτη;» ρώτησε τον Κόκορα, που παραμέρισε ρίχνοντάς του ένα έκπληκτο βλέμμα. Τη σμύρνα τη χρησιμοποιούσαν οι όμοιοι στις πληγές της μάχης, όποτε βέβαια είχαν, πράγμα πολύ σπάνιο. Σίγουρα θα σκότωναν στο ξύλο τον Αλέξανδρο αν μάθαιναν ότι είχε κλέψει αυτό το πολύτιμο πράγμα. «Να του τη βάλεις αργότερα, όταν βγά λεις τα μούσκλα» είπε ο Αλέξανδρος στον Κόκορα. «Να το πλύνεις καλά την αυγή. Αν το μυρίσει κανείς, θα το χρεια στούμε όλο για τις ράχες μας κι ακόμα πιο πολύ». Έβαλε τα τυλιγμένα φύλλα στα χέρια του Κόκορα. «Πρέπει να γυρίσω πριν την αρίθμηση» είπε ο Αλέξαν δρος. Σαν αστραπή ανέβηκε στην όχθη και χάθηκε. Ακούσα με τα βήματά του να σβήνουν σιγά σιγά καθώς γύριζε τρέ χοντας στο σκοτάδι εκεί που έμεναν τα αγόρια γύρω από την πλατεία. «Ε λοιπόν, βάλε με κάτω και κλότσα με μέχρι αναισθη σίας» είπε ο Κόκορας, κουνώντας το κεφάλι. «Αυτή η μικρή γαλιάντρα έχει μεγαλύτερα παπάρια απ' όσο νόμιζα». Τα ξημερώματα, όταν συναντηθήκαμε πριν τη θυσία, ο Αυτόχειρας, ο Σκύθης βοηθός του Διηνέκη, ήρθε να μας βρει στις θέσεις μας. Ασπρίσαμε από το φόβο μας. Κάποιος εί χε κελαηδήσει για μας, την είχαμε πατήσει πολύ άσχημα. «Εσύ, σκατόπαιδο, πρέπει να έχεις κάποιο τυχερό αστέ ρι» ήταν το μόνο που είπε ο Αυτόχειρας. Μας οδήγησε στα μετόπισθεν της παράταξης. Εκεί βρισκόταν ο Διηνέκης, σιω πηλός, μόνος στις σκιές της πρωταυγής. Σταθήκαμε από σε βασμό στα αριστερά του, στην πλευρά της ασπίδας του. Οι σάλπιγγες ήχησαν η παράταξη άρχισε να κινείται. Ο Διηνέ κης υπέδειξε στον Κόκορα και σε μένα πού να σταθούμε. • 231 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Η δική του θέση ήταν μπροστά μας. Ο Αυτόχειρας στε κόταν στα δεξιά του, ενώ η θήκη με τα πριονισμένα κοντά ρια του, τις «βελόνες μανταρίσματος» όπως τις έλεγε, κρε μόταν με άνεση στην πλάτη του. «Εξέτασα την περίπτωσή σου» ήταν τα πρώτα λόγια που ο Διηνέκης απηύθυνε σε μένα, εκτός από εκείνα που εί χε πει πριν δυο βραδιές, όταν με κάλεσε επειγόντως να ακο λουθήσω το νεαρό υπηρέτη στο σπίτι του. «Οι είλωτες μου λένε ότι είσαι άχρηστος στα χωράφια. Σε παρακολούθησα επίσης κατά τη διάρκεια της θυσίας· ακόμα και το λαιμό μιας γίδας είσαι ανίκανος να ξυρίσεις σωστά. Και είναι φα νερό από τη διαγωγή σου κοντά στον Αλέξανδρο ότι ακο λουθείς κάθε διαταγή, άσχετα με το πόσο ασυλλόγιστη ή παράλογη είναι». Με γύρισε για να εξετάσει την πλάτη μου. «Φαίνεται ότι το μόνο ταλέντο που έχεις είναι να γιατρεύ εσαι γρήγορα». Έσκυψε και μύρισε την πλάτη μου. «Αν δεν ήξερα» πα ρατήρησε «θα ορκιζόμουν ότι αυτές οι φλούδες έχουν αλει φτεί με σμύρνα». Ο Αυτόχειρας με γύρισε με μια κλοτσιά και βρέθηκα πά λι αντίκρυ στο Διηνέκη. «Δεν είσαι καλή επιρροή για τον Αλέξανδρο» μου είπε ο όμοιος. «Ένα αγόρι δε χρειάζεται ένα άλλο αγόρι και ιδίως όχι κάποιον που είναι πρόθυμος για όλα, όπως εσύ· χρειάζεται έναν ώριμο άντρα, κάποιον που να έχει τον τρόπο να τον σταματήσει όταν βάλει κά ποια απερίσκεπτη ιδέα στο κεφάλι του, όπως να πάρει στο κατόπι το στρατό. Έτσι, του δίνω το δικό μου άντρα». Με μια κίνηση του κεφαλιού έδειξε τον Αυτόχειρα. «Σε παύω» μου είπε. «Απολύεσαι». Μα τον Αδη! Άντε πάλι στα σκατοχώραφα. Ο Διηνέκης στράφηκε κατόπιν στον Κόκορα. «Κι εσύ. Ο γιος ενός Σπαρτιάτη ήρωα και δεν μπορείς να κρατήσεις ούτε ένα θυσιαστήριο κόκορα στα χέρια σου χωρίς να τον • 232 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
στραγγαλίσεις. Είσαι παθητικός. Άσε που το στόμα σου εί ναι χειρότερο κι απ' τον κώλο μιας Κορίνθιας, δεν μπορείς να το κρατήσεις κλειστό. Κάθε φορά που χασμουριέται εκτο ξεύει λόγια προδοσίας. Θα σου έκανα χάρη αν σου έσκιζα τη μουτσούνα αυτή τη στιγμή και θα γλίτωνα έτσι την κρυπτεία από τον μπελά». Θύμισε στον Κόκορα το Μηριόνη, το βοηθό του Ολύμπι ου που είχε πέσει τόσο γενναία στο Αντίρριο. Κανένας απ' τους δυο μας δεν είχε ιδέα πού το πήγαινε. «Ο Ολύμπιος έχει περάσει τα πενήντα. Διαθέτει σοφία και περίσκεψη. Έτσι, ο επόμενος βοηθός του καλό θα ήταν να είναι νέος. Κάποιος άγουρος, δυνατός και άμυαλος». Κοίταξε τον Κόκορα λοξά με περιφρόνηση. «Ένας θεός ξέ ρει ποια τρέλα τον έπιασε, αλλά ο Ολύμπιος διάλεξε εσέ να. Θα πάρεις τη θέση του Μηριόνη. Θα φροντίζεις τον Ολύ μπιο. Πήγαινε να αναφερθείς αμέσως λοιπόν. Είσαι ο πρώ τος βοηθός του τώρα». Είδα τον Κόκορα να ανοιγοκλείνει τα μάτια. Κάποιο κόλ πο ήταν, σίγουρα. «Δεν είναι αστείο» είπε ο Διηνέκης «και, το καλό που σου θέλω, μην το καταντήσεις τέτοιο. Θα ακολουθείς τα βή ματα ενός άντρα που αξίζει περισσότερο από τους μισούς ομοίους της μόρας. Σκάτωσέ τα και θα σε σουβλίσω με τα ίδια μου τα χέρια». «Όχι, αφέντη». Ο Διηνέκης τον κοίταξε προσεκτικά αρκετή ώρα. «Σκά σε και δίνε του αμέσως από δω». Ο Κόκορας έφυγε τρέχοντας να φτάσει τη φάλαγγα. Ομο λογώ ότι είχα αρρωστήσει από τη ζήλια μου. Πρώτος βοη θός ενός ομοίου και όχι μόνο αυτό, αλλά ενός πολέμαρχου, και σύντροφος της σκηνής του βασιλιά. Μισούσα τον Κόκο ρα για τη βουβή, τυφλή του τύχη. Ή μήπως ήταν κάτι άλλο; Καθώς στεκόμουν κάτασπρος. • 233 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μουδιασμένος από τη ζήλια, η εικόνα της δέσποινας Αρέτης πέρασε από το μάτι του νου μου. Αυτή βρισκόταν πίσω από αυτό. Ένιωσα ακόμα χειρότερα και μετάνιωσα πικρά που της είχα εμπιστευτεί το όραμα του Απόλλωνα του Μακροσαγιτάρη. «Για να δω την πλάτη σου» πρόσταξε ο Διηνέκης. Γύ ρισα ξανά. Σφύριξε επιδοκιμαστικά. Μα το Δία, αν υπήρ χε ολυμπιακό αγώνισμα στο ξεφλούδισμα της πλάτης, θα στοιχημάτιζαν όλοι πάνω σου». Με έκανε να τον κοιτάξω και να σταθώ μπροστά του προσοχή. Με παρατήρησε σκε φτικός. Το βλέμμα του θαρρείς και με διαπερνούσε ολόκλη ρο. «Τα προτερήματα ενός καλού βοηθητικού της μάχης εί ναι αρκετά απλά. Πρέπει να είναι βουβός σαν μουλάρι, μου διασμένος σαν στύλος και υπάκουος σαν βλάκας. Σ' αυτά τα προτερήματα, Χίονη από τον Αστακό, δηλώνω ότι τα διαπι στευτήρια σου είναι άψογα». Ο Αυτόχειρας γελούσε καταχθόνια. Τράβηξε κάτι από τη φαρέτρα πίσω από την πλάτη του. «Εμπρός, ρίξε μια ματιά» πρόσταξε ο Διηνέκης. Σήκωσα τα μάτια. Στο χέρι του Σκύθη ήταν ένα τόξο. Το τόξο μου. Ο Διηνέκης με διέταξε να το πάρω. «Δεν είσαι αρκετά δυνατός να γίνεις πρώτος βοηθός μου, αλλά, αν καταφέρεις να κρατάς το κεφάλι σου μακριά από τον κώλο σου, ίσως γίνεις ένας αρκετά αξιοσέβαστος δεύ τερος». Ο Αυτόχειρας έβαλε στην παλάμη μου το τόξο, το μεγάλο θεσσαλικό όπλο του ιππικού που μου το είχαν κα τασχέσει στα δώδεκα, μόλις πέρασα τα σύνορα της Λακε δαίμονας. Μου ήταν αδύνατο να σταματήσω το τρέμουλο των χε ριών μου, ένιωθα τη ζεστασιά του ξύλου της μελιάς, από το οποίο ήταν φτιαγμένο το τόξο, και το έντονο ρεύμα που το διαπερνούσε απ' άκρου εις άκρον και έφτανε μέχρι τις πα λάμες μου. • 234 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Θα φροντίζεις για τις μερίδες του συσσιτίου, το κρεβά τι και τα γιατρικά» μου είπε ο Διηνέκης. «Θα μαγειρεύεις για τους άλλους βοηθούς και θα κυνηγάς για το τσουκάλι μου στα γυμνάσια στη Λακεδαίμονα και πέρα από τα σύ νορα στις εκστρατείες. Δέχεσαι;» «Δέχομαι, αφέντη». «Στην πατρίδα σου μπορεί να κυνηγούσες λαγούς και να τους κρατούσες για τον εαυτό σου, αλλά μην προκαλέσεις την τύχη σου». «Όχι, αφέντη». Με κοίταξε με κείνο το λοξό κοροϊδευτικό βλέμμα που παρατηρούσα από μακριά στο πρόσωπό του και που τώρα θα έβλεπα πολλές φορές από κοντά. «Ποιος ξέρει» είπε ο νέος μου αφέντης «με λίγη τύχη ίσως καταφέρεις να ρίξεις καμιά αδέσποτη στον εχθρό».
235
Βιβλίο τέταρτο ΑΡΕΤΗ
i
15 Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΗΣ Λακεδαίμονας έκανε είκοσι μία διαφορε τικές εκστρατείες τα επόμενα πέντε χρόνια, όλες εναντίον άλλων Ελλήνων. Η εχθρότητα κατά του Πέρση που ήθελε να διατηρήσει ο Λεωνίδας από το Αντίρριο θεωρήθηκε τώρα απαραίτητο να διοχετευτεί σε πιο άμεσους στόχους, τις ελ ληνικές πόλεις που προσπάθησαν ύπουλα να παίξουν το ρό λο του προδότη, συμμαχώντας εκ των προτέρων με τον ει σβολέα για να σώσουν τα τομάρια τους. Οι ισχυρές Θήβες και οι εξόριστοι αριστοκράτες τους, που συνωμοτούσαν ακατάπαυστα με την περσική αυλή. Ήθελαν να διεκδικήσουν ξανά τα πρωτεία στη χώρα τους, πουλώ ντας τη στον εχθρό. Το ζηλόφθονο Άργος, ο χειρότερος και πλησιέστερος αντί παλος της Σπάρτης, που οι άρχοντές του διαπραγματεύτη καν φανερά με τους πράκτορες της αυτοκρατορίας. Η Μα κεδονία, που ο αρχηγός της ο Αλέξανδρος είχε προσφέρει εδώ και καιρό δείγματα υποταγής. Η Αθήνα επίσης είχε εξό ριστους αριστοκράτες που αναπαύονταν στις περσικές σκη νές, ενώ συνωμοτούσαν για την αποκατάστασή τους ως αρ χόντων κάτω από το περσικό λάβαρο. Και η ίδια η Σπάρτη όμως είχε το μερίδιό της στην προ δοσία, αφού ο καθαιρεμένος βασιλιάς της Δημάρατος βρι σκόταν στην περσική αυλή ως εξόριστος, μαζί με τους άλ λους συκοφάντες που περιέβαλλαν τη Μεγαλειότητά Του. • 239 ·
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Τι άλλο θα μπορούσε να επιθυμήσει ο Δημάρατος εκτός από το να ξαναπάρει την εξουσία στη Λακεδαίμονα ως σατράπης και δικαστής του αφέντη της Ανατολής; Την τρίτη χρονιά μετά το Αντίρριο ο Δαρείος της Περσίας πέθανε. Όταν τα νέα έφτασαν στην Ελλάδα, η ελπίδα ανα ζωπυρώθηκε στις ελεύθερες ελληνικές πόλεις. Ίσως τώρα ο Πέρσης να ανέστελλε την κινητοποίησή του. Μήπως μετά το θάνατο του βασιλιά της η αυτοκρατορία διαλυόταν; Μήπως η επιθυμία του Πέρση να κατακτήσει την Ελλάδα παραμερι ζόταν ; Και τότε εσύ, Μεγαλειότατε, ανέβηκες στο θρόνο. Ο στρατός του εχθρού δε διαλύθηκε. Ο στόλος του δε σκορπίστηκε. Αντίθετα, η κινητοποίηση της αυτοκρατορίας διπλασιά στηκε. Ο ζήλος ενός μονάρχη που ανέβηκε πρόσφατα στο θρόνο έκαιγε στο στήθος της Μεγαλειότητάς Του. Ο Ξέρξης, ο γιος του Δαρείου, δε θα κρινόταν από την ιστορία κατώ τερος του πατέρα του ούτε των επιφανών προγόνων του Καμβύση και Κύρου του Μεγάλου. Ήταν αυτοί που είχαν κατακτήσει και υποδουλώσει όλη την Ασία. Το όνομα του Ξέρξη θα έμπαινε μαζί με το δικό τους στο πάνθεον της δό ξας. Ήταν απόγονός τους και τώρα θα πρόσθετε την Ελλά δα και την Ευρώπη στον κατάλογο των επαρχιών της αυτο κρατορίας . Σε όλη την Ελλάδα ο φόβος προχωρούσε σαν τη σήραγ γα του σκαπανέα. Όλοι οσμίζονταν τη σκόνη της εκσκαφής του στην ακινησία του πρωινού και ένιωθαν την από αυλή σε αυλή προέλασή του να βροντά κάτω από τη γη στον ύπνο τους. Από όλες τις ισχυρές πόλεις της Ελλάδας, μόνο η Σπάρτη, η Αθήνα και η Κόρινθος κινήθηκαν γρήγορα. Έστελ ναν τη μία πρεσβεία μετά την άλλη στις αμφίρροπες πόλεις, προσπαθώντας να τις εντάξουν στη Συμμαχία. Ο αφέντης μου μόνο πήρε μέρος μια εποχή σε πέντε ξεχωριστές υπερ• 240 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πόντιες πρεσβείες. Ξέρασα σε τόσο διαφορετικές κουπα στές καραβιών, που δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη μία από την άλλη. Όπου κι αν πήγαν αυτές οι πρεσβείες, ο φόβος τις είχε προλάβει. Ο φόβος έκανε τον κόσμο να λωλαθεί. Πολλοί πουλούσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν άλλοι, πιο απερίσκεπτοι ακόμα, αγόραζαν. «Καλύτερα ν' αφήσει ο Ξέρξης το κοντά ρι του και να στείλει το πουγκί του» παρατήρησε αηδιασμέ νος ο αφέντης μου έπειτα από άλλη μια αποτυχημένη απο στολή. «Οι Έλληνες θα ποδοπατήσουν ο ένας τα κόκαλα του άλλου, έτσι καθώς στριμώχνονται ποιος θα πρωτοπουλήσει τη λεφτεριά του». Πάντα σ' αυτές τις αποστολές ένα μέρος του νου μου ήταν σε επιφυλακή μήπως ακούσω τίποτα για την εξαδέλφη μου. Τρεις φορές στα δεκαεπτά μου χρόνια η υπηρεσία του αφέ ντη μου με έφερε στην πόλη των Αθηναίων. Κάθε φορά έψα χνα να βρω το μέρος που έμενε η αριστοκράτισσα που η Διομάχη κι εγώ είχαμε συναντήσει εκείνο το πρωινό στο Τρί στρατο. Τότε που η ευγενική εκείνη κυρία πρόσταξε τη Διομάχη να την αναζητήσει στο σπίτι της και να αναλάβει υπη ρεσία εκεί. Κατάφερα να εντοπίσω τελικά τη συνοικία και το δρόμο, αλλά ποτέ δε βρήκα το σπίτι. Μια φορά σε μια αίθουσα της αθηναϊκής Ακαδημίας εμ φανίστηκε μια όμορφη εικοσάχρονη γυναίκα, παντρεμένη, και για μια στιγμή ήμουν σίγουρος ότι ήταν η Διομάχη. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά τόσο δυνατά, που λύγισα το γόνατο από φόβο μήπως σωριαστώ κάτω λιπόθυμος. Αλλά δεν ήταν εκείνη. Ούτε η γυναίκα που είδα ένα χρόνο αργό τερα να κουβαλά νερό από μια πηγή στη Νάξο. Ούτε η σύ ζυγος του γιατρού που συνάντησα κάτω από τη στοά στην Ιστιαία έξι μήνες μετά. Μια ζεστή καλοκαιρινή βραδιά, δυο χρόνια πριν τη μά χη στις Θερμοπύλες, το καράβι που μετέφερε την πρεσβεία • 241 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
του αφέντη μου άραξε στο Φάληρο, ένα λιμάνι της Αθήνας. Όταν η αποστολή μας τελείωσε, είχαμε δυο ώρες ακόμα πριν την παλίρροια. Πήρα άδεια και στη βόλτα που έκανα εντό πισα το σπίτι της οικογένειας της κυράς που είχαμε συνα ντήσει στο Τρίστρατο. Το οίκημα ήταν κλειστό. Ο φόβος εί χε οδηγήσει την οικογένεια στα κτήματά της στην Ιαπυγία, μια επαρχία της Μεγάλης Ελλάδας στην Ιταλία, έτσι του λάχιστον με πληροφόρησε μια ομάδα Σκύθων τοξοτών που περιπολούσε εκεί γύρω. Ήταν οι μαχαιροβγάλτες που είχαν μισθώσει οι Αθηναίοι για να επιτηρούν την πόλη. Ναι, εκεί νοι οι αγροίκοι θυμούνταν τη Διομάχη. Ποιος μπορούσε να την ξεχάσει; Με πήραν για άλλον ένα από τους μνηστήρες της και μίλησαν στην αισχρή γλώσσα του δρόμου. «Το πουλάκι πέταξε» είπε κάποιος. «Ήταν πολύ άγριο για το κλουβί». Ένας άλλος είπε ότι τη συνάντησε στην αγορά, μετά τη φυγή της, με το σύζυγό της, έναν πολίτη και αξιωματικό του στόλου. «Η ανόητη σκύλα» είπε γελώντας «να στεφανωθεί εκείνον το θαλασσινό βλάκα ενώ μπορούσε να έχει εμένα». Όταν γύρισα στη Λακεδαίμονα, αποφάσισα να ξεριζώσω αυτή την ανόητη επιθυμία από την καρδιά μου, όπως καίει ο αγρότης έναν κορμό που δε λέει να βγει. Είπα στον Κό κορα ότι ήταν ώρα να πάρω μια σύζυγο. Μου βρήκε μία, την εξαδέλφη του Θήρεια, κόρη της αδελφής της μητέρας του. Ήμουν δεκαοχτώ κι εκείνη δεκαπέντε όταν μας πάντρεψαν οι είλωτες με το μεσσηνιακό τρόπο. Μετά από δέκα μήνες γέννησε ένα γιο και τον καιρό που έλειπα σε μια εκστρατεία μια κόρη. Σύζυγος πια, ορκίστηκα να μην ξανασκεφτώ την εξαδέλ φη μου. Θα ξερίζωνα την ασέβειά μου και δε θα ξαναζούσα με ψευδαισθήσεις. Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα. Ο Αλέξανδρος ολοκλήρωσε την υπηρεσία του ως εφήβου στην αγωγή· του έδωσαν την • 242 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πολεμική του ασπίδα και τη θέση του ανάμεσα στους ομοί ους στο στρατό. Πήρε ως σύζυγο την κόρη Αγάθη, όπως εί χε υποσχεθεί. Του έκανε δίδυμα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, πριν συμπληρώσει τα είκοσι. Ο Πολύνεικος στεφανώθηκε στην Ολυμπία για δεύτερη φορά, νικητής και πάλι του δρόμου με πλήρη εξοπλισμό. Η σύζυγός του Αλθαία τού έκανε και τρίτο γιο. Η δέσποινα Αρέτη δεν έκανε άλλα παιδιά στο Διηνέκη. Είχε γίνει στείρα μετά από τέσσερις κόρες, χωρίς να κάνει αρσενικό παιδί. Η γυναίκα του Κόκορα, η Αρμονία, γέννησε ένα δεύτερο παιδί, ένα αγόρι που το ονομάσανε Μεσσινέα. Η δέσποινα Αρέτη παρευρέθηκε στη γέννα, κάλεσε τη δική της μαμή και βοήθησε να βγει το παιδί με τα ίδια της τα χέρια. Εγώ κρα τούσα τον πυρσό όταν γύρισε σπίτι. Δεν μπορούσε να μιλή σει, τόσο διχασμένη ήταν ανάμεσα στη χαρά που είδε επι τέλους τη γέννα ενός αρσενικού παιδιού από τη γενιά της, έναν υπερασπιστή της Λακεδαίμονας, και στη θλίψη επει δή γνώριζε ότι αυτό το αγοράκι, απόγονος του νόθου γιου του αδελφού της, του Κόκορα, παρά την περιφρόνηση που έδειξε στους Σπαρτιάτες αφέντες του, επιλέγοντας αυτό το όνομα για το γιο του, θα αντιμετώπιζε το πιο άγριο και πιο επικίνδυνο πέρασμα στην ανθρώπινη φύση. Οι μυριάδες του Πέρση βρίσκονταν τώρα στην Ευρώπη. Είχαν γεφυρώσει τον Ελλήσποντο και είχαν διασχίσει όλη τη Θράκη. Οι Έλληνες σύμμαχοι ακόμα φιλονικούσαν. Μια δύναμη δέκα χιλιάδων πεζών με βαρύ οπλισμό, που διοι κούνταν από το Σπαρτιάτη Ευαίνετο, στάλθηκε στα Τέμπη, στο στενό πέρασμα που οδηγεί από τα χαμηλότερα εδάφη της Μακεδονίας στη Θεσσαλία, κατά μήκος του Πηνειού, ανάμεσα στα όρη Όλυμπος και Όσσα. Εκεί παρατάχθηκαν, λοιπόν, για να αντισταθούν στον εισβολέα, στο βορειότερο σύνορο της Ελλάδας. Αλλά η περιοχή εκείνη αποδείχτηκε • 243 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ακατάλληλη. Η θέση μπορούσε να κυκλωθεί από ξηράς μέ σω του στενού των Γόννων και να υπερφαλαγγιστεί από θα λάσσης μέσω της Αυλίδας. Προς μεγάλη ντροπή και ταπεί νωση, η δύναμη των Δέκα Χιλιάδων αποσύρθηκε και σκορ πίστηκε στις πόλεις που την αποτελούσαν. Η Συνέλευση των Ελλήνων είχε παραλύσει. Η Θεσσαλία, όταν εγκαταλείφθηκε, πήγε με το μέρος του Πέρση, προσθέ τοντας το ασύγκριτο ιππικό της στις ίλες του εχθρού. Οι Θή βες ήταν έτοιμες να δηλώσουν υποταγή. Το Άργος είχε απο στασιοποιηθεί. Οι ανησυχητικοί οιωνοί και τα σημεία ήταν πολλά. Ο χρησμός του Απόλλωνα από τους Δελφούς είχε συμβουλεύσει τους Αθηναίους: Τρέξτε στην άκρη του κόσμου, ενώ το σπαρτιατικό Συμβούλιο των Γερόντων, γνωστό για τη ραθυμία του, τα είχε χαμένα και δεν ήξερε τι να κάνει. Κάπου έπρεπε να αντισταθούν. Αλλά πού; Τελικά, οι γυναίκες ήταν αυτές που κινητοποίησαν τους Σπαρτιάτες. Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα. Οι πρόσφυγες, γυναίκες με τα μωρά τους, άρχισαν να συρ ρέουν στις τελευταίες ελεύθερες πόλεις. Πολλές νεαρές μη τέρες κατέφυγαν στη Λακεδαίμονα, νησιώτισσες και συγγε νείς που ήθελαν να ξεφύγουν από την περσική προέλαση στο Αιγαίο. Οι γυναίκες αυτές αναζωπύρωναν το μίσος των ακροατριών τους για τον εχθρό με ιστορίες για τις ακρότη τες των κατακτητών κατά το πέρασμά τους από τα νησιά. Αφηγούνταν πώς ο εχθρός στη Χίο, στη Λέσβο και στην Τέ νεδο είχε σχηματίσει μια συρτή και ξεκινώντας από πάνω έπαιρνε σβάρνα κάθε νησί όπου ξεκαθάριζε κάθε κρυψώνα. Οι στρατιώτες ξεδιάλεγαν τα νεαρά αγόρια, μάζευαν τα ωραιότερα και τα ευνούχιζαν, σκότωναν τους άντρες, βίαζαν τις γυναίκες και μετά τις πουλούσαν για σκλάβες. Όσο για • 244
•
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τα μωρά, οι ήρωες της Περσίας τα πετούσαν με το κεφάλι πάνω στους τοίχους ή σκορπούσαν τα μυαλά τους στα λιθό στρωτα. Οι Σπαρτιάτισσες άκουγαν με παγωμένη οργή αυτές τις ιστορίες, έχοντας τα μωρά τους κρεμασμένα στα στήθη τους. Οι περσικές ορδές σάρωναν τώρα τη Θράκη και τη Μακεδο νία. Οι δολοφόνοι των βρεφών στέκονταν στο κατώφλι της Ελλάδας. Πού ήταν, λοιπόν, η Σπάρτη και οι υπερασπιστές της; Είχαν γυρίσει πίσω αναίμακτοι από την άσκοπη πορεία τους στα Τέμπη. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί την πόλη σε τέτοια κατάσταση με τά από αυτή τη νίλα. Ήρωες με βραβεία ανδρείας περιφέ ρονταν άσκοπα, με το κεφάλι σκυφτό από ντροπή, ενώ οι γυναίκες τους τους τα 'ψελναν για τα καλά, τους κρατούσαν σε απόσταση και τους περιφρονούσαν. Πώς έγινε αυτό το πράγμα στα Τέμπη; Οποιαδήποτε μάχη, ακόμα και η ήττα θα ήταν προτιμότερη από το τίποτα. Το να συγκροτηθεί μια τόσο υπέροχη εκστρατευτική δύναμη, να στεφανωθεί ενώ πιον των θεών, να κάνει όλον αυτό το δρόμο και να μη χυ θεί σταγόνα αίμα, αυτό δεν ήταν μόνο ατιμωτικό αλλά και, όπως είπαν οι γυναίκες, βλάσφημο. Η καταφρόνια των γυναικών ξεσήκωσε την πόλη. Μια πρεσβεία από συζύγους και μητέρες παρουσιάστηκε στους εφόρους, επιμένοντας να στείλουν εκείνες την επόμενη φο ρά, οπλισμένες με φουρκέτες και ρόκες, αφού σίγουρα οι γυ ναίκες της Σπάρτης δε θα ατιμάζονταν περισσότερο, ούτε θα έκαναν λιγότερα από τους δέκα χιλιάδες καυχησιάρηδες. Στα συσσίτια των πολεμιστών η διάθεση ήταν ακόμη πιο καυστική. Πόσο καιρό θα συσκεπτόταν ακόμα η Συνέλευ ση των Συμμάχων; Πόσες εβδομάδες θα καθυστερούσαν οι έφοροι; Θυμάμαι έντονα το πρωινό που έφτασε τελικά η διακή ρυξη. Η μόρα του Ηρακλή γυμναζόταν εκείνη τη μέρα σε • 245 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
έναν ξεροπόταμο, που τον έλεγαν Μονοπάτι και έμοιαζε με χωνί, ανάμεσα στις αμμώδεις όχθες του, βόρεια της κώμης Λίμνες. Έκαναν ασκήσεις κρούσης, ανά δύο και ανά τρεις, όταν ένας διακεκριμένος γέροντας που λεγόταν Χαρίλαος, ο οποίος ήταν έφορος παλιά και ιερέας του Απόλλωνα, αλ λά που τώρα τελευταία έκανε χρέη ανώτατου συμβούλου και απεσταλμένου, εμφανίστηκε ψηλά στην όχθη, πήρε κα τά μέρος το διοικητή Δερκυλίδα, τον πολέμαρχο της μόρας, και άρχισε να του μιλάει. Ο γέροντας ήταν πάνω από εβδο μήντα. Είχε χάσει το μισό του πόδι σε μια μάχη πριν από χρόνια. Για να έρθει κουτσαίνοντας τόσο δρόμο από την πό λη κάτι σοβαρό συνέβαινε. Ο πατριάρχης και ο πολέμαρχος μίλησαν ιδιαιτέρως. Τα γυμνάσια συνεχίζονταν. Κανείς δεν κοίταζε προς τα πάνω· όλοι ήξεραν όμως. Αυτό ήταν. Οι άντρες του Διηνέκη το άκουσαν από το Λατηρίδη, δι οικητή της διπλανής ενωμοτίας. «Στις Πύλες, παιδιά». Στις Θερμοπύλες. Δεν κάλεσαν συγκέντρωση. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, το σύνταγμα διαλύθηκε. Οι άντρες πήραν άδεια για την υπό λοιπη μέρα. Απ' ό,τι θυμάμαι, μόνο πέντε ή έξι φορές είχε δοθεί μια τέτοια αργία. Όλοι oι όμοιοι ανεξαιρέτως σκορπίστηκαν με το ηθικό ανεβασμένο και γύρισαν τροχάδην στην πόλη. Αυ τή τη φορά κανείς δε σάλεψε. Ολόκληρη η μόρα έμεινε καρ φωμένη στη θέση της, στην κοίτη του ξεροπόταμου, βουίζο ντας σαν μελίσσι. Αυτό ήταν το νέο: Τέσσερις μόρες, πέντε χιλιάδες άντρες, θα ξεκινούσαν για τις Θερμοπύλες. Η φάλαγγα, ενισχυμένη με τέσσερα συ ντάγματα των περιοίκων, μαζί με τους βοηθητικούς και τους 246
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ένοπλους είλωτες, θα ξεκινούσε αμέσως μόλις τα Κάρνεια, η γιορτή προς τιμήν του Κάρνειου Απόλλωνα, τελείωναν, για τί κατά τη διάρκεια τους απαγορευόταν να πάρουν τα όπλα. Για δυόμισι εβδομάδες. Η στρατιωτική δύναμη θα αποτελούνταν συνολικά από είκοσι χιλιάδες άντρες, διπλάσια από τα Τέμπη, και θα συ γκεντρωνόταν σε ένα στενό δέκα φορές πιο στενό. Άλλες τριάντα με πενήντα χιλιάδες οπλίτες των συμμά χων θα ακολουθούσαν αυτόν το στρατό, ενώ η κυρίως δύνα μη του συμμαχικού στόλου, εκατόν είκοσι πολεμικά πλοία, θα έκλεινε τα στενά μεταξύ Αρτεμισίου και Άνδρου, καθώς και το στενό του Ευρίπου. Έτσι θα προστάτευαν τα στρα τεύματα αν δέχονταν επίθεση από τη θάλασσα. Ήταν ένα ομαδικό προσκλητήριο. Έτσι τουλάχιστον φαι νόταν. Ο Διηνέκης το γνώριζε αυτό, όπως όλοι. Ο κύριός μου γύρισε στην πόλη συνοδευόμενος από τον Αλέξανδρο, που είχε πλέον τη θέση του ως πολεμιστή στην ενωμοτία, τους συναδέλφους του Βίαντα και Μαύρο Λέοντα και τους βοηθητικούς τους. Στο δρόμο συναντήσαμε το γέ ροντα Χαρίλαο, που γύριζε στην πόλη κουτσαίνοντας σιγά σιγά. Τον βοηθούσε ο ακόλουθος του Σθενίσθης, που ήταν κι αυτός πολύ ηλικιωμένος. Ο Μαύρος Λέων οδηγούσε ένα γάιδαρο του στρατού από το καπίστρι. Είπε στο γέροντα να ανέβει. Ο Χαρίλαος αρνήθηκε, αλλά είπε ότι μπορούσε να ανέβει ο υπηρέτης του. «Δε μας τα λες τώρα κι εμάς, γερο-θείε;» Ο Διηνέκης απευθύνθηκε στην πολιτική προσωπικότητα στοργικά, αλ λά με την ανυπομονησία ενός στρατιώτη για την αλήθεια. «Μεταφέρω μόνο αυτά που μου λένε να πω, Διηνέκη». «Οι Πύλες δε χωράνε πενήντα χιλιάδες. Ούτε πέντε δε χω ρούν». Ο Διηνέκης στραβομουτσούνιασε. «Βλέπω ότι θεωρείς τη δική σου στρατηγική ανώτερη από του Λεωνίδα». • 247 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Το γεγονός, πάντως, ήταν ένα, ολοφάνερο και σε μας τους βοηθητικούς ακόμα. Ο περσικός στρατός ήταν ήδη στη Θεσ σαλία. Τι θα γινόταν όμως αυτές τις δέκα μέρες στις Πύλες; Ή και σε λιγότερες; Σε δυόμισι εβδομάδες τα εκατομμύρια τους θα τις διάβαιναν και θα βρίσκονταν εφτακόσια στάδια μακριά. Θα στάθμευαν μπροστά στο κατώφλι μας. «Πόσοι θα είναι στην ομάδα προώθησης;» ρώτησε το γέ ροντα ο Μαύρος Λέων. Εννοούσε την εμπροσθοφυλακή των Σπαρτιατών, η οποία, όπως πάντα σε μια κινητοποίηση του στρατού, θα στελνό ταν στις Θερμοπύλες άμεσα, να καταλάβει το στενό προ τού φτάσουν εκεί οι Πέρσες και πριν την άφιξη της κύριας δύναμης και του στρατού των συμμάχων. «Θα το ακούσεις από το Λεωνίδα αύριο» αποκρίθηκε ο γέροντας. Αλλά είδε την απογοήτευση των νεότερων αντρών. «Τριακόσιοι» είπε μόνος του. «Όλοι όμοιοι. Όλοι πατέ ρες». Ο αφέντης μου είχε έναν τρόπο να προβάλλει το σαγόνι του σφίγγοντας άγρια τα δόντια. Αυτό το έκανε όταν τραυ ματιζόταν στην εκστρατεία και δεν ήθελε να καταλάβουν οι άντρες πόσο άσχημα ήταν. Τον κοίταξα. Αυτή την έκφραση είχε τώρα το πρόσωπό του. Μια μονάδα από «πατέρες» συμπεριλάμβανε μόνο άντρες που ήταν πατέρες ζωντανών αρσενικών παιδιών. Αυτό γινόταν για να μην εξαφανίζεται η γενιά τους σε πε ρίπτωση που οι πολεμιστές σκοτώνονταν. Μια μονάδα από πατέρες ήταν μια μονάδα αυτοκτονίας. Μια δύναμη που στελνόταν για να μείνει και να πεθά νει. Οι συνηθισμένες μου δουλειές όταν γυρίζαμε από τα γυ μνάσια ήταν να καθαρίζω και να τακτοποιώ τα ατομικά εί δη του αφέντη μου και να φροντίζω, μαζί με τους υπηρέτες του συσσιτίου, την προετοιμασία του βραδινού φαγητού. • 248 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Εκείνη τη μέρα ωστόσο ο Διηνέκης ζήτησε από το Μαύρο Λέοντα να επιτρέψει στο βοηθό του να κάνει διπλή δου λειά. Εμένα με πρόσταξε να πάω τρέχοντας στο σπίτι του. Θα πληροφορούσα τη δέσποινα Αρέτη ότι το σύνταγμα ήταν ελεύθερο υπηρεσίας και ότι ο σύζυγός της θα πήγαινε σε λί γο στο σπίτι. Θα της ανακοίνωνα μια πρόσκληση εκ μέρους του: Θα ήθελαν εκείνη και οι κόρες τους να τον συνοδεύ σουν το απόγευμα σε μια βόλτα στους λόφους; Έτρεξα αμέσως, παρέδωσα το μήνυμα και μετά ήμουν ελεύθερος να πάω όπου ήθελα. Κάτι όμως με έκανε να μεί νω. Από το βουναλάκι πάνω από την αγροικία του αφέντη μου είδα τις κόρες του να βγαίνουν τρέχοντας από την αυ λόπορτα για να τον καλωσορίσουν, γεμάτες ανυπομονησία και ενθουσιασμό, καθώς ερχόταν. Η Αρέτη είχε ετοιμάσει ένα καλάθι με φρούτα, τυρί και ψωμί. Ήταν όλοι ξυπόλυτοι και φορούσαν μεγάλα καπέλα για τον ήλιο, που κουνιούνταν στην παραμικρή κίνηση. Είδα τον αφέντη μου να παίρνει τη γυναίκα του παράμε ρα κάτω από τις βαλανιδιές και να μιλάει μαζί της αρκετή ώρα. Ό,τι της είπε προκάλεσε τα δάκρυά της. Τον αγκάλια σε σφιχτά, περνώντας τα δυο της χέρια γύρω από το λαιμό του. Ο Διηνέκης φάνηκε να αντιστέκεται στην αρχή, αλλά με τά λύγισε και έσφιξε τη γυναίκα πάνω του τρυφερά. Τα κορίτσια, ανυπόμονα, τους φώναζαν. Δυο σκυλάκια γάβγιζαν στα πόδια τους. Ο Διηνέκης και η Αρέτη αποχω ρίστηκαν. Είδα τον αφέντη μου να σηκώνει τη μικρότερη, την Ελλάνδρα, και να τη βάζει καβάλα στους ώμους του. Κρατούσε την Αλεξώ από το χέρι όταν ξεκίνησαν. Τα κορί τσια ήταν διαχυτικά και χαρούμενα, ο Διηνέκης και η Αρέτη λιγότερο. Καμιά κύρια στρατιωτική δύναμη δε θα στελνόταν στις Θερμοπύλες. Αυτά τα έλεγαν για τον κόσμο, για να εξασφα• 249 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λίσουν την εμπιστοσύνη των συμμάχων και να τους κινητο ποιήσουν. Μόνο οι Τριακόσιοι θα στέλνονταν, με διαταγές να αντι σταθούν και να πεθάνουν. Ο Διηνέκης δε θα ήταν ανάμεσά τους. Δεν είχε αρσενικό απόγονο. Δεν ήταν δυνατό να τον επιλέξουν.
• 250 •
16 ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ αφηγηθώ ένα περιστατικό που συνέβη στον πόλεμο, αρκετά χρόνια πριν, και που οι συνέπειες του τη συγκεκριμένη στιγμή θα επηρέαζαν τη ζωή του Διηνέκη, του Αλέξανδρου, της Αρέτης και πολλών άλλων σ' αυτή την ιστο ρία. Συνέβη στα Οινόφυτα, στη μάχη κατά των Θηβαίων, ένα χρόνο μετά το Αντίρριο. Αναφέρομαι στον απίστευτο ηρωισμό που έδειξε σ' αυ τή την περίπτωση ο συνάδελφος μου Κόκορας. Όπως εγώ, εκείνη την εποχή ήταν μόνο δεκαπέντε χρονών και υπηρε τούσε, με απειρία φυσικά, λιγότερο από δώδεκα μήνες ως πρώτος βοηθητικός τον πατέρα του Αλέξανδρου Ολύμπιο. Τα μέτωπα των στρατών είχαν συγκρουστεί. Τα συντάγ ματα του Μενελάιου, της Πολιάδος και της Αγριελιάς έδιναν σκληρή μάχη με την αριστερή πτέρυγα των Θηβαίων, η οποία είχε παραταχθεί σε είκοσι άντρες βάθος αντί για οχτώ, όπως συνηθιζόταν, και κρατούσε το μέρος με φοβερή επιμονή. Ο κίνδυνος μεγάλωσε περισσότερο όταν η πτέρυγα του εχθρού περικύκλωσε το δεξί των Σπαρτιατών σε απόσταση εκατόν σαράντα περίπου μέτρων. Άρχισαν να προελαύνουν, πλήτ τοντας το Μενελάιο από τα πλάγια. Την ίδια στιγμή το δε ξί του εχθρού, που είχε υποστεί τις σοβαρότερες απώλειες, έχασε τη συνοχή του και έπεσε πάνω στις συμπαγείς σει ρές της οπισθοφυλακής του. Το δεξί του αντιπάλου διαλύ θηκε πανικόβλητο, ενώ το αριστερό προχωρούσε. ΤΩΡΑ
• 251 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Μέσα στον ορυμαγδό της μάχης, ο Ολύμπιος τραυματί στηκε σοβαρά στην καμάρα του ποδιού του από τη μύτη ενός εχθρικού ακοντίου. Αυτό συνέβη σε μια στιγμή που στο πεδίο επικρατούσε χαλασμός, με το δεξί του εχθρού να έχει καταρρεύσει και τους Σπαρτιάτες να τους καταδιώκουν, ενώ το αριστερό του συνέχιζε την επίθεση, υποστηριζόμενο από αρκετούς άντρες του ιππικού του που έτρεχαν πέρα δώθε στο πεδίο της μάχης. Ο Ολύμπιος βρέθηκε μοναχός σε ένα «αλώνι», στα μετό πισθεν της μάχης που συνεχιζόταν. Το τραύμα στο πόδι του τον καθιστούσε ανίκανο να περπατήσει, ενώ το λοξό λοφίο του αξιωματικού στην περικεφαλαία του εύκολο στόχο για κάθε επίδοξο ήρωα που ήταν καβάλα σε κάποιο από τα άλο γα του εχθρού. Τρεις Θηβαίοι ιππείς όρμησαν εναντίον του. Ο Κόκορας, άοπλος και χωρίς πανοπλία, ρίχτηκε στη μά χη, αρπάζοντας ένα ακόντιο από κάτω καθώς έτρεχε. Μό λις έφτασε στον Ολύμπιο, όχι μόνο χρησιμοποίησε την ασπί δα του κυρίου του για να τον προστατέψει από τα όπλα βο λής του εχθρού αλλά αντιμετώπισε και τους ιππείς με το ένα του χέρι. Τραυμάτισε και εξουδετέρωσε τους δύο με το ακόντιό του, ενώ άνοιξε το κεφάλι του τρίτου με το ίδιο του το κράνος, όταν, μέσα στην τρέλα της στιγμής, ο Κόκορας έσπασε το κεφάλι του άντρα με τα χέρια όταν τον πέταξε κάτω από τη σέλα. Ο Κόκορας κατάφερε ακόμη να αιχμα λωτίσει το ωραιότερο από τα τρία ζώα, ένα υπέροχο πολε μικό άτι, που το έβαλε μετά τη μάχη να σύρει το φορείο που μετέφερε τον Ολύμπιο ασφαλή από το πεδίο της μάχης. Όταν ο στρατός επέστρεφε στη Λακεδαίμονα μετά από αυτή την εκστρατεία, το κατόρθωμα του Κόκορα έγινε θέ μα συζήτησης στην πόλη. Οι όμοιοι κουβέντιαζαν για και ρό τις προοπτικές που είχε. Τι έπρεπε να κάνουν μ' αυτό το αγόρι; Όλοι θυμήθηκαν ότι, παρ' όλο που η μητέρα του ήταν • 252 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Μεσσηνία είλωτας, πατέρας του ήταν ο Σπαρτιάτης Ιδοτυχίδης, ο αδελφός της Αρέτης, ένας ήρωας που σκοτώθηκε στη Μαντινεία όταν ο Κόκορας ήταν δύο ετών. Οι Σπαρτιάτες, όπως έχω ήδη πει, έχουν μια τάξη νεαρών πολεμιστών, μια τάξη θετών αδελφών, που λέγονται μόθακες. Νόθα παιδιά, όπως ο Κόκορας, ακόμα και νόμιμοι γιοι Σπαρτιατών ομοίων οι οποίοι από κακοτυχία ή φτώχεια έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα μπορούν, αν θεωρη θούν άξιοι, να βγουν από τους περιορισμούς τους και να ανέβουν σ' αυτή την τάξη. Αυτή την τιμή πρόσφεραν τώρα στον Κόκορα. Δεν την αποδέχτηκε. Δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι ήταν ήδη δεκαπέντε χρο νών. Ήταν πολύ αργά γι' αυτόν προτιμούσε να παραμείνει στην υπηρεσία τους ως βοηθητικός. Η απόρριψη μιας τόσο γενναιόδωρης προσφοράς εξόρ γισε τους ομοίους του συσσιτίου του Ολύμπιου και θεωρή θηκε προσβολή, όσο μπορούσε βέβαια η υπόθεση ενός νό θου, για όλη την πόλη. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι αυτός ο αγνώμων ξεροκέφαλος ήταν γνωστός για τα εχθρικά του αισθήματα. Ήταν ένας τύπος αρκετά συνηθισμένος για δού λος, περήφανος και ισχυρογνώμων. Θεωρούσε τον εαυτό του Μεσσήνιο. Είτε έπρεπε, λοιπόν, να σκοτώσουν αυτόν και την οικογένειά του μαζί ή να σιγουρευτούν ότι δε θα πρόδιδε τη σπαρτιατική υπόθεση. Ο Κόκορας απέφυγε τη δολοφονία από τα χέρια της κρυπτείας τότε, επειδή ήταν μικρός ακόμα και χάρη στην πα ρέμβαση του Ολύμπιου, που μίλησε σε όλους τους ομοίους. Η υπόθεση ξεχάστηκε προς στιγμήν, αλλά ερχόταν πάλι στο προσκήνιο στις επόμενες εκστρατείες, όταν ο Κόκορας ξα νά και ξανά αποδεικνυόταν ο πιο τολμηρός και ο πιο γεν ναίος από όλους τους νεαρούς βοηθητικούς. Τους ξεπερνού σε όλους στο στρατό, εκτός από τον Αυτόχειρα,τον Κύκλω• 253 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
πα, τον καλύτερο άντρα του ολυμπιακού πενταθλητή Αλφεού, και το βοηθητικό του Πολύνεικου, τον Άκανθο. Τώρα οι Πέρσες στέκονταν στο κατώφλι της Ελλάδας. Σε λίγο θα επιλέγονταν οι Τριακόσιοι για τις Θερμοπύλες. Ο Ολύμπιος θα ήταν σίγουρα ανάμεσά τους, με τον Κόκο ρα πλάι του στην υπηρεσία του. Μπορούσαν όμως να εμπι στευτούν αυτό τον προδότη; Με μια λεπίδα στο χέρι και τον ίδιο μια αναπνοή από την πλάτη του πολέμαρχου; Το τελευταίο που χρειαζόταν η Σπάρτη αυτή την κρίσιμη ώρα ήταν προβλήματα στην πατρίδα από τους είλωτες. Η πόλη δε θα άντεχε μια στάση, έστω και αποτυχημένη. Ο Κό κορας, είκοσι χρονών πια, είχε μεγάλη δύναμη στους Μεσσήνιους εργάτες, αγρότες και αμπελουργούς. Ήταν ο ήρωας τους, ένας νέος που το θάρρος του στη μάχη θα μπορούσε να γίνει εισιτήριο για να βγει από τη δουλεία. Θα μπορού σε να φοράει τον κόκκινο μανδύα των Σπαρτιατών και να τον επιδεικνύει στα κατώτερα αδέλφια του. Αλλά αυτός δεν το καταδέχτηκε. Δήλωνε ότι ήταν Μεσσήνιος και τα αδέλφια του δε θα το ξεχνούσαν ποτέ αυτό. Ποιος ξέρει πόσοι από αυτούς ακολουθούσαν τον Κόκορα με την καρδιά τους; Πό σοι τεχνίτες ζωτικής σημασίας και βοηθητικό προσωπικό, οπλοποιοί και κουβαλητές φορείων, βοηθητικοί του στρατού και σιτιστές; Φυσάει ένας ανησυχητικός, έλεγαν, άνεμος, που δε θα μας βγει σε καλό, κι αυτή η περσική εισβολή μπορεί να είναι ό,τι καλύτερο συνέβη ποτέ στους είλωτες. Ίσως φέ ρει τη λύτρωση. Την ελευθερία. Θα παρέμεναν πιστοί; Όπως η πύλη ενός πανίσχυρου φρουρίου που για να λειτουργήσει βασίζεται στις διαθέσεις ενός μόνο κεντρικού άξονα, έτσι πολλοί Μεσσήνιοι είχαν στρέψει την προσοχή τους στον Κό κορα και ήταν σε ετοιμότητα περιμένοντας το σύνθημά του. Ήταν η νύχτα πριν την ανακήρυξη των Τριακοσίων. Ο Κόκορας κλήθηκε να παραστεί στο συσσίτιο του Ολύμπιου, στου Βελλεροφόντη. Εκεί προσφέρθηκε επισήμως στο νέο, • 254 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
με τη σύμφωνη γνώμη όλων, η τιμή του σπαρτιατικού πορ φυρού μανδύα. Αλλά πάλι δεν την αποδέχτηκε. Εκείνη την ώρα εγώ χάζευα επίτηδες έξω από του Βελλεροφόντη για να δω πώς θα εξελισσόταν η υπόθεση. Δε χρει αζόταν ιδιαίτερη φαντασία για να καταλάβω όταν άκουσα από μέσα τα μουρμουρητά της αποδοκιμασίας και είδα τον Κόκορα να βγαίνει γρήγορα και σιωπηλά. Η υπόθεση είχε πάρει σοβαρή και επικίνδυνη τροπή. Μια εντολή του αφέντη μου με απομάκρυνε μια ώρα περίπου. Τελικά, βρήκα την ευ καιρία να ξεφύγω. Δίπλα στο Μικρό Γύρο, όπου βρίσκονται τα σημεία εκ κίνησης, υπάρχει ένα δασάκι με έναν ξεροπόταμο που δια κλαδίζεται σε τρεις κατευθύνσεις. Εκεί ο Κόκορας, εγώ και τα άλλα αγόρια συνηθίζαμε να συναντιόμαστε και να φέρ νουμε ακόμα και κορίτσια, γιατί, αν μας έβρισκαν, μπορού σαμε να ξεφύγουμε εύκολα μέσα στο σκοτάδι, ακολουθώ ντας μία από τις τρεις κοίτες του ξεροπόταμου. Ήξερα ότι θα ήταν εκεί. Και πράγματι ήταν. Προς μεγάλη μου έκπλη ξη, ήταν και ο Αλέξανδρος μαζί του. Μάλωναν. Δε χρειάστη κε πολύ να καταλάβω ότι αιτία της σύγκρουσης τους ήταν η επιθυμία του Αλέξανδρου να γίνει φίλος του Κόκορα, ενώ ο άλλος τον απέκρουε. Κι αυτό ήταν στ' αλήθεια το περίερ γο. Θα έβρισκε μεγάλο μπελά αν τον έπιαναν, γιατί θα εί χε άμεσες επιπτώσεις στη μύησή του ως πολεμιστή. Καθώς κατέβαινα την όχθη μέσα στο σκοτάδι του ξεροπόταμου, άκουσα τον Αλέξανδρο να καταριέται τον Κόκορα και να τον αποκαλεί τρελό. «Θα σε σκοτώσουν τώρα, δεν το καταλαβαίνεις;» «Γάμησέ τους. Γάμησέ τους όλους». «Σταματήστε!» ξέσπασα μπαίνοντας ανάμεσά τους. Τους επανέλαβα αυτά που ξέραμε και οι τρεις: ότι το κύρος του Κόκορα στις κατώτερες τάξεις τον εμπόδιζε να ενεργήσει • 255 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μόνο για τον εαυτό του, ότι αυτό που έκανε θα είχε αντί κτυπο στη γυναίκα του, στο γιο και στην κόρη του, στην οι κογένειά του. Δεν κινδύνευε μόνο αυτός αλλά κι εκείνοι. Η κρυπτεία θα τον σκότωνε εκείνη τη νύχτα. Τίποτα δεν κρα τούσε πια τον Πολύνεικο. «Δε θα με πιάσει αν δε βρίσκομαι εδώ». Ο Κόκορας είχε αποφασίσει να το σκάσει εκείνη τη νύ χτα. Θα πήγαινε στο ναό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο, όπου ένας είλωτας μπορούσε να βρει καταφύγιο. Ήθελε να πάω κι εγώ μαζί του. Του είπα ότι ήταν τρελός. «Τι περίμενες να γίνει από τη στιγμή που απέρριψες την πρότασή τους; Η προσφορά τους ήταν τιμητική». «Γάμησε τις τιμές τους. Οι άντρες της κρυπτείας με κυ νηγάνε τώρα στο σκοτάδι, απρόσωποι, σαν δειλοί. Είναι τι μητικό αυτό;» Του είπα ότι με την περηφάνια που είχε δείξει, αν και ήταν δούλος, είχε αγοράσει το εισιτήριό του για τον Άδη. «Σκάστε κι οι δυο σας». Ο Αλέξανδρος πρόσταξε τον Κόκορα να πάει στο καβού κι του, εννοώντας τις φτωχικές καλύβες των ειλώτων. «Αν είναι να φύγεις, φύγε τώρα!» Κατεβήκαμε τρέχοντας το σκοτεινό ξεροπόταμο. Η Αρ μονία είχε και τα δυο παιδιά, την κόρη του Κόκορα και το μικρό αγοράκι του, έτοιμα για δρόμο. Όταν φτάσαμε κοντά στο καπνισμένο καβούκι του είλωτα, ο Αλέξανδρος έβαλε στο χέρι του Κόκορα μια χούφτα αιγινήτιους οβολούς, όχι πολλούς, αλλά ήταν ό,τι είχε, αρκετούς πάντως ώστε να δι ευκολύνουν τη φυγή του. Αυτή η χειρονομία άφησε άφωνο τον Κόκορα. «Ξέρω ότι δε με σέβεσαι» του είπε ο Αλέξανδρος. «Θε ωρείς τον εαυτό σου καλύτερο στ' άρματα, σε δύναμη και θάρρος. Ε λοιπόν, είσαι. Προσπάθησα, μα τους θεούς, με κά θε ίνα της ύπαρξής μου, κι όμως δε σε φτάνω ούτε στο μι• 256 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σό. Ούτε θα σε φτάσω ποτέ. Εσύ θα έπρεπε να ήσουν στη θέση μου κι εγώ στη δική σου. Φταίει, η αδικία των θεών που έκαναν εσένα δούλο κι εμένα ελεύθερο». Τα λόγια του Αλέξανδρου αφόπλισαν εντελώς τον Κό κορα. Μπορούσε να δει κανείς στο βλέμμα του τη μαχητι κή διάθεση να μαλακώνει, την περηφάνια και την προκλη τικότητά του να χαλαρώνουν και να τον εγκαταλείπουν. «Έχεις μεγαλύτερο θάρρος απ' όσο θα έχω ποτέ» απο κρίθηκε ο νόθος «γιατί το κάνεις επειδή έχεις τρυφερή καρ διά, ενώ εμένα οι θεοί με έβαλαν να κλοτσάω και να δίνω μπουνιές από την κούνια μου ακόμα. Και τιμάς τον εαυτό σου μιλώντας με τόση καλοσύνη. Έχεις δίκιο, πράγματι σε αντιπαθούσα. Μέχρι αυτή τη στιγμή». Ο Κόκορας τότε κοίταξε εμένα. Έβλεπα τη σύγχυση στη μορφή του. Είχε συγκινηθεί από την ακεραιότητα του Αλέ ξανδρου, που έκανε την καρδιά του να διστάζει και να λυ γίζει ακόμα. Έπειτα με μια προσπάθεια διέλυσε τη μαγεία. «Αλλά δε θα με επηρεάσεις, Αλέξανδρε. Μακάρι να έρθει ο Πέρσης. Μακάρι να κάνει σκόνη όλη τη Λακεδαίμονα. Τότε θα χορεύω στον τάφο της». Ακούσαμε την Αρμονία να βογκάει. Πυρσοί έλαμψαν απ' έξω. Σκιές περικύκλωσαν το καβούκι. Η κουβέρτα που έκλεινε την είσοδο σκίστηκε βίαια. Εκεί, στο άνοιγμα της πόρτας, στεκόταν ο Πολύνεικος, οπλισμένος με άλλους τέσ σερις δολοφόνους της κρυπτείας πίσω του. Ήταν όλοι νέοι, εξίσου αθλητικοί σαν τον ολυμπιονίκη και αδυσώπητοι σαν σίδερο. Όρμησαν μέσα και έδεσαν τον Κόκορα με ένα σχοινί. Το αγοράκι έκλαιγε γοερά στην αγκαλιά της Αρμονίας, η κοπέ λα ήταν δεν ήταν δεκαεπτά. Αρχισε να τρέμει και να κλαίει, τραβώντας την κόρη της τρομοκρατημένη δίπλα της. Ο Πολύνεικος απολάμβανε το θέαμα. Το βλέμμα του καρφώθηκε στον Κόκορα, μετά στη γυναίκα του, στα παιδιά του και σε • 257 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μένα, για να σταθεί με περιφρόνηση πάνω στον Αλέξανδρο. «Έπρεπε να το φανταστώ ότι θα σε έβρισκα εδώ». «Κι εγώ εσένα» αποκρίθηκε ο νέος. Στο πρόσωπό του φαινόταν καθαρά η απέχθεια του για την κρυπτεία. Ο Πολύνεικος αντιμετώπισε τον Αλέξανδρο και τα συ ναισθήματά του με φανερή περιφρόνηση. «Η παρουσία σου εδώ μέσα σ' αυτούς τους τοίχους αποτελεί προδοσία. Το ξέρεις, όπως και όλοι οι άλλοι. Από σεβασμό στον πατέρα σου μόνο, θα σ' το πω μια φορά: Φύγε τώρα. Δίνε του αμέ σως και δε θα πω τίποτε. Η αυγή θα βρει τέσσερις είλωτες λιγότερους». «Δε φεύγω» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. «Σκότωσε μας όλους λοιπόν» είπε ο Κόκορας οργισμέ νος στον Πολύνεικο. «Δείξτε μας τη σπαρτιατική ανδρεία, δειλοί, που βγαίνετε μόνο νύχτα!» Μια γροθιά τού έσπασε τα δόντια, κάνοντας τον να σω πάσει. Είδα χέρια να αρπάζουν τον Αλέξανδρο και ένιωσα άλλα να πιάνουν εμένα. Έδεσαν τους καρπούς μου με δερμάτινα λουριά και μου έχωσαν ένα πανί στο λαρύγγι. Οι άντρες της κρυπτείας άρπαξαν την Αρμονία και τα μωρά της. «Πάρτε τους όλους» διέταξε ο Πολύνεικος.
• 258 •
17 ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ συσσίτιο του Δευκαλίωνα, ψηλά στην πλαγιά, ήταν ένα δασάκι, όπου συγκεντρώνονταν οι άντρες και τα σκυλιά πριν ξεκινήσουν για κυνήγι. Εκεί μέσα σε λίγη ώρα στήθηκε ένα πρόχειρο δικαστήριο. Είναι ένα μακάβριο μέρος. Κάτω από τις βαλανιδιές υπάρχουν απότομα χαντάκια, ενώ από τα γείσα των σταθ μών σίτισης κρέμονται τα δίχτυα και ο εξοπλισμός για το κυνήγι. Τα σύνεργα σφαγής της κουζίνας φυλάσσονται σε διπλοκλειδωμένα ξεχωριστά οικήματα· πίσω από τις πόρ τες κρέμονται τσεκούρια και μαχαίρια για το ξεκοίλιασμα, μπαλτάδες που σχίζουν και σπάνε τα κόκαλα. Κατά μήκος του τοίχου εκτείνεται ένας μαύρος από το αίμα πάγκος, όπου τεμαχίζουν τα αγριοπούλια και τα πουλερικά. Κό βουν τα κεφάλια τους και τα πετούν κάτω για να τα φάνε τα κυνηγόσκυλα. Σωροί από μαδημένα φτερά που φτάνουν μέχρι τα μισά της κνήμης ενός ανθρώπου μουσκεύουν από τις σταγόνες του αίματος του επόμενου άτυχου πουλιού που λυγίζει το λαρύγγι του κάτω από τον μπαλτά. Πάνω από τον πάγκο υπάρχουν τα δοκάρια του χασάπικου με τα βα ριά αγκίστρια, όπου κρεμούν, ξεκοιλιάζουν και αφήνουν το κυνήγι να στραγγίξει. Ήταν προαποφασισμένο ότι ο Κόκορας έπρεπε να πεθά νει, και το μικρό του αγοράκι μαζί. Αυτά που έμενε να κα νονιστούν ήταν το θέμα του Αλέξανδρου και η προδοσία του, • 259 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
η οποία, αν μαθευόταν στην πόλη, θα είχε πολύ σοβαρές επι πτώσεις αυτή τη δύσκολη ώρα. Όχι μόνο για τον ίδιο και τη θέση του, μια και είχε μυηθεί πρόσφατα στο ρόλο του πολε μιστή, αλλά και για το κύρος ολόκληρης της οικογένειάς του, της γυναίκας του Αγαθής, της μητέρας του Παράλειας, του πατέρα του, του πολέμαρχου Ολύμπιου, και, όχι λιγότερο από τους άλλους, του προστάτη του Διηνέκη. Οι δυο τελευ ταίοι κάθισαν παράμερα, μαζί με τους άλλους δεκάξι ομοί ους του συσσιτίου του Δευκαλίωνα. Η γυναίκα του Κόκορα έκλαιγε σιωπηλά με το κοριτσάκι δίπλα της, ενώ το μωρό έσκουζε κουκουλωμένο στην αγκαλιά της. Ο Κόκορας γονά τισε, πάντα δεμένος, στο άνυδρο χώμα του καλοκαιριού. Ο Πολύνεικος πηγαινοερχόταν ανυπόμονα, περιμένοντας την απόφαση. «Μπορώ να μιλήσω;» ακούστηκε βραχνή η φωνή του Κό κορα. Ο λαιμός του είχε ξεραθεί ώσπου να τον φέρουν μέ χρι εδώ μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού. «Tι έχει να πει ένας άχρηστος σαν εσένα;» ρώτησε ο Πολύνεικος. Ο Κόκορας έδειξε τον Αλέξανδρο. «Αυτόν τον άνθρωπο που οι μαχαιροβγάλτες σου πιστεύουν ότι τον "συνέλαβαν"... θα έπρεπε να τον ανακηρύξουν ήρωα. Αυτός με αιχαλώτισε, αυτός και ο Χίονης. Γι' αυτό ήταν στο καβούκι μου. Για να με συλλάβουν και να με φέρουν εδώ». «Φυσικά» αποκρίθηκε σαρκαστικά ο Πολύνεικος. «Γι' αυτό σε έδεσαν τόσο σφιχτά». Ο Ολύμπιος απευθύνθηκε στον Αλέξανδρο. «Είναι αλή θεια, γιε μου; Εσύ συνέλαβες τον έφηβο Κόκορα;» «Οχι, πατέρα. Δεν τον συνέλαβα εγώ». Όλοι γνώριζαν ότι αυτή η δίκη δε θα κρατούσε πολύ. Οι έφηβοι της αγωγής σύντομα θα ανακάλυπταν τα πάντα, ακόμα και μέσα στις σκιές της νύχτας, αφού φρουρούσαν την πόλη και οι περιπολίες τους είχαν διπλασιαστεί λόγω του πολέμου. Η συνέλευση δεν είχε πάνω από πέντε λεπτά. • 260 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Με δυο σύντομες ερωταποκρίσεις, λες και οι όμοιοι δεν μπορούσαν να το μαντέψουν από μόνοι τους, έγινε φανερό ότι ο Αλέξανδρος είχε προσπαθήσει την ενδέκατη ώρα να πείσει τον Κόκορα να ανακαλέσει την άρνηση του και να αποδεχτεί την τιμή που του έκανε η πόλη, ότι είχε αποτύχει και ότι δεν είχε προλάβει να αναλάβει δράση εναντίον του. Αυτό ήταν σκέτη προδοσία, δήλωσε ο Πολύνεικος. Ωστό σο, είπε, ο ίδιος προσωπικά δεν επιθυμούσε να δυσφημίσει και να τιμωρήσει το γιο του Ολύμπιου, ούτε κι εμένα ακό μα, το βοηθητικό του Διηνέκη. «Ας τελειώσει εδώ το πράγ μα λοιπόν. Εσείς αποσυρθείτε. Αφήστε αυτό τον είλωτα και το κουτσούβελό του σε μένα». Ήταν η σειρά του Διηνέκη να μιλήσει. Εξέφρασε την ευ γνωμοσύνη του στον Πολύνεικο για τη σπλαχνική προσφορά του. Η πρόταση του ιππέα ωστόσο άφηνε μια σκιά να πλα νιέται. «Ας μην το αφήσουμε έτσι, λοιπόν, και ας ξεκαθαρί σουμε το όνομα του Αλέξανδρου εντελώς. Μπορώ» ρώτησε ο Διηνέκης «να μιλήσω εκ μέρους του νεαρού;». Ο γέροντας Μέδοντας δέχτηκε, οι όμοιοι συμφώνησαν κι αυτοί. Ο Διηνέκης τότε είπε: «Σύντροφοι, όλοι σας γνωρίζετε τα αισθήματά μου για τον Αλέξανδρο. Είστε ενήμεροι όλοι ότι τον συμβούλευα και τον προστάτευα από τότε που ήταν μι κρός. Είναι κάτι σαν γιος, φίλος κι αδελφός για μένα. Όμως δε θα τον υπερασπιστώ επειδή τρέφω αυτά τα αισθήματα απέναντί του. Συλλογιστείτε, φίλοι μου, καλύτερα αυτά που σας πω. »Αυτό που δοκίμασε να κάνει απόψε ο Αλέξανδρος εί ναι το ίδιο που προσπάθησε να πετύχει ο πατέρας του με τά τα Οινόφυτα, δηλαδή να επηρεάσει με τη λογική και την πειθώ αυτό το αγόρι, το Δέκτωνα, τον επονομαζόμενο Κό κορα. Για να απαλύνει την πίκρα που τρέφει εναντίον των Σπαρτιατών, οι οποίοι, αυτή την αίσθηση έχει, υποδούλω• 261 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σαν τους συμπατριώτες του, και να τον εντάξει στη μεγά λη υπόθεση της Λακεδαίμονας. »Κανένα όφελος δεν είχε ο Αλέξανδρος, ούτε τώρα ούτε ποτέ, κάνοντας απόψε αυτή την απόπειρα. Σε τι θα τον ωφε λούσε να ντύσει αυτό τον αποστάτη με τον κόκκινο σπαρ τιατικό μανδύα; Το μόνο που σκέφτηκε ήταν το καλό της πό λης. Να θέσει στη διάθεσή της ένα νέο που έχει επιδείξει γεν ναιότητα και θάρρος, το νόθο γιο ενός ομοίου και ήρωα, του αδελφού της γυναίκας μου Ιδοτυχίδη. Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να κατηγορείτε κι εμένα μαζί με τον Αλέξανδρο, γιατί κι εγώ, περισσότερο από μια φορά, αναφέρθηκα σ' αυ τό το αγόρι, τον Κόκορα, ως ανιψιό μου εξ αγχιστείας». «Ναι» μπήκε στη μέση ο Πολύνεικος «σαν αστείο και κο ροϊδευτικά». «Δεν αστειευόμαστε εδώ απόψε, Πολύνεικε». Ακούστηκε ένα θρόισμα ανάμεσα στα φύλλα και ξαφνι κά, προς μεγάλη έκπληξη όλων, μέσα σε κείνον το μακάβριο χώρο εμφανίστηκε η δέσποινα Αρέτη. Το μάτι μου πήρε δυο χωριατόπαιδα να το σκάνε στο σκοτάδι. Προφανώς, αυτοί οι σπιούνοι είχαν γίνει μάρτυρες της σκηνής στο καβούκι του Κόκορα και έτρεξαν να το προφτάσουν στην κυρά τους. Η δέσποινα πλησίασε. Φορούσε πέπλο και είχε τα μαλλιά της λυτά, απόδειξη ότι πριν λίγο βρισκόταν στην αγκάλη του Μορφέα. Οι όμοιοι παραμέρισαν για να περάσει, ανίκανοι να προφέρουν έστω και μια λέξη διαμαρτυρίας από την έκπληξη. «Τι σημαίνουν όλ' αυτά;» ρώτησε αποδοκιμαστικά. «Ένα δικαστήριο τρελών κάτω από τις βαλανιδιές; Ποια αξιοσέ βαστη ετυμηγορία θα βγάλετε εσείς, γενναίοι πολεμιστές, απόψε; Να δολοφονήσετε μια κοπέλα ή να κόψετε το λα ρύγγι ενός νηπίου;» Ο Διηνέκης προσπάθησε να την κάνει να σωπάσει, το ίδιο και οι άλλοι, λέγοντας ότι μια γυναίκα δεν είχε καμιά δου λειά εδώ, ότι έπρεπε να φύγει αμέσως, ότι δε θα άκουγαν • 262 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τίποτε άλλο από κείνη. Η Αρέτη ωστόσο τους αγνόησε και πήγε να σταθεί δίπλα στην Αρμονία. Πήρε το παιδί του Κό κορα και το κράτησε στην αγκαλιά της. «Λέτε ότι η παρουσία μου εδώ δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Αντίθετα» είπε στους ομοίους «μπορώ να προσφέ ρω μεγάλη βοήθεια. Μπορώ να κατεβάσω το κεφαλάκι αυ τού του παιδιού για να κάνω τη δολοφονία του ευκολότερη. Ποιος από σας, γιοι του Ηρακλή, θα κόψει το λαρύγγι αυτού του παιδιού; Εσύ, Πολύνεικε; Ή μήπως εσύ, σύζυγέ μου;». Κι άλλες φωνές αποδοκιμασίας ακούστηκαν, που επέμε ναν να φύγει αμέσως η κυρά. Ο ίδιος ο Διηνέκης το είπε με λόγια που δε σήκωναν αντίρρηση. Όμως η Αρέτη δεν έδωσε σημασία. «Αν διακυβευόταν μόνο η ζωή αυτού του νέου» —έδειξε τον Κόκορα— «θα υπάκουα στο σύζυγό μου και σε σας τους ομοίους χωρίς δισταγμό. Αλλά ποιον άλλο, εσείς οι ήρωες, σκοπεύετε να δολοφονήσετε ακόμη; Τους ετεροθαλείς αδελ φούς του αγοριού; Τους θείους του, τα εξαδέλφια του μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά τους, όλοι τους αθώοι και όλοι τους σπουδαίο κεφάλαιο που η πόλη χρειάζεται απελπισμέ να αυτή την ώρα του κινδύνου;». Είπαν πάλι ότι αυτά τα θέματα δεν ήταν δουλειά μιας γυναίκας. Ο Ακταίωνας, ο παλαιστής, απευθύνθηκε άμεσα στη γυ ναίκα. «Με όλο το σεβασμό, κυρά, όλοι καταλαβαίνουμε ότι πρόθεση σου είναι να προστατεύσεις από την εξαφάνι ση τη γενιά του τιμημένου αδελφού σου» και έδειξε το μω ρό που στρίγγλιζε «έστω κι αν προέρχεται από ένα νόθο». «Η φήμη του αδελφού μου είναι άφθαρτη» αποκρίθηκε η δέσποινα με θέρμη «κάτι που δε συμβαίνει με κανέναν από σας. Όχι, αυτό που θέλω είναι δικαιοσύνη. Αυτό το παιδί που είστε έτοιμοι να δολοφονήσετε δεν είναι απόγονος αυ τού του αγοριού, του Κόκορα». • 263 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Η ξεκάρφωτη αυτή δήλωση ήρθε να προστεθεί στην ήδη παράλογη κατάσταση. «Τίνος είναι λοιπόν;» ρώτησε ανυπόμονα ο Ακταίωνας. Η Αρέτη δε δίστασε στιγμή. «Του άντρα μου» απάντησε. Μουρμουρητά δυσπιστίας υποδέχτηκαν τη δήλωσή της. «Η Αλήθεια είναι μια αθάνατη θεά, δέσποινα» είπε αυστη ρά ο γέροντας Μέδοντας. «Πρέπει να σκέφτεται κανείς πο λύ πριν τη συκοφαντήσει». «Αν δε με πιστεύετε, ρωτήστε αυτό το κορίτσι, τη μητέ ρα του παιδιού». Οι όμοιοι δεν έδειξαν να πιστεύουν τα όσα τους βεβαί ωνε η Αρέτη. Όλων τα μάτια ωστόσο στράφηκαν στη φτω χή κοπέλα, την Αρμονία. «Αυτό το παιδί είναι δικό μου και κανενός άλλου» διέ κοψε απότομα ο Κόκορας. «Άσε τη μητέρα να μιλήσει» τον έκοψε η Αρέτη. Και με τά ρώτησε την Αρμονία: «Τίνος γιος είναι αυτός;». Η δύστυχη κοπέλα τραύλιζε φοβισμένη. Η Αρέτη έδειξε το παιδί στους ομοίους. «Όπως βλέπετε όλοι, το μωρό είναι καλοφτιαγμένο, με δυνατά μέλη και φωνή, με το σφρίγος της κούνιας που προηγείται της δύναμης στην εφηβεία και της ανδρείας στην ωριμότητα». Στράφηκε στην κοπέλα. «Πες σ' αυτούς τους ανθρώπους. Ξάπλωσε ο άντρας μου μαζί σου; Είναι δικό του αυτό το παιδί;» «Όχι... ναι... εγώ δεν...» «Μίλα!» «Κυρά, τρομοκρατείς αυτό το κορίτσι».
«Μίλα!» «Είναι του άντρα σου» ψέλλισε το κορίτσι και άρχισε να κλαίει γοερά. «Λέει ψέματα!» φώναξε ο Κόκορας. Δέχτηκε ένα φοβε• 264 •
ΟΙ
ΠΥΛΕΣ
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρό χαστούκι επειδή μπήκε στη μέση. Αίμα πετάχτηκε από τα σχισμένα του χείλη. «Είναι φυσικό να μην το πει στο σύζυγό της» είπε η δέ σποινα στον Κόκορα. «Καμιά γυναίκα δε θα το έκανε. Όμως αυτό δεν αλλάζει τα γεγονότα». Ο Πολύνεικος έδειξε τον Κόκορα. «Για μια φορά στη ζωή του αυτός ο αχρείος λέει την αλήθεια. Αυτός έσπειρε τούτο το μικρό, όπως λέει». Αυτή η άποψη υποστηρίχτηκε σθεναρά από όλους. Ο Μέδοντας τώρα απευθύνθηκε στην Αρέτη: «Θα προτι μούσα να αντιμετώπιζα με γυμνά τα χέρια μια λέαινα στη φωλιά της παρά την οργή σου, κυρά. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την πρόθεση σου ως συζύγου και μητέρας να προστατέψεις τη ζωή ενός αθώου. Ωστόσο, εμείς, οι όμοιοι αυτού του συσσιτίου, ξέρουμε τον άντρα σου από τότε που ήταν σαν κι αυτό το μωρό. Κανείς σ' αυτή την πόλη δεν τον ξεπερνά σε τιμή και πίστη. Έχουμε βρεθεί μαζί του πολλές φορές σε εκστρατείες, όπου του δόθηκαν πολλές ευκαιρίες να απιστήσει. Ούτε που του πέρασε καθόλου από το νου». Αυτό το επιβεβαίωσαν με έμφαση και οι άλλοι. «Ρώτησέ τον τότε» είπε η Αρέτη. «Δε θα κάναμε ποτέ κάτι τέτοιο» αποκρίθηκε ο Μέδο ντας. «Θα ήταν ντροπή να αμφισβητήσουμε την τιμή του». Οι όμοιοι του συσσιτίου αντιμετώπισαν την Αρέτη ενω μένοι σαν φάλαγγα. Εκείνη όμως κάθε άλλο παρά φοβήθη κε. Αντιμετώπισε τη γραμμή σθεναρά και ο τόνος της φω νής της όταν μίλησε ήταν προστακτικός. «Θα σας πω εγώ τι θα κάνετε» είπε η Αρέτη πηγαίνοντας μπροστά στο Μέδοντα, τον πρεσβύτερο του συσσιτίου. Του μίλησε σαν να ήταν εκείνη η αρχηγός. «Θα αναγνωρίσετε αυ τό το παιδί ως απόγονο του συζύγου μου. Εσύ, Ολύμπιε, κι εσύ, Μέδοντα, κι εσύ, Πολύνεικε, θα αναλάβετε μετά το αγό ρι και θα το εκπαιδεύσετε στην αγωγή. Θα πληρώνετε τα • 265 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
έξοδα του. Θα του δοθεί ένα σχολικό όνομα κι αυτό θα εί ναι Ιδοτυχίδης». Αυτό πια δεν μπορούσαν να το ανεχτούν οι όμοιοι. Ο πα λαιστής Ακταίωνας της είπε: «Ατιμάζεις το σύζυγό σου και τη μνήμη του αδελφού σου προτείνοντας κάτι τέτοιο, κυ ρά». «Αν το παιδί ήταν του συζύγου μου, τα επιχειρήματα μου θα αντιμετωπίζονταν ευνοϊκά;» «Αλλά δεν είναι του συζύγου σου». «Αν ήταν;» Ο Μέδοντας τη διέκοψε απότομα. «Η κυρά ξέρει πολύ καλά ότι, αν ένας άντρας, όπως ο νέος που αποκαλείται Κόκορας, βρεθεί ένοχος προδοσίας και εκτελεστεί, ο αρσε νικός του απόγονος δεν επιτρέπεται να ζήσει, γιατί, αν δια θέτει έστω και λίγη τιμή, θα θελήσει να πάρει εκδίκηση όταν ανδρωθεί. Αυτός είναι ο νόμος όχι μόνο του Λυκούργου αλ λά και κάθε ελληνικής πόλης και εφαρμόζεται χωρίς καμία εξαίρεση ακόμα και στους βαρβάρους». «Αν το πιστεύεις αυτό, τότε κόψε το λαιμό του βρέφους αμέσως». Η Αρέτη πήγε και στάθηκε μπροστά στον Πολύνεικο. Πριν προλάβει ο δρομέας να αντιδράσει, η Αρέτη άρπαξε το ξί φος που κρεμόταν στο μερί του. Κρατώντας το από τη λα βή, έβαλε το όπλο στο χέρι του Πολύνεικου και κράτησε ψη λά το παιδί, με το λαιμό κάτω από την ακονισμένη λεπίδα. «Τιμήστε το νόμο, γιοι του Ηρακλή. Κάντε το όμως εδώ στο φως για να μπορέσουν να το δουν όλοι κι όχι στο σκο τάδι, όπως προτιμά η κρυπτεία». Ο Πολύνεικος πάγωσε. Προσπάθησε να τραβήξει το ξίφος και να το ξαναβάλει στη θήκη του, αλλά η γυναίκα δεν το άφηνε από το χέρι. «Δεν μπορείς να το κάνεις;» σφύριξε. «Άσε με τότε να σε βοηθήσω εγώ. Ορίστε, θα το βυθίσω μαζί σ ο υ . . » • 266 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Καμιά δεκαριά φωνές, με πρώτη του άντρα της, εκλιπα ρούσαν την Αρέτη να σταματήσει. Η Αρμονία έκλαιγε με αναφιλητά. Ο Κόκορας, πάντα δεμένος, κοίταζε παραλυμέ νος από τον τρόμο. Ήταν τόση η αγριάδα στα μάτια της κυράς όση πρέπει να ήταν και στης Μήδειας όταν κρατούσε το ατσάλι της σφαγής πάνω από τα παιδιά της. «Ρωτήστε τον άντρα μου αν αυτό το παιδί είναι δικό του» είπε πάλι η Αρέτη. «Ρωτήστε τον!» Όλοι αρνήθηκαν εν χορώ. Ποια άλλη εναλλακτική λύση είχαν οι όμοιοι λοιπόν; Τα μάτια όλων τώρα στράφηκαν στο Διηνέκη όχι για να του ζητήσουν να απαντήσει στη γελοία αυτή κατηγορία αλλά επειδή είχαν σαστίσει από την τόλμη της δέσποινας και δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. «Πες τους, άντρα μου» είπε απαλά η Αρέτη. «Ενώπιον των θεών, είναι αυτό το παιδί δικό σου;» Η Αρέτη άφησε το ξίφος. Απομάκρυνε το παιδί από το σπαθί του Πολύνεικου και το πήγε μπροστά στον άντρα της. Οι όμοιοι ήξεραν ότι οι ισχυρισμοί της γυναίκας δεν μπο ρούσε να ήταν αληθινοί. Ωστόσο, αν ο Διηνέκης το παραδε χόταν και μάλιστα ενόρκως, όπως ζητούσε η Αρέτη, θα γινό ταν αποδεκτό από όλους, όπως και από την πόλη, διαφορε τικά θα έχανε την τιμή του. Και ο Διηνέκης το καταλάβαινε αυτό. Κοίταξε αρκετή ώρα τα μάτια της γυναίκας του, που συνάντησαν τα δικά του. Και τότε, όπως τόσο παραστατικά είχε πει ο Μέδοντας, είδε πως έμοιαζαν με λέαινας. «Μα τους θεούς, αυτό το παιδί είναι δικό μου» ορκίστη κε ο Διηνέκης. Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της δέσποινας Αρέτης, που τα έπνιξε όμως αμέσως. Οι όμοιοι άρχισαν να μουρμουρίζουν ακούγοντας αυτό τον όρκο τιμής. Τότε πήρε το λόγο ο Μέδοντας. «Σκέψου καλά αυτό που • 267 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λες, Διηνέκη. Ντροπιάζεις τη γυναίκα σου επικυρώνοντας αυτή την "αλήθεια" και τον εαυτό σου με τον ψεύτικο όρκο που πήρες». «Το σκέφτηκα καλά, φίλε μου» αποκρίθηκε ο Διηνέκης. Δήλωσε ξανά ότι το παιδί ήταν δικό του. «Πάρ' το τότε» είπε η Αρέτη και κάνοντας ένα βήμα ακό μα έβαλε το παιδί απαλά στην αγκαλιά του. Ο Διηνέκης δέ χτηκε το παιδί λες και του έβαλαν στα χέρια ένα νεογνό ερ πετών . Κοίταξε για άλλη μια φορά στα μάτια τη γυναίκα του, κατόπιν γύρισε και απευθύνθηκε στους ομοίους. «Ποιος από σας, φίλοι και σύντροφοι, θα προστατεύσει το γιο μου και θα τον παρουσιάσει ενώπιον των εφόρων;» Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά. Ήταν φοβερός ο όρκος που έκανε ο συμπολεμιστής τους. Αν τον υποστήριζαν, μήπως τους κατηγορούσαν κι αυτούς; «Θα είναι τιμή για μένα να προστατέψω αυτό το παιδί» είπε ο Μέδοντας. «Θα τον παρουσιάσουμε αύριο. Το όνομά του, όπως επιθυμεί η κυρά, θα είναι Ιδοτυχίδης, όπως του αδελφού της». Η Αρμονία έκλαιγε ανακουφισμένη. Ο Κόκορας κοιτούσε τους παρευρισκομένους με ανίσχυ ρη οργή. «Τότε, όλα τακτοποιήθηκαν» είπε η Αρέτη. «Το παιδί θα μεγαλώσει από τη μητέρα του μέσα στους τοίχους του σπι τικού του άντρα μου. Όταν γίνει επτά χρονών, θα ανατρα φεί ως μόθακας και θα εκπαιδευτεί όπως κάθε πολίτης. Αν αποδειχτεί άξιος σε αρετή και πειθαρχία, όταν ανδρωθεί θα μυηθεί και θα πάρει τη θέση του ως πολεμιστή και υπερα σπιστή της Λακεδαίμονας». «Ας γίνει έτσι λοιπόν» επικρότησε ο Μέδοντας και οι άλλοι του συσσιτίου συμφώνησαν, έστω και απρόθυμα. Αλλά η υπόθεση δεν είχε λήξει ακόμα. • 268 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Αυτός εδώ» είπε ο Πολύνεικος δείχνοντας τον Κόκορα «αυτός εδώ θα πεθάνει». Οι άντρες της κρυπτείας άρπαξαν τον Κόκορα. Κανείς από τους άντρες του συσσιτίου δε σήκωσε χέρι να τον υπε ρασπιστεί. Οι δολοφόνοι ετοιμάστηκαν να σύρουν τον αιχ μάλωτο στα σκοτεινά. Σε πέντε λεπτά θα ήταν νεκρός. Το πτώμα του δε θα βρισκόταν ποτέ. «Μπορώ να μιλήσω;» Ήταν ο Αλέξανδρος που προχώρησε να ανακόψει τους εκτελεστές. «Μπορώ να μιλήσω στους ομοίους του συσσι τίου ;» Ο Μέδοντας, ο πρεσβύτερος, έδωσε την έγκριση του. Ο Αλέξανδρος έδειξε τον Κόκορα. «Υπάρχει κι άλλος τρόπος να κανονίσουμε αυτό τον αποστάτη, ο οποίος, νο μίζω, θα ωφελήσει πιότερο την πόλη παρά αν τον σκοτώ ναμε αμέσως. Σκεφτείτε: Είναι πολλοί οι είλωτες που τι μούν αυτό τον άντρα. Η δολοφονία του θα τον κάνει στα μάτια τους μάρτυρα. Αυτοί που τον αποκαλούν φίλο ίσως προς στιγμήν δειλιάσουν από τον τρόμο της εκτέλεσης του, αργότερα όμως, στο πεδίο της μάχης ενάντια στον Πέρση, η αίσθηση της αδικίας μπορεί να βρει διέξοδο, που θα εί ναι σε βάρος των συμφερόντων της Ελλάδας και της Λακε δαίμονας. Μπορεί να γίνουν προδότες μέσα στη φωτιά του πολέμου ή να κάνουν κακό στους πολεμιστές μας όταν θα είναι τρωτοί». Ο Πολύνεικος τον διέκοψε με οργή. «Γιατί υπερασπίζε σαι αυτό τον αχρείο, γιε του Ολύμπιου;» «Δε μου είναι τίποτα» απάντησε ο Αλέξανδρος. «Ξέρεις καλά ότι με περιφρονεί και θεωρεί τον εαυτό του πιο γεν ναίο από μένα. Έχει και στα δύο δίκιο». Οι όμοιοι τα έχασαν με την ειλικρίνεια του νέου. Ο Αλέξανδρος συνέχισε: «Να τι προτείνω λοιπόν: Αφήστε αυτό τον είλωτα να ζή• 269 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σει, αλλά να πάει με τον Πέρση. Συνοδέψτε τον μέχρι τα σύ νορα και αφήστε τον ελεύθερο. Τίποτε δεν εξυπηρετεί καλύ τερα το στασιαστικό σκοπό του θα ασπαστεί την προοπτι κή να μας βλάψει αφού τόσο μας μισεί. Ο εχθρός θα καλω σορίσει ένα φυγά δούλο. Θα τους δώσει όλες τις πληροφο ρίες που επιθυμούν για τους Σπαρτιάτες. Μπορεί ακόμη να τον εξοπλίσουν και να του επιτρέψουν να βαδίσει εναντίον μας κάτω από τη σημαία τους. Αλλά ό,τι κι αν πει δεν πρό κειται να βλάψει την υπόθεσή μας, αφού ο Ξέρξης έχει ήδη ανάμεσα στους αυλικούς του το Δημάρατο. Γιατί ποιος μπο ρεί να δώσει καλύτερες πληροφορίες για τους Λακεδαιμο νίους από τον εκθρονισμένο βασιλιά τους; »Η αποσκίρτηση αυτού του νέου δε θα μας κάνει κακό, αντίθετα η πράξη του θα έχει ανυπολόγιστη αξία για μας: Γιατί έτσι δε θα θεωρηθεί από τους συντρόφους του, που βρίσκονται ανάμεσα μας, μάρτυρας και ήρωας. Θα τον δουν έτσι όπως είναι, ένας αχάριστος που του έδωσαν την ευκαι ρία να φορέσει τον πορφυρό μανδύα των Λακεδαιμονίων και αυτός την απέρριψε από περηφάνια και ματαιοδοξία. »Άσ' τον να φύγει, Πολύνεικε, και σου υπόσχομαι ότι, αν οι θεοί φέρουν αυτό τον αχρείο ξανά μπροστά μας στο πε δίο της μάχης, δε θα χρειαστεί να τον σκοτώσεις εσύ, για τί θα το κάνω εγώ ο ίδιος». Ο Αλέξανδρος τελείωσε. Πήγε πάλι στη θέση του. Κοίτα ξα τον Ολύμπιο, τα μάτια του άστραφταν από περηφάνια για το συνοπτικό αλλά τόσο παραστατικό τρόπο που παρουσία σε τα πράγματα ο γιος του. Ο πολέμαρχος απευθύνθηκε στον Πολύνεικο. «Φροντίστε το». Οι άντρες της κρυπτείας πήραν τον Κόκορα. Ο Μέδοντας διέλυσε τη συγκέντρωση, αφού έδωσε οδη γίες στους ομοίους να πάνε αμέσως στα κρεβάτια ή στα σπί τια τους και να μην πουν τίποτε από όσα ειπώθηκαν εδώ μέ• 270 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
χρι αύριο την κατάλληλη ώρα ενώπιον των εφόρων. Μάλω σε τη δέσποινα Αρέτη αυστηρά, λέγοντας της ότι προκάλε σε πολύ απόψε τους θεούς. Η Αρέτη λύγισε. Άρχισαν να τρέ μουν τα χέρια και τα πόδια της, όπως οι πολεμιστές μετά τη μάχη, και δέχτηκε την επίπληξη του γέροντα χωρίς διαμαρ τυρίες. Στο δρόμο του γυρισμού για το σπίτι τα γόνατα της λύγισαν. Παραπάτησε, της ήρθε λιποθυμιά και, αν δεν ήταν ο άντρας της δίπλα της να τη στηρίξει, θα σωριαζόταν κάτω. Ο Διηνέκης τύλιξε το μανδύα του γύρω από τους ώμους της γυναίκας του. Τον είδα να την κοιτάζει έντονα καθώς εκείνη προσπαθούσε να συνέλθει. Ένα μέρος του εαυτού του έβραζε· ήταν έξαλλος μαζί της γι' αυτό που τον ανάγκασε να κάνει απόψε. Αλλά ένα άλλο κομμάτι του στεκόταν με δέος απέναντι της, για τη συμπόνια και την τόλμη της κι ακόμη για τη στρατηγική της, αν μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς αυτή τη λέξη. Η γυναίκα βρήκε την ισορροπία της. Σήκωσε τα μάτια και είδε τον άντρα της να την παρατηρεί προσεκτικά. Του χα μογέλασε. «Όποιες γενναίες πράξεις κι αν έχεις κάνει μέχρι τώρα ή θα κάνεις στο μέλλον, άντρα μου, καμιά δε θα ξεπε ράσει αυτό που έκανες απόψε». Ο Διηνέκης δε φάνηκε να συμμερίζεται τη σιγουριά της. «Ελπίζω να έχεις δίκιο» είπε. Οι όμοιοι είχαν φύγει τώρα, αφήνοντας το Διηνέκη κάτω από τις βαλανιδιές με το μωρό ακόμα στην αγκαλιά του, έτοιμος να το δώσει πίσω στη μητέρα του. «Για να ρίξουμε μια ματιά σ' αυτόν το μικρό» είπε ο Μέδοντας. Κάτω από το φως των αστεριών, ο γέροντας πλησίασε τον αφέντη μου από το πλάι. Πήρε το παιδί και το έδωσε απα λά στην Αρμονία. Ο Μέδοντας εξέτασε το μικρό και άπλωσε το δάχτυλο του, που ήταν γεμάτο ουλές από τις μάχες. Το αγοράκι το άρπαξε μέσα στη δυνατή παιδική χουφτίτσα του • 271 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΒΣΣΦΙΛΝΤ
και το τράβηξε με ορμή και ευχαρίστηση. Ο γέροντας κού νησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι. Χάιδεψε το κεφαλάκι του μωρού τρυφερά σαν να το ευλογούσε κι έπειτα στράφηκε ικανοποιημένος προς τη δέσποινα Αρέτη και το σύζυγο της. «Έχεις γιο τώρα, Διηνέκη» είπε. «Τώρα μπορείς να επι λεγείς». Ο κύριός μου κοίταξε το γέροντα ερωτηματικά, δεν κα ταλάβαινε τι εννοούσε. «Για τους Τριακόσιους» είπε ο Μέδοντας. «Για τις Θερ μοπύλες».
• 272 •
Βιβλίο πέμπτο ΠΟΛΥΝΕΙΚΟΣ
18 Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ διάβασε με μεγάλο ενδιαφέρον τα λόγια του Έλληνα Χίονη, που Του μετέφερα εγώ, ο ιστορι κός Του, στη γραπτή τους μορφή. Ο περσικός στρατός είχε προχωρήσει βαθιά στην Αττική και είχε στρατοπεδεύσει σε ένα σταυροδρόμι που οι Έλληνες ονομάζουν Τρίστρατο, δυο ώρες δρόμο βόρεια της Αθήνας. Εκεί η Μεγαλειότητά Του έκανε θυσίες στον Αχούρα Μάζντα και μοίρασε παράσημα ανδρείας στους αρχηγούς των ευρωπαϊκών στρατευμάτων. Η Μεγαλειότητά Του για αρκετές ημέρες δεν είχε καλέσει ενώπιόν Του τον αιχμάλωτο Χίονη για να ακούσει από τον ίδιο προσωπικά τη συνέχεια της ιστορίας του, τόσο απορρο φημένος ήταν με τις μυριάδες υποθέσεις του στρατού και του στόλου που προήλαυναν. Η Μεγαλειότητά Του ωστόσο δεν παρέλειπε να παρακολουθεί την αφήγηση τις ελεύθερες ώρες Του, μελετώντας τη στη γραπτή της μορφή, την οποία υπέβαλε κάθε μέρα ο ιστορικός Του. Η αλήθεια είναι ότι η Μεγαλειότητά Του δεν ήταν καλά τα τελευταία βράδια. Ο ύπνος Του ήταν ταραγμένος' κλήθηκε ο βασιλικός χειρουργός για να το φροντίσει. Την ανάπαυση της Μεγαλειότητάς Του τάραζαν δυσάρεστα όνειρα, που το περιεχόμενό τους δεν το κοινοποιούσε σε κανέναν, εκτός από τούς μάγους και τους πιο έμπιστους συμβούλους Του: το στρατηγό Υδάρνη, διοικητή των Αθανάτων και νικητή στις Θερμοπύλες' το Μαρδόνιο, στρατάρχη του στρατού ξηράς • 275 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦ1ΛΝΤ
της Μεγαλειότητάς Του· το Δημάρατο, τον εκθρονισμένο Σπαρτιάτη βασιλιά και τώρα προσκεκλημένο και φίλο Του· και την Αρτεμισία, βασίλισσα της Αλικαρνασσού, της οποί ας τη φρονιμάδα εκτιμούσε πιότερο από όλων των άλλων. Τα ταραγμένα αυτά όνειρα, εκμυστηρεύτηκε η Μεγαλει ότητά Του, οφείλονταν στις τύψεις Του για τη βεβήλωση του πτώματος του Σπαρτιάτη Λεωνίδα μετά τη νίκη στις Θερ μοπύλες. Η Μεγαλειότητά Του επανέλαβε ότι λυπόταν για τη βεβήλωση του λειψάνου του πολεμιστή που ήταν πρώτα απ' όλα βασιλιάς. Ο στρατηγός Μαρδόνιος ικέτευσε τη Μεγαλειότητά Του να θυμηθεί ότι είχε παρακολουθήσει πολύ προσεκτικά όλες τις ιεροτελεστίες που ορίστηκαν για να απομακρυνθεί κά θε ίχνος ενοχής από το αίμα, αν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δε διέταξε η Μεγαλειότητά Του μετά την εκτέλεση όλων όσοι ανήκαν στη βασιλική ομάδα, ακόμα και του γιου Του, του πρίγκιπα Ριόδονη, που συμμετείχαν στο συμβάν; Τι άλλο να έκανε; Κι όμως, παρ' όλα αυτά, είπε η Μεγαλει ότητά Του, ο ύπνος Του εξακολουθούσε να είναι ανήσυχος και αρρωστημένος. Η Μεγαλειότητά Του με εύθυμο τόνο εξέφρασε την επιθυμία, αν βρισκόταν ποτέ σε πνευματιστική έκσταση ή μπροστά σε οράματα, να συναντιόταν ο ίδιος προσωπικά με τη σκιά του άντρα Λεωνίδα και να μοι ραζόταν μαζί του μια κούπα κρασί. Ακολούθησε σιωπή, που κράτησε αρκετά. «Αυτός ο πυ ρετός» είπε τελικά ο Υδάρνης «έχει εξασθενίσει την οξύτη τα της διοίκησης της Μεγαλειότητάς Του και έχει μειώσει το ζήλο της. Ικετεύω τη Μεγαλειότητά Του να μη μιλά κατ' αυ τό τον τρόπο». «Ναι, ναι, έχεις δίκιο, φίλε μου» αποκρίθηκε η Μεγαλει ότητά Του. «Οπως πάντα». Οι διοικητές έστρεψαν την προσοχή τους σε πολεμικά και διπλωματικά θέματα. Δόθηκαν αναφορές. Η εμπροσθοφυλα276
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κή του περσικού πεζικού και του ιππικού είχε μπει στην Αθή να και είχε καταλάβει την πόλη. Οι Αθηναίοι πολίτες είχαν εγκαταλείψει τον τόπο τους, μαζί με τους θεούς που μπο ρούσαν να κουβαλήσουν μαζί τους. Είχαν καταφύγει στην Τροιζήνα και στη νήσο Σαλαμίνα, όπου ζούσαν τώρα σαν πρόσφυγες, μαζεμένοι γύρω από τις φωτιές που άναβαν στα βουνά, κλαίγοντας τη μοίρα τους. Η πόλη δεν αντιστάθηκε καθόλου, εκτός από μερικούς φανατικούς που κατέλαβαν την ακρόπολη, που τα παλιότε ρα χρόνια ήταν περιφραγμένη με ξύλινο φράχτη. Οι απελπι σμένοι τούτοι υπερασπιστές είχαν κλειστεί εκεί, δίνοντας πίστη, καθώς φαίνεται, στο χρησμό του Απόλλωνα, που πριν από μερικές εβδομάδες είχε πει: ...το ξύλινο τείχος μόνο θα μείνει απόρθητο και θα σώσει εσάς και τα παιδιά σας. Τα οικτρά αυτά απομεινάρια εξουδετερώθηκαν εύκολα από τους αυτοκρατορικούς τοξότες, οι οποίοι τους σκότω σαν από μακριά. Αυτά με την προφητεία, είπε ο Μαρδό νιος. Οι φωτιές του καταυλισμού της αυτοκρατορίας έκαι γαν τώρα πάνω στην ακρόπολη της Αθήνας. Αύριο η Μεγα λειότητά Του θα έμπαινε στην πόλη. Εγκρίθηκαν τα σχέδια για την καταστροφή εκ βάθρων όλων των ναών και των ιε ρών των ελληνικών θεοτήτων και για τον εμπρησμό της πό λης (ό,τι είχε απομείνει από αυτή). Ο καπνός και οι φλόγες, ανέφερε ο αξιωματικός πληροφοριών, θα ήταν ορατά από τους Αθηναίους που βρίσκονταν τώρα ψηλά στα βοσκοτό πια μαζί με τις γίδες στη νήσο της Σαλαμίνας. «Θα βλέπουν από πρώτη θέση την καταστροφή του κόσμου τους» είπε ο αξιωματικός χαμογελώντας. Η ώρα όμως ήταν περασμένη και η Μεγαλειότητά Του εί χε αρχίσει να παρουσιάζει σημάδια κόπωσης. Ο μάγος που • 277 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
το παρατήρησε είπε ότι η βραδιά μπορούσε να τελειώσει επωφελώς. Σηκώθηκαν όλοι από τις θέσεις τους, υποκλίθη καν και βγήκαν από τη βασιλική σκηνή, εκτός από το Μαρ δόνιο και την Αρτεμισία, τους οποίους η Μεγαλειότητά Του, με μια ανεπαίσθητη κίνηση του χεριού, πρόσταξε να μεί νουν. Η Μεγαλειότητά Του υπέδειξε ότι μπορούσε να πα ραμείνει επίσης ο ιστορικός Του για να καταγράψει τα διαμειφθέντα. Προφανώς, η γαλήνη της Μεγαλειότητάς Του εί χε διαταραχτεί. Μόνος τώρα στη σκηνή με τους πιο έμπιστους συμβού λους Του, άρχισε να λέει ένα όνειρο που είχε δει. «Ημουν σε ένα πεδίο μάχης που φαινόταν να εκτείνεται στο άπειρο. Όσο έφτανε το μάτι έβλεπε κανείς κουφάρια σπαρμένα ολούθε. Νικηφόρες κραυγές γέμιζαν τον αγέραστρατηγοί και άντρες κόμπαζαν θριαμβευτικά. Ξάφνου, διέ κρινα το πτώμα του Λεωνίδα, αποκεφαλισμένο, με το κεφά λι του παλουκωμένο πάνω σε έναν πάσσαλο, όπως κάναμε στις Θερμοπύλες. Το σώμα του ήταν καρφωμένο σαν τρό παιο πάνω στο μοναδικό άκαρπο δέντρο στη μέση της πε διάδας. Θλίψη και ντροπή με κυρίευσαν. Έτρεξα προς το δέντρο, φωνάζοντας στους άντρες μου να κατεβάσουν το Σπαρτιάτη. Στο όνειρο είχα την αίσθηση ότι, αν ξανάβαζα το κεφάλι του βασιλιά στη θέση του, όλα θα πήγαιναν κα λά. Θα ξαναζούσε και ίσως γινόταν φίλος μου, κάτι που επι θυμούσα πολύ. Έφτασα στον πάσσαλο όπου ήταν παλου κωμένο το αυστηρό κεφάλι...». «Και το κεφάλι ήταν της Μεγαλειότητάς Του...» τον διέ κοψε η Αρτεμισία. «Τόσο προφανές είναι το όνειρο;» ρώτησε η Μεγαλειό τητά Του. «Δεν είναι τίποτα και δε σημαίνει τίποτα» είπε η τα ξίαρχος με έμφαση, παροτρύνοντας τη Μεγαλειότητά Του, με τόνο ηθελημένα ανάλαφρο, να το βγάλει αμέσως από το • 278 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μυαλό Του. «Σημαίνει απλώς πως η Μεγαλειότητά Του, που είναι βασιλιάς, αναγνωρίζει τη θνητότητα όλων των βασιλέων, του Ιδίου συμπεριλαμβανομένου. Αυτό είναι σοφία, όπως εί πε ο Κύρος ο Μέγας, όταν χάρισε τη ζωή στον Κροίσο της
Λυδίας». Η Μεγαλειότητά Του συλλογίστηκε αρκετή ώρα τα λόγια της Αρτεμισίας. Πολύ θα ήθελε να τα πιστέψει, αλλά προ φανώς δεν είχαν καταφέρει να διώξουν εντελώς την ανησυ χία Του. «Η νίκη είναι δική Σου, Μεγαλειότατε, και τίποτα δεν μπορεί να Σου την πάρει» είπε ο Μαρδόνιος. «Αύριο θα κά ψουμε την Αθήνα, που ήταν ο στόχος του πατέρα Σου, του Δαρείου, αλλά και δικός Σου, και ο λόγος που συγκέντρωσες όλον αυτό τον υπέροχο στρατό και στόλο· ο λόγος που μό χθησες και αγωνίστηκες τόσο καιρό, ξεπερνώντας τόσα πολ λά εμπόδια. Αναγάλλιασε, αφέντη μου! Όλη η Ελλάδα Σε προσκυνά. Νίκησες τους Σπαρτιάτες και σκότωσες το βα σιλιά τους. Οι Αθηναίοι το έσκασαν σαν κοπάδι, τους ανά γκασες να εγκαταλείψουν τους ναούς των θεών τους, τη γη και το έχει τους. Στέκεσαι θριαμβευτής, αφέντη, με τη σό λα των υποδημάτων Σου πάνω στο λαιμό της Ελλάδας». Τόσο ολοκληρωτική ήταν η νίκη της Μεγαλειότητάς Του, είπε ο Μαρδόνιος, που το Βασιλικό Πρόσωπο δεν έπρεπε να παραμείνει ούτε μια ώρα παραπάνω σ' αυτό το κατα ραμένο μέρος, στον αντίποδα της γης. «Άσε τη βρόμικη δου λειά σε μένα. Μεγαλειότατε. Εσύ πάρε ένα πλοίο και γύρ να στα Σούσα, αύριο κιόλας, για να δεχτείς τη λατρεία και την κολακεία των υπηκόων Σου και να φροντίσεις τις επεί γουσες υποθέσεις της αυτοκρατορίας, τις οποίες τόσο καιρυ παραμέλησες λόγω του ελληνικού προβλήματος. Εγώ θα καθαρίσω για Σένα. Ό,τι κάνουν τα στρατεύματα Σου στο όνομά Σου γίνεται από Σένα». «Και η Πελοπόννησος;» μπήκε στη μέση η Αρτεμισία, εν• 279 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
νοώντας τη νότια χερσόνησο της Ελλάδας, που μόνον αυτή από όλη τη χώρα δεν είχε υποταχτεί. «Τι θα κάνεις μ' αυ τή, Μαρδόνιε;» «Η Πελοπόννησος είναι ένα βοσκοτόπι για γίδες» απο κρίθηκε ο στρατηγός. «Μια έρημος από πέτρες και κοπριές προβάτων. Δεν έχει ούτε πλούτη ούτε λάφυρα, δε διαθέτει καν ένα λιμάνι της προκοπής που να χωράει πάνω από δέ κα σκουπιδιάρικες σκούνες. Δεν είναι τίποτα και δεν έχει τίποτα που να χρειάζεται η Μεγαλειότητά Του». «Εκτός από τη Σπάρτη». «Η Σπάρτη;» αποκρίθηκε περιφρονητικά ο Μαρδόνιος, με έξαψη. «Η Σπάρτη είναι ένα χωριό. Ολόκληρο το βρομε ρό αυτό μέρος θα χωρούσε άνετα στον κήπο όπου η Μεγα λειότητά Του κάνει τον περίπατό Του στην Περσέπολη. Εί ναι μια κωμόπολη στη εσωτερικό της χώρας, ένας σωρός από πέτρες. Δεν έχει ναούς ή σημαντικούς θησαυρούς, ού τε χρυσάφι. Είναι ένα χωράφι με πράσα και κρεμμύδια, με τόσο λεπτό χώμα, που ένας άνθρωπος μπορεί να το βγάλει με μια κλοτσιά». «Εχει όμως τους Σπαρτιάτες» αντέταξε η Αρτεμισία. «Τους οποίους συντρίψαμε» αποκρίθηκε ο Μαρδόνιος. «Και που το βασιλιά τους τα στρατεύματα της Μεγαλειό τητάς Του κατέσφαξαν». «Σκοτώσαμε τριακόσιους από δαύτους, αλλά χρειαστή καμε δυο εκατομμύρια δικούς μας για να το πετύχουμε». Αυτά τα λόγια εξόργισαν τόσο πολύ το Μαρδόνιο, που φαινόταν έτοιμος να σηκωθεί από το κάθισμά του και να αντιμετωπίσει την Αρτεμισία σωματικά. «Φίλοι μου, φίλοι μου». Ο συμβιβαστικός τόνος της Με γαλειότητάς Του καταπράυνε λίγο τα πνεύματα. «Είμαστε εδώ για να ανταλλάξουμε γνώμες και όχι να τσακωνόμαστε μεταξύ μας σαν σχολιαρόπαιδα». Όμως το πάθος της Αρτεμισίας δεν είχε σβήσει ακόμα. • 280 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Τι είναι αυτό ανάμεσα στα δυο σου πόδια, Μαρδόνιε, ένα γογγύλι; Μιλάς σαν άντρας που τα μπαλάκια του είναι σαν ρεβίθια». Απευθύνθηκε άμεσα στο Μαρδόνιο, ελέγχοντας το θυμό της και μιλώντας με ακρίβεια και καθαρότητα. «Τα στρα τεύματα της Μεγαλειότητάς Του δεν έχουν καν αντικρίσει, πόσο μάλλον αντιμετωπίσει ή νικήσει, την κυρίως δύναμη του σπαρτιατικού στρατού, η οποία παραμένει ανέπαφη στην Πελοπόννησο και σίγουρα σε πλήρη ετοιμότητα και λαχτάρα για πόλεμο. Ναι, σκοτώσαμε ένα Σπαρτιάτη βασιλιά. Αλλά αυτοί, όπως ξέρεις, έχουν δύο. Τώρα βασιλεύουν ο Λεωτυχίδης και ο γιος του Λεωνίδα, ο Πλείσταρχος· ο θείος του και αντιβασιλιάς, ο Παυσανίας, που θα ηγηθεί του στρατού και τον οποίο γνωρίζω, είναι ίδιος κι απαράλλαχτος ο Λεωνίδας σε θάρρος και εξυπνάδα. Η απώλεια, λοιπόν, ενός βασιλιά δε σημαίνει τίποτα γι' αυτούς. Απλώς ενισχύει την αποφασιστι κότητά τους και τους εμπνέει για ακόμα μεγαλύτερα κατορ θώματα, καθώς προσπαθούν να φτάσουν τη δόξα του. »Σκέψου τώρα πόσοι είναι. Μόνο οι Σπαρτιάτες όμοιοι περιλαμβάνουν οχτακόσιους οπλίτες, άντρες του πεζικού με βαρύ οπλισμό. Πρόσθεσε τους υπομείονες και τους περιοί κους και ο αριθμός πολλαπλασιάζεται επί πέντε. Όπλισε τους είλωτές τους, κάτι που θα κάνουν οι περισσότεροι, και ο συνολικός αριθμός αυξάνεται κατά σαράντα χιλιάδες. Βά λε και τους Κορινθίους, τους Τεγεάτες, τους Έλειους, τους Μαντινείς, τους Πλαταιείς, τους Μεγαρείς και τους Αργείους και όλους όσοι θα προσχωρήσουν στη Συμμαχία, αν δεν το έχουν κάνει ήδη, για να μην αναφερθώ στους Αθηναίους, που τους στήσαμε με την πλάτη στον τοίχο και που η καρ διά τους είναι γεμάτη από το θάρρος της απελπισίας». «Οι Αθηναίοι είναι στάχτη» τη διέκοψε ο Μαρδόνιος. «Οπως θα γίνει και η πόλη τους αύριο πριν τη δύση του ήλιου ». • 281 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Η Μεγαλειότητά Toυ φαινόταν να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη φρονιμάδα της συμβουλής του στρατηγού και στο πάθος της ταξιάρχου. Στράφηκε στην Αρτεμισία. «Πες μου, κυρά μου, έχει δίκιο ο Μαρδόνιος; Μπορώ να επανα παυτώ και να πάρω το πλοίο για την πατρίδα;» «Τίποτα δε θα ήταν πιο άτιμο, Μεγαλειότατε» απάντη σε η γυναίκα χωρίς να διστάσει «ούτε πιο ανάξιο της με γαλοσύνης Σου». Σηκώθηκε όρθια και μίλησε, ενώ βημάτι ζε ενώπιον της Μεγαλειότητάς Του κάτω από το τοξωτό λι νό της σκηνής Του. «Ο Μαρδόνιος ανέφερε τα ονόματα των ελληνικών πό λεων που πρόσφεραν γη και ύδωρ και ομολογώ ότι δεν εί ναι κάτι που μπορεί να αγνοήσει κανείς. Όμως ο ανθός της Ελλάδας παραμένει άκοπος. Τη μύτη των Σπαρτιατών μό λις που τη ματώσαμε και οι Αθηναίοι, παρ' όλο που τους διώξαμε από τη γη τους, παραμένουν μια ανέπαφη πόλη, και μάλιστα αξιοθαύμαστη. Ο στόλος τους διαθέτει διακό σια πολεμικά πλοία, είναι ο μεγαλύτερος της Ελλάδας και κάθε σκάφος είναι επανδρωμένο με έμπειρο πλήρωμα πο λιτών. Μπορούν να μεταφέρουν τους Αθηναίους σε οποιο δήποτε μέρος του κόσμου, όπου μπορούν να εγκατασταθούν και να αποτελέσουν όσο ποτέ άλλοτε απειλή για τη γαλήνη της Μεγαλειότητάς Σου. Ούτε εξασθενίσαμε τη δύναμή τους σε άντρες. Ο στρατός των οπλιτών τους παραμένει ανέπα φος και οι αρχηγοί τους απολαμβάνουν τον πλήρη σεβασμό και την υποστήριξη της πόλης. Κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας υποτιμώντας αυτούς τους άντρες, που η Μεγαλειότητά Του μπορεί να μη γνωρίζει αλλά τους γνωρίζω καλά εγώ. Θεμι στοκλής, Αριστείδης, Ξάνθιππος, ο γιος του Αρίφρονα' είναι ονόματα αντρών που έχουν αποδείξει την αξία τους, που φλέγονται από λαχτάρα να κερδίσουν ακόμα μεγαλύτερη δόξα. »Όσο για τη φτώχεια της Ελλάδας, αυτά που λέει ο Μαρ• 282 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
δόνιος δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Δεν υπάρχει ούτε χρυσός ούτε κανένας θησαυρός πάνω σ' αυτές τις απρόσι τες ακτές ούτε πλούσια γη ή παχιά κοπάδια να λεηλατή σουμε. Όμως γι' αυτά ήρθαμε; Αυτά είναι η αιτία που η Μεγαλειότητά Του στρατολόγησε και συγκρότησε μια τέ τοια εκστρατευτική δύναμη, που ισχυρότερη της δεν έχει ξαναδεί ο κόσμος; Όχι! Η Μεγαλειότητά Του ήρθε για να γονατίσει τουςΈλληνες, για να τους αναγκάσει να προσφέ ρουν γη και ύδωρ, κάτι που αυτές οι τελευταίες αμετάπειστες πόλεις αρνούνται να κάνουν. »Διώξε αυτό το όνειρο που γέννησε η κούραση απ' το μυαλό Σου, Μεγαλειότατε. Είναι μια αυταπάτη, ένα φάντα σμα. Άσε τους Έλληνες να εξευτελίζονται προσφεύγοντας στις δεισιδαιμονίες. Πρέπει να είμαστε άντρες και αρχηγοί, να εκμεταλλευόμαστε τους χρησμούς και τους οιωνούς όταν εξυπηρετούν το σκοπό μας και να τους περιφρονούμε σε αντίθετη περίπτωση. »Συλλογίσου το χρησμό που δόθηκε στους Σπαρτιάτες, τον οποίο γνωρίζει όλη η Ελλάδα και που ξέρουν ότι τον ξέ ρουμε. Είτε η Σπάρτη θα έχανε ένα βασιλιά στη μάχη, μια συμφορά που δεν την έχει πλήξει εδώ και εξακόσια χρόνια, ή θα έπεφτε η ίδια η πόλη. »Λοιπόν, έχασαν ένα βασιλιά. Τι συμπέρασμα θα βγά λουν από αυτό. Μεγαλειότατε; Προφανώς, ότι η πόλη τους δεν μπορεί να πέσει. »Αν αποσυρθείς τώρα, Μεγαλειότατε, οι Έλληνες θα πουν ότι το έκανες επειδή φοβήθηκες ένα χρησμό και ένα όνει ρο ». Στάθηκε κατόπιν ενώπιον της Μεγαλειότητάς Του και Του απηύθυνε τα παρακάτω λόγια: «Αντίθετα από ό,τι λέει ο φίλος μας ο Μαρδόνιος, η Μεγαλειότητά Του δεν έχει ακόμα διεκδικήσει τη νίκη Του. Αιωρείται μπροστά Του σαν ένα ώριμο φρούτο που περιμένει να το κόψουν. Αν η Με• 283 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γαλειότητά Του αποσυρθεί τώρα στην πολυτέλεια του πα λατιού και αφήσει αυτό το έπαθλο να το πάρουν άλλοι, έστω κι αυτοί που τιμά και Του είναι ιδιαίτερα αγαπητοί, η δόξα τούτου του θριάμβου θα αμαυρωθεί και θα υποτιμη θεί. Τη νίκη δεν πρέπει απλώς να τη δηλώνει κανείς, πρέπει να την κερδίζει. Και να την κερδίζει, αν μπορώ να το πω, ο ίδιος προσωπικά. »Τότε και μόνο τότε μπορεί η Μεγαλειότητά Του να πά ρει το πλοίο και να επιστρέψει στην πατρίδα». Η ταξίαρχος τελείωσε και ξαναπήγε στη θέση της. Ο Μαρδόνιος δεν την αντέκρουσε. Η Μεγαλειότητά Του κοί ταζε μια τον ένα, μια τον άλλο. «Μου φαίνεται ότι οι γυναίκες έγιναν άντρες και οι άντρες γυναίκες». Η Μεγαλειότητά Του δε μίλησε με μνησικακία ή αποδο κιμασία, αλλά απλώνοντας το δεξί Του χέρι το έβαλε με αγάπη στον ώμο του φίλου και συγγενή Του Μαρδόνιου. Λες και ήθελε να καθησυχάσει το στρατηγό ότι η εμπιστοσύνη Του στο πρόσωπό του παρέμενε αμείωτη. Κατόπιν, η Μεγαλειότητά Του όρθωσε το κορμί, ξαναβρήκε τον εαυτό Του και είπε με δυνατή αυταρχική φωνή: «Αύριο» υποσχέθηκε «θα κάψουμε όλη την Αθήνα και μετά θα βαδίσουμε εναντίον της Πελοποννήσου, όπου θα εξαφανίσουμε από τα θεμέλια τη Σπάρτη και δε θα στα ματήσουμε αν δεν τη μετατρέψουμε σε σκόνη».
• 284 •
19 Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Αντί θετα, διέταξε να φέρουν αμέσως εμπρός Του τον Έλληνα Χίονη. Σκόπευε έστω και αυτή την προχωρημένη ώρα να ανακρίνει τον άντρα προσωπικά, ψάχνοντας για επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι τώρα, περισσότερο ίσως και από τους Αθηναίους, είχαν γίνει ο στόχος της Μεγαλειότητάς Του και η εμμονή Του. Η Αρτε μισία και ο Μαρδόνιος ήταν πλέον ελεύθεροι και ετοιμάζο νταν να φύγουν. Ωστόσο μόλις η ταξίαρχος άκουσε τις δια ταγές της Μεγαλειότητάς Του ξαναγύρισε και Του είπε γε μάτη ανησυχία: «Μεγαλειότατε, Σε παρακαλώ, για το χατίρι του στρατού και όσων Σε αγαπούν, Σε ικετεύω να προστατέψεις το Βα σιλικό Πρόσωπο, γιατί μπορεί να είναι ιερά αυτά που έχει κατά νου η Μεγαλειότητά Του, όμως το σκάφος δεν αντέχει άλλο. Προσπάθησε να κοιμηθείς. Μη βασανίζεις τον εαυτό Σου με τέτοιες έννοιες, που δεν είναι παρά ψευδαισθήσεις», Ο στρατηγός Μαρδόνιος υποστήριξε την άποψη της με ζήλο. «Γιατί βασανίζεις τον εαυτό Σου, αφέντη, με την αφή γηση ενός δούλου; Ποια σχέση μπορεί να έχει η ιστορία άση μων αξιωματικών και των ευτελών αλληλοκτόνων πολέμων τους με όλα τούτα τα σημαντικά γεγονότα που συμβαίνουν; Μην ταλαιπωρείς πια τον εαυτό Σου με τις φαντασιοπληξίες ενός άγριου που μισεί Εσένα και την Περσία με κάθε ίνα της • 285 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ύπαρξης του. Η ιστορία του είναι γεμάτη ψέματα, αν θες τη γνώμη μου». Η Μεγαλειότητά Του χαμογέλασε σ' αυτά τα λόγια του στρατηγού Του. «Αντίθετα, φίλε μου, πιστεύω ότι η ιστορία αυτού του ανθρώπου είναι αληθινή πέρα για πέρα και πως, έστω κι αν δεν το συμμερίζεσαι, έχει πολύ μεγάλη σχέση με τα θέματα που μας απασχολούν». Η Μεγαλειότητά Του έδειξε το θρόνο εκστρατείας που βρισκόταν στο κέντρο της σκηνής και φωτιζόταν από μια λάμπα. «Βλέπεις αυτό το κάθισμα, φίλε μου; Κανένας θνη τός δεν είναι τόσο μόνος ή τόσο απομονωμένος όσο αυτός που κάθεται πάνω του. Δεν μπορείς να το φανταστείς αυ τό, Μαρδόνιε. Κανείς που δεν έχει κάτσει εκεί πάνω δεν μπορεί. »Σκέψου: Ποιον μπορεί να εμπιστευτεί ένας βασιλιάς από όσους ζητούν ακρόαση; Ποιος από αυτούς δεν παρου σιάζεται ενώπιόν του με κάποια κρυφή επιθυμία, πάθος, παράπονο ή αίτημα, χρησιμοποιώντας ωστόσο κάθε τέχνα σμα και απάτη για να το κρύψει; Ποιος λέει την αλήθεια μπροστά στο βασιλιά; Ένας άνθρωπος απευθύνεται σ' αυ τόν είτε με φόβο γι' αυτά που μπορεί να καταλάβει είτε με φειδώ γι' αυτό που μπορεί να του παραχωρήσει. Όλοι έρ χονται ικέτες ενώπιον του. Αυτό που έχει στην καρδιά του ο κόλακας δεν το φωνάζει δυνατά, αλλά το κρύβει κάτω από το μανδύα της υποκρισίας και της προσποίησης. »Κάθε φωνή που ορκίζεται υπακοή, κάθε καρδιά που δη λώνει αγάπη ο βασιλικός ακροατής πρέπει να τη βολιδοσκο πεί και να την εξετάζει σαν να επρόκειτο για κάποιον πωλη τή στο παζάρι, αναζητώντας έστω και την παραμικρή ένδει ξη προδοσίας και αναλήθειας. Πόσο κουραστικό είναι αυτό! Ακόμα και οι γυναίκες του βασιλιά του ψιθυρίζουν γλυκόλο γα στο σκοτάδι της βασιλικής κρεβατοκάμαρας. Τον αγα πούν στ' αλήθεια; Πώς είναι δυνατό να το πιστέψει, όταν ξέ• 286 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρει ότι το αληθινό τους πάθος το ξοδεύουν σε σχέδια και δολοπλοκίες προς όφελος των παιδιών τους ή για δικό τους κέρδος; Κανείς δε λέει όλη την αλήθεια σε ένα βασιλιά ού τε ο ίδιος του ο αδελφός ούτε κι εσύ ακόμα, φίλε μου και συγγενή». Ο Μαρδόνιος έσπευσε να το αρνηθεί, αλλά η Μεγαλειότη τά Του τον έκοψε με ένα χαμόγελο. «Από όλους όσοι έρχο νται ενώπιόν μου μόνο ένας άνθρωπος, πιστεύω, μιλάει χωρίς να επιθυμεί προσωπικό όφελος. Κι αυτός είναι ο Έλληνας. Δεν τον καταλαβαίνεις, Μαρδόνιε. Η καρδιά του ένα μόνο ποθεί: να ξαναβρεί τους συμπολεμιστές του κάτω από τη γη. Ακόμα και το πάθος του να αφηγηθεί την ιστορία έρχε ται δεύτερο. Είναι μια υποχρέωση που του επέβαλε ένας από τους θεούς του, βάρος μαζί και κατάρα. Δεν περιμένει τίποτε από μένα. Όχι, φίλοι μου, τα λόγια του Έλληνα ούτε στενοχωρούν ούτε προβληματίζουν. Ευχαριστούν. Βάζουν τα πράγματα στη θέση τους». Η Μεγαλειότητά Του στάθηκε τότε στο κατώφλι της σκη νής και έδειξε πέρα από το φρουρό των Αθανάτων τις φω τιές που έκαιγαν στις σκοπιές. «Σκεφτείτε λίγο αυτό το σταυροδρόμι όπου έχουμε στρα τοπεδεύσει, αυτό το μέρος που οι Έλληνες ονομάζουν Τρί στρατο. Δεν είναι τίποτα για μας εκτός από χώμα κάτω από τα πόδια μας. Κι όμως αυτό το ταπεινό μέρος δεν αποκτά σημασία, και γοητεία ακόμη, αν θυμηθεί κανείς απ' όσα αφηγήθηκε ο αιχμάλωτος πως, όταν ήταν παιδί, εδώ χωρί στηκε με τη Διομάχη, την εξαδέλφη του που τόσο αγαπού σε;» Η Αρτεμισία αντάλλαξε ένα βλέμμα με το Μαρδόνιο. «Η Μεγαλειότητά Του υποχωρεί στο συναίσθημα» είπε η ταξίαρχος απευθυνόμενη στο βασιλιά της «και είναι πο λύ κουτό αυτό». Εκείνη τη στιγμή ο φρουρός που στεκόταν έξω από τη • 287 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σκηνή άνοιξε την πόρτα και ρώτησε αν μπορούσαν να πε ράσουν οι αξιωματικοί που φύλαγαν τον αιχμάλωτο. Έφε ραν τον Έλληνα πάνω στο φορείο πάλι και με τα μάτια, όπως πάντα, δεμένα. Συνοδευόταν από δύο κατώτερους αξιωμα τικούς των Αθανάτων, των οποίων προπορευόταν ο Ορόντης, ο αρχηγός τους. «Ας δούμε το πρόσωπο του ανθρώπου» πρόσταξε η Με γαλειότητά Του «και ας αντικρίσουν τα μάτια του τα δικά μας». Ο Ορόντης υπάκουσε. Το πανί βγήκε. Ο αιχμάλωτος Χίονης σκαρδάμυσσε αρκετές φορές στο φως της λάμπας, έπειτα κοίταξε για πρώτη φορά τη Μεγα λειότητά Του. Ήταν τόση η έκπληξη που φάνηκε στο πρόσω πο του άντρα, που ο αρχηγός των Αθανάτων θύμωσε και εί πε ότι ο άνθρωπος αυτός πρέπει να ήταν πολύ αλαζόνας για να κοιτάζει με τόση τόλμη τη Βασιλική Παρουσία. «Εχω ξανακοιτάξει το πρόσωπο της Μεγαλειότητάς Του» αποκρίθηκε ο άντρας. «Πάνω από τη μάχη, όπως όλοι οι εχθροί». «Οχι, αρχηγέ. Εδώ, μέσα σ' αυτή τη σκηνή. Τη νύχτα της πέμπτης ημέρας». «Είσαι ψεύτης!» είπε ο Ορόντης με οργή. Γιατί η εισβο λή αυτή για την οποία μιλούσε ο αιχμάλωτος είχε στ' αλή θεια συμβεί την προτελευταία μέρα πριν τη μάχη των Θερ μοπυλών: Μια νυχτερινή επιδρομή των Σπαρτιατών έφερε μερικούς πολεμιστές μέσα σ' αυτή τη σκηνή με σκοπό να καρφώσουν ένα ακόντιο στη Βασιλική Παρουσία. Όμως οι Αθάνατοι και οι Αιγύπτιοι ναυτικοί που έτρεξαν να υπερα σπιστούν τη Μεγαλειότητά Του τους έτρεψαν σε φυγή. «Ημουν κι εγώ εδώ» απάντησε ήρεμα ο Ελληνας «και λίγο έλειψε να ανοίξει το κεφάλι μου στα δύο από ένα τσε κούρι που πέταξε ένας ευγενής, αν δε χτυπούσε πρώτα το οριζόντιο δοκάρι της σκηνής και δεν καρφωνόταν εκεί». • 288 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Μόλις το άκουσε αυτό ο Μαρδόνιος έχασε το χρώμα του. Στη δυτική είσοδο της σκηνής, από όπου είχαν εισβάλει οι Σπαρτιάτες, υπήρχε ακόμα το σίδερο ενός τσεκουριού, τό σο βαθιά χωμένο στον κέδρο, που ήταν αδύνατο να βγει χω ρίς να σχιστεί το δοκάρι. Έτσι, οι μαραγκοί το άφησαν εκεί που ήταν. Αφού έκοψαν τη λαβή του, επισκεύασαν το δο κάρι και έδεσαν το μέρος εκείνο με σχοινί. Το βλέμμα του Έλληνα καρφώθηκε τώρα πάνω στο Μαρ δόνιο. «Ο αφέντης από δω πέταξε το τσεκούρι. Αναγνωρί ζω το πρόσωπό του». Η έκφραση του στρατηγού, που τα έχασε, πρόδωσε την αλήθεια των λόγων του. «Το σπαθί του» συνέχισε ο Έλληνας «έκοψε τον καρπό ενός Σπαρτιάτη πολεμιστή τη στιγμή που ετοιμαζόταν να χτυπήσει με το ακόντιο τη Μεγαλειότητά Του». Η Μεγαλειότητά Του ρώτησε το Μαρδόνιο αν αυτό ήταν αλήθεια. Ο στρατηγός παραδέχτηκε ότι, πράγματι, είχε κα ταφέρει ένα τέτοιο χτύπημα σε ένα Σπαρτιάτη, ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα που έδωσε εκείνες τις στιγμές της σύγχυσης και του κινδύνου. «Αυτός ο πολεμιστής» είπε ο άντρας Χίονης «ήταν ο Αλέξανδρος, ο γιος του Ολύμπιου, για τον οποίο σάς έχω μι λήσει». «Το αγόρι που ακολούθησε το στρατό των Σπαρτιατών; Που κολύμπησε το στενό για να πάει στο Αντίρριο;» ρώτη σε η Αρτεμισία. «Που έγινε άντρας» επιβεβαίωσε ο Έλληνας. «Οι αξιω ματικοί που τον πήραν από τη σκηνή και τον προστάτεψαν στη σκιά των ασπίδων τους ήταν ο ιππέας Πολύνεικος και ο αφέντης μου, ο Διηνέκης». Δε μίλησε κανείς για λίγο. «Αυτοί, αλήθεια, ήταν οι άντρες που μπήκαν μέσα σ' αυ τή τη σκηνή;» είπε η Μεγαλειότητά Του. • 289 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Αυτοί και άλλοι, όπως είδε η Μεγαλειότητά Του». Ο στρατηγός Μαρδόνιος δέχτηκε με σκεπτικισμό αυτή την πληροφορία, που του φάνηκε πολύ περίεργη. Κατηγόρησε τον αιχμάλωτο ότι κατασκεύασε αυτή την ιστορία από διά φορα λόγια που άκουσε από τους μάγειρες ή το ιατρικό προσωπικό που τον φρόντιζε. Ο αιχμάλωτος το αρνήθηκε με αξιοπρέπεια, αλλά με πάθος. Ο Ορόντης, απαντώντας στο Μαρδόνιο με την αρμοδιό τητα του ως επικεφαλής της φρουράς, είπε ότι ήταν αδια νόητο να έχει μάθει όλα αυτά τα γεγονότα με τον τρόπο που υπέθετε ο στρατηγός. Ο ίδιος ο Ορόντης επέβλεπε την απομόνωση του αιχμαλώτου. Κανείς, ούτε από την επιμελητεία ούτε από το προσωπικό του βασιλικού χειρουργού, δεν έμεινε μόνος με τον άντρα, ούτε για μια στιγμή, χωρίς την άμεση επίβλεψη των Αθανάτων της Μεγαλειότητάς Του και, όπως όλοι ήξεραν, κανείς δεν ήταν τόσο ευσυνείδητος και προσεκτικός όσο εκείνοι, «Τότε, έφτιαξε αυτό το παραμύθι από τις φήμες που δια δίδονται στη μάχη» επέμεινε ο Μαρδόνιος. «Θα το άκουσε από τους Σπαρτιάτες πολεμιστές που διείσδυσαν πραγμα τικά στη σκηνή της Μεγαλειότητάς Του». Η προσοχή όλων επικεντρώθηκε τώρα στον αιχμάλωτο Χίονη, ο οποίος, εντελώς ήρεμος, π α ρ ' όλες τις κατηγορίες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αμέσως το θάνατό του, κοίταξε το Μαρδόνιο ίσια στα μάτια και του μίλησε δίχως
φόβο.
«Θα μπορούσα να έχω μάθει αυτά τα γεγονότα με τον τρόπο που ανέφερες. Πώς θα σε αναγνώριζα όμως, ανάμε σα σε τόσους άλλους, ως τον άντρα που πέταξε το τσεκού ρι;» Η Μεγαλειότητά Του πήγε τότε στο σημείο όπου ήταν χωμένο το σίδερο του τσεκουριού και με το μαχαίρι του έκοψε το σχοινί για να φανεί το όπλο. Πάνω στο ατσάλι του • 290 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κεφαλιού η Μεγαλειότητά Του αναγνώρισε το δικέφαλο γρύπα* της Εφέσσου, που το σώμα των οπλοποιών της είχε το προνόμιο να προμηθεύει το Μαρδόνιο και τους διοικη τές του με λεπίδες και λόγχες. «Πες μου τώρα» είπε η Μεγαλειότητά Του απευθυνόμε νος στο Μαρδόνιο «ότι δεν έχει βάλει το χέρι του εδώ κά ποιος θεός». Η Μεγαλειότητά Του δήλωσε ότι ο Ίδιος και οι σύμβουλοι Του είχαν ήδη αποκομίσει πολλά από την ιστορία του αιχ μαλώτου, τόσο διδακτικά όσο και απρόσμενα, «Πόσα αξιό λογα πράγματα έχουμε να μάθουμε ακόμα;» Με μια εγκάρδια χειρονομία, η Μεγαλειότητά Του κάλε σε το Χίονη να πάει πιο κοντά Του και διέταξε να τοποθε τήσουν τον ανήμπορο ακόμη άντρα σε έναν καναπέ. «Παρακαλώ, φίλε μου, συνέχισε την ιστορία σου. Να μας την πεις όπως θέλεις, με όποιον τρόπο σε καθοδηγεί ο θεός».
*
Γρύπας: μυθικό ζώο με σώμα λιονταριού, κεφάλι και φτερούγες αετού. Σ.τ.Μ.
• 291 •
20 ΕΙΧΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΤΗΝ παράταξη του στρατού στην πεδιάδα κάτω από το ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς πάνω από πενήντα φορές τα τελευταία εννέα χρόνια. Είχα παρακολου θήσει πολλά προσκλητήρια καθώς ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για κάποια εκστρατεία. Αυτό ωστόσο, το σώμα που θα στελνόταν στις Θερμοπύλες, ήταν το πιο αδύνατο από όλα. Δεν είχαν κληθεί ούτε τα δύο τρίτα, όπως πριν στα Οινόφυ τα, όταν οι σχεδόν έξι χιλιάδες πολεμιστές, οι βοηθητικοί και οι άμαξες με τα εφόδια είχαν γεμίσει την πεδιάδα· δεν ήταν καν μισή κινητοποίηση, τεσσερισήμισι χιλιάδες, όπως στο Αχίλλειο, ούτε καν δυο μόρες, δυόμισι χιλιάδες άντρες, όταν ο Λεωνίδας οδήγησε το στρατό στο Αντίρριο, τότε που ο Αλέξανδρος κι εγώ τον πήραμε στο κατόπι τότε που ήμα στε παιδιά. Τριακόσιοι. Ο θόρυβος που έκανε η πενιχρή αυτή παράταξη έμοιαζε με κροτάλισμα μπιζελιών σε πιθάρι. Καμιά τριανταριά υπο ζύγια στέκονταν στη δημοσιά. Υπήρχαν μόνο οχτώ άμαξες, ενώ δυο φοβισμένοι νεαροί γιδοβοσκοί είχαν συγκεντρώσει τα ζώα για τις θυσίες. Τα εφόδια είχαν ήδη σταλεί, ενώ κα τά μήκος του δρόμου είχαν στηθεί πρόχειρα μαγειρεία. Χρει άζονταν έξι μέρες για να φτάσουν στον προορισμό τους. Έπειτα, όπως ήταν αναμενόμενο, οι σύμμαχες πόλεις θα τους προμήθευαν με όλα τα απαραίτητα καθ' οδόν, καθώς οι • 292 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Σπαρτιάτες προάγγελοι διάλεγαν τους στρατεύσιμους, οι οποίοι θα συμπλήρωναν την εκστρατευτική δύναμη που έπρεπε να αποτελείται από τέσσερις χιλιάδες άντρες. Απόλυτη σιωπή επικρατούσε εκείνο τον Αύγουστο όταν άρχισαν οι αποχαιρετιστήριες θυσίες από το Λεωνίδα, που έκανε χρέη πρωθιερέα. Τον βοηθούσαν ο Ολύμπιος και ο Μεγιστίας, ένας Θηβαίος οιωνοσκόπος που είχε έρθει στη Λακεδαίμονα οικειοθελώς μαζί με το γιο του, όχι μόνο από αγάπη για την πατρίδα του αλλά και για την Ελλάδα ολό κληρη, να προσφέρει χωρίς χρήματα ή άλλη ανταμοιβή τη μαντική του τέχνη. Είχε παραταχθεί όλος ο στρατός, και οι δώδεκα λόχοι. Οι άντρες δεν ήταν οπλισμένοι λόγω της απαγόρευσης των Καρνείων, φορούσαν ωστόσο τους κόκκινους μανδύες για να παραστούν στην αναχώρηση των Τριακοσίων. Κάθε πο λεμιστής στεκόταν στεφανωμένος, με το ξίφος και την ασπίδα ανά χείρας, με τον κόκκινο μανδύα στους ώμους του, ενώ ο βοηθός του στεκόταν στο πλάι του κρατώντας το ακόντιο μέχρι να ολοκληρωθούν οι θυσίες. Ήταν ο μήνας, όπως είπα, των Καρνείων. Η νέα χρονιά είχε αρχίσει στα μέσα του καλοκαιριού, σύμφωνα με το ελληνικό ημερολόγιο, και κά θε άντρας έπρεπε να πάρει τον καινούριο ετήσιο μανδύα, σε αντικατάσταση του φθαρμένου που φορούσε τις προη γούμενες τέσσερις εποχές. Ο Λεωνίδας διέταξε η διαδικασία αυτή να μην τηρηθεί για τους Τριακόσιους. Θα ήταν σπα τάλη για την πόλη, δήλωσε, να προμηθεύσουμε με καινούρια ρούχα άντρες που θα τα χρησιμοποιούσαν για τόσο λίγο διάστημα. Όπως είχε προβλέψει ο Μέδοντας, ο Διηνέκης ήταν ανά μεσα στους Τριακόσιους. Αλλά και ο ίδιος ο Μέδοντας είχε επιλεγεί. Στα πενήντα έξι του ερχόταν τέταρτος από πλευ ράς ηλικίας, μετά το Λεωνίδα, που ήταν εξήντα χρονών, τον Ολύμπιο και το μάντη Μεγιστία. Ο Διηνέκης θα διοικούσε • 293 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
την ενωμοτία του συντάγματος του Ηρακλή. Οι αδελφοί και ολυμπιονίκες Αλφεός και Μάρωνας επιλέχτηκαν επίσης, θα ενσωματώνονταν στην ενωμοτία αντιπροσωπεύοντας την Αγριελιά, που η θέση της ήταν στα δεξιά των ιππέων, στο κέ ντρο της γραμμής. Το δίδυμο αυτό που αποτελούνταν από τον πενταθλητή και τον παλαιστή ήταν ανίκητο στη μάχη. Η επιλογή τους έδωσε θάρρος σε όλους. Επιλέχτηκε επίσης και ο Αριστόδημος, ο πρέσβης. Αλλά αυτό που ξάφνιασε και προκάλεσε πολλές συζητήσεις ήταν η επιλογή του Αλέξαν δρου. Στα είκοσι χρόνια του θα ήταν ο νεότερος πολεμιστής στη γραμμή και ένας από τους δέκα περίπου άντρες, συμπερι λαμβανομένου του συντρόφου του στην αγωγή Αρίστωνα (από τις «σπασμένες μύτες» του Πολύνεικου), που δεν είχαν εμπειρία στη μάχη. Υπάρχει μια παροιμία στη Λακεδαίμο να: «Το καλάμι δίπλα στο κοντάρι», που σημαίνει ότι μια αλυσίδα γίνεται ισχυρότερη όταν διαθέτει έναν αχρησιμο ποίητο κρίκο. Ο τρυφερός τένοντας πίσω από το γόνατο που κάνει τον παλαιστή να αποκτήσει επιδεξιότητα και πονηριά, το τραύλισμα που ωθεί το ρήτορα να χρησιμοποιήσει την εξυπνάδα του για να το ξεπεράσει. Ο Λεωνίδας το ένιωθε, οι Τριακόσιοι θα πολεμούσαν καλύτερα όχι σαν ομάδα πρω ταθλητών αλλά σαν ένα είδος στρατού σε μικρογραφία, νέ ων και ηλικιωμένων, άπειρων και έμπειρων. Ο Αλέξανδρος θα έμπαινε στην ενωμοτία του Ηρακλή, που διοικούσε ο Διη νέκης· αυτός και ο φίλος και σύμβουλος του θα πολεμούσαν σαν δυάδα. Ο Αλέξανδρος και ο Ολύμπιος ήταν οι μόνοι πατέρας και γιος που επιλέχτηκαν για τους Τριακόσιους. Ο μικρός γιος του Αλέξανδρου, που ονομαζόταν κι αυτός Ολύμπιος, θα επιζούσε και θα συνέχιζε τη γενιά τους. Το θέαμα ήταν στ' αλήθεια σπαρακτικό, να βλέπεις εκεί στην Αφεταΐδα οδό, στη δημοσιά, τη γυναίκα του Αλέξανδρου, την Αγάθη, δεκα• 294 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
εννιά χρονών μόνο, να κρατά αυτό το μωρό αγκαλιά για το στερνό αντίο. Η μητέρα του Αλέξανδρου, η Παράλεια, αυ τή που με είχε ανακρίνει τόσο επίμονα μετά το Αντίρριο, στεκόταν δίπλα στην κοπέλα, στο ίδιο δασάκι με τις μυρ τιές από όπου ο Αλέξανδρος κι εγώ ξεκινήσαμε εκείνη τη νύχτα πριν από χρόνια για να ακολουθήσουμε το στρατό. Αποχαιρετιστήρια λόγια λέγονταν στην πορεία, καθώς η φάλαγγα περνούσε επίσημα μπροστά από την εξέδρα των συνελεύσεων, φτιαγμένη από ακατέργαστους λίθους, τα Φρούρια, κάτω από τα οστεοφυλάκια των ηρώων Λέλεγου και Αμφιάραου, στη στροφή της οδού όπου έτρεχαν οι δρομείς, πάνω από τον οποίο ήταν συγκεντρωμένες οι ομά δες των παιδιών στο ναό της Αξιοποίνης Αθηνάς, της Αθη νάς των Αντιποίνων, της Αθηνάς του Οφθαλμόν αντί Οφθαλ μού. Είδα τον Πολύνεικο να αποχαιρετά τα τρία παιδιά τού τα μεγαλύτερα, έντεκα και εννέα χρονών, ήταν ήδη στην αγωγή. Στέκονταν με το κορμί στητό μέσα στους μαύρους μανδύες τους με μεγάλη σοβαρότητα, σίγουρα θα έκοβαν το δεξί τους χέρι για να ήταν τώρα μαζί με τον πατέρα τους. Ο Διηνέκης σταμάτησε μπροστά στην Αρέτη στην άκρη του δρόμου δίπλα στο Ελλήνιον*, που οι στοές του ήταν ακό μα στολισμένες με δάφνες και κίτρινες και γαλάζιες κορδέ λες για τα Κάρνεια. Κρατούσε το γιο του Κόκορα, που ονο μαζόταν τώρα Ιδοτυχίδης. Ο αφέντης μου αγκάλιασε μια μια τις κόρες του, σήκωσε τις δυο μικρότερες και τις φίλη σε τρυφερά. Την Αρέτη την αγκάλιασε μια φορά, ακουμπώ ντας το μάγουλο στο λαιμό της, για να ανασάνει το άρωμα των μαλλιών της στερνή φορά. Δυο μέρες πριν τη συγκινητική αυτή στιγμή, η κυρά με * Τόπος στη Σπάρτη κοντά στην Αφεταΐδα οδό. Οφείλει την ονομασία της, σύμ φωνα με μια άποψη, στο ότι σε αυτό το μέρος έγινε το πολεμικό Συμβούλιο των Ελλήνων πριν την εισβολή του Ξέρξη στην Ελλάδα ή πριν την εκστρατεία στην Τροία. Σ.τ.Μ.
• 295 ·
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
φώναξε ιδιαιτέρως, όπως έκανε πάντα πριν ξεκινήσουμε για τον πόλεμο. Είναι έθιμο των Σπαρτιατών μια εβδομάδα πριν φύγουν για τον πόλεμο οι όμοιοι να περνούν μια μέρα χω ρίς γυμνάσια και ασκήσεις, ήρεμα στους κλήρους τους, στα αγροκτήματα που διατηρεί κάθε πολεμιστής σύμφωνα με τους νόμους του Λυκούργου, από όπου βγάζει τα προϊόντα που συντηρούν τον ίδιο και την οικογένειά του ως πολίτη και ομοίου. Αυτές οι «επαρχιακές μέρες», όπως τις λένε, είναι μια επιστροφή στη σπιτική παράδοση και ο λόγος, φαντάζο μαι, είναι η φυσική επιθυμία του πολεμιστή να επισκεφτεί πριν τη μάχη και κατά κάποιον τρόπο να αποχαιρετήσει τις ευτυχισμένες στιγμές της παιδικής του ηλικίας. Αυτό και ο πιο πρακτικός σκοπός, τον παλιό καιρό τουλάχιστον, να πά ρει από τις αποθήκες του κλήρου τα απαραίτητα για κείνον εφόδια. Μια επαρχιακή μέρα είναι πανηγύρι, μια από τις σπάνιες ευκαιρίες που έχει ένας όμοιος και όσοι υπηρετούν τη γη του να καθίσουν να τα πουν σαν φίλοι και να γεμίσουν τις κοιλιές τους με ανάλαφρη καρδιά. Εκτός απροόπτου, εκεί κατευθυνόμαστε, στο αγρόκτημα που λεγόταν Δαφνείο, μερι κά πρωινά πριν την αναχώρηση για τις Θερμοπύλες. Δυο οικογένειες Μεσσηνίων δούλευαν αυτή τη γη, είκοσι τρεις όλοι κι όλοι, συν δυο γιαγιάδες, δίδυμες, τόσο γριές, που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν οι ίδιες τον εαυτό τους, κι ακόμη ο μοναδικός ασθενικός, λιγότερο ικανός μονοπόδαρος, ο Κάμειρος, που είχε χάσει το δεξί του πόδι στην υπη ρεσία ως βοηθός του πατέρα του Διηνέκη. Αυτός ο ξεδοντιάρης γέροντας, που ξεπερνούσε στη γλώσσα και τον πιο αισχρολόγο ναυτικό, ήταν υπεύθυνος όλων των τελετών, κατό πιν δικής του επιμονής και προς μεγάλη ευχαρίστηση όλων. Σ' αυτό το αγρόκτημα υπηρετούσαν επίσης η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Οι γείτονες από τα κοντινά κτήματα ήρ θαν να μας επισκεφτούν. Έπαθλα δόθηκαν σε διάφορες πε ρίεργες κατηγορίες. Έγινε επίσης και ένας υπαίθριος χορός • 296 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
στο αλώνι, δίπλα στο δασάκι με τις δάφνες, από όπου έχει πάρει το αγρόκτημα την ονομασία του. Ακόμη οργανώθη καν διάφορα παιδικά παιχνίδια πριν τη γιορτή που έγινε αργά το απόγευμα και κατέληξε σε φαγοπότι κάτω από τα δέντρα, στο οποίο ο ίδιος ο Διηνέκης, η Αρέτη και τα κορί τσια τους σέρβιραν τους συνδαιτημόνες. Ανταλλάχτηκαν δώ ρα, τσακωμοί και παράπονα διευθετήθηκαν, αιτήσεις και πα ράπονα υποβλήθηκαν. Αν κάποιο αγόρι του κλήρου ήθελε να μνηστευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του από ένα άλλο αγρόκτημα, μπορούσε να πλησιάσει τώρα το Διηνέκη και να ζητήσει την ευλογία του. Πάντα δύο ή τρεις από τους πιο ρωμαλέους νεαρούς εί λωτες και άντρες στρατολογούνταν για να συνοδεύσουν το στρατό ως τεχνίτες ή οπλοποιοί, βοηθητικοί της μάχης ή το ξότες. Οι νέοι αυτοί, που κάθε άλλο παρά να αποφύγουν ήθελαν αυτούς τους κινδύνους, διασκέδαζαν που είχαν τρα βήξει την προσοχή. Οι αγαπημένες τους κρέμονταν πάνω τους όλη μέρα και γίνονταν πολλές προτάσεις γάμου κάτω από την επίδραση του κρασιού από τους ερωτοχτυπημέ νους εκείνων των υπέροχων επαρχιακών δειλινών. Την ώρα που η χαρούμενη γιορτή «παραμερίζει κάθε πε θυμιά για φαγί και πιοτί», όπως λέει ο Όμηρος, περισσότε ρα σιτηρά, κρασί, γλυκά και τυριά συγκεντρώθηκαν στα πό δια του Διηνέκη απ' όσα θα μπορούσε να κουβαλήσει σε εκα τό μάχες. Στη συνέχεια αποσύρθηκε στο τραπέζι της αυλής με τους πιο ηλικιωμένους του αγροκτήματος για να συζητή σουν τις τελευταίες λεπτομέρειες των υποθέσεων του κλήρου πριν την αναχώρηση. Όταν αποσύρθηκαν οι άντρες, λοιπόν, να κάνουν τη δου λειά τους, η δέσποινα Αρέτη μού έκανε νόημα να τη συνα ντήσω ιδιαιτέρως. Καθίσαμε μπροστά σε ένα τραπέζι της κουζίνας. Ήταν ένα χαρούμενο μέρος, ζεστό από τις τελευ ταίες αχτίδες του ήλιου, που έμπαιναν από την αυλόπορτα. • 297 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο μικρός Ιδοτυχίδης, το αγοράκι του Κόκορα, έπαιζε έξω με δυο άλλα γυμνά χωριατόπαιδα, ένα από τα οποία ήταν ο γιος μου, ο Σκαμανδρίδης. Τα μάτια της κυράς μου στάθη καν με Θλίψη για λίγο στα κακόμοιρα παιδάκια. «Οι Θεοί πάνε πάντα ένα βήμα μπροστά από μας, έτσι δεν είναι, Χίονη;» Ήταν ο πρώτος υπαινιγμός που άκουγα από τα χείλη της, που επιβεβαίωνε αυτό που κανείς δεν είχε το Θάρρος να ρω τήσει: Ότι η δέσποινα, πράγματι, δεν είχε υπολογίσει τις συνέπειες της πράξης της εκείνη τη νύχτα της κρυπτείας, όταν έσωσε τη ζωή του μωρού. Η κυρά μου έκανε χώρο στο τραπέζι και έβαλε μπροστά μου, όπως πάντα, εκείνα τα πράγματα, τα απαραίτητα για το ταξίδι του άντρα της, που είναι στην ευθύνη της συζύ γου να τα προμηθεύσει. Το χειρουργικό δέμα, τυλιγμένο ρο λό σε χοντρό βοϊδοτόμαρο, που όταν διπλωνόταν μπορού σε να χρησιμοποιηθεί ως νάρθηκας, ενώ όταν έμπαινε πά νω στη σάρκα έκλεινε ερμητικά μια οπή. Τις τρεις κυρτές βε λόνες από αιγυπτιακό χρυσό που οι Σπαρτιάτες αποκα λούσαν «αγκίστρια», με το μασουράκι για τα ράμματα που η κλωστή του ήταν από έντερα και το ατσάλινο χειρουργικό μαχαιράκι για να το χρησιμοποιήσει ο ράφτης που έραβε σάρκες. Τα επιθέματα από ξασπρισμένο λινό, τις αιμοστατι κές δερμάτινες ταινίες, τις χάλκινες «δαγκωματιές σκύλου», τις πένσες με την πολύ λεπτή σαν βελόνα μύτη για να βγά ζουν τις αιχμές από τα βέλη ή πιο συχνά τα θραύσματα και τις σκίζες που πετιούνται από τη σύγκρουση του ατσαλιού πάνω στο σίδερο και του σίδερου πάνω στον ορείχαλκο. Ακολουθούσαν τα χρήματα. Μια κρυψώνα με οβολούς της Αίγινας, γιατί δεν επιτρεπόταν να έχουν οι πολεμιστές πάνω τους όχι μόνο οβολούς αλλά και οποιοδήποτε άλλο νόμισμα. Αν όμως τα έβρισκε κατά «τύχη» στον μπόγο του βοηθητικού του, μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να αγο• 298 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ράσει κάτι στο δρόμο ή από το σιτιστή, να προμηθευτεί κά τι που είχε ξεχάσει ή να αγοράσει μια λιχουδιά να ευφραν θεί η καρδιά του. Τέλος, τα μικροαντικείμενα που είχαν προσωπική αξία για τον καθένα, μικρές εκπλήξεις και γούρια, πράγματα δαι μονικά, προσωπικά ερωτικά φυλαχτά. Η φιγούρα ενός κο ριτσιού πάνω σε χρωματιστό κερί, μια κορδέλα από τα μαλ λιά μιας θυγατέρας, ένα γούρι από ήλεκτρο σκαλισμένο από το χέρι ενός αγράμματου παιδιού. Η κυρά άφησε επίσης στη φροντίδα μου ένα δέμα με γλυκίσματα και λιχουδιές, γλυκά από σουσάμι και μελωμένα σύκα. «Μπορείς να βουτήξεις το μερίδιο σου» είπε χαμογελώντας «αλλά φύλαξε και μερικά για τον άντρα μου». Πάντα υπήρχε κάτι και για μένα. Σήμερα ήταν ένα που γκί με νομίσματα των Αθηναίων, είκοσι συνολικά, τετράδραχμα, ο μισθός τριών μηνών σχεδόν για έναν επιδέξιο κω πηλάτη ή οπλίτη στο στρατό τους. Ξαφνιάστηκα που η δέ σποινα είχε ένα τόσο μεγάλο ποσό στην κατοχή της, και μά λιστα στο δικό της πουγκί. Τα έχασα από την απίστευτη γεν ναιοδωρία της. Αυτές οι «κουκουβάγιες», όπως τις έλεγαν από την εικόνα στο πίσω μέρος του νομίσματος, είχαν αξία όχι μόνο στην πόλη της Αθήνας αλλά και σε κάθε μέρος της Ελλάδας. «Όταν συνόδευσες τον άντρα μου που πήγε ως πρέσβης στην Αθήνα τον περασμένο μήνα» είπε η δέσποινα ραγίζο ντας τη σιωπή, αφού η χειρονομία της με είχε κάνει να βουβαθώ, «βρήκες ευκαιρία να επισκεφτείς την εξαδέλφη σου; Τη Διομάχη. Αυτό δεν είναι το όνομά της;». Είχα πάει και το ήξερε. Η επιθυμία μου αυτή, αυτό που λαχταρούσα τόσο καιρό, τελικά εκπληρώθηκε. Ο Διηνέκης με είχε στείλει ο ίδιος να τη βρω. Τώρα καταλάβαινα ότι η κυ ρά μου είχε βάλει κι εδώ το χεράκι της. Ρώτησα αν ήταν αυ τή, η Αρέτη, που τα είχε σκαρώσει όλα. • 299 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Εμείς οι γυναίκες των Λακεδαιμονίων απαγορεύεται να φοράμε ωραία ρούχα, κοσμήματα ή καλλυντικά. Θα ήταν εντελώς άκαρδο, δε νομίζεις, αν μας απαγόρευαν μια μικρή αθώα μηχανορραφία;» Μου χαμογέλασε, περιμένοντας την απάντησή μου. «Λοιπόν;» ρώτησε. «Λοιπόν, τι;» Η γυναίκα μου, η Θήρεια, κουτσομπόλευε με τις άλλες του υποστατικού έξω στην αυλή. Απέφυγα να της απαντήσω ευ θέως. «Η εξαδέλφη μου είναι παντρεμένη γυναίκα, κυρά. Κι εγώ παντρεμένος άντρας». Τα μάτια της δέσποινας άστραψαν πονηρά. «Δε θα ήσουν ο πρώτος άντρας που θα ερωτευόταν μια άλλη εκτός από τη γυναίκα του. Ούτε εκείνη η πρώτη γυναίκα». Ξάφνου, κάθε πειρακτική διάθεση έσβησε από το βλέμμα της δέσποινας. Το πρόσωπό της έγινε σοβαρό και σκοτεί νιασε, θαρρείς από θλίψη. «Οι θεοί έπαιξαν το ίδιο παιχνίδι στον άντρα μου και σε μένα». Σηκώθηκε, έδειξε την πόρτα και πέρα από την αυ λή. «Έλα, πάμε έναν περίπατο». Η Αρέτη σκαρφάλωσε ξυπόλυτη στην πλαγιά και έφτα σε σε ένα σκιερό τόπο κάτω από τις βαλανιδιές. Σε ποια χώρα εκτός από τη Λακεδαίμονα οι πατούσες μιας καλο κυράς θα ήταν γεμάτες κάλους τόσο χοντρούς, που μπο ρούσε να βαδίζει πάνω στα αγκαθωτά φύλλα της βαλανι διάς και να μην αισθάνεται τα αγκάθια τους; «Ξέρεις, Χίονη, ότι ήμουν γυναίκα του αδελφού του συ ζύγου μου πριν τον παντρευτώ». Αυτό το ήξερα. Το είχα μάθει, όπως σας είπα, από τον ίδιο το Διηνέκη. «Ιατροκλής ήταν το όνομά του, ξέρω ότι έχεις ακουστά την ιστορία. Σκοτώθηκε στην Πελλάνα στα τριάντα ένα του χρό νια. Πέθανε σαν ήρωας. Ήταν ο καλύτερος της γενιάς του, ιπ300
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πέας και ολυμπιονίκης, προικισμένος από τους θεούς με αρε τή και ομορφιά, όπως ο Πολύνεικος σ' αυτή τη γενιά. Με κυ νηγούσε με πάθος, με τόση παραφορά, που με ζήτησε από το σπίτι του πατέρα μου όταν ήμουν ακόμα κορίτσι. Όλα αυ τά είναι γνωστά στους Σπαρτιάτες. Τώρα όμως θα σου πω κάτι που δε γνωρίζει κανείς, εκτός από το σύζυγό μου». Η δέσποινα είχε φτάσει σε ένα χαμηλό κορμό βαλανιδιάς που σχημάτιζε ένα φυσικό παγκάκι μέσα στον ίσκιο του σύδεντρου. Κάθισε και έδειξε ότι μπορούσα να καθίσω πλάι της. «Εκεί κάτω» είπε δείχνοντας το ανοιχτό μέρος ανάμεσα σε δυο βοηθητικά οικήματα και στο μονοπάτι που οδηγού σε στο αλώνι. «Ακριβώς εκεί που στρίβει το μονοπάτι είδα το Διηνέκη για πρώτη φορά. Ήταν μια επαρχιακή μέρα σαν τη σημερινή. Είχε γίνει επειδή ο Ιατροκλής πήγαινε πρώτη φορά στον πόλεμο. Με είχε φέρει ο πατέρας μου μαζί με τα αδέλφια μου και τις αδελφές μου από τον κλήρο μας, για να του προσφέρουμε ως δώρο φρούτα και μια χρονιάρικη κα τσίκα. Τα αγόρια του κτήματος έπαιζαν εδώ ακριβώς όταν έφτασα, κρατώντας τον πατέρα μου απ' το χέρι, από αυτό το ύψωμα που καθόμαστε τώρα εσύ κι εγώ». Η δέσποινα σταμάτησε. Για μια στιγμή αναζήτησε τα μά τια μου, λες και ήθελε να βεβαιωθεί ότι την πρόσεχα και την κατανοούσα. «Είδα το Διηνέκη πρώτα από πίσω. Μόνο τους γυμνούς του ώμους και το πίσω μέρος της κεφαλής του. Κατάλαβα αμέσως ότι θα τον αγαπούσα, αυτόν και μόνο αυτόν, σε όλη μου τη ζωή». Η έκφρασή της σοβάρεψε μπροστά σ' αυτό το μυστήριο, το κάλεσμα του Έρωτα και τις άγνωστες βουλές της καρ διάς. «Θυμάμαι ότι περίμενα πότε θα γυρίσει να τον δω, να δω το πρόσωπό του. Πολύ παράξενο, αλήθεια. Έμοιαζε με στη• 301 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μένο αγώνα, όπου εσύ περιμένεις, με την καρδιά να φτερο κοπά, να δεις το πρόσωπο εκείνου που θα πρέπει να αγα πήσεις. »Τελικά, γύρισε. Πάλευε με ένα άλλο αγόρι. Ακόμα και τότε, Χίονη, ο Διηνέκης δεν ήταν όμορφος. Δύσκολα μπορού σε να πιστέψει κανείς ότι ήταν αδελφός του αδελφού του. Αλλά εμένα μου φάνηκε ευειδέστατος, η ψυχή της ομορφιάς. Οι θεοί δεν μπορεί να είχαν σμιλέψει ένα πρόσωπο πιο απο καλυπτικό και προσφιλές στην καρδιά μου. Εκείνος τότε ήταν δεκατριών. Εγώ εννιά». Η δέσποινα σταμάτησε μια στιγμή και κοίταξε με επι σημότητα το σημείο για το οποίο μιλούσε. Δεν της δόθηκε ωστόσο η ευκαιρία, είπε, όταν ήταν μικρή να μιλήσει ιδιαι τέρως με το Διηνέκη. Τον παρακολουθούσε συχνά όταν έτρε χε, όπως και στα γυμνάσια με την ομάδα της αγωγής του. Αλλά ποτέ δεν έμειναν μόνοι έστω και για μια στιγμή οι δυο τους. Δεν είχε ιδέα αν ήξερε καν ποια ήταν. Ήξερε, πάντως, ότι ο αδελφός του την είχε διαλέξει και είχε μιλήσει με τους ενήλικες της οικογένειάς της. «Έκλαψα όταν ο πατέρας μου μου είπε ότι με έδωσε στον Ιατροκλή. Καταράστηκα τον εαυτό μου για τη μεγάλη αχα ριστία μου. Τι άλλο ήθελε ένα κορίτσι εκτός από έναν ευγε νή, ενάρετο άντρα; Μα δεν μπορούσα να ελέγξω την καρδιά μου. Αγαπούσα τον αδελφό αυτού του άντρα, αυτού του εξαίρετου, γενναίου άντρα που θα παντρευόμουν. »Όταν ο Ιατροκλής σκοτώθηκε, ήμουν απαρηγόρητη. Αλ λά η αιτία της στενοχώριας μου δεν ήταν αυτό που νόμιζε ο κόσμος. Φοβόμουν ότι οι θεοί είχαν ανταποκριθεί με το θάνατό του στην ιδιοτελή προσευχή της καρδιάς μου. Περί μενα από το Διηνέκη να επιλέξει νέο σύζυγο για μένα, όπως ήταν υποχρεωμένος από τους νόμους, κι όταν δεν το έκανε πήγα εγώ σ' αυτόν, ξεδιάντροπα, στη σκόνη της παλαίστρας και τον ανάγκασα να με πάρει γυναίκα του. • 302 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
»Ο σύζυγός μου αγκάλιασε αυτή την αγάπη και την αντα πέδωσε με καλοσύνη, ενώ τα κόκαλα του αδελφού του ήταν ακόμα ζεστά. Η ευχαρίστηση ήταν τόσο έντονη και για τους δυο μας, η μυστική μας χαρά στο κρεβάτι του γάμου, που αυτή η αγάπη έγινε κατάρα για μας. Τη δική μου ενοχή μπο ρούσα να την απαλύνω. Είναι εύκολο για μια γυναίκα, για τί μπορεί να νιώσει τη νέα ζωή να μεγαλώνει στην κοιλιά της, αυτή που φύτεψε μέσα της ο άντρας. »Αλλά κάθε παιδί που γεννιόταν ήταν θηλυκό, τέσσερις θυγατέρες, κι όταν έχασα την ικανότητα να συλλαμβάνω αι σθάνθηκα , όπως κι ο σύζυγός μου, ότι ήταν η κατάρα των θε ών για το πάθος μας». Η κυρά μου σταμάτησε και κοίταξε πάλι κάτω από την πλαγιά. Τα αγόρια, μαζί κι ο γιος μου κι ο μικρός Ιδοτυχίδης, είχαν βγει από την αυλή και τώρα έπαιζαν ανέμελα ακριβώς κάτω από το σημείο που καθόμαστε. «Έπειτα ήρθε η ώρα να κληθούν οι Τριακόσιοι για τις Θερμοπύλες. Επιτέλους, σκέφτηκα, τώρα κατάλαβα την αλη θινή διαστροφή του σχεδίου των θεών. Χωρίς γιο, ο άντρας μου δεν ήταν δυνατό να κληθεί. Θα αποκλειόταν από την υψίστη των τιμών. Αλλά την καρδιά μου δεν την ένοιαζε. Αυτό που είχε σημασία ήταν ότι θα ζούσε. Για μια βδομάδα ίσως ή ένα μήνα μέχρι την επόμενη μάχη. Αλλά και πάλι μπορεί να επιζούσε. Θα τον κρατούσα ακόμα λίγο κοντά μου. Θα ήταν πάλι δικός μου». Ο Διηνέκης, που είχε τελειώσει τη δουλειά του, εμφανί στηκε στο πλάτωμα από κάτω. Πλησίασε τα παιδιά και έλα βε μέρος στο παιχνίδι τους, που δεν ήταν άλλο από τον πό λεμο, υπακούοντας από τώρα στα ένστικτα της μάχης και του πολέμου που κυλούσαν στο αίμα τους. «Οι θεοί μάς κάνουν να αγαπήσουμε αυτόν που δεν πρέ πει» είπε η δέσποινα «και να στερηθούμε αυτόν που θέ λουμε εμείς. Σκοτώνουν αυτούς που πρέπει να ζήσουν και • 303 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χαρίζουν τη ζωή σ' αυτούς που αξίζει να πεθάνουν. Δίνουν με το ένα χέρι και παίρνουν με το άλλο. Το γιατί το γνωρί ζουν μόνο αυτοί». Ο Διηνέκης είδε την Αρέτη να τον παρακολουθεί από ψη λά. Σήκωσε το μικρό Ιδοτυχίδη χαρούμενα και κρατώντας το χεράκι του τη χαιρέτησε από μακριά. Η Αρέτη αναγκάστηκε τελικά να δώσει μια απάντηση στον εαυτό της. «Και τώρα, σπρωγμένη από μια τυφλή δύναμη, έσωσα τη ζωή αυτού του αγοριού, το γιο του νόθου γιου του αδελ φού μου, και έτσι έχασα τον άντρα μου». Είπε τούτα τα λόγια τόσο σιγανά, με τόση θλίψη, που ένιωσα ένα πνίξιμο στο λαιμό και ένα κάψιμο στα μάτια. «Οι γυναίκες των άλλων πόλεων θαυμάζουν τις γυναί κες της Λακεδαίμονας» είπε η κυρά μου. «Πώς μπορούν οι Σπαρτιάτισσες και στέκονται στητές και αδάκρυτες, ανα ρωτιούνται, όταν τους φέρνουν τα τσακισμένα κορμιά των αντρών τους για να ταφούν στην πατρίδα ή, ακόμα χειρό τερα, όταν τους θάβουν σε ξένη γ η , χωρίς να έχουν τίποτα δικό τους, έξω απ' την ψυχρή μνήμη, να σφίξουν πάνω στην καρδιά τους; Αυτές οι γυναίκες νομίζουν πως είμαστε φτιαγ μένες από σκληρό υλικό. Θα σου πω εγώ, Χίονη. Δεν είμα στε. »Μήπως θαρρούν ότι εμείς στη Λακεδαίμονα αγαπάμε λιγότερο τους άντρες μας από αυτές; Ότι οι καρδιές μας εί ναι φτιαγμένες από πέτρα και ατσάλι; Μήπως φαντάζονται ότι η θλίψη μας είναι λιγότερη επειδή την κρύβουμε μέσα στα σπλάχνα μας;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια μια φορά, μετά γύρισε και με κοί ταξε. «Οι θεοί έπαιξαν και σε σένα ένα παιχνίδι, Χίονη. Αλλά ίσως δεν είναι πολύ αργά να κλέψεις στα ζάρια. Γι' αυτό σου έδωσα αυτό το πουγκί με τις "κουκουβάγιες"». • 304 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ήξερα ήδη τι είχε στην καρδιά της. «Δεν είσαι Σπαρτιάτης. Γιατί να δεσμευτείς από τους σκληρούς τους νόμους; Αρκετά δε σου πήραν οι θεοί μέχρι τώρα;» Την παρακάλεσα να μην το ξαναπεί αυτό. «Αυτό το κορίτσι που αγαπάς μπορώ να σου το φέρω εδώ. Απλώς ζήτησε το». «Όχι! Παρακαλώ». «Τότε φύγε. Φύγε απόψε. Πήγαινε εκεί». Απάντησα αμέσως πως δεν μπορούσα. «Ο άντρας μου θα βρει άλλον να τον υπηρετήσει. Ας πε θάνει κάποιος άλλος αντί για σένα». «Σε παρακαλώ, κυρά. Αυτό θα ήταν ατιμία». Ένιωσα ένα δυνατό πόνο στο μάγουλο και συνειδητοποί ησα ότι η Αρέτη με είχε χαστουκίσει. «Ατιμία;» Πέταξε τη λέξη με αποτροπιασμό και περιφρόνηση. Χαμηλά στην πλαγιά, ο Διηνέκης, τα αγόρια και τα άλλα χωριατόπαιδα, που είχαν ενωθεί με την παρέα τους στο με ταξύ, άρχισαν να παίζουν με τη σφαίρα. Οι φωνές των αγο ριών κατά τη διάρκεια του αγώνα, οι διαπληκτισμοί και ο ανταγωνισμός αντηχούσαν ζωηρά ψηλά στην πλαγιά όπου καθόταν η κυρά. Μόνο ευγνωμοσύνη θα μπορούσε να νιώσει κανείς γι' αυτό που τόσο ευγενικά ξεπήδησε από την καρδιά της: την επιθυμία να μου προσφέρει αυτή την καλοσύνη που η μοί ρα είχε αρνηθεί σε κείνη. Να προσφέρει σε μένα και στη γυ ναίκα που αγαπούσα μια ευκαιρία να ξεφύγουμε από τα δεσμά που κρατούσαν φυλακισμένους εκείνη και τον άντρα της. Εγώ δεν κατάφερα να της πω τίποτα, εκτός από αυτό που γνώριζε ήδη. Δεν μπορούσα να φύγω. «Εξάλλου, οι θε οί θα είναι ήδη εκεί. Όπως πάντα, ένα βήμα μπροστά». Την είδα να ισιώνει τους ώμους, καθώς η θέλησή της επι• 305 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
βλήθηκε στην ευγενική, μα αδύνατη παρόρμηση της καρδιάς
της. «Η εξαδέλφη σου θα μάθει πού κείτεται το σώμα σου και ότι ο θάνατός σου ήταν τιμημένος. Μα την Ελένη και τους Διόσκουρους, σ' τ' ορκίζομαι». Η Αρέτη σηκώθηκε από τον κορμό της βαλανιδιάς. Η συ νέντευξη είχε τελειώσει. Ήταν πάλι Σπαρτιάτισσα. Τώρα εδώ τούτο το πρωινό που φεύγαμε έβλεπα στο πρόσωπό της την ίδια αυστηρή μάσκα. Η Αρέτη άφησε τον άντρα της και μάζεψε κοντά της τα παιδιά της, στάθηκε στη τή και σοβαρή, όπως όλες οι σύζυγοι των Σπαρτιατών που βρίσκονταν μπροστά ή παραπίσω κάτω από τις βαλανιδιές. Είδα το Λεωνίδα να αγκαλιάζει τη γυναίκα του Γοργώ, τα «Λαμπερά Μάτια», τις κόρες τους και το γιο τους, τον Πλείσταρχο, που κάποτε θα έπαιρνε τη θέση του ως βασιλιά. Η γυναίκα μου, η Θήρεια, με ένα λευκό μεσσηνιακό χιτώ να, με αγκάλιασε σφιχτά και τρίφτηκε πάνω μου, ενώ κρα τούσε τα παιδιά μας με το ένα χέρι. Δε θα έμενε για πολύ χωρίς σύζυγο. «Περίμενε τουλάχιστον μέχρι να χαθώ από τα μάτια σου» αστειεύτηκα και πήρα αγκαλιά τα παιδιά μου, που ελάχιστα γνώριζα. Η μητέρα τους ήταν καλή γ υ ναίκα. Μακάρι να την είχα αγαπήσει όσο της άξιζε. Οι τελευταίες θυσίες τελείωσαν και διαβάστηκαν οι οι ωνοί. Οι Τριακόσιοι παρατάχθηκαν, κάθε όμοιος με ένα μό νο βοηθό, στις μακριές σκιές που έριχνε ο Πάρνωνας από πέρα, ενώ όλος ο στρατός παρακολουθούσε από την πλα γιά από την πλευρά των ασπίδων*. Ο Λεωνίδας πήρε τη θέ ση του μπροστά, δίπλα στον πέτρινο βωμό που ήταν στε φανωμένος όπως εκείνοι. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης, γέροι και παιδιά, σύζυγοι και μητέρες, είλωτες και τεχνίτες, * Παρ' ασπίδα: προς τα αριστερά, διότι η ασπίδα εφέρετο από τον αριστερό βραχίονα, ενώ επί δόρυ σήμαινε προς τα δεξιά. Σ.τ.Μ.
• 306 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
στέκονταν παράμερα σε ένα ύψωμα από την πλευρά των ακοντίων. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα για τα καλά, ο ήλιος δεν είχε ξεμυτίσει από την κορυφή του Πάρνωνα. «Ο θάνατος είναι πολύ κοντά μας τώρα» είπε ο βασιλιάς. «Τον νιώθετε, αδέλφια; Εγώ ναι. Είμαι άνθρωπος και τον φοβάμαι. Τα μάτια μου αναζητούν μια θέα που θα δυναμώ σει την καρδιά τη στιγμή που θα τον κοιτάξω στο πρόσωπο» άρχισε να λέει σιγανά ο Λεωνίδας. Η φωνή του ακουγόταν άνετα από όλους στην ακινησία της αυγής. «Θέλετε να σας πω από πού θα αντλήσω αυτή τη δύνα μη, φίλοι; Από τα μάτια των πορφυροντυμένων γιων μας που είναι μπροστά μας, ναι. Κι από την όψη των συντρό φων τους που θα ακολουθήσουν στις επερχόμενες μάχες. Η καρδιά μου όμως αντλεί κουράγιο κυρίως από αυτές, τις γυναίκες μας, που παρακολουθούν αδάκρυτες και σιωπη λές καθώς φεύγουμε». Έδειξε τις συγκεντρωμένες γυναίκες, ξεχώρισε δύο ανά μεσά τους, την Πυρρώ και την Αλκμήνη, που ήταν από τις πιο ηλικιωμένες, και τις φώναξε με τα ονόματά τους. «Πό σες φορές, αλήθεια, δε στάθηκαν αυτές οι δυο εδώ, στην πα γωμένη σκιά του Πάρνωνα, για να δουν αυτούς που αγαπούν να φεύγουν για τον πόλεμο; Πυρρώ, έχεις δει παππούδες και πατέρες να κατηφορίζουν την Αφεταΐδα και να μην ξα ναγυρίζουν. Αλκμήνη, τα μάτια σου τα κράτησες αδάκρυτα καθώς σύζυγος και αδέλφια έφευγαν να συναντήσουν το θάνατο. Τώρα στέκεστε πάλι εδώ, με ελάχιστες ακόμα που γέννησαν τόσα και ίσως περισσότερα παιδιά, να δείτε γιους και εγγονούς να βαδίζουν προς τον Άδη». Αυτό ήταν αλήθεια. Ο γιος της γερόντισσας Πυρρώς, ο Δωριέας, στεκόταν στεφανωμένος ανάμεσα στους ιππείς, ενώ οι πρωταθλητές Αλφεός και Μάρωνας ήταν εγγόνια της Αλ κμήνης. «Ο πόνος των αντρών γεννιέται απαλά και γρήγορα περ• 307 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
νάει. Οι πληγές μας είναι της σάρκας, δηλαδή τίποτα, των γυναικών είναι της καρδιάς — θλίψη αβάσταχτη, πολύ πιο πικρή να την αντέξεις». Ο Λεωνίδας έδειξε τις συζύγους και μητέρες που ήταν μαζεμένες στις σκιερές ακόμα πλαγιές. «Διδαχτείτε από αυτές, αδέλφια, από τον πόνο που νιώ θουν την ώρα της γέννας, πόνο αφόρητο και αμετάκλητο, αφού έτσι όρισαν οι θεοί. Παραδειγματιστείτε από το μά θημα που μας δίνουν: Κάθε καλό στη ζωή έχει το τίμημά του. Το πιο γλυκό απ' όλα είναι η ελευθερία. Αυτό επιλέξα με κι αυτό πληρώνουμε. Αγκαλιάσαμε τους νόμους του Λυ κούργου και είναι νόμοι αυστηροί. Μας έμαθαν να περιφρο νούμε την άνετη ζωή, που αυτή η πλούσια γη θα μας παρεί χε αν το επιθυμούσαμε, αντί να καταταγούμε στην ακαδη μία της πειθαρχίας και της θυσίας. Καθοδηγούμενοι από αυ τούς τους νόμους, οι πατέρες μας για σαράντα γενιές ανά σαιναν τον ευλογημένο αέρα της ελευθερίας και τον πλήρω σαν πολύ ακριβά όποτε χρειάστηκε. Εμείς, οι γιοι τους, θα κάνουμε το ίδιο». Ο βοηθός κάθε πολεμιστή έβαλε τώρα στο χέρι του ένα κύπελλο με κρασί. Ήταν το ίδιο κύπελλο που του έδωσαν την ημέρα που έγινε όμοιος και που χρησιμοποιούσε μόνο σε ιδιαίτερα επίσημες τελετές. Ο Λεωνίδας σήκωσε το δικό του ψηλά και είπε μια προσευχή στο Δία τον Παντοκράτορα, στην Ελένη και στους Διδύμους. Μετά πρόσφερε σπονδή. «Επί εξακόσια χρόνια, έτσι λέει ο ποιητής, καμιά Σπαρ τιάτισσα δεν είδε καπνό από φωτιές εχθρού». Ο Λεωνίδας σήκωσε τα δυο του χέρια ψηλά, ίσιωσε το κορμί και, πάντα στεφανωμένος, απευθύνθηκε στους θεούς. «Μα το Δία και τον Έρωτα, μα την Προστάτιδα Αθηνά και την Ορθία Αρτέμιδα, μα τις Μούσες και όλους τους θε ούς και ήρωες που υπερασπίστηκαν τη Λακεδαίμονα και μα το αίμα της ίδιας μου της σάρκας, ορκίζομαι ότι οι σύ• 308 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ζυγοί και οι θυγατέρες μας, οι αδελφές και οι μητέρες μας δε θα δουν τώρα αυτές τις φωτιές». Άδειασε το κύπελλό του και οι άντρες του τον ακολού θησαν .
• 309 •
21 Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ TOΥ έχει γνώση της τοπογραφίας των πε ρασμάτων, των στενωπών και της στενής πεδιάδας όπου τα στρατεύματά του επιτέθηκαν στους Σπαρτιάτες και στους συμμάχους τους στις Θερμοπύλες. Δε θα σταθώ, λοιπόν, εδώ. Αντί γι' αυτό, θα αναφερθώ στη σύνθεση των ελληνικών δυ νάμεων και στις διαφωνίες και στην αταξία που επικρατού σαν όταν έφτασαν και πήραν θέσεις για να υπερασπιστούν το στενό. Όταν οι Τριακόσιοι —ενισχυμένοι τώρα με πεντακό σιους οπλίτες από την Τεγέα και άλλους τόσους από τη Μα ντινεία, με άλλες δυο χιλιάδες από τον Ορχομενό και το υπό λοιπο της Αρκαδίας, την Κόρινθο, το Φλιούντα και τις Μυ κήνες, επτακόσιους από τις Θεσπιές και τετρακόσιους από τις Θήβες— έφτασαν στον Οπούντα, την πρωτεύουσα των Οπουντίων Λοκρών, ογδόντα τέσσερα στάδια περίπου από τις Θερμοπύλες, για να συναντήσουν χίλιους οπλίτες από τη Φωκίδα και τη Λοκρίδα, βρήκαν το μέρος έρημο. Μόνο μερικά αγόρια και νέοι παρέμεναν ακόμα από τα πέριξ κι αυτό για να λεηλατήσουν τα εγκαταλειμμένα σπίτια των γειτόνων τους και να κλέψουν ό,τι προμήθειες σε κρασί υπήρχαν στις αποθήκες των συμπατριωτών τους. Μόλις εί δαν τους Σπαρτιάτες το έβαλαν στα πόδια, αλλά εκείνοι τους κυνήγησαν. Ο στρατός και ο πληθυσμός της Λοκρίδας, ανέφεραν οι πλιατσικολόγοι, είχαν πάρει τα βουνά, ενώ οι • 310 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τοπικοί αρχηγοί κατευθύνθηκαν βόρεια, προς τους Πέρσες, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να τους κουβαλήσουν τα καλαμοπόδαρά τους. Η αλήθεια ήταν, είπαν οι νεαροί, ότι οι αρχηγοί τους είχαν χάσει όλοι το κεφάλι τους. Ο Λεωνίδας ήταν έξαλλος από θυμό. Διευκρινίστηκε ωστό σο, μετά από μια γρήγορη και επείγουσα ανάκριση αυτών των ληστών, ότι οι Οπούντιοι Λοκροί είχαν μπερδέψει την ημέρα της συγκέντρωσης. Ο μήνας που λέγεται Κάρνειος στη Σπάρ τη στη Λοκρίδα ονομάζεται Λεμενδιεών. Ακόμη αρχίζει ανά ποδα, από την πανσέληνο αντί από τη νέα σελήνη. Οι Λοκροί περίμεναν τους Σπαρτιάτες δυο μέρες νωρίτερα και, όταν δεν εμφανίστηκαν, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι τους είχαν εγκα ταλείψει στην τύχη τους. Εκτόξευαν βρισιές και κατάρες, που οι φήμες μετέφεραν γρήγορα στη γειτονική Φωκίδα, όπου βρίσκονται οι Θερμοπύλες και που οι κάτοικοι της έτρεμαν ήδη από το φόβο της εισβολής. Οι Φωκείς τα μάζεψαν και έφυγαν κι αυτοί. Σε όλη την πορεία προς το Βορρά η συμμαχική φάλαγγα είχε συναντήσει ολόκληρες φυλές και χωρικούς να το σκάνε, ακολουθώντας το δρόμο του στρατού ή αυτόν που είχε γίνει τώρα δρόμος του στρατού, αλλά προς την αντίθετη κατεύ θυνση, προς το Νότο. Ολόκληρες οικογένειες, καταρρακωμέ νες, μετακόμιζαν μπροστά στην προέλαση των Περσών, κου βαλώντας τα λιγοστά υπάρχοντά τους σε σάκους κρεμασμέ νους στους ώμους, φτιαγμένους από κουβέρτες ή από δι πλωμένους μανδύες, ισορροπώντας τους κουρελιασμένους μπόγους τους ή τα δοχεία με το νερό πάνω στα κεφάλια τους. Άντρες με ρουφηγμένα μάγουλα τσουλούσαν χειροκί νητα καρότσια, που το φορτίο τους ήταν σάρκα και όχι έπι πλα, παιδιά που τα πόδια τους δεν άντεχαν άλλο ή κου κουλωμένοι γέροντες που είχαν κουτσαθεί από τα γεράματα. Μερικοί είχαν βοϊδάμαξες και φορτωμένα γαϊδούρια. Κατοικίδια και ζώα από τα αγροκτήματα συνωστίζονταν • 311 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
στα πόδια τους, κοκαλιάρικα σκυλιά ζητιάνευαν λίγο φαγη τό, πανέμορφα γουρουνάκια δέχονταν κλοτσιές, λες και ήξε ραν ότι θα γίνονταν γεύμα σε μια ή δυο νύχτες. Οι περισσό τεροι από τους πρόσφυγες ήταν γυναίκες. Ταξίδευαν ξυπό λυτες, με τα υποδήματα κρεμασμένα στο λαιμό τους για να μη λιώσει το δέρμα. Μόλις οι γυναίκες είδαν το στρατό των συμμάχων να πλη σιάζει, άδειασαν το δρόμο κατατρομαγμένες· σκαρφάλωναν στις πλαγιές, αρπάζοντας τα παιδιά τους και σκορπίζοντας τα πράγματά τους καθώς έτρεχαν. Έφτασε, βέβαια, κάποτε η στιγμή που αυτές οι κυράδες κατάλαβαν ότι οι στρατιώ τες εκείνοι ήταν συμπατριώτες τους. Τότε η αλλαγή που κυ ρίευσε την καρδιά τους άγγιξε τα όρια της έκστασης. Οι γυ ναίκες κατέβηκαν τρέχοντας τις κακοτράχαλες πλαγιές, πλη σίασαν τη φάλαγγα, μερικές μουδιασμένες από θαυμασμό, άλλες με δάκρυα που κυλούσαν στα βρόμικα από το δρό μο πρόσωπά τους. Γιαγιάδες στριμώχνονταν να φιλήσουν τα χέρια των νέων αντρών δέσποινες ρίχνονταν στο λαιμό των πολεμιστών, αγκαλιάζοντάς τους σε στιγμές που ήταν ταυ τόχρονα σπαρακτικές και παράλογες. «Είστε Σπαρτιάτες;» ρωτούσαν τους ηλιοκαμένους οπλίτες, τους Τεγεάτες και τους Μυκηναίους, τους Κορινθίους, τους Θηβαίους, τους Φλιάσιους και τους Αρκάδες, και πολλοί από αυτούς έλεγαν ψέματα πως ήταν. Όταν άκουσαν ότι ο ίδιος ο Λεωνίδας οδηγούσε τη φάλαγγα, πολλές γυναίκες αρνήθηκαν να το πι στέψουν, τόσο συνηθισμένες ήταν στην προδοσία και στην εγκατάλειψη. Όταν τους έδειξαν το Σπαρτιάτη βασιλιά και είδαν το σώμα των ιππέων γύρω του και το πίστεψαν τελι κά, πολλές δεν άντεξαν την ανακούφιση που ένιωσαν μέσα τους. Έκρυψαν στα χέρια το πρόσωπό τους και σωριάστη καν στην άκρη του δρόμου εξουθενωμένες. Καθώς οι σύμμαχοι έβλεπαν αυτήν τη σκηνή να επανα λαμβάνεται οχτώ, δέκα, δεκάδες φορές την ημέρα, μεγάλη • 312 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
αγωνία κυρίευσε την καρδιά τους. Έπρεπε να βιαστούν οι υπερασπιστές έπρεπε με κάθε θυσία να φτάσουν και να οχυ ρώσουν το στενό πριν την άφιξη του εχθρού. Κάθε άντρας, χωρίς να πάρει διαταγή, άνοιξε το βήμα. Η ταχύτητα της φά λαγγας ήταν τόση, που οι άμαξες με τα εφόδια και τα φορτωμένα γαϊδούρια ήταν αδύνατο να την προφτάσουν. Έτσι, έμειναν πίσω, ενώ τα απαραίτητα φορτώθηκαν στις πλάτες των αντρών. Όσο για μένα, είχα βγάλει τα υποδήματα και είχα μετατρέψει το μανδύα μου σε μπόγο που είχα ρίξει στην πλάτη. Κουβαλούσα ακόμη την ασπίδα του αφέντη μου μαζί με τη θήκη της, τις κνημίδες και το θώρακα, που ζύγιζαν πάνω από τριάντα κιλά, συν τα στρωσίδια μας και τα απα ραίτητα για το πεδίο της μάχης του αφέντη μου, κι ακόμη τα δικά μου όπλα, τρεις σαϊτοθήκες με σιδεροκέφαλα βέλη, τυ λιγμένα σε λαδωμένο γιδοτόμαρο, και διάφορα άλλα απα ραίτητα και αναγκαία είδη: «αγκίστρια» και ράμματα, ιατρικά βότανα, ελλέβορο και δακτυλίτιδα, ευφόρβια και λά παθο, μαντζουράνα και ρετσίνι πεύκου, επιδέσμους για τις αρτηρίες, δεσίματα για το χέρι, επιθέματα από λινό, τους ορειχάλκινους «σκύλους» που τους καίγαμε και τους πιέζα με πάνω στις πληγές για να τις καυτηριάσουμε, «σίδερα» για να κάνουμε το ίδιο σε επιφανειακά σχισίματα· σαπούνι, μαξιλαράκια για τα πόδια, δέρματα ασπάλακα και όλα τα απαραίτητα για το μπάλωμα. Έπειτα ήταν τα μαγειρικά σκεύη, μια σούβλα, μια χύτρα, ένας χειροκίνητος μύλος, πυρίτης και σπίρτα· άμμος και λάδι για το γυάλισμα του ορεί χαλκου, λαδόπανο για τη βροχή, ένα εργαλείο που ήταν αξίνα μαζί και φτυάρι, που λεγόταν ύσσαξ από το σχήμα του, ο άξεστος στρατιωτικός όρος για τη γυναικεία τρύπα. Κι ακό μη τα μερίδια του σιτηρεσίου: μη αλεσμένο κριθάρι, κρεμ μύδια και τυρί, σκόρδο, σύκα, καπνιστό κατσικίσιο κρέας· κι ακόμη χρήματα, γούρια, φυλαχτά. Ο αφέντης μου, πάλι, κουβαλούσε τις εφεδρικές ασπίδες • 313 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
με διπλή επίστρωση ορείχαλκου, τα υποδήματα και των δυο μας κι ακόμη ταινίες, καρφιά και θήκη για τα εργαλεία, τη δερμάτινη σπολάδα του, δυο κοντάρια από ξύλο μελιάς και κρανιάς με εφεδρικές σιδερένιες αιχμές, την περικεφαλαία και τρία ξίφη, ένα στο μηρό και τα άλλα δύο δεμένα στο δεκαοχτώ κιλών βάρους σάκο που περιείχε κι άλλα σιτηρέσια και μη αλεσμένη τροφή, δυο ασκιά με κρασί και ένα με νερό συν το σάκο με τις λιχουδιές που είχαν ετοιμάσει η Αρέτη και οι κόρες του, διπλοτυλιγμένο με λαδωμένο λινό για να μην πάρει μυρωδιά από τα κρεμμύδια που ήταν στον άλλο σάκο. Σε όλη τη φάλαγγα βοηθητικός και άντρας κου βαλούσαν βάρη που έφταναν συνολικά τα ενενήντα με εκα τό κιλά. Η φάλαγγα είχε αποκτήσει ένα μη στρατολογημένο εθε λοντή. Ήταν ένα θηλυκό κοκκινόψαρο κυνηγόσκυλο, η Στύγα, που ανήκε στον Πέρινθο, ένα Σκιρίτη οπλίτη από τους «εκλεγμένους του βασιλιά». Η σκύλα είχε ακολουθήσει το αφεντικό της από τη Σπάρτη διασχίζοντας τα βουνά και τώ ρα που δεν είχε πού να πάει συνέχισε να το προσέχει. Επί μία ώρα περιπολούσε κατά μήκος της φάλαγγας και θυμό ταν από τη μυρωδιά τη θέση κάθε άντρα. Κατόπιν ξαναγύ ριζε στο αφεντικό της, που του είχαν κολλήσει τώρα το πα ρατσούκλι Κυνηγόσκυλο, για να συνεχίσει να περπατά ακού ραστη από πίσω του. Σίγουρα στη μνήμη του ζώου όλοι αυ τοί οι άντρες τού ανήκαν. «Μας φυλάει σαν να είμαστε κο πάδι» παρατήρησε ο Διηνέκης «και κάνει απίθανη δουλειά». Κάθε στάδιο που περνούσαμε όλο και λιγότερους αν θρώπους συναντούσαμε. Είχαν φύγει όλοι. Τελικά στη χώρα των Φωκέων, πλησιάζοντας στις Θερμοπύλες, η φάλαγγα μπήκε σε ένα μέρος έρημο και εγκαταλειμμένο. Ο Λεωνίδας έστειλε δρομείς στους προμαχώνες των βουνών, όπου είχε αποσυρθεί ο τοπικός στρατός, να τους πληροφορήσει εν ονό ματι της Συνέλευσης των Ελλήνων ότι οι σύμμαχοι βρίσκο• 314
•
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νταν εκεί και πρόθεση τους ήταν να υπερασπιστούν τη χώρα των Φωκέων και των Λοκρών είτε παρουσιάζονταν είτε όχι. Το μήνυμα του βασιλιά δεν ήταν γραμμένο πάνω στο συνη θισμένο στρατιωτικό κύλινδρο, αλλά σε ένα λινό περιτύλιγ μα που το χρησιμοποιούσαν για να καλούν συγγενείς και φί λους σε χορό. Η τελευταία πρόταση έλεγε: «Ελάτε όπως εί στε». Οι σύμμαχοι έφτασαν στους Αλπηνούς το ίδιο απόγευ μα, την έκτη μέρα της αναχώρησης από τη Λακεδαίμονα, και στις Θερμοπύλες μισή ώρα αργότερα. Αντίθετα από τη χώρα, το πεδίο της μάχης, ή αυτό που θα γινόταν πεδίο μά χης, κάθε άλλο παρά έρημο ήταν. Αρκετοί κάτοικοι από τους Αλπηνούς και την Ανθήλη, το βορειότερο χωριό κοντά στον ποταμό Φοίνικα, είχαν στήσει μερικές πρόχειρες επι χειρήσεις. Κάποιοι πουλούσαν ψωμί από κριθάρι και σιτά ρι. Ένας άλλος είχε στήσει ένα ποτοπωλείο. Δυο ανήθικες γυναίκες είχαν εγκαταστήσει το πορνείο τους σε ένα εγκα ταλειμμένο λουτρό. Έγινε αμέσως γνωστό ως «Ιερό της Πίπτουσας Αφροδίτης» ή «των δύο οπών», εξαρτιόταν από το ποιος αναζητούσε οδηγίες και ποιος τις πρόσφερε. Οι Πέρσες, ανέφεραν οι ανιχνευτές, δεν είχαν φτάσει ακό μα στην Τραχίνα ούτε από ξηράς ούτε από θαλάσσης. Στην πεδιάδα, βόρεια, δεν υπήρχαν ακόμα εχθρικά στρατόπεδα. Ο στόλος της αυτοκρατορίας, ανέφεραν, είχε αναχωρήσει από τη Θέρμη* της Μακεδονίας χθες ή προχθές. Τα χιλιάδες πο λεμικά πλοία έπλεαν τώρα κατά μήκος των ακτών της Μα γνησίας. Τα πρώτα σκάφη θα έφταναν στις Αφέτες, οχτώ μί λια βόρεια, σε είκοσι τέσσερις ώρες. Ο στρατός ξηράς του εχθρού είχε αναχωρήσει από τη Θέρ μη δέκα μέρες νωρίτερα. Οι φάλαγγές του προχωρούσαν, όπως ανέφεραν οι πρόσφυγες από το Βορρά, μέσω των πα* Είναι η σημερινή Θεσσαλονίκη. Σ.τ.Μ.
• 315 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ράκτιων οδών και των οδών της ενδοχώρας, κόβοντας δρό μο μέσα από τα δάση. Η εμπροσθοφυλακή τους θα έφτανε ταυτόχρονα με το στόλο. Τότε ο Λεωνίδας εμφανίστηκε στο προσκήνιο. Πριν ακόμα στηθούν τα στρατόπεδα των συμμάχων, ο βασιλιάς έστειλε ομάδες ιππέων στην ύπαιθρο της Τραχίνας, βόρεια των Θερμοπυλών, με την εντολή να κάψουν κά θε κόκκο σταριού και να πιάσουν ή να διώξουν κάθε ζω ντανό, τους σκαντζόχοιρους και τις γάτες ακόμα, που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για φαγητό στον εχθρό. Ακολουθώντας το παράδειγμά τους, κάθε απόσπασμα των συμμάχων έστειλε δικές του ομάδες αναγνώρισης, χω ρομέτρες και μηχανικούς, με εντολές να προχωρήσουν όσο πιο βόρεια μπορούσαν και να εντοπίσουν τις πλέον κατάλ ληλες για απόβαση ακτές που ήταν δυνατό να χρησιμοποι ήσουν οι Πέρσες. Οι άντρες αυτοί θα χαρτογραφούσαν την περιοχή όσο καλύτερα μπορούσαν στο πυκνό σκοτάδι. Θα επικεντρώνονταν στους δρόμους και στα μονοπάτια που πι θανόν να ακολουθούσαν οι Πέρσες καθώς βάδιζαν προς τα Στενά. Αν και ο συμμαχικός στρατός δε διέθετε ιππικό, ο Λεωνίδας τόνισε ότι σ' αυτή την ομάδα θα συμπεριλαμβά νονταν και ικανοί ιππείς, έστω και πεζή, θα εκτιμούσαν κα λύτερα πώς θα δρούσε το εχθρικό ιππικό. Θα μπορούσε ο Ξέρξης να χρησιμοποιήσει τους ιππείς του στην καταδίωξη; Πόσους; Πόσο γρήγορα; Πώς θα μπορούσαν να αντιδράσουν καλύτερα οι σύμμαχοι σ' αυτό; Ακόμη, οι ομάδες αναγνώρισης θα συνελάμβαναν και θα κρατούσαν όσους ντόπιους γνώριζαν καλά την περιοχή και μπορούσαν να βοηθήσουν τους συμμάχους. Ο Λεωνίδας ήθε λε να ξέρει σπιθαμή προς σπιθαμή όλα τα βόρεια περάσμα τα, από τα Τέμπη κυρίως. Ήθελε μια αδιαμφισβήτητη αξιο λόγηση των στενωπών που υπήρχαν ανάμεσα στα βουνά, νό τια και δυτικά, μήπως υπήρχε κάποιο άγνωστο μονοπάτι • 316
•
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
από όπου η ελληνική θέση θα μπορούσε να υπερφαλαγγιστεί και να κυκλωθεί. Εκείνη τη στιγμή συνέβη κάτι παράξενο, που έσπασε το ηθικό των συμμάχων πριν ακόμα ξεφορτώσουν τα πράγμα τα τους. Ένας Θηβαίος οπλίτης πάτησε κατά λάθος σε μια φιδοφωλιά γεμάτη φίδια που μόλις είχαν βγει από το αυ γό τους. Δέχτηκε στο γυμνό αστράγαλο του το δηλητήριο των μικρών ερπετών —πάνω από έξι—,το οποίο, όπως ξέ ρουν όλοι οι κυνηγοί, είναι πιο επικίνδυνο από το δηλητή ριο ενός μεγάλου, γιατί τα μικρά δεν έχουν μάθει ακόμα να το ρίχνουν με δόσεις, αλλά, αντίθετα, το χύνουν όλο μέσα στη σάρκα. Ο οπλίτης πέθανε σε μια ώρα από φοβερούς πόνους, παρά τις προσπάθειες των χειρουργών να του αφαιρέσουν το μολυσμένο αίμα. Κάλεσαν αμέσως το μάντη Μεγιστία, ενώ ο Θηβαίος σφά δαζε ακόμα από τους πόνους. Οι υπόλοιποι στρατιώτες, που είχαν διαταχθεί από το Λεωνίδα να αναλάβουν αμέσως την επέκταση και την ενίσχυση του παλιού φρουρίου των Φωκέων που ήταν στη μέση περίπου των Στενών, παρά τη δουλειά τους, σταμάτησαν, ενώ τους έκοβε κρύος ιδρώτας από το φόβο, και κοίταζαν τη ζωή του δαγκωμένου από τα φίδια άντρα, που συμβολικά ήταν η δική τους, να τελειώνει μέσα σε τρομερή αγωνία. Ο γιος του Μεγιστία τελικά ήταν αυτός που σκέφτηκε να ρωτήσει το όνομα του άντρα. «Πέρσης» είπε ο σύντροφός του. Αμέσως η βαριά ατμόσφαιρα διαλύθηκε, καθώς ο Μεγιστίας εξηγούσε τη σημασία του παράξενου τούτου περι στατικού, που ήταν ξεκάθαρη: Ο άντρας αυτός, που ατύχη σε στο όνομα που του διάλεξε η μητέρα του, αντιπροσώ πευε τον εχθρό, ο οποίος εισβάλλοντας στην Ελλάδα είχε πατήσει σε μια φιδοφωλιά. Έστω και χωρίς φτερά και δι αιρεμένα, τα δηλητηριώδη δόντια των μικρών φιδιών ήταν • 317 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ικανά να χύσουν το δηλητήριο τους στο ποτάμι της ζωής του εχθρού και να τον γονατίσουν. Είχε πέσει η νύχτα όταν ξεψύχησε ο δύσμοιρος άντρας. Ο Λεωνίδας έβαλε να τον θάψουν αμέσως με τιμές και με τά έστειλε κατευθείαν τους άντρες για δουλειά. Κατόπιν διαταγής, κάθε λιθοκτίστης που βρισκόταν στις συμμαχικές σειρές έπρεπε να παρουσιαστεί, ανεξάρτητα από τη μονά δα στην οποία υπηρετούσε. Συγκέντρωσαν όσα κοπίδια, αξίνες και μοχλούς μπορούσαν, αλλά τα περισσότερα στάλθη καν από τους Αλπηνούς και τις γύρω περιοχές. Η ομάδα κα τευθύνθηκε αμέσως στο δρόμο που οδηγούσε στην Τραχίνα. Οι μαστόροι είχαν διαταγές να καταστρέψουν το μονοπάτι όσο πιο πολύ μπορούσαν και να χαράξουν στην πέτρα, σε ένα εμφανές σημείο, το παρακάτω μήνυμα: Έλληνες που στρατολογηθήκατε από τον Ξέρξη: Αν κατόπιν πιέσεως πρέπει να πολεμήσετε τα αδέλφια σας, πολεμήστε άσχημα. Ταυτόχρονα, άρχισε η ανακατασκευή του παλιού τείχους των Φωκέων που έκλεινε τα Στενά. Αυτό το οχυρό, όταν έφτασαν oι σύμμαχοι, ήταν ένας σωρός από πέτρες. Ο Λε ωνίδας ζήτησε ένα πραγματικό πολεμικό τείχος. Ήταν πολύ παράξενο να βλέπεις τους διάφορους μηχα νικούς και τους σχεδιαστές των συμμαχικών στρατευμάτων συγκεντρωμένους σε επίσημο συμβούλιο για να επιθεωρή σουν το μέρος και να προτείνουν εναλλακτικά αρχιτεκτονι κά σχέδια. Πυρσοί τοποθετήθηκαν για να φωτιστούν τα Στε νά, σχηματικές παραστάσεις σχεδιάστηκαν πάνω στο χώμα. Ένας Κορίνθιος αξιωματικός έφτιαξε τελικά ένα σχέδιο υπό κλίμακα. Τότε οι υπεύθυνοι άρχισαν να καβγαδίζουν. Το τεί χος έπρεπε να χτιστεί ακριβώς στα Στενά για να εμποδίζει τη δίοδο. Όχι, πρότεινε ένας άλλος, καλύτερα να γίνει πε• 318 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νήντα μέτρα πιο πίσω, δημιουργώντας έτσι ένα «τρίγωνο θα νάτου» ανάμεσα στα βράχια και στο τείχος. Ένας τρίτος ζή τησε να γίνει σε διπλάσια απόσταση από αυτή, ώστε το ιπ πικό των συμμάχων να μπορεί να συγκεντρωθεί και να δρά σει. Στο μεταξύ, ο στρατός χαζολογούσε, όπως κάνουν πά ντα οι Έλληνες, προσφέροντας τις φρόνιμες συμβουλές τους και τη σοφία τους. Ο Λεωνίδας τότε πήρε μια πέτρα, πήγε σε ένα σημείο και την τοποθέτησε εκεί. Σήκωσε μια δεύτερη και την έβαλε δί πλα στην πρώτη. Οι άντρες κοίταζαν σαν χαζοί το διοικητή τους, που ήταν σίγουρα πάνω από εξήντα, να σκύβει και να παίρνει την τρίτη πέτρα. Κάποιος γάβγισε: «Πόσο σκοπεύ ετε να μείνετε έτσι, ανόητοι, με το στόμα ανοιχτό; Θα περι μένετε όλη νύχτα ενώ ο βασιλιάς θα χτίζει το τείχος μονα χός του;». Οι στρατιώτες ρίχτηκαν στη δουλειά με κέφι. Ο Λεωνίδας δε σταμάτησε τις προσπάθειες του όταν είδε κι άλλα χέρια να πέφτουν στη δουλειά, αλλά συνέχισε μαζί με τους άντρες, καθώς ο σωρός των λίθων άρχισε να μετατρέπεται σε ένα κα νονικό οχυρό. «Μην τρέφετε αυταπάτες, αδέλφια» τους εξή γησε ο βασιλιάς «την Ελλάδα δε θα τη σώσει ένα πέτρινο τείχος, αλλά ένα τείχος από άντρες». Όπως κάθε φορά που καταπιανόταν με κάτι και είχα το προνόμιο να το παρακολουθώ, ο βασιλιάς γδύθηκε και δού λεψε μαζί με τους πολεμιστές του, χωρίς να προσπαθεί να αποφύγει οποιαδήποτε δουλειά. Απλώς, σταματούσε καμιά φορά για να απευθυνθεί σε κάποιον προσωπικά, φώναζε με το όνομά τους όσους ήξερε, κατάφερνε να θυμηθεί τα ονό ματα και τα παρατσούκλια ακόμα ανθρώπων που δε γνώ ριζε μέχρι τώρα, χτυπώντας συχνά στην πλάτη τους νέους συντρόφους, όπως κάνουμε με τους συμπολεμιστές και φίλους μας. Ήταν στ' αλήθεια εκπληκτικό με πόση ταχύτητα αυτές οι προσωπικές κουβέντες που τις είπε σε έναν ή δύο • 319 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
άντρες μεταφέρονταν από πολεμιστή σε πολεμιστή σε όλη τη γραμμή, γεμίζοντας τις καρδιές όλων με θάρρος. Τώρα θα γινόταν η αλλαγή της πρώτης σκοπιάς. «Φέρτε μου εκείνο τον αχρείο». Με αυτά τα λόγια ο Λεωνίδας κάλεσε έναν παράνομο της περιοχής που είχε πλευρίσει τη φάλαγγα στο δρόμο και εί χε ζητήσει να πληρωθεί για να βοηθήσει στην αναγνώριση. Δυο Σκιρίτες έφεραν τον άντρα εμπρός του. Προς μεγάλη μου έκπληξη, τον ήξερα. Ήταν ο νεαρός από την πατρίδα μου που αποκαλούσε τον εαυτό του Σφαιρέα, «παίκτη της σφαίρας», το άγριο αγόρι που είχε πάρει τα βουνά μετά την καταστροφή της πόλης μου και κλοτσούσε το παραγεμισμένο κρανίο ενός ανθρώπου σαν σύμβολο του παράνομου βασιλείου του. Τώρα αυτός ο εγκληματίας δεν ήταν πια ένα αμούστακο αγόρι αλλά ένας φοβισμένος γενειοφόρος άντρας. Τον πλησίασα. Ο τύπος με γνώρισε. Χάρηκε που ξανα βρεθήκαμε και φάνηκε να διασκεδάζει για το πώς τα έφερε η μοίρα κι εμείς, δυο ορφανά της φωτιάς και του ξίφους, βρεθήκαμε εδώ στο επίκεντρο του κινδύνου για την Ελλάδα. Ο παράνομος φαινόταν ενθουσιασμένος με την προοπτι κή ενός επικείμενου πολέμου. Θ' ακολουθούσε τα χνάρια του και θα άρπαζε ό,τι έβρισκε πάνω στους τσακισμένους και στους νικημένους. Ο πόλεμος ήταν μεγάλη επιχείρηση γι' αυτόν. Ήταν ολοφάνερο ότι με θεωρούσε ηλίθιο που διάλεξα να υπηρετήσω, και μάλιστα χωρίς κανένα όφελος ή κάποια πληρωμή. «Αλήθεια, τι έγινε εκείνο το νόστιμο κομ ματάκι ατμού με το οποίο συνήθιζες να τριγυρίζεις;» με ρώ τησε. «Πώς τη λέγανε την ξαδέλφη σου;» «Ατμός» ήταν μια πρόστυχη έκφραση στην πατρίδα μου για ένα όμορφο, τρυ φερό θηλυκό. «Πέθανε» είπα ψέματα «και πρόσεχε τα λόγια σου από δω και μπρος». • 320 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Ήρεμα, πατριώτη! Μάζεψε τα κουπιά. Αστειευόμουνα». Οι αξιωματικοί του βασιλιά κάλεσαν το ληστή πριν προ λάβουμε να πούμε τίποτε άλλο. Ο Λεωνίδας ήθελε έναν τρά γο που οι πατούσες του ήξεραν να σκαρφαλώνουν στα δύ σβατα μονοπάτια που ακολουθούσαν τα κατσίκια, κάποιον παλικαρά που θα ανέβαινε τα τριακόσια πόδια της απότο μης πλαγιάς του Καλλίδρομου, που δέσποζε πάνω από τα Στενά. Ήθελε να ξέρει πώς ήταν η κορφή και πόσο επικίν δυνο ήταν να φτάσει κάποιος εκεί. Από τη στιγμή που ο εχθρός καταλάμβανε την πεδιάδα της Τραχινίας και τις βό ρειες εισόδους, μπορούσαν οι σύμμαχοι να στείλουν μια ομά δα, έστω και έναν άντρα, πάνω από το βουνό και να βρε θούν πίσω τους; Ο Σφαιρέας δε φάνηκε ενθουσιασμένος που θα έπαιρνε μέρος σ' αυτή τη ριψοκίνδυνη περιπέτεια. «Θα πάω εγώ μα ζί του» είπε τότε ο Σκιρίτης Κυνηγόσκυλο, ορεσίβιος και ο ίδιος. «Αρκεί να μη χτίζω αυτό το άθλιο τείχος». Ο Λεω νίδας δέχτηκε την προσφορά του με προθυμία. Είπε στον υπεύθυνο των πληρωμών να ανταμείψει τον παράνομο αρ κετά καλά ώστε να πάει, αλλά όχι υπερβολικά για να ξα ναγυρίσει . Γύρω στα μεσάνυχτα οι Φωκείς και οι Λοκροί της πόλης του Οπούντα άρχισαν να καταφτάνουν απ' τα βουνά. Ο βα σιλιάς καλωσόρισε τους νεοφερμένους συμμάχους ζεστά, χωρίς να κάνει κουβέντα για την παραλίγο απόσχισή τους. Αντίθετα, τους οδήγησε αμέσως στην περιοχή του στρατο πέδου που ήταν για κείνους και όπου τους περίμεναν καυ τή κρεατόσουπα και φρέσκο ψωμί. Κατά μήκος της βόρειας ακτής ξέσπασε μια φοβερή κα ταιγίδα. Βροντές και κεραυνοί ακούγονταν από πέρα. Αν και ο ουρανός πάνω από τις Θερμοπύλες ήταν καθαρός και λα μπερός, οι άντρες φοβήθηκαν. Ήταν κουρασμένοι. Οι έξι μέ ρες απραξίας εκεί πάνω τους είχαν εξαντλήσει. Φόβοι ανο• 321 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μολόγητοι και αόρατοι δαίμονες είχαν αρχίσει να κυριεύουν τις καρδιές τους. Αλλά και οι νεοαφιχθέντες Φωκείς και Λοκροί δεν μπόρεσαν να μη διακρίνουν το λιγοστό, για να μην πούμε απίστευτα μικρό, αριθμό της στρατιωτικής δύναμης που υποτίθεται ότι θα συγκρατούσε τις μυριάδες του εχθρού. Οι τοπικοί έμποροι, ακόμα και οι πόρνες, εξαφανίστη καν όπως τα ποντίκια εγκαταλείπουν τις τρύπες τους όταν προ αισθάνονται το σεισμό. Ήταν ένας άνθρωπος ανάμεσα στους ντόπιους που τρι γύριζαν εδώ, φίλος ενός εμπόρου, είπε, που ταξίδευε χρόνια στη Σιδώνα και στην Τύρο. Έτυχε να είμαι μπροστά, γύρω από τη φωτιά των Αρκάδων, όταν αυτός ο άνθρωπος άρχισε να υποδαυλίζει τις φλόγες του τρόμου. Είχε δει τον περσικό στόλο με τα ίδια του τα μάτια και είχε να μας πει την εξής ιστορία: «Πέρυσι ήμουν σε μια γαλέρα φορτωμένη σιτηρά στη Μυτιλήνη. Δεχτήκαμε επίθεση από τους Φοίνικες, ένα τμή μα του στόλου του μεγάλου βασιλιά. Κατάσχεσαν το φορ τίο μας. Αναγκαστήκαμε να τους ακολουθήσουμε με συνο δεία και να το ξεφορτώσουμε σε μια αποθήκη τροφίμων που βρισκόταν στο Στρυμόνα στη θρακική ακτή. Το θέαμα που αντικρίσαμε εκεί γέμισε τις αισθήσεις μας με δέος». Κι άλλοι άντρες άρχισαν να μαζεύονται ολόγυρα και άκουγαν σοβαρά. «Η αποθήκη ήταν όσο μια μεγάλη πόλη. Όταν έμπαινες μέσα, θαρρούσες πως λίγο πιο πέρα υψω νόταν μια σειρά από λόφους. Αλλά, όταν πλησίαζες, οι λό φοι μετατρέπονταν σε αλατισμένο κρέας μέσα σε βαρέλια με σαλαμούρα που έφταναν ίσαμε τον ουρανό. »Είδα όπλα, αδέλφια, χιλιάδες των χιλιάδων. Είδα σιτη ρά και λάδι, μαγειρεία μεγάλα όσο ένα στάδιο. Ό,τι πολε μικό υλικό μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Σφαίρες για σφεντόνες. Στοιβαγμένες σφαίρες από μολύβι, τριάντα εκατοστά μεγάλες, που κάλυπταν τέσσερις χιλιάδες περίπου • 322 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τετραγωνικά μέτρα. Η ταΐστρα με τη βρώμη για τα άλογα του βασιλιά είχε μάκρος οχτώ στάδια περίπου. Και στη μέ ση όλων αυτών υψωνόταν μια πυραμίδα από λαδόπανο, μεγάλη όσο ένα βουνό. "Τι στο καλό μπορεί να είναι από κά τω;" ρώτησα τον αξιωματικό του ναυτικού που μας πρό σεχε. "Έλα" μου είπε "θα σου δείξω". Μπορείτε να μαντέ ψετε, φίλοι μου, τι βρισκόταν εκεί μέσα που έφτανε μέχρι τον ουρανό;» «Χαρτί» είπε ο φίλος του ναυτικού. Κανείς από τους Αρκάδες δεν κατάλαβε τι σήμαινε αυτό. «Χαρτί!» επανέλαβε ο Τραχίνιος, για να το ακούσουν καλύτερα οι χοντροκέφαλοι ακροατές του. «Χαρτί για τους γραφείς, για να κάνουν απογραφή. Απογραφή των αντρών, των αλόγων, των όπλων, των σιτηρών. Διαταγές για το στρα τό και άλλες διαταγές, χαρτιά για αναφορές και επιτάξεις, ρολοί για τις συνελεύσεις και την αποστολή μηνυμάτων, για τα στρατοδικεία και τα παράσημα ανδρείας. Χαρτί για να καταγράφεται κάθε εφόδιο που κουβαλά ο μεγάλος βασι λιάς και για κάθε λάφυρο που σχεδιάζει να πάρει μαζί του. Χαρτί για να καταγράφουν τις καμένες χώρες και τις λεη λατημένες πόλεις, τους αιχμαλώτους, τους αλυσοδεμένους σκλάβους...» Εκείνη τη στιγμή ο αφέντης μου περνούσε τυχαία από κει που ήμαστε μαζεμένοι. Διέκρινε αμέσως τον τρόμο στα πρό σωπα των αντρών που άκουγαν. Χωρίς να πει τίποτα, πλη σίασε τη φωτιά. Μόλις είδε ένα Σπαρτιάτη αξιωματικό ανά μεσα στους ακροατές του, ο ναυτικός άρχισε να μιλάει με μεγαλύτερο ζήλο. Ευχαριστιόταν τον τρόμο που είχε σκορ πίσει η διήγησή του. «Αλλά το πιο φοβερό δε σας το είπα ακόμα, αδέλφια» συνέχισε ο Τραχίνιος. «Μια μέρα, καθώς οι δεσμοφύλακες μας μας πήγαιναν για φαγητό, περάσαμε τους Πέρσες το τες που εξασκούνταν. Ούτε οι Ολύμπιοι θεοί δε θα μπο• 323 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ρούσαν να συγκεντρώσουν τόσες μυριάδες! Σας ορκίζομαι, φίλοι μου, τόσοι πολλοί ήταν οι τοξότες, ώστε, όταν έριχναν, τα βέλη τους έκρυβαν τον ήλιο!» Τα μάτια του φημοκάπηλου άστραψαν από ευχαρίστη ση. Στράφηκε στον αφέντη μου, λες και ήθελε να γευτεί τη φλόγα του φόβου που η ιστορία του είχε ανάψει ακόμα και σε ένα Σπαρτιάτη. Προς μεγάλη του απογοήτευση, ο Διη νέκης τον κοίταξε με ψυχρή αδιαφορία. «Ωραία» είπε. «Θα πολεμήσουμε με σκιά». Στη μέση της δεύτερης σκοπιάς ήρθε ο πρώτος πανικός. Ήμουν ακόμα ξυπνητός, στερέωνα το κάλυμμα της ασπί δας του αφέντη μου για να την προφυλάξω από τη βροχή που έπεφτε με το τουλούμι, όταν άκουσα τον αδιάψευστο θόρυβο από κορμιά που μετακινούνταν και ένιωσα τη με ταβολή από το ρυθμό των αντρικών φωνών. Ένα στρατό πεδο που το έχει καταλάβει ο τρόμος ακούγεται εντελώς διαφορετικά από ένα που έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Ο Διηνέκης ξύπνησε από τον ταραγμένο ύπνο του σαν το τσοπανόσκυλο που προαισθάνεται ανήσυχους ψιθύρους στο κοπάδι του. «Κατάρα» μούγκρισε «άρχισε κιόλας». Οι πρώτες ομάδες των ανιχνευτών είχαν επιστρέψει στο στρατόπεδο. Είχαν δει πυρσούς, τους οποίους κρατούσαν άντρες του ιππικού των Περσών, και θεώρησαν φρόνιμο να υποχωρήσουν πριν τους συλλάβουν. Τώρα μπορούσες να δεις καθαρά τον αντίπαλο, ανέφεραν, από τα πλάγια του βου νού, δεκάξι στάδια περίπου από το δρόμο. Μερικές προω θημένες φρουρές που είχαν προχωρήσει από μόνες τους, όταν επέστρεψαν, επιβεβαίωσαν την αναφορά. Πέρα από το Καλλίδρομο, στην επίπεδη πεδιάδα της Τραχινίας, είχαν φτάσει οι μονάδες εμπροσθοφυλακής των Περσών.
• 324 •
22 ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΡΙΚΑ λεπτά από τη στιγμή που φάνηκαν οι πρόδρομοι του εχθρού ο Λεωνίδας είχε όλους τους Σπαρ τιάτες πολεμιστές μπροστά του αρματωμένους. Έδωσε οδη γίες στους συμμάχους να παραταχθούν ο ένας πίσω από τον άλλο και να είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν. Η υπόλοιπη νύχτα και ολόκληρη η επόμενη μέρα πέρασαν καταστρέφο ντας την ανατολική πλευρά της πεδιάδας της Τραχινίας και τις βουνοπλαγιές επάνω. Οι άντρες εισχώρησαν κατά μή κος των ακτών όσο πιο βόρεια μπορούσαν, μέχρι το Σπερ χειό, και στην ενδοχώρα προς την ακρόπολη και τις απόκρη μνες ακτές της Τραχινίας. Σε όλη την πεδιάδα άναψαν φω τιές, όχι απ' αυτές που κάνουν μόνο για το ψήσιμο των κου νελιών, ως συνήθως, αλλά μεγάλες φωτιές, για να δημιουρ γήσουν την εντύπωση ότι υπάρχει ικανός αριθμός αντρών. Οι μονάδες των συμμάχων αντάλλασσαν βρισιές και κατά ρες μέσα στο σκοτάδι, προσπαθώντας να κάνουν τη φωνή τους όσο πιο εύθυμη και σταθερή μπορούσαν. Το πρωί η πεδιάδα ήταν καλυμμένη ολόκληρη από τον καπνό της φω τιάς και την ομίχλη της θάλασσας, ακριβώς όπως ήθελε ο Λεωνίδας. Ήμουν ανάμεσα στους άντρες των τεσσάρων τε λευταίων ομάδων που άναβαν φωτιές όταν άρχισε να χα ράζει πάνω από τον κόλπο. Τώρα μπορούσαμε να δούμε τους Πέρσες, έφιππες μονάδες αναγνώρισης και ναύτες το ξότες των γρήγορων εχθρικών ανιχνευτικών σκαφών, στην • 325 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
άλλη όχθη του Σπερχειού. Τους βρίσαμε και μας έβρισαν κι αυτοί. Εκείνη η μέρα πέρασε, κι ακόμα μία. Τώρα οι μονάδες της κύριας δύναμης του εχθρού άρχισαν να συρρέουν. Η πε διάδα γέμισε εχθρούς. Όλα τα ελληνικά στρατιωτικά απο σπάσματα υποχώρησαν μπροστά στη μηδική πλημμυρίδα. Οι ανιχνευτές έβλεπαν τους αξιωματικούς του βασιλιά να ανα ζητούν την καλύτερη τοποθεσία για τη σκηνή του και να πε ριφράζουν τα καλύτερα βοσκοτόπια για τα άλογά του. Ήξεραν ότι οι Έλληνες ήταν εκεί, το ίδιο και οι Έλληνες. Εκείνη τη νύχτα ο Λεωνίδας κάλεσε τον αφέντη μου και τους άλλους ενωμοτάρχες στο γήλοφο πίσω από το τείχος των Φωκέων, όπου είχε εγκαταστήσει το αρχηγείο του. Ο βασιλιάς ξεκίνησε να μιλά στους Σπαρτιάτες αξιωματικούς. Στο μεταξύ, είχαν αρχίσει να καταφτάνουν και οι διοικητές από τις άλλες συμμαχικές πόλεις, που είχαν κληθεί επίσης στο συμβούλιο. Έτσι το είχε κανονίσει ο βασιλιάς. Ήθελε οι σύμμαχοι αξιωματικοί να ακούσουν τα λόγια που υποτίθε ται ότι ήταν μόνο για τα αυτιά των Σπαρτιατών. «Αδέλφια και σύντροφοι» είπε ο Λεωνίδας απευθυνό μενος στους Λακεδαιμονίους που είχαν μαζευτεί γύρω του «φαίνεται ότι ο Πέρσης, παρά τις εντυπωσιακές ενέργειές μας, παραμένει αμετάπειστος και δε σκοπεύει να τα μαζέ ψει και να φύγει από δω. Φαίνεται ότι τελικά θα τον πολε μήσουμε. Ακούστε, λοιπόν, τι περιμένω από τον καθένα σας. »Είστε οι εκλεκτοί της Ελλάδας, αξιωματικοί και διοι κητές του έθνους της Λακεδαίμονας, που επιλεχθήκατε από τη Συνέλευση του Ισθμού να υπερασπιστείτε πρώτοι την πατρίδα μας. Να θυμάστε ότι οι σύμμαχοι μας θα ακολου θήσουν το παράδειγμά σας. Αν φοβηθείτε, θα φοβηθούν. Αν δείξετε θάρρος, θα κάνουν το ίδιο. Η συμπεριφορά μας εδώ δεν πρέπει να διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη εκστρατεία. Ούτε υπερβολικές προφυλάξεις, αλλά ούτε και ασυνήθιστη • 326 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
απερισκεψία. Και κυρίως μην αφήσετε τα ασήμαντα πράγ ματα που κάνατε. Ακολουθήστε το πρόγραμμα ασκήσεων των αντρών σας χωρίς αλλαγές. Μην παραλείψετε καμιά θυ σία στους θεούς. Συνεχίστε τη γυμναστική σας και τα στρα τιωτικά γυμνάσια. Βρείτε χρόνο να περιποιηθείτε τα μαλλιά σας, όπως πάντα. Τουλάχιστον, κάντε το με την ησυχία σας». Οι αξιωματικοί των συμμάχων είχαν έρθει όλοι τώρα στη φωτιά του συμβουλίου και έπαιρναν τις θέσεις τους ανά μεσα στους ήδη συγκεντρωμένους Σπαρτιάτες. Ο Λεωνίδας συνέχισε σαν να μιλούσε μόνο στους συμπατριώτες του, αλ λά είχε και το αυτί στημένο σε κείνους που έρχονταν. «Να θυμάστε ότι οι σύμμαχοί μας δε γυμνάζονται μια ολόκληρη ζωή για τον πόλεμο, όπως εμείς. Είναι αγρότες και έμποροι, εθνοφρουροί του στρατού των πόλεών τους. Οι Φωκείς και οι Οπούντιοι Λοκροί είναι στη χώρα τους. Πολεμούν για να υπερασπιστούν πατρίδα και οικογένεια. Όσο για τους άντρες των άλλων πόλεων, Θηβαίους και Κορινθίους, Τεγεάτες, Ορχομενίους και Αρκάδες, Φλιάσιους και Θεσπιείς, Μαντινείς και Μυκηναίους, όλοι αυτοί για μένα δείχνουν ακόμα μεγαλύτερη γενναιότητα, γιατί δεν ήρθαν υποχρεωτι κά, δεν ήρθαν να υπερασπιστούν τις εστίες τους, αλλά ολό κληρη την Ελλάδα». Στράφηκε σε κείνους που πλησίαζαν. «Καλώς ορίσατε, αδέλφια. Μια και βρίσκομαι ανάμεσα σε συμμάχους, θα εκφωνήσω ένα μακρύ, ανιαρό λόγο». Οι αξιωματικοί βολεύτηκαν γελώντας αμήχανα. «Έλεγα στους Σπαρτιάτες» συνόψισε ο Λεωνίδας «αυτό που λέω τώρα και σε σας. Είστε οι διοικητές. Οι άντρες σας εσάς θα κοιτούν και θα κάνουν ό,τι κάνετε εσείς. Κανένας αξιωμα τικός να μη μένει μόνος ή μαζί με κάποιον άλλο συνάδελφό του, αλλά να γυρίζει όλη την ημέρα ανάμεσα στους άντρες του. Αφήστε τους να σας δουν, να δουν κυρίως ότι δε φο βάστε. Όταν υπάρχει κάποια δουλειά, βάλτε πρώτοι ένα χε• 327 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ράκι. Οι άντρες θα ακολουθήσουν. Μερικοί από σας βλέπω ότι έχετε στήσει σκηνές. Να τις ξεστήσετε αμέσως. Θα κοι μόμαστε όλοι, όπως εγώ, στο ύπαιθρο. Να κρατάτε απασχο λημένους τους άντρες σας. Αν δεν υπάρχει δουλειά, επινοήστε κάποια, γιατί, όταν οι στρατιώτες έχουν χρόνο για κου βέντες, η συζήτησή τους μετατρέπεται σε φόβο. Η δράση, εξάλλου, ανοίγει την όρεξη για περισσότερη δράση. »Να επιβάλλετε την πειθαρχία σε κάθε περίπτωση. Μην επιτρέψετε σε κανέναν άντρα να υπακούσει στο κάλεσμα της φύσης χωρίς να έχει δίπλα του ακόντιο και ασπίδα. »Να θυμάστε ότι τα φοβερότερα όπλα του Πέρση, το ιπ πικό του και οι αμέτρητοι τοξότες και σφενδονιστές του, εί ναι ανίσχυρα εδώ σ' αυτό το μέρος. Γι' αυτό επιλέξαμε τού τη την τοποθεσία. Ο εχθρός μπορεί να στείλει μόνο δέκα άντρες κάθε φορά στα Στενά και όχι πάνω από χίλιους μπρο στά στο τείχος. Εμείς είμαστε τέσσερις χιλιάδες. Είμαστε τέσσερις προς ένα». Τούτα τα λόγια προκάλεσαν το πρώτο γνήσιο γέλιο. Ο Λεωνίδας ήθελε να τους δώσει θάρρος όχι μόνο με τα λό για του αλλά και με τον ήρεμο, επαγγελματικό τρόπο που μιλούσε. Ο πόλεμος ήταν δουλειά, όχι μυστήριο. Ο βασιλιάς περιόρισε τις οδηγίες του στο πρακτικό μέρος, περιγράφο ντας ενέργειες που θα μπορούσαν να γίνουν σωματικά. Δεν ήθελε να δημιουργήσει κάποια νοητική κατάσταση που ήξε ρε ότι θα εξαφανιζόταν μόλις οι διοικητές απομακρύνονταν από το τονωτικό φως της φωτιάς του βασιλιά. «Περιποιηθείτε τον εαυτό σας, σύντροφοι. Διατηρήστε τα μαλλιά, τα χέρια και τα πόδια σας καθαρά. Φάτε, αν πρό κειται να το βουλώσετε. Κοιμηθείτε ή κάνετε πως κοιμάστε. Μην αφήσετε τους άντρες σας να σας δουν ταραγμένους. Αν φτάσουν άσχημα νέα, να τα πείτε πρώτα στους ανωτέρους σας, ποτέ απευθείας στους άντρες σας. Δώστε οδηγίες στους βοηθητικούς σας να γυαλίσουν με δέρμα τις ασπίδες των • 328 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
αντρών μέχρι ν' αστράψουν. Θέλω να δω τις ασπίδες να γυα λίζουν σαν καθρέφτες, γιατί αυτό το θέαμα σπέρνει τον τρό μο στον εχθρό. Δώστε χρόνο στους άντρες σας να ακονίσουν τα ακόντια τους, γιατί αυτός που τροχίζει το ατσάλι του τρο χίζει και το θάρρος του. »Όσο για την εύλογη αγωνία των αντρών σας για τις αμέσως επόμενες ώρες, πείτε τους το εξής: Δεν περιμένω καμία ενέργεια ούτε απόψε ούτε αύριο, αλλά ούτε και με θαύριο. Ο Πέρσης χρειάζεται χρόνο για να παρατάξει τους άντρες του και όσο πιο πολλούς κουβαλά μαζί του τόσο πιο πολύ θα καθυστερήσει αυτό. Πρέπει να περιμένει την άφιξη του στόλου του. Οι περιοχές για προσάραξη είναι σπάνιες και λιγοστές σ' αυτή την αφιλόξενη ακτή. Ο Πέρσης θα χρει αστεί αρκετές μέρες να βρει αγκυροβόλια και να σιγουρέψει τα χιλιάδες πολεμικά καράβια του και μεταγωγικά του. »Ο δικός μας στόλος, όπως ξέρετε, κρατά το στενό στο Αρτεμίσιο. Αν ο εχθρός θελήσει να περάσει, θα αναγκαστεί να ναυμαχήσει. Μέχρι να προετοιμαστεί γι' αυτό, θα χρει αστεί περισσότερο χρόνο. Όσο για να μας επιτεθεί εδώ στο πέρασμα, ο αντίπαλος πρέπει να κάνει αναγνώριση της θέ σης μας και μετά να σκεφτεί καλά πώς θα μας επιτεθεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα στείλει πρώτα απεσταλμένους, προσπαθώντας να πετύχει με τη διπλωματία αυτό που δι στάζει να τολμήσει, επειδή θα χυθεί πολύ αίμα. Αυτό δεν πρέπει να σας ανησυχεί, γιατί όλες τις επαφές με τον εχθρό θα τις κάνω εγώ». Σ' αυτό το σημείο ο Λεωνίδας έσκυψε και σήκωσε μια πέτρα τρεις φορές πιο μεγάλη από τη γροθιά ενός ανθρώπου. «Πιστέψτε με, σύντροφοι, όταν μου μιλήσει ο Ξέρξης, θα πρέπει να μιλήσει και σ' αυτή». Έφτυσε πάνω στην πέτρα και την πέταξε μακριά μέσα στο σκοτάδι. «Και κάτι άλλο. Όλοι έχετε ακουστά το χρησμό που λέ ει ότι ή η Σπάρτη θα χάσει ένα βασιλιά στη μάχη ή η ίδια • 329 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
η πόλη θα καταστραφεί. Ρώτησα τους οιωνούς και οι θεοί μου απάντησαν ότι αυτός ο βασιλιάς είμαι εγώ και ότι τού τος ο τόπος θα γίνει ο τάφος μου. Να είστε σίγουροι, ωστό σο, ότι αυτή η πρόγνωση δε θα με κάνει να αδιαφορήσω για τις ζωές των άλλων. Σας ορκίζομαι, λοιπόν, σε όλους τους θεούς και στις ψυχές των παιδιών μου ότι θα κάνω τα πά ντα να σώσω τόσο τις δικές σας ζωές όσο και των αντρών σας, όσες περισσότερες μπορώ, κι ακόμη να υπερασπιστώ το πέρασμα αποτελεσματικά. »Και ένα τελευταίο, αδέλφια και σύμμαχοι. Όπου η μά χη είναι πιο αιματηρή, εκεί θα ανακαλύψετε τους Λακεδαι μόνιους μπροστάρηδες. Όμως μεταφέρτε τούτο στους άντρες σας: Μην τους αφήσετε να φανούν κατώτεροι σε ανδρεία από τους Σπαρτιάτες, αλλά, αντίθετα, να τους ξεπεράσουν. Να θυμάστε, στον πόλεμο η άσκηση στα όπλα ελάχιστα με τρά. Το θάρρος είναι πάνω από όλα κι εμείς οι Σπαρτιάτες δεν το έχουμε μονοπώλιο. Οδηγήστε τους άντρες σας έχο ντας αυτά κατά νου και όλα θα πάνε καλά».
330
23 ΗΤΑΝ Η ΣΥΝΗΘΗΣ εντολή του αφέντη μου όταν ήμαστε σε εκστρατεία να τον ξυπνώ δυο ώρες πριν την αυγή, μια ώρα πρωτύτερα από τους άντρες του. Δεν ήθελε με τίποτα να τον βλέπουν μπρούμυτα πάνω στη γ η , αλλά να ξυπνούν και να βλέπουν πάντα τον ενωμοτάρχη τους όρθιο κι αρματωμένο. Εκείνη τη νύχτα ο Διηνέκης κοιμήθηκε λιγότερο ακόμα. Τον ένιωσα να σαλεύει και σηκώθηκα. «Ξάπλωσε» πρό σταξε. Με έσπρωξε πάλι κάτω. «Δεν πέρασε ακόμα ούτε η δεύτερη σκοπιά». Είχε αποκοιμηθεί με τη σπολάδα και κα θώς σηκωνόταν όλες οι ταλαιπωρημένες αρθρώσεις του δια μαρτυρήθηκαν. Άκουσα τα κόκαλα του σβέρκου του να τρί ζουν και να βγάζει πηχτό φλέγμα από τα πνευμόνια του, που είχε κάψει στην Οινόη ανασαίνοντας φωτιά. Κι αυτή η πλη γή, όπως οι άλλες, δεν είχε γιάνει ποτέ πραγματικά. «Άσε με να σε βοηθήσω, αφέντη». «Κοιμήσου. Μη με αναγκάσεις να σ' το ξαναπώ». Άρπαξε ένα από τα κοντάρια του από κει που ήταν τα όπλα και κρέμασε την ασπίδα του στον ώμο απ' το λουρί της. Κούτσαινε από το ένα πόδι. Κατευθύνθηκε εκεί που βρίσκο νταν η ομάδα του Λεωνίδα και οι ιππείς του. Ίσως ο βασι λιάς να ήταν ξυπνητός και να ήθελε παρέα. Στο στενόχωρο στρατόπεδο όλοι κοιμούνταν. Ένα λα μπρό φεγγάρι κρεμόταν ακριβώς από πάνω, ο αέρας ήταν ασυνήθιστα ψυχρός για καλοκαίρι, ήταν υγρός καθώς ερχό331
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ταν απ' τη θάλασσα και ακόμα πιο κρύος από τις πρόσφα τες καταιγίδες. Άκουγες καθαρά τα κύματα να σπάζουν πάνω στα βράχια. Κοίταξα τον Αλέξανδρο, που αναπαυό ταν πάνω στην ασπίδα του, δίπλα στον Αυτόχειρα, που ρο χάλιζε του καλού καιρού. Οι φωτιές είχαν χαμηλώσει. Σε όλο το στρατόπεδο οι κοιμισμένες φιγούρες των πολεμι στών, χωμένες καθώς ήταν στους μανδύες και στις κάπες του ύπνου, έμοιαζαν μάλλον με σάκους άπλυτων ρούχων παρά με άντρες. Από τη Μεσαία Πύλη έβλεπα τα οικήματα της λουτρόπολης. Ήταν χαρούμενες κατασκευές από ακατέργαστη ξυλεία, ενώ τα πέτρινα κατώφλια τους είχαν γίνει λεία από τα πα τήματα των λουσμένων και των παραθεριστών που πήγαιναν εκεί πολλούς αιώνες. Τα λαδωμένα μονοπάτια φιδοσέρνονταν με χάρη κάτω από τις βαλανιδιές και φωτίζονταν από λάμπες φτιαγμένες με ξύλο ελιάς. Μια γυαλισμένη ξύλινη πινακίδα κρεμόταν κάτω από κάθε λάμπα και πάνω της ήταν χαραγμένοι μερικοί στίχοι. Θυμάμαι κάποιους: Καθώς στη γέννα η ψυχή μες στο υγρό το σώμα μπαίνει, έτσι μπες τώρα, φίλε, κι εσύ σε τούτα τα λουτρά ελευθερώνοντας τη σάρκα στην ψυχή, σε μια νέα ένωση, θεϊκή. Θυμάμαι κάτι που είχε πει ο αφέντης μου κάποτε για τα πεδία των μαχών. Συνέβη στην Τρίτεια, όταν ο στρατός ήρ θε αντιμέτωπος με τους πολεμιστές της Αχαΐας σε ένα λι βάδι με ώριμο κριθάρι. Η φοβερή σφαγή έγινε απέναντι από ένα ναό όπου σε καιρό ειρήνης οι παράφρονες και οι σεληνιασμένοι μεταφέρονταν από τις οικογένειές τους για να προσευχηθούν και να προσφέρουν θυσία στη Φιλεύσπλαχνη Δήμητρα και στην Περσεφόνη. «Κανένας χωρομέτρης δε ση• 332 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μειώνει μια περιοχή και δηλώνει: "Εδώ θα γίνει μάχη". Το έδαφος είναι συνήθως αφιερωμένο σε έναν ειρηνικό σκοπό, συχνά σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη από βοήθεια και οίκτο. Αυτή είναι η ειρωνεία της υπόθεσης». Ακόμα και μέσα στα ορεινά και εχθρικά από τοπογρα φικής άποψης όρια της Ελλάδας υπάρχουν αυτές οι φιλό ξενες για πόλεμο τοποθεσίες, όπως τα Οινόφυτα, η Τανά γρα, η Κορώνεια, ο Μαραθώνας, η Χαιρώνεια, τα Λεύκτρα. Πεδιάδες και περάσματα όπου οι στρατοί συγκρούονταν γενιές ολόκληρες. Το πέρασμα στις Θερμοπύλες ήταν ένα τέτοιο μέρος. Εδώ σ' αυτά τα απόκρημνα στενά οι αντιμαχόμενες δυνά μεις αλληλοσκοτώνονταν από την εποχή του Ιάσονα και του Ηρακλή. Εδώ είχαν πολεμήσει ορεινές φυλές, άγριες φατρίες, κουρσάροι, ομάδες μεταναστών, βάρβαροι και εισβολείς από το Βορρά και τη Δύση. Ο πόλεμος και η ειρήνη εναλ λάσσονταν σ' αυτό το μέρος για αιώνες, οι λουόμενοι και οι πολεμιστές, οι μεν έρχονταν για τα νερά, οι δε για το αίμα. Το τείχος ήταν έτοιμο πια. Το ένα άκρο ακουμπούσε στην απόκρημνη πλαγιά του βουνού, με ένα γερό πύργο πάνω στην πέτρα, ενώ το άλλο σχημάτιζε γωνία κατά μήκος της πλαγιάς προς τα βράχια και τη θάλασσα. Ήταν ένα όμορφο τείχος, δυο κοντάρια παχύ στη βάση και δυο φορές το ύψος ενός ανθρώπου. Η πρόσοψη που έβλεπε στον εχθρό δεν είχε χτιστεί όπως τα τείχη στις πόλεις, αλλά ήταν επίτηδες επικλινής μέχρι τις θύρες εξόδου στην κορφή, όπου τα τε λευταία τέσσερα πόδια υψώνονταν κάθετα σαν κάστρο. Αυτό έγινε για να μπορούν oι πολεμιστές των συμμάχων να πη γαίνουν από πίσω του με ασφάλεια, όταν ήταν υποχρεωμέ νοι, και να μην κολλάνε και συντρίβονται πάνω στο ίδιο τους το τείχος. Το πίσω μέρος είχε σκαλοπάτια για να μπορούν οι υπε ρασπιστές του να ανεβαίνουν στις πολεμίστρες, πάνω στις • 333 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
οποίες είχε στηθεί ένας γερός φράχτης από δοκάρια, επεν δυμένος με δέρματα ζώων, τα οποία οι φρουροί μπορούσαν να βγάλουν για να μην πιάσει φωτιά από τα βέλη με τα στουπιά του εχθρού. Το τείχος μπορεί να μην ήταν καλο χτισμένο, αλλά ήταν γερό. Πύργοι υψώνονταν κατά διαστή ματα, ενισχυμένοι πυργίσκοι δεξιά, αριστερά και στο κέ ντρο και δευτερεύοντα τείχη από πίσω τους. Οι ενισχυμέ νες αυτές αμυντικές θέσεις είχαν χτιστεί γερά στο ύψος του πρώτου τείχους και από πάνω είχαν τοποθετηθεί βαριές πέτρες όσο το ύψος ενός ανθρώπου. Οι χαλαροί αυτοί ογκό λιθοι μπορούσαν να κατρακυλήσουν, αν η ανάγκη το απαι τούσε, για να κλείσουν τα ανοίγματα των εισόδων. Από δω που βρισκόμουν έβλεπα τις σκοπιές πάνω στο τείχος και τα τρία έτοιμα τάγματα, δύο αρκαδικά και ένα σπαρτιατικό, με πλήρη πανοπλία, σε κάθε πυργίσκο. Ο Λεωνίδας ήταν, πράγματι, ξυπνητός. Τα μακριά ατσαλόχρωμα μαλλιά του διακρίνονταν καθαρά δίπλα στη φωτιά των διοικητών. Ο Διηνέκης τον βρήκε να κάθεται ανάμεσα σε μια ομάδα αξιωματικών. Κατάφερα να ξεχωρίσω το Διθύ ραμβο, τον αρχηγό των Θεσπιέων το Λεοντιάδη, το Θηβαίο διοικητή· τον Πολύνεικο, τα αδέλφια Αλφεό και Μάρωνα και αρκετούς Σπαρτιάτες ιππείς. Ο ουρανός είχε αρχίσει να φωτίζεται. Ένιωσα ανθρώπους να κινούνται δίπλα μου. Ο Αλέξανδρος και ο Αρίστωνας εί χαν ξυπνήσει κι αυτοί και τώρα στέκονταν πλάι μου. Οι νε αροί πολεμιστές, όπως κι εγώ, κάρφωσαν το βλέμμα στους αξιωματικούς και πρωταθλητές που περιέβαλλαν το βασι λιά. Όλοι οι παλαίμαχοι το ήξεραν, θα πολεμούσαν τιμη μένα. «Εμείς πώς θα τα πάμε;» Ο Αλέξανδρος έβαλε λό για στην άφατη αγωνία που είχε κυριεύσει τις καρδιές των νεαρών συντρόφων του. «Θα βρούμε την απάντηση στο ερώ τημα του Διηνέκη; Θα ανακαλύψουμε μέσα μας το αντίθετο του φόβου;» • 334 •
ΟΙ
ΠΥΛΕΣ
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Τρεις μέρες πριν την αναχώρηση από τη Σπάρτη ο αφέ ντης μου είχε συγκεντρώσει τους πολεμιστές και τους βοη θητικούς της ενωμοτίας του και διοργάνωσε ένα κυνήγι με δικά του έξοδα. Ήταν ένας τρόπος να αποχαιρετήσουν όχι μόνο ο ένας τον άλλο αλλά και τα βουνά της πατρίδας τους. Κανείς δεν είπε λέξη για τις Πύλες ή για τις επερχόμενες δοκιμασίες. Ήταν μια θαυμάσια εκδρομή, που την ευλόγη σαν οι θεοί με αρκετά εξαίρετα θηράματα, όπως ένα υπέ ροχο αγριογούρουνο που σκότωσαν ο Αυτόχειρας και ο Αρίστωνας με το ακόντιο και την αιχμή του που ήταν ίση με ένα πόδι. Κατά το σούρουπο οι κυνηγοί, καμιά δεκαριά περίπου, και οι διπλάσιοι βοηθοί και είλωτες που υπηρετούσαν στα κυνήγια στρογγυλοκάθισαν ευδιάθετοι γύρω από αρκετές φωτιές ανάμεσα στους λόφους πάνω από τις Θυρίδες. Ο φό βος θρονιάστηκε κι αυτός ανάμεσά τους. Ενώ οι άλλοι κυ νηγοί κουβέντιαζαν γύρω από τις χωριστές φωτιές τους, δια σκεδάζοντας με ψέματα για τα θηράματα και φιλικά πει ράγματα, ο Διηνέκης καθάρισε το χώρο δίπλα του και κά λεσε τον Αλέξανδρο και τον Αρίστωνα να καθίσουν. Κατά λαβα την πρόθεση του αφέντη μου. Θα μιλούσε για το φό βο, γιατί εκείνοι οι νεαροί που δεν είχαν χύσει ακόμα στα γόνα αίμα στη μάχη, παρά τη σιωπή τους ή ίσως εξαιτίας της, είχαν αρχίσει να λιποψυχούν αναλογιζόμενοι αυτά που τους περίμεναν. «Όλη μου τη ζωή» άρχισε ο Διηνέκης «ένα ερώτημα με έκαιγε. Ποιο είναι το αντίθετο του φόβου;». Χαμηλά στην πλαγιά το κρέας είχε κιόλας ψηθεί. Κόπη κε σε μερίδες, που εξαφανίστηκαν αμέσως από τους πεινα σμένους κυνηγούς. Ο Αυτόχειρας ήρθε κοντά μας με ξεχω ριστές γαβάθες για το Διηνέκη, τον Αλέξανδρο και τον Αρί στωνα και από ένα κομμάτι κρέας για τον εαυτό του, για το Δημάδη, το βοηθό του Αρίστωνα, και για μένα. Κάθισε κά335
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τω απέναντι από το Διηνέκη, ανάμεσα σε δυο σκυλιά που είχαν μύτη μόνο για τα κοψίδια και ήξεραν ότι ο Αυτόχειρας δε θα τα άφηνε παραπονεμένα. «Το να το πεις αφοβία δεν έχει νόημα. Είναι απλώς ένα όνομα, μια θέση που εκφράζεται ως αντίθεση. Το να απο καλείς το αντίθετο του φόβου αφοβία δε λέει τίποτα. Θέλω να ξέρω το πραγματικό αντίθετό του, όπως μέρα και νύχτα, ουρανός και γη». «Να είναι μια θετική έκφραση» είπε ο Αρίστωνας. «Ακριβώς!» Ο Διηνέκης κοίταξε επιδοκιμαστικά το νέο άντρα. Σταμάτησε να μελετήσει τα πρόσωπα των δύο νέων. Ακουγαν αυτά που τους έλεγε; Ενδιαφέρονταν; Ήταν, όπως αυτός, αληθινοί μαθητές του θέματος εκείνου; «Πώς μπορεί να δαμάσει κανείς το φόβο του θανάτου, αυτό τον αρχέγονο τρόμο που κυλάει στο αίμα μας, σε όλη μας τη ζωή, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους;» Έδει ξε τα σκυλιά που είχαν διπλαρώσει τον Αυτόχειρα. «Μια αγέλη σκύλων βρίσκει το κουράγιο να επιτεθεί σε ένα λιο ντάρι. Κάθε σκύλος γνωρίζει τη θέση του. Φοβάται το σκύ λο που είναι μπρος του και τρέφει το φόβο εκείνου που εί ναι πίσω του. Ο φόβος δαμάζει το φόβο. Αυτό κάνουμε κι εμείς οι Σπαρτιάτες. Βάζουμε πάνω από το φόβο του θανά του έναν ακόμα μεγαλύτερο φόβο: αυτόν της ατίμωσης. Του αποκλεισμού από το κοπάδι». Ο Αυτόχειρας εκείνη τη στιγμή βρήκε να πετάξει αρκε τά κομμάτια κρέας στα σκυλιά. Εκείνα άρπαξαν με μανία τα απομεινάρια από το χορτάρι. Το δυνατότερο βούτηξε τη μερίδα του λέοντος. Ο Διηνέκης χαμογέλασε θλιμμένα. «Είναι όμως αυτό θάρρος; Το ίδιο δεν είναι όταν ενερ γείς από φόβο μήπως ατιμαστείς; Δε σου το επιβάλλει πά λι ο φόβος;» Ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι έψαχνε να βρει. • 336 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Κάτι πιο ευγενικό. Μια υψηλότερη μορφή του μυστη ρίου. Αγνή. Αψεγάδιαστη». Είπε πως για κάθε άλλο ερώτημα μπορούσε να απευθυν θεί κανείς στη σοφία των θεών. «Όχι όμως και για θέματα θάρρους. Τι έχουν να μας διδάξουν οι θεοί; Αυτοί δεν πε θαίνουν. Τα πνεύματά τους δεν κατοικούν, όπως τα δικά μας, σ' αυτό εδώ». Έδειξε το σώμα, τη σάρκα. «Εδώ μέσα παράγεται ο φόβος». Ο Διηνέκης κοίταξε πάλι τον Αυτόχειρα, μετά τον Αλέ ξανδρο, τον Αρίστωνα κι εμένα. «Εσείς οι νέοι φαντάζεστε ότι εμείς οι παλιοί πολεμιστές έχουμε τιθασεύσει το φόβο. Όμως τον νιώθουμε τόσο έντονα όσο εσείς. Πολύ πιο έντο να, γιατί τον έχουμε βιώσει στο πετσί μας. Ο φόβος ζει μέ σα μας μέρα και νύχτα, στα νεύρα μας και στα κόκαλα μας. Λέω αλήθεια, φίλοι μου;» Ο Αυτόχειρας έσκασε ένα λοξό θλιμμένο χαμόγελο. Ο αφέντης μου του το ανταπέδωσε. «Μπαλώνουμε το θάρ ρος μας επιτόπου με κουρέλια και απομεινάρια. Τα συγκε ντρώνουμε μέσα από τους φόβους μας· από το φόβο ότι θα ατιμάσουμε την πόλη, το βασιλιά, τους ήρωες των γραμμών μας. Από το φόβο ότι θα θεωρηθούμε δειλοί από τις γυναί κες μας και τα παιδιά μας, τα αδέλφια μας, τους συμπολε μιστές μας. Εγώ προσωπικά ξέρω όλα τα κόλπα της ανα πνοής και του τραγουδιού, τις κολόνες της τετράθεσης, της περί φόβου θεωρίας. Ξέρω πώς ν' αποτελειώσω τον άνθρω πο μου, πώς να πείσω τον εαυτό μου ότι ο φόβος του είναι μεγαλύτερος από το δικό μου. Μπορεί να είναι. Προσέχω τούς στρατιώτες που υπηρετούν κάτω από τις διαταγές μου και προσπαθώ να ξεχάσω το δικό μου φόβο φροντίζοντας για την επιβίωσή τους. Όμως είναι πάντα παρών. Το καλύτερο που έχω πετύχει είναι να ενεργώ παρά το φόβο μου. Αλλά ούτε αυτό είναι. Όχι το είδος του θάρρους για το οποίο μιλώ. Δεν είναι ούτε η αυτοπροστασία, που βασίζεται στο • 337 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ζωώδες ένστικτο και στον πανικό. Αυτά είναι καταλήψεις. Αυτά τα έχει κι ένας ποντικός». Παρατήρησε ότι συχνά εκείνοι που προσπαθούν να ξεπε ράσουν το φόβο του θανάτου πρεσβεύουν ότι η ψυχή δεν εξαφανίζεται μαζί με το σώμα. «Για μένα αυτό είναι ηλίθιο. Ευσεβής πόθος. Άλλοι πάλι, οι βάρβαροι κυρίως, λένε πως όταν πεθαίνουμε πηγαίνουμε στον παράδεισο. Τους ρωτώ λοιπόν: Αν, πράγματι, το πιστεύετε αυτό, γιατί δεν τελειώ νετε με τον εαυτό σας αμέσως για να επιταχύνετε το ταξίδι; »Ο Αχιλλέας, μας λέει ο Όμηρος, είχε πραγματική αν δρεία. Είχε όμως, αφού γεννήθηκε από μητέρα αθάνατη, βουτήχτηκε στα νερά της Στύγας όταν ήταν μωρό και ήξε ρε ότι εκτός από τη φτέρνα ήταν άτρωτος; Οι δειλοί θα ήταν σπανιότεροι κι απ' τα φτερά στα ψάρια αν το ξέραμε όλοι αυτό». Ο Αλέξανδρος ρώτησε αν κάποιος στην πόλη, κατά τη γνώμη του Διηνέκη, είχε αυτή την πραγματική ανδρεία. «Από όλους τους Λακεδαιμονίους, ο φίλος μας ο Πολύνεικος είναι πιο κοντά. Αλλά ακόμα και τη δική του ανδρεία τη θεωρώ ανεπαρκή. Πολεμά όχι από φόβο μήπως ατιμα στεί αλλά επειδή είναι άπληστος για δόξα. Μπορεί να εί ναι ευγενικός σκοπός, τουλάχιστον δεν είναι ταπεινός, εί ναι όμως πραγματική ανδρεία;» Ο Αρίστωνας ρώτησε αν αυτό το ανώτερο θάρρος υπήρ χε πραγματικά. «Δεν είναι κάτι φανταστικό» δήλωσε ο Διηνέκης με σι γουριά. «Το έχω δει. Ο αδελφός μου ο Ιατροκλής το είχε ορισμένες στιγμές. Όταν έβλεπα τη χάρη του πάνωθέ του, έμενα εμβρόντητος. Ακτινοβολούσε, ήταν κάτι θεϊκό. Εκεί νες τις ώρες πολεμούσε όχι σαν άνθρωπος αλλά σαν θεός. Ο Λεωνίδας το έχει επίσης μερικές φορές. Ο Ολύμπιος δεν το έχει. Ούτε κι εγώ. Κανένας από όσους είμαστε εδώ». Χα μογέλασε. «Υπάρχει ωστόσο μια ένδειξη εδώ. Η ανώτερη • 338 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
αυτή ανδρεία υποπτεύομαι ότι ενυπάρχει σε κάτι που είναι γένους θηλυκού. Οι ίδιες οι λέξεις για το θάρρος, η ανδρεία και η αφοβία, είναι θηλυκού γένους, ενώ ο φόβος και ο τρό μος είναι αρσενικού. Ίσως ο θεός που αναζητούμε δεν είναι θεός αλλά θεά. Δεν ξέρω». Ήταν ολοφάνερο ότι ο Διηνέκης ευχαριστιόταν να μιλά ει γι' αυτό. Ευχαρίστησε τους ακροατές του που είχαν την υπομονή να τον ακούνε ακόμη. «Οι Σπαρτιάτες δεν έχουν υπομονή για τέτοια ερωτήματα του σαλονιού. Θυμάμαι ότι ρώτησα κάποτε τον αδελφό μου σε μια εκστρατεία, μια μέ ρα που είχε πολεμήσει σαν αθάνατος. Ήθελα σαν τρελός να μάθω τι ένιωθε εκείνες τις στιγμές, τι αισθανόταν μέσα του. Με κοίταξε σαν να είχα βγει από το τρελοκομείο. "Λιγότε ρη φιλοσοφία, Διηνέκη, και περισσότερη αρετή"». Γέλασε. «Αυτό είπε μόνο». Ο αφέντης μου γύρισε τότε στο πλάι, σαν να ήθελε να βά λει τέλος σ' αυτή τη συζήτηση. Κάτι ωστόσο τον έκανε να στραφεί στον Αρίστωνα, που στο πρόσωπό του ήταν αποτυ πωμένη η έκφραση των μικρών παιδιών που δεν τολμούν να απευθύνουν το λόγο στους μεγαλύτερους τους. «Πες το, φίλε μου» τον παρότρυνε ο Διηνέκης. «Σκεφτόμουν το θάρρος των γυναικών. Πιστεύω ότι δια φέρει από των αντρών». Ο νέος δίστασε. Η έκφρασή του μιλούσε πριν από κείνον, μάλλον θεωρούσε απρέπεια ή αλαζονεία να διαλογίζε ται πάνω σε θέματα για τα οποία δεν είχε καμία εμπειρία. Ο Διηνέκης ωστόσο τον πίεσε να μιλήσει. «Διαφορετικό πώς;» Ο Αρίστωνας κοίταξε τον Αλέξανδρο, που με ένα χα μόγελο ενίσχυσε την απόφαση του φίλου του να εκφραστεί. «Το θάρρος ενός άντρα, να δίνει τη ζωή του για την πατρί δα του, δεν είναι κάτι παράξενο. Δεν είναι στη φύση του αρ σενικού, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους, να πολε μά και να ανταγωνίζεται; Παρακολουθήστε οποιοδήποτε • 339 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
αγόρι. Πριν ακόμα μιλήσει, απλώνει το χέρι να πιάσει από ένστικτο το κοντάρι και το σπαθί — ενώ οι αδελφές του αποφεύγουν αυτά τα σύνεργα των αγώνων κι αντί γι' αυτά κρατούν στην αγκαλιά τους το γατάκι και την κούκλα. »Τι πιο φυσικό σε έναν άντρα να πολεμάει και σε μια γυναίκα να αγαπάει; Αυτό που επιτάσσει το ένστικτο της μάνας δεν είναι να δίνει και να τρέφει πάνω απ' όλα αυτό που έχει βγάλει από τη μήτρα της, τα παιδιά που έχει γεν νήσει με πόνο; Όλοι ξέρουμε ότι η λέαινα ή η λύκαινα θυ σιάζουν τη ζωή τους χωρίς δισταγμό για να προστατέψουν τα μικρά τους. Το ίδιο και οι γυναίκες. Τώρα αναλογιστεί τε, φίλοι, αυτό που αποκαλούμε γυναικείο θάρρος: »Υπάρχει κάτι που να έρχεται σε μεγαλύτερη αντίθεση με τη γυναικεία φύση, με τη μητρότητα, από το να στέκε ται ακίνητη και ασυγκίνητη καθώς οι γιοι της βαδίζουν προς το θάνατο; Δε θα έπρεπε κάθε ίνα του κορμιού της μητέρας να ουρλιάζει από αγωνία και προσβολή μπροστά σε μια τέ τοια ύβρη; Δε θα έπρεπε η καρδιά της να πασχίζει να φω νάξει με όλο της το πάθος: "Όχι! Όχι το γιο μου! Λυπηθεί τε τον!". Το ότι οι γυναίκες, από κάποια άγνωστη σε μας πηγή, αντλούν τη θέληση να επιβληθούν σ' αυτό που είναι η αληθινή τους φύση είναι, πιστεύω, ο λόγος που στεκόμαστε με δέος μπροστά στις μητέρες, στις αδελφές και στις γυναί κες μας. Αυτό, Διηνέκη, πιστεύω ότι είναι η ουσία του γυ ναικείου θάρρους και γιατί, όπως είπες, είναι ανώτερο των αντρών». Ο αφέντης μου επιδοκίμασε αυτές τις παρατηρήσεις. Ο Αλέξανδρος ωστόσο δίπλα του φάνηκε να αντιδρά. Κατα λάβαινες ότι ο νέος δεν ήταν ικανοποιημένος. «Αυτά που λες είναι αλήθεια, Αρίστωνα. Δεν το είχα σκε φτεί ποτέ μ' αυτό τον τρόπο. Κάτι λείπει ωστόσο. Αν η νίκη των γυναικών ήταν να στέκονται απλώς αδάκρυτες καθώς οι γιοι τους βαδίζουν προς το θάνατο, αυτό δεν είναι μόνο αφύ• 340 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σικο αλλά και απάνθρωπο, χυδαίο και τερατώδες ακόμα. Αυτό που ανυψώνει τούτη την πράξη και την κάνει ευγενή είναι, θαρρώ, επειδή γίνεται για να υπηρετήσει έναν ανώ τερο και ανιδιοτελή σκοπό. »Αυτές οι γυναίκες που αντικρίζουμε με δέος χαρίζουν τη ζωή των αγοριών τους στη χώρα τους, στο λαό ως σύ νολο, γιατί το έθνος πρέπει να επιβιώσει, έστω κι αν χαθούν τα αγαπημένα τους παιδιά. Σαν τη μητέρα που την ιστο ρία της μαθαίνουμε από μικρά, η οποία, όταν πληροφορή θηκε ότι και οι πέντε γιοι της είχαν σκοτωθεί στην ίδια μά χη, ρώτησε μόνο: "Το έθνος μας νίκησε;" και, όταν της εί παν πως είχε νικήσει, γύρισε να πάει σπίτι της χωρίς να χύ σει ούτε ένα δάκρυ, λέγοντας μόνο: "Τότε είμαι ευτυχισμέ νη". Αυτό ακριβώς το στοιχείο —η ευγένεια του να βάζεις το σύνολο πάνω από το μέρος— δεν είναι που μας συγκι νεί στη θυσία των γυναικών;» «Τόση σοφία από στόματα νηπίων!» Ο Διηνέκης γέλασε και χτύπησε και τους δύο νέους στοργικά στον ώμο. «Όμως δεν απαντήσατε στην ερώτησή μου. Ποιο είναι το αντίθετο του φόβου; »Θα σας πω μια ιστορία, νεαροί μου φίλοι, αλλά όχι εδώ και τώρα. Θα την ακούσετε στις Πύλες. Την ιστορία του βα σιλιά Λεωνίδα και ένα μυστικό που εμπιστεύτηκε στη μητέ ρα του Αλέξανδρου, την Παράλεια. Αυτή η ιστορία θα προ χωρήσει την έρευνά μας πάνω στο θάρρος και θα μας εξη γήσει πώς ο Λεωνίδας επέλεξε τελικά τους Τριακόσιους. Προς το παρόν όμως ας βάλουμε τελεία στο σαλόνι μας, αλλιώς οι Σπαρτιάτες που μας ακούνε θα πουν ότι είμαστε θηλυπρεπείς. Και θα έχουν δίκιο!» Τώρα στο στρατόπεδο των Πυλών εμείς οι τρεις νέοι βλέ παμε τον ενωμοτάρχη μας να ανταποκρίνεται στο πρώτο φως της αυγής, να ζητά την άδεια να φύγει από το συμβούλιο του βασιλιά, να επιστρέφει στην ενωμοτία του, να βγά341
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ζει το μανδύα του και να καλεί τους άντρες του σε γυμνά σια. «Όρθιοι λοιπόν». Ο Αρίστωνας πετάχτηκε πάνω, τρα βώντας τον Αλέξανδρο κι εμένα από τις ασχολίες μας. «Το αντίθετο του φόβου πρέπει να είναι η δουλειά»· Δεν πρόλαβαν ν' αρχίσουν τα γυμνάσια όταν ένα δυνατό σφύριγμα από το τείχος έθεσε σε κινητοποίηση κάθε άντρα. Ένας κήρυκας του εχθρού φάνηκε στο φαράγγι των Στε νών. Ο απεσταλμένος φώναξε από μακριά ένα όνομα στα ελ ληνικά, αυτό του πατέρα του Αλέξανδρου, του πολέμαρχου Ολύμπιου. Όταν του έκαναν νόημα να πλησιάσει, είδαν ότι συνόδευε ένα μόνο αξιωματικό της πρεσβείας του εχθρού και ένα αγόρι. Ο κήρυκας τότε φώναξε άλλα τρία ονόματα Σπαρτιατών αξιωματικών, του Αριστόδημου, του Πολύνεικου και του Διηνέκη. Αυτοί οι τέσσερις κλήθηκαν αμέσως από τον αξιωματι κό της σκοπιάς. Τόσο αυτός όσο και οι άλλοι ξαφνιάστη καν και ένιωσαν πολύ μεγάλη περιέργεια για το αίτημα του εχθρού. Ο ήλιος είχε ανέβει τώρα ψηλά. Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός αντρών του πεζικού των συμμάχων παρακολουθού σε από το τείχος. Ο Πέρσης πρέσβης προχώρησε μπροστά. Ο Διηνέκης τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο καπετάν Ψαμμίτιχος, ο Τόμμι, ο Αιγύπτιος ναυτικός που είχαμε συναντή σει και ανταλλάξει δώρα μαζί του πριν τέσσερα χρόνια στη Ρόδο. Το αγόρι, όπως αποδείχτηκε, ήταν ο γιος του. Ο νεα ρός μιλούσε θαυμάσια αττικά ελληνικά και έκανε χρέη διερ μηνέα . Η σκηνή της συνάντησης "ήταν ιδιαίτερα θερμή, με άφθο να χτυπήματα στις πλάτες και με σφιξίματα χεριών. Οι Σπαρτιάτες εξέφρασαν την έκπληξή τους που ο Αιγύπτιος δεν ήταν με το στόλο. Στο κάτω κάτω ήταν ναυτικός, ένας θαλασσομάχος. Ο Τόμμι αποκρίθηκε πως μόνο ο ίδιος και • 342 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
οι άντρες του αποσπάστηκαν να υπηρετήσουν στις χερσαί ες δυνάμεις, με τη βοήθεια του αυτοκρατορικού διοικητή, με τά από δικό του αίτημα γι' αυτόν ακριβώς το συγκεκριμένο σκοπό: να ενεργήσει ως ανεπίσημος πρέσβης στους Σπαρ τιάτες. Θυμόταν πάντα με αγάπη τη γνωριμία τους κι αυ τό που επιθυμούσε πάνω απ' όλα ήταν να συνεισφέρει στην ευημερία τους. Οι άντρες που είχαν περικυκλώσει το ναυτικό ήταν πά νω από εκατό. Ο Αιγύπτιος περνούσε μισό κεφάλι και τον ψηλότερο Έλληνα, η τιάρα* του από λινό πρόσθετε στο ανά στημα του. Το χαμόγελό του ήταν, όπως πάντα, λαμπερό. Έφερνε ένα μήνυμα, είπε, από το βασιλιά Ξέρξη, που είχε αναλάβει να το παραδώσει ο ίδιος στους Σπαρτιάτες. Ο Ολύμπιος, που ήταν επικεφαλής της πρεσβείας τότε στη Ρό δο, ξαναπήρε αυτή τη θέση στη διαπραγμάτευση. Πληρο φόρησε τον Αιγύπτιο πως δε θα γίνονταν διαπραγματεύσεις με κάθε έθνος ξεχωριστά, γιατί όλοι οι Έλληνες ανήκαν σε ένα έθνος. Η εύθυμη συμπεριφορά του ναυτικού δεν άλλαξε. Εκεί νη τη στιγμή το κυρίως σώμα των Σπαρτιατών, με επικεφα λής τους Αλφεό και Μάρωνα, έκανε γυμνάσια με την ασπίδα ακριβώς μπροστά από το τείχος. Δούλευαν μαζί με δυο διμοιρίες Θεσπιέων και ταυτόχρονα τους καθοδηγούσαν, Ο Τόμμι παρατήρησε τα αδέλφια λίγη ώρα εντυπωσιασμένος. «Θα αλλάξω τότε το αίτημα μου» είπε χαμογελώντας στον Ολύμπιο. «Αν με συνοδέψεις εσύ στο βασιλιά σου, το Λεω νίδα, θα παραδώσω το μήνυμά μου σ' αυτόν ως αρχηγό όλων των Ελλήνων συμμάχων». Ο αφέντης μου αγαπούσε πολύ αυτό τον ωραίο άνθρωπο και χάρηκε πολύ που τον ξαναείδε. «Ακόμα φοράς ατσά* Τιάρα: περσικό κάλυμμα του κεφαλιού. Είχε κωνικό σχήμα και τη φορούσαν σε επίσημες περιστάσεις. Σ.τ.Μ. 343
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λινα εσώρουχα;» τον ρώτησε με τη βοήθεια του νεαρού διερ μηνέα . Ο Τόμμι γέλασε και έδειξε, προς μεγάλη ευχαρίστηση των συγκεντρωμένων, ένα εσώρουχο από λινό του Νείλου. Έπει τα, με μια φιλική και ανεπίσημη χειρονομία, φάνηκε να βά ζει στην άκρη το ρόλο του ως πρέσβη και μίλησε προς στιγ μήν σαν άντρας προς άντρα. «Προσεύχομαι αυτός ο θώρακας να μην μπει ποτέ ανά μεσα μας, αδέλφια». Έδειξε το στρατόπεδο, τα Στενά, τη θά λασσα. Φάνηκε να αγκαλιάζει ολόκληρη την περιοχή με την κυκλική κίνηση του χεριού του. «Ποιος ξέρει πώς θα εξελιχθεί αυτή η ιστορία. Μπορεί να εξαφανιστούν όλα, όπως η δύ ναμη των Δέκα Χιλιάδων στα Τέμπη. Αλλά, αν μπορώ να μι λήσω σαν φίλος σε σας τους τέσσερις μόνο, θα σας έλεγα το εξής: Μην αφήσετε τη δίψα σας για δόξα ούτε την περηφά νια σας ως στρατιωτών να σας τυφλώσουν και να μη δείτε την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει τώρα ο στρατός σας. »Μόνο ο θάνατος σας περιμένει εδώ. Οι υπερασπιστές δεν είναι δυνατό να ελπίζουν ότι θα κρατήσουν έστω και μια μέρα μπροστά στους αμέτρητους στρατιώτες που φέρνει η Μεγαλειότητά Του εναντίον σας. Ούτε όλοι οι στρατοί της Ελλάδας θα το καταφέρουν στις επερχόμενες μάχες. Σίγου ρα το ξέρετε αυτό, όπως το ξέρει και ο βασιλιάς σας». Στα μάτησε για να αφήσει το γιο του να κάνει τη μετάφραση και να μελετήσει την απάντηση στα πρόσωπα των Σπαρτιατών. «Σας εκλιπαρώ να ακούσετε αυτή τη συμβουλή, φίλοι, που σας τη δίνω από καρδιάς γιατί τρέφω το βαθύτερο σεβασμό για σας ως άτομα και για την πόλη σας, με τη μεγάλη φήμη που πράγματι της αξίζει. Δεχτείτε το αναπόφευκτο και θα διοικείστε με τιμή και σεβασμό...» «Μπορείς να σταματήσεις εδώ, φίλε» τον διέκοψε ο Αρι στόδημος. Ο Αιγύπτιος κράτησε την ανώτερη και φιλική του στά• 344 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ση. «Τόσο εγώ όσο και η Μεγαλειότητά Του σας δίνουμε το λόγο μας πως, αν οι Σπαρτιάτες υποταχθούν και παρα δώσουν τα όπλα τους, κανείς δε θα τιμάται περισσότερο κά τω από τη σημαία του βασιλιά. Κανένας Πέρσης δε θα πα τήσει το πόδι του στη Λακεδαίμονα τώρα ή ποτέ, αυτό το ορκίζεται η Μεγαλειότητά Του. Η χώρα σας θα κυριαρχεί σε όλη την Ελλάδα. Τα στρατεύματά σας θα πάρουν τη θέση της εμπροσθοφυλακής στο στρατό της Μεγαλειότητας Του, με όλη την περιουσία και τη δόξα που επιτάσσει μια τέτοια διάκριση. Το έθνος σας απλώς θα διατυπώσει τις επιθυμίες του. Η Μεγαλειότητά Του θα τις ικανοποιήσει όλες και, αν μπορώ να ισχυριστώ ότι γνωρίζω την καρδιά του, θα κάνει κι άλλα δώρα στους νέους του φίλους, τόσο πολλά και τό σο ακριβά, πέρα από κάθε φαντασία». Ακούγοντας τούτα, η ανάσα κάθε συμμάχου σταμάτησε στο λαιμό του. Τα μάτια καρφώθηκαν έντρομα πάνω στους Σπαρτιάτες. Αν η προσφορά του Αιγυπτίου ήταν καλής πί στης, και δεν υπήρχε λόγος να μην είναι, αυτό σήμαινε σωτηρία για τη Λακεδαίμονα. Έπρεπε απλώς να εγκαταλείψει την υπόθεση της Ελλάδας. Ποια θα ήταν τώρα η απάντηση των αξιωματικών; Θα πήγαιναν αμέσως τον πρέσβη στο βασιλιά τους; Ο λόγος του Λεωνίδα ήταν νόμος, τόσο ξεχωριστή ήταν η θέση του ανάμεσα στους ομοίους και στους εφόρους. Εκεί που δεν το περίμενε κανείς, η τύχη της Ελλάδας βρέ θηκε να παραπαίει πάνω από τον γκρεμό. Οι σύμμαχοι εί χαν καρφωθεί στις θέσεις τους, περιμένοντας με κομμένη την ανάσα την απάντηση των τεσσάρων πολεμιστών της Λακεδαίμονας. «Νομίζω» είπε ο Ολύμπιος απευθυνόμενος στον Αιγύπτιο μετά από ένα στιγμιαίο δισταγμό «ότι, αν η Μεγαλει ότητά Του επιθυμούσε πραγματικά να κάνει φίλους τους Σπαρτιάτες, θα καταλάβαινε ότι θα του ήταν πιότερο χρήσιμοι με τα όπλα τους παρά χωρίς αυτά». • 345 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Εξάλλου, η πείρα μάς έχει διδάξει» πρόσθεσε ο Αρι στόδημος «ότι η τιμή και η δόξα δε σου χαρίζονται με τη γραφίδα, αλλά κερδίζονται με το κοντάρι». Το βλέμμα του στράφηκε εκείνη τη στιγμή στα πρόσωπα των συμμάχων. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν δακρύσει. Άλλοι, πάλι, φαίνονταν τόσο εξουθενωμένοι από την ανα κούφιση, που μετά βίας τους κρατούσαν τα γόνατά τους. Ο Αιγύπτιος το είδε αυτό. Χαμογέλασε συγκαταβατικά. Δε φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Φίλοι μου, σας κουράζω με θέματα που κανονικά θα έπρεπε και πρέπει να συζητηθούν όχι εδώ μέσα, σε τόσο κό σμο, αλλά ιδιαιτέρως, ενώπιον του βασιλιά σας. Παρακαλώ, οδηγήστε με κοντά του, αν θέλετε». «Τα ίδια θα σου πει, αδελφέ» δήλωσε ο Διηνέκης. «Και μάλιστα σε πολύ πιο ωμή γλώσσα» πετάχτηκε ένας Σπαρτιάτης από το πλήθος. Ο Τόμμι περίμενε να κοπάσουν τα γέλια. «Μπορώ ν' ακούσω τότε αυτή την απάντηση από τα χεί λη του βασιλιά;» «Θα μας μαστίγωνε, Τόμμι» είπε ο Διηνέκης με ένα χα μόγελο . «Θα μας έγδερνε ζωντανούς» είπε ο ίδιος άντρας που εί χε μπει στη μέση προηγουμένως «με το να του προτείνουμε ακόμη μια τέτοια ατιμωτική συνομιλία». Τα μάτια του Αιγυπτίου στράφηκαν στον ομιλητή. Είδε ότι ήταν ένας ηλικιωμένος Σπαρτιάτης, ντυμένος με χιτώνα και υφαντό μανδύα, ο οποίος προχώρησε στη δεύτερη σειρά, δίπλα στον Αριστόδημο. Για μια στιγμή ο ναυτικός ξαφνιά στηκε βλέποντας το γέροντα με την γκρίζα γενειάδα, που σί γουρα κουβαλούσε στους ώμους το βάρος εξήντα τουλάχι στον καλοκαιριών, κι όμως στεκόταν με τα ρούχα του οπλί τη ανάμεσα στους άλλους πολύ νεότερους πολεμιστές. «Παρακαλώ, φίλοι μου» συνέχισε ο Αιγύπτιος «μην απα• 346 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ντάτε από περηφάνια ή επηρεασμένοι από το πάθος της στιγμής, αλλά επιτρέψτε μου να θέσω ενώπιον του βασιλιά σας τις μεγάλες συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης. Επιτρέψ τε μου να παρουσιάσω τις φιλοδοξίες της Μεγαλειότητάς Του μακροπρόθεσμα. »Η Ελλάδα είναι απλώς ένα σημείο εξόρμησης. Ο μεγά λος βασιλιάς κυβερνά ήδη όλη την Ασία. Στόχος του τώρα είναι η Ευρώπη. Από την Ελλάδα ο στρατός της Μεγαλει ότητάς Του θα ξεκινήσει να κατακτήσει τη Σικελία και την Ιταλία και από κει τις υπόλοιπες δυτικές χώρες. Με σας στο πλευρό μας ποια δύναμη θα μπορέσει να μας αντισταθεί; Θα προχωρήσουμε θριαμβευτές μέχρι τις Ηράκλειες Στήλες κι ακόμα πιο πέρα, στα τείχη του Ωκεανού! »Παρακαλώ, αδέλφια, αναλογιστείτε τις εναλλακτικές λύ σεις που έχετε. Να παραμείνετε για την τιμή των όπλων και να συντριφτείτε, η χώρα σας να δεχτεί επιδρομή, οι γυναί κες και τα παιδιά σας να σκλαβωθούν, η δόξα της Λακε δαίμονας, για να μην πω η ίδια η υπόστασή της, να σβηστεί από προσώπου γης ή να διαλέξετε, όπως σας προτείνω, το δρόμο της σύνεσης. Να πάρετε με τιμή τη θέση που σας αρ μόζει στην πρώτη γραμμή της ανίκητης πλημμυρίδας της ιστορίας. Η γη που κυβερνάτε δε θα είναι τίποτα μπροστά σ' αυτή που θα σας παραχωρήσει ο μεγάλος βασιλιάς. Ελάτε μαζί μας, αδέλφια. Κατακτήστε μαζί μας όλο τον κόσμο! Ο Ξέρξης, ο γιος του Δαρείου, ορκίζεται ότι κανένα έθνος ή στρατός δε θα τιμηθεί περισσότερο από σας μεταξύ των στρατευμάτων της Μεγαλειότητάς Του! Κι αν, φίλοι μου Σπαρτιάτες, η εγκατάλειψη των Ελλήνων αδελφών σας σας φαίνεται πράξη ατιμωτική, ο βασιλιάς Ξέρξης επεκτείνει την προσφορά του σε όλους τους Έλληνες. Όλοι οι Έλληνες σύμ μαχοι, όποια κι αν είναι η χώρα τους, θα είναι λεύτεροι πλάι σας και θα έρχονται δεύτεροι σε τιμή μόνο από σας ανάμεσα στους κατωτέρους τους!». • 347 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ούτε ο Ολύμπιος ούτε ο Αριστόδημος ούτε ο Πολύνεικος ούτε ο Διηνεκής ύψωσαν τη φωνή για ν' απαντήσουν. Αντί γι' αυτό, ο Αιγύπτιος τους είδε να στρέφονται με σεβασμό στο γέροντα με τον υφαντό μανδύα. «Οποιοσδήποτε από τους Σπαρτιάτες μπορεί να μιλή σει, όχι μόνο οι πρέσβεις, αφού όλοι θεωρούμαστε όμοιοι και ίσοι απέναντι στο νόμο». Ο ηλικιωμένος προχώρησε μπρο στά. «Έχω το ελεύθερο να προτείνω μια άλλη εναλλακτική λύση, η οποία είμαι σίγουρος ότι θα αντιμετωπιστεί ευνοϊ κά όχι μόνο από τους Λακεδαιμονίους αλλά και από όλους τους Έλληνες συμμάχους;» «Παρακαλώ» αποκρίθηκε ο Αιγύπτιος. «Ας παραδοθεί ο Ξέρξης σε μας» πρότεινε. «Δε θα πα ραλείψουμε να ανταμείψουμε τη γενναιοδωρία του και θα βάλουμε αυτόν και το στρατό του μπροστάρηδες ανάμε σα στους συμμάχους μας και θα του δώσουμε όλες τις τι μές που ο ίδιος με τόση απλοχεριά προσφέρει σε όλους εμάς». Ο Αιγύπτιος γέλασε. «Παρακαλώ, φίλοι μου, χάνουμε πολύτιμο χρόνο». Παρά τησε το γέροντα, όχι χωρίς κάποια ανυπομονησία, και επα νέλαβε το αίτημά του στον Ολύμπιο. «Οδηγήστε με αμέσως στο βασιλιά σας». «Αποκλείεται, φίλε» απάντησε ο Πολύνεικος. «Ο βασιλιάς είναι ένας χοντρόπετσος γερο-μασκαράς» πρόσθεσε ο Διηνέκης. «Πράγματι» μπήκε στη μέση ο ηλικιωμένος άντρας. «Εί ναι οξύθυμος και ευέξαπτος άνθρωπος, αστοιχείωτος σχε δόν, που, όπως λένε, τις περισσότερες μέρες είναι στουπί πριν ακόμα μεσημεριάσει». Ένα χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο του Αιγυπτίου. Έρι ξε μια ματιά στον αφέντη μου και στον Ολύμπιο. «Κατάλαβα» είπε ο Τόμμι. • 348 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Το βλέμμα του τώρα στράφηκε στον ηλικιωμένο άντρα. Ο Αιγύπτιος είχε πλέον αντιληφθεί ότι δεν ήταν άλλος από τον ίδιο το Λεωνίδα. «Τότε, λοιπόν, σεβάσμιε φίλε» είπε ο Τόμμι στο Σπαρ τιάτη βασιλιά, χαμηλώνοντας το κεφάλι σε ένδειξη σεβα σμού, «αφού, απ' ό,τι φαίνεται, η επιθυμία μου να μιλήσω προσωπικά στο Λεωνίδα δε θα ικανοποιηθεί, από σεβασμό στο γκρίζο που βλέπω στη γενειάδα σου και στις πολλές πληγές που τα μάτια μου διακρίνουν στο σώμα σου, εσύ, φίλε μου, θα δεχτείς τούτο το δώρο από τον Ξέρξη, το γιο του Δαρείου, αντί για το βασιλιά σου». Ο Αιγύπτιος έβγαλε από ένα πουγκί ένα ολόχρυσο κύ πελλο με δύο χερούλια, ασύγκριτο σε μαστοριά και στολι σμένο με πολύτιμα πετράδια. Είπε ότι τα σκαλίσματα πά νω του αναπαριστούσαν τον ήρωα Αμφικτύονα, στον οποίο ήταν αφιερωμένη η περιοχή των Θερμοπυλών, μαζί με τον Ηρακλή και τον Ύλα, το γιο του Ηρακλή, από όπου κατά γονταν οι Σπαρτιάτες και ο ίδιος ο Λεωνίδας. Το κύπελλο ήταν τόσο βαρύ, που ο Αιγύπτιος έπρεπε να το κρατά και με τα δυο του χέρια. «Αν δεχτώ το γενναιόδωρο τούτο δώρο» του είπε ο Λε ωνίδας «θα πρέπει να πάει στο πολεμικό θησαυροφυλάκιο των συμμάχων». «Όπως επιθυμείς». Ο Αιγύπτιος υποκλίθηκε. «Τότε διαβίβασε την ευγνωμοσύνη των Ελλήνων στο βα σιλιά σου. Και πες του ότι η προσφορά μου ισχύει αν οι θε οί τού χαρίσουν τη σοφία να την αποδεχτεί». Ο Τόμμι έδωσε το κύπελλο στον Αριστόδημο, που το δέ χτηκε για το βασιλιά του. Πέρασε λίγη ώρα, κατόπιν τα μά τια του Αιγυπτίου συνάντησαν τα μάτια του Ολύμπιου και μετά στράφηκαν γεμάτα σοβαρότητα στου αφέντη μου. Το βλέμμα του ναυτικού πήρε μια επίσημη έκφραση στα όρια της θλίψης. Προφανώς, αντιλήφθηκε ότι αυτό που με τόση • 349 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
συμπόνια και ενδιαφέρον είχε αναλάβει να τους προειδο ποιήσει ήταν αναπόφευκτο. «Αν αιχμαλωτιστείτε» είπε στους Σπαρτιάτες «καλέστε με. Θα εξαντλήσω κάθε επιρροή που διαθέτω για να σας ελευθερώσω». «Κι εσύ το ίδιο, αδελφέ» αποκρίθηκε ο Πολύνεικος, σκλη ρά σαν ατσάλι. Ο Αιγύπτιος αναπήδησε ξαφνιασμένος. Ο Διηνέκης πήγε γρήγορα κοντά του και άρπαξε με θέρμη το χέρι του ναυ τικού. «Εις το επανιδείν» είπε ο Διηνέκης. «Εις το επανιδείν» αποκρίθηκε ο Τόμμι.
• 350 •
Βιβλίο έκτο ΔΙΗΝΕΚΗΣ
24 ΦΟΡΟΥΣΑΝ ΑΝΑΞΥΡΙΔΕΣ. Περισκελίδες σε χρώμα πορφυρό, που φάρδαιναν κάτω από το γόνατο και κάλυπταν τις μπό τες, που έφταναν μέχρι την κνήμη τους και ήταν από ελαφίσιο δέρμα ή κάποιο άλλο πολύτιμο προϊόν του βυρσοδε ψείου. Φορούσαν κεντημένους χιτώνες με μακριά μανίκια και από κάτω πανοπλία που θύμιζε λέπια ψαριού. Οι ανοι χτές στο πρόσωπο περικεφαλαίες τους ήταν εντυπωσιακές, από σφυρήλατο σίδερο σε σχήμα θόλου. Είχαν βάψει τα μά γουλά τους με κοκκινάδι ενώ στ' αυτιά και στο λαιμό φο ρούσαν κοσμήματα. Έμοιαζαν με γυναίκες, όμως η επίδρα ση της ενδυμασίας τους, εξωπραγματική για τους Έλληνες, δεν ήταν η περιφρόνηση αλλά ο τρόμος. Λες και αντίκριζε κανείς πρόσωπα από τον Κάτω Κόσμο, από κάποια μυθι κή χώρα πέρα από τον Ωκεανό, όπου το πάνω ήταν κάτω και η νύχτα μέρα. Μήπως γνώριζαν κάτι που οι Έλληνες δε γνώριζαν; Μήπως οι ελαφριές ασπίδες τους, γελοία λεπτές σε σύγκριση με τις ογκώδεις ασπίδες των Ελλήνων, εννέα κιλά βαλανιδιά και ορείχαλκος, που άρχιζαν από τους ώμους και έφταναν μέχρι το γόνατο, ήταν για κάποιο ανεξήγητο λόγο ανώτερες; Τα ακόντιά τους δεν έμοιαζαν με τα δωδεκάμετρα των Ελλήνων, που ήταν από χοντρό ξύλο μελιάς και κρανιάς, αλλά ήταν ελαφρύτερα, λεπτότερα κι έμοιαζαν πιότερο με δόρατα. Πώς χτυπούσαν μ' αυτά; Μήπως τα εξακόντιζαν ή τα έσπρωχναν με το χέρι χαμηλά; Μήπως αυτό το • 353 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χτύπημα ήταν πιο θανατηφόρο από εκείνο των Ελλήνων, που χτυπούσαν με το χέρι ψηλά; Ήταν οι Μήδοι, η εμπροσθοφυλακή που θα επιτίθετο πρώτη στους συμμάχους, αν και κανείς από τους υπερα σπιστές δεν το γνώριζε σίγουρα τότε. Οι Έλληνες δεν μπο ρούσαν να ξεχωρίσουν ποιοι ήταν οι Πέρσες, οι Μήδοι, οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Άραβες, oι Κάρες, οι Αρμένι οι, οι Κίσσιοι, οι Καππαδόκες, oι Παφλαγόνες, οι Βάκτριοι, ούτε κανένα από τα άλλα πέντε ασιατικά έθνη, εκτός από τους Έλληνες της Ιωνίας και τους Λυδούς, τους Ινδούς, τους Αιθίοπες και τους Αιγυπτίους, που ξεχώριζαν από τα ευ διάκριτα όπλα και την πανοπλία τους. Η κοινή λογική και η συνήθης στρατηγική έλεγαν ότι οι διοικητές της αυτοκρατο ρίας έπρεπε να προσφέρουν σε ένα έθνος από τα στρατεύ ματά τους την τιμή να χύσει το πρώτο αίμα. Το σωστό ήταν επίσης, έτσι τουλάχιστον πίστευαν οι Έλληνες, ότι ένας συ νετός στρατηγός που αντιμετωπίζει τον εχθρό για πρώτη φο ρά αυτό το καθήκον δεν το αναθέτει στο άνθος του στρατού του —στην περίπτωση της Μεγαλειότητάς Του στους Δέκα Χιλιάδες, στην περσική βασιλική φρουρά που είναι γνωστή ως Αθάνατοι—,αλλά κρατά τους επίλεκτους αυτούς στρα τιώτες σε επιφυλακή για την περίπτωση που θα συμβεί κά τι απρόσμενο. Στην πραγματικότητα, αυτή ήταν η στρατηγική που εί χαν υιοθετήσει ο Λεωνίδας και οι σύμμαχοι διοικητές. Κρά τησαν τους Σπαρτιάτες πίσω και μετά από πολλές συζητή σεις αποφάσισαν να τιμήσουν τους θεσπιείς. Αυτοί θα το ποθετούνταν πρώτοι. Και τώρα, το πρωινό της πέμπτης μέ ρας, ήταν παραταγμένοι στους στοίχους τους, εξήντα τέσ σερις ασπίδες πλάτος, στην «ορχήστρα» που σχημάτιζαν τα Στενά στην κορφή του τριγώνου, με το τείχος του βουνού από τη μια, τα απόκρημνα βράχια που έφταναν στη θάλασ σα από την άλλη και το νεοανεγερθέν τείχος των Φωκέων • 354 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πίσω. Το πεδίο της μάχης βρισκόταν σε ένα αμβλυγώνιο που το μεγαλύτερο βάθος του βρισκόταν κατά μήκος της νότιας πλευράς, αυτής που ακουμπούσε στο βουνό. Σ' αυτό το ση μείο είχαν τραβηχτεί οι Θεσπιείς σε βάθος δεκαοχτώ ασπί δων. Στην άλλη άκρη, κατά μήκος του γκρεμού που έβλεπε στη θάλασσα, οι ασπίδες τους είχαν τοποθετηθεί αραιά σε βάθος δέκα. Η δύναμη των Θεσπιέων αριθμούσε συνολικά γύρω στους επτακόσιους άντρες. Πίσω τους ακριβώς, πάνω στο τείχος, ήταν παραταγμέ νοι οι Σπαρτιάτες, οι Φλιάσιοι και οι Μυκηναίοι, σε σύνο λο εξακοσίων αντρών. Πίσω τους στέκονταν τα υπόλοιπα συντάγματα των συμμάχων, ομοίως παραταγμένα με πλήρη πανοπλία. Δυο ώρες είχαν περάσει από τη στιγμή που φάνηκε ο εχθρός, τέσσερα στάδια περίπου από το δρόμο της Τραχίνας, κι ακόμα δεν είχε κάνει καμιά κίνηση. Εκείνο το πρω ινό ήταν πολύ ζεστό. Ο δρόμος χαμηλά φάρδαινε και σε ένα σημείο έφτανε το πλάτος της αγοράς μιας μικρής πόλης. Εκεί, ακριβώς μετά την αυγή, οι σκοποί είχαν δει τους Μήδους να συγκεντρώνονται. Ήταν περίπου τέσσερις χιλιάδες. Όμως αυτοί ήταν απλώς ο αντίπαλος που μπορούσαν να δουν. Η πλαγιά του βουνού έκρυβε την οπισθοφυλακή και τα παραταγμένα στρατεύματα πιο πέρα. Στ' αυτιά τους έφταναν οι ήχοι από τις σάλπιγγες του εχθρού και οι δια ταγές των αξιωματικών του, που τοποθετούσαν στις θέσεις τους όλο και περισσότερους άντρες πέρα από την πλαγιά. Πόσες χιλιάδες ήταν άραγε αυτοί που δε φαίνονταν; Ο χρόνος κυλούσε. Οι Μήδοι συνέχισαν να παρατάσσο νται, αλλά δεν προχωρούσαν. Οι Έλληνες σκοποί άρχισαν να τους βρίζουν. Πίσω στα Στενά η ζέστη και άλλες σωματι κές ανάγκες άρχιζαν να εκνευρίζουν τους Έλληνες, που εί χαν χάσει την υπομονή τους. Δεν είχε νόημα να ιδροκοπάνε κάτω από το βάρος της αρματωσιάς τους. «Βγάλτε τες, αλ• 355 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λά να είστε έτοιμοι να τις ξαναβάλετε!» Ο Διθύραμβος, ο αρχηγός των Θεσπιέων, επανέλαβε τη διαταγή στους συ μπατριώτες του στην τραχιά γλώσσα της πόλης του. Βοη θητικοί και υπηρέτες έτρεξαν ανάμεσα στους στοίχους για να βοηθήσει ο καθένας τον αφέντη του να ξεφορτωθεί το θώρακα και την περικεφαλαία. Οι σπολάδες χαλάρωσαν λι γάκι. Οι ασπίδες αναπαύονταν ήδη στα γόνατα. Οι άντρες έβγαλαν τους μάλλινους πίλους που φορούσαν κάτω από την περικεφαλαία και τους έστυψαν σαν πανιά του μπάνιου, γιατί ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Τα ακόντια τοποθε τήθηκαν στη θέση της ανάπαυσης, με τη μύτη στο χώμα, κι έτσι όπως ήταν μαζεμένα έμοιαζαν με σιδερένιο αναποδο γυρισμένο δάσος. Οι διοικητές επέτρεψαν στους άντρες να γονατίσουν. Βοηθητικοί με ασκιά νερού τριγύριζαν, ανα κουφίζοντας τους τσουρουφλισμένους άντρες. Στοίχημα πως πολλά ασκιά περιείχαν πολύ πιο δυνατό δροσιστικό από αυτό που μαζεύει κανείς από μια πηγή. Καθώς η καθυστέρηση τραβούσε, η αίσθηση του εξω πραγματικού μεγάλωσε. Μήπως ήταν άλλος ένας ψεύτικος συναγερμός, όπως τις προηγούμενες τέσσερις μέρες; Μή πως οι Πέρσες δεν επιτίθεντο καθόλου τελικά; «Μην έχετε τέτοιες ψευδαισθήσεις!» γάβγισε ένας αξιω ματικός . Οι άντρες, με τα μάτια θολά και τσουρουφλισμένοι από τον ήλιο, συνέχισαν να κοιτάζουν το Λεωνίδα και τους άλ λους διοικητές πάνω στο τείχος. Τι να έλεγαν άραγε; Μήπως τους διέταζαν να αποσυρθούν; Ακόμα και ο Διηνέκης δεν έκρυβε την ανυπομονησία του. «Γιατί στον πόλεμο δεν μπορείς να κοιμηθείς όταν το θέ λεις και δεν μπορείς να μείνεις ξυπνητός όταν πρέπει;» Ξε κίνησε με σκοπό να πει μερικά ενθαρρυντικά λόγια στην ενωμοτία του, όταν από τις μπροστινές σειρές υψώθηκε μια φωνή τόσο δυνατή, που έκοψε την κουβέντα του στη μέση. • 356 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Τα μάτια όλων στράφηκαν προς τον ουρανό. Οι Έλληνες κα τάλαβαν τώρα τι είχε προκαλέσει την καθυστέρηση. Εκεί, αρκετές εκατοντάδες πόδια ψηλά και μια κορυφο γραμμή πιο πέρα, μια ομάδα Περσών υπηρετών, συνοδευό μενη από μερικούς Αθανάτους, έφτιαχνε μια εξέδρα και ένα θρόνο. «Ανάθεμά τον!» είπε μορφάζοντας ο Διηνέκης. «Εί ναι ο νεαρός με τα πορφυρά παπάρια αυτοπροσώπως». Ψηλά, πάνω από τα στρατεύματα, ένας άντρας μεταξύ τριάντα και σαράντα ετών φαινόταν καθαρά. Φορούσε πορ φυρό χιτώνα με χρυσά κρόσσια και ανέβαινε την εξέδρα για να πάρει τη θέση του πάνω στο θρόνο. Η απόσταση θα ήταν οχτακόσια πόδια, προς τα πάνω και πίσω, αλλά ακόμα κι από τόσο μακριά ήταν αδύνατο να μην καταλάβει κανείς την εκπληκτική ομορφιά και το αρχοντικό παράστημα του Πέρση μονάρχη. Ούτε μπορούσε να παρερμηνεύσει τη μεγάλη σιγουριά στις κινήσεις του έστω κι από τόση απόσταση. Έμοιαζε με κάποιον που είχε έρθει να παρακολουθήσει ένα θέαμα. Ένα ευχάριστο ψυχαγωγικό πρόγραμμα, που το τέ λος του ήταν ήδη γνωστό και υποσχόταν αρκετή διασκέδα ση. Κάθισε στη θέση του. Οι υπηρέτες του κρατούσαν ένα αλεξήλιο. Διακρίναμε καθαρά ένα τραπέζι με δροσιστικά που βρισκόταν δίπλα του και στα αριστερά του μερικά γραφεία, πίσω από τα οποία στέκονταν ισάριθμοι γραφείς. Αισχρές χειρονομίες και δυνατές βρισιές ακούστηκαν από τέσσερις χιλιάδες ελληνικά λαρύγγια. Η Μεγαλειότητά Του σηκώθηκε με ψυχραιμία σε απά ντηση των αποδοκιμασιών. Κούνησε το χέρι με χάρη και με αστείο τρόπο, έτσι μου φάνηκε, λες και αναγνώριζε την κο λακεία των υπηκόων του. Υποκλίθηκε επιδεικτικά. Αν και η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη, φάνηκε να χαμογελά. Χαιρέτησε τους αρχηγούς του στρατού του και κάθισε βασιλικά πάνω στο θρόνο του. Η θέση μου ήταν πάνω στο τείχος, τριάντα θέσεις από την • 357 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
αριστερή πτέρυγα που εφαπτόταν στο βουνό. Μπορούσα να δω, όπως όλοι οι Θεσπιείς που ήταν μπροστά στο τείχος και κάθε Λακεδαιμόνιος, Μυκηναίος και Φλιάσιος που ήταν πά νω του, τους αρχηγούς του εχθρού, που προχωρούσαν τώ ρα κάτω από τον ήχο των σαλπίγγων τους να πάρουν τη θέ ση τους μπροστά από τους παραταγμένους άντρες του πε ζικού. Θεέ μου, τι όμορφοι που ήταν. Ήταν οι διοικητές έξι μεραρχιών και μου φάνηκαν ο ένας ψηλότερος και αρχοντι κότερος από τον άλλον. Αργότερα μάθαμε ότι δεν ήταν το άνθος της μηδικής αριστοκρατίας, αλλά ότι οι στοίχοι τους είχαν ενισχυθεί από τους γιους και τους αδελφούς εκείνων που είχαν σφαχτεί πριν δέκα χρόνια από τους Έλληνες στο Μαραθώνα. Ωστόσο αυτό που πάγωνε το αίμα ήταν η συ μπεριφορά τους. Τίποτα δε φαινόταν να τους κρατάει πια, η τόλμη τους έφτανε στα όρια της περιφρόνησης. Με μια τους έφοδο θα καθάριζαν τους αμυνόμενους, έτσι τουλάχι στον νόμιζαν. Το κρέας του γεύματός τους ψηνόταν ήδη στο στρατόπεδο. Θα μας διέλυαν χωρίς να χύσουν σταγό να ιδρώτα και μετά θα γύριζαν να φάνε με την άνεσή τους. Κοίταξα τον Αλέξανδρο. Το μέτωπό του γυάλιζε, ήταν κάτωχρος και ανάσαινε με δυσκολία. Τον έπιασε κρίση άσθμα τος. Η ανάσα του έβγαινε με θόρυβο, υπέφερε πολύ. Ο αφέ ντης μου στεκόταν πλάι του, ένα βήμα μπροστά. Η προσο χή του Διηνέκη ήταν στραμμένη στους Μήδους, που οι πυ κνές γραμμές τους γέμιζαν τώρα τα Στενά και φαίνονταν να εκτείνονται προς τα πίσω, πέρα από το δρόμο, από όπου δε φαίνονταν πια. Δεν έδειξε ωστόσο να συγκινείται. Τους πα ρατηρούσε από απόψεως στρατηγικής, υπολόγιζε ψυχρά τον εξοπλισμό τους και τη συμπεριφορά των αξιωματικών τους, το στήσιμο και την απόσταση των στοίχων τους. Ήταν θνη τοί σαν κι εμάς. Κοιτούσαν άραγε με δέος, όπως εμείς, το στρατό που στεκόταν απέναντι τους; Ο Λεωνίδας έλεγε και ξανάλεγε στους αξιωματικούς των Θεσπιέων ότι οι ασπίδες, • 358 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
οι κνημίδες και οι περικεφαλαίες των αντρών τους έπρεπε ν' αστράφτουν όσο γινόταν πιο πολύ. Και τώρα γυάλιζαν πραγματικά σαν καθρέφτες. Πάνω από τη στεφάνη της χαλκοπρόσωπης ασπίδας τους η περικεφαλαία έλαμπε με με γαλοπρέπεια, ενώ το ψηλό λοφίο στην κορφή της, έτσι κα θώς έτρεμε και σειόταν από την αύρα, δε δημιουργούσε μό νο την εντύπωση ενός επίφοβου ύψους και παραστήματος αλλά τους πρόσδιδε και μια όψη φοβερή, που δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Έπρεπε να το δει κανείς για να το καταλάβει. Αυτό που συνέβαλλε περισσότερο στο θέατρο του τρόμου που παρουσίαζε η ελληνική φάλαγγα ήταν οι κενές, ανέκ φραστες προσωπίδες των ελληνικών περικεφαλαίων, με τις ορειχάλκινες μύτες τους χοντρές όσο το μεγάλο δάχτυλο ενός χεριού, τα αστραφτερά σημεία όπου υποτίθεται ότι ήταν τα μάγουλά τους και τις ζοφερές τρύπες των ματιών τους. Κά λυπταν όλο το πρόσωπο και έδιναν στον εχθρό την αίσθηση ότι δεν αντιμετώπιζε πλάσματα με σάρκα και οστά όπως αυτός, αλλά κάποια στοιχειωμένη, άτρωτη μηχανή, άσπλα χνη και ακατανίκητη. Δεν είχαν περάσει δυο ώρες που γε λούσα με τον Αλέξανδρο καθώς έβαζε την περικεφαλαία του πάνω από το μάλλινο κάλυμμα. Πόσο γλυκός και μικρός μου φάνηκε για μια στιγμή, με την περικεφαλαία πάνω στο κεφάλι του, που τόνιζε ακόμα πιο πολύ τα νεανικά, σχεδόν γυναικεία χαρακτηριστικά του προσώπου του. Μετά με μια σταθερή κίνηση του δεξιού του χεριού κατέβασε την προ σωπίδα, πάραυτα ό,τι ανθρώπινο υπήρχε στο πρόσωπό του εξαφανίστηκε, τα όμορφα εκφραστικά του μάτια έγιναν δυο αόρατες σκοτεινές λίμνες χωμένες μέσα στις τρομακτικές ορειχάλκινες κόγχες. Κάθε συμπόνια πέταξε ευθύς από την όψη του και αντικαταστάθηκε από την άδεια προσωπίδα του φόνου. «Βγάλ' την» φώναξα «με τρομάζεις». Δεν ήταν αστείο. 359
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Αυτό λογάριαζε τώρα ο Διηνέκης, την επίδραση της ελ ληνικής πανοπλίας πάνω στον εχθρό. Τα μάτια του αφέντη μου εξερεύνησαν τις σειρές του αντιπάλου. Έβλεπες λεκέ δες από ούρα να μαυρίζουν το μπροστινό μέρος των περισκελίδων πολλών αντρών. Οι κορυφές από τα δόρατα έτρε μαν εδώ κι εκεί. Τώρα οι Μήδοι ήταν σε πλήρη σχηματισμό. Κάθε στοίχος είχε βρει το σημάδι του, κάθε διοικητής τη θέ ση του. Πέρασαν κι άλλες ατέλειωτες στιγμές. Όλοι είχαν πετρώ σει από τον τρόμο. Τώρα άρχισαν να σπάνε τα νεύρα· το αί μα είχε φτάσει στο κεφάλι. Τα χέρια ήταν υγρά, δεν ένιωθαν τα μέλη τους. Ένας φαινόταν να μην μπορεί να βαστάξει το βάρος του σώματός του. Άλλος άκουγε την ίδια του τη φω νή να επικαλείται τους θεούς και δεν μπορούσε να ξεχωρί σει αν ο ήχος ήταν στο κεφάλι του ή φώναζε ξεδιάντροπα δυνατά. Η θέση από όπου παρακολουθούσε η Μεγαλειότητά Του ήταν ίσως πολύ ψηλά στο βουνό, για να δει τι έγινε στη συ νέχεια, ποια θεϊκή δύναμη επέσπευσε τη σύγκρουση. Συνέ βη το εξής: Εντελώς ξαφνικά ένας λαγός πετάχτηκε από τα βράχια και έτρεξε κατευθείαν ανάμεσα στους δύο στρατούς, τριάντα πόδια περίπου από το διοικητή των Θεσπιέων, τον Ξενοκρατίδη, που στεκόταν μπροστά από τους άντρες του, ανάμεσα στους αξιωματικούς του, το Διθύραμβο και τον Πρωτοκρέοντα. Φορούσαν όλοι τις περικεφαλαίες τους. Στη θέα του θηράματος που έτρεχε σαν τρελό, η Στύγα, το κυνη γόσκυλο, που γάβγιζε ήδη μανιασμένα καθώς πηγαινοερχό ταν στη δεξιά πτέρυγα του ελληνικού σχηματισμού, όρμησε τώρα σαν βέλος στη μέση. Το αποτέλεσμα θα ήταν κωμικό αν οι Έλληνες δε θεωρούσαν αυτό το γεγονός σημάδι θεϊκό και δεν περίμεναν με κομμένη την ανάσα την εξέλιξή του. Ο ύμνος στην Άρτεμη που τραγουδούσαν τα στρατεύμα τα έμεινε στη μέση. Ο λαγός άρχισε να τρέχει προς την πρώ• 360 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τη γραμμή των Μήδων, με τη Στύγα να τον κυνηγά σαν Λυσσασμένη. Τα δυο ζώα έμοιαζαν με δυο μουντζούρες που ούρλιαζαν. Τα σύννεφα της σκόνης που σηκώνονταν από τα πόδια τους κρέμονταν στον αέρα ακίνητα, ενώ τα σώματά τους, τεντωμένα καθώς έτρεχαν, έφευγαν σαν αστραπή μπρο στά από αυτά. Ο λαγός έτρεχε κατευθείαν προς τους πα ραταγμένους Μήδους, οι οποίοι μόλις τον είδαν να πλησιά ζει πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να πέφτουν από το ένα άκρο ίσαμε το άλλο, καθώς ο λαγός έκανε επιτόπια στροφή με όλη του την ταχύτητα. Η Στύγα έπεσε σαν αστραπή πάνω του. Τα σαγόνια του κυνηγόσκυλου φάνηκαν να κόβουν τη λεία τους στα δύο, αλλά, προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο λαγός κα τάφερε να ελευθερωθεί σώος και αβλαβής και ώσπου να ανοιγοκλείσεις τα μάτια είχε αναπτύξει όλη του την ταχύ τητα. Άρχισε τότε ένα κυνηγητό όλο ζιγκ ζαγκ, που κράτησε Λιγότερο από δώδεκα καρδιοχτύπια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο λαγός και το κυνηγόσκυλο διέσχισαν τρεις φορές το ουδενός χωρίον* ανάμεσα στους δυο στρατούς. Ο λαγός μπορούσε να ξεφύγει ανεβαίνοντας στο βουνό, τα μπρο στινά του πόδια είναι πιο κοντά από τα πίσω. Το κυνηγη μένο ζωάκι προσπάθησε να ανέβει το τείχος του βουνού, αλλά η πλαγιά ήταν πολύ απότομη. Τα ποδαράκια του γλιστρούσαν, κατρακύλησε και έπεσε κάτω. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο το σώμα του κρεμόταν άψυχο ανάμεσα στα σαγόνια της Στύγας. Μια χαρούμενη κραυγή ξέφυγε από το λαιμό των τεσ σάρων χιλιάδων Ελλήνων, σίγουροι ότι αυτό ήταν οιωνός νί κης, η απάντηση στον ύμνο που είχε τόσο απότομα διακο πεί. Όμως τώρα από τις σειρές των Μήδων προχώρησαν δυο τοξότες. Καθώς η Στύγα επέστρεφε, αναζητώντας το αφε* Ο ουδέτερος χώρος ανάμεσα στα εχθρικά στρατεύματα. Σ.τ.Μ.
• 361 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ντικό της για να του δείξει το έπαθλο, δυο βέλη από καλά μι, που ρίχτηκαν δεκαοχτώ μέτρα περίπου και που τραβή χτηκαν ταυτόχρονα, καρφώθηκαν στο πλευρό και στο λαιμό του ζώου. Το κυνηγόσκυλο έπεσε με τα πόδια ψηλά μέσα στο χώμα. Μια κραυγή αγωνίας και πόνου βγήκε από το Σκιρίτη που όλοι είχαν καταλήξει να φωνάζουν Κυνηγόσκυλο. Για μερικές αγωνιώδεις στιγμές ο σκύλος του σφάδαζε, χτυπη μένος θανάσιμα από τα βέλη του εχθρού. Ακούσαμε το διοι κητή του εχθρού να φωνάζει μια διαταγή στη γλώσσα του. Αμέσως χίλιοι Μήδοι σήκωσαν τα τόξα τους. «Έρχονται!» φώναξε κάποιος από το τείχος. Κάθε ελληνική ασπίδα ση κώθηκε αμέσως ψηλά. Αυτός ο ήχος, που δεν είναι ήχος αλ λά σιωπή, σαν να σκίζεται ύφασμα στον αέρα, διακόπηκε τώρα από το θόρυβο που έκαναν τα χέρια των τοξοτών του εχθρού, καθώς άρπαζαν τα όπλα τους, τα τέντωναν και ελευ θέρωναν τα βέλη με τις τρεις ορειχάλκινες μύτες στον αέρα, τραγουδιστές σαΐτες που πετούσαν κατευθείαν μπροστά. Ενώ το σαγιτοβόλι διέγραφε την τροχιά του στον αέρα, ο διοικητής των Θεσπιέων Ξενοκρατίδης άδραξε την ευκαιρία. «Για το Δία τον Κεραυνόχαρο και τη Νίκη!» φώναξε βγάζο ντας το στεφάνι από το μέτωπό του και τραβώντας απότο μα την περικεφαλαία του σε θέση μάχης, καλύπτοντας, εκτός από τις σχισμές των ματιών, ολόκληρο το πρόσωπο. Μέσα σε μια στιγμή κάθε Έλληνας έκανε το ίδιο. Χίλια βέλη έπε σαν βροχή πάνω τους σαν ένας φονικός κατακλυσμός. Η σάλ πιγγα μούγκρισε. «Θεσπιές!» Από την κορυφή του τείχους όπου στεκόμουν φαινόταν ότι οι Θεσπιείς απείχαν απ' τον εχθρό όσο δυο καρδιοχτύ πια. Οι μπροστινές σειρές τους έπληξαν τους Μήδους όχι με τον ήχο του κεραυνού, ορείχαλκος πάνω σε ορείχαλκο, που ήξεραν οι Έλληνες από τις μεταξύ τους συγκρούσεις, αλλά με ένα λιγότερο δραματικό, σχεδόν αρρωστημένο κρότο, λες • 362 •
ΟΙ
ΠΥΛΕΣ
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
και δέκα χιλιάδες ώριμα τσαμπιά έσπαζαν στις χούφτες του αμπελουργού, καθώς οι μεταλλικές επιφάνειες των ελληνι κών ασπίδων συγκρούστηκαν με το τείχος από λυγαριά* που υψώθηκε από τους Μήδους. Ο εχθρός κλονίστηκε και παρα πάτησε. Τα ακόντια των Θεσπιέων σηκώθηκαν και χτύπη σαν. Μέσα σε μια στιγμή η ζώνη του θανάτου σκοτείνιασε από τον ανεμοστρόβιλο της σκόνης που είχε σηκωθεί. Οι Σπαρτιάτες στην κορφή του τείχους στέκονταν ακί νητοι καθώς αυτή η ιδιόρρυθμη πίεση των στοίχων, κοιλιά με κοιλιά, ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια τους. Οι τρεις πρώτες σειρές των Θεσπιέων είχαν πέσει πάνω στον εχθρό και τον έσπρωχναν σαν κινούμενο τείχος. Οι επόμενες σει ρές, η τέταρτη, η πέμπτη, η έκτη, η έβδομη, η όγδοη και οι άλλες, που ανάμεσα τους είχε δημιουργηθεί κενό, συμπυ κνώθηκαν, πέφτοντας κατά κύματα και πιέζοντας η μία την άλλη, καθώς κάθε άντρας σήκωνε την ασπίδα του ψηλά και την τοποθετούσε όσο πιο καλά τού επέτρεπαν τα τρεμάμε να πόδια του στην πλάτη του συντρόφου που ήταν μπροστά του. Με τον αριστερό του ώμο καλυμμένο από την ασπίδα του, στηρίζοντας τις σόλες και τα δάχτυλα των ποδιών του στη γη για να ανασηκωθεί, έσπρωχνε με όλη του τη δύναμη μέσα σε κείνο το πανδαιμόνιο. Η καρδιά σταματούσε από δέος, καθώς κάθε πολεμιστής των Θεσπιέων επικαλούνταν τους θεούς του, τις ψυχές των παιδιών του, τη μητέρα του, κάθε οντότητα, ευγενική ή παράξενη, που φανταζόταν ότι μπορούσε να τον βοηθήσει και, ξεχνώντας τη δική του ζωή, βάδιζε με απίστευτο κουράγιο μέσα στο φονικό όχλο. Κι εκεί που πριν λίγο έβλεπε κανείς παραταγμένους στρατούς, στοίχους και γραμμές και άτομα ακόμα, μέσα σε ένα καρδιοχτύπι έγιναν όλα κουβάρι και άρχισε η ανθρωποσφα* Η περσική ασπίδα, που ονομαζόταν γέρρον, ήταν μακρόστενη, κατασκευασμέ νη από πλεγμένα κλαδιά λυγαριάς και σκεπασμένη με δέρμα βοδιού. Σ.τ.Μ.
• 363 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γή. Οι εφεδρείες των Θεσπιέων δεν κρατήθηκαν άλλο. Όρμη σαν κι αυτές και άρχισαν να προσθέτουν το βάρος των στοί χων τους στις πλάτες των αδελφών τους, σπρώχνοντας με όλη τους τη δύναμη τη συμπαγή μάζα του εχθρού. Από πίσω οι βοηθοί των Θεσπιέων χόρευαν σαν μυρμή γκια στην κατσαρόλα, χωρίς καμία τάξη και εντελώς άοπλοι. Μερικοί οπισθοχωρούσαν τρομοκρατημένοι, άλλοι ορμούσαν προς τα μπρος, φωνάζοντας ο ένας στον άλλο να κάνουν κουράγιο και να μην παρατήσουν τους άντρες που υπηρε τούσαν. Εναντίον αυτών των υπηρετών ταξίδευαν τώρα μια δεύτερη και μια τρίτη βροχή από βέλη, που πετούσαν οι συ γκεντρωμένοι τοξότες του εχθρού που βρίσκονταν πίσω από τους ακοντιστές τους, εκτοξεύοντας τις σαίτες τους πάνω από τα πλουμιστά κεφάλια των συντρόφων τους. Τα χαλκομύτικα μπήγονταν στο χώμα και δημιουργούσαν ένα ακανό νιστο αλλά ευδιάκριτο μέτωπο σαν μια απαγορευτική γραμ μή στη θάλασσα. Σε μια στιγμή το παραπέτασμα του θα νάτου υποχώρησε, καθώς οι Μήδοι τοξότες μετακινήθηκαν στα μετόπισθεν των ακοντιστών τους, διατηρώντας ένα κε νό για να μπορούν να επικεντρώνουν τις βολές τους στη μάζα των επιτιθέμενων Ελλήνων και να μην τις σπαταλούν εκτοξεύοντας βέλη πάνω από τα κεφάλια τους. Ένας βοη θός των Θεσπιέων έπεσε χωρίς να το θέλει στην απαγορευ μένη γραμμή. Ένα χαλκομύτικο καρφώθηκε στο πόδι του. Άρχισε να χοροπηδά, ουρλιάζοντας από τον πόνο και βρί ζοντας τον εαυτό του ηλίθιο. «Εμπρός στο Βράχο του Λέοντος!» Με μια κραυγή, ο Λεωνίδας εγκατέλειψε τη θέση του πά νω στο τείχος και κατέβηκε την πέτρινη πλαγιά, την οποία είχε χτίσει επίτηδες με κατηφορική κλίση. Μετά από λίγο βρέθηκε μπροστά στους Σπαρτιάτες, στους Μυκηναίους και στους Φλιάσιους. Ήταν η σειρά τους τώρα, καθώς η «ζώνη βολής» των χαλκοκέφαλων του εχθρού υποχωρούσε κάτω • 364 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
από το έξαλλο σπρώξιμο των Θεσπιέων, διατηρώντας τις γραμμές τους που είχαν σχηματίσει πενήντα φορές τις τέσ σερις προηγούμενες μέρες. Παρατάχθηκαν έτοιμοι για δρά ση μπροστά στο τείχος. Κατά μήκος της πρόσοψης του βουνού αριστερά, τρεις βράχοι, δυο φορές το ύψος ενός ανθρώπου ο καθένας, ώστε να διακρίνονται καθαρά στη σκόνη της μάχης, είχαν επιλε γεί ως σημεία αναφοράς. Ο Βράχος της Σαύρας, που είχε ονομαστεί έτσι από μια ατρόμητη αντιπρόσωπο του είδους, η οποία λιαζόταν πάνω του, ήταν ο πιο μακρινός από το τείχος των Φωκέων και ο πλησιέστερος στα Στενά, γύρω στα εκατόν πενήντα πόδια από το στόμιο του περάσματος. Εκεί οριζόταν η γραμμή πέ ρα από την οποία δεν επιτρεπόταν να προχωρήσει ο εχθρός. Μετά από δοκιμές με δικούς μας άντρες γνωρίζαμε ότι ανά μεσα σ' αυτό το σύνορο και στα Στενά χωρούσαν χίλιοι στρα τιώτες του εχθρού πυκνοπαραταγμένοι. Χίλιοι, όπως πρό σταξε ο Λεωνίδας, θα ήταν καλεσμένοι στο χορό. Εκεί, στο Βράχο της Σαύρας, θα τους επιτίθεντο και θα ανέκοπταν την προέλαση τους. Ο Βράχος του Στέμματος, ο δεύτερος από τους τρεις, που βρισκόταν εκατό πόδια πίσω από της Σαύρας, καθόριζε τη γραμμή όπου θα παρατασσόταν κάθε εφεδρικό απόσπασμα λίγο πριν ορμήσει στη μάχη. Ο Βράχος του Λέοντος ήταν ο τελευταίος και βρισκόταν ακριβώς μπροστά από το τείχος. Σημάδευε τη γραμμή ανα μονής — το κεκλιμένο επίπεδο των δρομέων, όπου παρα τασσόταν κάθε εφεδρική μονάδα, αφήνοντας αρκετό χώρο ανάμεσα σ' αυτή και εκείνους που πολεμούσαν στις πίσω σειρές των μαχητών, ώστε να μπορούν να κινηθούν, να υπο χωρήσουν αν ήταν απαραίτητο, να συγκεντρωθούν, να υπο στηρίξει η μία πτέρυγα την άλλη και για να μεταφέρονται εκεί οι τραυματίες. • 365 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Κατά μήκος αυτού του συνόρου, λοιπόν, πήραν θέση οι Σπαρτιάτες, οι Μυκηναίοι και οι Φλιάσιοι. «Διορθώστε τη γραμμή!» φώναξε ο πολέμαρχος Ολύμπιος. «Κλείστε τα κε νά σας!» Περιφερόταν μπροστά στη γραμμή, περιφρονώντας τη βροχή από τα βέλη, φωνάζοντας στους διοικητές της μό ρας του, οι οποίοι μετέφεραν τις διαταγές στους άντρες τους. Ο Λεωνίδας, πιο μπροστά ακόμα κι απ' τον Ολύμπιο, προσπαθούσε μέσα από τη σκόνη να παρακολουθήσει την εξέλιξη της φοβερής μάχης που δινόταν μπροστά στα Στε νά. Ο θόρυβος, αν μη τι άλλο, είχε μεγαλώσει. Η κλαγγή του σπαθιού και του ακοντίου πάνω στην ασπίδα, ο ήχος του ορειχάλκινου ομφαλού της, που έμοιαζε με πένθιμο κουδού νισμα, οι κραυγές των αντρών, οι δυνατοί κρότοι καθώς τα δόρατα τσακίζονταν από την πρόσκρουση και έσπαζαν στα δυο. Όλοι αυτοί οι θόρυβοι ηχούσαν και αντηχούσαν ανάμε σα στο πρόσωπο του βουνού και στα Στενά, κάτι σαν θέα τρο θανάτου που περιτειχιζόταν από τα αμφιθεατρικά του βράχια. Ο Λεωνίδας, ακόμα στεφανωμένος, με την περικε φαλαία του ψηλά, γύρισε και έκανε νόημα στον πολέμαρχο. «Ασπίδες αποθέσατε!» αντήχησε δυνατή η φωνή του Ολύμπιου. Σε όλη τη σπαρτιατική γραμμή οι ασπίδες χα μήλωσαν και στήθηκαν όρθιες στη γ η , με την πάνω στεφά νη να ταλαντεύεται ανάμεσα στο μηρό κάθε άντρα και στις λαβές, έτοιμες προς χρήση. Όλες οι περικεφαλαίες ήταν πά νω, τα πρόσωπα των αντρών εκτεθειμένα. Δίπλα στο Διη νέκη, ο Βίαντας, που διοικούσε οχτώ άντρες, χοροπηδούσε σαν ψύλλος. «Αυτό είναι, αυτό είναι, αυτό είναι». «Αντρες, προσοχή!» Ο Διηνέκης έκανε μερικά βήματα μπροστά για να τον δουν οι πολεμιστές του. «Αφήστε κά τω αυτές τις πιατέλες». Στην τρίτη σειρά ο Αρίστωνας ήταν εκτός εαυτού και κρατούσε ακόμα την ασπίδα του ψηλά. Ο Διηνέκης πήγε κοντά του και τον χτύπησε με την επίπεδη επι φάνεια του ραβδιού του. «Επίδειξη κάνεις;» Ο νέος τα έχα• 366 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σε, σκαρδάμυσε σαν παιδί που ξυπνά μετά από έναν εφιάλ τη. Για όσο διάστημα κρατάει ένα καρδιοχτύπι ήταν φανερό ότι δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Διηνέκης ή τι ήθελε. Έπειτα, με ένα αναπήδημα και ενώ το πρόσωπό του έπαιρνε μια σαστι σμένη έκφραση, ξαναβρήκε τον εαυτό του και κατέβασε την ασπίδα του σε θέση ανάπαυσης πάνω στο γόνατό του. Ο Διηνέκης προχώρησε μπροστά στους άντρες. «Όλα τα μάτια πάνω μου! Εδώ, αδέλφια!» ακούστηκε η φωνή του, τραχιά και βραχνή. Όλοι οι πολεμιστές γνώριζαν ότι αυτό το πάθαιναν όταν η γλώσσα τους γινόταν πετσί. «Εμένα κοι τάξτε, μην κοιτάτε τη μάχη». Οι άντρες απόστρεψαν το βλέμμα τους από το αίμα και τη σφαγή που γινόταν ένα βράχο μπροστά τους. Ο Διηνέκης στάθηκε ενώπιόν τους, με την πλάτη στον εχθρό. «Αυτό που συμβαίνει κι ένας τυφλός θα το καταλάβαινε από τον ήχο». Η φωνή του Διηνέκη ακουγόταν παρά το θόρυβο από τα Στε νά. «Οι ασπίδες του εχθρού είναι πολύ μικρές και πολύ ελα φριές. Δεν μπορούν μ' αυτές να προστατέψουν τον εαυτό πους. Οι Θεσπιείς τους κομματιάζουν». Οι άντρες συνέχισαν να ρίχνουν κλεφτές ματιές προς τη μάχη. «Εμένα να κοιτά τε! Εδώ τα φανάρια σας, ανάθεμά σας! Ο εχθρός δεν έσπα σε ακόμα. Νιώθουν τα μάτια του βασιλιά τους πάνω τους. θερίζονται σαν τα στάχυα, αλλά δεν έχουν χάσει ακόμα το θάρρος τους. Εμένα να κοιτάτε, είπα! Στη ζώνη της σφαγής βλέπετε τώρα τις περικεφαλαίες των συμμάχων μας να ορ θώνονται από το πεδίο της μάχης, θαρρείς και ανεβαίνουν ένα τείχος. Αυτό κάνουν. Ένα τείχος από περσικά κουφά ρια». Ήταν αλήθεια. Οι άντρες ανασηκώνονταν σαν κύμα μέσα σε κείνο το πανδαιμόνιο. «Οι Θεσπιείς δε θα κρατήσουν ακό μα πολύ. Είναι εξουθενωμένοι από τη σφαγή. Είναι πανεύ κολο, ο εχθρός είναι σαν το ψάρι στο δίχτυ. Ακούστε με! Όταν έρθει η σειρά μας, ο αντίπαλος θα είναι έτοιμος να υπο• 367 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
κύψει. Τον ακούω ήδη να σπάει. Να θυμάστε: Θα μπούμε για ένα γύρο μόνο. Μια κι έξω. Κανείς δε θα πεθάνει. Δε θέ λω ηρωισμούς. Μπείτε, σκοτώστε όσους μπορείτε και μόλις η σάλπιγγα ηχήσει βγείτε». Πίσω από τους Σπαρτιάτες, πάνω στο τείχος, που είχε γε μίσει από το τρίτο κύμα των Τεγεατών και των Οπουντίων Λοκρών, χίλιοι διακόσιοι άντρες, ο ήχος της σάλπιγγας στα μάτησε το θόρυβο. Ο Λεωνίδας, μπροστά, σήκωσε το ακό ντιο του και κατέβασε την περικεφαλαία του. Ο Πολύνεικος και οι ιππείς προχώρησαν να τον καλύψουν. Ο γύρος των Θεσπιέων είχε τελειώσει. «Πίλοι κάτω!» φώναξε ο Διη νέκης. «Πιατέλες πάνω!» Οι Σπαρτιάτες μπήκαν στη μάχη κατά μέτωπο, οχτώ ασπίδες βάθος, αφήνοντας δύο διαστήματα, επιτρέποντας έτσι στους πίσω άντρες των Θεσπιέων να υποχωρήσουν ανά μεσα στις γραμμές τους, ο ένας άντρας μετά τον άλλο, η μία σειρά μετά την άλλη. Δεν υπήρχε διαταγή γι' αυτό. Απλώς, οι Θεσπιείς ήταν εξουθενωμένοι. Όταν οι Σπαρτιάτες πρό μαχοι βρέθηκαν τρεις ασπίδες από το μέτωπο, τα ακόντια τους άρχισαν να πλήττουν τον εχθρό πάνω από τους ώμους των συμμάχων τους. Πολλοί Θεσπιείς απλώς έπεσαν κάτω και τους άφησαν να τους πατήσουν. Οι σύντροφοι τους τους σήκωναν πάλι μόλις η γραμμή περνούσε από πάνω τους. Ό,τι είπε ο Διηνέκης αποδείχτηκε αληθινό. Οι ασπίδες των Μήδων δεν ήταν μόνο πολύ ελαφριές και μικρές αλλά και η έλλειψη της μάζας δεν τους επέτρεπε να κερδίσουν έδαφος απέναντι στις πλατιές, βαριές και κυρτές ασπίδες των Ελλή νων. Τα γέρρα του εχθρού γλιστρούσαν πάνω στον ομφαλό των ελληνικών όπλων, πήγαιναν μια πάνω και μια κάτω, μια αριστερά και μια δεξιά, εκθέτοντας πότε το λαιμό και τους μηρούς και πότε το λαρύγγι και το βουβώνα. Οι Σπαρτιάτες χτυπούσαν με τα ακόντιά τους, με το χέρι ψηλά, ξανά και ξανά στο πρόσωπο και στο λαιμό του εχθρού. Ο οπλισμός • 368 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
των Μήδων ήταν αυτός που έχουν οι ακροβολιστές, οι ελα φρά οπλισμένοι στρατιώτες που ο ρόλος τους είναι να χτυ πούν γρήγορα, πίσω από τους στοίχους των ακοντίων, σκορ πώντας το θάνατο από απόσταση. Τούτη η πυκνοπαραταγμένη πολεμική φάλαγγα ήταν θάνατος γι' αυτούς. Κι όμως άντεχαν. Η ανδρεία τους σου έκοβε την ανάσα. Δεν ήταν τόλμη, ήταν σκέτη παραφροσύνη. Απλώς, θυσιά στηκαν. Οι Μήδοι πρόσφεραν τα κορμιά τους λες και η σάρ κα ήταν όπλο. Μέσα σε λίγα λεπτά οι Σπαρτιάτες, και σί γουρα οι Μυκηναίοι και οι Φλιάσιοι, αν και δεν μπορούσα να τους δω, είχαν εξουθενωθεί. Είχαν κουραστεί απλώς να σκοτώνουν, τα χέρια τους δεν άντεχαν άλλο να χτυπούν με το ακόντιο, οι ώμοι τους είχαν λυγίσει από το βάρος της ασπίδας, από το βροντοχτύπημα του αίματος στις φλέβες και το σφυροκόπημα της καρδιάς στο στήθος τους. Το έδα φος δε στρώθηκε απλώς με τα κουφάρια του εχθρού, γέμι σε από σωρούς πτωμάτων. Από βουνά πτωμάτων. Πίσω από τους Σπαρτιάτες, οι βοηθητικοί της μάχης εγκα τέλειψαν, αν και τα όπλα βολής που χρησιμοποιούσαν έκα ναν αρκετή ζημιά στον εχθρό, και άρχισαν να απομακρύνουν τα ποδοπατημένα κουφάρια του αντιπάλου για να μπορούν να βαδίσουν οι άντρες τους. Είδα το Δημάδη, το βοηθό του Αρίστωνα, να κόβει τα λαρύγγια τριών τραυματισμένων Μή δων στο άψε σβήσε και να εκσφενδονίζει τα κεφάλια τους σε ένα σωρό από άντρες που βογκούσαν. Η πειθαρχία είχε σπάσει στις μπροστινές σειρές των Μή δων. Αξιωματικοί φώναζαν διαταγές που δεν άκουγε κανείς μέσα σε κείνο τον ορυμαγδό. Αλλά, και να ακούγονταν ακό μη, οι άντρες ήταν τόσο εξουθενωμένοι από τη σύγκρουση, που ήταν αδύνατο να ανταποκριθούν. Ωστόσο ο στοίχος και η γραμμή δεν είχαν πανικοβληθεί. Πάνω στην απελπισία τους πέταξαν τόξα, δόρατα και ασπίδες και πάλευαν με γυμνά χέρια απέναντι στα όπλα των Σπαρτιατών. Άρπαζαν τα δό• 369 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ρατα, κρεμιόνταν πάνω τους και με τα δυο τους χέρια και προσπαθούσαν να τα αποσπάσουν από τους αντιπάλους τους. Άλλοι, πάλι, έπεφταν με όλη τους τη δύναμη πάνω στις ασπίδες των Λακεδαιμονίων, τις άρπαζαν ψηλά απ' τη στε φάνη και τις τραβούσαν προς τα κάτω, προσπαθώντας να γρατσουνίσουν και να ξεσκίσουν με τα νύχια τους Σπαρ τιάτες . Τώρα η μάχη στην πρώτη σειρά δινόταν σώμα με σώμα, αν και κάθε άλλο παρά στοίχο και παράταξη μπορούσε να πει κανείς εκείνη την ανθρώπινη μάζα. Οι Σπαρτιάτες πή γαιναν από κοιλιά σε κοιλιά με το δολοφονικό, αποτελεσμα τικό κοντό ξίφος τους. Το έχωναν και το τραβούσαν αμέσως, για να πάνε στον επόμενο εχθρό. Είδα τον Αλέξανδρο, που η λαβή της ασπίδας του είχε σπάσει, να χώνει το ξίφος του στο πρόσωπο ενός Μήδου που τον είχε αρπάξει από κάτω και προσπαθούσε να τον κομματιάσει. Οι μεσαίες σειρές των Λακεδαιμονίων εμφανίστηκαν μέ σα σ' αυτές τις σκηνές αλλοφροσύνης με τα ακόντια και τις ασπίδες ανέπαφες. Αλλά η ικανότητα των Μήδων να ενι σχύουν τις σειρές τους φαινόταν να μην έχει όρια. Πάνω από τη μάχη μπορούσε να δει κανείς τους επόμενους χίλιους άντρες να ορμούν στα Στενά σαν την πλημμυρίδα, με μυριά δες να ακολουθούν ξοπίσω τους κι άλλους τόσους μετά. Αν και οι απώλειές τους ήταν τεράστιες, η πλημμυρίδα άρχισε να κυλάει προς όφελος του εχθρού. Το βάρος και μόνο των μαζών τους άρχισε να λυγίζει τη σπαρτιατική γραμμή. Το μόνο που σταματούσε τον αντίπαλο από το να ξεχυθεί και να πνίξει τους Έλληνες ήταν ότι δεν μπορούσε να βάλει πολ λούς άντρες γρήγορα στα Στενά' αυτό, καθώς επίσης και το τείχος από τα πτώματα των Μήδων, που είχαν φράξει τα σύ νορα σαν μια βουνοπλαγιά. Οι Σπαρτιάτες πολεμούσαν πίσω από αυτό το σάρκινο τείχος σαν να ήταν οχυρό από πέτρα. Ο εχθρός σκαρφάλωνε • 370 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πάνω του. Εμείς στα μετόπισθεν τους βλέπαμε τώρα· έγιναν στόχοι. Δυο φορές ο Αυτόχειρας εκσφενδόνισε κοντάρια πά νω από τον ώμο του Αλέξανδρου στους Μήδους που ορ μούσαν στο νέο από το βουνό των πτωμάτων. Παντού υπήρ χαν κουφάρια. Όταν ανέβηκα σε κάτι που νόμιζα ότι ήταν βράχος, τον ένιωσα να σφαδάζει και να κουλουριάζεται κά τω από τα πόδια μου. Ήταν ένας Μήδος ζωντανός. Βύθισε την κομμένη άκρη ενός σπασμένου γιαταγανιού στην κνήμη μου. Ούρλιαξα από τρόμο και έπεσα πάνω σε ένα άλλο μα τωμένο σώμα. Ο εχθρός όρμησε εναντίον μου. Άρπαξε το χέ ρι μου σαν να ήθελε να μου το βγάλει. Τον χτύπησα στο πρό σωπο με το τόξο μου, που το κρατούσα ακόμη. Ξάφνου, ένα πόδι με χτύπησε δυνατά στην πλάτη. Ένα τσεκούρι έπεσε με φοβερό βουητό. Το κεφάλι του εχθρού άνοιξε σαν πεπό νι. «Τι δουλειά έχεις εδώ πέρα;» ακούστηκε μια φωνή. Ήταν ο Άκανθος, ο βοηθός του Πολύνεικου, γεμάτος αίματα και χαμογελώντας σαν τρελός. Ο εχθρός πέρασε το τείχος των πτωμάτων. Όταν σηκώ θηκα στα πόδια μου, δεν έβλεπα πια το Διηνέκη. Δεν μπο ρούσα να ξεχωρίσω τη μία ενωμοτία από την άλλη ή πού ήταν η θέση μου. Δεν είχα ιδέα πόση ώρα πολεμούσαμε. Εί χαν περάσει δυο λεπτά ή είκοσι; Είχα δυο εφεδρικά ακόντια δεμένα στην πλάτη μου, με τις μύτες τους τυλιγμένες με δέρμα, ώστε, αν έπεφτα κατά λάθος, οι αιχμές τους να μη βλάψουν τους συντρόφους μου. Κάθε βοηθός κουβαλούσε το ίδιο φορτίο. Ήταν όλοι το ίδιο στριμωγμένοι όπως εγώ. Στο μέτωπο άκουγε κανείς τα δόρατα των Μήδων να σπάζουν καθώς συγκρούονταν και τσακίζονταν πάνω στον ορείχαλκο των Σπαρτιατών. Τα ακόντια των Λακεδαιμονίων έκαναν διαφορετικό θόρυβο από τα κοντύτερα και ελαφρύ τερα δόρατα του αντιπάλου. Η πλημμυρίδα του εχθρού δού λευε κατά των Λακεδαιμονίων όχι από έλλειψη ανδρείας αλλά λόγω του όγκου των αντρών που έστελνε ο Πέρσης • 371 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
στην πρώτη γραμμή. Προσπαθούσα σαν τρελός να εντοπί σω το Διηνέκη και να του παραδώσω τα εφεδρικά ακόντια. Επικρατούσε παντού χάος. Άκουγα άντρες να πέφτουν κά τω δεξιά και αριστερά και είδα τις πίσω σειρές των Σπαρ τιατών να παραπαίουν, καθώς οι μπροστινές υποχωρούσαν μπροστά στο βάρος της μηδικής επίθεσης. Έπρεπε να ξε χάσω τον αφέντη μου και να υπηρετήσω όπου μπορούσα. Έτρεξα σε ένα σημείο όπου η γραμμή ήταν πιο αδύνατη, μόνο τρεις ασπίδες βάθος, και άρχισα να παραδέρνω μέσα στο αντίθετο κύμα που προηγείται μιας ολοκληρωτικής υπο χώρησης. Ένας Σπαρτιάτης έπεσε προς τα πίσω μέσα στο στόμα του λύκου. Είδα ένα Μήδο να κόβει πέρα για πέρα το κεφάλι του πολεμιστή με ένα φοβερό χτύπημα του γιαταγανιού. Το κεφάλι του έπεσε κάτω, μαζί με την περικεφαλαία και τα λοιπά, αποχωρίστηκε από τον κορμό του και κύλησε στη σκόνη, τα μυαλά τινάχτηκαν έξω και φάνηκε το κόκαλο της σπονδυλικής στήλης γκριζωπό και φρικτό. Περικεφαλαία και κεφάλι εξαφανίστηκαν μέσα στη θύελλα των κνημίδων και των ποδιών που φορούσαν ή δε φορούσαν υποδήματα. Ο δολοφόνος άφησε να του ξεφύγει μια θριαμβευτική κραυγή, σηκώνοντας το μαχαίρι του στον ουρανό. Αμέσως μετά ένας πορφυροντυμένος πολεμιστής φύτεψε ένα ακόντιο τόσο βα θιά στα σπλάχνα του Μήδου, που το φονικό του ατσάλι βγή κε από την άλλη μεριά. Είδα έναν άλλο Μήδο να λιποθυμά τρομοκρατημένος. Ο Σπαρτιάτης δεν μπορούσε να βγάλει το ακόντιο, κι έτσι το έσπασε. Έβαλε το πόδι του στην κοιλιά του ζωντανού ακόμα εχθρού και το έκοψε στα δύο. Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν εκείνος ο ήρωας κι ούτε το έμαθα ποτέ. «Ακόντιο!» τον άκουσα να φωνάζει. Η τρομακτική κόγ χη του ματιού της περικεφαλαίας του στράφηκε προς τα πί σω για βοήθεια, οτιδήποτε μπορούσε να κρατήσει στο χέρι. Τράβηξα και τα δύο κοντάρια από τη ράχη μου και τα πέ ταξα στα χέρια του άγνωστου πολεμιστή. Από πίσω. Άρπα• 372 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ξε ένα και γυρίζοντας το βύθισε με τα δυο του χέρια στο λαι μό ενός άλλου Μήδου με τη μύτη. Η λαβή της ασπίδας του είχε σπάσει από μέσα, με αποτέλεσμα να πέσει μέσα στη σκόνη. Δεν πρόλαβε να την ξαναπάρει. Δυο Μήδοι όρμησαν εναντίον του Σπαρτιάτη με υψωμένα τα δόρατα, για να ανα κοπούν από τον ομφαλό της ασπίδας του συντρόφου του που έσπευσε να τον υπερασπιστεί. Και τα δύο εχθρικά δό ρατα κομματιάστηκαν καθώς οι μύτες τους χτύπησαν στον ομφαλό της ασπίδας. Με τη φόρα που είχαν οι δύο Μήδοι έπεσαν κάτω και βρέθηκαν μπροστά στον πρώτο Σπαρτιά τη. Εκείνος έχωσε το ξίφος του στην κοιλιά του πρώτου Μή δου, ανασηκώθηκε με μια φονική κραυγή και χτύπησε το δεύτερο πάνω από τα μάτια. Ο εχθρός έπιασε με τα χέρια το πρόσωπό του. Το αίμα κυλούσε ποτάμι ανάμεσα στα δά χτυλα των χεριών του, που είχαν στραβώσει. Ο Σπαρτιάτης άρπαξε μόνος του την πεσμένη του ασπίδα και κατέβασε τη στεφάνη της σαν κόφτη κρεμμυδιών με τόση δύναμη στο λαιμό του εχθρού, που σχεδόν τον αποκεφάλισε. «Ανασυνταχθείτε! Ανασυνταχθείτε!» άκουσα να φωνάζει ένας αξιωματικός. Κάποιος με παραμέρισε από πίσω. Αμέ σως άλλοι Σπαρτιάτες, από άλλη ενωμοτία, έτρεξαν να ενι σχύσουν το αδύνατο μέτωπο που παράπαιε, έτοιμο να υπο χωρήσει. Ήταν το λεγόμενο «μπέρδεμα» της μάχης. Σταμα τούσε η καρδιά σου βλέποντας τον ηρωισμό τους. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο μια κατάσταση στα όρια της καταστροφής άλλαζε άρδην χάρη στην πειθαρχία και στην τάξη των εφε δρικών σειρών σε μια εξαιρετικά δυνατή αμυντική θέση, σε μια ιδιαίτερα πλεονεκτική θέση. Κάθε άντρας που βρισκό ταν μπροστά, ανεξάρτητα από τη σειρά που είχε στο σχη ματισμό, έπαιζε τώρα το ρόλο του αξιωματικού. Να μην αφήνουν δηλαδή κενά στις σειρές και να κρατούν τις ασπίδες τη μία δίπλα στην άλλη. Ένα ορειχάλκινο τείχος υψώθη κε μπροστά στη μάζα που παράπαιε, προσφέροντας πολύτι• 373 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μο χρόνο σε κείνους που ήταν στις πίσω σειρές και οι οποί οι προσπαθούσαν να ανασυνταχθούν, να παραταχθούν και να πάρουν τις θέσεις τους στη δεύτερη, στην τρίτη, στην τέταρ τη σειρά και να αναλάβουν αυτόν το ρόλο με τη σειρά τους. Τίποτε δεν πυροδοτεί την καρδιά του πολεμιστή με πε ρίσσιο θάρρος από το να βρεθούν ο ίδιος και οι συμπολεμι στές του στο χείλος της καταστροφής, έτοιμοι να ηττηθούν και να τραπούν σε φυγή, κι έπειτα να ενισχυθούν όχι από το θάρρος κάποιου άλλου αλλά από την πειθαρχία του και την εκπαίδευση του νου ώστε να μην πανικοβάλλεται, να μην υποχωρεί μπροστά στην απελπισία, αλλά, αντίθετα, να εκτε λεί αυτές τις οικείες πράξεις που έχουν να κάνουν με την τά ξη, για την οποία ο Διηνέκης έλεγε πάντα ότι ήταν η πραγ ματική ολοκλήρωση του πολεμιστή: να κάνει συνηθισμένα πράγματα κάτω από εντελώς ασυνήθιστες συνθήκες. Όχι μόνο για τον εαυτό του, όπως ο Αχιλλέας ή οι πρωταθλητές, αλλά ως μέρος ενός συνόλου· να νιώθει τους άλλους συμπο λεμιστές, σε μια στιγμή όπως αυτή, όπου επικρατούν το χά ος και η αταξία, συντρόφους του, έστω κι αν δεν τους ξέρει, έστω κι αν δεν έχει εκπαιδευτεί ποτέ μαζί τους· να τους νιώ θει να καλύπτουν το κενό δίπλα του, τόσο από πλευράς ακο ντίου όσο κι ασπίδας, μπροστά και πίσω, να βλέπει τους συ ντρόφους του να συγκεντρώνονται όχι κάνοντας σαν τρελοί αλλά με τάξη και ψυχραιμία, κάθε άντρας να παίζει το ρό λο του και να αντλεί δύναμη από αυτόν, όπως κι αυτός από εκείνους. Κάτι τέτοιες στιγμές ο πολεμιστής σηκώνεται ψη λά θαρρείς από κάποιου θεού το χέρι. Δεν ξέρει πού τελειώ νει η ύπαρξή του και πού αρχίζει του συντρόφου δίπλα του. Κάτι τέτοιες στιγμές η φάλαγγα σχηματίζει μια ενότητα από λυτα συμπαγή και αυτό που επιτυγχάνει με τρόπο μαγικό δεν είναι ότι ενεργεί απλώς σαν μια πολεμική μηχανή αλλά σαν ένας οργανισμός, ένα θηρίο με ίδια καρδιά και αίμα. Τα βέλη του εχθρού έπεφταν βροχή στη γραμμή των • 374 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Σπαρτιατών. Από εκεί που ήμουν, ακριβώς πίσω από τις τε λευταίες σειρές, έβλεπα τα πόδια των πολεμιστών να αγω νίζονται με μανία να σταθούν στη ματωμένη γη και μετά να γίνονται μια σκληρή άκαμπτη αλυσίδα. Ο ήχος των σαλπίγ γων διαπέρασε τον εκκωφαντικό θόρυβο του ορείχαλκου και της αγριότητας. Ηχούσε το σκοπό που ήταν μισός μουσική και μισός καρδιοχτύπι. Με μια απότομη κίνηση το πόδι των πολεμιστών που ήταν απ' τη μεριά της ασπίδας πήγε προς τα μπρος, με το ακόντιο προς τον εχθρό' τώρα το πόδι που ήταν απ' τη μεριά του ακοντίου, σχηματίζοντας γωνία ενε νήντα μοιρών, χώθηκε στο χώμα· η καμάρα βυθίστηκε κα θώς κάθε πυρήνας του βάρους του άντρα στηρίχτηκε πάνω στη σόλα του και με τον αριστερό ώμο χωμένο στον ομφα λό της ασπίδας του, που η φαρδιά εξωτερική της επιφάνεια πίεζε το πίσω μέρος της ράχης του μπροστινού συντρόφου του, συγκέντρωσε όλη τη δύναμη κάθε ίνας του κορμιού του για να ανασηκωθεί και να σπρώξει σύμφωνα με το ρυθμό. Σαν τους κωπηλάτες στη γραμμή που κοπιάζουν πάνω σε ένα μόνο κουπί, η ενιαία προσπάθεια των αντρών έσπρωξε το πλοίο της φάλαγγας μέσα στην πλημμυρίδα του εχθρού. Οι Σπαρτιάτες όρμησαν στον εχθρό με τα ακόντια που κρατούσαν ψηλά στο χέρι, πάνω από τη στεφάνη της ασπί δας τους, πλήττοντας τον αντίπαλο στο πρόσωπο, στο λαι μό και στους ώμους. Ο ήχος της ασπίδας πάνω σε ασπίδα δεν ήταν πια η κλαγγη μιας απλής πρόσκρουσης, ήταν κά τι βαθύτερο και τρομακτικότερο, ένα κοπάνισμα κάποιου μεταλλικού μηχανισμού σαν τα σαγόνια ενός απαίσιου φο νικού μύλου. Ούτε οι φωνές των αντρών, Σπαρτιατών και Μήδων, υψώνονταν πια στον τρελό χορό της λύσσας και του τρόμου. Αντίθετα, τα πνευμόνια κάθε πολεμιστή φούσκω ναν μόνο για να ανασάνουν. Τα στήθη ανασηκώνονταν σαν κοιλιές πάνω στη χώνευση, ο ιδρώτας έτρεχε στο έδαφος πο τάμι, ενώ ο ήχος που έβγαινε από τα λαρύγγια των αγωνι• 375 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ζόμενων μαζών θαρρείς και προερχόταν από μυριάδες λατό μους, ο καθένας ζευγμένος με το διπλό σχοινί του έλκηθρου, που μούγκριζαν και αγωνίζονταν να σύρουν κάποιον ογκό λιθο πάνω στην ανώμαλη γ η . Ο πόλεμος είναι δουλειά, δίδασκε πάντα ο Διηνέκης, προ σπαθώντας να τον απομυθοποιήσει. Οι Μήδοι, παρ' όλη την ανδρεία τους, παρ' όλη την αριθμητική υπεροχή τους και τη δεξιότητα που αναμφίβολα διέθεταν στον πόλεμο σε ανοι χτό έδαφος, με τον οποίο είχαν κατακτήσει όλη την Ασία, δεν ήταν μαθημένοι στον ελληνικό τρόπο πολέμου, αυτόν που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες οπλίτες. Οι γραμμές τους δεν είχαν εκπαιδευτεί να διατηρούν τη γραμμή της ώθησης και να σπρώχνουν όλοι μαζί. Οι στοίχοι τους δεν ασκούνταν ώρες ατέλειωτες, όπως οι Σπαρτιάτες, ώστε να διατηρούν το σχήμα και τα κενά, να καλύπτουν και να προσέχουν το σύ ντροφό τους. Μέσα σε κείνη την ανθρωποσφαγή οι Μήδοι έγιναν όχλος. Ορμούσαν στους Λακεδαιμονίους σαν πρόβα τα που προσπαθούσαν να αποφύγουν μια φωτιά, σαν μαδη μένα κοτόπουλα, χωρίς καμία οργάνωση και συνοχή, αντλώ ντας δύναμη μόνο από το θάρρος τους, που, έστω κι αν ήταν πολύ μεγάλο, δεν μπορούσε να τους σώσει από την πειθαρ χημένη και μαζική επίθεση που γινόταν τώρα εναντίον τους. Οι άτυχοι άντρες του εχθρού που ήταν μπροστά δεν εί χαν πού να κρυφτούν. Βρέθηκαν σφηνωμένοι ανάμεσα στον όχλο των δικών τους που τους έσπρωχναν από πίσω και στα σπαρτιατικά ακόντια που τους έπλητταν από μπροστά. Πολ λοί άντρες ξεψυχούσαν απλώς επειδή δεν μπορούσαν να ανα πνεύσουν. Οι καρδιές τους δεν άντεχαν άλλο. Το μάτι μου πήρε τον Αλφεό και το Μάρωνα. Σαν ένα ζευγάρι ζευγμένα βόδια, τα δυο αδέλφια, πολεμώντας πλάι πλάι, σχημάτι σαν τη φοβερή αιχμή μιας σειράς με δώδεκα άντρες βάθος που όρμησε και διέλυσε τις σειρές των Μήδων εκατό πόδια μακριά από το τείχος του βουνού. • 376 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Οι ιππείς, στα δεξιά των διδύμων, όρμησαν σ' αυτή τη ρωγμή, με το Λεωνίδα μπροστάρη. Πλευροκόπησαν τον εχθρό και άρχισαν να πιέζουν άγρια το ακάλυπτο δεξί των αντιπά λων. Οι θεοί ας βοηθήσουν τους γιους της αυτοκρατορίας που προσπάθησαν να αντισταθούν στον Πολύνεικο και στο Δωριέα, στον Τιρκλέα και στον Πάτροκλο, στο Νικόλαο και στους δυο Άγιδες, όλοι ασυναγώνιστοι αθλητές στην πρώτη τους νεότητα, που πολεμούσαν δίπλα στο βασιλιά τους και έκαναν σαν τρελοί ν' αρπάξουν τη δόξα, που την είχαν πλέ ον στο χέρι. Όσο για μένα, ομολογώ ότι ήμουν τρομοκρατημένος. Εί χα φορτωθεί δυο φορές με δυο γεμάτες σαϊτοθήκες είκοσι τέσσερα σιδεροκέφαλα, αλλά οι απαιτήσεις της μάχης ήταν τόσο μεγάλες, που δεν έμενε τίποτα ώσπου να φτύσω. Έρι χνα ανάμεσα από τις περικεφαλαίες των πολεμιστών κα τευθείαν στο πρόσωπο και στο λαιμό του εχθρού. Αυτό δεν ήταν τοξοβολία, ήταν σφαγή. Τραβούσα τα σιδεροκέφαλα από τα σπλάχνα των ζωντανών ακόμα αντρών, για να ξα ναφορτώσω και να αναπληρώσω το ξοδεμένο απόθεμά μου. Η μύτη ενός βέλους έπεσε κάτω καθώς πήγα να το τραβή ξω. Γλίστρησε από την εγκοπή του, έτσι καθώς ήταν γεμάτο γλίτσα και ιστούς. Οι σαΐτες έσταζαν αίμα πριν ακόμα τις ρί ξω. Κυριευμένος από τον τρόμο, τα μάτια μου έκλειναν από μόνα τους. Αναγκαζόμουν να σχίζω το πρόσωπό μου για να τα κρατήσω ανοιχτά. Μήπως είχα τρελαθεί; Αναζητούσα απελπισμένα το Διηνέκη. Ήθελα να πάω στη θέση μου για να τον καλύψω, αλλά το μέρος του μυαλού μου που ήταν ακόμα στη θέση του με διέταξε να μείνω εδώ και να συνεισφέρω από αυτή τη θέση. Μέσα στη φάλαγγα κάθε άντρας ένιωθε τη θάλασσα ν' αλλάζει, καθώς η ορμή της ανάγκης περνούσε σαν κύμα, για να δώσει τη θέση της στη σταθερή, μόνιμη αίσθηση του φό βου, που υποχωρούσε με τη σειρά της μπροστά στην ψυ• 377 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χραιμία που ξαναγύριζε για να συνεχιστεί η φονική δουλειά του πολέμου. Ποιος ξέρει με ποιο ανείπωτο χρώμα φωνής το παλιρροϊκό κύμα της μάχης μεταδίδεται στις συμπαγείς σειρές; Με κάποιον τρόπο οι πολεμιστές διαισθάνθηκαν ότι το αριστερό των Σπαρτιατών, κατά μήκος του βουνού, εί χε διασπάσει τους Μήδους. Μια κραυγή χαράς σάρωσε κυ ριολεκτικά σαν μέτωπο καταιγίδας τους άντρες, καθώς υψώ θηκε και πολλαπλασιάστηκε από τα λαρύγγια των Λακε δαιμονίων. Το γνώριζε κι ο εχθρός. Ένιωθαν τη γραμμή τους να υποχωρεί. Τελικά, ανακάλυψα τον αφέντη μου. Με μια χαρούμενη κραυγή διέκρινα το λοξό λοφίο της περικεφαλαίας του αξιω ματικού που φορούσε. Ήταν μπροστά και έσπρωχνε μα νιασμένα μερικούς κονταροφόρους Μήδους, που δεν επιτίθεντο πλέον, αλλά οπισθοχωρούσαν με τρόμο, πετώντας τις ασπίδες τους καθώς έπεφταν πάνω στους άντρες που τους έσπρωχναν απελπισμένα από πίσω. Έτρεξα προς το μέρος του, διασχίζοντας τον ελεύθερο χώρο ακριβώς στα μετόπι σθεν της σπαρτιατικής γραμμής που συνέθλιβε, βόγκαγε και προχωρούσε. Αυτή η μικρή λουρίδα γης ήταν το μόνο αραξοβόλι σε όλο το πεδίο της μάχης, στον ουδέτερο χώρο ανά μεσα στη σώμα με σώμα σφαγή του μετώπου και στη «ζώ νη βολής» των Μήδων τοξοτών, που πετούσαν τα βέλη τους από τα μετόπισθεν των γραμμών τους, πάνω από τους συ γκρουόμενους στρατούς, προς τους ελληνικούς σχηματισμούς που περίμεναν στην άκρη. Οι τραυματισμένοι Μήδοι αποτραβιόνταν μόνοι τους σ' αυτόν το μικρό ιερό χώρο, αυτοί και οι τρομοκρατημένοι, όσοι έκαναν τον ψόφιο κοριό και οι εξουθενωμένοι. Τα εχθρικά κορμιά ήταν παντού, οι νεκροί και οι ετοιμοθάνατοι, οι πανικόβλητοι και οι εξουθενωμένοι, οι ακρωτηριασμένοι και οι σφαγμένοι. Είδα ένα Μήδο με μια υπέροχη γενειάδα να κάθεται σαστισμένος κάτω και να κρατάει τα σπλάχνα 378
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
του με τα δυο του χέρια. Καθώς περνούσα από δίπλα του, ένα βέλος των συντρόφων του έπεσε από ψηλά καρφώνοντας το μηρό του στο χώμα. Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου με την πιο ικετευτική έκφραση. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τον τράβηξα λίγο πιο κάτω, στο κέντρο εκείνου του χώρου που πρόσφερε την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Κοίταξα πίσω μου. Οι Τεγεάτες και οι Οπούντιοι Λοκροί, οι σύμμαχοι μας που ήταν ακριβώς δίπλα στο σημείο όπου δινόταν η μάχη, γονάτισαν στις σειρές τους, συγκεντρωμένοι κατά μήκος της γραμμής κάτω από το Βράχο του Λέοντος, με τις ασπίδες τους ανασηκωμένες, για να αποκρούσουν τον κατακλυσμό των εχθρικών βελών. Το κομμάτι της γης μπροστά τους θύ μιζε το πανί που πάνω του βάζουν τις καρφίτσες. Τα βέλη του εχθρού ήταν τόσο πυκνά όσο και τα αγκάθια στη ράχη του σκαντζόχοιρου. Ο φράχτης του τείχους καιγόταν, αφού τον σημάδευαν εκατοντάδες βέλη του εχθρού με στουπιά. Τώρα οι κονταροφόροι Μήδοι έσπασαν. Όπως όταν παί ζουν με τη σφαίρα τα παιδιά, οι πυκνές τους γραμμές έγει ραν προς τα πίσω. Άρχισαν να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, καθώς εκείνοι που ήταν μπροστά προσπαθούσαν να φύγουν κι εκείνοι που ήταν πίσω μπερδεύονταν με τη φυ γή τους. Το έδαφος μπροστά στους Σπαρτιάτες έγινε μια θάλασσα από μέλη και στήθη, πόδια με περισκελίδες και κοιλιές. Οι άντρες σέρνονταν σιγά σιγά με την πλάτη πάνω στους πεσμένους συντρόφους τους, ενώ άλλοι, καρφωμένοι ανάσκελα, σφάδαζαν και ούρλιαζαν, με τα χέρια ψηλά, εκλιπαρώντας λίγη ευσπλαχνία. Τούτη τη σφαγή δεν τη χωρούσε ο νους του ανθρώπου. Είδα τον Ολύμπιο να πηγαίνει προς τα πίσω. Δεν πατούσε πάνω στη γη αλλά στη σάρκα του πεσμένου εχθρού, πάνω σε ένα χαλί από σώματα, σε πληγωμένους αλλά και σε νε κρούς, ενώ ο βοηθός του, ο Άβαττος, τον κάλυπτε, βυθίζο ντας τη μύτη του κονταριού του στα σπλάχνα του ζωντανού • 379 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ακόμα εχθρού καθώς περνούσαν. Έμοιαζε με βαρκάρη που έσπρωχνε τη βάρκα του με το κοντάρι. Ο Ολύμπιος έφτασε σε ένα σημείο από όπου μπορούσαν να τον δουν οι συμμα χικές εφεδρικές δυνάμεις που ήταν κατά μήκος του τείχους. Έβγαλε την περικεφαλαία του για να δουν οι διοικητές το πρόσωπό του, μετά κούνησε τρεις φορές το ακόντιο που κρατούσε σε οριζόντια θέση. «Έφοδος! Έφοδος!» Με μια κραυγή που σου πάγωνε το αίμα, οι άντρες όρ μησαν στη μάχη. Είδα τον Ολύμπιο να κάθεται με το κεφάλι γυμνό και να κοιτάζει το έδαφος, που ήταν σπαρμένο με τα κουφάρια του εχθρού, αποκαμωμένος κι ο ίδιος από το μακελειό. Μετά ξα νάβαλε την περικεφαλαία του. Το πρόσωπό του εξαφανί στηκε και φωνάζοντας το βοηθό του, ξαναρίχτηκε στη μάχη. Πίσω από τους ακοντιστές που είχαν τραπεί σε φυγή βρί σκονταν τα αδέλφια τους, οι Μήδοι τοξότες. Οι τελευταίοι είχαν αποτραβηχτεί με τάξη, χωρίς να χαλάσουν τις σειρές τους, σε βάθος είκοσι αντρών. Κάθε τοξότης ήταν στη θέση του πίσω από την ολόσωμη ασπίδα από λυγαριά που η βά ση της στερεωνόταν στο έδαφος με σιδερένιους πασσά λους. Ένα ουδέτερο έδαφος εκατό ποδιών περίπου χώριζε τους Σπαρτιάτες από το τείχος των σαϊτοβόλων. Ο εχθρός άρχισε τώρα να ρίχνει πάνω στους δικούς του ακοντιστές, τους τελευταίους θύλακες των γενναίων που πάλευαν ακό μα σώμα με σώμα, προσπαθώντας να εμποδίσουν την προ έλαση των Λακεδαιμονίων. Οι Μήδοι σημάδευαν τους άντρες τους στην πλάτη. Δεν τους ένοιαζε αν σκότωναν δέκα αδέλφια τους, αρκεί έστω κι ένα τυχερό βέλος να έβρισκε ένα Σπαρτιάτη. Από όλες τις σκηνές υπέρτατου θάρρους που εκτυλίχθη καν αυτή τη φοβερή μέρα, τούτη που έβλεπαν τώρα οι σύμ μαχοι πάνω από το τείχος τις ξεπερνούσε όλες. Κανείς από όσους έγιναν μάρτυρες της δεν είχε ματαδεί κάτι παρόμοιο • 380 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
στη γ η . Καθώς το μέτωπο των Σπαρτιατών έτρεπε σε φυ γή τους τελευταίους ακοντιστές, οι πρώτες σειρές εμφανί στηκαν ακάλυπτες, θαυμάσιοι στόχοι στα βέλη των τοξο τών. Ο ίδιος ο Λεωνίδας, σ' αυτή την ηλικία, έχοντας επι βιώσει μιας σφαγής που η σωματική της κούραση θα είχε εξουθενώσει και τον πιο ρωμαλέο άντρα στην πρώτη του νεότητα, είχε ακόμα το ψυχικό σθένος να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και να διατάζει το σχηματισμό της φάλαγ γας και την προέλαση της. Οι Λακεδαιμόνιοι υπάκουσαν στη διαταγή του, ίσως όχι με την ακρίβεια της παρέλασης, αλλά με μια πειθαρχία και τάξη πέρα από κάθε φαντασία κάτω από αυτές τις συνθήκες. Πριν προλάβουν να εξαπο λύσουν οι Μήδοι για δεύτερη φορά τα βέλη τους, βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με ένα μέτωπο εξήντα και πλέον ασπίδων. Το λάμδα των Λακεδαιμονίων διακρινόταν ακό μα κάτω από τα στρώματα της λάσπης, της γλίτσας και του αίματος που έτρεχε ποτάμι από τον ορείχαλκο και έσταζε από τη δερμάτινη ποδιά που κρεμόταν κάτω από τις ασπί δες και που προστάτευε τα πόδια των πολεμιστών από τον καταιγισμό των βελών, όπως συνέβαινε αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Βαριές ορειχάλκινες κνημίδες προφύλασσαν τις κνή μες τους' πάνω από τη στεφάνη της ασπίδας εκτείνονταν μό νο οι περικεφαλαίες, με μόνες εκτεθειμένες τις σχισμές των ματιών, ενώ από πάνω τους κυμάτιζαν οι κάθετες χαίτες των πολεμιστών και τα λοξά λοφία των αξιωματικών. Το ορειχάλκινο και πορφυρό τείχος προχώρησε μέσα στη φωτιά των Μήδων. Καλαμένια βέλη έπεφταν με φονική τα χύτητα στις σπαρτιατικές γραμμές. Ένας τοξότης που είναι τρομοκρατημένος σημαδεύει πάντα ψηλά, μπορούσε ν' ακού σει κανείς τα βέλη που έπεφταν σαν χαλάζι, καθώς περ νούσαν πάνω από τις περικεφαλαίες των αντρών των πρώ των στοίχων, για να τσακιστούν στη συνέχεια πάνω στο δά σος των κάθετων κονταριών έπειτα τα βέλη έπεφταν και • 381 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σκορπίζονταν πάνω στις πάνοπλες σειρές. Οι χαλκομύτικες σαίτες συγκρούονταν με τις χαλκοπρόσωπες ασπίδες με ένα θόρυβο που θύμιζε σφυρί στ' αμόνι. Ο οργισμένος χτύπος τους τονιζόταν από το τράνταγμα του αδιαπέραστου μετάλ λου και της βαλανιδιάς, καθώς η μύτη έπληττε την ασπίδα όπως ένα καρφί μια χοντρή σανίδα. Εγώ, πάλι, στεκόμουν πλάτη με πλάτη με το Μέδοντα, τον πρεσβύτερο του συσσιτίου του Δευκαλίωνα, που η τι μητική του θέση βρισκόταν ακριβώς πίσω από την πρώτη γραμμή της ενωμοτίας του Διηνέκη. Οι σαλπιγκτές έδωσαν αμέσως το πρόσταγμα να καλυφθεί η παράταξη από άο πλους και ξαρμάτωτους,να συμπτυχθούν ώστε να καλύψουν όσο καλύτερα γινόταν τις πίσω σειρές, χωρίς ωστόσο να τις εμποδίζουν, καλώντας το σύνολο να ανασαίνει ακολουθώ ντας το ρυθμό του αυλού. Οι πυκνοί στοίχοι προχωρούσαν όχι σαν άτακτος όχλος, φωνάζοντας σαν άγριοι, αλλά εντε λώς σιωπηλοί, σοβαροί, επιβλητικοί θα έλεγε κανείς, με φο βερή περίσκεψη, συγχρονισμένοι με το οξύ ουρλιαχτό των σαλπιγκτών. Ανάμεσα στα δύο μέτωπα το κενό, από εκατό πόδια, είχε μειωθεί στα εξήντα. Τώρα οι βολές των Μήδων διπλασιάστηκαν. Οι διαταγές των αξιωματικών του εχθρού ακούγονταν πια καθαρά και ένιωθες τον αέρα να πάλλεται καθώς οι σειρές του εκτόξευαν συνεχώς με λύσσα τις σαΐτες τους. Κι ένα μόνο βέλος να περνούσε ξυστά από το αυτί κά ποιου έκανε τα γόνατα να τρέμουν. Η ακονισμένη αιχμή του φαινόταν να ουρλιάζει με κακία, το καλαμωτό βάρος του βέ λους κουβαλούσε ένα φορτίο που σκορπούσε το θάνατο, ακολουθούσαν τα φτερά που διαβίβαζαν με το σιωπηλό ουρ λιαχτό τους τη φονική διάθεση του εχθρού. Εκατό βέλη μα ζί έκαναν διαφορετικό θόρυβο. Ο αέρας φαινόταν να πυ κνώνει, να γίνεται συμπαγής, πυρακτωμένος. Να πάλλεται σαν να είναι στερεός. Ο πολεμιστής θαρρεί πως είναι εγκλω• 382 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
βισμένος σε ένα διάδρομο κινούμενου ατσαλιού' ο ουρανός δε φαινόταν, δε θυμόσουν καν ότι υπάρχει. Τώρα ήρθαν χίλια βέλη. Ο ήχος είναι σαν ένας τοίχος. Δεν υπάρχει χώρος ανάμεσά του, ούτε ένα μικρό αραξοβόλι. Γερός σαν βουνό, αδιαπέραστος. Τραγουδάει μαζί με το θάνατο. Κι όταν αυτά τα βέλη εκτοξεύονται όχι προς τα πάνω, διαγράφοντας μια μακριά τροχιά για να πλήξουν το στόχο, οδηγούμενα από το βάρος της πτώσης τους, αλλά, αντίθετα, κατευθείαν πάνω στο στόχο, τη στιγμή που ο το ξότης τα αφήνει να πετάξουν, έτσι ώστε η πτήση τους να είναι οριζόντια, ευθεία, εκτοξευμένα με τόση ταχύτητα και από τόσο κοντά, που ο τοξότης δε λαθεύει στο μέτρημα και ξέρει ακριβώς πόσα βρίσκουν το στόχο τους, τότε αυτό εί ναι που λένε φωτιά από σίδερο ή φωτιά της κόλασης. Μέ σα σ' αυτή προχωρούσαν οι Σπαρτιάτες. Αργότερα οι σύμ μαχοι που παρακολουθούσαν από το τείχος τους είπαν ότι εκείνη τη στιγμή που τα ακόντια των πρώτων στοίχων χα μήλωσαν όλα μαζί από την κάθετη θέση της προέλασης στην οριζόντια της επίθεσης και η πυκνή φάλαγγα διπλα σίασε το βηματισμό για να ορμήσει στον εχθρό, εκείνη τη στιγμή, όταν το είδε αυτό η Μεγαλειότητά Του, πετάχτηκε όρθιος, φοβούμενος για το στρατό του. Οι Σπαρτιάτες ήξεραν πώς να επιτεθούν στη λυγαριά. Είχαν εξασκηθεί πάνω σ' αυτό κάτω από τις βαλανιδιές στην πεδιάδα της Οτόνας, στις αμέτρητες επαναλήψεις όταν εμείς οι βοηθητικοί του στρατού και οι είλωτες παίρναμε τις θέ σεις μας, με τις ασπίδες της άσκησης στερεωμένες μπροστά μας. Τις κρατούσαμε με όλη μας τη δύναμη, περιμένοντας τη μαζική σύγκρουση της επίθεσής τους. Οι Σπαρτιάτες ήξεραν ότι το ακόντιο ήταν άχρηστο μπροστά στα πλεκτά καλάμια, τo κοντάρι διαπερνούσε τη λυγαριά, αλλά ήταν αδύνατο πια να ξαναβγεί. Το ίδιο συνέβαινε και με το κάρφωμα του ξί φους, που αναπηδούσε πάνω της λες και χτυπούσε σίδερο. • 383 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Η γραμμή του εχθρού πρέπει να χτυπηθεί, όπως γίνεται με το στρατό, να συντριβεί και να υπερφαλαγγιστεί. Έπρεπε να χτυπηθεί τόσο άγρια και με τόση μαζική δύναμη, που οι πρώτες σειρές να καταρρεύσουν και να πέσουν κάτω, η μία μετά την άλλη, σαν τα πιατικά στο ντουλάπι όταν σείεται η γη. Αυτό και έγινε. Οι Μήδοι τοξότες δεν ήταν παραταγμέ νοι σε ένα συμπαγές ορθογώνιο από την αρχή μέχρι το τέ λος, με κάθε πολεμιστή να ενισχύει το σύντροφό του από τη σύγκρουση της επίθεσης. Οι σειρές τους σχημάτιζαν τρύ πες, εναλλασσόμενα μέτωπα, κάθε στοίχος πλάι σε κείνον που ήταν μπροστά του, ώστε οι τοξότες στο δεύτερο να μπο ρούν να εκτοξεύουν τα βέλη τους ανάμεσα από τα κενά που άφηναν οι πρώτοι, κι αυτό συνεχιζόταν σε όλο το σχηματι σμό. Ακόμη, οι σειρές του εχθρού δεν ήταν συμπαγείς όπως η σπαρτιατική φάλαγγα. Υπήρχε ένα κενό, ένα διάστημα ανά μεσα στις σειρές, γιατί αυτό απαιτούσε η τεχνική του τό ξου. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που περίμεναν οι Σπαρτιά τες : Η πρώτη σειρά του εχθρού διαλύθηκε αμέσως μετά τη σύγκρουση. Οι ολόσωμες ασπίδες φάνηκαν να πέφτουν προς τα πίσω, οι πάσσαλοι που τις στερέωναν στη γη πετάχτη καν σαν τα καρφιά της τέντας στην καταιγίδα. Οι μπροστά ρηδες τοξότες ανατράπηκαν και καλύφθηκαν από το τείχος των ασπίδων τους, όπως οι πυργίσκοι του οχυρού μετά την επίθεση του κριού. Η προέλαση των Σπαρτιατών συνεχιζό ταν από πάνω τους, το ίδιο έγινε με τη δεύτερη και με την τρίτη σειρά. Οι άντρες του εχθρού που ήταν στις μεσαίες σει ρές, μετά από τις προτροπές των αξιωματικών τους, προ σπάθησαν απελπισμένα να κρατηθούν και να αντισταθούν. Τα τόξα του εχθρού ήταν άχρηστα από κοντά, όταν έπρε πε να αντιμετωπίσουν το σπαρτιατικό στρατό στήθος με στήθος. Τα πέταξαν, λοιπόν, στην άκρη και πολεμούσαν με • 384 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τα γιαταγάνια που είχαν στις ζώνες τους. Είδα ένα ολόκλη ρο μέτωπο από δαύτους, χωρίς ασπίδες, να χτυπούν άγρια με ένα μαχαίρι σε κάθε χέρι. Η ανδρεία των Μήδων δεν μπο ρεί να αμφισβητηθεί, αλλά οι ελαφριές λεπίδες τους ήταν ακίνδυνες σαν παιχνίδια. Για να αντιμετωπίσουν το συμπα γές τείχος του σπαρτιατικού εξοπλισμού θα έπρεπε να προ στατεύονται με καλάμια. Εκείνο το βράδυ μάθαμε από τους Έλληνες λιποτάκτες, που το είχαν σκάσει πάνω στη σύγχυση, ότι οι πίσω σειρές του αντιπάλου, τριάντα ή σαράντα συνολικά, πιέστηκαν προς τα πίσω τόσο δυνατά από τους άντρες που κατέρρευ σαν στην πρώτη σειρά, ώστε άρχισαν να κατρακυλούν από το δρόμο της Τραχίνας προς τη θάλασσα. Πραγματικό παν δαιμόνιο βασίλευε σε όλη την περιοχή, που απείχε αρκετές εκατοντάδες πόδια από τα Στενά, όπου η καταδίωξη γινό ταν δίπλα στο βουνό, με τον κόλπο να χάσκει ογδόντα πό δια κάτω. Πάνω από το χείλος του γκρεμού, ανέφεραν οι λι ποτάκτες, οι άτυχοι κονταροφόροι και οι τοξότες, καθώς έπεφταν, αρπάζονταν από τους άντρες που ήταν μπροστά τους, παρασύροντάς τους κι αυτούς στο θάνατο. Η Μεγα λειότητά Του, όπως μάθαμε, αναγκάστηκε να το δει αυτό, καθώς ο θρόνος του ήταν σχεδόν πάνω από εκείνο το μέ ρος. Ήταν η δεύτερη φορά, έτσι είπαν οι παρατηρητές, που η Μεγαλειότητά Του πετάχτηκε όρθιος από φόβο για την τύχη των πολεμιστών του. Το έδαφος πίσω από τους Σπαρτιάτες που προήλαυναν, όπως ήταν αναμενόμενο, στρώθηκε από τα αναποδογυρι σμένα κορμιά των νεκρών και των τραυματιών του εχθρού. Τότε όμως τα πράγματα πήραν νέα τροπή. Οι Μήδοι είχαν υπερφαλαγγιστεί με τόση ταχύτητα και ορμή, που πολλοί από αυτούς, ένας αρκετά υπολογίσιμος αριθμός, είχαν πα ραμείνει άθικτοι. Σηκώθηκαν, λοιπόν, και προσπάθησαν να ανασυνταχθούν, για να δεχτούν όμως πάραυτα την επίθεση • 385 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
των συμπαγών σειρών των εφεδρικών συμμαχικών δυνάμε ων, οι οποίες προχωρούσαν τώρα σε σχηματισμό για να ενι σχύσουν και να ανακουφίσουν τους Σπαρτιάτες. Ακολού θησε δεύτερη σφαγή, καθώς οι Τεγεάτες και οι Οπούντιοι Λοκροί έπεφταν πάνω σ' αυτή την αθέριστη ακόμα συγκο μιδή. Η Τεγέα συνορεύει με τη Λακεδαίμονα. Αιώνες ολό κληρους οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες μάχονταν στις πε διάδες που βρίσκονται στα σύνορά τους, πριν γίνουν σύμ μαχοι και σύντροφοι, εδώ και τρεις γενιές τώρα. Από όλους τους Πελοποννήσιους, εκτός βέβαια από τους Σπαρτιάτες, οι πολεμιστές της Τεγέας είναι οι πιο άγριοι και οι πιο εκ παιδευμένοι. Όσο για τους Λοκρούς του Οπούντα, τούτοι πάλι πολεμούσαν για τη χώρα τους· τα σπίτια και οι ναοί τους, τα χωράφια και τα ιερά τους βρίσκονταν μια ώρα δρό μο από τις Θερμοπύλες. Η λέξη «έλεος», το ήξεραν καλά, δεν υπήρχε στο λεξικό του εισβολέα, αλλά δε θα την έβρι σκαν ούτε στο δικό τους. Τραβούσα έναν τραυματισμένο ιππέα, το φίλο του Πολύνεικου Δωριέα, στην άκρη του πεδίου της μάχης όπου θα ήταν ασφαλής, όταν το πόδι μου γλίστρησε σε ένα ρυάκι, που μου έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Δυο φορές προσπά θησα να βρω την ισορροπία μου και τις δυο φορές έπεσα. Βλαστήμησα τη γη. Ποια καταραμένη πηγή ξεπήδησε ξαφ νικά από τη βουνοπλαγιά, όταν πριν από λίγο δεν υπήρχε τίποτα; Κοίταξα κάτω. Ένα ποτάμι αίματος κάλυπτε και τα δυο μου πόδια. Το τροφοδοτούσε ένα αυλάκι στο χώμα σαν το λούκι ενός σφαγείου. Οι Μήδοι είχαν λυγίσει. Οι Τεγεάτες και οι Οπούντιοι Λο κροί όρμησαν να ενισχύσουν τις σειρές των εξαντλημένων Σπαρτιατών, πιέζοντας ακόμα πιο πολύ τον παραπαίοντα εχθρό. Τώρα ήταν η σειρά των συμμάχων. «Χώστε τους το ατσάλι, αγόρια!» φώναξε ένας Σπαρτιάτης καθώς το κύμα των συμμαχικών στοίχων προχώρησε σε βάθος δέκα αντρών • 386 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
από τα μετόπισθεν και από τις δύο πλευρές και σχημάτισε μια συμπαγή φάλαγγα μπροστά από τους πολεμιστές της Σπάρτης, που επιτέλους αποτραβήχτηκαν, με πόδια που έτρεμαν από την κούραση, και σωριάστηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο πάνω στη γ η . Τελικά, βρήκα τον αφέντη μου. Ήταν γονατισμένος στο ένα πόδι, εξουθενωμένος, σφίγγοντας με τα δυο χέρια το σπασμένο ακόντιό του, από όπου έλειπε η λεπίδα. Το είχε καρφώσει στη γη και κρεμόταν πάνω του σαν άθυρμα. Το βάρος της περικεφαλαίας του έκανε το κεφάλι του να γέρ νει προς τα κάτω. Δεν είχε το κουράγιο να τη σηκώσει ή να τη βγάλει. Ο Αλέξανδρος σωριάστηκε πλάι του με τα τέσ σερα, εξαντλημένος, ενώ το λοφίο της περικεφαλαίας του ακούμπησε στο χώμα. Τα πλευρά του ανεβοκατέβαιναν σαν του κυνηγόσκυλου, ενώ αφρός από σάλιο, φλέγμα και αί μα κυλούσε από τα ορειχάλκινα μάγουλα της προσωπίδας. Εκείνη τη στιγμή μάς προσπέρασαν οι Τεγεάτες και οι Λοκροί. Συνέχιζαν να απωθούν τον εχθρό. Στην πρώτη ανάπαυλα αυτής της μάχης, που φαινόταν ότι κράτησε μια αιωνιότητα, ο φόβος της άμεσης εξόντω σης απομακρύνθηκε. Οι Λακεδαιμόνιοι σωριάζονταν εκεί που ήταν, με τα γόνατα πρώτα, μετά με τα γόνατα και τους αγκώνες, έπειτα απλώς ξάπλωναν στο πλάι ή ανάσκελα, ο ένας πάνω στον άλλο, προσπαθώντας να πάρουν μια ανά σα. Τα μάτια τους φαίνονταν άδεια, λες και ήταν τυφλοί. Κανείς δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει. Όπλα έπεφταν από μόνα τους, γιατί τα χέρια ήταν τόσο πιασμένα, που η θέλη ση δεν μπορούσε να αναγκάσει τους μυς να χαλαρώσουν τη λαβή τους. Ασπίδες έπεφταν στη γ η , με τον ομφαλό προς τα κάτω και ατιμασμένες. Εξουθενωμένοι άντρες σωριάζονταν πάνω τους μπρούμυτα και δεν είχαν τη δύναμη ούτε το πρό σωπό τους να γυρίσουν στο πλάι για να αναπνεύσουν. • 387 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο Αλέξανδρος έφτυσε μια χούφτα δόντια από το στόμα του. Όταν ξαναβρήκε αρκετή δύναμη να βγάλει την περι κεφαλαία του, τα μακριά μαλλιά του ήταν ένα κουβάρι, μια μπερδεμένη μάζα αλμυρού ιδρώτα και αίματος. Τα μάτια του ήταν ανέκφραστα σαν πέτρες. Κατέρρευσε σαν παιδί, χώνοντας το πρόσωπό του στην αγκαλιά του αφέντη μου, κλαίγοντας χωρίς δάκρυα, όπως εκείνοι που η τσακισμένη τους ύπαρξη δεν έχει πια άλλο υγρό να χύσει. Εκείνη τη στιγμή ήρθε και ο Αυτόχειρας, τραυματισμέ νος και στους δύο ώμους, φανερά χαρούμενος. Στάθηκε πά νω από τους εξουθενωμένους άντρες άφοβα, φωνάζοντας ότι οι σύμμαχοι είχαν ξεμπερδέψει και με τους τελευταίους Μήδους και τους έκοβαν κομματάκια με τόση μανία, που φαινόταν ότι η σφαγή γινόταν δέκα βήματα πιο πέρα αντί για εκατό. Είδα τα μάτια του αφέντη μου, δυο μαύρες λίμνες, πίσω από τις σχισμές της προσωπίδας του. Έδειξε αδύναμα τον άδειο σάκο στην πλάτη μου, όπου φυλούσα τα εφεδρικά ακόντια. «Τι έγιναν τα ακόντιά μου;» είπε με βραχνή φωνή. «Τα έδωσα». Πήρε μια ανάσα και μετά από λίγο είπε: «Σε δικούς μας άντρες, ελπίζω». Τον βοήθησα να βγάλει την περικεφαλαία του. Πρέπει να πήρε τουλάχιστον δέκα λεπτά, τόσο φουσκωμένα ήταν από τον ιδρώτα και το αίμα το μάλλινο κάλυμμα της κε φαλής και η μπερδεμένη μάζα των μαλλιών του. Τότε ήρ θαν οι υπηρέτες με το νερό. Κανένας πολεμιστής δεν είχε τη δύναμη να κάνει κούπα τα χέρια του. Έτσι, το υγρό έπε φτε σε κουρέλια και ρούχα, που οι άντρες πίεζαν στα χείλη τους και απομυζούσαν. Ο Διηνέκης έβγαλε τα μπερδεμένα μαλλιά του από το πρόσωπο. Το αριστερό του μάτι έλειπε. Είχε βγει και η κόγχη του τώρα φάνταζε τρομακτική, γεμά τη ιστούς και αίμα. 388
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Ξέρω» ήταν το μόνο που είπε. Ο Αριστομένης και ο Βίαντας και άλλοι από την ενωμοτία, ο Μαύρος Λέων και ο Λέων που την είχε... γαϊδουρινή εμφανίστηκαν τώρα βαριανασαίνοντας, με τα χέρια και τα πόδια κομματιασμένα από αναρίθμητα κοψίματα, γεμάτοι λάσπη και αίμα. Οι τελευταίοι, αλλά και πολλοί άντρες από άλλες μονάδες που είχαν μπερδευτεί σωριάστηκαν ο ένας πάνω στον άλλο σαν σε διάζωμα στον τοίχο ενός ναού. Γονάτισα δίπλα στον αφέντη μου, πιέζοντας το βρεγμέ νο κουρέλι σαν επίθεμα στην τρύπα που κάποτε ήταν το μάτι του. Το ύφασμα μούλιασε σαν σφουγγάρι. Στο μέτωπο, όπου ο εχθρός υποχωρούσε άτακτα, οι νι κητές της στιγμής είδαν τον Πολύνεικο όρθιο, μόνο, με τα όπλα σηκωμένα προς τον εχθρό, που το είχε βάλει στα πό δια. Έβγαλε την περικεφαλαία του, που έσταζε αίμα και ιδρώτα, και την απόθεσε θριαμβευτικά πάνω στη γη. «Όχι σήμερα, πουτάνας γιοι!» φώναξε στον εχθρό που έτρεχε. «Όχι σήμερα!»
• 389 •
25 ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟ να πω με βεβαιότητα πόσες φορές εκείνη την πρώτη μέρα κάθε συμμαχικό σύνταγμα πήρε θέ ση στο τρίγωνο που οριζόταν από τα Στενά και το πρόσω πο του βουνού, από τα βράχια της θάλασσας και από το τείχος των Φωκέων. Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι ο αφέντης μου άλλαξε τέσσερις ασπίδες, στις δυο έσπασε το κάτω μέρος του δρύινου πλαισίου από τα απα νωτά χτυπήματα, στην τρίτη βούλιαξε το ορειχάλκινο πλέγ μα, ενώ στην τέταρτη έσπασαν oι λαβές. Δεν ήταν δύσκολο να βρει κανείς άλλες, φτάνει να έσκυβε στο πεδίο της μά χης, τόσα πολλά όπλα ήταν πεταμένα κάτω δίπλα στους νεκρούς ή στους ετοιμοθάνατους ιδιοκτήτες τους. Μεταξύ των δεκάξι αντρών που σκοτώθηκαν από την ενωμοτία του αφέντη μου εκείνη την πρώτη μέρα ήταν και ο Λάμπης, ο Σοοβιάδης, ο Τελαμώνας, ο Σθενέλαος, ο Αρίστωνας και σοβαρά τραυματισμένοι ο Νίκανδρος, ο Μύρωνας, ο Χαρίλαος και ο Βίαντας. Ο Αρίστωνας έπεσε στην τέταρτη και τελική επίθεση, πο λεμώντας εναντίον των Αθανάτων της Μεγαλειότητάς Του. Ο Αρίστωνας ήταν ένας από τους εικοσάρηδες, μια από τις «σπασμένες μύτες» του Πολύνεικου. Η αδελφή του, η Αγά θη, δόθηκε ως σύζυγος στον Αλέξανδρο. Αυτό τους έκανε αδέλφια εξ αγχιστείας. Η ομάδα αποκατάστασης βρήκε το σώμα του Αρίστωνα • 390 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
γύρω στα μεσάνυχτα δίπλα στο τείχος του βουνού. Ο Δημά δης, ο βοηθός του, ήταν ξαπλωμένος πάνω του, με την ασπί δα ακόμα στη θέση της, προσπαθώντας να προστατέψει τον αφέντη του. Και τα δυο του πόδια ήταν κομμένα από ένα σαγκάρι, ένα πολεμικό τσεκούρι. Το κοντάρι ενός εχθρικού δόρατος είχε σπάσει ακριβώς κάτω από την αριστερή ρώγα του στήθους του. Αν και ο Αρίστωνας είχε πάνω από είκοσι τραύματα στο κορμί του, ένα χτύπημα όμως στο κεφάλι, σί γουρα από κάποιου είδους ρόπαλο ή έλκηθρο της μάχης, ήταν αυτό που τον αποτελείωσε, συντρίβοντας κεφάλι και περικεφαλαία μαζί πάνω από τη γραμμή του ματιού. Τα εισιτήρια των νεκρών κρατήθηκαν, όπως συνηθιζόταν, και μοιράστηκαν από τον ιερέα της μάχης, στην περίπτω ση αυτή από τον πατέρα του Αλέξανδρου, τον πολέμαρχο Ολύμπιο. Ο ίδιος ωστόσο σκοτώθηκε από ένα περσικό βέ λος μια ώρα πριν πέσει η νύχτα, λίγο πριν την τελική σύ γκρουση με τους Πέρσες Αθανάτους. Ο Ολύμπιος είχε κα ταφύγει με τους άντρες του στις πολεμίστρες του τείχους, στο προκάλυμμα του φράχτη. Ετοίμαζε τα όπλα του για την τελική επίθεση της ημέρας. Παρ' όλα αυτά, έγραφε στο ημε ρολόγιό του. Τα απείραχτα από τη φωτιά ξύλα τον προστά τευαν, έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Είχε βγάλει την περικεφα λαία και το θώρακα του. Αλλά το βέλος, οδηγημένο από κά ποια κακή μοίρα, πέρασε μέσα από το μοναδικό άνοιγμα που υπήρχε, όχι μεγαλύτερο από το χέρι ενός ανθρώπου. Βρήκε τον Ολύμπιο στο σβέρκο και του έσπασε το νωτιαίο μυελό. Πέθανε μετά από λίγο, χωρίς να ξαναβρεί την ομιλία και τις αισθήσεις του, στην αγκαλιά του γιου του. Έτσι, ο Αλέξανδρος έχασε πατέρα και κουνιάδο μέσα σε ένα απόγευμα. Από τους Σπαρτιάτες τις πιο σοβαρές απώλειες την πρώ τη μέρα τις είχαν οι ιππείς. Από τους τριάντα, οι δεκαεπτά είτε σκοτώθηκαν είτε τραυματίστηκαν τόσο σοβαρά, που δεν • 391 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ήταν σε θέση πια να πολεμήσουν. Ο Λεωνίδας πληγώθηκε έξι φορές, αλλά βγήκε από το πεδίο της μάχης μόνος του. Ο Πολύνεικος πάλι, προς μεγάλη έκπληξη όλων, αν και πολε μούσε όλη μέρα στην πρώτη γραμμή της πιο πολύνεκρης μά χης, είχε μόνο μερικές εκδορές και κοψίματα, που μερικά από αυτά έγιναν κατά λάθος από το δικό του ατσάλι, έτσι καθώς το κουνούσε πέρα δώθε, και των συντρόφων του. Είχε υπο στεί ωστόσο σοβαρό τράβηγμα και στους δυο τένοντες της κνήμης, αλλά και στον αριστερό ώμο, απλώς από τον αγώ να και τις υπερβολικές απαιτήσεις από τη σάρκα σε στιγ μές υπέρτατης ανάγκης. Ο βοηθός του, ο Άκανθος, είχε σκο τωθεί στην προσπάθειά του να τον υπερασπιστεί, ατυχώς σαν τον Ολύμπιο, λίγα λεπτά πριν λήξει η μάχη της ημέρας. Η δεύτερη επίθεση άρχισε το μεσημέρι. Ήταν οι ορεσίβι οι πολεμιστές της Κισσίας. Κανείς από τους συμμάχους δε γνώριζε πού στα κομμάτια ήταν αυτό το μέρος, αλλά, όπου κι αν ήταν, έβγαζε άντρες απίστευτα γενναίους. Η Κισσία, όπως έμαθαν οι σύμμαχοι αργότερα, είναι μια χώρα άγονη και εχθρική, κοντά στη Βαβυλώνα, γεμάτη φαράγγια και δερβένια. Αυτό το σύνταγμα του εχθρού κάθε άλλο παρά φοβήθηκε το πέτρινο τείχος του Καλλίδρομου. Πέρασε αυτό το εμπόδιο με μεγάλες δρασκελιές, σκαρφαλώνοντας πάνω του, με αποτέλεσμα οι πέτρες να κυλούν αδιακρίτως πάνω στα δικά τους στρατεύματα όσο και στα συμμαχικά. Εγώ προσωπικά δεν μπορούσα να δω αυτή τη μάχη απευθείας, γιατί κατά τη διάρκεια αυτής της ανάπαυλας βρισκόμουν πίσω από το τείχος. Φρόντιζα όσο καλύτερα μπορούσα τις πληγές του αφέντη μου και των άλλων αντρών της ενωμοτίας μας και προσπαθούσα να καλύψω τις ανάγκες τους αλ λά και τις δικές μου. Μπορούσα όμως να την ακούσω. Νό μιζες ότι γκρεμιζόταν όλο το βουνό. Από ένα σημείο, από κει που ήταν ο Διηνέκης και ο Αλέξανδρος, στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών, εκατό πόδια πίσω από το τείχος, μπορούσα• 392 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
με να δούμε τις έτοιμες μονάδες, αυτή τη φορά τους Μαντινείς και τους Αρκάδες, να ξεχύνονται στις επάλξεις του τεί χους κι από εκεί να εκτοξεύουν δόρατα, ακόντια, ακόμα και βράχους πάνω στους εισβολείς, οι οποίοι, πάνω στον ενθου σιασμό του θριάμβου που πίστευαν ότι είχαν στο χέρι, έβγα ζαν ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό που σου έκοβε το αίμα, κά τι σαν «Ελελελελέ». Οι Θηβαίοι, όπως μάθαμε αργότερα, ήταν αυτοί που απώ θησαν την επίθεση των Κισσίων. Οι πολεμιστές των Θηβών κρατούσαν τη δεξιά πτέρυγα, όπως είδαν οι σύμμαχοι, κα τά μήκος της απόκρημνης ακτής. Ο αρχηγός τους, ο Λεο ντιάδης, και οι επίλεκτοι μαχητές που πολεμούσαν στο πλευρό του κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ρωγμή στο πλήθος των εχθρών, γύρω στα σαράντα πόδια από τα βρά χια. Οι Θηβαίοι όρμησαν ανάμεσά τους και άρχισαν να απω θούν τους αποκομμένους στοίχους του εχθρού, γύρω στις είκοσι σειρές, προς τον γκρεμό. Για άλλη μια φορά το βάρος της πανοπλίας των συμμάχων αποδείχτηκε ακατανίκητο. Το δεξί του εχθρού υποχώρησε κάτω από την πίεση των συ ντρόφων τους που είχαν εγκαταλείψει. Κατρακύλησαν στη θάλασσα, όπως έγινε κατά την υποχώρηση των Μήδων προ σπαθούσαν να κρατηθούν από τις περισκελίδες, τις ζώνες και, τέλος, από τους αστραγάλους των συντρόφων τους, πα ρασύροντας κι αυτούς μαζί τους. Η συντριβή ήταν μαζική και γρήγορη και επιτεινόταν ακόμα πιο πολύ από το φοβε ρό τρόπο με τον οποίο χανόταν ο σκοτωμένος, που είτε κα τρακυλούσε ογδόντα και εκατό πόδια, με αποτέλεσμα να τσακιστεί πάνω στα βράχια, ή, αν γλίτωνε από αυτό, έπε φτε με την πανοπλία στη θάλασσα. Κι από κει που ήμαστε ακόμα, σε απόσταση πάνω από ένα στάδιο από τη δίνη της μάχης, ακούγαμε καθαρά τις κραυγές των αντρών που γκρε μοτσακίζονταν. Οι Σάκες ήταν το επόμενο έθνος που επέλεξε ο Ξέρξης • 393 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
να επιτεθεί στους συμμάχους. Τούτοι, πάλι, συγκεντρώθη καν κάτω από τα Στενά γύρω στο μεσημέρι. Ήταν καμπίσιοι και βουνίσιοι, πολεμιστές από τα ανατολικά της αυτο κρατορίας και οι πιο γενναίοι από όσους αντιμετώπισαν οι σύμμαχοι. Πολεμούσαν με τσεκούρια και για ένα διάστημα προκάλεσαν τις πιο βαριές απώλειες στους Έλληνες. Στο τέ λος ωστόσο το ίδιο τους το θάρρος ήταν η καταστροφή τους. Δε διαλύθηκαν, ούτε πανικοβλήθηκαν ορμούσαν απλώς κα τά κύματα, γαντζώνονταν από τα πεσμένα κορμιά των αδελ φών τους για να ριχτούν, θαρρείς κι επιζητούσαν το θάνα τό τους, πάνω στις ασπίδες και στις σιδερένιες αιχμές των ελληνικών κονταριών. Απέναντι στους Σάκες παρατάχθηκαν πρώτα οι Μυκηναίοι, οι Κορίνθιοι και οι Φλιάσιοι, με τους Σπαρτιάτες, τους Τεγεάτες και τους Θεσπιείς έτοιμους να επέμβουν. Οι τελευταίοι μπήκαν στη μάχη σχεδόν αμέσως, καθώς οι Μυκηναίοι και οι Κορίνθιοι αναλώθηκαν στο μύ λο του θανάτου και απόκαμαν τόσο, που ήταν αδύνατο να συνεχίσουν. Αλλά και οι εφεδρικές δυνάμεις λύγισαν από την κούραση και χρειάστηκε να πάρουν μια ανάσα από την τρίτη εναλλακτική μονάδα των Ορχομενίων και άλλων Αρκάδων, οι οποίοι πριν λίγο είχαν βγει από την προηγούμε νη μάχη και ίσα που πρόλαβαν να δαγκώσουν ένα ξερό πα ξιμάδι και να κατεβάσουν μια γουλιά κρασί. Την ώρα που έσπασαν οι Σάκες ο ήλιος ήταν για τα κα λά πάνω από το βουνό. Όλη η «ορχήστρα» ήταν πια στη σκιά, έμοιαζε με χωράφι οργωμένο από τα βόδια του Αδη. Ούτε μια σπιθαμή γης δεν παρέμενε ανέπαφη και δίχως ρωγμή. Η σκληρή σαν πέτρα γ η , ποτισμένη από το αίμα, τα ούρα και τα βρόμικα υγρά που είχαν χυθεί από τα εντόσθια των σφαγμένων και κατακρεουργημένων αντρών, ήταν τό σο βαθιά σκαμμένη σε μερικά σημεία, που έφτανε μέχρι την κνήμη ενός ανθρώπου. Υπάρχει μια ιερή πηγή αφιερωμένη στην Περσεφόνη δίπλα στη θύρα εξόδου του στρατοπέδου • 394 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
των Λακεδαιμονίων, όπου το πρωί, αμέσως μετά την από κρουση της μηδικής εφόδου, οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς είχαν καταρρεύσει από κούραση και θρίαμβο. Εκείνη την πρώτη στιγμή της σωτηρίας, όσο προσωρινή κι αν ήξεραν ότι ήταν, ένα κύμα υπέρτατης χαράς είχε απλωθεί σε όλο το στρατόπεδο των συμμάχων. Πάνοπλοι άντρες στέκονταν ο ένας αντίκρυ στον άλλο και τσούγκριζαν τις ασπίδες τους, για το κέφι τους και μόνο, σαν παιδιά που χαίρονται να ακούνε το θόρυβο του ορείχαλκου πάνω στον ορείχαλκο. Είδα δυο Φλιάσιους πολεμιστές να στέκονται πρόσωπο με πρόσωπο και να χτυπούν με τις γροθιές ο ένας τον ώμο του άλλου, ενώ δάκρυα χαράς κυλούσαν στα πρόσωπά τους. Άλλοι, πάλι, χοροπηδούσαν και χόρευαν. Ένας Φλιάσιος πο λεμιστής αρπάχτηκε από τη γωνιά του πυργίσκου και άρ χισε να κοπανάει το κεφάλι του στην πέτρα, μπαμ, μπαμ, μπαμ, σαν τρελός. Άλλοι κυλιόνταν στο έδαφος σαν τα άλο γα πάνω στην άμμο. Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά τους, που δεν μπορούσαν να την εκδηλώσουν με άλλο τρόπο. Ταυτόχρονα, ένα δεύτερο κύμα συγκίνησης διέτρεξε το στρατόπεδο. Αυτό της ευσέβειας. Άντρες αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο, κλαίγοντας με δέος μπροστά στους θεούς. Ευχα ριστήριες προσευχές αναπέμπονταν από ευσεβείς καρδιές και κανείς δεν ντρεπόταν γι' αυτό. Σε όλη την έκταση του στρατοπέδου έβλεπες πολεμιστές γονατιστούς να παρακα λούν, άλλους να σχηματίζουν κύκλους με τα χέρια ενωμέ να, ομάδες τριών και τεσσάρων ατόμων αγκαλιασμένων από τους ώμους, άντρες γονατιστούς δυο δυο μαζί και πα ντού μεμονωμένα άτομα πεσμένα στη γη να προσεύχονται. Τώρα, μετά από επτά ώρες μάχης, τίποτε από όλα αυτά δεν έβλεπε κανείς. Οι άντρες κοίταζαν με ανέκφραστα μάτια την ανασκαμμένη πεδιάδα. Σε τούτο το χωράφι του θανά του ήταν σπαρμένη ολόκληρη συγκομιδή από κουφάρια και ασπίδες, κομματιασμένες πανοπλίες και σπασμένα όπλα, σε • 395 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦ1ΛΝΤ
τόσο μεγάλη ποσότητα, που ο νους δεν μπορεί να χωρέσει το μέγεθός της, ούτε οι αισθήσεις να την αντιληφθούν. Οι αμέ τρητοι τραυματίες βογκούσαν και φώναζαν, σφάδαζαν ανά μεσα σε σωρούς από χέρια και πόδια και κομμένα ανθρώπι να κομμάτια, τόσο μπερδεμένα, που ήταν αδύνατο να δια κρίνεις έναν ολόκληρο άνθρωπο. Το όλο θέαμα θύμιζε τέρας με χιλιάδες μέλη, κάποιο τρομερό θηρίο ξαπλωμένο στην κομματιασμένη γη, που τώρα στράγγιζε από κάθε υγρό του κορμιού του, ξαναγυρίζοντας στη χθόνια ρωγμή που το είχε γεννήσει. Κατά μήκος του προσώπου του βουνού η πέτρα γυάλιζε κατακόκκινη μέχρι εκεί που έφτανε το γόνατο. Τα πρόσωπα των συμμάχων πολεμιστών είχαν μεταμορ φωθεί σε άμορφες μάσκες θανάτου. Μάτια ανέκφραστα κοι τούσαν μέσα από τις κόγχες, θαρρείς και η θεϊκή δύναμη, ο δαίμονας, τα είχε σβήσει σαν λάμπα και τα είχε αντικατα στήσει με μια απερίγραπτη κούραση, με ένα βλέμμα γυμνό από αισθήματα, το άδειο βλέμμα του Άδη. Στράφηκα στον Αλέξανδρο· φαινόταν τουλάχιστον πενήντα ετών. Στον κα θρέφτη των ματιών του είδα το δικό μου πρόσωπο και μου ήταν αδύνατο να το αναγνωρίσω πια. Ένας θυμός ενάντια στον εχθρό, που δεν υπήρχε πριν, ξεσηκώθηκε τώρα. Δεν ήταν μίσος, μάλλον μια άρνηση για οίκτο. Η βασιλεία της αγριότητας άρχισε. Πράξεις γεμάτες βαρβαρότητα που μέχρι πριν λίγο ήταν αδιανόητες περνού σαν τώρα από το νου των αντρών και τις ασπάζονταν χω ρίς δεύτερη κουβέντα. Το θέατρο του πολέμου, η δυσωδία και το θέαμα ενός τέτοιου μακελειού είχαν τόσο πολύ κα τακλύσει τις αισθήσεις με τρόμο, που το μυαλό είχε νεκρώ σει και είχε γίνει αναίσθητο. Η διαστροφή ήταν τόση, που λαχταρούσε τώρα τούτες τις πράξεις, και μάλιστα ποθούσε να τις πολλαπλασιάσει. Όλοι ήξεραν ότι η επόμενη επίθεση θα ήταν η τελευταία της ημέρας. Το παραπέτασμα της νύχτας Θα ανέβαλλε τη • 396 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σφαγή για την επομένη. Ήταν επίσης ξεκάθαρο ότι όποια δύναμη έριχνε ο εχθρός στη μάχη την επομένη θα ήταν η κα λύτερη, η αφρόκρεμα που κρατούσε γι' αυτή την ώρα. Την ώρα που οι Έλληνες θα ήταν εξουθενωμένοι από την κού ραση και δε θα είχαν την παραμικρή ελπίδα να αντικατα σταθούν από νέα στρατεύματα. Ο Λεωνίδας, που είχε να κοιμηθεί πάνω από σαράντα ώρες, τριγύριζε στις γραμμές των πολεμιστών, μάζευε τους άντρες κάθε συμμαχικής μο νάδας και τους μιλούσε προσωπικά. «Να θυμάστε, αδέλφια: Η τελική μάχη είναι το παν. Ό,τι πετύχαμε μέχρι σήμερα θα χαθεί αν δεν το προφυλάξουμε τώρα, στο τέλος. Πολεμήστε όπως δεν έχετε πολεμήσει ξανά». Στα διαλείμματα ανάμεσα στις τρεις πρώτες επιθέσεις κάθε πολεμιστής που ετοιμαζόταν για την επόμενη σύ γκρουση είχε βαλθεί να καθαρίσει το εξωτερικό μέρος της ασπίδας και της περικεφαλαίας, για να ξαναπροβάλει στον εχθρό την αστραφτερή επιφάνεια του ορείχαλκου, που έσπερνε τον τρόμο. Καθώς ο μύλος του θανάτου συνέχιζε το άλεσμα όλη μέρα, αυτή η νοικοκυρίστικη δουλειά απο δείχτηκε τελικά δίχως νόημα, καθώς κάθε ρόζος και επί στρωση της ασπίδας είχαν πάνω τους πάρα πολύ αίμα και χώμα, λάσπη και περιττώματα, ιστούς, σάρκα, μαλλιά και πηγμένο αίμα, ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς. Εξάλ λου, οι άντρες ήταν πολύ κουρασμένοι. Δε νοιάζονταν πια. Ο Διθύραμβος, ο Θηβαίος αρχηγός, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, διέταξε τους άντρες του να σταματήσουν το γυάλισμα των ασπίδων τους και, αντίθετα, να τις βάψουν και να τις περάσουν, όπως και τις πανοπλίες τους, με ακό μα περισσότερο αίμα. Ο Διθύραμβος, αρχιτέκτονας στο επάγγελμα και επ' ουδενί λόγω επαγγελματίας στρατιώτης, είχε δείξει τόσο εκ πληκτικό θάρρος όλη την ημέρα, που το έπαθλο της ανδρεί ας θα ήταν σίγουρα δικό του διά βοής. Η γενναιότητά του • 397 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τον κατέτασσε δεύτερο, μόνο μετά το Λεωνίδα, σε κύρος ανάμεσα στους άντρες. Ο Διθύραμβος τώρα στάθηκε στο ξέ φωτο για να τον βλέπουν όλοι οι άντρες και άρχισε να αλεί φει την ασπίδα του, που ήταν ήδη μαύρη από το ξεραμένο αίμα, με ακόμα πιο πολύ πηγμένο αίμα και έντερα και φρέ σκο υγρό. Οι σύμμαχοι με τη σειρά, οι Θεσπιείς, οι Τεγεάτες και οι Μαντινείς,τον μιμήθηκαν αμέσως. Μόνο οι Σπαρ τιάτες απείχαν, όχι από λεπτότητα ή ανθρωπιά, απλώς επει δή υπάκουαν στους δικούς τους νόμους για τον πόλεμο, που τους πρόσταζαν να συνεχίσουν χωρίς διακοπή στις συ νηθισμένες τους δουλειές και ασκήσεις. Ο Διθύραμβος τώρα διέταξε τους βοηθητικούς και τους υπηρέτες να πάνε στις θέσεις τους, να πάψουν να καθαρί ζουν το έδαφος από τα πτώματα του εχθρού. Κατόπιν έστει λε τους άντρες του στο στίβο με διαταγές να στοιβάξουν τα πτώματα έτσι ώστε να φαίνονται καθαρά, με όσο πιο τρο μακτικό τρόπο γινόταν, για να παρουσιάσουν στο επόμενο κύμα του εχθρού, που οι σάλπιγγες του ακούγονταν ήδη κο ντά στα Στενά, το πιο φοβερό, το πιο ανατριχιαστικό θέαμα που γινόταν. «Αδέλφια και σύμμαχοι, ωραία μου σκυλιά από το φοβε ρό Άδη!» είπε στους πολεμιστές ενώ πηγαινοερχόταν μπρο στά στις γραμμές χωρίς περικεφαλαία. Η δυνατή φωνή του έφτανε ακόμα και σε κείνους που ήταν πάνω στο τείχος και συγκεντρώνονταν ακριβώς από πίσω του. «Το επόμενο κύ μα θα είναι το τελευταίο της ημέρας. Ετοιμάστε τα μπαλά κια σας, άντρες, για την τελική μεγάλη προσπάθεια. Ο εχθρός πιστεύει ότι είμαστε εξουθενωμένοι και προσδοκά να μας στείλει στον Κάτω Κόσμο με τη σφοδρή επίθεση των ξεκού ραστων στρατευμάτων του. Αυτό που δεν ξέρει είναι ότι εί μαστε ήδη εκεί. Περάσαμε τη γραμμή πριν από ώρες». Έδει ξε τα Στενά και το χαλί του τρόμου. «Βρισκόμαστε ήδη στον Αδη. Είναι το σπίτι μας!» • 398 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Μια χαρούμενη κραυγή ξέφυγε από τη γραμμή, που κα λύφθηκε από άγριες βλαστήμιες και τρομακτικά γέλια. «Να θυμάστε, άντρες» συνέχισε ο Διθύραμβος ακόμα πιο δυνατά «ότι αυτό το επόμενο κύμα των γαμιόληδων Ασια τών δε μας έχει δει ακόμα. Για σκεφτείτε τι ξέρουν για μας. Ξέρουν ότι τρία από τα δυνατότερα έθνη τους όρμησαν ενα ντίον μας με τ' αρχίδια τους και γύρισαν χωρίς αυτά. »Και σας λέω με σιγουριά: Δεν είναι ξεκούραστοι. Κά θονταν στα καρφιά όλη μέρα, βλέποντας τους συμμάχους τους να γυρίζουν πίσω κομματάκια από μας. Πιστέψτε με, η φαντασία τους δεν παρέμεινε αδρανής. Κάθε άντρας έχει δει ήδη το κεφάλι του κομμένο από το σβέρκο, τ' άντερα του χυ μένα στο χώμα και το πουλί του μαζί με τα μπαλάκια του να κουνιούνται μπροστά του στη μύτη ενός ελληνικού κονταριού! Δεν είμαστε εμείς οι κουρασμένοι, αυτοί είναι!». Καινούριες φωνές και φασαρία ακούστηκαν από τους συμμάχους, εκτός από τους Σπαρτιάτες, ενώ οι Θεσπιείς στο πεδίο της μάχης συνέχιζαν να σφάζουν. Κοίταξα το Διηνέκη, που τα έβλεπε όλα αυτά με βλέμμα βλοσυρό. «Μα τους θεούς» είπε «τα πράγματα όσο πάνε κι αγρι εύουν εκεί πέρα». Είδαμε τους Σπαρτιάτες ιππείς, οδηγούμενοι από τον Πολύνεικο και το Δωριέα, να παίρνουν τις θέσεις τους γύρω από το Λεωνίδα στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Τώρα ένας σκοπός ήρθε τρέχοντας από το προωθημένο φυλάκιο. Ήταν το Κυνηγόσκυλο, ο Σπαρτιάτης Σκιρίτης. Έτρεξε κα τευθείαν στο Λεωνίδα και του έδωσε την αναφορά του. Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα: Το επόμενο κύμα θα ήταν η ίδια η φρουρά του Ξέρξη, οι Αθάνατοι. Οι Έλληνες γνώριζαν ότι περιλάμβανε τους καλύτερους πολεμιστές της Μεγαλειότη τάς Του, το άνθος της περσικής αριστοκρατίας, πρίγκιπες που μάθαιναν από γεννησιμιού τους «να τραβούν το τόξο και να λένε την αλήθεια». 399
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν δέκα χιλιάδες, ενώ οι Έλλη νες είχαν λιγότερους από τρεις χιλιάδες άντρες ικανούς να πολεμήσουν. Οι Αθάνατοι, το γνώριζαν όλοι, είχαν πάρει το όνομά τους από ένα έθιμο των Περσών να αντικαθιστούν αμέσως κάθε βασιλικό φρουρό που πέθαινε ή αποχωρούσε, έτσι ώστε ο αριθμός των επίλεκτων του Ξέρξη να είναι πά ντα δέκα χιλιάδες. Αυτό το επίλεκτο σώμα φάνηκε τώρα στο λαιμό των Στε νών. Δε φορούσαν περικεφαλαίες, αλλά τιάρες, μαλακά κα λύμματα της κεφαλής σε σχήμα κωνικό, με ένα μεταλλικό στέμμα στην κορυφή που άστραφτε σαν χρυσάφι. Αυτές οι μισές περικεφαλαίες δε διέθεταν κάλυμμα για τ' αυτιά, το λαιμό ή το σαγόνι και άφηναν το πρόσωπο και το λαιμό εντελώς εκτεθειμένα. Οι πολεμιστές φορούσαν σκουλαρίκια. Μερικοί είχαν βάψει τα πρόσωπα τους, είχαν βάλει κολ στα μάτια και κοκκινάδι στα μάγουλα σαν γυναίκες. Παρ' όλα αυτά, ήταν υπέροχοι, επιλεγμένοι όχι μόνο, όπως ήξεραν οι Έλληνες, για την ανδρεία τους και επειδή ανήκαν στην τάξη των ευγενών αλλά και για το ύψος τους και την αρρενωπότητά τους επίσης. Κάθε άντρας φαινόταν πιο εντυπωσιακός από το διπλανό του. Φορούσαν μεταξωτούς χιτώνες με μα νίκια, σε πορφυρό χρώμα, μια πανοπλία που θύμιζε λέπια ψαριού και αναξυρίδες και στα πόδια μπότες από δέρμα ελαφιού που έφταναν μέχρι την κνήμη. Τα όπλα τους ήταν το τόξο, ένα γιαταγάνι στη ζώνη, το κοντό περσικό δόρυ, ενώ οι ασπίδες τους, όπως των Μήδων και των Κισσίων, κάλυ πταν όλο το σώμα και ήταν φτιαγμένες από λυγαριά. Αλ λά το πιο εκπληκτικό απ' όλα ήταν η ποσότητα των χρυσών στολιδιών που κουβαλούσε πάνω του κάθε Αθάνατος με τη μορφή καρφιτσών και βραχιολιών, φυλαχτών και στολιδιών. Ο διοικητής τους, ο Υδάρνης, προχωρούσε μπροστά, ο μό νος έφιππος αντίπαλος που είχαν δει μέχρι τώρα οι σύμμα χοι. Η τιάρα του ήταν μυτερή σαν βασιλικό στέμμα και τα • 400 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μάτια του άστραφταν κάτω από τα βαμμένα ματόκλαδά του. Το άλογό του είχε τρομάξει και αρνιόταν να προχωρή σει στο σάρκινο χορτάρι των πτωμάτων. Ο εχθρός παρατά χθηκε σε σειρές πιο κάτω από τα Στενά. Η πειθαρχία τους ήταν τέλεια. Ήταν άψογοι. Ο Λεωνίδας τώρα προχώρησε μπροστά για να μιλήσει στους συμμάχους. Επιβεβαίωσε αυτό που κάθε Έλληνας πο λεμιστής συμπέρανε από μακριά, ότι η μεραρχία του εχθρού που προχωρούσε ήδη εναντίον τους ήταν, πράγματι, οι Αθά νατοι του Ξέρξη και ότι ο αριθμός τους, απ' ό,τι μπορούσε να κρίνει με το μάτι, ήταν πράγματι δέκα χιλιάδες. «Κανονικά, φίλοι μου» είπε ο Λεωνίδας με δυνατή φωνή «η προοπτική να αντιμετωπίσουμε τους καλύτερους άντρες όλης της Ασίας θα έπρεπε να μας τρομάζει. Αλλά σας ορκί ζομαι ότι αυτή η μάχη θα σηκώσει τη λιγότερη σκόνη απ' όλες». Ο βασιλιάς χρησιμοποίησε τη λέξη ακονιτί, η οποία χρη σιμοποιείται συνήθως στην πάλη, στην πυγμαχία και στο πα γκράτιο. Όταν ένας νικητής ξεφορτώνεται τον αντίπαλό του τόσο γρήγορα, που κατά τη διάρκεια του αγώνα δε σηκώνε ται καθόλου σκόνη στο στίβο, λένε ότι θριάμβευσε ακονιτί. «Ακούστε» συνέχισε ο Λεωνίδας «και θα σας πω το για τί. Ο στρατός που στέλνει τώρα ο Ξέρξης εναντίον μας είναι για πρώτη φορά περσικό αίμα. Διοικητές τους είναι συγγε νείς του ίδιου του βασιλιά. Έχει αδέλφια ανάμεσα τους, ξα δέλφια και θείους και εραστές, αξιωματικούς της γενιάς του, που η ζωή τους είναι πολύτιμη γι' αυτόν και δεν εξαγοράζε ται με τίποτα. Τον βλέπετε εκεί πέρα, πάνω στο θρόνο του; Τα έθνη που έστειλε μέχρι τώρα εναντίον μας ήταν χώρες υποτελείς, απλά δόρατα για έναν τέτοιο δεσπότη, που δεν υπολογίζει καθόλου τη ζωή τους. Όμως αυτοί» —ο Λεωνί δας έδειξε πέρα από τα Στενά, εκεί όπου ο Υδάρνης και οι Αθάνατοι παρατάσσονταν τώρα— «αυτοί είναι πολύτιμοι • 401 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
για κείνον. Αυτούς τους αγαπά. Ο θάνατός τους θα τον κά νει να νιώσει σαν να δέχτηκε ένα κοντάρι στα σπλάχνα. »Να θυμάστε ότι αυτή η μάχη στις Θερμοπύλες δεν εί ναι η μόνη που ήρθε να δώσει ο Ξέρξης. Προσδοκά πολ λούς ακόμα σπουδαίους αγώνες, στην καρδιά της Ελλάδας, εναντίον κυρίως του στρατού μας, και επιθυμεί γι' αυτές τις συγκρούσεις να έχει στη διάθεση του το άνθος του στρατού του, τους άντρες που βλέπετε τώρα μπροστά σας. Θα είναι φειδωλός σήμερα με τις ζωές τους, σας το υπόσχομαι. »Όσο για τον αριθμό τους, είναι δέκα χιλιάδες κι εμείς τρεις. Αλλά κάθε άντρα που θα σκοτώνουμε θα είναι σαν ένα σύνταγμα για το βασιλιά τους. Αυτοί οι πολεμιστές είναι χρυσάφι γι' αυτόν, που το μαζεύει και το φυλάει σαν τα μά τια του μέσα στο θησαυροφυλάκιό του. »Σκοτώστε χίλιους και οι υπόλοιποι θα σπάσουν. Χίλιους και ο αφέντης τους θα αποσύρει τους υπόλοιπους. Θα το κάνετε αυτό για μένα, άντρες; Μπορούν τρεις από σας να σκοτώσουν έναν από δαύτους; Μπορείτε να μου δώσετε χί λιους;».
• 402 •
26 Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ TOΥ μπορεί να κρίνει καλύτερα πόσο ακρι βής ήταν η πρόβλεψη του Λεωνίδα. Θέλω να παρατηρήσω απλώς για την καταγραφή και μόνο ότι το σκοτάδι βρήκε τους Αθανάτους σε άτακτη υποχώρηση, μετά από τις δια ταγές της Μεγαλειότητάς Του, όπως είχε προβλέψει ο Λε ωνίδας, αφήνοντάς τους τσακισμένους και ετοιμοθάνατους πάνω στην «ορχήστρα» των Στενών. Πίσω από το τείχος των συμμάχων επικρατούσε το ίδιο τρομακτικό σκηνικό. Μια νεροποντή είχε μουσκέψει το στρα τόπεδο λίγο μετά αφότου έπεσε η νύχτα, σβήνοντας τις ελά χιστες φωτιές που απέμεναν, αφού κανείς δεν τις πρόσεχε. Όλες οι φροντίδες των βοηθών, των υπηρετών και των συ ντρόφων είχαν στραφεί στους τραυματισμένους και στους ακρωτηριασμένους. Ποτάμια από πέτρες και λάσπη είχαν πέσει στο πάνω στρατόπεδο από τις κατολισθήσεις του Καλλίδρομου. Σ' αυτή τη βρεγμένη έκταση σφαγμένοι και ζω ντανοί κείτονταν ο ένας πάνω στον άλλο, πολλοί με την πα νοπλία ακόμα. Ο ύπνος των εξουθενωμένων αντρών ήταν τό σο βαθύς, που δύσκολα ξεχώριζες τους ζωντανούς από τους νεκρούς. Όλα ήταν μούσκεμα και λασπωμένα. Τα αποθέμα τα για την περιποίηση των τραυματισμένων είχαν εξαντλη θεί προ πολλού. Οι σκηνές των λουσμένων που είχε επιτά ξει η εμπροσθοφυλακή των Σκιριτών για καταφύγια φάνη καν χρήσιμες για δεύτερη φορά, αφού το λινό τους χρησι• 403 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μοποιήθηκε για επιθέματα. Η δυσωδία του αίματος και των νεκρών ήταν τόσο έντονη και τρομακτική, ώστε τα γαϊδού ρια που μετέφεραν τις προμήθειες γκάριζαν όλη νύχτα και δεν μπορούσαν να ησυχάσουν. Υπήρχε κι ένα τρίτο αστρατολόγητο μέλος στο σύνταγμα των συμμάχων, ένας εθελοντής, εκτός από τον παράνομο Σφαιρέα και τη Στύγα, τη σκύλα. Ήταν ένας έμπορος από τη Μίλητο, Ελεφαντίνος το όνομά του, που το χαλασμένο του κάρο έτυχε να βρεθεί στο δρόμο των συμμάχων καθώς διέσχιζαν τη Δωρίδα, μια μέρα πριν φτάσουν στις Θερμο πύλες. Αυτός ο άνθρωπος, παρά την κακοτυχία του, είχε διατηρήσει το κέφι του και μοιραζόταν το φαγητό του, κά τι πράσινα μήλα, με το κουτσό γάΐδουράκι του. Στο μπρο στινό μέρος του κάρου υψωνόταν μια παντιέρα ζωγραφι σμένη με το χέρι, που διαφήμιζε την καλή του διάθεση και τις προθέσεις. Η επιγραφή υποτίθεται ότι δήλωνε: «Η καλύ τερη υπηρεσία μόνο για σένα, φίλε μου». Ο ακονιστής ωστό σο είχε κάνει λάθος σε αρκετές λέξεις, κυρίως το «φίλος», που το χέρι του είχε γράψει ως φίμος, ο δωρικός όρος για τη στένωση της πέτσας που καλύπτει το αντρικό μέλος. Η πα ντιέρα του κάρου, λοιπόν, διαλαλούσε χοντρικά το εξής: Η καλύτερη υπηρεσία μόνο για σένα, ακροποσθία μου. Το ξεδιάντροπο τούτο ποιηματάκι έκανε τον τύπο προς στιγμή διάσημο. Αρκετοί βοηθητικοί πήγαν να του παρα σταθούν κι ο έμπορος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για την ευγένεια τους. «Και για πού το 'βαλε αυτός ο υπέροχος στρατός, αν επιτρέπεται;» «Να πεθάνει για την Ελλάδα» αποκρίθηκε κάποιος. «Αυτό είναι υπέροχο!» Κατά τα μεσάνυχτα ο ακονιστής παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο. Είχε ακολουθήσει τη φά λαγγα μέχρι τις Θερμοπύλες. Τον καλωσόρισαν με ενθου404
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σιασμό. Η ειδικότητα του ήταν να τροχίζει την κόψη του ατσαλιού, και σ' αυτό, όπως είπε, δεν είχε ταίρι. Ακόνιζε χρόνια ολόκληρα δρεπάνια για τους αγρότες και τσεκούρια για τις νοικοκυρές. Ήξερε πώς να κάνει ακόμα κι ένα ασήμαντο μυστρί να αποκτήσει κόψη και επιπλέον, ορκίστηκε, θα πρό σφερε τις υπηρεσίες του στο στρατό για να ανταποδώσει την καλοσύνη που του έδειξαν στη δημοσιά. Ο άνθρωπος αυτός χρησιμοποιούσε μια έκφραση την οποία πρόσθετε στην κουβέντα του όποτε ήθελε να δώσει έμ φαση σε κάτι. «Το πρόσεξες αυτό!» έλεγε, αν και με τη βα ριά ιωνική προφορά του ακουγόταν ως «του πρόσεξ' τούτο». Αυτή η φράση υιοθετήθηκε αμέσως με μεγάλο ενθουσια σμό από ολόκληρο το στρατό. «Πάλι τυρί και κρεμμύδια, του πρόσεξ' τούτο!» «Διπλά γυμνάσια όλη μέρα, του πρόσεξ' τούτο!» Ένας από τους δύο Λέοντες στην ενωμοτία του Διηνέκη, αυτός που την είχε... γαϊδουρινή, τάραξε τον έμπορο τα ξη μερώματα της επόμενης μέρας, κουνώντας μπροστά στα νυ σταγμένα ακόμα μάτια του μια εντυπωσιακή στύση. «Τού το το λένε "φίμος", του πρόσεξ' τούτο;» Ο έμπορος έγινε κάτι σαν γούρι, σαν φυλαχτό για το στρατό. Η παρουσία του ήταν καλοδεχούμενη σε κάθε φ ω τιά, όλοι επιζητούσαν τη συντροφιά του, νέοι και παλαίμα χοι. Τον θεωρούσαν παραμυθά και καλό σύντροφο, χωράτατζή και φίλο. Την αυγή της πρώτης μέρας της σφαγής ο έμπορος χρί στηκε ανεπίσημος εξομολογητής των νέων πολεμιστών, στους οποίους τις δύο τελευταίες μέρες φερόταν σαν να ήταν γιοι του. Πέρασε όλη τη νύχτα δίπλα στους τραυματίες, προσφέ ροντας κρασί και νερό και ένα χέρι παρηγορητικό. Διπλα σίασε την ασυνήθιστη ευθυμία του. Διασκέδαζε τους ακρω τηριασμένους και τους πληγωμένους με πρόστυχες ιστορίες από τα ταξίδια του, αναποδιές, αποπλανήσεις νοικοκυρών, • 405 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
κλεψιές και ξυλοδαρμούς που είχε υποστεί στο δρόμο. Είχε οπλιστεί κι αυτός επίσης από τα περισσευούμενα όπλα. Αύ ριο θα κάλυπτε ένα κενό. Πολλοί βοηθητικοί, ελεύθεροι από τους αφέντες τους, είχαν αναλάβει τον ίδιο ρόλο. Όλη νύχτα τα καμίνια μούγκριζαν. Τα σφυριά των σιδη ρουργών και των μεταλλοτεχνιτών ηχούσαν ακατάπαυστα, επισκευάζοντας ακόντια και λεπίδες σπαθιών. Ακόμη, αφαι ρούσαν τον ορείχαλκο για να βάλουν καινούρια εξωτερική επένδυση στις ασπίδες. Ταυτόχρονα, οι επισκευαστές και οι μαραγκοί, με τη βοήθεια των τροχών, έφτιαχναν καινού ρια κοντάρια και λαβές ασπίδων για την επομένη. Οι σύμ μαχοι μαγείρευαν το φαγητό τους σε φωτιές που άναβαν από τα πεταμένα βέλη και τα σπασμένα δόρατα του εχθρού. Οι κάτοικοι του χωριού Αλπηνοί, που μια μέρα νωρίτερα πουλούσαν τα προϊόντα τους έναντι αμοιβής, τώρα, βλέπο ντας τη θυσία των υπερασπιστών των Στενών, χάρισαν τα εμπορεύματα και τα τρόφιμά τους και έσπευσαν με κάρα και χειροκίνητα αμαξάκια να φέρουν κι άλλα. Πού ήταν όμως οι ενισχύσεις; Θα έρχονταν άραγε ποτέ; Ο Λεωνίδας, που κατάλαβε ότι αυτό το θέμα απασχολού σε το στρατό, απέφυγε να συγκαλέσει πολεμικό συμβούλιο και κυκλοφορούσε ανάμεσα στους άντρες, συζητώντας με τους διοικητές τους διάφορα θέματα που τους απασχολού σαν. Είχε στείλει κι άλλους δρομείς στις πόλεις, με περισσό τερες εκκλήσεις για βοήθεια. Οι πολεμιστές είχαν προσέξει ότι διάλεγε πάντα τους νεότερους. Το έκανε επειδή ήταν γρηγορότεροι στα πόδια ή μήπως ο βασιλιάς ήθελε να σώ σει όσους είχαν πολλά ακόμα χρόνια μπροστά τους; Οι σκέψεις κάθε στρατιώτη τώρα στρέφονταν προς την οι κογένειά του, σε κείνους στην πατρίδα που αγαπούσε η καρ διά του. Άντρες εξουθενωμένοι, τρέμοντας σύγκορμοι, χάρα ζαν γράμματα σε γυναίκες και παιδιά, μητέρες και πατέρες. Τα περισσότερα μηνύματα ήταν απλώς γρατσουνίσματα πά406
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νω σε πανί ή δέρμα, σε κομμάτια από κεραμικό και ξύλο. Τα γράμματα ήταν τελευταίες επιθυμίες και διαθήκες, αποχαι ρετιστήρια λόγια. Είδα τη σακούλα με τα γράμματα ενός δρομέα που ετοιμαζόταν να φύγει. Ήταν ένα σύμφυρμα από τυλιγμένα χαρτιά, πινακίδια από κερί, κομμάτια από κερα μίδια, ακόμα και λωρίδες από κετσέ που είχαν σκίσει από τα καλύμματα των περικεφαλαίων. Πολλοί πολεμιστές έστελ ναν φυλαχτά που θα αναγνώριζαν οι αγαπημένοι τους, ένα γούρι που κρεμόταν από το πλαίσιο της ασπίδας, ένα τυχε ρό νόμισμα περασμένο μέσα σε μια ταινία για το λαιμό. Με ρικά από αυτά περιείχαν χαιρετισμούς — «Στην αγαπημένη μου Άμαρη».... «Στη Δηλιάδα από το Θεαγένη, με αγάπη». Άλλα, πάλι, δεν περιείχαν κανένα όνομα. Ίσως οι δρομείς κάθε πόλης γνώριζαν τους παραλήπτες προσωπικά και θα το πήγαιναν οι ίδιοι για να είναι σίγουροι ότι θα φτάσει στα χέ ρια τους. Διαφορετικά, το περιεχόμενο του σάκου θα εξετίθετο στην κεντρική πλατεία, στην αγορά ή ακόμη και μπρο στά στο ναό της προστάτιδας της πόλης. Οι οικογένειες, που καρτερούσαν με αγωνία, θα συγκεντρώνονταν εκεί γεμάτες ελπίδα και φόβο συνάμα, περιμένοντας τη σειρά τους να κοι τάξουν το πολύτιμο φορτίο, μήπως βρουν κανένα μήνυμα, άγραφο ή οτιδήποτε άλλο, από αυτούς που αγαπούσαν και που φοβόνταν ότι μόνο νεκρούς θα ξανάβλεπαν. Ήρθαν δυο αγγελιαφόροι από το συμμαχικό στόλο, από την αθηναϊκή τριήρη, που έκαναν χρέη ταχυδρόμου ανάμε σα στο ναυτικό εκεί κάτω και στο στρατό εδώ πάνω. Οι σύμμαχοι είχαν επιτεθεί στον περσικό στόλο σήμερα περι στασιακά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τα πλοία μας έπρεπε να κρατήσουν τα Στενά, αλλιώς ο Ξέρξης θα αποβίβαζε το στρατό του στα μετόπισθεν των υπερασπιστών και θα τους πετσόκοβε. Τα στρατεύματα, πάλι, έπρεπε να κρατήσουν το πέρασμα, διαφορετικά ο Πέρσης θα προχωρούσε μέσω ξηράς στο στενό του Ευρίπου και θα παγίδευε το στόλο. 407
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Μέχρι τώρα κρατούσαν και ο στόλος και ο στρατός. Ο Πολύνεικος ήρθε και, κάθισε λιγάκι στις φωτιές, γύρω από τις οποίες είχαν μαζευτεί τα απομεινάρια της ενωμοτίας μας. Είχε δει ένα φημισμένο γυμναστή, το Μίλωνα, που τον γνώριζε από τους Αγώνες στην Ολυμπία. Ο άνθρωπος αυτός είχε ράψει τους τένοντες του Πολύνεικου και του εί χε δώσει ένα φάρμακο για να καταπολεμήσει τον πόνο. «Χόρτασες δόξα. Κάλλιστε;» ρώτησε ο Διηνέκης τον ιπ πέα. Ο Πολύνεικος απάντησε μόνο με ένα μορφασμό. Φαινό ταν τσακισμένος, τα είχε χαμένα για πρώτη φορά. «Κάθισε» είπε ο αφέντης μου δείχνοντας ένα στεγνό μέ ρος δίπλα του. Ο Πολύνεικος κάθισε με χαρά. Οι άντρες της ενωμοτίας κοιμόνταν σαν πεθαμένοι γύρω από τη φωτιά, τα κεφάλια τους αναπαύονταν το ένα πάνω στο άλλο, αλλά και στις βρόμικες ασπίδες τους. Ακριβώς απέναντι από τον Πολύνεικο, ο Αλέξανδρος κοιτούσε ανέκφραστος τη φωτιά. Το σαγόνι του είχε σπάσει· όλη η δεξιά πλευρά του προσώπου του ήταν μια κόκκινη μάζα και το κόκαλο στερεωμένο με μια δερμάτινη λωρίδα. «Για να σου ρίξουμε μια ματιά». Ο Πολύνεικος σηκώθη κε με δυσκολία. Στο σάκο με τα απαραίτητα του γυμναστή εντόπισε ένα κομμάτι αλοιφής από ευφόρβια και άμπρα που λέγεται «το γεύμα του πυγμάχου», που χρησιμοποιούν οι πυγμάχοι ανάμεσα στους αγώνες για να ακινητοποιήσουν σπασμένα κόκαλα και δόντια. Ο Πολύνεικος το μάλαξε μέ χρι να ζεσταθεί και να γίνει εύκαμπτο. Στράφηκε στο γ υ μναστή. «Καλύτερα να το κάνεις εσύ, Μίλωνα». Ο Πολύνεικος πήρε το δεξί χέρι του Αλέξανδρου στο δικό του, για τον πόνο. «Κρεμάσου πάνω του. Σφίξ' το μέχρι να σπάσεις τα δάχτυλά μου». Ο γυμναστής έφτυσε από το στόμα του μέσα στου Αλέ408
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ξανδρου μια μπούκα κρασί για να καθαρίσει το πηγμένο αίμα. Μετά έβγαλε με τα δάχτυλά του έναν απαίσιο θρόμ βο από σάλιο, βλέννα και φλέγμα. Εγώ κρατούσα το κεφά λι του Αλέξανδρου. Ο νέος έσφιξε δυνατά το χέρι του Πολύνεικου. Ο Διηνέκης παρακολουθούσε το γυμναστή να βάζει το μείγμα της άμπρας ανάμεσα στα σαγόνια του Αλέξανδρου και να πιέζει απαλά το σπασμένο κόκαλο ώστε να εφαρμό σει πάνω του. «Μέτρα αργά» είπε στον ασθενή. «Όταν φτά σεις στο πενήντα, δε θα μπορείς να χωρίσεις αυτό το σαγό νι ούτε με το ξεκαρφωτήρι». Ο Αλέξανδρος άφησε το χέρι του ιππέα. Ο Πολύνεικος τον κοίταξε με θλίψη. «Συγχώρα με, Αλέξανδρε». «Για ποιο πράγμα;» «Που σου έσπασα τη μύτη». Ο Αλέξανδρος γέλασε, το σπασμένο του σαγόνι τον έκα νε να μορφάσει. «Είναι το καλύτερο χαρακτηριστικό σου τώρα». Το πρόσωπο του Αλέξανδρου συσπάστηκε πάλι. «Λυπά μαι για τον πατέρα σου» είπε ο Πολύνεικος. «Και για τον Αρίστωνα». Σηκώθηκε για να πάει στην επόμενη φωτιά. Κοίταξε μια τον αφέντη μου και μετά το βλέμμα του στράφηκε στον Αλέ ξανδρο . «Θέλω να σου πω και κάτι άλλο. Όταν ο Λεωνίδας σε επέλεξε ανάμεσα στους Τριακόσιους, πήγα να τον δω ιδιαι τέρως και προσπάθησα να τον πείσω να σε αποκλείσει. Πί στευα ότι δεν μπορούσες να πολεμήσεις». «Το ξέρω». Η φωνή του Αλέξανδρου βγήκε με δυσκολία από το σφιγμένο του σαγόνι. Ο Πολύνεικος τον κοίταξε αρκετή ώρα. «Έκανα λάθος» είπε και προχώρησε. Κι άλλες διαταγές ήρθαν, που ανέθεταν σε διάφορες ομά• 409
•
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
δες να αποσύρουν τα πτώματα από την ουδέτερη ζώνη. Το όνομα του Αυτόχειρα ήταν σε μια από τις ομάδες. Όμως οι πληγωμένοι του ώμοι είχαν πιαστεί. Ο Αλέξανδρος επέμει νε να πάρει τη θέση του. «Τώρα ο βασιλιάς θα ξέρει για το θάνατο του πατέρα μου και του Αρίστωνα» είπε απευθυνόμενος στο Διηνέκη, ο οποίος ως διοικητής της ενωμοτίας μπορούσε να του απα γορέψει να λάβει μέρος στην επιχείρηση αυτή. «Ο Λεωνί δας θα προσπαθήσει να με γλιτώσει για το χατίρι της οικο γένειας μου* θα με στείλει σπίτι με κάποια παραγγελία ή επιστολή. Δε θέλω να φανώ ασεβής απέναντι του, αρνούμε νος να τον υπακούσω». Δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου τόσο τρομακτική έκφρα ση σαν κι αυτή που έβλεπα στο πρόσωπο του αφέντη μου. Έδειξε ένα σημείο πάνω στη βρεγμένη γη δίπλα του στο φως της φωτιάς. «Παρακολουθούσα αυτούς τους μικρούς Μυρμιδόνες». Πάνω στο χώμα μαινόταν ο πόλεμος των μυρμηγκιών. «Κοιτάξτε αυτούς τους πρωταθλητές». Ο Διηνέκης έδει ξε τα συμπαγή τάγματα των εντόμων που σέρνονταν με απί στευτη δύναμη πάνω στο σωρό των πεσμένων κορμιών των δικών τους, παλεύοντας για το ξεραμένο σώμα ενός σκαθα ριού. «Αυτό εδώ πάνω πρέπει να είναι ο Αχιλλέας. Κι αυτό εκεί ο Έκτορας. Η δική μας γενναιότητα δεν είναι τίποτα μπρο στά στην ανδρεία τούτων των ηρώων. Βλέπετε; Τραβάνε ακόμα και το σώμα του συντρόφου τους από το πεδίο, όπως κι εμείς». Η φωνή του ήταν πνιχτή από αηδία και ιδιαίτερα ειρωνι κή. «Νομίζεις ότι οι θεοί σκύβουν από πάνω μας όπως εμείς πάνω από αυτά τα έντομα; Οι αθάνατοι θρηνούν για το θά νατό μας τόσο έντονα όσο εμείς για το χαμό αυτών των μυρ μηγκιών;» • 410 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Προσπάθησε να κοιμηθείς λίγο, Διηνέκη» είπε ο Αλέ ξανδρος απαλά. «Ναι, αυτό ακριβώς χρειάζομαι. Μια κούρα ομορφιάς». Κοίταξε με το μάτι που του απόμενε τον Αλέξανδρο. Έξω, πέρα από τους πυργίσκους του τείχους, η δεύτερη σκο πιά λάβαινε οδηγίες, καθώς ετοιμαζόταν να αντικαταστήσει την πρώτη. «Ο πατέρας σου ήταν φίλος και σύμβουλός μου, Αλέξανδρε. Εγώ του έφερα το κύπελλο τη νύχτα που γεννή θηκες. Θυμάμαι τον Ολύμπιο να δείχνει το παιδικό σου κορ μάκι στους γέροντες, για τις "δέκα και μία δοκιμασίες". Ήθελαν να δουν αν ήσουν αρκετά γερός για να σου επιτρέ ψουν να ζήσεις. Ο πρεσβύτερος σε έκανε μπάνιο μέσα σε κρασί κι εσύ τσίριζες με τη δυνατή παιδική σου φωνούλα και κουνούσες και έσφιγγες τις μικρές γροθιές σου. "Δώσε το παιδί στο Διηνέκη" είπε ο πατέρας σου στην Παράλεια. "Ο γιος μου θα είναι ο προστατευόμενός σου" μου είπε ο Ολύ μπιος. "Θα τον διδάξεις, όπως δίδαξα εγώ εσένα"». Το δεξί χέρι του Διηνέκη κάρφωσε τη λεπίδα του ξίφους του στο χώμα, καταστρέφοντας την Ιλιάδα των μυρμηγκιών. «Τώρα κοιμηθείτε, όλοι σας!» φώναξε στους άντρες της ενωμοτίας του —σε όσους ήταν ζωντανοί ακόμα—, ενώ εκεί νος, παρά τις διαμαρτυρίες όλων να τον πάρει λιγάκι, κα τευθύνθηκε μόνος του εκεί όπου είχε στήσει το επιτελείο του ο Λεωνίδας. Ο βασιλιάς και άλλοι διοικητές ήταν ακόμα ξυ πνητοί και σχεδίαζαν τις κινήσεις της επόμενης ημέρας. Είδα το πόδι του Διηνέκη να διπλώνει καθώς περπατού σε. 'Οχι το κακό πόδι, αλλά το καλό. Έκρυβε από τους άντρες άλλη μια πληγή, που, απ' ό,τι έδειχνε το βάδισμά του, ήταν βαθιά και τον είχε σακατέψει. Σηκώθηκα αμέσως και έτρε ξα να τον βοηθήσω.
411
27 Η ΠΗΓΗ που την έλεγαν Σκυλλία και ήταν αφιερω μένη στη Δήμητρα και στην Περσεφόνη πήγαζε από τα ρι ζά του βουνού Καλλίδρομου. Καθώς πλησίαζε στο θεμέλιο λίθο της, ο αφέντης μου παραπάτησε κι εγώ έτρεξα να τον συντρέξω. Ούτε οι κατάρες ούτε οι προσταγές στάθηκαν ικανές να με σταματήσουν. Πέρασα το χέρι του γύρω στο λαιμό μου και πήρα όλο το βάρος του στον ώμο μου. «Θα φέρω νερό» είπα. Μια ομάδα ανήσυχων πολεμιστών είχε μαζευτεί στην πη γή. Ο Μεγιστίας, ο μάντης, ήταν εκεί. Κάτι είχε γίνει. Πήγα πιο κοντά. Αυτή η πηγή που φημιζόταν για την εναλλαγή της ροής του νερού της, που άλλοτε ήταν καυτό και άλλο τε κρύο, από τότε που ήρθαν οι σύμμαχοι έτρεχε μόνο γλυ κό δροσερό νεράκι, ένα δώρο από τις θεές για τους διψα σμένους πολεμιστές. Τώρα ξαφνικά η πηγή είχε γίνει καυτή και βρομούσε. Ένα νερό γεμάτο θειάφι πήγαζε από τον Κά τω Κόσμο σαν ποταμός του Άδη. Οι άντρες τρόμαξαν μ' αυ τό τον οιωνό. Άρχισαν να λένε τραγούδια στη Δήμητρα και στην Κόρη. Ζήτησα μισή περικεφαλαία νερό από τον ιππέα Δωριέα και γύρισα στον αφέντη μου, αποφασισμένος να μην πω τίποτα. ΕΚΕΙΝΗ
«Η πηγή βγάζει θειούχο νερό, έτσι δεν είναι;» «Προαναγγέλλει το θάνατο του εχθρού, αφέντη, όχι το δικό μας». • 412 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Λες ψέματα, όπως κι οι ιερείς». Τώρα καταλάβαινα ότι είχε δίκιο. «Την εξαδέλφη σου χρειάζονται οι σύμμαχοι τώρα εδώ» παρατήρησε, ενώ καθόταν με δυσκολία πάνω στο χώμα, «για να μεσολαβήσει στη θεά για μας». Εννοούσε τη Διομάχη. «Έλα, κάθισε κοντά μου» είπε. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τον αφέντη μου να αναφέρει δυνατά τη Διομάχη ή να αναγνωρίζει έστω την ύπαρξή της. Αν και δε σκέφτηκα ποτέ όλα αυτά τα χρόνια να τον ζαλίσω με τις λεπτομέρειες της ιστορίας, πριν ακόμα μπω στην υπηρεσία του, ήξερα ότι τα γνώριζε όλα μέσω του Αλέξανδρου και της δέσποινας Αρέτης. «Γι' αυτή τη θεά, την Περσεφόνη, ένιωθα πάντα οίκτο» είπε ο αφέντης μου. «Έξι μήνες το χρόνο κυβερνά ως σύ ζυγος του Άδη, αφέντρα του Κάτω Κόσμου. Όμως η βασι λεία της στερείται τη χαρά. Κάθεται στο θρόνο της σαν αιχ μάλωτη, αφού την έκλεψε για την ομορφιά της ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου. Ο Δίας όμως τον υποχρέωσε να την αφή νει ελεύθερη έξι μήνες το χρόνο κι όταν επιστρέφει κοντά μας φέρνει την άνοιξη και την αναγέννηση της γης. Έχεις παρατηρήσει ποτέ τα αγάλματά της, Χίονη; Φαίνεται σο βαρή, ακόμα και μέσα στη χαρά του θερισμού. Μήπως κι αυτή, όπως εμείς, θυμάται τους όρους της ποινής της — ότι θα πάει πάλι κάτω από τη γ η ; Αυτό είναι το δράμα της Περσεφόνης. Η Κόρη είναι η μόνη ανάμεσα στους αθανά τους που είναι αναγκασμένη να πηγαινοέρχεται από το θά νατο στη ζωή, υποδηλώνοντας τις δύο όψεις του νομίσμα τος. Ας μη μας εκπλήσσει, λοιπόν, που τούτη η πηγή με το ζεστό και το κρύο νερό, ο ουρανός και ο Άδης, είναι αφιε ρωμένη σ' αυτή». Ήμουν καθισμένος τώρα δίπλα στον αφέντη μου. Με κοί ταξε σοβαρά. • 413 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Είναι πολύ αργά, τόσο για σένα όσο και για μένα, να έχουμε μυστικά ο ένας απ' τον άλλο, δε νομίζεις;» είπε. Συμφώνησα ότι η ώρα ήταν προχωρημένη. «Μου κρατάς ωστόσο ένα». Ήθελε να με κάνει να του μιλήσω για την Αθήνα, το κα ταλάβαινα, και τη βραδιά που πριν ένα μήνα περίπου —με τη δική του μεσολάβηση— συνάντησα επιτέλους την εξαδέλ φη μου. «Γιατί δεν το έσκασες;» με ρώτησε ο Διηνέκης. «Ήθελα να το κάνεις, ξέρεις». «Προσπάθησα. Εκείνη δε με άφησε». Ήξερα ότι ο αφέντης μου δε θα με ανάγκαζε να μιλήσω. Δεν ήθελε να φέρνει σε δύσκολη θέση τον άλλο. Το ένστι κτό μου ωστόσο μου έλεγε ότι είχε έρθει η ώρα να σπάσω τη σιωπή μου. Στη χειρότερη περίπτωση τα λόγια μου θα τον έκαναν να ξεχάσει λίγο τον τρόμο της ημέρας, ενώ στην καλύτερη θα είχε πιο ευνοϊκές φαντασιώσεις. «Να σου πω για κείνη τη νύχτα στην Αθήνα, αφέντη;» «Μόνο αν το επιθυμείς». Ήταν τότε που είχε πάει ως πρέσβης, του θύμισα. Εκεί νος, ο Πολύνεικος και ο Αριστόδημος είχαν ξεκινήσει με τα πόδια από τη Σπάρτη, χωρίς συνοδεία, μόνο με τους βοη θούς τους. Η ομάδα είχε καλύψει τα διακόσια είκοσι πέντε χιλιάδες τετρακόσια μέτρα σε τέσσερις ημέρες και έμεινε στην πόλη της Αθήνας άλλες τόσες, στο σπίτι του πρόξενου Κλεινία, γιου του Αλκιβιάδη. Αποστολή της πρεσβείας ήταν να συζητήσει τις λεπτομέρειες της τελευταίας στιγμής σχε τικά με το συντονισμό των χερσαίων και των θαλάσσιων δυνάμεων στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο: τους χρό νους άφιξης, τον τρόπο αλληλογραφίας μεταξύ τους, την κρυπτογράφηση των μηνυμάτων, συνθήματα και διάφορα άλλα. Μπορεί να μην το έλεγαν, αλλά δεν ήταν μικρότερης σημασίας το γεγονός ότι ήθελαν να δουν ο ένας τον άλλο • 414 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
στα μάτια μια τελευταία φορά, για να σιγουρευτούν ότι οι στρατοί τους θα ήταν εκεί, στις θέσεις τους, την κανονισμέ νη ώρα. Το βράδυ της τρίτης μέρας έγινε μια συγκέντρωση προς τιμήν της πρεσβείας στο σπίτι του Ξάνθιππου, ενός εξέχο ντος Αθηναίου. Μου άρεσαν κάτι τέτοια, όπου η συζήτηση και ο διάλογος ήταν πάντα εμπνευσμένα και σπινθηροβό λα. Προς μεγάλη μου απογοήτευση, ο αφέντης μου με πή ρε κατά μέρος και μου είπε ότι έπρεπε να κάνω ένα επεί γον θέλημα. «Λυπάμαι που θα χάσεις τη γιορτή» είπε. Έβα λε στο χέρι μου ένα σφραγισμένο γράμμα και μου είπε να το παραδώσω προσωπικά σε κάποια κατοικία στην παρα θαλάσσια πόλη του Φαλήρου. Ένας νεαρός υπηρέτης του σπιτιού περίμενε έξω για να με οδηγήσει στους νυχτερινούς δρόμους. Δε μου είπε τίποτε άλλο εκτός από τη διεύθυνση. Υπέθεσα ότι ήταν μια επείγουσα επιστολή που είχε σχέση με το στόλο κι έτσι ταξίδεψα αρματωμένος. Χρειάστηκε ο χρόνος μιας ολόκληρης σκοπιάς για να δια σχίσω το λαβύρινθο των συνοικιών και των περιχώρων της πόλης των Αθηναίων. Παντού έβλεπες ενόπλους, ναυτικούς και ναύτες. Άμαξες κυλούσαν με θόρυβο με τη συνοδεία οπλισμένων φρουρών, μεταφέροντας τα σιτηρέσια και τα εφόδια του στόλου. Οι μοίρες του κάτω από την αρχηγία του Θεμιστοκλή ήταν έτοιμες να επιβιβαστούν για τη Σκιάθο και το Αρτεμίσιο. Την ίδια στιγμή εκατοντάδες οικογένειες μάζευαν ό,τι πολύτιμο είχαν και έφευγαν από την πόλη. Παρ' όλο που τα πολεμικά πλοία ήταν πολλά κατά μήκος του λιμανιού, χάνονταν μέσα στον κυκεώνα των εμπορικών, των ψαράδικων, των επιβατικών και των εκδρομικών σκα φών που βοηθούσαν στην εκκένωση της πόλης. Οι κάτοικοι της πήγαιναν στην Τροιζήνα και στη Σαλαμίνα. Μερικές οι κογένειες αναχωρούσαν για πιο μακριά, για την Ιταλία. Όσο το αγόρι κι εγώ πλησιάζαμε στο λιμάνι του Φαλήρου τόσο • 415 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
πιο πολλοί πυρσοί υπήρχαν στους δρόμους, που έκαναν τη νύχτα μέρα. Καθώς πλησιάζαμε στο λιμάνι, τα δρομάκια γίνονταν όλο και πιο δαιδαλώδη. Η δυσωδία της άμπωτης μας χτύπησε στη μύτη· βρόμικα νερά που άφηνε πίσω της, έντερα ψα ριών, κομμάτια πράσα και σκόρδο. Δεν ξανάδα στη ζωή μου τόσο πολλές γάτες. Ποτοπωλεία και κακόφημα σπίτια ήταν παραταγμένα στη σειρά σε δρομάκια τόσο στενά, που οι καθαρτήριες αχτίδες του ήλιου, ήμουν σίγουρος γι' αυτό, δε θα τρύπωναν ποτέ μέσα στα φαράγγια τους για να στε γνώσουν τη γλίνα και τη λάσπη του νυχτερινού εμπορίου της διαφθοράς. Οι πόρνες φώναζαν λόγια τολμηρά καθώς το αγόρι κι εγώ περνούσαμε από μπροστά τους, διαλαλώ ντας τα εμπορεύματά τους με αισχρή αλλά διασκεδαστική γλώσσα. Ο άντρας στον οποίο έπρεπε να παραδώσω την επιστολή λεγόταν Τερέντιος. Ρώτησα το νεαρό μήπως γνώ ριζε τι θέση κατείχε. Είπε ότι του έδωσαν μόνο το όνομα του σπιτιού. Τελικά, το αγόρι κι εγώ το εντοπίσαμε. Ήταν ένα ξεχω ριστό κτίριο με τρία πατώματα, που λεγόταν Κόσκινο, από το κατάστημα ρούχων και το πανδοχείο που υπήρχαν στο ισόγειό του. Μπήκαμε μέσα και ρώτησα πού μπορούσα να βρω κάποιον Τερέντιο. Απουσίαζε, μου είπε ο πανδοχέας, με το στόλο. Ρώτησα ποιο ήταν το πλοίο του άντρα. Σε ποιο σκάφος ήταν αξιωματικός; Γέλια υποδέχτηκαν τούτη την ερώτηση. «Είναι αξιωματικός του κώλου» είπε ένας ναυτι κός που τα έτσουζε, εννοώντας ότι το μόνο πράγμα που δι οικούσε ήταν το κουπί που τραβούσε. Και oι επόμενες ερω τήσεις απέτυχαν να μας φωτίσουν περισσότερο. «Τότε έχουμε οδηγίες να παραδώσουμε το γράμμα στη γυναίκα του» είπε ο οδηγός μου. Το απέρριψα ως ανόητο. «Όχι» αποκρίθηκε με σιγουριά ο νεαρός «ο ίδιος ο αφέ• 416 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ντης σου μου το είπε. Πρέπει να παραδώσουμε το γράμμα στα χέρια της συζύγου του άντρα, που τη λένε Διομάχη». Δε χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ για να καταλάβω ότι πί σω από αυτή την ιστορία κρυβόταν το χεράκι, ή μάλλον το μακρύ χέρι της δέσποινας Αρέτης. Πώς κατάφερε να ψάξει και να εντοπίσει από τη μακρινή Λακεδαίμονα αυτό το σπίτι κι αυτή τη γυναίκα; Θα πρέπει να υπήρχαν εκατο ντάδες Διομάχες σε μια πόλη τόσο μεγάλη όσο η Αθήνα. Σί γουρα η δέσποινα Αρέτη είχε κρατήσει τις προθέσεις της κρυφές, φοβούμενη πως, αν τις μάθαινα εκ των προτέρων, θα έβρισκα ένα σωρό δικαιολογίες για να αποφύγω την υπο χρέωση. Σ' αυτό είχε απόλυτο δίκιο. Πάντως, η εξαδέλφη μου, όπως αποκαλύφθηκε, δεν ήταν στα διαμερίσματά της και οι ναυτικοί δεν ήταν σε θέση να μας πληροφορήσουν πού μπορεί να είχε πάει. Ο οδηγός μου, ένας καπάτσος νεαρός, βγήκε απλώς στο δρόμο και φώναξε το όνομά της. Αμέσως τα ψαρά κεφάλια μισής ντουζίνας γ υ ναικών φάνηκαν ψηλά, ανάμεσα στις κρεμασμένες μπουγά δες των παραθύρων που έβλεπαν στο δρόμο. Μας φώναξαν το όνομα και το μέρος όπου βρισκόταν ο ναός του λιμανιού. «Εκεί θα είναι, αγόρι. Απλώς ακολουθήστε την ακτή». Ο οδηγός μου μπήκε πάλι μπροστά. Διασχίσαμε κι άλ λα βρόμικα σοκάκια κι άλλους δρόμους γεμάτους ντόπιους που εγκατέλειπαν την πόλη. Το αγόρι με πληροφόρησε ότι πολλοί από τους ναούς σ' αυτή τη συνοικία δε λειτουργού σαν τόσο ως ιερά των θεών αλλά ως άσυλα για περιφρονη μένους και απόρους, ιδίως, είπε, για γυναίκες που τις είχαν χωρίσει οι άντρες τους, επειδή τις θεωρούσαν ακατάλληλες, απρόθυμες, ακόμα και τρελές. Το αγόρι τάχυνε το βήμα χα ρωπά. Ήταν μεγάλη περιπέτεια για κείνο. Τελικά, βρεθήκαμε μπροστά στο ναό. Ήταν ένα απλό σπίτι και τίποτε παραπάνω, που παλιά ίσως να ανήκε σε κάποιον αρκετά εύπορο έμπορο. Βρισκόταν σε μια όμορ• 417 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
φη πλαγιά δυο δρόμους πάνω από τη θάλασσα. Ένα αλ σύλλιο με ελιές προστάτευε τον τοίχο μιας μάντρας που το εσωτερικό της δε φαινόταν από το δρόμο. Χτύπησα την πύ λη. Μετά από λίγο μια ιέρεια, αν ένας τέτοιος υψηλός τίτ λος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μια γυναίκα γύρω στα πε νήντα με φόρεμα και προσωπίδα, ανταποκρίθηκε. Μας πλη ροφόρησε ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στη Δήμητρα και στην Κόρη, στην Πεπλοφορούσα Περσεφόνη. Μόνο γυναίκες επιτρεπόταν να μπουν. Πίσω από την καλύπτρα της, η ιέ ρεια φαινόταν πραγματικά τρομοκρατημένη. Σίγουρα δεν μπορούσε να την κατηγορήσει κανείς, αφού οι δρόμοι ήταν γεμάτοι μαστροπούς και κλέφτες. Δε μας άφηνε να μπούμε μέσα. Ό,τι κι αν της είπα αποδείχτηκε άχρηστο. Η γυναίκα δεν ήταν σε θέση ούτε να με πληροφορήσει αν η εξαδέλφη μου ήταν εκεί ούτε ήθελε να της μεταφέρει κάποιο μήνυμα. Για άλλη μια φορά ο οδηγός μου άρπαξε τον ταύρο από τα κέρατα. Άνοιξε τη στοματάρα του και φώναξε το όνομα της Διομάχης. Τελικά, μας άφησε να μπούμε στην πίσω αυλή. Το σπί τι, τώρα που το βλέπαμε από κοντά, μας φάνηκε πολύ πιο ευρύχωρο και όμορφο. Η ιέρεια δε μας επέτρεψε να περά σουμε από μέσα, αλλά μας οδήγησε από ένα εξωτερικό μο νοπάτι. Η γυναίκα, η συνοδός μας, μας βεβαίωσε ότι μια ματρόνα που την έλεγαν Διομάχη ήταν, πράγματι, μεταξύ των δόκιμων ιερειών που ήρθαν να μείνουν πρόσφατα στο ναό. Αυτή τη στιγμή είχε δουλειά στην κουζίνα. Θα μπορούσε ωστόσο να κάνει ένα μικρό διάλειμμα, μετά από έγκριση της μητέρας του ασύλου. Στον οδηγό μου πρόσφεραν δροσιστι κά, ενώ η γυναίκα τον πήρε να τον ταΐσει. Στεκόμουν μόνος στην αυλή όταν μπήκε η εξαδέλφη μου. Τα παιδιά της, και τα δυο κορίτσια, το ένα γύρω στα πέντε και το άλλο ενός ή δύο χρονών, κρέμονταν φοβισμένα από τη φούστα της. Δε με πλησίασαν όταν γονάτισα και άπλωσα • 418 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
το χέρι μου. «Συγχώρεσε τα» είπε η εξαδέλφη μου. «Ντρέ πονται τους άντρες». Η γυναίκα πήρε τα κορίτσια μαζί της, αφήνοντάς με μόνο τελικά με τη Διομάχη. Πόσες φορές στη φαντασία μου δεν είχα ζήσει αυτή τη στιγμή. Σε όλα τα σενάρια η εξαδέλφη μου ήταν νέα και όμορφη. Έτρεχα στην αγκαλιά της κι εκείνη το ίδιο. Τίποτε από αυτά δεν έγινε όμως. Η Διομάχη στεκόταν στο φως της λάμπας, ντυμένη στα μαύρα, με ολόκληρη την αυλή να μας χωρίζει. Ξαφνιάστηκα έτσι όπως την είδα. Δε φορούσε πέ πλο, ούτε καλύπτρα στο κεφάλι. Τα μαλλιά της ήταν κομ μένα κοντά. Δεν ήταν πάνω από είκοσι τέσσερα, αλλά έδει χνε για σαραντάρα, και μάλιστα κακοσυντηρημένη. «Εσύ είσαι πράγματι, ξάδελφε;» ρώτησε με τον ίδιο πειρακτικό τρόπο που χρησιμοποιούσε από τότε που ήμα στε παιδιά. «Είσαι άντρας πια, όπως ήθελες πάντα». Ο ανάλαφρος τόνος της μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ την απελπισία που γράπωσε την καρδιά μου. Η εικόνα που εί χα κρατήσει τόσο καιρό στο μάτι του νου ήταν εκείνη της νιότης της, γεμάτη θηλυκότητα και δύναμη, όπως ακριβώς ήταν όταν χωρίσαμε στο Τρίστρατο. Από ποιες δοκιμασίες πέρασε άραγε τα χρόνια που μεσολάβησαν; Το θέαμα των γεμάτων με πόρνες δρόμων ήταν πολύ πρόσφατο ακόμα στα μάτια μου, όπως και οι άξεστοι ναυτικοί και τα άθλια εκεί να σοκάκια. Σωριάστηκα γεμάτος θλίψη σε ένα παγκάκι κα τά μήκος του τοίχου. «Δεν έπρεπε να σε είχα αφήσει» είπα και το εννοούσα με όλη μου την καρδιά. «Εγώ φταίω για ό,τι έγινε, επειδή δεν ήμουν πλάι σου να σε προστατέψω». Δε θυμάμαι τίποτα απ' όσα ειπώθηκαν τα επόμενα λε πτά. Θυμάμαι μόνο ότι η εξαδέλφη μου ήρθε και κάθισε δί πλα μου στο παγκάκι. Δε με φίλησε, αλλά με άγγιξε με τρυ φερότητα και οίκτο συνάμα στον ώμο. «Θυμάσαι εκείνο το πρωί, Χίονη, τότε που ξεκινήσαμε με • 419 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
την Κουτσάβλα και τα αυγά της βουνοχιονόκοτάς σου να πάμε στην αγορά;» Στα χείλη της σχηματίστηκε ένα θλιμ μένο χαμόγελο. «Οι θεοί κανόνισαν εκείνη τη μέρα τους δρόμους που θα ακολουθούσαμε στη ζωή μας. Δρόμους που ούτε εσύ ούτε εγώ υπήρχε πιθανότητα να αλλάξουμε». Με ρώτησε αν ήθελα κρασί. Μου έφεραν αμέσως ένα κύ πελλο. Θυμήθηκα το γράμμα που μετέφερα και το παρέ δωσα στην εξαδέλφη μου. Όταν άνοιξε το φάκελο, είδε ότι απευθυνόταν σε κείνη, όχι στον άντρα της. Το ξεδίπλωσε και το διάβασε. Το περιεχόμενό του ήταν γραμμένο από το χέ ρι της δέσποινας Αρέτης. Όταν η Διομάχη το τελείωσε, δε μου το έδειξε, αλλά το έκρυψε χωρίς να πει λέξη κάτω από το φόρεμά της. Τα μάτια μου, που είχαν συνηθίσει τώρα το φως της λά μπας, περιεργάστηκαν το πρόσωπο της εξαδέλφης μου. Η ομορφιά της παρέμενε, αλλά με διαφορετικό τρόπο, σοβα ρή και αυστηρή συνάμα. Η ωριμότητα που είδα στο βλέμ μα της, που τόσο με ξάφνιασε και με απώθησε στην αρχή, τώρα έβλεπα ότι ήταν συμπάθεια, ακόμα και σοφία. Η σιω πή της ήταν βαθιά, όπως της δέσποινας Αρέτης. Η συμπε ριφορά της πέρα για πέρα σπαρτιάτικη. Ένιωσα φόβο, δέ ος θα έλεγα. Έμοιαζε με τη θεά που υπηρετούσε, μια παρ θένα που την τράβηξαν πριν την ώρα της οι σκοτεινές δυ νάμεις του Κάτω Κόσμου. Και τώρα, μετά από κάποια συμ φωνία με κείνους τους άσπλαχνους θεούς, είχε αποκαταστα θεί και κουβαλούσε στα μάτια της εκείνη την αρχέγονη θη λυκή σοφία που είναι ταυτόχρονα ανθρώπινη και απάνθρω πη, προσωπική και διαπροσωπική. Η καρδιά μου πλημμύρι σε από αγάπη για κείνη. Όμως, έστω κι αν απείχε ελάχιστα από την αγκαλιά μου, φαινόταν τόσο μεγαλοπρεπής όσο μια αθάνατη και ήταν το ίδιο αδύνατο να την αγκαλιάσεις. «Νιώθεις τον παλμό της πόλης;» Έξω από τους τοίχους, οι υπόκωφοι θόρυβοι των ανθρώπων που εγκατέλειπαν την • 420 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πόλη και των αμαξών που κουβαλούσαν τα υπάρχοντα τους ακούγονταν καθαρά. «Είναι όπως εκείνο το πρωί στον Αστα κό, σωστά; Ίσως σε λίγες εβδομάδες τούτη η πανίσχυρη πόλη παραδοθεί στη φωτιά και καταστραφεί από τα θεμέ λια της, όπως η δική μας εκείνη τη μέρα». Την παρακάλεσα να μου πει πώς ήταν. Αλήθεια. Εκείνη γέλασε. «Άλλαξα, έτσι δεν είναι; Ούτε κανένας σύζυγος, όπως στοιχημάτιζα μαζί σου, με πήρε. Ήμουν πολύ ανόητη τότε. Έβαζα το γάμο πάνω από όλα. Όμως δεν είναι για γυναί κες τούτος ο κόσμος, εξάδελφε. Ποτέ δεν ήταν και ποτέ δε θα γίνει». Άρχισα τότε να λέω ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι. Έπρε πε να έρθει μαζί μου. Τώρα. Στα βουνά, όπου είχαμε κατα φύγει κάποτε και ήμαστε τόσο ευτυχισμένοι. Θα ήμουν εγώ ο σύζυγός της. Θα ήταν η γυναίκα μου. Τίποτα και κανείς δε θα την ξαναπλήγωνε. «Γλυκέ μου εξάδελφε» αποκρίθηκε μοιρολατρικά. «Έχω σύζυγο». Έδειξε το γράμμα. «Όπως έχεις κι εσύ γυναίκα». Ο τρόπος που αποδεχόταν τόσο παθητικά τη μοίρα της με έκανε έξαλλο. Τι σόι σύζυγος ήταν αυτός που εγκατέ λειπε τη γυναίκα του; Πώς την πήρε χωρίς αγάπη; Οι θεοί απαιτούν από μας δράση και τη χρήση της ελεύθερης θέ λησής μας! Αυτό θα πει ευσέβεια, όχι να υποκύπτουμε στο ζυγό της ανάγκης σαν ηλίθια ζωντανά! «Τώρα μιλάει ο θεός Απόλλωνας». Η εξαδέλφη μου χα μογέλασε και με άγγιξε απαλά. Με ρώτησε αν μπορούσε να μου πει μια ιστορία. Θα την άκουγα; Ήταν μια ιστορία που δεν την είχε πει σε κανέναν, εκτός από τις αδελφές της στο ναό και τον αγαπημένο μας φίλο Βρύαξη. Μόνο μερικά λεπτά μάς απέμεναν. Έπρεπε να κάνω υπομονή και να περιμένω. «Θυμάσαι εκείνη τη μέρα που με ντρόπιασαν οι Αργείοι • 421 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
στρατιώτες; Ξέρεις ότι σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια το σπέρμα εκείνου του βιασμού; Απέβαλα μόνη μου. Αλλά αυτό που δεν έμαθες ήταν ότι ένα βράδυ με βρήκε μεγάλη αιμορραγία και παραλίγο να πεθάνω. Ο Βρύαξης με έσω σε ενώ εσύ κοιμόσουν. Τον όρκισα να μη σου πει ποτέ τί ποτα». Με κοίταξε με το ίδιο στοχαστικό βλέμμα που είχα πα ρατηρήσει στο πρόσωπο της δέσποινας Αρέτης, μια έκφρα ση που γεννά η γυναικεία σοφία που υποψιάζεται αμέσως την αλήθεια μέσα από το αίμα, που δεν την καλύπτει η ωμή ικανότητα της λογικής. «Όπως εσύ, εξάδελφε, έκτοτε μίσησα τη ζωή. Ήθελα να πεθάνω και λίγο έλειψε να γίνει. Εκείνη τη νύχτα που ψη νόμουν στον πυρετό, που ένιωθα το αίμα να φεύγει από πά νω μου σαν το λάδι μιας αναποδογυρισμένης λάμπας, είδα ένα όνειρο. »Μια πεπλοφορούσα θεά στεκόταν από πάνω μου, κα λυμμένη ολόκληρη. Το μόνο που έβλεπα ήταν τα μάτια της, τόσο ζωντανά, που ήμουν σίγουρη ότι ήταν αληθινή. Πιο αλη θινή κι από αληθινή, λες και η ζωή ήταν το όνειρο κι αυτό, το όνειρο, ζωή με τη βαθύτερη έννοια της. Η θεά δε μου μί λησε, μόνο με κοίταξε με κάτι μάτια γεμάτα σοφία και συ μπόνια. »Η ψυχή μου πόνεσε από την επιθυμία να δω το πρό σωπό της. Ένιωθα έντονη αυτή την ανάγκη και την ικέτευα, με λόγια που δεν ήταν λόγια παρά μόνο η θερμή παράκλη ση της καρδιάς μου, να βγάλει το πέπλο της και να με αφή σει να τη δω. Ήξερα πέρα από κάθε σκέψη ότι αυτό που θα μου αποκάλυπτε θα είχε και τις συνέπειές του. Ήμουν τρομοκρατημένη, αλλά ταυτόχρονα έτρεμα από την προσ δοκία. »Η θεά ξετύλιξε το πέπλο της και το άφησε να πέσει. Θα καταλάβεις, Χίονη, αν σου πω ότι αυτό που αποκαλύφθηκε. • 422 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
το πρόσωπο πέρα από το πέπλο, δεν ήταν τίποτε άλλο από την πραγματικότητα που υπάρχει κάτω από τον κόσμο της σάρκας; Αυτό το ανώτερο, ευγενικό δημιούργημα που γνω ρίζουν οι θεοί και που εμείς οι θνητοί μόνο ως όραμα και σε έκσταση μας επιτρέπεται να δούμε. »Το πρόσωπό της ήταν η ομορφιά πέρα από την ομορ φιά. Η προσωποποίηση της αλήθειας σε ομορφιά. Και ήταν ανθρώπινη. Τόσο ανθρώπινη, που έκανε την καρδιά να ρα γίζει από αγάπη, σεβασμό και δέος. Αντιλήφθηκα χωρίς λό για ότι μόνο αυτό που έβλεπα τώρα ήταν αληθινό κι όχι ο κόσμος που βλέπουμε κάτω από τον ήλιο. Και κάτι άλλο ακόμα: Ότι αυτή η ομορφιά υπήρχε εδώ δίπλα μας όλη την ώρα. Μόνο που ήμαστε τυφλοί και δεν τη βλέπαμε. »Κατάλαβα ότι ο ρόλος μας ως ανθρώπων ήταν να της δώσουμε σάρκα πάνω από τη σκιερή και γεμάτη θλίψη πλευ ρά του πέπλου, αυτές τις αρετές που έρχονται από πέρα και είναι όμοιες και στις δυο πλευρές, παντοτινές, αιώνιες και θεϊκές. Καταλαβαίνεις, Χίονη; Θάρρος, αλτρουισμός, συμπό νια και αγάπη ». Σηκώθηκε και χαμογέλασε. «Θα με νομίζεις τρελή, έτσι δεν είναι; Ότι μου έγινε έμ μονη ιδέα η θρησκεία, σαν γυναίκα που είμαι». Όχι, έκανε λάθος. Της μίλησα εν συντομία και για το δι κό μου όραμα, που δεν είχε καμία σχέση με πέπλα και που είχα δει εκείνη τη νύχτα στο δασάκι με το χιόνι. Η Διομάχη κούνησε σοβαρά το κεφάλι. «Ξέχασες ποτέ το όραμά σου, Χίονη; Εγώ ξέχασα το δι κό μου. Η ζωή μου ήταν κόλαση σ' αυτή την πόλη. Ώσπου μια μέρα το χέρι της θεάς με οδήγησε μέσα σ' αυτούς τους τοίχους». Έδειξε ένα μικρό σε μέγεθος αλλά υπέροχο άγαλμα σε μια κοιλότητα της αυλής. Κοίταξα. Ήταν μια ορειχάλκινη Πεπλοφορούσα Περσεφόνη. • 423 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Αυτή είναι η θεά που το μυστήριο της υπηρετώ» είπε η εξαδέλφη μου. «Αυτή που περνά από τη ζωή στο θάνατο και το αντίστροφο. Η Κόρη με προστάτεψε, όπως ο Θεός του Τόξου προστάτεψε εσένα». Έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό μου και με ανάγκασε να την κοιτάξω στα μάτια. «Όπως βλέπεις, Χίονη, τίποτε δεν πήγε στραβά. Νομίζεις ότι δεν μπόρεσες να με υπερασπιστείς. Αλλά ό,τι έκανες με προστάτεψε. Όπως με υπερασπίζεσαι τώρα». Από τις πτυχές του φορέματός της έβγαλε την επιστολή που ήταν γραμμένη από το χέρι της δέσποινας Αρέτης. «Ξέρεις τι είναι αυτό; Μια υπόσχεση ότι ο θάνατός σου θα είναι τιμημένος, όπως εσύ κι εγώ τιμήσαμε το Βρύαξη κι οι τρεις μαζί προσπαθήσαμε να τιμήσουμε τους γονείς μας». Η οικοδέσποινα εμφανίστηκε πάλι από την κουζίνα. Τα παιδιά της Διομάχης περίμεναν μέσα. Ο οδηγός μου είχε τε λειώσει το φαγητό του και περίμενε με ανυπομονησία να φύγουμε. Η Διομάχη σηκώθηκε και μου άπλωσε τα δυο της χέρια. Το φως της λάμπας την κολάκευε. Κάτω από το απα λό φως το πρόσωπό της μου φάνηκε πολύ όμορφο, όπως τότε που το έβλεπα με τα μάτια της αγάπης, εκείνα τα λι γοστά χρόνια, μα τόσο μακρινά θαρρώ. Σηκώθηκα με τη σει ρά μου και τη φίλησα. Με μια απότομη κίνηση κάλυψε το κεφάλι της και έριξε το πέπλο στο πρόσωπό της. «Ας μη νιώσουμε οίκτο ο ένας για τον άλλο» είπε η εξα δέλφη μου ενώ έφευγε. «Είμαστε εκεί που πρέπει και θα κά νουμε αυτό που πρέπει».
• 424 •
28 Ο ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ ΜΕ ξύπνησε απότομα δυο ώρες πριν το χά ραμα. «Κοίτα ποιος φάνηκε στα λημέρια μας». Έδειχνε προς το βουναλάκι πίσω από το στρατόπεδο των Αρκάδων, όπου λιποτάκτες από τις περσικές γραμμές ανακρίνονταν δίπλα στις φωτιές της φρουράς. Προσπάθη σα, αλλά τα μάτια μου αρνιόνταν να συγκεντρωθούν. «Κοί τα πάλι» είπε. «Είναι εκείνος ο αντάρτης ο φίλος σου, ο Κό κορας. Σε ζητάει». Πήγαμε μαζί με τον Αλέξανδρο. Ήταν, πράγματι, ο Κό κορας. Το είχε σκάσει από τις περσικές γραμμές μαζί με με ρικούς άλλους λιποτάκτες. Οι Σκιρίτες τον είχαν δέσει, γ υ μνό, σε έναν πάσσαλο. Θα τον εκτελούσαν. Ζήτησε να μεί νει για λίγο μόνος μαζί μου πριν του κόψουν το λαρύγγι. Το στρατόπεδο είχε ξυπνήσει. Ο μισός στρατός ήταν ήδη στις θέσεις του, ο άλλος μισός εξοπλιζόταν. Κάτω στο δρό μο προς την Τραχίνα οι σάλπιγγες του εχθρού ηχούσαν το σχηματισμό της δεύτερης μέρας. Βρήκαμε τον Κόκορα δί πλα σε δυο πληροφοριοδότες Μήδους που εκείνη την ώρα έπαιρναν το πρωινό τους. Όχι όμως και ο Κόκορας. Οι Σκι ρίτες τον είχαν χτυπήσει τόσο άσχημα, που αναγκάστηκαν να τον σύρουν και να τον δέσουν πάνω στον πάσσαλο, όπου σε λίγο θα του έκοβαν το λαιμό. «Εσύ είσαι, Χίονη;» Μισάνοιξε με δυσκολία τα μάτια του, που ήταν μελανά σαν του πυγμάχου. • 425 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Έφερα τον Αλέξανδρο». Προσπαθήσαμε να τον κάνουμε να πιει λίγο κρασί. «Λυπάμαι για τον πατέρα σου» ήταν τα πρώτα λόγια του στον Αλέξανδρο. Ο Κόκορας είχε υπηρετήσει έξι χρό νια ως βοηθός του Ολύμπιου και του είχε σώσει τη ζωή στα Οινόφυτα, όταν το ιππικό των Θηβαίων είχε ορμήσει εναντίον του. «Ήταν ο ευγενέστερος άνθρωπος της πόλης, χωρίς να εξαιρώ το Λεωνίδα». «Πώς μπορούμε να σε βοηθήσουμε;» Ο Κόκορας θέλησε να μάθει πρώτα ποιοι ήταν ακόμα ζω ντανοί. Του ανέφερα το Διηνέκη, τον Πολύνεικο και μερικούς άλλους και του είπα τα ονόματα των νεκρών που γνώριζε. «Κι εσύ, Χίονη, είσαι ακόμα ζωντανός!» Έκανε ένα μορφα σμό που έμοιαζε με γέλιο. «Ο παλιόφιλός σου ο Απόλλω νας πρέπει να σε θεωρεί κάτι εξαιρετικό». Ο Κόκορας ήθελε να μου ζητήσει κάτι απλό: να κανονίσω να παραδοθεί στη γυναίκα του ένα παλιό νόμισμα της χώ ρας του, της Μεσσηνίας. Ένας φθαρμένος οβολός που κου βαλούσε κρυφά πάνω του σε όλη τη ζωή του. Τον εμπιστεύ τηκε σε μένα. Ορκίστηκα ότι θα τον έστελνα με τον επόμε νο ταχυδρόμο. Μου έσφιξε το χέρι με ευγνωμοσύνη, έπειτα, χαμηλώνοντας τη φωνή, τράβηξε εμένα και τον Αλέξανδρο πιο κοντά. «Ακούστε καλά αυτό που ήρθα να σας πω». Ο Κόκορας δε μάσησε τα λόγια του. Οι Έλληνες που υπερασπίζονταν το πέρασμα είχαν άλλη μια μέρα το πολύ. Η Μεγαλειότητά Του πρόσφερε τα πλούτη μιας ολόκληρης επαρχίας σε όποιον οδηγό μπορούσε να τον πληροφορήσει για κάποιο ορεινό μονοπάτι μέσω του οποίου θα μπορού σε να περικυκλώσει τις Θερμοπύλες. «Οι θεοί δεν έφτιαξαν κανένα βράχο τόσο απόκρημνο, που να μην μπορεί να πα τηθεί από πόδι ανθρώπου, ιδίως όταν παρακινείται από το χρυσό και τη δόξα. Οι Πέρσες θα βρουν ένα δρόμο να σας • 426 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πλευροκοπήσουν, αλλά, ακόμα κι αν δεν τα καταφέρουν, ο στόλος τους θα σπάσει τη θαλασσινή γραμμή των Αθηναίων μέσα σε δυο μέρες. Ενισχύσεις δεν έρχονται από τη Σπάρ τη. Οι έφοροι ξέρουν ότι Θα περικυκλωθούν κι αυτοί. Και ο Λεωνίδας δεν πρόκειται να το κουνήσει από δω, νεκρός ή ζωντανός». «Έφαγες τόσο ξύλο για να μας πεις αυτά τα νέα;» «Ακούστε με. Όταν προσχώρησα στους Πέρσες, τους εί πα ότι ήμουν ένας είλωτας που ερχόμουν κατευθείαν από τη Σπάρτη. Οι ίδιοι οι αξιωματικοί του βασιλιά με ανέκρι ναν. Ήμουν δυο τετράγωνα μόνο μακριά από τη σκηνή του Ξέρξη. Ξέρω πού κοιμάται ο μεγάλος βασιλιάς και πώς να οδηγήσω άντρες κατευθείαν στην πόρτα του». Ο Αλέξανδρος γέλασε δυνατά. «Εννοείς να του επιτεθού με στη σκηνή του;» «Όταν πεθάνει το κεφάλι, πεθαίνει και το φίδι. Δώστε προσοχή. Η σκηνή του βασιλιά βρίσκεται ακριβώς κάτω από τα βράχια στο πάνω μέρος της πεδιάδας, δίπλα ακριβώς από το ποτάμι, έτσι ώστε τα άλογά του να ποτίζονται πριν τα άλ λα άλογα του στρατού βρομίσουν το ρυάκι. Στο φαράγγι κυλάει ένας χείμαρρος που κατεβαίνει από τα βουνά. Οι Πέρσες τον θεωρούν αδιάβατο, έχουν ελάχιστους φρουρούς. Μισή ντουζίνα άντρες θα μπορούσε να τρυπώσει εκεί, μέσα στο σκοτάδι, και ίσως να ξαναβγεί». «Ναι. Θα κουνήσουμε τα φτερά μας και θα πετάξουμε μέχρι εκεί». Όλο το στρατόπεδο είχε ξυπνήσει πια. Οι Σπαρτιάτες εί χαν ήδη παραταχθεί στο τείχος, αν μπορεί να χρησιμοποιή σει κανείς έναν τέτοιο όρο για μια τόσο μικρή δύναμη. Ο Κό κορας μας είπε ότι ήταν πρόθυμος να οδηγήσει μια ομάδα αντρών στο περσικό στρατόπεδο με αντάλλαγμα την ελευ θερία της γυναίκας του και των παιδιών του στη Λακεδαί μονα. Γι' αυτό τον είχαν χτυπήσει οι Σκιρίτες. Νόμιζαν ότι • 427 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ήταν κόλπο για να παραδώσει γενναίους άντρες στα χέρια του εχθρού με σκοπό να τους βασανίσει ή για κάτι χειρό τερο. «Δε μετέφεραν τα λόγια μου ούτε στους αξιωματι κούς τους. Σας ικετεύω: Πείτε το σε κάποιον υψηλόβαθμο. Ακόμα και χωρίς εμένα μπορεί να πετύχει. Μα τους θεούς, τ' ορκίζομαι!» Γέλασα με τον αναγεννημένο Κόκορα. «Ώστε, εκτός από ευσεβής, μου έγινες και πατριώτης». Οι Σκιρίτες μάς φώναξαν να τελειώνουμε. Ήθελαν να ξε μπερδεύουν με τον Κόκορα για να αρματωθούν. Δυο άντρες τον έβαλαν να σταθεί στα δυο του πόδια, για να τον δέσουν πάνω στον πάσσαλο, αλλά ένας αχός που ερχόταν από το πίσω μέρος του στρατοπέδου τους διέκοψε. Γυρίσαμε όλοι και κοιτάξαμε κάτω στην πλαγιά. Σαράντα Θηβαίοι είχαν λιποτακτήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι φρουροί σκότωσαν πέντε ή έξι, αλλά οι υπό λοιποι κατάφεραν να ξεφύγουν. Όλοι εκτός από τρεις, που είχαν ανακαλυφθεί ενώ προσπαθούσαν να κρυφτούν κάτω από τους σωρούς των νεκρών. Μια ομάδα Θεσπιέων σκοπών πήγε με σπρωξιές τους τρεις άτυχους άντρες στο πίσω μέρος του τείχους, εκεί που ήταν παραταγμένος ο στρατός. Η ατμόσφαιρα μύριζε αίμα. Ο Διθύραμβος, ο αρχηγός των Θεσπιέων, πήρε την υπόθε ση στα χέρια του. «Ποια τιμωρία πρέπει να υποστούν αυτοί οι τρεις;» φώ ναξε στο πλήθος των στρατιωτών. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο Διηνέκης, που στάθηκε δίπλα στον Αλέξανδρο, οδηγημένος από τη φασαρία. Άρπαξα την ευκαιρία και τον παρακάλεσα να σώσει τον Κόκορα, αλλά ο αφέντης μου δεν απάντησε. Είχε στραμμένη την προσο χή του στη σκηνή που εξελισσόταν κάτω. Διάφοροι τρόποι θανάτου ακούστηκαν από τα στόματα των συγκεντρωμένων πολεμιστών. Κάποιοι κατάφεραν με•
428
•
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρικά φονικά χτυπήματα στους συλληφθέντες. Ο Διθύραμ βος αναγκάστηκε να μπει στη μέση κραδαίνοντας το σπαθί του για να απωθήσει τους άντρες. «Οι σύμμαχοι δαιμονίστηκαν» παρατήρησε ο Αλέξανδρος με αποστροφή. «Πάλι». Ο Διηνέκης κοιτούσε τη σκηνή ψυχρά. «Δε θα γίνω μάρ τυρας αυτού του θεάματος για δεύτερη φορά». Κατέβηκε με μεγάλες δρασκελιές την πλαγιά, παρασύ ροντας όποιον έβρισκε μπροστά του, και μετά από λίγο στε κόταν δίπλα στο Διθύραμβο. «Κανένα έλεος γι' αυτά τα σκυλιά!» Ο Διηνέκης στάθηκε πάνω από τους δεμένους αιχμαλώτους. Τα μάτια τους ήταν δεμένα επίσης με ένα πανί. «Πρέπει να υποστούν τη χειρό τερη τιμωρία που μπορεί να φανταστεί κανείς, για να μην μπει κανείς άλλος στον πειρασμό να μιμηθεί τη δειλία τους». Κραυγές συναίνεσης υψώθηκαν από το στρατό. Ο Διηνέ κης σήκωσε το χέρι για να καταλαγιάσει το θόρυβο. «Εσείς, άντρες, με γνωρίζετε. Θα δεχτείτε την τιμωρία που θα προτείνω;» Χίλιες φωνές φώναξαν ναι. «Χωρίς καμία διαμαρτυρία; Χωρίς υπεκφυγές;» Όλοι ορκίστηκαν ότι θα συμφωνήσουν με την ποινή του Διηνέκη. Από το γήλοφο πίσω από το τείχος ο Λεωνίδας και οι ιπ πείς, ανάμεσά τους ο Πολύνεικος, ο Αλφεός και ο Μάρωνας, παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα. Κάθε ήχος σταμάτησε, εκτός από τον άνεμο. Ο Διηνέκης πλησίασε τους γονατισμέ νους αιχμαλώτους και τους έβγαλε το πανί από τα μάτια. Η λεπίδα του ξίφους του έκοψε τα δεσμά τους. Μουγκρητά αποδοκιμασίας αντήχησαν από παντού. Η λιποταξία μπροστά στον εχθρό τιμωρούνταν με θάνατο. Πό σοι θα το έσκαγαν ακόμη αν αυτοί οι προδότες γλίτωναν τη ζωή τους; Όλος ο στρατός θα διαλυόταν! • 429 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο Διθύραμβος μόνο από όλους τους συμμάχους φαινό ταν να μαντεύει την πρόθεση του Διηνέκη. Πήγε δίπλα στο Σπαρτιάτη, σήκωσε το σπαθί του για να σωπάσουν οι άντρες του, ώστε να μπορεί να μιλήσει ο Διηνέκης. «Περιφρονώ το αίσθημα της αυτοπροστασίας που κατέ λαβε αυτούς τους δειλούς χτες βράδυ» ο Διηνέκης απευ θύνθηκε στους συγκεντρωμένους συμμάχους «αλλά πιο πο λύ μισώ αυτό το πάθος, σύντροφοι, που συγκλονίζει εσάς». Έδειξε τους αιχμαλώτους, που ήταν γονατισμένοι εμπρός του. «Αυτοί οι άντρες, που τους αποκαλείτε δειλούς σήμε ρα, πολέμησαν στο πλευρό σας χθες. Ίσως με περισσότερη γενναιότητα από σας». «Αμφιβάλλω γι' αυτό!» φώναξε κάποιος. Ακολούθησαν περιφρονητικές εκφράσεις και κραυγές που ζητούσαν το θάνατο των φυγάδων. Ο Διηνέκης περίμενε να κοπάσει η οχλαγωγία. «Στη Λα κεδαίμονα έχουμε ένα όνομα γι' αυτή την κατάσταση του νου στην οποία βρίσκεστε τώρα, αδέλφια. Τη λέμε "κατά ληψη". Σημαίνει την κατάσταση του φόβου ή του θυμού που αποδιοργανώνει το στρατό και τον μετατρέπει σε όχλο». Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Το σπαθί του έδει ξε τους αιχμαλώτους στο έδαφος. «Ναι, αυτοί oι άνθρωποι το έσκασαν χθες βράδυ. Εσείς όμως τι κάνατε; Θα σας πω εγώ. Ξαγρυπνήσατε όλοι σας. Και τι παρακαλούσατε κρυφά μέσα σας; Ό,τι κι αυτοί». Η λεπίδα του ξίφους του έδειξε τους αξιολύπητους άντρες στα πόδια του. «Όπως αυτοί, λαχταρούσατε γυναίκες και παι διά. Όπως αυτοί, σκαρώνατε σχέδια να το σκάσετε και να ζήσετε!» Οι φωνές διαμαρτυρίας που δοκίμασαν μερικοί να υψώ σουν κατέληξαν σε τραύλισμα μπροστά στο άγριο βλέμμα του Διηνέκη και την αλήθεια που ενσάρκωνε. «Κι εγώ έκανα τις ίδιες σκέψεις. Όλη νύχτα ονειρευόμουν • 430 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
να το σκάσω. Το ίδιο έκανε κάθε αξιωματικός και κάθε Λα κεδαιμόνιος εδώ, συμπεριλαμβανομένου και του Λεωνίδα». Οι άντρες παρέμειναν σιωπηλοί. «Ναι!» φώναξε κάποιος. «Αλλά δεν το κάναμε!» Μουρμουρητά επιδοκιμασίας ακούστηκαν. «Σωστά» είπε σιγανά ο Διηνέκης. Το βλέμμα του δεν κοι τούσε πια το στρατό, στράφηκε σκληρό σαν πέτρα στους τρεις αιχμαλώτους. «Δεν το κάναμε». Κοίταξε τους φυγάδες για μια ατέλειωτη στιγμή και με τά έκανε προς τα πίσω, ώστε όλος ο στρατός να βλέπει τους τρεις άντρες κάτω από τη μύτη του σπαθιού, ανάμεσά τους. «Αφήστε αυτούς τους τρεις ανθρώπους να ζήσουν. Αυ τό που έκαναν θα τους κυνηγάει σε όλη τους τη ζωή. Αφή στε τους να ξυπνούν κάθε πρωί κάτω από το βάρος της ατιμίας τους και να κοιμούνται κάθε βράδυ ντροπιασμένοι. Αυτή θα είναι η ποινή του θανάτου τους, ένας ζωντανός θά νατος πολύ πιο πικρός από το ασήμαντο πραγματάκι που θα υποστούμε εμείς πριν δύσει ο ήλιος αύριο». Απομακρύνθηκε από τους τρεις άντρες και έφτασε στα όρια του συγκεντρωμένου στρατού, από όπου μπορούσε να φύγει κανείς προς τη σωτηρία. «Ανοίξτε δρόμο!» Τώρα οι φυγάδες άρχισαν να παρακαλούν. Ο πρώτος, ένας αμούστακος νεαρός γύρω στα είκοσι, είπε ότι το φτω χικό του υποστατικό βρισκόταν σε απόσταση λιγότερη από μισή βδομάδα. Φοβήθηκε για τη νεαρή γυναίκα του και το κοριτσάκι του, για τους αδύναμους γονείς του. Το σκοτάδι τον έκανε να χάσει τα λογικά του, ομολόγησε, αλλά τώρα μετανοούσε. Ενώνοντας τα δεμένα του χέρια παρακλητικά, κοίταξε το Διηνέκη και τους Θεσπιείς. «Παρακαλώ, σύντρο φοι, το παράπτωμά μου ήταν της στιγμής. Πέρασε. Θα π ο λεμήσω σήμερα και κανείς δε θα μπορέσει να αμφισβητή σει το θάρρος μου». Τώρα μπήκαν στη μέση και οι άλλοι δύο, που ήταν πά• 431 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
νω από σαράντα, και άρχισαν να κάνουν μεγάλους όρκους ότι κι αυτοί επίσης θα υπηρετούσουν με τιμή. Ο Διηνέκης στάθηκε από πάνω τους. «Ανοίξτε δρόμο!» Οι άντρες παραμέρισαν και άνοιξαν δρόμο, από όπου οι τρεις άντρες θα περνούσαν με ασφάλεια έξω από το στρα τόπεδο . «Άλλος κανείς;» ακούστηκε προκλητική η φωνή του Δι θύραμβου προς τους πολεμιστές. «Ποιος άλλος θέλει να πά ει βολτίτσα; Ας φύγει από την πίσω πόρτα αυτή τη στιγμή, αλλιώς ας το βουλώσει μέχρι να πάει στον Άδη». Σίγουρα κανένα θέαμα κάτω από τον ουρανό δεν ήταν πιο οικτρό ή πιο ατιμωτικό, καθώς αυτοί οι άθλιοι προχω ρούσαν σκυφτοί με βήμα αργό τη λεωφόρο της ντροπής ανά μεσα στις σειρές των σιωπηλών συντρόφων τους. Κοίταξα τα πρόσωπα των στρατιωτών. Ο κακώς εννοού μενος θυμός που ζητούσε το αίμα των φυγάδων είχε εξα φανιστεί. Τη θέση του είχε πάρει μια εξαγνιστική, χωρίς οί κτο ντροπή. Η φτηνή και υποκριτική οργή που ήθελε να ξε σπάσει πάνω στους φυγάδες είχε στραφεί ενάντια στον εαυτό τους μετά την παρέμβαση του Διηνέκη. Κι αυτή η ορ γή, που είχε ανάψει πάλι μέσα στο καμίνι της καρδιάς κά θε άντρα, μετατρεπόταν σε τόσο μεγάλη ντροπή, που ο ίδιος ο θάνατος έμοιαζε παιχνιδάκι μπροστά της. Ο Διηνέκης έκανε στροφή και σκαρφάλωσε πάλι στο ύψω μα. Καθώς μας πλησίαζε εμένα και τον Αλέξανδρο, τον στα μάτησε ένας Σκιρίτης αξιωματικός, που άρπαξε το χέρι του στα δικά του. «Αυτό που έκανες, Διηνέκη, ήταν υπέροχο. Ντρόπιασες όλο το στρατό. Κανείς δε θα τολμήσει να υπο χωρήσει από αυτή τη βρομιά τώρα». Το πρόσωπο του αφέντη μου, που κάθε άλλο παρά ευ χαρίστηση έδειχνε, σκοτείνιασε, θαρρείς και φορούσε μια μάσκα λύπης. Κοίταξε πάλι τους τρεις αχρείους που έφευ γαν να σώσουν την άθλια ζωή τους. «Αυτοί οι μπάσταρδοι • 432 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
έκαναν το καθήκον τους χθες όλη μέρα. Τους λυπάμαι με όλη μου την καρδιά». Οι εγκληματίες είχαν φτάσει πια στην άκρη του δρόμου της ατίμωσης. Εκεί ο δεύτερος άντρας, αυτός που είχε εξευ τελιστεί περισσότερο, γύρισε και φώναξε στο στρατό: «Ηλί θιοι! Θα πεθάνετε όλοι! Να πάτε να γαμηθείτε όλοι σας και να είστε καταραμένοι!». Και, γελώντας με κακία, εξαφανίστηκε πίσω από την πλα γιά, ακολουθούμενος από τους συντρόφους του, που κοίτα ζαν συνέχεια πίσω τους σαν κοπρόσκυλα. Ο Λεωνίδας έδωσε αμέσως μια διαταγή στον πολέμαρ χο Δερκυλίδα, που τη μεταβίβασε στους αξιωματικούς της σκοπιάς: Δε θα έβαζαν πια φρουρούς στα μετόπισθεν, δε θα έπαιρναν πια καμία μέριμνα για να προλάβουν άλλες λιποταξίες. Με μια κραυγή οι άντρες διαλύθηκαν και ξαναπήγαν στις θέσεις τους. Ο Διηνέκης είχε φτάσει τώρα εκεί που ο Αλέξανδρος και εγώ περιμέναμε μαζί με τον Κόκορα. Ο αξιωματικός των Σκιριτών ήταν ένας άντρας που τον έλεγαν Λαχίδη, αδελ φός του επονομαζόμενου Κυνηγόσκυλου. «Θα δώσεις αυτόν τον αχρείο σε μένα, φίλε». Ο Διηνέκης έδειξε τον Κόκορα. «Είναι ο μπάσταρδος ανιψιός μου. Θα του κόψω το λαρύγγι με τα ίδια μου τα χέρια».
• 433 •
29 Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ TOΥ γνωρίζει καλύτερα από μένα τις λε πτομέρειες της συνωμοσίας που είχε ως αποτέλεσμα να προδοθούν οι σύμμαχοι. Ξέρει δηλαδή ποιος από τους κα τοίκους της Μηλίδας ήταν ο προδότης που πληροφόρησε τους διοικητές της Μεγαλειότητάς Του για την ύπαρξη του ορεινού μονοπατιού από το οποίο θα μπορούσαν να περι κυκλωθούν οι Θερμοπύλες και ποια αμοιβή πήρε αυτός ο εγκληματίας από το θησαυροφυλάκιο της Περσίας. Οι Έλληνες είχαν τις πρώτες ενδείξεις αυτής της φοβερής πληροφορίας από τους οιωνούς που πήραν το πρωινό της δεύτερης μέρας του πολέμου, που ενισχύθηκαν ακόμα πιο πολύ από τις φήμες και τις αναφορές των λιποτακτών κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τελικά, επιβεβαιώθηκαν από αυτό πτες μάρτυρες το βράδυ της έκτης και τελευταίας ημέρας που κράτησαν οι σύμμαχοι το πέρασμα των Θερμοπυλών. Ένας ευγενής του εχθρού είχε προσχωρήσει στις ελληνι κές γραμμές την ώρα που άλλαζε η πρώτη σκοπιά, δυο ώρες περίπου μετά την παύση των εχθροπραξιών. Συστήθηκε ως Τυρραστιάδης από την Κύμη, μια πόλη της Μικράς Ασίας, που διοικούσε χίλιους άντρες στις στρατολογημένες δυνά μεις αυτής της χώρας. Αυτός ο πρίγκιπας ήταν ο ψηλότε ρος, ο ωραιότερος και ο πιο υπέροχα ντυμένος από όλους όσοι είχαν αποσκιρτήσει μέχρι τώρα. Μίλησε στους παρευ ρισκομένους σε άπταιστα ελληνικά. Γυναίκα του ήταν η Ελέ• 434 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νη από την Αλικαρνασσό, είπε. Αυτό και η τιμή ήταν που τον ώθησαν να προσχωρήσει στις γραμμές των συμμάχων. Πληροφόρησε το Σπαρτιάτη βασιλιά ότι ήταν παρών στη σκηνή του Ξέρξη εκείνο το βράδυ, όταν ο προδότης, του οποίου το όνομα γνωρίζω, αλλά αρνούμαι να το επαναλά βω, είχε έρθει να ζητήσει την αμοιβή που πρόσφερε η Με γαλειότητά Του και να θέσει στη διάθεσή του τις υπηρεσίες του οδηγώντας τα περσικά στρατεύματα μέσα από το μυ στικό μονοπάτι. Ο ευγενής Τυρραστιάδης συνέχισε την αναφορά του λέ γοντας ότι ήταν παρών την ώρα που η Μεγαλειότητά Του έδινε τις διαταγές της κινητοποίησης και της συγκέντρωσης των περσικών ταγμάτων. Οι Αθάνατοι, που οι απώλειες τους είχαν αναπληρωθεί και αριθμούσαν πάλι δέκα χιλιάδες, όπως πάντα, είχαν ξεκινήσει λίγο πριν την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια, κάτω από τη διοίκηση του στρατηγού τους Υδάρνη. Εκείνη τη στιγμή ήταν στο δρόμο, οδηγούμενοι από τον προδότη. Θα βρίσκονταν στα μετόπισθεν των συμμάχων, έτοιμοι να επιτεθούν, την αυγή. Η Μεγαλειότητά Του, γνωρίζοντας τις καταστροφικές συ νέπειες που θα είχε αυτή η προδοσία στους Έλληνες, ίσως ξαφνιαστεί από τη σύσσωμη αντίδραση τους στην έγκαιρη και απροσδόκητη προειδοποίηση του άρχοντα Τυρραστιάδη. Δεν τον πίστεψαν. Νόμισαν ότι είναι κόλπο. Μια τόσο παράλογη απάντηση, λες και ήθελαν να ξεγε λάσουν τον εαυτό τους, μπορεί να αποδοθεί όχι μόνο στην κούραση και στην απελπισία που είχε κυριεύσει τις καρδιές των συμμάχων αλλά και στη διέγερση και στην περιφρόνη ση του θανάτου, που είναι, σαν τις δύο όψεις του ίδιου νο μίσματος, η κορόνα και τα γράμματα. Την πρώτη μέρα του πολέμου είχαν συμβεί πράξεις απί στευτης ανδρείας και ηρωισμού. • 435 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Η δεύτερη άρχισε να δημιουργεί πράματα και θάματα. Αλλά το εκπληκτικότερο απ' όλα ήταν το ίδιο το γεγονός της επιβίωσης. Πόσες φορές μέσα στο μακελειό των προη γούμενων σαράντα οχτώ ωρών κάθε πολεμιστής δεν ήρθε αντιμέτωπος με το θάνατο; Κι όμως ακόμα ζούσε. Πόσες φο ρές οι υπεράριθμες μάζες του εχθρού δεν επιτέθηκαν στους συμμάχους με ασύγκριτη δύναμη και γενναιότητα; Κι όμως το μέτωπο είχε κρατήσει. Τρεις φορές εκείνη τη δεύτερη μέρα οι γραμμές των υπε ρασπιστών κόντεψαν να υποχωρήσουν. Η Μεγαλειότητά Του είδε τι έγινε λίγο πριν πέσει η νύχτα, όταν το ίδιο το τείχος γκρεμίστηκε και οι μυριάδες της αυτοκρατορίας σκαρφάλω ναν στις πέτρες του, βγάζοντας θριαμβευτικές κραυγές. Κι όμως το τείχος κράτησε· το πέρασμα δεν έπεσε. Όλη την ημέρα, τη δεύτερη του πολέμου, οι στόλοι είχαν συγκρουστεί στη Σκιάθο, όπως ακριβώς ο στρατοί στις Θερ μοπύλες. Κάτω από τους βράχους του Αρτεμισίου τα καρά βια σφυροκοπούσαν το ένα το άλλο, οδηγώντας το ορειχάλ κινο κουπί ενάντια στο ενισχυμένο ξύλο, όπως τα αδέλφια τους μάχονταν με ατσάλι ενάντια σε ατσάλι στην ξηρά. Οι υπερασπιστές των Στενών έβλεπαν τα πλοία που καίγονταν, πυκνούς καπνούς στον ορίζοντα κι ακόμα πιο κοντά τα επιπλέοντα κομμάτια από σανίδες και ιστούς, σπασμένα κου πιά και πτώματα ναυτών μπρούμυτα, που ξέβραζε το ρεύ μα στην ακτή. Θαρρείς και Έλληνες και Πέρσες δεν αντι μάχονταν πια, αλλά και οι δυο πλευρές είχαν κάνει μια διε στραμμένη συμμαχία, που σκοπός της δεν ήταν ούτε η νίκη ούτε η σωτηρία, αλλά να βάψουν κόκκινα τη γη και τον ωκεανό με το αίμα τους. Οι ίδιοι οι θεοί εκείνη τη μέρα δε φέρθηκαν ως άρμοζε στη θέση τους, προσδίδοντας με τη μαρτυρία τους έννοια στα γεγονότα που διαδραματίζονταν κάτω. Αντίθετα, έδειξαν ένα ανέκφραστο, ανίερο και επικρι τικό πρόσωπο, άσπλαχνο και αδιάφορο. Η απόκρημνη πλα• 436 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
γιά του Καλλίδρομου, που από κάτω της γινόταν το μακε λειό, φαινόταν να ενσαρκώνει πιότερο απ' όλα την έλλειψη οίκτου στο δίχως χαρακτηριστικά πρόσωπο της σιωπηλής του πέτρας. Κάθε πετούμενο είχε εξαφανιστεί. Ούτε ένα πράσι νο βλασταράκι δεν υπήρχε στη γ η , ούτε στις ρωγμές των βράχων ακόμα. Μόνο το χώμα έδειχνε μια στάλα συμπόνια. Μόνο το βρόμικο υγρό κάτω από το βήμα των πολεμιστών πρόσφερε ανακούφιση και αρωγή. Τα πόδια των αντρών βυθίζονταν μέσα του μέχρι τον αστράγαλο, τα σερνάμενα πόδια τους το έσκαβαν μέχρι τη μέση της κνήμης, μετά έπεφταν και οι ίδιοι πάνω του και πολεμούσαν από κει. Τα δάχτυλα αρπάζονταν από την κοκκινόμαυρη από το αίμα λάσπη, τα πόδια στηρί ζονταν πάνω της για να βοηθηθούν, τα δόντια των ετοιμο θάνατων αντρών τη δάγκωναν λες και ήθελαν να σκάψουν τους τάφους τους με τα ίδια τους τα σαγόνια. Αγρότες, που τα χέρια τους έπιαναν με ευχαρίστηση τους σκούρους σβώ λους από χώμα των αγρών τους και έτριβαν ανάμεσα στα δάχτυλά τους την εύφορη γη που κάνει πλούσια τη συγκο μιδή, τώρα σέρνονταν με την κοιλιά σ' αυτό το στείρο έδα φος, αρπάζονταν από πάνω του με τ' ακροδάχτυλά τους και σφάδαζαν πάνωθέ του χωρίς ντροπή, αναζητώντας να τυλι χτούν με το μανδύα της γης και να προστατέψουν έτσι τη ράχη τους από το ανελέητο ατσάλι. Στους Έλληνες αρέσει πολύ να αγωνίζονται στις παλαί στρες της Ελλάδας. Από τη στιγμή που ένα αγόρι στέκει στα πόδια του, έρχεται στα χέρια με τους συντρόφους του, γεμί ζει άμμο μέσα στο σκάμμα ή λάσπες από τις λακκούβες. Τώρα οι Έλληνες πάλευαν σε λιγότερο ιερούς χώρους, όπου ο κάδος με τον οποίο έβρεχαν την άμμο δεν περιείχε νερό αλλά αίμα, όπου το έπαθλο ήταν ο θάνατος και η διαιτησία απέρριπτε κάθε αίτημα για ανάπαυλα ή οίκτο. Έβλεπε κα νείς ξανά και ξανά στις μάχες της δεύτερης μέρας έναν Έλλη• 437 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
να πολεμιστή να μάχεται επί δύο ώρες συνέχεια, να αποσύ ρεται για δέκα λεπτά όχι για να φάει αλλά για να πιει μόνο μια χούφτα νερό και μετά να επιστρέφει στη μάχη για άλ λον ένα γύρο δύο ωρών. Έβλεπε κανείς ξανά και ξανά έναν άντρα να δέχεται ένα χτύπημα που έσπαζε τα δόντια στα σαγόνια του ή έβγαζε το κόκαλο του ώμου του, κι όμως να μην πέφτει. Τη δεύτερη μέρα είδα τον Αλφεό και το Μάρωνα να εξο λοθρεύουν έξι άντρες του εχθρού τόσο γρήγορα, ώστε οι δύο τελευταίοι πέθαναν πριν το πρώτο ζευγάρι πέσει στο χώ μα. Πόσους σκότωσαν εκείνη τη μέρα τα δυο αδέλφια; Πε νήντα; Εκατό; Ο εχθρός θα χρειαζόταν περισσότερους από έναν Αχιλλέα για να τους νικήσει, όχι μόνο λόγω της δύνα μης και της επιδεξιότητάς τους αλλά και επειδή ήταν δύο που πολεμούσαν με μία μόνο καρδιά. Όλη μέρα οι υπερασπιστές της Μεγαλειότητάς Του ορ μούσαν κατά κύματα χωρίς διακοπή, έτσι ώστε ήταν αδύ νατο να ξεχωρίσεις το ένα έθνος από το άλλο, τη μία ήπει ρο από την άλλη. Η εναλλαγή των δυνάμεων που οι σύμ μαχοι χρησιμοποίησαν την πρώτη μέρα δεν ήταν πλέον δυ νατή. Οι ομάδες αρνιούνταν από μόνες τους να εγκαταλεί ψουν τη γραμμή. Βοηθητικοί και υπηρέτες έπαιρναν τα όπλα των σκοτωμένων και έμπαιναν στη θέση τους για να συ μπληρώσουν το κενό. Οι άντρες δεν έχαναν πλέον στιγμή για να αστειευτούν ή να πειράξουν ο ένας τον άλλο για την ανδρεία ή την περη φάνια του. Ούτε άφηναν την καρδιά τους να πλημμυρίσει από τη χαρά του θριάμβου. Τώρα κατά τη διάρκεια της ανά παυλας έπεφταν απλώς αποκαμωμένοι, δίχως λέξη, στους σωρούς των αχρήστων. Στο προκάλυμμα του τείχους, σε κά θε τρύπα της ανασκαμμένης γης, έβλεπε κανείς ομάδες πο λεμιστών τσακισμένων από την κούραση και την απελπισία, οχτώ ή δέκα, δώδεκα ή είκοσι, να μένουν εκεί όπου είχαν • 438 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πέσει, ακίνητοι από τον τρόμο και τη θλίψη. Ούτε μιλούσαν ούτε κουνιόνταν. Μόνο τα μάτια του καθενός κοίταζαν χω ρίς να βλέπουν το βασίλειο του δικού του ανείπωτου τρόμου. Η ζωή είχε γίνει μια σήραγγα που τα τοιχώματά της ήταν θάνατος και από όπου δεν υπήρχε ελπίδα διαφυγής ή απε λευθέρωσης. Ο ουρανός δεν υπήρχε πια, ούτε ο ήλιος και τ' αστέρια. Το μόνο που έμενε ήταν η γ η , το ανασκαμμένο χώμα, που θαρρείς και καιροφυλακτούσε στα πόδια κάθε πολεμιστή να δεχτεί τα βγαλμένα του σπλάχνα, τα σπα σμένα του κόκαλα, το αίμα του, τη ζωή του. Το χώμα τον σκέπαζε από όλες τις μεριές. Ήταν στ' αυτιά και στα ρου θούνια του, στα μάτια και στο λαιμό του, κάτω από τα νύ χια του και στις πτυχές των πλευρών του. Κάλυπτε τον ιδρώτα και το αλάτι των μαλλιών του, το έφτυνε από τα πνευμόνια του και το φυσούσε σαν μύξα από τη μύτη του. Υπάρχει ένα μυστικό που όλοι οι πολεμιστές το γνωρί ζουν, τόσο προσωπικό, που κανείς δεν τολμά να το πει, εκτός ίσως από κάποιους συντρόφους που αγαπιούνται πιο πολύ από αδέλφια, από τις δοκιμασίες που μοιράζονται στον πόλεμο. Είναι η επίγνωση εκατό και πάνω πράξεων που φανερώνουν τη δειλία του. Τα μικρά εκείνα πράγμα τα που δε βλέπει κανείς. Ο σύντροφος που πέφτει και φω νάζει βοήθεια. Μήπως τον προσπέρασα; Μήπως διάλεξα να σώσω το δικό μου τομάρι από το δικό του; Αυτό ήταν το έγκλημα μου, για το οποίο κατηγορώ τον εαυτό μου στο δι καστήριο της καρδιάς μου και εκεί καταδίκασα τον εαυτό μου ως ένοχο. Το μόνο που θέλει ο άντρας είναι να ζήσει. Αυτό πάνω απ' όλα: να μη σταματήσει να αναπνέει. Να επιβιώσει. Ωστόσο ακόμα κι αυτό το αρχέγονο ένστικτο της επι βίωσης, ακόμα και η ανάγκη του αίματος που αισθάνονται όλοι και όλα κάτω από τον ουρανό, τόσο τα ζώα όσο και οι άνθρωποι, ακόμα κι αυτό μπορεί να φθαρεί από την κού• 439 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ραση και τον υπερβολικό τρόμο. Ένα είδος θάρρους κυρι εύει την καρδιά, που δεν είναι θάρρος αλλά απελπισία, και ούτε ακριβώς απελπισία αλλά μια φοβερή διέγερση. Εκεί νη τη δεύτερη μέρα οι άντρες ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Θαρραλέα κατορθώματα, που έκαναν την καρδιά να στα ματά, έπεφταν σαν βροχή από τον ουρανό κι εκείνοι που τα έπρατταν δεν μπορούσαν καν να τα θυμηθούν, ούτε να πουν με βεβαιότητα ότι οι δράστες ήταν εκείνοι. Είδα ένα βοηθητικό των Φλιάσιων, παιδί ακόμα, ν' αρ πάζει τα όπλα του αφέντη του και να ορμάει στη μάχη. Πριν προλάβει να δώσει έστω και ένα χτύπημα, ένα περσι κό δόρυ τού τσάκισε το καλάμι, διαπερνώντας το κόκαλο. Ένας σύντροφός του έτρεξε στο νεαρό να δέσει την αρτη ρία του που αιμορραγούσε και να τον σύρει σε ένα ασφα λές μέρος. Ο νεαρός χτύπησε το σωτήρα του με το πλατύ μέρος του σπαθιού του. Κρατώντας το κοντάρι του σαν δε κανίκι, κατάφερε να σηκωθεί στα γόνατα, μέσα στο κέντρο της μάχης, από όπου συνέχισε να πετσοκόβει τον εχθρό, μέ χρι που χάθηκε. Άλλοι βοηθητικοί και υπηρέτες, πάλι, άρπαξαν σιδερέ νιους πασσάλους και, ανυπόδητοι και άοπλοι, σκαρφάλωσαν στην πλαγιά του βουνού πάνω από τα Στενά, όπου έμπηξαν τις σφήνες μέσα στις ρωγμές των βράχων για να σιγουρέ ψουν τον εαυτό τους. Από κει, λοιπόν, άρχισαν να εκσφεν δονίζουν πέτρες και βράχους πάνω στον εχθρό. Οι Πέρσες τοξότες μετέτρεψαν εκείνα τα αγόρια σε μαξιλαράκια για καρφίτσες· τα κορμιά τους αιωρούνταν κρεμασμένα από τις σφήνες ή τα δάχτυλά τους άνοιγαν, με αποτέλεσμα να πέ σουν μέσα στη φωτιά της μάχης. Ο έμπορος Ελεφαντίνος παράτησε το προκάλυμμά του και έτρεξε να σώσει ένα από αυτά τα παιδιά που ζούσε ακόμη και κρεμόταν από ένα βράχο στα μετόπισθεν της μά χης. Ένα περσικό βέλος διαπέρασε το λαιμό του ηλικιωμέ• 440 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
νου άντρα. Έπεσε τόσο γρήγορα, που φάνηκε να εξαφανί ζεται κατευθείαν μέσα στη γη. Πάνω από το σώμα του δό θηκαν σκληρές μάχες. Γιατί; Δεν ήταν ούτε βασιλιάς ούτε αξιωματικός, μόνο ένας ξένος που φρόντιζε τις πληγές των νέων αντρών και τους έκανε να γελούν με το «του πρόσεξ' τούτο!». Είχε νυχτώσει σχεδόν. Οι Έλληνες παράπαιαν τόσο από τις απώλειες όσο και από την υπερβολική κούραση, ενώ οι Πέρσες συνέχιζαν να ρίχνουν ξεκούραστους άντρες στη μά χη. Όσοι βρίσκονταν στα μετόπισθεν του εχθρού προχω ρούσαν μπροστά κάτω από τα χτυπήματα των αξιωματι κών τους· αυτοί, πάλι, έσπρωχναν με ζήλο τους συντρόφους τους, αναγκάζοντάς τους να προχωρούν εναντίον των Ελ λήνων . Θυμάται η Μεγαλειότητά Του; Ένα ξαφνικό μπουρίνι ξέ σπασε πάνω από τη θάλασσα. Η βροχή άρχισε να πέφτει σαν καταρράκτης. Εκείνη τη στιγμή τα περισσότερα όπλα των συμμάχων είχαν φθαρεί ή σπάσει. Οι πολεμιστές είχαν χα λάσει πάνω από δέκα ακόντια ο καθένας. Ακόμη, κανείς δε φορούσε τη δική του ασπίδα, που είχε διαλυθεί από ώρα, υπεράσπιζε τον εαυτό του με την όγδοη ή ένατη που είχε μα ζέψει από κάτω. Ακόμα και το μικρό ξίφος των Σπαρτιατών είχε σπάσει από τα πολλά χτυπήματα. Οι ατσάλινες λεπίδες κρατούσαν, αλλά τα χερούλια και οι λαβές είχαν καταστρα φεί. Έβλεπες άντρες να πολεμούν με κομμάτια από σίδερο, να χτυπούν με σπασμένα μισά κοντάρια, χωρίς αιχμές. Η στρατιά του εχθρού συνέχιζε να προχωρά μέσα από δε κάδες ανοίγματα του τείχους. Μόνο οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς παρέμεναν ακόμα μπροστά από τις επάλξεις. Όλοι οι άλλοι σύμμαχοι πολεμούσαν πίσω από αυτό ή πάνω σ' αυτό. Οι μυριάδες του εχθρού είχαν καταλάβει όλο το δρό μο από τα Στενά και είχαν πλημμυρίσει το τρίγωνο μπροστά από το τείχος. • 441 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Οι Σπαρτιάτες υποχώρησαν. Εγώ βρέθηκα δίπλα στον Αλέξανδρο πάνω στο τείχος να τραβώ τον έναν άντρα με τά τον άλλο επάνω, ενώ οι σύμμαχοι έριχναν βροχή τα δό ρατα και τα σπασμένα ακόντια, πέτρες και βράχους, ακό μα και περικεφαλαίες και ασπίδες, για να ανακόψουν την προέλαση του εχθρού. Οι σύμμαχοι έσπασαν και άρχισαν να παραπαίουν. Υπο χώρησαν άτακτα πενήντα, εκατό πόδια πέρα από το τείχος. Ακόμα και οι Σπαρτιάτες αποσύρθηκαν δίχως τάξη, ο αφέ ντης μου, ο Πολύνεικος, ο Αλφεός και ο Μάρωνας, εξουθε νωμένοι από τα τραύματα και την εξάντληση. Ο εχθρός έσκισε κυριολεκτικά τις πέτρες από την πρόσο ψη του τείχους. Τώρα η παλίρροια των αναρίθμητων αντρών του ξεχύθηκε πάνω από τα ερείπια, κατέβηκε τα σκαλοπά τια στο πίσω μέρος του τείχους και βρέθηκε μπροστά στα απροστάτευτα στρατόπεδα των συμμάχων. Η εξαφάνιση δεν απείχε πια πολύ, όταν για κάποιον ανεξήγητο λόγο ο εχθρός, ενώ είχε τη νίκη στα χέρια του, σταμάτησε φοβισμένος και δεν μπορούσε να βρει το κουράγιο να συνεχίσει τη σφαγή. Ο εχθρός υποχώρησε, κυριευμένος από έναν εντελώς αδι καιολόγητο φόβο. Ποια δύναμη κυριάρχησε στην καρδιά τους και έκλεψε την ανδρεία τους; Κανείς δεν μπορεί να μαντέψει. Ίσως οι πολεμιστές της αυτοκρατορίας δεν μπορούσαν να πιστέψουν τον επικείμενο θρίαμβο τους. Ίσως πολεμούσαν πολλή ώρα μπροστά από το τείχος, που οι αισθήσεις τους δεν μπορού σαν να πιστέψουν ότι τελικά κατάφεραν να το γκρεμίσουν. Όπως και να 'χε το πράγμα, ο αντίπαλος δίστασε για μια στιγμή. Μια αλλόκοτη ακινησία επικράτησε στο πεδίο της μάχης· Ξάφνου, απ' τους ουρανούς ένα απόκοσμο, δυνατό μου γκρητό, λες και έβγαινε από τα λαρύγγια πενήντα χιλιάδων ανθρώπων, έσκισε τους αιθέρες. Οι τρίχες του λαιμού μου • 442 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σηκώθηκαν όρθιες. Γύρισα προς τον Αλέξανδρο. Κι αυτός επίσης είχε πετρώσει, παραλυμένος από τρόμο και δέος, όπως κάθε άντρας στο πεδίο της μάχης. Ένας κεραυνός υπέρτατου μεγαλείου έπεσε πάνω στο πρόσωπο του Καλλίδρομου. Άστραψε και βρόντησε. Μεγά λοι βράχοι έπεσαν από το βουνό* καπνός και θειάφι γέμισαν τον αέρα. Η απόκοσμη κραυγή συνέχισε να ακούγεται, καρ φώνοντας όλους τους άντρες στη θέση τους, εκτός από το Λεωνίδα, που βρέθηκε μπροστά με το ακόντιο ψηλά. «Δία Σωτήρα!» η φωνή του βασιλιά ακούστηκε σαν κε ραυνός. «Ελλάδα και ελευθερία!» Φώναξε τον παιάνα και όρμησε πάνω στον εχθρό. Οι καρ διές των συμμάχων αναθάρρησαν και άρχισαν την αντεπί θεση. Ο εχθρός κατέβηκε από το τείχος και υποχώρησε πα νικόβλητος μπροστά σ' αυτό το θεϊκό σημάδι. Βρέθηκα πά λι πάνω στις λείες βγαλμένες πέτρες του να εκτοξεύω το ένα κοντάρι μετά το άλλο πάνω στους αμέτρητους Πέρσες και Βακτρίους, Μήδους και Ιλλυριούς, Λυδούς και Αιγυπτίους, που έτρεχαν να γλιτώσουν. Τα μάτια της Μεγαλειότητάς Του μπορούν να πιστο ποιήσουν το φοβερό μακελειό που ακολούθησε. Καθώς οι πρώτες σειρές των Περσών έκαναν στροφή πανικόβλητες, οι βουρδουλιές που έτρωγαν οι άντρες της οπισθοφυλακής τους ανάγκαζαν να σπρώχνουν τους συντρόφους τους προς τα μπρος. Όπως δυο κύματα που το ένα πάει να σκάσει στην ακτή μπροστά στην καταιγίδα και το άλλο γυρίζοντας πά λι στο πέλαγο κατεβαίνει από την απότομη παραλία συ γκρούονται και σβήνουν το ένα το άλλο μέσα σε ένα σύννε φο αφρών και ψεκάδων, το ίδιο συνέβη και με τους στρατούς της αυτοκρατορίας καθώς η μία δύναμη έπεσε πάνω στην άλλη, με αποτέλεσμα να ποδοπατηθούν χιλιάδες άντρες του εχθρού, που παγιδεύτηκαν μέσα στη δίνη της. Ο Λεωνίδας είχε πει στους συμμάχους να χτίσουν ένα δεύ• 443 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τερο τείχος, ένα τείχος από περσικά κορμιά. Αυτό ακριβώς έγινε τώρα. Ο εχθρός εξολοθρευόταν τόσο μαζικά, που κα νένας πολεμιστής των συμμάχων δεν πατούσε στη γη. Περ πατούσαν πάνω σε πτώματα. Σε πτώματα επί πτωμάτων. Οι Έλληνες πρόμαχοι έβλεπαν καθαρά τον εχθρό να το βάζει στα πόδια κάτω από τα χτυπήματα των αντρών της οπισθοφυλακής, που ήθελαν να τους αναγκάσουν να προχω ρήσουν, σκοτώνοντας με δόρατα και σπαθιά τους συντρό φους τους που προσπαθούσαν να το σκάσουν σαν τρελοί. Δε κάδες, εκατοντάδες άντρες έπεσαν στη θάλασσα. Είδα τις πρώτες σειρές των Σπαρτιατών να σκαρφαλώνουν στην κυ ριολεξία στο τείχος των περσικών πτωμάτων με τη βοήθεια των συντρόφων της πίσω σειράς για να περάσουν από πάνω. Ξάφνου, οι σωροί των νεκρών τελείωσαν. Μια πλημμύρα από κορμιά ξεχύθηκε. Στα Στενά οι σύμμαχοι άρχισαν να υποχωρούν προς τις σορούς των νεκρών, σκαρφαλώνοντας την ολισθηρή πλαγιά που σχημάτιζαν τα πτώματα. Τούτα, πάλι, αυξάνονταν από μόνα τους, καθώς, παρασυρμένα από το ίδιο τους το βάρος, έπεφταν με μεγάλη δύναμη πάνω στους Πέρσες, που αναγκάζονταν να οπισθοχωρήσουν στο δρόμο για την Τραχίνα. Τόσο αλλόκοτο ήταν τούτο το θέα μα, που οι Έλληνες πολεμιστές, που δε διοικούνταν πια από κανέναν παρά μόνο από το ένστικτο τους, σταμάτησαν εκεί που ήταν, διακόπτοντας την προέλαση τους. Κοίταζαν με δέος τον εχθρό να χάνεται σε αμέτρητους αριθμούς. Εκείνη η τρομακτική σάρκινη χιονοστιβάδα τους κατάπινε και τους εξαφάνιζε από προσώπου γης. Όταν οι σύμμαχοι συγκεντρώθηκαν τη νύχτα, ξαναθυμή θηκαν το σημάδι και είπαν ότι ήταν σίγουρα επέμβαση των θεών. Ο ευγενής Τυρραστιάδης στεκόταν δίπλα στο Λεωνί δα, μπροστά στους συγκεντρωμένους Έλληνες, προσπαθώ ντας να τους πείσει να κάνουν αυτό που, όπως ήταν φανε ρό, ποθούσε η καρδιά του, να υποχωρήσουν, να αποσυρ• 444 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
θούν, να φύγουν από κει. Ο ευγενής επανέλαβε την αναφο ρά του, ότι δέκα χιλιάδες Αθάνατοι εκείνη ακριβώς τη στιγ μή προχωρούσαν στο μονοπάτι του βουνού για να περικυ κλώσουν τους συμμάχους. Λιγότεροι από χίλιοι Έλληνες ήταν ακόμα ικανοί να αντισταθούν. Τι έλπιζαν να κάνουν εναντίον ενός στρατού που ήταν εννιά φορές μεγαλύτερος από το δικό τους, από τη στιγμή που θα τους χτυπούσε από πίσω, ενώ ένας αριθμός αντρών χίλιες φορές μεγαλύτερος θα επιτίθετο από μπροστά; Όμως ήταν τόση η διέγερση των συμμάχων από το τε λευταίο σημάδι, που δεν τον άκουσαν καν, ούτε του έδωσαν καμία σημασία. Στη συγκέντρωση υπήρχαν πολλοί σκεπτι κιστές και αγνωστικιστές, οι οποίοι αμφέβαλλαν και περι φρονούσαν ακόμα τους θεούς. Οι ίδιοι αυτοί άντρες τώρα έκαναν μεγάλους όρκους και δήλωναν ότι εκείνος ο κεραυ νός από τον ουρανό και η απόκοσμη κραυγή που τον συ νόδευε δεν ήταν τίποτε άλλο από την πολεμική κραυγή του ίδιου του Δία. Κι άλλα ενθαρρυντικά νέα ήρθαν από το στόλο. Μια κα ταιγίδα που ξέσπασε ξαφνικά την προηγούμενη νύχτα κα τέστρεψε διακόσια πολεμικά πλοία του εχθρού στη βόρεια Εύβοια. Το ένα πέμπτο του στόλου της Μεγαλειότητάς Του, ανέφερε ο Αθηναίος καπετάνιος Αβρώνυχος, είχε χαθεί μα ζί με όλο το πλήρωμα. Είχε δει τα ναυάγια με τα ίδια του τα μάτια εκείνο το πρωί. Μήπως κι αυτό δεν ήταν δουλειά
θεού;
Ο Λεοντιάδης, ο Θηβαίος διοικητής, προχώρησε μπροστά, υποβοηθώντας και υποδαυλίζοντας την αναστάτωση. Ποια ανθρώπινη δύναμη, ρώτησε, μπορούσε να τα βάλει με την οργή του θεού; «Να θυμάστε, αδέλφια και σύμμαχοι, ότι τα εννέα δέκατα του περσικού στρατού έχουν στρατολογηθεί από διάφορα έθνη, παρά τη θέληση τους, με την απειλή του σπαθιού. Πώς θα καταφέρει ο Ξέρξης να τους κρατήσει στη • 445 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γραμμή; Σαν ζώα, όπως σήμερα, με το μαστίγιο; Πιστέψτε με, άντρες, οι σύμμαχοι των Περσών έχουν σπάσει. Η απο γοήτευση και η δυσαρέσκεια απλώνονται σαν πανούκλα στο στρατόπεδό τους. Η λιποταξία και η ανταρσία ευνοούν την ήττα. Αν μπορέσουμε και κρατήσουμε αύριο, αδέλφια, ο Ξέρξης θα βρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση, που θα αναγκαστεί να βρει διέξοδο στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας ο Θαλασσοσείστης έχει καταρρακώσει την περηφάνια των Περσών. Ίσως ο θεός μειώσει πάλι το μέγεθός του». Οι Έλληνες, ερεθισμένοι από το πάθος του Θηβαίου αρ χηγού, άρχισαν να βρίζουν τον Τυρραστιάδη. Οι σύμμαχοι έπαιρναν όρκο ότι δεν ήταν αυτοί που κινδύνευαν, αλλά ο Ξέρξης και η μεγάλη του περηφάνια, που είχε προκαλέσει την οργή των θεών. Δε χρειάστηκε να κοιτάξω τον αφέντη μου για να διαβά σω την ψυχή του. Η αναστάτωση αυτή των συμμάχων ήταν κατάληψη. Ήταν τρέλα, όπως το ήξεραν κι αυτοί που τα έλε γαν, ακόμα κι όταν έστρεφαν την οργή τους, που ήταν απόρ ροια της θλίψης και του τρόμου τους, κατά του ευγενή από την Κύμη. Ο πρίγκιπας δέχτηκε τις προσβολές σιωπηλός, ενώ η θλίψη σκοτείνιασε το ήδη σοβαρό πρόσωπό του. Ο Λεωνίδας έβαλε τέλος στη συγκέντρωση, αφού έδωσε οδηγίες σε κάθε σύνταγμα να στρέψει την προσοχή του στην επισκευή και στην επιδιόρθωση των όπλων. Έστειλε τον Αθηναίο καπετάνιο Αβρώνυχο πίσω στο στόλο, με διαταγές να μεταφέρει στους διοικητές του στόλου Ευρυβιάδη και Θε μιστοκλή όλα όσα είχε ακούσει και δει απόψε εδώ. Οι σύμμαχοι διαλύθηκαν, αφήνοντας μόνους τους Σπαρ τιάτες και τον ευγενή Τυρραστιάδη δίπλα στη φωτιά των διοικητών. «Πολύ εντυπωσιακή βεβαίωση πίστης, βασιλιά μου» εί πε ο ευγενής μετά από λίγο. «Μια τόσο θερμή αγόρευση σί γουρα θα στηρίξει το θάρρος των αντρών σας. Για μια ώρα. • 446 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ώσπου το σκοτάδι και η κούραση να σβήσουν το πάθος της στιγμής και ο φόβος για τον εαυτό τους και τις οικογένει ες τους να έλθει πάλι στην επιφάνεια, όπως είναι το σωστό, μέσα στις καρδιές τους». Ο ευγενής επανέλαβε με έμφαση την αναφορά του για το βουνίσιο μονοπάτι και τους Δέκα Χιλιάδες. Είπε πως, αν στα γεγονότα τούτης της ημέρας ήταν παρόν το χέρι των θεών, δεν ήταν από καλοσύνη, επειδή ήθελαν να σώσουν τους Έλληνες υπερασπιστές, αλλά η διεστραμμένη, άγνωστη θέ ληση τους ήθελε να τους κάνει να χάσουν τη λογική τους. Σίγουρα ένας διοικητής με την εξυπνάδα του Λεωνίδα θα το αντιλαμβανόταν αυτό, το ίδιο καθαρά με εκείνον, αν σήκω νε το βλέμμα του στην απόκρημνη πλαγιά του Καλλίδρομου. Θα έβλεπε, λοιπόν, πάνω στα βράχια τα σημάδια των αμέ τρητων κεραυνών που εδώ και δεκάδες, εκατοντάδες χρόνια κατά τη διάρκεια των παραθαλάσσιων καταιγίδων είχαν πλήξει αυτή τη μεγάλη προεξοχή. Ο Τυρραστιάδης πίεσε πάλι το Λεωνίδα και τους αξιω ματικούς να δώσουν πίστη στα λόγια του. Ο δήμος στη συ νέλευση μπορεί να διάλεξε να μην τον πιστέψει. Μπορεί να τον κατήγγειλαν και να τον εκτελούσαν ακόμα ως κατά σκοπο. Η λογική τους μπορεί να ξεγελάστηκε και να αγκά λιασε μια πιο ευνοϊκή προοπτική για το αύριο. Ο βασιλιάς και οι αξιωματικοί τους όμως δεν έπρεπε να επιτρέψουν στον εαυτό τους τέτοια πολυτέλεια. «Πείτε» συνέχισε ο Πέρσης «πως είμαι δολοπλόκος. Πι στέψτε πως με έστειλε ο Ξέρξης. Πείτε πως η πρόθεσή μου εξυπηρετεί το δικό του συμφέρον, να σας επηρεάσω με δό λιο και ύπουλο τρόπο να εγκαταλείψετε το πέρασμα. Ας τα πιστεύετε όλα αυτά. Ωστόσο η αναφορά μου είναι αληθινή. »Οι Αθάνατοι έρχονται. »Θα φανούν το πρωί, δέκα χιλιάδες δυνατοί άντρες, στα μετόπισθεν των συμμάχων». • 447 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο ευγενής πήγε και στάθηκε μπροστά στο Σπαρτιάτη βασιλιά και του μίλησε με πάθος, σαν άντρας προς άντρα. «Αυτή η μάχη στις Θερμοπύλες δε θα είναι η αποφασι στική, βασιλιά μου. Αυτή η μάχη θα γίνει αργότερα, πιο βα θιά στην Ελλάδα, ίσως μπροστά στα τείχη των Αθηνών, ίσως στον Ισθμό ή στην Πελοπόννησο, κάτω από τις βουνοκορφές της ίδιας της Σπάρτης. Το ξέρεις αυτό. Κάθε διοικητής που ξέρει από εδάφη και τοπογραφία το γνωρίζει αυτό. »Το έθνος σου σε χρειάζεται, βασιλιά. Είσαι η ψυχή του στρατού του. Ίσως πεις ότι ο βασιλιάς της Λακεδαίμονας δεν αποσύρεται ποτέ. Όμως η ανδρεία πρέπει να συνοδεύ εται από σοφία, διαφορετικά είναι άχρηστη. »Αναλογίσου τι έχετε καταφέρει ήδη εσύ και οι άντρες σου στις Θερμοπύλες. Η φήμη που κερδίσατε τις έξι αυτές μέρες θα ζήσει για πάντα. Μην αναζητάς το θάνατο για το θάνατο, ούτε να εκπληρώσεις μια μάταιη προφητεία. Ζήσε, βασιλιά, και πολέμησε άλλη μέρα. Μια άλλη μέρα με όλο το στρατό στο πλευρό σου. Μια άλλη μέρα που η νίκη, η απο φασιστική νίκη θα είναι δική σου». Ο Πέρσης έδειξε τους αξιωματικούς που είχαν μαζευτεί στο φως της φωτιάς του συμβουλίου. Ο πολέμαρχος Δερκυλίδας, οι ιππείς Πολύνεικος και Δωριέας, οι ενωμοτάρχες και οι πολεμιστές Αλφεός και Μάρωνας και ο αφέντης μου. «Σε ικετεύω, βασιλιά. Προφύλαξε αυτούς τους άντρες, το άνθος της Λακεδαίμονας, για να δώσεις τη ζωή τους μια άλλη μέ ρα. Σώσε τον εαυτό σου για κείνη την ώρα. »Απόδειξες την ανδρεία σου, βασιλιά μου. Τώρα, σ' εξορ κίζω , δείξε τη σωφροσύνη σου. »Αποτραβήξου τώρα. »Φύγε εσύ και οι άντρες σου όσο μπορείτε ακόμα».
• 448 •
Βιβλίο έβδομο
ΛΕΩΝΙΔΑΣ
30 Η ΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ξεκίνησε με σκοπό να εισβάλει στη σκηνή της Μεγαλειότητάς Του αποτελούνταν από έντεκα άτομα. Ο Λεωνίδας αρνήθηκε να διακινδυνεύσει τη ζωή περισσό τερων αντρών. Θεωρούσε μάλιστα ότι ήταν πολλοί σε σχέση με τους εκατόν οχτώ πολεμιστές που απέμεναν ακόμα από τους Τριακόσιους και ήταν σε θέση να πολεμήσουν. Αρκέ στηκε να συμπεριλάβει μόνο πέντε ομοίους, κι αυτό για να προσδώσει αξιοπιστία στην ομάδα. Αρχηγός θα ήταν ο Διηνέκης, ως ο ικανότερος διοικητής μικρής μονάδας. Ο Πολύνεικος και ο Δωριέας συμπεριλήφθη καν για την ταχύτητα και την παλικαριά τους, όπως και ο Αλέξανδρος, παρά τις αντιρρήσεις του Λεωνίδα, που ήθελε να τον σώσει, για να πολεμήσει μαζί με τον αφέντη μου ως δυά δα. Θα έρχονταν επίσης οι Σκιρίτες Κυνηγόσκυλο και Λαχίδης. Ήταν βουνίσιοι. Ήξεραν να σκαρφαλώνουν στα από κρημνα βουνά. Ο Σφαιρέας θα χρησίμευε για οδηγός στην απότομη πλαγιά του Καλλίδρομου,ενώ ο Κόκορας θα έδει χνε το δρόμο για το στρατόπεδο του εχθρού. Ο Αυτόχειρας κι εγώ μπήκαμε στην ομάδα για να συντρέξουμε το Διηνέκη και τον Αλέξανδρο και να αυξήσουμε με το δόρυ και το τό ξο την επιθετική της δύναμη. Ο τελευταίος Σπαρτιάτης ήταν ο Τελαμώνας, ένας πυγμάχος του συντάγματος της Αγριε λιάς· μετά τον Πολύνεικο και το Δωριέα, ήταν ο ταχύτερος των Τριακοσίων και ο μόνος που δεν είχε σοβαρά τραύματα. • 451 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο Διθύραμβος κρυβόταν πίσω από αυτό το σχέδιο. Το εί χε συλλάβει μόνος του, χωρίς να παρακινηθεί από τον Κό κορα, τον οποίο ο αφέντης μου δεν εκτέλεσε τελικά, αλλά, αντίθετα, τον διέταξε να παραμείνει στο στρατόπεδο όλη τη δεύτερη μέρα για να φροντίζει τους τραυματίες, να επισκευ άζει και να αντικαθιστά τα όπλα. Ο Διθύραμβος είχε προ σπαθήσει σκληρά να πείσει το Λεωνίδα γι' αυτή την επιχεί ρηση και τώρα, απογοητευμένος που δε συμμετείχε στην ομάδα, ευχόταν να τα πάει καλά. Η παγωνιά της νύχτας είχε απλωθεί πάνω από το στρα τόπεδο. Όπως είχε προβλέψει ο ευγενής Τυρραστιάδης, ο φόβος είχε κυριέψει τους συμμάχους. Βρίσκονταν στα πρό θυρα του τρόμου και του πανικού. Ο Διθύραμβος κατάλαβε τι συνέβαινε στις καρδιές των αντρών. Χρειάζονταν κάτι να αναπτερώσει τις ελπίδες τους εκείνη τη νύχτα, κάποια προσ δοκία που θα τους κρατούσε ακλόνητους μέχρι το πρωί. Δεν είχε σημασία αν η επιχείρηση πετύχαινε ή όχι. Θα έστελνε απλώς μερικούς άντρες έξω. Κι αν, πράγματι, οι θεοί ήταν με το μέρος μας σ' αυτό το θέμα, έχει καλώς... Ο Διθύραμ βος χαμογέλασε και άρπαξε το χέρι του αφέντη μου για να τον αποχαιρετήσει. Ο Διηνέκης χώρισε την ομάδα σε δύο. Η μία περιλάμβα νε πέντε άντρες με αρχηγό τον Πολύνεικο, η άλλη έξι κάτω από τη δική του διοίκηση. Κάθε απόσπασμα θα σκαρφάλω νε ανεξάρτητα στην απόκρημνη πλαγιά, θα προχωρούσε στο Καλλίδρομο μόνο του μέχρι το σημείο της συνάντησης κάτω από τα βράχια της Τραχίνας. Αυτό έγινε για να αυξηθούν οι πιθανότητες, σε περίπτωση ενέδρας ή σύλληψης, η μία του λάχιστον ομάδα να χτυπήσει. Όταν οι άντρες οπλίστηκαν και ήταν έτοιμοι να ξεκινή σουν, και οι δυο ομάδες παρουσιάστηκαν στο Λεωνίδα για τις τελικές διαταγές. Ο βασιλιάς μίλησε μαζί τους ιδιαιτέ ρως, χωρίς να είναι παρόντες οι σύμμαχοι, αλλά ούτε και οι • 452 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Σπαρτιάτες αξιωματικοί. Είχε σηκωθεί ένας παγωμένος αέ ρας. Ο ουρανός βροντούσε πάνω από την Εύβοια. Το πρό σωπο του βουνού αχνοφαινόταν από πάνω. Το μισοκρυμμένο φεγγάρι διακρινόταν πού και πού μέσα απ' την ομί χλη, που έπαιζε κυνηγητό με τον άνεμο. Ο Λεωνίδας πρόσφερε στις ομάδες κρασί από το προ σωπικό του απόθεμα και έκανε σπονδή χύνοντας κρασί από το δικό του κύπελλο. Απευθύνθηκε σε κάθε άντρα, όπως και στους βοηθούς, όχι με το όνομά του αλλά με το παρατσού κλι του, ακόμα και με το χαϊδευτικό του. Αποκάλεσε το Δωριέα «Μικρό Λαγό», το όνομα που είχαν οι ιππείς όταν ήταν παιδιά. Το Δέκτωνα δεν τον είπε Κόκορα αλλά «Κοκό» και τον άγγιξε με τρυφερότητα στον ώμο. «Υπέγραψα τα χαρτιά της χειραφέτησης σας» πληροφό ρησε ο βασιλιάς τον είλωτα. «Θα είναι στο σάκο του ταχυ δρόμου που φεύγει απόψε για τη Λακεδαίμονα. Ελευθερώ νουν εσένα, όπως και την οικογένειά σου, αλλά και το μικρό σου γιο». Ήταν το μωρό που είχε σώσει η δέσποινα Αρέτη εκείνη τη νύχτα από την κρυπτεία. Το παιδί που η ύπαρξή του έκα νε το Διηνέκη, σύμφωνα με τους νόμους της Λακεδαίμονας, πατέρα ζώντος γιου, με αποτέλεσμα να συμπεριληφθεί ανά μεσα στους Τριακόσιους. Ήταν το παιδί που η ζωή του θα σήμαινε το θάνατο του Διηνέκη, όπως και του Αλέξανδρου και του Αυτόχειρα λό γω του συνδέσμου που είχαν μαζί του. Και του δικού μου επίσης. «Αν το επιθυμείς» —τα μάτια του Λεωνίδα αντάμωσαν του Κόκορα στο φως της φωτιάς που κάπνιζε— «μπορείς να αλλάξεις το όνομα Ιδοτυχίδης, με το οποίο ονομάζεται τώρα το μωρό σου. Είναι σπαρτιατικό όνομα και όλοι ξέ ρουμε ότι δεν τρέφεις και μεγάλη αγάπη για τη φυλή μας». Ιδοτυχίδης, όπως θυμάστε, λεγόταν ο πατέρας του Κόκο• 455 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ρα, ο αδελφός της Αρέτης, που είχε σκοτωθεί στη μάχη πριν χρόνια. Το όνομα που επέμενε να δώσει η κυρά στο μωρό εκείνη τη νύχτα στην πίσω αυλή του συσσιτίου. «Είσαι ελεύθερος να αποκαλείς το γιο σου με το μεσση νιακό του όνομα» είπε ο Λεωνίδας στον Κόκορα «αλλά πρέ πει να μου το πεις τώρα, πριν σφραγίσω τα χαρτιά και τα στείλω». Είχα δει τον Κόκορα να μαστιγώνεται και να τρώει ξύ λο άπειρες φορές για ασήμαντη αφορμή στη Λακεδαίμονα. Ποτέ όμως μέχρι τώρα δεν είχα δει τα μάτια του να γεμί ζουν δάκρυα. «Ντρέπομαι πολύ» είπε στο Λεωνίδα «που απέσπασα αυτή την καλοσύνη με εκβιασμό». Ο Κόκορας ίσιωσε το κορμί μπροστά στο βασιλιά. Είπε ότι το Ιδοτυχίδης ήταν ένα ευγενικό όνομα, που με περηφάνια θα έφερε ο γιος του. Ο βασιλιάς κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έβαλε το χέρι του πατρικά στον ώμο του Δέκτωνα. «Γύρισε πίσω ζω ντανός απόψε, Κοκό, και αύριο θα σε αφήσω να φύγεις». Πριν η ομάδα του Διηνέκη προφτάσει να σκαρφαλώσει τέσσερα στάδια πάνω από τους Αλπηνούς, άρχισαν να πέ φτουν χοντρές στάλες βροχής. Η ομαλή πλαγιά έγινε δύ σβατη. Η σύνθεση του εδάφους της ήταν από θαλασσινό πέ τρωμα, ασβεστολιθικό και σαθρό. Όταν άρχισε η νεροποντή, η επιφάνεια έγινε σούπα. Ο Σφαιρέας μπήκε μπροστά στο μοναδικό ανηφορικό μο νοπάτι, γρήγορα όμως έγινε φανερό ότι είχε χάσει το δρόμο του στο σκοτάδι. Είχαμε βγει από το κυρίως μονοπάτι και παραδέρναμε σε ένα λαβύρινθο από κατσικόδρομους που διέσχιζαν την απόκρημνη πλαγιά. Η ομάδα συνέχισε το δρό μο, πηγαίνοντας στα τυφλά μέσα στο σκοτάδι. Κάθε φορά που αναλάμβανε κάποιος να κάνει τον οδηγό, έδινε τα πράγ ματά του στους άλλους που ακολουθούσαν φορτωμένοι με ασπίδες και όπλα. Κανείς δε φορούσε περικεφαλαία, μόνο τα • 454 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μάλλινα καλύμματα της κεφαλής, που έγιναν μούσκεμα από τη βροχή. Επειδή δεν είχαν γείσο μπροστά, όλη η βροχή έπε φτε στα μάτια των αντρών. Η ανάβαση γινόταν όλο και πιο επικίνδυνη. Οι άντρες ανέβαιναν στηριγμένοι στις μύτες των ποδιών και στα χέρια, με το μάγουλο πάνω στη σαθρή επι φάνεια, ενώ παγωμένοι καταρράκτες κυλούσαν πάνω τους. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, δέχονταν και μια βροχή από λάσπη, καθώς πέτρες και βράχοι ξεκολλούσαν από την επιφάνεια του βουνού, κι όλα αυτά μέσα στο σκοτάδι. Όσο για μένα, το χτυπημένο μου πόδι είχε πιαστεί και με έκαιγε λες και μου είχαν χώσει ένα σκαλιστήρι μέσα στη σάρκα. Κάθε φορά που ανασηκωνόμουν έπρεπε να χρησι μοποιήσω αυτόν το μυ. Λίγο έλειψε να λιποθυμήσω από τον πόνο. Αλλά και ο Διηνέκης υπέφερε πολύ. Το παλιό τραύμα από το Αχίλλειο τον εμπόδιζε να σηκώσει το αριστερό του χέρι πάνω από τον ώμο του, ο δεξιός αστράγαλος του δε λύ γιζε. Και, το κυριότερο, η κόγχη του βγαλμένου ματιού του άρχισε πάλι να αιμορραγεί. Το νερό της βροχής ανακατε μένο με το μαύρο αίμα κυλούσε σαν ποτάμι πάνω στη γε νειάδα του και στη δερμάτινη σπολάδα του. Έριξε μια λο ξή ματιά στον Αυτόχειρα, που οι πληγωμένοι του ώμοι τον έκαναν να σέρνεται σαν φίδι, με τα χέρια χαμηλά στα πλευ ρά του καθώς σκαρφάλωνε στην κονιορτοποιημένη, λασπω μένη, σαθρή πλαγιά. «Μα τους θεούς, αυτή η φορεσιά έχει τα χάλια της». Η ομάδα έφτασε στην κορφή μετά από μία ώρα. Ήμα στε πάνω από την ομίχλη τώρα. Η βροχή κόπασε. Ξάφνου, η νύχτα ξαστέρωσε, αλλά φυσούσε αέρας και το κρύο ήταν τσουχτερό. Η θάλασσα μούγκριζε χίλια πόδια πιο κάτω. Αλλά σε βάθος ενός όγδοου του μιλίου σκεπαζόταν από την ομίχλη. Οι παρυφές της, που έμοιαζαν με βαμβάκι, στραφτάλιζαν κάτω από ένα φεγγάρι που ήθελε μόνο μια νύχτα ακόμα για να γεμίσει. Ξάφνου, ο Σφαιρέας έκανε νόημα να • 455 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σωπάσουμε. Η ομάδα έπεσε κάτω για να καλυφθεί. Ο πα ράνομος έδειξε απέναντι από μια άβυσσο. Στην απέναντι ράχη, γύρω στα τρία στάδια μακριά, δια κρινόταν ο θρόνος της Μεγαλειότητας Του, από όπου είχε παρακολουθήσει τις δύο πρώτες μέρες της μάχης. Υπηρέ τες διέλυαν την εξέδρα και τη σκηνή. «Τα μαζεύουν. Για πού άραγε;» «Ίσως να χόρτασαν πια. Πάνε για το σπίτι». Η ομάδα κατέβηκε πιο κάτω σε ένα σκοτεινό σημείο, από όπου δεν ήταν ορατή. Ό,τι φορούσαν και κουβαλούσαν οι άντρες ήταν μούσκεμα. Έστυψα ένα επίθεμα και το τύλιξα για το μάτι του αφέντη μου. «Τα μυαλά μου πρέπει να χύ νονται μαζί με το αίμα» είπε. «Δεν μπορώ να εξηγήσω αλ λιώς γιατί βρίσκομαι εδώ σ' αυτή τη γαμημένη αποστολή». Έδωσε στους άντρες κι άλλο κρασί για να ζεσταθούν και να καταλαγιάσει κάπως ο πόνος από τις διάφορες πληγές τους. Ο Αυτόχειρας συνέχισε να ρίχνει λοξές ματιές στην απέναντι ράχη και στους Πέρσες υπηρέτες που χαλούσαν την εξέδρα του αφέντη τους, από όπου παρακολουθούσε άνετα το θέαμα. «Ο Ξέρξης πιστεύει ότι αύριο θα τελειώ σουν όλα. Βάζω στοίχημα: Θα τον δούμε καβάλα την αυγή στα Στενά να απολαμβάνει το θρίαμβό του από κοντά». Η ράχη του βουνού ήταν πλατιά και επίπεδη. Με το Σφαιρέα οδηγό, η ομάδα δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερο πρόβλημα την επόμενη μία ώρα, ακολουθώντας μονοπάτια άγριων ζώων που φιδοσέρνονταν ανάμεσα σε θάμνους σουμάκι και αγριόχορτα της φωτιάς. Το μονοπάτι οδηγούσε στην ενδο χώρα. Η θάλασσα δε φαινόταν πια. Διασχίσαμε άλλες δυο ράχες, έπειτα φτάσαμε σε έναν καταρράκτη από τους πολ λούς που τροφοδοτούσαν τον Ασωπό. Έτσι τουλάχιστον εί πε ο οδηγός μας. Ο Διηνέκης με άγγιξε στον ώμο και μου έδειξε μια βουνοκορφή στο Βορρά. «Αυτή είναι η Οίτη. Εκεί πάνω πέθανε ο Ηρακλής». • 456
•
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
«Νομίζεις ότι θα μας βοηθήσει απόψε;» Η ομάδα έφτασε σε μια δασώδη πλαγιά, την οποία έπρε πε να σκαρφαλώσουμε σιγά σιγά. Ξαφνικά, από τη λόχμη πιο πάνω ακούστηκε κάτι να σπάει. Μερικές φιγούρες πε τάχτηκαν και χάθηκαν αμέσως από τα μάτια μας. Τα χέρια όλων πήγαν αμέσως στα όπλα τους. «Άντρες;» Ο θόρυβος από πάνω απομακρύνθηκε γρήγορα. «Ελάφια». Μέσα σε ένα καρδιοχτύπι, τα ζώα είχαν φτάσει εκατό πό δια μακριά. Σιωπή. Μόνο ο άνεμος τρύπωνε ανάμεσα από τις κορφές των δέντρων από πάνω μας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό το τυχαίο γεγονός έκανε την ομάδα να αναθαρρήσει πολύ. Ο Αλέξανδρος σκαρφάλωσε μέχρι τη λόχμη. Το μέρος όπου είχαν βρει καταφύγιο τα ελά φια ήταν στεγνό, πατημένο και ίσιο εκεί που κάποτε υπήρ χε χορτάρι. «Πιάσε το χορτάρι. Είναι ακόμα ζεστό». Ο Σφαιρέας ετοιμάστηκε να κατουρήσει. «Μη» τον σκού ντησε ο Αλέξανδρος. «Αλλιώς τα ελάφια δε θα ξαναχρησι μοποιήσουν αυτή τη φωλιά». «Κι εσένα τι σε νοιάζει;» «Κατούρα κάτω στην πλαγιά» τον διέταξε ο Διηνέκης. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, εκείνο το όμορφο δασά κι θύμιζε εστία σπιτιού, καταφύγιο. Διατηρούσε ακόμα και τη μυρωδιά των ελαφιών, την οσμή του κυνηγιού από τα τομάρια τους. Κανείς από την ομάδα δε μίλησε, όμως όλοι στοιχηματίζω ότι έκαναν την ίδια σκέψη: Τι όμορφα που θα 'ταν να ξαπλώσουν αμέσως εκεί σαν τα ελάφια και να κλεί σουν τα μάτια. Να διώξουν από τα μέλη τους κάθε φόβο. Να ξεφύγουν, έστω για μια στιγμή, από την αρπάγη του τρόμου. «Έχει καλό κυνήγι αυτό το μέρος» παρατήρησα. «Εκεί να που πέρασαν από δίπλα μας τώρα ήταν αγριογούρουνα. • 457 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Στοιχηματίζω ότι υπάρχουν αρκούδες εδώ πάνω, ακόμα και λιοντάρια». Τα μάτια του Διηνέκη άστραφταν καθώς κοίταζε τον Αλέ ξανδρο. «Θα έρθουμε κι εμείς για κυνήγι εδώ. Το άλλο φθι νόπωρο. Τι λες;» Το τσακισμένο πρόσωπο του νέου συσπάστηκε στην προ σπάθειά του να χαμογελάσει. «Θα έρθεις κι εσύ μαζί μας. Κόκορα» πρότεινε ο Διηνέ κης. «Θα περάσουμε μια αξέχαστη βδομάδα. Χωρίς άλογα ή υπηρέτες. Μόνο δυο σκυλιά για τον καθένα. Θα ζούμε απ' το κυνήγι και θα γυρίσουμε στην πατρίδα ντυμένοι με λε οντές σαν τον Ηρακλή. Θα καλέσουμε επίσης τον αγαπη μένο μας φίλο Πολύνεικο». Ο Κόκορας κοίταξε το Διηνέκη σαν να είχε να κάνει με τρελό. Έπειτα ένα λοξό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. «Το ζήτημα τακτοποιήθηκε λοιπόν» είπε ο αφέντης μου. «Το άλλο φθινόπωρο». Στην επόμενη κορφή η ομάδα ακολούθησε τον καταρ ράκτη. Το νερό έκανε πολύ θόρυβο κι έτσι δεν προσέχαμε πολύ. Ξάφνου, από το πουθενά ακούστηκαν φωνές. Όλοι πάγωσαν. Ο Κόκορας, που πήγαινε μπροστά, ζάρωσε. Η ομάδα σχη μάτιζε μια μακριά γραμμή, η χειρότερη παράταξη για να πο λεμήσει κανείς. «Περσικά μιλάνε;» ψιθύρισε ο Αλέξανδρος, τεντώνοντας τ' αυτιά προς τα κει που ακούστηκε ο θόρυβος. Ξαφνικά, οι φωνές σταμάτησαν. Μας είχαν ακούσει. Είδα τον Αυτόχειρα, δυο βήματα από κάτω μου, να γυ ρίζει σιωπηλός προς τον ώμο του και να βγάζει δυο βελό νες μανταρίσματος από τη φαρέτρα του. Ο Διηνέκης, ο Αλέ ξανδρος και ο Κόκορας άρπαξαν τα ακόντια τους. Ο Σφαιρέας ετοίμασε ένα τσεκούρι. «Γεια χαρά, γαμιόληδες. Εσείς είστε;» • 458 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ο Σκιρίτης Κυνηγόσκυλο βγήκε από τα σκοτεινά, με ένα σπαθί στο ένα χέρι και ένα μαχαίρι στο άλλο. «Μα τους θεούς, μας κοψοχολιάσατε!» Ήταν η ομάδα του Πολύνεικου, που είχε σταματήσει για να φάει μια μπουκιά ξερό ψωμί. «Τι έχουμε εδώ, γεύμα στην εξοχή;» Ο Διηνέκης πήγε κο ντά τους. Όλοι χτυπήσαμε φιλικά στον ώμο τους συντρόφους μας, ανακουφισμένοι. Ο Πολύνεικος είπε ότι ο άλλος δρόμος που είχε πάρει η ομάδα, το κάτω μονοπάτι, είχε αποδειχτεί γρήγορο και εύκολο. Βρίσκονταν σε κείνο το ξέφωτο εδώ και ένα τέταρτο. «Έλα εδώ». Ο ιππέας έκανε νόημα στον αφέντη μου. «Για δες αυτό». Ολόκληρη η ομάδα ακολούθησε. Στην απέναντι όχθη του καταρράκτη, δέκα πόδια πάνω στην πλαγιά, υπήρχε ένα μο νοπάτι αρκετά φαρδύ, από όπου μπορούσαν να περάσουν δυο άντρες μαζί. Ακόμα και μέσα στο βαθύ σκοτάδι της χα ράδρας μπορούσες να δεις την ανασκαμμένη γη. «Είναι το ορεινό μονοπάτι, αυτό που έχουν πάρει οι Αθά νατοι. Τι άλλο μπορεί να είναι;» Ο Διηνέκης γονάτισε να πιάσει το χώμα. Είχε πρόσφα τες πατημασιές. Θα είχαν περάσει πριν δυο ώρες το πολύ. Ψηλά στην πλαγιά μπορούσες να δεις τα σημάδια που εί χαν αφήσει οι σόλες των Δέκα Χιλιάδων καθώς σκαρφάλω ναν στο λόφο και τις γλιστριές στην κατηφοριά από το βά ρος του περάσματός τους. Ο Διηνέκης πρόσταξε έναν από τους άντρες του Πολύ νεικου, τον Τελαμώνα τον πυγμάχο, να ξαναπάρει το μο νοπάτι που είχε ακολουθήσει η ομάδα του, για να πάει τα νέα στο Λεωνίδα. Ο άντρας μούγκρισε απογοητευμένος. «Άσ' τα αυτά» είπε απότομα ο Διηνέκης. «Εσύ είσαι ο τα χύτερος που ξέρει το μονοπάτι. Άρα εσύ πρέπει να πας». Ο πυγμάχος έφυγε σαν αστραπή. • 459 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Άλλος ένας από την ομάδα του Πολύνεικου απουσίαζε. «Πού είναι ο Δωριέας;» «Κάτω στο μονοπάτι. Παίρνει έναν υπνάκο». Μετά από λίγο, ο ιππέας που η αδελφή του η Αλθαία ήταν γυναίκα του Πολύνεικου φάνηκε να έρχεται από κάτω. Ήταν γυμνός. «Τι έγινε ο σκύλος σου;» τον πείραξε ο Πολύνεικος. «Ο φιλαράκος ζάρωσε κι έγινε σαν βελανίδι». Ο ιππέας χαμογέλασε και άρπαξε το μανδύα του από το δέντρο όπου κρεμόταν. Ανέφερε ότι το μονοπάτι τελείωνε δυο στάδια παρακάτω. Εκεί είχε κοπεί ολόκληρο δάσος, ίσως εκείνο το απόγευμα, αμέσως μόλις έμαθαν οι Πέρσες για το μονοπάτι. Σίγουρα οι Αθάνατοι είχαν παραταχθεί εκεί, στο πρόσφατα καθαρισμένο έδαφος, πριν ξεκινήσουν. «Τι υπάρχει εκεί τώρα;» «Το ιππικό. Τρεις, μπορεί και τέσσερις ίλες». Ήταν οι Θεσσαλοί, ανέφερε ο ιππέας. Έλληνες που η χώ ρα τους είχε προσχωρήσει στον εχθρό. «Ροχαλίζουν σαν χωρικοί. Η ομίχλη είναι πυκνή. Όλες οι μύτες είναι χωμένες στους μανδύες, και των φρουρών ακό μα». «Μπορούμε να κάνουμε το γύρο;» Ο Δωριέας κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Είναι όλο πεύκα. Ένα χαλί από μαλακές πευκοβελόνες. Μπορείς να το περάσεις τρέχοντας του σκοτωμού και να μην κάνεις κα θόλου θόρυβο». Ο Διηνέκης έδειξε το ξέφωτο όπου βρίσκονταν τώρα οι ομάδες. «Αυτό θα είναι το σημείο συνάντησής μας. Εδώ θα συγκεντρωθούμε μετά. Θα μας πας εσύ πίσω, Δωριέα,ή κά ποιος από την ομάδα σας από το δρόμο που ήρθατε, το σύ ντομο δρόμο». Ο Διηνέκης ανέθεσε στον Κόκορα να ενημερώσει, και τις δυο ομάδες έξω από το στρατόπεδο του εχθρού σε περί• 460 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πτωση που του τύχαινε κάτι στο δρόμο. Μοιραστήκαμε το υπόλοιπο κρασί. Το ασκί, έτσι όπως πήγαινε από τον έναν στον άλλο, έτυχε να περάσει από το χέρι του Πολύνεικου στου Κόκορα. Ο είλωτας διάλεξε εκείνη την ιδιαίτερη στιγ μή λίγο πριν τη δράση. «Πες μου την αλήθεια. Θα σκότωνες το γιο μου εκείνη τη νύχτα με την κρυπτεία;» «Θα τον σκοτώσω σίγουρα αν μας τα σκατώσεις απόψε» του απάντησε ο δρομέας. «Τότε θα περιμένω με μεγαλύτερη ακόμα ανυπομονησία το θάνατό σου» είπε ο είλωτας. Είχε έρθει η στιγμή να αποχωριστούν το Σφαιρέα. Είχε συμφωνήσει να οδηγήσει την ομάδα μέχρι εδώ. Προς μεγά λη τους έκπληξη, είδαν ότι ο παράνομος φαινόταν διχασμέ νος. «Κοιτάξτε» είπε διστακτικά «θέλω να μείνω μαζί σας, είστε καλοί άνθρωποι, σας θαυμάζω. Αλλά δε θα το κάνω με την ψυχή μου αν δε με ανταμείψετε». Όλη η ομάδα γέλασε. «Μην έχεις τύψεις, παράνομε» παρατήρησε ο Διηνέκης. «Θέλεις ανταμοιβή;» Ο Πολύνεικος άρπαξε τ' απόκρυφά του. «Θα σου φυλάξω αυτό». Μόνο ο Σφαιρέας δε γέλασε. «Ανάθεμά σε» μουρμούρισε μάλλον στον εαυτό του πα ρά στους άλλους. Κι ενώ συνέχισε να βρίζει, πήρε τη θέση του στην ολιγοπρόσωπη φάλαγγα. Θα έμενε. Το απόσπασμα δε θα χωριζόταν από δω και μπρος. Θα προχωρούσαν ανά πέντε, η μία ομάδα πίσω από την άλλη, για να αλληλοβοηθιούνται. Ο Σφαιρέας πήγε με τον Πολύνεικο στη θέση του Τελαμώνα. Οι ομάδες πέρασαν χωρίς να γίνουν αντιληπτές από τους Θεσσαλούς, που ροχάλιζαν του καλού καιρού. Η παρουσία του ελληνικού ιππικού ήταν μεγάλη τύχη. Η επιστροφή τους, αν γύριζαν ποτέ, θα ήταν σίγουρα άτακτη. Δεν ήταν μικρή υπόθεση να έχουν ένα σημάδι ορατό μέσα στο σκοτάδι, • 461
•
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
όπως αυτό το πελεκημένο δάσος. Θα μπορούσαν να ελευ θερώσουν τα άλογα των Θεσσαλών για να δημιουργήσουν σύγχυση και, αν η ομάδα αναγκαζόταν να φύγει κυνηγημέ νη μέσα από το στρατόπεδό τους, τα λόγια που θα αντάλ λασσαν μεταξύ τους δε θα τους πρόδιδαν ανάμεσα στους ελληνόφωνους Θεσσαλούς. Μετά από μισή ώρα δρόμο, οι ομάδες έφτασαν στις πα ρυφές του δάσους, ακριβώς πάνω από το φρούριο της Τραχίνας. Τα νερά του Ασωπού μούγκριζαν κάτω από τα τεί χη της πόλης. Το ποτάμι βρυχιόταν σαν καταρράκτης, σε ξεκούφαινε, ενώ ένας άγριος παγωμένος αέρας κατέβαινε από το φαράγγι. Τώρα μπορούσαμε να δούμε το στρατόπεδο του εχθρού. Σίγουρα κανένα θέαμα κάτω από τον ουρανό, ούτε η πολιορκημένη Τροία ούτε ο πόλεμος των θεών και των Τι τάνων, δεν μπορούσε να συγκριθεί μ' αυτό που απλωνόταν μπροστά στα μάτια μας. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, στη μεγάλη πεδιάδα που απλωνόταν μέχρι τη θάλασσα —μια απόσταση γύρω στα σαράντα τρία στάδια— και η οποία εκτεινόταν πολύ πιο πέρα, γύρω από τις απόκρημνες ακτές της Τραχινίας, έβλε πε κανείς τις χιλιάδες φωτιές του εχθρού να λάμπουν μεγεθυμένες από την ομίχλη. «Σίγουρα θα δυσκολευτούν να τα μαζέψουν». Ο Διηνέκης έγνεψε στον Κόκορα να πλησιάσει. Ο είλω τας άρχισε να καταθέτει ό,τι θυμόταν: Τα άλογα του Ξέρξη έπιναν νερό πρώτα, πριν από το υπόλοιπο στρατόπεδο. Τα ποτάμια είναι ιερά για τους Πέρ σες και πρέπει να διατηρούνται αμόλυντα. Η πάνω κοιλά δα χρησιμοποιείται ως βοσκοτόπι. Η σκηνή του μεγάλου βα σιλιά, ο Κόκορας ορκίστηκε γι' αυτό, βρισκόταν στο πάνω μέρος της πεδιάδας, σε απόσταση δύο βολών τόξου από το ποτάμι. • 462 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Η ομάδα κατηφόρισε και βρέθηκε ακριβώς κάτω από τα τείχη της ακρόπολης. Μπήκαν στο ποτάμι. Ο Ευρώτας στη Λακεδαίμονα τροφοδοτείται από το βουνό, ακόμα και το καλοκαίρι τα ανακατεμένα με χιόνι νερά του σε παγώνουν μέχρι το κόκαλο. Ο Ασωπός ήταν χειρότερος. Τα μέλη σου πάγωναν στη στιγμή. Ήταν τόσο κρύος, που φοβηθήκαμε για την ασφάλεια μας, αν χρειαζόταν να βγούμε έξω και να τρέ ξουμε, δε θα νιώθαμε τα χέρια και τα πόδια μας. Ευτυχώς, το ρεύμα μειωνόταν λίγο πιο κάτω. Η ομάδα τύλιξε τους μανδύες της και τους έβαλε στους ομφαλούς των ασπίδων για να κατέβει το ποτάμι. Ο εχθρός είχε φτιάξει φράγματα για να ελαττώσει το ρεύμα και να διευκολύνει το πότισμα των αλόγων και των αντρών. Στην κορυφή τους εί χαν τοποθετήσει φρουρές, αλλά η ομίχλη και ο αέρας έκα ναν τόσο δύσκολες τις συνθήκες, η ώρα ήταν τόσο περασμέ νη και οι σκοποί τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους, θεωρώ ντας αδύνατη κάθε διείσδυση, που η ομάδα κατάφερε να περάσει σερνόμενη από τα αυλάκια του υδατοφράχτη και να κρυφτεί γρήγορα στις σκιές κατά μήκος της όχθης. Το φεγγάρι είχε δύσει. Ο Κόκορας δεν μπορούσε να βρει τη σκηνή της Μεγαλειότητάς Του. «Εδώ ήταν, τ' ορκίζομαι!» Έδειξε ένα ύψωμα πάνω στο οποίο υπήρχε μια σειρά από σκηνές για τους ιπποκόμους που δέρνονταν στον αέρα και μια περίφραξη με σχοινί. Τα άλογα που ήταν μέσα υπέφε ραν από το δυνατό άνεμο. «Πρέπει να τη μετακίνησαν». Ο Διηνέκης τράβηξε το ξίφος του, έτοιμος να κόψει παρευθύς το λαρύγγι του Κόκορα, σίγουρος για την προδοσία του. Ο Κόκορας ορκιζόταν σε όποιο θεό τού ερχόταν στο μυαλό, δεν έλεγε ψέματα. «Τα πράγματα φαίνονται διαφο ρετικά στο σκοτάδι» είπε έτοιμος να κλάψει. Τον έσωσε ο Πολύνεικος. «Τον πιστεύω, Διηνέκη. Είναι τόσο ηλίθιος, που σίγουρα θα τα έκανε θάλασσα». Η ομάδα συνέχισε να προχωρά προσεκτικά, με το κεφά• 463 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λι χαμηλωμένο σε αργό ρυθμό. Σε μια στιγμή το πόδι του Δι ηνέκη μπερδεύτηκε σε κάτι καλάμια. Αναγκάστηκε να βγά λει το ξίφος του για να ελευθερωθεί. Σηκώθηκε γελώντας. Τον ρώτησα γιατί γελούσε. «Αναρωτιόμουν απλώς τι άλλο θα μπορούσε να μου συμβεί». Γέλασε πικρά. «Μπορεί να σερνόταν κανένα φίδι του ποταμού στον πισινό μου και να με έπαιρναν όλοι στο ψιλό...» Ξαφνικά, ο Κόκορας σκούντησε τον ώμο του αφέντη μου. Καμιά εκατοστή βήματα μπροστά βρίσκονταν ένα άλλο φράγμα και ένα κανάλι. Τρεις πάνινες σκηνές κατέληγαν σε μια όμορφη όχθη. Ένα φωτισμένο μονοπάτι, που φιδοσερνόταν στην πλαγιά, περνούσε μπροστά από μια κρυμμένη μάντρα, όπου ήταν κλεισμένα καμιά δεκαριά πολεμικά άλο γα, τυλιγμένα με κουβέρτες, τόσο υπέροχα, που η αξία του καθενός πρέπει να ήταν ίση με την παραγωγή μιας μικρής πόλης. Ακριβώς από πάνω υπήρχε ένα δασάκι με βαλανιδιές. Φωτιζόταν από σιδερένια φανάρια, που παράδερναν κάτω από το δυνατό άνεμο. Λίγο πιο πέρα, μετά από μια σειρά Αιγυπτίων ναυτικών, μπορούσε να διακρίνει κανείς τους τρι γωνικούς κεντρικούς πασσάλους μιας σκηνής τόσο μεγάλης, που μπορούσε να στεγάσει ένα ολόκληρο τάγμα. «Αυτή είναι» είπε ο Κόκορας δείχνοντάς την. «Αυτή εί ναι η σκηνή του Ξέρξη».
• 464 •
31 ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΟΣ πολεμιστή λίγο πριν αρχίσει η δράση, όπως έλεγε συχνά ο αφέντης μου (μια και δήλωνε μαθητής του φόβου), ακολουθούν πάντα τον ίδιο αναπόφευκτο δρό μο. Εμφανίζονται σε μια ανάπαυλα, που κρατά όσο ένα καρδιοχτύπι, όπου το εσωτερικό μάτι βλέπει τα ακόλουθα τρία οράματα, με την ίδια συνήθως σειρά: Πρώτα στα κατάβαθα της καρδιάς εμφανίζονται τα πρό σωπα εκείνων που αγαπά, που δεν είναι εκεί να δουν τον επικείμενο χαμό του: η γυναίκα του και η μητέρα του, τα παιδιά του, ιδίως αν είναι θηλυκά, ιδίως αν είναι μικρά. Αυ τούς που θα παραμείνουν κάτω από τον ήλιο και θα διατη ρήσουν μέσα στις καρδιές τους την ανάμνηση του περάσμα τος του ο πολεμιστής χαιρετά με αγάπη και συμπόνια. Σ' αυτούς κληροδοτεί την αγάπη του και αυτούς αποχαιρετά. Κατόπιν μπροστά στο εσωτερικό μάτι υψώνονται οι σκιές εκείνων που έχουν περάσει ήδη το ποτάμι, αυτοί που τον περιμένουν στην απέναντι όχθη του. Ανάμεσα σ' αυτούς που περίμεναν τον αφέντη μου ήταν ο αδελφός του, ο Ιατροκλής, ο πατέρας του και η μητέρα του και ο αδελφός της Αρέτης, ο Ιδοτυχίδης. Κι αυτούς επίσης χαιρετά η καρδιά του πολεμιστή σιωπηλά, ζητά τη βοήθειά τους και μετά αφή νεται. Τελευταία έρχονται οι θεοί, αυτοί που τον έχουν ευεργετή σει περισσότερο, αυτοί τους οποίους έχει λατρέψει περισσό• 465 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τερο ο ίδιος. Αφήνει το πνεύμα του στη φροντίδα τους, αν μπορεί. Μόνο όταν έχει εκπληρωθεί η τριπλή αυτή υποχρέωση επανέρχεται ο πολεμιστής στο παρόν και στρέφεται, λες και ξυπνά από όνειρο, σ' αυτούς που είναι πλάι του, σ' αυτούς που σε λίγο θα υποστούν μαζί τη δοκιμασία του θανάτου. Εδώ, έλεγε συχνά ο Διηνέκης, είναι που υπερτερούν οι Σπαρ τιάτες απέναντι σε κείνους που στέκουν αντίκρυ τους στη μάχη. Κάτω από ποια ξένη σημαία θα έβρισκε κανείς στο πλευρό του άντρες σαν το Λεωνίδα, τον Αλφεό, το Μάρωνα ή εδώ μέσα σ' αυτή τη βρομιά το Δωριέα, τον Πολύνεικο και τον αφέντη μου, το Διηνέκη; Τους άντρες που θα μοιραστούν μαζί του τη βάρκα η καρδιά του πολεμιστή αγκαλιάζει με μια αγάπη που ξεπερνά όλες τις άλλες που έχουν χαρίσει oι θεοί στους ανθρώπους, εκτός από την αγάπη της μάνας για το παιδί της. Δεσμεύεται για πάντα μαζί τους, όπως κι εκείνοι με αυτόν. Το βλέμμα μου τώρα πήγε στο Διηνέκη, που ήταν ζαρω μένος πάνω από την όχθη του ποταμού, χωρίς περικεφα λαία, με τον κόκκινο μανδύα του, που φάνταζε κατάμαυρος μέσα στο σκοτάδι. Με το δεξί του χέρι μάλαζε τον αστρά γαλό του για να τον κάνει πιο ευέλικτο, ενώ με μεστές φρά σεις έδινε οδηγίες στους άντρες του για τον τρόπο δράσης. Ο Αλέξανδρος δίπλα του είχε πιάσει μια χούφτα άμμο από την όχθη και έτριβε μ' αυτή το κοντάρι του για να γδαρθεί και να μη γλιστράει στο πιάσιμο. Ο Πολύνεικος, βλαστημώντας, είχε περάσει το βραχίονά του στη βρεγμένη χειρίδα, που ήταν από ορείχαλκο και δέρμα, της ασπίδας του, προ σπαθώντας να βρει το σημείο της ισορροπίας και το πλέον κατάλληλο κράτημα της λαβής. Το Κυνηγόσκυλο και ο Λαχίδης, ο Σφαιρέας, ο Κόκορας και ο Δωριέας ολοκλήρωναν επίσης την προετοιμασία τους. Κοίταξα τον Αυτόχειρα. Διά λεγε γρήγορα τις βελόνες μανταρίσματος σαν το χειρουργό • 466 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
που επιλέγει τα εργαλεία του, πιάνοντας τρεις (μία για το χέρι που τις εκσφενδόνιζε, δύο για το ελεύθερο) που το βά ρος και η ισορροπία τους υπόσχονταν το καλύτερο πέταγ μα. Πλησίασα σκυφτά το Σκύθη, με τον οποίο θα ήμαστε μαζί τη στιγμή της εφόδου. «Θα σε δω στη βάρκα» είπε και με παρέσυρε μαζί του στο μέρος από όπου θα εισβάλλαμε. Θα ήταν άραγε το τελευταίο πρόσωπο που θα έβλεπα; Αυτός ο Σκύθης ήταν φίλος και σύμβουλός μου από τα δε κατέσσερά μου χρόνια. Με δίδαξε πότε έπρεπε να καλύ πτω και πότε να σταματώ, να ντύνω και να παρακολουθώ' πώς να σταματώ το αίμα από μια τρύπα στη σάρκα, να πε ριποιούμαι ένα σπασμένο κλειδοκόκαλο, πώς να βγάζω ένα άλογο από το πεδίο της μάχης, να αποσύρω έναν τραυμα τισμένο πολεμιστή από τη μάχη, χρησιμοποιώντας το μαν δύα του. Αυτός ο άνθρωπος με την επιδεξιότητα και τον ατρόμητο χαρακτήρα του θα μπορούσε να προσληφθεί ως μισθοφόρος σε οποιοδήποτε στρατό του κόσμου. Ακόμα και στον περσικό, αν το επιθυμούσε. Θα μπορούσε να διοριστεί αρχηγός εκατό αντρών, να αποκτήσει φήμη και δόξα, γυναί κες και πλούτη. Ωστόσο διάλεξε να παραμείνει στη σκληρή ακαδημία της Λακεδαίμονας, να υπηρετεί χωρίς πληρωμή. Σκέφτηκα τον έμπορο Ελεφαντίνο. Απ' όλους στο στρα τόπεδο, ο Αυτόχειρας είχε ασχοληθεί περισσότερο με κείνον το χαρούμενο, εκδηλωτικό άνθρωπο. Γρήγορα έγιναν φίλοι οι δυο τους. Το βραδάκι πριν την πρώτη μάχη, όταν η ενωμοτία του αφέντη μου είχε στρωθεί για το βραδινό φαγητό, ο Ελεφαντίνος εμφανίστηκε εκεί τριγύρω. Είχε ανταλλάξει όλα τα εμπορεύματά του, είχε πουλήσει το κάρο και το γαϊδουράκι του, το μανδύα και τα παπούτσια του ακόμα. Τώ ρα εκείνη τη νύχτα τριγυρνούσε με ένα καλάθι γεμάτο αχλά δια και λιχουδιές, που μοίραζε στους πολεμιστές που κάθο νταν να φάνε. Σταμάτησε δίπλα στη φωτιά μας. Ο αφέντης μου πολλές φορές έκανε θυσία το βράδυ. Τίποτα το σπου• 467 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
δαίο, ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί και μια σπονδή. Δεν προ σευχόταν δυνατά, πρόφερε μόνο μερικά λόγια σιωπηλά μέ σα απ' την καρδιά του στους θεούς. Ποτέ δεν αποκάλυπτε το περιεχόμενο των προσευχών του, αλλά μπορούσα να δια βάσω τα χείλη του και να ακούσω το παράξενο μουρμούρισμά του. Προσευχόταν για την Αρέτη και τις θυγατέρες του. «Τα νεαρά τούτα αγόρια έπρεπε να εκτελούν αυτή την ευσεβή πράξη» παρατήρησε ο έμπορος «όχι εσείς οι γεροξούρες!». Ο Διηνέκης χαιρέτησε τον έμπορο με θέρμη. «Οι γκριζομάλληδες θες να πεις, φίλε μου». «Εννοώ εσάς τους απαίσιους γέρους, του πρόσεξ' τούτο!» Τον κάλεσαν να καθίσει. Ο Βίαντας, που ήταν ακόμα ζω ντανός, πείραζε τον έμπορο για την έλλειψη προνοητικότη τας που τον διέκρινε. Πώς θα έφευγε τώρα από δω χωρίς το γάιδαρο και το κάρο του; Ο Ελεφαντίνος δεν απάντησε. «Ο φίλος μας δε θα φύγει» είπε απαλά ο Διηνέκης, με το βλέμμα καρφωμένο στη γη. Ο Αλέξανδρος και ο Αρίστωνας ήρθαν με ένα λαγό. Τον είχαν αγοράσει από κάτι παιδιά στους Αλπηνούς. Ο γέρο ντας χαμογέλασε με την καζούρα που τους έκαναν οι σύ ντροφοι τους για το κελεπούρι που είχαν φέρει. Ήταν ένας «χειμωνιάτικος» λαγός, τόσο αδύνατος και κοκαλιάρικος, που δεν έφτανε ούτε για μυρωδιά για δύο άντρες, πόσο μάλ λον για δεκάξι. Ο έμπορος κοίταξε τον αφέντη μου, «Κανονικά εσείς οι παλαίμαχοι με τις γκρίζες γενειάδες έπρεπε να βρίσκεστε εδώ στις Θερμοπύλες. Όχι αυτά τα παι διά». Έδειξε με μια κίνηση τον Αλέξανδρο και τον Αρίστωνα, συμπεριλαμβάνοντας και μένα μέσα, όπως και μερικούς άλλους βοηθητικούς λίγο πάνω από τα είκοσι. «Πως είναι δυνατό να φύγω όταν αυτά τα μωρά παραμένουν;» «Σας ζηλεύω εσάς τους συντρόφους» συνέχισε ο έμπο• 468 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρος όταν καθάρισε ο λαιμός του, που είχε φράξει από τη συγκίνηση. «Εγώ σε όλη μου τη ζωή έψαχνα αυτό που εσείς είχατε από γεννησιμιού σας, μια ένδοξη πόλη στην οποία να ανήκω». Το γεμάτο σημάδια χέρι του έδειξε τις φωτιές που άναβαν στο στρατόπεδο και τους πολεμιστές, παλιούς και νέους, που κάθονταν δίπλα τους. «Αυτή θα είναι η πό λη μου. Θα είμαι ο δικαστής και ο γιατρός της, ο πατέρας των ορφανών της και ο τρελός της». Έδωσε τα αχλάδια του και σηκώθηκε να πάει παρακάτω. Ακούγαμε τα γέλια που έφερε στην επόμενη φωτιά και με τά στην παρακάτω. Οι σύμμαχοι βρίσκονταν στις Θερμοπύλες επί τέσσερις νύ χτες τότε. Είχαν παρατηρήσει το μέγεθος της περσικής στρα τιάς σε ξηρά και θάλασσα και ήξεραν καλά τα ανυπέρβλητα εμπόδια που θα αντιμετώπιζαν. Ωστόσο, το ένιωθα, μέχρι εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον η ενωμοτία του αφέντη μου, δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο χαμός της Ελλάδας και ο επικείμενος θάνατος των υπερασπιστών θα είχαν αντίκτυ πο στην πατρίδα. Μεγάλη σοβαρότητα επικράτησε με την εξαφάνιση του ήλιου. Για πολλή ώρα δε μίλησε κανείς. Ο Αλέξανδρος έγδερ νε το λαγό, εγώ άλεθα κριθάρι με ένα χειροκίνητο μύλο, ο Μέδοντας ετοίμαζε τη φωτιά για το μαγείρεμα, ο Μαύρος Λέων έκοβε κρεμμύδια. Ο Βίαντας ήταν ακουμπισμένος στον κορμό μιας βαλανιδιάς που τον είχαν κόψει για ξύλα, με το Λέοντα που την είχε... γαϊδουρινή στα αριστερά του. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο Αυτόχειρας άρχισε να μιλά. «Υπάρχει μια θεά στη χώρα μου, η Ναάν» διέκοψε ο Σκύθης τη σιωπή. «Η μητέρα μου ήταν ιέρειά της, αν μπορεί να δοθεί ένας τέτοιος τίτλος σε μια αγράμματη χωριάτισσα που πέρασε όλη της τη ζωή στο πίσω μέρος ενός κάρου. Μου τα θύμισαν όλα αυτά ο φίλος μου ο έμπορος και το δίτροχο κάρο του που αποκαλεί σπίτι του». • 469 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ήταν η πρώτη φορά που εγώ ή κάποιος άλλος ακούγα με τον Αυτόχειρα να λέει τόσα πολλά. Όλοι περίμεναν να σταματήσει εδώ. Αλλά ο Σκύθης τους ξάφνιασε πάλι, για τί συνέχισε. Η ιέρεια μητέρα του τον έμαθε, είπε ο Αυτόχειρας, ότι τίποτε κάτω από τον ήλιο δεν είναι αληθινό. Η γη και ό,τι υπάρχει πάνω της είναι πλασματικά, η υλική ενσάρκωση μιας ωραιότερης και ουσιαστικότερης πραγματικότητας που υπάρχει ακριβώς πίσω από αυτό, αόρατη στις ανθρώπινες αισθήσεις. Καθετί που αποκαλούμε αληθινό στηρίζεται σ' αυτή τη λεπτή βάση που βρίσκεται από κάτω, άφθαρτη, αό ρατη κάτω από το παραπέτασμα. «Η θρησκεία της μητέρας μου διδάσκει πως μόνο τα πράγματα που δεν αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις εί ναι πραγματικά. Η ψυχή. Η αγάπη της μητέρας. Το θάρρος. Αυτά είναι πιο κοντά στους θεούς, λέει. γιατί μόνο αυτά εί ναι όμοια και στις δυο πλευρές του θανάτου, μπροστά από το παραπέτασμα και πίσω από αυτό. »Όταν πρωτοήρθα στη Λακεδαίμονα και είδα τη φάλαγ γα» συνέχισε ο Αυτόχειρας «μου φάνηκε η πιο αστεία μορ φή πολέμου που είχα δει ποτέ. Στη χώρα μου πολεμάμε κα βάλα στ' άλογα. Για μένα αυτός ήταν ο μόνος τρόπος, σπου δαίος και ένδοξος, ένα θέαμα που συγκλονίζει την ψυχή. Η φάλαγγα μου φαινόταν αστεία. Αλλά θαύμασα τους άντρες, την αρετή τους, που ήταν φανερά πολύ πιο ανώτερη από κάθε άλλου έθνους που είχα δει και μελετήσει. Ήταν πραγ ματική σπαζοκεφαλιά για μένα». Κοίταξα το Διηνέκη μέσα από τη φωτιά για να δω αν εί χε ακούσει αυτές τις σκέψεις από τον Αυτόχειρα και στο παρελθόν, τα χρόνια ίσως πριν μπω στην υπηρεσία του, τό τε που ο Σκύθης ήταν ο μοναδικός του βοηθός. Από την έκ φραση του προσώπου του κατάλαβα ότι τον παρακολου θούσε με πολύ μεγάλη προσοχή. Προφανώς, τούτα τα γεν• 470 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ναιόδωρα λόγια από τα χείλη του Αυτόχειρα ήταν εντελώς καινούρια για τον αφέντη μου όσο και για τους άλλους. «Θυμάσαι, Διηνέκη, τότε που πολεμήσαμε τους Θηβαί ους στις Ερυθρές; Τότε που έσπασαν και το έβαλαν στα πό δια; Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάτι τέτοιο. Τρόμα ξα. Υπάρχει πιο ποταπό, πιο εξευτελιστικό θέαμα κάτω από τον ήλιο από μια φάλαγγα που διαλύεται από φόβο; Σε κά νει να νιώθεις ντροπή που είσαι θνητός, που βλέπεις τόση χυδαιότητα ακόμα και σε έναν εχθρό. Παραβιάζει τους υψη λότερους νόμους των θεών». Το πρόσωπο του Αυτόχειρα, που είχε πάρει μια περιφρονητική έκφραση, τώρα έλαμψε από χαρά. «Α, το αντίθετο: Μια γραμμή που κρατάει! Τι μπορεί να είναι πιο μεγάλο, πιο ευγενικό; »Ένα βράδυ ονειρεύτηκα ότι προήλαυνα μέσα στη φά λαγγα. Προχωρούσαμε σε μια πεδιάδα για να συναντήσου με τον αντίπαλο. Η καρδιά μου είχε παγώσει από τον τρό μο. Οι σύντροφοι μου προχωρούσαν με μεγάλα βήματα γύ ρω μου, μπροστά μου, πίσω μου, από όλες τις μεριές. Ήταν όλοι εγώ. Εγώ γέρος, εγώ νέος. Τρομοκρατήθηκα ακόμα πιο πολύ, λες και γινόμουν κομματάκια. Τότε άρχισαν όλοι να τραγουδούν. Όλα τα "εγώ", όλοι οι "εαυτοί μου". Καθώς οι φωνές τους υψώνονταν σε μια γλυκιά αρμονία, κάθε φόβος πέταξε από την καρδιά μου. Ξύπνησα με ένα μόνο στήθος και ήξερα ότι αυτό το όνειρο ήταν σταλμένο κατευθείαν από τους θεούς. »Κατάλαβα τότε ότι η κόλλα έκανε τη φάλαγγα σπου δαία. Η αόρατη κόλλα που την κρατούσε σφιχτοδεμένη. Συ νειδητοποίησα ότι όλα τα γυμνάσια και η πειθαρχία, με τα οποία εσείς οι Σπαρτιάτες αρέσκεστε να ζαλίζετε ο ένας το κεφάλι του άλλου, δεν ήταν για να εντυπώσετε τη δεξιοτε χνία ή την τέχνη, αλλά για να δημιουργήσετε αυτή την κόλ λα». • 471 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο Μέδοντας γέλασε. «Δε μου λες, τι είδους κόλλα διέ λυσες εσύ, Αυτόχειρα, που επέτρεψε τελικά στα σαγόνια σου να ανοιγοκλείνουν με τόση αντισκυθική υπερβολή;» Ο Αυτόχειρας χαμογέλασε. Ο Μέδοντας ήταν αυτός, όπως έλεγαν, που έδωσε στο Σκύθη το παρατσούκλι του, όταν, ένοχος για ένα φόνο στη χώρα του, είχε καταφύγει στη Σπάρτη, όπου επιζητούσε συνέχεια το θάνατο. «Όταν πρωτοήρθα στη Λακεδαίμονα και άρχισαν να με φωνάζουν "Αυτόχειρα", δε μου άρεσε καθόλου. Αλλά με τον καιρό μπόρεσα να δω τη σοφία του, αφού δε μου το είχαν δώσει από κακή πρόθεση. Γιατί τι πιο ευγενικό από το να σκοτώσεις τον εαυτό σου; Όχι στην κυριολεξία. Όχι με μια λεπίδα στα σπλάχνα. Αλλά να εξοντώσεις το εγωιστικό εγώ μέσα σου, εκείνο το μέρος που κοιτάζει μόνο τη δική του επιβίωση, να σώσει το δικό του τομάρι. Αυτή ήταν η νίκη που εσείς οι Σπαρτιάτες είχατε πετύχει πάνω στον εαυτό σας. Αυτό ήταν η κόλλα. Αυτό που είχατε μάθει και με έκανε να μείνω, για να το μάθω κι εγώ. »Όταν ένας πολεμιστής μάχεται όχι για τον εαυτό του αλλά για τα αδέλφια του, όταν ο μεγαλύτερος πόθος του δεν είναι ούτε η δόξα ούτε η σωτηρία της δικής του ζωής, αλλά να διαθέσει την ύπαρξή του ολόκληρη για κείνους, τους συ ντρόφους του, κι όχι να τους εγκαταλείψει ή να φανεί ανά ξιος τους, τότε η καρδιά του περιφρονεί στ' αλήθεια το θά νατο κι έτσι ξεπερνά τον εαυτό του και οι πράξεις του αγ γίζουν το τέλειο. Γι' αυτό ο αληθινός πολεμιστής δεν μπορεί να μιλήσει για μάχες παρά μόνο με τα αδέλφια του που ήταν εκεί μαζί του. Αυτή η αλήθεια είναι τόσο ιερή και απα ραβίαστη, που τα λόγια περισσεύουν. Ούτε κι εγώ θα τολ μούσα να την πω πέρα από δω παρά μόνο σε σας». Ο Μαύρος Λέων άκουγε προσεκτικά. «Αυτά που λες εί ναι αλήθεια, Αυτόχειρα, και συγχώρα με που σε λέω έτσι. Αλλά δεν είναι ευγενές ό,τι δε βλέπεται. Και τα ποταπά συ472
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ναισθήματα είναι αόρατα επίσης. Ο φόβος, η απληστία και η λαγνεία. Τι λες γι' αυτά;» «Ναι» παραδέχτηκε ο Αυτόχειρας «αλλά κι αυτά που αι σθάνεται κανείς δεν είναι ποταπά; Η δυσωδία τους φτάνει ίσαμε τον ουρανό. Αρρωσταίνουν την καρδιά του ανθρώ π ο υ . Τα ευγενικά αόρατα πράγματα έχουν διαφορετική αί σθηση. Είναι σαν μουσική που οι υψηλότερες νότες της εί ναι οι ωραιότερες. »Άλλο ένα πράγμα που με προβλημάτισε όταν ήρθα στη Λακεδαίμονα. Η μουσική σας. Υπήρχε παντού, όχι μόνο στις πολεμικές ωδές ή στα τραγούδια που λέγατε καθώς βαδί ζατε εναντίον του αντιπάλου, αλλά επίσης στους χορούς και στις χορωδίες σας, στις εορτές και στις θυσίες σας. Γιατί αυ τοί οι τέλειοι πολεμιστές τιμούν τόσο τη μουσική, όταν απα γορεύουν τα θέατρα και την τέχνη; Πιστεύω πως αισθάνο νται ότι οι αρετές είναι σαν τη μουσική. Πάλλονται σε έναν υψηλότερο, ευγενέστερο ρυθμό». Στράφηκε στον Αλέξανδρο. «Γι' αυτό σε επέλεξε ο Λεω νίδας για τους Τριακόσιους, νεαρέ μου αφέντη, αν και ήξε ρε ότι δεν είχες βρεθεί ποτέ ανάμεσα στις σάλπιγγες. Πι στεύει ότι θα τραγουδήσεις εδώ στις Θερμοπύλες σ' αυτή τη θεία καταγραφή, όχι μ' αυτόν» —έδειξε το λαιμό— «αλ λά με τούτη». Και το χέρι του άγγιξε την καρδιά. Ο Αυτόχειρας σώπασε. Φάνηκε αμήχανος και ντροπαλός. Όλα τα πρόσωπα γύρω από τη φωτιά τον κοίταζαν με σο βαρότητα και σεβασμό. Ο Διηνέκης ράγισε τη σιωπή με ένα γέλιο. «Είσαι φιλόσοφος, Αυτόχειρα». Ο Σκύθης χαμογέλασε κι αυτός. «Ναι» είπε κουνώντας το κεφάλι «του πρόσεξ' τούτο!». Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ένας αγγελιαφόρος, που καλού σε το Διηνέκη στο συμβούλιο του Λεωνίδα. Ο αφέντης μου μου έγνεψε να τον ακολουθήσω. Κάτι είχε αλλάξει μέσα του. • 473 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Το ένιωσα καθώς περπατούσαμε ανάμεσα στα δρομάκια που διέσχιζαν τα στρατόπεδα των συμμάχων. «Θυμάσαι εκείνο το βράδυ, Χίονη, τότε που καθόμαστε με τον Αρίστωνα και τον Αλέξανδρο και μιλούσαμε για το φόβο και το αντίθετο του;» Είπα ότι θυμόμουν. «Έχω την απάντηση στο ερώτημά μου. Μου την έδωσαν οι φίλοι μας ο έμπορος και ο Σκύθης». Το βλέμμα του στράφηκε στις φωτιές του στρατοπέδου. στους συμμάχους που ήταν μαζεμένοι στις μονάδες τους και στους αξιωματικούς τους, που βλέπαμε να πλησιάζουν από όλες τις μεριές τη φωτιά του βασιλιά, όπως κι εμείς άλλωστε, έτοιμοι να ανταποκριθούν στις ανάγκες του και να λάβουν τις οδηγίες του. «Το αντίθετο του φόβου» είπε ο Διηνέκης «είναι η αγά πη».
• 474 •
32 ΔΥΟ ΦΡΟΥΡΕΣ ΚΑΛΥΠΤΑΝ τη δυτική πλευρά πίσω από τη σκηνή της Μεγαλειότητάς Του. Ο Διηνέκης διάλεξε αυτή τη μεριά να επιτεθεί επειδή ήταν η πιο σκοτεινή και η λιγότε ρο ορατή, η πλευρά που ήταν περισσότερο εκτεθειμένη στο δυνατό αέρα. Από όλες τις αποσπασματικές εικόνες που μου μένουν από αυτή τη συμπλοκή που τέλειωσε πριν π ε ράσουν πενήντα καρδιοχτύπια από τη στιγμή που άρχισε, η πιο έντονη είναι του πρώτου φρουρού, ενός Αιγυπτίου ναύ τη. Ήταν έξι πόδια ψηλός και φορούσε μια περικεφαλαία σε χρώμα χρυσαφί, στολισμένη με τα χοντρά ασημένια φτε ρά ενός γρύπα. Οι ναυτικοί αυτοί, όπως η Μεγαλειότητά Του γνωρίζει, φορούν ως σύμβολο περηφάνιας τα ζωηρόχρωμα μάλλινα ζωνάρια του συντάγματός τους. Το έχουν έθιμο όταν είναι στρατοπεδευμένοι να βάζουν αυτές τις λωρίδες σταυρωτά στο στήθος τους και να τις δένουν στη μέση. Εκεί νη τη νύχτα ο φρουρός είχε καλύψει με αυτές το στόμα και τη μύτη για να προστατευτεί από το σφοδρό άνεμο και τη σκόνη. Είχε τυλίξει επίσης τα αυτιά και το μέτωπο και είχε αφήσει μόνο μια μικρή χαραμάδα για τα μάτια. Η ολόσωμη ασπίδα από λυγαριά που κρατούσε μπροστά του πάλευε να κρατηθεί για να μην την πάρει ο αέρας. Δε χρειαζόταν με γάλη φαντασία για να αντιληφθεί κανείς τη μιζέρια του, έτσι όπως στεκόταν ολομόναχος μέσα στο κρύο, με μόνη συντρο φιά ένα φανάρι, που ούρλιαζε στο φύσημα του αγέρα. • 475 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Ο Αυτόχειρας πλησίασε γύρω στα τριάντα πόδια τον άντρα χωρίς να γίνει αντιληπτός. Πέρασε σερνόμενος με την κοιλιά τις κλειστές μέχρι πάνω τέντες των ιπποκόμων της Μεγαλειότητάς Του και τον πάνινο φράχτη που χτυπιόταν δυνατά στον αέρα και που προφύλασσε τα άλογα. Ήταν σχεδόν πίσω του. Τον είδα να μουρμουρίζει μια σύντομη προσευχή (δυο λέξεις όλες κι όλες, «Ελευθέρωσε τον», εν νοώντας τον εχθρό) στους βάρβαρους θεούς του. Τα θολά μάτια του φρουρού ανοιγόκλεισαν. Μέσα στο σκοτάδι είδε να έρχεται καταπάνω του η φιγούρα του Σκύθη, σφίγγοντας στην αριστερή γροθιά του δυο δόρατα σε μέγεθος βέλους, με την ορειχάλκινη φονική μύτη ενός τρί του σε θέση βολής πίσω από το δεξί αυτί του. Τόσο αλλό κοτο και απρόσμενο πρέπει να ήταν αυτό το θέαμα, που ο ναυτικός δεν έκανε καμία κίνηση να αντιδράσει, ούτε καν να σημάνει συναγερμό. Με το χέρι που κρατούσε το δόρυ έπιασε αδιάφορα το πανί που προφύλαγε τα μάτια του, σαν να έλεγε στον εαυτό του ότι είχε υποχρέωση να αντα ποκριθεί σε κείνη την ξαφνική και ασυνήθιστη ενόχληση. Το πρώτο δόρυ του Αυτόχειρα πέρασε με τόση δύναμη από το μήλο του λαιμού του άντρα, που η μύτη του βγήκε από την άλλη μεριά. Η αιχμή του εκτεινόταν κατακόκκινη όσο ένα χέρι από πίσω. Ο άντρας έπεσε σαν βράχος. Σε μια στιγμή ο Αυτόχειρας βρέθηκε από πάνω του. Τράβηξε τη βελόνα μανταρίσματος με τόσο φοβερή δύναμη, που έβγα λε και την τραχεία του άντρα μαζί. Ο δεύτερος φρουρός, δέκα πόδια αριστερά του πρώτου, γύρισε απλώς ξαφνιασμένος, μην πιστεύοντας ακόμα τις αι σθήσεις του, όταν ο Πολύνεικος βρέθηκε δίπλα του τρέχο ντας σαν αστραπή. Κατάφερε στη δεξιά ακάλυπτη πλευρά του άντρα ένα τόσο άγριο χτύπημα με την ασπίδα του, που ο άντρας τινάχτηκε στον αέρα. Ο άντρας έπαψε ν' ανασαί νει και η σπονδυλική του στήλη τσακίστηκε στο έδαφος. Η • 476 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μύτη του κονταριου του Πολύνεικου χώθηκε στο στήθος του με τόση δύναμη, που μπορούσες ν' ακούσεις το κόκαλο να σπάει και να συντρίβεται, παρά το σφοδρό αέρα. Οι άντρες έφτασαν έξω από τη σκηνή. Ο Αλέξανδρος έκα νε με το μαχαίρι του ένα διαγώνιο άνοιγμα στο πανί. Ο Διη νέκης, ο Δωριέας, ο Πολύνεικος, ο Λαχίδης, μετά ο Αλέξαν δρος, το Κυνηγόσκυλο, ο Κόκορας και ο Σφαιρέας τρύπω σαν μέσα. Μας είχαν δει όμως. Οι φρουροί και στις δυο πλευρές σήμαναν συναγερμό. Είχαν γίνει όμως όλα τόσο γρήγορα, που οι σκοποί δεν πίστευαν στα μάτια τους. Προ φανώς, είχαν διαταγές να παραμείνουν στις θέσεις τους κι αυτό έκαναν περίπου, τουλάχιστον οι δυο πιο κοντινοί, που προχωρούσαν προς τον Αυτόχειρα και μένα (οι μόνοι που ήμαστε ακόμα έξω από τη σκηνή) φανερά ξαφνιασμένοι και ζαλισμένοι. Είχα βάλει ένα βέλος στο τόξο μου και κρα τούσα άλλα τρία στην αριστερή μου χούφτα. Ετοιμάστηκα να το ρίξω. «Στάσου!» φώναξε ο Αυτόχειρας στ' αυτί μου μέσα στον αέρα. «Σπάσ' τους ένα χαμόγελο». Νόμισα ότι τρελάθηκε. Αλλά χαμογέλασα. Χειρονομώ ντας σαν μανιακός, μιλώντας στους φρουρούς στη γλώσσα του, ο Σκύθης έδωσε ολόκληρη παράσταση. Έκανε δήθεν ότι ήταν μια άσκηση για την οποία οι σκοποί δεν είχαν ενη μερωθεί. Αυτό κράτησε όσο δύο καρδιοχτύπια. Έπειτα κα μιά δεκαριά ναυτικοί όρμησαν από το μπροστινό μέρος της σκηνής. Κάναμε στροφή και χωθήκαμε κι εμείς μέσα. Στο εσωτερικό επικρατούσε σκοτάδι. Γυναικεία ουρλια χτά ακούγονταν. Οι υπόλοιποι της ομάδας δε φαίνονταν. Είδαμε το φως μιας λάμπας να πηγαινοέρχεται στο δωμά τιο. Ήταν το Κυνηγόσκυλο. Μια γυμνή γυναίκα όρμησε στο πόδι του και βύθισε τα δόντια της στο κρέας της κνήμης του. Το φως της λάμπας από δίπλα φώτισε τη λεπίδα του Σκιρίτη, που υψώθηκε σαν τσεκούρι κόβοντας το κεφάλι της από τη ρίζα. Το Κυνηγόσκυλο έγνεψε: «Βάλτε φωτιά!». • 477 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Βρισκόμαστε σε ένα είδος σεράι για παλλακίδες. Η σκη νή ολόκληρη πρέπει να είχε γύρω στις είκοσι αίθουσες. Πού να ξέρουμε ποια ήταν του βασιλιά; Όρμησα στη μοναδική αναμμένη λάμπα και έχωσα το φιτίλι της σε ένα ντουλάπι με γυναικεία ρούχα, αμέσως ολόκληρο το πορνείο ούρλιαξε. Ναυτικοί άρχισαν να ξεχύνονται μέσα μετά από μας, ανά μεσα στις γυναίκες, που στρίγγλιζαν. Έτρεξα, κι αυτοί μαζί, πίσω από το Κυνηγόσκυλο, ακολουθώντας το διάδρομο που είχε πάρει. Ήταν φανερό ότι βρισκόμαστε στο πίσω μέρος της σκηνής. Η επόμενη αίθουσα πρέπει να ήταν των ευνού χων. Είδα το Διηνέκη και τον Αλέξανδρο, ασπίδα με ασπίδα, να ορμούν σε δυο τιτάνες με ξυρισμένο κρανίο. Δε σταμά τησαν καν να τους χτυπήσουν, απλώς τους πέταξαν κάτω. Ο Κόκορας ξεκοίλιασε τον ένα στρίβοντας το ξίφος του. Ο Σφαιρέας κομμάτιασε κάποιον άλλο με το τσεκούρι του. Ο Πολύνεικος, ο Δωριέας και ο Λαχίδης βγήκαν από ένα υπνο δωμάτιο με τις άκρες των κονταριών τους να στάζουν αίμα. «Αναθεματισμένοι ιερείς!» φώναξε απογοητευμένος ο Δω ριέας. Ένας μάγος βγήκε τρεκλίζοντας με τα έντερα έξω και σωριάστηκε κάτω. Ο Δωριέας και ο Πολύνεικος ήταν μπροστά όταν η ομά δα όρμησε στο δωμάτιο της Μεγαλειότητάς Του. Η αίθουσα ήταν ευρύχωρη, μεγάλη σαν αποθήκη, και υποστηριζόταν από τόσους εβένινους και κέδρινους πασσάλους, που έμοι αζε με δάσος. Λάμπες και φανάρια φώτιζαν το θόλο σαν να ήταν μέρα μεσημέρι. Οι διοικητές των Περσών ήταν ξυπνη τοί και έκαναν συμβούλιο. Ίσως είχαν σηκωθεί νωρίς ή δεν είχαν πέσει καθόλου στο κρεβάτι. Τη στιγμή που έστριβα στη γωνία να μπω στο δωμάτιο, ο Διηνέκης, ο Αλέξανδρος, το Κυνηγόσκυλο και ο Λαχίδης, που πρόλαβαν τον Πολύνεικο και το Δωριέα, σχημάτιζαν γραμμή, ασπίδα με ασπίδα, για να επιτεθούν. Βλέπαμε τους στρατηγούς και τους διοικητές της Μεγαλειότητάς Του τριάντα πόδια μακριά από μας. Το • 478 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πάτωμα ήταν στρωμένο με ξύλο, χοντρό και επίπεδο σαν σε ναό και καλυμμένο με τόσο παχιά χαλιά, που έπνιγαν κάθε ήχο βήματος. Ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουμε ποιος από τους Πέρσες ήταν η Μεγαλειότητά Του, έτσι υπέροχα ντυμένοι που ήταν όλοι, πανύψηλοι και καλοκαμωμένοι. Ήταν καμιά δεκαριά, εκτός από τους γραφείς, τους φύλακες και τους υπηρέτες, και όλοι τους αρματωμένοι. Προφανώς, είχαν μάθει για την επίθεση πριν λίγο. Άρπαξαν τα γιαταγάνια, τα τόξα και τα τσεκούρια τους και από την έκφρασή τους φαίνονταν να μην πιστεύουν στα μάτια τους. Χωρίς ούτε μια λέξη, οι Σπαρ τιάτες όρμησαν. Ξάφνου, εμφανίστηκαν τα πουλιά. Αμέτρητα εξωτικά πουλιά, από αυτά που είχαν φέρει από την Περσία, για τη διασκέδαση της Μεγαλειότητάς Του προφανώς, άρχισαν να πετούν με φοβερό θόρυβο πίσω από τους Σπαρτιάτες. Κά ποιος είχε σκοντάψει πάνω σε μια σειρά από κλούβες, που άνοιξαν όταν έπεσαν κάτω. Μπορεί κάποιος Σπαρτιάτης πάνω στη σύγχυση ή ένας ξύπνιος υπηρέτης της Μεγαλει ότητάς Του. Το γεγονός είναι, πάντως, ότι τη στιγμή της επί θεσης εκατό και πλέον Άρπυιες* εισέβαλαν στριγγλίζοντας μέσα στη βασιλική σκηνή, ιπτάμενα πλάσματα κάθε είδους, που ούρλιαζαν σαν λυσσασμένα, σπέρνοντας τον πανικό με τα φρενιασμένα χτυπήματα των φτερών τους. Εκείνα τα πουλιά έσωσαν τη Μεγαλειότητά Του. Αυτά και οι πάσσαλοι που στήριζαν το θόλο της σκηνής σαν τις εκατοντάδες κολόνες ενός ναού. Αυτά τα δυο και το ξάφ νιασμα συγκράτησαν την ορμή των επιτιθέμενων. Το ελάχι στο όμως αυτό διάστημα ήταν αρκετό για τους ναύτες της Μεγαλειότητάς Του και τους εναπομείναντες Αθανάτους * Φτερωτές γυναικείες μορφές που υπηρετούσαν τον Άδη και προκαλούσαν το κακό- Σ.τ.Μ,
• 479 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
να ασφαλίσουν με τα κορμιά τους το χώρο μπροστά από το πρόσωπο της Μεγαλειότητάς Του. Οι Πέρσες μέσα στη σκηνή πολέμησαν όπως οι σύντρο φοι τους στο πέρασμα και στα Στενά. Τα όπλα που χρησι μοποιούσαν συνήθως ήταν όπλα βολής, δόρατα, κοντάρια και τόξα, και έτσι είχαν ανάγκη από χώρο, μια ορισμένη απόσταση για να τα εκτοξεύσουν. Οι Σπαρτιάτες, πάλι, ήταν εκπαιδευμένοι να μάχονται στήθος με στήθος με τον αντί παλο. Ώσπου να πάρουν μια ανάσα, οι ενωμένες ασπίδες των Λακεδαιμονίων γέμισαν βέλη και μύτες από δόρατα. Άλλο ένα καρδιοχτύπι και οι ορειχάλκινες επιφάνειές τους χτύπησαν τα συγκεντρωμένα κορμιά του εχθρού. Για μια στιγμή φάνηκε ότι τελικά θα πετούσαν κάτω τους Πέρσες. Είδα τον Πολύνεικο να φυτεύει το υψωμένο του ακόντιο στο πρόσωπο ενός ευγενή, να ελευθερώνει τη ματωμένη άκρη του και να τη βυθίζει στο στήθος ενός άλλου. Ο Διη νέκης, με τον Αλέξανδρο στα αριστερά του, καθάρισε τρεις τόσο γρήγορα, που ίσα που το πήρε το μάτι μου. Στα δεξιά ο Σφαιρέας όρμησε σαν τρελός με το τσεκούρι σε μια ομά δα ιερέων και γραμματέων που είχαν ζαρώσει στο πάτωμα. Οι υπηρέτες της Μεγαλειότητάς Του θυσιάζονταν με μια γενναιότητα που σε άφηνε έκπληκτο. Δύο νέοι ακριβώς απέ ναντι από μένα, αμούστακα παιδιά ακόμα, έσκισαν διαδο χικά ένα χαλί από το πάτωμα, χοντρό όσο η κάπα ενός βο σκού, και χρησιμοποιώντας το σαν ασπίδα έπεσαν πάνω στον Κόκορα και στο Δωριέα. Αν είχε χρόνο να γελάσει κα νείς, το θέαμα του εξαγριωμένου Κόκορα καθώς κάρφωνε το ξίφος του απογοητευμένος στο χαλί θα προκαλούσε άφθονο γέλιο. Έσκισε το λαιμό του πρώτου υπηρέτη με τα ίδια του τα χέρια και άνοιξε το κεφάλι του δεύτερου με μια αναμμένη λάμπα. Όσο για μένα, είχα ρίξει με τόσο μεγάλη ταχύτητα και τα τέσσερα βέλη που κρατούσα στο αριστερό μου χέρι, που • 480 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ξέμεινα και έψαχνα στα τυφλά για άλλα στη φαρέτρα μου πριν προλάβω να φτύσω. Δεν είχα χρόνο να παρακολουθή σω την πτήση των σαϊτών για να δω αν βρήκαν το στόχο τους. Το δεξί μου χέρι είχε αρπάξει άλλη μια χούφτα βέλη από τη φαρέτρα που είχα στον ώμο μου, όταν σήκωσα τα μάτια και είδα το αστραφτερό ατσάλι ενός τσεκουριού να έρχεται κατευθείαν στο κεφάλι μου. Ενστικτωδώς λύγισα τα πόδια. Μου φάνηκε μια αιωνιότητα μέχρι να πέσω. Το τσε κούρι πέρασε τόσο κοντά μου, που άκουσα το θόρυβο που έκανε στριφογυρίζοντας και είδα το βυσσινί φτερό στρου θοκαμήλου στο πλάι του και το δικέφαλο γρύπα χαραγμέ νο στο ατσάλι του. Η φονική κόψη του απείχε μόλις μισό βραχίονα από τα μάτια μου, όταν ένας κέδρινος πάσσαλος, που δεν είχα αντιληφθεί μέχρι τότε, έκοψε τη δολοφονική ορμή του. Το κεφάλι του τσεκουριού χώθηκε στο ξύλο βα θιά όσο μια παλάμη. Ίσα που πρόλαβα να δω το πρόσω πο του άντρα που είχε πετάξει εκείνο το όπλο, και ο τοίχος της αίθουσας έγινε κομμάτια. Αιγύπτιοι ναυτικοί ξεχύθηκαν μέσα, καμιά εικοσαριά στην αρχή και μετά άλλοι τόσοι. Είδα τον καπετάν Τόμμι να πα λεύει ασπίδα με ασπίδα με τον Πολύνεικο. Εκείνα τα τρε λαμένα πουλιά βρίσκονταν παντού. Το Κυνηγόσκυλο έπε σε κάτω. Ένα μεγάλο τσεκούρι τον ξεκοίλιασε. Ένα βέλος καρφώθηκε στο λαιμό του Δωριέα. Οπισθοχώρησε τρεκλίζο ντας, ενώ από τα δόντια του πετιόταν αίμα. Ο Διηνέκης είχε χτυπηθεί, υποχώρησε με τη βοήθεια του Αυτόχειρα. Μπρο στά παρέμεναν μόνο ο Αλέξανδρος, ο Πολύνεικος, ο Λαχίδης, ο Σφαιρέας και ο Κόκορας. Είδα τον παράνομο να κλο νίζεται. Οι ναύτες που είχαν εισβάλει όρμησαν πάνω στον Πολύνεικο και στον Κόκορα. Ο Αλέξανδρος ήταν μόνος. Είχε επισημάνει το πρόσωπο της Μεγαλειότητάς Του ή κάποιου ευγενή που τον πήρε για κείνον και τώρα, κρατώντας το ακόντιο ψηλά, πάνω από το • 481 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
δεξί του αυτί, ετοιμάστηκε να το πετάξει μέσα από το τεί χος των υπερασπιστών του εχθρού. Είδα το δεξί του πόδι να πατά σταθερά και να συγκεντρώνεται για να το εκτο ξεύσει. Τη στιγμή που ο ώμος του άρχισε να κινείται προς τα μπρος, με το χέρι έτοιμο για τη βολή, ένας Πέρσης ευ γενής, ο στρατηγός Μαρδόνιος όπως έμαθα αργότερα, έδω σε με το γιαταγάνι του ένα χτύπημα με τέτοια δύναμη και τόση ακρίβεια, που έκοψε το δεξί χέρι του Αλέξανδρου από τον καρπό. Όπως στις στιγμές ύψιστης ανάγκης ο χρόνος φαίνεται να κυλά αργά, επιτρέποντας στην όραση να αντιληφθεί στιγμή προς στιγμή αυτό που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια, είδα το χέρι του Αλέξανδρου, ενώ τα δάχτυλα του έσφιγγαν ακό μα το ακόντιο, να κρέμεται για μια στιγμή στον αέρα, μετά να πέφτει σαν μολύβι, κρατώντας ακόμα το κοντάρι που ήταν από ξύλο μελιάς. Το δεξί του χέρι και ο ώμος συνέχι σαν να κινούνται προς τα μπρος με όλη τους τη δύναμη, ενώ από το ακρωτηριασμένο του μέλος πεταγόταν κατακόκκινο το αίμα. Για μια στιγμή ο Αλέξανδρος δεν κατάλαβε τι συ νέβη. Τα μάτια του φανέρωναν την αμηχανία και την απο ρία του, δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί το ακόντιό του δεν πετούσε μπροστά. Ένα χτύπημα τσεκουριού στην ασπίδα του τον έκανε να γονατίσει. Εγώ δεν είχα χώρο για να χρη σιμοποιήσω το τόξο μου. Όρμησα στο πεσμένο κοντάρι του, ελπίζοντας να το στείλω στον Πέρση ευγενή πριν το γιατα γάνι βρει το στόχο του και αποκεφαλίσει το φίλο μου. Πριν προλάβω να κουνηθώ, ο Διηνέκης βρισκόταν δίπλα του. Ο τεράστιος ορειχάλκινος ομφαλός της ασπίδας του κά λυπτε τον Αλέξανδρο. «Βγείτε έξω!» φώναξε σε όλους μέ σα στον πανικό της μάχης. Σήκωσε τον Αλέξανδρο από κά τω όπως ο χωρικός τραβάει ένα αρνάκι από το ποτάμι. Βγήκαμε έξω στο δυνατό αέρα. Είδα το Διηνέκη να φωνάζει μια διαταγή από απόσταση • 482 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
όχι μεγαλύτερη από δύο βραχίονες και δεν μπόρεσα να ακούσω λέξη. Βοηθούσε τον Αλέξανδρο και έδειχνε την πλα γιά μετά την ακρόπολη. Ήταν αδύνατο να φύγουμε από το ποτάμι, δεν είχαμε χρόνο. «Καλύψτε τους!» φώναξε ο Αυτόχειρας στ' αυτί μου. Ένιωσα κόκκινους μανδύες να περ νούν από δίπλα μου και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ποιοι ήταν. Δύο πήγαιναν σηκωτοί. Ο Δωριέας βγήκε παραπατώ ντας από τη σκηνή, θανάσιμα πληγωμένος, μέσα σε ένα σμή νος Αιγυπτίων ναυτών. Ο Αυτόχειρας πέταξε βελόνες μανταρίσματος στους τρεις πρώτους τόσο γρήγορα, που νόμι ζες ότι φύτρωσαν ως διά μαγείας από την κοιλιά τους. Πέ ταγα κι εγώ βέλη. Είδα ένα ναύτη να κόβει πέρα για πέρα το κεφάλι του Δωριέα. Πίσω του ο Σφαιρέας, που έβγαινε από τη σκηνή, φύτεψε το τσεκούρι του στο κεφάλι του άντρα. Έπειτα έπεσε κι αυτός μέσα σε μια βροχή από δόρατα και χτυπήματα σπαθιών. Εγώ είχα αδειάσει πια. Το ίδιο και ο Αυτόχειρας. Πήγε να ορμήσει στον εχθρό με γυμνά τα χέ ρια. Τον άρπαξα από τη ζώνη και τον τράβηξα πίσω ουρ λιάζοντας. Ο Δωριέας, το Κυνηγόσκυλο και ο Σφαιρέας ήταν νεκροί, οι ζωντανοί είχαν πιότερο την ανάγκη μας.
• 483 •
33 Ο ΧΩΡΟΣ ΠΡΟΣ τα ανατολικά της βασιλικής σκηνής ήταν αποκλειστικά κατειλημμένος από τα διαλεχτά άλογα που χρησιμοποιούσε η Μεγαλειότητά Του για να ιππεύει και τις σκηνές των ιπποκόμων του. Προς τον ανοιχτό περίβολο με τα περήφανα εκείνα ζώα έτρεχε τώρα η ομάδα. Είχαν φτιά ξει φράχτες από ύφασμα που χώριζαν το μέρος σε τετρά γωνα. Ήταν σαν να τρέχαμε ανάμεσα στις απλωμένες μπου γάδες μιας ταπεινής φτωχογειτονιάς. Όταν ο Αυτόχειρας κι εγώ διακρίναμε τους συντρόφους μας ανάμεσα στα προφυ λαγμένα από τον άνεμο ζώα, μετά από ένα φοβερό τρέξι μο και με το αίμα να χτυπάει στα μηλίγγια μας, πέσαμε πάνω στον Κόκορα, που ήταν στα μετόπισθεν της ομάδας. Μας έγνεφε απεγνωσμένα να πηγαίνουμε πιο σιγά, να στα ματήσουμε. Να περπατάμε. Η ομάδα έφτασε σε ένα ξέφωτο. Είδαμε τότε εκατοντά δες οπλισμένους άντρες να προχωρούν προς το μέρος μας. Όμως, από τύχη ή επειδή έβαλε το χέρι του κάποιος θεός, δεν είχαν πάρει τα όπλα επειδή κλήθηκαν να ανταποκριθούν στην επίθεση που έγινε στο βασιλιά τους, αντίθετα δε γνώ ριζαν τίποτε γι' αυτό. Απλώς είχαν σηκωθεί επειδή σάλπισε εγερτήριο, μεθυσμένοι ακόμα και γκρινιάζοντας για τον αέ ρα μέσα στο σκοτάδι. Είχαν ετοιμαστεί για την επόμενη μά χη. Οι φωνές των ναυτικών που σήμαιναν συναγερμό κομ ματιάζονταν μέσα στα δόντια του δυνατού αγέρα. Οι διώ• 484 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κτες μας έχασαν τα ίχνη μας αμέσως ανάμεσα στους μυ ριάδες μέσα στο σκοτάδι. Η φυγή από το περσικό στρατόπεδο, όπως τόσες στιγμές στον πόλεμο, δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα, τόσο παράξενα και υπερβατικά ήταν όλα. Η ομάδα δε διέ φυγε τρέχοντας ή πετώντας, αλλά κουτσαίνοντας και πηδώ ντας στο ένα πόδι. Οι άντρες σέρνονταν στο ξέφωτο. Δεν έκαναν καμία προσπάθεια να κρυφτούν από τον εχθρό. Αντίθετα, τον πλησίασαν και έπιασαν κουβέντα μαζί του. Η ειρωνεία είναι ότι η ίδια η ομάδα διέδωσε το συναγερμό της επίθεσης, χωρίς περικεφαλαίες καθώς ήταν και μες στα αί ματα, φέροντας ασπίδες από τις οποίες το λάμδα των Λα κεδαιμονίων είχε σβηστεί και κουβαλώντας στους ώμους ένα βαριά τραυματισμένο Αλέξανδρο και έναν ήδη νεκρό Λαχίδη. Για όλο τον κόσμο η ομάδα φαινόταν σαν ένα απόσπα σμα εξουθενωμένων σκοπών. Ο Διηνέκης, μιλώντας βοιωτι κά ελληνικά, ή τουλάχιστον με όσο καλύτερη προφορά μπο ρούσε, και ο Αυτόχειρας στη δική του σκυθική διάλεκτο μί λησαν με τους αξιωματικούς των οπλισμένων αντρών, μέσα από τους οποίους περάσαμε. Χρησιμοποιώντας τη λέξη «εξέγερση», έδειχναν προς τα πίσω, όχι άγρια αλλά αδύνα μα, προς τη σκηνή της Μεγαλειότητάς Του. Κανείς δε φάνηκε να δίνει δεκάρα. Οι περισσότεροι στρα τιώτες είχαν στρατολογηθεί με το ζόρι, τα έθνη τους είχαν κληθεί να συμμετάσχουν παρά τη θέλησή τους. Oι άντρες αυτοί μέσα στην πρωινή υγρασία και κάτω από το δυνατό άνεμο το μόνο που λαχταρούσαν ήταν να ζεστάνουν λίγο την πλάτη τους, να γεμίσουν τις κοιλιές τους και να κατα φέρουν να βγουν από τη μάχη της ημέρας με τα κεφάλια τους άθικτα. Την ομάδα της εφόδου μάλιστα δέχτηκε να βοηθήσει. βλέποντας την κατάσταση του Αλέξανδρου, ένα απόσπασμα Τραχίνιων ιππέων που προσπαθούσαν να ανάψουν φωτιά • 485 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
για το πρωινό τους. Μας πήραν για Θηβαίους, από τη φα τρία εκείνου του έθνους που προσχώρησε στους Πέρσες και που εκείνο το βράδυ ήταν η σειρά της να φυλάει το στρατό πεδο. Οι ιππείς μάς έδωσαν φως, νερό και επιδέσμους, ενώ ο Αυτόχειρας με τα έμπειρα χέρια του, πιο σίγουρα από του καλύτερου χειρουργού, προσπαθούσε να σταματήσει την αι μορραγία της αρτηρίας με ένα χάλκινο «δάγκωμα σκύλου». Ο Αλέξανδρος είχε υποστεί ήδη σοκ. «Πεθαίνω;» ρώτησε το Διηνέκη με θλιμμένη φωνή, που θύμιζε παιδάκι, τη φωνή κάποιου που πασχίζει να στηριχτεί στον ώμο ενός αγαπημένου ανθρώπου. «Θα πεθάνεις όταν σου το επιτρέψω εγώ» αποκρίθηκε σιγανά ο Διηνέκης. Το αίμα έτρεχε ποτάμι από τον κομμένο καρπό του Αλέ ξανδρου, παρά το δέσιμο της αρτηρίας. Ήταν πολλές, βλέ πετε, οι κομμένες φλέβες και εκατοντάδες τα αγγεία και τα τριχοειδή μέσα στους ιστούς. Με το πλατύ μέρος ενός ξίφους καμένου στη φωτιά ο Αυτόχειρας καυτηρίασε και έδεσε το κουτσουρεμένο χέρι σφιχτά με έναν επίδεσμο. Αυτά που δεν είχε πάρει είδηση κανείς μέσα στο σκοτάδι και στη σύγχυ ση, ούτε κι ο ίδιος ο Αλέξανδρος, ήταν η πληγή από τη μύτη ενός δόρατος κάτω από το δεύτερο παΐδι του και το αίμα που έτρεχε συνεχώς στη βάση των πνευμόνων του. Ο Διηνέκης είχε τραυματιστεί κι αυτός στο πόδι, στο κα κό πόδι, με το σπασμένο αστράγαλο. Είχε χάσει αρκετό αί μα. Δεν είχε πια τη δύναμη να μεταφέρει τον Αλέξανδρο. Τον ανέλαβε, λοιπόν, ο Πολύνεικος. Έριξε τον αναίσθητο ακόμα πολεμιστή στο δεξί του ώμο και κρέμασε την ασπίδα του Αλέξανδρου στην πλάτη για προστασία. Ο Αυτόχειρας κατέρρευσε στα μισά του δρόμου για την ακρόπολη. Είχε χτυπηθεί στο βουβώνα κάποια στιγμή στη σκηνή και δεν το είχε πάρει είδηση. Τον πήρα εγώ. Ο Κόκο ρας μετέφερε το πτώμα του Λαχίδη. Ο Διηνέκης δεν μπο• 486 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρούσε να κουνήσει το πόδι του, ήθελε κι αυτός βοήθεια. Στο φως των αστεριών είδα την απελπισία στο βλέμμα του. Όλοι νιώθαμε ντροπή που αφήσαμε το σώμα του Δωριέα και του Κυνηγόσκυλου, ακόμα και του παράνομου, στον εχθρό. Η ντροπή τραβούσε την ομάδα σαν σχοινί, αναγκάζο ντας τα εξουθενωμένα και τσακισμένα μέλη να κάνουν άλλο ένα βήμα πάνω στην απότομη, απόκρημνη πλαγιά. Είχαμε περάσει την ακρόπολη πια και διασχίζαμε το κομμένο δάσος που φρουρούσαν οι Θεσσαλοί ιππείς. Ήταν όλοι ξυπνητοί τώρα, πάνοπλοι και ξεκινούσαν για τη μάχη της ημέρας. Μετά από λίγο φτάσαμε στη λόχμη όπου νω ρίτερα είχαμε τρομάξει τα κοιμισμένα ελάφια. Μια δωρική φωνή μάς χαιρέτησε. Ήταν ο Τελαμώνας,ο πυγμάχος, ο άντρας της ομάδας μας που είχε στείλει ο Διη νέκης στο Λεωνίδα να του πει για το ορεινό μονοπάτι και τους Δέκα Χιλιάδες. Είχε γυρίσει με βοήθεια: τρεις Σπαρ τιάτες βοηθητικούς και μισή ντουζίνα Θεσπιείς. Η ομάδα μας σωριάστηκε εξουθενωμένη. «Βάλαμε σχοινιά στο μονοπάτι για να γυρίσουμε» πληροφόρησε ο Τελαμώνας το Διηνέκη. «Το σκαρφάλωμα δεν είναι τόσο δύσκολο». «Τι γίνεται με τους Πέρσες Αθανάτους; Τους Δέκα Χι λιάδες ;» «Κανένα σημάδι μέχρι τη στιγμή που έφυγα. Ο Λεωνίδας όμως αποσύρει τους συμμάχους, τους διώχνει όλους, εκτός από τους Σπαρτιάτες». Ο Πολύνεικος απόθεσε απαλά τον Αλέξανδρο πάνω στο πατημένο χορτάρι της λόχμης. Η μυρωδιά των ελαφιών ήταν διάχυτη παντού. Είδα το Διηνέκη να σκύβει για να δει αν ο Αλέξανδρος ανέπνεε ακόμη, έπειτα ακούμπησε το αυτί του στο στήθος του νέου. «Πάψτε!» φώναξε άγρια στην ομάδα. «Βουλώστε το πια!» Ο Διηνέκης πίεσε το αυτί του πιο πολύ πάνω στο στέρνο του Αλέξανδρου. Μπορούσε να διακρίνει τον ήχο της δι• 487 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
κής του καρδιάς, που βροντοχτυπούσε τώρα στο στήθος του, από το χτύπο που τόσο απελπισμένα αναζητούσε στο στήθος του προστατευομένου του; Αφουγκράστηκε αρκετή ώρα. Τελικά, ο Διηνέκης ανασηκώθηκε. Η ράχη του φαινό ταν να σηκώνει το βάρος κάθε πληγής και κάθε θανάτου όλων των χρόνων που είχε ζήσει. Σήκωσε τρυφερά το κεφάλι του νέου, βάζοντας το χέρι του πίσω στο σβέρκο του. Μια κραυγή γεμάτη θλίψη, που δεν είχα ξανακούσει ποτέ, βγήκε από το στήθος του αφέντη μου. Η πλάτη του τραντάχτηκε, οι ώμοι του ρίγησαν. Σήκω σε το άψυχο κορμί του Αλέξανδρου και το κράτησε στην αγκαλιά του. Τα χέρια του νέου άντρα κρέμονταν άτονα σαν της κούκλας. Ο Πολύνεικος γονάτισε δίπλα στον αφέντη μου, έριξε ένα μανδύα στους ώμους του και τον κράτησε όσο εκείνος έκλαιγε με λυγμούς. Ποτέ στη μάχη ή κάπου αλλού εγώ ή κάποιος από τους άντρες που ήταν παρόντες κάτω από τις βαλανιδιές δεν εί χαμε δει το Διηνέκη να χάνει τα ηνία του αυτοελέγχου του, με τα οποία συγκρατούσε με τόση πυγμή τα αισθήματά του. Τον έβλεπες τώρα να συγκεντρώνει όση θέληση του είχε απομείνει για να ξαναβρεί την αυστηρότητα του Σπαρτιά τη και του αξιωματικού. Με μια εκπνοή που δεν ήταν στε ναγμός αλλά κάτι βαθύτερο, σαν το σφύριγμα του θανάτου που ο δαίμονας κάνει να ξεφύγει από την οδό του λαιμού, άφησε το άψυχο κορμί του Αλέξανδρου και το ακούμπησε απαλά στον κόκκινο μανδύα που ήταν απλωμένος από κά τω του, πάνω στη γη. Με το δεξί του χέρι έπιασε το χέρι του νέου, του οποίου την ευθύνη και τη φροντίδα είχε από τη στιγμή που γεννήθηκε. «Λησμόνησες το κυνήγι μας, Αλέξανδρε». Η Ηώς, το πρώτο φως της αυγής, σκόρπιζε τώρα τη λάμ ψη της στα ουράνια πάνω από τη λόχμη. Μπορούσε να δια κρίνει κανείς τα μονοπάτια που είχαν χαράξει τα ζώα και • 488
•
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ίχνη από πατημασιές ελαφιών. Το μάτι άρχισε να ξεχωρίζει τις άγριες, σκαμμένες από τους καταρράκτες πλαγιές που έμοιαζαν τόσο με τις Θυρίδες του Ταΰγετου, τα δασάκια με τις βαλανιδιές και τα σκιερά δρομάκια που σίγουρα ήταν γεμάτα ελάφια και αγριογούρουνα, ακόμα και λιοντάρια. «Θα κάναμε σπουδαίο κυνήγι εδώ το ερχόμενο φθινόπω ρο».
• 489 •
34 ΟΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ήταν οι τελευταίες που παρα δόθηκαν στη Μεγαλειότητά Του πριν την πυρπόληση της Αθήνας. Ο στρατός της αυτοκρατορίας εκείνη την ώρα, δυο ώρες πριν τη δύση του ήλιου, έξι εβδομάδες μετά τη νίκη στις Θερμοπύλες, ήταν παραταγμένος εντός των δυτικών τειχών της πόλης της Αθηνάς. Ένα τμήμα του στρατού από εκατόν είκοσι χιλιάδες άντρες ειδικευμένους στις πυρπολήσεις σχη ματίστηκε αμέσως και μπήκε στην πρωτεύουσα, παραδίδο ντας στη φωτιά ναούς και τάφους, δικαστήρια και δημόσια κτίρια, γυμνάσια, σπίτια, βιοτεχνίες, σχολεία και αποθήκες. Εκείνη την ώρα ο άντρας Χίονης, που μέχρι τώρα ανάρ ρωνε σταθερά από τα τραύματα που είχε υποστεί στις Θερ μοπύλες, χειροτέρεψε. Ήταν φανερό πως όταν έμαθε για την καταστροφή της Αθήνας στεναχωρέθηκε πολύ. Μέσα στον πυρετό του μας ρωτούσε επανειλημμένως για την τύχη του Φαλήρου, όπου, όπως μας είχε πει, βρισκόταν ο ναός της Περσεφόνης της Πεπλοφορούσας, το ιερό όπου είχε βρει καταφύγιο η εξαδέλφη του Διομάχη. Κανείς δε γνώριζε για την τύχη αυτής της περιοχής. Ο αιχμάλωτος χειροτέρεψε κι άλλο. Κλήθηκε ο βασιλικός χειρουργός. Διαγνώστηκε ότι αρ κετά τραύματα των θωρακικών οργάνων είχαν ανοίξει ξα νά. Η εσωτερική αιμορραγία ήταν σοβαρή πια. Σ' αυτό το σημείο η Μεγαλειότητά Του δεν είχε καθόλου • 490 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
διαθέσιμο χρόνο, επειδή βρισκόταν στο σταθμό του στόλου που ετοιμαζόταν για την επικείμενη σύγκρουση με το ναυ τικό των Ελλήνων, που αναμενόταν να αρχίσει την αυγή. Η αυριανή ναυμαχία, που οι ναύαρχοι της Μεγαλειότητάς Του περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία, θα κατέστρεφε κάθε αντίσταση του εχθρού στη θάλασσα και θα άφηνε τις ελεύ θερες ακόμα περιοχές της Ελλάδας, τη Σπάρτη και την Πε λοπόννησο, αβοήθητες στην τελική επίθεση των θαλάσσιων και χερσαίων δυνάμεων της Μεγαλειότητάς Του. Εγώ, ο ιστορικός της Μεγαλειότητάς Του, έλαβα τούτη την ώρα διαταγές που με καλούσαν να εγκαταστήσω γρα φείς σε μια θέση από όπου θα παρακολουθούσαν τη ναυ μαχία, δίπλα στη Μεγαλειότητά Του, για να σημειώνουν όλες τις πράξεις των αξιωματικών της αυτοκρατορίας που άξιζαν έπαινο ανδρείας. Μπορούσα ωστόσο, πριν ετοιμάσω αυτή τη θέση, να παραμείνω στο πλευρό του Έλληνα μέχρι αργά το βράδυ. Η νύχτα γινόταν όλο και πιο αποκαλυπτι κή κάθε ώρα που περνούσε. Ο καπνός από την πυρπολημέ νη πόλη υψωνόταν πυκνός και ωχροκίτρινος και κάλυπτε όλη την πεδιάδα. Οι φλόγες από την ακρόπολη, τις εμπορι κές και κατοικημένες συνοικίες έκαναν τον ουρανό να λά μπει σαν να ήταν μέρα μεσημέρι. Εκτός αυτού, ένας ισχυ ρός σεισμός είχε πλήξει την ακτή, γκρεμίζοντας πολλά οικο δομήματα κι ακόμη ορισμένα τμήματα των τειχών της πό λης. Η ατμόσφαιρα θύμιζε αρχέγονες εποχές, θαρρείς και ο ουρανός και η γη, σαν τους ανθρώπους, είχαν δεθεί στο άρ μα του πολέμου. Ο άντρας Χίονης διατηρούσε τη διαύγεια και την ηρεμία του κατά τη διάρκεια αυτής της ανάπαυλας. Οι πληροφο ρίες που είχε ζητήσει ο αρχηγός Ορόντης έφτασαν στη σκη νή του ιατρείου και ανέφεραν ότι οι ιέρειες της Περσεφό νης, συνεπώς και η εξαδέλφη του αιχμαλώτου, είχαν κατα φύγει στην Τροιζήνα. Αυτό φάνηκε να βοηθά πολύ τον • 491
•
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
άντρα. Ήταν πεπεισμένος ότι θα πέθαινε τη νύχτα και το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν ότι θα σταματούσε εδώ την ιστορία του. Θα ήθελε, είπε, τις ώρες που του απέμεναν να καταγραφούν όσο περισσότερα μπορούσε να πει για την τελική μάχη. Άρχισε πάραυτα, γυρίζοντας με τη μνήμη στις Θερμοπύλες.
Το πάνω στεφάνι του ήλιου μόλις είχε φανεί στον ορίζοντα όταν η ομάδα άρχισε να κατεβαίνει την τελευταία απόκρη μνη πλαγιά πάνω από το στρατόπεδο των Ελλήνων. Τα πτώ ματα του Αλέξανδρου και του Λαχίδη έφτασαν κάτω με σχοι νιά, μαζί με τον Αυτόχειρα, που το τραύμα του στο βουβώνα είχε αχρηστεύσει τα κάτω άκρα του. Και ο Διηνέκης χρει άστηκε επίσης σχοινί. Κατεβήκαμε με την πλάτη. Πάνω από τον ώμο μου έβλεπα τους άντρες που ετοίμαζαν τα πράγμα τά τους, τους Αρκάδες, τους Ορχομενίους και τους Μυκη ναίους. Για μια στιγμή νόμισα ότι είδα και τους Σπαρτιάτες να ετοιμάζονται για δρόμο. Μήπως ο Λεωνίδας, καταλαβαί νοντας ότι η αντίσταση ήταν μάταιη, είχε διατάξει να υπο χωρήσουν όλοι; Κατόπιν, το βλέμμα μου, που στράφηκε εν στικτωδώς στο πρόσωπο του άντρα που ήταν δίπλα μου, συνάντησε τα μάτια του Πολύνεικου. Η επιθυμία για σωτη ρία φαινόταν καθαρά στο πρόσωπό μου. Εκείνος χαμογέλα σε μόνο. Στη βάση του τείχους των Φωκέων οι εναπομείναντες Σπαρτιάτες, γύρω στους εκατό ομοίους που ήταν ακόμα σε θέση να πολεμήσουν, είχαν ολοκληρώσει ήδη τα γυμνάσιά τους και εξοπλίζονταν. Περιποιούνταν τα μαλλιά τους. Ετοι μάζονταν να πεθάνουν. Θάψαμε τον Αλέξανδρο και το Λαχίδη στην περιοχή των Σπαρτιατών δίπλα στη Δυτική Πύλη. Οι θώρακες και οι πε ρικεφαλαίες τους κρατήθηκαν για να χρησιμοποιηθούν. Τις •
492
•
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ασπίδες τους ο Κόκορας κι εγώ τις είχαμε βάλει ήδη μαζί με τα άλλα όπλα. Στα πράγματα του Αλέξανδρου δε βρή καμε κανένα νόμισμα για τη βάρκα που θα τον περνούσε απέναντι· ούτε ο αφέντης μου ούτε εγώ είχαμε έστω κι ένα να του δώσουμε. Δεν ξέρω πώς, αλλά τα είχα χάσει όλα, εκείνο το πουγκί που η δέσποινα Αρέτη είχε βάλει μέσα στο σάκο μου το βράδυ της τελευταίας μέρας στην εξοχή στη Λακεδαίμονα. «Πάρτε αυτό» προσφέρθηκε ο Πολύνεικος. Κρατούσε στο χέρι, τυλιγμένο ακόμα μέσα σε λαδόπανο, το νόμισμα που είχε γυαλίσει για κείνον η γυναίκα του, ένα ασημένιο τετράδραχμο που είχαν κόψει οι κάτοικοι της Ηλείας προς τιμήν του, σε ανάμνηση της δεύτερης νίκης του στην Ολυμπία. Στη μία όψη ήταν χτυπημένη η μορφή του Νεφεληγερέτη Δία με τη φτερωτή Νίκη πάνω από το δεξί του ώμο. Στην άλλη όψη υπήρχε ολόγυρα ένα κλωνί αγριε λιάς και στο κέντρο το ρόπαλο και η λεοντή του Ηρακλή, προς τιμήν της Σπάρτης και της Λακεδαίμονας. Ο Πολύνεικος έβαλε το νόμισμα στη θέση του μόνος του. Έπρεπε να ανοίξει τα σαγόνια του Αλέξανδρου και να το τοποθετήσει απέναντι από το «γεύμα του πυγμάχου», το μείγμα από ευφόρβια και άμπρα, που κρατούσε ακόμα ακί νητο το σπασμένο κόκαλο. Ο Διηνέκης έψαλε την προσευχή των πεσόντων. Αυτός και ο Πολύνεικος πήραν το λείψανο, το τύλιξαν μέσα στον κόκκινο μανδύα του και το έβαλαν στο ρηχό χαντάκι. Δε χρειάστηκαν πολλή ώρα να το σκεπάσουν με χώμα. Οι δυο Σπαρτιάτες σηκώθηκαν όρθιοι. «Ήταν ο καλύτερος από όλους μας» είπε ο Πολύνεικος. Από τη δυτική κορφή είδαμε τους σκοπούς να έρχονται με σπουδή. Οι Δέκα Χιλιάδες είχαν φανεί. Είχαν ολοκληρώ σει την ολονύχτια κυκλωτική κίνησή τους και τώρα όλος ο στρατός βρισκόταν πενήντα δύο στάδια από τα μετόπισθεν των Ελλήνων. Είχαν ήδη κατατροπώσει τους Φωκείς υπε• 493 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦ1ΛΝΤ
ρασπιστές στην κορφή. Οι Έλληνες στις Θερμοπύλες είχαν ίσως τρεις ώρες καιρό πριν οι Πέρσες Αθάνατοι ολοκληρώ σουν την κατάβαση και είναι σε θέση να επιτεθούν. Αλλοι αγγελιαφόροι έφταναν από τη μεριά της Τραχίνας. Ο θρόνος της Μεγαλειότητάς Του, όπως είχε παρατη ρήσει η ομάδα εισβολής την προηγούμενη νύχτα, είχε ξηλω θεί. Ο Ξέρξης πάνω στο βασιλικό του άρμα προχωρούσε ο ίδιος, με μυριάδες ξεκούραστους πολεμιστές πίσω του, για να αναλάβει την επίθεση εναντίον των Ελλήνων από μπρο στά. Το νεκροταφείο ήταν αρκετά μακριά, γύρω στα τέσσερα στάδια, από το σημείο συγκέντρωσης των Σπαρτιατών δίπλα στο τείχος. Στο γυρισμό ο αφέντης μου και ο Πολύνεικος αντάμωσαν τα συντάγματα των συμμάχων που έφευγαν. Ο Λεωνίδας είχε κρατήσει το λόγο του και τους είχε αποδε σμεύσει όλους, εκτός από τους Σπαρτιάτες. Παρακολουθούσαμε τους συμμάχους καθώς έφευγαν. Προπορεύονταν οι Μαντινείς χωρίς καμία τάξη' έμοιαζαν να σέρνονται, λες και κάθε δύναμη είχε εγκαταλείψει τα γόνα τα και τα μεριά τους. Κανείς δε μιλούσε. Οι άντρες ήταν τό σο ακάθαρτοι σαν να ήταν φτιαγμένοι από βρομιά. Κάθε πόρος και κοιλότητα του σώματός τους ήταν γεμάτα άμμο, ακόμα και στις ρυτίδες των ματιών τους και στο σάλιο στις γωνιές του στόματός τους. Τα δόντια τους ήταν μαύρα. Έφτυναν, έτσι φαινόταν, κάθε τέσσερα βήματα και τα πτύε λα που προσγειώνονταν στη μαύρη γη ήταν κι αυτά μαύρα. Μερικοί είχαν βάλει τις περικεφαλαίες τους στα κεφάλια, σηκωμένες προς τα πίσω, λες και τα κρανία τους ήταν απλώς κατάλληλα για να κρεμούν πάνω τους τα κατσαρολικά. Πολ λοί τις είχαν περάσει, με τη μύτη προς τα έξω, στους τυλιγ μένους μανδύες τους που κουβαλούσαν σαν δέματα στους ώμους, απέναντι από το λουρί των κρεμασμένων ασπίδων τους. Αν και η πρωινή δροσιά ήταν τσουχτερή, οι άντρες • 494 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
έσταζαν από τον ιδρώτα. Δεν είχα ξαναδεί τόσο εξουθενω μένους στρατιώτες. Μετά ακολουθούσαν οι Κορίνθιοι, κατόπιν οι Τεγεάτες και οι Οπούντιοι Λοκροί,οι Φλιάσιοι και οι Ορχομένιοι, ανα κατεμένοι με τους άλλους Αρκάδες και ό,τι είχε απομείνει από τους Μυκηναίους. Από τους ογδόντα οπλίτες αυτής της πόλης, μόνο έντεκα ήταν σε θέση να περπατήσουν, ενώ κα μιά εικοσαριά μεταφέρονταν πάνω σε φορεία ή ήταν δεμέ νοι σε πασσάλους που έσερναν τα υποζύγια. Οι άντρες στη ρίζονταν ο ένας στον άλλο, το ίδιο και τα ζώα. Δεν μπορού σες να ξεχωρίσεις αυτούς που είχαν πάθει διάσειση ή είχαν χτυπήσει στο κεφάλι, αυτούς δηλαδή που δεν ήξεραν ποιοι ήταν ή πού βρίσκονταν, από τους συντρόφους τους που εί χαν πέσει σε νάρκη από τον τρόμο και την πίεση των τε λευταίων έξι ημερών. Σχεδόν όλοι οι άντρες έφεραν πολλα πλά τραύματα, τα περισσότερα στα πόδια και στο κεφάλι. Μερικοί είχαν τυφλωθεί, τούτοι έσερναν τα πόδια τους δίπλα στους αδελφούς τους, κρατώντας από τον ώμο ένα φίλο ή περπατώντας δίπλα στα ζώα που κουβαλούσαν τα πράγμα τα, κρατημένοι από ένα σχοινί δεμένο σε κάποιο δέμα. Καθώς περνούσαν από τα μέρη όπου ήταν θαμμένοι οι πεσόντες, οι ζωντανοί βάδιζαν με κόπο, όχι από ντροπή ή ενοχή. Απλώς, με τη γεμάτη δέος σιωπή τους ήθελαν να τους τιμήσουν και να τους ευχαριστήσουν, όπως είχε πει ο Λεω νίδας στη συγκέντρωση μετά τη μάχη του Αντιρρίου. Αν αυτοί οι πολεμιστές ανάσαιναν ακόμη, δεν το χρωστούσαν μόνο στις ικανότητές τους, και το ήξεραν. Δεν ήταν ούτε γενναιότεροι ούτε καλύτεροι από τους νεκρούς συντρόφους τους, απλώς πιο τυχεροί. Αυτή η επίγνωση εκφραζόταν, όπως θα έλεγε κι ο ποιητής, από την ανέκφραστη και ιερή κόπωση που ήταν χαραγμένη στα πρόσωπά τους. «Ελπίζω να μη φαινόμαστε τόσο χάλια όσο εσείς» είπε ο Διηνέκης στο διοικητή των Φλιάσιων καθώς περνούσε. • 495 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Φαίνεστε χειρότεροι, αδέλφια». Κάποιος είχε βάλει φωτιά στα οικήματα που στέγαζαν τα λουτρά και στο απομονωτήριο της λουτρόπολης. Ο αέρας είχε κοπάσει και το υγρό ξύλο καιγόταν βγάζοντας έναν πνι γηρό καπνό, που μαζί με τη μυρωδιά των καμένων πρόσθε ταν τώρα τη μελαγχολία τους στο ήδη απαίσιο σκηνικό. Η φάλαγγα των στρατιωτών αναδύθηκε από τον καπνό και με τά χάθηκε πάλι μέσα του. Πολλοί άντρες πετούσαν τα χαλα σμένα σακίδιά τους, ματωμένους μανδύες και χιτώνες, άχρη στα δέματα και μπόγους με ρούχα. Ό,τι καιγόταν πετιόταν θέλοντας και μη στις φλόγες. Λες και οι σύμμαχοι που υπο χωρούσαν δεν ήθελαν να αφήσουν τίποτα που θα μπορού σε να χρησιμοποιήσει ο εχθρός. Αφού ξαλάφρωσαν από τα βάρη τους, συνέχισαν την πορεία. Οι άντρες έδιναν τα χέρια στους Σπαρτιάτες καθώς περ νούσαν από δίπλα τους, οι παλάμες και τα δάχτυλα αγγί ζονταν σε ένα στερνό αποχαιρετισμό. Ένας Κορίνθιος πολε μιστής έδωσε στον Πολύνεικο το κοντάρι του. Ένας άλλος έβαλε στο χέρι του Διηνέκη το σπαθί του. «Στείλτε τους στον άλλο κόσμο, γαμιάδες». Τη στιγμή που περνούσαμε την πηγή, είδαμε τον Κόκο ρα. Έφευγε κι αυτός. Ο Διηνέκης σταμάτησε για να τον χαιρετήσει. Ο Κόκορας δε φαινόταν να ντρέπεται. Προφα νώς, ένιωθε ότι είχε κάνει το καθήκον του και με το παρα πάνω και πως η ελευθερία που του χάρισε ο Λεωνίδας δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα δικαίωμα που είχε από γεννησιμιού του, που αρνιόταν σε όλη του τη ζωή και που τώρα, έστω και καθυστερημένα, κατάφερε να το κερδίσει δίκαια και τιμημένα μόνος του. Έσφιξε το χέρι του Διηνέ κη και υποσχέθηκε να μιλήσει με την Αγάθη και την Παράλεια όταν θα έφτανε στη Λακεδαίμονα. Θα τις πληροφο ρούσε για την ανδρεία με την οποία πολέμησαν ο Αλέξαν δρος και ο Ολύμπιος και πόσο τιμημένα είχαν πέσει. Ο Κό• 496 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
κορας θα μιλούσε επίσης στη δέσποινα Αρέτη. «Θα ήθελα να τιμήσω τον Αλέξανδρο πριν φύγω, αν γίνεται» είπε. Ο Διηνέκης τον ευχαρίστησε και του είπε πού ήταν ο τά φος του. Προς μεγάλη μου έκπληξη, και ο Πολύνεικος χαι ρέτησε διά χειραψίας τον Κόκορα. «Οι θεοί αγαπούν τους μπάσταρδους». Ο Κόκορας μας είπε ότι ο Λεωνίδας είχε ελευθερώσει τι μητικά όλους τους είλωτες της επιμελητείας. Είδαμε μάλι στα καμιά δεκαριά από δαύτους να περνούν ανάμεσα στους πολεμιστές της Τεγέας. «Ο Λεωνίδας ελευθέρωσε επίσης και τους βοηθητικούς της μάχης» είπε ο Κόκορας «και όλους τους ξένους που υπηρετούν στο στρατό». Απευθύνθηκε στον αφέντη μου. «Αυτό σημαίνει ότι ο Αυτόχειρας και ο Χίονης επίσης δεν έχουν πια καμία δέσμευση». Πίσω από τον Κόκορα τα συντάγματα των συμμάχων συ νέχιζαν την πορεία τους. «Θα τον κρατήσεις τώρα, Διηνέκη;» ρώτησε ο Κόκορας. Εννοούσε εμένα. Ο αφέντης μου δεν κοίταξε προς το μέρος μου, αλλά απο κρίθηκε απευθείας στον Κόκορα. «Ποτέ δεν υποχρέωσα το Χίονη να με υπηρετήσει. Ούτε τώρα θα το κάνω». Στράφηκε προς το μέρος μου. Ο ήλιος είχε σηκωθεί πια ψηλά. Στα ανατολικά, δίπλα στο τείχος, οι σάλπιγγες ηχού σαν. «Ένας απ' τους δυο μας» είπε «πρέπει να βγει ζωντα νός από αυτή την τρύπα». Με πρόσταξε να φύγω με τον Κό κορα. Αρνήθηκα. «Έχεις γυναίκα και παιδιά!» Ο Κόκορας με άρπαξε από τους ώμους, ενώ έδειχνε παθιασμένα το Διηνέκη και τον Πολύνεικο. «Η πόλη τους δεν είναι δική σου πόλη. Δεν της οφεί λεις τίποτα». Του μίλησα για την απόφαση που είχα πάρει πριν από πολλά χρόνια. • 497 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
«Βλέπεις;» είπε ο Διηνέκης στον Κόκορα δείχνοντας με. «Ποτέ δεν ήταν στα καλά του». Όταν φτάσαμε στο τείχος, είδαμε το Διθύραμβο. Οι Θεσπιείς του αρνήθηκαν να υπακούσουν στη διαταγή του Λε ωνίδα. Όχι πως το θεωρούσαν υποτιμητικό να υποχωρή σουν, αλλά επέμεναν να παραμείνουν και να πεθάνουν μα ζί με τους Σπαρτιάτες. Ούτε κανείς από τους βοηθητικούς τους θα έφευγε. Τουλάχιστον τέσσερις εικοσάδες από τους ελεύθερους πια βοηθητικούς των Σπαρτιατών και τους εί λωτες παρέμειναν επίσης. Ο μάντης Μεγιστίας είχε αρνηθεί κι αυτός να αποχωρήσει. Από τους τριακόσιους ομοίους, όλοι ήταν παρόντες ή νεκροί, εκτός από δύο: τον Αριστό δημο, που είχε υπηρετήσει ως απεσταλμένος στην Αθήνα και στη Ρόδο, και τον Εύρυτο, έναν πρωτοπυγμάχο, οι οποί οι έπαθαν μια οξεία φλεγμονή στα μάτια που τους στέρησε την όραση. Ο Λεωνίδας τους διέταξε να πάνε στους Αλπηνούς πριν τη μάχη να αναρρώσουν. Ο κατάλογος των ζω ντανών που ήταν παραταγμένοι στο τείχος αριθμούσε πε ρίπου πεντακόσιους άντρες. Όσο για τον Αυτόχειρα, ο αφέντης μου πριν πάει να θά ψει τον Αλέξανδρο τον πρόσταξε να παραμείνει εκεί στο τείχος πάνω σε ένα φορείο. Ο Διηνέκης, προφανώς, είχε προ βλέψει την απελευθέρωση των βοηθητικών είχε αφήσει, λοι πόν, οδηγίες να φύγει και ο Αυτόχειρας με τη φάλαγγα για να γλιτώσει. Ο Σκύθης όμως μας περίμενε όρθιος και χαμο γέλασε μακάβρια μόλις είδε τον αφέντη του. Είχε φορέσει μόνος του τη σπολάδα κι από πάνω το θώρακά του, είχε ζώσει με ύφασμα τους λαγόνες του και τους είχε δέσει με δερμάτινες λωρίδες από ένα υποζύγιο. «Δεν μπορώ να χέ σω» είπε «αλλά, μα τη φλόγα του Αδη, μπορώ ακόμα να πολεμώ». Η επόμενη ώρα αναλώθηκε με τους διοικητές να αναδια μορφώνουν το σύνταγμα σε ένα μέτωπο ικανού βάθους και • 498 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
πλάτους, να ανασυντάσσουν τα ανόμοια στοιχεία σε μονά δες και να δίνουν οδηγίες στους αξιωματικούς. Στους Σπαρ τιάτες οι βοηθοί και οι είλωτες που είχαν παραμείνει απορ ροφήθηκαν απλώς στις ενωμοτίες των ομοίων που υπηρέτη σαν. Δε θα πολεμούσαν πια ως βοηθητικοί, αλλά θα έπαιρ ναν τις θέσεις τους φορώντας πανοπλία μέσα στη φάλαγ γα. Δεν υπήρχε έλλειψη από πανοπλίες, μόνο από όπλα, τόσα πολλά είχαν σπάσει ή καταστραφεί τις προηγούμενες σαράντα οχτώ ώρες. Δυο σωροί από εφεδρικά όπλα δημι ουργήθηκαν, ο ένας στο τείχος και ο άλλος στα μετόπισθεν, στα μισά του δρόμου προς ένα φυσικό οχυρό, την πλέον κα τάλληλη τοποθεσία για έναν πολιορκημένο στρατό όπου θα μπορούσε να αποσυρθεί και να κάνει την τελευταία του αντί σταση. Τούτοι οι σωροί δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλοι — κάτι σπαθιά καρφωμένα στο χώμα και ακόντια στριμωγμένα δί πλα τους, με τις αιχμές προς τα κάτω. Ο Λεωνίδας κάλεσε τους άντρες να συγκεντρωθούν. Άρκε σε μόνο μια φωνή, τόσο λίγοι είχαν απομείνει πλέον εκεί. Το στρατόπεδο φάνταζε ξαφνικά απέραντο. Όσο για την «ορ χήστρα» μπροστά στο τείχος, το ανασκαμμένο της χώμα ήταν ακόμα σπαρμένο με περσικά κουφάρια, αφού ο εχθρός είχε αφήσει τους νεκρούς της δεύτερης μέρας να σαπίσουν στο πεδίο της μάχης. Οι τραυματίες που είχαν επιβιώσει τη νύ χτα τώρα βογκούσαν με όσες δυνάμεις τους απόμεναν, ζη τούσαν βοήθεια και νερό, ενώ πολλοί εκλιπαρούσαν το λυ τρωτικό χτύπημα του θανάτου. Οι σύμμαχοι δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι ήταν δυνατό να πολεμήσουν πάλι σε κεί νο το χωράφι της κόλασης. Αυτή ήταν και η απόφαση του Λεωνίδα. Οι διοικητές ήταν ήδη σύμφωνοι. Ο βασιλιάς πληροφόρησε τους πολεμιστές ότι δε θα ορμούσαν πλέον πίσω από το τείχος, όπως τις δύο προηγούμενες μέρες. Αντί γι' αυτό, οι πέτρες του θα κάλυ πταν τα νώτα των αμυνομένων και θα προχωρούσαν όλοι • 499 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μαζί στο φαρδύτερο σημείο του περάσματος για να αντιμε τωπίσουν τον εχθρό' οι συμμαχικές δυνάμεις εναντίον των μυρίων της αυτοκρατορίας. Πρόθεση του βασιλιά ήταν κά θε πολεμιστής να πουλήσει όσο πιο ακριβά γινόταν το το μάρι του. Τη στιγμή που δινόταν η διαταγή για τη μάχη η σάλπιγ γα ενός κήρυκα του εχθρού ήχησε πέρα από τα Στενά. Κά τω από τη σημαία των διαπραγματεύσεων μια ομάδα τεσ σάρων Περσών ιππέων με φανταχτερές πανοπλίες διέσχισε το χαλί του μακελειού και σταμάτησε ακριβώς κάτω από το τείχος. Ο Λεωνίδας είχε τραυματιστεί και στα δυο πό δια και περπατούσε κουτσαίνοντας. Ανέβηκε με δυσκολία στις επάλξεις, ενώ ο στρατός τον ακολούθησε. Όλη η στρα τιωτική δύναμη, όσοι ήταν τέλος πάντων, κοίταξε τους κα βαλάρηδες ψηλά από το τείχος. Ο απεσταλμένος ήταν ο Ψαμμίτιχος, ο Αιγύπτιος ναυτι κός Τόμμι. Αυτή τη φορά δεν τον συνόδευε ο νεαρός γιος του ως διερμηνέας. Τη δουλειά αυτή την είχε αναλάβει ένας Πέρσης αξιωματικός. Τα άλογά τους, όπως και εκείνα των δυο κηρύκων, αντιδρούσαν βίαια ανάμεσα στα κουφάρια. Πριν ο Τόμμι προλάβει να μιλήσει, ο Λεωνίδας τον έκοψε. «Η απάντηση είναι όχι» φώναξε από το τείχος. «Δεν άκουσες την προσφορά». «Τη γαμώ την προσφορά σου» φώναξε ο Λεωνίδας με ένα στραβό χαμόγελο. «Κι εσένα μαζί μ' αυτή!» Ο Αιγύπτιος γέλασε. Το χαμόγελό του ήταν αστραφτερό όπως πάντα. Κρατήθηκε από τα ηνία του τρομοκρατημένου αλόγου του. «Ο Ξέρξης δε θέλει τη ζωή σας» φώναξε ο Τόμ μι. «Μόνο τα όπλα σας». Ο Λεωνίδας γέλασε. «Πες του να έρθει να τα πάρει». Ο βασιλιάς έκανε στροφή για να δείξει ότι η συνέντευξη τελείωσε. Παρά τα σακατεμένα του πόδια, δε δέχτηκε κα μία βοήθεια για να κατέβει από το τείχος. Σφύριξε στη συ• 500 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
γκέντρωση. Πάνω από τις πέτρες οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς παρακολουθούσαν τους Πέρσες να γυρίζουν τα άλο γά τους και να φεύγουν. Πίσω από το τείχος ο Λεωνίδας στάθηκε πάλι μπροστά στους συγκεντρωμένους άντρες. Ο τρικέφαλος μυς του αρι στερού χεριού του είχε κοπεί. Σήμερα θα πολεμούσε με την ασπίδα του περασμένη στον ώμο και στερεωμένη με δερ μάτινα λουριά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η διάθεση του Σπαρτιάτη βασιλιά ήταν μάλλον χαρούμενη. Τα μάτια του έλαμπαν και η φωνή του ακουγόταν άνετη, δυνατή και επιβλητική. «Γιατί παραμένουμε σ' αυτό το μέρος; Μόνο ένας σαλε μένος δε θα έκανε αυτή την ερώτηση. Είναι για τη δόξα; Αν ήταν μόνο γι' αυτή, πρώτος εγώ θα γύριζα τον κώλο μου στον εχθρό και θα έτρεχα σαν δαιμονισμένος πάνω από αυ τό το βουνό». Γέλια υποδέχτηκαν τα λόγια του βασιλιά. Άφησε να κα ταλαγιάσει ο σάλος και μετά σήκωσε το καλό του χέρι για να επιβάλει τη σιωπή. «Αν αποχωρούσαμε από αυτές τις Πύλες σήμερα, αδέλ φια, άσχετα από το πόσα γενναία κατορθώματα κάναμε μέ χρι τώρα, αυτή η μάχη θα θεωρούνταν ήττα. Μια ήττα που θα σήμαινε την ήττα όλης της Ελλάδας κι αυτό ακριβώς επι θυμεί ο εχθρός να πιστέψουν οι Έλληνες: Πόσο μάταιο εί ναι να αντισταθούν στον Πέρση και στα εκατομμύριά του. Αν σώζαμε τα τομάρια μας σήμερα, μια μια οι πόλεις θα έπεφταν πίσω μας, μέχρι να λυγίσει όλη η Ελλάδα». Οι άντρες άκουγαν σοβαροί, γνωρίζοντας ότι αυτά που έλεγε ο βασιλιάς αντανακλούσαν την πραγματικότητα. «Με τον τιμημένο θάνατό μας όμως εδώ, αντιμετωπίζο ντας όλα αυτά τα ανυπέρβλητα εμπόδια, μετατρέπουμε το χαμό σε νίκη. Με τις ζωές μας σπέρνουμε το θάρρος στις καρδιές των συμμάχων μας και των συμπολεμιστών που • 501 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
αφήσαμε πίσω μας. Αυτοί είναι που θα νικήσουν τελικά, όχι εμείς. Δεν ήταν γραφτό να είμαστε εμείς. Ο ρόλος μας σήμε ρα είναι αυτός που όλοι γνωρίζαμε όταν αγκαλιάζαμε τις γυναίκες και τα παιδιά μας και κάναμε στροφή για να ξε κινήσουμε: να αντισταθούμε και να πεθάνουμε. Αυτό που ορκιστήκαμε κι αυτό που θα κάνουμε». Το στομάχι του βασιλιά γουργούρισε δυνατά από την πείνα. Από τις μπροστινές σειρές ακούστηκαν γέλια, που κατέστρεψαν τη σοβαρότητα της συγκέντρωσης και που σι γά σιγά μεταδόθηκαν στα μετόπισθεν. Ο Λεωνίδας έγνεψε με ένα χαμόγελο στους βοηθούς που ετοίμαζαν ψωμί να βιαστούν και να το μοιράσουν. «Τα αδέλφια μας οι σύμμαχοι είναι αυτή τη στιγμή στο δρόμο για το σπίτι». Ο βασιλιάς έδειξε προς το μονοπάτι που οδηγούσε στη νότια Ελλάδα και στην ασφάλεια. «Πρέ πει να καλύψουμε την αποχώρησή τους, αλλιώς το ιππικό του εχθρού θα διαβεί ανεμπόδιστο αυτές τις Πύλες και θα φτάσει τους συντρόφους μας, πριν προλάβουν να διανύ σουν ογδόντα εφτά στάδια. Αν καταφέρουμε να κρατήσου με λίγες ώρες ακόμα, τα αδέλφια μας θα σωθούν». Ρώτησε αν κάποιος από τους συγκεντρωμένους επιθυ μούσε να μιλήσει. Ο Αλφεός έκανε ένα βήμα μπροστά. «Πεινώ πολύ κι εγώ, έτσι θα είμαι σύντομος». Στεκόταν ντροπαλός, ασυνήθιστος καθώς ήταν στο ρόλο του ομιλητή. Εκείνη τη στιγμή συνει δητοποίησα ότι ο αδελφός του, ο Μάρωνας, δε στεκόταν πουθενά ανάμεσα στις σειρές. Ο ήρωας αυτός είχε πεθάνει κατά τη διάρκεια της νύχτας, άκουσα έναν άντρα να ψιθυ ρίζει, από τα τραύματα που είχε υποστεί την προηγούμενη μέρα. Ο Αλφεός μίλησε γρήγορα. Δεν είχε ευλογηθεί με το χά ρισμα του ρήτορα, αλλά διέθετε την ειλικρίνεια της καρδιάς. «Με έναν τρόπο μόνο επέτρεψαν οι θεοί στους ανθρώπους 502
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
να τους ξεπεράσουν. Ο άνθρωπος πρέπει να δίνει αυτό που οι θεοί δεν μπορούν, το μόνο που διαθέτει, τη ζωή του. Τη δική μου τη διαθέτω με χαρά σε σας, φίλοι, που είστε τώρα ο αδελφός που δεν έχω πια». Γύρισε απότομα και ανακατεύτηκε με τους άλλους άντρες στις σειρές. Οι άντρες άρχισαν να καλούν το Διθύραμβο. Ο Θεσπιέας προχώρησε μπροστά με τη συνηθισμένη πονηρή λάμψη στο βλέμμα. Έδειξε το πέρασμα πέρα από τα Στενά, όπου βρίσκονταν ήδη οι προωθημένες μονάδες των Περσών. Οι στρατιώτες είχαν αρχίσει ήδη να βάζουν πασσάλους στα ση μεία όπου θα παρατασσόταν ο στρατός. «Απλώς πηγαίνετε εκεί και διασκεδάστε το!» είπε. Άγρια γέλια ακούστηκαν από τους συγκεντρωμένους. Μί λησαν ακόμα αρκετοί Θεσπιείς. Ήταν πιο σύντομοι ακόμα κι απ' τους Σπαρτιάτες. Όταν τελείωσαν, ο Πολύνεικος προχώ ρησε μπροστά. «Δεν είναι δύσκολο για έναν άντρα που έχει μεγαλώσει με τους νόμους του Λυκούργου να προσφέρει τη ζωή του για την πατρίδα του. Για μένα και γι' αυτούς τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι έχουν όλοι γιους και γνώριζαν από παιδιά ότι αυ τό θα ήταν το τέλος τους, είναι μια πράξη ολοκλήρωσης ενώ πιον των θεών». Στράφηκε προς τους Θεσπιείς και τους ελεύθερους πια βοηθητικούς και είλωτες. «Αλλά εσείς, αδέλφια και φίλοι... εσείς που τούτη η μέ ρα θα σας δει να σβήνετε για πάντα...» Η φωνή του δρομέα ράγισε και έσπασε. Ξερόβηξε και φύσηξε τη μύξα μέσα στο χέρι του αντί για τα δάκρυα του, που η θέλησή του αρνιόταν να τους δώσει διέξοδο. Για αρ κετή ώρα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Έκανε νόημα να του δώσουν την ασπίδα του. Τη σήκωσε ψηλά. «Αυτή η ασπίδα ήταν του πατέρα μου και του πατέρα • 503 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
του πιο μπροστά. Έχω κάνει όρκο στους θεούς να πεθάνω πριν κάποιος άλλος την πάρει από το χέρι μου». Διέσχισε τις σειρές των Θεσπιέων ώσπου έφτασε μπρο στά σε έναν άντρα, έναν άσημο πολεμιστή. Έβαλε την ασπί δα του στα δυο του χέρια. Ο άντρας τη δέχτηκε συγκινημένος βαθιά και μετά έδωσε τη δική του στον Πολύνεικο. Ακολούθησε ένας άλλος, μετά κι άλλος, ώσπου είκοσι, τριάντα ασπίδες άλλαξαν χέρια. Άλλοι αντάλλασσαν πανοπλίες και περικεφαλαίες με τους ελεύθε ρους βοηθητικούς και τους είλωτες. Οι μαύροι μανδύες των Θεσπιέων και οι κόκκινοι των Λακεδαιμονίων ανακατεύτηκαν, ώσπου κάθε διακριτικό μεταξύ των λαών εξαφανίστηκε. Οι άντρες καλούσαν τώρα το Διηνέκη. Ήθελαν ένα πεί ραγμα, μια εξυπνάδα, κάτι σύντομο και δυνατό, όπως τους είχε μάθει. Εκείνος αντιστάθηκε. Ήταν φανερό ότι δεν επι θυμούσε να μιλήσει. «Αδέλφια, δεν είμαι βασιλιάς, ούτε στρατηγός. Ποτέ δεν είχα άλλο βαθμό από αυτόν του ενωμοτάρχη. Θα σας μιλή σω, λοιπόν, όπως θα μιλούσα στους άντρες μου, γνωρίζοντας τον ανομολόγητο φόβο που φωλιάζει στις καρδιές σας — όχι του θανάτου, αλλά, χειρότερα, του φόβου μήπως λυγίσετε ή αποτύχετε, μήπως φανείτε κατά κάποιον τρόπο ανάξιοι αυ τή την ύστατη ώρα». Τα λόγια του είχαν πετύχει το στόχο τους. Το διάβαζε κα νείς καθαρά στα πρόσωπα των σιωπηλών αντρών που πε ρίμεναν με λαχτάρα ν' ακούσουν τη συνέχεια. «Να τι θα κάνετε, φίλοι. Ξεχάστε τη χώρα. Ξεχάστε το βασιλιά. Ξεχάστε γυναίκα και παιδιά και ελευθερία. Ξεχά στε κάθε σκοπό για τον οποίο πολεμάτε σήμερα, όσο ευγε νικός κι αν νομίζετε ότι είναι. Αγωνιστείτε μόνο γι' αυτό: για τον άντρα που στέκεται στο πλευρό σας. Είναι τα πάντα και τα πάντα είναι μέσα σ' αυτόν. Αυτό ξέρω μόνο. Αυτό μόνο μπορώ να σας πω». • 504 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Τελείωσε και πήγε πάλι πίσω. Στα μετόπισθεν δημιουρ γήθηκε αναταραχή. Οι άντρες στις σειρές άρχισαν να μουρ μουρίζουν. Και τότε φάνηκε ο Εύρυτος. Ήταν ο άντρας που είχε χτυπηθεί από την τύφλωση του πεδίου της μάχης και ο οποίος είχε μεταφερθεί στους Αλπηνούς μαζί με τον απε σταλμένο Αριστόδημο, που έπασχε από την ίδια μόλυνση. Τώρα ο Εύρυτος επέστρεφε τυφλός, αρματωμένος ωστόσο και οπλισμένος, οδηγούμενος από το βοηθό του. Χωρίς λέ ξη, πήρε τη θέση του ανάμεσα στις σειρές. Το θάρρος των αντρών, που είχε ήδη αναπτερωθεί, τώ ρα πήρε φωτιά και διπλασιάστηκε. Ο Λεωνίδας προχώρησε μπροστά και ξαναπήρε το σκή πτρο της διοίκησης. Πρότεινε στους Θεσπιείς αρχηγούς να μείνουν για λίγο μόνοι με τους συμπατριώτες τους, ενώ εκεί νος θα μιλούσε στους Σπαρτιάτες. Οι άντρες των δύο πόλεων χωρίστηκαν, ο καθένας στη δι κή του. Διακόσιοι όμοιοι και απελεύθεροι είχαν απομείνει μόνο από τη Λακεδαίμονα. Αυτοί, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν, χωρίς να εξετάσουν σειρά ή θέση, γύρω από το βασιλιά τους. Όλοι ήξεραν ότι ο Λεωνίδας δε θα τους έλεγε μεγάλα λόγια, δε θα μιλούσε για ελευθερία, για νόμους ή για την υπερά σπιση της Ελλάδας από το ζυγό του τυράννου. Αντίθετα, τους μίλησε σύντομα και απλά για την κοιλάδα του Ευρώτα, για τον Πάρνωνα και τον Ταΰγετο και για τα πέντε ανοχύρωτα χωριά που συμπεριλάμβανε εκείνη η πόλη και το κράτος που ο κόσμος ονόμαζε Σπάρτη. Σε χίλια χρό νια από τώρα, δήλωσε ο Λεωνίδας, δυο χιλιάδες, τρεις χι λιάδες χρόνια μετά, οι άνθρωποι μετά από εκατό γενιές ίσως ταξίδευαν για τους δικούς τους λόγους στη χώρα μας. «Θα έρθουν σοφοί ίσως ή ταξιδευτές πέρα από τη θάλασ σα παρακινούμενοι από περιέργεια σε ό,τι αφορά το παρελ θόν ή από δίψα να μάθουν για τους αρχαίους. Θα ερευνή σουν την πεδιάδα μας και θα περιεργαστούν κάθε πέτρα και • 505 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χαλίκι της χώρας μας. Τι θα μάθουν για μας; Τα φτυάρια τους δε θα ξεθάψουν ούτε λαμπρά παλάτια ούτε ναούς, η σκαπάνη τους δε θα φέρει στην επιφάνεια αιώνια αρχιτε κτονική ή τέχνη. Τι θα απομείνει από τους Σπαρτιάτες; Σί γουρα όχι μαρμάρινα ή ορειχάλκινα μνημεία, αλλά αυτό, αυτό που κάνουμε εδώ σήμερα». Πέρα από τα Στενά οι σάλπιγγες του εχθρού ήχησαν. Τώ ρα φαίνονταν πλέον καθαρά η εμπροσθοφυλακή των Περ σών, τα άρματα και οι πάνοπλες φάλαγγες του βασιλιά τους. «Και τώρα φάτε ένα καλό πρόγευμα, άντρες. Γιατί θα δειπνήσουμε όλοι μαζί στον Άδη».
• 506 •
Βιβλίο όγδοο
ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
35 Η ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΑ TOΥ είδε από κοντά με τα ίδια του τα μά τια την εκπληκτική ανδρεία που επέδειξαν οι Σπαρτιάτες, οι Θεσπιείς και oι απελεύθεροι βοηθητικοί και υπηρέτες τους εκείνο το τελευταίο πρωινό που υπερασπίζονταν το πέρα σμα. Δε χρειάζεται να επαναλάβω τα γεγονότα της μάχης. Θα αναφέρω μόνο αυτές τις περιπτώσεις και τις στιγμές που ίσως διέφυγαν της προσοχής της Μεγαλειότητάς Του από εκεί που βρισκόταν, απλώς και μόνο, όπως ο ίδιος το ζήτη σε, για να ρίξω φως στο χαρακτήρα των Ελλήνων που εκεί αποκαλούσε εχθρό του. Πρώτος απ' όλους και αναντίρρητα για λόγους υπεροχής, μόνο ένας μπορεί να είναι, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας. Όπως γνωρίζει η Μεγαλειότητά Του, η κύρια δύναμη του περσικού στρατού, που εμφανίστηκε όπως τις δύο προηγού μενες μέρες από το δρόμο της Τραχίνας, άρχισε την επίθε ση της όταν ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά. Η ώρα της επίθεσης ήταν μάλλον κοντά στο μεσημέρι παρά στο πρωί και έγινε πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι Δέκα Χιλιάδες στα μετόπισθεν των συμμάχων. Τόση ήταν η περιφρόνηση του Λεωνίδα για το θάνατο, ώστε την περισσότερη ώρα αυτής της ανάπαυ λας κοιμόταν. Αν έλεγα λαγοκοιμόταν, θα ήταν πιο ακρι βής η περιγραφή, τόσο ξένοιαστος φαινόταν ο βασιλιάς έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος πάνω στη γ η . Είχε στρώσει από κά τω το μανδύα του, είχε σταυρώσει τα πόδια στους αστρα• 509 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
γάλους και τα χέρια πάνω στο στήθος, ενώ τα μάτια του σκίαζε ένα ψάθινο καπέλο. Το κεφάλι του αναπαυόταν ανέ μελα στον ομφαλό της ασπίδας του. Θα μπορούσε να ήταν ένα αγόρι που βοσκούσε τα γίδια του και είχε πάρει έναν υπνάκο μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού. Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει ένα βασιλιά; Ποιες είναι οι αρετές του; Ποιες αρετές εμπνέει σε αυτούς που τον υπη ρετούν; Σίγουρα αυτές, αν τολμήσει να μαντέψει κανείς όσα αναλογίζεται η καρδιά της Μεγαλειότητάς Του, είναι οι ερω τήσεις που απασχολούν πιότερο το μυαλό και τη σκέψη του. Μπορεί η Μεγαλειότητά Του να θυμηθεί τη στιγμή στην πλαγιά πέρα από τα Στενά, τότε που λύγισε πια ο Λεωνί δας, χτυπημένος από μισή δωδεκάδα δόρατα, τυφλωμένος κάτω από την περικεφαλαία του, που είχε κομματιαστεί από το χτύπημα ενός τσεκουριού, με το αριστερό του χέρι άχρηστο και την ασπίδα του να κρέμεται στον ώμο κομμα τιασμένη, που έπεσε τελικά κάτω από τα χτυπήματα του εχθρού; Μπορεί η Μεγαλειότητά Του να θυμηθεί την ανα στάτωση που δημιουργήθηκε μέσα στη σύγχυση της σφα γής όταν μια ομάδα Σπαρτιάτες όρμησε στο στόμα του εχθρού, που κόμπαζε για το κατόρθωμά του, και τον ανά γκασε να υποχωρήσει για να πάρει το σώμα του βασιλιά της; Δε θα αναφερθώ στην πρώτη ούτε στη δεύτερη ή στην τρίτη προσπάθεια, αλλά στην τέταρτη, όταν είχαν απομεί νει πια λιγότεροι από εκατό, όμοιοι και ιππείς και απελεύ θεροι, να μάχονται με έναν εχθρό που επιτίθετο κατά χι λιάδες. Θα πω στη Μεγαλειότητά Του τι είναι ένας βασιλιάς. Ένας βασιλιάς δεν κάθεται στη σκηνή του όταν οι άντρες του αιμορραγούν και πεθαίνουν στο πεδίο της μάχης. Ένας βασιλιάς δε γευματίζει όταν οι άντρες του είναι πεινασμέ νοι, ούτε κοιμάται όταν φυλούν σκοπιά πάνω στο τείχος. Ένας βασιλιάς δεν επιβάλλει υπακοή και αφοσίωση με το • 510 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
φόβο, ούτε τα εξαγοράζει με χρυσό· κερδίζει την αγάπη τους με τον ιδρώτα του κορμιού του και τους πόνους που υπο μένει για χάρη τους. Και το δυσκολότερο απ' όλα. ένας βα σιλιάς σηκώνεται πρώτος και πέφτει τελευταίος. Ένας βα σιλιάς δε ζητά από αυτούς που διοικεί να τον υπηρετούν, τους υπηρετεί εκείνος. Λίγο πριν αρχίσει η τελική μάχη, όταν οι γραμμές του εχθρού, που αποτελούνταν από Πέρσες, Μήδους και Σάκες, Βάκτριους και Ιλλυριούς, Αιγυπτίους και Μακεδόνες, ήταν τόσο κοντά ώστε μπορούσαμε να δούμε τα πρόσωπά τους, ο Λεωνίδας πήγε στις σειρές των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων και μίλησε ιδιαιτέρως με κάθε διοικητή. Όταν στα μάτησε δίπλα στο Διηνέκη, ήμουν αρκετά κοντά για να ακού σω τα λόγια του. «Τους μισείς, Διηνέκη;» ρώτησε ο βασιλιάς με τόνο φι λικό, χωρίς να βιάζεται, σαν να συζητούσε, δείχνοντας τους λοχαγούς και τους αξιωματικούς των Περσών, που διακρί νονταν καθαρά πέρα από το ουδενός χωρίον, το ουδέτερο έδαφος. Ο Διηνεκής απάντησε αμέσως πως δεν τους μισούσε. «Βλέπω πρόσωπα ευγενικά και αριστοκρατικά. Δεν είναι λίγοι αυτοί, νομίζω, που θα τους καλωσόριζε κανείς με ένα χτύπημα στην πλάτη και ένα γέλιο σε οποιοδήποτε φιλικό τραπέζι». Ο Λεωνίδας ήταν φανερό ότι επιδοκίμασε την απάντηση του αφέντη μου. Τα μάτια του ωστόσο είχαν σκοτεινιάσει
από θλίψη.
«Τους λυπάμαι» παραδέχτηκε, δείχνοντας τους γενναί ους άντρες του αντιπάλου, που ήταν παραταγμένοι τόσο κο ντά. «Και τι δε θα 'διναν οι ευγενέστεροι από αυτούς να βρί σκονταν εδώ μαζί μας τώρα!» Αυτό σημαίνει βασιλιάς. Μεγαλειότατε. Ένας βασιλιάς δεν αναλώνει την ύπαρξή του σκλαβώνοντας ανθρώπους, • 511 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
αλλά με τη συμπεριφορά και το παράδειγμα του τους κά νει ελεύθερους. Η Μεγαλειότητά Του ίσως αναρωτηθεί, όπως ο Κόκορας και η δέσποινα Αρέτη, γιατί ένας άνθρωπος όπως εγώ, ο οποίος λόγω της θέσης του θα μπορούσε να θεωρη θεί στην καλύτερη περίπτωση υπηρέτης και στη χειρότερη δούλος, γιατί αυτός ο άντρας να πεθάνει για ανθρώπους που δεν ήταν από την ίδια φυλή και πατρίδα. Ξαναθυμάμαι τη ζωή μου και λέω ότι θα έκανα το ίδιο πράγμα όχι μία αλλά εκατό φορές, για το Λεωνίδα, για το Διηνέκη, τον Αλέξανδρο και τον Πολύνεικο, για τον Κόκορα και τον Αυτόχειρα, για την Αρέτη και τη Διομάχη, το Βρύαξη, για τον πατέρα και τη μητέρα μου, για τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Εγώ και κάθε άνθρωπος δεν υπήρξαμε ποτέ πιο ελεύθεροι απ' όταν δηλώσαμε υποταγή σ' αυτούς τους σκληρούς νόμους που παίρνουν τη ζωή και την ξαναδίνουν πάλι πέσω. Τα γεγονότα αυτής της μάχης δεν τα θεωρώ σημαντικά, γιατί ο αγώνας με τη βαθύτερη έννοια είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Λεωνίδα, εί χα κοιμηθεί κι εγώ ακουμπισμένος πάνω στο τείχος μια, δυο, τρεις ώρες, μέχρι ο στρατός της Μεγαλειότητάς Του να κά νει την κίνησή του. Στον ύπνο μου βρέθηκα ξανά στα βουνά πάνω από την πόλη όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Δεν ήμουν πια παι δί αλλά μεγάλος. Ήταν εκεί και η εξαδέλφη μου, κορίτσι ακόμη, και οι σκύλοι μας, ο Τυχερός και η Ευτυχία, όπως ήταν τις μέρες που ακολούθησαν τη λεηλασία του Αστακού. Η Διομάχη κυνηγούσε ένα λαγό και σκαρφάλωνε ξυπόλυτη με εκπληκτική ταχύτητα σε μια πλαγιά που φαινόταν να φτάνει στα ουράνια. Στην κορφή περίμενε ο Βρύαξης, το ίδιο κι ο πατέρας μου και η μητέρα μου: Το ήξερα, αν και δεν μπορούσα να τους δω. Άρχισα να τρέχω κι εγώ με όλη μου τη δύναμη να προφτάσω τη Διομάχη. Αλλά δεν μπορούσα. Όσο γρήγορα κι αν σκαρφάλωνα, εκείνη παρέμενε πάντα • 512 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ασύλληπτη, πάντα πιο μπροστά. Μου φώναζε χαρούμενα, παιχνιδιάρικα, ότι δε θα μπορούσα ποτέ να τρέξω αρκετά γρήγορα για να την πιάσω. Ξύπνησα απότομα. Είδα τους Πέρσες απέναντι να περι μένουν σε απόσταση μικρότερη από τη βολή ενός βέλους. Ο Λεωνίδας ήταν όρθιος μπροστά. Ο Διηνέκης, όπως πά ντα, δίπλα στην ενωμοτία του, η οποία είχε παραταχθεί σε επτά άντρες πλάτος και τρεις μήκος, περισσότερο απλωμέ νη και σε μικρότερο βάθος από τις προηγούμενες ημέρες. Η θέση μου ήταν τρίτος στη δεύτερη γραμμή, για πρώτη φορά στη ζωή μου χωρίς το τόξο μου, αλλά κρατώντας το βαρύ ακόντιο που τελευταία ανήκε στο Δωριέα. Γύρω από τον αριστερό μου βραχίονα, στηριγμένη γερά στον αγκώνα μου, ήταν τυλιγμένη η ντυμένη με ύφασμα ορειχάλκινη χειρίδα, τοποθετημένη πίσω από τη δρύινη και ορειχάλκινη επιφάνεια της ασπίδας που ανήκε στον Αλέξανδρο. Η πε ρικεφαλαία που φορούσα ανήκε στο Λαχίδη και η κυνή από κάτω ήταν του βοηθού του Αρίστωνα, του Δημάδη. «Τα μάτια σε μένα!» φώναξε ο Διηνέκης και οι άντρες, όπως πάντα, πήραν το βλέμμα τους από τον εχθρό, που εί χε παραταχθεί τόσο κοντά στο ουδέτερο έδαφος, που βλέ παμε τις ίριδες κάτω από τα ματόκλαδά τους και τα κενά ανάμεσα στα δόντια τους. Ήταν αμέτρητοι. Τα πνευμόνια μου αναζητούσαν αέρα, ένιωθα το αίμα να χτυπά στα μηλίγγια μου και μπορούσα να διαβάσω τους χτύπους του στις κόγχες των ματιών. Τα μέλη μου είχαν πετρώσει. Δεν ένιω θα ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια μου. Προσευχόμουν με κά θε ίνα του κορμιού μου να βρω απλώς το κουράγιο και να μη λιποθυμήσω. Ο Αυτόχειρας στεκόταν στα αριστερά μου. Ο Διηνέκης ήταν μπροστά. Τελικά, άρχισε η μάχη, που ήταν σαν την παλίρροια, που μέσα της ένιωθε κανείς σαν κύμα κάτω από τις θυελλώδεις παραξενιές των θεών, περιμένοντας πότε θ' αποφασίσουν • 513 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦ1ΛΝΤ
να ορίσουν την ώρα του τέλους του. Ο χρόνος εξαφανίστη κε. Τα στοιχεία θάμπωναν και συγχωνεύονταν. Θυμάμαι μια επίθεση που έκαναν οι Σπαρτιάτες, αναγκάζοντας ένα μεγάλο αριθμό του εχθρού να πέσει στη θάλασσα, και μια άλλη που έκανε τη φάλαγγα να οπισθοχωρήσει, μοιάζαμε με πλοία δεμένα το ένα με το άλλο από την κουπαστή πα ρασυρμένα από την καταιγίδα. Θυμάμαι τα πόδια μου, στε ρεωμένα με όλη μου τη δύναμη πάνω στην καλυμμένη με αίμα και ούρα γη, καθώς πήγαιναν προς τα πίσω, στη θέ ση τους πριν το σπρώξιμο του αντιπάλου, σαν τις γούνινες σόλες ενός παιδιού που παίζει στο βουνό με το χιόνι. Είδα τον Αλφεό να αρπάζει ένα περσικό άρμα με το ένα χέρι και να σκοτώνει το στρατηγό, τον υπασπιστή και τους δυο πλαϊνούς φρουρούς. Όταν έπεσε με τρυπημένο το λαιμό από ένα περσικό βέλος, ο Διηνεκής τον έσυρε έξω. Σηκώθη κε και συνέχισε να μάχεται. Είδα τον Πολύνεικο και το Δερκυλίδα να τραβούν το σώμα του Λεωνίδα. Τον έσυραν από τη σκισμένη σπολάδα του με το άοπλο χέρι τους, χτυπώντας τον εχθρό με τις ασπίδες καθώς υποχωρούσαν. Οι Σπαρτιά τες ανασυντάχθηκαν και όρμησαν, υποχώρησαν και έσπασαν, έπειτα ανασυντάχθηκαν ξανά. Σκότωσα έναν Αιγύπτιο με την αιχμή του σπασμένου μου ακοντίου τη στιγμή που έχω νε το δικό του στην κοιλιά μου. Αμέσως μετά. καθώς έπε φτα κάτω από το χτύπημα ενός τσεκουριού, βρέθηκα πάνω στο πτώμα ενός Σπαρτιάτη. Κάτω από την ανοιγμένη περι κεφαλαία του αναγνώρισα το πρόσωπο του Αλφεού. Ο Αυτόχειρας με έβγαλε από τον αγώνα. Τελικά, οι Δέ κα Χιλιάδες φάνηκαν. Προχωρούσαν σε παράταξη μάχης για να ολοκληρώσουν την κυκλωτική τους κίνηση. Όσοι Σπαρ τιάτες και Θεσπιείς είχαν απομείνει υποχώρησαν από την πεδιάδα, τα Στενά, για να ορμήσουν στις εισόδους του τεί χους με κατεύθυνση το γήλοφο. Οι σύμμαχοι ήταν τόσο λίγοι, τα όπλα τους τόσο λιγοστά • 514 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
και σπασμένα, που οι Πέρσες τόλμησαν να επιτεθούν με το ιππικό, όπως γένεται σε μια φυγή. Ο Αυτόχειρας έπεσε. Του κόπηκε το ένα πόδι. «Βάλε με στην πλάτη σου!» πρόσταξε. Χωρίς να πει τίποτε άλλο, ήξερα τι εννοούσε. Άκουγα τα βέ λη ακόμα και τα δόρατα που καρφώνονταν στη ζωντανή ακόμα σάρκα του, προστατεύοντας με έτσι όπως τον είχα από πάνω μου. Είδα το Διηνέκη ζωντανό ακόμα να πετά ένα σπασμένο ξίφος και να ορμά στο έδαφος για να βρει άλλο. Ο Πολύνεικος με προσπέρασε κουβαλώντας τον Τελαμώνα, που κού τσαινε πλάι του. Το μισό πρόσωπο του δρομέα ήταν παρα μορφωμένο· το αίμα πεταγόταν σαν βρύση από το σπασμέ νο του κόκαλο. «Στο σωρό!» φώναξε, εννοώντας τα εφεδρι κά όπλα που είχε διατάξει ο Λεωνίδας να τοποθετήσουν πί σω από το τείχος. Ένιωσα το τοίχωμα της κοιλιάς μου να σκίζεται και τα έντερά μου να χύνονται έξω. Ο Αυτόχειρας κρεμόταν άψυχος πάνω στην πλάτη μου. Γύρισα προς τα πί σω, προς τα Στενά. Χιλιάδες Πέρσες και Μήδοι τοξότες εκ σφενδόνιζαν βέλη ενάντια στους Σπαρτιάτες και στους Θεσπιείς, που υποχωρούσαν. Όσοι έφτασαν στο σωρό με τα όπλα κομματιάστηκαν σαν σημαιούλες στο δυνατό αγέρα. Οι υπερασπιστές έτρεξαν στο γήλοφο που πάνω του βρι σκόταν ο τελευταίος σωρός με τα όπλα. Δεν ήταν παραπά νω από εξήντα. Ο Δερκυλίδας, που, πράγμα περίεργο, δεν είχε τραυματιστεί, σχημάτισε με όσους είχαν επιβιώσει ένα κυκλικό μέτωπο. Βρήκα μια λωρίδα και την έδεσα γύρω από την κοιλιά μου για να βάλω τα σπλάχνα μου μέσα. Για μια στιγμή ξαφνιάστηκα από την ομορφιά της ημέρας. Για μια φορά η καταχνιά δε σκοτείνιαζε το πέρασμα. Άνετα μπο ρούσε να διακρίνει κανείς τους βράχους πάνω στα βουνά, πέρα από τα Στενά, και να εντοπίσει τα ίχνη του κυνηγιού στις πλαγιές, στροφή τη στροφή. Είδα το Διηνέκη να παραπατά κάτω από το χτύπημα ενός • 515 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τσεκουριού, αλλά δεν είχα τη δύναμη να τον βοηθήσω. Μήδοι και Πέρσες, Βάκτριοι και Σάκες δεν είχαν ξεχυθεί πάνω στο τείχος, αλλά το χαλούσαν σαν φρενιασμένοι. Πέρα στο βάθος έβλεπα άλογα. Οι αξιωματικοί του εχθρού δε χρεια ζόταν πια να μαστιγώνουν τους άντρες τους για να προχω ρήσουν. Πάνω από τις σπασμένες πέτρες του τείχους περ νούσαν με θόρυβο οι καβαλάρηδες του ιππικού της Μεγα λειότητας Του, ακολουθούμενοι από τα άρματα των στρα τηγών του. Οι Αθάνατοι παρατάχθηκαν γύρω από το γήλοφο τώρα, εξαπολύοντας πυρωμένα βέλη με μαύρη αιχμή εναντίον των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων, που είχαν ζαρώσει πίσω από το αδύνατο καταφύγιο των σπασμένων και ανοιγμένων ασπίδων τους. Ο Δερκυλίδας οδήγησε την επίθεση εναντίον τους. Τον είδα να πέφτει και το Διηνέκη να πολεμά δίπλα του. Δεν είχαν ούτε ασπίδες ούτε όπλα, απ' ό,τι μπορούσα να δω. Έπεσαν όχι σαν ήρωες του Ομήρου που συντρίφτη καν με τρόπο εντυπωσιακό μέσα στα καβούκια των πανο πλιών τους αλλά σαν αρχηγοί που ολοκληρώνουν την τε λευταία και πιο βρόμικη δουλειά τους. Ο εχθρός στεκόταν απρόσιτος, προστατευμένος από τα ισχυρά όπλα βολής του, αλλά οι Σπαρτιάτες κατάφεραν κατά κάποιο τρόπο να τον πλησιάσουν. Πολεμούσαν χωρίς ασπίδες, μόνο με σπαθιά, κι έπειτα με νύχια και με δόντια. Ο Πολύνεικος όρμησε σε έναν αξιωματικό. 0 δρομέας είχε ακόμα τα πόδια του. Διέσχισε τόσο γρήγορα την απόσταση από τα ριζά του λοφίσκου, που τα χέρια του βρήκαν το λαι μό του αντιπάλου, έστω κι αν εκείνη τη στιγμή μια καταιγί δα από περσικό ατσάλι κομμάτιαζε την πλάτη του. Οι τελευταίοι που απόμειναν πάνω στο γήλοφο συγκε ντρώθηκαν τώρα κάτω από την αρχηγία του Διθύραμβου. Αν και τα δυο του χέρια είχαν σπάσει από τα πυρά του εχθρού και κρέμονταν άχρηστα στα πλευρά του, αν και ήταν κα• 516 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τατρυπημένος από βέλη, ήθελε να σχηματίσει ένα μέτωπο για την τελική επίθεση. Άρματα και Πέρσες ιππείς άρχισαν να τρέχουν φύρδην μίγδην ανάμεσα στους Σπαρτιάτες. Μια στρατιωτική άμαξα που είχε πάρει φωτιά κύλησε πάνω από τα δυο μου πόδια. Μπροστά στους υπερασπιστές οι Αθά νατοι, που είχαν κυκλώσει τώρα το γήλοφο, παρέταξαν μια σειρά τοξότες. Τα βέλη τους βρόντησαν πάνω στους τελευ ταίους άοπλους και τσακισμένους πολεμιστές. Από πίσω κι άλλοι τοξότες έριχναν τις βολές τους πάνω από τα κεφά λια των συντρόφων τους στους τελευταίους ζωντανούς Έλλη νες. Ράχες και κοιλιές ήταν γεμάτες φτερωτά βέλη. Οι κομ ματιασμένοι άντρες, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένοι, έμοιαζαν με σωρούς από ορειχάλκινα και κόκκινα κουρέλια. Το αυτί μου μπόρεσε ν' ακούσει τις διαταγές της Μεγα λειότητάς Του, τόσο κοντά πέρασε το άρμα του. Φώναζε μή πως στην άγνωστη γλώσσα του στους άντρες του να σταμα τήσουν να ρίχνουν, να πιάσουν αιχμαλώτους τους τελευταί ους ζωντανούς υπερασπιστές; Μήπως αυτοί στους οποίους φώναζε ήταν οι ναυτικοί της Αιγύπτου, που καπετάνιος τους ήταν ο Ψαμμίτιχος, οι οποίοι διέδωσαν τη διαταγή του μο νάρχη τους και όρμησαν να χαρίσουν στους Σπαρτιάτες και στους Θεσπιείς που μπορούσαν να πλησιάσουν το ύστατο δώρο του θανάτου; Σαν τη χαλαζοθύελλα που άκαιρα από τα όρη κατεβαί νει κι εκσφενδονίζει από τον ουρανό τις παγωμένες σφαίρες της στου γεωργού τα νιόβγαλτα γεννήματα, έτσι ακριβώς τα βέλη μυριάδων Περσών κεραυνοβόλησαν τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς. Τώρα ο γεωργός εκτιμά τη δεινή του θέ ση απ' το κατώφλι της πόρτας, τη δυνατή βροχή στα κερα μίδια της στέγης, ακούγοντας και παρακολουθώντας τις πα γωμένες σφαίρες να πέφτουν με θόρυβο και να αναπηδούν πάνω στις πέτρες του δρόμου. Πώς ν' αντέξουν τα βλαστά ρια του κριθαριού; Εδώ κι εκεί επιβιώνει κάποιο σαν από • 517 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
θαύμα και κρατά ακόμα το κεφαλάκι του ορθό. Αλλά ο καλλιεργητής γνωρίζει ότι αυτή η καλοσύνη δεν μπορεί να βαστάξει. Γυρίζει αλλού το πρόσωπο από υπακοή στους νόμους των θεών, ενώ κάτω από την καταιγίδα το τελευ ταίο κοτσάνι τσακίζεται και πέφτει, νικημένο από την αξε πέραστη σφοδρή επίθεση του ουρανού.
• 518 •
36 ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ τέλος του Λεωνίδα και των υπερασπιστών του περάσματος των Θερμοπυλών, όπως το αφηγήθηκε ο Έλληνας Χίονης και καταγράφηκε από τον ιστορικό της Με γαλειότητάς Του Γοβάρτη, γιο του Αρτάβαζου, και ολοκλη ρώθηκε την τέταρτη μέρα του Αραχσαμνού, το Πέμπτο Έτος από την Ανάρρηση της Μεγαλειότητάς Του. Τούτη η μέρα, προς μεγάλη και πικρή ειρωνεία του θεού Αχούρα Μάζντα, ήταν η ίδια κατά την οποία οι ναυτικές δυ νάμεις της περσικής αυτοκρατορίας υπέστησαν τη φοβερή ήττα από το στόλο των Ελλήνων στα Στενά της Σαλαμίνας, εκτός των Αθηνών, εκείνη την καταστροφή που έστειλε στο θάνατο τόσους γενναίους γιους της Ανατολής και λόγω των συνεπειών της σε ό,τι αφορούσε τον ανεφοδιασμό και τη συ ντήρηση του στρατού καταδίκασε ολόκληρη την εκστρατεία σε αποτυχία. Ο χρησμός του Απόλλωνα που είχε δοθεί νωρίτερα στους Αθηναίους, ο οποίος έλεγε: Το ξύλινο τείχος θα μείνει μόνο απόρθητο, είχε αποκαλύψει τη μοιραία του αλήθεια. Το απόρθητο ξύ λινο φρούριο δεν ήταν η παλιά ξύλινη περίφραξη της ακρό πολης της Αθήνας, που τόσο γρήγορα κατέλαβαν τα στρα τεύματα της Μεγαλειότητάς Του, αλλά ένα τείχος από πλοία, • 519 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
οι ναύτες και οι ναυτικοί που τόσο υπέροχα τα χειρίστηκαν, καταφέροντας το θανάσιμο πλήγμα στις κατακτητικές φι λοδοξίες της Μεγαλειότητάς Του. Το μέγεθος της καταστροφής έκανε να ξεχαστούν ο αιχ μάλωτος Χίονης και η αφήγηση του. Ακόμα και η φροντίδα του άντρα εγκαταλείφθηκε μέσα στο χάος της ήττας, αφού όλο το προσωπικό του βασιλικού χειρουργού έσπευσε στην ακτή απέναντι από τη Σαλαμίνα να φροντίσει τους αμέ τρητους τραυματίες της αυτοκρατορικής αρμάδας που ξε βράζονταν ανάμεσα στα αποκαΐδια και στα συντρίμμια των πολεμικών τους σκαφών. Όταν το σκοτάδι έβαλε τέλος πια στη σφαγή, ένας τρόμος ακόμα μεγαλύτερος κυρίευσε το αυτοκρατορικό στρατόπε δο. Ήταν η οργή της Μεγαλειότητάς Του. Ήταν τόσο πολλοί οι αξιωματικοί της αυλής που κατεσφάγησαν, απ' ό,τι λένε οι σημειώσεις μου, που η ομάδα των ιστορικών παραιτήθη κε, αφού ήταν αδύνατο να καταγράφει τα ονόματά τους. Ο τρόμος εισέβαλε στις σκηνές της Μεγαλειότητάς Του, που ενισχύθηκε όχι μόνο από το μεγάλο σεισμό που έσεισε την πόλη τη στιγμή ακριβώς που έδυε ο ήλιος αλλά και από το φοβερό θέαμα επίσης του τοπίου γύρω από το στρατιω τικό καταυλισμό, ανάμεσα στα ερείπια και στα αποκαΐδια της πόλης των Αθηναίων. Στο μέσο της δεύτερης σκοπιάς ο στρατηγός Μαρδόνιος έκλεισε το δωμάτιο της Μεγαλειότη τάς Του και απαγόρευσε την είσοδο σε άλλους αξιωματι κούς. Ο ιστορικός της Μεγαλειότητάς Του μπόρεσε να πάρει μόνο μερικές οδηγίες σχετικά με τη διάθεση των καταγρα φών της ημέρας. Όταν ήμουν έτοιμος να φύγω, σκέφτηκα να ζητήσω οδηγίες για τον Έλληνα Χίονη και τα χαρτιά του. «Σκότωσέ τον» αποκρίθηκε ο στρατηγός Μαρδόνιος χω ρίς δισταγμό «και κάψε κάθε σελίδα αυτής της συλλογής από ψευτιές, που η καταγραφή τους ήταν τρέλα από την αρχή και που η ελάχιστη αναφορά τους αυτή την ώρα θα προκαλέσει - 520 -
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ακόμα μεγαλύτερο παροξυσμό οργής στη Μεγαλειότητά Του». Άλλα καθήκοντα με κράτησαν μακριά μερικές ώρες. Όταν τελείωσα, πήγα να βρω τον Ορόντη, τον αρχηγό των Αθανά των, που δική του ευθύνη ήταν να εκτελέσει τις διαταγές του Μαρδόνιου. Εντόπισα τον αξιωματικό στην ακτή. Φαινόταν εξουθενωμένος, τσακισμένος όχι μόνο από τη λύπη του για την ήττα εκείνης της ημέρας αλλά και από την απογοήτευσή του ως στρατιώτη που ήταν ανίσχυρος να βοηθήσει τους γεν ναίους ναυτικούς του στόλου' το μόνο που μπορούσε να κά νει ήταν να τους βγάζει από το νερό. Ο Ορόντης ωστόσο βρήκε αμέσως την αυτοκυριαρχία του και έστρεψε την προ σοχή του στο προκείμενο. «Αν θες να έχεις το κεφάλι σου ακόμα πάνω στους ώμους σου αύριο» είπε ο αρχηγός όταν πληροφορήθηκε τη διατα γή του στρατηγού «θα κάνεις πως δεν άκουσες ούτε είδες ποτέ το Μαρδόνιο». Διαμαρτυρήθηκα λέγοντας πως η διαταγή είχε δοθεί εν ονόματι της Μεγαλειότητάς Του. Δεν ήταν δυνατό να αγνοη θεί. «Μπορεί, δεν μπορεί; Και τι νομίζεις ότι θα πει ο στρα τηγός αύριο ή μετά από ένα μήνα, αφού εκτελεστεί η δια ταγή του, όταν η Μεγαλειότητά Του σε γυρέψει και ζητήσει να δει το Χίονη και τις σημειώσεις του; »Θα σου πω εγώ τι θα γίνει» συνέχισε ο αρχηγός. «Ακό μη κι αυτή τη στιγμή στα δωμάτια της Μεγαλειότητάς Του οι γραμματείς και οι υπουργοί Του Του τονίζουν την ανα γκαιότητα να αποχωρήσει το Βασιλικό Πρόσωπο, να πάρει το πλοίο για την Ασία, όπως είχε προτείνει ο Μαρδόνιος. Αυτή τη φορά νομίζω ότι η Μεγαλειότητά Του θα προσέξει τα λόγια τους». Ο Ορόντης ήταν βέβαιος ότι η Μεγαλειότητά Του θα διέ ταζε το κυρίως σώμα του στρατού να παραμείνει στην Ελ• 521 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
λάδα, κάτω από τη διοίκηση του στρατηγού Μαρδόνιου, για να αναλάβει να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Ελλάδας στο όνομά Του. Όταν αυτή η δουλειά ολοκληρωνόταν, η Με γαλειότητά Του θα είχε τη νίκη Του. Η σημερινή πανωλε θρία θα ξεχνιόταν μέσα στη λάμψη εκείνου του θριάμβου. «Τότε μέσα στη χαρά της κατάκτησης» συνέχισε ο Ορόντης «η Μεγαλειότητά Του θα ζητήσει τις σημειώσεις του Έλληνα Χίονη σαν ένα γλυκό μετά το συμπόσιο της νίκης. Αν εσύ κι εγώ σταθούμε εμπρός Του με άδεια χέρια, ποιος από μας θα σηκώσει το δάχτυλο στο Μαρδόνιο και ποιος θα πιστέψει ότι είμαστε αθώοι;». Ρώτησα τότε τι έπρεπε να γίνει. Η καρδιά του Ορόντη ήταν φανερά διχασμένη. Θυμήθηκα ότι αυτός, ως αρχηγός των Αθανάτων στο πεδίο της μάχης κάτω από τις διαταγές του Υδάρνη, του στρατηγού τους, ήταν επικεφαλής των Δέκα Χιλιάδων εκείνη τη νύχτα που περικύ κλωσαν τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς στις Θερμοπύλες και είχε συνεισφέρει με εκπληκτική γενναιότητα στην πρωι νή έφοδο, αντιμετωπίζοντας τους Σπαρτιάτες σώμα με σώ μα και εξασφαλίζοντας στη Μεγαλειότητά Του την κατάκτη ση του αντιπάλου. Τα βέλη του Ορόντη ήταν ανάμεσα στα μοιραία εκείνα που ρίχτηκαν από κοντά στους τελευταίους υπερασπιστές, ίσως στη σάρκα των αντρών που οι ιστορίες τους περιλαμβάνονται στην αφήγηση του αιχμαλώτου Χίονη. Αυτή η γνώση, όπως εύκολα καταλάβαινε κανείς από το ύφος του αρχηγού των Αθανάτων, μεγάλωνε ακόμα πιο πο λύ την απροθυμία του να βλάψει τον άντρα, τον οποίο θε ωρούσε συνάδελφο στρατιώτη κι ακόμα, πρέπει να το πει κανείς εδώ, φίλο. Παρ' όλα αυτά, ο Ορόντης συγκεντρώθηκε στα καθήκο ντα του. Έστειλε δυο αξιωματικούς των Αθανάτων με δια ταγές να πάρουν τον Έλληνα από τη σκηνή του χειρουργού και να τον παραδώσουν στη σκηνή του προσωπικού των • 522 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Αθανάτων. Μετά από αρκετές ώρες, αφού διεκπεραιώσα με άλλες πιο επείγουσες δουλειές, εκείνος κι εγώ πήγαμε να τον δούμε. Μπήκαμε μέσα μαζί. Ο άντρας Χίονης καθόταν στο φορείο του, έχοντας πλήρη συνείδηση, αν και φαινόταν ταλαιπωρημένος και πολύ εξασθενημένος. Προφανώς, μάντεψε το σκοπό μας. Η όψη του ήταν χα ρούμενη. «Ελάτε, αφέντες μου» είπε πριν ο Ορόντης κι εγώ του μιλήσουμε για την αποστολή μας. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω στη δουλειά σας;» Για το Θάνατο του δεν ήταν απαραίτητη η λεπίδα, έκρινε. «Το χτύπημα ενός φτερωτού, νομίζω, αρκεί για να τελειώσει τη δουλειά». Ο Ορόντης ρώτησε τον Έλληνα Χίονη αν αντιλαμβανόταν πλήρως πόσο μεγάλη ήταν η νίκη που είχαν πετύχει οι συ μπατριώτες του εκείνη την ημέρα. Ο άντρας το επιβεβαίωσε. Εξέφρασε τη γνώμη του ωστόσο ότι ο πόλεμος θα αργούσε ακόμα να τελειώσει. Το αποτέλεσμα παρέμενε αβέβαιο. Ο Ορόντης έδειξε τη μεγάλη απροθυμία του να εκτελέ σει την ποινή του θανάτου. Μέσα στη σύγχυση που επικρα τούσε στο στρατόπεδο της αυτοκρατορίας ήταν πολύ εύκο λο να φυγαδευτεί ο άντρας απαρατήρητος. Είχε ο άντρας Χίονης, ρώτησε ο Ορόντης, φίλους ή συμπατριώτες στην Ατ τική, στους οποίους θα μπορούσαν να τον παραδώσουν; Ο αιχμάλωτος χαμογέλασε. «Ο στρατός σας έκανε θαυμάσια δουλειά, τους έδιωξε όλους» παρατήρησε. «Εκτός αυτού, η Μεγαλειότητά Του θα χρειαστεί όλους τους άντρες του για να κουβαλήσουν πιο σημαντικά φορτία». Ο Ορόντης ωστόσο συνέχισε να ψάχνει δικαιολογίες για να αναβάλει τη στιγμή της εκτέλεσης. «Εφόσον δε θέλεις χά ρες από μας, μπορώ να σου ζητήσω εγώ μία;» είπε ο αρχη γός των Αθανάτων στον αιχμάλωτο. Ο άντρας απάντησε ότι ευχαρίστως θα έθετε στη διάθε ση του όση δύναμη του απόμενε ακόμη. «Μας γέλασες, φίλε μου» είπε ο Ορόντης με ύφος δήθεν • 523 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
ενοχλημένο. «Μας στέρησες την ιστορία που ο αφέντης σου, ο Σπαρτιάτης Διηνέκης, υποσχέθηκε να σας αφηγηθεί, έτσι μας είπες τουλάχιστον. Όταν καθόσαστε γύρω από τη φωτιά, κατά τη διάρκεια του τελευταίου κυνηγιού, τότε που αυτός, ο Αλέξανδρος και ο Αρίστωνας συζητούσαν το θέμα του φό βου. Θυμάσαι; Ο αφέντης σου διέκοψε την ομιλία των νέων με την υπόσχεση πως, όταν έφταναν στις Θερμοπύλες, θα τους έλεγε μια ιστορία για το Λεωνίδα και τη δέσποινα Παράλεια πάνω στο θέμα του θάρρους και ποια ήταν τα κριτήρια του Σπαρτιάτη βασιλιά για να επιλέξει τους Τριακόσιους. Ή μή πως παρέλειψε ο Διηνέκης να σας μιλήσει γι' αυτό;» Όχι, τον βεβαίωσε ο αιχμάλωτος Χίονης, ο αφέντης του βρήκε την ευκαιρία και, πράγματι, τους είπε την ιστορία. Αλλά, ρώτησε ο αιχμάλωτος, αφού δεν είχε την έγκριση της Μεγαλειότητάς Του να συνεχιστεί η καταγραφή των γεγο νότων αυτής της διήγησης, επιθυμούσε, πράγματι, ο αρχηγός να τη συνεχίσει; «Εμείς τους οποίους εσείς αποκαλείτε εχθρό είμαστε από σάρκα και οστά» αποκρίθηκε ο Ορόντης «και οι καρ διές μας δεν είναι λιγότερο ικανές να νιώσουν στοργή από τις δικές σας. Σου φαίνεται παράλογο ότι εμείς, ο ιστορι κός της Μεγαλειότητάς Του κι εγώ, ήρθαμε σ' αυτή τη σκη νή να σε φροντίσουμε όχι μόνο ως αιχμάλωτο που κάνει μια αναδρομή των γεγονότων της μάχης αλλά ως άνθρωπο, ακό μα και φίλο;». Ο Ορόντης ζήτησε από τον άντρα να του κάνει το χατίρι, μια και είχε παρακολουθήσει με μεγάλο ενδιαφέρον και συ μπάθεια τα προηγούμενα κεφάλαια της ιστορίας του Έλλη να, να αφηγηθεί τώρα, σαν σύντροφος και εφόσον του το επέτρεπαν οι δυνάμεις του, το τελευταίο μέρος της. «Τι έλεγε ο Σπαρτιάτης βασιλιάς για το θάρρος των γυ ναικών και πώς ο αφέντης σου, ο Διηνέκης, το διηγήθηκε στους νέους φίλους του και στον προστατευόμενό του;» 524
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
0 άντρας Χίονης έκανε μια προσπάθεια, με τη βοήθεια τη δική μου και του αξιωματικού, να ανασηκωθεί στο κάθι σμά του. Μάζεψε όλη του τη δύναμη, πήρε μια ανάσα και ολοκλήρωσε:
Θα μεταφέρω αυτή την ιστορία σε σας, φίλοι μου, όπως την είπε ο αφέντης μου σε μένα, στον Αλέξανδρο και στον Αρίστωνα στις Θερμοπύλες — όχι όμως με τη δική του φωνή, αλλά με της δέσποινας Παράλειας,της μητέρας του Αλέξαν δρου, η οποία την αφηγήθηκε με δικά της λόγια στο Διηνέ κη και στην Αρέτη λίγες ώρες αφότου συνέβη. Η δέσποινα Παράλεια διηγήθηκε αυτή την ιστορία ένα βράδυ τρεις ή τέσσερις μέρες πριν αναχωρήσουμε από τη Λα κεδαίμονα για τις Θερμοπύλες. Η δέσποινα Παράλεια πήγε από μόνη της γι' αυτόν το σκοπό στο σπίτι του Διηνέκη και της Αρέτης, παίρνοντας μαζί της αρκετές γυναίκες, όλες μητέρες και σύζυγοι των πολεμιστών που είχαν επιλεγεί για τους Τριακόσιους. Καμιά από τις γυναίκες δε γνώριζε τι θα έλεγε η δέσποινα. Ο αφέντης μου ζήτησε συγνώμη και είπε ότι οι κυράδες θα ήθελαν να μείνουν μόνες τους. Η Παρά λεια ωστόσο του ζήτησε να παραμείνει. Έπρεπε να ακούσει κι αυτός όσα είχε να πει. Οι γυναίκες κάθισαν κοντά στην Παράλεια, που άρχισε: «Αυτά που θα σου πω τώρα, Διηνέκη, δεν πρέπει να τα επαναλάβεις στο γιο μου. Όχι πριν φτάσετε πρώτα στις Θερ μοπύλες, και μάλιστα την κατάλληλη στιγμή. Αυτή η ώρα μπορεί να είναι, αν έτσι προστάζουν οι θεοί, η ώρα του θα νάτου σου ή του δικού του. Θα τη γνωρίσεις όταν έρθει. Τώ ρα άκου προσεκτικά. Διηνέκη, κι εσείς, κυράδες μου. »Λίγο πριν το μεσημέρι με κάλεσε ο βασιλιάς. Πήγα αμέ σως και παρουσιάστηκα στην αυλή του σπιτιού του. Έτυχε να πάω νωρίς. Ο Λεωνίδας δεν είχε επιστρέψει ακόμα από • 525 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τη δουλειά του: Οργάνωνε την αναχώρηση. Η βασίλισσά του ωστόσο, η Γοργώ, με περίμενε σε ένα παγκάκι στη σκιά ενός πλάτανου, φανερά προβληματισμένη. Με καλωσόρισε και μου είπε να καθίσω. Ήμαστε μόνες, υπηρέτες και ακό λουθοι όλοι απουσίαζαν. »"Θα αναρωτιέσαι, Παράλεια" άρχισε "γιατί ο άντρας μου έστειλε να σε γυρέψουν. Θα σου πω εγώ. Θέλει να απευ θυνθεί στην καρδιά σου και στα αισθήματα της αδικίας που την κατακλύζουν, φαντάζεται, επειδή μόνη εσύ επιλέχθηκες να κουβαλήσεις διπλό καημό. Έχει πλήρη επίγνωση ότι, επι λέγοντας στους Τριακόσιους τον Ολύμπιο και τον Αλέξαν δρο, σε λήστεψε δυο φορές, τόσο το γιο όσο και τον άντρα, αφήνοντάς σου μόνο το μικρό Ολύμπιο να συνεχίσει τη γε νιά σου. Γι' αυτό θα σου μιλήσει όταν έρθει. Πρώτα όμως θέ λω να σου ανοίξω την καρδιά μου, να μιλήσουμε σαν γυ ναίκα προς γυναίκα". »Είναι αρκετά νέα η βασίλισσά μας και φαινόταν ψηλή και όμορφη, αν και υπερβολικά σοβαρή κάτω από τη σκιά. »"Ήμουν κόρη βασιλιά και τώρα σύζυγος ενός άλλου" είπε η Γοργώ. "Οι γυναίκες ζηλεύουν τη θέση μου, αλλά ελά χιστες γνωρίζουν τις δύσκολες και σκληρές υποχρεώσεις της. Μια βασίλισσα δεν είναι μια γυναίκα όπως οι άλλες. Δεν έχει σύζυγο και παιδιά όπως οι άλλες σύζυγοι και μητέρες, για τί βρίσκεται στην υπηρεσία της πόλης. Υπηρετεί τις εστίες των συμπατριωτών της, όχι τη δική της ή της οικογένειάς της. Τώρα κι εσύ, Παράλεια, καλείσαι σ' αυτή τη σκληρή αδελφότητα. Πρέπει να πάρεις τη θέση σου στη θλίψη πλάι μου. Είναι η δοκιμασία και ο θρίαμβος της γυναίκας που πρόσταξαν οι θεοί: να πονά, να υποφέρει, να βρίσκεται πά ντα κάτω από το ζυγό της θλίψης και έτσι να δίνει κουρά γιο στους άλλους". »Καθώς άκουγα τα λόγια της βασίλισσας, το λέω σε σέ να, Διηνέκη, και σε σας, κυράδες, τα χέρια μου έτρεμαν τό• 526 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σο, που φοβόμουν ότι δεν τα έλεγχα πια — όχι μόνο επει δή γνώριζα εκ των προτέρων τη θλίψη που θα έπαιρνα αλ λά κι από θυμό, τυφλή, πικρή οργή για το Λεωνίδα και την άπονη καρδιά του, που έχυσε διπλή ποσότητα πόνου στο κύπελλό μου. Γιατί εμένα; ούρλιαζε η καρδιά μου οργι σμένη. Ήμουν έτοιμη να δώσω φωνή σ' αυτή την ύβρη όταν από την εξωτερική αυλή ακούστηκε ο ήχος θύρας που ανοί γει και μετά από λίγο μπήκε ο Λεωνίδας. Ερχόταν από το μέρος όπου γινόταν η συγκρότηση της εκστρατευτικής δύ ναμης και κρατούσε τις σκονισμένες κνημίδες του στο χέρι. Μόλις είδε την κυρά του κι εμένα να συνομιλούμε ιδιαιτέ ρως, μάντεψε αμέσως το θέμα της συζήτησής μας. »Ζήτησε συγνώμη για την αργοπορία του και κάθισε. Με ευχαρίστησε που ήρθα αμέσως και με ρώτησε για τον άρρωστο πατέρα μου και για άλλους της οικογένειάς μου. Αν και ήταν φανερό ότι τον απασχολούσαν ένα σωρό προ βλήματα του στρατού και του κράτους, χωρίς να εξαιρέσω το δικό του επικείμενο θάνατο και το πένθος της αγαπη μένης του γυναίκας και των παιδιών του, μόλις κάθισε στο παγκάκι τα έβγαλε όλα από το μυαλό του και μου μίλησε στρέφοντας όλη την προσοχή του σε μένα. »"Με μισείς, κυρά;" Αυτά ήταν τα πρώτα του λόγια. "Αν ήμουν στη θέση σου, θα σε μισούσα. Τα χέρια μου θα έτρε μαν τώρα από ανείπωτη οργή". Έκανε χώρο στον πάγκο. "Έλα, κάθισε εδώ, δίπλα μου". »Υπάκουσα. Η δέσποινα Γοργώ πλησίασε πιο κοντά. Μπορούσα να μυρίσω τον ιδρώτα του βασιλιά από τα γυ μνάσια και να νιώσω τη ζεστασιά της σάρκας του, όπως τό τε με τον πατέρα μου, μικρό κοριτσάκι, που με κάλεσε στο συμβούλιό του. Και πάλι η γεμάτη πόνο και θυμό καρδιά λίγο έλειψε να με κάνει να χάσω την ψυχραιμία μου. Προ σπάθησα να συγκρατηθώ με όλη μου τη δύναμη. »"Η πόλη αναρωτιέται και προσπαθεί να μαντέψει" εί• 527 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
πε ο Λεωνίδας "γιατί επέλεξα αυτούς ειδικά τους τριακό σιους άντρες. Μήπως για την ανδρεία τους ως στρατιωτών; Πώς είναι δυνατό κάτι τέτοιο, όταν μεταξύ πρωταθλητών όπως ο Πολύνεικος, ο Διηνέκης, ο Αλφεός και ο Μάρωνας στρατολόγησα επίσης νεαρούς όπως ο Αρίστωνας και ο δι κός σου ο Αλέξανδρος; Η πόλη υποθέτει ότι ίσως διέκρινα κάποια λεπτή αλχημεία σ' αυτή τη μοναδική ένωση. Ότι πι θανόν να εξαγοράστηκα ή ανταπέδιδα χάρες. Ποτέ δε θα πω στην πόλη γιατί διόρισα αυτούς τους Τριακόσιους. Δε θα το πω ούτε στους Τριακόσιους. Αλλά θα το πω σε σέ να. »"Τους επέλεξα όχι για τη δική τους ανδρεία, κυρά, αλ λά για κείνη των γυναικών τους". »Σε κείνα τα λόγια του βασιλιά μια σπαρακτική κραυ γή ξέφυγε από το στήθος μου, λες και κατάλαβα εκ των προ τέρων τι θα έλεγε. Ένιωσα το χέρι του στον ώμο μου παρη γορητικό. »"Τούτη η ώρα είναι η πλέον επικίνδυνη για την Ελλά δα. Αν σωθεί, δε θα είναι στις Θερμοπύλες (μόνο ο θάνατος περιμένει εμάς και τους συμμάχους μας) αλλά αργότερα, σε προσεχείς μάχες, σε στεριά και θάλασσα. Τότε η Ελλά δα, αν το θελήσουν οι θεοί, θα διαφύγει τον κίνδυνο. Το κα ταλαβαίνεις αυτό, κυρά; Άκου τώρα λοιπόν. »"Όταν τελειώσει η μάχη, όταν οι Τριακόσιοι πεθάνουν, όλη η Ελλάδα θα στρέψει το βλέμμα στους Σπαρτιάτες για να δει πώς το πήραν. »"Αλλά και οι Σπαρτιάτες σε ποιους θα στρέψουν το βλέμμα; Σε σένα. Σε σένα και στις άλλες συζύγους και μη τέρες, αδελφές και θυγατέρες των πεσόντων. »"Αν δουν τις καρδιές σας ρημαγμένες και τσακισμένες από τη θλίψη, θα σπάσουν κι αυτοί. Και μαζί μ' αυτούς θα σπάσει κι όλη η Ελλάδα. Μα, αν αντέξετε χωρίς να χύσετε δάκρυ, όχι μόνο το θάνατο υπομένοντας αλλά και αντιμε•
528
•
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
τωπίζοντας με περιφρόνηση την αγωνία του και αγκαλιά ζοντας την τιμή που περικλείει στην πραγματικότητα, τότε η Σπάρτη θα κρατήσει. Και όλη η Ελλάδα μαζί της. »"Γιατί διάλεξα εσένα, κυρά, γι' αυτή τη φοβερή δοκι μασία; Εσένα και τις αδελφές σου των Τριακοσίων; Επει δή μπορείτε". »Από τα χείλη μου ξέφυγαν τούτα τα αποδοκιμαστικά για το βασιλιά λόγια: "Έτσι ανταμείβεται, λοιπόν, η αρετή μιας γυναίκας, Λεωνίδα; Δύο φορές να πικραθεί, πόνο δι πλό να υποφέρει;". »Εκείνη τη στιγμή η βασίλισσα Γοργώ άπλωσε το χέρι να με παρηγορήσει, αλλά ο Λεωνίδας τη συγκράτησε. Κι ενώ συνέχισε να κρατά τον ώμο μου με το ζεστό του χέρι, απά ντησε στο ξέσπασμα του σπαραγμού μου. »"Η γυναίκα μου, Παράλεια, θέλει με το άγγιγμά της να σε πληροφορήσει για το φορτίο που κουβαλούσε αδιαμαρ τύρητα όλη της τη ζωή. Αυτό που δεν αρνήθηκε ποτέ, να μην είναι απλώς η γυναίκα του Λεωνίδα αλλά και σύζυγος της Λακεδαίμονας. Αυτός είναι τώρα και ο δικός σου ρό λος, κυρά. Δε θα είσαι πια η γυναίκα του Ολύμπιου ή η μη τέρα του Αλέξανδρου, αλλά πρέπει να υπηρετήσεις ως σύ ζυγος και μητέρα την πόλη μας. Εσύ και οι αδελφές σου των Τριακοσίων είστε τώρα οι μητέρες όλης της Ελλάδας, μα και της ίδιας της λευτεριάς. Είναι σκληρό καθήκον, Παρά λεια, αυτό που έχω αναθέσει στην αγαπημένη μου γυναί κα, τη μητέρα των παιδιών μου, και που τώρα το αναθέτω και σε σένα. Πες μου, κυρά. Είχα άδικο;" »Σ' αυτά τα λόγια του βασιλιά κάθε αυτοσυγκράτηση πέ ταξε από την καρδιά μου. Έσπασα και άρχισα να κλαίω. Ο Λεωνίδας με τράβηξε κοντά του με καλοσύνη. Έκρυψα το πρόσωπό μου στην αγκαλιά του, όπως κάνει ένα κοριτσάκι με τον πατέρα του, και έκλαψα με λυγμούς, ανίκανη να βα στάξω άλλο. Ο βασιλιάς με κρατούσε σταθερά, το αγκάλια• 529 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
σμά του δεν ήταν ούτε αυστηρό ούτε δίχως καλοσύνη, αλ λά ευγενικό και παρηγορητικό. »Σαν τη φωτιά που μαίνεται στη βουνοπλαγιά και που στο τέλος φθίνει και δε φωτοβολά, έτσι κι ο πόνος χώνεψε μες στην καρδιά μου. Μια ευεργετική γαλήνη απλώθηκε μέ σα μου, που δεν προερχόταν μόνο από το δυνατό εκείνο χέ ρι που με κρατούσε ακόμα αγκαλιά αλλά και από κάποια εσωτερική πηγή, ανέκφραστη και θεία. Η δύναμη ξαναγύ ρισε στα γόνατά μου και το κουράγιο στην καρδιά μου. Σηκώθηκα, στάθηκα μπροστά στο βασιλιά και σκούπισα τα μάτια. Και τότε τούτα τα λόγια τού είπα, όχι από δική μου θέληση θαρρώ, αλλά με την παρότρυνση κάποιας αόρατης θεάς που την πηγή και την καταγωγή της δεν μπορούσα να ονομάσω. »"Αυτά τα δάκρυα ήταν τα στερνά που είδε ο ήλιος από μένα, βασιλιά μου"».
• 530 •
37 ΑΥΤΑ ΗΤΑΝ ΚΑΙ τα στερνά λόγια που πρόφερε ο αιχμάλω τος Χίονης. Η φωνή του άντρα έπαψε να ακούγεται· τα ση μάδια ζωής έσβησαν γρήγορα. Μέσα σε λίγες στιγμές έμει νε ακίνητος και παγωμένος. Ο θεός του, αφού τον χρησιμο ποίησε, τον ξαναπήγε τελικά σε κείνο τον τόπο που τόσο λαχταρούσε να επιστρέψει. Ξαναβρήκε τους συντρόφους του κάτω από τη γη. Εκείνη τη στιγμή έξω από τη σκηνή του αρχηγού Ορόντη αρματωμένοι άντρες από τα στρατεύματα της Μεγαλειότη τάς Του αποχωρούσαν από την πόλη με θόρυβο μεγάλο. Ο Ορόντης διέταξε να μεταφέρουν τη σορό του άντρα Χίονη χωρίς το φορείο. Έξω βασίλευε το χάος. Ο αρχηγός έπρεπε να πάει στη θέση του. Κάθε στιγμή που περνούσε μεγάλω νε την ανάγκη της αναχώρησής του. Η Μεγαλειότητά Του θα θυμάται την αναρχία που βασί λευε εκείνο το πρωινό. Αμέτρητοι νεαροί του δρόμου και κα κοποιοί, αποβράσματα των Αθηναίων πολιτών, όλοι οι άθλι οι που δεν άξιζαν να μεταφερθούν και είχαν εγκαταλειφθεί στην πόλη από τους ανωτέρους τους, με αποτέλεσμα να πε ριφέρονται στους δρόμους σαν ληστές, τόλμησαν τώρα να εισέλθουν μέσα στο στρατόπεδο της Μεγαλειότητάς Του. Τούτοι οι άθλιοι έκλεβαν ό,τι έβρισκαν μπρος τους. Όταν η ομάδα μας εμφανίστηκε στο χαλικόστρωτο δρόμο που οι Αθηναίοι ονομάζουν Ιερά Οδό, μια ομάδα από δαύτους έτυ• 531 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χε να περνάει από δίπλα μας. Τους είχαν συλλάβει μερικοί κατώτεροι αξιωματικοί της στρατονομίας της Μεγαλειότη τάς Του. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο αρχηγός Ορόντης σταμάτη σε τους αξιωματικούς. Τους διέταξε να ελευθερώσουν τους αχρείους και μετά να φύγουν. Οι κακοποιοί ήταν τρεις στον αριθμό και σίγουρα είχαν τις χειρότερες διαθέσεις. Στάθη καν μπροστά στον Ορόντη και στους αξιωματικούς των Αθα νάτων, περιμένοντας να τους εκτελέσουν επιτόπου. Ο αρ χηγός με πρόσταξε να κάνω το διερμηνέα. Ο Ορόντης ρώτησε εκείνους τους απατεώνες αν ήταν Αθηναίοι. Όχι πολίτες, απάντησαν, αλλά άνθρωποι της πό λης. Ο Ορόντης έδειξε το χοντροκομμένο ρούχο που τύλιγε το σώμα του άντρα Χίονη. «Ξέρετε τι ρούχο είναι αυτό;» Ο αρχηγός των κακοποιών, ένας νεαρός όχι πάνω από εί κοσι, απάντησε ότι ήταν ο κόκκινος μανδύας της Λακεδαί μονας, αυτή την κάπα τη φορούσαν μόνο οι πολεμιστές της Σπάρτης. Ήταν φανερό ότι κανείς από τους εγκληματίες δεν μπορούσε να εξηγήσει την παρουσία του πτώματος αυτού του ανθρώπου, ενός Έλληνα, στα χέρια του Πέρση εχθρού. Ο Ορόντης έκανε κι άλλες ερωτήσεις στους αλήτες. Ήξε ραν το μέρος, την περιοχή του Φαλήρου, όπου βρισκόταν ένα ιερό γνωστό ως της Πεπλοφορούσας Περσεφόνης; Οι άθλιοι απάντησαν καταφατικά. Προς μεγάλη μου έκπληξη αλλά και όλων των αξιωματι κών, ο αρχηγός έβγαλε από το πουγκί του τρεις χρυσούς δαρεικούς, ο μισθός ενός μήνα για έναν οπλίτη, και έδωσε αυτό το ποσό στους παλιανθρώπους. «Πηγαίνετε το σώμα αυτού του άντρα στο ναό και μείνε τε μαζί του μέχρι να επιστρέψουν οι ιέρειες. Αυτές ξέρουν τι θα το κάνουν». Τότε ένας από τους αξιωματικούς των Αθανάτων δια• 532 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μαρτυρήθηκε. «Κοίτα αυτούς τους εγκληματίες, αρχηγέ. Είναι χυδαίοι! Μόλις βάλουν στο χέρι το χρυσάφι, θα πετά ξουν τον άντρα και το φορείο στο πρώτο χαντάκι που θα βρουν μπροστά τους». Δεν υπήρχε χρόνος για συζητήσεις. Ο Ορόντης, εγώ και οι αξιωματικοί έπρεπε να πάμε γρήγορα στις θέσεις μας. Ο αρ χηγός δίστασε για μια στιγμή και εξέτασε προσεκτικά τα πρόσωπα των τριών κακοποιών που στέκονταν μπροστά του. «Αγαπάτε την πατρίδα σας;» ρώτησε. Η προκλητική έκφραση των ληστών απάντησε αντί για κείνους. Ο Ορόντης έδειξε τη φιγούρα πάνω στο φορείο. «Αυτός ο άντρας την υπερασπίστηκε με τη ζωή του. Τιμήστε τον». Έτσι, αφήσαμε εκεί τη σορό του Σπαρτιάτη Χίονη και μετά από λίγο παρασυρθήκαμε κι εμείς από το ασυγκράτητο ρεύμα της αποστρατοπέδευσης και της υποχώρησης.
• 533 •
38 ΑΠΟΜΕΝΕΙ ΝΑ ΕΠΙΣΥΝΑΨΩ δύο υστερόγραφα που αφορούν τον άντρα και το χειρόγραφο, τα οποία θα ολοκληρώσουν την ιστορία. Όπως είχε προβλέψει ο αρχηγός Ορόντης, η Μεγαλειότη τά Toυ πήρε το πλοίο για την Ασία, αφήνοντας στην Ελλά δα υπό την αρχηγία του Μαρδόνιου τις επίλεκτες μονάδες του στρατού, γύρω στους τριακόσιους χιλιάδες άντρες, μα ζί με τον Ορόντη και τους Δέκα Χιλιάδες, με διαταγή να ξε χειμωνιάσουν στη Θεσσαλία και να αναλάβουν δράση όταν έρθει η άνοιξη. Μόλις ερχόταν αυτή η εποχή, έτσι ισχυριζό ταν ο Μαρδόνιος, η ασυγκράτητη δύναμη του στρατού της Μεγαλειότητάς Του θα υπέτασσε μια για πάντα ολόκληρη την Ελλάδα. Εγώ παρέμεινα στο στράτευμα με την ιδιότη τα του ιστορικού. Τελικά, την άνοιξη οι χερσαίες δυνάμεις της Μεγαλειό τητάς Του αντιμετώπισαν τους Έλληνες σε κείνη την πεδιά δα που γειτονεύει με την ελληνική πόλη των Πλαταιών, μια μέρα δρόμο βορειοδυτικά της Αθήνας. Απέναντι στους τριακόσιους χιλιάδες της Περσίας, της Μηδίας, της Βακτρίας, της Ινδίας, της Σακίας και των Ελλή νων που είχαν επιστρατευτεί κάτω από τη σημαία της Με γαλειότητάς Του είχαν παραταχθεί εκατό χιλιάδες ελεύθε ροι Έλληνες. Η κύρια δύναμη περιλάμβανε όλο το σπαρ τιατικό στρατό, πέντε χιλιάδες ομοίους, συν τους Λακεδαι• 534 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
μόνιους περιοίκους, οπλισμένους βοηθητικούς και είλωτες, σε ένα σύνολο εβδομήντα πέντε χιλιάδων αντρών — έχο ντας πλάι τους τους οπλίτες των Πελοποννήσιων συμμάχων τους, τους Τεγεάτες. Τη δύναμη του στρατού συμπλήρωναν πιο ολιγάριθμα συντάγματα, καμιά δεκαριά, άλλων ελληνι κών κρατών, μεταξύ των οποίων οι Αθηναίοι, οκτώ χιλιάδες στον αριθμό, στα αριστερά. Δε χρειάζεται να επαναλάβει κανείς τις λεπτομέρειες αυτής της πανωλεθρίας, που τόσο γνωστές είναι, δυστυχώς, στη Μεγαλειότητά Του, ούτε να αναφερθεί στις τρομακτι κές απώλειες από πείνα και αρρώστιες του ανθού της αυ τοκρατορίας κατά την επιστροφή στην Ασία. Θα αρκεστώ να σημειώσω, ως αυτόπτης μάρτυρας, πως ό,τι είχε πει ο Χίονης αποδείχτηκε αληθινό. Οι πολεμιστές μας είδαν ξανά εκείνη τη γραμμή από λάμδα πάνω στις ενισχυμένες ασπί δες των Λακεδαιμονίων, αυτή τη φορά όχι σε πλάτος πενή ντα ή εξήντα αντρών όπως στις Θερμοπύλες, αλλά δέκα χι λιάδες πλάτος και οχτώ βάθος, όπως τους είχε περιγράψει ο Χίονης, μια ανίκητη παλίρροια από ορείχαλκο και πορ φύρα. Το θάρρος των αντρών της Ασίας αποδείχτηκε για άλλη μια φορά λίγο μπροστά στην ανδρεία και στην εκπλη κτική πειθαρχία των πολεμιστών της Λακεδαίμονας, που πολεμούσαν για την ελευθερία της πατρίδας τους. Προσω πικά πιστεύω πως καμία δύναμη κάτω από τον ουρανό, όσο μεγάλη σε αριθμό κι αν ήταν, δε θα άντεχε τη σφοδρή τους επίθεση εκείνη τη μέρα. Μετά τη σφαγή κι ενώ το αίμα έρεε καυτό, η θέση του ιστορικού μέσα στα περσικά χαρακώματα καταλήφθηκε από δυο τάγματα αρματωμένων ειλώτων. Αυτοί, κάτω από τις διαταγές του Σπαρτιάτη διοικητή Παυσανία να μην πά ρουν αιχμαλώτους, άρχισαν να σφάζουν δίχως έλεος όποιον άντρα της Ασίας έπιαναν. Μπροστά σ' αυτή την κρίσιμη κα τάσταση, όρμησα μπροστά και άρχισα να φωνάζω στους • 535 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
Έλληνες, να ικετεύω τους νικητές να λυπηθούν τους άντρες μας. Τόσος ήταν όμως ο τρόμος των Ελλήνων από τους χιλιά δες της Ανατολής, έστω κι αν είχαν τραπεί σε φυγή ηττημέ νοι, που δε με πρόσεξε ούτε σταμάτησε κανείς. Αντίθετα, ένιωσα χέρια να με αρπάζουν και τη λεπίδα να απειλεί το λαιμό μου. Εμπνευσμένος ίσως από το θεό Αχούρα Μάζντα ή απλώς από τον τρόμο, βρήκα τη φωνή μου και άρχισα να φωνάζω τα ονόματα των Σπαρτιατών που είχε αναφέρει ο άντρας Χίονης. Λεωνίδας. Διηνέκης. Αλέξανδρος. Πολύνεικος. Κόκορας. Αμέσως οι είλωτες πολεμιστές απέσυραν τα σπα θιά τους. Η σφαγή σταμάτησε. Τότε εμφανίστηκαν μερικοί Σπαρτιάτες αξιωματικοί που επανέφεραν στην τάξη τον όχλο των οπλισμένων δουλοπά ροικων. Με έσυραν μπροστά με δεμένα τα χέρια και με πέ ταξαν κάτω μπροστά σε ένα Σπαρτιάτη, έναν πανέμορφο πολεμιστή, που η σάρκα του άχνιζε ακόμα από το αίμα και τους ιστούς της κατάκτησης. Οι είλωτες του είπαν για τα ονόματα που φώναζα. Ο πολεμιστής στεκόταν πάνω από τη γονατισμένη μου φιγούρα και με κοίταζε σοβαρά. «Ξέρεις ποιος είμαι;» ρώτησε. Απάντησα πως δεν ήξερα. «Είμαι ο Δέκτωνας, ο γιος του Ιδοτυχίδη. Το όνομά μου κάλεσες όταν φώναξες "Κόκορα"». Σ' αυτό το σημείο οφείλω να δηλώσω πως όποια περι γραφή αυτού του άντρα κι αν έκανε ο αιχμάλωτος Χίονης σίγουρα τον αδίκησε. Ο πολεμιστής που στεκόταν από πά νω μου ήταν ένας εκθαμβωτικός ρωμαλέος νέος άντρας, πάνω από έξι πόδια ψηλός. Ήταν τόση η ομορφιά και η ευ γένειά του, που ήταν αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι είχε γεννηθεί και μεγαλώσει ως παρακατιανός. Γονάτισα μπροστά σ' αυτόν το γενναίο άντρα, εκλιπα• 536 •
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ρώντας τον οίκτο του. Του είπα ότι ο σύντροφος του Χίονης είχε επιζήσει της μάχης των Θερμοπυλών, του μίλησα για τη νεκρανάσταση του από το προσωπικό του βασιλικού χει ρουργού και για την υπαγόρευση των χειρογράφων χάρη στα οποία εγώ, ο γραφέας τους, έμαθα τα ονόματα των Σπαρ τιατών που φώναζα ζητώντας οίκτο. Τώρα γύρω από τη γονατιστή φιγούρα μου είχαν μαζευ τεί καμιά δεκαριά Σπαρτιάτες πολεμιστές. Μ' ένα στόμα αμφισβήτησαν τα αόρατα χειρόγραφα και με κατήγγειλαν ως ψεύτη. «Τι παραμύθι περσικού ηρωισμού είναι αυτό που σκαρ φίστηκε η φαντασία σου, γραφέα;» ρώτησε κάποιος. «Μή πως κανένα χαλί από ψέματα που ύφανες για να κολακέ ψεις το βασιλιά σου;» Άλλοι είπαν ότι γνώριζαν καλά τον άντρα Χίονη, το βοη θό του Διηνέκη. Πώς τολμούσα να αναφέρω το όνομά του, όπως κι αυτό του ευγενικού του αφέντη, σε μια απεγνω σμένη προσπάθεια να σώσω το τομάρι μου; Στο μεταξύ, ο άντρας Δέκτωνας, ο επονομαζόμενος Κό κορας, παρέμενε σιωπηλός. Όταν η οργή των άλλων κατα λάγιασε, μου έκανε μόνο μία σύντομη ερώτηση, χαρακτηρι στικό των Λακεδαιμονίων: Πού εθεάθη για τελευταία φορά ο άντρας Χίονης; «Η σορός του στάλθηκε με τιμή από τον Πέρση αρχηγό Ορόντη σε ένα ναό της Αθήνας που οι Έλληνες αποκαλούν της Πεπλοφορούσας Περσεφόνης». Σ' αυτό ο Σπαρτιάτης Δέκτωνας σήκωσε το χέρι του σε ένδειξη οίκτου. «Αυτός ο ξένος λέει την αλήθεια». Oι στά χτες του συντρόφου του Χίονη, βεβαίωσε, βρίσκονταν τώρα στη Σπάρτη. Είχαν παραδοθεί πολλούς μήνες πριν τη σημε ρινή μάχη από μια ιέρεια αυτού ακριβώς του ναού. Μόλις το άκουσα αυτό, τα γόνατά μου λύγισαν. Σωριά στηκα κάτω, εξουθενωμένος από το φόβο τόσο του δικού • 537 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
μου θανάτου όσο και του στρατού μας, αλλά και από την ειρωνεία της τύχης βλέποντας τον εαυτό μου μπροστά στους Σπαρτιάτες στην ίδια επαίσχυντη θέση στην οποία βρέθη κε ο άντρας Χίονης μπροστά στους πολεμιστές της Ασίας, δηλαδή του ηττημένου και του σκλαβωμένου. Ο στρατηγός Μαρδόνιος είχε σκοτωθεί στη μάχη των Πλαταιών, το ίδιο και ο αρχηγός των Αθανάτων Ορόντης. Οι Σπαρτιάτες ωστόσο με πίστεψαν, η ζωή μου σώθηκε. Έμεινα στις Πλαταιές κάτω από την επίβλεψη των Ελλή νων συμμάχων, όπου μου φέρθηκαν με αβροφροσύνη και ευ γένεια, αρκετούς μήνες. Έπειτα με διόρισαν ως αιχμάλωτο διερμηνέα στο προσωπικό του Συμμαχικού Συμβουλίου. Αυτό το χειρόγραφο τελικά μου έσωσε τη ζωή.
Και τώρα κάτι σχετικά με τη μάχη. Η Μεγαλειότητά Του ίσως θυμάται το όνομα Αριστόδημος, ο Σπαρτιάτης αξιωμα τικός στον οποίο αναφέρθηκε αρκετές φορές ο άντρας Χίο νης ως απεσταλμένος και, αργότερα, ανάμεσα στους Τρια κόσιους στις Θερμοπύλες. Μόνο αυτός ο άντρας επέζησε από τους ομοίους, επειδή είχε φύγει λόγω της φλεγμονής στα μά τια λίγο πριν το τελευταίο πρωινό. Όταν ο Αριστόδημος επέστρεψε στη Σπάρτη, αντιμετωπί στηκε με μεγάλη περιφρόνηση και χλευασμό από τους συ μπολίτες του, οι οποίοι τον αποκαλούσαν δειλό ή τρεμουλιάρη. Στις Πλαταιές ωστόσο βρήκε την ευκαιρία να αποκατα στήσει την τιμή του. Έδειξε τόσο μεγάλο ηρωισμό, που τους ξεπέρασε όλους στο πεδίο της μάχης, σαν να ήθελε να ξερι ζώσει για πάντα την προηγούμενη ντροπή. Οι Σπαρτιάτες όμως δεν του απένειμαν βραβείο ανδρεί ας. Το έδωσαν σε τρεις άλλους πολεμιστές, στον Ποσειδώνιο, στο Φιλοκύονα και στον Αμομφάρετο. Οι διοικητές έκριναν τις ηρωικές πράξεις του Αριστόδημου παράτολμες και νο538
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
σηρές, αφού ορμούσε σαν τρελός στην πρώτη γραμμή, επι ζητώντας φανερά το θάνατο μπροστά στα μάτια των συ ντρόφων του για να ξεπληρώσει την ντροπή της επιβίωσης του από τις Θερμοπύλες. Η ανδρεία του Ποσειδωνίου, του Φιλοχύονα και του Αμομφάρετου κρίθηκε ανώτερη, γιατί προερχόταν από άντρες που ήθελαν να ζήσουν κι όμως πο λέμησαν τόσο εκπληκτικά.
Ας γυρίσουμε τώρα σε μένα. Κρατήθηκα στην Αθήνα επί δύο καλοκαίρια, υπηρετώντας ως διερμηνέας και γραφέας σε θέσεις που μου επέτρεψαν να γίνω αυτόπτης μάρτυρας των μοναδικών και άνευ προηγουμένου αλλαγών που έλαβαν χώρα εδώ. Η καταστραμμένη πόλη οικοδομήθηκε ξανά. Με εκπλη κτική ταχύτητα χτίστηκαν τα τείχη και το λιμάνι, τα κτίρια της συνέλευσης και του εμπορίου, τα δικαστήρια, τα σπίτια και τα καταστήματα, οι αγορές και oι βιοτεχνίες. Μια δεύ τερη πυρκαγιά κατάκαιγε τώρα όλη την Ελλάδα, ιδίως την πόλη της Αθηνάς: η έκρηξη της τόλμης και της αυτοπεποί θησης. Φαίνεται ότι το χέρι του θεού είχε ακουμπήσει τον ώμο κάθε ανθρώπου, δίνοντάς του την ευλογία του, απαγο ρεύοντας κάθε δειλία και αναποφασιστικότητα. Εν μιά νυκτί οι Έλληνες είχαν πάρει στα χέρια το πεπρωμένο τους. Είχαν νικήσει τον ισχυρότερο στρατό και στόλο στην ιστο ρία. Τι μπορούσε να τους πτοήσει πια; Ποια επιχείρηση δε θα τολμούσαν να αναλάβουν; Ο στόλος των Αθηναίων κυνήγησε τα πολεμικά πλοία της Μεγαλειότητάς Του μέχρι την Ασία, καθαρίζοντας το Αι γαίο. Το εμπόριο άνθησε. Τα πλούτη και τα εμπορεύματα όλου του κόσμου έρεαν στην Αθήνα. Όσο μεγάλη κι αν ήταν όμως η οικονομική ανάπτυξη, ωχριούσε μπροστά στα αποτελέσματα που είχε η νίκη πά• 539 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
νω στους ανθρώπους, στον ίδιο το λαό. Η άμετρη αισιοδο ξία και το επιχειρηματικό πνεύμα γέμιζαν τον καθένα με εμπιστοσύνη για τον εαυτό του και τους θεούς του. Κάθε πολίτης-πολεμιστής που είχε υποστεί τη δοκιμασία των όπλων στη φάλαγγα ή τραβούσε κουπί κάτω από τη φωτιά τώρα θεωρούσε ότι είχε δικαίωμα σε όλες τις υποθέσεις και τις συζητήσεις της πόλης. Εκείνη η ξεχωριστή μορφή διακυβέρνησης που λεγόταν δημοκρατία, η κυβέρνηση του λαού, απέκτησε βαθιές ρίζες, ποτισμένη από το αίμα του πολέμου' τώρα με τη νίκη ο βλα στός ξεπετάχτηκε και γέμισε άνθη. Στην Εκκλησία του Δή μου και στα δικαστήρια, στην Αγορά και στο Βουλευτήριο ο λαός έπαιρνε μέρος με θάρρος και εμπιστοσύνη. Για τους Έλληνες η νίκη ήταν απόδειξη της παντοδυνα μίας και της ανωτερότητας των θεών τους. Αυτές οι θεότη τες, που σε μας τους περισσότερο πολιτισμένους φαίνονταν γεμάτοι ματαιοδοξία και πάθη, αινιγματικοί και επιρρεπείς στα λάθη και στις αδυναμίες των ανθρώπων, έτσι ώστε να μην αξίζουν να λέγονται θεοί, για τους Έλληνες ενσάρκωναν και προσωποποιούσαν την πίστη τους γι' αυτό που ήταν. Αν και ανώτεροι από τους ανθρώπους, παρέμεναν ανθρώπινοι στο πνεύμα και στην ουσία. Η ελληνική γλυπτική και οι αθλη τές δόξαζαν το ανθρώπινο σώμα, η λογοτεχνία και η μου σική τα ανθρώπινα πάθη, οι λόγοι και η φιλοσοφία τους την ανθρώπινη λογική. Μέσα στην έξαψη της νίκης, οι τέχνες άνθησαν. Κανενός το σπίτι, όσο ταπεινό κι αν ήταν, δε χτίστηκε από τις στάχτες δίχως μια διακόσμηση στον τοίχο, ένα άγαλμα ή ένα μνημείο για να ευχαριστήσουν τους θεούς και την ανδρεία των όπλων τους. Το θέατρο και ο χορός αναπτύχθηκαν πολύ. Oι τραγω δίες του Αισχύλου και του Φρυνίχου προσέλκυαν πλήθος κό σμου στο θέατρο, όπου αριστοκράτες και λαός, πολίτες και ξένοι έπαιρναν τις θέσεις τους, παρακολουθώντας με μεγά540
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
λο ενδιαφέρον και συχνά με δέος τα έργα που, όπως δήλω ναν οι Έλληνες, θα κρατούσαν για πάντα.
Το φθινόπωρο του δεύτερου έτους της αιχμαλωσίας μου επαναπατρίστηκα, μετά τα λύτρα που πλήρωσε η Μεγαλει ότητά Του, μαζί με μερικούς άλλους αξιωματικούς της αυ τοκρατορίας και γύρισα στην Ασία. Ξαναμπήκα στην υπηρεσία της Μεγαλειότητάς Του και ανέλαβα πάλι τις ευθύνες μου που είχαν σχέση με τις υπο θέσεις της αυτοκρατορίας. Η τύχη ή ίσως το χέρι του θεού Αχούρα Μάζντα το επόμενο καλοκαίρι με βρήκε στο λιμά νι της Σιδώνας, για να παρευρεθώ στην ανάκριση ενός κα πετάνιου από την Αίγινα, ενός Έλληνα που το πλοίο του πα ρασύρθηκε από μια καταιγίδα στην Αίγυπτο και εκεί αιχ μαλωτίστηκε από φοινικικά πλοία του στόλου της Μεγαλει ότητάς Του. Καθώς εξέταζα το ημερολόγιο του πλοίου εκεί νου του αξιωματικού, έφτασα σε μια καταγραφή που έδει χνε ένα θαλάσσιο πέρασμα, το περασμένο καλοκαίρι, από την Επίδαυρο Λιμηρά, ένα λιμάνι της Λακεδαίμονας, στις Θερμοπύλες. Μετά από δική μου παρότρυνση, οι αξιωματικοί επέμει ναν στην ανάκριση τους πάνω σ' αυτό το σημείο. Ο Αιγινίτης καπετάνιος είπε ότι το πλοίο του ήταν ανάμεσα σε κεί να που είχαν ναυλωθεί να μεταφέρουν μια ομάδα Σπαρ τιατών και απεσταλμένων για να αφιερώσουν ένα μνημείο στη μνήμη των Τριακοσίων. Στο πλοίο επίσης, δήλωσε ο καπετάνιος, ήταν μερικές Σπαρτιάτισσες, οι σύζυγοι και οι συγγενείς ορισμένων από τους πεσόντες. Ο καπετάνιος ανέφερε ότι δεν του επέτρεψαν να έχει κα μία επαφή με τους αξιωματικούς και τις γυναίκες. Ανέκρινα τον άντρα επίμονα, αλλά δεν μπόρεσα να διευκρινίσω ού• 541 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
τε από κάποια μαρτυρία ούτε από κάποια υποψία αν ανά μεσα σ' αυτές ήταν οι δέσποινες Αρέτη και Παράλεια ή οι σύζυγοι κάποιων πολεμιστών που αναφέρονταν στα χαρτιά του άντρα Χίονη. Το πλοίο του άραξε στην εκβολή του Σπερχειού, είπε ο καπετάνιος, στο ανατολικότερο σημείο της ίδιας εκείνης πε διάδας όπου είχε στρατοπεδεύσει ο στρατός της Μεγαλειό τητάς Του κατά τη διάρκεια της επίθεσης στις Θερμοπύλες. Η ομάδα αποβιβάστηκε εκεί και έκανε τον υπόλοιπο δρόμο με τα πόδια. Τρία πτώματα Ελλήνων πολεμιστών, ανέφερε ο καπετάνιος, είχαν ανακαλυφθεί από τους ντόπιους πριν με ρικούς μήνες στα ανώτατα όρια της πεδιάδας της Τραχινίας, στο λιβάδι όπου βρισκόταν η σκηνή της Μεγαλειότη τάς Του. Τα οστά είχαν φυλαχτεί με θρησκευτική ευλάβεια από τους πολίτες της Τραχίνας, οι οποίοι τα παρέδωσαν με τιμή στους Λακεδαιμονίους. Αν και κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα για τέτοια θέματα, τα λείψανα αυτά, η κοινή λογική λέει, πρέ πει να ανήκαν στον ιππέα Δωριέα, στο Σκιρίτη Κυνηγόσκυ λο και στον παράνομο Σφαιρέα, οι οποίοι συμμετείχαν στη νυχτερινή έφοδο στη σκηνή της Μεγαλειότητάς Του. Οι στάχτες επίσης ενός πολεμιστή της Λακεδαίμονας με ταφέρθηκαν από την Αθήνα με το πλοίο του Αιγινίτη. Ο κα πετάνιος δεν μπορούσε να δώσει καμία πληροφορία για την ταυτότητά τους. Η καρδιά μου ωστόσο αναπήδησε στην πιθανότητα να ήταν ο αφηγητής μας. Πίεσα τον καπετάνιο για περισσότερες πληροφορίες. Στις Θερμοπύλες, είπε αυτός ο αξιωματικός, ό,τι είχε απο μείνει από τα πτώματα και η τεφροδόχος με τις στάχτες τάφηκαν τελικά στον τύμβο στην περιοχή των Λακεδαιμο νίων, που βρίσκεται σε ένα ύψωμα ακριβώς πάνω από τη θάλασσα. Μετά από προσεκτική ανάκριση του καπετάνιου σχετικά με την τοπογραφία της περιοχής, μπορώ να συμπε• 542 •
ΟΙ
ΠΥΛΕΣ
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
ράνω σχεδόν με βεβαιότητα ότι αυτός ο γήλοφος ήταν ο ίδιος όπου σκοτώθηκαν οι τελευταίοι υπερασπιστές. Στη μνήμη τους δεν έγιναν αθλητικοί αγώνες, αλλά μόνο μια επίσημη λειτουργία, όπου εψάλησαν ύμνοι στο Σωτήρα Δία, στον Απόλλωνα, στον Έρωτα και στις Μούσες. Όλα τε λείωσαν σε λιγότερο από μία ώρα, είπε ο καπετάνιος. Όπως ήταν φυσικό, αυτό που απασχολούσε τον καπετά νιο σε κείνη την περιοχή είχε σχέση μάλλον με την παλίρροια και την ασφάλεια του σκάφους του παρά με τα επιμνημόσυ να γεγονότα. Σε μια στιγμή ωστόσο κάτι τού τράβηξε την προσοχή, σε σημείο να το θυμάται. Μια γυναίκα ανάμεσα στην ομάδα των Σπαρτιατών στεκόταν παράμερα από τους άλλους και διάλεξε να πάει μόνη της στον τύμβο, όταν οι αδελφές της είχαν επιστρέψει και ετοιμάζονταν για αναχώ ρηση. Η γυναίκα αυτή καθυστέρησε τόσο πολύ, που ο καπε τάνιος αναγκάστηκε να στείλει ένα ναύτη να τη φωνάξει. Τον ρώτησα επίμονα να μου πει το όνομα αυτής της γυ ναίκας. Ο καπετάνιος όμως ούτε ρώτησε ούτε έμαθε. Συνέ χισα να τον ρωτώ αναζητώντας κάποια ιδιαίτερα στοιχεία του ντυσίματος ή του προσώπου της που θα με έκαναν να υποθέσω την ταυτότητά της. Ο καπετάνιος επέμενε ότι δεν υπήρχε τίποτε. «Και το πρόσωπό της;» επέμεινα. «Ηταν νέα ή γριά; Τι ηλικία είχε, πώς ήταν το παρουσιαστικό της;» «Δεν μπορώ να σου πω» αποκρίθηκε ο άντρας. «Γιατί;» «Το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο» είπε ο καπετάνιος. «Το έκρυβε ολόκληρο, εκτός από τα μάτια, ένα πέπλο».
Τον ρώτησα επίσης για τα μνημεία, για τις στήλες και τις επιτάφιες επιγραφές τους. Ο καπετάνιος είπε ότι θυμόταν τη μικρή. Η στήλη πάνω από τον τάφο των Σπαρτιατών εί• 543 •
ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ
χε στίχους γραμμένους από τον ποιητή Σιμωνίδη, ο οποίος ήταν παρών εκείνη τη μέρα της αφιέρωσης. «Μπορείς να θυμηθείς την επιτάφια επιγραφή πάνω στη στήλη;» ρώτησα. «Η μήπως οι στίχοι ήταν πολλοί για να τους συγκρατήσει η μνήμη;» «Καθόλου» αποκρίθηκε ο καπετάνιος. «Η σύνθεση των στίχων είχε γίνει με το σπαρτιατικό τρόπο. Λιτοί. Τίποτε το παραπανίσιο». Ήταν τόσο λίγοι, είπε, που ακόμα κι ένας με αδύνατη μνή μη όπως εκείνος δε θα δυσκολευόταν να απομνημονεύσει. Ω ξείν' αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι. Τούτους τους στίχους τους μετέφρασα έτσι, όσο καλύτερα μπορούσα: Ξένε, πήγαινε πες στους Σπαρτιάτες ότι εδώ είμαστε θαμμένοι, υπακούοντας στους νόμους τους.
• 544 •
Επτά ημέρες πολέμου και ζωής... Σε ένα στενό πέρασμα του όρους Καλλιδρόμου με τη θάλασσα, που λέγεται Θερμοπύλες, μακριά από τη γενέτειρά τους, στα 480 π.Χ. τριακόσιοι επίλεκτοι Σπαρτιάτες πολεμιστές απώθη σαν τους χιλιάδες πολεμιστές του Πέρση εισβολέα και έδωσαν με γενναιότητα τη ζωή τους, υπηρετώντας με ανιδιοτέλεια τη δημοκρατία και την ελευθερία. Μια απλή επιγραφή σε επιτύμ βια στήλη δείχνει το μέρος όπου είναι θαμμένοι. Ο Πρέσσφιλντ, που εμπνεύστηκε από εκείνη την επιτύμβια στήλη, έχει συνδυάσει με υπέροχο τρόπο τη γνώση με τη φαντασία. Οι πύλες της φωτιάς, όπου ο αφηγητής είναι ο μόνος επιζών της επικής εκείνης μάχης, ένας βοηθητικός του σπαρ τιατικού πεζικού που βρέθηκε ημιθανής κάτω από ένα άρμα και πιάστηκε αιχμάλωτος, είναι μια εξαίσια περιγραφή της μύησης ενός ανθρώπου στο σπαρτιατικό τρόπο ζωής και θανά του και των μυθικών αντρών και γυναικών που χάρισαν στον πολιτισμό αυτό την αθανασία. Με αποκορύφωμα την επική μάχη, Οι πύλες της φωτιάς υφαί νουν μυστήριο, Ιστορία και τραγικό έρωτα σε ένα λογοτεχνικό έργο, που φέρνει την ομηρική παράδοση στον εικοστό πρώτο αιώνα. «Σπάνια ένας συγγραφέας καταφέρνει να αναπλάσει μια ιστορική στιγμή με τόση μαστοριά, αυθεντικότητα και ψυχολογικό βάθος. Ο Στίβεν Πρέσσφιλντ δεν ήταν στις Θερμοπύλες το 480 π.Χ., αλλά όταν τελειώσετε το βιβλίο θα νομίζετε ότι ήταν, κι εσείς μαζί». Nelson DeMille «Ο Πρέσσφιλντ ξαναζωντανεύει με εκπληκτικό τρόπο τη μάχη των Θερμοπυλών. Όπως ακριβώς ο Τσαρλς Φρέιζιερ τον Αμερικανικό Εμφύλιο στο Παγερό βουνό. Οταν τελειώσετε το βιβλίο, θα έχετε την αίσθηση ότι πολεμήσατε δίπλα δίπλα με τους Σπαρτιάτες. Είναι ένα ομη ρικό μυθιστόρημα». Pat Conroy
ISBN 978-960-16-0061-1
www.patakis.gr
Βοηθ. κωδ. μηχ/σης 4061